Η δική μου Αμερική

102
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΑΘΗΝΑ 2013 Η δική μου Αμερική

description

Αμερική Ameriki

Transcript of Η δική μου Αμερική

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

ΑΘΗΝΑ 2013

Η δική μου Αμερική

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

2

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

3

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

Η δική μου Αμερική

ΑΘΗΝΑ 2013

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

4

@ Γιάννης Μιχαλάκης

Επιμέλεια: Χρήστος Αποστόλου

Φωτοσύνθεση: Κατερίνα Βλάχου

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

5

Α

νοιξη του 1975. Με το αυτοκίνητο του φίλου Κώστα Σταμούλη οδεύουμε

από το Κουίνς, προς το Μπρούκλιν. Σε κάποιο σημείο του δρόμου, ζήτησα

από τον φίλο μου, να σταματήσει. Η θέα του Μανχάταν απέναντι ήταν

θαυμαστή και ήθελα να την κλείσω στη μνήμη μου, για να την κουβαλώ στην

υπόλοιπη ζωή μου, αν τύχαινε να επιστρέψω στην Ελλάδα, σενάριο που φάνταζε

ακριβό και ανεκπλήρωτο.

Την εικόνα αυτή, την κουβάλησα τελικά στην Ελλάδα, δεν είναι όμως η κυρίαρχη. Η

εικόνα που μένει καρφωμένη στη μνήμη μου είναι άλλη. Είμαι εγώ, η μικρή μου

κόρη Καλλιόπη και δύο βαλίτσες. Βρισκόμαστε στη γωνία των 44 δρόμων και

Μπρόντγουεϊ της Αστόριας, απέναντι από το Χιώτικο Σπίτι.

Ένα ταξί περνάει, το σταματάμε, φορτώνουμε τις βαλίτσες και ξεκινάμε για το

αεροδρόμιο «Κένεντι». Ήταν το τέλος του ταξιδιού. Ενός ταξιδιού που είχε κρατήσει

έντεκα χρόνια και με είχε γεμίσει με εμπειρίες, χαρές και πίκρες. Αποτελούσε ένα

σημαντικό μέρος της ζωής μου, μια σελίδα που γύριζε.

Η άφιξή μου στη Νέα Υόρκη πριν από έντεκα χρόνια ήταν περισσότερο μουντή και

απαισιόδοξη. Ήταν η συνέπεια ενός αδιεξόδου που προκλήθηκε κυρίως από τη

δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967.

Γεννήθηκα σ’ ένα φτωχό, απομονωμένο χωριό της Βορειοδυτικής Χίου. Ήμουν ένα

αδύνατο, καχεκτικό και αρρωστιάρικο παιδί. Οι γονείς μου προβληματίστηκαν για

το αν θα μπορούσα να επιβιώσω ως αγρότης στη σκληρή και άνυδρη γη που εκείνοι

καλλιεργούσαν, με ελάχιστη απολαβή. Και επειδή έβγαλαν το συμπέρασμα ότι δεν

θα τα κατάφερνα, αποφάσισαν να υποβληθούν στην οικονομική θυσία να με

στείλουν στην πρωτεύουσα του νησιού μας, τη Χώρα για να βγάλω το Γυμνάσιο. Με

το «χαρτί» του, πίστευαν ότι θα μπορούσα να βρω «μια δουλίτσα» και να

εξασφαλίσω έναν «μισθουλάκο».

Μεγάλη απόφαση τα χρόνια εκείνα (το 1950 ήταν) να σπουδάσεις ένα παιδί, έστω

και αν η σπουδή περιοριζόταν στα έξι χρόνια του Γυμνασίου. Τα έξοδα δεν ήταν

λίγα. Θα έπρεπε να βρω ένα σπίτι που θα μου εξασφάλιζε τροφή και στέγη. Ακόμη,

θα έπρεπε να πληρώνουμε στο Γυμνάσιο δικαίωμα εγγραφής, να αγοράζουμε από το

ελεύθερο εμπόριο τα βιβλία μας και τα χαρτικά και βέβαια το απαραίτητο πηλήκιο

με την κουκουβάγια, σύμβολο της σοφίας, και τον αριθμό της εγγραφής μας στο

γείσο που στην ουσία αποτελούσε τον προσωπικό μας χαφιέ.

Ο οποιοσδήποτε πολίτης διαπίστωνε ότι μία πράξη μας ήταν έξω από τα

επιτρεπόμενα πλαίσια του μαθητικού καθωσπρεπισμού, είχε το δικαίωμα να

τηλεφωνήσει στο σχολείο μας και να το αναφέρει, δίνοντας ταυτοχρόνως και τον

αριθμό – χαφιέ.

Στην αντιμετώπιση της οικονομικής δαπάνης βοήθησε και ο θείος Μάκης που είχε

εστιατόριο στο Bethlehem της Πενσιλβάνιας και προσφέρθηκε να με βοηθήσει, όπως

άλλωστε βοήθησε όλο το πολυάριθμο σόι του, μετά τον πόλεμο.

Το «τσέκι» του θείου Μάκη, δεν ήταν όμως αρκετό για την κάλυψη των εξόδων μου.

Έτσι ο πατέρας μου, αναγκάστηκε να πουλήσει ένα μικρό σπίτι και μερικά χωράφια,

περιουσιακά στοιχεία που θα κληρονομούσαμε τα αδέρφια όταν ερχόταν ο καιρός.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

6

Και όταν πράγματι ήρθε, το δικό μου το μερίδιο είχε λιγότερα χωράφια και δεν

συμπεριλάμβανε σπίτι. «Αυτά», μου είπε ο πατέρας, «τα πούλησα για να τελειώσεις

το Γυμνάσιο».

Και το τέλειωσα το Γυμνάσιο. Μετά βασάνων και κόπων. «Εμένα παιδί μου, η

αποστολή μου τελείωσε», μου είπε ο πατέρας μου. «Πάρε αυτό το πεντακοσάρικο και

την ευχή μου και πήγαινε στην Αθήνα να βρεις την τύχη σου».

Δύο «στηρίγματα» είχα στην Αθήνα. Το ένα ήταν ο Κωστής, αδελφός του πατέρα

μου, εγκατεστημένος από χρόνια εκεί. Ο γιός του, ο συνονόματός μου Γιάννης, είχε

εργοστάσιο κιβωτιοποιΐας και αρκετοί χωριανοί μας δούλευαν εκεί ευκαιριακά ως

εργάτες. Το άλλο ήταν ο τοπικός μας βουλευτής, Νίκος Ζορμπάς.

Το πόσο καλά και ευχάριστα πέρασα, συνάγεται εύκολα από το γεγονός ότι περίμενα

ανυπόμονα να περάσει ο χρόνος, μέχρι να πάω φαντάρος! Παγκόσμιο φαινόμενο,

υποπτεύομαι!

Η ανεργία μετά το στρατιωτικό, έμελλε να με ταλαιπωρήσει αρκετά χρόνια. Μέχρι

που κάποια στιγμή αποφάσισα να γίνω τυπογράφος! Όταν βρέθηκα μπροστά στην

τυπογραφική κάσα, υπολόγισα ότι θα χρειαζόμουν μερικά χρόνια μέχρι να μάθω να

βάζω τα μεταλλικά γράμματα στη θέση τους ώστε να συνθέτω τυπογραφικά κείμενα.

Ανάγκαν όμως, και θεοί πείθονται. Πόσο μάλλον ένας αδύνατος και άνεργος

άνθρωπος, που στο μεταξύ έχει παντρευτεί και έχει φέρει στον κόσμο δύο παιδιά.

Αισιόδοξος, τα χρόνια εκείνα, αποφάσισα να φέρω από τη Νέα Υόρκη μιά

μεταχειρισμένη λινοτυπική μηχανή, απαραίτητη για τη δουλειά μου.

Ήταν η αρχή μιας περιπέτειας. Όταν τελικά κατάφερα να την εκτελωνίσω, να την

προσαρμόσω προς τα ελληνικά τεχνικά δεδομένα και να δουλέψει, σαν κεραυνός

μας ήρθε κατακέφαλα η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967.

Το πρόβλημα για μένα και χιλιάδες συμπατριώτες μας δεν ήταν μόνο ιδεολογικό.

Ήταν και οικονομικό. Η δικτατορία έγινε αιτία να κλείσουν χιλιάδες τοπικές και

επαγγελματικές μικροεφημερίδες και ένα μαύρο σύννεφο ανεργίας ν’ απλωθεί πάνω

από την αγορά των τυπογραφείων.

Αλλά και η έκδοση των εφημερίδων που συνέχισαν να κυκλοφορούν είχε μετατραπεί

σε μεγάλη περιπέτεια. Πριν εκτυπωθεί έπρεπε να πάει στο γραφείο λογοκρισίας όπου

συνήθως άσχετοι και αμόρφωτοι χωροφύλακες και πληρωμένοι κονδυλοφόροι

διέγραφαν και… διόρθωναν όποιο κομμάτι, φράση ή λέξη δεν τους άρεσε. Χωρίς

δικαιολογία, γιατί έτσι τους άρεσε.

Έτσι η δουλειά της έκδοσης μιας εφημερίδας διπλασιάστηκε ενώ η τιμή μειώθηκε

λόγω μεγάλης προσφοράς εξαιτίας του ανταγωνισμού που πήρε μορφή αλληλο-

εξόντωσης.

Σε χρόνο ανύποπτο, είχα κάνει μια αίτηση μετανάστευσης στην Αμερική. Και ω του

θαύματος, το καλοκαίρι του 1974 από την Αμερικανική Πρεσβεία της Αθήνας μου

ήρθε ένα γράμμα. Με ρωτούσαν, αν συνέχιζα να θέλω, να μεταναστεύσω.

Την Αμερική μέχρι τότε, την ήξερα από τα τσέκια του θείου μου του Μάκη αλλά και

από ιστορίες του πατέρα μου, ο οποίος είχε ζήσει ως μετανάστης στην Αμερική από

το 1912 μέχρι το 1918. Συχνά, τα βράδια του χειμώνα, όταν η βροχή και το κρύο

μάζευε όλη την οικογένεια γύρω από το τζάκι, ο πατέρας μας έλεγε ιστορίες από τη

μεταναστευτική του εμπειρία. Έξι χρόνια στο Κάιρο και οκτώ στην Αμερική.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

7

Μετά, όπως και χιλιάδες άλλοι Έλληνες, επέστρεψε στο χωριό για να παντρευτεί τη

μητέρα μας, να κάνει οικογένεια και να ζήσει ως φτωχός αγρότης.

Έντονη ήταν ακόμη η παρουσία της Αμερικής στα χωριά και στα σπίτια μας τα

πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Μόλις «άνοιξε» η Αμερική, οι Έλληνες που ζούσαν

εκεί, χιλιάδες δέματα έστειλαν σ’ εκείνους που είχαν μείνει στην πατρίδα και είχαν

επιβιώσει από τις πολεμικές κακουχίες. Ανάμεσα σ’ αυτούς και η οικογένειά μου,

χάρη στη φροντίδα του θείου Μάκη και της θείας Διαμάντως.

Εκτός από τους ιδιώτες είχαμε και την Ούνρα και άλλες αμερικανικές υπηρεσίες, οι

οποίες έστελναν τότε τυρί, φρέσκο βούτυρο, κονσέρβες με φασόλια και καρότα,

λεμονάδες και πορτοκαλάδες, ακόμη και αυγά σε σκόνη.

Ευτυχώς ο πατέρας μου είχε φέρει από την Αμερική και λίγες γνώσεις αμερικανικών

λέξεων, αρκετών για να ξέρουμε τι ακριβώς περιείχαν τα κουτιά εκείνα, πριν τα

ανοίξουμε.

Λίγα πράγματα ήταν σύμφωνα με τις διατροφικές μας συνήθειες. Τα φασόλια ήταν

γλυκά και τα καρότα μας ήταν εντελώς άγνωστα, ενώ μας ήταν αδιανόητο να

υπάρχουν πορτοκαλάδες ή αυγά σε σκόνη.

Μια μέρα, η μητέρα μου πήρε ένα από τα φακελάκια αυτά, το έριξε σ’ ένα ποτήρι με

νερό και ω του θαύματος το νερό πήρε το χρώμα της πορτοκαλάδας.

Το ‘πιασε η μητέρα μου, το ‘φερε στο στόμα της, έβαλε λίγο στη γλώσσα της και μετά

πληροφόρησε εμάς τα παιδιά που παρακολουθούσαμε το… πείραμα. «Βρε σαν καλό

φαίνεται».

Εκείνο που η μητέρα μου δεν μπορούσε να εξηγήσει ήταν το περιεχόμενο των

δεμάτων που μας έστελλε η θεία Διαμάντω. Συνήθως περιείχαν μακριές νυχτερινές

τουαλέτες, παπούτσια γόβες, ακόμη και παντελόνια-κιλότες από εκείνα που φορούν

οι αλογοκαβαλάρηδες.

Τα κοίταζε η μητέρα μου και αναρωτιόταν: «Αραέ μου, ελωλάθηκε η Διαμάντω; Ίντα

τα στέλλει τούτα τα άχρηστα πράματα»;

Όταν το 1952 η θεία Διαμάντω ήρθε στην Ελλάδα, η μητέρα μου προσπάθησε να

λύσει την απορία της. Και η θεία άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. «Εγώ», μας είπε,

«δεν έστειλα τέτοια πράγματα. Εγώ ρούχα του άντρα μου του Τζίμη, των παιδιών

μου και δικά μου σας έστελλα. Όλα κατάλληλα για το χωριό».

Αρκετά χρόνια μετά, μάθαμε ότι τα δέματα εκείνα τα άνοιγαν «καθ’ οδόν»,

έπαιρναν από μέσα όποιο ρούχο ή παπούτσι άξιζε και στη θέση του έβαζαν από το

σωρό των ρούχων του «Στρατού της Σωτηρίας» και της Ούνρα.

Ολ’ αυτά και κυρίως οι αφηγήσεις όσων έρχονταν από τη «μαγική χώρα», την

Αμερική, είχαν εξάψει τη φαντασία μου και έψαχνα να βρω βιβλία ή εφημερίδες για

να μάθω περισσότερα. Αναρωτιόμουν μάλιστα πώς δεν είχε βρεθεί ένας χριστιανός

να γράψει για όλ’ αυτά. Πού να ήξερα τι μου επεφύλασσε η μοίρα…

Μεταξύ της επιθυμίας να γνωρίσεις τη ζωή της Αμερικής και μιας απόφασης να

ζήσεις εκεί ως μετανάστης, υπάρχει τεράστια διαφορά. Και τη γνώριζα. Όταν όμως

βρίσκεσαι μπροστά σε αδιέξοδο, κλείνεις τα μάτια και δίνεις βουτιά στο κενό.

Το μοιραίο εκείνο βράδυ της 21ης Απριλίου 1967 δεν μας έπιασε στον ύπνο. Δεν

ήταν «κεραυνός εν αιθρία». Αντιθέτως, τα μηνύματα έρχονταν από πολλές μεριές, οι

καταγγελίες ήταν επίσημες. Μόνο που «απ’ αλλού την περιμέναμε και από αλλού

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

8

μας ήρθε»! Σήμερα γνωρίζουμε ότι αν οι συνταγματάρχες δεν κατέβαζαν τα τανκς το

βράδυ της 21ης Απριλίου, θα τα κατέβαζαν μετά από λίγες μέρες οι στρατηγοί. Και

τότε, ποιός ξέρει πώς θα διαμορφώνονταν τα γεγονότα, καθώς τη δικτατορία των

στρατηγών την ευνοούσαν τα Ανάκτορα, εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου αλλά

και εκδότες εφημερίδων οι οποίοι αργότερα σήκωσαν λάβαρα αντίστασης στη

δικτατορία των συνταγματαρχών. Όσο για τους Αμερικανούς, αυτοί φαίνεται δεν

είχαν πρόβλημα, «η ουρά τους» βρισκόταν και στις δύο συνωμοτικές ομάδες!

Εκείνο το πρωινό χτύπησε άφεχτα ακόμη το κουδούνι του σπιτιού μου. Σηκώθηκα

και νυσταγμένος άνοιξα την πόρτα. Ήταν μια γειτόνισσα, η οποία έσκυψε το κεφάλι

της και μου είπε συνωμοτικά:

«Μη βγείς σήμερα από το σπίτι, έγινε δικτατορία»!

«Τι»;

«Αυτό που σου είπα. Κάτσε μέσα στο σπίτι και μην κουνιέσαι».

Δικτατορία; Έγινε λοιπόν; Την έκαναν; Ποιοί την έκαναν; Και τι είναι αυτή η

δικτατορία; Οι γνώσεις μου περιορίζονταν στα διαβάσματά μου για τις δικτατορίες

του Πάγκαλου, του Κονδύλη και του Μεταξά. Να που ήρθε και η ώρα να τη βιώσω.

Άνοιξα το ραδιόφωνο. Μετέδιδε ένα στρατιωτικό εμβατήριο. Περίμενα να τελειώσει.

Ακολούθησε δεύτερο εμβατήριο, τρίτο, τέταρτο. Σήκωσα το τηλέφωνο να ρωτήσω

κάποιους γνωστούς που γνώριζαν περισσότερα. Ήταν κομμένο. Κάποια στιγμή στο

ραδιόφωνο, μια φωνή που έτρεμε από… εθνική περηφάνια μας πληροφόρησε ότι οι

Ένοπλες Δυνάμεις μόλις που πρόλαβαν να μας σώσουν από έναν θανάσιμο εχθρό

που μας απειλούσε: Τον κομμουνισμό. Η γυναίκα μου πανικοβλήθηκε επέμενε να

μείνω κλεισμένος στο σπίτι, γιατί ήδη είχαν αρχίσει να συλλαμβάνουν ανθρώπους.

«Στάσου βρε παιδί μου να δούμε τι γίνεται. Δεν θα κάτσουμε κλεισμένοι μέσα».

Πήγα μέχρι το μικρό μπακαλικάκι που ήταν σχεδόν δίπλα μας. Ο κυρ Φίλιππας, ο

μπακάλης ήταν παλιός Αριστερός ήξερε αρκετά από τέτοιες καταστάσεις. Με πήρε

στη γωνία και μου είπε ότι τη νύχτα πήραν τον Γρηγόρη που έμενε απέναντι.

«Γιατί»; Ρώτησα αφελώς.

«Είναι Αριστερός», μου απάντησε.

Δεν το ήξερα. Τη μέρα εκείνη έμαθα τους αριστερούς γείτονές μου. Όσους δεν

συνέλαβαν έφυγαν μόνοι τους για να κρυφτούν σε σπίτια που δεν προκαλούσαν

υποψίες. Η γυναίκα μου επέμενε ότι έπρεπε να κρυφτώ κι εγώ.

«Ψυχραιμία», της αποκρίθηκα, «εγώ είμαι αποχαρακτηρισμένος Αριστερός και

χαρακτηρισμένος Παπανδρεϊκός. Έχω δουλέψει για το κόμμα, την Ένωση Κέντρου

και τον πρώην υπουργό, τον Νίκο Ζορμπά. Αν πιάσουν ανθρώπους σαν κι εμένα, θα

πρέπει να συλλάβουν το 53% του ελληνικού λαού. Και πού θα μας φυλακίσουν ή

εκτοπίσουν»;

Το ασήμαντο μπακαλικάκι του κυρ Φίλιππα άρχισε την ημέρα εκείνη να γεμίζει

πελάτες. Τότε συνειδητοποίησα ότι οι άνθρωποι φρόντιζαν να προμηθευτούν

τρόφιμα, λες και περιμέναμε πόλεμο και ξένη κατοχή.

Πήγα στο φούρνο για ψωμί. Επικρατούσε πανικός. Κόσμος πολύς συνωστίζονταν

μέσα και έξω, όσοι έβγαιναν ήταν φορτωμένοι με όσες φρατζόλες μπορούσαν να

σηκώσουν. Έκανα… υπέρβαση από τις συνήθειές μου και αντί για μία, πήρα δύο

φρατζόλες. Στο σπίτι η γυναίκα μου με ξαναμάλωσε:

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

9

«Ο κόσμος μαζεύει τρόφιμα κι εσύ αδιαφορείς».

«Δεν πειράζει», της είπα, «εμείς θα πεθάνουμε από ασιτία μια βδομάδα πριν από

τους άλλους. Και θα γλιτώσουμε και από την αγωνία του θανάτου»!

Το χιούμορ σε αρκετές περιπτώσεις μας έσωσε τα χρόνια που ακολούθησαν. Ωστόσο,

την πρώτη εκείνη μέρα της δικτατορίας αγόρασα μερικά κουτιά γάλα για την κόρη

μου που ήταν τότε μωρό.

Το να προμηθευτείς όμως πέντε κουτιά γάλα τις μέρες εκείνες δεν ήταν τόσο απλό.

Στα καταστήματα επικρατούσε πανικός. Οι άνθρωποι σπρώχνονταν και γέμιζαν τα

καρότσια τους με ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Ρύζι, μακαρόνια, όσπρια, κονσέρβες,

κατεψυγμένα λαχανικά και ψάρια, στο τέλος όσοι δεν είχαν προλάβει αρκετά

τρόφιμα, έπαιρναν ό,τι είχε απομείνει στα ράφια των μαγαζιών. Από οδοντόκρεμες

μέχρι οδοντογλυφίδες! Πριν λίγες μέρες, καθαρίζοντας μία αποθήκη «ανακάλυψα»

σκουληκιασμένα μακαρόνια, τραχανά και ρύζι! Ήταν αποθηκευμένα εκεί από τα

χρόνια της δικτατορίας. Το σύνδρομο της Κατοχής, ο βρικόλακας της πείνας είχε

ζωντανέψει!

Το Σαββατοκύριακο πέρασε μετρώντας «απόντες» γείτονες, ακούγοντας ραδιόφωνο

και προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε τις ανακοινώσεις και τα συνθήματα. Ξέραμε ότι

μας έλεγαν ψέματα. Τα ονόματα των τριών συνταγματαρχών όμως δεν μας έλεγαν

και πολλά πράγματα, με εξαίρεση του Γ. Παπαδόπουλου που μας ήταν ήδη γνωστός

από την υπόθεση του σαμποτάζ στον Έβρο.

Δεν είχαμε όμως αμφιβολία για τη συμμετοχή του βασιλιά Κωνσταντίνου που όρκισε

την κυβέρνησή τους με πρωθυπουργό έναν «δικό» του άνθρωπο, τον Αρεοπαγίτη Κ.

Κόλλια, γνωστό μας από την υπόθεση Λαμπράκη την οποία θα είχε κουκουλώσει

περισσότερο αν δεν βρισκόταν μπροστά του, ο τυπολάτρης εκείνος ανακριτής

Χρήστος Σαρτζετάκης!

Τη Δευτέρα το πρωί οι συγκοινωνίες είχαν αποκατασταθεί κι έτσι μπόρεσα να

κατέβω στην Αθήνα που έμοιαζε μουδιασμένη και να πάω στο τυπογραφείο όπου

αρχίσαμε το… ξήλωμα. Πετάξαμε όσο χαρτί είχαμε τυπώσει με τον τίτλο της

εφημερίδας «Ξαστεριά» την οποία έβγαζε ο τότε βουλευτής της Ένωσης Κέντρου

Βαλυράκης, πατέρας του επίσης βουλευτή και πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ Σήφη

Βαλυράκη.

Πετάξαμε ακόμη τα λογότυπα και όσα κείμενα τυπωμένα ή ατύπωτα σε μέταλλο

είχαμε και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αντιεπαναστατικά. Οι δικτάτορες

όμως είχαν άλλα σημαντικότερα πράγματα να κάνουν από το να κυνηγούν τους

τυπογράφους. Άλλωστε, ήδη τελούσαμε υπό στρατιωτικό νόμο. Η έκδοση

οποιουδήποτε εντύπου είχε ανασταλεί, οι μικρές εφημερίδες έκλειναν, όσοι εκδότες

ήθελαν να συνεχίσουν θα έπρεπε να υποβληθούν στην προσβλητική και βασανιστική

διαδικασία της λογοκρισίας.

Η πρώτη εβδομάδα μετά τη δικτατορία ήταν η Μεγάλη Εβδομάδα. Κι εμείς

ανεβαίναμε μαζί με τον Χριστό προς τον Γολγοθά μας. Χωρίς προσδοκία Ανάστασης.

Ήταν νομίζω η πρώτη φορά που συνειδητοποιούσα το συμβολισμό του Γολγοθά, της

Σταύρωσης και της προσδοκίας της Ανάστασης. Μερικά χρόνια αργότερα, τη βραδιά

του Πολυτεχνείου, θα συνειδητοποιούσα την έννοια του Σολωμικού στίχου: «τα

‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

10

Μετά το πρωτοξάφνιασμα της δικτατορίας όλοι ή σχεδόν όλοι, αναρωτιόμαστε πού

πήγαν οι πολιτικοί «ηγέτες» μας. Υποπτευόμαστε βέβαια ότι κάπου «μαντρωμέ-

νους» θα τους είχαν. Περιμέναμε όμως ότι κάποιοι μηχανισμοί υπήρχαν, κάποιοι θα

οργάνωναν μια μορφή αντίστασης. Αντίδρασης έστω. Να μην πάμε, για παρά-

δειγμα, στην ακολουθία της Ανάστασης, σκεφτόμουν εγώ ο αφελής.

Θα ήταν ένα μήνυμα αντίστασης το οποίο θα έπαιρναν οι ξένοι δημοσιογράφοι και

θα το μετέφεραν σ’ όλο τον κόσμο. Άκρα του τάφου σιωπή όμως. Έτσι αποφάσισα να

φύγω από την Αθήνα, να πάω να γιορτάσω το Πάσχα σε χωριό της Πελοποννήσου.

Στη διώρυγα της Κορίνθου σταμάτησαν το λεωφορείο. Ένας χωροφύλακας και ένας

στρατιώτης μας ζήτησαν τις ταυτότητές μας. Ένοιωσα; ντροπή και αηδία. Να λοιπόν

που θα έπρεπε να δείχνουμε τις ταυτότητές μας για να μας επιτρέψουν να περάσουμε

«κάτω από τ΄αυλάκι». Μ’ αυτή την ντροπή όμως ζήσαμε επτάμιση χρόνια. Την αηδία

σιγά-σιγά την αποβάλαμε, την αντικαταστήσαμε με το χιούμορ και τον σαρκασμό

που μας βοήθησαν να περάσουμε τα χρόνια με όσα λιγότερα τραύματα ήταν

δυνατόν.

Το μικρό «μαγαζάκι» μου όμως, το τυπογραφείο, δεν άντεξε στον ανταγωνισμό. Τα

τυπογραφεία των μεγάλων εφημερίδων που σταμάτησαν να εκδίδονται άρχισαν να

χρησιμοποιούνται για να τυπώνουν τα ελάχιστα εφημεριδάκια που συνέχιζαν να

εκδίδονται, οι άνεργοι δημοσιογράφοι άρχισαν να αναζητούν δουλειά κάνοντας

τους διορθωτές ή τους ευκαιριακούς εκδότες, η επιχείρησή μου δεν άντεξε. Και την

έκλεισα. Για να καταλήξω, μετά από μερικές άλλες ανεπιτυχείς επαγγελματικές

προσπάθειες, μετανάστης στη Νέα Υόρκη!

Μέσα στις επαγγελματικές και βιοποριστικές προσπάθειες που έκανα πριν φύγω για

την Αμερική, ήταν και η έκδοση μιας μικρής τοπικής εφημερίδας, των «Χιακών

Αντίλαλων». Ανάμεσα στους αναγνώστες της εφημερίδας μου, που πέρασαν από το

γραφείο μου, ήταν και ένας συμπατριώτης μου Χιώτης της Αμερικής. Δύο πράγματα

θυμάμαι από τη συνάντηση εκείνη.Το πρώτο ήταν ένα μεγάλο δακτυλίδι που φορού-

σε και επεδείκνυε με καμάρι και το οποίο είχε πάνω του τα σύμβολα του Μασονισ-

μού. Ο Μασονισμός στην Ελλάδα ήταν και συνεχίζει να είναι κρυφή οργάνωση. Τη

μέρα εκείνη έμαθα ότι στην Αμερική συμβαίνει το αντίθετο. Είναι απόδειξη κοινωνι-

κής καταξίωσης. Το δεύτερο που έμαθα ήταν ότι ο συμπατριώτης μου ζούσε φτιάχ -

νοντας ντόνατς.

«Τι είν’ αυτά»; Ρώτησε η παρέα του γραφείου.

«Α, αυτά είναι κάτι γλυκά τα οποία τρώνε πάρα πολύ οι Αμερικάνοι και βγάζουν

καλό μάνι για εκείνους που τα φτιάχνουν και τα πουλούν».

Μας έδωσε μάλιστα την εξειδικευμένη πληροφορία ότι παρασκευάζονται τη νύχτα,

ώστε να είναι φρέσκα το πρωί, για τους βιαστικούς Αμερικανούς εργάτες.

Την πληροφορία αυτή την ανέσυρα από τη μνήμη μου, όταν αποφάσισα να

μεταναστεύσω στην Αμερική. Να, σκέφτηκα, ένα επάγγελμα που θα επιδιώξω να

κάνω . Θα με απαλλάξει από τον εξευτελισμό των άπλυτων πιάτων, θα μου

προσφέρει ένα καλό μεροκάματο και θα είναι και τη νύχτα όποτε θα βλέπω μόνος

μου τον ξεπεσμό μου.

Στο μεταξύ, στην Ελλάδα είχαν γίνει κοσμογονικά γεγονότα. Τη δικτατορία του

Παπαδόπουλου διαδέχθηκε η δικτατορία του Ιωαννίδη. Στην Κύπρο έγινε πραξι-

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

11

κόπημα εναντίον του Μακαρίου, οι Τούρκοι βρήκαν μια καλή δικαιολογία για να

εισβάλουν, η δικτατορία αντέδρασε με μια επιστράτευση οπερέτα και πάνω στην

αναμπουμπούλα παράτησαν την εξουσία και φώναξαν τους πολιτικούς για να

βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά.

Η Δημοκρατία επέστρεψε στην Ελλάδα και μαζί της ο Καραμανλής και ο Παπαν-

δρέου, οι δρόμοι γέμισαν και πάλι με κόκκινα λάβαρα και ένα λαό που ήθελε να

πιστεύει ότι τέλειωσαν τα βάσανά του.

Ενώ όμως οι πολιτικοί επέστρεφαν στην Ελλάδα, εγώ έφτιαχνα τις βαλίτσες μου,

πήρα την οικογένειά μου και τον Οκτώβρη του 1974 μπήκα στο αεροσκάφος της

Ολυμπιακής και πετάξαμε προς τα δυτικά.

Όταν το αεροσκάφος βρισκόταν πάνω από την Κέρκυρα, έβγαινε δηλαδή από τον

ελληνικό εναέριο χώρο, γύρισα και είπα στη γυναίκα μου: «Αυτή τη στιγμή ρίχνω

μαύρη πέτρα πίσω μου». Μεγάλη και πικρή κουβέντα που έμελλε να ανακαλέσω

πολύ γρήγορα, όταν η νοσταλγία πήρε τη θέση της οργής.

Νέα Υόρκη, καλημέρα

Ο ήλιος πάνω από τα σύννεφα ήταν λαμπερός, η καρδιά μου όμως μαύρη. Αναλο-

γιζόμουν τις περιπέτειες που με περίμεναν και ανησυχούσα κυρίως για τα δύο

κοριτσάκια που είχα φέρει στον κόσμο και εξαιτίας μου υποβάλλονταν πρόωρα στην

περιπέτεια της μετανάστευσης.

Όση ώρα βρισκόμαστε πάνω από τα σύννεφα, καλά ήταν. Όσο πλησιάζαμε όμως

στη Νέα Υόρκη και το αεροπλάνο μείωνε το ύψος του, τόσο τα πράγματα

σκούραιναν. Μέχρι που ξαφνικά βρεθήκαμε μέσα σε μαύρο σύννεφο, με βροχή και

αστραπές που μας επέτρεπαν να διακρίνουμε κάτω από τα πόδια μας μερικά σπίτια.

Ω του θαύματος, όμως, κάποια στιγμή το αεροπλάνο προσγειώθηκε και άρχισε να

τροχοδρομεί. Κοίταζα από το μικρό παράθυρο του αεροπλάνου, βιαστικός και

ανήσυχος να γνωρίσω την πόλη στην οποία θα ζούσα. Άδικος κόπος. Σε λίγη ώρα

όμως, το αεροπλάνο σταμάτησε και οι επιβάτες άρχισαν να κατεβαίνουν. Δεν ήξερα

πού πάω, περιορίστηκα ν’ ακολουθώ τους συνεπιβάτες μας. Σε κάποιο σημείο, όμως,

η ουρά των επιβατών έγινε διπλή. Κάποιοι πήγαιναν προς τα δεξιά, κάποιοι άλλοι

αριστερά. Υπήρχαν ταμπέλες που έδιναν οδηγίες, οι γνώσεις μου όμως στα αγγλικά

ήταν ανύπαρκτες. Έμεινα άβουλος. Μέχρι που αποφάσισα «να βγάλω τη μούρη μου

από τον ντορβά» και να ρωτήσω τον άνθρωπο που ερχόταν πίσω μου: «Με συγχω-

ρείτε, εγώ από πού θα πάω»; Και του έβαλα κάτω από τη μούρη τα διαβατήριά μας.

«Νέος μετανάστης»; με ρώτησε.

Συγκατάνευσα.

«Απ’ εκεί», μου είπε και μου έδειξε την αριστερή ουρά.

Ευτυχώς οι Αμερικανοί υπάλληλοι του αεροδρομίου δεν είναι περίεργοι, ούτε έχουν

κέφι για πολλά λόγια. Όταν ήρθε λοιπόν η σειρά μου, ακούμπησα το οικογενειακό

μας διαβατήριό στο γκισέ και περίμενα. Εκείνος το πήρε, το ξεφύλλισε, μας έριξε

ένα βαριεστημένο βλέμμα, το σφράγισε, το έσπρωξε προς το μέρος μου και μου έκανε

νεύμα να περάσω.

Όταν τελικά πήραμε τις βαλίτσες μας και βγήκαμε από την αίθουσα του τελωνείου,

μας περίμενε η κουνιάδα μου που μας είχε κάνει την πρόσκληση και ο γιος του

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

12

άντρα της, ο οποίος έφερε το αυτοκίνητο, φόρτωσε τις βαλίτσες, μπήκαμε μέσα και

ξεκινήσαμε για το Μπέιριτζ του Μπρούκλιν, όπου βρισκόταν το σπίτι της.

Δύο πράγματα με εντυπωσίασαν στην πρώτη εκείνη επαφή μου με την Αμερική. Οι

μεγάλες εκτάσεις γης που βρίσκονταν στις άκρες του δρόμου και που στην Ελλάδα

είναι συνήθως χτισμένες και κάτι τεράστιες φωτεινές γιρλάντες.

«Τι είν’ αυτά τα φώτα ρε παιδιά»; Ρώτησα.

«Γέφυρες», μου απάντησαν.

Την επόμενη ημέρα, μια ευχάριστη έκπληξη μας περίμενε.

Στο σπίτι που προσωρινά με φιλοξενούσε κατέφθασε ένας μεσήλικας κύριος, μ’ ένα

μεγάλο κουτί στο χέρι.

«Κώστας Κοτσάτος», μας συστήθηκε. «΄Ηρθα να σας ευχηθώ το γουέλκαμ και σας

έφερα και μια τούρτα για να ‘ναι γλυκές οι μέρες σας στην Αμερική».

Συγκινήθηκα. Τον Κώστα Κοτσάτο τον ήξερα κατ’ όνομα μόνο. Γνώριζα ότι ήταν

ένας καλότατος άνθρωπος, ο οποίος όμως είχε αποτύχει επαγγελματικά. Στην Αθήνα

είχε βιοτεχνία επίπλων. ΄Ηρθε όμως ο πόλεμος, χάθηκαν οι πρώτες ύλες, η επιχείρηση

του μπάρμπα Κώστα κατέρρευσε και ο ίδιος υποχρεώθηκε, σε μεγάλη ηλικία, να

μεταναστεύσει οικογενειακά στην Αμερική. Βίος παράλληλος με τον δικό μου

δηλαδή.

Εκτός από την τούρτα και τις ευχές του, ο μπάρμπα Κώστας προσφέρθηκε να με

βοηθήσει πηγαίνοντάς με όπου θα χρειαζόταν μέχρι να τακτοποιηθώ, βρίσκοντας

μεροκάματο. Εκείνος δεν είχε αυτοκίνητο και ήταν μια ευκαιρία να μάθω να

κυκλοφορώ στον πολυδαίδαλο υπόγειο σιδηρόδρομο της πόλης.

Την άλλη μέρα κιόλας ήρθε και με πήρε, να πάμε στα γραφεία του «Εθνικού Κήρυ-

κα». Είχα μεγάλη εμπειρία για όλα τα στάδια έκδοσης μιας εφημερίδας. Από τη

σύνταξη κειμένων μέχρι διόρθωση δοκιμίων, σελιδοποίηση, ακόμη και το δίπλωμα

των φύλλων.

Πέραν όλων των άλλων, είχα μάθει ότι αρχισυντάκτης του «Εθνικού Κήρυκα» ήταν

την εποχή εκείνη ένας συμπατριώτης μου.

Η μέχρι τότε δημοσιογραφική εμπειρία μου δεν περιοριζόταν στους «Χιακούς

Αντίλαλους» που ήδη ανέφερα. Είχα ξεκινήσει με το «Χιακό Βήμα» που ο

συμπατριώτης μου Νίκος Χαλλούς εξέδιδε στην Αθήνα και ένα μικρό διάστημα στη

«Ναυτιλιακή Ναυτεργατική», εκδότης της οποίας ήταν ο Θεόδωρος Βώκος.

Όταν πήγα να ζητήσω δουλειά, ο Βώκος μου είπε: «Πρόσεξε ρε Χιώτη, εμένα ένας

άνθρωπος με ξεγέλασε και ήταν συμπατριώτης σου».

Φαίνεται τον κοίταξα παράξενα, γιατί συνέχισε: «Τον Παναγιώτη Μακρινό τον

ξέρεις»;

«Είχα ακούσει ότι κάποτε έβγαζε μια χιώτικη εφημερίδα στην Αθήνα» αποκρίθηκα.

«Λοιπόν», συνέχισε ο Βώκος, «αυτός ο κύριος εργάστηκε και στην εφημερίδα μου.

Με κατάφερε μάλιστα να τον στείλω με δημοσιογραφική αποστολή στην Αμερική

που έχει πολλά ναυτιλιακά γραφεία. Την κοπάνησε όμως και έμεινε εκεί. Κοίταξε μη

μου τη σκάσεις κι εσύ».

Τα γραφεία του «Εθνικού Κήρυκα» τότε στεγάζονταν σε ένα παλιό κτίριο στους 26

δρόμους Γουέστ του Μανχάταν. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν απογοητευτική.

Φανταζόμουν την Αμερική ως χώρα πλούσια με γραφεία επιχειρήσεων όλο φως και

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

13

τζαμαρίες, όπως αυτά που βλέπαμε στις κινηματογραφικές ταινίες και τις

φωτογραφίες των περιοδικών.

Πήγα ώρα που η εφημερίδα δεν δούλευε, μόνο ένας λινοτύπης βρισκόταν εκεί και

πίσω από ένα μεγάλο παλιό γραφείο ο αρχισυντάκτης.

Του είπα ποιος είμαι, από πού έρχομαι, τι γνωρίζω και τι ζητώ. Με κοίταξε αδιάφο-

ρα, μάλλον ενοχλημένος και μου αποκρίθηκε: «Κοίταξε, η δουλειά αυτή δεν έχει

λεφτά, να προσανατολιστείς στα εστιατόρια όπου θα μάθεις τη γλώσσα και τη

δουλειά και μπορεί να φτιάξεις κι εσύ το δικό σου εστιατόριο, κάποτε».

Κατάλαβα, τον ευχαρίστησα κι έφυγα.

Δύο ημέρες μετά, αγόρασα ένα φύλλο του «Εθνικού Κήρυκα». Και ω του θαύματος,

σε κάποια σελίδα του διάβασα για έναν Έλληνα κουρέα. Τίνο δι Γκρικ τον έλεγαν

και δεν ήταν ένας συνηθισμένος κουρέας. Είχε για πελάτες του προσωπικότητες της

πόλης και δεν περιοριζόταν μόνο στο να τους περιποιείται τα μαλλιά. ΄Επαιρνε την

κιθάρα του και τους τραγουδούσε στίχους του Κωνσταντίνου Καβάφη που ο ίδιος

επένδυε μουσικά!

«Μπα»! σκέφτηκα.«Τέτοιος τρελός, δεν μπορεί να είναι άλλος από τον παλιό συμμα-

θητή μου στο Γυμνάσιο». Ο Κώστας ήταν θαυμαστής του Ιταλού τραγουδιστή Τίνο

Ρόσι, ο οποίος τότε μεσουρανούσε. Τόσο πολύ τον θαύμαζε που το όνομά του το είχε

μετατρέψει σε Τίνο. Γνώριζα ακόμη ότι είχε ένα θείο που ήταν κουρέας στην Αμερική

και μετά το Γυμνάσιο λογάριαζε να πάει κοντά του.

Αυτός είναι, σκέφτηκα. Πώς θα τον βρω όμως; Τον μπάρμπα Κώστα δεν ήθελα να

τον χρησιμοποιήσω για μια προσωπική μου υπόθεση. Άλλωστε, είχα φροντίσει να

πάρω έναν χάρτη του υπόγειου σιδηροδρομικού δικτύου και να ξοδέψω αρκετές

ώρες μελετώντας τον.

Έτσι και τώρα. ΄Ανοιξα τον χάρτη, βρήκα την οδό Μάντισον, χάραξα τη διαδρομή,

πήρα το τρένο RR που τότε συνέδεε το Μπρούκλιν με το Κουίνς και σταμάτησα στη

στάση που υπολόγιζα ότι ήταν κοντά το μαγαζί του Κώστα.

Ευτυχώς η ρυμοτομία του Μανχάταν μοιάζει με… μπακλαβά. Οι δρόμοι διασταυρώ-

νονται με τις λεωφόρους και λίγο μυαλό να έχεις προσανατολίζεσαι εύκολα.

΄Ηταν η πρώτη φορά που κατέβαινα μόνος μου στο Μανχάταν. ΄Ετσι, είχα όλη την

ευχέρεια χρόνου να περπατήσω στην πόλη, να χαζέψω και να πείσω τον εαυτό μου

ότι η πόλη αυτή ήταν όμορφη και θα έπρεπε να την αγαπήσω αφού αυτή θα γινόταν

η νέα μου πατρίδα.

Δεν μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα ή εντυπωσιάστηκα. Ήταν η πόλη την οποία ήδη

γνώριζα από φωτογραφίες εφημερίδων και κινηματογραφικές ταινίες. Στη μέση ενός

πεζοδρομίου σταμάτησα και νοερά άνοιξα τα χέρια μου για να προσανατολιστώ και

να ξεχωρίσω το Γουέστ από το Ιστ.

Κατάφερα να βρω το κουρείο. Στην πόρτα του είχε μια φωτογραφία ανθρώπου με

αποκριάτικα ρούχα που έκρυβαν το πρόσωπό του, ενώ μια ταμπελίτσα έγραφε:

«Tino the Greek». Πήρα θάρρος, έσπρωξα την πόρτα και μπήκα. Ένας άντρας στο

μπόι μου, με προχωρημένη φαλακρίτσα και αλογοουρά, σταμάτησε το κούρεμα ενός

κεφαλιού και γύρισε προς το μέρος μου. Στιγμιαία αμηχανία. Ύστερα, ο Νεοϋορ-

κέζος κουρέας άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

14

και ανέκραξε: «Ρε, ο Μιχαλάκης». Αγκαλιαστήκαμε. Είχαμε να συναντηθούμε δεκα-

οκτώ ολόκληρα χρόνια.

Του είπα ότι είμαι μετανάστης λίγων ημερών, ότι έψαχνα να βρω την τύχη μου και

ότι κατάφερα να τον εντοπίσω, από το δημοσίευμα του «Εθνικού Κήρυκα».

Στο μεταξύ, οι πελάτες του μας κοίταζαν περίεργα προσπαθώντας να ερμηνεύσουν

τη φλυαρία μας που γινόταν σε… άψογα ελληνικά!

Ο Κώστας ανάθεσε το κεφάλι που κούρευε σ’ έναν βοηθό του, κάτσαμε σε μια γωνία

και αρχίσαμε να σκαλίζουμε μνήμες.

Του είπα βέβαια για το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμουν τις αυξημένες οικογενειακές

μου ανάγκες και την ελπίδα μου να βρω μια δουλειά που θα με απάλλασσε από την

κούραση και τον εξευτελισμό των άπλυτων πιάτων.

Ο Κώστας όμως βρισκόταν σε άλλο μήκος κύματος. Οι δικές του δουλειές, όπως μου

είπε, πήγαιναν πολύ καλά, είχε παντρευτεί μια ευκατάστατη Αμερικάνα και είχε δύο

μεγάλα σπίτια. Ένα στη Νέα Υόρκη με πισίνα, όπου έμενε και μια εξοχική βίλα στο

Πόρτο Ρίκο.

Το πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο Κώστας την εποχή εκείνη εντοπιζόταν στο άνοιγμα

των μπατζακιών των παντελονιών του. Ήταν η εποχή που κυριαρχούσε η μόδα της

«καμπάνας», τα νεοϋορκέζικα καταστήματα όμως δεν είχαν παντελόνια στο άνοιγμα

που η αισθητική του απαιτούσε. Υποχρεωνόταν λοιπόν ν’ αγοράζει υφάσματα και να

τα ράβει μόνος του! Άλλος κόσμος, άλλα προβλήματα, άλλες στεναχώριες.

Παραλοϊσμένος πήρα το δρόμο της επιστροφής. Χάζευα στις κολώνες των δρόμων,

προσπαθώντας να ερμηνεύσω τα ονόματα και τους αριθμούς ώστε να προσανατο-

λιστώ στη μεγάλη πόλη που θα έπρεπε να ζήσω.

Σε μια γωνία, άκουσα τ’ όνομά μου: «Μιχαλάκης». Σταμάτησα παραξενεμένος.

Μέσα από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο ξεπρόβαλε ένα κεφάλι. «Ρε Μιχαλάκη, δε

με γνωρίζεις; Ο Στέλιος είμαι».

Τον γνώρισα. Ήταν ένας επίσης παλιός συμμαθητής μου που είχα να δω από τότε

που τελειώσαμε το σχολείο.

«Πώς βρέθηκες εδώ»;

«Μετανάστης λίγων ημερών. Εσύ»;

Εκείνος ήταν αξιωματικός του Εμπορικού Ναυτικού, είχε ξεμπαρκάρει στη Νέα

Υόρκη και είχε δική του επιχείρηση.

Δεν ήξερα τι άλλο να πω, φαινόταν άλλωστε βιαστικός αφού δεν είχε βγει καν από το

αυτοκίνητό του για να με χαιρετίσει. Λίγο παρακάτω βρήκα την «τρύπα» του

σάμπγουεϊ και κατέβηκα τα σκαλιά για να γυρίσω στο σπίτι μου.

Ο μπάρμπα Κώστας Κοτσάτος έκανε μια ακόμη προσπάθεια να με βοηθήσει

επαγγελματικά.

«Αφού ξέρεις από τυπογραφεία», μου είπε, έλα να πάμε σ’ ένα ελληνικό τυπογραφείο

της Νέας Υόρκης μήπως έχει καμιά θέση άδεια.

Με πήρε και πήγαμε στο τυπογραφείο του Λέανδρου Παπαθανασίου. Ξαφνικά, από

την πολύβουη Νέα Υόρκη βρέθηκα σε γνώριμο περιβάλλον. Ανάμεσα σε λινοτυπικές

μηχανές, συνθετήρια και κάσες. Ευγενικός άνθρωπος ο Λέανδρος, αλλά δεν είχε

ανάγκη από τυπογράφο.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

15

Άλλωστε εγώ δεν ήξερα από λινοτυπική, είχα ειδικευτεί στο «μάρμαρο». Να φτιάχνω

δηλαδή τις σελίδες, των βιβλίων και των περιοδικών.

«Κι αν μάθω λινοτυπική»; ρώτησα, «πόσο είναι το μεροκάματο»;

«160 δολάρια την εβδομάδα».

Δεν ήταν ελκυστικό. Τον ευχαρίστησα λοιπόν και απογοητευμένος επέστρεψα στο

σπίτι.

Τώρα, μόνο τα εστιατόρια έμεναν.

Ο άντρας της κουνιάδας μου στο σπίτι των οποίων συνέχιζα να φιλοξενούμαι, ένα

απόγευμα που είχε «ντέι οφ» μου είπε: «Έχω κάτι φιλαράκια που έχουν ντάινες.

Πάμε να τους δούμε, μήπως χρειάζονται κανένα μπας μπόι».

«Τι είν’ αυτό»;

«Βοηθός σερβιτόρου. Θα πηγαίνεις τα ψωμιά, τις χαρτοπετσέτες στα τραπέζια, θα

γεμίζεις τα ποτήρια με νερό και όταν φεύγουν οι πελάτες θα μαζεύεις τα άδεια πιάτα

και θα τα πηγαίνεις στην κουζίνα. Αν είσαι καλός θα σ’ αφήνουν καλά τιπς και σιγά

σιγά θα μάθεις τη δουλειά, να γίνεις σερβιτόρος».

Στο πρώτο μαγαζί που πήγαμε, τον ιδιοκτήτη τον έλεγαν Μάικ. «Ακου Μάικ», του

είπε, «το παιδί απ’ εδώ είναι δικό μου παιδί, είναι γκουντ μπόι, ξέρει και

γραμματάκια, τώρα ήρθε από την Ελλάδα και ψάχνει για δουλειά. Μήπως έχεις

ανάγκη από κανένα μπας μπόι»;

Δεν είχε.

Πήγαμε σε δεύτερο μαγαζί, με το ίδιο ικετευτικό ύφος και την ίδια αρνητική απάν-

τηση. Μετά από το τέταρτο όχι, «πάμε στο σπίτι», του είπα, «δεν θέλω να γίνω μπας

μπόι».

«Και τι θέλεις να γίνεις»;

«Ντονατσάς».

«Ντονατσάς»; Και πού ξέρεις εσύ από ντόνατς;

«Δεν ξέρω, αλλά θα μάθω».

Τηλεφώνησα στον Κώστα Κοτσάτο. «Μπάρμπα Κώστα», του είπα, «θέλω το

τηλέφωνο του Στέλιου». Ο Στέλιος είναι χωριανός μου και είχε μεταναστεύσει στην

Αμερική αρκετά χρόνια πριν απ’ εμένα. Διατηρούσα ζωηρή στη μνήμη μου την

εικόνα του, στο λιμάνι της Χίου να έχει πέσει στις αγκαλιές των δικών του και να

κλαίει, πράγμα το οποίο εγώ –τότε- δεν το θεωρούσα σωστό για έναν άντρα 16

χρονών.

Του τηλεφώνησα και η απάντηση ήταν εγκάρδια. Μου είπε ότι ευχαρίστως θα με

μάθαινε να φτιάχνω ντόνατς, μόνο που θα έπρεπε να πηγαίνω στο χωριό που είχε το

σπίτι και το μαγαζί του.

Δεν τόλμησα να ζητήσω μια ακόμη χάρη από τον μπάρμπα Κώστα , πολύ

περισσότερο μάλιστα αφού το χωριό είναι έξω από τη Νέα Υόρκη, και θα έπρεπε να

πάρω υπεραστικό τρένο.

Ο Στέλιος μου έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες, κατέστρωσα το σχέδιό μου «επί

χάρτου» και ξεκίνησα.

Τόση ήταν η αγωνία μου μη χάσω τη στάση ώστε ταξίδεψα όρθιος, με τα αυτιά μου

τεντωμένα ώστε να ακούω τις στάσεις και τα μάτια μου ορθάνοιχτα για να διαβάζω

τους σταθμούς από τους οποίους περνούσαμε.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

16

Και τα κατάφερα. Και το χωριό βρήκα και το μαγαζί.

Άλλη ατμόσφαιρα εδώ. Ζεστή, φιλική, χωριανή. Το μαγαζί ο Στέλιος το είχε μαζί με

τον συνονόματό μου Γιάννη που μας συνέδεε μια μακρινή συγγένεια και μια στενή

φιλική σχέση.

Ήπιαμε τους καφέδες μας, είδα πώς περίπου φτιάχνονται τα ντόνατς, πήγα στα

σπίτια τους όπου με υποδέχτηκαν οι γυναίκες τους, και μπήκα στο τρένο της

επιστροφής αποφασισμένος να μάθω ντόνατς στο μαγαζί των χωριανών μου, έστω

και αν έπρεπε να κάνω δύο μεγάλα καθημερινά δρομολόγια.

Το πρωί της άλλης μέρας πήρα ένα τηλεφώνημα από τον ξάδελφό μου, Κώστα

Μιχαλάκη. Ο Κώστας είχε σπουδάσει δάσκαλος, με είχε μάλιστα μαθητή του για

λίγους μήνες στο χωριό. Μετά όμως άνοιξε τα φτερά του για ανώτερες σπουδές.

Έκανε μετεκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και κέρδισε μια υποτροφία για

το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Έκτοτε έμεινε στην Αμερική.

Είχε διατελέσει διευθυντής ελληνικών σχολείων στον Καναδά και το Σικάγο, όταν

όμως το σχολείο που εργαζόταν έκλεισε, υποχρεώθηκε να έρθει στο Μπέιριτς του

Μπρούκλιν και να ανοίξει ένα ντελικατέσεν για ν’ αντιμετωπίσει τις βιοτικές του

ανάγκες.

Το μαγαζί του το ήξερα, όποτε είχα ελεύθερο χρόνο περνούσα απ’ εκεί – ήταν κοντά

στο σπίτι που έμενα – για να κουβεντιάσω με τον ίδιο, τη γυναίκα του την Πόπη ή

τον γιο του, τον Δημήτρη.

«Έλα από το μαγαζί», μου είπε ο Κώστας. «Έχω, ευχάριστα νέα».

Και πράγματι είχε. Το ελληνικό σχολείο της κοινότητας Αγίων Κωνσταντίνου και

Ελένης του Μπρούκλιν, χρειαζόταν ένα διευθυντή και τον είχαν προσλάβει.

Μου ζήτησε λοιπόν να εργαστώ στο μαγαζί του, αφού εκείνος δεν είχε πια τον

απαραίτητο χρόνο.

«Πώς να δουλέψω Κώστα»; Τον ρώτησα. «Εγώ μόνο το γιες και το νο ξέρω από

αγγλικά».

«Δεν πειράζει», μου αποκρίθηκε, «δεν θα είσαι μόνος σου, πότε θα είναι εδώ η Πόπη

και πότε ο Τζίμης».

Συμφώνησα, αφού είχα άμεση ανάγκη από μεροκάματο. Φρόντισα όμως να

τηλεφωνήσω στον Στέλιο και να τον ενημερώσω για την αλλαγή σχεδίων.

Και ο καλός θείος Μάκης που μου έστελνε τα τσέκια όσο πήγαινα στο Γυμνάσιο, δε

νοιάστηκε για μένα;

Πριν εγώ μεταναστεύσω στην Αμερική, είχε έρθει ο θείος στην Ελλάδα ως επισκέπτης.

Την εποχή εκείνη εργαζόμουν ως ιδιαίτερος γραμματέας του τότε υπουργού

Κοινωνικής Πρόνοιας Νίκου Ζορμπά, εργασία που μου εξασφάλιζε έναν μικρό

μισθό αλλά αρκετή αίγλη αφού εργαζόμουν με κοστούμι και γραβάτα και είχα την

υπουργική εξουσιοδότηση (μερικοί πίστευαν και δυνατότητα) να διορίζω ανθρώπους

και να λύνω τα προβλήματα που απασχολούσαν την εκλογική πελατεία του

υπουργού.

Εγώ όμως ήξερα ότι τη θέση θα την είχα μόνο όσο καιρό ο Ζορμπάς είχε το υπουρ-

γείο, μετά με περίμενε η αγωνία της ανεργίας. Βολιδοσκόπησα λοιπόν τον θείο μου,

αν μπορούσα κι εγώ να πάω στην Αμερική όπως πολλοί άλλοι συγγενείς, φίλοι και

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

17

χωριανοί. Στο Bethlehem της Πενσιλβάνιας που ζούσε ο θείος και είχε το μικρό

μαγαζί του, είχε δημιουργήσει γύρω του μια μικρή οικογενειακή παροικία.

Η προσφορά του θείου Μάκη, όμως, δεν περιοριζόταν μόνο στους συγγενείς του.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν τα χωριά μας άδειαζαν και οι νέοι κατά

χιλιάδες έπαιρναν το δρόμο της θάλασσας με αντικειμενικό σκοπό μόλις το καράβι

τους “πιάσει” αμερικάνικο λιμάνι “να την κοπανήσουν” και ως λαθρομετανάστες να

προσπαθήσουν να επιβιώσουν, πολλοί χωριανοί μας έφτασαν μέχρι την πόρτα του

μαγαζιού του θείου Μάκη.

Κι εκείνος δεν αρνήθηκε σε κανένα τη βοήθειά του στα πρώτα εκείνα βήματά τους.

Οι περισσότεροι από τους μετανάστες εκείνους ήταν άσχετοι με την αγγλική γλώσσα

αλλά και τη συμπεριφορά ενός υπαλλήλου τέτοιου μαγαζιού. Αυτό το διαπίστωναν

εύκολα οι πελάτες από τα πρόσωπα των αγροτόπαιδων που δεν καταλάβαιναν τι

τους έλεγαν και συνήθως έκαναν άλλ’ αντ’ άλλων.

Καλόβολοι όμως οι πελάτες του θείου, στην πλειοψηφία τους εργάτες του “Bethehem

Steel”τον ρωτούσαν “πού τους βρήκε αυτούς τους άσχετους και ακατάλληλους

υπαλλήλους”. Κι εκείνος, με χιουμοριστική διάθεση, τους απαντούσε: “Τους φέρνει

το Βασίλισσα Φρειδερίκη” που ήταν το υπερωκεάνιο που έκανε τότε τη γραμμή

Πειραιά – Νέα Υόρκη.

«Να κάτσεις στ’ αυγά σου», μου αποκρίθηκε ο θείος. «Η Αμερική θέλει μπράτσα κι

εσύ είσαι άνθρωπος του μολυβιού, δεν κάνεις για την Αμερική».

Τι παράξενη διαπίστωση αλήθεια. Μόλις πριν λίγα χρόνια, βρισκόμουν στο στόχασ-

τρο της οικογενειακής ειρωνείας που μερικές φορές έφτανε στα όρια της χλεύης. Και

να γιατί:

Στο Δημοτικό Σχολείο ήμουν ένας επαρκής έως καλός μαθητής. Όταν όμως κατέβηκα

στην πρωτεύουσα του νησιού μας, τη Χώρα, για να πάω στο Γυμνάσιο, από νωρίς

κατάλαβα ότι σε πολλά υστερούσα από τα υπόλοιπα παιδιά. Τα ρούχα μου ήταν από

ένα φτηνό ύφασμα που το έλεγαν ρετσίνα, τα παπούτσια μου ήταν από εκείνα που

παίρναμε από αμερικάνικα δέματα και ήταν για πολύ μεγαλύτερα πόδια, το παλτό

μου έμοιαζε με ράσο, καθώς έφτανε μέχρι τους αστραγάλους μου και το κουρεμένο

με την ψιλή μηχανή κεφάλι μου ήταν γεμάτο σημάδια από τις συνέπειες της παιδικής

αταξίας.

Πέρα από όλ’ αυτά, έχω μια δυσκολία στην εκφορά του ρο, η οποία τα χρόνια εκείνα

είχε γίνει αιτία να μου κολλήσουν ένα σωρό παρατσούκλια, να με κάνουν δειλό και

ταυτόχρονα θρασύ, να ντρέπομαι να μιλήσω, πολύ περισσότερο αν έβλεπα ένα

ειρωνικό χαμόγελο στο πρόσωπο του καθηγητή μου ή ένα χάχανο συμμαθητή μου.

Τέλος, από τη ζέστη και την προστασία της οικογένειας, των φίλων και των

χωριανών μου που με είχαν αποδεχτεί, βρέθηκα πεταγμένος σχεδόν, σ’ ένα άγνωστο

περιβάλλον που αν δεν ήταν εχθρικό, σίγουρα ήταν αδιάφορο και ειρωνικό.

Στην αρχή τρόμαξα και μαζεύτηκα στο καβούκι μου, όπως κάνουν οι χελώνες.

Αργότερα, η τρομάρα αυτή μετατράπηκε σε επιθετικότητα και αυθάδεια σε μια

προσπάθεια να θωρακίσω τις ανασφάλειές μου. Έτσι αναδείχθηκα σ’ έναν κακό,

άτακτο και αμελή μαθητή.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

18

Η… φήμη μου αυτή έφτασε μέχρι τη μικρή οικογενειακή παροικία του Bethlehem.

Πολλά ανέκδοτα κυκλοφορούσαν εις βάρος μου, τα περισσότερα δημιουργήματα

φαντασίας και πολλά χαμόγελα προκαλούσαν τα «κατορθώματά» μου.

Στο μεταξύ, εγώ είχα κουτσά στραβά τελειώσει το Γυμνάσιο και είχα πάει στην

Αθήνα ψάχνοντας για την τύχη μου.

Η τύχη αυτή στάθηκε ευνοϊκή μόνο σ’ έναν τομέα. Με βοήθησε να γνωρίσω έναν

καλό συμπατριώτη μας, τον Πέτρο Μαρτάκη. Ο Πέτρος είχε πνευματικές ανησυχίες

και συνεργαζόταν με μια μικρή χιώτικη εφημερίδα. Το «Χιακό Βήμα». Στο εφημε-

ριδάκι αυτό δημοσίευσα το δεύτερο κείμενό μου. Το πρώτο ήταν ένα μικρό αφήγημα

στη μαθητική εφημερίδα του σχολείου μας. Τη «Σφίγγα». Ο Πέτρος και ο Νίκος μου

έδωσαν θάρρος, σε λίγο είχα γίνει τακτικός συνεργάτης με αρκετά ενυπόγραφα

κείμενα.

Μια χρονιά που δεν θυμάμαι πια ποιά ήταν, ο εξάδελφός μου Νίκος Κατσαρός που

είχε καταταγεί στον αμερικανικό στρατό για να πάρει την αμερικανική υπηκοότητα,

ήρθε στην Ελλάδα.

«Γράφεις σε καμιά εφημερίδα»; με ρώτησε.

«Γράφω», του αποκρίθηκα.

«Μου είπε ο θείος ο Μάκης», συνέχισε ο Νίκος, «να του στείλεις μερικές εφημερίδες».

Εκείνος το είπε, εκείνος το άκουσε. Έφυγε για ταξίδι, γύρισε και με ξαναρώτησε:

«Έστειλες τις εφημερίδες στο θείο»;

«Όχι».

«Γιατί»;

«Γιατί νομίζω ότι με δουλεύεις».

«Δε σε δουλεύω και να τις στείλεις αμέσως».

Πειθάρχησα. Και σε λίγες ημέρες, πήρα ένα γράμμα έκπληξη.

Ο θείος Μάκης είχε ανακαλύψει ότι δεν ήμουν ο ρεμπεσκές που του είχαν περιγρά-

ψει, αλλά άνθρωπος με πνευματικές ανησυχίες που έψαχνε να βρει το δρόμο του.

Και μου έγραφε σ’ αυτό το γράμμα περισσότερους επαίνους απ’ όσους άξιζα.

Αναθάρρησα. Να λοιπόν που άκουγα κι έναν καλό λόγο από άνθρωπο του

οικογενειακού μου περιβάλλοντος.

Σε λίγες μέρες, άλλο γράμμα. Αυτή τη φορά από τον Θείο Βασίλη. Ο θείος Βασίλης

ήταν δικηγόρος στη Χίο και τα χρόνια του πολέμου και των ελληνικών ιδεολογικών

αντιπαραθέσεων είχε πάρει θέση στην προοδευτική παράταξη. Λίγα χρόνια μετά τον

πόλεμο, για λόγους που μόνο εκείνος γνώριζε, μετανάστευσε στην Αμερική, κοντά

στον αδερφό του.

Παρά το επαγγελματικό του τσαλάκωμα, η γνώμη του στην οικογένεια είχε

βαρύνουσα σημασία. Και στο γράμμα του εκείνο με δοξολογούσε. Φρόντισα τα

γράμματα εκείνα να τα διαβάσουν οι άνθρωποι που αποτελούσαν τότε τον περίγυρό

μου στην Αθήνα και οι οποίοι συνέχιζαν να έχουν για μένα τη χειρότερη των

εντυπώσεων.

Τα γράμματα επέδρασαν καταλυτικά. Και ξαφνικά, μετατράπηκα σε καλό και

σοβαρό συγγενή.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

19

Την προφορική συμβουλή, όμως, του θείου μου, την είχα κρατήσει. Έκατσα «στ’

αυγά μου» και όταν τα αδιέξοδα με υποχρέωσαν να μεταναστεύσω, δεν ζήτησα τη

γνώμη ή τη βοήθειά του.

Όταν όμως έμαθε ότι βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη, πήρε το αυτοκίνητό του και ήρθε

να με βρει. Δεν μου επανέλαβε την άποψή του ότι δεν ήμουν κατάλληλος για την

Αμερική. Περιορίστηκε να μου πει ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει για μένα,

ήταν να με πάρει μαζί του και να με βοηθήσει να εργαστώ ως εργάτης στο “Bethle-

hem Steel”, το εργοστάσιο που έδινε ζωή στην πόλη.

Τον ευχαρίστησα, του είπα όμως ότι προτιμούσα να μείνω στη Νέα Υόρκη.

Και να ‘μαι μπακαλόγατος στο Μπέιριτζ. Όταν μπήκα στο ντελικατέσεν, έπαθα ό,τι

και όταν βρέθηκα μπροστά στην τυπογραφική κάσα. Τα έχασα και έβγαλα το

συμπέρασμα ότι δεν επρόκειτο να μάθω ποτέ πώς λέγονταν όλ’ αυτά τα είδη που

βρίσκονταν στα ράφια.

Η κύρια αιτία της αδυναμίας μου ήταν η γλώσσα στην οποία ήταν γραμμένες οι

ετικέτες τους και την οποία μιλούσαν οι πελάτες. Πώς θα μπορούσα να συνεννοηθώ,

δέκα ημερών μετανάστης;

Το μόνο που με παρηγορούσε ήταν ότι δεν βρισκόμουν εκεί μόνος μου.

Και τα μεν πρωινά που βρίσκονταν εκεί η γυναίκα του ξαδέρφου μου, η Πόπη, καλά

ήταν τα πράγματα. Οι πελάτες απευθύνονταν σ’ εκείνη κι εγώ περιοριζόμουν σε

βοηθητικές δουλειές.

Τα πράγματα μπερδεύονταν το απόγευμα που τη θέση της έπαιρνε ο γιός της, ο

Τζίμης, ο οποίος έπαιρνε ένα βιβλίο, το ριχνε στο διάβασμα και έσπαγε πλάκα με

την αγωνία μου να συνεννοηθώ με τους πελάτες. Μια μέρα ένας πελάτης μου ζήτησε

«πίσες». «Πίτσες»; αποκρίθηκα εγώ. Και συμπλήρωσα όλο αυτοπεποίθηση: «Νο

πίτσες». Ο πελάτης γύρισε να φύγει, το μάτι του όμως έπεσε στο ράφι με τα κουτιά

των ροδάκινων. Πήρε ένα, το έφερε στο ταμείο και κάτι που δεν κατάλαβα μου είπε.

Ο Τζίμης, όμως, είχε σκάσει στα γέλια.

«Τι είπε αυτός ρε»;

«Ότι έτσι που πας, γρήγορα θα το κλείσεις το μαγαζί».

Τα καθήκοντά μου δεν περιορίζονταν μόνο στην εξυπηρέτηση των πελατών. Έπρεπε

ακόμη να μεταφέρω τις κούτες με τα εμπορεύματα στο υπόγειο και απ΄ εκεί ξανά στο

ίσόγειο, να σφουγγαρίζω το μαγαζί, να καθαρίζω πατάτες για πατατοσαλάτα και

γενικά να κάνω δουλειές που στην Ελλάδα δεν θα καταδεχόμουν. Τέτοιες ευαιθη-

σίες όμως δεν είχαν θέση στη νέα ζωή μου.

Δίπλα στο ντελικατέσεν έμενε ένα συμπαθέστατο ζευγάρι παλαιών Ελλήνων

μεταναστών. Ο Γιώργος και η Ελένη Κοντούλη. Η καταγωγή τους ήταν από ένα

χωριό κοντά στο δικό μας, τα Αφροδίσια και ήταν χαρά μου να τους βλέπω να

μπαίνουν στο μαγαζί. Πάντα κάποιο καλό λόγο είχαν στο στόμα τους.

Ο Γιώργος Κοντούλης είχε περιπετειώδη ζωή. Είχε ξενιτευτεί από μικρό παιδί στο

Κάιρο απ’ όπου θυμόταν ακόμη την αγωνία όταν έσπρωχνε ένα χειροκίνητο

καρότσι, οι ρόδες του οποίου κολλούσαν μέσα στην άσφαλτο που το καλοκαίρι

έλιωνε.

Στην Αμερική όπου μετανάστευσε μετά, είχε την ατυχία να πέσει πάνω στην

οικονομική κρίση του 1929, το ντιπρέσιον όπως μου έλεγε. Για να ζήσει την οικο-

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

20

γένειά του, υποχρεώθηκε να πουλάει μπανάνες και τα «μήλα των ανέργων» στα

σταυροδρόμια της Νέας Υόρκης.

Του άρεσε να γράφει και ποιήματα του μπάρμπα Γιώργη. Τα είχε μαζέψει μάλιστα

και τα είχε καθαρογράψει σ’ ένα τετράδιο, μαζί με την αυτοβιογραφία του.

Ένα βράδυ, με κάλεσε για καφέ στο σπίτι του. Πήγα. Τόσο εκείνος όσο και η κυρία

Ελένη, προσπαθούσαν να με ενθαρρύνουν γιατί –όπως μου έλεγαν- ήμουν νέος και

θα κατάφερνα να ξεπεράσω τις δυσκολίες του πρώτου καιρού και να βρω το δρόμο

μου.

«Τι να πω εγώ γιε μου», μου είπε η κυρία Ελένη, «που ήρθα κούτσουρο απελέκητο

από το χωριό μου, όσα αγγλικά έμαθα, τα έμαθα από τα παιδιά μου.

Θα σου πω μια ιστορία για να γελάσουμε και λιγάκι.

Ένα βράδυ, ήρθαν κάτι χωριανοί μας στο σπίτι. Έκατσαν μέχρι αργά το βράδυ κι

εγώ δεν είχα τίποτα μαγειρεμένο.

Φωνάζω τον Γιώργο στην κουζίνα, καλέ Γιώργο, του λέω, δεν πας μέχρι το

ντελικατέσιο να φέρεις μερικά αυγά, να φτιάξω μια ομελέτα να φάνε οι άνθρωποι;

Πήγαινε εσύ, μου λέει, εγώ κουβεντιάζω τώρα.

Και πώς να πάω εγώ που δεν ξέρω πως τα λένε τ’ αυγά;

΄Εγκς τα λένε, μου αποκρίθηκε ο Γιώργος. Πες έγκς και θα καταλάβει αυτός.

Κατεβαίνω που λες από το σπίτι και έλεγα από μέσα μου έγκς, έγκς, έγκς, για να μην

το ξεχάσω. Στη γωνία του δρόμου, να ‘σου ένας χωριανός, ο Παντελής.

Καλησπέρα Ελένη, μου λέει.

Καλησπέρα Παντελή, του απαντώ.

Σπίτι είναι ο Γιώργης;

Σπίτι είναι, του απαντώ. Πήγαινε και θα ‘ρθω κι εγώ.

Με την κουβέντα, όμως, ξέχασα τα έγκς. Μπαίνω λοιπόν στο μαγαζί κι έκανα τα

δάχτυλά μου στρογγυλά για να καταλάβει: Αυγά θέλω, του λεγα, αυγά.

Μου δειξε ο μπακάλης τις πατάτες, νο του απάντησα. Μου δειξε τις ντομάτες, νο

εγώ. Όσα στρογγυλά πράγματα είχε στο μαγαζί μου τα ‘δειξε εκτός από τ’ αυγά.

Πάνω στην απελπισία μου λοιπόν κάθομαι ανακούρκουδα στο πάτωμα και του

κάνω: κο κο κο, όπως η όρνιθα όταν κάνει το αυγό.

Έβαλε τα γέλια ο μπακάλης, κατάλαβε όμως και επιτέλους μου έδωσε τ’ αυγά».

Μερικά χρόνια αργότερα, όταν έγραψα «Τα Μπρουκλιώτικα», την ιστορία της θείας

Ελένης την έκανα διήγημα.

Μια μέρα, ένας περίεργος πελάτης μπήκε στο ντελικατέσεν. Είχε ένα εντυπωσιακά

μαύρο μουστάκι. Η Πόπη όταν τον είδε κάτι πήγε να πει, ξαφνικά όμως σταμάτησε

και υποχώρησε.

Ο παράξενος πελάτης προχώρησε προς το μέρος μου και με σπασμένα ελληνικά μου

είπε: «Παρακαλώ, μπορείτε να μου δώσετε μερικές κουλουκιές»;

Τα έχασα. Κουλουκιές στο χωριό μου λένε τις πολύ καυτερές πιπεριές. Έμεινα για

λίγο να τον βλέπω σα χαζός, η αμηχανία μου όμως δεν κράτησε για πολύ. Ο παρά-

ξενος πελάτης με μια κίνηση τράβηξε το μουστάκι κάτω από τη μύτη του και άνοιξε

την αγκαλιά του.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

21

«Τι κάνεις ξάδερφε; Καλώς όρισες στην Αμερική». Ήταν ο ξάδερφός μου ο Σιδερής,

γιος του θείου Βασίλη με τον οποίο μας συνέδεε μια παλιά εμπειρία που είχε σχέση

με την καυτερή πιπεριά.

Ο Σιδερής είναι ένα χρόνο μεγαλύτερος απ’ εμένα. Τα χρόνια του πολέμου η

οικογένειά του έμενε ακόμη στη Χίο, τα καλοκαίρια ο πατέρας του τον έφερνε στο

χωριό, για να δει τη γιαγιά μας.

Σ’ ένα απ’ εκείνα τα ταξίδια, ο Σιδερής «ανακάλυψε» την καυτερή ιδιότητα της

κουλουκιάς. Και προφανώς για να δοκιμάσει τις επιδράσεις της στα παιδικά χείλη

πήρε μία και την έτριψε στα χείλη μου.

Γιατί έκατσα και δεν αντέδρασα; Υποπτεύομαι ότι δεν διανοήθηκα καν να πω όχι

στην επιθυμία του «χωραΐτη» ξαδέρφου, που

ήταν και πιο μεγάλος και δυνατός απ’ εμένα.

Το ευαίσθητο δέρμα μου, όμως πρήστηκε,

έβαλα τα κλάματα και η μητέρα μου έβαλε

μπόλικο νερό για να με ανακουφίσει. Άλλα

φάρμακα δεν γνωρίζαμε τότε.

Το πρήξιμο από τα χείλη μου πέρασε, η ιστορία

όμως κατεγράφη στις οικογενειακές αφηγήσεις

και στη μνήμη του Σιδερή.

Όταν πέρασαν οι γιορτές των Χριστουγέννων,

ο Κώστας με πληροφόρησε ότι η δουλειά στο

μαγαζί μειώθηκε και θα έπρεπε να μειωθούν

και οι ώρες που δούλευα. Με τα λεφτά όμως

που θα έπαιρνα, ούτε το γάλα των παιδιών μου

δεν θα μπορούσα ν’ αγοράσω. Και το σχέδιο

των ντόνατς έγινε και πάλι επίκαιρο.

Η ζωή μου χρωστούσε όμως μιάν ακόμη έκπληξη. Ένας πατριώτης που είχε επίσης

ντελικατέσεν στην άλλη άκρη του Μπέιριτς έψαχνε για υπάλληλο. Και φυσικά

έσπευσα να πάρω τη θέση. Με κάποιον αέρα μάλιστα αφού είχα τριών μηνών

προϋπηρεσία. Το καινούργιο μαγαζί ήταν μεγαλύτερο και εκτός από τον μπόση

υπήρχε και ένας ακόμη ντόπιος υπάλληλος, ο Τζέφρι. Τις πρώτες ώρες της ημέρας, ο

Τζέφρι έδειχνε μιάν εξαιρετική δραστηριότητα. Μόλις έμπαινε πελάτης στο μαγαζί

έτρεχε να τον εξυπηρετήσει και να τον βοηθήσει στη μεταφορά. Μετά από δύο τρείς

ώρες όμως έχανε τη ζωντάνια του, την άραζε σε μια καρέκλα και δεν την εγκατέλειπε

μέχρι το τέλος της βάρδιας του.

Την ιδιοτροπία του αυτή την εκμυστηρεύτηκα στον μπάρμα Μπίλ παλαιό

μετανάστη, συνταξιούχο που πέρναγε από το μαγαζί και κουβεντιάζαμε όμορφα,

όταν δεν είχα δουλειά.

«Δεν το κατάλαβες»; μου είπε.

«Τι να καταλάβω»;

«Μα είναι απλό. Ο Τζέφρι σκοτώνεται στη δουλειά μέχρι να τσεπώσει αυτά που του

χρειάζονται».

«Δηλαδή κλέβει το μαγαζί»;

Ο εξάδελφος Σιδερής Μιχαλάκης σε

μιάν επίσκεψή του στην Ελλάδα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

22

«Εξαρτάται πως το βλέπει κανείς. Ο ίδιος πιστεύει ότι παίρνει αυτά που του αξίζουν

και του κλέβει τ΄αφεντικό».

«Κι εσύ, αφού το ξέρεις, γιατί δεν το λές στ΄αφεντικό»;

Ο Μπίλ χαμογέλασε πονηρά.

«΄Ακου νέε και απονήρευτε μετανάστη, αυτό που γίνεται είναι μερική απονομή

δικαιοσύνης. Ξέρεις πόσα και πόσους έχει κλέψει τ΄αφεντικό σου; Ας τον κλέψει και

ένας».

Φαίνεται είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό γιατί ο Μπίλ συνέχισε. «Πρίν από τρία

χρόνια, πουλιόταν ένα καλό σπίτι δίπλα στο δικό μου. Επειδή τα αγγλικά μου είναι

λίγα, παρακάλεσα το αφεντικό σου, τον φίλο και συγχωριανό μου, να κάνει εκείνος

τις διαπραγματεύσεις. Και τι έκανε»;

«Τι έκανε»;

«Αγόρασε το σπίτι για τον εαυτό του. Θα μου πεις, τότε γιατί έρχομαι κάθε μέρα εδώ

πέρα; Γιατί πατριωτάκι η μοναξιά είναι μεγάλη, αν δεν μάθουμε να ανεχόμαστε θα

μείνουμε ακόμη πιο μόνοι».

Τη συνέπεια του νέου αφεντικού την διαπίστωσα λίγες μέρες αργότερα, όταν ένας

νεοφερμένος από την Ελλάδα άντρας έκανε την εμφάνιση του. Ήταν ο υπάλληλος

του οποίου είχα πάρει τη θέση επειδή εκείνος είχε πάει «βακέσιον». Έτσι έμεινα και

πάλι άνεργος.

Το επόμενο πρωινό, πήρα ποδαράτα τη Φίφθ ΄Αβενιου του Μπρούκλιν. Όπου

έβλεπα ντονατσάδικο έμπαινα μέσα, έπινα έναν καφέ, φρόντιζα να μάθω ποιος είναι

ο μπόσης και του έσκαγα το μυστικό.

Μέχρι το μεσημέρι είχα πιει εφτά-οχτώ καφέδες, είχα γνωριστεί με ισάριθμους

συμπατριώτες, κανένας όμως δεν προσφέρθηκε να με βοηθήσει.

Και τότε μου ήρθε η φώτιση. Θυμήθηκα ότι μια χωριανή μου, η Πόπη, ήταν παν-

τρεμένη με ντονατσά. Της τηλεφώνησα και της ζήτησα τη χάρη. Και ευτυχώς δέχτηκε.

Μόνο που θα έπρεπε να αλλάζω τρία τρένα για να πηγαίνω στο μαγαζί που

εργαζόταν ο άντρας της, ο Γιάννης .

Έβαλα πάλι κάτω τον χάρτη των υπόγειων τρένων, σχεδίασα την πορεία και

ξεκίνησα.

Τα ντόνατς έχουν την ιδιομορφία ότι παρασκευάζονται νύχτα ώστε να είναι φρέσκα

το πρωί. Νύχτα λοιπόν με το φόβο φωλιασμένο στην ψυχή μου ξεκινούσα για μια

από τις πιο επικίνδυνες περιοχές του Μπρούκλιν και νύχτα, λίγο πριν ξημερώσει

γύριζα.

Την πρώτη βραδιά, περιορίστηκα να βλέπω τον Γιάννη, ο οποίος εργαζόταν με

καταπληκτική ταχύτητα. Όλα όσα μου έλεγε μου φαίνονταν κινέζικα. Από τη

δεύτερη νύχτα λοιπόν πήρα ένα μολύβι και ένα μπλοκ και σαν καλός μαθητής

κρατούσα σημειώσεις.

Η κυρία ανάγκη, πάλι μπροστά μου, σκέφτηκα και κρυφογέλασα πικρά.

Η κυρία ανάγκη είναι η ηρωίδα μιας ιστορίας που μου είχε αφηγηθεί ο πατέρας μου,

όταν για πρώτη φορά μ’ έστειλε στο χωριό να κάνω μια δύσκολη δουλειά.

Μια φορά, μου είχε αφηγηθεί ο πατέρας μου, ένας πατέρας έστειλε το μικρό γιό του

να φορτώσει δύο τσουβάλια ελιές στο μουλάρι τους και από το χωράφι να τις πάει

στο χωριό.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

23

Μα πώς θα φορτώσω το μουλάρι, του αποκρίθηκε το παιδί, είμαι μικρός ακόμη,

καλά-καλά δε φτάνω το σαμάρι.

Πήγαινε παιδί μου, του είπε ο πατέρας του και όταν χρειαστείς βοήθεια, φώναξε την

κυρία ανάγκη. Αυτή εργάζεται εκεί κοντά και θα έρθει να σε βοηθήσει.

Πήγε το παιδί, έκανε τη δουλειά, όταν όμως άρχισε να φωνάζει την κυρία ανάγκη

καμία κυρία δεν του αποκρινόταν. Έτσι υποχρεώθηκε να φορτώσει όπως-όπως το

μουλάρι και συγχρόνως κατάλαβε ποια ήταν ακριβώς η κυρία ανάγκη.

Από τότε, πολλές φορές είχα υποχρεωθεί να φωνάξω την κυρία αυτή. Τώρα,

αναρωτιόμουν αυτοσαρκαστικά, θα καταλάβει αν την φωνάξω στα ελληνικά ή θα

πρέπει να μάθω πώς τη φωνάζουν στ’ αμερικάνικα;

Το πρώτο τρένο που έπαιρνα από το σπίτι μου, το RR το είχα συνηθίσει και

ξεφοβηθεί. Το δεύτερο, όμως, ήταν χειρότερο. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής

μάλιστα, έβγαινε στην επιφάνεια της γης, πάνω σε τεράστιες σιδερένιες γέφυρες. Σε

μιά τέτοια γέφυρα κατέβαινα και περίμενα μέχρι να περάσει το τρίτο.

Τις πρώτες μέρες έπαθα πανικό. Ήταν νύχτα, άλλοι επιβάτες δεν υπήρχαν, ένας

φουκαράς μετανάστης πολύ εύκολα θα μπορούσε να μαχαιρωθεί για τα λίγα

δολάρια που είχε μαζί του.

Ένα βράδυ, μόνος μου στην πλατφόρμα, άκουσα βήματα στην άλλη άκρη και είδα

έναν άνθρωπο να ανεβαίνει. Το αίμα μισοπάγωσε στις φλέβες μου. Δεν είχα όμως

εναλλακτική λύση, έπρεπε να περιμένω. Για να δώσω μάλιστα κουράγιο στον εαυτό

μου σκέφτηκα ότι μπορούσε να μην είναι ο δολοφόνος μου, αλλά ένας άλλος

φουκαράς εργαζόμενος, ο οποίος ένοιωθε τον ίδιο φόβο όταν είδε εμένα.

Η σκέψη αυτή με χαλάρωσε και ευτυχώς ήταν η σωστή. Όταν επιτέλους ήρθε το

τρένο, ο άνθρωπος χώθηκε μέσα, όπως κι εγώ.

Πόσα μαθήματα έκανα στον Γιάννη; Θα σας γελάσω. Κάποια στιγμή, όμως, ένοιωσα

ικανός για να τα βγάλω πέρα μόνος μου και άρχισα το δεύτερο και δυσκολότερο

μέρος. Να βρω δουλειά.

Πήρα τον «Εθνικό Κήρυκα» και άρχισα να διαβάζω τις μικρές αγγελίες. Την τρίτη

ημέρα, ένα μαγαζί που ήταν κοντά στο σπίτι μου, ζητούσε μπέκερη. Πήγα. «Πόσο

καιρό κάνεις ντόνατς»; Με ρώτησε ο μπόσης. «Δύο χρόνια», του αποκρίθηκα,

δασκαλεμένος από τον Γιάννη.

«Και σε ποια μαγαζιά έχεις δουλέψει»;

«Α, εγώ είμαι καινούργιος στη Νέα Υόρκη. Έμενα στο Bethlehem Πενσιλβάνια και

τώρα μετακόμισα».

Με πίστεψε ο μπόσης, μου έδωσε τη δουλειά. Καμιά δεκαριά μέρες, καλά τα

πήγαινα. Το αφεντικό γκρίνιαζε βέβαια πότε γιατί τα ντόνατς είχαν πάρει λάδι, πότε

ότι δεν είχαν φουσκώσει πολύ, έκανα όμως ότι δεν άκουγα.

Ένα βράδυ έκανα το ζυμάρι, διαπίστωσα όμως ότι αργούσε να φουσκώσει. Μέχρι

που έντρομος «θυμήθηκα» ότι είχα ξεχάσει να βάλω στο ζυμάρι μαγιά.

Πανικός. Τι κάνουμε τώρα; Πήρα το ζυμάρι, το έβαλα σε μαύρες σακούλες

σκουπιδιών, το πήρα στον ώμο και βγήκα στο δρόμο. Στο επόμενο οικοδομικό

τετράγωνο το παράτησα δίπλα στα σκουπίδια.

Γύρισα στο μαγαζί και ξεκίνησα από την αρχή. Είχα αργήσει όμως και το πρωί, όταν

ο μπόσης άνοιξε το μαγαζί εγώ δεν είχα βγάλει ακόμη τα ντόνατς.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

24

«Τι γίνεται εδώ»; με ρώτησε.

«Είμαι άρρωστος», δικαιολογήθηκα. Και δεν υπερέβαλα. Πράγματι, ήμουν

άρρωστος σωματικά και ψυχικά.

Εκείνος κατάλαβε, κούνησε το κεφάλι του και όταν επιτέλους τέλειωσα τη δουλειά, με

πλήρωσε τα μεροκάματα που είχα κάνει και «άντε στο καλό» μου είπε.

Ξανά την εφημερίδα και ξανά τις μικρές αγγελίες.

Κανένα ντονατσάδικο όμως δε ζητούσε «μάστορα». Πάνω στην απελπισία μου με

βρήκε ο θείος Μπίλης, πρώτος ξάδερφος της μητέρας μου που είχε μεταναστεύσει

στην Αμερική από δεκατεσσάρων χρονών παιδάκι. Με πήρε στο σπίτι του, με κέρασε

καφέ, άνοιξε το καρνέ του και έκανε πέντε-έξη τηλεφωνήματα.

«Ντονατσάδικο δε βρήκα», μου είπε. «΄Ενας παλιός φίλος όμως, είναι μέτοχος σε

εργοστάσιο καφέδων και χρειάζονται έναν εργάτη. Τι λες»;

«Και το συζητάς»;

Ο θείος Μπίλης έκανε ακόμη μερικά τηλεφωνήματα, μετά πήρε μολύβι και χαρτί και

μου σχεδίασε το δρομολόγιο. Το εργοστάσιο βρισκόταν στο Νιού Τζέρσεϊ και

συγκοινωνία δεν υπήρχε μέχρι εκεί. Θα έπρεπε να παίρνω δύο τρένα, να πήγαινα

στην άλλη άκρη της Νέας Υόρκης, στο Τζάκσον Χάιτζ, απ΄όπου θα μ΄έπαιρνε με

τ΄αυτοκίνητό του ένας άλλος εργάτης που ευγενώς είχε προσφερθεί.

Πρωινό εγερτήριο λοιπόν και ανάλογη αγωνία μη χαθώ μέσα στην μεγάλη

πολυδαίδαλη πόλη. Δεν χάθηκα. Μπορεί να χρειαζόμουν πέντε ώρες για το ταξίδι με

την επιστροφή, τις πρώτες μέρες όμως η δουλειά μου φάνηκε ενδιαφέρουσα για τα

αμερικανικά στάνταρ. Θα έπρεπε με τον ηλεκτροκίνητο αναβατήρα να παίρνω

τσουβάλια καφέ από τους μεγάλους σωρούς και να τα πηγαίνω κοντά σε μια χοάνη.

Εκεί ο Βαγγέλης που ήταν μάστορης κανόνιζε τα χαρμάνια και μου έλεγε ποιά τσου-

βάλια ν΄αδειάσω για την παραπέρα επεξεργασία. Όταν τελειώναμε, με μία σκούπα

θα έπρεπε να μαζέψω όσους κόκκους καφέ είχαν χυθεί στο πάτωμα.

Μέχρι που ήρθε το πρώτο φορτηγό αυτοκίνητο γεμάτο με τσουβάλια καφέ. Μέσα

στις υποχρεώσεις μου ήταν να πιάνω το τσουβάλι από τις δύο άκρες του. Το ίδιο

έκανε κι ο Βαγγέλης από την άλλη πλευρά και με ένα οοοοπ! Το πετούσαμε πάνω

στον αναβατήρα μέχρι να γίνουν πολλά και ο Βαγγέλης να τα μεταφέρει στην

τεράστια αποθήκη.

Με τις χειρονακτικές εργασίες δεν ήμουν άσχετος. Και στο χωριό βοηθούσα τον

πατέρα μου στις αγροτικές δουλειές και στο εργοστάσιο του ξαδέρφου μου στη

Αθήνα είχα εκπαιδευτεί να μεταφέρω με τον ώμο κούτσουρα πεύκου και ελάτου και

η τυπογραφία θέλει δυνατά μπράτσα, και τα ντόνατς απαιτούν σωματική δύναμη.

Αυτό που έζησα όμως με τα τσουβάλια του καφέ, δεν περιγράφεται. Ίσως γιατί

απέναντί μου είχα τον Βαγγέλη, έναν μπρατσωμένο Μακεδόνα που είχε πάρει τον

αέρα της δουλειάς και δεν φαινόταν να προβληματίζεται για την δική μου

αδυναμία.

Μια μέρα, ο Όμηρος που με μετέφερε με το αυτοκίνητό του στο εργοστάσιο από το

τρένο, πήρε ένα επείγον τηλεφώνημα από το σπίτι του και χρειάστηκε να φύγει από

τη δουλειά πριν τελειώσει η βάρδια του. Και τώρα: Πώς θα γύριζα εγώ; Προσφέρθηκε

να με πάρει μαζί του Ο Στίβεν ο Πορτορίκος. ΄Ακρα σιωπή στη διαδρομή από

μέρους μου. Ο Στίβεν όμως παρά το γεγονός ότι ήξερε πως δε μιλάω αγγλικά δε

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

25

σταμάτησε να φλυαρεί. Την ώρα που περνούσαμε μάλιστα μέσα από ένα τούνελ, ο

Στίβεν δεν έκρυψε τη ζήλια του. Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου, ένωσε τα

δάχτυλα του δεξιού του χεριού τα έφερε στο στόμα του και με παράπονο μου είπε:

«Δις ις γκούτ μπίζνες μάι φρέντ! Μάφια μπίζνες! Γιου νό»! Κούνησα το κεφάλι μου

με κατανόηση. Και σκέφτηκα πόσο εύκολα θα μπορούσε ο Στίβεν να γίνει ένας

καλός γκάγκστερ αν του δίνονταν η ευκαιρία και ένα περίστροφο.

Ο Στίβεν ακολουθούσε άλλη διαδρομή για το σπίτι του, με άφησε λοιπόν σε μιάν

άγνωστη για μένα περιοχή του Μανχάταν, δίνοντας μου οδηγίες για το πώς θα

έβρισκα το τρένο για το Μπρούκλιν. Σιγά που κατάλαβα, έτσι όμορφα που μπέρδευε

τα αγγλικά του με τα πορτορικάνικα.

Ευτυχώς, λίγα μέτρα πιο πάνω ήταν ένα ντονατσάδικο. Μπήκα μέσα, με την ελπίδα

κάποιος πατριώτης να υπάρχει για να με καθοδηγήσει. ΄Ελληνες υπήρχαν δύο μέσα,

η στιγμή όμως ήταν ακατάλληλη. Από ότι κατάλαβα, ο τσακωμός τους είχε ως αιτία,

τον ντονατσά τους ο οποίος την είχε κοπανήσει δύο μέρες τώρα, χωρίς να τους

ειδοποιήσει και ο μπόσης ήταν υποχρεωμένος να κάνει μόνος του τα ντόνατς. Ο

δεύτερος κύριος ήταν ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του μαγαζιού. Για την ακρίβεια

ήταν ιδιοκτήτης μιας σειράς μαγαζιών τα οποία άνοιγε και στη συνέχεια τα

πουλούσε διατηρώντας όμως το δικαίωμα του αποκλειστικού εφοδιασμού του

μαγαζιού με τα υλικά που απαιτούνταν για την παρασκευή των ντόνατς. Άδραξα

την ευκαιρία. «Με συγχωρείτε τους είπα, είμαι ντονατσάς. Μήπως χρειάζεστε

μάστορη»; Γύρισαν και οι δύο προς το μέρος μου.

«Σοβαρά είσαι μπέκερης»;

«Είμαι».

«Τότε τι κάθεσαι; Στην κουζίνα γρήγορα».

«Σιγά ρε παιδιά, εγώ έρχομαι από δουλειά και είμαι κατάκοπος. Πρέπει να πάω στο

σπίτι μου, να ειδοποιήσω την οικογένειά μου. Από αύριο».

Το μεγάλο αφεντικό μου έδειξε το τηλέφωνο. «Ειδοποίησε τη γυναίκα σου» μου είπε,

και μπες στην κουζίνα. Αν μου κάνεις τα ντόνατς, θα σου δώσω πενήντα δολάρια».

Το ποσόν ήταν δελεαστικό. Τηλεφώνησα λοιπόν στην γυναίκα μου, μπήκα στην

κουζίνα και άρχισα τη διαδικασία της ντοντσοπαραγωγής. Όταν κάποια στιγμή

τέλειωσα, τα αφεντικά είχαν εξαφανιστεί, στο μαγαζί, που απ ότι κατάλαβα

διανυκτέρευε, υπήρχε μόνο ένας υπάλληλος για να εξυπηρετεί του λίγους ξενύχτηδες

πελάτες.

«Ρε φίλε», του είπα, «τι έγιναν τ΄αφεντικά»;

«Τώρα τ΄αφεντικά; Ή στα μπουζούκια θα είναι ή κουμάρι θα παίζουν».

«Κι εμένα ποιος θα με πληρώσει»;

«Θα κάμεις υπομονή μέχρι αύριο. Αν έχουν λεφτά και διάθεση δηλαδή».

« Α, έχουμε και τέτοια».

«Και άλλα πολλά που θα μάθεις σιγά σιγά».

«Δηλαδή»;

Το μαγαζί ήταν σχεδόν άδειο, ο Τζον ο σερβιτόρος δεν τα μασούσε τα λόγια του, σε

λίγη ώρα είχα μάθει όλο το μπακ ράουν των δύο συνεταίρων.

«‘Εχεις ακούσει την παροιμία βρήκε ο Φίλιππας τον Ναθαναήλ»;

«Την έχω».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

26

«Ε, εδώ ταιριάζει απόλυτα. Ο ένας απατεώνας βρήκε τον άλλο και αλίμονο σ΄όσους

πέσουν στα χέρια τους».

«Κι εσύ πως δουλεύεις για δάυτους»;

«Α, εγώ έχω βρει το κόλπο».

«Δηλαδή»;

«Άκου, να μαθαίνεις. Όταν πρωτόπιασα δουλειά την Παρασκευή που έπρεπε να

πληρωθώ το αφεντικό που ήταν ο Τζίμης, μετά το πούλησε στον Τόμ, είχε

εξαφανιστεί, σαν καλή ώρα τώρα. Ένας άλλος σερβιτόρος, σαν καλή ώρα, με

πληροφόρησε ότι ο Τζίμης το συνήθιζε αυτό κάθε φορά που έχανε τα λεφτά του

μαγαζιού στο κουμάρι. Το βράδυ που ήρθε, ήταν σαν βρεγμένη γάτα. «Με συγχωρείς

ρε Γιάννη, μου είπε, μου έτυχε μια αναποδιά, πάρε ένα τσεκ, δεν μου φτάνουν τώρα

τα κας».

Τα πήρα. Και επειδή είναι αμελής και δεν χρειαζόμουν λεφτά, δεν πήγα στην

Τράπεζα να το εξαργυρώσω. Ούτε την άλλη βδομάδα, ούτε την παράλλη. Όταν το

αποφάσισα, η ταμίας της Τράπεζας με πληροφόρησε ότι τα τσέκια ήταν «πέτσινα»,

δεν είχαν αντίκρισμα. Έγινα έξω φρενών, δεν το έδειξα όμως. Την επόμενη

Παρασκευή, όταν πήγε να κόψει νέα επιταγή, του ζήτησα να κατέβει στο υπόγειο,

να δει τάχα κάτι αλεύρια που είχαν μουχλιάσει. Κατέβηκε. Τον περίμενα με μια

χοντρή αλυσίδα στο χέρι. Και χωρίς να του πω κουβέντα, του την έφερα

κατάμουτρα. Και μετά πάλι το ίδιο και ξανά πάλι, μέχρι που άρχισαν να τρέχουν τα

αίματα. Από την τρομάρα και την έκπληξη, δεν είχε καταφέρει να βγάλει κιχ. Όταν

ξεθύμανα ανέβηκα στο ισόγειο και είπα στο σερβιτόρο που με αντικαθιστούσε:

«Τηλεφώνησε στην άμπουλα, στο υπόγειο είναι ένας τραυματίας».

«Και δε σε κατάγγειλε στην Αστυνομία»;

«Αστειεύεσαι; Ας τολμούσε. Όχι μόνο δεν με κατάγγειλε, αλλά έβαλε και άνθρωπο να

μου τηλεφωνήσει να ρθω και να συνεχίσω να δουλεύω για δαύτον. Σαν να μην έγινε

τίποτα».

Ο Τζων σταμάτησε για λίγο, να δει την εντύπωση που μου έκανε η ιστορία του και

μετά συνέχισε.

Αυτό το κόλπο με τις ακάλυπτες επιταγές το είχε κάνει και άλλες φορές. Μια φορά,

είχε έρθει από την Ελλάδα μαζί με το άγημα των τσολιάδων που παρελαύνουν στο

φιφθ Άβενιου για την 25η Μαρτίου και ένα ξαδερφάκι του.

«Ρε συ» του είπε, «γιατί είσαι κορόιδο και χάνεις τον καιρό σου κάνοντας τον

Καραγκιόζη με τη φουστανέλα; Γιατί δεν την κοπανάς να μείνεις μαζί μου, να σε

μάθω τη δουλειά και σε ένα χρόνο να σου δώσω κι ένα μαγαζί»;

Ανίδεο ήταν το παλικάρι, τον πίστεψε. Και έγινε λιποτάκτης. Τον έμαθε λοιπόν να

φτιάχνει ντόνατς, τον έβαλε σε μαγαζί να δουλεύει και τον πλήρωνε με τσεκ. Τον

συμβούλευσε μάλιστα να μην τα εξαργυρώνει γιατί το κας χρήμα κινδυνεύει από

τους κλέφτες, ενώ τα τσεκ είναι προσωπικά και οι κλέφτες δεν τα καταδέχονταν.

Πέρασαν έτσι μήνες πολλοί, μέχρι που ο λιποτάκτης τσολιάς αποφάσισε να

ρευστοποιήσει τις επιταγές του. Και κόντεψε να πάθει έμφραγμα όταν στην Τράπεζα

και τον πληροφόρησαν ότι τα τσέκ έχουν ενάμιση μήνα περιθώριο για να εξαργυ-

ρωθούν, μετά είναι άκυρα. Αλλά κι εκείνες που ήταν εμπρόθεσμες δεν είχαν

αντίκρισμα. Έτρεξε ο τσολιάς βρήκε τον ξάδερφό του τον έπιασε από τον λαιμό: «Τι

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

27

μου έκανες ρε»; Ψύχραιμος ο άλλος του κατέβασε τα χέρια. «Κάτσε καλά ξάδερφε,

του είπε, μη ξεχνάς ότι είσαι λαθραίος εδώ, στο χέρι μου είναι να σε καταγγείλω στο

ιμιγκρέσιον, να σε στείλουν δεμένο στην Ελλάδα και να χορτάσεις φυλακή. ΄Η

μήπως ξέχασες ότι είσαι λιποτάκτης»;

«Και τι έγινε; Τα χασε τα λεφτά του»;

«Νάταν κι άλλα. Ο άνθρωπος πήρε των ομματιών του, πήγε στην άλλη άκρη της

Αμερικής, στην Καλλιφόρνια. Αν Μείνω εδώ» μου είχε πει, «μπορεί να μη συγκρα-

τηθώ και να τον σκοτώσω. Και δεν με νοιάζει τόσο το κρίμα που θα πάρω στο λαιμό

μου, όσο τη φυλακή, που θα πρέπει να κάτσω για το έγκλημα».

«Και τι πρέπει να κάνω εγώ τώρα για να πάρω τα λεφτά μου. Να τον σκοτώσω, ή να

τον δείρω με αλυσίδα»;

«Ούτε το ένα, ούτε το άλλο». Χτύπησε το ρέτζιστερ ο Τζόνης, έβγαλε ένα πενηντάρικο

και μου το έβαλε στο χέρι.

«Άντε στο καλό, μου είπε, και να προσέχεις τ΄ αφεντικά. Μη σε νοιάζει για μένα,

ξέρω το κόλπο για να δικαιολογήσω το πενηντάρι».

Μπήκα στο τρένο για το σπίτι μου. Ξενύχτης και κατάκοπος. Κάποια στιγμή άνοιξα

τα μάτια μου και με τρόμο διαπίστωσα ότι το τρένο ήταν πάνω από τη γη. Πού

βρισκόμουν λοιπόν αφού η δική μου διαδρομή ήταν όλη υπόγεια; Μετά θυμήθηκα

ότι το άλλο τέρμα του τρένου ήταν η Αστόρια, όπου το τρένο ήταν υπέργειο. Ο

φόβος μη ξανακοιμηθώ ήταν μεγάλος. Και για να αποφύγω αυτό το ενδεχόμενο

έμεινα όρθιος όλη την διαδρομή. Μία ώρα και βάλε.

Στο σπίτι η γυναίκα μου ήταν πανικόβλητη. Δεν είχα όμως καιρό για πολλές

εξηγήσεις, έπεσα ξερός στον ύπνο.

Το επόμενο μαγαζί ήταν το τυχερό μου. Βρισκόταν στους 125 δρόμους και

Μπρόντγουει και το είχαν τρία αδέρφια, Ηπειρώτες. Ο Κώστας, ο Γιώργος και ο

Γιάννης. Ο Γιώργος ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία, είχε έρθει όμως στην Αμερική

μεγάλος, τα αγγλικά του ήταν ελάχιστα και προτιμούσε να έρχεται στην κουζίνα να

παρακολουθεί και να κουβεντιάζουμε.

Δεν ξέρω πόσο κατάλαβε την ατζαμοσύνη μου, είναι αλήθεια όμως ότι μου έδωσε

χρήσιμες συμβουλές που με βοήθησαν να γίνω ένας καλός μάστορας, να πάρω τον

αέρα της δουλειάς και να νοιώσω μια σιγουριά για το μεροκάματό μου.

Έτσι νοίκιασα ένα μικρό διαμέρισμα και ξεκίνησα να οργανώνω τη ζωή μου.

Το διαμέρισμα αυτό βρισκόταν πάνω από κρεοπωλείο και σύντομα διαπιστώσαμε

ότι αποτελούσε άντρο κατσαρίδων. Όσες προσπάθειες έκανα να τις εξαφανίσω

απέβησαν άκαρπες. Το σύνδρομο αυτό της κατσαριδοφοβίας, ακόμη το κουβαλούν

οι κόρες μου.

Έπιασα τον ιδιοκτήτη. «Κοίτα Πιτ», του είπα, «η κατάσταση είναι ανεξέλεγκτη».

Εκείνος το ‘ριξε στην πλάκα. «Άκου», αυτές είναι πιο παλιές απ’ εμένα στο κτίριο, τις

υποστηρίζει το ενοικιοστάσιο».

Μετά μου εξήγησε ότι δεν υπήρχε τρόπος ξολοθρεμού γιατί από κάτω ήταν χασάπικο

που ευνοεί την ανάπτυξή τους. Είχε όμως άλλο διαμέρισμα στο οποίο μετακομίσαμε

και στο οποίο η κατάσταση ήταν υποφερτή.

Στο μεταξύ, είχαμε γράψει τα παιδιά στο σχολείο. Όταν πήγαμε να τα εγγράψουμε,

η γραμματέας μού ζήτησε τα ονόματά τους. «Τζοάννα και Πόπη», απάντησα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

28

«Γουάτ»; Ξαναρώτησε η γραμματέας.

«Τζοάννα και Πόπη», επανέλαβα.

Η γραμματέας έδειξε να κατάλαβε, κοίταξε όμως τη μικρή μου κόρη χαμογέλασε και

σχολίασε: «γαβ, γαβ».

«Τι είν’ αυτό»; Ρώτησα τον αγγλομαθή που μας συνόδευε.

«Πάπι λένε τα σκυλάκια», αποκρίθηκε.

Το άκουσε η Καλλιόπη και έβαλε τα κλάματα γιατί είχε γίνει αντικείμενο εμπαιγμού.

Σ’ εμένα προστέθηκε μια ακόμη ενοχή, επειδή η δική μου κακοδαιμονία είχε βάλει

όλη την οικογένεια στην περιπέτεια της μετανάστευσης και ό,τι αυτή συνεπαγόταν.

Ευτυχώς τα παιδιά έχουν μεγαλύτερες ικανότητες προσαρμογής, γρήγορα έμαθαν τη

γλώσσα και έπιασαν φιλία με άλλα παιδιά.

Το μαγαζί που εργαζόμουν είχε πολύ δουλειά και είχε και δεύτερο μπέκερη που

εργαζόταν την ημέρα. Ήταν ένας ψηλός ευπαρουσίαστος άντρας που τον έλεγαν

Κώστα και ήταν Χιώτης, όπως κι εγώ. Χάρηκα που συνάντησα έναν συμπατριώτη

μου και άνοιξα συζήτηση για το νησί. Δεν φάνηκε να συμπλέει με τον ενθουσιασμό

μου, μάλλον προσπαθούσε να αποφύγει την συζήτηση. Τι ήθελε όμως πρωί πρωί στο

μαγαζί ενώ η δουλειά του άρχιζε το απόγευμα; Η απορία μου λύθηκε μια μέρα που

ξέχασα να πάρω το σακάκι μου και ξανακατέβηκα στην υπόγεια αποθήκη. Τα τρία

αφεντικά και ο Κώστας είχαν βάλει στη μέση ένα σακί με αλεύρι, αναποδογύρισαν

άδειους κουβάδες και το είχαν ρίξει στο χαρτί. «Χαράς το κουράγιο σας, πρωί πρωί»

σχολίασα. Δεν μου αποκρίθηκαν και έφυγα. Στο ισόγειο έκατσα να πιώ έναν καφέ.

«Τι γίνεται εκεί κάτω ρε»; ρώτησα τον μάγειρα.

«Κορόιδο είσαι, δεν κατάλαβες»; με αποπήρε ο Αντώνης από την Καλαμάτα που

είχε γίνει Τόνι. Οι βλάχοι βρήκαν τον μαλάκα τον Χιώτη και τον ξεπουπουλιάζουν».

«Δηλαδή»;

«Δηλαδή την ημέρα φτιάχνει ντόνατς αλλά μόλις φέξει ο θεός την ημέρα

κατεβαίνουν στο υπόγειο και του τα παίρνουν πίσω. Και είναι και χρεωμένος κανένα

τρίμηνο»!

«Θες να πεις ότι παίζει λεφτά που δανείζεται έναντι της εργασίας του»;

«Αυτό θέλω να πω, γραμματιζούμενε».

Ένα πρωινό, που πάλι με πρόλαβε ο Κώστας στο μαγαζί, με πήρε στη γωνία της

κουζίνας.

«Με συγχωρείς ρε πατριώτη, μπορείς να μου κάνεις μια διευκόλυνση»;

«Τι διευκόλυνση»;

«Να μωρέ, ένα εικοσάρικο δανεικό θέλω».

Έβγαλα ένα εικοσάρικο και του το έδωσα.

«Θα σου το δώσω το Σάββατο» μου είπε και έσπευσε να κατέβει τη σκάλα του

υπογείου.

Το εικοσάρικο άργησε να μου το επιστρέψει, τον έκανε όμως περισσότερο φιλικό.

«Κοίταξε πατριωτάκι», μου εξομολογήθηκε μια μέρα, «εγώ είμαι δυστυχισμένος

άνθρωπος. Στην Ελλάδα είχα οικογένεια, μια γυναίκα και δύο παιδιά. Ένα αγόρι

και ένα κορίτσι. Μια μέρα όμως, το αυτοκίνητο που οδηγούσε η γυναίκα μου στην

εθνική οδό Αθηνών- Πατρών έπαθε άξιντεντ και σκοτώθηκαν και οι δύο».

«Τι μου λες ρε Κώστα! Έπαθες τέτοια ζημιά»;

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

29

«Έπαθα πατριώτη».

«Καλά εσύ Χιώτης δεν είσαι; Πώς βρέθηκε η γυναίκα σου και ο γιός σου στην

Πάτρα»;

«Χιώτης είμαι αλλά Χιώτης της Αθήνας. Εκεί έμενα και εργαζόμουν σε μεγάλη

εταιρία. Μετά το ατύχημα πήρα το κοριτσάκι μου, το πήγα στη μάνα μου, στο νησί κι

εγώ έκλεισα τα μάτια μου και έφυγα. Για να γίνω μπέκερης στη Νέα Υόρκη».

Μου κατέβηκε ταμπλάς. Και κάθε φορά που Ο Κώστας μου ζητούσε δανεικά του

έδινα χωρίς περιττές ερωτήσεις. Άλλωστε δεν ήταν μπαταξής καμιά φορά μόνο

ξεχνούσε. Έτυχε μάλιστα να μου δώσει λεφτά χωρίς να μου χρωστάει. Και τα πήρα

γιατί ήξερα ότι σε δύο-τρείς μέρες θα μου ζητούσε νέο δάνειο.

΄ Ετσι περνούσε ο καιρός, μέχρι που ήρθε στο μαγαζί, μια άλλη Χιώτισσα, η Πόπη.

Πριν καλά καλά γνωριστούμε μου έδωσε αναφορά. «Σου πούλησε κι εσένα ο Κώστας

το παραμύθι της σκοτωμένης συζύγου»;

«Γιατί, ψέματα είναι»;

Η Πόπη γέλασε σαρδόνια.

«Άκου βρε αφελή, ο Κώστας ήταν τραπεζιτικός υπάλληλος στη Χίο, και μεγάλος

χαρτοπαίκτης. Μόνο που έπαιζε με γερά πορτοφόλια του νησιού. Και όταν δεν είχε

δικά του λεφτά, ’’δανειζόταν’’ από την τράπεζα. Κάποια στιγμή οι άνθρωποι της

τράπεζας το πήραν είδηση, ο ταμίας όμως είχε φροντίσει να το σκάσει με φορτηγό

καράβι».

«Κι εσύ, που τα ξέρεις ολ αυτά»;

«Μα η γυναίκα του είναι φίλη μου. Μένει στη Χίο με το αγοράκι τους και η χαζή

είναι ακόμη ερωτευμένη μαζί του και ψάχνει να τον βρει».

Μεταξύ δύο ψευτών, ποιόν να πιστέψεις;

Η απορία μου λύθηκε λίγες μέρες μετά όταν μαύρα μεσάνυχτα χτύπησε το τηλέφωνο

και μια ευγενική γυναικεία φωνή μου ζήτησε τον Κώστα.

«Εδώ είναι μεσάνυχτα, της είπα, το πρωί θα έρθει».

«Σας παρακαλώ μπορείτε να του πείτε ότι τηλεφώνησε η γυναίκα του από τη Χίο»;

Το πρωί έσπευσα να τον ενημερώσω. Χαμήλωσε το κεφάλι και χωρίς να πει κουβέντα

έσπευσε να εξαφανιστεί κάτω, στο υπόγειο.

Δεν ξανακάναμε κουβέντα για το προσωπικό αυτό θέμα. Μιά μέρα όμως την ώρα

που κατέβαινε την καταπακτή, άνοιξε το πορτοφόλι του κοίταξε κάτι μέσα και

ψιθύρισε: «Με συγχωρείς γιέ μου». Όταν κατάλαβε ότι τον είχα ακούσει, γύρισε προς

το μέρος μου, σήκωσε τους ώμους του απολογητικά: «τι να κάνω»;

Δεν κρατήθηκα. «Ν΄ανάψεις τη φράια του είπα δείχνοντάς του το μεγάλο τηγάνι

που ψήναμε τα ντόνατς, να την βάλεις στο τέρμα και όταν αρχίσει να βράζει να

βουτήξεις το κεφάλι σου μέσα». ΄Εμεινε να με κοιτά με το στόμα ανοιχτό. Και μετά

χωρίς να ξαναμιλήσει, συνέχισε την κάθοδό του.

Στο μαγαζί αυτό, μου έμελλε να δω και σκηνή καταδίωξης εκ του φυσικού. Μόλις

είχα βγει από τις σκάλες του Μετρό, άκουσα φωνές. Σταμάτησα. Στο απέναντι

πεζοδρόμιο ένας τύπος έτρεχε ενώ λίγα μέτρα πιο πίσω ένας αστυνομικός του

φώναζε να σταματήσει. Και επειδή κάτι τέτοιο δεν έγινε, ο αστυνομικός σταμάτησε,

άνοιξε τα δύο του πόδια όπως κάνουν και στις κινηματογραφικές ταινίες και

πυροβόλησε. Ο κακοποιός έπεσε. Ο αστυνομικός συνέχισε το τρέξιμό του, έφτασε

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

30

πάνω του και με το περίστροφο κυριολεκτικά τον εκτέλεσε. Δεν υπήρχε όμως

μάρτυρας για να τον καταγγείλει. Όσοι διαβάτες υπήρχαν γύρω, κοίταζαν τις

βιτρίνες των καταστημάτων…

Δύο χρόνια έμεινα στο μαγαζί εκείνο. Και εκεί γνώρισα τον Τζόνη. ΄Ηταν τότε μόλις

δεκαεπτά χρονών, και στη Ρόδο όπου είχε γεννηθεί, βαφτίστηκε Γιάννης. Στην

Αμερική είχε έρθει ως λαθρομετανάστης. Όταν μάζεψε μερικά δολαριάκια πήγε σ

έναν δικηγόρο και του ζήτησε να βρει τρόπο ώστε να νομιμοποιηθεί. Μία ήταν η

μέθοδος, ο γάμος. Ο δικηγόρος μάλιστα ήταν οργανωμένος. Είχε και τη νύφη έτοιμη.

Μόνο που περισσότερο θα ταίριαζε στον Γιάννη για μάνα του, παρά για γυναίκα

του. Έκαναν μιαν έντιμη συμφωνία. Μετά το γάμο θα έμενε στο σπίτι της, όπου θα

μπορούσε να πηγαίνει τις φιλενάδες του ενώ εκείνη θα συνέχιζε να ζει με τον φίλο

της. Θα μπορούσε να τη συστήνει στα κορίτσια και τους φίλους του ως θεία του, και

όταν περνούσαν τα πέντε χρόνια συμβίωσης που απαιτούσε ο νόμος, θα πήγαινε

μαζί του στον Καναδά, για λίγες μέρες, όπως απαιτούσε ο νόμος.

Η ταρίφα για τους γάμους αυτούς ήταν 5.000 δολάρια, ο Γιάννης όμως της

υποσχέθηκε ένα επιπλέον «μπόνους», αν όλα πήγαιναν καλά. Επειδή δε το

Ιμιγκρέσιον είναι περίεργη υπηρεσία και έκανε αδιάκριτες ερωτήσεις, γδύθηκαν και

οι δύο και «ανίχνεψαν» σημάδια στα σώματά τους, ως αποδεικτικό στοιχείο ότι είχε

επιτελεστεί γάμος κανονικός και όχι λευκός.

΄Ηταν παραμονές Χριστουγέννων και ρώτησα τον Γιάννη πώς θα τα γιόρταζε.

«Πώς να τα γιορτάσω;» μου είπε. «Όπως κάθε μέρα».

«Δεν έχεις εδώ συγγενείς ή φίλους;»

Δεν είχε. Τον παρακάλεσα λοιπόν να έρθει στο δικό μου σπίτι, να κάνομε οικο-

γενειακά και παραδοσιακά Χριστούγεννα. Τη συνήθεια αυτή, να καλώ στο σπίτι

μου γιορτινές μέρες όποιον μοναχικό συμπατριώτη γνώριζα, την διατήρησα όλα τα

χρόνια της αμερικάνικης εμπειρίας μου.

Στο μαγαζί που δουλεύαμε με τον Γιάννη, εργαζόταν και μια αμαρικανιδούλα που

μόλις είχε τελειώσει το Χάι Σκούλ και είχε έρθει στη Νέα Υόρκη για να βρει την τύχη

της. Και την βρήκε στο πρόσωπο του Έλληνα.

Αν και κόντευα χρόνο πια στην Αμερική, οι γνώσεις μου στα αγγλικά είχαν

παραμείνει απελπιστικά πίσω. Και πώς να γίνει διαφορετικά όταν το μοναδικό

οικογενειακό εισόδημα είναι το μεροκάματό σου. Υπήρχαν βέβαια δωρεάν

μαθήματα από δασκάλους του Δημοσίου, τις ώρες όμως που λειτουργούσαν, εγώ

έπρεπε να κοιμάμαι για να ανανεώνω τις δυνάμεις μου.

Τότε λοιπό κατέβηκε στο κεφάλι του φίλου μου μια φαεινή ιδέα. Να μας κάνει

αμερικάνικα η Τζούλι, το κορίτσι του, και ως αντιμισθία να την μαθαίνομε εμείς

ελληνικά.

Την άλλη μέρα, πήγαμε στο σπίτι της Τζούλι. ΄Ηταν ένα στενόχωρο διαμερισματάκι

που το μοναδικό του παράθυρο «έβλεπε» στον φωταγωγό της πολυκατοικίας. Τα

έπιπλα του περιορίζονταν σ΄ ένα κρεβάτι, ένα μικρό τραπεζάκι και μία καρέκλα,

Στον τοίχο είχε μεγάλες πρόκες από της οποίες κρέμονταν ρούχα. Κάτσαμε οι δύο

άντρες στο κρεβάτι και η Τζούλι στην μοναδική καρέκλα και αρχίσαμε το μάθημα.

Όταν τέλειωσαν τα αμερικάνικα, ο Γιάννης πήρε το στιλό του, το κούνησε μπροστά

στο πρόσωπο της «δασκάλας» μας και της είπε: «Ο στιλός». Μετά την έδειξε την

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

31

πόρτα. «Η πόρτα». Και κάπως έτσι τέλειωσε το πρώτο μας μάθημα. Μια μέρα, θα

ήταν το τρίτο ή το τέταρτο μάθημα, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Την άνοιξε και

δύο άνθρωποι μπήκαν στο σπίτι. Ήταν οι γονείς της. Ο πατέρας της κάπνιζε πίπα και

πιο πολύ νοιάστηκε μην του σβήσει παρά να μάθει ποιοί ήταν οι δύο μαντραχαλάδες

που βρίσκονταν μέσα στο σπίτι του παιδιού του. Περιεργάστηκε το δωμάτιο,

εκφράζοντας την ικανοποίηση του με επαναλαμβανόμενα «Γκούτ, γκούτ», μας

αποχαιρέτησε και βρήκε από το δωμάτιο. Τον ακολούθησε η γυναίκα του, η οποία

περιορίστηκε στο να ανταλλάξει μερικές κουβέντες με την κόρη της. Ήταν η πρώτη

μου επαφή με μια αμερικάνικη οικογένεια και οφείλω να ομολογήσω ότι καθόλου

δεν μ ενθουσίασε.

Λίγες μέρες αργότερα, μια κοπελίτσα αδύνατη και μάλλον ασχημούλα έκανε την

εμφάνισή της στο μαγαζί. Πέρασε πίσω από το κάουντερ, αγκάλιασε τον Γιάννη και

του έδωσε ένα περιπαθέστατο φιλί. Μείναμε να την χαζεύουμε και περισσότερο η

Τζούλι. Τα υπόλοιπα τα έμαθα από τον Γιάννη. Η Στέισι, αυτό ήταν τ όνομά της,

ήταν φιλενάδα του, πριν από την Τζούλι. Είχε φύγει όμως για ένα πανεπιστήμιο

στην Καλιφόρνια. Είχε τελειώσει η χρονιά και ερχόταν να συνεχίσει στη Νέα Υόρκη

Και με τον Γιάννη φυσικά. Έπιασε λοιπόν τη Τζούλι και ευθέως της είπε: «Άκουσε,

πριν απ εσένα τον Τζόν τον είχα εγώ. Ότι κάνατε, κάνατε. Τώρα όμως που γύρισα

θα πάρεις δρόμο, ο Έλληνας είναι δικός μου». Και πήρε δρόμο. Όχι μόνο από την

ζωή του Γιάννη, αλλά και από το μαγαζί. Πολλά χρόνια αργότερα και αφού είχα

παλιννοστήσει στην Ελλάδα, μου τηλεφώνησε μια κοπελίτσα με έντονη

Ελληνοαμερικάνικη προφορά. Μου είπε ότι την λένε Μέρη, πήγαινε στη Ρόδο απ΄

όπου καταγόταν ο πατέρας της ο Τζόν του οποίου τα χαιρετίσματα μου έφερνε.

«Πως τη λένε τη μητέρα σου:» ρώτησα.

«Στέισι», μου απάντησε το κοριτσάκι.

Το επόμενο μαγαζί βρισκόταν στην Κανάλ Στριτ, στην Τσάινα Τάουν. Πλησίαζε το

Πάσχα και βρισκόμουν κοντά στη στροφή των 43 δρόμων και Μπρόντγουεϊ της

Αστόριας, όταν μου φάνηκε ότι άκουσα βυζαντινές ψαλμωδίες.

«Πάει», είπα από μέσα μου «τα ‘χασα, παραισθήσεις παθαίνω». Σταμάτησα για λίγο,

σήκωσα το γιακά του παλτού μου, έχωσα τα χέρια βαθιά στις τσέπες. Αν και ήταν

Άνοιξη πια, έκανε ψυχρούλα. Άλλωστε, δεν είχε περάσει πολλή ώρα που είχα σηκω-

θεί από το κρεβάτι, το κορμί μου πονούσε και κρύωνε.

Η βυζαντινή μελωδία ξανάρθε στ’ αυτιά μου. Πριν προλάβω, όμως, να ανησυχήσω

περισσότερο για την ψυχική μου υγεία, από τη γωνία της Στάινγουεϊ, ένα παιδί

ντυμένο παπαδάκι, μ’ ένα εξαπτέρυγο στα χέρια, ξεπρόβαλε.

Τώρα βλέπω και οπτασίες; Αναρωτήθηκα. Ο Άγιος Δημήτρης, η Ελληνορθόδοξη

εκκλησία της γειτονιάς μου ήταν αρκετά μακριά, δεν έφερνε ως εκεί τον Επιτάφιό

του. Γιατί, όπως διαπίστωσα, επρόκειτο για μια ολιγάνθρωπη περιφορά Επιταφίου.

Ύστερα θυμήθηκα ότι κάπου εκεί κοντά, ένας φουκαράς παλαιοημερολογίτης ιερέας

είχε ενοικιάσει ένα μαγαζί και το είχε μετατρέψει σε ναό. Στη Νέα Υόρκη είναι

κανείς ελεύθερος να δηλώνει ό,τι θέλει φτάνει να μην ενοχλεί τον διπλανό του.

Μεγάλη Παρασκευή λοιπόν, ψιθύρισα. Μα πώς πέρασαν οι προηγούμενες ημέρες

της Μεγάλης Εβδομάδας, χωρίς να το καταλάβω; Δεν είμαι βέβαια ιδιαίτερα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

32

θρησκευόμενος, πολλές γιορτές ξεχνούσα μέσα στις σκληρές συνθήκες που ζούσα

τότε. Το Πάσχα όμως;

Και πού είσαι ακόμη, σκέφτηκα απαισιόδοξα, καθώς οι λίγοι πιστοί με τα αναμμένα

κεράκια στα χέρια συνέχιζαν την περιφορά της ελπίδας τους και την προσδοκία τους

για μια δική τους μελλοτική Ανάσταση.

Έσυρα τα πόδια μου, έφτασα μέχρι την είσοδο του σάμπγουεϊ, πιάστηκα από το

παραπέτο και σαν εκατοχρονίτης γέρος άρχισα να κατεβαίνω τα σκαλιά. Εδώ και

δυο μήνες, το δεξί μου πόδι με πονούσε αφόρητα. Ώρες ώρες είχα την αίσθηση ότι

αντί για πόδι, είχα ένα πυρακτωμένο σίδερο, προορισμός του οποίου ήταν να με

κατακαίει σε κάθε κίνηση που ήμουν υποχρεωμένος να κάνω.

Πρώτα ήρθε ο εκκωφαντικός θόρυβος και μετά το στριγκλιό φρενάρισμα του τρένου.

Οι πόρτες του άνοιξαν, η μπόχα των ανθρώπινων αναπνοών μου έφραξε τη μύτη.

Το βαγόνι δεν ήταν γεμάτο, βρήκα μια άδεια θέση κοντά στο κάθετο κολωνάκι,

πιάστηκα απ’ αυτό και άφησα το κορμί μου να κάτσει δίπλα στις παρατημένες

εφημερίδες και ένα τενεκεδάκι κόκα-κόλα που κάποιοι προηγούμενοι επιβάτες είχαν

παρατήσει.

Τι θα γίνει μ’ αυτή την κατάσταση; Σκέφτηκα. Πριν με πιάσει όμως ξανά ο πανικός,

έβγαλα από την τσέπη μου ένα βιβλίο και προσπάθησα να ξεφύγω από τον κόσμο

μου, να μπω στους προβληματισμούς του συγγραφέα.

Το βιβλίο όμως έμενε στα χέρια μου, μπροστά στο απλανές βλέμμα μου, χωρίς τα

γράμματα να φτάνουν στον εγκέφαλό μου. Η περιφορά του Επιταφίου, που πριν

λίγο είχα συναντήσει, με ταξίδευε πολλά χρόνια πριν, στα ανέμελα παιδικά μου

χρόνια.

Το Πάσχα ήταν πραγματική Λαμπρή για τα παιδιά, πολύ περισσότερο μάλιστα στα

δικά μας δύσκολα χρόνια. Ένα χρόνο το περιμέναμε. Για ν’ αγοράσουμε με το μικρό

χαρτζιλίκι μας «βεγγάλες» και «φελλούς», για να τα σκάσουμε όταν ο παπάς θα

έψελνε το Χριστός Ανέστη και οι πιο μεγάλοι απ’ εμάς άναβαν τα μεγάλα βαρελότα

με μπαρούτη ή δυναμίτη.

Οι γιορτές της Λαμπρής δεν περιορίζονταν στην Ανάσταση. Και η Μεγάλη

Εβδομάδα που προηγούνταν και η Νια Βδομάδα που ακολουθούσε είχαν τις δικές

τους χάρες και χαρές.

Παραδομένος στις σκέψεις μου, ούτε που κατάλαβα πότε το τρένο έφθασε στην

Κανάλ Στριτ, όπου έπρεπε να κατέβω. Πιάστηκα πάλι από την κολώνα του τρένου,

δάγκωσα τα χείλια μου να μη φωνάξω από τον πόνο, το πόδι μου είχε ξυλιάσει από

την ακινησία. Έκανα ένα δύο μικρά, κουτσά βήματα, βγήκα στην πλατφόρμα,

αγκάλιασα τη βρόμικη κολώνα του υπόγειου σταθμού.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1986 για την ακρίβεια, θα έγραφα για την εμπειρία μου

εκείνη:

Τσάινα Τάουν!

Με τα πολύχρωμα κινέζικα φαναράκια

τον ανθρώπινο πυρετό για χρήμα

το πολύβουο πλήθος,

το φολκλόρ.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

33

Ένα κομμάτι του εαυτού μου, αφημένο εκεί.

Στα πέτρινα σκαλιά του σταθμού

της Κανάλ Στριτ

όπου έσουρνα τα πόδια μου

μουδιασμένα από τον κάματο.

Στις βρόμικες σιδερένιες κολώνες

όπου ακουμπούσε η ψυχή μου

τον πανικό της.

Στη μίζερη στενή κουζίνα

του ντονατσάδικου

όπου η απόγνωσή μου

γινόταν δάκρυ

τραγούδι

ψαλμουδιά

ουρλιαχτό παγιδευμένου ζώου.

Τσάινα Τάουν

σε πήρα μαζί μου,

χωρίς το φολκλόρ σου.

Την ώρα εκείνη, όμως, εκείνο που προείχε ήταν το μεροκάματο. Πιάστηκα και πάλι

από την κουπαστή της σκάλας, ανέβηκα τα σκαλοπάτια. Ευτυχώς το μαγαζί δεν ήταν

μακριά, ένα μπλόκο όλο κι όλο.

Έξω από την πόρτα, ένα ανθρώπινο κορμί βρισκόταν ζαρωμένο πάνω στο τσιμέντο.

Και τώρα, τι κάνουμε; αναρωτήθηκα. Τον ξυπνάμε ή τον δρασκελάμε; Προτίμησα το

δεύτερο. Τον δρασκελώ με προσοχή, βάζω το κλειδί στην κλειδωνιά, το γυρίζω. Την

ίδια ώρα, ο άνθρωπος σαλεύει. Γυρίζει τα μάτια του, με κοιτάζει και μετά: «αμ σόρι

μάι φρεντ», μου λέει, «αμ σόρι». Μαζεύει τα ράκη του κορμιού και της ψυχής του να

πάει να τ’ ακουμπήσει σε κάποια άλλη κλειστή πόρτα.

Πέρασα το κατώφλι, έκλεισα πίσω μου την πόρτα, ένοιωσα περισσότερο ασφαλής.

Πήγα πίσω από το κάουντερ, κοίταξα την καφετιέρα, ήταν άδεια.

Τα τσογλάνια, μονολόγησα, δεν αφήνουν λίγο καφέ και για μένα. Πώς θα τη βγάλω

τη νύχτα;

Τούτο το μαγαζί, κλειστό το εύρισκα όταν πήγαινα το βράδυ και το πρωί, όταν

έφευγα, δεν είχαν έρθει ακόμη ο μπόσης και οι εργάτες του. Ήταν λοιπόν τόσο

επικίνδυνη η περιοχή που δούλευαν, μόνο με το φως του ήλιου;

Μπήκα στη μικρή κουζίνα, άλλαξα ρούχα και άρχισα τη συνηθισμένη διαδικασία.

Είχα πάρει τον αέρα της δουλειάς, μπορούσα να εργάζομαι μηχανικά, αφήνοντας το

μυαλό μου να πετάει σε χρόνια περασμένα και τόπους αγαπημένους. Το παρόν ήταν

τραγικό, το μέλλον αβέβαιο, προτιμούσα να τα σκέπτομαι όσο λιγότερο μπορούσα.

Από μέρες τώρα, είχα αγοράσει ένα μικρό τραντζιστοράκι για να με συντροφεύει τις

μοναχικές νύχτες. Στην αρχή άκουγα σκέτη μουσική. Κάποια στιγμή, όμως

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

34

κατάφερα να πιάσω έναν ελληνικό σταθμό. Ιδιοκτήτης και διευθυντής του ήταν ο

Μιχάλης Ζαπίτης, ο οποίος τον χρησιμοποιούσε κυρίως για να διαφημίζει τις

υπόλοιπες επιχειρήσεις του.

«Σας μαθαίνουμε να οδηγείτε γρήγορα και ασφαλές, και σας δίνουμε και διπλώματα

διεθνές», διακήρυσσε.

Αργότερα στη ζωή και τις επιχειρήσεις του Μιχάλη μπήκε η Θάλεια, η οποία του

διόρθωσε τις όχι λίγες ασυνταξίες του. Ο Μιχάλης ήταν Κύπριος και αρεσκόταν να

αυτοσαρκάζεται, λέγοντας ότι το μεγαλύτερο λάθος της ζωής του ήταν που

μετανάστευσε στην Αμερική.

Ένα βράδυ τον άκουσα να ζητάει δημοσιογράφο, γιατί εκτός από το ραδιοφωνικό

πρόγραμμα εξέδιδε και μιαν εφημερίδα.

Πήγα. Του είπα όσα έπρεπε να του πω, ελάχιστα όμως φαίνεται να άκουσε.

«Άκουσε», μου είπε, «εγώ έχω αυτή την εφημερίδα. Όσες διαφημίσεις μου φέρνεις θα

παίρνεις τα μισά κι εγώ τα άλλα μισά».

«Κοίταξε», του είπα, «αυτό δεν είναι δημοσιογραφία, είναι διαφήμιση. Κι εγώ είμαι

δημοσιογράφος. Να γράφω ξέρω, όχι να παίρνω διαφημίσεις».

«Και τι να σε κάνω εγώ», αποκρίθηκε

ειλικρινέστατα. «Άμα θέλω

δημοσιογράφο, έχω αυτόν εδω» και

έβγαλε από την τσέπη του ποκαμίσου

του ένα μικρό ψαλιδάκι. «Ψαλιδίζω

από τις άλλες εφημερίδες όποιο θέμα

θέλω και κάνω τζάμπα τη δουλειά

μου».

Απόψε όμως δεν είχα κέφι ν’ ακούσω

τα συνήθως επαναλαμβανόμενα

τραγούδια του Μιχάλη. Προτίμησα

να το ρίξω ο ίδιος στο τραγούδι και

στις ψαλμωδίες.

Έτσι όπως ήταν κλειστό το μαγαζί και

το κτήριο σκοτεινό δεν υπήρχε φόβος

κάποιος να μ’ ακούσει και να ειδοποι-

ήσει την… Αστυνομία, πιστεύοντας ότι κάποιον σφάζουν μέσα στο ντονατσάδικο.

Όχι μόνο γιατί η φωνή μου είναι άγρια και ακατάλληλη για τέτοιες επιδόσεις αλλά

και από το είδος της μουσικής. Άρχιζα με λαϊκά τραγούδια ξενιτιάς, συνέχιζα με

ανατολίτικους αμανέδες και τελείωνα με ψαλμωδίες. Η βυζαντινή μουσική ασκούσε

πάντα πάνω μου μια παράξενη γοητεία, ιδιαίτερα οι παρακλήσεις και ό,τι έχει σχέση

με κηδείες, μνημόσυνα και τη Μεγάλη Εβδομάδα.

Επηρεασμένος ακόμη από τον Επιτάφιο, άρχισα με το «Σήμερον κρεμάται επί

ξύλου». Δεν κατάφερα να το τελειώσω, η φωνή μου έσπασε σε λυγμό. Το ίδιο με το «Ω

γλυκύ μου έαρ» και το «Ευλογητός ει. Κύριε δίδαξον με τα δικαιώματά σου.

Ανάπαυσον ο Θεός τον δούλο σου και κατάταξον αυτόν εν Παραδείσω». Και όταν

έφτανα στον «κεκοιμημένο δούλο σου», δεν παρέλειπα να βάζω ολόκληρο το όνομά

μου, μη τύχει και κάνει λάθος ο χάρος και χτυπήσει άλλη πόρτα.

Δεν πέτυχαν όλοι οι Έλληνες στην Αμερική.

Παράδειγμα ο <χωριανός> τον οποίο

<ανακάλυψα> να ζει κάτω από απερίγραπτα

άθλιες συνθήκες στο Μανχάταν. Η φωτογραφία

μιλάει μόνη της.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

35

Από τις μαύρες σκέψεις μου, μ’ έβγαλε ένα επίμονο χτύπημα στο τζάμι της πόρτας.

Ένα γέρικο πρόσωπο είχε κολλήσει πάνω του, προσπαθώντας να δει το εσωτερικό

του μαγαζιού. Γύρισα και του έκανα νόημα: «Αι αμ κλόουζ».

Ο γέροντας ξαναχτύπησε.

Α, μα εσύ δεν υποφέρεσαι, ψιθύρισα, πήγα κοντά στην πόρτα και επανέλαβα στον

επίμονο επισκέπτη: «Αι αμ κλόουζ».

«Άνοιξε ρε παιδάκι μου», απαίτησε ο γέρος. «Το ξέρω ότι είναι κλειστό το μαγαζί,

άνοιξε, δε θα σε φάω».

Τον «έκοψα» από πάνω μέχρι κάτω, δε φαινόταν επικίνδυνος. Και ήταν Έλληνας.

Γύρισα το κλειδί, η πόρτα άνοιξε.

«Αμάν ρε παιδάκι μου τι είσαι εσύ; Αίτηση θα σου κάνουμε για να μας ανοίξεις»;

«Είμαστε κλειστοί κι εγώ δε σερβίρω».

«Το ξέρω, το ξέρω. Εγώ δεν ήρθα ως πελάτης, αλλά να πω δυο κουβέντες με τον

Στίβη. Πού είναι ο Στίβης»;

«Ποιος είναι ο Στίβης»;

«Ο μπέκερης που δούλευε εδώ».

«Δε ξέρω, εμένα με λένε Γιάννη».

«Και πόσο καιρό δουλεύεις σ’ αυτό το μαγαζί»;

«Μια βδομάδα».

«Α, γι’ αυτό δε σε ξέρω. Είχα αρπάξει ένα κρυολόγημα, έκανα δέκα μέρες να βγω

από το σπίτι μου, φαίνεται ότι σ’ αυτό το διάστημα έφυγε ο Στίβης».

«Έτσι φαίνεται».

«Και πώς σε λένε είπαμε»;

«Γιάννη».

«Όχι Γιάννη, Τζόνι σε λένε. Εδώ είναι Αμερική και θα το κάνεις Τζόνης».

«Εγώ είμαι Έλληνας και θα μείνω Γιάννης».

«Πεισματάρης μου φαίνεσαι. Πώς θα μάθουν οι Αμερικάνοι τ’ όνομά σου βρε

παιδάκι μου, που είναι και δύσκολο»;

«Και γιατί να το μάθουν»;

«Μα εδώ δε θα ζήσεις»;

«Μπάρμπα, δεν αλλάζουμε κουβέντα»;, τον αποπήρα, ενώ είχα γυρίσει στη δουλειά

μου και «πάλευα» με τα ζυμάρια των ντόνατς.

«Ν’ αλλάξουμε, αλλά τι να πούμε»;

«Να μου πεις τα δικά σου. Πώς σε λένε»;

«Μάικλ»!

«Μιχάλη, δηλαδή».

«Άκου να δεις, δε θα περάσουμε τη νύχτα μας με τα ονόματά μας. Αν θες να με

φωνάζεις Μιχάλη, φώναζέ με. Εγώ όμως αυτό το όνομα το ‘χω ξεχάσει».

«Γιατί»;

«Γιατί έχω να τ’ ακούσω από το 1914».

«Σώπα! Και τι σου συνέβη το 1914»;

«Ήρθα στην Αμερική».

« Καλά, πόσο χρονών είσαι»;

«Εβδομήντα πέντε».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

36

«Θα πηγαίνεις όμως τακτικά στην Ελλάδα. Τα ελληνικά σου είναι μια χαρά».

«Μπα! Δεν έχω πάει, ούτε μια φορά».

«Σώπα ρε μπάρμπα. Μια ζωή και δεν πήγες μια φορά»;

«Τι να πάω να κάνω»;

«Ο,τι κάνουν όλοι. Να δεις τους δικούς σου, το χωριό σου, την Ακρόπολη, ξέρω γω»;

«Λουκ μάι φρεντ, όταν λείπεις τόσα χρόνια, χάνεις πια την επαφή και το

ενδιαφέρον. Το θέμα είναι να γυρίσεις πριν κλείσεις επταετία εδώ. Έτσι και

καβατζάρεις την εφταετία, πάει, πέταξε το πουλάκι. Εσύ πόσα χρόνια έχεις εδώ»;

«Δύο».

«Γκουτ. Έχεις τράτος άλλα πέντε. Παντρεμένος»;

«Παντρεμένος».

«Παιδάκια»;

«Δύο κοριτσάκια».

«Γκουτ. Να τα πάρεις και να γυρίσεις απ’ εκεί που ‘ρθες. Πριν χαθείς».

«Εσύ χάθηκες μπάρμπα Μιχάλη»;

«Πολλά ρωτάς».

«Πρέπει. Τι να πούμε για να περάσει η νύχτα»;

«Λουκ μπόι, εγώ είμαι της παλιάς γενιάς. Εκείνης που έστρωσε για να τα βρείτε εσείς

έτοιμα. Τι βλέπετε εσείς σήμερα; Ερχόσαστε, βρίσκετε εύκολα δουλειά, παίρνετε καλό

πέι, ανοίγετε δικά σας μαγαζιά, οικονομάτε και κάνετε κι από πάνω κριτική. Δε

ρωτάτε πόσο ιδρώτα και αίμα χύσαμε εμείς για να φτιάξουμε την Αμερική που

βρήκατε».

«Στάσου μωρέ μπάρμπα, πολύ επιθετικός έγινες. Τι βρήκα εγώ από σας; Το

ντονατσάδικο; Και για ποιό μεροκάματο μου μιλάς; Τα κοκκαλάκια μου εδώ θα τ’

αφήσω, ίσα που τα φέρνω βόλτα».

«Έχεις κι εσύ τα δίκια σου αλλά η δική μου γενιά πλήρωσε τη νύφη. Ούτε οχτάωρα

ξέραμε, ούτε ασφάλειες, ούτε τίποτα. Και τι μεροκάματο; Εμένα, επειδή ήμουν μικρός

δεν μ’ έπαιρναν στη δουλειά. Και κουβαλούσα νερό στους εργάτες που βάζανε τις

γραμμές των τρένων, μαζεύοντας τιπς πενταροδεκάρες σα ζητιάνος».

«Δούλεψες στις γραμμές των τρένων»;

«Και στις γραμμές δούλεψα και λούστρος και στα χυτήρια και στα ρεστοράν και στα

εργοστάσια, παντού όπου εύρισκα μεροκάματο».

«Οικογένεια έχεις»;

«Όχι».

«Γιατί»;

«Στιούπιτ κουέστιον. Πώς να παντρευτώ; Βρίσκαμε Ελληνίδα γυναίκα στα χρόνια

μας; Και να έβρισκα όμως, πού τα λεφτά; Άντε να ξεπληρώσουμε τα ναύλα μας για

την Αμερική, άντε να παντρέψουμε τη μια αδελφή, άντε να παντρέψουμε τη δεύτερη

αδελφή, άντε να αγοράσει ο πατέρας ένα χωράφι που το είχε μεράκι και καημό, ήρθε

μετά το ντιπρέσιον, ο πόλεμος, τα γεράματα και δατς ολ».

<»Μπάρμπα Μιχάλη τι να σου πω, σ’ ένα λεπτό μου αφηγήθηκες όλη την Οδύσσεια

του Ελληνισμού της Αμερικής. Δε λαχτάρησες όμως όλ αυτά τα χρόνια να πας στην

Ελλάδα»;

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

37

«Λαχτάρησα λέει! Η καρδιά μου το ξέρει. Όταν τέλειωσε όμως ο πόλεμος οι γέροι

μου είχαν πεθάνει, τ’ αδέλφια μου είχαν κάνει τις οικογένειές τους, η Κατοχή τους

είχε αφήσει γυμνούς και πεινασμένους. Ξανά να τους βοηθήσω όσο μπορούσα

λοιπόν, ξέχασα τις δικές μου επιθυμίες και ανάγκες».

«Ξέχασες. Ωραία δικαιολογία. Κόσμος και κοσμάκης τότε πήρε το δρόμο για την

πατρίδα. Δε ζήλεψες»;

«Λουκ, εκείνοι που πήγαν τότε στην Ελλάδα, είχαν κάνει το μικρό ή μεγάλο

κομπόδεμά τους, είχαν κάτι να δείξουν, να δικαιολογήσουν το ξενιτεμό τους. Εγώ τι

είχα; Πώς να πάω με άδεια χέρια»;

«Τώρα μου φαίνεται πως πιάνουμε την άκρη του νήματος. Δηλαδή για να πας στην

Ελλάδα έπρεπε να είσαι πλούσιος»;

«Έτσι μας φαντάζονταν κάτω. Γη της Επαγγελίας σου λέει η Αμερική, πόλεμο δεν

είχαν, όποιος δεν έκανε λεφτά ή ακαμάτης είναι ή τα έφαγε στα άλογα και στις

γυναίκες».

«Και πως ζεις τώρα»;

«Από τη σύνταξη. Το Σόσιαλ Σεκιούριτι».

«Δύσκολα φαντάζομαι θα τα φέρνεις βόλτα. Γιατί δεν πας τουλάχιστον στην

Αστόρια; Γιατί κάθεσαι μέσα στους Κινέζους»;

«Άκου να δεις, αν είναι να πιάσεις το πώς και το γιατί, να σηκωθώ να φύγω. Τι να

την κάνω εγώ τώρα την Αστόρια και το Μπρούκλιν και το Λονγκ Άϊλαντ; Γεμίσανε

από τους νέους μετανάστες που τα βρήκαν εύκολα, αγόρασαν σπίτια κι αυτοκίνητα

και μας κοιτάζουν περιφρονητικά».

«Μας αδικείς μπάρμπα Μιχάλη. Δεν είναι όλοι οι Έλληνες ίδιοι. Ούτε σας

κατακρίνουμε όλοι. Ούτε βγάζουμε όλοι εύκολα το ψωμί μας. Το ξέρεις ότι είμαι

μισός άνθρωπος; Φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρω να τα βγάλω πέρα, κάποια μέρα

θ’ αφήσω τα παιδάκια μου ορφανά».

«Δε σου είπα ρε; Να σηκωθείς να φύγεις».

«Σοβαρομιλείς; ‘Η νομίζεις ότι ήρθα εδώ για τουρισμό; Για να φύγω από την

Ελλάδα κάποιους σοβαρούς λόγους θα είχα».

«Φυσικά και είχες σοβαρούς λόγους. Όλοι οι μετανάστες έχουν σοβαρούς λόγους.

Τώρα όμως που είδες τι γίνεται να σηκωθείς και να φύγεις, πριν χάσεις τα παιδάκια

σου. Πριν χαθείς κι εσύ μέσα σ’ ετούτο το χάος».

«Και τι να κάνω στην Ελλάδα»;

«Ντόνατς. Κι αν δεν έχει ντονατσάδικα να κάνεις κουλούρια. Να πας στο χωριό σου

να μαζεύεις ελιές και ραδίκια. Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ; Τι δουλειά έχουμε εμείς εδώ;

Οι ρίζες οι δικές μας είναι για άλλη γη, άλλον ήλιο. Αν μείνεις εδώ θα μαραθείς και

θα ξεραθείς πριν την ώρα σου.

Με τη συζήτηση τέλειωσα τη δουλειά, πήγα στη γούρνα, πλύθηκα, άλλαξα ρούχα.

«Μπάρμπα Μιχάλη», του είπα, «μη με βασανίζεις. Αυτά που μου λες χτυπούν κατ’

ευθείαν στην καρδιά μου. Φοβάμαι για μένα, φοβάμαι για τα παιδιά μου, αλλά

πίστεψέ με δεν υπάρχει δρόμος γυρισμού για μένα, δεν υπάρχει ελπίδα».

«Τέλειωσες, ε»; Γύρισε ο γέροντας αλλού τη συζήτηση.

«Τέλειωσα».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

38

«Άντε λοιπόν, καλή Ανάσταση, κάποια μέρα θα ξαναπεράσω να πούμε και τα

υπόλοιπα».

«Γιατί όχι αύριο; Τι έχεις να κάνεις»;

«Μα μεθαύριο είναι Πάσχα».

«Και λοιπόν; Το μαγαζί θα είναι ανοικτό κι εγώ θα πρέπει να φτιάξω ντόνατς. Έλα

να τα πούμε, μ’ αρέσει να κουβεντιάζω μαζί σου».

Την άλλη μέρα παρακάλεσα τη γυναίκα μου να ετοιμάσει από νωρίς τη μαγειρίτσα

και όταν έφυγα για τη δουλειά πήρα μαζί μου δύο πλαστικά μπολ γεμάτα

μαγειρίτσα, δύο κόκκινα αυγά και ένα μπουκάλι κρασί.

Πήγα νωρίς στη δουλειά, όταν ο μπάρμπα Μιχάλης χτύπησε το τζάμι της πόρτας και

μπήκε μέσα, έμεινε με το στόμα ανοιχτό:

«Μα εσύ τέλειωσες», είπε.

«Ε, Λαμπρή είναι ας φάνε αύριο οι Κινέζοι λίγο πιο μπαγιάτικα ντόνατς».

«Θα βιάζεσαι να πας στην Ανάσταση»!

«Κάθε άλλο. Η εκκλησία είναι μακριά από το σπίτι μου, αυτοκίνητο δεν έχω, πού να

τραβώ τα παιδιά μέσα στη νύχτα; Εκτός και έρθεις εσύ μαζί μας».

«Αυτό φοργκέρετ».

Όσο μιλούσαμε πλύθηκα, άλλαξα ρούχα, πήγα στο κάουντερ, άνοιξα ένα φως,

άπλωσα τα μπολάκια και τ’ αυγά, άνοιξα το μπουκάλι με το κρασί.

«Τι είν’ αυτά»;

«Τίποτα. Ένα αυγό και ένα ποτήρι κρασί να τσουγκρίσουμε για τα χρόνια πολλά».

«Άντε ρε παιδάκι μου στη γυναίκα σου και στα παιδάκια σου».

«Θα πάω. Αύριο, όλη την ημέρα, μαζί θα είμαστε. Θα πάμε στην ‘’Αγάπη’’ και μετά

θα φάμε το παραδοσιακό μας γεύμα. Θα είναι χαρά μας να σ’ έχουμε παρέα».

Ο γέροντας γύρισε και με κοίταξε παραπονεμένα.

«Γιατί μ’ ανοίγεις πληγές; Άσε με, καλά είμαι χαμένος εδώ μέσα».

«Αλήθεια, γιατί κάθεσαι μέσα στους Κινέζους»;

«Και πού να πάω; Όταν ήμουν νέος, γύριζα. Δούλεψα στο Μπέθλεχεμ Πενσιλβάνια,

στο Λόουελ, στο Μονέσι, πού να θυμάμαι πού αλλού. Μετά άραξα εδώ κάτω, στο

Ντάουν Τάουν. Μέχρι πέρυσι που ζούσε ο Χάρης είχα παρέα. Έφυγε όμως κι έμεινα

μόνος. Και γυρίζω τα μαγαζιά, να βρω κανένα Έλληνα να πω μια κουβέντα, έστω

και αν καμιά φορά διαφωνώ και τσακώνομαι».

Άνοιξα το μπουκάλι με το κρασί, γέμισα δύο πλαστικά ποτήρια, έβαλα το ένα

μπροστά του, μετά πήρα το ένα αυγό, του το έδωσα κι έτεινα το δικό μου για

τσούγκρισμα.

«Άντε, Χριστός Ανέστη».

«Χριστός Ανέστη», αντευχήθηκε και ο γέροντας, σηκώνοντας το ποτήρι του σε

χαιρετισμό «Να ξέρεις όμως τούτο. Ο μεγάλος κίνδυνος να χάσεις το όραμα της

επιστροφής, είναι τα παιδιά. Ρίχνουν εύκολα ρίζες, ξεχνούν τα ελληνικά, μπαίνουν

στην αμερικάνικη κοινωνία. Κι εσύ είσαι νέος. Έτσι κι ανοίξεις μαγαζί κι αγοράσεις

σπίτι, πάει, τέλειωσε. Θα σε πιάσει η μανία να μαζεύεις δολάρια, να δικαιώσεις τη

μετανάστευσή σου. Και θα χαθείς. Γιου αντερστέντ»;

«Αντερστέντ».

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

39

Ξαναγεμίσαμε τα ποτήρια μας, τα τσουγκρίσαμε χωρίς ευχή. Ο λαιμός μας είχε δεθεί

κόμπο. Όταν σηκώσαμε τα κεφάλια μας, δυο ζευγάρια δακρυσμένα μάτια

διασταυρώθηκαν.

Στα περισσότερα από τα μαγαζιά που δούλεψα τα χρόνια εκείνα, υπήρχε και ένας ή

περισσότεροι λαθραίοι Έλληνες μετανάστες. Τις περισσότερες φορές και τ αφεντικά,

οι «μποσάδες» είχαν έρθει ως λαθραίοι, είχαν όμως νομιμοποιηθεί, είχαν κάνει

οικογένειες και είχαν προκόψει οικονομικά.

Οι δρόμοι προς την Αμερική ήταν δύο. Ο συνηθέστερος ήταν το μπαρκάρισμα σε

εμπορικό καράβι και το «πήδημα» στη στεριά, όταν το καράβι έπιανε αμερικάνικο

λιμάνι. Τα τελευταία χρόνια μερικοί πονηροί είχαν βρει άλλη φάμπρικα. Έβρισκαν

στην Ελλάδα έναν ιδιοκτήτη μικροεπιχείρησης, έφτιαχναν ένα ψεύτικο εταιρικό, το

μετέφραζαν και ζητούσαν βίζα, συνήθως για τον Καναδά. Όταν έφταναν στη

γειτονική χώρα, εύκολο ήταν να βρουν κάποιο να τον φέρει στην Αμερική,

κρυμμένο –συνήθως- σε πορτ μπαγκάζ μεγάλων αυτοκινήτων.

Κάθε λαθραίος και μια ιστορία.

Ο Νίκος –για παράδειγμα. ΄Οταν ήρθε στο μαγαζί που δούλευα, η πρώτη του

δουλειά ήταν να μπει στην κουζίνα.

«Τι τρέχει ρε πατριώτη»; Τον ρώτησα.

«Έχει πίσω πόρτα το μαγαζί»;

«Γιατί»;

«Κουτός είσαι ρε; Για να μπορέσω να την κοπανήσω αν κάνει ντου το Ιμιγκρέισον».

Το μαγαζί δεν είχε πίσω πόρτα, είχε όμως παράθυρο, αρκετά μεγάλο για να περάσει

ένας άνθρωπος. Έτσι ο Νίκος έπιασε δουλειά.

Μια μέρα ήρθε στενοχωρημένος.

«Τι έπαθες ρε και κατέβασες τη μούρη σου»;

«Άστα», μου είπε. «Τρώγω τις μέρες τούτες βρισίματα άλλο πράμα».

«Γιατί, τι έκανες»;

«Τίποτα μωρέ. Έβαλα μια μικρή αγγελία στον ΄’‘Εθνικό Κήρυκα’’ και ζητώ γυναίκα

για να παντρευτώ. Και μου τηλεφωνούν και με βρίζουν».

«Δεν είμαστε καλά. Με μικρή αγγελία θα βρεις γυναίκα να παντρευτείς»;

«Ξέρεις εσύ κανέναν άλλο τρόπο»;

«Πολλούς».

«Δεν κατάλαβες πατριώτη, εγώ ψάχνω για γυναίκα που να έχει αμερικανική

υπηκοότητα για να πάρω την πράσινη κάρτα».

«Κατάλαβα. Και γιατί σε βρίζουν»;

«Γιατί άλλοι, πριν απ’ εμένα, μόλις πήραν την πράσινη κάρτα, παράτησαν τις

γυναίκες και παντρεύτηκαν άλλες».

«Τότε, καλά να κάνουν και σε βρίζουν».

Ωστόσο, δεν ήταν όλα τα τηλεφωνήματα υβριστικά. Ανάμεσα στους άλλους

τηλεφώνησε και μία κοπέλα, η οποία ενδιαφερόταν σοβαρά. Ο Νίκος χόρευε από τη

χαρά του. Και τρεις μέρες αργότερα, μας έφερε στο μαγαζί μια κοντούλα μελαχρι-

νή κοπελίτσα.

<Η Κάθι>, μας τη σύστησε.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

40

Η Κάθι καταγόταν από ένα χωριό τη Λακωνίας και δεν είχε αντίρρηση να

παντρευτεί λαθραίο άντρα.

Σε ένα μήνα περίπου, ο Νίκος με παρακάλεσε να πάω μαζί του, να ζητήσουμε την

κοπέλα από τους γονείς της.

«Και τι δουλειά έχω εγώ; Ούτε πατέρας σου είμαι, ούτε θείος σου».

«Κοίταξε ρε, άλλο είναι να πάω μόνος μου και άλλο να πάω με ένα σοβαρό άνθρω-

πο μαζί».

«Ναι», τον αντέκρουσα, «αν έρθω όμως μαζί σου θα σταματήσω να είμαι σοβαρός

άνθρωπος, αφού ξέρω ότι παντρεύεσαι για την πράσινη κάρτα».

Στο προξενιό δεν πήγα, πήγα όμως στο γάμο. Να μην είναι μόνο του το παλικάρι.

Ανάμεσα στους συγγενείς της νύφης ήταν και μια μαυρούλα, η οποία κυνηγούσε ένα

αγοράκι και το απειλούσε: «Τζαν έλα εδώ ρε, θα σε σκοτώσω»…

«Ελληνίδα είν’ αυτή ρε Νίκο»; Ρώτησα το γαμπρό.

«Όχι, Κουβανέζα είναι, αλλά έχει μάθει φαρσί τα ελληνικά».

«Κοίταξε φουκαρά μου», του είπα, «όπως βλέπω η νύφη έχει τρεις αδελφούς. Και

είναι και Μανιάτες. Έτσι και τους κάνεις κασκαρίκα θα σε φάει το σκοτάδι».

Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ξανασυνάντησα τον Νίκο, είχε ήδη τρία κουτσού-

βελα…

Στον «Εθνικό Κήρυκα»

Πόσα μαγαζιά άλλαξα στα τριάμισι χρόνια που έφτιαχνα ντόνατς; Δεν τα θυμάμαι

πια, ούτε υπάρχει λόγος να περιγράψω όλες τις περιπέτειές μου. Άλλωστε, οι

εμπειρίες μου εκείνες αποτέλεσαν το κύριο υλικό που χρησιμοποίησα αργότερα όταν

έγραψα «Τα Μπρουκλιώτικα» και το «Αποδήμων Οδύσσεια».

Τα ντόνατς είναι δύσκολη δουλειά και απαιτούν σωματική δύναμη. Όση διέθετα

φαίνεται την εξάντλησα. Και από κάποια στιγμή και μετά άρχισα να έχω πόνους στο

δεξί μου πόδι. Από γοφό, μέχρι τα δάχτυλα. Το μόνο φάρμακο που μπορούσε να το

γιατρέψει ήταν η ξεκούραση.

Ξεκούραση όχι λίγων ημερών, αλλά διαρκείας. Άρχισα λοιπόν να ψάχνω για νέο

επαγγελματικό προσανατολισμό. Για μια δουλειά που δεν θα σήκωνα βάρη και δεν

θα στεκόμουν όρθιος.

Σκέφτηκα τις γούνες, που είχαν και καλό μεροκάματο. Ποιός όμως να με μάθει; Ο

σπιτονοικοκύρης που έμενε τότε, γιατί στο μεταξύ είχα μετακομίσει στην Αστόρια,

μου το ξέκοψε. Γουναράδες πρέπει να γίνονται μόνο Καστοριανοί κι εγώ ήμουν

Χιώτης.

Κάποιος γνωστός, μου είχε υποδείξει έναν παλαιοημερολογίτη παπά (ή δεσπότη) ο

οποίος παράλληλα με την ιεροσύνη είχε και ένα δικό του μικρό εργαστήριο γούνας.

Του τηλεφώνησα και δέχτηκε να με δει και να συζητήσουμε.

Στο μεταξύ, η νοσταλγία για την πατρίδα είχε αρχίσει να μεγαλώνει. Και η μοναξιά.

Φρόντισα λοιπόν να βρω ανθρώπους «δικούς μου» να μπορώ ν’ ανταλλάξω δυο

κουβέντες. Κατέφυγα στο Σύλλογο Βορειοχωριτών Χίου το Πελινναίον, που

συμπεριλάμβανε πολλά χωριά της Βόρειας Χίου, μεταξύ των οποίων και το δικό μου.

Πρόεδρος τότε ήταν ο Νίκος Μιχαλιός, ο οποίος είχε το γραφείο του στην Αστόρια,

λίγα μέτρα από το σπίτι μου.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

41

Πήγα, τον βρήκα, έγινα μέλος του συλλόγου και άρχισα να παρακολουθώ τη

συλλογική ζωή της παροικίας.

Τα γεγονότα στην Ελλάδα, η πτώση της δικτατορίας και η τουρκική εισβολή στην

Κύπρο ήταν πρόσφατα, η Ομογένεια είχε ξεσηκωθεί, διαμαρτυρίες οργανώνονταν

στην Ουάσιγκτον και στα Ηνωμένα Έθνη.

Οι Χιώτες είχαν ένα λόγο παραπάνω να συσπειρωθούν, αφού το νησί μας βρίσκεται

λίγα μίλια από τις τουρκικές ακτές και είναι στο στόχαστρο της τουρκικής αρπακτι-

κότητας.

Κατάφεραν λοιπόν να συσπειρωθούν όσοι τοπικοί σύλλογοι βρίσκονταν στη Νέα

Υόρκη και να αποτελέσουν τη Χιακή Ομοσπονδία.

Εξαιρετική ζωντάνια, ενθουσιασμός και διάθεση προσφοράς.

Ασφαλώς το μεγαλύτερο επίτευγμα της Χιακής Ομοσπονδίας ήταν η αγορά του

Χιώτικου Σπιτιού που έγινε δυνατή με τη γενναία οικονομική συνεισφορά του

εφοπλιστή Γιώργη Π. Λιβανού.

Δεν ήταν όμως η μοναδική. Ανάμεσα στις άλλες δραστηριότητες ήταν και η έκδοση

ενός περιοδικού που πρωτοκυκλοφόρησε με τον τίτλο «ΧΙΑΝ». Επειδή όμως ο τίτλος

εκείνος παρέπεμπε στην Κίνα, το αλλάξαμε σε «CHIOS».

Οι άνθρωποι που είχαν αναλάβει την έκδοσή του, είχαν όλη την καλή διάθεση, ήταν

όμως άσχετοι με το αντικείμενο. Σε κάποια φάση αναδιάρθρωσής του λοιπόν, όρισαν

μια νέα συντακτική επιτροπή αποτελούμενη από τον Στρατή Σκούφαλο, την Βίβιαν

Ανεμογιάννη, την Αθηνά Τσόκου Κρομμύδα, τον Κώστα Σταμούλη κι εμένα.

Η ομάδα έκανε καλή δουλειά, κυρίως όμως βοήθησε ώστε να γίνουμε γρήγορα

φιλαράκια.

Μια μέρα ο Στρατής μου είπε:

«Ρε Γιάννη, έχω ένα φίλο ο οποίος είναι μέτοχος του ‘‘Εθνικού Κήρυκα’’ και μου είπε

ότι έχουν ανάγκη από έναν διορθωτή. Εσύ την ξέρεις τη δουλειά, δεν την ξέρεις»;

«Την ξέρω», του αποκρίθηκα, «αλλά αυτοί εκεί πέρα μυρίζουν μούχλα. Πήγα και με

διώξανε».

«Α, μα δεν είσαι σωστά ενημερωμένος. Η εφημερίδα πουλήθηκε, την έχει αγοράσει ο

Γιουτζίν Ρωσίδης που ελάχιστα ασχολείται, το προσωπικό άλλαξε σχεδόν όλο και οι

καινούργιοι προσπαθούν να τη φέρουν σε λογαριασμό».

Η αλήθεια είναι ότι πράγματι η εφημερίδα είχε εμφανή σημεία αλλαγής. Δεν ήμουν

όμως σίγουρος πως ήταν προς το καλύτερο. Ήταν όμως μια καλή επαγγελματική

διέξοδος για μένα. Να γλιτώσω από τα ντόνατς και τις γούνες.

Τηλεφώνησα λοιπόν στον φίλο του Στρατή, τον Αντώνη Διαματάρη, κλείσαμε

ραντεβού και την άλλη μέρα ανέβηκα στα νέα γραφεία του «Εθνικού Κήρυκα» που

είχαν μεταφερθεί στην Παρκ Άβενιου.

Τα νέα γραφεία ήταν φωτεινά και οι λινοτυπικές είχαν αντικατασταθεί από

κομπιούτερ.

Το γραφείο του Αντώνη ήταν μεγάλο, άνετο και με εξαιρετική θέα στο Μανχάταν.

Του εξέθεσα τις γνώσεις μου.

Ωραία μου είπε, εγώ συμφωνώ. Θα πρέπει όμως να ξανάρθεις γιατί εγώ είμαι

οικονομικός διευθυντής και να συζητήσεις με τον υπεύθυνο του δημοσιογραφικού

τμήματος που είναι ο Γιώργος Λεονάρδος».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

42

«Μπορείτε να μου πείτε, εκτός από διορθωτής, τι άλλες προοπτικές έχω»; ρώτησα.

«Απεριόριστες», μου αποκρίθηκε.

Την επομένη ξαναπήγα και βρήκα τον Γιώργο Λεονάρδο.

«Εντάξει», μου αποκρίθηκε αφού άκουσε τις γνώσεις μου, «πήγαινε δίπλα στον

Αντώνη να κανονίσετε το οικονομικό».

Πήγα.

«Ποιες είναι οι οικονομικές απαιτήσεις σου»; Με ρώτησε.

«Κοίταξε», του αποκρίθηκα, «αυτή τη στιγμή παίρνω 280 δολάρια την εβδομάδα

αλλά όπως καταλαβαίνω δεν μπορείς να μου δώσεις αυτά τα χρήματα. Θα σου κάνω

λοιπόν μια πρόταση. Να δουλέψω μια εβδομάδα να δεις ‘’τι ψάρια πιάνω’’ και μετά

ξανασυζητάμε».

«Σύμφωνοι».

«Και από πότε θέλεις ν’ αρχίσω»;

«Από… χθες».

«Αυτό δεν γίνεται», του αποκρίθηκα. «Όπως καταλαβαίνεις, σε κάποιο μαγαζί

εργάζομαι τώρα και θα πρέπει να ειδοποιήσω τον ιδιοκτήτη του να βρει αντικα-

ταστάτη μου. Θα ρθω μετά από τρεις μέρες».

«Αν και έχω απόλυτη ανάγκη», είπε «εκτιμώ τη σκέψη σου να μην αφήσεις

ξεκρέμαστο τον άνθρωπο που του δουλεύεις και ελπίζω το ίδιο να κάνεις αν καμιά

φορά αποφασίσεις να φύγεις από τον ‘’Εθνικό Κήρυκα’’».

Του το υποσχέθηκα και κράτησα την υπόσχεσή μου 31 ολόκληρα χρόνια.

Η διόρθωση ήταν εύκολη δουλειά για μένα, την είχα κάνει αρκετά χρόνια πριν, στην

Αθήνα.

Τα προβλήματα δεν ήταν όμως λίγα και στους άλλους τομείς. Όπως αργότερα

έμαθα, κάποιος είχε πληροφορήσει τους ανθρώπους που έκαναν τον τεχνολογικό

εκσυγχρονισμό από τη λινοτυπία στα κομπιούτερ, ότι το νέο σύστημα… δεν κάνει

λάθη. Και εκείνοι βρήκαν μια καλή δικαιολογία να απολύσουν τον διορθωτή,

κερδίζοντας ένα βδομαδιάτικο. Όταν όμως είδαν τι ακριβώς συνέβαινε τραβούσαν

τα μαλλιά τους. Το θέμα των λαθών ήταν τεράστιο. Μερικές από τις κοπέλες που

εργάζονταν στη φωτοσύνθεση είχαν ανεπαρκείς γνώσεις της ελληνικής γλώσσας,

αλλά και της ελληνικής πραγματικότητας. ΄Ετσι. Ο Χαρίλαος Φλωράκης

μπερδευόταν με τον Χαρίλαο Τρικούπη, και ένας νεαρός τερματοφύλακας έγινε

νεκρός τερματοφύλακας. Η αποθέωση όμως ήταν όταν σχόλιο συντάκτη έγινε τίτλος.

Για την ακρίβεια, ο συντάκτης παρακάλεσε τη φωτοσυνθέτρια να κάνει τον τίτλο:

«Σκότωσαν Αμερικανό πεζοναύτη». Και ως δικό του σχόλιο συμπλήρωσε: «καλά του

κάνανε». Η φωτοσυνθέτρια όμως δεν κατάλαβε το σχόλιο και έγραψε: «Σκότωσαν

Αμερικανό πεζοναύτη, καλά του κάνανε». Το τι έγινε την επομένη το φαντάζεστε.

Δυσκολίες όμως είχαν και στα τεχνικά θέματα. Για μερικές μέρες οι αράδες των

Μικρών Αγγελιών είχαν χάσει την «ισορροπία» τους και τυπώνονταν με μια … τάση

ανόδου από τα αριστερά προς τα δεξιά.

Μια μέρα, με φώναξε στο γραφείο του ο Γιώργος Λεονάρδος.

«Θέλω να μου πεις», με ρώτησε, «πώς σου φαίνεται η εφημερίδα». Στάθηκα

δίβουλος. Η πραγματική γνώμη που είχα, εγκυμονούσε τον κίνδυνο να βρεθώ

άνεργος. Στο τέλος, όμως, αποφάσισα να είμαι ειλικρινής.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

43

«Επιδέχεται μεγάλων βελτιώσεων», αποκρίθηκα.

«Δηλαδή, σαν τι βελτιώσεις θα έκανες εσύ αν είχες τη δική μου συγκατάθεση»;

«Δηλαδή», αποκρίθηκα παίρνοντας θάρρος, «αυτή η εφημερίδα θα πρέπει να

στέκεται σε τρία ειδησεογραφικά πόδια. Το αμερικάνικο, το ελληνικό και το

ομογενειακό».

«Εσύ, τι μπορείς να προσφέρεις σ’ αυτή την προσπάθεια»;

«Εγώ θα ήθελα να βγω στην Ομογένεια. Στους αναγνώστες μας. Να γράψω γι’

αυτούς. Δεν είναι δυνατόν μια ομογενειακή εφημερίδα να περιορίζεται σ ένα

δίστηλο όπως το ‘’Μίνι Πρες’’ που έχουμε τώρα».

«Ωραία», είπε ο Γιώργος, «αυτό θέλουμε κι εμείς. Από αύριο αναλαμβάνεις την

ευθύνη της ομογενειακής ειδησεογραφίας».

Ωραίες είναι οι ιδέες, τα δύσκολα αρχίζουν με την υλοποίησή τους. Την εποχή

εκείνη, οι γνώσεις μου γύρω από την Ομογένεια περιορίζονταν στους ανθρώπους

που είχα συναντήσει στα ντονατσάδικα και στους Χιώτες. Δεν ήθελα όμως να

ξεκινήσω από τους συμπατριώτες μου.

Σε μια διαφήμιση της Ναυπακτιακής Αδελφότητας, βρήκα το όνομα και το

τηλέφωνο του προέδρου της, του Τρύφωνα Χατζηνικολάου.

Του τηλεφώνησα. Έδειξε μεγάλη χαρά και μεγαλύτερο ενδιαφέρον να με ενημερώσει

πάνω στη δραστηριότητα της οργάνωσης. Το μαγαζί του Τρύφωνα ήταν έξω από τη

Νέα Υόρκη κι εγώ δεν είχα αυτοκίνητο.

Έτσι, το πρώτο Σάββατο, που η εφημερίδα και τα σχολεία δεν λειτουργούσαν πήρα

τη μεγάλη μου κόρη για… δραγουμάνο και ξεκινήσαμε.

Μιά ιστορική φωτογραφία. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στα γραφεία του <Εθνικού Κήρυκα>

φωτογραφίζεται ανάμεσα στον εκδότη Πέτρο Τατάνη, τον αρχισυντάκτη Δημήτρη

Καλλίμαχο και μέρος του προσωπικού.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

44

Λαλίστατος ο Τρύφων, με εντυπωσίασε με τη δραστηριότητα που μου εξέθεσε και τα

βοηθήματα, κυρίως από φωτογραφίες και παλιά δημοσιεύματα σε λευκώματα που

μου έδωσε.

Στο μαγαζί που έγινε η συνάντησή μας δεν ήταν μόνος του. Είχε φωνάξει και

μερικούς συμπατριώτες του, μεταξύ των οποίων ήταν ο Νίκος Βέλιος, πρόεδρος των

Διπλατανιωτών Ναυπακτίας και ο Αναγνωστός πρόεδρος των Αγιοδημητριάνων.

Έγραψα ένα δοξαστικό άρθρο για τον Τρύφωνα και τη Ναυπακτιακή Αδελφότητα.

Δύο μέρες μετά την κυκλοφορία της εφημερίδας σε μία συνεδρίαση της Χιακής

Ομοσπονδίας, συνάντησα τον Νίκο Μιχαλιό.

«Ρε Γιάννη», μου είπε, «σαν πολλά δεν έγραψες για τον Χατζηνικολάου»;

«Όχι Νίκο», του αποκρίθηκα, «όλα όσα έγραψα είναι αλήθεια, έχει κάνει πάρα

πολλά πράγματα».

Σιγά-σιγά άρχισα να μαθαίνω πρόσωπα και πράγματα, να μπαίνω στην Ομογένεια.

Όχι εύκολα, είναι αλήθεια. Η εφημερίδα είχε κατηγορηθεί από μερικούς προοδευ-

τικούς Έλληνες της Νέας Υόρκης ότι είχε «Μηδίσει» τα χρόνια της δικτατορίας. ΄Ετσι,

παρά το γεγονός ότι εγώ δεν είχα σχέση τότε με την εφημερίδα, με αντιμετώπιζαν με

επιφύλαξη και σε μερικές περιπτώσεις εχθρικά.

Τα χρόνια εκείνα κυκλοφορούσε και άλλη ομογενειακή εφημερίδα, η «Πρωινή», η

οποία ήταν σε μοντέρνο σχήμα, είχε για δημοσιογράφους της νέους Έλληνες φοιτη-

τές, μονοπωλούσε, σχεδόν, την προοδευτικότητα.

Προβλήματα όμως είχα και μέσα στην εφημερίδα. Μια μέρα, ο τότε αρχισυντάκτης

μου έδωσε έναν αριθμό τηλεφώνου με εντολή να τηλεφωνήσω και να πάρω μιαν όσο

γίνεται πιο «γαργαλιστική» συνέντευξη. Επρόκειτο για άνθρωπο που είχε κάνει

αλλαγή φύλου. Έχουν περάσει πολλά χρόνια και δεν θυμάμαι πια αν ήταν άνδρας

και έγινε γυναίκα ή το αντίθετο. Το θέμα δεν μ΄ ενθουσίασε. Ήμουν όμως συντάκτης

λίγων ημερών και έπρεπε να δείξω καλή διαγωγή και επαγγελματική επάρκεια.

Πήρα λοιπόν την συνέντευξη, την άλλη μέρα όμως κόντεψαν να μου βγουν τα

μάτια, όταν είδα τον τρόπο παρουσίασης της. Στην πρώτη σελίδα, πάνω από το

κύριο θέμα, είχε τραβήξει έναν εφτάστηλο τίτλο με κείμενο μονόστηλο που πήγαινε

γύρισμα σε εσωτερική σελίδα.

Δεν μίλησα. Λίγες μέρες αργότερα, σ ΄ένα κουτσομπολικοκοινωνικό περιοδικό

υπήρχε είχε ένα θρηνώδες σχόλιο για τον ξεπεσμό της εφημερίδας, απότοκο των

νέων συντακτών που είχαν προσληφθεί. Πριν προλάβω να κάνω το οτιδήποτε, ο

διευθυντής της εφημερίδας Γιώργος Λεονάρδος, με φώναξε στο γραφείο του και μου

είπε ότι δεν θα έπρεπε να απαντήσω.

Πάλι σιώπησα. Λίγες μέρες αργότερα, ένας νέος δημοσιογράφος προσελήφθη. Για

την ακρίβεια εργαζόταν εκεί παλαιότερα, είχε φύγει όμως για να κάνει δική του

επιχείρηση. Η προσπάθεια απέτυχε και επανήλθε.

Ξαφνικά λοιπόν υποβιβάστηκα. Ο αρχισυντάκτης συμπεριφερόταν σαν να μην

υπήρχα, θα έπρεπε να περιμένω πότε θα έρθει ο άτυπος προϊστάμενός μου για να

μου πει τι έπρεπε να κάνω.

Άργησα, αλλά κάποια στιγμή κατάλαβα ότι η υπόθεση είχε και ιδεολογικό υπό-

βαθρο. Οι άνθρωποι ήταν δεξιόστροφοι και την παρουσία μου στο συντακτικό

προσωπικό την είδαν ως μία αριστερή εισπήδηση.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

45

Ο διευθυντής μας ήταν αμέτοχος, δεν φαινόταν να πολυνοιάζεται. Μια μέρα λοιπόν

χτύπησα την πόρτα του οικονομικού διευθυντή.

«Αντώνη», του είπα ευθέως, «νομίζω ότι περισσεύω εδώ θα πρέπει να γυρίσω στα

ντόνατς».

«Τι συμβαίνει»;

Του εξήγησα. «Πήγαινε στο γραφείο σου», μου είπε «άνοιξε ένα συρτάρι και βάζε

μέσα όσες ιδέες έχεις για την εφημερίδα. Σε λίγο καιρό θα έχουμε εξελίξεις που θα

σ΄αρέσουν».

Και πράγματι είχαμε. Ο Αντώνης αγόρασε όλη την εφημερίδα και με νέο αρχισυν –

τάκτη ξεκινήσαμε να χτίζουμε τον νέο ‘’Εθνικό Κήρυκα’’. Για να είμαστε συνεπείς

στις ώρες κυκλοφορίας του θα έπρεπε ορισμένη ώρα να πηγαίνομε τα φιλμς στο πιεσ-

τήριο. Είχαμε λοιπόν έναν καθημερινό, νυχτερινό μαραθώνιο. Ο άνθρωπος που

ανελάμβανε την υπόλοιπη διεκπεραίωση, ήταν ο κυρ Αλέκος, ο οποίος δήλωνε

φασίστας. Στην αρχή στράβωσα λιγάκι με την ιδεολογική προτίμησή του. Όταν

κατάλαβα όμως ότι ήταν ένας καλότατος άνθρωπος και καθόλου φασίστας, τον

ρώτησα γιατί;

«Άκου να σου πω», μου είπε, εγώ είμαι από την Κεφαλονιά. Ένα νησί που δεν

πεινάσαμε μόνο το ψωμί, στερηθήκαμε και το νερό. Μια μέρα λοιπόν, έκλεισα τα

μάτια μου και έφυγα για την Αμερική. Το καράβι όμως έφευγε από την Ιταλία. Πήγα

λοιπόν εκεί μια μέρα, δύο μέρες, πέντε μέρες, τίποτα να φανεί καράβι. Τα λεφτά μου

τέλειωσαν άρχισε η πείνα. Δεν ξέρω πώς αλλά με ανακάλυψαν δύο μελανοχιτώνες

φασίστες. Με νοήματα τους έδωσα να καταλάβουν ότι πεινούσα. Με πήραν στη

λέσχη τους με τάισαν, μου έδωσαν ρούχα και παπούτσια, μου είπαν όσες μέρες μείνω

εκεί να πηγαίνω να τρώω. Τέτοια φροντίδα, πρώτη και τελευταία ήταν που ένοιωσα.

Και κατάλαβα ότι οι φασίστες είναι καλοί άνθρωποι. Κατάλαβες τώρα»;

Είχα καταλάβει. Και πολλά μάλιστα.

Στο μεταξύ, είχαν αρχίσει οι προετοιμασίες για τη διοργάνωση της παρέλασης της

25ης Μαρτίου στην Πέμπτη Λεωφόρο του Μανχάταν. Οι συνεδριάσεις γίνονταν

στην υπόγεια αίθουσα του Καθεδρικού Ναού της Αγίας Τριάδας και ήταν εξαιρετικά

έντονες. Την πρώτη φορά μάλιστα που πήγα εκεί, με πλησίασε μια παχουλή κυρία.

«Είσαι ο δημοσιογράφος του ‘’Εθνικός Κήρυξ’’»; με ρώτησε.

«Μάλιστα».

«Τζόρτζια Στεφανάκος», μου συστήθηκε. « Έλα να κάτσουμε εδώ, που είναι κοντά η

πόρτα, σε λίγο μπορεί να πετάνε καρέκλες τούτοι εδώ.

Είναι αλήθεια ότι η ατμόσφαιρα ήταν εκρηκτική. Η παλαιά φρουρά των

ομογενειακών παραγόντων προσπαθούσε να κρατήσει τα ηνία της ηγεσίας, ενώ νέοι

άνθρωποι, με δημοκρατικές περγαμηνές και φρασεολογία, προσπαθούσαν να

παραμερίσουν το «κατεστημένο» και να φέρουν την αλλαγή και στην Ομογένεια.

Αν και η Τζόρτζια ήταν συντηρητική πολιτικά, ήταν άνθρωπος που αγαπούσε την

Ελλάδα και εργαζόταν αποτελεσματικά. Σιγά σιγά γίναμε φιλαράκια. Μερικά

χρόνια αργότερα μάλιστα, με κάλεσε στο σπίτι της, μαζί με τον συνάδελφο της

«Πρωϊνής» Γιώργο Νικητιάδη, αργότερα βουλευτή και υφυπουργό του ΠΑΣΟΚ, για

να συζητήσομε κάποια ομογενειακά θέματα. Μας τραπέζωσε κιόλας. Σε μια στιγμή

λοιπόν γύρισε προς το πορτραίτο του νεκρού πατέρα της που ήταν κρεμασμένο στον

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

46

τοίχο και με παράπονο του είπε: « Ω! ντέρι, ευτυχώς που δε ζεις να με δεις ανάμεσα

σε δύο κουμουνιστές»…

Η πρώτη δημοσιογραφική συνέντευξη που πήρα, ήταν από την Μελίνα Μερκούρη.

Είχε έρθει τότε στη Νέα Υόρκη για την πρώτη προβολή της ταινίας «Η άλλη Μήδεια»

και τα αμερικανικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης την πολιορκούσαν.

Της ζήτησα συνέντευξη και δέχθηκε. Όχι εύκολα, αφού οι ώρες της ήταν εξαιρετικά

συμπιεσμένες. Έτσι μου διέθεσε μέρος από την ώρα του φαγητού της. Ενώ δηλαδή ο

Ζιλ Ντασσέν και οι άλλοι συνεργάτες της είχαν πάει για φαγητό, εκείνη έμεινε στο

δωμάτιο για να μου μιλήσει.

Πριν απ’ εμένα υπήρχαν άλλοι δημοσιογράφοι και φωτογράφοι. Ένας μάλιστα,

Ελληνοαμερικανός καθυστερούσε χωρίς λόγο. Η Μελίνα έκανε μερικές γκριμάτσες

δυσαρέσκειας, ο τύπος όμως έκανε σα να μην καταλαβαίνει Συμπέρανα ότι το έκανε

επίτηδες, για να περάσει η ώρα και να ματαιωθεί η δική μου συνέντευξη.

Συναδελφική μικροψυχία. Η Μελίνα όμως, μπορούσε να κάνει τουλάχιστον δύο

δουλειές ταυτοχρόνως. Ν’ απαντάει στις ερωτήσεις μου και συγχρόνως να ποζάρει

στον φωτογράφο, ο οποίος την… κυνηγούσε και την απαθανάτιζε μέσα στο άνετο

σαλόνι της σουίτας του ξενοδοχείου «Πιέρ».

Η Μελίνα δεν ήταν άγνωστη στον Ελληνισμό της Αμερικής και ιδιαίτερα της Νέας

Υόρκης. Η δικτατορία της 21ης Απριλίου τη βρήκε στο Μπρόντγουεϊ, όπου

πρωταγωνιστούσε στη θεατρική παράσταση «Ποτέ την Κυριακή» μαζί με τον Νίκο

Κούρκουλο, τη Δέσπω Διαμαντίδου και άλλους έλληνες ηθοποιούς.

Είχε μάλιστα εμπλακεί στον αντιδικτατορικό αγώνα των Ελλήνων της Νέας Υόρκης,

με συνέπεια να έχει αποκτήσει και όχι λίγες αντιπάθειες μεταξύ των ομογενών

εκείνων που πίστευαν στο εθνοσωτήριο έργο της δικτατορίας του 1967 και δεν ήταν

λίγοι.

Τώρα η Μελίνα ερχόταν όχι μόνο ως πρωταγωνίστρια του θεάτρου και του

κινηματογράφου αλλά και ως μέλος του ΠΑΣΟΚ, με πολιτικές φιλοδοξίες.

Επαίνεσε και διαφήμισε την ταινία, εξέφρασε μάλιστα και μια πικρία γιατί είχε

αδικηθεί στο φεστιβάλ των Καννών.

Γρήγορα όμως ξέχασε την πικρία της για τη «Μήδεια» για να καταληφθεί από

ενθουσιασμό και οράματα για την Ελλάδα που υποσχόταν να αναδείξει ο Ανδρέας

Παπανδρέου, όταν θα ερχόταν στην εξουσία. Φύγαμε μαζί από το δωμάτιο. Μέσα

στο ασανσέρ που είμαστε οι δυο μας τη ρώτησα: «Ωραία όλα αυτά που μου είπες

Μελίνα. Θα σας αφήσουν όμως να τα κάνετε πραγματικότητα»;

Με κοίταξε προβληματισμένη και αποκρίθηκε:

«Ο Θεός να βάλει το χέρι του».

«Γράφεται αυτό»; τη ρώτησα περιχαρής, πιστεύοντας ότι βρήκα τον τίτλο που θα

παρουσίαζα τη συνέντευξη.

«Όχι», μου αποκρίθηκε, «δεν γράφεται».

Και σεβάστηκα την επιθυμία της.

Τη δεύτερη δημοσιογραφική «βουτιά» μου, την έδωσα στις 12 Σεπτεμβρίου 1978 σε

δεξίωση που δόθηκε στο Μανχάταν για την οικονομική ενίσχυση του υποψήφιου

Δημοκρατικού Γερουσιαστή της Μασαχουσέτης Πολ Τσόγκα.

Ξεκίνησα πανικόβλητος αφού η εκδήλωση θα γινόταν στην αγγλική γλώσσα και οι

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

47

Φωτογραφικό

στιγμιότυπο από την

εκδήλωση για την

οικονομική ενίσχυση

της προεκλογικής

εκστρατείας του Πολ

Τσόγκα. Διακρίνονται

απο αριστερά οι:

Κώστας Αγγελούδης,

Αντώνης Διαματάρης,

Τίνα Σαντοριναίου,

Πολ Τσόγκας, και Γ. Π.

Λιβανός.

δικές μου γνώσεις ήταν από ανύπαρκτες έως ελάχιστες. Ευτυχώς είχα ως

συμπαραστάτη τον Αντώνη Διαματάρη, ο οποίος μετέφρασε μερικά από όσα

ελέχθησαν εκεί, ενώ εγώ περιορίστηκα στο να περιγράψω τ ην περιρρέουσα

ατμόσφαιρα.

Σαν καλός επαγγελματίας, όμως, φρόντισα να πάρω και ορισμένες δηλώσεις (στα

ελληνικά βέβαια) ορισμένων παραγόντων που είχαν πάρει μέρος και την Επιτροπή

Στήριξης του Τσόγκα που την αποτελούσαν οι Σταύρος Χαρτοφύλλης, Θ.

Δεληγιάννης, Νίκος Μιχαλιός, Σάββας Κωνσταντινίδης και Νίκος Ανδριώτης.

Αργά και με σχετικές δυσκολίες επέκτεινα τις γνωριμίες μου ανάμεσα στους

ομογενείς. Όσο για τον Πολ Τσόγκα, κατάφερε τότε να εκλεγεί γερουσιαστής, λίγα

χρόνια αργότερα όμως, πέθανε.

Ο Μπάμπης Μαλαφούρης

Σε κάποια απ’ αυτές τις ομογενειακές συγκεντρώσεις, γνώρισα τον Μπάμπη

Μαλαφούρη. Το όνομά του μου ήταν γνωστό, πριν ακόμη μεταναστεύσω στην

Αμερική. Ένας φίλος Ζακυνθινός, από το ίδιο χωριό με τον Μπάμπη, τον Άγιο

Λέοντα, μου είχε μιλήσει γι’ αυτόν, μου είχε δώσει μάλιστα και ένα αντίτυπο της

εφημερίδας του, της «Ομογενειακής», για να πάρω μια ιδέα του αγωνιστικού

προοδευτικού πνεύματός του.

Τα πρώτα χρόνια των αμερικανικών περιπετειών μου δεν είχα το χρόνο και το κέφι

να ψάξω να τον βρω. Πού και πώς να βρεις άλλωστε έναν άνθρωπο μέσα στο χάος

της Νέας Υόρκης;

Μια μέρα λοιπόν, στην αίθουσα Κρύσταλ Πάλας, τον είδα. Και κατάλαβα ότι ήταν

εκείνος, από τον εριστικό τρόπο που μιλούσε αλλά και την ανεκτικότητα που

διέκρινα ότι του έδειχναν, οι συνομιλητές του.

Κάποια στιγμή με πλησίασε και κάπως επιθετικά μου είπε: «Εσείς οι νέοι, όλα πια

νομίζετε ότι τα ξέρετε. Και τους κάνετε φίρμες. Φίρμες τους κάνετε τους

Ομοσπόνδυλους. Και παίρνουν τα μυαλά τους αέρα».

Ομοσπόνδυλους αποκαλούσε ο Μπάμπης όλους τους Έλληνες που ασχολούνταν με

την Ομοσπονδία Ελληνικών Σωματείων Νέας Υόρκης.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

48

«Ακούστε κύριε Μαλαφούρη», του αποκρίθηκα ήρεμα, «δίκιο έχετε, εσείς τα ξέρετε

όλα, εγώ προσπαθώ να μάθω. Ανοίξτε μια σχολή δημοσιογραφικής επιμόρφωσης και

να είστε βέβαιος ότι θα είμαι ο πρώτος μαθητής σας».

Αυτό ήταν, η επιθετικότητα του Μπάμπη έπεσε. Δώσαμε γνωριμία, μιλήσαμε για

τους κοινούς γνωστούς και από τότε γίναμε φίλοι. Πήγαινα σπίτι του, όπου γινόταν

σχεδόν φορτικός να δοκιμάσω τις ονομαστές φασολάδες και το χταπόδι που

έφτιαχνε με έναν δικό του τρόπο.

Του άρεσε να μου δείχνει το περίφημο αρχείο του στο οποίο ισχυριζόταν ότι είχε

στοιχεία για τη δράση του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου που υπήρξε ο κυριότερος στόχος

της κριτικής του, για τον… «κόμη κλαρινιτζή» Βούλτσο, τους «Ομοσπόνδυλους» της

«ανομοιογένειας» και τους χουντίσανες Έλληνες της Νέας Υόρκης, τα χρόνια της

δικτατορίας.

Σε περίοπτη θέση είχε ένα ζωγραφικό σκίτσο που

έδειχνε τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο πλαισιωμένο

από τους «ισοβίτες που δεν δίνουν λογαριασμό

σε κανένα» και ήταν γνωστά πρόσωπα

ομογενών. Ο Μπάμπης ξεχώριζε τους

ανθρώπους, σε δύο κατηγορίες. Η μία ήταν των

φιλοϊακωβικών. Εκείνων δηλαδή που είχαν

καλή γνώμη και καλές σχέσεις με τον τότε

Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο. Αυτοί ήταν οι αντίπαλοί

του. Η δεύτερη ήταν όσοι εκφράζονταν κριτικά

ή επικριτικά κατά του Ιακώβου. Αυτούς τους

θεωρούσε φίλους του.

Τον καιρό εκείνο είχα ήδη κάνει μερικά σχόλια

για τον τρόπο οργάνωσης των Κληρικολαϊκών

Συνελεύσεων και είχα πάρει σαφή θέση υπέρ της

διάσωσης και διάδοσης της ελληνικής γλώσσας

μέσα από τα λεγόμενα ελληνικά σχολεία και την Ορθόδοξη Λειτουργία.

Ο Μπάμπης, σπάνια αποκαλούσε άνθρωπο με το όνομά του, στους περισσότερους

είχε κολλήσει παρατσούκλια όχι κολακευτικά. Ήταν όμως τόσο χαριτωμένος

άνθρωπος ώστε όλοι τον αντιμετώπιζαν με συγκατάβαση, γελούσαν ο ένας με το

παρατσούκλι του άλλου και αντάλλασσαν μαζί του αστεία και δηκτικά σχόλια.

Ο Μπάμπης γεννήθηκε το 1902 στο χωριό Άγιος Λέων της Ζακύνθου. Ήταν

υπάλληλος του υπουργείου Γεωργίας και το 1939 πήγε στην Αμερική με ειδική

αποστολή, στην Παγκόσμια Έκθεση της Νέας Υόρκης.

Επειδή είχε συγγενείς εκεί, πήρε άδεια παραμονής για ένα χρόνο και πήγε στ’

αδέλφια του στο Ντιτρόιτ για να δοκιμάσει τις πιθανότητες παραμονής του στην

Αμερική.

Αποδείχθηκε ακατάλληλος, καθώς κατά την άποψη των δικών του, που ο ίδιος μου

είχε μεταφέρει, «ήταν ανίκανος να μεταφέρει ακόμη και ένα μπάξι».

Στις αρχές του Οκτωβρίου του 1940 λοιπόν κατέβηκε στη Νέα Υόρκη για να πάρει το

υπερωκεάνιο «Νέα Ελλάς» και να επιστρέψει στην πατρίδα.

Ο Μπάμπης Μαλαφούρης.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

49

Το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου τον βρήκε στο ξενοδοχείο «Ρεξ» στους 47 δρόμους

και 6η λεωφόρο. «Εκεί κοντά», γράφει ο ίδιος «ήταν μια καφετέρια όπου

μαζευόμασταν μερικοί αργόσχολοι γνωστοί και φίλοι με τον αρχηγό μας τον

αείμνηστο Πωλ Νορ, που ήταν εξόριστος εδώ από τη δικτατορία του Μεταξά. Εκεί με

πληροφόρησαν πως εκείνο το πρωί οι Ιταλοί επιτέθηκαν στην Ελλάδα, από τα

αλβανικά σύνορα και αμέσως ξεκινήσαμε με τον Πωλ Νορ και περπατήσαμε ως τα

γραφεία του ‘’Εθνικού Κήρυκα’’ για να μάθουμε τα νεότερα του Ιταλοελληνικού

πολέμου.

Εκεί μας δέχθηκε στο γραφείο του ο κ. Βάσος Βλαβιανός, ιδιοκτήτης και διευθυντής

της εφημερίδας, ο οποίος δεν άργησε να μας πει, ότι εν όψει του πολέμου μας

χρειαζότανε και ήταν πρόθυμος να μας δώσει δουλειά, την οποία δεχτήκαμε, φυσικά,

ευχαρίστως. Έτσι, ο Πωλ Νορ έμεινε στον ‘‘Κήρυκα’’ για λίγο καιρό και εγώ έφυγα

για το Σικάγο, σαν περιοδεύων ανταποκριτής και μέχρι το Σεντ Λούις, το Μιζούρι

και το Ντιτρόιτ του Μίτσιγκαν. Περνούσα καλά στο Σικάγο και έκανα καλή δουλειά

για τον ‘’Εθνικό Κήρυκα’’, γι’ αυτό μου άνοιξαν γραφείο και μου αγόρασαν

αυτοκίνητο. Την άνοιξη του 1941 έκανα το πρώτο μου ταξιδάκι ως το Σεντ Λούις,

όπου ψάχνοντας βρήκα την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Εκεί βρήκα τον

ημινεαρό παπά που έστεκε στην πόρτα και σαν να κατάλαβε πως δεν με ενδιέφερε να

περάσω μέσα στο ναό, σταθήκαμε λίγο στη χορταριασμένη αυλή και κοιτούσαμε

τα… ‘’γαλάζια πλάτη του ουρανού’’. Με γκρίζα ρούχα και με χρωματιστή γραβάτα,

ο παπάς φαινότανε σαν ωραίος άνθρωπος. Μ’ ερώτησε φυσικά από πού έρχομαι και

όταν του είπα την ιδιότητά μου, έβγαλε από την τσέπη του ένα πενταδόλαρο, για την

εγγραφή του στον ‘’Εθνικό Κήρυκα’’, για 6 μήνες, λέγοντάς μου ότι ήταν εκεί

προσωρινά.

Όταν του έδωσα την απόδειξη πληρωμής την έβαλε στο τσεπάκι του και χωρίς να

πούμε άλλη κουβέντα περπάτησε λίγα βήματα και ξάπλωσε μπρούμυτα στο γρασίδι.

Τότε κατάλαβα πως εκείνος ο παπάς, με τα σπινθηροβόλα μάτια και με το περπατητό

πρόσωπο, κάποια μέρα θα γινόταν μεγάλος άνθρωπος».

Και πράγματι. Ο μεν ιερέας εκείνος έγινε Αρχιεπίσκοπος, ο δε Μπάμπης ισόβιος

κριτής του έργου του.

Θα πρέπει να επισημάνω εδώ ότι ο Μπάμπης δεν ασχολήθηκε με τα κατά καιρούς

σχόλια και κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν γύρω από την ιδιωτική ζωή του

Ιακώβου.

Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν το έργο του και ειδικότερα η θέση του γύρω από την

τύχη της ελληνικής γλώσσας στην Αμερική.

Το έργο ζωής όμως του Μπάμπη Μαλαφούρη ήταν το βιβλίο «Έλληνες της Αμερικής,

1528-1948» που εκδόθηκε το 1948 στη Νέα Υόρκη και αποτελεί βασικό βοήθημα για

κάθε αναγνώστη που θέλει να γνωρίσει την οδύσσεια του Ελληνισμού της Αμερικής.

Η έκδοση του βιβλίου αυτού άργησε τόσο πολύ, που όταν τελικά τυπώθηκε, ο

αδελφός του Διονύσης, που έμενε στο Ντιτρόιτ και το είχε χρηματοδοτήσει, δεν το

πίστευε! Και όπως ο ίδιος ο Μπάμπης μου έλεγε, παρακάλεσε έναν φίλο του να του

στείλει ένα αντίτυπο για να βεβαιωθεί.

Ο Μπάμπης Μαλαφούρης ήταν ένας ποιητής. Ένας ρομαντικός Δον Κιχώτης που

ήθελε τα πράγματα να γίνονται σύμφωνα με τα συμφέροντα των πολλών, του λαού

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

50

και όχι των λίγων. Η εμπειρία του από τη συγγραφή και την κυκλοφορία του

βιβλίου του και τη δημοσιογραφία ήταν όμως αντίθετη. Και ξεκίνησε τον δικό του

μοναχικό αγώνα κατά των «ανεμόμυλων» της «πνευματικής ηγεσίας» του

Ελληνισμού της Αμερικής, τη «Συντεχνία», όπως ο ίδιος την αποκαλούσε.

Καβάλα στο δικό του Ροσινάντε Αχαμνόωντα σε ελεύθερη ελληνική μετάφραση, τη

μηνιαία εφημερίδα «Ομογένεια», την «εφημεριδούλα» όπως ο ίδιος την αποκαλούσε,

ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1969 τον αγώνα του ενάντια σ’ εκείνους που δεν

υπηρετούσαν τα συμφέροντα του Ελληνισμού της Αμερικής, συνεργάζονταν με τη

Χούντα της Ελλάδας, ευνοούσαν ή και υπέθαλπαν τον εξοβελισμό της ελληνικής

γλώσσας από την ορθόδοξη πίστη και θεία λειτουργία.

Οριοθετώντας ο ίδιος τους στόχους της «εφημεριδούλας» του στο πρώτο της φύλλο

γράφει ότι «φιλοδοξεί να ενημερώνει την εδώ Ομογένεια και γενικότερα τους

απανταχού απόδημους Έλληνες για τα εδώ γεγονότα, τα γενόμενα και τα

τεκταινόμενα. Αλλά και για να μνημονεύει στις μελλοντικές γενιές των μεταναστών

μας, εκείνα που διαδραματίζονται σήμερα εις βάρος της φυλής των Ελλήνων από τη

ΣΥΝΤΕΧΝΙΑ που αυτοαποκαλείται «Πνευματική Ηγεσία» του Ελληνισμού Βορείου

και Νοτίου Αμερικής και των δύο Ωκεανών».

Από το πρώτο αυτό φύλλο, ο Μπάμπης Μαλαφούρης επισημαίνει τους στόχους της

κριτικής του. Εκτός από τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο και τους περί αυτόν, πάγιο στόχο

του θα αποτελέσουν οι τότε διευθυντές των δύο ημερήσιων ελληνικών εφημερίδων,

Μαρκέτος και Βλαστός, καθώς και άλλοι μικροεκδότες μικρών εντύπων που

κολάκευαν τον Αρχιεπίσκοπο, ο τότε πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελληνικών

Σωματείων Περικλής Λατζούνης, ο γραφικός κλαρινιτζής Π. Βούλτσος, ο οποίος είχε

αυτοανακηρυχθεί «πρίγκηψ Μέγας Μάγιστος του κυρίαρχου ελληνικού τάγματος

Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου» και μοίραζε τίτλους και τιμές έναντι αμοιβής, και

άλλοι σε μικρότερη κλίμακα.

Σκιαγραφώντας την κατάσταση που επικρατούσε τότε, ο Μπάμπης Μαλαφούρης

γράφει ακόμη στο ίδιο εκείνο άρθρο της «Ομογένειας»: «Ωστόσο, οι αναθυμιάσεις

από το βόρβορο της ανθελληνικής δραστηριότητας έχουν δηλητηριάσει αποπνικτικά

την ατμόσφαιρα του Ελληνισμού της αμερικανικής ηπείρου. Η σήψη, δυστυχώς, έχει

προχωρήσει πολύ, ιδίως σε ύψος. Γι’ αυτό, από καιρό και από παντού είναι διάχυτη

η αξίωση της συντριπτικής πλειοψηφίας του Ελληνισμού της Αμερικής ν’ ακούσει

από κάπου την αλήθεια. Φωνάζει η κοινωνία εναντίον των ‘’Αρχηγών’’ και

‘‘Παραγόντων’’. Κουφός όποιος δεν ακούει αυτή τη φωνή και καθυστερημένος

όποιος δεν κατανοεί τη σημασία της, την αγωνία που εκφράζει.

»Εμείς θεωρούμε ανθρώπινο και ελληνικό χρέος ν’ απαντήσουμε σ’ αυτή τη φωνή της

κοινωνίας μας, που είναι κι ένας απόηχος της φωνής των μαρτυρικών εκείνων

πρωτοπόρων, οι οποίοι δημιούργησαν τόσα από εκείνα που λυμαίνονται σήμερα οι

Άρχοντες λυμαινόμενοι και τη μνήμη τους. Θεωρούμε χρέος μας να μην

αδιαφορήσουμε για όσα ακατονόμαστα συντελούνται γύρω μας, αναλαμβάνοντας

έναν αγώνα που, αν τον κρίνει κανείς νοικοκυρίστικα, θα τον βρει και δυσανάλογο

προς το μπόι μας.

»Αλλά η δύναμη που απαιτείται για ένα τέτοιον αγώνα δεν μετριέται με τις ίντσες.

Μετριέται με την πίστη στην αλήθεια και με την απόφαση ν’ αντιμετωπίσει κανείς με

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

51

θάρρος και αυταπάρνηση πανίσχυρους και φαύλους αντιπάλους. Αυτή η πίστη και

αυτή η απόφαση είναι τα κίνητρα με τα οποία εκδίδεται ‘‘Η Ομογένεια’’».

Αυτή η πίστη και αυτή η απόφαση, συμπληρώνουμε εμείς, ήταν εκείνα που

ενδυνάμωναν τον Μπάμπη Μαλαφούρη τέσσερα χρόνια, μέχρι το Νοέμβρη του 1974

που ο «Αχαμνόωντας» του σταμάτησε να εκδίδεται αφού κυκλοφόρησε 29 φύλλα.

Οξύτατος στην κριτική του, στιλίστας δημοσιογράφος, καθιέρωσε εκφράσεις και

χαρακτηρισμούς για πρόσωπα, οργανισμούς και καταστάσεις που για πολλά χρόνια

κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους ανθρώπους, που τον γνώρισαν και διάβαζαν την

εφημερίδα του.

Εντονότατες όμως ήταν και οι αντιδράσεις από τους ίδιους τους «παπουτσογλείφτες»

όπως τους αποκαλούσε, εκείνων που ήταν στο στόχαστρό του. Που δε στάθηκαν ποτέ

ικανές να τον κάνουν να υποστείλει τη σημαία του.

Στο τέλος της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές της επόμενης, μεγάλες αλλαγές

συντελέστηκαν στο χώρο του ομογενειακού Τύπου. Νέοι άνθρωποι, με νέες ιδέες

αντικατέστησαν τους παλιούς. Και μια κριτική δημοσιογραφία για τα έργα της

«Πνευματικής Ηγεσίας» εμφανίστηκε.

Ο Μπάμπης ήταν πανευτυχής. Πόσοι από εμάς τους νέους –τότε- δημοσιογράφους

δεν γίναμε πραγματικά μαθητές του, δεν «εντρυφήσαμε» στα άρθρα του, δε μάθαμε

για πρόσωπα και καταστάσεις, δε συνεχίσαμε, όχι με το ίδιο πάθος και φρασεολογία

το έργο του! Ο Μπάμπης ερχόταν στα γραφεία ή τα σπίτια μας, μας τιμούσε με τη

φιλία του, μας έπαιρνε στο σπίτι του και όλο μας μιλούσε ή μας έδειχνε τα στοιχεία

που είχε μαζεμένα στο αρχείο του, μας έκανε σοφότερους.

Στις πολλές συζητήσεις που είχαμε κάνει, είχα προσπαθήσει να μάθω αν υπήρχε

κάποιος ιδιαίτερος, προσωπικός λόγος που να ερμηνεύει αυτό το πάθος και συνέπεια

που είχε στον αγώνα του κατά των έργων του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου. Οι

απαντήσεις του ήταν πάντα οι ίδιες. Τίποτα το προσωπικό. Αν ο Αρχιεπίσκοπος

δήλωνε έμπρακτα και εργαζόταν ουσιαστικά κατά του αφελληνισμού της

Ομογένειας και αποκήρυττε τη Χούντα των συνταγματαρχών, ο Μπάμπης ήταν

πρόθυμος να του φιλήσει το χέρι.

Είχε πάθος, όχι όμως εμπάθεια. Και χιούμορ. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι δεν έβριζε

όλους όσους έκαναν μετάνοιες και ήταν πιστοί οπαδοί του Αρχιεπισκόπου. Μερικούς

τους οποίους εκτιμούσε ως ανθρώπους για την ηθικότητά τους, τους ξεχώρισε ή

τους… συγχωρούσε. Δεν παρέλειπε όμως, να τους επισημαίνει το «κουσούρι» τους.

Γιατί ο Μπάμπης δεν ήταν ο τύπος του δολοπλόκου ή του διπρόσωπου. ‘Ο,τι είχε να

πει το έλεγε μπροστά σου. Φωναχτά μάλιστα, εξαιτίας της βαρηκοΐας του.

Τα παρατσούκλια με τα οποία είχε «στολίσει» τους περισσότερους από τους

γνωστούς τότε ομογενοπατέρες τα ήξεραν όλοι και τα χρησιμοποιούσαν. Θυμάμαι

πόσο γελούσε και πόσο χαιρόταν όταν κουβεντιάζοντας ανέφερα τους παράγοντες

αυτούς με τα παρατσούκλια τους. Ο Νεοπλουτίδης, ο Κατσαπλιάς, ο Χαζουλέας, η

Αστέρω, οι Μαριγούλες, ο Τουλουμοτύρης. Ήθελε ο Μπάμπης να δημιουργήσει

σχολή, ήθελε να υπάρξει συνέχεια στο δημοσιογραφικό του έργο. Και το πέτυχε. Τα

χρόνια εκείνα, τα «ηρωικά», αρκετοί δημοσιογράφοι της Νέας Υόρκης είχαμε

εγκολπωθεί τις ιδέες του, είχαμε καβαλήσει το δικό μας «Αχαμνόωντα» και

πηγαίναμε να κυριεύσουμε κάστρα και πύργους. Δεν έχει σημασία αν το πετύχαμε ή

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

52

όχι. Σημασία έχει ότι πράξαμε κατά συνείδηση ότι «δεν μετρήσαμε το μπόι μας σε

ίντσες» αλλά δουλέψαμε «με πίστη και απόφαση».

Ο Μπάμπης Μαλαφούρης πρέπει να πέρασε τον Αχέροντα στις 23 Ιανουαρίου 1990

ήσυχος. Έπραξε το χρέος του στο ακέραιο. Και κατέγραψε την αληθινή ιστορία του

Ελληνισμού της Αμερικής, όχι μόνο στο βιβλίο του, αλλά κυρίως στην εφημερίδα

του, που θα αποτελέσει φωτεινό οδηγό στους μελλοντικούς ιστορικούς.

Όσο σκληρός και επιθετικός όμως ήταν με τους ανθρώπους της εξουσίας, τόσο αβρός

και ευγενικός ήταν με τις κυρίες και δεσποινίδες.

Όσες φορές ήρθε στο σπίτι μου, πάντα έφερνε λουλούδια για την οικοδέσποινα,

γλυκά και καλά λόγια για τα παιδιά μου.

Σε δύο περιπτώσεις είχε ζητήσει τη συνεργασία μου. Μία για να επανεκδώσει την

«Ομογένεια» και άλλη μια για να ξαναγράψουμε την ιστορία των Ελλήνων της

Αμερικής. Πίστευε ότι θα έπρεπε να ξαναγραφτεί το κεφάλαιο της ιστορίας για την

Εκκλησία και να συνεχιστεί με τα νεότερα στοιχεία που είχε στο μεταξύ

συγκεντρώσει. Κάθε φορά που κάποιος επώνυμος δημοσιογράφος – ο Παύλος

Παλαιολόγος για παράδειγμα – έγραφε θετικά για τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο,

γινόταν έξω φρενών. Και αποφάσιζε να ξαναεκδόσει την «Ομογένεια». Σε λίγες

μέρες όμως το ξεχνούσε. Είχε γεράσει πια, τα χέρια του έτρεμαν πολύ από τη νόσο

του Πάρκινσον που έπασχε και ξεχνούσε. Ήταν οι ώρες που ένιωθα τρομερή

αμηχανία, καθώς τον έβλεπα να προσπαθεί να ξεπεράσει τις συνέπειες του χρόνου

και να αναζητά τη χαμένη του νιότη.

Ο Μπάμπης «μετρούσε» τους ανθρώπους ανάλογα με τη γνώμη που είχαν για τον

Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο. Και όταν κάποτε έγραψα κάτι θετικό (ήταν η εποχή που ο

Αρχιεπίσκοπος χάρισε το Πνευματικό Κέντρο στην Αστόρια), με τον Μπάμπη

κάναμε πολύωρες συζητήσεις για να τον πείσω πως αυτός ο τρόπος ήταν της σωστής

κριτικής. Μερικές φορές μπορούσαμε να έχουμε διαφορετικές εκτιμήσεις, ποτέ όμως

δεν αμφισβήτησε την εντιμότητά μου και κυρίως το ότι δεν ήμουν «αργυρώνητος».

Πολλές ώρες πέρασα στο διαμέρισμά του, σχεδιάζοντας την επανέκδοση της

«Ομογενειακής» και αρκετά δείγματα γραφής του έδωσα, παρά το γεγονός ότι ήταν

τακτικός αναγνώστης μου και γνώριζε το ύφος της γραφής μου.

Υποπτεύομαι ότι ο βασικός λόγος που δεν πραγματοποίησε το σχέδιό του εκείνο,

ήταν η οικονομική αδυναμία του. Ήταν κοινό μυστικό ότι τα έφερνε δύσκολα πέρα,

καθώς ο μοναδικός τρόπος προσπορισμού του ήταν η μικρή σύνταξή του και το

βιδάνιο που εισέπραττε από τις βραδιές χαρτοπαιξίας που οργάνωνε στο σπίτι του

μεταξύ λίγων και εκλεκτών φίλων του.

Μου το είχε ομολογήσει ο ίδιος, σε μια έκρηξη αυτοκριτικής που είχε.

Στις επισκέψεις μου εκείνες μου δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσω ότι το περίφημο

αρχείο που οι φήμες έφερναν να διαθέτει περιοριζόταν σε δικά του και ξένα

δημοσιεύματα και σχολιασμούς γύρω από τα έργα και τις ημέρες του Ιακώβου.

Μετά το θάνατό του, ο φίλος του δικηγόρος Ν. Πατούρης δήλωσε ότι «δεν υπάρχει

αρχείο, εκτός από μερικές εφημερίδες».

Άλλωστε, ο ίδιος ο Μπάμπης σε γράμμα του προς τον «Πρακτορικό» μια στήλη στον

«Εθνικό Κήρυκα» της οποίας την ευθύνη είχα, στις 6 Απριλίου 1981 που υπέγραφε ως

Απόστολος Αποστολίδης ομολογούσε ότι το αρχείο του αυτό που το αποτελούσαν

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

53

τεύχη του «Ορθόδοξου Παρατηρητή», «είναι η μοναδική του περιουσία. Και τη

θεωρώ περιουσία γιατί μέχρι τώρα, μπορεί να πει κανείς πως μέσα σ’ αυτά τα τεύχη

του ‘’Ο.Π.’’ κρύβεται μια απίθανη ιστορία του ομογενειακού μας στοιχείου, η οποία

θα έχει πολύτιμη αξία γιατί θα είναι παγκοσμίου ενδιαφέροντος ανάγνωσμα!!!».

Μια μέρα τον ρώτησα αν πιστεύει στο Θεό.

Αντί για απάντηση, μου αφηγήθηκε την παρακάτω ιστορία.

Πολέμησε στη Μικρά Ασία και κατά την υποχώρηση πιάστηκε τρεις φορές

αιχμάλωτος. Κατάφερε όμως και τις τρεις φορές να ξεφύγει.

Κάποτε, ενώ περιπλανιόταν χαμένος και αποκομμένος από τους υπόλοιπους

Έλληνες, έπεσε πάνω σ’ ένα σκοτωμένο άλογο. Δίπλα του ήταν πεσμένο ένα κιβώτιο.

Το έσπασε και διαπίστωσε ότι είχε μέσα μπουκάλια με ούζο.

Έσπασε ένα μπουκάλι, ήπιε λίγο και έφαγε μερικά φρέσκα φασόλια από κάποιο

παρακείμενο κήπο.

Τον πήρε ο ύπνος. Μέσα στ’ όνειρό του, άκουσε κάποιον να τον φωνάζει με τ’ όνομά

του. Γύρισε και είδε κάποιον Τζαννετάκο, Κεφαλλονίτη, ο οποίος του χρωστούσε

χάρη επειδή τον είχε μάθε γραφή και ανάγνωση.

«Φύγε», του είπε ο Τζαννετάκος.

«Άσε με, δεν μπορώ άλλο», του αποκρίθηκε ο Μπάμπης.

«Αστειεύεσαι», επέμεινε ο φίλος του, τον πήρε από το μπράτσο και περπατώντας

τρεις μέρες και τρεις νύχτες τον έφερε μέχρι τη Σμύρνη.

«Πού βρέθηκε ο άνθρωπος αυτός, ο σωτήρας μου, μέσα στην ερημιά»; αναρωτήθηκε

ο Μπάμπης. Και συμπέρανε: «Σίγουρα λοιπόν κάτι υπάρχει. Όχι όμως ο Θεός του

Ιακώβου»...

Το τέλος του Μπάμπη Μαλαφούρη ήταν –δυστυχώς- άσχημο και άδικο. Μόνος,

παρά τους δύο γάμους που είχε κάνει, με ελάχιστους φίλους, έφθασε σε κατάσταση

ανεπίτρεπτη.

Η συγγραφέας και παλαιά συνεργάτριά του Ρεγγίνα Παγουλάτου, η οποία

ειδοποιήθηκε για την κατάστασή του, την περιέγραψε ως εξής, σε δημοσίευμά της

στην «Πρωινή» του Σαββατοκύριακου 27-28 Ιανουαρίου 1990.

«Ο κλήρος έλαχε σ’ εμένα να ‘’θρηνήσω… δημοσιογραφικά’’ τη φυσιογνωμία του

Μπάμπη Μαλαφούρη, που μας άφησε χρόνους, στα ογδόντα εφτά του και, χρόνια,

στις 23.1.1990.

Κι είναι, αλήθεια, πολύ δύσκολο έτσι –κάπως εσπευσμένα, κι απροετοίμαστα- να σας

δώσω την εικόνα ενός ανθρώπου, που έπαιξε σημαντικό ρόλο ανάμεσά μας. Γι’ αυτό

θυμάμαι, ότι ίσως είχε δίκιο κάποιος φίλος, όταν πριν από ενάμιση χρόνο, που

έπαιρνε την κάτω βόλτα ο Μπάμπης, να μου πει: «Δεν κάνεις έναν επικήδειο, ένα

εκτενές σημείωμα για τον Μαλαφούρη, να το βάλουμε στο συρτάρι, να ‘ναι έτοιμο

και το χρησιμοποιούμε, όταν χρειαστεί»;

Μου φάνηκε τόσο μακάβρια η ιδέα, που ούτε να το σκεφτώ δεν μου πήγαινε. Παρ’

όλο που κάθε μέρα από τότε έφθινε σπίτι του, ολομόναχος, μέχρι που κατέληξε στο

νοσοκομείο, ένας ζωντανός – νεκρός. Αφού λόγω μαλάκυνσης εγκεφάλου, δεν

γνώριζε, δεν θυμόταν, δεν είχε την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Για να πάει

από πνευμονία, τελικά, εντός νοσοκομείου, ενώ η καρδιά του λειτουργούσε σαν

παιδιού.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

54

Η τελευταία φορά που τον είδα, ήταν πριν από μερικούς μήνες, όταν με την Εύα

Γεωργιάδου, υπάλληλο του προξενείου, πήγαμε σπίτι του. Τον βρήκαμε σε ένα

απελπιστικά βρώμικο περιβάλλον με στοίβα τα άδεια κουτιά από γάλα, τις σακούλες

τις πλαστικές του σούπερ-μάρκετ. Δεν καλογνώριζε και δεν καλοθυμόταν. Φύγαμε

φαρμακωμένες, χωρίς να του προσφέρουμε τίποτα ουσιαστικό, εκτός από κάτι

φαγητά και φρούτα.

Ζήτησα βοήθεια από τη HANAC, αναφέροντας την κατάστασή του. Να του στείλουν

τουλάχιστον μια γυναίκα, να του παστρεύει και να του φτιάνει ένα πιάτο φαΐ, για

μία – δύο ώρες την ημέρα, ή να φροντίσουν να τον βάλουνε σ’ ένα γηροκομείο. Αντί

για κάτι απ’ αυτά τα απλά και ανθρώπινα, βρέθηκε για μήνες τώρα, στο Νιου Γιορκ

Χόσπιταλ, με τη φροντίδα των Αντώνη και Γιάννη Βασσίλαρου και του δικηγόρου

Νίκου Πατούρη. Όσοι τυχόν φιλοτιμήθηκαν να επισκεφθούν τον ασθενή, μεταξύ των

οποίων και ο Κώστας Ζυμαράκης, έφευγαν χωρίς κουράγιο να ξαναντικρύσουν το

χάλι του.

Φυσικά τώρα, τα αναδρομικά κροκοδείλια δάκρυά μας δεν έχουν καμιά σημασία.

Και δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ασυνείδητη τύψη, που έτσι κι αλλιώς, όσο

να ‘ναι, μας ξαλαφρώνει».

Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις

Τον Ιούνιο του 1980, ο Αντώνης Διαματάρης, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναλάβει εξ

ολοκλήρου την έκδοση και διεύθυνση του «Εθνικού Κήρυκα», με φώναξε στο

γραφείο του και μου ανέθεσε να μελετήσω το θεσμό των Κληρικολαϊκών

Συνελεύσεων, για να μπορέσουμε, ενημερωμένοι, να παρακολουθήσουμε το 25ο που

επρόκειτο να συνέλθει στην Ατλάντα Τζόρτζια.

Στο μεταξύ είχα αποκτήσει διασυνδέσεις με προέδρους Ελληνορθόδοξων κοινοτήτων

και φωτισμένους ιερείς, μπόρεσα να κάνω πιο εύκολα την έρευνά μου και στις 27

Ιουνίου δημοσίευσα το πρώτο μου άρθρο.

Η πρώτη μου διαπίστωση ήταν ότι στα συνέδρια αυτά δεν συμμετείχαν όλες οι

κοινότητες, όπως η Αρχιεπισκοπή διακήρυσσε.

Δεύτερη διαπίστωση η μειωμένη παρουσία του λαϊκού στοιχείου. Ενώ δηλαδή από

κάθε κοινότητα θα έπρεπε να πάρουν μέρος τέσσερα άτομα (πρόεδρος, ιερέας και

δύο λαϊκοί εκπρόσωποι), στην πραγματικότητα συμμετείχαν μόνο ο ιερέας και ο

πρόεδρος. Σε μερικές περιπτώσεις, μόνο ο ιερέας.

Ο θεσμός των Κληρικολαϊκών Συνελεύσεων που καθιερώθηκε το 1921 αποτελούσε

και αποτελεί το ανώτατο όργανο της Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Σ’ αυτές

λαμβάνονται (ή έπρεπε να λαμβάνονται) αποφάσεις μεγάλης σημασίας για την

πορεία και το μέλλον των οργανωμένων Ελληνορθόδοξων κοινοτήτων της Αμερικής

και κατ’ επέκταση του εκεί Ελληνισμού.

Η πλέον γνωστή και επεισοδιακή ήταν η 20η Κληρικολαϊκή που είχε συγκληθεί στη

Νέα Υόρκη και στην οποία αποφασίστηκε η καθιέρωση της αγγλικής γλώσσας στη

Θεία Λειτουργία και έγινε η πρώτη προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης της

Αρχιεπισκοπής Αμερικής από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η συγχώνευσή της με

άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες και η δημιουργία Ορθόδοξου Πατριαρχείου Αμερικής,

με πρώτο Πατριάρχη τον τότε Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

55

Δύο χρόνια αργότερα, στο Χιούστον, ο Ιάκωβος υπαναχώρησε και διαβεβαίωσε τους

συνέδρους της 21ης Κληρικολαϊκής και μέσω αυτών τον Ελληνισμό της Αμερικής, ότι

η Αρχιεπισκοπή είναι «τμήμα του κλίματος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως

και γλώσσα της είναι πρωτίστως η ελληνική».

Οι δύο εκείνες αποφάσεις είχαν ξεσηκώσει τον Ελληνισμό της Αμερικής, ο οποίος,

παρά τις διαβεβαιώσεις του 1982 συνέχιζε να αμφιβάλλει για το αν οι άνθρωποι που

πλαισίωναν τον Αρχιεπίσκοπο θα σταματούσαν να μεθοδεύουν την εν καιρώ

εφαρμογή των σχεδίων τους.

Ένα άλλο συμπέρασμα της έρευνας μου εκείνης ήταν ότι οι σύνεδροι προσέρχονταν

απροετοίμαστοι, χωρίς να έχουν προηγουμένως ενημερωθεί για τα θέματα τα οποία

θα έμπαιναν για συζήτηση και ότι στην ουσία καλούνταν για να επικυρώσουν

αποφάσεις που ήδη είχαν ληφθεί από τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόεδρος κοινότητας της Νέας Υόρκης που ρωτήθηκε αν

είχε πάρει σχετική εγκύκλιο, μου απάντησε ότι «θα πρέπει να έχει έρθει, δεν είναι

όμως εδώ η γραμματέας για να τη βρει».

Αντιθέτως, ο τότε πρόεδρος της κοινότητας Αγίου Δημητρίου Αστόριας Νίκος

Ανδριώτης μου δήλωσε ότι εγκύκλιος δεν είχε πάει, ο ίδιος δεν ήταν ενήμερος και

φυσικά δεν είχε ενημερώσει το κοινοτικό συμβούλιο, όπως προβλέπεται από τον

κανονισμό.

Όπως ήταν φυσικό, το δημοσίευμα εκείνο αλλά και όσα ακολούθησαν, ξάφνιασαν

δυσάρεστα την Αρχιεπισκοπή, η οποία τα χρόνια εκείνα λειτουργούσε χωρίς

δημοσιογραφική κριτική.

Πρωτόπειρος εγώ, πήγα κάπως μαζεμένος στην Ατλάντα. Απέφευγα μάλιστα να

διασταυρωθώ με τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο, ο οποίος δεν με γνώριζε προσωπικά.

Σ’ ένα διάλειμμα των εργασιών του συνεδρίου και ενώ τριγυρνούσα στη μεγάλη

αίθουσα του ξενοδοχείου, ένιωσα ένα χέρι να με ακουμπά στον ώμο.

Γύρισα και αντίκρισα τον Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος προλαβαίνοντας την αμηχανία

μου, μου είπε: «Πώς είστε, αγαπητέ κύριε Μιχαλάκη»!

«Καλά, ευχαριστώ, σεβασμιότατε», του αποκρίθηκα και έσπευσα να συναντήσω τον

Αντώνη για να τον ενημερώσω. «Πρόσεξε», του είπα, «είναι παμπόνηρος. Γιατί, ενώ

θα επιθυμούσε να με χαστουκίσει, με καλόπιασε».

Από τις πολλές επιτροπές που συνεδρίαζαν εκεί, προτίμησα να παρακολουθήσω την

Επιτροπή Παιδείας, η οποία ήταν από τις πλέον αδικημένες. Ενώ –για παράδειγμα-

την Επιτροπή Οικονομικών την παρακολουθούσαν 150 άτομα, στην Επιτροπή

Παιδείας είχαμε δώσει το παρών μας, μόλις 20 άτομα.

Η συζήτηση ήταν ανιαρή και αδιάφορη μέχρι τη στιγμή που πήρε το λόγο ο

πρόεδρος της κοινότητας Αγίου Δημητρίου Αστόριας Νίκος Ανδριώτης, ο οποίος

επεσήμανε ότι ενώ ο προϋπολογισμός της Αρχιεπισκοπής τα τελευταία 4-5 χρόνια

είχε τριπλασιαστεί, το κονδύλι για την εκπαίδευση παρέμενε το ίδιο. Και πρότεινε να

αυξηθεί στις 250.000 δολάρια. Προς μεγάλη έκπληξη όλων μας όμως, ο τότε

διευθυντής του Γραφείου Παιδείας της Αρχιεπισκοπής Μανόλης Χατζηεμμανουήλ

δήλωσε ότι τα χρήματα που είχε του αρκούσαν και δεν ήθελε περισσότερα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

56

«Άκουσε κύριε Χατζηεμμανουήλ», του απάντησε ο Ανδριώτης, ο οποίος είχε τη φήμη

του γλωσσά, «τα λεφτά δεν τα ζητούμε για να αυξηθεί ο μισθός σου, αλλά για να

επεκταθεί ο ρόλος του Γραφείου Παιδείας».

«Τι να κάνω περισσότερο δηλαδή»;

«Να καθιερώσετε –για παράδειγμα- επιθεωρητές ανά επισκοπή για τα ελληνικά

σχολεία».

Η Επιτροπή δέχθηκε την πρόταση, όταν όμως πήγε στη γενική συνέλευση

απορρίφθηκε με εισήγηση μάλιστα του Αρχιεπισκόπου και τη σύμφωνη γνώμη του κ.

Χατζηεμμα-

νουήλ, με το

επιχείρημα

ότι το

σύνολο των

χρημάτων

που

διετίθεντο

για την

Παιδεία,

ξεπερνούσε

το ένα

εκατομμύριο

δολάρια, αν

συμπεριλαμ-

βάνονταν σ’

αυτά και τα

χρήματα

που

απαιτούνταν

για το

Ελληνικό Κολέγιο που είχε έδρα στο Μπρουκλάιν της Βοστόνης.

Το ενδιαφέρον των περισσότερων συνέδρων επικεντρώθηκε γύρω από τον

οικονομικό προϋπολογισμό, ο οποίος όταν ήρθε για συζήτηση και επικύρωση στη

γενική συνέλευση, επικυρώθηκε χωρίς καν να συζητηθεί! Το γεγονός αυτό, το οποίο

από πολλούς σχολιάστηκε ως «πραξικόπημα», το Γραφείο Τύπου της Κληρικολαϊκής

το χαρακτήρισε ως «νίκη». Χωρίς βέβαια να διευκρινίζει ποίου και επί ποίου.

Τη δεύτερη μέρα του συνεδρίου, ο Αρχιεπίσκοπος ειδοποίησε εμένα και τον

συνάδελφο της «Πρωινής», να ανεβούμε στη σουίτα του ξενοδοχείου του για να μας

παραχωρήσει συνέντευξη.

Ανεβήκαμε και πληροφορηθήκαμε ότι για πρώτη φορά ο ελληνοαμερικανικός Τύπος

παρακολούθησε Κληρικολαϊκή «πράγμα που έχει ιδιαίτερη σημασία διότι ως

αντικειμενικοί παρατηρητές, θα διαμορφώσετε δική σας γνώμη».

Του παρατήρησα ότι θα ήταν σκόπιμο να περιμένουμε να τελειώσουν οι εργασίες της

Συνέλευσης, να βγουν τα συμπεράσματα, να διαμορφώσουμε ολοκληρωμένη άποψη

και μετά να μας δώσει συνέντευξη.

Από τις πλέον ενδιαφέρουσες στιγμές της Κληρικολαϊκής Συνέλευσης της

Ατλάντα, ήταν η συνάντησή μου με τoν πατέρα του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ,

τον οποίο πλαισιώνουμε, μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

57

Συμφώνησε και είπαμε να ξανασυναντηθούμε στο ίδιο μέρος, την επόμενη ημέρα.

Την άλλη μέρα όμως, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών έφυγε για διακοπές. Και

όταν μετά την επιστροφή του στη Νέα Υόρκη του ζήτησα –όχι μία φορά μόνο- να

συζητήσουμε πάνω στο θέμα, το αρνήθηκε.

Χαρακτηριστική όμως ήταν και η συμπεριφορά των ιερέων απέναντί μου στη

Συνέλευση εκείνη. Οι περισσότεροι με απέφευγαν «όπως ο διάβολος το λιβάνι» με

προφανή λόγο να μην κακοχαρακτηριστούν, ενώ ελάχιστοι μου «πέταξαν»

κουβέντες του τύπου «καλά τα γράφεις» ή «μη βλέπεις μόνο την επιφάνεια».

Ένα ακόμη σημείο τριβής του «Εθνικού Κήρυκα» με την Αρχιεπισκοπή αποτέλεσε

μελέτη που έκανε η εταιρεία Γκάλοπ, μετά από παραγγελία της Αρχιεπισκοπής

Αμερικής.

Το κείμενο της μελέτης εκείνης δεν δόθηκε στους ενδιαφερόμενους, στους προέδρους

των κοινοτήτων δηλαδή, τα ΜΜΕ και στους συνέδρους του 25ου Κληρικολαϊκού

Συνεδρίου που κλήθηκαν να το επικυρώσουν. Περιορίστηκαν σε μία περίληψη στα

αγγλικά που έγινε από το νομικό σύμβουλο της Αρχιεπισκοπής δικηγόρο Πίτερ

Κουρίδη και δημοσιεύθηκε στο δημοσιογραφικό όργανο της Αρχιεπισκοπής, τον

«Ορθόδοξο Παρατηρητή».

Μερικά από τα συμπεράσματα εκείνα ήταν εξοργιστικά. Υποστήριζε για παράδειγμα

ότι ο «Ορθόδοξος Παρατηρητής» διαβάζεται όχι μόνο από τα μέλη των κοινοτήτων

στα οποία πήγαινε υποχρεωτικά αλλά και από το 75% των μη μελών των

κοινοτήτων. Δεν διευκρίνιζε, όμως, πώς τον προμηθεύονταν αυτοί τον «Ο.Π». αφού

δεν κυκλοφορούσε παρά μόνο ταχυδρομικά στα εγγεγραμμένα μέλη των

κοινοτήτων.

Δεύτερο συμπέρασμα ήταν ότι η «Ατλαντίδα» ήταν η τρίτη εφημερίδα που επηρέαζε

τους ομογενείς.

Η «Ατλαντίδα» όμως είχε κλείσει από το 1972!

Ο «Εθνικός Κήρυκας» άρχισε σειρά δημοσιευμάτων από τις 30 Ιουνίου 1980 που

επεσήμαινε τις ανακρίβειες αυτές. Φροντίσαμε μάλιστα να συναντήσουμε τον ίδιο

τον Δρα Γκάλοπ στην Ατλάντα και να του επισημάνουμε τις ανακρίβειες που

υπήρχαν μεταξύ του δικού του κειμένου, με το οποίο είχαμε φροντίσει να

εφοδιαστούμε και της περίληψης, πράγμα το οποίο και ο ίδιος είχε διαπιστώσει.

Δύο ήταν τα σοβαρά θέματα που βρίσκονταν τότε στην επικαιρότητα. Το ένα ήταν ο

περιορισμός της ελληνικής γλώσσας στις ακολουθίες της Θείας Λειτουργίας και το

άλλο η φημολογούμενη προσπάθεια της Αρχιεπισκοπής Αμερικής να

ανεξαρτητοποιηθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να ανακηρυχθεί σε

Πατριαρχείο Αμερικής.

Χαρακτηριστικό της επικρατούσας κατάστασης ήταν και το παρακάτω στιγμιότυπο.

Όταν ο Ιάκωβος κάλεσε τους ελληνόφωνους δημοσιογράφους στη σουίτα του

ξενοδοχείου του, συνάδελφος τον ρώτησε άτσαλα και αδόκιμα «αν είναι αλήθεια ότι

θέλετε να γίνετε Πατριάρχης». Ο Ιάκωβος τον κοίταξε με το γνωστό, ειρωνικό του

ύφος και του αποκρίθηκε: «Μη λες, παιδάκι μου, αφέλειες».

Το θέμα ήταν υπαρκτό. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1981 με πρωτοσέλιδο άρθρο μας

αποκαλύψαμε το σχέδιο που επεξεργάζονταν ώστε ο επόμενος προκαθήμενος της

Εκκλησίας της Αμερικής δεν θα εκλεγόταν –όπως μέχρι τότε- από το Οικουμενικό

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

58

Πατριαρχείο αλλά από κατάλογο τριών Επισκόπων της Αμερικής, το οποίο θα

υπέβαλε η Αρχιεπισκοπή και από το οποίο το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα έπρεπε

να διαλέξει τον έναν.

Οι υποστηρικτές του σχεδίου εκείνου πρόβαλλαν το επιχείρημα ότι «η Ομογένεια

έφθασε σε ηλικία» και κατά συνέπεια ήρθε ο καιρός για ν’ αποφασίσει η ίδια για την

τύχη της και όχι «η μικρή ομάδα των γερόντων» Αρχιερέων που ζουν στην

Κωνσταντινούπολη και δεν γνωρίζουν τις εδώ συνθήκες».

Θα περνούσαν ωστόσο τρία χρόνια για να πάρουμε στα χέρια μας τα ντοκουμέντα

της προσπάθειας εκείνης, τα οποία δημοσιεύσαμε στο φύλλο της Δευτέρας 23 Μαΐου

1983. Βάσει των στοιχείων εκείνων, ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος, με γράμμα που έστειλε

στις 27 Ιουλίου 1981 στον Οικουμενικό Πατριάρχη του υπέβαλε τα πρακτικά της

έκτακτης συνεδρίασης της Συνόδου των Επισκόπων της Αρχιεπισκοπής Αμερικής της

20ής Ιουνίου 1981 «στο οποίο διαλαμβάνονταν αναθεωρητικές παρατηρήσεις και

σκέψεις, κυρίως επί του κανονισμού περί συγκροτήσεως και λειτουργίας της Ιεράς

Συνόδου των Επισκόπων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής».

Οι «παρατηρήσεις και σκέψεις» εκείνες προέβλεπαν:

1. Να εκλέγεται ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής με τριπρόσωπο ψηφοδέλτιο και όχι από

το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

2. Να μετονομαστεί η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία Βορείου και Νοτίου Αμερικής

σε Ορθόδοξη Εκκλησία Αμερικής.

3. Να «εξυψωθούν» οι Επίσκοποι σε Μητροπολίτες.

4. Να περιοριστεί η αναφορά της Επαρχιακής Συνόδου Αμερικής προς το Ο.Π. μόνο

επί θεμάτων Ειδικών Δογματικών, Κανονικών και Διαχριστιανικών.

5. Να εκλέγονται οι Επίσκοποι από τη Σύνοδο των Επισκόπων (Αμερικής) και όχι

από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με το τριπρόσωπο ψηφοδέλτιο, όπως γίνεται τώρα.

6. Να συμμετέχει η Αρχιεπισκοπή Αμερικής στις Πανορθόδοξες Διασκέψεις και το

Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών αυτεπαγγέλτως και αυτοτελώς.

7. Άλλα μικρότερης σημασίας αιτήματα, τα οποία αποτελούσαν προσπάθεια

απόσπασης της Αρχιεπισκοπής Αμερικής από Επαρχία του Οικουμενικού

Πατριαρχείου και ανακήρυξή της σε Αυτόνομη και Αυτοκέφαλη Εκκλησία.

Στο απαντητικό πατριαρχικό γράμμα επισημαίνονται τα παρακάτω πορίσματα και

αποφάσεις της Εκκλησίας:

19ο Κληρικολαϊκό

Συνέδριο στην

Αθήνα. Στην πρώτη

σειρά οι

δικτάτορες Γ.

Παπαδόπουλος, Στ.

Παττακός και οι

Αρχιεπίσκοποι

Αθηνών Ιερώνυμος

και Αμερικής

Ιάκωβος.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

59

Δεν είναι δυνατό να παραβλεφθούν ορισμένες καταστάσεις και αρχές που θα

προκύψουν σε περίπτωση έγκρισης και αποδοχής των προτάσεων αυτών υπό τας

παρούσας μάλιστα καταστάσεις.

Είναι «λίαν πρόσφατος» η επελθούσα διοικητική αναδιάρθρωση της Αρχιεπισκοπής

Αμερικής που επήλθε με το εν ισχύ Σύνταγμα του οποίου τώρα αναπτύσσεται η

εφαρμογή στην πράξη. Τροποποίησή του και μάλιστα σε σημεία «θεμελιωδώς δομικά

και θεσμικά, θα δημιουργούσε αστάθεια και αβεβαιότητα ως προς τη λειτουργία του

νέου σχήματος και θα οδηγούσε ίσως σε μεγαλύτερα προβλήματα τα οποία πρέπει να

αποφευχθούν αυτή την ώρα».

Κατά τις διεργασίες του εφαρμοζόμενου Συντάγματος, συνέχιζε το Πατριαρχικό

Γράμμα, τέθηκαν τρεις βασικές αρχές:

1. Να διατηρηθεί άρρηκτη η ενότητα και ανεκτικότητα της Αρχιεπισκοπής.

2. Να πραγματοποιηθεί διοικητική αποκέντρωση και καταμερισμός του ποιμαντικού

έργου και

3. Να μη διασαλευθεί «ποσώς» ο κανονικός δεσμός που υφίσταται σήμερα της

Αρχιεπισκοπής προς τον Οικουμενικό Θρόνο «ως Επαρχίας αυτού».

Η επόμενη 26η Κληρικολαϊκή Συνέλευση πραγματοποιήθηκε το 1982 στο Σαν

Φρανσίσκο. Στην Ελλάδα στο μεταξύ το ΠΑΣΟΚ είχε νικήσει στις εκλογές και είχε

αναδειχθεί σε κυβέρνηση. Μαύρες πλερέζες σε πολλούς συντηρητικούς ομογενείς,

αλλά και από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος παλαιότερα είχε ζητήσει να

κλείσει το γραφείο του ΠΑΣΟΚ στη Νέα Υόρκη.

Είχε προβλέψει μάλιστα ότι «η αποξένωση μεταξύ Ομογένειας και Μητέρας Ελλάδος

δεν είναι κάτι αδύνατον αν υπάρξει αδιαφορία απ’ εδώ, είτε από την Ελλάδα».

Ωστόσο, ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου έστειλε μήνυμα στη Συνέλευση, το

οποίο ο Αρχιεπίσκοπος, σε απαντητικό του τηλεγράφημα χαρακτήρισε

«εμπνευσμένο». Ήταν η αρχή μιας πολιτικής που λίγα χρόνια αργότερα θα

χαρακτηριζόταν από ανταλλαγή εκατέρωθεν ενθουσιαστικών σχολίων.

Το σημαντικότερο για μένα γεγονός της Συνέλευσης αυτής ήταν η γνωριμία μου με

τον ελληνικής καταγωγής συγγραφέα Χάρη Μάρκ Πετράκη και η συνέντευξη που

μου παραχώρησε.

Χάρης Μάρκ Πετράκης

Δεν είχα διαβάσει τα βιβλία του, μου είχε μιλήσει όμως για εκείνον η Θεανώ

Παπάζογλου Μάργαρη και γνώριζα ότι έγραφε με συγκίνηση και σεβασμό για τους

πρώτους Έλληνες μετανάστες της Αμερικής, τα βάσανα, τα όνειρα και τις ελπίδες

τους που είχε βιώσει από πρώτο χέρι, αφού ήταν παιδί ελληνορθόδοξου ιερέα,

μεγαλωμένος σε ελληνοαμερικάνικο περιβάλλον.

Θεωρώ ότι θα αδικούσα το κείμενο εκείνο αν το έγραφα από την αρχή. Το

αναδημοσιεύω λοιπόν, όπως ακριβώς δημοσιεύθηκε στον «Εθνικό Κήρυκα» της 18ης

Ιουλίου 1982:

«Οι παιδικές εμπειρίες και αναμνήσεις από τον αγώνα επιβίωσης και δημιουργίας

που έδωσαν οι πρωτοπόροι μετανάστες μας σ’ αυτόν τον τόπο, ήταν τα πρώτα

ερεθίσματα που έβαλαν τον Χάρη Μάρκ Πετράκη στο δρόμο της τέχνης του λόγου.

Δρόμος δύσκολος, γεμάτος απογοητεύσεις. Πολύ περισσότερο όταν εκείνος που

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

60

ξεκινά σαν νέος Δον Κιχώτης να κατακτήσει τον κόσμο δεν είναι μποέμ, αλλά

άνθρωπος φορτωμένος με όλες τις χαρές και τις ευθύνες μιας οικογένειας.

Αυτόν τον δύσκολο, ανηφορικό δρόμο πήρε ο γιος του πρωτοπόρου ιερέα, ο

Χαράλαμπος Πετράκης. Και δικαιώθηκε. Σήμερα κατέχει μια καλή θέση στην

αμερικανική λογοτεχνία και για μας τους Ελληνοαμερικανούς είναι πηγή εθνικής

περηφάνιας. Είναι ο πρώτος Ελληνοαμερικανός συγγραφέας γεννημένος εδώ, που

γράφει στην αγγλική γλώσσα χωρίς να ξεχνά την πατρική και κύρια χωρίς να κοπεί

από τις ρίζες της φυλής μας, τις παραδόσεις μας, τον βασανισμένο Έλληνα

μετανάστη της Αμερικής.

Ο Χάρης Μαρκ Πετράκης μίλησε πριν λίγες ημέρες στο Σαν Φρανσίσκο, στα πλαίσια

της Κληρικολαϊκής Συνέλευσης σκορπίζοντας στην αίθουσα μια πρωτόγνωρη

συγκίνηση.

Θέμα του ήταν οι αγώνες των πρωτοπόρων μας να ριζώσουν στο νέο τόπο.

Και πήρε για παράδειγμα μια αντιπροσωπευτική οικογένεια, την οικογένεια του

πατέρα του. Ενώ λοιπόν μέχρι τότε η αίθουσα ήταν αδιάφορη και παρακολουθούσε

τις ομιλίες με ευγενική συγκατάβαση, όταν ανέβηκε στο βήμα ο Χάρης, όλα άλλαξαν.

Μια συγκίνηση απλώθηκε παντού που την διέκοπταν τα γέλια από τα χαριτωμένα

ανέκδοτα που έλεγε από τις περιπέτειες των γονιών του. Έτσι δεν μπορούσες να

ξεχωρίσεις αν τα δακρυσμένα μάτια που για μία και μόνη φορά είδαμε στις

τετραήμερες εκδηλώσεις ήταν από χαρά ή λύπη.

Για μένα, ήταν μια στιγμή ιδιαίτερης χαράς που έγινε ευτυχία, όταν ο Χάρης

Πετράκης δέχτηκε ευγενικά την πρόσκλησή μου να μου αφιερώσει λίγη ώρα και να

μιλήσουμε για τη ζωή και το έργο του.

Με τον Χάρη καθίσαμε και κουβεντιάσαμε σαν δύο άνθρωποι με το ίδιο μεράκι. Το

μεράκι της λογοτεχνίας. Ο ένας φτασμένος, με δέκα βιβλία στο ενεργητικό του από

τα οποία το ένα έγινε μπεστ-σέλερ και ταινία. Ο άλλος, στο δρόμο της προσπάθειας.

Όπως όλοι οι πραγματικά μεγάλοι, ο Χάρης

Πετράκης είναι απλός, εγκάρδιος και σεμνός.

Άρχισε από πολύ νέος να γράφει, από 22

χρονών. Για δέκα ολόκληρα χρόνια έστελλε τα

χειρόγραφά του που όμως δεν αγοράζονταν.

Στο μεταξύ, είχε παντρευτεί και τα έξοδα

έτρεχαν. Έτσι αναγκάστηκε να δουλέψει στα

σιδεράδικα, στα τρένα, σε ξενοδοχεία, όπου

μπορούσε, για να εξασφαλίσει το ψωμί της

οικογένειάς του. Τώρα, στα 59 του χρόνια ζει

από τη λογοτεχνία, από τα βιβλία που γράφει

και τις ομιλίες που κάνει στα πανεπιστήμια.

Ποια είναι τα θέματά του;

«Άρχισα να γράφω», μου λέει, «για πράγματα

που δεν ήξερα, δεν είχα ζήσει. Και δεν είχα

επιτυχία. Όταν γύρισα και άρχισα να γράφω

για τον κοινωνικό μου περίγυρο, τους Έλληνες

μετανάστες και τον κόσμο τους, τότε το γράψιμό

Με τον ελληνικής καταγωγής

συγγραφέα Χάρη Μάρκ Πετράκη

στο Σαν Φρανσίσκο, λίγο πριν τη

συνέντευξη που μου παραχώρησε.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

61

μου γνώρισε ένα βάθος που δεν το είχε πριν.

Πιστεύω -συνεχίζει ο Χάρης Πετράκης-, ότι ο καλός συγγραφέας πρέπει ν’ αρχίζει

απ’ αυτά που είναι δικά του.

Σ’ ένα ορισμένο σημείο όμως, περνάει μια πόρτα και αρχίζει να γράφει για τη ζωή,

το θάνατο, τον έρωτα. Ξεφεύγει από τα περιορισμένου εθνικού χαρακτήρα θέματα

και μπαίνει στα πανανθρώπινα».

Αν και γεννημένος εδώ στην Αμερική , ο Χάρης έχει κάνει έξι ταξίδια στην Ελλάδα

και μιλάει με ιδιαίτερη συγκίνηση για το χωριό του πατέρα του, στο Ρέθυμνο.

«Το πρώτο μου ταξίδι το έκανα πριν 13 χρόνια», μου λέει, «στο χωριό του πατέρα

μου. Κοιμήθηκα στο κρεβάτι που γεννήθηκε. Άκουσα τη νύχτα να πέφτει η βροχή,

όπως την άκουγε εκείνος όταν ήταν νέος. Το πρωί κοίταξα τα βουνά που κοίταζε

εκείνος, όταν νέος σχεδίαζε το μέλλον του. Για μας, κάθε ταξίδι στην Ελλάδα είναι

γεγονός, μεγάλο και συγκινητικό. Λέω για μας, γιατί το πρώτο μου ταξίδι το έκανα

με τη γυναίκα μου τη Δήμητρα και τα δύο από τα τρία αγόρια μας. Κάναμε Πάσχα

στο χωριό του πατέρα.

Όταν έγραψα το βιβλίο μου ‘’Η Ώρα της Καμπάνας’’, πάνω στην Επανάσταση του

’21, γύρισα όλη την Ελλάδα».

«Έχεις διαβάσει Έλληνες συγγραφείς και ποιους ξεχωρίζεις»; τον ρωτώ.

«Για μένα», μου απαντά, «θα είναι πάντοτε ο δάσκαλος και τα μάθια του είναι τα

μάθια που μ’ έχουν βοηθήσει περισσότερο να γνωρίσω την Ελλάδα, ο Καζαντζάκης.

Αλλά εκτιμώ πάρα πολύ και τον Πρεβελάκη και τον βλέπω όταν πηγαίνω στην

Ελλάδα. Η Ελλάδα, αν και μικρό κράτος, έχει θαυμάσια λογοτεχνία και ποίηση.

Μέσα σε 17-18 χρόνια πήρε δύο βραβεία Νόμπελ κι αυτό είναι σημαντικό. Ακόμη, ο

Κίμων Φράιερ είναι καλός μου φίλος και τελευταία γνώρισα τον Πετσάλη».

Σε άλλη ερώτησή μου, αν έχουν μεταφραστεί τα βιβλία του στην Ελλάδα μού λέει ότι

«Η Ώρα της Καμπάνας» έχει κάνει τρεις εκδόσεις στην Κύπρο με πάρα πολύ καλή

κυκλοφορία.

Ακόμη, το «Όνειρο Βασιλέων» που εδώ έγινε ταινία με τον ‘Αντονι Κουίν και την

Ειρήνη Παπά κυκλοφορεί στην Ελλάδα και τελευταία μεταφράστηκε το «Νικ Δι

Γκρικ».

Γυρίζουμε τη συζήτηση στην αμερικανική λογοτεχνία.

«Γράφουν πάρα πολλοί εδώ», μου λέει. «Υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες για τους

συγγραφείς, παράλληλα όμως το βιβλίο χάνεται μέσα στον ωκεανό των 35-40.000

βιβλίων που τυπώνονται κάθε χρόνο, πολλά από τα οποία είναι χωρίς αξία.

Το βιβλίο του καλού συγγραφέα είναι δύσκολο να πουληθεί», συμπληρώνει, «γιατί

οι καλοί συγγραφείς δε δέχονται εντολές από τους εκδότες για το τι θα γράψουν.

Βέβαια υπάρχουν πολλοί άλλοι άγνωστοι συγγραφείς που γράφουν κατά

παραγγελία.

Αραιά -συνεχίζει ο Χάρης Πετράκης-, βγαίνουν βιβλία που γίνονται μπεστ-σέλερ και

μπορούν ν’ αποδώσουν 3-4 εκατομμύρια δολάρια, ποσό απίστευτο για άλλα κράτη

του κόσμου. Και το δικό μου, το ‘Ονειρο Βασιλέων’ που κυκλοφόρησε το 1968, μπήκε

για 12 εβδομάδες στη λίστα των ‘’N.Y. Times’’ μεταξύ των 12 πρώτων βιβλίων. Τότε

το πούλησα για ταινία, για 100.000 δολάρια, πέιπερ μπακ για 50.000 δολάρια και

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

62

ένα μπουκ κλαμπ το πήρε για 40.000 δολάρια. Την εποχή του έκανε 200.000 δολάρια.

Αν ήταν σήμερα στον κατάλογο των μπεστ-σέλερ θα έκανε εκατομμύρια.

Τα άλλα μου βιβλία δε γνώρισαν την ίδια επιτυχία. Ωστόσο, θεωρώ τον εαυτό μου

τυχερό. Υπάρχουν πολλοί καλοί συγγραφείς, που γράφουν όλη τους τη ζωή και δεν

κατάφεραν να μπουν ούτε μια φορά στον κατάλογο των μπεστ-σέλερ.

Είμαι 59 χρονών. Είμαι ευτυχής. Για 22-23 χρόνια κάνω τη δουλειά που θέλω να

κάνω. Δεν έχω βέβαια τακτικά το τσέκι μου, αλλά κάνω τη ζωή που μ’ αρέσει.

Έχω τρείς γιους στο Σαν Φρανσίσκο και πριν 8 μήνες απόκτησα μια εγγονούλα.

Λοιπόν, δε μετάνιωσα που έγινα συγγραφέας. Τα όνειρα που είχα όταν ήμουν 22

χρονών δεν τα ‘χω πια στον ίδιο βαθμό».

Τρία αγόρια αποτελούν την οικογένεια του Χάρη Πετράκη. Ο μεγαλύτερος γιος του

είναι ηθοποιός και παίζει σε σοβαρά έργα, στο Σαν Φρανσίσκο.

Ο δεύτερος γιος του δουλεύει για την πολιτεία της Καλιφόρνιας και πάει τα βράδια

στο σχολείο για να γίνει ηθοποιός, ενώ ο τρίτος που μένει στη Μινεάπολη ασχολείται

με τον κινηματογράφο και γράφει.

«Όλοι, πάνω κάτω», μου λέει ο Χάρης, «σ’ αυτό τον κλάδο έχουν βρεθεί. Δεν έχουμε

κανένα γιατρό ή δικηγόρο. Εγώ όμως, που ακολούθησα το δρόμο που διάλεξα και τη

γραμμή που ήθελα δεν μπορούσα να τους πω τι να κάνουν. Το μόνο που τους είπα

ήταν: Να κάνετε ό,τι θέλετε με την ψυχή σας και μ’ εμπιστοσύνη στον εαυτό σας».

Ο Πρακτορικός

Η κριτική στον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής, ούτε άρχισε, ούτε τέλειωσε με τα

Κληρικολαϊκά Συνέδρια. Ένας τομέας μόνιμης σχεδόν κριτικής μας ήταν το επίπεδο

της παρεχόμενης ελληνικής παιδείας στα κοινοτικά απογευματινά σχολεία.

Στις 8 και 21 Οκτωβρίου 1981 από το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο Παιδείας

εγκρίθηκαν οι νέοι κανονισμοί Συστήματος Ελληνικής Παιδείας της Ελληνικής

Ορθοδόξου Αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής, τα οποία σχολιάσαμε σε

σειρά έξι άρθρων από 27 Μαϊου -3 Ιουνίου 1982.

Πέρα από τα άρθρα αυτά όμως, τα πιο τσουχτερά σχόλια δημοσιεύθηκαν στη στήλη

του «Πρακτορικού» που τότε είχε πρωτοεμφανιστεί και είχε πλατιά απήχηση και

αποδοχή από τους αναγνώστες μας. Για πρώτη φορά παρουσιαζόταν στην

ελληνοαμερικανική δημοσιογραφία μια στήλη που όπως από την αρχή είχε

διακηρύξει και με σεβασμό διατηρούσε, αποτελούσε το αυτί και το στόμα του απλού

αναγνώστη.

Μπορούσε ο κάθε αναγνώστης να μας τηλεφωνήσει, να κάνει το σχόλιό του, το

παράπονο ή την παρατήρησή του σε οποιοδήποτε θέμα, βέβαιος ότι την επόμενη

ημέρα θα το έβλεπε δημοσιευμένο στη σχετική στήλη.

Όπως ήταν επόμενο, ο Πρακτορικός απέκτησε πολλούς θαυμαστές και όχι λίγους

εχθρούς. Οι πρώτοι ήταν οι απλοί ανώνυμοι αναγνώστες μας. Οι δεύτεροι ήταν

εκείνοι που ασκούσαν ή προσπαθούσαν να ασκήσουν εξουσία και ξέφευγαν από τα

επιτρεπόμενα όρια αλλά και κάποια «ψώνια» της Ομογένειας που προσπαθούσαν να

ξεχωρίσουν και να προβληθούν μέσα από τις τοπικές εφημερίδες.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

63

Η στήλη ξεκίνησε ως προσπάθεια συλλογική. Ο κάθε συντάκτης δηλαδή θα έπρεπε να

γράφει ένα χιουμοριστικό και καυστικό σχόλιο την ημέρα, πάνω στα θέματα της

επικαιρότητας.

Όπως συμβαίνει συχνά στις προσπάθειες αυτές, στην αρχή παρατηρήθηκε

ενθουσιασμός. Σιγά-σιγά όμως τα θέματα εξαντλήθηκαν και οι συνάδελφοι

«ξεχνούσαν» να δώσουν το σχόλιό τους. Επειδή δε η στήλη δημοσιευόταν στη σελίδα

της Ομογένειας την ευθύνη της οποίας είχα εγώ, υποχρεώθηκα να καλύπτω τον κενό

χώρο, γράφοντας περισσότερα σχόλια.

Ένα ακόμη πρόβλημα ήταν οι αντιδράσεις όσων θεωρούσαν ότι εθίγησαν από

κάποιο δημοσίευμα, αντιδράσεις που δεν ήταν πάντα μέσα σε πλαίσια ευπρεπείας.

Ο συντάκτης δηλαδή, δεν θα έπρεπε να γράψει μόνο το σχόλιό του αλλά και να

αντιμετωπίζει μετά, την αντίδραση, ακόμη και την οργή εκείνων που είχαν αντίθετη

άποψη.

Την ευθύνη αυτή την είχε αναλάβει ο διευθυντής της εφημερίδας, ο οποίος εκ της

θέσεώς του είναι υπεύθυνος για ό,τι γράφεται. Αυτό όμως δεν ικανοποιούσε εκείνους

που αντιδρούσαν, οι οποίοι απαιτούσαν το όνομα και την κεφαλή του συντάκτη επί

πίνακι.

Έτσι, άρχισε ένα κρυφτούλι αποφυγής ευθυνών. Χαρακτηριστικό είναι το

παράδειγμα συναδέλφου, ο οποίος έγραψε για μια συζήτηση που έγινε σε γνωστή

ταβέρνα της Αστόριας. Όταν όμως άρχισαν τα οργισμένα τηλεφωνήματα, ο

συνάδελφος θεώρησε σωστό να φορτώσει σ’ εμένα το σχόλιο εκείνο.

Να σημειωθεί ότι στην ταβέρνα εκείνη δεν είχα πάει ποτέ μου, τους ανθρώπους που

αφορούσε το σχόλιο δεν τους γνώριζα κατ’ όψιν, συνεπώς ήταν εντελώς ανόητο να

θεωρηθώ και ο συντάκτης του σχολίου. Άντε όμως να μιλήσεις για λογική σε

ανθρώπους που δεν την έχουν.

Επειδή λοιπόν οι αντιδράσεις δεν περιορίζονταν στα λόγια αλλά υπήρχε και απειλή

ξυλοδαρμού πήρα την ηρωική απόφαση να γράφω μόνος μου όλη τη στήλη ώστε να

έχω την ευθύνη των δικών μου γραπτών και μόνο.

Μεγάλη ήταν η επιτυχία της στήλης και πολλά τα θέματα που ξεκίνησαν από απλά

σχολιάκια εξελίχθησαν σε πρωτοσέλιδα.

Παράδειγμα η υπόθεση Γκουλέτα. Απρίλιο του 1981 μου τηλεφωνεί ένας φίλος και με

πληροφορεί ότι

επίκειται γάμος της

Ελληνοαμερικανίδας

Ευαγγελινής

Γκουλέτα με τον τότε

κυβερνήτη της Νέας

Υόρκης Χιου Κάρεϊ.

«Να ζήσουν», ήταν

το δικό μου σχόλιο.

«Δεν κατάλαβες»,

συνέχισε ο φίλος μου. «Διανύουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή και από τη θρησκεία μας

απαγορεύονται οι γάμο πριν το Πάσχα».

Ο τότε Κυβερνήτης της

Νέας Υόρκης Χιού Κάρεϊ

και η ελληνοαμερικανίδα

επιχειρηματίας Ευαγγελινή

Γκουλέτας, στην παρέλαση

της 25ης Μαρτίου στην

Πέμπτη Λεωφόρο του

Μανχάταν, το1981.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

64

Το θέμα το θεώρησα ασήμαντο, έγραψε ωστόσο ένα μικρό σχόλιο σημειώνοντας ότι

αν υπήρχαν αναγνώστες μας που επιθυμούσαν να κάνουν το γάμο τους πριν από το

Πάσχα, θα μπορούσαν να επικαλεστούν το «δεδικασμένο».

Ω του θαύματος, τις επόμενες ημέρες δεν τηλεφώνησε στην Αρχιεπισκοπή ένα μόνο

ζευγάρι, αλλά τρία. Η απάντηση όμως που πήραν ήταν αρνητική.

Το θέμα λοιπόν έπαιρνε τώρα άλλη διάσταση, κοινωνική και ταξική. Πολύ

περισσότερο αφού το επίσημο δημοσιογραφικό όργανο της Αρχιεπισκοπής, ο

«Ορθόδοξος Παρατηρητής», είχε δημοσιεύσει στις 25 Φεβρουαρίου σχόλιο στο οποίο

υποδείκνυε στους υπεύθυνους οργανώσεων εκδηλώσεων ότι από τις 9 Μαρτίου που

άρχιζε η Μεγάλη Σαρακοστή, θα έπρεπε να αποφεύγουν τη διοργάνωση

χοροεσπερίδων.

Πώς λοιπόν από τη μια απαγορευόταν ένας απλός χορός και από την άλλη δινόταν

άδεια γάμου; Το θέμα ξέφυγε από το καλαμπούρι και έγινε ταξικό. Έφτασε μάλιστα

να γίνει κύριο άρθρο στις 11 Απριλίου.

Όλο αυτό το διάστημα, η Αρχιεπισκοπή σιωπούσε. Είχε περιοριστεί στο να

διοχετεύσει την πληροφορία ότι την άδεια την είχε δώσει το Οικουμενικό

Πατριαρχείο, γεγονός που μας έδωσε ευκαιρία για νέα σχόλια.

Τέλος, στις 13 Απριλίου, η Αρχιεπισκοπή Αμερικής, με επιστολή που υπέγραφε ο τότε

διευθυντής Τύπου Παναγιώτης Γαζουλέας, μας πληροφορούσε με ύφος αρκούντως

ειρωνικό, ότι ο κυβερνήτης Κάρεϊ είχε διατυπώσει την επιθυμία του να τελέσει τους

γάμους του την ημέρα των γενεθλίων του (11 Απριλίου) στο ναό του Αγίου

Πατρικίου της Νέας Υόρκης. Η Καθολική Εκκλησία, όμως, αρνήθηκε να του δώσει

άδεια επειδή ήταν διαζευγμένος. Απευθύνθηκε λοιπόν στην Ελληνική Ορθόδοξη

Αρχιεπισκοπή, η οποία με τη σειρά της προσέφυγε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το

οποίο ενέκρινε το αίτημα «κατ’ οικονομίαν». Τώρα, τι είδους «οικονομία» ήταν

αυτή, δεν διευκρινίστηκε ποτέ.

Ο Πρακτορικός ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το θέμα της Ελληνικής Παιδείας. Κάποια

περίοδο μάλιστα έγινε αποδέκτης ανυπόγραφων δακτυλογραφημένων κειμένων με

πολύ σημαντικές πληροφορίες.

Από το συντακτικό και την ορθογραφία των κειμένων γινόταν φανερό ότι ο

συντάκτης τους ήταν εκπαιδευτικός, ο οποίος γνώριζε από μέσα πολύ καλά το θέμα.

Οι πληροφορίες δεν περιορίζονταν στα κείμενα εκείνα. Πολλές και διαφωτιστικές

ήταν και οι πληροφορίες τις οποίες μου έδινε από το τηλέφωνο μυστηριώδης κυρία η

φωνή της οποίας μου ήταν άγνωστη. Μυστήριο!

Μια μέρα τηλεφώνησα σε ελληνική δημόσια υπηρεσία της Νέας Υόρκης, για να

πάρω μια πληροφορία. Το τηλέφωνο το σήκωσε μια κυρία. Μόλις άκουσε όμως το

όνομά μου φάνηκε να τα χάνει και προσπάθησε ν’ αλλάξει τη φωνή της. Κατάλαβα

ότι ήταν η ανώνυμη πληροφοριοδότριά μου. Δεν το σχολίασα όμως.

Όταν συναντηθήκαμε, λίγες ημέρες αργότερα, σε δημόσια εκδήλωση, την πλησίασα

και της είπα:

«Εμείς οι δύο, πρέπει να τα πούμε».

«Φύγε, φύγε, μη μου μιλάς και με εκθέτεις», μου απάντησε πανικόβλητη.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

65

Σε λίγες ημέρες, όμως, μου τηλεφώνησε κοινή φίλη μας, η οποία με κάλεσε στο σπίτι

της. Πήγα. Ήταν εκεί η κυρία, αλλά και ο σύζυγός της, οι οποίοι πράγματι ήταν σε

θέση να γνωρίζουν πολλά από όσα γίνονταν στα παρασκήνια.

Τους ζήτησα έγγραφα τα οποία γνώριζα ότι είχαν.

Μου υποσχέθηκαν ότι θα τα έδιναν, όταν θα έφευγαν για την Ελλάδα. Δυστυχώς δεν

κράτησαν το λόγο τους.

Ένα άλλο στοιχείο επιτυχίας του «Πρακτορικού» ήταν η θεία Φραγκούλα,

δημιούργημα της φαντασίας μου και της αγωνίας μου να σχολιάζω όσο μπορούσα

πιο καυστικά και χιουμοριστικά τα γεγονότα.

Το όνομα το εμπνεύστηκα κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας στην Αστόρια. Είχαν

προσκληθεί σ’ αυτήν και οι διπλωματικές αρχές της Νέας Υόρκης. Επειδή όμως δεν

μπορούσαν να έρθουν, έστειλαν μια υπάλληλο, η οποία στρογγυλοκάθισε στη μεσαία

«επίσημη» θέση της πρώτης σειρά. Όταν δε ο υπεύθυνος της εκδήλωσης ανέφερε τ’

όνομά της, η κυρία σηκώθηκε και άρχισε να υποκλίνεται στο κοινό. Στο πρόσωπό

της, τη στιγμή εκείνη είδα τον άγνωστο ανώνυμο άνθρωπο, ο οποίος αποκτά μια

στιγμή διασημότητας.

Την ονόμασα Φραγκούλα, την έκανα θεία μου, και κάθε φορά που βρισκόμουν σε

κατάσταση πνευματικής δυστοκίας ερχόταν στο γραφείο μου, ανοίγαμε μια

συζήτηση πάνω σε θέματα επικαιρότητας ή γενικά κοινωνικά, συχνότατα με μάλωνε

τρυφερά και συχνότερα παραπονιόταν για τη… βαρβαρότητα και τον άξεστο

χαρακτήρα του συζύγου της, του μπάρμπα Μήτσου!

Μεγάλη η επιτυχία της θείας Φραγκούλας, πολλές και απολαυστικές, με σοβαρό

υπόβαθρο όμως, οι συζητήσεις που κάναμε. Όταν όμως επέστρεψα στην Ελλάδα την

εγκατέλειψα. Και υποπτεύομαι ότι η καημένη πέθανε από μελαγχολία.

Οι αντιδράσεις των αναγνωστών θετικές. Μία αναγνώστρια ωστόσο, αποφάσισε να

πάρει τη θέση της θείας. Μου τηλεφωνούσε, μου έστελνε γράμματα, ακόμη και…

γλειφιτζούρια μου έστελνε για να με καλοπιάσει. Υπέγραφε με ψευδώνυμο.

Στις 11 Νοεμβρίου 1991 και ενώ εγώ είχα φύγει για την Ελλάδα, στον «Ε.Κ.»

δημοσιεύθηκε το γράμμα μιας αναγνώστριάς μας, η οποία κατέθετε «ένα δάκρυ για

την Θεανώ Παπάζογλου Μάργαρη», που πρόσφατα είχε πεθάνει.

Στο γράμμα της εκείνο έγραφε ότι από τότε που είχε πάει στην Αμερική το 1961,

μοναδικός της σύντροφος ήταν ο «Ε.Κ». Την είχε γοητεύσει ιδιαίτερα το

χρονογράφημα της Θεανώς που έγραφε για τις Ελληνίδες μάνες, τις οποίες

προέτρεπε να της γράφουν τα παράπονά τους ως μετανάστριες και εκείνη «έκανε τα

βάσανά τους τραγούδια».

Η αναγνώστρια μας ανταποκρίθηκε με φόβο μην τον κοροϊδέψει επειδή οι

γραμματικές τις γνώσεις ήταν του Δημοτικού και της έστειλε κείμενά της που είχαν

δημοσιευθεί στο ελληνικό περιοδικό «Οικογενειακός θησαυρός».

Μετά, «πήρε φόρα» και άρχισε να γράφει στον Πρακτορικό με το ψευδώνυμο

Ελεάνα Σπάντου.

Το πραγματικό της όνομα ήταν Αγλαϊα Σταύρου.

Ο Πρακτορικός έγινε αιτία να γνωριστώ και με τον μπάρμπα Νίκο Πουλάκη. Τις

παραμονές της παρέλασης για την 25η Μαρτίου 1980 πολύ λόγος έγινε αν θα έπρεπε

να γίνει στις 25 Μαρτίου ή να αναβληθεί για το Μάιο, όπως γινόταν τότε, εξαιτίας

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

66

του κακού καιρού που επικρατούσε στη Νέα Υόρκη και του κινδύνου να κρυώσουν

τα μικρά παιδιά.

Νίκος Πουλάκης

Στις πρώτες σειρές των καθισμάτων πρόσεξα έναν σεβάσμιο γέροντα, ο οποίος έβαζε

το χέρι του σαν χωνί, γύρω από τ’ αυτί του για ν’ ακούει, επειδή προφανώς είχε

πρόβλημα.

Ενώ λοιπόν η συζήτηση είχε ανάψει, ο μπάρμπα Νίκος σηκώθηκε όρθιος και έβαλε

φωνή.

«Μωρέ Έλληνες», φώναξε, «αν είχαν τα μυαλά σας ο Κολοκοτρώνης και ο

Καραϊσκάκης δεν θα έκαναν την επανάσταση τον Μάρτιο, θα περίμεναν το Μάιο, να

λιώσουν τα χιόνια».

Το επιχείρημα ήταν ισχυρό και καταχειροκροτήθηκε από την πλειοψηφία. Και

φυσικά η παρέλαση έγινε στις 25 Μαρτίου.

Ωστόσο, ο μπάρμπα Νίκος έμελλε να γίνει γνωστός σε παναμερικανικό επίπεδο τον

Αύγουστο του 1980 εξαιτίας των Ολυμπιακών Αγώνων που τη χρονιά εκείνη έγιναν

στη Μόσχα.

Η αμερικανική ολυμπιακή ομάδα δεν πήρε μέρος στους αγώνες εκείνους και η

αμερικανική κυβέρνηση του Ρ. Ρίγκαν τους σαμποτάρισε εξαιτίας της σοβιετικής

επέμβασης στο Αφγανιστάν.

Ο μπάρμπα Νίκος όμως, ήταν φανατικός φίλαθλος, δεν είχε χάσει καμιά Ολυμπιάδα

αδιαφόρησε και πήρε το δρόμο προς τη Μόσχα. Και μια μέρα, οι οθόνες των

αμερικανικών τηλεοπτικών δικτύων και οι σελίδες των εφημερίδων γέμισαν με το

συμπαθητικό, γελαστό, ρικνό πρόσωπό του.

Τι είχε συμβεί; Σ’ ένα από τα αγωνίσματα, οι δημοσιογράφοι και οι θεατές,

έκπληκτοι είδαν μια αμερικανική σημαία να κυματίζει στην εξέδρα. Από τη μία μέρα

την κρατούσε ένας νεαρός Αμερικανός και από την άλλη ο μίστερ Πολ!

Όταν τον είδα, τα έχασα. «Ποιός μίστερ Πολ»; φώναξα. «Ο μπάρμπα Νίκος ο

Πουλάκης είναι».

Σε λίγες ημέρες, όταν επέστρεψε από τη Μόσχα έσπευσα να τον συναντήσω και να

τον ρωτήσω τι έγινε.

«Τίποτα το σπουδαίο» μου αποκρίθηκε. «Τη σημαία την κουβαλούσε μαζί του ένας

μισοσαλταρισμένος νεαρός Αμερικανός, ο οποίος είχε πάει στη Μόσχα με μια

βαλίτσα γεμάτη Άγιες Γραφές, για να φέρει το λόγο του Χριστού στους άθεους

Σοβιετικούς», όπως έλεγε.

Έτυχε να κάθονται δίπλα στην εξέδρα και σε μια στιγμή ο νεαρός τον παρακάλεσε

να κρατήσει την άκρη ενός υφάσματος. Του έκανε το χατίρι, χωρίς να δει τι ήταν,

αυτό το πανί καθώς είχε προσηλωθεί στ’ αγωνίσματα.

«Ξαφνικά είδα τις τηλεοράσεις να παρατούν τ’ αγωνίσματα και να ρίχνουν τα φώτα

τους πάνω μας. Γυρίζω και βλέπω ότι κρατούσα τη σημαία. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις».

«Μπάρμπα Νίκο», τον ρωτάω, «γιατί ήρθες στην Αμερική»;

«Γι’ αυτήν εδώ», μου απαντά και μου δείχνει τη φωτογραφία μιας όμορφης

γυναίκας. «Για τη Σταυρούλα, τη γυναίκα μου».

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

67

Την Σταυρούλα τη γνώριζε από το νησί του, την

Τζιά, ο μπάρμπα Νίκος. Τους χώρισε όμως ο

πόλεμος. Ο πόλεμος που όσο επιδίωξε να τον

ζήσει ο μπάρμπα Νίκος, τόσο τον σιχάθηκε μετά

και αφιέρωσε τον εαυτό του στην ιδέα της

ειρήνης.

Ο μπάρμπα Νίκος Πουλάκης γεννήθηκε το 1894

στη Τζιά, μέσα στο ζαχαροπλαστείο του πατέρα

του. Επειδή ήταν πιο γεροδεμένος από τον

αδελφό του, αποφάσισαν να τον κάνουν

ζαχαροπλάστη, να πάρει την επιχείρηση του

πατέρα του, να γίνει νοικοκύρης.

Ο αδελφός του, επειδή ήταν πιο φιλάσθενος,

σπούδασε, έγινε αξιωματικός, αποστρατεύθηκε

με τον βαθμό του υποστρατήγου.

Εννέα χρονών, ατσίδας στα μαθήματα, τελειώνει το Δημοτικό Σχολείο και πηγαίνει

στον Πειραιά για ζαχαροπλαστική… μετεκπαίδευση. Δούλεψε σε πολλά και μεγάλα

εργαστήρια και έμαθε καλά τη δουλειά.

Πιτσιρίκος ήταν, όταν έγινε μεγάλη απεργία τροχιοδρομικών που έμεινε ονομαστή

στην Αθήνα. Το συνδικάτο των ζαχαροπλαστών συμπαραστάθηκε στους

τροχιοδρομικούς και ο ανήλικος τεχνίτης κατεβαίνει στο «Γκάζι» της Αθήνας όπου

βρίσκεται μπροστά σε μια μαχητική διαδήλωση. Ακόμη θυμάται μια γυναίκα που

έδειρε έναν αστυνομικό και άλλες που είχαν ξαπλώσει πάνω στις γραμμές για να μην

περάσουν τα τραμ με απεργοσπάστες οδηγούς.

Κάποια στιγμή, οι απεργοί αποφασίζουν να στείλουν αντιπροσωπεία στον

πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Μαζί με τους άλλους εκπροσώπους βάζουν και

τον 14χρονο Νίκο.

Ο επαναστάτης της Θερίσου ακούει τα αιτήματα των απεργών, κάποια στιγμή

παίρνει το μάτι του τον μικρό επαναστάτη, τον πλησιάζει, τον πιάνει από τον ώμο.

« Εσύ τι είσαι, τι θέλεις εδώ»; Τον ρωτάει.

« Εργάτης είμαι κύριε πρόεδρε», του απαντά θαρρετά, «αύξηση θέλω».

Ο Βενιζέλος τον αναμετρά, και μετά χαμογελά.

«Εσύ θα γίνεις καλός αντάρτης», του λέει.

Ο μπάρμπα Νίκος τα αναθυμάται τώρα και γελάει.

«Το ‘πε και έγινε», λέει. «Έγινα αντάρτης».

« Τι άλλο θυμάσαι από εκείνα τα χρόνια μπάρμπα Νίκο»; τον ρωτώ.

«Τι θυμάμαι; Και τι δεν θυμάμαι. Μέχρι και την επανάσταση στο Γουδή. Ξέρεις που

ήμουνα εγώ; Έξω από το Παλάτι και φώναζα ζήτω! Βέβαια τότε ήμουνα βασιλικός».

Όταν ο Βενιζέλος ξεκίνησε τη μεγάλη εκστρατεία που θα μεγάλωνε την Ελλάδα, θα

την έκανε των δύο θαλασσών και των πέντε ηπείρων, ο Νίκος Πουλάκης πάει να

καταταγεί εθελοντής στο στρατό. Επειδή είναι ανήλικος όμως δεν τον δέχονται. Είναι

ωστόσο τόση η λαχτάρα του να πολεμήσει που θα καταταγεί εθελοντής στους

Γαριβαλδινούς. Από εκεί και πέρα θα χορτάσει τον πόλεμο. Και θα τον σιχαθεί. Θα

πάρει μέρος σε τρεις εκστρατείες, θα υπηρετήσει φαντάρος εφτά ολόκληρα χρόνια.

Χαρακτηριστική φωτογραφία του

μπάρμπα Νίκου Πουλάκη. ΄Ηταν

τότε 92 χρονών.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

68

Μια από τις πιο πικρές εμπειρίες της εποχής εκείνης ήταν ο θάνατος του ποιητή

Λορέντζου Μαβίλη στη μάχη του Δρίσκου, όπου από 300 έμειναν μόνο 35 άνδρες.

«Είμαστε δίπλα, δίπλα», μου λέει, «ήρθε ένα βλήμα και του έκοψε το λαιμό. Έσκυψα

κοντά του».

«Κυρ λοχαγέ», του είπα, «τι έπαθες; Να σε βοηθήσω».

«Πρόσεχε παιδί μου, πρόσεχε, πρόλαβε μόνο να πει ο ποιητής και πέθανε».

Άλλος καθοριστικός σταθμός στη ζωή του, ήταν η εκστρατεία της Ουκρανίας, στα

1919.

« Πήγαμε που λες στην Οδησσό, συναντήσαμε Έλληνες, κουβεντιάσαμε, μάθαμε τα

κατορθώματα της τσαρικής Ρωσίας.

Μέχρι τότε, λέει, ήμουνα δεξιός. Η φαμίλια μας, δηλαδή των Πουλάκηδων, των

Ιερομνημόνων και των Πατρίκη που συνδέονταν με συμπεθεριά, ήταν η πιο μεγάλη

φαμίλια στην Τζιά, εξουσίαζε 200 ψήφους.

Να σκεφθείς, συνεχίζει, ο αδερφός της γιαγιάς μου, ο μπάρμπα Γρηγόρης, έβγαινε

48 χρόνια δήμαρχος, χωρίς να μπορεί να τον κουνήσει κανείς. Τόση ήταν η δύναμή

τους που οι πολιτικοί τους αντίπαλοι τους έλεγαν «σκυλόσογο».

Για το μεγάλο ταξίδι στην Αμερική, και τη ζωή του με τη Σταυρούλα επέμενε ο

μπάρμπα Νίκος να αναθυμάται τις χαρές και τις λύπες που ζήσανε μαζί, να μιλάει

σαν ερωτευμένο παλληκαράκι.

Η ζωή εδώ δεν ήταν πάντα εύκολη για τον μπάρμπα Νίκο. Θυμάται ακόμη την

πείνα του ‘29 και τον μεγάλο του γιο να του φωνάζει:

« Πεινάω πατέρα».

« Πώς ζήσαμε είναι θαύμα», μου λέει. «Ενάμισι χρόνο έμεινα άνεργος. Ενοίκιο έκανα

τρία χρόνια να πληρώσω. Υπήρχαν τα συμβούλια των ανέργων και όταν γινόταν

καμιά έξωση πήγαιναν, φορτώνονταν τα έπιπλα και τα ξανάβαζαν στο σπίτι. Τι να

κάνει ο σπιτονοικοκύρης»; Ακόμη, αναθυμάται με συγκίνηση τον Στηβ Καλύβα που

τον σκότωσε δίπλα του ένας αστυνομικός.

Σκύβει κοντά μου το πρόσωπό του και εμπιστευτικά μου λέει: «Το πιστεύεις ότι

έκλεψα»;

«Όχι».

«Και όμως. Σε μια στιγμή απελπισίας, τότε στο ντιπρέσιον, όταν ένα τσούρμο

πεινασμένων όρμησε σ΄ένα μαγαζί και άρχισε να κλέβει, μπήκα κι εγώ. Μας

έπιασαν όμως. Ο αστυνομικός της περιοχής, όταν με είδε, τα χασε.

«Νικ εσύ»;

«Εγώ, του αποκρίθηκα. Έχω γυναίκα και παιδιά».

Ο αστυνομικός με πήγε σε μιαν αποθήκη, μου γέμισε μια σακούλα τρόφιμα, με πήγε

στην πίσω πόρτα του Τμήματος και «άντε» μου είπε, «όποτε έχεις ανάγκη, να έρχεσαι

να σου δίνω εγώ, δεν είσαι εσύ κλέφτης».

Η συζήτηση με τον μπάρμπα Νίκο έχει προχωρήσει, η νύχτα πέφτει στην Αστόρια,

τα φώτα ανάβουν στους δρόμους.

Καθώς τον αποχαιρετώ, τον ρωτώ τι θέλει να τονίσω περισσότερο απ’ όλα αυτά που

είπαμε.

«Γράψε, μου αποκρίνεται, πως δούλεψα 76 ολόκληρα χρόνια. Από 9 χρονών που

πήγα ξυπόλητος στον Πειραιά».

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

69

Τώρα πια, ο μπάρμπα Νίκος βαρέθηκε να δουλεύει για μεροκάματο. Το κάνει μόνο

για μεράκι. Μα δεν μαγειρεύει, όπως έκανε τα προηγούμενα χρόνια.

Με τα μπλοκάκια για την οικονομική ενίσχυση της παρέλασης στην τσέπη του

παίρνει βόλτα τα ελληνικά μαγαζιά, εξηγεί στους συμπατριώτες μας

καταστηματάρχες γιατί πρέπει να γίνεται η παρέλαση, γιατί πρέπει να τιμούμε και

να μην ξεχνούμε εκείνους που έδωσαν την ζωή τους για τη λευτεριά της πατρίδας

μας, γιατί πρέπει να διατηρήσουμε αυτή την κληρονομιά ζωντανή και να τη

μεταδώσουμε στα παιδιά μας και αν συναντήσει κανέναν ζόρικο ή τσιγκούνη

καταστηματάρχη, τσακώνεται μαζί του.

Γυρίζει όμως με ένα σημαντικό ποσό για την παρέλαση και έναν παραπάνω λόγο

να… βάζει τις φωνές αν κάτι δεν πάει καλά, αν δει λιποψυχία και ηττοπάθεια.

Είναι πάντα με το μέρος των νέων, αγαπά τους νέους, πιστεύει σ’ αυτούς όπως λέει,

γιατί εκείνοι είναι η αυριανή ηγεσία μας. Είχα φύγει για μόνιμη εγκατάσταση στην

Ελλάδα όταν έμαθα ότι ο μπάρμπα Νίκος είχε εκδόσει και ένα μικρό

αυτοβιογραφικό βιβλίο με τίτλο «Μετανάστης».

Το διάβασα στη στήλη της Θεανώς Παπάζογλου Μάργαρη, η οποία σε

χρονογράφημά της στις 12 Οκτωβρίου 1985 έγραφε:

«Σε μένα είναι γνωστός κι αγαπητός αμέτρητα χρόνια. Από τον καιρό του

«Ντιπρέσιον», της μεγάλης οικονομικής κρίσης που έδερνε την Αμερική κάπου δέκα

χρόνια. Ζούσα τότε στην Αστόρια κι εγώ.

Το βιβλίο του έκπληξη μεγάλη για μένα – και μάλιστα στην ηλικία του, και πρώτο

του!..

Θα γράψουν βέβαια από τη Νέα Υόρκη γι’ αυτό, αν δεν έγραψαν ακόμα. Μα δεν

μπορώ να μην πω κάτι κι εγώ, αφού διάβασα μονορούφι τις 25 σελίδες του.

Ο μπάρμπα Νίκος Πουλάκης, επικεφαλής μιας μαχητικής διαδήλωσης στην Αστόρια.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

70

Έκπληξη μεγάλη! Τίτλος του «Ο μετανάστης». Τυπωμένο στην Αθήνα (απρόσεκτη

τυπογραφική εργασία) τον Οκτώβρη του 1984! Μα πώς και δε διάβασα, δεν άκουσα,

τόσο καιρό τίποτα, και το έλαβα ένα χρόνο αργότερα. Θα είχε… περιπέτειες φαίνεται

(γνωστές σε μένα μερικές από χρόνια με βιβλία μου που τυπώθηκαν εκεί). Η

αφιέρωση ζεστή, και υπογραφή: Μπάρμπα Νίκος Πουλάκης. Έτριψα τα μάτια μου!

Ο σύντομος πρόλογος του βιβλίου, από τον ίδιο, κατατοπίζει αμέσως τον αναγνώστη

πως βρίσκεται στα «νερά» του ο συγγραφέας με το θέμα, τους τύπους, τους τόπους,

που περιγράφει τόσο παραστατικά και με τόση γνώση – αναφέρει πως 90% είναι απ’

την πραγματικότητα. Μόνο ο τόπος, ο χρόνος και οι ονομασίες έχουν αλλαχθεί, και

πώς οι γραμματικές του γνώσεις είναι της εβδόμης του Δημοτικού και δεν έχει

αξίωση να περάσει ως συγγραφέας. Δεν αναφέρει πως έχει γερή παρατηρητικότητα,

ευαισθησία κι αγάπη για τον Άνθρωπο, μαζί και γερή σκέψη. Και κρίση…

Στην αρχή κάποια ψεγάδια ενοχλούν, μα δεν αργεί ο αναγνώστης να κατακτηθεί

από το βιβλίο και να παρακολουθήσει μ’ ενδιαφέρον τη ζωή που πλημμυρίζει τις

σελίδες μ’ ανθρώπους που κάπου γνώρισε παρόμοιους, καλούς και κακούς, τίμιους

και μη.

Είναι σελίδες βγαλμένες από ζεστή καρδιά, γνώση και παρατήρηση κι αγάπη για τον

Άνθρωπο και κατανόηση. Ζωντανεύουν απλά, χωρίς επιτήδευση, μια εποχή, Έλληνες

εκείνου του καιρού, με τις αγωνίες τους, τις νοσταλγίες τους και τις επιτυχίες

μερικών.

Μια σημαντική φωτογραφία του προσωπικού του «Εθνικού Κήρυκα» παραμονές

Χριστουγέννων, μιάς χρονιάς που δε θυμάμαι πια ποιά ήταν. Στη μέση της φωτογραφίας με τα

σκούρα κοστούμια οι τότε διευθυντές Γιώργος Λεονάρδος (αριστερά) και Αντώνης

Διαματάρης. Στη μέση, η εκπρόσωπος του τότε ιδιοκτήτη Γιουτζίν Ρωσσίδη.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

71

Με το ταξίδι του επιτυχημένου και καλού εστιάτορα, με την ελληνοαμερικανική

οικογένειά του, ξεναγεί και τον αναγνώστη στην αγαπημένη του Τζιά με την ιστορία

της, στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, στα νησιά, ακόμα και στην Πόλη, στην Αγία Σοφία,

χαίρεσαι με τις χαρές των ανθρώπων που σκιαγραφεί, λυπάσαι με τις λύπες τους,

βγαίνεις πλούσιος σε γνώσεις για δαύτα».

Τα Μπρουκλιώτικα και η «Αποδήμων Οδύσσεια»

Το 1979 μερικοί αναγνώστες μας, κάτοικοι του Μπρούκλιν, παραπονέθηκαν ότι

περιορίζαμε το δημοσιογραφικό μας ενδιαφέρον στο Μανχάταν και στην Αστόρια.

Σ’ ένα βαθμό είχαν δίκιο. Αποφασίσαμε λοιπόν να διορθώσουμε την «αδικία». Και

πρότεινα να καθιερώσουμε μια σελίδα την εβδομάδα αφιερωμένη στο Μπρούκλιν.

Για την ακρίβεια, θα ήταν η μισή σελίδα με κείμενα δικά μου και η άλλη μισή με

διαφημίσεις επιχειρήσεων της περιοχής.

Στην αρχή, καλά πηγαίναμε. Σε λίγες ημέρες όμως ο τότε υπεύθυνος του

διαφημιστικού μας τμήματος, Κώστας Αγγελούδης, με πληροφόρησε ότι είχε

συγκεντρώσει διαφημίσεις δύο σελίδων, οπότε ανάλογα θα έπρεπε να πράξω κι εγώ.

Πανικός. Πού θα έβρισκα τόσο δημοσιογραφικό υλικό; Επισκέφθηκα και έγραψα για

τις κοινότητες, τα ελληνικά σχολεία, ακόμη και κάποια καταστήματα. Τι άλλο να

γράψω;

Απογοητευμένος κρατούσα το αριστερό μου μάγουλο, άφησα τη φαντασία μου να

πετάξει και με το δεξί χέρι έγραψα για το αντικείμενο της ταλαιπωρίας μου.

«Μπρούκλιν». Και συνέχισα: «Μια λέξη γεμάτη μαγεία, για μας τους νεώτερους

μετανάστες. Μια λέξη συνώνυμη με την έννοια της Αμερικής, και όλη τη μαγεία των

πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, τότε που οι πρώτοι μετανάστες, οι πρώτοι

‘’μπρούκληδες’’ άρχισαν να επισκέπτονται τη ρημαγμένη από τον πόλεμο Ελλάδα.

Τότε, που τα πρώτα δέματα με ρούχα και τρόφιμα, σταλμένα από στοργικούς θείους,

ή την Ούντρα, άρχισαν να ντύνουν τα γυμνά κορμιά και να θρέφουν τα

σκελετωμένα από τον «πολιτισμό» του Γ’ Ράιχ στομάχια των πεινασμένων ηρώων της

Αλβανίας και της Αντίστασης.

Μπρούκλιν! Πόσες ιστορίες, πόσες περιπέτειες, πόσες φαντασίες δεν έθρεψαν τα

νεανικά μας χρόνια, ιστορημένες από τους πρώτους εκείνους ηρωικούς μετανάστες,

πατεράδες και παππούδες μας που κάποια στιγμή τα χτύπησαν κάτω και γύρισαν

στην πατρίδα.

Ο μεθυσμένος Αμερικάνος, η ομαδική συμβίωση δέκα και δώδεκα μαζί Ελλήνων

μεταναστών, τα ευτράπελα που δημιουργούσε η άγνοια της γλώσσας και χίλια δυο

άλλα πράγματα, λέξεις, τόποι και άνθρωποι, που μας έγιναν οικεία ‘’εξ απαλών

ονύχων’’.

Και τώρα, ώριμοι άντρες πια να σεργιανίζουμε μέσα στα ‘’ντόκια’’ του λιμανιού, να

ανασαίνουμε την αγωνία του Καστιγκαριού, αδιάφορο για τους σημερινούς

ενοίκους του, με ποτισμένους τους τοίχους και το πάτωμά του από τον ιδρώτα

αγωνίας των χιλιάδων καταφρονεμένων ελπιδοφόρων μεταναστών.

Άραγε η αγωνία του σημερινού ‘’λαθραίου’’ μετανάστη πόσο πιο μεγάλη είναι από

κείνη του εξαθλιωμένου από πολυήμερο, γεμάτο περιπέτειες και πείνα προγόνου

μας, που με καρδιά να φτεροκοπά, παρακολουθούσε την κιμωλία του γιατρού που

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

72

ξεχώριζε τους υγιείς που θάμεναν στη χώρα των ονείρων από τους άρρωστους που

θα επέστρεφαν άπραχτοι στην πατρίδα;

Δάκρυα κι ελπίδα. Που σμίγουν σ’ ετούτο το μικρό νησί και τούτο το βρώμικο

λιμάνι. Εγκατάλειψη σήμερα. Λίγη νοσταλγία μόνο, κάποιου γέρου χαμάλη, που

θυμάται ακόμη τα φορτωμένα με ανθρώπινες ελπίδες υπερωκεάνια, κάποιου

ηλικιωμένου μετανάστη που η σκληρότητα της ζωής στην ξενιτειά, δεν στέγνωσε

τέλεια την καρδιά.

Σούρνοντας τα ρεματιασμένα πόδια του, έρχεται νωρίς κάθε πρωί στο

ξεμοναχιασμένο παγκάκι, στο ξάγναντο του πάρκου. Κάτω στα πόδια του η μπούκα

του λιμανιού. Όχι όπως το γνώρισε εκείνος, χωρίς τη γέφυρα του Βεραζάνο, τους

πανύψηλους ουρανοξύστες, την πολυτέλεια του σημερινού σπιτιού με το καρπέτο, το

ζεστό νερό, την κεντρική θέρμανση, το καθημερινό ψωμί.

Ώρες κάθεται και αγναντεύει ο μπάρμπα Γιώργης τα ντόκια του λιμανιού, που

σήμερα μόνο εμπορικά καράβια δένουν. Κι αναθυμάται τότε που τα πρωτοπάτησε

έχοντας στην καρδιά την ευχή της μάνας του και στην πλάτη φορτωμένες τις ευθύνες

μιας φαμίλιας με υποθηκευμένα τα χωράφια για να βγουν τα εισιτήρια τούτου του

ταξιδιού. Με αδερφές ανύπαντρες. Με αδέρφια ανήλικα. Με γονιούς ανήμπορους.

Ύστερα, παίρνει σούρτακα το δρόμο για την Πέμπτη Λεωφόρο. Εκεί που σήμερα, σε

κάθε γωνιά ακούς ρωμαίικα. Σε κάθε μπλόκο βρίσκεις ένα τουλάχιστο ελληνικό

μαγαζί. Εκεί που θαυματουργούν οι νέες ελληνικές μεταναστευτικές γενιές.

Κι ακούει ο μπαρμπαγιώργης σχέδια για μπίζνες, ακούει για χορούς συλλόγων,

ακούει για συμπατριώτες που κέρδισαν τον πλούτο και τη ζωή, άλλοι για

λογαριασμό τους, άλλοι για να δώσουν. Ακούει και θαυμάζει. Δεν παραπονιέται.

΄Αλλα τα χρόνια τα δικά του, άλλα τα τωρινά. Κείνοι δούλεψαν για το καρβέλι. Οι

τωρινοί για τον πλούτο. Και χαίρεται. Γιατί πήγε καλά η ράτσα μας, μπορείς να

μιλήσεις λέφτερα τη γλώσσα της πατρίδας σου, να πας στην εκκλησία της θρησκείας

σου, να μάθεις τα παιδιά σου τα γράμματα του πολιτισμού της ανθρωπότητας, να

πιείς, βρε αδερφέ, τον καφέ σου, τον ελληνικό και να δοκιμάσεις τα μεζεδάκια της

παιδική νοσταλγίας σου.

Το Μπρούκλιν σήμερα είναι μια θαυμαστή πολιτεία. Κατακτημένη από τους

Έλληνες. Με τις τέσσερις Ελληνικές Κοινότητες, τα δύο ημερήσια σχολεία, τα πολλά

απογευματινά, τους δραστήριους τοπικούς ελληνικούς συλλόγους, τις δεκάδες

ελληνικά καταστήματα και εκατοντάδες σπίτια ομογενών. Η Ελληνική Κοινότητα

του Μπρούκλιν είναι μια από τις μεγάλες, αν όχι η μεγαλύτερη αρτηρία, που

τροφοδοτεί την καρδιά της περιοχής».

Έδωσα το κείμενο, «έκλεισα την τρύπα» της σελίδας, το βράδυ όμως

δυσκολοκοιμήθηκα. Πώς θα αντιμετωπιζόταν το μη δημοσιογραφικό κείμενό μου;

Πήγα λοιπόν με κάποια συστολή στο γραφείο. Δεν πρόλαβα όμως να κάτσω στο

γραφείο μου και είδα τον Αντώνη Διαματάρη να έρχεται προς το μέρος μου.

Ευτυχώς το ύφος του δεν ήταν επιθετικό.

«Ρε Μιχαλάκη», μου είπε, «πού το βρήκες αυτό το κείμενο»;

«Είναι από παλιές αφηγήσεις του πατέρα μου», του αποκρίθηκα.

«Πολύ ωραίο είναι. Και πήρα και μερικά επαινετικά τηλεφωνήματα».

Πήρα θάρρος. «Θέλεις τέτοια κείμενα»; ρώτησα.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

73

«Βεβαίως και θέλω».

Συνέχισα λοιπόν γράφοντας μικρά αφηγήματα οι «ήρωες» των οποίων ήταν

κάτοικοι του Μπρούκλιν.

Τα διηγήματα εκείνα είχαν θερμή υποδοχή από τους αναγνώστες μας. Και όχι μόνο

εδραίωσαν τη θέση μου στην εφημερίδα, αλλά δικαίωσαν και ένα παλιό όνειρό μου.

Να γράψω λογοτεχνία και κυρίως να γράψω για τη ζωή, τα όνειρα και τις ελπίδες

των Ελλήνων της Αμερικής.

Όταν τα θέματά μου εξαντλήθηκαν, υποχρεώθηκα να σταματήσω. Πάλι ο Αντώνης

ήρθε στο γραφείο μου.

«Γιάννη, πρέπει να συνεχίσεις», μου είπε.

«Αποκλείεται», του απάντησα. «Και του Παπαδιαμάντη τη φαντασία να είχα,

κάποτε θα εξαντλούνταν. Έχω όμως κατά νουν ένα μικρό μυθιστόρημα».

«Με το ίδιο θέμα»;

«Περίπου».

Έτσι ξεκίνησε η «Αποδήμων Οδύσσεια» που δημοσιεύθηκε σε 20 συνέχειες, μεταξύ

Μαρτίου και Σεπτεμβρίου 1980.

Όταν βρισκόμουν στα μισά περίπου της νουβέλας μου, άρχισα να αμφιβάλλω για τις

λογοτεχνικές μου ικανότητες. Είχα την αίσθηση ότι έγραφα ένα λαϊκό μυθιστόρημα

και λογάριαζα να το σταματήσω. Πάνω εκεί λοιπόν μου ήρθε η μεγάλη έκπληξη.

Ήταν ένα μικρό σημείωμα της Θεανώς Παπάζογλου Μάργαρη, η οποία μου έγραφε:

«Σ’ ευχαριστώ που με βεβαίωσες πως δεν πέθανε η καρδιά μου, αφού με κάνεις να

κλαίω σε πολλά σημεία των ‘’Αποδήμων Οδύσσεια’’. Δεν χρειάζεται τώρα να σου

γράψω περισσότερα. Μόνο πως έχεις αδρό ταλέντο και πως ο Ελληνισμός της

Αμερικής έχει αποκτήσει συγγραφέα με βάθος, με πλάτος, με λόγο κρουστό, με λέξεις

γεμάτες ψυχή και δύναμη».

Το ηθικό μου αναπτερώθηκε. Όχι γιατί με κολάκεψαν οι χαρακτηρισμοί της Θεανώς

αλλά γιατί ήταν η δημοσιογράφος και λογοτέχνις της οποίας την κρίση υπολόγιζα

περισσότερο παντός άλλου.

Τα θέματα που με απασχολούσαν ήταν τα ίδια με εκείνα που απασχόλησαν όλο το

λογοτεχνικό της έργο. Ιστορίες απλών ανθρώπων, μεταναστών που αναζήτησαν στην

Αμερική καλύτερες ημέρες, χωρίς τις περισσότερες φορές να τις βρουν.

Η Θεανώ, όχι μόνο δεν θύμωσε που μπήκα στα δικά της λογοτεχνικά «χωράφια»

αλλά αντιθέτως με επαινούσε και με ωθούσε να συνεχίσω. Πολλά γράμματα μου

έστειλε και πολλά τηλεφωνήματα μου έκανε. Και πάντα με ρωτούσε πώς πάνε

κυκλοφοριακά τα «Μπρουκλιώτικα» που είχα βγάλει σε βιβλίο και πάντα ρωτούσε

πότε θα τυπώσω σε βιβλίο και το «Αποδήμων Οδύσσεια».

Όταν «Τα Μπρουκλιώτικα» τυπώθηκαν σε βιβλίο θεώρησα χρέος μου να στείλω ένα

αντίτυπο στα γραφεία της Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος τον

καιρό εκείνο είχε σταματήσει να κατεβαίνει στο γραφείο του και μια παραφιλολο-

γούσα φήμη τον έφερε να είναι άρρωστος.

Λίγες ημέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 28 Οκτωβρίου 1980 πήρα ένα

χειρόγραφο γράμμα στο οποίο για πρώτη φορά σήμερα δίνω στη δημοσιότητα. Μου

έγραφε:

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

74

«Αγαπητέ κ. Μιχαλάκη,

Ευχαριστώ για τη σκέψη και την καλοσύνη να μου στείλετε τα ‘’Μπρουκλιώτικά’ ‘σας. Στρωτό,

γλαφυρό, παραστατικό γράψιμο. Ένα ηθογράφημα ή πολλά αν θέλετε, πολλών χαρακτήρων.

Με όλες τις απαραίτητες λογοτεχνικές φαντασιώσεις. Ευχάριστο σαν διάβασμα το βιβλίο σας,

ακόμα και σαν ‘’αναγνωστικό’’ για το νέο ‘’πηδηχτό’’ ή ‘’πεταχτό’’ μετανάστη.

Υπάρχει τόση ομορφιά σε μερικές εικόνες σας. Τόση αηδιαστική ασχήμια σε άλλες. Μα και οι

δύο είναι δικές μας. Αποτελούν την πινακοθήκη μας. Και θα την αποτελούν ως την ημέρα που

άνθρωπος σαν και σας, με ευαισθησία, με περηφάνια ελληνική θα μπορέσουν να ξανασυνθέσουν

τη φύσει όμορφη φυσιογνωμία του σύγχρονου Οδυσσέα μας.

Με θερμές ευχαριστίες και ευχές και πολλή εκτίμηση

Ο Αμερικής Ιάκωβος».

Ο Κώστα Μαλιώτης και το Μαλιώτειο Πνευματικό Κέντρο

Στις 22 Μαΐου 1981, μαζί με τον Αντώνη Διαματάρη, βρεθήκαμε στο σπίτι του Κώστα

Μαλιώτη, στη Βοστώνη. Ήταν τότε 86 χρονών, άρρωστος με καρκίνο, είχε φοβερούς

πόνους και καταλάβαινε ότι το τέλος του πλησίαζε. Μας είχε καλέσει ο ίδιος, για να

πει τον πόνο του, τα παράπονά του για τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο και κυρίως να μας

εκφράσει τους φόβους του για το μέλλον του Μαλιώτειου Πολιτιστικού Κέντρου που

ο ίδιος είχε χτίσει μέσα στο χώρο της Θεολογικής Σχολής, στο Μπρουκλάιν.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα ο Κώστας Μαλιώτης. Είχε γεννηθεί το

1895 στην Κρήτη και με δανεικά λεφτά για το εισιτήριό του είχε φθάσει στην

Αμερική, το 1912. Τα πρώτα χρόνια εργάστηκε σε καπνοβιομηχανία, στη Νέα Υόρκη.

Αργότερα, έκανε διάφορες δουλειές, του εστιάτορα μη εξαιρουμένου, στη Βοστώνη

και στο Λόουελ.

Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο πολέμησε στη Γαλλία με τον Αμερικανικό Στρατό

και το 1946 μαζί με 32 άλλους ομογενείς οργάνωσε μετοχική εταιρεία που έκανε

εμπόριο με την Ελλάδα. Με τα χρήματα που κέρδισε οργάνωσε τέσσερις εταιρείες το

1949 η μεγαλύτερη από τις οποίες ήταν βιομηχανία βιδών.

Παράλληλα, ασχολήθηκε με τα κοινά. Με τα κρητικά σωματεία της περιοχής, την

Ελληνορθόδοξη κοινότητα και με την πολιτική. Ελληνική και αμερικανική. Ο ίδιος

δεν επεδίωξε προσωπικά οφέλη, για την πατρίδα Ελλάδα και την Κύπρο, εργάστηκε

κυρίως.

Από αμερικανικής πλευράς είχε πολύ καλές σχέσεις με όλα τα μέλη της οικογένειας

Κένεντι, με τον τότε πρόεδρο της αμερικανικής Βουλής Τιπ Ονίλ, τους ελληνικής

καταγωγής πολιτικούς Πολ Τσόγκα, Πολ Σαρμπάνη, Μάικλ Δουκάκη και Τζον

Μπραδήμα, ενώ από ελληνικής πλευράς διατηρούσε καλές σχέσεις με τον

Κωνσταντίνο Καραμανλή και τους κρητικούς Σοφοκλή Βενιζέλο και Κώστα

Μητσοτάκη.

Τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο τον είχε γνωρίσει τα χρόνια που ήταν ιερέας στη

Βοστώνη, τον είχε βοηθήσει μάλιστα να αποφύγει μια περιπέτεια στην Κωνσταντι-

νούπολη και να γίνει Αρχιεπίσκοπος Αμερικής.

Τώρα όμως είχε πολλά και μεγάλα παράπονα μαζί του. Το 1976 αποφάσισε να χτίσει

ένα ελληνικό πολιτιστικό κέντρο. Επειδή τα χρήματα που διέθετε δεν ήταν πολλά,

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

75

συμφώνησε με τον Ιάκωβο να χτιστεί μέσα στο οικόπεδο της Θεολογικής Σχολής στο

Μπρουκλάιν.

Αυτή ήταν η αιτία μεγάλων προστριβών και ταλαιπωριών για τον Κώστα Μαλιώτη.

Οι άνθρωποι που διοικούσαν τότε τη

Θεολογική Σχολή δεν έδειχναν ενδιαφέρον

για τον ελληνικό πολιτισμό και

προσπαθούσαν να μετατρέψουν το κτίριο

του Πνευματικού Κέντρου σε γραφεία και

αίθουσες διδασκαλίας της σχολής.

Ο Κώστας Μαλιώτης είχε μπει σε

περιπέτεια. Οικονομική γιατί ουδείς άλλος

προσφέρθηκε να τον βοηθήσει οικονομικά,

όπως στην αρχή πίστευε, με συνέπεια το

κόστος της ανέγερσης να φθάσει στο ένα

εκατομμύριο τριακόσιες χιλιάδες δολάρια.

Και σαν να μην έφθανε αυτό, άνθρωποι του Αρχιεπισκόπου διακήρυσσαν ότι όποιος

κάνει ιδρύματα θα πρέπει να φροντίζει και για τα έξοδα συντήρησής τους. Αυτό τον

εξόργισε . Και υποχρεώθηκε να το προικοδοτήσει με 750.000 δολάρια. Τις 500.000

από τις επιχειρήσεις του και τα υπόλοιπα από το σπίτι του που θα μπορούσε να

πουληθεί μετά το θάνατό του.

Η συνέντευξη του Κώστα Μαλιώτη, όταν την απομαγνητοφώνησα ήταν 70

χειρόγραφα. Αναλάβαμε όμως την ηθική υποχρέωση να μην τη δημοσιεύσουμε όσο

ήταν ζωντανός, αλλά δύο χρόνια μετά το θάνατό του. Και σεβαστήκαμε την επιθυμία

του.

Τρεις μήνες και 26 μέρες αφότου μας έδωσε τη συνέντευξη, στις 18 Σεπτεμβρίου 1981,

ο Κώστας Μαλιώτης πέθανε. Και φυσικά πήγαμε στην κηδεία του που έγινε στο

παρεκκλήσι του Τιμίου Σταυρού που βρίσκεται μέσα στο χώρο της Θεολογικής

Σχολής.

Για κάποιο λόγο που δεν κατάλαβα, ο Αρχιεπίσκοπος ήταν εξαιρετικά νευρικός και

βιαστικός στην κηδεία εκείνη. Λες και βιαζόταν να ξεμπερδεύει με τον παλιό φίλο

και υποστηρικτή του.

Αφού εκφώνησε ένα μικρό λογίδριο, άρχισε τον τελευταίο ασπασμό, τον οποίο όμως

διέκοψε για να μιλήσουν ο γερουσιαστής Τεντ Κένεντι, ο πρέσβης της Ελλάδας στην

Ουάσιγκτον Ι. Τζούνης και ο πρόξενος της Κύπρου στη Νέα Υόρκη Χαράλαμπος

Χριστοφόρου.

Τελευταίο ασπασμό επέτρεψε να δώσουν μόνο οι συγγενείς του νεκρού.

Στο νεκροταφείο, όπου ο Ιάκωβος δεν πήγε, ο τότε επίσκοπος Βοστώνης Άνθιμος

προσπάθησε να διορθώσει την αρχιεπισκοπική απρέπεια και κάλεσε τον

αντιπρόεδρο του Μαλιώτειου Πολιτιστικού Κέντρου, τον αντιπρόσωπο της

Παγκρητικής και τον Αχιλλέα Κυπριανού που παρίστατο ως αντιπρόσωπος του

Προέδρου της Κύπρου να μιλήσουν και να καταθέσουν στεφάνια.

Δύο χρόνια μετά το θάνατο του Κώστα Μαλιώτη αποφασίσαμε να δημοσιεύσουμε τη

συνέντευξη εκείνη που λόγω της μεγάλης της έκτασης, δημοσιεύθηκε σε τέσσερις

συνέχειες από 25 μέχρι 28 Σεπτεμβρίου 1983.

Το Μαλιώτειο Πολιτιστικό Κέντρο.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

76

Το βασικό παράπονο που έκφραζε ήταν ότι η Θεολογική Σχολή δεν ήθελε το

Μαλιώτειο Πολιτιστικό Κέντρο και προσπαθούσε να το μετατρέψει σε παράρτημά

της. Και σ’ αυτή την προσπάθεια ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος αδιαφορούσε, παρά τις

εκκλήσεις του Μαλιώτη, ενισχύοντας έτσι τον άνθρωπο που επιβουλευόταν την

αποστολή του. Όπως χαρακτηριστικά μας είχε πει, «το θεωρούσαν το ορφανοπαίδι

της Θεολογικής Σχολής».

Σε μια αποστροφή του λόγου του χαρακτήρισε τον Ιάκωβο ως τον πιο πολυέξοδο

Αρχιεπίσκοπο, ενώ «στόλισε» τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του με κάθε άλλο

παρά κολακευτικούς χαρακτηρισμούς.

Πώς όμως τον βοήθησε να γίνει Αρχιεπίσκοπος Αμερικής; «Μια μέρα», μας

αφηγήθηκε, «έρχεται στο σπίτι μου ένα μπουλούκι από πολλές γυναίκες, γνωστές της

γυναίκας μου και μου λένε ότι ο Ιάκωβος είχε εκλεγεί δεσπότης για να πάει

διευθυντής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης».

Στην αρχή δέχθηκε. Αργότερα, όμως, ο γέροντάς του από την Κωνσταντινούπολη

του έγραψε να μην πάει γιατί η Σχολή της Χάλκης δεν θα έμενε για πολύ καιρό

ανοιχτή. Τα ίδια του έγραψαν η μάνα και η αδελφή του που έμεναν στην Πόλη.

Έτσι άλλαξε γνώμη, προτιμούσε να μείνει ιερέας στη Βοστώνη».

Πώς όμως να αλλάξει μια τέτοια απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου; Ο

Κώστας Μαλιώτης έφτιαξε εννέα διαφορετικά κείμενα τηλεγραφημάτων και

οργάνωσε ένα ειδικό γραφείο, η γραμματεία του οποίου τηλεφωνούσε στους

Ελληνορθόδοξους της Βοστώνης, τους διάβαζε ένα τηλεγράφημα και αφού έπαιρνε

την έγκρισή τους ότι το υπογράφουν, το έστελλε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και

στο υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας. Κατ’ ευτυχή σύμπτωση υπουργός τότε ήταν

ο Σοφοκλής Βενιζέλος.

Έτσι, μετά από την πίεση της Ελληνορθόδοξος κοινότητας της Αμερικής, η απόφαση

ανεκλήθη και αντί της Χάλκης, ο Ιάκωβος βρέθηκε αντιπρόσωπος της Ελληνικής

Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών στη Γενεύη. Για ν’ ακολουθήσει ο

αρχιεπισκοπικός θρόνος της Βορείου και Νοτίου Αμερικής.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

77

Πανομογενειακή συνεδρίαση για την προετοιμασία της παρέλασης της 25ης Μαρτίου.

Όρθιος, ο τότε πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελληνικών Σωματείων Νέας Υόρκης, Γιώργος

Βρότσος. Δίπλα μου στην άκρη αριστερά ο μετέπειτα βουλευτής και υφυπουργός Τουρισμού

Γιώργος Νικητιάδης, συντάκτης τότε της εφημερίδας «Πρωινή».

Στην Αμερική είσαι ο,τι δηλώσες

Το 1980, ένας άνεμος αποχουντοποίησης κυριαρχούσε στον Ελληνισμό της Νέας

Υόρκης. Οι παλιοί ομογενειακοί παράγοντες που είχαν ανεχτεί και δοξολογήσει τη

δικτατορία των συνταγματαρχών είχαν παραμεριστεί και νέοι άνθρωποι

δημοκρατικών αρχών είχαν έρθει στο προσκήνιο. Πρόεδρος της Ομοσπονδίας

Ελληνικών Σωματείων Νέας Υόρκης είχε εκλεγεί ο Γιώργος Βρότσος, γνωστός στην

Ομογένεια, κυρίως λόγω του ελληνικού τυπογραφείου που διατηρούσε στην Αστόρια

και στο οποίο τυπώνονταν τα περισσότερα λευκώματα των τοπικών σωματείων και

κοινοτήτων. Η «επαναστατικότητα» φούντωσε κατά τις πανομογενειακές

συγκεντρώσεις που γίνονταν τότε, με σκοπό τη διοργάνωση της ελληνικής

παρέλασης στην Πέμπτη Λεωφόρο του Μανχάταν για την 25η Μαρτίου 1821.

Η παρέλαση αυτή είχε στιγματιστεί τα χρόνια της χούντας επειδή πρόβαλε πρόσωπα

και σύμβολά της. Παράλληλα, μια ολιγομελής ομάδα Ελλήνων της Νέας Υόρκης,

φοιτητές στην πλειοψηφία τους που αντιδρούσε στη δικτατορία, συγκεντρωνόταν

λίγα μέτρα πιο πέρα από την εξέδρα των επισήμων, γιουχάιζε τους επισήμους και

φώναζε αντιδικτατορικά συνθήματα.

Από τα αρνητικά σχόλια δεν εξαιρείτο ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος, ο οποίος το 1968

είχε κάνει την Κληρικολαϊκή Συνέλευση στην Αθήνα και είχε φωτογραφηθεί με

κορυφαίους της χούντας.

Τώρα λοιπόν που η κατάσταση άλλαξε, οι άνθρωποι της Ομοσπονδίας ήθελαν να

ανατρέψουν τις εικόνες εκείνες. Οι συνεδριάσεις ήταν μαχητικές, μερικές φορές

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

78

μάλιστα οι αντεγκλήσεις δεν περιορίζονταν στα λόγια, αλλά έφταναν και στα χέρια

ή σε ανταλλαγή… ιπτάμενων καρεκλών.

Μια από τις ρηξικέλευθες προτάσεις που ακούστηκε στις συνεδριάσεις εκείνες ήταν

να επιτραπεί να πάρουν μέρος στην παρέλαση με δικά τους άρματα, παλαιοημερο-

λογίτικες εκκλησίες της Νέας Υόρκης, που δεν ήταν λίγες.

Επιπροσθέτως, σε μία συνεδρίαση είχε εμφανιστεί ένας δυστυχής ομογενής με

ψυχολογικά προβλήματα, ο οποίος άρχισε να βρίζει τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο. Από

τη μία η έκπληξη, από την άλλη η αμηχανία, πέρασε αρκετή ώρα μέχρι κάποιοι να

τον απομακρύνουν.

Προφανώς όλ’ αυτά έφεραν στα όριά του τον Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος συγκάλεσε στα

γραφεία της Αρχιεπισκοπής έκτακτη συνεδρίαση ομογενειακών παραγόντων. Εκτός

από τους δημοσιογράφους πήραν μέρος οι διπλωματικές ελληνικές αρχές στη Νέα

Υόρκη, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελληνικών Σωματείων Νέας Υόρκης και

πρόεδροι Ελληνορθόδοξων Κοινοτήτων.

Ξαναδιαβάζοντας τις σημειώσεις που κράτησα τότε και τις οποίες φυλάω ακόμη,

ξαναθυμάμαι τις επιφυλάξεις που διατύπωσε ο Αρχιεπίσκοπος για τη συμμετοχή του

ίδιου στην παρέλαση και για τον προβληματισμό του αν θα έπρεπε να στείλει στις

κοινότητες επιστολή με την οποία να τις προτρέπει να πάρουν μέρος στην παρέλαση.

Αν πραγματοποιούσε την απειλή του και δεν έπαιρναν μέρος οι κοινότητες, τότε η

παρέλαση ήταν καταδικασμένη σε μειωμένη συμμετοχή και αποτυχία, καθώς η

αποχή θα συμπαρέσυρε και τους γονείς των παιδιών που φοιτούσαν στα κοινοτικά

σχολεία.

Ανάμεσα στα άλλα, που είπε τότε ο Αρχιεπίσκοπος, ήταν ότι οι περισσότεροι

Ανεξάρτητοι και Παλαιοημερολογίτες ήταν αποσχηματισμένοι, για ηθικά κυρίως

παραπτώματα, αχειροτόνητοι, ο ένας χειροτονούσε τον άλλο παρατύπως. Η

σπουδαιότερη όμως όλων ήταν η καταγγελία ότι ανάμεσά τους υπήρχε και ένας με

πλούσιο ποινικό μητρώο, καταδικασμένος για ανθρωποκτονία!

Όταν πέρασε η φούρια της παρέλασης, ζήτησα από την Αρχιεπισκοπή να μου

δοθούν αντίγραφα των φακέλων αυτών, για να τους αξιοποιήσω δημοσιογραφικά.

Είναι αλήθεια, ότι την εποχή εκείνη επικρατούσε μια απαράδεκτη κατάσταση στο

θρησκευτικό τομέα. Παλιά μαγαζιά είχαν μετατραπεί σε ναούς, η Αστόρια, το

Μπρούκλιν και άλλες περιοχές με πολλούς Έλληνες Ορθόδοξους είχαν γεμίσει με

ναούς, ιερείς, αρχιμανδρίτες, επισκόπους, ακόμη και δύο… πατριάρχες είχαν

εμφανιστεί. Το σύνολο των ναών αυτών που ήταν ανεξάρτητες μεταξύ τους έφτανε

τους τριάντα.

Τα στοιχεία που ζήτησα από την Αρχιεπισκοπή και το Γενικό Προξενείο της Ελλάδας

στη Νέα Υόρκη, δεν μου δόθηκαν. Έτσι, ξεκίνησα μόνος μου, να μάθω και να

καταγράψω την κατάσταση.

Στο μεταξύ, ένας φίλος από τη Χιακή Ομοσπονδία, ο Νίκος Παπαγιαννάκης με

πληροφόρησε ότι μπορούσα να πάρω… ιερατικό τίτλο, φθάνει να έδινα το σχετικό

παραδάκι. Για το βαθμό του ιερέα το κόστος ήταν 10 δολάρια, για ιεραπόστολο

ανέβαινε στα 50, για επίσκοπο 75 και για Αρχιεπίσκοπο στα 100. Επειδή τα

οικονομικά μου δεν ήταν πολύ ανθηρά, προτίμησα να γίνω απλός ιερέας. Έστειλα τα

10 δολάρια σε μία διεύθυνση και λίγες μέρες αργότερα μου ήρθε ταχυδρομικά ένα

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

79

πιστοποιητικό ότι είχα… χειροτονηθεί σε ιερέα και θα μπορούσα να κάνω όποιο

μυστήριο ήθελα.

Να κάνω εδώ μια παρένθεση. Ήμουν λίγων ημερών μετανάστης στην Αμερική, όταν

πήρα στο σπίτι μου έναν ογκώδη φάκελο. Ο αποστολέας του με πληροφορούσε ότι

είχαν ψάξει το γενεαλογικό μου δέντρο, είχαν βρει ότι κατάγομαι από σόι με τίτλους

ευγενείας και ήταν πρόθυμοι να μου τους παραχωρήσουν, αν τους έστελνα 1.500

δολάρια! Μου έστειλαν μάλιστα και ένα βιβλίο με… οικόσημα για να διαλέξω το

δικό μου!

Επειδή διαθέτω χιούμορ, σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ διασκεδαστικό να ζητήσω να

μου δοθεί ο τίτλος του δούκα ντε λα Κουρούνια. (Κουρούνια είναι το όνομα του

χωριού μου). Τα 1.500 δολάρια όμως ήταν απαγορευτικά και ακριβά για τέτοια

αστεία.

Τα δέκα δολάρια, όμως, για το παπαδιλίκι τα έδωσα. Επιβεβαιώνοντας ότι στην

Αμερική είσαι ό,τι δηλώσεις.

Με την ταυτότητα του ιερέα λοιπόν, πήρα τους δρόμους για ν’ ανακαλύψω τους…

«συναδέλφους» μου.

Πρώτη μου επίσκεψη σε Παλαιοημερολογίτικο ναό και επισκοπή της Αστόριας. Την

εποχή εκείνη ήταν μια απλή μονοκατοικία που στο εσωτερικό της είχε μετατραπεί σε

ναό.

Τον επίσκοπό της τον γνώριζα από τα χρόνια που έμενα στην Αθήνα και έβγαζα μια

μικρή εφημερίδα χιώτικου ενδιαφέροντος.

Το πιστοποιητικό βεβαιώνει ότι ο Ιωάννης Μιχαλάκης είναι ιερέας. Μου στοίχισε μόλις 10

δολάρια.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

80

Όταν έφθασα λοιπόν ναυαγός στη Νέα Υόρκη, τον επισκέφθηκα με την ελπίδα ότι θα

μπορούσα να στείλω στο ελληνικό σχολείο που διατηρούσε τις δύο μου κόρες, ώστε

το σοκ της μετανάστευσης να είναι μικρότερο για τα παιδιά.

Ήταν μια μέρα με τσουχτερό κρύο και χιόνι. Μέσα στην αίθουσα του σχολείου ήταν

μερικά παιδάκια ντυμένα με ομοιόμορφες σχολικές φορεσιές. Πρόσεξα ότι εκτός από

τα μουτράκια τους, μελανιασμένα από το κρύο ήταν και τα ποδαράκια των

κοριτσιών, τα οποία φορούσαν –υποχρεωτικά- κοντές φούστες. Με εξαίρεση ένα

κοριτσάκι, το οποίο φορούσε παντελόνι.

Το κοριτσάκι αυτό πλησίασε ο επίσκοπος και με ύφος επιτιμητικό του είπε: «Εσύ

αγοράκι είσαι; Αγοράκι πρέπει να είσαι, αφού φοράς παντελόνι».

Η φράση αυτή ήταν αρκετή για να καταλάβω ότι το περιβάλλον δεν ήταν για τα

δικά μου τα παιδιά. Σηκώθηκα κι έφυγα, χωρίς να ρωτήσω για το ύψος των

διδάκτρων.

Και η δημοσιογραφική επίσκεψή μου, όμως, μάλλον αποτυχημένη ήταν,

περιορίστηκε στην αφήγηση των διώξεων που ο επίσκοπος είχε στο νησί του από τον

εκεί μητροπολίτη, διώξεις που τον υποχρέωσαν τελικά να φύγει από το νησί.

Ο επίσκοπος αυτός απόφευγε την αυτοπροβολή και τις αντιπαραθέσεις, όταν

μάλιστα η κοινότητα Αγίου Δημητρίου Αστόριας έχτιζε το σχολείο της έκανε μια

οικονομική προσφορά που δεν έγινε δεκτή!

Με τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο δεν είχε συγκρούσεις. Όπως μου είπε μάλιστα, του είχε

προτείνει να τον ορίσει επίσκοπο Νοτίου Αμερικής, αλλά δεν είχε δεχθεί.

Αν οι «ιερείς», «επίσκοποι» και «πατριάρχες» που επισκέφθηκα κρατούσαν το στόμα

τους κλειστό, η έρευνά μου εκείνη θα είχε αποτύχει. Ευτυχώς, όμως, όλοι ήταν

λαλίστατοι, κυρίως όταν τους… πατούσα στον κάλο.

Από πηγή που δεν υπάρχει λόγος ν’ αποκαλύψω, είχα εξασφαλίσει έναν κατάλογο, ο

οποίος αναφερόταν ονομαστικά σε μερικούς απ’ αυτούς και στα παραπτώματα για

τα οποία είχαν αποσχηματιστεί.

Αφού τους άφηνα λοιπόν να μου πουν την ιστορία τους, όπως τους ίδιους συνέφερε,

τους ρωτούσα:

«Ξέρετε, έμαθα ότι κατηγορείστε γι’ αυτό και γι’ αυτό». Απότομα άλλαζαν, η

αγιοσύνη πήγαινε περίπατο και το αληθινό τους πρόσωπο παρουσιαζόταν. «Ξέρω

ποιός σου τα είπε αυτά» και άρχιζαν να μου αραδιάζουν όλες τις κατηγορίες που

γνώριζε για εκείνον ή εκείνους που νόμιζε ότι τον είχαν κατηγορήσει. Έτσι έμαθα

μια ακόμη παράμετρο του θέματος. Το αβυσσαλέο μίσος που ο ένας έτρεφε για τον

άλλον.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ένας «αρχιεπίσκοπος» ο οποίος δεν απαντούσε

στο τηλέφωνο, παρά μόνο αν ήξερες τον… μυστικό του κώδικα. Όπως μου εξήγησε

αργότερα, αυτό το έκανε επειδή κάποιοι συνάδελφοί του τον είχαν απειλήσει να

τον… κόψουν κομματάκια και να τον πετάξουν στο ποτάμι.

Ο λόγος ήταν ότι τους έκλεβε πελατεία. Για την ακρίβεια, ο ναός τον οποίο είχε

ανοίξει μετά από ανακαίνιση ενός απλού μαγαζιού, ήταν αφιερωμένος σε τρεις (!)

αγίους. Όταν τον ρώτησα γιατί, μου αποκρίθηκε ειλικρινέστατα: «Μα τι λες χρυσέ

μου; Με έναν άγιο μπορείς να ζήσεις»; Μεταξύ των αγίων αυτών λοιπόν είχε

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

81

συμπεριλάβει και αγία, ναός της οποίας υπήρχε σε άλλα περιοχή της Νέας Υόρκης

και ήταν ξακουστή για τα θαύματά της.

Ο φτωχοδιάβολος «αρχιεπίσκοπος» λοιπόν, είχε εφοδιαστεί με χάρτινες εικόνες της

Αγίας, γύριζε στα ελληνικά μαγαζιά και ζητιάνευε την ελεημοσύνη των αφελών.

Όταν οι… γνήσιοι ιδιοκτήτες της Αγίας έμαθαν την απάτη του τον απείλησαν. Και ο

φουκαράς, τόσο είχε φοβηθεί ώστε απόφευγε να απαντά και στα τηλεφωνήματα.

Τον «αρχιεπίσκοπο» αυτόν, ο οποίος υπήρξε μοναχός του Πατριαρχείου

Ιεροσολύμων και είχαν αποσχηματίσει για ηθικά παραπτώματα, τον είχε φέρει στη

Νέα Υόρκη, αυτοδιορισμένος «Πατριάρχης των απανταχού Παλαιοημερολογιτών».

Όπως ο ίδιος μου είχε αφηγηθεί, από γνωστούς του στην Ελλάδα, είχε ζητήσει να του

στείλουν έναν διάκο. «Όταν πήγα στο αεροδρόμιο να τον παραλάβω και είδα ποιος

ήταν, είπα: «Φτου να πάρει ο διάβολος. Εκκλησία θ’ ανοίξω ή μπουρδέλο μ’ αυτή

την πουτάνα που μου στείλανε»!

Έχοντας συγκεντρώσει αυτά και άλλα που δεν γράφονται στοιχεία, όταν τον

συνάντησα τον στρίμωξα για καλά. Σε σημείο που κάποια στιγμή νευρίασε: «Τι

θέλεις να σου πω βρε»; Μου φώναξε. «Ότι είμαι πούστης; Ε, λοιπόν ναι, είμαι.

Μπράβο σου που το έμαθες. Και τώρα γράψε το για να δείξεις ότι είσαι μεγάλος

δημοσιογράφος. Και γράψε ακόμη ότι είμαι λαθραίος στην Αμερική. Να με βουτήξει

το Ιμιγκρέισον και να με στείλει άναυλα στην Ελλάδα. Αν είσαι μάγκας, όμως,

γράψε ότι το ίδιο βίτσιο έχει αυτός και αυτός και αυτός». Και μου αράδιασε τα

ονόματα τριών επισκόπων της Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αμερικής για τους

οποίους κυκλοφορούσαν φήμες σεξουαλικής παρέκκλισης.

Η ειλικρίνειά του, μ’ εντυπωσίασε. Του έδωσα το χέρι λοιπόν και του υποσχέθηκα:

«Μπράβο ρε, είσαι μάγκας και θα σε καλύψω».

Πήρε θάρρος. «Κι εσύ μεγάλο κορόιδο».

«Γιατί»;

«Γιατί πλήρωσες κι έβγαλες ταυτότητα παπά. Δεν ερχόσουνα σ’ εμένα, να σε

χειροτονήσω επίσκοπο τζάμπα και να σου κάνω δώρο και τη… μίτρα»!

Από τότε γίναμε φιλαράκια και με βοήθησε στο να διασταυρώνω τις πληροφορίες

που είχα.

Έγραψα όμως, ότι κυκλοφορούσαν και δύο Πατριάρχες. Ποιοι ήταν;

Ο πρώτος ήταν πρώην ιερέας της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, ο οποίος είχε

καθαιρεθεί για ηθικούς λόγους και είχε καταλήξει στην Αστόρια. Εκεί κατάφερε να

πείσει μια αγαθή μοναχική γερόντισσα, ότι ένας άγιος πήγαινε στον ύπνο του και

του ζητούσε να του χτίσει ναό στο σημείο που βρισκόταν στο σπίτι της. Μέχρι που

στο τέλος την κατάφερε να του το χαρίσει.

Όταν τον ρώτησα πώς πήρε τον τίτλο του Πατριάρχη χωρίς την έγκριση των ήδη

υπαρχόντων Πατριαρχείων, μου απάντησε: «Αυτές είναι ελληνικές βλακείες. Εδώ

είναι Αμερική. Εγώ υπέβαλα μια αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο του Κουίνς να μου

εγκρίνουν τον τίτλο των απανταχού της γης Παλαιοημερολογιτών και μου την

ενέκρινε»!

Το πιο χαρακτηριστικό δείγμα των έργων και των ημερών του είναι το παρακάτω:

Μια χρονιά, μετά τη λειτουργία του Πάσχα, βγήκε στην Ωραία Πύλη του ναού και

πληροφόρησε τους λίγους εμβρόντητους πιστούς του ότι από εκείνη τη στιγμή

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

82

σταματούσε να παρακολουθεί το νέο ημερολόγιο και θα ακολουθούσε το Παλαιό.

(πώς αλλιώς θα γινόταν Πατριάρχης των Παλαιοημερολογιτών;) Ο ναός όμως θα

συνέχιζε ν’ ακολουθεί το νέο ημερολόγιο!

Τα μαγαζιά της περιοχής τον γνώριζαν και δεν του επέτρεπαν να φύγει, αν πρώτα

δεν του έκαναν σωματικό έλεγχο. Και σχεδόν πάντα κάτι έβρισκαν στις μεγάλες

εσωτερικές τσέπες του ράσου του.

Την ύπαρξη τα δεύτερου Πατριάρχη την πληροφορήθηκα από διαφήμιση στις

νεοϋορκέζικες εφημερίδες. Τον Πατριάρχη αυτόν τον είχε χειροτονήσει σε διάκονο ο

«Αρχιεπίσκοπος» που παραπάνω ανέφερα. Επειδή όμως ο βαθμός αυτός ιεροσύνης

δεν τον ικανοποιούσε αυτοανακηρύχθηκε σε Πατριάρχη.

Κάθε χρόνο των Θεοφανείων έκανε κατάδυση του Τιμίου Σταυρού στο Μπάτερι

Παρκ της Νέας Υόρκης όπου συγκέντρωνε αρκετό κόσμο περίεργων Αμερικανών,

προφανώς όμως δεν είχε αρκετούς Ελληνορθόδοξους, απαραίτητους για την

ενίσχυση των περιφερόμενων δίσκων.

Μου τηλεφώνησε λοιπόν για να μου παραπονεθεί ότι εγώ και η εφημερίδα «τον

σνομπάραμε και δεν προβάλαμε το έργο του» και το σόου της κατάδυσης του Τιμίου

Σταυρού.

«Μα εμείς είμαστε Έλληνες Ορθόδοξοι, και ξέρουμε ότι είσαι κάλπικος».

Θύμωσε. «Εδώ έρχονται οι ‘’Τάιμς της Νέας Υόρκης’’ και τα τηλεοπτικά κανάλια.

Εσείς είσαστε οι έξυπνοι»;

«Ναι, εμείς», του απάντησα το ίδιο επιθετικά. «Μπορείς όμως να μου πεις πώς

παντρεμένος άνθρωπος, με δυο παιδιά ισχυρίζεσαι ότι είσαι Πατριάρχης; Ποιός σου

έδωσε τον Πατριαρχικό τίτλο»; Αντί για απάντηση, μου έκλεισε το τηλέφωνο.

Όταν άρχισε η δημοσίευση της έρευνας αυτής, άρχισαν και οι αντιδράσεις.

Χαρακτηριστκότερη όλων ήταν ένα τηλεφώνημα άγνωστου, ο οποίος μου δήλωσε ότι

ήταν πρόθυμος να με συναντήσει και να μου καταγγείλει επισήμως, ότι «αρχιμαν-

δρίτης» Παλαιοημερολογίτικης Εκκλησίας που είχε «αποστατήσει» και τον είχε

αναγνωρίσει η επίσημη Ελληνορθόδοξη εκκλησία, είχε βιάσει τον γιο του!

Μπροστά στην ομολογία αυτή, προς στιγμή έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Γρήγορα

όμως συνήλθα, κατάλαβα από πού προερχόταν το μίσος αυτό και του αποκρίθηκα:

«Αν δέχεσαι να δηλώσεις δημόσια και με τον τρόπο αυτό να εκθέσεις το παιδί σου,

αντιλαμβάνομαι ποιού ηθικού επιπέδου άνθρωπος είσαι. Και επειδή εγώ δεν είμαι

του επιπέδου αυτού, δεν δέχομαι να γράψω τέτοιο κομμάτι». Και του έκλεισα το

τηλέφωνο.

Είχε τελειώσει η δημοσίευση της έρευνας (Ιανουάριος του 1982) όταν ένας άνθρωπος

που φορούσε κολάρο ιερωμένου, μπήκε στο γραφείο μου.

«Επίσκοπος Μαλάσκας», μου συστήθηκε.

Έκατσε στο γραφείο μου, έβγαλε το καπέλο του, έβγαλε το κολάρο, άνοιξε το

πουκάμισό του και μου ξανασυστήθηκε: «Πολίτης Μαλάσκας».

Τον κοίταζα υπομειδιώντας, περιμένοντας να δω πού θα το πάει.

«Ωραία η έρευνά σου», συνέχισε, «αλλά υπάρχουν πολλά που δεν ξέρεις». Και άρχισε

να μου αραδιάζει γεγονότα και πρόσωπα, μερικά από τα οποία μου ήταν άγνωστα.

«Ωραία όλ’ αυτά», του είπα, «αλλά γιατί δεν ήρθες να μου τα πεις επίσημα, μπροστά

στο μαγνητόφωνο όσο διαρκούσε η έρευνα»;

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

83

«Γιατί δεν ήθελα να

μπλέξω μ’ όλον αυτόν

τον συρφετό. Και όσα

σου είπα, δεν είναι για

δημοσίευση. Άλλωστε,

κι εγώ δεν είμαι

καλύτερος από τους

άλλους. Ούτε

επίσκοπος, ούτε καν

ιερέας είμαι».

Ο Κώστας Μαλάσκας,

όπως στη συνέχεια μου

αφηγήθηκε, έφυγε

κρυφά από την

Ελλάδα μετά το τέλος

του Εμφυλίου πολέμου γιατί τον βάρυναν κατηγορίες για ανθρωποκτονίες και ήταν

καταδικασμένος σε θάνατο.

Στην Αμερική ήρθε σ’ επαφή με τη Ρωσική Εκκλησία από την οποία χειροτονήθηκε

ιερέας.

«Εγώ έχω δύο πάθη», συνέχισε. «Τις γυναίκες και τον τζόγο. Κάθε εβδομάδα

χρειάζομαι τρεις με τέσσερις χιλιάδες δολάρια για να παίξω στο καζίνο. Και τα

χρήματα αυτά δεν βγαίνουν με το κεράκι της γιαγιάς και το δίσκο της Κυριακής.

Έκανα λοιπόν το εξής. Το ισόγειο του κτιρίου που έχω στο Νιου Τζέρσεϊ είναι ναός,

το υπόγειο όμως είναι χαρτοπαικτική λέσχη και όχι μόνο».

«Δηλαδή»;

«Δηλαδή έχω μέσα κάτι δίμετρες Ρωσίδες που εργάζονται ως γκρουπιέρισσες και

γκαρσόνες, αν βρεθεί όμως και κανένας μερακλής που να θέλει να ξαπλώσει μαζί

τους, δεν λένε όχι».

«Πορνείο δηλαδή».

«Συ είπας. Δεν είναι όμως μόνο πορνείο. Σε πληροφορώ ότι έχω κάνει πολλούς

γάμους φουκαράδων λαθρομεταναστών χωρίς να πάρω φράγκο».

«Και με την Αστυνομία»;

«Α, εφαρμόζω το κόλπο των Ελλήνων φρανκφουράδων. Όταν με ειδοποιήσουν ότι

με ζητάει μπάτσος, φοράω το κολάρο μου, παίρνω το ανάλογο πατρικό – δεσποτικό

ύφος, τον μπάζω στο γραφείο μου κι εκεί του βάζω στο χέρι ένα μάτσο χαρτονομίσ-

ματα. Το απ’ έξω είναι εκατονταδόλαρο, από μέσα εικοσάρικα και στη μέση μονοδό-

λαρα. Και όλοι είμαστε ευχαριστημένοι».

Μια άλλη φοβερή καταγγελία που μου έγινε τότε, έμελλε να διασταυρωθεί είκοσι και

πλέον χρόνια αργότερα.

Σε μια συζήτηση που είχα –αφού είχε ξεκινήσει η δημοσίευση της έρευνας- κάποιος

από τους εμπλεκόμενους με κατηγόρησε ότι έναν απ’ εκείνους που παρουσίαζα

κάποιον είχα φροντίσει να τον καλύψω στα αρνητικά του.

«Μα δεν έχω τίποτα εναντίον του».

Στα πλάγια το μαγαζί γράφει: Soda-Souvlaki-Coffe. Στην

πρόσοψη: Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία ο ΄Αγιος Ιωάννης ο

Ρώσος. Την ελληνικότητα του «ναού» επιβεβαιώνει και το

…καμπαναριό, μαζί με ένα απομεινάρι ελληνικής σημαίας.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

84

«Και όμως», μου είπε. «Ο κύριος αυτός βίασε τη γυναίκα του αδελφού του, η οποία

από την ντροπή της έπεσε στις γραμμές του τρένου».

«Φοβερή καταγγελία», του είπα. «Και για να τη γράψω, θα έπρεπε να έχω τρανταχτά

στοιχεία».

Πολλά χρόνια αργότερα, όταν βρισκόμουν πια στην Αθήνα, με επισκέφθηκε ένας

παλιόφιλος από τη Νέα Υόρκη. Μετά το γραφείο πήγαμε σε μια ταβέρνα να πιούμε

ένα ποτήρι κρασί. Πάνω στη συζήτηση λοιπόν μου είπε:

«Ξέρεις, έχω μερικές τύψεις. Ένα βράδυ στη Νέα Υόρκη, ενώ ετοιμαζόμαστε με τη

γυναίκα μου να πάμε στο θέατρο, τηλεφώνησε μια γνωστή της. Από τη φωνή της

φαινόταν ότι βρισκόταν σε κατάσταση μεγάλης αγωνίας και ζήτησε να τη δει

επειγόντως για να της εξομολογηθεί κάτι πολύ σοβαρό. Εγώ όμως αρνήθηκα να

χάσουμε τα εισιτήρια για το θέατρο. Και την άλλη μέρα μάθαμε ότι η τραγική εκείνη

γυναίκα είχε πέσει στις γραμμές του τρένου».

Ήταν η ίδια γυναίκα για την οποία μου είχαν κάνει λόγο στη Νέα Υόρκη.

Και ο ιερέας που είχε καταδικαστεί για ανθρωποκτονία και έγινε αιτία να ξεκινήσω

αυτή την έρευνα; Το μόνο χνάρι του που είχα καταφέρει να βρω στην Αστόρια ήταν

ένα σουβλατζίδικο που είχε μετατρέψει σε ναό με μια κουρελιασμένη ελληνική

σημαία να έχει μείνει ως θλιβερό απομεινάρι.

Μια μέρα στην Αθήνα, πήρα ένα τηλεφώνημα: «Είστε δημοσιογράφος από την

Αμερική»; Με ρώτησε μια άγνωστη γυναικεία φωνή.

«Μάλιστα».

«Κοιτάξτε τι μου συμβαίνει. Είχα βάλει στην εφημερίδα μια αγγελία ότι πουλάω το

αυτοκίνητό μου. Παρουσιάστηκε ένας κύριος, ο οποίος μου είπε ότι είναι δεσπότης

στην Αμερική, γι’ αυτό φορούσε πολιτικά ρούχα. Συμφωνήσαμε την τιμή του

αυτοκινήτου, μου έδωσε μια μικρή προκαταβολή, υπέγραψε γραμμάτια, πήρε το

αυτοκίνητο και εξαφανίστηκε.

Έκανα καταγγελία στην Αστυνομία και μετά από πολλούς μήνες με ειδοποίησαν ότι

το αυτοκίνητό μου βρέθηκε εγκαταλειμμένο κάπου, αλλά σε άθλια κατάσταση.

Μπορείτε να μου πείτε αν ο άνθρωπος αυτός είναι πράγματι δεσπότης και πού

μπορώ να τον βρω»;

«Τι όνομα σας έδωσε»;

Μου είπε. Ήταν ο άνθρωπος που αναζητούσα!

«Κυρία μου», της αποκρίθηκα, «θα πρέπει να είστε ευχαριστημένη».

«Αστειεύεστε»;

«Καθόλου. Αλλά είχατε πέσει στα νύχια ενός απατεώνα, το ποινικό μητρώο του

οποίου είναι γεμάτο με καταδίκες για απάτες, ληστείες, κλοπές, υπεξαιρέσεις,

διγαμία, πλαστογραφία και ανθρωποκτονία. Κάποτε ήταν και ιερέας αλλά

καθαιρέθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αν επιμένετε να τον

αναζητάτε, μάλλον σε κάποια φυλακή θα τον βρείτε».

Η γυναίκα είχε μείνει άφωνη. Και μάλλον θα συνειδητοποίησε ότι πράγματι την είχε

γλιτώσει φτηνά.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

85

Πολιτιστική ξεραΐλα και «Μικρόκοσμος»

Ένα Σάββατο που στην εφημερίδα δεν εργαζόμαστε, ένας συνάδελφος μου

τηλεφώνησε στο σπίτι.

«Είσαι για μιαν πνευματική ανάταση»;

«Τι εννοείς»;

«Μια βόλτα μέχρι το ΚΕΠ. Ανέβασαν ένα μονόπρακτο του Τσέχωφ».

Πήγα. Το Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού περίμενα ότι θα στεγαζόταν σ΄ένα κτίριο

ανάλογο του ονόματός του και όχι στο ημιυπόγειο μιας μονοκατοικίας. Περίμενα

ακόμη περισσότερη λαϊκή συμμετοχή. Υπήρχαν την εποχή εκείνη αρκετοί «λογοτεχ-

νίζοντες» Ελληνοαμερικανοί της Νέας Υόρκης, δημοσιογράφοι, ραδιοφωνικοί

παραγωγοί και ερασιτέχνες ηθοποιοί οι οποίοι όμως απουσίαζαν. Μετά την

παράσταση η πρόεδρος του Κέντρου θεώρησε χρέος της να μας ερμηνεύσει το έργο.

Δεν είχε προλάβει να πει δύο κουβέντες, όταν μια κυρία από το ακροατήριο την

διέκοψε. «Δε μου λες, Μαρία, για μάθημα ήρθαμε εδώ πέρα; Ποιος σου ζήτησε να

μας εξηγήσεις το έργο»;

«Δεν είναι όλοι διανοούμενοι σαν κι εσένα εδώ μέσα» της αποκρίθηκε η Μαρία.

Η ανάλυση του έργου σταμάτησε όμως, μια άλλη κυρία που φαινόταν να είναι της

ηγετικής ομάδας ζήτησε να συζητήσουμε το θέμα της μειωμένης συμμετοχής θεατών

στις εκδηλώσεις του Κέντρου. «Αν κάνουμε μία βόλτα τώρα στα ελληνικά ζαχαρο-

πλαστεία θα διαπιστώσουμε ότι είναι γεμάτα από ανθρώπους που χαζοκουβεντιά-

ζουν».

«Δεν λες ότι είναι στις λέσχες και χαρτοπαίζουν!»

Έκανα νόημα στον φίλο μου, σηκωθήκαμε και φύγαμε. Εδώ που τα λέμε, δεν είχαν

εντελώς άδικο οι άνθρωποι του ΚΕΠ. Μόνο που παραγνώριζαν το γεγονός ότι οι

περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι μετανάστες, εργάζονταν πολύ σκληρά, πολλές ώρες,

όλες τις μέρες της εβδομάδας, λίγες ήταν οι ώρες της ανάπαυσης και της διασκέδασής

τους.

Πολιτιστικές εκδηλώσεις προσπάθησαν να κάνουν και μερικά τοπικά σωματεία.

Ένας φίλος μου έλεγε περίλυπος ότι έκανε πρόταση στο τοπικό σωματείο του οποίου

ήταν μέλος να κάνουν μια εκδήλωση για τον Ελύτη.

«Ποιός ειν αυτός ο… αλύτης», είπε ένας από το ακροατήριο και οι υπόλοιποι

έσκασαν στα γέλια.

Ωστόσο δεν έλειψαν τα σωματεία που έφεραν από την Ελλάδα σοβαρούς

καλλιτέχνες, κυρίως μουσικούς, και ντόπιοι πολιτιστικοί οργανισμοί που ανέβα-

σαν αξιόλογα θεατρικά έργα.

Ένα καλλιτεχνικό ζευγάρι που αγκαλιάστηκε από τον πολύ κόσμο τότε, ήταν Η Έλλη

Πασπαλά και ο Γρηγόρης Μανινάκης. Μικρή κοπελίτσα η Έλλη, σπούδαζε τραγούδι,

όταν ο Μίκης Θεοδωράκης έκανε την Χορωδία Νέας Υόρκης. Κάποια στιγμή όμως ο

Θεοδωράκης έφυγε και η χορωδία διαλύθηκε. ΄Εμειναν η Έλλη και ο Γρηγόρης. Και

επειδή οι εμφανίσεις τους συγκέντρωναν πάντα πολύ κόσμο, αποφάσισαν να νοικιά-

σουν ένα μαγαζί και ν’ ανοίξουν την πρώτη μπουάτ στην ιστορία του Ελληνισμού

της Νέας Υόρκης.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

86

Μεγάλη η επιτυχία της, με πελάτες κυρίως νεαρούς Έλληνες φοιτητές. Λίγο αργότερα

άνοιξε και δεύτερη μπουάτ, από τον Βαγγέλη Φάμπα.

Ένα πρωινό Σαββάτου, μου τηλεφώνησε ο Νίκος Ανδριώτης.

«Ντύσου κι έρχομαι να σε πάρω».

«Πού θα πάμε»;

Θα δεις, είναι έκπληξη».

Τον Νίκο Ανδριώτη, τον είχα γνωρίσει όταν ήταν πρόεδρος της Ελληνορθόδοξης

Κοινότητας του Αγίου Δημητρίου Αστόριας. Είχαν βάλει τότε μπροστά, ένα μεγάλο

έργο. Να χτίσουν το πρώτο Ελληνοαμερικάνικο ημερήσιο Λύκειο. Ο Νίκος ήταν από

τους πρωτοπόρους με πολλούς φίλους και μερικούς εχθρούς. ‘Ενας απ αυτούς μου

είχε καταγγείλει τηλεφωνικά ότι τα «πέδιλα» στις κολώνες του σχολείου δεν ήταν

εκείνα που προβλέπονταν στις τεχνικές προδιαγραφές, συνεπώς κάποιος είχε κάνει

«λαδιά» για να ωφεληθεί οικονομικά. Τηλεφώνησα στον πρόεδρο της Κοινότητας

και του είπα τα καθέκαστα.

«Όποτε θέλεις» μου αποκρίθηκε, «έλα να τα μετρήσομε μαζί».

Πήγα. Έβγαλε από ένα συρτάρι τα σχέδια, πήρε ένα μέτρο και πήγαμε στα θεμέλια.

Με κατέβασε κάτω.

«Πόσου πόντους λέει εδώ; Πόσοι πόντοι είναι εδώ»; Η καταγγελία ήταν ψευδής.

Και άλλες παρόμοιες καταγγελίες μου έγιναν και άλλες μετρήσεις κάναμε, στο τέλος

βεβαιώθηκα ότι ο άνθρωπος ήταν έντιμος. Το ελάττωμα του ήταν ότι εκλεγόταν

πολλά χρόνια πρόεδρος της κοινότητας, εμποδίζοντας τις φιλοδοξίες κάποιων

άλλων να υλοποιηθούν.

Αυτή τη φορά με πήγε έξω από ένα διώροφο κτίριο.

«Πώς σου φαίνεται»; Με ρώτησε.

«Γιατί, θα μου το χαρίσεις»;

Όπως μου εξήγησε, το κτίριο εκείνο το είχε αγοράσει η Αρχιεπισκοπή Αμερικής και

λογάριαζε να το μετατρέψει σε επισκοπικό μέγαρο, για να στεγάσει την Επισκοπή

Αστορίας που τότε είχε ιδρυθεί.

Εκείνος όμως αντιπρότεινε να γίνει Ελληνικό Πνευματικό Κέντρο που δεν υπήρχε

και να στεγάσει όλες τις ανάλογες εκδηλώσεις.

Η ιδέα άρεσε στον Αρχιεπίσκοπο ο οποίος όμως του έβαλε ως όρο, να αναλάβει

εκείνος την ευθύνη της τεχνικής μετατροπής, επειδή ήταν εγνωσμένης αποτελεσ-

ματικότητας.

«Θα δεχτώ», αποκρίθηκε, αλλά θα επιλέξω εγώ τους συνεργάτες μου».

Το κτίριο έγινε. Το αν ανταποκρίθηκε ή όχι στις προσδοκίες των Ελλήνων της Νέας

Υόρκης, δεν το γνωρίζω, έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε και βρίσκομαι πολλά

μίλια μακριά.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

87

Θεανώ Παπάζογλου-Μάργαρη

«Δεν έγραψα ούτε για τις τιμές, ούτε για τα χρήματα. Έγραψα γιατί έτυχε να

γεννηθώ σε πολύ δύσκολη εποχή του Ελληνισμού και είδα τόσα πολλά που έπρεπε να

τα γράψω. Ένοιωθα πως θα πέθαινα αν δεν τα έγραφα».

Αυτό διακήρυσσε η Θεανώ Παπάζογλου - Μάργαρη, κάθε φορά που γινόταν μία

εκδήλωση προς τιμήν της, κάθε φορά που ένας φορέας της έδινε μία τιμητική

πλακέτα. Και δεν ήταν αυτός κενός λόγος, το είχε κάνει πράξη με τα έργα της και τον

τρόπο ζωής της.

Όπως η ίδια μου είχε αφηγηθεί, μια φορά, ο καταξιωμένος ελληνικής καταγωγής

συγγραφέας Χάρης Μαρκ Πετράκης την είχε ρωτήσει:

«Γιατί κυρία Μάργαρη επιμένεις στην ελληνική γλώσσα και δεν γράφεις στ’

αμερικάνικα»;

«Και γιατί Χάρη μου, να γράψω στ’ αμερικάνικα»;

«Γιατί θα πουλήσετε περισσότερα βιβλία».

«Όχι Χάρη μου», του αποκρίθηκε. «Όλα τα πουλήσαμε εδώ στην Αμερική, για τα

δολάρια, τη γλώσσα μου δεν την πουλώ».

Προτίμησε να αφηγηθεί τους καημούς, τα βάσανα, τα όνειρα και τις ελπίδες ενός

βασανισμένου λαού που ζήτησε καλύτερη μοίρα στους δρόμους της μετανάστευσης.

Η πίκρα της ξενιτιάς και της φτώχειας, η νοσταλγία για την πατρίδα και το ναυάγιο

των ονείρων των Ελλήνων μεταναστών της Αμερικής, αποτέλεσαν την πρώτη ύλη

της, που μετουσιώθηκε σε διηγήματα πραγματικά διαμάντια της λογοτεχνίας μας.

Παράλληλα, έγραψε πολλά βιογραφικά και κριτικά σημειώματα για συγκαιριανούς

της ποιητές και πεζογράφους. Δημιουργούς που το έργο τους θα είχε χαθεί στο

πέλαγος της αδιαφορίας και το κυνήγι του παρά.

Όταν κάποτε τη ρώτησα γιατί δε γράφει ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα αφού η

ζωή της προσφερόταν για κάτι τέτοιο, μου αποκρίθηκε: «Θέλεις να με κάνεις να

κλαίω; Κάθε φορά που τα θυμάμαι κλαίω». Και η συζήτησή μας σταμάτησε εκεί.

Δεν ήμουν μόνο εγώ όμως που της ζητούσα να γράψει κάτι για τον εαυτό της. Έτσι,

το Σαββατοκύριακο 7-8 Μαΐου 1988 στη στήλη της «Γράμματα από το Σικάγο» του

«Εθνικού Κήρυκα» έγραψε το βιογραφικό της σημείωμα: Το παραθέτω αυτούσιο:

«Κάθε τόσο κάποιος ή κάποια θέλει μ’ επιμονή βιογραφικά μου στοιχεία. Και για να

σταματήσουν να μπαίνουν στον κόπο και το έξοδο (τηλεφωνικά ή ταχυδρομικά, που

πέταξαν σε νέα ύψη) θα με συγχωρέσουν οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες που δεν

ενδιαφέρονται για το βίο μου, που θα καταπιαστώ σήμερα μ’ αυτό το θέμα.

Γεννήθηκα νύχτα κι έτσι δεν είδα στο καλαντάρι ημερομηνία, αν υπήρχε στο σπίτι

που γεννήθηκα καλαντάρι, ημερολόγιο δηλαδή.

Εκείνη την εποχή οι άνθρωποι γεννιότανε στο σπίτι. Αλλιώς πώς θα ‘γραφε ο

Παλαμάς εκείνο το αριστουργηματικό ‘’Στο σπίτι που γεννήθηκα’’. Και στο σπίτι

πέθαιναν τότε –άλλοι καιροί!

Έλεγαν πως γεννήθηκα μεγάλη σαν κολιός – ψάρι που γίνεται παστό, βραστό,

τηγανητό, στη σκάρα και πλακί. Τα μωρουδιακά μου, που τα ραψε με το χέρι της η

μάνα μου (δεν είχε το χωριό Μάσι, Σεάρς, Μάρσαφιλντ κ.λ.π.) τα δίπλωναν στα

τέσσερα και πάλι μεγάλα ήτανε. Με βάφτισαν αμέσως, μη πάω αβάφτιστη, και

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

88

πήγαινε τότε στην κόλαση η ψυχή μου. Μα δε με θέλησε ούτε η κόλαση, ούτε κι ο

παράδεισος, και με τη βοήθεια της Παναγίας (της άναβε λαμπάδες κάθε τόσο η μάνα

μου να με προσέχει) όταν έγινα 5-6 χρονών (μαυριδερή, γάμπες σπαγκέτι, μαλλιά

αχτένιστα) σκαρφάλωνα στα δέντρα του περιβολιού μας και τραγουδούσα στη

διαπασών ‘’Αθήνα και Περαία μου κι ελληνική σημαία μου’’ κι άλλα τέτοια εκείνου

του καιρού, που περιμέναμε πως ο Πατέρας της φυλής θα ύψωνε τη σημαία μας στη

Μικρασιατικά ακρογιάλια. Αλλά μια μέρα πήρε τ’ αυτί μου τη μητέρα μου να λέει

σιγαλόφωνα στον πατέρα μου ‘’το κοριτσάκι μας το καημένο έχει λειψό μυαλό’’ και

πόνεσα πολύ, έκλαψα κρυφά – ήμουν λίγο ευαίσθητη μικρή.

Εκείνο το καλοκαίρι (αχ, το στερνό) πήγαμε στο νησί να δούμε τον παππού και τη

γιαγιά, και μεγάλη η λαχτάρα μου να με νομίσουν έξυπνο κορίτσι. Το προηγούμενο

καλοκαίρι όταν πήγαμε ο παππούς με πήρε στη βάρκα του κι έριξε στη θάλασσα

κάτι που το ‘λεγε, θαρρώ απόχη κι έβγαλε κάτι παράξενα πράγματα, που τα έλεγε

στρείδια, αχινούς, κι άνοιξε με το σουγιά του ένα να το φάω, και φοβήθηκα μην

πεθάνω, μα είπε ‘’βρε κουτό, αυτό είναι στρείδι, ο βασιλιάς σε γεύση στα θαλασσινά’’

και το έφαγε ο ίδιος με όρεξη, και ύστερα γλυκάθηκα με τα στρείδια και τους

αχινούς. Τώρα, που ξαναπήγαμε, ήθελα να δει πως πια δεν ήμουνα κουτό πλάσμα, κι

αφού άκουσα όλοι να λένε ‘’καλώς ορίσατε’’ άρχισα κι εγώ να λέω ‘‘καλώς ορίσατε,

καλώς ορίσατε’’ κι ακούω μια μαυροφόρα να λέει σε κάποια κάπως μυστικά ‘‘ακούς

να λέει σε μας καλώς ορίσατε κουτό, λειψό, είναι! Κρίμα στη μάνα που το γέννησε

που λογιζότανε πιο έξυπνη κι από τους άντρες στα πέντε χωριά του νησιού μας’’. Και

η άλλη συμβουλευτικά σε μένα ‘’δε λένε καλώς ορίσατε αυτοί που έρχονται, λένε

καλώς σας βρήκαμε’’. Κι ας άνοιγε η γης να με καταπιεί, παρηγοριά που δεν το πήρε

τ’ αυτί της μάνας μου τα ρεζίλια μου. Μα πήρε γεύση την άλλη μέρα.

Μας προσκάλεσαν σε κάποιο σπίτι, και με συμβούλεψε όταν θα φέρνανε τα

τραταρίσματα, να μην πάρω τίποτα πριν μου πούνε τρεις φορές ‘’πάρε, πάρε’’. Ήρθε

ο δίσκος που άστραφτε, βλέπω κείνα τα θεία πάνω, με πιάνει τρομάρα μη δε μου πει

η γυναίκα τρεις φορές ‘’πάρε’’ και με την πρώτη βγάζω σπαραχτική φωνή ‘’η μαμά

μου μου είπε να μην πάρω πριν μου πείτε τρεις φορές πάρε’’ και η καημένη η μητέρα

μου πιο κει, μόνο που δε λιγοθύμησε! Όταν επιστρέψαμε στο χωριό του πατέρα μου

άλλα καλωσορίσματα. Κάποια, που την έλεγαν ξένη και φτωχιά (δεν είχε δικά της

αμπελοχώραφα) ευχαριστούσε θερμά τη μητέρα μου για το πιθάρι με το πετιμέζι που

της έδωσε. Και πετιέμαι εγώ: ‘’Σας το δώσαμε γιατί είχε πέσει μέσα ποντικός –

τρώγαμε όταν δεν το ξέραμε, μα ύστερα, όταν τον βρήκαμε νεκρό, είπε η μαμά μου

στον πατέρα μου: Δεν είναι βλαμμένο αφού τρώγαμε πριν βρούμε τον ποντικό, μα

τώρα που το ξέρουμε το σιχαινόμαστε, και το δώσαμε σε σένα’’ και λυγίσανε τα

γόνατα της καημένης της μητέρας. Και το βράδυ, την άκουσα να λέει πάλι στον

πατέρα μου ‘’είναι λειψόμυαλο το καημένο το κοριτσάκι μας’’, και χόλιασα πολύ. Με

σιγανή φωνή το είπε, μα το άκουσα, κι ας μην άκουγα τις φωνές της. Για να ‘ναι

τέλεια η αυτοβιογραφία μου θα πω και τούτο, που μου φαίνεται το έχω κάποτε

αναφέρει αυτό:

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

89

Ο παππούς μου, πολύ πριν γίνει παππούς

μου, είχε μια πολύ όμορφη και ‘’των

γραμμάτων’’, όπως έλεγαν, αδερφή, που στα

18 της αποφάσισε να γίνει ‘’νύμφη του

Χριστού’’ και μπήκε στο μοναστήρι. Μα ήθελε

και να μάθει και βυζαντινή μουσική να

λατρεύει έτσι καλύτερα τον Ιησού Χριστό. Και

κάποιο παλικάρι που σπούδαζε γιατρός ήρθε

στο νησί να δει τα γονικά του, κι ανάλαβε να

τη διδάξει. Και της βγάλανε τραγούδι ‘’πα,

βου, γα δι, πα, βου γα δι έκαμ’ η καλογριά

παιδί’’ και ντροπιασμένοι έφυγαν για τη

Μικρασία, και ούτε ξαναπάτησαν πόδι σε

κανένα από τα πέντε χωριά του νησιού. Κι

έκαμαν εκεί άλλα δύο παιδιά (το πρώτο για να μη το λεν… ξέρετε τι; Αφού μπήκε

στη γαστέρα της μάνας του πριν βάλει στεφάνι στο κεφάλι της) στα 15 του έφυγε για

τη Φραγκιά, όπου χρόνια ύστερα έγινε σπουδαίος επιστήμονας, γράφαν οι

εφημερίδες.

Λοιπόν ήρθε να μας καλωσορίσει και η καλογριά – ξανάβαλε το ράσο όταν πέθανε ο

άντρας της, να μάθει υποθέτω τώρα και νέα απ’ το νησί. Μαύρο το ράσο,

αποτραβήχτηκα όταν ήρθε κοντά μου ‘’δεν με γνωρίζεις; Είμαι η γιαγιά της Ελένης

που παίζετε μαζί’’. Σε γνωρίζω, πα βου, γα δι, πα βου για δι, έκαμ’ η καλογριά

παιδί’’ λέω τραγουδιστά και υπερήφανα για το ξύπνιο μυαλό μου, και η μητέρα μου

έκλεισε τα μάτια της και η καλογριά γλυκά, παρηγορητικά: ‘’μη στεναχωριέσαι κόρη

μου’’ της είπε ήσυχα.

Αρκούν αυτά τα βιογραφικά μου θαρρώ».

Ένα μήνα περίπου αργότερα, στις 4-5 Ιουνίου 1988 ακολουθεί ένα δεύτερο

βιογραφικό της, με τίτλο: «Λίγα λόγια για πολύ μεγάλο θέμα». Έγραφε στο

χρονογράφημά της εκείνο:

«Η στήλη του περασμένου μήνα, με τίτλο ‘’Βιογραφικό μου σημείωμα’’, μου ‘δωσε

πολλή χαρά και πολλή λύπη. Αναγνώστες κι αναγνώστριες μπήκανε στον κόπο να

μου πούνε, να μου τηλεφωνήσουν, ακόμα και να μου γράψουν κάποιοι, πως

χάρηκαν πολύ εκείνο το γραφτό μου, και πως γέλασαν με όλη την καρδιά τους. Αλλά

μπήκανε και σε περιέργεια με την παράγραφο που αρχίζει ‘’Εκείνο το καλοκαίρι (αχ,

το στερνό) που πήγαμε στο νησί’’. Αυτό το ‘’Αχ το στερνό, τι εννοεί; Φαίνεται σα

στεναγμός σ’ εύθυμο θέμα. Δεν ξαναπήγατε’’;…

Άνοιξε η ερώτηση διάπλατα το χρονοντούλαπο του νου μου, όπου αμέτρητα χρόνων

περασμένων – μένουν ατόφια, κι ας μη θυμάμαι τι έφαγα το πρωί… παράξενο

πράγμα η μνήμη τ’ ανθρώπου! Και σε παίρνει στα φτερά της και διασκίζεις στο λεπτό

χρόνους και χώρους απέραντους…

Ξαναπήγαμε στο νησί, μα ήταν άλλο νησί τώρα. Αρχές φαίνεται της πρώτης

κοσμοχαλασιάς που άρχισαν τότε οι άνθρωποι και βάσταξε 4 χρόνια. Μόνο η γιαγιά

μας περίμενε τώρα. Παράξενο το ακρογιάλι. Πάνω σε κουβέρτες, μπατανίες, χράμια,

καθισμένες άγνωστες γυναίκες, νέες και γριές, και πολλά παιδιά γύρω – άντρα δε

Η Θεανώ Παπάζογλου-Μάργαρη.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

90

θυμάμαι ούτε ένα στην εικόνα που τη βλέπω με μάτια κλειστά και ανοιχτά, σα να δεν

πέρασαν από τότε χρόνια και χρόνια! ‘’Είναι απ’ τους βομβαρδισμένους του

Τσανάκαλε, να τους στεγάσουμε ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος. Πήρα δύο φαμίλιες –

όλα τα σπίτια πήρανε. Πού να τους χωρέσουμε όλους’’, εξηγεί η γιαγιά. Στο δρόμο

για το σπίτι τη σταμάτησε ένας γέρος – μόνο γέροι τώρα στο νησί. Οι άλλοι, όσοι δεν

ήταν στο στρατό πέρασαν τα σύνορα της Τουρκίας μη στρατολογηθούν και ρίχνουν

στο σταυρό, αν έμπαινε στον πόλεμο και η Ελλάδα: ‘’Περνούν τα Στενά τα υποβρύ-

χια των Αγγλογάλλων, κι έχουν κι αυτά τα πετούμενα που μ’ αυτά βομβάρδισαν τα

Νταρτανέλια – Τσανάκαλε, Μάιτο, Καλλίπολη…’’

Κάτι πολύ κακό κατάλαβα πως συνέβαινε.

‘’Θα χαλάσει Καπτάν Κωστή ο Θεός τη πλάση του αφού οι άνθρωποι βάλθηκαν να

κάνουν έργα μεγαλύτερα απ’ τον Παντοδύναμο – να πετούν (περνούσαν αεροπλάνα

πάνω απ’ το νησί) και να ταξιδεύουν κάτω απ’ το πέλαγος μ’ αυτά τα ρημάδια τους

χωρίς να είναι ψάρια’’, είπε η γιαγιά και πάγωσα από το φόβο μου.

Αλλά η μια από τις δύο βομβαρδισμένες φαμίλιες που πήρε η γιαγιά στο σπίτι

(κοιμότανε αράδα στο πάτωμα), είχε ένα κορίτσι λίγο μεγαλύτερό μου (να που

ξέχασα και κάτι – το όνομά του) κι αμέσως γίναμε φίλες. Μου ‘λεγε παραμύθια, μου

μάθαινε τραγούδια, για το μεγάλο κακό που παραμόνευε, καμιά ιδέα…

Κάτι λυπητερό διαλάλησε νυχτιάτικα τελάλης (κάτι σαν τους σημερινούς

ραδιοεκφωνητές) μα νόμισαν πως θα ‘ταν για νέα επιστράτευση και δεν έδωσαν

προσοχή, και το πρωί η γιαγιά φορτώθηκε ένα σακί θειάφι να θειαφίσει κανένα απ’

τα αμπέλια να φάμε τον Αύγουστο σταφύλι, πήρε και μένα από το χέρι να πάμε στ’

αμπέλι. Μα στο δρόμο παράξενα πράγματα! Αντίς για τ’ αμπέλια τρέχουν για το

γιαλό φορτωμένες γυναίκες και γέροι πελώρια δέματα. Κι ένας λέει στη γιαγιά ‘’πού

πας; Δεν άκουσες τη νύχτα τον τελάλη που διαλάλησε διαταγή του σουλτάνου ως τις

3 τ’ απόγιομα πρέπει να ‘μαστε όλοι στο βαπόρι που έστειλε η κυβέρνηση να μας

σηκώσει από δω και μας, όπως κι όλα τα Μαρμαρονήσια, γιατί κάποιοι ρωμιοί

δίνουν πληροφορίες στους αγγλογάλλους που περνούν τώρα τα Στενά με κείνα τα

πλεούμενα που ταξιδεύουν κάτω απ’ το νερό, τα υπο, υπο…’’.

Δεν τελείωσε τη λέξη, παρατάει η γιαγιά στο δρόμο το θειάφι και τρέχει σαν τρελή

στο σπίτι. Αυτά ήρθαν στο νου μου ατόφια όταν έγραψα ‘’αχ το στερνό’’ στο κάπως

χιουμοριστικά γραμμένο κείμενό μου της 7-8ης του Μάη βιογραφικό μου. Μα εγώ

ως κείνη τη στιγμή είχα χαρά: Στο βαπόρι θα μπαίναμε! Στην Πόλη θα πηγαίναμε –

εκεί πηγαίναμε – εκεί πήγαιναν τα βαπόρια! Πού αλλού;.. Μα λίγη ώρα αργότερα,

στο γιαλό όλοι μας πια, οι βάρκες άρπαζαν τον κόσμο και τον πήγαιναν βιαστικά

στο πλοίο, εγώ ξέφυγα να πάω στο σπίτι να πάρω την κούκλα μου, μα στοιχειωμένο

το χωριό! Δε βγάλαν για βοσκή τα ζα και μούγκριζαν άγρια πεινασμένα, διψασμένα.

Δίνω εκείνη τη σκηνή καλούτσικα στο διήγημά μου «Η Ευτυχία» στο πρώτο μου

βιβλίο, 1939, που θαρρώ τώρα πως εκείνη η μέρα μ’ έκαμε… διηγηματογράφο!

Αντιγράφω μια σκηνή:

‘’Στο δρόμο να και κάτι ζώα που δεν τα κλείδωσαν μέσα. Κατατρόμαξα. Μα να κάτι

αργοπορημένοι. Ένας έχει στην πλάτη του ένα παράξενο δέμα, και 2-3 γυναίκες τον

ακολουθούν με κλάματα – συνηθισμένο αυτό, όλες έκλαιγαν! Ακολούθησα. Μπήκανε

στην εκκλησία. Εκεί ο παπάς με το πετραχήλι του και ο Μεμέτης, ο μόνος Τούρκος

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

91

φαμελίτης του χωριού, και μπροστά τους ένα νεκροκρέβατο. Έβαλε μέσα ο άνθρωπος

το δέμα. Ψέλνει τώρα ο παπάς βιαστικά, πήρε το δισκοπότηρο, κοινώνησε την

ετοιμοθάνατη στο νεκροκρέβατο, δίνει τα κλειδιά της εκκλησίας στο Μεμέτη, κι

έφυγε βιαστικά ‘’κάνετε γρήγορα, σηκώνει άγκυρα το βαπόρι σε λίγο’΄, λέει.

Πέφτουν οι γυναίκες πάνω στην ετοιμοθάνατη ‘’μανούλα μας, τι σου ‘τανε γραφτό!

Να ζήσεις 100 χρόνια και να σ’ αφήνουμε ολομόναχη στη στερνή σου ώρα’’,

ολολύζουν.

Ύστερα η μια στο Μεμέτη: ‘’Μεμέτη μου, σε σένα την αφήνουμε τη μανούλα μας. Δεν

μας αφήνουν να την πάρουμε στο πλοίο ετοιμοθάνατη. Άμα δεις και δεν ανασαίνει

πια τη θάβεις. Και ξέρεις πως εμείς τους πεθαμένους μας τους θυμιάζουμε στο μνήμα

τους επί 40 μέρες. Να λιβάνι και θυμιατό και στέλνε τη Φατμά σου ή την Εμινέ στο

κοιμητήριο’’ και του ‘δωσε και κάτι γρόσια. Δεν τα δέχτηκε αυτά. Και με λυγμούς

‘’μείνε ήσυχη και μην κλαις τη μάνα σου, εμάς να κλαίεις! Που ακόμα δε φύγατε και

βρυκολάκιασε το χωριό! Μισοτρελάθηκε η γυναίκα μου! Να έρθουμε μαζί σας δε

μας αφήνουν. Να πάμε στο άλλο νησί που είναι Τούρκοι, τα παιδιά μου τούρκικα

δεν ξέρουν λέξη, με τα δικά σας μεγάλωσαν’’ και κλαίει ο Μεμέτης. Αυτά έφεραν

εκείνο το ‘’αχ, το στερνό’’ στο βιογραφικό μου.

Μεγάλο το διήγημά μου που στο πρώτο μου βιβλίο κάποια γεύση δίνει από εκείνες

τις στιγμές. Συντομότερο το ‘’Πάσχα στο Μπαλίκεσιρι’’ που από κείνο το διωγμό

είναι κι αυτό- τον πρώτο. Το δεύτερο και τελειωτικό ξερίζωμα ήρθε το ’22».

Η Θεανώ Παπάζογλου – Μάργαρη γεννήθηκε στα Βάτικα της Τροίας και έμεινε

ορφανή από πολύ μικρή ηλικία. Ο πατέρας της πέθανε σε ηλικία 35 χρόνων και η

μητέρα της τρεις μήνες αργότερα, σε ηλικία 33 ετών.

Από το 1917 μέχρι το 1922 έζησε στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από μικρή διαμονή

στην Αθήνα, υιοθετήθηκε από ζευγάρι Ελληνοαμερικανών. Ο θετός πατέρας της

ήταν ξάδερφος του επί 35 χρόνια αρχισυντάκτη του «Εθνικού Κήρυκα» Δημήτρη

Καλλίμαχου.

Το 1923, μαζί με τους θετούς γονείς της πήγε στην Αμερική. Άρχισε να γράφει από 19

ετών. Η ίδια είχε εξομολογηθεί ότι άρχισε να γράφει από τύψεις γιατί πίστευε ότι με

τη μετανάστευσή της είχε προδώσει τη μνήμη των γονιών της και ήθελε να

χρησιμοποιεί το επίθετο Παπάζογλου για να μη χαθεί.

Η επιμονή της αυτή έγινε αιτία, μετά από χρόνια να ξαναβρεθεί με τ’ αδέρφια της

που είχαν σκορπίσει μετά το

θάνατο των γονιών της.,

όταν τυχαία έπεσε στα χέρια

του αδερφού της

ελληνοαμερικάνικη

εφημερίδα στην οποία

δημοσιευόταν επώνυμο

άρθρο της.

Έγραφε σε πολλές

εφημερίδες και περιοδικά.

Όχι μόνο της Αμερικής

αλλά και της

Ευάγγελος Σόρογκας, Θεανώ Παπάζογλου-Μάργαρη και

Γιώργος Ρόης.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

92

Κωνσταντινούπολης, της Αθήνας και του Λονδίνου. Εκτός από τον «Εθνικό

Κήρυκα» στον οποίο κρατούσε δική της στήλη στο φύλλο του Σαββατοκύριακου,

από το 1969 μέχρι το θάνατό της, έγραφε ακόμη στον «Πυρσό» της

Κωνσταντινούπολης, στον «Κρίκο» του Λονδίνου, στο «Ελληνοαμερικανικό Βήμα»,

στο «Εμπρός», στην «Ελευθερία», στη «Φωνή του Εργάτη», στους «Νέους Καιρούς»,

στον «Ελληνικό Αστέρα», στον «Ελληνικό Τύπο», στον «Πρωτοπόρο», στην

«Καινούργια Εποχή», στους «Αργοναύτες», στη «Νέα Εστία» της Αθήνας κ.ά.

Στα νεανικά της χρόνια είχε πάρει μέρος στο αντιφασιστικό κίνημα της Αμερικής και

έγραφε σε προοδευτικά έντυπα, όπως το 15νθήμερο «Εμπρός», στο οποίο κρατούσε

μόνιμη στήλη από το 1936.

Η ίδια μου έλεγε ότι υπήρξε επαναστάτρια. Ότι ανέβαινε πάνω στις καρέκλες απ’

όπου έβγαζε φλογερούς λόγους. Παράλληλα, ασχολήθηκε με το θέατρο ως

συγγραφέας αλλά και ως ηθοποιός, σε ερασιτεχνικές παραστάσεις.

Το 1943 τύπωσε το θεατρικό της βιβλίο «Για μια λεύτερη Ελλάδα».

Το πρώτο της βιβλίο, «Η Ευτυχία και άλλα διηγήματα» κυκλοφόρησε το1939 και

αναφερόταν στη ζωή των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.

Έγραψε η ίδια για τις περιπέτειες του βιβλίου εκείνου:

«Το 1939 τυπώθηκε στο Σικάγο σε δυο χιλιάδες αντίτυπα το πρώτο μου βιβλίο. Η

Ευτυχία και άλλα διηγήματα. Το πήρα τη βδομάδα που άρχιζε ο Δεύτερος

Παγκόσμιος Πόλεμος (…). Από το πρώτο ξοδεύτηκαν σχεδόν αμέσως πάνω από

1.000, όχι ένα-ένα, που αυτό μετριέται! Είχαμε τότε την Εργατική Ομοσπονδία

Αμερικής με τμήματα στις κυριότερες παροικίες. Ο ‘’Σπάρτακος΄’’ Νέας Υόρκης πήρε

100, όπως και ο ‘’Προμηθευτής’’ του Σικάγου. Οι άλλοι σύνδεσμοι (Ντιτρόιτ, Σαν

Φρανσίσκο) από λιγότερα. Μετά, το βιβλίο δε σάλευε. Το ‘βλεπα στο υπόγειο,

πονούσα και φουρκιζόμουνα.

Μπορώ να πω πως μαρτύρησα μ’ εκείνο το βιβλίο. Αιτία: η γλώσσα μου. ‘’Βρε

κοπέλα μου, τέτοιες ωραίες ιστορίες πώς τις χαντάκωσες με τη μαλλιαρή’’, είπαν. Την

εποχή εκείνη στα σχολεία μας εδώ είχανε τα ‘’ια’’ και τα ‘’ωα’’, το ‘’βους’’ και το

‘’πους’’. Με σταύρωσαν! Βρε, κύριε, ήρθα να σου πω με τι τηγάνι θα τηγανίσεις τ’

αυγά στο μαγαζί σου; Πώς εσύ μου λες με ποια γλώσσα να ξεδιπλώσω τις ιστορίες

μου;’’ (…) . ‘’Πώς θα σου φαινότανε αν μια μάνα αντίς ‘’παιδί μου’’, ‘’παιδάκι μου’’,

έκλαιγε το νεκρό παιδί της ‘’τέκνον μου’’, ‘’τεκνίδιόν μου’’;

Σε άλλο άρθρο της, γράφει αυτοσαρκαστικά:

«Είχανε σπάσει τα νεύρα μου. Και να βλέπω στο υπόγειο τα βιβλία σε δέματα, σαν

πονεμένες γεροντοκόρες. (…). Λίγα χρόνια αργότερα, το 1943 ή ’44, έριξα κι έκαψα

μόνη μου στο φούρνο του σπιτιού μας κάπου 500 αντίτυπα – πονούσα κάθε φορά

που τα έβλεπα να κάθονται στο υπόγειο σε δέματα των 20. (…). Αν είχα τυπώσει

μόνο 1.000, όπως επέμενε ο συχωρεμένος ο Αριστοτέλης Δαμιανός, ‘’δεν

καταλαβαίνεις πως το συμφέρον μου είναι να σου τυπώσω δέκα χιλιάδες, όχι πέντε,

που επιμένεις, μα δε θα στο κάνω αυτό το κακό κι ας μη συμφωνώ ούτε με τη γλώσσα

σου, ούτε με τις ιδέες σου, που βλέπω στο Εμπρός’’.

Μετά από την εμπειρία της εκείνη, έκανε 17 ολόκληρα χρόνια να ξανατολμήσει. Το

1957 εκδίδει το «Ένα δάκρυ για τον Μπάρμπα Τζίμη», το 1959 τις «Πεννιές του

Σικάγου», το 1963 «Το χρονικό του Χόλντεν στριτ» που πήρε το Εθνικό Βραβείο

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

93

Διηγήματος, το 1964 τη βιογραφία του Γιώργη Κουτουμάνη, το 1972 τις «Περιπέτειες

του θείου Πλάτωνα» και το 1986 μια μελέτη για την ποιήτρια Διαλεκτή Ζευγώλη –

Γλέζου.

Μετά το θάνατό της, τον Οκτώβριο του 1991, η Επιτροπή Έκδοσης ΄Εργων της

Θεανώς Παπάζογλου – Μάργαρη έκδοσε τη συλλογή διηγημάτων της «Δύο κόσμοι».

Μια μέρα, με προτροπή του εκδότη και διευθυντή του «Ε.Κ.» Αντώνη Διαματάρη της

τηλεφώνησα και της πρότεινα να τυπώσει η εφημερίδα ένα βιβλίο με

χρονογραφήματά της. Αρνήθηκε για δύο λόγους. Ο πρώτος: Να μη χάσει χρήματα ο

εκδότης. Ήξερε καλά από κυκλοφορίες βιβλίων. Ο δεύτερος, το ότι τα χρονογραφή -

ματα είχαν ήδη δημοσιευθεί και διαβαστεί, ενώ υπήρχαν άλλα κείμενα, αδημοσίευ-

τα. Τότε της πρότεινα να γράψει για τους Έλληνες ποιητές και πεζογράφους της

Αμερικής. Τους περισσότερους (ίσως και όλους) τους είχε γνωρίσει προσωπικά, ήξερε

τη ζωή και το έργο τους. Ήταν η πιο κατάλληλη. Μου το υποσχέθηκε». Κάτι τέτοιο

όμως ποτέ δεν έγινε.

Αγαπούσε τους Έλληνες μετανάστες η Θεανώ, τους συμπονούσε, δεν μπορούσε όμως

να παραγνωρίσει τα κουσούρια τους και κυρίως την αδιαφορία τους για την

ελληνική γλώσσα και την ελληνική λογοτεχνία. Έγραφε σε ένα χρονογράφημά της:

‘’Δεν μπορείς εύκολα να γράφεις δίχως κάποιοι να σε διαβάζουν, ν’ ακούς και τον

καλό λόγο, που είναι σαν το φυτό ν’ ανθίσει – να νιώσεις πως κάτι προσφέρεις, με το

απόσταγμα της ψυχής και της σκέψης σου πάνω στο χαρτί. Έλειπε αυτό το

συστατικό, έλειπε κι η άμιλλα. Και πολλά είναι τα δέντρα που δεν καρπίζουν αν δεν

είναι κοντά άλλα της ίδιας οικογένειας. Η μεγάλη πλειοψηφία των ομογενών τότες,

εδώ, βέβαια, λίγα γράμματα γνώριζε. Και δεν είχανε φέρει παράδοση από τα σπίτια

τους για το βιβλίο’’.

Και συνεχίζει γνωματεύοντας με πίκρα τόσο για τους συγγραφείς όσο για το κοινό:

«Οι πρώτοι που δοκίμασαν να εκφράσουν τον παράξενο κόσμο γύρω τους, τον πόνο,

τον νόστο, κοβότανε τα φτερά τους με το πρώτο τους βιβλίο. Και πρώτα – πρώτα από

τους δικούς τους στην Ελλάδα. Μα ξενιτεύτηκαν για να γράφουν στιχάκια και

παραμύθια; (…). Χώρια πια η μεγάλη αδιαφορία των εδώ για το ελληνικό βιβλίο και

η ειρωνεία εκείνων που μ’ ελληνικούρες που αποστήθιζαν λογιζότανε σπουδαίοι, μα

δεν μπορούσαν να γράψουν μια φράση ζωντανή – τι πήγαν στο σχολειό, αν ήτανε

να γράψουν στη γλώσσα που μιλούσε η μάνα τους! Ειρωνεία που έκοβε την όρεξη

εκείνου που ήθελε να διαβάσει και πάγωνε αυτόν που σκόπευε να γράψει».

Η πρώτη μου επαφή μαζί της έγινε την εποχή που έγραφα σε συνέχειες στον «Ε.Κ.»

τη νουβέλα «Αποδήμων Οδύσσεια».

Όταν αργότερα αποφάσισα να εκδώσω τη νουβέλα εκείνη σε βιβλίο, πράγμα το

οποίο έγινε πολλά χρόνια αργότερα, της ζήτησα να το προλογίσει. Προς μεγάλη μου

έκπληξη αρνήθηκε. Όχι γιατί είχε αλλάξει γνώμη για μένα, αλλά γιατί όπως μου είπε:

«Τι να τον κάνεις τον δικό μου πρόλογο; Για δεκανίκι; Δεν τον χρειάζεσαι, μπορείς

να σταθείς και να προχωρήσεις μόνος σου».

Όταν δε της είπα ότι το να προλογίσει το βιβλίο μου θα ήταν τιμή για μένα, με

μάλωσε: «Να μην το ξαναπείς αυτό. Τι θα πει τιμή; Άτιμος είσαι;» Από τότε, τη λέξη

τιμή – για ανάλογες περιπτώσεις- την αντικατέστησα με τη λέξη χαρά.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

94

Αρκετές φορές η Θεανώ τηλεφωνούσε στα γραφεία μας στη Νέα Υόρκη, κυρίως για

να μας παρακαλέσει να προσέξουμε τα τυπογραφικά λάθη στα κείμενά της. Ήταν

χαρά για μένα να συζητώ μαζί της. Κι επειδή, εδώ που τα λέμε της άρεσε η

κουβεντούλα, είπαμε και τι δεν είπαμε στα τηλεφωνήματα εκείνα.

Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, η επικοινωνία μας συνεχίστηκε επιστολικά.

Στις 20 Δεκεμβρίου 1989 με πρωτοβουλία του Συλλόγου Αποφοίτων Αμερικανικών

Πανεπιστημίων οργανώθηκε στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, στην Αθήνα, μια

εκδήλωση προς τιμήν της στην οποία μίλησαν πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων.

Την κασέτα με τις ομιλίες της έστειλε ο πρόεδρος του Συλλόγου Ευάγγελος

Σόρογκας, στο ΄Αρλιγκτον, όπου έμενε τότε, κοντά στην κόρη της. Λίγες μέρες μετά,

πήρα ένα γράμμα της στο οποίο μεταξύ άλλων μου έγραφε: «Έλεγα ότι με ξέχασες

στην Ελλάδα με τις τόσες σου ασχολίες, με την εφημερίδα και τα τόσα άλλα, και

φαντάζεσαι τη χαρά μου όταν στο νοσοκομείο του ΄Αρλιγκτον άκουσα τα καλά σου

λόγια για το ισχνό μου έργο. (Δεν θα ‘ταν τόσο ισχνό αν δεν χρειάζεται να

διαρρήξεις τράπεζα να τυπώσεις βιβλίο εδώ, και εκεί οι εκδότες έχουν την ιδέα πως

στην Αμερική τα δολάρια είναι στο δρόμο).

Πολύ χάρηκα που σ’ άκουσα και μάλιστα και όλους τους άλλους, σε στιγμές που

χρειαζόμουνα χαρά. Είχε βγει σε… απεργία η καρδιά μου, στις 27 Δεκεμβρίου, 3 το

πρωί, αν μου τύχαινε στο Σικάγο θα ‘μουν μακαρίτισσα τώρα. Ένεση ζωής τα καλά

σας λόγια».

Πέθανε λίγους μήνες αργότερα (25 Οκτωβρίου 1991) σε ηλικία 85 ετών σε νοσοκομείο

του Σικάγου. Είχε πάθει νέο καρδιακό επεισόδιο, αλλά αρνήθηκε να πάει στο νοσο-

κομείο γιατί ήθελε να τελειώσει τη στήλη της στον «Εθνικό Κήρυκα».

Τα τελευταία της λόγια, όπως αργότερα είπε η κόρη της κ. Βίβιαν Καλέν ήταν: «Θέλω

να πεθάνω, είναι καιρός να πεθάνω. Αλλά δεν θα πεθάνω, γιατί θα ζήσουν τα

γραφτά μου».

Είχες δίκιο, Θεανώ, δεν πέθανες. Ζεις στις καρδιές χιλιάδων ανθρώπων που έκλαψαν

με τα γραπτά σου, γέλασαν και ένοιωσαν την καρδιά τους να σπαρταρά από

συγκίνηση. Άνθρωποι σαν κι εσένα δεν πεθαίνουν. Ζουν για να κάνουν ομορφότερο

τον κόσμο μας.

Νίκος Σπάνιας

Ο Νίκος Σπάνιας συνήθιζε να λέει ότι είχε πολλούς «δαίμονες» μέσα του. Την

επισήμανση την είχε κάνει πρώτος ο Βασίλης Ρώτας όταν τον είχε μαθητή του στη

Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Τον είχε προτρέψει μάλιστα να διαλέξει έναν απ’ όλους

για να μην πάθει αυτό που παθαίνουν όσοι κυνηγούν πολλούς λαγούς.

Και διάλεξε την ποίηση. Τη δημοσιογραφία την είχε μόνο ως μέσο επιβίωσης, όλους

εμάς τους συνεργάτες του «Εθνικού Κήρυκα» μας έβλεπε από το υψηλό βάθρο της

ποίησης του με αρκετή δόση υποτίμησης.

Όπως ο ίδιος μου είχε αφηγηθεί, τη δημοσιογραφική σταδιοδρομία την είχε

ξεκινήσει με ενθουσιασμό. Μια φορά μάλιστα έδωσε μάχη με αστυνομικούς και

σωματοφύλακες, οι οποίοι του απαγόρευαν την είσοδο σε αίθουσα που έδινε

συνέντευξη ο ηθοποιός Ορσον Ουέλες.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

95

Τόση ήταν η επιμονή και οι φωνές του, που έφτασαν μέχρι τον διάσημο ηθοποιό, ο

οποίος ζήτησε να μάθει τι συμβαίνει. Και όταν τον πληροφόρησαν ότι ένας Έλληνας

δημοσιογράφος ζητούσε να παρακολουθήσει τη συνέντευξη του επέτρεψε ο ίδιος την

είσοδο.

Πανευτυχής για την επιτυχία του, έτρεξε στο γραφείο της εφημερίδας και το

ανακοίνωσε στον τότε διευθυντή της.

«Ποιός είν’ αυτός ο Ορσον Ουέλες»; Τον ρώτησε.

« Μεγάλος και διάσημος ηθοποιός».

«Και ποιος Έλληνας ενδιαφέρεται για δαύτον»;

Η συνέντευξη δεν δημοσιεύθηκε και τα δημοσιογραφικά φτερά του Νίκου Σπάνια,

ψαλιδίστηκαν.

Όταν κάποτε τον ρώτησα γιατί τα πρώτα χρόνια της παραμονής του στην Αμερική

δεν προσπάθησε να βρει μια δουλειά ανάλογη με τις ικανότητές του, μου αποκρίθηκε

ότι η ζωή που είχε επιλέξει να κάνει χρειάζονταν πολλά χρήματα που μόνο αυτές, οι

χειρονακτικές δουλειές του εξασφάλιζαν.

Μου είχε μιλήσει μάλιστα με πολύ καλά λόγια για έναν συμπαθητικό Έλληνα

εστιάτορα που του άρεσε να παριστάνει τον «ομογενειακό παράγοντα» γιατί σε μια

εποχή που πολλοί του γύριζαν την πλάτη, εκείνος τον είχε προσλάβει ως σερβιτόρο

στο εστιατόριό του, παραβλέποντας τα όποια κουσούρια και πάθη του.

Στην επαγγελματική δημοσιογραφία τον έβαλε για δεύτερη φορά ο ποιητής Θεοδό-

σης Άθας, όταν έφτιαξε το ραδιοφωνικό πρόγραμμα στη Νέα Υόρκη. Ο ίδιος ο

Σπάνιας μου έλεγε, γελώντας θορυβωδώς μάλιστα, ότι ο ΄Αθας του έβαλε ως όρο να

εμφανίζεται στο πρόγραμμα με το ψευδώνυμο Ζαννής Ζακυνθινός, με το οποίο έγινε

γνωστός στους Έλληνες της Νέας Υόρκης.

Όταν εγώ τον γνώρισα, ο ΄Αθας είχε πεθάνει, εκείνος όμως συνέχιζε να διατηρεί την

ίδια θέση στην ελληνική εκπομπή την οποία είχε αναλάβει η Τίνα Σαντοριναίου.

Εκτός από την επιμέλεια του δελτίου ειδήσεων του σταθμού, κρατούσε ακόμη μια

λογοτεχνική σελίδα και ένα χρονογράφημα την εβδομάδα στον «Εθνικό Κήρυκα».

Εκεί τον γνώρισα κι εγώ, καθώς ερχόταν μια φορά την εβδομάδα για να φέρει τα

χειρόγραφά του, και να πληρωθεί.

Αργήσαμε να γνωριστούμε, δεν φαινόταν να εκτιμά ή να τον ενδιαφέρει η

δημοσιογραφική δουλειά μου. Περισσότερο εκτιμούσε –όπως ο ίδιος μου είχε πει-

την προηγούμενη εργασία μου στα ντόνατς.

Αν ο Σπάνιας έδειχνε μικρό ενδιαφέρον για το δημοσιογραφικό του έργο, δεν

συνέβαινε το ίδιο με το ποιητικό. Δεν παρέλειπε μάλιστα να τονίζει, μεταξύ αστείου

και σοβαρού, ότι ήταν ο πιο σημαντικός Έλληνας ποιητής της Αμερικής. Είχε

μάλιστα συμπεριληφθεί σε κάποια ανθολογία. Και αυτό το διατυμπάνιζε ως

αποδεικτικό της ποιητικής του αξίας.

Ο Νίκος Σπάνιας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1924. Φοίτησε δύο χρόνια στην

Ανωτάτη Εμπορική Σχολή και το 1947 πρωτοπαρουσιάστηκε στα ελληνικά

γράμματα με τη μετάφραση του «Γυάλινου κόσμου» του Τένεσι Ουίλιαμς που

ανέβηκε στη σκηνή από τον Κάρολο Κουν με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη.

Μετάφρασε ακόμη για πρώτη φορά στην Ελλάδα Ζαν Πολ Σαρτρ, Κέισι, κ.ά.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

96

Παράλληλα, σύχναζε στο «Λογοτεχνικό Συνεργείο» παρέα με τους Τάσο Λειβαδίτη,

Μιχάλη Κατσαρό, Αλέξη Αργυρίου, Γιάννη Ρίτσο, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Έλλη

Αλεξίου κ.ά.

Το 1952, με υποτροφία του Ιδρύματος Φουλμπράϊτ φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του

Οχάιο. Ειδικεύθηκε σε θέματα αμερικανικής λογοτεχνίας. Η ζωή στην Αμερική του

άρεσε, κυρίως για την ανεκτικότητα που δείχνει η Πολιτεία και η κοινωνία απέναντι

σε προσωπικές ιδιαιτερότητες.

Για να μην επιστρέψει λοιπόν στην Ελλάδα, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του,

ακολούθησε τη συνήθη μέθοδο απόκτησης αμερικανικής υπηκοότητας. Παντρεύτηκε

μιαν Ελληνοαμερικανίδα, ο πατέρας της οποίας μάλιστα προσφέρθηκε να τον

βοηθήσει οικονομικά ώστε να υλοποιήσει τα όνειρά του.

Εκείνος όμως, άλλα είχε κατά νου. Κάποια στιγμή λοιπόν εγκαταλείπει τη γυναίκα

του και το Οχάιο και πηγαίνει στη Νέα Υόρκη. Πρώτη του δουλειά στον «Εθνικό

Κήρυκα». Ούτε οι συνθήκες εργασίας όμως, ούτε ο μισθός ήταν ελκυστικοί. Η

σεξουαλική ιδιαιτερότητα και τα ναρκωτικά στα οποία στο μεταξύ είχε εθιστεί

απαιτούσαν πολλά χρήματα.

Έμενε τότε στην 3η Λεωφόρο, κοντά στο Χάρλεμ και εργαζόταν ως σερβιτόρος,

μπαρτέντερ, οδηγός φορτηγού και σε άλλα χειρωνακτικά επαγγέλματα.

Η πρώτη του ποιητική

συλλογή ήταν τα

«Ποιήματα της Τρίτης

Λεωφόρου» και

αναφέρονταν στις

εμπειρίες του αυτές.

Το άγχος της δουλειάς

και κυρίως τον έρωτα.

Ακολούθησαν άλλα

τρία βιβλία με τον ίδιο

τίτλο.

Ως άνθρωπος, δεν

ήταν από τους

ευκολότερους και το

χιούμορ του ήταν αρκετά ιδιότυπο. Πολλές φορές είχε προσφερθεί να μου κάνει το

τραπέζι. Και κάποια στιγμή δέχτηκα. Αντί για εστιατόριο όμως, με πήγε σ΄ένα από

τα ελληνικά ζαχαροπλαστεία της Αστόριας. Όταν τελειώσαμε το γλυκό και τη συζή –

τησή μας, φώναξε τον σερβιτόρο και του είπε: «Πες στο αφεντικό σου ότι εγώ είμαι ο

Ζαννής Ζακυνθινός ο φίλος μου είναι ο δημοσιογράφος Γιάννης Μιχαλάκης και

συνεπώς δεν πληρώνομε. Έπεσε η μούρη μου, κατά το κοινώς λεγόμενο. Και

φρόντισα να μην δεχτώ άλλο τραπέζωμα. Άλλωστε το καλόπιασμα κράτησε μέχρι να

του πάρω συνέντευξη.

Σαρκαστικός, αλλά και αυτοσαρκαστικός, δεν έκρυβε τις ιδιαιτερότητές του, τις

περισσότερες ιστορίες γύρω απ αυτές τις άκουσα από τον ίδιο. Του άρεσε να

αφηγείται ιστορίες για τα χρόνια που έμενε στην Αμερική ο φίλος του Κώστας

Ο Νίκος Σπάνιας, όρθιος αριστερά, στο γραφείο μου, στον

«Εθνικό Κήρυκα» τον Οκτώβριο του 1983.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

97

Ταχτσής, πώς ντύνονταν γυναικεία και πήγαιναν σε πολυκαταστήματα της Νέας

Υόρκης από τα οποία έκλεβαν διάφορα πράγματα.

Τις ίδιες ιστορίες τις διάβασα αργότερα στο βιβλίο «Το φοβερό Βήμα» του Ταχτσή.

Με μια βασική διαφορά. Όσα απέδιδε στον Ταχτσή ο Σπάνιας, τα απέδιδε στον

Σπάνια ο Ταχτσής.

Πολλούς αντιπαθούσε ο Σπάνιας και μεταξύ αυτών τον Γιάννη Ρίτσο. Μια φορά

μάλιστα είχε δημοσιεύσει ένα κείμενο στη σελίδα του στον «Ε,Κ» που σχεδόν τον

διέγραφε από ποιητή. Την επομένη, βροχή έπεσαν τα τηλεφωνήματα διαμαρτυρίας

των αναγνωστών μας. Όταν τον συνάντησα, του έδωσα το χέρι: «Μπράβο Νίκο», του

είπα, «τώρα μπορείς να συνεχίσεις με τον Καζαντζάκη».

«Τι εννοείς βρε Χιώτη»;

«Εννοώ ότι για πρώτη φορά ένα κείμενό σου προκάλεσε αντιδράσεις στους αναγ -

νώστες μας. Απάνω τους λοιπόν. Αποκαθήλωσέ τους όλους».

Δεν δέχτηκε την ερμηνεία μου αυτή. Τον Ρίτσο τον γνώριζε πριν φύγει για την

Αμερική, τον αντιπαθούσε όμως –έλεγε- γιατί ενώ διακήρυσσε ότι ήταν Κομμου-

νιστής του άρεσε να φοράει… ωραίες γραβάτες. Ένα άλλο «κουσούρι» του Ρίτσου

ήταν η φιλική του σχέση με την Ελληνοαμερικανίδα δημοσιογράφο και ποιήτρια

Ρεγγίνα Παγουλάτου την οποία ο Σπάνιας μισούσε.

Το τέλος του Νίκου Σπάνια ήταν τραγικό. ΄Εγραψε γι αυτό ο Διονύσης Μαραβέ –

γιας στο περιοδικό «Ρεύματα»:

....«Όμως η μοίρα επεφύλαξε μια θλιβερή ραδιουργία στον Νίκο Σπάνια. Ενώ απ’

την αρρώστια του συκωτιού είχε το ψωμάκι του να φάει, κατά τα λεγόμενα των

γιατρών, ενεπλάκη στην υπόθεση ο Μ Τ, κατ’ εξοχήν φιλάνθρωπος κόραξ, ο οποίος

κατέδειξε στον Σπάνια άλλο δρόμο ολέθρου. Και την πρωιαν που ο Σπάνιας πήρε το

εξιτήριο από το νοσοκομείο, ο Τ, δίκην καλού Σαμαρείτου, προσεφέρθη να τον

μεταφέρει σπίτι του με το αυτοκίνητό του. Από εκεί και πέρα γνωρίζουμε μόνο τα

ουσιώδη κι ομολογημένα γεγονότα. Κατά κάποιον τρόπο ο Τ ως παστρικοθοδώρα

της γειτονιάς, ή ως ασύνειδος μυσταγωγός του Μολώχ, πείθει τον Σπάνια να κάνει

ένα μπάνιο, γιατί βρωμάει. Ο Σπάνιας αποκαμωμένος, μόλις τον εγγίζει το καυτό

νερό, λιποθυμάει και μένει στην μπανιέρα. Το καυτό νεοϋορκέζικο νερό πέφτει

πάνω του και θα πέφτει για ώρες, απαχνίζοντας την ψυχή του και γεμίζοντας μ’

εγκαύματα τρίτου βαθμού το κορμί του. Έτσι, διά βρασμού θα τελέψει ο Σπάνιας.

Ωσάν, κατά τραγικήν ειρωνεία, να ερρίφθη ζωντανός στο καζάνι της Κόλασης, που

τόσο τον σαγήνευσε μεταφορικά εν ζωή και εν τέχνη, ή ως να προσεφέρθη ανθρωπο-

θυσία στο βωμό ενός βάρβαρου θεού.

Δεν τον βρήκαν παρά μόνον όταν τα νερά ξεχείλισαν στους διαδρόμους της πολυκα-

τοικίας. Ξεψύχησε μια δυο μέρες μετά».

Ήταν 7 Αυγούστου 1990.

Ο Νίκος Σπάνιας είχε μια αδελφή στην Αθήνα την Μαίρη. Μια μέρα ήρθε και με

βρήκε στα γραφεία της εφημερίδας στην Αθήνα. Όπως μου είπε, δεν είχε ξαναδεί τον

αδελφό της από τότε που έφυγε για την Αμερική. Την ειδοποίησαν όταν πέθανε και

πήγε στην κηδεία. Όσα έμαθε εκεί της μαύρισαν την ψυχή, αρνιόταν να πιστέψει ότι

ο αδερφός της ήταν ομοφυλόφιλος και ναρκομανής. Όταν δε την πληροφόρησαν ότι

κληρονομούσε ένα ποσόν δέκα χιλιάδων δολαρίων, αρνήθηκε να το εισπράξει και

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

98

ζήτησε να καθιερωθεί ένα ποιητικό βραβείο στη μνήμη Νίκου Σπάνια. Την

υλοποίηση της πρότασης ανέθετε στον Ελληνικό Λογοτεχνικό Σύλλογο Νέας

Υόρκης. Επειδή όμως ο σύλλογος δεν είχε τραπεζικό λογαριασμό, κατέθεσε τα

χρήματα στον λογαριασμό του προέδρου του που ήταν ο ίδιος άνθρωπος που τον

έπεισε να κάνει το τελευταίο μοιραίο μπάνιο.

Ο καιρός περνούσε όμως και βραβείο δεν δίνονταν. ΄Εγραψα ένα σχόλιο. Ουδεμία

αντίδραση. Παράλληλα, στα γραφεία μας της Νέας Υόρκης ο συνάδελφος Γιώργος

Αγγελίδης έγραφε για το ίδιο θέμα. Πάλι σιωπή. Εξακολούθησα την αρθρογραφία

αλλά τα κείμενά μου έπεφταν στο κενό. Μέχρι που βαρεθήκαμε όλοι και τον παρατή-

σαμε στην ησυχία του.

Ρεγγίνα Παγουλάτου

Όσο μπόι της έλειπε, το είχε μαχητικότητα. Κυριολεκτικά «δεν άφηνε να πέσει κάτω

κουβέντα», χωρίς να απαντήσει και μάλιστα σε έντονο ύφος. Χαρακτηριστικό δείγμα

της ιδιότητάς της αυτής, είναι η παρακάτω ιστορία. Κάποια φορά έμαθε ότι ομογενής

τηλεοπτικός παραγωγός την είχε αποκαλέσει πόρνη. Χωρίς να χάσει καιρό πήγε στο

γραφείο του, χτύπησε την πόρτα του και μπήκε. «Δε μου λες ρε», τον άρπαξε από τη

μούρη, «με γνωρίζεις εμένα»;

«Όχι».

«Για κοίτα με καλά, σου μοιάζω για πόρνη; Και να ήθελα να είμαι, μπορούσα; Πού

θα έβρισκα πελάτες»;

Ο συκοφάντης τα έχασε. Δεν τον άφησε όμως να μιλήσει. «Η Ρεγγίνα η Παγουλάτου

είμαι» του είπε «αυτή που γυρίζεις και βρίζεις χωρίς να έχεις δει έστω και μία φορά».

Η Ρεγγίνα γεννήθηκε στα Βαλσαμάτα της Κεφαλονιάς το 1920. Νεαρή κοπελίτσα

πήρε μέρος σε μια θεατρική παράσταση του ηθοποιού Διονύση

Παγουλάτου. Αυτό στάθηκε η αφορμή να συλληφθεί και να

γνωρίσει τα «αγαθά» της ζωής στην εξορία.

Το 1963 κατάφερε να μεταναστεύσει στην Αμερική. Στην αρχή, όπως

η ίδια μου είχε αφηγηθεί, είχε εργαστεί σε εργοστάσιο που έφτιαχνε

παντόφλες και πασουμάκια. Αργότερα εργάστηκε σε γραφείο

ταξιδιών, στον «Εθνικό Κήρυκα», στον ¨Ορθόδοξο Παρατηρητή»

στην «Πρωινή», στην «Πετρόλα» και στην ραδιοφωνική εκπομπή

«Κόσμος FM».

Παράλληλα έγραφε ποιήματα και πεζογραφήματα. Την πρώτη ποιητική συλλογή της

την τύπωσε στην Αθήνα το 1956. Ακολούθησαν οκτώ ακόμη ποιητικές συλλογές, και

επτά πεζογραφήματα.

Ανάμεσά τους και δύο αυτοβιογραφικά. Το «Εξορία» (Χρονικό 1948-50) και «Κοι-

νωνικό οδοιπορικό και παρασκήνια», το οποίο δεν κυκλοφόρησε, για λόγους

ανεξάρτητους από τη θέλησή της.

Δύσκολη, αλλά γεμάτη η ζωή της. Με έντονη την αίσθηση του χιούμορ, τόσο στον

προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο της.

Ένας από τους ανθρώπους με τους οποίους είχε κακή σχέση, νομίζω ισόβιας διάρ-

κειας, ήταν ο Νίκος Σπάνιας. Και να γιατί. Μιά μέρα που δεν συγκράτησα τη

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

99

χρονολογία, στην «Ομογένεια», την εφημερίδα που έβγαζε ο Μπάμπης Μαλαφού-

ρης, έφτασε μια κριτική για τα «Ποιήματα της Τρίτης Λεωφόρου» του Νίκου Σπάνια.

Από ανέκδοτο κείμενο της Ρεγγίνας, αντιγράφω τη συνέχεια: «Επειδή ήταν

μακροσκελής και η εφημερίδα δεν διέθετε τον απαιτούμενο χώρο, τηλεφωνεί

καλοπροαίρετα ο διευθυντής της στον … «υπογράψαντα» την κριτική,

παρακαλώντας τον να την συμπυκνώσει. Ο άνθρωπος έμεινε εμβρόντητος, γιατί δεν

είχε ιδέα, γιατί ποτέ δεν έγραψε κριτική για τον Σπάνια. Η κριτική ήταν γραμμένη

από τον ίδιο το Σπάνια για τον Σπάνια με το ίδιο του το χέρι –χειρόγραφο και με

κεφαλαία γράμματα την «υπογραφή» του άλλου-ενός φίλου λογοτέχνη. Οπότε

αποκαλύφθηκε ο έντιμος κύριος Σπάνιας και μένεα πνέων κάθεται από πάνω και

γράφει σε πάπυρο έξη σελίδες-σιδηρόδρομο, ανομολόγητο υβρεολόγιο στον Μα-

λαφούρη για να χύσει στην τελευταία μισή σελίδα το φαρμάκι του εναντίον μου,

όντας εγώ η αιτία για τις πεντέμισι υπόλοιπες σελίδες βρισιές.

Για όποιον αμφιβάλλει έχω στη διάθεσή μου χειρόγραφη και την κριτική του Σπάνια

για τον Σπάνια την… υπογραμμένη από τον ίδιο με το ξένο όνομα και τον

εξασέλιδο «πάπυρο» που τελειώνει έτσι:

‘’…Είσαι ΑΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΟΣ, (για τον Μαλαφούρη και τα κεφαλαία δικά του) α-

πέναντί μου Ποιος είναι αληθινός λογοτέχνης, ΕΣΥ, ΕΓΩ, ή η ΡΕΓΓΙΝΑ, θα κριθεί,

τελικά, όχι από δω αλλά από τους Έλληνες και δη τους Άνδρες Αθηναίους…. Δεν

έχεις, επαναλαμβάνω, παρά να διαβάσεις τι γράφουν για μένα και τι γράφουν (αν

γράφουν) για τους ποιητές που φιλοξενείς στο «κωλοσφούγγι» σου…

(υπογραφή) Νίκος Σπάνιας»

Αυτά λοιπόν έγραφε ο ευυπόληπτος και εντιμότατος κ. Νίκος Σπάνιας, που δεν θα

μπορούσε να τα γράψει ούτε χειρ τις, ούτε νους τις ούτε βους τις, αλλά πους τις».

Αιτία ισόβιας έχθρας έγινε η ιστορία αυτή και για τον Μπάμπη Μαλαφούρη. Όπως

μου είχε πει, δεν τον ενόχλησαν τόσο οι ύβρεις προς εκείνον όσο οι ύβρεις προς τη

νεκρή μητέρα του.

Η Ρεγγίνα Παγουλάτου πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου 2006.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

100

Επίλογος

Το καλοκαίρι του 1984, η γυναίκα μου και η μεγάλη κόρη μου ήρθαν στην Ελλάδα

για διακοπές. Ήταν ένα ταξίδι που θα σημάδευε τις ζωές όλων μας.

Επέστρεψαν στη Νέα Υόρκη, με σημαντικά νέα. Βάσει ενός νέου νόμου που είχε

ψηφίσει η τότε κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, η γυναίκα μου θα μπορούσε να

πάρει μια μικροσύνταξη για τα δέκα χρόνια υπηρεσίας που είχε ως αξιωματικός

νοσοκόμος.

Η κόρη μου γύρισε ερωτευμένη με Πειραιώτη, ο οποίος λίγες ημέρες αργότερα ήρθε

στη Νέα Υόρκη μαζί με τον πατέρα του και τη ζήτησαν σε γάμο. Λίγο καιρό αργό -

τερα και οι δύο ξαναγύρισαν στην Ελλάδα. Μείναμε στη Νέα Υόρκη, εγώ και η

μικρή μου κόρη.

Μια μέρα τη φώναξα να κάτσει κοντά μου και συζητήσαμε το πρόβλημά μας. «Η

οικογένειά μας, χωρίστηκε», της είπα. «Και ο μόνος τρόπος για να ξαναενωθούμε

είναι να επιστρέψουμε κι εμείς στην Ελλάδα».

Χωρίς να το πολυσκεφθεί, συμφώνησε μαζί μου.

Η ιδέα αυτή με ηλέκτριζε, ήταν το άπιαστο όνειρο των έντεκα χρόνων της ζωής μου

στην Αμερική. Πώς θα επέστρεφα όμως; Και κυρίως με ποιά οικονομική βάση; Όλα

αυτά τα χρόνια, όχι μόνο δεν είχα γίνει πλούσιος, αλλά ίσα ίσα τα έβγαζα πέρα.

Βέβαια τα χρόνια εκείνα ο «Εθνικός Κήρυκας» είχε ανοίξει γραφείο στην Αθήνα απ’

όπου ένας υπάλληλος και δύο κοπέλες φωτοσυνθέτριες έστελναν στα γραφεία της

Νέας Υόρκης ειδήσεις και θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος: Ήταν μια πρώτης

τάξεως ευκαιρία να αναλάβω την οργάνωσή του.

Το αφεντικό όμως ήταν άλλο και πριν πάρω το θάρρος να του το ζητήσω, σημείωνα

στο μυαλό μου τους γνωστούς μου και τις «πόρτες» που θα χτυπούσα στην Αθήνα

για να ζητήσω εργασία. Και είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς, πέρασαν

από το γραφείο μου, αλλά για να μου ζητήσουν εργασία για τον εαυτό τους.

Την εκτίμηση ότι θα μπορούσα να οργανώσω το γραφείο της εφημερίδας στην

Αθήνα την είχε κάνει και ο Αντώνης Διαματάρης. Έτσι, μόλις τέλειωσε η σχολική

χρονιά και η γιορτή της 4η Ιουλίου 1981, κλείσαμε τις βαλίτσες μας και την πόρτα

του Χιώτικου Σπιτιού που ήταν η κατοικία μας και κάναμε το μεγάλο άλμα. Προς

την πατρίδα Ελλάδα.

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗ

101

Λεζάντες.

Το κτίριο του Πνευματικού Κέντρου φωτογραφημένο πριν ακόμη αρχίσουν οι

εργασίες ανακαίνισής του. Στην ένθετη φωτογραφία ο Νίκος Ανδριώτης.

Η Ρεγγίνα Παγουλάτου.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ

102

Ο Γιάννης Μιχαλάκης γεννήθηκε το

1937 στο χωριό Κουρούνια της

Βορειοδυτικής Χίου. Μετά την

αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο

Αρρένων Χίου πήγε στην Αθήνα,

αναζητώντας την τύχη του.

Δούλεψε εργάτης σε ξυλουργικό

εργοστάσιο, τυπογράφος και

δημοσιογράφος. Κείμενα του

πρωτοδημοσίευσε στην τοπική

εφημερίδα <Χιακόν Βήμα> που

εξέδιδε στην Αθήνα ο Νίκος Χαλλούς

και για μικρό διάστημα εργάστηκε

στην εβδομαδιαία εφημερίδα

<Ναυτηλιακή-Ναυτεργατική>. Από

το Νοέμβριο του 1969 μέχρι το

Σεπτέμβριο του 1973 εξέδιδε την

τοπική εφημερίδα <Χιακοί

Αντίλαλοι>. Το 1974 μετανάστευσε

στην Αμερική. Τα πρώτα χρόνια

έφτιαχνε ντόνατς στη Νέα Υόρκη.

Από το 1978 μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου

2009 εργάστηκε στην εφημερίδα

<Εθνικός Κήρυξ > της Νέας Υόρκης.

Παράλληλα με τις βιοποριστικές του

ασχολίες έγραψε διηγήματα και

αφηγήματα εμπνευσμένα από τις

συνθήκες τις ζωής του και τους

ανθρώπους που γνώρισε. Εξέδωσε τα

βιβλία <Τα Μπρουκλιώτικα> και

<Αποδήμων Οδύσσεια>. <Η δική μου

Αμερική είναι το πρώτο του βιβλίο

που κυκλοφορεί σε ηλεκτρονική

μορφή.