Το υπόγειο - Ντοστογιέφκσι Φίοντορ

142
m

description

 

Transcript of Το υπόγειο - Ντοστογιέφκσι Φίοντορ

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

τοΥΠΟΓΕΙΟ

m ypαμματα

Φ Ι Ο ΝΤΟ Ρ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦ ΣΚΙ

τοΥΠΟΓΕΙΟ Ο Φιοντόρ Μιχωiλοβιτς Ντοστογ ιέφσκι γεννήΟι1κε στη Μόσχα το 182 1, δεύτερο από τα εφτά παιδιά ενός για­τρού. Η μητέρα του πέθανε το 1837 και δυο χρόνια αρ­γότερα ο πατέρας του δολοφονήΟηκε . Το 1838 φεύγει από το ιδιωτικό ο ικοτροφείο όπου

σπούδαζε στη Μόσχα και μπαίνει στη Στρατιωτική Σχολή Μηχανικών στην Π ετρούπολη , απ' όπου απο­φοιτά το 1843 με το βαΟμό του αξιωματικου. Το πρώτο του έργο, Οι Φτωχοί, δημοσιεύεται το 1846 και γνωρίζε ι τεράστια επιτυχία. ·Ο μ ως το I 49 ο τοστογ ιέφσκι συλ­λαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο για τη συμμε­ιοχή του στον «κύκλο Π ετρασέφσκι»· η ποινή του με­τριάζεται την τελευταία στιγμή σε κάΟειρξη , και μένει ώς το 1854 κρατούμενος στο Ομσκ της Σιβηρίας. Η εμ­πειρία αυτή καταγράφεται λίγο αργότερα στις Α vαμvιί­σεις από το Σπίτι τωv Νεκρών ( 1860) .

ΊΌ 1862 ιδρύει μαζί με τον αδελφό του την επιΟεώ­ρηση Βρέμυα, ενώ τα δύο επόμενα χρόνια, που τα περνά ταξιδεί•οντας στο εξωτερικό, του ενισχύουν την αντιευρωπα·ίκή του στάση , του γνωρίζουν τη δεσποινίδα Σουσλόβα, που έγινε πρότυπο πολλών ηρωίδων του, και του απελευθερώνουν το πάθος: της χαρτοπαιξίας. Τα χρέη τον πνίγουν σταδιακά , ώς το 1867. Τότε παν­

τρεύιιαι σε δεύτερο γάμο της · Αννα Γρηγόριεβνα Σνί­τκινα , που τον σώζει από τη χρεοκοπία. Μαζί της ζε ι ώς το 1873 στο εξωτερικό, απ' όπου καλείται να επιστρέψει για να διευθύνει το Γκραζvτάvιv. Το 1880 εκφωνεί τον περίφημο λόγο του στα αποκαλυmήρια του μνημείου του Π ούσκιν στη Μόσχα, και πεΟαίνει έξι μtiνες αργό­τερα, το 188 1 . Τα περισσότερα μυΟιστορήματά του είναι γραμμένα

μετά το I 64: Το Υπόγειο ( 1864), Έγκλημα και Τιμωρία ( 1865-66), Ο Χαρτοπαίχτης ( 1866), Ο Ηλίθιοι- ( I 69), Οι Δαιμονισμένοι ( 197 1) και Οι Αδελcrοι· Καραμαζ(ΙJC(' ( 188u" .

ISBN 960-329-129-3

ypαμματα

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

Μετάφραση

ΓΙΩΡΓΗΣ ΣΗΜΗΡΙΩΤΗΣ

γραμματα

1990

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Το υπόγειο, 1846

Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης

Μακέτα εξωφύλλου: Στέλιος Κούτριας

Εικόνα εξωφύλλου: Marshall Arisman Δεύτερη έκδοση

Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις <<γράμματα>>

Φωτοστοιχειοθεσία: Ο.Υ.Φ.Ο.

Γραβιάς 7, Αθήνα 106 78, τηλ. 360.76.89

Κεντρική διάθεση: ΑΘΗΝΑ: Γραβιάς 7, Αθήνα 106 78, τηλ. 380.76.89

θΕΣ/ΝΙΚΗ: ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ, Νίκης 3, Θεσ/νίκη 546 24 τηλ. 226.190

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ι

Είμαι άρρωστος ... Είμαι κακός. Δεν είμαι καθόλου ευχά­ριστος. Νομίζω πως έχω μια αρρώστια του ήπατος. Μα δεν καταλαβαίνω τίποτα και δεν ξέρω πού ακριβώς υπο­φέρω. Αν κι εκτιμώ πολύ τους γιατρούς και την ιατρική, δεν πάω να με κοιτάξουν, και δεν πήγα ποτέ γιατί είμαι φοβερά προληπτικός, ή τουλάχιστον τόσο, που δεν πι­στεύω στην ιατρική. (Η μόρφωσή μου δε θα 'πρεπε να μου επιτρέπει να είμαι προληπτικός, ωστόσο είμαι.) ·Οχ ι, αν δε φροντίζω για τον εαυτό μου, το κάνω από πείσμα μόνο. · Ισως δεν μπορείτε να το καταλάβετε αυτό. Ε λοι­πόν, εγώ το καταλαβαίνω. Δε θα μπορούσα βέβαια να σας εξηγήσω από πού προέρχεται το πείσμα μου. Κατα­λαβαίνω πολύ καλά πως μη φροντίζοντας να γιατρευτώ, δεν κάνω κακό σε κανέναν, ούτε και στους γιατρούς. Και καλύτερα από κάθε άλλον στον κόσμο ξέρω πως μόνο τον εαυτό μου βλάπτω. Αδιάφορο· από πείσμα δε για­τρεύομαι. Είναι αρρώστια του ήπατος. Ας είναι ό,τι θέλει, ας γίνει και χειρότερα ακόμη!

Είναι πολύς καιρός, καμιά εικοσαριά χρόνια, που ζω έτσι, και είμαι τώρα σαράντα χρονών. Παλιά ήμουν δη­μόσιος υπάλληλος, μα παραιτήθηκα. · Ημουν υπάλληλος ευερέθιστος και τραχύς, κι ευχαριστιόμουν να 'μαι τέτοι­ος. Γιατί μην παίρνοντας φιλοδωρήματα, από κάτι έπρεπε να πληρωθώ. (το αστείο αυτό δεν είναι και τόσο σπου­δαίο, δε θα το παραλείψω όμως. Γράφοντάς το θαρρούσα πως θα το βρουν πολύ έξυπνο, μα τώρα βλέπω πως δεν είναι παρά ένας ελεεινός φανφαρονισμός και γι' αυτό

-7-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣτΟΓΙΕΦΣΚΙ

δεν το παραλείπω.) • Οταν έρχονταν στο γραφείο μου άν­θρωποι να ζητήσουν πληροφορίες, τους έδειχνα μεμιάς

τα δόντια κι ένιωθα ανείπωτη ευχαρίστηση, όσο λίγη και να 'ταν η στενοχώρια που προξενούσα στον άλλον, όπως συνέβαινε τις περισσότερες φορές. Συνήθως ήταν άνθρω­ποι δειλοί, είχαν την ανάγκη μου. Μα ανάμεσα στους μι­κροαφεντάδες ήταν κι ένας αξιωματικός που δεν μπορού­σα να τον υποφέρω. ·Η θελε και καλά να σέρνει τη σπάθα του μ' έναν κρότο ανυπόφορο. Του κήρυξα τον πόλεμο δεκαοχτώ ολόκληρους μήνες και στο τέλος κατόρθωσα να τον νικήσω· έπαψε να κάνει θόρυβο. Αυτό βέβαια είναι ανάμνηση της νεανικής μου ηλικίας. Ξέρετε όμως, κύριοι,

το βασικό λόγο της κακής μου διάθεσης; Είναι πολύ σιχα­μερός κάθε φορά, ακόμη κι όταν έπαιρνα φουρκισμένος το καπέλο μου κι έφευγα, ομολογούσα κατόπιν στον εαυ­τό μου, πράγμα που μ' έκανε να ντρέπομαι, ότι όχι μόνο δεν ήμουν τόσο κακός, μα ότι δε θύμωνα και καθόλου από μέσα μου. Έκανα τον μπαμπούλα στους άλλους για να διασκεδάσω.· Αφριζα, μα ο παραμικρός γλυκός λόγος,

ένα φλιτζάνι τσάι, αρκούσαν να με ησυχάσουν. Η σκέψη αυτή με συγκινούσε, αν και κατόπιν, μήνες ολόκληρους μάλιστα, έτριζα τα δόντια μου κι έχανα τον ύπνο μου, τό­σο θύμωνα με τον εαυτό μου. Τέτοιος ήμουν. Λέγοντας πιο πριν πως ήμουν κακός υπάλληλος, κατη­

γόρησα άδικα τον εαυτό μου, έλεγα ψέματα από πείσμα. ·Οχ ι, το 'χα διασκέδαση να κορο'ίδεύω τους ανθρώπους, και προπαντός τον αξιωματικό. Ποτέ δεν ήμουν πραγμα­τικά μοχθηρός. Α να κάλυπτα πάντοτε μέσα μου ένα σωρό αντιφατικά στοιχεία. Τα 'νιωθα να βράζουν, και ήξερα πως θα 'θελαν να μείνουν εκεί σ' όλη μου τη ζωή και πως ζητούσαν να βγουν έξω. Μα δεν το επέτρεπα αυτό· δεν άφηνα να το κάνουν, δεν ήθελα να φανερωθούν. Με βα­σάνιζαν, τόσο, που μ' έκαναν να ντρέπομαι· θα μπορού­σαν και σπασμούς να μου φέρουν, κι έλεγα, φτάνει πια.

Α, φτάνει πια! ·Ι σ ως να φαντάζεστε, κύριοι, ότι νιώθω

-8-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

κάποια μετάνοια κι ότι, κατά κάποιο τρόπο, θέλω να δι­καιολογηθώ ... Είμαι σίΎουρος πως το νομίζετε ... Σας δια­βεβαιώνω όμως ότι δε δίνω πεντάρα αν το νομίζετε rι όχι. 'Οχ ι μόνο δεν μπόρεσα να γίνω κακός, μα δεν μπόρε­

σα να γίνω τίποτε· ούτε κακός, ούτε τιποτένιος, ούτε τί­μιος, ούτε ήρωας ή ένα τόσο δα ζωύφιο. Τώρα περνώ τα τελευταία χρόνια της ζωής μου εξοργισμένος απ' τη σαρ­καστική και τιποτένια αυτή παρηγοριά, πως ένας έξυπνος άνθρωπος δεν κατορθώνει ποτέ να πετύχει στον προορι­σμό του, μόνο ένας ηλίθιος το καταφέρνει. Μάλιστα, κύ­ριε, ο άνθρωπος του δέκατου ένατου αιώνα έχει την ηθι­κή υποχρέωση να γίνει ένα τίποτα, γιατί ο άνθρωπος της δράσης είναι γενικά ένα περιορισμένο πνεύμα. Σ' αυτό κατέληξα ύστερα από σαράντα χρόνων πείρα. Είμαι σα­ράντα χρόνων τώρα, και σαράντα χρόνια είναι μια ολό­κληρη ζωή· είναι πια γέρος ο άνθρωπος. Να ζήσει κανείς περισσότερο είναι άσεμνο, εξευτελιστικό, ανήθικο. Ποιος θα μπορούσε να ζήσει παραπάνω από σαράντα χρόνια; απαντήστε ειλικρινά, τίμια! Θα σας το πω εγώ: οι ηλίθιοι ή οι παλιάνθρωποι. Θα το πω κατάμουτρα σ' όλους τους γέρους, σ' όλους εκείνους τους σεβάσμιους γέρους, στους μοσχομυρωμένους γέρους με τ' ασημένια μαλλιά. Θα το

πω σ' όλο τον κόσμο, κι έχω το δικαίωμα να το κάνω, γιατί θα ζήσω κι εγώ ώς τα εξήντα. Ώς τα εβδομήντα! 'Ως τα ογδόντα! Περιμένετε, αφήστε με να πάρω

' ' ανασα .... Θα νομίσετε ίσως, κύριοι, ότι θέλω να σας κάνω να γε­

λάσετε. Κάνετε λάθος. Δεν είμαι τόσο εύθυμος όσο φα­ντάζεστε, ή ίσως φανταστήκατε. 'Άλλωστε, αν όλη αυτή η φλυαρία μου σας πειράζει στα νεύρα (και το νιώθω πως σας πειράζει), και με ρωτήσετε ποιος είμαι, θα σας απα­ντήσω πως είμαι δημόσιος υπάλληλος ογδόης τάξεως. Έγινα δημόσιος υπάλληλος για να κερδίσω το ψωμί μου· και μόνο γι' αυτό. Ωστόσο, τον περασμένο χρόνο, όταν κάποιος μακρινός μου συγγενής μού άφησε κληρονομιά

-9-

ΦΙΟΝ'ΓΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

έξι χιλιάδες ρούβλια, έσπευσα να παραιτηθώ παίρνοντας τη σύνταξή μου, κι αποσύρθηκα στη γωνιά μου. 'Εμενα και πριν εκεί, στη γωνιά μου, μα τώρα κάθισα για τα κα­λά. Το δωμάτιό μου είναι θλιβερό, άθλιο, και βρίσκεται στην άκρη της πόλης. 'Ε χω κι έναν υπηρέτη, έναν ηλίθιο και κακόβουλο χωριάτη που κάνει τη ζωή μου σωστό μαρτύριο. Μου λέει πως το κλίμα της Πετρούπολης δεν αξίζει τίποτα και πως η ζωή είναι πολύ ακριβή για το ισχνό μου εισόδημα. Το ξέρω, και μάλιστα καλύτερα απ' όλους αυτούς τους καλούς και έμπειρους συμβουλάτορες, καλύτερα απ' όλους εκείνους που κουνούν με σοφία το κεφάλι τους μα εξακολουθώ να μένω στην Πετρούπολη· δε θα την αφήσω! Δε θα την αφήσω, γιατί. .. Ε, στο κάτω κάτω, δεν έχει καμία σημασία αν θα την εγκαταλείψω ή όχι. Κι έπειτα, για ποιο θέμα μιλάει ένας καθωσπρέπει άν­

θρωπος με τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση; Απάντηση: για τον ίδιο του τον εαυτό. Θα μιλήσω λοιπόν για μένα.

2

Τώρα λοιπόν θα 'θελα να σας πω -είτε σας αρέσει να μ' ακούσετε είτε όχι- θα 'θελα να σας πω γιατί δεν τα κα­τάφερα μήτε ζωύφιο να γίνω. Θα σας το πω επισήμως: πολλές φορές θέλησα να γίνω ζωύφιο. Μα ούτε καν γι' αυτό δεν ήμουν άξιος. Σας ορκίζομαι, κύριοι, το να σκέ­φτεσαι υπερβολικά πολύ, είναι αρρώστια, πραγματική αρρώστια. Στην καθημερινή ζωή αρκεί και με το παρα­

πάνω μια συνηθισμένη πνευματική δραστηριότητα, θα έφτανε δηλαδή και το μισό ή το ένα τέταρτο απ' αυτήν που έχει συνήθως ένας έξυπνος άνθρωπος στη δύστυχη εποχή μας. Και προπαντός εκείνος που θα 'χε τη φοβερή ατυχία να ζει στην Πετρούπολη, την πιο πνευματική πόλη

-10-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

του κόσμου, και την πιο κερδοσκοπική. (Γιατί, ξέρετε, υπάρχουν πόλεις πνευματικές και πόλεις μη πνευματι­κές.) Θα αρκούσε, για παράδειγμα, να έχει κανείς ακρι­βώς τόση συνείδηση, όση έχουν «οι πρακτικοί» άνθρωποι και οι άνθρωποι της δράσης. Στοιχηματίζω πως έχετε πειστεί ότι τα γράφω όλα αυτά από ψευτοεπίδειξη, για να κορο"ίδέψω τους ανθρώπους της δράσης, και πως βρο­ντάω τη σπάθα μου όπως ο αξιωματικός. Μα περηφα­νεύεται κανείς για τις αδυναμίες του; θα μου πείτε. Και μάλιστα με τόση αναίδεια; λλλά γιατί το λέω αυτό; τ Ολοι το ίδιο κάνουν -για τις

αδυναμίες μας περηφανευόμαστε περισσότερο, και ίσως ακόμη πιο πολύ απ' ·τους άλλους εγώ. Καλά! Ας μην το συζητάμε· ο συλλογισμός μου είναι aπίθανος. Ωστόσο, έχω την ακράδαντη πεποίθηση ότι όχι μόνο η υπερβολική πνευματική δραστηριότητα, αλλά κάθε είδους πνευματική δραστηριότητα είναι αρρώστια. Επιμένω. Μα ας τ' αφή­σουμε αυτό τώρα, και πείτε μου, παρακαλώ, γιατί, τη στιγμή ακριβώς που θα μπορούσα καί με το παραπάνω να αναγνωρίσω όλες τις αποχρώσεις «του Ωραίου και του Υψηλού», όπως το ονομάζαμε κάποτε, να καταντήσω να χάσω κάθε συνείδηση και να κάνω άσχημες πράξεις; ... πράξεις τέτοιες... πράξεις . που τέλος... κάθε άνθρωπος βέβαια κάνει, αλλά να τις κάνω ακριβώς εκείνη τη στιγμή που καταλάβαινα καλύτερα πως δεν έπρεπε να τις κάνω;

• τ Οσο περισσότερο θαύμαζα «το Καλό, το Ωραίο και το Υψηλό», τόσο πιο βαθιά βυθιζόμουν στο βούρκο, και τό­σο περισσότερο επιθυμούσα να βυθιστώ. Και το χειρότε­ρο είναι πως αυτό δε γινόταν καθόλου τυχαία, αλλά σα

να είχα σκεφτεί πως, δίχως άλλο, έτσι έπρεπε να γίνει. Δεν ήταν πια ελάττωμα, ούτε αρρώστια· ήταν η φυσιολο­γική μου κατάσταση· τόσο, που δεν είχα πια την παραμι­

κρή διάθεση να παλέψω μαζί της. Λίγο έλειψε να πιστέ­ψω στ' αλήθεια πως αυτή ήταν η φυσιολογική μου κατά­

σταση (κι ίσως το πίστευα πραγματικά). Μα πριν να φτά-

-11-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

σω ώς εκεί, στην αρχή, πόσο υπέφερα απ' αυτή την πάλη. Δεν πίστευα πως έπαθαν το ίδιο κι οι άλλοι άνθρωποι, και σ' όλη μου τη ζωή το φύλαξα μυστικό. Ντρεπόμουν (κι ίσως να ντρέπομαι και τώρα ακόμη). Αισθανόμουν κάτι, σα μια ευχαρίστηση κρυφή, τερατώδη και σιχαμερή, όταν γυρίζοντας στη γωνιά μου ύστερα από μιαν ακόλα­στη νύχτα στην Πετρούπολη, έλεγα μέσα μου, σαν κτήνος, πως για μιαν ακόμη φορά είχα κάνει κάποια aχρειότητα, κι ό,τι είχε γίνει πια ήταν ανεπανόρθωτο. Στην καρδιά μου, κρυφά, ξέσκιζα τον εαυτό μου, τον συνέτριβα, τόν κατέτρωγα, ώσπου ο πόνος αυτός καταντούσε να γίνει μια καταραμένη γλύκα, βρωμερή, μεταβαλλόταν κατόπιν σε ηδονή, σε μια αληθινή ηδονή! Το υπογραμμίζω. Αν μί­λησα γι' αυτό, είναι γιατί θέλω οπωσδήποτε να μάθω αν κι άλλοι άνθρωποι δοκιμάζουν τέτοιες aπολαύσεις. Εξη­γούμαι: η ηδονή μου προερχόταν από την πλήρη επίγνω­ση της κατάπτωσής μου, γιατί κι ο ίδιος καταλάβαινα πως είχα αγγίξει τα βάθη της aτιμίας, πως ήταν πολύ βρωμε­ρό, μα δεν μπορούσε και να γίνει αλλιώτικα, δεν υπήρχε κανένας τρόπος να ξεφύγω και να γίνω καλύτερος, κι αν ακόμη μου έμενε η πίστη και ο χρόνος για να ξαναφτια­χτώ, δε θα το επιθυμούσα βέβαια από μόνος μου, και πως ακόμα και να το 'θελα, δε θα χρησίμευε σε τίποτα, γιατί δεν ήξερα πραγματικά τι αλλαγή θα 'πρεπε να διαλέξω. Το ουσιώδες, τέλος, είναι ότι σύμφωνα με τους κανονι­κούς και θεμελιώδεις νόμους της έντονης πνευματικής δραστηριότητας και της αδράνειας, και σα μια συνέπεια μοιραία των νόμων αυτών, καταντά κανείς να παραδεχτεί ότι δεν μπορεί ν' αλλάξει, ότι δεν υπάρχει κανένας τρό­πος. Λοιπόν, το αποτέλεσμα της πνευματικής εγρήγορσης είναι το γεγονός πως μοιάζει να είναι παρηγοριά για τον τιποτένιο άνθρωπο το να έχει πλήρη επίγνωση της εξα­χρείωσής του. Αρκετά όμως ... Μίλησα πολύ, και τι σας εξήγησα; Πώς να εξηγήσει κανείς μια τέτοια απόλαυση; Θα το κάνω όμως. Γι' αυτό το σκοπό έπιασα την πένα ...

-12-

ΤΟΥΠΟΓΕ!Ο

Για παράδειγμα, είμαι φοβερά φιλότιμος. Είμαι μυ­γιάγγιχτος προσβάλλομαι τόσο εύκολα, όσο ένας κα­μπούρης ή ένας νάνος ωστόσο, είναι στιγμές που θα εν­θουσιαζόμουν αν έτρωγα κάνα χαστούκι. Μιλώ σοβαρά. Θα μπορούσα δίχως άλλο να βρω έναν τρόπο να απολαμ­βάνω την απελπισία. Είναι αναμφισβήτητο ότι η απελπι­σία μάς προσφέρει τις πιο δυνατές ηδονές, προπάντων όταν δεν ξέρει κανείς τι να κάνει ύστερα από μια τέτοια προσβολή. Αυτή είναι η περίπτωση που δέχεται κανείς τον μπάτσο: τον συντρίβει η σκέψη του απόλυτου εξευτε­λισμού. Μα όσο και να προσπαθώ, δεν μπορώ να το δι­καιολογήσω· νιώθω πάντα πως είμαι εγώ ο πρώτος ένο­χος, κι εκείνο που με στενοχωρεί περισσότερο, είναι ότι είμαι ένοχος όχι γιατί το θέλω, αλλά γιατί τέτοιος είναι ο φυσικός νόμος. Και πρώτα πρώτα, είμαι ένοχος γιατί εί­μαι πιο έξυπνος απ' όλους εκείνους που με περιτριγυρί­ζουν. (Φανταζόμουν πάντοτε τον εαυτό μου εξυπνότερο από κείνους που με τριγυρίζουν, και πότε πότε, θα το πι­στέψετε; κοκκίνιζα γι' αυτό. Πέ@ασα τη ζωή μου στραβο­κοιτάζοντας τους ανθρώπους, ποτέ δεν κατόρθωσα να τους κοιτάξω καταπρόσωπο.) Και τελικά είμαι ένοχος, γιατί αν είχα πραγματικά κάποια μεγαλοψυχία μέσα μου, με τη σκέψη πως είναι τελείως ανώφελη θα υπέφερα πε­ρισσότερο. Είμαι απόλυτα βέβαιος πως δε θα μπορούσα να κάνω τίποτα: ούτε να συγχωρήσω εκείνον που με πρό­σβαλε, γιατί θα το 'κανε σύμφωνα με τους φυσικούς νό­μους και σ' αυτούς δεν υπάρχει συγνώμη, ούτε πάλι να λησμονήσω, γιατί μολονότι θύμα των φυσικών νόμων, η προσβολή παραμένει προσβολή. τέλος, αν ήθελα να πάω ενάντια στη μεγαλοψυχία μου και να εκδικηθώ τον υβρι­στή μου, θα μου ήταν τελείως αδύνατο, γιατί δε θα μπp­ρούσα να το πάρω απόφαση ακόμη και να το 'θελα. Για

ποιο λόγο δε θα μπορούσα να το αποφασίσω; Θα σας πω δυο λόγια ξεχωριστά πάνω σ' αυτό. '

-13-

ΦΙΟΝτΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

3

Πώς φέρονται εκείνοι που ξέρουν να εκδικούνται; που ξέρουν να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους; τ Οταν μας αδράχνει ο πόθος της εκδίκησης, όλα τ' άλλα αισθήματα που υπάρχουν μέσα μας εκμηδενίζονται Ο άνθρωπος ορ­μά τότε με τα κέρατα χαμηλωμένα για να τρυπήσει ό,τι βρει μπροστά του και μονάχα ένας τοίχος μπορεί να τον σταματήσει. (Με την ευκαιρία αυτή, πρέπει να παρατηρή­σουμε ότι «οι πρακτικοί» άνθρωποι και οι άνθρωποι της δράσης σταματούν μεμιάς μπροστά σ' έναν τοίχο. Γι' αυ­τούς ο τοίχος δεν είναι μια πρόκληση όπως για μας τους διανοούμενους, που σκεφτόμαστε αλλά δε δρούμε· δεν είναι μια πρόφαση για να αλλάξουν δρόμο, πρόφαση που κι εμείς δεν την πιστεύουμε μα υποτασσόμαστε σ' αυτήν, όχι, αυτοί σταματούν με όλη τους την ειλικρίνεια. Ο τοί­χος έχει γι' αυτούς κάτι καθησυχαστικό, κάτι τελειωτικό, ίσως μάλιστα και κάτι μυστηριακό... Μα θα μιλήσουμε παρακάτω γι' αυτό.) Λοιπόν, αυτόν τον «πρακτικό» άν­θρωπο εγώ τον θεωρώ άνθρωπο αληθινό και ισορροπη­μένο, έτσι όπως τον θέλει η στοργική μητέρα μας, η φύση, όταν τον φέρνει στον κόσμο. Ζηλεύω τον άνθρωπο αυτό αφάνταστα. Είναι κουτός, το παραδέχομαι, μα ίσως ο ισορροπημένος άνθρωπος πρέπει να είναι και κουτός -πού ξέρετε;- και μπορεί αυτό να είναι καλύτερο. Τού­τος ο συλλογισμός γίνεται ακόμη πιο πιστευτός όταν μπροστά στον ισορροπημένο άνθρωπο βάλουμε τον αντί­θετό του, τον άνθρωπο με την υπερτροφική συνείδηση, που δε βγήκε από τη μήτρα της φύσης αλλά από κάποιο δοκιμαστικό σωλήνα (είναι σχεδόν μυστικισμός αυτό, κύ­ριοι, μα πιστεύω πως είναι αλήθεια). Λοιπόν, ο άνθρω­πος του δοΥ.ιμαστικού σωλήνα δεν αξίζει τίποτα μπροστά ·στην αντίθεσή του, γιατί παρά την υπερτροφική του συ­νείδηση, θεωρεί τον εαυτό του έναν ποντικό κι όχι άν­θρωπο. Ένας ποντικός με υπερτροφική συνείδηση είναι

-14-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

πάντα ποντικός, ενώ ο άλλος είναι άνθρωπος δηλαδή ... και τα λοιπά και τα λοιπά. Και το σπουδαιότερο είναι ότι κι ο ίδιος παίρνει τον εαυτό του για ποντικό· κανείς δεν του το ζητάει. Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά στη δράση του ποντικού. Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, πως είναι προσβλημένος και θέλει να εκδικηθεί. Θα μαζέψει ίσως μέσα του περισσότερη μνησικακία από τον φυσιολογικό και ισορροπημένο άνθρωπο. Η ταπεινή και aξιοκατα­φρόνητη λύσσα του να κάνει το κακό για το κακό βράζει ίσως μέσα στην ψυχή του μ' έναν τρόπο πιο βρωμερό απ' ό,τι στην ψυχή του φυσιολογικού και αληθινού ανθρώπου, γιατί ο τελευταίος με την έμφυτη κουταμάρα του θεωρεί απλούστατα την εκδίκησή του σα μια εκδήλωση δικαιοσύ­νης, ενώ ο ποντικός, εξαιτίας της υπερτροφικής του συ­νείδησης, δε θέλει να το παραδεχτεί. Ας έρθουμε λοιπόν στην πράξη του τώρα, στην πράξη της εκδίκησης. Το δύ­στυχο ποντίκι, εκτός από τον αρχικό θυμό του, έχει μαζέ­ψει με τον καιρό κι ένα σωρό άλλες κακίες με τη μορφή ερωτήσεων και αμφιβολιών. Ένα ερώτημα φέρνει τόσα άλλα, άλυτα ερωτήματα. 'Ετσι, μαζεύεται γύρω του μια βρωμερή λάσπη, ένας αναπόφευκτος βόρβορος, καμωμέ­νος από τις αμφιβολίες του, τις ανησυχίες του και όλα τα

φτυσίματα που του 'καναν «οι πρακτικοί άνθρωποι της δράσης», παρεμβαίνοντας ανάμεσα σ' αυτόν και τον υβριστή του σαν ένα επίσημο και κορο"ίδευτικό δικαστή­ριο αρεοπαγιτών, ξεσπώντας καμιά φορά και σε δυνατά γέλια. Δεν του μένει βέβαια τίποτε άλλο παρά να τους αγνοήσει, και δείχνοντας το περιφρονητικό και ψεύτικο χαμόγελό του, να γλιστρήσει καταντροπιασμένος στην τρύπα του. Κι εκεί, κάτω από το πάτωμα, μέσα στο φρι­χτό και βρωμερό καταφύγιό του, ο προσβλημένος, γελοι­οποιημένος και δαρμένος ποντικός μας βυθίζεται μετά από λίγο σε μιαν αδιάκοπη μνησικακία, φαρμακερή, και προπαντός, αιώνια. Σαράντα ολόκληρα χρόνια θα αναμα­σά με τις παραμικρές επαίσχυντες λεπτομέρειες την προ-

-15-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣτΟΓΙΕΦΣΚΙ

σβολή που του 'καναν, προσθέτοντας αδιάκοπα κι άλλες, ακόμη πιο επαίσχυντες λεπτομέρειες δικής του εμπνεύ­σεως, βράζοντας και λυσσώντας με τη φόρα της στρεβλής του φαντασίας. Θα ντρέπεται κι ο ίδιος μ' εκείνα που θα του 'ρχονται στο νου, ωστόσο θα τ' αναμασά, θα ξαναρχί­σει να τα στριφογυρίζει στο μυαλό του, θα φανταστεί εκ­δικήσεις που δε θα πραγματοποιηθούν ποτέ, με την πρό­φαση πως έτσι έπρεπε να γίνει, και δε θα συγχωρήσει τί­ποτε. Θα θέλει ίσως και να εκδικηθεί, μα εκ του ασφαλούς, σιγά σιγά, προφυλαγμένος μες στην τρύπα του, ανώνυμα, χωρίς να πιστεύει στο δικαίωμα της εκδί­κησής του ούτε στην επιτυχία της, και με την πεποίθηση

πως θα πονέσει ο ίδιος χίλιες φορές περισσότερο με τους δισταγμούς του, παρά εκείνος για τον οποίο ετοιμάζει την εκδίκησή του, που ούτε καν θα την προσέξει. Ακόμη και στην κλίνη του θανάτου θα τη στοχάζεται μαζί με όλο «το κέρδος που θα συνίσταται σε» ... Κι ακριβώς μέσα σ' αυτή την κατάσταση της ψυχρής aπόγνωσης, μισή απελπι­σία και μισή ελπίδα, σ' αυτό το βύθισμα του εγώ του μέ­σα στη λύπη, στο κρυσφήγετο αυτό επί σαράντα χρόνια κάτω από το πάτωμα, στο αναπόφευκτο και σκοτεινό αδιέξοδο, σ' όλο αυτόν το βρωμερό αναβρασμό των πνιγ­μένων πόθων, στην αγωνία των δισταγμών, των αμετά­κλητων αποφάσεων και των ενδοιασμών που γεννιούνται αμέσως μετά, σ' όλα αυτά λοιπόν μέσα κρύβεται η πηγή

εκείνης της παράξενης aπόλαυσης που σας ανέφερα. Εί­ναι τόσο δύσκολο και λεπτό να τη συλλάβουμε, που οι στενοκέφαλοι άνθρωποι ή απλώς οι άνθρωποι με γερά

νεύρα δεν μπορούν να την καταλάβουν καθόλου. Σας ακούω να γελάτε σαρκαστικά, λέγοντας: «'Ι σ ως να μην καταλάβουν τίποτα, κι εκείνοι ακόμη που δεν έφαγαν πο­τέ τους μπάτσο». Είναι μια ευγενικt1 υπενθύμιση κι αυτό, το ότι κάποτε στη ζωή μου έφαγα έναν μπάτσο, και σας το λέω αν κι η γνώμη σας δεν έχει βέβαια καμιά σημασία για μένα. Λυπάμαι μόνο που δεν έδωσα εγώ αρκετούς σε

-16-

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

άλλους. Μα ούτε λέξη πια γι' αυτό το ζήτημα, όσο ενδια­φέρον κι αν έχει για σας. Θα συνεχίσω να μιλώ για τους ανθρώπους που έχουν

γερά νεύρα και δεν μπορούν να καταλάβουν μερικές λε­πτές αποχρώσεις αυτής της ευχαρίστησης. Οι κύριοι αυ­τοί, που όταν τους προσβάλλει κανείς, μουγκρίζουν σαν ταύροι μ' όλη τη δύναμη του λαιμού τους, παρά την τιμή που τους περιποιεί ένα τέτοιο φέρσιμο, καταθέτουν ωστόσο τα όπλα μπροστά στο «αδύνατο», όπως το είπα

παραπάνω. Το αδύνατον είναι ο πέτρινος τοίχος. Ποιος πέτρινος τοίχος; Μα χωρίς άλλο οι φυσικοί νόμοι, τα δε­δομένα των φυσικών επιστημών, τα μαθηματικά. Αν κά­ποιος, λογουχάρη, σου αποδείκνυε ότι κατάγεσαι από τον πίθηκο, δεν πρέπει να στραβομουτσουνιάσεις καθόλου, πρέπει να παραδεχτείς τα πράγματα όπως είναι. Αν σου αποδείκνυε κανείς ότι ένα μόριο του δικού σου πάχους είναι πολυτιμότερο από εκατό χιλιάδες των ομοίων σου,

κι ότι σ' αυτό καταλήγουν τελικά όλες οι αρετές, όλα τα καθήκοντα και τόσες άλλες φαντασιοπληξίες και προλή­ψεις, τίποτε άλλο δεν μπορείς να κάνεις παρά να το πα­ραδεχτείς, γιατί δύο και δύο κάνουν τέσσερα, είναι αξίω­μα. Προσπαθήστε λοιπόν να απαντήσετε σε όλα αυτά! «Συγνώμη» θα μου φωνάξουν, «δε γίνεται να μην το

παραδεχτούμε πως δύο και δύο κάνουν τέσσερα! Η φύση δε ζητάει καμία άδεια· δεν ενδιαφέρεται να μάθει αν οι νόμοι της σας αρέσουν ή όχι. Πρέπει να την παραδέχεστε όπως είναι, μαζί μ' όλες τις συνέπειές της». Ένας τοίχος λοιπόν είναι ένας τοίχος, και ούτω καθεξής. Θεέ μου, τι μ' ενδιαφέρουν εμένα οι νόμοι της φύσης και της αριθμη­τικής, όταν οι νόμοι αυτοί και τα «δύο και δύο κάνουν τέσσερα» μπορεί να μη μου αρέσουν; Δε θα σπάσω φυσι­κά τον τοίχο με το κεφάλι μου αν δεν έχω τη δύναμη που χρειάζεται, μα δε θα υποκύψω μόνο και μόνο επειδή έχω μπροστά μου έναν πέτρινο τοίχο και δεν έχω τη δύναμη που χρειάζεται για να τον σπάσω.

-17-

~ΟΝΤΟΡ ΝτΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ_

Θα μπορούσε πραγματικά να σας καθησυχάσει αυτός ο τοίχος; Θα έκλεινε μέσα του έστω και την παραμικρή κα­θησυχαστική ιδιότητα για το μοναδικό λόγο πως είναι σαν το δύο και δύο κάνουν τέσσερα; Ω, ανοησιών το ανά­γνωσμα! Προτιμάτε λοιπόν να μη θέλετε να τα καταλάβε­τε όλα, να τα γνωρίσετε όλα, όλους τους πέτρινους τοί­χους, υποκύπτετε (αν και σας αηδιάζει), και με συλλογι­σμούς λογικούς και αδιάψευστους φτάνετε σε aποκρου­στικά συμπεράσματα σχετικά με το αιώνιο αξίωμα ότι επειδή υπάρχει ο πέτρινος τοίχός, γι' αυτό πιστεύουμε πως είμαστε ένοχοι, μολονότι είναι ηλίου φαεινότερο πως δεν είμαστε καθόλου. Επομένως πρέπει να ξαπλώσετε ηδονικά μέσα στην αδράνεια, και να τρίζετε σιωπηλά τα δόντια στη σκέψη ότι δεν υπάρχει κανένας να στρέψετε πάνω του τη λύσσα σας που δεν έχει αφορμή, και που δε θα 'χει ίσως ποτέ, ότι είσαστε παιχνίδια κάποιας ταχυδα­κτυλουργίας και χαρτιά μιας τράπουλας aραδιασμένα και

σημαδεμένα από τα πριν, κι ότι αυτό είναι απλούστατα ένα τέλμα· κανείς δεν ξέρει τι και ποιος. Ωστόσο, παρ' όλα τούτα τα μυστήρια και τις μαγγανείες, εξακολουθείτε να υποφέρετε, κι όσο πιο χαμηλά πέφτετε, τόσο περισσό­τερο θα υποφέρετε.

4

«Χα, χα, χα!» γελάτε -«Θ' απολαμβάνουμε και τον πο­νόδοντο σε λίγο!»

Γιατί όχι -θ' απαντήσω- υπάρχει απόλαυση και στον πονόδοντο. Το ξέρω και με το παραπάνω. Είχα πονόδο­ντο επί έναν ολόκληρο μήνα. Στην περίπτωση αυτή δε φουρκίζεται κανείς σιωπηλά· βογκάει. Μα τα βογκητά του δεν είναι αληθινά· είναι βογκητά υποκριτικά, κι όλα βασίζονται κι εδώ στην υποκρισία. Υπάρχει σ' αυτά η απόλαυση εκείνου που υποφέρει, κι αν δεν υπήρχε η

-18-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

απόλαυση, δε θα βογκούσε. Το παράδειγμα είναι έξοχο, κύριοι, και θα το αναπτύξω. Πρώτα απ' όλα, αυτά τα βο­γκητά εκφράζουν το ανώφελο του πόνου σας -που είναι τόσο εξευτελιστικός για 1;0 άτομό σας- και την αρχική δύναμη της φύσης που δεν τη λογαριάζετε, μα απ' την οποία υποφέρετε ενώ εκείνη δεν υποφέρει. Αρχίζετε να καταλαβαίνετε πως υποφέρετε χωρίς να βλέπετε τον εχθρό σας, πως παρά τις φιλοσοφίες όλες των Βάγκεν­χαϊμ, είστε σκλάβος των δοντιών σας, πως αν το 'θελε κά­ποια δύναμη ανώτερη, θα έπαυε ο πόνος, μα αν δεν το θελήσει, μπορεί να υποφέρετε κι άλλους τρεις μήνες, και τέλος, αν δε σωπάσετε κι εξακολουθήσετε να διαμαρτύ­ρεστε, δε θα σας έμενε πραγματικά άλλη παρηγοριά, πα­ρά να πάρετε ο ίδιος το καμτσίκι και να μαστιγωθείτε ή να δώσετε γροθιές στον τοίχο μ' όλη σας τη δύναμη, αυτό μονάχα μπορείτε να Κάνετε! Λοιπόν, μέσα στις βρισιές που φέρνουν το αίμα στα χείλη σας και στους σαρκα­σμούς που ακούτε, δεν ξέρω κι εγώ από ποιον, γεννιέται σιγά σιγά μια ευχαρίστηση, που μπορεί να φτάσει ώς την πιο μεγάλη ηδονή. Σας παρακαλώ, ακούστε για μια στιγ­μή τα βογκητά του μορφωμένου ανθρώπου της εποχής μας όταν του πονούν τα δόντια. Τη δεύτερη ή την τρίτη μέρα, τα βογκητά του γίνονται αλλιώτικα: δε βογκάει πια μόνο επειδή πονούν τα δόντια του -αν και δε βογκάει σαν άξεστος μουζίκος, αλλά σαν άνθρωπος που επωφελή­θηκε από τη διανοητική ανάπτυξη και τον πολιτισμό της Ευρώπης, σαν άνθρωπος «που δεν είναι πια προσκολλη­

μένος στο χώμα και τις παραδόσεις της πατρίδας του» όπως λένε σήμερα. Τα βογκητά του γίνονται επιθετικά, μοχθηρά, και δε βαστούν μέρες και νύχτες ολόκληρες. Ξέρει κι ο ίδιος πως δε θα του προσφέρουν καμιά ανα­κούφιση. Ξέρει καλύτερα απ' τον καθένα πως του κάκου νευριάζει και βασανίζει τους άλλους και τον εαυτό του. Ξέρει πως το ακροατήριο για το οποίο παίζει αυτή την κωμωδία, καθώς και η οικογένειά του, τον ακούν με αη-

-19-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

δία, δεν πιστεύουν στην ειλικρίνεια των παραπόνων του και λένε μέσα τους ότι, απλούστατα, θα μπορούσε να βο­γκάει χωρίς ψεύτικα ξεφωνητά αλλά κάνει αυτή τη θεα­τρική επίδειξη από μοχθηρία ... Λοιπόν, ακριβώς στα ξε­φωνητά καί στη δειλία του κρύβεται η απόλαυση. «Σας τυραννώ» λέει μέσα του, «σας σπαράζω την καρδιά· δεν αφήνω να κοιμηθεί κανείς μέσα στο σπίτι. 'Οχ ι, δε θα κοιμηθείτε· θα νιώθετε κάθε ώρα και στιγμή πως πονούν τα δόντια μου. Δε θα 'μαι πια για σας ο ήρωας, που ώς τώρα ήμουν υποχρεωμένος να παριστάνω, αλλά ένας σι­χαμερός, ένας άνανδρος. Ας είναι! Είμαι ευχαριστημένος που το καταλάβατε. Ξέρω πως σας αηδιάζει ν' ακούτε τα βογκητά μου. Τόσο το χειρότερο για σας: θα σας κάνω να ακούσετε κι άλλα πολλά ακόμη ... » Δεν καταλάβατε ακόμη, κύριοι; 'Οχι, γιατί φαίνεται πως πρέπει να είναι κανείς πολύ εξελιγμένος κι ευσυνείδητος για να περάσει μέσα στα λεπτά σημεία αυτής της aπόλαυσης ... Γελάτε; Χαίρομαι πάρα πολύ. Τα αστεία μου δεν είναι βέβαια του γούστου σας, είναι χονδροειδή, σκοτεινά και ακαθό­ριστα. Κι αυτό γιατί δε σέβομαι τον εαυτό μου. Πείτε μου: ένας άνθρωπος που έχει νιώσει βαθιά τον εαυτό του, μπορεί να τον σέβεται;

5

Να σεβόμαστε τον εαυτό μας! Μπορεί λοιπόν να σέβεται τον εαυτό του εκείνος που είναι aποφασισμένος να βρει

την απόλαυση, έχοντας συνείδηση του ξεπεσμού του; Δεν το λέω αυτό επειδή με αναγκάζει να το πω κάποια

άνανδρη μετάνοια. Γενικά, ποτέ δε μου άρεσε να τραυλί­ζω: «Συγχωρήστε με, μπαμπάκα μου, δε θα το ξανακάνω π• α». 'Οχ ι γιατί δε Jα μπσρούσα να προφέρω τέτοια λό­για· το αντίθετο μάλιστα, μπορούσα και παραμπορούσα. 'Αλλοτε, μου άρεσε να ζητά) συγνώμη, όταν ακριβώς δεν

-20-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

είχα κάνει τίποτε, κι αυτό ήταν το χειρότερο. Μ' έπιανε συγκίνηση, μετανοούσα· έχυνα δάκρυα και ασφαλώς ξε­-γελούσα τον εαυτό μου, αν και δεν υποκρινόμουν καθό­λου· χωρίς άλλο με ανάγκαζε η τζαναμπετιά μου ... Δε θα μπορούσα στην περίπτωση αυτή να κατηγορήσω τους φυ­σικούς νόμους, μολονότι πάντα με τσάκιζαν περισσότερο από καθετί. Μου κάνει κόπο να το θυμάμαι, και τότε μου 'κανε ακόμη πιο πολύ κόπο. Μα δεν περνούσαν λίγα λε­πτά, κι αμέσως καταλάβαινα πάνω στο θυμό μου πως όλες αυτές οι μετάνοιες, οι συγκινήσεις, οι όρκοι πως θα διορθωθώ, δεν ήταν παρά ψέματα, κατεργάρικα και βρω­μερά ψέματα. Θα με ρωτήσετε όμως γιατί βασάνιζα έτσι τον εαυτό μου, γιατί και καλά ήθελα να υποκρίνομαι έτσι; Θεέ μου, στενοχωριόμουν να κάθομαι χωρίς να κά­νω τίποτε, και μηχανευόμουν διάφορα ψέματα για να ξε­γελάσω την πλήξη μου. Αυτό είναι. Εξετάστε κι εσείς τον εαυτό σας λίγο καλύτερα, κύριοι, και θα καταλάβετε πως έτσι είναι. Φανταζόμουν περιπέτειες δημιουργούσα κά­ποια ζωή για να ζήσω οπωσδήποτε μέσα σ' αυτήν. Πόσες φορές δε μου 'τυχε να προσβληθώ χωρίς λόγο, μόνο από ευχαρίστηση. 'Ηξερα καλά πως δεν υπήρχε καμιά αφορ­μή για να θυμώσω, μα θύμωνα σα να υπήρχε, και κατα­ντούσα να παραδεχτώ ότι ήμουν στ' αλήθεια προσβλημέ­νος. Πάντα στη ζωή μου μού άρεσε να κάνω τέτοιους ακροβατισμούς, τόσο, που στο τέλος δεν μπορούσα πια να κυβερνήσω τον εαυτό μου. 'Αλλες φορές πάλι, επιθυ­μούσα να ερωτευτώ, κι αυτό μου συνέβηκε δυο φορές στη σειρά. Υπέφερα πολύ, σας διαβεβαιώνω. Στο βάθος της καρδιάς μου δεν πίστευα στον πόνο μου· τον κορόιδευα, ωστόσο υπέφερα, και πολύ μάλιστα· ήμουν ζηλιάρης κουρδιζόμουν αμέσως... Και πάντα από πλήξη, κύριοι, πάντα από πλήξη. Η απραξία με βάραινε. Γιατί ο μόνος και πιο ταιριαστός καρπός της συνείδησης είναι η αδρά­νεια, η συνειδητή αδράνεια. Το είπα και πιο πριν. Και το ξαναλέω: όλοι «οι πρακτικοί» άνθρωποι και οι άνθρωποι

-21-

ΦΙΟΝΊΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

της δράσης είναι τέτοιοι, γιατί είναι ανόητοι και στενοκέ­φαλοι. Πώς το εξηγώ αυτό; Έτσι: Επειδή είναι μετριότη­τες, παίρνουν τις πλησιέστερες αιτίες σαν αιτίες πρωτο­γενείς, και πείθονται ευκολότερα και γρηγορότερα βρί­σκοντας κάποια βάση ακλόνητη για τη δράση τους. Και τότε πια ησυχάζουν. Αυτό είναι το σπουδαιότερο. Γιατί για να δράσει κανείς, πρέπει, προπαντός, να είναι απόλυ­τα ήσυχος, να μην του μένει καμιά αμφιβολία. Μα πώς θα κατόρθωνα να ησυχάσω εγώ; Πού να βρω τις αρχικές αιτίες και τις βάσεις για να στηριχτώ πάνω τους; Από πού να τις πάρω; άρχισα να σκέφτομαι: αυτή η αιτία μού φαί­νεται πρωτογενής και οδηγεί σε κάποια άλλη, προηγού­μενη, και ούτω καθεξής, επ' άπειρον. Αυτή είναι η ουσία της συνείδησης και της σκέψης. Είναι δηλαδή πάλι νόμος φυσικός. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; το ίδιο. Θυμάστε τι σας είπα για το ζήτημα της εκδίκησης, που χωρίς άλλο δε θα το εξετάσατε και πολύ βαθιά. Σας είπα: ο άνθρωπος εκδικείται, γιατί πιστεύει πως η εκδίκηση είναι δικαιοσύ­νη. Βρήκε λοιπόν την πρωτογενή αιτία, που είναι η δικαι­οσύνη, και να τος, ηρεμεί τόσο, που τον βλέπεις κι εκδι­κείται ψύχραιμα και με επιτυχία, βέβαιος ότι εκτελεί μια πράξη τίμια και δίκαιη. Εγώ όμως δε βλέπω εδώ ούτε δι­

καιοσύνη ούτε και τιμιότητα, δηλαδή όταν εκδικοiJμαι, το κάνω μόνο από κακία. Η κακία μπορεί να κυριαρχήσει πάνω σ' όλα τα άλλα αισθήματά μου και να κάνει να σω­πάσουν όλοι οι φόβοι μου, να χρησιμέψει δηλαδή σα θε­μελιώδης αιτία, ακριβώς γιατί δεν είναι τέτοια. Μα τι μου

μένει να κάνω όταν δεν είμαι ούτε κακός; (Απ' αυτό, θαρρώ, πως είχα αρχίσει.) Επειδή το θέλουν εκείνοι οι καταραμένοι νόμοι της συνείδησης, η κακία μου θα απο­

συντεθεί χημικά. · Επειτα, μόλις αρχίσω να σκέφτομαι, η αιτία εξαφανίζεται, οι λόγοι διαλύονται, είναι αδύνατο να ανακαλύψεις τον ένοχο, η προσβολή παύει να είναι προσβολή και γίνεται πεπρωμένο, κάτι σαν τον πονόδο­ντο που κανείς δε φταίει γι' αυτόν, και κατά συνέπεια δε

-22-

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

σου μένει τίποτε άλλο παρά αυτή η διέξοδος: να χτυπή­σεις το κεφάλι σου στον τοίχο. Τότε εγκαταλείπει κανείς την εκδίκηση, γιατί δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει να βρει την αρχική αιτία. Αλλά τυφλωμένος από το πάθος, χωρίς να σκεφτεί, χωρίς να έχει την πρωτογενή αιτία, αφήνεται να παρασυρθεί στην εκδίκηση λέγοντας μέσα του ότι λίγο τον ενδιαφέρει αν θα τον μισήσουν ή αν θα τον αγαπή­σουν, αρκεί να μη μένει χωρίς να κάνει τίποτα. Και ύστε­ρα, το αργότερο δυο μέρες μετά, αρχίζει να περιφρονεί τον εαυτό του επειδή γελάστηκε και δεν κατόρθωσε να βρει την αρχική αιτία. Και το αποτέλεσμα είναι ότι έχετε μπροστά σας μια σαπουνόφουσκα και την αδράνεια. Ω, κύριοι, ίσως γι' αυτό πιστεύω πως είμαι έξυπνος, γιατί σ'

όλη μου τη ζωή δεν κατόρθωσα ποτέ ούτε ν' αρχίσω ούτε να τελειώσω τίποτε. Ας παραδεχτούμε πως είμαι φλύα­ρος, ένας ακίνδυνος φλύαρος, μα πληκτικός όπως είμαστε όλοι μας. Τι να κάνω όμως, αφού ο μόνος και σωστός προορισμός του έξυπνου ανθρώπου είναι η φλυαρία, αυ­τό είναι: να χάνει τον καιρό του σε aνόητες συζητήσεις.

6

Ω! Αν έμενα τουλάχιστον άπραγος από τεμπελιά! Θεέ μου, πόσο θα εκτιμούσα τότε τον εαυτό μου! Θα το 'παιρ­να στα σοβαρά, γιατί μοιάζει θετικό. Σ' εκείνους που θα με ρωτούσαν «τι είμαι», θα π υ ς απαντούσα: «ένας τε­μπέλης». Α, τι ευχάριστο πράγμα ν' ακούς να μιλούν για σένα έτσι! Σκεφτείτε πως είναι σα να γίνεσαι πια ένα εντελώς συγκεκριμένο ον για το οποίο μπορεί κανείς να πει κάτι. «Τεμπέλης» είναι ένα επάγγελμα κι ένας προο­·ρισμός είναι μια σταδιοδρομία. Μη γελάτε· αυτό είναι. Θα ήμουν τότε δικαιωματικά μέλος της εκλεκτής λέσχης και δε θα είχα άλλη ενασχόληση παρά να εκτιμώ τον εαυτό μου. Γνώρισα κάποιον κύριο που πέρασε όλη του

-23-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝτΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

τη ζωή κομπάζοντας πως είναι ειδικός στα κρασιά του Μπορντώ. Το έπαιρνε αυτό για προσόν και δεν αμφέβαλ­λε ποτέ για τον εαυτό του. τ Οχι μόνο πέθανε ήσυχος, αλ­

λά και μ' ένα θρίαμβο στην ψυχή, και είχε πολύ δίκιο ... Θα διάλεγα τότε κι εγώ τη σταδιοδρομία μου: θα ήμουν τεμπέλης και κοιλιόδουλος, όχι δηλαδή επειδή έτσι έτυχε, αλλά γιατί θ' αγαπούσα ό,τι είναι ωραίο και υψηλό, τι λέ­τε; Εγώ το σκέφτηκα πολλές φορές. Αυτό το «Ωραίο και

το Καλό» που τόσο βάρωναν στο σβέρκο μου στα σαρά­ντα μου χρόνια, θα μου φαινόντουσαν αλλιώτικα! Θα 'βρισκα αμέσως πεδίο δράσης. Κάθε φορά που θα πα­ρουσιαζόταν η ευκαιρία, θα άφηνα να πέσει πρώτα ένα δάκρυ στο ποτήρι μου και κατόπιν θα έπινα προς τιμήν του Ωραίου και του Υψηλού. ΤΟλα τα πράγματα του σύ­μπαντος θα τα έκανα «Ωραίο και Υψηλό». Θα το 'βρισκα αυτό στα πιο ταπεινά, στα πιο τιποτένια πράγματα. Για παράδειγμα, θα έπινα αμέσως στην υγειά ενός ζωγρά­φου, ακόμη κι αν ζωγράφιζε σαν τον Γκαίη, γιατί «εκτι­μώ ό,τι είναι Ωραίο και Υψηλό». Αν ένας συγγραφέας έγραφε «όπως ευαρεστείσθε», θα έπινα στην υγειά αυτού του «όπως ευαρεστείσθε», γιατί τρελαίνομαι για ό,τι εί­ναι ωραίο και υψηλό. Θα απαιτούσα να με σέβονται γι' αυτό και θα κατεδίωκα εκείνον που δε θα μου έδειχνε σεβασμό. Θα ζούσα ήσυχα και θα πέθαινα θριαμβευτικά -να τι θα 'ταν χαριτωμένο, πολύ χαριτωμένο! Και θα άφηνα να φουσκώνει η κοιλιά μου, θα σκάρωνα κι ένα

πηγούνι με τρία πατώματα· θα έφτιαχνα και μια ωραία κατακόκκινη μύτη, που βλέποντάς την θα έλεγαν όλοι: «Αυτό δείχνει πως είναι σοφός άνθρωπος. Πως έχει στο κεφάλι του κάτι απολύτως θετικόν!» Δεν το παραδέχεστε; τ Οπως αγαπάτε! Είναι όμως ευχάριστο ν' ακούμε τέτοια πράγματα στην αρνητική εποχή που ζούμε.

-24-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

7

Μα όλα αυτά είναι όνειρα χρυσά. Ω! πείτε μου ποιος εί­ναι εκείνος που πρώτος υποστήριξε ότι ο άνθρωπος κάνει aτιμίες μόνο και μόνο γιατί δεν καταλαβαίνει το πραγμα­τικό του συμφέρον, και πως αν του άνοιγαν τα μάτια -για τιι συμφέρον του εννοείται- θα γινόταν αμέσως καλός και γενναιόδωρος; Κι απαντούν: αν ήταν έξυπνος, αν καταλάβαινε το συμφέρον του, θα έψαχνε να το βρει μόνο στο καλό. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να πάει θελημα­τικά ενάντια στο συμφέρον του. Θα αναγκαζόταν λοιπόν να κάνει το καλό. Ω, αφέλεια παιδική! Μα πότε λοιπόν στο διάβα των αιώνων γίνηκε έστω και μια φορά να ενεργήσει ο άνθρωπος σύμφωνα με το συμφέρον του; Τι θα γίνουν τότε τα εκατομμύρια οι αποδείξεις που μαρτυ­ρούν ότι θεληματικά, δηλαδή ενώ ξέρουν ποια είναι τα πραγματικά τους συμφέροντα, οι άνθρωποι τα αφήνουν καταμέρος και ρίχνονται στην τύχη, αδιάφορο σε ποιο δρόμο, όπου πάνε να ριψοκινδυνέψουν χωρίς τίποτε και κανένας να τους αναγκάζει σ' αυτό, σα να 'θελαν ακρι­βώς να αποφύγουν τον καλό δρόμο για να χαράξουν «εκ προθέσεως» και πεισματικά κάποιον άλλον, πολύ δύσκο­λο, πολύ απίθανο, σα να 'θελαν να τον βρουν ψηλαφώ­ντας. Είναι λοιπόν φανερό ότι το πείσμα τους και η ανε­

ξαρτησία της δράσης, τους είναι πιο ευχάριστη από κάθε όφελος. Όφελος! Τι πράγμα είν' αυτό; Θα λάβετε τον κόπο να μου καθορίσετε τι είναι ωφέλιμο στον άνθρωπο; Και όμως, μπορεί καμιά φορά να είναι ωφέλιμο στον άν­θρωπο, ή καλύτερα, θα μπορούσε και θα 'πρεπε να είναι τέτοιο: να θέλει το βλαβερό και όχι το ωφέλιμο. Αν είναι έτσι, κι αν μια τέτοια περίπτωση είναι δυνατή, να τότε που ο κανόνας σας πάει περίπατο. Παραδέχεστε τη δυνα­τότητα της περίπτωσης αυτής; Γελάτε; Γελάστε λοιπόν, κύριοι, αλλά απαντήστε: Είναι καθορισμένα τα συμφέρο­ντα του ανθρώπου; Δεν υπάρχουν τέτοια που δεν ταξινο-

-25-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

μήθηκαν ακόμη, και δε θα μπορούσαν να ταξινομηθούν ποτέ; Απ' ό,τι γνωρίζω, κύριοι, έχετε καταρτίσει τον κα­τάλογο των συμφερόντων του ανθρώπου, πάνω κάτω, από τις στατιστικές και από τα επιστημονικά και οικονομικά πορίσματα. Και είναι αυτά: η ευμάρεια, ο πλούτος, η ελευθερία, η ανάπαυση, και τα λοιπά και τα λοιπά. Λοι­πόν κατά τη γνώμη σας) και κατά τη δική μου ακόμη, ο άνθρωπος που καθαρά και ξάστερα δε θα αναγνώριζε τον κατάλογο τούτο, θα ήταν ένας φωτοσβέστης ή ένας τρελός, δεν είν' έτσι; Μα να ποιο είναι το πιο παράξενο: πώς γίνεται κι όλοι αυτοί οι στατιστικογράφοι, όλοι οι σοφοί και οι φιλάνθρωποι, όταν aραδιάζουν τα συμφέρο­ντα του ανθρώπου, παραλείπουν νι. αναφέρουν ένα; Δε σταματούν καθόλου σ' αυτό και δεν το εξετάζουν όπως πρέπει να το εξετάσουν. Κι όμως, απ' αυτό εξαρτώνται όλοι οι υπολογισμοί. Και το δυστύχημα είναι ότι το ου­σιαστικό συμφέρον δεν ανήκει σε καμιά κλάση και δεν έχει γραφτεί σε κανέναν κατάλογο. Ακούστε, έχω κάποιο φίλο ... (Ω, κύριοι, ναι, είναι και δικός σας φίλος και με ποιον δε συνδέεται εξάλλου;)' Οταν ο κύριος αυτός ετοι­μάζεται να κάνει κάτι, θα σας εκθέσει καθαρά και ολο­κληρωμένα πώς σκέφτεται να ενεργήσει, σύμφωνα με τους νόμους της λογικής και της αλήθειας. Έπειτα θα σας μιλήσει με θερμή συγκίνηση για τα πραγματικά και νόμι­μα συμφέροντα του ανθρώπου και θα κατηγορήσει εκεί­νους τους κοντόθωρους aνόητους, που δεν καταλαβαί­

νουν ούτε το συμφέρον τους ούτε το αληθινό νόημα της aρετής και μετά από κάνα τέταρτο, χωρίς καμιά αφορμή, αλλά σαν από κάποιο εσωτερικό κίνητρο, ισχυρότερο από τα συμφέροντά του, θα φανταστεί κάτι άλλο, διαφο­ρετικό, θα υποστηρίξει δηλαδή μπροστά σε άλλους τα αντίθετα απ' ό,τι είχε πει πριν για τους νόμους της λογι­κής, και για το συμφέρον του το ίδιο ακόμη· με μια λέξη: τα αντίθετα προς τον ορθό λόγο ... Σας προειδοποιώ πως ο φίλος μου είναι πρόσωπο προληπτικό, κι επομένως εί-

-26-

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

ναι πολύ δύσκολο να ρίξετε όλο το σφάλμα πάνω του ... Αλλά, κύριοι, δεν υπάρχει τάχα πράγματι κάτι πολυτιμό­τερο για τον άνθρωπο από τα πιο άμεσα, δικά του συμφέ­ροντα; ή καλύτερα, για να μιλήσω σύμφωνα με τη λογική, δε θα μπορούσε να υπάρχει κάποιο συμφέρον σημαντικό­τερο από τ' άλλα; από εκείνα που κανείς δεν τα προσέ­χει, όπως έλεγα πριν από λίγο, και που, ωστόσο, αναγκά­ζουν τον άνθρωπο -αν πρέπει- να πηγαίνει ενάντια στη λογική, την τιμή, την ηρεμία, την ευμάρεια, κοντολο­γίς, ενάντια σ' ό,τι είναι ωραιότερο κι ωφελιμότερο, μόνο και μόνο για να φτάσει το πρωταρχικό αυτό συμφέρον, το πολυτιμότερο απ' όλα; Εδώ θα με διακόψετε: «. Οπως και να 'χει, δεν παύει

να είναι ένα συμφέρον». Επιτρέψτε μου, κύριοι, να εξη­γηθώ, γιατί το ζήτημα δεν είναι να παίζουμε με τις λέξεις. Μάθετε πως η σπουδαιότητα αυτού του συμφέροντος εί­ναι ακριβώς ότι γκρεμίζει όλες τις στατιστικές ταξινομή­σεις και ξεχαρβαλώνει όλα τα συστήματα που φαντάστη­καν οι φίλοι του ανθρώπινου γένους για την ευτυχία του. Με λίγα λόγια, παρεμβαίνει παντού. Μα θα σας το απο­καλύψω έστω κι αν πρόκειται να εκτεθώ πρώτος εγώ.

Διακηρύττω λοιπόν μ' όλη μου την αναίδεια πως όλα τα θαυμάσια συστήματα κι όλες εκείνες οι θαυμάσιες θεω­ρίες που διατείνονται ότι εξηγούν στην ανθρωπότητα τα νόμιμα συμφέροντά της, και που για να τη σπρώξουν και να την αναγκάσουν _να τα κατακτήσει χωρίς να νικηθεί, είναι ανάγκη να γίνει γενναιόδωρη και καλή· όλα αυτά τα συστήματα, λέω εγώ, δεν είναι παρά σκέτες σοφι­στείες! Γιατί το να υπόσχεται κανείς την αναγέννηση του ανθρώπινου γένους από την εκτίμηση των πραγματικών του συμφερόντων, είναι κατά τη γνώμη μου το ίδιο σχε­δόν σα να διαβεβαιώνει με τον Μπούκλε, για παράδειγ­μα, ότι ο πολιτισμό~εξημερώνει τον άνθρωπο, τον κάνει λιγότερο αιμοχαρή κι εμπειροπόλεμο. Σύμφωνα με τη λο­γική, μου φαίνεται πως έχει δίκιο. Ο άνθρωπος αυτός

-27-

ΦΙΟΝτΟΡ ΝτΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

κρατιέται τόσο γερά από το σύστημά του κι από τα θεω­ρητικά του πορίσματα, που θα ήταν ικανός να διαστρε­βλώσει με το έτσι θέλω την αλήθεια, να κάνει τον κουφό και τον στραβό μόνο και μόνο για να μην αναιρέσει τις θεωρίες του. Τούτο με παρακινεί να παραθέσω το παρα­κάτω, πολύ χτυπητό παράδειγμα. Κοιτάξτε γύρω σας: το αίμα τρέχει σαν ποτάμι, όπως στο γλέντι η σαμπάνια. Να λοιπόν αυτός ο δέκατος ένατος αιώνας στον οποίο έζησε ο Μπούκλε. Να ο Μέγας Ναπολέων, και κάποιος άλλος, της εποχής μας. Να η Αμερική και οι Ηνωμένες Πολι­τείες σε μια συμμαχία αιώνια. Να και το γκροτέσκο Σλέ­σβιχ-Χόλσταϊν ... Πόσο μας εξημέρωσαν όλοι αυτοί οι πο­λιτισμοί; Ο πολιτισμός αναπτύσσει στον άνθρωπο μονάχα μια πολύπλευρη ευαισθησία απέναντι στα συναισθήματα, και ... τίποτ' άλλο. Και μέσα απ' αυτή την πολυμορφία του, ποιος ξέρει αν δε θα καταντήσει μια μέρα να βρίσκει ευ­χαρίστηση ακόμη και στην αιματοχυσία; Είναι κάτι που

έχει γίνει στο παρελθόν. Έχετε προσέξει πως οι περισ­σότεροι αιμοχαρείς άνθρωποι ήταν σχεδόν πάντοτε εκλε­πτυσμένοι και πολύ πολιτισμένοι; κι ότι οι διάφοροι Αττί­λες, κι όλοι οι Στένκα Ράζιν δε τους φτάνουν ούτε στο νυχάκι τους; Αν δεν κάνουν και τόση εντύπωση σήμερα, είναι γιατί τον τύπο τους τον συναντάμε πολύ συχνά, έγι­ναν τόσο κοινοί, που δεν προξενούν πια εντύπωση. Αν ο πολιτισμός δεν έκανε πιο αιμοχαρή τον άνθρωπο, τον έκανε όμως σίγουρα πιο χυδαίο στη δίψα του για αίμα απ' ό,τι ήταν στο παρελθόν. Τότε έκρινε σωστό να χυθεί αίμα, κι έσφαζε με ήσυχη τη συνείδηση όσους νόμιζε πως έπρεπε να εξαφανιστούν. Σήμερα η αιματοχυσία μάς φαίνεται ατιμία, ωστόσο ασχολιόμαστε μαζί της περισσό­τερο παρά ποτέ. Πείτε μου, ποιο από τα δυο είναι προτι­μότερο; Αποφασίστε το εσείς. Διηγούνται ότι η Κλεοπά­τρα (ζητώ συγνώμη που παίρνω το παράδειγμα από τη ρωμαϊκή ιστορία) αισθανόταν ευχαρίστηση να μπήγει χρυσές βελόνες στα στήθια των σκλάβων της γυναικών,

-28-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

και πως οι κραυγές και οι σπασμοί τους της προξενούσαν φοβερή ηδονή. Θα μου πείτε ότι πρόκειται για χρόνια σχετικά βάρβαρα· ότι κι η εποχή μας είναι σχετικά βάρ­βαρη, γιατί μπήγουν ακόμη τις βελόνες στους ανθρώπους πως αν και ο άνθρωπος έγινε πιο διορατικός απ' ό,τι ήταν στις βάρβαρες εκείνες εποχές, βρίσκεται ακόμη πο­λύ μακριά και δεν έχει συνηθίσει να φέρεται όπως προ­στάζει η λογική και η επιστήμη. Ωστόσο, έχετε την πεποί­θηση ότι θα συνηθίσει δίχως άλλο τη στιγμή που θα έχουν εξαφανιστεί μερικές παλιές κακές συνήθειες, κι όταν ο ορθολογισμός και η επιστήμη θα έχουν αλλάξει ολότελα την ανθρώπινη φύση και θα την κυβερνούν φυσιολογικά. Πιστεύετε ότι ο άνθρωπος θα πάψει τότε να γελιέται σκόπιμα, και θα αρνηθεί αναγκαστικά να αντιτάξει τη θέλησή του πρός τη λογική. Θα πείτε ακόμη πως η επι­στήμη θα διδάξει τον άνθρωπο (αν κι αυτό, κατά τη γνώ­μη μου, είναι περιττό) ότι δεν έχει πραγματικά μέσα του ούτε θέληση ούτε ιδιορρυθμίες, ότι ποτέ δεν είχε, αφού μοιάζει με πιάνο που το παίζει ο καθένας όπως θέλει, κι ο κόσμος κυβερνιέται από τους νόμους της φύσης, η κάθε του πράξη δηλαδή δεν είναι αποτέλεσμα της θέλησής του αλλά των νόμων αυτών. Επομένως, φτάνει μόνο να ανα­καλύψει ο άνθρωπος τους φυσικούς νόμόυς για να μπο­ρέσει και να τους αντιταχθεί. Η ζωή του θα γίνει τότε πιο εύκολη. • Ολες οι ανθρώπινες πράξεις θα περιοριστούν μαθηματικά στους νόμους αυτούς σαν σε πίνακα λογαρίθ­μων, σε καταλόγους μέσα σ' ένα ευρετήριο, ή καλύτερα: θα τύπωναν βιβλία ωφέλιμα, σαν τις σημερινές εγκυκλο­παίδειες, όπου όλα θα τα πρόβλεπαν, θα τα υπολόγιζαν, θα τα κανόνιζαν, και δε θα είχε πια ο κόσμος δράματα και περιπέτειες.

«Τότε» θα συνεχίσετε, «οι οικονομικές σχέσεις θα πά­ρουν μια καινούρια όψη. Επειδή όλα θα υπολογιστούν με μαθηματική ακρίβεια, όλα τα ζητήματα θα λύνονται στη στιγμή, γιατί απλούστατα όλες οι πιθανές λύσεις θα

-29-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝτΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

έχουν βρεθεί. Τότε θα χτίσουμε ένα κρυστάλλινο παλάτι. Τότε ... » Με λίγα λόγια, ο κόσμος θα γίνει παράδεισος. Και ποιος μας εγγυάται -μιλώ εγώ τώρα- ότι τότε δε θα πλήττουμε μέχρι θανάτου (γιατί, με τι θα καταγινόμα­στε αφού όλα θα τα έχει προβλέψει ο πίνακας;) Από την άλλη μεριά όμως, όλα θα είναι πολύ λογικά. Βέβαια η πλήξη γονιμοποιεί τη φαντασία, γιατί από πλήξη μπήγει κανείς τις χρυσές βελόνες στη σάρκα των ανθρώπων. Δυ­στυχώς (ακόμη εγώ μιλώ), φοβάμαι πολύ μήπως θα 'ταν ευχάριστο στον άνθρωπο να ξαναγυρίσει στις βελόνες. Γιατί ο άνθρωπος είναι κουτός, φαινομενικά κουτός ή, για να το πούμε καλύτερα, δεν είναι καθόλου κουτός, αλ­λά είναι τόσο αχάριστος, που είναι μάταιο να περιμένεις το οτιδήποτε απ' αυτόν. Έτσι, δε θα παραξενευόμουν κα­θόλου αν έβλεπα ξαφνικά να ξεφυτρώνει από τα σπλά­χνα της ορθολογικής κοινωνίας του μέλλοντος κάποιος

τζέντλεμαν, με φυσιογνωμία κοινή, ή μάλλον σαρκαστική και οπισθοδρομική, που θα μας έλεγε βάζοντας τα χέρια του στη μέση: «Δε δοκιμάζουμε μια φορά να δώσουμε μια κλοτσιά στη λογική, μόνο και μόνο για να στείλουμε στο διάβολο αυτούς τους λογαρίθμους και να μπορέσου­με να ζήσουμε πάλι σύμφωνα με την ανόητη θέλησή μας;»

Κι αυτό δε θα 'ταν τίποτε, το άσχημο θα ήταν που θα 'βρισκε αμέσως οπαδούς: τέτοια είναι η ανθρώπινη φύση. Κι όλα αυτά για μιαν αιτία τόσο μηδαμινή, που δε θα 'πρεπε ούτε καν να την αναφέρουμε: ότι δηλαδή σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο, πάντα άρεσε στον άνθρωπο να κινείται και να δρα σύμφωνα με τη θέλησή του και όχι όπως τον προστάζει η λογική ή το συμφέρον του. Μπο­ρούμε φυσικά, όταν το θέλουμε; να πηγαίνουμε ενάντια στο συμφέρον μας και μερικές φορές είναι απόλυτη ανά­γκη να το κάνουμε (αυτή είναι η γνώμη μου). Κι αν ακό­μη ο ατομικός μας πόθος και η ατομική μας ιδιοτροπία που είναι ελεύθερα να θέλουν, ήταν μια από τις μεγάλες τρέλες, κι αν η αχαλίνωτη φαντασία μας έφτανε να είναι

-30-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

εξωφρενική, να πού έγκειται η ωφέλεια που μας αποσιω­πούν, και το συμφέρον μας, το συμφέρον το πιο σπου­δαίο, το συμφέρον που δεν ανάγεται σε καμιά κατηγορία και στέλνει στο διάβολο όλα τα συναισθήματα και όλες τις θεωρίες. Πώς λοιπόν φαντάστηκαν όλοι αυτοί οι σο­φοί ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη από μια λογική και τίμια θέληση; Και πώς τους κάπνισε να βρουν ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη να ποθεί κατά τρόπο λογικό και ωφέλιμο; Ο άνθρωπος μόνο ένα πράγμα έχει ανάγκη· να είναι η θέ­λησή του εντελώς ανεξάρτητη, όσο κι αν του στοιχίζει αυ­τή του η ανεξαρτησία, όσες κι αν είναι οι κακές συνέπει­ες που συνεπάγεται. Ωστόσο, το επιθυμεί στ' αλήθεια;

8

«Χα, χα, χα! Μα δεν υπάρχει βούληση» θα μου πείτε γε­λώντας. «Η επιστήμη έχει μελετήσει τόσο καλά τον άν­θρωπο, που τώρα πια γνωρίζουμε ότι η λεγόμενη ελεύθε­ρη θέληση δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ... » Συγνώμη, κύριοι, ακριβώς από εκεί ήθελα να αρχίσω

κι εγώ. Σας ομολογώ μάλιστα πως φοβήθηκα. 'Η μουν έτοιμος να φωνάξω πως η επιθυμία εξαρτάται ένας Θεός ξέρει από τι, και πως είναι ίσως προτιμότερο αυτό, μα σκέφτηκα την επιστήμη και ... σταμάτησα. Κι εκείνη τη στιγμή μιλήσατε εσείς. Γιατί, βέβαια, αν ανακάλυπταν πραγματικά τον τύπο των επιθυμιών και των ιδιοτροπιών μας και μάς εξηγούσαν από τι εξαρτώνται, ποιοι νόμοι τους κατευθύνουν, πώς εξελίσσονται, προς ποιο σκοπό

κατατείνουν στην κάθε περίπτωση, έναν αληθινό μαθημα­τικό τύπο τελικά, ίσως τότε ο άνθρωπος θα έπαυε να επι­θυμεί· και μάλιστα, είμαι βέβαιος ότι θα έπαυε. Για σκε­φτείτε να επιθυμεί κατά διαταγήν! Κι έπειτα, ο άνθρωπος θα γινόταν όμοιος με πλήκτρο aρμόνιου, ή κάτι τέτοιο. Γιατί ο άνθρωπος δίχως βούληση, δίχως πόθους, δε θα

-31-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚ!

'ταν ίδιος με πλήκτρο, στην άκρη του σωλήνα του αρμό­νιου; Τι λέτε; Ας εξετάσουμε τις πιθανότητες: μπορεί να γίνει αυτό ή όχι; «Χμ» θα πείτε, «οι επιθυμίες μας είναι τις περισσότε­

ρες φορές λαθεμένες, γιατί έχουμε μια σφαλερή ιδέα για το συμφέρον μας. 'Ετσι, συμβαίνει να επιθυμούμε πράγ­ματα παράλογα, επειδή σαν κουτοί που είμαστε, βλέπου­με στον παραλογισμό αυτό τον πιο εύκολο δρόμο να φτά­σουμε σ' εκείνο που θαρρούμε ότι θα μας ωφελήσει και που θα το έχουμε θέσει σαν σκοπό. Λοιπόν, όταν όλα εξηγηθούν και υπολογιστούν πάνω στο χαρτί (πράγμα κατορθωτό, γιατί είναι ντροπή και παράλογο να πι­στεύουμε εκ των προτέρων πως ο άνθρωπος δε θα γνωρί­σει ποτέ μερικούς νόμους της φύσης), τότε ασφαλώς εκεί­νο που ονομάζουμε επιθυμίες δε θα υπάρχει πια. Αν ποτέ η επιθυμία συμφωνήσει απόλυτα με τη λογική, τότε θα κρίνουμε και δε θα επιθυμούμε πράγματα παράλογα, να βαδίζουμε δηλαδή με το έτσι θέλω ενάντια στη λογική και να ποθούμε κάτι επιζήμιο. Κι επειδή όλες οι επιθυ­μίες και όλες οι λογικές κρίσεις μας θα μπορούν να προϋπολογιστούν, μια και θ' ανακαλύψουμε μια μέρα τους νόμους της ελεύθερης θέλησής μας, τότε -χωρίς αστεία- μπορούμε να φανταστούμε κάτι σαν πίνακα όπου θα βρίσκουμε αυτό που πρέπει να διαλέξουμε. Για παράδειγμα, αν θέλουμε να εξετάσουμε και να αποδεί­ξουμε ότι περιφρονώ κάποιον μόνο και μόνο επειδή δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς και μόνο αυτό τον τρόπο είχα, τι απομένει τότε από την ελεύθερη βούλησή μου, και προ­παντός όταν είμαι ένας μορφωμένος άνθρωπος κι έχω σπουδάσει μια οποιαδήποτε επιστήμη; Τότε θα μπορούσα να καθορίσω και τη ζωή μου τριάντα χρόνια πιο πριν. Με λίγα λόγια, αν κανονιστούν όλα έτσι, δε θα μας έμενε τί­ποτε άλλο να κάνουμε· θέλοντας και μη θα καταλαβαίνα­με. Γενικά πρέπει να παραδεχτούμε ότι μερικές φορές και σε μερικές περιπτώσεις, η φύση δε μας ζητάει την

-32-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

άδεια· πρέπει να την παίρνουμε όπως είναι κι όχι όπως θα το 'θελε η φαντασία μας κι ότι αν πραγματικά απο­κτήσουμε τον πίνακα και το ευρετήριο, και ... ακόμη και τον άνθρωπο που θα βγάλει ο δοκιμαστικός σωλήνας πρέπει να τον παραδεχτούμε! Αλλιώτικα, η φύση θα μας κυριέψει και ... » Μάλιστα, να πού είναι για μένα ο κόμπος! Κύριοι, συ­

γνώμη, μα ξεχάστηκα κι άρχισα να φιλοσοφώ· τι τα θέλε­τε, έχω σαράντα χρόνια στο υπόγειο! Επιτρέψτε μου λίγη φαντασία. Βλέπετε, η λογική, κύριοι, είναι εξαίρετο πράγμα, σύμφωνοι, μα η λογική είναι απλώς λογική, κι ευχαριστεί μονάχα το μυαλό του ανθρώπου, ενώ η θέλη­ση είναι όλη η εκδήλωση της ζωής με τη λογική της μαζί και μ' όλες τις σπαζοκεφαλιές της. Και μολονότι συχνά δεν είναι περίφημη σ' αυτή της την εκδήλωση, όπως κι αν έχει, είναι η ζωή και όχι η εξαγωγή της τετραγωνικής ρί­ζας. Γιατί εγώ, λογουχάρη, θέλω φυσικά να ζήσω για να ικανοποιήσω όλη τη ζωική μου δυναμικότητα και όχι μό­νο τη δυναμικότητα της λογικής, που είναι περίπου το ένα εικοστό όλης της ζωτικότητάς μου. τι ξέρει η λογική; Η λογική ξέρει μόνο εκείνο που ο χρόνος την άφησε να μά­θει· (μπορεί να υπάρχουν μερικά πράγματα που δε θα τα μάθει ίσως ποτέ· δεν είναι παρήγορο, μα γιατί να μην το ομολογήσουμε;)· ενώ η ανθρώπινη φύση δρα συνολικά με όσες δυνάμεις έχει μέσα της, και συνειδητά ή ασυνείδητα ζει ακόμη κι όταν ξεγελιέται. Υποψιάζομαι, κύριοι, ότι με κοιτάζετε με οίκτο. Μου επαναλαμβάνετε ότι ένας άν­θρωπος μορφωμένος και εξελιγμένος, δηλαδή ένας άν­θρωπος όπως πρέπει να είναι ο άνθρωπος του μέλλοντος, δεν είναι δυνατό να επιθυμεί κάτι που μπορεί να τον βλάψει, γιατί έτσι του κάπνισε· συμφωνώ απόλυτα μαζί σας πως αυτό είναι αξίωμα, είναι πραγματικά αξίωμα. Μα σας το ξαναλέω για εκατοστή φορά, υπάρχει μία πε­ρίπτωση, μία μόνο, που ο άνθρωπος μπορεί σκόπιμα, συ­νειδητά, να επιθυμεί κάτι βλαβερό, παράλογο, ακόμη κι

-33-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

εξωφρενικό· είναι όταν θέλει να έχει το δικαίωμα να επι­θυμεί και το εξωφρενικό ακόμη, και να μην είναι υπο­χρεωμένος να επιθυμεί μόνο εκείνο που είναι λογικό. Η πιο παράλογη ιδιοτροπία μπορεί, κύριοι, να είναι για τον άνθρωπο το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο σε μερικές περιπτώσεις, και μπορεί να είναι πιο ενδιαφέρουσα απ' όλα τα οφέλη, ακόμη και στην περίπτωση που πραγματι­κά μας βλάπτει και είναι αντίθετη με τα σωστά συμπερά­σματα της λογικής μας, γιατί όπως κι αν έχει, κρύβει μέ­

σα της ό,τι μας είναι πιο αγαπητό και πιο σπουδαίο: την προσωπικότητα και την ατομικότητά μας. Μερικοί υπο­

στηρίζουν, για παράδειγμα, ότι η θέληση είναι πραγματι­κά το πολυτιμότερο πράγμα για τον άνθρωπο· μπορεί βέ­βαια, όταν θέλει, να συμφωνήσει με τη λογική. Υπό τον όρο όμως να μην κάνει κατάχρηση. Είναι πολύ ωφέλιμο,

και κάποτε μάλιστα αξιέπαινο. λλλά πολύ συχνά, ίσως τις περισσότερες φορές, η θέληση, μ' έναν τρόπο μάλιστα πεισματικό, δε συμφωνεί καθόλου με τη λογική και ... και ... ξέρετε ότι κι αυτό είναι ωφέλιμο και αξιέπαινο; Κύριοι, για να πούμε την αλήθεια, ο άνθρωπος δεν είναι κουτός. (Βέβαια, δε θα 'πρεπε να του το λέμε για ένα λό­γο: γιατί αν ήταν κουτός, τότε ποιος θα ήταν ο έξυπνος;)

• Ομως αν δεν είναι κουτός, είναι φοβερά αχάριστος. Αχάριστος όσο δεν παίρνει. Νομίζω μάλιστα ότι ο καλύ­τερος ορισμός του ανθρώπου είναι ο ακόλουθος: ον δίπο­

δο και aχάριστο. Μα αυτό δεν είναι όλο. Δεν είναι αυτό το μεγαλύτερό του ελάττωμα. Το μεγαλύτερό του ελάττω­μα είναι η επίμονη ανηθικότητά του· επίμονη, από τότε που έγινε ο κατακλυσμός ώς την εποχή μας. Η ανηθικό­τητα, κι επομένως ο παραλογισμός: γιατί ξέρουμε χρόνια και χρόνια τώρα ότι ο παραλογισμός γεννιέται μονάχα από την ανηθικότητα. Ρίξτε μια ματιά στην ιστορία της aνθρωπότητας. Τι θα δείτε; -Μεγαλοπρέπεια; Ούτε λό­γος. Και μόνο ο κολοσσός της Ρόδου, τι θαύμα! Με το δί­κιο του ο Αναγιέβσκι αναφέρει ότι μερικοί λένε πως τον

-34-

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

έφτιαξε άνθρωπος, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως είναι έργο της φύσης. Θα δείτε μπερδεμένα πράγματα: ούτε λόγος. Αφού είναι πολύ δύσκολο να εξακριβώσει κανείς ακόμη και ποια ήταν η επίσημη στρατιωτική στολή και ποια η πολιτική των διαφόρων εποχών και τόπων· όσο για τις άλλες ενδυμασίες, θα μπορούσε να σπάσει κανείς το κεφάλι του χωρίς να βρει τίποτε. Κανένας ιστορικός δε θα τα 'βγαζε πέρα. Θα δείτε μονοτονία; Ούτε λόγος. Αφού και σήμερα και παλιά και πάντα, πολέμους και μό­νο πολέμους κάνουν τα έθνη μεταξύ τους. Παραδεχτείτε λοιπόν πως αυτό είναι μονοτονία, και με το παραπάνω. Κοντολογίς, όλα μποψ:ί να λεχθούν για την παγκόσμια ιστορία· ακόμη κι εκείνα που θα μπορούσε να συλλάβει η πιο παράξενη φαντασία· ένα μόνο δε θα μπορούσατε να πείτε: ότι κυβερνά τον άνθρωπο η λογική. Με την πρώτη λέξη κομπιάζετε· και να τι συναντά κανείς κάθε φορά:

Παρουσιάζονται στον κόσμο άνθρωποι πολύ ηθικοί, φρό­νιμοι, σοφοί και φιλάνθρωποι, που θέτουν σαν σκοπό της ζωής τους να γίνουν, αν μπορούν, φρόνιμοι και ηθικοί.

Θα 'λεγες πως θέλουν να χρησιμέψουν σαν υπόδειγμα στο γείτονά τους για να του αποδείξουν ότι μπορεί πραγ­ματικά να ζήσουμε σαν άνθρωποι ηθικοί και φρόνιμοι. Μα τι γίνεται κατόπιν; Είναι γεγονός αποδειγμένο ότι, αργά ή γρήγορα, πολλοί από τους φιλάνθρωπους αυτούς στο τέλος της ζωής τους διαψεύδουν τους εαυτούς τους κι αφήνουν πίσω τους υλικό γι' ανέκδοτα, πολύ επιλήψιμα καμιά φορά. Σας ρωτώ τώρα: τι μπορεί να περιμένουμε από τον άνθρωπο, από το ον αυτό το προικισμένο με τό­σο παράξενες ιδιότητες; Δώστε του πλούτη, πνίξτε τον στην ευτυχία· ενισχύστε τον όσο θέλετε χρηματικά για να μην κάνει τίποτε άλλο παρά να κοιμάται, να τρώει γλυκί­σματα και να προλέγει το σταματημό της παγκόσμιας ιστορίας, και τότε ακόμη ο άνθρωπος, από αχαριστία και μοχθηρία, θα κάνει aτιμίες. Θα ριψοκινδυνέψει να χάσει τα γ λυκίσματά του και θα επιθυμήσει σκόπιμα ουτοπίες

-35-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣτΟΓΙΕΦΣΚΙ

που θα μπορούσαν να τον καταστρέψουν, πράγματα πα­ράλογα κι aνώφελα, μόνο και μόνο για να νοθέψει το θε­τικό ορθολογισμό με κάποιο στοιχείο της φαντασίας του, καταστροφικό. Θέλει με κάθε τρόπο να διατηρήσει τα χι­μαιρικά του όνειρα, τη συνηθισμένη του κουταμάρα, με μοναδικό σκοπό (σα να 'ταν πολύ αναγκαίο) να μείνουν οι άνθρωποι άνθρωποι και όχι πιάνα που τα παίζουν οι νόμοι της φύσης. Μα δεν είναι αυτό όλο: ακόμη και στην περίπτωση που θα ήταν πραγματικά σαν πιάνο μονάχα, αν δεν του το αποδεικνύατε με τη βοήθεια των φυσικών και των μαθηματικών επιστημών, πάλι δε θα φρονίμευε, αντίθετα, θα έκανε κάτι για να κάνει του κεφαλιού του, όπως λένε, από αχαριστία μονάχα. Και στην περίπτωση που δε θα μπορούσε να το κάνει, θα φανταζόταν την κα­ταστροφή και το χάος, θα φανταζόταν καθε είδους βάσα­να και πάλι θα 'κανε του κεφαλιού του! Θα βλαστημούσε όλο τον κόσμο, κι επειδή μόνο ο άνθρωπος μπορεί να βλαστημήσει (είναι προνόμιο που τον ξεχωρίζει από τ' άλλα ζώα), θα κατέληγε και χωρίς τη βλαστήμια, δηλαδή αν πειθόταν, πως είναι άνθρωπος και όχι πιάνο! Αν μου πείτε πως ο πίνακας θα προέβλεπε το χάος, το σκοτάδι και τη βλαστήμια, σας λέω ότι και μόνο να προσπαθήσει κανείς να τα κατανοήσει προκαταβολικά, θα σταματήσει

και θα του φύγει το μυαλό· αλλά τότε ο άνθρωπος θα τρελαινόταν σκόπιμα, για να μην είναι λογικός και για να κάνει ό,τι του καπνίσει! Το πιστεύω και σας το εγγυώμαι, γιατί στο καθετί που κάνει ο άνθρωπος προσπαθεί ακρι­βώς να αποδείξει στον εαυτό του πως είναι άνθρωπος κι όχι νευρόσπαστο. Μπορούμε λοιπόν να μην υπερηφανευ­όμαστε και να μην υποστηρίζουμε πως τίποτε απ' όλα αυ­τά δεν υπάρχει και πως η θέληση εξαρτάται, δεν ξέρω κι εγώ από τι; Θα μου φωνάξετε (αν μου κάνετε ακόμη την τιμή) ότι

κανένας δε μας αφαιρεί την ελευθερία μας κι ότι προ­σπαθούμε να οργανώσουμε τη ζωή του ανθρώπου έτσι,

-36-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

που κι αυτή η θέλησή του, η ατομική του θέληση, να εναρμονίζεται με τα λογικά του συμφέροντα, με τους φυ­σικούς νόμους και με τα μαθηματικά.

Αχ, κύριοι, ποια θέληση λοιπόν θα έχω όταν τα πάντα θα είναι ένας πίνακας μονάχα, αριθμητική και «δύο και δύο κάνουν τέσσερα»; Είτε λοιπόν το θέλω είτε όχι, «δύο και δύο κάνουν τέσσερα». Είναι θέληση αυτό;·

9

Κύριοι, αστειεύομαι, είναι αλήθεια, και το ξέρω κι ο ίδιος πως δεν τα καταφέρνω καλά, μα δεν πρέπει να βλέ­πετε σ' ό,τι λέω ένα αστείο. Μπορεί και να τρίζω τα δό­ντια καθώς αστειεύομαι. Κύριοι, τα ερωτήματα αυτά με βασανίζουν: να μου τα ξεκαθαρίσετε. Εσείς, για παρά­δειγμα, θέλετε να κάνετε τον άνθρωπο να πετάξει από πάνω του τις παλιές του συνήθειες και θέλετε να διορθώ­σετε τη θέλησή του σύμφωνα με τις απαιτήσεις της επι­στήμης και της λογικής. Μα πώς το ξέρετε ότι είναι όχι μόνο δυνατό αλλά και αναγκαίο ακόμη να τον αλλάξετε; Πώς το συμπεραίνετε ότι οι ανθρώπινες επιθυμίες είναι ανάγκη να διορθωθούν μ' αυτό τον τρόπο; Κοντολογίς,

πώς ξέρετε αν μια τέτοια διόρθωση θα ήταν ωφέλιμη στον άνθρωπο; Και για να συνοψίσω το ζήτημα: γιατί έχετε την πεποίθηση ότι θα ήταν πάντα ωφέλιμο στον άν­θρωπο να μην πάει ενάντια στο λογικό του συμφέρον, το πραγματικό, το εγγυημένο από τα επιχειρήματα της λογι­κής και της αριθμητικής, κι ότι αυτό πρέπει να είναι νό­μος για την ανθρωπότητα; Αυτό είναι μια υπόθεσή μας μόνο. Ας παραδεχτούμε πως είναι και νόμος της λογικής μα είναι για την ανθρωπότητα; Θα νομίζετε ίσως, κύριοι, ότι είμαι τρελός. Συμφωνώ: ο άνθρωπος είναι ένα ζώο, κατ' εξοχήν δημιουργικό, που είναι καταδικασμένο να βαδίζει προς κάποιο σκοπό κατά πολύ συνειδητό τρόπο,

-37-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

και να είναι όπως ο μηχανικός, δηλαδή να ανοίγει ένα δρόμο αιώνια και ακατάπαυστα, αδιάφορο προς ποια κατεύθυνση. Μα τι θέλετε, ίσως να του έρθει καμιά φορά η επιθυμία να λοξοδρομήσει, ακριβώς γιατί είναι καταδι­κασμένος ν' ανοίξει ένα δρόμο· κι ακόμη, γιατί όσο κου­τός κι αν είναι γενικά ο άνθρωπος της δράσης, ο πρακτι­κός άνθρωπος, του περνάει κάποια στιγμή από το νου πως ο δρόμος τελειώνει πάντα κάπου· πως το κυριότερο δεν είναι να μάθει πού πηγαίνει ο δρόμος, αλλά να τρα­βήξει μπροστά, και πως το φρόνιμο παιδί δεν εγκαταλεί­πει το επάγγελμα του μηχανικού και δε ρίχνεται στην ολέθρια τεμπελιά που, Καθώς ξέρουμε, είναι η μητέρα της διαφθοράς. Ο άνθρωπος αγαπά να χτίζει και να χα­ράζει δρόμους, αυτό είναι αναμφισβήτητο. Μα γιατί να αγαπά μέχρι τρέλας την καταστροφή, το χάος; Απαντήστε

μου λοιπόν! Πάνω σ' αυτό επιθυμώ να πω κι εγώ δυο λό­για, ξεχωριστά. Αν αγαπά τόσο την καταστροφή και το χάος (είναι αναμφισβήτητο πως τ' αγαπά, κάποτε μάλι­στα πολύ), μήπως είναι γιατί από ένστικτο φοβάται ότι θα φτάσει στο σκοπό και ότι θα τελειώσει το οικοδόμημα που άρχισε; Πού ξέρετε; Μπορεί να μην αγαπά το οικο­δόμημα παρά μόνο από μακριά, μα καθόλου από κοντά· ίσως να θέλει μόνο να το φτάσει, μα όχι και να το κατοι­κήσει· να το εγκαταλείψει μόνο στα κατοικίδια ζώα: στα μυρμήγκια, τα πρόβατα και τ' άλλα. Τα μυρμήγκια έχουν εντελώς διαφορετικό γούστο. Έχουν ένα οικοδόμημα κα­ταπληκτικό στο είδος του, που δεν καταστρέφεται ποτέ:

τη μυρμηγκοφωλιά. Τα aξιοσέβαστα μυρμήγκια άρχισαν από τη μυρμηγκο­

φωλιά και θα τελειώσουν ασφαλώς εκεί, πράγμα που τους περιποιεί μεγάλη τιμή για την επιμονή τους και το θετικό τους πνεύμα. Ο άνθρωπος όμως είναι επιπόλαιο πλάσμα, aνισόρροπο, και ίσως όπως ο παίχτης του σκα­κιού, αγαπά μόνο το παίξιμο κι όχι το σκοπό του παιχνι­διού. Και ποιος ξέρει (δεν μπορούμε να απαντήσουμε με

-38-

τοΥΠΟΓΕΙΟ

βεβαιότητα), ίσως ο σκοπός στον οποίο τείνει η ανθρω­πότητα να είναι δηλαδή μόνο το ακατάπαυστο παίξιμο· ενδιαφέρεται μόνο για την ίδια τη ζωή, κι όχι για το σκο­πό της που δεν είναι άλλος βέβαια παρά το δύο και δύο κάνουν τέσσερα, δηλαδή ένας τύπος. Μα το δύο και δύο κάνουν τέσσερα, αυτό δεν είναι πια η ζωή, κύριοι, είναι η αρχή του θανάτου. 'Άλλωστε ο άνθρωπος πάντα το φοβό­ταν το δύο και δύο κάνουν τέσσερα, το φοβάμαι ακόμη κι εγώ. Ας παραδεχτοί,με ότι ο άνθρωπος άλλο δεν κάνει παρά να αναζητεί το δύο και δύο κάνουν τέσσερα· δια­σχίζει ωκεανούς, ριψοκινδυνεύει τη ζωή του ψάχνοντας, μα πραγματικά φοβάται να βρει κάτι, φοβάται στα γερά. Καταλαβαίνει ότι ότάν θα το βρει, δε θα έχει πια τίποτε άλλο να ζητήσει. Οι εργάτες σαν aποτελειώσουν τη δου­λειά τους, παίρνουν τουλάχιστον χρήματα, πάνε στο κα­πηλειό κι έπειτα ψάχνουν πάλι για δουλειά. Και να, βρί­σκουν για άλλες έξι μέρες. Μα ο άνθρωπος πού θα πάει; Ναι, βλέπει κανείς ότι αρχίζει να στεναχωριέται όταν φτάνει στο σκοπό του. Αγαπά την πορεία προς ένα σκο­πό, μα όχι και την απόλυτη επίτευξή του. Αυτό είναι βέ­βαια παράξενο. Με μια λέξη, ο άνθρωπος είναι παράξε­να καμωμένος. Δίχως άλλο, υπάρχει κάτι αστείο μέσα σ'

όλα αυτά. Μα το δύο και δύο κάνουν τέσσερα, αυτό είναι ανυπόφορο. Δύο και δύο κάνουν τέσσερα! Κατά τη γνώ­μη μου, κύριοι, είναι αυθάδεια. Το δύο και δύο κάνουν τέσσερα, μοιάζει με κάποιον αναιδή που στέκεται στη μέ­ση του δρόμου με τα χέρια στη μέση και σου τον φράζει, σε προκαλεί. Συμφωνώ, δύο και δύο κάνουν τέσσερα, εί­ναι ένα θαυμάσιο πράγμα· ε λοιπόν, και το δύο και δύο κάνουν πέντε, είναι καμιά φορά πιο χαριτωμένο. Και γιατί είσαστε με τόση βεβαιότητα κι επισημότητα

πεισμένοι πως ο άνθρωπος έχει ανάγκη μόνο από εκείνο που είναι κανονικό και θετικό, και πως μόνο η ευτυχία είναι χρήσιμη για τον άνθρωπο; Δεν κάνει τάχα λάθος η λογική σε ό,τι αφορά τη χρησιμότητα; Λέτε ότι ο άνθρω-

-39-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣτΟΓΙΕΦΣΚΙ

πος αγαπά μόνο την ευτυχία; Μα ίσως να αγαπά άλλο τό­σο και τον πόνο. Και μπορεί ο πόνος να του είναι τόσο χρήσιμος όσο και η ευτυχία. Λοιπόν, ο άνθρωπος αγαπά τον πόνο με πάθος, αυτό είναι γεγονός. Εδώ είναι περιτ­τό να ανατρέξουμε στην παγκόσμια ιστορία. Ρωτήστε τον εαυτό σας αν είστε άνθρωπος κι αν έχετε ζήσει κάπως τη ζωή σας. · Οσο για μένα, το βρίσκω αναίσχυντο να αγαπά κανείς μόνο την καλοπέραση. Κακό ή καλό δεν ξέρω, εί­ναι ·όμως ευχάριστο να σπάει κανείς κάτι καμιά φορά. Δεν είμαι βέβαια ο μοναδικός σημαιοφόρος του πόνου, μα δεν επιμένω άλλο τόσο και στην καλοπέραση. Θέλω να κάνω το καπρίτσιο μου και να μην επεμβαίνει κανείς σ' αυτό. Ξέρω ότι ο πόνος δεν μπαίνει στα κωμειδύλλια, για παράδειγμα. Σ' ένα κρυστάλλινο παλάτι είναι αδια­νόητος: ο πόνος είναι αμφιβολία, άρνηση, και πώς ν' αμ­φιβάλλει κανείς μέσα σ' ένα κρυστάλλινο παλάτι; Και όμως, είμαι βέβαιος ότι ο άνθρωπος ποτέ δε θα αποκηρύ­

ξει τον αληθινό πόνο, την καταστροφή και το χάος. Ο πό­νος; Μα είναι και η μόνη αιτία της συνείδησης. Αν και σας δήλωσα στην αρχή ότι, κατά τη γνώμη μου, η συνεί­δηση είναι για τον άνθρωπο το πιο μεγάλο δυστύχημα, ξέρω ωστόσο ότι την αγαπά και δε θα την αλλάξει με κα­

μία άλλη ευχαρίστηση. Η συνείδηση, για παράδειγμα, βρίσκεται πολύ πιο πάνω από το δύο και δύο κάνουν τέσ­σερα. Μετά από το δύο και δύο κάνουν τέσσερα, δε μέ­νει ασφαλώς τίποτε να κάνουμε, μένει μόνο να αγνοή­σουμε τις πέντε μας αισθήσεις και να βυθιστούμε στις σκέψεις μας. • Ομως και με τη συνείδηση έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή δε μένει να κάνουμε τίποτε άλλο εκτός από το να μαστιγωνόμαστε καμιά φορά· κι αυτό ζωντανεύει τον άνθρωπο. · Οσο οπισθοδρομικό κι αν εί­ναι, σίγουρα αξίζει περισσότερο από το τίποτα.

-40-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

10

Πιστεύετε πως το κρυστάλλινο παλάτι είναι πάντα απα­ραβίαστο, δηλαδή δεν μπορεί να το κοροϊδέψει κανείς βγάζοντάς του τη γλώσσα ούτε να το μουντζώσει στα κρυ­φά; Λοιπόν, όσο για μένα, το φοβάμαι ένα τέτοιο οικοδό­μημα, ίσως γιατί είναι κρυστάλλινο και αιώνια απαραβία­στο, και γιατί δεν μπορεί κανείς να του βγάλει τη γλώσσα ούτε στα κρυφά. ·. Προσέξτε τώρα: στη θέση του παλατιού ας υποθέσουμε

πως βρίσκεται ένα κοτέτσι και αρχίζει να βρέχει· είναι πολύ πιθανό να μπω μέσα στο κοτέτσι για να μη βραχώ· μα δε θα πάρω ποτέ το κοτέτσι για παλάτι από ευγνωμο­σύνη, επειδή με προστάτεψε από τη βροχή. Γελάτε. Λέτε μάλιστα πως σε μια τέτοια περίσταση, κοτέτσι και παλάτι είναι το ίδιο. Ναι, θα απαντήσω, αν ζει κανείς μόνο για να μη βρέχεται.

Τι να κάνω όμως αν μου μπήκε στο κεφάλι πως δε ζω μόνο γι' αυτό, και πως αν πρέπει να ζήσω, είναι προτιμό­τερο να ζήσω σ' ένα παλατάκι; Είναι η επιθυμία μου, η θέλησή μου. Θα το βγάλετε από μέσα μου μόνο όταν αλ­λάξετε τη θέλησή μου. Λοιπόν, αλλάξτε την, μαγέψτε με με κάτι άλλο, δώστε μου ένα άλλο ιδανικό. Μα προς το παρόν, δε θα πάρω ένα κοτέτσι για παλάτι. Ας παραδε­

χτούμε μάλιστα πως το κρυστάλλινο παλάτι είναι μια ψευτιά και σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους δεν πρέ­πει να υπάρχει, πως το ανακάλυψα μόνο από την κουτα­

μάρα μου κι επειδή το λένε κάτι aνόητες συνήθειες της γενιάς μας. Και τι με νοιάζει αν δεν υπάρχει πραγματικά; Δεν είναι το ίδιο πράγμα, τη στιγμή που υπάρχει στις επι­θυμίες μου, ή καλύτερα, που υπάρχει τόσο, όσο υπάρχουν κι οι επιθυμίες μου; 'Ι σ ως να γελάτε πάλι. Γελάστε λοι­

πόν. Θα δεχτώ όλους τους σαρκασμούς και πάλι δε θα πω ότι χόρτασα όταν πεινώ. Ξέρω ωστόσο ότι δε θα ησυ­χάσω με μια υπόσχεση και μ' ένα επ' άπειρον επαναλαμ-

-41-

βανόμενο μηδενικό, μόνο και μόνο γιατί υπάρχει σύμφω­να με τους φυσικούς νόμους και γιατί υπάρχει πραγματι­

κά. Δε θα πιστέψω ότι ικανοποιήθηκαν όλες οι επιθυμίες μου επειδή έχω ένα κτίριο, στέμμα των επιθυμιών μου, με δωμάτια για νοικάρηδες φτωχούς, με συμβόλαια για χί­λια χρόνια, κι αν θέλετε μάλιστα, και με την επιγραφή του οδοντογιατρού Βάγκενχαϊμ. Εκμηδενίστε τις επιθυ­μίες μου, σβήστε το ιδανικό μου, δείξτε μου κάτι καλύτε­ρο και θα σας ακολουθήσω. Θα μου πείτε ίσως ότι θέλετε να μιλήσουμε γι' αυτό, μα και τότε θα σας απαντήσω με τον ίδιο τρόπο. Συζητάμε σοβαρά· αν δε θέλετε να με τι­μήσετε με την προσοχή σας, δε θα σας παρακαλέσω. ·Ε χω το υπόγειό μου.

· Οσο θα ζω και θα επιθυμώ, να μου ξεραθεί το χέρι αν φέρω έστω κι ένα τούβλο για ένα τέτοιο κτίριο. Μη δίνε­τε σημασία που aποκήρυξα πριν από λίγο το παλάτι, μό­νο επειδή δεν μπορεί κανένας να του βγάλει τη γλώσσα. ·Ι σ ως θύμωσα, γιατί ανάμεσα σ' όλα σας τα κτίρια δεν υπάρχει ούτε ένα ώς τώρα που να μην μπορεί να του βγάλει κανείς τη γλώσσα. Αντίθετα, θ' άφηνα να μου την κόψουν και θα 'λεγα κι ευχαριστώ αν κατόρθωναν να με κάνουν να μη θέλω ποτέ να τη βγάλω έξω. Τι μ' ενδιαφέ­ρει αν θα μπορέσουν να κανονίσουν έτσι τα πράγματα, ώστε να μένουμε ευχαριστημένοι έχοντας τα κτίρια; Γιατί να είμαι ζημιωμένος έχοντας τέτοιες επιθυμίες; Επειδή τάχα είμαι φτιαγμένος για να φτάσω μονάχα στο συμπέ­ρασμα ότι ο οργανισμός μου δεν είναι τίποτε άλλο από μια απάτη; Αυτός να είναι ο σκοπός; Δεν το πιστεύω.

• Επειτα, ξέρετε, είμαι βέβαιος ότι εμείς που κατοικού­με στα υπόγεια, είναι ανάγκη να μας κρατούν σα μαντρό­σκυλα, καλά δεμένους. Γιατί μολονότι είμαστε ικανοί να μείνουμε σαράντα χρόνια στην τρύπα μας χωρίς να πούμε λέξη, ωστόσο, όταν βγούμε στο φως της μέρας, μιλάμε ακατάπαυστα ...

-42-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

11

Τελικά, κύριοι, το καλύτερο θα ήταν να μην κάνει κανείς τίποτα! Η συνειδητή αδράνεια αξίζει περισσότερο! Λοι­πόν, ζήτω το υπόγειο! Είπα ότι φθονώ τρομερά το θετικό άνθρωπο, αλλά έτσι όπως τον βλέπω, δε θα 'θελα να 'μουν τέτοιος (αν και δεν μπορώ να μην τον φθονώ ). • Οχι, όχι, όπως κι αν έχει, το υπόγειο είναι προτιμότερο. Εκεί θα ήταν τουλάχιστον δυνατό ... Αχ, πάλι ψέματα λέω! Λέω ψέματα, γιατί ξέρω ότι όπως δύο και δύο κάνουν τέσσερα, δεν είναι προτιμότερο το υπόγειο, αλλά κάτι άλ­λο, εντελώς διαφορετικό, κάτι που το λαχταρώ με όλη μου την καρδιά και δεν το βρίσκω. Στο διάβολο το υπόγειο! Θα ήταν προτιμότερο αν πίστευα ο ίδιος έστω και τόσο

δα σε ό,τι έγραψα. Σας ορκίζομαι, κύριοι, ότι δεν πι­στεύω ούτε σε μία, μα ούτε σε μία λέξη από όσα έγραψα. 'Η καλύτερα, ίσως να πιστεύω, αλλά συγχρόνως, χωρίς να ξέρω το γιατί, καταλαβαίνω και υποπτεύομαι ότι λέω ψέματα σαν αλήτης. «Μα τότε, γιατί τα γράψατε όλ' αυτά;» θα μου πείτε. Αν όμως σας έκλεινα σαράντα ολόκληρα χρόνια μέσα

σ' ένα υπόγειο, χωρίς να κάνετε τίποτα, κι ερχόμουν να σας βρω στο τέλος αυτού του χρονικού διαστήματος εκεί για να μάθω τι απογίνατε; Μπορούμε ν' αφήσουμε έναν άνθρωπο μονάχο σαράντα χρόνια χωρίς καμιά ασχολία;

«Δεν είναι ντροπή, δεν είναι εξευτελισμός» θα μου πεί­τε, κουνώντας το κεφάλι σας περιφρονητικά. Διψάτε για τη ζωή, κι όμως λύνετε τα ζωτικά ζητήματα με μιαν aσυ­νάρτητη λογική. Πόσο ενοχλητικές, πόσο aυθάδεις είναι οι επικρίσεις σας και πόσο τις φοβόσαστε! Λέτε κουτα­μάρες και μένετε κι ευχαριστημένος. Βρίζετε και παρ' όλ' αυτά φοβάστε διαρκώς και ζητάτε συγνώμη. Πιστεύετε ότι δε φοβάστε τίποτε, και συγχρόνως ζητάτε την επιδο­κιμασία μας. Πιστεύετε ότι τρίζετε τα δόντια σας και κά-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

νετε ταυτόχρονα επίδειξη πνεύματος, για να μας κάνετε να γελάσουμε. Ξέρετε, τα λογοπαίγνιά σας δεν είναι έξυ­πνα, μα ενθουσιάζεστε, ως φαίνεται, με τη φιλολογική τους αξία. Σας έχει συμβεί ίσως να υποφέρετε πραγματι­κά, αλλά δε σέβεστε καθόλου τον πόνο σας. Υπάρχει μέ­σα σας αλήθεια, αλλά δεν υπάρχει αγνότητα. Από μια μι­κροπρεπή ματαιοδοξία επιδεικνύετε την αλήθεια σας ... Θέλετε πραγματικά να πείτε κάτι, κρύβετε όμως την τε­λευταία σας λέξη από φόβο, γιατί δεν έχετε το θάρρος να την προφέρετε- έχετε μόνο μιαν άνανδρη αναίδεια. Κα­μαρώνετε πως είστε ευσυνείδητος, αλλά τρικλίζετε, γιατί μολονότι η εξυπνάδα σας δουλεύει, η καρδιά σας είναι μαραμένη από τη διαστροφή των αισθήσεων. Και χωρίς αγνή καρδιά δεν μπορεί να υπάρξει τέλεια και δίκαιη συ­νείδηση. Και τι ενοχλητικά που επιμένετε! Πόσο φορτικά προσπαθείτε να επιβληθείτε, τι μορφασμούς που κάνετε! Ψέματα στα ψέματα!

Εννοείται ότι εγώ καταλαβαίνω τώρα τα λόγια σας. Το κατόρθωσα γιατί ήμουν στο υπόγειο. Σαράντα ολόκληρα χρόνια άκουγα τα λόγια σας από τη χαραμάδα του πατώ­ματος. Τα κατάλαβα μόνος μου, μην έχοντας τίποτε άλλο • να κάνω. Δεν είναι καταπληκτικό που τα 'μαθα απέξω και πήραν φιλολογική μορφή. Μα στ' αλήθεια, είσαστε τόσο εύπιστοι, που φανταστή­

κατε ότι πρόκειται να τα τυπώσω όλ' αυτά και να αφήσω κατόπιν να τα διαβάσετε; Να κι ένα άλλο πρόβλημα για μένα: γιατί, αλήθεια, να σας φωνάζω «κύριοι»; γιατί να απευθύνομαι σ' εσάς σα να 'σασταν πραγματικά αναγνώ­στες; Δεν πρέπει να τυπώνονται, ούτε να επιτρέπεται να διαβάζονται τέτοιες ομολογίες όπως αυτές που σκοπεύω να κάνω. Τουλάχιστον εγώ δεν είμαι τόσο βέβαιος γι' αυ­τά που γράφω κι ούτε το βρίσκω αναγκαίο να είμαι. Βλέ­πετε, έχω φαντασία και θέλω με κάθε τρόπο να την ικα­νοποιήσω. Να ποιο είναι το ζήτημα.

Στις αναμνήσεις κάθε ανθρώπου υπάρχουν πράγματα

-44-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

που δεν τα εμπιστεύεται σ' όλο τον κόσμο, αλλά μόνο στους φίλους του. Υπάρχουν άλλα που δεν τα εμπιστεύεται στους φίλους του, τα λέει μονάχα στον εαυτό του, κι αυτό στα κρυ­φά. Και τέλος, υπάρχουν κι εκείνα που ο άνθρωπος φοβά­ται να τα ομολογήσει και στον ίδιο του τον εαυτό, και τέτοι­ας λογής πράγματα μαζεύονται πολλά σε κάθε καθωσπρέ­πει άνθρωπο. Και μάλιστα, όσο πιο καθωσπρέπει είναι, τόσο περισσότερα πρέπει να έχει.' Οσο για μένα, είναι λί­γος καιρός τώρα που αποφάσισα να θυμηθώ μερικές δικές μου περασμένες περιπέτειες, που ώς σήμερα πάντοτε aπέ­φευγα, και μάλιστα με κάποια ανησυχία. Μα τώρα όχι μόνο τις θυμάμαι, αλλά και αποφασίζω να τις γράψω, ακριβώς γιατί θέλω να δοκιμάσω αν μπορεί κανείς να είναι απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό του και να μη φοβάται την αλήθεια. Μια παρατήρηση σ' αυτό. Ο Χάινε διατείνεται ότι οι αξιό­πιστες aυτοβιογραφίες είναι μια σχεδόν αδύνατη υπόθεση κι ότι ο άνθρωπος λέει πάντα ψέματα όταν πρόκειται για τον εαυτό του. Κατά τη γνώμη του, ο Ρουσσώ, για παρά­δειγμα, είπε ασφαλώς ψέματα στις Εξομολογήσειςτου, και μάλιστα σκόπιμα, από ματαιοδοξία. Είμαι βέβαιος ότι ο Χάινε έχει δίκιο. Καταλαβαίνω πολύ καλά πως είναι καμιά φορά δυνατό να κατηγορείς τον εαυτό σου για εγκλήματα, όμως μόνο από ματαιοδοξία, και αντιλαμβάνομαι πολύ κα­λά τι είδους ματαιοδοξία μπορεί να είναι αυτή. Ο Χάινε ωστόσο έκρινε έναν άνθρωπο που εξομολογιόταν μπροστά στο κοινό. Εγώ γράφω μόνο για τον εαυτό μου, και δηλώνω μια για πάντα ότι αν γράφω σα ν' απευθύνομαι σε αναγνώ­στες, το κάνω γιατί έτσι γράφω πιο εύκολα. Είναι ένας τύ­πος, ένας απλός τύπος γραφής.' Οσο για αναγνώστες, δε θα 'χω ποτέ. Το έχω δηλώσει ... Δε θέλω να με δυσκολέψει τίποτε γράφοντας τις Ανα­

μνήσεις μου. Δε θα κρατήσω ούτε τάξη ούτε σύστημα. Θα γράψω εκείνα που θα θυμηθώ ... Να όμως που τα λόγια μου μπορεί να γεννήσουν το ερώ­

τημα: «Αν δε λογαριάζετε τους αναγνώστες, γιατί βά-

-45-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝτΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

ζετε τέτοιους όρους στον εαυτό σας, και μάλιστα γραπτούς, πως δηλαδή δε θα έχετε ούτε σύστημα ούτε τάξη, πως θα γράψετε ό,τι θυμηθείτε, και τα λοιπά και τα λοιπά; Γιατί δί­νετε εξηγήσεις; Γιατί δικαιολογείστε;» Μια στιγμούλα, θ' απαντήσω. Υπάρχει άλλωστε εδώ ολόκληρη ψυχολογία. Μπορεί

απλούστατα να είμαι δειλός. Μπορεί ακόμη να φαντάζομαι επίτηδες ότι βρίσκομαι μπροστά στο κοινό, απλώς και μόνο για να δείξω περισσότερη ευπρέπεια όσο θα γράφω. Χίλιοι λόγοι μπορεί να υπάρχουν. Μα σταθείτε, είναι κι αυτό: για ποιο πράγμα στ' αλήθεια

ξεκίνησα να γράψω; Αφού δεν επρόκειτο για το κοινό, θα μπορούσε να τα έχει κανείς στο νου του, χωρίς να τ' aρα­διάζει στο χαρτί.

Ναι, αλλά στο χαρτί είναι πιο επίσημο το πράγμα. Υπάρ­χει σ' αυτό κάτι επιβλητικό· είναι κανείς aυστηρότερος με τον εαυτό του, δουλεύει το ύφος του. Ακόμη, γράφοντας ίσως να νιώσω πραγματικά κάποια ανακούφιση. Σήμερα, ας πούμε, μια παλιά ανάμνηση βαραίνει ιδιαίτερα πάνω μου. Μου ξανάρθε πολύ καθαρή τώρα τελευταία, κι έμεινε από τότε μέσα μου σαν ένα μουσικό μοτίβο που θέλει να βγει. Κι όμως, πρέπει να το πετάξω από πάνω μου. τέτοιες αναμνήσεις έχω ένα σωρό. Είναι στιγμές που κάποια απ' αυτές ξεχωρίζει, βαραίνει πάνω μου περισσότερο, και νο­μίζω, δεν ξέρω γιατί, πως αν την έγραφα, θα ξαλάφρωνα. Γιατί λοιπόν να μη δοκιμάσω. Τελικά πλήττω· δεν κάνω ποτέ τίποτε. Το γράψιμο είναι

γενικά μια εργασία, σίγουρα. Λένε πως με την εργασία ο άνθρωπος γίνεται καλός και τίμιος. Του δίνεται τουλάχι­στον η ευκαιρία. Σήμερα χιονίζει, χιόνι σχεδόν αναλιωμένο, κίτρινο, θο­

λό. Χτες χιόνιζε πάλι.· Ο λες τις τελευταίες μέρες. Μου φαί­νεται ότι το χιονόνερο ήταν η αφορμή για να θυμηθώ αυτή την ιστοριούλα που δε θέλει να φύγει από το νου μου. Ας γράψω λοιπόν μια ιστορία για το χιονόνερο.

-46-

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΟΝΌΝΕΡΟΥ

• Οταν από τα σκοτάδια της πλάνης κατόρθωσα να σε πείσω ν' ανασύρεις την καταβαραθρωμένη ψυχή σου,

όταν τσακισμένη απ' τον πόνο, στριφογύριζες τα χέρια και καταριόσουν τη διαφθορά που σ' έζωνε, όταν τιμωρώντας με την ανάμνηση, την ξεχασιάρα σου συνείδηση, μου διηγήθηκες όλα όσα έγιναν πριν από μένα, κι άξαφνα, κρύβοντας το πρόσωπο από ντροπή και φρίκη ξέσπασες σε κλάματα, αγανακτισμένη, αναστατωμένη ...

ΝΕΚΡΑΣΩΦ

1

Την εποχή εκείνη ήμουν περίπου είκοσι τεσσάρων χρό­νων. Η ζωή μου ήταν θλιβερή, άτακτη και μοναχική, σαν του άγριου ζώου. Δεν έβλεπα κανέναν, απόφευγα μάλι­στα και να μιλήσω κι όλο aποτραβιόμουν στη γωνιά μου. Στο γραφείο, στο υπουργείο, προσπαθούσα να μη βλέπω κανέναν και καταλάβαινα ότι οι συνάδελφοί μου όχι μό­νο με θεωρούσαν παράξενο άνθρωπο, αλλά θαρρώ πως με κοίταζαν και με κάποια αποστροφή. Κι ερχόταν στο μυαλό μου: γιατί τάχα κοιτάζουν μόνο εμένα με αποστρο­φή; Ένας συνάδελφος στο γραφείο είχε πρόσωπο αντι­παθητικό, βλογιοκομμένο, κι έμοιαζε ληστής. Μου φαίνε­ται ότι δε θα μπορούσα να κοιτάξω κανέναν αν είχα ένα τέτοιο φριχτό πρόσωπο. Κάποιος άλλος φορούσε μια στο­λή πολύ παλιά και βρωμερή. Ωστόσο, κανένας απ' αυτούς τους κυρίους δε στεναχωριόταν -ούτε για την παλιά στο­λή, ούτε για το πρόσωπο ούτε για την εντύπωση που προ-. ξενούσε. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δε φανταζόταν πως θα μπορούσε να τους κοιτάξει κανείς με αηδία.' Άλλω­

στε, κι αν το φαντάζονταν, δε θα 'διναν σημασία, φτάνει μόνο να μην ήταν κανένας προ·ίστάμενος. Τώρα καταλα­βαίνω καλά ότι επειδή ο φοβερός μου εγωισμός με έκανε να έχω μεγάλες απαιτήσεις από τον εαυτό μου, τον κοι­τούσα πολλές φορές τόσο δυσαρεστημένος, που τον αη­δίαζα, και στο μυαλό μου είχα έναν δικό μου τρόπο να κοιτάζω τον καθένα. Εγώ, για παράδειγμα, σιχαινόμουν το πρόσωπό μου, το έβρισκα αποτρόπαιο, ανακάλυπτα μάλιστα και κάποια έκφραση δειλίας, γι' αυτό, κάθε φο­ρά που πήγαινα στο γραφείο, έβαζα όλα μου τα δυνατά

-49-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

για να πάρω στάση πολύ ανεπιτήδευτη, μήπως και θεω­ρηθώ δουλοπρεπής και το πρόσωπό μου δε δείχνει όση ευγένεια έπρεπε. Τόσο το χειρότερο που είναι το πρόσω­πό μου άσχημο, έλεγα, φτάνει μονάχα να έχει μια έκφρα­ση ιπποτική, να είναι εκφραστικό και προπαντός έξυπνο. Ήμουν όμως απόλυτα σίγουρος και υπέφερα γι' αυτό, το πρόσωπό μου δεν μπορούσε να έχει αυτή τη τέλεια έκ­φραση. Και το χειρότερο ήταν πως το έβρισκα αναμφίβο­λα κουτό. Ωστόσο, θα ήμουν ευχαριστημένος αν είχα κι εξυπνάδα μόνο. Τόσο πολύ, που θα δεχόμουν να είναι η έκφρασή μου δουλική, αν έδειχνε ταυτόχρονα και μεγάλη εξυπνάδα. Αντιπαθούσα, εννοείται, όλους τους υπαλλήλους του

γραφείου μου, από τον πρώτο ώς τον τελευταίο, και τους περιφρονούσα όλους, μα από την άλλη μεριά θαρρούσες . πως τους φοβόμουν κιόλας. Νόμιζα μάλιστα πως ήταν και ανώτεροί μου. Αυτό μου ερχόταν ξαφνικά. Πότε τους πε­ριφρονούσα, πότε τους έκρινα ανώτερούς μου. Ένας μορφωμένος και καθωσπρέπει άνθρωπος δεν μπορεί να είναι εγωιστής, χωρίς να έχει υπερβολικές απαιτήσεις από τον εαυτό του και χωρίς να τον περιφρονεί μέχρι μί­σους σε μερικές στιγμές. Μα είτε τον περιφρονούσα είτε τον θαύμαζα, χαμήλωνα· σχεδόν πάντα τα μάτια μπροστά σε κάθε καινούριο άνθρωπο που γνώριζα. Έκανα μάλι­στα και πειράματα: θα αντισταθώ τάχα στο βλέμμα aυ­τουνού;' Οπως πάντα, πρώτος χαμήλωνα το μάτι. Αυτό με νευρίαζε. Είχα έναν aρρωστημένο φόβο πως θα φανώ γελοίος, και λάτρευα δουλικά τη ρουτίνα και όλη την εξωτερική επίδειξη. Ριχνόμουν με πάθος στην κοινοτυπία και τρόμαζα μπροστά σε κάθε εκκεντρικότητα που θα μπορούσα να έχω. Μα ήταν δυνατό να κρατηθώ; Είχα μορφωθεί μ' έναν άρρωστο τρόπο, όπως όλοι οι άνθρω­ποι της εποχής μας. 'Ηταν σαχλοί κι έμοιαζαν όλοι σαν αρνιά από το ίδιο κοπάδι. Μπορεί και να ήμουν ο μόνος στο γραφείο που πίστευα στα σωστά ότι ήμουν δειλός και

-50-

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

δουλικός, ακριβώς γιατί ήμουν μορφωμένος. Μα δεν το πίστευα μόνο, ήμουν πραγματικά. Ήμουν δειλός και δου­λικός. Το λέω χωρίς την παραμικρή ντροπή. Ο καθω­σπρέπει άνθρωπος της εποχής μας είναι και πρέπει να εί­ναι δειλός και δουλικός. Αυτή είναι η φυσική του κατά­σταση. Είμαι πολύ βέβαιος. Έτσι είναι φτιαγμένος και οργανωμένος. Και δεν είναι τέτοιοι στην εποχή μας μο­νάχα γιατί το θέλησαν εξαιρετικές συνθήκες, μα γενικά, σ' όλες τις εποχές, κάθε καθωσπρέπει άνθρωπος πρέπει να είναι δειλός και δουλικός. Αν τύχει κανένας απ' αυ­τούς να κάνει τον γενναίο καμιά φορά, ας μην παρηγο­ριέται κι ας μην ενθουσιάζεται, γιατί το κάνει μόνο για

επίδειξη. Να η μόνη αιώνια αλήθεια. Μόνο οι γάιδαροι κι όσοι τους μοιάζουν κάνουν τους γενναίους, κι αυτό ώς ένα σημείο. Δεν αξίζει τον κόπο να τους προσέχουμε, γιατί δεν έχουν καμία σπουδαιότητα. Υπήρχε και κάτι άλλο που με βασάνιζε τότε: κανένας

δε μου έμοιαζε και δεν έμοιαζα σε κανέναν. Εγώ είμαι ο ένας, κι αυτοί είναι η «ολότητα», έλεγα μέσα μου, και γι­νόμουν σκεφτικός.

Αυτό δείχνει ότι δεν ήμουν ακόμη παρά ένα παιδί. Μου συνέβαιναν τα πιο αντιφατικά πράγματα. Καμιά

φορά, το γραφείο με αηδίαζε σε τέτοιο βαθμό, που aρ­ρώσταινα. Κι άξαφνα, χωρίς κανένα λόγο, άρχιζε μια πε­ρίοδος σκεπτικισμού και αδιαφορίας (σ' εμένα όλα συνέ­βαιναν κατά περιόδους), κορόιδευα τον εαυτό μου που δεν ανεχόμουν τίποτα, σιχαινόμουν το καθετί και θύμωνα με το ρομαντισμό μου. 'Αλλοτε δεν ήθελα να μιλώ με κα­νέναν, κι άλλοτε πάλι ευχαριστιόμουν όχι μόνο να μιλώ, αλλά και να πιάνω φιλία με τους συναδέλφους μου. 'Αξαφνα, εξαφανιζόταν όλη μου η αποστροφή χωρίς κα­νένα λόγο. Ποιος ξέρει, ίσως να μην την είχα ποτέ μέσα μου, ίσως να τη δανειζόμουν από τα βιβλία. Αυτό το πρό­βλημα δεν το 'χω λύσει μέχρι σήμερα. Μια φορά μάλιστα, μου συνέβηκε να συνδεθώ μαζί τους: άρχισα να τους επι-

-51-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓ!ΕΦΣΚΙ

σκέφτομαι, να παίζω χαρτιά κατά προτίμηση με αυτούς, να πίνω βότκα, να μιλώ για προαγωγές ... Εδώ, επιτρέψτε μου μία παρέκβαση.

Εμείς οι Ρώσοι δεν είχαμε ποτέ ρομαντικούς, γενικά, και ειδικά σαν εκείνους τους Γάλλους που αεροβατούν και που τίποτα δε θα μπορούσε να τους συγκινήσει· είτε ο κόσμος γκρεμίζεται στα πόδια τους είτε ολόκληρη η Γαλλία χάνεται στα οδοφράγματα, αυτοί μένουν aπαθείς, δεν αλλάζουν ούτε από λεπτότητα, και συνεχίζουν να τραγουδούν το φεγγάρι ώσπου να γεράσουν, γιατί είναι ανόητοι. Αυτό ακριβώς μας ξεχωρίζει από τους ξένους. Επομένως, υπερβατικές ψυχές στην καθαρή τους μορφή δεν υπάρχουν ανάμεσά μας. Μόνο οι δημοσιογράφοι μας

και οι θετικιστές κριτικοί μας στο παρελθόν έψαχναν να βρουν τους Κοσταντζόγλου και τους μπαρμπα-Πέτρους Ιβάνοβιτς, και φανταζόντουσαν από βλακεία ότι αυτοί εί­ναι το ιδεώδες μας εκείνοι προσέδωσαν στους ρομαντι­κούς μια ποιητικότητα που δεν είχαν, παρομοιάζοντάς τους με τους αεροβατούντες Γάλλους. Αντίθετα, τα γνω­ρίσματα των ρομαντικών μας είναι εντελώς διαφορετικά

από τα γνωρίσματα του Ευρωπαίου που αεροβατεί, και κανένας τέτοιος Ευρωπαίος δεν έχει θέση εδώ. (Σας πα­ρακαλώ να μου επιτρέψετε, η λέξη «ρομαντικός» -είναι παλιά, aξιοσέβαστη, δοκιμασμένη και όλοι τη γνωρί­

ζουν.) Τα γνωρίσματα των ρομαντικών μας είναι το να καταλαβαίνει κανείς τα πάντα, να βλέπει τα πάντα, και να βλέπει πολλές φορές πιο καθαρά απ' ό,τι βλέπουν και τα πιο θετικά μας πνεύματα· να μη συμφωνεί με κανέναν

και με τίποτα, μα και τίποτε να μην περιφρονεί· να ξε­φεύγει απ' όλες τις δυσκολίες και να υποχωρεί σε όλα με τρόπο· να μη χάνει ποτέ από τα μάτια του τον ωφέλιμο και πρακτικό σκοπό (να πετυχαίνει δηλαδή καμιά υπο­τροφία, κάνα παράσημο, και το νοίκι από το κράτος)· να κυνηγά αυτό το σκοπό με όλο τον ενθουσιασμό και με όλους τους τόμους των λυρικών στίχων, και ταυτόχρονα

-52-

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

να διατηρεί ανέγγιχτο μέσα του ώς τον τάφο το «Ωραίο και το Υψηλό»· να τυλίγει τον εαυτό του με μπαμπάκι σα να 'ταν κανένα διαμαντικό για χάρη μονάχα του «Ωραίου και του Υψηλού» ώσπου να πάει στον τάφο. Ο ρομαντι­κός μας έχει ευρύ πνεύμα και είναι ο πιο μεγάλος κατερ­γάρης απ' όλους τους κατεργάρηδες. Σας διαβεβαιώνω ... από προσωπική πείρα. Υπό τον όρο, εννοείται, να είναι ρομαντικός έξυπνος. Τι λέω; Ο ρομαντικός είναι πάντα έξυπνος, όμως ήθελα να παρατηρήσω ότι αν έτυχε να έχουμε και ρομαντικούς κουτούς, αυτό δε σημαίνει τίπο­τα, γιατί αυτοί στην ακμή της ηλικίας τους εκφυλίζονταν, μεταβάλλονταν σε Γερμανούς, και για να διατηρήσουν καλύτερα το διαμαντικό τους, πήγαιναν κι έμεναν κάπου εκεί, συνήθως στη Βαϊμάρη ή στο Μέλανα Δρυμό. Εγώ, για παράδειγμα, περιφρονούσα πραγματικά το κράτος, το υπουργείο, μα μόνο από ανάγκη δεν το απαρνιόμουν, γιατί εργαζόμουν κι εγώ εκεί και πληρωνόμουν. Ο ρομα­ντικός μας θα προτιμούσε καλύτερα να τρελαθεί (πράγμα

που συμβαίνει τόσο σπάνια), παρά να εκφράσει την απο­στροφή του αν δεν υπάρχει άλλη δουλειά στον ορίζοντα, και ποτέ δε θα τον πετάξουν έξω με τις κλοτσιές. Το πο­λύ πολύ, να τον κλείσουν σε κανένα φρενοκομείο, γιατί νομίζει πως είναι ο βασιλιάς της Ισπανίας, μα κι αυτό, μονάχα αν έχει τρελαθεί πολύ. Εδώ, βλέπετε, τρελαίνο­νται μονάχα οι ανόητοι και οι αδύναμοι. · Επειτα, ένα πλήθος ρομαντικών παίρνει αμέσως σπουδαίες θέσεις. Ασυνήθιστη προσαρμοστικότητα! Και πόση ικανότητα για τα πιο αντιφατικά πράγματα! Αυτό με παρηγορούσε τότε· μα και τώρα έχω την ίδια γνώμη. Γι' αυτό κι εμείς οι Ρώ­σοι έχουμε ένα σωρό ανθρώπους με «πλατιές αντιλή­ψεις», που όσο χαμηλά κι αν πέσουν, δε χάνουν ποτέ το ιδανικό τους. Δε θα έκαναν τίποτε για το ιδανικό τους, είναι κλέφτες και ληστές αναγνωρισμένοι, μα το σέβονται μέχρι δακρύων, και είναι εξαιρετικά τίμιοι στο βάθος της ψυχής τους. Μάλιστα, κύριε, ακόμη κι ένας αρχικατεργά-

-53-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

ρης μπορεί να είναι απόλυτα τίμιος στη Ρωσία, χωρίς ωστόσο να παύει να είναι και κατεργάρης. Το ξαναλέω, οι ρομαντικοί μας γίνονται τις περισσότερες φορές τόσο κατεργάρηδες, τόσο aριβίστες και δείχνουν πως μυρίζο­νται τόσο την πραγματικότητα, που το κράτος και ο κό­σμος μένουν με το στόμα ανοιχτό μπροστά τους. Η προσαρμοστικότητά τους είναι πράγματι καταπλη­

κτική. Ένας Θεός ξέρει τι μπορεί να γίνει ακόμα με τους τυχοδιωκτισμούς αυτούς και τι μας επιφυλλάσσει το μέλ­λον. Και δεν είναι από κακή πάστα! Πιστέψτε με, δε σας το λέω αυτό από πατριωτισμό γελοίο και τετριμμένο. • Αλ­λωστε, είμαι βέβαιος πως θα νομίζετε ότι αστειεύομαι πάλι. Ίσως όμως, ποιος ξέρει, να συμβαίνει και το αντί­θετο και να παραδέχεστε ότι μιλώ σοβαρά· όπως κι αν έχει, κύριοι, θα θεωρήσω και το ένα και το άλλο σαν τιμή μου κι εξαιρετική μου ευχαρίστηση. Μα με συγχωρείτε για την παρέκβαση. Η φιλία μου με τους συναδέλφους μου δεν κρατούσε

βέβαια πολύ· τα χαλάγαμε σε λίγο, γιατί μου έλειπε η πείρα σα νέος που ήμουν, κι έπαψα να τους χαιρετώ.

Εξάλλου, αυτό μου συνέβηκε μόνο μια φορά. Γενικά, ήμουν πάντα μόνος.

Στο δωμάτιό μου, στην αρχή, συνήθως διάβαζα.' Η θελα να πνίγω με ξένες εντυπώσεις ό,τι έβραζε πάντα μέσα μου. Κι από τις ξένες εντυπώσεις μόνο το διάβασμα μου ήταν δυνατό. Εννοείται ότι το διάβασμα με βοηθούσε πο­λύ, με συγκινούσε, με ευχαριστούσε και με βασάνιζε. Μα μερικές φορές με έριχνε και σε μια φοβερή πλήξη. Ήθε­λα οπωσδήποτε να κινηθώ κι έπεφτα κρυφά στην κραι­πάλη και τα όργια. Τα πάθη μέσα μου ήταν δυνατά, φλο­γερά, γιατί βρισκόμουν πάντοτε σε μια νοσηρή υπερδιέ­

γερση. Είχα νευρικές κρίσεις, με δάκρυα και σπασμούς. Μόνο στο διάβασμα έβρισκα διέξοδο, δηλαδή όταν δεν υπήρχε τίποτ' άλλο γύρω μου που θα μπορούσα να το σε­βαστώ, τίποτε που να με τραβά. Μ' έπιανε πλήξη. Αισθα-

-54-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

νόμουν μια νευρική ανάγκη aντιλογίας, αντιθέσεων, και παραδινόμουν στην κραιπάλη. Δεν τα λέω όλα αυτά για να δικαιολογηθώ ... Όχι! μα λέω ψέματα! Ήθελα να δι­καιολογηθώ. Για μένα κάνω αυτή την παρατήρηση. Δε θέλω να πω ψέματα. Το υποσχέθηκα ...

Ριχνόμουν στην κραιπάλη, μόνος, τη νύχτα, κρυφά, βρωμερά, μ' ένα φόβο και μια ντροπή που δε μ' άφηναν ούτε στις πιο σιχαμερές στιγμές και με κυνηγούσαν σαν κατάρα. Είχε ανοιχτεί κιόλας μέσα στην ψυχή μου κάτι σαν τρύπα: φοβόμουν τρομερά μήπως και με δουν, με συ­ναντήσουν, με αναγνωρίσουν. Σύχναζα σε μέρη πολύ ύποπτα. Μια νύχτα, περνώντας από μια ταβέρνα, είδα από το φωτισμένο παράθυρο μερικούς άντρες γύρω από ένα τραπέζι του μπιλιάρδου που χτυπιόντουσαν με τις στέκες, και σε λίγο πέταξαν έναν έξω από το παράθυρο. Σε κάποια άλλη στιγμή, αυτό θα μου προξενούσε αηδία· αλλά τότε βρισκόμουν σε μια τέτοια ψυχολογική διάθεση, που ζήλεψα τον άνθρωπο που τον είχαν πετάξει έξω απ' το παράθυρο τόσο πολύ, που μπήκα μέσα στην ταβέρνα. Ίσως, είπα, να τσακωθώ κι εγώ μαζί τους και να με πετά­ξουν κι εμένα έξω απ' το παράθυρο. Δεν ήμουν μεθυσμένος, μα τι τα θέλετε, ξέρει κανείς

σε τι παροξυσμό μπορεί να τον φέρει η πλήξη; Δεν έγινε τίποτα όμως. Για να πω την αλήθεια, δεν ήμουν ικανός να πηδήξω απ' το παράθυρο και βγήκα έξω χωρίς να με δείρουν. Με το πρώτο βήμα που έκανα, κάποιος αξιωματικός μ'

έβαλε στη θέση μου. Στεκόμουν κοντά στο μπιλιάρδο, και δίχως να το θέλω,

του έφραζα το δρόμο. Μ' άρπαξε απ' τους ώμους, και χω­ρίς να πει τίποτα, χωρίς να με ειδοποιήσει ούτε να εξηγη­θεί, μ' έκανε ν' αλλάξω θέση, πέρασε και προσποιήθηκε πως ούτε καν με πρόσεξε. Ακόμη κι αν μ' έδερνε, θα μπορούσα να τον συγχωρήσω, αλλά δε θα του το συγχω­ρούσα που μ' έκανε ν' αλλάξω θέση χωρίς να μου δώσει καθόλου σημασία.

-55-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝτΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

Α! διάβολε, τι δε θα 'δινα τότε για έναν πραγματικό καβγά, πιο κανονικό, πιο καθωσπρέπει, πιο φιλολογικό, για να το πω έτσι! Μου φέρθηκε σα να 'μουν κάνα κου­νούπι. Ο αξιωματικός αυτός ήταν υψηλόσωμος, εγώ ήμουν κοντός και καχεκτικός.' Άλλωστε, από μένα εξαρ­τιόταν ο καβγάς και να διαμαρτυρόμουν μόνο, θα με πε­τούσαν από το παράθυρο. Μα το σκέφτηκα, και προτίμη­σα ... να το σκάσω καταφουρκισμένος. 'Αφησα την ταβέρνα ταραγμένος και αγανακτισμένος

πήγα στο δωμάτιό μου και την άλλη μέρα ξανάκανα πάλι τα ίδια, πιο δειλά, πιο θλιβερά και πιο ταπεινά από πριν. Μη νομίσετε ότι φοβήθηκα τον αξιωματικό από δειλία. Δεν ήμουν φοβητσιάρης στην ψυχή, μολονότι ήμουν πά­ντα φοβισμένος. Για όλα έχω μια εξήγηση, να είστε βέ­βαιοι.

Ω! αν ήταν ο αξιωματικός από κείνους που θέλουν να μονομαχήσουν! Μα όχι, ήταν από κείνους τους κυρίους (αλίμονο! δεν υπάρχουν πια τέτοιοι) που θα προτιμούσαν να χρησιμοποιήσουν τις στέκες του μπιλιάρδου, ή καλύτε­ρα, όπως ο υπολοχαγός Πιρόγκοφ, του Γκόγκολ, να δράσουν ιεραρχικά. Μα δε μονομαχούσαν- και μάλιστα, μ' έναν «πολίτη» σαν κι εμένα το θεωρούσαν ανάρμοστο να μονομαχήσουν. Πίστευαν εξάλλου πως η μονομαχία είναι πράγμα ανόητο, πρόστυχο, φραντσέζικο· μα ευχαρί­στως σ' έβριζαν, και ειδικά αν ήταν και ψηλόσωμοι. Φοβήθηκα λοιπόν όχι από δειλία, αλλά από την υπερ­

βολική μου αλαζονεία. Δε φοβήθηκα το ψηλό του ανά­στημα, το ξύλο ή το ρίξιμο έξω απ' το παράθυρο- είχα το θάρρος της δύναμής μου· μα μου έλειπε το ηθικό θάρρος. Φοβήθηκα μήπως όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί, από το αναιδές εκεί,νο υποκείμενο που μαρκάριζε ώς τον βρω­μιάρη και βλογιοκομμένο δημόσιο υπάλληλο που πηδού­σε με το λιγδωμένο του γιακά σαν ακρίδα γύρω γύρω, μήπως δε με καταλάβουν και με κοροϊδέψουν αν τους μι­λούσα σε φιλολογική γλώσσα. Γιατί στον τόπο μας δεν

-56-

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

μπορεί κανείς να μιλήσει ούτε για τόση δα τιμή (δηλαδή όχι για την τιμή, αλλά για τόση δα τιμή) παρά μόνο σε φι­λολογική γλώσσα. Το συνηθισμένο λεξιλόγιο δεν ταιριά­ζει όταν πρόκειται για την τιμή! Ήμουν απόλυτα βέβαιος (αισθάνομαι ότι είμαι ρεαλιστής, παρά το ρομαντισμό μου!) ότι θα έσκαγαν στα γέλια κι ο αξιωματικός δε θα μ' έδερνε με κακία. Θα με κλοτσούσε μόνο με το γόνατο, θα μ' έφερνε βόλτα στο μπιλιάρδο, θα με λυπόταν κατόπιν και δε θα με πετούσε απ' το παράθυρο. Βέβαια, η τιποτέ­νια αυτή ιστορία δε θα τέλειωνε έτσι εις βάρος μου. Με­τά το επεισόδιο αυτό, aντάμωσα πολλές φορές τον αξιω­ματικό στο δρόμο, τον γνώριζα καλά· δεν ξέρω αν με γνώρισε κι εκείνος. Νομίζω όχι· κάτι ενδείξεις με κάνουν να το υποθέτω. Εγώ όμως, εγώ τον κοίταζα με μίσος και θυμό· κι αυτό κράτησε μερικά χρόνια. Η μνησικακία μου από χρόνο σε χρόνο μεγάλωνε, άρχισα να παίρνω πληρο­φορίες για τον αξιωματικό. Μου ήταν βέβαια δύσκολο, γιατί δε γνώριζα κανέναν. Αλλά μια μέρα που τον παρα­κολουθούσα από μακριά, σα να με κρατούσε απ' το λου­ρί, κάποιος τον φώναξε με τ' όνομά του κι έτσι έμαθα πώς τον έλεγαν. Μιαν άλλη φορά, τον παρακολούθησα ώς το σπίτι του κι έδωσα δέκα καπίκια στο θυρωρό για να μάθω πού έμενε, σε ποιο πάτωμα, μόνος ή με άλλον και τα λοιπά. 'Ο,τι δηλαδή μπορεί να μάθει κανείς από ένα θυρωρό. 'Ε να πρωί, μολονότι δε φιλολογούσα ποτέ, μου ήρθε η ιδέα να παρουσιάσω σ' ένα διήγημα την καρι­

κατούρα του αξιωματικού. Έγραψα το διήγημα αυτό με εξαιρετική ευχαρίστηση. Του έβγαλα τη μάσκα, σατιρίζο­ντάς τον μάλιστα περισσότερο απ' όσο έπρεπε. · Αλλαξα τ' όνομά του με τέτοιο τρόπο, που να μπορούν να τον αναγνωρίσουν αμέσως, μα κατόπιν, αφού το σκέφτηκα καλά, το ξαναδιόρθωσα, το άλλαξα ολότελα κι έστειλα το διήγημα στα Χρονικά της Πατρίδας. Τότε όμως δεν έγραφαν σάτιρες και δε δημοσίευσαν το διήγημά μου. Έσκασα από το κακό μου. Μερικές φορές μ' έπνιγε η

-57-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝτΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

μνησικακία. Στο τέλος, αποφάσισα να προκαλέσω τον αντίπαλό μου. Του έγραψα μια ελκυστική, χαριτωμένη επιστολή και τον ικέτευα να μου ζητήσει συγνώμη· μα επειδή μπορούσε να αρνηθεί, του έκανα μερικούς υπαι­νιγμούς, αρκετά φανερούς, για μονομαχία. Είχα συντάξει την επιστολή τόσο όμορφα, που ο αξιωματικός, όσο λίγο· και να καταλάβαινε το «Ωραίο και το Υψηλό», θα 'ρχό­ταν δίχως άλλο σπίτι μου και θα ριχνόταν στο λαιμό μου για να μου προσφέρει τη φιλία του. Και τι ωραία που θα 'ταν τότε! Πόσο όμορφα θα τα περνούσαμε! «Θα με προ­στάτευε με την αντρική του στάση, κι εγώ θα τον εξευγέ­νιζα με τη μόρφωσή μου και με ... τις ιδέες μου, και ποιος ξέρει τι πράγματα θα μπορούσαν να προκύψουν απ' αυ­τό!» Επειδή είχαν περάσει δύο χρόνια πια από τότε που με είχε προσβάλει, η πρόσκλησή μου ήταν ένας φοβερός αναχρονισμός, μολονότι η επιστολή μου ήταν τόσο επιδέ­ξια γραμμένη, που τον εξηγούσε και τον κάλυπτε. Μα δό­ξα τω Θεώ (ευλογώ ακόμη τον Παντοδύναμο με δάκρυα στα μάτια), δεν έστειλα την επιστολή μου. Τρέμω και μό­νο που το συλλογίζομαι τι θα μπορούσε να συμβεί αν την έστελνα. Κι άξαφνα ... μια μέρα εκδικήθηκα κατά τον πιΘ απλό τρόπο, τον πιο δαιμόνιο! Μια φωτεινή ιδέα με φώ­τισε ξαφνικά. Κάπου κάπου, όταν ήταν γιορτές, πήγα ι να στη λεωφόρο Νέφσκι κατά τις τέσσερις η ώρα κι ανεβο­κατέβαινα στην ηλιόλουστη πλευρά της. Δηλαδή, δεν είχα κατά νου να κάνω περίπατο, αλλά με βασάνιζε η ταπεί­νωσή μου και άναβε ο θυμός μου. Μα πιθανόν να το είχα ανάγκη αυτό ... Γλιστρούσα σα χέλι ανάμεσα στους περα­στικούς, κάνοντας τόπο να περάσουν πότε οι στρατηγοί, πότε οι αξιωματικοί, οι ίλαρχοι της φρουράς, οι ουσάροι, και πότε οι κυρίες. Τις στιγμές αυτές ένιωθα πόνους, σα να μου ξερίζωναν την καρδιά και να μου έριχναν καυτό νερό στην πλάτη, καθώς σκεφτόμουν την ελεεινή κατά­σταση της ενδυμασίας μου, την ταπεινή και άθλια κατά­σταση του εαυτού μου που κυκλοφορούσε ανάμεσα στους

-58-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

διαβάτες. ·Η ταν πραγματικό μαρτύριο η ανυπόμονη και επίμονη αυτή σκέψη του εξευτελισμού, όταν ολοφάνερα έβλεπα ότι είμαι ένα κουνούπι μπροστά σ' όλο αυτόν τον κόσμο, ένα τιποτένιο και άχρηστο κουνούπι -πιο έξυ­πνο, πιο εξελιγμένο, πιο ευγενικό από τους άλλους, αυτό να λέγεται- μα ένα κουνούπι ωστόσο, που κάνει τόπο σ' όλους, προσβλημένα κι εξευτελισμένο απ' όλους. Γιατί να ρίχνομαι σ' αυτό το μαρτύριο, γιατί να ανεβοκατεβαίνω τη λεωφόρο Νέφσκι; Δεν ξέρω τίποτα. Μα κάτι με τρα­βούσε εκεί κάθε φορά.

• Αρχισα τότε να αισθάνομαι τον παροξυσμό της aπό­λαυσης για τον οποίο σας μίλησα στο πρώτο μου κεφά­λαιο. ·Υ στερα μάλιστα από το επεισόδιο με τον αξιωματι­κό, αυτό το κάτι με τραβούσε εκεί περισσότερο. Τον συ­ναντούσα κυρίως στη λεωφόρο Νέφσκι, εκεί τον θαύμα­ζα. Πήγαινε ιδίως τις γιορτές. ·Ε κανε τόπο να περάσουν

οι στρατηγοί και οι επίσημοι, και γλιστρούσε κι αυτός σα χέλι ανάμεσά τους μα όταν επρόκειτο γι' ανθρώπους σαν κι εμένα ή κατά τι καλύτερους, κυριολεκτικά μας κουρέ­

λιαζε: ερχόταν γραμμή καταπάνω μας, σα να 'χε το κενό μπροστά του, και για κανένα λόγο δεν υποχωρούσε ούτε μία σπιθαμή. Μεθούσα απ' την κακία μου κοιτάζοντάς τον, και ... λυσσώντας, παραμέριζα μπροστά του. Υπέφε­ρα που δεν μπορούσα να εξισωθώ μαζί του ούτε στο δρό­μο. Γιατί στρίβεις πάντα πρώτος; ρωτούσα μέσα μου βρά­ζοντας, όταν ξυπνούσα καμιά φορά στις δύο μετά τα με­σάνυχτα. Γιατί το κάνεις εσύ κι όχι αυτός; Δεν υπάρχει κανένας νόμος που σε προστάζει να το κάνεις αυτό δεν είναι γραμμένο πουθενά! Λοιπόν, το παραμέρισμα πρέ­πει να είναι αμοιβαίο, όπως κάνουν οι καθωσπρέπει άν­θρωποι όταν συναντιούνται: θα υποχωρήσει αυτός λίγο, εσύ άλλο τόσο, και θα περάσετε δείχνοντας την ευγένειά σας ο ένας προς τον άλλον. Μα δε συνέβαινε αυτό, και υποχωρούσα πρώτος εγώ, ενώ εκείνος ούτε καν με πρό­σεχε. · Αξαφνα όμως, μια έκτακτη ιδέα μού κατέβηκε στο

-59-

ΦJΟΝΤΟΡ ΝτΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

κεφάλι. Σκέφτηκα, αν τάχα τον συναντούσα και δεν υπο­χωρούσα; Για να το κάνω αυτό, θα έπρεπε να τον σπρώ­ξω. τι θα γινόταν μετά, ε; Η τολμηρή αυτή ιδέα άρχισε σιγά σιγά να στριφογυρίζει τόσο πολύ στο μυαλό μου, που δε μ' άφηνε να ησυχάσω. Τη σκεφτόμουν πάντα με αγωνία, και πήγαινα επίτηδες συχνότερα στη Νέφσκι για να φέρω μπροστά μου πιο καθαρά το πώς θα φερθώ όταν θα έρθει η στιγμή.' Ημουν καταμαγεμένος. Το σχέδιο αυ­τό όλο και πιο πραγματοποιήσιμο μου φαινόταν. Βέβαια, να μην τον σπρώξω τόσο που να πέσει, συλλογιζόμουν, επειδή από τη χαρά μου γινόμουν και πιο τρυφερός να, απλούστατα, να μη στρίψω, να σκοντάψω, να σκοντάψω πάνω του, όχι πολύ δυνατά, ώμο με ώμο, και τόσο μόνο, όσο επιτρέπει η ευπρέπεια για να γίνει αμοιβαίο το σκό­νταμα. Τέλος, η απόφασή μου ήταν οριστική. Χρειάστηκα όμως πολύ καιρό για τις προετοιμασίες. Το πρώτο πράγ­μα για να κάνει κανείς μια τέτοια πράξη, είναι να έχει παρουσιαστικό πιο αξιοπρεπές, να φροντίσει για τα ρού­χα του. 'Οπως κι αν έχει, αν ένα τέτοιο επεισόδιο πρόκει­ται να γίνει δημοσίως (και στην περίπτωση αυτή δεν ξέ­ρει κανείς ποιοι θα είναι οι θεατές μπορεί να βρεθεί εκεί καμιά κόμισσα, ό πρίγκηψ Δ. κι όλος ο φιλολογικός κόσμος), πρέπει να είναι κανείς καλοντυμένος. Αυτό έχει κάποια δύναμη επιβολής, κι είναι σα να σε φέρνει στο

ίδιο επίπεδο με τον αντίπαλό σου στα μάτια της υψηλής κοινωνίας. Γι' αυτό ζήτησα μια προκαταβολή έναντι του μισθοί' μου κι αγόρασα γάντια μαύρα κι ένα καπέλο της προκοπής. Τα μαύρα γάντια ταίριαζαν καλύτερα με το σοβαρό χρώμα τους, από τα κίτρινα που θέλησα στην αρ­χή να φορέσω. (Το κίτρινο φωνάζει πολύ και δείχνει πε­ρισσότερο ότι θέλει κανείς να τον κοιτάξουν.) Γι' αυτό δεν πήρα κίτρινα γάντια. Είχα ετοιμάσει από καιρό ένα φίνο πουκάμισο με άσπρα κοκαλένια κουμπιά. Εκείνο που με καθυστέρησε ήταν το παλτό. Δεν ήταν άσχημο το παλτό μου, ήταν ζεστό· μα ήταν φοδραρισμένο με μπα-

-60-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

μπάκι, κι ο γιακάς του ήταν από γούνα τσακαλιού που φορούσε μόνο ο όχλος. · Επρεπε να αλλάξω οπωσδήποτε το γιακά και να βάλω έναν από γούνα νυφίτσας, σαν εκείνον που φορούν οι αξιωματικοί. 'Αρχισα λοιπόν να τριγυρίζω στα καταστήματα, κι ύστερα από μερικές από­πειρες, σταμάτησα μπροστά σε μια γούνα γερμανικής νυ­φίτσας που ήταν φτηνή. Αυτή η γερμανική γούνα φθείρε­ται γρήγορα και γίνεται χάλια, μα στην αρχή, όταν είναι καινούρια, κάνει πολύ καλή φιγούρα. Εγώ τη χρειαζό­μουν μόνο για μια φορά. Ρώτησα την τιμή. Ήταν και πάλι πολύ ακριβή. Αφού το καλοσκέφτηκα, αποφάσισα να πουλήσω τη γούνα του γιακά μου. Τα λεφτά που μου λεί­πανε, και δεν ήταν λίγα, αποφάσισα να τα δανειστώ από τον Αντόν Αντόνοβιτς Σετότσκιν, τον προϊστάμενο του γραφείου μου, που ήταν καλόβολος άνθρωπος, μα σοβα­ρός και θετικός δε δάνειζε ποτέ, αλλά με είχε συστήσει σ' αυτόν κάποτε ένα σπουδαίο πρόσωπο στο οποίο χρω­στούσα και τη θέση μου. Στεναχωρήθηκα φοβερά. Ντρε­πόμουν και μου φαινόταν φριχτό να ζητήσω χρήματα απ' τον Αντόν Αντόνοβιτς. Δεν κοιμήθηκα τρεις νύχτες γενι­κά, κοιμόμουν λίγο τότε· ήμουν αναστατωμένος και η καρδιά μου τη μια έμοιαζε να σβήνει και να πεθαίνει, την άλλη χτυπούσε δυνατά, σφυροκοπούσε ... Ο Αντόν Αντό­νοβιτς παραξενεύτηκε στην αρχή, ύστερα σούφρωσε τα φρύδια, και μετά σκέφτηκε και μου δάνεισε τα χρήματα, όταν του υπέγραψα μιαν απόδειξη που του έδινε το δι­καίωμα να τα πάρει πίσω από το μισθό μου σε δεκαπέντε μέρες. Έτσι, ετοιμάστηκαν όλα· μια ωραία γερμανική γούνα φιγουράριζε στο γιακά μου αντί για την ελεεινή τη δική μου, και σιγά σιγά έβαλα μπροστά το σχέδιό μου. Μα το ομολογώ, ύστερα από πολλές δοκιμές, άρχισα να aπελπίζομαι: αδύνατο να πέσω πάνω του! Του κάκου το aποφάσιζα· για μια στιγμή θαρρούσα πως θα τρακάρου­με κι έπειτα του άνοιγα πάλι δρόμο, κι ο αξιωματικός περνούσε χωρίς καν να με προσέξει. Μουρμούριζα μάλι-

-61-

ΦΙΟΝΙΟΡ ΝτΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

στα και προσευχές σαν τον πλησίαζα, μήπως και με κάνει πιο τολμηρό ο Θεός. Μια μέρα, ήμουν σχεδόν aποφασι­σμένος, αλλά συνέβηκε να βρεθώ κάτω από τα πόδια του μόνο, γιατί την τελευταία στιγμή, σε δυο σπιθαμές από­σταση, μου έλειψε το θάρρος. Πέρασε από πάνω μου αδιάφορος κι εγώ πετάχτηκα στο πλάι σαν τόπι. Εκείνη τη νύχτα αρρώστησα· είχα πυρετό και παραλήρημα. Κι άξαφνα, όλα τέλειωσαν με τον καλύτερο τρόπο του κό­σμου. Την άλλη νύχτα αποφάσισα οριστικά να εγκαταλεί­ψω το απαίσιο σχέδιό μου και να τα στείλω όλα στο διά­βολο· με την πρόθεση λοιπόν αυτή πήγα για τελευταία φορά στη Νέφσκι, για να δω μόνο με τι τρόπο θα το εγκατέλειπα. Ξαφνικά, κι ενώ βρισκόμουν τρία βήματα μακριά από τον αντίπαλό μου, το αποφάσισα κατά τρόπο απροσδόκητο· έκλεισα τα μάτια και ... σκοντάψαμε δυνα­τά, ώμο με ώμο! Δεν υποχώρησα ούτε σπιθαμή και πέρα­σα σαν ίσος προς ίσο! Ούτε καν παραμέρισε· έκανε πως δε με πρόσεξε· μα το έκανε επίτηδες, είμαι βέβαιος! Εί­μαι βέβαιος μέχρι σήμερα! Το σκούντημα βέβαια το ένιωσα εγώ περισσότερο· ήταν πιο γερός από μένα. Μα

τι με μέλει; Εγώ πέτυχα το σκοπό μου. 'Εσωσα την αξιό­πρέπειά μου. Δεν υποχώρησα ούτε βήμα κι έδειξα την κοινωνική μου ισότητα με αυτόν μπροστά σ' όλο τον κό­

σμο. Γύρισα σπίτι, αφού είχα πια εκδικηθεί. 'Η μουν κα­τενθουσιασμένος. Είχα θριαμβεύσει κι άρχισα να τρα­

γουδώ σκοπούς από την ιταλική όπερα. Δε θα σας περι­γράψω βέβαια τι ένιωσα μέσα μου τρεις μέρες ολόκλη­ρες. Αν διαβάσατε το πρώτο μέρος του Υπογείου, θα το μαντέψετε εύκολα. Ο αξιωματικός μετατέθηκε κάπου· δεν τον ξαναείδα, είναι τώρα δεκατέσσερα χρόνια πάνω κάτω. Τι να 'γινε ο αγαπητός αυτός φίλος; Ποιους ποδο­

πατάει στο δρόμο;

-62-

τοΥΠΟΓΕΙΟ

• Qταν τέλειωσε η κρίση της κραιπάλης μου, ένιωσα μια φριχτή αηδία. Μ' έπιανε η μεταμέλεια, την έδιωχνα. Σιγά σιγά όμως, άρχισα να συνηθίζω, συνήθιζα σ' όλα, ή καλύ­τερα, υπέκυπτα και τα υπέφερα όλα: κατέφευγα δηλαδή σε ό,τι είναι «Ωραίο και Υψηλό», στα όνειρά μου, εννοεί­ται. Ονειροπολούσα τρομερά· ονειροπολούσα τρεις μήνες αδιάκοπα, τρυπωμένος στη γωνιά μου, και πιστέψτε με παρακαλώ, τις στιγμές αυτές δεν έμοιαζα καθόλου με τον κύριο που έτρεμε όταν έβαζε στο γιακά του παλτού του τη γερμανική γούνα. Γινόμουν ξαφνικά ήρωας. Δε θ' άνοιγα τότε ούτε την πόρτα στον υψηλόσωμο λοχαγό μου αν του κατέβαινε να μ' επισκεφτεί. Ούτε που τον σκεφτό­μουν μάλιστα. Τι ήταν τα ονειροπολήματά μου και πώς μπορούσα να μένω ευχαριστημένος απ' αυτά, είναι πράγ­μα δύσκολο να το πω τώρα, μα τότε ευχαριστιόμουν. Τα πιο γλυκά και ζωηρά ονειροπολήματα μού έρχονταν ύστερα από την κραιπάλη μου. Κι έρχονταν με δάκρυα και μετάνοια, με βλαστήμιες και παραφορά. Υπήρχαν στιγμές τέτοιας μέθης και τέτοιας ευδαιμονίας, που δεν ένιωθα πια το σαρκασμό στην καρδιά, σας τ' ορκίζομαι. Πίστευα, έλπιζα, αγαπούσα. Πίστευα τυφλά ότι σαν από θαύμα, από κάποια εξωτερική σύμπτωση, ο ορίζοντας θα ξεκαθαρίσει, θα μεγαλώσει, πως θα ανακαλύψω ξαφνικά κάποιον ορίζοντα δράσης που θα έχει σχέση με την ιδιο­συγκρασία μου, υπέροχο κι ευεργετικό, και προπαντός έτοιμο (τι θα 'ταν ακριβώς δεν ήξερα, μα το σημαντικό ήταν πως θα 'ταν έτοιμος). Σχεδόν έβλεπα τον εαυτό μου να ξεπηδά μέσα στον κόσμο, στεφανωμένος με δράση, πάνω σ' ένα λευκό άλογο. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έπαιζα ένα δευτερότερο ρόλο, και στην πραγματι­κότητα αυτός ήταν και ο λόγος που δεχόμουν ήρεμα τον πιο μικρό ρόλο. Ή ήρωας ή μέσα στη λάσπη, δεν υπάρχει μέσος όρος. Αυτό μ' έφαγε. Γιατί στη λάσπη μέσα παρη-

-63-

ΦΙΟΝτΟΡ ΝτΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

· γοριόμουν συλλογιζόμενος πως σε κάποιες άλλες στιγμές υπήρξα ήρωας, κι ο ήρωας σκέπαζε τη λάσπη. Ένας κοι­νός άνθρωπος χωρίς άλλο θα ντρέπεται να λερωθεί, μα ο ήρωας στέκεται πολύ ψηλά, δεν τον αγγίζει η λάσπη, μπορεί λοιπόν να λερωθεί; Πρέπει να παρατηρήσω ότι οι παροξυσμοί αυτοί για «το Ωραίο και το Υψηλό» μου έρ­χονταν σε στιγμές κραιπάλης, κι ακριβώς όταν βρισκό­μουν ολότελα στον πάτο. 'Ερχονταν ξαφνικά, σα να 'θε­λαν να μου θυμίσουν ποιος είμαι, μα δε σταματούσαν την κραιπάλη με την παρουσία τους απεναντίας, την ενί­σχυαν με την αντίθεσή τους κι ερχόντουσαν ακριβώς τό­σοι, όσοι θα έφταναν για να κάνω μια ορεχτική σάλτσα. Η σάλτσα γινόταν από αντιγνωμίες και πόνο, από κάποια οδυνηρή εσωτερική ανάλυση· κι όλ' αυτά τα μαρτύρια και η αναστάτωση πρόσθεταν κάτι σαν κόκκινο πιπέρι, κά­ποιο νόημα στην κραιπάλη μου. Με λίγα λόγια, ήταν αρ­κετά για να γίνει μια καλή σάλτσα. 'Ολ' αυτά είχαν ένα βαθύ νόημα. Θα ανεχόμουν λοιπόν τη χυδαία και κοινή κραιπάλη του αστοιχείωτου γραφιά και θα σήκωνα πάνω μου όλη αυτή τη λάσπη; Τι τάχα να με τραβούσε σ' αυτήν και μ' έκανε να βγαίνω έξω τις νύχτες;' Οχι, έχω για όλα μια έντιμη δικαιολογία ... Μα τι αγάπη, Θεέ μου, τι αγάπη ένιωθα μέσα στα όνει­

ρά μου, όταν κατέφευγα σ' ό,τι είναι «Ωραίο και Υψη­λό». Είναι αλήθεια πως ήταν μια αγάπη φανταστική, που δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα, αλλά ίσως επειδή ήταν τόσο δυνατή, δεν αισθανόμουν την ανάγκη να βρω ένα αντικείμενο να την προβάλω πάνω του· θα ήταν πο­λυτέλεια ανώφελη. 'Άλλωστε, όλα αυτά κατέληγαν πάντο­τε στην τέχνη: ξαναγύριζα εκεί ράθυμα και μεθυστικά· δηλαδή στις ωραίες φόρμες της δημιουργίας, φόρμες έτοιμες που δεν μπορούν να τις καλύψουν οι ποιητές και οι μυθιστοριογράφοι και που προσαρμόζονται σε όλες τις δουλειές και σ' όλες τις απαιτήσεις. Εγώ, για παρά­δειγμα, βρίσκομαι πιο ψηλά απ' όλο τον κόσμο· όλοι εί-

-64-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

ναι σκουπίδια μπροστά μου και είναι υποχρεωμένοι να αναγνωρίζουν θέλοντας και μη την τελειότητά μου· και τότε συγχωρώ όλο τον κόσμο. Ερωτεύομαι επειδή είμαι ένας διάσημος ποιητής και ευγενής aποκτώ αμέτρητα εκατομμύρια, προορισμένα για την ανθρωπότητα· εξομο­λογούμαι φανερά στον κόσμο όλες μου τις ντροπές, που δεν είναι βέβαια απλές ντροπές, αλλά έχουν μέσα τους πολύ από κείνο που είναι «Ωραίο και Υψηλό», όπως στον Μάνφρεντ. Όλοι κλαίνε και με φιλούν (αλλιώτικα θα 'ταν βλάκες με πατέντα)· κι εγώ πηγαίνω ξιπόλητος και πεινασμένος να κηρύξω νέες ιδέες και να ξεκάνω του οπισθοδρομικούς του Αούστερλιτς. Ύστερα παίζεται ένα εμβατήριο, δίνεται αμνηστία, ο πάπας συμφωνεί να φύγει από τη Ρώμη και να πάει στη Βραζιλία· έπειτα δίνουν ένα χορό για όλόκληρη την Ιταλία στη Βίλα Μποργκέζε, που είναι κοντά στη λίμνη του Κόμο, γιατί η λίμνη Κόμο μετα­φέρεται ειδικά γι' αυτό i:o σκοπό στη Ρώμη· κατόπιν δίνε­ται μια υπαίθρια παράσταση, και τα λοιπά και τα λοιπά. Δεν τα ξέρετε; Θα πείτε πως είναι πρόστυχο και άνανδρο να τα φανερώνει κανείς όλ' αυτά ύστερα από τόσο εν­θουσιασμό και τόσα δάκρυα που ο ίδιος σας εξομολογή­θηκα. Μα γιατί είναι πρόστυχο; Νομίζετε λοιπόν πως ντρέπομαι γι' αυτά και πως είναι πιο παράλογα από οποιοδήποτε άλλο επεισόδιο της ζωής σας; Εξάλλου, πι­στέψτε με, μερικά πράγματα είχαν κανονιστεί πολύ κα­λά ... Δεν έγιναν δα και όλα στη λίμνη Κόμο. Ωστόσο, έχε­τε δίκιο, είναι πρόστυχο και άνανδρο στ' αλήθεια. Αλλά το πιο πρόστυχο είναι που άρχισα να δικαιολογούμαι μπροστά σας. Κι ακόμη χειρότερο είναι που κάνω τώρα αυτή την παρατήρηση. Αρκούν, παρ' όλ' αυτά, γιατί αλ-

' λιώτικα δε θα τελειώναμε ποτέ: Όλα θα είναι πάντα το ii ένα πιο πρόστυχο από το άλλο. ι Δεν ήμουν σε θέση να ονειροπολώ περισσότερο από ϊ τρεις μήνες συνεχώς κι άρχισα να αισθάνομαι την ακα­/ τανίκητη ανάγκη να ριχτώ μέσα στον κόσμο. Αυτό σήμαι-,,

-65-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝτΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

νε για μένα να πάω να επισκεφτώ τον προϊστάμενό μου Αντόνοβιτς Σετότσκιν. Ήταν η μοναδική μου, ταπεινή γνωριμία σ' όλη μου τη ζωή, και παραξενεύομαι γι' αυτή τη σχέση. Στο σπίτι του δεν πήγαινα παρά μόνο στις κρί­σιμες στιγμές κι όταν οι ονειροπολήσεις μου με ανέβαζαν σε τέτοια ύψη ευτυχίας, που ήταν ανάγκη απόλυτη, χωρίς να aργοπορώ, να σφίξω στην αγκαλιά μου ολόκληρη την ανθρωπότητα. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει κανείς να έχει τουλάχιστον έναν άνθρωπο με σάρκα και οστά. Έπειτα, έπρεπε να επισκέπτομαι τον Αντόνοβιτς την Τρί­τη (ήταν η μέρα του), έπρεπε δηλαδή να προετοιμάζομαι έτσι, ώστε να αισθάνομαι την ανάγκη να σφίξω στην αγκαλιά μου την ανθρωπότητα την Τρίτη. Ο Αντόν Αντό­νοβιτς κρατούσε στις Πέντε Γωνιές, στο τρίτο πάτωμα,

ένα διαμέρισμα από τέσσερα δωμάτια με πολύ χαμηλά και μικρά ταβάνια, κιτρινισμένα κι ελεεινά. Ζούσε με τις δυο του κόρες και τη θεία τους που σερβίριζε το τσάι. Η

μία του κόρη ήταν δεκατριών χρονών και η άλλη δεκα­τεσσάρων. Κι οι δυο είχαν μυτίτσες ανασηκωμένες και με φόβιζαν τρομερά, γιατί μιλούσαν σιγανά και γελούσαν. Ο οικοδεσπότης έμενε συνήθως στο γραφείο του, καθισμέ­νος σ' ένα βελούδινο καναπέ, μπροστά σ' ένα τραπεζάκι·

κάποιος γκριζομάλλης, δημόσιος υπάλληλος κι αυτός, του έκανε πάντα συντροφιά. Δεν είδα ποτέ στο σπίτι του πε­ρισσότερους από δύο ή τρεις επισκέπτες, πάντα τους ίδιους. Μιλούσαν για τους φόρους των ποτών, για τις δη­μοπρασίες της κυβέρνησης, για μισθούς, για προαγωγές, για την αυτού εξοχότητα τον κύριο υπουργό, για το πώς θα μπορούσε κανείς να του είναι αρεστός, και τα λοιπά

και τα λοιπά. Είχα την υπομονή να κάθομαι μπροστά τους τέσσερις ολόκληρες ώρες, σα βλάκας, και να τους ακούω, χωρίς να ξέρω ούτε να τολμώ να λάβω μέρος στη συζήτησή τους. Αποβλακωνόμουν, ίδρωνα αδιάκοπα, φο­βόμουν πως θα μου 'ρθει aποπληξία· μα ήταν σωτήριο αυτό. · Οταν ξαναγύριζα στο σπίτι, ανέβαλλα για αργότε-

-66-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

ρα τη λαχτάρα μου να σφίξω στην αγκαλιά μου όλη την ανθρωπότητα. Είχα ωστόσο και μιαν άλλη γνωριμία. Τον Σιμόνοφ, μα­

θητικό μου φίλο. Είχα κι άλλους πολλούς συναδέλφους στην Πετρούπολη, μα δεν πήγαινα μαζί τους, έπαψα μάλι­στα και να τους χαιρετώ. Θα προτιμούσα επίσης να αλλά­ξω υπουργείο για να μην είμαι κοντά τους, και να διακό­ψω εντελώς τις σχέσεις μου με τα μισητά παιδικά μου χρόνια. Καταραμένο να 'ναι αυτό το σχολειό, εκείνες οι φριχτές μέρες της φυλακής. Κοντολογίς, χωρίστηκα από τους φίλους μου μόλις aπόκτησα την ελευθερία μου. Τρεις τέσσερις ήταν οι άνθρωποι που χαιρετούσα ακόμη. Ένας απ' αυτούς ήταν ο Σιμόνοφ, που δεν είχε διακριθεί καθό­λου στο σχολείο· μου φαινόταν όμως καλόβολος και ήσυ­χος άνθρωπος, και είχα παρατηρήσει στο χαρακτήρα του

κάποια ανεξαρτησία, ακόμη και τιμιότητα. Είχα περάσει μαζί του ευχάριστες στιγμές, μα κράτησαν λίγο. Είναι φα­νερό ότι οι αναμνήσεις αυτές τον στεναχωρούσαν, και θαρρείς ότι φοβόταν μήπως κι αποκτήσουμε πάλι την πα­λιά εκείνη οικειότητα. Υποπτευόμουν ότι με αντιπαθούσε, αλλά επειδή δεν ήμουν βέβαιος, εξακολουθούσα να πη­γαίνω σπίτι του. Μια Πέμπτη όμως, μην μπορώντας να υποφέρω τη μοναξιά μου και ξέροντας ότι την Πέμπτη η πόρτα του Αντόν Αντόνοβιτς ήταν κλειστή, θυμήθηκα τον Σιμόνοφ. Ανεβαίνοντας στο τρίτο πάτωμα, σκεφτόμουν ότι ο κύριος αυτός με είχε βαρεθεί και δεν έπρεπε να τον επισκέπτομαι. Μα συνέβαινε πάντα να χώνομαι σκόπιμα σε μιαν αμφίβολη κατάσταση όταν οι άλλοι σχημάτιζαν μια τέτοια ιδέα για μένα. Μπήκα λοιπόν μέσα. Είχε περά­σει ένας χρόνος πάνω κάτω και δεν είχα δει τον Σιμόνοφ.

Βρήκα σπίτι του άλλους δύο μαθητικούς μου φίλους. Συ-

-67-

ΦΙΟΝτΟΡ ΝτΟΣΊΌΠΕΦΣΚΙ

ζητούσαν καθώς φαίνεται για κάποια σπουδαία υπόθεση. Κανένας δεν έδωσε προσοχή στην επίσκεψή μου, πράγμα παράξενο, γιατί είχα χρόνια να τους δω. Χωρίς άλλο θα μ' είχαν περάσει για καμιά μύγα. Ούτε στο σχολείο δε μου φερόντουσαν έτσι, αν κι όλοι με aντιπαθούσαν. Κα­ταλαβαίνω βέβαια ότι θα με περιφρονούσαν τώρα για την αποτυχία μου στη σταδιοδρομία του δημόσιου υπάλ­ληλου, κι ακόμη, γιατί το είχα ρίξει έξω, ήμουν κακοντυ­μένος, και τα λοιπά, πράγμα που γι' αυτούς φανέρωνε την ανικανότητα και την ασημαντότητά μου. Παρ' όλ' αυ­τά, δεν περίμενα να με περιφρονήσουν και τόσο. Κι ο ίδιος ο Σιμόνοφ είχε παραξενευτεί από την επίσκεψή μου. Καί άλλοτε όμως, πάντα του φαινόταν παράξενο όταν τον επισκεπτόμουν. Η υποδοχή αυτή μ' έφερε σε δύ­σκολη θέση· κάθισα στεναχωρημένος λίγο κι άκουγα τη συζήτησή τους. Η σοβαρή και ζωηρή αυτή συνομιλία περιστρεφόταν

γύρω από ένα αποχαιρετιστήριο γεύμα που οι κύριοι αυ­τοί ήθελαν να προσφέρουν την άλλη μέρα προς τιμήν του φίλου τους Ζβερκόφ, που ήταν αξιωματικός κι έφευγε μακριά, στην επαρχία. Ο Ζβερκόφ ήταν και δικός μου συμμαθητής σ' όλες τις τάξεις του σχολείου. Είχα αρχίσει να τον αντιπαθώ, και ειδικά όταν φτάσαμε στις ανώτερες τάξεις. Στις μικρές τάξεις ήταν απλούστατα ένα όμορφο ζωηρό παιδάκι που όλος ο κόσμος το αγαπούσε. ·Η ταν πάντα αμελής, κι όσο μεγάλωνε, τόσο πιο αμελής γινό­ταν· αλλά τελείωσε το σχολείο με καλό βαθμό επειδή είχε φίλους με επιρροή. Τον τελευταίο χρόνο των σπουδών του πήρε μια κληρονομιά: σε διακόσια παιδιά, που σχε­δόν όλοι ήμασταν φτωχοί, άρχισε να κάνει τον σπουδαίο. Ήταν aνόητος πολύ, αρκετά καλό παιδί όμως, ακόμη κι όταν περηφανευόταν. Εμείς, παρά τα ψεύτικα προσχήμα­τα και τα πομπώδη λόγια για την τιμή και την αξία, όλοι εμείς, πέρα από λίγες εξαιρέσεις, κολακεύαμε τον Ζβερκόφ, ακριβώς γιατί έκανε τον σπουδαίο. Τον

-68-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

έκανε άλλωστε όχι από συμφέρον, αλλά γιατί απλούστα­τα ήταν ένας νέος με πολλά φυσικά χαρίσματα. Οι συμ­μαθητές μου νόμιζαν πως είχαν την υποχρέωση να θεω­ρούν τον Ζβερκόφ σαν ένα πρότυπο εξυπνάδας και aρι­στοκρατικών τρόπων. Αυτό κυρίως ήταν που μ' έκανε και λυσσούσα. Α ντιπαθούσα το σκληρό και γεμάτο αυτοπε­ποίθηση τόνο της φωνής του· το θαυμασμό που έδειχνε για τις δικές του άνοστες εξυπνάδες, παρά την τολμηρό­τητα των λόγων του· aντιπαθούσα το πρόσωπό του, το όμορφο μα όχι πολύ έξυπνο (που ευχαρίστως θα το άλλα­ζα με το δικό μου έξυπνο πρόσωπο) και τόυς ελεύθερους τρόπους των αξιωματικών του 1840. Αντιπαθούσα ό,τι έλεγε για τις μελλοντικές του επιτυχίες με τις γυναίκες (δεν τολμούσε να κάνει κόρτε προτού πάρει τα γαλόνια του αξιωματικού, που τα περίμενε με ανυπομονησία) και τις μονομαχίες που θα έκανε. Θυμάμαι ότι ξαφνικά τσα­κώθηκα με τον Ζβερκόφ, εγώ, που ήμουν πάντα λιγόλο­γος, μια μέρα που, μιλώντας με τους φίλους του στο διά­λειμμα του σχολείου για τις μελλοντικές του χαρές και ξαπλώνοντας σαν το σκυλάκι που παίζει στον ήλιο, δήλω­σε ότι δε θ' άφηνε κορίτσι στο χωριό που να μην του ρι­

χτεί, πως αυτό θα ήταν το δικαίωμα του αφέντη, και πως ·αν οι χωρικοί τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν, θα τους έδερνε με το κνούτο και θα τους έκανε να τα πληρώσουν διπλά αυτοί οι κανάγηδες με τις γενειάδες. Οι συμμαθη­τές μου, τα κτήνη, τον επιδοκίμασαν, εγώ όμως του aντι­μίλησα, όχι γιατί λυπήθηκα τα κορίτσια και τους πατερά­δες τους, αλλά απλούστατα γιατί επιδοκίμαζαν ένα σκου­λήκι. Θα τον κατατρόπωνα τότε· μα ο Ζβερκόφ, αν και κουτός, ήταν ευχάριστος και τολμηρός μου ανταπέδωσε κι εκείνος τις κοροϊδίες μου, και για να πω την αλήθεια, με τέτοιο τρόπο, που δεν τον κατατρόπωσα ολότελα. Οι συμμαθητές μου που χαχάνιζαν πήγαν με το μέρος του. Τον νίκησα κι άλλες φορές αργότερα, μα χωρίς έχθρα, aστειευόμενος, έτσι για να περάσει η ώρα. Του απαντού-

-69-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝτΟΣ'fΟΓΙΕΦΣΚΙ

σα με την περιφρονητική κι αγανακτισμένη σιωπή μου. • Οταν τέλειωσαν οι σπουδές μας, επιχείρησε κάπως να συμφιλιωθούμε- δεν το aπέφυγα, γιατί αυτό με κολάκευε· και σε λίγο χωριστήκαμε πολύ φιλικά. · Ακουσα κατόπιν για τις επιτυχίες που είχε σαν υπολοχαγός, για τα γλέντια που έκανε, και για την προαγωγή του αργότερα. Δε με χαιρετούσε πια στο δρόμο και υποπτευόμουν ότι φοβόταν μήπως εκτεθεί χαιρετώντας ένα πρόσωπο τόσο ασήμαντο σαν κι εμένα. Τον είδα μόνο μια φορά στο θέατρο, σ' ένα θεωρείο της τρίτης σειράς με τα γαλόνια του. 'Εκανε κόρτε στα κορίτσια κάποιου γερο-στρατηγού, όλο περι­ποιήσεις ήταν. Στα τρία χρόνια μέσα είχε καταβληθεί πο­λύ, μολονότι ήταν αρκετά όμορφος και ζωηρός, όπως άλ­λοτε. Είχε αρχίσει να κάνει κοιλιά· θα μπορούσε κανείς να πει ότι στα τριάντα του θα ήταν εντελώς χαλαρό το κορμί του. Σ' αυτόν, τον Ζβερκόφ που θα 'φευγε, ήθελαν οι φίλοι μας να προσφέρουν το γεύμα. Στα τρία αυτά χρόνια του έκαναν πάντα το φίλο, αν κι από μέσα τους δε θα παραδεχόντουσαν ότι μπορούσαν να είναι όμοιοί του, είμαι βέβαιος. Από τους δύο καλεσμένους του Σιμόνοφ, ο ένας ήταν ο

Φερφίτσκιν, ένας Γερμανορώσος, μικρόσωμος, με πρό­σωπο μα'ίμούς, ένας aνόητος που κορόιδευε όλο τον κό­

σμο, αμείλικτος εχθρός μου από τις μικρές τάξεις του σχολείου, που έκανε τον ευαίσθητο αν και ήταν aχρείος, aυθάδης, φαφλατάς και κατά βάθος θρασύδειλος. ·Η ταν ένας από τους θαυμαστές του Ζβερκόφ και τον κολάκευε, επειδή γλεντούσε μαζί του από συμφέρον και του δανει­ζόταν συχνά χρήματα. Ο άλλος, ο Τρουντολιούμποφ, στρατιωτικός με ψηλό ανάστημα, ήταν άνθρωπος ασήμα­ντος, με φυσιογνωμία ψυχρή, αρκετά έντιμος, μα έσκυβε το κεφάλι μπροστά σε κάθε επιτυχία και δεν τολμούσε να μιλήσει για προαγωγή. 'Η ταν μακρινός συγγενής του Ζβερκόφ, και μολονότι κουτό να το αναφέρει κανείς, αυ­τό του έδινε κάποια σπουδαιότητα στα μάτια μας. Δε μ'

-70-

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

εκτιμούσε καθόλου: αν και δεν ήταν ευγενικός απέναντί μου, ωστόσο μπορούσα να τον υποφέρω ακόμη.

«Λοιπόν, αν είναι από εφτά ρούβλια ο καθένας» λέει ο Τρουντολιούμποφ, «είμαστε τρεις, μαζεύονται είκοσι ένα ρούβλια -μπορούμε να πληρώσουμε το γεύμα μ' αυτά

τα χρήματα. Ο Ζβερκόφ βέβαια δε θα πληρώσει». «Εννοείται, αφού τον προσκαλούμε» επιδοκίμασε ο Σι-

μόνοφ. . «Νομίζετε» πρόσθεσε ο Φερφίτσκιν αλαζονικά, όπως

θα 'κανε ένας aυθάδης λακές για να υπερασπιστεί τα γα­λόνια του αφέντη του στρατηγού, «νομίζετε λοιπόν ότι ο

Ζβερκόφ θα σας αφήσει να τα πληρώσετε όλα εσείς; Θα δεχτεί από λεπτότητα, αλλά θα πληρώσει έπειτα μισή ντουζίνα σαμπάνιες».

«Ελάτε, τι να μας κάνει εμάς τους τέσσερις η μισή ντουζίνα;» διέκοψε ο Τρουντολιούμποφ, που πρόσεξε μό­νο τη λέξη μισή ντουζίνα.

«Λοιπόν, λέγαμε, τρεις, τέσσερις με τον Ζβερκόφ, μα­ζεύονται είκοσι ένα ρούβλια. Στο Hotel de Paris, αύριο στις πέντε το απόγευμα» είπε στο τέλος ο Σιμόνοφ, στον οποίο είχαν αναθέσει να οργανώσει το γλέντι.

«Γιατί είκοσι ένα ρούβλια;» λέω με κάποια ταραχή, σαν προσβλημένος «αν λογαριάσετε κι εμένα, κάνουν εί­κοσι οχτώ ρούβλια, όχι είκοσι ένα». Μου φαινόταν πολύ όμορφο να αυτοπροσκληθώ, έτσι,

από μόνος μου και κατά τρόπο τόσο απροσδόκητο. Θα εκμηδενίζονταν όλοι και θα με κοίταζαν όλοι τους με σε­βασμό. «Θέλετε να 'ρθετε κι εσείς μαζί;» παρατήρησε ο Σιμό­

νοφ δυσαρεστημένος, αποφεύγοντας να με κοιτάξει. Με ήξερε απ' την καλή. Μ' έκανε να λυσσάξω καθώς βεβαιώθηκα πως μ'

έπαιρνε για ένα τίποτα. «Γιατί όχι; Είμαι κι εγώ φίλος του, θαρρώ, κι ομολογώ

ότι αυτό με προσβάλλει κάπως που δε με σκέφτηκαν».

-71-

ΦΙΟΝτΟΡ ΝτΟΣΤΟΓIΕΦΣΚΙ

«Δε συμφωνούσατε ποτέ στις ιδέες με τον Ζβερκόφ» συμπλήρωσε ο Τρουντολιούμποφ σουφρώνοντας τα φρύ­δια. Εγώ όμως είχα αποφασίσει να επιμείνω και να μην υποχωρήσω. «Μου φαίνεται ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να το

συμπεράνει αυτό» aποκρίθηκα με φωνή τρεμάμενη, σα να συνέβαινε κάτι το εξαιρετικό. «Ίσως ακριβώς επειδή δε συμφωνούσαμε άλλοτε, είναι που το θέλω σήμερα». «Ας τ' αφήσουμε, ποιος θα μπορούσε να σας καταλά­

βει... μ' αυτές τις υψηλές ιδέες ... » είπε σαρκαστικά ο Τρουντολιούμποφ. «Θα σας γράψουμε κι εσάς» αποφάσισε ο Σιμόνοφ,

απευθυνόμενος σ' εμένα· «αύριο στις πέντε, στο Hotel de Parjs να μην κάνετε λάθος».

«Και τα χρήματα;» άρχισε να ψιθυρίζει στους άλλους ο Φερφίτσκιν, δείχνοντας με μια κίνηση του κεφαλιού του τον Σιμόνοφ. Μα σταμάτησε απότομα, γιατί κι ο ίδιος ο Σιμόνοφ ντράπηκε. «Ας είναι!» είπε ο Τρουντολιούμποφ καθώς σηκώθηκε.

«Αφού έχει τόση διάθεση, ας έρθει».

«Μα είναι ιδιαίτερο, φιλικό το γεύμα αυτό» είπε θυμω­μένα ο Φερφίτσκιν, παίρνοντας το καπέλο του. «Δεν κά­νουμε καμιά επίσημη συγκέντρωση. ·Ι σ ως και να μη σας υπολογίσαμε εσάς».

Έφυγαν· ο Φερφίτσκιν δε με χαιρέτησε και ο Τρουντο­λιούμποφ μόλις που κούνησε το κεφάλι του χωρίς να με κοιτάξει. Ο Σιμόνοφ, με τον οποίο μείναμε μόνοι, φαινό­ταν θυμωμένος και στεναχωρημένος, και με κοιτούσε με παράξενο βλέμμα. Δεν κάθισε ούτε μου είπε να καθίσω. «Χμμμ ... μάλιστα, αύριο λοιπόν. Θα πληρώσετε τώρα;

Για να 'μαστε πιο βέβαιοι» μουρμούρισε κοκκινίζοντας. Κοκκίνισα κι εγώ, και κοκκινίζοντας θυμήθηκα πως

από χρόνια και χρόνια, χρωστούσα στον Σιμόνοφ δεκα­πέντε ρούβλια, χρέος που, άλλωστε, δεν το ξεχνούσα πο­τέ, μα και ποτέ δεν το κανόνισα.

-72-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

«Παραδεχτείτε, Σιμόνοφ, ότι δεν μπορούσα να ξέρω ερχόμενος εδώ ... και λυπάμαι πολύ που ξέχασα ... » «Καλά, καλά, μου είναι αδιάφορο. Θα πληρώσετε αύ­

ριο στο γεύμα. Ρώτησα μόνο για να ξέρω ... Σας παρακα­λώ να ... » 'Εκοψε τη φράση του ξαφνικά, κι άρχισε να πηγαι­

νοέρχεται στο δωμάτιο θυμωμένος ακόμη. Περπατώντας έριχνε όλο του το βάρος στα τακούνια, και χτυπούσε το πάτωμα πολύ δυνατά. «Μήπως σας κρατώ;» ρώτησα ύστερα από δυο λεπτά

σιωπής. «Ω, όχι!» είπε ζωηρά, «δηλαδή ... για να πω την αλή­

θεια, ναι. Ξέρετε, πρέπει να πάω μια στιγμή ... Είναι δω, πολύ κοντά ... » πρόσθεσε σαν σαστισμένος και με κάποια ντροπή.

«Αχ, Θεέ μου! Και δε μου το λέγατε!» φώναξα aρπά­ζοντας το κασκέτο μου, με μεγάλη ελευθερία στις κινή­σεις που ένας Θεός ξέρει πού τη βρήκα. «Δεν είναι μακριά ... Είναι δυο βήματα ... » ξανάπε ο Σι­

μόνοφ, συνοδεύοντάς με με ύφος βιαστικό, που δεν του πήγαινε καθόλου. «Αύριο λοιπόν, στις πέντε ακριβώς!» μου φώναξε από τη σκάλα. 'Ηταν ευχαριστημένος που έφευγα. Εγώ ήμουν έξω φρενών.

Τι μου 'ρθε να κάνω τον γαλαντόμο είπα μέσα μου τρί­ζοντας τα δόντια, μόλις βρέθηκα στο δρόμο. Και για ένα τέτοιο κτήνος, τον Ζβερκόφ. Βέβαια, δεν πρέπει να πάω· το ίδιο μου κάνει, αυτό να λέγεται. Μήπως είμαι υπο­χρεωμένος; Αύριο θα γράψω στον Σιμόνοφ ... Μα εκείνο που μ' έκανε πραγματικά να θυμώνω, ήταν

που ήμουν βέβαιος ότι θα πήγαινα· ότι θα πήγαινα επίτη­δες, και για ένα λόγο παραπάνω επειδή δε θα ήταν πρέ­πον και λεπτό να μην πάω.

Ωστόσο, υπήρχε ένα ~μπόδιο: δεν είχα χρήματα. Είχα όλα κι όλα εννιά ρούβλι~ Μα έπρεπε να δώσω τα εφτά την άλλη μέρα στον Aπό~ygL τον υπηρέτη μου, που

-73-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

έπαιρνε εφτά ρούβλια το μήνα, χώρια το φαγητό. 'Η ταν αδύνατο να μην τα δώσω σ' έναν τέτοιο άνθρω­

πο σαν τον Απόλλωνα. Μα θα μιλήσω παρακάτω γι' αυ­τόν τον κανάγια, αυτή τη μάστιγα της ζωής μου.

Ωστόσο, ήξερα πως δε θα του τα δώσω, και πως θα πή­γαινα χωρίς άλλο στο ραντεβού.

Εκείνη τη νύχτα είδα φοβερά όνειρα. Δεν είναι και πα­ράξενο. 'Ολη τη νύχτα οι αναμνήσεις της ζωής της φυλα­κής που έκανα στο σχολείο, μου βάραιναν το μυαλό και δεν μπορούσα να τις διώξω. Μακρινοί συγγενείς από τους οποίους εξαρτιόμουν και δεν ήξερα τι απόγιναν από τότε, με είχαν χώσει σ' αυτό το σχολείο -ορφανό, απο­βλακωμένο από τα μαλώματά τους, σκεφτικό, σ' αυτή την ηλικία, σιωπηλό, με άγριο βλέμμα. Οι συμμαθητές μου με υποδέχτηκαν με σαρκασμούς μοχθηρούς κι ανελέητους, γιατί δεν έμοιαζα με κανέναν τους. Μα δεν μπορούσα να υποφέρω τις κοροϊδίες δεν μπορούσα να συνηθίσω έτσι εύκολα όπως εκείνοι μεταξύ τους. Τους σιχάθηκα αμέσως και κλείστηκα στον εαυτό μου, μέσα στη σκοτεινή μου πε­ρηφάνια, πονεμένος και φοβισμένος. Η προστυχιά τους

· με αναστάτωνε. Κορόιδευαν αναιδέστατα το πρόσωπό μου, την αδέξια στάση μου· και όμως, πόσο βλακώδη ήταν τα δικά τους μούτρα! Στο σχολείο η έκφραση των προσώπων μας γινόταν ολότελα κουτή, άλλαζε. Πόσα ωραία παιδιά μπαίνανε σ' αυτό! Και μέσα σε λίγα χρό­νια, λυπόσουν να τα βλέπεις. Από ηλικία δεκάξι χρόνων τα κοίταζα με μια έκπληξη θλιβερή. Από τότε ακόμη μου έκανε εντύπωση η ταπεινή τους κρίση, τα βρώμικα πράγ­ματα που τους τραβούσαν, τα αλλοπρόσαλλα παιχνίδια τους και οι κουβέντες τους. Υπήρχαν πράγματα τόσο σο­βαρά, που δεν τα καταλάβαιναν καθόλου. Κανένα θέμα, όσο εμπνευσμένο, όσο υποβλητικό κι αν ήταν, δεν τους ενδιέφερε· τόσο πολύ, που χωρίς να το θέλω τους θεω­ρούσα κατώτερούς μου. Δεν ήταν ο πληγωμένος μου εγωισμός που μ' έσπρωχνε κοντά τους, και σας παρακα-

-74-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

λώ πολύ μ~ μου απευθύνετε τα Μγια εκείνα τα τόσο συ­νηθισμένα, Μυ μου φέρνουν αηδία: «πως εγώ ονειροπο­λούσα, ενώ αυτοί καταλάβαιναν την πραγματική ζωή». Δεν καταλάβαιναν τίποτα, καμιά πραγματική ζωή, και σας ορκίζομαι ότι αυτό με αναστάτωνε πολύ. Το αντίθε­το, δεχόντουσαν με εξωφρενική ηλιθιότητα τα πιο επιπό­λαια πράγματα που χτυπούσαν στα μάτια, και είχαν σχε­δόν πάρει τη συνήθεια να σκύβουν το κεφάλι μπροστά στις επιτυχίες του άλλου. Καθετί που ήταν δίκαιο, μα τα­πεινωμένο και βασανισμένο, το περιγελούσαν αναίσχυ­ντα και σκληρά. Από τη θέση που κατείχες, έκριναν την εξυπνάδα σου· από ηλικία δεκαέξι χρόνων μιλούσαν κιό­λας για τις καλές θέσεις. Βέβαια, αυτό προερχόταν πε­ρισσότερο από την κουταμάρα τους και το κακό παρά­δειγμα που έβλεπαν γύρω τους στην παιδική και την εφη­βική τους ηλικία. 'Η ταν διεφθαρμένοι ώς το κόκαλο. Και χωρίς άλλο, η διαφθορά τους προερχόταν από την αδια­ντροπιά των μεγάλων. Εννοείται, εκείνο που κυριαρχού­σε μέσα τους ήταν η τυπικότητα, μια κυνική προσποίηση. Είναι αλήθεια ότι μες στη διαφθορά τους διέκρινε κανείς τη δροσιά των νιάτων τους, μα κι αυτή ακόμη δεν ήταν θελκτική, εμφανιζόταν με ξετσιπωσιά. Τους σιχαινόμουν φοβερά, αν και ήμουν ίσως χειρότερός τους. Μου αντα­ποδίδανε τα ίσα και δε μου έκρυβαν την απέχθειά τους. Μα δεν ήθελα την αγάπη τους πια, αντίθετα, διψούσα για την περιφρόνησή τους. Για να αποφύγω τις κορο"ίδίες τους, άρχισα να εργάζομαι όσο μπορούσα περισσότερο, κι ερχόμουν από τους πρώτους στα μαθήματα. Αυτό τους έκανε εντύπωση.' Άρχισαν ακόμη να καταλαβαίνουν σιγά σιγά ότι διάβαζα κιόλας βιβλία που εκείνοι δεν μπορού­σαν να διαβάσουν, και πως!καταλάβαινα πράγματα (που δεν υπήρχαν στο πρόγραμμα των ειδικών μαθημάτων), για τα οποία δεν είχαν ιδέα. Με κοίταζαν με μια σαρκα­στική έκ1tληξη, μα ταπεινώνονταν ηθικά, αφού μάλιστα και η προσοχή των καθηγητών στράφηκε προς εμένα. Οι

-75-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝfΟΣτΟΓΙΕΦΣΚΙ

κοροϊδίες σταμάτησαν, μα απόμεινε κάποιο εχθρικό αί­σθημα και οι σχέσεις μας έγιναν ψυχρές και τεταμένες. Στο τέλος, δεν μπόρεσα να αντισταθώ περισσότερο. Με τα χρόνια ένιωσα μέσα μου την ανάγκη ενός φίλου, μιας συντροφιάς. Προσπάθησα να πλησιάσω μερικούς μα το αναγκαστικό αυτό πλησίασμα έπαιρνε τέλος απότομα. Μου έτυχε μια φορά να κάνω ένα φίλο· μα η ψυχή μου ήταν πια δεσποτική· ήθελα να κυριαρχώ στην καρδιά του, ήθελα να του εμπνεύσω την περιφρόνηση για το περιβάλ­λον μέσα στο οποίο βρισκόταν. Του ζήτησα να διακόψει περήφανα και τελειωτικά τις σχέσεις του μαζί τους. Η παράφορη φιλία μου τον τρόμαξε· τον έκανα να κλαίει με σπασμούς. Ήταν μια αθώα ψυχή και παραδινόταν. Μα μόλις παραδόθηκε ολότελα σ' εμένα, τον aντιπάθησα αμέσως και τον περιφρονούσα -σα να μην τον είχα χρειαστεί για τίποτ' άλλο, παρά για να επιτύχω αυτή τη νίκη, να τον υποτάξω. Δεν μπόρεσα βέβαια να τους νική­σω όλους ο φίλος μου δεν έμοιαζε καθόλου με τους άλ­λους, κι ήταν μια εξαίρεση σπάνια. Η πρώτη μου δουλειά όταν τέλειωσα το σχολείο, ήταν να εγκαταλείψω την ειδι­κή αυτή τέχνη για την οποία προετοιμαζόμουν, να σπάσω όλους τους δεσμούς, να καταραστώ το παρελθόν και να ρίξω στάχτη πάνω τους ... Να πάρει ο διάβολος! Ύστερα απ' όλα αυτά, πώς μου κάπνισε να πάω να βρω τον Σι­μόνοφ! ... Σηκώθηκα πολύ πρωί, πετάχτηκα απ' το κρεβάτι μου

πολύ ταραγμένος, σα να επρόκειτο όλα aυτά να πραγμα­τοποιηθούν αμέσως. Ήμουν βέβαιος πως εκείνη την ημέ­ρα θα γινόταν κάποια ριζική μεταβολή στη ζωή μου. Ίσως δεν ήμουν ακόμη συνηθισμένος, και το παραμικρό να συνέβαινε, θαρρούσα πως θα την άλλαζε ριζικά και μονομιάς. Πήγα όπως πάντα στο γραφείο μου, αλλά το 'σκασα δύο ώρες νωρίτερα για να ετοιμαστώ. Το κυριό­τερο είναι, σκέφτηκα, να μην πάω εκεί πρώτος, γιατί αυ­τό θα τους κάνει να πιστέψουν ότι είμαι πολύ ευχαριστη-

-76-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

μένος. ·Η ν κι ένα σωρό άλλα πράγματα που με ανα­στάτωναν τ μερά. Γυάλισα άλλη μια φορά μόνος μου τα παπούτσια μ υ· να χαλούσε ο κόσμος, ο Απόλλωνας δε θα τα καθάρι δύο φορές τη μέρα και θα 'λεγε πως αυ­τό δεν ήταν μέσα στις συμφωνίες μας όταν τον πήρα. Τα γυάλισα κλέβοντας τις βούρτσες του διαδρόμου, για να μην το προσέξει και με περιφρονήσει κατόπιν. Εξέτασα στη συνέχεια τα ρούχα μου· είδα πως ήταν όλα παλιά, ξε­φτισμένα, φθαρμένα. Είχα παραμελήσει πολύ τον εαυτό μου. Η στολή μου ήταν καλούτσικη, μα δεν μπορούσα να πάω στο γεύμα με τη στολή. Και ειδικά το παντελόνι μου είχε έναν πελώριο κίτρινο λεκέ στο γόνατο. Προαισθανό­μουν ότι αυτός ο λεκές αρκούσε για ν' αφαιρέσει τα εν­νιά δέκατα της αξιοπρέπειάς μου. Ήξερα ακόμη πως ήταν πολύ ταπεινό να σκέφτομαι έτσι. Μα δεν πρόκειται τώρα για σκέψεις πρόκειται για πράγματα, είπα μέσα μου· και aποθαρρυνόμουν. Ήξερα πως μεγαλοποιούσα φοβερά το καθετί· μα τι να κάνω, δεν μπορούσα πια να είμαι κύριος του εαυτού μου κι έτρεμα από τη συγκίνηση. Στην απελπισία μου φανταζόμουν με πόσο αγέρωχο ύφος και ψυχρότητα θα με υποδεχόταν αυτός ο aχρείος ο Ζβερκόφ, με πόση περιφρόνηση, χωρίς άλλο ανόητη, θα με κοίταζε κι εκείνος ο ηλίθιος ο Τρουντολιούμποφ- πως εκείνο το σκουλήκι, ο Φερφίτσκιν, θα με κορόιδευε με αναίδεια για ν' αρέσει στον Ζβερκόφ, πως ο Σιμόνοφ θα τα καταλάβαινε όλα αυτά καλά και θα με περιφρονούσε για τη δειλή μου ψευτοεπίδειξη και για τη χαμέρπειά · -.,_., itαι προπαντός πως όλα αυτά θα ήταν ελεεινά, συνη­t:ιισμένα και κοινότυπα, καθόλου φιλολογικά. Βέβαια, το καλύτερο θα 'ταν να μην πάω καθόλου. Μα ήταν αδύνα­το: όταν με παρέσυρε κάτι, βούταγα ώς το κεφάλι. Μπο­ρούσα να ξαναλέω κατόπιν σ' όλη μου τη ζωή: Φοβήθη­κες, φοβήθηκες την πραγματικότητα! Απεναντίας, ήθελα να αποδείξω σ' όλα εκείνα τα «καθάρματα» ότι δεν ήμουν τόσο δειλός όσο το φανταζόμουν κι ο ίδιος. Κι

-77-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝτΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

ακόμη περισσότερο: στις πιο δυνατές κρίσει~,ι~ου παρο­ξυσμού και της θρασυδειλίας μου, ονειρευό~ουν να επι­βληθώ, να νικήσω, να ενθουσιάσω, να του% κάνω να μ' αγαπήσουν -τουλάχιστον για «τις υψηλές ιδέες και την αναμφισβήτητη εξυπνάδα μου». Θα εγκαταλείψουν τον Ζβερκόφ, θα μείνει καθισμένος εκεί στη γωνιά, σιωπηλός και ντροπιασμένος, εγώ θα τον εκμηδενίσω. 'Ισως μετά να συμφιλιωνόμουν μαζί του, θα σηκώναμε όλοι τα ποτή­ρια μας ψηλά και θα πίναμε, μιλώντας ο ένας στον άλλον στον ενικό. Μα το χειρότερο, κι εκείνο που με πείραζε πιο πολύ ήταν ότι ήξερα πολύ καλά τότε πως δεν τα 'χα καθόλου ανάγκη όλα αυτά, πως δεν επιθυμούσα καθόλου να τους μαγέψω, και πως για το αποτέλεσμα αυτό, κι αν ακόμη μπορούσα να το πετύχω, εγώ πρώτος δεν έδινα πεντάρα. Ω! Πόσο παρακαλούσα το Θεό να περάσει γρή­γορα εκείνη η μέρα! Με ανείπωτη αγωνία σίμωσα το πα­ράθυρο, άνοιξα τα κουρτινάκια και κοίταζα μέσα απ' την ομίχλη το χιόνι που έπεφτε πυκνό ...

Τέλος, το παλιό, φτηνό μου ρολόι στον τοίχο χτύπησε πέντε.' Αρπαξα το καπέλο μου, και αποφεύγοντας να κοι­τάξω τον Απόλλωνα που περίμενε απ' το πρωί το μισθό του -αλλά από βλακεία δεν ήθελε να μιλήσει πρώτος­γλίστρησα απ' τη μισάνοιχτη πόρτα, και νοικιάζοντας ένα μόνιππο με τα τελευταία πενήντα καπίκια μου, έφτασα στο Hotel de Paris σα μεγάλος αφέντης.

4

Ήξερα από την προηγούμενη μέρα ότι θα 'φτανα πρώ­τος. Μα δεν επρόκειτο γι' αυτό. Όχι μόνο δεν ήταν εκεί κανένας, μα βρήκα και δύσκο­

λα την αίθουσά μας. Δεν είχαν στρώσει ακόμη το τραπέ­ζι, τι σήμαινε αυτό; Ύστερα από πολλές ερωτήσεις, κα­τόρθωσα να μάθω από τα γκαρσόνια ότι το γεύμα είχε

-78-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

παραγγελ ί για τις έξι κι όχι για τις πέντε. Μου το επι­βεβαίωσαν αι στο ταμείο. Ντρεπόμουν μάλιστα γι' αυτές τις ερωτήσει μου. Ήταν ακόμη πέντε και είκοσι. Αφού είχαν αλλάξει ~ν ώρα, έπρεπε οπωσδήποτε να με ειδο­ποιήσουν· το ταχυδρομείο γι' αυτό υπάρχει, δεν έπρεπε να με εκθέσουν \έτσι και να με κάνουν να «εξευτελιστώ» και στους ίδιους και στα γκαρσόνια μπροστά. Κάθισα· το γκαρσόνι άρχισε να στρώνει το τραπέζι· η παρουσία του με ταπείνωσε ακόμη περισσότερο. Κατά τις έξι, εκτός από τις αναμμένες λάμπες, έφεραν και σπερματσέτα. Αλ­λά το γκαρσόνι δεν είχε σκεφτεί να τα φέρει μόλις έφτα­σα. Στο διπλανό δωμάτιο, σε ξεχωριστά τραπέζια, έτρω­γαν δύο πελάτες, σκυθρωποί, εκνευρισμένοι και σιωπη­λοί. Σ' ένα άλλο δωμάτιο πιο πέρα, γινόταν μεγάλος θό­ρυβος φώvαζαν μάλιστα. • Ακουγε κανείς τις φωνές, τα χάχανα και τα πρόστυχα φραντσέζικα επιφωνήματα μιας ολόκληρης παρέας ήταν εκεί και κυρίες που έτρωγαν. Με λίγα λόγια, ήμουν αναστατωμένος. Σπάνια πέρασα στιγμές τόσο aνυπόφορες, κι όταν στις έξι ακριβώς έφτα­σαν όλοι μαζί, ευχαριστήθηκα και τους κοίταξα με χαρά, σαν ελευθερωτές μου. Λησμόνησα σχεδόν πως έπρεπε να φαίνομαι προσβλημένος. Ο Ζβερκόφ, σαν ανώτερός τους, μπήκε βέβαια πρώτος.

Κι αυτός και οι άλλοι γελούσαν· μα σαν είδε εμένα, κορ­δώθηκε, πλησίασε αργά, υποκλίθηκε λίγο περιποιητικά, και μου έδωσε κάπως φιλικά το χέρι με κάποια επιφυλα­κτική ευγένεια, σχεδόν σαν στρατηγός που, κάνοντας αυ­τή τη χειρονομία, θέλει να προφυλαχτεί από κάτι. Είχα φανταστεί το αντίθετο, πως μόλις θα 'μπαινε, θα γελούσε με επιφωνήματα και θα πετούσε με τις πρώτες κουβέντες του τ' αστεία και τους άνοστους σαρκασμούς του. Θεω­ρούσε τον εαυτό του aπείρως ανώτερο από μένα σε όλα. Αν ήθελε να με προσ~βάλει μόνο κάνοντας το στρατηγό, δε θα 'ταν τίποτε, σκέ α, θα του 'δινα, δεν ξέρω κι εγώ πώς, την απάΥΊΙ\0 . α αν ίσως, χωρίς καμιά πρόθε-

-79-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

ση να με προσβάλει, του μπήκε πραγματι~' στο κεφάλι του η ανόητη ιδέα ότι είναι ανώτερός μου ι ότι πρέπει να με κοιτάζει έτσι σα να 'ταν προστάτης ου; Και μόνο αυτή η υποψία μού 'κοψε την ανάσα. 1

«' Εμαθα μ' έκπληξη την επιθυμία σας να πάρετε μέρος στη συγκέντρωσή μας» άρχισε να τραυ~ζει, σφυρίζοντας και σέρνοντας τις λέξεις, πράγμα που-δ~ν του συνέβαινε άλλοτε. «Δεν έχουμε την ευκαιρία να βλεπόμαστε. Μας αποφεύγετε χωρίς λόγο. Δεν προξενούμε τόσο φόβο όσο φαντάζεστε. 'Οπως κι αν έχει, χαίρομαι πολύ που ... α ... να ... νε ... ώνω ... » Και γύρισε ανέμελα να βάλει το καπέλο του στο περ­

βάζι του παραθύρου. «Περιμένατε πολύ;» με ρώτησε ο Τρουντολιούμποφ. «Ήρθα στις πέντε ακριβώς, όπως μου ορίσατε χτες»

aποκρίθηκα ζωηρά κι εκνευρισμένος, πράγμα που έδει­χνε ότι σε λίγο θα ξέσπαγε ο θυμός μου.

«Δεν τον ειδοποίησες ότι αλλάξαμε ώρα;» ρώτησε ο Τρουντολιούμποφ τον Σιμόνοφ.

«' Οχι, το λησμόνησα» απάντησε εκείνος, μα χωρίς να δείχνει ότι μετάνιωσε και χωρίς μάλιστα να ζητήσει συ­γνώμη· και είπε να φέρουν τα ορεκτικά.

«Λοιπόν, βρίσκεστε εδώ μια ολόκληρη ώρα, τον καημέ­νο!» φώναξε κοροϊδευτικά ο Ζβερκόφ, που βρήκε το πράγμα πολύ αστείο. Ακολουθώντας το παράδειγμά του ο Φερφίτσκιν, άρχισε να γελά εύθυμα σαν σΚ'~λάκι που γαβγίζει με την άσχημη και δυνατή φωνή του· η θέση μου του φάνηκε δύσκολη.

«Δεν είναι καθόλου αστείο!» φώναξα στον Φερφίτσκιν, κορώνοντας ολοένα και περισσότερο· «δε φταίω εγώ, τι διάβολο! Λησμόνησαν να με ειδοποιήσουν. Είναι απλού­στατα μια παράλειψη».

«' Οχι μόνο παράλειψη, μα και κάτι παραπάνω» γρύλι­σε ο Τρουντολιούμποφ, υπερασπίζοντάς με ασφαλώς. «Είστε πολύ επιεικής. Είναι απλούστατα μια χωριατιά.

-80-

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

Φυσικά, θα \ο 'κανε άθελά του. Πώς θα μπορούσε ο Σι­μόνοφ ... Χμ!»\ «Α ν μου το 'καναν εμένα αυτό» παρατήρησε ο Φερφί-

τσκιν, «θα ... » «Μα έπρεπε να πάρετε κάτι στο μεταξύ» διέκοψε ο

Ζβερκόφ, «ή καλύτερα, να φάτε απλούστατα μόνος, χω­ρίς να μας περιμένετε». «Να 'στε βέβαιος ότι μπορούσα να το κάνω και χωρίς

να μου το πείτε εσείς» aποκρίθηκα απότομα. «Αν περίμε-να, το 'κανα γιατί ... » _ «Στο τραπέζι, κύριοι» φώναξε ο Σιμόνοφ που έμπαινε­

«όλα είναι έτοιμα, εγγυώμαι για τη σαμπάνια, είναι καλά παγωμένη ... Δεν ήξερα τη διεύθυνσή σας, πού να σας ει­δοποιήσω;» είπε στρέφοντας σ' εμένα άξαφνα, μα χωρίς να με κοιτάξει. Σίγουρα ήταν θυμωμένος μαζί μου. Θα σκέφτηκε κάτι και θα άλλαξε από χτες. Κάθισαν όλοι· κι εγώ το ίδιο. Το τραπέζι ήταν στρογ­

γυλό. Αριστερά μου κάθισε ο Τρουντολιούμποφ, δεξιά μου ο Σιμόνοφ. Ο Ζβερκόφ ήταν aντικρύ μου, ο Φερφί­τσκιν και ο Τρουντολιούμποφ τον είχαν ανάμεσά τους.

«Για πέστε μας, λοιπόν ... είστε υπάλληλος σε κάποιο υπουργείο, θαρρώ» είπε, εξακολουθώντας να ενδιαφέρε­ται για μένα ο Ζβερκόφ. Βλέποντάς με φοβισμένο, σκέ­φτηκε στα σοβαρά να μου γλυκομιλήσει, να με ενθαρρύ­νει σα να λέμε. Μήπως θέλει να του πετάξω το μπουκάλι στο κεφάλι; είπα μέσα μου εξοργισμένος. Μη όντας συ­νηθισμένος, έπαιρνα φωτιά αμέσως.

«Στο υπουργείο των ... » απάντησα κοφτά, κοιτάζοντας το πιάτο μου.

«Και ... έχετε καλό μισθό; Πείτε μας, τι σας ανάγκασε να αλλάξετε την πρώτη σας θέση;»

• «Εκείνο που με ανά:vκασε, ε~' ν ι ότι το 'θελα. εγώ» είπ~ σερνοντας τρεις φορες περισσ ερο τη φωνη μου απο

κείνον, κι αρχίζοντας να χάν σχεδόν εντελώς την ψυ­χραιμία μου. Ο Φερφίτσκιν ξέσπασε σε χάχανα. Ο Σιμό-

-81-

ΦΙΟΝτΟΡ ΝΤΟΣτΟΠΕΦΣΚΙ

νοφ με κοίταξε ειρωνικά· ο Τρουντολιούμπόφ έπαψε να τρώει και με παρατηρούσε με περιέργεια. Ο Ζβερκόφ στεναχωρήθηκε, αλλά δε θέλησε να το

δείξει. «Και τι μισθό παίρνετε;» . «Μήπως έχετε σκοπό να με ανακρίνετε;» Του είπα ωστόσο πόσα έπαιρνα κι έγινα κατακόκκινος. «Λίγα πράγματα» είπε σοβαρά ο Ζβερκόφ. «Μάλιστα, κύριε, με τέτοιο μισθό σχεδόν δεν επιτρέ­

πεται να γευματίζει κανείς σε καφέ-ρεστοράν!» πρό­σθεσε με θράσος ο Φερφίτσκιν. «Κατά τη γνώμη μου, είναι σκέτη παραφροσύνη» πα­

ρατήρησε σοβαρά ο Τρουντολιούμποφ. «Πώς αδυνατίσατε, πώς αλλάξατε ... από τότε» πρόσθε­

σε ο Ζβερκόφ, κάπως μοχθηρά, εξετάζοντας κι εμένα και το κοστούμι μου περιφρονητικά. «Ας μην τον φοβίζουμε» φώναξε ο Φερφίτσκιν, χαχα­

νίζοντας σαρκαστικά. «Κύριε, μάθετε ότι δε με φοβίζει κανείς εμένα» είπα

τέλος ξεσπώντας, «τ' ακούτε; Τρώω εδώ, στο "καφέ- ρε­στοράν" με τα λεφτά μου, με τα δικά μου λεφτά και όχι με τα λεφτά των άλλων, ευαρεστηθείτε να το καταλάβετε, κύριε Φερφίτσκιν».

«Πώς! Και ποιος δεν τρώει εδώ με τα λεφτά του; Θα 'λεγε κανείς ότι θέλετε ... » είπg δυνατά ο Φερφίτσκιν, κόκκινος σαν aστακός και κοιτάζοντάς με εξαγριωμένος στα μάτια.

«Αρκεί» aποκρίθηκα, καταλαβαίνοντας ότι είχα πει

κάπως περισσότερα απ' όσα έπρεπε. «Μου φαίνεται πως .. , ·θα 'ταν καλύτερο να μιλήσετε για πιο έξυπνα πράγματα».

«Θα νόμιζε κανείς πως έχετε σκοπό να μας δείξετε την εξυπνάδα σας». «Μην ανησυχείτε, θα 'ταν τελείως περιττό». «Μα τότε, κύριε, τι μας κάνετε τον καμπόσο; Μήπως

χάσατε την ισορροπία σας σ' εκείνο το γραφείο;»

-82-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

«Φτάνει, κ'ύριοι, φτάνει!» φώναξε ο Ζβερκόφ επι­βλητικά.

«Τι aνόητα πράγματα!» γρύλισε ο Σιμόνοφ. «Πραγματικά aνόητα! • Ηρθαμε εδώ σα φίλοι για ν'

aποχαιρετήσουμε έναν καλό φίλο που φεύγει ταξίδι, και να που γυρεύετε αφορμή για να μαλώσετε» άρχισε να λέει ο Τρουντολιούμποφ, απευθυνόμενος πρόστυχα σ' εμένα μόνο. «0 ίδιος προσκαλέσατε τον εαυτό σας χτες μη χαλάτε τη γενική αρμονία ... »

«Φτάνει, φτάνει» φώναξε ο Ζβερκόφ. «Πάψτε, κύριοι, δεν είναι τρόπος αυτός. Προτιμώ να σας διηγηθώ ότι λίγο έλειψε να παντρευτώ προχτές ... » Κι αμέσως άρχισε η άνοστη διήγηση του αποτυχόντος

γάμου του κυρίου αυτού. ·Η καλύτερα, η διήγηση δεν έκανε καν λόγο για το γάμο, ήταν μονάχα στολισμένη με στρατηγούς, συνταγματάρχες, ευγενείς της Αυλής, ανάμε­σα στους οποίουζ ο Ζβερκόφ ήταν σχεδόν πάντα επικε­φαλής. Ξέσπασαν επιδοκιμαστικά γέλια. Ειδικά ο Φερφί­τσκιν γάβγιζε σαν σκυλί. Με αγνόησαν όλοι, κι έμεινα εκεί τσακισμένος κι εκ­

μηδενισμένος. Ύψιστε, είναι συντροφιά αυτή για μένα; σκέφτηκα. Τι

βλάκας που φάνηκα μπροστά τους! Κι όμως, επέτρεψα στον Φερφίτσκιν να πάρει πολύ θάρρος. Αυτοί οι ηλίθιοι φαντάζονται πως μου κάνουν τιμή επιτρέποντάς μου να καθίσω στο τραπέζι τους, και δεν καταλαβαίνουν ότι εγώ τους κάνω την τιμή! - «Αδυνάτισα! Το κοστούμι μου!» - Ω! καταραμένο παντελόνι! Πριν από λίγο μάλιστα ο Ζβερκόφ είχε παρατηρήσει τον κίτρινο λεκέ στο γόνατο ... Προς τι να μένω εδώ; Πρέπει αμέσως, την ίδια στιγμή, να σηκωθώ απ' το τραπέζι, να πάρω το καπέλο μου και να φύγω χωρίς να πω τίποτα ... Από περιφρόνηση! Ι(ι αύριο να μονομαχήσω αν το θέλουν. Τα κτήνη! Δε θα λυπηθώ τα εφτά μου ρούβλια. Φεύγω αμέσως! /

Εννοείται ότι έμεινα.

-83-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝτΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

Απ' το θυμό μου έπινα το κρασί με το ποτήρι γεμάτο ώς επάνω. Μη όντας συνηθισμένος, ζαλίστηκα σε λίγο, κι ο θυμός μου μεγάλωνε μαζί με το μεθύσι. Μ' έπιασε άξαφνα η όρεξη να τους βρίσω με τον πιο αυθάδη τρόπο και κατόπιν να φύγω. Ν' αδράξω τη στιγμή, να τους δεί­ξω ποιος είμαι, κι ας λέγανε: «Μπορεί να είναι γελοίος, μα δεν είναι καθόλου κουτός» και ... και. .. με δυο λόγια, ο

ι διάολος να τους πάρει! Τους προκαλούσα με το αποβλακωμένο μου βλέμμα.

Μου έδειχναν πως μ' είχαν εντελώς ξεχάσει. Μεταξύ τους έκαναν θόρυβο, φώναζαν, διασκέδαζαν. Ο Ζβερκόφ φλυαρούσε αδιάκοπα. τ Αρχισα ν' ακούω. Ο Ζβερκόφ

διηγιόταν πώς κατόρθωσε να κάνει μια κυρία της aριστο­κρατίας να του πει εκείνη ότι τον αγαπά (βέβαια, έλεγε ψέματα, αναιδέστατα) κι ότι στην υπόθεση αυτή τον βοή­θησε κάποιος αδερφικός του φίλος, κάποιος νεαρός πρί­γκιπας, ο ουσάρος Κόλιας, που κρατούσε στη φούχτα του τρεις χιλιάδες ψυχές.

«Ωστόσο, αυτός ο ουσάρος Κόλιας, που είχε στη φού­χτα του τρεις χιλιάδες ψυχές, δεν ήρθε εδώ να σας απο­χαιρετήσει» του λέω, παίρνοντας μέρος στη συζήτηση. Μεμιάς σώπασαν όλοι.

«Είστε μεθυσμένος τώρα» είπε ο Τρουντολιούμποφ, και καταδέχτηκε επιτέλους να με κοιτάξει, ρίχνοντας λο­ξά το βλέμμα πάνω μου, γεμάτος περιφρόνηση. Ο Ζβερ­κόφ με κοίταξε σιωπηλά, όπως παρατηρεί κανείς ένα μα­μούνι. Κατέβασα τα μάτια. Ο Σιμόνοφ έκανε άμέσως να γεμίσει τα ποτήρια με σαμπάνια. Ο Τρουντολιούμποφ σήκωσε το ποτήρι· όλοι τον μιμή­

θηκαν εκτός από μένα. «Στην υγειά σου και καλό ταξίδι!» φώναξε στον Ζβερ­

κόφ. «Στις μέρες που πέρασαν, κύριοι, και σ' εκείνες που θα 'ρθουν. Εις υγείαν!»

τ Ολοι ήπιαν και σηκώθηκαν να φιλήσουν τον Ζβερκόφ. Δε σάλεψα· το ποτήρι ήταν μπροστά μου, γεμάτο.

-84-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

«Δε θα πιείτε στην υγειά του;» βρυχήθηκε ο Τρουντο­

λιούμποφ, που είχε χάσει την υπομονή του, αποτεινόμε­νος σ' εμένα σα να με φοβέριζε. «Θέλω να κάνω μια πρόποση ξεχωριστή και μετά θα

πιω, κύριε Τρουντολιούμποφ». «Παλιοκαβγατζή!» γρύλισε ο Σιμόνοφ. Ανασηκώθηκα πάνω στο κάθισμά μου κι άρπαξα το

ποτήρι με τρεμάμενο χέρι, έτοιμος για κάτι έξω απ' τα συνηθισμένα και μην ξέροντας ακόμη κι ο ίδιος τι θα έλεγα.

«Σιωπή!» φώναξε ο Φερφίτσκιν. «Κάτι σπουδαίο θα πει!» Ο Ζβερκόφ περίμενε πολύ σοβαρός, καταλαβαίνο­ντας περί τίνος επρόκειτο. «Λοχαγέ Ζβερκόφ» άρχισα να λέω, «μάθετε πως σι­

χαίνομαι τα λόγια, τους λογάδες και τις εύκαμπτες μέσες -πρώτα αυτό, κι έρχομαι στο δεύτερο». Όλοι έκαναν κάποια κίνηση. «Δεύτερον, σιχαίνομαι τα γλέντια και τους γλεντζέδες.

Και προπαντός τους γλεντζέδες! Τρίτον, αγαπώ την αλή­θεια, την ειλικρίνεια και την τιμιότητα» εξακολούθησα σχεδόν μηχανικά, παγωμένος κιόλας απ' τον τρόμο, χω­ρίς να καταλαβαίνω πώς μπορούσα να μιλώ έτσι ... «Αγα­πώ τη σκέψη, κύριε Ζβερκόφ, αγαπώ την αληθινή φιλία, την ισότητα, και όχι ... χμ ... Αγαπώ ... Γιατί όχι, άλλωστε; Πίνω κι εγώ στην υγειά σας, κύριε Ζβερκόφ! Πλανέψτε τις κιρκάσιες καλλονές, χτυπήστε τους εχθρούς της πατρί­δας, και ... και: .. Στην υγειά σας, κύριε Ζβερκόφ!» Ο Ζβερκόφ σηκώθηκε, υποκλίθηκε και είπε: «Σας ευ­

χαριστώ πάρα πολύ». Είχε πειραχτεί πολύ, κι είχ&-μάλιστα χλομιάσει. «Να πάρει ο διάβολος!» ούρλιαξε ο Τρουντολιούμποφ,

χτυπώντας με τη γροθιά του το τραπέζι. «'Οχ ι, μπουνιά στα μούτρα τού χρειάζεται γι' αυτό!» γάβγισε ο Φερ­φίτσκιν.

«Πρέπει να τον διώξετε» γρύλισε ο Σιμόνοφ.

-85...:.

ΦΙΟΝΊΌΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

«Μιλιά, κύριοι, κανένας σας μην κουνηθεί!» φώναξε μεγαλόπρεπα ο Ζβερκόφ καταπραiJνοντας τη γενική αγα­νάκτηση. «Σας ευχαριστώ όλους, μα ξέρω να του αποδεί­ξω τι σημασία δίνω στα λόγια του».

«Κύριε Φερφίτσκιν, θα μου δώσετε ικανοποίηση αύριο για τα λόγια που είπατε προ ολίγου!» φώναξα αποτεινό­μενος σοβαρά στον Φερφίτσκιν. «Μονομαχία λοιπόν; Είμαι στις διαταγές σας» απάντη­

σε εκείνος. Μα ήμουν ασφαλώς τόσο γελοίος κάνοντας αυτή την πρόσκληση, που ταίριαζε τόσο λίγο σ' εμένα, ώστε μαζί με τους άλλους κι ο ίδιος ο Φερφίτσκιν ξέσπα­σαν σε γέλια.

«Ναι, βέβαια, ας τον αφήσουμε! Είναι στουπί στο με­θύσι!» είπε ο Τρουντολιούμποφ με αηδία. «Ποτέ δε θα συγχωρήσω στον εαυτό μου που τον δέ­

χτηκα στην παρέα» μουρμούρισε πάλι ο Σιμόνοφ.

• Ωρα είναι να τους ρίξω καμιά μποτίλια στο κεφάλι, σκέφτηκα, πήρα μια μποτίλια, και -γέμισα το ποτήρι μου.

·Οχ ι, προτιμώ να κρατήσω ώς το τέλος, εξακολούθησα να σκέφτομαι. Θα ευχαριστηθείτε αν φύγω, κύριοι. Αυτό δε θα γίνει με τίποτα. Θα μείνω επίτηδες και θα πιω ώς το τέλος για να σας δείξω ότι δε σας δίνω καμιά σημα­σία. Θα μείνω να πιω, γιατί εδώ είναι ρεστοράν και πλή­ρωσα το μερίδιό μου. Θα μείνω να πιω, γιατί σας βλέπω σαν πιόνια, σα να μην υπάρχετε για μένα. Θα μείνω να πιω ... και να τραγουδήσω, αν θέλω, μάλιστα, να τραγου­δήσω, γιατί έχω το δικαίωμα ... να τραγουδήσω ... χμ. Μα δεν τραγούδησα. • Εκανα ό,τι μπορούσα για να μην

κοιτάζω κανέναν· έπαιρνα τις πιο αδιάφορες πόζες και περίμενα με ανυπομονησία να μου μιλήσουν εκείνοι πρώ­τοι. Μα αλίμονο! δε μου μίλησαν. Ω! Πόσο το 'θελα τότε να συμφιλιωθώ μαζί τους! Χτύπησε οχτώ η ώρα, ύστερα εννιά. · Αφησαν το τραπέζι και κάθισαν στον καναπέ. Ο Ζβερκόφ ξάπλωσε με το ένα πόδι πάνω στο τραπεζάκι.

-86-

τοΥΠΟΓΕΙΟ

Το γκαρσόνι πήγε εκεί το κρασί. Ο Ζβερκόφ τους πρό­σφερε πραγματικά τρεις μπορτίλιες. Εννοείται ότι δε με προσκάλεσαν· όλοι περικύκλωσαν τον Ζβερκόφ. Τον άκουγαν σχεδόν με ευλάβεια. Ήταν φανερό ότι τον αγα­πούσαν. Γιατί; Γιατί; σκέφτηκα. Κάθε τόσο, ενθουσιάζο­νταν τόσο πάνω στο μεθύσι τους, που φιλούσαν ο ένας τον άλλον. Μίλησαν για τον Καύκασο, τι είναι το αληθινό πάθος, το χρηματιστήριο, οι καλύτερες θέσεις, τα εισοδή­ματα του ουσάρου Πονταρέφσκι, που κανένας τους δεν τον ήξερε προσωπικά, για την ομορφιά και την έκτακτη χάρη της πριγκίπισσας Δ., που κι αυτή κανένας δεν την είχε δει· τέλος, κατέληξαν ότι ο Σαίξπηρ είναι αθάνατος. Χαμογελούσα περιφρονητικά και πήγαινα πάνω κάτω

στην άλλη πλευρά της αίθουσας, ακριβώς aντικρύ στον καναπέ, προς τη μεριά του τοίχου ανάμεσα στο τραπέζι και τη σόμπα, κι έβαζα όλα μου τα δυνατά για να τους δείξω ότι δεν τους έδινα καμία σημασία· κι όμως χτυπού­σα επίτηδες τα πόδια, περπατώντας πάνω στα τακούνια των παπουτσιών μου. Μα όλα ήταν του κάκου· δε με πρό­σεχαν καθόλου. Είχα την υπομονή να περπατώ έτσι μπροστά τους από τις οχτώ η ώρα ώς τις έντεκα, πάντα στην ίδια θέση. Να, περπατώ και κανείς δεν μπορεί να μου το απαγορέψει. Το γκαρσόνι που έμπαινε, στάθηκε και με κοίταξε πολλές φορές: οι συχνές στροφές που έκανα μου 'φερναν σκοτοδίνη· ήταν στιγμές που νόμιζα ότι παραμιλούσα. Τις τρεις αυτές ώρες ίδρωσα και ξανα­στέγνωσα τρεις φορές. Κάπου κάπου, τρυπούσε την καρ­διά μου ένας βαθύς και τσουχτερός πόνος στη σκέψη πως κι ύστερα από δέκα χρόνια, είκοσι, σαράντα χρόνια, πάλι θα θυμάμαι με αηδία κι εξευτελισμό τις βρωμερές αυτές στιγμές της ζωής μου, τις πιο φριχτές και πιο γελοίες. 'Η ταν αδύνατο να ταπεινωθεί κανείς μόνος του με περισ­σότερη αναίδεια και λύσσα, το καταλάβαινα καλά αυτό κι όμως εξακολουθούσα να περπατώ από το τραπέζι ώς τη σόμπα κι αντίθετα. Ω! αν μπορούσατε και μόνο να ξέ-

-87-

ΦΙΟΝτΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

ρατε σε τι αισθήματα και σκέψεις είμαι ικανός να φτάσω εγώ και πόσο μορφωμένος είμαι! σκέφτηκα για μια στιγ­μή, και στράφηκα προς τον καναπέ όπου κάθονταν οι εχθροί μου. Μα οι εχθροί αυτοί φερόντουσαν σα να μην ήταν στην ίδια αίθουσα. Μία φορά, μία φορά μόνο, στρά­φηκαν σ' εμένα· όταν ο Ζβερκόφ μίλησε για τον Σαίξπηρ· και χαχάνισα περιφρονητικά. Ξέσπασα σ' ένα γέλιο τόσο άσχημο και βιασμένο, που διέκοψαν τη συνομιλία τους όλοι μαζί και με κοίταζαν σχεδόν δύο λεπτά σιωπηλά, χωρίς να γελάσουν, καθώς περπατούσα πάνω κάτω κοντά στον τοίχο, απ' το τραπέζι ώς τη σόμπα, προσποιούμενος πως δεν τους πρόσεχα καθόλου. Μα τίποτα δεν έγινε. Δε μου μίλησαν, και ύστερα από δυο λεπτά, με λησμόνησαν πάλι. Χτύπησαν έντεκα.

«Κύριοι» φώναξε ο Ζβερκόφ, καθώς σηκωνόταν από τον καναπέ, «πάμε τώρα όλοι εκεί κάτω, στις γυναίκες;»

«Βέβαια, βέβαια!» είπαν οι άλλοι. Γύρισα άξαφνα αυστηρός προς τον Ζβερκόφ. Ήμουν

τόσο κουρασμένος, τόσο τσακισμένος, που γία να πάρει ένα τέλος η υπόθεση, θα μπορούσα και να κόψω το λαιμό μου. Είχα πυρετό· τα μαλλιά μου βρεγμένα από τον ιδρώ­tα κολλούσαν στο μέτωπο και τους κροτάφους μου.

«Ζβερκόφ! Σας ζητώ συγνώμη» είπα απότομα και απο­φασιστικά. «Φερφίτσκιν, κι από σένα, απ' όλους, σας πρόσβαλα όλους!»

«Α! μάλιστα! Εξαιτίας της μονομαχίας!» σφύριξε φαρ­μακερά ο Φερφίτσκιν. ·Η ταν σα να με χτύπησαν στην καρδιά. «' Οχι, δε φοβάμαι τη μονομαχία, Φερφίτσκιν! Είμαι

έτοιμος να μονομαχήσω μαζί σας αύριο, ακόμη και μετά τη συμφιλίωσή μας. Επιμένω μάλιστα σ' αυτό, και δεν μπορείτε να μου aρνηθείτε τη μονομαχία. Θα τραβήξετε πρώτος κι εγώ θα τραβήξω στον αέρα».

«Δίνει θάρρος στον εαυτό του» παρατήρησε ο Σι­μόνοφ.

-88-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

«Του 'στριψε, απλούστατα!» είπε ο Τρουντολιούμποφ. «Αφήστε με να περάσω, γιατί μου φράζετε το δρόμο ...

Εμπρός, τι θέλετε;» ρώτησε ο Ζβερκόφ περιφρονητικά. 'Ολοι ήταν κόκκινοι· τα μάτια τους έλαμπαν· είχαν πιει πολύ. «Θέλω τη φιλία σας, Ζβερκόφ, σας πρόσβαλα, αλλά ... » «Με προσβάλατε; Εσείς; Εμένα; Μάθετε, κύριε, ότι

ποτέ και για κανένα λόγο δεν μπορείτε να με προ­σβάλετε!» «Και τώρα φτάνει, φύγετε!» είπε απειλητικά ο Τρου­

ντολιούμποφ. «Πάμε».

«Με μια συμφωνία, κύριοι: η Ολυμπία είναι δικιά μου» φώναξε ο Ζβερκόφ. «Αυτό να λέγεται, αυτό να λέγεται!» του απάντησαν

γελώντας. / 'Εμεινα εκεί ρεζιλεμένος. Η παρέα ~γ~κε με θόρυβο

από την αίθουσα. Ο Τρουντολιούμπφφ άρχισε κάποιο

άνοστο τραγούδι. Ο Σιμόνοφ σταμάτtiσε για μια στιγμή για να δώσει φιλοδώρημα στα γκαρσόνια. Τον πλησίασα ξαφνικά.

«Σιμόνοφ, δανείστε μου έξι ρούβλια!» είπα αποφασι­στικά κι απελπισμένα. Με κοίταξε με βαθιά κατάπληξη και με αποβλακωμένο

βλέμμα. Κι αυτός ήταν μεθυσμένος. «Μήπως θα 'ρθετε κι εσείς μαζί μας εκεί κάτω;» «Ναι».

«Δεν έχω χρήματα» είπε κοφτά, και χαμογέλασε περι­φρονητικά.

Θέλησε να φύγει. Τον άρπαξα απ' το παλτό του. 'Η ταν σαν σ' εφιάλτη.

«Σιμόνοφ! Γιατί μου aρνείστε; Είδα ότι έχετε χρήματα. Είμαι κανένας λωποδύτης; Προσέξτε, πρέπει να μου τα δώσετε: αν ξέρατε, αν ξέρατε γιατί σας τα ζητώ! Απ' αυ­τά εξαρτώνται όλα· όλο μου το μέλλον, όλα μου τα σχέδια ... »

-89-

ΦΙΟΝ'ΙΌΡ ΝΊΌΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

Ο Σιμόνοφ έβγαλε τα χρήματα και σχεδόν μου τα πέταξε. «Πάρτε τα λοιπόν, αφού είστε τόσο αδιάντροπος!» είπε

χωρίς οίκτο, κι έτρεξε να φτάσει τους άλλους. Έμεινα για μια στιγμή μόνος. Η ακαταστασία, τ' απο­

φάγια, ένα ποτήρι σπασμένο πάνω στο πάτωμα, τα χυμέ­να κρασιά, τ' αποτσίγαρα, το μεθύσι και το παραλήρημα του μυαλού μου, μια αγωνία βασανιστική στην καρδιά, και τέλος το γκαρσόνι που τα είδε και τα άκουσε όλα και με κοίταζε περίεργα. «Θα πάω εκει1» φώναξα. «Ή θα μου ζητήσουν όλοι

γονατιστοί τη φιλία μου, φιλώντας μου τα πόδια, ή ... ή θα χαστουκίσω τον Ζβερκόφ!»

5

«Να τη, να τη, επιτέλους, η σύγκρουση με την πραγματι­κότητα» μουρμούρισα κατεβαίνοντας τη σκάλα σαν αστραπή. Και γέλασα. Αυτή δεν είναι η περίπτωση του πάπα που φεύγει από τη Ρώμη και πάει στη Βραζιλία, ού­τε ο χορός στη λίμνη Κόμο!

Είσαι παλιάνθρωπος! aντήχησε κάτι μέσα στο κεφάλι μου, αφού έχεις το θάρρος να γελάς τώρα. «Τόσο το χειρότερο!» φώναξα απαντώντας στον εαυτό

μου. «Τώρα όλα τέλειωσαν!» Δεν τους έβλεπα πια· μα το ίδιο κάνει: ήξερα πού θα

μπορούσα να τους βρω. Κοντά στην πόρτα στεκόταν ένα ελεεινό έλκηθρο αγο­

ραίο· ο αμαξάς φορούσε ένα βαρύ παλτό καταχιονισμέ­νο, και το χιόνι που έπεφτε ακόμη κι έλιωνε φαινόταν σα ζεστό. Ο καιρός ήταν πνιγηρός και βαρύς. Το μικρό του μελαψό και μαλλιαρό άλογο ήταν κι εκείνο κάτασπρο απ' το χιόνι κι έβηχε, το θυμάμαι ακόμη. 'Ορμησα προς το πρόστυχο έλκηθρό του· μα μόλις σήκωσα το πόδι μου για

-90-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

ν' ανεβώ, θυμήθηκα με τι περιφρονητικό τρόπο ο Σιμό­νοφ μου έδωσε τα δέκα ρούβλια και σωριάστηκα μέσα σαν πακέτο.

«'Οχ ι! Πρέπει να μου το πληρώσουν πολύ ακριβά αυ­τό!» φώναξα· «μα θα μου το πληρώσουν ακόμη κι αν πρόκειται να πεθάνω εκεί κάτω αυτή τη νύχτα. Εμπρός!»

Φύγαμε. Μέσα στο κεφάλι μου σηκωνόταν ένας ανεμο­στρόβιλος. Να ζητήσουν γονατιστοί τη φιλία μου, δε θα το κάνουν.

Είναι μια αυταπάτη, μια ελεεινή, σιχαμερή, ρομαντική και φανταστική αυταπάτη. Λοιπόν, πρέπει να χαστουκίσω τον Ζβερκόφ! Πρέπει να το κάνω. Λοιπόν, το αποφάσι­σα, τρέχω τώρα να του δώσω ένα χαστούκι. «Βάρα, αμαξά!» Ο αμαξάς τράβηξε τα λουριά. «Θα του το δώσω μό~ς μπω. Μήπως πρέπει να πω με­

ρικά λόγια πριν το χαστούκι, έτσι, για πρόλογο; Όχι. Απλούστατα θα μπωjκαι θα του το δώσω. Θα 'ναι όλοι τους στη σάλα κι εκεινος θα 'ναι κοντά στην Ολυμπία πά­νω στον καναπέ! Καταραμένη Ολυμπία! Μια μέρα με κο­ρόιδεψε και δε με θέλησε. Θα σύρω χάμω την Ολυμπία από τα μαλλιά και τον Ζβερκόφ από τ' αυτιά. ·Οχ ι, καλύ­

τερα να τον πιάσω από το ένα και να τον φέρω βόλτα σ' όλο το δωμάτιο. Μπορεί ν' αρχίσουν να με χτυπούν και να με βγάλουν έξω. Είναι μάλιστα βέβαιο. Τόσο το χει­ρότερο! · Οπως κι αν είναι, εγώ θα 'χω δώσει το χαστού­κι. Η πρωτοβουλία αξίζει· και κατά τους νόμους της τιμής είναι το παν· θα φέρνει τη σφραγίδα του εξευτελισμού και δεν μπορεί με το ξύλο να ξεπλύνει την προσβολή του χαστουκιού! Πρέπει να μονομαχήσει. Ας με σπάσουν στο ξύλο τώρα. Ας το κάνουν οι άχρηστοι! Προπαντός ο Τρουντολιούμποφ. Είναι πολύ δυνατός ο Φερφίτσκιν θα χιμήξει από το πλάι και θα κρεμαστεί χωρίς άλλο απ' τα μαλλιά μου, είμαι βέβαιος. Μα τόσο το χειρότερο! Είμαι έτοιμος για όλα. Τα προβατίσια κεφάλι(Χ τους πρέπει να

-91-

ΦΙΟΝτΟΡ ΝΤΟΣτΟΓΙΕΦΣΚΙ

καταλάβουν επιτέλους τι σημαίνει όλη αυτή η τραγωδία! • Οταν θα με σέρνουν ώς την πόρτα, θα τους φωνάξω πως ούτε cbς το νυχάκι μου δε με φτάνουν. «Πιο γρήγορα! Πιο γρήγορα!» φώναξα στον αμαξά. Ξαφνιάστηκε κι έδωσε μια καμτσικιά. Φώναξα σαν αγριάνθρωπος. «Θα μονομαχήσουμε την αυγή, το αποφάσισα. Και θα

φύγω πια απ' το γραφείο. Μα πώς θα έχω τα πιστόλια; Στάσου. Θα πάρω μία προκαταβολή από το μισθό μου και θα τ' αγοράσω. Σφαίρες, μπαρούτι; Αυτό είναι δου­λειά των μαρτύρων. Μα πώς να τα καταφέρω όλα αυτά πριν την αυγή; Πού θα βρω τους μάρτυρες; Δεν ξέρω κα­νέναν ... Μικροπράγματα!» φώναξα, ανάβοντας ολοένα και περισσότερο, «μικροπράγματα! Ο πρώτος που θ' aνταμώσω στο δρόμο και θα του μιλήσω, είναι υποχρεω­μένος να γίνει μάρτυράς μου χωρίς αντίρρηση, όπως εί­ναι κανείς υποχρεωμένος να πέσει στο νερό για να σώσει κάποιον που πνίγεται. Και οι πιο εξωφρενικές περιπτώ­σεις επιτρέπονται. Α ν μάλιστα ζητούσα αύριο κι απ' τον

προϊστάμενό μου να γίνει μάρτυρας, πρέπει να το δεχτεί από ιπποτισμό και να φυλάξει το μυστικό μου! Αντόν Αντόνοβιτς ... » Μα εκείνη τη στιγμή είδα καθαρά και ξάστερα μες στο

μυαλό μου την εξωφρενικότητα των σκέψεών μου και την ανάποδη όψη του νομίσματος, αλλά ... «Βάρα, αμαξά· εμπρός λοιπόν, aχρείε!» «Ω! Κύριε!» αναστέναξε ο αμαξάς. Το κρύο άξαφνα με πάγωσε. Δε θα 'ταν προτιμότερο... δε θα 'ταν προτιμότερο ... να

πάω κατευθείαν στο σπίτι; Ω! Θεέ μου! Γιατί, γιατί ζήτη­σα χτες να πάω σ' αυτό το γεύμα; Μα όχι, είναι αδύνατο! Κι ο περίπατος εκείνος τρεις ώρες ολόκληρες από το τραπέζι ώς τη σόμπα; ·Οχ ι, αυτοί και κανένας άλλος δε θα μου πληρώσει αυτό τον περίπατο. Πρέπει να ξεπλύ­νουν αυτό το ρεζίλεμα! Εμπρός! Αν όμως με πάνε στην αστυνομία; Δε θα τολμήσουν!

-92-

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

θα φοβηθούν το σκάνδαλο. Κι αν ο Ζβερκόφ αρνηθεί να μονομαχήσει από περιφρόνηση; Είναι μάλιστο βέβαιο· μα τότε θα του αποδείξω... Θα χιμήξω μέσα στην αυλή της αστυνομίας, αύριο, όταν θα θελήσει να φύγει, θα τον αρ­πάξω απ' το πόδι, θα του βγάλω δια της βίας το παλτό όταν θ' ανεβαίνει στ' αμάξι του. Θα μπήξω τα δόντια μου στο χέρι του, θα τον δαγκώσω! Κοιτάξτε ώς πού μπορεί να φτάσει ο aπελπισμένος άνθρωπος! Αδιάφορο αν θα με χτυπήσει στο κεφάλι και όλοι οι άλλοι στα πισινά. Θα φωνάξω σ' εκείνους που θα βρεθούν εκεί: Κοιτάξτε, κοι­τάξτε λοιπόν, να ένα μικρό σκυλάκι που πηγαίνει να απο­πλανέψει τις Κιρκάσιες με το φτύσιμό μου πάνω στο πρό­σωπό του! Φυσικά, ύστερα απ' όλα αυτά, όλα θα τέλείω­ναν πια. Το γραφείο μου εξαφανιζόταν από την επιφάνεια της γης. Με πιάνανε, με δίκαζαν, έχανα τη θέ­ση μου, μ' έβαζαν φυλακή, ή μάλλον μ' εξόριζαν στη Σι­βηρία. Και τι μ' αυτό; Και ύστερα από δεκαπέντε χρόνια, ζητιάνος και κουρελιάρης θα 'ψαχνα να τον βρω όταν θα μου έδιναν την ελευθερία μου. Θα τον έβρισκα κάπου, σε καμια επαρχιακή πρωτεύουσα. Θα 'ταν παντρεμένος κι ευτυχισμένος. Θα είχε καμιά μεγάλη κόρη ... Θα του έλε­γα: Κοίταξε λοιπόν, τέρας, τα βαθουλωμένα μου μάγουλα και τα κουρέλια μου! Έχασα το παν: σταδιοδρομία, ευτυ­χία, τέχνη επιστήμη, τη γυναίκα που αγαπούσα, όλ' αυτά εξαιτίας σου. Να το πιστόλι.· Ηρθα ν' αδειάσω το πιστόλι μου, και ... και σε συγχωρώ. Θα τραβούσα τότε στον αέρα και κανένας πια δε θ' άκουγε να μιλούν για μένα ...

· Αρχισα να κλαίω, κι ωστόσο ήξερα καλά πως όλ' αυτά τα είχα aποστηθίσει από τον Σύλβιο ή από τη Μασκαρά­τα. · Αξαφνα, ντράπηκα, ντράπηκα τόσο, που σταμάτησα τ' άλογο, κατέβηκα απ' το έλκηθρο και βυθίστηκα στο χιόνι καταμεσής στο δρόμο. Ο αμαξάς με κοίταξε κατά­πληκτος κι αναστέναξε.

Τι να κάνω; Θα 'ταν γελοίο να μην πάω. Αδύνατο ~' αφήσω το ζήτημα έτσι, γιατί τότε το αποτέλεσμα θα 'ταν ...

-93-

ΦΙΟΝτΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

Θεέ μου! Πώς να το αφήσει κανείς αυτό; Ύστερα από μια τέτοια προσβολή! «Όχι!» φώναξα, ξαναπηδώντας στο έλκηθρο· «είναι γραφτό, είναι μοιραίο. Πιο γρήγορα! Πιο γρήγορα!» Πάνω στην ανυπομονησία μου έδωσα μια γροθιά του

αμαξά στο σβέρκο. «Μα τι έχεις; γιατί με χτυπάς;» φώναξε ο άνθρωπος,

μαστιγώνοντας έτσι το άλογο, που άρχισε να τρέχει γρήγορα. Το χιόνι έπεφτε από ψηλά σε πυκνές νιφάδες έβγαλα

το καπέλο μου, ούτε το συλλογίστηκα. Τα ξεχνούσα όλα, γιατί ήμουν aποφασισμένος τελειωτικά να δώσω το χα­στούκι, κι ένιωθα με φρίκη ότι αυτό έπρεπε να γίνει αμέ­σως και καμιά ανθρώπινη δύναμη δεν μπορούσε να το εμποδίσει. Τα φανάρια του δρόμου, ξεμοναχιασμένα, λα­μπίριζαν πένθιμα μέσα στην ομίχλη, σα λαμπάδες σε κη­δεία. Το χιόνι γλιστρούσε απ' το παλτό μου, από τη ρεντι­γκότα, τη γραβάτα μου, κι έλιωνε- δε σκεπαζόμουν· προς τι; δε χάθηκαν όλα; τέλος φτάσαμε. Κατέβηκα σαν τρε­λός από το έλκηθρο, ανέβηκα τα σκαλιά τρέχοντας, κι

άρχισα να χτυπώ με τα χέρια και με τα πόδια την πόρτα. Τα γόνατά μου, ειδικά τα γόνατά μου έτρεμαν φοβερά . • Άνοιξαν γρήγορα· σα να 'χαν προαναγγείλει τον ερχομό μου. (Πράγματι, ο Σιμόνοφ είχε ειδοποιήσει ότι ίσως να ερχόταν και κάποιος άλλος. Εδώ έπρεπε γενικά να γίνο­νται προειδοποιήσεις και να παίρνονται προφυλάξεις. Ήταν από κείνα τα παλιά «καταστήματα μόδας» που η αστυνομία τα είχε κλείσει από καιρό. Τη μέρα ήταν πράγματι κατάστημα· μα τη νύχτα μπορούσε να πάει κα­νείς με σύσταση.) Πέρασα γρήγορα στο σκοτεινό κατά­στημα και μπήκα στη σάλα που γνώριζα· άναβε μόνο ένα κερί· στάθηκα κατάπληκτος: δεν ήταν κανένας μέσα.

«Πού είναι;» ρώτησα.

Εννοείται, είχαν φύγει πια. Μπροστά μου στεκόταν ένα πλάσμα με χαμόγελο ηλί-

-94-

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

θιο, η ίδια η πατρόνα του σπιτιού που με γνώριζε λίγο. Ύστερα από μια στιγμή, άνοιξε η πόρτα και μπήκε κά­ποιο άλλο πρόσωπο.

Χωρίς να προσέχω τίποτα, περπατούσα στο δωμάτιο και μιλούσα, μόνος μου θαρρώ. 'Η ταν σα να 'χα ξεφύγει από το θάνατο κι αισθανόμουν όλο μου το είναι χαρούμε­νο: γιατί θα 'δινα το χαστούκι, μάλιστα, χωρίς άλλο θα το έδινα!... Μα τώρα, δε βρίσκονταν πιd' εδώ, και ... όλα χά­θηκαν, άλλαξαν! ... Κοίταξα γύρω μου, δεν μπορούσα να σκεφτώ ακόμη. Είχα μπροστά μου ένα πρόσωπο νεανικό, δροσερό, λίγο ωχρό, με φρύδια σκούρα και ίσια, και με βλέμμα σοβαρό και κάπως έκπληκτο. Μου άρεσε αμέ-

. σως. Θα τη σιχαινόμουν αν χαμογελούσε. Την κοίταξα πιο προσεχτικά και με κάποιο κόπο· οι σκέψεις μου ήταν

ακόμη άνω κάτω. Στο πρόσωπό της υπήρχε κατιτί αθώο και καλό, σοβαρό, τόσο, που σ' έκανε να παραξενεύεσαι. Είμαι βέβαιος ότι κανείς δεν την είχε εκτιμήσει κι ότι ανάμεσα σ' εκείνους τους ηλίθιους κανείς δεν την είχε προσέξει. 'Άλλωστε, δεν ήταν καμιά καλλονή, αν και ήταν ψηλή, γερή και καλοκαμωμένη. Ήταν ντυμένη πολύ απλά. Κάποια πρόστυχη ορμή μ' έσπρωξε προχώρησα ίσια καταπάνω της ... Είδα κατά τύχη τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Το χα­

λασμένο μου πρόσωπο μού φάνηκε σιχαμερό όσο δεν παίρνει: ωχρός, κακός, aχρείος, με τα μαλλιά ανάκατα. Τόσο το καλύτερο, είμαι ευχαριστημέ\,.Jς, σκέφτηκα· εί­μαι πάρα πολύ ευχαριστημένος που θα της φανώ aπο­κρουστικός, μου αρέσει ...

6

Κάπου, πίσω από κάποιο μεσότοιχο, ακούστηκε ο ρόγχος ενός ρολογιού σα να το πίεζαν, σα να του έσφιγγαν το λαιμό. 'Υ στερα απ' το ρόγχο, που κράτησε πολύ, ακού-

-95-

ΦΙΟΝ'ΓΟΡ ΝτΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

στηκε άξαφνα ένα κουδούνισμα λεπτό, στριγκό και πολύ ορμητικό -σα να 'παιρνε κανένας φόρα. Σήμανε δυο χτυπήματα. Συνήλθα, και μολονότι δεν κοιμόμουν, βρι­σκόμουν σε μια κατάσταση νάρκης. Το μικρό δωμάτιο, στενό και χαμηλοτάβανο, με μια πε­

λώρια ντουλάπα, χαρτονένια κουτιά, ρούχα και φορέμα­τα κάθε λογής, ήταν μισοσκότεινο. Το σπερματσέτο που άναβε στο τραπέζι, στην άλλη άκρη της κάμαρης, μισο­λιωμένο πια, έριχνε πού και πού καμιά αναλαμπή. Σε λί­γο θα πέφταμε ολότελα στο σκοτάδι. Συνήλθα πολύ γρήγορα· μονομιάς τα θυμήθηκα όλα,

χωρίς κόπο, θαρρείς και με παραμόνευαν όλες εκείνες οι θύμησες για να μου επιτεθούν. Και στη νάρκη μου ακόμη επάνω, έμενε πάντα στο μνημονικό μου κάτι σαν κουκκί­δα, που δεν έσβηνε ποτέ και που γύρω της μαζεύονταν όλα μου τα όνειρα. Αλλά, παράξενο πράγμα: όλα όσα μου συνέβηκαν εκείνη τη μέρα, μου φάνηκαν στο ξύπνη­μά μου σαν κάτι πολύ μακρινό, κάτι που το 'χα ζiισει πριν από πολύ καιρό. Το κεφάλι μου ήταν βαρύ, κάτι θαρρείς φτερούγιζε γύ­

ρω μου και μ' άγγιζε· αυτό με νευρίαζε, με ανησυχούσε. Η αγωνία κι ο θυμός άρχισαν πάλι να βράζουν μέσα μου και γύρευαν κάποια διέξοδο. · Αξαφνα, παρατήρησα κο­ντά μου δυο μάτια που με κοιτούσαν περίεργα. Το βλέμ­μα τους ήταν ψυχρό, αδιάφορο, πένθιμο, μου ήταν δυσά­ρεστο.

Μια σκέψη δύσθυμη γεννήθηκε μες το μυαλό μου· ένιωσα σ' όλο μου το κορμί κάποιο δυσάρεστο αίσθημα, σαν εκείνο που δοκιμάζουμε όταν μπαίνουμε σε ένα υπό­γειο υγρό και μουχλιασμένο. Παραξενεύτηκα που τα μά­τια αυτά άρχισαν να με περιεργάζονται, τώρα μόνο. Θυ­μάμαι καλά ότι δύο ολόκληρες ώρες δεν είχα ανταλλάξει ούτε μια λέξη με το πλάσμα αυτό, δεν αισθανόμουν καθό­λου την ανάγκη· και δεν ξέρω γιατί, μου άρεσε η σιωπή μου. 'Αξαφνα, είδα καθαρά τι πράγμα ανόητο και σι χα-

-96-

τοΥΠΟΓΕΙΟ

μερό ήταν η κραιπάλη που αρχίζει πρόστυχα, χωρίς την αγάπη και την ντροπή που στεφανώνουν τον αληθινό έρωτα. Κοιταχτήκαμε ώρα πολλή έτσι, μα δεν κατέβαζε το βλέμμα της μπροστά στο δικό μου και δεν άλλαξε την έκφρασή της, τόσο, που στο τέλος στεναχωρήθηκα. «Πώς σε λένε;» ρώτησα απότομα, για να τελειώνω μια

ώρα αρχύτερα. «Λίζα» απάντησε σχεδόν μουρμουριστά, μ' έναν τρόπο

καθόλου γλυκό, κι έστρεψε αλλού τα μάτια. Σώπασα. «Τι καιρός σήμερα ... αυτό το χιόνι είναι απαίσιο!» είπα

σα να μιλούσα μονάχα στον εαυτό μου, και βάζοντας το χέρι κάτω από το κεφάλι μου για να κοιτάξω το ταβάνι. Δεν απάντησε. τ Ο λ' αυτά ήταν σιχαμερά.

«Είσ' από δω;» ρώτησα σε λίγο κάπως κακιωμένος, γυ-ρίζοντας ελαφρά το κεφάλι μου προς τη μεριά της. «Όχι». «Από πού είσαι τότε;» «Από τη Ρίγα» είπε δισταχτικά. «Γερμανίδα;» «Ρωσίδα». «Είναι καιρός που είσαι δω;» «Πού;» «Στο σπίτι αυτό».

«Δεκαπέντε μέρες». Μιλούσε όλο και πιο λακωνικά. Το σπερματσέτο είχε λιώσει· δεν μπορούσα να ξεχωρίσω πια το πρόσωπό της.

«τ Ε χεις γονείς;»

«Ναι ... όχι ... ναι, γιατί;» «Πού είναι;»

«Εκεί, στη Ρίγα». «τι είναι;»

«τίποτα ... » «Πώς τίποτα; Τι κάνουν;» «Τεχνίτες».

-97-

ΦΙΟΝτΟΡ ΝτΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

«Μαζί τους ζούσες;» «Ναι».

«Πόσων χρόνων είσαι;» «Είκοσι ένα». «Γιατί τους άφησες;»

«Διότι ... » Με τη λέξη αυτή ήθελε να πει «άφησέ με ήσυχη, με

στεναχωρείς». Σωπάσαμε.

Δεν ξέρω γιατί δεν έφευγα. 'Η μουν κι ο ίδιος κουρα­σμένος και λυπημένος. Οι εικόνες της προηγούμενης μέ­ρας περνούσαν άτακτα απ' το μυαλό μου δίχως να το θέ­λω. Θυμήθηκα ξαφνικά μία σκηνή που είδα το πρωί στο δρόμο, πηγαίνοντας σκεφτικός στο γραφείο. «Σήμερα, εκεί που κουβαλούσαν ένα φέρετρο, λίγο

έλειψε να τους πέσει κάτω» είπα ξαφνικά, χωρίς κατά βάθος να έχω καμιά διάθεση να μιλήσω.

«Φέρετρο;»

«Ναι, στη Σενάγια· το 'βγαζαν από κάποιο κελάρι». «Κελάρι;»

«'Οχ ι κελάρι ... υπόγειο ... ξέρεις ... κάτω ... μέσ' από κά­ποιο κακόφημο σπίτι ... Ήταν τόσο βρώμικα γύρω ... σκου­πίδια, ακαθαρσίες ... βρώμαγε, φρίκη».

Σιωπή. «Είναι φριχτό να θάβουν σήμερα!» είπα, μόνο και μό-

νο για να πω κάτι. «Γιατί;»

«Το χιόνι ... η υγρασία ... » είπα και χασμουρήθηκα. «Και τι πειράζει;» είπε άξαφνα ύστερα από λίγο. «' Οχι, είναι άσχημο ... » Χασμουρήθηκα πάλι. «Οι νε­

κροθάφτες θα βλαστημάνε το χιόνι. Θα 'χει σίγουρα νερό στο λάκκο».

«Γιατί θα 'χει νερό στο λάκκο;» ρώτησε με κάποια πε­ριέργεια, μα μιλώντας πιο απότομα από πριν. Αυτό άρχι­σε να με κουρδίζει.

«Βέβαια, υπάρχει νερό στο βάθος, τουλάχιστον έξι δά-

-98-

τοΥΠΟΓΕΙΟ

χτυλα. Στο νεκροταφείο του Βόλκοβο ούτε ένα λάκκο δεν μπορούν ν' ανοίξουν στεγνό».

«Γιατί;» «Τι γιατί; Είναι μέρος ελώδες. Παντού έλη υπάρχουν

εδώ. Βάζουν τα πτώματα μέσα στο νερό. Το είδα ο ίδιος πολλές φορές ... »

(Δεν το είχα δει ποτέ, και ποτέ δεν είχα πάει στο νε­κροταφείο του Βόλκοβο, μα το 'χα ακουστά.) «Εσένα δε σε νοιάζει να πεθάνεις;» «Και γιατί να πεθάνω;» αποκρίθηκε υπερασπίζοντας

τον εαυτό της. «' Οπως κι αν έχει, θα πεθάνεις μια μέρα, και θα πεθά­

νεις ακριβώς όπως αυτή που πέθανε χτες. 'Η ταν νέο κο­ρiτσι ... Πέθανε φθισική». «Αν ήταν κόρη, θα πέθανε στο νοσοκομείο». (Κατάλα­

βε περί τίνος πρόκειται, σκέφτηκα, και είπε «κόρη» αντί κορίτσι!) «Χρωστούσε στην πατρόνα» συνέχισα, ενώ ερεθιζό­

μουν όλο και περισσότερο από τη συζήτηση, «κι έμεινε ώς το τέλος στη θέση της, μολονότι ήταν φυματική. 'Ακουσα τους αμαξάδες να το διηγούνται σε κάτι στρα­τιώτες. Ήταν άνθρωποι που, δίχως άλλο, την είχαν γνω­ρίσει. Γελούσανε. 'Η θελαν να πιουν στο καπηλειό στην υγειά της». (τα περισσότερα απ' αυτά ήταν ψέματα.)

'Εγινε πάλι σιωπή, μια βαθιά σιωπή. Ούτε σάλεψε μά­λιστα.

«Δε θα 'ταν καλύτερα να πεθάνει στο νοσοκομείο;» · «Δεν είναι το ίδιο; ... Και γιατί να πεθάνω;» πρόσθεσε

εκνευρισμένη. «'Οχ ι τώρα, αργότερα».

«Και τι μ' αυτό; αργότερα ... » «Δεν είναι το ίδιο. Τώρα, να, είσαι όμορφη, νέα και

δροσερή, κι όπως κι αν έχει, σε θέλουν. Μα ένα χρόνο να κάνεις αυτή τη ζωή, δε θα 'σαι πια η ίδια, θα μαραθείς». «Μέσα σ' ένα χρόνο;»

-99-

ΦΙΟΝΊΌΡ Ν'fΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

«Ποιος ξέρει, θέλεις να βάλω περισσότερο από ένα χρόνο;» εξακολούθησα χαιρέκακα. «Από δω θα πέσεις πιο χαμηλά, σε κανένα άλλο σπίτι. Ύστερα από ένα χρό­νο πάλι σ' ένα τρίτο σπίτι, πιο χαμηλά, όλο και πιο χαμη­λά, και στα εφτά χρόνια θα βρεθείς σε κάνα υπόγειο της Σενάγιας. Κι αυτό δε θα 'ναι τίποτε ακόμη. Το δυστύχη­μα θα είναι αν aρπάξεις καμιά αρρώστια τότε, με το στή­θος αδύνατο, αν κρυώσεις ή κάτι τέτοιο. Μ' αυτή τη ζωή οι aρρώστιες γιατρεύονται δύσκολα. Τις αρπάζει κανείς και δεν τον αφήνουν. Να πώς θα πεθάνεις».

«Ας είναι, ας πεθάνω» αποκρίθηκε τέλος θυμωμένη, και κάνοντας μια απότομη κίνηση.

«Είναι κρίμα». «Γιατί;»

«Είναι κρίμα ν' αφήνει κανείς τη ζωή». Μικρή σιωπή. «τ Ε χεις κανέναν αγαπητικό;»

«Και τι σε νοιάζει εσένα;» «Δε σ' αναγκάζω ν' απαντήσεις. Τι με νοιάζει; Γιατί

θυμώνεις; Θα 'χεις σίγουρα στεναχώριες. Πεντάρα δε δί­νω. Μα να, λυπάμαι».

«Ποιον;»

«Εσένα, διάβολε».

«Δεν είναι ανάγκη» μουρμούρισε, κι έκανε πάλι μια κίνηση. Αυτό μ' έκανε να θυμώσω κι εγώ. Τι διάβολο! τ Ημουν

τόσο γλυκός μαζί της, κι αυτή ... «Μα πώς σκέφτεσαι; Είσαι στον καλό δρόμο, ε;» «Δε σκέφτομαι τίποτα». «Αυτό ακριβώς είναι το κακό, που δε σκέφτεσαι. Έλα

στον εαυτό σου, είναι καιρός ακόμη. Είναι καιρός ακόμη. Είσαι νέα· είσαι όμορφη· μπορείς ν' αγαπήσεις, να πα­ντρευτείς, να γίνεις ευτυχισμένη».

«τ Ο λες όσες παντρεύτηκαν, δεν είναι ευτυχισμένες» εί­

πε με τον ίδιο απότομο τόνο.

-100-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

«' Οχι όλες, βέβαια, αλλά σίγουρα θα περνούν καλύτε­ρα απ' ό,τι εδώ. Πολύ καλύτερα. Κι όταν αγαπά κανείς, μπορεί να ζήσει και χωρίς την ευτυχία. Η ζωή και στη δυ­στυχία ακόμα είναι όμορφη, είναι ευχάριστο να ζει κα­νείς, αδιάφορο το πώς. Μα εδώ, τι άλλο είναι από σαπί­λα; Πφφ!» Γύρισα το κεφάλι μου απ' την άλλη με αηδία· δε μιλού­

σα πια ψύχραιμα. • Αρχισα να νιώθω αυτά που έλεγα και να παραφέρομαι. Και βιαζόμουν να εκθέσω τις κρυφές ιδεούλες μου, που είχαν γεννηθεί στη γωνιά μου. Κάτι άναψε μέσα μου, έβλεπα να έρχεται κάποιος σκοπός στη ζωή μου. «Μη δίνεις σημασία που βρίσκομαι εδώ· μη με παίρ­

νεις για παράδειγμα. Είμαι ίσως χειρότερος από σένα. ·Άλλωστε, ήρθα μεθυσμένος» βιάστηκα να πω για να δι­καιολογηθώ. «Κι έπειτα, ο άντρας δεν μπορεί να χρησι­μεύει για υπόδειγμα στη γυναίκα. Είναι άλλο πράγμα· μπορώ να 'ρθω εδώ και να λερωθώ, να ξεπέσω, μα δεν είμαι σκλάβος κανενός ήρθα και θα φύγω. Τα τινάζω όλα από πάνω μου και ξαναγίνομαι άλλος. · Οσο για σέ­να, ευθύς εξαρχής γίνεσαι σκλάβα! Ναι, είσαι σκλάβα! Τα 'δωσες όλα, όλη σου την ελευθερία. Κι αν ήθελες κα­τόπιν να σπάσεις τις αλυσίδες σου, θα 'ταν αδύνατο: σε

κρατούν όλο και πιο γερά. Είναι καταραμένες αλυσίδες. Τις ξέρω. Δε μιλώ για άλλα πράγματα, δε θα με καταλά­βαινες. Μα πες μου: θα 'σαι βέβαια χρεωμένη στην πα­τρόνα, ε; Λοιπόν, τα βλέπεις;» πρόσθεσα, παρατηρώντας ότι παρά τη βουβαμάρα της με άκουγε με όλο της το εί­ναι. «Να μια αλυσίδα! Δε θα μπορέσεις ποτέ να ελευθε­ρωθείς. Είναι σα να 'χεις πουλήσει την ψυχή σου στο διάβολο ... »Κι έπειτα ... μπορεί να 'μαι κι εγώ το ίδιο δυστυχισμέ­

νος, δεν μπορείς να το ξέρεις, και να θέλω να κυλιστώ στη λάσπη από τη λύπη μου. Συμβαίνει να πιει κανείς πο­λύ από λύπη· λοιπόν, η λύπη μ' έφερε εδώ. Τι καλό βλέ-

-101-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝτΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

πεις σ' αυτό; Να, πριν από λίγο εσύ κι εγώ ... σμίξαμε ... και δεν αλλάζουμε λέξη. Με κοιτάζεις κατόπιν περίεργα, κι εγώ το ίδιο. Έτσι αγαπούν; Έτσι πρέπει να σμίγουν δυο πλάσματα; Είναι απαίσιο, αυτό είναι!»

«Ναι!» είπε άξαφνα επιδοκιμάζοντας. Και το είπε τόσο γρήγορα αυτό το ναι, που ξαφνιάστηκα. τ Ι σ ως η ίδια σκέ­ψη να είχε γεννηθεί πριν λίγο στο κεφάλι της, όταν με παρατηρούσε. Ήταν λοιπόν σε θέση να σκεφτεί λίγο; Ο διάβολος να με πάρει, μα είναι περίεργο να συμπέσουν έτσι οι ιδέες μας σκέφτηκα, τρίβοντας τα χέρια μου. Πώς να μην εκτιμήσω μια τόσο νέα ψυχή; Το παιχνίδι αυτό με τραβούσε. Γύρισε το κεφάλι της σ' εμένα, και σα να μου φάνηκε

στα σκοτεινά ότι το στήριξε με το χέρι της. Πόσο λυπό­μουν που δεν μπορούσα να δω τα μάτια της! τ Ακουγα τη βαθιά της αναπνοή.

«Γιατί ήρθες εδώ;» ρώτησα κάπως αυστηρά. «τ Ετσι».

«Κι όμως, είν' όμορφα στο πατρικό σπίτι! Είναι ζεστά εκεί, δε σου λείπει τίποτα· είναι μια αληθινή φωλιά!» «Αν δεν είναι όμως;» Α! είπα μέσα μου, πρέπει να της μιλήσω αλλιώτικα. Δε

θα κερδίσω μεγάλα πράγματα με τις αισθηματολογίες. Ωστόσο, ήταν σα μια αστραπή. 1Ό ορκίζομαι, άρχισα

να ενδιαφέρομαι γι' αυτήν πραγματικά. Γινόμουν όλο και πιο τρυφερός κι είχα διάθεση να μιλήσω. Κι έπειτα, η κα­τεργαριά ταιριάζει τόσο εύκολα με το αίσθημα.

«Βέβαια!» απάντησα βιαστικά. «τ Ολα γίνονται. Είμαι

πολύ σίγουρος ότι κάποιος σε αδίκησε και μάλλον οι άλ­λοι φταίνε παρά εσύ. Δεν ξέρω καθόλου την ιστορία σου, μα χωρίς άλλο, ένα κορίτσι όπως εσύ δεν έρχεται εδώ με τη θέλησή του ... »

«Κορίτσι είπες;» ψιθύρισε πολύ σιγανά, αλλά το

άκουσα. Διάβολε! Την κολακεύω. Είναι άσχημο. Μα ίσως και

καλό ... Σώπαινε. -102-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

«' Ακου, Λίζα, θα σου μιλήσω για μένα. Αν είχα οικο­γένεια στα παιδικά μου χρόνια, δε θα 'μουν αυτό που εί­μαι. Πολλές φορές το συλλογίζομαι αυτό. 'Οσο άσχημα και να περνά κανείς στην οικογένειά του -είναι πάντα ο πατέρας και η μητέρα μας, δεν είναι εχθροί μας ούτε ξέ­νοι. Ακόμη κι αν σου 'δειχναν αγάπη μια φορά το χρόνο, ξέρεις ωστόσο ότι βρίσκεσαι σπίτι σου. Εγώ μεγάλωσα χωρίς τους γονιούς μου· γι' αυτό ίσως γίνηκα έτσι ... αναί­σθητος».

Περίμενα πάλι. Ίσως δεν καταλαβαίνει, σκεφτόμουν. Κι έπειτα ηθικο­

λογώ, γελοία πράγματα! «Αν ήμουν πατέρας κι είχα μια κόρη, μου φαίνεται πως

θ' αγαπούσα την κόρη μου περισσότερο από τους γιους μου» είπα πάλι, αλλάζοντας θέμα, σα να 'θελα να τη δια­σκεδάσω. Πρέπει να το ομολογήσω ότι κοκκίνισα κι ο ίδιος.

«Γιατί;» ρώτησε.

«Δεν ξέρω, Λίζα. Να, ήξερα κάποιον πατέρα που ήταν σκληρός, αυστηρός άνθρωπος, και μπροστά στην κόρη του γονάτιζε, της φιλούσε τα πόδια και τα χέρια, και δε χόρταινε να τη βλέπει με θαυμασμό. Στο χορό, την ώρα που εκείνη χόρευε, στεκόταν πέντε ώρες όρθιος στην ίδια θέση, κοιτάζοντάς την χωρίς να στρέψει αλλού το βλέμμα

του. Ήταν τρελός γι' αυτήν. Το καταλαβαίνω. Εκείνη κα­τάκοπη, κοιμόταν τη νύχτα· εκείνος σηκωνόταν και τη φι­λούσε και την ευλογούσε κοιμισμένη! Φορούσε μια ρεντι­γκότα καταλιγδωμένη· για όλους ήταν φιλάργυρος, μα ξόδευε γι' αυτήν και την τελευταία του πεντάρα, της έκα­νε πλούσια δώρα, και πόσο ήταν ευτυχισμένος όταν το δώρο τής άρεσε. Ο πατέρας αγαπά πάντα περισσότερο τα κορίτσια του απ' ό,τι η μητέρα. Πόσο ευτυχισμένα εί­ναι μερικά κορίτσια στο σπίτι τους! Μου φαίνεται ότι δε θ' άφηνα ποτέ την κόρη μου να παντρευτεί».

«Για ποιο λόγο;» ρώτησε, μόλις χαμογελώντας.

-103-

ΦΙΟΝτΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

«Θα ζήλευα, σου τ' ορκίζομαι. Πώς! Θα φιλούσε άλλον άνθρωπο! Να αγαπήσει έναν ξένο περισσότερο από τον πατέρα της; Είναι δύσκολο να το παραδεχτείς. Βέβαια, στο τέλος ο καθένας λογικεύεται. Μα μου φαίνεται ότι πριν να την παντρέψω, θα 'χα μια τρομερή έγνοια. Θα έδιωχνα όλους όσοι τη ζητούσαν. Και δύσκολα θ' aποφά­σιζα να την παντρέψω μ' εκείνον που θ' αγαπούσε. Γιατί στον πατέρα αρέσει πάντοτε λιγότερο απ' όλους εκείνος που θ' αγαπήσει η κόρη του. Έτσι είναι. Πολλές στενα­χώριες στις οικογένειες προέρχονται απ' αυτό». «Υπάρχουν μερικοί που είναι ευχαριστημένοι να που­

λήσουν το κορίτσι τους, κι όχι να το παντρέψουν τίμια» είπε άξαφνα. Α! Αυτό ήταν λοιπόν!

· «Λίζα, αυτό γίνεται στις καταραμένες εκείνες οικογέ­νειες όπου δεν υπάρχει ούτε Θεός ούτε αγάπη» είπα με ενθουσιασμό. «Εκεί όπου δεν υπάρχει ούτε μυαλό. Τέτοι­ες οικογένειες υπάρχουν, είν' αλήθεια, μα δε μιλώ γι' αυ­τές. Φαίνεται ότι δεν καλοπερνούσες στο σπίτι σου για να μιλάς έτσι. Θα ήσουν πραγματικά δυστυχισμένη. Χμ ... Συνήθως η φτώχεια φταίει για όλ' αυτά».

«Είναι δηλαδή καλύτερα στους πλούσιους; Οι τίμιοι άνθρωποι περνούν καλά και μέσα στη φτώχεια». «Χμ ... ναι. Μπορεί. Υπάρχει ωστόσο και κάτι άλλο, Λί­

ζα. Ο άνθρωπος αγαπά να μετρά τις πίκρες του, μα δε λογαριάζει τις χαρές του. Αν τις μετρούσε, θα 'βλεπε ότι βαραίνουν το ίδιο. Κι όταν ευτυχεί η οικογένεια, όταν ο Θεός την ευλογεί, όταν ο άντρας αγαπά τη γυναίκα του, είναι πιστός, αφοσιωμένος ... Τι γλυκιά που είναι η ζωή σε μια τέτοια οικογένεια! Καμιά φορά οι λύπες είναι εμπό­διο στην ευτυχία· μα και ποιος δεν έχει λύπες. Θα πα­ντρευτείς ίσως και θα το γνωρίσεις κι εσύ. Ας πάροvμε για παράδειγμα τα πρώτα χρόνια μετά το γάμο μ' εκείνον που αγαπά κανείς: πόση ευτυχία υπάρχει μες στο σπίτι! Κι αυτό συμβαίνει πολύ συχνά. Στα πρώτα χρόνια και οι

-104-

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

συζυγικές φιλονικίες ακόμη τελειώνουν καλά. Μερικές γυναίκες όσο περισσότερο αγαπούν τον άντρα τους, τόσο περισσότερο φιλονικούν μαζί του. Αλήθεια, γνώρισα μια τέτοια: "Σε λατρεύω" έλεγε, "κι από αγάπη σε τυραννώ, πρέπει να το καταλάβεις". Το ήξερες ότι μπορεί σκόπιμα να σε κάνει κάποιος να υποφέρεις από αγάπη; Αυτό το κάνουν προπαντός οι γυναίκες. Λένε μέσα τους: Μετά θα

του δείξω τόση αγάπη, θα του προσφέρω τόσα χάδια, που δεν είναι αμαρτία να τον κάνω να υποφέρει τώρα. Και όλοι γύρω είναι τότε ευτυχισμένοι. Τι όμορφη ζωή, χα­ρούμενη, ήσυχη και τίμια! ... Υπάρχουν άλλες που ζη­λεύουν. Γν(οριζα μία που δεν μπορούσε ν' ανεχτεί να βγαίνει ο άντρας της έξω. 'Ετρεχε μάλιστα και τη νύχτα για να πάει να δει κρυφά αν πήγε σε κανένα άλλο σπίτι, σ' άλλη γυναίκα. Είναι κακό αυτό. Το ξέρει καλά ότι εί­ναι κακό, αλλά δεν έχει τη δύναμη και βασανίζεται· μα τον αγαπά· από αγάπη το κάνει. Ω! τι όμορφο που είναι να συμφιλιώνεσαι ύστερα από μια λογομαχία, να συγχω­ρείς ή να σε συγχωρούν. Κι οι δυο τότε είναι ευχαριστη­μένοι -σα να συναντήθηκαν για πρώτη φορά, σα να ξα­ναπαντρεύτηκαν πάλι, σα ν' άρχισαν μόλις ν' αγαπιού­νται. Και κανένας, κανένας δεν πρέπει να ξέρει τι συμ­βαίνει ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα όταν αγα­πιούνται. Τις φιλονικίες τους δεν πρέπει ούτε και στις μη­τέρες τους ακόμη να τις λένε και να τις βάζουν κριτές. Πρέπει να είναι οι ίδιοι κριτές. Η αγάπη είναι ένα θείο μυστήριο, και πρέπει να κρύβεται απ' ολωνών τα μάτια, ό,τι και να συμβαίνει. Έτσι γίνεται πιο άγια, καλύτερη. Σέβεται περισσότερο ο ένας τον άλλον, και πολλά πράγ­ματα βασίζονται στο σεβασμό. Κι αν aρχίνησαν με αγά­πη, αν παντρεύτηκαν από αγάπη, γιατί να σβήσει η αγά­πη τους; Δεν μπορούν να τη διατηρήσουν; Κι έπειτα, αν τύχει να 'ναι ο άντρας καλός και τίμιος, πώς μπορεί να σβήσει η αγάπη; Η αγάπη των πρώτων χρόνων του γάμου θα περάσει, είναι αλήθεια, μα θα αντικατασταθεί από

-105-

ΦΙΟΝΓΟΡ ΝΓΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

κάποια άλλη που αξίζει περισσότερο. Οι ψυχές τότε θα σμίξουν, όλα τα συμφέροντά τους θα είναι κοινά· δε θα κρύβει τίποτε ο ένας απ' τον άλλον. Έπειτα έρχονται τα παιδιά, και κάθε στιγμή τους, όσο πικρή κι αν είναι, θα τους φαίνεται γλυκιά. Πρέπει να αγαπάμε μόνο και να έχουμε θάρρος. Κάθε εργασία γίνεται τότε με καλή καρ­διά, κι αν στερηθείς και το ψωμί ακόμη για χάρη των παιδιών σου, πάλι θα είσαι ευτυχισμένος. Γιατί θα σ' αγαπήσουν γι' αυτή σου τη θυσία· για τον ίδιο σου τον εαυτό εργάζεσαι· τα παιδιά μεγαλώνουν και νιώθεις ότι τους γίνεσαι παράδειγμα και στήριγμα· ακόμη κι αφού πεθάνεις, σ' όλη τους τη ζωή θα διατηρήσουν μέσα τους τα αισθήματά σου, τις ιδέες σου, έτσι όπως τους τα μετέ­δωσες, και θα είναι όπως η εικόνα σου, όμοια μ' εσένα. Αυτό είναι το μεγάλο καθήκον. Και πώς γίνεται αυτό να μην ενώσει ακόμη περισσότερο τον πατέρα με τη μητέρα;

Λένε ότι είναι πόνος να ανατρέφεις παιδιά. Τι ανοησία! Είναι μια θεία ευτυχία! Αγαπάς τα παιδάκια, Λίζα; Εγώ τα λατρεύω. Ποιος είναι αυτός ο άντρας που η καρδιά του δε θα στραφεί προς τη γυναίκα του, βλέποντάς την με

το παιδί τους στην αγκαλιά; Το ροδοκόκκινο παιδάκι, το παχουλό, που απλώνει τα χεράκια του, όλο χάδι; Τις μι­κρές γαμπούλες, τα μικρά μπρατσάκια του ολοστρόγγυλα,

τα νυχάκια του τόσο καθαρά, μικρά, μικρούτσικα, αλή­θεια, τι παράξενο να τα βλέπεις! Τα μάτια του, που θαρ­ρείς πως τα καταλαβαίνουν όλα. Βυζαίνει και τραβά με το χεράκι του τα στήθια της μητέρας, διασκεδάζει. Πλη­σιάζει ο πατέρας, το μωρουδάκι αφήνει το στήθος, τρα­βιέται πίσω, κοιτάζει τον πατέρα κι αρχίζει να γελά, σα να νιώθει ότι πρέπει να γελάσει, και ξαναρχίζει πάλι να βυζαίνει. Κάποτε, όταν βγάζει δοντάκια, δαγκώνει τq στήθια της μητέρας του και την κρυφοκοιτάζει με τα κα­τεργάρικα ματάκια του: "Κοίτα, σε δάγκωσα!" Δεν είναι λοιπόν ευτυχία όταν βρίσκονται και οι τρεις μαζί: ο άντρας, η γυναίκα και το παιδί! Μπορεί να συγχωρήσει

-106-

ΊΌ ΥΠΟΓΕΙΟ

κανείς πολλά πράγματα γι' αυτές τις στιγμές. ·Οχ ι, Λίζα,

πρέπει να μάθουμε πρώτα να ζούμε οι ίδιοι, κι έπειτα να κατηγορούμε τους άλλους!»

Πρέπει να της παρουσιάσω αυτές τις εικόνες, σκέφτη­κα, και μολονότι μιλούσα με αίσθημα, άξαφνα κοκκίνισα: Κι αν αρχίσει τα γέλια, τι θα κάνω; η σκέψη αυτή με ανα­στάτωσε. Τελειώντας τα λόγια μου είχα πραγματικά εν­θουσιαστεί, και τώρα το φιλότιμό μου μ' έκανε να ντρέ­πομαι. Ακολούθησε μια μεγάλη σιωπή. Θα ήθελα μάλιστα να κρατούσε κι άλλο.

«Ξέρετε ότι. .. » άρχισε άξαφνα, και σταμάτησε. Είχα καταλάβει: κάτι καινούριο έτρεμε στη φωνή της,

κάτι που δεν ήταν ούτε απότομο, ούτε πρόστυχο ή aνυπό­ταχτο όπως πριν, αλλά κάτι γλυκό και φοβισμένο, τόσο φοβισμένο, που στεκόμουν κι εγώ φοβισμένος μπροστά της, σα να 'χα φταίξει.

«Τι πράγμα;» ρώτησα με τρυφερή περιέργεια. «Μα εσείς ... » «Τι;»

«Εσείς... μιλάτε σα βιβλίο» είπε, και κάτι σαρκαστικό υπήρχε πάλι μέσα στη φωνή της. Η παρατήρηση αυτή με πείραξε. Περίμενα κάτι άλλο. Δεν κατάλαβα ότι ο σαρκασμός της ήταν προσποιητός

ότι ήταν το συνηθισμένο παιχνίδι των δειλών που έχουν αθώα την καρδιά, όταν ζητά κανείς παρά τη θέλησή τους να εισχωρήσει στο βάθος της ψυχής τους, κι ώς την τε­λευταία στιγμή αντιστέκονται από περηφάνια και φοβού­νται να εκφράσουν εκείνο που αισθάνονται. Η δειλία μά­λιστα, με την οποία προσπάθησε πολλές φορές να εκφρά­σει το σαρκασμό της, έπρεπε να με κάνει να το καταλά­βω. Μα δεν το κατάλαβα και μ' έπιασε κάποια δυσθυμία. Περίμενε λίγο! σκέφτηκα.

-107-

«Τι λες, Λίζα, μιλάς για βιβλία τη στιγμή που κι ο ίδιος σιχαίνομαι το μέρος αυτό, αν και δε σου είμαι τίποτα. Τώρα ξύπνησαν όλ' αυτά μες στην ψυχή μου ... Είναι δυ­νατό, είναι δυνατό να μην αισθάνεσαι αηδία μένοντας εδώ; Ναι, η συνήθεια κάνει πολλά! Διάολε, σε τι χάλι φέρνει τον άνθρωπο η συνήθεια. Μήπως πιστεύεις σοβα­ρά ότι δε θα γεράσεις ποτέ κι ότι θα είσαι πάντα όμορφη και θα σε κρατήσουν εδώ για πάντα; Και δε μιλώ για ό,τι άσχημο υπάρχει εδώ που μένεις. Ή καλύτερα, να τι έχω να σου πω για τη σημερινή σου ζωή. Είσαι νέα, όμορφη, καλή κι ευαίσθητη. Μα είναι ανώφελο. τ Οtαν συνήλθα,

ξέρεις πόσο αηδίασα που βρέθηκα κοντά σου; Αν ήσουν αλλού και ζούσες όπως ζουν οι τίμιοι άνθρωποι, ίσως θα σου έκανα κόρτε, ίσως μάλιστα και να σε ερωτευόμουν· θα γινόμουν ευτυχισμένος, όχι από ένα σου λόγο, αλλά κι από μια ματιά σου μόνο: θα σε περίμενα στην πόρτα, θα 'πεφτα στα γόνατά σου· θα σε φανταζόμουν αρραβωνια­στικιά μου και θα υπερηφανευόμουν γι' αυτό. Δε θα μπο­ρούσα να κάνω ούτε μία σκέψη για σένα που να μην εί­ναι αγνή. Μα εδώ ξέρω πως φτάνει ένα νεύμα μου και θα με ακολουθήσεις θέλοντας και μη. Δε δίνω καμιά ση­μασία στη θέλησή σου. Εσύ δίνεις στη δική μου. Κι ο τε­λευταίος χωριάτης όταν καπαρώνεται να εργαστεί, δεν καπαρώνεται ολόκληρος, κι έπειτα ξέρει ότι θα τελειώσει η σκλαβιά του. Εσύ πότε θα είσαι ελεύθερη; Για σκέψου: τι δίνεις εδώ; τι πράγμα έχεις σκλαβωμένο; την ψυχή σου, την ψυχή σου που δε σου ανήκει πια, που είναι σκλαβω­μένη μαζί με το σώμα σου. Ο πρώτος μεθύστακας που θα 'ρθει, λερώνει την αγάπη σου! Την αγάπη! - Μα είναι το παν, είν' ένα διαμάντι· είναι ο θησαυρός της κόρης η αγάπη! Για να γίνει κάποιος aντάξιος αυτής της αγάπης, θα 'δινε τη ζωή του, θα βάδιζε και στο θάνατο. Ποια εί-, ναι τώρα η αξία της αγάπης σου; Είσαι αγορασμένη ολό-

-108-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

κληρη και δεν έχει ο άλλος ανάγκη να αποκτήσει την αγάπη σου, γιατί και δίχως την αγάπη σου τα έχει όλα. Δεν υπάρχει χειρότερη προσβολή για ένα κορίτσι) κατα­λαβαίνεις; Στάσου, έχω ακούσει να λένε ότι για να σας χρυσώσουν το χάπι, σας επιτρέπουν να έχετε αγαπητι­κούς. Τι aνόητες που είσαστε! Μα το κάνουν για να σας ξεγελάσουν μόνο, να σας κορο'ίδέψουν, και το πιστεύετε! Για πες μου, σ' αγαπά στ' αλήθεια ο αγαπητικός σου; Δεν το πιστεύω. Πώς θα μπορούσε να σ' αγαπά όταν ξέρει ότι από στιγμή σε στιγμή θα σε φωνάξουν; Μόνο ένας τιπο­τένιος μπορεί να το ανεχτεί αυτό. Μήπως σε σέβεται κα­θόλου; Τι σε συνδέει μαζί του; Σε κορο'ίδεύει, σε εκμε­ταλλεύεται: αυτή 'ναι η αγάπη του! Κι ευχαριστημένη να είσαι αν δε σε δέρνει κιόλας. Γιατί κι αυτό μπορεί να γί­νει. Για ρώτησέ τον, αν έχεις αγαπητικό, θα σε παντρευό­ταν; Θα σκάσει στα γέλια, αν δε σε φτύσει στο πρόσωπο και δε σε σπάσει στο ξύλο -τη στιγμή που κι αυτός ο ίδιος δεν αξίζει ούτ' έναν κάλπικο παρά. Κι όταν σκεφτεί κανείς για ποιο λόγο έχασες τη ζωή σου; Επειδή εδώ σου δίνουν καφέ και τρως καλά; Και για ποιο σκοπό σε τρέ­φουν; Μια άλλη, ένα τίμιο κορίτσι θα πνιγόταν με μια τέ­τοια μπουκιά, αν ήξερε για ποιο σκοπό την τρέφουν. Εί­σαι χρεωμένη εδώ, και θα 'σαι πάντα, ώς το τέλος, ώς τη μέρα που οι πελάτες θ' αρχίσουν να σε αηδιάζουν. Θα γί­νει κι αυτό σε λίγο: μη βασανίζεσαι στα νιάτα σου. Αυτά περνούν γρήγορα εδώ. Θα σε πετάξουν έξω. Μα δε θα σε διώξουν μόνο, θ' αρχίσουν πρώτα να τσιγκουνεύονται 'μαζί σου, να σε μαλώνουν, να σε φοβερίζουν, σα να μην τους έδωσες τα νιάτα σου, την υγεία σου, και σα να μην έχασες την ψυχή σου γι' αυτήν, τη σωματεμπόρισσα, αλλά σα να την κατάστρεψες, να την έγδυσες, να την έκλεψες. Μην περιμένεις κανέναν να σε υποστηρίξει: οι συντρό­φισσές σου θα σου δώσουν άδικο για να την κολακέψουν, γιατί όλες εδώ είναι σκλαβωμένες: έχασαν πια τη συνεί­δησή τους και την ευσπλαχνία. Εξαχρειώθηκαν, και δεν

-109-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

υπάρχουν στον κόσμο βρισιές πιο πρόστυχες, πιο βρωμε­ρές, πιο προσβλητικές απ' αυτές που θ' ακούσεις. Θ' αφή­σεις εδώ μια για πάντα: την υγεία, τη νεότητα, την ομορ­φιά, την ελπίδα, θα είσαι είκοσι χρονών και θα φαίνεσαι τριάντα πέντε, και να 'σαι κι ευχαριστημένη αν δεν aρ­ρωστήσεις. Να παρακαλείς το Θεό έτσι να γίνει. Φαντά­ζεσαι ίσως τώρα πως τίποτ' άλλο πια δε θα 'χεις παρά να διασκεδάζεις μόνο· μα είναι η πιο ξεθεωτική και η πιο αηδιαστικη δουλειά που υπάρχει. Είναι σα να θέλεις να πνίξεις την καρδιά σου στα δάκρυα. Και δε θα τολμήσεις να πεις λέξη· όταν θα σε διώξουν από δω, θα φύγεις σαν

ένοχη. Θα πας σε άλλο σπίτι, έπειτα σ' ένα τρίτο, ώσπου να καταντήσεις στη Σενάγια. Και μόλις φτάσεις εκεί, θα σε δείρουν· είναι η πρώτη περιποίηση εκεί κάτω· οι πελά­τες δεν μπορούν να χαϊδέψουν χωρίς να δείρουν. Δε θες να το πιστέψεις ότι είναι τόσο αηδιαστικό; Πήγαινε, κοί­ταξε μια μέρα και θα το δεις με τα μάτια σου. Είδα κά­ποια από τις γυναίκες αυτές μια φορά την πρωτοχρονιά έξω από την πόρτα. Την είχαν βγάλει έξω για ν' aστειευ­τούν, για να την κάνουν να παγώσει λίγο επειδή φώναζε. Κι έκλεισαν πίσω της την πόρτα. Στις εννιά το πρωί ήταν κιόλας στουπί στο μεθύσι, αναμαλλιάρα, μισόγυμνη, με μελανά τα κρέατα απ' το ξύλο. Ήταν άσπρη απ' το φτια­σίδι και με τα μάτια μαυρισμένα γύρω, το αίμα έτρεχε από τη μύτη και τα δόντια της: την είχε κάνει σ' αυτά τα χάλια κάποιος αμαξάς. Καθόταν στα πέτρινα σκαλοπά­τια· βαστούσε στο χέρι της ένα παστωμένο ψάρι· φώναζε, θρηνούσε για τη μοίρα της και χτυπούσε το παστό στσ σκαλοπάτια. Γύρω της είχαν μαζευτεί αμαξάδες και στρατιώτες μεθυσμένοι που την πείραζαν. Δεν το πι­στεύεις πως θα γίνεις έτσι; κι εγώ δε θα 'θελα να το πι­στέψω. Μα ποιος ξέρει, ίσως κι αυτή με το παστό πριν από οχτώ δέκα χρόνια να 'ρθε από κάπου, δροσερή σαν αγγελούδι, αθώα και αγνή· δεν ήξερε τη διαφθορά, κοκ­κίνιζε σε κάθε κουβέντα. Ίσως να 'ταν σαν κι εσένα πε-

-110-

τοΥΠΟΓΕΙΟ

ρήφανη κι ευαίσθητη, να μην έμοιαζε στις άλλες, με περ­πατησιά βασίλισσας, ξέροντας τι ευτυχία θα έβρισκε εκείνος που θα την αγαπούσε και που θα τον αγαπούσε κι αυτή. Βλέπεις πού κατάντησε; Και πού ξέρεις, εκείνη τη στιγμή που χτυπούσε το παστό στα βρώμικα σκαλοπά­τια, θυμόταν τα περασμένα της χρόνια, την αγνότητά της στο πατρικό σπίτι, όταν πήγαινε ακόμη στο σχολείο κι ο γιος του γείτονα την περίμενε στο δρόμο του σχολείου

για να της ορκιστεί ότι θα την αγαπά σ' όλη του τη ζωή, πως θα θυσιαστεί γι' αυτήν, μπορεί να θυμήθηκε πως υποσχέθηκαν μεταξύ τους να αγαπιούνται παντοτινά και να παντρευτούν όταν θα μεγαλώσουν.· Οχ~, Λίζα, θα 'ναι ευτύχημα, ευτύχημα για σένα αν πεθάνεις νωρίτερα από φθίση σε μια γωνιά, σε κάνα υπόγειο, σαν την άλλη πριν από λίγο. Στο νοσοκομείο λες; Καλό κι αυτό, αν θελή­σουν να σε πάνε, μα αν σε χρειάζεται ακόμα η σωι.ίατε­μπόρισσα; Η φθίση δεν είναι αρρώστια σαν τον πυρετό. ·Ως την τελευταία στιγμή ο άρρωστος ελπίζει και υποστη­ρίζει πως είναι καλά. Γελιέται κι ο ίδιος. Κι η πατρόνα κάνει τη δουλειά της. Αυτό είναι καλό για την πατρόνα. Αυτό θα πει πως της πούλησες την ψυχή σου, κι έπειτα, χρωστάς λεφτά και δεν τολμάς να πεις κουβέντα. Κι όταν θα ξεψυχάς, θα σ' εγκαταλείψουν, θα γυρίσουν αλλού τα μούτρα τους, γιατί τότε κανένα κέρδος δε θα μπορείς πια να τους προσφέρεις, θα σε μαλώνουν μάλιστα γιατί πιά­νεις τον τόπο, γιατί δεν πεθαίνεις γρήγορα. ·Ι σα που θα

σου δίνουν να πιεις και θα σου απαντούν με βρισιές: "Πότε θα τα τινάξεις πια, αλανιάρα; Δε μας aφήνεις να κοιμηθούμε· βογκάς κι ενοχλείς τους πελάτες". Είναι αλήθεια: άκουσα να λένε τέτοια λόγια. Θα σε ρίξουν ετοιμοθάνατη σε καμιά βρώμικη γωνιά στο σκοτεινό υπό­γειο. Πλαγιασμένη κει χάμω, ολομόναχη, τι θα σκέφτε­σαι; Κι όταν θα πεθάνεις, ξένοι άνθρωποι θα σε θάψουν βιαστικά, γκρινιάζοντας ανυπόμονα· κανείς δε θα σ' ευ­λογήσει, κανείς δε θ' αφήσει ένα στεναγμό λύπης για σέ-

-111-

ΦΙΟΝΤΟΡ_ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

να· ένα μόνο θα θέλουν: πώς να σε βγάλουν όσο πιο γρή­γορα γίνεται απ' τη μέση. Θα αγοράσουν μια παλιοκάσα, θα σε πάνε όπως πήγανε σήμερα αυτή τη δυστυχισμένη, και το μνημόσυνό σου θα το κάνουν οι μπεκρήδες μόνο, ύστερα, στο καπηλειό. Στο λάκκο σου θα 'ναι λάσπες, βρωμιές, χιόνι. Δε θα πολυσκοτιστούν για σένα. "Κατέ­βασέ την, Βάνια· είναι το γραφτό της θαρρείς πως έχει τα πόδια πάντα ψηλά. Μίκραινε το σκοινί, ζωντόβολο. -Καλά είν' έτσι. Το βλέπεις; Έπεσε στραβά. Άνθρωπος ήτανε κι αυτή. Τι να γίνει; Κι έτσι καλά θα είναι". Δε θα χασομερήσουν περισσότερο για σένα· θα σε σκεπάσουν γρήγορα γρήγορα με το μελανό και λασπερό παλιόχωμα και θα πάνε στο καπηλειό. Να, έτσι θα ξεχαστείς κάτω από τη γη. Οι άλλοι έχουν παιδιά, πατέρες, άντρες, που πάνε στους τάφους των δικών τους. Μα για σένα ούτε δάκρυ, ούτε στεναγμός, ούτε μνημόσυνο. Κανείς ποτέ δε θα 'ρθει να σε βρει. Τ όνομά σου θα χαθεί σα να μην έζησες ποτέ στον κόσμο. Η λάσπη, ο βάλτος: του κάκου θα χτυπάς το καπάκι της κάσας σου τη νύχτα, όταν ξυ­πνούν οι πεθαμένοι: "Καλοί μου άνθρωποι, αφήστε με να ζήσω στον κόσμο! 'Οσο ζούσα, δε γνώρισα τίποτε από τη ζωή· η ζωή μου χάθηκε· την ήπια μέσα στο καπηλειό της Σενάγιας αφήστε με να ζήσω στον κόσμο πάλι, καλοί μου άνθρωποι!"».

Με είχε παρασύρει το πάθος σε τέτοιο βαθμό, που ένιωθα σα να μου σφίγγουν το λαιμό και ... άξαφνα στα­μάτησα. Σηκώθηκα τρομαγμένος, και γέρνοντας δειλά το κεφάλι μου, άρχισα ν' ακούω με καρδιοχτύπι. Κι είχα δί­κιο που ήμουν ταραγμένος.

Το είχα καταλάβει από ώρα πολλή ότι είχα αναστατώ­σει την ψυχή της, είχα ραγίσει την καρδιά της, κι όσο πε­ρισσότερο βεβαιωνόμουν, τόσο και ζητούσα να φτάσω στο σκοπό μου, πιο γρήγορα, πιο σταθερά. Το παιχνίδι με παρέσυρε· μα δεν ήταν παιχνίδι μόνο ... 'Ηξερα ότι μιλούσα σκληρά και με τρυφερότητα, και

-112-

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

μάλιστα με διδακτικό τρόπο· κοντολογίς, δεν μπορούσα να μιλήσω αλλιώτικα, παρά «όπως στα βιβλία», ωστόσο δεν ήταν αυτό που με αναστάτωνε- προαισθανόμουν ότι θα με καταλάβαινε και ότι ακριβώς αυτό το ύφος θα με βοηθούσε. Μα τώρα που είχα φτάσει πια στο αποτέλε­σμα, μ' έπιασε ένας ξαφνικός φόβος. 'Οχ ι, ποτέ, ποτέ δεν είδαν τα μάτια μου τέτοια απελπισία! 'Η ταν πλαγιασμένη μπρούμυτα, με το κεφάλι χωμένο στο μαξιλάρι που το 'σφιγγε με τα δυο της μπράτσα. Το στήθος της ανεβοκα­τέβαινε. Το νεανικό κορμί της τρανταζόταν ολόκληρο σαν από σπασμούς. Τα αναφιλητά την έπνιγαν, της ξέσκι­ζαν το στήθος, κι άξαφνα της ξέφυγαν κραυγές και ουρ­λιαχτά.' Εσφιξε τότε ακόμη πιο πολύ το μαξιλάρι της. Δεν ήθελε κανένας, ψυχή ζωντανή να μάθει το μαρτύριο και τα δάκρυά της. Δάγκωνε το μαξιλάρι, δάγκωνε ώς και τα μπράτσα της που μάτωσαν (το είδα πιο ύστερα)· ή τρα­βούσε απελπισμένη τα ξέπλεκα μαλλιά της με τα δάχτυ­λα, έβαζε όλη της τη δύναμη για να μη σαλέψει, για να κρατήσει την αναπνοή της και να σφίξει τα δόντια της. 'Αρχισα να της λέω κάτι, την παρακαλούσα να ησυχάσει, μα ένιωσα ότι δεν είχα το θάρρος, κι άξαφνα, ριγώντας ολόκληρος, σχεδόν τρέμοντας από το φόβο, γλίστρησα ψηλαφητά για να βρω την πόρτα και να το σκάσω το γρη­γορότερο. Ήταν σκοτεινά: του κάκου προσπάθησα, δεν προχωρούσα. Στο τέλος το χέρι μου έπιασε ένα κουτί σπίρτα κι ένα σαμτάνι με ολόκληρο το σπερματσέτο. Μό­λις το φως φώτισε το δωμάτιο, η Λίζα ανασηκώθηκε, κά­θισε στο μαξιλάρι και με κοίταζε σα χαμένη, με συσπα­σμένο πρόσωπο και με χαμόγελο σχεδόν τρελής. Κάθισα κοντά της και πήρα το χέρι της μέσα στο δικό μου· συνήλ­θε, ρίχτηκε πάνω μου, θέλησε να με αγκαλιάσει, μα δεν τολμούσε να το κάνει κι έγειρε αργά το κεφάλι της μπρο­στά μου.

«Λίζα, φίλη μου, έκανα άσχημα» - συγχώρεσέ με, πή­γα να πω, μα έσφιξε τα δάχτυλά μου στα χέρια της τόσο

-'113-

ΦΙΟΝτΟΡ ΝτΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

δυνατά, που κατάλαβα ότι δε θα 'λεγα φtείνο που έπρεπε και σταμάτησα. «Να η διεύθυνσή μου, Λίζα, έλα να με δεις». «Θα 'ρθω» μουρμούρισε αποφασιστικά, χωρίς να ση­

κώσει το κεφάλι της. «Και τώρα, φεύγω, αντίο ... ωρεβουάρ». Σηκώθηκα, σηκώθηκε κι εκείνη, κι άξαφνα κοκκίνισε,

ανατρίχιασε, άρπαξε μια εσάρπα απ' την καρέκλα και την έριξε στους ώμους της ώς πάνω στο λαιμό. 'Επειτα χαμογέλασε πάλι πονεμένα, ξανακοκκίνισε και με κοίτα­ξε παράξενα. Μου 'κανε κακό αυτό· βιάστηκα να φύγω, να εξαφανιστώ.

«Περιμένετε» μου είπε ξαφνικά στο διάδρομο, κοντά στην πόρτα, και με σταμάτησε πιάνοντας το παλτό μου. Έβαλε κάπου βιαστικά το κερί και χάθηκε -θυμήθηκε ίσως κάτι που ήθελε να μου το δείξει. Φεύγοντας, ήταν κατακόκκινη· τα μάτια της έλαμπαν κι ένα χαμόγελο φά­νηκε στα χείλη της. Τι να 'ταν άραγε; Περίμενα χωρίς να το θέλω· ξανάρθε σε λίγο· το βλέμμα της θαρρείς πως ζη­τούσε συγχώρηση. Δεν είχε πια το ίδιο πρόσωπο, ούτε το ίδιο βλέμμα όπως στην αρχή -πένθιμο, καχύποπτο, πει­σματωμένο. Τώρα το βλέμμα της ήταν ικετευτικό, γλυκό, εύπιστο, τρυφερό και δειλό μαζί. Τέτοιο είναι το βλέμμα των παιδιών όταν αγαπούν πολύ κάποιον και του ζητούν κάτι. Είχε ωραία καστανά μάτια, εκφραστικά, μάτια που ήξεραν να καθρεφτίζουν την αγάπη και το μίσος. Χωρίς να μου εξηγήσει τίποτε -σα να 'μουν ένα ον

ανώτερο, που έπρεπε όλα να τα ξέρω από διαίσθηση­άπλωσε το χέρι και μου 'δωσε ένα χαρτί. Το πρόσωπό της φωτίστηκε εκείνη τη στιγμή με μια θριαμβευτική, παι­δική αφέλεια. Ξεδίπλωσα το χαρτί. Ήταν ένα γράμμα που της είχε στείλει ένας φοιτητής της ιατρικής, ή κάποι­ας άλλης επιστήμης -μια ερωτική εξομολόγηση πομπώ­δης, ρητορική, μα που έκλεινε μέσα της και πολύ σεβα­σμό. Δε θυμάμαι πια τις εκφράσεις, θυμάμαι όμως πολύ

-114-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

καλά ότι μέσα από το υψηλό εκείνο ύφος ξεχώριζε κα­νείς ένα αληθινό αίσθημα που ήταν αδύνατο να είναι προσποιητό. 'Οταν τέλειωσα το διάβασμα, αντίκρισα καρφωμένο πάνω μου το θερμό της βλέμμα, γεμάτο πε­ριέργεια και παιδική ανυπομονησία. Δεν ξεκολλούσε τα μάτια της από το πρόσωπό μου και περίμενε ανυπόμονα τι θα πω. Με λίγα λόγια, μου εξήγησε βιαστικά και χα­ρούμενη, και με κάποια περηφάνια, ότι είχε παρασυρθεί σε μια χορευτική εσπερίδα «σε μια έντιμη οικογένεια, που δεν ήξερε τίποτα, απολύτά:ις τίποτα», επειδή είναι νεοφερμένη εδώ, πώς δεν ήταν ακόμη καθόλου αποφασι­σμένη να μείνει και δίχως άλλο θα έφευγε μόλις ξεπλή­ρωνε το χρέος της ... Στο χορό λοιπόν, ήταν εκείνος ο φοι­τητής και χόρεψε μαζί της όλη τη βραδιά, κουβέντιασε και άλλοτε μ' αυτόν· στα παιδικά της χρόνια έτυχε να τον γνωρίσει στη Ρίγα; είχανε παίξει μαζί, μα από τότε είχε περάσει πολύς καιρός γνώριζε τους γονείς του, κι ο φοι­τητής δεν ήξερε τίποτε για την τωρινή της κατάσταση, κι ούτε την υποπτευόταν μάλιστα! Την άλλη μέρα, ύστερα από τη χορευτική εσπερίδα (είχαν περάσει τρεις μέρες τώρα) της έστειλε αυτό το γράμμα με μια φιλενάδα που ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά ... και ... να, αυτό ήταν όλο. 'Οταν τέλειωσε τη διήγησή της, κατέβασε τα σπινθηρο­

βόλα μάτια της, σχεδόν με ντροπή. Η φτωχούλα· φύλαγε το γράμμα του φοιτητή σαν ένα

θησαυρό, κι έτρεξε να τον φέρει, αυτόν το μοναδικό θη­σαυρό, μη θέλοντας να μ' αφήσει να φύγω χωρίς να μάθω ότι κι εκείνη είχε αγαπηθεί τίμια και ειλικρινά, ότι και σ' εκείνη έγραφαν με σεβασμό. Βέβαια, το γράμμα ήταν προορισμένο να μείνει στο σεντουκάκι της, χωρίς αποτέ­λεσμα. Μα το ίδιο κάνει, είμαι βέβαιος ότι θα το φύλαγε σ' όλη της τη ζωή σαν ένα θησαυρό, σα μια περηφάνια και δικαιολογία της,· και τώρα ακόμη το θυμήθηκε κι έτρεξε να το φέρει, για να περηφανευτεί αθώα μπροστά μου, για να εξυψωθεί στα μάτια μου, για να δω, να το πα-

-115-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

ραδεχτώ. Δεν είπα τίποτα, της έσφιξα το χέρι κι έφυγα ... Βιαζόμουν να φύγω. Περπάτησα πεζός σ' όλο το δρόμο, αν και το χιόνι έπεφτε ακόμη σε χοντρές νιφάδες. Ήμουν εκμηδενισμένος, συντριμμένος, αμήχανος. Μα η αλήθεια έλαμπε πια, παρά την αμηχανία μου. Αποτρόπαιη αλήθεια!

8

Ωστόσο, δε θέλησα να αναγνωρίσω γρήγορα την αλήθεια αυτή. Την άλλη μέρα όταν ξύπνησα, ύστερα από λίγων ωρών μολυβένιο ύπνο, ξαναφέρνοντας στο νου μου ολά­κερη την προηγούμενη μέρα, παραξενεύτηκα για τη χτε­σινοβραδινή αισθηματικότητά μου με τη Λίζα «για όλες εκείνες τις φρικαλεότητες και τις αθλιότητες». Να λοιπόν που καμιά φορά γίνεται κανείς αδύναμος σα γυναίκα, πφφ! έκανα αποφασιστικά. Και γιατί της έδωσα τη διεύ­θυνσή μου; Αν έρθει; Και τι μ' αυτό; ας έρθει· δε με νοιά­ζει ... Το πιο σπουδαίο σίγουρα δεν ήταν αυτό: έπρεπε να βιαστώ για να σώσω την υπόληψή μου μπροστά στα μάτια του Ζβερκόφ και του Σιμόνοφ. Αυτό ήταν το κυριότερο. 'Οσο για τη Λίζα, την είχα ολότελα ξεχάσει εκείνο το πρωί, τόσο ήμουν απασχολημένος. 'Επρεπε προπαντός, χωρίς αναβολή, να επιστρέψω τα χρήματα που είχα πάρει απ' τον Σιμόνοφ. Κατέληξα σε κάποιο απελπισμένο μέσο: να δανειστώ δεκαπέντε ρούβλια από τον Αντόν Αντόνο­βιτς! Σα να το περίμενα από το Θεό, εκείνο το πρωί είχα εξαιρετική διάθεση και μου τα 'δωσε αμέσως μόλις του τα ζήτησα. Ευχαριστήθηκα τόσο, που υπογράφοντας το γραμμάτιο, του διηγήθηκα αδιάφορα «πως γλέντησα για τα καλά με φίλους στο hotel de Paris, πως κάναμε ένα αποχαιρετιστήριο τραπέζι σε κάποιο φίλο, παιδικό μάλι­στα φίλο, και ξέρετε, είν' ένας γλεντζές, ένα κακομαθη­μένο παιδί, από καλή οικογένεια εννοείται, με μεγάλη

-116-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

περιουσία, λαμπρό μέλλον, έξυπνος, χαριτωμένος και μο­ναδικός για να ψαρεύει γυναίκες, καταλαβαίνετε· ρουφή­ξαμε μισή ντουζίνα και ... » Κι όλα αυτά τα είπα έτσι, ελεύθερα και με διάθεση πολύ ευχάριστη. Μόλις γύρισα σπίτι, έγραψα αμέσως στον Σιμόνοφ. Καθώς θυμάμαι τον aνοιχτόκαρδο, τον ευγενικό, τον

καθωσπρέπει τόνο στο γράμμα μου εκείνο, θαυμάζω ακό­μη τον εαυτό μου. Με λεπτότητα ιπποτική -και κυρίως χωρίς περιττά λόγια- έλεγα ότι εγώ έφταιξα σε όλα. Έφερνα μόνο για δικαιολογία, «αν μου επιτρέπεται αυ­τό», ότι με το πρώτο ποτήρι ζαλίστηκα, που το ήπια, εν­νοείται, πριν έρθουν, ενώ τους περίμενα στο Hσtel de Pa­ris από τις πέντε ώς τις έξι. Ζητούσα συγνώμη, ειδικά από τον Σιμόνοφ. Τον παρακαλούσα να διαβιβάσει τις εξηγήσεις μου και σ' όλους τους άλλους, και κυρίως στον Ζβερκόφ, που νόμιζα ότι τον είχα προσβάλει «αν καλώς ενθυμούμαι». Πρόσθεσα πως θα πήγαινα να τους δω, μα ότι είχα πονοκέφαλο και, κυρίως, ντρεπόμουν. 'Η μουν όμως ευχαριστημένος από το ελαφρύ ύφος μου, το ράθυ­μο μπορώ να πω (και όμως πολύ αξιοπρεπές) που έσταζε από την πένα μου, και που αυτό και μόνο θα τους έδινε να καταλάβουν περισσότερο από κάθε άλλη δικαιολογία ότι είχα προσέξει όλες τις προστυχιές της χτεσινής μέρας με τρόπο αρκετά ιπποτικό: δεν είμαι πτώμα, κύριοι, από την προσβολή, όπως πιστεύετε βέβαια, το αντίθετο μάλι­στα, τα βλέπω όλα όπως πρέπει να τα βλέπει ήρεμα ένας τζέντλεμαν που σέβεται τον εαυτό του. «Δεν κατηγορούν έναν τίμιο νέο για το παρελθόν του».

Τι ευτράπελο ύφος αριστοκράτη! έλεγα με θαυμασμό ξαναδιαβάζοντας το γράμμα μου. Κι αυτό γιατί είμαι εξε­λιγμένος και μορφωμένος! 'Αλλοι στη θέση μου δε θα μπορούσαν να διευθετήσουν τα πράγματα, κι εγώ τα κα­τάφερα μια χαρά και θα ξαναγλεντήσω, «γιατί είμαι σύγχρονος άνθρωπος, μορφωμένος κι εξελιγμένος». Ναι, μα ίσως έγιναν όλα εξαιτίας του πιοτού. Χμ ... όχι, δε

-117-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝτΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ ""

φταίει το πιοτό. Δεν ήπια βότκα από τις πέντε ώς τις έξι, όταν τους περίμενα. Είπα ψέματα στον Σιμόνοφ, είπα αδιάντροπα ψέματα, κι ακόμη και τώρα δεν ντρέπομαι ...

Ω! Πεντάρα δε δίνω! Το κυριότερο είναι να κρατήσω τη θέση μου.

Έβαλα στο γράμμα έξι ρούβλια, το σφράγισα και πα­ρακάλεσα τον Απόλλωνα να το πάει στον Σιμόνοφ. Ακούγοντας ότι το γράμμα είχε μέσα χρήματα, ο Απόλ­λων μου έδειξε περισσότερο σεβασμό και δέχτηκε να το πάει. Κατά το βράδυ, βγήκα να κάνω έναν περίπατο. Το

κεφάλι ιiου πονούσε ακόμη και ήμουν ζαλισμένος από χτες. Μα όσο βράδιαζε κι ερχόταν το σούρουπο, οι εντυ­πώσεις και κατόπιν οι ιδέες μου άλλαζαν και μπερδεύο­νταν. Μέσα μου, στο βάθος της καρδιάς μου και της συ­νείδησής μου, κάτι, δεν ξέρω τι, δεν ήθελε να πεθάνει και μου φανέρωνε τη μεγάλη του αγωνία. 'Εκανα περίπα­

το, κυρίως στους πολυσύχναστους δρόμους, στη Μεχαν­σκάγια, στη Σατοβάγια, στον Ουσούποφ. Αγαπούσα πά­ρα πολύ να περπατώ σ' αυτούς τους δρόμους όταν βρά­διαζε, όταν φούσκωνε το πλήθος των διαβατών, που ήταν οι περισσότεροι τεχνίτες και εργάτες με πρόσωπα σκοτει­νιασμένα απ' τις έγνοιες, τη στιγμή που γύριζαν στο σπίτι τους ύστερα από την καθημερινή τους εργασία. Αυτή η τιποτένια οχλαγωγία, αυτή η ωμή πεζότητα μου άρεσε. Αυτή τη φορά όμως ο όχλος με εκνεύριζε. Δεν μπορούσα να γίνω κύριος του εαυτού μου και να ξεδιαλύνω τις σκέ­ψεις μου. Κάτι φούντωνε, φούντωνε ακατάπαυστα στην

καρδιά μου, μου έκανε κακό και δεν ήθελε να ησυχάσει. Ξαναγύρισα σπίτι πάρα πολύ δύσθυμος. Σα να βάραινε κάποιο έγκλημα τη συνείδησή μου. Η σκέψη πως μπορούσε να έρθει η Λίζα συνέχιζε να

με αναστατώνει· και το παράξενο ήταν ότι απ' όλα όσα συνέβηκαν την προηγούμενη μέρα, η θύμησή της μόνο με βασάνιζε περισσότερο. Κατά το βράδυ, τέλος, κατόρθω­σα να τα ξεχάσω όλα και να μείνω μάλιστα κι ευχαριστη-

-118-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

μένος από το γράμμα μου στον Σιμόνοφ. Μόνο από κάτι δεν ήμουν ευχαριστημένος. Θα 'λεγες ότι υπέφερα εξαι­τίας της Λίζας. Λοιπόν, αν ερχόταν; σκεφτόμουν αδιάκο­πα. Ε! ας έρθει! Χμ! Ναι, μα θα 'ναι άσχημο να δει πού κατοικώ. Χτες της φάνηκα σαν ... ήρωας ... και τώρα ... χμ. Είναι βέβαια πολύ λυπηρό που παρασύρθηκα και φέρθη­κα με τέτοιο τρόπο. Και να φανταστεί κανείς πως αποφά­σισα χτες να πάω στο γεύμα με τέτοια ρούχα! Και το βε­λουδένιο μου ντιβάνι που ξεπετιέται από παντού η τζίβα! Κι αυτή η ρόμπα που δεν μπορεί ούτε να με σκεπάσει πια! Τι κουρέλια ... Θα τα δει όλα· θα δει και τον Απόλ­λωνα. Αυτό το ζώο σίγουρα θα την προσβάλει. Θα προ­σπαθήσει βέβαια να της πάρει λόγια μόνο και μόνο για να φανεί πιο aυθάδης σ' εμένα. Κι εγώ, να λέγεται, όπως πάντα, θα φανώ άνανδρος, θα 'μαι δηλαδή ευγενικός μα­ζί της, θα σκεπαστώ με τις άκρες της ρόμπας μου, θ' αρ­χίσω να χαμογελώ και να λέω ψέματα. Ω! τι χαμέρπεια! Κι αυτό δεν είναι το χειρότερο. Υπάρχει στην υπόθεση κάτι σπουδαιότερο, πιο χαμερπές, πιο βρωμερό. Ναι, πιο χαμερπές! Να ξαναφορώ, να ξαναφορώ τη μάσκα της aτιμίας και της ψευτιάς ... ! Στη σκέψη αυτή άναψα: Γιατί aτιμίας; Χτες μίλησα ει­

λικρινά· θυμάμαι, ήμουν γεμάτος από αλήθεια. Ήθελα να ξυπνήσω μέσα της αισθήματα γενναία ... Αν έκλαψε, τόσο το καλύτερο, τα δάκρυα κάνουν πολύ καλό ... Μα όπως και να 'χει, δεν μπορούσα να ησυχάσω. • Ολη τη νύχτα, ύστερα από τις εννιά που λογάριαζα ότι

η Λίζα δεν μπορούσε να 'ρθει πια, νόμιζα ότι την έβλεπα μπροστά μου όπως την είχα δει, πάντα στην ίδια στάση. ·Ηταν η στιγμή που παρουσιαζόταν καθαρά στο μυαλό μου όπως χτες, η στιγμή εκείνη που άναψε το σπίρτο για να φωτιστεί η κάμαρα και είδα το πελιδνό της πρόσωπο, συσπασμένο, με πονεμένο βλέμμα. Τι αξιοθρήνητο χαμό­γελο, σα μορφασμός, βιασμένο, φάνηκε στα χείλη της εκείνη τη στιγμή! Μα δεν ήξερα τότε πως κι ύστερα από

-119-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝτΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

δεκαπέντε χρόνια θα ξανάφερνα στο νου μου τη Λίζα μ' εκείνο το αξιοθρήνητο χαμόγελο, το μορφασμό, το ανώ­φελο χαμόγελο που είχε εκείνη τη στιγμή. Την άλλη μέρα, ήμουν έτοιμος πάλι να τα παραδεχτώ

όλα σα μια ανοησία, σαν αποτέλεσμα των άρρωστων νεύ­ρων μου, και προπαντός σα μια υπερβολή .• Εβρισκα πά­ντα μέσα μου αυτή την ευαίσθητη χορδή και καμιά φορά τη φοβόμουν: Πάντα μεγαλοποιώ τα πράγματα, έλεγα κά­θε φορά, να το πιο μεγάλο μου ελάττωμα. Κι όμως, ίσως να 'ρθει η Λίζα, αυτή ήταν η επωδός στην οποία κατέλη­γαν όλες μου οι σκέψεις. Ανησυχούσα τόσο, που κάπου κάπου παραφερόμουν. Θα 'ρθει! Ασφαλώς θα 'ρθει, φώ­ναζα, βηματίζοντας ανήσυχα πάνω κάτω στο δωμάτιό μου· αν δεν είναι σήμερα, θα 'ναι αύριο· θα με ξαναβρεί! Αυτός είναι ο καταραμένος ρομαντισμός κάθε αγνής καρδιάς! Ω, τι αθλιότητα, τι βλακεία, τι φτώχεια υπάρχει σ' αυτές τις τιποτένιες αισθηματικές ψυχές! Πώς διάβολο δεν το 'χα καταλάβει; Κι όμως, ήταν απλούστατο, θαρ­

ρώ ... Αλλά εκεί σταματούσα κι ο ίδιος μέσα σε μια ιιιεγά­λη σύγχυση. Και πόσο λίγα λόγια, πόσο λίγα, σκεφτόμουν στο ανα­

μεταξύ, πόσο λίγο ειδύλλιο (κι επιπλέον ειδύλλιο της φα­ντασίας, ειδύλλιο βγαλμένο από βιβλία, φτιαχτό) χρειά­στηκες για ν' αλλάξεις μιαν ανθρώπινη ζωή σύμφωνα με τις δικές σου ιδέες! Να η παρθενικότητα! Η ανέγγιχτη

γη! Μου ερχόταν καμιά φορά στο νου να πάω στο κατά­

στημα, να της «τα πω όλα» και να την παρακαλέσω να μην έρθει στο δωμάτιό μου. Φούντωνε τότε ένα τέτοιο μί­σος μέσα μου, που μου φαινόταν πως θα τσάκιζα αυτή την «καταραμένη» τη Λίζα αν βρισκόταν κοντά μου· θα την έβριζα, θα την έφτυνα, θα την έδιωχνα· θα τη χτυ­πούσα!

Ωστόσο, πέρασε μια μέρα, έπειτα δεύτερη, έπειτα τρί­τη... δεν ερχόταν κι άρχισα να ησυχάζω. Ξανάπαιρνα

-120-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

θάρρος και γαλήνευα, προπαντός ύστερα από τις εννιά· άρχιζα τότε να ονειροπολώ, κάποτε μάλιστα με κάποια γλύκα: Μπορεί να σώσω τη Λίζα, για παράδειγμα, αφή­νοντάς την να έρχεται, της μιλώ ... την αναπτύσσω, τη μορ­φώνω. Παρατηρώ ~έλος ότι μ' αγαπά με πάθος. Κάνω πως δεν καταλαβαίνω (δεν ξέρω ωστόσο γιατί παριστάνω τον κουτό). Τέλος, ταραγμένη, χαριτωμένη, τρέμοντας και κλαίγοντας, ρίχνεται στα πόδια μου και μου λέει πως εί­μαι ο σωτήρας της και πως μ' αγαπά περισσότερο από καθετί στον κόσμο. Κάνω πως ξαφνιάζομαι, μα ... «Λίζα» της λέω, «νομίζεις ότι δεν πρόσεξα την αγάπη σου; ·Ο λα τα είδα, τα κατάλαβα, μα δεν τολμούσα πρώτος να έχω αξιώσεις στην καρδιά σου, γιατί είχα κάποια επιρροή πά­νω σου και φοβόμουν ότι από ευγνωμοσύνη θα βίαζες τον εαυτό σου να ανταποκριθεί στην αγάπη μου· δεν ήθε­λα να ξυπνήσει αυτό το αίσθημα μέσα σου παρά τη θέλη­σή σου. • Οχι, δεν ήθελα, γιατί είναι ... δεσποτισμός. Δεν είναι πολύ ευγενικό». (Με λίγα λόγια, θα τα μπάλωνα εδώ με εκείνες τις ευρωπαϊκές λεπτότητες, όπως στη Γεωργία Σάνδη, τις εξόχως ευγενικές aνοησίες.) «Τώρα όμως, τώρα να 'σαι! είσαι δική μου, είσαι το έργο μου, εί­σαι αγνή, ωραία, είσαι η γυναίκα μου!

Θαρρετά και λεύτερα στο σπίτι μου έμπα σα μοναδική κυρά!»

Κατόπιν θα ζήσουμε ωραία, θα πάμε στο εξωτερικό, και τα λοιπά, και τα λοιπά. Με λίγα λόγια, κι ο ίδιος έβρισκα τον εαυτό μου άνανδρο, κι άρχισα να του δείχνω κοροϊδευτικά τη γλώσσα. Δε θα την αφήσουν να βγει έξω την κατεργάρα, σκέ­

φτηκα. Δεν τις αφήνουν πολύ να βγαίνουν, καθώς φαίνε­ται, και ειδικά το βράδυ (θαρρούσα, δεν ξέρω γιατί, πως θα 'ρχόταν το βράδυ, και μάλιστα στις εφτά η ώρα). Ωστόσο, μου είπε ότι δεν ήταν ολότελα σκλαβωμένη, ότι

-121-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝτΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

είχε μερικά δικαιώματα· τότε ... χμ! Ο διάολος να με πά­ρει, θα έρθει βέβαια. Ήταν ευτυχώς μια στιγμή που ο Απόλλων με διασκέ­

δαζε με τις προστυχιές του. Μ' έκανε να χάνω ολότελα την υπομονή μου. Ήταν η πληγή μου, η μάστιγα που μου

είχε στείλει ο Θεός. Τσακωνόμασταν από χρόνια και τον σιχαινόμουν, Θεέ μου, πόσο τον σιχαινόμουν! Μου φαί­νεται ότι ποτέ δε σιχάθηκα άνθρωπο όσο αυτόν, προπα­ντός σε μερικές στιγμές. Ήταν ένας άνθρωπος ηλικιωμέ­νος, σοβαρός, που έκανε κάποτε το ράφτη. Δεν ξέρω για­τί, δε με χώνευε καθόλου και με κοίταζε από το ύψος του μεγαλείου του. 'Αλλωστε, όλο τον κόσμο τον κοίταζε σα να στεκόταν πολύ ψηλά ο ίδιος. Βλέποντας εκείνο το κε­φάλι του που γυάλιζε καλοχτενισμένο, εκείνη την αφέ­λεια που έφτιαχνε πάνω στο μέτωπό του και την άλειφε πομάδα, εκείνο το κλειστό στόμα σαν τον κ ... της κότας, νιώθατε πως βρισκόταν μπροστά σας ένα υΠοκείμενο που δεν αμφέβαλλε ποτέ για τον εαυτό του. Ήταν σχολαστι­κός όσο που δεν παίρνει, ο πιο σχολαστικός που γνώρισα ποτέ στον κόσμο, και φιλόδοξος, κάτι σαν τον Μέγα Αλέ­ξανδρο. 'Η ταν ερωτευμένος με κάθε κουμπί του φράκου του· με κάθε νύχι του -εντελώς ερωτευμένος, αυτό φαι­νόταν! Μου φερόταν πάντα δεσποτικά, μου μιλούσε πολύ λίγο, κι όταν τύχαινε να με κοιτάξει, με κοίταζε πάντα σαν ανώτερος και με μια ειρωνεία που πολλές φορές με εξόργιζε. Με εξυπηρετούσε σα να μου έκανε καμιά με­γάλη χάρη. 'Αλλωστε, δεν έκανε σχεδόν τίποτε για μένα και δε θεωρούσε τον εαυτό του υποχρεωμένο να κάνει κάτι. Δε χωράει αμφιβολία: μ' έπαιρνε για το μεγαλύτερο ηλίθιο του κόσμου, κι αν «με κρατούσε κοντά του», το 'κανε μόνο για να τσιμπά από μένα τους μισθούς του κά­

θε μήνα. Πολλές αμαρτίες θα μου συχωρεθούν εξαιτίας του! Ένιωθα κάποτε πως τον μισούσα τόσο, που και μόνο τα βήματά του σχεδόν με ανατρίχιαζαν. Μα το ασχημότε­ρο απ' όλα ήταν το τραύλισμά του. Η γλώσσα του ήταν λί-

-122-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

γο πιο μακριά απ' ό,τι πρέπει, ή μάλλον, κάτι άλλο συνέ­βαινε· τραύλιζε και σφύριζε μαζί· και νομίζω ότι υπερη­φανευόταν πολύ γι' αυτό, γιατί φανταζόταν ότι ταίριαζε στο αξιοπρεπές του ύφος. Μιλούσε αργά, μετρημένα, με τα χέρια πίσω στη ράχη και τα μάτια κατεβασμένα. Με νευρίαζε κυρίως όταν έψελνε μες στο δωμάτιό του. Και τι δεν έκανα για να συγκρατούμαι όταν έψελνε! Του άρεσε πολύ να τραγουδά τους ψαλμούς με φωνή γλυκιά και μο­νότονη σα να μοιρολογούσε κανέναν νεκρό. Είναι πε­ρίεργο πώς κατέληξε ακριβώς εκεί: του έδιναν κάποτε λεφτά για να διαβάζει ψαλμούς στα σπίτια όταν πέθαινε κανείς, επίσης σκοτώνει ποντίκια και φτιάχνει μαύρο βερνίκι. Δεν μπορούσα να τον διώξω, σα να 'ταν χημικά ενωμένος με την ύπαρξή μου. Κι έπειτα, δε θα δεχόταν ποτέ να μ' εγκαταλείψει. Δεν μπορούσα να κρατώ επι­πλωμένο δωμάτιο: το δωμάτιό μου ήταν σαν αχιβάδα, σαν κλίφι, και μέσα εκεί κρυβόμουν απ' όλη την ανθρω­πότητα. Ο Απόλλων, ένας Θεός ξέρει το γιατί, μου φαι­νόταν ότι ανήκε σ' αυτή την κατοικία, και εφτά ολό­κληρα χρόνια δεν μπόρεσα ν' απαλλαγώ απ' την παρου­σία του. 'Η ταν αδύνατο, λογουχάρη, όταν ερχόταν η ί.ιέρα να

πληρωθεί το μισθό του, να περιμένει δυο τρεις μέρες ακόμη. Μου έκανε τέτοια σκηνή, που δεν μπορούσα να

το αναβάλω. Μα τώρα τελευταία ήμουν τόσο ερεθισμένος απ' όλα, που αποφάσισα, δεν ξέρω γιατί, να τιμωρήσω τον Απόλλωνα και να του κρατήσω το μισθό επί δεκαπέ­ντε μέρες. Είχα την πρόθεση αυτή από καιρό, δυο χρόνια τώρα, μόνο και μόνο για να του αποδείξω ότι δεν μπο­ρούσε να κάνει τον σπουδαίο σ' εμένα, και πως αν ήθελα, θα μπορούσα συνέχεια να αναβάλλω την πληρωμή του μι­σθού του. Αποφάσισα να μην του πω τίποτα και να σω­παίνω σκόπιμα, αφήνοντάς τον να μιλήσει πρώτος για το μισθό. Τότε θα έβγαζα από το συρτάρι τα οχτώ ρούβλια, θα του έδειχνα ότι τα έχω, ότι τα έβαλα στην πάντα, μα

-123-

ΦΙΟΝτΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

ότι «απλούστατα, δε θέλω να του τα δώσω». Δε θέλω, γιατί έτσι μου κάπνισε, γιατί η θέληση του κυρίου είναι τέτοια, γιατί δε δείχνει σεβασμό σ' εμένα, γιατί είναι aυ­θάδης πως αν τα ζητούσε με σεβασμό, ίσως να μαλάκω­να και να του τα 'δινα, αν όμως όχι, θα περίμενε ακόμη δυο ή τρεις βδομάδες ή και ολόκληρο μήνα. Του κάκου θύμωνα, νίκησε αυτός. Δεν κατάφερα ν' aντέξω περισσότερο από τέσσερις

μέρες. 'Αρχισε τα συνηθισμένα του σε παρόμοιες περι­πτώσεις, γιατί αυτό είχε ξαναγίνει κι άλλοτε, και ήξερα την τιποτένια τακτική του.' Αρχισε να στυλώνει πάνω μου ένα βλέμμα αυστηρό, χωρίς να το στρέφει αλλού, για πολλά λεπτά της ώρας, και ειδικά όταν μου άνοιγε την πόρτα ή μ' έβλεπε να φεύγω. Αν, για παράδειγμα, aντι­στεκόμουν στο βλέμμα του κι έκανα πως δεν το προσέχω, αυτός, σιωπώντας πάντα, έβαζε σ' ενέργεια ένα άλλο μαρτύριο.' Αξαφνα, του κατέβαινε χωρίς λόγο να μπει με πόζα στο δωμάτιό μου όταν περπατούσα ή δίάβαζα, να βάζει το ένα του χέρι πίσω στη ράχη του, να στέκεται στο κατώφλι και να στυλώνει πάνω μου ένα βλέμμα τόσο αυ­στηρό, όσο και περιφρονητικό. Αν τον ρωτούσα τι θέλει, δεν απαντούσε, παρά εξακολουθούσε να με κοιτάζει στα μάτια για μια στιγμή, κατόπιν με τα χείλη σφιγμένα πα­ράξενα, με ύφος που έλεγε πολλά, σβούριζε αργά σα βί­δα ολόκληρος, και ξαναγύριζε αργά στο δωμάτιό του. Ύστερα από δυο ώρες, ξανάβγαινε κι εμφανιζόταν πάλι μπροστά μου. Τότε, πάνω στο θυμό μου δεν τον ρωτούσα πια τι ήθελε. Σήκωνα μόνο με κάποια ξαφνική και αυτο­κρατορική κίνηση το κεφάλι μου και τον κοίταζα κατάμα­τα. Κοιταζόμασταν έτσι για λίγη ώρα· τέλος έστριβε πάλι αργά και χανόταν για δυο ώρες. Α ν αυτό δε μ' έκανε να υποχωρήσω, αν εξακολουθού­

σα να εναντιώνομαι, άρχιζε άξαφνα να αναστενάζει πολύ και βαθιά, σα να 'θελε να μετρήσει με το στεναγμό το βάθος της ηθικής μου κατάπτωσης, και δίχως άλλο, τότε

-124-

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

με νικούσε· άφριζα, φώναζα, μα ήμουν υποχρεωμένος να υποκύψω. Αυτή τη φορά, μόλις είχαν αρχίσει οι μανούβρες «των

αυστηρών βλεμμάτων», έχασα την υπομονή μου· ξέσπασε πάνω του όλη μου η λύσσα. τ Η μουν φοβερά εκνευρι­σμένος.

«Στάσου» ξεφώνισα έξω φρενών, κι αμέσως τότε έστρι­ψε αργά και σιωπηλά με το ένα χέρι πίσω στη ράχη, για να πάει στο δωμάτιό του. «Στάσου! Έλα δω, έλα πίσω σου λέω!» Θα ούρλιαζα φαίνεται τόσο άγρια, ώστε ξαναγύρι­σε κι άρχισε να με ψάχνει κάπως παραξενεμένος. τ Άλλω­στε, εξακολουθούσε να μη λέει λέξη, κι αυτό με τρέλαινε. -«Πώς τολμάς να μπαίνεις στο δωμάτιό μου χωρίς άδεια

και να με κοιτάς έτσι, μίλα!» Με κοίταξε ήσυχα για μια στιγμή κι έκανε να μου ξανα­

γυρίσει την πλάτη. «Στάσου!» φώναξα, τρέχοντας καταπάνω του· «μην

κουνηθείς! Εδώ, aποκρίσου τώρα· τι ερχόσουν να δεις;» «Αν έχετε τίποτε να με διατάξετε. Είναι καθήκον μου

να το κάνω» τραύλισε ύστερα από λίγο, ανασηκώνοντας

τα φρύδια και κουνώντας δεξιά κι αριστερά το κεφάλι · κι όλ' αυτά με μια τρομερή απάθεια. «Δεν είν' αυτό, δε σε ρωτώ αυτό, βασανιστή!» φώναξα

τρέμοντας απ' το θυμό μου. «Θα σου πω εγώ τι έρχεσαι να κάνεις εδώ! Βλέπεις πως δε σου δίνω το μισθό σου, κι από εγωισμό δε θέλεις να τον ζητήσεις. Γι' αυτό έρχεσαι με τα κουτά σου βλέμματα να με τιμωρήσεις, να με βασα­νίσεις, και δεν καταλαβαίνεις καθόλου, ληστή, πόσο ηλί­θιο, ηλίθιο, ηλίθιο είν' αυτό, ηλίθιο!» Θέλησε πάλι να γυρίσει σιωπηλά και να φύγει, μα τον

έπιασα. «τ Ακουσε» του φώναξα. «Να τα λεφτά, τα βλέπεις; Να

τα (τα έβγαλα από το συρτάρι) τα εφτά ρούβλια είν' εδώ, μα δε θα τα πάρεις ώς τη μέρα που θα 'ρθεις με σεβασμό και ταπεινά να μου ζητήσεις συγνώμη. Ακούς;»

-125-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

«Αυτό αποκλείεται!» αποκρίθηκε με εξαιρετική βεβαι­ότητα.

«Αυτό θα γίνει!» φώναξα, «σου δίνω το λόγο της τιμής μου πως έτσι θα γίνει!»

«Δεν μπορώ να σας ζητήσω συγνώμη» συνέχισε, σα να μην πρόσεχε τις φωνές μου, γιατί εσείς με λέτε βασανι­στή και μπορώ να σας καταγγείλω στην αστυνομία.

«Πήγαινε! Κατάγγειλλέ με!» βρυχήθηκα, «αμέσως, στη στιγμή, στο δευτερόλεπτο! Μάλιστα, είσαι βασανιστής! Βασανιστής!» Με κοίταξε μονάχα, γύρισε, μην ακούγο­ντας πια τις φωνές και τα καλέσματά μου, και πήγε ήσυ­χα στο δωμάτιό του. Αν δεν ήταν στη μέση η Λίζα, τίποτε απ' όλ' αυτά δε

θα συνέβαινε! είπα με πεποίθηση μέσα μου. Ύστερα, πε­ρίμενα μια στιγμή σοβαρός κι αξιοπρεπής, μα με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, και πήγα να τον βρω πί­σω από το παραβάν. «Απόλλων» του είπα σιγανά και συγκρατημένα, λαχα­

νιασμένα όμως, «πήγαινε αμέσως και χωρίς αναβολή να ζητήσεις τον αστυνόμο!»

Είχε κιόλας καθίσει στο τραπέζι του, είχε βάλει τα γυαλιά του κι ετοιμαζόταν να ράψει κάτι. Ακούγοντας όμως τη διαταγή, ξέσπασε άξαφνα σε γέλια.

«Πήγαινε, πήγαινε αμέσως! Πήγαινε, γιατί δε φαντά­ζεσαι τι μπορεί να συμβεί!» «Θα τρελαθήκατε στ' αλήθεια» μουρμούρισε, μη σηκώ­

νοντας ούτε το κεφάλι και τραυλίζοντας αργά καθώς περνούσε την κλωστή στο βελόνι του. «Είδατε ποτέ κανέ­ναν να πηγαίνει στην αστυνομία για να καταγγείλει τον εαυτό του; 'Οσο και να φοβηθώ, του κάκου προσπαθείτε, δεν πρόκειται να το πετύχετε».

«Πήγαινε!» γάβγισα, αρπάζοντάς τον απ' τον ώμο. Κα­τάλαβα ότι θα τον χτυπούσα.

Δεν άκουσα πως εκείνη τη στιγμή είχε ανοίξει η πόρτα της εισόδου αργά και αθόρυβα. Μπήκε κάποιο πρόσωπο,

-126-

ΊΌΥΠΟΓΕΙΟ

στάθηκε και μας κοίταζε στενάχωρα. Σήκωσα τα μάτια. Καταντροπιασμένος έτρεξα στο δωμάτιό μου. Εκεί, aρ­πάζοντας και με τα δυο μου χέρια τα μαλλιά μου, στήριξα το κεφάλι μου στον τοίχο κι έμεινα ακίνητος. Ύστερα από λίγο, ακούστηκαν τα αργά βήματα του

Απόλλωνα. «Κάποιος σας ζητάει» είπε, με βλέμμα πάρα πολύ αυ­

στηρό· κατόπιν παραμέρισε κι άφησε τη Λίζα να περά­σει. Δεν ήθελε να φύγει και μας κοιτούσε με ύφος κοροϊ­δευτικό.

«Φύγε! Φύγε» τον διέταξα σα χαμένος. Εκείνη τη στιγ­μή το ρολόι μου με πολύ κόπο χτύπησε εφtά.

9

Θαρρετά και λεύτερα στο σπίτι μου, έμπα σαν μοναδική κυρά.

Στεκόμουν εκμηδενισμένος μπροστά της, ρεζιλεμένος, aποσβολωμένος, και χαμογελούσα, θαρρώ, βάζοντας όλα μου τα δυνατά για να ξανακλείσω τις άκρες της κουρε­λιασμένης μου ρόμπας... Κοντολογίς, όπως το είχα φα­νταστεί πιο πριν, σε κάποια στιγμή έξαρσης. Ο Απόλλων έφυγε ύστερα από λίγο. Αυτό όμως δε με ανακούφισε. Το χειρότερο είναι πως κι εκείνη ταράχτηκε και δεν το περί­μενα. Χωρίς άλλο, επειδή με έβλεπε έτσι. «Κάθισε» της είπα μηχανικά, και της πρόσφερα μια

καρέκλα κοντά στο τραπέζι· εγώ κάθισα στον καναπέ. Κάθισε υπάκουα, κοιτάζοντάς με μ' ολάνοιχτα μάτια και περιμένοντας σίγουρα κάτι από μένα. Η παιδική αυτή προσδοκία με έκανε έξω φρενών, μα κρατήθηκα. Έπρεπε να κάνω πως δεν πρόσεξα τίποτα, πως

όλα ήταν πολύ φυσικά, μα εκείνη ... Ένιωσα αόριστα

-127-

πως θα μου το πλήρωνε ακριβά. «Με βρήκες σε μια παράξενη κατάσταση, Λίζα» άρχι­

σα τραυλίζοντας. Κατάλαβα ότι δεν έπρεπε ν' αρχίσω έτσι.

«'Οχ ι, όχι, μη σκεφτείς τίποτα!» φώναξα, βλέποντάς την άξαφνα να κοκκινίζει· «δεν ντρέπομαι για τη φτώ­χεια μου ... Αντίθετα, είμαι περήφανος γι' αυτήν. Είμαι φτωχός, αλλά ευγενής. Μπορεί να 'μαστε φτωχοί και ευ­γενείς» μουρμούρισα. «Λοιπόν, θέλεις τσάι;»

«'Οχ ι ... » άρχισε. «Περίμενε μια στιγμή!» Έτρεξα σαν τρελός στον

Απόλλωνα. Κάπου έπρεπε να εξαφανιστώ. «Απόλλων>> ψιθύρισα, μιλώντας λαχανιασμένα και πε­

τώντας μπροστά του τα εφτά ρούβλια, που τα είχα κρατή­σει σ' όλο αυτό το διάστημα μέσα στη φούχτα μου, «να ο μισθός σου, βλέπεις; σου τον δίνω· μα για να μ' ευχαρι­

στήσεις κι εσύ πρέπει να με σώσεις. Πήγαινε να πάρεις αμέσως τσάι από·τον μπακάλη και δέκα παξιμαδάκια. Αν δε θέλεις να πας, θα κάνεις δυστυχισμένο έναν άνθρωπο. Δεν ξέρεις ποια είν' αυτή η γυναίκα ... είναι το παν για μένα! • Ισως να βάλεις με το νου σου κάτι... Μα δεν ξέ­ρεις τι γυναίκα είναι. .. !» Ο Απόλλων, που μόλις είχε ξαναβάλει τα γυαλιά του

και είχε αρχίσει πάλι το ράψιμο, έριξε πρώτα μια κρυφή ματιά στα λεφτά, σιωπηλός και χωρίς ν' αφήσει τη βελό­να· κατόπιν, χωρίς να δώσει καμιά προσοχή σ' εμένα και χωρίς να μου απαντήσει τίποτα, πέρασε την κλωστή στη βελόνα του. Περίμενα τρία λεπτά σχεδόν, μπροστά του, με τα χέρια σταυρωμένα σαν τον Ναπολέοντα. Τα μηλίγ­για μου ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα· ήμουν κατάχλο­μος, το ένιωθα. Μα δόξα να 'χει ο Θεός, με λυπήθηκε. Αφού πέρασε την κλωστή του,_σηκώθηκε αργά, παραμέ­ρισε την καρέκλα του αργά, έβγαλε τα γυαλιά του αργά, μέτρησε αργά τα λεφτά, και τέλος με ρώτησε χωρίς να γυρίσει προς τη μεριά μου: «Να πάρω ολόκληρο πακέτο

-128-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

τσάι;» Ξαναγυρίζοντας στη Λίζα, έκανα αυτή τη σκέψη: Δε θα 'ταν καλύτερα να το σκάσω όπως είμαι, με τη ρό­μπα μου, κι ό,τι γίνει, ας γίνει;

Ξανακάθισα. Με κοίταξε ανήσυχα. Σωπάσαμε για μια στιγμή. «Θα τον σκοτώσω!» φώναξα άξαφνα, χτυπώντας τόσο

δυνατά τη γροθιά μου στο τραπέζι, που χύθηκαν τα μελά­νια από το καλαμάρι.

«Ω! τι έχετε;» φώναξε ξαφνιασμένη. «Θα τον σκοτώσω! Θα τον σκοτώσω!» γάβγισα, χτυπώ­

ντας το τραπέζι, έξω φρενών, και καταλαβαίνοντας καλά πόσο ανόητο ήταν να βρίσκομαι σ' αυτή την κατάσταση. «Δεν ξέρεις, Λίζα, τι δήμιος είν' αυτός για μένα! Είναι το βασανιστήριό μου... Πήγε τώρα να πάρει παξιμαδάκια. Είναι ... »

Κι άξαφνα, άρχισα να κλαίω. 'Η ταν μια κρίση. Πώς ντρεπόμουν που έκλαιγα, μα δεν μπορούσα πια να κρατηθώ Τρόμαξε. «Τι έχετε; Τι τρέχει;» φώναξε τρέχοντας κο­

ντά μου. «Νερό, δώσε μου νερό, εκεί είναι!» μουρμούρισα, νιώ­

θοντας πολύ καλά ότι μπορούσα να κάνω και χωρίς νερό και να μη μουρμουρίσω ξεψυχισμένα. Μα έπαιζα αυτό που λένε κωμωδία, για να σώσω τα προσχήματα, παρά την κρίση μου που ήταν πραγματική. Μου έδωσε νερό κοιτάζοντάς με σα χαμένη. Εκείνη τη

στιγμή ο Απόλλων έφερε το τσάι. Μου φάνηκε άξαφνα πως το συνηθισμένο και πρόστυχο αυτό τσάι ήταν άθλιο και δεν ταίριαζε καθόλου ύστερα απ' όσα είχαν συμβεί· κοκκίνισα. Η Λίζα κοίταζε τον Απόλλωνα με τρόμο. Εκείνος βγήκε έξω χωρίς να μας δώσει καμιά σημασία.

«Λίζα, με περιφρονείς;» ρώτησα και την κοίταξα κα1:ά­ματα, τρέμοντας από ανυπομονησία να μάθω τι σκε­φτόταν. Ταράχτηκε και δεν μπόρεσε ν' απαντήσει τίποτα.

-129-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟ_ΣΤΟΓΙΕΦΣΚ!

Είχα θυμώσει με τον εαυτό μου, μα έφταιγε βέβαια κι εκείνη. Ένα μίσος τρομερό εναντίον της ξέσπασε ξαφνι­κά μες στην καρδιά μου· μου φαινόταν ότι ήμουν έτοιμος να τη σκοτώσω. Και για να εκδικηθώ, ορκίστηκα μέσα μου να μην της πω λέξη. Αυτή φταίει για όλα, σκε­φτόμουν. Η σιωπή μας βάστηξε σχεδόν πέντε λεπτά. Το τσάι βρι­

σκόταν στο τραπέζι· δεν τ' αγγίζαμε. Θα μπορούσα επίτη­δες να μην το πιω, για να τη φέρω σε ακόμη πιο δύσκολη θέση. Με κοίταξε πολλές φορές με κάποια θλιβερή έκ­πληξη. Σώπαινα πεισματωμένος. Εγώ βέβαια υπέφερα περισσότερο, γιατί από τη μια μεριά δεν μπορούσα να κρατηθώ κι από την άλλη ένιωθα καλά την προστυχιά του ανόητου θυμού μου. «Θέλω να φύγω ... από κει κάτω» άρχισε η Λίζα για να

διακόψει τη σιωπή. Η δυστυχισμένη, δεν έπρεπε ν' αρχί­σει μια τέτοια συζήτηση σε μια τόσο ανόητη στιγμή και σ' έναν άνθρωπο τόσο ανόητο όπως εμένα. Η καρδιά μου σφίχτηκε από οίκτο για την ανώφελη και άστοχη ειλικρί­νειά της. Αμέσως όμως ένα ταπεινό αίσθημα εκμηδένισε τον οίκτο, και μάλιστα με ερέθισε ακόμη πιο πολύ. Τόσο το χειρότερο, ας χαθεί όλος ο κόσμος! Πέρασαν άλλα πέ­ντε λεπτά. «Μήπως σας ενοχλώ» ξανάρχισε δειλά, με φωνή που

μόλις ακούστηκε, και θέλησε να σηκωθεί. Μα μόλις είδα το πρώτο δείγμα της προσβλημένης της

αξιοπρέπειας, άρχισα να τρέμω απ' το θυμό μου και ξέ­σπασα αμέσως.

«Γιατί ήρθες σπίτι μου; Πες μου, σε παρακαλώ!» είπα αναπνέοντας με δυσκολία και χωρίς να προσέχω καθό­λου αν ήταν λογικά τα λόγια μου. Ήθελα να τα πω όλα μαζί, μονομιάς, δε μ' ένοιαζε από πού θ' άρχιζα.

«Γιατί ήρθες; Αποκρίσου! Αποκρίσου» φώναξα, σχε­δόν δίχως να μπορώ να συγκρατηθώ. «Θα σου το πω εγώ, αγαπητή μου. · Ηρθες γιατί σου είπα τότε λόγια συ-

-130-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

μπονετικά. Συγκινήθηκες και θέλησες κι άλλα συμπονετι­κά λόγια. Λοιπόν, μάθε το, μάθε πως σε κορόιδεψα τότε. Και σε κορο'ίδεύω και σήμερα. Γιατί τρέμεις; Ναι, σε κο­ρόιδεψα! Με είχανε βρίσει λίγο πιο πριν σ' ένα γεύμα, εκείνοι που ήρθαν πριν από μένα. Είχα έρθει στο κατά­στημά σας για να ξυλοφορτώσω κάποιον απ' αυτούς, τον αξιωματικό· μα δεν κατόρθωσα να το κάνω, δεν τον βρή­κα. · Επρεπε κάποιον να εκδικηθώ γι' αυτή την προσβολή· βρέθηκες μπροστά μου, κι όλος μου ο θυμός έπεσε πάνω

σου και σε κορόιδεψα. Με εξευτέλισαν, θέλησα να εξευ­τελίσω κι εγώ, μου φέρθηκαν σα να 'μουν κάνα σκουπίδι· θέλησα να δείξω τη δύναμή μου ... Να τι έγινε, κι εσύ φα­ντάστηκες πως ήρθα επίτηδες για να σε σώσω, δεν είν' έτσι; Το φαντάστηκες, δεν το φαντάστηκες;»

· Ηξερα πως δε θα καταλάβαινε ίσως τις λεπτομέρειες, ήξερα όμως πως θα καταλάβαινε τέλεια το βάθος των λό­γων μου. Κι αυτό έγινε. Έγινε άσπρη σαν το πανί, θέλησε να πει κάτι, μα τα

χείλη της σάλεψαν μ' ένα μορφασμό πόνου· σα να τη χτύ­πησαν με τσεκούρι στο κεφάλι, έπεσε στην καρέκλα. Και κατόπιν, σ' όλο το διάστημα, με άκουγε με το στόμα ανοι­

χτό, τα μάτια ορθάνοιχτα και τρέμοντας από φόβο. Ο σαρκασμός, ο σαρκασμός των λόγων μο{ την τσάκιζε ... «Να σε σώσω!» εξακολούθησα, αφήνοντας το κάθισμα

και πηγαίνοντας πάνω κάτω στο δωμάτιο μπροστά της, «να σε σώσω από τι; Ίσως να 'μαι και χειρότερος από

σένα. Γιατί δε μου το πέταξες αυτό κατάμουτρα όταν σου ηθικολογούσα; Γιατί ήρθες η ίδια εδώ; Για να μας κάνεις

την ηθική; Δύναμη, δύναμη μου χρειαζόταν τότε. Μια διασκέδαση! · Επρεπε να προκαλέσω τα δάκρυά σου, την ταπείνωσή σου, την κρίση σου -να τι μου χρειαζόταν! Δεν μπόρεσα να παίξω ώς το τέλος το ρόλο μου, γιατί εί­μαι ένα κουρέλι. Τρόμαξα, κι ο Θεός ξέρει γιατί, σου έδωσα σαν aνόητος τη διεύθυνσή μου. Κατόπιν, και μάλι­στα πριν γυρίσω στο δωμάτιό μου, σ' έστειλα στο διάβο-

-131-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

λο. Σε μισούσα πια, γιατί σου είχα πει ψέματα. Γιατί αι­σθάνομαι την ανάγκη να διασκεδάσω, να ονειροπολώ με τα λόγια μόνο. Μα στην πραγματικότητα, ξέρεις τι ήθελα, να πας στο διάβολο! Αυτό είν' όλο. Έχω ανάγκη από ησυχία. Πεντάρα δε θα 'δινα για όλο το σύμπαν, φτάνει μόνο να μη μ' ενοχλούν. Αν μου έλεγαν τι προτιμάς, να χαθεί ο κόσμος ή να μην πάρεις το τσάι σου, θα απαντού­σα: ας χαθεί ο κόσμος, φτάνει μονάχα να μπόρώ να έχω πάντα το τσάι μου. Το ήξερες, ναι ή όχι; Λοιπόν, εγώ ξέ­ρω ότι είμαι τιποτένιος, άνανδρος, εγωιστής και τεμπέ­λης. Τρεις μέρες τώρα έτρεμα μήπως έρθεις. Και ξέρεις τι με ανησυχούσε πιο πολύ; ότι παρουσιάστηκα σ' εσένα σαν ήρωας, κι ότι θα μ' έβλεπες ξαφνικά με την κουρε­λιασμένη μου ρόμπα, την ελεεινή και τρισάθλια. Σου είπα πριν από λίγο πως δεν ντρεπόμουν τη φτώχεια μου. Λοι­πόν, μάθε το! ντρέπομαι περισσότερο από κάθε άλλον· θα προτιμούσα να 'μαι κλέφτης, παρά φτωχός γιατί είμαι τόσο ματαιόδοξος, που θαρρώ ότι κυριολεκτικά με έγδα­ραν και πως μόνο που με αγγίζει ο αέρας με πονά. Δεν το κατάλαβες ακόμη ότι δε θα σου το συγχωρήσω ποτέ που με βρήκες μ' αυτή τη ρόμπα όταν ρίχτηκα πάνω στον Απόλλωνα σαν κακό σκυλάκι; Ο σωτήρας σου, ο ήρωάς σου, που ρίχνεται πάνω στον υπηρέτη του σαν ψωριάρικο σf'υλάκι κι εκείνος τον κοροϊδεύει! Δε θα σε συγχωρήσω ούτε για τα δάκρυά μου πριν λίγο, που δεν μπόρεσα να τα συγκρατήσω μπροστά σου, σαν καμιά καλή γυναικού­λα πάνω στην ταραχή της. Μάλιστα, εσύ, εσύ μονάχα εί­σαι υπεύθυνη για όλ' αυτά, γιατί βρέθηκες εδώ, γιατί εί­μαι δειλός, γιατί είμαι ο πιο τιποτένιος, ο πιο γελοίος, ο πιο μίζερος, ο πιο aνόητος, ο πιο φθονερός απ' όλα τα σκουλήκια της γης, που είναι καλύτερά μου επειδή δε δειλιάζουν ποτέ, ενώ εγώ τρώω σ' όλη μου τη ζωή καρπα­ζιές από το κάθε κάθαρμα, είναι γραφτό μου! Και τι με νοιάζει στ' αλήθεια αν δεν καταλαβαίνεις τίποτε από όλ' αυτά; Τι με νοιάζεις εσύ, αν θα χαθείς ή όχι εκεί κάτω;

-132-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

Το καταλαβαίνεις πόσο θα σε μισήσω τώρα, επειδή βρέ­θηκες εδώ και άκουσες; Γιατί ο άνθρωπος μια φορά μόνο στη ζωή του μπορεί ν' ανοίξει έτσι την καρδιά του, κι αυ­τό σαν τον πιάσουν τα νεύρα του μόνο ... Τι άλλο θέλεις. Γιατί μετά απ' όλ' αυτά μένεις έτσι καρφωμένη εκεί για να με τυραννάς; Γιατί δε φεύγεις;»

Τότε έγινε κάτι παράξενο. ·Η μουν τόσο συνηθισμένος να σκέφτομαι, να τα φαντά­

ζομαι όλα από τα βιβλία και να τα ξαναφέρνω στο νου μου όλα όπως τα είχα πλάσει άλλοτε στα ονειροπολήματά μου, που δεν κατάλαβα αμέσως. Και να τι συνέβηκε: Η Λίζα, προσβλημένη κι εξευτελισμένη από μένα, κατάλαβε

πολύ περισσότερα απ' όσα περίμενα. Κατάλαβε εκείνο που μια γυναίκα καταλαβαίνει αμέσως όταν αγαπά ειλι­κρινά: πως ήμουν δυστυχισμένος. Η τρομαγμένη και προ­σβλημένη έκφραση του προσώπου της άλλαξε κι έγινε πονεμένη και γεμάτη έκπληξη. Τη στιγμή που έλεγα ότι ήμουν τιποτένιος και άνανδρος (είχα κάνει όλη αυτή την αποστροφή κλαίγοντας), το πρόσωπό της έτρεμε συσπα­σμένο. Θέλησε να σηκωθεί, να με κάνει να σωπάσω, κι όταν είχα τελειώσει, δεν πρόσεξε καθόλου τις φωνές μόυ: «Γιατί στέκεσαι εκεί; Γιατί δε φεύγεις;» Αλλά κι αυτό -με μεγάλο πόνο ίσως- κατόρθωσα να το πω. Κι έπει­τα, ήταν τόσο ταπεινή η φτωχούλα· νόμιζε τον εαυτό της aπείρως κατώτερο από μένα· μπορούσε να θυμώσει, να

προσβληθεί; Πετάχτηκε άξαφνα από το κάθισμά της από μιαν ακατανίκητη ορμή, και γέρνοντας πάνω μου, μην τολμώντας όμως από δειλία να κινηθεί, μου άπλωσε τα χέρια ... Η καρδιά μου έγινε άνω κάτω. Ρίχτηκε τότε πά­νω μου, μ' αγκάλιασε απ' το λαιμό με τα μπράτσα της κι αναλύθηκε σε δάκρυα. Δεν κατόρθωσα ούτε εγώ να κρα­τηθώ και ξέσπασα σε κλάματα, όπως ποτέ άλλοτε ...

«Δε μ' αφήνουν ... Δεν μπορώ να είμαι καλός!» είπα με κόπο. Κατόπιν σωριάστηκα στον καναπέ, με το πρόσωπο κρυμμένο, κι επί ένα τέταρτο της ώρας έκλαιγα, τρανταγ-

-133-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

μένος από μια πραγματική νευρική κρίση. Στριμώχτηκε κοντά μου, μ' έσφιξε με τα μπράτσα της κι έμεινε aσά­λευτη.

Ωστόσο, έπρεπε να τελειώνω με τα νεύρα μου. Και να (γράφω την αλήθεια όσο σιχαμερή κι αν είναι), ξαπλωμέ­νος στον καναπέ με το πρόσωπό μου χωμένο στο βου­λιαγμένο μαξιλάρι, άρχισα να νιώθω σιγά σιγά, αόριστα, άθελά μου μα ακατανίκητα, ότι τώρα δε θα τολμούσα να σηκώσω το κεφάλι μου και να κοιτάξω τη Λίζα στα μά­τια. Γιατί ντρεπόμουν; Δεν ξέρω καθόλου, μα ντρεπό­μουν. Πέρασε από το αναστατωμένο μου μυαλό πως οι ρόλοι άλλαξαν τώρα, πως η ηρωίδα ήταν εκείνη και πως εγώ ήμουν ταπεινωμένος και συντριμμένος, πεσμένος μπρούμυτα στον καναπέ όπως εκείνη aντικρύ μου την αποτρόπαιη εκείνη νύχτα. Θεέ μου ! τη ζήλευα λοιπόν τώρα; Δεν ξέρω ακόμη τίποτα. 'Ως τώρα δεν μπορώ να πω τι

ήταν αυτό. Τότε μάλιστα καταλάβαινα πολύ λιγότερα απ' ό,τι τώρα. Γιατί μου είναι αδύνατο να ζήσω χωρίς να έχω κάποιον που να με υπακούει και να τον τυραννώ... Αλ­λά ... αλλά με τη συζήτηση δεν εξηγεί κανείς τίποτα, επο­μένως είναι ανώφελο και να το συζητά. Ωστόσο, συνήλθα και σήκωσα το κεφάλι · έπρεπε να τε­

λειώνω... Κι έπειτα, είμαι βέβαιος ώς σήμερα, επειδή ακριβώς ντρεπόμουν να την κοιτάξω, άναψε άξαφνα στην καρδιά μου ένα άλλο αίσθημα ... Το αίσθημα της κυριαρ­χίας και της κατάκτησης. Τα μάτια μου έλαμψαν από πά­θος και της έσφιξα δυνατά τα χέρια. Πόσο τη μισούσα εκείνη τη στιγμή και πόσο με τραβούσε. Το ένα αίσθημα δυνάμωνε το άλλο. Έμοιαζε σχεδόν σαν εκδίκηση ... ! Το πρόσωπό της έδειχνε στην αρχή το δισταγμό, έπειτα το φόβο, μα για μια στιγμή μόνο. Μ' έσφιξε παράφορα στην αγκαλιά της.

-134-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

10

·Ενα τέταρτο αργότερα βημάτιζα πάνω κάτω στο δωμάτιο ξαναμμένος, πλησιάζοντας κάθε φορά το παραβάν για να κοιτάξω τη Λίζα μέσα από μια χαραμάδα. ·Η ταν καθι­σμένη χάμω, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο κρεβάτι, δί­χως άλλο έκλαιγε. Μα δεν έφευγε, κι αυτό με φούρκιζε. Τούτη τη φορά, τα 'ξερε όλα. Την είχα προσβάλει τελειω­τικά, αλλά ... Αυτό δεν αξίζει τον κόπο να το διηγηθώ. Κατάλαβε πως η ορμή του πάθους μου δεν ήταν παρά εκ­δίκηση, ένας καινούριος εξευτελισμός γι' αυτήν, και πως στο μίσος μου πριν λίγο, προστέθηκαν χωρίς λόγο τώρα και το προσωπικό μίσος του φθόνου ... ·Άλλωστε, δεν μπο­ρώ να βεβαιώσω ότι τα κατάλαβε όλ' αυτά καθαρά· όπως κι αν έχει όμως, κατάλαβε καλά ότι ήμουν ένας άνθρω­πος τιποτένιος, και προπαντός, ότι δεν ήμουν ικανός να την αγαπήσω. Ξέρω πως θα μου πουν ότι είναι απίστευτο να είναι κα­

νείς τόσο κακός, τόσο κτηνώδης, όπως εγώ· θα προσθέ­σουν πως είναι απίστευτο να μην την είχα αγαπήσει ή τουλάχιστον να μην είχα εκτιμήσει την αγάπη της. Γιατί απίστευτο; Πρώτα πρώτα, δεν μπορούσα ν' αγαπήσω, γιατί, το ξαναλέω, για μένα αγάπη θα πει να τυραννάς και να κυριαρχείς στην ψυχή του άλλου. Σ' όλη μου τη ζωή δεν μπόρεσα να αναπαραστήσω αλλιώτικα την αγά­πη, και κατέληξα μάλιστα να πιστεύω καμιά φορά τώρα ότι αγάπη θα πει να έχεις το δικαίωμα να τυραννάς εκεί­νον που αγαπάς. Στα ονειροπολήματά μου κάτω στο υπό­γειο φανταζόμουν τον έρωτα σα μια πάλη που αρχίζει από το μίσος και καταλήγει στην ηθική του υποταγή: δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα 'κανα κατόπιν το υποταγμέ­νο πια αντικείμενο της αγάπης μου. Τι το απίστευτο σ' αυτό, αφού ήμουν πια ψυχικά διεφθαρμένος; Είχα ξεσυ­νηθίσει την πραγματική ζωή τόσο, ώστε να κατηγορώ το κορίτσι αυτό και να το ντροπιάζω που ήρθε να ακούσει

-135-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

από μένα λόγια τρυφερά· δεν είχα μαντέψει ότι δεν είχε έρθει καθόλου γι' αυτό, αλλά για ν' αγαπήσει, γιατί η αγάπη είναι η ανάταση της γυναίκας, η αναγέννηση, η σωτηρία, αδιάφορο από ποιο χαμό: και πως δεν μπορεί να ολοκληρωθεί αλλιώτικα. 'Άλλωστε, δεν τη μισούσα πια τόσο πολύ καθώς βημάτιζα πάνω κάτω στο δωμάτιο και κοίταζα από τη χαραμάδα του παραβάν. Μου ήταν απλώς ανυπόφορο το γεγονός ότι ήταν ακόμη εκεί. 'Η θελα «να μ' αφήσει ήσυχο», ήθελα να μείνω μόνος στην τρύπα μου. «Η πραγματική ζωή», επειδή την είχα ξεσυνηθίσει, με πίεζε τόσο, που ανάσαινα με δυσκολία. Πέρασαν λίγα λεπτά, δε σηκωνόταν· λες κι είχε ξεχα­

στεί. Έκανα την προστυχιά να χτυπήσω σιγά το παρα­βάν ... Ανασηκώθηκε απότομα και γύρεψε την εσάρπα της, το καπέλο και το γουναρικό της, σα να 'θελε να με αποφύγει. 'Υ στερα από δυο λεπτά βγήκε αργά πίσω από το παραβάν και κοίταξε θλιβερά. Χαμογελούσα με κα­κία, βιασμένα, από ευπρέπεια, κι aπέφυγα το βλέμμα της.

«Αντίο» είπε πηγαίνοντας προς την πόρτα. Άξαφνα, έτρεξα ξοπίσω της άρπαξα το χέρι της, το άνοιξα, έβα­λα ... κάτι μέσα και το ξανάκλεισα. 'Επειτα γύρισα κι όρ­μησα στην άλλη γωνιά του δωματίου, για να μη βλέπω τουλάχιστον. Πήγα τώρα να πω ψέματα, να γράψω πως το 'κανα αυ­

τό τυχαία, από πόρωση, από σαστιμάρα, από κουταμάρα. Μα δε θέλω να πω ψέματα, και το λέω ειλικρινά: άνοιξα το χέρι της κι έβαλα μέσα κάτι ... από κακία. Η ιδέα αυτή μου ήρθε καθώς πηγαινοερχόμουν στο δωμάτιο, όταν εκείνη ήταν πίσω απ' το παραβάν. 'Ομως να τι μπορώ να πω με βεβαιότητα: έκανα τη σκληρότητα αυτή επίτηδες, σίγουρα, μα όχι από κακή καρδιά, μόνο από στενοκεφα­λιά. 'Η ταν μια τόσο προσποιητή σκληρότητα, εγκεφαλική, φιλολογική, που κι εγώ ο ίδιος ούτε λεπτό δεν μπόρεσα ν' aντέξω. Στην αρχή όρμησα στη γωνιά για να μη βλέπω, και κατόπιν έτρεξα ντροπιασμένος κι aπελπισμένος πίσω

-136-

τοΥΠΟΓΕΙΟ

από τη Λίζα. τ Ανοιξα την πόρτα της εισόδου και στάθηκα ν' ακούσω.

«Λίζα! Λίζα!» φώναξα από τη σκάλα, μα δειλά, σιγανά. Καμιά απάντηση, μου φάνηκε όμως ότι άκουσα τα βή­

ματά της στα τελευταία σκαλοπάτια. «Λίζα!» φώναξα πιο δυνατά. Καμιά απάντηση. Την ίδια στιγμή, άκουσα ν' ανοίγει μ'

ένα βαρύ τρίξιμο η τζαμένια εξώπορτα και να ξανακλεί­νει με κρότο που aντήχησε στη σκάλα.

Είχε φύγει. Μπήκα στο δωμάτιό μου πολύ σκεφτικός. Υ πέφερα τρομερά. Σταμάτησα στο τραπέζι, κοντά στην καρέκλα που είχε

καθίσει και κοίταζα αφηρημένα μπροστά μου. Μετά από λίγο, πετάχτηκα πάνω. Μπροστά μου, πάνω στο τραπέζι, είδα ... Με μια λέξη, είδα ένα γαλάζιο χαρτονόμισμα, τσα­λακωμένο, το ίδιο χαρτονόμισμα, τα πέντε ρούβλια που είχα βάλει στο χέρι της πριν λίγο. τ Ηταν ασφαλώς το ίδιο χαρτονόμισμα· δεν μπορούσε να είναι άλλο, δεν υπήρχε άλλο στο δωμάτιό μου. Πρόλαβε λοιπόν και το πέταξε στο τραπέζι τη στιγμή που όρμηξα στη γωνιά.

Λοιπόν; τ Επρεπε να το περιμένω. τ Επρεπε να το περι­

μένω; τ Οχ ι. Είμαι τόσο εγωιστής, σεβόμουν τόσο λίγο

τους ανθρώπους, που δεν μπορούσα ούτε να το φανταστώ πως θα φερόταν έτσι. Ύστερα από μια στιγμή, σαν τρε­λός, ντύθηκα βιαστικά, βάζοντας κι εγώ δεν ξέρω τι, κι έτρεξα να την κυνηγήσω. Δε θα 'χε προλάβει να κάνει διακόσια βήματα όταν βγήκα στο δρόμο. Ο καιρός ήταν ήσυχος, το χιόνι έπεφτε πυκνό, σκεπά­

ζοντας τα πεζοδρόμια και τον έρημο δρόμο μ' ένα παχύ στρώμα. Διαβάτες καθόλου: δεν ακουγόταν κανένας ήχος. Τα φανάρια έφεγγαν θλιβερά κι aνώφελα. Έκανα τρέχοντας διακόσια βήματα πάνω κάτώ ώς τη γωνιά του δρόμου και σταμάτησα. Πού πήγε; γιατί έτρεχα πίσω της;

Γιατί; για να πέσω γονατιστός μπροστά της, να κλάψω

-137-

ΦΙΟΝτΟΡ ΝτΟΣτΟΓΙΕΦΣΚΙ

από μετάνοια, να φιλήσω τα πόδια της, να την ικετέψω να με συγχωρήσει! Το 'θελα, η καρδιά μου ράγιζε, και ποτέ, ποτέ δε θα θυμηθώ αυτή τη στιγμή με αδιαφορία. Μα γιατί; σκέφτηκα. Μήπως δε θα τη μισήσω αύριο πάλι επειδή σήμερα θα της φιλήσω τα πόδια; Θα της δώσω την ευτυχία; Μήπως δε μου δόθηκε η ευκαιρία να εκτιμήσω σήμερα τι αξίζω, για εκατοστή φορά; Μήπως δε θα τη βασανίσω; Στεκόμουν πάνω στο χιόνι, προσπαθούσα να τρυπήσω

τη σκοτεινή ομίχλη, και σκεφτόμουν. Δεν είναι προτιμότερο, είπα μέσα μου όταν γύρισα κα­

τόπιν στο δωμάτιό μου, αφήνοντας να πλανιέται εδώ κι εκεί η φαντασία μου και γυρεύοντας να πνίξω τους δυνα­τούς πόνους της καρδιάς μου με φαντασίες, δεν είναι προτιμότερο να πάρει μαζί της για πάντα αυτή την προ­σβολή; Γιατί η προσβολή είναι ένας εξαγνισμός, είναι ο πιο οδυνηρός κι ο πιο καυτερός πόνος για να γνωρίσει κανείς την πραγματικότητα. Αύριο θα λέρωνα την ψυχή της και θα κούραζα την καρδιά της. Μα η προσβολή δε θα σβήσει ποτέ από μέσα της, κι όσο και να είναι βρώμι­κη η λάσπη που την περιμένει, η προσβολή θα την εξυψώ­σει, θα την εξαγνίσει ... με το μίσος ... 'Ι σ ως και με τη συ­γνώμη ... Μα θα την ανακουφίσει αυτό;

Αλήθεια, θέτω ένα μάταιο ερώτημα: τι είναι προτιμότε­ρο; Η μέτρια ευτυχία ή ο υψηλός πόνος; Ας δούμε τι εί­ναι προτιμότερο.

Ονειροπολούσα έτσι το βράδυ εκείνο, που το πέρασα στο δωμάτιό μου μισοπεθαμένος από τον ηθικό πόνο. Ποτέ δεν ένιωσα τόση πικρία και τύψεις μα μπορούσα να έχω την παραμικρή αμφιβολία; 'Οταν έτρεξα έξω, μή­πως τάχα δεν ήξερα πως θα γύριζα πίσω στα μισά του δρόμου; Δεν ξανασυνάντησα ποτέ πια τη Λίζα και δεν ξανάκουσα ποτέ να μιλούν γι' αυτήν. Θα προσθέσω ακό­μη πως για πολύ καιρό έμεινα καταγοητευμένος από τη φράση μου για την ωφελιμότητα της προσβολής και του

-138-

ΤΟΥΠΟΓΕΙΟ

μίσους, αν κι εγώ ο ίδιος έπεσα σε μια λύπη που σχεδόν αρρώστησα. Ακόμη και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, όλ' αυτά μου

προξενούν μια θλιβερή εντύπωση όταν τα συλλογίζομαι. Έτσι συμβαίνει στα περισσότερα πράγματα, αλλά... δε θα 'κανα καλύτερα να τελειώσω εδώ τις «Σημειώσεις» μου; Μου φαίνεται πως δεν έκανα καλά ν' αρχίσω να γράφω. Τουλάχιστον, ντρεπόμqυν γράφοντας αυτή τη διήγηση, γιατί δεν είναι πια φιλολογία, μα τιμωρία εξα­γνιστική. Γιατί δεν έχει ενδιαφέρον, λογουχάρη, να διη­γούμαι σε μια μεγάλη νουβέλα πώς έχασα τη ζωή μου σα­πίζοντας ηθικά μέσα σε μια γωνιά, χωρίς το κατάλληλο περιβάλλον, ξεσυνηθίζοντας από καθετί που είναι πραγ­ματικό μέσα στο υπόγειό μου και γεμάτος από έναν κα­χύποπτο θυμό. Σ' ένα μυθιστόρημα πρέπει να παρουσιά­σεις έναν ήρωα, κι εδώ έχουν συγκεντρωθεί επίτηδες όλα τα χαρακτηριστικά του aντι-ήρωα· και κυρίως, όλ' αυτά θα προκαλέσουν ελεεινή εντύπωση, γιατί όλοι έχουμε ξε­συνηθίσει σε τέτοιο βαθμό τη ζωή, που σε μερικές στιγ­μές αισθανόμαστε κάποια αηδία για την πραγματική ζωή και για τούτο την aποστρεφόμαστε όταν μας τη θυμίζουν. Καταντήσαμε να θεωρούμε «την πραγματική ζωή» σαν αγγαρεία, σχεδόν σαν ένα επάγγελμα, και όλοι μέσα μας είμαστε της γνώμης ότι είναι προτιμότερο να ζει κανείς τη ζωή των βιβλίων. Και γιατί ταραζόμαστε; γιατί κάνου­με τόσες aνοησίες; τι ζητάμε; Ούτε κι οι ίδιοι ξέρουμε! Θα υποφέραμε περισσότερο αν οι τρελοί μας πόθοι πραγματοποιούνταν. Σταθείτε, προσπαθήστε, για παρά­δειγμα, να μας δώσετε περισσότερη ανεξαρτησία· βγάλτε από τη μέση τα εμπόδια, μεγαλώστε τον κύκλο της δρά­σης σας χαλαρώστε την κηδεμονία, ε, λοιπόν, ναι, σας το διαβεβαιώνω, εμείς όλοι ... θα ξαναζητήσουμε αμέσως την κηδεμονία. Το ξέρω καλά πως θα φουρκιστείτε, πως θα μου βάλετε τις φωνές, πως θα χτυπήσετε τα πόδια σας στο πάτωμα. Μιλήστε, λοιπόν, θα μου πείτε, για τον εαυ-

-139-

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

τό σας μόνο και για όλες σας τις αθλιότητες στο υπόγειο, μα ξιε χρειάζονται δικαιολογίες, δεν έχετε το δικαίωμα να πείτε «εμείς όλοι!» Επιτρέψτε μου, κύριοι, αυτό το εμείς όλοι. 'Οσο για μένα, στη ζωή μου έφτασα στα άκρα εκείνο που εσείς δεν τολμάτε ούτε στο μισό δρόμο να φέ­ρετε, από δειλία· κι ακόμη, παίρνετε tη δειλία σας για φρονιμάδα και παρηγοριόσαστε ξεγελώντας τον εαυτό σας. Γι' αυτό το λόγο ίσως να είμαι πιο ζωντανός από σας. Μα δώστε, παρακαλώ, περισσότερη προσοχή! Δεν ξέρουμε ακόμη πού υπάρχει τώρα εκείνο που είναι ζω­ντανό, από τι είναι και πώς ονομάζεται. Αφήστε μας μό­νους, χωρίς βιβλία, κι αμέσως θα πελαγώσουμε, θα τα μπερδέψουμε- δε θα ξέρουμε πού να στηριχτούμε και σε τι να αφοσιωθούμε, δε θα ξέρουμε τι πρέπει να αγαπή­σουμε ή να μισήσουμε, τι πρέπει να εκτιμήσουμε ή να πε­ριφρονήσουμε. Βαριόμαστε ακόμη και που είμαστε άν­θρωποι, άνθρωποι με σάρκα και οστά αληθινά, ντρ~πό­μαστε γι' αυτό και το θεωρούμε ατιμία μας. Γυρεύουμε να γίνουμε ένας τύπος γενικού ανθρώπου που δεν υπήρξε ποτέ. Είμαστε πεθαμένοι μόλις γεννηθούμε και χρόνια και χρόνια μας γεννούν πατέρες που δεν είναι ζωντανοί, μια κατάσταση που μας ευχαριστεί όλο και πιο πολύ. Μας αρέσει. Σε λίγο, θα επινοήσουμε κάποιο τρόπο να γεννιόμαστε από μια ιδέα. Μα δε θέλω πια να γράφω μέ­σα απ' το «υπόγειο» ...

'Άλλωστε, οι Σημειώσεις του παράδοξου αυτού ανθρώ­που δεν τελειώνουν εδώ. Δεν μπόρεσε να κρατηθεί και τις συνέχισε.' Ομως τώρα, μου φαίνεται πως μπορούμε να σταματήσουμε εδώ.

-140-