Οδυσσέας Ελύτης, η ζωή και το έργο του (

82
Οδυσσέας Ελύτης 1911-1996

Transcript of Οδυσσέας Ελύτης, η ζωή και το έργο του (

Οδυσσέας Ελύτης1911-1996

Ώσπου τέλος ένιωσακι ας πα᾿ να μ᾿ έλεγαν τρελόπώς από ’να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.

 

Ο ποιητής της Ελλάδας Οι Σουηδοί θα πουν: «Νιώθει κανείς συνεπαρμένος μέσα στην ελληνική φωτιά που γεμίζει πραγματικά τις ψυχές».

 

▪ Οξειδώθηκα στη νοτιά των ανθρώπων...▪ Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή…▪ Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος να 'ν' ήμερος να 'ναι άκακος  λίγο φαΐ λίγο κρασί Χριστούγεννα κι Ανάσταση… ▪ Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Oμήρου…▪ Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί όπου και να θολώνει ο νους σας μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό  και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη…

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 2 Νοεμβρίου 1911. Ήταν το έκτο παιδί του Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της

Μαρίας Βρανά, με καταγωγή από τη Μυτιλήνη. Το όνομα Ελύτης ήταν το φιλολογικό του ψευδώνυμο.

 

Η μητέρα του, Μαρία Βρανά, καταγόταν από τον

Παπάδο της Λέσβου.

Ο πατέρας του, Παναγιώτης Αλεπουδέλης, καταγόταν από τον συνοικισμό Καλαμιάρης της Παναγιούδας Λέσβου και είχε εγκατασταθεί στην πόλη του Ηρακλείου από το 1895.

Το αρχοντικό του Θρασύβουλου Αλεπουδέλη αδελφού του πατέρα του ποιητή.

Ο Οδυσσέας Ελύτης σε ηλικία πέντε ετών,

στην Αθήνα, 1916.

Η αδελφή του Μυρσίνη που πέθανε

το 1918 από επιδημία ισπανικής

γρίπης.

Η μητέρα του ποιητή.

Αρχοντικό Βρανά. Το σπίτι της μητέρας του Οδ. Ελύτη.

Το 1914 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. O Οδυσσέας Ελύτης εγγράφηκε το 1917 στο ιδιωτικό σχολείο Μακρή, έχοντας δασκάλους του τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ι. Θ. Κακριδή.

Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος.

 

Ι. Θ. Κακριδής.

 

Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του πέρασαν

στην Κρήτη, στη Λέσβο και στις

Σπέτσες. 

Λέσβος.  Ηράκλειο Κρήτης. 

Σπέτσες. 

Το 1923 ταξίδεψε οικογενειακώς στην Ευρώπη. Στη Λοζάνη γνώρισε τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Οικογενειακή φωτογραφία του 1923. Aριστερά ο ποιητής.

Ασχολήθηκε με ορειβατικές εκδρομές στα βουνά της Αττικής και στράφηκε στον αθλητισμό. Λίγο

αργότερα τον κέρδισε οριστικά η λογοτεχνία.

Το καλοκαίρι του 1928 πήρε το απολυτήριο του γυμνασίου. Μετά από πιέσεις των γονέων του

αποφάσισε να σπουδάσει χημικός. Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με το έργο του Καβάφη

και του Κάλβου.

Εγκατέλειψε τη χημεία και το 1930 εγγράφηκε στη Νομική

Σχολή της Αθήνας. Mελέτησε τη σύγχρονη ελληνική ποίηση ενώ για τις περιπλανήσεις του στην Ελλάδα, ο ίδιος περιγράφει:

 

Το 1934 στη Βουλιαγμένη. 

«Πιονιέροι αληθινοί, μέρες και μέρες προχωρούσαμε νηστικοί και αξύριστοι, πιασμένοι από το αμάξωμα μιας ετοιμοθάνατης Σεβρολέτ, ανεβοκατεβαίνοντας αμμολόφους, διασχίζοντας λιμνοθάλασσες, μέσα σε σύννεφα σκόνης ή κάτω από ανελέητες νεροποντές, καβαλικεύαμε ολοένα όλα τα εμπόδια και τρώγαμε τα χιλιόμετρα με μιαν αχορταγιά που μονάχα τα είκοσί μας χρόνια και η αγάπη μας γι αυτή τη μικρή γη που ανακαλύπταμε, μπορούσαν να δικαιολογήσουν».

 

Ο ποιητής (δεξιά) με έναν συμμαθητή του στη Σχολή Εφέδρων Αξιοματικών της Κέρκυρας το 1937. 

Το 1934 γράφει τα «Πρώτα Ποιήματα» και καταστρέφει όλα τα ποιήματα που είχε γράψει μέχρι τότε. Συνδέεται στενά με το Γιώργο Σαραντάρη και

επηρεάζεται από τον ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο.

H περίφημη φωτογραφία της γενιάς του ’30. Ο Γιώργος Σεφέρης βρίσκεται όρθιος στη μέση και αριστερά από αυτόν ο Οδυσσέας Eλύτης.

 

Το 1939 εγκατέλειψε τις νομικές σπουδές και λίγο

αργότερα, τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο

«Προσανατολισμοί».

 

Φωτοτυπημένο χειρόγραφο του Οδυσσέα Ελύτη από τους «Προσανατολισμούς». 

Με την έναρξη του πολέμου ο Ελύτης κατατάχθηκε ως ανθυπολοχαγός στο στρατό. Το Νοέμβριο του 1943 εκδόθηκε η συλλογή «Ο Ήλιος ο Πρώτος» μαζί με τις «Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. 

Πόλεμος του ’40, Δέλβινο. Σε μια επιστροφή του Οδυσσέα Ελύτη (στο μέσον) από την πρώτη γραμμή του Μετώπου. 

1940. Ο ανθυπολοχαγός Οδυσσέας Ελύτης. Σχέδιο του Γιάννη Τσαρούχη.

 

Tο 1945 παρουσιάζει το ποιητικό του έργο «Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο

Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας».

 

Προμετωπίδα στο βιβλίο του Oδ. Ελύτη, «Άσμα ηρωικό και πένθιμο

για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας».

Το 1948 ταξίδεψε στην Ελβετία για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε

μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόννη.

Παρίσι 1951. 

Ρώμη 1951. 

Στο Παρίσι είχε επίσης την ευκαιρία να γνωριστεί με τους Αντρέ Μπρετόν, Πωλ Ελυάρ, και άλλους.Συνάντησε μεγάλους ζωγράφους όπως τον Ανρί Ματίς και τον Πικάσο, για του οποίου το έργο έγραψε αργότερα άρθρα και αφιέρωσε στην τέχνη του το ποίημα «Ωδή στον Πικασσό». Εκείνο το διάστημα είχε ξεκινήσει τη σύνθεση του «Άξιον Εστί».

Στο τέλος του 1953 έγινε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του

θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν.

Μαρίνα Καραγάτση, Οδυσσέας Ελύτης.

Στην Πάρο το 1954. Φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου. 

Το 1958 δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από το Άξιον Εστί. Το έργο εκδόθηκε το Μάρτιο του 1960 από τις εκδόσεις Ίκαρος. Λίγους μήνες αργότερα εκδόθηκαν και οι «Έξη και Μία Τύψεις για τον

Ουρανό».

Ο Ελύτης φωτογραφημένος από τον Ανδρέα Εμπειρίκο.

Ο Οδυσσέας Ελύτης στη Μόσχα το 1963. 

Το 1964 ξεκίνησε η ηχογράφηση του μελοποιημένου «Άξιον Εστί» από

τον Μίκη Θεοδωράκη.  

Θ. Δημήτριεφ, Οδ. Ελύτης, Μ. Θεοδωράκης, Μ. Κατράκης, Γρ. Μπιθικώτσης στην πρώτη

τού «Άξιον Εστί» 1964.

Λιθογραφία του Γιάννη Μόραλη για την προμετωπίδα του «Άξιον Εστί». 

Με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Μάνο Κατράκη στην πρόβα της παράστασης του «Άξιον Εστί» το 1964 στο REX.  

 Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, απείχε από τη δημοσιότητα ασχολούμενος κυρίως με τη ζωγραφική και την τεχνική

του κολάζ, ενώ αρνήθηκε πρόταση να απαγγείλει ποιήματά του στο Παρίσι

εξαιτίας της δικτατορίας που επικρατούσε.

Γ. Μόραλης, Οδ. Ελύτης, Γ. Τσαρούχης με φράκο πριν από την παρασημοφόρησή τους με το παράσημο Ταξιάρχου του

Φοίνικος.

Το1972 αρνήθηκε να παραλάβει το «Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας» που είχε θεσπίσει η δικτατορία.

Το 1971 στην Αμμόχωστο. 

 Το 1977 αρνήθηκε την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκού.

Ο ποιητής το 1976 στη Villa Natacha. 

Το 1978 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ενώ στις 10 Δεκεμβρίου 1979 τού απενεμήθη το Νομπέλ Λογοτεχνίας.

1979. Η μεγάλη στιγμή. Ο βασιλιάς της Σουηδίας απονέμει

το βραβείο Νόμπελ στον Οδυσσέα Ελύτη. 

 Και μόλις βγήκε το «Άξιον εστί» μού επιτέθηκαν όλοι. «Ποίημα είναι αυτό; Αυτό είναι κατασκεύασμα!» Χρειάστηκαν τρία χρόνια για να το δεχτούνε σιγά σιγά. Όχι, δεν ήταν καθόλου ρόδινα… Αλλά είχα πείσμα και την πίστη στην ποιητική ιδέα. Άλλος στη θέση μου θα είχε εκμηδενιστεί. Θυμάμαι ότι έκανα βόλτες στη βεράντα κι έλεγα: Θα ’ρθει η εποχή που θα μιλάει καθένας για το «Άξιον εστί»; και βέβαια δεν το πίστευα. Επέμεινα όμως. Δεν ζητούσα τίποτα παρά μόνο να μην πεινάσω και να ’χω να ντυθώ για να μπορώ να γράφω το ποίημά μου. Αν αυτό αρέσει καλώς, αν δεν αρέσει…»

 

 Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη.

Ο Οδυσσέας Ελύτη με τον Κάρολο Κουν, στα εγκαίνια εκθέσεως έργων του τον Μάρτιο του 1980. Στο βάθος ο Γιάννης Μόραλης. 

.Ο λεκτικός πλούτος και η ικανότητά του να αναπλάθει τις λέξεις απετέλεσαν σημείο αναφοράς για τους μεταγενέστερους ποιητές και συγγραφείς. Η ποίησή του έχει γραφεί με τη χρήση περίπου 8.000 λέξεων, ενώ αυτή του Καβάφη, π.χ., με 3.500 λέξεις.

.Ο ίδιος ο ποιητής σε συνέντευξή του είχε σημειώσει πως αν δεν ήταν Έλληνας πιθανόν δεν θα ήταν ποιητής «Τα Νέα» 10 Δεκεμβρίου 1979.

Αυτό που ο κόσμος θεωρούσε σαν μειονέκτημα ήταν για μένα πλεονέκτημα να χρησιμοποιώ σαν όργανό μου την ελληνική γλώσσα. Η αντίληψη ότι η ελληνική

έχει μικρό βεληνεκές, επειδή σήμερα μιλιέται μόνο από εννιά εκατομμύρια Έλληνες, είναι για γέλια. Η ελληνική γλώσσα κρατάει από τον Όμηρο ίσαμε

σήμερα. Νομίζουνε ότι άλλο πράγμα είναι η αρχαία γλώσσα κι άλλο η ελληνική. Καθόλου. Όταν λέω ουρανός και θάλασσα και έρωτας, είναι τα ίδια

που έλεγε και ο Όμηρος και η Σαπφώ.

Και εξηγεί πώς επέλεξε το ψευδώνυμο Ελύτης.

«Επειδή πάντοτε οι λέξεις που άρχιζαν από έψιλον λάμδα, από το ελ, μου ασκούσαν μια μαγεία είτε διότι ήταν η Ελλάδα είτε η ελπίδα είτε μια Ελένη που ίσως ήμουν τότε ερωτευμένος είτε η ελευθερία, όλες αυτές οι λέξεις που αρχίζουν από ελ, σκέφτηκα να το αρχίσω έτσι. Κατόπιν ήταν το γράμμα ύψιλον που για μένα είναι το πιο ελληνικό γράμμα. Άλλωστε νομίζω και οι Γάλλοι για να το λένε ιλγκρέκ θα πει ότι είναι το ελληνικό γράμμα. Έβαλα μετά το ελ, το ύψιλον. Δε χρειαζόταν λοιπόν παρά να βάλω μια κατάληξη που να είναι και λίγο αρχαιοπρεπής . Κι έτσι ενώ έψαχνα στην αρχή να βάλω κάτι μεταξύ του ελ- και του -της έβαλα το ύψιλον και βγήκε το Ελύτης.»

.

Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς, στην Αθήνα.

Στο πλευρό του, η Ιουλίτα Ηλιοπούλου, η οποία τον συντρόφευε τα τελευταία 13 χρόνια της ζωής του. Για τον Ελύτη ο θάνατος

δεν ήταν παρά ακόμη ένα ταξίδι. 

.

«Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ’ ό,τι να ’ναι: τον σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο, στην τσέπη μου έναν οδηγό, τη φωτογραφική στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα θα πάω να

βρω ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο. Χρυσέ της ζωής αέρα»

Μερικά από τα έργα του

ΠροσανατολισμοίΟ έρωταςΤο τραγούδι τουΚι οι ορίζοντες του ταξιδιού τουΚι η ηχώ της νοσταλγίας τουΣτον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένειΈνα καράβι

Ο έρωταςΤο καράβι τουΚι η αμεριμνησία των μελτεμιών τουΚι ο φλόκος της ελπίδας τουΣτον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζειτον ερχομό.

Πίνοντας ήλιο κορινθιακό

Δρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσες Σημαδεύοντας με το καμάκι Ένα τάμα ψάρι που γλιστρά Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζει Τη ζωντανή στεριά που ο πόθος χαίρεταιπου ο πόθος χαίρεταιΝ' ανοίγει. Πίνω νερό κόβω καρπό Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου Οι λεμονιές αρδεύουνε τη γύρη της καλοκαιριάςΤα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μου Φεύγω με μια ματιά Ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς.

Ήλιος ο Πρώτος

Το Άξιον ΕστίΤη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου...Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!..

Τα θεμέλιά μου στα βουνάκαι τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τουςκαι πάνω τους η μνήμη καίειάκαυτη βάτος.

Όπου και να θολώνει ο νους σαςμνημονεύετε Διονύσιο Σολωμόκαι μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Της αγάπης αίματα * με πορφύρωσανΚαι χαρές ανίδωτες * με σκιάσανεΟξειδώθηκα μες στη * νοτιά των ανθρώπωνΜακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο.

Έξη και μια τύψεις για τον ουρανό

Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο. Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του αιθέρος Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι. Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο Χειμώνα ελάχιστε Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’ ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.

Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό

της Αλβανίας.Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμιΠάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσεMόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδοKι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρόςΆστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνηΚι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνεNα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»

Θάνατος και ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο Θεός κι η κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν' ανεβαίνει!Νέος ακόμα, είχε δει στους ώμους των μεγάλων, τα χρυσά να λάμπουν και να φεύγουν.Και μια νύχτα θυμάται, σ' ώρα μεγάλης τρικυμίας, βόγκηξε ο λαιμός του πόντου τόσο,που ‘θολώθη μα δεν έστερξε να του σταθεί!Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις, όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.

Ήλιος ο ηλιάτοραςΒαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά     κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα-μάινα»

 Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές

     φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές 

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ’ όνειρο     κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό

 Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς     βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς

 Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ     τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο

 Χρόνους μάς ταξιδεύει δε βουλιάξαμε

     χίλιους καπεταναίους τούς αλλάξαμε 

Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε     μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε

 Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα     παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!

Το φωτόδεντροΜ᾿ ένα τίποτα έζησα

Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανεΣ᾿ ενός περάσματος αέρα

ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ᾿ αυτιά μουεσκαρφίστηκα τα μύρια όσα

Τί γυαλόπετρες φούχτεςτί καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά

φουσκωτά όπουάκουγες βββ να σου βροντάει ο αιχμάλωτος

αέρας…Ώσπου τέλος ένιωσα

κι ας πα᾿ να μ᾿ έλεγαν τρελόπως από ’να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.

Στα νερά ένα ένα, μ' ακούςΤα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούςΚι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούςΌπου κάποτε οι φιγούρεςΤων ΑγίωνΒγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούςΟι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούςΈνα πέρασμα βαθύ να περάσωΠεριμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούςΠουθενά δεν πάω, μ' ακούςΉ κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούςΤο λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούςΤης αγάπηςΜια για πάντα το κόψαμεΚαι δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούςΣ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούςΔεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέραςΠου αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς

Το Μονόγραμμα

Τα ρω του έρωταΚοιμάμαι κι ονειρεύομαι προβλήματα    όλα τα πυθαγόρεια θεωρήματαΤα θαύματα της τριγωνομετρίας    μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας» Απ' την αρχή την Κάθοδο των Αχαιών    τις μάχες των Ελλήνων κατά των ΠερσώνΝα μάθω για τον πόλεμο της Τροίας    μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας» Των αγοριών τα κεφαλαία ονόματα    και τα γυμνά σχεδιασμένα σώματαΠαλιόλογα και λόγια της λατρείας    μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας».

Μαρία ΝεφέληΚρίμας κρίμας κόσμε

σ' εξουσιάζουν μέλλοντες νεκροί· και κανείς κανείς δεν έλαχεδεν έλαχε ν' ακούσει ακόμη

καν φωνήν αγγέλων καν υδάτων πολλώνκαν εκείνο το «έρχου» που σε νύχτες

αϋπνίας μεγάληςονειρεύτηκα

Εκεί εκεί να πάω σ' ένα νησί πετραδερόπου ο ήλιος το λοξοπατάει σαν κάβουρας

κι όλος τρεμάμενος ο πόντος ακούει κι αποκρίνεται.

Ο μικρός ναυτίλος

Ότι μπόρεσα ν᾿ αποχτήσω μία ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το χρωστώ σ᾿ ένα είδος ειδικού θάρρους που μου ’δωκεν η Ποίηση: να γίνομαι άνεμος για το χαρταετό καὶ χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη και όταν ουρανός δεν υπάρχει.

Δυτικά της λύπης

Πλησίον μια μικρή βροχή μ' όλους των άκοπων ακόμηΟπωροφόρων τους στενούς συγγενείς και τα παιδιά

Μαζί μωβ ανθύλλια όλα στραμμένα                            Δυτικά της λύπης

Ελεύθερα στο πλάι μου τρέχουν τ' αμπέλια κι αχαλίνωτοςΜένει ο ουρανός. Πυρκαγιές ανταλλάσσουνε τα

κουκουνάρια κι έναςΌνος φευγάτος πάει ψηλά τον ανήφορο

                                        για λίγο σύννεφο

Εκ του πλησίον

Θαυμάσια που τρέχει ο ουρανός, αν κρίνεις απ' τα σύννεφα.

Σε απόσταση παραμένουν στα κλεφτά υπνάκου το καταμεσήμερο οι

πέτρες της Ολυμπίας· με λίγο χρυσομώβ στις τελειώσεις τους τείνουν να πάρουν κάτι από την

καλύπτρα της Μεγαλόχαρης.Από παιδιά και μόνον φτιάχνεις Ιεροσόλυμα.

Ο κήπος με τις αυταπάτες«Όπου ανθεί ο μέσος όρος παύω να υπάρχω. Μου είναι αδύνατον να ευδοκιμήσω μέσα στην μάζα της εκάστοτε πλειοψηφίας. Οι ωραίες μειοψηφίες είναι το κάτι άλλο. Ή τις κάνω σμαράγδι να φωτίζουν την νύχτα μου, ή τις τρώω με σοκολάτα και σαντιγί. Γι΄ αυτό και καμιά ολιγαρχία που εκτιμώ δεν έρχεται στα πράγματα. Όμως γι΄ αυτό ακριβώς την επιλέγω. Για να μην έρχομαι ποτέ στα πράγματα».

Φωτοτυπημένο χειρόγραφο του Οδυσσέα Ελύτη από το «Μονόγραμμα» στην πρώτη του έκδοση το 1971 στην

Κύπρο. 

Αθήνα 1972. 

Στο Παρίσι το 1972. 

Ο Οδυσσέας Ελύτης στο σπίτι του. 

Καλοκαίρι του 1979 στην Επίδαυρο. Μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη, Μίκης Θεοδωράκης,

Βασίλης και Διονύσης Φωτόπουλος. 

Ο Οδυσσέας Ελύτης στο σπίτι του τη χαρμόσυνη ημέρα της είδησης για την

απονομή του βραβείου Νόμπελ τον Δεκέμβριο του 1979. 

Ο Οδυσσέας Ελύτης κατά τη συνέντευξη Τύπου στο ξενοδοχείο της «Μεγ.

Βρετανίας» το 1979 μετά την αναγγελία της απονομής του βραβείου Νόμπελ. 

Ο ποιητής με την Ειρήνη Παππά το 1980. 

Στη Ζάκυνθο το 1980. 

Πορτρέτο του Οδυσσέα Ελύτη από τον Γιάννη Μόραλη το 1980. 

Η προμετωπίδα που φιλοτέχνησε ο Ν. Χατζηκυριάκος - Γκίκας για τη συλλογή τα

«Ετεροθαλή». 

Πορτρέτο του Οδυσσέα Ελύτη από τον Λευτέρη Μουρατίδη. 

Ο ποιητής από σχέδιο εφημερίδας της Αργεντινής. 

Ταξίδι στην Κάλυμνο, 1981. 

Κως 1981. Στο Ασκληπιείο. 

Την απονομή του Νόμπελ, ακολούθησαν τιμητικές

διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας.

Με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Αλέξη Μινωτή. 

Το 1984, ο ποιητής με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή. Στο μέσον ο εκδότης του «Ίκαρου» ποιητής Νίκος Καρύδης. 

1987. Επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών. 

Ο ποιητής το 1989 στο Ρίο Πατρών. 

Προμετωπίδα του Γιάννη Τσαρούχη για τη συλλογή «Ήλιος ο πρώτος» που

κυκλοφόρησε το 1989 από τις εκδόσεις «Ίκαρος». 

Με την Ιουλίτα Ηλιοπούλου και τον Δημήτρη Χορν στο Πόρτο – Ράφτη το 1990.