Η μαγική κούνια

17

description

Η μαγική κούνια που κάποιος κατασκεύασε και τα ταξίδια στα οποία αφηνόταν ο κατασκευαστής της

Transcript of Η μαγική κούνια

Page 1: Η μαγική κούνια
Page 2: Η μαγική κούνια

Φωτογραφία και σχεδιασμός εξωφύλλου: Ιωάννα Φραγκοστεφανάκη

e-mail:[email protected]

Page 3: Η μαγική κούνια

Στην Πελαγία

Page 4: Η μαγική κούνια

I

Του πήρε μήνες να την κατασκευάσει. Τα σχέδια της τα είχε βρει στο σεντούκι της γιαγιάς

του, που όλοι στη μικρή πόλη φοβόντουσαν για την ένταση των μαγικών που ασκούσε.

Ήταν χαραγμένα σε δέρμα αγελάδας, διαφορετικό αρκετά από τα δέρματα που είχε

συνηθίσει να αγγίζει, καθώς η υφή του σε μπέρδευε με τα μικρά εξογκώματα που πίεζαν τα

δάχτυλα σου, τα μικρά εξογκώματα που έμοιαζαν με λέπια και που τον έκαναν να θυμάται

τις αφηγήσεις της γιαγιάς του, για τα χρόνια που ο κόσμος καλυπτόταν μόνο από νερό, όταν

το πατρικό τους σπίτι βρισκόταν ανάμεσα σε δυο μικρούς υφάλους και έπειτα με την

εξοντωτική ξηρασία, που το νερό συρρικνωνόταν και αποτραβιόταν πέρα, οι ύφαλοι έγιναν

βουνά και το σπίτι τους έμεινε μόνο ανάμεσα σε εκείνα τα δυο βουνά, πριν φτιαχτούν εκεί

και άλλα, και τα ζώα που έως τότε ζούσαν στη θάλασσα άρχισαν να βγαίνουν προς τα έξω,

αργά-αργά να απαλλάσσονται από τα πτερύγια κι από τα λέπια τους, κι έτσι να βγαίνουν

στη στεριά και οι αγελάδες, που άρχισαν να τρώνε χόρτα αντί μικρών ψαριών και να

παράγουν γάλα αντί για αυγοτάραχο. Η οικογένεια του είχε διατηρήσει το τελευταίο

κοπάδι από εκείνο το είδος που μπόρεσε να αναπνέει στον αέρα και ταυτόχρονα να

κολυμπάει στη θάλασσα, τα ζώα που όλοι ζήλευαν και που έκαναν την οικογένεια του άξια

φθόνου από τους γείτονες. Την μαγεία οι ίδιοι δεν την ασκούσαν πάντα. Άρχισαν να τη

γνωρίζουν από τότε που ανακάλυψαν ότι η γραφή στο δέρμα των περίεργων ζώων τους

πραγματοποιούσε τα γραφόμενα. Και έτσι υπήρξαν οι πρώτοι που απέκτησαν τις κότες που

γεννούσαν χρυσά αυγά, κι έπειτα τα σπίτια που μετατρέπονταν σε ζαχαρωτά και τη μηχανή

του χρόνου με την οποία ταξίδευαν σε παλιότερες εποχές και γνώριζαν τον κόσμο, ώσπου

το πρώτο ταξίδι στο μέλλον να τους τρομάξει και να την καταστρέψουν ολοσχερώς μαζί με

τα σχέδια που τη δημιούργησαν.

Εκείνος δεν τις γνώρισε τις αγελάδες, κι ακόμα και οι κότες που είχαν χαρίσει τόσο πλούτο

στην οικογένεια του δεν υπήρχαν πια. Το μόνο περιουσιακό στοιχείο που του έμεινε ήταν οι

αφηγήσεις εκείνης της γιαγιάς και το μικρό σεντούκι που ανακάλυψε μόλις μετά το θάνατό

της. Έτσι καταπιάστηκε μαζί του, κι έτσι άρχιζε να ξαναδημιουργεί ένα μικρό βασίλειο, στο

οποίο δεν τον ενδιέφερε ο πλούτος, αλλά η περιπέτεια στην οποία καλούταν να

συμμετάσχει, οι ατέλειωτες προοπτικές που του ανοίγονταν και ετοιμαζόταν να τις

γνωρίσει. Μηχανή του χρόνου δε μπορούσε πια να κατασκευάσει, ψάχνοντας στο σεντούκι,

βεβαιώθηκε για τα όσα του είχαν πει για τις περιπέτειες που είχε αντιμετωπίσει η

οικογένεια του και το πώς αποφασισμένοι την κατέστρεψαν, μαζί με τον τρόπο

Page 5: Η μαγική κούνια

επανακατασκευής της. Αυτό που του κίνησε την περιέργεια ήταν η μαγική κούνια, που σε

ένα μεγάλο κομμάτι από δέρμα υπήρχαν αναλυτικά οι οδηγίες κατασκευής της. Έτσι

ξεκίνησε να κόβει τα ξύλα από όπου θα έφτιαχνε τις σανίδες που τοποθετούσε παράλληλα,

τη μια κομμένη στη γέμωση και τη μια στη λίγωση του φεγγαριού, έτσι έφτιαξε τα σκοινιά

που τη συγκρατούσαν από ουρά αλόγου που άφησε να σκληρύνει στο ποτάμι κάτω από την

πανσέληνο, έτσι μάζεψε προσεκτικά ένα-ένα τα φύλλα της μουριάς που αποτέλεσαν το

μαξιλάρι της κι έτσι την τοποθέτησε στο βορινό μπαλκόνι του σπιτιού να κοιτάζει τη

θάλασσα. Εκεί περίμενε να περάσουν οι μέρες κι έπειτα οι μήνες και ακόμα δύο χρόνια,

μέχρι η κούνια να είναι έτοιμη για τη μαγική ταλάντευση. Κι ήταν μεγάλη η απογοήτευση

του όταν διαπίστωσε ότι καθόταν πάνω της, και πραγματοποιούσε την ταλάντευση των

προσεγμένων οδηγιών, κι όμως τίποτα δεν άλλαζε μπροστά του, ο παφλασμός των

κυμάτων ακουγόταν με τον ίδιο αργόσυρτο τρόπο και ο φωτισμός της μέρας πολύ αργά

έδινε τη θέση του στο φεγγάρι, που πρόβαλε, σαν για να τον περιγελάσει μετά από τόσα

χρόνια υπομονετικής εγκαρτέρησης, χρόνια που το παρατηρούσε για να αποφασίσει να

κόψει τα ξύλα και να φτιάξει το σκοινί, κι έπειτα να το βυθίσει στο ποτάμι.

Κι ήταν μετά από την μεγάλη απογοήτευση, όταν η θάλασσα άρχισε να φουσκώνει, όταν τα

κύματα άρχισαν να θεριεύουν και να απειλούν να εισβάλουν στο σπίτι, τα ίδια κύματα που

έβρεξαν την κούνια του βορινού μπαλκονιού, που πέρασαν πολλές μέρες για να ημερέψουν

και η θάλασσα να ξεφουσκώσει και ο παφλασμός να επιστρέψει στον προηγούμενο

αργόσυρτο ρυθμό του, κι εκείνος να νιώσει ότι δεν κινδυνεύει πια, και να βγει από το σπίτι,

αρχικά με δειλά βήματα κι έπειτα πιο αποφασισμένα, κι έπειτα να στρέψει το βλέμμα του

προς το πέλαγος που ανοιγόταν ξανά ήρεμο μπροστά του και να κατευθυνθεί σε αυτήν και

να τη σηκώσει από την παραλία και να την βάλει στο κρεβάτι του για να συνέλθει. Την

ονόμασε Πελαγία, γιατί στα μελαχρινά μαλλιά της καθρεφτιζόταν η θάλασσα και όταν

συνήλθε, στα σκούρα της μάτια ανακάλυψε το πέλαγο που ανοιγόταν ατέλειωτο μέσα στο

βλέμμα της, σαν έναν κόσμο καινούριο που ανοίχτηκε μπροστά του και τον έκανε να

ξεχάσει τη φουρτούνα των προηγούμενων ημερών και την αποτυχία της μαγικής

κατασκευής του. Τα μάτια της τον ταξίδευαν στο πρώτο τους σπίτι, ανάμεσα στους δυο

υφάλους με τους ιππόκαμπους που καβαλίκευαν για να ταξιδεύουν στο βυθό, μέσα από τα

μάτια της ταξίδευε στη δική του πατρίδα, σαν ένα όνειρο στο οποίο έμπαινε για να

εγκαταλείψει το χώμα στο οποίο είχε μεγαλώσει, τον μόνο τόπο που είχε γνωρίσει. Εκείνη

δε μιλούσε. Ήταν σαν να μάθαινε να μιλάει τη γλώσσα του, σαν να μάθαινε να μιλάει για να

τον φέρει πιο κοντά της, να μπορέσει να τον αγκαλιάσει όπως εκείνος ανέμενε. Εκείνος την

πήγαινε στα βουνά πίσω από το σπίτι, στα κατατόπια που είχε ζήσει τα παιδικά του χρόνια,

Page 6: Η μαγική κούνια

ακόμα και στην άγονη πλευρά που είχε μάθει πια να μην κοιτάζει με φόβο. Εκείνη τον

μάθαινε να πλησιάζει στην ακτή, να βουτάει τα πόδια του στη θάλασσα, μέχρι το σημείο να

φοβάται και να αποτραβιέται στην άμμο της παραλίας και προς το σπίτι του και εκείνη να

ακολουθεί.

Στην κούνια έκατσαν μαζί αργότερα. Ήταν ένα αντικείμενο που είχε αφήσει στην αυλή του

από συνήθεια, απλά επειδή είχε αμελήσει να ξεβιδώσει και να πετάξει, επειδή του θύμιζε

την διαψευσμένη του προσμονή. Μαζί έκατσαν εκεί για πρώτη φορά, όταν εκείνος,

περισσότερο από συνήθεια ξεκίνησε το ρυθμό της ταλάντευσης που υπαγόρευαν τα σχέδια

κατασκευής της για να νιώσουν μια ώθηση κι έπειτα μια επιτάχυνση κι έπειτα να μπουν σε

μια σπηλιά με χρώματα που άλλαζαν φαντασμαγορικά πάνω από τα ξαφνιασμένα τους

μάτια, κι έπειτα να βλέπουν δελφίνια να αιωρούνται και παράξενα ζώα που ξεπρόβαλαν

φοβισμένα πίσω από θάμνους και δέντρα με γαλάζιο φύλλωμα και πόσα άλλα πράγματα

μέχρι να χορτάσουν τα μάτια τους εικόνες κι εκείνος να ξανακάνει την ίδια ταλάντευση για

να επιστρέψουν στο βορινό του μπαλκόνι ανάμεσα στα βουνά, με τα κύματα του πελάγους

να παφλάζουν αργόσυρτα μπροστά τους και με την Πελαγία στην αγκαλιά που ώρες-ώρες

φοβόταν τις κινήσεις της κούνιας και έσφιγγε το σώμα της πάνω του.

Στην κούνια έκαναν έρωτα για πρώτη φορά, σε ένα από τα μαγικά τους ταξίδια, στα οποία ο

πόθος των ματιών τους συναντήθηκε και τα χέρια τους μπερδεύτηκαν κάτω από την

κουβέρτα, και έμεναν εκεί με την ανάσα τους κοινή, και με τα δάκρυα να ολοκληρώνουν

την έξαψη τους και με το βλέμμα τους να συναντιέται και να βυθίζεται το ένα στου άλλου,

το πέλαγος της να ξεμακραίνει και να αγγίζει τα βουνά και τα βουνά του να βυθίζονται στη

θάλασσα της. Στιγμές που έμεναν αγκαλιασμένοι στους κόσμους που ταξίδευαν και που

στην πορεία έπαψαν να θέλουν να εξερευνούν και να τους αρκεί να κάθονται ο ένας στην

αγκαλιά του άλλου, με λύσσα να ορμάει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, σαν να επρόκειτο

να τη στερηθούν, χωρίς να υπάρχει τίποτα να τους χωρίσει. Κι έτσι περνούσαν οι μέρες και

οι μήνες και τα χρόνια, κι ήταν χρόνια που ξυπνούσαν για να ταξιδέψουν και να

ερωτευτούν, σαν κάθε ταλάντευση, σαν κάθε κόσμος στον οποίο μεταφέρονταν να

αναζωογονούσε τον έρωτα του ενός για τον άλλο, ήταν ταξίδια στα οποία η μαγική κούνια

έχανε την αξία της και τη θέση της έπαιρνε το ταξίδι στο σώμα του άλλου, το πιο επιθυμητό

από κάθε ταξίδι.

Ζούσαν μαζί στο ίδιο σπίτι για καιρό. Για χρόνια που μπορεί να περνούσαν και να πίστευαν

ότι ο ένας είχε ενσωματωθεί πια στον κόσμο του άλλου, μέχρι ο καιρός να τους διαψεύδει.

Εκείνος φοβόταν πάντα τη θάλασσα, και κάθε φορά που το κύμα φούσκωνε, αναζητούσε

Page 7: Η μαγική κούνια

στην αγκαλιά της παρηγοριά και καταφύγιο. Στις ήρεμες νύχτες, οι ήχοι από τα βουνά και

το δάσος τρομοκρατούσαν την Πελαγία που έψαχνε στο σκοτάδι τα χέρια που της γνώρισαν

τον έρωτα. Κι εκείνος την περίμενε να τη σφίξει στην αγκαλιά του, σαν μαζί της να

δοκιμάζει ξανά και ξανά την επιστροφή στο πρώτο του σπίτι, στο βυθό και στους υφάλους

που όσο τον έλκυαν άλλο τόσο τον φόβιζε η ιδέα να βουτήξει και να χαθεί στον κόσμο τους.

Τις ημέρες που δοκίμαζε την κούνια μόνος του, βρισκόταν σε κόσμους ζοφερούς με τη

φύση να γιγαντώνεται και να τον κυνηγά, με άγρια τέρατα που στρέφονταν στο κατόπι του

για να τον καταβροχθίσουν, κι εκείνον να προσπαθεί να φερθεί γενναία κι ύστερα να

τρέπεται σε φυγή, και να ανεβαίνει για να ταλαντεύσει τα σκοινιά και να επιστρέψει στο

γνώριμο περιβάλλον του. Και όταν βρισκόταν μαζί της διείσδυαν σε ένα σύμπαν γεμάτο

χαρμόσυνες εκπλήξεις με το κάθε συναπάντημα να τους παρουσιάζεται με γλυκύτητα και

φιλική διάθεση και να τους καλεί σε παραπάνω παραμονή στον κόσμο του.

Κι έτσι ανέτελλε ο ήλιος και έπειτα μεσουρανούσε πάνω από το σπίτι τους, πάνω από την

κούνια τους και έπειτα έδυε για να τους συντροφεύει το φεγγάρι και έπειτα τα αστέρια και

οι μακρινοί πλανήτες που έλαμπαν πάνω από τα μάτια τους, πάνω από τον ύπνο τους για

να δώσουν φως στα όνειρα τους κι έπειτα να ξαναβγεί ο ήλιος, μέχρι που ένα πρωί εκείνη

να σηκωθεί πρώτη από το κρεβάτι και να κατευθυνθεί προς τη θάλασσα να βυθίσει το

κεφάλι της και να ακούσει το όνομά της, σαν από σπίτι μακρινό που την καλούσαν ξανά και

να βουτήξει ολόκληρη, πιο μακριά από όσο είχε καταφέρει να πείσει τον αγαπημένο της να

την ακολουθεί, και έπειτα ακόμα πιο μακριά, από όπου ίσα να προβάλλει το σπίτι ανάμεσα

στα βουνά και η κούνια τους που κάθε μέρα τους ταξίδευε σε κόσμους ξένους, και να

απομακρύνεται κι άλλο σαν τα μαλλιά της να γίνονται ένα με τη θάλασσα, και τα μάτια της

να χάνονται ανάμεσα στο απέραντο πέλαγος και σαν το σώμα της να βγάζει λέπια και

πτερύγια και να χάνεται ανάμεσα στον κόσμο της θάλασσας, να κατευθύνεται πίσω στο

σπίτι της από όπου κάποτε με μια μεγάλη φουρτούνα ξεκίνησε τα ταξίδια της στην ξηρά.

Η καρδιά του της ανήκε. Στο τελευταίο τους ταξίδι με την μαγική κούνια τής την κρέμασε

για φυλαχτό πίσω απ τα μαλλιά, για να της δείξει ότι μαζί του δε χρειαζόταν να φοβάται

τίποτα και μπορούσε να κοιμάται ήσυχη και να ακούει τον χτύπο της καρδιάς του να τη

συντροφεύει σε κάθε της ανάσα. Κι όταν σηκώθηκε απ τον ύπνο του που τον κράτησε

παραπάνω στο κρεβάτι, την αναζήτησε με αγωνία με το σώμα του να κινείται χωρίς ζωή

ανάμεσα στους αχανείς τοίχους του σπιτιού του, και δεν ήξερε αν επιθυμούσε πιο πολύ να

πάρει πίσω την καρδιά του και να μπορεί να αναπνέει ήρεμος ξανά, ή να πάρει την

Πελαγία, που του είχε επιτρέψει τη γνωριμία με όλα τα πρωτόγνωρα σε αυτόν πράγματα.

Page 8: Η μαγική κούνια

Κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα για να πέσει και να κολυμπήσει παρά το φόβο που πάντα

του προξενούσε το νερό και τα κύματα, να προσπαθήσει να κολυμπήσει κι ας φοβάται μην

πνιγεί, σαν να είχε ξεχάσει μονομιάς τα βουνά και τις άγονες εκτάσεις του, τα μέρη στα

οποία γνώρισε τον κόσμο. Κι όσο έμπαινε πιο μέσα στο νερό, αισθανόταν ένα βάρος να τον

τραβάει προς τα κάτω και δεν ήξερε αν ανησυχούσε που του κοβόταν η ανάσα ή αν ήθελε

να βυθιστεί ακόμα πιο γρήγορα μέσα, σαν τον μόνο τρόπο να φτάσει σε εκείνη. Το όνομα

της το φώναζε μέσα στο νερό και τα χέρια του την αναζητούσαν με σπασμωδικές κινήσεις

χωρίς να ξέρει αν όλα τούτα ωφελούσαν κάπου.

Όταν η Πελαγία ένιωσε την ορμή του νερού προς τα πάνω της και άκουσε ένα παράξενο

βουητό με γνώριμους φθόγγους, δεν ήξερε αν ονειρευόταν, ή αν θα πρέπει να κολυμπήσει

με όλη της την ταχύτητα στην εστία τους.

II

Η Πελαγία ξυπνούσε σαν από όνειρο. Σαν να είχε αποκοιμηθεί και να είχαν περάσει μέρες,

μέρες που θυμόταν με αγαλλίαση και τρυφερότητα σε έναν άλλο κόσμο, τόσο μακρινό από

αυτόν που πια ζούσε. Σαν ονειρική ανάμνηση της φαινόταν η περίοδος που είχε αποκτήσει

πόδια και που μπορούσε και ανέπνεε στην ξηρά, που περπατούσε στο χώμα και αψηφούσε

τον αέρα που ξέραινε τα βράγχια της. Βρισκόταν ξανά στο σπίτι της με τα πλάσματα που

όριζαν το βασίλειο της να κάνουν στην άκρη και να σκύβουν ταπεινά το κεφάλι τους για να

κολυμπήσει εκείνη, με γρήγορες κινήσεις να κατευθυνθεί στο παλάτι που ήταν σμιλευμένο

στον μεγάλο βράχο, να περάσει από τον μεγάλο διάδρομο που φρουρούσαν οι αστακοί και

μέσα από τη μεγάλη σάλα να κατευθυνθεί προς το θρόνο της, δίπλα στον σύζυγό της που

ασκούσε τεράστια επιρροή σε όλο τον κόσμο της θάλασσας. Εκείνος είχε ανησυχήσει για

την απουσία της και προσπαθούσε μέρες φυσώντας μέσα από το μεγάλο όστρακο να την

κάνει να τον ακούσει και να επιστρέψει. Ήταν μέρες που είχε περάσει ανήσυχος με

συμπεριφορά απότομη και αυταρχική απέναντι σε όλους, μέρες που αρνούταν να κλείσει

τα μάτια του και πηγαινοερχόταν στη μεγάλη σάλα βγάζοντας ακατάληπτους ήχους από το

στόμα του.

Επιτέλους βρίσκονταν μαζί. Και μπορούσε να την αγγίζει ξανά όπως και στο παρελθόν, να

ηρεμεί και να ασχολείται ξανά με τα πράγματα που τον ενδιέφεραν. Η ανησυχία και η

αδυναμία των τελευταίων ημερών έδωσε τη θέση της στην παντοδυναμία και την

Page 9: Η μαγική κούνια

κυριαρχία που τον χαρακτήριζαν πάντα, στην αυστηρότητα με την οποία αντιμετώπιζε τους

γύρω του και την αφοσίωση με την οποία καταγινόταν με το παλάτι. Η παρουσία της του

αρκούσε δίπλα του για να μπορέσει να αναλάβει ξανά τα ηνία σε όλα τα πράγματα που τον

αφορούσαν και περίμενε να περάσει η ημέρα για να πέσουν για ύπνο και στο κρεβάτι να

κοιτάζει το ταβάνι με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά σαν περικυκλωμένη από χίλια

λιοντάρια, ταλαιπωρημένος από τη σκέψη, πού είχε χαθεί η γυναίκα του τις μέρες που

πέρασαν κι αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να τον αντικατέστησε πριν εκείνη επιστρέψει

στην οικογενειακή της εστία.

Εκείνη δε μιλούσε. Όπως ποτέ δε ρωτήθηκε – από διακριτικότητα ή από ντροπή – από

κανέναν για την πολυήμερη απουσία της, έτσι κι εκείνη βυθιζόταν στις σκέψεις της που

άλλοτε την κρατούσαν δέσμια του υποβρύχιου βασιλείου της και άλλοτε την ταξίδευαν

μακριά, πέρα από τη θάλασσα, στα βουνά και στα δάσα που κάποτε γνώρισε, στο κρεβάτι

εκείνου που την έφερε σε επαφή με τόσα καινούρια πράγματα, με το σώμα της που στα

χέρια του ήταν διαφορετικό, με την αγκαλιά του που της σκέπαζε κάθε ανησυχία. Κι ήταν

περίοδοι που οι σκέψεις της φούντωναν στο μυαλό της, με τα μάτια της να κοκκινίζουν

μέσα στο νερό και να σκύβει και να κοιτάζει κάτω από ντροπή για τα συναισθήματά της που

δεν ήθελε να αποκαλύψει και που πρόδιδαν το βασιλικό κύρος της. Ήταν οι μέρες που

απέφευγε να μπαίνει στην κρεβατοκάμαρά της προφασιζόμενη αϋπνία ή ζαλάδα και που

έμενε στο ψηλό άνοιγμα του βράχου που ήταν χτισμένο το παλάτι τους να κοιτάζει προς τα

πάνω τα τόσα νερά που στοιβάζονταν σκούρα πάνω από τον κόσμο της και που τη

βάραιναν και την ακινητοποιούσαν στην ίδια θέση, προστατευμένη πάντα από την μεγάλη

φρουρά του συζύγου της και εγκλωβισμένη στην πολυτέλεια του σπιτιού της.

Οι μέρες πάντως περνούσαν και εκείνη επανερχόταν στις πρώτες της ασχολίες, την ύφανση

του μεγάλου πέπλου που σκέπαζε το βασίλειο τους και το έκανε αόρατο και άτρωτο για

τους εχθρούς, πέπλο που υφαινόταν ξανά και ξανά και το ένα αντικαθιστούσε το

προηγούμενο που έχανε με τον καιρό τις ιδιότητές του. Έτσι έμενε καθισμένη στην κεφαλή

του τραπεζιού μαζί με τις υφάντρες και ύφαιναν με τις ώρες, ένα πέπλο που απλωνόταν

παντού γύρω και που περίμενε τα δικά της χέρια, τις τελευταίες βελονιές από το δικό της

βασιλικό χέρι για να γίνει αόρατο και σκληρό. Κι έτσι τελειοποιούταν με τον καιρό η

προστασία του παλατιού και τοποθετούσαν το πέπλο πάνω από τους στύλους που όριζαν

την επικράτειά του, σαν εκείνο να σηματοδοτεί επακριβώς τα σύνορά του. Οριοθετούσε και

έκλεινε τα σύνορά του για τον κόσμο που περιλάμβανε και έκανε το περιβάλλον αόρατο και

από τις δύο πλευρές. Αν κάποιος βουτούσε ψηλά από τη θάλασσα σε εκείνο το σημείο,

Page 10: Η μαγική κούνια

ακόμα κι αν κατάφερνε να υποστεί την πίεση και να κατέβει εκατοντάδες μέτρα θα

βρισκόταν μπροστά σε ένα μαύρο σύννεφο που θα φοβόταν να πλησιάσει. Αντίστοιχα και

με τον ίδιο τρόπο, οι κάτοικοι του βασιλείου παρέμεναν σε αυτό βλέποντας μονάχα μέχρι

τα σύνορα του και τον ουρανό που το πέπλο οριοθετούσε. Κι όπως το καινούριο πέπλο που

η Πελαγία ύφαινε, απλωνόταν πάνω από το παλάτι, με τον ίδιο τρόπο απλωνόταν και στο

δικό της μυαλό η λήθη. Η λήθη που έγινε το κυριότερο χαρακτηριστικό της δικής της

θλίψης. Η αρχική αγωνία της να ταξιδέψει το μυαλό της πίσω στο χρόνο και στις μέρες που

εκείνη περπατούσε στη γη, τις μέρες που εκείνη βυθιζόταν στην αγκαλιά του, έδινε στη

θέση της μια δυσαρέσκεια για το ότι αδυνατούσε να θυμηθεί, έπειτα το μυαλό της

επικεντρωνόταν στην πρώτη φορά που έκαναν έρωτα πάνω στην κούνια του και έπειτα

προσπαθούσε να θυμηθεί τα ταξίδια, που σιγά-σιγά γίνονταν από μια αόριστη ανάμνηση

σε μια αδυναμία ανάμνησης που τελικά έδωσε τη θέση της στο τίποτα το ίδιο. Κι ακόμα κι

αν στην αρχή αισθανόταν έναν εκνευρισμό παράλληλα με μια στενοχώρια για το ότι δε

μπορεί να θυμηθεί, με τον καιρό, όταν η λήθη είχε εισβάλει ολοκληρωτικά, αισθανόταν

απλά μια θλίψη, θλίψη που δε μπορούσε καθόλου να ορίσει, καθώς το μαύρο πέπλο που

απλωνόταν πάνω από το παλάτι της, έμοιαζε να είχε απλώσει ένα μαύρο σύννεφο στο

μυαλό της, σύννεφο που κάλυπτε κάθε πράξη της έξω από τον χώρο που τώρα ζούσε και

στη θέση των εικόνων από την προηγούμενη ζωή της είχε έρθει η μελαγχολία. Μελαγχολία

για το μαύρο σύννεφο που υπήρχε στο μυαλό της και έπειτα με τον καιρό, όταν το μαύρο

σύννεφο έμοιαζε να έχει γίνει αποδεκτό σαν κομμάτι του εγκεφάλου της και των νευρώνων

του μυαλού της, οπότε ήταν σαν να μην υπήρχε πια, το μόνο που έμενε ήταν η στενοχώρια.

Μια ανεξήγητη και ακατανόητη στενοχώρια που προκαλούσε την έκπληξη και την ανησυχία

όλων γύρω της.

Η σύζυγος μου είναι άρρωστη σκεφτόταν ο βασιλιάς που προσπαθούσε με δώρα και

θεάματα να αποσπάσει ένα χαμόγελο από τη σύζυγό του, που κάθε φορά του το χάριζε για

να επιστρέψει μετά από λίγο στο ίδιο απλανές βλέμμα και στην συνοφρυωμένη όψη των

ματιών της που έμοιαζαν να υποφέρουν πολύ χωρίς να υπάρχει αιτία.

ΙΙΙ

Κανείς δε μπόρεσε να καταλάβει τη μοναξιά του. Από τη μέρα που το σώμα του βρέθηκε

ακινητοποιημένο και ανήμπορο σαν μετά από σκληρή πάλη στην παραλία, ήταν σαν τα

Page 11: Η μαγική κούνια

πάντα γύρω του να έχουν χάσει το νόημα τους. Περιφερόταν καθημερινά προς τη θάλασσα

και το βλέμμα του χανόταν πέρα στο νερό, κι ήταν σαν να βλέπει μέσα από τον γαλάζιο

ορίζοντα τα σκούρα της μάτια να τον κοιτάζουν, και η απέραντη θάλασσα να γίνεται τα

μαλλιά της και να μπερδεύονται πάνω του και να τον καλούν ξανά κοντά της, τα κύματα να

του θυμίζουν πώς τον χάιδευε, τον φιλούσε και του σιγοψιθύριζε στ’ αυτί, και το νερό

έσκαγε πάνω του και του άφηνε στο στόμα την αρμύρα, που δεν ήξερε αν είναι από τη

θάλασσα ή από τα δάκρυα του που είχαν τη μορφή της και που χάνονταν στη θάλασσα σαν

να είναι ο μόνος τρόπος να επικοινωνεί μαζί της. Άλλες μέρες βρισκόταν απλά στην

παραλία για να κάτσει και να πετάει βότσαλα μέσα στο νερό, άλλοτε απαλά σαν να θέλει να

της στείλει ένα χάδι από εκεί που βρισκόταν, κι άλλοτε με βία σαν να θέλει να εκδικηθεί το

νερό που του έκλεψε την Πελαγία. Τη ζωή του που την γνώρισε από την αρχή μέσα από τα

μάτια της, και που τώρα την αισθανόταν άδεια, όπως άδειο περιέφερε το σώμα του στο

σπίτι του και στα βουνά πίσω, με την καρδιά του να χτυπάει κάπου μακριά μέσα στο νερό

και να πρέπει να αφουγκράζεται με προσοχή πέρα από το κύμα για να ακούει κάπου

μακριά το χτύπο της, τον μόνο λόγο που τον κρατούσε όρθιο τις μέρες που περνούσαν και

τους μήνες, τον καιρό που έμοιαζε να του γερνάει το δέρμα με διπλάσια ταχύτητα και να

μακραίνει τα μαλλιά και τα γένια του που σύντομα άρχιζαν να ασπρίζουν.

Κανείς δε μπόρεσε να καταλάβει τη μοναξιά του. Ήταν πάντα του άνθρωπος μετρημένος

στις κουβέντες και στις συναναστροφές του, βοηθούσε τους γείτονες του κάθε φορά που

χρειαζόταν χωρίς να περιμένει ανταπόδοση και απέφευγε τις βόλτες στο γειτονικό

καπηλειό, σαν η μόνη διασκέδαση που όλοι γνώριζαν να του ήταν ξένη. Η χαρά του ήταν να

καταγίνεται με μοναχικές ασχολίες, να ψάχνει στο παλιό σεντούκι της γιαγιάς, να

περιεργάζεται τα γραφόμενα στα περίεργα κομμάτια από δέρμα που ήταν φυλαγμένα εκεί,

να παρατηρεί το φεγγάρι για να ψάχνει για ξύλα και να φτιάχνει κατασκευές. Η μόνη

περίοδος που οι γείτονες του τον θυμόντουσαν εύθυμο, ήταν εκείνη με την Πελαγία στο

πλάι του, όταν τους έβλεπαν να βαδίζουν μαζί στο δάσος και στο βουνό ή απλά να κάθονται

στην κούνια που είχε κατασκευάσει στο βορινό μπαλκόνι του σπιτιού του. Τώρα σκορπούσε

παντού τη μοναξιά του, σε κάθε βήμα που περιέγραφαν με αργό ρυθμό τα πόδια του και οι

γείτονες του ανησυχούσαν. Εκείνος έμενε πολλές ώρες στο σπίτι να ανασκαλεύει ξανά και

ξανά τα γραφόμενα στα μαγικά δέρματα που είχε κληρονομήσει, σαν να αναζητούσε από

κάποια βαθύτερη δύναμη και κάποιον πρόγονο προστάτη να τον λυτρώσει από την ερημιά

του. Έτσι ανακάλυψε το ρούχο που σε κάνει αόρατο και έτσι βάλθηκε να φυτεύει τις

μουριές και να βγάζει το μετάξι και να μαζεύει τα φύλλα από τον μεγάλο πλάτανο που

έπλεκε το σούρουπο μέσα στο υφαντό και ακόμα και την ασημένια κλωστή που έδενε τις

Page 12: Η μαγική κούνια

δύο πλευρές της φορεσιάς που ετοίμαζε και περίμενε την έκλειψη για να τη μουλιάσει στο

ποτάμι κι έπειτα να τη φορέσει για να εξαφανιστεί. Τη φορούσε για να παύει να βλέπει το

σώμα του, σαν μια μεγάλη αγωνία να πάψει να υπάρχει, να πάψει να υποφέρει. Κι ακόμα

κι αν στα μάτια όλων- και στα δικά του- γινόταν αόρατος, η βαθιά του στενοχώρια υπήρχε

πάντα, να αναζωπυρώνει την παρουσία της κάθε φορά που εξαφάνιζε τα εξωτερικά

χαρακτηριστικά του. Και ήταν σαν σε κάθε του βήμα να μεταδίδει τη θλίψη από το αόρατο

σώμα του σε όλο το ορατό περιβάλλον: τα δέντρα που έριχναν τα φύλλα τους και σάπιζαν

τους καρπούς τους, τα λουλούδια που έχαναν το άρωμα τους, η θάλασσα που σκοτείνιαζε

μπροστά του και που τον έκανε να φοβάται μην μέσα της αρρωστήσει η Πελαγία, ανήσυχος

και μελαγχολικός με το φόβο μην άθελά του την πληγώσει, να κατευθύνεται στο σπίτι του

και να ξεφορτώνεται τη στολή του στην μεγάλη ντουλάπα του υπνοδωματίου του, αφού το

να μην υπάρχει μπορούσε να προκαλέσει γύρω του τέτοια καταστροφή.

Κι οι γείτονες του ανησυχούσαν για εκείνον και για τη σοδειά τους που κινδύνευε από τη

θλίψη του, κι η Αρχοντούλα τον πλησίασε για να του μιλήσει και να τον καθησυχάσει κι

έπειτα να τον φιλήσει και να τον αγκαλιάσει παρακαλώντας τον να συνέλθει και να την

βάλει στο σπίτι του, κι έπειτα να κοιμηθούν στο ίδιο κρεβάτι και να της χαϊδεύει τα μαλλιά

αναπολώντας παλιές στιγμές και αναζητώντας στο δέρμα της τη μυρωδιά της θάλασσας και

στα μάτια της το πέλαγος που δε φαινόταν, και γι αυτό την αγκάλιαζε με κλειστά μάτια και

κάποιες νύχτες, όταν η παρουσία της νικιόταν από τις αναμνήσεις του, τα δάκρυά του

κυλούσαν πάλι με τη μορφή της και έβρεχαν το σπίτι του και την παραλία μπροστά του και

πότιζαν τη θάλασσα σαν να στέλνουν απομακρυσμένα μηνύματα σε εκείνη, πριν

επιστρέψει στο δικό του σπίτι με τη γυναίκα που προσπαθούσε να γεμίσει τη ζωή του και

που καθόταν στην κούνια του που όσο κι αν ταλάντευε είχε πάψει να πραγματοποιεί τα

αλλοτινά της ταξίδια, και έπειτα στο κρεβάτι του με τη γυναίκα του δίπλα και με τη μοναξιά

του, που παρά την παρουσία της ήταν στιγμές που φούντωνε και θέριευε και δε μπορούσε

να την κατευνάσει και κατευθυνόταν μόνος του στη θάλασσα να λέει το όνομά της και

έπειτα στην κούνια τους, που δε μπορούσε να χαρεί μόνος του και να θέλει να τη δοκιμάζει

κι ας φοβάται τους ζοφερούς της προορισμούς, στους οποίους κατέφθανε και γρήγορα

επιθυμούσε να επιστρέψει.

Page 13: Η μαγική κούνια

IV

Την Πελαγία εξακολουθούσε να την ενοχλεί το σημάδι πίσω από το λαιμό της. Ήταν κάτι

που αδυνατούσε να θυμηθεί πως απέκτησε κι όμως ήταν φορές που την έκαιγε και την

έριχνε στο κρεβάτι με μια μελαγχολία που πάντα ανησυχούσε το σύζυγό της. Ο καιρός είχε

περάσει πια, εκείνη είχε απαλλαγεί από τις αναίτιες μελαγχολίες και αφιερωθεί στην

ύφανση και την υπεράσπιση του βασιλείου της. Και έτσι περνούσαν οι μέρες και το

βασίλειο δυνάμωνε μετά τη νίκη του βασιλιά απέναντι στους γείτονες που είχαν

εξαπολύσει επίθεση και έπειτα όταν η επιδημία ξέσπασε και το ένα τρίτο των υπηκόων

προσβλήθηκαν και απειλούταν η ύπαρξη τους, κατάφεραν να επιβιώσουν χάρη σε δικές της

θεραπευτικές πρακτικές που σταμάτησαν την επιδημία για πάντα και ο κόσμος του

βασιλείου συγκεντρωνόταν και χαιρετούσε με ευγνωμοσύνη το βασιλικό ζευγάρι που

παρέλαυνε με συνοδεία έξω απ το παλάτι. Ήταν μαζί και μαζί διαφέντευαν τρία βασίλεια

πια που πέρασαν στην κυριαρχία τους μετά από τις μάχες και έχαιραν την εμπιστοσύνη

όλων, εξαιτίας των θεραπευτικών πρακτικών που απομάκρυναν την επιδημία. Τιμές και

δόξες στους βασιλείς και γύροι του θριάμβου κάτω από το σκοτεινό πέπλο που κρατούσε

μυστική την ύπαρξη τους μέσα στη θάλασσα.

Η Πελαγία τα είχε όλα. Έβλεπε τον άντρα της να αφοσιώνεται σε αυτήν και να την

ευγνωμονεί με κάθε τρόπο για όσα πρόσφερε σε εκείνον και το βασίλειο τους, έβλεπε την

τέχνη της στην ύφανση του πέπλου να τελειοποιείται και να κάνει το βασίλειο τους, που

πλέον απλωνόταν σε μια τεράστια έκταση στο βυθό, απροσπέλαστο για τον εισβολέα,

έβλεπε τον πλούτο και την ευμάρεια στο παλάτι, τα μαργαριτάρια που στόλιζαν το λαιμό

της και τους υπηρέτες της που περίμεναν τις διαταγές της για να πραγματοποιήσουν κάθε

της επιθυμία, τον θρόνο της να δεσπόζει μεγαλόπρεπος και επιβλητικός με χρυσά σχέδια σε

φιλντισένια πλαίσια να στολίζουν κάθε του άκρη και στις παρελάσεις με τον σύζυγό της

τους υπηκόους της αυτοκρατορίας της να τους επευφημούν και να τους λατρεύουν, κι

έβλεπε ακόμα και τα μάτια της να κοκκινίζουν και να κάνουν το νερό πιο αρμυρό από ότι

συνήθως, έβλεπε τις ώρες που κοκκίνιζαν τα μάτια της τους γύρω της να την αποφεύγουν

σαν να μην μπορούν να το αντέξουν και στο νερό μπροστά να καθρεφτίζονται όλα όσα είχε

ξεχάσει με το μαύρο πέπλο που είχε απλωθεί σαν τη λήθη στο μυαλό της, έβλεπε όσα έζησε

και μάθαινε όχι να τα θυμάται άλλα να τα ζει από την αρχή, να τα γνωρίζει για πρώτη φορά

Page 14: Η μαγική κούνια

και αισθανόταν τον εαυτό της δέσμια ενός ονείρου που την ταλαιπωρούσε συνεχώς, σαν να

μην την αφήνει να χαρεί όσα είχε μπροστά της, ότι άγγιζε και δε μπορούσε να

ευχαριστηθεί, το σύζυγό της που αγαπούσε και μοιραζόταν τη ζωή της και τον άγνωστο

πέρα από την αυτοκρατορία τους και πέρα από τις θάλασσες που μοιραζόταν τα όνειρά της.

Κι εκείνος ανασκάλευε τις μαγικές του κατασκευές και άφηνε την Αρχοντούλα να

ασχολείται μόνη της με το σπίτι και με τα οικοκυρικά. Είχε καταλάβει εξάλλου ότι ο άντρας

με τον οποίο εκείνη μοιραζόταν τη ζωή της, βρισκόταν αλλού και ακόμα κι αν προσπαθούσε

να του δείξει την αφοσίωση της και την αγάπη της, εκείνος θα αναζητούσε στο δικό της

δέρμα την Πελαγία - με σφαλιστά μάτια την πλησίαζε για να τη μυρίζει στα μαλλιά και

έπειτα με μικρή διάθεση να παραδοθεί στις δικές της αγκαλιές που είχαν σαν στόχο

εκείνον. Η Αρχοντούλα θα βρισκόταν κάπου στο σπίτι ή στο πέρα χωράφι να σκαλίζει τα

λαχανικά τους και εκείνος με τα σφυριά και τα πριόνια μπροστά σε δέματα ξύλο και

διάφορα φύλλα και ένα σωρό πράγματα που η Αρχοντούλα αδυνατούσε να καταλάβει.

Ακόμα τον θυμάται να της προλογίζει την κούνια του και τα ταξίδια που πραγματοποιούσε

και με περιέργεια να κάθεται μαζί του και να τον βλέπει να κουνάει τα σκοινιά με

τελετουργικό τρόπο και τίποτα να μη συμβαίνει, τίποτα να μην αλλάζει και η ίδια

απορημένη να κατεβαίνει και αυτός με σκυθρωπό βλέμμα να της λέει να τον αφήσει μόνο

του. Η κούνια λειτουργούσε πια μόνο για εκείνον, και δεν ήταν εκεί παρά μόνο για να τον

μεταφέρει σε δυσάρεστους κόσμους με δυσάρεστα συναπαντήματα.

Η Αρχοντούλα τα έβλεπε όλα. Έβλεπε τον άντρα που αγαπούσε να αδιαφορεί για το σπίτι

τους και να απομονώνεται στο δωμάτιο με τις κατασκευές του, τον έβλεπε να καβαλάει την

κούνια στο μπαλκόνι και να εξαφανίζεται για ώρες και να επιστρέφει με τραύματα στο

σώμα στα οποία δεν έδινε σημασία, εκείνη έφευγε για το σπίτι των γονιών της κι εκείνος

επιδιδόταν στα ζοφερά του ταξίδια που δε μπορούσε να αντέξει για πολύ, για να

επιστρέφει με το σώμα του σημαδεμένο και την ψυχή του αλαφιασμένη και να κλείνεται

και πάλι στο δωμάτιο με τις κατασκευές του και να φτιάχνει καινούρια αντικείμενα που

έπαιρνε μαζί του για να μάχεται με τις δυνάμεις που τον εχθρεύονταν στα ταξίδια του,

μέχρι που έμαθε το ρυθμό των ταλαντεύσεων και με ποιο τρόπο κατεύθυνε την κούνια του

σε κάθε πλανήτη και έπειτα σε κάθε ηφαίστειο και σε κάθε πλημμύρα, μέχρι που έμαθε το

ρυθμό των ταλαντεύσεων που τον κατεύθυνε στον ωκεανό που φοβόταν περισσότερο από

κάθε άλλο και κρατούσε την αναπνοή του για να την ψάχνει στις πιο σκοτεινές πλευρές του

βυθού ανάμεσα σε γιγάντια καλαμάρια, ανάμεσα σε σμέρνες, χταπόδια και αστακούς που

φύλαγαν την παρουσία της και τον κυνηγούσαν ασφυκτικά, ώσπου να του κόβεται η ανάσα

Page 15: Η μαγική κούνια

και να αναγκάζεται να επιστρέφει και να ξεσηκώνει τη ντουλάπα του και να βρίσκει την

αόρατη φορεσιά του και να παίρνει μερικές βαθιές ανάσες για να επιστρέφει στην κούνια

του και να ξεκινά από την αρχή το ίδιο ταξίδι.

Στο παλάτι ανησυχούσαν πάντα για τους εισβολείς που κατέφθαναν να ταράξουν την

ηρεμία του βυθού που όριζε η επικράτεια του. Ανησυχούσαν πάντα για τους εισβολείς, είτε

επρόκειτο για πλάσματα γνωστά από γειτονικά βασίλεια είτε για πλάσματα άγνωστα και

αστεία μέσα στο νερό που δε μπορούσαν να κολυμπήσουν καλά και που τρομοκρατούνταν

στο πλησίασμα των φρουρών του παλατιού. Εισβολείς που απωθούσαν και έπειτα που

αδυνατούσαν να δουν, διακρίνοντας μόνο μια απαλή κίνηση στα νερά χωρίς να ξέρουν

προς τα πού να στρέψουν τα όπλα τους. Κι η Πελαγία καθισμένη με πλήξη στη βασιλική

καρέκλα να γίνεται αποδέκτης της κίνησης του και να γεμίζει τα χείλη της με τα χείλη του

που μύριζαν χώμα και αέρα, αρώματα που άρχισε να ανασύρει από τη μνήμη της και να

ξυπνάει σαν από λήθαργο που είχε διαρκέσει αιώνες και που την επανέφερε στη ζωή, οι

κόρες των ματιών της άρχισαν να διαστέλλονται μέσα στο νερό σαν μόλις να γεύτηκε το

φάρμακο που την έβγαλε από το κόμμα, σαν να ξυπνούσε και να ζούσε ξανά. Κι όσο κι αν

έστρεφε το βλέμμα της γύρω της δε μπορούσε να διακρίνει τη μορφή του και το νερό

σταματούσε να διαγράφει το πέρασμα του, και σαν όλα να τέλειωναν εκεί και να

φανερωνόταν ένα τρύπιο πέπλο πάνω από το βασίλειο της που ξανά της επέτρεπε να

κοιτάζει ψηλά, μακριά πέρα από την αυτοκρατορία, πέρα από τα όρια της θάλασσας, εκεί

που εκείνος επανερχόταν με τη στολή του πάνω στην κούνια του να προσπαθεί να

αναπνεύσει ξανά, με αγαλλίαση που γευόταν και πάλι εκείνα τα χείλη, και που πια

αισθανόταν το κορμί του πιο ζωντανό από ποτέ, και τα μαλλιά του και τα γένια του να

παίρνουν το νεανικό τους χρώμα, και να σηκώνεται με αυτοπεποίθηση από εκεί με τη

γλύκα της αποτυπωμένη ακόμα στα χείλη του, και να ξέρει ότι ακόμα κι αν εκείνη τη στιγμή

πέθαινε θα ήταν ευτυχισμένος, με το στόμα του ακόμα γεμάτο από το έστω φευγαλέο φιλί

που πρόλαβε να της δώσει, η ζωή του γεμάτη ξανά από την παρουσία της με το στόμα του

να μιλάει μόνο για να λέει το όνομά της, τα χέρια του και τα πόδια του να κινούνται μόνο

για εκείνη, οι μύες του να δυναμώνουν και να αισθάνεται ξανά ότι στα χέρια του μπορεί να

σηκώσει ολόκληρο τον κόσμο, και με το στόμα του μπορεί να αδειάσει όλη τη θάλασσα για

να φτάσει ξανά σε εκείνη. Τη θάλασσα πια δεν τη φοβόταν. Το μόνο που φοβόταν ήταν να

μην την έχει.

Page 16: Η μαγική κούνια

V

Μετά από καιρό όλα είχαν γίνει μια μακρινή ανάμνηση. Ανάμνηση που τους άρεσε να

συζητάνε τις κρύες νύχτες του χειμώνα, καθισμένοι μπροστά από το τζάκι και περιμένοντας

ο ένας την αγκαλιά του άλλου, το φιλί του που με τα χρόνια άλλαζε η γεύση του σαν το

κρασί που βρισκόταν στα βαρέλια της αποθήκης τους και άλλοτε το έπιναν σε ποσότητες με

λαιμαργία και άλλοτε το απολάμβαναν σε μικρές δόσεις, αφήνοντας κάθε γουλιά να τους

αποτυπώνει το άρωμα του στο στόμα. Σχεδόν δε μπορούσε να θυμηθεί πια πότε ήταν η

περίοδος που πρόβαρε την αόρατη στολή του για να εισβάλει στο ξένο παλάτι μόνο και

μόνο για να μπορέσει να γευτεί τα χείλη της, πότε ήταν η περίοδος που γυρνούσε στο σπίτι

και αφοσιωνόταν στην κατασκευή των εξαρτημάτων που του χάριζαν μακρότερη παραμονή

στο βυθό, την ασημένια αλυσίδα που κρατούσε για να αμύνεται στους φρουρούς της

βασίλισσας και τις πληγές που του έκαναν τα δόντια της μεγάλης σμέρνας μπροστά από την

είσοδο της κρεβατοκάμαρας της, όταν κατάφερε να μπει σαν μετά από αγώνα αιώνων και

να την αρπάξει από εκεί που βρισκόταν, να εισβάλει και να την απομακρύνει στο μέρος του,

στο σημείο που τον περίμενε το κάθισμα της κούνιας του για να κάνει μαζί της την

ταλάντευση και να επιστρέψουν στο σπίτι του, εκείνη να μείνει αρχικά σχεδόν λιπόθυμη

στον αέρα, που έμπαινε για να γεμίζει τα πνευμόνια της που άρχιζαν να σχηματίζονται

ξανά, και τα λέπια που χάνονταν για να εμφανιστούν και πάλι τα πόδια που περπατούσαν

στην ξηρά και που αψηφούσαν την ξηρότητα του χώματος, τα πόδια της που κοιτούσε σαν

μαγεμένος μαζί με τα μάτια της, το πρόσωπο της, τα χείλη της που άρχισε να φιλάει και

πάλι στην παραλία μπροστά από το σπίτι του, το πρόσωπό της που τον μαγνήτιζε, τα

μαλλιά της που του θύμιζαν τη θάλασσα και τα μάτια της, στα οποία χανόταν το βασίλειο,

στο οποίο άλλοτε είχε εισβάλει για να την κατακτήσει, μετά από τόσους βοριάδες και τόσες

φουρτούνες και που τώρα ξάπλωνε και πάλι το κεφάλι του στο στήθος της για να ακούει

την καρδιά της, την καρδιά της που χτυπούσε στο ρυθμό της δικής του καρδιάς που κάποτε

της την είχε χαρίσει και αδυνατούσε να ζήσει χωρίς εκείνη. Βρισκόταν ξαπλωμένος στην

αγκαλιά της εισπνέοντας την παρουσία της παντού σε όλο το περιβάλλον του και τα μάτια

του βούρκωναν από ευτυχία σχηματίζοντας μικρά δάκρυα που μέσα τους φυλακίζονταν τα

αστέρια από όλους τους πλανήτες που είχε επισκεφθεί και πιο βαθιά βρισκόταν η μορφή

της, λουσμένη από τις μικρές πολύχρωμες λάμψεις που είχαν ζωγραφιστεί, εκεί βρισκόταν

η Πελαγία να δεσπόζει με την ομορφιά της στην ομορφιά του σύμπαντος που είχε γνωρίσει.

Κι ήταν φορές που σκεφτόταν ότι την ευτυχία του δε μπορούσε να την αντέξει, κι ήταν

Page 17: Η μαγική κούνια

φορές που τα δάκρυα του κυλούσαν στο χώμα, ανησυχώντας στην ιδέα μήπως κι αυτό είναι

ένα όνειρο, όπως τότε που είχε ονειρευτεί ότι επιτέλους κατασκεύασε τη μαγική του

κούνια.