Η Ιστορία Του Ελληνικού Χρέους

5
26/06/2015 Δοκίμια Η ιστορία του ελληνικού χρέους Κληρονομικά βάρη και νοοτροπίες Μιχαήλ Ζουμπουλάκης Ο ΜΙΧΑΗΛ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Μπορεί το χρόνιο οικονομικό μας πρόβλημα να είναι πρωτίστως πολιτικό επειδή γεννήθηκε και μεγάλωσε στο πλαίσιο ενός πελατειακού συστήματος και ενός στρεβλού μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης. Είναι, ωστόσο, λάθος να παραγνωρίζεται το κληρονομικό βάρος του νέου ελληνικού κράτους. Μια σύντομη ιστορική αναδρομή δείχνει τη «γενετική αδυναμία» ενός κράτους το οποίο δεν έζησε ούτε μιαν ώρα ζωής ελεύθερης από δανειακές υποχρεώσεις προς τους ξένους. Τα πρώτα δάνεια από ξένους ιδιώτες συνήφθησαν όσο η Ελλάδα ήταν στο βιολογικό στάδιο της σύλληψης, το 1824 και το 1825. Η επαναστατική κυβέρνηση υπέγραψε ομόλογα συνολικού ύψους 2,8 εκ. στερλινών, ονομαστικής αξίας έκαστον 100 στερλινών αλλά πραγματικής 59 στερλινών για το δάνειο του 1824 και 55,5 στερλινών για εκείνο της επόμενης χρονιάς. Και παρά ταύτα, όχι μόνον δεν εισέπραξε τα συμφωνηθέντα 1,572 εκατ. στερλίνες, αλλά μόνον το ένα τρίτο εξ αυτών, ήτοι 540.000 στερλίνες. Τα «ρέστα» παρακρατήθηκαν από τους Βρετανούς τραπεζίτες, τους Έλληνες και ξένους διαμεσολαβητές και κυρίως τους διαχειριστές του δανείου (Δερτιλής 2006, 117). Τα περιβόητα «δάνεια της ανεξαρτησίας» δεν μπόρεσαν να εξυπηρετηθούν από μια επαναστατική κυβέρνηση που ούτε επαρκή έσοδα είχε, ούτε και μπορούσε να θέσει ως προτεραιότητα την εξόφληση των δανειακών της υποχρεώσεων έναντι της πολεμικής προσπάθειας, ακόμα και αν ήθελε. [1] Έτσι, δύο χρόνια αργότερα κήρυξε παύση πληρωμών. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι στη συμμετοχή των τριών προστάτιδων δυνάμεων στη ναυμαχία του Ναβαρίνου τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, βάρυνε και η ανησυχία των δανειστών για την επιβίωση των οφειλετών. Ευτυχώς, την ίδια χρονιά στην Τροιζήνα εξέλεξαν τον Καποδίστρια ο οποίος, εκτός από κράτος, προσπάθησε να φτιάξει και τα δημόσια οικονομικά αναζητώντας ήδη από το 1830 ένα νέο δάνειο. Αδυνατώντας να ανανεώσει την εξυπηρέτηση των δανείων της ανεξαρτησίας, αναζήτησε εγγυήσεις εκεί που μπορούσε, δηλ. στις τρεις προστάτιδες δυνάμεις. Δυστυχώς, πριν προλάβει να κλείσει την συμφωνία για νέο δάνειο, δολοφονήθηκε το 1831. Με την συνθήκη του Λονδίνου της 7/5/1832, πήραμε το δάνειο των 60 εκατ. φράγκων, αλλά μαζί με αυτό αποκτήσαμε και τον νεαρό Όθωνα ο οποίος πριν καλάκαλά αποβιβαστεί στο Ναύπλιο συμφώνησε ότι προηγούνται οι αποπληρωμές των χρεολυσίων έναντι οποιασδήποτε άλλης κρατικής δαπάνης (Ανδρεάδης 1904, 82). Αυτά ήταν τα καλά νέα! Τα χειρότερα ήταν ότι από τα 60 εκ. φράγκα, στην Ελλάδα έφτασαν μόνον τα 27 εκατ. Οι δανειστές μας όχι μόνον παρακράτησαν έναντι προηγούμενων οφειλών 2 εκατ., όχι μόνον πήραν προμήθεια άλλα τόσα, αλλά υποχρεωθήκαμε να πληρώσουμε 11 εκατ. στο Σουλτάνο για την αγορά της Φθιώτιδας, της Φωκίδας και της Εύβοιας που είχαμε ήδη απελευθερώσει δια των όπλων! Και σαν μην έφταναν όλα αυτά, στους όρους του δανείου προβλέπονταν μια σειρά «ανωφελών δαπανών» όπως τις χαρακτήρισε ο Ανδρέας Ανδρεάδης (1904, 86) που αφορούσαν στα έξοδα της Αντιβασιλείας και σε μισθούς στρατιωτικών, κυρίως Βαυαρών (5.142 εκ των 8.205 ανδρών του νεοσύστατου Ελληνικού Στρατού). Εν κατακλείδι, από τα 60 εκατ. στα ταμεία του κράτους, υπέρ των ελληνικών κρατικών δαπανών εκταμιεύτηκαν μόνον 2,7 εκατ. φράγκα (Κωστής 2006, 317).

description

Η ιστορία του ελληνικού χρέουςΚληρονομικά βάρη και νοοτροπίεςΜιχαήλ ΖουμπουλάκηςΟ ΜΙΧΑΗΛ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Transcript of Η Ιστορία Του Ελληνικού Χρέους

Page 1: Η Ιστορία Του Ελληνικού Χρέους

26/6/2015 Η ιστορία του ελληνικού χρέους

http://foreignaffairs.gr/print/70394?page=2&utm_medium=twitter&utm_source=twitterfeed 1/5

26/06/2015Δοκίμια

Η ιστορία του ελληνικού χρέουςΚληρονομικά βάρη και νοοτροπίες

Μιχαήλ ΖουμπουλάκηςΟ ΜΙΧΑΗΛ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Μπορεί το χρόνιο οικονομικό μας πρόβλημα να είναι πρωτίστως πολιτικό επειδή γεννήθηκε και μεγάλωσε στοπλαίσιο ενός πελατειακού συστήματος και ενός στρεβλού μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης. Είναι, ωστόσο,λάθος να παραγνωρίζεται το κληρονομικό βάρος του νέου ελληνικού κράτους. Μια σύντομη ιστορική αναδρομήδείχνει τη «γενετική αδυναμία» ενός κράτους το οποίο δεν έζησε ούτε μιαν ώρα ζωής ελεύθερης από δανειακέςυποχρεώσεις προς τους ξένους.

Τα πρώτα δάνεια από ξένους ιδιώτες συνήφθησαν όσο η Ελλάδα ήταν στο βιολογικό στάδιο της σύλληψης, το 1824και το 1825. Η επαναστατική κυβέρνηση υπέγραψε ομόλογα συνολικού ύψους 2,8 εκ. στερλινών, ονομαστικής αξίαςέκαστον 100 στερλινών αλλά πραγματικής 59 στερλινών για το δάνειο του 1824 και 55,5 στερλινών για εκείνο τηςεπόμενης χρονιάς. Και παρά ταύτα, όχι μόνον δεν εισέπραξε τα συμφωνηθέντα 1,572 εκατ. στερλίνες, αλλά μόνοντο ένα τρίτο εξ αυτών, ήτοι 540.000 στερλίνες. Τα «ρέστα» παρακρατήθηκαν από τους Βρετανούς τραπεζίτες, τουςΈλληνες και ξένους διαμεσολαβητές και κυρίως τους διαχειριστές του δανείου (Δερτιλής 2006, 117). Τα περιβόητα«δάνεια της ανεξαρτησίας» δεν μπόρεσαν να εξυπηρετηθούν από μια επαναστατική κυβέρνηση που ούτε επαρκήέσοδα είχε, ούτε και μπορούσε να θέσει ως προτεραιότητα την εξόφληση των δανειακών της υποχρεώσεων έναντιτης πολεμικής προσπάθειας, ακόμα και αν ήθελε. [1] Έτσι, δύο χρόνια αργότερα κήρυξε παύση πληρωμών. Δεν θαήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι στη συμμετοχή των τριών προστάτιδων δυνάμεων στη ναυμαχία τουΝαβαρίνου τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, βάρυνε και η ανησυχία των δανειστών για την επιβίωση των οφειλετών.

Ευτυχώς, την ίδια χρονιά στην Τροιζήνα εξέλεξαν τον Καποδίστρια ο οποίος, εκτός από κράτος, προσπάθησε ναφτιάξει και τα δημόσια οικονομικά αναζητώντας ήδη από το 1830 ένα νέο δάνειο. Αδυνατώντας να ανανεώσει τηνεξυπηρέτηση των δανείων της ανεξαρτησίας, αναζήτησε εγγυήσεις εκεί που μπορούσε, δηλ. στις τρεις προστάτιδεςδυνάμεις. Δυστυχώς, πριν προλάβει να κλείσει την συμφωνία για νέο δάνειο, δολοφονήθηκε το 1831. Με τηνσυνθήκη του Λονδίνου της 7/5/1832, πήραμε το δάνειο των 60 εκατ. φράγκων, αλλά μαζί με αυτό αποκτήσαμε καιτον νεαρό Όθωνα ο οποίος πριν καλά­καλά αποβιβαστεί στο Ναύπλιο συμφώνησε ότι προηγούνται οι αποπληρωμέςτων χρεολυσίων έναντι οποιασδήποτε άλλης κρατικής δαπάνης (Ανδρεάδης 1904, 82). Αυτά ήταν τα καλά νέα! Ταχειρότερα ήταν ότι από τα 60 εκ. φράγκα, στην Ελλάδα έφτασαν μόνον τα 27 εκατ. Οι δανειστές μας όχι μόνονπαρακράτησαν έναντι προηγούμενων οφειλών 2 εκατ., όχι μόνον πήραν προμήθεια άλλα τόσα, αλλάυποχρεωθήκαμε να πληρώσουμε 11 εκατ. στο Σουλτάνο για την αγορά της Φθιώτιδας, της Φωκίδας και της Εύβοιαςπου είχαμε ήδη απελευθερώσει δια των όπλων! Και σαν μην έφταναν όλα αυτά, στους όρους του δανείουπροβλέπονταν μια σειρά «ανωφελών δαπανών» όπως τις χαρακτήρισε ο Ανδρέας Ανδρεάδης (1904, 86) πουαφορούσαν στα έξοδα της Αντιβασιλείας και σε μισθούς στρατιωτικών, κυρίως Βαυαρών (5.142 εκ των 8.205ανδρών του νεοσύστατου Ελληνικού Στρατού). Εν κατακλείδι, από τα 60 εκατ. στα ταμεία του κράτους, υπέρ τωνελληνικών κρατικών δαπανών εκταμιεύτηκαν μόνον 2,7 εκατ. φράγκα (Κωστής 2006, 317).

Page 2: Η Ιστορία Του Ελληνικού Χρέους

26/6/2015 Η ιστορία του ελληνικού χρέους

http://foreignaffairs.gr/print/70394?page=2&utm_medium=twitter&utm_source=twitterfeed 2/5

Με τα ελάχιστα δημόσια έσοδα της από την φορολόγηση της αγροτικής παραγωγής, η Ελλάδα εξυπηρέτησε τοδάνειο αυτό κακήν κακώς μέχρι τον Μάιο του 1843, οπότε ο Όθων ανέστειλε οριστικά τις πληρωμές τόκων καιχρεολυσίων. Η Ελλάδα θα βρεθεί εκτός αγορών για τριανταπέντε χρόνια μετά την πτώχευση του ’43. Μπορεί μεν οιιδιώτες ομολογιούχοι να εξοφλήθηκαν στο άρτιο από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, αυτές όμως προσπάθησαν μεκάθε μέσο πολιτικού πειθαναγκασμού να εξασφαλίσουν την αποπληρωμή τους (Δερτιλής 2006, 128). Στις αέναεςδιαπραγματεύσεις που περιγράφει λεπτομερώς ο Ανδρεάδης (1904, 92 κ.ε.) η ελληνική πλευρά συζητούσε μόνο γιατο δάνειο του 1832 και οι δανειστές αποφάσισαν να πιέσουν δραστικά εκμεταλλευόμενοι το «λάθος» του Όθωνα νασυνδράμει στρατιωτικά τους Ρώσους στην διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου 1854­56. Οι Αγγλο­γάλλοι κατέλαβαντον Πειραιά για τρία χρόνια, δηλ. και μετά την λήξη του πολέμου, δικαιολογώντας την κατοχή του με βάση τουςόρους του δανείου που προέβλεπε την κατά προτεραιότητα είσπραξη των τελωνειακών εσόδων έναντι των οφειλών(Δερτιλής 2006, 294).

Η επιτροπή εκείνης της τρόικας εγκαταστάθηκε εν Αθήναις επί τριετίαν ώστε «να μελετήση την οικονομικήνκατάστασιν της Ελλάδος και να ορίση το ποσόν όπερ το Ελληνικόν κράτος ηδύνατο να πληρώση». Οι εκπρόσωποιτων τριών Δυνάμεων αποφανθήκαν ότι «η Ελλάς καλώς διοικούμενη θα ήτο εις θέσιν να τηρήση όλας ταυποχρεώσεις αυτής» (βλ. Ανδρεάδης 1904, 96­7). Έτσι, ο μοχλός των δανείων χρησιμοποιήθηκε και για την επιβολήτης Δυναστείας του Γεωργίου του Α’ σε αντικατάσταση του όχι καλώς διοικούντα Βαυαρού ηγεμόνα. Ενόσω ηΕλλάδα παρέμενε εκτός αγορών, οι Βρετανοί επέβαλαν τον εξάδελφο της Βικτωρίας προικίζοντάς τον εκτός από ταΕπτάνησα και με μια βασιλική χορηγία 300.000 φράγκων, κουρεύοντας ισόποσα το ελληνικό χρέος.

Το τέταρτο εξωτερικό δάνειο συνάφθηκε το 1879, οπότε και η Ελλάδα ήρθε σε συμβιβασμό με τους δανειστές της,παλαιούς και νέους, αφού ο καγκελάριος Βίσμαρκ απείλησε να μπλοκάρει την συνθήκη προσάρτησης τηςΘεσσαλίας αν δεν εξοφλούντο άμεσα οι Βαυαροί κληρονόμοι (Ανδρεάδης 1904, 111). Ο οδυνηρός συμβιβασμόςπεριέλαβε όχι μόνο τους «θεσμικούς επενδυτές» του 1832, αλλά και τους ιδιώτες ομολογιούχους των δανείων τηςανεξαρτησίας που αγόρασαν στην δευτερογενή αγορά μέχρι και 5 δρχ. ένα ομόλογο ονομαστικής αξίας 100. Όπωςαναφέρει ο Δερτιλής (2006, 324), κάποιοι Ολλανδοί ομολογιούχοι εξοφλήθηκαν το 1930, «105 χρόνια μετά τηνδιασπάθιση των δανείων του 1824­1845».

Ωστόσο, το άνοιγμα των αγορών έφερε μέσα στα επόμενα 14 χρόνια τον επταπλασιασμό του δημοσίου χρέους. Ηπαρεμβατική πολιτική Τρικούπη με τα τεράστια δημόσια έργα (οδικό δίκτυο, σιδηρόδρομοι, λιμάνια, αποξηραντικάέργα, Ισθμός Κορίνθου) εκτίναξε τον εξωτερικό αλλά και τον εσωτερικό δανεισμό, παρά την ραγδαία φορολογικήεπιβάρυνση των κατοίκων των πόλεων με έμμεσους φόρους. Το δάνειο των 60 εκατ. φράγκων του 1879,ακολούθησε νέο δάνειο 120 εκατ. φράγκων το 1881, και τρίτο 100 εκατ. φράγκων το 1884, και τέταρτο 135 εκατ.φράγκων το 1887 και ούτω καθ’εξής. (βλ. Κωστής 2006, 319). Συνολικά από το 1879 έως το 1893, η Ελλάδαδανείστηκε σχεδόν 640 εκατ. γαλλικά φράγκα ενώ κατέβαλε για τόκους, χρεολύσια και μεσιτικά περίπου 536! Μόνοτο 6% των δανείων χρησιμοποιήθηκε για παραγωγικές επενδύσεις (Τσουλφίδης 2009, 193). Το πασίγνωστο«δυστυχώς επτωχεύσαμεν» ειπώθηκε όταν πλέον τα τοκοχρεολύσια έφτασαν να απορροφούν το 50% των δημοσίωνεσόδων. Αυτή την φορά, εντούτοις, οι δανειστές μας αντέδρασαν πιο δημιουργικά. Δεν είχαμε ούτε αλλαγή βασιλέα,ούτε κανονιοφόρους στον Πειραιά, παρά μόνον το εθνικό δράμα της ήττας του 1897. Ο Διεθνής ΟικονομικόςΈλεγχος επέβαλλε το 1898 στην Ελλάδα νομισματική και δημοσιονομική πειθαρχία που οδήγησε σε πτώση τωντιμών και εκσυγχρονισμό του νομισματικού συστήματος, αφήνοντας στην ελληνική κυβέρνηση την ευχέρεια νααλλάξει μόνη της το φορολογικό σύστημα (Ψαλιδόπουλος 2010, 118).

Το ότι η φορολογική μεταρρύθμιση παρέμεινε ζητούμενο αποτελεί ένα μόνιμο πρόβλημα, ασφαλώς συγγενές μεαυτό του δημόσιου χρέους. Αλλά ούτε καν ο εκσυγχρονισμός του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν επιτεύχθηκεάμεσα. Ιδιωτικές τράπεζες, όπως η Κωνσταντινουπόλεως του Συγγρού και του Σκουλούδη και η νεοσύστατηΤράπεζα Ηπειροθεσσαλίας του Συγγρού, συνέχιζαν να διαχειρίζονται κατ’ αποκλειστικότητα τις πληρωμές τωντοκοχρεολυσίων της Ελλάδας προς τους δανειστές και να εισπράττουν προμήθεια επί των συναλλαγών (Δερτιλής

Page 3: Η Ιστορία Του Ελληνικού Χρέους

26/6/2015 Η ιστορία του ελληνικού χρέους

http://foreignaffairs.gr/print/70394?page=2&utm_medium=twitter&utm_source=twitterfeed 3/5

2006, 534). Για να υπάρξει κρατικός έλεγχος του τραπεζικού συστήματος χρειάστηκε να περιμένουμε άλλα τριάνταχρόνια.

Παρόντος του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, η Ελλάδα έμεινε στις διεθνείς αγορές παρά την πτώχευση του 1893και συνέχισε να δανείζεται μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους επιπλέον 376 εκατ. γαλλικά φράγκα. Η πολεμικήπροσπάθεια και οι εξοπλισμοί εκτίναξαν το δημόσιο χρέος. Κατά την περίοδο 1893­1912 οι δαπάνες εξυπηρέτησηςτου χρέους και οι στρατιωτικές δαπάνες ξεπερνούσαν το 65% του κρατικού προϋπολογισμού (Κωστής 2006, 305).Τα δέκα χρόνια πολέμου που ακολούθησαν μέχρι το τραγικό 1922, οδήγησαν την δημοσιονομική κατάσταση τηςχώρας σε πλήρες αδιέξοδο. Η εθνική προσπάθεια έφερε το 1914 το μεγαλύτερο εξωτερικό δάνειο της (ως τότε)ελληνικής ιστορίας, 500 εκ. γαλλικών φράγκων, χάρη στις διεθνείς επαφές του Βενιζέλου αλλά και με τηνδιαμεσολάβηση της ιδιωτικής Εθνικής Τράπεζας, δάνειο που λόγω του Παγκοσμίου Πολέμου δεν εκταμιεύτηκεπλήρως (Κωστής 2013, 567).

Μετά την λήξη του πολέμου, οι σύμμαχοι άνοιξαν μια πιστοληπτική γραμμή στην Ελλάδα συνολικού ύψους 850 εκ.δρχ. ως κάλυμμα για την νομισματική επέκταση που είχε ανάγκη. Νέες πιστώσεις 100 εκ. φράγκων ήρθαν ναανταμείψουν τη νέα συμμετοχή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Ουκρανία το 1919, άλλο αν δαπανήθηκανστην Μικρασιατική Εκστρατεία. Η αλλαγή στάσης των Συμμάχων άφησε προσωρινά εκτός αγορών την Ελλάδαστην χρηματοδότηση της Εκστρατείας η οποία στηρίχτηκε αποκλειστικά στη συνεχή διόγκωση της νομισματικήςκυκλοφορίας (από 159 εκατ. δρχ. το 1911 σε 4,7 δισ. το 1923). Ελλείψει εξωτερικού δανεισμού οδηγηθήκαμε τοΜάρτιο του 1922 στο διαβόητο αναγκαστικό δάνειο του Πρωτοπαπαδάκη ύψους 1,6 δισ. με διχοτόμηση τωνκυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων! Παράλληλα, αποφασίστηκε η γενναία υποτίμηση της δραχμής έναντι τηςαγγλικής λίρας (από 24 σε 166 δρχ.), εκτινάσσοντας τον πληθωρισμό.

Μέχρι το 1928, η Εθνική Τράπεζα επιτελούσε και τις λειτουργίες της κεντρικής τράπεζας: Εξέδιδε νόμισμα, δάνειζετο κράτος όταν χρειαζόταν να καλύψει τις πολλές έκτακτες ανάγκες του και, έναντι αυτών, συνέλεγε τις καταθέσειςτων δημόσιων οργανισμών. Συχνότατα, όμως, το κράτος κατέφευγε στον εσωτερικό δανεισμό. Έτσι, το 1926 ηδικτατορία Πάγκαλου ζήτησε και έλαβε καινούργιο δάνειο με νέα μείωση της αξίας της δραχμής κατά 33%. Στιςαρχές του 1927, η «οικουμενική κυβέρνηση» Kαφαντάρη επεδίωξε την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού και τηνσταθεροποίηση του εθνικού νομίσματος υιοθετώντας τον κανόνα συναλλάγματος­χρυσού, συνδέοντας την δραχμήμε την λίρα στερλίνα, ώστε να προσελκύσει νέα κεφαλαία από το εξωτερικό. Η Κοινωνία των Εθνών απαίτησε τότεαπό την ελληνική κυβέρνηση ως όρο για νέο δανεισμό την ίδρυση Κεντρικής Τράπεζας και τον έλεγχο του δημόσιουχρέους (Τσουλφίδης 2009, 227).

Η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος το Μάιο του 1928, παρ’όλο που σαφώς εξυπηρετούσε τις εθνικές ανάγκεςελέγχου της τραπεζικής πίστης, επιβλήθηκε από τους δανειστές ως όρος ώστε να επανασυνδεθεί η Ελλάδα με τιςδιεθνείς κεφαλαιαγορές. Οι συνέπειες της κρίσης του 1929, αν και περιορισμένες, έφεραν πολλά προβλήματα στηνεξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους λόγω της κατάρρευσης του διεθνούς νομισματικού συστήματος. Τα βάρη τουχρέους αντιπροσώπευαν 40,7% των δημοσίων δαπανών το 1929 (Κωστής 2013, 634). Ο Βενιζέλος αναζήτησεμάταια νέους δανειστές τους τρεις πρώτους μήνες του 1932, το χρέος διογκώνονταν λόγω της σύνδεσής του με τονκανόνα του χρυσού ώσπου την Πρωτομαγιά αναγκάστηκε να κηρύξει χρεοστάσιο. Το ελληνικό κράτος πτώχευσεεπίσημα για τέταρτη φορά στα εκατό πρώτα χρόνια της ζωής του.

Στην δεκαετία του 1940 η Ελλάδα είχε πολύ πιο δραματικά προβλήματα να αντιμετωπίσει από το ύψος τουδημοσίου χρέους. Εξάλλου, ο υπερπληθωρισμός του 1944­45 είχε και μια απροσδόκητη θετική συνέπεια αφούεκμηδένισε το εσωτερικό χρέος. Η σταθεροποίηση της οικονομίας και η αποκατάσταση των δημοσίων εσόδωνεπιτεύχθηκε με πολλαπλές νομισματικές μεταρρυθμίσεις και χάρη στην αμερικανική βοήθεια. Η οριστικήαποκατάσταση της νομισματικής σταθερότητας ήλθε χάρη στην ραγδαία υποτίμηση της δραχμής κατά 100% απότην κυβέρνηση Παπάγου τον Απρίλιο του 1953 και την σταθεροποίηση της ισοτιμίας δραχμής/δολαρίου για δύο

Page 4: Η Ιστορία Του Ελληνικού Χρέους

26/6/2015 Η ιστορία του ελληνικού χρέους

http://foreignaffairs.gr/print/70394?page=2&utm_medium=twitter&utm_source=twitterfeed 4/5

δεκαετίες. Τα χρόνια της λεγόμενης «οκταετίας Καραμανλή» 1955­1963, η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται μεπρωτοφανείς ρυθμούς, που το 1961 φτάνουν το ασύλληπτο 13%. Χωρίς καμία υπερβολή, η περίοδος 1953 ­1981είναι η μόνη κατά την οποία η Ελλάδα δεν έχει πρόβλημα υπέρογκου δημοσίου χρέους το οποίο κυμαίνεται σεεπίπεδα κάτω από 40% του ΑΕΠ (Τσουλφίδης 2009, 330).

Τα μικρά δημόσια ελλείμματα που κληρονομήθηκαν από την δικτατορία και την δεύτερη οκταετία Καραμανλήαυξήθηκαν ουσιαστικά μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ το 1981 πάνω από το 10%. Το πελατειακό σύστημα στηνΕλλάδα έδωσε τη δυνατότητα στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις να κτίσουν ένα κράτος άδικο και αναποτελεσματικό,ωφέλιμο σε όσους πολίτες είχαν πρόσβαση στην κατανομή της όποιας εξουσίας, σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο.

Μετά το 1981, το πελατειακό κράτος απλώς «κοινωνικοποιήθηκε» επιδιώκοντας την ικανοποίηση όλων τωναντιφατικών κοινωνικών συμφερόντων των «μη­προνομιούχων», μέσα από την επέκταση του κράτους, τιςκοινοτικές επιδοτήσεις αλλά και τον δημόσιο δανεισμό (Καζάκος 2001, 355). Έτσι, το δημόσιο χρέος από 20% τουΑΕΠ το 1974, κυμάνθηκε κατά μέσο όρο στο 48% στην περίοδο των κυβερνήσεων Παπανδρέου (1982­1989),έφτασε στο 90% κατά την περίοδο Μητσοτάκη (1990­1993), ανέβηκε στο 109% επί πρωθυπουργίας Παπανδρέου(1994­96), για να υποχωρήσει προσωρινά στο 99% το 2001 επί Σημίτη λόγω εισόδου στην ΟΝΕ και να ξανανέβειστο 112% το 2004 (Γιαννίτσης 2005, 82). Όπως όλοι θυμόμαστε οι δύο κυβερνήσεις Καραμανλή εκτόξευσαν τοδημόσιο χρέος στο 129% του ΑΕΠ το 2009. Μπορεί η υπογραφή του πρώτου Μνημονίου χρηματοδότησης το Μάιοτου 2010 να απέτρεψε επίσημα την πέμπτη πτώχευση του ελληνικού κράτους, ωστόσο το δημόσιο χρέος, πουξεπέρασε το 2014 το 177%, παραμένει μη εξυπηρετήσιμο όσο δεν υπάρχει σταθερή ανάπτυξη.

Η παραπάνω καταγραφή ασφαλώς δεν εμπεριέχει καμία πρωτοτυπία. Φωτίζει όμως την ιστορία του Ελληνικούκράτους μέσα από μίαν ιδιαίτερη και λιγότερο γνωστή προοπτική, αυτήν της χρόνιας εξάρτησής του από τονεξωτερικό δανεισμό. Είδαμε ότι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, τα δημόσια εξωτερικά χρέη συνδέονται με μεγάλαεθνικά γεγονότα: Τα πρώτα δάνεια με την εθνική ανεξαρτησία, το δάνειο του 1832 με την επιλογή του Όθωνα, ηπτώχευση του 1843 με την αλλαγή δυναστείας και τα Επτάνησα, η έξοδος στις διεθνείς αγορές του 1879 με τηνπροσάρτηση της Θεσσαλίας, η πτώχευση του 1893 με τον Διεθνή Έλεγχο και την χρηματοδότηση των Βαλκανικώνπολέμων, η Μικρασιατική Καταστροφή και η δημοσιονομική κατάρρευση με την αναγκαστική εξυγίανση τουτραπεζικού συστήματος αλλά και με την πτώχευση του 1932, και τελικά η ανεπίσημη πτώχευση του 2010 με τηστρεβλή σχέση μας με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Σε αυτήν την μακρά διάρκεια, οι διεθνείς κρίσεις –τότε και τώρα­διόγκωσαν τα δικά μας προβλήματα που σχετίζονται με το δικό μας «μοντέλο» ανάπτυξης και τις δικές μαςπολιτικές ευθύνες και καιροσκοπικές συμπεριφορές (Δοξιάδης 2013, 196 κ.έ.).

Η ελληνική ιστορία του δημοσίου χρέους είναι ένα υπόδειγμα κακοδιαχείρισης, εξάρτησης (addiction) από την ξένηβοήθεια και κοντόθωρης σύνδεσης με την εκάστοτε επείγουσα αναγκαιότητα της ιστορικής συγκυρίας. Διαρθρωτικάπροβλήματα σε όλους τους κλάδους παραγωγής και της δημόσιας διοίκησης είχαμε και πριν από το ευρώ, και πριντην ΕΟΚ, και πριν την κρίση του ’29, και πριν τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Άραγε, πόσες ευκαιρίες δικαιούταινα χάσει μια χώρα για να αναπτυχθεί κανονικά;

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:[1] Για μια γλαφυρή περιγραφή της κατασπατάλησης των χρημάτων των πρώτων δανείων αξίζει να διαβάσει κανείςτην προσωπική μαρτυρία του Βρετανού φιλέλληνα Georges Finlay (1861, 300­303).

Βιβλιογραφία:Ανδρεάδης Α. (1904) Ιστορία των εθνικών δανείων, Αθήνα: Εστία.Γιαννίτσης, Τ. (2005) Η Ελλάδα και το μέλλον. Πραγματισμός και ψευδαισθήσεις, Αθήνα: Πόλις.Δερτιλής, Γ. (2006) Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, 2 τόμοι, Αθήνα: Εστία.Δοξιάδης, Α. (2013) Το αόρατο ρήγμα. Θεσμοί και συμπεριφορές στην ελληνική οικονομία, Αθήνα: Ίκαρος.

Page 5: Η Ιστορία Του Ελληνικού Χρέους

26/6/2015 Η ιστορία του ελληνικού χρέους

http://foreignaffairs.gr/print/70394?page=2&utm_medium=twitter&utm_source=twitterfeed 5/5

Finlay G. (1861) Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μτφ. Α. Κοτζιά, πρόλογος Γ.Κορδάτου, Αθήνα: Άτλας1960.Καζάκος, Π. (2001) Ανάμεσα σε κράτος και αγορά, Αθήνα: Πατάκης.Καζάκος, Π. (2010) Από τον ατελή εκσυγχρονισμό στην κρίση­μεταρρυθμίσεις χρέη και αδράνειες, 1996­2010,Αθήνα: Πατάκης.Κωστής, Κ. (2006) «Δημόσια οικονομικά», στο Κ. Κωστής και Σ. Πετμεζάς Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίαςκατά τον 19ο αιώνα (1830­1914), Αθήνα: Ιστορικό αρχείο Alpha BankΚωστής, Κ. (2013) Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας. Η διαμόρφωση του ελληνικού κράτους, 18ος­21ος αι.,Αθήνα: ΠΟΛΙΣ.Ψαλιδόπουλος, Μ. (2010) Οικονομολόγοι και οικονομική πολιτική στη σύγχρονη Ελλάδα, Αθήνα: Μεταμεσονύκτιεςεκδόσεις.Τσουλφίδης, Λ. (2009) Οικονομική Ιστορία της Ελλάδας, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, β’έκδοση.

Copyright © 2002­2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνσηwww.twitter.com/foreigngr [1] αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr [2]και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign­affairs­the­hellenic­edition [3]

Return to Article: http://foreignaffairs.gr/articles/70394/mixail­zoympoylakis/i­istoria­toy­ellinikoy­xreoysHome > Δοκίμια > Η ιστορία του ελληνικού χρέουςPublished on Foreign Affairs ­ Hellenic Edition (http://foreignaffairs.gr)

Links:[1] http://www.twitter.com/foreigngr[2] http://www.facebook.com/ForeignAffairs.gr[3] https://www.linkedin.com/company/foreign­affairs­the­hellenic­edition