Ευγενία Φακίνου - Οδυσσέας και Μπλουζ

17
Ε ΙΧΕ ΑΦΗΣΕΙ προ πολλού την Εθνική οδό και είχε δια- σχίσει τις μεγάλες καλλιέργειες εσπεριδοειδών. Ο δρόμος ανηφόριζε ήσυχα. Πέρασε έξω από ένα χω- ριό και συνέχισε ν’ ανεβαίνει. Σε λίγο φάνηκαν μπροστά της τα ωραία, χιονισμένα βουνά. Στο σταυροδρόμι ακο- λούθησε την πινακίδα κι έστριψε δεξιά. Βρισκόταν σ’ έναν μικρό επαρχιακό δρόμο με οπωροφόρα γυμνά από φύλλα, τέλος Φλεβάρη πια. Οι φτέρες στις παρυφές του δρόμου εί- χαν το βαθύ χρώμα του ψημένου ψωμιού και ήταν τσακι- σμένες από τα χιόνια που είχαν πέσει. Μετά από μερικές στροφές μπήκε σ’ ένα τεράστιο δά- σος από έλατα. Σκοτείνιασε ο τόπος, τα δέντρα υψώνονταν κι έκρυβαν τον ουρανό. Δεξιά κι αριστερά όσο έφτανε το μάτι της, έβλεπε τους κορμούς των ελάτων να διαγράφο- νται στο λίγο χιόνι που είχε απομείνει στα μέρη όπου δεν έφτανε ποτέ ο ήλιος. Κάτι κινήθηκε σαν αστραπή στα δεξιά της και χάθηκε πριν προλάβει να καταλάβει τι ήταν. Ένα δέος την πλημ-

description

Ο Οδυσσέας, εκκεντρικός συγγραφέας που ζει απομονωμένος σε μια ορεινή κοινότητα. Η Μπλουζ, επιμελήτρια κειμένων και σκηνοθέτις ντοκιμαντέρ με κοινωνικά θέματα. Το Τρένο των νεφών, ένα βιβλίο που περιμένει το τέλος του. Το Κόκκινο Σπίτι του συγγραφέα. Έχει την Αίθουσα του Χρόνου, της Χαμένης Αθωότητας, της Θάλασσας και των Αυτόχειρων Συγγραφέων. Το Χωριό, που μισεί τον Οδυσσέα και την Μπλουζ, τους θεωρεί υπαίτιους κάθε συμφοράς και εκπροσώπους του Κακού. Ένας φόνος, μια αλεπού και δυο σκυλιά δηλητηριασμένα και κρεμασμένα στα κάγκελα του Κόκκινου Σπιτιού

Transcript of Ευγενία Φακίνου - Οδυσσέας και Μπλουζ

Page 1: Ευγενία Φακίνου - Οδυσσέας και Μπλουζ

ΕΙΧΕ ΑΦΗΣΕΙ προ πολλού την Εθνική οδό και είχε δια-σχίσει τις μεγάλες καλλιέργειες εσπεριδοειδών. Οδρόμος ανηφόριζε ήσυχα. Πέρασε έξω από ένα χω-

ριό και συνέχισε ν’ ανεβαίνει. Σε λίγο φάνηκαν μπροστάτης τα ωραία, χιονισμένα βουνά. Στο σταυροδρόμι ακο-λούθησε την πινακίδα κι έστριψε δεξιά. Βρισκόταν σ’ ένανμικρό επαρχιακό δρόμο με οπωροφόρα γυμνά από φύλλα,τέλος Φλεβάρη πια. Οι φτέρες στις παρυφές του δρόμου εί-χαν το βαθύ χρώμα του ψημένου ψωμιού και ήταν τσακι-σμένες από τα χιόνια που είχαν πέσει.

Μετά από μερικές στροφές μπήκε σ’ ένα τεράστιο δά-σος από έλατα. Σκοτείνιασε ο τόπος, τα δέντρα υψώνοντανκι έκρυβαν τον ουρανό. Δεξιά κι αριστερά όσο έφτανε τομάτι της, έβλεπε τους κορμούς των ελάτων να διαγράφο-νται στο λίγο χιόνι που είχε απομείνει στα μέρη όπου δενέφτα νε ποτέ ο ήλιος.

Κάτι κινήθηκε σαν αστραπή στα δεξιά της και χάθηκεπριν προλάβει να καταλάβει τι ήταν. Ένα δέος την πλημ-

fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 7

Page 2: Ευγενία Φακίνου - Οδυσσέας και Μπλουζ

μύρισε, ο προαιώνιος φόβος του μοναχικού ανθρώπου μέσασ’ ένα δάσος.

Και τότε είδε να αιωρείται από τα κλαδιά ενός ελάτουμια κρεμασμένη αλεπού. Την είχαν δεμένη από το κεφάλιμε σύρμα κι ο αέρας την κουνούσε σαν τρομακτικό εκκρε-μές. Πάτησε λίγο γκάζι για να φύγει πιο γρήγορα από τοαποτρόπαιο θέαμα. Ποιον ήθελαν να φοβίσουν ή να προει-δοποιήσουν; Τις άλλες αλεπούδες ή τους ξένους που τολ-μούσαν να περάσουν το δάσος τους;

Συνέχισε το δρόμο της μ’ ένα αίσθημα δυσφορίας. Σελίγο έφτασε στα τελευταία δέντρα. Μπροστά της απλωνό-ταν ένα μεγάλο οροπέδιο. Συστάδες κυπαρισσιών προφύ-λασσαν τις καλλιέργειες από τους βοριάδες. Δέντρα φυτε-μένα τακτικά σε αράδες, δημιουργούσαν μια τεράστια σκα -κιέρα. Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και βγήκε από τοαυτοκίνητο. Ο αέρας όρμησε πάνω της σαν να την αναζη-τούσε, σαν να της προμηνούσε κάτι.

Πού πάω να μπλέξω; αναρωτήθηκε η κοπέλα και μπή-κε πάλι βιαστικά στ’ αυτοκίνητό της.

Είδε μια πινακίδα που έγραφε «Καλώς ήρθατε στον Κε-ρασότοπο». Την προσπέρασε κι έφτασε σ’ ένα πέτρινο γε-φυράκι. Το νερό κατέβαινε ορμητικό προς τον κάμπο. Τώραφαινόταν καθαρά το χωριό με τα λιγοστά σπίτια και το κα-μπαναριό της εκκλησίας να εξέχει. Αγροτόσπιτα ξεχώρι-ζαν σκόρπια, σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο, λεςκι ήταν μαλωμένα.

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 8

Page 3: Ευγενία Φακίνου - Οδυσσέας και Μπλουζ

Διέκρινε έξω από το χωριό ένα εντυπωσιακό κόκκινοσπίτι με πυργίσκο και σε μικρή απόσταση ένα μπλε σπίτι.Σ’ αυτό πήγαινε, στο μπλε σπίτι.

Ο δρόμος που οδηγούσε προς τα εκεί ήταν στρωμένοςμε καλοπατημένο χαλίκι. Έφτασε σε μια μεγάλη αυλόπορ-τα με δυο τεράστιους κέδρους δεξιά κι αριστερά της. Μιαπινακίδα έγραφε «Αγροτουριστικός Ξενώνας Η ΛΕΒΑΝΤΑ».Και πράγματι, βραγιές με λεβάντες κάλυπταν όλο το χτή-μα, χωρίς όμως τ’ αρωματικά λουλούδια τους, η εποχή τηςανθοφορίας είχε περάσει από το καλοκαίρι. Το χώμα ανά-μεσα στα φυτά έκανε ωραία αντίθεση με το σκουρόχρωμοφύλλωμα. Οδήγησε μέχρι την είσοδο του ξενώνα και πάρ-καρε κάτω από ένα υπόστεγο.

Κοίταξε το διώροφο κτίσμα που είχε σκεπή όχι από κε-ραμίδια αλλά από πλατιές πλάκες όπως τα πηλιορείτικα.Ήταν όλο βαμμένο μ’ ένα μπλε-μοβ χρώμα, το χρώμα τηςλεβάντας. Στον πάνω όροφο τα παραθυρόφυλλα ήταν κλει-στά, σημάδι ότι δεν υπήρχαν άλλοι πελάτες.

Η μεγάλη πόρτα της εισόδου άνοιξε πριν τη χτυπήσει κιεμφανίστηκε μια νέα γυναίκα. Την καλωσόρισε χαρούμενηκαι την πέρασε στο εσωτερικό.

«Σας περιμέναμε. Ελάτε, να πιείτε ένα τσαγάκι, ένανκαφέ, να ξεκουραστείτε από την οδήγηση», της είπε και τηςέδειξε ένα μεγάλο τραπέζι. «Η γιαγιά μου η Δήμητρα»,της σύστησε τη γερόντισσα που καθόταν σ’ ένα σκαμνί πλάιστο τζάκι.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 9

Page 4: Ευγενία Φακίνου - Οδυσσέας και Μπλουζ

Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι της σαν χαιρετισμό. «Είμαι η Ελένη», αυτοσυστήθηκε η νέα γυναίκα, ενώ έ-

βαζε φλιτζάνια και πιατάκια με κουλούρια και κέικ στοτραπέζι.

«Με λένε Μπλουζ», είπε η κοπέλα όσο πιο καθαρά μπο-ρούσε.

«Τι είπε; Μπλούζα;» ρώτησε η γερόντισσα παραξενε-μένη.

«Μπλουζ, γιαγιά. Μπλουζ τη λένε», είπε χαμογελώνταςη Ελένη, σαν να ζητούσε την κατανόηση της πελάτισσάςτης.

«Κι από πού βγαίνει;» επέμεινε η γερόντισσα, χωρίς ν’αφήσει ένα κουρελάκι που έπαιζε στα χέρια της.

«Έτσι, σκέτο. Μπλουζ», απάντησε η κοπέλα υπομονε-τικά.

«Ξενικό θα ’ναι», μονολόγησε η γιαγιά, πιο πολύ για τονεαυτό της το είπε.

«Τσάι ή καφέ;» ρώτησε η Ελένη.Η Μπλουζ ζήτησε τσάι, ενώ παρατηρούσε το χώρο. Ή-

ταν μια μεγάλη αίθουσα υποδοχής και τραπεζαρία συγχρό -νως. Απροσδόκητα καλόγουστη, έπρεπε να ομολογήσει.Το πέτρινο τζάκι είχε μεγάλο άνοιγμα και μέσα του έκαι-γαν δυο τεράστια κούτσουρα. Οι τοίχοι είχαν επένδυση απόκορμούς δέντρων και υπήρχαν κάδρα που απεικόνιζαν λε-βάντες. Ένα υφαντό κιλίμι, σύγχρονης τέχνης, σε αποχρώ-σεις μπλε-μοβ, κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος του τοίχου. Στο

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 10

Page 5: Ευγενία Φακίνου - Οδυσσέας και Μπλουζ

ίδιο χρώμα και τα μαξιλάρια του καναπέ, ακόμα και τασερβίτσια.

«Πολύ ωραία τα έχετε φτιάξει. Όλα αρμονικά», είπε ηΜπλουζ.

Η Ελένη την ευχαρίστησε και της είπε ότι προσπάθη-σαν πολύ να προβάλουν τη λεβάντα.

«Σ’ αυτήν τα χρωστάμε όλα», είπε και κάθισε απέναντιστην Μπλουζ.

Έπιναν ήσυχα το τσάι τους. Η οικοδέσποινα ένιωσε ότιέπρεπε να μιλήσει και να δημιουργήσει μια φιλική ατμό-σφαιρα.

«Το χτήμα ήταν της οικογένειας της μητέρας μου...»ξεκίνησε να λέει.

«Δικό μου ήταν και της το ’γραψα», διευκρίνισε η γερό-ντισσα.

Η Ελένη κούνησε το κεφάλι της και συνέχισε:«Παλιά καλλιεργούσαν στάρι και κριθάρι, αλλά με τα

χρόνια...»«... έπεσε η τιμή, έπεσαν και τα χέρια», συμπλήρωσε η

γιαγιά της.Η Ελένη είπε στην Μπλουζ ότι αποφάσισαν με τον ά-

ντρα της να έρθουν εδώ, πριν από δώδεκα χρόνια, γιατί δεντους ταίριαζε η ζωή στην Αθήνα. Εκείνος είχε σπουδάσειτεχνολογία τροφίμων κι ήθελε να ασχοληθεί με την τυροκο -μία. Είχε επισκεφθεί τη Γαλλία και είχε μάθει πολλά μυ-στικά. Η ίδια αποφάσισε να στραφεί στα βότανα. Κατέλη-

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 11

Page 6: Ευγενία Φακίνου - Οδυσσέας και Μπλουζ

ξε στη λεβάντα γιατί το κλίμα και το υψόμετρο –το χωριόβρίσκεται στα χίλια μέτρα– ήταν κατάλληλα. Ο βαρύς χει-μώνας με τα πολλά χιόνια δεν επέτρεπαν άλλα φυτά, ενώγια τη λεβάντα ήταν ιδανικά.

«Και τα καταφέρνετε μόνη σας;» ρώτησε η Μπλουζ ε-ντυπωσιασμένη.

«Όχι βέβαια. Βάζουμε εργάτες για το όργωμα, τα ξε-βοτανίσματα και μετά στη συγκομιδή. Πάντως από άλλεςκαλλιέργειες είναι προτιμότερη. Έχει λιγότερα εργατικά.Μόνο στο κόψιμο των λουλουδιών...»

«... γίνεται της τρελής», συμπλήρωσε η γιαγιά.Η Μπλουζ χαμογέλασε με την αμεσότητα της γερό-

ντισσας.«Θέλει να πει η γιαγιά πως όταν κόβουμε τα άνθη γίνε-

ται πόλεμος. Ο έμπορος περιμένει από το χάραμα με το φορ -τηγό, αλλά το κόψιμο πρέπει να γίνει αφού φύγει το πρωινόπούσι. Κι έτσι φρεσκοκομμένα όπως είναι πρέπει να πάνεστο εργοστάσιο, να γίνει η επεξεργασία και να βγει το αι-θέριο έλαιο. Είναι και βιολογική καλλιέργεια, χωρίς φάρ-μακα και ψεκασμούς», είπε η Ελένη.

«Όλο πάει για αιθέριο έλαιο;» ρώτησε η Μπλουζ.Η Ελένη της εξήγησε ότι κρατούσε μια μικρή ποσότη-

τα, που την άφηνε να ξεραθεί φυσικά και μετά τη συσκεύα -ζε σε μικρά πάνινα σακουλάκια, για ν’ αρωματίζουν ρούχακαι να διώχνουν το σκώρο.

«Τα χαρίζω στους πελάτες μας», είπε η Ελένη.

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 12

Page 7: Ευγενία Φακίνου - Οδυσσέας και Μπλουζ

«Τα πουλάμε κιόλας», συμπλήρωσε με νόημα η γιαγιά.«Ε, καλά, όχι σπουδαία πράγματα. Δυο τρία τουριστι-

κά μαγαζιά απ’ τα παράλια έρχονται και παίρνουν. Θα μεί-νετε πολύ;» ρώτησε η Ελένη.

«Αρκετά νομίζω. Ήρθα να ξεκουραστώ και να δουλέψωλίγο», είπε επιφυλακτικά η Μπλουζ.

«Και τα δυο μαζί δε γίνονται», σχολίασε η γιαγιά, πουδεν έχανε λέξη από τη συζήτηση.

«Ξέρει εκείνη, γιαγιά», προσπάθησε να τα διορθώσει ηΕλένη. «Όταν θα έχετε τελειώσει το τσάι σας, να σας δεί-ξω το δωμάτιό σας. Θα είστε κουρασμένη...»

Η Μπλουζ έσπρωξε το φλιτζάνι της, σημάδι ότι είχε τε-λειώσει και σηκώθηκε.

Ανέβηκαν μια ωραία πέτρινη σκάλα κι έφτασαν σ’ ένανφαρδύ διάδρομο.

«Σας διάλεξα το καλύτερο δωμάτιο, με θέα στα βουνάκαι στον κάμπο. Άλλωστε είστε η μοναδική μας πελάτισ-σα», είπε η Ελένη ενώ ξεκλείδωνε μια πόρτα. Άνοιξε ταπαντζούρια και έδειξε στην Μπλουζ τη θέα.

Απέναντι τα βουνά έφεγγαν από το χιόνι και ολόγυρα οκάμπος απλωνόταν ήσυχα. Τα σπίτια του χωριού διακρί-νονταν με δυσκολία ανάμεσα απ’ τα έλατα, τα κυπαρίσσιακαι τ’ αγριόκεδρα.

«Τι ωραίο σπίτι!» είπε η Μπλουζ δείχνοντας το Κόκκι-νο Σπίτι. «Έχει και πύργο!»

«Ναι. Είναι αρκετά παλιό. Ανήκει σε μια οικογένεια κε-

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 13

Page 8: Ευγενία Φακίνου - Οδυσσέας και Μπλουζ

ράδων... Δηλαδή έχουν εργοστάσιο κεριών...» είπε επιφυ-λακτικά η Ελένη. Ήταν φανερό ότι είχε διαλέξει με προσο-χή τις λέξεις της.

Εδώ είμαστε λοιπόν, σκέφτηκε η Μπλουζ μ’ ανακούφι-ση, επειδή δε θα χρειαζόταν να κάνει άλλες ερωτήσεις.

«Σας έλεγα», προσπάθησε να γυρίσει την κουβέντα ηΕλένη, «ότι είστε η μοναδική μας πελάτισσα. Έχουμε κό-σμο τα Χριστούγεννα, αυτούς που προτιμάνε να μένουν εδώστην ησυχία και να πηγαίνουν στο χιονοδρομικό για σκι.Και το καλοκαίρι έχουμε όσους θέλουν δροσιά και ξηρό κλί -μα. Υγρασία μηδέν και πάντα φυσάει ένα απαλό αεράκι. Πα -λιά έφερναν στο χωριό όσους είχαν προβλήματα με τουςπνεύμονες. Υπήρχε ένα πρεβαντόριο στη στροφή, αλλά κα-τέρρευσε με τους σεισμούς και το παράτησαν. Σας αρέσειτο δωμάτιο;»

«Πολύ ωραίο», είπε η Μπλουζ, και καταλαβαίνοντας ότι η άλλη περίμενε κάτι παραπάνω συνέχισε: «Θα βολευ-τώ θαυμάσια. Έχει και τραπέζι για να γράφω. Κάνω με-ταφράσεις», είπε, ενώ σκεφτόταν ότι όταν αρχίζουν τα ψέ-ματα δεν έχουν τέλος.

«Να σας ρωτήσω για το φαγητό», είπε η Ελένη. «Αυτήτην εποχή η ταβέρνα του χωριού είναι κλειστή. ΔουλεύουνΧριστούγεννα και όταν ανοίξει ο καιρός, από τον Απρίληκαι μετά. Επομένως θα τρώτε μαζί μας. Εννοώ από το φα-γητό που μαγειρεύω για μας. Και θα το κουβεντιάζουμε από την προηγουμένη, ώστε αν κάτι δε σας αρέσει να το

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 14

Page 9: Ευγενία Φακίνου - Οδυσσέας και Μπλουζ

απο φεύγουμε. Πάντως θα είναι σπιτικό φαγητό, καλομα-γειρεμένο».

«Ό,τι φτιάχνετε, μην ανησυχείτε για μένα».Η Ελένη τη βοήθησε ν’ ανεβάσουν τον ταξιδιωτικό της

σάκο και μια μικρή βαλίτσα, και την άφησε να ησυχάσει,αφού συμφώνησαν να βρεθούν στη μία η ώρα για φαγητό.Το τελευταίο το είπε η Ελένη σχεδόν απολογούμενη, επει-δή έτρωγαν νωρίς στα μέρη τους.

Η Μπλουζ, μόνη πια στο δωμάτιο, άρχισε να τακτοποιείτα πράγματά της. Κρέμασε τα ρούχα στην ντουλάπα κιάνοι ξε το πρώτο συρτάρι για να βάλει τα εσώρουχα. Έκ-πληκτη είδε στο βάθος του ένα ζευγάρι παιδικά γάντια απόλευκό δέρμα. Κάποιος τα ξέχασε, σκέφτηκε, κι απόρησεπου υπήρχαν ακόμα παιδιά που φορούσαν λευκά γάντια. Ταπεριεργάστηκε, είδε ότι δεν ήταν γάντια για χειμερινά σπορκαι τα έφερε στη μύτη της. Μια μυρωδιά ροδάκινου αναδι-νόταν από το απαλό δέρμα. Σίγουρα κάποιος πελάτης ταείχε ξεχάσει. Θα τα έδινε αργότερα στην Ελένη.

Τελείωσε με την τακτοποίηση και βγήκε στο μπαλκόνι.Ήταν μακρόστενο και κοινό για όλα τα δωμάτια. Η σκεπήπροεκτεινόταν μέχρι τα ξύλινα κάγκελα, ένα κλασικό χω-ριάτικο χαγιάτι. Έφτασε στην άλλη άκρη του και τότε δια-πίστωσε ότι το σπίτι ήταν χτισμένο δέκα μέτρα από την άκρη ενός τεράστιου γκρεμού. Κάτω ανοιγόταν το χάος, ενώ στις πλαγιές των απέναντι βουνών μέτρησε εφτά χω-ριά διασκορπισμένα.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 15

Page 10: Ευγενία Φακίνου - Οδυσσέας και Μπλουζ

Ο καιρός είχε βαρύνει, μαύρα σύννεφα είχαν κατέβει χα-μηλά, η ομίχλη ορμούσε σαν καπνός από τον γκρεμό καιγρήγορα σκέπασε όλη τη θέα. Όπου να ’ταν θ’ άρχιζε η βροχή.

Γύρισε πάλι στην άλλη άκρη του μπαλκονιού, μπροστάαπό το δωμάτιό της. Το Κόκκινο Σπίτι με τον πύργο τουξεχώριζε ανάμεσα στα δέντρα και την περίμενε.

� �

Το μεσημέρι, που κατέβηκε στην τραπεζαρία, είδε ότι η Ε-λένη είχε στρώσει στη μια άκρη του τραπεζιού ένα λευκότραπεζομάντιλο.

«Βρήκα αυτά στο συρτάρι», είπε η Μπλουζ και της πα-ρέδωσε τα λευκά δερμάτινα γάντια.

«Παιδικά γάντια; Περίεργο, δεν είχαμε παιδιά τα Χρι-στούγεννα, ε, γιαγιά;» ρώτησε παραξενεμένη η Ελένη.

«Δεν είχαμε. Ευτυχώς. Γιατί ανακατεύουν τον τόπο,τρώνε όπου βρούνε και δε μ’ αφήνουν στην ησυχία μου»,μουρμούρισε η γερόντισσα.

«Θα τα φυλάξω στη ρεσεψιόν, κι αν τα ζητήσει κάποιος,καλώς... Λοιπόν, έχω φτιάξει για το καλωσόρισμα κόκορακοκκινιστό με χυλοπίτες», είπε η Ελένη κι έφερε την πια-τέλα.

«Μπούτι για μένα», είπε η γιαγιά χωρίς περιστροφές.«Πολύ νόστιμο, μπράβο σας», σχολίασε η Μπλουζ αφού

δοκίμασε. «Από τα δικά σας πουλερικά;»«Μπα. Το πήρα απ’ το χωριό. Εμείς εδώ δεν έχουμε ζω-

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 16

Page 11: Ευγενία Φακίνου - Οδυσσέας και Μπλουζ

ντανά, εκτός απ’ τα σκυλιά. Δεν ήθελα τη μυρωδιά του κο-τετσιού, και τα κακαρίσματα μπορεί να ενοχλούσαν τουςπελάτες. Σε άλλα αγροτουριστικά έχουν. Εμείς μόνο λε -βάντες», είπε η Ελένη χαμογελαστή.

«Και τα κοπάδια για το γάλα των τυριών;»«Ούτε κοπάδια σ’ εμάς. Ο άντρας μου συνεργάζεται με

το μεγάλο τυροκομείο που βρίσκεται στη λίμνη. Είναι πιοβολικό. Χρησιμοποιεί τους κάδους, τα ξηραντήρια και τιςαίθουσες ωρίμανσης του τυροκομείου. Κατσικήσιο γάλαπαίρνει απ’ τους βοσκούς της περιοχής. Κάνει τα δικά τουτυριά με στάχτη...»

«Με στάχτη;» ρώτησε έκπληκτη η Μπλουζ.«Είναι μια τεχνική που έμαθε στη Γαλλία. Όχι επειδή εί-

ναι άντρας μου, αλλά φτιάχνει σπουδαία τυριά. Μικρά κεφά-λια σε σχήμα πυραμίδας ή κυλινδρικό, που τα καλύπτει μεστάχτη είτε με φύλλα καστανιάς. Δεν έχω να σας προσφέρωνα δοκιμάσετε, γιατί μόλις άρχισε η παραγωγή και δεν έχουνωριμάσει. Κάνει μικρές ποσότητες που προορίζονται για έναμεγάλο κατάστημα ντελικατέσεν της Αθήνας», εξήγησε ηΕλένη και τα μάτια της καμάρωναν για τον άντρα της.

Η Μπλουζ ήπιε μια γουλιά κρασί να πάει κάτω η πίκρατης. Τη μάτωνε η αγάπη και το καμάρι της Ελένης για τονάντρα της. Η ίδια δεν είχε νιώσει έτσι ποτέ και για κανέ-ναν. Μια σειρά αποτυχιών ήταν η ερωτική της ζωή.

� �

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

o

fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 17

Page 12: Ευγενία Φακίνου - Οδυσσέας και Μπλουζ

Όταν ανέβηκε πάλι στο δωμάτιό της, πήρε τηλέφωνο τονεκδότη και αφεντικό της. Του είπε ότι έφτασε, ότι μάλλονβρήκε το σπίτι του συγγραφέα και ότι θα τον επισκεπτόταντο απόγευμα αν το επέτρεπε ο καιρός. Ο άλλος επέμεινε νατο κάνει οπωσδήποτε, ο χρόνος πίεζε αν ήθελαν να κυκλο-φορήσει το βιβλίο το φθινόπωρο. Ήθελε να του πει ότι πε-ρίμενε τόσα χρόνια, τώρα τον έπιασε η βιασύνη; Αλλά είπεαπλώς «Εντάξει».

Το απόγευμα άνοιξαν οι ουρανοί. Η βροχή έπεφτε ρα-γδαία και δεν έβλεπες πάνω από δυο μέτρα. Το χωριό είχεχαθεί, το ίδιο και τα βουνά. Ήταν αδύνατον να βγει με τέ-τοιον καιρό. Ξάπλωσε στο κρεβάτι κι άνοιξε την τηλεόρα-ση. Έκανε ένα γύρο στα κανάλια. Χάλια. Κουτσομπολιάκαι πάλι κουτσομπολιά. Ένας παράλληλος κόσμος υπήρχεερήμην της. Έκλεισε την τηλεόραση. Την απασχολούσεπολύ η πρώτη συνάντηση με το συγγραφέα. Τι θα του έλε-γε; Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε αυτή την αποστο-λή τη βασάνιζε. Τι θα του έλεγε; Την αλήθεια; Ή κάποιοψέμα που όμως θα βοηθούσε στην εξέλιξη; Όσες φράσειςείχε προετοιμάσει τις είχε απορρίψει.

Η βροχή τη νανούρισε όμορφα και αποκοιμήθηκε με ταρούχα. Την ξύπνησε ένας ακαθόριστος ήχος. Κάτι υπήρχεέξω στο χαγιάτι. Σηκώθηκε χωρίς ν’ ανάψει φως. Φοβή-θηκε να βγει και να δει τι ήταν αυτό που την είχε ξυπνήσει.Σε λίγο κατάλαβε ότι ήταν ο κισσός που τριβόταν στοντοίχο σαν ν’ αναστέναζε. Πήρε κουράγιο κι άνοιξε την

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 18

Page 13: Ευγενία Φακίνου - Οδυσσέας και Μπλουζ

μπαλκονόπορτα. Η νύχτα είχε φουντώσει αλλά είχε ξαστε-ριά. Τα σύννεφα είχαν διαλυθεί. Τα χιονισμένα βουνά έλα-μπαν στο σκοτάδι και τα φώτα των χωριών είχαν ανάψει.Τα εφτά χωριά έπλεαν μέσα στη νύχτα. Το πρώτο αστέριτο είδε χαμηλά, στους κέδρους της εισόδου. Το δεύτεροαστέ ρι το είδε ψηλά, πάνω από το δάσος. Το τρίτο αστέριπάνω από το χωριό. Κάτασπρος ο γαλαξίας, έτρεχε ποτά-μι στον ουρανό. Τρία, τέσσερα, δώδεκα άστρα μέτρησε καιησύχασε η ψυχή της.

Ένιωσε την υγρασία και μπήκε πάλι στο δωμάτιο. Άνοι -ξε το φως και είδε την ώρα στο κινητό της. Έντεκα παράτέταρτο. Πολύ αργά για να κατέβει στην τραπεζαρία, πολύνωρίς για να κοιμηθεί. Έκλεισε τα παντζούρια, άλλαξε,φόρεσε τις πιτζάμες της κι άνοιξε την τηλεόραση. Είχε τύ-χη κι έπεσε σε μια καλή ταινία. Κοιμόταν και ξυπνούσε μετην τηλεόραση ανοιχτή.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 19

Page 14: Ευγενία Φακίνου - Οδυσσέας και Μπλουζ

ΚΑΤΕΒΗΚΕ στην τραπεζαρία κατά τις εννιά το πρωί.Η Ελένη έλειπε, είχε πάει με τον άντρα της γιαδουλειές, όπως της είπε η γιαγιά. Η καφετιέρα είχε

ζεστό καφέ. Τα κουλουράκια και το κέικ στη θέση τους.Ήπιε τον καφέ της χωρίς ν’ ανταλλάξει μια κουβέντα με τηγερόντισσα, που έκοβε σε λουρίδες ένα ύφασμα και μετά τοτύλιγε σε κουβάρι. Έπλυνε το φλιτζάνι της και νοικοκύρε-ψε το πιάτο με τα κουλούρια στον πάγκο.

«Τι θα κάνεις τώρα;» τη ρώτησε η γιαγιά, χωρίς να ση-κώσει το βλέμμα της.

«Θα πάω μια βόλτα. Ο καιρός έφτιαξε. Δε βρέχει καιδεν κάνει κρύο. Θα τα πούμε το μεσημέρι».

Έβαλε το σακίδιο στην πλάτη και βγήκε έξω. Διέσχισετο δρομάκι ανάμεσα απ’ τις λεβάντες και πήρε το χωματό-δρομο προς το Κόκκινο Σπίτι. Το χώμα άχνιζε, η γη ανά-σαινε. Πατούσε τα πεσμένα φύλλα από τα δέντρα κι αυτάέτριζαν μαλακά, μουλιασμένα από τη βροχή. Στο βάθος τασπίτια του χωριού κάπνιζαν αρειμανίως.

fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 20

Page 15: Ευγενία Φακίνου - Οδυσσέας και Μπλουζ

Πέρασε το γεφυράκι ενός μικρού ποταμού που το νερότου έτρεχε θολό από τη χτεσινή νεροποντή. Τα πεύκα μετους λεπιασμένους κορμούς έλαμπαν και τ’ αγριόκεδρα μο-σχοβολούσαν. Άρχισε πάλι να ψιχαλίζει. Η βροχή έπεφτεπολύ ψιλή πάνω στα δέντρα και στους θάμνους. Άλλον ήχοέκανε στο πεύκο, άλλον στους κέδρους κι άλλον στις κου-μαριές. Όλα μουρμούριζαν σε διαφορετικό τόνο.

Σήκωσε την κουκούλα του μπουφάν της και προχώρησεπιο γρήγορα προς το Κόκκινο Σπίτι. Στην αυλόπορτα υ-πήρχε μια πινακίδα που έγραφε «Απαγορεύεται η Είσο-δος», όμως δεν υπήρχε λουκέτο ή σύρτης. Έσπρωξε τη σι-δερένια πόρτα και μπήκε. Το σπίτι φαινόταν στο βάθος.Προχώρησε προς τα εκεί.

Μια ψυχή θα βγει που θα βγει, σκέφτηκε η Μπλουζ.Τα δέντρα, αρκετά από αυτά φυλλοβόλα, είχαν γυμνά

κλαδιά που υψώνονταν σαν χέρια. Τα περισσότερα όμωςδιατηρούσαν το φύλλωμά τους. Πράσινα σκούρα τα έλατα,έντονα πράσινα τα πεύκα και ανοιχτό καφέ οι βαλανιδιές.

Κι εκεί που όλα ήταν ήσυχα, τρία σκυλιά όρμησαν πάνωτης.

Η Μπλουζ κοκκάλωσε από το φόβο της. Τα σκυλιά τηνείχαν περιτριγυρίσει και γάβγιζαν μανιασμένα.

«Ρούπι!» ακούστηκε μια δυνατή φωνή και τα σκυλιά υ-πάκουσαν αμέσως. Στέκονταν έτοιμα να ορμήσουν καιγρύλιζαν απειλητικά δείχνοντας τα δόντια τους

Η Μπλουζ γύρισε το κεφάλι να δει από πού ερχόταν η

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 21

Page 16: Ευγενία Φακίνου - Οδυσσέας και Μπλουζ

φωνή. Και τότε τον είδε. Ήταν σκαρφαλωμένος σε μια τε-ράστια χαρουπιά.

«Τι περιμένεις; Βάλε τη σκάλα στη θέση της για να κα-τέβω», της είπε με αυστηρή φωνή.

«Και τα σκυλιά;» ρώτησε έντρομη η Μπλουζ.«Δεν πρόκειται να κουνήσουν ρούπι. Έλα», την πρό-

σταξε.Η Μπλουζ έκανε δυο διστακτικά βήματα. Τα σκυλιά

έμει ναν στη θέση τους αλλά σε ετοιμότητα. Η κοπέλα προ-χώρησε αργά, με την αίσθηση του κινδύνου πίσω της. Πή-ρε την αλουμινένια σκάλα και την ακούμπησε στον κορμότου δέντρου.

Εκείνος κατέβηκε σβέλτα και βρέθηκε δίπλα της. Τηνκοίταξε απαξιωτικά από πάνω ως κάτω.

«Δεν είδες ότι απαγορεύεται η είσοδος; Από πότε μπαί-νουν έτσι στα ξένα σπίτια;» της είπε χωρίς ίχνος ευγνωμο-σύνης για τη βοήθεια που του είχε προσφέρει.

Η Μπλουζ δεν ήξερε τι έπρεπε ν’ απαντήσει, γι’ αυτό καισιώπησε. Τον κοιτούσε όμως σταθερά. Ήταν ένας ψηλός,λεπτός άντρας, με ολόλευκα μαλλιά που τα είχε μαζέψειπίσω απ’ το λαιμό. Φορούσε ένα ταλαιπωρημένο τζιν, έναπουλόβερ με ξεθωριασμένο χρώμα και χοντρά άρβυλα. Ανδεν ήξερε την ηλικία του, δε θα υποψιαζόταν ότι ήταν εξή-ντα ετών, φαινόταν πολύ νεότερος.

«Λοιπόν, φχαριστώ για τη βοήθεια. Θ’ αναγκαζόμουνανα πηδήξω απ’ τα κλαριά, γιατί αυτοί οι διάολοι» –είπε κι

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 22

Page 17: Ευγενία Φακίνου - Οδυσσέας και Μπλουζ

έδειξε τα σκυλιά– «έριξαν πάνω στα παιχνίδια τους τη σκά -λα. Φχαριστώ, χάρηκα για τη γνωριμία, αλλά άντε τώραστο καλό. Πολλά είπαμε», της είπε με μια σκληράδα στηφωνή. «Κι εσείς ρούπι!» γάβγισε στα σκυλιά του.

Η Μπλουζ δίστασε αλλά αποφάσισε να φύγει. Δεν τονήθελε θυμωμένο. Δεν ήταν τώρα η κατάλληλη στιγμή νατου μιλήσει. Θα ξαναρχόταν όμως. Γύρισε και πήρε το δρο-μάκι προς την αυλόπορτα.

«Να κλείσεις πίσω σου την πόρτα!» της φώναξε.

� �

Περπατούσε στο χωματόδρομο που οδηγούσε στο χωριό.Πέρασε ανάμεσα από αμπελώνες και οπωρώνες πολύ περι-ποιημένους. Συνάντησε το ποτάμι και προχώρησε προς ταπρώτα σπίτια. Της έκανε εντύπωση που έξω από τα πε-ρισσότερα υπήρχαν ωραίες πινακίδες που έγραφαν «Κερά-σια», «Κάστανα», «Αχλάδια», «Μήλα», «Σπιτικό κρασί»,«Πετιμέζι». Διαφήμιζαν μ’ αυτό τον τρόπο τα προϊόντατους. Αυτό που δεν ήξερε η Μπλουζ ήταν ότι όλα ετούταείχαν ξεκινήσει από τον ξενώνα με τις λεβάντες. Ζήλεψανοι ντόπιοι την ομορφιά του κι επειδή τα σπίτια τους ήτανπέτρινα και δεν μπορούσαν να βαφτούν με χρώματα, έκλε-ψαν την ιδέα με τις πινακίδες. Ένα μόνο σπίτι είχε τοίχουςαπό σοβά κι ήταν βαμμένο σ’ ένα ξεθωριασμένο ροδί χρώ-μα. Ο ιδιοκτήτης του πουλούσε κεράσια και είχε προσπα-θήσει να πετύχει το κόκκινο των κερασιών. Το αποτέλεσμα

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ

fakinou sel_Layout 1 10/06/2010 11:26 π.μ. Page 23