Θεμελιακή επαφή

13
οσελότος ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Αλέξης Γκοτσόπουλος ΑλέξηςΓκοτσόπουλος ΕΚΔΟΣΕΙΣ οσελότος

description

Αθήνα 1994. Λίγο πριν τη ραγδαία εξάπλωση των κινητών, του διαδικτύου και των οικονομικών μεταναστών. Η Αγγελική, μια ανέμελη λεσβία, επιβιώνει δουλεύοντας ως κούριερ τη μέρα, ενώ τα βράδια της τα περνάει τριγυρίζοντας στα γνώριμά της στέκια. Με εκκίνηση ένα παρ’ ολίγο μοιραίο ατύχημά της, θα ακολουθήσουν μια σειρά από παράξενα γεγονότα, μέσα στην πεζή της καθημερινότητα, που θα αναγκάσουν την προσοχή της να στραφεί στη βαθύτερη και ουσιαστικότερη προσέγγιση του εξωτερικού, αλλά και εσωτερικού της κόσμου. Ένα καινούργιο σύμπαν θα ανοιχτεί μπροστά της, ανε

Transcript of Θεμελιακή επαφή

Αθήνα 1994. Λίγο πριν τη ραγδαία εξάπλωση των κινητών, του διαδικτύου και των οικο-νομικών μεταναστών. Η Αγγελική, μια ανέ-

μελη λεσβία, επιβιώνει δουλεύοντας ως κούριερ τη μέρα, ενώ τα βράδια της τα περνάει τριγυρίζο-ντας στα γνώριμά της στέκια. Με εκκίνηση ένα παρ’ ολίγο μοιραίο ατύχημά της, θα ακολουθήσουν μια σειρά από παράξενα γεγονότα, μέσα στην πεζή της καθημερινότητα, που θα αναγκάσουν την προσοχή της να στραφεί στη βαθύτερη και ουσι-αστικότερη προσέγγιση του εξωτερικού, αλλά και εσωτερικού της κόσμου. Ένα καινούργιο σύμπαν θα ανοιχτεί μπροστά της, ανελκύοντας τον από-κρυφο και άγνωστο εαυτό της, από το απύθμενο βάθος του. Και τότε θα καταδικαστεί να γνωρίσει την αληθινή αγάπη στο πρόσωπο ενός άντρα. Όλα τα πιστεύω της θα ανατραπούν. Μαζί τους κι αυτό που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε –συμβατικά και χωρίς πολύ περίσκεψη– πραγματικότητα. Μια απίστευτη εσωτερική πάλη θα ακολουθήσει μετα-ξύ της γνώριμης σεξουαλικής της ροπής και της καρδιάς της. Οι ακραίες ψυχολογικές καταστάσεις που θα ζήσει θα την φέρουν στο χείλος της σχιζο-φρένειας. Ωστόσο, πόσο τρελός, μπορεί να είναι αυτός, που ενώ έρχεται σε επαφή με “φωνές’’, μιλά-ει με το Θεό, το Διάβολο ή εξωγήινους, παράλληλα βελτιώνει τη ζωή του διαρκώς προς το καλύτερο; Την απάντηση θα την δώσει η έκβαση της πάλης. Μιας πάλης που στο τέλος ή νικάς και τα κερδίζεις όλα ή χάνεις και τα χάνεις όλα. Ακόμα και τη ζωή σου.

οσελότοςΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσελότοςΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Αλέξης Γκοτσόπουλος

ΑΛΕΞ

ΗΣ Γ

ΚΟΤΣ

ΟΠΟ

ΥΛΟ

Σ

ISBN 978-960-9499-35-4

Αλέξης Γκοτσόπουλος

ΕΚΔΟΣΕΙΣοσελότος

ΤιΤλος Θεμελιακή επαφή ςυγγραφέας Αλέξης Γκοτσόπουλος ςειρα Ελληνική λογοτεχνία [1358]0211/01 Copyright© 2011 Αλέξης Γκοτσόπουλος [email protected] ΠρώΤη εκδοςη Αθήνα, Φεβρουάριος 2011 ISBN 978-960-9499-35-4

Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108e-mail: [email protected], [email protected]

www. ocelotos. gr

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτο-ανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορ-φή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγ-γραφέα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣοσελότος

Αντί προλόγου

Ανέκαθεν το παραμύθι ήταν ένας εύκολος τρόπος έκφρασης της αλήθειας. Ίσως επειδή αυτό που

ονομάζουμε “αλήθεια” έχει τόσες πολλές εκφάνσεις όσες και τα παραμύθια που χρησιμοποιούμε για να την εκφράσουμε. Ή ίσως επειδή η αλήθεια είναι κι αυ-τή ένα είδος παραμυθιού. Ένα είδος, εικονικής πραγ-ματικότητας μπλεγμένο μέσα σε μια απειρία άλλων πραγματικοτήτων. Ως εκ τούτου, συμπεραίνω ότι δεν έχω καμία ιδέα περί του τι εστί αλήθεια. Κι όταν όλα εξαφανίζονται μπροστά στα μάτια μου ως ουτοπίες, ψευδαισθήσεις κι όνειρα, απομένει μόνο η γιαγιά δί-πλα στο τζάκι να αφηγείται με αγάπη στα εγγόνια της το παραμύθι της ζωής. Εκστατικός κι αόρατος πλησι-άζω κι εγώ και κάθομαι παραδίπλα να ακούσω κάτι λίγο έστω από το παραμύθι. Σιγά-σιγά πείθομαι. Ναι! Το παραμύθι είναι η αλήθεια. Όχι γιατί πιστεύω στο παραμύθι, αλλά επειδή η γιαγιά κάθεται δίπλα στο τζάκι και το αφηγείται στα εγγόνια της με αγάπη.

4 ΑΛΕΞΗΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

Στο αύριο που θα έρθει με... ή χωρίς εμάς.

5ΘΕΜΕΛΙΑΚΗ ΕΠΑΦΗ

Άρωμα Θεού «Ο Θεός επιλέγει αυτούς που Τον επιλέγουν».

«Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 1994 – μεσημέρι Μόλις γύρισα από το νοσοκομείο. Και ίσως, όχι μόνο από το νο-

σοκομείο αλλά κι από τον άλλο κόσμο. Τελικά είμαι ζωντανή και θα μπορούσα να πω, φτηνά τη γλίτωσα! Ένα σπασμένο πόδι και κάτι μώ-λωπες. Ψιλοπράγματα. Με το που μου έβαλαν το πόδι στο γύψο αμέ-σως την κοπάνησα κι ας φώναζαν οι γιατροί να παραμείνω, για το καρούμπαλο που απόκτησα στο κεφάλι. Δεν τα αντέχω τα νοσοκο-μεία, τα μισώ, ούτε μια μέρα δε θα καθόμουν εκεί μέσα παραπάνω. Τώρα που ξανασκέφτομαι πιο ψύχραιμα τα πράγματα, αυτό το ατύ-χημα αλλά και όλα τ’ άλλα μικροατυχήματα και περιπέτειες που μου έτυχαν στη ζωή, πραγματικά… ανατριχιάζω. Λογικά σκεπτόμενη τον τρόπο με τον οποίο έγινε αυτό το ατύχημα, τώρα θα έπρεπε να είμαι απλά... πεθαμένη! Θα ήταν μια όμορφη, βροχερή, παγωμένη μέρα. Ένας όμορφος, βροχερός, παγωμένος χρόνος με τη μορφή μιας τα-φόπλακας, θα σκέπαζε το άδειο μου κουφάρι. Είκοσι τέσσερα χρό-νια ζωής χαμένα, άχρηστα και αδειανά, χωρίς νόημα, χωρίς λογική. Είκοσι τέσσερα χρόνια μια ατέλειωτη, άνιση και από την αρχή χαμέ-νη μάχη με το χρόνο και με τον εαυτό μου. Να υπάρχει άραγε άνθρω-πος που να είδε πραγματικά το χάρο με τα μάτια του, όπως εγώ, και να μη βγήκε από αυτή την ιστορία λίγο πιο σοφός, λίγο πιο σοβαρός και λίγο, πιο λίγο… υλιστής; Τιμές, δάφνες και δόξες, μεγαλεία, πλού-τος, δύναμη και πάνω απ’ όλα αυτό το άλμα, η φανταστική υπέρβα-ση, ο αγωνιώδης όσο και μεγαλειώδης διασκελισμός του ανθρώπου πάνω από το αστείρευτο ποτάμι του χρόνου… Πόσο μηδαμινά, τιπο-τένια και μάταια φαντάζουν όλα τούτα μπροστά στο παμφάγο, αδη-φάγο στόμα του Μεγάλου Τέλους!!! Πού πάμε; Εγώ, πού πάω; Συνεχί-ζω να λερώνω αθώες λευκές σελίδες με μελάνι λες και μέσα από αυτή τη διαδικασία θα πάρω τάχα κάποια στιγμή κάποια απάντηση. Ειλι-κρινά, δεν το πιστεύω. Αν δεν ήταν η δύναμη της συνήθειας πιο πολύ παρά η πραγματική εσωτερική ανάγκη για εξωτερίκευση, έντεκα χρό-νια τώρα που γράφω, που κρατάω σημειώσεις γι’ αυτό το ανιαρό τα-ξίδι που ονομάζω ζωή, δεν νομίζω να υπήρχε κάποιος άλλος λόγος να

Στο αύριο που θα έρθει με... ή χωρίς εμάς.

6 ΑΛΕΞΗΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

γράψω έστω και μια λέξη παραπάνω. Θα ’μουν δε θα ’μουν γύρω στα δεκατρία όταν για πρώτη φορά άρχισα να κρατάω ημερολόγιο, προς τιμήν της παιδικής μου φίλης, της Κατερίνας, που μου το έκανε δώ-ρο στη γιορτή μου. Σιγά-σιγά άρχισα να το συνηθίζω. Μπόρεσα μέσα από τις σελίδες του να βρω μια φανταστική φίλη που της έλεγα ό,τι δεν μπορούσα να πω αλλά και ό,τι δεν θ’ άντεχαν ποτέ ν’ ακούσουν οι γονείς μου, οι σχολικές μου φίλες αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον που μεγάλωνα. Αγωνίες, όνειρα, κρυμμένοι πόθοι, οι κο-πάνες από το σχολείο, ο πρώτος μου λεσβιακός έρωτας, τα ιδεολογι-κά χάσματα με τους δικούς μου, ακόμα και με αυτήν την ίδια μου την αδελφή… και αργότερα, η περιθωριακή ζωή της συνειδητοποιημένης λεσβίας. Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα τότε για όσους παρεκτρέπο-νταν από τα καθιερωμένα σεξουαλικά πρότυπα. Όχι ότι σήμερα είναι καλύτερα, αλλά θα έλεγα πως οι άνθρωποι φαίνεται σαν να έχουν γί-νει πιο απόμακροι ο ένας από τον άλλον στην εποχή μας, πιο αδιάφο-ροι για όλα, πιο κλειστοί, πιο παρτάκιδες, ψυχροί, τεμπέληδες, κου-ρασμένοι ακόμα και για κουτσομπολιό. Ίσως να συνήθισαν από την τηλεόραση και να μην σοκάρονται από τίποτα πια… … … Ε, και λοι-πόν; Εμένα τι με νοιάζει; Θα έπρεπε να με νοιάζει; Όχι, δε θα έπρεπε να με νοιάζει. Ιδίως μετά από αυτό το ατύχημα, ιδίως σήμερα, τώρα! Κανονικά θα έπρεπε να γιορτάζω. Θα έπρεπε να γιορτάζω τα δεύτε-ρά μου γενέθλια σήμερα. Τώρα! Θα έπρεπε κάθε στιγμή που περνά-ει και ζω, να γιορτάζω το τώρα. Ζω! Έχω ένα σπασμένο πόδι. Ε, και; Θα περάσει. Και αυτό θα περάσει. Αφού ούτε ο μπαρμπα-Χάρος δεν με θέλει, θα έπρεπε να είμαι ευτυχισμένη. Πήρα αναβολή. Έχω κι άλ-λο χρόνο να ξοδέψω. Γιατί να τον ξοδεύω μέσα στην αγωνία και στις μοιρολατρικές αναδρομές του παρελθόντος; Μπροστά! Κι όπου φτά-σω. Έτσι, όπως μου αρέσει! Θαύμα ήταν το ότι γεννήθηκα, θαύμα και το ότι επέζησα από αυτό το ατύχημα, θαύμα και η υπόλοιπη ζωή μου θα είναι αν ξεκολλήσω και αρχίσω να την ζω όσο πιο αληθινά και γε-μάτα μπορώ».

«…ακόμα 18 Νοεμβρίου – βράδυ Βαριέμαι. Βαριέμαι!!! Από το πρωί που γύρισα από το νοσοκομείο

μέχρι τώρα, κάθομαι συνεχώς στο κρεβάτι. Πρώτη φορά παραμένω τόσο άπραγη και χαλαρή στη ζωή μου. Αμάν πια! Πώς θα περάσει άραγε ένας μήνας όταν δεν μπορώ ούτε μερικές ώρες ν’ αντέξω; Δεν μπορώ ν’ αντέξω; Χα! Εγώ; Εγώ τα πάντα μπορώ ν’ αντέξω! Μπο-

7ΘΕΜΕΛΙΑΚΗ ΕΠΑΦΗ

ρώ, μπορωωωώ!!!... Χμ... Ωραία... Σύνελθε, Αγγελική, ηρέμησε… ναι, εντάξει, είμαι καλά, λοιπόν… Α! Μην το ξεχάσω. Αύριο έρχεται κι η μαμά. Βέβαια! Την έπιασε πάλι ξαφνικά ο πόνος για το κοριτσάκι της! Η μαμά, πάντα όταν ήμουν ένα βήμα πριν τα τινάξω, με θυμόταν... “να πάω να βοηθήσω το παιδί”… Τι παράξενος μηχανισμός δουλεύει μέσα της ποτέ δε θα καταλάβω. Και τις άλλες ώρες, όταν ήμουν κα-λά, όλα εκείνα τα ατέλειωτα διαστήματα πού ήταν; Η απουσία της ήταν τόσο έντονη που μου έδινε την εντύπωση ότι θα προτιμούσε να μην με ήξερε, να μην με είχε γεννήσει καν! Όσο για την αδελφή μου… καλά… ούτε λόγος. Εκείνη, και να πέθαινα δεν νομίζω να ερχόταν ούτε στην κηδεία μου. Τα κοινωνικά status προστάζουν να τηρούμε τις πρέπουσες αποστάσεις από άτομα σαν… του είδους μου. Από την ώρα που παντρεύτηκε και εκείνον τον ξενέρωτο – συμφεροντολογικά βέβαια, ανέβηκε απότομα τα κοινωνικά στρώματα, μας έγινε ξαφνι-κά… μαντάμ! Αμέσως με το που έπιασε λίγο χρήμα στο χέρι πήραν τε-λείως τα μυαλά της αέρα. Ήτανε που ήτανε μια ζωή χαζοβιόλα, τώρα πήγε και έγινε πουτάνα και καριόλα. Ας ζήσει όπως νομίζει. Σιγά μην κάτσω να σκάσω. Αρκετά μέχρι εδώ. Είπαμε, η ζωή είναι λίγη, σήμε-ρα είσαι, αύριο δεν είσαι. Το έμαθα πια το μάθημα και δεν νομίζω να υπάρχει μηχανόβιος που να μην το ξέρει. Όποιος οδηγεί μηχανή δέκα ώρες την ημέρα, όπως εγώ, μέσα σ’ αυτή την άγρια πόλη που το μό-νο που θέλει είναι αίμα καθημερινό για να τραφεί, για να μας αντέ-ξει και να την αντέξουμε, δεν νομίζω να έχει τη χρονική πολυτέλεια να κάθεται να πολυσκάει με προβλήματα σαν τα δικά μου. Μπροστά στον κίνδυνο του καθημερινού θανάτου όλα τ’ άλλα μοιάζουν υποδε-έστερα. Μακάρι να…»

Μια ξαφνική διακοπή του ηλεκτρικού βύθισε τη μικρή υπόγεια γκαρσονιέρα της Αγγελικής στη σιωπή και στο σκοτάδι. Για μια στιγμή απέμεινε έκπληκτη, όμως αμέσως σχεδόν συνήλθε.

«Πάλι αυτές οι καταραμένες ασφάλειες» μουρμούρισε νευρια-σμένα. Άφησε το ημερολόγιό της δίπλα στο κομοδίνο του κρεβα-τιού της και στα ψηλαφιστά, χαμήλωσε την ένταση της μουσικής που είχε ως συνήθως στη διαπασών, φοβούμενη την απότομη επα-ναφορά του ρεύματος μην της κάψει τα ηχεία. Παρ΄ όλο το σπα-σμένο της πόδι και το βαθύ σκοτάδι, αποφάσισε αμέσως να πάει να αλλάξει τις παμπάλαιες ασφάλειες του ηλεκτρικού που καίγονταν κάθε τρεις και λίγο βάζοντας σε δοκιμασία τα νεύρα της. Δεν ήταν κανένα κοριτσάκι που θα φοβόταν το σκοτάδι ή τον “κακό το λύκο”

8 ΑΛΕΞΗΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

η Αγγελική. Χρόνια μηχανόβια, μέσα στις νύχτες, σε κακόφημα στέ-κια, μια ζωή στο ξενύχτι και στο περιθώριο, στην κούραση της δου-λειάς τη μέρα ως κούριερ με τη μηχανή και το βράδυ στη ζωή της περιθωριακής λεσβίας. Τα άτομα του είδους της η κοινωνία τα σφυ-ρηλατεί από μικρά διαπλάθοντάς τους έναν σκληρό, άκαμπτο χαρα-κτήρα, βάζοντας τα στην άκρη, απαξιώνοντάς τα. Κι όταν τύχει κι εί-ναι κι από τη φύση του κανείς και λίγο τσαμπουκάς, λίγο εγωιστής, λίγο από αυτούς που δεν σκύβουν εύκολα το κεφάλι, τότε, ε τότε… ακόμα και το οικογενειακό του περιβάλλον τείνει να τον απομακρύ-νει σαν μίασμα μιαρό, σαν βρόμα από λεκέ, λες και είναι κάτι το κολ-λητικό το να θέλει κανείς να είναι αυτόνομος στη ζωή και στο σεξ. Δεν είχε προλάβει να σηκωθεί από το κρεβάτι καλά-καλά η Αγγελι-κή όταν το φως άναψε από μόνο του. Τρεις γνώριμες φωνούλες ξε-πετάχτηκαν διαλύοντας την ησυχία της μικρής κάμαρας.

«Καλώς ήρθες, Άτζη! Έκπληξη!» «Εσείς είστε, βρε παλαβές; Και νόμισα ότι κάηκαν πάλι οι ασφά-

λειες».«Δεν μπορέσαμε να έρθουμε στο νοσοκομείο νωρίτερα λόγω

δουλειάς. Μας συγχωρείς, γλύκα» είπε η Πόπη στην Αγγελική φι-λώντας την με πάθος στο στόμα και προσφέροντάς της τα λουλού-δια που κρατούσε.

«Καλά, ε! Χαμπάρι δεν πήρες. Μπήκαμε μέσα, σου κλείσαμε το ρεύμα κι εσύ στον κόσμο σου. Κάτι η μουσική που βάζεις στο τέρμα, κάτι το γράψιμο, θα σε κλέβαμε κι ούτε που θα το καταλάβαινες!» της πέταξε αστειευόμενη η Χριστίνα.

«Αρκεί να μου αφήνατε ένα στυλό και το ημερολόγιό μου» της απάντησε χαμογελώντας η Αγγελική.

«Για φέρε το πόδι τώρα να αρχίσουμε να γράφουμε τις αφιερώ-σεις» είπε η Μιράντα έχοντας αρχίσει ήδη να βγάζει μαρκαδόρους από την τσάντα της.

«Γράψτε και ημερομηνία, βρε τρελαμένες, γιορτάζω τα δεύτερά μου γενέθλια σήμερα» τους φώναξε η Αγγελική προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνησή της. Πόσο χάρηκε που τις είδε! Πόσο πιο άδεια και σκληρή θα ήταν η ζωή της αν δεν είχε τις κολλητές της, ιδίως την Πόπη με την οποία είχαν ανταλλάξει, εκτός από τις καρδιές τους και τα κλειδιά των σπιτιών τους. Με την Πόπη, αν και είχαν δεσμό, είχαν αποφασίσει από κοινού να μη συζήσουν. Η πείρα είχε διδάξει πως αυτές οι καταστάσεις δεν κρατάνε πολύ. Κι όμως! Κόντευαν να κλεί-

9ΘΕΜΕΛΙΑΚΗ ΕΠΑΦΗ

σουν μαζί ενάμιση χρόνο τώρα, μια σχέση έντονου πάθους, με έντο-νες διακυμάνσεις μερικές φορές αλλά παρ’ όλα αυτά, αδιασάλευτη. Οι άλλες δύο, η Μιράντα κι η Χριστίνα, ήταν σχετικά καινούργιες στην παρέα. Τις ήξερε εδώ και μισό χρόνο περίπου. Είχαν γνωριστεί σ’ έναν καβγά που είχε ξεσπάσει στο μαγαζί που σύχναζαν παλιότε-ρα με την Πόπη. Μια παρεξήγηση με κάτι άλλες από μια άλλη πα-ρέα. Η Μιράντα μεσολάβησε και τα βρήκανε τελικά, αν και πέσα-νε κάτι ψιλομπουνιές. Η Αγγελική δεν είναι τύπος που σηκώνει και πολλά αστεία, ειδικά αν κάποια άλλη κάνει ποτέ το λάθος και πει-ράξει την Πόπη. Έτσι, η Μιράντα, αφού γνωριστήκανε, τους σύστη-σε με τη σειρά της τη Χριστίνα, τη φίλη της. Συχνά έκαναν παρέα οι τέσσερίς τους μιας και διαπίστωσαν ότι ταιριάζουν. Η Μιράντα δού-λευε και αυτή κούριερ όπως κι η Αγγελική, ενώ η Πόπη κι η Χριστί-να δούλευαν σερβιτόρες σε καφέ - μπαρ. Κοινή αγάπη και των τεσ-σάρων οι μηχανές, κι ίσως ήταν αυτό, ο κοινός κίνδυνος που διέτρε-χαν πάνω στις δύο ρόδες –εκτός από τον τρόπο ζωής τους– που τις έκανε να είναι τόσο δεμένες και να χαίρονται η μια την παρέα της άλλης. Καθώς η Αγγελική είχε αρχίσει να διηγείται το περιστατικό με το ατύχημα, η Μιράντα με τη Χριστίνα έγραφαν στιχάκια και ζω-γράφιζαν καρδούλες πάνω στο πόδι με το γύψο της Αγγελικής. Η Πόπη, μην μπορώντας να κρύψει την αγωνία που είχε τραβήξει αλ-λά και τη χαρά της που είχαν όλα αίσιο σχεδόν τέλος, απέμενε με ορθάνοιχτα μάτια να κοιτάζει την Αγγελική τρυφερά, με εκείνο το παιδικό και κάπως αθώο βλέμμα της. Αν και δύο χρόνια μεγαλύτερη από την Αγγελική, έμοιαζε μάλλον μικρότερη έτσι μικροκαμωμένη που ήταν. Είχε ωραίο, ξανθό, μακρύ μαλλί και γαλανά ματάκια. Μια ανασηκωμένη μυτούλα περιστοιχισμένη από λίγες διακριτικές φα-κίδες, μίκραιναν ακόμα περισσότερο τα είκοσι έξι της χρόνια, κάνο-ντάς την να φαίνεται ότι είναι στην ηλικία της εφηβείας ακόμα. Έπει-τα ήταν και οι περιορισμένες καμπύλες της που δεν γέμιζαν το μά-τι. Θα νόμιζε κανείς αν την κοιτούσε ότι είχε μπροστά του ένα κορι-τσάκι πιο πολύ παρά μια γυναίκα είκοσι έξι χρονών. Πάντως, ακόμα κι έτσι, ήταν οπωσδήποτε όμορφη, με μια εντελώς προσωπική, ξε-χωριστή γοητεία. Σε καθήλωνε χωρίς να σε μαγνητίζει. Σε τράβαγε ανεπαίσθητα χωρίς να το καταλάβεις. Είχε αυτό το “κάτι” που λένε, και αυτό ακριβώς ήταν που έκανε την Αγγελική να την επιθυμεί δί-πλα της τόσο καιρό τώρα. Η Αγγελική πάλι, ήταν το άλλο άκρο της Πόπης. Μαυρομάλλα, με κοντό μαλλί, έντονες καμπύλες, ψηλή, γε-

10 ΑΛΕΞΗΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

ροδεμένη, με μια άγρια σχεδόν αρρενωπή ομορφιά, η οποία ίσως τε-λικά να ήταν και ο λόγος που την έκανε να μοιάζει μεγαλύτερη από την ηλικία της. Η Μιράντα με τη Χριστίνα δεν είχαν μεγάλη αντί-θεση μεταξύ τους. Καστανές και οι δύο, παρόλο που η Χριστίνα τα κοκκίνιζε ανά διαστήματα, και στο ίδιο ύψος, χωρίς έντονα χαρα-κτηριστικά. Η Μιράντα ήταν η μεγαλύτερη και υποτίθεται και η πιο σοφή της παρέας. Η Χριστίνα ήταν συνομήλικη σχεδόν με την Πό-πη και τελευταία και πιο νέα ερχόταν η Αγγελική. Ήταν ωραίο να τις βλέπει κανείς έτσι όπως φλυαρούσαν ανέμελα γύρω και πάνω στο κρεβάτι της Αγγελικής προσπαθώντας κι οι τρεις τους να της φτιά-ξουν το κέφι, να της δώσουν κουράγιο να αντέξει τις μέρες που θα καθόταν στο σπίτι, για καλύτερη και πιο σύντομη ανάρρωση. Ναι! Ήταν ωραίο να τις βλέπει κανείς. Μοναδική εξαίρεση στο όλο σκηνι-κό, η ταμπέλα που συνηθίζουμε εμείς οι “ομαλοί” να κρεμάμε στους διαφορετικούς σεξουαλικά από εμάς… “ανώμαλες”, “βρομολεσβί-ες”. Λες και έφταιξαν αυτές για τις επιλογές τους. Λες και έφτιαξαν αυτές αυτό που ήσαν από την ώρα που γεννήθηκαν. Από την άλλη πάλι όμως, θα μπορούσε να πει κανείς: “Μήπως φταίμε κι εμείς που τις κατηγορούμε; Που τις μειώνουμε; Που τις προσβάλουμε; Γιατί να φταίμε; Κι εμείς έτσι φτιαχτήκαμε, χωρίς κατανόηση, χωρίς αγά-πη, παρά μονάχα για τους ομοίους μας αλλά και για αυτούς ακό-μα όχι πάντα. Λοιπόν, τι να κάνουμε; Μπορούμε να αλλάξουμε κι εμείς αυτό που είμαστε;” Ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα όταν η Μιράντα με τη Χριστίνα αποχαιρετούσαν με φιλάκια την Αγγελι-κή, αφήνοντας πίσω τους μια κρεβατοκάμαρα που φάνταζε πως εί-χε προέλθει από γενετική διασταύρωση με κουζίνα. Ψίχουλα, λεκέ-δες, σκουπίδια και χαρτάκια παντού. Αποφάγια, κουτιά πίτσας, τα-σάκια γεμάτα στάχτες κι αποτσίγαρα, χαρτοπετσέτες, πιάτα, κύπελ-λα, ποτήρια και φλιτζάνια, ανακατωμένα όλα με κουβέρτες, σεντό-νια και μαξιλάρια. Δεκαπέντε μπουκάλια μπίρας έπαιζαν κρυφτό κά-τω από το κρεβάτι παρέα με παντόφλες, παπούτσια και μαρκαδό-ρους. Ένα μπουφάν παραπέρα έπαιζε το ρόλο του χαλιού στο πάτω-μα, ενώ τρία πουλόβερ, το ένα επάνω στο άλλο, μόλις και μετά βί-ας κρατιόντουσαν από την άκρη μιας καρέκλας. Ξαφνικά, η Αγγελι-κή ούρλιαξε βλέποντας όλο αυτό το χάλι τριγύρω. «Ω, θεέ μου! Αύ-ριο έρχεται η μαμά. Ποιος την ακούει πάλι!» Δεν ήθελε, δεν άντε-χε να δίνει δικαιώματα σε κανέναν, ιδίως στη μάνα της, να την λέει ανεύθυνη, ανώριμη, κ.λπ. Στο κάτω – κάτω, το ότι ήταν λεσβία δεν

11ΘΕΜΕΛΙΑΚΗ ΕΠΑΦΗ

την εμπόδιζε από το να είναι και νοικοκυρά, να έχει τάξη στο σπίτι της. Και η ίδια όμως το θεωρούσε σημαντικό αυτό. Της άρεσε ένας καθαρός χώρος, δίχως ακαταστασία τριγύρω. Ευτυχώς, είχε την Πό-πη η οποία είχε ήδη σηκωθεί και είχε ξεκινήσει τις δουλειές. «Άφησέ τα, βρε Πόπη, είναι αργά, κι είσαι και κουρασμένη…» της είπε η Αγ-γελική συμπονετικά ξέροντας κατά βάθος ότι δεν υπήρχε περίπτω-ση να γίνει κάτι τέτοιο.

«Θα αστειεύεσαι βέβαια…» της απάντησε με σταθερή φωνή η Πόπη, «…και ν’ αφήσουμε τη μαμά να σε πρήζει; Δεν σου αρκεί το βάσανο που έχεις με το πόδι σου θέλεις να την ακούς να σου τα χώ-νει και για το σπίτι;» Ήταν η σειρά της Αγγελικής να μείνει σιωπηλή κοιτάζοντας τη φίλη της που δινόταν ολόψυχα στο συγύρισμα του σπιτιού. Πόσο πιο έντονα την ένιωθε κοντά της κάτι τέτοιες στιγ-μές, όταν επιβεβαίωνε μέσα της ότι η φίλη της θα της συμπαραστέ-κεται πάντα, σε όλα της τα προβλήματα, μικρά ή μεγάλα! Ένα ολό-ψυχο θερμό ευχαριστώ κι ένα φιλί γεμάτο πάθος, υποδέχτηκαν την Πόπη σαν τέλειωσε τις δουλειές κι έκατσε δίπλα στο κρεβάτι της Αγγελικής. Το σπίτι άστραφτε από καθαριότητα. Όλα ήταν έτοιμα για τον ερχομό της μαμάς.

«Σαββάτο 19 Νοεμβρίου 1994 – βράδυΗ μαμά κοιμάται στον καναπέ, στο χολ. Ήρθε, φούσκωσε, ξεφού-

σκωσε, και τώρα κοιμάται ξεθεωμένη από το πολύ ψάλσιμο. Πλάκα που είχε! Νόμιζε πως θα τα έβρισκε όλα χάλια εδώ μέσα, πως θα την είχα ανάγκη, πως θα ξανάβρισκε το μικρό της κοριτσάκι να ξαναντα-ντέψει. Θα ήθελε να πιστεύει, να μπορούσε να πιστέψει, ότι όλα τα σχετικά μ’ εμένα ήταν ένα κακό όνειρο κι ότι το κοριτσάκι της κάποια μέρα θα μεγαλώσει, θα παντρευτεί και θα της κάνει πολλά εγγονά-κια, για να τα έχει να ασχολείται. Θα ήθελε να πιστεύει ότι μπορεί να με κάνει να αλλάξω τρόπο ζωής, ότι τη χρειάζομαι, ότι πρέπει να την έχω ανάγκη για να μπορεί να με ελέγχει, να με κάνει αυτή όπως θέ-λει. Γι’ αυτό και όποτε μου συμβαίνει κάτι, όπως τώρα, τρέχει, μπας και καταφέρει και με πείσει ότι τη χρειάζομαι οπωσδήποτε, ότι ίσως πρέπει να ξανασκεφτώ τα της ζωής μου, ότι ίσως… ίσως… ποιος ξέ-ρει; Τίποτα απ’ ό,τι περίμενε δεν έγινε. Μέχρι και για ψώνια πήγα, να της δείξω ότι τα καταφέρνω. Δεν πήγα βέβαια μακριά, εδώ, στη γω-νία στο mini market. Πήρα τις πατερίτσες μου, πήρα και φόρα και… αυτό ήταν. Συγύρισα και το σπίτι υποτίθεται, ας είναι καλά η Πόπη!

12 ΑΛΕΞΗΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

Λοιπόν, μαμά, όπως βλέπεις τα καταφέρνω μια χαρά, δεν σε έχω ανά-γκη. Ανάγκη θα είχα την άδολη αγάπη που προσφέρει κανείς στον άλ-λον όταν τον αποδέχεται έτσι ακριβώς όπως είναι. Ανάγκη θα είχα να σ’ ακούσω να μου λες: “Σ’ αγαπώ όπως κι αν ζεις, ό,τι κι αν κάνεις.” Αλλά αυτά δεν τα αντέχεις, ρε μάνα, άντε γεια... της είπα... να πηγαί-νεις, μη σε κρατάω άλλο τζάμπα. Αυτή, πανικόβλητη που δεν κατά-φερε να μου προσφέρει τίποτα, άρχισε τα παλιά τροπάρια... και πώς είσαι έτσι, πώς ζεις, πού γυρνάς, τι θα κάνεις, κ.λπ… κ.λπ… κ.λπ… Παρ’ όλα αυτά, την αγαπώ. Παρ΄ όλα αυτά. Δεν μπορεί να το κατα-λάβει όμως... παρ’ όλα αυτά. Και αυτή μ’ αγαπά, με μια ανυπόφορη, φορτική, αρρωστημένη αγάπη που φυσικά δεν με αγγίζει, σχεδόν κα-θόλου. Όσο για τον πατέρα και την αδελφή μου, κι αυτούς τους αγα-πώ κι ας μ’ έχουν γραμμένη. Βρίσκονται εδώ και καιρό, κάτι έτη φω-τός μακριά μου κι ας ζούμε όλοι μέσα στην ίδια πόλη, σχεδόν στην ίδια γειτονιά. Από την άλλη πάλι, έχω και τη ζωή μου. Κι αυτήν την αγα-πώ. Μακάρι να μπορούσε να γίνει ένα θαύμα και να ερχόμασταν όλοι κάποια μέρα πραγματικά κοντά ο ένας με τον άλλο! Όχι ότι ήμασταν βέβαια και ποτέ πραγματικά κοντά και τώρα απομακρυνθήκαμε. Όχι! Ποτέ δεν χάσαμε κάτι που είχαμε. Πάντα ήμασταν ο καθένας στον κό-σμο του. Πάντα μας έλειπε εκείνη η μαγική κόλλα που υπάρχει μόνο σε όσους καταφέρνουν κι επικοινωνούν αληθινά, συνήθως χωρίς να χρειαστεί να πουν πολλά, ίσως και τίποτα. Γι’ αυτό η μαμά πρέπει να πηγαίνει σιγά-σιγά. Δυο-τρεις μέρες την έχω το πολύ ακόμα, μετά δε θα αντέξει, θα αρχίσει να μου πετάει εκείνο το, “τι να κάνω, έχω και τον μπαμπά σου μόνο του”…

Α, ρε μάνα! Α, ρε μάνα!!!»

« Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 1994 – βράδυ, ως συνήθωςΟυφ! Έφυγε! Επιτέλους, μόνη και πάλι. Εννοείται ότι μόλις έφυγε

η μαμά τηλεφώνησα αμέσως στην Πόπη. Έτρεξε η καημενούλα μου μετά τη δουλειά γεμάτη ανησυχία. Φοβόταν μην τσακωθώ πάλι με τη μάνα μου και κάνω καμιά τρέλα. Με ξέρει, όταν τα παίρνω στο κρα-νίο δεν καταλαβαίνω και πολύ από τρόπους. Τώρα τελευταία βέβαια, μετά το ατύχημα, σαν να προσγειώθηκα λίγο. Σαν να ένιωσα το χρόνο –επιτέλους για πρώτη φορά– να περνάει πάνω κι από εμένα. Μεγα-λώνω. Μήπως κάπου έχει δίκιο η μαμά; Τι θα κάνω αργότερα; Η Πό-πη; Τι να σκέφτεται αυτή άραγε –αν σκέφτεται– για την πορεία της ζωής μας; Τι πραγματικά να κουβαλάει μέσα στην ψυχή και στο μυα-

Αθήνα 1994. Λίγο πριν τη ραγδαία εξάπλωση των κινητών, του διαδικτύου και των οικο-νομικών μεταναστών. Η Αγγελική, μια ανέ-

μελη λεσβία, επιβιώνει δουλεύοντας ως κούριερ τη μέρα, ενώ τα βράδια της τα περνάει τριγυρίζο-ντας στα γνώριμά της στέκια. Με εκκίνηση ένα παρ’ ολίγο μοιραίο ατύχημά της, θα ακολουθήσουν μια σειρά από παράξενα γεγονότα, μέσα στην πεζή της καθημερινότητα, που θα αναγκάσουν την προσοχή της να στραφεί στη βαθύτερη και ουσι-αστικότερη προσέγγιση του εξωτερικού, αλλά και εσωτερικού της κόσμου. Ένα καινούργιο σύμπαν θα ανοιχτεί μπροστά της, ανελκύοντας τον από-κρυφο και άγνωστο εαυτό της, από το απύθμενο βάθος του. Και τότε θα καταδικαστεί να γνωρίσει την αληθινή αγάπη στο πρόσωπο ενός άντρα. Όλα τα πιστεύω της θα ανατραπούν. Μαζί τους κι αυτό που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε –συμβατικά και χωρίς πολύ περίσκεψη– πραγματικότητα. Μια απίστευτη εσωτερική πάλη θα ακολουθήσει μετα-ξύ της γνώριμης σεξουαλικής της ροπής και της καρδιάς της. Οι ακραίες ψυχολογικές καταστάσεις που θα ζήσει θα την φέρουν στο χείλος της σχιζο-φρένειας. Ωστόσο, πόσο τρελός, μπορεί να είναι αυτός, που ενώ έρχεται σε επαφή με “φωνές’’, μιλά-ει με το Θεό, το Διάβολο ή εξωγήινους, παράλληλα βελτιώνει τη ζωή του διαρκώς προς το καλύτερο; Την απάντηση θα την δώσει η έκβαση της πάλης. Μιας πάλης που στο τέλος ή νικάς και τα κερδίζεις όλα ή χάνεις και τα χάνεις όλα. Ακόμα και τη ζωή σου.

οσελότοςΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσελότοςΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Αλέξης Γκοτσόπουλος

ΑΛΕΞ

ΗΣ Γ

ΚΟΤΣ

ΟΠΟ

ΥΛΟ

ΣISBN 978-960-9499-35-4

13ΘΕΜΕΛΙΑΚΗ ΕΠΑΦΗ

λουδάκι της, το τόσο εύθραυστο; Μάλλον, απ’ ό,τι έχω καταλάβει, η Πόπη αποφεύγει επιμελώς το να σκέφτεται. Η καημενούλα μου, κου-ράζεται εύκολα, είναι τόσο μικροκαμωμένη! Πόσο μου έλειψε! Αλή-θεια, θα μου έλειπαν ποτέ τόσο πολύ οι δικοί μου; Κάποτε, μετά από χρόνια, όταν θα έχουν φύγει από αυτόν τον κόσμο, θα μου λείψουν άραγε τόσο, όσο μου έλειψε η Πόπη αυτές τις λίγες ημέρες που ήταν εδώ η μαμά; Κι αν μου έλειψε σήμερα η Πόπη, θα μου λείπει το ίδιο και αύριο; Θα μπορούσε άραγε να αλλάξει το χαρακτήρα μου κάπο-τε αυτός ο... πανδαμάτωρ χρόνος, ώστε να με κάνει να μην θέλω πια τόσο την Πόπη ή όλα αυτά που έχω τώρα και αγαπώ και γεμίζω τη ζωή μου; Όπως τη μηχανή μου, για παράδειγμα. Κι αυτή μου έλειψε. Για πόσο καιρό θα την έχω; Για πόσο καιρό θα ζω έτσι; Τα προβλήμα-τα, τα απρόοπτα, οι διάφορες καταστάσεις της ζωής θα με αλλάξουν ή θα είμαι πάντα το ίδιο τρελή και άνετη όπως είμαι τώρα; Κι αν εγώ είμαι, θα είναι και οι άλλοι; Οι φίλες μου, οι παρέες μου, η Πόπη; Δεν υπάρχει περίπτωση να με βαρεθεί και αυτή και όλοι οι άλλοι κάποια στιγμή; … … … Μου την έδωσε τώρα. Πάω για ύπνο».

«Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 1994 – ώρα μηδένΗ ακινησία πρέπει να έχει αρχίσει να με πειράζει στο κεφάλι. Τι μα-

λακίες έγραφα χθες; Τι σκεπτικιστικός μηρυκασμός ήταν αυτός που μ’ έπιασε; Είμαστε τόσο ένα με την Πόπη, πώς είναι δυνατόν να χωρί-σουμε; Το μυαλό μου μάλλον έχει αρχίσει να μου παίζει κάποια παι-χνίδια. Μου βγάζει, ίσως επειδή συνεχώς κάθομαι, κάποιες μοιρολα-τρικές τάσεις, κληρονομικό απόκτημα ασφαλώς από τη μαμά. Ευτυ-χώς που έχω πάρει και λίγο από το ζαμανφουτισμό του μπαμπά. Αυ-τό με σώζει! Έξι μέρες μετά το ατύχημα. Ο καιρός κυλά αργός, βαρύς και δύσκολος. Σήμερα ήρθε κι η μηχανή μου από το συνεργείο. Την έφερε η Πόπη. Ο μαστρο-Γιάννης την έκανε καινούργια. Ανυπομονώ να την οδηγήσω».

«Κυριακή 27 Νοεμβρίου 1994 – όχι, δεν είναι βράδυΧθες είχα πάλι όλη μέρα τα νεύρα μου. Έχει αρχίσει να μου τη δί-

νει εδώ μέσα. Ξεσκίζομαι στο γράψιμο. Γράφω σχεδόν κάθε μέρα. Σά-μπως έχω και τίποτα σπουδαίο να πω; Αλλά όμως, κάτι πρέπει να κά-νω, να περνάω την ώρα μου. Μέχρι και τηλεόραση άρχισα να βλέ-πω. Κατάντια ε! Τσακώθηκα και με την Πόπη. Έκανε σαν τρελή όταν της είπα ότι θα προσπαθήσω να ανέβω στη μηχανή μου να πάω κα-

Αθήνα 1994. Λίγο πριν τη ραγδαία εξάπλωση των κινητών, του διαδικτύου και των οικο-νομικών μεταναστών. Η Αγγελική, μια ανέ-

μελη λεσβία, επιβιώνει δουλεύοντας ως κούριερ τη μέρα, ενώ τα βράδια της τα περνάει τριγυρίζο-ντας στα γνώριμά της στέκια. Με εκκίνηση ένα παρ’ ολίγο μοιραίο ατύχημά της, θα ακολουθήσουν μια σειρά από παράξενα γεγονότα, μέσα στην πεζή της καθημερινότητα, που θα αναγκάσουν την προσοχή της να στραφεί στη βαθύτερη και ουσι-αστικότερη προσέγγιση του εξωτερικού, αλλά και εσωτερικού της κόσμου. Ένα καινούργιο σύμπαν θα ανοιχτεί μπροστά της, ανελκύοντας τον από-κρυφο και άγνωστο εαυτό της, από το απύθμενο βάθος του. Και τότε θα καταδικαστεί να γνωρίσει την αληθινή αγάπη στο πρόσωπο ενός άντρα. Όλα τα πιστεύω της θα ανατραπούν. Μαζί τους κι αυτό που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε –συμβατικά και χωρίς πολύ περίσκεψη– πραγματικότητα. Μια απίστευτη εσωτερική πάλη θα ακολουθήσει μετα-ξύ της γνώριμης σεξουαλικής της ροπής και της καρδιάς της. Οι ακραίες ψυχολογικές καταστάσεις που θα ζήσει θα την φέρουν στο χείλος της σχιζο-φρένειας. Ωστόσο, πόσο τρελός, μπορεί να είναι αυτός, που ενώ έρχεται σε επαφή με “φωνές’’, μιλά-ει με το Θεό, το Διάβολο ή εξωγήινους, παράλληλα βελτιώνει τη ζωή του διαρκώς προς το καλύτερο; Την απάντηση θα την δώσει η έκβαση της πάλης. Μιας πάλης που στο τέλος ή νικάς και τα κερδίζεις όλα ή χάνεις και τα χάνεις όλα. Ακόμα και τη ζωή σου.

οσελότοςΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσελότοςΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Αλέξης ΓκοτσόπουλοςΑΛ

ΕΞΗΣ

ΓΚΟ

ΤΣΟ

ΠΟΥΛ

ΟΣ

ISBN 978-960-9499-35-4