ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

322
0 Το Σπαθί Της Λύκης Η Σπηλιά Των Μυστηρίων Φίλιππος Σερίφης  

description

Ο Ζακχαέρ Ντων, ένας βασιλιάς του αρχαίου κόσμου, φοβόταν όσο τίποτε άλλο τον θάνατο. Αφιέρωσε ολόκληρη την ζωή του ψάχνοντας τρόπο να τον νικήσει. Στο νεκροκρέβατό του, πέρασε αυτήν την αποστολή στους εφτά γιους του και εκείνοι με την σειρά τους στους πρωτότοκους τους. Έτσι, δημιουργήθηκε το Τάγμα των Εφτά Ιερέων, οι οποίοι, τελικά, ανακάλυψαν τρόπο να νεκραναστήσουν τον βασιλιά και να γίνουν αθάνατοι οι ίδιοι. Οι Μάγοι όμως, έχοντας προβλέψει την έλευση του σκοτεινού άρχοντα, σφυρηλάτησαν το Σπαθί της Λύκης, στις φλόγες του Μάρντουκ Σίρους και έχρισαν μια γενιά Ανθρώπων άξια να χρησιμοποιήσει το όπλο. Ο Έκτορας, τελευταίος της εκλεκτής γενιάς, μαζί με τον μάγο που τον ανάθρεψε, μια Αμαζόνα και δύο πολεμιστές, ξεκινάνε μια εκστρατεία εναντίον του Ζακχαέρ Ντων, των Εφτά Ιερέων και του στρατού τους

Transcript of ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

Page 1: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 1/322

0

Το Σπαθί Της Λύκης

Η Σπηλιά Των Μυστηρίων

Φίλιππος Σερίφης  

Page 2: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 2/322

1

Το βιβλίο αυτό είναι αφιερωμένο:

Στην Μαρία που πρώτη το διάβασε και το στήριξε κατά την

δημιουργία του…

 

Στην Γεωργία που καταφέρνει να φέρνει το χαμόγελο στα

χείλη μου ακόμα και σε δύσκολες στιγμές…

 

Στην Αφροδίτη που υπήρξε μούσα μου

 

ακόμα και πριν την

γνωρίσω… 

Page 3: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 3/322

2

«Η τέχνη έχει αυτό το δικαίωμα. Όχι μονάχα το δικαίωμα

παρά και το χρέος: να υποτάζει τα πάντα στην ουσία. Θρέφεται

από την ιστορία την αφομοιώνει αργά πονετικά και την κάνει

παραμύθι» 

Ν. Καζαντζάκης 

Page 4: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 4/322

3

Το χαμένο αγόρι  

ήλιος είχε ανέβει στην κορυφή  του ουρανού  παρακολουθώντας

με την καυτή  του ματιά την περιοχή γύρω από την Ροτενσνέικ.

Στα έρημα  χωράφια δεν υπήρχε ψυχή. Μόνο  ένας  μοναχικός

αρουραίος αναζητούσε καταφύγιο  από την ζέστη σε κάποια τρύπα. Και

μια καφετιά οχιά λιαζόταν πάνω σε μια πλατιά πέτρα,   παίρνοντας

δυνάμεις για το βραδινό κυνήγι. Τα στάχια χρύσιζαν  από τις λαμπρές

ακτίνες του ήλιου  και χόρευαν στους απαλούς ρυθμούς της πνοής του

αέρα. Μέσα στην πόλη, οι περισσότεροι υπνωτίστηκαν από το θερμό

πρόσωπο του μεσημεριού και ξεκουράζονταν στη σκιά των σπιτιών τους.Αντίθετα, τα παιδιά  χαίρονταν και έπαιζαν, απολαμβάνοντας την

ηλιόλουστη μέρα. Μια πεδιάδα ξανοιγόταν πίσω από την πόλη και πολλές 

γυναίκες γύριζαν από το ποτάμι κουβαλώντας πήλινες κανάτες με

παγωμένο νερό και πλυμένα ρούχα και πιατικά. Ήταν ευκαιρία, με την

ζέστη,  να κάνουν μπουγάδα και να δροσιστούν  ταυτόχρονα από τα

τρεχούμενα νερά του Πετροπόταμου. Ξαφνικά άκουσαν φωνές πίσω τους.

Μια νεαρή κοπέλα, με βρεγμένες τις μακριές μαύρες πλεξούδες της, 

γύρισε  το κεφάλι της να δει τι συμβαίνει. Ήταν ο γέρο-Διόνυσος, ο

βοσκός. Ερχόταν γρήγορα καβάλα στο μουλάρι του χωρίς τα αιγοπρόβατα

του και τα τσομπανόσκυλα. Πέρασε φουριόζος, από ένα ρηχό σημείο του

ποταμού, και ζύγωσε προς την πόλη. Μόνο όταν πλησίασε κοντά της, ηκοπέλα πρόσεξε πως πάνω στο μουλάρι κουβαλούσε ένα μικρό αγόρι.

«Μαρία, Μαρία, τρέξε γρήγορα. Φώναξε τον γιατρό  να έρθει.» 

«Τι έγινε γέρο-Διονύση; Ποιο είναι το παιδάκι;» 

«Δεν ξέρω. Εκεί  που έβοσκα τα ζωντανά μου κοντά στο φαράγγι είδα

από μακριά να έρχεται ένα μαύρο άλογο. Όταν έφτασε κοντά μου, είδα

πάνω του λιπόθυμο  αυτό το αγόρι. Είναι βαριά λαβωμένο. Άντε  μωρέ,

ακόμα εδώ είσαι; Φώναξε τον Αριστοτέλη» 

Η Μαρία πέταξε το πανέρι με την μπουγάδα της στο χώμα και έτρεξεστην πόλη. Λαχανιασμένος, ο βοσκός πήρε μια ανάσα, ξεπέζεψε από το

μουλάρι και έπειτα ακούμπησε το αγόρι απαλά στο έδαφος. Τότε πρόσεξε

πόσο σοβαρές ήταν οι λαβωματιές του. Τα χέρια και το πρόσωπο του ήταν

γεμάτα μαυρισμένα εγκαύματα και αρκετές γρατσουνιές. Στα πλευρά του

είχε  μια μεγάλη πληγή  που δεν είχε επουλωθεί πλήρως, ενώ  το πιο

σοβαρό του τραύμα ήταν ένα βαθύ κόψιμο στο πίσω μέρος του κεφαλιού

του. Τα αίματα από τους τραυματισμούς είχαν ξεραθεί πάνω του, οπότε ο

μικρός πρέπει να περιπλανιόταν αρκετές μέρες κάτω από τον καυτό ήλιο,

όμως το κόψιμο στο κεφάλι αιμορραγούσε ακόμα. Τα ρούχα του είχαν

βαθυκόκκινους λεκέδες  παντού. Πόσο αίμα είχε χάσει;  Θα μπορούσε ο

γιατρός να τον κρατήσει στην ζωή;  Οι καιροί ήταν δύσκολοι και ζοφεροί,παρ’ όλα αυτά η Ροτενσνέικ ήταν από τις ελάχιστες πόλεις-κράτη που είχε

Ο 

Page 5: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 5/322

4

γιατρό και δάσκαλο: τον Αριστοτέλη. Ζούσε κοντά στο δάσος, που ήταν

βόρεια της πόλης, σε ένα μικρό αγρόκτημα, με μόνη συντροφιά ένα

γεράκι και μια πλούσια βιβλιοθήκη που είχε φέρει μαζί του όταν ήρθε και

εγκαταστάθηκε στην Ροτενσνέικ , από το άγνωστο. Τότε ήταν περίπου

τριάντα χρονών όμως ήξερε περισσότερε και από τον πιο πολυταξιδεμένο

της περιοχής. Πρόσφερε τις γνώσεις του για την μόρφωση των παιδιώνενώ, αμέτρητες φορές έσωσε τους κατοίκους από αρρώστιες και

επικίνδυνους τραυματισμούς.  Όλοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν, αν 

και τους φαινόταν μυστηριώδης και μοναχικός. 

 Έπειτα από λίγη ώρα, ήρθε τρέχοντας μαζί με την Μαρία στο σημείο που

κάθονταν ο βοσκός με το πληγωμένο αγόρι. Χωρίς να μιλήσει καθόλου ,

γονάτισε και εξέτασε με προσήλωση το παιδί.

«Εύγε γέρο-Διόνυσε. Λίγο  να αργούσες θα ήταν νεκρό.» 

«Δ- δηλαδή θα ζήσει;» τραύλισε ανήσυχος ο γέροντας. 

«Είναι σε πολύ  σοβαρή κατάσταση. Αλλά πιστεύω θα τα καταφέρει.

Μαρία, βοήθησε τον γέρο Διόνυσο,  να τον μεταφέρετε σπίτι μου.

Χρειάζεται πολύ φροντίδα, ειδικά το τραύμα στο κεφάλι του.» 

 Έτσι  και έγινε. Ο  Αριστοτέλης φρόντιζε, με άγνωστα γιατροσόφια, τα

τραύματα του   νεαρού αγοριού όμως αυτό παρέμενε βυθισμένο στον

σκοτεινό λήθαργό του. Ώσπου, μια εβδομάδα μετά την εύρεσή του από

τον βοσκό, ξύπνησε… 

Το κεφάλι του πονούσε τόσο πολύ που τα μάτια του δάκρυσαν. Ένιωθε

το μέτωπο του υγρό. Το ψηλάφισε και κατάλαβε ότι είχε ένα μουσκεμένοπανί  ακουμπισμένο πάνω του. Μια μικρή, αλλά σημαντική ανακούφιση

για τον φοβερό πονοκέφαλο. Στο μυαλό του μια σκοτεινή ομίχλη  

απλωνόταν. Μια χαώδης σύγχυση.  Πού βρίσκομαι; Απόρησε. Κοίταξε

τριγύρω.  Καθόταν σε ένα αχυρένιο κρεβάτι σκεπασμένος με λεπτή

φλοκάτη μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο. Δίπλα του βρισκόταν  ένα μικρό

ξύλινο τραπεζάκι όπου ακουμπούσε μια πήλινη λεκάνη με νερό  και μέσα

της επέπλεαν ματωμένα κομμάτια από πανί. Στην απέναντι μεριά του

δωματίου υπήρχε ένα περίτεχνο ξύλινο τραπέζι με όμορφα σκαλίσματα.

Πάνω του ανακατωμένα κομμάτια από περγαμηνές, σκονισμένα βιβλία

και πάπυροι  αναπαύονταν.  Ήταν κολλητά με μια βιβλιοθήκη

παραγεμισμένη με παμπάλαια βιβλία, τυλιγμένες περγαμηνές και μεταλλικές θήκες με πάπυρους. Πολλά βιβλία είχαν επιγραφές στην ράχη

τους σε άγνωστες γλώσσες.  Δεξιά του τραπεζιού,  υπήρχε  ένα ανοιχτό 

παράθυρο από  όπου έμπαινε δροσερό αεράκι και  χάιδευε τα μαύρα

μαλλιά του  παιδιού  ενώ τον παρατηρούσε… ένα γεράκι!  Το αγόρι το

κοίταξε  απορημένο και εκείνο του ανταπέδωσε  το βλέμμα  κλίνοντας το

κεφάλι. Τι παράξενο!  Δεν είχε ξαναδεί γεράκι με τόση οικειότητα προς

τους ανθρώπους. Ξαφνικά, η πόρτα του δωματίου άνοιξε με ένα τρίξιμο.

Μέσα μπήκε ένας ψηλός άντρας γύρω στα πενήντα. Τα μάτια του ήταν

διαπεραστικά και βαθυγάλαζα, γεμάτα ζωηράδα και από το πηγούνι του

ξεχώριζε ένα μυτερό γενάκι. Είχε λεπτή, γαμψή  μύτη και ασυνήθιστα

πολλές ρυτίδες κάτω από τα μάτια για την ηλικία του. Στα καστανόξανθαμαλλιά του υπήρχαν πολλές γκρίζες τούφες που υπενθύμιζαν στον άντρα

Page 6: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 6/322

5

το πέρασμα του χρόνου. Φορούσε έναν μπλε μεταξένιο μανδύα και στα

χέρια του κρατούσε έναν μεταλλικό δίσκο που πάνω του στήριζε μια

βαθιά πήλινη γαβάθα αχνιστή σούπα  και ένα καρβέλι ζυμωτό ψωμί. Το

αγόρι αιφνιδιάστηκε από την ξαφνική είσοδό του και σηκώθηκε απότομα

από το κρεβάτι, ρίχνοντας από το κεφάλι του το βρεγμένο πανί. Ο άντρας

μίλησε με την βαθιά κατευναστική φωνή του. 

«Επιτέλους ξύπνησες. Βλέπω γνωρίστηκες με τον Ταξιδευτή.» έγνεψε

προς το γεράκι.  «Σε πρόσεχε όση ώρα μαγείρευα. Έλα, πρέπει να

πεθαίνεις της πείνας.» πρόσθεσε. 

Το αγόρι κοίταξε ανήσυχο τον άντρα που στεκόταν μπροστά του. Του

απευθυνόταν με οικειότητα παρ’ όλα αυτά δεν του θύμιζε τίποτα το

πρόσωπο του. Αποφάσισε να του μιλήσει: 

«Ποιός είσαι; Πού βρίσκομαι; Τι μου συνέβη;» 

«Ονομάζομαι Αριστοτέλης. Βρίσκεσαι στο σπίτι μου , στην πόληΡοτενσνέικ. Σε βρήκα σε κρίσιμη κατάσταση και περιποιήθηκα τα βαριά

τραύματά σου.  Είσαι ασφαλής.» τον καθησύχασε με ήρεμο και φιλικό

τόνο ο άντρας. «Όσο για το τι σου συνέβη, ήλπιζα να μου πεις εσύ.»

συνέχισε,  « ήσουν βαριά τραυματισμένος και μπορώ με βεβαιότητα να

σου πω ότι τα τραύματα έγιναν από σπαθί και φωτιά.» 

Το αγόρι φαινόταν πιο συγχυσμένο από πριν. Προσπάθησε να

εξερευνήσει τις αναμνήσεις του για να ανακαλύψει τι του είχε συμβεί. Και 

τότε αντιλήφθηκε  ότι δεν θυμόταν!  Ένιωθε σαν να ξύπνησε από βαθύ

λήθαργο γεμάτο όνειρα που όμως ξεχάστηκαν όταν άνοιξε τα βλέφαρά

του. Του είχε απομείνει μια σπίθα, μια αναλαμπή του παρελθόντος, μιαθολή και ταυτόχρονα φριχτή ανάμνηση. 

«Με λένε Έκτορα. Ό-όμως δεν θυμάμαι τίποτα, σχεδόν τίποτα από την

ζωή μου. Μόνο ένα πράγμα: έπαιζα με έναν φίλο μου, τον Φίλιππο στην

αυλή του σπιτιού μου, όταν εντελώς απρόσμενα ο ουρανός σκοτείνιασε.

 Ένα κατάμαυρο σύννεφο έκρυψε τον ήλιο και χάθηκαν το φως και η

ζεστασιά του. Φύσηξε δυνατός παγωμένος αέρας και έπεσε πυκνή ομίχλη

εντελώς ξαφνικά σαν την λάμψη μιας αστραπής. Ακούστηκαν

μπουμπουνητά και από τα σύνορα της πόλης παρουσιάστηκαν μες στο

σκοτάδι εφτά καβαλάρηδες πάνω σε μαύρα άτια με κόκκινα μάτια , σαν

δαιμονισμένα. Έπειτα όλα σβήνουν από το μυαλό μου. Δεν μπορώ ναθυμηθώ τίποτα.» 

Για μερικές στιγμές κοιτούσαν ο ένας τον άλλον χωρίς να πουν τίποτα.

Τα κατάμαυρα μάτια του Έκτορα δάκρυσαν καθώς συνειδητοποιούσε ότι

δεν θυμόταν την οικογένεια του, ούτε την πόλη του. Ήταν χαμένος σε ένα

ξένο μέρος με έναν άγνωστο μόνη του συντροφιά.

«Έχεις ένα βαθύ τραύμα στο κεφάλι σου. Ίσως αυτό οφείλεται για την

αμνησία σου. Θα μείνεις μαζί μου προς το παρόν,  νεαρέ Έκτορα. Είναι

επικίνδυνο να ταξιδέψεις στο άγνωστό χωρίς καθόλου αναμνήσεις. Είμαι

σίγουρος ότι σύντομα θα θυμηθείς τα πάντα.» 

Page 7: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 7/322

6

Ο Έκτορας δεν ήξερε τι εννοούσε ο Αριστοτέλης λέγοντας «σύντομα».

 Ήξερε όμως ότι πέρασαν δεκαπέντε χρόνια και η μνήμη του δεν

επανήλθε. Το αδύνατο μικρό αγόρι είχε πλέον γίνει ένα γεροδεμένο ψηλό

παλικάρι. Τα μαύρα, σαν φτέρωμα κορακιού, μαλλιά του είχαν μακρύνει

και έφταναν λίγα εκατοστά κάτω από τους ώμους του. Υπήρχε ένα μικρό

σημάδι από έγκαυμα, ενθύμιο από το σκοτεινό παρελθόν του, στο, κατάτα άλλα, όμορφο πρόσωπο του. Ελαφρώς αξύριστος, ο νεαρός με τα

μαύρα διαπεραστικά μάτια είχε φτάσει είκοσι έξι ετών  από τα οποία τα

περισσότερα  είχε περάσει αναθρεμμένος από τον Αριστοτέλη, ο οποίος

τον φρόντιζε υπομονετικά  και στοργικά  περιμένοντας να ξαναβρεί την

μνήμη του.  Τα τελευταία χρόνια ο ίδιος ο Έκτορας αποφάσισε να

συμβιβαστεί με την ιδέα ότι δεν θα θυμηθεί ποτέ πια και να κοιτάξει την

ζωή που ξετυλίγονταν μπροστά του. Εργαζόταν  κοντά στο αγρόκτημα.

Δούλευε στο ξυλουργείο της πόλης και η εργατικότητα του τον  έκανε

σύντομα τον καλύτερο ξυλουργό. Όταν τελείωνε βοηθούσε τον, γέρο πια,

Αριστοτέλη στο αγρόκτημα και το βράδυ ξεκουραζόταν  διαβάζοντας

βιβλία κοντά στη ζεστασιά της φωτιάς. Ο Αριστοτέλης του είχεμεταδώσει σταδιακά όλο τον πλούτο γνώσης που διέθετε στα χρόνια που

πέρασαν μαζί. Εκείνη τη μέρα, ο Έκτορας ήταν στην κοιλάδα δίπλα στο

ποτάμι με τον Ήφαιστο τον σκληροτράχηλο σιδηρουργό της Ροτενσνέικ .

Ο Ήφαιστος δίδασκε στον νεαρό τους τελευταίους μήνες  να χειρίζεται το

σπαθί καθώς ο πατέρας του είχε υπηρετήσει την πόλη όντας φρουρός της

για πολλά χρόνια. Η ικανότητα του να μαθαίνει γρήγορα καθώς και το

γεροδεμένο και ταυτόχρονα ευέλικτο κορμί του  έκαναν  τον Έκτορα 

εξαιρετικό ξιφομάχο.   Έτσι, όταν τέλειωσαν εκείνη την μέρα, ο

σιδηρουργός του είπε πως δεν είχε τίποτα παραπάνω να του μάθει και

κίνησε το μεσημέρι για το σπίτι του. Ο Έκτορας έκατσε δίπλα στο ποτάμι

χαζεύοντας την αντανάκλαση του στην αέναα κινούμενη επιφάνεια του

 νερού. Δεν είχε αντιληφθεί τον Αριστοτέλη που τον πλησίασε.

«Μπορώ να κάτσω;» ρώτησε με ένα μικρό χαμόγελο σχηματισμένο στα

χείλη του.

Το πέρασμα των δεκαπέντε αυτών χρόνων δεν άφησε ανέγγιχτο τον

μέντορα και προστάτη του Έκτορα. Το γενάκι στο αδύνατο πηγούνι του

είχε μετατραπεί σε πυκνή γενειάδα. Τα γκρίζα μαλλιά του έφταναν μέχρι

τους ώμους αν και στην κορυφή είχε σχηματιστεί μια μικρή φαλάκρα. Το 

πρόσωπο του είχε γεμίσει ρυτίδες, σημάδια από την μάχη του με τον

χρόνο. Οι ρυτίδες στα μάτια του είχαν πολλαπλασιαστεί και, αν τονκοιτούσες μόνο εκεί, θαρρούσες πως ήταν εκατό χρονών. Παρ’ όλα αυτά,

παρέμενε άνθρωπος με περίσσεια ενέργεια και κέφι ενώ συνέχιζε να ασκεί

καθήκοντα γιατρού και δασκάλου. 

Ο Έκτορας γύρισε απότομα, αιφνιδιασμένος. Μόλις αναγνώρισε τον

πιστό του φίλο, χαμογέλασε πλατιά. 

«Βεβαίως. Έλα» είπε φιλικά. Ο Αριστοτέλης έκατσε σε μία μεγάλη

ποταμόπετρα δίπλα στον νεαρό. Το χαμόγελο του Έκτορα έσβησε το ίδιο

απότομα όπως έκανε την εμφάνιση του. Έπειτα αναστέναξε βαθιά. Όλα

αυτά δεν πέρασαν απαρατήρητα από τον Αριστοτέλη. 

Page 8: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 8/322

7

«Ξέρεις, είμαι εξήντα εφτά ετών.» ξεκίνησε. «Μου είναι εύκολα να

καταλάβω σε αυτήν την ηλικία πότε σε απασχολεί κάτι, όσο βαθιά και αν

προσπαθείς να το θάψεις. Και τις τελευταίες δυο βδομάδες σε απασχολεί

κάτι» 

Ο φίλος του δεν έκανε λάθος. Όντως εδώ και δύο εβδομάδες ξεκίνησαντα προβλήματα για τον νεαρό. Δεκατέσσερις μέρες τώρα, κάθε νύχτα τον

κυρίευαν στον ύπνο του τρομεροί εφιάλτες. Φευγαλέες εικόνες από μια

πυρκαγιά, μια μάχη σε μία πόλη. Άνθρωποι πέθαιναν, πονούσαν,

 υπέφεραν υπό το φως της πύρινης λαίλαπας που καταβρόχθιζε την πόλη

στο καυτό πέρασμά της. Και εφτά καβαλάρηδες, πάνω σε μαύρα άλογα

με λαμπερά κόκκινα μάτια που χλιμίντριζαν αφηνιασμένα, σκότωναν

τους πάντες στο πέρασμα τους. Μια αγωνιώδης φωνή ακουγόταν.

Γυναικεία κραυγή που ικέτευε σπαρακτικά. Όχιιιι. Είναι παιδί. Μην το

πειράξετε. Έκτορα φύγεεεεε. Σε αυτό το σημείο ξυπνούσε φωνάζοντας

δυνατά  Μητέραααα!!! Ο Αριστοτέλης τον κοίταξε αμίλητος για λίγο,

σκεπτόμενος όσα του είπε ο νεαρός. 

«Ξέρεις φαντάζομαι για τί πρόκειται.» 

Ο Έκτορας έγνεψε καταφατικά. 

«Λοιπόν, αν και άργησαν, επιτέλους άρχισαν να επανέρχονται οι

αναμνήσεις σου. Μήπως θυμάσαι τίποτε άλλο;» 

«Σωθράπον. Το όνομα της πόλης μου… είναι Σωθράπον.»

«Ακολούθησε με.» 

Ο Αριστοτέλης τον οδήγησε σπίτι του και άρχισε βιαστικά να γεμίζει

δυο δερμάτινα χειροποίητα σακίδια με τρόφιμα και ρούχα. Έπειτα

πρόσταξε τον Έκτορα να σελώσει τα δυο άλογα που είχαν στο αγρόκτημα.

Μόλις ο  γέρος τελείωσε, βγήκε να δώσει εξηγήσεις στον φίλο του που

φρόντιζε τα άλογα, ένα κατάμαυρο και ένα άσπρο με καφετιές πιτσιλιές.

«Που πάμε;» 

«Πιστεύω ότι ένας σίγουρος τρόπος να επανέλθουν πλήρως οι

αναμνήσεις σου είναι να πας σε γνώριμο περιβάλλον. Θα ταξιδέψουμε

μαζί στη Σωθράπον. Εκεί ίσως συναντήσουμε γνώριμα άτομα ή τοπία που

θα δώσουν ερεθίσματα στη μνήμη σου.» 

«Μα, ξέρεις πως θα πάμε εκεί;» 

Δεν του απάντησε αλλά γύρισε πίσω και φώναξε: «Ερμή!» 

Αμέσως πέταξε στον ώμο του ένα μεγάλο γεράκι με σταχτοκόκκινο

φτέρωμα. Ο Ταξιδευτής, το προηγούμενο γεράκι του, πέθανε πριν πέντε

χρόνια και έτσι την θέση του πήρε ένας απόγονος του. 

Ο Αριστοτέλης χάιδεψε την μεγάλη φτερούγα του και έπειτα  του

ψιθύρισε: «Πέτα φίλε μου, πέτα γοργά σαν τον άνεμο και ψάξε για μια

πόλη με το όνομα  Σωθράπον. Ρώτα τα υπόλοιπα αδέρφια του ανέμου,μήπως την ξέρουν. Γύρνα και οδήγησε μας εκεί.»  Το γεράκι έστρεψε το

Page 9: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 9/322

8

κεφάλι του προς το βορρά, άνοιξε τις δυνατές του φτερούγες και πέταξε

ταχύτατα. Σύντομα χάθηκε από τα μάτια τους στο μακρινό ορίζοντα.

Περιμένοντας να γυρίσει, ο Αριστοτέλης πήγε στην βιβλιοθήκη και μετά

από μπόλικο ψάξιμο άρχισε να διαβάζει μερικούς σκονισμένους παπύρους

σε άγνωστες, για τον Έκτορα, γλώσσες. Ο νεαρός, μην αντέχοντας να

περιμένει άπραγος τον Έρμη, πήγε να πάρει και άλλες προμήθειες από τηναποθήκη της πόλης.  Γυρίζοντας μισή ώρα αργότερα, μπήκε στο σπίτι

ενθουσιασμένος. 

«Εϊ, Αριστοτέλη, μάντεψε. Στην αποθήκη βρήκα τον Ήφαιστο και του

είπα για το ταξίδι. Μου έκανε δώρο αυτό.» 

 Έδειξε στον φίλο του ένα ολοκαίνουριο γυαλιστερό σπαθί με μακριά

κόψη και κόκκινη λαβή από δέρμα και σκοινί. Εκείνος έγνεψε ελαφρά και

συνέχισε να διαβάζει. Ο Έκτορας έβαλε το σπαθί στο θηκάρι του και το

έδεσε πίσω στην πλάτη του. Κατανοούσε την συμπεριφορά του

Αριστοτέλη. Πάντα του τόνιζε να είναι προσεχτικός με τα όπλα καιεπαναλάμβανε ότι: «Τα όπλα είναι άχρηστα και επικίνδυνα στα χέρια

αυτών που δεν ξέρουν πως και γιατί να τα χρησιμοποιούν». Ο νεαρός

συμφωνούσε απόλυτα σε αυτό και πάντα ήταν επιφυλακτικός με

οποιοδήποτε θανάσιμο όπλο, όμως σε τόσο σκληρούς καιρούς ένα όπλο

ήταν απαραίτητο, ειδικά όταν ταξιδεύεις προς άγνωστους προορισμούς.

Βγήκε έξω από το σπίτι και περίμενε αγναντεύοντας το δάσος και τα

δέντρα του, που λικνίζονταν στο δροσερό αεράκι.

Ξάφνου πίσω από ένα έλατο είδε μια γνώριμη φιγούρα. Ήταν η Νύχτα,

μια μεγάλη λύκαινα που ο Έκτορας την φώναζε έτσι λόγω της

κατάμαυρης γούνας της. Ο  νεαρός είχε μεγάλη αδυναμία στους λύκους. Τον γοήτευε η αγριάδα τους, αλλά και το γεγονός ότι ήταν ανυπότακτα

ζώα. Αντίθετα  από τα ξαδέρφια τους, τους σκύλους, είναι αδύνατο να

τιθασεύσεις έναν λύκο ακόμα και αν τον αναθρέψεις από κουτάβι. Ιερά

ζώα που συμβόλιζαν το θάρρος, την δύναμη, την ανεξαρτησία, την

αφοσίωση, το φως. Το ίδιο το όνομά τους προέρχεται από την λύκη που

σημαίνει φως. Ο Έκτορας σεβόταν όλα αυτά τα ιδανικά και έτσι σεβόταν

τους ίδιους τους λύκους. Η Νύχτα έδειχνε αμοιβαία αισθήματα προς

αυτόν, καθώς αν και οι λύκοι αποφεύγουν τους ανθρώπους, τον πλησίαζε

συνέχεια όταν έκοβε ξύλα στο δάσος.  Η λύκαινα τον κοιτούσε με τα

κίτρινα μάτια της έντονα σαν να τον ρωτούσε που θα πάει.   Όμως, ούτε ο

ίδιος ήξερε.

Την απάντηση ήρθε να δώσει μερικές  ώρες αργότερα ο Ερμής που

διέσχισε γρήγορα τον χώρο και πήγε στο δωμάτιο του   Αριστοτέλη. 

Δευτερόλεπτα αργότερα, εκείνος βγήκε έξω με το γεράκι στον αριστερό

του ώμο και δύο παραγεμισμένα δερμάτινα δισάκια στα χέρια. Ο Έκτορας

πήρε τα δισάκια, τα φόρτωσε στο μαύρο άλογο και αφήνοντας έναν

αναστεναγμό να φύγει από τα χείλη του ανέβηκε πάνω και έπιασε τα

χαλινάρια. Ο Αριστοτέλης τον κοίταξε για μια στιγμή και ανέβηκε στο

δικό του άλογο αφήνοντας τον Ερμή να πετάξει οδηγώντας τους στην

Σωθράπον. Ο Έκτορας κλώτσησε τα καπούλια του αλόγου και εκείνο

άρχισε να τρέχει ακολουθώντας το γεράκι ενώ πίσω τους ήταν οΑριστοτέλης με την γριά φοράδα του. 

Page 10: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 10/322

9

Σεθίρηκα  

ο γεράκι πετούσε ώρες ολόκληρες βόρεια της Ροτενσνέικ χωρίς να

αλλάξει πορεία. Πέρασαν κοιλάδες με ρυάκια, χωράφια με σπαρτά,λιβάδια με μεγάλα ποτάμια που κουβαλούσαν παγωμένο νερό από

τα απόκρημνα βουνά. Ένας βοσκός με τα πρόβατά του που τους έγνεψε

από μακριά με την μαγκούρα του ήταν το τελευταίο σημάδι ανθρώπινου  

πολιτισμού που συνάντησαν. Από εκεί και έπειτα έβρισκαν  μόνο

δηλητηριώδη φίδια που λιάζονταν πάνω στους βράχους και ελάφια που

άφησαν την ασφάλεια του δάσους για να δροσιστούν στα ρυάκια και να

χορτάσουν την  πείνα τους τρώγοντας βιαστικά, αγριόχορτα, λουλούδια

και χαμηλούς θάμνους. Σύντομα, μπροστά τους ξεφύτρωσαν πυκνά δάση

και ψηλοί λόφοι και το τοπίο γινόταν όλο και πιο άγριο.

Ο ήλιος είχε δύσει πριν περίπου μισή ώρα, άρχισε να σκοτεινιάζει και τοπρώτο άστρο βγήκε στον βαθυγάλαζο σκοτεινό ουρανό να καλησπερίσει

τους δύο ταξιδιώτες. Τα άλογα άρχισαν να κουράζονται, ειδικά η φοράδα

του Αριστοτέλη γκρίνιαζε, χλιμιντρίζοντας και κλωτσώντας το έδαφος.

 Έτσι  αποφάσισαν να περάσουν την νύχτα στην κορυφή του λόφου. Ο

 Έκτορας έφερε ξύλα από τις παρυφές του δάσους δίπλα τους και άναψαν

μια μικρή φωτιά. Έστρωσαν κάτω τις φλοκάτες και έψησαν λουκάνικα  να

φάνε, ενώ τα δυο άλογα, ξαλαφρωμένα από τα σακίδια και τις σέλες,

έβοσκαν αγριόχορτα.

 Όταν απόφαγαν, ο Αριστοτέλης ξάπλωσε και, ένα λεπτό αργότερα, ο

 Έκτορας τον άκουσε να ροχαλίζει. Ο ίδιος δεν νύσταζε και έκανε μιαβόλτα. Ο ουρανός ήταν καθαρός από σύννεφα και τα αστέρια

πλημμύρισαν την νύχτα με το ασημένιο χλωμό φως τους. Δίπλα του μια

οχιά βγήκε για κυνήγι και τα υγρά λέπια της έλαμπαν  κάτω  από τον

γοητευτικό, νυχτερινό έναστρο ουρανό. Ο νεαρός την παρακολούθησε για

λίγο και έπειτα κάθισε σε έναν κρύο βράχο δίπλα στο δάσος. Δεν ήταν

σίγουρος για αυτό το ταξίδι. Είχε πλέον αφήσει κατά μέρος το σκοτεινό

παρελθόν του και είχε αποφασίσει  να ζήσει ευτυχισμένα και ξέγνοιαστα

την υπόλοιπη ζωή του. Και τώρα, ήταν το ίδιο το παρελθόν του που τον

κυνηγούσε. Πάντα, βέβαια, μέσα του ήταν ριζωμένη η περιέργεια για το τι

ακριβώς του συνέβη όμως όλα έδειχναν πως οτιδήποτε και αν έγινε τότε,

σίγουρα δεν ήταν ευχάριστο. Ήθελε να ξαναβρεί την μνήμη του, ακόμακαι αν το παρελθόν του ήταν πιο σκοτεινό και τρομερό από ότι έδειχνε;

 Ένας μακρόσυρτος στεναγμός έφυγε από τα χείλη του. Ότι και αν συνέβη,

δεν παύει να έγινε πολλά χρόνια πριν. Ότι και αν μάθαινε για το παρελθόν

του δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να επηρεάσει την μελλοντική του

ζωή.

 Έτσι σκεφτόταν ο Έκτορας εκείνη  τη νύχτα. Όμως δεν ήξερε ότι

δυστυχώς το παρελθόν του είχε άμεση σχέση με το μέλλον του. Δεν ήξερε

ότι είχε προδιαγεγραμμένο μέλλον από την στιγμή που γεννήθηκε.

Ξάπλωσε στο γρασίδι και έκλεισε τα μάτια ακούγοντας την χορωδία της

μητέρας φύσης. Αφουγκραζόταν μια γλυκιά μελωδία από τριζόνια,κελαηδίσματα αηδονιών και κουκουβαγιών και αλυχτίσματα λύκων.

Τ 

Page 11: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 11/322

10

 Όμως… ένα αλύχτισμα ερχόταν από πολύ κοντά του. Άνοιξε τα μάτια

και σηκώθηκε. Πίσω από μια οξιά με γερμένο τον κορμό της   είδε κάτι

γνώριμα κίτρινα μάτια. Η Νύχτα αποφάσισε να ακολουθήσει τον φίλο

της! Αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον Έκτορα, γρύλισε και έπειτα έτρεξε μες

στο δάσος. Ο νεαρός σηκώθηκε και πήγε για ύπνο.  Έπρεπε να κρατήσει

δυνάμεις. Ποιος ξέρει πόσα χιλιόμετρα είχαν ακόμα και τι είχε νααντιμετωπίσει στη συνέχεια.. 

Το δροσερό αεράκι από τα βουνά χάιδεψε τα μαλλιά του Έκτορα και τον

ξύπνησε. Κοιμήθηκε βαθιά και δεν πήρε είδηση τον ήλιο που ανέτειλε.

Άνοιξε τα μάτια και ανασηκώθηκε. Ο φίλος του είχε ήδη σηκωθεί και

σέλωνε τα άλογα. Αμέσως, ο νεαρός ορθώθηκε να βοηθήσει. Μάλλον

παρακοιμήθηκε και είχαν αργήσει. Πήρε τα σκεπάσματα και τα

τακτοποίησε μέσα στα σακίδια αμίλητος και αγουροξυπνημένος. Τελικά,

ένα τέταρτο αργότερα ξεκίνησαν με τον Ερμή να οδηγεί τον δρόμο από

ψηλά. Τώρα είχε στρίψει  ελαφρώς  ανατολικά  και τους κατεύθυνε σε

ψηλούς λόφους  και άγρια πετρώδη υψώματα.

Κάποια στιγμή όμως άρχισαν να διαφαίνονται ξανά στοιχεία ανθρώπινης

παρουσίας. Οι λόφοι και οι κοιλάδες  αντικαταστάθηκαν  σταδιακά  από

μικρά χωραφάκια, καταπράσινους κήπους και αμπέλια. Αργότερα, ένας

βοσκός τους κέρασε τυρί και γάλα από τα πρόβατα του και τους είπε ότι

λίγο πιο νότια είναι το Βάλεϊνορ, μια μικρή, αγροτική πόλη κράτος. Το

γεράκι όμως συνέχιζε να πετάει ανατολικά. Εκεί το τοπίο ξανάγινε άγριο

και το μόνο που έδειχνε ανθρώπινη παρουσία ήταν τα στενά απότομα

μονοπάτια που άνοιγαν τα αιγοπρόβατα. Προχωρούσαν σε βραχώδεις

περιοχές στους πρόποδες των γιγάντιων αρχαίων βουνών, ενώ η

παγωμένη σκιά τους έκρυβε τον ήλιο αφήνοντας τους εκτεθειμένους στηνψυχρή ανάσα τους. Τα ελάχιστα περάσματα που έβρισκαν ήταν δύσβατα

και, πολλές φορές, αναγκάστηκαν να κατέβουν από τα άλογα και να τα

διαβούν περπατώντας. Γενικά, κάλυπταν μικρές αποστάσεις σε μεγάλα

χρονικά διαστήματα.  Όταν πλέον έγινε αδύνατο να διασχίσουν την

διαδρομή με τα άλογα, ο Αριστοτέλης αποφάσισε να κάνουν μια

παράκαμψη προς τα νότια. Βρέθηκαν σε μια πλαγιά με διάσπαρτα δέντρα

και πολλά πουρνάρια και θάμνους. Από εκεί πέρασαν μέσα από ένα άλσος

με ιτιές που το έκοβε στην μέση ένα ρυάκι. Σύντομα, τους βρήκε η νύχτα

και διανυκτέρευσαν σε έναν ψηλό λόφο που στην κορυφή, σαν κορώνα,

ορθώνονταν περήφανα κυπαρίσσια. 

Συνέχισαν να καλπάζουν για πολλές μέρες και τα τοπία εναλλάσσονταν

από πυκνά δάση και ανοιχτές πεδιάδες σε ψηλούς λόφους και απόκρημνες

ορεινές πλαγιές. Ο Έκτορας άρχισε να χάνει την υπομονή του και οι

προμήθειες τους λιγόστευαν διαρκώς. Ακόμα, τα άλογα διαμαρτύρονταν

διαρκώς ταλαιπωρούμενα από τα σκληρά πέτρινα εδάφη και την μακρινή

πορεία.

Εκείνη η νύχτα τους τύλιξε στην σκοτεινή αγκαλιά της όταν βρίσκονταν

στη μέση μιας χαράδρας που διέσχιζαν από το απόγευμα. Άναψαν φωτιά

με τα ελάχιστα ξερόκλαδα που βρήκαν στο βραχώδες  πέρασμα και

άπλωσαν τις αποσκευές τους στην πλάτη ενός μεγάλου, ψυχρού βράχου.Είχε πίσσα σκοτάδι, δεν υπήρχε φεγγάρι και η ψηλή απότομη χαράδρα

Page 12: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 12/322

11

έκρυβε το χλωμό φως τον αστεριών. Τα άλογα ήταν ανήσυχα και

προσπαθούσαν συνεχώς  να λυθούν από τα δεσμά τους. Ο Έκτορας τα

πρόσεχε μασουλώντας ψητό λαγό, τον οποίο έπιασε ο Έρμης ανάμεσα

στα βράχια. Τότε σκέφτηκε ότι από το απόγευμα δεν είδε καθόλου τη

 Νύχτα. Που να πήγε; Σαν να άκουσε την σκέψη του, ο Αριστοτέλης

ρώτησε:

« Είδες καθόλου την Νύχτα;»

« Έχω να την δω από το απόγευμα…» 

Ο Αριστοτέλης έσκυψε το κεφάλι, αλλά ο νεαρός πρόλαβε να διαβάσει

το ανήσυχο βλέμμα του. Τον ρώτησε τι συμβαίνει. 

«  Οι λύκοι δεν ουρλιάζουν απόψε, τα αηδόνια δεν κελαηδάνε και οι

γρύλοι δεν τριζοβολάνε. Τα άλογα είναι φοβισμένα και η νύχτα σκοτεινή.

Κάποιο κακό μας περιτριγυρίζει»

Ο Έκτορας θορυβημένος από αυτά που άκουσε όρθωσε το σώμα του και

έψαξε την περιοχή τριγύρω με το βλέμμα του. Οι  σκιές των βράχων

χόρευαν στο αεικίνητο ανέμισμα της φωτιάς, αλλά δεν διακρινόταν τίποτε

απειλητικό. Την ώρα που έκανε να ξανακαθίσει τα άλογα σηκώθηκαν στα

δυο τους πόδια και χλιμίντρησαν δυνατά, χτυπώντας τον αέρα. Η καρδιά

του Έκτορα κλώτσησε από τον φόβο ενώ την ίδια ώρα σηκώθηκε

απότομα ο Αριστοτέλης. 

« Βγάλε το σπαθί σου. Είναι κοντά…» 

Ο Έκτορας έτρεξε εκεί όπου είχε τα πράγματά του. Η λεπίδα έλαμψε στο

τρεμουλιαστό φως καθώς έβγαλε το σπαθί από το δερμάτινο θηκάρι του.

Κράτησε σφιχτά την λαβή ,όμως του έπεσε αμέσως με το θέαμα που

αντίκρισε. Δεν είχε ξαναδεί τίποτε παρόμοιο στη ζωή του. Έμοιαζε με

λύκο όμως ήταν μεγάλο ίσαμε λιοντάρι. Τα αυτιά του ήταν αφύσικα

μεγάλα και μυτερά. Ήταν σκελετωμένο, τα μάτια του δεν είχαν κόρες και

το ασπράδι ήταν κατακόκκινο.

Ο Έκτορας έμεινε αποσβολωμένος κοιτάζοντας το παράξενο πλάσμα

που γύμνωνε τα τεράστια  σαν μαχαίρια  δόντια του καθισμένο σε ένα

μεγάλο βράχο απέναντι τους.  Ήθελε να ρωτήσει τον Αριστοτέλη αλλά δεν 

βγήκε ήχος από το στόμα του. Ένα φοβερό γρύλισμα του άγνωστου

πλάσματος αφύπνισε το νεαρό. Σήκωσε το σπαθί και κραδαίνοντας το

γερά, προχώρησε αποφασιστικά προς το μέρος του τέρατος.  Εκείνο,

απροειδοποίητα, άνοιξε το στόμα του και ξέρασε πράσινες φλόγες. Ο

 Έκτορας πήδηξε και καλύφθηκε πίσω από ένα βράχο. Το τέρας σηκώθηκε

και με ένα σάλτο σκαρφάλωσε προς τον Έκτορα. Πήγε να τον δαγκώσει

όμως εκείνος έσκυψε και, κυλώντας  στο έδαφος,  απομακρύνθηκε από

αυτό. Πριν προλάβει το πλάσμα να κάνει οτιδήποτε, ο Έκτορας πέταξε

μια μεγάλη πέτρα που το πέτυχε στο πρόσωπο. Πόνεσε και βρυχήθηκε

οργισμένο. Ξαναεκτόξευσε φλόγες όμως αστόχησε. Ο Έκτορας έτρεξε

προς το μέρος του κρατώντας στο δεξί το σπαθί και στο αριστερό μια

μεγάλη μυτερή πέτρα. Το τέρας ετοιμάστηκε να επιτεθεί και τότε ο νεαρός του πέταξε την πέτρα. Εκείνο πήδηξε ελαφρά δεξιά για να την

Page 13: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 13/322

12

αποφύγει. Ήταν αυτό που περίμενε ο Έκτορας. Πήδηξε δυνατά,

προσγειώθηκε δίπλα  στο τέρας και τα χτύπησε δυνατά με το σπαθί

κόβοντας το μπροστινό δεξί του πόδι. Ξεχύθηκε κατάμαυρο αίμα και το

πλάσμα έπεσε κάτω ουρλιάζοντας από τον πόνο. Ο νεαρός σηκώθηκε

κρατώντας σφιχτά το σπαθί και κοίταξε το τέρας που κείτονταν

ανήμπορο. Τότε έμπηξε δυνατά την λεπίδα μες στο λαιμό του,αποτελειώνοντας το. Το αίμα ανέβλυζε και έβαφε μαύρο το έδαφος καθώς

το κοφτερό μέταλλο χωνόταν  στη σάρκα. Έβγαλε το σπαθί και το

καθάρισε. Πήγε στον Αριστοτέλη ο οποίος παρακολουθούσε τη σκηνή

πίσω από έναν βράχο υπό την προσταγή του Έκτορα, για να είναι

ασφαλής. 

«Τι στο καλό ήταν αυτό;» τον ρώτησε με αναμιγμένη περιέργεια,

ενδιαφέρον και μια δόση οργής νιώθοντας ακόμα την αδρεναλίνη να

κυλάει στις φλέβες του. 

«Ήταν ένα Ζεβοντάν, το κτήνος του θανάτου… πανούργο πλάσμα,φονικό, γέννημα του σκότους.» 

«Πιστεύεις ότι έχει σχέση με…» δεν τολμούσε να ολοκληρώσει την

ερώτηση του αν και διαισθανόταν την απάντηση. Πράγματι ο

Αριστοτέλης έγνεψε θετικά. 

«Ότι και αν βρούμε στην Σωθράπον, σίγουρα δεν θα είναι καλό…» 

συμπέρανε ο γέροντας.

Παρ’ όλα αυτά, η υπόλοιπη νύχτα κύλησε ήρεμα. Τα άλογα ηρέμησαν, η

 Νύχτα δήλωσε την παρουσία της με ένα μακροσκελές αλύχτισμα,

σχηματίζοντας στα χείλια του Έκτορα ένα αμυδρό χαμόγελο, και τα υπόλοιπα πλάσματά της νύχτας συνέχισαν την βραδινή χορωδία

τραγουδώντας νυχτερινές μελωδίες τόσο γλυκές, που μόνο η φύση ξέρει

 να συνθέτει.  Μελωδίες που συντρόφευσαν γαλήνια, στον ύπνο του, τον

 Έκτορα μέχρι που ξημέρωσε. Το πρωινό, ο ήλιος δεν έδειξε το φωτεινό

πρόσωπο του αλλά το έκρυψε πίσω από σύννεφα που έριχναν στη γη

στάλες βροχής, δροσίζοντας την διψασμένη επιδερμίδα της. Η μέρα ήταν

κρύα και μουντή. Οι δύο φίλοι, αγουροξυπνημένοι, ξεκίνησαν νωρίς το

ταξίδι τους συνοδευόμενοι από το ψιλόβροχο, οδηγούμενοι πάντα από τον

ιπτάμενο οδηγητή τους.

Το τοπίο άφηνε σιγά-σιγά το ορεινό του πανωφόρι και ξαναγινότανπεδινό. Όμως η γη ήταν ξερή, άγονη και σε ορισμένα σημεία καμένη. Αν

και προχωρούσαν ώρες, ο Έκτορας πρόσεξε ότι το τοπίο παρέμενε

μονότονα ίδιο. Νεκρό, ξερό χωρίς ίχνος ζωής, ούτε ένας λαγός , μια

αλεπού, ένα σκαθάρι, ούτε ένα δέντρο, ένας θάμνος ούτε καν ένα ισχνό

αγριόχορτο. Το μόνο που άλλαξε ήταν ότι η μελαγχολική συννεφιά έδωσε

την θέση της σε μια μυστηριώδη ομίχλη, τόσο πυκνή που δεν άφηνε να

φανεί οποιοδήποτε φως κάνοντας τη μέρα να φαντάζει συννεφιασμένη

 νυχτιά. Με το ζόρι διέκριναν τον Ερμή που συνέχιζε ακάθεκτος την

ευθεία πορεία του. Λίγες ώρες αργότερα το γεράκι έκλεισε τις δυνατές του

φτερούγες και προσγειώθηκε στην κορυφή ενός λοφίσκου. Όταν έφτασαν

και οι δύο φίλοι εκεί είδαν ένα θέαμα πέρα από κάθε φαντασία.  Μπροστάτους απλωνόταν μια μεγάλη άγονη κοιλάδα με καμένο έδαφος και φωτιές

Page 14: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 14/322

13

 να λάμπουν  χλωμά  σε μερικά σημεία. Το εντυπωσιακό ήταν οι

εκατοντάδες σκελετοί που απλώνονταν σε όλο το μήκος και το πλάτος της

κοιλάδας. Σκελετοί ανδρών, γυναικών ακόμα και μικρών παιδιών 

μαυρισμένοι από τον χρόνο και την κάπνα. Πολλοί άνθρωποι πέθαναν σε

αυτό το μέρος, σφαγιάστηκαν χωρίς το παραμικρό έλεος ή δισταγμό. Και

ιδού η αιτία: πέρα από την κοιλάδα υπήρχε μια πόλη γεμάτη ερείπιαπεριστοιχισμένη από ένα τείχος φτιαγμένο με μαύρους ογκόλιθους. Και

σε έναν μεγάλο λόφο στο πιο ψηλό σημείο της πόλης έριχνε την

επιβλητική σκιά της στην κοιλάδα μια πανύψηλη τεράστια κατάμαυρη

πυραμίδα που στο κέντρο της είχε ένα παράξενο χρυσό σύμβολο.  Έμοιαζε

με αιγυπτιακό σταυρό Ανκχ, όμως η κεντρική γραμμή του είχε

αντικατασταθεί από ένα φίδι με ρουμπινένια μάτια. 

Για δεύτερη φορά μετά την συνάντηση με το Ζεβοντάν ο Έκτορας έχασε

την μιλιά του. Τι στο καλό ήταν αυτό το πράγμα; Και γιατί ο ουρανός

ήταν κατάμαυρος μέρα μεσημέρι; Τι συνέβαινε  σε αυτό το τρομερό

μέρος; Τις σκέψεις του διέκοψαν τα δύο άλογα. Τρομαγμένα από τοαποκρουστικό θέαμα ορθώθηκαν στα δυο τους πόδια χλιμιντρίζοντας και

όταν πέταξαν κάτω τους δύο ταξιδιώτες άρχισαν να τρέχουν προς την

αντίθετη κατεύθυνση της πυραμίδας μες στην πυκνή ομίχλη. Όμως πριν

προλάβουν να απομακρυνθούν ακούστηκε ο τρομερός βρυχηθμός του

Ζεβοντάν και τα σπαραχτικά ουρλιαχτά των αλόγων που

κατασπαράζονταν. Ο Έκτορας βαριανάσαινε και κρατούσε σφιχτά το

σπαθί του που άρπαξε τελευταία στιγμή πριν πέσει από το άλογό του

περιμένοντας επίθεση από το τέρας. Όμως εκείνο δεν επιτέθηκε ποτέ.

Απλά, παραφυλούσε γρυλίζοντας κρυμμένο στην σκοτεινιά της ομίχλης.

Από ότι φαίνεται το Ζεβοντάν τους άφηνε μόνο έναν δρόμο διαφυγής, την

Σωθράπον και την μυστήρια πυραμίδα. Ο Έκτορας σηκώθηκε από τοχώμα και κοίταξε τον Αριστοτέλη.  Εκείνος παρατηρούσε σιωπηλός το

ζοφερό θέαμα που απλωνόταν μπροστά τους. Σαν να μονολογούσε

ψιθύρισε: 

«Η Σεθίρηκα, η μαύρη πυραμίδα του Ζακχαέρ Ντων!» 

Ο Έκτορας κοίταξε παραξενεμένος τον φίλο του από τις περίεργες λέξεις

που ξεστόμιζε. Σεθίρηκα; Ζακχαέρ Ντων; Τι ήταν όλα αυτά; 

«Αριστοτέλη, τι…» πριν ολοκληρώσει την ερώτηση του, ο γέρος γύρισε

και κοίταξε τον νεαρό με ένα αίσθημα φόβου και απόγνωσης ναεκπέμπεται από τα ζωηρά του μάτια. 

«Πρέπει να μπούμε μέσα. Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Πρόσεχε. Ότι και

 να δεις μην μιλήσεις. Κράτα γερά το σπαθί σου και πρόσεχε…»

Page 15: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 15/322

14

Μέσα στη Σωθράπον  

α στήθια του νεαρού καρδιοχτυπούσαν δυνατά. Ανάσαινε γρήγορα

 νιώθοντας το αίσθημα του φόβου να ξεφυτρώνει μέσα από την

καρδιά του και να τυλίγει το σώμα του όπως ένα δηλητηριώδες

φίδι σφίγγει την λεία του. Προχώρησαν μέσα στην κοιλάδα με τα κόκαλα

των νεκρών να τρίζουν σε κάθε τους βήμα προσέχοντας την παραμικρή

κίνηση στον ορίζοντα. Ο Έκτορας ένιωθε όλες τις αισθήσεις του οξυμένες

 υποκινούμενες από την μπόλικη αδρεναλίνη που πότιζε κάθε κύτταρο του

σώματος του, ενώ κρατούσε τόσο σφιχτά το σπαθί που η παλάμη του

ίδρωσε και οι αρθρώσεις τον δαχτύλων του πονούσαν. Σε κάθε βήμα του,

σε κάθε κριτσάνισμα κοκάλου που θρυμματίζονταν κάτω από τα πόδια

του ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει όλο και πιο δυνατά. Ήταν η πρώτηφορά που έβλεπε τον γέρο και πολύπειρο φίλο του τόσο πανικόβλητο,

πράγμα που σήμαινε ότι αυτή η πυραμίδα ήταν σκοτεινό φονικό κτίσμα

 ύπουλων και ανηλεών πλασμάτων ξεβρασμένων από το βαθύτερο σκοτάδι

της γης. 

Παρ’ όλα αυτά τίποτε δεν τους απείλησε. Έφτασαν εντελώς ανενόχλητοι

στην μαύρη μικρή σιδερένια πύλη της πόλης. Ήταν κλειδωμένη και πάνω

της ήταν σκαλισμένα άγνωστα σύμβολα. Στο κέντρο της δέσποζε το ίδιο

χρυσό σύμβολο που υπήρχε στην πυραμίδα. Ο Αριστοτέλης

περιεργάστηκε σιωπηλός τα σύμβολα στην πόρτα.   Έριξε ένα

προειδοποιητικό βλέμμα στον Έκτορα και χτύπησε την πόρτα. Πέρασανμερικά δευτερόλεπτα στα οποία οι δύο φίλοι ανάσαιναν βαριά από αγωνία

ώσπου τελικά η πόρτα άνοιξε με ένα παρατεταμένο τρίξιμο. Το σπαθί του

 Έκτορα παραλίγο να πέσει μόλις εκείνος αντίκρισε το πλάσμα που άνοιξε

την πύλη. Πάντα στην Ροτενσνέικ άκουγε ιστορίες για παράξενα και

σκοτεινά πλάσματα μυθικά και τερατώδη όμως ποτέ δεν πίστευε σε αυτές.

Τις θεωρούσε ανόητες δεισιδαιμονίες. Αλλά  τώρα… μέσα σε δύο μέρες

είδε ένα τερατώδες πλάσμα σαν τεράστιο λύκο, ένα πεδίο σπαρμένο από

σκελετούς, μια παράξενη τεράστια μαύρη πυραμίδα και… 

Το πλάσμα που στεκόταν μπροστά τους μπορούσε να χαρακτηριστεί

τουλάχιστον ανατριχιαστικό. Ήταν λίγο ψηλότερο από τον Έκτορα. Τοδέρμα του ήταν κατάμαυρο σαπισμένο και ζαρωμένο σαν καμένο. Από

την κορυφή του στρόγγυλου προσώπου του ξεφύτρωναν δύο

στριφογυριστά κέρατα σαν τράγου, ενώ δεν είχε μύτη, στόμα ή αυτιά.

Ακόμα και τα μάτια του δεν είχαν τίποτα ανθρώπινο. Λαμπερές κίτρινες

σχισμές χωρίς κόρη και μια αποτύπωση απόλυτου μίσους μέσα τους. Στα

χέρια του που είχαν μόνο τρία δάχτυλα με μεγάλα γαμψά νύχια κράδαινε

ένα μεγάλο σπαθί με κυρτή κόψη. Φορούσε μια πανοπλία σφυρηλατημένη

από μαύρο μέταλλο που στο ύψος του στήθους έφερε το ίδιο σύμβολο με

την πυραμίδα και την σιδερένια πύλη ενώ από τις ωμοπλάτες του

πετάγονταν δύο κατάμαυρες φτερούγες σαν νυχτερίδας προσδίδοντας

ακόμα πιο ζοφερό τόνο στην τρομερή του όψη. Τους κοίταξε μέσα από τις

Τ 

Page 16: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 16/322

15

σχισμές, έκανε έναν ήχο σαν σφύριγμα φιδιού και μίλησε με βαριά ,

βραχνή, σφυριχτή φωνή: 

« Μπείτε μέσα, άνθρωποι».

Ο τόνος του ήταν επιτακτικός και τελεσίδικος ενώ το σπαθί του που

ανέμιζε μπροστά στους δύο φίλους, τους έλεγε ότι δεν είχαν περιθώρια

επιλογής. Ο Έκτορας δεν έκανε βήμα κράτησε γερά το σπαθί του και πήγε

 να αντιδράσει. Τον εμπόδισε όμως το βλέμμα του Αριστοτέλη  που με

παράξενα ικετευτικό τρόπο του έδειχνε να υπακούσει. Έτσι και έγινε. Το

πλάσμα που φρουρούσε την πόρτα παραμέρισε, με το βλέμμα καρφωμένο

προκλητικά στον νεαρό σαν να διάβασε την πρόθεση του να αντισταθεί,

και οι δύο φίλοι μπήκαν στην  Σωθράπον. Όταν απομακρύνθηκαν γύρω

στα δέκα μέτρα από την πόρτα, εκείνη έκλεισε με το ίδιο ανατριχιαστικό

τρίξιμο. Ο Έκτορας γύρισε το κεφάλι ταυτόχρονα με τον γέρο φίλο του. Η

πόρτα  ήταν  κλειδωμένη και ο φρουρός της εξαφανίστηκε με το που

ανοιγόκλεισαν τα μάτια τους. Διαισθανόμενος παγίδα ο νεαρός έθεσε σεεγρήγορση τις αισθήσεις του και διερεύνησε προσεχτικά τον ορίζοντα.

 Όλα φαίνονταν εντάξει. Γύρισε στον Αριστοτέλη.

«Γιατί μπήκαμε μέσα; Μπορεί να πέσουμε σε παγίδα. Τι στο καλό ήταν

αυτό πάλι;» 

«Ήταν ένας Νυχτοβάτης. Ο φονιάς των νυχτών χωρίς φεγγάρι. Πλάσμα

φτιαγμένο να σκοτώνει οτιδήποτε έχει ζωή. Μπήκαμε μέσα γιατί υπήρχαν

και άλλοι γύρω έτοιμοι να μας σκοτώσουν ακαριαία αν φέρναμε την

παραμικρή αντίσταση. Πίσω μας υπήρχε το Ζεβοντάν κρυμμένο στην

ομίχλη οπότε δεν είχαμε άλλη επιλογή. Και δυστυχώς…  με το που

πατήσαμε το πόδι μας μέσα στην πόλη πέσαμε σε παγίδα. Θανάσιμη.» 

Ο νεαρός ετοιμάστηκε να  ρωτήσει για την πυραμίδα όταν

συνειδητοποίησε την τελευταία φράση του γέροντα. Τον κοίταξε με

έντονη απορία αποτυπωμένη στο πρόσωπό του. Εκείνος έστεκε αμίλητος

αγέλαστος… κοίταξε ξανά την περιοχή που απλωνόταν μπροστά τους και

γύρω τους. Παντού έβλεπε μια άγονη περιοχή από σπίτια γκρεμισμένα,

καμένα ερείπια και αποτεφρωμένους σκελετούς ζώων. Τίποτε απειλητικό.

Που ήταν η παγίδα; Αποφάσισε να πάει να ελέγξει τα ερείπια. Όμως δεν

μπορούσε να κάνει βήμα. Κυριολεκτικά, κάτι τον εμπόδιζε να κουνήσει το

δεξί του πόδι.  Κοίταξε κάτω. Τι στο καλό;  Σκέφτηκε.  Αποκλείεται να

έβλεπε αυτό που έβλεπε. Είχε παραισθήσεις. 

 Ένα κοκκαλιάρικο, σκελετωμένο χέρι με δέρμα σαπισμένο και

μουχλιασμένο που ξεφύτρωνε από το χώμα του βαστούσε σφιχτά τον

αστράγαλο. Το κοιτούσε επίμονα, μάλλον σε μια προσπάθεια να πείσει

τον εαυτό του ότι δεν βλέπει καλά καθώς το θέαμα ήταν όντως

εξωφρενικό. Όταν πείστηκε ότι δεν είχε παραισθήσεις, χτύπησε με

δύναμη το χέρι με το σπαθί και το έκοψε. Μια κραυγή ακούστηκε από το

έδαφος το οποίο άρχισε να τραντάζεται. Σηκώθηκε σκόνη και παντού

γύρω τους είδε περίεργα ανθρωπόμορφα πλάσματα να ξεπετάγονται από

το άγονο ξερό χώμα. Ο Έκτορας εξέτασε το πιο κοντινό του που

βρισκόταν δύο μέτρα μακριά του, όταν ξεπέρασε το σοκ της  αιφνίδιας εμφάνισης τους. Είχε την μορφή ανθρώπου όμως ήταν φοβερά αδύνατος

Page 17: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 17/322

16

σχεδόν σκελετωμένος φορούσε σκισμένα κουρέλια και το δέρμα του ήταν

σαπισμένο, βρωμούσε μούχλα και αποσύνθεση. Το πρόσωπο του όμως

ήταν το πιο αποκρουστικό. Ουσιαστικά ήταν ένα κρανίο σκελετού

τυλιγμένο με ελάχιστο σαπισμένο δέρμα. Τα μάτια του ήταν δύο τρύπες

μέσα από τις οποίες διακρίνονταν το μαύρο σκοτάδι της ύπαρξης τους.

Δεν είχαν χείλια, τα δόντια τους διακρίνονταν απογυμνωμένα σαν μιαέκφραση μόνιμης οργής  και στην θέση της μύτης υπήρχε μια κούφια

κόγχη όπως στις νεκροκεφαλές.

Ο Έκτορας πολύ εύστοχα σκέφτηκε ότι φάνταζε σαν πτώμα, που έπειτα

από μήνες στον σκοτεινό τάφο του, αποφάσισε να τον αφήσει και να

ξανάρθει στον κόσμο πριν προλάβει η αποσύνθεση να ολοκληρώσει το

έργο της. Δεν πρόλαβε να σχολιάσει περεταίρω την αηδιαστική όψη τους.

Απροειδοποίητα τα πλάσματα έσκυψαν και ξέθαψαν από το έδαφος

σκουριασμένα και μαυρισμένα σπαθιά με κοντή και κυρτή κόψη. Έπειτα

όρμισαν προς το μέρος των δυο νεοφερμένων. Ευτυχώς ο Έκτορας δεν

αιφνιδιάστηκε. Ύψωσε το σπαθί του έτοιμος να υπερασπιστεί τον εαυτότου και τον άοπλο φίλο του. Ο πιο κοντινός έκανε την επίθεση του.

Προσπάθησε με το σπαθί του να χτυπήσει το κεφάλι του νεαρού. Εκείνος

έχοντας εξαιρετικά αντανακλαστικά έσκυψε και απέφυγε την επίθεση.

Κάνοντας αμέσως ένα βήμα μπροστά βρέθηκε πλάι στο πλάσμα και το

τρύπησε στα πλευρά. Ένιωσε ένα κόκκαλο να σπάει από το χτύπημα.

Στάλα αίμα δεν χύθηκε από την πληγή. Όμως το ανθρωπόμορφο τέρας

έπεσε σφαδάζοντας.

Στο μεταξύ πολλά από αυτά πλησίασαν τον Αριστοτέλη που στεκόταν

λίγα μέτρα πίσω του. Εκείνος προσπαθούσε απεγνωσμένα να αποφύγει τα

χτυπήματα τους. Δέχθηκε μια γροθιά στο πρόσωπο και έπεσε στο χώμαπιάνοντας το αριστερό του μάτι. Ο Έκτορας έδρασε ταχύτατα. Έτρεξε

γρήγορα και έπεσε με δύναμη στο τέρας που γρονθοκόπησε τον φίλο του

ρίχνοντας το κάτω. Δεν πρόλαβε να το αποτελειώσει γιατί ένα άλλο

 ύψωσε το σπαθί του πάνω από τον Αριστοτέλη έτοιμο να τον

αποκεφαλίσει. Με ένα σάλτο βρέθηκε μπροστά του και το μαχαίρωσε με

τόση δύναμη που το κρανίο έσπασε και χωρίστηκε στα δύο. Πίσω του δύο

πλάσματα προσπάθησαν να τον χτυπήσουν πισώπλατα. Τα κατάλαβε

τελευταία στιγμή γονάτισε και χτυπώντας με δύναμη το σπαθί του

γυρίζοντας επιτόπου έκοψε τα κάτω άκρα τους. Συνέχισε να μάχεται επί

ώρα και αντιστεκόταν σθεναρά στις επιθέσεις τους. Τα πλάσματα

μάχονταν επιπόλαια, σχεδόν αδιαφορώντας αν θα πληγωθούν και έτσι ο νεαρός τραυμάτισε πολλά από αυτά.

 Όμως ήταν ασύγκριτα περισσότεροι. Έτσι κάποια στιγμή ενώ

πολεμούσαν, τρία από αυτά περικύκλωσαν τον Έκτορα. Εκείνος χτύπησε

τον έναν και απέφυγε τον δεύτερο. Ο τρίτος όμως κατάφερε να τον

χτυπήσει με την λαβή του σπαθιού του στο κεφάλι. Έπεσε κάτω. Πονούσε 

και είχε λαχανιάσει από την μάχη. Δεν είχε την πολυτέλεια να πονάει. Δεν

είχε την πολυτέλεια να κουραστεί. Όχι τώρα. Κινδύνευαν ακόμα.  Σήκω

πάνω! Διέταξε αυστηρά τον εαυτό του. Έδωσε ώθηση στο σώμα του και

σηκώθηκε με φόρα έχοντας μπροστά του το σπαθί σαν πολιορκητικό κριό.

Κάρφωσε δυνατά αυτόν που τον χτύπησε τρυπώντας την κοιλιά του.Γύρισε επιτόπου και αποκεφάλισε έναν δεύτερο που στεκόταν πίσω του.

Page 18: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 18/322

17

 Ένα τέρας έπεσε δυνατά πάνω του και τον έριξε στο έδαφος. Φορούσε

πανοπλία και χτύπησε τον νεαρό στα πλευρά. Σηκώθηκε βιαστικά,

χτύπησε με την λαβή του σπαθιού το τέρας στο πρόσωπο και το πέταξε

κάτω. Ένα άλλο ήρθε από πίσω του και τύλιξε τα κοκκαλιάρικα χέρια του

στον λαιμό του προσπαθώντας να τον πνίξει. Ο Έκτορας ήταν πιο

δυνατός. Έπιασε με το αριστερό του χέρι το πλάσμα από τα ρούχα και τοπέταξε μακριά. Τότε ένιωσε έναν οξύ πόνο  πίσω από την γάμπα. Κάτι

 υγρό και ζεστό ξεχύθηκε στο πόδι του. Ένα μικρό μαχαίρι είχε καρφωθεί

λίγο πιο κάτω από το δεξί του γόνατο. Το χτύπημα τον αιφνιδίασε και

απέσπασε την προσοχή του. Αυτό περίμεναν τα εχθρικά πλάσματα.

Προσπάθησε να αντισταθεί αλλά το πονεμένο του πόδι δεν το επέτρεπε.

 Έπεσε κάτω. Τον αφόπλισαν. Ετοιμάστηκαν να τον χτυπήσουν με τις

κοφτερές τους λεπίδες.

 Όμως δεν είχε έρθει το τέλος. Σαν μια σπίθα ζεστασιάς στο ανελέητο

κρύο, ο ανήμπορος νεαρός και ο γέρος φίλος του είδαν τέσσερα βέλη να

πληγώνουν θανάσιμα τους παραλίγο δήμιους τους. Ξαφνιασμένοι οι δύοφίλοι αλλά και πολλά από τα εναπομείναντα τέρατα κοίταξαν στην

κατεύθυνση από όπου ήρθαν τα βέλη σωτηρίας τους.  Πέντε άντρες

ξεπρόβαλαν μέσα από τα ερείπια και επιτέθηκαν με σπαθιά , τόξα, πέτρες,

ρόπαλα και ότι άλλο άντεχαν να κρατήσουν στα αποσβολωμένα τέρατα. Ο

 Έκτορας αναθάρρησε από την ανέλπιστη εμφάνιση των άγνωστων

πολεμιστών, έσφιξε τα δόντια και σηκώθηκε όρθιος. Μια δυνατή σουβλιά

διαπέρασε το πόδι του όταν το πάτησε, όμως έκανε κουράγιο και υπόμεινε

τον πόνο. Σήκωσε το σπαθί του και αγνοώντας την πληγή του πολέμησε

με όση οργή και αποφασιστικότητα μπορούσε.

Κάποια στιγμή όταν αραίωσαν κάπως  οι πολυάριθμοι εχθροί, οι πέντεάγνωστοι άδραξαν την ευκαιρία, έπιασαν τον Έκτορα και τον Αριστοτέλη

από το μπράτσο και τους οδήγησαν τρέχοντας μέσα στα ερείπια. Τα

τέρατα τους πήραν στο κατόπι. Οι εφτά άντρες σταμάτησαν μπροστά στα

καμένα ερείπια ενός μεγάλου κτηρίου που έμοιαζε με αχυρώνα ή

σιδηρουργείο. Μπήκαν μέσα και κρύφτηκαν κάτω από μερικές καμένες

σανίδες. Ο Έκτορας αναρωτήθηκε πώς θα γλίτωναν και παρατήρησε τον

 νεαρό που οδηγούσε την μικρή ομάδα. Εκείνος περίμενε μερικές στιγμές.

 Όταν μια ντουζίνα από τα αποκρουστικά πλάσματα προσπέρασαν

τρέχοντας τον αχυρώνα βγήκε από την κρυψώνα του, έλεγξε αν τους

ακολουθούσαν άλλοι και πήγε στη ανατολική γωνία του γκρεμισμένου

κτίσματος. Εκεί σήκωσε μια καλά καμουφλαρισμένη με χώμα και πέτρεςκαταπακτή που οδηγούσε σε ένα υπόγειο σκοτεινό πέρασμα.

«Μπείτε μέσα όλοι» πρόσταξε, κοιτάζοντας τον Έκτορα. 

«Εγώ με τον Αχιλλέα θα πάμε  στην αποθήκη πριν μας προλάβουν οι

Θανατώριοι. Γρήγορα μέσα» πρόσθεσε με ασθματική, λεπτή φωνή με

μπόλικη δόση ανησυχίας. 

Οι τρείς πολεμιστές υπάκουσαν και έτρεξαν γρήγορα μέσα στην

καταπακτή. Ο Αριστοτέλης τους μιμήθηκε και ο Έκτορας μπήκε

τελευταίος κουτσαίνοντας. Μόλις κατέβηκε τα πρόχειρα πέτρινα

σκαλοπάτια που οδηγούσαν σε έναν σκοτεινό υπόγειο διάδρομο είδε την

Page 19: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 19/322

18

δέσμη φωτός από πάνω του να χάνεται και όταν σήκωσε το κεφάλι είδε

την καταπακτή να κλείνει με έναν δυνατό θόρυβο. Ακολούθησε τους

άλλους στο σκοτεινό διάδρομο που φωτιζόταν μόνο από μερικά λιωμένα

κεριά καρφωμένα στους χωματένιους υγρούς τοίχους.  Το πόδι του

παραπονιόταν σε κάθε του βήμα δίνοντας του δυνατές σουβλιές. Διένυσαν

περίπου εκατό μέτρα μέσα στο πέρασμα όταν κατέληξαν σε μια μεγάλη υπόγεια σπηλιά με σκληρό κρύο πέτρινο έδαφος, έναν μεγάλο βράχο σαν

λόφο και πολλούς σταλαχτίτες στην οροφή που τροφοδοτούσαν με στάλες

 νερού μια μικρή λίμνη στην άκρη της σπηλιάς. 

Page 20: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 20/322

19

Οι επιζήσαντες  

 Έκτορας έμεινε άναυδος τόσο με το θέαμα, όσο και με το γεγονός

ότι η σπηλιά ήταν κατοικία περίπου είκοσι ανθρώπων. Είχαν

στήσει φτωχικά καλύβια από τις υγρές πέτρες γύρω τους και τα

αποκαΐδια της επιφάνειας. Ήταν χλωμοί σαν φαντάσματα, σημάδι ότι

είχαν να  δουν τον ήλιο ίσως χρόνια.  Το ισχνό και καχεκτικό τους

παρουσιαστικό, τα μαυρισμένα μάτια καθώς και το διαρκές τους

τρέμουλο δήλωνε εμφανώς ότι οι άνθρωποι υπέφεραν από την πείνα, το

κρύο, την υγρασία, τις αρρώστιες. Η θλιβερή εικόνα ανθρώπων που

έδιναν μια άνιση μάχη με μόνο λάφυρο την επιβίωση.

Η θέα τους δεν άφησε ανέγγιχτο τον νεαρό. Έμεινε να κοιτάζει τονκαταυλισμό και ένιωσε θαυμασμό για τον αγώνα αυτών των ανθρώπων

καθώς και οργή για τα απαίσια πλάσματα της επιφάνειας και την

πυραμίδα. Ήξερε ότι  αυτή ευθυνόταν για την παρούσα κατάσταση.

Πάντως το ενδιαφέρον ήταν αμοιβαίο. Πολλοί κάτοικοι της σπηλιάς

βγήκαν από τις προχειροφτιαγμένες κατοικίες τους και κοιτούσαν με

εμφανή περιέργεια τους νεοφερμένους μουσαφίρηδες. Πολλοί πάντως δεν

έδειχναν να χαίρονται με τις νέες αφίξεις. Ο Έκτορας δεν τους αδικούσε.

 Ήξερε τι σκέφτονταν. Δυο ακόμα στόματα. Λιγότερες προμήθειες.

Στο μεταξύ οι τρείς πολεμιστές άναψαν μια αδύναμη φωτιά , εναπόθεσαν

τα όπλα τους και φρόντιζαν τον Αριστοτέλη. Το φρύδι του είχε σχιστείκαι μια γρατσουνιά αιμορραγούσε στο δεξί του καρπό. Ο Έκτορας πήγε

και κάθισε δίπλα του. Το παντελόνι του είχε μουσκευτεί από το αίμα και

το ύφασμα είχε κολλήσει στην πληγή. Σήκωσε το μπατζάκι και κοίταξε το

τραύμα. Ήταν αρκετά βαθύ. Μια αδύνατη κοπελίτσα όχι πάνω από

δεκαοχτώ χρονών ήρθε κοντά του, έπλυνε την πληγή του και την έραψε.

Ο Έκτορας την ευχαρίστησε και συνειδητοποίησε πως ένιωθε άσχημα. Τι

ανωτερότητα! Πάρα τις κακουχίες, την διαρκή πάλη για επιβίωση οι

κάτοικοι της σπηλιάς δεν τους άφηναν εκτεθειμένους  και

απροστάτευτους.  Τους έσωσαν την ζωή και τώρα  φρόντιζαν τις πληγές

τους.

Τις σκέψεις του διέκοψε η άφιξη των άλλων δύο πολεμιστών. Ο νεαρός

επικεφαλής της ομάδας είχε ξανθά ίσια μακριά μαλλιά. Ήταν γεροδεμένος

και ψηλός σαν τον Έκτορα και πρέπει να είχαν ίδια ηλικία. Το πρόσωπό

του εξέπεμπε πολύ γοητεία και ιδιαίτερα τα λαμπερά πράσινα μάτια του.

Πέταξε τα δύο κοντά σπαθιά που κουβαλούσε στις πλάτες του και πήγε

μαζί με τον άλλον άντρα να μοιράσουν στους ταλαιπωρημένους

κατοίκους της σπηλιάς μέλι, λάδι και ξεραμένο παστό κρέας. Όταν πήραν

όλοι πήγε στη φωτιά και κάθισε δίπλα ανάμεσα στον Έκτορα και έναν

σαραντάρη πολεμιστή με σάπια δόντια. 

«Αυτά ήταν τα τελευταία τρόφιμα…» ψιθύρισε με φωνή τρεμάμενη απόανησυχία. Οι άλλοι αναστέναξαν βαθιά. Ήταν το μόνο που μπορούσαν να

Ο 

Page 21: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 21/322

20

κάνουν. Μέσα στον αναστεναγμό τους και στα αγωνιώδη βλέμματά τους

κρυβόταν ο φόβος για το αύριο, ο τρόμος του θανάτου που τους περίμενε

καρτερικά και τώρα ένιωθαν πως ήταν τόσο κοντά που μπορούσαν να

μυρίσουν το τρομερό του χνώτο. Ο νεαρός έστρεψε το κεφάλι του στον

 Έκτορα περιμένοντας εξηγήσεις για την εμφάνιση του και του γέρου

φίλου του. Ο Έκτορας τον κοίταξε κατάματα και πήγε να μιλήσει. Όμωςέμεινε να κοιτάζει τον ξανθό νεαρό με το στόμα ανοιχτό. Ανέτρεξε με την

μνήμη του το κτήριο από όπου μπήκαν στη σπηλιά και μερικά άλλα

ερειπωμένα κτήρια. Απίστευτο!!! Ένιωσε σαν να τον διαπέρασε κεραυνός

και προς στιγμήν παρέλυσε από το σοκ. Με τις τρέχοντες περιπέτειες

ξέχασε για ποιόν λόγο ήρθε εδώ. Ένιωσε το μυαλό του να ξεθολώνει. Η

ερειπωμένη πόλη του ήταν τόσο οικεία. Εκεί πέρασε τα παιδικά του

χρόνια. Μα βέβαια! Το κτήριο από όπου μπήκαν στο σπήλαιο ήταν το

σπίτι του άρχοντα της πόλης. Και αυτό το άνοιγμα στα έγκατα της γης το

είχε ανακαλύψει ο ίδιος μαζί με… 

«Φίλιππε;» 

Ο νεαρός με τα ξανθά μαλλιά τινάχτηκε απότομα και τώρα ήταν η σειρά

του να σοκαριστεί.

«Φυσικά… είσαι ο Φίλιππος. Δεν θα μπορούσα να ξεχάσω αυτά τα

μάτια.» συνέχισε ο Έκτορας χαμογελώντας από την έκπληξη. «Και το

πρόσωπο σου. Ο μορφονιός της παρέας. Μου έπαιρνες πάντα τα κορίτσια

που μ’ άρεσαν.»

Ο Αριστοτέλης γέλασε δυνατά. Κατάλαβε τι είχε συμβεί. Τελικά το

ταξίδι έφερε αποτέλεσμα. Ο Φίλιππος έχασκε με ανοιχτό το στόμα. Πήγε

 να μιλήσει αλλά δίστασε. Στο τέλος κατάφερε να ξεστομίσει μια μόνο

λέξη: 

«Έκτορα;» 

Ο νεαρός έγνεψε θετικά και ο Φίλιππος κινήθηκε αστραπιαία προς το

μέρος του σφίγγοντας τον στη αγκαλιά του. Οι δυο τους γέλασαν τόσο

δυνατά που τα χαχανητά τους αντήχησαν σε όλη τη σπηλιά και έκαναν

δυο νυχτερίδες να πετάξουν φοβισμένες. Μόλις ξεκόλλησαν από την

θερμή αγκαλιά έμειναν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον με μάτια

γουρλωμένα από έκπληξη και δακρυσμένα από χαρά.

« Σε είχαμε για νεκρό. Δεκαπέντε  χρόνια τώρα» δήλωσε ο Φίλιππος

δίνοντας αφορμή στον Έκτορα να εξιστορεί τι του συνέβη αυτά τα χρόνια.

Τώρα θυμόταν τα πάντα. Και μόλις τελείωσε την διήγηση του στράφηκε

στον Αριστοτέλη να του μιλήσει για την φριχτή νύχτα που έχασε τη

μνήμη του.

Ήταν ένα ηλιόλουστο μεσημέρι και ο Έκτορας έπαιζε με τον Φίλιππο σε

ένα χωράφι της Σωθράπον με ξύλινα σπαθιά.  Ξαφνικά ένα μεγάλο σύννεφο

 μαύρο σαν καπνός σκέπασε τον ουρανό. Σκοτείνιασε απότομα λες και ήταν

νύχτα χωρίς φεγγάρι.  Τα δύο παιδιά φοβισμένα έτρεξαν στην πόλη.

 Στάθηκαν μπροστά από το αρχοντικό του Μιλτιάδη , έναν γέρο πλούσιογαιοκτήμονα. Ο τελευταίος στεκόταν μαζί με μεγάλο πλήθος κατοίκων και

Page 22: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 22/322

21

κοιτούσαν τρομαγμένοι προς την είσοδο της πόλης. Ο Έκτορας ακολούθησε

τον φίλο του που χώθηκε ανάμεσα στους ανθρώπους για να πάει πιο

 μπροστά. Όταν τα παιδιά πήγαν σε πλεονεκτική θέση αντίκρισαν κάτι

τρομερό. Μέσα από μια απόκοσμη  ομίχλη ξεδιάλυναν οι μορφές εφτά

καβαλάρηδων  πάνω σε μαύρα άλογα με κόκκινα λαμπερά μάτια και

 χλιμίντριζαν σαν δαιμονισμένα.

Το σκοτάδι φάνταζε πιο έντονο έπειτα από την εμφάνιση τους. Όλοι οι

κάτοικοι της πόλης ένιωσαν κάτι σκοτεινό και κρύο να ζώνεται στα σωθικά

τους όταν τους κοιτούσαν. Τα άλογα ήταν σκελετωμένα και από μερικά

σημεία του σώματος τους ξεχυνόταν βαθυκόκκινο αίμα. Όμως οι

καβαλάρηδες ήταν πιο παράξενοι. Είχαν μπόι ανθρώπου αλλά ήταν εξ’

ολοκλήρου τυλιγμένοι με κιτρινισμένες ξεφτισμένες γάζες και φορούσαν

 μακριούς μαύρους μανδύες. Ο επικεφαλής των εφτά φορούσε μια

εντυπωσιακή χρυσή πανοπλία και ένα κράνος γεμάτο μυτερές προεξοχές.

 Στα χέρια τους κρατούσαν δαυλούς με φωτιά που τους φώτιζαν. Ο Έκτορας

κοίταξε το κεφάλι τους. Ήταν και αυτό καλυμμένο με γάζες εκτός από τοσημείο όπου έπρεπε να βρίσκεται το μπροστινό μέρος του προσώπου. Δεν

διακρίνονταν μάτια , μύτη ή στόμα. Στο σημείο που δεν καλυπτόταν με γάζες

διακρινόταν μόνο το απόλυτο σκοτάδι. Ήταν σαν οι γάζες να είχαν τυλιχτεί

γύρω από κομμάτια σκοτεινής μαύρης νύχτας.

 Κατέβηκαν και οι εφτά ταυτόχρονα από τα άτια τους. Τότε ο Έκτορας

πρόσεξε πως το άλογο του πλάσματος με την χρυσή πανοπλία κουβαλούσε

κάτι που έμοιαζε με χρυσή σαρκοφάγο. Δεν πρόλαβε να δει περισσότερα. Οι

εφτά εισβολείς έβγαλαν από τα θηκάρια τους τα χρυσά κυρτά σπαθιά τους

που λαμποκοπούσαν στο τρεμουλιαστό φως της φωτιάς και κινήθηκαν με

σταθερό βήμα προς το μέρος τους. Επικράτησε πανικός. Οι γυναίκεςούρλιαζαν , τα σκυλιά γαύγιζαν και οι άντρες έτρεξαν να οπλιστούν. Μια

ομάδα γεροδεμένων νεαρών που δούλευαν στο σιδηρουργείο έτρεξαν προς

τους εφτά καβαλάρηδες. Όμως τα μυστήρια πλάσματα ήταν πολύ επιδέξια.

Τους σκότωσαν με μια κίνηση των σπαθιών τους. Ο Έκτορας αναρωτήθηκε

πως θα τα έβαζαν εφτά άτομα με μια ολόκληρη πόλη όσο επιδέξιοι και αν 

ήταν. Πίστευε  ότι  η μάχη θα τελείωνε γρήγορα. Δυστυχώς διαψεύστηκε.

 Είχαν περάσει πάνω από δύο ώρες μετά την εισβολή τους και οι εφτά ξένοι

σφάγιαζαν ανελέητα τους κατοίκους της Σωθράπον. Εκτός αυτού έβαζαν

φωτιά σε κάθε κτήριο που έβρισκαν στο διάβα τους.

Ο Έκτορας είχε κλειστεί στο σπίτι με τους γονείς του και κρατούσε στηναγκαλιά του τη νεογέννητη αδερφή του. Ο πατέρας του κράδαινε στο ένα

 χέρι ένα σπαθί που έπεσε από έναν άτυχο έφηβο και στο άλλο το φτυάρι

του. Η μητέρα του θωράκιζε την πόρτα με ότι βαρύ αντικείμενο  μπορούσε

να βρει. Απ’ έξω ακουγόταν αγωνιώδη ουρλιαχτά και σπαραχτικές κραυγές.

 Πολεμούσαν, έτρεχαν, τραυματίζονταν , ικέτευαν όμως τελικά όλοι

πέθαιναν. Ένας γδούπος ακούστηκε στην πόρτα τους. Μετά από λίγα λεπτά

τα ρουθούνια τους πλημμυρίστηκαν από μια αποπνικτική μυρωδιά και τα

 μάτια τους άρχισαν να τσούζουν. Καπνός έμπαινε από τις σχισμές της

πόρτας, τις χαραμάδες των παραθύρων και τα κενά της σκεπής. Το σπίτι

έπιασε φωτιά. Άρχισαν να βήχουν και τα μάτια τους δάκρυζαν. Η ζέστη

άρχισε να γίνεται αποπνικτική. Ιδρώτας κυλούσε στο ζωγραφισμένο μεαγωνία πρόσωπο τους ενώ άκουγαν τον απειλητικό βόμβο της φονικής

Page 23: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 23/322

22

φωτιάς να πλησιάζει. Έπρεπε να φύγουν αλλιώς θα καίγονταν ζωντανοί. Η

 μητέρα του άνοιξε ένα παράθυρο. Έβγαλε τον Έκτορα και το μωρό έξω. Το

θέαμα ήταν  φριχτό. Γυναίκες, άντρες, παιδιά κείτονταν στο έδαφος με

καρφωμένο το απλανές τους βλέμμα, από τα νεκρά μάτια, στον σκοτεινό

ουρανό. Το αίμα είχε πλημυρίσει το έδαφος και παντού έβλεπες ανθρώπους

που έτρεχαν να κρυφτούν ενώ πολλοί από αυτούς αιμορραγούσαν   ήκρατούσαν ακρωτηριασμένα μέλη του σώματος τους. Οι καβαλάρηδες

έτρεχαν πάνω στα μανιασμένα άλογα και συνέχιζαν την απάνθρωπη σφαγή.

Όταν βγήκαν οι γονείς του , ο Έκτορας πρότεινε να κρυφτούν σε μια

σπηλιά που είχαν βρει με τον Φίλιππο παίζοντας στους πρόποδες του ψηλού

 λόφου κοντά στην πόλη. Η είσοδος ήταν καλά κρυμμένη από μια μεγάλη

 βατομουριά και πολλούς βράχους.  Μόλις έκαναν ένα βήμα μπροστά τους

εμφανίστηκε ο καβαλάρης με την χρυσή πανοπλία. Το άλογο χλιμίντρησε

δυνατά και ορθώθηκε στα πισινά του πόδια. Το πλάσμα κατέβηκε από το

άτι του και κινήθηκε αργά προς το μέρος τους κρατώντας απειλητικά το

αιματοβαμμένο σπαθί του. Ο πατέρας του Έκτορα μπήκε  μπροστά από τηνυπόλοιπη οικογένεια έτοιμος να την υπερασπίσει. Δυστυχώς όμως ο

καβαλάρης απέφυγε τα δύο χτυπήματα και τον κάρφωσε δυνατά στην

κοιλιά. Η μητέρα του σπάραξε και άρχισε να κλαίει ουρλιάζοντας ενώ ο

Έκτορας κοίταζε αποσβολωμένος τον πατέρα του να πέφτει στο χώμα

αρνούμενος να πιστέψει αυτό που συμβαίνει. «Έκτοραααα» φώναξε η μάνα

του. Γύρισε να δει. Άλλοι δύο καβαλάρηδες ξεπέζεψαν από τα άλογα και

έπιασαν την μητέρα του από τους ώμους σέρνοντάς την μακριά. Εκείνος

έτρεξε να την βοηθήσει. Ένιωσε το κεφάλι του να σπάει και έπεσε κάτω

δακρυσμένος από τον πόνο. Η αδερφή του έφυγε από τα χέρια και άρχισε να

κλαίει καθώς κουτρουβαλούσε στο χώμα. Έπιασε το κεφάλι του.

 Αιμορραγούσε. Το πλάσμα με την χρυσή πανοπλία τον χτύπησε πισώπλατα. Σηκώθηκε τρεκλίζοντας. Τα πόδια του έτρεμαν και ζαλιζόταν. Άκουσε πίσω

του το σφύριγμα του σπαθιού και έσκυψε ενστικτωδώς. Το σπαθί πέρασε

πάνω από το κεφάλι του. Έτρεξε προς την αδερφή του. Πριν προλάβει να

την πιάσει ένα φλεγόμενο ξύλο από το σπίτι τους έπεσε και πλάκωσε και

τους δύο. Ένιωσε το δέρμα του να καίγεται αλλά πιο πολύ πονούσε επειδή

το κλάμα της αδερφής του  είχε σωπάσει.  Το μικρό προσωπάκι της έμενε

ακίνητο ενώ το απαλό δέρμα της γέμιζε εγκαύματα. Χωρίς να μπορέσει να

το ελέγξει ο νεαρός άρχισε να κλαίει ασταμάτητα. 

Ο καβαλάρης τον πλησίασε και τον κοιτούσε καθώς καιγόταν. «Όχιιιι»

άκουσε την φωνή της μητέρας του. «Μην τον πειράξετε. Όχι το παιδί. Σαςπαρακαλώ. Έκτορα φύγεεεεε» φώναξε ικετευτικά η μητέρα του. Ο μικρός

προσπάθησε να σηκώσει το ξύλο όμως ήταν βαρύ και έκαιγε. Το δέρμα του

έτσουζε και ο πόνος ήταν αβάσταχτος. Ο καβαλάρης με βαθιά φωνή που

έμοιαζε να βγαίνει από βαθιά σκοτεινά μπουντρούμια είπε κάτι σε άγνωστη

γλώσσα. Ένιωσε την φωνή της μάνας του να απομακρύνεται. «Μητέραααα»

ούρλιαξε. Ήταν μόνος και αβοήθητος. Το πλάσμα με την χρυσή πανοπλία

στεκόταν από πάνω του με σαδιστική ηρεμία να τον κοιτάει καθώς

καιγόταν. Τότε ήρθε μια ανέλπιστη βοήθεια. Πίσω από τον καβαλάρη

ξεπρόβαλε ο πατέρας του παραπατώντας  , με την κοιλιά του να αιμορραγεί

ακατάπαυστα. Το πλάσμα τον κατάλαβε και γύρισε γρήγορα. Όμως εκείνος

το έπιασε δυνατά και το έσπρωξε μέσα στις φλόγες. Το πλάσμα ούρλιαζε

αλλά φάνηκε να οργίζεται όχι να πονάει. Ο πληγωμένος πατέρας του τον

Page 24: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 24/322

23

 βοήθησε να σηκώσει το ξύλο. «Φύγε γρήγορα» πρόσταξε με βραχνιασμένη

φωνή. Δεν πρόλαβε να πει περισσότερα. Μέσα από τις φλόγες ξεπετάχτηκε

άθικτος ο καβαλάρης   και τον αποκεφάλισε. Ο Έκτορας άρχισε να τρέχει

προς την σπηλιά μουδιασμένος από πόνο και πίκρα. Τον δρόμο έφραξαν

άλλοι δύο καβαλάρηδες. Τότε ήρθαν μια ντουζίνα στρατιώτες από το

αρχοντικό του Μιλτιάδη και έπεσαν με φόρα πάνω τους. Τους έριξαν απότα άλογα και τους ποδοπάτησαν. Ο Έκτορας έβαλε φτερά στα πόδια του.

 Κρύφτηκε πίσω από έναν φλεγόμενο αχυρώνα.

Όμως τρεις καβαλάρηδες ερχόταν προς το μέρος του λες και αισθανόταν

την παρουσία του. Άκουσε ένα χλιμίντρισμα πίσω του. Πίστεψε ότι τον

 βρήκαν οι διώκτες του όμως όταν γύρισε είδε ένα άλογο πανικόβλητο που

προσπαθούσε να ξεφύγει από τις φλόγες. Χωρίς δεύτερη σκέψη το καβάλησε

και αυτό σαν να κατάλαβε την αγωνία του έτρεξε γρήγορα πηδώντας μέσα

από τις φλόγες. Πίσω του τον καταδίωκαν ο καβαλάρης με την χρυσή

πανοπλία και άλλοι τρείς πάνω στα σκελετωμένα άλογα τους. Ένα κτήριο

που έπεσε φλεγόμενο τους έφραξε τον δρόμο και έδωσε την ευκαιρία στονΈκτορα να κερδίσει έδαφος καθώς  ανέβαινε τον λόφο που οδηγούσε μέσα

σε ένα πυκνό δάσος. Ήλπιζε να κρυφτεί ανάμεσα  στα δέντρα. Ήταν

εξαντλημένος το σώμα του πονούσε, τα εγκαύματα έτσουζαν, και εκεί που

είχε πέσει το ξύλο άνοιξε μια βαθιά πληγή. Το κεφάλι του με ανυπόφορες

σουβλιές σαν μαχαιριές του υπενθύμιζε πως είχε και εκεί ένα βαθύ τραύμα.

 Δεν άντεξε άλλο. Λιποθύμησε και εμπιστεύτηκε την σωτηρία του στο άτι του.

Καυτά δάκρυα διέσχισαν τα μάγουλα του και κατέληξαν στο τρεμάμενο

στόμα του. Φριχτές αναμνήσεις γεμάτες πόνο, πίκρα και αίμα. Το νεκρό

πρόσωπο της νεογέννητης αδερφής του, οι σπαραχτικές κραυγές της

μητέρας του που απομακρυνόταν από κοντά του, η θυσία τουτραυματισμένου πατέρα του για να σωθεί ο ίδιος και όλα αυτά για να

φτιαχτεί ένα φρούριο που δεσπόζει μια σκοτεινή πυραμίδα σε ένα μέρος

που κυριαρχούν σκοτεινά ανήλεα πλάσματα που καταδυναστεύουν τους

ελάχιστους επιζήσαντες εκείνης της φονικής νύχτας. Ο Έκτορας

πλημμυρίστηκε από φριχτά συναισθήματα που φάνταζαν να τον οδηγούν

σε μέρη της ψυχής σκοτεινά, άγνωστα, απαγορευμένα, γεμάτα χάος και

πόνο. Ένας τρομερός συνδυασμός πόνου, πικρίας, συγκίνησης και

μπόλικο μίσος τον τυραννούσε σαν καυτή μαχαιριά στο στήθος. Ο

Αριστοτέλης τον έπιασε από τον ώμο συμπάσχοντας στη δοκιμασία του

 νεαρού φίλου του. Όμως ο Έκτορας σπάνια άφηνε εκτεθειμένα τα

συναισθήματα του. Σηκώθηκε κλώτσησε δυνατά μια πέτρα και γονάτισεστην όχθη  της λίμνης. Του ξέφυγε μια δυνατή οργισμένη κραυγή που

αντήχησε σαν βρυχηθμός. Έπλυνε το πρόσωπο του και γύρισε στη φωτιά. 

«Νομίζω ότι είναι η ώρα για να μας διηγηθείς εσύ μια ιστορία»

απευθύνθηκε ο  Έκτορας στον γέροντα, τρέμοντας ολόκληρος. 

«Τι είναι αυτό το πράγμα;» έκανε δείχνοντας την οροφή του σπηλαίου.

Ο Αριστοτέλης ξεροκατάπιε και ξεκίνησε με την ήρεμη βαθιά φωνή του

την διήγηση… 

«Από τις αρχαίες γραφές των σοφών μάγων υπάρχουν ενδείξεις για αυτήτην ιστορία. Πριν δύο αιώνες, σε μια άγνωστη χώρα, βασίλευε ένας

Page 25: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 25/322

24

άρχοντας με το όνομα Ζακχαέρ Ντων. Τον ίδιο τον βασιλιά  τον

κυβερνούσε μια εμμονή από τότε που γεννήθηκε: Ο φόβος του θανάτου. 

Περνούσε χρόνια κλεισμένος σε βιβλιοθήκες διαβάζοντας κιτάπια μάγων,

φιλοσόφων και επιστημόνων με την επιθυμία να νικήσει το μυστήριο

σκοτάδι του θανάτου. Όμως ο φόβος είναι κακός, καταστροφικός

σύμβουλος και όποιος ζει μέσα σε αυτόν καταστρέφεται. Έτσι και οΖακχαέρ Ντων καταστράφηκε και αυτό που φοβόταν περισσότερο ήρθε

πιο γρήγορα από ότι περίμενε. Βυθισμένος στην εμμονή του δεν έτρωγε

σχεδόν τίποτα, δεν έβγαινε καθόλου έξω και εφάρμοζε περίεργες

τελετουργίες χωρίς αποτέλεσμα. Αρρώστησε βαριά. Όμως πριν την

 ύστατη ώρα όρκισε τους εφτά γιούς του να βρουν τρόπο να τον

επαναφέρουν στη ζωή. Οι  εφτά γιοι δεν βρήκαν λύση και πέρασαν την

αποστολή στους δικούς τους πρωτότοκους.» 

»Η ιστορία συνεχίζεται επί δεκαετίες με το καθήκον να περνά από γενιά

σε γενιά. Έτσι καθιερώθηκε η βασιλεία των Εφτά Ιερέων , μια οργάνωση

που έσπερνε τον τρόμο κάνοντας πολέμους με σκοπό να υποδουλώσεικάθε πηγή γνώσης ώστε να λύσουν το μυστήριο του θανάτου.   Όταν, στη

κατοχή τους ήρθαν τα βιβλία ενός μάγου της Αιγύπτου. Σε ένα από αυτά

περιέγραφε μια σκοτεινή τελετή με την οποία μπορούσε κάποιος να

σπάσει τα δεσμά του θανάτου. Όμως ο δρόμος της ζωής προς το θάνατο

έχει μια μόνο κατεύθυνση. Έτσι προστάζει ο απαράβατος νόμος της

φύσης. Όταν λοιπόν οι Εφτά έκαναν την τελετή στους εαυτούς  τους, 

καταράστηκαν το σώμα και την ψυχή τους με φριχτό ανεπανόρθωτο

τρόπο και φυλακίστηκαν ανάμεσα σε δύο κόσμους , τυλιγμένοι στο

σκότος. Και όταν ανέστησαν τον Ζακχαέρ Ντων επέστρεψε σε αφύσικη

μορφή που όμοια  της δεν έχει ξαναυπάρξει. Όμως, καθώς το σώμα του

αποσυντέθηκε πριν αιώνες, επέστρεψε μόνο η καταραμένη μαύρη ψυχήτου. Για να αποκτήσει υλική υπόσταση έπρεπε να βάλουν την ψυχή του

μέσα σε μια γυναίκα που θα γεννούσε το σώμα του.  Και αυτή η γυναίκα

ήταν η μητέρα σου Έκτορα.» έκανε μια παύση. Ο νεαρός τον κοιτούσε με

βλέμμα φλογισμένο από θυμό. 

«Γιατί η μητέρα μου;» 

«Σίγουρα η επιλογή της γυναίκας που θα γεννούσε το σώμα του Ζακχαέρ

 Ντων δεν έγινε τυχαία.» αποκρίθηκε ο γέρος. Πήρε μια βαθιά ανάσα και

συνέχισε. 

«Όπως είπα οι μάγοι προέβλεψαν αυτή την κρίσιμη καμπή στην ιστορία

της ανθρωπότητας. Είναι πάνσοφα και πανίσχυρα πλάσματα. Και δεν θα

άφηναν τους αδύναμους ανθρώπους στο έλεος μιας ισχυρής σκοτεινής

μαγείας απαγορευμένης από την φύση. Έτσι έδεσαν με αρχαία μάγια μια

οικογένεια απλών ανθρώπων οι οποίοι θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν

την ανάσταση του Ζακχαέρ Ντων. Απόγονοι αυτής της οικογένειας ήταν η

μάνα σου και… εσύ!»

Ο Έκτορας τον κοίταξε επίμονα με έκδηλη περιέργεια και ενδιαφέρον. Ο

Αριστοτέλης συνέχισε: « οι Εφτά σε μια έκλαμψη αλαζονείας σκέφτηκαν

ότι ο αφέντης τους θα αναγεννιόταν πιο ισχυρός αν το σώμα του

δημιουργούσε η τελευταία απόγονος της Εκλεκτής οικογένειας. Έτσι

Page 26: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 26/322

25

αποφάσισαν να σκοτώσουν τα υπόλοιπα μέλη της και να απαγάγουν τη

μητέρα σου για να γεννήσει το καταραμένο σώμα του νεκρού βασιλιά.

 Όμως εσύ γλίτωσες.» 

Ο Φίλιππος τον διέκοψε. 

«Στην πραγματικότητα, πίστεψαν πως σκότωσαν τον Έκτορα. Μέσα στο

δάσος βρέθηκε το πτώμα ενός μικρού πλανόδιου ζητιάνου που του

έμοιαζε πολύ.» 

Ο Έκτορας είχε καρφωμένο το βλέμμα του στον γέρο φίλο του και το

πρόσωπο του εκδήλωνε έντονη απορία και ανησυχία. Τελικά αποφάσισε

 να κάνει την ερώτηση που τον προβλημάτιζε. 

«Τι μου λες τώρα; Ο τελευταίος απόγονος της Εκλεκτής οικογένειας

είμαι εγώ; Δηλαδή μόνο εγώ…» 

«Μπορείς να αφανίσεις τον Ζακχαέρ  Ντων.» συμπλήρωσε με σοβαρό ύφος ο Αριστοτέλης. Ο νεαρός έχασκε αμίλητος. Δεν μπορούσε να

πιστέψει αυτά που άκουγε. Στράφηκε στον Φίλιππο περιμένοντας ένα

ίχνος κατανόησης. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους δείχνοντας πως δεν

ήξερε τι να πιστέψει.  Τι στο καλό ήταν αυτά;  Σκέφτηκε. Πριν μια μέρα

αγνοούσε τα πάντα για την Σεθίρηκα ή τον Ζακχαέρ Ντων και τώρα

 υποτίθεται πως είχε οικογενειακό χρέος να τον σκοτώσει; Ο Αριστοτέλης

συνέχισε: 

«Όπως είδες οι κάτοικοι της πόλης μετατράπηκαν σε Θανατώριους.

Πτώματα που ξύπνησαν βίαια από τον αιώνιο ύπνο υπό τα μάγια της

Σεθίρηκα, του οίκου του Ζακχαέρ Ντων, τυλιγμένα στο καταραμένοσκοτάδι του και ορκισμένα να σκοτώνουν οτιδήποτε φέρει την φλόγα της

ζωής. Δημιουργήθηκαν Νυχτοβάτες να φυλάνε το μυστικό της Σωθράπον

και να φέρνουν καινούρια λεία στους Θανατώριους, Ζεβοντάν και ποιος

ξέρει πόσα άλλα σκοτεινά πλάσματα τα οποία εκτελούν πιστά

οποιαδήποτε εντολή του αναστημένου βασιλιά. Ένας στρατός χτίζεται

εδώ μέσα…» 

«Ας μείνει εδώ που είναι.» απάντησε ο Έκτορας « Τι με νοιάζει; Γιατί να

προσπαθήσω να σκοτώσω τον Ζακχαέρ Ντων; Δεν θέλω να μπλεχτώ.» 

«Έκτορα, για ότι αγαπάς σε αυτόν τον κόσμο πρέπει να μπλεχτείς. Ο

 Ντων δεν θα σταματήσει εδώ. Αναγεννήθηκε, αλλά η όλη του ύπαρξη

είναι καταραμένη. Είτε από σκοτεινή επιθυμία είτε επειδή φθονεί όσους

δεν ζουν μέσα στο σκότος και τον χαμό, όσους δεν ζουν την δικιά του

καταραμένη ζωή, θα επιδιώξει   να νεκρώσει όλη τη φύση και να

μετατρέψει κάθε πλάσμα σε Θανατώριο. Όλη η γη θα γίνει υποχείριο της

σκοτεινής θέλησης μιας ύπαρξης που δεν θέλει η φύση, η ίδια η ζωή.»

«Αυτό θα πει να έχεις πολλές ευθύνες» αστειεύτηκε ο νεαρός μέσα στην

τραγικότητα των αποκαλύψεων. Αναστέναξε. Ήθελε να ρωτήσει τον γέρο

αν ήταν σίγουρος για αυτά. Όμως ήξερε την απάντηση. Ο Αριστοτέλης

μιλούσε κάτι παραπάνω από σοβαρά. 

Page 27: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 27/322

26

«Και πως θα πολεμήσει; Η Σεθίρηκα είναι απόρθητη. Υπάρχει μια

στρατιά από Θανατώριους,  Νυχτοβάτες και φυσικά οι Εφτά. Πως θα

αντιμετωπίσουμε όλους αυτούς;» ρώτησε ο Φίλιππος. Προφανώς το πήρε

απόφαση τι έπρεπε να γίνει. Ο Έκτορας κοίταξε τον γέρο περίεργος για

την απάντηση. 

«Ω, μα δεν θα πολεμήσουμε εδώ. Και σίγουρα όχι τώρα» έκανε εκείνος

αφηρημένα. « Οι μάγοι δεν μας άφησαν απροστάτευτους νεαροί μου

φίλοι. Έχουν ετοιμάσει εδώ και δύο αιώνες το όπλο με το οποίο θα

σκοτωθεί ο  Ζακχαέρ Ντων. Ένα σπαθί που μέσα του έχει φυλακισμένη

την δύναμη του φωτός. Το μόνο που μπορεί να πληγώσει ένα πλάσμα

φτιαγμένο από το σκότος. Πριν δύο αιώνες σφυρηλατήθηκε στη φωτιά

του αρχαίου  Μάρντουκ Σίρρους, το  Σπαθί της Λύκης. Το πιο φίνο,

όμορφο και ισχυρό σπαθί. Όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο από

έναν… εσένα.» κοίταξε τον Έκτορα γελώντας αμυδρά. 

«Οπότε πρέπει να πάμε να βρούμε το σπαθί»  έκανε εκείνος.  Ο γέροςφίλος του έγνεψε θετικά. Τότε ακούστηκε ο Φίλιππος. 

«Θα έρθω μαζί σας.» δήλωσε. « Δεν σε αφήνω απροστάτευτο για

δεύτερη φορά». Τόνισε στον Έκτορα. 

«Ωραία!» απάντησε ο Αριστοτέλης. «Θαρρώ πως θα χρειαστούμε ακόμα

έναν.  Έτσι θα είμαστε λίγοι για να μην τραβήξουμε την προσοχή και

αρκετοί για να αντιμετωπίσουμε τα εμπόδια που θα ορθωθούν μπροστά

μας». 

Ο Φίλιππος έδωσε αμέσως την λύση. «Έχω τον κατάλληλο άνθρωπο»

είπε και στράφηκε στο βάθος της σπηλιάς. 

«Αχιλλέα» φώναξε. Σε λίγα δευτερόλεπτα εμφανίστηκε μπροστά τους.

Το πρώτο που μπόρεσε να σκεφτεί ο Έκτορας ήταν πως ήταν δυνατόν να

μην τον προσέξει νωρίτερα. Θεωρούσε τον εαυτό του ψηλό και

γεροδεμένο αλλά αναθεώρησε και για τα δύο μόλις είδε τον Αχιλλέα.

 Ήταν ένας ώριμος άντρας γύρω στα σαράντα με εντυπωσιακό

παρουσιαστικό. Είχε ύψος πάνω από δύο μέτρα, τεράστιες πλάτες, χέρια

ζωσμένα με πανίσχυρους μύες, σώμα μεγάλο και γεροδεμένο σαν κορμός

δέντρου και πόδια χοντρά και σκληρά σαν πέτρινες κολώνες. Το πρόσωπο

και τα χέρια του ήταν αυλακωμένα, γεμάτα χαρακιές, ουλές, ράμματα και

σημάδια που υποδήλωναν την τεράστια εμπειρία του στις μάχες και τοπρόσωπο του βλοσυρό. Στα δυνατά του χέρια κρατούσε έναν βαρύ δίκοπο

πέλεκυ που ο Έκτορας αμφέβαλε αν θα μπορούσε να σηκώσει. Είχε μικρά

μάτια με καφετιές κόρες, μια τεράστια μύτη που τον έκανε να μοιάζει με

παραφουσκωμένο γεράκι, μαύρα, λιγδωμένα μαλλιά πιασμένα σε ένα

μικρό κότσο και αξύριστες φαβορίτες που κατέληγαν σε ένα μικρό μούσι

στο πηγούνι του. Ο Φίλιππος τον πλησίασε. 

«Σχεδιάζουμε να φύγουμε από εδώ. Θα έρθεις μαζί μας». Ο Αχιλλέας

δεν μίλησε αλλά περιορίστηκε σε ένα αόριστο γνέψιμο. 

«Μια στιγμή!» αντέδρασε ο Έκτορας. «Τι θα γίνει με τους υπόλοιπους;» 

Page 28: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 28/322

27

«Δεν μπορούμε να τους βοηθήσουμε». Απάντησε σχεδόν κυνικά ο

Αριστοτέλης. «Αν επιχειρήσουμε να αποδράσουμε όλοι μαζί θα είναι

μαζική αυτοκτονία». Στράφηκε στον Φίλιππο. «Φαντάζομαι ότι κάποια

στιγμή την περίμενες αυτήν την κατάληξη». Ο νεαρός δίστασε αλλά

τελικά έγνεψε θετικά. Ο γέρος συνέχισε: «Μην λυπάστε φίλοι μου.

Καλύτερα να έχουν εδώ έναν γαλήνιο θάνατο παρά να ζήσουν ωςΘανατώριοι. Και αν είναι αρκετά τυχεροί ο στρατός της Σεθίρηκα θα μας

καταδιώξει μετά την απόδρασή μας και θα έχουν ελεύθερο το πεδίο για να

φύγουν από αυτό το φριχτό μέρος». Ο Έκτορας δυσκολεύτηκε να

συμβιβαστεί με αυτό. Δεν μπόρεσε να το αποδεχτεί. Αλλά αποφάσισε ότι

ο φίλος του ήξερε το καλύτερο για όλους τους. Άλλωστε τα μεγαλύτερο

μέρος της ζωής του φρόντιζε ανιδιοτελώς τους κατοίκους της Ροτενσνέικ.

Δεν μπορούσε να τον αμφισβητήσει.  Έτσι επικεντρώθηκαν όλοι στο

παρακάτω εγχείρημα: να δραπετεύσουν από την Σεθίρηκα. Δεν ήταν

εύκολο. Την Σωθράπον φρουρούσε μια στρατιά από Θανατώριους,

 Νυχτοβάτες και έξω από τα τείχη της πόλης υπήρχαν Ζεβοντάν κρυμμένα

στην σκοτεινιά της ομίχλης. Ο Αριστοτέλης τους διαβεβαίωσε ότι οΕρμής είχε φέρει τέσσερα άλογα να τους περιμένουν έξω από την πόλη.

 Έτσι έμενε να βρουν πως θα φύγουν από αυτήν. Την λύση έδωσε πάλι ο

γέρος. 

«Θα φύγουμε βράδυ. Μεταμφιεσμένοι. Θα γίνουμε σαν Θανατώριοι. Δεν

θα μας καταλάβουν. Λειτουργούν κυρίως με την όραση και την οσμή». Ο

 Έκτορας το θεωρούσε εντελώς τρελό να μεταμφιεστούν σε Θανατώριους.

 Όμως δεν υπήρχε εναλλακτική διέξοδος. Έτσι οι άλλοι τρεις συμφώνησαν

με την ιδέα του Αριστοτέλη. Και έσπευσαν να την εφαρμόσουν.

Βάφτηκαν με λάσπη και στάχτη προσπαθώντας να αποκτήσουν το σάπιο

δέρμα τους, έβαλαν μουχλιασμένα κουρέλια πάνω τους και αλειφτήκαν μεαίμα ψόφιων ποντικών για να αποκτήσουν το άρωμα της αποσύνθεσης. Ο

 Έκτορας είδε το αποτέλεσμα της μεταμφίεσης στο καθρέφτισμα της

λίμνης. 

«Δεν πρόκειται να πετύχει. Μοιάζουμε εντελώς γελοίοι…» αγανάκτησε,

ενώ την ίδια ώρα ήρθε ο Φίλιππος που πήγε να ελέγξει το περιβάλλον

στην επιφάνεια. 

«Έπεσε ομίχλη πάνω» τους πληροφόρησε ενθουσιασμένος. «Έχουμε

ελπίδες»… 

Page 29: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 29/322

28

 Διαφυγή απ’ την Σωθράπον  

 νοιξαν την καταπακτή αθόρυβα. Πρώτος βγήκε ο Αχιλλέας.

Κοίταξε τριγύρω. Κανένας Θανατώριος. Έγνεψε στους

 υπόλοιπους να βγουν. Η ομίχλη ήταν πυκνή και υπήρχε πίσσα

σκοτάδι. Γύρω τους ακούγονταν τα οργισμένα γρυλίσματα των

Θανατώριων. Μέσα από τα κουρέλια που φορούσε ο Έκτορας έσφιξε το

σπαθί του. Δεν τον τρόμαζαν πλέον. Ήταν έτοιμος να τους αντιμετωπίσει.

Ακολούθησε μαζί με τους άλλους δύο φίλους του τον Αχιλλέα

προχωρώντας σκυφτά και αθόρυβα. Τα μουγκρητά ακούγονταν δίπλα

τους και μέσα από το σκοτάδι διαγράφονταν θολά οι κοκκαλιάρικες

φιγούρες των καταραμένων πλασμάτων. Μερικές κοντοστέκονταν σαν να

τους παρατηρούσαν ενώ άλλες βάδιζαν με αργά αφηρημένα βήματα ,

βγάζοντας απαίσιους τραχείς ήχους.

Ο Έκτορας ήταν σε διαρκή εγρήγορση. Παρατηρούσε τις σκοτεινές 

φιγούρες γύρω του, έτοιμος για οτιδήποτε. Μέσα από την ομίχλη μπροστά

του ξεπήδησε ένας μεγάλος Θανατώριος. Στα σκελετωμένα χέρια του

κρατούσε ένα μικρό μαχαίρι. Ο Έκτορας αιφνιδιάστηκε και η καρδιά του

κλώτσησε. Το πλάσμα τον παρατήρησε μέσα από τις σκοτεινές κόγχες και

μύρισε τον αέρα γύρω του. Κοντοστάθηκε και έπειτα συνέχισε να

περπατά μες στο σκοτάδι. Ο Έκτορας χαλάρωσε την παλάμη του από την

λαβή του σπαθιού και αφού κοίταξε πίσω του να βεβαιωθεί ότι ο Φίλιππος

και ο Αριστοτέλης ήταν ασφαλείς, εξακολούθησε την πορεία του πίσω

από τον Αχιλλέα. Μετά από λίγα αγωνιώδη λεπτά φάνηκε το περίγραμμα

της μαύρης πύλης και μπροστά της φύλακας ένας Νυχτοβάτης.  Ο

Αχιλλέας ζύγιασε με την έμπειρη ματιά του την απόσταση μεταξύ τους.

Με αργές κινήσεις έβγαλε το τόξο του και ένα βέλος από την φαρέτρα.

Τέντωσε το τόξο.

Μια ανατριχιαστική κραυγή αντήχησε σε όλη την περιοχή και έσπασε

την σκοτεινή σιωπή της. Οι Θανατώριοι στράφηκαν όλοι προς το μέρος

των τεσσάρων αντρών. Η γη σείστηκε κάτω από τα πόδια τους και από

την Σεθίρηκα ακούστηκαν βροντές και δυνατά μπουμπουνητά. Όμως δεν

ήταν καταιγίδα αυτό που πλησίαζε. Ήταν κάτι πολύ χειρότερο. Οι άντρες

έδρασαν αστραπιαία. Ο Έκτορας έβγαλε το σπαθί του, ο Φίλιππος τα δύο

κοντά δυνατά ξίφη, ο Αχιλλέας τον βαρύ δίκοπο πέλεκυ του και άρχισαν

 να τρέχουν προς την πύλη με εκατοντάδες Θανατώριους να  βρυχώνται

δυνατά και να τους καταδιώκουν. Μπροστά τους μέσα από το σκοτάδι

ξεπετάγονταν και άλλοι όμως δεν μπορούσαν να αιφνιδιάσουν ή να

 νικήσουν τον θηριώδη Αχιλλέα που άνοιγε δρόμο με το κοφτερό τσεκούρι

του. Τα νώτα τους πρόσεχε ο Φίλιππος χτυπώντας όποιον Θανατώριο τουςπλησίαζε ενώ ο Έκτορας προστάτευε τον άοπλο, γέρο φίλο του.

Ά 

Page 30: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 30/322

29

Επιτέλους έφτασαν στην πύλη. Ο Αχιλλέας έδωσε μία με το τσεκούρι,

την γκρέμισε. Βγήκαν έξω. Πράγματι, όπως τους καθησύχασε ο

Αριστοτέλης, εκεί κάθονταν καρτερικά τέσσερα άλογα και πάνω σε ένα 

τους περίμενε  το πιστό γεράκι του, ο Ερμής. Δίχως δεύτερη σκέψη

ανέβηκαν πάνω στα άλογα και ξεκίνησαν γρήγορα πηγαίνοντας πάνω σε

έναν ψηλό λόφο δίπλα στο φρούριο στα όρια της κοιλάδας. Ο Έκτοραςκοίταξε πίσω του. Οι Θανατώριοι έτρεχαν μανιασμένοι προσπαθώντας να

τους φτάσουν έξω από την Σωθράπον, αλλά μάταια. Τα φοβισμένα άλογα

πήγαιναν γρήγορα σαν τον άνεμο. Πάνω  που ο νεαρός πήγε να

καθησυχαστεί, δίπλα του είδε τρία Ζεβοντάν να καταδιώκουν τα άλογα

γυμνώνοντας οργισμένα τα τεράστια δόντια τους. Ένα, το πιο κοντινό

στον Έκτορα, πλησίασε ξερνώντας φωτιά. Εκείνος απομακρύνθηκε όσο

μπορούσε και έσκυψε. Όταν απέφυγε την φλόγα πλησίασε θαρραλέα το

Ζεβοντάν και πριν προλάβει να αντιδράσει το χτύπησε με το σπαθί στο

κεφάλι. Δεν το σκότωσε αλλά πληγωμένο δεν μπόρεσε να συνεχίσει την

καταδίωξη. Ένα δεύτερο ορμούσε στον Αριστοτέλη. Την ώρα που

ετοιμαζόταν να πηδήξει πάνω του, ένα βέλος καρφώθηκε στα πλευρά του.Ο γέρος έγνεψε, ευχαριστώντας τον Αχιλλέα. Οι τρεις οπλισμένοι άντρες

περικύκλωσαν το τρίτο κτήνος και τελικά ο Φίλιππος το κάρφωσε στην

πλάτη. Συνέχισαν ακάθεκτοι πάνω στα άλογα. Μέσα από την ομίχλη

όρμησε ένα ακόμα Ζεβοντάν. Ο Έκτορας δεν πρόλαβε να αντιδράσει

έγκαιρα, το κτήνος πήδηξε και τον έριξε κάτω. Ο νεαρός το κρατούσε από

τον λαιμό καθώς προσπαθούσε να τον δαγκώσει. Με το αριστερό χέρι

έπιασε το σπαθί και το κάρφωσε στη κοιλιά του.

Σηκώθηκε όρθιος, ευτυχώς δεν τραυματίστηκε, και έτρεξε να προφτάσει

το άλογο του. Παρατήρησε, όταν καβαλίκεψε ξανά το άτι, ότι ο Αχιλλέας

σημάδευε με το τόξο του προς τα πάνω. Κοίταξε τι υπήρχε στον ουρανό.Ψηλά πάνω τους,  πέντε Νυχτοβάτες τους κύκλωναν, πετώντας σαν

γιγάντιες νυχτερίδες. Ο σωματώδης πολεμιστής εκτόξευσε ένα βέλος.

 Όμως οι ιπτάμενοι δολοφόνοι κινούνταν διαρκώς και πετούσαν γρήγορα.

Στην τρίτη προσπάθεια ο Αχιλλέας πέτυχε έναν στο φτερό. Έπεσε με

δύναμη στο έδαφος και συνθλίφτηκε. Όμως οι υπόλοιποι όρμησαν κατά

πάνω τους σχίζοντας τον αέρα σαν το γεράκι που ορμάει στο θήραμα του.

Αναπάντεχα, ήρθε βοήθεια  από τους ουρανούς. Ο Ερμής όρμησε με τα

γαμψά του νύχια και το κοφτερό ράμφος  στους τέσσερις Νυχτοβάτες.

 Έχωσε τα νύχια του πάνω στα μάτια του ενός και άρχισε να τον τσιμπάει

με μένος. Το πλάσμα ούρλιαζε από πόνο και κουνούσε το κεφάλι του

πέρα δώθε για να ξεφορτωθεί το γεράκι. Εκείνο ξεγαντζώθηκε και χίμηξε

θαρραλέα στον δεύτερο. Στο μεταξύ, ο τυφλός Νυχτοβάτης έπεσε πάνω

σε έναν άλλον και συντρίφτηκαν μαζί  στο έδαφος. Οι άλλοι δύο

 υποχώρησαν ηττημένοι από τον φτερωτό φίλο του Αριστοτέλη. Ο

 Έκτορας ένιωσε να γεμίζει αισιοδοξία. Ξεπέρασαν τους Θανατώριους, τα

Ζεβοντάν και τους Νυχτοβάτες. Τι άλλο υπήρχε που μπορούσε να τους

 νικήσει;

Πριν το καταλάβει πετάχτηκε με δύναμη στο έδαφος. Άκουσε το άλογο

του να σφαδάζει. Ξαφνικά και άλλα αγωνιώδη χλιμιντρίσματα έσκισαν

τον αέρα. Κάτι κακό είχε συμβεί… γύρισε κραδαίνοντας σφιχτά στα δύο

του χέρια το σπαθί του. Πριν δει τι τους επιτέθηκε, ένας τρομερός

βρυχηθμός τρύπησε τα  αυτιά του. Τα θέαμα ήταν φοβερό.

Page 31: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 31/322

30

Παρουσιάστηκε ένα πλάσμα μεγαλύτερο από αρκούδα, με δυνατό μυώδες

σώμα λιονταριού, ουρά φιδιού, τεράστια λευκά φτερά αετού στη ράχη και

τρία κεφάλια: λιονταριού, τράγου και αετού.  Το ίππευε ένας από τους

Εφτά Ιερείς. Και οι άλλοι έξι ήταν εκεί. Όλοι ίππευαν χίμαιρες και είχαν

στήσει  θανάσιμο  κλοιό γύρω από τους τέσσερις άντρες. Ο Έκτορας

ένιωσε οργή να ξεχειλίζει από τα στήθια του. Σηκώθηκε όρθιος και πήγεκοντά στους άλλους τρεις που κοιτούσαν αποσβολωμένοι τις γιγάντιες

χίμαιρες και τους Εφτά. Μόνο ο Αχιλλέας τους αντίκριζε  ψύχραιμα και

θαρρετά. Ο Έκτορας ύψωσε το σπαθί του. 

«Εμπρός λοιπόν.» τους προκάλεσε. «Τώρα δεν είμαι δέκα χρονών. Αν

σας αντιμετώπισα τότε, σίγουρα δεν θα δειλιάσω να το κάνω τώρα.

Ορμάτε» 

«Είναι οι Εφτά, Έκτορα. Είναι αθάνατοι. Δεν μπορούμε να τους

 νικήσουμε» του υπενθύμισε ο Φίλιππος.

Στο μεταξύ οι ιερείς ξεπέζεψαν τις χίμαιρες που γρύλιζαν ανυπόμονες να

χιμήξουν στα θηράματά τους. Με αργές κινήσεις έβγαλαν ταυτόχρονα τα

χρυσά κυρτά σπαθιά τους. Ανέπνεαν βαριά και  αργά. Με τα σπαθιά

μπροστά στα στήθια τους,  προχώρησαν σταθερά προς το μέρος των

τεσσάρων αντρών. Ο Έκτορας στράφηκε στον Αριστοτέλη να τον

ρωτήσει τι θα κάνουν.

Μα… τι έκανε ο γέροντας; Είχε γονατίσει στο έδαφος με σφαλιστά  τα

μάτια και μουρμούριζε κάτι ακατάληπτες φράσεις. Στο μεταξύ, οι Εφτά

ετοιμάζονταν να κάνουν την φονική επίθεση τους. Προχωρούσαν προς το

μέρος τους με υψωμένα τα σπαθιά τους. Ξαφνικά, ο Ιερέας που επιτέθηκε

στο άλογο του Έκτορα- ήταν ο μοναδικός που φορούσε πάνω από τομανδύα του μια ολόχρυση πανοπλία- σταμάτησε, κατέβασε το σπαθί του

και μίλησε στους άλλους έξι σε άγνωστη γλώσσα. Θαρρείς πως κάτι τους

φόβισε και τώρα προχωρούσαν δισταχτικά ενώ δύο άρχισαν να

οπισθοχωρούν. Ο Έκτορας γύρισε να δει τι είδαν που τους έκανε να

δειλιάσουν. Έμεινε να κοιτάει τον Αριστοτέλη και να αναρωτιέται τι στο

καλό συμβαίνει. Ο γέροντας κρατούσε στα χέρια του ένα μακρύ ραβδί

από μαύρο ασήμι και τον περικύκλωνε μια περίεργη λάμψη. Τα γκρίζα

μαλλιά και γένια του είχαν γίνει ασημένια και απαλά σαν ίνες μεταξιού.

Τα μάτια του λαμποκοπούσαν σαν δύο γαλάζια αστέρια και ενέπνεαν μια

ισχύ, μια ανεξάντλητη δύναμη σαν ηφαίστεια έτοιμα να ξεράσουν φωτιάαπό τα έγκατα της γης. Οι ρυτίδες αφανίστηκαν από το πρόσωπο του που

έγινε σφριγηλό και φρέσκο.  Ωστόσο,  οι Εφτά αναθάρρησαν. Όρθωσαν

ξανά τα σπαθιά τους και προχώρησαν προς το μέρος τους. Ο Αριστοτέλης

φώναξε δυνατά και σήκωσε ψηλά το ραβδί του. 

«Atherious shielda» 

Ο Έκτορας ένιωσε κύματα ενέργειας να αναβλύζουν από το ραβδί και να

απλώνονται γύρω τους. Οι Εφτά Ιερείς σταμάτησαν απότομα λες και

εξοστρακίστηκαν από έναν αόρατο τοίχο. Ο Ιερέας με την χρυσή

πανοπλία χτύπησε το σπαθί του στο αθέατο εμπόδιο μπροστά του

βγάζοντας ένα απόκοσμο ουρλιαχτό. 

Page 32: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 32/322

31

«Rota iknon» ακούστηκε η βαθιά φωνή του γέροντα για δεύτερη φορά.

Ο Έκτορας βλεφάρισε. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του το κατάμαυρο τοπίο,

η ομίχλη και οι Ιερείς είχαν χαθεί. Βρισκόταν μαζί με τους τρεις άντρες σε

μια ανοιχτή καταπράσινη κοιλάδα, στους πρόποδες ενός άγονου ψηλού

βουνού κάτω από τον μελαγχολικό βροχερό ουρανό. Δέχθηκε με

ευχαρίστηση τις ψιχάλες της βροχής, σαν να γύρισε μόλις από την καυτήέρημο. Ένιωσε ασφάλεια και σιγουριά να τον αγκαλιάζει ευεργετικά μετά

από δύο περιπετειώδεις μέρες. Κοίταξε γύρω του, τίποτε επικίνδυνο δεν

διαφαίνονταν. Μόνο το γαλήνιο τοπίο κάτω από την σκιά ενός βραχώδη

γίγαντα. Κάθισε ανακουφισμένος στο βρεγμένο γρασίδι, άφησε την

δροσιά του να τον πλημμυρίσει, ενώ άκουγε τα ελαφρά χτυπήματα των

σταγόνων που  προσγειώνονταν στο χορτάρι και μύριζε άπληστα την

ευωδιά του μουσκεμένου χώματος.  Όταν συνήλθε ανακάθισε κοιτώντας

έντονα τον Αριστοτέλη διατυπώνοντας μια προφανή ερώτηση με το

βλέμμα του. Το ίδιο έκαναν ο Φίλιππος με τον Αχιλλέα.

«Είσαι μάγος;» ρώτησε με την βαριά ψιθυριστή φωνή του ο τελευταίος.Ο γέροντας έγνεψε θετικά και στράφηκε στον Έκτορα. 

«Συγνώμη που δεν αποκάλυψα τίποτα τόσα χρόνια όμως μερικές ισχυρές

δυνάμεις καλύτερα να κρύβονται μέχρι τη στιγμή που πραγματικά θα

χρειαστεί να τις χρησιμοποιήσεις. Αν οι Ιερείς ήξεραν την πραγματική

ταυτότητα μου θα ήμουν νεκρός από  το πρώτο μου βήμα μέσα στη

Σωθράπον. Ευτυχώς, τώρα τους αιφνιδιάσαμε και καταφέραμε να

ξεφύγουμε πριν χρησιμοποιήσουν τα θανατερά τους μάγια.» 

Ο νεαρός δεν μίλησε. Είχε καρφωμένο το έκπληκτο βλέμμα πάνω του.

Δεν ήξερε αν αυτό που ένιωθε μέσα του αυτή τη στιγμή ήταν έκπληξη ήθαυμασμός. Δεκαπέντε χρόνια ζούσε και μάθαινε από έναν μάγο! Τι

θαυμάσια πλάσματα! Δημιουργήματα της φύσης και μόνο. Δεν

αναπαράγονται μεταξύ τους παρά γεννιούνται από την αγκαλιά της για να

ζουν αιώνια υπηρετώντας την. Αντλούν πανίσχυρες δυνάμεις από αυτήν 

για να προστατεύουν την ίδια και το μεγάλο θαυμαστό δημιούργημά της. 

Την φλόγα της ζωής. Πάνσοφα όντα με εξαίρετες αρετές και γνώσεις.

Ενστικτωδώς ο Έκτορας άρχισε να γελάει. Δεν ήξερε αν γελούσε από την

χαρά του που είχε προνόμιο να είχε φίλο έναν μάγο ή επειδή ένα τέτοιο

πανίσχυρο πλάσμα του ζητούσε συγνώμη. Ο Αχιλλέας τον μιμήθηκε και

τρόμαξε μια παρέα πέρδικες που κρύβονταν  μέσα στα χόρτα με τα

τρανταχτά άγρια γέλια του. Ξεκαρδίστηκαν και οι τέσσερις καισταμάτησαν πολύ ώρα μετά. 

Η μέρα τελείωσε,  μπήκε σύντομα η νύχτα και το φεγγάρι ξεπήδησε 

χλωμό μέσα από τα σύννεφα συντροφεύοντας την παρέα στην ήσυχη

 νύχτα. Ο Έκτορας ήταν όλη μέρα ξαπλωμένος και αφουγκραζόταν το

τσιριχτό κελάηδισμα των σπουργιτιών και των χελιδονιών που , με την

άφιξη της   νύχτας,  έδωσε τη θέση του στο μελωδικό τραγούδι των

αηδονιών. Προσπαθούσε να χαλαρώσει, καθώς αναλογιζόταν τι είχαν

περάσει και τι περιπέτειες τους περίμεναν. Ο Αχιλλέας αμίλητος , όπως

πάντα, καθισμένος σε έναν βράχο ακόνιζε το τσεκούρι του την ώρα που ο

Φίλιππος σκάλιζε την φωτιά με ένα μακρύ κλαρί βυθισμένος στις σκέψειςτου. Ο δε Αριστοτέλης, καθισμένος δίπλα στον Φίλιππο σιγοτραγουδούσε

Page 33: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 33/322

32

χαϊδεύοντας το πιστό γεράκι του. Λίγο αργότερα βυθίστηκαν όλοι σε

γαλήνιο ύπνο εξουθενωμένοι από την φοβερή δοκιμασία της Σωθράπον.

Μερικές ώρες αργότερα πρόβαλε ζεστός ο ήλιος μέσα από τα βουνά και

με την πυρωμένη ματιά του ξύπνησε τα πουλιά, τα ελάφια, τα λουλούδια,

όλη τη φύση να πιάσει δουλειά. Οι  μέλισσες ξεκίνησαν βιαστικά την

εργασία τους και πηδούσαν από λουλούδι σε λουλούδι ρουφώνταςλαίμαργα το γλυκό νέκταρ. Τα λουλούδια φόρτωναν στα έντομα τη γύρη

τους, να την σκορπίσουν για να πληθύνουν. Τα ελάφια βγήκαν από την

ασφάλεια του δάσους και πήγαν στα λιβάδια να βοσκίσουν το δροσερό,

από την νυχτερινή υγρασία, γρασίδι. Από κοντά και τα μικρά τους

έτρεχαν, έπαιζαν στην πεδιάδα και σαν κουράζονταν θήλαζαν γευστικό

γάλα. Τα πουλιά ξεκίνησαν το τραγούδι τους κεφάτο, για να ξυπνήσει

χαρούμενη και ορεξάτη η πλάση. Ανέβηκε στην ψηλότερη χιονισμένη

βουνοκορφή ο ήλιος, όταν άνοιξαν επιτέλους τα μάτια τους οι τέσσερις

ταξιδιώτες. Έφαγαν πρωινό μερικά βατόμουρα και δίχως καθυστέρηση

καβαλίκεψαν τα άτια τους. Στράφηκαν στον μάγο περιμένοντας να

ακούσουν το σχέδιο του.

«Αργά ή γρήγορα θα ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ Θανατώριων και

Ανθρώπων. Πολέμαρχοι, γραφτό ήταν,  να είμαστε εμείς. Πρέπει λοιπόν,

καθώς θα κατευθυνόμαστε προς την τοποθεσία του σπαθιού ,  να

προειδοποιήσουμε τους άρχοντες των πόλεων και να οργανώσουμε τον

λαό έτοιμο να πολεμήσει στο πλευρό μας, όταν τελικά θα χρειαστεί. Θα

σταματάμε σε όποια πόλη βρούμε αλλά θα φεύγουμε μέχρι την νύχτα.» 

«Προς τα πού πάμε;» απόρησε ο Φίλιππος. 

«Δυτικά. Πίσω από αυτά τα πανάρχαια χιονισμένα βουνά είναι η Σπηλιάτων Μυστηρίων. Εκεί περιμένει αιώνες καρτερικά το Σπαθί της Λύκης.» 

Οι δύο νεαροί δεν είχαν ακουστά την σπηλιά. Ακολούθησαν τον μάγο

που ξεκίνησε προς τα βουνά. Ο Αχιλλέας όμως κοντοστάθηκε μια στιγμή

πριν ξεκινήσει. Ο μεγάλος αδερφός του είχε μιλήσει για αυτό το μέρος.

Δεν ήταν μια απλή σπηλιά. Επρόκειτο για μια γιγάντια δαιδαλώδη τρύπα

σκαμμένη μέσα στο βουνό δεμένη με αρχαία μάγια και  προστατευμένη

από άγνωστα πλάσματα. Μάλιστα εικάζονταν ότι εκεί ζούσε ο Μάρντουκ

Σίρρους, ο θρυλικός δράκος που δημιουργήθηκε μαζί με τα πρώτα

στοιχεία της γης. Ήταν το πρώτο πλάσμα που περπάτησε πάνω της και

είχε  μέσα του όλη την δύναμη της φύσης. Πανίσχυρο, ανίκητο ον μεανεξάντλητη  ενέργεια. Όμως… τι στο καλό;  Δεν δίστασε ποτέ στη ζωή

του και δεν θα το κάνει τώρα. Αυτή η σπηλιά ήταν η ευκαιρία του να

αποδείξει πόσο ισχυρός πολεμιστής ήταν. Κλώτσησε τα καπούλια του

αλόγου και πρόφτασε τους άλλους.  Ο Αριστοτέλης προπορευόταν και

δίπλα του, ο Έκτορας τον ζύγωσε να του μιλήσει: 

«Ήξερες για μένα, όταν με βρήκες στην Ροτενσνέικ»; ο μάγος έγνεψε

αμήχανα. 

«Αισθάνθηκα μέσα σου την δύναμη των Εκλεκτών. Ωστόσο δεν είχα

ιδέα για τα συμβάντα στην Σωθράπον. Φάνηκα ανόητος, Έκτορα. Ο

Ζακχαέρ Ντων σχεδίασε την εκστρατεία του πολύ έξυπνα. Όταν μουδιηγήθηκες το μόνο απομεινάρι που είχες από τις αναμνήσεις σου,

Page 34: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 34/322

33

 υπέθεσα πως απλά έπεσες θύμα ενός πολέμου ή μιας ληστρικής επίθεσης 

που είχε επικεφαλείς εφτά άτομα. Μόνο όταν συναντήσαμε το Ζεβοντάν

πήγε το μυαλό μου στους Εφτά Ιερείς. Όμως το κτήνος ήταν η μόνη

ένδειξη που είχα, δεν είχα ακούσει, ούτε αισθανθεί τίποτα για την

ανέγερση της Σεθίρηκα και πολέμους μεταξύ Θανατώριων και ανθρώπων.

 Όλα έμοιαζαν ήρεμα.   Έτσι σκέφτηκα ότι  οι Εφτά Ιερείς πήγαν στηΣωθράπον για να σκοτώσουν την οικογένεια των Εκλεκτών ή ότι

επιχείρησαν να αναστήσουν τον Ζακχαέρ Ντων και απέτυχαν. Τελικά

αντίκρισα ο ίδιος την μαύρη πυραμίδα και ξέφυγα από την άγνοια που

κυρίευε όλα αυτά τα χρόνια το μυαλό μου. Όμως ακόμα και τότε, δεν είδα

Θανατώριους και ένιωσα μες στη Σωθράπον την παρουσία ανθρώπων. Γι’

αυτό αποφάσισα να μπούμε στην πόλη αντί να χρησιμοποιήσω μαγεία

προκειμένου να φύγουμε. Ο Ζακχαέρ Ντων έκρυψε την Σεθίρηκα στην

μαύρη ομίχλη του, δεν επέτρεψε σε κανέναν να δει την Σωθράπον και να

φύγει ζωντανός, ώστε να διηγηθεί τι είδε. Υποθέτω ότι χτυπάει

απομονωμένες, μικρές πόλεις ώστε κανένας ισχυρός στρατός να

αντιληφθεί τον πόλεμο που ετοιμάζει. Έκανε υπομονή και σχεδίασεπροσεχτικά κάθε του κίνηση. Ωστόσο, δεν θα συνεχίσει να κρύβεται για

πολύ. Σύντομα θα είναι αρκετά ισχυρός ώστε να χτυπήσει προς πάσα

κατεύθυνση, ακόμα και να επιτεθεί στις μεγάλες πολιτείες». 

Ο Έκτορας δεν απάντησε, έσκυψε το κεφάλι και συλλογίστηκε αυτά που

του είπε ο μάγος. Ταξίδευαν για ώρες, πέρασαν πράσινες κοιλάδες

γεμάτες κοπάδια ελαφιών, πεδιάδες με χλωρό γρασίδι και μυριάδες

αγριόχορτα και βάτα, ψηλούς λόφους και πλαγιές με θάμνους και θυμάρια

 να ξεπηδάνε από τους  βράχους σαν ξανθές τούφες μαλλιών. Ο ήλιος

έφτασε ψηλά  να ζεστάνει τις υγρές πεδιάδες και τους ψυχρούς γιγάντιους

ογκόλιθους, να φωτίσει τα σκιερά δάση, βιάστηκε να τελέψει το χρέοςτου, να δύσει και την ώρα που κοιμάται, την θέση του να πάρει η χλωμή

συντρόφισσα του, η σελήνη.

Το πολύωρο ταξίδι των τεσσάρων  συντρόφων σταμάτησε στους

βραχώδεις πρόποδες μιας χαμηλής βουνοκορφής. Δίπλα υπήρχε μια πηγή

και αποφάσισαν να ξαποστάσουν και να δροσιστούν εκεί. Ο ήλιος τώρα

άφηνε το τελευταίο πορτοκαλί στίγμα του στον ουρανό και ο Εωσφόρος 

άρχισε να αχνοφέγγει. Ο Αριστοτέλης άναψε φωτιά και έβαλαν να

ψήνεται ένα ελαφάκι που σκότωσε ο Αχιλλέας με το τόξο του , το

μεσημέρι. Η πείνα ήταν μεγάλη και το κρέας τρυφερό και ιδιαίτερης

 νοστιμιάς. Όταν απόφαγαν ξάπλωσαν στο σκληρό, κρύο  έδαφος ναχωνέψουν και να ξεκουράσουν τα κορμιά τους. Η νύχτα είχε πέσει για τα

καλά πλέον, παρ’ όλα αυτά τα άλογα ακόμα βοσκούσαν προσπαθώντας να

χορτάσουν την πείνα τους με τα ισχνά αγριόχορτα που φύτρωναν στην

άγονη βουνοπλαγιά. Ήσυχη βραδιά, δεν υπήρχαν αηδόνια κοντά και το

κρύο παραήταν τσουχτερό για τα τριζόνια. Μονό τα στοιχειωμένα

αλυχτίσματα των λύκων, που έβγαιναν για κυνήγι, πετούσαν στο σκοτάδι

και τρύπωναν στα αυτιά τους. Ο Έκτορας τα άκουγε και ένιωθε την

καρδιά του να τραγουδάει. Τα ουρλιαχτά έμοιαζαν να τους ενθαρρύνουν

και να δηλώνουν ότι η φύση είναι με το μέρος τους. Άραγε κανένα από

αυτά τα ουρλιαχτά να ήταν της δικιάς του λύκαινας; Είχε πολύ καιρό να

δει τη Νύχτα, από την μέρα που ανακάλυψαν την Σεθίρηκα. Η λύκαινα,

μαζί με τον Αριστοτέλη, ήταν τα μόνα σημάδια ότι τα γαλήνια χρόνια

Page 35: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 35/322

34

στην Ροτενσνέικ δεν ήταν μόνο ένα όμορφο όνειρο και η μόνη εγγύηση

ότι μπορούσε  να επιστρέψει στη ξεγνοιασιά. Όμως δεν είχε  νόημα να

κάθεται να αναπολεί ούτε να εύχεται μοιρολατρικά για το μέλλον. Του

έλαχε μια μεγάλη  δοκιμασία, θα όρθωνε  το ανάστημά του να την

αντιμετωπίσει δίχως φόβο και έπειτα θα είχε ότι επιθυμεί.

Αυτά σκεφτόταν και τα έλεγε από μέσα του στα αμίλητα αστέρια τα

οποία του αποκρινόταν με το τρεμουλιαστό παγερό φως τους.  Χαμένος

στις σκέψεις του, αποκομμένος από την υπόλοιπη συντροφιά δεν

συνειδητοποίησε πότε αυτές τον έπιασαν από το χέρι και τον οδήγησαν

μέσα στη ζεστή αγκαλιά του Μορφέα με παρέα τα θολά, σαν ομίχλη,

όνειρα του. Ο ήλιος δεν άργησε να φανεί και το πυρωμένο βλέμμα του

τρύπωσε στις ανοιχτές πεδιάδες και τα ψηλά βουνά κάτω από πέτρες και

πίσω από δέντρα, μέσα σε τρύπες και θάμνους διώχνοντας την νύχτα και

τους ψυχρούς ίσκιους από το φωτεινό βασίλειο του. Έδιωξε και τον ύπνο

από τους τέσσερις ταξιδιώτες ζεσταίνοντας τα κορμιά και την ψυχή τους,

δωρίζοντας τους περίσσεια ενέργεια για να ετοιμαστούν νααντιμετωπίσουν άλλη μια μέρα ταξιδιού. Δεν βρήκαν τίποτε να φάνε

καθώς το πετρώδες έδαφος ήταν άγονο και ξεκίνησαν πεινασμένοι το

ταξίδι τους ελπίζοντας τουλάχιστον εκείνη τη μέρα   να συναντήσουν

καμιά πόλη για ανεφοδιασμό και φυσικά για να προειδοποιήσουν τους

κατοίκους για τον επερχόμενο πόλεμο. Παραήταν αισιόδοξοι… 

Μια βδομάδα διέσχιζαν καταπράσινες κοιλάδες, ψηλούς λόφους και

ανέβαιναν βουνά απογοητευμένοι και αποκαρδιωμένοι. Όχι επειδή δεν

βρήκαν πόλεις. Είχαν συναντήσει στην διαδρομή τους ήδη τρεις. Αλλά,

είχαν αργήσει πολύ. Πριν καν τις πλησιάσουν ένιωσαν τη φρίκη. Καμένο

και άγονο έδαφος, μια απόκοσμη σκοτεινή ομίχλη και ερειπωμένα κτήριαγύρω από τα οποία περιπλανούνταν, μουγκρίζοντας, Θανατώριοι. Η

ταλαιπωρία ήταν εμφανής στα πρόσωπα τους, άπλυτα, πληγωμένα και

μάτια κοκκινισμένα με μαύρους κύκλους αλλά και στα αδυνατισμένα

άλογά τους που χλιμίντριζαν παραπονεμένα. Τα πόδια τους ήταν

πληγωμένα από τα αγκάθια και τις πέτρες ενώ χρειάζονταν άμεσα

πετάλωμα καθώς μερικά άρχισαν να κουτσαίνουν. Οι ταξιδιώτες πολλές

φορές έπρεπε να καταφύγουν σε πυκνά δάση και απόκρημνους γκρεμούς

αφού οι Θανατώριοι  που τους κατάλαβαν τους καταδίωκαν ακούραστα.

Είχε πέσει πλέον νύχτα, σκοτεινή και νεφελώδης. Οι τέσσερις μασούλιζαν

αμίλητοι ένα αγριοκούνελο που έπιασε ο Ερμής. Από μακριά ακούγονταν

οι βροντές μιας καταιγίδας που πλησίαζε  απειλητικά. Απόφαγαν, οΑριστοτέλης έπεσε για ύπνο και ο Αχιλλέας ξυριζόταν με το μαχαίρι του

χρησιμοποιώντας για καθρέφτη τη λεπίδα του πέλεκυ. Ο Φίλιππος πήγε

κοντά στον Έκτορα. Το πρόσωπο του, πάντα ελαφρώς αξύριστο , άρχιζε

 να αποκτά μια πυκνή μαύρη γενειάδα. Ο ίδιος δεν είχε διάθεση να

ξυριστεί ούτε ο ξανθός φίλος του που το γενάκι του άρχιζε να πυκνώνει.

Τον χτύπησε ελαφρά στον ώμο. 

«Τι θα κάνουμε, Έκτορα;» ρώτησε. 

«Θα συνεχίσουμε. Μην ανησυχείς. Θα βρούμε ανθρώπους να μας

βοηθήσουν» τον καθησύχασε. Ο Φίλιππος συνέχισε να έχει αμφιβολίες. 

Page 36: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 36/322

35

«Το πιστεύεις αυτό; Ο Ζακχαέρ Ντων είναι πάντα ένα βήμα μπροστά

μας. Ώρες-ώρες πιστεύω ότι μόνο εμείς απομείναμε» έκανε

αγανακτισμένος. 

«Δεν πιστεύω τίποτε. Αλλά δεν είμαι έτοιμος να καταθέσω τα όπλα. Όχι

για ένα ον που το μόνο του προσόν είναι να φοβάται τον θάνατο. Ποτέ δενξέρεις τι θα συναντήσουμε μπροστά μας. Ας μην απελπιζόμαστε από

τώρα. Αν εμείς καταφέραμε να γλιτώσουμε από τους Θανατώριους, γιατί

όχι και άλλοι;» 

Οι δύο φίλοι συνέχισαν να συζητάνε για τα μελλοντικά τους σχέδια αλλά

και για τα δεκαπέντε χρόνια που ζήσανε χώρια. Μιλούσανε ώρες δίχως

σταματημό μέχρι που ο ουρανός πήρε το πρωινό παγερό γαλάζιο χρώμα

του. Κοιμήθηκαν δύο ώρες πριν τους ξυπνήσει ο Αριστοτέλης. Ο Έκτορας

ένιωθε ότι έκλεισε τα μάτια του μόλις πέντε λεπτά και σηκώθηκε

κατάκοπος, με πρησμένα μάτια. Καβάλησε απρόθυμα το άλογο του και

περίμενε σκυμμένος καθώς ο Αριστοτέλης ήθελε να τους μιλήσει. 

«Οι Θανατώριοι κινούνται πιο γρήγορα από ότι περίμενα. Έχουν

αλλοτριώσει πολλές πόλεις. Αν συνεχίσουν έτσι δεν θα προλάβουμε να

προειδοποιήσουμε και να συμμαχήσουμε με κανέναν.» πήρε μια βαθιά

ανάσα και συνέχισε: 

«Θαρρώ πως πρέπει να κάνουμε μια παράκαμψη στην πορεία μας προς

την σπηλιά. Υπάρχει μια πόλη  κράτος  κρυμμένη στο δάσος Φίμιν που

μπορεί να γλίτωσε από την επέλαση του Ζακχαέρ  Ντων. Είναι μυστική

στους περισσότερους ανθρώπους και καλά φυλαγμένη. Μια πολιτεία

Αμαζόνων.» 

Αστραπιαία, σχεδόν αυθόρμητα αντέδρασε ο Αχιλλέας. 

«Αστειεύεσαι γέροντα; Οι Θανατώριοι, οι Νυχτοβάτες και ο υπόλοιπος

στρατός του Ζακχαέρ Ντων είναι αιμοβόρα, αδίσταχτα όντα. Χώρια οι

ανίκητοι Εφτά. Και θες να πολεμήσουμε έναν τέτοιον στρατό με

συμμάχους μερικά κοριτσάκια;» ανέτεινε με την τραχιά φωνή του. 

«Υποτιμάς εύκολα τις γυναίκες Αχιλλέα. Οι κοινωνίες μας δεν τους

δίνουν ευκαιρίες να δείξουν την αξία τους,  όμως οι πολιτείες των

Αμαζόνων είναι εξελιγμένες και πιο αναπτυγμένες κοινωνικά ακριβώςεπειδή κυβερνιούνται από γυναίκες. Είναι εξαίρετες πολεμίστριες, σοφές

γυναίκες που επιβιώνουν εδώ και αιώνες. Ίσως κατάφεραν να επιβιώσουν

και των Θανατώριων.» 

Ο Αχιλλέας κοίταξε χάμω σκυθρωπός. Ο Έκτορας κοιτάχτηκε με τον

Φίλιππο. 

«Χρειαζόμαστε άμεσα εφόδια και έπειτα συμμάχους… έστω και

γυναίκες.» τόνισε ο πρώτος στο δεύτερο. 

«Ίσως, κυρίως γυναίκες» ψιθύρισε ο Φίλιππος και γέλασε πονηρά. Έτσι,

με το ηθικό ελαφρώς ανεβασμένο, εκτός του Αχιλλέα, ξεκίνησαν προς το

πυκνό, αρχαίο δάσος Φίμιν. 

Page 37: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 37/322

36

Από τις παρυφές του, το δάσος διαλαλούσε πόσο δύσβατο και πυκνό

ήταν. Ένα απόρθητο τείχος από ιτιές, πλατάνια, οξιές και πεύκα

 υψωνόταν μπροστά τους. Ακόμα και οι ακτίνες του ήλιου μάχονταν

σκληρά για να ρίξουν ένα αμυδρό φως ανάμεσα στις φυλλωσιές και στο

 υγρό χώμα. 

«Τα άλογα δεν θα μπορέσουν να διαβούν τόσο στενά περάσματα.»

επισήμανε σωστά ο Φίλιππος. Τα ξεσέλωσαν λοιπόν και τα ελευθέρωσαν

 να τρέξουν στις ανοιχτές κοιλάδες και να θυμηθούν την άγρια φύση που

είχαν πριν υποταχθούν στους ανθρώπους. Αυτά κοντοστάθηκαν, μύρισαν

τον αγέρα γύρω τους. Μοσκοβολούσε λευτεριά και κάλπασαν γρήγορα να

την κατακτήσουν. Οι ταξιδιώτες αποσκευές δεν είχαν. Άφησαν τις σέλες

χάμω, ζώστηκαν σφιχτά τα όπλα τους και κίνησαν μέσα στη δασώδη

περιοχή. Κορμοί, χοντροί σαν κολώνες χτισμένες από  ογκόλιθους, τους

κύκλωναν. Πυκνό το φύλλωμα από πάνω τους, σαν σκουροπράσινος

ουρανός φάνταζαν τα ανθισμένα κλαδιά που μπλέκονταν μεταξύ τους, μπερδεύονταν και σφιχταγκαλιάζονταν σαν παθιασμένοι εραστές

κάνοντας τα ξέχωρα δέντρα ένα ενιαίο σώμα. Πάλευαν οι ηλιαχτίδες να

περάσουν από καμία ρωγμή που έκανε ο αγέρας στα σφιχτοδεμένα κλαδιά

αλλά έχαναν την μάχη. Λιγοστό το φως στη γη,  κάνοντας την μέρα να

φαντάζει νύχτα.  Το χώμα καλυπτόταν από ένα παχυλό στρώμα σάπια

φύλλα οπότε το έδαφος ήταν μαλακό και υγρό. Ανάμεσα τους πετάγονταν

ισχνά λουλουδάκια και θάμνοι όμως δεν τα έφτανε το φως να τα θρέψει

και έτσι αργοπέθαιναν. Μόνο φτέρες φύτρωναν τριγύρω με το μαύρο

φύλλωμα τους. Τα ιδρωμένα φύλλα στα δέντρα σκορπούσαν την υγρασία

στον αέρα κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική και τραβούσε 

κουνούπια και ζωύφια. 

Οι πέντε σύντροφοι δυσκολεύονταν να βρουν περάσματα αφού οι

χοντροί κορμοί απείχαν μεταξύ τους μερικά εκατοστά και ανάμεσα τους

κείτονταν νεκρά δέντρα χτυπημένα από τον άνεμο και τους κεραυνούς. Ο

Αχιλλέας πάσχιζε να ανοίξει δρόμο με το τσεκούρι του για να περνάει το

τεράστιο σώμα του και σαν έμπειρος ιχνηλάτης προπορευόταν. Σύντομα

λαχάνιασαν, δεν ήταν εύκολο να αναπνεύσουν, αποπνικτικό το

περιβάλλον και γεμάτος ο αέρας από την γλυκερή μυρωδιά της

αποσύνθεσης που άφηναν τα σαπισμένα φύλλα. Τα κουνούπια ρουφούσαν

λαίμαργα το αίμα τους εξαντλώντας τους ακόμα περισσότερο. Αλλά δενσταματούσαν. Τους έσπρωχνε η αγωνία, βιάζονταν να μάθουν αν

επιζούσαν οι Αμαζόνες. Ρουφούσαν με τα ρουθούνια και το στόμα όσο

οξυγόνο μπορούσαν και πάλευαν με την πυκνή βλάστηση και τα αρχαία

δέντρα.  Μια δεντρογαλιά ξαπλωμένη στο κλαδί ενός γέρου πλατάνου

σφύριξε και έβγαλε την γλώσσα να οσμιστεί τους ταξιδιώτες. Πρώτη

φορά έβλεπε άντρες να διασχίζουν αυτό το δάσος. Παραξενεύτηκε, αλλά

είδε ένα γεράκι πάνω στον ώμο του τελευταίου άντρα και σύρθηκε

γρήγορα να απομακρυνθεί.

Στο μεταξύ, οι τέσσερις σύντροφοι περπατούσαν δύο ώρες ασταμάτητα,

βρήκαν ένα ρυάκι να χωρίζει μια οικογένεια ιτιών και άρπαξαν ευκαιρία να ξαποστάσουν. Τα μαλλιά και τα γένια του Έκτορα ήταν μουσκεμένα

Page 38: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 38/322

37

από τον ιδρώτα και την υγρασία, βούτηξε το κεφάλι στο κρύο νερό να

ξεπλυθεί και να δροσιστεί.  Κάθισε πάνω στον πεσμένο κορμό ενός

πλατάνου που περνούσε πάνω από το ρυάκι και ανέπνευσε βαθιά. Ο

Αριστοτέλης τους έφερε από μια φούχτα βατόμουρα να τσιμπήσουν και

κάθισε μαζί με τους άλλους στον κορμό. Ο Ερμής εντόπισε μια νεροφίδα

στην όχθη και έσπευσε να την αρπάξει.  Έκατσαν πέντε λεπτά να πάρουνδυο ανάσες, γέμισαν τα αδειανά φλασκιά τους με φρέσκο νερό και

κίνησαν ξανά να βρουν την γυναικοκρατούμενη πολιτεία. Όπως είχαν ήδη

συνειδητοποιήσει, το δάσος πρόσφερε σημαντική προστασία. Δεν γινόταν

 να το διαβεί ολόκληρος στρατός χωρίς οι Αμαζόνες να το καταλάβουν. Οι

ελπίδες τους αναζωπυρώθηκαν και πήραν κουράγιο να συνεχίσουν.

Συνέχισαν να βαδίζουν ώσπου έπεσε η νύχτα. Πιο πριν ανακάλυψαν ένα

μονοπάτι το οποίο πιθανώς θα τους οδηγούσε στην πόλη.  Ο μάγος τους

συνέστησε να μην ανάψουν φωτιά αφού το δάσος ήταν γεμάτο με

Κενταύρους, προστάτες του δάσους, και θα ένιωθαν ότι αυτό απειλείται

από τις φλόγες. Έτσι ξάπλωσαν στο απόλυτο σκοτάδι κάτω από το

λιγοστό παγερό φως τον αστεριών που άφηναν τα δέντρα να περάσει. Η υγρασία ήταν αφόρητη, τα σαπισμένα φύλλα στο έδαφος μουσκεμένα, το

σκοτάδι πηχτό και ο παραμικρός θόρυβος αναστάτωνε τους άντρες.

Άλλωστε. δεν έβλεπαν το παραμικρό και ακόμα και ένα φίδι ήταν

απειλητικό για αυτούς, εκτεθειμένοι στην απόλυτη σκοτεινιά.  Έτσι, ήταν

συνεχώς σε εγρήγορση και έκλεισαν τα μάτια τους τα ξημερώματα.

 Όταν ξύπνησαν, δύο ώρες αργότερα τα μάτια τους ήταν κατακόκκινα και

πρησμένα από την αϋπνία και σε κάθε κίνηση τους ένιωθαν ένα μαχαίρι

 να μπήγεται στα κόκκαλα τους, ενθύμιο από την βραδινή υγρασία. 

Ανασκουμπώθηκαν, κοίταξαν τριγύρω αγουροξυπνημένοι.  Έπειτα από

λίγο ξεκίνησαν στο μονοπάτι που ανακάλυψαν χθες βράδυ. Ήταν

φροντισμένο και επίπεδο, άρα  είχε χρησιμοποιηθεί  πρόσφατα. Τριγύρω

του η βλάστηση ήταν πιο αραιή σημάδι ότι είχε επέμβει ανθρώπινο χέρι

τριγύρω. Ενθαρρυντικά στοιχεία. Ίσως οι Αμαζόνες να νίκησαν την μάχη

με τον Ζακχαέρ Ντων ή ακόμα καλύτερα δεν τις ανακάλυψαν οι

Θανατώριοι. Η καρδιά του Έκτορα χτυπούσε δυνατότερα σε κάθε βήμα,

βιαζόταν, ήθελε να βγει από το στήθος να πετάξει ως την πόλη να δει τις

Αμαζόνες ζωντανές και να γυρίσει να κουρνιάσει ανακουφισμένη μέσα

στα σπλάχνα του, να χτυπήσει ρυθμικά.  Ο νεαρός τάχυνε συνεχώς το

βήμα του, δεν άντεχε την αγωνία. Είχαν να δουν ανθρώπους πάνω από μια

βδομάδα, είχε να κοιμηθεί σε κρεβάτι σχεδόν ένα μήνα και να φάει ζεστόσπιτικό φαγητό. Περνούσαν οι ώρες, βάδιζαν οι πέντε σύντροφοι χωρίς

σταματημό, χωρίς να επιβραδύνουν τον ρυθμό τους, δίχως να

λογαριάζουν υγρασία και πυκνή βλάστηση. 

Ξάφνου ο προπορευόμενος Αχιλλέας σταμάτησε απότομα. Ο Έκτορας

ανάσανε βαθιά.  Η ώρα της κρίσης  σκέφτηκε. 

«Αχιλλέα, τι βλέπεις;» απόρησε γεμάτος αγωνία ο Φίλιππος. 

Ο γιγαντόσωμος άντρας δεν απάντησε. Παρέμενε στη θέση του

ακούνητος. Αυτό δεν άρεσε στον ξανθό νεαρό. Έτρεξε γρήγορα πάνω  στο ύψωμα που στεκόταν ο Αχιλλέας. Αναστέναξε βαθιά και έσκυψε το

Page 39: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 39/322

38

κεφάλι μουρμουρίζοντας κάτι. Πήγαν κοντά και ο Έκτορας με τον μάγο.

Ο Έκτορας γονάτισε και ούρλιαξε βλαστημώντας. Ολόκληρη η πόλη

κατεστραμμένη, μερικά σπίτια κάπνιζαν ακόμα και στο έδαφος κείτονταν

 νεκρά τα όμορφα καλοσχηματισμένα σώματα των Αμαζόνων, των αντρών

και των παιδιών της πόλης. Ακόμα και ο Αχιλλέας ένιωσε να

απογοητεύεται από το φριχτό θέαμα. Όταν ξαφνικά… σάρωσε ξανά με τοβλέμμα του την περιοχή. 

«Η Αμαζόνες νίκησαν τη μάχη» είπε με έναν τόνο ενθουσιασμού. 

«Τι;» έκανε παραξενεμένος ο Φίλιππος. «Μα αφού είναι νεκρές.» 

«Έχει δίκιο» συμφώνησε ο Αριστοτέλης. «Κοιτάξτε προσεχτικά. Το

έδαφος δεν είναι καμένο και σαπισμένο. Δεν περιστοιχίζεται η πόλη από

την ομίχλη. Και το κυριότερο, δεν υπάρχουν ζωντανοί Θανατώριοι και οι

Αμαζόνες δεν μετατράπηκαν σε τέτοιους.» 

Ο Έκτορας δεν ήξερε τι να πιστέψει. Μακάρι οι δύο άντρες να είχαν

δίκιο… μόνο ένας τρόπος υπήρχε να το μάθουν. 

«Πάμε να ψάξουμε την πόλη» πρότεινε με θλιμμένη φωνή. «Αν νίκησαν,

σίγουρα κάποιες θα έμειναν ζωντανές.»Έτσι και έγινε. Πήραν ένα

κατηφορικό μονοπάτι και έφτασαν στα ερείπια, όπου χωρίστηκαν

ψάχνοντας για επιζήσαντες. Ο Έκτορας ένιωσε φρίκη να αναδύεται από

το στομάχι του βλέποντας τα άψυχα σώματα των όμορφων γυναικών.

Απαίσιο θέαμα! Η οργή μέσα του φούντωνε διαρκώς βλέποντας τα

απάνθρωπα κατορθώματα του Ζακχαέρ Ντων. Τόσες αδικοχαμένες ψυχές

εξαιτίας μιας ανόητης εμμονής και μιας ακατανόητης δίψας για εξουσία.

 Ήταν παρανοϊκό. Συνέχισε να ψάχνει μέσα στα κατεστραμμένα σπίτια και

κάτω από τα ερείπια, μάταια όμως. Δεν άφησαν ζωντανά ούτε τα άλογα

που κείτονταν νεκρά μέσα σε έναν ετοιμόρροπο στάβλο. Αναστέναξε

απογοητευμένος όταν άκουσε βήματα κοντά του. Αργά σταθερά βήματα

που έφταναν στα αυτιά του από το πίσω μέρος του στάβλου. Προχώρησε

προσεχτικά, αθόρυβα, κολλημένος πάνω στους ερειπωμένους τοίχους

πηγαίνοντας να δει ποιος ήταν εκεί. Όταν έφτασε πίσω από τον στάβλο η

απογοήτευσή του έγινε δυνατότερη.

 Ένας μοναχικός Θανατώριος βάδιζε, μουγκρίζοντας, ανάμεσα σταερείπια. Στα χέρια του κρατούσε ένα κυρτό σπαθί βαμμένο με  αίμα.

Κοντοστάθηκε για λίγο σαν να αφουγκραζόταν. Ο Έκτορας πίστεψε ότι

τον κατάλαβε και έβγαλε το σπαθί του να του χιμήξει. Αυτός όμως

στράφηκε σε ένα ερειπωμένο κτίριο δίπλα στον στάβλο και προχώρησε

βιαστικά. Ο νεαρός παραξενεύτηκε και προχώρησε προσεχτικά να δει τι

έκανε ο Θανατώριος. Στεκόταν πάνω από τα ερείπια και ύψωσε το σπαθί

του. Τι στο καλό έκανε;  Κοίταξε πιο καλά στα ερείπια. Του κόπηκε η

αναπνοή από την έκπληξη και την αγωνία. Δεν είχε καιρό για χάσιμο.

Άρπαξε μια βαριά πέτρα και την πέταξε με δύναμη στον Θανατώριο. Τον

πέτυχε στο κεφάλι και εκείνος άφησε το σπαθί του ουρλιάζοντας από

πόνο. Ο νεαρός κρατώντας σφιχτά το ξίφος του έτρεξε προς το μέρος τουαφήνοντας έναν οργισμένο βρυχηθμό να πετάξει από τα χείλη του. Το

Page 40: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 40/322

39

αιφνιδιασμένο τέρας δεν πρόφτασε  να κάνει τίποτε άλλο από το να βλέπει

την λεπίδα να χώνεται βαθιά στο στήθος του σκοτώνοντας το. Δίπλα του

ένα όμορφο πλάσμα κοιτούσε αποσβολωμένο, αδυνατώντας να καταλάβει

τι είχε συμβεί. Ήταν εξαντλημένη από την κούραση και την πείνα,

εντελώς ταλαιπωρημένη και παραλίγο νεκρή, ώσπου φάνηκε από το

πουθενά ένας άντρας σώζοντας την ζωή της. Ύψωσε το κεφάλι να δει το νεαρό λυτρωτή της. 

«Ευχαριστώ» ψιθύρισε και έπειτα λιποθύμησε ξαπλωμένη πάνω στα

ερείπια όπως ήταν. Μετά από λίγες στιγμές έφτασαν και οι άλλοι τρεις

τρέχοντας. Είχαν ακούσει τον Έκτορα να ουρλιάζει και φοβήθηκαν πως

κάτι του συνέβη. Τον βρήκαν σκυμμένο πάνω από την νεαρή κοπέλα να

χαϊδεύει το ματωμένο κεφάλι της. Την πήρε στην αγκαλιά του και πήγε

κοντά τους. 

«Βρήκατε κανέναν άλλον;» ρώτησε. Όλοι έγνεψαν αρνητικά. Κοίταξε

την κοπέλα. 

«Φαίνεται ότι μόνο αυτήν επέζησε. Πρέπει να την φροντίσουμε.» 

Αμέσως πήγαν στο ρυάκι που συνάντησαν και μέσα στο δάσος, το οποίο

περνούσε δίπλα από την πόλη των Αμαζόνων. Ο Έκτορας ακούμπησε

απαλά την νεαρή κοπέλα δίπλα στην όχθη, έσκισε ένα κομμάτι από την

μπλούζα του, το μούσκεψε καλά και καθάρισε το πρόσωπο και τα χέρια

της από τα αίματα. Τότε πρόσεξε πόσο όμορφη ήταν. Ένα γοητευτικό

κορίτσι κοντά στην ηλικία του, σπάνιας ομορφιάς  και ακαταμάχητης

γοητείας, ήταν ξαπλωμένο πλάι του. Είχε κατάμαυρα μαλλιά, κατσαρά,

απαλά σαν να είχαν υφανθεί από μεταξένιες κλωστές και μακριά μέχρι

την μέση. Το δέρμα της ήταν κατάλευκο σαν χιόνι, έλαμπε σαν να

αντανακλούσε πάνω του το χλωμό φως των αστεριών, παρ’ όλο που ήταν

μέρα μεσημέρι, και βελούδινα μαλακό. Στο πεντάμορφο πρόσωπο της είχε

μια λεπτή διακριτική  μύτη, κατακόκκινα μεγάλα δροσερά χείλη και δύο

αγγελικά μάτια, αμυγδαλωτά με μεγάλες βλεφαρίδες. Το σώμα της ήταν

σφιχτό και γυμνασμένο, αλλά εξέπεμπε μια σαγηνευτική θηλυκότητα..

Από την κολλημένη στον κορμό της μπλούζα ξεπετάγονταν τα δύο

μεγάλα στήθια της σαν δύο λόφοι, ομοιόμορφα σμιλεμένοι από την φύση,

που βασίλευαν πάνω σε μια ωραία κοιλάδα δροσίζοντας και

ομορφαίνοντας την με την παρουσία τους. Ο νεαρός είχε βυθιστεί στηνμαγεία της ομορφιάς της για μερικές ατελείωτες στιγμές πριν τον

επαναφέρει στην πραγματικότητα ο Αριστοτέλης που ήρθε να φροντίσει

τις πληγές της.

Ο Έκτορας έμεινε κοντά της όλη μέρα, δίπλα στον μάγο, που με διάφορα

γιατροσόφια και φίλτρα επούλωνε τις πληγές που είχε στα χέρια και την

κοιλιά της. Όταν απόκαμε, ο ήλιος άρχισε να κρύβεται πίσω από τα

βουνά. Ήταν αργά για να ταξιδέψουν και αποφάσισαν να περάσουν το

βράδυ εκεί. Ο Αχιλλέας με τον Φίλιππο βρήκαν μερικά εφόδια, ρούχα,

τρόφιμα και σκεπάσματα και είχαν ανάψει ήδη φωτιά, όταν γύρισαν από

το ρυάκι ο Αριστοτέλης με τον Έκτορα κουβαλώντας στα χέρια του τηναναίσθητη κοπέλα. Την άφησε χάμω κοντά στη φωτιά και έριξε πάνω της

Page 41: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 41/322

40

μια χειροποίητη κουβέρτα από αυτές που βρήκαν οι άλλοι δύο άντρες.

Βράδιαζε σιγά-σιγά, πήγαινε η μέρα να ξαποστάσει, ξυπνούσε η νύχτα

φορώντας το μαύρο φόρεμα με λαμπερά κεντήματα από αστέρια και το

λαμπερό καπέλο της, την σελήνη. Ξυπνούσαν μαζί της οι λύκοι, τα

αηδόνια, οι οχιές και τα υπόλοιπα πλάσματα της νύχτας για να

τραγουδήσουν, να κυνηγήσουν, να φάνε, να κάνουν έρωτα και σαν έρθειτο ξημέρωμα να ξαποστάσουν, καταπώς τα προστάζει η φύση. 

Καθισμένοι πλάι στα ερείπια κοντά στη ζεστασιά της φωτιάς οι πέντε

άντρες έτρωγαν ψωμί, παστό χοιρινό και ψητές πατάτες, έπιναν κρασί και

κοιτούσαν πότε-πότε μήπως ξυπνήσει η κοπέλα που κοιμόταν κοντά τους. 

«Πως τα πάει;» ρώτησε ο Φίλιππος τον Αριστοτέλη. 

«Το τραύμα στην κοιλιά ήταν βαθύ αλλά μέχρι αύριο θα συνέλθει.» 

«Τι συνέβη εδώ τελικά;» 

«Λοιπόν, μάλλον όταν φτάσαμε, ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει ακόμα. Η

Αμαζόνες αντιστάθηκαν γενναία  και τελικά  έμεινε μόνο ένας ζωντανός

από κάθε μεριά. Οι Θανατώριοι δεν έχουν ανάγκη από τροφή και νερό.

Σίγουρα παραφυλούσε, περιμένοντας να εξαντληθεί η κοπέλα. Φτάσαμε

πάνω στην ώρα για να την σώσουμε.»  έκανε μια μακρά παύση πριν

συνεχίσει. 

«Πάντως ο Ζακχαέρ Ντων δεν θα αργήσει να μάθει τι συνέβη εδώ.

Τυπικά, οι Αμαζόνες νίκησαν την μάχη αλλά η πόλη ξεκληρίστηκε.

Σύντομα θα στείλει νέες δυνάμεις να την καταλάβουν. Αύριο το πρωί

πρέπει να φύγουμε.» κατέληξε. 

Η υπόλοιπη βραδιά κύλισε ήσυχα με τους πέντε άντρες να κοιτάνε

αμίλητοι τον ατίθασο χορό της πορτοκαλιάς φωτιάς πάνω στα κούτσουρα

βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Ο Έκτορας κάθε τόσο έριχνε κλεφτές

ματιές στην Αμαζόνα που κοιμόταν βαθιά.  Στο φως της φωτιάς τα λινά

μαλλιά της έλαμπαν και έπαιρναν μια κόκκινη απόχρωση. Το μαλακό

δέρμα της ακτινοβολούσε από λευκό φως λες και το κορίτσι είχε μέσα του

φυλακισμένα τα αστέρια. Ήταν πραγματικά πανέμορφη. Θαρρείς και ήταν

η θεά Αφροδίτη των αρχαίων Ελλήνων που κοιμόταν μπροστά του με

σάρκα και οστά.  Δεν είχε ύπνο, σηκώθηκε να περπατήσει. Έφτασε στιςπαρυφές του δάσους κοιτώντας τα αστέρια να του γελάνε με το

τρεμουλιαστό φως του και να παίρνουν στον ουρανό την όψη της

Αμαζόνας.  Έφερνε στο μυαλό του συνεχώς την στιγμή που την έσωσε,

που τον ευχαρίστησε, που χάιδευε τα μεταξένια μαλλιά της και το όμορφο

πρόσωπο της. Τον επανέφερε κάτι στην πραγματικότητα.

Μέσα στις σκιές του δάσους άκουγε βήματα. Η καρδιά του χτύπησε

δυνατά. Δεν είχε μαζί του το σπαθί, πήρε μια πέτρα και κρύφτηκε πίσω

από μια βατομουριά. Τα βήματα πλησίαζαν αν και δισταχτικά. Ύψωσε το

κεφάλι να δει. Μπροστά του έλαμπαν σαν κεριά δύο κατακίτρινα,

γνώριμα μάτια. Είχε να τα αντικρίσει βδομάδες ολόκληρες. Η Νύχτα τονβρήκε, επιτέλους. Γρύλισε σαν να έλεγε στον φίλο της καλώς σε βρήκα. Ο

Page 42: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 42/322

41

 Έκτορας δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα πεταχτό γέλιο. Έσπευσε στο

μέρος που κατασκήνωσαν και πήρε μερικά αποφάγια από παστό κρέας. Η

λύκαινα δεν έτρωγε από το χέρι του αλλά καθόταν αρκετά κοντά του για

 να την ταΐσει. Έτρωγε εκείνη με ευχαρίστηση, ο Έκτορας της διηγούνταν

βουβά τις περιπέτειές του, της είπε για την Αμαζόνα και εκείνη του

αποκρίθηκε με ένα φιλικό γρύλισμα. Ήταν η καλύτερη συμβουλή καθώςμπορούσε να ερμηνεύσει το γρύλισμα όπως ένιωθε. Η Νύχτα τον κοίταξε

μερικές στιγμές και έπειτα χάθηκε μες στο δάσος να βρει τους

συντρόφους της που ούρλιαζαν ευτυχισμένοι και ερωτευμένοι γεμίζοντας

με το τραγούδι τους,  φλόγες πάθους το σιωπηλό δάσος.  Ο Έκτορας

στάθηκε για λίγο και έπειτα ένιωσε κούραση να καταβάλει το σώμα του

και να βαραίνει τα βλέφαρα του. Μάζεψε μερικά ξύλα να ρίξει στη φωτιά

και έπεσε για ύπνο με όνειρα γεμάτα από γυναικείο χρώμα. 

Ξύπνησε τελευταίος από τους υπόλοιπους άντρες. Όταν άνοιξε τα

πρησμένα μάτια του, οι άλλοι είχαν ήδη ετοιμαστεί και έβαζαν τα

εναπομείναντα εφόδια στα δισάκια που πήραν από την ερειπωμένη πόλη. Έστρεψε το κεφάλι δεξιά. Το κορίτσι κοιμόταν ακόμα. Ήταν εξαντλημένο

από την φριχτή δοκιμασία και βυθίστηκε στον λήθαργο, να πάρει

δυνάμεις και να ξεχαστεί. Ο νεαρός ανασκουμπώθηκε και ετοιμάστηκε

γρήγορα. Πρότεινε να περιμένουν να συνέλθει το κορίτσι όμως ο

Αριστοτέλης επέμενε να φύγουν αμέσως. Έτσι με δισταχτικά βήματα πήγε

προς το μέρος της να την ξυπνήσει. Κοίταξε έντονα το γαλήνιο, λαμπερό

πρόσωπό της και την σκούντησε απαλά στον ώμο. Η Αμαζόνα ξύπνησε

αμέσως. Έμοιαζε χαμένη, κοίταξε βιαστικά γύρω της και έπειτα τον

 Έκτορα κατευθείαν στα μάτια. Ο ίδιος ανταπέδωσε το βλέμμα.

Προσπάθησε να διακρίνει το χρώμα των ματιών της. Δυσκολευόταν να το

προσδιορίσει. Πότε τα έβλεπε καταπράσινα σαν χλωρό γρασίδι, πότε

γαλανά σαν τον ουρανό, πότε γκριζοπράσινα σαν ανθισμένα βράχια, πότε

βαθυγάλανα σαν θάλασσα. Ένιωθε να βυθίζεται στο βλέμμα της. Δεν

κοιτούσε μάτια. Είχε βουτήξει σε δύο γαλαζοπράσινες λίμνες που

άλλαζαν χρώμα αντανακλώντας το φως του ήλιου και απολάμβανε το

δροσερό νερό τους να τυλίγει το σώμα του.  Έπειτα μίλησε. 

«Σε θυμάμαι… με έσωσες» 

Η φωνή της ήταν σαν παγωμένο νερό από την καρδιά του βουνού που

κυλούσε σε διψασμένο λαρύγγι. Ο Έκτορας κοίταξε το σώμα της, τοπρόσωπο της, τα μάτια της, έφερε στο νου του ξανά την φωνή της. Ένα

δυνατό συναίσθημα άνθισε στα στήθια του. Ένιωθε την καρδιά του σαν

θράκα έτοιμη να σβήσει πάνω στα παγωμένα κάρβουνα όταν ήρθε ένα

απαλό αεράκι που ξαναφούντωσε την φλόγα της και άρχισε πάλι να καίει,

 να φωτίζει, να ζεσταίνει. 

«Με έσωσες!» επανέλαβε η Αμαζόνα στον αποσβολωμένο Έκτορα. 

«Ν- Ναι.» τραύλισε αδύναμα. «Συγνώμη που σε ξύπνησα μα πρέπει να

φύγουμε από εδώ.» 

Η Αμαζόνα κοίταξε τους άλλους τρεις και έγνεψε στον Έκτορα. 

Page 43: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 43/322

42

«Σου χρωστάω την ζωή μου. Είμαι η Ανδρομάχη.»

Με την καρδιά του να τυμπανίζει καθώς τον κοιτούσε με την

φλογισμένη ματιά της η Αμαζόνα, έπιασε το χέρι της να την βοηθήσει να

σηκωθεί. Ένιωσε το απαλό άγγιγμά της σαν χάδι από μεταξένιο πέπλο.Πήρε βαθιά ανάσα πριν μιλήσει. 

«Είμαι ο Έκτορας.» έδειξε τους τρεις άντρες πίσω του. 

«Αυτοί είναι ο Αριστοτέλης, ο Φίλιππος και ο Αχιλλέας. Όμως πρέπει

 να βιαστούμε, να φύγουμε από εδώ. Μπορεί να έρθουν και άλλοι

Θανατώριοι. Είσαι έτοιμη;»

Η Ανδρομάχη κοντοστάθηκε επεξεργαζόμενη  στο κουρασμένο, άυπνο

μυαλό της τα λόγια του. Έπειτα έγνεψε θετικά. Ο Έκτορας την περίμενε

 να ετοιμαστεί, της πρόσφερε λίγο ψωμί και ξεκίνησαν το ταξίδι τους. ΟΑριστοτέλης τους μήνυσε πριν ξυπνήσει η κοπέλα πως θα συνέχιζαν προς

την σπηλιά χωρίς διακοπές. Είχαν χάσει πολύτιμο χρόνο. Η Αμαζόνα

έμενε αμίλητη, χαμένη στις σκέψεις της,  καθώς ακολουθούσε μηχανικά

τους τέσσερις άντρες. Την καταλάβαιναν απόλυτα. Άλλωστε όλοι τους,

εκτός του μάγου, είχαν υποστεί σχεδόν την ίδια μοίρα. Πάλεψαν μέρες και

 νύχτες αδίσταχτα πλάσματα, βλέποντας την οικογένεια, τους φίλους τους

 να πεθαίνουν, την πόλη τους να καταστρέφεται. Ο Έκτορας δεν θα

ξεχάσει ποτέ τα μάτια της νεογέννητης αδερφής του καθώς καιγόταν στα

συντρίμμια του σπιτιού τους. Πήγε μπροστά να μιλήσει με τον

προπορευόμενο Αριστοτέλη. 

«Μοιάζει χαμένη» του είπε. 

«Χρειάζεται χρόνο να συνέλθει. Είναι δυνατή. Κάνε υπομονή» τον

συμβούλεψε ο μάγος. Έκανε μια παύση και συνέχισε. 

«Τώρα, άκουσε με προσεχτικά Έκτορα. Πρέπει να την βοηθήσεις να

ξεπεράσει το σοκ γρήγορα. Έχεις προσωπική εμπειρία, άλλωστε, της

κατάστασης της. Μόλις συνέλθει πρέπει να την πείσεις να συμμαχήσουν

οι υπόλοιπες Αμαζόνες μαζί μας. Είναι η μόνη που μπορεί να

επικοινωνήσει με τις άλλες πόλεις τους. Και πριν με ρωτήσεις γιατί το

αναθέτω σε εσένα, σου λέω ότι η έλξη μεταξύ σας είναι αμοιβαία. Οιαύρες σας ταιριάζουν, το αισθάνομαι» του είπε γελώντας πονηρά.   Έπειτα

προχώρησε μπροστά μουρμουρίζοντας κάτι στον Ερμή. Ο Έκτορας έκανε

μια στιγμιαία παύση. Ακούγοντας τα λόγια του Αριστοτέλη ένιωσε την

φλόγα μέσα του να τον ζεματίζει. Ένα συναίσθημα χαράς αναμιγμένο με

άγχος τον κυρίεψε. Χαρά, καθώς ο γέροντας τον διαβεβαίωσε ότι η έλξη

που ένιωθε για την Αμαζόνα ήταν αμοιβαία. Άγχος γιατί έπρεπε να της

μιλήσει. Δεν είχε ιδέα τη να της πει. Φοβόταν ότι με το που άνοιγε το

στόμα του θα φανεί χαζός ή γελοίος στην Ανδρομάχη και θα την

απογοητεύσει. Ήθελε να της κάνει καλή εντύπωση. Έτσι σε όλη τη

διάρκεια της διαδρομής έστυβε το μυαλό του διαλέγοντας τα λόγια που θα

της πει. Ήθελε να την εντυπωσιάσει όμως τελικά δεν κατέληξε πουθενά.

Page 44: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 44/322

43

Το βράδυ ήρθε πριν το πάρει χαμπάρι. Είχαν απομακρυνθεί αρκετά από

την πολιτεία των Αμαζόνων, περπάτησαν πολλά χιλιόμετρα και

αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν στην κορυφή ενός ψηλού λόφου, δίπλα

σε έναν γέρο πλάτανο. Εκεί κοντά υπήρχαν τα ερείπια ενός αρχαίου

κάστρου στο οποίο κατοικούσαν πολέμιοι των Αμαζόνων πριν τους

αφανίσουν οι τρομερές πολεμίστριες. Ο Αριστοτέλης άναψε φωτιά και οιάντρες έστρωσαν τα φτωχικά τους σκεπάσματα κάτω από τον γιγάντιο

κορμό του πλατάνου. Η Ανδρομάχη κάθισε αποκαμωμένη στον πλάτανο

κοιτώντας το κενό με απλανές βλέμμα. Ο Έκτορας την παρακολουθούσε

διαρκώς και στο μυαλό του τριγυρνούσε και επαναλαμβανόταν η

ερώτηση: Τι να της πω; Τι να της πω;  Οι υπόλοιποι έκατσαν γύρω από

την φωτιά και έβαλαν να ζεσταθεί λίγο παστό κρέας. Έπρεπε να της

μιλήσει. Δεν άντεχε άλλο. Δεν ήξερε τι θα της έλεγε , αλλά έπρεπε να της

μιλήσει.  Πήγε κοντά στους άλλους και πήρε μια φέτα ψωμί και λίγο

κρέας. Έπειτα με δισταχτικά, αθόρυβα βήματα την πλησίασε. Τον

κατάλαβε, έστρεψε ελαφρά το κεφάλι αλλά δεν τον κοίταξε. Το βλέμμα

της ήταν καρφωμένο χάμω όμως δεν κοιτούσε το γρασίδι ούτε το χώμα.Κοιτούσε μέσα στην ψυχή της, βλέποντας τις σκέψεις της και τις

αναμνήσεις της. Αντίκριζε ένα φριχτό θέαμα όμως ήταν παγιδευμένη

μέσα σε αυτό. Απασχολούσε το μυαλό της βασανίζοντας  το  σαν

πυρωμένη μαχαιριά. Ο Έκτορας πήρε μια βαθιά ανάσα και κάθισε πλάι

της. 

«Πρέπει να πεθαίνεις της πείνας. Έλα να φας. Χρειάζεσαι δυνάμεις…»

της είπε σιγανά και της πρόσφερε το ψωμί και το παστό κρέας. Εκείνη,

αμίλητη πάντα, τα πήρε με αργές κινήσεις και άρχισε να μασουλάει

απρόθυμα σαν να έκανε μια ενοχλητική αγγαρεία. Δεν κούνησε καθόλου

τα μάτια της απορροφημένη ακόμα στις φριχτές σκέψεις που την

καταδυνάστευαν. Ο Έκτορας πτοήθηκε προς στιγμήν από την απόμακρη,

ψυχρή συμπεριφορά της. Όμως την καταλάβαινε απόλυτα. Θυμήθηκε

όταν ξύπνησε στο σπίτι του Αριστοτέλη πριν δεκαπέντε χρόνια. Είχε

αμνησία, βρισκόταν σε ένα άγνωστο μέρος και έτρεμε από τον φόβο του. 

Τον ενθάρρυνε η ζεστή και φιλική συμπεριφορά του γέρου φίλου του και

τον έκανε να αισθανθεί ασφαλής. Έτσι ο νεαρός προσπάθησε να δώσει

στη φωνή του όσο πιο ζεστό τόνο μπορούσε και να την κάνει να φανεί

ευπρόσδεκτή και ασφαλής.

«Ανδρομάχη, πέρασες μια φριχτή δοκιμασία…» 

«Τι θες από εμένα;» τον διέκοψε με ψυχρή επιθετική φωνή. 

«Συγγνώμη;» έκανε αιφνιδιασμένος ο Έκτορας. 

«Τι θες; Γιατί δεν με αφήνεις στην ησυχία μου; Παράτα με!» 

Ο Έκτορας έχασε την μιλιά του. Το τελευταίο που περίμενε ήταν μια

τόσο επιθετική συμπεριφορά. Θύμωσε προς στιγμήν όμως άκουσε μέσα

του την φωνή του Αριστοτέλη: Περνάει δύσκολες στιγμές Έκτορα… 

Page 45: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 45/322

44

 Όμως εκείνος δεν αντέδρασε επιθετικά όταν του μίλησε ο Αριστοτέλης.

Τότε σκέφτηκε κάτι σημαντικό. Εκείνος δεν θυμόταν τι του είχε συμβεί.

 Ήταν πολύ επώδυνο αλλά δεν τον βασάνιζαν οι αναμνήσεις που

βασάνιζαν τώρα την Ανδρομάχη.   Ήταν λογικό αυτό το ξέσπασμα.

Χρειαζόταν χρόνο. Οι σκέψεις ανέμιζαν μέσα στο μυαλό της και την

πονούσαν, χτυπώντας την δυνατά μέσα στο όμορφο κεφάλι της. Έπρεπε να περιμένει να κατακαθίσουν οι σκέψεις, να καταλαγιάσει ο

βασανιστικός πόνος. Αφού σκέφτηκε ψύχραιμα, ο νεαρός της απάντησε

με ήρεμη φιλική φωνή. 

«Σου συνέβη κάτι φριχτό. Η δοκιμασία συνεχίζετε ακόμα και πονάς

πολύ μόνο στη σκέψη όσων έγιναν. Ο πόνος σου βγαίνει προς τα έξω με

θυμό και απόγνωση. Πονάς πολύ ακόμα και για να δεχτείς

συμπαράσταση. Πιστεύεις ότι μόνο αυτός σε κρατά στη ζωή. Είμαι εδώ

για να σε βοηθήσω Ανδρομάχη, έστω και αν αυτό σημαίνει να ξεσπάσεις

πάνω μου…» 

«Άκουσε με προσεχτικά, φιλόσοφε. Το μόνο που θέλω είναι να με

αφήσεις ήσυχη. Είμαι μεγάλο κορίτσι αν δεν το πρόσεξες και λύνω μόνη

μου τα προβλήματά μου. Δεν θέλω την συμπόνια ή την βοήθεια σου.» 

Ο Έκτορας έφυγε αφού πρώτα έκλινε ελαφρά το κεφάλι.   Είχε

απογοητευτεί οικτρά.  Χρειάζεται χρόνο Έκτορα, να συνέλθει. Χρειάζεται

να δείξεις υπομονή.  Θύμισε στον εαυτό του. Γενικά δεν ήταν καθόλου

 υπομονετικός άνθρωπος. Συνήθως αν του μιλούσαν έτσι θα

αποκαρδιωνόταν, θα θύμωνε και θα μάλωνε. Όμως ήταν δύσκολο να μην

κάνει υπομονή με αυτήν την γυναίκα. Ήταν πραγματικά πανέμορφή και

κοιτώντας την στα μάτια έβλεπες το βάθος της ψυχής της, τη καλοσύνη

την αθωότητα αλλά και τον δυναμισμό που εξέπεμπαν. Άλλωστε ο

 Έκτορας στοιχημάτιζε ότι και αυτός επιθετικά θα αντιδρούσε αν είχε τόσα

προβλήματα και τον πλησίαζε κάποιος μιλώντας του με τόσο

εκνευριστική καλοσύνη. Σκεπτόμενος αυτό δεν μπόρεσε παρά να

χαμογελάσει αμυδρά. Κάτι μέσα του, του ψιθύριζε πως αν και δεν είχαν

ανταλλάξει παρά δύο κουβέντες με την Ανδρομάχη, εκείνη είχε χαραχτεί

βαθιά στην ψυχή του. Ανεξάλειπτα. Ξάπλωσε κοντά στον Φίλιππο με το

βλέμμα του παγιδευμένο στην πανέμορφη όψη της Αμαζόνας, ώσπου τον

πήρε ο ύπνος. Είχε ευχάριστο ύπνο πλημμυρισμένο από την αιθέρια 

μορφή της κοπέλας που τον συνόδευε διαρκώς. Χόρτασε ύπνο καιξύπνησε  νωρίτερα από όλους. 

Ο ουρανός ήταν σκοτεινός ακόμα αλλά μια πυρωμένη λωρίδα στο βάθος

του ορίζοντα προανήγγειλε την εμφάνιση του ήλιου. Σηκώθηκε,

τεντώθηκε να ξεπιαστεί και αποφάσισε  να κάνει μια βόλτα γύρω από τον

λόφο. Ένα κουνάβι που επέστρεφε από το νυχτερινό κυνήγι κρατώντας

στο στόμα του έναν λαγό έτρεξε να κρυφτεί μόλις τον είδε δημιουργώντας

ένα μακροσκελές σούρσιμο στο υγρό γρασίδι. Δύο ερωτευμένα

 νυχτοπούλια πέταξαν μακριά και πήγαιναν να κουρνιάσουν αγκαλιασμένα

στην κουφάλα ενός ξερού δέντρου. Και να πάλι η Νύχτα , τον καλημέρισε

κοιτώντας τον με τα λαμπερά κίτρινα μάτια της από την βάση του λόφου.Από το στόμα της έσταζαν χοντρές σταγόνες αίμα που δήλωναν ότι και

Page 46: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 46/322

45

αυτή μόλις γύρισε από την νυχτερινή επιδρομή της. Στάθηκαν και οι δύο

και παρατηρούσαν ο ένας τον άλλον ανταλλάσσοντας λόγια που ανέμιζαν

βουβά στον αέρα και χώνονταν στην καρδιά τους. Ώσπου η Νύχτα

διέκοψε τον σιωπηρό διάλογο τους με ένα βαθύ γρύλισμα. Έπειτα έφυγε  

γρήγορα και χάθηκε μες στα μακριά αγριόχορτα. Ο Έκτορας άκουσε

βήματα πίσω του. Κάποιος άλλος ξύπνησε και η παρουσία του ήταν πουτρόμαξε την λύκαινα. Πριν προλάβει να στραφεί πίσω ένα χέρι άγγιξε τον

ώμο του. Δεν ήταν άγγιγμα. Ήταν απαλό χάδι μεταξένιου φτερού που

χόρευε στο ανέμισμα του ανέμου. Τι απαλό και ζεστό χέρι! Ο νεαρός

ένιωσε την φλόγα μέσα του να φουντώνει, ζεμάτιζε τα κόκκαλα του, τους

μύες του, έβραζε το αίμα του και τον γέμιζε με ενέργεια. Ώσπου ήρθε στο

 νου του αστραπιαία η βασανιστική ερώτηση: τι να της πω; Ενώ μέσα του

δούλευε πυρετωδώς να διαλέξει τα κατάλληλα λόγια η Ανδρομάχη τον

απάλλαξε από το φορτίο μιλώντας εκείνη πρώτη:

«Πως κατάφερες να τον δαμάσεις;» αναρωτήθηκε ζεσταίνοντας τον αέρα

γύρω με την γλυκιά φωνή της. 

Ο Έκτορας αρχικά δεν συνειδητοποίησε για ποιο πράγμα μιλούσε.

Στράφηκε και την κοίταξε. Το βλέμμα της ανέμιζε στο σημείο όπου

προηγουμένως στεκόταν η Νύχτα. 

«Εεε, δεν τον-την δάμασα ακριβώς. Είναι άγρια άλλα για κάποιον λόγο

πλησιάζει μόνο εμένα.»Τραύλισε αμήχανα, αιφνιδιασμένος από την

εμφάνιση της. Δεν του απευθύνθηκε με τον ψυχρό, αυστηρό τόνο που του

μιλούσε χθες. Η φωνή της ήταν ήρεμη, γλυκιά και φιλική. Αυτό

αιφνιδίασε ακόμα περισσότερο τον Έκτορα, αν και τον ανακούφισε

στιγμιαία. «Κοιμήθηκες καλά; Μήπως σε ξύπνησα;» συνέχισε. 

Η Αμαζόνα έγνεψε όχι και ένα αδύναμο κουρασμένο χαμόγελο

εμφανίστηκε στα δροσερά ροδοκόκκινα χείλη της. 

«Ήθελα να σου ζητήσω συγνώμη για χθες. Σου μίλησα πολύ απότομα

και…» ο Έκτορας την διέκοψε με ένα νεύμα.

«Κοίτα, δεν είσαι η μόνη που πέρασες τέτοιες καταστάσεις, οπότε το

πρώτο πράγμα που οφείλω είναι να δείξω αμέριστη κατανόηση για

οποιαδήποτε αντίδραση σου. Οι τρεις από εμάς υπεστήκαμε την ίδια

μοίρα με εσένα και αντιδράσαμε το ίδιο άσχημα. Μάλλον εγώ σου οφείλωσυγνώμη γιατί δεν χειρίστηκα την κατάσταση όπως έπρεπε…»

Σιωπή. Η Αμαζόνα κούνησε αόριστα το  αιθέριο  κεφάλι έχοντας ένα

θλιμμένο χαμόγελο στα χείλη της.  Ο Έκτορας πήρε βαθιά ανάσα και

συνέχισε: 

«Ανδρομάχη, αυτή τη στιγμή βασανίζεσαι από τις φριχτές αναμνήσεις

και από απαίσιες σκέψεις. Το τελευταίο πράγμα που θέλουμε και οι δύο

είναι να προσθέσεις σε αυτό το αβάσταχτο βάρος τις τυχόν τύψεις για την

συμπεριφορά σου προς εμένα. Σου είπα, έχω περάσει ακριβώς τα ίδια και

δεν θα παρεξηγήσω οποιαδήποτε αντίδραση σου. Εκτονώσου, βγάλε τηνθλίψη και την οργή από μέσα σου. Είναι αβάσταχτο φορτίο, σαν

Page 47: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 47/322

46

δηλητηριώδες αγκάθι που σε πληγώνει ακατάπαυστα όσο μένει στα

σπλάχνα σου.» 

Η Ανδρομάχη ξέσπασε σε δυνατούς, γοερούς λυγμούς. Ο Έκτορας

ενστικτωδώς έσπευσε  να την αγκαλιάσει. Εκείνη αφέθηκε και άρχισε να

κλαίει ασταμάτητα.  Ήταν φοβερό να ακούς με την γλυκιά, αέρινη, απαλήφωνή της τους λυγμούς και τα κλάματα. Φριχτό να βγαίνουν από τα

διαμαντένια, αστραφτερά μάτια της καυτές σταγόνες δάκρυα. Ποιο

απάνθρωπο ον θα προκαλούσε τέτοια τραγική μοίρα σε αυτό το

αριστούργημα της φύσης, που τα λουλούδια θα ζήλευαν την ομορφιά της,

τα αηδόνια την φωνή της, το ουράνιο τόξο τα μάτια της, το μετάξι τα

μαλλιά της και το αφράτο χιόνι το δέρμα της; Ποιος δεν θα έδειχνε οίκτο

μπροστά σε τέτοια ομορφιά και θα την ανάγκαζε να κλάψει;  Ολόκληρη η

φύση κλαίει μαζί της και σκοτεινιάζει. 

«Τους σκότωσαν όλους.» άρχισε να λέει μέσα από τους λυγμούς ,

ασθμαίνοντας. «Τις πολεμίστριες μας, τα μικρά παιδιά ακόμα και τουςάντρες. Τους βασάνισαν όλους και τους σκότωσαν χωρίς έλεος. Χωρίς

δισταγμό.   Όλους. Τις φίλες μου, τις αδερφές μου, ολόκληρη την

οικογένεια μου. Όλους!» 

Ο Έκτορας δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα δάκρυ ακούγοντας την να

σπαράζει. Ένιωσε πρωτόγνωρό μίσος, μια αβυσσαλέα οργή ποτιστικέ στα

σωθικά του και ένιωσε ότι μόνο ένα πράγμα θα την εξάτμιζε. 

«Θα πληρώσουν Ανδρομάχη. Στον λόγο μου. Ότι και αν χρειαστεί,

αυτές οι πράξεις δεν θα μείνουν απλήρωτες.»

Ανελέητη εκδίκηση. Όλοι τους θα πέθαιναν. Θα γύριζαν  πίσω στον

καταραμένο τύμβο από τον οποίο με περίσσιο θράσος, αγνοώντας τις

προσταγές της φύσης, δραπέτευσαν. Ο Ζακχαέρ Ντων φοβόταν  το

θάνατο. Θα τον αντίκριζε σύντομα να τον χαιρετάει  πάνω από το ξίφος

του Έκτορα. Και θα αντίκριζε τον ίδιο τον Έκτορα με τον ίδιο φόβο που

θα αντίκριζε  τον Χάρο. Η Ανδρομάχη αναστέναξε βαθιά και σκούπισε,

τρέμοντας  τα μάτια της. Έμεινε ακόμα στην αγκαλιά του Έκτορα, τον

κοίταξε κατάματα και μίλησε με τρεμάμενη, θλιμμένη φωνή ενώ στο

πρόσωπο της κυλούσαν ακόμα χοντρές σταγόνες δάκρυα. 

«Τι είναι αυτά τα πλάσματα; Τι συμβαίνει;» θέλησε να μάθει. Ο Έκτορας

προσπάθησε αρχικά να την καθησυχάσει και την συμβούλεψε να

ηρεμήσει πρώτα, να πενθήσει όσο χρειαζόταν για τον χαμό των

αγαπημένων της και όταν κλείσουν οι πληγές της τραγωδίας της θα

μιλούσαν για τον Ζακχαέρ Ντων και την Σεθίρηκα. Η Ανδρομάχη μετά το

ξέσπασμα που είχε, συνέφερε κάπως και παρέμεινε αμίλητη καθισμένη

δίπλα στον Έκτορα. Στιγμές αργότερα ο ήλιος ξεκίνησε την ανοδική του

πορεία προς τον ουρανό και έλουσε με ασταμάτητους χείμαρρους φωτός

και ζεστασιάς την γη. Μια πράσινη σαύρα ξεπήδησε δειλά από μια τρύπα

στο χώμα και στάθηκε πάνω σε μια πέτρα να ζεστάνει το ψυχρό δέρμα

της. Ξύπνησε και ο Ερμής και πέταξε ψηλά να βρει κάποιο  πρωινόθήραμα. Ο Έκτορας καλημέρισε το πυρωμένο άστρο και γύρισε να

Page 48: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 48/322

47

κοιτάξει την Αμαζόνα. Αυτή έμοιαζε να καλωσόριζε με όλες τις αισθήσεις

της την αυγή και την καινούρια μέρα που διαγραφόταν μπροστά τους. Τα

κρυστάλλινα υγρά μάτια της ήταν καρφωμένα στον ήλιο, οσμίζονταν

δυνατά και είχε τα χέρια απλωμένα μπροστά της. 

Ζέστανε η φύση της μηχανές της και οι εργάτες της έπιασαν δουλεία. Ταπουλιά ξεκίνησαν το ζωηρό πρωινό ρεπερτόριο τους ενώ πετούσαν

αστραπιαία τρώγοντας μύγες και ζουμερές ακρίδες. Ξετρύπωσαν και οι

λαγοί και οι αρουραίοι από την ασφαλή αγκαλιά της γης και βγήκαν στην

επιφάνεια να φαν αγριόχορτα, έντομα και καρπούς να μαζέψουν ενέργεια

για τον χειμώνα, έκαμαν έρωτα μέσα στο δροσερό χορτάρι χαρούμενα, να

αναπαραχθούν, να κάνουν μπόλικους απογόνους. Όταν ο ήλιος

σκαρφάλωσε πάνω από τις ψηλές χιονισμένες κορυφές και ξεκίνησε να τις

ζεσταίνει και αυτές, οι πέντε ετοιμάστηκαν να συνεχίσουν το μακρινό,

αβέβαιο ταξίδι τους.

Η Ανδρομάχη φαινόταν  να ακολουθεί την συμβουλή του Έκτορα ναπενθήσει για τον χαμό των δικών της ανθρώπων. Για μια βδομάδα δεν

ξαναμίλησε σε κανέναν και παρόλο που το ύφος της παρέμεινε θλιμμένο

και πένθιμο, το απλανές βλέμμα και η σύγχυση χάθηκαν από πάνω της. Ο

 Έκτορας ένιωθε μια μικρή ικανοποίηση καθώς έβλεπε τα αποτελέσματα

της προσπάθειας του.

Στο μεταξύ οι ταξιδιώτες περπάτησαν πολλά χιλιόμετρα υπό την

καθοδήγηση του Αριστοτέλη. Συνάντησαν άλλες δύο πόλεις στη διαδρομή

τους όμως το θέαμα παρέμενε δυσάρεστο. Η ίδια σκοτεινή, πηχτή ομίχλη.

Η ίδια ξεραμένη, καμένη γη και οι  συνήθεις τρομεροί βρυχηθμοί των

Θανατώριων να ξεπηδούν μέσα από το απόκοσμο σκοτάδι. Σύντομα

άφησαν πίσω τους αυτές τις φριχτές εικόνες όπως και τα καταπράσινα

λιβάδια σπαρμένα από αγριόχορτα και πολύχρωμα λουλούδια και

πλημμυρισμένα  από την ζεστασιά της ανοιξιάτικης λιακάδας. Τα

αντικατέστησαν άγριες κοιλάδες κεντημένες σε ορεινό μοτίβο.

Περιστοιχίζονταν από ψηλά έλατα με χοντρούς κορμούς ενώ ανάμεσα

στους ψυχρούς βράχους, που ήταν αγκαλιασμένοι από βρύα, φύτρωναν

καστανόξανθα πουρνάρια με ακανθώδες φύλλωμα. Σε μερικά σημεία

 υπήρχαν λευκά αγριολούλουδα τα οποία ήταν ανθεκτικά στην παγωμένη

ανάσα των αρχαίων βουνών που στέγαζαν τις κοιλάδες.  Οι ισχνές

βουνίσιες μέλισσες πάσχιζαν να ρουφήξουν νέκταρ από τα λουλούδια καιτα θυμάρια, για να φτιάξουν γλυκό μέλι   να τραφούν, όπως και οι

αρκούδες που κατασπάραζαν ότι έβρισκαν μπροστά τους καθώς βγήκαν

σκελετωμένες από την χειμερία νάρκη. Μαζί τους, ακολουθούσαν

δισταχτικά ένα-δυο αρκουδάκια με απαλό χνουδωτό τρίχωμα που έπαιζαν

και εξερευνούσαν τον καινούριο τους κόσμο που πρόσφερε στα

 νεοφερμένα μέλη της η φύση. Τα ελάφια με τα μακριά τους μπλεγμένα

κέρατα τσακώνονταν μεταξύ τους να εντυπωσιάσουν τις ελαφίνες και να

τις διεκδικήσουν ενώ αυτές βοσκούσαν ανέμελες να κατεβάσουν γάλα για

τα ζωηρά βλαστάρια τους. 

Page 49: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 49/322

48

Ο Κούφιος Γίγαντας  

 να απόγευμα, οι πέντε ταξιδιώτες σταμάτησαν σε ένα βραχώδες

ξέφωτο και κατασκήνωσαν κάτω από ένα ψηλό κυπαρίσσι. Γύρω

τους υπήρχε ένα δάσος από ελάτια και οξιές, πουρνάρια, φτέρες

και γαϊδουράγκαθα. Ήταν πυκνό και σε ορισμένες περιοχές που δεν

έφτανε ο ήλιος υπήρχαν κομμάτια από παγωμένο, γκριζωπό χιόνι. Ένας

αγριόγατος που μασουλούσε μια πέρδικα έφυγε γρήγορα από το ξέφωτο

μόλις αντίκρισε πέντε ανθρώπους να εγκαθίστανται σε αυτό. Δεν είχε

βραδιάσει ακόμα, αλλά οι ψηλές κορυφές σκέπασαν τον ήλιο αφήνοντας

μονάχο τον ουρανό να λάμπει γαλανός. Όταν ξαπόστασαν λιγάκι ο

Αριστοτέλης πήρε τον λόγο: 

«Καλύψαμε μεγάλο μέρος της διαδρομής. Σε μια-δυο μέρες θα έχουμε

φτάσει στο βουνό που μέσα του στεγάζεται η Σπηλιά.» κατέληξε με την

βαριά φωνή του. Οι υπόλοιποι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους ανακουφισμένοι

που ένα μέρος του ταξιδιού τους, επιτέλους, έφτανε στο τέλος του. Ο

Αχιλλέας πήγε και άρπαξε την πέρδικα που άφησε ο αγριόγατος. Ήταν

σχεδόν ακέραια, μόνο μια φτερούγα της έλειπε, και σίγουρα, θα γινόταν

χορταστικός μεζές. Όταν το φεγγάρι αναρριχήθηκε ψηλά στον ουρανό να

παρακολουθήσει τους πέντε ξενόφερτους του βουνού, το πουλί είχε γίνει

παρελθόν αφήνοντας μόνο τα κόκκαλα του στο ξηρό γρασίδι. Αφού 

απόφαγαν, ο Έκτορας πλησίασε την Αμαζόνα να της μιλήσει: 

«Πως τα πας;» ρώτησε.

«Καλύτερα. Πολύ καλύτερα, πράγματι. Είχες δίκιο. Χρειαζόμουν λίγο

χρόνο» 

«Ναι.» συμφώνησε εκείνος. «Βοήθησε και η συνεχής μετακίνηση. Δεν

σου αφήνει πολύ χρόνο να σκεφτείς…» 

«Τι συμβαίνει Έκτορα; Τι είναι όλα αυτά; Εσένα τι σου συνέβη;» 

Ο νεαρός γέλασε βεβιασμένα και, μάλλον, αμήχανα. 

«Δεν είναι και η  πιο ευχάριστη βραδινή συζήτηση,  αλλά… έχεις

δικαίωμα να ξέρεις.»

 Έτσι κύλησε μισή ώρα με τους δύο να μιλάνε για τον Ζακχαέρ Ντων,

την Σεθίρηκα, τους Θανατώριους και το παρελθόν του Έκτορα.  Η

Ανδρομάχη παρακολουθούσε προσεχτικά, και, πότε ταραζόταν έκδηλα

ενώ άλλοτε βυθιζόταν σε βουβή θλίψη, ίσως επειδή ότι  άκουγε της

θύμιζαν αυτά που υπέφερε η ίδια. Όταν ο Έκτορας τελείωσε την διήγηση

του εκείνη άφησε έναν δυνατό αναστεναγμό. 

 Έ 

Page 50: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 50/322

49

«Και σκοπεύεις να πολεμήσεις; Θα αντιμετωπίσεις τον Ζακχαέρ Ντων;»

αναρωτήθηκε. 

«Αν το καλοσκεφτείς, αργά ή  γρήγορα, θα βρεθούμε όλοι αντιμέτωποι

μαζί του. Δεν πρόκειται να μας αφήσει να ζήσουμε. Πρέπει να κερδίσουμετην ελευθερία μας, να διεκδικήσουμε την ζωή μας.  Άλλωστε μετά από τα

αίσχη που αντίκρισα να προκαλούν οι Θανατώριοι… το μίσος μέσα μου

φουντώνει για αυτό το πλάσμα. Δεν θα δυσαρεστηθώ ιδιαίτερα αν τον

σκοτώσω.»

«Ναι… αλλά είναι μεγάλο ρίσκο. Μπορεί να πεθάνεις. Δεν φοβάσαι;» 

«Μα και βέβαια; Ποιος  άνθρωπος δεν θα φοβόταν; Είναι μεγάλο το

βάρος που πρέπει να σηκώσω. Όμως, δεν σκοπεύω να ζήσω μες στον

φόβο. Ο Ζακχαέρ Ντων είναι ζωντανό παράδειγμα των συνεπειών μιας

τέτοιας ζωής. Όχι.  Θέλω να ζήσω. Αλλά όταν έρθει η ώρα νααντιμετωπίσω τον Εχθρό, δεν θα δειλιάσω. Θα τον κοιτάξω κατάματα και

θα τον πολεμήσω, να εκδικηθώ για όσα προκάλεσε σε εμένα, σε εσένα, σε

όλους μας.» 

Η Ανδρομάχη αναλογίστηκε στο μυαλό της όσα της είπε ο νεαρός.

 Έγνεψε αδύναμα ότι συμφωνούσε. 

«Θα πολεμήσω και εγώ μαζί σου Έκτορα.» Θα καλέσω και της άλλες

Αμαζόνες. Μόλις μάθουν τι συνέβη στην πόλη μας θα ετοιμαστούν για

μάχη. Θέλω και εγώ εκδίκηση για… για την οικογένεια μου. Για της φίλες

μου. Για…»

Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Η φωνή της έτρεμε και ένα δάκρυ κύλησε

στο ροδαλό μάγουλο της. Η πρώτη σκέψη του Έκτορα ήταν να μπορούσε

 να είναι αυτό το δάκρυ. Να κυλίσει στο απαλό κόκκινο μάγουλο της

χαϊδεύοντας το και κυλώντας σε όλο το όμορφο πρόσωπο της να φωλιάσει

στα στήθια της να τα δροσίσει και να χαθεί μέσα στα σπλάχνα της

ευτυχισμένος. Κάτι διέκοψε τις σκέψεις του. Ένα μακρόσυρτο γρύλισμα.

 Λύκος γρυλίζει, δίχως αμφιβολία , σκέφτηκε ο νεαρός. Κοίταξε προσεχτικά

γύρω στο ξέφωτο. Από ένα κενό, ανάμεσα από δύο χοντρούς έλατους,

διέκρινε την Νύχτα. Κοιτούσε μέσα στο δάσος και γρύλιζεπροειδοποιητικά. Έπειτα έφυγε τρέχοντας και χάθηκε προς την αντίθετη

κατεύθυνση.

Ο Έκτορας προχώρησε μπροστά και κοίταξε προς το σημείο που

κοιτούσε η Νύχτα. Πηχτό σκοτάδι τριγύρω, έπνιγε το αδύναμο φως της

φωτιάς. Όμως κάτι συνέβη. Όπως τότε που συνάντησαν το Ζεβοντάν, έτσι

και τώρα η φύση σώπασε. Σβήστηκε το ουρλιαχτό των λύκων, το

γρύλισμα τον αγριόγατων και το κουκούβισμα των νυχτοπουλιών.

Ξάφνου, ακούστηκαν μουγκρητά και βρυχηθμοί. 

«Θανατώριοι» κατάλαβε ο Έκτορας. Πήρε την Αμαζόνα από το χέρι καιπήγαν κοντά στους άλλους. 

Page 51: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 51/322

50

«Θανατώριοι. Είναι μακριά ακόμα. Σβήστε την φωτιά. Αχιλλέα, Φίλιππε,

τα όπλα.» 

Ο Αριστοτέλης έσβησε την φωτιά και γράπωσε το ραβδί του. Ο Έκτορας

με μια γρήγορη κίνηση έβγαλε το σπαθί του από το θηκάρι και στράφηκεπίσω του. Κράδαιναν και οι άλλοι δύο τα όπλα τους έτοιμοι για μάχη.

 Όμως δίπλα στον Φίλιππο ήταν η Ανδρομάχη κρατώντας το τόξο και την

φαρέτρα του Αχιλλέα. Ο νεαρός της έριξε ένα δισταχτικό βλέμμα. 

«Ανδρομάχη καλύτερα όχι. Είναι επικίν…» 

Πριν ολοκληρώσει την φράση του, εκείνη τον διέκοψε. 

«Ησύχασε. Κανείς δεν ρίχνει βέλη καλύτερα από εμένα.» του είπε με

μαλακή φωνή. Ο Έκτορας συνέχισε να διστάζει όμως όταν κοιτάχτηκαν

κατάματα, το βλέμμα της του είπε ότι δεν μπορούσε να την εμποδίσει. 

«Εντάξει παιδιά. Κρυφτείτε πίσω από τα δέντρα. Αν δεν μας δουν δεν θα

χρειαστεί να πολεμήσουμε.» πρόσταξε ο Αριστοτέλης. Έτσι και έγινε. Τα

μουγκρητά δυνάμωναν. Ο Έκτορας ανάσαινε βαριά και γρήγορα από το

άγχος του. Αν οι Θανατώριοι ήταν πολλοί δεν είχαν ελπίδα, εκτός αν το

έσκαγαν.   Ένας βρυχηθμός έσπασε την μονοτονία των αδύναμων

μουγκρητών. Ήταν κοντά. Τώρα μπορούσαν να ακούσουν τα βήματα τους

καθώς έτριζαν πάνω στις πευκοβελόνες και τα κουκουνάρια. Δεν πρέπει

 να ήταν πολλοί. Σύμφωνα με τον θόρυβο που έκαναν, ήταν γύρω στους

είκοσι. Άλλα ακούστηκε κάτι να τρέχει καταπάνω τους. Κάτι βαρύτερο

από Θανατώριο.

Ω Να πάρει. Σκέφτηκε ο Έκτορας. Έχουν Ζεβοντάν μαζί τους.   Έστρεψε

το κεφάλι να δει αν το Ζεβοντάν τους κατάλαβε. Όμως ήταν ήδη αργά.

Μόλις φανερώθηκε, εκείνο χίμηξε κατά πάνω του. Πριν προλάβει να το

χτυπήσει, τον έριξε κάτω και τον δάγκωσε στον αριστερό ώμο. Τα δόντια

του μπήχτηκαν στην σάρκα, απελευθερώνοντας πολύ πόνο που ξεχείλισε

σε όλο του το κορμί. Ανέβλυσε βαθυκόκκινο το αίμα και μούσκεψε όλο

το χέρι του αλλά το Ζεβοντάν τον δάγκωσε τόσο δυνατά που ένιωσε τον

ώμο του να θρυμματίζεται. Ούρλιαξε δυνατά από τον πόνο ενώ πάλευε με

το τέρας για να μην δαγκώσει τον λαιμό του. Ένα βέλος σφύριξε στον

αγέρα και καρφώθηκε μέχρι την μέση στα πλευρά του κτήνους. Τώραήταν η σειρά του να ουρλιάξει. Έκανε ένα βήμα πίσω και γρύλισε δυνατά.

Ο Έκτορας άδραξε την ευκαιρία και καθώς  το τέρας αφαιρέθηκε, του

κάρφωσε το σπαθί στον λαιμό, ποτίζοντας τον με κατάμαυρο πηχτό αίμα.

Η Ανδρομάχη έτρεξε κοντά του και γονάτισε πάνω του. 

«Ευχαριστώ.» της είπε αδύναμα ενώ τα σφαλιστά μάτια του δάκρυσαν

από τον πόνο. 

«Είσαι εντάξει;» έκανε εκείνη ανήσυχη αγγίζοντας την βαθιά πληγή του.

Ο Έκτορας άνοιξε τα μάτια και πριν προλάβει να της απαντήσει την

έσπρωξε δυνατά και έπειτα πέταξε δυνατά το σπαθί του. Η Ανδρομάχη

κοίταξε πίσω της. Ένα δεύτερο Ζεβοντάν χίμηξε καταπάνω τους αλλά με

Page 52: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 52/322

51

την φόρα που είχε, το σπαθί καρφώθηκε κατευθείαν στο κεφάλι του και

εκείνο έπεσε νεκρό. 

«Καλά, ευχαριστώ» απάντησε τότε. 

Η Αμαζόνα γέλασε και τον ευχαρίστησε σιωπηλά. Στο μεταξύ , οιΘανατώριοι τους εντόπισαν και έτρεχαν μανιασμένα πάνω τους

ορθώνοντας τα σπαθιά τους. Η κοπέλα έτρεξε και πήρε το τόξο με τα

βέλη. Απέδειξε τον ισχυρισμό της. Παρόλο που το φως που πρόσφερε το

φεγγάρι ήταν λιγοστό και αδύναμο, παρόλο που οι Θανατώριοι κινούνταν

γρήγορα και παρόλα τα δέντρα που ορθωνόταν μπροστά της, η

Ανδρομάχη βρήκε στόχο σε όλα τα βέλη που έριξε. Και ένα μετά το άλλο

τα καταραμένα πλάσματα έπεφταν νεκρά, με βέλη σφηνωμένα στα στήθια

και το κεφάλι τους. Όμως συνέχισαν ακάθεκτα να έρχονται προς το μέρος

τους και τελικά δέκα από αυτά κατάφεραν να τους φτάσουν. Το τόξο δεν

μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τόσο κοντινή απόσταση και ο Έκτορας

ήταν λαβωμένος. Έτσι ο ίδιος και η κοπέλα υποχώρησαν, ενώπροχώρησαν μπροστά ο Φίλιππος με τον Αχιλλέα. Σκότωσαν εύκολα τους

δύο μπροστινούς όμως ένας τρίτος έπεσε πάνω στον Φίλιππο με τόση

δύναμη που τον εκτόπισε και του έπεσε το σπαθί του. Ο Αχιλλέας

ανέλαβε δράση και με τα γιγαντιαία μπράτσα του σύνθλιβε τους

Θανατώριους. Ένας από αυτούς ξέφυγε από τον πανίσχυρο πολεμιστή και

όρμησε προς τον Έκτορα και την Ανδρομάχη. Κοιτάχτηκαν. Έπρεπε να

την προστατέψει. Έτρεξε με όλη του την δύναμη καταπάνω του και

συγκρούστηκαν τόσο ισχυρά που έπεσαν και από τους δύο τα σπαθιά και

ξαπλώθηκαν χάμω.

Ο Έκτορας ένιωσε έναν οξύ πόνο στον ώμο του, σαν να το διαπερνούσε

καυτό μέταλλο που κυλούσε μέσα σ’ όλο το σώμα του. Έμεινε κάτω

πιάνοντας την πληγή του και πρόσεξε ότι ένας άλλος ορμούσε στον

Αριστοτέλη. Ευτυχώς, τον πρόφτασε ο Φίλιππος. Ωστόσο, ο Θανατώριος

σηκώθηκε και κρατούσε το σπαθί του. Δεν μπορούσε να αντιδράσει  ο

 νεαρός. Ο πόνος παρέλυε όλο το σώμα του. Ενώ λοιπόν το πλάσμα του

ορμούσε, δέχθηκε μια πέτρα στο κεφάλι. Γύρισε και είδε την Ανδρομάχη

 να του εκσφενδονίζει άλλη μία. Τώρα ο Θανατώριος έτρεξε προς το μέρος

της. Ο Έκτορας αγνοώντας τον πόνο, σηκώθηκε γρήγορα και άρπαξε το

σπαθί του. Έτρεξε να προφτάσει τον Θανατώριο αλλά ένας άλλος τον

έσπρωξε δυνατά και τον έριξε στον κορμό ενός δέντρου. Με το ζόριάντλησε δύναμη να μην λιποθυμήσει και πέταξε το σπαθί του πάνω του.

 Όμως δεν είχε δύναμη και ο Θανατώριος το απέφυγε εύκολα. Είδε τον

Φίλιππο να έρχεται να τον σώσει όμως του φώναξε σχεδόν αγριεμένα: 

«Φίλιππε, την Ανδρομάχη. Βοήθησε την Ανδρομάχη!» 

Μέχρι τότε ο Θανατώριος τον έφτασε και όρθωσε το σπαθί του από

πάνω του κατεβάζοντας το αστραπιαία. Για μια ακόμα φορά ήρθε

αναπάντεχη βοήθεια από τον ουρανό. Ο Ερμής όρμησε στον Θανατώριο

και του έβγαλε τα μάτια. Εκείνος χτυπούσε μανιασμένα με το σπαθί του

στα τυφλά και ο Έκτορας έτρεξε, πήρε το σπαθί του και τον αποκεφάλισε. 

Page 53: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 53/322

52

Κάπου εκεί οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν. Ένιωσε όλες τις αρθρώσεις

του να μουδιάζουν, το σώμα του να λύνεται και έπεσε χάμω λιπόθυμος.

 Όταν κάποια στιγμή ξύπνησε, ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά στον ουρανό.

Πρέπει να ήταν μεσημέρι, είχε ζέστη, την  οποία έσπαγε το δροσερό

βουνίσιο αεράκι. Το κεφάλι του πονούσε ελαφρά και το αριστερό του χέρι

ήταν μουδιασμένο, φιλοδωρώντας τον κάθε τόσο με δυνατές σουβλιές,σαν χιλιάδες αγκάθια να μπήγονται βαθιά στη σάρκα του. Κοίταξε την

πληγή του. Ήταν δεμένη και μέσα από τις ματωμένες γάζες ανέβλυζε ένα

χρυσαφένιο υγρό με περίεργη μεθυστική μυρωδιά. Ανακάθισε με κόπο

και κοίταξε γύρω του. Ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος που κατάλαβε ότι

συνήλθε και πήγε κοντά του. Περιεργάστηκε αμίλητος την πληγή του και

έπειτα τον ρώτησε πως αισθάνεται. 

«Μια χαρά.» απάντησε με βραχνή φωνή εκείνος. 

«Ο ώμος σου έχει σπάσει. Πότισα το τραύμα με ένα φίλτρο όμως θα

χρειαστεί τουλάχιστον μια βδομάδα μέχρι να γιάνει τελείως.» δήλωσε ομάγος και τον χτύπησε ενθαρρυντικά στο στήθος. Ο Έκτορας έκανε να

σηκωθεί αλλά η πλάτη του τον πόνεσε, μάλλον επειδή χτύπησε πάνω στο

δέντρο όταν τον έσπρωξε ένας Θανατώριος. Χρειάστηκε δεύτερη

προσπάθεια για να κατορθώσει να σταθεί στα πόδια του. Πλησίασε τους

 υπόλοιπους. Ήταν όλοι πληγωμένοι. Ο  Φίλιππος είχε δαγκωματιές και

γρατσουνιές στα χέρια του και ένα βαθύ κόψιμο στο μπούτι που τον

ανάγκαζε να κουτσαίνει. Ο Αχιλλέας γλίτωσε με ασήμαντα, επιφανειακά

τραύματα στα δύο του χέρια. Η Ανδρομάχη είχε μια βαθιά μαχαιριά στο

δεξί της χέρι και ένα σκίσιμο στο αριστερό μάγουλο. Ο Αριστοτέλης που

είχε μόνο ένα κόψιμο στο αριστερό μπράτσο φρόντισε τις πληγές τους και

ήδη άρχισαν να γιάνουν.

«Είστε όλοι καλά;» ρώτησε ο νεαρός κοιτώνας τους κατάματα. Έγνεψαν

ανεπαίσθητα ναι και οι δύο άντρες συνέχισαν να μαζεύουν τα πράγματά

τους. Η Ανδρομάχη καθόταν σε ένα βραχάκι στη σκιά ενός έλατου. Την

πλησίασε τρεκλίζοντας από τον πόνο. 

«Πληγώθηκες…» της έκανε. Εκείνη κούνησε αδιάφορα το κεφάλι. 

«Είμαι εντάξει. Τίποτε σοβαρό. Εσύ πως είσαι;» ρώτησε να μάθει

δείχνοντας τον ώμο του. 

«Πονάει λίγο και έσπασαν κόκκαλα. Αλλά μην ανησυχείς. Μια χαρά

είμαι.» 

«Δεν αντέχω άλλο Έκτορα. Όλο αυτό το κυνηγητό, οι μάχες, τα

αίματα… δεν μπορώ άλλο. Κουράστηκα και κάθε φορά που θυμάμαι τα

περασμένα πονάω τρομερά.» παραπονέθηκε με απελπισμένη φωνή η

κοπέλα.  Ο Έκτορας άπλωσε με κόπο το χέρι του και την αγκάλιασε

παρηγορητικά. 

Page 54: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 54/322

53

«Δεν ξέρω τι δύναμη κρύβω μέσα μου, αλλά στο υπόσχομαι ότι θα κάνω

ότι περνάει από το χέρι μου να διορθώσω την κατάσταση. Στον λόγο μου ,

Ανδρομάχη, θα παλέψω για αυτό» 

Πήρε μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκε, κοιτώντας τα πτώματα των

Θανατώριων και τα Ζεβοντάν, που κείτονταν στο χώμα μαυρίζοντας το μετο σάπιο αίμα τους. Πλησίασε τον Αριστοτέλη και του μίλησε ψιθυριστά: 

«Δεν ήταν σαν τους Θανατώριους στη Σωθράπον. Αυτοί εδώ ήταν πιο

δυνατοί…»

«Όντως» συμφώνησε με ήρεμο τόνο ο μάγος. «Η δύναμη του Ζακχαέρ

 Ντων αυξάνεται μέρα με την μέρα καθώς εξαπλώνεται και έτσι μες στη

Σεθίρηκα δημιουργούνται δυνατότερα πλάσματα δεμένα με ισχυρές

σκοτεινές δυνάμεις.» 

Ο Έκτορας πήρε δυο βιαστικές ανάσες και συνέχισε: 

«Είσαι φίλος μου. Θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά. Η επιχείρηση

αυτή έχει ελπίδα; Ή βαδίζουμε σαν τυφλοί μες στο σκοτάδι ελπίζοντας να

μην μας βρει τίποτα κακό;» 

Ο Αριστοτέλης δεν απάντησε αμέσως αλλά δεν έδειχνε στριμωγμένος

από την ερώτηση ή ανήσυχος. Είχε πάντα το ίδιο ήρεμο, ατάραχο ύφος.

Τελικά αποκρίθηκε. 

«Φυσικά και υπάρχει ελπίδα. Γι’ αυτό δημιούργησαν οι μάγοι το σπαθί.

 Όχι με την τυφλή αβέβαιη ελπίδα ότι ίσως κάποιος κάποτε βρει το σπαθί.

Αλλά με την σιγουριά ότι ακόμα και αν η φωτιά κάψει ολάκερο δάσος, η

καρδιά του μένει ζωντανή και μέσα από τις στάχτες θα ξεπετάξει

καινούρια βλαστάρια. Κανείς δεν εγγυάται ότι τα βλαστάρια θα θεριέψουν

και θα φτιάξουν δέντρα, θάμνους, να αναγεννήσουν το δάσος. Από αυτά

εξαρτάται. Εξαρτάται από το αν θα επιλέξουν να παλέψουν τις

αντιξοότητες. Καταλαβαίνεις Έκτορα; Από εμάς εξαρτάται.  Όσο είμαστε

έτοιμοι να πολεμήσουμε, η ελπίδα αναθαρρεύει φουντώνει και τελικά

 υλοποιείται. Μα αν καταθέσουμε τα όπλα…» κούνησε αφηρημένα το

κεφάλι και σώπασε. Ξεροκατάπιε και πρόσταξε: 

«Ετοιμάσου, φεύγουμε. Ήδη χάθηκαν πολύτιμες ώρες.» 

Ο Έκτορας έφυγε σιωπηλός, έκανε νεύμα στην κοπέλα να ετοιμαστεί

ενώ τακτοποιούσε και ο ίδιος τα λιγοστά  μπαγκάζια του. Λίγα λεπτά

αργότερα, ξεκίνησαν την διαδρομή τους μέσα στο δάσος χαιρετίζοντας

τους μόνιμους κατοίκους του, τις ανοιχτόχρωμες οξιές, τα σκουροπράσινα

έλατα, τις χαμηλές φτέρες, βατομουριές και τα σταχτιά πουρνάρια. Το

βήμα τους ήταν πιο βιαστικό, έπρεπε να αναπληρωθεί ο χαμένος χρόνος

από τη μάχη με τους Θανατώριους. Κάθε λεπτό που περνούσε , ο Ζακχαέρ

 Ντων γινόταν πιο δυνατός και η αυτοκρατορία του επεκτείνονταν.  Στο

μεταξύ, η Ανδρομάχη έστειλε, με τον Ερμή, μήνυμα στις υπόλοιπεςΑμαζόνες, ειδοποιώντας τες για την επίθεση που δέχθηκε η πόλη τους και

Page 55: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 55/322

54

για τον πόλεμο που επρόκειτο να λάβει χώρα.  Τις καλούσε να

συμμαχήσουν τον Έκτορα και τον  Αριστοτέλη, όποτε καλεστούν. Όση

ώρα ο Ερμής πετούσε προς το άγνωστο ψάχνοντας τις κρυφές πολιτείες

των Αμαζόνων, οι πέντε περπατητές διένυσαν αρκετά χιλιόμετρα μέσα

από ορεινά, πετρώδη μονοπάτια, που χρησιμοποιούσαν τους παλιότερους

καιρούς οι σκληροτράχηλοι βοσκοί και μυστηριώδη, θρυλικά πλάσματατα οποία λέγεται ότι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στα ψυχρά βουνά.

Η  διαδρομή  ήταν  δύσκολη, χαραγμένη ανάμεσα στους υγρούς

τεράστιους βράχους και τα φτωχικά αγριολούλουδα που πασπάλιζαν τα

φαλακρά πετρώματα με χαρούμενα χρώματα. Πετροχελίδονα πετούσαν

βιαστικά, γραπώνοντας έντομα και σπόρους για να θρέψουν την

οικογένεια τους, ενώ τα γεράκια και οι αετοί, που βασίλευαν στις κορφές,

καραδοκούσαν για κάποιο εύκολο θύμα, το επόμενο γεύμα τους. Ένας

μεγάλος ξανθός αετός περιτριγύριζε ένα θήραμα από την κάτω κοιλάδα

και ετοιμαζόταν να βουτήξει για να το αρπάξει με τα μεγάλα κοφτερά του

 νύχια. Ώρες αργότερα, και αφού οι ταξιδιώτες είχαν ήδη  σταματήσει  σεένα μικρό καταρράχτη, που τρυπούσε το βουνό και ανέβλυζε από τα

σπλάχνα του, για ένα δροσιστικό διάλειμμα, ο φλεγόμενος ήλιος, που

έσβηνε αργά-αργά και κούρνιαζε πίσω από τους πετρώδης γίγαντες για να

κοιμηθεί, τους βρήκε να κατηφορίζουν ένα μονοπάτι που κατέληγε σε μια

ανθισμένη κοιλάδα στην οποία έριχνε την σκοτεινή, κρύα σκιά του ένα

πανύψηλο χιονισμένο βουνό.

Ο Κούφιος Γίγαντας, όπως το ονόμαζαν στέγαζε την πολυπόθητη Σπηλιά

των Μυστηρίων. Πολυσυζητημένη σπηλιά, βαθιά ως τα έγκατα της γης

όπου λέγονταν ότι έκρυψαν οι αρχαίοι αμύθητους θησαυρούς. Επίσης,

εικάζονταν ότι αυτή η σπηλιά ήταν το σπίτι του Μάρντουκ Σίρρους, του

παλαιότερου πλάσματος της γης. Ο παντοδύναμος δράκος που μαζί του

γεννήθηκε όλη η πλάση. Όμως κανείς, από όσους μπήκαν στη σπηλιά, δεν

βγήκε ποτέ για να επιβεβαιώσει τις ιστορίες. Τώρα, λίγο μετά την δύση,

πέντε ταξιδιώτες στέκονταν στους πρόποδες του Κούφιου Γίγαντα

φιλοδοξώντας να πετύχουν κάτι ακατόρθωτο, μέχρι τότε: να διαβούν την

Σπηλιά και να βγουν ζωντανοί, κρατώντας ως λάφυρό το Σπαθί της

Λύκης! Στάθηκαν όλοι τους κοιτώντας με δέος ακόμα και το μικρότερο

χαλίκι του βουνού, θαυμάζοντας μες στο μυαλό τους, τους

πολυσυζητημένους θρύλους του. Ο ίδιος ο Γίγαντας τους καλωσόρισε με

ένα μακρόσυρτο μπουμπουνητό από την κορυφή του, προκαλώντας τους,  να τολμήσουν να το σκαρφαλώσουν. Οι πέντε πέρασαν πάρα πολλά και

ταξίδεψαν αμέτρητα χιλιόμετρα για να αποθαρρυνθούν από μια βροντή.

Θα επιδίωκαν να σκαρφαλώσουν στην κορυφή όμως όχι εκείνη την ώρα.

Ο ουρανός σκοτείνιαζε σταδιακά και αντικαθιστούσε τον βαθυγάλαζο

μανδύα του με την μαύρη νυχτικιά φορεσιά του κεντημένη με αδαμάντινα

αστέρια και μάλιστα σήμερα στολίστηκε με το πολύτιμο κόσμημα της,  το 

ολόγιομο  φεγγάρι. Αποφάσισαν λοιπόν, να διανυκτερεύσουν στους

πρόποδες του βουνού και άναψαν μια μεγάλη φωτιά από ξερόκλαδα

καθώς από την χιονισμένη κορφή έρχονταν με δύναμη παγωμένες ριπές

ανέμου. Κάθισαν όλοι, κατάκοποι  να γευτούν την ευεργετική ζεστασιά που προσέφεραν τα φλεγόμενα κούτσουρα. Ο ώμος του Έκτορα τον

Page 56: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 56/322

55

φιλοδώριζε συχνά δυνατές σουβλιές, λες και δεν ήταν αρκετό το μόνιμο

τσούξιμο που δημιουργούσε η πληγή. Ο Φίλιππος κούτσαινε ακόμα και

φαινόταν να πονάει σε κάθε βήμα, από το κόψιμο στο πόδι του. Ο

 Έκτορας σκέφτηκε ότι η αυριανή ανάβαση θα τον δυσκόλευε  ιδιαίτερα.

Κοίταξε τον Αχιλλέα και τον Αριστοτέλη. Αυτοί οι δύο φαίνονταν μια

χαρά, αλλά ο μάγος ήταν πολύ γέρος για τέτοιο εγχείρημα. Εκτός αν ήτανσχετικά νέος για μάγος.  Άραγε για τους μάγους να κυλάει διαφορετικά ο

 χρόνος; αναρωτήθηκε. Έπειτα κοίταξε την Ανδρομάχη. Ψυχικά,

καλυτέρευε  μέρα με την μέρα αλλά στα μάτια της έβλεπε   μόνιμα μια

έκφραση θλίψης. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί, να μην προσέξει μια ακόμα

φορά πόσο ελκυστική ήταν. Η ομορφιά της παγίδευε το μυαλό του σαν

δίχτυ και απορροφούσε όλες τις σκέψεις του σαν σφουγγάρι. Μάλιστα,  

απορροφήθηκε τόσο πολύ που δεν πρόσεξε ότι και η ίδια τον κοιτούσε.

Απέσυρε απότομα τα μάτια του από πάνω της και κοίταξε την φωτιά ενώ

ένιωσε να τον κατακλύζει ένα κύμα αμηχανίας. Κανείς τους δεν είπε

τίποτα, τελικά. Ο Έκτορας ξερόβηξε και λοξοκοίταξε πάλι δειλά προς το

μέρος της. Εκείνη με νευρικές κινήσεις άπλωνε την κουβέρτα της καιξάπλωνε. Ο αναστεναγμός που απελευθερώθηκε από τα στήθια του

 νεαρού, δεν γνώριζε αν προερχόταν από ανακούφιση ή από απογοήτευση.

Ανακούφιση, διότι μια αβάσταχτη αίσθηση αμηχανίας έλαβε τέλος και

απογοήτευση επειδή ο νεαρός άφησε ακόμα μια ευκαιρία,  να την

προσεγγίσει, ανεκμετάλλευτη. Αποφάσισε να ακολουθήσει το παράδειγμά

της και ξάπλωσε να κοιμηθεί.

Σύντομα όλα τα μέλη της συντροφιάς έπεσαν για  ύπνο, ο οποίος ανέλαβε

 να ξεκουράσει το σώμα τους, να ανακουφίσει της πληγές τους και να

ανασυγκροτήσει τις σκέψεις τους, τακτοποιώντας το χάος στον εγκέφαλό

τους και αφήνοντας ως ενθύμιο της πολύτιμης δουλειάς του διάφορα

μπερδεμένα όνειρα. Τα κορμιά και οι ψυχές τους γεύονταν τόσο άπληστα

τους καρπούς του ύπνου τους, που δεν ήθελαν να τον διακόψουν. Έτσι,

δυσαρεστήθηκαν ιδιαίτερα όταν μια παγωμένη ριπή ανέμου, προερχόμενη

από τον Γίγαντα, τους ανάγκασε σε ένα απότομο ξύπνημα.  Πρώτος,

άνοιξε τα μάτια του ο Φίλιππος. Ανακλαδίστηκε, χασμουρήθηκε δυνατά

και ξύπνησε τους άλλους. Ο ουρανός ήταν γκρίζος και, στον ορίζοντα, ο

ήλιος ξεκίνησε να τον βάφει με χρυσές πινελιές. Σε μισή ώρα είχαν

ετοιμαστεί όλοι και καλωσόριζαν τον ήλιο τρώγοντας πρωινό μπαγιάτικο

ψωμί  και ισχνές ρίζες ενώ τελείωσαν και το παστό κρέας που είχε

απομείνει. Με μουντή διάθεση έβαλαν τα μπαγκάζια τους στην πλάτη καιετοιμάστηκαν για την αναρρίχηση στα απότομα περάσματα του Κούφιου

Γίγαντα.

Αποφάσισαν να προπορευτεί ο Αχιλλέας, καθώς η έμπειρη ματιά του

έβρισκε περάσματα σε δύσβατα μέρη. Οπισθοφυλακή θα ήταν ο Έκτορας

μαζί με τον Φίλιππο και ανάμεσα τους η Αμαζόνα με τον μάγο.   Όπως

προέβλεψε ο Έκτορας, ο ξανθομάλλης φίλος του δυσκολευόταν ιδιαίτερα

στην ανάβαση, προφανώς λόγο του πληγωμένου ποδιού του. Ο ώμος του

ίδιου δεν έγιανε τελείως, αλλά ο πόνος  φαινόταν εξασθενημένος. Η

ανάβαση ήταν σκληρή και μερικές φορές επικίνδυνη, καθώς εκτός από

την μεγάλη κλίση του, το βουνό είχε κοφτερούς και διαβρωμένουςβράχους που θρυμματίζονταν εύκολα και ήταν γλιστεροί από την πρωινή

Page 57: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 57/322

56

 υγρασία. Διένυαν ελάχιστα μέτρα καθώς περνούσε η ώρα και

κουράζονταν εύκολα. Ο ήλιος ανέτειλε για τα καλά και τους

παρακολουθούσε από τις αψηλές κορφές που διακρίνονταν στο βάθος,

όταν σκαρφάλωσαν περίπου εκατό μέτρα. Εκεί, ο Αχιλλέας εντόπισε ένα

στραπατσαρισμένο, στενό μονοπάτι που διακόπτονταν κάθε τόσο άλλοτε

επειδή είχε γκρεμιστεί και άλλοτε επειδή, λόγω κατολισθήσεων,φράζονταν από βράχους και χώμα. Το παλιό αυτό μονοπάτι είχε φτιαχτεί

από τους καλικάτζαρους που κατοικούσαν εδώ και έπειτα

χρησιμοποιούνταν από βοσκούς και κυνηγούς. Όμως όλοι εγκατέλειψαν

το βουνό όταν ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εκεί οι Έχιδνες. Το μισό τους

σώμα ήταν φιδιού και το υπόλοιπο ανθρώπινο. Κατασπάραξαν τους

λιλιπούτειους καλικάτζαρους και με το φονικό δηλητήριο τους

δολοφονούσαν όποιον καταπατούσε την περιοχή τους. Με τον καιρό τα

φοβερά αυτά πλάσματα έγιναν κυρίαρχοι, καθώς συνήθισαν το τσουχτερό

κρύο του βουνού και δεν αναγκάζονταν να το εγκαταλείπουν τον χειμώνα.

 Έτσι διαφέντευαν τα πάντα στον Κούφιο Γίγαντα και απαγόρευαν την

είσοδο οποιουδήποτε πλάσματος, εκτός από πουλιά, λαγούς και ελάφιαπου αποτελούσαν την τροφή τους.

Οι πέντε ταξιδιώτες, στο μεταξύ, συνέχιζαν την αναρρίχηση στα γυμνά

βράχια κάπως πιο ξεκούραστα, αφού  το μονοπάτι τους διευκόλυνε. Ο

ήλιος ανέβαινε  όλο και πιο ψηλά φοβίζοντας, διώχνοντας τις σκιές,

ζεσταίνοντας τον αέρα και εξατμίζοντας την δροσιά από τα φύλλα και

τους βράχους. Ο Αριστοτέλης παρ’ όλα αυτά φαινόταν πολύ ανήσυχος ,

γεγονός που δεν έμεινε απαρατήρητο από τον Έκτορα. Όμως αποφάσισε

 να μην του μιλήσει ακόμα. Όσο πιο ψηλά σκαρφάλωναν, το οξυγόνο

μειώνονταν και δυσκόλευε την αναπνοή, κούραζε το σώμα. Ο νεαρός είχε

στο μυαλό του και τον πληγωμένο φίλο του που τον βοηθούσε κάθε τόσο,

όταν έμενε πίσω και πάντα μια μικρή σπίθα έκαιγε μέσα στο κεφάλι του,

φούντωνε κάθε τόσο, έπαιρνε την γυναικεία μορφή που έβλεπε μπροστά

του. Τα κατάμαυρα μαλλιά της Ανδρομάχης τραβούσαν όλο το φως του

ήλιου πάνω τους, κάνοντας τα να λάμπουν σαν μαύρα μαργαριτάρια που

μόλις ξεβράστηκαν  από τα δροσερά, σκουρόχρωμα νερά της θάλασσας.

Το τέλειο κορμί της αποσπούσε την προσοχή του κάθε τόσο κάνοντας τον

 να παραπατάει και να σκοντάφτει στα βράχια. Θύμωνε με τον εαυτό του

που άφησε την χθεσινή ευκαιρία να της μιλήσει, ανεκμετάλλευτη. Αλλά,

και τι να της πει; Για τα αισθήματά του; Ήταν πολύ νωρίς ακόμα γι αυτό

και μπορεί να προέκυπτε ότι τα αισθήματά του ήταν ένας απλόςενθουσιασμός. Αλλά έπρεπε να της μιλήσει, κάπως να την πλησιάσει.  Να

γινόταν να εκφραστούν οι  ψυχές, τα κορμιά  δίχως να χρειάζεται να

 βγαίνουν από το στόμα ανούσια , ακόμα και ανόητα πράγματα  ευχήθηκε

από μέσα του. Όπως και να ήταν, προς το παρών έπρεπε να συγκεντρωθεί

στην ανάβαση και έπειτα θα έβλεπε τι θα γινόταν. Όταν πια έφτασε

απομεσήμερο, οι πέντε σύντροφοι είχαν ανέβει  περίπου στα τριακόσια

μέτρα. Είχαν δυο μέρες δρόμο ακόμα μέχρι την κορυφή. Ο ήλιος

περνούσε ανεμπόδιστος από την αραιή ατμόσφαιρα που επικρατούσε και

έμπηγε τις πιο καυτές του ακτίνες μέσα στο δέρμα των ταξιδιωτών

τσουρουφλίζοντας το.

Page 58: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 58/322

57

Βρήκαν μια μικρή  πηγή, από οπού, αδύναμα και δισταχτικά, ανέβλυζε

παγωμένο το νερό από την καρδιά του βουνού να ποτίσει την διψασμένη

επιφάνεια του. Εκεί έκαναν διάλειμμα να πάρουν μερικές ανάσες, να

ξαποστάσουν. Τι απολαυστικό που ήταν να πετάνε το νερό στα πρόσωπα

και στο δέρμα τους,  εκείνο να ανοίγει πόρους  για  να μπουν μέσα οι

παγωμένες σταγόνες και να δροσιστούν τα σωθικά τους . Όταν ο Έκτοραςμούσκεψε το πρόσωπο, τα μαλλιά και το σώμα του, έκοψε και τα πυκνά

γένια που είχαν φουντώσει, πήγε κοντά στον Αριστοτέλη. 

«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε κοφτά. 

«Έχει πολύ ζέστη και λαμπερό ήλιο» 

Ο Έκτορας έκανε μια περίεργη γκριμάτσα και ρώτησε παραξενεμένος: 

«Είναι κακό αυτό; Θα έλεγα ότι μας διευκολύνει…» 

Ο μάγος έγνεψε απότομα όχι και συνέχισε: 

«Υπάρχουν Έχιδνες  σε αυτό το βουνό. Εκατοντάδες, πλέον. Με την

ζέστη δυναμώνουν, βγαίνουν έξω, κυνηγάνε. Αν πετύχουμε έστω και

μία… είναι δύσκολα τα πράγματα.» 

Ο Έκτορας βαριανάσανε θορυβημένος και έμεινε ακίνητος μερικές

στιγμές, προσπαθώντας να σκεφτεί κάποια λύση. 

«Δεν μπορείς με κάποιον τρόπο… ξέρεις με μάγια, να χειροτερέψεις τον

καιρό;» πρότεινε. 

«Ναι, θα μπορούσα. Αλλά υπάρχουν δύο δυσκολίες. Πρώτον, αν μας

παρακολουθεί έστω και ένα παρείσακτο μάτι αυτή τη στιγμή, χάνουμε το

πολύτιμο στοιχείο του αιφνιδιασμού. Ο Ζακχαέρ Ντων πλέον το ξέρει,

όπως και οι Εφτά, αλλά οι Θανατώριοι ή και οι Έχιδνες   δεν γνωρίζουν

τίποτα και θα είναι πολύ κακό για μας να το μάθουν. Δεύτερον, και

κυριότερο, μην ξεχνάς Έκτορα ότι πρωταρχική δουλεία του μάγου είναι

 να προστατεύει την φύση, να υπακούει σε αυτή όχι να την κάνει άνω-

κάτω…» 

Ο νεαρός κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Συνοφρυώθηκε λιγάκι καιέπειτα μίλησε: 

«Δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω. Αν χρειαστεί να τις αντιμετωπίσουμε,

θα δούμε τι θα κάνουμε.» είπε και γέλασε βεβιασμένα. Έπειτα σηκώθηκε

και πήγε κοντά στον Φίλιππο. 

«Πως είναι το πόδι σου;» ενδιαφέρθηκε να μάθει. 

«Πονάει αρκετά, αλλά τα καταφέρνω» απάντησε λαχανιασμένος ο

Φίλιππος ενώ τα ξανθά λαμπερά μαλλιά του έσταζαν νερό αναμιγμένο με

ιδρώτα. Κοίταξε τον Έκτορα κατάματα.

Page 59: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 59/322

58

«Όλα καλά;» 

«Ο Αριστοτέλης με θορύβησε κάπως. Ίσως δεχτούμε επίθεση από

 Έχιδνες… είμαστε πολύ λίγοι, χτυπημένοι και κουρασμένοι. Δεν θα

μπορέσουμε να τις αντιμετωπίσουμε.»

«Ίσως τις αποφύγουμε. Ο Αχιλλέας είναι ικανότατος ιχνηλάτης. Μπορεί

 να τις μυρίστηκε ήδη.» πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε ψιθυριστά: 

«Για πες μου τώρα… για την κοπέλα» 

Ο Έκτορας δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το γέλιο του. Δεν τολμούσε

ποτέ να συζητήσει με τον Αριστοτέλη για τέτοια θέματα, αν και ήξερε ότι

ο μάγος θα του μιλούσε ευχαρίστως. Με τον Φίλιππο όμως είχαν

διαφορετικό δέσιμο έστω και αν είχαν δεκαπέντε χρόνια να μιλήσουν. 

«Λοιπόν, νομίζω ότι παραμένω το ίδιο ντροπαλός όπως όταν ήμαστανπαιδιά.» 

Τώρα ήταν ο Φίλιππος που γέλασε αλλά πολύ πιο δυνατά. Έπειτα του

απάντησε χαμογελαστός. 

«Που να σε πάρει Έκτορα, απλά μίλα της. Πες της οτιδήποτε προς το

παρόν και μετά θα έρθει μόνο του το πράγμα.» τον συμβούλεψε και

έπειτα συνέχισε: 

«Άλλα βιάσου γιατί εγώ παραμένω θρασύς σε αυτά τα πράγματα και θα

της μιλήσω πρώτος.» 

«Χαχαχαχα» γέλασε τρανταχτά ο Έκτορας. 

«Μπορείς να δοκιμάσεις. Αλλά, να ξέρεις μπορεί να πάθεις κανένα

ατύχημα καθώς θα το επιχειρείς…» 

Οι δύο φίλοι γελούσαν και κουβέντιαζαν συνέχεια για ένα δεκάλεπτο

ώσπου ο Αχιλλέας τους πρόσταξε να ξεκινήσουν. Ο ήλιος έπαιρνε αργά -

αργά την καθοδική του πορεία και το λαμπερό του φως έσβηνε.

Αναθάρρησαν οι σκιές και βγήκαν μέσα από τους βράχους και το χώμακαι φούντωναν, θέριευαν και μαύριζαν όσο έσβηνε το φλεγόμενο αστέρι.

Η ομάδα βάδιζε ακατάπαυστα και ανέβαινε υψόμετρο, σκαρφαλώνοντας 

σαν αγριοκάτσικα σε απόκρημνους και γλιστερούς βράχους με μυτερές

προεξοχές και ρωγμές, σημαδεμένους από τον χρόνο, τα χιόνια, τις βροχές

και την ξηρασία, ενώ άλλοτε το βήμα τους βούλιαζε στην άμμο και τα

χαλίκια, απομεινάρια συμπαγών πετρωμάτων που υπέστησαν

ανεπανόρθωτη ζημιά από την διάβρωση και τις κατολισθήσεις.

Εξασθενούσαν όλο και περισσότερο, καθώς η ώρα περνούσε. Το οξυγόνο

λιγόστευε και οι πνεύμονες διαμαρτύρονταν και αγκομαχούσαν μαζί με

τους μύες που πονούσαν από την υπερπροσπάθεια. Και οι πέντε ήταν στα

όρια της εξάντλησης και σαν να μην έφτανε αυτό , ο παγωμένος αέραςδιαπερνούσε τα κουρελιασμένα ρούχα τους, χωνόταν μέσα στα κορμιά

Page 60: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 60/322

59

τους, κάνοντας τα να τουρτουρίζουν, ενώ σύντομα δήλωσε την παρουσία

της και η απογευματινή υγρασία.

Τέσσερις ώρες μετά το διάλειμμα τους στην πηγή, ο ήλιος χάθηκε πίσω

από τους πέτρινους γίγαντες της δύσης αφήνοντας στον ορίζοντα την

τελευταία του πνοή: μια αχνή λάμψη που εναλλασσόταν σταδιακά απόπορτοκαλί σε ροζ, σε μενεξελί, σε μωβ και τελικά σε σκούρο μπλε. Ο

Αχιλλέας βρήκε μια μικρή σπηλιά την ώρα που φάνηκε το πρώτο αστέρι

στον γκρίζο ουρανό και διέφυγαν σε αυτή για νυχτερινό καταφύγιο. Ήταν

πολύ μικρή και υγρή, όμως θα τους προφύλαγε από τον νυχτερινό

παγωμένο αγέρα. Δεν κατάφεραν να ανάψουν φωτιά με τα λιγοστά

πουρνάρια που βρήκαν καθώς  την έσβηνε ο αέρας. Έτσι στριμώχτηκαν

όλοι μέσα στην τρύπα αφήνοντας απ’ έξω τα μπαγκάζια τους αφού πρώτα

τυλίχτηκαν με τις φλοκάτες. Το ασημένιο φως τον αστεριών ήταν

άρρωστο, αδύναμο και το φεγγάρι δεν είχε βγει ακόμα. Έτσι, συχνά οι

πέντε σύντροφοί νόμιζαν πως έβλεπαν φιγούρες να κινούνται μες’ στο

σκοτάδι. Έκαναν απόλυτη ησυχία για να μην τους ακούσει κανείς.Ξάφνου, από μακριά ακούστηκαν πέτρες να κυλάνε και έπειτα υπόκωφα

γρυλίσματά και σφυρίγματα, σαν φιδιού. Έπειτα ουρλιαχτά. Όχι

οργισμένα, παρά από ελάφια, νυχτοπούλια που σφάδαζαν αφήνοντας την

τελευταία τους πνοή. Επικρατούσε ένας νυχτερινός πανικός. Ποδοβολητά

γρυλίσματα, σουρσίματα, ουρλιαχτά, κραυγές πόνου έσπαγαν σχεδόν

κάθε λεπτό την ησυχία της νύχτας. Μια φοβερή ιδέα ήρθε στο μυαλό του

 Έκτορα, που τόση ώρα ήταν σε εγρήγορση. Αν η Νύχτα τον ακολούθησε

μέχρι το βουνό; Κινδύνευε να πέσει θύμα των Εχιδνών. Και αυτός δεν

μπορούσε να κάνει τίποτε. Έπρεπε να παραμείνει κρυμμένος και

σιωπηλός αλλιώς θα έβαζε τον εαυτό του και τους υπόλοιπους σε

θανάσιμο κίνδυνο. Κάτω από την κουβέρτα έσφιγγε δυνατά το σπαθί του,

ελπίζοντας να ήταν αχρείαστο, για αυτή τη νύχτα τουλάχιστον.

Οι ώρες περνούσαν αργά, βασανιστικά αργά και παρόλο που ήταν βαθιά

 νύχτα πλέον, κανένας δεν κοιμόταν. Η κούραση ήταν μεγάλη, όμως η

εγρήγορση των αισθήσεων, η υπερένταση και ο φόβος αρκούσε για να

τους κρατήσει ξύπνιους. Ο Έκτορας είχε χάσει πλέον την αίσθηση του

χρόνου. Πόσο να ήθελε για να ξημερώσει ακόμα; Τότε ένα δυνατό

ασημένιο φως έφεξε στον ορίζοντα. Επιτέλους, ανέτελλε  το φεγγάρι. Το

τοπίο γύρω από την σπηλιά φωτίστηκε από το γκριζωπό χλωμό

φεγγοβόλημα του ασημένιου δίσκου. Ο Αχιλλέας βγήκε προσεχτικά έξωκαι έλεγξε το πεδίο. Τους έγνεψε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος. Η ανακούφιση

ήταν μεγάλη. Ο κίνδυνος δεν είχε περάσει, οι Έχιδνες ακούγονταν ακόμα

καθώς κατασπάραζαν άπληστα τη λεία τους αλλά πλέον μπορούσαν να

δουν εγκαίρως την οποιαδήποτε απειλή. Ο Έκτορας ανησυχούσε ακόμα

για την Νύχτα, όταν πρόσεξε ότι τον κοιτούσε η Ανδρομάχη. Φαίνεται ότι

πρόσεξε το βλέμμα του γιατί ρώτησε: 

«Τι συμβαίνει; Γιατί είσαι τόσο ανήσυχος;» 

Ο νεαρός πίστευε ότι η απάντηση θα φαινόταν χαζή στην Αμαζόνα όμως

θυμήθηκε την συμβουλή του Φίλιππου:  μίλα της. Πες της οτιδήποτε. 

Page 61: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 61/322

60

«Η λύκαινα που είχες δει πριν μέρες. Κατά κάποιον τρόπο… είναι φίλη

μου  και με ακολουθεί. Φοβάμαι μήπως την έπιασαν οι Έχιδνες…»

απάντησε δισταχτικά ο νεαρός. Όμως το φωτεινό χαμόγελο της κοπέλας

δεν ήταν ειρωνικό. Ήταν χαμόγελο κατανόησης. 

«Ναι, καταλαβαίνω πως νιώθεις. Όταν ήμουν μικρή είχα βρει ένα μικρόελαφάκι στο δάσος. Ήταν τραυματισμένο και το φρόντισα. Η Άρτεμη.

Κάναμε συνέχεια βόλτες μαζί μες στο δάσος. Ακόμα και όταν

μεγάλωσε..» είπε με νοσταλγικό τόνο. 

«Τι της συνέβη; Πέθανε;» 

«Όχι, όχι. Απλά έφυγε από το δάσος με το κοπάδι της πριν δυο

χρόνια…»

Ο Έκτορας κούνησε αόριστα το κεφάλι του. Πήρε μια βαθιά ανάσα,

κοίταξε έξω, βεβαιώθηκε πως όλα ήταν καλά και ξαναμίλησε στηνκοπέλα. 

«Είχες οικογένεια πίσω; Ξέρεις, πριν… πριν την εισβολή» 

Στα μάτια της ακτινοβόλησε αμέσως η θλίψη. Όμως ήταν δυνατή.

Κοίταξε στο πρόσωπο τον Έκτορα και χωρίς να προσπαθήσει να κρύψει

τον λυπητερό τόνο από την φωνή της απάντησε: 

«Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν μωρό. Μια σοβαρή ασθένεια είχε

χτυπήσει όλη την πόλη. Ο πατέρας μου πέθανε πριν ένα χρόνο. Ήταν

πολύ γέρος. Αλλά, είχα… είχα δύο αδερφές, μικρότερες. Την Ελένη και

την Νεφέλη» 

«Λυπάμαι. Φαντάζομαι πόσο σου στοίχησε η απώλεια τους. Ορισμένες

φορές καταριέσαι που επιβίωσες για να θυμάσαι πως όσοι αγάπησες είναι

 νεκροί.» 

«Έτσι νιώθω και εγώ» δήλωσε αδύναμα η Αμαζόνα. 

Ο Έκτορας βιάστηκε να αλλάξει θέμα βλέποντας τα μάτια της να

βουρκώνουν. 

«Πως έμαθες να χρησιμοποιείς τόξο; Είπες ότι ήξερες να το χειρίζεσαι

αλλά δεν φανταζόμουν τέτοιο ταλέντο» 

 Ένα μικρό αλλά φωτεινό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της και

κοίταξε διαπεραστικά τον Έκτορα με τα σμαραγδένια μάτια της. Ίσως

κατάλαβε την απόπειρα του να αλλάξει συζήτηση. 

«Είναι από τα βασικά στάδια εκπαίδευσης της φυλής μας. Ο στρατός μας

απαρτίζεται αποκλειστικά από γυναίκες και έτσι όλες μας μαθαίνουμε από

μικρές  ιππασία, ξιφομαχία και τοξοβολία» προλαβαίνοντας την επόμενηερώτηση του νεαρού, η Ανδρομάχη συνέχισε: 

Page 62: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 62/322

61

«Οι άντρες μας ασχολούνται κυρίως με γεωργία και κτηνοτροφία. Με

την ανατροφή των παιδιών ασχολούμαστε εμείς εκτός αν κάποια αναλάβει

διοικητικό ρόλο.» 

«Πολυάσχολες…» σχολίασε ο Έκτορας. Η Αμαζόνα συμφώνησεγελώντας. Κάπως έτσι κύλησαν οι επόμενες ώρες με την Ανδρομάχη και

τον Έκτορα να συζητάνε, κοιτώντας κατάματα ο ένας τον άλλον και

στέλνοντας κρυφά μηνύματα με το βλέμμα, τον τόνο της φωνής και τις

κινήσεις των κορμιών τους,  την ίδια ώρα που  ο Φίλιππος στεκόταν

σιωπηλός δίπλα από τον Αριστοτέλη που ήταν βυθισμένος σε ένα είδος

λήθαργου με ανοιχτά μάτια και έξω από την σπηλιά στεκόταν, πάντα σε

επιφυλακή, ο θηριώδης Αχιλλέας φρουρώντας την συντροφιά από τις

 Έχιδνες. Ώσπου γλίστρησε, μέσα στην βαθιά νυχτιά, η νύστα και τους

κυρίευσε. Βάρυναν τα βλέφαρα, χαλάρωσαν οι σφιγμένοι μύες των

κορμιών, βυθιζόταν και το πνεύμα στην αποχαύνωση. Πριν το

καταλάβουν, οι πέντε ταξίδευαν σε ένα κόσμο ολότελα δικό τους, αιθέριαφτιαγμένο  από όνειρα, αναμνήσεις και απόκρυφες επιθυμίες που

αναδύονταν από τα βάθη της ψυχής και τολμούσαν να φανερώσουν την

παρουσία τους στον μοναδικό κόσμο που όλα επιτρέπονται.

 Όταν η σάρκα και ο νους χόρτασαν ύπνο, ξεκουράστηκαν, πρόσταξαν τα

μάτια να ανοίξουν διάπλατά να δει φως η ψυχή, για να δώσει ενέργεια στο

σώμα,  να ξυπνήσει. Η σημερινή μέρα ήταν μουντή και ανταριασμένη. Ο

αγέρας λυσσομανούσε παγωμένος και ο ουρανός φόρεσε μια ξεφτισμένη,

γκρίζα  φορεσιά φτιαγμένη από μελαγχολικά σύννεφα που κάλπαζαν

γρήγορα και άλλαζαν σχηματισμούς και μεγέθη. Σκεπτόμενος τα

λεγόμενα του μάγου την προηγούμενη, ο Έκτορας σκέφτηκε πως αυτή η

κακοκαιρία ίσως αποδειχτεί σύμμαχος τους, αν και επηρέαζε αρνητικά

την διάθεση του. Ο Αχιλλέας έλεγξε την περίμετρο και όταν βεβαιώθηκε

ότι κανείς δεν τους απειλούσε, πρότεινε να ξεκινήσουν. Ο αέρας τους

χτυπούσε μανιασμένα σε κάθε τους βήμα με το παγωμένο μαστίγιο του.

Το κρύο ήταν τσουχτερό, κάνοντας τα ακροδάχτυλα τους να μουδιάσουν

και τα μάτια τους να δακρύσουν. Παρ’ όλα αυτά  δεν μπορούσαν να

κάνουν τίποτε για να ζεσταθούν  από το να συνεχίσουν να προχωράνε

πάνω στην ψυχρή ράχη του βουνού.

Καθώς βάδιζαν, ο Έκτορας πρόσεξε ότι ορισμένοι βράχοι ήτανπιτσιλισμένοι με χοντρές κηλίδες αίματος, οι οποίες δεν είχαν στεγνώσει

ακόμα, ενώ διασκορπισμένα υπήρχαν φτερά, τρίχες και κόκκαλα. Τα

ζοφερά απομεινάρια της χθεσινής επιδρομής των άγριων ερπετοειδών. Το

θετικό ήταν ότι δεν υπήρχαν σημεία της παρουσίας των Εχιδνών και

καμία κίνηση δεν ανιχνευόταν, πέρα από τον οργισμένο χορό των

πουρναριών στο μανιασμένο φύσημα του ανέμου. Ο καιρός δεν άργησε να

χειροτερέψει και δύο ώρες μετά το ξεκίνημα της αναρρίχησης έπεσαν οι

πρώτες στάλες βροχής και έσκασαν με φόρα, από την πνοή  του αέρα

πάνω στους ψυχρούς βράχους. Το ασθενικό ψιλοβρόχι δεν εμπόδισε τους

ταξιδιώτες που συνέχιζαν αποφασιστικά την πορεία τους προς την κορυφή

του βουνού η οποία  δεν διακρινόταν, καλυμμένη  από μαύρα σύννεφακαθώς ήταν. Ο Έκτορας σκέφτηκε ότι έμοιαζε σκεπασμένη από μια

Page 63: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 63/322

62

μουσκεμένη βαμβακερή κουβέρτα. Η ψύχρα που επικρατούσε τους έδινε

επιπλέον κίνητρο να περπατάνε ακατάπαυστα αφού με την κίνηση

ζεσταίνονταν τα κορμιά και έκαναν τον παγερό άνεμο υποφερτό. Το

ψιλόβροχο έπεφτε με μανία πάνω τους,  υγραίνοντας τα ρούχα και τα

πρόσωπα τους, ενώ οι πνεύμονες κατέβαλαν υπερβολική προσπάθεια να

ρουφήξουν το λιγοστό οξυγόνο που επικρατούσε στην ατμόσφαιρα, νααναζωογονηθούν οι καταπονημένοι μύες, κάνοντας τους πέντε

συντρόφους να λαχανιάζουν ασθματικά. Ο  ήλιος δεν διαφαινόταν  πίσω

από το συμπαγές τείχος των βροχερών νεφελών αλλά ο Αριστοτέλης

 υπολόγισε ότι πρέπει να ήταν μεσημέρι, όταν οι ψιχάλες που έπεφταν

αραιά έδωσαν την θέση τους σε μια οργισμένη καταιγίδα. Η βροχή

μαστίγωνε με μίσος τα σώματα τους θαρρείς και   να ήθελε να τα

πληγώσει, υποβοηθούμενη από τον αγέρα που δεν εννοούσε να κοπάσει.

Τα ρούχα του Έκτορα όπως και των άλλων είχαν γίνει μουσκίδι,

κόλλησαν απάνω του καταβρέχοντας κάθε σημείο του σώματός του, που

τουρτούριζε στον ρυθμό της παγωμένης ανάσας του αφιλόξενου Κούφιου

Γίγαντα. Τα σπαστά μαλλιά ίσιωσαν από το βάρος του νερού πουκουβαλούσαν και άλλοτε κολλούσαν στο πρόσωπο του ενώ  άλλες φορές

ανέμιζαν ελεύθερα.

Η ανάβαση δυσκόλεψε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Η βραχώδης

επιφάνεια του βουνού ήταν επικίνδυνα γλιστερή και κάθε στραβοπάτημα

θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Τα λασπόνερα σχημάτισαν ρυάκια που

κατέβαιναν, γλιστρώντας ορμητικά ανάμεσα στους βράχους, και υπήρχε

κίνδυνος να παρασύρουν την συντροφιά. Η ορατότητα ήταν ελάχιστη και

ο Έκτορας ίσα που διέκρινε τον Αχιλλέα, τον Αριστοτέλη και την

Ανδρομάχη μπροστά του. Ο Φίλιππος που τον ακολουθούσε, περπατούσε

ευκολότερα από την προηγούμενη μέρα, αφού το πόδι του τον πονούσε

ελάχιστα, αλλά δυσκολευόταν εξίσου με τον Έκτορα να σκαρφαλώσει

πάνω στα βρεγμένα βράχια. Δεν υπήρχε κανένα μέρος τριγύρω στο οποίο

θα μπορούσαν να προστατευτούν από την καταιγίδα και άλλωστε

οποιοδήποτε τέτοιο μέρος θα μπορούσε να στέγαζε…. 

«Έχιδνες» βρυχήθηκε ο Αχιλλέας κοιτώντας κάτω από το μονοπάτι στο

οποίο βάδιζαν. Ο Έκτορας ακολούθησε το βλέμμα του. Στο γκρεμό πάνω

στον οποίο υπήρχε το μονοπάτι σκαρφάλωνε μια αγέλη από Έχιδνες. Με

μια γρήγορη ματιά, ο νεαρός υπολόγισε ότι ήταν γύρω στις είκοσι. Η όψη

τους ήταν τερατώδης. Είχαν ύψος κοντά στα δύο μέτρα. Το σώμα τους ωςένα σημείο φάνταζε σαν τεράστιο πράσινο φίδι. Από την μέση και πάνω

όμως έμοιαζε με ανθρωπόμορφο ερπετό. Είχαν  τον κορμό γυμνασμένου

ανθρώπου αλλά ήταν πολύ ψηλότερο και θωρακισμένο απ’ άκρη σε άκρη

με πράσινα χοντρά λέπια. Το πρόσωπο ήταν θαρρείς σαν κεφάλι φιδιού σε

ανθρώπινο καλούπι. Είχε οβάλ σχήμα και πάνω του διαγράφονταν ένα

ζευγάρι κίτρινα, λαμπερά, φιδίσια μάτια και ένα ανθρώπινο στόμα με την

διαφορά ότι είχε μόνο δύο, φαρμακερά δόντια. Ήταν και αυτό

σκεπασμένο με λέπια ενώ δεν διακρίνονταν πουθενά μύτη ή αυτιά. Από

τις ωμοπλάτες τους ξεφύτρωναν σαν ψιλόλιγνα φυτά δύο μαύρα φίδια που

τίναζαν το κεφάλι τους δεξιά και αριστερά εκτοξεύοντας δηλητήριο. Με

το μυώδης φιδίσιο κορμί ελίσσονταν με άνεση πάνω στους βράχους καιτους πλησίαζαν γοργά, γυμνώνοντας τα δύο κοφτερά δόντια τους που

Page 64: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 64/322

63

έσταζαν πηχτό δηλητήριο. Οι πέντε ταξιδιώτες υστερούσαν αριθμητικά

απέναντι τους, έτσι μια επικείμενη μάχη ήταν χαμένη. Ακούστηκε, μέσα

από την βουή του ανέμου και τις βροντές της καταιγίδας , η βροντερή

φωνή του Αριστοτέλη.

«Κατολίσθησή. Προκαλέστε κατολίσθηση.» πρόσταξε. Την επόμενηστιγμή είδε τον Αχιλλέα να πιάνει γερά με τα δυο του χέρια έναν μεγάλο

βράχο και να τον σπρώχνει. Ο Έκτορας μπήκε στο νόημα. Πλησίασε στο

χείλος του γκρεμού όπου υπήρχε μια ογκώδης βαριά πέτρα και την

έσπρωξε κάτω. Αμέσως μετά έσπευσε να βοηθήσει τον Φίλιππο που μαζί

με τον Αχιλλέα προσπαθούσαν να σπρώξουν τον βράχο στην άκρη του

γκρεμού.  Ταυτόχρονα πρόσεξε την Ανδρομάχη που εκτόξευε βέλη

εναντίων των ερπετοειδών. Η βρεγμένη μπλούζα κόλλησε πάνω της και

διακρίνονταν  το γυμνασμένο σφριγηλό κορμί της με τις αρμονικές

καμπύλες και τα μεγάλα στήθη της. Απορροφήθηκε για μερικές στιγμές

και βυθίστηκε σε έναν κόσμο όπου υπήρχε μόνο ο ίδιος και η Αμαζόνα.

 Ένα γρύλισμα όμως του Αχιλλέα, που έσπρωχνε με δύναμη, τονεπανέφερε απότομα στην πραγματικότητα. Ένας κεραυνός έπεσε κάπου

στην κορυφή και εκείνη βρυχήθηκε πονεμένη. Παρά την καταρρακτώδη

βροχή και τον λυσσασμένο αέρα, τα βέλη της κοπέλας βρήκαν στόχο και

δύο Έχιδνες έπεσαν νεκρές από την απότομη πλαγιά ενώ άλλες τρεις

ανέβαιναν με δυσκολία αφού τα πλευρά τους είχαν τρυπηθεί και στάλαζαν

σκουροκίτρινο αίμα. Επιτέλους, οι τρείς άντρες κατάφεραν να ρίξουν τον

βράχο στον γκρεμό. Προκλήθηκε δυνατός σαματάς. Καθώς

κουτρουβαλούσε παρέσυρε  και άλλους ογκώδεις βράχους, πέτρες και

χαλίκια. Φαινόταν σαν να κατεβαίνει ολάκερος ο γκρεμός από το βουνό.

Δεκατρείς Έχιδνες παρασύρθηκαν από την κατολίσθηση και θάφτηκαν

κάτω από τόνους βράχια μέσα στην πετρώδη αγκαλιά του βουνού. Οι

 υπόλοιπες αποθαρρυμένες έφυγαν γρήγορα και χάθηκαν μέσα στις σκιές.

Πριν προλάβουν να απολαύσουν τον θρίαμβό τους η φωνή του μάγου

ακούστηκε για άλλη μια φορά: 

«Τρέξτε γρήγορα. Θα έρθουν και άλλες…» 

Δεν χρειάστηκε να το επαναλάβει. Οι άλλοι τέσσερις έβαλαν φτερά στα

πόδια τους και έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν , σκουντουφλώντας

και γλιστρώντας κάθε τόσο στις λασπωμένες πέτρες. Ο Έκτορας ένιωσε

τα πόδια του να φλογίζονται, οι μύες του έκαιγαν και στα πλευρά τουξεπήδησε ένας οξύς πόνος σαν πυρωμένο σίδερο. Όμως δεν σταμάτησε

παρά ένα τέταρτο αργότερα όταν, εξαντλημένος σωριάστηκε σε μια

πλατιά καφετιά πέτρα. Οι πνεύμονες του πήραν φωτιά. Ρουφούσαν

άπληστα οξυγόνο όμως δεν ήταν αρκετό και ο οργανισμός ζητούσε

παραπονεμένα και άλλο. Τα πόδια του έτρεμαν από την κούραση και το

κρύο. Σήκωσε το κεφάλι και αντίκρισε τους   υπόλοιπους να έχουν

γονατίσει στο μονοπάτι το ίδιο εξαντλημένοι με αυτόν. Η βροχή έπεφτε

διαρκώς αλλά ήταν τόσο μουσκεμένοι που δεν την ένιωθαν. Η καρδιά του

χτυπούσε σαν τρελή, ήθελε να πεταχτεί έξω από το στήθος να την

δροσίσει η βροχή αφού φλογίστηκε και αυτή από την υπερπροσπάθεια. Το

στήθος του Έκτορα ανεβοκατέβαινε γοργά ακολουθώντας τον ρυθμό τηςασθματικής αναπνοής του. Ένα βέλος σφύριξε πάνω από το κεφάλι του.

Page 65: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 65/322

64

Ακολούθησε την πορεία του και διαπίστωσε με πανικό ότι, όπως

προέβλεψε ο Αριστοτέλης, οι  Έχιδνες τους ξαναπήραν στο κατόπι. Ήταν

περίπου μια ντουζίνα από αυτές και σύριζαν απειλητικά. Δεν είχε κανένας

τους κουράγιο να τρέξει. Ο Έκτορας σηκώθηκε τρεκλίζοντας ενώ άλλη

μια Έχιδνα δέχθηκε το βέλος της Ανδρομάχης στο στήθος και έπεσε

χάμω. Απείχαν  γύρω στα είκοσι μέτρα από τον Έκτορα και τότε μιατραχιά δυνατή φωνή αντήχησε στον αέρα: 

«Thanda Pyrus» 

 Ένας λαμπερός κεραυνός έσκισε στα δύο τον ουρανό και προσγειώθηκε

εκατό μέτρα πιο πάνω από το σημείο που βρισκόταν η αγέλη. Ο Έκτορας

ένιωσε το έδαφος να σείεται και είδε ότι είχε δημιουργηθεί κατολίσθηση

στο σημείο που έπεσε ο κεραυνός. Οι Έχιδνες δεν πρόλαβαν να

αντιδράσουν και παρασύρθηκαν από τους βαρείς ογκόλιθούς που

κατρακυλούσαν με βία από την πλαγιά. Η κατολίσθηση ήταν τρομερή και

το έδαφος χόρευε, λες και γινόταν σεισμός. Οι βράχοι έλιωσαν τις Έχιδνεςσαν αδύναμα έντομα και τις παρέσυραν στον γκρεμό.

Λίγα λεπτά αργότερα το τράνταγμα του εδάφους σταμάτησε και ο

 Έκτορας που είχε σφαλίσει τα μάτια και ξάπλωσε ξανά στον βράχο

κατάλαβε  ότι σταμάτησε η κατολίσθηση. Έμεινε ξαπλωμένος ανάσκελα

και ανέπνεε γρήγορα τον υγρό αέρα. Ήταν βρεγμένος ως το κόκκαλο, τα

ρούχα του, μουλιασμένα και βαριά, κολλούσαν πάνω στο σώμα του , ενώ

το παγωμένο αγιάζι πάγωνε τα σωθικά του.  Η καταιγίδα συνέχισε να 

μαστίζει το βουνό, δρόσισε πλέον κάθε σπιθαμή του, ξεδίψασε ο

Γίγαντας, οι ξεροί βράχοι στην επιφάνεια του, τα πουρνάρια και τα

χαλίκια, αλλά και το χώμα στα έγκατα του. Το νερό σχημάτισε αυλάκια

και κυλούσε λασπωμένο από την κορυφή με βιάση να φτάσει στους

πρόποδες. Ο Αριστοτέλης τους παρακίνησε να σηκωθούν. Με πολύ

προσπάθεια και μπόλικο κόπο κατάφεραν να κάνουν μερικά βήματα ,

όμως ευτυχώς δεν χρειάστηκαν παραπάνω. Ο Αχιλλέας δεν δυσκολεύτηκε

 να βρει μια ευρύχωρη σπηλιά για να περάσουν την νύχτα. Ήταν ψυχρή

και σκοτεινή αλλά τουλάχιστον πρόσφερε καταφύγιο από την βροχή και

τον αέρα. Ο Αριστοτέλης δήλωσε ότι, αφού φανερώθηκε στις Έχιδνες, δεν

 υπήρχε λόγος να κρύβεται και με έναν ακατάληπτο ψίθυρο άναψε μια

μεγάλη φωτιά στο κέντρο της σπηλιάς, η οποία ξύπνησε δυο μαύρες

 νυχτερίδες. Οι πέντε τους καλωσόρισαν την ευεργετική επίδραση τηςζεστής φλόγας και έκλεισαν τα μάτια για να την απολαύσει καλύτερα η

σάρκα. Ο Έκτορας έβγαλε την μπλούζα του που έσταζε χοντρές σταγόνες

 νερό, την άπλωσε σε έναν μυτερό βράχο που έμοιαζε με λόγχη και πήγε

κοντά στη φωτιά να ζεσταθεί μαζί με τους άλλους. Έκπληκτος,

παρατήρησε ότι πάνω από την φωτιά άχνιζε ένα μαυρισμένο σιδερένιο

τσουκάλι το οποίο αιωρούνταν σαν να το είχαν κρεμάσει από έναν αόρατο

γάντζο. Σύντομα έφτασε στα ρουθούνια του η μεθυστική μυρουδιά της

χορτόσουπας, που κόχλαζε μέσα στο τσουκάλι.

Το σαγηνευτικό κορμί της, τράβηξε πάλι την προσοχή του και παγίδεψε

την ματιά του σαν αραχνοΰφαντος ιστός. Η μπλούζα της, μουσκεμένηακόμα, κολλούσε ξανά στο σώμα της το οποίο διακρίνονταν λεπτομερώς

Page 66: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 66/322

65

και διέγειρε τις αισθήσεις του Έκτορα.  Τα μουσκεμένα μαλλιά της

έλαμπαν στην κοκκινωπή λάμψη  της φωτιάς και φώτιζαν ολάκερο το

όμορφο πρόσωπο της. Εκείνη φαινόταν εξαντλημένη από την σημερινή

δοκιμασία. Ο νεαρός σηκώθηκε σιγανά και πήγε κοντά της. 

«Κουράστηκες. Πως νιώθεις;»

 Έγνεψε αδύναμα ότι ήταν καλά. 

«Φάε λίγο και κοιμήσου. Ήταν δύσκολή μέρα η σημερινή. Αύριο

φτάνουμε στη σπηλιά.»

Στο μεταξύ ο μάγος άρχισε να σερβίρει σε πήλινες γαβάθες που εμφάνιζε

από το πουθενά. Όλοι άρχισαν να τρώνε λαίμαργα, καταπίνοντας μεγάλες

μπουκιές από ζεστή χορτόσουπα. Μόλις γεύτηκε την πρώτη κουταλιά, ο

 Έκτορας ένιωσε τα σπλάχνα του να φλογίζονται και να αντλούν δύναμη,

 να ζωντανεύουν ξανά. Τι μαγεία και τούτη! Το σώμα δέχεται το ψωμί, την

σούπα, το νερό και τα μετατρέπει σε πνεύμα, ενέργεια, δύναμη και χαρά.Και χορτασμένο πια, δίνει την θέση του στην ψυχή, που πεινασμένη και

αυτή τρέφεται με στοχασμούς, πόθους, όνειρα και συζητήσεις που

φουντώνουν τα αισθήματα και τα ζωντανεύουν. Μόλις απόφαγαν, η

κοπέλα πλησίασε τον Έκτορα. 

«Τι μας περιμένει αύριο;»

Ο  Έκτορας αναστέναξε και σκέφτηκε πριν μιλήσει. 

«Το απομεσήμερο θα φτάσουμε στη σπηλιά. Δεν ξέρω τι υπάρχει εκεί

μέσα αλλά σίγουρα τίποτε εύκολο.»  ένας απελπισμένος στεναγμός

σκαρφάλωσε από τα στήθη της και πήδησε έξω από το στόμα της

Αμαζόνας. 

«Είσαι καλά;» 

«Νομίζω. Μάλλον είμαι κάπως κουρασμένη» ο νεαρός την πλησίασε και

την έσφιξε στην αγκαλιά του αφού ένιωσε πόσο απογοητευμένη

αισθανόταν. Την χάιδεψε τρυφερά στην πλάτη και της ψιθύρισε στο αυτί

ότι όλα θα πάνε καλά.

«Πήγαινε για ύπνο.» την παρακίνησε. «Αύριο όλα θα είναι καλύτερα.» 

Μισή ώρα αργότερα, τα βραχνά ροχαλητά του Αχιλλέα αντηχούσαν στα

 υγρά τοιχώματα της σπηλιάς. Όλοι είχαν ξαπλώσει στις στεγνές πλέον

κουβέρτες και, από τις βαριές ανάσες, ο Έκτορας αντιλήφθηκε ότι είχαν

αποκοιμηθεί. Ο ίδιος δεν μπορούσε. Ήταν εξουθενωμένος αλλά,

ταυτόχρονα, ένα αίσθημα υπερέντασης τον έζωνε σαν μεγάλος πύθωνας

και τον κρατούσε ξυπνητό. Κοίταξε για ακόμα μια φορά την Ανδρομάχη.

Τα μάτια της ήταν κλειστά όμως κατάλαβε ότι δεν κοιμόταν. Πάλευε με

τα αισθήματα και τις σκέψεις της το δίχως άλλο. Με τόσες περιπέτειες να

τους καταδιώκουν, δεν είχε  χρόνο για να ξεκαθαρίσει τα πολύπλοκαπροβλήματα της ψυχής και του μυαλού. Αποφάσισε να μην την

Page 67: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 67/322

66

ενοχλήσει. Κλώτσησε νευρικά ένα μισοσβησμένο κάρβουνο σε μια

προσπάθεια να εκτονωθεί. Ένιωθε έτοιμος να εκραγεί. Πολλά

προβλήματα ορθώνονταν μπροστά τους και δεν ένιωθε έτοιμος να της το

πει. Και η ψυχή ανυπομονούσε, δεν βαστούσε. Θα έβγαινε από το σώμα

 να το πει η ίδια αν μπορούσε, να  αλαφρώσει. Όταν την είδε ξανά,  το

πρόσωπο της είχε  γαληνέψει. Είχε βυθιστεί σε ύπνο, ξεκουραζόταν τοκορμί και το πνεύμα, και καθώς ηρεμούσε, τόσο πιο όμορφη και αιθέρια

γινόταν η γαλήνια όψη της. Πόση ώρα την κοιτούσε; Πόση ώρα

βυθίστηκε στους  στοχασμούς του; Πρέπει να ήταν αργά. Έξω η μπόρα

είχε σταματήσει  και ο λυσσασμένος άνεμος έδωσε την θέση του στο

παγωμένο,  νυχτερινό αεράκι. Ο νεαρός ένιωσε την ζέστη από την φωτιά

 να τον τυλίγει σαν μάλλινη κουβέρτα, να χαλαρώνει τους μύες του και να

λύνει το σφιγμένο κορμί του. Τα ματόκλαδά του  έγιναν ασήκωτα και

μόλις που πρόλαβε να στρώσει την κουβέρτα του χάμω πριν τον απαγάγει

ο Μορφέας, ο θεός του ύπνου, για να τον ταξιδέψει στον κόσμο του. 

Η μέρα  που ξημέρωσε  ήταν κατσουφιασμένη και κακοδιάθετη. Οσκούρος, γκρίζος ουρανός έστελνε κάθε λίγο στη γη μια χοντρή ψιχάλα,

ως ενθύμιο από την χθεσινή κοσμοχαλασιά. Το λασπωμένο έδαφος

γκρεμιζόταν σε ορισμένα σημεία από το βάρος του νερού που

κουβαλούσαν και προκαλούσε κατολισθήσεις. Στην υγρή μεγάλη σπηλιά,

οι πέντε ξύπνησαν τόσο ανανεωμένοι όσο δεν είχαν ξανανιώσει τον

τελευταίο καιρό. Ο Έκτορας ένιωθε σαν να κοιμόταν δύο μέρες και μέσα

του είχε την υποψία ότι ο ύπνος του ήταν κυριολεκτικά… μαγικός. Έριξε

ένα βλέμμα στον Αριστοτέλη ο οποίος το ανταπέδωσε με  ένα αμυδρό

χαμόγελο. Μάζεψαν γρήγορα τα φτωχικά τους εφόδια και ετοιμάστηκαν.

Τα αισθήματα του Έκτορα εναλλάσσονταν από αγωνία σε περιέργεια και

έξαψη. Ένα μεγάλο μέρος του ταξιδιού τους ολοκληρωνόταν εκείνη τη

μέρα, για να αρχίσει το πιο σημαντικό.

Τι κρυβόταν άραγε μέσα στη σπηλιά; Πως θα ήταν αυτό το θρυλικό

μέρος; Τι δυσκολίες θα συναντούσαν;  Σήμερα το απόγευμα θα ήξερε.

Μόλις βγήκαν από την σπηλιά, ο νεαρός διαπίστωσε πόσο φοβερή ήταν η

χθεσινή καταιγίδα. Το έδαφος υπέστη καθίζηση σε πολλά σημεία,

κάνοντας τα περάσματα πιο απότομα, ενώ πολλοί βράχοι θρυμματίστηκαν

και άλλοι μετακινήθηκαν μέτρα ολάκερα από τις κατολισθήσεις. Ένας

μεγάλος βράχος, που έμοιαζε με πρόσωπο, σχίστηκε στα δύο από έναν

κεραυνό. Η ανάβαση ήταν όπως πάντα δύσκολη. Οι βρεγμένοι βράχοιγλιστρούσαν επικίνδυνα,  ενώ το χώμα μετατράπηκε σε μια λασπερή

γλίτσα. Τα πόδια τους βούλιαζαν μέσα στη λάσπη και χρειαζόταν δύναμη

σε κάθε βήμα, όπως και προσοχή για ενδεχόμενες κατολισθήσεις. Δύο

φορές ο Φίλιππος κινδύνεψε να πέσει στο κενό όταν  το έδαφος

 υποχώρησε κάτω από τα πόδια τους. Έχιδνες δεν διακρίνονταν πουθενά.

Η παρουσία του μάγου μάλλον τις φοβέρισε και αποφάσισαν να τους

αφήσουν ήσυχους. Έτσι συνέχισαν ανεμπόδιστοι την πορεία τους με μόνη

αντιξοότητα το ασταθές και γλιστερό έδαφος. Ο αδύναμος ήλιος έστελνε

το ισχνό του φως μέσα από τα σύννεφα, τα οποία αφού ξαλάφρωσαν από

το νερό που κουβαλούσαν, έφευγαν βιαστικά προς άγνωστες

κατευθύνσεις χωρίς να γνωρίζουν όρια, ελεύθερα και αεράτα. 

Page 68: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 68/322

67

 Όταν το λαμπερό αστέρι έφτασε στο ζενίθ, οι ταξιδιώτες διέκριναν την

κορυφή. Απείχε λιγότερο από πενήντα μέτρα και υποκινούμενοι από την

αγωνία τους,  τάχυναν το βήμα τους. Είχαν φτάσει ψηλά και τους είχε

καλύψει πυκνή ομίχλη, όμως τίποτα δεν τους εμπόδιζε. Γρήγορα, σχεδόν

απρόσεχτα κινούνταν ανάμεσα στα βράχια με το βλέμμα πάντα

καρφωμένο στην κορυφή. Η καρδιά του Έκτορα χτυπούσε δυνατά, έδινετον δικό της αγώνα μέσα στα στήθια του νεαρού ενώ μέσα στο μυαλό του

μια φωνούλα επαναλάμβανε τις ίδιες λέξεις:  τα καταφέραμε! Τα

καταφέραμε! ένα ασυγκράτητο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του.

 Ένιωθε να τον λούζει το αίσθημα της επιτυχίας. Πέρασαν τόσα,

πολέμησαν Θανατώριους, Ζεβοντάν, τους Εφτά Ιερείς, τις Έχιδνες και

όμως ολοκλήρωσαν έναν απίθανο άθλο. Το πρώτο βήμα για την απόκτηση

του Σπαθιού της Λύκης είχε γίνει. Σε λίγο θα έμπαιναν στη Σπηλιά των

Μυστηρίων.

Ο ήλιος μόλις  είχε  ξεκινήσει  την καθοδική του πορεία, όταν είδε κάτι

παράξενο με την καυτή ματιά του. Πέντε ανθρώπους  στην κορυφή τουΚούφιου Γίγαντα που στέκονταν και κοιτούσαν κάτι. Ο Έκτορας ένιωσε

με κάθε κύτταρο του κορμιού του την έξαψη και την αγωνία που τον

κυρίευε. Εδώ, στην ομιχλώδη κορυφή του πετρώδους βουνού , ήταν η

είσοδος της Σπηλιάς των Μυστηρίων. Και όμως παρά τους θρύλους που

ακούγονταν για ετούτη, από την είσοδο φάνταζε μια απλή σπηλιά σαν

όλες τις άλλες που υπήρχαν στο βουνό. Ο Αριστοτέλης πήγε μπροστά από

την είσοδο και πήρε το λόγο. 

«Φίλοι μου, το πρώτο, δύσκολο μέρος του ταξιδιού μας ολοκληρώθηκε.

Δυστυχώς όμως, οι δυσκολίες όχι μόνο δεν τελείωσαν, αλλά από εδώ και

μπρος πληθαίνουν και μεγαλώνουν. Μέσα εδώ, θα αντιμετωπίσουμε

πλάσματα πέρα από κάθε φαντασία, με μεγάλη δύναμη και ισχύ , αλλά και

γρίφους πολύπλοκους και απαιτητικούς.» έκανε μια παύση, κατάπιε και

συνέχισε. 

«Η σπηλιά χωρίζεται σε πέντε αίθουσες που αντιπροσωπεύουν τα

αρχέγονα μυστήρια. Το Μυστήριο του Χρόνου, το Μυστήριο της Φύσης,

το Μυστήριο του Θανάτου, το Μυστήριο του Σκότους και τέλος το

Μυστήριο του Φωτός. Στην τελευταία αίθουσα στεγάζεται το πολυπόθητο

Σπαθί της Λύκης. Για να το πάρουμε θα πρέπει να διασχίσουμε τις πέντε

αίθουσες. Θέλω να είστε ιδιαίτερα προσεχτικοί και να αδράξετε δυνάμειςαπό τα βάθη της ψυχής σας. Πάντα να ακούτε τι σας λέω. Σύμφωνοι;» 

 Όλοι έγνεψαν θετικά και έπειτα μια τραχιά βροντερή φωνή ακούστηκε. 

«Δεν μπορείς να μας μεταφέρεις κατευθείαν στην τελευταία αίθουσα, να

πάρουμε το σπαθί;» πρόφερε ο Αχιλλέας. 

«Όχι.  Υπάρχουν αρχαία μάγια παντού στη Σπηλιά και κάθε απόπειρα

είναι επικίνδυνη. Άλλωστε, αντιμετωπίζοντας τα μυστήρια της σπηλιάς,

είμαι βέβαιος ότι θα γίνεται σοφότεροι, δυνατότεροι και πιο επικίνδυνοι

για τον Ζακχαέρ Ντων.» όλοι έμειναν σιωπηλοί. Ο Έκτορας ένιωσε στο

Page 69: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 69/322

68

βάθος ένα μικρό αίσθημα φόβου να έρχεται στη ζωή, όμως το ξεπέρασε

αμέσως. 

«Ακολουθήστε με» πρόσταξε ο μάγος. 

Page 70: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 70/322

69

Οι Δαίδαλοι  του Χρόνου  

ομίχλη δεν άφηνε το φως να περάσει, όμως σίγουρα έξω ήταν πιο

φωτεινά από ότι μέσα στη Σπηλιά. Ο Έκτορας κυριολεκτικά δεν

διέκρινε τίποτε  και ακολουθούσε τον  Αριστοτέλη μόνο από τον

ήχο των βημάτων του. Είχε τα χέρια προτεταμένα μπροστά για να

αποφύγει οποιαδήποτε σύγκρουση. Περπατούσαν περίπου πέντε λεπτά

στο απόλυτο σκοτάδι όταν ένιωσε, εντελώς απρόσμενα, μια δυνατή ριπή

ανέμου. Κράτησε μόνο ένα δευτερόλεπτο και έπειτα επικράτησε πάλι

ηρεμία μέσα στη σπηλιά. Γιατί ο Αριστοτέλης δεν φώτιζε λίγο το μέρος;

 Όμως ξαφνικά διέκριναν φως μπροστά τους. Υπήρχε μια αίθουσα εκεί

μπροστά. 

Η αίθουσα ήταν λουσμένη με άπλετο φως, αν και πουθενά δεν

διακρίνονταν η πηγή του. Μόλις τα μάτια του συνήθισαν το εκτυφλωτικό

χρυσαφένιο φως, ο Έκτορας  έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ήταν

μεγαλοπρεπέστατη. Ήταν τόσο ψηλή που δεν μπορούσε να δει το ταβάνι

και μεγάλη σαν κοιλάδα. Το ασημένιο πάτωμα, στολισμένο με ρουμπίνια,

περιστοίχιζαν χρυσά τοιχώματα, διακοσμημένα με κάθε λογής πολύτιμους

λίθους. Μπροστά του υπήρχε μια καφετιά δρύινη πόρτα που γυάλιζε

απόκοσμα, ενώ πάνω της  ένα αόρατο  χέρι έγραφε συνεχώς, με

χρυσαφένια γράμματα, φράσεις σε μια άγνωστη γλώσσα. Παντού στην

αίθουσα αντηχούσε μια απόκοσμη, μεθυστική μελωδία και ο Έκτορας θαορκιζόταν ότι κάθε λίγο άκουγε ψιθύρους να λένε ακατάληπτες φράσεις.

Στον αέρα πλανιόταν μια χρυσαφιά ομίχλη. Έκανε ζέστη, αλλά συχνά  

φυσούσε ένα ευχάριστο αεράκι. Όλοι έμειναν άναυδοι από το

εντυπωσιακό θέαμα. Ακόμα και ο Αχιλλέας φαινόταν εκστασιασμένος.

Μόνο ο Αριστοτέλης αντιδρούσε σαν να βρισκόταν σπίτι του.

Σταματούσε πότε-πότε, έριχνε μερικές αδιάφορες ματιές και συνέχισε να

περιπλανιέται με χαλαρό βηματισμό, ανεπηρέαστος από την μαγική θέα

της αίθουσας. 

«Τι θα κάνουμε τώρα;» αναρωτήθηκε ο Φίλιππος. 

«Σήμερα θα μείνουμε εδώ.» έκανε μια παύση και έδειξε την δρύινη 

πόρτα. «Αύριο θα περάσουμε την πόρτα και θα ξεκινήσουμε την

δοκιμασία…» 

Ο Φίλιππος ανασήκωσε τα φρύδια. «Τουλάχιστον δεν θα

στριμωχτούμε…» 

Ο Έκτορας γέλασε μηχανικά και συνέχισε να εξερευνά την απέραντη

αίθουσα. Σε μια γωνία, δίπλα από στριφογυριστή μαρμάρινη κολώνα

ανακάλυψε μια πηγή σε σχήμα δράκου. Το νερό ανέβλυζε από το

χρυσαφένιο στόμα του, με τα ασημένια δόντια, και κατέληγε σε μια

Η 

Page 71: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 71/322

70

λεκάνη από λευκόχρυσο. Ξεδίψασε, έπλυνε το πρόσωπό του και

επέστρεψε στους υπόλοιπους. Ο Αριστοτέλης είχε ήδη εμφανίσει πέντε

γαβάθες σούπα και ένα καρβέλι ψωμί και ξεκίνησαν να τρώνε  ορεξάτοι.

 Όταν κόρεσε την πείνα του, ο Έκτορας ξάπλωσε στο ασημένιο πάτωμα. 

 Ήταν ευχάριστα δροσερό.

 Έκλεισε τα μάτια και απόλαυσε την γαλήνια ησυχία της σπηλιάς. Είχε

περάσει καιρός από την τελευταία φορά που του δόθηκε η ευκαιρία να

αισθανθεί τόση γαλήνη. Και από την επόμενη μέρα, ήταν σίγουρος ότι θα

ξαναπεράσει καιρός μέχρι να έχει πάλι αυτήν την πολυτέλεια. Στο μυαλό

του σχηματίστηκε μια εικόνα. Στην αρχή, ήταν μια αόριστη λάμψη όμως,

όσο κυλούσαν τα δευτερόλεπτα η φιγούρα έπαιρνε σχήμα. Είχε μακριά,

μαύρα κυματιστά μαλλιά και εξωπραγματική ομορφιά. Τα μάτια της

έλαμπαν  σαν γαλαζοπράσινοι φάροι στο σκοτάδι. Όμως, δεν ήταν  μόνη

της. Δίπλα της ξεπήδησε μια δεύτερη φιγούρα. Ήταν το πιο τρομαχτικό

πλάσμα που είδε ποτέ του. Πιο μαύρο και από το σκοτάδι, με λαμπερά

κίτρινα μάτια χωρίς κόρες, που εξέπεμπαν μίσος και ανεξάντλητη έχθρα,και μια τερατώδης όψη, με κέρατα να ξεφυτρώνουν από κάθε άρθρωση

του σώματος του, ενώ ο κορμός του ήταν φτιαγμένος από το πιο μαύρο

σκοτάδι, το πιο μισητό. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα μεγάλο σπαθί ενώ στο

άλλο κράδαινε απειλητικά ένα μακρύ κατάμαυρο ραβδί, με σκαλίσματα

που έφεραν άγνωστα μηνύματα. Έβγαλε ένα γέλιο, που έκανε το δέρμα

του να ανατριχιάσει και το στομάχι του να σφιχτεί. Έπειτα κοίταξε την

κοπέλα. Το βλέμμα του ήταν ατάραχο, άλλα ήθελε το κακό της χωρίς

αμφιβολία. Η Ανδρομάχη δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Ο Έκτορας ήθελε να

την προειδοποιήσει αλλά η φωνή του πνιγόταν από το πηχτό σκοτάδι. Ο

Ζακχαέρ Ντων την πλησίασε και στάθηκε δίπλα της. Δεν την χτύπησε με

το σπαθί ή το ραβδί του. Αλλά μετατράπηκε σε σκιά και μπήκε μέσα της,

μολύνοντας την ψυχή και το σώμα της. Το λείο δέρμα της ζάρωσε, και τα

κρυστάλλινα μάτια της έγιναν οι κίτρινοι προβολείς μίσους και κακίας του

απεχθούς πλάσματος. Η κοπέλα έβγαζε απελπισμένες κραυγές που έκαναν

την καρδιά του να ραγίσει. Πονούσε. Υπέφερε. Και εκείνος δεν μπορούσε

 να κάνει τίποτε άλλο από το να παρακολουθεί. 

«Έκτορα» 

Η απαλή, αγνή φωνή της τον ξύπνησε. Ο νεαρός κοίταξε αλαφιασμένος

γύρω του. Έπειτα είδε μπροστά του την Ανδρομάχη. Ήταν πανέμορφηόπως πάντα, το δέρμα της απαλό και μεταξένιο και δεν ούρλιαζε  από

πόνο. Ανακουφισμένος έπεσε στην αγκαλιά της. Εκείνη του ψιθύρισε

ήρεμα. 

«Όλα είναι εντάξει. Όνειρο είδες.» 

Μέσα στην αγκαλιά της κοίταξε ξανά γύρω του. Ο Φίλιππος με τον

Αχιλλέα κοιμόντουσαν ήρεμοι και ο Αριστοτέλης είχε αποτραβηχτεί σε

μια γωνιά και καθόταν με κλειστά μάτια.

«Φώναζες το όνομα μου» συνέχισε η κοπέλα. «Στριφογύριζες ανήσυχος» 

Page 72: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 72/322

71

«Ονειρεύτηκα εσένα» απάντησε εκείνος δειλά. 

Η κοπέλα τον κοίταξε παραξενεμένη. Ο Έκτορας δίστασε προς στιγμήν

αλλά τελικά της διηγήθηκε το όνειρο. Όταν τελείωσε, ήταν φανερό ότι η

κοπέλα είχε θορυβηθεί. Για μερικές ατέλειωτες στιγμές κοιτάχτηκαν στα

μάτια, ώσπου μίλησε ο μάγος. 

«Ήπιες από την πηγή της σπηλιάς Έκτορα. Οι μαγικές δυνάμεις που την

διαφεντεύουν θέλουν να σε αποθαρρύνουν και σε χτυπάνε με τον τρόπο

που θα σε πονέσει πιότερο. Με το που ήπιες το νερό είδαν μες στην ψυχή

σου.» 

Η Ανδρομάχη συνέχισε να τον κοιτάζει. Ο νεαρός αναστέναξε

ανακουφισμένος, που δεν σήμαινε τίποτα το όνειρο και της ανταπέδωσε

το βλέμμα. Το πρόσωπο της δεν ήταν πια ανήσυχο. Πρώτη φορά το

έβλεπε από τόσο κοντά. Τα υγρά μάτια της γυάλιζαν, σαν δύο

κρυστάλλινες λίμνες στο ξέφωτο ενός δάσους κάτω από το φεγγαρόφωτο.Η ομορφιά της αποτυπωνόταν σε κάθε σπιθαμή του προσώπου της. 

«Δεν θα τον αφήσω να σε πληγώσει. Θα πεθάνει πριν καν προλάβει να

σε δει. Στο υπόσχομαι. Δεν θα σε πειράξει.» 

Οι άνθρωποι πολλές φορές κάνουν πολλά, διάφορα και μερικές φορές

ευφάνταστα σχέδια για να αποκτήσουν αυτό που ποθούν. Όμως κατά

κάποιον περίεργο τρόπο, η φύση λειτουργεί αλλιώς και έτσι αυτά που

θέλουν έρχονται όταν δεν το περιμένουν σε μια εντελώς αυθόρμητη και

απροσχεδίαστη στιγμή.

 Έτσι συνέβη και με αυτό το φιλί. Σίγουρα το ποθούσαν και οι δύο.

Αδιαμφισβήτητα είχαν κάνει διάφορα σχέδια για να το αποκτήσουν. Όμως

ενώ άλλες φορές ο Έκτορας σκεφτόταν επί ώρες τι να της πω; τώρα που

δεν σκέφτηκε τίποτα βρέθηκε με τα χείλια του πάνω στα δικά της. Δεν

θυμόταν αν πήρε αυτός την απόφαση ή εκείνη. Δεν θυμόταν καν πως

έγινε. Αλλά τι σημασία είχε; Αφέθηκε στη μαγεία. Υγρό στην αρχή, και

κλάσματα του δευτερολέπτου έπειτα, ζεστό και απαλό. Τα χείλια της ήταν

σαν πέταλα κατακόκκινου ρόδου. Δροσερά και μαλακά,  συνέχισε να τα

φιλάει με κομμένη ανάσα και σφαλιστά ματόκλαδα. Στο στήθος του, η

καρδιά του χόρευε σε ξέφρενους ρυθμούς, χαρούμενη και ζωηρή. Έπειτατραβήχτηκαν σιγά-σιγά. Ο Έκτορας έμεινε ακόμα με κλειστά μάτια

προσπαθώντας να απομνημονεύσει αυτό το υπέροχο συναίσθημα. Έπειτα

βλεφάρισε μερικές φορές, σαν να έβγαινε σε δυνατό φώς μετά από μέρες

στο σκοτάδι. 

«Ονειρεύομαι ακόμα ή συνέβη πράγματι αυτό;» 

Η Αμαζόνα γέλασε αποκαλύπτοντας μια σειρά μαργαριταρένια δόντια. 

«Δεν ξέρω. Ας βεβαιωθούμε…» 

Page 73: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 73/322

72

Πριν προλάβει να αντιδράσει, τα χείλια τους ξανάσμιξαν. Ήταν τόσο

απολαυστικό, όπως οι πρώτες σταγόνες νερού που ακουμπούν τα χείλη

μετά από πολυήμερο ταξίδι κάτω από τον καυτό ήλιο. Αγκαλιάστηκαν

και φιλήθηκαν ξανά και ξανά. Δεν χόρταινε να φιλάει τα χείλη   της. Τα

χέρια της χάιδευαν το πρόσωπο και το σώμα του. Το ζεστό και απαλό

άγγιγμά της πάνω του ήταν ανείπωτη χαρά και απόλαυση. Μέσα στηναγκαλιά της ένιωθε έτοιμος για όλα.   Ένιωθε να τον κατακλύζει

ανεξάντλητη δύναμη και ενέργεια, σαν ισχυρό τονωτικό.  Ήταν ο πιο

ευτυχισμένος άνθρωπος πάνω στη γη και το ένιωθε με όλες του της

αισθήσεις. Μύριζε τα μεταξένια μαλλιά της, ένιωθε το απαλό άγγιγμά και

την ζεστή αγκαλιά της. Γευόταν τα ρόδινα χείλη της, και τα μάτια του δεν

χόρταιναν να βλέπουν το αγγελικό πρόσωπο της.  Ο ύπνος τους βρήκε

αγκαλιασμένους και τους πήρε απαλά, να μην τους ενοχλήσει. Ήταν μια

ονειρική βραδιά, που θα την διαδέχονταν πολλά περιπετειώδη μερόνυχτα. 

Πρώτος ξύπνησε ο Φίλιππος. Τα πράσινα μάτια του ανέτρεξαν την

αίθουσα και σταμάτησαν στην δρύινη πόρτα. Από εκεί θα ξεκινούσαν το

αβέβαιο ταξίδι τους αναζητώντας το Σπαθί της Λύκης. Δίπλα του, ήρθεαπό το πουθενά ο Αριστοτέλης με αθόρυβα βήματα.   Ο Φίλιππος

αναπήδησε, αιφνιδιασμένος από την απρόσμενη εμφάνισή του. Στον ώμο

του στεκόταν ο Ερμής.  Μάλλον επέστρεψε από το μακρινό του ταξίδι

κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα. 

«Ξύπνα τους άλλους» πρόσταξε με σιγανή φωνή. «Πρέπει να

ξεκινήσουμε» 

Ο Φίλιππος υπάκουσε αμέσως και ξεκίνησε να ξυπνάει τον Αχιλλέα, την

Ανδρομάχη και τον Έκτορα. Ο τελευταίος σηκώθηκε και κοίταξε γύρω

του, με πρησμένα μάτια, να κατατοπιστεί. Τι ώρα να ήταν; Μέσα στη

σπηλιά δεν έβλεπε τον ήλιο και είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου.

 Έπειτα είδε την δρύινη, καφετιά πόρτα πίσω του.  Ας μην το καθυστερούμε

άλλο συλλογίστηκε. Σηκώθηκε πάνω αποφασιστικά κοίταξε για λίγο την

Ανδρομάχη και απευθύνθηκε στους άλλους. 

«Έτοιμοι;» 

Αντέδρασαν ξαφνιασμένα σαν να μην καταλάβαιναν για πιο πράγμα

μιλούσε αλλά τελικά ο Φίλιππος έγνεψε θετικά. Έβγαλε τα δυο σπαθιά

του και ο Έκτορας το δικό του, ενώ ο Αχιλλέας κρατούσε ήδη τον βαρύπέλεκυ του όπως η Αμαζόνα το τόξο της και ο Αριστοτέλης το ραβδί του.

Ο Έκτορας προχώρησε μπροστά. Κοίταξε κατάματα τον Αριστοτέλη. Ο

μάγος τον καθησύχασε μιλώντας με το βλέμμα του. Κοίταξε τον Φίλιππο

και τον Αχιλλέα,  να βεβαιωθεί ότι είναι έτοιμοι και έπειτα έκλεισε το μάτι

στην Ανδρομάχη χαμογελώντας της. Η κοπέλα ανταπέδωσε το χαμόγελο.

Στράφηκε στην πόρτα και την περιεργάστηκε λίγο. Στο κέντρο ήταν

σκαλισμένη μια κλεψύδρα στο μέγεθος της παλάμης του. Πήρε μια βαθιά  

ανάσα και έσπρωξε με δύναμη την πόρτα. 

Ο Έκτορας ένιωσε όλες τις αισθήσεις του σε εγρήγορση και την

αδρεναλίνη να ποτίζει το αίμα του καθώς η πόρτα άνοιγε αφήνοντας έναμακροσκελές τρίξιμο. Με το σπαθί ορθωμένο μπροστά του, μπήκε μέσα

Page 74: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 74/322

73

περπατώντας στις μύτες των ποδιών του, έτοιμος να αντιμετωπίσει τον

πιθανό κίνδυνο. Τίποτα. Μπροστά του υψωνόταν ένας ξύλινος τοίχος με

 ύψος πάνω από τρία μέτρα. Μόλις πέρασε και ο τελευταίος μέσα από την

πόρτα, εκείνη έκλεισε με πάταγο. Τυλίχτηκαν στο σκοτάδι αλλά μόνο για

μια στιγμή. Από την οροφή της αίθουσας μια τεράστια κλεψύδρα έλαμψε

λούζοντας τον χώρο με άπλετο ασημένιο φως. Κρεμόταν από μια χρυσήαλυσίδα, ο σκελετός της ήταν από οψιανό και την κοσμούσαν κόκκινα

πετράδια.  Ο Έκτορας κοιτούσε συνεχώς τον τοίχο μπροστά  του,

προσπαθώντας να καταλάβει τι στην ευχή συνέβαινε. Αυτό ήταν η πρώτη

αίθουσα; Η εξήγηση ήρθε από το στόμα του μάγου με απλά και λιτά

λόγια.

«Ακολουθήστε με. Πρέπει να διασχίσουμε τον λαβύρινθο πριν τελειώσει

ο χρόνος στην κλεψύδρα.»

 Όλοι κοίταξαν στην οροφή. Η κλεψύδρα αναποδογύρισε και η λευκή

άμμος μέσα της άρχισε να κυλάει. Πήγαν βιαστικά πίσω από τονΑριστοτέλη. Πέρασαν από ένα άνοιγμα, για να συναντήσουν μπροστά

τους, τους δαιδαλώδεις στενούς διαδρόμους,  με τις στροφές και τα

αδιέξοδα του πολύπλοκου  λαβύρινθου. Ο γέροντας κοντοστάθηκε ένα

δευτερόλεπτο και επέλεξε έναν διάδρομο. Έμοιαζε να γνωρίζει καλά το

μέρος. Ο Έκτορας αναρωτήθηκε αν οι γνώσεις του ήταν μόνο θεωρητικές

ή  αν  είχε άμεση σχέση με την μαγική σπηλιά και την κατασκευή του

πολυπόθητου Σπαθιού. Δεν είχε χρόνο για τέτοιες απορίες τώρα. Έπρεπε

 να συγκεντρωθεί στις δοκιμασίες που τον περίμεναν στον λαβύρινθο.

Βρέθηκε δίπλα στον Αριστοτέλη, να τον ρωτήσει τι ακριβώς τους

περίμενε εδώ μέσα, αλλά ο μάγος μίλησε πρώτος. 

«Θα υποφέρεις  από εφιάλτες για μια-δυο μέρες. Δεν θέλω να τους

δώσεις σημασία και να επηρεαστείς από αυτούς.» έκανε μια σύντομη

ανάπαυλα και ξαναπήρε τον λόγο. «Δεν έπρεπε να πιεις από το νερό

 Έκτορα. Εδώ μέσα, όσο αθώο και αν δείχνει κάτι, είναι δεμένο με τα

μάγια της Σπηλιάς.» 

Ο νεαρός, μην ξέροντας τι να πει, περιορίστηκε σε ένα κούνημα του

κεφαλιού του. 

«Τι μας περιμένει εδώ μέσα;» 

«Δεν είμαι σίγουρος. Σίγουρα πάντως μάγια, γρίφοι και πλάσματα με

πρωταρχικό στόχο να μας καθυστερήσουν να διασχίσουμε το λαβύρινθο.

Αν ο χρόνος μας τελειώσει…» έδειξε την κλεψύδρα «...θα μείνουμε

αιώνια παγιδευμένοι εδώ, στις δαιδαλώδεις πτυχές του χρόνου.» 

Σταμάτησε να περπατάει προς στιγμήν, προσπαθώντας να αποφασίσουν

σε μια διασταύρωση ποιόν δρόμο θα ακολουθήσουν. Τελικά έστριψε

αριστερά και συνέχισε με γρήγορο βηματισμό.

Περπατούσαν πολύ χωρίς να συναντήσουν τίποτε απειλητικό αν και ολαβύρινθος αποδείχθηκε ιδιαίτερα πολύπλοκος. Δύο φορές πήραν λάθος

Page 75: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 75/322

74

δρόμο και χρειάστηκε ώρα μέχρι να προσανατολιστούν ξανά. Δύο ώρες

μετά την είσοδο τους στην Αίθουσα του Χρόνου, συνάντησαν το πρώτο

εμπόδιο. Στην άκρη ενός μακρόστενου διαδρόμου υπήρχε μια μικρή

κάμαρα και απέναντι από την είσοδο συναντούσα τρείς πόρτες. Μια

σκουροκόκκινη ξύλινη, μια χρυσή διακοσμημένη με εκατοντάδες

ανάγλυφους ήλιους και μια κατάμαυρη σιδερένια. Ήταν προφανές τιέπρεπε να γίνει. 

«Πρέπει να επιλέξουμε από πού θα περάσουμε. Αν επιλέξουμε σωστά,

θα συνεχίσουμε την πορεία μας στον λαβύρινθο. Όμως μια λάθος

απόφαση ίσως μας καταδικάσει.» εξήγησε ο μάγος.

Προς έκπληξη όλων, πρώτος μίλησε ο Αχιλλέας. 

«Μα είναι σαφές! Η χρυσή παραείναι δελεαστική, και η μαύρη

αντιπροσωπεύει το σκότος. Θα μπούμε από την ξύλινη. Η μέση λύση είναι

πάντα η καλύτερη.» δήλωσε με την βαριά, τραχιά φωνή του. 

«Όχι, δεν συμφωνώ. Είναι δειλία να κρύβεσαι, να μην λες περήφανα σε

πιο στρατόπεδο ανήκεις, να μην διαλαλείς τι πιστεύεις πως είναι σωστό.

Πολεμάμε, με σύμμαχο μας το φως. Πρέπει να επιλέξουμε την χρυσή!»

πρότεινε παθιασμένα ο Φίλιππος. 

«Μην συγχέεις το φως με τον  χρυσό επειδή λάμπουν και τα δύο. Η

λάμψη του φωτός είναι αγνή, αθώα. Όμως οι πιο αιματηροί και ανήλεοι

πόλεμοι γίνονται στο όνομα του χρυσού. Ίσως εκτός από το θάρρος, αυτός

ο γρίφος  δοκιμάζει  και την απληστία μας. Και δεν θεωρώ ότι μια μέση

λύση είναι καλύτερη. Οι συμβιβασμοί οδηγούν στην σκλαβιά και την

εξαθλίωση. Ίσως πρέπει να δείξουμε θαρρετά ότι δεν φοβόμαστε το

σκοτάδι. Ότι είμαστε έτοιμοι να το πολεμήσουμε. Ας μπούμε από την

μαύρη.» είπε με μαλακή φωνή η Ανδρομάχη. 

Ο Έκτορας αναστέναξε. Όλα τα επιχειρήματα του φαινόταν λογικά. Πιο

ακίνδυνη έμοιαζε η ξύλινη. Η χρυσή φάνταζε όντως ασφαλής, ή τον

ξεγελούσε ο ύπουλος χρυσός που σκλαβώνει τη ματιά και τον νου των

ανθρώπων; Η μαύρη φαινόταν τρομαχτική αλλά τα επιχειρήματα της

κοπέλας ήταν τα πιο λογικά. Κοίταξε απελπισμένος τον Αριστοτέλη. Ο

μάγος ανασήκωσε τους ώμους και πρόφερε δυνατά: 

«Το πολύπλοκο μυαλό του ανθρώπου, πολλές  φορές είναι δίκοπο

μαχαίρι. Τι θα εμπιστευτείτε τώρα; Την όρασή σας, την λογική ή την

καρδιά σας; Τον πιο ασφαλές δρόμο τον ξέρει κάτι που ο άνθρωπος έπαψε

 να ακούει από τότε που απομακρύνθηκε από την φύση. Το ένστικτο.»

στράφηκε στον Ερμή, του ψιθύρισε κάτι και τον πήγε κοντά στις πόρτες.

Το γεράκι στάθηκε ακίνητο στην ξύλινη, πέταξε μακριά από την χρυσή

και τελικά στην μαύρη έκρωξε ελαφρά ενώ την κοιτούσε επίμονα. Ήταν

φανερό ότι προτιμούσε την μαύρη. Ο Αριστοτέλης τους κοίταξε

χαμογελαστός. 

Page 76: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 76/322

75

«Δεν θα εμπιστευτώ την ζωή μου σε ένα ζώο, γέροντα! Εγώ την

εμπιστεύομαι στην λογική. Και δεν δέχομαι να με κατηγορούν για δειλία

όταν πολεμώ με ανδρεία. Για το καλό μας θα διαβούμε την ξύλινη

πόρτα.» 

«Δεν αποφασίζεις μόνος Αχιλλέα!» φώναξε ο Φίλιππος.

«Τα ζώα δεν έχουν πετύχει τίποτε Αριστοτέλη ποτέ! Επειδή βασίζονται

στο ένστικτο.  Σας είπα ήδη: πρέπει να επιλέξουμε στρατόπεδο. Ας

ανοίξουμε την χρυσή. Δείτε τους ήλιους πάνω της. Αντιπροσωπεύει το

φως.» 

Ο Αριστοτέλης πήρε ξανά τον λόγο αφού πρώτα τους παρακάλεσε να

ηρεμήσουν. 

«Δεν εμπιστεύεστε εμένα. Δεκτό. Δεν εμπιστεύεστε τον Ερμή. Πλήρως

κατανοητό. Ας εμπιστευτούμε όλοι τον Έκτορα. Όλη η αποστολή γίνεταιγια αυτόν. Είναι ο Εκλεκτός, άλλωστε. Ο δρόμος για το Σπαθί της Λύκης

είναι χαραγμένος στο αίμα του. Θα δεχτούμε όλοι την απόφαση του όποια

και αν είναι. Σύμφωνοι;» 

Ο Φίλιππος δέχτηκε αμέσως, όπως και η Ανδρομάχη, ενώ ο  Αχιλλέας

μετά από μια εσωτερική διαμάχη συμφώνησε με ένα μουγκρητό. Την ίδια

ώρα ο Έκτορας ένιωσε την γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του.  Πολύ

 μεγάλη ευθύνη, πολύ μεγάλη, μα την  αλήθεια.  Ξανάφερε τους διαλόγους

μες στο μυαλό του. Η όραση του έλεγε να επιλέξει την χρυσή. Η λογική;

Από την αρχή θεώρησε σοφά τα λόγια της Ανδρομάχης και ο

Αριστοτέλης επέλεξε και αυτός την μαύρη. Ήταν μάγος, πάνσοφος,

δάσκαλος και πιστός φίλος. Δεν τον απογοήτευσε ποτέ και ήξερε πάντα τι

έλεγε. Η καρδιά του; Η καρδιά του τραγουδούσε το όνομα της

πεντάμορφης Αμαζόνας δίπλα του. Κοίταξε την κλεψύδρα. Έχασαν ήδη

πολύ χρόνο. Αρκετά το σκέφτηκε. Θα έμπαινε πρώτος μέσα ώστε να

 υποστεί αυτός τις συνέπειες της απόφασης του. Έσφιξε το σπαθί του και

προχώρησε. Άπλωσε το χέρι και ένιωσε το ψυχρό μέταλλο. Άνοιξε την

μαύρη πόρτα! Κοίταξε προς όλες τις κατευθύνσεις περιμένοντας να

ξεπεταχτεί κάποιο φοβερό τέρας. Όλα ήταν ήσυχα. Μπροστά του είδε

τους γνώριμους στενούς διαδρόμους, τις στροφές και τις διακλαδώσεις.

 Ένιωσε την ανακούφιση να τον κατακλύζει. Ανάσανε βαθιά καιεκπνέοντας έδιωξε το άγχος που είχε φορτιστεί τα τελευταία λεπτά. Ο

Αριστοτέλης τον χτύπησε απαλά στον ώμο, ο Φίλιππος του ανακάτωσε τα

μαλλιά πριν δεχτεί ένα ζεστό φιλί επιβράβευσης από την γλυκιά Αμαζόνα.

 Ήταν το καλύτερο βραβείο που δέχτηκε ποτέ του. Αλλά υπενθύμισε στον

εαυτό του να μην επαναπαύεται. Σίγουρα οι δοκιμασίες μόλις ξεκίνησαν

και δαπάνησαν πολύτιμο χρόνο στην πρώτη.

 Όπως διαπίστωσαν σύντομα, μετά την πόρτα ο λαβύρινθος δυσκόλεψε

περισσότερο. Ο Αριστοτέλης χανόταν συνεχώς και βλαστημούσε τον

εαυτό του όταν σταματούσε να προσανατολιστεί. Ο Φίλιππος

προσπαθούσε να ελαφρύνει το κλίμα λέγοντας αστεία στον Έκτορα καιπειράζοντας την Ανδρομάχη, όμως συνειδητοποιώντας πόσος χρόνος

Page 77: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 77/322

76

χάθηκε σε ένα αδιέξοδο, έχασε το γέλιο του και το αντικατέστησε με έναν

μορφασμό που αντικατόπτριζε άγχος.

«Τι συμβαίνει; Γιατί χαθήκαμε;» απόρησε ο Έκτορας.

«Θυμόμουν καθαρά ότι έπρεπε να περάσουμε από εδώ» απάντησεδείχνοντας έναν τοίχο μπροστά που έφραζε τον  διάδρομο «αλλά όπως

βλέπεις οδηγεί σε αδιέξοδο.» βυθίστηκε σε συλλογισμούς και έπειτα

έστρεψε το βλέμμα του στην κλεψύδρα. «Ίσως θυμάμαι λάθος. Ας

δοκιμάσουμε άλλον δρόμο.» 

Η προσπάθεια τους αποδείχτηκε μάταιη. Όσους δρόμους και αν

δοκίμασαν οδηγούσαν σε αδιέξοδο ή τους γυρνούσαν πίσω. Ξαφνικά τα

πράσινα μάτια του Φίλιππου έλαμψαν. 

«Είπες ότι ίσως υπάρχουν μάγια με σκοπό να μας καθυστερήσουν…»

έκανε με απλανές βλέμμα. 

«Ναι γιατί;» 

«Και αν εκείνος ο διάδρομος δεν οδηγεί σε αδιέξοδο;» 

«Τι εννοείς; Το είδαμε…» ο Αριστοτέλης έκοψε την φράση του στη

μέση. Κατάλαβε τι εννοούσε ο νεαρός 

.

«Μα φυσικά! Οφθαλμαπάτη!» 

Παρακινούμενοι από τον ενθουσιασμό, έβαλαν φτερά στα πόδια τους. 

Προχώρησαν μέσα στον διάδρομο και δεν σταμάτησαν μπροστά στον

τοίχο. Ο Έκτορας είδε έκπληκτος τον Αριστοτέλη να χάνεται μέσα στον

τοίχο και τον ακολούθησε. Ένιωσε σαν να περνά ένα τείχος από καπνό 

και βρέθηκε από την άλλη μεριά χωρίς να συγκρουστεί στο ξύλο. Όντως,

επρόκειτο για μια πετυχημένη οφθαλμαπάτη. Ο Φίλιππος ετοιμάστηκε να

διαβεί και αυτός τον ψεύτικο τοίχο όταν φρέναρε απότομα. Γύρισε πίσω

του και κοίταξε την Ανδρομάχη και τον Αχιλλέα με μια έκφραση

περιέργειας. 

«Το ακούσατε;» 

Η Αμαζόνα έγνεψε ναι. Το ίδιο και ο Αχιλλέας. Ξανακούστηκε. Ένα

απελπισμένο βογγητό πόνου ακουγόταν από κάπου. Γύρισαν πίσω. Το

άκουσαν ξανά στη δεξιά στροφή, από όπου ήρθαν. 

«Υπάρχουν άνθρωποι εδώ…» είπε αινιγματικά ο Φίλιππος. Ο Αχιλλέας

κοιτούσε γύρω του δύσπιστα, σαν να είχε μυριστεί παγίδα. Και η

Ανδρομάχη ένιωσε ένα περίεργο προαίσθημα να κλωτσάει το στέρνο της. 

«Φίλιππε, πρέπει να προχωρήσουμε…» ξεκίνησε να λέει αλλά η φωνή

της σίγησε απότομα. Είδαν έναν άνθρωπο να διασχίζει τον διάδρομο πουήταν κάθετα στον δικό τους και να χάνεται στα αριστερά. Ο Φίλιππος

Page 78: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 78/322

77

έσπευσε να τον ακολουθήσει. Η κοπέλα και ο γιγαντόσωμος πολεμιστής

έτρεξαν πίσω του επιφυλακτικά. 

Από την άλλη μεριά του ψεύτικου τοίχου ο Έκτορας ένιωσε την μυτερή

λόγχη της ανησυχίας να τρυπάει το δέρμα του και να πληγώνει τα σωθικά

του. Γιατί δεν είχαν περάσει ακόμα οι άλλοι τρεις; Κοίταξε τονΑριστοτέλη περιμένοντας την συμβουλή του αλλά εκείνος του

αποκρίθηκε με ένα βλέμμα που εξέφραζε επίσης φόβο. 

«Κάτι τους συνέβη. Πρέπει να γυρίσουμε πίσω.» αποφάσισε τελικά ο

 νεαρός και έκανε να ξαναπεράσει μέσα από την ψευδαίσθηση. Όμως

χτύπησε και έχασε προς στιγμήν την ισορροπία του λες και συγκρούστηκε

με αληθινό τοίχο. 

«Δεν   υπάρχουν πισωγυρίσματα στον χρόνο. Κυλάει προς μία

κατεύθυνση μόνο» μίλησε σιγανά ο μάγος. «Δεν έχουμε επιλογή. Πρέπει

 να έρθουν αυτοί σε εμάς…» 

Ο Φίλιππος έστριψε αριστερά. Λίγα μέτρα μακρύτερα, ακουμπισμένος

στον τοίχο ήταν ένας νεαρός άντρας με πυρόξανθα μακριά μαλλιά. Το

πρόσωπο του ήταν λείο και καθαρό αλλά έμοιαζε να έχει μια πρασινωπή

απόχρωση. Έμοιαζε ανήμπορος και πληγωμένος. Ο νεαρός τον πλησίασε,

βαδίζοντας αργά. Ξεροκατάπιε και του απευθύνθηκε δυνατά: 

«Ε εσύ, με ακούς; Είσαι καλά;» 

Ο άντρας δεν αποκρίθηκε. Βαριανάσανε λαχανιασμένος και

παραμιλούσε. Ήταν σε παραλήρημα. Ο Φίλιππος έριξε ένα βλέμμα στην

κοπέλα που τον ακολουθούσε από κοντά, περιμένοντας να του προτείνει

κάτι. Εκείνη του ψιθύρισε να φύγουν. 

«Είσαι καλά;» φώναξε δυνατά ο Φίλιππος. «Πως βρέθηκες εδώ;

Χρειάζεσαι βοήθεια.» 

Ο άντρας ανέβλεψε ξαφνιασμένος. Μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία

των τριών συντρόφων. Γέλασε ξεψυχισμένα και μίλησε με αδύναμη

βραχνή φωνή. 

«Ω επιτέλους. Είχα χάσει κάθε ελπίδα. Πάρτε με από εδώ. Σας

παρακαλώ πάρτε από αυτό το καταραμένο μέρος.» λύθηκε σε γοερούς

λυγμούς. « Σκοτώθηκαν όλοι οι σύντροφοι μου. Τι ανόητοι που ήμασταν.

Γιατί ήρθαμε εδώ μέσα; Σε αυτό το καταραμένο μέρος. Γλιτώστε με, σας

παρακαλώ, βοηθήστε με.» 

Η Ανδρομάχη συνέχισε να είναι σε επαγρύπνηση, όπως και ο Αχιλλέας

πίσω της. Κάτι δεν της άρεσε σε αυτόν τον άνθρωπο. Υπήρχε κάτι

προσποιητό στη φωνή του. Κάτι υποχθόνιο στο βλέμμα του. Είδε τον

Φίλιππο να προχωράει προς αυτόν για να τον βοηθήσει και όπλισε

γρήγορα το τόξο της με ένα βέλος από την φαρέτρα. Πόσο καιρό ήτανεδώ μέσα  αυτός ο άνθρωπος, ώστε να σκοτωθούν όλοι οι φίλοι του; Ο

Page 79: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 79/322

78

Φίλιππος άπλωσε τα χέρια του να τον σηκώσει ενώ ο άντρας παραμιλούσε

βιαστικά  και έτρεμε. Δεν προλάβαινε να εμποδίσει τον νεαρό φίλο της.

Περίμενε να δει τι θα συμβεί με την χορδή του τόξου τεντωμένη. Τίποτα.

Ο άγνωστος, υποβασταζόμενος από τον Φίλιππο, προχωρούσε

τρεκλίζοντας και επαναλάμβανε λόγια ευγνωμοσύνης. Όταν όμως

πλησίασαν προς την κοπέλα πρόλαβε να διακρίνει ένα μοχθηρό βλέμμαστα λαμπερά μάτια του. Δεν πρόλαβε να κάνει τίποτε άλλο. Ο άγνωστος

κατάλαβε ότι τον υποπτεύονταν και δεν αντέδρασε μέχρι να πλησιάσει

την οπλισμένη Αμαζόνα. Τότε συνέβη κάτι απίστευτο. Σε ένα βλεφαρισμό

των ματιών, ο άγνωστος άντρας μετατράπηκε σε ένα αποκρουστικό

πράσινο πλάσμα με κίτρινα μάτια, μυτερά αυτιά, αιχμηρά δόντια και μια

σειρά μυτερά αγκάθια στην σπονδυλική στήλη που κατέληγαν σε μια

μακριά ουρά. Αστραπιαία άνοιξε το στόμα του και έβγαλε την γλώσσα

του, μακριά ίσαμε δύο μέτρα, η οποία τύλιξε την Ανδρομάχη από τον

λαιμό και την έπνιγε ενώ την ίδια ώρα έσπρωξε δυνατά τον Φίλιππο πάνω

στον τοίχο.

Ο νεαρός σωριάστηκε χάμω, ενώ η κοπέλα ασφυκτιούσε και πάλευε να

ελευθερωθεί από την δυνατή γλοιώδη γλώσσα του πλάσματος που την

έπνιγε. Ο Αχιλλέας έβγαλε τον πέλεκυ του και έτρεξε κοντά της. Πριν

προλάβει να το χτυπήσει, το πλάσμα έλυσε την γλώσσα του από τον λαιμό

της κοπέλας και πήδησε πάνω από τον μακρύ τοίχο του λαβυρίνθου. Η

Ανδρομάχη ανέπνευσε λαίμαργα τον αέρα γύρω της και έπιασε τον λαιμό

της που κοκκίνισε και γέμισε κολλώδη σάλια. Ο σωματώδης άντρας την

βοήθησε να σταθεί και, αφού βεβαιώθηκε ότι ο Φίλιππος είχε συνέλθει,

πρόφερα τραχιά: 

«Αλλόμορφοι. Αιμοβόρα δαιμόνια που ζουν σε ανήλιαγα υγρά μέρη.

Μπορούν να πάρουν οποιαδήποτε ανθρώπινη μορφή» 

Μια γνώριμη φωνή ακούστηκε πίσω τους. 

«Ανδρομάχη! Φίλιππε! Αχιλλέα, είστε καλά;» Η Ανδρομάχη γύρισε

χαμογελαστή και είδε τον Έκτορα να τρέχει προς το μέρος της. Εντελώς

απροσδόκητα ο Φίλιππος του χίμηξε και τον έριξε στο έδαφος. Τον

γρονθοκόπησε δυο φορές και έβγαλε τα σπαθιά του. 

«Φίλιππε! Τρελάθηκες;  Είναι ο Έκτορας!» έσκουξε τρελαμένη η

Αμαζόνα. Πολύ αργά. Ο Φίλιππος τον αποκεφάλισε χώνοντας τα δύο

κοντά ξίφη μες στο λαιμό του. Τότε το αποκομμένο κεφάλι άλλαξεμορφή! Πρασίνισε και εμφανίστηκαν κοφτερά δόντια και μυτερά αυτιά.

Κίτρινα μάτια πήραν τη θέση των κατάμαυρων του Έκτορα.   Ήταν

Αλλόμορφος. Ο Φίλιππος δεν ξεγελάστηκε για δεύτερη φορά.  Ο

 υποτιθέμενος Έκτορας είχε στο δέρμα του την ίδια πρασινωπή απόχρωση

όπως η προηγούμενη μεταμφίεση του Χαμαιλέοντα. Επιπλέον, δεν ξέφυγε

από τον Φίλιππο η μοχθηρή  λάμψη στα μάτια του όταν κοίταξε την

Ανδρομάχη. Μία λάμψη που δεν θα είχαν ποτέ τα μάτια του φίλου του

όταν κοιτούσαν την Αμαζόνα. 

Στο μεταξύ, τα δαιμόνια κατάλαβαν ότι δεν τους ξεγελούσαν πλέον οι

μεταμφιέσεις τους και επιτέθηκαν με άμεσο τρόπο, πηδώντας καταπάνωτους. Αυτή τη φορά η Ανδρομάχη ήταν έτοιμη. Ένα προσπάθησε να την

Page 80: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 80/322

79

χτυπήσει με την γλώσσα του, αυτή έκανε ένα σάλτο αριστερά και

εκτόξευσε ένα βέλος μέσα στο ορθάνοιχτο στόμα του. 

Ο Έκτορας είχε τρελαθεί από την αγωνία του. Αφού επιχείρησε να βρει

διέξοδο από άλλο μέρος του λαβυρίνθου, αποτυχημένα βέβαια,

πηγαινοερχόταν  πάνω-κάτω στο στενό διάδρομο σκεπτόμενος ταχειρότερα. Ο Αριστοτέλης, μάταια  προσπαθούσε να τον καθησυχάσει,

λέγοντας του πως αν κάποιος κινδύνευε θανάσιμα θα το ένιωθε. 

«Ας στείλουμε τον Ερμή να μας πει που είναι. Μπορεί να το κάνει, έτσι

δεν είναι;» 

«Θα μπορούσε. Αλλά ρισκάρουμε την ζωή του. Αν του επιτεθεί κάτι δεν

θα μπορούμε να τον καλύψουμε.» 

«Αριστοτέλη, μπορεί να κινδυνεύει ο καλύτερος μου φίλος. Η

Ανδρομάχη! Δεν μπορώ να την χάσω!» 

«Αν κινδυνεύουν, ο Ερμής δεν μπορεί να τους βοηθήσει, σωστά; Απλώς

θα σου μεταφέρει τα άσχημα μαντάτα και εσύ θα είσαι πάλι ανήμπορος να

κάνεις το οτιδήποτε. Έκτορα, είναι εντάξει! Το νιώθω! Γιατί δεν με

εμπιστεύεσαι;» 

Ο μάγος μιλούσε σωστά αλλά τίποτε δεν μπορούσε να διώξει το άγχος

του νεαρού, το οποίο βρήκε ζεστασιά μες στα στήθια του και φώλιασε

εκεί, τρώγοντας την καρδιά του. Άρχισε να φωνάζει δυνατά τα ονόματα

της Ανδρομάχης και του Φίλιππου, χωρίς να παίρνει ουδεμία απάντηση.

 Όμως, το ψεύτικο τείχος άρχισε να σαλεύει! Κάποιος το διέσχιζε. Γέλασε

αδύναμα, και ένιωσε ένα κύμα ανακούφισης να τον πλημμυρίζει και να

διώχνει με την ορμή του την αγωνία και το άγχος από το στήθος του

 νεαρού. Είδε την ονειρικά όμορφη μορφή της Ανδρομάχης να

σχηματίζεται μπροστά του. Τα χέρια και το πρόσωπο της ήταν γεμάτα με

ένα πρασινωπό πηχτό υγρό και ο λαιμός της κατακόκκινος και

ερεθισμένος. Όμως δεν τον ένοιαζε διόλου. Την έσφιξε στην αγκαλιά του

και χάιδεψε τα μαλλιά της. Δευτερόλεπτα αργότερα, εμφανίστηκαν

μπροστά τους και οι δύο άντρες. Ο Έκτορας τους ρώτησε τι συνέβη,

έχοντας ακόμα στην αγκαλιά του την κοπέλα. Ο φίλος του, του διηγήθηκε

λεπτομερώς πως αντιμετώπισαν δέκα Ανθρώπινους Χαμαιλέοντες τονίζοντας, με ύφος, πως τους μισούς σκότωσε η Ανδρομάχη. 

«Φίλε, σε προειδοποιώ μην την εκνευρίσεις, τώρα που έμπλεξες μαζί

της…» αστειεύτηκε κατόπιν. 

Τον λόγο πήρε αμέσως ο Αριστοτέλης. 

«Κάνατε ένα λάθος που δεν πρέπει να ξαναγίνει» τους επέπληξε με

ήρεμη, σταθερή φωνή. «Ας μην χωριζόμαστε και παίρνουμε βιαστικές

αποφάσεις. Ήδη χάσατε πολλά αδέρφια σε αυτόν τον φριχτό πόλεμο πριν

καν αρχίσει.  Κανείς μας δεν θα βαστάξει μια ακόμα απώλεια. Οι ψυχέςμας θα θρυμματιστούν και θα πληγωθούμε ανεπανόρθωτα. Ας μείνουμε

Page 81: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 81/322

80

ενωμένοι, να αντιμετωπίσουμε μαζί τους κινδύνους που μας επιφυλάσσει

η Σπηλιά.» συνέστησε σιγανά, σχεδόν ψιθυριστά, κάτω από το

απολογητικό ύφος του Φιλίππου.

Μετά από όλα αυτά, συνέχισαν να περπατούν μέσα στον λαβύρινθο.

Κάποια στιγμή, εντελώς απροειδοποίητα, σκοτείνιασαν τα πάντα γύρωτους. Σαν να καλύφθηκε από ένα μαύρο πέπλο, η κλεψύδρα σταμάτησε να

προσφέρει στους πέντε συντρόφους το φως της και τους τύλιξε ένα

συμπαγές, μαύρο σκοτάδι αναζωογονώντας ταυτόχρονα έναν ενστικτώδη

φόβο που πάγωσε τις καρδιές τους. Ακούστηκαν ορισμένοι μεταλλικοί

ήχοι και ο Έκτορας κατάλαβε ότι, μαζί με αυτόν, όλοι τράβηξαν τα όπλα

τους. Πριν προλάβει να αφουγκραστεί τίποτε, πριν καν νιώσει το αίσθημα

της επιφυλακής που ανέβλυζε σαν ηφαίστειο από τον εγκέφαλο του, για

 να ποτίσει το αίμα και τα σπλάχνα του, ακούστηκε, καθησυχαστική, η

φωνή του μάγου. 

«Ήρεμα… χαλαρώστε και βάλτε τα όπλα σας στα θηκάρια τους. Δενείναι παγίδα. Το είχα προβλέψει. Προφανώς βαδίζουμε στο σωστό δρόμο

και η Σπηλιά αποφάσισε να μας δυσκολέψει λίγο παραπάνω». Αμέσως

ακούστηκε να ψιθυρίζει κάτι και από την κορφή του ραβδιού του

γεννήθηκε ένα πορτοκαλί φως, όχι πολύ δυνατό, αλλά αρκετό για να

βλέπουν τα πάντα γύρω τους. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, ο

Αριστοτέλης συνέχισε τον δρόμο του. Ο Έκτορας κοντοστάθηκε λίγο, με

το αίσθημα της επαγρύπνησης να διατηρείται, ακέραιο, μέσα στην  καρδιά

του, παρατήρησε τον χώρο με τους σκοτεινούς δαιδαλώδεις διαδρόμους.

Κανένας κίνδυνος δεν διαφαινόταν. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα

βήματα των συντρόφων του που αντηχούσαν στον απέραντο χώρο και

ταξίδευε στον αέρα, πλημμυρίζοντας τα διάφορα αυτιά που τους

παρακολουθούσαν. Έμεινε πίσω και έτρεξε ελαφρά να τους προφτάσει

πριν χαθούν σε καμιά στροφή.

Σύντομα, το σκηνικό άλλαξε. Οι τοίχοι  πλέον  ήταν επενδυμένοι με

καθρέφτες μεγάλους, κοντά στα δύο μέτρα, που εξέπεμπαν ένα απόκοσμο,

παγωμένο φως. Με την άκρη του ματιού του, ο Έκτορας κοίταξε έναν από

αυτούς. Στράφηκε απότομα και έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Ήταν

απίστευτο, εξωπραγματικό. Ο καθρέφτης έδειχνε τον εαυτό του αλλά ο

αντανακλώμενος Έκτορας ήταν δέκα χρονών. Πίσω του διακρίνονταν οι

αχνές μορφές των γονιών του, η μητέρα του, με φουσκωμένη κοιλιά,προφανώς κυοφορούσε την αδερφή του. Στην καρδιά του πάλευε η

συγκίνηση με την έκπληξη να υπερισχύσει η μία της άλλης για να τον

πλημμυρίσει, να τον κυριεύσει. Έπρεπε να το δείξει σε κάποιον αυτό. Να

το μοιραστεί για να καταλαγιάσει μέσα του η μάχη, που δεν έλεγε να

κοπάσει.

«Ανδρομάχη, κοίτα!» Αλλά η κοπέλα ήταν στραμμένη σε έναν άλλον

καθρέφτη ενάμιση μέτρο πιο μακριά και στην απέναντι πλευρά από αυτόν

που κοιτούσε ο Έκτορας. Δεν τον άκουσε. Πήγε κοντά της. Είδε πάλι τον

εαυτό του. Τώρα το είδωλο του πρέπει να ήταν κάπου στα δεκαπέντε έτη

της ζωής του. Πίσω του, λες και τον κάλυπτε πυκνή ομίχλη διακρινόταν οΑριστοτέλης. Κοίταξε το είδωλο της Ανδρομάχης. Συνομήλικη σχεδόν με

Page 82: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 82/322

81

τον ίδιο καθώς ήταν, τα  είδωλα τους είχαν την ίδια ηλικία. Η έφηβη

Ανδρομάχη είχε ήδη αποκτήσει ακαταμάχητη ομορφιά και γοητεία. Πίσω

της διακρίνονταν ένας πανέμορφος, ώριμος άντρας  γύρω στα σαράντα

που είχε τα μάτια της κοπέλας ενώ στα χέρια του κρατούσε ένα μωρό με

κατάμαυρα κατσαρά μαλλιά. Στο δεξί του χέρι κρατούσε μια κατάξανθη,

γλυκιά κοπέλα που ήταν περίπου εννιά ετών.

«Ο πατέρας σου;» θέλησε να μάθει ο νεαρός δείχνοντας τον άντρα. Η

Ανδρομάχη τον κοιτούσε με μάτια υγρά και ο Έκτορας πρόσεξε πως το

πηγούνι της έτρεμε. 

«Ναι» έκανε με σπασμένη φωνή. Έδειξε το μωρό. «Η Ελένη και η

 Νεφέλη  είναι η ξανθούλα». Ο νεαρός σκέφτηκε να την αγκαλιάσει

παρηγορητικά αλλά πριν προλάβει να το πράξει ακούστηκε η φωνή του

Φίλιππου. 

«Ε, Έκτορα, Ανδρομάχη, ελάτε να δείτε» ψιθύρισε με ενθουσιώδη τόνο.Αμέσως έτρεξαν κοντά του. Κοιτούσε έναν καθρέφτη πολλά μέτρα

μακρύτερα από αυτόν που αντίκριζαν λίγες στιγμές νωρίτερα. 

«Τούτος εδώ πρέπει να δείχνει το μέλλον. Κοιτάξτε!» 

Πράγματι το είδωλο του Φιλίππου ήταν ένας άντρας σαράντα με πενήντα

χρονών. Είχε ξανθά μαλλιά που άρχιζαν να ασπρίζουν στην κορφή και

πυκνή γενειάδα, ενώ τα πράσινα μάτια του σημάδευαν  πολλές. Ίσως

περισσότερες από ότι έπρεπε, για την ηλικία του. Στο αριστερό του μάτι

είχε μια βαθιά ουλή που εκτεινόταν  ως το λαιμό. Ο Έκτορας, που ο

καθρέφτης του κίνησε την περιέργεια στράφηκε να δει τον δικό του

μελλοντικό εαυτό. Όμως η Ανδρομάχη που είδε ήδη το δικό της

αναστέναξε ταραγμένη με αυτό που αντίκρισε και πισωπατούσε με

τρομαγμένο βλέμμα. Ο νεαρός βιάστηκε να δει τι αντίκρισε που την

τρόμαξε έτσι. Η καρδιά του κλώτσησε από την ταραχή που προσγειώθηκε

πάνω της, σαν βαρίδι. Το είδωλο του Έκτορα, και της Αμαζόνας ήταν δύο

σκελετοί! Δυο μουχλιασμένοι σκελετοί με μαυρισμένα οστά. Ξεροκατάπιε

τρομαγμένος.  Τι στο καλό σημαίνει αυτό; Ότι δεν θα προλάβω να ζήσω

 μέχρι τότε; Ότι θα είμαι… 

«Μπορείτε να μου εξηγήσετε γιατί καθυστερείτε τόσο;» παρενέβηοργισμένος ο μάγος, διακόπτοντας τις δυσοίωνες σκέψεις του. «Που να με

πάρει, έχουμε χάσει πολύ χρόνο, βιαστείτε παρακαλώ!» 

«Αριστοτέλη… Αριστοτέλη κοίτα!» τον έκοψε η Ανδρομάχη με

τρεμάμενη φωνή ποτισμένη με ταραχή. Ο Αριστοτέλης, που το οργισμένο

βλέμμα του απέκτησε μια δόση περιέργειας, πλησίασε με μεγάλους

διασκελισμούς και κοίταξε τον καθρέφτη. Ο Έκτορας κοίταξε το είδωλο

του μάγου. Ήταν όπως τώρα, αγέραστος, αλλά το σώμα του ήταν διάφανο

και αιθέριο, άυλο σαν φάντασμα. Το πιο ανατριχιαστικό ήταν ένα κόψιμο

στον λαιμό, που αιμορραγούσε ακατάσχετα. Παρ’ όλα αυτά ο μάγος έριξε

ένα περιφρονητικό βλέμμα στον καθρέφτη και ξεφύσησε αγανακτισμένος. 

Page 83: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 83/322

82

«Έκτορα, σε είχα μαθητή μου δεκαπέντε χρόνια. Πότε θα μάθεις ότι

οτιδήποτε προβλέπει το μέλλον είναι κομπογιαννίτικο, απατεωνιά!»

δήλωσε νε ένα αχνό χαμόγελο. 

«Δηλαδή εννοείς…»

«Μα και βέβαια! Μαγεία για να μας αποθαρρύνει, να μας χτυπήσει στην

καρδιά η οποία τρέμει την ιδέα του θανάτου. Μαγεία Έκτορα,

Ανδρομάχη. Και πολύ φθηνή θα έλεγα… όμως πέτυχε τον σκοπό της

σωστά; Ελάτε χάνουμε χρόνο!» τόνισε με πάθος. Τους έγνεψε κοφτά να

τον ακολουθήσουν και προχώρησε μπροστά όπου περίμενε ο αμίλητος

Αχιλλέας με βαριεστημένο ύφος. Δίχως αμφιβολία τα λόγια του

Αριστοτέλη, όπως και η απαξιωτική συμπεριφορά του στις εικόνες του

καθρέφτη, ήταν ισχυρό φάρμακο για τον Έκτορα, ο οποίος απολάμβανε

το κύμα της ανακούφισης που τον παρέσυρε. Όμως η Ανδρομάχη

φαινόταν ακόμα ταραγμένη. Την πλησίασε, την χάιδεψε τρυφερά και της

ψιθύρισε: 

«Είσαι εντάξει; Μην φοβάσαι. Έχει δίκιο ο Αριστοτέλης. Είναι βλακείες

όλα αυτά…» 

«Γιατί μόνο εμένα και εσένα τότε; Το είδωλο του Φίλιππου ήταν

φυσιολογικό.» 

«Δεν μπορώ να πω γιατί» αποκρίθηκε προβληματισμένος ο νεαρός.

«Ίσως οι καθρέφτες να εμφάνισαν κάποιον, τυχαία, ζωντανό για να

αντιληφθούμε τι σήμαιναν τα είδωλα των σκελετών. Ή ίσως, για τον

Φίλιππο είναι μεγαλύτερη τιμωρία να μείνει ζωντανός, αναγκασμένος να

θυμάται για πάντα τους συντρόφους που έχασε, εμένα, εσένα, τους

ανθρώπους στη Σωθράπον… Επίσης, μπορεί οι καθρέφτες να ήθελαν να

κλονίσουν το δικό μου ηθικό, παρουσιάζοντας εσένα νεκρή. Θα κατέρρεα,

αν σου συνέβαινε κάτι. Δεν θα μπορούσα να συνεχίσω» 

«Δεν χρειάζεται Έκτορα. Σε παρακαλώ! Έχεις μια αποστολή να

εκπληρώσεις. Μην την χαραμίσεις για εμένα. Δεν πρόκειται να πάθω

τίποτε εγώ. Στο υπόσχομαι, μπορώ να υπερασπίσω τον εαυτό μου.»

Ο Έκτορας φυσικά δεν έδωσε μεγάλη σημασία στα λόγια της. Δεν

αμφέβαλε για την δύναμη της, αλλά γι’ αυτόν προείχε να την

προστατεύσει και μετά οτιδήποτε άλλο. Δεν θα την εγκατέλειπε ακόμα

και αν του στοίχιζε τον θάνατό του.

«Όπως και να έχει» είπε τελικά «Το μέλλον το καθορίζουμε εμείς και

μόνο εμείς.  Οι πράξεις του παρόντος αντηχούν στο μέλλον μας. Κανείς

δεν μπορεί να σε σκοτώσει αν πολεμήσεις για την ζωή σου. Όπως κανείς

δεν μπορεί να σε σώσει αν μείνεις αδρανής. Υπάρχουν συνθήκες που δεν

μπορούμε να προβλέψουμε, σχέδια που δεν θα κάνουμε ποτέ όπως τα

σχεδιάσαμε αλλά για την ίδια την ζωή υπόλογοι είμαστε μόνο εμείς,σωστά;» 

Page 84: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 84/322

83

«Μάλλον…» αποκρίθηκε αδύναμα. Ήταν φανερό ότι οι φοβερές εικόνες

που είδε τριβέλιζαν το μυαλό της, σαν αγκάθια καρφωμένα στο δέρμα που

δεν μπορούν να βγουν εύκολα. Αλλά, ο Έκτορας που ένιωθε την δυνατή

ψυχή της, ήξερε ότι σε λίγη ώρα το σοκ θα είναι μια μακρινή ανάμνηση.

Της χαμογέλασε και αποφάσισε να συγκεντρωθεί στον λαβύρινθο.

Από το περιστατικό με τους Αλλόμορφους, πέρασαν δύο ολάκερες ώρες

δίχως εμπόδια. Το λιγοστό φως δυσκόλευε κάπως τον Αριστοτέλη, επειδή

δεν μπορούσε να δει ολοκληρωμένες εικόνες του λαβυρίνθου, με

αποτέλεσμα να χαθούν σε μια πολύπλοκη διασταύρωση με οχτώ κόμβους

και να δαπανήσουν κάπου σαράντα λεπτά μέχρι να βρουν τον σωστό

δρόμο. Η άμμος στην κλεψύδρα κόντευε να φτάσει μέχρι την μέση,

γεγονός που έκανε τον Έκτορα να αισθανθεί το δηλητηριώδες άγχος να

φαρμακώνει αργά-αργά την ψυχή του. Όταν κοίταξε την κλεψύδρα, ο

Αριστοτέλης μονολογούσε, γρυλίζοντας σε μια παράξενη γλώσσα,

μάλλον προσπαθώντας να αποφασίσει ποιον από τους τρεις δρόμουςέπρεπε να πάρουν σε μια διακλάδωση. Ο νεαρός αναρωτήθηκε πόσο

έπρεπε να διανύσουν ακόμα, αν θα τους έφτανε ο χρόνος που είχαν στην

διάθεση τους. Με μεγάλη προσπάθεια, κατάφερε να μην σκέφτεται τις

μοιραίες συνέπειες που τους περίμεναν, σαν πεινασμένα θεριά μες στο

σκοτάδι, να χιμήξουν όταν θα έδινε το έναυσμα η αδειανή κλεψύδρα.  

Τελικά ο μάγος έσπασε την βασανιστική σιωπή, μέσα  από  την οποία

ακουγόταν να φωνάζει η αγωνία από τις καρδιές όλων. 

«Εντάξει. Είμαι βέβαιος. Από εδώ θα πάμε» αποφάσισε δείχνοντας με το

κεφάλι την αριστερή πορεία.  Τον ακολούθησαν δίχως δεύτερη σκέψη,

προσπαθώντας να βαδίζουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Ο Έκτορας

αναρωτήθηκε πότε θα ορθώσουν την επόμενη δυσκολία τα μάγια της

σπηλιάς. Αν συμπέρανε σωστά, αυτά τα εμπόδια ήταν ένδειξη ότι

ακολουθούσαν την σωστή κατεύθυνση. Αν και εδώ και μισή ώρα, είχε την

εντύπωση ότι μέσα στους σκιερούς διαδρόμους έβλεπε μια κόκκινη χαίτη

 να ανεμίζει πριν την καταπιεί το πυκνό, σαν βελούδινο πέπλο σκοτάδι.

 Ίσως βέβαια να ήταν απλώς ένα παιχνίδισμα των ματιών του. Στο φτωχικό

φως ήταν εύκολο να ξεγελαστεί η όραση του. Όμως παρέμενε σε συνεχή

επιφυλακή με το σπαθί μέσα στη σφιχτή γροθιά του. Το είδε πάλι.  Σε μια

στροφή δεξιά του. Ξανά η μυστηριώδης κόκκινη χαίτη. Ήταν σίγουρος.

Χάθηκε μέσα στις σκιές που χόρευαν, καθώς τις διέσχιζε η λάμψη από τοραβδί του Αριστοτέλη. 

«Κάτι μας έχει πάρει στο κατόπι» ενημέρωσε τους υπόλοιπους. 

«Το είδα και εγώ» συμφώνησε ο Αχιλλέας. «Δεν είμαι βέβαιος, αλλά

έμοιαζε με γυναίκα!» πρόσθεσε σμίγοντας τα φρύδια του. 

«Ωχ! Ελπίζω να μην είναι εύστοχη σαν εσένα» στράφηκε ο Φίλιππος

στην Ανδρομάχη. Εκείνη γέλασε πριν δώσει την απάντησή της. 

«Άφησε την σε εμένα» 

Page 85: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 85/322

84

«Λυπήσου την λίγο. Μπορεί να την γοητεύσει ο Φίλιππος και να μην

χρειαστεί να την πολεμήσουμε» 

«Κάλιο έρωτας παρά πόλεμος, έτσι Έκτορα;» 

«Έτσι νομίζω, ας μας πει την άποψη της και η πολεμοχαρής, αιμοβόραΑμαζόνα από εδώ» 

Αντί για απάντηση όμως ο Έκτορας δέχθηκε ένα απαλό φιλί. Συνέχισαν

 να αστειεύονται για αρκετή ώρα, ξεχνώντας την παρουσία που στοίχειωνε

τα βήματα τους. Η ευδιαθεσία επηρέασε και τον Αριστοτέλη ο οποίος

όταν χάθηκαν για μια ακόμα φορά, περιορίστηκε να στολίσει τον εαυτό

του με διόλου κολακευτικούς χαρακτηρισμούς, χαμογελώντας. Όταν

προσανατολίστηκαν και εξακολούθησαν την πορεία τους, στο μυαλό του

 Έκτορα ήρθε μια ερώτηση που ήθελε να την κάνει από καιρό στον

Φίλιππο. 

«Τι συμβαίνει με τον Αχιλλέα;» εξέφρασε την απορία του όσο πιο

χαμηλόφωνα μπορούσε. «Δεν γελάει ποτέ, σπάνια μιλάει και δεν

πλησιάζει κανέναν από εμάς. Μοιάζει βυθισμένος σε έναν δικό του

κόσμο, ο οποίος δεν μοιάζει ευχάριστος.» 

Ο Φίλιππος αναστέναξε σαν να θυμήθηκε κάτι δυσάρεστο, πριν δώσει

την απάντηση του. 

«Έχουν συμβεί πολλά στη ζωή του. Είναι εκπληκτικός πολεμιστής.

Εκτός από εσένα, είναι ο μοναδικός που μπήκε μες στη Σωθράπον ,

αφότου κυριάρχησε η Σεθίρηκα, και επέζησε. Όταν βγήκαμε να τον

βοηθήσουμε, είχε ήδη σκοτώσει είκοσι Θανατώριους. Μόνος του! Από ότι 

μου είπε, μια ζωή πολεμάει. Τους περισσότερους πολέμους τους έδωσε

όταν ήταν στην υπηρεσία  του αδερφού του, του Πελία. Ίσως τον έχεις

ακουστά, πολεμοχαρής άρχοντας που συνεχώς επεκτείνει το βασίλειο του.

Μετά σκλάβος σε ένα πειρατικό πλοίο, έδωσε γενναίες  μάχες για να

λευτερωθεί. Άφησε να εννοηθεί ότι συνέτριψε ολομόναχος ολόκληρο το

πλήρωμα. Έπειτα μισθοφόρος δύο χρόνια σε ένα άγνωστο κράτος.

Κουράστηκε,  Έκτορα. Ένας πόλεμος κλονίζει ανεπανόρθωτα την ψυχή

και καταστρέφει το πνεύμα. Είδε φοβερές εικόνες, σκότωσε εκατοντάδες.

Ακόμα και κάποιος γίγαντας σαν τον Αχιλλέα δεν αντέχει να βλέπεισυνεχώς ματωμένα πτώματα, πεθαμένα γυναικόπαιδα και

ακρωτηριασμένους ανθρώπους. Η ζημιά που προκαλείται μέσα σου δεν

είναι αναστρέψιμη. Κουρασμένος, ίσως και μετανιωμένος από όσα έκανε,

αποφάσισε να έρθει να εγκατασταθεί στη Σωθράπον. Να γίνει  ένας

φιλήσυχος οικογενειάρχης. Αντί για αυτό όμως, μπλέχτηκε σε ακόμα έναν

πόλεμο.» 

«Τραγικό… ειρωνεία…» σχολίασε ο Έκτορας κουνώντας

αγανακτισμένος το κεφάλι. «Μικρή παρηγοριά, αλλά τουλάχιστον αυτή

τη φορά δεν θα χρειαστεί να σκοτώσει ανθρώπους» 

Page 86: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 86/322

85

«Θα σκοτωθούν όμως έτσι; Θα αντικρίσει πάλι ανθρώπινα όντα να

εμπλέκονται σε αυτήν την παραφροσύνη. Αν και… δεν νομίζω να τον

ενδιαφέρει πλέον. Όπως είπες, είναι χαμένος στον κόσμο του. Πνίγεται σε

έναν ωκεανό τύψεων. Βουλιάζει σε μια κινούμενη άμμο φριχτών εικόνων

πολέμου.» 

Μια σπίθα οίκτου άναψε στο στήθος του Έκτορα για τον

σκληροτράχηλο πολεμιστή. Δεν περίμενε ότι πίσω από το άκαμπτο,

πέτρινο προσωπείο του θα κρυβόταν μια βασανισμένη και πληγωμένη

ψυχή. Μια άλλη λάμψη φώτισε το μυαλό του. Ασυνείδητα, συμπέρανε ότι

έχασε την αίσθηση του χρόνου. Πόση ώρα βάδιζαν μέσα στον λαβύρινθο.

Δίχως αμφιβολία, τουλάχιστον μισή μέρα. Αναρωτήθηκε αν πλησίαζαν

στην έξοδο του. Αναλογίστηκε ότι δεν συνάντησαν πολλές δυσκολίες

μπροστά τους, γεγονός κάπως απροσδόκητο, αν λάβει υπόψη τα

αποθαρρυντικά λόγια του Αριστοτέλη,  που ξεστόμισε πριν μπουν στην

Αίθουσα του Χρόνου. Καθώς προχωρούσε, σχεδόν ανέμελα, μέσα στους

δαιδαλώδεις δρόμους αγκάλιασε στοργικά την Ανδρομάχη, η οποίααφέθηκε πάνω του θαρρείς και είχε να τον δει χρόνια ολόκληρα. Η φλόγα

στο στήθος του νεαρού φούντωνε ασταμάτητα, την ένιωθε να

τσουρουφλίζει το δέρμα του, αλλά η κάψα ήταν αφύσικα  γλυκιά και

απολαυστική. Την άφησε λοιπόν να φλογίζει τα σπλάχνα του, να τα

λιώνει και να καίει αλύπητα το δέρμα του. 

Την παραμέρισε απότομα αλλά και ασυναίσθητα. Τράβηξε ενστικτωδώς

το σπαθί του. Μπροστά τους, το λιγοστό, κίτρινο φως αποκάλυψε

σταδιακά το πλάσμα που τους καταδίωκε σιωπηλά τόση ώρα, το οποίο

στεκόταν στον διάβα τους. Όπως ισχυρίστηκε ο Αχιλλέας, ήταν όντως μια

γυναίκα! Μέσα από το σκοτάδι ξεπεταγόταν με αργά, αθόρυβα βήματα.

 Όλοι οπλίστηκαν εσπευσμένα. Καθώς φανερωνόταν, ο Έκτορας, μαζί με

τους υπόλοιπους άντρες, συλλογίστηκε ότι ήταν πανέμορφη.  Λίγο

μεγαλύτερη από τον ίδιο, είχε θεϊκή ομορφιά, που ξεπερνούσε ίσως αυτήν

της Ανδρομάχης.

Είχε μακριά, ως την μέση, ίσια μαλλιά, κατακόκκινα, σαν δυνατή φωτιά.

Αμυγδαλωτά, πράσινα μάτια που έλαμπαν σαν μεγάλα σμαράγδια. Στο

πρόσωπο της, δύο σαρκώδη, ροδοκόκκινα χείλια σχημάτισαν ένα

σαγηνευτικό χαμόγελο, το οποίο αποκάλυψε τα κατάλευκα δόντια της που

εξέπεμπαν εκτυφλωτικό, διαμαντένιο φως. Το ελκυστικό, μελαχρινόκορμί της ήταν γυμνασμένο, αλλά απόλυτα γυναικείο, με λεπτή,

δαχτυλιδένια μέση, μεγάλα στήθη και μακριά πόδια. Ήταν ντυμένη με ένα

απλό κομμάτι πορφυρό ύφασμα, το οποίο κάλυπτε μόνο το στήθος και την

περιοχή ανάμεσα στα πόδια της. Τα μαλλιά της και το ένδυμα της

ανέμιζαν απόκοσμα, παρόλο που δεν φυσούσε διόλου. Ο Έκτορας

πρόσεξε πως, αν και τόσο όμορφη, στο στήθος του, η φλόγα που

φούντωνε κάθε φορά που αντίκριζε την Αμαζόνα δίπλα του, τώρα έσβησε

απότομα, σαν να την κατάβρεξε παγωμένο νερό. Όμως, έπειτα την

κοίταξε στα μάτια. Η σκέψη του θόλωσε, το σώμα του μούδιασε. Μια

ακαταμάχητη έλξη τον κατέκλυσε για την άγνωστη γυναίκα. Ήθελε να

την κάνει δική του αμέσως! Μια ανεξήγητη εμμονή κυρίευσε το νου του.Τίποτε άλλο δεν είχε σημασία. Ούτε το Σπαθί της Λύκης, ούτε ο Ζακχαέρ

Page 87: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 87/322

86

 Ντων και η Σεθίρηκα. Είχαν σβηστεί από το μυαλό του η Ανδρομάχη, ο

Αριστοτέλης, ο Φίλιππος, ο Αχιλλέας. Δεν τον ένοιαζε να διασχίσει τον

λαβύρινθο. Μακάρι να εγκλωβιζόταν εδώ για πάντα, να μείνει με αυτήν

την αγγελικά σμιλεμένη  γυναίκα, να κάμουν έρωτα μέχρι να πεθάνει. 

Η Ανδρομάχη δεν ήξερε αν έπρεπε  να ανησυχήσει ή να νευριάσει. Όλοιτους είχαν βγει εκτός εαυτού από τότε που φάνηκε η άγνωστη καλλονή.

Την κοιτούσαν με λιγωμένο ύφος και γυάλινο βλέμμα. Ακόμα και ο

Αριστοτέλης φερόταν παράξενα, σαν να πάλευαν μέσα του τα

συναισθήματά και προσπαθούσε απελπισμένα να συγκροτήσει την ψυχή

του. Σκούντησε τον Έκτορα φωνάζοντας το όνομά του. Καμιά αντίδραση.

Του έριξε μια δυνατή γροθιά στο μπράτσο. 

«Έκτορα! Σύνελθε». Ο νεαρός δεν αντιλαμβανόταν καν την παρουσία

της. Συνέχισε με ανέκφραστο βλέμμα να κοιτά αποβλακωμένος την 

άγνωστη. Η γυναίκα έκανε μια κίνηση που τράβηξε την προσοχή της

Αμαζόνας. Αργά-αργά τους γύρισε την πλάτη και έπειτα… από τιςωμοπλάτες της ξεπήδησαν δύο κατάλευκες φτερούγες και σηκώθηκε στον

αέρα. Κανείς από τους άντρες δεν φάνηκε να παραξενεύεται. Έπειτα η

γυναίκα πέταξε στο βάθος του διαδρόμου και έστριψε δεξιά  σε μια

σκοτεινή διακλάδωση. Τότε οι άντρες σάλεψαν. Με μια φωνή, είπαν

ξεψυχισμένα: 

«Περίμενε» και έτρεξαν πίσω της αφήνοντας πίσω την αποσβολωμένη

Ανδρομάχη. Ο μάγος όμως είχε συνέλθει. Παραπάτησε ζαλισμένος και

στράφηκε στην κοπέλα που παρακολουθούσε τον Έκτορα να ακολουθεί

το μυστηριώδες πλάσμα δίχως να της ρίξει μια ματιά. 

«Ανδρομάχη, Ανδρομάχη άκουσέ με σε παρακαλώ και πρόσεξε τα λόγια

μου. Αυτό το πλάσμα είναι μια θηλυκή Σειρήνα. Οι Σειρήνες ξυπνάνε το

κτηνώδες πάθος και φουντώνουν τα ζωώδη ένστικτα των ανθρώπων και

ταυτοχρόνως εκμηδενίζουν την λογική και το συναίσθημα. Είσαι η

μοναδική ελπίδα να μας γλιτώσεις από την μαγεία της. Είναι θηλυκή,

όπως είπα, και εσένα μπορούν να σε επηρεάσουν μόνο αρσενικές. Πρέπει

 να λυτρώσουμε τους άλλους πριν τους οδηγήσει στο χαμό.»

Άρχισαν να τρέχουν, ακολουθώντας τους υπόλοιπους, ενώ η Αμαζόνα

επεξεργαζόταν αυτά που μόλις άκουσε. 

«Αν συναντήσουμε και αρσενική σειρήνα;» 

«Τότε… χαθήκαμε» απάντησε απλά ο μάγος. «Απλά κλείσε τα μάτια και

ρίξε στα τυφλά. Θα το έπραττα και εγώ αλλά αν εξοστρακιστεί ένα ξόρκι,

θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο» πρόσθεσε λαχανιασμένος. Τώρα

άκουγαν τα βήματα των τριών αντρών μπροστά τους και έβαλαν τα

δυνατά τους να τους προφτάσουν. 

Αλλά η Σειρήνα πέτυχε τον σκοπό της. Σε ένα μακρύ διάδρομο έκλινε

αριστερά και οδήγησε τον Έκτορα, τον Φίλιππο και τον Αχιλλέα σε έναν

ανοιχτό χώρο, σε διαστάσεις μεγάλου σπιτιού, όπου στο βάθοςδιακρίνονταν δυο μαυρισμένες καγκελόπορτες. Όταν οι τρείς άντρες

Page 88: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 88/322

87

εισχώρησαν μέσα στο ευρύχωρο αδιέξοδο πίσω τους μια σιδερένια πύλη

έκλεισε με πάταγο την ίδια ώρα που άνοιγαν οι δύο καγκελόπορτες.   Οι

ίδιοι δεν αντιλήφθηκαν τίποτα από όλα αυτά, μαγεμένοι καθώς ήταν από

την θέα της Σειρήνας. Το μοχθηρό χαμόγελό της κόπηκε απότομα όταν η

βαριά σιδερένια πύλη θρυμματίστηκε από την έκρηξη που προκάλεσε ο

Αριστοτέλης, επιτρέποντας στον ίδιο και την Αμαζόνα να εισχωρήσουνστο μέρος, που προφανώς ήταν ένα είδος αρένας. Η Σειρήνα έσπευσε να

μαγέψει τον μάγο με το βλέμμα της και κατόπιν έβγαλε μια στριγκιά

κραυγή.

Στο μεταξύ οι καγκελόπορτες άνοιξαν διάπλατα και από μέσα βγήκαν

γρυλίζοντας δύο Μινώταυροι. Είχαν ύψος που έφτανε τα δυόμιση μέτρα,

τριχωτά κεφάλια ταύρων- ο ένας με μαύρο τρίχωμα και ο άλλος με

καφετί- γεροδεμένο κορμό αντρών και ένα ζευγάρι στραβά τριχωτά πόδια

ταύρου με μεγάλες χάλκινες οπλές. Μούγκρισαν δυνατά και χτύπησαν τις

οπλές τους στο έδαφος τραντάζοντας το. Η Ανδρομάχη τους

παρακολουθούσε τρομαγμένη και βαστούσε δυνατά στα απαλά της χέριατο τεντωμένο τόξο της. Αναλογίστηκε ότι θα χρειαζόταν πολλά βέλη για

 να νικηθούν τα τεράστια κτήνη. Έπιασε μια κίνηση στον αέρα και το

βελούδινο σκοτάδι κυματίστηκε και έσπασε από την εμφάνιση δύο

μεγαλοπρεπών λευκών φτερούγων. Πάνω από το κεφάλι της αντιλήφθηκε

την εμφάνιση μιας ακόμα Σειρήνας. Όμως τούτη ήταν αρσενική. Την ώρα

που κατέβαινε στο έδαφος, η πανικοβλημένη Αμαζόνα βιάστηκε να

κλείσει σφιχτά τα μάτια της, να φυλαχτεί από την μαγεία της.

Τότε οι Μινώταυροι άδραξαν την ευκαιρία και όρμησαν προς το μέρος

της. Η Ανδρομάχη ένιωσε το πάτωμα κάτω από τα πόδια της να σείεται

από τα ποδοβολητά τους. Την έλουσε κρύος ιδρώτας, ήταν ανήμπορη να

προφυλαχτεί και με χέρι που έτρεμε, οδηγούμενο από τον πανικό,

εκτόξευσε ένα βέλος στα τυφλά. Άκουσε μια στριγκιά κραυγή, σαν εκείνη

που έβγαλε προηγουμένως η Σειρήνα και, πριν προλάβει να συγκρατήσει

την παρόρμηση της, άνοιξε τα μάτια της. Το βέλος είχε καρφωθεί στον

τοίχο απέναντί της, όμως δεν έβλεπε πουθενά την αρσενική Σειρήνα.

Ακολούθησε τις πονεμένες κραυγές και είδε το ιπτάμενο πλάσμα, που είχε

την όψη ενός γοητευτικού, γεροδεμένου άντρα με ξανθιές μπούκλες, να

παλεύει στον αέρα με τον Ερμή! Το γεράκι μοχθούσε να αποφύγει τα

δυνατά του χέρια που χτυπούσαν τον αέρα και να του βγάλει τα μάτια.

Μια σπίθα αισιοδοξίας, φώτισε το, καταβεβλημένο από σκοτεινό πανικό,στήθος της. 

Οι Μινώταυροι έτρεχαν μανιασμένοι προς το μέρος της και έφτασαν σε

απόσταση αναπνοής τα κέρατα τους από την κοιλιά της. Πήδησε δυνατά

στο πλάι και κύλισε στο πάτωμα. Οι Μινώταυροι διένυσαν μερικά μέτρα

πριν καταφέρουν να σταματήσουν. Στο μεταξύ, η Αμαζόνα όπλισε το

τόξο με ένα βέλος από την φαρέτρα της. Σχεδίαζε να σκοτώσει την

θηλυκή Σειρήνα. Μόνη της δεν είχε πολλές ελπίδες να σκοτώσει τα δύο

τέρατα. Προσπάθησε να την σημαδέψει  αλλά οι Μινώταυροι χιμούσαν

πάλι, λιμασμένοι. Εκτόξευσε το βέλος στοχεύοντας το μάτι του ενός,

αλλά τον πέτυχε στον λαιμό. Δεν το ένιωσε καν, και συνέχιζε τηνεφόρμηση του μαζί με τον σύντροφό του. Σηκώθηκε όρθια και πρόλαβε

Page 89: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 89/322

88

 να εκτοξεύσει ακόμα ένα βέλος,  πριν πηδήξει στα πλάγια. Τούτο

καρφώθηκε στο χέρι του καφετιού Μινώταυρου. Η κοπέλα

συνειδητοποίησε ότι με το άλμα που έκανε, στριμώχτηκε σε μια γωνιά της

αρένας. Αντίκρυ της, λίγα μέτρα ψηλότερα από το έδαφος πετούσε η

Σειρήνα που κοιτούσε αδιάκοπα στα μάτια τους τέσσερις άντρες. Και

πέντε μέτρα μπροστά της, τα δύο κτήνη βρυχήθηκαν, γυμνώνοντας ταδόντια τους. Ο μαύρος όρθωσε το γιγάντιο κορμό του, έσκυψε το κεφάλι

του, προβάλλοντας τα δύο μεγάλα αιχμηρά κέρατα του. Τα έστρεψε προς

το μέρος της και όρμησε με το βέλος στο λαιμό του να ταλαντεύεται

εκτοξεύοντας σταγόνες αίμα. Πίσω του ακολούθησε ο καφετής

Μινώταυρος, που στο μεταξύ έγλειφε το τραύμα στο χέρι του.

Σαν φλεγόμενο βέλος, μια λαμπρή ιδέα προσγειώθηκε απρόσμενα στο 

μυαλό της Ανδρομάχης. Ήταν η πιο τρελή ιδέα που είχε ποτέ, όμως τώρα,

με όλες τις αισθήσεις της οξυμένες, με το ένστικτό της πολεμίστριας, της

Αμαζόνας να κυλάει πιο έντονα στις φλέβες της από ποτέ, και το αίσθημα

του φόβου μακριά της, εξορισμένο, ανεπιθύμητο, κλειδωμένο σε μιαμακρινή περιοχή του σώματος της, ήξερε ότι θα κατάφερνε να την θέσει

σε εφαρμογή. Κράτησε σφιχτά στο δεξί της χέρι το τόξο, χωρίς να το

οπλίσει και όρμησε, τρέχοντας προς το μέρος των δύο μανιασμένων

κτηνών. Η απόσταση μεταξύ τους μίκραινε γρήγορα αλλά κανείς δεν

έκανε πίσω. Συνέχισαν ακάθεκτοι να τρέχουν ο ένας προς το μέρος του

άλλου. Και η απόσταση συνέχισε να μικραίνει, απείχαν δύο μέτρα, ένα,

μισό… 

 Όταν η Αμαζόνα έφτασε λίγα εκατοστά από τα μυτερά κέρατα του

μαύρου Μινώταυρου, άπλωσε το ελεύθερο χέρι της, έπιασε το αριστερό

κέρατο, ανέβηκε στην πλάτη του και πήδηξε στον αέρα, όλα σε κλάσματα

δευτερολέπτου. Ενώ αιωρούνταν, έπιασε ένα βέλος από την φαρέτρα,

σημάδεψε την Σειρήνα, και πριν πατήσει στην γη εκτόξευσε το βέλος.

 Όταν η φτερωτή, κοκκινομάλλα καλλονή αντιλήφθηκε το βέλος που

σφύριζε στον αέρα, ήταν πλέον αργά. Καρφώθηκε ανάμεσα στα στήθια

της βαθιά μέχρι την μέση. Η Σειρήνα δεν αιμορραγούσε, αλλά από την

ανοιχτή πληγή βγήκαν αχτίδες ασημένιου φωτός, λες και μέσα στο σώμα

της ήταν φυλακισμένο ένα λιλιπούτειο αστέρι. Στρίγκλιζε απελπισμένα,

το σώμα της έλιωνε και μετατρεπόταν σε χρυσόσκονη.

Αλλά η Ανδρομάχη δεν πρόλαβε να δει περισσότερα. Ότανπροσγειώθηκε, έχασε την ισορροπία της και σωριάστηκε στο έδαφος. Ο

Μινώταυρος με το καφέ τρίχωμα πρόλαβε και σταμάτησε  εγκαίρως και

την έπιασε από το πόδι την ώρα που έπεσε. Την έσυρε προς το μέρος του

με τόση δύναμη που της έφυγε το τόξο από τα χέρια, ενώ το πόδι της

πόνεσε σαν να εξαρθρωνόταν. Η λαβή που έκανε το τέρας ήταν σφιχτή

σαν σιδερένια μέγγενη. Γρύλλισε οργισμένος και φανέρωσε τα κοφτερά,

σαν μαχαίρια, δόντια του. Ο φόβος, που προηγουμένως απουσίαζε

τελείως, τώρα φαρμάκωνε κάθε κύτταρο του σώματος της Αμαζόνας. Ένα

άλλο χέρι την γράπωσε από το λαιμό σηκώνοντας την. Η κοπέλα πνιγόταν

και είδε τον μαύρο Μινώταυρο να ανοίγει το στόμα του, έτοιμος να την

καταβροχθίσει. Και τότε, το κτήνος άρχισε να λιώνει, να μικραίνει. Και οιδύο Μινώταυροι συρρικνώνονταν και αφανίζονταν μπροστά στο

Page 90: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 90/322

89

ξαφνιασμένο βλέμμα της Ανδρομάχης. Η εξήγηση για αυτό το περίεργο

και  απρόσμενο συμβάν ήρθε από το  πρόσωπο του Αριστοτέλη που

φανερώθηκε μπροστά της με το ραβδί του προτεταμένο στο σημείο όπου

προηγουμένως υπήρχαν τα δυο θηρία. Οι άντρες λευτερώθηκαν εγκαίρως

από τα μάγια της Σειρήνας και ο μάγος έσωσε την ζωή της. Στον ώμο  του

αναπαύονταν ο Ερμής ο οποίος λίγα λεπτά νωρίτερα απάλλαξε τηνσυντροφιά από την αρσενική Σειρήνα. Την έβγαλε εκτός μάχης,

λαβώνοντας την σοβαρά με τα γαμψά του νύχια και το ράμφος μπήγοντας

τα δυνατά στα μάτια και τις φτερούγες της.

Ο Έκτορας, μόλις η Σειρήνα σκοτώθηκε, ένιωσε σαν να ξυπνά από τον

πιο βαθύ λήθαργο. Έμοιαζε λες και έπαιρνε την πρώτη του ανάσα μετά

από χρόνια φυλακισμένος στα υγρά μπουντρούμια της θάλασσας ,

ασφυκτιώντας για λίγο οξυγόνο. Ταυτόχρονα, η ανακούφιση του

συνοδεύτηκε  από μιαν εξάντληση, πιότερο πνευματική παρά σωματική.

Συνήλθε μερικές στιγμές αργότερα και, ενώ προσπαθούσε να θυμηθεί που

βρισκόταν, είδε την Ανδρομάχη να παλεύει με την λαβή ενός γιγαντιαίουτέρατος που όμως εξαφανιζόταν σταδιακά. Επανήλθε στο περιβάλλον

απότομα, λες και έπεσε από ψηλό γκρεμό. Είδε τον Αριστοτέλη να

ζυγώνει την κοπέλα και με το ραβδί του να εξαλείφει τους Μινώταυρους ,

δίχως έλεος. Έσπευσε και την αγκάλιασε. Εκείνη αρχικά δεν αντιλήφθηκε

τι συνέβη, αλλά μια στιγμή έπειτα αφέθηκε πάνω του, χαϊδεύοντας τα

μαλλιά του. Έπειτα τα χείλη τους έσμιξαν και ήταν σαν να έσμιγαν με

δροσερό νερό, φρέσκο, γλυκό και απολαυστικό.

Ο Αριστοτέλης ξερόβηξε δυνατά και ύψωσε το βλέμμα του στην

κλεψύδρα. Πολύ λίγος χρόνος έμενε τώρα, καθώς πέταξε γρήγορα όσο η

Ανδρομάχη αναμετριόταν με τους Μινώταυρους και την Σειρήνα. Και

χάθηκε και άλλος ώσπου να προσανατολιστούν ξανά. Παρ’ όλα αυτά ο

μάγος ευελπιστούσε πως είχαν περάσει από όλα τα σημαντικά εμπόδια

του λαβυρίνθου. Δεν είχαν πολύ δρόμο μπροστά τους. Εξακολούθησαν

λοιπόν την πορεία τους στον σκοτεινό λαβύρινθο, ανάμεσα από τις

αραχνοειδές σκιές που ορθώνονταν στους γκρίζους τοίχους και τους

δαιδαλώδεις διαδρόμους.

Προπορευόταν πάντα ο Αριστοτέλης, τα νώτα του φιλούσε ο Αχιλλέας ,

από πίσω ο Έκτορας με την Ανδρομάχη και ουραγός της συντροφιάς ήταν

ο Φίλιππος. Το πόδι του δεν είχε γιάνει εντελώς και κούτσαινεανεπαίσθητα. Ο Έκτορας ψηλάφισε τον αριστερό του ώμο, που είχε

τραυματίσει την ίδια νύχτα που λαβώθηκε το πόδι του φίλου του. Δεν τον

πονούσε καθόλου, η πληγή είχε κλείσει αλλά με τα ακροδάχτυλα του

αισθάνθηκε τα σημάδια που έμειναν στα σημεία όπου το Ζεβοντάν έχωσε

τα τεράστια δόντια του. Το μυαλό του έψαξε τρέχοντας τις αναμνήσεις

του και έμεινε λίγο σε εκείνη την βραδιά, αναπαράγοντας την. Έπειτα

συλλογίστηκε πόσο είχαν μείνει σε αυτήν την σπηλιά. Είχε χάσει εντελώς

την αίσθηση του χρόνου, και είχαν γίνει τόσα πολλά που του ήταν

δύσκολο να υπολογίσει. Σίγουρα όμως είχαν δρόμο ακόμα. Άλλωστε ήταν

στην πρώτη αίθουσα και είχαν άλλες τέσσερις. Η Αίθουσα της Φύσης και

του Φωτός δεν ακουγόταν ιδιαίτερα απειλητικές αλλά όταν σκεφτόταν τιςαίθουσες του Σκότους και του Θανάτου δεν μπορούσε να μην αισθάνεται

Page 91: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 91/322

90

φόβο. Ήταν ένα αίσθημα βαθιά θαμμένο και αδύναμο αλλά σίγουρα ήταν

εκεί. Προσπάθησε να διώξει τις δυσοίωνες σκέψεις από το μυαλό του και

συγκεντρώθηκε στο παρόν. Δίπλα του βάδιζε μια οπτασία. Πριν λίγο τους

έσωσε την ζωή υποδεικνύοντας ότι αυτό το αιθέριο κορμί έκρυβε μέσα

του μια καρδιά παραγεμισμένη με θάρρος και δύναμη. Χαμογέλασε και

της έπιασε το χέρι. Ήταν απαλό και ζεστό, σαν δέρμα μωρού. Η ζεστασιάτου πλημμύρισε το σώμα του αγοριού και πότισε την ψυχή του με γαλήνη.

 Ένιωσε ότι τίποτε δεν θα του συνέβαινε όσο είχε δίπλα του αυτήν την

Αμαζόνα. Το ίδιο αίσθημα κατέκλυσε και την κοπέλα. 

Είχε περάσει περίπου μία ώρα από τότε που έφυγαν από την αρένα με

τους Μινώταυρους. Τίποτε δεν συνάντησαν στον δρόμο τους,  αλλά οι

διάδρομοι στένευαν συνεχώς. Ελάχιστη άμμος έμεινε τώρα στην

κλεψύδρα. Μερικά λεπτά, μια ώρα το πολύ. Ο  Αριστοτέλης

περιεργαζόταν έναν πέτρινο τοίχο που ορθωνόταν μπροστά στον στενό

διάδρομο. Ο μάγος τον ψηλάφησε και μουρμούρισε κάτι σε άγνωστη

γλώσσα. Σε ένα βλεφαρισμό των ματιών, στο κέντρο του τοίχουεμφανίστηκε ένα καμπυλωτό άνοιγμα. Όμως ο γέροντας δεν έκανε βήμα

μπροστά. 

«Εγώ δεν μπορώ να διαβώ πιο πέρα.» 

«Τι;» φώναξαν ταυτόχρονα οι άλλοι τέσσερις. 

«Πέρα από αυτόν τον τοίχο υπάρχει ένας γρίφος και πέρα από αυτόν η

έξοδος. Αλλά για μένα η είσοδος είναι απαγορευμένη. Πρέπει να λύσετε

μόνοι σας τον γρίφο για να βγούμε από τον λαβύρινθο.» εξήγησε με

καθαρή φωνή ο μάγος. Μια ανησυχία διέτρεξε την συντροφιά. Ο

Αριστοτέλης ήταν αδιαμφισβήτητα ο πιο έξυπνος από όλους. Η επίλυση

ενός γρίφου χωρίς την βοήθεια του θα ήταν δύσκολη υπόθεση. Πόσο

μάλλον όταν η έξοδος τους από τον λαβύρινθο εξαρτάται από την επίλυση

του. Αλλά δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Ο Έκτορας προχώρησε μπροστά και

διάβηκε το άνοιγμα στον τοίχο. Οι υπόλοιποι ακολούθησαν το

παράδειγμα του. Πίσω από τον τοίχο υπήρχε μια μικρή κάμαρα που

έλαμπε με χρυσαφένιο φως. Οι ξύλινοι, λουστραρισμένοι τοίχοι

λαμποκοπούσαν, ενώ πάνω τους αόρατα χέρια έγραφαν με χρυσή μελάνη

μηνύματα σε άγνωστες γλώσσες και διαλέκτους. Ευθύς τα μηνύματα

σταμάτησαν μόλις μπήκε και ο Φίλιππος μέσα. Το δωμάτιο αντιλήφθηκετην παρουσία τους. Τώρα το διαπέρασε ένας ψίθυρος, σαν να υπήρχε

μέσα στον στενό χώρο ένα μεγάλο πλήθος. Ο Έκτορας κοίταξε

ανυπόμονα την κλεψύδρα. Εκτός  από τον γρίφο, έπρεπε να

αντιμετωπίσουν και την έλλειψη χρόνου. Ξάφνου,  πάνω στον τοίχο

μπροστά τους χαράχτηκαν μεγάλα χρυσαφένια γράμματα, τα οποία με

καλλιγραφική γραφή, εξηγούσαν τον γρίφο: 

Ένας   μάγος   κάποτε δήλωσε: Λέω πάντα ψέματα. Τι είναι; Ψεύτης ή

ειλικρινής; 

Page 92: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 92/322

91

Από κάτω ξεφύτρωσαν πάνω στο ξύλο δύο χρυσά πόμολα. Το ένα είχε

από πάνω την ένδειξη “1” ενώ το άλλο “2”. Οι τέσσερις κοιτάχτηκαν

μεταξύ τους. 

«Τι ασυναρτησία είναι αυτή;» είπε νευριασμένος ο Φίλιππος. «τι

σημαίνουν οι ενδείξεις 1 και 2;» 

«Προφανώς 1 για ψεύτης και 2 για ειλικρινής.» απάντησε ο Αχιλλέας. 

Αρχικά ο Έκτορας σκέφτηκε ότι ο Αχιλλέας είχε δίκιο. Φαινόταν

προφανές τι σήμαιναν οι ενδείξεις. Όμως έπειτα συλλογίστηκε   ότι θα

μπορούσε να έχει πολύ πιο κατατοπιστικές ενδείξεις. Γιατί αριθμούς;

 Ίσως έκρυβαν κάτι βαθύτερο. 

«Ας αφήσουμε τις ενδείξεις για μετά» πρότεινε ζωηρά η Ανδρομάχη.

«Ας συγκεντρωθούμε στην λύση του γρίφου.» 

Ο γρίφος ήταν ακόμα μεγαλύτερη ασυναρτησία.  Λέω πάντα ψέματα. Τι

είμαι; Ψεύτης. Αφού το παραδέχεται. Ήταν προφανές, συλλογίστηκε ο

 Έκτορας. Όμως έπειτα διάβασε πιο προσεχτικά και το στριφογύρισε στο

μυαλό του. Ο σοφός δήλωσε ότι έλεγε πάντα ψέματα. Μα, αν έλεγε πάντα

ψέματα δεν θα παραδεχόταν ότι λέει πάντα ψέματα. Μήπως ήταν

ειλικρινής λοιπόν; Αλλά, αν ήταν ειλικρινής και δήλωνε ότι πάντα έλεγε

ψέματα τότε ήταν ψεύτης. 

«Δεν βγάζω νόημα.» είπε απελπισμένα ο Φίλιππος. 

Ο Έκτορας κούνησε το κεφάλι. 

«Πρέπει να έχει λύση.» 

«Είναι ασυναρτησία. Και το χειρότερο είναι ότι τελειώνει ο χρόνος.

Πρέπει να αποφασίσουμε γρήγορα.» γρύλισε ο Αχιλλέας. 

«Δεν μπορούμε να παγιδευτούμε εδώ. Αν πατήσουμε κάποιο στην τύχη;»

είπε η Αμαζόνα. 

Ο Έκτορας έγνεψε αρνητικά. 

«Δεν μπορούμε να το αφήσουμε στην τύχη. Υπάρχει λύση. Σκεφτείτε!

Δεν θα μας έβαζαν άλυτο γρίφο.» 

«Φυσικά και θα μας έβαζαν! Σκοπός του λαβυρίνθου είναι να μας

παγιδέψει για πάντα στους δαιδάλους του.» αντέδρασε ο Αχιλλέας. 

«Ίσως και οι δύο πόρτες οδηγούν στην έξοδο.» είπε ο Φίλιππος και τότε

ξαφνικά, σαν αναλαμπή κεραυνού, του ήρθε!  Και οι δύο! Επανέλαβε.

Φυσικά! 

«Το βρήκα! Είναι το 2!» 

Page 93: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 93/322

92

«Τι; Πως το ξέρεις;» 

«Δηλώνει πως λέει πάντα ψέματα έτσι; Άρα δεν είναι ψεύτης γιατί τότε η

δήλωση είναι ειλικρινής. Τότε είναι ειλικρινής, όμως τότε με την αληθινή

δήλωση του λέει ότι είναι ψεύτης. Άρα… άρα είναι και ειλικρινής και

ψεύτης! Είναι και τα δύο! Δύο!» 

«Δεν γίνεται να είναι και τα δύο ταυτόχρονα. Δεν έχει νόημα!»

διαφώνησε η Ανδρομάχη. 

«Μα ούτε ο γρίφος έχει νόημα! Λογικό είναι η απάντηση του να μην έχει

 νόημα» 

«Ούτε αυτό που λες έχει νόημα!» 

Ο Έκτορας όμως περιεργάστηκε την απάντηση του Φιλίππου. Γιατί όχι;

 Ήταν τρελό, αλλά σίγουρα πιο σωστό από το να απαντήσουν ψεύτης ήειλικρινής. Και επιπλέον δικαιολογούσε τις ενδείξεις στην πόρτα. Δεν

ήθελε να απαντήσουν αν ήταν ψεύτης ή ειλικρινής αλλά αν ήταν ένα από

τα δύο ή και τα δυο! 

«Δεν έχει νόημα!» επανέλαβε η Ανδρομάχη. 

«Για μας όχι.» είπε σιγανά ο Έκτορας. «Την δήλωση την έκανε μάγος.

Δεν σκέπτονται σαν εμάς. Έχουν πιο εξελιγμένη σκέψη.» 

Ο Φίλιππος έβγαλε μια ενθουσιώδη κραυγή. 

«Γι’ αυτό δεν άφησε η πύλη τον Αριστοτέλη να μπει. Ο γρίφος είναι

λογικός και εύκολος για αυτόν!» συμπέρανε. 

Η Ανδρομάχη ξανασκέφτηκε την απάντηση του Φιλίππου. Δεν έβγαζε

 νόημα άλλα αποφάσισε να το αποδεχτεί. Στράφηκαν στον Αχιλλέα να

δουν αν συμφωνεί. Εκείνος δίστασε και τελικά είπε: 

«Ένα και ένα κάνουν δύο, παιδιά. Μόνο δύο.» 

«Εμείς το αποφασίσαμε αυτό. Οι μάγοι όμως το ξέρουν σίγουρα. Ίσωςκάνουμε λάθος!» δήλωσε με πάθος ο Φίλιππος. 

«Ίσως…» κατέληξε ο πολεμιστής.

Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, θαρρείς και νόμιζαν πως η απάντηση ήταν

γραμμένη στα μάτια κάποιου. Ο Έκτορας αντάλλαξε ένα δισταχτικό

βλέμμα με την Ανδρομάχη. Τα σμαραγδένια μάτια της του έστελναν ένα

ξεκάθαρο μήνυμα.  Σε εμπιστεύομαι. Ότι και αν γίνει είμαι μαζί σου. Του

ήταν αρκετό. Κοίταξε τον Φίλιππο, ο οποίος, με την σπινθηροβόλα ματιά

του, τον ενθάρρυνε να κατεβάσει το πόμολο της πόρτας με την ένδειξη 2.

Δεν ήταν καθόλου βέβαιος. Μια λαθεμένη επιλογή και θα παγιδεύοντανόλοι τους μες στους αρχαίους, πολύπλοκους δαιδάλους του μυστήριου

Page 94: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 94/322

93

Χρόνου. Ευχόταν βαθιά μέσα του να ήταν εκεί ο Αριστοτέλης. Εκείνος,

έστω και αν δεν του έλεγε την σωστή απάντηση, είχε τον τρόπο του να

τον καθησυχάζει και να εκπέμπει γύρω του ένα αίσθημα σιγουριάς και

ασφάλειας. Τα γερασμένα μάτια του ξεχείλιζαν εμπιστοσύνη και σοφία

αιώνων. Τώρα αντιλαμβανόταν πόσο πολύτιμη ήταν η παρουσία του

τριγύρω. Αισθανόταν εκτεθειμένος δίχως αυτόν. 

«Έκτορα, ότι είναι να κάνεις κάντο. Γρήγορα.» ήρθε να του υπενθυμίσει 

η φωνή της Ανδρομάχης, η οποία έσταζε ανησυχία. Ο νεαρός κοίταξε την

κλεψύδρα. Λίγα λεπτά απέμεναν. Πολύ λίγα για οποιαδήποτε σκέψη,

αναθεώρηση, αλλά μπόλικα για να πράξει. Αναλογίστηκε τι του είχε μάθει

ο Αριστοτέλης. Του είχε μεταφέρει αρκετή από την σοφία και τις γνώσεις

του, ώστε να είναι ικανός να πάρει μια σημαντική απόφαση. Ακόμα, του

δίδαξε να εμπιστεύεται τον εαυτό του αλλά και το ένστικτο που ψιθυρίζει

με την αδύναμη φωνή του μέσα στο κεφάλι όλων των ανθρώπων.  Η

αλήθεια ρέει μέσα σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς. Αλλά είναι τέτοια

η ορμή και η δύναμη της, τόσο ισχυρή η φλόγα της που μόνο οι γενναίες καιδυνατές ψυχές μπορούν να την αδράξουν και να βαστάξουν τα λόγια της, να

ζήσουν καταπώς υποδεικνύει. Οι λιπόψυχοι εθελοτυφλούν και αισθάνονται

ασφαλείς όταν κρύβονται πίσω από ψευδαισθήσεις και δογματικά ψέματα.

 Έλεγε.

Το αποφάσισε. Πήρε μια βαθιά ανάσα, και καθώς το οξυγόνο τρύπωνε

στους πνεύμονες του, πότισε τα εσώψυχα του με θάρρος και κουράγιο.

Προχώρησε σταθερά μπροστά και έπιασε με το ιδρωμένο χέρι του το

πόμολο. Κοίταξε για μερικές ατελείωτες στιγμές την λαμπερή ένδειξη από

πάνω. Έπειτα έσπρωξε το πόμολο προς τα κάτω και άνοιξε απότομα την

πόρτα. 

Βλεφάρισε μερικές φορές, αφού τα μάτια του δάκρυσαν. Είχε συνηθίσει

το σκοτάδι του λαβυρίνθου και τα μάτια του ερεθίστηκαν από το

εκτυφλωτικό φως που όρμησε με δύναμη χειμάρρου μόλις άνοιξε η

πόρτα. Κάποιος τον πλησίασε από πίσω και του ψιθύρισε στο αυτί: 

«Το ήξερα πως θα τα καταφέρετε. Συγχαρητήρια!» 

Χαμογέλασε. Αναγνώρισε την φωνή του μάγου. Τα κατάφεραν!

Πέρασαν την αίθουσα του Χρόνου. Άλλες τέσσερις απέμειναν. Τα μάτιατου, στο μεταξύ, συνήθισαν το φως και απορρόφησαν την εικόνα μιας

λαμπερής, πολυτελέστατης αίθουσας, η οποία ήταν τόσο ψηλή που

φαινόταν να μην έχει ταβάνι. Έμοιαζε με την αίθουσα που είδαν όταν

πρωτομπήκαν στη Σπηλιά αλλά ήταν εμφανώς μικρότερη.

 Όταν πέρασαν όλοι μέσα, η πόρτα πίσω τους έκλεισε και έμοιαζε να

σφραγίστηκε. Ο μόνος δρόμος που είχαν τώρα, ήταν η πόρτα ακριβώς

μπροστά τους,  στην άλλη άκρη της αίθουσας.  Εκεί, στο κέντρο του

καμπυλωτού τοίχου δέσποζε μια μεγάλη, ξύλινη πόρτα, φτιαγμένη από

ώριμο έλατο, καφετιά και χοντρή. Ήταν πλαισιωμένη από ένα χρυσό

μήνυμα, γραμμένο σε άγνωστη γλώσσα, ενώ λίγο πάνω από το κέντρο της υπήρχε σκαλισμένη μια μεγάλη, λυγερή  ιτιά. Έμοιαζε σαν να την πήραν

Page 95: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 95/322

94

από μια ποταμοακτή, δίπλα από ένα ξέφωτο και την τοποθέτησαν απάνω

στην πόρτα. Ήταν τόσο αληθοφανής που φάνταζε να λικνίζει τα μακριά

λεπτεπίλεπτα κλαδιά της στους ρυθμούς του μελτεμιού. Όταν ο Έκτορας

απέσυρε το βλέμμα του από την πόρτα, και ο νους στράφηκε στα

ενδόμυχα του, αντιλήφθηκε ότι τον κυρίεψε η εξάντληση και η πείνα.

Πρέπει να είχαν ξοδέψει τουλάχιστον μια μέρα μέσα στον λαβύρινθο καιεκεί μέσα δεν υπήρχε χρόνος για ξεκούραση και φαί. Ο Αριστοτέλης

διάβασε την σκέψη του, και είχε ήδη δημιουργήσει μια ζωηρή φωτιά που

τριζοβολούσε χαρούμενα ενώ από το πουθενά εμφάνισε ένα μεγάλο

καρβέλι ψωμί και ένα μεγάλο τσουκάλι που το τοποθέτησε πάνω στην

φωτιά. Σε λίγα λεπτά, τα ρουθούνια της συντροφιάς πλημμύρισαν από την

πλούσια ευωδιά του βραστού χοιρινού. Ο Έκτορας έλυσε το ζωνάρι με το

σπαθί του και κάθισε στο χωματένιο πάτωμα που ήταν αφύσικα ζεστό,

σαν να το χτυπούσε ο ήλιος μια ολάκερη μέρα. Κοίταξε πίσω, και

παρατήρησε πως η πόρτα από την αίθουσα του Χρόνου είχε εξαφανιστεί

εντελώς και ο χρυσός τοίχος ήταν πλέον ενιαίος. Δεν υπήρχε κανένα

σημάδι, να δηλώνει πως εκεί υπήρχε μια πόρτα.

Ξανάφερε στο νου του τις περιπέτειες που πέρασαν μέσα στον

λαβύρινθο. Χρόνος, αυτή η λέξη θα πάρει εντελώς διαφορετική έννοια μέσα

 μου από δω και πέρα.  Σκέφτηκε αυτά τα λόγια και ήταν αληθινά. Μετά

την περιπέτεια τους, αντιλαμβανόταν πόσο πολύτιμη ήταν  κάθε στιγμή

που περνάει, πόσο χαμένη κάθε πτυχή του χρόνου που αφήνεται

ανεκμετάλλευτη. Ακόμα, κατάλαβε πως ο χρόνος είναι σκληρός,

αδέκαστος δικαστής, αμείλικτος και απόλυτος. Δεν γυρνά πίσω και είναι

μετρημένος για όλους.  Μήπως τελικά ήταν αυτός ο σκοπός των

Αιθουσών; Να αντιληφθούν τα μυστήρια που κυριαρχούν μέσα σε αυτές.

Δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί πως κατανόησε πλήρως τον Χρόνο αλλά

σίγουρα είχε βγει  ποιο σοφός από ότι  ήταν πριν  μπει  στον λαβύρινθο.

Αυτή η σκέψη έδωσε νέο χρώμα στην περιπέτεια τους, πιο ζωηρό και

ευχάριστο. Γιατί, ενώ πριν  ήταν μια επικίνδυνη και κουραστική

αποστολή, τώρα ένιωσε μέσα του να φουντώνει η περιέργεια για την

κατανόηση άβατων νοητικών οριζόντων. 

Μια μαύρη θάλασσα κυμάτισε ξάφνου μπροστά του και αμέσως μετά

δύο καταπράσινα σμαράγδια άστραψαν. Το βελουδένιο χέρι της

γλίστρησε απαλά στο δέρμα του και χάιδεψε το πίσω μέρος του λαιμού

του. «Τι συλλογίζεσαι;» 

«Σε πολλά μέρη ταξίδεψε το μυαλό μου, αλλά μόλις ένιωσε την αύρα

σου, γύρισε δίπλα σου να ζεσταθεί από την φλόγα της ψυχής σου

πολεμίστρια μου, ξεχνώντας τα ταξίδια που έκανε και τους τόπους που

είδε.» 

Εκείνη αποκρίθηκε με ένα χαμόγελο, τόσο φωτεινό,  που ακόμα και ο

ήλιος θα φθονούσε την λάμψη του και θα κρυβόταν πίσω από τα σύννεφα,

 να κρύψει την ντροπή του. Έπειτα έγειρε το κεφάλι της κοντά στο δικό

του, και τα χείλια τους έσμιξαν, και ξαναέσμιξαν, και ξανά και ξανά χωρίςόμως να μπορούν να χορτάσουν φιλιά. Τους διέκοψε ο Αριστοτέλης,

Page 96: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 96/322

95

ανακοινώνοντας πως το δείπνο τους ήταν έτοιμο. Η συντροφιά κάθισε

γύρω από την φωτιά και απήλαυσε το φτωχικό αλλά πεντανόστιμο φαγητό

και έσβησε την δίψα της με δροσερό νερό και γλυκό κρασί που εμφάνισε

με το ραβδί του ο γέροντας. Το φαί και το πιοτό καταναλώθηκαν

λαίμαργα από το σώμα, και έπειτα το πήρε η ψυχή και το μετέτρεψε σε

ανακούφιση, χαρά, αισιοδοξία και ηρεμία. Σιγά-σιγά χαμόγελαεμφανίστηκαν  στα πρόσωπα, χαλάρωσε ο νους, έδιωξε τις έγνοιες,   και

άρχισαν να κυλάνε τα λόγια  και έγιναν χαρούμενες κουβέντες. Ο

Αριστοτέλης άρχισε να τραγουδάει, στην γλώσσα των σοφών μάγων, έναν

ήρεμο μελωδικό σκοπό και όλοι σώπασαν να τον απολαύσουν. Ο

 Έκτορας δεν ήξερε τι έλεγε αλλά ευθύς και άκουσε τα γλυκά λόγια,

φαντάστηκε ηλιόλουστες πεδιάδες απέραντες, με σκεπή τον ουρανό και

δροσερό, καταπράσινο γρασίδι που ποτιζόταν από μεγάλα γαλαζοπράσινα

ποτάμια, τα οποία κατέβαιναν από τα αρχαία βουνά μαζί με το απαλό

μελτέμι. Φαντάστηκε τον εαυτό του μαζί με την Ανδρομάχη σε έναν

τέτοιο τόπο, περιστοιχισμένους από φίλους να γελάνε όλοι μαζί, να πίνουν

κρασί, να τρώνε μέχρι σκασμού εκλεκτά εδέσματα, να κάμουν έρωτα και να γιορτάζουν ελεύθεροι από έγνοιες και μπελάδες, ελεύθεροι από

σκοτεινούς δυνάστες αλλά και κάθε λογής αφεντάδες, ελεύθεροι, κύριοι

του εαυτού τους, ευτυχισμένοι…

Ενώ το όμορφο τραγούδι του μάγου ταξίδευε στον αέρα γύρω τους και

χόρευε μαζί με την φωτιά, ήρθε ο ύπνος και τους πήρε έναν-έναν. Τους

ξενάγησε  στον ονειρικό του κόσμο για πολλές ώρες και τους άφησε να

απολαύσουν αδιάκοπα το όμορφο ταξίδι τους. 

Page 97: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 97/322

96

Η Οργή της Φύσης  

ορτασμένος από ύπνος και ανανεωμένος, ο Έκτορας ξύπνησε

φρέσκος την επόμενη. Δεν είχε σηκωθεί κανείς ακόμα και έτσι

έμεινε ξαπλωμένος στις αναπαυτικά  μαλακές κουβέρτες του.

Σήμερα θα έμπαιναν στην δεύτερη αίθουσα, η οποία προφανώς ήταν η

Αίθουσα της Φύσης.  Αναρωτιόταν τι θα αντιμετώπιζαν εκεί μέσα.

Ασφαλώς ο Αριστοτέλης θα τους εξηγούσε πριν να διαβούν την δρύινη

πόρτα. Ένα αίσθημα έξαψης ανέβλυζε από μέσα του. Ο ύπνος έδιωξε

μακριά τον φόβο και την ανησυχία ανακουφίζοντας το νου και την ψυχή

του. Άκουσε ανήσυχα βογκητά και σηκώθηκε απότομα. Ανακάθισεμερικές στιγμές μέχρι να αντιληφθεί από πού προέρχονταν. Ο Φίλιππος

αναφωνούσε ασυνάρτητες φράσεις στον ύπνο του. Μάλλον ο φίλος του

δεν μοιράστηκε τον γαλήνιο ύπνο του Έκτορα. Έσπευσε να πάει από

πάνω του να τον ξυπνήσει. Τον σκούντησε στον ώμο μερικές φορές και

εκείνος τινάχτηκε πάνω, λουσμένος σε κρύο ιδρώτα. Κοίταξε γύρω του

και αναρρίγησε. Αντίκρισε τον Έκτορα, που τον κοιτούσε σταθερά στα

μάτια, καθισμένος στις μύτες των ποδιών του. 

«Άσχημο όνειρο;» ενδιαφέρθηκε να μάθει. 

Ο Φίλιππος αναστέναξε δυο-τρεις φορές και ξερόβηξε. Σφούγγισε τομέτωπο του την ώρα που πρόφερε τα παρακάτω λόγια: 

«Και ναι και όχι. Θαρρώ πως ήταν πιότερο οι τύψεις που με τριβέλιζαν

και βασάνιζαν τον κουρασμένο  νου» 

Ο Έκτορας  δεν του απάντησε αλλά τον κοιτούσε κατάματα

ενθαρρύνοντας τον να συνεχίσει με ένα γνέψιμο. 

«Είδα στον ύπνο μου τους επιζώντες της Σωθράπον που αφήσαμε πίσω.

 Ή πιο σωστά, θα έπρεπε να πω: τους εγκαταλείψαμε. Τους εγκατέλειψα

εκεί, στο έλεος του Ζακχαέρ Ντων και των Θανατώριων. Ω, πως μπόρεσα

και το έκανα αυτό;» 

Ο Έκτορας χαμήλωσε το κεφάλι ντροπιασμένος. Του ερχόταν και

εκείνου, κάθε τόσο, εικόνες από τα σκελετωμένα πρόσωπα τους, να

ικετεύουν να τους πάρουν μαζί τους. Με το άγρυπνο μάτι της φαντασίας

του, τους έβλεπε απέναντι στον Ζακχαέρ Ντων να εκλιπαρούν για έλεος. 

«Ήταν δική μου ευθύνη. Οι ζωές όλων τους. Έδωσα όρκο στην ψυχή μου

 να τους φροντίσω όσο μπορώ. Και τώρα που τους εγκατέλειψα… τώρα η

βασανισμένη ψυχή δεν θα ανακουφιστεί από αυτό το μαρτύριο όσο ζω» 

Χ 

Page 98: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 98/322

97

«Δεν υπήρχε επιλογή, Φίλιππε. Ή θα πέθαιναν μαζί σου, είτε δίχως

εσένα. Όμως πέρα από τον θάνατο μικρή σημασία έχει αυτή η

λεπτομέρεια» 

«Καταφέραμε να επιζήσουμε δεκαπέντε χρόνια!» τον διέκοψε ο

Φίλιππος με τρεμάμενη φωνή. «Δεκαπέντε χρόνια! Χάναμε πολλούς κάθεχρόνο, είναι αλήθεια. Τα τρόφιμα ήταν λιγοστά και μπαγιάτικα, οι

ασθένειες πολλές. Όμως επιζούσαμε αρκετοί. Και συνεχίζαμε. Τίποτε από

όλα αυτά δεν δικαιολογεί την λιποψυχία μου!» 

Ο Έκτορας ένιωσε μια σκοτεινή φλόγα να φουντώνει στα στήθια του.

 Όχι, ο Φίλιππος δεν ήταν λιπόψυχος. Πάλευε μια χαμένη υπόθεση, να

φροντίσει ένα εξασθενημένο πλήθος ανθρώπων, επί δεκαπέντε χρόνια.

Και όμως ένιωθε τύψεις. 

«Το ξέρεις ότι ήταν το τέλος. Ήμουν μπροστά όταν δήλωσες στους

άλλους πολεμιστές ότι τα τρόφιμα τελείωσαν. Δεν είχαν μέλλον μέσα στησπηλιά! Είμαι βέβαιος ότι κανείς από αυτούς που αφήσαμε δεν σου

καταλογίζει όσα καταλογίζεις στον εαυτό σου. Ακόμα, ξέρεις ότι δεν θα

μπορούσαμε να φύγουμε όλοι από εκεί μέσα. Θα ήταν σαν να απλώναμε

τον λαιμό μας στον Ζακχαέρ Ντων να μας τον κόψει» 

«Ναι αλλά εγώ…» 

«Εσύ, την ημέρα που έφυγες από την σπηλιά, από την Σωθράπον πήρες

έναν άλλον όρκο. Να με προστατεύσεις και να είσαι μαζί μου. Αυτό να

προβληματίζει την ψυχή σου. Ο πρώτος όρκος τέλεψε. Τον εκπλήρωσες

με επιτυχία. Τώρα, εγώ σε χρειάζομαι. Μείνε μαζί μου να με στηρίξεις, να

είσαι στο πλευρό μου, συμπολεμιστής και αδερφός και μετά, όταν

τελειώσουμε από τούτη την περιπέτεια, ζήσε δοξασμένα και τίμα καταπώς

πρέπει αυτούς που έμειναν ξοπίσω.» 

Ο Φίλιππος έγνεψε δισταχτικά αλλά το βλέμμα του ήταν αφηρημένο και

τα μάτια του θολά. Ο Έκτορας τον άρπαξε από τον ώμο και τον

αγκάλιασε. 

«Αν πολεμήσουμε τον Ζακχαέρ Ντων, θα αναπάψουμε τις ψυχές τους

και η μάχη μας θα έχει εκπληρώσει με το παραπάνω το , ήδη τελεμένο,

χρέος σου. Άλλωστε, αν ήταν τυχεροί όλη η Σεθίρηκα στράφηκε πάνωμας μετά την διαφυγή μας και θα μπόρεσαν να δραπετεύσουν» 

 Ήταν αμφίβολο, αλλά υπήρχε μια πιθανότητα. Ο Ζακχαέρ Ντων

ασφαλώς θα γνώριζε την παρουσία των ανθρώπων της σπηλιάς και, μετά

την διαφυγή, θα φρόντιζε να μην δραπετεύσουν άλλοι. Αλλά αν

αντιλήφθηκε ότι ο Έκτορας, ο Εκλεκτός, ήταν τόσο κοντά του, θα

έστρεψε όλη την οργή και την δύναμη του στην εύρεση και την εξόντωση

του. Όμως  ήταν αμφίβολο να υπήρξε τόσο επιπόλαιος. Έμοιαζε

 υπομονετικός, δρούσε στη σκιά, αθόρυβα και κατάφερε να κρύψει την

παρουσία του τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια από τον έξω κόσμο. Μερικά

λεπτά αργότερα άρχισαν να ξυπνάνε όλοι τους. Πρώτος ο Αριστοτέλης,έπειτα η Ανδρομάχη και τέλος ο Αχιλλέας. Ο μάγος τους μάζεψε τριγύρω

Page 99: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 99/322

98

από την πόρτα δίχως να χάσει καιρό και τους επίστησε την αμέριμνη

προσοχή τους. 

«Τα πράγματα δυσκολεύουν εδώ μέσα. Δεν νομίζω βέβαια τα εμπόδια να

είναι δυσκολότερα από ότι στον λαβύρινθο, όμως σίγουρα θα είναι

περισσότερα. Και… θα  υπάρξει και μια άλλη μεγάλη δυσκολία.» έκανεμια μεγάλη παύση πριν συνεχίσει. «Όπως,  πιθανόν, θα γνωρίζεται, οι

μάγοι αντλούμε την δύναμη μας αποκλειστικά από την φύση. Τούτη η

δοκιμασία όμως περιέχει μόνο στοιχεία της φύσης. Άρα είναι σχεδόν

βέβαιο ότι θα μου αδράξει όλη την δύναμη μου και θα με αφήσει

ανίσχυρο σαν έναν γέροντα. Θα χρειαστώ την βοήθεια σας για   να με

προστατέψετε, ενώ, δυστυχώς, δεν θα έχετε καμία από εμένα…» 

Ο Έκτορας ξεροκατάπιε, δίχως να γνωρίζει αν το έκανε επειδή

στέγνωσε το λαρύγγι του ή διότι τον έλουζε η ανησυχία. Στον πρώτο άθλο

αποδείχθηκε πόσο σημαντική ήταν η παρουσία του κοντά τους. Χωρίς τις

δυνάμεις του θα ήταν εκτεθειμένοι όπως μια φωτιά στη μέση μιας μπόρας,χωρίς στέγη να την προφυλάξει. Ξάφνου, μια φωνή αντήχησε στο νου

του, αδύναμη και μακρινή, σαν να προερχόταν από μια σπηλιά στα έγκατα

της γης.  Εμείς, μόνοι μας, λύσαμε τον τελευταίο γρίφο, νικήσαμε τις

 Σειρήνες, τους Αλλόμορφους. Οι Ανδρομάχη, ολομόναχη,  μας προστάτευσε

από δύο θηριώδεις μινώταυρους όσο ήμασταν ανίσχυροι υπό την μαγεία της

 Σειρήνας. 

 Όντως, ο Αριστοτέλης κυρίως οδηγούσε, και έκαμε υποδείξεις. Έδινε

οδηγίες και προειδοποιούσε. Δεν ήταν πρόθυμος να χρησιμοποιήσει την

μαγική του δύναμη ως όπλο. Και αν του την στερούσε η δεύτερη αίθουσα,

σίγουρα δεν θα του στερούσε την γνώση και την πείρα που τον

διακατέχει. Αυτές, αναλλοίωτες, θα οδηγούσαν ασφαλή τη συντροφιά

στον τελικό προορισμό. Όμως μια δεύτερη, υπόκωφη φωνή, σκοτεινή και

πονηρή, τριβέλισε σαν αγκάθι το νου του Έκτορα και τρικύμισε την ψυχή

του, ψιθυρίζοντας ότι η δεύτερη δοκιμασία ήταν άσχετη με την πρώτη.

 Ίσως τα πλάσματα που θα αντιμετώπιζαν εκεί μέσα να ήταν πολύ ισχυρά

για οποιονδήποτε άνθρωπο, οι γρίφοι πολύπλοκοι, ακατανόητοι για την

ταπεινή σκέψη του ανθρώπου και η παρουσία ενός μάγου απαραίτητη.

Ειδάλλως γιατί η αίθουσα να του στερεί τις μαγικές του δυνάμεις; 

Με αυτές τις δύο σκέψεις να αντιμάχονται και να συγκρούονται μέσατου, ο Έκτορας έκανε ένα βήμα μπροστά. 

«Τι θα αντιμετωπίσουμε εκεί μέσα;» αναρωτήθηκε δείχνοντας με ένα

 νεύμα την σκούρα πόρτα. 

«Την φύση!» απάντησε λακωνικά ο μάγος με ένα αδύναμο χαμόγελο. 

 Έπειτα πρόσθεσε: «Όπως δεν την έχετε ξαναδεί όμως. Και αν νομίζετε ότι

αντιμετωπίσατε ποτέ την οργή της, εδώ θα διαπιστώσετε πόσο επιεικής

είναι στον έξω κόσμο. Εδώ μέσα κρύβεται ένα τεράστιο δάσος, ίσως το

αρχαιότερο που θα αντικρίσετε ποτέ. Ορισμένα δέντρα έχουν τα διπλά

μου χρόνια και είμαι πολύ πιο γερός από ότι σας λέει το σώμα μου. Τοδάσος φυτεύτηκε από τους πρώτους μάγους που περπάτησαν σε τούτο τον

Page 100: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 100/322

99

τόπο και μεγάλωσε ανεμπόδιστο, αγνοώντας την παρουσία ανθρώπων. Τα

δέντρα και τα πλάσματα που φωλιάζουν στις σκιές τους, θα αντικρίσουν

σήμερα πρώτη φορά  άτομα του είδους σας. Γι’ αυτό, και υποκινούμενα

από το φόβο που θα τους κυριεύσει για τα άγνωστα πλάσματα τα οποία 

καταπάτησαν το δάσος τους, θα φερθούν, μάλλον, εχθρικά.» 

Τα λόγια που ξεστόμισε ο Αριστοτέλης κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά

ήταν και η σιωπή έπεσε βαριά σαν αμόνι στη συντροφιά. Όμως όλοι τους

επαγρυπνίστηκαν και έθεσαν τις αισθήσεις τους σε επιφυλακή. Ο μάγος

τους κοίταξε έναν-έναν με βλέμμα που διαπερνούσε την σάρκα και έβλεπε

τα εσώψυχα τους. Όταν βεβαιώθηκε ότι όλοι ήταν έτοιμοι, στράφηκε προς

την πόρτα  και την έσπρωξε με δύναμη. Εκείνη άνοιξε αθόρυβα. Πριν ο

 Έκτορας αντικρίσει το δάσος, το ένιωσε. Όταν άνοιξε η πόρτα,

αισθάνθηκε σαν να μπήκε σε λουτρό αρχοντικού σπιτιού, από την

αποπνικτική ζέστη και την υγρασία που χτύπησε τα κόκκαλα του. Απλώς

και μόνο αναπνέοντας αυτόν τον αποπνικτικό, υγρό αέρα μπορούσαν να

καταλάβουν πόσο παλιό ήταν το δάσος.

Μόλις διέσχισε ο νεαρός την πόρτα, του κόπηκε η ανάσα, ενώ πίσω του

η Ανδρομάχη άφησε ένα επιφώνημα που το έπνιξε η βαριά ατμόσφαιρά.

Το δάσος ήταν πραγματικά τεράστιο και τρομακτικό. Οι κορμοί των

δέντρων ξεπερνούσαν τα είκοσι μέτρα ύψος, ενώ ήταν τόσο χοντροί που

χωρούσαν ένα μεγάλο σπίτι μέσα τους. Γκριζωποί και χλωμοί,

ρυτιδιασμένοι και σημαδεμένοι από τους αιώνες που πέρασαν,

σκεπασμένοι από μια παχιά κουβέρτα βρύα, μούσκλια και μύκητες.

Ξεπετάγονταν ο ένας δίπλα στον άλλον, ασφυκτικά κοντά μεταξύ τους,

αφήνοντας μόνο στενά περάσματα μέσα στα οποία φύτρωναν βάτα,

φτέρες και άλλα ισχνά φυτά με μαύρο φύλλωμα. Πάνω τους, υπήρχε μια

καταπράσινη συμπαγής σκεπή. Μια θάλασσα από πλατιά φύλλα, που

ανέμιζαν, αν και δεν υπήρχε άνεμος. Τα κλαδιά που τα συγκρατούσαν

ξέφευγαν μέχρι και πέντε μέτρα μακριά από τους κορμούς και

μπλέκονταν με άλλα κλαδιά άλλων δέντρων, κι σφιχταγκαλιάζονταν τόσο

δυνατά, σα να πάλευαν. Αυτό το σύμπλεγμα κλαδιών, ο ωκεανός των

φύλλων ήταν τόσο πυκνός που δεν φαινόταν τίποτε πάνω από αυτόν.

Μόνο λίγος ήλιος κατόρθωνε να περάσει, και να δημιουργεί ένα 

απόκοσμο, πράσινο  ημίφως. Μια γκρίζα ομίχλη χόρευε στις ρίζες των

δέντρων, θολώνοντας τα πάντα μέσα της. Τα πόδια τους πατούσαν σε ένα

παχύ στρώμα σάπια κίτρινα φύλλα που ανέδυαν μια γλυκερή μυρουδιά. 

«Πάνω μας υπάρχει ουρανός ή είναι χτιστό;» ρώτησε ο Φίλιππος που

απέμεινε να κοιτάει ψηλά.

«Ουρανός, αλλά τα δέντρα δεν αφήνουν μήτε τον ήλιο, μήτε τον άνεμο

 να διεισδύσουν  εδώ χάμω.» ήρθε η απάντηση από τον Αριστοτέλη. Ο

 Έκτορας δεν ήξερε αν έπρεπε να θαυμάσει ή να φοβηθεί. Δίπλα στον

πλάτανο που στεκόταν, ένιωθε ανίσχυρος σαν μυρμήγκι, διαπιστώνοντας

πόσο μεγάλα ήταν τα δέντρα. Οι ρίζες του πλατάνου ήταν πιο παχιές από

τον ίδιο. Στον αέρα πλανιόταν μια περίεργη, μεθυστική μυρουδιά. Ένας

συνδυασμός από χώμα, ξύλο, σαπίλα και υγρασία τρυπούσε τα ρουθούνιατου. Ακούστηκε ο ήχος μετάλλου και ο Έκτορας γύρισε να δει τι του

Page 101: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 101/322

100

απέσπασε την προσοχή. Ο Αχιλλέας κράδαινε το τσεκούρι του για να

ανοίξει δρόμο μπροστά τους. Λίγα δευτερόλεπτα αφού έβγαλε τον πέλεκυ

από το θηκάρι του συνέβη κάτι αδιανόητο. Τα δέντρα άρχισαν να τρίζουν

τους γερασμένους τους κορμούς και τα κλαδιά πάνω ψηλά κουνιούνταν

μανιασμένα δίχως το παραμικρό φύσημα του ανέμου. Το έδαφος έτρεμε 

ασθενικά.

«Αχιλλέα, κρύψ’ το γρήγορα!» φώναξε πνιχτά ο Αριστοτέλης και ο

θηριώδης άντρας υπάκουσε αμέσως. Τότε τα πάντα ηρέμησαν ξανά. 

«Νιώθουν ότι απειλούνται μόλις βλέπουν όπλο.» εξήγησε με έναν ψίθυρο

ο μάγος. 

«Τα δέντρα;» ρώτησε ο Φίλιππος ξαφνιασμένος. «Τι εννοείς; Βλέπουν;

Και… κινούνται;» 

«Ω ναι. Ανέκαθεν αισθάνονταν,  έβλεπαν αλλά μόνο τα αρχαιότερα 

μπορούν να κουνηθούν. Μην ξαφνιάζεσαι Φίλιππε, ο Άνθρωπος έχειεπιλέξει να εγκαταλείψει το δάσος εδώ και αιώνες , αλλά έχει την

αλαζονεία να πιστεύει πως το έχει κατανοήσει πλήρως. Μέγα λάθος! Εδώ

θα ανακαλύψεις πολλά μυστικά της Φύσης. Τα δέντρα είναι πιο σοφά και

πανούργα από όσο νομίζετε. Ας μην δοκιμάσουμε όμως την πανίσχυρη

δύναμη τους. Θα χρησιμοποιήσουμε όπλα μόνο αν είναι απολύτως

απαραίτητο.»

«Νόμιζα ότι δεν έχουν δει ποτέ άνθρωπο.» σχολίασε η Ανδρομάχη.

«Γιατί τότε νιώθουν ότι απειλούνται από τα όπλα μας;» 

«Δεν σας έχουν δει, αλλά έχουν ακούσει. Μιλάνε με άλλα δέντρα,

μεταφέροντας τους σιγανούς ψιθύρους τους με τον άνεμο που φυσάει στις

κορφές τους. Έχουν ακούσει για πλάσματα που, με μεταλλικά εργαλεία,

χτυπούν και σκοτώνουν τα αδέρφια τους για να χτίσουν σπιτικά  και να

ανάψουν φωτιές.»

Ο Έκτορας κούνησε αγανακτισμένα το κεφάλι.

«Δέντρα που μιλάνε, ακούνε, κινούνται και αισθάνονται. Και ακόμα δεν

κάναμε ούτε βήμα…» 

Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε τους άλλους τέσσερις. Ο Αχιλλέαςέφτυσε χάμω και πρόφερε τραχιά: 

«Εντάξει λοιπόν. Ας προχωρήσουμε. Θα σας οδηγήσω εγώ.» 

Ο Αριστοτέλης συμφώνησε με ένα διακριτικό νεύμα. Έτσι ξεκίνησαν

την πεζοπορία στο Μυστικό Δάσος. Το εγχείρημα ήταν ακόμα πιο

δύσκολο από ότι φαινόταν. Δεν υπήρχε κανένα μονοπάτι ή πέρασμα και η

συντροφιά δεν ήθελε να ρισκάρει να ανοίξει δρόμο με τα σπαθιά και το

τσεκούρι. Έτσι αναγκάζονταν να προχωρούν, κάνοντας χώρο με τα χέρια.

Ανάμεσα από τα δέντρα, τα πυκνά βάτα  τους έσκιζαν τα ρούχα και

γρατζουνούσαν το δέρμα, μπήγοντας τα αγκάθια τους στα χέρια, σταπόδια και στο στήθος τους. Οι κληματσίδες που κρέμονταν στα δέντρα,

Page 102: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 102/322

101

μεγάλες και πυκνές, μπλέκονταν στο σώμα του Έκτορα και της υπόλοιπης

συντροφιάς σαν απόκοσμες, πλασμένες από το δάσος, θηλιές, που

αδημονούσαν να στραγγαλίσουν τους επίδοξους διαβάτες. Τα κουνούπια

και τα διάφορα ζωύφια οσμίστηκαν φρέσκο αίμα που μπήκε στο δάσος

και όρμησαν καταπάνω τους σαν λυσσασμένη αγέλη λύκων, ρουφώντας

άπληστα το αίμα τους και ερεθίζοντας το δέρμα τους. Η τελική νότα τηςταλαιπωρίας τους ήταν η αφόρητη ζέστη επικρατούσε και η υγρασία που

έμοιαζε να σπάει τα κόκκαλα τους σε κάθε βήμα που έκαναν. Τα

κατάμαυρα μαλλιά του Έκτορα, ιδρωμένα και άψυχα κρέμονταν  απάνω

στο πρόσωπο του και έσταζαν στη μουσκεμένη και κουρελιασμένη

μπλούζα του. Ο ιδρώτας έβγαινε από κάθε πόρο του κορμιού του,

αναμιγνυόταν  με τις σταγόνες δροσιάς που πλανιόνταν στον βαρύ αέρα

και κολλούσε πάνω του. Ανέπνεε με δυσκολία, εξαιτίας της αποπνικτικής

ατμόσφαιρας και οι πνεύμονες διαμαρτύρονταν σε κάθε ανάσα του.  Τα

χέρια του γέμισαν πληγές και αμυχές από την πάλη του με τα βάτα και

ορισμένες πονούσαν από τα αγκάθια που κατάτρωγαν την σάρκα του.

Συχνά ένιωθε τσιμπήματα σε κάθε εκτεθειμένο σημείο του σώματος του,που τα διαδέχονταν  αβάσταχτη φαγούρα. Έσπρωχνε πυκνά τείχη από

βάτα, κληματσίδες και φτέρες ενώ τα σάπια φύλλα γλιστρούσαν κάτω από

τα πόδια του. Η ταλαιπωρία τον είχε εξωθήσει στα όρια του, σωματικά

και ψυχολογικά.

Μισή ώρα αφότου πέρασαν την πύλη του δάσους, αμφέβαλε αν

προχώρησαν παραπάνω από μισό χιλιόμετρο και ήταν βέβαιος ότι ούτε ο

Αχιλλέας, ούτε ο Αριστοτέλης ήξεραν προς τα ποια κατεύθυνση έπρεπε

 να κατευθυνθούν. Κοίταξε λαχανιασμένος πίσω του τον Φίλιππο που ήταν

εξίσου εξαντλημένος. Τα άλλοτε λαμπερά, λεία, ξανθά μαλλιά του ήταν

λαδωμένα, θαμπά και μπλεγμένα, ενώ το μουσάκι του, που είχε πυκνώσει

σε γενειάδα, στάλαζε ιδρώτα. Ανασήκωσε τους ώμους, κοιτάζοντας τον

 Έκτορα. Εκείνος έσφιξε τα δόντια και έκανε μια υπεράνθρωπη

προσπάθεια να συνεχίσει. Μπροστά του άκουγε τα αγκομαχητά του

Αριστοτέλη που πάσχιζε να ακολουθήσει τον  Αχιλλέα, δίνοντας του

οδηγίες προς τα πού να κατευθυνθεί. Και ανάμεσα από τον μάγο και τον

ίδιο, μια οπτασία έδινε λάμψη και δροσιά, σαν νερό που αστράφτει από

την αντανάκλαση του ήλιου, στο σκοτεινό ετούτο δάσος. Η θέα της

πότισε με κουράγιο την καρδιά του Έκτορα να συνεχίσει. Η θολούρα και

η σκοτεινιά της υγρής, γκρίζας ομίχλης που ανέμιζε  στις ρίζες των

σκουρόχρωμων δέντρων διαλύονταν γύρω της ενώ το χλωμό πρασινωπόφως, γινόταν γλυκό και χρυσαφί μόλις άγγιζε το βελούδινο κατάλευκο

δέρμα της. Είχε θαρρείς μια ασπίδα γύρω της,  που την προστάτευε από

την σκοτεινιά και την κακία του Μυστικού Δάσους. Μα ήταν αλήθεια πως

και η ίδια ήταν εξαντλημένη και μετά βίας στεκόταν στα πόδια της. Τα

αέρινα μαλλιά της, κατάμαυρα, όμως με μια εκτυφλωτική λάμψη,

μεταξένια που χόρευαν μπροστά στα μάτια τους, τώρα κρέμονταν άψυχα

και βαριά στην πλάτη της Αμαζόνας ενώ χοντρές στάλες ιδρώτα έπεφταν

από αυτά κάθε στιγμή. Η λεπτή της μπλούζα είχε κολλήσει, βρεγμένη,

πάνω της αποκαλύπτοντας της αρμονικές καμπύλες του πανώρια

σμιλεμένου κορμιού της. Η όμορφη παρουσία της φάνταζε εντελώς

αταίριαστη σε αυτή τη άσχημη και αποκρουστική ζούγκλα, σαν ήλιος μεςστην κατάμαυρη νύχτα. Αλλά αυτή ωθούσε τον Έκτορα να συνεχίσει, τον

Page 103: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 103/322

102

κρατούσε όρθιο από την κατάρρευση που καραδοκούσε, που τον

ακολουθούσε πιστά, περιμένοντας υπομονετικά να τον λυγίσει. 

Περπάτησαν αρκετή ώρα, περισσότερη από όση άντεχαν, και τα πόδια

και των πέντε έτρεμαν εξουθενωμένα. Ο Φίλιππος, με αδύναμη φωνή, που

πάσχισε να βγει από τα πνευμόνια για να ταξιδέψει στον πηχτό αέρα,πρότεινε να σταματήσουν για να ξαποστάσουν. 

«Δεν είναι φρόνιμο να σταματήσουμε  εδώ. Αν περπατήσουμε λιγάκι

ακόμα θα βρεθούμε σε ένα ξέφωτο  με μια πηγή. Εκεί είναι, θαρρώ,

λιγότεροι οι κίνδυνοι που καραδοκούν. Κάντε υπομονή, σε μισή ώρα θα

είμαστε εκεί». Τους πρότεινε ο μάγος. 

 Ένα αγκομαχητό δυσφορίας έφυγε από τα χείλη της Ανδρομάχης που

αγριοκοίταξε για μια στιγμή τον Αριστοτέλη. Έπειτα έσκυψε

ανασαίνοντας βαθιά, με τα χέρια να στηρίζονται στα γόνατά της. 

«Είσαι καλά;» ρώτησε ο Έκτορας λαχανιασμένος. 

«Απλά… θέλω να πάρω μερικές ανάσες. Δεν αντέχω άλλο.»

Ο Έκτορας ένιωθε πολύ κουρασμένος, ακόμα και για να απαντήσει.

 Έμεινε λοιπόν κοντά της κοιτάζοντας τους σκιερούς χώρους γύρω από τα

δέντρα. Φαίνονταν  να αραιώνουν σιγά-σιγά προς την κατεύθυνση που

πήγαιναν. Ορισμένες στιγμές ο Έκτορας νόμισε ότι είδε διάφορες σκιές να

περνούν αστραπιαία ανάμεσα στα δέντρα και να χάνονται, αλλά η ομίχλη

ήταν τόσο πυκνή που δεν μπορούσε να είναι βέβαιος. 

«Έκτορα…» άκουσε την γλυκιά φωνή δίπλα του. 

Εκείνος γύρισε να την αντικρίσει και διαπίστωσε έκπληκτος ότι η

Ανδρομάχη βρισκόταν ένα κεφάλι πιο κάτω από την προηγούμενη φορά

που της μίλησε. Τα πόδια της βούλιαζαν μέσα στο στρώμα με τα σάπια

κιτρινισμένα φύλλα. Δίχως να σκεφτεί, η φωνή του ενστίκτου πρόσταξε

μέσα του, πήδησε και άρπαξε το χέρι της την στιγμή που το στρώμα από

τα φύλλα διαλύθηκε και αποκάλυψε τον βαθύ λάκκο που έκρυβε. Το

ουρλιαχτό της Ανδρομάχης έσκισε την βαριά, αιώνια σιγαλιά του αρχαίου

δάσους. Τα γλιτσιασμένα φύλλα γλίστρησαν κάτω από τα πόδια του Έκτορα πριν προλάβει να αντιδράσει και παρασύρθηκε στον λάκκο. Όμως

ένα δυνατό χέρι έσφιξε τον αστράγαλο του και τον συγκράτησε, με το

κεφάλι του να αιωρείται πάνω από το χείλος της βαθιάς τρύπας. Το αίμα

του πάγωσε. Μερικά μέτρα κάτω από τα πόδια της Ανδρομάχης, μυριάδες

φίδια σέρνονταν στον λασπωμένο πάτο, σφυρίζοντας απειλητικά.

Οσμίζονταν την Αμαζόνα, βγάζοντας την μαύρη διχαλωτή γλώσσα τους

και της έδειχναν τα φαρμακερά τους δόντια. 

«Έκτορα, τράβα με πάνω γρήγορα» κραύγασε η κοπέλα τρέμοντας από

τον φόβο της. Ήταν γραπωμένη με τα δύο της χέρια από τον καρπό του

 Έκτορα και τον έσφιγγε δυνατά. Κοίταξε πάνω, είδε τον Φίλιππο ναπασχίζει να τους κρατήσει, μην τους φύγει και το πρόσωπό του μπλάβισε

Page 104: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 104/322

103

από την προσπάθεια. Μάχονταν να κρατηθεί όρθιος, με το έδαφος να

γλιστράει κάτω από τα πόδια του που έτρεμαν, άλλα δεν λύγιζαν. Ο

 Έκτορας πάτησε στο ελεύθερο πόδι του, έβαλε μοχλό το αριστερό του

χέρι και ανασήκωσε την Ανδρομάχη μερικά εκατοστά. Ο Φίλιππος ήταν

πιο άνετα τώρα αφού ο Έκτορας σήκωσε το βάρος της κοπέλας, δάγκωσε

τα χείλια του, έβαλε δύναμη και τους έσυρε έξω από τον λάκκο, ενώ ταφίδια έβγαζαν ακόμα οργισμένους συριγμούς. Ανασηκώθηκαν και οι τρεις

αλλά δεν πρόφτασαν να ευχαριστήσουν ο ένας τον άλλον. Κοίταξαν τον

Αριστοτέλη με τον Αχιλλέα, λίγα μέτρα πιο μπροστά τους. Οι δύο άντρες

δεν μπόρεσαν να έρθουν να βοηθήσουν γιατί ήταν περικυκλωμένοι από

φίδια. Κάθε λογής φίδια σέρνονταν από το έδαφος  και τα δέντρα και

χιμούσαν κατά πάνω τους. Δύο κατάμαυρα, λεπτά ερπετά όρμησαν προς

τον Αχιλλέα αλλά εκείνος τα άρπαξε από το κεφάλι και τα σύνθλιψε σε

έναν κορμό. Όμως τότε ένα τεράστιο καφέ, στο χρώμα του κορμού  όπου

ήταν κουλουριασμένο, τύλιξε τον Αριστοτέλη με την δυνατή ουρά του και

τον σήκωσε από το έδαφος. Ο Φίλιππος αντέδρασε πριν ο Έκτορας

προφτάσει να εμποδίσει το χέρι του που πέταξε ένα από τα κοντά σπαθιάτου και έκοψε την ουρά του φιδιού. Έπειτα το σπαθί καρφώθηκε στον

κορμό του δέντρου.

 Όλοι ένιωσαν το μοιραίο λάθος που έγινε. Ένας δυνατός σεισμός

τράνταξε προς στιγμήν το έδαφος και πολλά φύλλα κυμάτισαν στον αέρα.

Τα φίδια έφυγαν φοβισμένα στις φωλιές τους. Έπειτα ησυχία. Μια

ησυχία, απόκοσμη, τρομακτική που έσταζε φοβέρα. Την έσπασε ένας

πνιχτός θόρυβος από ψηλά. Ο Αριστοτέλης έδρασε αστραπιαία και έκανε

ένα πήδο μακριά όμως ο Αχιλλέας σκόνταψε σε μια ρίζα και το χοντρό

κλαδί που έπεσε τον χτύπησε στην πλάτη και τον πλάκωσε. Ο Έκτορας

έκανε να πάει να τον βοηθήσει αλλά ο Φίλιππος τον τράβηξε δυνατά από

την μπλούζα και τον έσπρωξε χάμω. Εκεί που στεκόταν, οι ρίζες του

διπλανού δέντρου υποχώρησαν, τραβήχτηκαν θαρρείς μέσα στον κορμό

και το έδαφος υποχώρησε, μεγαλώνοντας τον λάκκο με τα φίδια.

Στο μεταξύ ο Αχιλλέας έσπρωξε το κλαδί από πάνω του με δύναμη, και

σηκώθηκε. Φαινόταν καλά, αν και το πρόσωπο του ήταν ακόμα πιο

αγριεμένο από ότι συνήθως. Πήγε και ο Έκτορας να σηκωθεί. Δεν

μπόρεσε, νόμιζε πως τον κρατούσε ακόμα ο Φίλιππος και τον κοίταξε.

 Όμως είδε την ξανθιά του χαίτη αρκετά πιο πέρα, να αποφεύγει ένα κλαδί

ίσαμε το μπόι του Αχιλλέα. Γύρα από το μπράτσο του είχαν τυλιχτεί, σανδυνατά φίδια, οι ρίζες του διπλανού δέντρου και τον έσερναν στη βάση

του, η οποία άνοιξε και φανέρωσε ένα βαθύ άνοιγμα, σαν σπηλιά.

Προσπάθησε να βγάλει το σπαθί του, αλλά δεν ήταν στο θηκάρι του. Το

είδε τυλιγμένο στις ρίζες ενός άλλου δέντρου, να προσπαθούν να το

σπάσουν στα δύο.  Έβαλε όση δύναμη είχε, αλλά το σφίξιμο των ριζών

ήταν πιο δυνατό και από σιδερένια μέγγενη. Έβλεπε το άνοιγμα στη βάση

του δέντρου να μεγαλώνει καθώς ζύγωνε κοντά του, άκουσε τον

Αριστοτέλη να φωνάζει: «Τρέξτε» και τους συντρόφους του να παλεύουν

με τις ρίζες και τα κλαδιά των αρχαίων δέντρων, που εξαπέλυαν μια

φοβερή επίθεση. Δάγκασε τα χείλια του να πάρει κουράγιο, πήρε βαθιά

ανάσα και καθώς έσπρωξε μακριά από το άνοιγμα το κορμί του,βρυχήθηκε δυνατά και έβαλε δύναμη. Ένιωσε έναν δυνατό πόνο στην

Page 105: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 105/322

104

άρθρωση του αγκώνα, το δέρμα του έκαιγε καθώς τριβόταν στις τραχιές

ρίζες αλλά συνέχισε να σπρώχνει δυνατά και τελικά ένιωσε τις ρίζες να

χαλαρώνουν την σφιχτή λαβή τους. Έφυγε μακριά και έπεσε μπρούμυτα

στο έδαφος. Κοίταξε το δεξί του χέρι. Ήταν πρησμένο στον αγκώνα και

είχε βαθιές αμυχές από το μπράτσο και κάτω, που στάλαζαν κόκκινο αίμα

και πότιζαν τα κιτρινισμένα φύλλα, που το ρουφούσαν αιμοβόρικα.Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε γύρω του. Ο Φίλιππος, που κρατούσε το

σπαθί του μαζί με τα δυο του κοντά ξίφη έτρεχε μπροστά από τον Αχιλλέα

που κούτσαινε. Ο Αριστοτέλης δεν φαινόταν πουθενά, υπέθεσε ο  νεαρός

ότι οδηγούσε τους άλλους μπροστά. Η Ανδρομάχη τον περίμενε λίγο πιο

πέρα από τον λάκκο γνέφοντας του με το χέρι της. Ο Έκτορας έτρεξε

κοντά της και ακολούθησαν την χρυσαφιά ανταύγεια των μαλλιών του

Φιλίππου που διακρινόταν  μπροστά τους. Πίσω τους άκουγαν γδούπους

από κλαδιά που έπεφταν ενώ σκόνταφταν κάθε στιγμή στις ρίζες των

δέντρων που προσπαθούσαν να πιαστούν γύρω από τα πόδια τους.

 Έφτασαν μετά από λίγο σε ένα μικρό στρογγυλό ξέφωτο, στο κέντρο τουθρονιασμένη στεκόταν μια νεαρή, ταπεινή ιτιά με τα μακριά της πράσινα

κλαδιά να κοιτάνε το έδαφος θλιμμένα. Κάθισαν μια στιγμή να πάρουν

μιαν ανάσα, τα κουρασμένα πνευμόνια τους διαμαρτύρονταν και η καρδιά

τους σφυροκοπούσαν δυνατά στο στήθος. Αλλά λίγα δευτερόλεπτα

αργότερα τα κλαδιά της ιτιάς άρχισαν να ταλαντεύονται δυνατά χωρίς να

φυσάει το πιο αδύναμο αεράκι. Ο Έκτορας διαισθάνθηκε πως ήταν κακό

σημάδι, η ιτιά δεν ήταν τόσο αθώα όσο έδειχνε.

Και τότε σκόνη βγήκε από την κορφή της και στροβιλιστικέ στον αέρα,

την παρέσερναν τα ρεύματα που έκαναν τα κλαδιά και εξαπλώθηκε

τριγύρω τους. Τα πνευμόνια του Έκτορα έφραξαν, δεν μπορούσε να πάρει

ανάσα, έβηχε και άσθμαινε μανιασμένα. Ο Αριστοτέλης μέσα από τα

αγκομαχητά του και το άσθμα που τον κυρίεψε, ψέλλισε να τρέξουν. Οι

πνεύμονες του Έκτορα, πονούσαν, φλογίστηκαν, ήθελαν αμέσως οξυγόνο

μα δεν μπορούσε να ανασάνει. Τα αυτιά του βούιζαν δυνατά και τα άκρα

του άρχισαν να μουδιάζουν. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης μπήκε

αμέσως σε δράση, πότισε το αίμα του με αδρεναλίνη και εκείνος άρχισε

 να τρέχει πίσω από τον Αριστοτέλη, ενώ το μυαλό του ήταν μουδιασμένο.

Από πανικό; Δεν ήξερε, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί καλά , ο νους του

έμοιαζε παραλυμένος, μια ομίχλη άρχισε να το σκεπάζει και εκείνος

πάλεψε να την διώξει. Έβηχε δυνατά αλλά άρχισε να αναπνέει, αδύναμαστην αρχή.

Σύντομα άρχισε να ρουφάει άπληστα τον αέρα γύρω του και το μυαλό

του ήρθε στα συγκαλά του, τα αυτιά του έπαψαν να βουίζουν και τα άκρα

του ξεμούδιασαν. Ένιωθε εξαντλημένος, νυσταγμένος και αδύναμος.

Κοίταξε πίσω του και είδε τον Αχιλλέα. Κούτσαινε ακόμα και τότε είδε

την μεγάλη κηλίδα με αίμα που είχε σχηματιστεί στην μπλούζα του. Είχε

πληγωθεί στα πλευρά. Ο ίδιος έβηχε ακόμα και ανέπνεε με θόρυβο,

έμοιαζε έτοιμος να καταρρεύσει. Τότε ο Έκτορας ένιωθε την καρδιά του

 να βουλιάζει στην άβυσσο και να ουρλιάζει σπαραχτικά. Πίσω από τον

Αχιλλέα δεν ακολουθούσε κανείς. Μπροστά του ήταν μονάχος οΑριστοτέλης που προσπαθούσε να συνέλθει, στηριγμένος στον κορμό

Page 106: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 106/322

105

ενός δέντρου. Η ανησυχία τρύπησε το στήθος και έκαψε τα σπλάχνα του

σαν δηλητηριασμένο βέλος. Ο Φίλιππος και η Ανδρομάχη έμειναν πίσω! 

«Όχι. Όχι» ψέλλισε. Πανικόβλητος, αλλά χωρίς κανένα δισταγμό έτρεξε

προς το ξέφωτο. Η ανησυχία για τον καλύτερο του φίλο και την κοπέλα

του όπλισαν τα πόδια του με φτερά και την καρδιά του με κουράγιο. Πριντο καταλάβει, έφτασε στο ξέφωτο. Είδε τον Φίλιππο να κείτεται στο

έδαφος ακίνητος, με τα άψυχα χέρια του να αγκαλιάζουν το  στήθος. Η

Ανδρομάχη, πεσμένη στα τέσσερα, πολεμούσε να αναπνεύσει,

αγκομαχούσε, έβηχε και ψιθύριζε ασυνάρτητες κουβέντες. Τότε κυρίεψε η

σκόνη ξανά το σώμα του Έκτορα και η αναπνοή του σταμάτησε. Όμως

έτρεξε κοντά στην Ανδρομάχη και την σήκωσε όρθια. 

«Όχι, Νεφέλη… μη! Δεν φταίω εγώ… σε παρακαλώ!» έλεγε η

Ανδρομάχη με φωνή ίσα που ακουγόταν. Το σαγόνι της έτρεμε, ήταν

λουσμένη στον ιδρώτα και τα μάτια της μισόκλειστα. Ο Έκτορας

προσπάθησε να την μεταφέρει μακριά από το ξέφωτο. Έτρεμε και ο ίδιος,έβηχε δυνατά, μαχόταν να πάρει ανάσα και τα πόδια του είχαν μουδιάσει,

δεν τα ένιωθε και έπεφτε συνεχώς κάτω. Τα αυτιά του βούιζαν τόσο , που

δεν άκουγε τίποτε. Συνέχισε να κουβαλάει την Αμαζόνα μακριά και το

μυαλό του άρχισε πάλι να θολώνει. Τα δέντρα απείχαν λίγα μέτρα.

Συνέχισε να κουβαλάει την κοπέλα που γλιστρούσε συνέχεια από τα

μουδιασμένα χέρια του. Άκουσε μια φωνή μέσα στο κεφάλι του να

αντηχεί δυνατά, αυταρχικά. 

«Έκτορα, γιατί μας παράτησες;» 

Την γνώρισε, αλλά δεν απάντησε.  Είναι νεκροί. Δεν μου μιλάει αυτός. Η

σκόνη με κάνει να τα ακούω. 

«Εγώ είμαι Έκτορα, ο πατέρας σου. Δεν απαντάς; Εγώ σκοτώθηκα για

σένα και δεν μου λες ένα λόγο»;

Όχι.  Έλεγε στον εαυτό του. Δεν συμβαίνει τίποτε! Συγκεντρώσου! Είναι

νεκροί. Συνέχισε να περπατάς, θα πεθάνεις! 

«Έκτορα, μίλα μας σε παρακαλώ. Η μάνα σου είμαι παιδί μου, άσε με να

ακούσω την φωνή σου» 

Ο Έκτορας έπεσε χάμω και άρχισε να κλαίει. Το στήθος του πονούσε

αφόρητα. Φάνταζε σαν να το συμπίεζαν σιδερένιες αλυσίδες. Έκλαιγε, και

έβηχε αγκομαχούσε, δεν άντεχε άλλο. Θα πέθαινε εδώ δίπλα στην… 

«Ανδρομάχη» ψιθύρισε βραχνά. Γύρισε και είδε το αναίσθητο κορμί της.

 Όχι, δεν θα πέθαιναν. Της το υποσχέθηκε να την προστατέψει. Δεν θα

πέθαινε όσο ήταν αυτός πλάι της. Σηκώθηκε, τρέμοντας ανεξέλεγκτα και

σήκωσε την κοπέλα. Δεν ένιωθε τα πόδια του αλλά έκανε μια προσπάθεια

 να περπατήσει. Τα κατάφερε. Μπροστά του έβλεπε τώρα τις μορφές των

γονιών του και της μικρής του αδερφής να τον κοιτάζουν περιφρονητικάμε ματωμένα πρόσωπα. 

Page 107: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 107/322

106

«Όχι, όχι είστε νεκροί… φευγάτε από δω.» 

«Μας παρατάς λοιπόν για τούτη; Δεν ντρέπεσαι; Γιος είσαι εσύ;»

έκλαψε  η μάνα του. Ο Έκτορας είδε το αναίσθητο πρόσωπο της

Ανδρομάχης, ήταν χλωμό, κάτωχρο, δεν έμεινε στάλα αίμα στα μάγουλατης. Φοβήθηκε, μα ο φόβος του έδωσε δύναμη και συνέχισε να προχωρά

αγνοώντας τις φωνές και τις οπτασίες των γονιών του. Μπήκε μες στο

δάσος. Έκανε τρεκλίζοντας μερικά βήματα ακόμα και σωριάστηκε κάτω.

Μπουσουλώντας, έσυρε το σώμα της κοπέλας μερικά μέτρα ακόμα και

εκεί παραδόθηκε στην εξάντληση του. Είδε να στέκεται από πάνω του μια

φοβερή μορφή, δεν είχε σώμα παρά σκοτάδι και σκιά, με φοβερά

κατακίτρινα μάτια που πετούσαν φωτιές. Τον περιγέλασε και μετά είπε με

δυνατή, φοβερή φωνή: 

«Δεν έχει νόημα να  αντιστέκεσαι στον θάνατο σου Έκτορα. Θα

σκοτώσω και εσένα και τους φίλους σου όταν έρθετε σε εμένα. Πέθανεήσυχα τώρα, να μην υποφέρεις μετά. Η κοπελιά που είναι μαζί σου θα

 υποφέρει όμως περισσότερο από όλους σας. Γιατί την έσωσες ανόητε; Για

 να υποφέρει;» 

Είδε τότε το πρόσωπο της Ανδρομάχης αποστεωμένο, πρασινισμένο,

αγνώριστο. Τον κοιτούσε σπαραχτικά και τα σμαραγδένια μάτια της

μάτωναν. 

«Γιατί τον άφησες να με βασανίσει έτσι, Έκτορα;» 

Ξύπνησε αμέσως, αλλά δεν άνοιξε τα μάτια του. Ένιωσε τα δάκρυα στο

πρόσωπο του   να ζεματίζουν τα μάγουλά του. Ήταν άρρωστος και

κουρασμένος. Έτρεμε και ζεσταινόταν πολύ. Άνοιξε τα μάτια του και

αντίκρισε δυο γαλαζοπράσινους ήλιους να του χαμογελούν. Τα μάτια του

ήταν πρησμένα και έβλεπε θολά. Στο κεφάλι του ένιωσε ένα κάψιμο σαν

πυρωμένο σίδηρο. Το δεξί του χέρι, καταπληγωμένο, πονούσε ελαφρά.

 Όταν τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, αντιλήφτηκε πως βρισκόταν σε ένα

πλατύ ξέφωτο ξαπλωμένος στο υγρό γρασίδι. Ήταν νύχτα και στο

πρόσωπο της Ανδρομάχης που καθόταν διπλοπόδι δίπλα του, έλαμπαν

σαν διαμάντια τα δάκρυα που αυλάκωναν το πρόσωπο της. Τον χάιδεψε

τρυφερά στο πρόσωπο και το χέρι της δρόσισε το πυρωμένο πρόσωποτου. 

«Τι πήγες και έκανες, ανόητε;» του είπε, δακρυσμένη. 

«Μια ευχάριστη βόλτα στο δάσος. Το έχω συνήθειο από μικρός».

Αστειεύτηκε και γέλασε βαριεστημένα. Ένιωθε χάλια, μα ήταν

χαρούμενος συνάμα. Νόμιζε ότι δεν θα ξανάβλεπε ποτέ το πρόσωπο της,

πίστευε πως θα πέθαινε σε αυτό το φριχτό δάσος. Το ότι κατάφεραν να

δραπετεύσουν από την θανάσιμη αγκαλιά του ήταν λόγος χαράς και

ανακούφισης. 

Page 108: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 108/322

107

«Πίστευα πως δεν θα σε ξανάβλεπα ποτέ» της είπε με βραχνή φωνή.

Εκείνη έσκυψε και τον φίλησε παθιασμένα. Δύο δάκρυα της στάλαξαν

στο πρόσωπο του. 

«Πως καταφέραμε να βγούμε από το δάσος;» 

Η Ανδρομάχη σκούπισε το πρόσωπο της και γέλασε σιγανά. 

«Είχαμε βοήθεια. Μια παλιά σου φίλη μας επισκέφτηκε. Πρέπει να σε

άκουσε όταν φώναξες και ήρθε στο δάσος» 

Την φωνή της συνόδεψε ένα μελωδικό, μακρόσυρτο  ουρλιαχτό που

ερχόταν από έναν ψηλό βράχο. Εκεί στεκόταν η Νύχτα με το μαύρο της

τρίχωμα να γίνεται ένα με τον βραδινό ουρανό.  Ο Έκτορας την

παρακολουθούσε με το στόμα ανοιχτό, κατάπληκτος. Η Νύχτα, η λύκαινα

που τόσο αγαπούσε, του έσωσε την ζωή. Μα φυσικά! Είναι μέρος της

φύσης, την ξέρει καλά. Πιο καλά από οποιονδήποτε άνθρωπο. Αυτό έδινεμια καινούρια ελπίδα στον Έκτορα. Είχαν την φύση με το μέρος τους! Η

λύκαινα θα τους βοηθούσε να περάσουν την δοκιμασία, θα ανταπέδιδε

την αγάπη του Έκτορα για τους λύκους. 

«Αφού λιποθύμησες, ήρθε ο Αχιλλέας και μας πήρε. Με είχες

απομακρύνει από το ξέφωτο και δεν κινδυνεύαμε, έτσι πρώτα πήρε τον

Φίλιππο. Ο Αχιλλέας κουβάλησε εμένα και τον Φίλιππο που ήμασταν

εντελώς αναίσθητοι. Εσύ στεκόσουν κάπως στα πόδια σου, αλλά ήσουν

σχεδόν λιπόθυμος, παραμιλούσες. Σε υποβάσταξε ο Αριστοτέλης. Κάποια

στιγμή είδε την Νύχτα να τον κοιτά από μακριά, την ακολούθησε και μας

οδήγησε σε αυτό το ξέφωτο. 

«Πόση ώρα είμαι αναίσθητος;» ρώτησε ο Έκτορας τρίβοντας το

πονεμένο κεφάλι του. 

«Όταν συνήλθα εγώ, και μου διηγήθηκε ο Αριστοτέλης τι έγινε, είχαμε

μια ολόκληρη μέρα αναίσθητοι…» 

«Δύο μέρες;» φώναξε ο Έκτορας μη μπορώντας να το πιστέψει. «Είμαι

αναίσθητος δύο μέρες;» 

Η κοπέλα έγνεψε αδύναμα. 

«Η σκόνη της δηλητηριώδης ιτιάς είναι πολύ βλαβερή. Ήσουν βαριά

άρρωστος, έκαιγες από τον πυρετό, παραμιλούσες, έκλαιγες και φώναζες.

Ο Αριστοτέλης προτείνει να κάτσουμε εδώ μια-δύο μέρες ακόμα πριν

ξαναμπούμε στο δάσος, για να αναρρώσουμε» 

 Όντως ο Έκτορας ένιωθε ξανά μια εξάντληση να τον κατακλύζει αλλά

την πολέμησε για λίγο. Πήγε κοντά στον Αριστοτέλη. 

Page 109: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 109/322

108

«Πως αισθάνεσαι; Είσαι καλύτερα;»  τον ρώτησε ο μάγος. Ο Έκτορας

έγνεψε ναι και κοίταξε τον Φίλιππο. Είχε συνέλθει λίγες στιγμές νωρίτερα

και έτρεμε λουσμένος στον ιδρώτα.

«Ελάτε, πρέπει να φάμε να στυλωθούμε»  είπε.  Είχε ετοιμάσει μια

χορτόσουπα με τα βότανα που βρήκε τριγύρω, φτωχική αλλά δυναμωτική.Από την πρώτη κουταλιά, ο Έκτορας ένιωσε τα σωθικά του να

δυναμώνουν και ο σφιχτός κόμπος στο στομάχι του λύθηκε. Όσο έτρωγε

παρατήρησε το περιβάλλον τριγύρω. Το ξέφωτο ήταν ευρύχωρο και

πλατύ, γεμάτο αγριόχορτα, βατομουριές και μωβ λουλούδια. Σαν

σταγόνες από αίμα ξεφύτρωναν τόπους-τόπους κατακόκκινες παπαρούνες

με μαύρη καρδιά ανάμεσα στα πέταλα τους. Γύρω από το άνοιγμα, σαν

κατάμαυρος φράχτης τους περικύκλωνε το σκοτεινό δάσος, με τα

πανύψηλα δέντρα του να ταλαντεύονται ελαφρά. Από πάνω τους

αγκάλιαζε ο κατάμαυρος ουρανός περιζωσμένος με διαμαντένια στολίδια

δίχως φεγγάρι. Τα αστέρια χόρευαν χαρούμενα στο απέραντο στερέωμα

και ο Έκτορας τους χαμογέλασε. Είχε μέρες να δει τον ουρανό, νααναπνεύσει το δροσερό αγιάζι και του έλειψε το μελωδικό ουρλιαχτό της

 Νύχτας, που το αφουγκράζονταν νοσταλγικά. Αλλά, εκείνη την μέρα ήταν

αλλόκοτα μοναχικό δίχως τα τριζόνια και τα νυχτοπούλια να το  

συνοδεύουν. Που βρίσκονταν οι υπόλοιποι νυχτερινοί τροβαδούροι της

φύσης; Το δίχως άλλο τρόμαξαν από την παρουσία ανθρώπων στο αρχαίο

δάσος και ζήτησαν προστασία στην γέρικη καρδιά των δέντρων.

Πολύ ήσυχη έστεκε η νύχτα, την γαλήνη της έσπαγε μόνο το αλύχτισμα

της λύκαινας και το κελάρυσμα του   νερού από μια πηγή, στην άκρη του

ξέφωτου. Το νερό ανέβλυζε από την καρδιά ενός γκρίζου βράχου και

έπεφτε σε μια μικρή πράσινη λιμνούλα. Σαν απόφαγαν, ο Έκτορας πήγε

 να πλυθεί εκεί, αφού πρώτα τον βεβαίωσε ο Αριστοτέλης ότι το νερό ήταν

καλό. Στην ήρεμη επιφάνεια της λίμνης αντίκρισε το θολό είδωλο του. Το

πρόσωπο του φαινόταν αδυνατισμένο και χλωμό ενώ τα γένια του είχαν

μεγαλώσει αρκετά. Ήταν πολύ εξασθενημένος για να ξυριστεί, άλλωστε

δεν είχε μεγάλη σημασία. Πλύθηκε σχολαστικά και ξάπλωσε στην

κουβέρτα του. Ο ύπνος τον πήρε σχεδόν αμέσως αλλά δεν ήταν γαλήνιος.

Η σκιώδης μορφή του Ζακχαέρ Ντων συνέχισε να τον κυριεύει στα

όνειρα του, λέγοντας του δυσοίωνα και βασανιστικά μηνύματα. Είδε τον

Αριστοτέλη αλυσοδεμένο να ζητά έλεος, να παρακαλεί τον καταραμένο

βασιλιά να τον σκοτώσει, την Ανδρομάχη σκελετωμένη και πληγωμένη να φωνάζει απελπισμένα τον Έκτορα να την βοηθήσει, τον Φίλιππο να

κατασπαράζεται από μια ομάδα Θανατώριων  και τον Αχιλλέα να

σκοτώνεται από τα βέλη ενός Νυχτοβάτη. Ο ίδιος ο Έκτορας τους

κοιτούσε, φυλακισμένος σε ένα ψηλό κελί στην Σεθίρηκα, ανήμπορος, να 

πεθαίνουν κοιτώντας τον κατάματα.

Ξύπνησε  και σηκώθηκε απότομα. Του πήρε κάμποσα δευτερόλεπτα να

κατάλαβε που βρισκόταν και αμέσως μετά η καρδιά του γκρεμίστηκε και

πλάκωσε την κουρασμένη ψυχή του. Γονάτισε και αγκαλιασμένος από την

 υγρή χλόη άρχισε να κλαίει σιωπηλά. Τα δάκρυα του έσμιξαν με τις

δροσοσταλίδες και έμοιαζε σαν να έκλαιε και το χορτάρι μαζί του, σαν ναμοιραζόταν τον πόνο του το υγρό χώμα και τα αγριολούλουδα τον

Page 110: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 110/322

109

αγκάλιαζαν και τον χάιδευαν συμπονετικά. Η καρδιά του απλώθηκε στο

χώμα, φώλιασε στην δροσιά του και αλάφρωσε κάπως, αλλά τα δάκρυα

δεν σταματούσαν, πότιζαν το έδαφος και εκείνο γέμιζε τα ρουθούνια του

 Έκτορα με χωματένια, γλυκιά μυρουδιά. Εκεί, παραδομένος στην αγκαλιά

του καταπράσινου ξέφωτου ένιωσε ένα χάδι εντελώς διαφορετικό από

αυτό των αγριολούλουδων, και μια μυρωδιά του ήρθε στη μύτη πιοαπολαυστική από αυτή του χώματος. Ήξερε ότι ήταν αυτή πριν την δει.

Σηκώθηκε και αφέθηκε στην αγκαλιά της. Ένιωσε την ανάσα της στο

πρόσωπό του και ένα μέρος της θλίψης του έφυγε σαν να τρόμαξε από την

δυνατή όμορφη όψη της. 

«Μεγάλη ευθύνη έπεσε πάνω μου, Αμαζόνα μου, μεγάλο βάρος και δεν

μπορώ να το βαστάξω. Ένας αδύναμος άνθρωπος είμαι, πως μπορώ να το

αντέξω;» 

 Έπιασε το πρόσωπο του με τα απαλά, δυνατά χέρια της και κάρφωσε τα

λαμπερά μάτια της πάνω του. Μια φλόγα οργής τρεμόπαιζε μέσα τους ανκαι έσταζε το βλέμμα της αγάπη. 

«Γιατί μιλάς έτσι;  Τι πάει να πει αδύναμος άνθρωπος   Έκτορα; Δεν

 υποτίμησες ποτέ τον εαυτό σου από τότε που σε γνώρισα, γιατί το κάνεις

τώρα;» 

 Ντράπηκε ο νεαρός που ακουγόταν τόσο αδύναμος, τόσο αξιολύπητος,

όμως της εξομολογήθηκε τις βαθύτερες σκέψεις του, που τριβέλιζαν  το

μυαλό του. Η ψυχή του άγγιζε την δική της, ήξερε ότι δεν θα τον

κατέκρινε ότι και αν ξεστόμιζε. 

«Δεν είμαι δυνατός σαν τον Αχιλλέα, ούτε σοφός σαν τον Αριστοτέλη,

ούτε τόσο ανιδιοτελής, αλτρουιστής σαν τον Φίλιππο. Γιατί να μην είναι

κάποιος από αυτούς ο Εκλεκτός; δεν νομίζω ότι είμαι εγώ ο κατάλληλος

 να πολεμήσω κάτι τόσο μεγάλο…» 

Η Ανδρομάχη χαμήλωσε το κεφάλι αλλά συνέχισε να τον κοιτάει

κατάματα με τα χέρια ακουμπισμένα στο πρόσωπο του. 

«Έκτορα, δεν ξέρω αν οι μάγοι διάλεξαν τον Εκλεκτό με κάποια

κριτήρια ή τυχαία, μάλλον τυχαία. Ο κλήρος έλαχε σε εσένα, που όντωςδεν είσαι ούτε ο πιο δυνατός, ούτε ο πιο έξυπνος, ούτε ο πιο αλτρουιστής

ούτε ο πιο γενναίος. Αλλά γιατί κοιτάς τι δεν είσαι; Κοίτα τι είσαι. Είσαι

πανέξυπνος Έκτορα, ήσουν αρκετά γενναίος για να τα βάλεις πολλές

φορές με εχθρούς δυνατότερους και περισσότερους και αρκετά

ανιδιοτελής ώστε να σώσεις εμένα και τους φίλους σου αγνοώντας τον

κίνδυνο. Μην ρωτάς γιατί δεν είσαι ο πιο δυνατός ή ο πιο έξυπνος ή ο πιο

γενναίος. Ο πιο δυνατός ίσως είναι αλαζόνας, ο πιο έξυπνος ίσως είναι

ανίκανος πολεμιστής, ο πιο γενναίος ίσως είναι απερίσκεπτος. Δεν

 υπάρχει τέλειος άνθρωπος Έκτορα, είμαστε γεμάτοι ελαττώματα όλοι μας,

και εκείνοι με φοβερές ικανότητες έχουν τις φοβερότερες ατέλειες.

Διαλέχτηκες στην τύχη, άλλα ίσως η τύχη διαλέγει πιο σοφά από ότι

Page 111: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 111/322

110

 νομίζουμε. Δεν πρέπει να σκέφτεσαι αν έπρεπε να πέσει σε εσένα ο

κλήρος, αλλά τι θα κάνεις τώρα που έπεσε» 

Η Αμαζόνα μίλησε πολύ σοφά και τα λόγια της καταπράυναν κάπως τον

πόνο που βασάνιζε την ψυχή του. 

«Ο Αχιλλέας, που είναι δυνατότερος, ο Αριστοτέλης που είναι

σοφότερος, ο Φίλιππος και εγώ ακολουθούμε εσένα. Είμαστε δίπλα σου,

 Έκτορα, ότι και αν γίνει. Δεν θα σε εγκαταλείψουμε γιατί ξέρουμε ότι θα

τα καταφέρεις. Ακόμα και αν εσύ δεν το ξέρεις, είμαι βέβαιη ότι θα τα

καταφέρεις. Μεγάλο το βάρος που κουβαλάς, το γνωρίζω και θα

σταθούμε κοντά σου μέχρι το τέλος. Δεν το κουβαλάς μοναχός» 

Ο Έκτορας δάκρυσε ξανά, και η κοπέλα μαζί του, αγκαλιάστηκαν και

ένωσαν τα δάκρυα τους κι η θλίψη έσπασε στα δύο και μειώθηκε. 

«Φοβάμαι. Φοβάμαι για μένα, είναι αλήθεια, μα πιότερο για σας. Ανπάθετε κάτι…» της ψιθύρισε. 

«Ξέρω ότι φοβάσαι, αγάπη μου. Και εγώ φοβάμαι. Μόνο οι ανόητοι δεν

 νιώθουν φόβο. Μα κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα πάθουμε

τίποτα. Ξέρουμε όλοι να προσέχουμε τον εαυτό μας και αυτό θα κάνουμε.

Αλλά δεν μπορούμε να ζούμε με τούτο τον φόβο να κατατρώει τις ψυχές

μας. Μην αφήσεις τον φόβο να σε κυριέψει. Όλοι μας θα προσέχουμε τον

εαυτό μας αλλά και ο ένας τον άλλον» 

Ο Έκτορας έγνεψε έντονα και την αγκάλιασε πιο σφιχτά, σα να θελε να

την προστατέψει. 

«Μην μου πάθεις τίποτε» της είπε. «Τίποτε, πρόσεχε όσο περισσότερο

μπορείς» 

Την φίλησε παθιασμένα και καθώς τα χείλια τους ενώθηκαν η ένταση

του διαλύθηκε σαν ατμός, γέμισε θάρρος και αισιοδοξία η καρδιά του, και

χτύπησε ζωηρά. Μάγισσα ήταν τούτη η Αμαζόνα, θαρρείς και είχε την

ικανότητα με ένα της άγγιγμα να διαλύει την απόγνωση και το σκοτάδι,

 να ζεσταίνει την καρδιά με μια ζωηρή κόκκινη φλόγα που ξεπηδούσε από

μέσα της.

Άρχισε να ξημερώνει η μέρα. Χλωμό ήταν το πρωινό, ο ήλιος κρυμμένος

πίσω από γκρίζα σύννεφα, βαριά από την βροχή, που πετούσαν προς τον

βορρά. Φώτισε το ξέφωτο και το γρασίδι λαμπίριζε από την πρωινή

δροσιά. Όταν ξύπνησαν οι υπόλοιποι, βρήκαν τον Έκτορα και την

Ανδρομάχη να κάθονται αγκαλιασμένοι μπροστά στη λιμνούλα. Μάζεψαν

όλοι μαζί τις κουβέρτες, σιωπηλοί και αγουροξυπνημένοι ενώ έριχναν, 

κλεφτά, δυσοίωνες ματιές προς το σκοτεινό δάσος, που το πρωινό φως δεν

είχε διασπάσει την μαυρίλα του.

Πριν προλάβουν να βάλουν τις τελευταίες κουβέρτες στα δισάκια, οΑχιλλέας άκουσε βαριά βήματα πίσω του και σταμάτησε απότομα. Γύρισε

Page 112: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 112/322

111

το κεφάλι και αντίκρισε έναν τεράστιο αγριόχοιρο να βγαίνει από το

δάσος. Ήταν ίσαμε μια μικρή αρκούδα, με χαυλιόδοντες σα μαχαίρια. Σαν

τους είδε όρθωσε το τρίχωμα του και γρύλισε απειλητικά. Τα όπλα του

Αχιλλέα και του Φίλιππου ήταν αφημένα λίγα μέτρα πιο πέρα, ενώ το

σπαθί του Έκτορα και το τόξο της Ανδρομάχης ήταν παρατημένα στην

όχθη της λίμνης. Το αγριογούρουνο χτύπησε τις οπλές του στο χώμα καιγρύλισε ξανά. Ο Αχιλλέας επιχείρησε να οπισθοχωρήσει διακριτικά, αλλά

η κίνηση του δεν πέρασε απαρατήρητη και το ζώο όρμισε μαινόμενο με

προτεταμένους τους χαυλιόδοντές του. Ο Αχιλλέας και ο Φίλιππος

έτρεξαν προς τα όπλα τους και ο Έκτορας με την Ανδρομάχη έστριψαν

αριστερά προς την λίμνη. Ο αγριόχοιρος κινούνταν γοργά και είχε μεγάλο

διασκελισμό. Ο Έκτορας κοίταξε αν τους ακολουθούσε. Εκείνο κινήθηκε

αρχικά προς τον Φίλιππο αλλά την τελευταία στιγμή εκείνος με τον

Αχιλλέα πρόλαβε και πήραν τα όπλα τους οπότε κινήθηκε προς τον

Αριστοτέλη που απέμεινε μοναχός λίγα μέτρα πιο πέρα. Ο Ερμής του

όρμησε αστραπιαία αλλά τα νύχια του γερακιού δεν μπορούσαν να

διαπεράσουν το χοντρό δέρμα του χοίρου που κινούνταν ακάθεκτος. ΟΑριστοτέλης πήδησε τελευταία στιγμή και έπεσε στο έδαφος

αποφεύγοντας το  αγριογούρουνο που διένυσε μερικά μέτρα πριν

σταματήσει.

Τώρα όμως κινούταν πάλι προς τον μάγο που δεν προλάβαινε να

σηκωθεί. Ο Έκτορας όρμησε προς το μέρος του χωρίς να πάρει το σπαθί

του ενώ επιτίθονταν μαζί του και ο Αχιλλέας με τον Φίλιππο. Όμως η

Ανδρομάχη πίσω του βρυχήθηκε να μείνουν ακίνητοι και αμέσως

εκτόξευσε ένα βέλος προς τον ορμώμενο αγριόχοιρο που τον πέτυχε

κατευθείαν στο μάτι. Εκείνος έσκουξε δυνατά και κουνούσε δυνατά το

κεφάλι ενώ πηδούσε από δω και από κει. Ο Αριστοτέλης πήγε πίσω από

τον Αχιλλέα προχωρώντας προσεκτικά μην τον τσαλαπατήσει το ζώο που

πηδούσε ανεξέλεγκτα. Η Ανδρομάχη ξαναέριξε και το πέτυχε στα πλευρά.

Το αγριογούρουνο έπεσε κάτω για να σηκωθεί αμέσως. Με το γερό του

μάτι κοίταξε τριγύρω και σταμάτησε στην Αμαζόνα. Πριν προλάβουν ο

Αχιλλέας και ο Φίλιππος να το χτυπήσουν εκείνο ξεχύθηκε αστραπιαία

προς το μέρος της. Ο Έκτορας, που πήρε το σπαθί του, έτρεξε προς το

μέρος του. Ενώ η απόσταση μεταξύ τους μειώνονταν ταχύτατα ένα βέλος

σφύριξε δίπλα από το αυτί του και καρφώθηκε στο σβέρκο του

αγριόχοιρου, όμως εκείνος δεν έκοψε στο ελάχιστο ταχύτητα. Ο Έκτορας

είδε τους τεράστιους χαυλιόδοντες να έρχονται καταπάνω του, απείχανελάχιστα εκατοστά και λίγες στιγμές αργότερα έκανε ένα δυνατό σάλτο

δεξιά και ενώ έβλεπε τον αγριόχοιρο να περνά δίπλα του, ενώ ήταν ακόμα

στον αέρα, πέταξε με δύναμη το σπαθί του, σαν δόρυ και εκείνο

καρφώθηκε μέχρι τη μέση στα πλευρά του τεράστιου χοίρου. Έσκουξε

δυνατά και έπεσε κάτω, σύρθηκε μερικά μέτρα στο γρασίδι και

σταμάτησε ασθμαίνοντας δυνατά.

Ο Έκτορας σηκώθηκε από το έδαφος και πήγε κοντά του. Το

αγριογούρουνο τον κοίταξε, πασαλειμμένο στα αίματα, γρύλισε σιγανά

και πέθανε. Όταν ο νεαρός τράβηξε το σπαθί, και το καθάρισε από τα

αίματα, η συντροφιά μαζεύτηκε γύρω από το ογκώδες κουφάρι. Στομυαλό όλων τριγύριζε η ίδια σκέψη και δίχως να μιλήσουν έπιασαν

Page 113: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 113/322

112

δουλειά. Ο Αχιλλέας αποκεφάλισε το αγριογούρουνο και το ξεκοίλιασε

την ώρα που ο Έκτορας με τον Φίλιππο το έγδαραν. Ο Αριστοτέλης και η

Ανδρομάχη άναψαν μια μεγάλη φωτιά η οποία χόρευε ζωηρά ,

τριζοβολώντας. Όταν έβγαλαν ολόκληρο το δέρμα από το ζώο άρχισαν να

το τεμαχίζουν βιαστικά, διαλέγοντας τα βρώσιμα  τμήματα. Το κουφάρι

ήταν μεγάλο και το κρέας μπόλικο. Πριν φτάσει το μεσημέρι άρχισαν ναρίχνουν τα πρώτα κομμάτια στη φωτιά.  Η μεθυστική μυρουδιά του

ψημένου κρέατος χόρευε προκλητικά μες στα ρουθούνια της συντροφιάς

και έκανε τα αδειανά στομάχια να γουργουρίζουν. Με ένα πρόχειρο

φούρνο, φτιαγμένο από πέτρες και ξύλα, έβρασαν και έπειτα κάπνισαν

μπόλικα κομμάτια κρέατος ώστε να συντηρηθούν για τις μέρες που θα

επακολουθούσαν. Ύστερα, δίχως να μπορούν να περιμένουν άλλο,

όρμησαν λιμασμένοι στο ψητό κρέας. Ήταν υπέροχο και, έχοντας περάσει

αρκετό καιρό χωρίς φρέσκο κρέας, μπόρεσαν να εκτιμήσουν την

 νοστιμάδα του ακόμα περισσότερο. Εντελώς ανεπαίσθητα, στα πρόσωπα

τους σχηματίστηκαν χαμόγελα απόλαυσης, που πλάταιναν διαρκώς καθώς

καταβρόχθιζαν το κρέας. Τι νοστιμάδα είναι τούτη;  Συλλογίζονταν ο Έκτορας.  Και τι απόλαυση, τι ευδαιμονία να έχεις γεμάτο στομάχι! 

 Ήταν απόγευμα όταν τελείωσαν το ασυνήθιστα πλούσιο γεύμα τους και

όλοι έφαγαν παραπάνω από όσο μπορούσαν, σα να κρατούσαν μες στα

στομάχια τους προμήθειες για τη συνέχεια. Καθώς χώνευαν, το φαί

μετατρέπονταν σε χαρά και αισιοδοξία, σε μια αόρατη δύναμη που  

ανόρθωνε τις καταρρακωμένες ψυχές των πέντε συντρόφων και γέμιζε το

αίμα τους αποφασιστικότητα. Τι ηθικό τους έφτασε σε ύψη ψηλότερα από

ποτέ, αφότου  μπήκαν στη Σπηλιά. Τι μυστήριο και τούτο με το φαί, τι

δύναμη άγνωστη κυβερνά τούτα τα δήθεν ασήμαντα πράγματα που

καταφέρνουν να στυλώσουν την ψυχή και να ξεθολώσουν τον νου! Δεν τα

έχει μόνο το σώμα ανάγκη τον ελεύθερο έρωτα,  το νόστιμο φαί, τον

ήρεμο ύπνο, το καθαρό νερό, το γλυκό κρασί, τα ποθεί και ο νους, τα

χρειάζεται και το πνεύμα, ολάκερος ο άνθρωπος για να είναι πλήρης και

 υγιείς και χαρούμενος.

Μεθυσμένοι από το φαί, και την χαρά που απέφερε, άρχισαν να

τραγουδούν σιγανά, να ξεγελάσουν τις έγνοιες που καρτερούσαν

 υπομονετικά στις παγωμένες σκιές των δέντρων δίπλα τους. Και για λίγες

ώρες δεν τους ένοιαζε τίποτε, αφέθηκαν στη μέθη και το τραγούδι τους.

Μα σύντομα, λίγη ώρα πριν πέσει η νύχτα, μια νέα δυσκολία ορθώθηκεμπροστά τους και άπλωσε την σκιά της. Τα σύννεφα μαζεύτηκαν πάνω

από τα κεφάλια τους, μαύρισε ο ουρανός και , φορτωμένος με βροχή,

χαμήλωσε και πλησίασε την γη. Έγιναν ένα, τους πάντρεψε η βροχή που

άρχισε να πέφτει με δύναμη και μένος. Άνοιξε το χώμα να ρουφήξει την

βροχή και λευτέρωσε την γλυκερή μυρουδιά του, που πλημμύρισε τον

χώρο.

Η συντροφιά έσπευσε και έβγαλε τις χοντρές κουβέρτες από τα δισάκια,

 να προφυλαχτεί από την βροχή. Το έδαφος λάσπωσε και κολλούσε, ενώ η

λίμνη άρχισε να φουσκώνει από το βρόχινο νερό που έπεφτε σαν

καταρράχτης. Ο Έκτορας κοίταξε την φωτιά που έδινε μια άνιση μάχη μετην ισχυρή νεροποντή, τρεμόπαιζε και έσβηνε αργά-αργά. Αυτό τον

Page 114: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 114/322

113

ανησύχησε, αφού η φωτιά απωθούσε τα διάφορα σαρκοφάγα ζώα που

ενδεχομένως ζούσαν στο δάσος και μύρισαν το κουφάρι που , καθώς

αποσειόταν, ανέδυε πιο έντονη μυρωδιά. Κοίταζε κάθε τόσο νευρικά μες

στο δάσος γύρω του, προσπαθώντας να ξεκρίνει αν έρχονταν μέσα από το

σκοτάδι κάτι απειλητικό. Δεν ανησυχούσε για λύκους, όσο ήταν η Νύχτα

τριγύρω ήταν βέβαιος ότι δεν κινδύνευαν από αυτούς. Αλλά φοβόταν γιακάτι μεγαλύτερο, αρκούδες ή λιοντάρια. Τι άλλο μπορεί να ζούσε

κρυμμένο στα αιώνια σκοτάδια του δάσους, και πως θα αντιδρούσε

βλέποντας πέντε πλάσματα που δεν είχε δει ποτέ του; Το χέρι του έσφιγγε

το σπαθί και είχε όλες τις αισθήσεις του οξυμένες.  Μια αστραπή φώτισε

για λίγες στιγμές το περιβάλλον και ο Έκτορας νόμισε πως είδε δεξιά του,

στα όρια του ξέφωτου ένα ζευγάρι μάτια να αστράφτουν απειλητικά.

Επικέντρωσε την προσοχή του σε εκείνο το σημείο και στην επόμενη

αστραπή είδε πως μια γιγάντια αρκούδα παραμόνευε καρτερικά εκεί.

 Όμως τι περίμενε; Ήταν εκτεθειμένοι και ευάλωτοι, σχεδόν τυφλοί καθώς 

τους τύλιγε η σκοτεινιά της ταραγμένης νύχτας. Τι περίμενε; 

Σαν λάβρα που αναβλύζει από τα έγκατα της γης, Η ανησυχία ξεχύθηκε

ορμητική από τα άγνωστα βάθη της ψυχής του. Και πριν ο Αριστοτέλης

μιλήσει, ήξερε, το ένιωσε πως δεν ήταν ούτε αρκούδα ούτε λιοντάρι. Κάτι

χειρότερο πλανιόταν τριγύρω, πιο επικίνδυνο, πιο σκοτεινό. Δεν

μπορούσαν να το δουν ούτε να το ακούσουν. Όμως όλοι το ένιωθαν. Τότε

άκουσαν την βαθιά φωνή του μάγου. 

«Ο Ρούνον Ονέκορν μας περιτριγυρίζει. Μας αισθάνθηκε, όπως  τον

αισθανθήκαμε και εμείς και έρχεται σύντομα. Είναι αρχαίο και πανίσχυρο

πλάσμα, πιο δυνατό από ότι όπλο βαστάτε. Ο Πατριάρχης Των Σκορπιών

θα ‘ναι εδώ σύντομα, τρεχάτε!» 

Ενώ έκαναν τα πρώτα βιαστικά βήματα μέσα στο δάσος, άκουσαν πίσω

τους, στην απέναντι μεριά του δάσους δέντρα να σπάνε βίαια, από την

τρομερή δύναμη του Ρούνον Ονέκορν, που αψηφούσε την ισχύ των

αρχαίων δέντρων. Ζήτησαν καταφύγιο στην  παγωμένη σκοτεινιά των

δέντρων  ξεχνώντας πως, πριν μερικές ώρες, έτρεχαν να κρυφτούν από

αυτά. Όμως τα δέντρα έμοιαζαν να ανησυχούν περισσότερο για τον

γιγάντιο σκορπιό που ερχόταν προς το μέρος τους και πλησίαζαν μεταξύ

τους προσπαθώντας να φτιάξουν ένα τείχος, να μειώσουν την δύναμη του

τέρατος και να το στείλουν πίσω στα σκοτάδια της βαθιάς σπηλιάς του.Ταυτόχρονα όμως, εμπόδιζαν με αυτόν τον τρόπο την συντροφιά να

προχωρήσει βαθύτερα, στην καρδιά του αρχαίου δάσους. Το έδαφος

πλέον δεν ήταν απλώς γλιστερό, ήταν πλημμυρισμένο. Το νερό έφτανε

λίγο πάνω από τον αστράγαλο του Έκτορα και τα πόδια του βούλιαζαν  

στο λασπερό στρώμα από φύλλα, με αποτέλεσμα κάθε βήμα να απαιτεί

πολύ κόπο.

Δεν μπορούσαν να βρουν περάσματα μπροστά, συχνά έπρεπε να

περιμένουν πολλά λεπτά στο ίδιο σημείο μέχρι να ξεφύγουν από το τείχος

των δέντρων που πύκνωνε όλο και περισσότερο. Στο βάθος ακούγονταν οι

χοντροί κορμοί να θρυμματίζονται, δέντρα να ξεριζώνονται, και ναπέφτουν το ένα πάνω στο άλλο. Τα αποτελέσματα της φοβερής μάχης

Page 115: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 115/322

114

ανάμεσα στα γερασμένα δέντρα και το αρχαίο τέρας. Προχωρούσαν όσο

πιο γρήγορα τους επέτρεπε ο συνωστισμός των γιγαντιαίων κορμών, αλλά

ο Ρούνον Ονέκορν κέρδιζε συνεχώς έδαφος. 

«Πρέπει να κρυφτούμε κάπου» φώναξε ο Φίλιππος την ώρα που , πίσω

τους,  μια γιγάντια μαύρη δαγκάνα έσπαγε στα δύο τον ρυτιδιασμένοκορμό ενός τεράστιου κυπαρισσιού. Όμως ένας πλάτανος που κατέρρευσε

έπεσε πάνω στην δαγκάνα και την πλάκωσε με το βάρος του. Άκουσαν

τους στριγκούς βρυχηθμούς του τέρατος. 

«Δεν υπάρχει μέρος να κρυφτούμε. Ξέρει το δάσος καλύτερα από όλους

μας, θα μας ανακαλύψει. Τρέξτε. Τρέξτε πριν καταδικαστούμε όλοι» 

Καθώς έτρεχαν, ο Έκτορας μπλέχτηκε στις χοντρές κληματσίδες που

κρέμονταν ανάμεσα από δύο δέντρα. Τα ευλύγιστα φυτά άρχισαν να τον

σφίγγουν στη μέση και τον λαιμό, σαν θανάσιμα φίδια, ενώ τα δέντρα τον

πήγαιναν κατευθείαν προς τον σκορπιό.  Κανείς δεν αντιλήφθηκε ότικινδύνευε και όλοι προχωρούσαν μπροστά, σε ένα στενό πέρασμα

ανάμεσα από τρία ψηλά έλατα. Οι κληματσίδες ήταν πολύ χοντρές για να

τις σπάσει με τα χέρια του και τον έσφιγγαν τόσο δυνατά που

δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Δεν είχε άλλη επιλογή. Πήγαινε κατευθείαν

στα χέρια του Χάρου, που τα άπλωνε σαν μαύρες φτερούγες να τον

 υποδεχτεί. Αλλά δεν είχε έρθει ακόμα εκείνη η ώρα. Η λεπίδα άστραψε

στο παγωμένο φως μιας περιπλανώμενης αστραπής και με δύο κινήσεις

έκοψε σε κομμάτια τα ύπουλα φυτά. Η κίνηση του όμως τράβηξε την

προσοχή των δέντρων. Ένα προσπάθησε να τον χτυπήσει με μια μακριά,

σαν μαστίγιο, ρίζα, την ίδια ώρα που το δεύτερο επιχείρησε να τον

πλακώσει με ένα χοντρό κλωνάρι. Έκανε ένα σάλτο να αποφύγει το κλαδί

και την ώρα που ήταν στον αέρα έκοψε την ρίζα. Έπειτα έτρεξε βιαστικά,

όμως έχασε έδαφος και το τέρας πίσω του έμοιαζε να κερδίζει την μάχη

με τα δέντρα. Πλέον ο Έκτορας διέκρινε καθαρά την μεγαλειώδη όψη

του.

 Ήταν μεγαλύτερος από οποιοδήποτε άλλο πλάσμα είχε αντικρίσει ποτέ

του. Τον περιέβαλε μια κατάμαυρη αγκαθωτή πανοπλία χοντρή και

σκληρή σαν βράχος και στο τέλος της μακριάς ουράς του, που στεκόταν

καμπυλωτή πάνω από την πλάτη του, ένα κεντρί σε μέγεθος μικρού

σπαθιού έσταζε πορτοκαλιές σταγόνες δηλητηρίου. Ο νεαρός δεν στάθηκε να θαυμάσει το τρομερό πλάσμα, και, με την εικόνα του να πλημυρίζει με

φόβο κάθε κύτταρο του κορμιού του, έτρεξε όπως δεν έχει ξανατρέξει.

Βρήκε την υπόλοιπη συντροφιά λίγα μέτρα πιο πέρα, σε ένα μικρό

κυκλικό ξέφωτο που περιβάλλονταν από τεράστιους, μετακινούμενους

κορμούς. Σύντομα δημιουργήθηκε ένα πέρασμα στα αριστερά τους και

κίνησαν προς τα εκεί χωρίς δεύτερη σκέψη. 

«Αν σκαρφαλώσουμε σε κάποιο μεγάλο δέντρο, δεν θα του ξεφύγουμε;»

πρότεινε η Ανδρομάχη. 

«Δεν πρόκειται να μας αφήσει κανένα δέντρο να το χρησιμοποιήσουμεγια κάτι που θα θέσει το ίδιο σε κίνδυνο. Τρέξτε, μην σταματάτε» 

Page 116: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 116/322

115

Πόσο ακόμα θα έτρεχαν; Κάποια στιγμή οι δυνάμεις του θα στέρευαν

ενώ τα δέντρα δεν έμοιαζαν να κούρασαν στο ελάχιστο τον σκορπιό. Δεν

είχαν ελπίδα να ξεφύγουν τρέχοντας, αλλά κανείς δεν ήταν ακόμα

διατεθειμένος να παραδοθεί στις πανίσχυρες δαγκάνες του. 

 Όταν σταμάτησαν σε ένα ακόμα εμπόδιο από δέντρα, ο Αριστοτέληςείπε λαχανιασμένος: 

«Δεν μ’ αρέσει καθόλου ο δρόμος που παίρνουμε. Καθόλου. Θαρρώ πως

οδηγεί σε ένα γκρεμό, έναν μεγάλο άγονο λάκκο όπου τίποτα δεν

φυτρώνει. Ένα νεκροταφείο δέντρων μπορείτε να το πείτε.» 

Ο Έκτορας ένιωσε έναν πόνο σαν μαχαιριά στα πλευρά του, ενώ οι

πνεύμονες του είχαν πάρει φωτιά. 

«Ας εμπιστευτούμε τα δέντρα, τουλάχιστον τώρα, Αριστοτέλη» είπε.

«Θέλουν και αυτά ότι και εμείς, και συνήθως ο κοινός εχθρός ενώνει τουςαντίμαχους…» 

«Δεν θα εμπιστευόμουν αυτά τα δέντρα, παρά μόνο αν ήμουν τελείως

απελπισμένος.» 

«Ενώ τώρα; Έχουμε πολλές εναλλακτικές; Δεν έχουμε άλλη επιλογή

Αριστοτέλη. Ή πάμε όπου μας οδηγούν τα δέντρα, ή καθόμαστε και

αντιμετωπίζουμε τον Ρούνον Ονέκορν.» φώναξε ο Φίλιππος. 

«Ας γίνει έτσι τότε» υποχώρησε απρόθυμα ο μάγος.

Σύντομα επιβεβαιώθηκε η πρόβλεψη του. Πράγματι ο δρόμος που

ανοίγονταν μπροστά τους υποχώρησε απότομα και οι πέντε

κουτρουβάλησαν σε ένα βαθύ άνοιγμα γεμάτο πέτρες και ξερούς 

κορμούς. Στην απέναντι δεξιά πλευρά, ο Αχιλλέας ξέκρινε μια βαθιά

τρύπα στον τοίχο, και η συντροφιά ζήτησε καταφύγιο εκεί. Ήταν πιο

μεγάλο από ότι έδειχνε, και ανακάλυψαν ότι υπήρξε φωλιά κάποιου ζώου

καθώς στο βάθος ήταν στοιβαγμένα σε κυκλική διάταξη πολλά ξερόκλαδα

και χόρτα. Πάνω τους, η μάχη μαίνονταν άγρια και φάνηκε πως τα δέντρα

χτυπούσαν δυνατά, κρίνοντας από τις κραυγές του σκορπιού. Πάντως

κανείς δεν εφησυχάστηκε, κυρίως ο Αριστοτέλης που αναζητούσε πιθανέςδιεξόδους, αν ο σκορπιός τους εντοπίσει. 

Ξημέρωνε, και η βροχή κόπαζε, αχνοφώτιζε ξεπλυμένος ο ουρανός μέσα

από τα σύννεφα. Σκαρφάλωσε και ο ήλιος φλογισμένος να φωτίσει το

πρωινό και διέλυσε τα διάφανα, αδύναμα συννεφάκια που έμειναν να

λερώνουν το γαλάζιο της μέρας. Οι σύντροφοι ήταν εξαντλημένοι από την 

καταδίωξη και την αϋπνία. Ο Έκτορας ζαλισμένος από την κούραση,

σάστιζε καθώς το έδαφος τραντάζονταν, τα δέντρα πρόβαλαν σθεναρή

αντίσταση απέναντι στον Ρούνον Ονέκορν. Παρακολουθούσε μέσα από

την τρύπα που ήταν στριμωγμένοι, την γη να αχνίζει και να τους 

πλημμυρίζει με τις μυρουδιές που έβγαιναν από τα έγκατα της.

Page 117: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 117/322

116

Το χώμα ρούφηξε το νερό που χρειαζόταν, δροσίστηκε και τώρα το

έστελνε πίσω στον ουρανό να το ταξιδέψει ο αγέρας σε άλλες διψασμένες

περιοχές. Τα βαμβακένια σύννεφα τέλεψαν το χρέος τους από εκεί  και

πετούσαν τώρα μακριά, σε άλλες χώρες. Ο Έκτορας ευχήθηκε να ήταν για

μια στιγμή σύννεφο να ταξιδέψει γρήγορα στον ουρανό και να αντικρίσει

την κατάσταση που επικρατούσε έξω από την Σπηλιά. Ήταν αποκομμένοιτόσο καιρό και αναρωτιόταν τι συνέβαινε στον έξω κόσμο. Ο Ζακχαέρ

 Ντων συνέχιζε να κατακτά πόλεις; Έσπερνε μαζί με τους Εφτά Ιερείς τον

θάνατο; Μετέτρεπε τους νεκρούς σε Θανατώριους, αναγκάζοντας στους

 να υπομείνουν την φριχτή μοίρα που υπομένει ο ίδιος; Ή οι άνθρωποι

συνειδητοποίησαν την τρομερή  του εκστρατεία και ενώθηκαν, να

αντιμετωπίσουν τον σκοτεινό βασιλέα;  Ανησυχούσε ιδιαίτερα για την

Ροτενσνέικ και τους ανθρώπους της. Είχε τόσους φίλους εκεί και πέρασε

δεκαπέντε ξέγνοιαστα χρόνια περιβαλλόμενος από τους ζεστούς της

ανθρώπους. Μέχρι και ο άρχοντας της πόλης ήταν πολύ απλός και φιλικός

άνθρωπος και συμπαθούσε πολύ τον Έκτορα. Έφερε στο νου του τα

πρόσωπα του Ήφαιστου, της Μαρίας που του φερόταν σαν μάνα του, τονγέρο-Διόνυσο… τον γέρο-Διόνυσο! 

 Ένιωσε σαν μια αστραπή να διαπέρασε το σώμα του και  να πυράκτωσε

το μυαλό του. Κοίταξε τα στοιβαγμένα ξύλα μέσα στη σπηλιά, τους

διάσπαρτους ξεραμένους κορμούς που άχνιζαν. Τα δέντρα δεν τους

έφεραν τυχαία σε αυτό το μέρος. Ο Αριστοτέλης είχε δίκιο σε αυτό. Όμως

δεν ήθελαν να τους παγιδέψουν, ήθελαν την βοήθεια τους. Ο

ενθουσιασμός τον κατέκλυσε και ένιωσε την καρδιά του να φτερουγίζει.

 Ήταν τρέλα, όμως μπορούσε να γίνει! Ήταν ο μόνος τρόπος. 

«Αχιλλέα, σε χρειάζομαι. Πρέπει να κάνεις κάτι για μένα. Όμως είναι

πολύ ριψοκίνδυνο, θανατηφόρα ριψοκίνδυνο» 

Ο Αχιλλέας έσφιξε το θεληματικό του πηγούνι και έγνεψε

αποφασιστικά. Η πληγή στα πλευρά του δεν έγιανε ακόμα, αλλά

αγνοούσε τον πόνο. Τον πλησίασε γρήγορα ο Αριστοτέλης. 

«Τι έχεις κατά νου;» 

«Το είπες μόνος σου στην αρχή φίλε μου. “Ξέρουν για τους ανθρώπους

που με μεταλλικά εργαλεία και φωτιά κυριεύουν τα δάση”. Μας ζητάνε νατα βοηθήσουμε, με τα όπλα που μόνο εμείς κατέχουμε…» 

Ο Έκτορας θυμήθηκε όταν ήταν έφηβος, είχε πάει μαζί με τον Διόνυσο

και τα πρόβατα του σε ένα μεγάλο λιβάδι στις ρίζες ενός βραχώδη λόφου.

Ενώ σεργιάνιζαν και ο γέρο-Διόνυσος του έλεγε ιστορίες από το παρελθόν

του, είδαν έναν μεγάλο κόκκινο σκορπιό να λιάζεται σε ένα βραχάκι.

«Πρόσεξε τι περίεργο πλάσμα είναι τούτο» είπε και τον άρπαξε από την

ουρά. Έπειτα πήγε στο μουλάρι του και πήρε ένα φλασκί κρασί και ένα

ζευγάρι τσακμακόπετρες. Έκανε έναν κύκλο στο χώμα και έριξε γύρω του

λίγο κρασί. Έπειτα έβαλε φωτιά στον κύκλο και έριξε μέσα τον σκορπιό.

Page 118: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 118/322

117

Εκείνος τρομαγμένος άρχισε να τρέχει γύρω-γύρω και μετά τσίμπησε τον

εαυτό του στην πλάτη με το φαρμακερό κεντρί του. Αστραπιαία πέθανε… 

«Μα, γιατί το ‘κανε αυτό; Δεν κινδύνευε. Γιατί δεν περίμενε να σβήσει η

φωτιά;» ρώτησε ο μικρός Έκτορας. Ο βοσκός χασκογέλασε και του

απάντησε σιγανά: 

«Αυτά τα ζωντανά δεν σκέφτονται σαν εμάς Έκτορα. Κάτι άλλο τα

προστάζει και το υπακούν απόλυτα. Τούτο το προστάζουν όποτε βλέπει

φωτιά να αυτοκτονεί. Τόσο πολύ την φοβάται, βλέπεις…» 

Βέβαια. Ο βοσκός είχε δίκιο. Ο Ρούνον Ονέκορν ήταν αρχαίο πλάσμα

άλλα όπως πολλά τα πλάσματα που ζουν στην  φύση, αυτός και οι

απόγονοι του υπάκουαν απόλυτα στο ένστικτό τους. Και το ένστικτο τους,

τους προειδοποιεί για τον βασανιστικό θάνατο της φωτιάς, της φλόγας

που τόσο τρέμουν και τα προστάζει να αυτοκτονήσουν για να γλιτώσουν

την καυτή ανάσα του βασανιστικού τέλους. Αυτό θα εκμεταλλεύονταν

τώρα. Θα ανάγκαζαν το τέρας που τους πολιορκούσε να εξολοθρεύσει τοίδιο τον εαυτό του. Ο Αριστοτέλης δίστασε, ήταν πολύ επικίνδυνο, ειδικά

για τον Αχιλλέα όμως δεν μπορούσαν να μείνουν κρυμμένοι για πάντα.

Και ο γιγάντιος σκορπιός δεν φαινόταν διατεθειμένος  να τα παρατήσει.

Οπότε αποφάσισαν να θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιο τους. Ο Αχιλλέας

σκαρφάλωσε τον γκρεμό και πήγε να δελεάσει το τέρας, να το παρασύρει

στην παγίδα. Την ίδια ώρα οι υπόλοιποι τέσσερις στοίβαξαν στα ριζά του

γκρεμού, από όπου θα ερχόταν ο σκορπιός, ξύλα και κορμούς σε κυκλική

διάταξη. Άναψαν φωτιά σε τέσσερα δαυλιά έτοιμοι να τα ρίξουν στην

στοίβα μόλις τον ακούσουν να πλησιάζει. Και περίμεναν,

αφουγκρασμένοι προσεχτικά. Δεν έπρεπε να χάσουν στιγμή, τα ξύλα ίσως

αργούσαν να πάρουν φωτιά και τότε θα κινδύνευαν όλοι, ειδικά ο

Αχιλλέας.

Ο Έκτορας ένιωθε αβάσταχτο το βάρος της ευθύνης στους ώμους του.

Ιδρώτας μούσκεψε το μέτωπο του και η καρδιά του σφυροκοπούσε. Μια

μέγγενη τύλιξε τα πνευμόνια του και κάθε ανάσα ήταν δυσβάσταχτη. Η

Ανδρομάχη αντιλήφθηκε την έγνοια που πολιορκούσε την ψυχή του στην

δικιά της ψυχή, το σκοτάδι της καρδιάς του στην δικιά του και του έσφιξε

ενθαρρυντικά τον ώμο με το απαλό της χέρι. Η ζεστασιά του αγγίγματος

της κύλησε σε όλο του το σώμα και τον στύλωσε κάπως , αν και η καρδιά

του δεν έλεγε να ηρεμήσει.

Τότε ένιωσε το ίδιο πράγμα που ένιωσε την προηγούμενη νύχτα στο

ξέφωτο. Μια σκοτεινιά να τον σκεπάζει, ένα αιφνίδιο αίσθημα ανησυχίας

που τους χτύπησε γρήγορα σαν βέλος. Το ένιωσαν και οι άλλοι και ο

Αριστοτέλης έδωσε το πρόσταγμα. Έριξαν τα δαυλιά στα ξύλα τα οποία

άρχισαν να καπνίζουν. Το κατώτερο στρώμα άρχισε να παίρνει φωτιά και

ο καπνός κοκκίνιζε καθώς μετατρεπόταν σε σπίθες. Ένιωσαν κάτω από τα

πόδια τους το τράνταγμα του τρομερού του βαδίσματος. Ο Έκτορας

ευχόταν από μέσα του να πετύχει το σχέδιο, ενώ προσπαθούσε να

απομακρύνει τις σκέψεις του από τις συνέπειες του αντιθέτου. Μέσα από

τον καπνό είδαν τον Αχιλλέα να προβάλει. Κοιτούσε πίσω του και λίγεςστιγμές μετά κουτρουβάλησε στον γκρεμό, ενώ πίσω του φανερώθηκαν

Page 119: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 119/322

118

στο χείλος του δυο τεράστιες κατάμαυρες δαγκάνες. Ο Ρούνον Ονέκορν

άρχισε να πέφτει και αυτός την ώρα που οι φλόγες φούντωναν. Μέσα από

την φλεγόμενη στοίβα είδαν τον Αχιλλέα να πηδάει με τα ρούχα του να

έχουν πάρει φωτιά. Κύλησε στο χώμα και ο Αριστοτέλης με τον Φίλιππο

έσβηναν την φωτιά από τα ρούχα του. Ο Έκτορας παρακολουθούσε την

φωτιά που χόρευε προκλητικά γύρω από το μεγάλο τέρας. Ο σκορπιός ταείχε χαμένα, περιφερόταν  γύρω από τον φλεγόμενο κλοιό, σκούζοντας

οργισμένα. Στο μαύρο, πανίσχυρο κορμί του διακρίνονταν βαθιές πληγές

από όπου έρεε πρασινωπό, πηχτό αίμα. Όμως δεν παραδινόταν. Όχι,

ακόμα περιφέρονταν και ούρλιαζε, άλλα το κεντρί του δεν έκανε καμιά

κίνηση. Ο Έκτορας πήρε ένα κούτσουρο που καιγόταν και το πέταξε πάνω

του. Ο Σκορπιός οπισθοχώρησε φοβισμένος και έπεσε πάνω σε έναν σωρό

από φλεγόμενους κορμούς.

Και τότε έγινε! Όρθωσε την μακριά ουρά του, το κεντρί πρόβαλε μεγάλο

και μυτερό και τρύπησε την μαύρη θωρακισμένη ράχη του ποτίζοντας τον

οργανισμό του με το θανατερό φαρμάκι. Ο Έκτορας γέλασεανακουφισμένος και στο βάθος περήφανος για τον εαυτό του. Το τέρας

έβγαλε έναν τελευταίο στριγκό λυγμό και έπεσε νεκρό. Ο Φίλιππος

ούρλιαξε δυνατά χαρούμενος, και ο Αριστοτέλης επικρότησε τον νεαρό

φίλο του με ένα χτύπημα στην πλάτη. Έπειτα η Ανδρομάχη του χάρισε

ένα γλυκό φιλί, ενώ ο Αριστοτέλης αποχαιρετούσε το αρχαίο πλάσμα με

έναν πένθιμο ψαλμό στην γλώσσα των μάγων. Ο Έκτορας πλησίαζε τον

καπνισμένο Αχιλλέα. Είχε ένα ελαφρύ έγκαυμα στο δεξί του χέρι αλλά

φαινόταν μια χαρά. 

«Συγχαρητήρια Αχιλλέα, ήσουν μοναδικός, αλήθεια! Δεν θα τα

καταφέρναμε δίχως εσένα» 

Ο Αχιλλέας υποκλίθηκε ελαφρά και ψιθύρισε: 

«Θέτω τις υπηρεσίες μου πάντα στην αφεντιά σου, άρχοντα μου» 

Ο νεαρός γέλασε αμήχανα και έτριψε τα γένια του. 

«Δεν είμαι άρχοντας, ούτε σπουδαίος σαν εσένα, δεν τα αξίζω όλα αυτά

από εσένα, παρά εσύ αξίζεις περισσότερα από εμένα» 

«Ναι, ναι» επενέβη ο Φίλιππος. «Για να τελειώνουμε, υποκλιθείτε ο ένας

στον άλλον, ανταλλάξτε ένα απλό ευχαριστώ και ελάτε να γιορτάσουμε» 

 Έβγαλαν από τα δισάκια τους κρέας και έφαγαν δίπλα στη φωτιά

γελώντας, μεθυσμένοι από το ηλιόλουστο πρωινό και την θριαμβευτική

 νίκη τους απέναντι στον Ρούνον Ονέκορν. Έπειτα ξάπλωσαν στο χώμα. Ο

 Έκτορας ακούμπησε το κεφάλι του στα πόδια της Ανδρομάχης και την

άκουσαν όλοι να απαγγέλει  με την μελωδική φωνή της, ένα παλιό

τραγούδι των Αμαζόνων σχετικά με τον έρωτα και τον πόλεμο. Ο νεαρός 

έκλεισε τα μάτια και άφησε την μαγεία της φωνής της να τον πάρει από το

χέρι και να τον οδηγήσει στα πιο όμορφα και απόκρυφα μέρη της καρδιάς

της, να τον περιπλανήσει στη όμορφη, σαν νύχτα κεντημένη με αστέρια,ψυχή της και να χαθεί στη σκοτεινιά της. 

Page 120: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 120/322

119

«Θαρρώ πως είσαι σειρήνα, Αμαζόνα μου, πιο ισχυρή από μαγεία η

φωνή σου, μας υπνώτισε όλους και μας βύθισε σε άγριες θάλασσες

ομορφιάς και πόθου» της ψιθύρισε ο Έκτορας πριν  σμίξουν τα χείλια

τους. Αγκαλιασμένοι καθώς ήταν έπεσαν σε βαθύ ύπνο, όπως και η

 υπόλοιπη συντροφιά, ενώ στα όνειρα τους άκουγαν ακόμα το μελωδικόάσμα της Ανδρομάχης. 

Ο ήλιος χαμογελούσε ζεστός στην κορφή του ουρανού και ξεκινούσε την

κάθοδο του στην Δύση, όταν η συντροφιά ξύπνησε. Δεν κοιμήθηκαν

αρκετά, αλλά ήταν ξεκούραστοι και έτοιμοι να συνεχίσουν την πορεία

τους. Η ανάβαση από το κοίλωμα ήταν δύσκολη και κουραστική. Το

διαβρωμένο έδαφος θρυμματιζόταν και οι ρίζες των νεκρών δέντρων

κρέμονταν άψυχες σαν εξαρθρωμένα χέρια χωρίς να συγκρατούν το χώμα.

Μετά από πολλές κοπιαστικές προσπάθειες, ανέβηκαν από ένα  σχετικά

ομαλό σημείο στην ανατολική γωνία του κοιλώματος.

Το θέαμα που αντίκρισαν τριγύρω ήταν φοβερό. Τα απομεινάρια της

μάχης μεταξύ  δύο φοβερών  δυνάμεων της φύσης:  Διαλυμένα δέντρα,

ξεριζωμένα ή κομμένα στα δύο κείτονταν άψυχα ένα γύρω. Οι κορμοί

τους, σαν κουφάρια γενναίων πολεμιστών που έπεσαν, αιμορραγούσαν

κόκκινο ρετσίνι και οι ζωντανοί σύντροφοι τους θρηνούσαν, σταλάζοντας

ευωδιαστά δάκρυα από νέκταρ. Το αγέρι που φυσούσε, σφύριζε ανάμεσα

στα κλαριά έναν σιγανό πένθιμο σκοπό. Ένα μελωδικό αντίο στα νεκρά

δέντρα. Έλατα, πλατάνια, πεύκα, ιτιές και διάφορα αρχαία δέντρα

παρέδιδαν τις ψυχές  τους στον κρύο αέρα. Τι όμορφος θρήνος αλήθεια

ήταν αυτός, τι μυρωδάτη, γλυκιά θλίψη πλημμύρισε την ατμόσφαιρα!

Αντάξια όλα αυτά των γέρικων, γεμάτων σοφία και οργή, δέντρων. Γιατί

τόσο καιρό κανείς άνθρωπος δεν ένιωθε την θλίψη τους, όταν χάνουν τα

αδέρφια τους, δεν τρόμαξε με την οργή τους; Ο Έκτορας αναστέναξε,

σκεπτόμενος ότι μόνο τότε, πρώτη φορά ένιωσε τα δέντρα  ως  ζωντανά

όντα, με ψυχή και αισθήματα. Τι ανόητος  συλλογίστηκε. Και αισθήματα

θλίψης και οργής τον γέμισαν για τα κρίματα του ίδιου και των

συνανθρώπων του απέναντι στα αιωνόβια δάση.

Ωστόσο, ο κύκλος της ζωής δεν τέλευε ποτέ. Και ο ήλιος χάιδεψε με τις

ακτίνες του το χώμα να ζεσταθεί και εκείνο  ράγισε, ξεπετάχτηκαν από

μέσα βλαστάρια νεογέννητα, καταπράσινα. Ρουφούσαν φως και χώμα, ναωριμάσουν γρήγορα να αναπληρώσουν τους χαμένους συντρόφους. Τι

θαύμα και τούτο, τι σοφία, δεν σταματά ποτέ η φύση, πουθενά δεν τελειώνει

ο αέναος κύκλος της, και οι ψυχές που φεύγουν βρίσκουν αμέσως καινούρια

καταφύγια να πορέψουν ένα καινούριο ταξίδι.  Είπε από μέσα του ο

 Έκτορας. Ωστόσο, ο Φίλιππος κοιτούσε το εναπομείναν δάσος που έπρεπε

 να διαβούν. 

«Τώρα, τα δέντρα θα είναι ακόμα πιο θυμωμένα. Μετά από τέτοια

καταστροφή αποκλείεται να μας αφήσουν να περάσουμε ανάμεσα τους» 

Ο Έκτορας συλλογιζόταν απορροφημένος. Τελικά μίλησε. 

Page 121: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 121/322

120

«Και αν κάνουμε ανακωχή μαζί τους; Είναι δυνατό κάτι τέτοιο; Ήδη

συμμαχήσαμε για την εξόντωση του τερατώδους σκορπιού. Τι λες

Αριστοτέλη;» 

Ο μάγος κούνησε το κεφάλι ελαφρά. 

«Δεν ξέρω Έκτορα. Τα δέντρα δεν έχουν την σοφία των μάγων ούτε τα

αισθήματα των ανθρώπων. Από ξύλο είναι καμωμένα, σκληρές και

άκαμπτες οι ψυχές τους. Έχουν προδοθεί πολλές φορές από ανθρώπους,

δεν συγχωρούν εύκολα πλέον. Και γέρικα καθώς είναι, σάπιο είναι το

μυαλό τους, μούχλιασε και χάλασε η σοφία μέσα τους, έγινε μίσος και

προκατάληψη»

Ο Έκτορας κοίταξε το αποπνικτικό δάσος μπροστά του, ξεχώρισε ένα

ψηλό έλατο με στητό, δυνατό κορμό, που λίκνιζε τα κλαριά του στον

βορινό αέρα. Του φάνηκε φιλικό και νεαρό. Ίσως να τον άκουγε. Στην

πορεία τους  είχαν βασιστεί  πιότερο στην τρέλα και την τύχη. Γιατί όχιακόμα μια φορά; Είπε στους άλλους να μείνουν πίσω, έβγαλε το σπαθί

από το θηκάρι του και το κράτησε με τα δύο του χέρια από την κόψη,

πλησιάζοντας το δέντρο. Στην αρχή το έλατο τρόμαξε στην θέα του

όπλου, τρεμούλιασε ανεπαίσθητα και το έδαφος έτριξε κάτωθε του. Μα ο

 Έκτορας με αργές κινήσεις το άφησε στις ρίζες του και το προσκύνησε.

Ακουμπώντας τα χείλια του στο χώμα ψιθύρισε πως λυπόταν για ότι

έκανε στο ίδιο και τα αδέρφια του και το παρακαλούσε να τους δεχτεί στο

δάσος. Ένιωθε τελείως ανόητος αλλά ήξερε από ένστικτο ότι το δέντρο

τον άκουγε. Όμως  δεν έδειχνε να μαλακώνει. Απεναντίας πρόβαλε

απειλητικά τις δυνατές του ρίζες από το χώμα. Σαν πλοκάμια τυλίχτηκαν

γύρω από τα χέρια του και το σπαθί του. 

«Έκτορα!» είπαν με μια φωνή Ανδρομάχη και Φίλιππος έτοιμοι να

σπεύσουν για βοήθεια, αλλά ήταν ο Αριστοτέλης που τους σταμάτησε. 

«Δεν κινδυνεύει ακόμα. Να είστε έτοιμοι, αλλά αν κάνουμε λάθος

κίνηση θα τον βάλουμε εμείς οι ίδιοι σε κίνδυνο…» είπε, ενώ είχε το

βλέμμα του καρφωμένο πάνω στον νεαρό. 

Ο Έκτορας άρχισε να ιδρώνει και το κατωσάγονο του έτρεμε. Οι ρίζες

έσφιξαν γύρω στα μπράτσα του την δυνατή λαβή τους, ενώ κρατούσανσφιχτά και το σπαθί του. Ένιωσε το έδαφος να τρέμει, ο κορμός έτριξε

δυνατά και ο Έκτορας φοβήθηκε πως παγιδεύτηκε μόνος του σε θανάσιμο

εχθρό. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξεφύγει από την σφιχτή αγκαλιά των

ριζών και μπορούσε εύκολα ένα μεγάλο κλαρί να του σπάσει τον

εκτεθειμένο σβέρκο του.

Τότε ένα τραγούδι λύτρωσης έσκισε τον αέρα. Ένα ουρλιαχτό που

σπάνια άκουγε μέρα-μεσημέρι. Η Νύχτα πρόβαλε μέσα από το υγρό

σκοτάδι του δάσους και πλησίασε το έλατο που παγίδεψε τον ανθρώπινο

φίλο της. Ένα βογκητό ανακούφισης σκαρφάλωσε στα χείλια του και η

καρδιά του αλάφρωσε. Η Νύχτα γρύλισε προστακτικά κοιτώντας το ψηλόδέντρο και χάθηκε ξανά στα ομιχλώδη βάθη του δάσους. Για λίγα λεπτά,

Page 122: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 122/322

121

το δέντρο έμεινε ακούνητο και έπειτα χαλάρωσε την λαβή του στα χέρια

και το σπαθί του Έκτορα, που έτριψε ευχαριστημένος τα μπράτσα του. Με

απαλές κινήσεις πήρε το σπαθί του και γύρισε πίσω. 

«Δεν μας εμπιστεύονται ακόμα, αλλά ίσως μας αφήσουν να περάσουμε.

Θα προσπαθήσω και εγώ κάτι» είπε ο Αριστοτέλης και στράφηκε στονΕρμή που ήταν κουρνιασμένος στον ώμο του. Του ψιθύρισε κάτι και το

γεράκι πέταξε μέσα στο δάσος. 

«Η Νύχτα, ως μέλος και σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα της φύσης έχει

κάποια εξουσία στα δέντρα. Δεν μπορεί να τα πείσει να σε εμπιστευτούν,

αλλά κατάφερε να μην σε απειλήσει το έλατο. Ίσως μαζί με ένα ακόμα

μέλος του φυσικού περιβάλλοντος καταφέρουν να απαλύνουν το μίσος

των δέντρων απέναντι μας. Αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να

εφησυχάσουμε και να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας πάνω τους»

 Όλοι τους συμφώνησαν, ο Έκτορας εμφατικά και περίμεναν το γεράκι ναεπιστρέψει. Όταν φάνηκε, ο ήλιος χαμήλωσε πολύ και κοκκίνισε ο

ουρανός. Στο μεταξύ, οι πέντε έφαγαν χοιρινό από τις προμήθειες τους και

γέλασαν με μια αστεία ιστορία από το παρελθόν του Αριστοτέλη. Ο

Ερμής έκρωξε στο αυτί του μάγου και αυτός έμεινε σκεφτικός για λίγο. 

«Ας τους δώσουμε την νύχτα   να σκεφτούν. Ίσως περάσουμε

ανενόχλητοι από κάποια δέντρα, αλλά μερικά παραμένουν αδιάλλακτα» 

Ο Φίλιππος κοίταξε με δέος τον Αριστοτέλη και τον ρώτησε δισταχτικά: 

«Μαθαίνεται η γλώσσα των ζώων; Μπορεί να την καταλάβει και να την

μιλήσει άνθρωπος;» 

«Όχι, περίεργε νεαρέ.» είπε γελώντας ο μάγος. «Το μυαλό των μάγων

είναι πολύ διαφορετικό από το δικός σας, όπως και ο τρόπος δημιουργίας

μας. Εσείς είστε παιδιά της φύσης, γεννήματα της, όσο και αν

προσπαθείτε να το αρνηθείτε. Εμείς όμως είμαστε υπηρέτες της,

απαλλαγμένοι από τον  κύκλο της ζωής, ελεγχόμενοι από τα αιθέρια

συστατικά της. Μπορούμε να κατανοήσουμε την φύση καλύτερα από

κάθε ζωντανό οργανισμό. Αυτό είναι τόσο έμφυτο, όσο και αποτέλεσμα

αιώνων μελέτης και εμπειριών.» 

«Θα ‘θελα να είμαι στη θέση σου για μία μέρα. Να δω, πως αισθάνεσαι,

πως βιώνεις τα πράγματα μέσα από τόση σοφία» 

«Ω, και εγώ θα ‘θελα να είμαι στην θέση σου για μια μέρα, να δω πως

αντιλαμβάνεστε καταστάσεις μέσα από την σφαίρα της θνητής ζωής.

Αλλά το κάθε πλάσμα της φύσης έχει ένα μυστήριο που ποτέ  δεν θα

καταλάβουμε, γι αυτό ας απολαύσουμε το ταξίδι, μέχρι να αλλάξουμε

πλοίο…» 

Για πολύ ώρα δεν μίλησε κανείς και οι σύντροφοι, βυθισμένοι στην

σιγαλιά, αφουγκράζονταν τις μελωδικές συνθέσεις της φύσης. Τοσφύριγμα του αγιαζιού, το τραγούδι των κλαδιών που τρίβονταν μεταξύ

Page 123: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 123/322

122

τους και λικνίζονταν στον ρυθμό του αέρα καθώς και το χουχούτισμα

κάποιας κουκουβάγιας που ξύπνησε για το βραδινό κυνήγι. Ο

Αριστοτέλης τους επανέφερε λίγο αργότερα στην πραγματικότητα, όταν

αποφάσισε πως έπρεπε να ανάψουν φωτιά, πριν πέσει η νύχτα. Ο

Φίλιππος με τον Έκτορα μάζεψαν μερικά χοντρά κούτσουρα και κάμποσα

κλαδάκια για προσάναμμα και ο Αχιλλέας άρχισε να ανάβει την φωτιά μετις τσακμακόπετρες του. Ήταν χορτάτοι, οπότε δεν έβγαλαν να ζεστάνουν

φαγητό, προκειμένου να φυλάξουν προμήθειες για αργότερα. Οι πρώτες

φλόγες ξεπήδησαν και σύντομα φούντωσε μια κόκκινη ζωηρή φωτιά που

μύριζε έντονα ρετσίνι. 

«Πόσο ακόμα υπολογίζεις να μείνουμε στο δάσος;» ρώτησε ο Έκτορας

τον Αριστοτέλη καθώς καθόταν ανάμεσα από αυτόν και την Ανδρομάχη.  

Ο μάγος έσφιξε τα χείλη του. 

«Αυτό εξαρτάται κυρίως από τα δέντρα, αλλά δεν νομίζω να μας πάρει

πάνω από δύο μέρες, το πολύ τρεις» 

«Και έπειτα; Πόσο ακόμα μέχρι το Σπαθί;» 

«Υπομονή φίλε μου. Ακόμα και εγώ δεν μπορώ να προβλέψω το μέλλον.

 Έχουμε δρόμο μπροστά μας, πολλά εμπόδια στέκονται μπροστά μας και

δεν είμαι βέβαιος τι μας περιμένει παρακάτω. Ελπίζω μόνο η Σπηλιά να

μην μας φανερώσει τα ισχυρότερα όπλα της…» 

«Ναι. Μέχρι τώρα ήμασταν πολλοί χαλαροί Αριστοτέλη, ευτυχώς που

μας λυπήθηκε η Σπηλιά και κινδυνέψαμε θανάσιμα λιγότερο από… δέκα

φορές;» σάρκασε ο Φίλιππος. Η φωνή του, όπως και του Έκτορα

φανέρωνε μια βαθιά κούραση. Ο Αριστοτέλης γέλασε βεβιασμένα. 

«Πιστέψτε με, δεν είδαμε τίποτα ακόμα. Θυμηθείτε, έχουμε άλλες τρεις

αίθουσες μετά από αυτήν. Και πολλοί εχθροί καραδοκούν σε αυτές.» 

«Και μετά έχουμε μόνο να πολεμήσουμε τον Ζακχαέρ Ντων…»

ανταπάντησε ο Φίλιππος και έστρεψε το κεφάλι στον ουρανό… 

«Πολλά εμπόδια για ένα σπαθί...» σχολίασε η Ανδρομάχη και η φωνή

της ακούστηκε σαν ψίθυρος του ανέμου. 

«Α, αγαπημένη μου Ανδρομάχη, τα αντικείμενα της Σπηλιάς   έχει

προκαλέσει πολλές εκστρατείες και αποστολές αναζήτησης. Βασιλιάδες

και παλιοί Άρχοντες, πολέμαρχοι και τυχοδιώκτες πόθησαν τους 

θησαυρούς της,  κατά καιρούς. Και όλοι τους είχαν μόνο μια ιδέα της

πραγματικής τους  δύναμης. Αλλά κανείς τους δεν μπόρεσε να τα 

αποκτήσει. Πιστεύω πως κανείς από αυτούς δεν έφτασε καν στην

τελευταία αίθουσα. Ανόητοι, άπληστοι όλοι τους. Το σπαθί δεσμεύεται με

την γραμμή αίματος του Έκτορα, μόνο ο ίδιος ή οι συγγενής του μπορούν

 να το χρησιμοποιήσουν και μόνο για να νικηθεί το Σκότος που

καταδυναστεύει τον τόπο.  Οι θησαυροί της Σπηλιάς  και κυρίως τηςΑίθουσας του Φωτός είναι κρύβουν μεγάλη σοφία και δύναμη. Πρέπει να

Page 124: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 124/322

123

χρησιμοποιούνται με σύνεση.   Όχι για να επεκτείνουν οι αχόρταγοι

βασιλείς την κυριαρχία τους,  ούτε για να πλουτίσουν οι τολμηροί

τυχοδιώκτες.» 

Ο Έκτορας άκουγε με τα μάτια του να πλανώνται στο σκοτάδι. Ξάφνου

δεν τον βάραινε μόνο η ευθύνη να είναι ο Εκλεκτός, αλλά και ο φόβος τονκινδύνων που θα ακολουθούσαν.  Τρεις αίθουσες, οι δύο με άκρως

δυσοίωνα ονόματα:  Σκότος και Θάνατος. Και τέλος η Αίθουσα του

Φωτός:  Το τέλος αυτού του ταξιδιού. Η αρχή του πολέμου. Του

μεγαλύτερου πολέμου των τελευταίων αιώνων. Με λάβαρο το Σπαθί της

Λύκης, θα ξεκινούσε μια εκστρατεία εναντίον της ανθρώπινης

διαστροφής, εναντίον της αφύσικης, απάνθρωπης και σκληρής κυριαρχίας

του Ζακχαέρ Ντων και των Επτά Ιερέων. Έπιασε το χέρι της Ανδρομάχης

και άντλησε κουράγιο. Μέσα από δέντρα, τα μάτια της Νύχτας σπίθισαν

πριν χαθούν στο σκοτάδι του Δάσους. Ο Έκτορας ξεροκατάπιε και έσφιξε

το πηγούνι.  Αρκετά κάτσαμε εδώ μέσα. Σκέφτηκε. Έκλεισε τα μάτια,

ξάπλωσε και υποσχέθηκε στον εαυτό του να βάλει τα δυνατά του ώστε ναφύγουν από την Αίθουσα της Φύσης. 

Ονειρεύτηκε μια σκοτεινή φιγούρα. Ήταν ψηλή, πάνω από δύο μέτρα με

μάτια κατακόκκινα που πετούσαν φωτιές και κέρατα να στεφανώνουν το

σκιώδες κεφάλι του. Είχε δύο μακριά και δυνατά χέρια, εύκαμπτα σαν

μαστίγια. Ο Έκτορας κράδαινε το Σπαθί της Λύκης, λαμπερό, χρυσαφένιο

και προσπαθούσε να πολεμήσει την σκοτεινή μορφή, όμως τα πόδια του

είχαν κοκαλώσει και δεν έφτανε να την χτυπήσει. Τότε, ξαφνικά βρέθηκε

τυλιγμένος στα μακριά του χέρια που τον έσφιγγαν όλο και πιο δυνατά

προσπαθώντας να τον συνθλίψουν. 

Ξύπνησε αλαφιασμένος. Προσπάθησε να πάρει βαθιά ανάσα, αλλά

συνειδητοποίησε ότι ανέπνεε με δυσκολία σαν να είχε μεγάλο βάρος στο

στήθος.  Που είμαι; αναρωτήθηκε. Επικρατούσε πίσσα σκοτάδι, και ήταν

περικυκλωμένος από τις σκοτεινές, ψηλές φιγούρες των δέντρων. Δεν

πρόλαβε να σκεφτεί κάτι. Ένιωσε τεράστια πίεση στο στήθος του, που

αυξάνονταν συνεχώς. Πανικοβλημένος, είδε ότι είχε τυλιχτεί γύρω από το 

κορμί του ένα γιγάντιο φίδι. Ήταν πάνω από τρία μέτρα, καφέ με μαύρες

βούλες και ένα κορμί μυώδες και εξαιρετικά δυνατό. Ο Έκτορας ένιωσε

τους πανίσχυρους μύες του ερπετού να ασκούν πίεση στο σώμα του, την

αναπνοή του να κόβεται ενώ η πλάτη του πονούσε από το την κόψη τουσπαθιού του, που πιεζόταν όλο και πιο δυνατά πάνω του. Προσπάθησε να

ελευθερώσει τα χέρια του, αλλά η αγκαλιά του φιδιού ήταν πολύ δυνατή.

 Έπειτα δοκίμασε να σηκωθεί, όμως  τα πόδια του δεν μπόρεσαν να

σηκώσουν το βάρος του γιγάντιου ερπετού.   Άρχισε να χάνει την

ψυχραιμία του. Τον κατέκλεισε φόβος, ενώ πλέον δεν έπαιρνε καθόλου

ανάσα και τα πλευρά του άρχισαν να πονάνε. Προσπάθησε να φωνάξει

βοήθεια, αλλά η φωνή του βγήκε αδύναμη και σιγανή.

Η αδρεναλίνη πλημμύρισε το αίμα του νεαρού και το ένστικτο της

αυτοσυντήρησης ανέλαβε δράση. Έβαλε δύναμη στα πόδια τσούλησε

μερικά μέτρα και ακούμπησε σε έναν κορμό δέντρου. Εκεί άρχισε ναχτυπάει το σώμα του φιδιού πάνω στην σκληρή, τραχιά επιφάνεια του. Τα

Page 125: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 125/322

124

πλευρά του πονούσαν επικίνδυνα καθώς συμπιέζονταν βίαια μέσα στο

σώμα του και το κεφάλι του άρχισε να γυρίζει, από την απώλεια

οξυγόνου. Όμως το φίδι παρά τα απανωτά χτυπήματα δεν χαλάρωσε την

λαβή του. Ο Έκτορας συνέχισε να χτυπάει, με όση δύναμη είχε, το ερπετό

πάνω στον κορμό. Το δέντρο ταλάντωσε ενοχλημένο τον κορμό του. Ο

 Έκτορας άκουσε έναν γδούπο και είδε ένα χοντρό κλαδί να πέφτει κατάπάνω του.

Η κρούση απορροφήθηκε, καθώς το κλαδί έπεσε πάνω στο φίδι όμως

ένα μέρος του βρήκε τον Έκτορα στην κορυφή του μετώπου. Το σώμα

του τραντάχτηκε και από το κεφάλι ένιωσε το ζεστό αίμα να κυλάει στα

μαλλιά του. Το φίδι σφύριξε δυνατά. Δεν άφησε το σώμα του Έκτορα,

ωστόσο χαλάρωσε την θανατηφόρα λαβή του. Ο Έκτορας προσπάθησε να

αγνοήσει τον πόνο και αφού πήρε μια μεγάλη ανάσα που γέμισε με

οξυγόνο το σώμα του, ελευθέρωσε τα χέρια του, τράβηξε το σώμα του

φιδιού κοντά στο κεφάλι του και το δάγκωσε δυνατά. Εκείνο χαλάρωσε

ακόμα περισσότερο το σώμα του και μαστίγωσε με την ουρά του τοστήθος του Έκτορα, εκτοξεύοντας τον μερικά εκατοστά μακριά. Ο νεαρός

άδραξε την ευκαιρία και τράβηξε το σπαθί του, που είχε μπηχτεί στη

σάρκα του. Το ερπετό, με μία αστραπιαία κίνηση του κεφαλιού του,

προσπάθησε να δαγκώσει τον Έκτορα αλλά εκείνος ενστικτωδώς τράβηξε

μακριά το πόδι του. Καθώς το φίδι έπαιρνε φόρα για να χιμίσει καταπάνω

του, ο νεαρός άρπαξε το κεφάλι του. Εκείνο συσπάστηκε βιαία,

προσπαθώντας να ελευθερωθεί όμως ο Έκτορας το κράτησε γερά, και

έμπηξε το σπαθί στη σάρκα του ζώου. Το ερπετό μαστίγωσε την ουρά του

και κουνούσε μπρος πίσω το κεφάλι του πριν τελικά καταρρεύσει με έναν

τελευταίο συριγμό.

Ο Έκτορας γονάτισε λαχανιασμένος. Τα πλευρά του πονούσαν σε κάθε

ανάσα, το κεφάλι του διαμαρτυρόταν με δυνατές σουβλιές και η πλάτη

του έτσουζε από το κόψιμο του σπαθιού. Έπιασε το μέτωπο και ένιωσε το

ματωμένο τραύμα. Δεν ήταν πολύ βαθύ, αλλά αιμορραγούσε αρκετά.

Εξαντλημένος από τον πόνο, χτύπησε την γροθιά του στο, μαλακό από

φύλλα, έδαφος. Πήρε δυο βαθιές ανάσες και σηκώθηκε με τα πλευρά του

 να τον φιλοδωρούν δυνατούς πόνους.  Που στην ευχή είμαι; Προσπάθησε

 να προσανατολιστεί, μάταια, ήταν ακατόρθωτο μες στο πηχτό σκοτάδι.

«Αριστοτέλη, Ανδρομάχη!» φώναξε δυνατά. «Φίλιππε, Αχιλλέα!» 

Τα δέντρα γύρω του έτριζαν προειδοποιητικά αλλά ήταν τόσο

θυμωμένος από τις συνεχείς ταλαιπωρίες, που ένιωθε έτοιμος να τα

πολεμήσει όλα μαζί. Σχεδόν ήθελε να τα προκαλέσει. Δεν ήξερε τι να

κάνει. Αν προχωρούσε ίσως χανόταν ακόμα περισσότερο. Αν έμενε εκεί 

ίσως έπρεπε να ξαγρυπνήσει όλη νύχτα έτσι εκτεθειμένος στο άγνωστο. 

Προσπάθησε να διακρίνει στο έδαφος τα ίχνη που άφησε το φίδι , καθώς

σερνόταν πάνω στα σάπια φύλλα, αλλά οι πυκνές φυλλωσιές των δέντρων

δεν άφηναν το φως να φτάσει χάμω. Αναστέναξε θυμωμένος και

απελπισμένος. Αποφάσισε να μείνει εκεί μέχρι να ξημερώσει και μετά να

βρει τους υπόλοιπους. Κάθισε διπλοπόδι δίπλα στο κουφάρι του φιδιού,

που είχε αρχίσει  να μυρίζει. Μήπως παρέσερνε άλλα ζώα η έντονη

Page 126: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 126/322

125

μυρωδιά του; Αφουγκραζόταν προσεχτικά  τυχόν κινήσεις, θέτοντας το

σώμα του σε επιφυλακή.

Το αίμα από το τραύμα  κυλούσε στο πρόσωπο του και στάλαζε στο

έδαφος. Ήταν εξαντλημένος. Ο πονοκέφαλος γινόταν όλο και πιο έντονος 

όσο περνούσε η ώρα. Τουλάχιστον, είχαν πάψει να πονάνε τα πλευρά του.Πόση ώρα να είχε περάσει; Δυο-τρείς φορές άκουσε κινήσεις ανάμεσα

στα δέντρα αλλά, όταν σηκωνόταν όρθιος, άκουγε βιαστικά βήματα να

απομακρύνονται. Βλαστήμησε δυνατά. Είχε χάσει την υπομονή του αλλά

δεν ρίσκαρε να απομακρυνθεί από το πτώμα του φιδιού. Φώναξε δυνατά

τα ονόματα των υπόλοιπων. Εντελώς απρόσμενα, άκουσε μια αμυδρή

φωνή να του απαντά! Το ηθικό του αναπτερώθηκε. Από πού ακούστηκε η

φωνή; Ξαναφώναξε δυνατά. 

«Έκτορα!» ακούστηκε μια πνιχτή φωνή. Ο νεαρός γέλασε πνιχτά.

 Επιτέλους!  Ήταν η φωνή του Αχιλλέα.

«Εδώ είμαι! Εδώ!» είπε δυνατά. Δεν είχε προσδιορίσει από πού ακριβώς

ερχόταν η φωνή και έτσι αποφάσισε να μείνει στη θέση του. Για μερικά

λεπτά δεν άκουσε τίποτα και έπειτα ήχησε στον αέρα η τραχιά, σαν

βρυχηθμός, φωνή του Αχιλλέα να τον καλεί. Ο Έκτορας του απάντησε και

άρχισε και εκείνος  να κινείται προς τα δεξιά, από όπου ακούστηκε ο

θηριώδης άντρας. Σε λιγότερο από ένα λεπτό, αντίκρισαν ο ένας τον

άλλον. Αρχικά ο Έκτορας γέλασε ανακουφισμένος που τον βρήκε, αλλά

μετά η καρδιά του κλώτσησε δυνατά. Ο Αχιλλέας είχε δύο βαθιές πληγές

στο στήθος και μερικά γδαρσίματα στο δεξί του χέρι. 

«Τι συνέβη;» έκανε ανήσυχος. 

«Δεχτήκαμε  επίθεση από μια αγέλη σκορπιών» είπε ανέκφραστα ο

Αχιλλέας. «Ήταν μεγάλοι σαν σκύλοι, ο Αριστοτέλης είπε ότι ήταν

απόγονοι του Ρούνον Ονέκορν…» 

«Οι άλλοι; Οι άλλοι είναι καλά;»

«Ναι, μια χαρά. Όλοι τους. Απλά ανησύχησαν πολύ που δεν ήσουν εκεί

την ώρα της επίθεσης. Φοβηθήκαμε ότι… τι σου συνέβη;» 

Ξεκίνησαν βιαστικά να επιστρέψουν στους άλλους, με τον Έκτορα να

διηγείται την  νυχτερινή, φοβερή περιπέτεια. 

«Το περίμενα ότι κάτι τέτοιο συνέβη. Μόλις απωθήσαμε τους

σκορπιούς, είδα τα ίχνη στο έδαφος, από το φίδι.  Ήταν πολύ δύσκολο να

τα ακολουθήσω μέσα στο δάσος. Και τα δέντρα δεν εννοούν να

βοηθήσουν» είπε βλαστημώντας ψιθυριστά.  Ο Έκτορας ένιωσε

κατανόηση για την αγανάκτηση του Αχιλλέα. Αν ένας τόσο

σκληροτράχηλος άντρας όπως εκείνος άρχισε να χάνει την υπομονή του

και να αγανακτεί με το δάσος σήμαινε  ότι έμειναν μέσα σε αυτή την

Αίθουσα υπερβολικά πολύ. Ένας σκοτεινός ψίθυρος σφύριξε μέσα στοστήθος του: Και αν δεν βγούμε ποτέ από δω; 

Page 127: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 127/322

126

 Έδιωξε την δυσοίωνη σκέψη από το μυαλό του και προσπάθησε να

συγκεντρωθεί. Θα τα κατάφερναν. Έπρεπε να τα καταφέρουν. Δεν

βαστούσε η καρδιά του να τους απογοητεύσει. Δεν μπορούσε να αφήσει

τον Φίλιππο, τον Αριστοτέλη, την Ανδρομάχη χωρίς ελπίδα.  Ναι, θα

 βγούμε από εδώ, θα περάσουμε όλες τις αίθουσες, θα βγούμε από τηνσπηλιά βεβαίωσε τον εαυτό του. 

Οι σκέψεις τους διακόπηκαν όταν είδε ένα αβέβαιο, κόκκινο φως να

χτυπάει δισταχτικά  τους ψυχρούς κορμούς των δέντρων. Έφτασαν στο

ξέφωτο. Ο Έκτορας τάχυνε το βήμα του και σύντομα βρέθηκε στο μικρό

άνοιγμα, στεφανωμένο από σκοτεινά δέντρα. Η Ανδρομάχη έπνιξε με βία

μια μικρή κραυγή και έτρεξε στην αγκαλιά του. Ο νεαρός ένιωσε μια

φλόγα να ανεβαίνει στο στήθος του και για μια στιγμή άφησε πίσω του

την κούραση, την αγανάκτηση και την αβεβαιότητα. Για μια στιγμή

έμεινε μετέωρος στον ουρανό, με ένα αστέρι στην αγκαλιά του. Χάιδεψε

τα μαλλιά της και γέμισε τα ρουθούνια του με το άρωμα της. Ένιωσε τηναγωνία της στην ένταση που είχε η αγκαλιά της και στην γρήγορη

αναπνοή της. 

«Είμαι καλά, είμαι μια χαρά» της ψιθύρισε. Εκείνη σήκωσε το κεφάλι 

και τον κοίταξε, με τα κρυστάλλινα μάτια της να σπιθίζουν. Έπειτα, έφερε

τα χείλη της πάνω στα δικά του και τον φίλησε. Θαρρείς τα χείλια τους

δεν ήθελαν να αποχωριστούν το ένα το άλλο, έμειναν κολλημένα για ώρα.

Τον ξαναφίλησε και μετά τον οδήγησε  δίπλα στη φωτιά. Έκανε να

φροντίσει το τραύμα στο κεφάλι του, αλλά την διέκοψε ο Αριστοτέλης. 

«Θα το περιποιηθώ εγώ αυτό, Ανδρομάχη. Συνέχισε την δουλειά σου». 

Εκείνη σηκώθηκε και πήγε κοντά σε έναν ψόφιο σκορπιό. Ήταν

τεράστιος, όχι σαν τον Ρούνον Ονέκορν, αλλά στο μέγεθος λύκου. Ο

 Έκτορας παρατήρησε την Αμαζόνα να βγάζει το κεντρί του και να

στραγγίζει το κιτρινωπό δηλητήριο του σε ένα μικρό δερμάτινο

παγουράκι.

«Οι Αμαζόνες πολλές φορές χρησιμοποιούν δηλητήριο στα βέλη τους.

Είναι ένας σίγουρος τρόπος να σκοτώσεις, ακόμα και αν τα βέλη δεν

πετύχουν κάποιο ζωτικό όργανο. Ειδικά με αυτό το δηλητήριο». Εξήγησεο μάγος. Έβρεξε ένα πανί και καθάρισε την πληγή του Έκτορα.

«Το τραύμα δεν είναι καθόλου βαθύ. Κράτα για λίγο την κομπρέσα και

θα είσαι εντάξει… Τι σου συνέβη;» 

Πριν απαντήσει ήρθε ο Φίλιππος, τον χτύπησε απαλά στον ώμο και

κάθισε δίπλα του. Είχε μια βαθιά πληγή στο χέρι, αλλά φαινόταν χαλαρός

και ήρεμος. Του έκλεισε το μάτι και του χαμογέλασε αδύναμα. Ο

 Έκτορας τους διηγήθηκε την περιπέτεια του και έπειτα ο Φίλιππος του

είπε για την δικιά τους: Ο Αριστοτέλης είχε ξυπνήσει μεσονυχτίς και

αντιλήφθηκε την απουσία του Έκτορα. Ξύπνησε τους υπόλοιπους καιπρόσταξε να χωριστούν και να ψάξουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις.

Page 128: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 128/322

127

Πριν προλάβουν να μπουν μες στο δάσος όμως, τους περικύκλωσαν δέκα

σκορπιοί, μεγάλοι σαν σκύλοι με καφετιά χοντρή αρματωσιά. Απόγονοι

του Ρούνον Ονέκορν, πικραμένοι από τον θάνατο του, ζητούσαν μια

μάταιη εκδίκηση. Ήταν δυνατοί, οπλισμένοι με χοντρές δαγκάνες και

θανάσιμο δηλητήριο. Αλλά νικήθηκαν σχετικά εύκολα. Μετά την

πολύωρη μάχη αποφάσισαν πως θα ήταν καλύτερα να πάει μοναχά ένας να αναζητήσει τον Έκτορα. Ο Αχιλλέας προσφέρθηκε, εντόπισε  τα ίχνη

από το φίδι και βρήκε τον Έκτορα. 

Ο νεαρός ήταν σε υπερδιέγερση, η αδρεναλίνη έρεε άφθονη στις φλέβες

του. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί παρά την εξαντλητική βραδιά που πέρασε. 

«Οι κίνδυνοι πληθαίνουν καθώς προχωράμε, αλλά νιώθω πως η υπομονή

μου εξαντλείται, η αγανάκτηση μου μεγαλώνει μέρα με την μέρα. Και η

αμφιβολία πως δεν θα τα καταφέρουμε σφυροκοπάει τα σωθικά μου» Είπε

ο Έκτορας. Η Ανδρομάχη σύλλεξε αρκετό  δηλητήριο και κάθισε δίπλα

του και λίγο πιο πέρα ο Αχιλλέας ακόνιζε το τσεκούρι του, βλοσυρός. 

«Αν θες να σου πω πώς να εξαφανίσεις αυτά τα συναισθήματα φίλε μου,

λυπάμαι αλλά δεν μπορώ. Όλη η συντροφιά διακατέχεται από παρόμοια

συναισθήματα θαρρώ, κρίνοντας από τον εαυτό μου. Είναι θέμα δικό μας 

 να μην επιτρέψουμε να μας καταβάλουν και είμαι βέβαιος, γνωρίζοντας

την δύναμη σας πως κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί. Βλέπω πολύ δύναμη σε

αυτήν την παρέα, δύναμη ικανή να υπερνικήσει οποιοδήποτε εμπόδιο

σταθεί μπροστά μας και πιστέψτε με τα εμπόδια που ορθώνονται μπροστά

μας διόλου ευκαταφρόνητα είναι. Γι’ αυτό φίλε μου, μόνο αυτό μπορώ να

σου πω: Άσε ελεύθερη την δύναμη σου και θα υπερνικήσει αυτά τα

δυσοίωνα συναισθήματα σου».  Ήρθε η καθησυχαστική απάντηση από τον

μάγο. 

Ο Έκτορας έμεινε σιωπηλός χαζεύοντας την φωτιά να χορεύει και να

λικνίζεται σαν εξωτική χορεύτρια σε σιωπηλούς ρυθμούς. Να αφήσει

ελεύθερη την δύναμη του. Και πως θα το έκανε αυτό; Ίσως βέβαια να μην

μπορούσε να το κάνει συνειδητά. Ίσως όταν κριθεί κατάλληλο, να τεθεί

σε λειτουργία ένας ενστικτώδης μηχανισμός που θα ελευθερώσει την

δύναμη του. Πάντως η αλήθεια ήταν ότι ήδη ένιωθε πιο ανάλαφρος και

τον φόβιζαν πιο λίγο τα συναισθήματα και οι σκέψεις του.

Τον λόγο πήρε η Ανδρομάχη: 

«Το θέμα είναι πως όλα αυτά επαναλαμβάνονται από τις απαρχές της

ιστορίας της ανθρωπότητας. Μεγαλειώδεις μάχες είναι χαραγμένες στις

σελίδες της ιστορίας, είτε μεταξύ διαφόρων φυλών της Γης είτε μεταξύ

Φωτός και Σκότους. Πώς να παλέψεις όταν ξέρεις ότι στο μέλλον τα

παιδιά σου θα χρειαστεί να ξαναπολεμήσουν;» 

«Αυτός δεν είναι πόλεμος για λύτρωση. Δεν είναι καν πόλεμος ιδανικών.

Είναι πόλεμος για επιβίωση. Δεν θα πολεμήσουμε για να μην χρειαστεί να

πολεμήσουν άλλοι. Θα πολεμήσουμε επειδή είναι ο μόνος τρόπος να

επιβιώσουμε». Απάντησε ο Φίλιππος με σιγανή φωνή. 

Page 129: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 129/322

128

«Πράγματι, και νομίζω και η Ανδρομάχη συμφωνεί με αυτό. Αυτό που

ίσως θέλει να πει είναι ότι εσείς οι άνθρωποι, μέσα από την ιστορία,

αποδεικνύεται συνεχώς την αξιοθαύμαστη ή μάλλον την αξιολύπητη

ιδιότητα σας να μην μαθαίνεται από τα λάθη σας.» Του αντιγύρισε ο

Αριστοτέλης και πρόσθεσε: 

«Αυτός δεν είναι ο πρώτος πόλεμος μεταξύ Φωτός και Σκότους βλέπετε, ή

μεταξύ Φύσης και Αφύσικου. Έχω ζήσει τρείς τέτοιους, αν θυμάμαι καλά.

Ο πρώτος ήταν πριν μία χιλιετία περίπου. Τότε ήταν ένας της φυλής μου

που προκάλεσε εκείνον  τον βίαιο και αιματηρό πόλεμο. Βλέπετε, για να

 υπάρχει ισορροπία, το φως και το σκοτάδι είναι απαραίτητο να

συνυπάρχουν όπως και κάνουν. Αλλά τότε, ο Αγαμέμνων, ένας

πανίσχυρος μάγος, αποφάσισε πως στο Σκότος υπάρχει περισσότερη

γαλήνη και αρμονία και μέσω αυτού έπρεπε  να οριστεί ο κόσμος. Η

ισορροπία κλονίστηκε και η ψυχή του διαφθάρηκε. Το σκοτάδι, που

προσπάθησε να ελευθερώσει στη φύση, παγιδεύτηκε μέσα του. Κανείς,

μάγος άνθρωπος ή ξωτικό δεν μπορεί να ζήσει με τόσο σκοτάδι μέσα του.Τουλάχιστον όχι φυσιολογικά. Άρρωστος για χρόνια καθώς ήταν, άφησε

την φυλή μου και έζησε σε μέρη άγνωστα και σκοτεινά. Μέσα του όμως

το σκότος δυνάμωνε και σύντομα τον κυρίεψε ολοκληρωτικά. Και στα

σκοτάδια που κατοικούσε έφτιαχνε, καθώς περνούσαν τα χρόνια, έναν

τεράστιο στρατό από σκοτεινά πλάσματα. Αυτός ήταν ο δημιουργός των

Εχιδνών, των Κυκλώπων και των Χιμαιρών. Τότε δημιουργήθηκε η

Πρώτη Μεγάλη Συμμαχία: Άνθρωποι, Ξωτικά, Καλικάτζαροι, Μάγοι και

Κένταυροι συμμάχησαν για να νικήσουν τον Αγαμέμνων, του οποίου οι

κυριαρχία επεκτείνονταν μέρα με την μέρα. Ο πόλεμος κράτησε χρόνια, οι

απώλειες πολλές και από τις δύο μεριές. Οι κένταυροι αποχώρησαν από

την συμμαχία, φοβούμενοι  περαιτέρω απώλειες. Ντροπιασμένοι, οι

απόγονοι τους σήμερα κατοικούν στις ψυχρές, σκιώδεις περιοχές των

αρχαίων δασών. Αλλά τελικά, ο Αγαμέμνων νικήθηκε από τον πανίσχυρο

ηγέτη μας, τον μάγο Πυθαγόρα. 

»Ο δεύτερος πόλεμος έχει σχέση με αυτή τη σπηλιά. Όσο περίεργο και

αν σας φανεί, εχθρός μας τότε ήταν το Φως». Ο Έκτορας είχε ξανακούσει

αυτές τις ιστορίες από τον Αριστοτέλη, όταν ήταν πίσω στην Ροτενσνέικ .

Οι υπόλοιποι όμως κοίταξαν τον μάγο με γουρλωμένα μάτια. Ο

Αριστοτέλης πήγε να τους εξηγήσει, αλλά παρενέβη ο νεαρός: 

«Το φως και το σκοτάδι συνυπάρχουν σε ισορροπία. Αυτή η ισορροπία

μπορεί να διαταραχτεί το ίδιο εύκολα από το φως όπως και από το

σκοτάδι. Στη φύση δεν υπάρχει καλό και κακό. Μόνο ισορροπία» 

Ο Αριστοτέλης έγνεψε καταφατικά, χαμογελώντας στον Έκτορα και

συνέχισε: 

« Ο Αλέξανδρος ήταν ένας μεγάλος βασιλέας των Ανθρώπων της Δύσης.

Αλλά άπληστος καθώς ήταν, κατακτούσε διαρκώς νέες περιοχές. Η

απληστία του τον οδήγησε στα μέρη μας. Η Σπηλιά των Μυστηρίων ήταν

ξακουστό μέρος ακόμα και τότε. Με στρατό πέντε χιλιάδων ατόμωνεισέβαλε στην σπηλιά. Έφτασε στην Αίθουσα του Φωτός, έχοντας χάσει

Page 130: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 130/322

129

τους μισούς του στρατιώτες. Τους άλλους μισούς τους έχασε μέσα στην

Αίθουσα του Φωτός από τις τρομερές δυνάμεις που κατοικούν εκεί.

»Ο ίδιος κατάφερε να δραπετεύσει, έχοντας στην κατοχή του ένα αρχαίο,

πανίσχυρο αντικείμενο από την αίθουσα: Την Προσωπίδα του Ήλιου.

Είναι αντικείμενο γεμάτο φως, αβάσταχτο για την ανθρώπινη φύση. Αλλάη αλαζονεία του  δεν είχε όρια. Το Φως της προσωπίδας  τον κυρίεψε

ολοκληρωτικά, αλλά δεν μπόρεσε να επαλείψει την απληστία του. Με την

τρομερή ισχύ της προσωπίδας, έχτισε νέο, πανίσχυρο στρατό, τον

ξακουστό Στρατό του Ήλιου. Μισοί άνθρωποι, μισοί φως οι στρατιώτες

του είχαν μαγικές δυνάμεις, απαγορευτικές για άνθρωπο. Ο Αλέξανδρος

λίμαζε τα πάντα, σαν αχόρταγο κτήνος. Έστηνε παντού ναούς λατρείας

του Φωτός και μετέτρεπε κάθε αιχμάλωτο του σε Άνθρωπο -Φως. Οι

περισσότεροι πέθαναν πάνω στην μετατροπή τους, δεν άντεχαν τόσο φως

και έλιωναν σαν κεριά.

»Οι άνθρωποι ηγήθηκαν αυτού του πολέμου, με πολέμαρχο τον Ιάσωνα.Εγώ κάλεσα την φυλή μου να πολεμήσει, η οποία αρχικά είχε αποφασίσει 

 να απέχει. Σιγά-σιγά, δημιουργήθηκε η Δεύτερη Μεγάλη Συμμαχία. Αυτή

τη φορά ήρθαν οι Μάγοι, οι Άνθρωποι, οι Κύκλωπες οι Έχιδνες και οι

Καλικάτζαροι. Η δύναμη του Αλεξάνδρου όμως, η δύναμη της

Προσωπίδας, ήταν ανεξάντλητη. Η πρώτη εκστρατεία απέτυχε και

 υποχωρήσαμε νικημένοι και αποκαρδιωμένοι. Τότε, θυμάμαι, φοβήθηκα

πραγματικά για την μοίρα μας. Αλλά ήταν η υπερβολική δύναμη και

απληστία του φωτός που μας έσωσε. Ένας Άνθρωπος-Φως πρόδωσε τον

Αλέξανδρο και τον δολοφόνησε, για να του πάρει την Προσωπίδα. Αλλά

δεν ήταν τόσο ικανός πολέμαρχος όσο ο Αλέξανδρος. Τότε έγινε το

δεύτερο εγχείρημα. Συγκεντρώσαμε εγώ με τον Ιάσωνα όσους ήταν

πρόθυμοι να πολεμήσουν και εκείνη την φορά θριαμβεύσαμε. Η

Προσωπίδα έσπασε και η μαγεία της χάθηκε. 

»  Ο Τρίτος πόλεμος έγινε πριν από  δύο αιώνες. Τα σημάδια του δεν

φύγανε ακόμα και φαίνονται, στην μιζέρια του καιρού μας. Οι δύο

προηγούμενοι πόλεμοι ξεχάστηκαν από την ανθρωπότητα, όχι όμως από

τους μάγους. Και έτσι δύο αιώνες πριν από σήμερα ένας άγνωστος

ηγεμόνας μιας μικρής χώρας του Βορρά, κουρασμένος από την

κατάπτωση των ανθρώπων και τους συχνούς πολέμους που ταλάνιζαν τον

πολιτισμό, θεώρησε πως, προκειμένου να διασφαλιστεί  ειρήνη καιευημερία στην ανθρωπότητα, έπρεπε να κυβερνήσει ένας ηγέτης ολάκερο 

τον κόσμο και να τον ενοποιήσει κάτω από την βασιλεία του.

 Έκανε ταξίδια σε διάφορους πολιτισμούς, τα ίχνη του χάθηκαν για

χρόνια. Θεωρώ, πως κάπου διάβασε για τον Αλέξανδρο και την

εκστρατεία του. Γι’ αυτό αποφάσισε να στραφεί στο σκοτάδι αντί στο

φως. Μέσα από διάφορες τελετές και  έπειτα από  χρόνια προσπαθειών,

δημιούργησε το Σκήπτρο της Σκιάς. Αποκήρυξε το φως, έκαψε κάθε χώρα

που φιλοξενούσε απομεινάρια από τους Ναούς του Φωτός και με σύμμαχο

του το σκότος πραγματοποίησε το όνειρο του και κατέκτησε την

ανθρωπότητα. Οι μάγοι, κουρασμένοι από την πεισματική ανοησία τωνανθρώπων να διδαχθούν από τα σφάλματα του παρελθόντος και να

Page 131: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 131/322

130

εξελιχθούν, μετανάστευσαν μακριά τους σε μέρη άγνωστα και

απαγορευμένα για οποιονδήποτε θνητό. Ομολογώ ότι και εγώ απείχα από

εκείνον τον πόλεμο. Όπως και όλα τα πλάσματα, πλην του ανθρώπου.

Πέρασαν εκατό χρόνια κάτω από την ηγεμονία του   και τότε, ένας

σκλάβος του δημιούργησε μια αντάρτική ομάδα και άρχισε να χτυπάει τονστρατό του, παραμένοντας κρυφός. Ο Ωρίωνας και οι αντάρτες του

δημιούργησαν  σημαντικά πλήγματα στον βασιλιά. Και το κρισιμότερο

ήταν ότι  άρχιζε να κερδίζει την συμπαράσταση του λαού. Ο βασιλέας

επικήρυξε τον Ωρίωνα και την ομάδα του και βασάνισε άγρια τους

 υποστηρικτές του. Τότε όμως, η αγανάκτηση του λαού οδήγησε σε μαζική

εξέγερση. Και εκείνη τη χρονική στιγμή, ο Ωρίωνας έκανε την πρώτη του

εμφάνιση στον κόσμο. Συγκέντρωσε στρατό, πολυπληθή στρατό και μετά

από πέντε χρόνια πολέμου, ο στρατός του νίκησε μετά από την σημαντική

αυτοθυσία του Ωρίωνα, προκειμένου να καταστρέψει το σκήπτρο της

σκιάς.  Μερικοί εναπομείναντες του στρατού αυτού του σκοτεινού

ηγεμόνα, οι Πολεμιστές της Σκιάς εξορίστηκαν εδώ μέσα, στην αίθουσατου Σκότους».

Ο Αριστοτέλης πήρε μια βαθιά ανάσα και έμεινε σιωπηλός με τα μάτια

του να ατενίζουν το κενό, αφηρημένα και θολά σαν να τα είχε πλακώσει

πυκνή ομίχλη. Για μερικές στιγμές, το μόνο που ακουγόταν ήταν το

σπίθισμα της φωτιάς και οι ήχοι του δάσους. 

«Ώστε γι’ αυτό είναι κρυμμένοι οι μάγοι από τους ανθρώπους». Είπε ο

Φίλιππος σπάζοντας την σιωπή.

»Εσύ πως και είσαι μαζί μας όμως, Αριστοτέλη»; Πρόσθεσε. 

«Αφού έληξε ο τελευταίος Μεγάλος πόλεμος, εγώ και μερικοί άλλοι της

φυλής θεωρήσαμε πως μπορούμε να ξαναζήσουμε μαζί με τα υπόλοιπα

πλάσματα της φύσης. Όμως οι περισσότεροι διαφώνησαν, θεώρησαν πως

είναι ανούσιο και εξευτελιστικό. Αποφάσισαν να εκτελούν τα χρέη τους

προς την φύση σιωπηλά και κρυμμένοι στις σκιές , μακριά από τα μάτια

των κατώτερων φυλών. Αλλά αγαπούσα τους ανθρώπους, ακόμα τους

αγαπάω παρά τα πολλά ελαττώματα που τους χαρακτηρίζουν, σε σχέση

με τα υπόλοιπα πλάσματα. Τους είπα πως μπορούμε να τους διδάξουμε

πολλά, πως εμείς μπορούμε να τους μάθουμε πώς να εξαλείψουν πολλάαπό τα ελαττώματα τους, πως μπορούμε να τους φέρουμε στον δρόμο της

Φύσης. Αλλά διαφωνήσαμε. Είπαν πως η Φύση θα κρίνει αν θα βρουν τον

δρόμο τους ή  αν  θα αφανιστούν ξεστρατίζοντας υπερβολικά από την

πορεία τους στη Γη. Δεν ξέρω αν έχω εγώ ή αυτοί δίκιο, αλλά έκανα την

απόφαση μου και δεν μετανιώνω. Και όταν βλέπω ανθρώπους σαν τον

 Έκτορα, σκέφτομαι ότι ίσως δεν έκανα λάθος» 

Ο νεαρός χαμογέλασε αμήχανα. Κοίταξε τον ουρανό. Το παγωμένο φως

των αστεριών άρχισε να ξεθωριάζει και στην ανατολή  ο ουρανός είχε

βαφτεί μενεξελί. Η άγρυπνη εκείνη  νύχτα άφηνε ξωπίσω τους πέντε

συντρόφους και μια νέα μέρα ερχόταν να τους υποδεχτεί. Αν καικουρασμένος, ο Έκτορας δεν ήθελε να μείνουν άλλο στο ξέφωτο. Δεν  

Page 132: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 132/322

131

έβλεπε την ώρα να φύγει από  το δάσος. Οι άλλοι συμφώνησαν και έτσι

ξεκίνησαν με την αυγή του ήλιου. Ο Αριστοτέλης έστειλε τον Ερμή να

προπορευτεί μέσα στο δάσος ώστε  να τους προειδοποιήσει για τυχόν

κινδύνους ή να τους οδηγήσει, στην περίπτωση που έβρισκε  κάποιο

πέρασμα. Ο ίδιος ελάχιστα κινδύνευε. Ήταν μέρος της φύσης, κρίκος της

αλυσίδας της ζωής.

 Έτσι μπήκαν μες στο δάσος, με τον ήλιο να τους καλημερίζει χαμηλά

στην ανατολή. Αλλά, το ζεστό νεύμα του δεν άγγιζε το αρχαίο δάσος.

Αμείλικτο και αγέρωχο όπως πάντα, κύκλωσε την συντροφιά στην

πνιγηρή αγκαλιά του.  Ο Αριστοτέλης με τον Αχιλλέα οδηγούσαν την

συντροφιά. Πάσχιζαν να βρουν στενά περάσματα και παλιά μονοπάτια

μέσα από τα δέντρα  και την πυκνή βλάστηση. Φαινόταν πως, καθώς

προχωρούσαν, τα δέντρα αραίωναν ανεπαίσθητα  και η διάβαση γινόταν 

πιο εύκολη.

Συνέχισαν την πορεία, κάτω από το ψυχρό πρασινωπό φως που έστελνανοι πυκνές φυλλωσιές, για ώρες. Έκαναν αρκετές ολιγόλεπτες στάσεις, ενώ

 υπήρξαν μερικές έκτατες παύσεις, που οφείλονταν στην διαφωνία των δύο

οδηγών σχετικά με τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουν. Δεν

συνάντησαν κάποιον κίνδυνο, αλλά αυτό κάθε άλλο παρά καθησύχαζε τον

 Έκτορα. Δεν κράδαινε το σπαθί του, φοβόταν ότι αυτό θα προκαλούσε τα

δέντρα, αλλά ήταν σε μόνιμη επιφυλακή και είχε τις αισθήσεις του

οξυμένες.  Ο Αριστοτέλης φαινόταν να οδηγούσε σωστά την ομάδα. Τα

δέντρα αραίωναν συνεχώς, που έμοιαζε καλό σημάδι και ξεσκέπασε δύο

βαθιές τρύπες καλυμμένες από φύλλα και χώμα. Ο Έκτορας υπολόγισε

πως, αν κάποιος έπεφτε μέσα, θα τραυματιζόταν σοβαρά και κατά πάσα

πιθανότητα θα παγιδευόταν για ώρες. Η υγρασία αυξανόταν συνεχώς και

επιδείνωνε την εξάντληση της συντροφιάς. Η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή

και κάθε αναπνοή έμοιαζε σαν προσπάθεια να ανασάνουν κάτω από το

 νερό. Τα ρούχα τους μούσκεψαν από τον ιδρώτα και κόλλησαν πάνω στα

εξαντλημένα κορμιά τους. Οι μύες του Έκτορα διαμαρτύρονταν σε κάθε

βήμα του και το χτύπημα στο κεφάλι τον έτσουζε. Αλλά ήταν τόσο

μεγάλη η λαχτάρα του να φύγει από την Αίθουσα , που τάχυνε πεισματικά

το βήμα του. 

Βάδιζαν αδιάκοπα για ώρες, αμίλητοι από εξάντληση και φόβο. Αν και η

βλάστηση είχε αραιώσει αρκετά, το φως του ήλιου δεν έφτανε μέσα απότα δέντρα και το σκοτάδι του δάσους έκρυβε πολλούς κινδύνους. Ο μόνος

ήχος που έσπαγε την βαριά σιωπή ήταν το σούρσιμο των φύλλων , που

έμοιαζε σαν υποχθόνιος ψίθυρος. Ο Έκτορας κοιτούσε διαρκώς τις

παγωμένες σκιές των δέντρων, έτοιμος να τραβήξει το σπαθί του ανά

πάσα στιγμή. Ξάφνου ο Αριστοτέλης σταμάτησε ανάμεσα από δύο

θεόρατα πλατάνια. Δεν μίλησε, καθόταν ακίνητος και κοιτούσε, ενώ

ανέπνεε ασθματικά. 

«Θαρρώ πως εδώ γύρω πρέπει να βρίσκεται ένα μικρό ρυάκι». Πρόφερε

τελικά. Δίχως να περιμένει απάντηση, άπλωσε το χέρι του ψηλά και

περίμενε. Όλοι κοιτούσαν απορημένοι ο ένας τον άλλον. Αλλά την στιγμήπου ο Έκτορας έκανε να τον ρωτήσει τι συνέβαινε,  ο Ερμής πρόβαλε

Page 133: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 133/322

132

μέσα από τις φυλλωσιές και έκατσε στο χέρι του. Ο μάγος έφερε τα

κεφάλι του στα χείλη του και κάτι του ψιθύρισε. Το γεράκι έκρωξε

σιγανά. Ο Αριστοτέλης του έγνεψε και εκείνο έκατσε στον ώμο του ενώ ο

μάγος στράφηκε στους υπόλοιπους. 

«Είχα δίκιο, λίγο παρακάτω περνάει ένα μικρό ρυάκι με καθαρό ,κρυστάλλινο νερό. Αν το ακολουθήσουμε θα μας βγάλει στην έξοδο!» 

Το ηθικό τους αναπτερώθηκε στη στιγμή και ο Έκτορας ένιωσε να

εξατμίζεται κάθε ίχνος κούρασης. Ο Αχιλλέας δεν δυσκολεύτηκε να βρει

το ρυάκι. Περνούσε ανάμεσα από τα ριζά μιας συστάδας πλατάνων και

κελάρυζε τραγουδιστά πάνω σε καφετιά βράχια. Η συντροφιά έκανε μια

παύση εκεί, δροσίστηκαν, γέμισαν τα παγούρια τους και έφαγαν ζουμερά

βατόμουρα που φύτρωναν στις όχθες του. Έπειτα το ακολούθησαν με τον

Αριστοτέλη να προπορεύεται. Το ποταμάκι διέγραφε μια κατηφορική

διαδρομή και περνούσε από μία πυκνή και σκοτεινή, ψυχρή περιοχή

γεμάτη πλατάνια και ιτιές με χοντρούς κορμούς. Δυσκολεύτηκαν αρκετάκαι τους ταλαιπωρούσαν ακόμα περισσότερο τα αιμοβόρικα έντομα, που

τους περικύκλωναν κατά μιλιούνια. Αλλά η σκέψη ότι σύντομα θα

έβγαιναν, ότι σύντομα η δοκιμασία αυτή θα τελείωνε, τους πότισε με

ανεξάντλητη δύναμη και κουράγιο. 

Δύο σκυφτές ιτιές με δυνατούς στριφογυριστούς κορμούς έριχναν την

σκιά τους σε μια πλατιά στροφή του ποταμιού. Τα έντομα που συνόδευαν

τους συντρόφους σε κάθε βήμα τους ,έμοιαζαν να θεριεύουν καθώς

προχωρούσαν. Ορισμένα από αυτά είχαν μέγεθος μικρού σπουργιτιού. Τα

τσιμπήματα τους έτσουζαν και προκαλούσαν έντονη φαγούρα. Ο

 Έκτορας, την ώρα που έξυνε το χέρι του, το οποίο κοκκίνισε έντονα στο

σημείο που το τσίμπησε ένα μεγάλο κουνούπι, αναρωτήθηκε αν θα

συναντούσαν έντομα στο μέγεθος των σκορπιών που αντιμετώπισαν την

περασμένη νύχτα. Αυτό θα τους καθυστερούσε σημαντικά και θα τους

έθετε σε κίνδυνο. Ο Αριστοτέλης πάντως έμοιαζε να μην ανησυχεί.

Περπατούσε γοργά και ανυπόμονα, αλλά όχι βιαστικά και φοβισμένα. Ο

 νεαρός βεβαίωσε τον εαυτό του ότι δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνος αν και,

όπως πάντα, είχε τις αισθήσεις του σε επιφυλακή. 

Το ποτάμι πλάταινε και βάθαινε σταδιακά καθώς προχωρούσαν, και το

καθαρό νερό του έσχιζε το δάσος στα δύο σαν την παγωμένη λεπίδακοφτερού σπαθιού. Σε ένα σημείο έπεφτε ορμητικό και θυμωμένο από

έναν απόκρημνο καταρράχτη. Τα βράχια γύρω του ήταν γλιστερά και

λεία, οπότε η κατάβαση από αυτό το σημείο δεν ήταν η ενδεδειγμένη. Ο

Αριστοτέλης, αφού ζύγιασε τους κινδύνους, αποφάσισε να κάνουν μια

παράκαμψη και κατέβηκαν από ένα πιο ασφαλές σημείο , μερικές

εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα, ανάμεσα στους  θεόρατους κορμούς των

γερό-πλατάνων που ζούσαν εκεί. 

Βρήκαν το ποτάμι είκοσι μέτρα πιο πέρα από τον καταρράχτη να

κελαρύζει άγρια και να ρέει με μεγάλη ταχύτητα. Το δάσος είχε αραιώσει

αισθητά σε αυτό το σημείο και μπορούσαν να βαδίζουν με περίσσιαάνεση. Αύξησαν την ταχύτητα τους, αλλά για ώρες το ποτάμι έρρεε

Page 134: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 134/322

133

ανέμελα πλάι στα νεαρά δέντρα, που φύτρωναν εκεί, ποτίζοντας τα,

βοηθώντας τα να μεγαλώσουν και να σταθούν περήφανα, στα μεγάλα ύψη

που άνοιγε ο ουρανός πάνω τους. Ο Έκτορας παρατήρησε πως αυτά τα

 νεαρά δέντρα με τους λεπτούς ανοιχτόχρωμους κορμούς δεν ήταν τόσο

εχθρικά απέναντι τους αν και έμοιαζαν να ταλαντεύονται νευρικά, σαν να

ήταν σε συνεχή επαγρύπνηση. 

Ο μάγος πρότεινε, με φωνή που βγήκε αδύναμη και λαχανιασμένη,  να

κάνουν ένα διάλειμμα και όλοι συμφώνησαν. Ήταν εξαντλημένοι, τα

πόδια τους πονούσαν ενώ το δέρμα τους ήταν ερεθισμένο από τα

τσιμπήματα. Το στομάχι του Έκτορα γουργούρισε παραπονεμένο, και είδε

τον Φίλιππο να βγάζει από το ταγάρι του τις προμήθειες του. Τον

μιμήθηκε και άρχισε να τρώει με βουλιμία το καπνιστό αγριογούρουνο, τα

φρέσκα βατόμουρα, τα μανιτάρια και τα καρότα που μάζεψαν πριν

μερικές ώρες κοντά στις όχθες. Φρόντισε να φυλάξει μπόλικο φαγητό για

την συνέχεια, αλλά λογάριασε με φόβο πως δύσκολα θα κρατούσαν  οι

προμήθειες μέχρι να έβγαιναν από την σπηλιά. Ήπιε μια γουλιά νερό απότο δερμάτινο παγούρι του, ήταν παγωμένο και δρόσισε τα σωθικά του που

καίγονταν. Το φαί του έδωσε ενέργεια, κουράγιο και κέφι. Θαρρείς και

ήταν ποτισμένο με αισιοδοξία, μπήκε μέσα του και την μετέφερε στην

καρδιά του, που άρχισε να χτυπάει πιο ζωηρά. Όταν απόφαγαν, ξάπλωσαν

στο δροσερό χώμα, που μύριζε έντονα, να ξαποστάσουν. Ο Έκτορας πήρε

αγκαλιά του την Ανδρομάχη και χάιδεψε τις ζεστές, απαλές της παλάμες. 

«Γιατί να μην χτίσουμε ένα σπίτι εδώ μέσα και να ζήσουμε την υπόλοιπη

ζωή μας»; Αστειεύτηκε ο Φίλιππος φωναχτά, προσπαθώντας να

αναπτερώσει το ηθικό της ομάδας. «Θέλω να πω, αισθάνομαι τόσο

φιλόξενα εδώ μέσα. Ποιος δεν θα ήθελε να ζήσει με αυτά τα ήρεμα και

ευγενικά δέντρα ή με τους γιγάντιους σκορπιούς που τόσο φιλικά μας

 υποδέχθηκαν εδώ μέσα; Τι λες Έκτορα;» 

«Ναι αμέ, είμαι σίγουρος ότι αυτά τα δέντρα είναι ιδανικά για να

χτίσουμε ένα δεντρόσπιτο. Θα αναθέσουμε στην Ανδρομάχη να μας

φυλάει όλη μέρα από τους σκορπιούς τα λιοντάρια και λοιπούς κινδύνους

και εμείς θα ζούμε ξέγνοιαστα». 

Η Ανδρομάχη χτύπησε απαλά τον Έκτορα στην κοιλιά ενώ ένα

χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπο της. 

«Ω, Έκτορα δεν φέρονται έτσι. Ξεχνάς ότι η Ανδρομάχη είναι

δεσποσύνη;» 

«Ευχαριστώ Φίλιππε». Είπε η Αμαζόνα. 

«Ως δεσποσύνη οφείλεις, εκτός των παραπάνω, να φέρνεις και φαγητό

στο σπίτι»… 

Γέλασαν όλοι, ακόμα και ο Αχιλλέας και για λίγο αποσπάστηκαν από

την δοκιμασία που έπονταν. Ο Αριστοτέλης τους άφησε να ξεγνοιάσουνγια λίγη ώρα ακόμα και τους σήκωσε να συνεχίσουν.

Page 135: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 135/322

134

Το αστραφτερό ποτάμι οδηγούσε τα βήματα των οδοιπόρων και η

αντανάκλαση του ήλιου, που χόρευε στο τρεχούμενο νερό χάιδευε τα

ταλαιπωρημένα πρόσωπα τους.  Έπειτα από αρκετές ώρες, είδαν ξανά το

γαλάζιο του ουρανού πάνω από τα κεφάλια τους. Ήταν η μοναδική

περιοχή του δάσους που μπορούσαν να φτάσουν οι ακτίνες του δάσους.Τα δέντρα ήταν αραιά, με λεπτούς κορμούς και κοντά εύθραυστα κλαδιά,

οπότε το φως έφτανε να ζεστάνει το χώμα και τις ψυχές της συντροφιάς,

που γέλασαν βλέποντας τα βαμβακένια σύννεφα να καλπάζουν, σαν άγρια

άλογα στο γαλάζιο απέραντο λιβάδι του ουρανού. Πλέον ήταν κοντά. 

«Το ποτάμι στρίβει νότια εδώ και σε μερικές εκατοντάδες μέτρα θα

βγούμε στο ξέφωτο, όπου ξαποσταίνει το νερό σε μια καθαρή, βαθιά

λιμνούλα. Εκεί βρίσκεται η πύλη της εξόδου μας από την Αίθουσα της

φύσης». Πρόφερε ανυπόμονα ο Αριστοτέλης και έδειξε, με προτεταμένο

το δάχτυλο την στροφή που έπαιρνε το ποτάμι. Το βήμα τους τάχυνε κι

άλλο, πήγαιναν σχεδόν τρέχοντας. Η καρδιά του Έκτορα σφυροκοπούσεστο στήθος του υπογραμμίζοντας την σκέψη που επαναλαμβάνονταν στο

μυαλό του: Μία αίθουσα λιγότερη, τρεις απομένουν… 

Τα δέντρα μπροστά του χάθηκαν, το φως πλημμύρισε τα μάτια του και

το ξέφωτο ανοίχτηκε μπροστά τους… 

Ξάφνου ένιωσε την καρδιά του να σταματά, η ψυχή του βούλιαξε και η

ψυχρολουσία που ακολούθησε μύριζε έντονα απογοήτευση. Δεν υπήρχε  

ξέφωτο. Τα πόδια τους κατέρρευσαν  στο λασπωμένο έδαφος, μπροστά

τους έβλεπαν μια τεράστια λίμνη γεμάτη καφέ, βρώμικο νερό. Ο Έκτορας

περπάτησε με βαριά βήματα στην πλατιά ακτή και αναρωτιόταν τι

συνέβη. Κοίταξε τριγύρω. Η συντροφιά στεκόταν σε ένα πλατύ αλλά

μικρό κομμάτι ακτής, ενώ γύρω τους η λίμνη εκτεινόταν μέχρι τα βάθη

του δάσους. Στην επιφάνεια της έπλεαν χοντροί κορμοί. Ήταν τόσο θολά

που δεν ήταν δυνατό να δουν τι υπήρχε μέσα στο  παγωμένο, σιωπηλό

 νερό.  Κοίταξε τον Αριστοτέλη και πρόσεξε ότι και ο ίδιος αντίκριζε

εμβρόντητος τα ήρεμα νερά της λίμνης. 

«Ως φαίνεται, οι αιώνες δεν άφησαν ακατέργαστο το αρχαίο δάσος.

Εξύφαιναν με υπομονή αυτήν την κατεργαριά, σιωπηλά και συνωμοτικά.

Δεν το προέβλεψα και ζητώ συγνώμη.» 

«Τι θα κάνουμε τώρα; Είναι ασφαλές το νερό; Θα το διαβούμε;» 

αναρωτήθηκε ο Φίλιππος. 

Ο Έκτορας παρατηρούσε ένα κούτσουρο που έπλεε στο νερό , κάτι

περίεργο είχε στην όψη του.  Για μια στιγμή του φάνηκε πως είδε ένα

ζευγάρι κίτρινα μάτια στη μια άκρη του σαπισμένου ξύλου. Και, καθώς ο

Φίλιππος έσκυβε πάνω από το νερό για να το εξετάσει, εκείνος κινήθηκε 

αστραπιαία.

 Έδωσε ένα σάλτο και τράβηξε πίσω το Φίλιππο, τόσο απότομα πουπαραλίγο να του εξαρθρώσει τον ώμο. Την στιγμή που έπεσαν πίσω , ένα

Page 136: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 136/322

135

τέρας με μακρύ, πεπλατυσμένο ρύγχος και σκληρό δέρμα στο χρώμα του

ξύλου βγήκε από το νερό και ανοιγόκλεισε με πάταγο τα σαγόνια του, στο

σημείο που πριν ήταν σκυμμένος ο Φίλιππος. Το τέρας έβγαλε έναν τραχύ

βρυχηθμό και βούτηξε ξανά στο λασπωμένο νερό. 

«Κροκόδειλοι» παρατήρησε ανέκφραστα ο Αχιλλέας. «Η λίμνη θα  ‘ναιγεμάτη από δαύτους.» 

«Νόμιζα πως ήταν κούτσουρα που έπλεαν στην επιφάνεια της λίμνης.

Μα τώρα διακρίνω καθαρά, είναι τα κεφάλια τους.» κοντανάσανε

αιφνιδιασμένη η Ανδρομάχη. 

«Περίμεναν καρτερικά να πλησιάσουμε το νερό. Ευτυχώς το κατάλαβες

 νωρίς, Έκτορα, λίγο έλειψε.» έκανε ο μάγος και βοήθησε τον Έκτορα και

τον Φίλιππο να σηκωθούν. Ο τελευταίος έχασε για λίγο την μιλιά του ,

κοιτώντας το σημείο από το οποίο είχε βγει  πριν μερικές στιγμές το

τεράστιο ερπετό. Τα πανίσχυρα σαγόνια του ήταν τόσο μεγάλα, που μεμία δαγκωνιά μπορούσαν να τον κόψουν στη μέση. Ανάσανε βιαστικά και

προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ. 

«Θ- Θαρρώ πως το νερό δεν είναι ασφαλές να το διαβούμε» κατάφερε να

πει με ξεψυχισμένη φωνή. 

«Τι θα κάνουμε;» η φωνή της Ανδρομάχης έσταζε συγκρατημένο

πανικό. Δεν ήταν η μόνη που φοβόταν. Τα θηρία, που βασίλευαν στη

λίμνη, είχαν μήκος πάνω από πέντε μέτρα, σκληρά λέπια, τεράστια

σαγόνια γεμάτα αιχμηρά δόντια και χνώτο που μύριζε θάνατο.

«Μπορούμε να τους πολεμήσουμε. Έχουμε νικήσει πιο φοβερά θηρία

από τούτα.» πρότεινε ο Αχιλλέας. 

«Όχι» πρόσταξε βιαστικά ο Αριστοτέλης.  »Διαταράξαμε αρκετά την

ισορροπία αυτής της Αίθουσας. Στη φύση υπάρχει ισορροπία, εύθραυστη

αλλά συνάμα πανίσχυρη και κεντημένη με μεγάλη σοφία. Αν διαταραχτεί,

τρομερά πράγματα μπορούν να συμβούν και αλίμονο σε αυτόν που θα την

σπάσει. Φοβούμαι πως, αν σκοτώσουμε τους κροκόδειλους, θα

ελευθερώσουμε άλλες δυνάμεις, πιο ισχυρές, που κρύβονται στα βάθη της

λίμνης, κάτω από τον κλοιό τούτων των ερπετών» 

«Τότε μπορούμε να δημιουργήσουμε αντιπερισπασμό. Αν

συγκεντρώσουμε τροφή σε μια γωνιά της λίμνης θα τραβηχτούν όλοι εκεί

και θα περάσουμε ανεμπόδιστα» απάντησε η Ανδρομάχη. 

«Δεν θα μαζεύαμε αρκετή ποσότητα τροφής για να δελεάσουμε όλους

αυτούς ούτε αν κυνηγούσαμε ένα μήνα δίχως διακοπή». αντιγύρισε ο

μάγος. 

«Θα φτιάξουμε μια βάρκα. Εγώ θα την φτιάξω. Ίσως έτσι μπορέσουμε

 να περάσουμε. Ενέχει ρίσκο αλλά μπορούμε καλύτερα να αποκρούσουμε

τις επιθέσεις  πάνω σε μια βάρκα, παρά μες στο αβέβαιο νερό. Και θα

Page 137: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 137/322

136

περάσουμε γρηγορότερα απέναντι.» πρόσθεσε ο Έκτορας. Δεν ήταν η

ιδανική λύση, αλλά ήταν η καλύτερη που μπορούσε να σκεφτεί. 

«Θα διαλύσουν την βάρκα με ένα τίναγμα της ουράς τους» έκανε

ανήσυχος ο Φίλιππος. 

«Δεν έχουμε άλλη επιλογή από τούτη όμως. Ούτως ή άλλως κάλιο να

διαλύσουν την βάρκα παρά εμάς. Δεν έχουμε πολλές ελπίδες, αλλά αν

μείνουμε εδώ δεν έχουμε καμία» 

«Μα δεν υπάρχει κάποιο άλλο πέρασμα Αριστοτέλη; Ίσως βρούμε πιο

ασφαλή τρόπο να περάσουμε απέναντι» 

«Η μνήμη μου είναι καλή όπως πάντα, Φίλιππε. Θα αναγκαστούμε να

περάσουμε την λίμνη για να βγούμε από εδώ και αυτό είναι το

κοντινότερο σημείο για να την διαβούμε.» 

Ο Έκτορας είδε τα θηρία να παραμονεύουν κρυμμένα στο βρώμικο νερό

με τα κεφάλια τους μοναχά να εξέχουν. Απέναντι, σε ένα μικρό κομμάτι

στεριάς,  έχασκε ένα δέντρο με χοντρό, καφετί κορμό, γκρίζο πυκνό

φύλλωμα και ένα άνοιγμα ανάμεσα στις δυνατές του ρίζες. Από εκεί θα

έβγαιναν έξω από την Αίθουσα της Φύσης. Υπολόγισε πως η απόσταση

ήταν περίπου τετρακόσια μέτρα ευθεία. Τετρακόσια μέτρα διαδρομής στο

σκοτεινό σιωπηλό νερό, μέσα από τεράστιους κροκόδειλους που

αδημονούσαν για φρέσκια λεία.

Φλόγες άστραψαν στο νερό καθώς ο ήλιος έπεφτε από τον ουρανό. Ο

Αποσπερίτης χαμογελούσε κιόλας ψηλά στο σκοτεινό στερέωμα. Η

συντροφιά υποχώρησε μες στο δάσος, προκειμένου να βρει καταφύγιο

από τα ψυχρόαιμα θεριά της λίμνης. Είχε αποφασιστεί να δοκιμάσουν να

περάσουν τα νερά της με βάρκα αλλά ήταν πολύ αργά για να ξεκινούσαν 

την κατασκευή της. Άλλωστε δεν είχαν ξύλα και φυσικά δεν τολμούσαν  

 να απλώσουν τα χέρια τους στα ζωντανά δέντρα του δάσους. Αλλά

αρκετά μέτρα πιο πίσω, ο Ρούνον Ονέκορν είχε διαλύσει πολλά δέντρα

και οι γεροί κορμοί τους ήταν υπερπολύτιμο εφόδιο για την βάρκα. Ο

 Έκτορας, όπως όλοι τους, ήταν εξουθενωμένος και όταν κάθισαν χάμω,

μερικά μέτρα μακρύτερα από την λίμνη έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε

σχεδόν αμέσως. Το ποτάμι κυλούσε δίπλα τους και το κελάρυσμα του νερού ήταν νανουριστικό. Ο Αχιλλέας προσφέρθηκε να φυλάξει πρώτος

σκοπιά και ο Αριστοτέλης δεύτερος αφήνοντας τους υπόλοιπους να

χορτάσουν ύπνο. 

Η νύχτα κύλησε ήρεμα, δίχως μπελάδες και η συντροφιά ξύπνησε

προτού ανατείλει ο ήλιος. Έφαγαν ένα γρήγορο πρωινό και  άρχισαν την

πορεία τους πίσω στον λάκκο, όπου σκότωσαν τον βασιλέα των

σκορπιών. Ήταν δυσάρεστο αυτό το πισωγύρισμα και όλοι τους ένιωθαν

την τραγική ειρωνεία της κατάστασης που ξετυλιγόταν μπροστά τους. Η

πόρτα της εξόδου απείχε λιγότερο από μισό χιλιόμετρο. Παρ’ όλα αυτά,

για να διανύσουν αυτή την απόσταση έπρεπε πρώτα να περπατήσουν τατριπλά μέτρα και μάλιστα κουβαλώντας βαριά φορτία στην πλάτη τους. Ο

Page 138: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 138/322

137

 Έκτορας είδε τον Φίλιππο συνοφρυωμένο και με κοκκινισμένο πρόσωπο.

Κατάλαβε ότι ήταν δυσαρεστημένος από την απόφαση που πήραν και

πάσχιζε μέσα του να βρει κάποια εναλλακτική λύση, πριν να ήταν πολύ

αργά. Όμως άδικα συλλογιζόταν, πίστευε ο Έκτορας. Αν ο Αριστοτέλης

δεν μπόρεσε να σκεφτεί κάτι καλύτερο, κάτι πιο ασφαλές από την βάρκα,

τότε ήταν η μόνη τους ελπίδα. Μια ελπίδα όμως που κρεμόταν από μιαλεπτή κλωστή. Διότι η βάρκα ήταν στ’ αλήθεια λύση απελπισίας και

ξεχείλιζε από θανατερούς κινδύνους. Ορθά είχε πει  ο Φίλιππος ότι οι

κροκόδειλοι θα μπορούσαν εύκολα να διαλύσουν την βάρκα και τότε θα

έμεναν εκτεθειμένοι στα αβέβαια νερά της λίμνης. Θα προλάβαιναν να

φτάσουν τότε στην ακτή κολυμπώντας; Οι τρεις άντρες μάλιστα

κουβαλούσαν βαριά όπλα και αποσκευές που θα  τους τραβούσαν στον

σκοτεινό βυθό όπου, σύμφωνα με τον μάγο, κρύβονταν και άλλα

πλάσματα εκτός από κροκόδειλοι. Αιμοβόρικα ψάρια, τεράστια φίδια και 

άγνωστα πλάσματα που αρέσκονταν στο σκοτάδι και το κρύο που παρείχε 

ο βυθός της λίμνης. Οι κίνδυνοι ήταν πολλοί και πιθανότατα οδηγούσαν

στον θάνατο.

Αλλά ο Έκτορας σκέφτηκε ότι αυτή η παρέα δεν κατάφερε λίγα. Μεγάλα

κατορθώματα κουβαλούσε περήφανα στις πλάτες της και ξέφυγε πολλές

φορές μέσα από τα νύχια του θανάτου  και της αποτυχίας.  Ναι, θα τα

καταφέρουμε και αυτή τη φορά.  Βεβαίωσε τον εαυτό του, αν και η

αμφιβολία υπόβοσκε μέσα στην καρδιά του. 

Ο ήλιος σκαρφάλωσε μεσούρανα, κύλησε δυτικά, έσβησε και τελικά,

όταν η νύχτα είχε προχωρήσει και τα μεταμεσονύχτια αστέρια

χαμογελούσαν στο κατάμαυρο φόντο του ουρανού, οι πέντε ξεπρόβαλαν

στο σημείο όπου είχαν ξαποστάσει το προηγούμενο βράδυ. Ο Έκτορας με

τον Αχιλλέα κουβαλούσαν έναν θεόρατο κορμό με μακριά δυνατά κλαδιά,

ο Αριστοτέλης με την Ανδρομάχη έναν μικρότερο και ο Φίλιππος έσερνε

με κόπο ένα μεγάλο, σπασμένο μπράτσο από έλατο. Αν είχε υπολογίσει

σωστά ο Έκτορας, είχαν αρκετή ξυλεία για μια γερή βάρκα. Καθώς η

 νύχτα έφτανε στα τελειώματα της και όλοι τους κουτουλούσαν από την

 νύστα κοιμήθηκαν επιτόπου, δίχως να φυλάξουν σκοπιά.

 Όμως το ξημέρωμα ήρθε ανελέητο και τους ξύπνησε με την πρωινή του

αύρα. Ο Έκτορας ένιωθε πολύ κουρασμένος, αλλά ήξερε ότι έπρεπε να

βιαστεί. Πήγε στο ποτάμι και έβρεξε το πρόσωπο του, έφαγε πρόχειρα καιμετά έκατσε σταυροπόδι κοιτώντας τους κορμούς.  Μέσα του, ο

ξυλουργός, που έμεινε αδρανής από τότε που έφυγε από την Ροτενσνέικ ,

ξύπνησε και η παλιά του τέχνη ήρθε στην θύμηση του. Δεν είχε φτιάξει

ποτέ του βάρκα βέβαια, καθώς το ποτάμι στην Ροτενσνέικ ήταν ρηχό και

γεμάτο βράχους. Αλλά ήξερε κάμποσα από τα βιβλία του Αριστοτέλη και

με την συνεργασία του θα τα κατάφερνε. Έφτιαξε στο μυαλό του ένα

 νοητό σχέδιο, φαντάστηκε κάθε σπιθαμή της βάρκας, κάθε λεπτομέρεια.

Και έπειτα ξεκίνησε. Πήρε το τσεκούρι του Αχιλλέα και ένα από τα κοντά

σπαθιά του Φίλιππου και άρχισε να δουλεύει με τον μεγάλο κορμό.

Συζητούσε με το Αριστοτέλη τις λεπτομέρειες και ο μάγος του έδινε

πολλές χρήσιμε συμβουλές.

Page 139: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 139/322

138

Σύντομα, όλη η συντροφιά άρχισε να δουλεύει υπό τις καθοδηγήσεις των

δύο αντρών. Αφού έκοψαν όλα τα κλαδιά από τον κορμό , άρχισαν να

σκαλίζουν την ράχη  του ώσπου να δημιουργηθεί μια κοιλότητα που να

χωρούσε και τους πέντε. Έπειτα, σουλούπωσαν τον κορμό, ώστε να είναι

ισοζυγισμένος  και να μην γέρνει. Με τον μικρότερο κορμό έφτιαξαν

πλατιά και μακριά κουπιά ενώ τα περισσεύματα χρησιμοποιήθηκανπροκειμένου  να αντισταθμίσουν το βάρος στη βάρκα για  να ισορροπεί. το

χοντρό κλαδί που κουβάλησε ο Φίλιππος το χρησιμοποίησαν για να

οπλίσουν την βάρκα με μακριά κοντάρια στο κάτω μέρος της και στα

πλάγια, αποτρέποντας έτσι πιθανές επιθέσεις.  Έφτιαξαν και δύο ζευγάρια

κουπιά με πλατιές άκρες.  Ο ήλιος παρατηρούσε ολημερίς τους πέντε

συντρόφους να εργάζονται, οι οποίοι δεν σταμάτησαν παρά δύο ώρες

μετά την δύση του. Συνέχισαν να δουλεύουν κάποιες λεπτομέρειες μες 

στο παγωμένο ημίφως του μισοφέγγαρου και τελικά το εγχείρημα τους

τελείωσε με επιτυχία και ταχύτητα πριν τα μεσάνυχτα.

Η βάρκα έμοιαζε με θωρακισμένο άρμα μάχης, καθώς  τα αιχμηράακόντια εξείχαν από  κοιλιά της,  που έλαμπε ασημιά κάτω από τον

έναστρο ουρανό. Οι πέντε κάθισαν γύρω της,  κοιτώντας το αποτέλεσμα

των κόπων τους. Ήταν ότι καλύτερο μπορούσαν να κάνουν σε αυτό το

χρονικό διάστημα και με τα υλικά που είχαν. Φαινόταν γερή κατασκευή

και θα άντεχε τυχόν επιθέσεις. Ο Έκτορας ήλπιζε ότι τα κοντάρια θα

αποθάρρυναν τους κροκοδείλους. Η Ανδρομάχη μάλιστα είχε την ιδέα να

αλείψει τις αιχμές από δυο-τρία κοντάρια με το δηλητήριο που μάζεψε

πριν τρία μερόνυχτα. Δεν ήταν αρκετό για να σκοτώσει, αλλά πίστευε πως

οι κροκόδειλοι θα αναγνώριζαν την μυρωδιά που θα απλωνόταν στο νερό

και θα φοβούνταν να πλησιάσουν. Με τις καρδιές όλων να πλανώνται

στην απέναντι όχθη της λίμνης και την ελπίδα να ζεσταίνει τα σπλάχνα

τους,  έπεσαν αποκαμωμένοι και πλανήθηκαν στα όνειρα που έπλεκε

μυστηριωδώς ο νους και έμειναν στον κόσμο του Μορφέα ως να τους

ξυπνήσει το φλεγόμενο πρόσωπο του πρωινού ήλιου, που κρυφοκοίταζε

την συντροφιά μέσα από την πυκνή φυλλωσιά των νεαρών δέντρων 

. Ο Φίλιππος ξύπνησε πρώτος, ακολουθούμενος από τον Αχιλλέα λίγες

στιγμές μετά. Οι δυο τους πήγαν και παρακολούθησαν για μερικά λεπτά

τα νερά της λίμνης. Οι κροκόδειλοι έβγαιναν από την σκοτεινιά του

δάσους και έπλεαν στην επιφάνεια της λίμνης, προκειμένου να λιαστούν

και να ζεστάνουν τα ψυχρά κορμιά τους. Ορισμένοι ήταν πολύ κοντά στοκομμάτι στεριάς όπου στέκονταν ο Φίλιππος και ο Αχιλλέας. Ο πρώτος

εξακολουθούσε να ανησυχεί πολύ για το εγχείρημα που ήθελαν να

πράξουν, αλλά αποδέχτηκε ότι ήταν η καλύτερη δυνατή λύση. Όταν

γύρισαν πίσω, στο σημείο που κατασκήνωσαν, οι άλλοι είχαν πλέον

ξυπνήσει. Ο Έκτορας και η Ανδρομάχη πλένονταν στο ποτάμι, ενώ ο

Αριστοτέλης εξέταζε για στερνή φορά την βάρκα. Τους πρότεινε να

ξεκινούσαν  λίγο πριν το μεσημέρι, όταν ο ήλιος θα ήταν  ψηλά στον

ουρανό και πιο δυνατός. 

«Οι κροκόδειλοι θα ναρκωθούν στη ζεστασιά του μεσημεριού και δεν θα

είναι τόσο δραστήριοι όσο τώρα». Είπε χαϊδεύοντας την φτερούγα τουΕρμή, που κοιμόταν στον ώμο του. Έτσι και έγινε. Καθώς περίμεναν τον

Page 140: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 140/322

139

ήλιο να ανέβει στην κορφή, συνεννοήθηκαν να κάνουν κουπί ο Φίλιππος

και ο Αχιλλέας ενώ ο Έκτορας θα πρόσεχε την πλώρη και η Ανδρομάχη

με τον Αριστοτέλη την πρύμνη της βάρκας, προφυλάσσοντας την από

τους κινδύνους που παραμόνευαν. 

Το μεσημέρι ήρθε τρέχοντας, θαρρείς, ίσως επειδή η αγωνία, που μόλυνετις ψυχές των πέντε συντρόφων, έκανε τον χρόνο να πετά. Ο Έκτορας είδε

το κίτρινο αστέρι να φλέγεται ψηλά στον ουρανό, κοίταξε τον Αριστοτέλη

και εκείνος έγνεψε. Ήταν η ώρα να ξεκινήσουν. Έπιασαν από μια πλευρά

της βάρκας και την κουβάλησαν στην όχθη. Η λίμνη ήταν γεμάτη από

γιγάντια ερπετά, που κολυμπούσαν ανέμελα και σχεδόν προκλητικά στα

καφετιά νερά της. Άφησαν την βάρκα κάτω και, αφού βεβαιώθηκαν ότι

δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνος σε ακτίνα πέντε μέτρων, ο Έκτορας και ο

Αχιλλέας μπήκαν μες στο νερό. Ο βούρκος της λίμνης τους τράβηξε

μερικά εκατοστά μέσα και η  γλοιώδης, βρωμερή υφή του έκανε τον

 Έκτορα να ανατριχιάσει.  Έσπρωξαν την βάρκα μέσα στη λίμνη και την

αναποδογύρισαν βιαστικά. Η κοιλιά της βάρκας έπεσε στο νερό και ηξύλινη κατασκευή άρχισε να επιπλέει απαλά. Οι δύο άντρες βγήκαν

γρήγορα από το νερό και με ένα σάλτο πήδηξαν μέσα στη βάρκα μαζί με

τους υπόλοιπους. Ο Έκτορας πήγε στο μπροστινό μέρος της, η Αμαζόνα

και ο μάγος έμειναν πίσω και ο Φίλιππος με τον Αχιλλέα άρχισαν να

δουλεύουν τα κουπιά.

Η βάρκα δεν πήγαινε γρήγορα. Τα ακόντια στο κάτω μέρος

δημιουργούσαν μεγάλη αντίσταση και έκοβαν ταχύτητα. Όμως

βοηθούσαν σημαντικά, όχι μόνο στην άμυνα, αλλά και στην ισορροπία

της βάρκας. Πράγματι, αν και αργά, η βάρκα κινούταν εξαιρετικά ομαλά. 

Οι δύο άντρες δούλευαν γρήγορα το κουπί και καθώς τα νερά άρχισαν

 να βαθαίνουν και να σκοτεινιάζουν, οι κροκόδειλοι ζύγωναν. Ο Έκτορας

βλέποντας τις θολές σκιές τους κάτω από την επιφάνεια του νερού και

 νιώθοντας την καρδιά του να τρέμει, τράβηξε το σπαθί του και το

κράτησε σφιχτά. Οι τεράστιες φιγούρες τους κινούνταν με μεγάλη

επιδεξιότητα και ταχύτητα στο νερό, εμφανίζονταν και χάνονταν

στιγμιαία γύρω τους, ζυγίζοντας το υποψήφιο θήραμα τους. Ένας μεγάλος

κροκόδειλος με μήκος πάνω από έξι μέτρα και τραχιά λέπια πλησίασε

τολμηρά την βάρκα αλλά, όταν έφτασε σε απόσταση μερικών εκατοστών,

απομακρύνθηκε αστραπιαία. Το δηλητήριο. Σκέφτηκε ο Έκτορας. Κοίταξεπίσω του την Ανδρομάχη, που είχε ήδη τεντώσει ένα βέλος στο τόξο της

και σημάδευε τα ερπετά. Ο Αριστοτέλης είχε δανειστεί τα σπαθιά του

Φίλιππου και, με τα διαπεραστικά του μάτια, σάρωνε κάθε χιλιοστό της

λίμνης όντας έτοιμος να αντιμετωπίσει την απειλή.

Ο Ερμής κύκλωνε την βάρκα από ψηλά και ο Έκτορας ήξερε ότι

επιτηρούσε την λίμνη, ώστε να τους ειδοποιήσει αν κάτι πήγαινε στραβά.  

Συγκεντρώθηκε στο πόστο του. Έθεσε κάθε κύτταρο του κορμιού του σε

ετοιμότητα και συνέχισε να παρατηρεί το νερό γύρω του. Οι κροκόδειλοι

δεν άφηναν από κοντά τους την βάρκα, όμως  δίσταζαν να πλησιάσουν

πολύ. Παρ’ όλα αυτά πλήθαιναν συνεχώς, σχηματίζοντας έναν ασφυχτικόκλοιό ακτίνας δύο μέτρων, περιμένοντας καρτερικά ένα σημάδι

Page 141: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 141/322

140

αδυναμίας. Ορισμένοι μεγάλοι με καφέ, χοντρό δέρμα χτυπούσαν

θυμωμένα τις ουρές τους στο νερό και άνοιγαν διάπλατα τα απαίσια

στόματα τους, αποκαλύπτοντας δυο σειρές γκρίζων κοφτερών δοντιών. Ο

 Έκτορας ένιωσε μεγάλες σταγόνες ιδρώτα να κυλάνε από το μέτωπο του.

Το χέρι του έτρεμε και παραλίγο να του γλιστρήσει το σπαθί. Πήρε βαθιές

ανάσες και προσπάθησε να ανακτήσει τον αυτοέλεγχο του. Πρόσεξε ότι οκλοιός στένευε συνεχώς γύρω από την βάρκα και ορισμένοι

ανοιγόκλειναν τα σαγόνια τους, δημιουργώντας έναν δυνατό κρότο. 

«Παίζουν μαζί μας». Είπε η Ανδρομάχη, απευθυνόμενη περισσότερο

στον εαυτό της. 

»Μας κάνουν ψυχολογικό πόλεμο, θέλουν να μας γεμίσουν φόβο, ώστε

 να κάνουμε κάποια απερισκεψία» 

Μάλλον είχε δίκιο, καθώς ορισμένοι πλέον  έκαναν και ψεύτικους

εφόδους προς την βάρκα. Κολυμπούσαν με ταχύτητα κατά πάνω της καιμερικά εκατοστά πριν την σύγκρουση βουτούσαν από κάτω της. Η καρδιά

του Έκτορα χτυπούσε με τόση ένταση, που περίμενε από στιγμή σε

στιγμή να πεταχτεί έξω από το στήθος του. Είχε μουσκέψει από τον

ιδρώτα, ενώ ο φόβος του μετατρεπόταν υποχθόνια σε πανικό. Τρομερά

γρυλλίσματα ακούγονταν παντού τριγύρω, θυμωμένα, τραχιά γρυλίσματα

που έκαναν το δέρμα του να ανατριχιάσει. Τα ερπετά χτυπούσαν

ανυπόμονα τις ουρές τους και ανοιγόκλειναν δυνατά τα σαγόνια τους.

Ορισμένοι τσακώνονταν  μεταξύ τους με δαγκωματιές και μαστιγώματα

από τις ουρές τους. Κραδαίνοντας δυνατά το σπαθί του, ο Έκτορας ένιωσε

ότι σύντομα θα έκαναν επίθεση. Κοίταξε πόση απόσταση έμενε. Είχαν

ήδη διανύσει πάνω από την μισή. Λίγα λεπτά έμεναν ακόμα. Είχαν όμως

στην διάθεση τους αυτά τα λεπτά; 

Ο Αχιλλέας και ο Φίλιππος κωπηλατούσαν δυνατά και η βάρκα αύξησε

ταχύτητα. Και στο πρόσωπο του Φιλίππου ήταν ζωγραφισμένη η αγωνία

και ο φόβος. Οι μύες του προσώπου του ήταν σφιγμένοι και κρύος

ιδρώτας χάραζε  τα μάγουλα του. Ο Αχιλλέας ήταν ανέκφραστος ως

συνήθως και στα μάτια του δεν διακρίνονταν ίχνος φόβου. Αντιθέτως,

έμοιαζε να ευχόταν για μια επίθεση και, με τις σπίθες που έβγαιναν από τα

μικρά του μάτια, προκαλούσε σιωπηλά τα ερπετά. Ακόμα και σε μια

τέτοια στιγμή, ο Έκτορας δεν μπόρεσε να μην θαυμάσει την ανδρεία καιτο ανεξάντλητο θάρρος αυτού του πολεμιστή. Ο νεαρός, αφοσιωμένος στο

πόστο του, πρόσεχε συνεχώς την περιοχή μπροστά και στα πλάγια της

βάρκας, ως εκεί που έφτανε το οπτικό του πεδίο, έτοιμος να δράσει ανά

πάσα στιγμή.

Κάθε δευτερόλεπτο που κυλούσε τους έφερνε πιο κοντά στην έξοδο, πιο

κοντά στην επιτυχία και στην κατάκτηση μιας ακόμα αίθουσας

μυστηρίου. Ο Έκτορας έβλεπε το δέντρο που στεκόταν μονάχο να τους

πλησιάζει και, με το λίκνισμα των κλαδιών του, τους προσκαλούσε να

κοπιάσουν. Πίσω του, ορθωνόταν  ένας ψηλός βραχώδης τοίχος που

εκτεινόταν κατά μήκος της λίμνης και χανόταν μες στο δάσος.

Page 142: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 142/322

141

Το γεράκι στρίγγλισε προειδοποιητικά. Κάτι  είχε δει. Πριν ο Έκτορας

προλάβει να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε, ένιωσε ένα ισχυρό χτύπημα 

που τράνταξε την βάρκα και την εκτόπισε αρκετά εκατοστά προς τα

αριστερά. Ένας κροκόδειλος με ανοιχτόχρωμο δέρμα και πλατιά ουρά

όρμησε στο δεξί, κεντρικό μέρος της βάρκας. Το σαγόνι του καρφώθηκε

στα ακόντια και το αίμα του έβαψε το νερό κόκκινο. Καθώς πάσχιζε ναελευθερωθεί τράνταζε βίαια την βάρκα, με κίνδυνο να την

αναποδογυρίσει. Το βέλος της Αμαζόνας σφύριξε και καρφώθηκε

ανάμεσα στα μάτια του ερπετού, που έπαψε ακαριαία να χτυπιέται. Ο

Φίλιππος έσκυψε πάνω από την βάρκα και προσπάθησε να απαγκιστρώσει

την βάρκα από το ψόφιο τέρας. Ο Έκτορας διαισθάνθηκε τι θα συνέβαινε, 

πριν γίνει. Πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε να κινηθεί πάνω στην βάρκα

και στάθηκε δίπλα στον Φίλιππο. Το θηρίο, χρησιμοποιώντας τον νεκρό

κροκόδειλο σαν σκαλοπάτι, απέφυγε τα ακόντια και πήδηξε ορθώνοντας

το γιγάντιο μυώδες κορμί του. Χτύπησε με το ρύγχος του τον Φίλιππο και

τον έριξε πίσω. Αλλά το τελευταίο πράγμα που είδε, καθώς άνοιγε το

πελώριο στόμα του, ήταν η λάμψη της λεπίδας που χώρισε το κεφάλι τουστα δύο. Καθώς έπεφτε, χτύπησε πάνω στην βάρκα η οποία ταλαντώθηκε

βίαια, κάνοντας τον Έκτορα να χάσει την ισορροπία του. Το σπαθί του

έφυγε από τα χέρια και ο ίδιος έπεσε μες στο νερό.

Ο πανικός τον κυρίεψε και κινήθηκε ενστικτωδώς. Αγνοώντας τις

γιγάντιες σκιές που τον πλησίαζαν απειλητικά, κολύμπησε προς την

βάρκα. Την έφτασε σε πολύ λίγες στιγμές, αλλά τα ακόντια τον εμπόδιζαν

 να σκαρφαλώσει πάνω της. Ένα εξάμετρο κτήνος εφορμούσε πάνω του

γρήγορα σαν σφαίρα, αλλά, πριν πλησιάσει καν, δύο βέλη τρύπησαν το

φοβερό κεφάλι του. Ένας δεύτερος γίγαντας έκανε έφοδο, το τόξο της

Αμαζόνας τραγούδησε και το αίμα του ερπετού ανέβλυσε κατακόκκινο. Ο

Φίλιππος έπιασε τον Έκτορα και τον τράβηξε πάνω στην βάρκα. Έπειτα,

δίχως δισταγμό, άρχισε να δουλεύει γρήγορα το κουπί.  Το μυαλό του

 Έκτορα ήταν μουδιασμένο από τον πανικό και για κάμποσο δεν ήξερε τι

συνέβαινε. Συνήλθε όμως γρήγορα, άρπαξε το σπαθί και το προέταξε

μπροστά του.

Ωστόσο,  οι τρεις αποτυχημένες επιθέσεις που κατέληξαν σε θανάτους,

αποθάρρυναν τους υπόλοιπους κροκόδειλους και αποκαρδιωμένοι και

πεισμωμένοι υποχωρούσαν, ανοίγοντας δρόμο στην βάρκα. το βλέμμα της

Αμαζόνας πετούσε φωτιές και αυτό τρόμαζε τα ψυχρόαιμα τέραταπιότερο από όλα. Γρύλιζαν και μούγκριζαν, αλλά δεν τολμούσαν να

επιχειρήσουν άλλη επίθεση. Και τότε ακούστηκε ο πιο γλυκός ήχος. Ο

ήχος του ξύλου που τρίβεται στο χώμα. Και μπροστά τους, το μοναχικό

δέντρο έριχνε την χαμογελαστή σκιά του στους πέντε ταξιδιώτες. Ο

κορμός του ήταν παράξενα λείος και απαλός, ενώ τα κλαδιά του

τοποθετημένα με συμμετρία. Τα γκρίζα φύλλα του έλαμπαν με ένα

παράξενο, ασημένιο φως. Ήταν πανέμορφο  και η παρουσία του

ακτινοβολούσε κάτι  το  κατευναστικό. Και ανάμεσα στις δυνατές του

ρίζες, που χώνονταν στο υγρό χώμα, ένα σκοτεινό άνοιγμα τους περίμενε

καρτερικά. Ο Έκτορας γέλασε σιγανά, πήδησε από την βάρκα και κοίταξε

τους υπόλοιπους. Όλοι τους είχαν ένα γλυκό χαμόγελο που φώτιζε τα

Page 143: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 143/322

142

πρόσωπα τους. Ο νεαρός προχώρησε ανυπόμονα, φίλησε το δέντρο και

πέρασε σκυφτός από το πέρασμα. 

 Ένα απαλό χρυσαφένιο φως τον υποδέχτηκε στο τέλος της μικρής,

σκοτεινής σήραγγας. Για ακόμη μια φορά βρισκόταν σε μια στενή

πολυτελή αίθουσα με χρυσαφένιους τοίχους, που φεγγοβολούσαν απαλά,τόσο ψηλούς που δεν φαινόταν η οροφή. Πίσω του ακολούθησαν οι

 υπόλοιποι της συντροφιάς και, όταν πέρασε τελευταίος ο μάγος, το

πέρασμα πίσω του σφραγίστηκε. Για πρώτη φορά, μετά από αρκετές

μέρες, ο Έκτορας ένιωσε το κορμί του να χαλαρώνει και την καρδιά του

 να γαληνεύει. Ένα ακόμα κατόρθωμα προστέθηκε στους άθλους της

ολιγομελής συντροφιάς.

Θριάμβευσαν, πέρασαν σώοι από την Αίθουσα της Φύσης. Στην καρδιά

του Έκτορα όμως εντάθηκε ένα συναίσθημα. Δέος, ιερός φόβος

κατέκλυσε το αίμα του για την Φύση και την ισχύ της.  Μέσα στην

Αίθουσα εμπέδωσε για πρώτη φορά την τρομερή της δύναμη αλλά και τηνσοφία και την ομορφιά της. Αισθάνθηκε ασήμαντος και τιποτένιος

μπροστά στο μεγαλείο της και ταυτόχρονα περήφανος που ήταν παιδί και

μέλος της αιώνιας και ατέρμονης ύπαρξης της. Τι πιο ιερό, πιο σεβαστό,

πιο πανίσχυρο και πιο ταπεινό από αυτήν; Σίγουρα, από εκείνη την στιγμή 

και πέρα, θα ένιωθε εντελώς διαφορετικά, τόσο για την ίδια την ύπαρξη

του, όσο και για τα δάση, το νερό, το χώμα, τον ουρανό και το απέραντο

και απεριόριστο σύμπαν. Φόβο, σεβασμό, δέος, αλλά και περηφάνια και

ευγνωμοσύνη. Τι κρίμα να μην τα είχε συνειδητοποιήσει νωρίτερα αυτά.

Και μεγάλο κρίμα που πολλοί τα αγνοούσαν εντελώς. Ίσως αυτός να ήταν 

τελικά ο λόγος που έκαναν αυτό το δύσκολο ταξίδι. Ο Αριστοτέλης τους

είχε πει πως πολλά θα μπορούσαν να μάθουν από την Σπηλιά των

Μυστηρίων και ο Έκτορας σίγουρα πολλά διδάχτηκε. Πολύ περισσότερα

από όσα μπορούσαν  να γραφτούν και να ειπωθούν από τους ανθρώπους. 

Οι σκέψεις του αποσπάστηκαν από τα χωρατά του Φίλιππου και το φιλί

που του χάρισε η Ανδρομάχη. Ο Αριστοτέλης μπορούσε πλέον να

χρησιμοποιήσει τις μαγικές του τέχνες ξανά και, με την βοήθεια τους, 

εκείνη τη μέρα έφαγαν και ήπιαν βασιλικά. Έπειτα, ξάπλωσαν και

κοιμήθηκαν αστραπιαία, χαλαροί και χαρούμενοι, μεθυσμένοι από την

επιτυχία τους και φουσκωμένοι από αυτοπεποίθηση και κουράγιο. Πριν

κλείσει τα μάτια, ο Έκτορας κοίταξε την πόρτα απέναντι από το πέρασμαπου βγήκαν νωρίτερα. Η πύλη ήταν ξύλινη, κοσμημένη με χρυσά σχέδια

και στο κέντρο της ήταν στερεωμένο ένα αντικείμενο. Το απόλυτο

σύμβολο του Θανάτου, μια φιγούρα τόσο απλή και φυσιολογική, τόσο

τετριμμένη και αθώα, που όμως ξυπνούσε έναν ενστικτώδη, βαθύ φόβο

κρυμμένο στα πιο ζοφερά μέρη της ανθρώπινης ψυχής. Ένα σταχτί

ανθρώπινο κρανίο  που, με το νεκρικό χαμόγελο του να προκαλεί μια

αλλόκοτη ανατριχίλα στην ραχοκοκαλιά του  Έκτορα, κοσμούσε το κέντρο

της Πύλης του Θανάτου. 

 Έχοντας τις καρδιές τους ελαφριές και απελευθερωμένες από τον φόβο

του κινδύνου, απόλαυσαν έναν ωραίο και ξεκούραστο ύπνο. Ο Έκτοραςάνοιξε τα μάτια του και τέντωσε το ξεκούραστο κορμί του. Ένιωθε

Page 144: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 144/322

143

ανανεωμένος. Δεν ήξερε να πει πόσες ώρες είχαν κοιμηθεί, καθώς,  δίχως

την παρουσία του ουρανού, έχασε την αίσθηση του χρόνου. Οι   υπόλοιποι

κοιμόντουσαν ακόμα, ο Αχιλλέας αναπνέοντας βαριά και μουγκρίζοντας.

Ο νεαρός δεν ήθελε να τους ξυπνήσει, ήπιε μια γουλιά νερό , το ένιωσε

παράξενα παγωμένο  και φρέσκο στο λαρύγγι του  και έφαγε ένα

χορταστικό κομμάτι ψωμί το οποίο εμφάνισε ο Αριστοτέλης από τονμανδύα του την περασμένη νύχτα. Του φαινόταν ιδιαίτερα γευστικό είτε

επειδή είχε καιρό να φάει, είτε επειδή ήταν ψωμί μάγου. Όταν απόφαγε,

έκατσε δίπλα στην Ανδρομάχη και την κοίταζε σιωπηλός. Ο ύπνος της

είχε τόση γαλήνη που ζέσταινε τα πάντα τριγύρω. Το κατάλευκο δέρμα

της ακτινοβολούσε χρυσαφένιο, αντανακλώντας το φως της αίθουσας και

έστελνε ζεστές ακτίνες ολόγυρα. Ο Έκτορας χάιδεψε τα κατάμαυρα

μαλλιά της και ξάπλωσε δίπλα της. Την σκούντησε απαλά, ήθελε να την

ξυπνήσει. 

«Τι τρέχει;» είπε εκείνη με βραχνή φωνή, δίχως να ανοίξει τα μάτια της. 

«Έϊ, άνοιξε τα μάτια σου» της ψιθύρισε, νιώθοντας την αναπνοή της στο

πρόσωπο του. Εκείνη υπάκουσε ξαφνιασμένη. 

«Τι τρέχει;» επανέλαβε. Ο Έκτορας άστραψε ένα χαμόγελο. Τα

γαλαζοπράσινα μάτια άστραψαν μπροστά του και τον θάμπωσαν με το

εκτυφλωτικό φως τους. 

«Ήθελα να θαυμάσω τα δύο αυτά αστέρια που με συντροφεύουν τόσο

καιρό. Και μέσα από αυτά να βυθιστώ στην ψυχή σου και να μείνω εκεί

για λίγο καιρό». Απάντησε χαμογελώντας. Έσκυψε από πάνω της, της

φίλησε τα μάτια και έπειτα έφερε τα χείλη του στα δικά της. Τα μακριά

της δάχτυλα χάιδεψαν το πρόσωπο του και τα κορμιά τους

αγκαλιάστηκαν. 

»Πόσο θα ήθελα να σε γνώριζα πιο πριν, ή ίσως κάπου αλλού, μακριά

από όλα αυτά, από την Σπηλιά, από τον πόλεμο…» έκανε ο νεαρός. 

«Ναι, τότε θα υπήρχε περισσότερος χρόνος για εμάς. Αλλά ίσως αν δεν

συνέβαιναν όλα αυτά να μην είχαμε ειδωθεί ποτέ. Πολύπλοκη ξετυλίγεται

η ζωή μπροστά μας και τα φαινομενικά ασήμαντα μονοπάτια που

συναντάμε οδηγούν σε πιο δαιδαλώδεις λαβυρίνθους από ότι ποτέφανταζόμασταν» αποκρίθηκε εκείνη. Ο Έκτορας έγνεψε με το κεφάλι. 

«Ναι, έχεις δίκιο. Το ίδιο λέει και ο Αριστοτέλης. Λέει ότι η ζωή μας

είναι τόσο ευαίσθητη που η παραμικρή αλλαγή είναι ικανή να ανατρέψει

εντελώς την μετέπειτα ύπαρξη μας. Αλλά…» 

«Έχουν νόημα όλα αυτά Έκτορα;» τον έκοψε η Αμαζόνα. 

»Έχουν τελικά νόημα οι ευχές ή απλώς μας βασανίζουν με ανούσιες

προσδοκίες; Πολλά μπορείς να ευχηθείς, πολλά μπορώ να ελπίζω και εγώ ,

αλλά ελάχιστα είναι στον έλεγχο μας. Ζήσε δίπλα μου, άσε με να ζήσωδίπλα σου, αφού μπορούμε, ότι και αν χρειάστηκε  για να μπορούμε.

Page 145: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 145/322

144

 Νομίζω πως αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία τώρα. Να ζήσουμε ο ένας

δίπλα στον άλλον και να περιμένουμε τι θα φέρει το κύμα. Τότε θα

δράσουμε αναλόγως». 

«Είσαι σίγουρη ότι δεν μαθήτευσες με τον Αριστοτέλη; Ίσως με κάποιον

άλλον μάγο;» αστειεύτηκε ο Έκτορας. 

«Ασφαλώς θα ήθελε πολύ να με έχει μαθήτρια, αλλά του στέρησα τη

χαρά». 

«Οι Αμαζόνες είστε εκπληκτικά πλάσματα, αν κρίνω από σένα.  Δεινές

πολεμίστριες αλλά και σοφές, ώριμες αλλά και παθιασμένες». 

Μια πνιχτή φωνή, που ακούστηκε στην πλάτη του Έκτορα τους διέκοψε: 

«Αν συνεχίσετε να μιλάτε, καλύτερα να πάω στην Αίθουσα του Θανάτου

 να κοιμηθώ. Αν και πολύ φοβούμαι ότι εκεί θα κοιμηθώ αιωνίως».

Πρόσθεσε χαμογελαστός ο Φίλιππος και ανασηκώθηκε. Το ζευγάρι

απολογήθηκε γελώντας και κάθισε δίπλα του. 

«Του Φιλίππου δεν του έκατσε  καλά φαίνεται που αυτή τη φορά το

κορίτσι είναι μαζί μου» τον προκάλεσε ο Έκτορας, κάνοντας τον Φίλιππο

 να γελάσει δυνατά. 

«Ναι, βλέπεις Ανδρομάχη, πίσω στη Σωθράπον ήμουν σε καλύτερη

μοίρα. Βέβαια, τότε υπήρχαν πολλές γυναίκες και κανένας Θανατώριος

και αυτοί δεν είναι του γούστου μου».

Ο Έκτορας αναπόλησε με περίσσεια νοσταλγία τα παιδικά του χρόνια

στη Σωθράπον. Θυμήθηκε την πράσινη κοιλάδα που απλωνόταν μπροστά

στην πόλη, τα παιχνίδια που έκαναν εκεί με τον Φίλιππο και τους

 υπόλοιπους φίλους του.

«Θυμάσαι την Φαίδρα; Είχαμε τσακωθεί όλα τα αγόρια της παρέας γι’

αυτή». Το γέλιο του Φίλιππου χάθηκε στιγμιαία από τα χείλη του και το

πρόσωπο του πέτρωσε. 

«Ναι, η Φαίδρα…  Αν και ξεκίνησε σαν παιδικός έρωτας, κάναμε μιαμακροχρόνια σχέση μαζί. Ήταν από τους επιζήσαντες στη σπηλιά. Αλλά

πέθανε βαριά άρρωστη πριν ένα χρόνο περίπου…» η φωνή του ράγισε και

η Ανδρομάχη του έσφιξε απαλά τον ώμο. 

«Όλοι μας είχαμε πολλές απώλειες, όλοι μας κουβαλάμε μεγάλη θλίψη

μέσα μας» προσπάθησε να τον παρηγορήσει η κοπέλα. Έπειτα, θέλοντας

 να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα, στράφηκε στον Έκτορα. 

«Εσύ πότε έκανες σχέση με κοπέλα; Εμπρός, μην ντρέπεσαι». Ο

 Έκτορας κοκκίνισε ανεπαίσθητα και απάντησε: 

Page 146: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 146/322

145

«Λοιπόν, ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερη από μένα. Την έλεγαν

Αριάδνη, ήταν από τους πρώτους που γνώρισα  στη Ροτενσνέικ. Μετά

ακολούθησαν κι άλλες κοπέλες, αλλά η Αριάδνη είχε κάτι ξεχωριστό σε

σχέση με αυτές που γνώρισα μετέπειτα εκεί» 

«Πόσο μεγαλύτερη ήταν;» ρώτησε ο Φίλιππος, προσπαθώντας νααποσπάσει το μυαλό του από τις βασανιστικές αναμνήσεις του. Ο  

 Έκτορας δίστασε να απαντήσει, αλλά το βλέμμα του φίλου του και της

Ανδρομάχης καρφώθηκαν πάνω του. 

«Εμ, Να, Λοιπόν, δώδεκα…» τραύλισε ο νεαρός. Ο Φίλιππος σφύριξε

εντυπωσιασμένος και η Ανδρομάχη τον κοίταξε  ανασηκώνοντας τα

βλέφαρα. Ο Έκτορας της χαμογέλασε και την φίλησε απαλά. Οι τρεις

τους συνέχιζαν να χαζολογούν και να αστειεύονται για ώρα θαρρείς και

δεν βρίσκονταν  στην Σπηλιά των Μυστηρίων, αλλά καθόντουσαν

ξέγνοιαστοι σε κάποιο χάνι με ζεστή ατμόσφαιρα και μπόλικο ποτό.

Σύντομα όμως ο Αριστοτέλης  ξύπνησε και τους επανέφερε στηνπραγματικότητα.  Καθώς σηκώθηκαν ώστε να συγκεντρωθούν,

συνειδητοποίησαν ότι οι καρδιές τους βάρυναν, σαν να γέμισαν σίδερο.

Γιατί η νοσταλγία που συνόδευε τις αναμνήσεις τους,  κουβαλούσε μαζί

της την σκοτεινή θλίψη του παρελθόντος. 

«Επόμενος σταθμός του ταξιδιού μας είναι τούτη η αίθουσα. Η Αίθουσα

του Θανάτου. Ο Θάνατος, αγαπημένοι  σύντροφοι, ουσιαστικά αποτελεί

μεγαλύτερο μυστήριο για μας  από ότι για εσάς. Διότι, εσείς ζείτε κάτω

από την μαύρη σκιά του, τον βιώνεται καθημερινά. Οι μάγοι είμαστε

αθάνατα πλάσματα, ανέγγιχτοι από την φθορά του χρόνου, ο θάνατος δεν

έρχεται κοντά μας από φυσικά αίτια και λίγοι κατέχουν τις τέχνες που

σκοτώνουν  τους μάγους, σπαθιά βέλη και φωτιά μπορούν να μας

τραυματίσουν σοβαρά αλλά δεν μας σκοτώνουν. Αλλά οι πιο παλιοί της

φυλής μου, έχοντας ζήσει δίπλα σε θνητά πλάσματα, καταφέραμε να

τραβήξουμε το μυστηριώδες πέπλο του. Και με την βεβαιότητα που λίγοι

μπορούν να έχουν για τούτο το θέμα, σας λέω ότι ο θάνατος είναι πολύ

απλός και ξεκάθαρος, τόσο μάλιστα, που περιέργως θα φανεί

ακατανόητος στην πολύπλοκη νόηση σας. Όπως ένας γίγαντας δεν μπορεί

 να δει ή να κατανοήσει τον κόσμο ενός μερμηγκιού, έτσι και ο

πολύπλοκος, αλλά σχετικά αδύναμος, εγκέφαλός σας δεν μπορεί να

αντιληφθεί τα πιο απλά γεγονότα της ύπαρξης μας.  Όπως και να ‘χει, τομυστήριο του θανάτου είναι τόσο διάφανο και τόσο ταπεινό, ώστε θα ήταν

αδύνατο να γεμίσει μια αίθουσα, μάλιστα θα ήταν αδύνατο να χωρέσει σε

μια απλή σελίδα ενός βιβλίου». 

«Και τι υπάρχει εκεί μέσα τότε;» πρόφερε παραξενεμένος ο Φίλιππος,

γνέφοντας στην πόρτα. 

«Εδώ μέσα υπάρχει μια ολόκληρη πολιτεία. Μια πολιτεία που χτίστηκε

από ένδοξους άρχοντες των αρχαίων καιρών. Μάγοι, Άνθρωποι και

Ξωτικά, Νεράιδες και Αρχαίοι Θεοί έζησαν εδώ επί αιώνες μελετώντας

τον Θάνατο, λύνοντας γρίφους και χτίζοντας θαυμαστά έργα. Εδώ μέσαανακαλύφθηκαν όλες οι τέχνες που σκοτώνουν οποιονδήποτε, αλλά εδώ

Page 147: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 147/322

146

ανακαλύφθηκαν και όλοι οι δρόμοι για την Αθανασία. Εδώ μέσα

κατοικούν όλες οι πεποιθήσεις και δοξασίες του μυστηρίου που ζει μέσα

στους θνητούς. Εδώ μέσα κατοικεί ο ενδόμυχος και ο πιο σκοτεινός

φόβος των ανθρώπινων ψυχών. Και αν δώσετε προσοχή, ίσως

ανακαλύψετε ότι εδώ κατοικεί και ο ίδιος ο Θάνατος στην βαθύτερη και

απλούστερη φύση του». 

«Οι Εφτά ήρθαν εδώ μέσα;» έκανε ο Έκτορας. Ακούστηκε περισσότερο

σαν συμπέρασμα που ήθελε επιβεβαίωση, παρά σαν απορία.  Ο

Αριστοτέλης έγνεψε θετικά. 

«Ναι ήρθαν. Αλλά τότε δεν ήταν τίποτε άλλο παρά Άνθρωποι. Εφτά

ανόητοι Άνθρωποι με την εμμονή της ανάστασης να θολώνει τα μάτια

τους. Δεν βρήκαν αυτό που έψαχναν και νομίζω  πως θεώρησαν χάσιμο

χρόνου την είσοδο τους εδώ μέσα. Ευτυχώς για εμάς, γιατί, αν τότε

κατανοούσαν τις δυνάμεις αυτής της σπηλιάς, θα γινόντουσαν πιο ισχυροί

από ότι είναι ήδη.» 

»Η παραμονή μας εδώ μέσα δεν θα είναι μεγάλη, ελπίζω όχι τόσο

μεγάλη όσο στην προηγούμενη αίθουσα. Αλλά θα συναντήσουμε πολύ πιο

ισχυρούς εχθρούς μέσα στην Αίθουσα του Θανάτου. Τα μυστήρια της

αίθουσας προστατεύονται. Γι’ αυτό να είστε προσεχτικοί και να υπακούτε

κάθε μου εντολή». 

Με αυτά τα τελευταία λόγια ο Αριστοτέλης κινήθηκε προς την πόρτα.

Πίεσε το κρανίο στο κέντρο της και, με ένα ελαφρύ τρίξιμο, άνοιξε αργά.

Ο μάγος μπήκε αποφασιστικά μέσα, με τον Ερμή στον ώμο του. Ο

 Έκτορας τον ακολούθησε και οι υπόλοιποι τον μιμήθηκαν. 

Page 148: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 148/322

147

Τα Βασίλεια Του Θανάτου  

 να ψυχρό αεράκι που του προκάλεσε ρίγος ήταν το πρώτο που

αισθάνθηκε ο νεαρός, όταν μπήκε στην Αίθουσα του Θανάτου.

 Όταν πέρασαν και οι πέντε, η πόρτα πίσω τους έκλεισε με θόρυβο,

αλλά κανείς δεν την άκουσε. Όλοι, εκτός από τον Αριστοτέλη, κοιτούσαν

γύρω τους με κομμένη την ανάσα. Ο Έκτορας ένιωσε δέος να καίει σαν

φωτιά μέσα του. Η αίθουσα ήταν τεράστια και μεγαλειώδης. Η συντροφιά

στεκόταν σε μια πλατιά εξέδρα από πελεκημένη, μαύρη πέτρα. Στην άκρη

της εξέδρας ξεκινούσε  μια μεγάλη γέφυρα από μαύρο μάρμαρο και

σίδερο. Είχε μάκρος πάνω από εκατό μέτρα και από κάτω της υπήρχε έναβαθύ άνοιγμα τυλιγμένο στην γκρίζα ομίχλη. Στον πάτο του άκουγαν ένα

ποτάμι να κυλάει απαλά. Στην άλλη άκρη της γέφυρας υπήρχε μια ολόιδια

εξέδρα που κατέληγε σε μια κατηφορική σκάλα, την οποία κατάπινε η

ομίχλη. Η πέτρινη οροφή ήταν διακοσμημένη με εντυπωσιακές

τοιχογραφίες που αναπαριστούσαν σπουδαίες μάχες θεών με μάγους,

θρυλικά ταξίδια ξωτικών και σκοτεινές μορφές ανθρώπων. Οι

τοιχογραφίες συνοδεύονταν από ιερογλυφικά και διάφορες άγνωστες

γραφές σκαλισμένες στον βράχο. Σε μια τοιχογραφία ο Έκτορας πρόσεξε

μια δυσοίωνη φιγούρα, ζωγραφισμένη σε κατάμαυρο φόντο. Ένας

θεόρατος, τρικέφαλος σκύλος με κόκκινα μάτια που σπίθιζαν και κίτρινα

δόντια μεγάλα σαν σπαθιά τον κοιτούσε θυμωμένα. Ο Κέρβερος τουςκαλωσόριζε από την ψηλή οροφή. 

«Εμπρός, ας προχωρήσουμε».  Μίλησε ο μάγος και από το ραβδί του

άστραψε ένα ζεστό, κίτρινο φως. Προχώρησε προς την γέφυρα και

ξεκίνησε να την διασχίζει. Οι υπόλοιποι ακολούθησαν, έκθαμβοι από την

εντυπωσιακή είσοδο της αίθουσας.

«Η Γέφυρα του Αγγελιοφόρου. Αρχικά χτίστηκε ώστε να διασχίζει τον

Αχέροντα, όμως ο βαρκάρης το απαγόρευσε και την γκρέμισε συθέμελα.

Θα μας βγάλει στις όχθες του ποταμού». 

Ο Φίλιππος, κοιτώντας ακόμα τις μεγαλειώδεις τοιχογραφίες,

αναρωτήθηκε: 

«Μίλησες για Αρχαίους Θεούς πριν, Αριστοτέλη και νομίζω πως βλέπω

πολλούς τέτοιους σε αυτές τις τοιχογραφίες. Αλλά δεν έχω ακουστά για

τέτοια πλάσματα. Τι είναι;» 

«Δεν θα μπορούσες να  τους  έχεις ακουστά. Κανένα πλάσμα που

περπατάει τώρα στην γη, εκτός από τους μάγους, δεν τους έχει ακουστά.

Είναι πλάσματα που γεννήθηκαν πολλές χιλιάδες χρόνια πριν και η γνώση

τους έχει πλέον χαθεί. Μόνο μερικά δέντρα στα πιο βαθιά δάση της γης

 Έ 

Page 149: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 149/322

148

έχουν ακόμα αναμνήσεις τους. Μοιάζουν πολύ στους μάγους, καθώς είναι 

αθάνατα και πανίσχυρα όντα. Αλλά δεν έχουν  την σοφία και την

καλοσύνη μας. Άπληστοι και αιμοδιψείς ήταν πολλοί, και ζήλευαν τους

μάγους, ήθελαν να τους υποτάξουν. Μάλιστα ήθελαν να υποτάξουν

ολάκερη τη φύση. Πολλά αδέρφια χάθηκαν εκείνους τους καιρούς και οι

μάχες ήταν τρομερές, ασύγκριτος ο τρόμος τους με τις σημερινές μάχες.Και θα είχαμε αφανιστεί και οι δύο φυλές,  αν ο σοφός θεός Δίας δεν

κήρυττε ανακωχή. Ντροπιασμένος για τα αίσχη της φυλής τους, φυλάκισε

τους πολέμαρχους θεούς σε άγνωστα και σκοτεινά μπουντρούμια στα

παγωμένα βάθη της θάλασσας και στις ομιχλιασμένες κορυφές των

πανύψηλων βουνών. Ο ίδιος και μερικοί ακόμα θεοί ζουν ειρηνικά μέχρι

σήμερα, σε άγνωστες περιοχές». 

«Και μερικοί ζουν εδώ μέσα». Συμπλήρωσε η Ανδρομάχη. Ο

Αριστοτέλης συμφώνησε με ένα μουγκρητό.  Στο μεταξύ,  είχαν φτάσει

στη μέση της γέφυρας. Τα βήματα τους αντηχούσαν στον κενό χώρο και η

φωνές τους χτυπούσαν στα γυμνά τοιχώματα και έστελναν σιγανούςαντιλάλους. Στις άκρες τις γέφυρας υπήρχαν σκαλίσματα σε άγνωστη

γραφή και σε ένα κεντρικό πλακάκι  υπήρχε ένα μεγάλο σύμβολο. Ένας

ασημένιος κύκλος, και στο κέντρο του μια γκριζοπράσινη βάρκα και η

θολή φιγούρα ενός βαρκάρη, να δουλεύει το κουπί. Ο Έκτορας θυμήθηκε

τον Αριστοτέλη που ανέφερε έναν βαρκάρη και αναρωτήθηκε τι σήμαινε.

Άραγε θα τους περίμενε κάποιο αλλόκοτο πλάσμα στις όχθες του

ποταμού; Ο νεαρός ήταν πιο εφησυχασμένος τώρα που ο Αριστοτέλη

μπορούσε να χρησιμοποιήσει ξανά τις μαγικές του τέχνες, αλλά η σκέψη

ότι βρισκόντουσαν μες στην Αίθουσα του Θανάτου και οι

αναπαραστάσεις στις τοιχογραφίες ξυπνούσαν μέσα του έναν σκοτεινό

φόβο, αν και δεν ήταν ακόμα απόλυτα αντιληπτός. Τα πόδια του

ακούμπησαν στην πέτρινη εξέδρα, από όπου ο μάγος δίχως παύση τους

οδήγησε κατευθείαν στη σκάλα. Τα σκαλοπάτια ήταν φαρδιά και άνετα,

αν και η πέτρα ήταν λεία και γλιστερή  από την υγρασία. Έμοιαζαν

ολοκαίνουργια, οι αιώνες δεν τα είχαν ακουμπήσει, όπως και την γέφυρα.

Τριγύρω, δεν υπήρχε ίχνος ραγίσματος ή φθοράς, ούτε καν σκόνη. Ακόμα

και ο αέρας ήταν φρέσκος και παγωμένος. Σύντομα χώθηκαν στην γκρίζα

ομίχλη που τους περικύκλωσε και τους τύλιξε στα γκρίζα, υγρά κουρέλια

της. Το φως, από το ραβδί του Αριστοτέλη, τους επέτρεπε να δουν τα

σκαλιά, όμως έμοιαζε ανήμπορο να διαπεράσει την σκοτεινή θολούρα που

απλωνόταν τριγύρω. Ακούστηκαν μουρμουρητά, αναστεναγμοί ακόμα καισιγανά γέλια και ο Έκτορας στράφηκε να αφουγκραστεί καλύτερα. Οι

ήχοι  ανέμιζαν μες στη γκρίζα ομίχλη και εξατμίζονταν σαν υδρατμοί.

 Ήταν απαίσιες φωνές που σήκωναν τις τρίχες των συντρόφων. Ασθενικές

και ανατριχιαστικές, ξεψυχισμένες, σαν επιθανάτιοι ρόγχοι αόρατων

ετοιμοθάνατων. Ο νεαρός κοίταξε τα συνοφρυωμένα πρόσωπα των

συντρόφων του.

Προχωρούσαν όλοι τους δισταχτικά και φοβισμένα. Με τα λαμπερά της

μάτια να προσπαθούν να διαπεράσουν το σκοτάδι της ομίχλης, η

Ανδρομάχη κράδαινε σφιχτά το τόξο στο χέρι της. Ένας ψίθυρος χάιδεψε

το αυτί του Έκτορα και τον έκανε να αναριγήσει. Ετοιμάστηκε να βγάλειτο σπαθί από το θηκάρι του, αλλά τότε η ομίχλη αραίωσε αφύσικα

Page 150: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 150/322

149

γρήγορα, ενώ τις φωνές κάλυψε ο δυνατός παφλασμός του νερού. Η

σκάλα έστριψε απότομα δεξιά συνεχίζοντας την καθοδική της  πορεία.

Κάμποσα μέτρα πιο κάτω και ευθεία μπροστά τους κυλούσαν τα μαύρα

 νερά ενός μεγάλου ποταμού. Οι υδρατμοί, που χόρευαν πάνω από την

επιφάνεια του νερού, δημιουργούσαν μια γαλάζια καταχνιά, η οποία

κατάπινε την απέναντι όχθη.

Η πέτρινη σκάλα κατέληγε σε μια πλατιά χερσαία έκταση δίπλα στο

ποτάμι. Σύντομα, τα πόδια των πέντε συντρόφων πάτησαν στο σκληρό,

γκρίζο χώμα. Η περιοχή ήταν αδειανή και το χωμάτινο έδαφος κυμάτιζε

για μερικά μέτρα ώσπου να συναντηθεί με τον μαύρο  βράχο που

 υψωνόταν στο πλάι. Ο Αριστοτέλης οδήγησε την συντροφιά στην

λασπώδη όχθη του ποταμού. Τα πόδια τους βυθίζονταν μερικά εκατοστά

μες στο γλιτσιασμένο έδαφος, που μύριζε έντονα σαπίλα και αποσύνθεση,

κάνοντας τον Έκτορα να αναγουλιάσει. Έφτασαν στην άκρη της όχθης,

μπροστά τους κυλούσαν ορμητικά τα νερά του ποταμού και η καταχνιά

τυλιγόταν δισταχτικά γύρω από τους αστραγάλους τους. Η απέναντι όχθηδεν διακρινόταν από το σκοτάδι και την ομίχλη, προσδίδοντας έτσι στον

ποταμό μια απεραντοσύνη. Ο μάγος κοίταξε τα σκοτεινά νερά και

αναστέναξε. 

«Ο ποταμός Αχέροντας…» μονολόγησε συνοφρυωμένος. 

«Πως θα περάσουμε απέναντι;» στράφηκε ο Έκτορας στον Αριστοτέλη. 

«Μονάχα ένας τρόπος υπάρχει και φοβάμαι ότι δεν είναι εύκολος.

Πρέπει να μας μεταφέρει ο βαρκάρης» απάντησε αινιγματικά ο μάγος. Οι

 υπόλοιποι τον κοίταξαν, με μια έκδηλη απορία να ζωγραφίζεται στα

πρόσωπα τους. 

«Ο βαρκάρης; Ποιος είναι ο βαρκάρης;» έκανε η Ανδρομάχη. 

«Ένα αρχαίο πλάσμα, που κατοικεί σε αυτά τα νερά. Ο ποταμός είναι το

βασίλειο του. Χάροντας είναι το όνομα του. Αιώνια περιφέρεται στα νερά

και έχει μια αποστολή: να μεταφέρει τις ψυχές των νεκρών στην αντίπερα

όχθη. Μόνο νεκρούς μεταφέρει στην βάρκα του. Οι ζωντανοί μένουν

εδώ.» εξήγησε ο μάγος. 

«Αυτό θα είναι πρόβλημα. Θέλουμε να περάσουμε απέναντι σωστά;

 Όμως πως θα γίνει αυτό; Δεν μπορείς να κάνεις κάτι, Αριστοτέλη;» 

«Σκέφτομαι… ο Χάροντας είναι ισχυρό πλάσμα, όχι εξίσου δυνατό με

εμένα, αλλά τα νερά του Αχέροντα είναι το στοιχείο του. Πρέπει να τον

ξεγελάσουμε… αλλά είναι πονηρός και άγρυπνος, και μόνο αυτός μπορεί

 να κουμαντάρει την βάρκα του σε τούτα τα ορμητικά νερά» 

Ο Αριστοτέλης κάθισε σταυροπόδι χάμω, με το βλέμμα του καρφωμένο

στα αφρισμένα νερά που κυλούσαν αέναα. Μούγκριζε και μερικές φορές

μονολογούσε φωναχτά. Ξάφνου, μια σπίθα ξεπήδησε από τα γέρικα μάτιατου και σηκώθηκε απότομα. 

Page 151: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 151/322

150

«Έχω μια ιδέα, αλλά κάποιος από εσάς θα χρειαστεί να κινδυνέψει.

Θανάσιμα πιθανώς.» πρόσθεσε βαριά. Έπειτα, τους εξήγησε τι είχε κατά

 νου: 

«Ο Χάροντας, προκειμένου να μεταφέρει την ψυχή απέναντι, χρειάζεταιπληρωμή. Έναν όβολο κάτω από την γλώσσα του νεκρού. Μπορώ με ένα

ξόρκι να φέρω κάποιον από εσάς σε κατάσταση πολύ κοντά στον θάνατο,

ελπίζοντας να ξεγελάσω τον Χάροντα.» άρχισε ο μάγος. 

«Το ξόρκι αυτό, είναι ασφαλές;» ρώτησε ανήσυχος ο Έκτορας. 

«Είναι σχετικά αβλαβές, όσο το έχω στον έλεγχο μου. Όταν, λοιπόν,

αυτός που θα μαγέψω, θα μπει στη βάρκα θα τον αναζωογονήσω και τότε  

θα πρέπει να σπρώξει τον Χάροντα έξω από την βάρκα, στην όχθη.» 

«Μα είπες ότι είναι πανούργος και δυνατός, πως είμαστε βέβαιοι ότι θαπρολάβουμε να τον σπρώξουμε;» έφερε αμέσως αντίρρηση ο Έκτορας. 

«Και αν τα καταφέρουμε, είπες ότι η βάρκα κουμαντάρεται μόνο από

τον Χάροντα. Τι θα γίνει όταν βγει από αυτήν;» πρόσθεσε ο Φίλιππος. 

Ο Αριστοτέλης εμφάνισε από το πουθενά στην παλάμη του ένα

ολόχρυσο νόμισμα. Έβγαζε ένα γελαστό, ζεστό φως και ήταν

ολοστρόγγυλο, με περίτεχνα σκαλίσματα. Στα μάτια των τεσσάρων

ανθρώπων έμοιαζε πανέμορφο και υπερπολύτιμο. 

«Σας γοητεύει, έτσι; Αυτός θα είναι ο οβολός μας στον βαρκάρη. Γιατί

όσο πανούργο και ισχυρό και αν είναι, ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για

πλάσμα που εκμεταλλεύεται τον θάνατο, τον φόβο και τον πόνο των

θνητών προς όφελος του. Είναι γλοιώδες και άπληστο και το χρήμα τον

γοητεύει όσο και τους ανθρώπους, αν όχι περισσότερο. Αυτό το νόμισμα

είναι άχρηστο για εμένα, ασήμαντο, όμως, όπως γοήτευσε εσάς, έτσι θα

θαμπωθεί και αυτός από την ομορφιά του. Θα εκμεταλλευτούμε αυτή τη

στιγμιαία αδυναμία του, όταν θα θαυμάζει το κέρδος του, για να τον

ρίξουμε από την βάρκα.» 

«Και τι θα απογίνει αυτός που θα μείνει μονάχος στην ακυβέρνητηβάρκα;» του υπενθύμισε ο Φίλιππος. Ο Αριστοτέλης αναστέναξε

θλιμμένα και κοίταξε τον Έκτορα. Το βλέμμα του μάγου προκάλεσε στον

 νεαρό μια ξαφνική νευρικότητα και ανησυχία. 

«Για να διακινδυνεύσουμε λιγότερα, θα ήθελα η Ανδρομάχη να είναι

αυτή που θα μπει στην βάρκα.» Δήλωσε με σκυμμένο κεφάλι ο μάγος.  

Πριν προλάβει να εξηγήσει, πετάχτηκε εκνευρισμένος ο Έκτορας. 

«Όχι, όχι, δεν θα γίνει αυτό. Δεν θα το επιτρέψω.» Ξαφνικά, η

περηφάνια της πολεμίστριας ξύπνησε στην Αμαζόνα, που κοίταξε τον

 Έκτορα με βλέμμα φλογισμένο. 

Page 152: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 152/322

151

«Δεν θα το επιτρέψεις; Η ζωή μου δεν αξίζει λιγότερο ή περισσότερο

από κανέναν εδώ πέρα και είμαι ικανή να αποφασίσω για τον εαυτό μου,

 Έκτορα. Κι αν εσύ δεν έχεις εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μου, έχω εγώ

περίσσεια». Ο Έκτορας ετοιμάστηκε να απαντήσει  αλλά τον διέκοψε η

βαθιά φωνή του μάγου. Η ματιά του σπίθιζε οργισμένη και περήφανη σαντης Ανδρομάχης και πλησίασε τον νεαρό. 

«Μην με αμφισβητείς φίλε μου, σε παρακαλώ. Χάνουμε χρόνο με όλα

αυτά και ξέρεις ότι κάνω τα πάντα ώστε να φύγουμε όλοι ασφαλείς από

την Σπηλιά. Δεν θα διακινδύνευα την ζωή κανενός, αν μπορούσα να κάνω

αλλιώς  και διαλέγω την Ανδρομάχη επειδή πιστεύω πως θα κινδυνέψει

λιγότερο από οποιονδήποτε άλλο.» μιλώντας εμφάνισε στο χέρι του ένα

μακρύ κομμάτι σκοινί, τυλιγμένο σε κουλούρες. Το πέταξε στα πόδια της

Ανδρομάχης. 

«Θέλω να δέσεις την μια άκρη του σε ένα βέλος σου.» της υπόδειξε.Εκείνη υπάκουσε αποφασιστικά.

«Με την εμφάνιση της, θα θολώσει ακόμα περισσότερο το μυαλό του

γλοιώδη γέροντα και θα πλανήσει τις αισθήσεις του. Θα πειστεί πιο

εύκολα ότι είναι νεκρή, επειδή θα θέλει να είναι νεκρή, θα θέλει να την

μεταφέρει στην βάρκα του. Επίσης, το ελαφρύ αλλά δυνατό σώμα της θα

ισορροπήσει καλύτερα στην ακυβέρνητη βάρκα. Και, τέλος, με την

ικανότητα της στο τόξο, θα μπορέσει πιο εύκολα και γρήγορα να πετάξει

το σκοινί στην όχθη αφού το δέσει στο βέλος.» είπε με καθησυχαστική

φωνή στον Έκτορα. Έπειτα στράφηκε στην Ανδρομάχη: 

«Μόλις σε μεταφέρει στην βάρκα και λάβει την πληρωμή του, θα σε

ξυπνήσω. Πρέπει να δράσεις σβέλτα. Πιθανώς, θα στέκεται ακριβώς

μπροστά σου, αλλά δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα. Σπρώξε τον  με

δύναμη και δέσε αμέσως την άλλη άκρη του σκοινιού στην βάρκα. Μετά,

πρέπει να πετάξεις το βέλος με την άλλη άκρη του σκοινιού στην όχθη.»

Η Ανδρομάχη έγνεψε ότι κατάλαβε. Στα μάτια της δεν διακρινόταν

φόβος, μόνο η ψυχρή αποφασιστικότητα της Αμαζόνας πολεμίστριας.

Από την άλλη, η καρδιά του Έκτορα ήταν φαρμακωμένη από την αγωνία,

έτοιμη να καταρρεύσει. Έβλεπε στο νου του την βάρκα να παρασύρεται

σαν καρυδότσουφλο στα θυμωμένα νερά του Αχέροντα και την κοπέλα ναβουλιάζει στον σκοτεινό βυθό του ποταμού. Η Αμαζόνα πήγε κοντά του.

Το άγγιγμα της ήταν πιο δυνατό από ότι συνήθως και η ματιά της έκαψε

το πρόσωπο του. Αλλά η φωνή της ήταν γαλήνια και καθησυχαστική σαν

τα νερά μιας λίμνης. 

«Δεν με εμπιστεύεσαι καθόλου;» του είπε, χαμογελώντας απαλά. 

«Αν ο φόβος δεν με κυρίευε θα απαντούσα πως σε εμπιστεύομαι. Αλλά

τώρα ο νους μου φαντάζεται συνέχεια το χειρότερο. Και δεν αντέχω να το

δω να γίνεται πραγματικότητα. Σε εκλιπαρώ μην το κάνεις.» 

Page 153: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 153/322

152

«Δεν θα γίνει πραγματικότητα. Όχι σήμερα.» του είπε και τον φίλησε

στο στόμα. Έπειτα πήγε στον Αριστοτέλη, που την περίμενε στην άκρη

της όχθης στηριγμένος στο ραβδί του. 

«Έτοιμη;»

Πήρε μια βαθιά ανάσα, έκρυψε το σκοινί μες στη φαρέτρα, στην οποία

είχε βάλει μόνο το ένα βέλος και έγνεψε θετικά. Ο μάγος ακούμπησε  το

αριστερό του χέρι στο μέτωπο της και την χτύπησε με το ραβδί στο

στήθος λέγοντας: 

«Mortalus Illuzis» 

Το σώμα της κοπέλας κατέρρευσε άψυχο, το δέρμα της πήρε μια

απαίσια γκριζωπή απόχρωση, ενώ τα ροδοκόκκινα χείλη της έγιναν μπλε.

Ο Έκτορας έπιασε σφιχτά το χέρι της και διαπίστωσε ότι η ζεστασιά του

αγγίγματος της είχε χαθεί. Βλέποντας την νεκρική όψη της, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα δάκρυ. Ο Αριστοτέλης ζήτησε από τον νεαρό να

απομακρυνθεί και της άνοιξε το στόμα. Κάτω από την γλώσσα της

τοποθέτησε το υπέροχο νόμισμα, όμως η ομορφιά του δεν μπορούσε

πλέον να γοητεύσει τον Έκτορα, ούτε να απαλύνει το αφόρητο βάρος που

πλάκωνε την καρδιά του. Ο μάγος, αφού βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν καλά,

απομακρύνθηκε από κοντά της μερικά μέτρα μαζί με τους υπόλοιπους,

που κράδαιναν ήδη τα όπλα τους. Περίμεναν κάμποσες στιγμές , με τα

μάτια καρφωμένα στο ψυχρό σώμα της κοπέλας. Ένα παγωμένο λεπίδι

τρύπησε την ψυχή του Έκτορα και ο νεαρός ένιωθε μουδιασμένος. Η

προσοχή του μάγου αποσπάστηκε από κάτι που οι υπόλοιποι δεν

μπορούσαν να δουν. 

Ο Φίλιππος έδειξε με το σπαθί του μες στη καταχνιά. Από την ομίχλη

πρόβαλε μια φιγούρα, σκοτεινή και εύθραυστη  σαν σκιά. Όσο τους

πλησίαζε, η μορφή ξεδιάλυνε και μπορούσαν να διακρίνουν περισσότερες

λεπτομέρειες. Ήταν ένας ηλικιωμένος, ολόγυμνος άντρας. Αντίθετα με

τον Αριστοτέλη, οι αιώνες που διένυσε εκείνος  ο γέροντας τον είχαν

σημαδέψει σε κάθε πτυχή του κορμιού του. Ήταν σκελετωμένος, το σώμα

του ήταν πραγματικά μια ζαρωμένη, δερμάτινη σακούλα που

συγκρατούσε τα κόκκαλα του. Το πρόσωπο του ήταν σημαδεμένο και

ρυτιδιασμένο και καλυμμένο με πυκνά γκρίζα γένια που έφταναν μέχριτην μέση του. Στα σακουλιασμένα μάτια του έλαμπε η πανουργία και η

απληστία. Τα αραιωμένα μαλλιά του ήταν μπλεγμένα και λιγδιασμένα. 

Ο γέροντας στεκόταν καμπουριασμένος στην πλώρη και τα κοκκαλιάρικα

χέρια του, με τα μακριά δάχτυλα, κρατούσαν ένα μακρύ κουπί. Η βάρκα

του ήταν μακρόστενη και, καθώς έπλεε, έβγαζε ένα αμυδρό, παγωμένο

φως. Την οδηγούσε σταθερά, μάλιστα έμοιαζε να μην επηρεάζεται διόλου

από τα ισχυρά ρεύματα. Η βάρκα ακολουθούσε μια ευθεία πορεία,

ανεμπόδιστη και ακάθεκτη. Είχε γκρίζα απόχρωση, στο χρώμα της

ομίχλης και ήταν ημιδιαφανής. Ο Έκτορας σκέφτηκε ότι η λέμβος θα

μπορούσε να ήταν  φτιαγμένη από την ίδια την καταχνιά του ποταμού. Φαινόταν άυλη και να πλέει πάνω από τα νερά του Αχέροντα, όχι μέσα σε

Page 154: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 154/322

153

αυτά. Η πλώρη ακούμπησε στην λάσπη της όχθης. Ο βαρκάρης κοίταξε

την Ανδρομάχη και ξερογλείψε τα άσαρκα χείλη του. Έπειτα στράφηκε

στους υπόλοιπους τέσσερις και χαμογέλασε χαιρέκακα. Ο Έκτορας

αηδίασε βλέποντας τα σάπια, κιτρινισμένα δόντια του και την μακριά

μαύρη γλώσσα του. 

«Η κοπέλα θα περάσει απέναντι, στη χώρα του Θανάτου; Προσφέρατε

τον όβολο; Ή θα περιφέρεται αιωνίως ανάμεσα σε δύο κόσμους;» Η φωνή

του ήταν γλοιώδης και σφυριχτή, σαν παγωμένος αέρας, που περνούσε 

μέσα από σχισμή βράχου. 

«Ο οβολός είναι στη θέση του. Μπορείς να την μεταφέρεις». Απάντησε

δυνατά ο Αριστοτέλης με την μεγαλοπρεπή φωνή του. 

Ο Χάροντας χαμογέλασε ξανά, άφησε το κουπί του  στην πλώρη  και

έσκυψε πάνω από την όχθη. Έπιασε την Ανδρομάχη από την μέση και την

τοποθέτησε προσεχτικά στην βάρκα, με το κεφάλι να ακουμπάει τηνπρύμνη. Την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και, με σπασμωδικές κινήσεις,

της άνοιξε το στόμα βγάζοντας από μέσα το χρυσό νόμισμα. Η λάμψη του

πλημμύρισε τα μάτια του γέροντα, που γέλασε ικανοποιημένος. Την ώρα

που τα δάχτυλα του ακούμπησαν το κέρμα, ο Έκτορας άκουσε τον ψίθυρο

του μάγου: 

«Immortalus Illuzis» 

Η καρδιά του Έκτορα χτυπούσε δυνατά, πονούσε από την αγωνιά. Ο

Χάροντας δεν είχε καταλάβει  τίποτα, χάιδευε και φιλούσε το νόμισμα,

όταν το σώμα της Αμαζόνας ορθώθηκε και τα δυνατά της χέρια τον

έσπρωξαν μακριά. Αστραπιαία, η βάρκα έχασε τον έλεγχο και

παρασύρθηκε στα βρυχώμενα νερά του Αχέροντα. Η κοπέλα παραλίγο να

πέσει, αλλά ανέκτησε την ισορροπία της. Η βάρκα στριφογύριζε και

αναταράσσονταν βίαια, ωστόσο η κοπέλα τελικά κατάφερε να δέσει έναν

κόμπο στην πλώρη της. Τα νερά κατέληγαν σε ένα σκοτεινό σπήλαιο στην

καρδιά του βράχου. Αν η βάρκα έφτανε εκεί, η Ανδρομάχη θα έχανε κάθε

ελπίδα. Είχε μερικές στιγμές προθεσμία. Έπιασε γερά το τόξο,

τοποθέτησε το βέλος. Η χορδή τεντώθηκε, χαλάρωσε και το βέλος έφυγε

σφυρίζοντας, την ώρα που το σκοτάδι του σπηλαίου κατάπινε την βάρκα.

Ο Έκτορας κινήθηκε γρήγορα, ακολούθησε την τροχιά του βέλους και,όταν αυτό καρφώθηκε στο χώμα, έπιασε το τεντωμένο σκοινί. Η ορμή του

 νερού παρέσερνε αυτόν και το σκοινί στο ποτάμι με τρομερή δύναμη,

όταν έσπευσαν να βοηθήσουν ο Φίλιππος και ο Αχιλλέας. Με την

συνδυασμένη δύναμη τους, άρχισαν να τραβούν το σκοινί προς την όχθη.

Την ίδια ώρα, λίγα μέτρα δίπλα, ο Χάροντας κοιτούσε αποσβολωμένος

τον Αριστοτέλη, που προχωρούσε με σταθερά βήματα προς το μέρος του. 

«Διαισθάνθηκα έναν αθάνατο εδώ πέρα, αλλά νόμιζα ότι κάνω λάθος»

σφύριξε οργισμένος ο Χάροντας. 

«Πράγματι, η απληστία σου είναι ισχυρότερη από τις δυνάμεις σου.Θολώνει το μυαλό όλων των αδύναμων πλασμάτων. Μπροστά στον

Page 155: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 155/322

154

όβολο που ερχόταν, σκέφτηκες ότι δεν έχουν σημασία οι διαισθήσεις σου.

Αν και αθάνατος, μοιράζεσαι μια απαίσια αδυναμία των θνητών

ανθρώπων. Ξέρεις ποιος είμαι;» του αποκρίθηκε με βροντερή φωνή ο

Αριστοτέλης. Ο Χάροντας κοίταξε με τα πονηρά του μάτια το ραβδί του

μάγου και έπειτα το πρόσωπο του. 

«Είσαι ο Αριστοτέλης των Μάγων. Πάνε αιώνες από τότε που υπήρχαν

μάγοι εδώ. Τι ζητάς;» 

«Εγώ και οι σύντροφοι μου πρέπει να περάσουμε απέναντι.»

«Όχι! Δεν γίνεται! Μόνο οι νεκροί διαβαίνουν τον Αχέροντα. Δεν θα στο

επιτρέψω, όχι.» φώναξε ο Χάροντας φτύνοντας. 

Δεν διέφυγε από τον Έκτορα το γεγονός ότι ο Χάροντας αναγνώρισε τον

Αριστοτέλη και, παρόλο που του έφερνε αντιρρήσεις,  υπήρχε μια ιδέα

φόβου και σεβασμού στην φωνή του. Το άπληστο πλάσμα δεν τολμούσε να αντικρίσει κατάματα τον μάγο, σαν να φοβόταν μην τον κάψει η φλόγα

που σιγόκαιε στα μάτια του. Ο νεαρός ένιωσε ένα δέος, έναν ιερό φόβο να

πλημμυρίζει την ψυχή του. Που έφτανε η δύναμη και η σπουδαιότητα του

ατόμου που τον μεγάλωσε επί δεκαπέντε χρόνια;

Στο μεταξύ ο μάγος χτύπησε με δύναμη το ραβδί του στο έδαφος και ο

κρότος αντήχησε στα ψυχρά τοιχώματα της αίθουσας. Στα μάτια   του

 Έκτορα φάνηκε ο μάγος να μεγαλώνει και η σκιά του σκέπασε την

κυρτωμένη μορφή του Χάροντα, που ζάρωσε από τον φόβο του. Έμοιαζε

σαν αβοήθητο γεροντάκι και ψέλλιζε κάτι ακατανόητα λόγια. Η φωνή του

Αριστοτέλη ακούστηκε δυνατή και καθαρή: 

«Εμένα θα μου το επιτρέψεις, ακούς; Μην ξεχνάς το έργο μου εδώ μέσα 

και τα έργα της φυλής μου. Κανείς άλλος δεν θα παραβεί τον κανόνα και

δεν θα επέμβει ξανά στο έργο σου, σου δίνω τον λόγο μου.  Αλλά εμένα

οφείλεις να μου το επιτρέψεις.» Ξαφνικά η φωνή του   μαλάκωσε και η

φλόγα στα μάτια του έσβησε. 

«Έχω μια σημαντική αποστολή με αυτούς τους ανθρώπους. Αφορά

όλους μας και αν πετύχει θα μπούμε στα βιβλία της ιστορίας τούτου του

κόσμου. Βοήθησε να την επιτύχουμε και θα πάρεις και εσύ μερίδιο απότην δόξα, όταν αυτή έρθει» 

Στα μάτια του Χάροντα άστραψε ξανά εκείνη η άπληστη λάμψη. Το

πλάσμα ζύγισε τα λόγια του Αριστοτέλη. Δεν τον ένοιαζε η δόξα αλλά

ήξερε να διαβάζει πίσω από τις λέξεις. Γνώριζε καλά την φήμη του μάγου:

“Ανθρωπόφιλο” τον αποκαλούσαν μερικοί. Και όταν ο Αριστοτέλης

μιλούσε για αποστολή, τότε σήμαινε ότι επόταν  μεγάλος πόλεμος

Ανθρώπων. Και νεκροί, πολλοί νεκροί θα στέκονταν  στις όχθες του

Αχέροντα. Ο γέρος ξερόγλειψε τα ζαρωμένα χείλη του.

«Ας είναι» σφύριξε. Έγνεψε με το χέρι του να τον  ακολουθήσουν. ΗΑνδρομάχη, βρεγμένη μέχρι το κόκκαλο και λαχανιασμένη, περίμενε ήδη

Page 156: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 156/322

155

στην βάρκα, με το τόξο της στο χέρι, έτοιμη να επέμβει. Ο Χάροντας πήγε

 να ανέβει στην βάρκα, αλλά πρώτος πήδηξε ο Έκτορας και έσφιξε δυνατά

την Ανδρομάχη. Παρακολουθώντας  γεμάτος δέος τον Αριστοτέλη να

διαπραγματεύεται με τον Χάροντα, ξέχασε την ριψοκίνδυνη περιπέτεια

της κοπέλας και μόλις αντίκρισε την μορφή της στην βάρκα θυμηθηκε την

αγωνία και το καρδιοχτύπι, τις ατελείωτες στιγμές που εκείνη ήταν μέσαστην ακυβέρνητη βάρκα στο έλεος του Αχέροντα. Βυθισμένος στην

αγκαλιά της, γέλασε από ανακούφιση. 

«Δεν σταματάς να με εκπλήσσεις με τις αρετές σου , πολεμίστρια μου.»

φιλήθηκαν με πάθος. »Αν οι υπόλοιπες Αμαζόνες σου μοιάζουν, έστω και

ελάχιστα, είστε πράγματι σπουδαίος λαός.» Εκείνη γέλασε και τον

ξαναφίλησε, παραμένοντας αμίλητη. 

Ωστόσο, οι υπόλοιποι ανέβηκαν στην γκρίζα βάρκα. Με τα μακριά,

βατραχίσια δάχτυλα του, ο Χάροντας έπιασε γερά το κουπί και έσπρωξε

την λέμβο στα θυμωμένα νερά. Αν και το ρεύμα ήταν ισχυρό καιταραγμένο, κανείς πάνω στην βάρκα δεν αισθανόταν το παραμικρό. Και ο

Χάροντας, αν και στη στεριά φαινόταν ταπεινός και ασήμαντός, πλέον 

ήταν πράγματι αγνώριστος. Μια δύναμη φούντωσε μέσα του, και , παρόλο

που το κορμί του ήταν κυρτωμένο και ζαρωμένο, ακτινοβολούσε με τόση

ισχύ που τρόμαξε τον Έκτορα. Ο ποταμός ήταν πράγματι το στοιχείο του.

Τα μάτια του σπιθοβολούσαν και πρόσταζαν σιωπηλά τον ποταμό, ο

οποίος υπέκυπτε στην βούληση του. 

«Προς τα πού πορεύεσαι, Αριστοτέλη; Σε ποια περιοχή να σε αφήσω;»

«Στα Ηλύσια Πεδία. Θέλω να συναντήσω κάποιους παλιούς φίλους.» 

Ο Χάροντας σφύριξε κάτι μέσα από τα δόντια  του και προσάρμοσε την

κατεύθυνση της βάρκας. Σύντομα, άρχισαν να ταξιδεύουν με μεγάλη

ταχύτητα. 

«Ποια είναι η καινούρια σου αποστολή, λοιπόν; Μπορείς να μιλήσεις για

αυτήν;» 

«Πιστεύω ότι γνωρίζεις ήδη κάποια πράγματα για αυτήν. Αφορά κυρίως

αυτήν την Αίθουσα. Πρόσεξες τίποτε διαφορετικό στις περιοχές τούτες

τελευταία; Ίσως, κυρίως στον Τάρταρο και στους Λειμώνες μεΑσφοδέλους…»

 Έκπληξη καθρεφτίστηκε στα μάτια του γέρου στο άκουσμα των

τελευταίων. 

«Ω,  ναι! Πως το ξέρεις; Ο Αφέντης απορεί τι ακριβώς συμβαίνει και

κανείς δεν μπόρεσε μέχρι τώρα να δώσει απάντηση. Ναι, πολλά

συμβαίνουν εδώ τελευταία. Στους Λειμώνες με τους Ασφοδέλους και

στον Τάρταρο, σωστά. Οι ψυχές διαρρηγνύονται, ακρωτηριάζονται,

μεταλλάσσονται. Γεμίζουν σκοτάδι και έπειτα δραπετεύουν από εδώ με

την βοήθεια αγνώστων δυνάμεων. Ποτέ δεν έχει συμβεί ξανά κάτι τέτοιο,

Page 157: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 157/322

156

στους αιώνες που ζω. Και ούτε ο ίδιος ο Άδης δεν μπορεί να το

σταματήσει.» 

«Ούτε εγώ μπορώ να το σταματήσω. Είναι πολύ ισχυρή Σκοτεινή Τέχνη.

Ούτε ο συνδυασμός όλων της φυλής μου δεν μπορεί να το σταματήσει.Αλλά ευτυχώς, ότι δεν έχουμε σε ικανότητα, το έχουμε σε σοφία. Το

προβλέψαμε. Και δώσαμε σε θνητούς την δύναμη να το σταματήσουν.

Την δώσαμε πολύ πριν αρχίσουν όλα αυτά. Σε τούτη τη βάρκα στέκεται ο

 Ένας που μπορεί να χειριστεί το Σπαθί της Λύκης.» 

«Ναι» σφύριξε ο Χάροντας. «Θνητός, αλλά μια αρχαία μαγεία κυλάει

στις φλέβες του. Τον αισθάνομαι και έχει δύναμη μέσα του.» Τα γέρικα

μάτια του καρφώθηκαν στον Έκτορα, ο οποίος κοίταξε αμήχανα γύρω

του. Καμία όχθη δεν φαινόταν γύρω από την βάρκα και το ποτάμι έμοιαζε

απέραντο, σαν θάλασσα. Συνέχισε την ορμητική του πορεία, ώσπου το

κατάπινε το πυκνό σκοτάδι που τους τύλιγε απειλητικά. Μια γκρίζαομίχλη σαβάνωνε τα μαύρα  νερά και χόρευε στο ασημένιο ημίφως που

έβγαζε η βάρκα. Δεν ακουγόταν τίποτα πέρα από το μούγκρισμα του

ποταμού και τις κουβέντες του Χάροντα και του Αριστοτέλη. 

«Ώστε ήρθες για το Σπαθί της Λύκης. Επικίνδυνο φίλε μου, πολύ

επικίνδυνο. Εγώ έχω ακούσει μόνο φήμες και λόγια του αέρα, αλλά αν

αληθεύουν έστω και τα μισά από όσα ακούγονται, η Αίθουσα του Φωτός

κρύβει πολύ επικίνδυνες δυνάμεις.» 

«Οι  δυνάμεις είναι επικίνδυνες για εκείνους που πάνε μέσα στην

Αίθουσα με σκοτεινούς σκοπούς.» θύμωσε ο Αριστοτέλης. «Στην

Αίθουσα του Φωτός υπάρχουν πολλά θαύματα, περισσότερα από όσα

μπορεί να αντιληφθεί ο κοινός νους. Ναι, υπάρχουν και πανίσχυρες

δυνάμεις, δυνάμεις πολύ ισχυρότερες από τις δικές μου, όμως θαρρώ πως

δεν θα σταθούν εμπόδιο.» 

Ο Έκτορας τρόμαξε ακούγοντας τις κουβέντες του Αριστοτέλη: 

 Δυνάμεις πολύ ισχυρότερες από τις δικές μου. Σκεπτόμενος πόσο ισχυρός

ήταν ο Αριστοτέλης, δεν ήθελε καν να σκέφτεται τι μπορεί να

αντιμετώπιζαν εκεί μέσα. Και ο Αριστοτέλης, αν και προσπαθούσε να

τους καθησυχάσει  λέγοντας πως δεν θα σταθούν εμπόδιο, έδειχνε μιαάκρως ανησυχητική αβεβαιότητα. Όμως ο Έκτορας συνειδητοποίησε πως

είχαν άλλες δύο Αίθουσες να διαβούν, πριν την Αίθουσα του Φωτός. Δύο

Αίθουσες που ακόμα και το όνομα τους γέμιζε απελπισία την καρδιά των

ανθρώπων. 

Η περιοχή του Θανάτου που οριοθετούταν  από τα αιώνια νερά του

Αχέροντα χωριζόταν σε τρεις κύριες περιοχές:  Η πρώτη περιελάμβανε

τους Λειμώνες με τους Ασφοδέλους. Εκεί κατοικούσαν οι ψυχές που οι

Κριτές αποφάσισαν  ότι όσο ζούσαν δεν είχαν θαυμαστές αρετές, δεν

κατάφεραν ένδοξα κατορθώματα, ούτε όμως ήταν σκοτεινές και ασεβείς.

Γκρίζες σκιές ήταν εκείνες οι ψυχές, τιτίβιζαν, σαν νυχτερίδες, στουςΛειμώνες ξεχασμένες από την Δόξα ή την Νέμεσις, ξεχασμένες από την

Page 158: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 158/322

157

ζωή και τον χαμό, καταδικασμένες να περιπλανούνταν  μάταια μετά

θάνατον, όπως έκαναν και στην ασήμαντη ζωή τους. Στα σύνορα των

Λειμώνων στεκόταν, μεγαλοπρεπές και θλιβερό, το αθάνατο παλάτι του

Άδη, όπου κατοικούσε ο τρομερός θεός μαζί με την γυναίκα του , την

Περσεφόνη, την θνητή  που καταδικάστηκε  στην οδυνηρή μοίρα να

κατοικίσει στον ζοφερό τούτο τόπο πριν καν πεθάνει. Η πανέμορφηκαλλονή, που γοήτευσε τον Αφέντη του Κάτω Κόσμου, στερήθηκε την

ζωή πριν καν την ζήσει. Στο προαύλιο του παλατιού υπήρχαν δύο πηγές,

της Λήθης, από όπου έπιναν οι ασήμαντες, κοινές ψυχές για να σβήσουν

την μνήμη τους και η πηγή της Μνημοσύνης, από όπου έπιναν το

ευλογημένο νερό οι σπουδαίες, λαμπρές ψυχές και οι μύστες της Γνώσης.

Στον κεντρικό χώρο του προαυλίου υπήρχε ο λαμπερός Ναός της Εκάτης.

Εκεί κατοικούσαν οι τρείς Κριτές: Ο Μίνως, ο Ραδάμανθυς και ο Αιακός.

Σοφά πλάσματα, με την ικανότητα να βλέπουν καθαρά την ψυχή και το

 νου κάθε ανθρώπου. Από τον Ναό ξεκινούσαν τρεις δρόμοι. Ο ένας

κατέληγε πίσω στους Λειμώνες. 

Ο δεύτερος περνούσε στα σύνορα του Ερέβους, μια μυστηριώδης,

απαίσια περιοχή με σκοτάδι πυκνό και αιώνιο, πιο μαύρο και από τον

 νυχτερινό ουρανό. Εκείνος  ο δρόμος κατέληγε στον Τάρταρο, όπου

συνέρεαν οι ψυχές που δεν είχαν καμία αρετή, που είχαν σάπιο πνέυμα

και μόνο κακό και πόνο προκάλεσαν, καθώς πορεύτηκαν στη ζωή. 

 Όμως η συντροφιά δεν θα αντίκριζε τίποτα από τα παραπάνω, αν και όλοι

ήθελαν να αντικρίσουν το ένδοξο παλάτι του τρομερού Θεού-Πολεμιστή

και το μεγαλείο του Ναού της Εκάτης. Όχι όμως, η συντροφιά κίνησε για

έναν πιο ένδοξο δρόμο, πιο λαμπερός και όμορφος ήταν και από το

χρυσάφι που είχαν στρώσει πάνω του. Γιατί κατέληγε στα Ηλύσια Πεδία.

Το μέρος όπου κατέληγαν οι ενάρετες ψυχές. Ήταν μέρος γεμάτο ήρωες

και βασιλιάδες του Αρχαίου Κόσμου, πολεμιστές που είχαν πέσει ένδοξα

στο πεδίο της μάχης, ηγέτες  που εξυμνήθηκαν από τον λαό,  έχτισαν

λαμπρά παλάτια και γέμισαν πλούτο και δόξα τις χώρες τους. Εκεί

κατοικούσαν ακόμα φιλόσοφοι, δάσκαλοι, επιστήμονες, άνθρωποι που, με

το έργο τους, πλούταιναν και εξύψωναν το θνητό πνεύμα του ανθρώπου

και το έστελναν στην αθανασία και την αιωνιότητα. Πάνω στη σοφία, την

ανδρεία και τις ικανότητες εκείνων των ψυχών μπήκαν τα θεμέλια για τις

μέρες της ακμής των Ανθρώπων. Και πλέον αυτές οι ψυχές

συναθροίζονταν στα πανέμορφα Ηλύσια Πεδία και ένωναν τις αρετέςτους, έχοντας κάνει  την περιοχή να ακτινοβολεί με ένα ζεστό θαυμαστό

φως.

Ο Έκτορας το διέκρινε από μακριά. Η καταχνιά που απλωνόταν στις

όχθες, διαλυόταν και έλιωνε, το σκοτάδι έφευγε μακριά και ένα γλυκό

χρυσαφένιο φως ζέσταινε το άγονο χώμα, περίπου ένα μίλι μπροστά του. 

«Φτάνουμε στα Ηλύσια Πεδία, Αριστοτέλη.» Ανακοίνωσε ο Χάροντας

και οδήγησε την βάρκα του κοντά στην όχθη όπου διακρινόταν το φως.  Ο

μάγος κοίταξε μπροστά και έγνεψε επιδοκιμαστικά.

«Ω ναι, φτάνουμε!» είπε γελαστός. «Ότι καλό και ενάρετο έχει ναεπιδείξει η ιστορία των Ανθρώπων εδώ βρίσκεται.»

Page 159: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 159/322

158

Ο Έκτορας προσπαθούσε, γεμάτος περιέργεια,  να διακρίνει

περισσότερα, αλλά ήταν ακόμα αρκετά μακριά. Ξάφνου κάτι άλλο

τράβηξε την προσοχή του. Με την άκρη του ματιού του, έπιασε μια

λάμψη μες στο σκοτάδι που κύκλωνε την όχθη πλάι στη βάρκα. Έγειρε

στο πλάι να δει πιο προσεχτικά και, πάνω που αποφάσισε πως μάλλονήταν της φαντασίας του, το ξανάδε. Τρία ζευγάρια από πορφυρά αστέρια

έλαμπαν σαν φλόγες μπροστά του. Τρία ζευγάρια θυμωμένα μάτια

παρακολουθούσαν την βάρκα. Εξαφανίστηκαν μες στη καταχνιά και το

σκοτάδι. Ο Έκτορας κοίταξε ανήσυχος τον Αχιλλέα, ο οποίος είχε ακόμα

το βλέμμα του καρφωμένο στο σημείο από το οποίο εξαφανίστηκαν

προηγουμένως τα μάτια. 

«Τι ήταν τούτο;» του ψιθύρισε. 

«Δεν είμαι σίγουρος» απάντησε ο πολεμιστής. «Αλλά φαίνεται μεγάλο

και οργισμένο μαζί μας» 

Ο μάγος παρακολουθούσε την κουβέντα τους και πήγε κοντά τους. 

«Είναι ο Φύλακας της Απέναντι Όχθης. Δεν θα μας κάνει κακό προς το

παρόν. Ας ελπίσουμε να μπορέσουμε να το αποφύγουμε. Είναι πλάσμα

του Αρχαίου Κόσμου δυνατό και οργισμένο και στις φλέβες του ρέει η

πολεμική ισχύς του Άδη» 

«Τι εννοείς “δεν θα μας κάνει κακό προς το παρόν”;» αναρωτήθηκε ο 

 Έκτορας. 

«Δεν τον ενδιαφέρει ποιος κατεβαίνει στην όχθη. Αλλά δεν θα μας

αφήσει να προχωρήσουμε πέρα από τα σύνορα της. Και μετά τα Ηλύσια

Πεδία ο δρόμος μας πάει πολύ πέρα από αυτές τις περιοχές. Αν τον

συναντήσουμε τότε, τα πράγματα μπορεί να γίνουν δύσκολα.» 

Η βάρκα τραντάχτηκε καθώς η κοιλιά της τρίφτηκε πάνω στο λασπώδες

έδαφος. Οι πέντε πήδηξαν έξω από την λέμβο και ο Αριστοτέλης

 υποκλίθηκε στον Χάροντα, ο οποίος ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Σε λίγες

στιγμές, η καταχνιά του ορίζοντα κατάπιε την γέρικη, στοιχειωμένη

μορφή. Ο μάγος οδήγησε την συντροφιά μακριά από τον μαύρο βούρκο

στην άκρη της όχθης και κατευθύνθηκε προς την πηγή του φωτός πουπλέον ήταν εκτυφλωτικό. Προερχόταν από μία πύλη, που στεκόταν

μεγαλοπρεπής στον μαύρο βράχο, στην άλλη άκρη της όχθης. Ήταν

πανύψηλη και χρυσαφένια. Την φυλούσαν δύο πλατινένια αγάλματα με

αετίσια μορφή, ψηλά, ίσαμε τρία μέτρα. Τα φτερά τους ήταν ορθάνοιχτα

και τα μάτια στο σκληρό, άκαρδο βλέμμα τους λαμποκοπούσαν

διαμαντένια. Πάνω στην αψιδωτή πύλη ήταν σκαλισμένες σε διάφορες

γλώσσες με όμορφα γράμματα όλες οι Αρετές, ενώ στην κορυφή της ένα

πεντάκτινο αστέρι τους καλωσόριζε με το χαμογελαστό φως του. Ο

 Έκτορας κοντοστάθηκε και θαύμασε την αψίδα και δίπλα του η

Ανδρομάχη κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό. Ακόμα και ο Αχιλλέας

απορροφούσε την ομορφιά της με διάπλατα μάτια.

Page 160: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 160/322

159

«Πάμε» είπε χαμογελαστός ο Αριστοτέλης γνέφοντας στην είσοδο. 

Η πύλη οδηγούσε σε μια σκάλα, η οποία κατέβαινε φιδογυριστά σε

μεγάλα βάθη, κατά τα φαινόμενα. Άρχισαν να κατεβαίνουν. Η διαδρομή

φωτιζόταν από κάτι παράξενα πετράδια τοποθετημένα στον χρυσαφένιο

τοίχο. Είχαν σχήμα αστεριών και καθένα έβγαζε ένα διαφορετικήςαπόχρωσης απαλό φως που ζέσταινε σώμα και νου. Τέτοια ήταν η

ομορφιά της διαδρομής που, αν και συνέχιζαν την κάθοδο επί ώρες, δεν

ένιωθαν το παραμικρό σημάδι κούρασης. 

«Θαυμαστά τα έργα των νεκρών». Σχολίασε ο Φίλιππος

αποσβολωμένος. 

«Μόνο τούτων των νεκρών» διόρθωσε ο Αριστοτέλης. «Μόνο τούτων

των ψυχών, που η αξία τους θα μετριέται στους ατελείωτους αιώνες.» 

Τελικά τους κατέβαλε η κούραση και είχαν μπόλικο δρόμο να διανύσουν.Σε ένα μεγάλο πλατύσκαλο, στη σκιά ενός ψηλού αγάλματος που

απεικόνιζε μια πανέμορφη βασίλισσα με κόκκινα, μακριά μαλλιά

αποφάσισαν να ξαποστάσουν. Ο Αριστοτέλης τους έφτιαξε ένα

δυναμωτικό γεύμα και όταν απόφαγαν έκλεισε τα μάτια. Σύντομα

αποκοιμήθηκαν και ο Αχιλλέας με τον Φίλιππο. Αλλά , ο Έκτορας δεν

μπορούσε να κοιμηθεί. Και η Ανδρομάχη στεκόταν και θαύμαζε την

γιγάντια φιγούρα της βασίλισσας. Ο νεαρός την πλησίασε σιωπηλά και

τύλιξε τα χέρια του γύρω από την μέση της Αμαζόνας , κοιτώντας και

αυτός το ανέκφραστο πρόσωπο του αγάλματος. 

«Μοιάζει πανέμορφη. Ποια να ήταν όσο ζούσε;» 

«Γνώρισα την μορφή της με το που την αντίκρισα.» απάντησε η κοπέλα

και μια συγκίνηση ξεχείλιζε από το περήφανο βλέμμα της. «Το άγαλμα

της υπάρχει σε κάθε πόλη κράτος των Αμαζόνων. Είναι η πρώτη

βασίλισσα του λαού μου. Η πρώτη γυναίκα που σήκωσε κεφάλι στην

φαλλοκρατική κοινωνία. Ξεσήκωσε τις άλλες δούλες και τις

καταπιεσμένες γυναίκες και αυτοεξορίστηκαν μακριά από τις πόλεις των

ανδρών. Την πολέμησαν για αυτό, αλλά η πολεμική της ικανότητα ήταν

αντάξια της σοφίας της. Κατατρόπωσε τους βασιλιάδες που την

κυνηγούσαν και πολλοί πολέμαρχοι γονάτισαν μπροστά της. Και τότειδρύθηκε η πρώτη μεγάλη πολιτεία των Αμαζόνων που θριαμβεύει μέχρι

τις μέρες μας.» 

Πρώτη φορά άκουγε αυτήν την ιστορία ο νεαρός και για μερικά

δευτερόλεπτα στάθηκε να θαυμάσει την βασίλισσα. Στο πέτρινο πρόσωπο

της ήταν πεντακάθαρα αποτυπωμένη η άγρια περηφάνια που εντόπιζε και

στο πρόσωπο της Ανδρομάχης.

«Τότε λοιπόν κέρδισε επάξια την είσοδο της στα Ηλύσια Πεδία και όλες

τις τιμές που της αποδίδονται. Γιατί, κρίνοντας από  σένα, δημιούργησε

πραγματικά έναν εκπληκτικό λαό.» ψιθύρισε σοβαρά ο νεαρός. 

Page 161: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 161/322

160

Η Αμαζόνα δεν απάντησε. Αναστέναξε και έστριψε το βλέμμα της πάνω

του. 

«Άραγε θα φανώ αντάξια της,  όταν έρθει η δικιά μου ώρα να σταθώ

στους Κριτές; Θαρρείς μπορούμε να κερδίσουμε μια θέση εδώ;» 

Ο Έκτορας έμεινε σκεφτικός. Δεν ήταν σίγουρος αν όλα εκείνα 

αντιπροσώπευαν την πραγματική εικόνα του θανάτου ή ήταν απλώς μάγια

του Θεού του Κάτω Κόσμου. Τι είχε πει ο Αριστοτέλης;    Η

πραγματικότητα, η αλήθεια για τον θάνατο είναι τόσο απλή και ξεκάθαρη

που δεν χωράει να γεμίσει ένα βιβλίο, πόσο μάλλον μια ολάκερη αίθουσα.  

Δεν ήξερε βέβαια τι ακριβώς εννοούσε ο  μάγος. Αλλά επίσης ανέφερε

πως μέσα σε στην αίθουσα ήταν  κρυμμένη η πραγματική εικόνα του

θανάτου. 

«Δεν είμαι σίγουρος αν πράγματι θα παρουσιαστούμε μπροστά σε

κάποιον Κριτή όταν τελειώσουν οι ώρες μας πάνω στην γη. Ωστόσο,  ανήμουν εγώ κάποιος από τους τρεις Κριτές τότε σίγουρα θα σου είχα

εξασφαλίσει από τώρα μια θέση εδώ μέσα. Γιατί η ψυχή σου είναι τόσο

όμορφη όσο η όψη σου και αυτό από μόνο του λέει πολλά. Το θάρρος σου

θα ήταν ζηλευτό από πολλούς πολέμαρχους και την ευγένεια σου δεν την

έχουν οι πιο σπουδαίες αρχόντισσες. Η ομορφιά σου δεν έχει θέση

πουθενά αλλού, ούτε θα βρει πιο ταιριαστό μέρος από τα όμορφα Ηλύσια

Πεδία. Βέβαια προσωπικά εύχομαι να μην έρθει ποτέ η καταραμένη ώρα

 να φύγεις από την γη, είτε έρθεις εδώ είτε όχι. Θα είναι σαν να φεύγει το

φεγγάρι από τον νυχτερινό ουρανό.» 

Η Αμαζόνα γέλασε και σίγουρα  η απάντηση του Έκτορα την

ικανοποίησε. 

«Και εγώ το εύχομαι αυτό και για μένα και για σένα. Και μακάρι να

 υπήρχε τρόπος να αποτραπεί. Αλλά αν πρέπει να διδαχτούμε κάτι από την

ιστορία του Ζακχαέρ Ντων, αυτό θα είναι να μην επιτρέπουμε στον φόβο

του θανάτου και στην ματαιοδοξία της αθανασίας να μας στερεί την ζωή.

Γι’ αυτό ας ζήσουμε» είπε και έφερε τα ζεστά χείλη της στα δικά του. Τα

σώματα τους έσμιξαν και ξάπλωσαν αγκαλιασμένοι κάτω από το άγαλμα

της βασίλισσας. Ο νεαρός κοιτούσε αχόρταγα την Ανδρομάχη,

χαμογελώντας σιωπηλά. Η ομορφιά αυτού του μέρους δεν επισκίαζε,

παρά τόνιζε την δική της. Το γλυκό φως έκανε το λευκό δέρμα της ναφέγγει  και τα λαμπερά μάτια της θα μπορούσαν κάλλιστα να ήταν   δύο

 υπέρλαμπρα αστέρια στον νυχτερινό ουρανό. Πριν κλείσει τα μάτια του,

ευχαρίστησε εσώψυχα την βασίλισσα, που τους παρακολουθούσε

σιωπηλή. Την ευχαρίστησε για την σπουδαία απόγονο της,  που τον

αγκάλιαζε τρυφερά. 

Κοιμήθηκαν ήρεμα για δύο-τρεις ώρες, ώσπου τους ξύπνησε ο

Αριστοτέλης. Τους είχε ετοιμάσει φαγητό, κάτι που έφτιαξε ακόμα

περισσότερο την διάθεση του Έκτορα. Είχε σχεδόν ξεχάσει το συμβάν με

τον Χάροντα και η διαδρομή για τα Ηλύσια Πεδία φάνταζε προς το παρόν

σαν ξέγνοιαστη εκδρομή. Όμως δεν ήταν ανόητος ώστε να τονεφησυχάσει η φαινομενική γαλήνη. Ήξερε ότι μέσα στη Σπηλιά

Page 162: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 162/322

161

παραμόνευαν παντού κίνδυνοι, τους παρακολουθούσαν σιωπηλά έτοιμοι

 να τους ορμήσουν σε μια στιγμή αδυναμίας. Και τότε, ανακάλεσε τα τρία

ζευγάρια ματιών που καιροφυλακτούσαν στο σκοτάδι. Ο Φύλακας της

 Απέναντι Όχθης.  Έδιωξε γρήγορα από το μυαλό του αυτήν την σκέψη και

έφαγε λαίμαργα. Ήπιε μια γουλιά νερό από το φλασκί του. Το νερό ήταν

ακόμα παγωμένο και φρέσκο αν και είχε περάσει αρκετός καιρός από τότεπου το γέμισε, στην Αίθουσα της Φύσης. Ο νεαρός σκέφτηκε ότι η

αίθουσα τους φιλοδώρησε με ένα μαγικό ενθύμιο ώστε να θυμούνται

εκτός από την σκληράδα της και την ομορφιά της.

Ο Αριστοτέλης τους έγνεψε να σηκωθούν και έτσι συνέχισαν την πορεία

τους. 

«Πόσο θέλουμε ακόμα για να φτάσουμε στα Πεδία;» έκανε ο Φίλιππος. 

«Όχι πολύ, αν κρατήσουμε σταθερό ρυθμό είναι λιγότερο από μισή μέρα

διαδρομή»

«Και τι ζητάμε εκεί Αριστοτέλη; Ή απλώς αυτή είναι η πορεία μας για

την έξοδο της Αίθουσας;» 

«Όχι, μακάρι να ήταν προς αυτήν την κατεύθυνση η έξοδος. Τότε τα

πράγματα θα ήταν πολύ πιο εύκολα. Όχι όμως, η έξοδος είναι μακριά από

εδώ. Στα Πεδία πάμε για να συναντήσω έναν παλιό φίλο, να του ζητήσω

μια χάρη» 

«Είναι και μάγοι στα Ηλύσια Πεδία;» αναρωτήθηκε ο Έκτορας. Ο

Αριστοτέλης όμως γέλασε και έγνεψε αρνητικά. 

«Οι μάγοι ακολουθούν εντελώς διαφορετική διαδρομή μετά τον θάνατο,

αν και μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω για αυτήν την διαδρομή. Διότι

λίγοι μάγοι πεθαίνουν, ειδικά στον καιρό μας. Όμως, όπως όλα τα

πλάσματα, όπως όλη η ύλη και η ενέργεια για την ακρίβεια στο σύμπαν,

έτσι και οι μάγοι είναι απλά κατεργασμένος αιθέρας. Οτιδήποτε πεθαίνει

και χάνεται, τελικά μετατρέπεται ξανά σε ακατέργαστο και αγνό αιθέρα.

Αλλά οι μάγοι, με βάση τις μελέτες που έκανα πριν πολλά χρόνια, μπορώ

 να πω ότι περνάνε άμεσα στον ακατέργαστο αιθέρα με τον θάνατο τους.

Και από τον αιθέρα, όπως γνωρίζεται, γεννιέται άμεσα ένας μάγος. Οπότεμπορώ να υποθέσω ότι ο θάνατος ενός μάγου είναι η ολοκλήρωση μιας

κυκλικής διαδρομής, μια διαδρομή ατέρμονη και άχρονη. Ίσως τελικά, η

ζωή και το τέλος των μάγων δεν είναι παρά ένας φαύλος κύκλος που

χαράχτηκε στις απαρχές του χρόνου.» 

«Είχα ακούσει κάποτε για την ιστορία του θανάτου μιας σπουδαίας

μάγισσας, αν και μου διαφεύγει το όνομα της. Λέγεται ότι ο τόπος του

θανάτου της είναι καταραμένος και συμβαίνουν περίεργα πράγματα μέχρι

και σήμερα.» σχολίασε η Ανδρομάχη. 

«Ω, συνήθως αυτά τα λόγια δεν είναι παρά δοξασίες και δεισιδαιμονίεςτων ανθρώπων. Όμως, έχουν κάποια βάση. Γιατί βλέπετε, ο μάγος είναι

Page 163: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 163/322

162

ένας πανίσχυρος, ορκισμένος προστάτης της φύσης, καθώς και παιδί της.

Και όταν πεθαίνει, αν όσα είπα ισχύουν, μια μεγάλη ποσότητα

ακατέργαστου αιθέρα ξεχύνεται αιφνίδια. Και η Ισορροπία κλονίζεται και

στιγμιαία καταρρέει. Πολλές φορές όταν ένας από εμάς πεθάνει γίνονται

ισχυροί σεισμοί ή προκαλούνται βίαιοι τυφώνες, και όλα τα πλάσματα της

γης, φυτά και ζώα νιώθουν μια μαύρη σκιά να καλύπτει τις καρδιές τους.Ο θρήνος της φύσης για τον χαμό ενός μάγου. Η στιγμιαία απώλεια της

Ισορροπίας» 

Για μια στιγμή το κλίμα βάρυνε και όλοι ένιωσαν την σκιά να πετάει

πάνω από τις καρδιές τους. Ακόμα και η κουβέντα για τον χαμό ενός

μάγου φαινόταν αρκετή για να τους προκαλέσει θλίψη. Έτσι ο Φίλιππος

άλλαξε συζήτηση: 

«Και ποιος είναι ο φίλος που ζητάμε Αριστοτέλη;» 

«Σας έχω ξαναμιλήσει για αυτόν, και είναι πολύ σπουδαίος ανάμεσαστους Ήρωες. Είναι ο Ιάσωνας που μαζί του πολεμήσαμε τον Αλέξανδρο

και την Προσωπίδα του Ήλιου. Όταν τον γνώρισα, ήταν ένας εκλεκτός

 νέος, γενναίος και έξυπνος και, από ότι άκουσα, συνέχισε έτσι σε όλη του

την ζωή. Ίδρυσε μια μεγάλη πόλη-κράτος στον βορρά, που ευημερεί μέχρι

σήμερα. Την ονόμασε Μηδείανορ, από την εκλεκτή της καρδιάς του την

Μήδεια, μια πανέμορφη και πάνσοφη μάγισσα» 

«Αταίριαστος έρωτας, νομίζω» σχολίασε ο Φίλιππος. 

«Όχι, καθόλου» διαφώνησε ο μάγος. «Κάθε άλλο μάλιστα, από ότι

ακούω. Και μάλιστα, οι απόγονοι τους θα πρέπει να είναι οι μοναδικοί

άνθρωποι που έχουν αίμα μάγου, αν και φυσικά δεν κατέχουν τις μαγικές

τέχνες. Αλλά ο Ιάσωνας και η Μήδεια έζησαν ευτυχισμένοι, μέχρι το

τέλος των ημερών του σπουδαίου Ήρωα. Και η μάγισσα πικραμένη από

τον θάνατο του, έφυγε από τον κόσμο των ανθρώπων και ζει με την φυλή

μου μέχρι σήμερα» στη συνέχεια πρόσθεσε γελώντας: «Μάλιστα, θα

έλεγα πως εγώ και εκείνη είμαστε κάπως περιθωριοποιημένοι ανάμεσα

στους μάγους εξαιτίας της συμπάθειας μας για ανθρώπους.» 

Κουβεντιάζοντας με καλή διάθεση, διένυσαν αρκετά μέτρα ,

κατηφορίζοντας διαρκώς και, όταν ο Έκτορας αναρωτήθηκε σιωπηλάπόσο ακόμα θα έπρεπε   να περπατήσουν, η απάντηση ήρθε με ένα

αναφωνητό από τον Αριστοτέλη: 

«Α! Επιτέλους φτάσαμε!» είπε, κοιτάζοντας μπροστά, με μια

χρυσαφένια λάμψη να καθρεφτίζεται στο βλέμμα του. 

Πράγματι, περίπου είκοσι σκαλιά πιο κάτω, η σκάλα κατέληγε σε έναν

ίσιο, πλατύ διάδρομο από μάρμαρο. Στα δύο άκρα του στέκονταν φρουροί

δύο πέτρινα αγάλματα βασιλιάδων. Φορούσαν ασημένιες κορώνες και

κρατούσαν περήφανα τα σπαθιά και τις ασπίδες  τους, επιτηρώντας τον

χώρο με το επιβλητικό, άγριο βλέμμα τους. Ο διάδρομος είχε μήκοςπερίπου σαράντα μέτρα και όταν έφτασαν στους δύο βασιλιάδες οι πέντε

Page 164: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 164/322

163

οδοιπόροι παρατήρησαν με κομμένη την ανάσα ότι ολόκληρη η διαδρομή

κοσμούνταν με εντυπωσιακά αγάλματα, σμιλεμένα με απαράμιλλη τέχνη.

Παρίσταναν πολέμαρχους, ηγέτες, ήρωες, φιλοσόφους και καλλιτέχνες.

 Ήταν πανέμορφα, φτιαγμένα σε λουστραρισμένη πέτρα και στολισμένα

με πετράδια που έλουζαν με φως τον διάδρομο, ο οποίος κατέληγε σε μια

αψιδωτή, χρυσή πύλη. Οι ψηλή δίφυλλη πόρτα της ήταν κλειστή και οΑριστοτέλης την χτύπησε τρεις φορές με το ραβδί του. Όταν άνοιξε,

ακούστηκαν πολλές φωνές να κουβεντιάζουν, άλλες ήρεμα και γαλήνια,

άλλες δυνατά και γελαστά και άλλες σιωπηλά και συνωμοτικά. Από την

πύλη βγήκε ένα περίεργο ον. Είχε την μορφή ανθρώπου αλλά ήταν κάπως

θολή και ημιδιαφανής και κάθε πτυχή του δέρματος του ακτινοβολούσε

από κίτρινο φως. Έμοιαζε σαν σύννεφο που το διαπερνούσε το λαμπερό

φως του ήλιου.  Ήταν ένας γερασμένος άντρας που κράδαινε ένα ξύλινο

ραβδί, πιο ψηλό από τον ίδιο.  Έμοιαζε αδύναμος και εύθραυστος, εικόνα

που ενισχυόταν ακόμα περισσότερο από την θολή, ομιχλώδη μορφή του.

Αλλά τα ρυτιδιασμένα μάτια του ήταν δύο λαμπερά πετράδια σοφίας και

ευφυΐας. Τους κοίταξε έναν-έναν και μετά είπε με βραχνή φωνή: 

«Έχω περίπου δύο αιώνες να δω ζωντανό άνθρωπο, αλλά είμαι σίγουρος

ότι όλοι σας είστε ζωντανοί. Αλλά γιατί είστε εδώ; Είτε είστε τρελοί και

απεγνωσμένοι ή υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία πίσω από όλα αυτά.

Περάστε, περάστε αν και θα φαινόταν κοροϊδευτικό να σας καλωσορίσω

στον τόπο των νεκρών, γι’ αυτό συγχωρέστε με που δεν το κάνω.» 

 Έκανε στο πλάι και άνοιξε διάπλατα τις πόρτες. Ο Αριστοτέλης έκλινε

ευγενικά το κεφάλι στον γέροντα και προχώρησε μπροστά,

ακολουθούμενος από τους υπόλοιπους. Και ο Έκτορας αντίκρισε με δέος

τα Ηλύσια Πεδία: ήταν μια απέραντη πεδιάδα που έσφυζε από τα

χρυσαφένια φαντάσματα των σπουδαίων νεκρών. Το χωμάτινο έδαφος

ήταν γκρίζο και παντού υπήρχαν διάσπαρτα άσπρα λουλούδια με κόκκινες

καρδιές  στο κέντρο τους. Στην αριστερή μεριά της πεδιάδας υπήρχε το

Παλάτι των Τύμβων, που στεκόταν περήφανο πάνω σε έναν γυμνό λόφο.

 Ήταν πανύψηλο και μεγαλειώδες, χτισμένο από γκρίζα πέτρα, στολισμένο

με τοιχογραφίες και αγάλματα. Το παλάτι στέγαζε όλες τις ψυχές που

βρίσκονταν στα Ηλύσια Πεδία καθώς και την Βιβλιοθήκη της Σκιάς,

γεμάτη με τα μεταθανάτια έργα των φιλοσόφων, καλλιτεχνών και

επιστημόνων. Στη δεξιά μεριά κυλούσε ένα μικρό ποταμάκι που κατέληγε

σε μια ασημένια λίμνη, την Λίμνη της Μνημοσύνης. Λεγόταν ότι αυτό τοποτάμι προερχόταν από την πηγή της Μνημοσύνης, γι’ αυτό και δόθηκε

τούτο το όνομα στη λίμνη. Πέτρινοι τοίχοι περιστοίχιζαν την πεδιάδα και,

καθώς υψώνονταν, στένευαν σχηματίζοντας έναν τεράστιο κώνο, που

κύκλωνε την περιοχή. 

Οι ψυχές περιφέρονταν σε όλα τα μήκη και πλάτη της πεδιάδας. Ο

 Έκτορας παρατήρησε μερικές συγκεντρωμένες σε ομάδες, φιλοσόφους

και επιστήμονες, πιθανότατα,  να κουβεντιάζουν ήρεμα. Είδε ακόμα

ορισμένους καλλιτέχνες μακριά σε έναν λόφο να δουλεύουν μεγάλα

κομμάτια από μάρμαρο ή να ζωγραφίζουν. Μερικές ψυχές στέκονταν στις

όχθες τις λίμνης και συνέγραφαν σε πάπυρους. Ακόμα, πρόσεξε πολλούς να μονομαχούν και να επιδίδονται σε διαγωνισμούς ανδρείας και

Page 165: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 165/322

164

δύναμης. Όλες οι ψυχές συνέχιζαν τα έργα τους, ασκούσαν τα ταλέντα

τους, αρνούμενες πεισματικά να σταματήσουν, πολύ περήφανες για να

καταθέσουν τα όπλα από ένα ασήμαντο εμπόδιο όπως ο θάνατος.

Ακούραστες από την αιωνιότητα. Αυτά είδε ο Έκτορας και ένιωσε βαθύ

σεβασμό και θαύμασε κάθε μία ψυχή που βρισκόταν εκεί μέσα. Και ήταν

πολύ περισσότερες από ότι περίμενε, έχοντας ξεχάσει  πόσο αρχαίος καιμεγάλος ήταν ο κόσμος. 

Ο γέροντας που τους υποδέχθηκε στην είσοδο μίλησε ξανά: 

«Λοιπόν, ζωντανοί, το όνομα μου είναι Ορφέας. Ποιοι είστε και τι

ζητάτε σε τούτα τα απαγορευμένα μέρη; Είμαι περίεργος, αλήθεια, και

ενθουσιασμένος. Είχα ξεχάσει την ομορφιά της ζωντανής ψυχής.

Επιβλητική, δυνατή και ζεστή, γεμάτη πάθη και αισθήματα ανέγγιχτα από

την φθορά του χρόνου και του θανάτου. Μα την αλήθεια, πρέπει να είστε

οι πρώτοι ζωντανοί που έρχεστε εδώ» 

«Όχι Ορφέα μου, δεν είμαστε οι πρώτοι. Αλλά αν είσαι νεκρός μόνο δύο

αιώνες όπως είπες, σίγουρα δεν έχεις δει εδώ μέσα ζωντανό. Είμαι ο

Αριστοτέλης των Μάγων, και τούτοι είναι ο Έκτορας, η Ανδρομάχη, ο

Φίλιππος και ο Αχιλλέας. Ψάχνω έναν που, όσο ήταν ζωντανός, τον ήξερα

καλά, αλλά είμαστε κάπως βιαστικοί και δεν θα θέλαμε να ταράξουμε την

γαλήνη σας και να σας ανησυχήσουμε. Λοιπόν, μήπως γνωρίζεις τον

Ιάσωνα; Ήταν ο πολέμαρχος της Δεύτερης Μεγάλης Συμμαχίας , καθώς

και ιδρυτής της Μηδείανορ.» 

«Φοβάμαι πως είμαστε πάρα πολλοί και τόσο διαφορετικοί εδώ μέσα.

Δεν έχω πολλές γνωριμίες με πολέμαρχους και βασιλείς, καθώς είμαι

καλλιτέχνης. Αν ζητούσες κάποιον μουσικό ή γλύπτη θα μπορούσα να σε

βοηθήσω, ακόμα και φιλόσοφους ξέρω αρκετούς. Αλλά για τον Ιάσωνα

καλύτερα να ρωτήσεις κάποιον από δαύτους.» απάντησε ο Ορφέας και

έδειξε το μέρος όπου μονομαχούσαν δύο πολεμιστές.  Ο Αριστοτέλης

ευχαρίστησε τον Ορφέα και οι πέντε σύντροφοι κινήθηκαν προς τα εκεί

που τους υπέδειξε. Καθώς απομακρύνονταν, ο Έκτορας άκουσε τον

Ορφέα να αναστενάζει θλιμμένα και μια γλυκιά μελωδία   έφτασε στα

αυτιά του. Γύρισε και τον είδε  να παίζει μια άρπα, δακρυσμένος. Τα μάτια

του έλαμπαν νοσταλγικά, καθώς αναθυμόταν τις μέρες που ήταν

ζωντανός. Και δεν ήταν ο μόνος που είχε περίεργη αντίδραση ,αντικρίζοντας τους πέντε ζωντανούς. Καθώς διέσχιζαν την πεδιάδα,

δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή. Πολλοί συγκεντρώθηκαν κοντά τους, 

κοιτώντας τους επίμονα με ζωγραφισμένη την έκπληξη στα πρόσωπα

τους. Ο Έκτορας άκουσε πολλούς ανήσυχους ψίθυρους: 

«Ζωντανοί, ναι, είναι ζωντανοί με σάρκα και οστά!» 

«Είναι στα αλήθεια; Είναι δυνατόν;» 

«Ζωντανοί στα Ηλύσια Πεδία!» 

«Μα τον Άδη, τι ζητάνε εδώ πέρα;» 

Page 166: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 166/322

165

«Ω, και τι δεν θα έδινα να ήμουν και εγώ ζωντανός ξανά!» 

Οι ψυχές αυξάνονταν διαρκώς και τους περικύκλωσαν, συζητώντας

μεταξύ τους συνωμοτικά, προσπαθώντας να μαντέψουν τι ζητούσαν πέντε

ζωντανοί στον κόσμο των νεκρών. Μερικές ψυχές, που έμοιαζαν κάπωςπιο εύθραυστες και ξεθωριασμένες από τις υπόλοιπες τους κοιτούσαν με

απορία, σαν να μην αναγνώριζαν την μορφή τους. Ο Έκτορας υπέθεσε

εύστοχα πως ήταν οι αρχαιότερες ψυχές των Ηλυσίων Πεδίων, που τα

σώματα τους είχαν λιώσει αμέτρητους αιώνες πριν και το μυαλό τους είχε

ξεχάσει πλέον εντελώς την όψη των ζωντανών. Περιτριγυρισμένοι από τα

χιλιάδες χρυσαφένια φαντάσματα, οι πέντε σταμάτησαν, έχοντας φτάσει

σχεδόν στο κέντρο της πεδιάδας. Ο Αριστοτέλης στάθηκε απέναντι από

ένα λαμπερό πνεύμα που είχε περήφανη, στητή κορμοστασιά. Ήταν η

ψυχή ενός γέροντα πολέμαρχου. Τα μακριά σγουρά μαλλιά και μούσια

του ήταν χλωμά, και το σημαδεμένο πρόσωπο του  είχε αδρά

χαρακτηριστικά. Το γεροδεμένο σώμα του περιβαλλόταν από έναναλυσιδωτό θώρακα, καλυμμένο από σκούρο, πολυτελή μανδύα που έφερε

το έμβλημα ενός χεριού με όλα τα δάχτυλα ενωμένα,  το Χέρι της

 Μάγισσας . Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα μακρύ σπαθί. 

Ο πολέμαρχος κοίταζε συνεχώς τον Αριστοτέλη δίχως να βλεφαρίζει,

συγκρατώντας όμως με πολύ κόπο ένα χαμόγελο. Πρώτος μίλησε ο μάγος: 

«Πέρασε πολύς καιρός φίλε μου.» 

«Εδώ πέρα είναι ανώφελο και πολλές φορές επώδυνο να σκέφτεσαι τον

χρόνο, οπότε δύσκολο να λογαριάσω, αλλά, αν κρίνω από την συγκίνηση

που νιώθω, ναι, πέρασε πράγματι πολύς καιρός. Δεν είχα την ελπίδα να σε

ξαναδώ.» 

«Ούτε εγώ μπορούσα ποτέ να το προβλέψω, όμως η τύχη τα έφερε έτσι

ώστε να χρειαστεί να περάσω από εδώ. Όμως η παρουσία μας φαίνεται να

προκαλεί αναστάτωση, δικαιολογημένη το δίχως άλλο. Ξυπνάνε μνήμες,

 νοσταλγία και λαχτάρα για τη ζωή όσο θα βρισκόμαστε εδώ.» 

«Μα την αλήθεια, όντως. Έγκλειστοι πίσω από τα κάγκελα του θανάτου

καθώς είμαστε, έστω και αν η φυλακή είναι τα Ηλύσια Πεδία, ξεχάσαμε

την φλόγα και την γλύκα της ζωής, παραδοθήκαμε στην ανυπαρξία μας.

Τώρα, βλέπουμε ξανά το μεγαλείο της ύπαρξης, χωρίς όμως ναμπορέσουμε να το απολαύσουμε. Αυτό είναι μεγάλο βασανιστήριο φίλε

μου, αλλά είναι μεγαλύτερη η χαρά μου που σε βλέπω, γι’ αυτό σε

παρακαλώ να μην βιαστείς και να μου πεις την ιστορία που σας φέρνει  

εδώ.» 

«Θα θελα πολύ να κουβεντιάσουμε ανέμελα όπως παλιά Ιάσων, αλλά ο

δρόμος μας δεν μπορεί να περιμένει και κάθε μέρα που μένουμε στη

Σπηλιά είναι μια μάχη χαμένη. Αλλά δικαιούσαι να ξέρεις την ιστορία

μας, γιατί θα χρειαστώ για άλλη μια φορά την βοήθεια σου.» 

 Έκατσαν στο σκληρό χώμα σταυροπόδι ο Ιάσων, ο Αριστοτέλης και οιάλλοι τέσσερις. Ωστόσο,  οι ψυχές δεν έφυγαν, αντιθέτως έσφιξαν τον

Page 167: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 167/322

166

κλοιό, ώστε να ακούσουν προσεχτικά την αφήγηση του μάγου. Ορισμένοι

μάλιστα κρατούσαν σημειώσεις στις χρυσαφένιες περγαμηνές τους. Και

κατέγραψαν τα πάντα, την ιστορία του Ζακχαέρ Ντων και των Εφτά

Ιερέων, την ανέγερση της Σεθίρηκα και το κίνημα των Θανατώριων. Την

γραμμή αίματος των Εκλεκτών και την άφιξη του τελευταίου της γενιάς

στη Ροτενσνέικ. Την έξοδο των τεσσάρων από την Σωθράπον και τηνεκστρατεία των πέντε στη Σπηλιά των Μυστηρίων για την κατάκτηση του

Σπαθιού της Λύκης. 

«Και να σαι πάλι μπλεγμένος σε έναν πόλεμο, Αριστοτέλη, δίπλα στους

αγαπημένους σου ανθρώπους. Συνεχίζεις να πολεμάς πλάι στην φυλή μου,

προσπαθώντας μάταια να την συνετίσεις. Μακάρι, να μπορούσα να πω ότι

οι κόποι σου ανταμείβονται αλλά, ως φαίνεται, για ακόμα μια φορά σε

απογοητεύσαμε.» 

«Όχι, όχι όσο υπάρχουν άτομα σαν αυτούς τους τέσσερις που έχω

συντροφιά μου. Υπάρχει ακόμα ελπίδα  για τους Ανθρώπους, αν φυσικάμπορέσουμε να αποτρέψουμε την εκστρατεία του Ζακχαέρ Ντων πριν

τους αφανίσει όλους.» 

«Και τι ζητάς από μένα; Δεν βλέπω πως μπορώ να βοηθήσω, αν και θα

το ήθελα με όλη μου την καρδιά» 

Ο Αριστοτέλης γέλασε αμήχανα και χαμήλωσε το κεφάλι. 

«Αυτό ακριβώς θέλω, φίλε μου. Την καρδιά σου!» 

Ο Ιάσων τον κοίταξε αμίλητος προσπαθώντας να καταλάβει τι εννοούσε 

ο μάγος. Δεν μπορεί να μιλούσε… 

«Κυριολεκτικά; Θες κυριολεκτικά την καρδιά μου;» 

Κουνώντας το κεφάλι του ο Αριστοτέλης έγνεψε θετικά,

παρακολουθώντας τον σαστισμένο Ιάσονα. 

«Μα… πως; Θέλω να πω, δεν έχω… είμαι ένα πνεύμα σωστά; Μια

εικόνα, ένα σύμβολο ανυπαρξίας. Δεν ξέρω πώς να σου δώσω αυτό που

ζητάς» 

«Όντως, αυτή σου η μορφή δεν είναι παρά ένα άυλο τεχνούργημα. Μια

εικόνα, όπως πολύ σωστά το έθεσες. Θέλω να ακρωτηριάσω αυτή την

εικόνα σου, Ιάσονα. Θέλω, ας πούμε, το εικονικό ομοίωμα της καρδιάς

σου. Και το ζητάω από εσένα συγκεκριμένα, γιατί γνωρίζω το

περιεχόμενο της, το θάρρος, την εντιμότητα, την ειλικρίνεια και την

αγάπη που έχει μέσα της. Μόνο την δικιά σου καρδιά μπορώ να

εμπιστευτώ.» 

Ο Ιάσωνας έδειχνε φοβισμένος και κοιτούσε ανήσυχα τις ψυχές γύρω

του, δεν ήθελε να αντιληφθούν ότι δείλιαζε. Ξεροκατάπιε και ψιθύρισεστο αυτί του Αριστοτέλη: 

Page 168: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 168/322

167

«Θα πονέσω;» 

«Δεν ξέρω αν οι πεθαμένοι μπορούν να αισθανθούν πόνο. Δεν μπορώ να

σου πω σίγουρα.» 

«Λοιπόν, όντως είμαι πεθαμένος, αφαιρέθηκα από την συζήτηση μαζί

σου και προς στιγμήν το ξέχασα. Τι χειρότερο μπορώ να πάθω πλέον; Με

χαρά να βοηθήσω φίλε μου.» 

Άνοιξε τα χέρια του εκθέτοντας το στήθος του. Ο Αριστοτέλης

ακούμπησε το ραβδί του στο σημείο της καρδιάς και μουρμούρισε μερικές

ακατάληπτες λέξεις. Στιγμιαία, όλη η λάμψη του Ιάσονα χάθηκε και

συγκεντρώθηκε στην αριστερή  μεριά του στήθους του. Και  τότε ο

Αριστοτέλης άπλωσε το χέρι του και, διαπερνώντας το σώμα του Ιάσωνα,

τράβηξε έξω μια χρυσαφένια, ημιδιαφανής καρδιά. Η φιγούρα του Ιάσονα

έλαμψε ξανά, αλλά φαινόταν πιο ξέθωρη και ομιχλώδης από πριν. 

«Είσαι καλά;» τον ρώτησε ο μάγος. 

«Νομίζω ναι. Αισθάνομαι κάπως αδύναμος και ζαλισμένος, αλλά είμαι

καλά.». είπε ξέπνοος. 

«Μου έκανες ένα σπουδαίο δώρο φίλε μου και θα μου χρειαστεί άμεσα.

Σε ευχαριστώ.». Τύλιξε την καρδιά με ένα κομμάτι πανί και την έβαλε

στην τσέπη του. 

«Χάρηκα πολύ που σε είδα ξανά Ιάσωνα, αλλά πρέπει να καταλάβεις ότι

ο χρόνος μας πιέζει αφάνταστα. Θα πρέπει να χαιρετηθούμε.» 

Ο Έκτορας, που παρακολουθούσε εμβρόντητος την συνομιλία τους και ,

αδυνατώντας να πιστέψει την σκηνή που ο Αριστοτέλης έβγαλε την

καρδιά του Ιάσωνα, επανήλθε στην πραγματικότητα. Έπρεπε όντως να

φύγουν. Όμως τι την χρειαζόταν ο Αριστοτέλης την καρδιά του Ιάσωνα;

Δεν μπορούσε να φανταστεί. Ο μάγος σηκώθηκε όρθιος και οι υπόλοιποι

των μιμήθηκαν. Ο Ιάσων δίστασε, αλλά τελικά έκανε την ερώτηση του: 

«Η καρδιά μου θα βγει από την Σπηλιά;» 

«Νομίζω πως ναι. Αν καταφέρουμε να βγούμε και εμείς, δηλαδή» 

«Αν δεν την χρειαστείς μετά την Σπηλιά, ξέρεις ποια θα ήθελα να την

πάρει.» 

Ο μάγος του έγνεψε καθησυχαστικά. Αγκαλιάστηκαν και

αποχαιρετίστηκαν. Ο Ιάσων στράφηκε στον Έκτορα: 

«Καλή επιτυχία,  Έκτορα. Η ψυχή σου κρύβει μεγάλη δύναμη και

μπορείς να ανταποκριθείς σε αυτήν την δύσκολη αποστολή. Επίσης έχεις

σπουδαίους ανθρώπους δίπλα σου. Αν μπόρεσα να διαβάσω τις ψυχέςτους σωστά, είναι όλοι τους πιστοί σε σένα και σε αγαπούν» 

Page 169: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 169/322

168

«Δεν διάβασες λάθος, άρχοντα. Είσαι σπουδαίος στον θάνατο, όσο

ήσουν και στη ζωή. Σου είμαστε ευγνώμονες.» αποκρίθηκε ο νεαρός και

 υποκλίθηκε ευγενικά στον Ιάσων. Ο τελευταίος κοίταξε για στερνή φορά

τον μάγο: 

«Έχε γεια, φίλε μου. Καλή σου επιτυχία και ελπίζω να σε ξαναδώ.» 

Ο μάγος τον χαιρέτισε, μιλώντας του μόνο με τα εκφραστικά του μάτια

και έπειτα του γύρισε την πλάτη. 

«Αντίο σας, ένδοξες και τιμημένες ψυχές των Ηλυσίων Πεδίων.» φώναξε

καθώς προχωρούσαν προς την πύλη. 

Ορισμένοι τους χαιρετούσαν ευγενικά, πολλοί τους συνόδευαν στην

έξοδο και οι υπόλοιποι γύρισαν στην ενασχολήσεις τους, προσπαθώντας

 να ξεχάσουν τις επώδυνες μνήμες που είχε ξυπνήσει η παρουσία τους. 

 Ένας γέροντας κλείνοντας την πύλη, στράφηκε στους τέσσερις

ανθρώπους: 

«Θα σας περιμένουμε στα Ηλύσια Πεδία, όταν τελειώσει ο χρόνος σας

στη γη. Γιατί, δεν χωρεί αμφιβολία,  μόνον εδώ αξίζει να έρθετε για το

τολμηρό  εγχείρημα σας. Μέχρι τότε, θα έχουν γραφτεί, σίγουρα, πολλά

έργα για εσάς εδώ μέσα,  αλλά θα σας περιμένουμε να μας πείτε πως

τελείωσε η εκστρατεία σας. Εις το επανιδείν, Ήρωες!» 

Ο Έκτορας στάθηκε και υποκλίθηκε στον γέροντα ώσπου χάθηκε πίσω

από την πύλη η οποία έκλεισε ερμητικά. Και δεν θα ξανάνοιγε για

κανέναν ζωντανό, μέχρι το τέλος του Χρόνου. Έπειτα ο νεαρός στράφηκε

στον Αριστοτέλη, ο οποίος ήδη προχωρούσε στον μαρμάρινο διάδρομο με

τα αγάλματα. 

«Αριστοτέλη, τι στην ευχή; Γιατί χρειαζόμαστε την καρδιά του Ιάσωνα;» 

«Αν θυμάμαι καλά, θα μας χρειαστεί λίγο παρακάτω. Όταν

απομακρυνθούμε από την περιοχή του Αχέροντα, όταν φύγουμε από την

επικράτεια του Άδη και μπούμε στο βασίλειο του Όσιρι. Μην ρωτάςακόμα, θα μάθουμε σύντομα αν έχω δίκιο.» 

Υπάκουσε και συνέχισε να προχωρά μαζί με τους υπόλοιπους. Ήδη

άφησαν πίσω τους τα δύο αγάλματα των βασιλιάδων και ανέβαιναν

βιαστικά την σκάλα. Επηρεασμένοι από την ομορφιά των Ηλυσίων

Πεδίων και από τις ευλογίες των ευγενικών κατοίκων τους,  ανέβαιναν

γρήγορα και αποφασιστικά τα σκαλοπάτια, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν

γενναία τα εμπόδια που θα ορθώνονταν παρακάτω. Όπως σχολίασε ο

Φίλιππος, μιλώντας με τον Έκτορα, δεν ήταν μικρό πράγμα να

αποκαλούνταν  «ήρωες» από τόσο σπουδαίες ψυχές. Ένιωθαν όλοι

ιδιαίτερα κολακευμένοι. 

Page 170: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 170/322

169

«Ωστόσο, νιώθω και θλίψη στην καρδιά μου.» πρόσθεσε ο Έκτορας. 

«Μας κοιτούσαν με ενθουσιασμό και ζήλια, με μεγάλη νοσταλγία. Τους

λείπει πολύ η ζωή ως φαίνεται και αν αυτοί οι γενναίοι άνθρωποι

 υποφέρουν τόσο από τον θάνατο, τότε νιώθω να τον φοβάμαι ακόμα

περισσότερο.» 

«Νομίζω θα ήμασταν ανόητοι αν δεν τον φοβόμασταν.» ήρθε η

απάντηση από τον Φίλιππο.  »Τι να φοβηθούμε, αν όχι τον θάνατο; Δεν

 υπάρχει τίποτα περισσότερο που να μπορεί να σου στερηθεί όταν σου

πάρουν την ζωή. Δεν υπάρχει τίποτα πολυτιμότερο, καθώς όλα τα άλλα

έρχονται από αυτήν και τελειώνουν μαζί της.» 

«Και εγώ συμφωνώ. Όμως δεν ξέρω κατά πόσο είναι σοφό να

φοβόμαστε το αναπόφευκτο. Ίσως βέβαια, δεν πειράζει τόσο ο φόβος,

αλλά η προσπάθεια αποτροπής του αναπόφευκτου όταν αυτή υποκινείται

από τον φόβο.» πρόσθεσε η Ανδρομάχη. 

«Σκέφτεσαι τα έργα του Ζακχαέρ Ντων, αν κατάλαβα σωστά». Στη

κουβέντα τους παρενέβη ο μάγος. »Και έχεις δίκιο, όμως έχω δει πολλές

περιπτώσεις όπου έχουν γίνει θαύματα από ανθρώπους που τους

 υποκινούσε ο φόβος του θανάτου. Οπότε, μάλλον το πρόβλημα δεν

έγκειται ούτε στον φόβο, ούτε στην πράξεις που γίνονται εξαιτίας του,

αλλά στην βαθύτερη φύση του ανθρώπου. Στα σκοτάδια της καρδιάς του.  

Οι περισσότεροι άνθρωποι υπομένουν τον φόβο, ξεγελώντας τον εαυτό

τους με ψεύτικες ελπίδες και ανόητες σκέψεις. Πολλοί, ακόμα και άτομα 

με γενναία καρδιά τρομοκρατούνται τόσο από την σκιά του επικείμενου

χαμού που αποφεύγουν κάθε σκέψη, κάθε συζήτηση περί θανάτου. Αλλά

 υπάρχουν κάποιοι που, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται, ζουν από την

σκέψη του θανάτου. Η εμμονή τους για αυτό το ζήτημα κατατρώει την

καρδιά τους και βασανίζει το πνεύμα τους. Αλλά, παραδόξως, γεννάει και

δημιουργία. Και πράττουν έργα θαυμαστά και όμορφα προσπαθώντας να

ξεγελάσουν τον θάνατο, ή τον προκαλούν, τον αψηφούν με έργα τρομερά

και σκοτεινά.»

Αυτομάτως ο Έκτορας αναρωτήθηκε σε ποια κατηγορία ανήκε. 

Σκέφτηκε ότι ο θάνατος τον τρόμαζε, έτρεμε στην ιδέα του και μόνο.  

 Όμως τον σκεφτόταν διαρκώς, από μικρή ηλικία. Ίσως ήταν απόρροια του

παρελθόντος του. Το μόνο βέβαιο ήταν ότι δεν έφευγε από το μυαλό του ημαύρη εικόνα του. Και με τον πόλεμο προ του πυλών, η σκιά βασάνιζε

την ψυχή του πιο εντατικά τον τελευταίο καιρό. Πεισματικά προσπαθούσε

 να διώξει αυτές τις σκέψεις, αλλά παραφυλούσαν κρυμμένες στο σκοτάδι

του υποσυνειδήτου. Συμπέρανε ότι ανήκε στην τελευταία κατηγορία.

Αλλά μόνο ο χρόνος θα μπορούσε να κρίνει αν θα έκανε θαυμαστά ή

τρομερά έργα εξαιτίας του φόβου του. Απέκλεισε την πρώτη κατηγορία,

ποτέ δεν κατέφυγε σε ψεύτικες ελπίδες για τίποτε στην ζωή του. Ήταν ένα

από τα βασικά που του είχε μάθει ο Αριστοτέλης, να αντικρίζει κατάματα

την αλήθεια όσο σκληρή και αν είναι, γιατί οι ψευδαισθήσεις

αποδυναμώνουν το ανθρώπινο πνεύμα και την θέληση, διαστρέφουν την

ψυχή. 

Page 171: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 171/322

170

Στο μεταξύ, οι ώρες πέρασαν και οι πέντε προχώρησαν αρκετά.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Αριστοτέλη, ήταν περίπου στα μισά

της διαδρομής. Αποφάσισαν να ξαποστάσουν και ξάπλωσαν όλοι

σιωπηλά. Ο Αχιλλέας πλησίασε τον Αριστοτέλη και του μίλησε

ψιθυριστά: 

«Αύριο, όταν βγούμε από εδώ, πόση ώρα θα μας πάρει να φύγουμε από

την επικράτεια του Άδη;» 

«Δεν είμαι σίγουρος, έχουν περάσει χρόνια και δεν θυμάμαι ακριβώς την

διαδρομή»

«Απλά αναρωτιόμουν αν υπάρχει τρόπος να αποφύγουμε τον Φύλακα.

Αν είναι αυτό που νομίζω ότι είναι, δύσκολα θα νικηθεί, ακόμα και από

εσένα» 

«Το έχω και εγώ συνεχώς στο μυαλό μου, Αχιλλέα. Αλλά ο Φύλακας ζειαιώνες εδώ, κανείς δεν γνωρίζει καλύτερα από αυτόν τούτα τα μέρη και

είναι αρκετά έξυπνος για  να ξεγελαστεί» 

«Δηλαδή, πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε; 

«Όπως είπες δεν θα είναι εύκολο. Ακόμα και με τις δικές μου δυνάμεις.

Είναι πανίσχυρος. Αλλά δεν έχουμε άλλη επιλογή.» 

«Ποτέ δεν μου άρεσε να κοιτάζω πίσω από τα νώτα μου, πάντα

αντιμετώπιζα κατά πρόσωπο τον εχθρό. Αλλά τούτο το πλάσμα θα

προτιμούσα να το αποφύγω.» 

«Έχουμε ήδη αντιμετωπίσει πολλές  αντιξοότητες, θριαμβεύσαμε εκεί

που δεν υπήρχε ελπίδα. Και υπάρχουν ακόμα πιο τρομεροί εχθροί για να

δειλιάσουμε από τώρα. Εύκολα ή δύσκολα θα τα καταφέρουμε». Τον

καθησύχασε ο Αριστοτέλης. Ο Αχιλλέας ανασκουμπώθηκε πεισμωμένος

και αναλογίστηκε όσα του είπε ο μάγος. Όντως, ήταν πολύ νωρίς για να

παρέδιδε τα όπλα. Είχαν φτάσει αρκετά μακριά, δεν θα έκανε πίσω τώρα,

όχι αμαχητί. 

 Ήταν πολύ ενθουσιασμένοι όλοι από την επίσκεψη στα Ηλύσια Πεδίακαι από τα ενθαρρυντικά σχόλια των ψυχών. Όμως η κούραση τους

κατέβαλε. Έτσι και ενώ ο Φίλιππος, ο Έκτορας και η Ανδρομάχη

προσπαθούσαν να μαντέψουν τι χρησιμότητα θα είχε η καρδιά του Ιάσων,

ο ύπνος ήρθε σιωπηλά και αιφνίδια τους τύλιξε στο βελούδινο πέπλο του,

κρατώντας του γαλήνια για κάμποσες ώρες. 

Ξύπνησαν ανανεωμένοι και συνέχισαν βιαστικά και αμίλητα την πορεία

τους. Η αίσθηση του χρόνου είχε χαθεί ολοκληρωτικά, δεν ήξεραν αν

ήταν μέρα ή νύχτα, και ο Έκτορας προσπάθησε μάταια να λογαριάσει

πόσο καιρό είχαν μέσα στη σπηλιά. Τι να συνέβαινε στον έξω  κόσμο; Το

κίνημα του Ζακχαέρ Ντων συνεχιζόταν ακάθεκτο ή βρήκε αντιστάσειςαπό γενναίες προσπάθειες ανθρώπων; Σίγουρα θα έβρισκαν την γη πολύ

Page 172: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 172/322

171

αλλαγμένη όταν θα την ξανααντίκριζαν, σημαδεμένη από τον πόλεμο και

τον Ζακχαέρ Ντων. Ακόμα και αν κάποιοι αντιστέκονταν, ο ίδιος και οι

Εφτά Ιερείς δεν μπορούσαν να εμποδιστούν από κανέναν, θνητό ή μάγο.

Μόνο από τον Έκτορα. Ο νεαρός αναρωτήθηκε πως θα μπορούσε  να

ανταποκριθεί στα καθήκοντα του, όταν τελικά θα αντιμετώπιζε τον εχθρό,

όμως υπενθύμισε στον εαυτό του ότι πρώτα έπρεπε να βγει από τηνσπηλιά. 

Βγήκαν στις όχθες του Αχέροντα πιο νωρίς από ότι υπολόγιζαν. Είδαν τα

γνώριμα αγάλματα των δύο αετών να τους ξεπροβοδίζουν από την πύλη

και, καθώς προχώρησαν κατά μήκος της υγρής όχθης , το ζεστό φως της

χρυσής πόρτας τους αποχαιρέτησε, αφήνοντας τους εκτεθειμένους στη

σκιά και το κρύο. Συνηθισμένος από την ευχάριστη ζεστασιά των

Ηλυσίων Πεδίων, ο Έκτορας είχε ξεχάσει το αφιλόξενο, υγρό σκοτάδι του

Αχέροντα. Ο ποταμός μούγκριζε θυμωμένος δεξιά του και η καταχνιά που 

απλωνόταν χάιδευε το λασπωμένο έδαφος.

«Ας προχωρήσουμε καλύτερα. Πρέπει να βιαστούμε, αλλά και να

είμαστε αθόρυβοι». Συνέστησε ο Αριστοτέλης, βαδίζοντας προσεκτικά.

Στα αριστερά τους, ο βράχος συνέχιζε παράλληλα στην όχθη για είκοσι

μέτρα και μετά έστριβε κάθετα. Εκεί ανέβηκαν έναν γυμνό λοφίσκο , που

κατέληγε σε μία μεγάλη, άγονη κοιλάδα. Όταν έφτασαν στο κέντρο της, ο

Αριστοτέλης κοντοστάθηκε, παρατηρώντας το τοπίο για μερικές στιγμές.

Αριστερά και μπροστά τους, έβλεπαν τον βράχο να υψώνεται μέχρι την

σκοτεινή οροφή της σπηλιάς. Στα δεξιά, υπήρχε ένα πλατύ φαράγγι που

δεν φαινόταν το τέλος του. Ο Αριστοτέλης φαινόταν ψύχραιμος, αλλά ο

 Έκτορας παρατήρησε τον Αχιλλέα και πρόσεξε ένα ανήσυχο βλέμμα, το

οποίο φαινόταν παράταιρο στο γενναίο πρόσωπο του. Κρατούσε σφιχτά

το τσεκούρι στα χέρια του, έτοιμος να δεχτεί επίθεση από στιγμή σε

στιγμή. Και τότε, ήρθε στο μυαλό του νεαρού η εικόνα των πορφυρών

ματιών, που τους κοιτούσαν θυμωμένα μέσα στο σκοτάδι. Αναρωτήθηκε

τι να ήταν αυτό το πλάσμα, αλλά όταν συλλογίστηκε πως ήταν τρία

ζευγάρια μάτια, συνειρμικά ήρθε στο μυαλό του η τοιχογραφία στην

είσοδο της αίθουσας του θανάτου. Η επιβλητική μορφή του στόλιζε την

οροφή της σπηλιάς. Ο Φύλακας της Απέναντι Όχθης: 

«Ο Κέρβερος!». Ψιθύρισε στην Ανδρομάχη, που τον κοίταξε απορημένη. 

«Τι; Τι εννοείς;» 

«Ίσως δεχθούμε επίθεση από τον Κέρβερο» 

«Τον Κέρβερο; Τον τρικέφαλο σκύλο; Εννοείς ότι υπάρχει στα

αλήθεια;»

Ο Έκτορας σκέφτηκε λίγο, αλλά ήταν σίγουρος. Μόνο ένα τόσο γιγάντιο

πλάσμα θα μπορούσε να τρομάξει τον Αχιλλέα. 

«Απορώ που εκπλήσσομαι μετά από όσα είδαμε μέχρι τώρα. Φυσικά και

 υπάρχει στα αλήθεια…». Σχολίασε η Αμαζόνα. 

Page 173: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 173/322

172

Ο μάγος τους οδήγησε προς το φαράγγι. Το φως που περνούσε ήταν

ελάχιστο, αλλά ο Αριστοτέλης δεν ήθελε να ρισκάρει. Η παραμικρή

ένδειξη θα οδηγούσε τον πανούργο Φύλακα καταπάνω τους και θα

προτιμούσε να αντιμετωπίσει τον Κέρβερο σε ένα ανοιχτό μέρος. Ο

τρικέφαλος σκύλος ήδη γνώριζε την παρουσία τους εδώ, αλλά ο

Αριστοτέλης ήλπιζε πως θα κατάφερναν  να τον αποφύγουν. 

Το φαράγγι εκτεινόταν για πολλά μέτρα και χρειάστηκε αρκετή ώρα για

 να το διασχίσουν. Οδηγούσε σε μία μαυροχώματη πεδιάδα η οποία

απλωνόταν μέχρι τις όχθες του Αχέροντα στα δεξιά τους. Στα αριστερά

τους έβλεπαν ξανά τον πέτρινο τοίχο,  αλλά σε ένα σημείο του υπήρχε

σκαμμένη μια πρόχειρη σκάλα που οδηγούσε ψηλά και μέσα στον βράχο.

Μπροστά τους υπήρχαν δύο μεγάλοι δρόμοι χωρισμένοι από ένα ψηλό ,

πέτρινο τείχος. Ο ένας  κατηφόριζε ώσπου χανόταν στο πυκνό σκοτάδι,

ενώ ο δεύτερος συνέχιζε επίπεδος για πολλά μέτρα. 

«Τρέξτε» είπε σιγανά ο Αριστοτέλης γνέφοντας προς τον επίπεδο δρόμομπροστά τους. Υπάκουσαν όλοι, βάζοντας φτερά στα πόδια τους. Η

πεδιάδα ήταν μεγάλη, η απόσταση  που έπρεπε να διανύσουν  γύρω στα

πεντακόσια μέτρα και ο Κέρβερος τους επέτρεψε να διασχίσουν τα μισά. 

Βαριά βήματα τράνταξαν την πεδιάδα. Αρχικά, ο Έκτορας σκέφτηκε πως

γινόταν σεισμός. Αλλά τότε είδε μια γνώριμη εικόνα. Έξι κατακόκκινα

μάτια, που σπίθιζαν θυμωμένα, αναδύθηκαν  από τα απύθμενα σκοτάδια

του κατηφορικού δρόμου. Τρεις σειρές κατακίτρινα δόντια, μεγάλα και

αιχμηρά σαν σπαθιά άστραψαν. Ο βηματισμός του σήκωσε σκόνη και

τράνταξε τα βράχια τριγύρω της πεδιάδας. Και ο βρυχηθμός του έκανε τις  

καρδιές όλων να ραγίσουν από φόβο. Ο τρικέφαλος σκύλος, ο Φύλακας

της Απέναντι Όχθης, ο Κέρβερος παρουσιάστηκε μπροστά τους, 

τεράστιος, με ύψος κοντά στα δέκα μέτρα, πανίσχυρο σώμα τυλιγμένο

από μαύρη, πυκνή γούνα και στηριγμένο σε τέσσερα μυώδη, χοντρά σαν

δέντρα  πόδια. Τα τρία κεφάλια του ήταν καρφωμένα πάνω στους πέντε

οδοιπόρους και τους κοιτούσε περήφανα και θυμωμένα σαν ισχυρός

βασιλιάς. Γρύλισε και φανέρωσε για άλλη μια φορά τα τρομερά δόντια

του. Ο Αριστοτέλης, ξεπερνώντας το αρχικό σοκ της αιφνίδιας εμφάνισης

του, ανασύνταξε τα ψυχικά αποθέματα του και όρθωσε το ανάστημα του. 

«Έξυπνος!   Ήξερες τις προθέσεις μου και παραφυλούσες εδώ,

περιμένοντας με. Ε, λοιπόν να ‘μαι!.  Φύγε από τον δρόμο μου, άθλιοπλάσμα, διότι θα το πληρώσεις ακριβά. Είμαι ο Αριστοτέλης των μάγων

και οι δυνάμεις μου είναι πάνω από την τρομερή όψη σου». Φώναξε

θαρρετά, προκαλώντας το κτήνος. Αλλά ο Κέρβερος ήταν περήφανο και

ισχυρό ον, δεν αποθαρρυνόταν ούτε υποχωρούσε εύκολα. Επίσης ήταν

έξυπνος, δεν θα έκανε επιπόλαια επίθεση, δίχως να ζυγιάσει τον αντίπαλο.

Βρυχήθηκε δυνατά, κάνοντας το έδαφος κάτω από τα πόδια τους να

δονηθεί. 

Ο Αριστοτέλης χτύπησε το ραβδί του στο έδαφος και μια ισχυρή βροντή

τράνταξε την κοιλάδα. 

Page 174: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 174/322

173

Αυτή ήταν η τελική πρόκληση. Ο Κέρβερος λύγισε τα πόδια για να

δώσει ώθηση και εφόρμησε κατά πάνω τους. 

«Ανδρομάχη, γρήγορα, τόξο». Πρόσταξε ο μάγος, άλλα η Αμαζόνα είχε

ήδη έτοιμο ένα βέλος να φύγει. 

«Τι στο καλό να σημαδέψω;» έκανε αγανακτισμένη, βλέποντας τον

γιγαντιαίο σκύλο να έρχεται κατά πάνω τους. 

«Πυρ!» φώναξε ο μάγος και η Ανδρομάχη άφησε την χορδή.  Έκπληκτη

είδε το βέλος  να μεγαλώνει, καθώς πετούσε στον αέρα και έγινε μεγάλο

σαν κοντάρι όταν κατέληξε στον δεξί ώμο του Κέρβερου. Το πλήγμα δεν

ήταν ισχυρό για τον σκύλο, αλλά ήταν αρκετό για να του κόψει την φόρα.

Αλύχτησε από τον πόνο και δάγκωσε το βέλος  με το ένα κεφάλι του,

απομακρύνοντας το από τον ώμο που μάτωνε. Οι τέσσερις άνθρωποι, που

ένιωθαν ανήμποροι να πολεμήσουν με τα όπλα τους τον Κέρβερο ,

αναθάρρησαν και, με νέο κουράγιο στις καρδιές, περίμεναν οδηγίες απότον μάγο.

«Θέλω να τον πλευροκοπήσετε. Προσεχτικά!» είπε με έμφαση και

συνέχισε: «Ανδρομάχη, Έκτορα από δεξιά, Αχιλλέα, Φίλιππε αριστερά,

μόλις σας πω.»

Ο Κέρβερος ήταν αποφασισμένος να μην αιφνιδιαστεί ξανά. Έφερνε

βόλτες πέρα-δώθε παρατηρώντας τον εχθρό, περιμένοντας την επόμενη

κίνηση του. Το ραβδί του μάγου χτύπησε ξανά στο έδαφος, όμως αυτή τη

φορά δεν προκλήθηκε κρότος, παρά φλόγες που περικύκλωσαν τον

σκύλο. 

«Τώρα!». Ακούστηκε η προσταγή του μάγου και οι τέσσερις κινήθηκαν,

όπως τους υπεδείχθη. Αλλά πριν πλησιάσουν τον Κέρβερο, εκείνος

πήδηξε πάνω από τις φλόγες, προσπέρασε τους ανθρώπους και όρμησε

στον Αριστοτέλη ο οποίος ύψωσε το ραβδί του:

«Atherious Shielda». Πρόλαβε και δημιουργήθηκε μια αόρατη ασπίδα

γύρω από τον μάγο, αλλά η ορμή του χτυπήματος ήταν τόσο ισχυρή που

εκτόξευσε τον μάγο πολλά μέτρα πίσω και τον σώριασε στο έδαφος. Οι

 υπόλοιποι πήραν στο κατόπι τον Κέρβερο, ο οποίος με μεγάλεςδρασκελιές πλησίαζε τον Αριστοτέλη. Σημαδεύοντας όσο καλύτερα

μπορούσε, η Ανδρομάχη πέταξε ένα βέλος αλλά δεν διαστάλθηκε και το

κτήνος δεν ένιωσε το παραμικρό. Ταυτόχρονα , το τσεκούρι του Αχιλλέα

στριφογύρισε στον αέρα και καρφώθηκε στην γάμπα του Κέρβερου.

Εκείνος έβγαλε έναν λυγμό και σταμάτησε στιγμιαία, αλλά δεν επιτέθηκε

στους ανθρώπους. Αν και θηριώδες κτήνος, ήταν έξυπνος, ήξερε ότι

έπρεπε πρώτα να βγάλει από την μέση τον ισχυρό μάγο. Οι λίγες στιγμές

καθυστέρησης του ωστόσο, αποδείχθηκαν σωτήριες για τον Αριστοτέλη

που ξαναστάθηκε στα πόδια του. Κραδαίνοντας γερά το ραβδί στα χέρια

του, εξαπέλυσε το ξόρκι την στιγμή που ο Κέρβερος βρισκόταν σε

απόσταση αναπνοής. 

Page 175: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 175/322

174

«Egkeladus chasmad». Ακούστηκε ένας ισχυρός κρότος και μια μεγάλη

ρωγμή, που κατέληγε στα έγκατα της γης σχηματίστηκε γύρω από τον

Αριστοτέλη, διασφαλίζοντας τον από την ορμητική δύναμη του

Κέρβερου. Εκείνος παραλίγο να πέσει στο χάσμα, καθώς δυσκολεύτηκε

 να ανακόψει την φόρα που είχε αποκτήσει, αλλά τελικά κρατήθηκε στα

γερά του πόδια. Βρυχήθηκε θυμωμένα, αλλά δεν επιτέθηκε. Ο μάγος είχετο πλεονέκτημα. Μπορούσε εύκολα να πηδήσει πάνω από την σχισμή,

αλλά ενώ θα βρισκόταν στον αέρα, το σώμα του θα ήταν ευάλωτο στα

ξόρκια του Αριστοτέλη. Στράφηκε λοιπόν στους υπόλοιπους αντιπάλους

του, γυρνώντας την πλάτη στον μάγο. Εκείνοι δεν το περίμεναν και, ενώ

κατευθύνονταν  προς το μέρος του,  σταμάτησαν απότομα,

παρακολουθώντας τον σκύλο να εφορμά μανιασμένος καταπάνω τους. 

Η Αμαζόνα σημάδεψε ανάμεσα στα μάτια από το μεσαίο κεφάλι  και

άφησε την χορδή του τόξου. Αυτή τη φορά είδε το βέλος της να

μεγαλώνει ξανά και να πετυχαίνει διάνα τον στόχο. Ο Κέρβερος ούρλιαξε

δυνατά, αλλά η οργή του ξεπερνούσε τον πόνο. Δεν έκοψε καθόλουταχύτητα και οι τέσσερις είχαν ελάχιστα δευτερόλεπτα να αντιδράσουν.

Σκορπίστηκαν ώστε να βρεθούν εκτός ακτίνας από τα τρομερά σαγόνια

του, αλλά, με την αριστερή πατούσα του, ο Κέρβερος χτύπησε τον

Αχιλλέα στην πλάτη. Το χτύπημα ήταν δυνατό και γρήγορο και όλοι είδαν

έντρομοι τον άντρα να διαγράφει ένα τόξο και να πέφτει αναίσθητος στο

έδαφος. Στη συνέχεια, η προσοχή του κτήνους στράφηκε στον Φίλιππο, ο

οποίος στεκόταν μονάχος. Τότε, από το πουθενά εμφανίστηκε μία

αλυσίδα που τυλίχτηκε γύρω από τα πίσω πόδια του σκύλου, σωριάζοντας

τον στο έδαφος. Ακούστηκε η προσταγή του Αριστοτέλη από μακριά και

η Αμαζόνα άφησε άλλο ένα βέλος να φύγει σφυρίζοντας. Καρφώθηκε

στην ράχη του Κέρβερου και πλέον το θηρίο πονούσε πολύ. 

Παρ’ όλα αυτά, ένιωθε ακόμα τον θυμό να βράζει το αίμα του. Δεν είχε

 νικηθεί ποτέ ως τότε  και δεν σκόπευε να παραιτηθεί τόσο γρήγορα. Η

περηφάνια και ο θυμός του έδωσαν δύναμη να σταθεί στα πόδια του. Με

τα πανίσχυρα σαγόνια του, το αριστερό κεφάλι έκοψε σαν κλωστή την

αλυσίδα και το δεξί απομάκρυνε τα τόξα και το τσεκούρι. 

«Τράβηξε του την προσοχή, θα τον πλησιάσω». Είπε ο Έκτορας στην

Ανδρομάχη τρέχοντας προς τον Κέρβερο. Δεν ήταν δύσκολο να τραβήξει

την προσοχή του. Εκτόξευε συνεχώς βέλη, που τρυπούσαν και πλήγωναντο δέρμα του σκύλου. Πλέον είχε στραμμένο το ένα κεφάλι στην

Αμαζόνα, το δεύτερο στον Αριστοτέλη, που φρόντιζε να ενισχύει τις

προσπάθειες της Αμαζόνας και το τρίτο στον Έκτορα που προσπαθούσε

μάταια να τον πλησιάσει απαρατήρητος. 

 Όμως, ενώ η προσοχή του ήταν στραμμένη σε αυτούς και προσπαθούσε

διαρκώς να αποφύγει τα βέλη της Ανδρομάχης, ο Κέρβερος ξέχασε τον

τέταρτο πολεμιστή που στεκόταν ζωντανός, ακριβώς από πίσω του. Ο

Φίλιππος πλησίασε θαρρετά το θηρίο, μεγάλο σαν βουνό, η σκιά του

σκέπαζε κάθε φως τριγύρω. Έβγαλε αθόρυβα τα δυο σπαθιά του και , με

όση δύναμη είχε,  τα έχωσε στο πόδι του. Οι λεπίδες πέρασαν ολάκερεςμες στη σάρκα και φαίνονταν μόνο οι λαβές των σπαθιών. Το κόκκινο

Page 176: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 176/322

175

αίμα ανέβλυζε ασταμάτητο από τις πληγές αλλά αμέσως μετά όλα

σκοτείνιασαν. Η αντίδραση του Κέρβερου ήταν άμεση και, πριν ο

Φίλιππος καταλάβει τι συνέβη, δέχθηκε μια ισχυρή κλωτσιά που τον

σώριασε στην άλλη άκρη της πεδιάδας. Ο Έκτορας είδε σαστισμένος τον

καλό του φίλο να μένει ακίνητος στο χώμα, αλλά ατσάλωσε την καρδιά

του. Δεν είχε την πολυτέλεια να ανησυχήσει για αυτόν εκείνη την ώρα. Ηστιγμιαία απροσεξία του Κέρβερου, όταν τον κάρφωσε ο Φίλιππος, ήταν

αρκετή ώστε ο νεαρός να συρθεί κάτω από την κοιλιά του τέρατος.

Ανάσαινε όσο πιο σιγανά μπορούσε και χρειαζόταν μεγάλη προσοχή να

μην ποδοπατηθεί καθώς το κτήνος κινούταν διαρκώς, αποφεύγοντας τα

βέλη της Ανδρομάχης. Ο Έκτορας ήξερε ότι είχε ελάχιστες στιγμές

προτού της επιτεθεί. Πήρε βαθιά ανάσα, η λεπίδα άστραψε και διαπέρασε

την ευαίσθητη περιοχή της κοιλιάς, λούζοντας τον με αίμα. Για ακόμα μια

φορά ο Κέρβερος αλύχτησε πονεμένος αλλά δεν υποχώρησε. Και πριν τον

τυλίξει το σκοτάδι, ο Έκτορας είδε την πληγωμένη κοιλιά του θεόρατου

πλάσματος να τον καταπλακώνει.

Η Ανδρομάχη κοντανάσανε τρομαγμένη. Το θηρίο έκατσε πάνω στον

 Έκτορα, αφήνοντας τον λιπόθυμο και εκτεθειμένο στα τρομερά του

δόντια. Όμως κυματίζοντας το ραβδί του στον αέρα, ο Αριστοτέλης

απομάκρυνε σβέλτα τον φίλο του από τον θανατερό σκύλο.

«Μην χάνεις το κουράγιο σου Ανδρομάχη, είναι εξαντλημένος και

πληγωμένος. Δεν θα αντέξει για πολύ».

Πράγματι, τα τραύματα του Κέρβερου ήταν πολλά και πονούσαν. Τα

βέλη της Αμαζόνας τον είχαν τρυπήσει στα μπροστινά πόδια, στον

αριστερό λαιμό, το μεσαίο κεφάλι και την ράχη του, ενώ τα όπλα των

 υπολοίπων στα πίσω πόδια και στην κοιλιά. Ο μάγος έκλεισε την ρωγμή

που δημιούργησε και πλησίασε, μαζί με την κοπέλα, τον σκύλο που

γρύλιζε κουρασμένα. 

Και τότε, ο Αριστοτέλης επέδειξε το κρυφό του  όπλο το οποίο ο

Κέρβερος αγνοούσε. Δεν γνώριζε ότι στην πραγματικότητα υπήρχαν έξι

πολεμιστές που πέρασαν τον Αχέροντα, όχι πέντε. Και με ένα κρώξιμο, ο

Ερμής έπεσε από ψηλά. Η Ανδρομάχη τότε συνειδητοποίησε ότι από την

μάχη με τον Χάροντα δεν είχε δει το γεράκι στον ώμο του Αριστοτέλη και

τόσο καιρό έλειπε από κοντά τους. Και τώρα εφορμούσε γενναία από τουςαιθέρες και κάρφωσε τα νύχια και το ράμφος του στα μάτια του σκύλου,

ενώ με την ταχύτητα του απέφευγε τις δαγκωνιές του. Πλέον η προσοχή

του σκύλου είχε αποσπαστεί εντελώς και ο μάγος άδραξε την ευκαιρία.

 Ύψωσε το ραβδί του και εξαπέλυσε μια βροχή από γλώσσες φωτιάς που

πυρπόλησαν τον ανήμπορο Κέρβερο. Ήξερε ότι δεν είχε ελπίδα. Ακόμα

και αν νικούσε  τη μάχη, θα του στοίχιζε ακριβά. Βρυχήθηκε δυνατά,

τίναξε το κορμί του, απομακρύνοντας τα καρφωμένα βέλη και σπαθιά και,

σκύβοντας τα κεφάλια του, χάθηκε στον κατηφορικό δρόμο, από τον

οποίο είχε έρθει,  γρυλίζοντας. Το τέρας νικήθηκε και κρύφτηκε στα

σκοτεινά λημέρια του.

Page 177: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 177/322

176

Αστραπιαία, ο Αριστοτέλης και η Ανδρομάχη πλησίασαν τους

λαβωμένους συντρόφους τους. Συγκρατώντας με κόπο δάκρυα φόβου, η

Αμαζόνα τύλιξε τα τρεμάμενα χέρια της γύρω από το κεφάλι του Έκτορα.

 Ήταν καταματωμένος, αλλά με ανακούφιση πρόσεξε ότι το σώμα του

ήταν σχεδόν αβλαβές. Τα πλευρά του ήταν μωλωπισμένα και το κεφάλι

του πρησμένο σε μερικά σημεία, αλλά φαινομενικά δεν έφερε κάποιονσοβαρό τραυματισμό. Το αίμα στα ρούχα του ήταν από την γενναία πληγή

που προκάλεσε στον Κέρβερο. Ανακουφισμένη, τον φίλησε  και τον

έσφιξε στην αγκαλιά της, γελώντας. 

Ο πιο σοβαρός τραυματισμός προκλήθηκε από την γερή κλωτσιά του

σκύλου στον Φίλιππο. Η μύτη του είχε σπάσει και καθώς προσγειώθηκε

το κεφάλι του μάτωσε σε ένα σημείο. Τα πλευρά του ήταν μελανιασμένα

και κάθε ανάσα που έπαιρνε πονούσε σαν μαχαιριά στο στήθος. Ο

Αχιλλέας είχε γλιτώσει με μερικές αμυχές και λίγο πόνο στην πλάτη. Το

γεροδεμένο του κορμί τον είχε προστατέψει από το χτύπημα.

Άναψαν φωτιά και ο Αριστοτέλης φρόντισε τις πληγές τους. Πήρε νερό

από τον Αχέροντα, έπλυνε τα τραύματα και τα επίδεσε. Τύλιξε τα κεφάλια

τους με κομπρέσες και άπλωσε μια δύσοσμη αλοιφή στα μωλωπισμένα

σημεία.

«Λοιπόν, Έκτορα, τώρα που η μούρη μου είναι σπασμένη, σου δίνεται η

μοναδική ευκαιρία να ισχυριστείς ότι είσαι ομορφότερος από μένα». 

Γέλασε πνιχτά  ο Φίλιππος, κρατώντας ένα μουσκεμένο πανί στην

πρησμένη μύτη του. Όλοι γέλασαν δυνατά, ο Έκτορας με πολύ κόπο,

ένιωθε το κεφάλι του να πονάει θανατερά.

«Δεν θέλω να πληγώσω και τον εγωισμό σου φίλε μου, δεν νομίζω να

αντέξεις και άλλο χτύπημα». Ψέλλισε αδύναμα. Άρχισε να κάνει μαλάξεις

στο μέτωπο του, προσπαθώντας να μετριάσει τον πόνο. Κατά τα άλλα

όμως, ένιωθε χαρούμενος, η καρδιά του ήταν αλαφρωμένη, χόρευε

κεφάτα στο στήθος του. Ο Κέρβερος ήταν ο ισχυρότερος εχθρός που

αντιμετώπισαν μέχρι τότε και, χάρη στην στρατηγική του Αριστοτέλη, τον

 νίκησαν σχετικά εύκολα. Αυτή η συντροφιά φαινόταν έτοιμη να

κατορθώσει τα ακατόρθωτα και έκρυβε μεγάλη δύναμη. 

«Είσαι καλά;». τον ρώτησε χαμογελαστή η Ανδρομάχη χαϊδεύοντας τοπίσω μέρος του κεφαλιού του. Εκείνος έγνεψε θετικά. 

«Δεν είναι και λίγο να κάθεται  πάνω σου ένας γιγάντιος σκύλος. Θα

έλεγα ότι φθηνά την γλίτωσα». 

Πιο πέρα ο Αριστοτέλης χάιδευε απαλά τον Ερμή, επιβραβεύοντας τον

για την θαρραλέα συμβολή του στο  κατόρθωμα της συντροφιάς. Ήταν

πανέξυπνο το σχέδιο του μάγου. Δεν αντιμετώπισε μονάχος τον Κέρβερο,

ήξερε ότι ο πανίσχυρος σκύλος θα στρεφόταν αποκλειστικά εναντίον του,

αν το επιχειρούσε,  και η μάχη θα αναλωνόταν στις προσπάθειες να

αποκρούσει ο ένας τις επιθέσεις του άλλου. Συνδύασε την μαγεία του με

τα όπλα των υπολοίπων, ώστε να εξασθενήσουν το κτήνος και

Page 178: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 178/322

177

χρησιμοποίησε τον αντιπερισπασμό με το γεράκι ώστε ο Κέρβερος να

μείνει ευάλωτος στα ξόρκια του.

Το κεφάλι του Έκτορα γύριζε από την εξάντληση και τον πόνο. Και οι

άλλοι δύο τραυματίες ένιωθαν την κούραση να βαραίνει τους ώμους τους.

Ξάπλωσαν στο σκληρό έδαφος και η ζέστη φωτιά τους νανούρισε. ΗΑνδρομάχη έκανε τα πόδια της μαξιλάρι  για το κεφάλι του Έκτορα και

τον σκέπασε. Ήταν σε υπερένταση και ενθουσιασμένη από την πρόσφατη 

επιτυχία, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Όλο το βράδυ έμεινε να χαϊδεύει με

τα απαλά της χέρια τον Έκτορα, φέρνοντας στο μυαλό ξανά και ξανά το

απίστευτο κατόρθωμα τους. 

«Ήμασταν πολύ  τυχεροί που βρέθηκες στον δρόμο μας, Ανδρομάχη.

Αποδείχθηκες πολύτιμο στέλεχος αυτής της αποστολής, δεν ξέρω πόσο

μακριά θα είχαμε φτάσει δίχως εσένα». Την παίνεψε ο Αριστοτέλης. Στο

πλευρό του, ο Ερμής κούρνιασε το κεφάλι του κάτω από την φτερούγα

και αποκοιμήθηκε. 

«Εγώ θα έλεγα ότι ήμουν πιο τυχερή. Αν δεν βρισκόσασταν εσείς στον

δρόμο μου θα ήμουν νεκρή, ή Θανατώριος. Με γλιτώσατε από απαίσια

μοίρα». 

«Είστε θαυμάσια πλάσματα, εσείς οι Αμαζόνες! Από όλες τις φυλές των

ανθρώπων  εσάς θαύμαζα πάντα περισσότερο. Περήφανες, άγριες και

θαρραλέες με δυνατό σώμα και δυνατότερο πνεύμα. Άφοβες να

κυνηγήσετε την ουτοπία που επιδιώκει ο πολιτισμός σας». 

«Ουτοπία; Τι εννοείς;» 

«Στα αρχαία συγγράμματα των Αμαζόνων αναφέρεται  ένα πρότυπο

κοινωνίας, εμπνευσμένο από αυτήν των μάγων. Το διδάσκονται όλες οι

αρχόντισσες Αμαζόνες προκειμένου να δοκιμάσουν την εφαρμογή του.

Θεωρώ ότι ο κόσμος των ανθρώπων είναι πολύ ανώριμος για να ζήσει σε

τέτοιον κόσμο, όμως σέβομαι το γεγονός ότι μόνο εσείς προσπαθείτε να

επιτύχετε αυτόν τον κόσμο. Γι’ αυτόν τον λόγο θα ήθελα να

συμμετάσχουν όλες οι Αμαζόνες στον πόλεμο που θα έρθει. Είστε ότι πιο

εκλεπτυσμένο υπάρχει σε πολεμικό δυναμικό, ικανές να αντεπεξέλθετε

στις πιο αντίξοες συνθήκες. Δεν είναι τυχαίο, που από όσες πόλεις-κράτηείδαμε, μόνο στην πολιτεία Φίμιν των Αμαζόνων βρήκαμε ζωντανό

άνθρωπο». Η Ανδρομάχη χαμήλωσε το κεφάλι σκεπτόμενη τους

τραγικούς θανάτους όλων όσων σφαγιάστηκαν στην Φίμιν. 

«Δεν ξέρω πόσες Αμαζόνες θα έχουν μείνει ζωντανές από το ανήλεο

μένος του Ζακχαέρ Ντων ώσπου να βγούμε από την Σπηλιά. Αλλά όσες

επιζήσουν να είσαι σίγουρος πως θα ανταποκριθούν στο κάλεσμα του

 Έκτορα» 

«Ωραία, ωραία, χαίρομαι που το ακούω. Αλλά, όπως σωστά μου

 υπενθύμισες, πρώτα πρέπει να βγούμε από την Σπηλιά. Και έχουμε πολύδρόμο ακόμα». 

Page 179: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 179/322

178

«Τι μας περιμένει στην συνέχεια;». Ρώτησε η κοπέλα δείχνοντας τον

δρόμο που τους καρτερούσε αβίαστα. 

«Λοιπόν, όταν πάρουμε τούτον τον δρόμο, βγαίνουμε από την

επικράτεια του Άδη, ο οποίος θα οργιστεί πολύ όταν μάθει τι συνέβη στονΦύλακα του και γι’ αυτό χαίρομαι που θα απομακρυνθούμε από τα

σύνορα του. Έπειτα εκτείνεται η Χρυσή Πυραμίδα του Όσιρι, ενός

μεγαλοπρεπούς θεού του Αρχαίου Κόσμου. Θα χρειαστεί να διασχίσουμε

την Πυραμίδα που, αν και επιβλητική και πανέμορφη, είναι αφιλόξενη για

τους ζωντανούς. Όταν βγούμε από την Πυραμίδα υπάρχει η Γέφυρα των

Δύο Αδερφών, ένα πραγματικό θαύμα χτισμένο από τους ανθρώπους που

κατοικούσαν κάποτε εδώ. Και η Γέφυρα θα μας βγάλει από την

Αίθουσα». 

Η Ανδρομάχη ανασήκωσε το φρύδια και ξεφύσησε. 

«Σίγουρα έχουμε πολύ δρόμο ακόμα. Πότε υπολογίζεις να βγούμε από

την Σπηλιά;» 

«Ειλικρινά δεν μπορώ να ξέρω, δεν τολμώ να μαντέψω γιατί μπορεί να

βγω τραγικά έξω από οποιαδήποτε πρόβλεψη». 

«Πως θα είναι τα πράγματα έξω; Τι θλιβερό τοπίο θα έχουν κάνει την

όμορφη γη οι Θανατώριοι;» ο τόνος της Αμαζόνας ήταν θλιμμένος. 

«Υπάρχουν λαοί που έχουν την δύναμη να αντισταθούν. Η Φίμιν ήταν

δυνατή πολιτεία αλλά μικρή. Στον βορρά υπάρχει η Μηδείανορ, μία πόλη-

κράτος πραγματικό καμάρι των ανθρώπων, με μεγάλη ισχύ και σοφούς

ηγέτες. Και οι σκληροτράχηλοι λαοί που ζουν ακόμα πιο βόρεια, στα

παγωμένα βουνά είναι απρόσιτοι. Έπειτα ας μην ξεχνάμε την θαυμαστή

ανατολή που είναι άξια σε μαχητές όσο και σε σοφούς. Όπως και τις

τρομερές Αμαζόνες». 

«Υπάρχει περίπτωση να μας βοηθήσουν οι μάγοι; Μπορείς να τους

πείσεις να πολεμήσουν στο πλευρό μας;» 

Ο Αριστοτέλης αρνήθηκε κατηγορηματικά: 

«Αυτή τη συμμαχία δεν μπορούμε να την υπολογίζουμε. Είναι

αγανακτισμένοι με την ασεβή, προς την φύση, εξέλιξη του ανθρώπου και

με τα καταστροφικά ένστικτα του. Και ο Ζακχαέρ Ντων απλά αποτελεί

επιβεβαίωση των όσων λένε για εσάς. Αν αποτύχετε και η εκστρατεία

προχωρήσει προς τις χώρες του θα πολεμήσουν. Αλλά μόνο τότε». 

Συνέστησε στην κοπέλα να κοιμηθεί για να ανακτήσει δυνάμεις. Εκείνη

έκλεισε τα μάτια, αλλά η αγωνία και οι ανησυχίες του αύριο, το σκοτάδι

και οι αβεβαιότητα του μέλλοντος δεν την άφησαν να ξεκουραστεί.  Όταν

τελικά κοιμήθηκε, ήταν ώρα να ξυπνήσει. 

Page 180: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 180/322

179

Το κεφάλι του Έκτορα πονούσε ακόμα, αλλά είχε υποστεί πολύ

χειρότερους τραυματισμούς για να σταματήσει από  έναν πονοκέφαλο.

 Όταν όλοι ετοιμάστηκαν, ο Αριστοτέλης τους οδήγησε στον δεξί δρόμο.

Το πέτρινο τείχος έριχνε την μαύρη σκιά του στον δρόμο, αλλά αυτή τη

φορά στην κορυφή του ραβδιού του μάγου άναψε ένα ασημένιο φως που

διέλυσε το σκοτάδι. Ο δρόμος ήταν στρωμένος με μαύρο μάρμαρο,αρκετά πλατύς ώστε να χωράνε δέκα άτομα το ένα δίπλα στο άλλο.

Αριστερά του υψωνόταν η άγρια μορφή του ακατέργαστου βράχου ενώ

στα δεξιά το γκριζωπό τείχος, χτισμένο με βαριές πέτρινες πλάκες και

ζοφερά διακοσμημένο με μεταλλικές νεκροκεφαλές. Για μάτια είχαν

κατακόκκινα πετράδια και ήταν στεφανωμένες με ρουνικά σκαλίσματα. Ο

Αριστοτέλης τους εξήγησε ότι ήταν το Τείχος των Χαιρετισμών και οι

επιγραφές  ήταν αποχαιρετισμοί, ευχές και ευλογίες των ζωντανών προς

αυτούς που έχαναν. 

Πέρασε αρκετή ώρα και η συντροφιά συνάντησε δύο αγάλματα

εκατέρωθεν του δρόμου, απεικόνιζαν μια τρομερή μορφή με ανθρώπιναχαρακτηριστικά αλλά ένα μέτρο ψηλότερη. Φορούσε μαύρο  μανδύα, στο

ένα χέρι κρατούσε σπαθί και στο άλλο ένα σκήπτρο με μια κορώνα στην

κορυφή. Το πρόσωπου ήταν ανύπαρκτο, μια λεία οβάλ επιφάνεια, χωρίς

στόμα ή μύτη. Αλλά είχε ένα ζευγάρι κατακόκκινα μάτια, χωρίς κόρες.

Δύο πύρινες οπές. Το κεφάλι του καλυπτόταν από ένα πολυτελές χρυσό

κράνος με πλατιές παραγναθίδες, στολισμένο με πράσινα πετράδια και

σκαλισμένο με διάφορα σύμβολα, από τα οποία ο Έκτορας ξεχώρισε τις

λεπτοδουλεμένες αναπαραστάσεις του Χάροντα και του Κέρβερου.

«Ο Άδης, ο θεός και άρχοντας του Κάτω Κόσμου, του βασιλείου των

 Νεκρών. Αυτά τα αγάλματα μας ειδοποιούν ότι βγαίνουμε από την

επικράτεια του. Πλέον περνάμε στην Άβυδο, τη Νεκρόπολη, το βασίλειο

του θεού Όσιρι. Του το παραχώρησε, μετά την συμμαχία τους, ο ίδιος ο

Άδης. Σε λίγη ώρα θα αντικρίσετε την μεγαλειώδη Χρυσή Πυραμίδα».

Τους είπε με έναν συγκρατημένο ενθουσιασμό ο Αριστοτέλης χωρίς να

κόψει ρυθμό από τον ταχύ βηματισμό του. Καθώς συνέχιζαν την πορεία

τους, ο Έκτορας πρόσεξε πως ο δρόμος και το τείχος άλλαξαν απότομα.

Στο ημίφως του ραβδιού είδε ότι στον δρόμο πλέον υπήρχαν σκαλιστά,

μεγάλα σκαθάρια και, στο τείχος, οι νεκροκεφαλές έδωσαν την θέση τους

σε Σταυρούς Ανκχ. Επίσης, κάπου στο βάθος της διαδρομής, έβλεπε ένα

αδύναμο χρυσό φως να τρυπάει το σκοτάδι.  Η ζοφερή επικράτεια του τρομερού Άδη έμεινε πίσω τους και, φαινομενικά, έμπαιναν σε πιο

γαλήνια εδάφη. Όμως ο Αριστοτέλης δεν τους άφησε να εφησυχαστούν: 

«Η περιοχή θα φαντάζει στα μάτια σας πιο φιλόξενη και ειρηνική από τον

Αχέροντα, αλλά μη γελιέστε. Πολλοί είναι οι εχθροί και στην Άβυδο, ίσως

περισσότεροι από όσους συναντήσαμε μέχρι τώρα και ισχυρές δυνάμεις

κατοικούν στην χρυσή πυραμίδα». 

Ωστόσο, καθώς προχωρούσαν προς το φως, που μεγάλωνε συνεχώς,  

ένιωσαν αισθητά την απομάκρυνση τους από τον Αχέροντα. Ο βρυχηθμός

του ποταμού έγινε πλέον ένας ανεπαίσθητος ψίθυρος και ο ψυχρός, υγρός

αέρας έγινε ξηρός κα ζεστός. Τα στόματα τους στέγνωσαν από τηναπότομη αύξηση της θερμοκρασίας και ο Έκτορας ήπιε μια γουλιά από το

Page 181: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 181/322

180

φλασκί του. Το νερό ήταν ακόμα παγωμένο. Οι χρυσαφένιες ακτίνες είχαν

πλέον πλημμυρίσει τον δρόμο και μετά από  λίγο, είδαν την πηγή τους:

Μια τεράστια πυραμίδα, σε μέγεθος που ανταγωνιζόταν την Σεθίρηκα.

Αυτή όμως δεν ήταν μαύρη, αλλά ολόχρυση και έλαμπε σαν τον Ήλιο.

Επέβλεπε την έρημη πεδιάδα της Νεκρόπολης από την  κορυφή ενός

λοφίσκου, που συγκρατούσε με κόπο το μεγαλειώδες κτίσμα. Η ανάσατου Έκτορα κόπηκε από το δέος που ένιωσε αντικρίζοντας το θέαμα της

Χρυσής Πυραμίδας του Όσιρι. 

Η Άβυδος  ήταν μια απέραντη έρημος, γεμάτη με αδειανούς ναούς,

τύμβους και αγάλματα, διασκορπισμένα χωρίς τάξη στην πεδιάδα. Ο

 Έκτορας συγκράτησε πολλά αγάλματα Φαραώ, ολόχρυσα και μεγάλα σαν

κτήρια,  να ρίχνουν την βασιλική σκιά τους στην περιοχή. Επίσης, 

εντόπισε πολλά αγάλματα να φρουρούν τους ναούς, αλλά και διάφορες

τοιχογραφίες στις προσόψεις τους, που απεικόνιζαν το ίδιο μυστηριώδες

πλάσμα. Ένα θεόρατο, ανθρωπόμορφο ον με κεφάλι λύκου και ψηλά

ορθογώνια αυτιά. Κατηφορίζοντας από τον δρόμο στην πεδιάδα,στάθηκαν στην είσοδο ενός τέτοιου ναού να ξαποστάσουν και να

ξεδιψάσουν και ο Έκτορας έδειξε στον Αριστοτέλη μια καλοδουλεμένη

τοιχογραφία που αναπαριστούσε αυτό το πλάσμα να κραδαίνει ένα ραβδί

στο ένα χέρι, ένα φυλαχτό στο άλλο και να οδηγεί έναν Φαραώ στην

πόρτα του ναού. Στην απέναντι μεριά της πόρτας υπήρχε η ζωγραφιά ενός

μεγάλου πουλιού που θύμιζε πελαργό να κόβει το κεφάλι από ένα φίδι. 

«Αυτός είναι ο Όσιρις;» 

«Όχι, τούτο είναι το πρωτοπαλίκαρο του, ο θεός που οδηγεί τους

 νεκρούς στην Αίθουσα της Κρίσης που στεγάζει η Πυραμίδα.  Είναι ο

Άνουβις». Απάντησε αμέσως ο μάγος και στη συνέχεια έδειξε στην

είσοδο της Πυραμίδας: 

»Αυτός είναι ο Όσιρις»

Ο Έκτορας προσπάθησε να διακρίνει την είσοδο της Πυραμίδας στον

μακρινό λοφίσκο. Δεν ήταν δύσκολο να εντοπίσει τα αγάλματα που την

κοσμούσαν. Ήταν πανύψηλα, κοντά στα είκοσι μέτρα ύψος και

ενισχυμένα με χρυσό και πλατίνα. Η μορφή που είχαν ήταν ενός

ανθρωπόμορφου θεού, έμοιαζε πολύ με Φαραώ ή σπουδαίο άρχοντα τουαρχαίου καιρού, αλλά το πρόσωπο και τα χέρια του ήταν καταπράσινα.

Αντίθετα με τον Άνουβι, η μορφή του Όσιρι, έστω και αν ήταν μόνο η

εικόνα ενός αγάλματος, έμοιαζε φιλήσυχη και καλοσυνάτη στον Έκτορα.

Παρ’ όλα αυτά, η ματιά του ακτινοβολούσε μια ανεξάντλητη ισχύ και

σπίθιζε περήφανα.  Ο νεαρός σκέφτηκε ότι, αν έπρεπε να αντιμετωπίσει

κάποιον από τους δύο θεούς, θα απέφευγε την φαινομενικά ήρεμη και

γαλήνια παρουσία του Όσιρι. 

 Έπειτα από το σύντομο διάλειμμα συνέχισαν, κατευθυνόμενοι προς την

Χρυσή Πυραμίδα. Σύντομα έφτασαν στο κεντρικό σημείο της

 Νεκρόπολης, όπου δέσποζε ένα ακόμα άγαλμα του Άνουβι, στη μέση μιαςτετράγωνης πλατείας. Η θερμοκρασία έμοιαζε να ανεβαίνει σε κάθε τους

Page 182: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 182/322

181

βήμα και οι βαριές ανάσες τους αντηχούσαν δυνατά στην έρημη πεδιάδα.

Η Νεκρόπολη έμοιαζε να απορροφά κάθε θόρυβο, δημιουργώντας μια

ησυχία αφύσικη και απόκοσμη. Ιδρώτας κυλούσε διαρκώς στο μέτωπο

του Έκτορα και ο λαχανιασμένος νεαρός σκέφτηκε ότι σχεδόν του

έλειπαν τα ψυχρά  ρεύματα που έφερνε ο Αχέροντας. Συγκράτησε με

δυσκολία την παρόρμηση του να αδειάσει το παγούρι με το παγωμένο νερό πάνω του, αναλογιζόμενος τη δύσκολη συνέχεια που τους περίμενε. 

Οι πέντε σύντροφοι έφτασαν στα ριζά του λοφίσκου και άρχισαν να τον

ανεβαίνουν απρόθυμα, εξουθενωμένοι από την ζέστη. Προσπαθώντας να

τους δώσει κουράγιο, ο Αριστοτέλης τους εξήγησε ότι η ζέστη ερχόταν  

από την εξωτερική επιφάνεια της Πυραμίδας και οι συνθήκες μέσα σε

αυτή θα ήταν καλύτερες. 

 Μόνο οι κλιματολογικές. Σκέφτηκε ο Έκτορας ανακαλώντας τα λόγια του

μάγου προηγουμένως για τους πιθανούς εχθρούς που θα συναντήσουν.

Ευτυχώς ο λοφίσκος ήταν ομαλός, χωρίς μεγάλη κλίση και το πέτρωμα

του λείο και γερό, οπότε η ανάβαση έγινε σχετικά εύκολα, χωρίςαντιξοότητες. Όταν έφτασαν στην κορυφή, ένιωσαν το δέρμα τους να

τσουρουφλίζεται από την δυνατή ακτινοβολία της Πυραμίδας και

τυφλώθηκαν από το υπέρλαμπρο φως της. Με μισόκλειστα μάτια και όσο

πιο γρήγορα μπορούσαν, κατευθύνθηκαν αμέσως προς την είσοδο. Ήταν

μια μεγάλη αψιδωτή πύλη ανάμεσα από τα δύο αγάλματα του Όσιρι,

χρυσοπράσινη, με έναν μεγάλο σκαραβαίο σκαλισμένο στο κέντρο της, 

ενώ την αψίδα κοσμούσαν όμορφα ιερογλυφικά που υμνούσαν τον Όσιρι

και την Νεκρόπολη του. 

Ο Αριστοτέλης έσπρωξε την πύλη, η οποία άνοιξε αμέσως και οι

 υπόλοιποι μπήκαν γρήγορα μέσα. Όταν έκλεισε η πύλη, βυθίστηκαν στο

σκοτάδι και ο Έκτορας άκουσε τον Φίλιππο να σωριάζεται στο πέτρινο

έδαφος, κατάκοπος και λαχανιασμένος. Με μια κίνηση του ραβδιού του, ο

Αριστοτέλης άναψε τους πυρσούς που υπήρχαν εκατέρωθεν  του

διαδρόμου και τον έλουσαν με πύρινο φως. Όλοι τους είχαν εξαντληθεί

από την ανάβαση στον λοφίσκο και η ανυπόφορη ζέστη της Πυραμίδας

τους έθεσε εκτός μάχης προσωρινά, οπότε έκατσαν μερικές στιγμές να

ξαποστάσουν. Ο Έκτορας γονάτισε και κοίταξε σχεδόν εντυπωσιασμένος

το δέρμα στα χέρια του, που ήταν κατακόκκινο, στα πρόθυρα εγκαύματος.

Και οι υπόλοιποι ήταν στην ίδια κατάσταση, κατακόκκινοι και το δέρμα

τους έτσουζε, αλλά μερικές στιγμές αργότερα το κοκκίνισμα υποχώρησεκαι άρχισαν να ανακουφίζονται από  τον πόνο. Βρίσκονταν σε έναν

σκοτεινό διάδρομο που φωτιζόταν μόνο από το τρεμουλιαστό ημίφως των

πυρσών. Στο βάθος, διακρινόταν μετά βίας μια σκάλα που ανηφόριζε και

χανόταν στο σκοτάδι. Οι τοίχοι γύρω τους ήταν κόκκινοι και είχαν

σκαλισμένους σταυρούς Ανκχ, βαμμένους με πράσινη μπογιά  ενώ στο

πάτωμα δέσποζε η γνώριμη, σκαλιστή φιγούρα ενός χρυσού σκαραβαίου. 

 Όταν ανέκτησαν δυνάμεις, σηκώθηκαν όρθιοι και προχώρησαν προς την

πέτρινη σκάλα. Με το δεξί του χέρι, ο Έκτορας χάιδευε την λαβή του

σπαθιού του, έτοιμος να το τραβήξει ανά πάσα στιγμή. Ο διάδρομος ήταν

ήσυχος και αποπνικτικός σαν την Νεκρόπολη, αλλά τουλάχιστον είχαναπαλλαγεί από την καυτή ανάσα της Πυραμίδας. Όταν πλησίασαν την

Page 183: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 183/322

182

σκάλα, ο Αριστοτέλης τους έκανε νόημα να σταματήσουν και πλησίασε

μόνος του. Κοίταξε προς τα πάνω και, όταν βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε

κίνδυνος, τους έγνεψε να τον ακολουθήσουν.  Η σκάλα ήταν σκαμμένη

στην  τραχιά πέτρα με εντυπωσιακή ακρίβεια και λεπτότητα.  Ανέβαινε

κατακόρυφα προς τα πάνω, στριφογυρίζοντας κυκλικά σε έναν νοητό

άξονα. Στους άλικους τοίχους υπήρχαν πυρσοί που φώτιζαν την διαδρομή. 

«Νιώθω σαν να μπήκα στο άντρο του Ζακχαέρ Ντων. Έχει κάποια σχέση

με τον Όσιρι ή είναι σύμπτωση που οι κατοικίες και των δύο είναι

πυραμίδες;» ψιθύρισε ανήσυχα ο Φίλιππος, κοιτώντας επιφυλακτικά τις

σκιές που χόρευαν στο τρεμάμενο φως.

«Όχι, δεν είναι σύμπτωση, όπως και το γεγονός ότι το σύμβολο της

Σεθίρηκα είναι μια διασταύρωση του Ανκχ και του Φιδιού». 

Ο Έκτορας κοντανάσανε και έπνιξε ένα επιφώνημα, συνειδητοποιώντας

τι του θύμιζαν τα σύμβολα που έβλεπε διαρκώς από τότε που μπήκαν στη Νεκρόπολη. Φυσικά, το σύμβολο της Σεθίρηκα… Πως το ξέχασα; 

Συλλογίστηκε φέρνοντας στο νου του την Μαύρη Πυραμίδα και το χρυσό

σύμβολο στο κέντρο της. Η εικόνα της Σεθίρηκα και μόνο έφερε μια σκιά

που στιγμιαία σκέπασε το φως από τα μάτια του Έκτορα οπότε απεδίωξε

αμέσως την φοβερή Πυραμίδα από το νου του και συγκεντρώθηκε στα

λόγια του Αριστοτέλη: 

«Οι Πυραμίδες ήταν οι τάφοι των Φαραώ του Αρχαίου Κόσμου και από

πολλούς θεωρούνταν μαγικές πύλες που βοηθούσαν τους βασιλιάδες να

έρθουν στον Κόσμο του Θανάτου, δηλαδή εδώ. Σίγουρα, οι

κατασκευαστές τους τις εμπνεύστηκαν από αυτήν, την Χρυσή Πυραμίδα,

το παλάτι του Όσιρι που κυβερνάει μεταξύ των άλλων και τις νεκρές

ψυχές των αιγυπτίων. Ο Ζακχαέρ Ντων κατάγεται από περιοχή της

Αιγύπτου, νομίζω μάλιστα μετά θάνατον θάφτηκε σε μια πυραμίδα. Όπως

ξέρετε  όμως, θαμμένος έμεινε προσωρινά, δραπέτευσε από την

 Νεκρόπολη χάρη στους Εφτά Ιερείς και επέστρεψε στους ζωντανούς. Η

πράξη της ανάστασης του και μόνο αποτελούσε τρομερή βλασφημία και

ανυπακοή όχι μόνο στους νόμους της Φύσης αλλά και στον ίδιο τον

 Όσιρι. Θέλοντας να τονίσει τον χλευασμό του στον θεό και να του δείξει

ξεκάθαρα ότι τον αψηφά, πήρε τα ιερά σύμβολα του Θανάτου  του

Αιγυπτιακού πολιτισμού και τα μετέτρεψε σε δικά του σύμβολαανάστασης. Η Χρυσή Πυραμίδα έγινε η Σεθίρηκα, η Μαύρη Πυραμίδα, το

αποκεφαλισμένο φίδι που συμβολίζει το πέρασμα στον Κόσμο του

Θανάτου και ο σταυρός Ανκχ που συνοδεύει τους νεκρούς βασιλείς στο

ταξίδι τους, διασταυρώθηκαν και έγιναν η σημαία του Ζακχαέρ Ντων και

της Σεθίρηκα, έγινε το σύμβολο της ανάστασης και της χλεύης του

θανάτου». 

«Και γιατί ο Όσιρις δεν απάντησε στις ανεπαίσχυντες προκλήσεις του

Ζακχαέρ Ντων; Γιατί τον άφησε να συνεχίσει ανενόχλητος τον χλευασμό

του και να επεμβαίνει παράνομα στην ζωή και τον θάνατο;» ακούστηκε η

κελαριστή φωνή της Ανδρομάχης. 

Page 184: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 184/322

183

«Ω, είμαι σίγουρος ότι και ο Όσιρις και ο Άδης είναι εξοργισμένοι με

τον Ζακχαέρ Ντων και την θρασύτατη εκστρατεία του στη Γη. Αλλά η

αρχαία εκεχειρία μεταξύ των μάγων και των θεών, που σφραγίστηκε από

τον ίδιο τον Δία, απαγορεύει πλέον στους θεούς να δράσουν στον κόσμο

των ανθρώπων. Και πιστέψτε με, μακροπρόθεσμα, τυχόν επέμβαση των

θεών στον κόσμο σας δεν θα γινόταν ανεκτή από πολλούς ανθρώπους». 

Σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι, ο Έκτορας διέκρινε το πέρας της σκάλας.

Είχαν ανέβει το μεγαλύτερο κομμάτι της και δέκα μέτρα πιο πάνω έχασκε

ορθάνοιχτη μια αψιδωτή πύλη με χρυσή επένδυση. Διέκρινε στα

ιερογλυφικά της αψίδας ένα πουλί να αποκεφαλίζει ένα φίδι και θυμήθηκε

τα προηγούμενα λόγια του μάγου. Το σύμβολο του περάσματος στον Άλλο

 Κόσμο. Ο Ζακχαέρ Ντων αντέστρεψε την εικόνα, όπως τον χαμό του. Το

φίδι απέκτησε ξανά το κεφάλι του. Ο θάνατος νικήθηκε. 

Διάβηκαν το τελευταίο σκαλοπάτι και στάθηκαν μπροστά στην αψίδα.

Ο Αριστοτέλης δεν προχώρησε προς τα μέσα κατευθείαν, πρώτα διάβασετα ιερογλυφικά και οι υπόλοιποι τον περίμεναν, τσιτωμένοι. Το μέρος

τους προκαλούσε μεγάλη νευρικότητα για κάποιον λόγο. Πλέον η ησυχία

δεν ήταν απόλυτη, όπως της Νεκρόπολης. Διακοπτόταν από υπόκωφους

θορύβους, έμοιαζαν σαν αλυσίδες που σέρνονταν στο πάτωμα , αλλά ήταν

αδύναμοι ήχοι σαν να έρχονταν από χιλιόμετρα μακριά. Σιγανοί ψίθυροι

και αναστεναγμοί σφύριζαν στα αυτιά τους λες και αόρατοι άνθρωποι

βάδιζαν ανάμεσα τους. Η συντροφιά δεν εντόπισε τον παραμικρό κίνδυνο

τριγύρω, αλλά εκείνοι οι ήχοι που έρχονταν από το πουθενά τους φόβιζαν.

 Έπειτα, πρόσεξαν και την συμπεριφορά του Αριστοτέλη. Προηγουμένως,

έλεγξε την σκάλα πριν τους επιτρέψει να την ανέβουν και τώρα διάβαζε

προσεχτικά τα ιερογλυφικά της αψίδας πριν την διαβεί. Δεν έδειχνε

 νευρικός, αλλά σίγουρα ήταν πιο επιφυλακτικός από κάθε άλλη φορά. Η

αυτοπεποίθηση που ένιωθαν μετά τον θρίαμβο τους επί του Κέρβερου 

ξεθώριαζε σταδιακά και αντικαθιστούταν από ανησυχία. Τελικά, ο μάγος

έστρεψε το βλέμμα του από τα ιερογλυφικά και ξύπνησε τον Ερμή που

λαγοκοιμόταν στον ώμο του. Έπειτα τους έκανε νόημα να ξεκινήσουν,

αλλά δεν παρέλειψαν να έχουν τα όπλα τους έτοιμα και τις αισθήσεις τους

σε επαγρύπνηση. 

Περνώντας την αψιδωτή πύλη, εισήλθαν σε ένα στρόγγυλο δωμάτιο που

στο κέντρο του έκαιγε μια δυνατή φωτιά λούζοντας το στο φως. Στουςπολύχρωμους, από τις όμορφες τοιχογραφίες, τοίχους υπήρχαν τρεις

πύλες, μία αντίκρυ από την είσοδο και οι άλλες δύο στέκονταν απέναντι η

μία από την άλλη, συμμετρικά της μεσαίας. Οδηγούσαν σε σκάλες που

κατηφόριζαν βαθιά  στο σκοτάδι.  Πριν προλάβουν να ρωτήσουν τον

Αριστοτέλη, εκείνος μίλησε στο γεράκι, ο Ερμής άνοιξε τις φτερούγες του

και πέταξε στην μεσαία πύλη. 

«Δεν είμαι σίγουρος σε ποιο από τα τρία δωμάτια πρέπει να μπούμε, θα

περιμένουμε να μας πει ο Ερμής. Θα προσπαθούσα  να μαντέψω, αλλά αν

κάνω λάθος θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Υπάρχουν ισχυρές δυνάμεις

εδώ και δεν πέρασε ακόμα ούτε μια μέρα από τότε που αντιμετωπίσαμετον Κέρβερο». 

Page 185: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 185/322

184

Ο Έκτορας δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να αντιμετωπίσει πλάσμα που

ανταγωνιζόταν ή ξεπερνούσε τις δυνάμεις του τρικέφαλου σκύλου, οπότε

συμφώνησε εμφατικά στην πρόταση του μάγου. Καθώς περίμεναν το

γεράκι, χάζεψε τις τοιχογραφίες που κοσμούσαν το δωμάτιο. Απεικόνιζαν

παραστάσεις από την ζωή σπουδαίων Φαραώ και στο τέλος κάθεπαράστασης, τους έδειχνε πλάι-πλάι με τον Όσιρι, που τους καλωσόριζε

στον κόσμο του. Παρατηρώντας της τοιχογραφία της ζωής ενός νεαρού

βασιλιά, είδε μία παράσταση όπου ο Άνουβις τον οδηγούσε σε ένα

δωμάτιο με μια ζυγαριά, που στο ένα αντιζύγιο είχε ένα λευκό φτερό. Το

άλλο ήταν  άδειο και, πίσω από την ζυγαριά, σε μία σκοτεινή άβυσσο,

παραμόνευε μια περίεργη φιγούρα, που δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει τι

ήταν. Έμοιαζε με συνδυασμό ιπποπόταμου, κροκοδείλου και λιονταριού.

Αν και παράξενη, αυτή η μορφή έμοιαζε τρομερή και εχθρική. Στο  τελικό

στάδιο της παράστασης τον νεαρό βασιλιά υποδέχθηκε ο Όσιρις, ντυμένος

όπως σε όλες τις αναπαραστάσεις με τα λευκά σάβανα του και το μακρύ,

άσπρο και χρυσό στέμμα του. Στα σταυρωτά χέρια του κράδαινε τασκήπτρα του:  ένα  μαστίγιο και ένα μακρύ ραβδί που κατέληγε σε μια

φιδογυριστή άκρη. Το πρασινωπό πρόσωπο του με το μακρύ μαύρο γένι, 

ήταν στραμμένο στον νεαρό Φαραώ, αλλά το βλέμμα του φάνταζε

στραμμένο στον Έκτορα και σπίθιζε από ισχύ και μεγαλοσύνη. Εκείνος

προσπάθησε να του ανταποδώσει θαρρετά το βλέμμα, αλλά τελικά

δείλιασε και χαμήλωσε τα μάτια. Κοντά του πλησίασε αθόρυβα η

Ανδρομάχη και του έσφιξε το χέρι. Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο

του και έμεινε εκεί, χαζεύοντας και αυτή τις τοιχογραφίες. Ξάφνου, το

σήκωσε απότομα και έδειξε την περίεργη μορφή που στεκόταν πανούργα

στις μαύρες σκιές πίσω από την ζυγαριά. 

«Κοίτα, τι είναι αυτό;» 

«Δεν έχω ιδέα, δεν το είχα προσέξει σε καμία άλλη τοιχογραφία…

Περίεργο πλάσμα» 

«Τρομακτικό θα έλεγα. Κοίτα το βλέμμα του, μοιάζει να αδημονεί να

επιτεθεί στον βασιλιά. Στέκεται εκεί, περιμένοντας ο Άνουβις να του

δώσει την άδεια να κατασπαράξει το αβοήθητο θύμα του». 

«Όντως… λες να φοβάται αυτό το πλάσμα ο Αριστοτέλης; Αυτό ναεννοούσε με τις τρομερές δυνάμεις;» 

«Ίσως. Όμως, μόνο σε τούτες τις παραστάσεις εντοπίζονται τρία όντα με

φοβερές δυνάμεις, οπότε σίγουρα η συνέχεια είναι επικίνδυνη και δεν θα

ήταν συνετό να βαδίζουμε σε αβέβαιους δρόμους». 

 Νιώθοντας να μην μπορεί να αποτραβήξει το βλέμμα του από τον

δαίμονα που παραμόνευε στο σκοτάδι, απομακρύνθηκε από τις

τοιχογραφίες αγκαλιάζοντας την Ανδρομάχη. 

«Τι και αν βαδίσουμε σε αβέβαιους δρόμους; Έχουμε εσένα να μαςπροστατέψεις από κάθε κίνδυνο, πριγκίπισσα μου» η φωνή ήταν ένας

Page 186: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 186/322

185

ψίθυρος και έφερε τα χείλη του δίπλα στο αυτί της αφήνοντας τις

αισθήσεις του να βυθιστούν στο ευωδιαστό άρωμα που αναδυόταν από τα

μαλλιά της. Εκείνη χαμογέλασε και τον φίλησε. 

«Νομίζω πως υπερτίμησες τις δυνάμεις μου, αγαπημένε μου Έκτορα»

αστειεύτηκε. «Διότι δεν μπορώ και ούτε έχω πρόθεση να πολεμήσω μεαρχαίους θεούς και τρομερούς δαίμονες;» 

«Ω, μα δεν θα χρειαστεί να ρίξεις ούτε βέλος. Απλώς και μόνο κοιτώντας

τα μάτια σου, δεν υπάρχει κτήνος σε τούτο τον πλανήτη που δεν θα

ημερευτεί από την ομορφιά τους. Ποιο άψυχο και μίζερο ον δεν θα ένιωθε

την καρδιά του να γαληνεύει, αντικρίζοντας σε;» 

Η Αμαζόνα γέλασε και αναψοκοκκίνισε κολακευμένη. Μιμούμενοι τους

 υπόλοιπους, έκατσαν σταυροπόδι περιμένοντας το γεράκι.  Οι ώρες

πέρασαν, λέγοντας ιστορίες και γελώντας προσπαθώντας για λίγη ώρα να

ξεχάσουν την παρουσία τους σε αυτό το δυσοίωνο μέρος  και την ζοφερήσυνέχεια του ταξιδιού τους. Τελικά, κουβαλώντας ακόμα την εξάντληση

της μάχης με τον Κέρβερο, κοιμήθηκαν αποκαμωμένοι για αρκετές ώρες,

δίχως να φυλάξουν σκοπιά. 

 Όταν τελικά ξύπνησαν, ο Ερμής είχε ήδη επιθεωρήσει τις τρεις πύλες

και, κατά τα φαινόμενα, πρότεινε στον Αριστοτέλη να μπουν στην μεσαία,

γιατί ο μάγος κινήθηκε προς αυτήν. Όταν πάτησε στο πρώτο σκαλοπάτι, η

κατηφορική διαδρομή φωτίστηκε από πυρσούς που ήταν καρφωμένοι

στον τοίχο. Ο Έκτορας δεν ήξερε αν τους πρόσταξε ο μάγος να ανάψουν ή

αν ήταν μία ένδειξη καλωσορίσματος από τις δυνάμεις της πυραμίδας.

Ενός καλωσορίσματος που θα μπορούσε να ήταν παραπλανητικό. 

Ανά δέκα σκαλοπάτια, υπήρχε ένα μεγάλο μαρμάρινο πλατύσκαλο, στο

οποίο ήταν σκαλισμένη η, οικεία πλέον, φιγούρα του σκαραβαίου. Ο

Αριστοτέλης θεώρησε την παρουσία του σκαλιστού σκαθαριού 

αδιάσειστη απόδειξη ότι επέλεξαν την σωστή διαδρομή και συνεχάρη τον

Ερμή για την πολύτιμη βοήθεια του. 

«Τι υπήρχε στις άλλες δύο αίθουσες Αριστοτέλη;» απόρησε ο Φίλιππος. 

«Δύσκολο  να μαντέψω, αλλά το γεγονός ότι επιλέξαμε την σωστή πόρτα

δεν σημαίνει ότι απαλλαγήκαμε από κινδύνους. Πιθανότατα, οι εχθροί ναείναι ίδιοι ή το ίδιο θανάσιμοι σε κάθε μια από τις τρεις αίθουσες. Απλά,

τούτη είναι η μόνη που δεν οδηγεί σε αδιέξοδο και θα μας επιτρέψει να

προχωρήσουμε βαθύτερα στην πυραμίδα» 

«Πόσο βαθιά πρέπει να προχωρήσουμε» 

Ο Αριστοτέλης φάνηκε να παραξενεύεται με την ερώτηση και έσμιξε τα

πυκνά του φρύδια. 

«Μέχρι το τέλος. Πρέπει να την διαβούμε από την μία μεριά ως την

άλλη» 

Page 187: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 187/322

186

Η σκάλα ήταν μικρότερη από ότι φαινόταν στο σκοτάδι, έτσι σύντομα

έφτασαν στην βάση της όπου δύο γρανιτένια αγάλματα από μαύρα

τσακάλια στο μέγεθος λιονταριών καθόντουσαν καρτερικά με γυρισμένη

την πλάτη στην σκάλα, επιβλέποντας, με ορθωμένα τα περήφανα κεφάλια

τους, τον χώρο που ανοιγόταν μπροστά τους. 

 Ήταν ένα τεράστιο, ορθογώνιο δωμάτιο. Η οροφή του ήταν τόσο ψηλά

που έδινε μια αίσθηση απεραντοσύνης στον χώρο. Το πάτωμα ήταν

χαλκοπράσινο και στο κεντρικό σημείο του υπήρχε ένα πολύχρωμο

ψηφιδωτό το οποίο  απεικόνιζε έναν Φαραώ  που φορούσε τα νεκρικά,

κατάλευκα σάβανα του. Τα χέρια του ήταν απλωμένα στον σκοτεινό

ουρανό και πίσω του υπήρχε μια ολόχρυση πεδιάδα. Στο σημείο της

καρδιάς υπήρχε ένας πράσινος σκαραβαίος γαντζωμένος στα σάβανα του.

«Ενδιαφέρον» μονολόγησε ο Αριστοτέλης κοιτώντας το ψηφιδωτό.

«Τι; Τι συμβαίνει;». Ρώτησε ανήσυχος ο Έκτορας. 

Δεν απάντησε αμέσως αλλά κοίταξε τους τοίχους τριγύρω του. Ο

 Έκτορας τον μιμήθηκε, αλλά δεν είδε κάποια απειλή. Μόνο κάτι

περίεργα, χοντροκομμένα, πέτρινα αγάλματα που απεικόνιζαν νεκρούς

Φαραώ υπήρχαν, είκοσι συνολικά. Του φάνηκαν περίεργα και δεν θύμιζαν

καθόλου τα δουλεμένα με απαράμιλλη τέχνη αγάλματα που έβλεπαν μέχρι

τώρα. Έμοιαζαν με κομμάτια μαρμάρου  που τους δόθηκε ένα πρόχειρο

ανθρώπινο περίγραμμα και στην πρόσοψη τους ζωγράφισαν τις εικόνες

των Φαραώ.

Στο μεταξύ ο Αριστοτέλης έφτασε στην άλλη άκρη του δωματίου και

περιεργαζόταν  μια μεγάλη, γρανιτένια πόρτα. Ήταν κλειστή και

κλειδωμένη με έναν περίεργο μηχανισμό. Η κλειδαριά ήταν μια οπή που

είχε το περίγραμμα του σκαραβαίου. 

«Όπως το φοβόμουν». Ακούστηκε σιγανά η ψιθυριστή φωνή του μάγου. 

«Τι; Τι συμβαίνει;» επανέλαβε ο Έκτορας. « Πήραμε λάθος δρόμο;» 

Ο μάγος έγνεψε αρνητικά.

«Όχι, ο δρόμος είναι σωστός, αλλά για να συνεχίσουμε πρέπει να βρούμετο κλειδί της πύλης αυτής. Και υποψιάζομαι ότι το φυλάει κάποιος από

τους νεκρούς Φαραώ που βρίσκονται στις σαρκοφάγους» του απάντησε

δείχνοντας αυτά που ο Έκτορας θεώρησε χοντροκομμένα αγάλματα.

 Έπειτα δυνάμωσε την φωνή του ώστε να τον ακούσουν και η άλλοι τρεις. 

«Πρέπει να ανοίξουμε τις σαρκοφάγους. Κάποια από τις μούμιες που

βρίσκονται μέσα, θα κρατάει έναν χάλκινο σκαραβαίο. Γρήγορα! Δεν

ξέρουμε για ποιον λόγο έβαλαν αυτό το εμπόδιο εδώ να μας

καθυστερήσει. Ίσως κάποια απειλή να ζυγώνει» 

Δεν χρειάστηκε να το πει δεύτερη φορά.  Ο Έκτορας έτρεξε στην πιο

κοντινή σαρκοφάγο. Χρειάστηκε δύναμη για να ανοίξει την πέτρινηπόρτα της και, όταν το έκανε, μια δυνατή μυρωδιά αναδύθηκε από μέσα.

Page 188: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 188/322

187

 Ένας συνδυασμός από αποφορά αποσύνθεσης και αναθυμιάσεις νατρίου

πλημμύρισε τα ρουθούνια του και του προκάλεσε αναγούλα. Με έκπληξη

είδε πως το σώμα του νεκρού ήταν καλοδιατηρημένο, σχεδόν άθικτο από

την φθορά του χρόνου και του θανάτου. Ήταν αποστεωμένο και το δέρμα

του τόσο ξεραμένο που έκανε τον νεκρό να μοιάζει τυλιγμένος σε

κομμάτια περγαμηνής. Τα χείλια του είχαν αποσυντεθεί και διακρινότανμια σειρά από κατακίτρινα δόντια. Κατά τα άλλα όμως ήταν ανέγγιχτος

από την αποσύνθεση και τους αιώνες που πέρασαν. Πολλές από τις γάζες

που τον σαβάνωναν είχαν φθαρεί και διαλυθεί, αποκαλύπτοντας το

σκελετωμένο του κορμί, ενώ ελάχιστες, κιτρινισμένες και μουχλιασμένες

κάλυπταν το στήθος του. Στο πάτωμα της σαρκοφάγου, δίπλα στα πόδια

του όρθιου πτώματος, υπήρχε ένα χρυσό σπαθί και κάμποσα κοσμήματα

από οπάλιο, χρυσάφι και πλατίνα αλλά ο Έκτορας δεν είδε πουθενά

σκαραβαίο. 

Η αναζήτηση συνεχιζόταν για αρκετή ώρα. Με έκπληξη είδε, σε

μερικούς τάφους, μούμιες από γάτες ή από κροκόδειλους δίπλα σταδιατηρημένα πτώματα  των Φαραώ. Σε ορισμένους, η αποσύνθεση είχε

προχωρήσει πολύ και σε πολλά σημεία διακρίνονταν κόκκαλα να εξέχουν

από το τρύπιο ξεραμένο δέρμα, ενώ άλλοι ήταν τόσο καλά διατηρημένοι

ώστε  το μόνο που διακρινόταν, από τα κιτρινισμένα σάβανα, ήταν το

γαλήνιο πρόσωπο τους. Όλοι ήταν θαμμένοι με μπόλικα κοσμήματα και

όπλα, αλλά ο Έκτορας δεν εντόπισε πουθενά τον σκαραβαίο. Το δωμάτιο

ήταν πλημμυρισμένο από τις αναθυμιάσεις και τον ζάλιζε, ενώ η μάταιη,

μέχρι εκείνη τη στιγμή, αναζήτηση τον εκνεύρισε. Τότε άκουσε  ένα

αναφωνητό στην  απέναντι μεριά,  όπου επιθεωρούσαν ο Αχιλλέας και η

Ανδρομάχη. Ο θηριώδης άντρας έγνεψε στον Αριστοτέλη να πλησιάσει

και όλοι έσπευσαν στην σαρκοφάγο που είχε μόλις ανοίξει.

Η μούμια ήταν από τις πιο διατηρημένες, τα γκριζωπά σάβανα της

κάλυπταν κάθε επιφάνεια, εκτός του αδυνατισμένου προσώπου. Στο λαιμό

της φορούσε ένα ολόχρυσο κόσμημα στολισμένο με έναν πλατινένιο αετό

και στα σταυρωτά χέρια της κρατούσε ακόμα τα βασιλικά σκήπτρα. Και

στο σημείο της καρδιάς, ένας χάλκινος σκαραβαίος ήταν καρφιτσωμένος

πάνω στις γάζες. Ο Αριστοτέλης, δίχως δισταγμό, άπλωσε το χέρι και τον

τύλιξε στην χούφτα του. Και τότε έγινε κάτι απρόσμενο, αιφνιδιάζοντας

ακόμα και τον μάγο. 

Μια σκιά που κατέβηκε από την οροφή κάλυψε  και  έσβησε τους

πυρσούς, βυθίζοντας τους προσωρινά στο σκοτάδι. Ένα πράσινο,

απόκοσμο ημίφως, που ξεπήδησε από το ψηφιδωτό, φώτισε αδύναμα το

δωμάτιο και από τις σκιές ακούστηκε  μια θυμωμένη, πνιχτή φωνή που

ξεστόμισε κατάρες σε μια τραχιά, άγνωστη γλώσσα.

«Ο Φαραώ-Μάγος…» πρόλαβε να πει ο Αριστοτέλης πριν συμβεί κάτι

απίστευτο. Από το ψηφιδωτό αναδύθηκε ένας λαμπερός πράσινος

στρόβιλος που τους πλησίασε και απορροφήθηκε από την μούμια. Τότε

εκείνη κινήθηκε και, πριν ο μάγος προλάβει να αντιδράσει, από τα

σκήπτρα της εξαπέλυσε  μια πράσινη αστραπή που τον εκσφενδόνισε σεμια σκοτεινή γωνιά του δωματίου. Ο Έκτορας, αιφνιδιασμένος και

Page 189: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 189/322

188

φοβισμένος, οπισθοχώρησε και οι υπόλοιποι τον μιμήθηκαν. Ο νεκρός

Φαραώ δεν τους έδωσε σημασία, ύψωσε τα χέρια προς την οροφή και σε

άγνωστη γλώσσα απήγγειλε ένα ξόρκι το οποίο ζωντάνεψε όλες τις

μούμιες του δωματίου.   Νεκροί Φαραώ, ακόμα και οι γάτες και οι

κροκόδειλοι βγήκαν από τις σαρκοφάγους τους και άρχισαν να βαδίζουν

προς τους τέσσερις ανθρώπους. 

Αλλά ο Αριστοτέλης δεν είχε βγει  εκτός μάχης.  Από το σκοτάδι στο

οποίο είχε χαθεί ακούστηκε η βροντερή φωνή του: 

« Nierkus Retorno» μία ασημένια λάμψη ξεχύθηκε προς τον Φαραώ-

Μάγο, αλλά εκείνος την απέκρουσε, σταυρώνοντας τα σκήπτρα του. Ο

μάγος βγήκε από τις σκιές και χτύπησε δυνατά το ραβδί του προκαλώντας

την τρομερή μούμια. Εκείνη  έσμιξε θυμωμένη τα νεκρά μάτια της και

κινήθηκε προς το μέρος του. 

Ο Έκτορας δεν είδε την συνέχεια. Αναθάρρησε όταν άκουσε την φωνήτου Αριστοτέλη, όμως δεκαεννιά μούμιες τους πλησίαζαν σε έναν

θανατερό κλοιό κραδαίνοντας τα όπλα τους. Οι τέσσερις έβγαλαν τα δικά

τους και όρμησαν προς τους εχθρούς, χωρίς να χωριστούν μεταξύ τους. Η

Ανδρομάχη έβγαλε ήδη εκτός μάχης έναν Φαραώ και έναν κροκόδειλο,

τοξεύοντας τους στο κεφάλι.

Ο Έκτορας ήρθε κοντά με μια ψηλή μούμια η οποία είχε αρχίσει να

αποσυντίθεται. Στα νεκρά χέρια της κράδαινε ένα κυρτό χρυσό σπαθί, το

οποίο υψώθηκε και έπεσε με ορμή, κατευθυνόμενο προς το κεφάλι του.

Εκείνος απέφυγε το χτύπημα σκύβοντας και προσπάθησε να τρυπήσει την

σαπισμένη κοιλιά της, αλλά με απρόσμενη ευελιξία απομακρύνθηκε από

την τροχιά της λεπίδας. Ο νεκρός Φαραώ δοκίμασε να χτυπήσει τον

 Έκτορα ξανά καθώς ο νεαρός ήταν σε ευάλωτη θέση, έχοντας γυρισμένη

την πλάτη στον εχθρό, αλλά εκείνος γύρισε επιτόπου και απέκρουσε το

χτύπημα. Η μούμια τον κλώτσησε δυνατά στην κοιλιά και ο Έκτορας

έπεσε στο έδαφος με κομμένη την ανάσα. Ο εχθρός είχε το πλεονέκτημα. 

Ο νεαρός κατάφερε να αποφύγει το επόμενο χτύπημα, κυλώντας στο

πάτωμα μερικά εκατοστά αλλά όταν σηκώθηκε συνειδητοποίησε πως

ήταν σε πολύ δύσκολη θέση καθώς τον είχαν περικυκλώσει τρεις μούμιες.

Προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να σκεφτεί τηνεπόμενη κίνηση του στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που του έμεναν. Γύρισε

αστραπιαία επιτόπου και πέταξε το σπαθί του στην μούμια που στεκόταν

πίσω του ενώ ταυτόχρονα κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Εκείνη

προσπάθησε να αποκρούσει το σπαθί αλλά καρφώθηκε στην κοιλιά της.

Κλονισμένη από το χτύπημα, δεν μπόρεσε να αποφύγει την γροθιά του

 Έκτορα που την σώριασε κάτω. Ο νεαρός πήρε το σπαθί του και έχοντας

σπάσει πλέον τον κλοιό, κατευθύνθηκε στις άλλες δύο που τον πλησίαζαν. 

Προσποιήθηκε πως θα πετάξει το σπαθί του στην μία μούμια αλλά τελικά

εκτόξευσε το κυρτό ξίφος που είχε μόλις αποκτήσει στην διπλανή της, η

οποία δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Η λεπίδα καρφώθηκε στο κεφάλι της

και το νεκρό κορμί της διαλύθηκε, πέφτοντας. Ο μοναδικός αντίπαλος πουτου έμεινε δοκίμασε άλλο ένα χτύπημα στο κεφάλι του Έκτορα. Τα

Page 190: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 190/322

189

σπαθιά τους σπίθισαν, σμίγοντας και την επόμενη στιγμή το κεφάλι της

μούμιας αποκόπηκε από το σώμα και βρέθηκε στο έδαφος. Ωστόσο, άλλες

δύο τον πλησίασαν και χτύπησαν ταυτόχρονα. Ο Έκτορας απέφυγε το ένα

χτύπημα, αλλά η δεύτερη λεπίδα έσκισε το χέρι του. Πόνεσε, όμως  ο

 νεαρός δεν είχε την πολυτέλεια να κλονιστεί και να διστάσει. Με την

κόψη ακόμα καρφωμένη στο δέρμα του, ο νεαρός τέντωσε το πληγωμένοχέρι του και γράπωσε την λαβή του σπαθιού. Η μούμια δεν παρέδωσε το

όπλο ενώ η δεύτερη ξαναχτύπησε στοχεύοντας το κεφάλι του.

Ατσαλώνοντας τον εαυτό του και με μια ισχυρή δόση αδρεναλίνης να

ενισχύει τους μύες του, ο νεαρός έβαλε όση δύναμη είχε στο πονεμένο

χέρι του και τράβηξε την μία μούμια στην φορά του σπαθιού της άλλης.

Το σχέδιο πέτυχε. Όση ώρα η λεπίδα ήταν σφηνωμένη στο κρανίο  της

μούμιας, ο εχθρός ήταν ανήμπορος να αντιδράσει και ο Έκτορας του

έκοψε τον λαιμό. Όμως δεν πρόλαβε καν να δει την ζημιά στο χέρι του. Η

μούμια μιας γάτας του όρμησε από πίσω και έμπηξε τα νύχια στην πλάτη

του. Ο Έκτορας γονάτισε από τον πόνο και προσπάθησε νααπαγκιστρώσει την γάτα από πάνω του, αλλά εκείνη την στιγμή τον

πλησίασαν δύο νεκροί Φαραώ. Ο ένας έπεσε πριν τον χτυπήσει ο

 Έκτορας, από ένα βέλος της Ανδρομάχης αλλά ο δεύτερος πλησίαζε

ακάθεκτος. Παίρνοντας βαθιές ανάσες, ο νεαρός σηκώθηκε όρθιος,

αγνοώντας  προς στιγμήν  την γάτα στην πλάτη του. Όμως στο πράσινο

ημίφως είδε μια σκιά να σαλεύει πίσω του. Γονάτισε αμέσως και

κλώτσησε στα τυφλά πίσω του. Γυρνώντας, είδε μια μούμια, που τον

πλησίαζε ύπουλα, να χάνει την ισορροπία της από το χτύπημα. Ο Έκτορας

την κάρφωσε στο στήθος και έπειτα άδραξε το ξίφος της.  Σπάθισε την

γάτα στην πλάτη του, αποκεφαλίζοντας την και προχώρησε μπροστά. Ο

εχθρός που τον πλησίαζε δείλιασε προς στιγμήν, αλλά προχώρησε

θαρραλέα. Το πλεονέκτημα ήταν στα χέρια του Έκτορα. Η κλαγγή τον

σπαθιών γύρω του ήταν εκκωφαντική και οι πέντε σύντροφοι πολεμούσαν

θαρραλέα. Από μια γωνιά του δωματίου αντηχούσαν τρομερές βροντές

την ώρα που ο Αριστοτέλης γονάτισε επιτέλους τον αντίπαλο του. 

Ο νεκρός Φαραώ που πλησίαζε  τον Έκτορα πήρε ένα σπαθί από τα

άψυχα χέρια μιας σωριασμένης μούμιας και όρμησε στον νεαρό. Εκείνος

απέκρουσε το χτύπημα και με έναν ελιγμό απέφυγε την κλωτσιά που του

έριξε ο εχθρός. Για κάμποσα λεπτά κανείς δεν μπόρεσε να καταφέρει ένα

χτύπημα στον άλλον και τότε ο Έκτορας ρίσκαρε. Αφήνονταςαπροστάτευτο τον εαυτό του, κάρφωσε το εφεδρικό σπαθί του στην

πατούσα της μούμιας. Η αντίδραση της ήταν άμεση και το σπαθί της

χτύπησε τα αριστερά πλευρά του Έκτορα. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος και

με κόπο απέκρουσε το  επόμενο χτύπημα. Κλώτσησε το σπαθί που ήταν

καρφωμένο στο πόδι της μούμιας και εκείνη τρέκλισε, δίνοντας στον

 Έκτορα το άνοιγμα που περίμενε. Με μάτια δακρυσμένα από τον πόνο,

είδε την λεπίδα του να διαπερνά το στήθος της μούμιας πέρα ως πέρα. 

Ο αντίπαλος του έπεσε νικημένος, αλλά οι δυνάμεις του Έκτορα είχαν

εξαντληθεί. Ευτυχώς για εκείνον, οι τελευταίες δύο μούμιες που

στέκονταν στην αίθουσα είδαν τα βέλη της Ανδρομάχης να καρφώνονταιστο σαβανωμένο στήθος τους, πριν σωριαστούν χάμω. Η μάχη τελείωσε

Page 191: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 191/322

190

και ο πόνος κατέκλυσε τον Έκτορα. Το χέρι και τα πλευρά του μάτωναν

και τα τραύματα στην πλάτη του έτσουζαν εξαντλητικά.

Βαριανασαίνοντας, γονάτισε και κράτησε με κόπο τις αισθήσεις του. Δεν

ήταν ο μόνος τραυματίας. Ο Φίλιππος είχε μια μεγάλη πληγή  στο δεξί

στήθος και μπράτσο ενώ ο Αχιλλέας, που δέχθηκε τις περισσότερες

επιθέσεις, είχε μια βαθιά αμυχή στο αριστερό χέρι του και δύο πιοεπιφανειακές στην πλάτη. Την Ανδρομάχη την είχε δαγκώσει η μούμια

ενός κροκοδείλου στο δεξί πόδι  καθώς και  η πλάτη της είχε τρυπηθεί

χαμηλά από ένα αιχμηρό μαχαίρι. 

Στο μεταξύ, ο Αριστοτέλης έβαλε τον χάλκινο σκαραβαίο στην εσοχή

και, με έναν μακρόσυρτο θόρυβο, η πύλη άνοιξε.  Τότε οι πυρσοί

ξανάναψαν και το δωμάτιο λούστηκε στο κόκκινο, ζεστό φως τους.  

Αμέσως έτρεξε κοντά τους,  να φροντίσει τα τραύματα τους. Ο ίδιος

εξωτερικά φαινόταν αβλαβής, αν και ήταν μπαρουτοκαπνισμένος και

έδειχνε πολύ κουρασμένος.

«Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τούτη την αφηρημάδα μου, συγνώμη για αυτό

που έγινε, παιδιά» τους είπε με ραγισμένη φωνή, την ώρα που έβαζε έναν

 υγρό επίδεσμο στην πλάτη της Ανδρομάχης. Έδειξε το ψηφιδωτό στο

κέντρο του δωματίου, που πλέον είχε πάψει   να βγάζει εκείνο το

απόκοσμο, πράσινο φως. 

«Υποδεικνύει ξεκάθαρα τον Φαραώ-Μάγο. Έπρεπε να το καταλάβω πως

αυτός φυλούσε τον σκαραβαίο. Φοβούμενος άλλους εχθρούς, ο νους μου

θόλωσε και δεν συγκεντρώθηκε σε εκείνους που είχα μπροστά μου».

Κούνησε αγανακτισμένος το κεφάλι και έβρισε σιγανά τον εαυτό του. 

«Νόμιζα πως δεν υπάρχουν νεκροί μάγοι εδώ». Ψέλλισε ο Φίλιππος

βογκώντας από τον πόνο καθώς ο Αριστοτέλης καθάριζε τις πληγές του. 

«Δεν υπάρχουν. Αυτός ήταν ένας ισχυρός Φαραώ στη ζωή και , όταν

έφτασε στο βασίλειο του Όσιρι, ζήτησε από τον θεό να του μάθει τις

μαγικές τέχνες. Ο Όσιρις δέχτηκε και τον όρισε φύλακα και αρχηγό των

 νεκρών Φαραώ. Όμως υπάρχουν άλλοι τέσσερις Φαραώ που είναι πιστοί

 υπηρέτες του Όσιρι και τούτος ήταν ο πιο ισχυρός. Δεν περίμενα να τον

βρω μόνο του και μάλιστα μακριά από τον Όσιρι. Αλλά φαίνεται πως του

ανέθεσε να φυλάει τούτη την αίθουσα στην οποία στεγάζονταν οισπουδαιότεροι των νεκρών βασιλιάδων». 

Τα τραύματα τους ήταν σοβαρά και καθιστούσαν αδύνατη τη συνέχεια

της πορείας στη Χρυσή Πυραμίδα. Ο Αριστοτέλης έβαλε όλη την τέχνη

του, έτριψε ξεραμένα βότανα στα τραύματα, τα επίδεσε  με γάζες

μουλιασμένες σε γιατρικά φίλτρα αλλά τελικά αποφάσισε  πως θα ήταν

σώφρον να περίμεναν δύο μέρες, ώσπου να επουλωθούν σε ικανοποιητικό

βαθμό οι πληγές τους. Τους επισήμανε άλλωστε ότι και ο ίδιος χρειαζόταν

ξεκούραση, έπειτα από την μονομαχία του με τον Φαραώ-Μάγο του

 Όσιρι. 

Page 192: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 192/322

191

Ο οξύς πόνος έκανε τον Έκτορα να συνειδητοποιήσει πως οι δοκιμασίες,

στις οποίες υποβάλλονταν,  γινόταν όλο και πιο επικίνδυνες. Ενώ τα

χτυπήματα από την μάχη με τον Κέρβερο ήταν ακόμα νωπά, πολέμησαν

τέσσερις εναντίον είκοσι   νεκρών Φαραώ και των μουμιοποιημένων

κατοικίδιων τους. Με τρόμο συλλογίστηκε τι τους επιφύλασσε η

συνέχεια. Προσπαθώντας να παρηγορήσει τον εαυτό του, θυμήθηκε ότι ημάχη θα μπορούσε να αποφευχθεί αν δεν ήταν αφηρημένος ο

Αριστοτέλης, ο οποίος, πνιγμένος στις τύψεις, δεν σταματούσε να

βλασφημεί τον εαυτό του για την απροσεξία του. Υπό την βαριά μυρωδιά

του νατρίου, που αναδυόταν από τα σωριασμένα κουφάρια των μουμιών,

το κλίμα ελάφρυνε και τα γιατρικά του μάγου επιδρούσαν,

ανακουφίζοντας τον πόνο. Το κεφάλι του Έκτορα δεχόταν δυνατά

σφυροκοπήματα και το εξουθενωμένο σώμα του πονούσε σε κάθε τραύμα

του, παλιό και καινούριο. Κανείς δεν είχε όρεξη για κουβέντα και ο

Αριστοτέλης τους πρότεινε να κοιμηθούν την ώρα που εκείνος θα φιλούσε

σκοπιά. Ο Έκτορας, παρατηρώντας τα κουρασμένα μάτια του φίλου του,

επέμεινε να φυλάξουν όλοι εναλλάξ, αλλά ο μάγος ήταν αδιάλλακτος. 

«Είναι ανόητο να τιμωρείς τον εαυτό σου για ένα σφάλμα. Θες να

εξιλεωθείς; Κράτα δυνάμεις για την επόμενη μάχη». Του τόνισε

θυμωμένα ο νεαρός. 

«Δεν τιμωρώ κανέναν, φίλε μου. Αλλά εσείς έχετε μεγαλύτερη ανάγκη

από ξεκούραση. Αν τελικά κοιμηθώ κατά την διάρκεια της σκοπιάς, θα

επιβλέπει ο Ερμής που είναι πιο γερός από όλους μας. Αλλά όχι εσείς.

Είστε πολύ καταπονημένοι». Επέμεινε κάθετα ο Αριστοτέλης. Τελικά,

έγιναν όλα κατά το θέλημα του. 

Κοιμήθηκαν αρκετές ώρες, ακόμα και τον Αριστοτέλη τον νίκησε τελικά

η εξάντληση και την φρούρησή τους ανέλαβε το πιστό του γεράκι. Τίποτε

όμως δεν φάνηκε κατά την διάρκεια του ανήσυχου ύπνου τους. Τα

τραύματα τους δήλωναν συχνά την παρουσία τους με δυνατές σουβλιές,

ενώ  τους επισκέφτηκαν σκοτεινοί εφιάλτες με φαντάσματα και μούμιες

που τους επιτίθονταν. Παρ’ όλα αυτά, ο ύπνος ήταν ευεργετικός και

αναζωογόνησε τόσο τα σώματα, όσο και την διάθεση τους. Όταν άνοιξαν

τα ξεκούραστα μάτια τους, ο Αριστοτέλης έσπευσε να επιθεωρήσει τα

τραύματα τους και, κατά την διάρκεια, κουνούσε ικανοποιημένος το

κεφάλι του. Η κούραση του μάγου είχε εξαλειφθεί και η σκιά που κάλυπτετα μάτια του χάθηκε ανεπιστρεπτί.

«Ωραία, ωραία. Οι πληγές επουλώνονται μια χαρά. Αύριο, με το που

ξυπνήσουμε, θα συνεχίσουμε την πορεία μας» 

Ο Έκτορας κάρφωσε το βλέμμα του στην γρανιτένια πύλη, με τον

πράσινο σκαραβαίο εφαρμοσμένο στην κλειδαριά της. Η πόρτα είχε

ανοίξει, όχι στα πλάγια, αλλά  προς τα πάνω και αποκάλυπτε έναν

κατηφορικό κόκκινο διάδρομο, που έστριβε τοξωτά προς τα δεξιά. Στους

κίτρινους τοίχους υπήρχαν ζωγραφισμένες παραστάσεις του Άνουβι και

μιας ζυγαριάς, που στο ένα αντιζύγιο είχε ένα φτερό. 

Page 193: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 193/322

192

«Τι στο καλό είναι αυτή η μυρουδιά; Αναδύεται συνεχώς από τις

μούμιες, αλλά δεν μοιάζει με την αποφορά της αποσύνθεσης». έκανε

αηδιασμένος ο Φίλιππος, εννοώντας το νάτριο. 

«Είναι ένα από τα μυστικά της τέχνης της μουμιοποίησης» απάντησε ο

Αριστοτέλης, πλησιάζοντας ένα καλοδιατηρημένο πτώμα ενός Φαραώ. 

«Η παράδοση της μουμιοποίησης των νεκρών είναι σπουδαίο έθιμο της

Αιγύπτου και τους βοήθησε στην κατανόηση πολλών μυστηρίων και στην

αντιμετώπιση σκοτεινών φόβων. Οι νεκροί Αιγύπτιοι αρχικά

τοποθετούνται σε καλαμένια φέρετρα τα οποία  μεταφέρουν στην καυτή

άμμο, ώστε τα πτώματα να αφυδατωθούν σε μεγάλο βαθμό. Στη συνέχεια

αφαιρούν τα εσωτερικά τους όργανα, γεμίζουν τις κοιλότητες με νάτριο

και βυθίζουν τους νεκρούς σε πισίνες γεμισμένες με νάτριο.  Τέλος,

αλείφουν τα πτώματα με ρητίνες και τα τυλίγουν με μεταξωτούς

επιδέσμους. Ακόμα και οι σαρκοφάγοι τους είναι επενδυμένοι με

διάφορες στρώσεις υλικών που απορροφούν την υγρασία και την ζέστη,επιβραδύνοντας ακόμα περισσότερο την αποσύνθεση. Ορισμένες μούμιες

μπορούν να διατηρηθούν ανέπαφες για χιλιετίες και αν υποβοηθηθούν

από μαγικά φυλαχτά ακόμα περισσότερο». 

«Μάταια όμως δεν είναι όλα αυτά; Εννοώ, τόση φροντίδα για ένα

πτώμα… ποιος ο λόγος;» συνέχισε ο Φίλιππος. 

«Μάταια; Ίσως, αλλά πρωτοφανή όχι. Κάθε αρχαίος πολιτισμός,

προσπαθώντας να ξεγελάσει τον θάνατο, κατέφευγε σε διάφορες

πρακτικές που σήμερα φαντάζουν μάταιες. Άλλα, όπως προείπα, αν και

δεν κατάφεραν να ξεγελάσουν τον θάνατο, νίκησαν πολλά σκοτάδια μέσα

από τούτα τα έθιμα. Δημιούργησαν θεμέλια για τις επιστήμες, έδιωξαν

δεισιδαίμονες πεποιθήσεις και εξέλιξαν το ανθρώπινο πνεύμα». 

Συγκρατώντας το πρώτο σκέλος της κουβέντας του Αριστοτέλη, ο

 Έκτορας σκέφτηκε  πόσες διαφορετικές εθιμοτυπίες υπήρχαν για την

φροντίδα ενός πτώματος, ανάλογα με την περιοχή ή την εποχή.

Αρνούμενοι να δεχθούν το ανεπανόρθωτο του θανάτου ή φοβούμενοι τον

αναπόφευκτο χαμό, κατέφευγαν σε μυστικιστικές και αξιοπερίεργες

τελετές. Όμως μέσα από αυτήν την Αίθουσα, ο νεαρός είχε αρχίσει  να

καταλαβαίνει ότι η ουσία αυτών των τελετών ήταν  για να ικανοποιήσειτην ματαιοδοξία των ζωντανών. Ενθυμούμενος τις ψυχές στα Ηλύσια

Πεδία, σιγουρεύτηκε πως οι εθιμοτυπίες δεν είχαν κανένα αντίκρισμα

εκεί, στον κόσμο των Νεκρών. Το μόνο που υπήρχε, ήταν το τρομερό

σκότος και η αβάσταχτη μιζέρια του θανάτου. Το χάος της ανυπαρξίας

που κυβερνιούνταν και οριζόταν από φοβερούς, παντοδύναμους θεούς.

Τρεκλίζοντας από τον πόνο, η Ανδρομάχη πλησίασε τον μάγο. 

«Πόσο καιρό θα κάτσουμε ακόμα στην Πυραμίδα; Δεν νομίζω ότι

έχουμε την δύναμη να αντικρούσουμε πολλές επιθέσεις σαν την χθεσινή».

Ο Αριστοτέλης της χαμογέλασε ενθαρρυντικά. 

Page 194: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 194/322

193

«Έχετε μεγαλύτερη δύναμη από ότι νομίζετε, αλλά δεν νομίζω να

χρειαστεί να την εξαντλήσετε. Η έξοδος από την Πυραμίδα είναι δύο

μέρες μακριά. Δεν ξέρω αν θα συναντήσουμε κι άλλους εχθρούς, αλλά

δεν θα αιφνιδιαστώ ξανά. Δύσκολα θα ξαναβρεθείτε σε τέτοια θέση όπως

χθες». Την διαβεβαίωσε. 

Επιστρατεύοντας όλη του τη μαεστρία, ο μάγος συνέχισε να φροντίζει τα

τραύματα των τεσσάρων ανθρώπων, κάτι που έγινε σύντομα αισθητό. Αν

και οι πληγές ήταν βαθιές, ο Έκτορας, με έκπληξη, πρόσεξε ότι είχαν

επουλωθεί σχεδόν πλήρως, όταν ο Αριστοτέλης τους άλλαξε τις γάζες.

 Όμως υπήρχε ένα σημαντικό κόστος, καθώς ο μάγος ξόδεψε μεγάλα

αποθέματα ενέργειας, προκειμένου να τους γιατρέψει έγκαιρα. Η 

εξάντληση και η έλλειψη δυνάμεων καθρεφτίζονταν στα σοφά μάτια του.

Ωστόσο δεν παραπονέθηκε στους υπόλοιπους, είτε από πείσμα και

περηφάνια ή για να μην εντείνει την ανησυχία τους, έσφιξε γερά τα δόντια

και σφάλισε το στόμα του, ώστε να μην ξεφύγει από τα χείλη του κάποιο

βογκητό παραπόνου που θα υποδείκνυε την αδυναμία του.

Δεν μπόρεσε βέβαια να σιωπήσει τους ψιθύρους υποψίας που

φλυαρούσαν στην καρδιά του Έκτορα, βλέποντας την σκιά που κάλυπτε

τα μάτια του Αριστοτέλη. Ήταν φανερό στο νεαρό ότι ο γέροντας τους

έκρυβε κάτι, αλλά δεν μπορούσε να μαντέψει τι. Μήπως ήταν κάποιος

τρομερός εχθρός που παραμόνευε στα ψυχρά σκοτάδια της πυραμίδας;

 Όχι, ο Αριστοτέλης που ήξερε ο Έκτορας δεν θα δείλιαζε μπροστά σε

κανέναν εχθρό. Μήπως τους έκρυβε  κάποιον τραυματισμό που υπέστη

στη μονομαχία του με το Μάγο-Φαραώ; Αυτό του φαινόταν πιο πιθανό

και τούτη η υποψία τριβέλιζε το μυαλό του και αναστάτωνε τα σωθικά

του. Το βάρος τούτων των ανήσυχων σκέψεων και των ανεπιβεβαίωτων

 υποψιών ήταν αβάσταχτο και δεν άντεχε να το βαστάξει μονάχος, οπότε

το μοιράστηκε με τον Φίλιππο και την Ανδρομάχη, την ώρα που ο μάγος

φρόντιζε τον Αχιλλέα. 

«Εμένα μου φαίνεται μια χαρά. Μα για ποιον λόγο να κρύβει έναν

σοβαρό τραυματισμό; Θα μπορούσε να μας το πει και να περιμένουμε έως

ότου αναρρώσει. Άλλωστε αυτός μας οδηγεί και θα τον περιμένουμε όσο

χρειαστεί». Του απάντησε η Ανδρομάχη. 

«Δεν είμαι σίγουρος. Όταν κρυβόμασταν στη Σωθράπον, πολλές φορές  χρειάστηκε να υποστώ κρυφά από τους υπόλοιπους έναν τραυματισμό.

Είναι μεγάλο βάρος να είσαι επικεφαλής μιας ομάδας και υπάρχουν

στιγμές που κρέμονται από εσένα, σε λατρεύουν σαν θεό. Αν φανερώσεις

μια αδυναμία σου, αν δείξεις ότι κάτι σε λύγισε , το ηθικό  πολλών θα

καταρρεύσει και θα χάσουν κάθε ελπίδα». Της αντιγύρισε ο Φίλιππος. 

«Κάλιο να φανερώσεις έγκαιρα μια αδυναμία, παρά να περιμένεις να το

μάθουν οι υπόλοιποι στο νεκροκρέβατο σου, λέω εγώ». Απάντησε αμέσως

η Αμαζόνα. 

Ο Έκτορας σκέφτηκε πως η Ανδρομάχη είχε δίκιο, όμως και τοεπιχείρημα του Φίλιππου έστεκε. Ήξερε τι σημαίνει να ηγείσαι μιας

Page 195: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 195/322

194

ομάδας σε δύσκολες ώρες, τι τρομερή ευθύνη είναι όχι απλώς να κρατάς

τα μέλη της ζωντανά, αλλά και να τους φροντίζεις τόσο σωματικά όσο και

πνευματικά. Μια καταρρακωμένη ψυχή, χαμένη στα σκοτάδια του φόβου

και της αμφιβολίας σε περιόδους κρίσης, είναι μια ψυχή αντίκρυ με τον

θάνατο. 

«Ίσως θα πρέπει να τον ρωτήσουμε ευθέως. Οι συνωμοτικοί ψίθυροι και

οι αστήριχτες εικασίες σπάνια καταλήγουν στον σωστό δρόμο και, αν το

κάνουν, θα είναι εντελώς τυχαίο». Πρότεινε, τελικά, ο Φίλιππος, αλλά ο

 Έκτορας βιάστηκε να γνέψει αρνητικά. 

«Αν σε ρωτούσαν εσένα, όταν έκρυβες τα τραύματα σου , θα

παραδεχόσουν τίποτα;» 

«Ασφαλώς όχι. Αλλά ο Αριστοτέλης είναι πιο σοφός από  εμένα. Ίσως

καταλάβει ότι δεν είναι τίμιο να κρύβει μυστικά» 

«Αν η τιμιότητα είναι η προτεραιότητα του αυτές τις ώρες, δεν θα μας το

έκρυβε εξ αρχής. Και αν δεν είναι, δεν πρόκειται να παραδεχτεί τίποτα.

Θα μας καθησυχάσει με γαλήνια λόγια που μπορεί να είναι αληθινά όσο

και ψεύτικα» απάντησε η Ανδρομάχη και γνέφοντας με το κεφάλι, ο

 Έκτορας συμφώνησε μαζί της. Η κουβέντα τους έληξε εκεί, καθώς οι

άλλοι δύο τους κοιτούσαν επίμονα, προσπαθώντας να ξεδιαλύνουν τι

ψιθύριζαν αποτραβηγμένοι. Σίγουρα ο Αριστοτέλης μάντεψε τι

κουβέντιαζαν, γιατί το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στον Έκτορα και τα

μάτια του ψιθύρισαν τραγουδιστά στον νεαρό καθησυχαστικά λόγια. 

Καθώς οι ώρες κυλούσαν, η συζήτηση στράφηκε σε άλλες κατευθύνσεις.

Μίλησαν για τις νεανικές αγάπες της Ανδρομάχης, τα έθιμα των

Αμαζόνων για την συμβίωση των ερωτικών συντρόφων και τις

οικογένειας. Ο Έκτορας εντυπωσιάστηκε από τις ιδιαίτερα προοδευτικές

απόψεις των Αμαζόνων στον θεσμό της οικογένειας καθώς και από το

γεγονός ότι αν και οικογένεια μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα και η

εφηβική σχέση δύο παιδιών, αν και η καρδιακή φίλη της Ανδρομάχης είχε

την ίδια θέση με την αδερφή της, οι ισχυροί δεσμοί αγάπης που ένωναν

κάθε οικογένεια ήταν πρωτοφανείς και αξιοθαύμαστοι.   Ήταν θεσμός

εύπλαστος και ευμετάβλητος αλλά ταυτόχρονα αξιοσέβαστος και

δυνατός. Ενώ στις περισσότερες κοινωνίες ο θεσμός της οικογένειαςοριοθετούταν από ανούσια νομοθετικά πλαίσια γραμμένα σε ψυχρή

γλώσσα σε επίσημα έγγραφα, στην κοινωνία των Αμαζόνων η οικογένεια

οριζόταν από κανόνες αγάπης, ανεξίτηλα γραμμένους στην ζεστή καρδιά

των Αμαζόνων. 

Κατά τα έθιμα τους λοιπόν, οικογένεια της Ανδρομάχης εκείνη  την 

περίοδο  αποτελούσαν οι τέσσερις άντρες της συντροφιάς.  Ο  Φίλιππος

προσπάθησε να πείσει και τον Αχιλλέα να μιλήσει και εκείνος για κάποιον

 νεανικό του έρωτα, μάταια όμως. Τελικά έχοντας ξεχάσει πλήρως το θέμα

του Αριστοτέλη και επειδή τα καταπονημένα κορμιά τους απαιτούσαν

ξεκούραση, τα βλέφαρα τους σκέπασαν σαν μάλλινες κουβέρτες τα μάτιατους και ταξίδεψαν για ακόμα μια φορά στον κόσμο των ονείρων.

Page 196: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 196/322

195

Κοιμήθηκε και ο Αριστοτέλης, έχοντας αναθέσει την φρούρηση τους στο

άγρυπνο βλέμμα του Ερμή.

Το σταχτοκόκκινο γεράκι διέγραφε συνεχώς κύκλους πάνω από την

κοιμισμένη συντροφιά, επιτηρώντας τον χώρο από ψηλά. Το ψηφιδωτό

στο πάτωμα παρατηρούσε, ασάλευτο και ανέκφραστο την ακούραστηπτήση του πουλιού, το οποίο, μετά από λίγες ώρες, ξύπνησε τον γέρο φίλο

του. Εκείνος με την σειρά του ξύπνησε με μαλακή φωνή τους υπόλοιπους

και εξέτασε τα τραύματα τους. Ο αγουροξυπνημένος Έκτορας έμεινε με

ανοιχτό το στόμα, όταν είδε ότι δεν είχε μείνει ούτε ουλή από τα

τραύματα που αποκόμισε στη μάχη με τις μούμιες.    Ένα χαμόγελο

ικανοποίησης και ευχαρίστησης φώτισε το ταλαιπωρημένο πρόσωπο του

μάγου, ο οποίος είδε ότι οι κόποι του απέφεραν καρπούς. 

«Ας ετοιμαστούμε. Νιώθετε δυνατοί; Είστε έτοιμοι να φύγουμε;» 

 Ένιωθαν κάτι παραπάνω από δυνατοί. Για πρώτη φορά από τότε πουμπήκαν στη σπηλιά δεν αισθάνονταν κανέναν απολύτως πόνο και τα

γεροδεμένα κορμιά τους έστεκαν περήφανα και δυνατά. Ο Έκτορας

κοίταξε για ακόμη μια φορά την πύλη που έχασκε ορθάνοιχτη.

Κατευθύνθηκαν προς το μέρος της, το βλέμμα όλων καρφώθηκε για μια

στιγμή στον σκαραβαίο και η μνήμη τους ανέτρεξε στην δυσκολία με την

οποία αποκτήθηκε τούτο το αλλόκοτο κλειδί. Ο κόκκινος διάδρομος

ανέδυε μια ζεστασιά και οι ζωηρόχρωμοι κίτρινοι τοίχοι έμοιαζαν να τους

καλωσορίζουν.  Τίποτα όμως δεν θα ξεγελούσε την συντροφιά πλέον,

κανείς τους δεν θα έκανε το λάθος να αφεθεί στην ψευδαίσθηση της

ασφάλειας, όσο αληθοφανής και αν ήταν. Με πολύ πόνο έμαθαν ότι, μες

στη σπηλιά, δεν υπήρχε ασφάλεια. 

Από την μία πλευρά, οι τοίχοι είχαν ανάγλυφα του Άνουβι και μιας

ζυγαριάς που στο ένα αντιζύγιο είχε ένα λευκό φτερό, ενώ από την άλλη

μεριά,  υπήρχαν ανάγλυφα ενός πελαργού που κόβει το κεφάλι ενός

φιδιού, καθώς και σταυροί Ανκχ και σκαραβαίοι. Σε ένα σημείο του

στενού διαδρόμου, βρήκαν  μια μεγάλη κατηφορική στροφή σχεδόν

εκατόν ογδόντα μοιρών και στη συνέχεια, μετά από μερικά μέτρα ευθείας

κατέληξαν σε μια ελικοειδής σκάλα, που κατηφόριζε απότομα για πολλά

μέτρα. Τα σκαλοπάτια ήταν μικρά, αλλά σκαμμένα με μεγάλη τέχνη και η

συντροφιά τα κατέβηκε χωρίς δυσκολία. Η βάση της σκάλας ήταν στοκέντρο μιας μεγάλης, ελλειψοειδούς αίθουσας, διακοσμημένης με χρυσά

αγάλματα σπουδαίων Φαραώ του παρελθόντος. Ανάμεσα από τα

αγάλματα υπήρχαν τρεις αψιδωτές πύλες που έστεκαν ανοιχτές,

προσκαλώντας τους επισκέπτες μέσα. Οι αψίδες τους ήταν στολισμένες με

τρία διαφορετικά ιερογλυφικά. Η πρώτη είχε ένα σύμβολο που έμοιαζε με

μάτι, η δεύτερη έναν σταυρό Ανκχ και η τρίτη μια ζυγαριά.

«Η Αίθουσα της Μετενσάρκωσης, το Πάνθεον των Νεκρών και η

Αίθουσα της Κρίσης». Τους υπέδειξε ο Αριστοτέλης δείχνοντας τα

ιερογλυφικά πάνω από τις πόρτες. 

Page 197: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 197/322

196

»Ο δικός μας δρόμος περνάει από την τρίτη αίθουσα. Ήσυχα τώρα,

είμαστε πολύ κοντά στην έξοδο αλλά και στον χαμό». 

Ο Έκτορας μπορούσε να μαντέψει γιατί. Το Πάνθεον των Νεκρών.

Ασφαλώς εκεί θα κατοικούσαν  ο Όσιρις, ο Άνουβις και οι πανίσχυροι

ακόλουθοι των θεών. Βιαστικά κα αθόρυβα, μπήκαν στην πύλη με τοσύμβολο της ζυγαριάς, η οποία οδηγούσε σε έναν στενό διάδρομο

πανομοιότυπο με τον προηγούμενο. Διένυσαν αρκετά μέτρα σε ευθεία

διαδρομή για να καταλήξουν σε μια εντυπωσιακή αίθουσα. Ήταν

τετραγωνική και στηριζόταν από πανύψηλες χρυσές κολώνες,

διακοσμημένες με τις ανάγλυφες φιγούρες του Άνουβι και του Όσιρι. Στο

κεντρικό σημείο της αίθουσας,  υπήρχε ένας φωτεινός κύκλος που

προερχόταν από ένα στρόγγυλο άνοιγμα στην οροφή, από το οποίο

έμπαινε υπέρλαμπρος ο ήλιος. Στο κέντρο του κύκλου, δέσποζε μια, 

περίεργη σε όψη, ζυγαριά. Έλαμπε σαν τον ήλιο, αλλά έμοιαζε να ήταν  

φτιαγμένη  από το φως των αστεριών ή από ασημένια ομίχλη. Ήταν

μεγαλύτερη από συνηθισμένη ζυγαριά, το ύψος της ξεπερνούσε το ύψοςτου Έκτορα, ενώ τα υποζύγια της χωρούσαν έναν ενήλικα,

κουλουριασμένο. Στο ένα από αυτά, υπήρχε ένα ολόλευκο φτερό, που

ακτινοβολούσε από αγνότητα. Αν και το φτερό φάνταζε τόσο ελαφρύ που

το πιο αδύναμο αεράκι θα το παρέσερνε, η ζυγαριά έγερνε στο βάρος του.

Σε μια γωνιά, ανάμεσα από δύο κολώνες, υπήρχε ένα ράφι σκαμμένο στον

τοίχο και, μέσα στη σκιά του, ένας επίχρυσος πάπυρος αναπαυόταν. Πάνω

από το ράφι έλαμπε μια επιγραφή σε διάφορες γλώσσες, μερικές από τις

οποίες ο Έκτορας γνώριζε και μπορούσε να διαβάσει:  Η Βίβλος των

 Νεκρών - Ο Πάπυρος του Άνι. 

 Όπως τους εξήγησε ο Αριστοτέλης, η Βίβλος των Νεκρών περιείχε μια

σειρά ύμνων, εικόνων και ξορκιών που διευκόλυναν το πέρασμα των

 νεκρών ψυχών στην Άβυδο. Ο Πάπυρος του Άνι, ήταν  το γνωστότερο

απόσπασμα της Βίβλου. 

Πίσω από την ζυγαριά και έξω από τον φωτεινό κύκλο, εφάπτονταν ένας

δεύτερος κύκλος, ακριβώς αντίθετος με αυτόν που περίκλειε την ζυγαριά.

Εκείνος  έμοιαζε να οδηγεί κατευθείαν στην άβυσσο, από το χείλος του

μέχρι τα απύθμενα βάθη του, ήταν πλημμυρισμένος στο σκοτάδι που

απειλούσε σιωπηλό την συντροφιά. Ο Έκτορας μάλιστα νόμισε ότι

άκουσε ανεπαίσθητα γρυλίσματα από την τρύπα, θυμωμένους ψίθυρουςπου έσκιαζαν τις θνητές ψυχές των τεσσάρων ανθρώπων. 

«Είμαστε στο Ντουάτ, στην Αίθουσα της Κρίσης. Εδώ είναι η έξοδος

μας από την Χρυσή Πυραμίδα και μάλιστα, αφού δεν μας πήρε είδηση ο

Άνουβις, θα είναι ανεμπόδιστη». Τους δήλωσε ο Αριστοτέλης. 

«Μα, δεν βλέπω καμία άλλη πόρτα εκτός από αυτή από την οποία

εισήλθαμε στο Ντουάτ. Πως θα φύγουμε από εδώ;» ήρθε η ερώτηση από

τον Φίλιππο. Ο Αριστοτέλης δεν απάντησε αλλά έγνεψε προς την ζυγαριά.

Ταυτόχρονα ψαχούλεψε την εσωτερική μεριά του μανδύα του.  Όταν

έβγαλε το χέρι του από μέσα, κράδαινε την καρδιά του Ιάσωνα, πουλαμπύριζε αδύναμα μέσα από το πάνινο περιτύλιγμα της.

Page 198: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 198/322

197

«Εδώ είναι η Αίθουσα της Κρίσης» επανέλαβε ο μάγος. »Όπως την

όρισε ο Όσιρις. Εδώ, ο Άνουβις οδηγεί τις νεκρές ψυχές και ζυγίζει τις

καρδιές τους, που κατά τον Όσιρι, αντιπροσωπεύουν την ηθική και την

ακεραιότητα των ανθρώπων». Έδειξε το λευκό φτερό και συνέχισε:

»Αυτό είναι το Μα’  ατ, το σύμβολο της αλήθειας και της τάξης.   Αν ηκαρδιά ισοζυγίσει με το φτερό, ο νεκρός περνάει στο Ααρού, μια περιοχή

που μοιάζει με τα Ηλύσια Πεδία. Αν το αποτέλεσμα δεν είναι ευνοϊκό, ο

 νεκρός βυθίζεται στην άβυσσο και η καρδιά του καταβροχθίζεται από τον

δαίμων Αμμίτ» κατέληξε, δείχνοντας την σκοτεινή οπή δίπλα από την

ζυγαριά. Στο μυαλό του Έκτορα ήρθε η τρομερή εικόνα του τέρατος που

παραμόνευε στη σκιά, στις τοιχογραφίες που είχε δει πριν δύο μερόνυχτα

μαζί με την Ανδρομάχη. Ο Δαίμονας Αμμίτ. Κάτοικος του σκότους και της

αβύσσου. Ο τελικός τιμωρός των ανάξιων ψυχών. Επιτέλους ξεκαθάρισε

το μυστήριο της καρδιάς του Ιάσωνα. Ο Αριστοτέλης προνόησε με την

σοφία που τον διέκρινε πάντα. Πρόβλεψε αυτό το εμπόδιο και φρόντισε

 να το αντιμετωπίσει, πριν καν το συναντήσει. Χρειαζόταν την καρδιά ενός νεκρού, ως αντίβαρο για την ζυγαριά, προκειμένου να βγουν από την

Χρυσή Πυραμίδα. Όχι οποιαδήποτε καρδιά, παρά μια καρδιά γενναία,

σοφή και ειλικρινής. Την καρδιά του Ιάσωνα. Στιγμιαία, ο Έκτορας

ανησύχησε, σκεπτόμενος μήπως η καρδιά δεν πληρούσε  τα κριτήρια ή

μήπως ο Όσιρις έκρινε διαφορετικά τους νεκρούς του από ότι ο Άδης,

όμως εμπιστεύτηκε τον Αριστοτέλη. Ο μάγος αποδείχθηκε πολύ σοφός,

για να πέσει σε αυτήν την προφανή παγίδα. 

Στο μεταξύ, ο Αριστοτέλη ξετύλιξε προσεχτικά το πανί που περιέβαλε

την καρδιά, την κράτησε με τα δυο του χέρια και την ύψωσε πάνω από το

κεφάλι του, μέσα στον φωτεινό κύκλο της ζυγαριάς. Έψαλε έναν ύμνο σε

άγνωστη γλώσσα, η μελωδία του όμως προκάλεσε έντονη θλίψη στις

ψυχές των τεσσάρων ανθρώπων. Στη συνέχεια σιώπησε και με αργές

σταθερές κινήσεις κατέβασε την καρδιά και την ακούμπησε στο αντιζύγιο.

Μια σκιά αναδεύτηκε στην άβυσσο πίσω από την ζυγαριά, ξεχώρισε μόνο

επειδή ήταν πιο μαύρη από το σκοτάδι γύρω της, ένα μακρόσυρτο

γρύλισμα ακούστηκε. Αλλά ο Αμμίτ δεν εμφανίστηκε. η ζυγαριά

ταλαντεύτηκε για μερικές,  αγωνιώδεις στιγμές και τα δύο αντιζύγια

ισορρόπησαν τέλεια. Στο βάθος της αίθουσας ακούστηκε ένας δυνατός

κρότος και από το πουθενά εμφανίστηκε μια περίτεχνη πύλη στολισμένη

με ιερογλυφικά που εξυμνούσαν την περιοχή του Ααρού. ένα πνιχτό γέλιοξέφυγε από τα χείλη του Αριστοτέλη και, με βιαστικές κινήσεις, άρπαξε

την καρδιά την τύλιξε και την έχωσε στο εσωτερικό του μανδύα του. 

«Αυτό ήταν, ας φύγουμε από εδώ». Είπε ανάλαφρα ο Αριστοτέλης. Με

μεγάλες δρασκελιές κατευθύνθηκαν γρήγορα προς την πύλη που έστεκε

στην άλλη άκρη την αίθουσας. Όλα έμοιαζαν ήρεμα, ο Αμμίτ χάθηκε στην

άβυσσο καρτερώντας την επόμενη καρδιά, μουγκρίζοντας πεινασμένος. Η

φωτεινή αίθουσα δεν έκρυβε κανέναν εχθρό και ανεμπόδιστοι έφτασαν

στην πύλη. Εκεί ξεκινούσε ένας πλατύς διάδρομος φωτισμένος με

μεγάλους πυρσούς τους οποίους κρατούσαν τα χρυσαφένια αγάλματα του

 Όσιρι που διακοσμούσαν την διαδρομή. Όπως τους εξήγησε οΑριστοτέλης, στα μέσα του διαδρόμου υπήρχε μια μικρή πόρτα, κρυμμένη

Page 199: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 199/322

198

στον τοίχο που θα τους έβγαζε από την Πυραμίδα. Όμως,  όταν ο

Αριστοτέλης έκανε το πρώτο βήμα στον πλακόστρωτο διάδρομο, μια

ισχυρή βροντή συντάραξε την αίθουσα. Γκρίζες σκιές κάλυψαν τα φώτα

της Ντουάτ και μια βαθιά, θυμωμένη κραυγή που έμοιαζε να βγαίνει από

τους τοίχους ακούστηκε δυνατά. Τα οργισμένα λόγια ήταν από μια

γλώσσα που ο Έκτορας δεν καταλάβαινε, αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι ήταναπειλητικά και γεμάτα κατάρες. Μια κατάμαυρη σκιά βύθισε το Ντουάτ

στο σκοτάδι και  από μακριά, αντήχησαν βαριά βήματα που τους

πλησίαζαν απειλητικά γρήγορα. 

Ο τρόμος που κατέκλυσε ολάκερη τη συντροφιά, παρέλυσε τα πόδια του

 Έκτορα και των υπολοίπων που, μαρμαρωμένοι, ένιωθαν τις καρδιές τους

 να ζαρώνουν όλο και περισσότερο σε κάθε βήμα που ακουγόταν. 

«Αριστοτέλη, τι είναι; Ο Αμμίτ;» ψέλλισε η Ανδρομάχη. 

«Όχι, κάτι χειρότερο. Ο Άνουβις πλησιάζει και είναι θυμωμένος μαζίμας. Βάλτε φτερά στα πόδια σας, τρεχάτε!» 

 Έτρεξαν με όση δύναμη και ταχύτητα μπορούσαν να αντλήσουν από τα,

μεθυσμένα από αδρεναλίνη, κορμιά τους. Δεν είδαν τον Άνουβι να

πλησιάζει, αλλά η τρομερή αύρα που τον περιέβαλλε ήταν αρκετή για να

αφυπνίσει τον φόβο και τον πανικό μέσα τους. Ο διάδρομος έτρεμε

διαρκώς σαν να τον ταρακουνούσαν ισχυροί σεισμοί και μια απειλητική

σκιά έγλυφε τους τοίχους και τρόμαζε το φως. Ένιωθαν τον θυμό του

αρχαίου θεού να βυθίζει στον τρόμο τις καρδιές τους. Με κόλπο

ξεγέλασαν την αρχαία ζυγαριά και χλεύασαν τους αξιοσέβαστους νόμους

του Όσιρι. Το θράσος τους και η χλεύη τους δεν μπορούσαν να μείνουν

ατιμώρητα. Εξόργισαν τους θεούς, και ο Όσιρις ανέθεσε στον Άνουβι να

εκδικηθεί για λογαριασμό του. 

Η θυμωμένη κραυγή του θεού σταμάτησε στιγμιαία τις καρδιές των

τεσσάρων ανθρώπων και μια ισχυρή έκρηξη έπληξε την συντροφιά. Ο

 Έκτορας έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια του και για μερικά

δευτερόλεπτα δεν ήξερε που ήταν  η οροφή και που το πάτωμα.

Αιωρήθηκε και μια βίαιη ορμή τον έστειλε στο ταβάνι. Καθώς

προσγειώθηκε χτύπησε τους αγκώνες του και του κόπηκε η ανάσα. Πριν

προλάβει να συνέλθει, δύο χέρια τον έστησαν ξανά στα πόδια του. 

«Γρήγορα, δεν έχουμε καιρό για χάσιμο, προχωράτε!» ακούστηκε

πανικόβλητος ο Αριστοτέλης. Τους έσπρωξε μπροστά και ο ίδιος στάθηκε

πάνω στα ερείπια του διαδρόμου κάνοντας μαγικές επικλήσεις. Οι

τέσσερις προχώρησαν μπροστά, καθοδηγούμενοι από τον Ερμή, αλλά

σύντομα τους έφτασε και ο μάγος, ξέπνοος και εξαντλημένος. Ακόμα μια

δυνατή κραυγή αντήχησε πίσω τους και η οροφή υποχώρησε, απειλώντας

 να τους καταπλακώσει. Ο Αριστοτέλης κοντοστάθηκε, ύψωσε το ραβδί

και μετέτρεψε την βαριά πέτρα σε γκρίζα σκόνη. 

Ο διάδρομος έστριβε συνεχώς, δυσκολεύοντας τους να αναπτύξουνταχύτητα. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Άνουβις εξαπέλυε διαρκώς ξόρκια

Page 200: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 200/322

199

που εμπόδιζαν την διαφυγή τους. Η επιβλητική φωνή του πλημμύρισε τον

διάδρομο και ο Έκτορας πρόλαβε να δει μια εκτυφλωτική λάμψη πριν

απογειωθεί ξανά. Ένιωσε ένα δυνατό κάψιμο στην πλάτη του και μία

αόρατη δύναμη τον σήκωσε στον αέρα μαζί με τους υπόλοιπους τέσσερις

πριν τον πετάξει με δύναμη στο έδαφος. Αγνοώντας τις διαμαρτυρίες του

πονεμένου του κορμιού, σηκώθηκε αμέσως και συνέχισε  να τρέχει. Οιμύες των ποδιών του μούδιασαν από την υπερπροσπάθεια και το στήθος

του έκαιγε. Όμως το ένστικτο της αυτοσυντήρησης φούντωσε,

ακούγοντας τις κατάρες του Άνουβι, σαν πυρκαγιά που την αναζωπυρώνει

ο δυνατός αέρας και τώρα κυβερνούσε κάθε μόριο του σώματος του

 Έκτορα, υποβάλλοντας το στην θέληση του. Μια ρητή, ξεκάθαρη εντολή

δόθηκε από μια αυστηρή φωνή στο μυαλό του νεαρού: Τρέξε, ξέχνα κάθε

πόνο και κούραση και τρέξε να σωθείς. 

Για ακόμα μια φορά ο Αριστοτέλης έμεινε πίσω και με βιαστικές

κινήσεις ύψωσε αόρατα εμπόδια για να καθυστερήσει τον θεό. Αλλά τα

μάγια του ήταν πρόχειρα και κακοφτιαγμένα και ο θυμός του αρχαίουθεού αλύγιστος και σκληρός σαν ατσάλινο σπαθί, έκοψε στα δύο τα

εμπόδια του μάγου και προχώρησε ακάθεκτος. 

Τους τέσσερις ανθρώπους οδηγούσε ο Ερμής στον κόκκινο διάδρομο,

ενώ μερικά μέτρα πίσω τους πάσχιζε να τους προλάβει ο Αριστοτέλης

καταδιωκόμενος από μια μαύρη σκιά δίχως ξεκάθαρη μορφή. Ξάφνου, το

γεράκι σταμάτησε στον αέρα σε ένα σημείο του διαδρόμου, κοιτώντας τον

αριστερό τοίχο. Η συντροφιά από κεκτημένη ταχύτητα δεν σταμάτησε

έγκαιρα και σκουντούφλησε μερικά μέτρα πιο πέρα. Γυρνώντας πίσω, ο

 Έκτορας είδε τον Αριστοτέλη να τους πλησιάζει τρέχοντας και την σκιά

που σάλευε πίσω του. Τώρα τον διέκρινε πεντακάθαρα. Ο θεός Άνουβις.

Ψηλός, ίσαμε τρία μέτρα, γεροδεμένο αντρικό σώμα με μακριά, μυώδη 

άκρα. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα μακρύ χαλκοπράσινο ραβδί γεμάτο

ανάγλυφα ιερογλυφικά που κατέληγε σε έναν λαμπερό σταυρό Ανκχ. Το

κεφάλι του ήταν κατάμαυρο και τριχωτό με μακρύ ρύγχος και μεγάλα

ορθογώνια αυτιά. Δύο πυρακτωμένα πετράδια, που σπίθιζαν οργισμένα,

 υπήρχαν στη θέση των ματιών και μια μαύρη φλόγα έγλυφε ολάκερο το

λυκίσιο πρόσωπο του. Ήταν έτοιμος να εξαπολύσει ξόρκι στον

Αριστοτέλη και ο Έκτορας του φώναξε προειδοποιητικά. Εκείνος με

εκπληκτική ευελιξία γύρισε επιτόπου και, κάνοντας μαγικές επικλήσεις,

γκρέμισε την οροφή πάνω από τον Άνουβι καταπλακώνοντας τον. 

«Την πόρτα, ανοίξτε την πόρτα». Ψέλλισε βραχνά δείχνοντας το σημείο

που κοιτούσε ο Ερμής. 

Σε εκείνο το σημείο ο τοίχος έμοιαζε ενιαίος, ο Έκτορας δεν έβλεπε

κάποια πόρτα, μόνο δύο αγάλματα του Όσιρι που κρατούσαν πυρσούς.

Τότε, ο νεαρός πρόσεξε ότι η δάδα του αριστερού αγάλματος ήταν

σβηστή. Υπό φυσιολογικές συνθήκες αυτό δεν θα φάνταζε σημαντικό στα

μάτια του Έκτορα, αλλά τώρα, λειτουργώντας κάτω από αφόρητη πίεση,

το ένστικτο και η διαίσθηση προλάβαιναν την λογική και την σκέψη.

Πλησίασε στο άγαλμα και τράβηξε κάτω το χέρι που κρατούσε τονπυρσό. Αυτό υποχώρησε και ενεργοποίησε τον μηχανισμό που άνοιξε την

Page 201: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 201/322

200

κρυμμένη πόρτα ανάμεσα στα δύο αγάλματα. Την ώρα που έβγαινε

τελευταίος ο μάγος, μια τρομερή έκρηξη έπληξε τον διάδρομο, καθώς ο

Άνουβις ελευθερωνόταν από τα συντρίμμια της οροφής. Η πόρτα 

σφραγίστηκε με μια μαγική επίκληση του Αριστοτέλη που τους βεβαίωσε

ότι ήταν ασφαλείς για την ώρα. 

«Θα χρειαστεί κάμποση ώρα να σπάσει το ξόρκι μου. Όμως πρέπει να

απομακρυνθούμε αμέσως. Δεν υπάρχει ασφάλεια εδώ πέρα». Ψέλλισε

επιτακτικά. 

Πίσω από την κρυμμένη πόρτα υπήρχε ένα στενόμακρο, ορθογώνιο

δωμάτιο. Στους ψηλούς, πέτρινους τοίχους του χόρευαν σκοτεινές σκιές,

το παγωμένο ημίφως που επικρατούσε στον χώρο ήταν ανατριχιαστικό.

Μυριάδες αγάλματα που παρίσταναν  σφίγγες κοσμούσαν το δωμάτιο.

Στέκονταν με τις πλάτες τους να αντικρίζουν τον τοίχο και κάρφωναν

τους πέντε οδοιπόρους με το αινιγματικό βλέμμα τους. Εκείνοι

δρασκέλιζαν βιαστικά το δωμάτιο, κατευθυνόμενοι προς το άλλο άκροτου όπου υπήρχε μια πράσινη, δίφυλλη πόρτα από οπάλιο και ασήμι. Το 

δεξί πλευρό του Έκτορα τον σούβλιζε δυνατά, απόρροια τις ξέφρενης

τρεχάλας τους. Η μωλωπισμένη πλάτη του πονούσε σε κάθε του βήμα και

οι αγκώνες του είχαν γδαρθεί και αιμορραγούσαν. Πίσω του, ακούγονταν

βροντές και γδούποι από την πόρτα, καθώς ο Άνουβις πάσχιζε να

διαπεράσει το ξόρκι του Αριστοτέλη, ο οποίος τους οδηγούσε

τρεκλίζοντας στην πράσινη πύλη. 

«Αυτή είναι η έξοδος μας από την Χρυσή Πυραμίδα και την Νεκρόπολη.

 Έπειτα μπαίνουμε ξανά στην επικράτεια του Άδη» 

Ο Έκτορας δεν ήξερε πώς να αισθανθεί με την αναγγελία  του μάγου.

Χαιρόταν που έφευγαν από την Χρυσή Πυραμίδα και τις ισχυρές της

δυνάμεις, στις οποίες έγιναν μάρτυρες, αλλά ο Αριστοτέλης τους είχε πει

ότι ο Άδης θα οργιζόταν πολύ όταν μάθαινε τι συνέβη στον Κέρβερο. Το

τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν η ταλαιπωρημένη συντροφιά ήταν μια

μάχη με τον Βασιλέα Θεό των Νεκρών.

Page 202: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 202/322

201

Μονομαχία στη Γέφυρα των Δύο Αδερφών  

 ύντομα έφτασαν την πύλη και, χωρίς δισταγμό, ο Αριστοτέλης την

άνοιξε με ένα σπρώξιμο. Πίσω της υπήρχε μια μεγάλη, σπειροειδής

σκάλα σκαμμένη στα βράχια που κατηφόριζε και χανόταν στην

καταχνιά. Το ψυχρό ρεύμα που τους υποδέχθηκε στην βάση της σκάλας,

ήταν το καλωσόρισμα του Άδη για την επιστροφή τους στο Βασίλειο του. 

Ξεφυσώντας, ο μάγος παρατήρησε για μερικές στιγμές την πέτρινη

κλίμακα, άλλα δεν προχώρησε βήμα. Χάιδεψε το γεράκι στον λαιμό του

και στάθηκε συλλογισμένος στο υγρό πλατύσκαλο. 

«Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ο Άδης να μας έχει στήσει καρτέρι πιοκάτω». Δήλωσε βλοσυρά. Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η καρδιά του

 Έκτορα βούλιαξε σε σκοτεινή άβυσσο καθώς την γκρέμισαν ο φόβος και

η απελπισία.

«Δεν θα μας επιτεθεί πισώπλατα, ούτε θα μας αιφνιδιάσει, αυτό είναι

βέβαιο. Είναι περήφανος και έντιμος Βασιλιάς Θεός, θα ζητήσει να μάθει

τον λόγο της εισβολής μας εδώ πρώτα. Όμως θεωρώ ότι τελικά δεν θα

αποφύγουμε την μάχη και, οφείλω να σας ομολογήσω, είναι μάχη που την

φοβάμαι». 

«Γιατί δεν μπορούμε να αποφύγουμε την μάχη Αριστοτέλη; Αν

απολογηθούμε και του ζητήσουμε ειλικρινά συγνώμη δεν θα μαςσυγχωρήσει; Άλλωστε είσαι και εσύ πανίσχυρο και πάνσοφο πλάσμα, θα

πρέπει να υπάρχει ένας αμοιβαίος σεβασμός». Αναρωτήθηκε ο Φίλιππος.

«Ω, σίγουρα υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός. Υπήρξε μεγάλος πολέμαρχος

και ήρωας των Θεών άλλωστε. Και είναι αρκετά σοφός. Ίσως δεχθεί την

συγνώμη μας, ειδικά αν του παρουσιάσουμε και τους λόγους που μας

οδήγησαν εδώ. Όμως είναι περήφανος όπως προείπα και δεν θα

συγχωρήσει ποτέ αυτό που θα του ζητήσω». 

Ο Αριστοτέλης έκανε μια παύση και μια αμήχανη σιωπή, συνοδευόμενη

από πολλά ερωτηματικά απλώθηκε στον αέρα. 

«Θα του ζητήσεις κάτι; Μα, τι είναι αυτό;». Είπε τελικά ο Έκτορας. 

«Κάτι που του είναι εξαιρετικά αγαπητό και ένα  από τα πολυτιμότερα

αντικείμενα του κόσμου. Το αντικείμενο που τον ανέδειξε στον Ήρωα της

Τιτανομαχίας, η οποία έλαβε χώρα στις απαρχές του χρόνου. Το Κράνος

του Άδη». 

«Το κράνος του; Αυτό είναι όλο; Και δεν θα στο δώσει;» απόρησε ο

Φίλιππος, αδυνατώντας να βγάλει κάποιο νόημα. 

Σ 

Page 203: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 203/322

202

«Δεν είναι ένα απλό κράνος. Είναι πανίσχυρο, μαγικό αντικείμενο με την

ιδιότητα να κρύβει αυτόν που το φοράει από οποιοδήποτε μάτι, θνητού ή

αθάνατου. Το έφτιαξε ο ίδιος ο Άδης και δεν έχει φύγει από το κεφάλι του

από την Τιτανομαχία και έπειτα. Θα προσβληθεί βαθύτατα μόνο και μόνο

αν του το ζητήσω και δεν πρόκειται να αφήσει τέτοια προσβολή

ατιμώρητη». 

«Μας είναι σίγουρα απαραίτητο, Αριστοτέλη; Αξίζει να

διακινδυνεύσουμε την ζωή μας στη διεκδίκηση του;» Ακούστηκε η φωνή

της Ανδρομάχης. 

«Σίγουρο; Όχι δεν είναι σίγουρο. Ούτε η χρησιμότητα της καρδιάς του

Ιάσωνα ήταν σίγουρη εκ των προτέρων. Όμως στη συνέχεια του ταξιδιού

μας υπάρχουν οι ισχυρότερες δυνάμεις της φύσης, το Σκότος και το Φως.

Το δυσκολότερο κομμάτι της δοκιμασίας μας δεν ήρθε ακόμα. Υπάρχουν

πλάσματα στις επόμενες αίθουσες που είναι ισχυρότερα από εμένα. Αν τα

συναντήσουμε ίσως δεν θα μπορέσω να τα αντιμετωπίσω κατά πρόσωπο.Και μόνο το Κράνος του Άδη μπορεί να με κρύψει από τις δυνάμεις

τους». 

«Και ο Άδης; Είναι πλάσμα που μπορείς να το αντιμετωπίσεις κατά

πρόσωπο;» Ρώτησε ανήσυχος ο Έκτορας. Σκέφτηκε ότι τα λόγια του

μάγου δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικά.

«Εκεί ήθελα να καταλήξω. Είμαι αρκετά κλονισμένος από την

συνάντηση μου με τον Άνουβι. Σε τούτη την κατάσταση δεν θα μπορέσω

 να πολεμήσω τον Άδη. Θα μείνουμε εδώ δύο μέρες, να ξεκουραστώ και

 να γεμίσω ενέργεια. Τότε θα μπορέσω να μονομαχήσω με τον Άδη». 

«Να μονομαχήσεις;». Έκανε ο Αχιλλέας. Ο μάγος έγνεψε με έντονες

κινήσεις. 

«Φίλοι μου, δεν έχετε ιδέα από τις δυνάμεις του Άδη. Δεν θα

διακινδυνεύσω να συμμετάσχετε στην μάχη, παρά μόνο αν βεβαιωθώ ότι

δεν θα σας βλάψει. Ίσως χρειαστεί να δημιουργήσετε κάποιον

αντιπερισπασμό, αλλά ως εκεί. Οι καρδιές σας είναι πιο πολύτιμες από

την δική μου». Απάντησε γελαστά. 

Κανείς από τους τέσσερις ανθρώπους δεν ήταν διαθετειμένος να κάνειπίσω και να εγκαταλείψει τον Αριστοτέλη, όμως ήξεραν ότι δεν είχε

 νόημα να το συζητήσουν. Τα πάντα θα κρίνονταν την ώρα της μάχης.

Προς το παρόν, υπάκουσαν στις υποδείξεις του μάγου και κατασκήνωσαν

στο πέτρινο, ανεμοδαρμένο πλατύσκαλο και ξαπόστασαν.

Ο Αριστοτέλης δεν κοιμήθηκε, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο των

ανθρώπων. Ολονυχτίς, στεκόταν σταυροπόδι με τα απλωμένα χέρια του

 να ακουμπάνε στα γόνατα. Μια λευκή λάμψη αναδυόταν από το στήθος

του και σταδιακά απλώθηκε σε ολάκερο το σώμα του. Τα μάτια του ήταν

σφαλιστά, αλλά από τα βλέφαρα του διακρινόταν το πορτοκαλί φως μιας

φλόγας, που σιγόκαιε στα θεμέλια της ψυχής του. Το ίδιο σκηνικόσυνεχίστηκε ακόμα και όταν οι υπόλοιποι τέσσερις ξύπνησαν. Δεν

Page 204: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 204/322

203

γνώριζαν αν ο μάγος τους αντιλαμβανόταν και απλώς τους αγνοούσε

επιδεικτικά ή αν το πνεύμα του βρισκόταν σε έναν άγνωστο, μακρινό

κόσμο, απρόσιτο στους θνητούς συντρόφους του. Οι ώρες κυλούσαν σαν

το μαύρο νερό του Αχέροντα και ο μάγος συνέχιζε να στέκετε ακίνητος

και αμίλητος. Το σώμα του άστραφτε ολόλευκο και τα μακριά μαλλιά και

γένια του έμοιαζαν καμωμένα από ατόφιο ασήμι. Η αδύναμη, πορτοκαλιάλάμψη που ξέφευγε από τα ματόκλαδα του δυνάμωσε αισθητά και πλέον

το πρόσωπο του έκαιγε σαν να είχε ξεσπάσει πυρκαγιά στα σωθικά του. 

Ο Έκτορας ένιωθε αμήχανα, δεν ήξερε αν έπρεπε να επέμβει ή να αφήσει

τον φίλο του ήσυχο. Δεν τον είχε ξαναδεί σε τέτοια κατάσταση και

ανησυχούσε μήπως ήταν άρρωστος ή τραυματισμένος από τα ξόρκια του

Άνουβι. Η Ανδρομάχη προσπάθησε να τον καθησυχάσει και τον βεβαίωσε

ότι ο μάγος είχε τον έλεγχο της κατάστασης. Τα λόγια της έμελε να τα

επιβεβαιώσει ο ίδιος ο Αριστοτέλης μερικές ώρες αργότερα. Η συντροφιά

είχε ήδη δειπνήσει με τις φτωχικές προμήθειες που είχαν συλλεχθεί στην

Αίθουσα της Φύσης και οι τέσσερις καθισμένοι στα γόνατα τουςκουβέντιαζαν σιγανά. Ο Έκτορας τους διηγούταν τον μύθο του Άδη και

της Περσεφόνης όπως τον θυμόταν από τα βιβλία του μάγου. Η αφήγηση

του κόπηκε στην μέση από την βαθιά φωνή του Αριστοτέλη. Όλοι

στράφηκαν ταυτόχρονα προς το μέρος του και τον παρατήρησαν

σιωπηλά. Τα μάτια του παρέμειναν κλειστά αλλά το σώμα του λικνιζόταν

ελαφρά, όπως τα δέντρα στο φύσημα του ανέμου. Τα χείλη του

κουνήθηκαν ανεπαίσθητα και άρχισαν να σχηματίζουν ακατάληπτες

λέξεις. Ο μάγος τραγουδούσε μια μελωδική ψαλμωδία σε άγνωστη

γλώσσα, ενώ συνέχιζε να αγνοεί τους συντρόφους του. 

Ο Έκτορας αδυνατούσε να καταλάβει έστω και μία λέξη από την

ψαλμωδία που άκουγε, αλλά, κλείνοντας τα μάτια του, αφέθηκε στις

μελωδίες της. Αμέσως αισθάνθηκε την δύναμη της. Η ψυχή του βγήκε

από τα σαρκικά δεσμά της, πέταξε σαν περήφανος αετός στον ουρανό,

πάνω από τα σύννεφα, πάνω από τα σύνορα της γης. Στεκόταν στο κενό

ανάμεσα στα γιγάντια αστέρια. Και οι λαμπροί αυτοί βασιλιάδες του

στερεώματος κάρφωσαν το βλέμμα τους στην αιθέρια ψυχή του Έκτορα

και η δύναμη τους την διαπέρασε. Αλλά δεν την διέλυσε παρά την

ενίσχυσε. Έπειτα, σαν μετέωρο έπεσε με ταχύτητα στην γη και ξαναμπήκε

στο σώμα του Έκτορα και μετέδωσε σε κάθε σπιθαμή της σάρκας του τις

αστρικές δυνάμεις. Τα σωθικά του πήραν φωτιά, ένιωσε τους μύες του ναατσαλώνουν, την καρδιά του να σφυροκοπά και τα μάτια του να ξερνάνε

φωτιές. Αλλά η εκπληκτική αυτή αίσθηση χάθηκε αστραπιαία, μόλις

άνοιξε τα μάτια του. Τον είχε πάρει ο ύπνος και ονειρεύτηκε αυτήν την

πρωτόγνωρη εμπειρία ή την έζησε στα αλήθεια; Δεν ήξερε τι να σκεφτεί.

Αλλά ήταν φανερό ότι  και οι υπόλοιποι έζησαν κάτι παρόμοιο.

Κοντανάσαναν και βλεφάριζαν ξαφνιασμένοι. Ο Αχιλλέας ψηλάφιζε το

στήθος του ελπίζοντας να ξανανιώσει την πανίσχυρη φλόγα στα σωθικά

του.

«Το ένιωσες;» του ψιθύρισε η Ανδρομάχη, χαμογελαστά. Ο Έκτορας

έγνεψε θετικά. Στο μέτωπο της κοπέλας κυλούσαν χοντρές στάλες ιδρώτακαι τότε συνειδητοποίησε ότι και ο ίδιος ήταν μουσκίδι. Η ενέργεια που

Page 205: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 205/322

204

έρρεε από την μελωδία των ψαλμών ήταν πολύ ισχυρή για   να την

χειριστούν οι αδύναμες, θνητές ψυχές τους. Θα τους συνέθλιβε δίχως

έλεος. Δεν την χρειαζόταν ο Έκτορας:

«Δεν την χρειαζόμαστε. Δεν μπορούμε να την αντέξουμε, αλλά δεν την

χρειαζόμαστε. Εγώ τουλάχιστον όχι. Εσύ είσαι η δικιά μου ψαλμωδία.Και η δύναμη που μου δίνεις δεν καίει τα σωθικά μου. Τα δροσίζει σαν

τραγουδιστή βροχή στον καλοκαιρινό καύσωνα». Είπε στην Αμαζόνα και

την φίλησε. Εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω του και του ανταπέδωσε το

φιλί με περίσσιο πάθος.

Μια γκρίζα κουβέρτα τύλιξε την συντροφιά, πλεγμένη από καταχνιά και

 υγρασία. Από απροσδιόριστα βάθη, άκουγαν την μακρινή βοή του

ποταμού που κυλούσε. Η βαριά ατμόσφαιρα έριξε την διάθεση των

τεσσάρων ανθρώπων και η σιωπή που απλώθηκε έμοιαζε ασήκωτη. Ο

Αριστοτέλης έπαψε να ψέλνει και οι υπόλοιποι ξάπλωσαν στην σκληρή

πέτρα, αλλά δεν μπορούσε κανείς τους να κοιμηθεί. Το σιγανό κρώξιμοτου Ερμή, που  ονειρευόταν στον ώμο του μάγου, έσπασε την θανατερή

ησυχία. Στη συνέχεια μίλησε ο Φίλιππος: 

«Όταν βγούμε από εδώ μέσα, θα πάω στο πρώτο χάνι που θα βρω και θα

ξαπλώσω για μια εβδομάδα». 

Ο Έκτορας χαμογέλασε. Έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής

του στις πιο αντίξοες συνθήκες, ο Φίλιππος αναγκάστηκε να μάθει να

αναπτερώνει το ηθικό των συντρόφων του και να διατηρεί την αισιοδοξία

του. Ήταν ο μοναδικός τρόπος για να μην έχανε τα λογικά του, αυτός και

οι κοντινοί του, υπό τον ζυγό του Ζακχαέρ Ντων. 

«Ποιό θα είναι το δεύτερο, Φίλιππε;» 

«Μια και τον τελευταίο καιρό οι πιο κοντινοί μου άνθρωποι είστε εσύ

και ο Αχιλλέας, ασφαλώς το δεύτερο θα είναι να βρω μια γυναίκα». 

Γέλασαν όλοι δυνατά. 

«Που να σε πάρει, Φίλιππε, νομίζεις ότι θα παραθερίσουμε μετά την

Σπηλιά; Έχουμε πόλεμο μπροστά μας, πανάθεμα σε». Είπε χαμογελαστά ο

Αχιλλέας. 

«Θα κάνουμε και πόλεμο. Πολύ ανυπόμονος είσαι Αχιλλέα για μάχη, θα

γίνει και αυτό μην ανησυχείς. Αλλά πρώτα ας γευτούμε μερικές

απολαύσεις. Ποιος ξέρει αν μετά τον πόλεμο θα μας δοθεί η ευκαιρία να

τις ξαναδοκιμάσουμε».

Ο Έκτορας δεν ήθελε να σκέφτεται τον επικείμενο πόλεμο πριν κριθεί

απαραίτητο και έτσι έδιωξε τις σκέψεις του από αυτόν. Άπλωσε το χέρι

του και η παλάμη του συνάντησε την παλάμη της Ανδρομάχης. Την

χάιδεψε τρυφερά και η ζεστασιά του κορμιού της απλώθηκε στο δικό του

και τον σκέπασε σαν μεταξωτή κουβέρτα. Τα γέλια του Φίλιππουαπομακρύνθηκαν, έμοιαζαν να έρχονται από μακρινές περιοχές που σιγά-

Page 206: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 206/322

205

σιγά καλύφθηκαν με σκιά και ομίχλη ενώ ο κόσμος των ονείρων γινόταν

όλο και πιο καθαρός και αστραφτερός, οπότε ο Έκτορας παραδόθηκε στις

καταπράσινες πεδιάδες του και τα ασημένια ποτάμια του , όπου κυλιόταν

αγκαλιασμένος με την Ανδρομάχη. Μύριζαν το ζεστό χώμα, άκουγαν το

κελαριστό νερό και έκαμαν έρωτα όλη την νύχτα όπως και τα υπόλοιπα

πλάσματα της  γης, οι λύκοι, τα νυχτοπούλια, τα φίδια και οι γρύλοι,καταπώς όριζε η φύση. 

Άργησαν να ξυπνήσουν την επόμενη μέρα. Ο Αριστοτέλης ήταν ακόμα

παραδομένος στη μυστηριώδη ύπνωση του και οι υπόλοιποι

παρακοιμήθηκαν, χορταίνοντας ύπνο έπειτα από πολύ καιρό. Ένα οξύ

κρώξιμο του Ερμή ξύπνησε απότομα τον Έκτορα από τον λήθαργο.

 Ένιωθε το πρόσωπο του πρησμένο και η υγρασία είχε καταπονήσει τα

κόκκαλα του τη νύχτα, αλλά ένιωθε δυναμωμένος και γεμάτος ενέργεια.

Τεντώθηκε, ανακάθισε και παρατήρησε για κάμποση ώρα τους

κοιμισμένους συντρόφους του και τον Αριστοτέλη που στεκόταν ακίνητος

σαν άγαλμα στην ίδια θέση με χθες. Τι ώρα να είναι; Πέρασε άραγε το μεσημέρι;  Αναρωτήθηκε σιωπηλά. Σηκώθηκε όρθιος και χάιδεψε το

γεράκι στον ζεστό του λαιμό και στις δυνατές φτερούγες. Εκείνο δέχθηκε

με ευχαρίστηση την χειρονομία και κροτάλισε το ράμφος του

ικανοποιημένο.

«Περίεργες καταστάσεις για σένα φίλε μου. Τούτα τα  μέρη δεν είναι για

περήφανα όντα σαν εσένα. Εσύ αρχοντεύεις στους ουρανούς και τα άγρια

όρη» 

Ο Ερμής τον κάρφωσε με το άγριο βλέμμα του και τα κίτρινα μάτια του

ψιθύρισαν: Είμαι πιστός στον Αριστοτέλη. 

Αφού έκατσε σιωπηλός λίγη ώρα, παρατηρώντας την σκοτεινή σκάλα,

που βυθιζόταν σε μια θάλασσα ομίχλης, ο Έκτορας δεν βάσταξε άλλο την

μοναξιά και έγειρε να ξυπνήσει την Ανδρομάχη, χαϊδεύοντας την στον

ώμο.

 Ένα άστρο ανέτειλε στην αίθουσα όταν άνοιξε τα μάτια της και το

ζωηρό φως του παρότρυνε τον Έκτορα να χαμογελάσει. 

«’Εϊ, όλα καλά;» του είπε με βαριά, από τον ύπνο, φωνή. Εκείνος έγνεψεκαθησυχαστικά με το φωτισμένο πρόσωπο του να της γελάει. 

«Δεν άντεχα να σε έχω άλλο μακριά μου. Ζηλεύω ακόμα και τον ύπνο,

όταν σε παίρνει στην δικιά του αγκαλιά». 

Τον χάιδεψε τρυφερά στο πρόσωπο χαμογελώντας. Ανασηκώθηκε με

βιάση και τον φίλησε. 

«Ακόμα και ο ύπνος, όταν με αγκαλιάζει, έχει την δική σου μορφή. Μόνο

έτσι θα παραδινόμουν στην αγκαλιά του. Όσο αναπαυτική και φιλόξενη

και αν είναι, αν δεν ερχόσουν στα όνειρα μου, θα έμενα άυπνη μέχρι νασαλέψει ο νους μου» 

Page 207: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 207/322

206

Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν ξανά. Μέσα από τα στήθια της, ο

 Έκτορας ένιωθε το καρδιοχτύπι της, την παθιασμένη ανάσα της, την

ζεστασιά της. Πόσο θα ήθελε να γινόταν ξάφνου αέρας,  να έμπαινε στα

στήθια της και να φώλιαζε δίπλα στην καρδιά της για πάντα, να χόρευε 

στους ρυθμούς της και να πέθαινε μαζί της.

«Οι Αμαζόνες ερωτευόμαστε και πολεμάμε με το ίδιο πάθος,  Έκτορα.

Και το πάθος μου, από τότε που σε γνώρισα είναι πρωτόγνωρο. Δεν

χρειάζεται να ζηλεύεις ούτε τον πιο πανίσχυρο μάγο. Ερωτεύτηκα εσένα

και πολεμάω για σένα, με όλη την δύναμη της καρδιάς μου» 

«Αυτό από μόνο του λέει πολλά, γιατί δεν γνώρισα ποτέ καρδιά με τόση

δύναμη, τόσο κουράγιο, τόση τιμή και ακεραιότητα. Ο Ήλιος ζηλεύει το

φως και την ζεστασιά σου, η Νύχτα φθονεί την ομορφιά και την γαλήνη

σου ενώ η Φύση σε αντικρίζει περήφανα, όπως ένας γλύπτης το

σπουδαιότερο έργο του» 

Οι ψίθυροι τους ξύπνησαν τον Φίλιππο και τον Αχιλλέα. Τα κορμιά του

ζευγαριού χώρισαν απρόθυμα και ο Έκτορας ένιωθε παγωμένο και νεκρό 

το στήθος του χωρίς το καρδιοχτύπι και την ανάσα της Ανδρομάχης.

Μουγκρίζοντας αγριωπά, ο Αχιλλέας τέντωσε το πελώριο κορμί του και

οι ουλές στο πρόσωπο του γυάλισαν, στο ασημένιο ημίφως. 

«Ευλογημένος να είναι ο Μορφέας, αυτός ήταν ύπνος». Μίλησε με

τραχιά φωνή ο Φίλιππος και χασμουρήθηκε. Ανασήκωσε τα φρύδια,

χαιρετώντας τους τρεις συντρόφους. Ο Έκτορας του έκλεισε το μάτι

χαμογελώντας. 

«Ο Αριστοτέλης;» ρώτησε ο φίλος του και ο νεαρός ανασήκωσε τους

ώμους, δηλώνοντας την άγνοια του.

»Μα, είναι σίγουρα καλά;» συνέχισε, ξεφυσώντας, ο Φίλιππος. 

«Φαίνεται μια χαρά. Προφανώς είναι μια τεχνική των μάγων που

αγνοούμε για να ξεκουράζονται και να αναρρώνουν. Ηρεμήστε». Επενέβη

η Ανδρομάχη. 

Μερικές ώρες αφότου ξύπνησαν, το μυστήριο της κατάστασης του

Αριστοτέλη λύθηκε και οι καρδιές του Έκτορα και του Φίλιππου πήγαν

στις θέσεις τους. Ενώ οι δύο φίλοι τραγουδούσαν χειραγκαλιά ένα παλιό,

παραδοσιακό τραγούδι της Σωθράπον, ο Ερμής έκρωξε δυνατά και η

λάμψη από το κορμί του μάγου έσβησε απότομα. Ο Αριστοτέλης

βλεφάρισε και η λάμψη από τα σοφά μάτια του έλουσε τους τέσσερις

συντρόφους του με ζεστό φως. Πήρε δύο βαθιές ανάσες και το βλέμμα

του έπεσε στον Έκτορα. 

«Όλα καλά, υποθέτω». Η βαθιά φωνή του αντήχησε στον σκοτεινό χώρο

και έσπασε την στιγμιαία σιωπή. Ο Έκτορας του χαμογέλασε και κούνησετο κεφάλι, γνέφοντας θετικά. 

Page 208: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 208/322

207

«Ανησυχήσαμε. Νομίζαμε ότι κάτι σου συνέβη». Του απευθύνθηκε ο

Φίλιππος. Ο μάγος με αργές κινήσεις σηκώθηκε όρθιος και χάιδεψε τον

Ερμή.

«Ζητώ συγνώμη. Θεώρησα προφανές ότι θα καταλάβετε τι έκανα. Είναιμια αρχαία τελετή διαλογισμού που αντλεί περισσότερες δυνάμεις από την

φύση εκ μέρους του μάγου. Μάλλον είναι κάπως πολύπλοκο, οπότε

έπρεπε να σας προειδοποιήσω» 

«Και τώρα τι κάνουμε, Αριστοτέλη;» Ο Έκτορας με κόπο έκρυψε την

αγωνία από την φωνή του.

«Ελπίζω να ξεκουραστήκατε όλοι αρκετά. Αρκετά κάτσαμε σε τούτη την

αίθουσα και πρέπει να φύγουμε. Θα προχωρήσουμε στην Γέφυρα των Δύο

Αδερφών, όπου θα αντιμετωπίσω τον Άδη». Απάντησε με σταθερή φωνή

ο μάγος. Δεν αισθανόταν φόβο, ούτε σπιθαμή. Μόνο σεβασμό προς τονεπικείμενο αντίπαλο του. 

Σε μερικά λεπτά μάζεψαν τα πράγματα τους και ξεκίνησαν την κάθοδο

τους στην σκάλα. Μερικές δεκάδες σκαλοπάτια πιο κάτω από το

πλατύσκαλο που κατασκήνωσαν, τους κατάπιε η υγρή ομίχλη και τους

συνόδεψε για αρκετή ώρα. Το γκρίζο πέπλο της κάλυπτε την όραση της

συντροφιάς και με δυσκολία κατέβαινε τα απότομα σκαλοπάτια. Η

καταχνιά έμοιαζε να μεταφέρει αδύναμες φωνές, μουρμουρητά και

απελπισμένες κραυγές  που τις κατάπινε το υγρό σκοτάδι της. Οι τρίχες

του Έκτορα είχαν ορθωθεί από την ανατριχίλα, ακούγοντας αυτούς τους

απόκοσμους ήχους και προσπαθούσε να διακρίνει την πηγή τους τριγύρω,

όμως το μόνο που έβλεπε ήταν τα ομιχλώδη ξέφτια που χάιδευαν το

δέρμα του.

Τα σκαλοπάτια τελείωσαν σύντομα, η ψευδαίσθηση της απεραντοσύνης

τους δημιουργούνταν από την καταχνιά που τα τύλιγε. Κατέληγαν σε ένα

μεγάλο κυκλικό πλατύσκαλο. Η συντροφιά πλησίασε στο κέντρο του.

Δεξιά και αριστερά υπήρχαν  σιδερένιες σκάλες  που κατηφόριζαν, ενώ

μπροστά τους μια χάλκινη, δίφυλλη πύλη. Η αψίδα που την στεφάνωνε

ήταν στολισμένη με ανάγλυφες παραστάσεις από τις ένδοξες μάχες του

Άδη. Ήταν μια διακριτική προειδοποίηση του πεπρωμένου. Όλοιαντιλήφθηκαν πως ετούτη η πύλη οδηγούσε στον προορισμό τους. Από τα

σφιγμένα χείλη του Έκτορα ξέφυγε ένας αναστεναγμός, ενώ η κλειστή

παλάμη του κρατούσε γερά την λαβή του σπαθιού του. Για μερικές

στιγμές, όλοι έστεκαν ακίνητοι με τα μάτια καρφωμένα στην πύλη,

ατσαλώνοντας την θέληση τους με θάρρος για την συνάντηση τους με τον

Άδη. Τελικά, ο Αριστοτέλης άπλωσε το πόδι του και με μεγάλες

δρασκελιές πλησίασε την πόρτα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και την άνοιξε με

ένα σπρώξιμο. 

Το θέαμα που αντίκρισαν οι τέσσερις άνθρωποι τους έκοψε την ανάσα.  Η

 Γέφυρα Των Δύο Αδερφών. Η καρδιά του Έκτορα ποτίστηκε με δέος καιθαυμασμό. Δεν είχε δει, ούτε φανταστεί ποτέ του, τέτοια γέφυρα. Σφύριξε

Page 209: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 209/322

208

εντυπωσιασμένος και άνοιξε διάπλατα τα μάτια, να χορτάσουν την

ομορφιά του κτίσματος.

Δύο θεόρατα αγάλματα, με ύψος ίσαμε δύο παλάτια κοσμούσαν την άκρη

της, στην οποία βρισκόταν η συντροφιά. Απεικόνιζαν τον Θάνατο και τον

 Ύπνο, δύο αδερφούς  θεούς του αρχαίου κόσμου. Ήταν ανθρωπόμορφοιμε ένα ζευγάρι λευκές φτερούγες στις πλάτες τους. Στέκονταν στις

πέτρινες βάσεις τους όρθιοι, με ορθάνοιχτες τις φτερούγες τους,   να

λαμποκοπούν και τα χέρια τους απλωμένα στον σκοτεινό θόλο της

αίθουσας. Τα γαλάζια  μάτια τους έμοιαζαν να επιτηρούν ολάκερη την

γέφυρα και τα βλέμματα  τους διαπερνούσαν σάρκες, πέτρες και σίδερα.

Δεν φαίνονταν τόσο τρομεροί όσο ο Άδης, αλλά αναμφιβόλως ενέπνεαν

δέος. Η γέφυρα εκτεινόταν για τουλάχιστον ένα χιλιόμετρο και

στηριζόταν γερά πάνω από μία ομιχλώδη άβυσσο, με σιδερένιες κολώνες

που είχαν διάμετρο ίση με σπιτιού και ύψος απροσδιόριστο. Το πλάτος

της Γέφυρας Των Δύο Αδερφών ήταν αρκετά μεγάλο για να χωρέσει επτά

κάρα το ένα δίπλα στο άλλο. Ήταν χτισμένη από πέτρινους πλίνθους,ενισχυμένη με σίδηρο και ο σκελετός της ήταν από ατόφιο χρυσάφι. Το

πάτωμα της είχε ανάγλυφα, δουλεμένα με απαράμιλλη τέχνη, που 

έδειχναν τα Ηλύσια Πεδία, τα Τάρταρα και τους Λειμώνες με τους

Ασφοδέλους, το Παλάτι του Άδη και την όμορφη Περσεφόνη και τους

Τρεις Κριτές. Στα χρυσαφένια κάγκελα υπήρχαν αγάλματα του Χάροντα,

του Κέρβερου του Θανάτου και του Ύπνου και φυσικά του Άδη , που

στεκόταν μονάχος κραδαίνοντας το σκήπτρο και το σπαθί του ή αγκαλιά

με την Περσεφόνη. Πάνω στα κάγκελα έστεκαν ψηλές δάδες καμωμένες

από πλατίνα, που έφεραν άσβεστη φλόγα και έλουζαν την γέφυρα με το

κόκκινο φως τους. 

Ο Αριστοτέλης άφησε τους τέσσερις ανθρώπους να χαζέψουν για λίγο

την επιβλητική γέφυρα και έπειτα κίνησε μπροστά. Είχε ήδη, με την

μαγικά ενισχυμένη ματιά του, διακρίνει μια μοναχική φιγούρα να στέκει

καρτερικά στη μέση της γέφυρας. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν,

απρόθυμα. Άπληστη ήταν η ματιά τους, δεν χόρταινε να βλέπει τέτοια

αρχαία θαύματα, κρυμμένα από τον κόσμο, δεν μπορούσε να κορεστεί η

δίψα για ομορφιά. Ξέχασαν εντελώς τον Άδη, το Κράνος του και την μάχη

που επρόκειτο να ξεσπάσει, το δέος της Γέφυρας είχε πλανέψει τις

αισθήσεις και το νου τους. Κάθε άγαλμα, κάθε ανάγλυφο ήταν σμιλεμένο

με άφταστη προσοχή και τεχνική, κάθε πλίνθος ήταν τοποθετημένος μεακρίβεια στη κατάλληλη θέση και οι χρυσές φλέβες , που διακρίνονταν

από τον σκελετό, χαμογελούσαν λαμπερά.

Στο μεταξύ, ο Αριστοτέλης έδωσε εντολή στον Ερμή να πετάξει και το

γεράκι χάθηκε στα σκοτάδια του πέτρινου θόλου από πάνω τους. Άνοιξε

το βήμα του ο μάγος, δεν βαστούσε άλλο την αγωνία πριν την μάχη, δεν

χωρούσε άλλη αναβολή στη σύγκρουση του με τον Άδη. Ήθελε να τον

αντιμετωπίσει όσο πιο σύντομα γινόταν. Έσφιξε στην γροθιά του το ραβδί

και εκείνο σπίθισε στιγμιαία. Με μεγάλες δρασκελιές, οι υπόλοιποι

τέσσερις τον έφτασαν και προχώρησαν αποφασίστηκα δίπλα του, με τα

όπλα τους σε επιφυλακή.

Page 210: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 210/322

209

Ο Αριστοτέλης τους ήξερε καλά. Δεν σκόπευαν να τον αφήσουν να

μονομαχήσει με τον Άδη. Όμως ο Θεός ήταν πανίσχυρος και οι ίδιοι

 υπερβολικά πολύτιμοι για να χαραμίζονταν σε εκείνη τη μάχη. Όχι, δεν θα

πολεμούσαν πλάι του τούτη  τη φορά. Το ζήτημα ήταν ανάμεσα στον

Μάγο και τον Θεό.

Κάμποσα λεπτά αργότερα, ο Έκτορας διέκρινε, μέσα από την καταχνιά

του ορίζοντα, την μοναχική φιγούρα. Έφτασαν στα μισά της γέφυρας και,

μερικά μέτρα πιο πέρα, καρτερούσε ο Άδης. Η σκοτεινή μορφή του ήταν

δυσδιάκριτη από τόσο μακριά στον Έκτορα, όμως έβλεπε ξεκάθαρα τα

δύο πυρωμένα πετράδια που έφτυναν φλόγες στο πρόσωπο του.

Προσπάθησε να ανταποδώσει το βλέμμα αλλά η ψυχή του δείλιασε,

κρύφτηκε στα έγκατα των σωθικών του και χαμήλωσε αμέσως το κεφάλι. 

Πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο κάθε λεπτό, το χνώτο του σύντομα

έκαψε το δέρμα των ανθρώπων και κάθε βήμα τους γινόταν πιο απρόθυμα

από το προηγούμενο. Ο Έκτορας ύψωσε ξανά το κεφάλι να αντικρίσει τονΘεό που πλέον φαινόταν ολοκάθαρα. Το θηριώδες, γεροδεμένο κορμί του

ήταν ολόγυμνο και ξεπερνούσε το ύψος του Αχιλλέα. Το κατάλευκο

δέρμα του ανέδυε μια ασημένια λάμψη που πάγωνε και έκαιγε

ταυτόχρονα το σώμα τον ανθρώπων. Στους μυώδεις ώμους του

αναπαυόταν ένας μαύρος, μεταξένιος μανδύας που ανέμιζε στο ψυχρό

αγιάζι και πλατάγιζε με θόρυβο. Στο αριστερό χέρι του κράδαινε σφιχτά

το ψηλόλιγνο σκήπτρο του, που στη άκρη του είχε μια μαυροπράσινη  

 νεκροκεφαλή με κόκκινα, λαμπερά μάτια. Στο δεξί, το σπαθί του με την

μακριά, αιματοβαμμένη λάμα του να αντιφεγγίζει την λάμψη των δαυλών.

Σαν τον ήλιο που καλύπτει το φως τον αστεριών, τα πυρωμένα μάτια του,

που έμοιαζαν με ηφαίστεια έτοιμα να εκραγούν, δεν άφηναν κανένα

χαρακτηριστικό του προσώπου του να φανεί, τυλίγοντας το με μια

μυστηριώδη σκιά. Το κεφάλι του κάλυπτε το περίφημο Κράνος του Άδη,

φτιαγμένο από  τα υλικά των άστρων στις απαρχές του χρόνου και

εμπλουτισμένο με πανίσχυρες δυνάμεις. 

Ενώ βάδιζαν δίπλα στον Αριστοτέλη, ένα αόρατο εμπόδιο υψώθηκε

μπροστά στους συντρόφους του και τους ακινητοποίησε. Ενστικτωδώς, ο

 Έκτορας κατάλαβε πως δεν το προκάλεσε ο Άδης αυτό. 

«Αριστοτέλη! Αριστοτέλη, άφησε μας ελεύθερους. Δεν θα σεεγκαταλείψουμε. Άφησε μας να πολεμήσουμε». Κραύγασε ο νεαρός,

όμως ο μάγος τους αγνόησε. Άδικα χτυπιόταν και φώναζε ο Έκτορας, το

εμπόδιο ήταν αδιαπέραστο. Τις φωνές του νεαρού κάλυψε η επιβλητική

φωνή του Άδη, που απευθύνθηκε στον Αριστοτέλη: 

«Μπαίνεις ακάλεστος στο Βασίλειο μου, εξαπατάς δόλια τον βαρκάρη

μου, εισβάλεις στα Ηλύσια Πεδία, ξεγελάς τον Άνουβι και χλευάζεις το

 Ντουάτ. Τραυματίζεις σοβαρά τον Φύλακα μου. Πως περιμένεις να

αντιδράσω μετά από όλα αυτά;» 

Η αυστηρή φωνή του Θεού φόβισε τον Έκτορα και σταμάτησε τιςδιαμαρτυρίες, περιμένοντας να ακούσει την απάντηση του Αριστοτέλη.

Page 211: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 211/322

210

Εκείνος έκλινε το κεφάλι ευγενικά και έπειτα τον κοίταξε κατάματα με

θάρρος και περηφάνια: 

«Σε χαιρετώ και σε τιμώ Άδη. Ζητάω συγνώμη για τις προσβολές μου

εναντίον σου και τις ενέργειες μου, αν φάνηκαν εχθρικές στο πρόσωπο

σου. Ο χρόνος με πίεζε αφάνταστα και δεν είχα την πολυτέλεια να ζητήσωάδεια να διαβώ τα εδάφη σου. Όμως έδειξα ασέβεια απέναντι σου έτσι και

γι’ αυτό ζητάω συγνώμη». Είπε και έκλινε ξανά το κεφάλι. 

«Πολύ σοβαρές είναι οι ενέργειες σου εναντίον μου και η βρωμιά τους

δεν ξεπλένεται με μια απλή συγνώμη. Όμως είσαι σπουδαίος μεταξύ των

μάγων και σε γνωρίζω από τα αρχαία χρόνια. Γι’ αυτόν τον λόγο και μόνο

για αυτή τη φορά θα σε συγχωρήσω. Φύγε τώρα και μην ξαναέρθεις δίχως

την άδεια μου» 

«Ευγενική είναι η χάρη σου, όπως αρμόζει σε έναν άρχοντα θεό. Όμως

δεν μπορώ να φύγω ακόμα, προτού σου ζητήσω μία εξυπηρέτηση» 

«Τι ζητάς;» 

«Πρέπει να δανειστώ επ’ αορίστου το Κράνος σου, ευγενικέ θεέ». 

Τα φλογισμένα μάτια του Άδη στένεψαν και γλώσσες φωτιάς έγλυψαν το

πρόσωπο του. 

«Έχεις θράσος, μάγε, και κανονικά θα έπρεπε να σε αποκεφαλίσω. Φύγε

τώρα, πριν αλλάξω γνώμη» 

Ο Αριστοτέλης όρθωσε το ανάστημα του και τώρα τα δικά του μάτια

σπίθισαν. 

«Δυστυχώς δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Χρειάζομαι το Κράνος σου.

Δώσε μου το, σε παρακαλώ για στερνή φορά» 

«Φύγε, αμέσως». Επανέλαβε, τρέμοντας από οργή ο Θεός. 

«Πρέπει να επιμείνω. Θέλω το Κράνος σου και θα είναι καλύτερο και για

τους δυο μας, αν το δώσεις με την θέληση σου. Μπορώ να σου εξηγήσω τιτο χρειάζομαι, αν αυτό ζητάς. Ίσως μπορέσω να σου δώσω και   κάποιο

αντάλλαγμα. Αλλά δεν μπορώ να φύγω δίχως αυτό» 

Ο Άδης βρυχήθηκε κατακλυσμένος από οργή: 

«Σκύλε! Αυθάδη σκύλε! Απόψε θα ταΐσω τις ψυχές του Ταρτάρου με το

κεφάλι σου!». Ύψωσε το σπαθί του και από το σκήπτρο του ξεχύθηκαν

ασημοπράσινες φλόγες. Ο Αριστοτέλης ύψωσε το ραβί του με το

αριστερό χέρι του και άπλωσε το δεξί με ορθάνοιχτη την παλάμη. Ο αέρας

πήρε σταδιακά σχήμα και μετατράπηκε σε μακρύ σπαθί με ασημένια λάμα

που λαμποκοπούσε σαν αστέρι. Η παλάμη του έκλεισε γερά στην χρυσήλαβή του και σήκωσε το ξίφος μπροστά στο πρόσωπο του. Στο μεταξύ, το

Page 212: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 212/322

211

σπαθί του Άδη καρφώθηκε στο πέτρινο έδαφος και  το πελώριο χέρι του

έδειξε το κράνος του.

«Επειδή σε σεβόμουν ως φίλο μου, θα σε σεβαστό και ως πολέμιο μου.

Δεν θα χρησιμοποιήσω την μαγεία του, για να σε τσακίσω. Όμως το έλεος

μου σταματάει εδώ». Γρύλισε στον Αριστοτέλη και ο μάγος έκλινεανεπαίσθητα το κεφάλι του. Με δύναμη, ο θεός αποκόλλησε το

καρφωμένο του ξίφος από την πέτρα και όρμησε με μεγάλες δρασκελιές.

Πίσω από τον Αριστοτέλη, που ετοιμάστηκε να αμυνθεί, ο Έκτορας

κραύγαζε μαινόμενος, απαιτώντας να ελευθερωθεί από το αόρατο

φράγμα. Έβγαλε το σπαθί του και άρχισε να χτυπά το εμπόδιο,

τρελαμένος από θυμό, ώσπου μια έκρηξη τον ανάγκασε να πισωπατήσει

και  να χάσει την ισορροπία του. 

Τα σπαθιά των δύο μονομάχων συγκρούστηκαν με, πρωτόγνωρη στους

ανθρώπους, δύναμη  δημιουργώντας μια ισχυρή έκρηξη που συγκλόνισε

την γέφυρα. Με το στόμα ανοιχτό, ο Έκτορας και η υπόλοιπη συντροφιάπαρακολουθούσαν έκπληκτοι την ισχύ των χτυπημάτων. Τότε 

αντιλήφθηκε ο νεαρός, γιατί τους προστάτευε ο Αριστοτέλης. Τούτη η

μονομαχία δεν χωρούσε ταπεινούς, θνητούς μαχητές. Η αρένα είχε

 υπερχειλίσει από την ανυπέρβλητη δύναμη του μάγου και του θεού.

Ακόμα και ο Αχιλλέας που θεωρούνταν πανίσχυρος ανάμεσα στους

ανθρώπους, ένιωσε ασήμαντος αντικρίζοντας τη μάχη που λάμβανε χώρα

στην Γέφυρα των Δύο Αδερφών. 

Κάθε σπαθιά του Άδη κατέβαινε με την δύναμη κεραυνού,

προσπαθώντας να λυγίσει το γέρικο κορμί του μάγου. Από το σκήπτρο

του εξαπέλυε ισχυρά ξόρκια, γνωστά μόνο στους αρχαίους πολέμαρχους

θεούς. Αλλά η αντίσταση του σπουδαίου Αριστοτέλη δεν καμπτόταν. Το

σπαθί χόρευε στα μακριά δάχτυλα του και χτυπούσε γρήγορα και δυνατά

τον θεό, ο οποίος απέκρουε ή απέφευγε τις επιθέσεις με το γεροδεμένο,

ευέλικτο κορμί του. Το ραβδί του μάγου ξερνούσε φωτιές και κεραυνούς

και ελευθέρωνε αόρατες, ισχυρές δυνάμεις που χιμούσαν στον Άδη,

αδύνατες όμως να του καταφέρουν χτύπημα. Οι δύο αντίπαλοι στέκονταν

αλύγιστοι και αβλαβείς μετά το πρώτο κύμα αμοιβαίων επιθέσεων.

Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή, ζυγιάζοντας ο ένας τον άλλον και έπειτα

χύθηκαν ξανά στη μάχη. 

Φωτιές και αστραπές ξεπηδούσαν από τα σπαθιά, μόλις συγκρούονταν

και κάθε κλαγγή αντηχούσε σαν βροντή κεραυνού. Ισχυρές εκρήξεις που

έκαναν την γέφυρα να τρέμει συθέμελα, προκαλούνταν μόλις τα ξόρκια

των δύο πολέμιων συναντιούνταν μεταξύ τους. Πίσω από το αόρατο

τείχος, η συντροφιά στεκόταν αμίλητη και με τα πρησμένα μάτια

καρφωμένα στον Άδη και τον Αριστοτέλη.  Ήδη είχαν περάσει πολλές

ώρες από την έναρξη της σύγκρουσης.  Αν και δεν θα το παραδεχόταν

ποτέ στον εαυτό του, ο Έκτορας, ενδόμυχα χαιρόταν που ο μάγος τους

προστάτεψε από αυτή τη μάχη. Ακόμα και αν έβρισκε το θάρρος να

πολεμήσει, το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να μπλεχτεί στα πόδια του

φίλου του. Μέχρι και στα μάτια του Αχιλλέα διακρινόταν μια σπίθαδειλίας, παρακολουθώντας την μονομαχία. Ο σκληροτράχηλος άντρας

Page 213: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 213/322

212

 ντρεπόταν, δεν ήθελε να φοβάται, δεν το επέτρεπε στον εαυτό του  και

χαμήλωσε το βλέμμα, να μην διέκριναν οι υπόλοιποι την αδυναμία του. 

Το ραβδί του μάγου είχε πυρακτωθεί από την αβάσταχτη ισχύ των

ξορκιών που εξαπέλυε και από το σπαθί του είχε αποκολληθεί ένα

κομμάτι. Το ξίφος του Άδη είχε στομώσει και τη κορυφή του σκήπτρουτου  κάπνιζε. Όμως κανείς από τους δύο δεν ήταν διαθετειμένος να

 υποχωρήσει, κανείς τους δεν θα ανεχόταν την ντροπή της ήττας. Αν και

κουρασμένοι, ατσάλωσαν την καρδιά τους, ύψωσαν το ανάστημα τους και

επιτέθηκαν ξανά και ξανά. 

Τούτη η μονομαχία έμελε να αφήσει ανεξίτηλα στίγματα και ο θρύλος

της θα επιζούσε για πολλούς αιώνες μετέπειτα. Ολόγυρα στον κόσμο, οι

γέροντες παραμυθάδες θα τον διηγούνταν στις συνωστισμένες πλατείες

και οι τροβαδούροι θα την τραγουδούσαν στις γιορτές και τα πανηγύρια,

ακόμα και σε εποχές όπου η Σπηλιά των Μυστηρίων και ο Ζακχαέρ Ντων

θα είχαν ξεχαστεί ολότελα. Και οι νέοι και άμαθοι θα άκουγαν  με δέοςπως τα δύο πανίσχυρα πλάσματα πάλευαν δύο ολάκερες μέρες χωρίς

σταματημό. Η καταιγίδα που ταλάνιζε τις τελευταίες σαράντα οχτώ ώρες

την Γέφυρα των Δύο Αδερφών δεν εννοούσε να κοπάσει, ο Άδης και ο

Αριστοτέλης μάχονταν, πέρα από τα όρια της κούρασης και του πόνου.

Πίσω από το αόρατο εμπόδιο στη μέση της γέφυρας οι τέσσερις άνθρωποι

παρακολουθούσαν εναγωνίως την ανελέητη σύγκρουση,

καρδιοχτυπώντας για την έκβαση της. Ο φόβος για τον φίλο τους έδιωξε

κάθε ένδειξη νύστας, τις τελευταίες δύο μέρες στέκονταν αμίλητοι και

ακίνητοι σαν αγάλματα. Μόνο οι καρδιές τους που σφυροκοπούσαν

φανέρωναν ότι ήταν ζωντανοί.

 Όλα τα κόκκαλα του γερασμένου, καταπονημένου κορμιού του μάγου

πονούσαν από τις ισχυρές επιθέσεις. Έπαιρνε κάθε αναπνοή με κόπο και

πόνο, σαν  να είχε ένα αμόνι κρεμασμένο στο στήθος του. Το αριστερό του

χέρι είχε φουσκαλιάσει και καεί από το πυρακτωμένο ραβδί του, ενώ το

δεξί ήταν μουδιασμένο, κλειστό γύρω από το σπαθί. Εκείνη τη στιγμή, ο

Αριστοτέλης δεν είχε την δύναμη να το ανοίξει, οι αρθρώσεις είχαν

κλειδωθεί σε τούτη  τη θέση. Στηρίχθηκε στο ραβδί του και κοίταξε τον

πολέμιο του. 

Κάτω από το σιδερένιο κράνος, στο μέτωπο του θεού είχαν σχηματιστείποτάμια ιδρώτα, αυλάκωναν το πρόσωπο του και χύνονταν σαν

καταρράκτες, από το πηγούνι του, στο φαρδύ στέρνο του και τα πόδια

του. Ο μουλιασμένος μανδύας του χυνόταν άψυχος στις πλάτες του,

χιλιοτρυπημένος από τα ξόρκια του εχθρού του. Το σκήπτρο του έβγαζε

χοντρές τουλούπες καπνού, θαρρείς και τα σωθικά του πήραν φωτιά. Στο

δεξί του χέρι κράδαινε σφιχτά το στομωμένο σπαθί του που έλαμπε

πυρακτωμένο. Η φλόγα από τα μάτια του δε έσβησε αλλά φαινόταν πιο

αδύναμη από πριν, τη  σκέπασαν μαύρα σύννεφα, η καταχνιά της

αδυναμίας. 

«Είμαστε και οι δύο σπουδαίοι πολεμιστές, αξιοσέβαστα όντα καιδιαβαίνουμε τη γη από τότε που ακόμα και ο χρόνος ήταν νεαρός. Θα

Page 214: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 214/322

213

είναι μεγάλο πλήγμα για τον κόσμο, για την φύση την ίδια να χαθούμε

εδώ, εξαιτίας μιας διαφωνίας. Είσαι σοφός, Άδη, σε παρακαλώ, δείξε

σύνεση» 

«Αυτό έπρεπε να το σκεφτείς πριν με προσβάλεις, μάγε. Όμως έχεις δίκιο

και θα σου δώσω την ευκαιρία να φύγεις, αν αυτό αποφασίσεις» 

«Θα μου δώσεις το κράνος σου;» 

Ο Άδης δεν απάντησε, στένεψαν τα μάτια του και η φλόγα θέριεψε μέσα

τους, διέλυσε τα σύννεφα και ζέστανε τον αέρα γύρα του. Ο Έκτορας

φοβήθηκε μην καεί και χαμήλωσε το βλέμμα του. Δίπλα του, άκουσε την

Ανδρομάχη να κραυγάζει: 

«Ξέχνα το αναθεματισμένο κράνος, Αριστοτέλη, ας φύγουμε από εδώ,

όσο είμαστε όλοι καλά…». Ήθελε να συνεχίσει, όμως ο μάγος την

σιώπησε με ένα θυμωμένο βλέμμα. 

«Η θνητή μιλάει σοφά, μάγε. Φύγε, ειδάλλως δεν θα στεκόμαστε και οι

δύο όρθιοι μετά το πέρας της μονομαχίας». Ο Αριστοτέλης έσκυψε  το

κεφάλι, ζύγιασε τις επιλογές του. Κρατώντας την αναπνοή του, ο Έκτορας

περίμενε να ακούσει την απόφαση του φίλου του. Γιατί χρειαζόταν τόσο

απεγνωσμένα το κράνος ο Αριστοτέλης; Άξιζε να διακινδυνεύσει την ζωή

του και τις ζωές των υπολοίπων συντρόφων του για αυτό; Όμως,

σκέφτηκε ότι ο μάγος ήταν πολύ σοφός και ήξερε καλύτερα από τον

καθένα τι προτεραιότητες υπήρχαν στην αποστολή. Τον εμπιστευόταν και

ήξερε ότι θα αποφάσιζε σωστά.

«Θα μου δώσεις το κράνος σου;». Επανέλαβε τελικά. 

Ο Άδης κούνησε το κεφάλι του αγανακτισμένος. Έπειτα ύψωσε το σπαθί

και το σκήπτρο του. 

Η γέφυρα τρανταζόταν συνεχώς από τις ισχυρές εκρήξεις, τα θεμέλια της

μούγκριζαν από τον πόνο και τα δύο πελώρια αγάλματα ταλαντεύονταν

επικίνδυνα. Τα σπαθιά σφιχταγκαλιάζονταν και γεννούσαν φωτιές και

κεραυνούς, τα ξόρκια τους ενώνονταν και δημιουργούσαν εκρήξεις με

εκτυφλωτικές λάμψεις, αστραπόβροντα και γαλαζοπράσινες φωτιές πουέτρωγαν τις μπαρουτοκαπνισμένες πέτρες της γέφυρας και σκορπούσαν

θραύσματα τριγύρω. Κουρνιαχτός σηκώθηκε και τύλιξε τους δύο

μονομάχους, κρύβοντας τους από το άγρυπνο βλέμμα της συντροφιάς. Το

μόνο που διέκρινε ο Έκτορας ήταν οι λάμψεις των εκρήξεων και οι

αστραπές των συγκρουόμενων σπαθιών. Μια εκκωφαντική έκρηξη, που

διέλυσε την θολούρα, συντάραξε την γέφυρα και έριξε τους δύο

μονομάχους χάμω. Η γέφυρα δονήθηκε δυνατά και δεν άντεξε άλλο. Ένας

ισχυρός θόρυβος πλημμύρισε τα αυτιά τους και το έδαφος χάθηκε κάτω

από τα πόδια του Έκτορα. Την τελευταία στιγμή ο Φίλιππος τον τράβηξε

και οι άνθρωποι απομακρύνθηκαν από το τεράστιο χάσμα που χώρισε την

γέφυρα στα δύο. Ο Αριστοτέλης σηκώθηκε αστραπιαία και, με έναπήδημα, έφτασε στην άκρη της γέφυρας πριν τον καταπιεί το κενό.

Page 215: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 215/322

214

Ωστόσο, ο Άδης δεν έδρασε έγκαιρα, έπεσε στην ρωγμή, όμως κρατήθηκε

με το ένα χέρι από το χείλος του γκρεμού. Ήταν η μοναδική ευκαιρία που

θα είχε ο μάγος και έπρεπε να αντιδράσει άμεσα. Σφύριξε στον Ερμή, και

εκείνος χίμηξε με ταχύτητα από τον αέρα, την στιγμή που ο Άδης έβγαινε

από τον γκρεμό. Το γεράκι γράπωσε στα δυνατά του πόδια το κράνος και

πήρε ξανά ύψος, πλαταγίζοντας τις φτερούγες του.

Αιφνιδιασμένος ο Άδης, ξέχασε τον αντίπαλο του, άρπαξε το σκήπτρο

του και στόχευσε το πτηνό, εκθέτοντας τον εαυτό του στον Αριστοτέλη. Ο

μάγος χτύπησε με ταχύτητα και δύναμη, μια αστραπή ξεχύθηκε από το

ραβδί του και χτύπησε τον θεό.

Την τελευταία στιγμή, προσπάθησε να προστατευτεί βάζοντας το σπαθί

του στην τροχιά της αστραπής. Έγινε μια ακόμα έκρηξη που έριξε χάμω

τον Αριστοτέλη, το σπαθί του Άδη έγινε κομμάτια και τα μεταλλικά του

θραύσματα τρύπησαν το κορμί του. Ο θεός βόγκηξε από τον πόνο, άγγιξε

τα ματωμένα πλευρά του. Τα πόδια του τρεμούλιασαν και τελικά λύγισαν,δεν μπορούσαν να κρατήσουν άλλο το βαρύ, πληγωμένο σώμα του.

Γονατισμένος, με τα χέρια του να καλύπτουν τις πληγές του, κοίταξε τον

Αριστοτέλη που στήριζε όλο το βάρος  του στο ραβδί του, ούτε τα δικά

του πόδια μπορούσαν να τον στηρίξουν. 

«Απατεώνα, με εξαπάτησες, δεν μονομάχησες τίμια, ούτε κέρδισες δίκαια

το κράνος μου. Εγώ δεν χρησιμοποίησα την μαγεία του, αλλά εσύ με

χτύπησες πισώπλατα με το γεράκι σου. Δεν άξιζες τον σεβασμό μου, αφού

ούτε εγώ αξίζω τον δικό σου, άτιμο σκυλί» έγρουξε θυμωμένα ο Άδης. 

«Η αποστολή μου είναι πολύ σημαντική, Άδη. Σε σέβομαι, σπουδαίε θεέ,

αλλά η αποστολή μου είναι πιο σημαντική από τον σεβασμό μου για σένα,

πιο σημαντική από την τιμή μου. Είμαι πρόθυμος να τα θυσιάσω για να

επιτύχω. Και θα μας ωφελήσει όλους η επιτυχία μου, πίστεψε με» 

«Η εμπιστοσύνη μου σε σένα χάθηκε, μάγε» έφτυσε χάμω ο Άδης και

συνέχισε: 

»Φύγε τώρα και μάθε ότι από τώρα και πέρα εδώ θα είσαι ανεπιθύμητος

και εχθρός και έτσι θα τιμωρηθείς δίχως έλεος, αν ξαναέρθεις στο

Βασίλειο των Νεκρών» 

Ο Αριστοτέλης έγνεψε κουρασμένα και απάντησε: 

«Αν όλα πάνε καλά, θα έρθω να σου επιστρέψω το κράνος. Και τότε, θα

είμαι έτοιμος να δεχθώ τις συνέπειες της ατιμίας μου. Ως τότε, έχε γεια» 

Τότε, ο Έκτορας συνειδητοποίησε ότι το αόρατο εμπόδιο είχε αποσυρθεί

και πλησίασε τρέχοντας τον Αριστοτέλη, ακολουθούμενος από τους

 υπόλοιπους. Ο μάγος κατέρρευσε στην αγκαλιά του Έκτορα και ψιθύρισε

ξέπνοα:

Page 216: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 216/322

215

«Πάμε να φύγουμε από εδώ. Κράτα με, δεν έχω δυνάμεις να περπατήσω

μόνος μου». 

Ο νεαρός έγνεψε στους υπόλοιπους να τον ακολουθήσουν και ,

διαβαίνοντας προσεχτικά το στενό πέρασμα δίπλα στον γκρεμό,

προσπέρασαν τον λιπόθυμο  Άδη και τελικά έφτασαν στο πέρας τηςκατακερματισμένης γέφυρας. Εκεί στεκόταν καρτερικά μια χρυσή πύλη,

διακοσμημένη με πλατινένια ανάγλυφα του Άδη και διαμαντένια πόμολα.

Την ώρα που ο Έκτορας έσπρωχνε την εντυπωσιακή, αψιδωτή πόρτα,

έκρωξε ο Ερμής και πλησίασε τους πέντε συντρόφους. Πέταξε το βαρύ

κράνος στα χέρια της Ανδρομάχης και κάθισε στον ώμο του Αριστοτέλη.

Ο μάγος τον χάιδεψε απαλά, τον ευχαρίστησε και έπειτα λιποθύμησε. 

Με ένα σιγανό τρίξιμο, η πόρτα άνοιξε διάπλατα, αποκαλύπτοντας στην

άλλη πλευρά το γνώριμο δωμάτιο με τους στενούς χρυσαφένιους τοίχους,

τόσο ψηλούς που δεν διακρίνονταν το ταβάνι. Ανακουφισμένος , ο

Φίλιππος ξεφύσησε και ξάπλωσε στο έδαφος απολαμβάνοντας την ησυχίακαι την γαλήνη που παρείχαν αυτά τα ενδιάμεσα δωμάτια των Αιθουσών

των Μυστηρίων. Όταν πέρασε τελευταίος ο Έκτορας, κουβαλώντας στους

ώμους του τον Αριστοτέλη, η πύλη πίσω τους σφραγίστηκε και έγινε ένα

με τον τοίχο. 

«Σίγουρα η παρουσία μας εκεί μέσα δεν πέρασε απαρατήρητη». Σχολίασε

ο Φίλιππος αναθυμούμενος τις τελευταίες δύο μέρες. «Τα βάλαμε με τον

Βασιλιά-Θεό των Νεκρών, καταστρέψαμε την Γέφυρα των Δύο Αδερφών

και όλα αυτά χωρίς να υπολογίσουμε τις προηγούμενες μέρες. Δεν απορώ

που ο Άδης θα μας θεωρεί ανεπιθύμητους» 

Ο Έκτορας δεν άκουσε λέξη από τα λόγια του φίλου του. Παρατηρούσε

ανήσυχος το πρόσωπο του Αριστοτέλη. Ήταν πανιασμένο, μουσκεμένο

από κρύο ιδρώτα και εντελώς ανέκφραστο. Έτρεμε σύγκορμος και τα

μάτια του ήταν κατακόκκινα. 

«Δεν είναι καλά, κάτι του συνέβη». Στράφηκε στην Ανδρομάχη. 

«Μα, πως; Ο Άδης δεν τον πλήγωσε, σωστά;» 

Ο Έκτορας ανασήκωσε τους ώμους. Η καρδιά του βούλιαξε, βλέπονταςτον φίλο του σε αυτήν την κατάσταση. 

«Ίσως έπαθε υπερκόπωση από την ένταση της μάχης. Χρειάστηκε να

αποκρούσει τρομερές επιθέσεις και να αντεπιτεθεί με την ίδια μανία.

Πολεμούσε συνεχώς για πάνω από δύο μέρες, δεν είναι λίγο. Στάσου να

δω». Επενέβη ο Αχιλλέας. Πλησίασε τον Αριστοτέλη, άγγιξε με την

πελώρια παλάμη του το μέτωπο του μάγου και το στήθος του και αφού

μούσκεψε μερικά κομμάτια πανί, τα άπλωσε στο κεφάλι του να δροσίσει.

Του έκανε μαλάξεις στο μέτωπο και στην πλάτη και έβρεξε τα χείλια του

με μερικές σταγόνες νερό. Συνεχίζοντας την φροντίδα για μερικά λεπτά, ο

Αχιλλέας είδε ικανοποιημένος τα μάγουλα του Αριστοτέλη νακοκκινίζουν ξανά. Το τρέμουλο είχε αποχωρήσει και είχε τα μάτια

Page 217: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 217/322

216

σφαλιστά. Έπαιρνε βαθιές, γαλήνιες ανάσες και παραμιλούσε ακατάληπτα

λόγια.

«Μοιάζει να κοιμάται» σχολίασε η Ανδρομάχη, παρατηρώντας τον. Ο

 Έκτορας έγνεψε θετικά και κοίταξε τον Αχιλλέα. 

«Ας τον αφήσουμε να ηρεμήσει κάμποσες ώρες. Θα είναι εντάξει».

Αποκρίθηκε ο άντρας με την βαριά φωνή του. 

Παίρνοντας δύο βαθιές ανάσες, ο Έκτορας προσπάθησε να χαλαρώσει.

Ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο και, μετά από λίγο, η προσοχή του

στράφηκε στο αντικείμενο που κρατούσε στα χέρια της η Ανδρομάχη. Της

έγνεψε και εκείνη του το έφερε στα χέρια.

 Ήταν βαρύ και πολύ φαρδύ για ανθρώπινο κεφάλι. Καμωμένο από

ατόφιο χρυσάφι και πλατιές παραγναθίδες στολισμένες με ζαφείρια. Στην

κορυφή του υπήρχε μια πλατινένια νεκροκεφαλή από όπου ξεκινούσανασημόχρωμες φλέβες που κάλυπταν ολόκληρο το κράνος. Πάνω από τις

παραγναθίδες υπήρχαν ανάγλυφες φιγούρες του Κέρβερου και του

Χάροντα, ενώ στο μέτωπο του ένα μεγάλο, κεφαλαίο άλφα με φόντο ένα

πολυτελές παλάτι. 

Μια λάμψη πλημμύρισε τα μάτια του Έκτορα, ένας θαυμασμός γέμισε το

πρόσωπο του βλέποντας το πανέμορφο τεχνούργημα, που αποκτήθηκε με

τόσο κόπο. Τα χέρια του ένιωσαν την ασυγκράτητη ενέργεια του κράνους

αγγίζοντας το, έρρεε σαν ζεστό αίμα σε κάθε σπιθαμή του αντικειμένου.

Ο νεαρός σκέφτηκε να το φορέσει, αλλά συγκρατήθηκε. Ήξερε ότι το

κράνος έκρυβε μέσα του αρχαίες, πανίσχυρες δυνάμεις που δεν τολμούσε

 να προκαλέσει. Το ακούμπησε στο έδαφος και έκλεισε τα μάτια. 

Οι σκέψεις του ανέτρεξαν στην περιπετειώδη περιπλάνηση τους. Στο

Βασίλειο του Άδη, στον Χάροντα, στα Ηλύσια Πεδία, στη Νεκρόπολη και

την Χρυσή Πυραμίδα, γέμισε ο νους του με ολόκληρη την Αίθουσα του

Θανάτου.  Αίθουσα του Θανάτου, Θάνατος, Ζωή… Ζωή!  Σκέφτηκε και

γέλασε με την ειρωνική αντίθεση. Μόλις έβγαιναν από κάθε αίθουσα, ο

 νεαρός αντιλαμβανόταν πως μπορούσε να κατανοήσει κάθε μυστήριο

καλύτερα από πριν. Όμως στην Αίθουσα του Θανάτου, θεώρησε πως

κατανόησε πιο καλά την ζωή, παρά τον θάνατο. Εκτίμησε περισσότεροτην φλόγα και την μυστηριακή της δύναμη, την μαγική της προέλευση,

την απόλυτη κυριαρχία της στον κόσμο. Αναθυμήθηκε τις αντιδράσεις

των ψυχών στα Ηλύσια Πεδία. Νεκρές ψυχές σπουδαίων ανθρώπων και

όμως κοιτούσαν τους τέσσερις συντρόφους με δέος και σεβασμό, ακόμα

και φόβο. Θαύμαζαν την ομορφιά μιας ζωντανής ψυχής. Την ισχύ της

 ύπαρξης απέναντι στην ανυπαρξία. Η έννοια της ανυπαρξίας, του χαμού,

του θανάτου δεν ήταν πλήρως αντιληπτές στον Έκτορα, δεν μπορούσε να

φανταστεί τις υποστάσεις τους. Επειδή  τον φόβιζαν; Επειδή ήταν

πράγματα αταίριαστα, αντιφατικά, ξένα σε μια ζωντανή ψυχή; Δεν ήξερε.

 Ήξερε ότι από τότε και πέρα θα ευγνωμονούσε την καρδιά του για κάθε

χτύπο της, ήξερε ότι από τότε και πέρα δεν θα έπαιρνε εύκολα την ζωήκάποιου. Κατανοούσε ακόμα και τον φόβο του Ζακχαέρ Ντων για τον

Page 218: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 218/322

217

θάνατο, αλλά αντιλήφθηκε και πόσο ανώφελη ήταν η αναζήτηση του.

Θέλησε να συνδέσει δύο πράγματα που υπήρχαν σε εντελώς διαφορετικές

διαστάσεις. Θέλησε να ενώσει δύο κόσμους που δεν επικοινωνούσαν 

μεταξύ τους και δεν αντιλαμβάνονταν ο ένας την έννοια του άλλου.  Πως

ενώνεις την ύπαρξη με την ανυπαρξία; Συλλογίστηκε εσώψυχα ο νεαρός.

 Όμως σύντομα η ψυχή του σκοτείνιασε από τους λογισμούς περίανυπαρξίας και θανάτου, ανατρίχιασε το δέρμα του και άνοιξε τα μάτια

κοντανασαίνοντας. 

Αποφάσισε να αφήσει κατά μέρος τον θάνατο και να ζήσει. Να

απολαύσει την φλόγα της ψυχής του όσο ακόμα έκαιγε και έκανε το αίμα

του να βράζει. Σηκώθηκε όρθιος, έσφιξε στην αγκαλιά του την

Ανδρομάχη και φιλήθηκαν. Της παρήγγειλε να του τραγουδήσει. Η

κοπέλα άνοιξε το στόμα και τα δυο της χείλη έγιναν κόκκινα πουλιά που

κελαηδούσαν χαρούμενους σκοπούς των Αμαζόνων. Κελαηδούσαν και

έπαιρναν φωτιά, λικνίζονταν, σπίθιζαν και σαγήνευαν τον Έκτορα,

προσκαλώντας τον να τα φιλήσει. 

Page 219: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 219/322

218

Στην καρδιά του Σκότους  

ια κάμποσες ώρες, η συντροφιά τραγουδούσε, γελούσε και χόρευε ,

ώσπου τα αποκαμωμένα τους κορμιά κυλίστηκαν στο βελουδένιο

στρώμα του ύπνου. Ο Αχιλλέας άλλαξε κομπρέσες στον

Αριστοτέλη και του σήκωσε το κεφάλι να πιει λίγο νερό. Δροσερό ήταν το

μέτωπο του μάγου και το παραμιλητό είχε σταματήσει.  Αύριο θα είναι

καλά. Συμπέρανε ο άντρας και έπεσε να κοιμηθεί. 

Πράγματι, τρεις ώρες αφού είχαν πέσει για ύπνο οι υπόλοιποι, ο μάγοςάνοιξε τα βαριά ματόφυλλα του. Ένιωσε υγρό το μέτωπο του, άπλωσε το

χέρι και απομάκρυνε τις κομπρέσες. Τέντωσε το κορμί του, τα κόκκαλα

του ακόμα πονούσαν αφόρητα, αλλά ο Αριστοτέλης δεν προσδοκούσε να

γιάνουν άμεσα. Θα χρειαζόταν καιρός για να συνερχόταν πλήρως από την

μάχη. Αποδείχθηκε ότι ο Άδης παρέμενε σπουδαίος πολεμιστής και η

τύχη ευνόησε τον μάγο όταν έσπασε η γέφυρα.

Ανασηκώθηκε και τέντωσε ξανά τα χέρια του. Η φουσκαλιασμένη

παλάμη του τον έτσουξε όταν την ακούμπησε στο έδαφος για να σηκωθεί

και, όταν στυλώθηκε, το κεφάλι άρχισε να γυρίζει. Χρειαζόταν χρόνος,

όμως ήταν πολύτιμος, δεν χωρούσε άλλη καθυστέρηση, αναλογίστηκε ομάγος. Ο Ζακχαέρ Ντων προχωρούσε, η ισορροπία της φύσης κλονιζόταν 

από τους Θανατώριους του, έπρεπε να βιαστούν. Με ένα κρώξιμο, τον

καλημέρισε ο Ερμής που ξύπνησε, ακούγοντας τον φίλο του. Εκείνος τον

χάιδεψε απαλά στην φτερούγα και έπειτα στράφηκε στο κράνος που

κειτόταν παρατημένο στο έδαφος. Το σήκωσε προσεχτικά και καθρέφτισε

το πρόσωπο του στην γυαλιστερή του επιφάνεια. Κοίταξε τα όμορφα

ανάγλυφα του για μερικές στιγμές και έπειτα το έχωσε στον μανδύα του,

δίπλα στην καρδιά του Ιάσωνα. Χαμογέλασε ικανοποιημένος στον Ερμή, 

τούτο το κράνος ίσως τους γλίτωνε  από πολλούς μπελάδες, πολλοί

κίνδυνοι καρτερούσαν στις δύο επόμενες αίθουσες. Χάιδεψε ξανά το

γεράκι και ξάπλωσε σε μια γωνιά,  να πάρει δυνάμεις. Στον απέναντιτοίχο, η πόρτα της Αίθουσας του Σκότους του γελούσε προκλητικά.  Όμως

δεν είχε γαλήνιο ύπνο. Φοβερά όνειρα γέμιζαν τα σπλάχνα του με τρόμο

και παράνοια. Έπεφτε από την Γέφυρα των Δύο Αδερφών και

γκρεμιζόταν στον Τάρταρο, όπου οι μαύρες ψυχές τον αλυσόδεναν και

τον βασάνισαν. Και  τότε ήρθε ο Άδης, η μεγαλοπρεπής παρουσία του

σκόρπισε τις φοβισμένες ψυχές στα σκοτάδια του Ταρτάρου. Άλικο αίμα

έτρεχε από τις πληγές του στα πλευρά και στην κοιλιά. Πλησίασε τον

Αριστοτέλη και άπλωσε το πελώριο χέρι του. η ατσαλένια λαβή του

έκλεισε γύρω από τον λαιμό του μάγου: 

Γ 

Page 220: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 220/322

219

«Άτιμε, με χτύπησες άνανδρα και θα τιμωρηθείς σκληρά». Φώναξε ο

θεός και ύψωσε το σπαθί του. Έπειτα το σκηνικό άλλαζε και ο

Αριστοτέλης μεταφερόταν σε ένα σκοτεινό μπουντρούμι όπου ο ζεστός

αέρας βρωμούσε αποσύνθεση. Το σώμα του ήταν τσακισμένο και

πληγιασμένο. Μια πέτρινη πόρτα άνοιξε και  φανερώθηκαν οι οχτώ

δέσμιοι του. Στάθηκαν από πάνω του, ψηλοί και μεγαλοπρεπείς, οι εφτάμε άσπρους μανδύες και ο μεσαίος, ο ψηλότερος, με μια μαύρη

αρματωσιά. Στα στήθια τους υπήρχε το σύμβολο της Σεθίρηκα. 

«Γιατί πρόδωσες τον Άδη, μάγε; Θα τιμωρηθείς για αυτό». Μίλησε  με

σκληρή, παγωμένη σαν ατσάλι  φωνή το πλάσμα με την μαύρη

αρματωσιά. Και έπειτα ύψωσαν και οι οχτώ τα κυρτά σπαθιά τους και τα

κατέβασαν στο κεφάλι του. 

Ο μάγος έσυρε φωνή, γεμάτη φόβο  και ξύπνησε. Κοίταξε απορημένος

τους χρυσαφένιους τοίχους γύρω του και προσπάθησε να θυμηθεί που

βρισκόταν. Όλα καλά. Είμαι έξω από την Αίθουσα του Θανάτου. Δεν μεέπιασε ο Άδης. Ούτε είμαι στα μπουντρούμια της Σεθίρηκα. Όλα ήταν ένα

όνειρο. Συλλογίστηκε ανακουφισμένος. Το δωμάτιο γύριζε και του ήρθε

αναγούλα. Έγειρε το κεφάλι και έκανε εμετό. Δύο δυνατά χέρια ήρθαν

από πίσω και κράτησαν το μέτωπο και τις πλάτες του. Σκούπισε το στόμα

στο μανίκι του μανδύα του και στράφηκε πίσω του. Τον κρατούσε ο

Αχιλλέας, που είχε ξυπνήσει  και παρατηρούσε σιωπηλά τον μάγο όσο 

αυτός παραμιλούσε βυθισμένος στον εφιάλτη του. 

«Είσαι καλά;» Γρύλισε βλοσυρά ο άντρας. 

«Ναι, ναι, τίποτε ανησυχητικό. Απλά, η μάχη με τον Άδη με εξουθένωσε

τρομερά. Θα συνέλθω. Πήγαινε κοιμήσου, είμαι καλά». Απάντησε ξέπνοα

ο μάγος. Ο Αχιλλέας υπάκουσε και ξάπλωσε στην γωνιά του. Σε λίγο , το

άγριο ροχαλητό του γέμισε την αίθουσα. Ακόμα και στον ύπνο του όμως,

ο άντρας ήταν σε επιφυλακή, ξυπνούσε με τον παραμικρό θόρυβο και το

σώμα του ήταν πάντα σε ετοιμότητα. 

Στο μεταξύ, το βλέμμα του Αριστοτέλη σάρωσε την αίθουσα. Μισό

μέτρο πιο μακριά από τον Αχιλλέα, γυάλιζε η ξανθιά χαίτη του Φίλιππου

πάνω από τα σκεπάσματα. Δίπλα του, με τα χέρια τους

σφιχταγκαλιασμένα, ο Έκτορας και η Ανδρομάχη ταξίδευαν στα, γεμάταέρωτα και ευδαιμονία, όνειρα τους. Αναστενάζοντας και ξεφυσώντας, ο

Αριστοτέλης ξάπλωσε χάμω. Ήταν εξαντλημένος αλλά δεν μπορούσε να

κοιμηθεί, η σκιά του εφιάλτη κρατούσε ακόμα τα μάτια του ορθάνοιχτα.

Η εξάντληση της μονομαχίας είχε λυγίσει τις αντιστάσεις του και ένιωθε

την ψυχή του ευάλωτη. Σκέφτηκε να επαναλάβει την διαλογιστική

διαδικασία που είχε κάνει πριν την συνάντηση του με τον Άδη

προκειμένου να πάρει δυνάμεις, όμως η τελετή απαιτούσε πλήρη

αυτοσυγκέντρωση και καθαρό μυαλό. Τώρα, ένα σκοτεινό πέπλο κάλυπτε

το νου του μάγου και ήταν καταβεβλημένος από την κούραση και την

ανησυχία. Επιπλέον, δεν διέθεταν την πολυτέλεια να σταματήσουν εκεί, 

έως ότου ο Αριστοτέλης να ήταν  έτοιμος να επιχειρήσει ξανά τονδιαλογισμό του. Το ένιωθε μέσα του, μια σκιά που είχε ξεκινήσει από το

Page 221: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 221/322

220

πιο απόμερο και παγωμένο μπουντρούμι της ψυχής του εξαπλωνόταν και

έκανε τα σπλάχνα του να τρέμουν και να σφαδάζουν. Τα στίφη του

Ζακχαέρ Ντων λίμαζαν την γη και γίνονταν πιο δυνατά κάθε μέρα.

 Δεν υπάρχει χρόνος. Υπενθύμιζε διαρκώς στον εαυτό του. Δεν υπήρχε

χρόνος, έπρεπε να σφίξει τα δόντια και να διάβαιναν  την επομένη, ίσωςκαι εκείνη την μέρα, την Αίθουσα του Σκότους. Ζύγιαζε τις δυνάμεις της

συντροφιάς απέναντι σε εκείνες που κατοικούσαν στην Αίθουσα. Η

ασφάλεια του Έκτορα ήταν η πρώτη προτεραιότητα, δίχως αυτόν τα

πάντα θα δυσκόλευαν πολύ. Η συντροφιά ήταν ισχυρή και τα

συναισθήματα που την έδεναν την έκαναν συμπαγή και άκαμπτη. Ίσως θα

κατάφερνε να επιβιώσει ακέραιη από τους περισσότερους κινδύνους του

Σκότους. Όμως η αίθουσα τούτη, όπως και η προηγούμενη ήταν κατοικία

ενός αρχαίου Θεού. Και τούτος δεν είχε την τιμή και την ακεραιότητα των

προηγουμένων. Ανελέητος και αιμοδιψής, άπληστος σφετεριστής της

εξουσίας, άρχοντας του χάους και του μαρασμού. Εξορίστηκε στα αχανή

σπήλαια του Σκότους, έπειτα από την προσπάθεια του να σφετεριστεί τηνεξουσία του Όσιρι και να κυβερνήσει τον κόσμο. Το τρομερό πρόσωπο

του σκίασε το μυαλό του Αριστοτέλη προς στιγμήν. Μέσα από το

βελούδο του μανδύα του, ο μάγος ένιωσε το κράνος του Άδη και

αναθάρρησε. Θα τα καταφέρουμε. Καθησύχασε τον εαυτό του και έκλεισε

τα μάτια. 

Μερικά λεπτά μετά, και ενώ ο Αριστοτέλης βυθίστηκε σε γαλήνιο ύπνο

χωρίς όνειρα, η συντροφιά ξύπνησε. Μια αχτίδα ήλιου έλουσε το

πρόσωπο του Έκτορα μόλις άνοιξε τα μάτια. Προς στιγμήν νόμισε πως

βγήκαν έξω από την σπηλιά, όμως συνειδητοποίησε ότι το φως έβγαινε

από τα χαμογελαστά χείλη της Ανδρομάχης. Τα φίλησε και ο ήλιος μπήκε

μέσα του και ζέστανε τα σωθικά του, άνθισε σαν λιβάδι η ψυχή του. Ο

Φίλιππος τους καλημέρισε ζωηρά και έψαξε στα δισάκια να δει τι είχε

απομείνει για πρωινό. Τα αποθέματα τους έφταναν μόνο για μία μέρα,

άλλα ο νεαρός σκέφτηκε ότι θα τους μαγείρευε ο Αριστοτέλης από τότε 

και στο εξής. Έτσι, μαζεύτηκαν σε έναν κύκλο και καταβρόχθισαν

λαίμαργα τις τελευταίες προμήθειες. 

«Μήπως να ξυπνήσουμε και τον Αριστοτέλη να φάει; Πρέπει να πάρει

δυνάμεις». Πρότεινε η Ανδρομάχη κοιτώντας προς τον μάγο. 

«Δε νομίζω πως θα φάει σήμερα.  Το πρωί ξύπνησε και έκανε εμετό».

 Ήρθε η απάντηση από τον Αχιλλέα. 

«Όποτε πεινάσει, μπορεί να δημιουργήσει φαγητό, σωστά; Ή μήπως να

του φυλάξουμε;». Μίλησε μπουκωμένος ο Φίλιππος. Κανείς δεν ήξερε να

απαντήσει σίγουρα αν ο μάγος ήταν ακόμα έτοιμος να δημιουργήσει

φαγητό, οπότε του φύλαξαν μια μερίδα.

Πιάνοντας την χορτασμένη κοιλιά του, ο Έκτορας σκέφτηκε πόσο είχε

αδυνατίσει από τότε που μπήκαν στην Σπηλιά. Του έλειπαν τα χορταστικά

γεύματα, τα γευστικά πιάτα της Ροτενσνέικ. Αντιθέτως, οι άλλοι τρειςήταν πολύ πιο υγιείς, από ότι όταν συναντήθηκαν στη Σωθράπον και στο

Page 222: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 222/322

221

Φίμιν. Γεγονός πολύ φυσιολογικό καθώς, όπως είχαν διηγηθεί στον

 Έκτορα, ο Φίλιππος και ο Αχιλλέας μαζί με ακόμα πενήντα άτομα

περίπου, ζούσαν τα τελευταία χρόνια τρώγοντας μέλι, ξηρούς καρπούς και

τις υπόλοιπες μουχλιασμένες προμήθειες που έβρισκαν στα χαλάσματα

διάφορων σπιτιών. Ακόμα και ποντίκια και νυχτερίδες  κυνηγούσαν για

τροφή. Θυμήθηκε την φρίκη και τον πόνο στα μάτια του Φίλιππου , όταντου εξομολογήθηκε ότι, σε περιόδους που λιμοκτονούσαν, έτρωγαν μέχρι

και τους νεκρούς ανθρώπους. Από την άλλη, η Ανδρομάχη,

πολιορκούμενη από τους Θανατώριους, είχε περάσει δύο βδομάδες

ολότελα νηστική, προκειμένου να μην προδώσει την κρυψώνα της. 

Όλα εξαιτίας τους. Συλλογίστηκε τον Ζακχαέρ Ντων και τους Εφτά Ιερείς

και ένα κύμα μίσους σάρωσε τα εσώψυχα του. Αναστέναξε πονεμένα και

κοίταξε την πόρτα μπροστά του.  Η Αίθουσα του Σκότους.  Ακόμα και η

σκέψη του ονόματος της αίθουσας τους αποθάρρυνε να μπουν μέσα. Η

πόρτα ήταν εντελώς διαφορετική από τις προηγούμενες. Έμοιαζε

φτιαγμένη από συμπαγή μαύρη σκιά που κυμάτιζε αέναα. Δεν υπήρχεπόμολο, ούτε μεντεσέδες. Ήταν ένα κομμάτι του νυχτερινού,

συννεφιασμένου ουρανού, σε σχήμα αψιδωτής πύλης. Ένα κατάμαυρο

βελούδο, πλεγμένο από σκοτάδι. Ωστόσο δεν είχε την ομορφιά του

σκοταδιού της νύχτας. Μίσος, κακό και χάος, αλλά και πολύ δύναμη

ακτινοβολούσε η μυστηριώδης τούτη πόρτα. 

«Φαίνεται ακίνδυνη, αλλά για κάποιο λόγο με τρομάζει». Ψιθύρισε στην

Ανδρομάχη που γλίστρησε αθόρυβα δίπλα του.

«Ναι. Μοιάζει φτιαγμένη από το ίδιο το σκοτάδι της αβύσσου».

Συμφώνησε εκείνη. »Και κάτι μου λέει ότι η άλλη πλευρά θα είναι ακόμα

πιο τρομαχτική. Η Αίθουσα του Σκότους. Όταν πρωτομπήκαμε στη

σπηλιά δεν φανταζόμουν ότι θα αντιμετωπίζαμε τόσες  δυσκολίες και

όμως θα φτάναμε τόσο μακριά. Αλλά παρά τις επιτυχίες μας, δεν νιώθω

καθόλου έτοιμη να διαβώ το κατώφλι τούτης της πόρτας». Ο Έκτορας

έμεινε σιωπηλός για μερικά δευτερόλεπτα, πριν απαντήσει. 

«Ο Αριστοτέλης πάντα έλεγε ότι η λατρεία και η δαιμονοποίηση

στοιχείων, δυνάμεων ή προσώπων είναι απλά δεισιδαιμονίες των

ανθρώπων. Όπως είχα ξαναπεί, στο σύμπαν υπάρχει μόνο η ισορροπία ή η

απουσία της. Δεν υπάρχει καλό και κακό. Στους μάγους, στουςανθρώπους, μέσα σε όλα τα ζωντανά όντα υπάρχει το φως και το σκοτάδι.

Το μόνο ζήτημα είναι ο τρόπος χρήσης ή κατάχρησης των δυνάμεων τους.

Δηλαδή, αυτό που λέω, είναι ότι δεν πρέπει να μας τρομάζει το σκότος

λιγότερο από το φως ή τον θάνατο» 

«Ακούγονται ωραία  αυτά, όμως, από όσο ξέρω,  στις δυνάμεις του

σκότους έχουν βρει καταφύγιο μερικά από τα αθλιότερα όντα του κόσμου,

συμπεριλαμβανομένου και του Ζακχαέρ Ντων, μην το ξεχνάς». Ο

 Έκτορας ανασήκωσε τους ώμους: 

«Δεν διαφωνώ, και σίγουρα ο κόσμος μας έχει πληγεί περισσότερο απότο σκότος παρά από το φως. Όμως θυμήσου την εκστρατεία του

Page 223: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 223/322

222

Αλέξανδρου. Και ο Αριστοτέλης στο παρελθόν μου είχε πει για πλάσματα

με τρομερές δυνάμεις του φωτός που καταδυνάστευαν τον κόσμο, πριν

ακόμα γεννηθούν οι άνθρωποι, οι θεοί και οι μάγοι. Είμαστε πολύ μικροί

και ταπεινοί για να κρίνουμε τις ανυπέρβλητες αυτές δυνάμεις , που είναι

πιο αρχαίες και από τον χρόνο» 

Με ένα γνέψιμο, η Ανδρομάχη συμφώνησε. Απομακρύνθηκαν από την

πόρτα και κατευθύνθηκαν προς τον Αριστοτέλη που κοιμόταν ακόμα 

βαθιά. Ακουμπώντας την παλάμη της στο ρυτιδιασμένο μέτωπο του, η

Αμαζόνα έλεγξε αν είχε πυρετό, αλλά ο μάγος ήταν υγιείς.

Δύο ώρες αργότερα ξύπνησε από τον βαθύ λήθαργο του. Ένιωθε

ξεκούραστος και δυναμωμένος. Πονούσε ακόμα σε κάθε σπιθαμή του

γέρικου κορμιού του, αλλά το αντίθετο θα τον ξάφνιαζε. Έπρεπε να

φυλάξει τις δυνάμεις του, έτσι, όταν ο Φίλιππος του πρότεινε να φάει τις

τελευταίες προμήθειες αντί να μαγέψει ένα δείπνο, συμφώνησε εμφατικά.

 Έφαγε σιωπηλός, το κεφάλι του γύριζε και η κούραση κατέλαβε ξανά τοταλαιπωρημένο σώμα του. Η νύστα τον χτύπησε ξαφνικά και βίαια σαν

κεραυνός σε καθαρό ουρανό. Χασμουρήθηκε και πριν πάει για ύπνο

μήνυσε στη συντροφιά: 

«Σε λίγες ώρες θα εισέλθουμε στην Αίθουσα του Σκότους. Δεν είναι

σώφρον να το καθυστερήσουμε κι άλλο. Ξεκουραστείτε και

ετοιμαστείτε». Στη συνέχεια, και δίχως να περιμένει απόκριση, ξάπλωσε,

σφάλισε τα μάτια και κοιμήθηκε μεμιάς.

«Δεν είναι ακόμα έτοιμος. Δεν πρέπει να μπούμε ακόμα». Ψιθύρισε ο

 Έκτορας θυμωμένος. 

«Πολλές φορές διαφωνήσαμε με τις αποφάσεις του, Έκτορα, αλλά μας

οδήγησε σωστά μέχρι τώρα». Αποκρίθηκε ο Φίλιππος. 

«Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Αριστοτέλης είναι αλάνθαστος όμως. Και αν

κινδυνέψει θα είναι κακό για όλους μας. Μας προειδοποίησε και γίναμε

μάρτυρες των δυνάμεων που εδρεύουν στις Αίθουσες. Και μπροστά μας

καρτερούν οι δυνάμεις του Σκότους. Θα μπορέσει να τις πολεμήσει σε

αυτήν την κατάσταση»;  Ήρθε ο αντίλογος από την Ανδρομάχη. 

Ο Έκτορας θυμήθηκε την τελευταία φορά που νόμιζαν ότι ο Αριστοτέλης

ήταν τραυματισμένος, στην αίθουσα του Φαραώ-Μάγου. Θυμήθηκε και

την διαφωνία του με τον Αριστοτέλη όταν ο μάγος τους αποκάλυψε ότι θα

μονομαχούσε με τον Άδη. Όπως είπε ο Φίλιππος και στις δύο περιπτώσεις

οι τέσσερις άνθρωποι αποδείχθηκε ότι έκαναν λάθος. Όμως η Ανδρομάχη

επισήμανε σωστά πως ακόμα και ο Αριστοτέλης κάνει λάθη, γεγονός που

αποδείχθηκε στην αίθουσα του Φαραώ-Μάγου. Αν ο Αριστοτέλης δεν

είχε εκτιμήσει σωστά την κατάσταση της υγείας του, η περιπέτεια τους θα

έπαιρνε θανάσιμη τροπή. Τελικά ο Έκτορας καταστάλαξε: 

«Όντως, ο Αριστοτέλης έχει κάνει λάθη και είναι πιθανό να κάνει κι άλλαστο μέλλον. Όμως εμείς θα κάναμε περισσότερα λάθη αν δεν τον

Page 224: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 224/322

223

εμπιστευόμασταν και ήδη κάναμε πολλά. Μόλις ξυπνήσει θα το

συζητήσουμε και μαζί του, αλλά θεωρώ πως πρέπει να τον

εμπιστευτούμε». 

Ξάπλωσαν όλοι, προκειμένου να ξεκουραστούν, ώστε να είναι έτοιμοι για

την δύσκολη συνέχεια. Όμως κανείς δε νύσταζε και κοιτούσαν αμίλητοιτην αχανή οροφή της αίθουσας. Το κεφάλι της Ανδρομάχης ακουμπούσε

στο στήθος του Έκτορα και εκείνος χάιδευε τα μεταξένια μαλλιά της. Η

μεθυστική μυρωδιά τους έκανε τα μάτια του να δακρύσουν και ζάλισε το

 νου του. 

«Τι σκέφτεσαι;» την ρώτησε. 

«Φανταζόμουν ότι ήμουν πουλί, πετούσα ψηλά, χανόμουν στην ψηλή

οροφή και έβγαινα από εκεί στον ουρανό. Μου έχει λείψει ο ουρανός».

 Ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα εσώψυχα του Έκτορα και

σκαρφάλωσε στα χείλη του. Πόσο συμμεριζόταν τα αισθήματα της! «Και εμένα. Είμαστε σαν φυλακισμένοι σε τούτην την αναθεματισμένη

σπηλιά τόσες μέρες που έχασα τον λογαριασμό. Όταν βγούμε έξω, θα έχω

τα μάτια μου ψηλά στον ουρανό ώσπου να χορτάσω την απεραντοσύνη

του» 

«Όχι». Είπε η Αμαζόνα και ανασηκώθηκε. Πλησίασε το πρόσωπο της

στο δικό του και του ψιθύρισε:  »Όχι τόσο αργά. Τώρα. Γίνε πουλί και

πέτα μαζί μου τώρα αμέσως. Κλείσε τα μάτια σου» 

Ο νεαρός υπάκουσε. Ξάφνου το σώμα του αλάφρωσε και ένιωσε τα χέρια

του να γίνονται φτερούγες. Χρώματα και σχήματα πλημμύρισε η

σκοτεινιά των κλειστών βλεφάρων του και ήχοι του ανέμου γέμισαν τα

αυτιά του. Πετούσε στον νυχτερινό ουρανό, τα φτερά του αντιφέγγιζαν

την παγωμένη λάμψη των αστεριών. Ρούφηξε λαίμαργα τις μυρωδιές που

μετέφερε το δροσερό αεράκι και άνοιξε διάπλατα τα αυτιά,  να ακούσει τις

μελωδίες των λύκων και των αηδονιών. Χαμηλά σε ένα δέντρο,

αντηχούσε και το μοναχικό κάλεσμα ενός γκιώνη. Έστρεψε το κεφάλι

δεξιά και αριστερά να εντοπίσει την Αμαζόνα του. Όμως το παιχνιδιάρικο

τιτίβισμα της ακούστηκε από ψηλά, πολύ ψηλά, στα όρια του ουρανού.

Την έφτασε και εκείνη τον καλωσόρισε με ένα χαμόγελο. Και έπαιζαν,

κυνηγιόντουσαν, έκαμαν έρωτα με τα ασημένια κρόσσια των άστρων ναχαϊδεύουν τις φτερούγες τους. Ο Έκτορας άνοιξε τα μάτια, ξέπνοος και

ευτυχισμένος από το σύντομο ταξίδι του. Κοίταξε την Ανδρομάχη και

διέκρινε στα μάτια της το φως των αστεριών που τους συνόδευε στην

πτήση τους. 

«Με ταξίδεψες σε κόσμους πέρα των ονείρων και της φαντασίας. Πως το

κάνεις αυτό;» 

Η απόκριση της ήταν ένα παιχνιδιάρικο βλεφάρισμα των ματιών. Τύλιξε

στις παλάμες της το πρόσωπο του Έκτορα και έφερε τα χείλη της στα δικά

του. Σφιχταγκαλιάστηκαν και έμειναν έτσι ώσπου ξύπνησε οΑριστοτέλης. 

Page 225: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 225/322

224

Είχαν ήδη περάσει εννιά ώρες, όταν ο μάγος άνοιξε τα μάτια του.

Τέντωσε το καταπονημένο κορμί του να ξεμουδιάσει, οι αρθρώσεις του

έτριξαν και ανασηκώθηκε. Μόλις τον πήραν χαμπάρι ο Έκτορας και η

Ανδρομάχη, ξύπνησαν τον Φίλιππο που είχε λαγοκοιμηθεί. Ο Αχιλλέας

ήδη μάζευε τα σκεπάσματα και τακτοποιούσε το σακίδιο του.Υποβοηθούμενος από τον Έκτορα, ο Αριστοτέλης κατάφερε να σηκωθεί

όρθιος.

«Αριστοτέλη, είσαι σίγουρος ότι ξεκουράστηκες αρκετά; Χθες

συζητούσαμε με τους υπόλοιπους και συμφωνήσαμε ότι δεν φαίνεσαι

έτοιμος». 

 Δεν είμαι έτοιμος. Σκέφτηκε ο μάγος. Αλλά δεν θα το παραδεχόταν, θα

ατσάλωνε την θέληση του, θα ξεζούμιζε από την καρδιά του κάθε

σταγόνα αποφασιστικότητας, δεν θα λύγιζε.

«Σίγουρα δεν είμαι ακόμα τόσο δυνατός όσο ήμουν. Αλλά   θαανταπεξέλθω στα εμπόδια του Σκότους. Είμαι ακόμα αρκετά γερός να

βάλω κάτω τους περισσότερους εχθρούς και αν παρουσιαστεί ο Άρχοντας

της Αίθουσας έχω στην διάθεση μου δύο κρυφά όπλα. Μάζεψε και τους

 υπόλοιπους να σας μιλήσω» 

Υπάκουσε ο νεαρός στο θέλημα του μάγου και η συντροφιά έκανε έναν

κύκλο γύρω του. Ο Αριστοτέλης, που στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη

στη μαύρη πόρτα, ξερόβηξε και μίλησε δυνατά: 

«Θα μπούμε σήμερα στην Αίθουσα του Σκότους. Ξέρω ότι όλοι

ανησυχείτε για την  υγεία μου, όμως ο χρόνος μας πιέζει αβάσταχτα και

 νομίζω ότι, μετά την πρώτη αίθουσα, αντιληφθήκατε την ισχύ του. Έχω

αρκετές δυνάμεις και ολόκληρη η συντροφιά μας είναι πολύ ισχυρή, θα

συνθλίψει τους περισσότερους εχθρούς που θα παρουσιαστούν στο διάβα

μας. Ίσως όμως δεν θα μετάσχω σε μάχες αν δεν κρίνω ότι είναι

απαραίτητο. Βλέπετε, σε τούτη την αίθουσα, όπως και στην προηγούμενη,

κατοικεί ένας αρχαίος θεός. Είναι αδερφός του Όσιρι, άρχοντας του χάους

και του μαρασμού. Όμως, αντίθετα με τον Άδη ή τον Όσιρι, η Αίθουσα

του Σκότους δεν είναι το βασίλειο του, παρά η φυλακή του. Σετ είναι το

όνομα του και τον εξόρισε εδώ ο αδερφός του , ο Ώρος, ο γερακόμορφος

θεός του Φωτός. Θα μας ακολουθήσει, αν μας αντιληφθεί, και θα θελήσει να βγει από την αίθουσα μαζί μας. Αυτό είναι ανεπίτρεπτο και θα πρέπει

 να τον διώξω μακριά πριν βγούμε από την Αίθουσα του Σκότους. Οπότε,

θα χρειαστεί να φυλάξω δυνάμεις, σε περίπτωση που αναγκαστώ  να 

μονομαχήσω μαζί του. Μέσα στην Αίθουσα του Σκότους υπάρχει ένα

θαυμαστό βασίλειο, το οποίο διαφεντεύουν αρχαία και δυνατά όντα.

 Όμως θεωρούν τους ανθρώπους  και, πολύ περισσότερο, τους μάγους 

παρείσακτους και επικίνδυνους. Διότι, μέσα μας έχουμε περισσότερο φως

από σκοτάδι. Θα μας βλάψουν αν μπορέσουν, να είστε σίγουροι ότι δεν

θα δείξουν οίκτο. Να είστε συνεχώς σε επιφυλακή και να χτυπήσετε δίχως

σκέψη ότι παρουσιαστεί μπροστά σας. Εγώ θα επέμβω μόνο αν κριθεί

απολύτως απαραίτητο, γι’ αυτό προσοχή. Καταλάβατε;» 

Page 226: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 226/322

225

 Όλοι έγνεψαν θετικά και έσφιξαν στα μυώδη χέρια τους τα όπλα. Ο

Αχιλλέας έφτυσε χάμω και προκάλεσε από μέσα του το σκότος.

«Εντάξει λοιπόν, είθε η φλόγα του ήλιου να φωτίσει τις ψυχές μας, πάμε» 

Δίχως να περιμένει, ο Αριστοτέλης έκανε μια μεγάλη  δρασκελιά και

πέρασε μέσα από την πόρτα, δίχως να την ανοίξει. Η μαύρη σκιά τονκατάπιε και τον πέρασε στην άλλη μεριά. Τον μιμήθηκαν και οι

 υπόλοιποι, πρώτος πέρασε ο Αχιλλέας υψώνοντας το τσεκούρι του,

ακολούθησε ο Φίλιππος, η Ανδρομάχη και τελευταίος ο   Έκτορας. Τα

σκιώδη κρόσσια της μυστηριώδους πόρτας τον χάιδεψαν και κόλλησαν

πάνω του, σαν πλοκάμια χταποδιού. Τον τράβηξαν, σχεδόν βίαια και ο

 νεαρός τυλίχθηκε στην παγωνιά και στην άβυσσο. Μαυρίλα σκέπασε τα

μάτια του, προς στιγμήν φοβήθηκε ότι τυφλώθηκε. Κούνησε τα χέρια

μπροστά στο πρόσωπο του, δεν διέκρινε τίποτα, έτριψε τα μάτια του,

όμως το σκοτάδι δεν διαλυόταν. Γύρω του άκουγε ανάσες, έστρεψε το

κεφάλι του εκεί που άκουγε την πιο κοντινή: 

«Ανδρομάχη;» 

«Εδώ είμαι. Δεν σε βλέπω, δεν βλέπω τίποτα» 

«Ούτε εγώ». Σέρνοντας τα πόδια του και έχοντας τα χέρια του

προτεταμένα μπροστά, πλησίασε κοντά της και έπιασε το χέρι της. Από

κάπου μπροστά του, ακούστηκε η φωνή του Αριστοτέλη: 

«Τα θνητά, ταπεινά μάτια σας θα χρειαστούν κάμποση ώρα να

συνηθίσουν το πηχτό σκοτάδι. Αχιλλέα, πιάσε το χέρι μου και πιαστείτε

μεταξύ σας,   να μην χαθούμε. Προχωράτε με πολύ προσοχή, μην

παραστρατήσετε από τον δρόμο, ειδάλλως ίσως χαθείτε για πάντα» 

 Έτσι και έγινε. Ο Αχιλλέας έπιασε με το ένα χέρι τον μάγο και το άλλο

τον Φίλιππο, εκείνος την Ανδρομάχη και η κοπέλα τον Έκτορα.

Ξεκίνησαν να βαδίζουν σε αυτόν τον αλλόκοτο σχηματισμό , εντελώς

τυφλοί και εκτεθειμένοι. Σκόνταφταν και στραβοπατούσαν συνεχώς,

προχωρούσαν πολύ αργά και σύντομα την συντροφιά κατέκλυσε

 νευρικότητα και ανυπομονησία. Αποκομμένος από την αίσθηση της

όρασης, ο Έκτορας ένιωσε τις άλλες αισθήσεις του να εντείνονται. Όμως

αυτό δεν τον ωφέλησε, παρά ενίσχυσε την νευρικότητα του. Γύρω τουάκουγε ψιθύρους, γρυλίσματα, πλαταγίσματα φτερών και τρίξιμο δοντιών.

Κάποιος ή κάτι τους παρακολουθούσε. Η αδρεναλίνη φαρμάκωσε το

σώμα του και μούδιασε το νου του. Από το ιδρωμένο χέρι του, το σπαθί

γλιστρούσε και με κόπο κατέπνιξε τον πανικό που απειλούσε  να τον

καταβάλει. Έστρεφε το κεφάλι, προσπαθώντας να διακρίνει οτιδήποτε,

όμως το σκοτάδι ήταν συμπαγές και σχεδόν απτό. Ο αέρας

βρωμοκοπούσε σαπίλα και αποσύνθεση, από κάπου χαμηλά  ανέβαιναν

αναθυμιάσεις που έκαναν το κεφάλι του να γυρίζει.

«Ανάθεμα με, τι στο καλό συμβαίνει; Ποιος μας παρακολουθεί;» 

Page 227: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 227/322

226

«Ήρεμα, ήρεμα. Όλα είναι υπό έλεγχο. Δεν απειλούμαστε». Τον

καθησύχασε ο Αριστοτέλης. Η φωνή του είχε αυστηρό τόνο, ο μάγος

φοβόταν τούτη την ώρα πάνω από όλα την απελπισία που πολιορκούσε τις

καρδιές των ανθρώπων. Μία αλόγιστη κίνηση πάνω στον πανικό τους θα

μπορούσε να αποβεί μοιραία.

Δεν βαστούσε άλλο ο Έκτορας να είναι τυφλωμένος, έτριβε ανυπόμονα

τα μάτια με το ελεύθερο χέρι, ξεροκατάπινε και ξεφυσούσε, γρύλιζε και

βλαστημούσε. Οι άγνωστοι που τους κύκλωναν, έμοιαζαν να αυξάνονται,

αν έκρινε από τους ήχους που προκαλούσαν. Γελούσαν χλευαστικά σαν

 ύαινες, γρύλιζαν και ούρλιαζαν, πλαταγίζοντας τα φτερά τους. Κάπου-

κάπου, ο Έκτορας ένιωθε ένα βρωμερό χνώτο να ανακατώνει τα μαλλιά

του και να ζεσταίνει  το σβέρκο του. Αισθανόταν εκτεθειμένος,

παραδομένος στο έλεος των άγνωστων πλασμάτων, ανήμπορος να

αντιδράσει σε πιθανή έφοδο τους. Πόσο ήθελαν ακόμα ώσπου να

ξαναβρούν την όραση τους; Να δουν καταπρόσωπο τους διώκτες τους;

Προχωρούσαν τουλάχιστον μισή ώρα  κι όμως το σκοτάδι παρέμενεανυποχώρητο, αδιαπέραστο. Και τα άθλια όντα που τους κύκλωναν και

τους περιέπαιζαν γιατί δεν επιτίθονταν; Τι περίμεναν; 

«Ήρεμα, ήρεμα» επαναλάμβανε συνεχώς ο Αριστοτέλης.  Μα γιατί δεν

 μας λέει, τι στο καλό μας παρακολουθεί; Να είμαστε προετοιμασμένοι. Τι

συμβαίνει; Τι φοβάται;  Τα ερωτήματα αυτά τριβέλιζαν το μυαλό του

 Έκτορα και,  υποβοηθούμενα από τον πανικό του, πλήγωναν τα σπλάχνα

του. Δεν άντεχε άλλο, η καρδιά του χτύπαγε με μένος τα στήθια του να τα

σπάσει, το στέρνο του καταπλακώθηκε από τα αβάσταχτα βάρη.

Σταμάτησε να προχωράει και γονάτισε, προσπαθώντας να κουμαντάρει

τον πανικό του. Αντιλαμβανόμενος τον φόβο του, ο Αριστοτέλης

μαλάκωσε την φωνή του: 

«Έκτορα, όλα είναι μια χαρά. Μια χαρά. Δεν κινδυνεύουμε, προχωράμε

κανονικά και ανεμπόδιστα. Κοντεύουμε, έλα σήκω». Την φωνή του όμως

σκέπασε ένα δυνατό γρύλισμα και ένα γλοιώδης κορμί χάιδεψε την

κεφαλή του Έκτορα. Ο νεαρός κινήθηκε ενστικτωδώς, σπάθισε στα τυφλά

γύρω του, χτύπησε την Ανδρομάχη στο χέρι, πισωπάτησε και έπεσε στο

κενό ουρλιάζοντας. 

Η αχόρταγη άβυσσος τον κατάπινε, τον γκρέμιζε στα σκοτεινά έγκατατης, τον βύθιζε στα παγωμένα, ανηλεή σωθικά του χάους. Δεν είχε

τελειωμό η πτώση και ο Έκτορας είχε παραδοθεί ολότελα στην απελπισία,

αντικρίζοντας τον επικείμενο χαμό του. Θα πεθάνω, θα χαθούν όλα, ο

Φίλιππος, ο Αχιλλέας, ο Αριστοτέλης, η Ανδρομάχη, το παρελθόν, το παρόν,

το μέλλον μου. Τα πάντα θα καταπιεί ο θάνατος, αφήνοντας πίσω ένα άδειο

κέλυφος  για να τραφούν τα σκουλήκια. Ξάφνου, η πτώση του έγινε ομαλή

και επιβραδύνθηκε, σαν να αλάφρωσε το σώμα του, έγινε πούπουλο που

έπεσε απαλά στο χωμάτινο έδαφος. Ο Έκτορας άγγιζε συνεχώς το σώμα

του και έστρεφε το κεφάλι γύρω του προσπαθώντας να καταλάβει τι

συνέβη, αν ήταν νεκρός ή ζωντανός.

Page 228: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 228/322

227

«Δεν είσαι νεκρός, είσαι μια χαρά». Του είπε μια βραχνή, λεπτή φωνή.

Προσπάθησε να εντοπίσει την πηγή της, αλλά το σκοτάδι ήταν ακόμα

πηχτό. Δεν σκέφτηκε να αμυνθεί, ήταν παντελώς αποπροσανατολισμένος

και είχε χάσει το σπαθί του κατά την διάρκεια της πτώσης. Όμως η φωνή,

αν και απόκοσμη, δεν φαινόταν απειλητική. 

«Ποιος είσαι; Τι θες από εμένα;» 

«Για να λέμε την αλήθεια, εσύ ήρθες στα λημέρια μου   και μάλιστα

απρόσκλητος. Αλλά, είσαι καλοδεχούμενος. Τι σου συνέβη; Πως

βρέθηκες εδώ;» 

Αναθυμήθηκε τα γεγονότα που προηγήθηκαν πριν την πτώση. Ένιωθε

τόσο ηλίθιος, τόσο δειλός. Ντροπιάστηκε στην Ανδρομάχη, στους

συντρόφους του, κυριεύτηκε από πανικό και έδρασε ανόητα. Ο Εκλεκτός. 

Χλεύασε τον εαυτό του.  Δεν μπορείς ούτε τον πανικό σου να νικήσεις  ,

καημένε Έκτορα, θα νικήσεις τον Ζακχαέρ Ντων; Τώρα είσαι παγιδευμένος, μπορεί και νεκρός, στα σκοτάδια της Αβύσσου. 

 Ήταν νεκρός όμως; Ένιωθε το σώμα του εντελώς μουδιασμένο,

αποκομμένο από κάθε αίσθηση, ακόμα και τούτη την φωνή την άκουγε

μακρινή και ταυτόχρονα τόσο κοντινή, σαν να ερχόταν  από κάποια

απομακρυσμένη γωνιά της ψυχής του. Μπερδεμένες ήταν οι σκέψεις του,

ένα χάος ο νους του, δεν μπορούσε να βάλει τάξη. Σκέπασε το πρόσωπο

του με τα χέρια του και μοχθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. 

«Είμαι νεκρός; Πες μου σε παρακαλώ την αλήθεια». Απευθύνθηκε στο

άγνωστο πλάσμα, αλλά εκείνο δεν απάντησε. Ο Έκτορας ήξερε ότι ήταν

ακόμα κοντά του, άκουγε την βαριά αναπνοή του, ρουφούσε άπληστα και

ηχηρά τον αέρα γύρω από τον νεαρό, θαρρείς και ήθελε να ρουφήξει τον

ίδιο. 

«Απάντησε μου, είμαι ζωντανός ή νεκρός; Σε παρακαλώ, απάντησε μου».

Το πλάσμα παρέμενε ασυγκίνητο από την αγωνία του. Ανέπνεε σφυριχτά

και παρακολουθούσε σιωπηλό τον άνθρωπο. 

Η αγωνία κορυφώθηκε και ο πανικός που πολιορκούσε επίμονα την

συντροφιά, ξέσπασε σαν καταιγίδα μετά την πτώση του Έκτορα.

Φοβούμενος ότι θα σκοτωθούν μεταξύ τους, καθώς ήταν συγχυσμένοι καιπανικοβλημένοι, ο Αριστοτέλης φώτισε τον χώρο με το ραβδί του.

Παραλίγο να καούν τα μάτια τους από το ξαφνικό φως που διέλυσε το

πηχτό σκοτάδι, τα σκέπασαν με τα χέρια τους, αιφνιδιασμένοι . Κοίταξαν

τριγύρω, κραδαίνοντας τα όπλα τους, προσπαθώντας να εντοπίσουν τους

εχθρούς. 

«Είμαστε μόνοι μας». Ξαφνιάστηκε η Ανδρομάχη ερευνώντας τον χώρο.

Στέκονταν καταμεσής μιας αχανούς, πλακόστρωτης αίθουσας. Στο έδαφος

 υπήρχαν στόμια αεραγωγών που μετέφεραν τα ψυχρά ρεύματα αέρα στα

κατώτερα επίπεδα. Η Αμαζόνα έτρεξε στο πλησιέστερο και φώναξε τον

 Έκτορα. 

Page 229: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 229/322

228

«Ναι, μόνοι μας είμαστε. Σας είπα τόσες φορές ότι δεν μας απειλεί

τίποτε, σας είπα να μείνετε ήρεμοι, γιατί δεν με ακούσατε»; Αντήχησε η

θυμωμένη φωνή του μάγου στην έρημη αίθουσα. 

«Τι ακουγόταν όμως; Γιατί δεν φώτιζες τον χώρο από την αρχή; Που

είναι ο Έκτορας»; Αντιμίλησε ο Φίλιππος. 

«Τίποτα δεν ακουγόταν! Τους ήχους τους προκαλέσατε εσείς. Οι

 υποχθόνιο φόβοι σας τρέφονται και δυναμώνουν στα αιώνια σκοτάδια της

αίθουσας και μπορούν να πάρουν μέχρι και μορφή. Όλα αυτά που

ακούγατε δεν ήταν παρά τα σκοτεινά στοιχεία της ίδιας της ψυχής σας.

Τώρα όμως που φώτισα την αίθουσα, προκαλέσαμε απτούς εχθρούς με

ισχυρές δυνάμεις» 

«Αριστοτέλη, που είναι ο Έκτορας; Πρέπει να τον βοηθήσουμε!». Δεν

ενδιέφερε την Ανδρομάχη τίποτα από τα παραπάνω. Φαρμάκι έσταζε η

καρδιά της από τον πόνο και την αγωνιά. Ζαλιζόταν, αισθανόταν εντελώςαποπροσανατολισμένη, σαν όλα αυτά να συνέβαιναν σε κάποιο μακρινό

όνειρο. 

«Θα τον βοηθήσουμε. Όμως, από εδώ και πέρα, ακούστε με προσεχτικά

και κρατήστε την ψυχραιμία σας, ότι και αν συμβεί. Ειδάλλως όλα πάνε

στράφι». Απάντησε ο μάγος και τους βύθισε ξανά στα σκοτάδια. 

Ο Έκτορας τιθάσευσε το τρέμουλο στα πόδια του και κατάφερε να

σηκωθεί. Περπάτησε μερικά μέτρα, αλλά δεν κατάφερε να

προσανατολιστεί με κάποιον τρόπο, ούτε να εντοπίσει την θέση του

μυστηριώδους πλάσματος, αν και άκουγε καθαρά την ανάσα του. Έκατσε

πάλι κάτω, φοβούμενος μην πέσει σε ακόμα σκοτεινότερα βάθη. Τελικά,

το πλάσμα του ξαναμίλησε: 

«Φοβάσαι τον θάνατο, Έκτορα;». Η φωνή του είχε μια γλοιώδης ευγένεια

η οποία καμουφλάριζε τους δόλιους σκοπούς του. 

«Ποιος είσαι; Που είμαι; Πρέπει να φύγω από εδώ» 

«Που θα πας, αν φύγεις από εδώ;» 

«Πρέπει να βρω τους φίλους μου. Τον Αριστοτέλη, τον Φίλιππο, τον

Αχιλλέα, την Ανδρομάχη». Πρόφερε με απελπισία τα ονόματα,

ανησυχούσε ότι δεν θα τους ξανάβλεπε ποτέ. Ένα δάκρυ χάιδεψε το

μάγουλο του και χάθηκε στα πυκνά του γένια. 

«Φοβάσαι τον θάνατο, Έκτορα»; Επέμεινε το πλάσμα. 

Γιατί του έκανε αυτήν την συγκεκριμένη ερώτηση ξανά και ξανά; Ήθελε

 να τον προειδοποιήσει για κάτι ή μήπως απαντούσε στην ερώτηση που

του έκανε προηγουμένως; Ήταν στ’ αλήθεια νεκρός; Ακόμα και η σκέψη

του θανάτου ήταν παγωμένη μαχαιριά στα σπλάχνα του.  Είμαι νεκρός .

Page 230: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 230/322

229

Σκέφτηκε και ευθύς ένιωσε την καρδιά του να πέφτει στην άβυσσο, την

ψυχή του να μουδιάζει, τα σωθικά του να γυρίζουν. 

«Όχι, δεν είσαι νεκρός. Όχι ακόμα. Είναι μια απλή απορία. Εγώ δεν

μπορώ να πεθάνω και, ζώντας εδώ κάτω, δεν συζητάω συχνά με θνητούς.

Λοιπόν, φοβάσαι τον θάνατο;» 

 Όλα ήταν μπερδεμένα στο μυαλό του Έκτορα. Προσπαθούσε να ζυγίσει

την φωνή του συνομιλητή του, να καταλάβει τους σκοπούς του, να

αντιληφθεί αν τον απειλούσε με κάποιον τρόπο. Όμως μες στην παραζάλη

και την σύγχυση που βρισκόταν δεν μπορούσε να βάλει τάξη στις σκέψεις

και τους λογισμούς του. 

«Που βρίσκομαι; Πες μου, πως θα βγω από εδώ;» 

«Ω, δεν γνωρίζω. Εγώ γεννήθηκα εδώ και μόνο τούτο το μπουντρούμι  

γνωρίζω σαν σπιτικό μου. Έξω είναι επικίνδυνα, γεμάτη η Αίθουσα μεδόλια πλάσματα, εδώ είμαστε ασφαλείς» 

«Πρέπει να βρω τους υπόλοιπους» 

«Πρέπει να τους ξεχάσεις. Δεν μπορούν να σε βοηθήσουν τώρα, ούτε εσύ

αυτούς. Πλήγωσες την Ανδρομάχη με το σπαθί σου, το ξέρεις; Θα

μπορούσες να την σκοτώσεις. Ντροπιάστηκες στα μάτια της και στα μάτια

των υπολοίπων. Φέρθηκες δειλά εκεί πάνω Έκτορα, ήσουν ο μόνος που

φοβήθηκε και έβαλες σε κίνδυνο τους υπολοίπους. Είναι πιο ασφαλείς

χωρίς εσένα, η επόμενη φορά που θα λύγιζες, ίσως ήταν μοιραία. Λοιπόν,

τι λες; Πήγαινε πάνω και όλοι θα πεθάνουν εξαιτίας σου. Ή μείνε εδώ και

οι σύντροφοί σου θα ζήσουν ευτυχισμένοι» 

Ο Έκτορας σηκώθηκε θυμωμένος και ακόμα πιο συγχυσμένος από πριν: 

«Τι είναι αυτά που λες; Που ξέρεις τόσα πράγματα για μένα; Πρέπει να

πάω κοντά τους, αν αποτύχω, θα αποτύχει ολόκληρη η αποστολή» 

Του φάνηκε πως το πλάσμα γέλασε καγχαστικά, αλλά δεν ήταν σίγουρος,

ίσως ήταν η θορυβώδης ανάσα του. 

«Φοβάσαι τον θάνατο Έκτορα»; 

Ο Αριστοτέλης ερεύνησε προσεχτικά το στόμιο του αεραγωγού, έστειλε

και τον Ερμή να παρακολουθήσει την πορεία του για να καταλάβει που

κατέληξε ο Έκτορας. Ήταν ζωντανός ο νεαρός του φίλος, το ένιωθε,

ένιωθε και το σκοτάδι με το οποίο πάλευε. Όταν ο Ερμής επέστρεψε και

διηγήθηκε στον μάγο την πορεία του αεραγωγού, ο Αριστοτέλης

ψυχανεμίστηκε τον πιθανό προορισμό του. Τα κάτεργα. 

«Η πιο πιθανή κατάληξη της πτώσης του Έκτορα είναι μια περιοχή που

λέγεται Τα κάτεργα των ψυχών. Για να την φτάσουμε θα περάσουμε πολύ

κοντά στα λημέρια του Σετ, όμως δεν έχουμε άλλη επιλογή. Ακολουθήστεμε και να θυμάστε όσα σας είπα».

Page 231: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 231/322

230

Η Ανδρομάχη αναστέναξε, φοβισμένη για την μοίρα του Έκτορα   και

ακολούθησε την συντροφιά. Άπλωσε τον πληγωμένο καρπό της και τον

έπιασε ο Φίλιππος. Προηγουμένως, ο Αριστοτέλης είχε ράψει και επιδέσει 

την βαθιά πληγή, αλλά πονούσε ακόμα φριχτά.  Όμως ένας μεγαλύτερος

πόνος επισκίαζε αυτόν του πληγωμένου χεριού της. Η σκέψη του μόνουκαι αβοήθητου Έκτορα στα σκοτεινά μπουντρούμια της Αβύσσου. Ίσως

ήταν  βαριά πληγωμένος, ίσως πολιορκούταν από εχθρούς και,

εκτεθειμένος στα σκοτάδια καθώς ήταν, δεν θα μπορούσε να πολεμήσει.

Το μόνο πράγμα που ενδιέφερε την κοπέλα ήταν να βρεθεί κοντά του, να

 νιώσει ξανά το άγγιγμα του και αυτός το δικό της. Ο νους της είχε

στραφεί αποκλειστικά σε αυτές τις σκέψεις και της έδιναν δύναμη και

κουράγιο να νικήσει το σκότος της Αίθουσας. Με μεγάλα, αποφασιστικά

βήματα και σταθερή αναπνοή ακολούθησε την συντροφιά δίχως να

αισθάνεται φόβο και αδυναμία, μόνο την αποφασιστικότητα και το

θάρρος που άρμοζε σε μια πολεμίστρια Αμαζόνα. 

«Φοβάσαι Έκτορα; Φοβάσαι τον θάνατο; Την ανυπαρξία. Την άσκοπη,αιώνια περιπλάνηση της ψυχής στο απόλυτο χάος; Γιατί δεν μου

απαντάς;» 

Ο Έκτορας καμώθηκε πως δεν άκουγε τον άγνωστο σύντροφο του, όμως 

οι ερωτήσεις του καρφωνόταν στην καρδιά του και την σάπιζαν σαν

δηλητηριασμένα βέλη. 

«Μήπως φοβάσαι να απαντήσεις, όπως φοβάσαι και τον θάνατο; Μήπως

 νομίζεις πως θα ντροπιαστείς, αν παραδεχτείς τους φόβους σου σε εμένα;

 Ή μήπως  ο θάνατος σε φοβίζει τόσο, που δεν θες ούτε να ακούς κάτι

σχετικό με αυτό»;

Η επιμονή του εκνεύριζε τον Έκτορα και μεγάλωνε την σύγχυση του.

Μετά την πτώση του, τίποτα δεν φαινόταν να βγάζει νόημα.  Μήπως

ονειρεύομαι; Μήπως τίποτε από όλα αυτά δεν  συμβαίνουν στην

πραγματικότητα; 

«Ω, όχι. Δεν είναι όνειρο. Στα αλήθεια πανικοβλήθηκες και έπεσες, στα

αλήθεια χτύπησες την Ανδρομάχη με το σπαθί σου, στα αλήθεια μιλάς

μαζί μου». Αποκρίθηκε το πλάσμα. 

«Ποιος είσαι; Πως διαβάζεις την σκέψη μου; Τι ζητάς, επιτέλους, από

εμένα;» κραύγασε οργισμένος ο νεαρός. Σηκώθηκε όρθιος και

προσπάθησε να πλησιάσει το πλάσμα μάταια όμως. Το σκοτάδι ήταν τόσο

έντονο, σχεδόν απτό, αντίθετα το πλάσμα έμοιαζε να είναι παντού γύρω

του και όμως απρόσιτα μακριά του.

«Δεν θέλω το κακό σου, Έκτορα. Μπορώ να σε βοηθήσω. Αρκεί να μην

με θεωρείς εχθρό σου και να με ακούσεις. Αντιλαμβάνομαι πως τίποτα

δεν βγάζει νόημα τώρα, όμως κάνε λίγη υπομονή». Ψιθύρισε το άγνωστο

ον, δίπλα στο αυτί του. Έπειτα από μια στιγμή, η φωνή του ξανακούστηκε

πιο απόμακρη και σιγανή: 

Page 232: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 232/322

231

«Αφού φοβάσαι τόσο τον θάνατο, γιατί καταδιώκεις αυτόν που κατάφερε

 να τον νικήσει; Με τον Ζακχαέρ Ντων είχατε έναν κοινό εχθρό, Έκτορα.

Η μόνη διαφορά είναι ότι αυτός κατέκτησε τους φόβους του, υπερνίκησε

την κατάρα, με την οποία είναι δεμένοι όλοι οι θνητοί. Έχεις σκεφτεί να

συμμαχήσεις μαζί του; Ο Ζακχαέρ Ντων μπορεί να σου δείξει το μονοπάτι

που πρέπει να διαβείς, προκειμένου να νικήσεις τον θάνατο. Και νααναστηθείς, παντοδύναμος» 

«Όχι!». Η φωνή του Έκτορα αντήχησε στον αχανή χώρο που βρισκόταν.

«Όχι. Ο Ζακχαέρ Ντων διατάραξε την ισορροπία της φύσης. Η παρουσία

του είναι μια ανοιχτή πληγή που κάνει το σύμπαν ολάκερο να πονάει.

Πρέπει να καταστραφεί!» 

«Ποιος το λέει αυτό; Εγώ σου εγγυώμαι πως η φύση του ανθρώπου είναι

 να περάσει στην αθανασία, όχι να παραδίνεται στην ψυχρή αγκαλιά του

θανάτου, σαν σκλάβος. Διδάχθηκες την ανεκτίμητη αξία της ελευθερίας.

Πως θα καταφέρεις να ζήσεις ελεύθερος, αν είσαι δέσμιος της θνητής σουφύσης;» 

«Ο Ζακχαέρ Ντων δεν είναι ελεύθερος. Πότε του δεν ήταν , ούτε

πρόκειται να βιώσει την γλύκα της ελευθερίας. Οι φόβοι του τον έκαναν

αυτό που είναι και οι ίδιοι φόβοι καθορίζουν την ύπαρξη του. Ακόμα και

τώρα, τρέμει συνεχώς τον θάνατο. Και επιπλέον, μετά την ανάσταση του,

το Σκότος τον έχει καθυποτάξει και θα τον βασανίζει αιώνια» 

«Μιλάς σκληρά για το Σκότος, όσο μόνο ένας αδαής θα μιλούσε. Και

ακούγεσαι αλαζονικά βέβαιος όταν μιλάς για τον Ζακχαέρ Ντων. Από πού

αντλείς τούτη την σιγουριά και την αυτοπεποίθηση;» 

«Από τις διδαχές του Αριστοτέλη, του μάγου. Αυτός μου μίλησε για τον

Ζακχαέρ Ντων, αυτός μου δίδαξε όσα ξέρω και τον εμπιστεύομαι

απόλυτα» 

«Για θυμήσου, Έκτορα. Ο Αριστοτέλης έχει κάνει πολλά λάθη στη ζωή

του. Περπατάει σε τούτη  τη γη πολύ αλαζονικά και απερίσκεπτα, όπως

όλοι οι μάγοι. Για θυμήσου. Ένα πρόσφατο λάθος του έθεσε όλη την

συντροφιά σας σε θανάσιμο κίνδυνο. Θυμάσαι τον Φαραώ-Μάγο; Η

αλαζονεία του καθυστέρησε την αποστολή σας και παραλίγο να σαςπαραδώσει στο έλεος του  Άδη. Θυμάσαι την μονομαχία για το κράνος

του; Η ανοησία του είναι ο λόγος για τον οποίο βρίσκεσαι εδώ. Σας

πληροφόρησε τι εχθροί καρτερούσαν στα σκοτάδια και πετούσαν πάνω

από τα κεφάλια σας σαν όρνια; Ή σας άφησε στην άγνοια σας; Εξαιτίας

του, κόντεψες να σκοτώσεις την Ανδρομάχη, εξαιτίας του ντροπιάστηκες

σε όλη την συντροφιά που βρίσκεται μακριά σου πλέον, εξαιτίας του

κινδύνεψες θανάσιμα. Εξαιτίας του, μην το ξεχνάς, ξεκίνησες για μια

ανούσια αποστολή, επειδή ο αλαζόνας μάγος θέλει το πιο πολύτιμο

αντικείμενο της Αίθουσας του Φωτός» 

Δεν βάσταξε ο Έκτορας να ακούει αυτά τα σκληρά λόγια από τονάγνωστο, άρχισε να τρέχει στα σκοτάδια, να ουρλιάζει και να

Page 233: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 233/322

232

γρονθοκοπεί στα τυφλά. Έπεσε κάτω βαριανασαίνοντας, ένιωσε

εξουθενωμένος, συντετριμμένος ψυχικά και σωματικά. Χάνοντας κάθε

αυτοέλεγχο, άρχισε να κλαίει με λυγμούς. 

Το σκοτάδι έμοιαζε να υποχωρεί καθώς η συντροφιά προχωρούσε σε

έναν στενό, κατηφορικό διάδρομο. Τα μάτια τους, επιτέλους, άρχιζαν ναπροσαρμόζονται στις συνθήκες τις αίθουσας και διέκριναν τα  θολά

περιγράμματα των συντρόφων και του πέτρινου διαδρόμου.

«Επιτέλους». Είπε ο Φίλιππος κα βλεφάρισε ανυπόμονα.

«Αριστοτέλη, πόσο θέλουμε ακόμα; Αργούμε; Είναι άραγε καλά ο

 Έκτορας;» ρώτησε η Ανδρομάχη. Περπατούσαν σχεδόν μισή ώρα και ο

μάγος δεν τους μίλησε καθόλου. Ανησυχούσε και αυτός, κρυφά, για τον

 Έκτορα, διαισθανόταν την ψυχή του να παλεύει με σκοτεινές δυνάμεις και

οι αντιστάσεις του μειώνονταν σταδιακά. Ήθελε να φτάσει κοντά του όσο

πιο σύντομα γινόταν, όμως δεν έπρεπε να κάνει βιαστικές καιαπερίσκεπτες κινήσεις, ειδάλλως όλη η συντροφιά θα χανόταν στο

ανελέητο Σκότος της αίθουσας. Εχθροί παραμόνευαν τριγύρω, έτοιμοι να

ορμήσουν μόλις διαισθάνονταν την παραμικρή ένδειξη αδυναμίας. Και ο

μάγος δεν ήταν ακόμα αρκετά δυνατός για να πολεμήσει. 

«Κοντεύουμε, κοντεύουμε. Στο πέρας του διαδρόμου εκτείνονται τα

Κάτεργα των Ψυχών. Η περιοχή είναι πολύ μεγάλη, αλλά συνήθως

ακατοίκητη. Όμως πρέπει να είμαστε αθόρυβοι και ιδιαίτερα προσεχτικοί.

Εδώ κοντά είναι τα λημέρια του Σετ και, αν μας αντιληφθεί, θα

κινδυνέψουμε θανάσιμα. Να υπακούτε στις διαταγές μου δίχως

αντιρρήσεις και, λογικά, θα τα καταφέρουμε. Σύμφωνοι;» 

 Όλοι έγνεψαν θετικά και συνέχισαν να προχωρούν με ταχύτερο ρυθμό. Η

όραση των τριών ανθρώπων βελτιωνόταν συνεχώς και σύντομα διέκριναν

καθαρά ο ένας τον άλλον καθώς και οτιδήποτε βρισκόταν σε απόσταση

μικρότερη των πέντε μέτρων. Αυτό τους έκανε να αναθαρρήσουν και μια

φλόγα κουράγιου άρχισε να καίει ζωηρά στα σπλάχνα τους. Ο Φίλιππος,

προσπαθώντας να προσανατολιστεί, κοίταξε τον περιβάλλοντα χώρο. Η

συντροφιά βρισκόταν σε έναν στενό διάδρομο, που κατηφόριζε με μεγάλη

κλίση. Το πάτωμα και οι οροφή ήταν από μαύρο μάρμαρο και ενισχυμένα

με σιδερένιες πλάκες. Οι τοίχοι ήταν από πέτρα και διακοσμημένοι μεανάγλυφα και τοιχογραφίες που αναπαριστούσαν βασανιστήρια

ανθρώπων από δαίμονες, θεούς, μάγους, τέρατα ή άλλους ανθρώπους. 

Ο Αριστοτέλης τους έδειξε μια τοιχογραφία που παρίστανε τον

Αγαμέμνονα και τον στρατό του από Έχιδνες που έφτυναν δηλητήριο και

γιγάντιους Κύκλωπες που εκτόξευαν βράχους, μεγάλους σαν βουνά, με τα

χέρια τους.  Ο Αγαμέμνων στεκόταν μοναχός σε ένα ύψωμα,

παρακολουθώντας τους εχθρούς του να συντρίβονται. Η παγωμένη ματιά

του, ακόμα και μέσα από την τοιχογραφία, έσταζε κακία και μίσος. Είχε

ασημένια γένια, σαν του Αριστοτέλη, αλλά το πρόσωπο του δεν ενέπνεε

τον ίδιο σεβασμό και συμπάθεια με τον μάγο της συντροφιάς. Τα χλωμά,γαλάζια μάτια του δεν ξεχείλιζαν από σοφία και αγάπη, παρά μοχθηρία

Page 234: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 234/322

233

και ανηλεότητα. Η παρουσία του φανέρωνε μια ανεξάντλητη ισχύ, μια

ανυπέρβλητη δύναμη και, σε συνδυασμό με το βλέμμα του, η τοιχογραφία

προκαλούσε έντονο φόβο στους ανθρώπους. Ήταν πραγματικά τρομερή η

εικόνα ενός πανίσχυρου μάγου κυριευμένου από το σκότος, ειδικά  έτσι

όπως αχνοφαινόταν στις σκιές. 

Πιο κάτω, συνάντησαν ένα ανάγλυφου του Σκοτεινού Ηγεμόνα που είχε

φτιάξει  το Σκήπτρο της Σκιάς. Η δικιά του απεικόνιση δεν προκαλούσε

τον ίδιο φόβο με την τοιχογραφία του Αγαμέμνονα, η Ανδρομάχη μάλιστα

ένιωσε περισσότερο θλίψη και οργή από την ταπεινή, ταλαιπωρημένη

αναπαράσταση του. Πως μπόρεσε ένας τέτοιος άνθρωπος να δημιουργήσει

τόσο κακό;  Αναρωτήθηκε. Αυτομάτως, στο μυαλό της ήρθε και μια

δεύτερη απορία:  Πώς να μοιάζει, άραγε, ο Ζακχαέρ Ντων; Κανείς, ούτε ο

ίδιος ο Αριστοτέλης, δεν θα μπορούσε να της απαντήσει. Ακόμα και ο

Φίλιππος με τον Αχιλλέα, που είχαν ζήσει  δεκαπέντε χρόνια υπό την

παγωμένη σκιά της Σεθίρηκα, δεν είχαν την παραμικρή ιδέα. Μόνο οι

πιστοί του Εφτά Ιερείς ήξεραν την μορφή του, σε κανέναν άλλον δενεπιτρεπόταν η είσοδος στα υψηλότερα δωμάτια της Μαύρης Πυραμίδας.

Η άγνωστη, μυστηριώδης μορφή του ήταν ένα στοιχείο που ενίσχυε τον

φόβο των εχθρών του. Οι άνθρωποι ανέκαθεν φοβούνταν το άγνωστο.

Συνοδευόμενοι από τα διάφορα συναισθήματα και τις ποικίλες σκέψεις

που προκαλούσαν οι τοιχογραφίες, οι τέσσερις σύντροφοι συνέχισαν το

ταξίδι τους στα μυστηριώδη μπουντρούμια της Αίθουσας του Σκότους.

 Όπως τους είχε ήδη αναγγείλει ο Αριστοτέλης, σύντομα βγήκαν από τον

στενό διάδρομο και πλέον βάδιζαν στις αχανείς εκτάσεις των Κάτεργων

των Ψυχών. Από ψηλά, ο Ερμής επιτηρούσε την περιοχή, πετώντας

ανάλαφρα και σιωπηλά. Τα Κάτεργα ήταν μια άγονη, μαυροχώματη

πεδιάδα με διάσπαρτους κρατήρες, από όπου ανέβλυζε δηλητηριώδης

καπνός. Σε μερικά σημεία υπήρχαν πετρώδη υψώματα γεμάτα σπηλιές,

μέσα στις οποίες σάλευαν ζωηρά σκιές. Γιγαντιαίες κολώνες από μαύρο

μάρμαρο στήριζαν το πέτρινο ταβάνι. Κοιτάζοντας ψηλά, ακολουθώντας

με το βλέμμα της μια κολώνα, η Ανδρομάχη διέκρινε αχνά μεγάλες

τρύπες σε κάποια σημεία της οροφής και η καρδιά της σκίρτησε.

Φέρνοντας στο μυαλό της την φριχτή σκηνή, όπου ο Έκτορας έβγαλε μια

κραυγή και χάθηκε από πλάι της μέσα σε μια τέτοια τρύπα, ένιωσε μια

σουβλιά στο πληγωμένο χέρι της. 

Βάδιζαν όσο πιο αθόρυβα και προσεχτικά μπορούσαν. Η σιωπή , που

επικρατούσε στον χώρο, έκανε όλους στην συντροφιά να ανατριχιάσουν.

Και ο μικρότερος θόρυβος θα ακουγόταν σαν έκρηξη. Δεν έβλεπαν ούτε

την παραμικρή ένδειξη απειλής, αλλά το στήθος τους έκαιγε από την

αγωνία και οι σκιές που σάλευαν στις σπηλιές δυνάμωναν τον φόβο τους.

Η ματιά της Ανδρομάχης σάρωνε τον χώρο, αλλά το οπτικό της πεδίο

ήταν περιορισμένο και η υπομονή στα όρια της εξάντλησης. Παρ’ όλα

αυτά, ένιωθε στα σπλάχνα της την παρουσία του Έκτορα, κάπου κοντά. Η

καρδιά της σφυροκοπούσε στα στήθια της, ήθελε να δραπετεύσει από το

σώμα της, να σμίξει με το δικό του, να αισθανθεί την ζεστασιά του και να

γαληνέψει. Και τότε, βούλιαξε σε έναν βούρκο αγωνίας και τρόμου. Μεμεγάλο κόπο, η κοπέλα συγκράτησε το αναφωνητό που σκαρφάλωσε στο

Page 235: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 235/322

234

λαρύγγι της. Μερικά μέτρα πιο πέρα, ακριβώς κάτω από το στόμιο ενός

αεραγωγού, ο Αχιλλέας ανακάλυψε το σπαθί του Έκτορα, μακριά από τον

ιδιοκτήτη του. Ένα κύμα απαισιοδοξίας και φρίκης σάρωσε τους

συντρόφους, που κοιτούσαν ανήσυχοι το εγκαταλελειμμένο σπαθί. Μία

μοναδική ερώτηση τυραννούσε τις συντετριμμένες ψυχές τους.  Γιατί ο

Έκτορας άφησε το σπαθί του και που βρίσκεται δίχως αυτό; Αθεράπευτεςκαι απίστευτα έντονες έμοιαζαν εκείνη την στιγμή η θλίψη και η

απελπισία. Όλοι φοβόντουσαν το χειρότερο για αυτόν και πουθενά δεν

διαφαινόταν μια αχτίδα παρηγοριάς. Όμως ο Αριστοτέλης δεν ήταν

έτοιμος να εγκαταλείψει την αναζήτηση. Δεν γινόταν να κάνει λάθος. Είχε

αισθανθεί την παρουσία του φίλου του.  Είναι ζωντανός, είναι ζωντανός. 

Επαναλάμβανε συνεχώς από μέσα του. Δεν ήταν τόσο  διαπίστωση, όσο

μια προσπάθεια να δώσει κουράγιο στον εαυτό του. Σύντομα οι σκέψεις

του επαληθεύτηκαν, ωστόσο. Ο Ερμής γλίστρησε αθόρυβα δίπλα του και

κάθισε στον ώμο του. Κοιτάχτηκαν κατάματα για δύο δευτερόλεπτα και

την επόμενη στιγμή ο Αριστοτέλης άρχισε να τρέχει σε μία σπηλιά που

βρισκόταν σε ένα ύψωμα, μερικά μέτρα πιο πέρα από όπου βρήκαν τοσπαθί. Πίσω του, ακολουθούσε η υπόλοιπη συντροφιά, προσπαθώντας να

παραμείνει σιωπηλή και απαρατήρητη.

Αυτή τη φορά, ο αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της Ανδρομάχης

προτού προλάβει να τον συγκρατήσει. Μια ζεστασιά ανακούφισης

απλώθηκε σε όλο το κορμί της, όμως δεν έμελε να κρατήσει πολύ. Διότι,

ο Έκτορας βρέθηκε, και φαινομενικά ήταν σώος και αβλαβής, ωστόσο

κάτι περίεργο συνέβαινε. Το βλέμμα του νεαρού ήταν καρφωμένο στο

κενό και το πρόσωπο του ανέκφραστο. Το κορμί του λικνιζόταν ρυθμικά

μπρός-πίσω και περίεργοι ήχοι, σαν γρυλίσματα, έβγαιναν από το στόμα

του νεαρού. Δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία της συντροφιάς γύρω του

και έμοιαζε εντελώς χαμένος. 

Οι τέσσερις σύντροφοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με μάτια γεμάτα απορία

και αγωνία. 

«Τι του συμβαίνει; Γιατί δεν αντιδρά;» Είπε τελικά η Ανδρομάχη. Ο

Φίλιππος πλησίασε προσεχτικά τον φίλο του, ακούμπησε το σπαθί στα

πόδια του και του ψιθύρισε με μαλακή φωνή, σαν να φοβόταν μην τον

ξυπνήσει: 

«Έκτορα, εμείς είμαστε. Με ακούς;» 

Δεν αντέδρασε καθόλου, παρέμενε βυθισμένος στον μυστηριώδη

λήθαργο του. Όταν όμως ο Φίλιππος ξαναείπε το όνομα του, σταμάτησε

απότομα να λικνίζεται και το βλέμμα του ζωντάνεψε, πλανήθηκε στα

πρόσωπα της συντροφιάς και σταμάτησε στον Αριστοτέλη. Με φρίκη, η

Ανδρομάχη διαπίστωσε την αλλαγή στα μάτια του Έκτορα όταν την

κοίταξε. Δεν ήταν πλέον ζεστά και ζωηρά, δεν ακτινοβολούσαν ζωντάνια

και αποφασιστικότητα. Ένα ομιχλώδες πέπλο κάλυπτε τα κατάμαυρα

μάτια του και τα γέμιζε παγωνιά και σκληράδα. Όχι, αυτός δεν είναι ο

Έκτορας που ξέρω. Κάτι του συμβαίνει. 

«Έκτορα; Η Ανδρομάχη είμαι. Μίλα μου σε παρακαλώ» 

Page 236: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 236/322

235

Η επόμενη κίνηση του νεαρού τους αιφνιδίασε όλους. Άρπαξε το σπαθί

του από χάμω και, ουρλιάζοντας μανιασμένος, όρμησε στον Αριστοτέλη.

Ξεπερνώντας έγκαιρα το σοκ, ο Αχιλλέας επενέβη και, με μια δυνατή

λαβή, άρπαξε το οπλισμένο χέρι του Έκτορα και τον έριξε χάμω. Ο

 νεαρός συνέχιζε να ουρλιάζει και άρχισε να κλωτσάει, θέλοντας ναχτυπήσει τον Αχιλλέα που προσπαθούσε   να τον αφοπλίσει. Όμως ο

 Έκτορας ήταν εκτός εαυτού, δάγκωσε το χέρι του Αχιλλέα και εκείνος

οργισμένος τον γρονθοκόπησε, βγάζοντας τον εκτός μάχης. Καθώς ήταν

μισοζαλισμένος από το χτύπημα, ο Αχιλλέας άδραξε την ευκαιρία και

πήρε το σπαθί από το χέρι του.  Ο Έκτορας, ωστόσο, δεν άργησε να

συνέλθει και προσπάθησε να επιτεθεί στην Ανδρομάχη. Εκείνη,

σαστισμένη, δεν πρόβαλε αντίσταση, ακόμα και όταν την έριξε κάτω, το

μόνο που έκανε ήταν να του φωνάζει: 

«Έκτορα, εγώ είμαι, σύνελθε σε παρακαλώ!» 

Αλλά εκείνος ήταν ολότελα συγχυσμένος, ύψωσε τις γροθιές του και τις

κατέβασε με δύναμη. Πριν προλάβει να χτυπήσει την Αμαζόνα, δέχτηκε

ένα ισχυρό χτύπημα από την λαβή του τσεκουριού του Αχιλλέα στο πίσω

μέρος του κεφαλιού του. Λιποθύμησε με μιας και το ιδρωμένο κορμί του

σωριάστηκε πάνω στην Ανδρομάχη. Δακρυσμένη, τον τοποθέτησε

μαλακά στο έδαφος και σηκώθηκε, προσπαθώντας να ανακτήσει τον

αυτοέλεγχο της. 

«Τι έχει πάθει; Ο Έκτορας δεν θα προσπαθούσε ποτέ να μας κάνει κακό.

Τι του συνέβη;» 

«Έχω μερικές υποψίες, αλλά θα ξέρω σίγουρα αφού τον εξετάσω.

Πρώτα, πρέπει να τον δέσουμε, ώστε να φροντίσουμε να μην μας

ξαναεπιτεθεί. Βοηθήστε με». Αποκρίθηκε ο Αριστοτέλης και εμφάνισε

από το πουθενά ένα μακρύ κομμάτι σκοινί. Τον έδεσαν, κάνοντας γερούς

κόμπους και έπειτα τον σήκωσαν και στήριξαν την πλάτη του στο

τοίχωμα της σπηλιάς. Τότε ο μάγος τον εξέτασε προσεχτικά,

ψηλαφίζοντας το σώμα του, κοιτάζοντας τα μάτια του και τέλος,

ακούμπησε το κεφάλι του στο μέτωπο του νεαρού που ήταν μουσκεμένο

από τον κρύο ιδρώτα,  μουρμουρίζοντας κάποιες μαγικές επικλήσεις.

Αναστέναξε ανήσυχος και απομακρύνθηκε από τον νεαρό με σκυμμένο τοκεφάλι. 

«Ανάθεμα, το φοβόμουν αυτό». Έγρουξε συνοφρυωμένος.  »Όπως σας

είπα, αυτό το μέρος λέγεται: Τα Κάτεργα Των Ψυχών. Αυτά τα υψώματα

είναι τύμβοι από νεκρούς που ξέφυγαν από τα Τάρταρα του Άδη , με την

βοήθεια του Σετ. Βέβαια, ο θεός δεν άφησε ατιμώρητους τους δραπέτες

και τους καταράστηκε. Οι καταραμένες ψυχές τους είναι αιώνια δέσμιοι

και υπηρέτες του Σκότους. Είναι πνεύματα που αποτελούνται σχεδόν

αποκλειστικά από κακία και δολιότητα. Συνήθως δεν αποτελούν απειλή

βέβαια, είναι πολύ αδύναμες για να μας βλάψουν, αλλά η ψυχή του

 Έκτορα ήταν ευάλωτη την ώρα που έφτασε εδώ. Ήταν φοβισμένος,πανικοβλημένος, αποπροσανατολισμένος, ίσως ακόμα και σε κατάσταση

Page 237: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 237/322

236

σοκ ή λιπόθυμος. Δεν είχε πολλές αντιστάσεις για να πολεμήσει τα άτιμα

τούτα πλάσματα. Εικάζω ότι ένα από αυτά τον βρήκε και τον πήγε στην

σπηλιά του, όπου και τον κυρίεψε. Το σκοτάδι μέσα του δυνάμωνε

συνεχώς, ώσπου τελικά ενώθηκε με την σκοτεινή ψυχή και πλέον είναι

ένα. Και το φως κι η ζεστασιά της ψυχής του Έκτορα αποδυναμώνονται

και ατροφούν συνεχώς. Αν συνεχιστεί αυτό, θα γίνει σαν τις ΜαύρεςΨυχές των Κάτεργων» 

«Ωραία, τι περιμένουμε λοιπόν; Γιατί δεν τον θεραπεύεις;» Έκανε

βιαστικά η Ανδρομάχη. Ο μάγος ξεροκατάπιε και ανοιγόκλεισε τα

βλέφαρα του πριν απαντήσει: 

«Δεν μπορώ. Πρέπει να καταλάβετε ότι, τούτη τη στιγμή, το μεγαλύτερο

μέρος της ψυχής του Έκτορα αποτελείται από Σκότος. Αν επιχειρήσω να

το διώξω με την βία υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να σαλέψει ή ακόμα και

 να πεθάνει» 

Δύο δάκρυα χάραξαν το χλωμό πρόσωπο της Ανδρομάχης και την

έκαψαν.

«Δηλαδή είναι καταδικασμένος; Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα;» 

«Πρέπει μόνος του να βρει την δύναμη ώστε να αποδιώξει το σκοτάδι.

 Όταν ξαναβρεί τον έλεγχο της ψυχής του, μπορώ να επέμβω. Αλλά

μπορούμε να τον βοηθήσουμε με άλλους τρόπους. Ίσως μιλώντας του και

φροντίζοντας τον,  να ενθαρρύνουμε το πνεύμα του να παλέψει. Ας του

θυμίσουμε την γλύκα και την ζεστασιά του φωτός. Ας του θυμίσουμε

πόσο όμορφες είναι οι πολύχρωμες ανταύγειες  της αγάπης, της

συντροφικότητας, της φιλίας. Αυτή η δοκιμασία που περνάει ο Έκτορας

είναι μεγάλο βάρος για οποιονδήποτε και δεν είναι λίγοι αυτοί που έχασαν

την μάχη με το Σκότος. Όμως αν δείξουμε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του,

στην φλόγα που σιγοκαίει ακόμα στα σωθικά του, τότε αυτή μπορεί να

φουντώσει και να κάψει ολότελα τις σκιές που μαστίζουν την ψυχή του». 

Δεν χρειαζόταν οι παροτρύνσεις του Αριστοτέλη. Και οι τέσσερις

σύντροφοι ήταν έτοιμοι να εμπιστευτούν και την ζωή τους στον νεαρό.

Ακόμα και αν ο Έκτορας δεν είχε γνώση των δυνατοτήτων του, εκείνοι

έβλεπαν στα μάτια του μια κατακόκκινη φωτιά να γλύφει το μέτωπο του

και να τους χαμογελάει ζωηρά. Να τους παροτρύνει να στηριχτούν στουςώμους του, ακόμα και την ύστατη στιγμή. 

Ο Φίλιππος πρότεινε να απομακρυνθούν από τα Κάτεργα των Ψυχών,

φοβούμενος μήπως τυλίξει και άλλα μέλη της συντροφιάς το σκοτάδι της

περιοχής, όμως ο Αριστοτέλης τους βεβαίωσε ότι δεν απειλούνταν από τις

μαύρες ψυχές που κατοικούσαν εκεί. Το μόνο που φοβόταν ο ίδιος ήταν ο

Σετ, όμως αποφάσισε να ρισκάρει να παραμείνουν στη σπηλιά όπου είχαν

βρει  τον Έκτορα. Σκέφτηκε ότι θα αντιλαμβανόταν έγκαιρα τον θεό, αν

επιχειρούσε  να τους πλησιάσει. Άλλωστε, στις υπόλοιπες περιοχές της

αίθουσας καραδοκούσαν περισσότεροι κίνδυνοι και με τον Αριστοτέλη

αδύναμο σχετικά και τον Έκτορα εκτός μάχης, η συντροφιά ήταν πολύευάλωτη.  Έτσι παρέμειναν στην σπηλιά, έστρωσαν τις κουβέρτες τους και

Page 238: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 238/322

237

έφαγαν. Ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν ήταν η αναπνοή τους και τα

σαγόνια τους που μασουλούσαν βιαστικά. Λίγο αφότου απόφαγαν,

συνήλθε ο Έκτορας. Άρχισε να ουρλιάζει και πάσχιζε να ελευθερωθεί από

τα δεσμά του. Όταν αντιλήφθηκε ότι η προσπάθεια του ήταν μάταιη,

κοίταξε τους συντρόφους του θυμωμένα. Η ματιά του, παγωμένη και

γεμάτη μίσος και απέχθεια φαινόταν ξενική και παράταιρη στο πρόσωποτου.

«Προδότες, προδότες όλοι σας». Παραληρούσε. Τα λόγια του πονούσαν

χειρότερα από μαχαιριές τους φίλους του, όμως έκαμαν υπομονή

σκεπτόμενοι ότι ο νεαρός δεν ήξερε τι έλεγε.

«Προδότες. Άνανδροι. Λύστε με και αντιμετωπίστε έντιμα. Πρώτα με

χτυπάτε πισώπλατα, έπειτα με δένετε και με χλευάζετε. Άτιμα σκυλιά.

Λύστε με και δώστε μου το σπαθί μου. Δεν θα ντροπιαστώ ξανά, ακόμα

και αν πεθάνω». Η φωνή του ήταν βραχνιασμένη και άχρωμη, όμως τα

μάτια του έσταζαν φαρμακερό μίσος και χαιρεκακία, απολάμβανανθαρρείς, τον πόνο που προκαλούσαν τα λόγια του στους συντρόφους του.

«Έκτορα, σύνελθε. Κοίταξε με. Εγώ είμαι, η Ανδρομάχη.

Αντιμετωπίσαμε μαζί το σκοτάδι, πλάι-πλάι. Θα το αντιμετωπίσουμε

ξανά, σου δίνω τον λόγο μου, κάνε κουράγιο». Κατάφερε να ψελλίσει η

Αμαζόνα. Γονάτισε πλάι του και χάιδεψε το  ιδρωμένο πρόσωπο του.

 Έψαξε στα μάτια του κάποιο σημάδι αναγνώρισης, ένα δείγμα ζεστασιάς

στις εκφράσεις του, μάταια όμως. 

«Δεν με ξελογιάζεις με την ομορφιά σου και τα χάδια σου, άτιμη σκύλα.

Άτιμοι όλοι σας. Και ιδιαίτερα εσύ, μάγε. Ανάτρεφες τόσα χρόνια ένα

πρόβατο για να το οδηγήσεις σε σφαγή και έχεις το θράσος να το κοιτάς

κατάματα; Τάιζες τον “Εκλεκτό” σου με ψέματα και ανακρίβειες για να

τον καθυποτάξεις. Έτσι άλλωστε δεν κάνετε πάντα οι μάγοι; Δουλεύετε

με δόλια μέσα και μόνος σκοπός είναι να ικανοποιήσετε την ματαιοδοξία

σας. Όμως εγώ γλίτωσα, δεν είμαι πλέον κάτω από την εξουσία σου. Το

Σκότος μου πρόσφερε ένα καινούριο μονοπάτι…». Σταμάτησε απότομα

 να μιλάει. Από τα μάτια του μάγου ξέφυγαν δυο σπίθες και ολάκερο το

πρόσωπο του φλογίστηκε. Τρόμαξε ο Έκτορας ως τον είδε έτσι και

χαμήλωσε το κεφάλι τρέμοντας. Όταν όμως μίλησε ο μάγος, η φωνή του

ήταν μαλακή και είχε μια πρωτόγνωρη ομορφιά και γλύκα.

«Ποτέ δεν σου είπα ψέματα για τίποτα. Σε αγαπάω και σε σέβομαι

 Έκτορα, όπως και εσύ εμένα. Το ξέρω, δεν έχει νόημα να το αρνηθείς.

Ξέρω ότι το μονοπάτι που τραβήξαμε δεν το επέλεξες, ξέρω ότι είναι

δύσκολο, όμως δεν θα σε οδηγούσα σε αυτό αν πίστευα ότι δεν μπορείς

 να ανταποκριθείς. Είσαι ο Εκλεκτός, Έκτορα, και παρόλο που έχεις

αμφιβολίες για αυτό τώρα, εμείς εδώ δεν έχουμε καμία για τις δυνάμεις

σου. Μια μέρα, θα καρφώσεις το λαμπερό Σπαθί της Λύκης στο στήθος

του Ζακχαέρ Ντων και θα διώξεις την σκιά που μαστίζει τον τόπο μας» 

«Όχι, μάγε. Θα ενώσω τις δυνάμεις μου με τον Ζακχαέρ Ντων και μια

μέρα, θα τον αντικρίσω να κόβει το γέρικο κεφάλι σου. Μόνο ο Ζακχαέρ

Page 239: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 239/322

238

 Ντων μπορεί να μας λυτρώσει από την μιζέρια του θανάτου. Και τι είναι

αθανασία, αν όχι απόλυτη ελευθερία, απόλυτη ομορφιά» 

Ο Φίλιππος έκανε ένα βήμα μπροστά και μίλησε δυνατά, μην μπορώντας

 να κρατήσει την οργή του: 

«Ανάθεμα σε, Έκτορα, βγες από τις σκιές που διαστρεβλώνουν την

λογική σου και αλλοιώνουν τις αναμνήσεις σου. Είδες τι έχει κάνει ο

Ζακχαέρ Ντων! Ξέρεις ότι δεν υπάρχει καμιά ομορφιά και ελευθερία στα

κατορθώματα του, μόνο μαρασμός και καταστροφή. Θυμήσου! Θυμήσου

την Σωθράπον να καταρρέει στη σκιά της Σεθίρηκα. Θυμήσου τους γονείς

σου. Θυμήσου εμένα, τον Αχιλλέα, τους υπόλοιπους επιζήσαντες στη

σπηλιά. Θυμήσου την Ανδρομάχη και τις νεκρές Αμαζόνες. Θυμήσου

όλες τις πόλεις που είδαμε να καίγονται στο όνομα του Ζακχαέρ Ντων. 

Θυμήσου τον βιασμό του φυσικού κόσμου, την βεβήλωση της Ισορροπίας

της Φύσης. Δεν βλέπω καμία ελευθερία, καμιά ομορφιά, μόνο διαστροφή

και παράνοια στα έργα του Ζακχαέρ Ντων» 

«Όταν θα γίνω αθάνατος Θανατώριος, εσύ θα παραμείνεις ένας ταπεινός

θνητός. Και όταν τελικά πεθάνεις και εγώ θα γελάω πάνω από το μίζερο

κουφάρι σου, θα δεις την ομορφιά της αθανασίας. Εσύ θυμήσου, ανόητε,

με τι ζήλια και θαυμασμό μας κοιτούσαν οι νεκροί στα Ηλύσια Πεδία,

μόνο και μόνο επειδή ήμασταν ζωντανοί….» 

«Επίσης θυμάμαι να μας θαυμάζουν ακόμα περισσότερο όταν άκουσαν

την αποστολή μας, την αποστολή σου, να πάρεις το Σπαθί της Λύκης και

 να σταματήσεις τον Ζακχαέρ Ντων»! Κραύγασε λαχανιάζοντας από την

ένταση ο Φίλιππος. 

Δεν είχε λόγια ο Έκτορας, οι σκιές μέσα του στέρεψαν από επιχειρήματα.

Χαμήλωσε ξανά το κεφάλι και ψέλλισε: «Ανόητοι θνητοί, ανόητοι

θνητοί» 

Η Ανδρομάχη έπιασε το χέρι του, ήταν ιδρωμένο και κρύο, σαν νεκρό.

Δεν ανταποκρίθηκε στο άγγιγμα της, αλλά η κοπέλα θεώρησε καλό

σημάδι το γεγονός ότι δεν απομάκρυνε το χέρι του.

«Γύρνα κοντά μου. Ονειρέψου μαζί μου, όπως παλιά». Του ψιθύρισε στοαυτί. Λίγα εκατοστά μακριά της, ο Αριστοτέλης χαμογέλασε

ικανοποιημένος, ένιωθε μέσα του μια ζεστασιά να απλώνεται. 

 Έτσι συνέχισαν οι πέντε σύντροφοι για τις επόμενες δύο μέρες. Ο

 Έκτορας ξυπνούσε, φώναζε και έβριζε και οι τέσσερις φίλοι του μιλούσαν

και τον φρόντιζαν προσπαθώντας να δυναμώσουν το φως της ψυχής του.

 Έξω από την σπηλιά, ο Ερμής αιωρούταν ακούραστος, φυλώντας τους

ανθρώπους από επερχόμενους κινδύνους. Ωστόσο, η περιοχή ήταν

ασφαλής και ο τρομερός Σετ ή δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία τους

κοντά στα λημέρια του, ή τριγυρνούσε στα σκοτάδια της Αίθουσας

μακριά από το σπιτικό του. 

Page 240: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 240/322

239

Την τρίτη μέρα, ο Έκτορας είχε πέσει σε έναν περίεργο λήθαργο.

Στριφογύριζε στο πάτωμα διαρκώς, το σώμα του είχε μουλιάσει από τον

ιδρώτα και  έσταζε από τα ρούχα και τα μαλλιά του. Παραμιλούσε

ακατάληπτα λόγια, μερικές φορές έκλαιγε και άλλες γρύλιζε σαν αγρίμι.

Οι τρεις άνθρωποι ανησύχησαν, όμως ο Αριστοτέλης έκανε έναν νεύμα

ικανοποίησης. 

«Τώρα παλεύει μόνος του με το σκοτάδι. Είναι επίπονη μάχη , αλλά ο

 Έκτορας είναι ικανός να νικήσει. Αναρρώνει πιο γρήγορα από ότι

περίμενα. Μπορούμε να τον λύσουμε, δεν είναι απειλή για εμάς πια». 

Την ώρα που τον έλυναν, ο Αριστοτέλης έβγαλε το τσουκάλι του και

ετοίμασε ένα μυρωδάτο φίλτρο με λαμπρό, ασημί χρώμα.

«Αυτό θα του δώσει δυνάμεις και θα απομακρύνει  την θλίψη και τον

πόνο του». Έκαμε και έγνεψε στην Ανδρομάχη να τον βοηθήσει. Εκείνη

έπιασε το κεφάλι του Έκτορα και του άνοιξε το στόμα. Έπιασε μια γεμάτηκούπα με αχνιστό φίλτρο από τα χέρια του μάγου και την κατέβασε στο

στόμα του. Έπειτα ακούμπησε απαλά το κεφάλι του χάμω. Ο Αριστοτέλης

ακούμπησε το χέρι του στο μέτωπο του και άρχισε να απαγγέλει μαγικές

επικλήσεις με κλειστά μάτια και χαμηλωμένη φωνή. Όταν σταμάτησε,

μισή ώρα αργότερα, είπε στην Ανδρομάχη να του δώσει άλλη μια κούπα

από το φίλτρο και ο ίδιος έπεσε κατάκοπος για ύπνο. 

 Έμοιαζε εύθραυστος, δεν είχε ακόμα αναρρώσει από τον κλονισμό της

μάχης του με τον Άδη και επιπλέον έπρεπε να βοηθήσει τον Έκτορα στην

δικιά του εσωτερική πάλη με το Σκότος. Αυτό ρουφούσε άπληστα, σαν

βδέλλα, τα ελάχιστα αποθέματα ενέργειας που κουβαλούσε στο

γερασμένο κορμί του. Δεν μπορούσε παρά να αναρωτιέται ο Φίλιππος, τι

θα συνέβαινε αν συναντούσαν μπροστά τους τον Σετ. Ο μάγος τους

προειδοποίησε για το τρομερό μένος του θεού όπως και για το γεγονός ότι

δεν ήταν  εφάμιλλος στην τιμή και την αξιοπρέπεια  με τον Άδη. Αν του

δινόταν η ευκαιρία, θα μπορούσε  να επιτεθεί πισώπλατα στον Αριστοτέλη

και να τσάκιζε την υπόλοιπη συντροφιά με ένα του χτύπημα. Τριβέλιζαν

το νου του τούτες οι έννοιες αλλά δεν τις μοιράστηκε με τους άλλους δύο.

Δεν μπορούσαν, με κάποιο τρόπο, να βοηθήσουν τον μάγο και δεν υπήρχε

λόγος να μοιραστούν τις ανησυχίες του. Άλλωστε, γνώριζε από πρώτο

χέρι, την αξία του ανεβασμένου και άσπιλου ηθικού μιας συντροφιάς καιήθελε να το διατηρήσει έτσι. 

Σταδιακά, ο Έκτορας επέστρεφε από το ζοφερό ταξίδι του στα πιο

απόκρυφα και τρομερά μέρη της ανθρώπινης ψυχής. Και, μαζί του,

επέστρεφαν στη συντροφιά η αισιοδοξία και η σιγουριά. Ο Φίλιππος

καμώθηκε πως δεν πρόσεξε την αδυναμία του μάγου και χαμογέλασε

αδύναμα, προσέχοντας τον φίλο του, την ώρα που η Ανδρομάχη έκλεισε

τα μάτια της, δίπλα του. 

 Όταν ο Έκτορας συνήλθε, καταϊδρωμένος και ολότελα μπερδεμένος,

βρήκε τους τέσσερις συντρόφους του να κοιμούνται πλάι του.Προσπάθησε να ανασηκωθεί, αλλά το κορμί του ήταν μουδιασμένο.

Page 241: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 241/322

240

Παραζαλισμένη ήταν η καρδιά του, αλλά ανακουφισμένη συνάμα, σαν το

χώμα που καταποντίστηκε από μεγάλη θεομηνία, αλλά έβλεπε επιτέλους

τον ήλιο να διαλύει τα μαύρα σύννεφα. Ξεφύσησε σιγανά, ώστε να μην

ξυπνήσει τους υπόλοιπους. Έκλεισε τα μάτια και πήρε δύο βαθιές ανάσες ,

απολαμβάνοντας την ζεστασιά που απλωνόταν μέσα του. Η φλόγα

ξαναφούντωσε στο στήθος του και πύρωνε το αίμα του. Ένιωσε ξανάδύναμη στα μπράτσα του και σιγουριά. Κάθε σταθερός χτύπος της

καρδιάς του ατσάλωνε το πνεύμα, την ψυχή του με μια ανείπωτη,

μυστικιστική ισχύ. Έζησε μια φριχτή εμπειρία, όμως επέζησε, γκρέμισε το

σκοτάδι μέσα του στην άβυσσο, από την οποία ήρθε και βγήκε

δυνατότερος, σοφότερος από πριν. 

 Έφερε τα δάχτυλα του στο μάγουλο της Ανδρομάχης. Πόσο του είχε

λείψει η αίσθηση της, η μυρωδιά της, η παρουσία της ολάκερη.

Αισθανόταν σαν να πέρασαν χρόνια από την τελευταία φορά που

αντίκρισε την συντροφιά.

Η κοπέλα ξύπνησε αμέσως μόλις ένιωσε το άγγιγμα του. Αρχικά,

αιφνιδιάστηκε και κοιτούσε τον Έκτορα ανέκφραστη και σαστισμένη.

 Έπειτα, μόλις αντιλήφθηκε ότι δεν  ονειρευόταν, τον αγκάλιασε δυνατά.

Φίλησε τα χείλια του με το πάθος που μόνο μια Αμαζόνα μπορούσε  να

εκδηλώσει. Δύο μαργαριταρένια δάκρυα ανακούφισης φώτισαν το

πρόσωπο της. Για μερικά λεπτά κοιτούσαν ο ένας τον άλλον , δίχως να

μιλάνε με το στόμα. Τα μάτια τους όμως φλυαρούσαν, εκφράζοντας την

αγάπη τους με τόσο όμορφα λόγια που δεν μπορούσαν να συνθέσουν τα

χείλη τους. 

«Σ’ ευχαριστώ». Της είπε τελικά. Δεν ήξερε ακριβώς για ποιο λόγο το

είπε αυτό. Όμως, κατά βάθος, ήξερε ότι χωρίς αυτήν και τα υπόλοιπα

μέλη της συντροφιάς, δεν θα μπορούσε να δραπετεύσει από το σκοτάδι

που τυλίχθηκε. Θυμόταν, φυλακισμένος στα απόμερα μπουντρούμια του

Σκότους όπου βρισκόταν, να ακούει την φωνή της: Ονειρέψου μαζί μου. 

Εκείνη συνέχισε να μην μιλάει, όμως η συγκίνηση και η χαρά που ένιωθε ,

ακτινοβολούσαν σε κάθε κύτταρο του κορμιού της. Φιλήθηκαν ξανά και

έμειναν αγκαλιασμένοι έως ότου ξύπνησαν και οι υπόλοιποι.

Από τον Φίλιππο ξέφυγε ένα ξεφωνητό και τον αγκάλιασε διαχυτικά. Ο

Αριστοτέλης τον φίλησε στο μέτωπο λέγοντας του: 

«Καλώς ήρθες πίσω, παλικάρι μου». Ο Αχιλλέας  τον κοίταξε αμίλητος

και του χαμογέλασε, κλίνοντας ελαφρά το κεφάλι. Κανείς δεν τον ρώτησε

τι του συνέβη και ο ίδιος ο Έκτορας ένιωθε ανέτοιμος να τους μιλήσει για

την εμπειρία του. Όχι τόσο από φόβο, παρά από ντροπή που επέτρεψε

στην Μαύρη Ψυχή να τον πείσει με τα μισητά λόγια της και να τον

οδηγήσει στο Σκοτάδι. Ωστόσο, με την βοήθεια της συντροφιάς και τη

αμέριστη κατανόηση τους για το συμβάν, σύντομα ο Έκτορας το

ξεπέρασε και όλα έμοιαζαν με ένα κακό όνειρο.

Page 242: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 242/322

241

 Έμειναν στη σπηλιά άλλες δύο μέρες από την στιγμή που ξύπνησε ο

 Έκτορας και τότε ο Αριστοτέλης έκρινε πως ο νεαρός είχε αναρρώσει σε

ικανοποιητικό βαθμό.

«Πρέπει να προχωρήσουμε. Ήδη μείναμε αρκετό καιρό κάτω από την

μύτη του Σετ και δεν νομίζω ότι θα συνεχίσουμε να είμαστε τυχεροί γιαπολύ ακόμα» 

 Όλοι ήταν σύμφωνοι και πρόθυμοι να προχωρήσουν. Έτσι, μερικές ώρες

αργότερα, η συντροφιά απομακρύνθηκε από τα Κάτεργα των Ψυχών και

βρέθηκε ξανά εκεί όπου έχασε τον Έκτορα. Στην διαδρομή, ο νεαρός

πρόσεξε το δεμένο χέρι της Ανδρομάχης και, με θλιμμένο ύφος, έκανε να

μιλήσει, όμως η κοπέλα τον πρόλαβε και με αυστηρό ύφος του είπε: 

«Μην τολμήσεις να απολογηθείς!». Ήξερε ότι ο Έκτορας δεν θα της

έκανε ποτέ κακό ηθελημένα και ήθελε να του δώσει να καταλάβει ότι

αυτό που συνέβη δεν ήταν δικό του φταίξιμο. Τα δάχτυλα της πλέχτηκανστα δικά του και το πρόσωπο του φωτίστηκε από ένα χαμόγελο.

Σύντομα άφησαν πίσω τους την πλακόστρωτη αίθουσα με τα στόμια των

αεραγωγών, κατέβηκαν μια απότομη σκάλα, φτιαγμένη από μαύρη πέτρα

και κατέληξαν σε μια μαυροχώματη πεδιάδα που έμοιαζε πολύ με την

περιοχή στα Κάτεργα των Ψυχών, όμως τούτη δεν ήταν άγονη, αντιθέτως

 υπήρχαν διάσπαρτα δέντρα με κατάμαυρο κορμό και γυμνά κλαδιά και

χαμηλά φυτά, ακόμα και λουλούδια, μαύρα, σαν καμένα. Το τοπίο ήταν 

καταθλιπτικό και αφιλόξενο κι η νεκρική σιγή του χώρου έκανε τις

ανθρώπινες ψυχές να κλαίνε σπαραχτικά.

«Τα Μαύρα Λιβάδια. Φρίκη μου προκαλεί μόνο και η όψη αυτής της

περιοχής. Είναι αρκετά μεγάλη και πρέπει να την διασχίσουμε όλη. Να

προσέχετε, κατοικούν κάθε λογής σκοτεινά πλάσματα εδώ πέρα». Τους

εξήγησε ο Αριστοτέλης ψιθυριστά. Η φωνή του αντήχησε απόκοσμα

τρομαχτική στην σιγαλιά. Μόλις τέλεψε την φράση του, ακούστηκε ένας

κορμός να τρίζει μερικά μέτρα μακριά και μόλις στράφηκαν με

προτεταμένα τα όπλα τους, τον είδαν να ταλαντεύεται. Ο Έκτορας

κάρφωσε το βλέμμα του στα μακριά μπράτσα του δέντρου που κατέληγαν

σε λεπτά κλαδιά, μακριά και αιχμηρά σαν δάχτυλα ανθρωπόμορφου

κτήνους. Κουνιούνταν, σαν να χαιρετούσαν χλευαστικά τους ταξιδιώτες. Έμεινε καθηλωμένος ο νεαρός, υπνωτίστηκε θαρρείς από το ρυθμικό

λίκνισμα των κλαδιών και χάζευε το νεκρό δέντρο. Ώσπου, η προσοχή του

αποσπάστηκε απότομα. Το κρώξιμο του Ερμή ακούστηκε από ψηλά και

σηκώνοντας τα κεφάλια, οι σύντροφοι είδαν δυο σκιές να πετάνε μακριά,

φοβισμένες, πλαταγίζοντας τις φτερούγες τους. 

«Νυχτοβάτες». Δήλωσε ο Αριστοτέλης και οι υπόλοιποι στράφηκαν

ξαφνιασμένοι, καθώς ήταν οικείοι με αυτά τα πλάσματα. 

«Κατοικούν Νυχτοβάτες εδώ; Νόμιζα ότι είναι στην δούλεψη του

Ζακχαέρ Ντων». Έκανε ο Φίλιππος. 

Page 243: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 243/322

242

«Ω ναι, οι πιο πολλοί υποτάχθηκαν στο θέλημα του. Όμως υπήρχαν πολύ

πριν την ανέγερση της Σεθίρηκα και την ανάσταση του Ζακχαέρ Ντων.

Είναι γιοί του Σκότους, δολοφόνοι εκ γενετής. Σκοτώνουν είτε για

ευχαρίστηση, είτε ως μισθοφόροι. Αυτοί που κατοικούν εδώ μέσα όμως

δεν έχουν τις δυνάμεις των Νυχτοβατών του Ζακχαέρ Ντων, ειδάλλως δεν

θα δίσταζαν να μας επιτεθούν. Τούτοι, όμως, καθώς έχασαν το στοιχείοτου αιφνιδιασμού, πέταξαν μακριά. Δειλά, άτιμα πλάσματα» 

«Τι επιπλέον δυνάμεις έχουν οι Νυχτοβάτες του Ζακχαέρ Ντων;»

αναρωτήθηκε η Ανδρομάχη. 

«Φέρουν στο στήθος τους το έμβλημα της Σεθίρηκα, οπότε είναι μερικώς

άτρωτοι. Μόνο αν τους χτυπήσεις στο έμβλημα μπορείς να τους

σκοτώσεις». Απάντησε ο μάγος. Ανατρίχιασε ο Έκτορας από την

παραλίγο αιφνίδια επίθεση των Νυχτοβατών και προσπάθησε να

συγκεντρωθεί περισσότερο. Συνέχισε να βαδίζει στα νώτα της

Ανδρομάχης με όλες τις αισθήσεις του σε εγρήγορση και το σπαθί τουέτοιμο να χτυπήσει. 

Οι ώρες κυλούσαν αρμονικά κάτω από την ζοφερή ατμόσφαιρα των

Μαύρων Λιβαδιών. Είχαν διανύσει αρκετά χιλιόμετρα έπειτα από το

περιστατικό με τους Νυχτοβάτες στα απέραντα σκοτάδια της περιοχής,

δίχως να συμβεί τίποτα συνταρακτικό. Όμως, στον Έκτορα φάνηκε πως

τα βήματα του Αριστοτέλη δεν ήταν σίγουρα, άλλαξε απροειδοποίητα

κατεύθυνση αρκετές φορές και σε ορισμένα σημεία κοντοστεκόταν για

κάμποσα λεπτά προτού αποφασίσει.

Τελικά έκαναν μια στάση, στα ριζά ενός ψηλού λόφου. Η μαύρη γύμνια

του φαινόταν δυσάρεστη και καταθλιπτική στη συντροφιά, όλοι τους

έμειναν σιωπηλοί και με κατεβασμένα κεφάλια, έφαγαν ένα λιτό, άγευστο

γεύμα. Η καρδιά του Έκτορα λαχταρούσε για λίγο φως, έστω μια

ανεπαίσθητη σπίθα.

«Νιώθω την καρδιά μου κουρασμένη από τα σκοτάδια της αίθουσας,

βαριεστημένα και απρόθυμα την αισθάνομαι να χτυπάει στα στήθια μου».

Του ψιθύρισε η Ανδρομάχη έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα. Της

κράτησε το χέρι, τόσο για να της δώσει κουράγιο, όσο και για να αντλήσει

και αυτός μέσα από την ζεστασιά του.

«Νιώσε την φλόγα που σιγοκαίει μέσα σου, Αμαζόνα μου. Παραδώσου

σε αυτήν, ώστε να ζεστάνει την καρδιά σου και να την δυναμώσει» 

«Δεν νιώθω τίποτα μέσα μου αυτή τη στιγμή. Αισθάνομαι νεκρά τα

σπλάχνα μου, ψυχρή και σκοτεινή την ψυχή μου, όπως αυτό το απαίσιο

μέρος» 

«Εγώ νιώθω την φλόγα σου. Αυτή μου δίνει κουράγιο, αυτή διώχνει τις

σκιές που έρπονται μέσα μου. Κλείσε τα μάτια, αφέσου στην θέρμη της» 

Η Ανδρομάχη έκλεισε τα μάτια και ανάσανε βαθιά, προσπαθώντας νασυγκεντρωθεί. Όταν τα ξανάνοιξε, ο Έκτορας είδε σμαραγδένιες φλόγες

Page 244: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 244/322

243

 να γλύφουν τα βλέφαρα της. Της χαμογέλασε και εκείνη έφερε τα χείλια

της στα δικά του. Έπειτα, έμειναν αγκαλιασμένοι και ξάπλωσαν στο

σκληρό έδαφος. 

«Πόσο ακόμα θα περιφερόμαστε εδώ μέσα, Αριστοτέλη;». Ρώτησε

αγανακτισμένος ο Φίλιππος. «Περπατάμε σε αυτά τα απαίσια λιβάδιααρκετές ώρες και μοιάζουν απέραντα στο πηχτό σκοτάδι.  Πότε θα

φύγουμε από εδώ;» 

«Ίσως χρειαστεί να βαδίσουμε αρκετές ώρες ακόμα». Ακούστηκε βραχνή

η φωνή του μάγου.  »Δεν μπορώ να σου πω με βεβαιότητα που ακριβώς

βρισκόμαστε. Ή το τοπίο έχει αλλάξει από  την τελευταία επίσκεψη μου

εδώ  ή η μνήμη μου έχει αρχίσει να φθείρεται. Όπως και να έχει, θα

προσανατολιστώ καλύτερα όταν ανέβουμε αυτόν τον λόφο και δω το

τοπίο από ψηλά» 

«Δηλαδή χαθήκαμε; Τόσες ώρες βαδίζουμε στα τυφλά;» Μίλησε οΑχιλλέας, με μια στάλα απογοήτευσης να χρωματίζει την φωνή του. 

«Όχι, αυτό θα ήταν ανόητο και θα μας εξέθετε σε πολλούς κινδύνους.

 Όμως δεν ακολούθησα την πιο σύντομη διαδρομή για να βγούμε από τα

Μαύρα Λιβάδια, θέλησα να αποφύγω τις πιο επικίνδυνες περιοχές και

αυτό ίσως μας έβγαλε κάπως από την πορεία μας. Ίσως όμως να έχει

αλλάξει απλώς το τοπίο, από άγνωστες σε εμένα αιτίες. Θα μάθουμε

περισσότερα σε λίγο. Ας ξεκινήσουμε τώρα» 

Σηκώθηκαν όλοι βαριεστημένα. Τα λόγια του μάγου δεν ήταν ιδιαίτερα

ενθαρρυντικά και μεγάλωσαν  την αγανάκτηση που τους προκαλούσε η

τρομερή θέα των Μαύρων Λιβαδιών.

Ξόδεψαν αρκετή ώρα και πολλές δυνάμεις ανεβαίνοντας τον λόφο. Το

σκοτάδι τους είχε ξεγελάσει  και τους είχε κάνει  να πιστέψουν ότι ήταν

μικρότερος και πιο ομαλός, από όσο πραγματικά ήταν. Η ανάβαση ήταν

κουραστική και έπρεπε συνεχώς να κάνουν κύκλους, προκειμένου να

παρακάμψουν βράχους και ρωγμές που εμπόδιζαν την πορεία τους. Όταν

έφτασαν, κατέρρευσαν στο παγωμένο έδαφος, εξαντλημένοι και

καταϊδρωμένοι. Λαχανιάζοντας, ο Αριστοτέλης προχώρησε στο χείλος της

κορυφής και ατένισε το τοπίο που ξετυλιγόταν μπροστά του. Οι υπόλοιποιδεν μπόρεσαν να διακρίνουν τίποτα άλλο από την απέραντη σκοτεινιά που

κύκλωνε τον λόφο, ο οποίος  μαστιγωνόταν από παγωμένες ριπές αέρα.

Υπό το βίαιο πλατάγισμα του μανδύα του Αριστοτέλη, ακούστηκε η φωνή

του: 

«Έχουμε παρεκκλίνει από την πορεία μας, δίχως άλλο. Όμως δεν μπορώ

 να πω με σιγουριά  προς τα πού πρέπει να πάμε. Είμαστε κοντά στα

λημέρια επικίνδυνων πλασμάτων» 

Τουρτουρίζοντας και ασθμαίνοντας, ο Φίλιππος ρώτησε: 

«Και τι θα κάνουμε; Θα γυρίσουμε πίσω;» 

Page 245: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 245/322

244

Αυτό το ενδεχόμενο περόνιασε το κορμί του Έκτορα περισσότερο και

από τον παγωμένο αέρα. Δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω, θα έχαναν

πολύτιμο χρόνο και δυνάμεις και θα έμεναν εκτεθειμένοι στις σκιές της

Αίθουσας. 

«Όχι, δεν νομίζω πως έχουμε την πολυτέλεια να γυρίσουμε πίσω.

Περίπου μισό χιλιόμετρο από τα ριζά του λόφου υψώνεται ο πύργος του

Μαυρολίθιου, του  Αλχημιστή του Ερέβους. Με γνωρίζει και δεν

κινδυνεύουμε από αυτόν. Αν και είναι πλάσμα αφιερωμένο στις Μαύρες

Τέχνες, με σέβεται και είναι έντιμος με τον τρόπο του. Θα διακινδυνεύσω

μια επίσκεψη στον πύργο του. Ίσως δεχτεί να μου δώσει οδηγίες» 

 Έτσι και έγινε. Η συντροφιά ξεκίνησε να κατεβαίνει τον λόφο,

κατευθυνόμενη προς τον Πύργο. Από εκείνη την μεριά, ο λόφος

κατηφόριζε πιο ομαλά αν και υπήρχαν πολλές τρύπες στο έδαφος,

ορισμένες από τις οποίες έμοιαζαν φρεσκοσκαμμένες. 

«Αυτός ο Αλχημιστής, τι πλάσμα είναι; Όπως τον περιέγραψες μου

μοιάζει για μάγος ή θεός». Απευθύνθηκε ο Έκτορας στον Αριστοτέλη. 

«Όχι, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Δεν έχει τις δυνάμεις των μάγων και των

θεών, αν και μοιράζεται την αθανασία τους. Η ιστορία του μοιάζει σε

ορισμένα σημεία με του Ζακχαέρ Ντων, καθώς και αυτός γεννήθηκε

άνθρωπος, θνητός, ωστόσο τον τράβηξαν οι σκοτεινές τέχνες και μέσω

αυτών κέρδισε την αθανασία και τις δυνάμεις του. Ήταν στη δούλεψη

ενός Κύκλωπα, οι οποίοι ήταν σπουδαία και αθάνατα όντα πριν ξεπέσουν

και αναμιχθούν με τους θνητούς. Εκεί έμαθε πολλές τέχνες και ένιωσε να

τον ελκύει η γοητεία του Σκότους. Όταν έμαθε για την Σπηλιά των

Μυστηρίων και τα ένδοξα έργα που έπρατταν οι μάγοι σε αυτή, ήρθε εδώ,

απομονώθηκε στα σκοτάδια της Αίθουσας και άρχισε να αναπτύσσει τις

δεξιότητες του στις Σκοτεινές Τέχνες. Και έκανε σπουδαία δουλειά, θα

μπορούσε να πει κανείς» 

«Και πως γνώρισες ένα τέτοιο πλάσμα, Αριστοτέλη;» Θέλησε να μάθει η

Ανδρομάχη. 

«Ω, μα έκανα και εγώ τις μελέτες μου στις Σκοτεινές Τέχνες, όπως όλοιοι μάγοι άλλωστε. Με ενδιέφερε να μάθω για την δουλειά του και υπήρξε

καλός βοηθός για μένα σε αρκετές υποθέσεις μου» 

Αισθάνθηκε την σαστιμάρα της συντροφιάς, στο άκουσμα  του

ενδιαφέροντος του μάγου για τις σκοτεινές τέχνες και χαμογέλασε

συγκαταβατικά.

«Σας το έχω ξαναπεί, φίλοι μου. Στη φύση είναι πολύτιμα τόσο το φως

όσο και το σκοτάδι. Έχω πολεμήσει πολλές φορές το Σκότος σίγουρα,

αλλά έχω δώσει και μάχες πλάι του. Ο αντίπαλος μου πάντα ήταν η

διατάραξη της Ισορροπίας, ο εχθρός μου πάντα είναι οτιδήποτε δεν υπακούει την Φύση και τους σοφούς κανόνες της» 

Page 246: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 246/322

245

Ακόμα και ο Έκτορας, που είχε μεγαλώσει  με τις διδαχές του

Αριστοτέλη, δεν ένιωθε ακόμα έτοιμος να αποδεχτεί το Σκοτάδι ως

αναπόσπαστο κομμάτι της Φύσης. Όμως δεν μπορούσε να διαφωνήσει με

τα λεγόμενα του μάγου και συνεχώς πολεμούσε την ενστικτώδη

αποστροφή του στο Σκότος. 

«Θα δεχόμουν πιο εύκολα αυτές τις απόψεις έξω από τούτο το φριχτό

μέρος, φαντάζομαι.  Όμως, αυτά που έχω δει εδώ μέσα κάνουν την ψυχή

μου να αναγουλιάζει και δεν μπορώ να σκεφτώ τις Σκιές ως σύμμαχο

μου». Είπε ο Φίλιππος. 

«Μα ναι, ασφαλώς φοβάστε και τρέφεται ένα ενστικτώδες μίσος για το

Σκότος. Αν και το έχετε μέσα στην ψυχή σας, είστε πλάσματα του Φωτός,

καλοδέχεστε τον Ήλιο και την ζεστασιά, αγαπάτε το γαλάζιο του ουρανού

και τις πολύχρωμες ανταύγειες των φωτεινών ακτινών. Και οι

περισσότεροι μάγοι το ίδιο. Όμως εμείς έχουμε τις δυνάμεις και την σοφία να δούμε θαρρετά και τις δύο όψεις της φύσης και δεν μοιραζόμαστε τους

φόβους και τις προκαταλήψεις σας. Και σας προτείνω να προσπαθήσετε

 να κάνετε το ίδιο. Μόνο τότε, θα μπορέσετε αληθινά να απολαύσετε το

μεγαλείο της φύσης. Μόνο τότε, θα κατανοήσετε την πραγματική έννοια

της ισορροπίας» 

Τα λόγια του τους έβαλαν σε σκέψη,  όμως σύντομα κάτι άλλο τους

απέσπασε την προσοχή. Κατέβηκαν τον λόφο, σχετικά γρήγορα και

βάδιζαν σε μια ξερή πεδιάδα. Τίποτα δεν φύτρωνε τριγύρω και στο βάθος

μπορούσαν να διακρίνουν μια ακαθόριστη, ψηλή σκιά που υπέθεσαν ότι

ήταν ο πύργος του Μαυρολίθιου. Πράγματι, ο Αριστοτέλης τους οδήγησε 

προς εκείνη την κατεύθυνση. Το σκοτάδι παρέμενε έντονο, έτσι δεν ήταν

εύκολο στους τέσσερις ανθρώπους να υπολογίσουν την απόσταση. Ενώ

βάδιζαν βιαστικά, στη σιγαλιά της πεδιάδας, πρόσεξαν τριγύρω  πολλές

τρύπες, όπως εκείνες που υπήρχαν στον λόφο, άλλες βαθιές με

διακλαδώσεις και κανάλια , και άλλες ρηχές σαν λακκούβες. Ο Φίλιππος

ετοιμαζόταν να ρωτήσει ποιος τις έσκαβε, όταν σκόνταψε στο χείλος μίας

και τότε, ξέσπασε πανικός. 

Μόλις σκόνταψε ο Φίλιππος, κάτι σκοτεινοί όγκοι μέσα στην τρύπα, που

ο Έκτορας είχε πάρει για βράχους, ζωντάνεψαν και άρχισαν ναξεφωνίζουν τρομαγμένοι. Αιφνιδιασμένοι, οι άνθρωποι γύμνωσαν τα όπλα

τους και ετοιμάστηκαν να επιτεθούν στα άγνωστα πλάσματα, άλλα ο

Αριστοτέλης τους συγκράτησε με μια δυνατή κραυγή. Τότε, οι σύντροφοι

συνειδητοποίησαν πως τα κατάμαυρα όντα είχαν τρομάξει περισσότερο

από τους ίδιους και έφευγαν με γρήγορες, αδέξιες κινήσεις από την τρύπα.

Ο θόρυβος ξύπνησε  και τα υπόλοιπα πλάσματα που κατοικούσαν στις

τρύπες τριγύρω και κοιτούσαν πανικόβλητα τους πέντε εισβολείς,

βγάζοντας περίεργους ήχους που έμοιαζαν με ανθρώπινους  θρήνους,

λυγμούς και κλαυσίγελο. Προσέχοντας ένα από αυτά, που έφευγε από

κοντά του, ο Έκτορας μόρφασε αηδιασμένος από την αποκρουστική

μορφή του. Είχε το περίγραμμα ανθρώπου, αν και περπατούσε καμπουριαστό  στα τέσσερα. Ήταν σκελετωμένο  και το δέρμα του 

Page 247: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 247/322

246

κατάμαυρο και ζαρωμένο. Στο κεφάλι του είχε λίγες γκρίζες τρίχες και τα

μάτια του, που κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου, ήταν

στρόγγυλα και έβγαζαν ένα αμυδρό κίτρινο φως. Στόμα, αυτιά ή μύτη δεν

διακρίνονταν. Στα μεγάλα χέρια του, είχε αφύσικα μακριά και λεπτά

δάχτυλα, κάνοντας τα να μοιάζουν με αλλόκοτες αράχνες. Αντίθετα, τα

πόδια του ήταν δυσανάλογα μικρά με το σώμα του, αναγκάζοντας το ναπερπατά με αδέξιες και άγαρμπες κινήσεις. Όλα τους έμοιαζαν αδύναμα

και αξιολύπητα, δεν ενέπνεαν κανέναν κίνδυνο, κάτι που το επιβεβαίωσε

και ο Αριστοτέλης. 

«Δεν κινδυνεύουμε, κρύψτε τα όπλα σας, είναι άκακα πλάσματα!» Είπε

μόλις έκαναν την αιφνίδια εμφάνιση τους. 

«Μα τι είναι τούτα; Μου προκαλούν μια απρόσμενη λύπη στην καρδιά

μου, τόσο η όψη τους όσο και οι φωνές τους». Σχολίασε η Ανδρομάχη,

μόλις ηρέμησαν και κατέβασαν τα όπλα τους. 

«Είναι οι Θλίβιοι και το όνομα τους προέρχεται από τις κραυγές που

βγάζουν αλλά και από την θλιβερή ιστορία τους. Κάποτε ήταν άνθρωποι

που ζούσαν σε μεγάλες, λαμπρές πολιτείες του παρελθόντος.

Αποξενώθηκαν από την φύση και ένιωθαν άνετα μόνο στις ψυχρές σκιές

των  πολυτελών σπιτιών τους. Και όλοι τους είχαν την ίδια έμμονη. Το

χρυσάφι. Το συνέλλεγαν με μανία και το φυλούσαν στα σπίτια τους. Όταν

εξάντλησαν τα πλούσια εδάφη τους από τα κοιτάσματα, η εμμονή τους

δεν έπαψε, αντιθέτως έγινε ακόμα πιο παρανοϊκή. Άρχισαν  να σκάβουν

βαθιά ορυχεία, στα οποία βρήκαν μπόλικο χρυσάφι. Αρχικά το

μετέφερναν στην επιφάνεια, όμως έπειτα, όταν αναγκάστηκαν να

σκάψουν πιο βαθιά για να βρουν άλλα κοιτάσματα, αποφάσισαν να

κατοικήσουν στα ορυχεία. Ανέβαιναν όλο και πιο σπάνια στην επιφάνεια,

ξέχασαν τον ήλιο, το φεγγάρι, τον καθαρό αέρα, το κελαρυστό νερό.

Ξέχασαν ακόμα και τα ένδοξα παλάτια τους, τις χρυσές πανοπλίες τους

και τα διαμαντένια στέμματα τους. Το μόνο που έμεινε, το μόνο που τους

καθόριζε πλέον ήταν η αδιάκοπη αναζήτηση του χρυσού. Η εμμονή τους

οδήγησε στα έγκατα της γης, όπου το σκοτάδι τους τύλιξε ολότελα.

Ακόμα και όταν βρήκαν περισσότερο χρυσάφι από όσο θα μπορούσαν

ποτέ να ξοδέψουν, οι άπληστες ψυχές τους δεν ικανοποιήθηκαν. Και από

τότε κατοικούν στα πιο σκιερά και παγωμένα μέρη, ψάχνοντας αδιάκοπα

για χρυσάφι. Μόνο για τούτη την αναζήτηση ζουν και μόνο για αυτήν νοιάζονται. Δεν αποτελούν απειλή για εμάς, δεν καταλαβαίνουν καν

εντελώς την ύπαρξη μας. Αμφιβάλλω αν κατανοούν τίποτε άλλο εκτός

από το παγωμένο μέταλλο που ψάχνουν» 

Θλίβιοι.  Σκέφτηκε ο Έκτορας.  Πόσο ταιριαστό όνομα, αλήθεια! Πόσο

θλιβερά και αξιολύπητα πλάσματα! Τι τρομερή που ήταν η μοίρα τους! 

Ταυτόχρονα συνειδητοποίησε με ένα βάρος στην καρδιά, πόσοι άνθρωποι

στις σύγχρονες  πολιτείες μοιράζονταν αυτήν την εμμονή. Αναρωτήθηκε

μήπως οι Θλίβιοι δεν ήταν εικόνα του παρελθόντος, αλλά του μέλλοντος.

Αναστέναξε και προχώρησε με σκυμμένο το κεφάλι. Η Ανδρομάχη τον

κοίταξε και αμέσως κατάλαβε τις σκέψεις του. Οι ίδιες σκιές πέρασαν καιαπό το δικό της μυαλό. Όμως  ήταν γόνος μιας γενναίας  φυλής

Page 248: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 248/322

247

πολεμιστριών και ατένιζε το μέλλον με περηφάνια. Τον κοίταξε στα μάτια

και η γαλαζοπράσινη λάμψη τους τον βεβαίωσε: δεν ήταν αυτό το μέλλον

τους. 

Οι αμυδρές λάμψεις των ματιών των Θλίβιων συνόδευε τους

συντρόφους, καθώς προχωρούσαν. Όταν ξεπέρασαν το αρχικό σοκ, ταπλάσματα εκδήλωσαν έντονο ενδιαφέρον για την παρουσία των

ανθρώπων στην περιοχή τους. Ίσως επειδή τους θύμιζαν το παρελθόν

τους, πριν καταφύγουν στα σκοτάδια. Ίσως απλώς αναρωτιόντουσαν αν

είχαν μαζί τους χρυσάφι. Η συντροφιά έκανε διάφορες εικασίες, όμως ο

σκοπός των Θλίβιων δεν φανερώθηκε ποτέ. Το μόνο που έκαναν ήταν να

βαδίζουν πίσω τους με αδέξια, δειλά βήματα, θρηνώντας και

ασθμαίνοντας. Αν και δεν τους φοβόταν, ο Έκτορας ένιωθε άβολα και

κοιτούσε συνεχώς τα νώτα του. Ανησυχούσε μήπως οι φωνές τους

προσελκύσουν κάποιο πιο επικίνδυνο πλάσμα. Με τόση φασαρία και

πολυκοσμία δεν θα ήταν εύκολο  να εντοπίσει μια πιθανή απειλή έγκαιρα.

Παρ’ όλα αυτά, διένυσαν ανενόχλητοι την απόσταση που τους χώριζε απότον Πύργο του Μαυρολίθιου. Δεκαπέντε λεπτά αφότου ανακάλυψαν τους

Θλίβιους, στέκονταν στην παγωμένη σκιά των θεμελίων του. Ήταν

πανύψηλος και φτιαγμένος εξ’ ολοκλήρου από μαύρη πέτρα και σίδηρο.

Στις πολεμίστρες, που ξεπετάγονταν  δεκαπέντε μέτρα πάνω από το

έδαφος, η συντροφιά είδε αγάλματα με φριχτή, τερατώδη όψη να

επιβλέπουν την περιοχή με το άγρυπνο βλέμμα τους. Ο Αριστοτέλης τους

οδήγησε στην δρύινη πύλη και σταμάτησε σκεπτικός. Στην πέτρινη αψίδα

που στεφάνωνε την πόρτα, ο Έκτορας πρόσεξε σκαλίσματα σε άγνωστη

γλώσσα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έγραφαν, αλλά στη θέα τους

ένιωσε ένα παγωμένο χέρι να σφίγγει την καρδιά του. Δίχως αμφιβολία,

ήταν αποτυπωμένα λόγια μίσους και κακίας. 

«Θα προχωρήσω μόνος μου μέσα στον πύργο». Δήλωσε αποφασιστικά.

«Όπως είπα, εγώ πιθανώς δεν κινδυνεύω, όμως δεν μπορώ να εγγυηθώ ότι

δεν θα επιχειρήσει να σας βλάψει. Και δεν είμαι ακόμα αρκετά δυνατός

για να προστατέψω όλους σας από τα απαίσια ξόρκια του» 

«Και αν προσπαθήσει να βλάψει εσένα;» αντιμίλησε ο Έκτορας. 

«Αυτό είναι μάλλον απίθανο. Με σέβεται αρκετά, όπως προείπα. Επίσης,

ξέρει ότι είμαι πολύ δυνατότερος από αυτόν και  ότι  μια επίθεση μουμπορεί να τον αφανίσει. Αν ο σεβασμός δεν τον συγκρατήσει, ίσως το

κάνει ο φόβος. Και αν αποφασίσει να επιτεθεί έτσι και αλλιώς, νομίζω ότι

είμαι αρκετά δυνατός για να τον αποκρούσω. Μείνετε εδώ και αν συμβεί

οτιδήποτε ύποπτο, φωνάξτε. Θα πω και στον Ερμή να επιβλέπει την

περιοχή» 

Φώναξε το γεράκι και του ψιθύρισε οδηγίες. Εκείνο τον κοίταξε μια

στιγμή και έπειτα άνοιξε τις φτερούγες του και χάθηκε στα σκοτάδια. Ο

Αριστοτέλης πήρε μια βαθιά ανάσα και έσπρωξε την πύλη. Άνοιξε χωρίς

δυσκολία και από μέσα ξεχύθηκε ένα παγωμένο ρεύμα αέρα που έκανε

τους υπόλοιπους να ανατριχιάσουν. Το σκοτάδι κατάπιε τον μάγο, αμέσωςμόλις διάβηκε την είσοδο και, μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, η πύλη

Page 249: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 249/322

248

έκλεισε μόνη της. Αυτό ο Έκτορας δεν το θεώρησε καλό σημάδι και

κοίταξε τους συντρόφους του ταραγμένος. 

«Ξέρει τι κάνει, Έκτορα». Τον βεβαίωσε ο Φίλιππος.  »Επέζησε σε μια

τρομερή μονομαχία με τον Άδη, είναι πολύ σπουδαίος για να χαθεί από

αυτόν τον Αλχημιστή» 

«Είναι ακόμα κλονισμένος από αυτήν την μονομαχία, όμως. Έπρεπε να

επιμείνουμε να πάμε μαζί του, να καλύπτουμε τα νώτα του» 

«Νομίζω πως περισσότερο θα μπερδευόμασταν στα πόδια του, παρά θα

τον βοηθούσαμε. Ο Φίλιππος έχει δίκιο, ξέρει τι κάνει». Απάντησε ο

Αχιλλέας. 

Την συζήτηση διέκοψε η Ανδρομάχη: 

«Μα τι κάνουν οι Θλίβιοι; Κοιτάξτε» 

Αρχικά, ο Έκτορας δεν παρατήρησε τίποτα ύποπτο. Οι Θλίβιοι έμοιαζαν

 να περιφέρονται γύρω από τον πύργο κλαίγοντας και τσαλαπατώντας ο

ένας τον άλλον. Όμως,  σύντομα αισθάνθηκε πως ήταν ταραγμένοι. Οι

φωνές τους δυνάμωσαν και έτρεμαν. Μέσα από τους λυγμούς και τους

κλαυσίγελους μπόρεσε να διακρίνει μια λέξη, που πρόφεραν όλοι μαζί με

τρόμο. 

«Νομίζω πως λένε: “Σκιές”… Όλοι τους τραυλίζουν, τρομαγμένοι, αυτή

τη λέξη». 

Η Ανδρομάχη συμφώνησε με ένα γνέψιμο και ο Αχιλλέας τους

παρότρυνε να βγάλουν τα όπλα τους. 

«Ο Ερμής δεν μας ειδοποίησε. Μήπως αυτά τα δειλά πλάσματα τρόμαξαν

δίχως λόγο;» Είπε ο Φίλιππος, βγάζοντας με αργές κινήσεις τα σπαθιά

του.

«Ίσως, όμως καλύτερα να είμαστε σε επιφυλακή. Πολλά μπορεί να

κρύβονται στο σκοτάδι, τόσο δόλια, που ακόμα και ο Ερμής να μην

μπορεί να εντοπίσει. Αλλά οι Θλίβιοι είναι πλάσματα του Σκότους καιεδώ είναι τα λημέρια τους. Ίσως γνωρίζουν κάτι» 

Κραδαίνοντας στο χέρι του  το σπαθί, ο Έκτορας προσπάθησε να

διακρίνει κάποια κίνηση στον ορίζοντα. Του φάνηκε πως στιγμιαία είδε

σκιές να χορεύουν στον ορίζοντα, όμως χάθηκαν μόλις ανοιγόκλεισε τα

μάτια του. 

«Αχιλλέα, βλέπεις τίποτα ύποπτο;» 

«Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Αυτό το καταραμένο σκοτάδι θολώνει

την όραση μου. Αν είχαμε λίγο φως…» 

Page 250: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 250/322

249

«Όχι». Είπε με έμφαση η Ανδρομάχη. «Ο Αριστοτέλης το ξεκαθάρισε

πως αυτό θα προκαλούσε οργή σε όλες τις δυνάμεις που κατοικούν εδώ

μέσα. Δεν πρέπει να ανάψουμε φωτιά» 

Για μερικά λεπτά, οι σύντροφοι στάθηκαν σιωπηλοί ο ένας δίπλα στον

άλλον, με την πλάτη γυρισμένη στον πύργο. Όμως, δεν εντόπισαν καμίααπειλή και αποφάσισαν πως οι Θλίβιοι πανικοβλήθηκαν χωρίς λόγο. 

«Ίσως ήταν κάτι που κάναμε εμείς που τους τρόμαξε. Ούτως ή άλλως

είναι αλλόκοτα πλάσματα, κάτι ασήμαντο για εμάς μπορεί να είναι

αδιανόητο για αυτά». Πρότεινε ο Φίλιππος. 

Αν και η θεωρία του φαινόταν λογική, ο Έκτορας πρόσεξε πως ο τρόμος

των Θλίβιων αυξανόταν όσο περνούσε η ώρα. Ορισμένοι έφευγαν

βιαστικά, ποδοπατώντας τους υπόλοιπους και τα κεφάλια των

περισσότερων ήταν στραμμένα μακριά από τον πύργο και τους

ανθρώπους. Κοιτούσαν έναν λοφίσκο στα δεξιά του Έκτορα, εκεί όπουείχε νομίσει προηγουμένως πως είδε κάτι να κινείται.

«Δεν νομίζω πως εμείς τους τρομάξαμε. Δείχνουν διαρκώς εκεί, στο

βάθος. Κάτι που έρχεται από εκεί τους τρόμαξε». Τα τελευταία λόγια του

 Έκτορα τα σκέπασαν οι μαζικές, πανικόβλητες κραυγές των Θλίβιων που

πλέον απομακρύνονταν, τρέχοντας όσο γρηγορότερα τους επέτρεπαν τα

παραμορφωμένα άκρα τους. Αυτή τη φορά, η αιτία του πανικού τους ήταν

προφανής. Από τα ψηλότερα επίπεδα του Πύργου ακούστηκαν ισχυρές 

βροντές και κόκκινες λάμψεις έσπασαν την σκοτεινιά της πεδιάδας. Τα

θεμέλια του έτριξαν, μερικές πέτρες ξηλώθηκαν από τις πολεμίστρες και

έπεσαν με πάταγο δίπλα από την συντροφιά. 

Ο Έκτορας έσπευσε προς την πύλη, όταν ολόκληρη η πεδιάδα λούστηκε

στο φως. Τυφλώθηκε από την απότομη εμφάνιση της φωτιάς και έκλεισε

τα μάτια με τα χέρια του. 

«Τι στο καλό συμβαίνει;» άκουσε την αιφνιδιασμένη φωνή του Φίλιππου. 

 Όταν τα μάτια τους προσαρμόστηκαν στο φως, είδαν πως υπήρχαν

διάσπαρτες φωτιές γύρω τους, που ξεπήδησαν από το πουθενά. Οι φλόγες

τους χόρευαν, αιωρούμενες μερικά εκατοστά πάνω από το έδαφος και

διασκόρπιζαν την πορτοκαλιά λάμψη τους στην πεδιάδα. 

«Ξόρκι του Αριστοτέλη, δίχως άλλο». Υπέθεσε ο Φίλιππος. Όμως είχε

πέσει θανάσιμα έξω στην εικασία του.

Κάτι σάλευε έξω από τον δακτύλιο της φωτιάς. Όμως το φως δεν ήταν

τόσο ισχυρό όσο αρχικά φάνηκε στα μάτια τους, που είχαν συνηθίσει στο

σκοτάδι. Έτσι, το μόνο που έβλεπαν, ήταν ακαθόριστες σκιές που

περικύκλωναν την συντροφιά, σιωπηλά και ύπουλα. 

Πάνω στον πύργο, συνέχιζαν να ακούνε βροντές και ανησυχούσαν για

τον Αριστοτέλη. Ταυτόχρονα όμως, δεν τολμούσαν να γυρίσουν τιςπλάτες τους στους άγνωστους διώκτες τους. 

Page 251: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 251/322

250

«Ποιοι είστε; Τι θέλετε;» ρώτησε επιτακτικά ο Έκτορας. 

Η απάντηση ήρθε μερικά δευτερόλεπτα αργότερα από μια φωνή που

έσταζε μίσος: 

«Από τότε που εξοριστήκαμε εδώ, είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε

ανθρώπους. Νικηθήκαμε στο παρελθόν από την φυλή σας και

αναγκαστήκαμε να φύγουμε από την γη σας. Τώρα εισβάλατε στη δική

μας. Ανόητοι. Αλαζόνες και ανόητοι. Θα πληρώσετε με την ζωή σας

τώρα» 

Η σκιά που μιλούσε προχώρησε μπροστά και πέρασε τον δακτύλιο. Είχε

ανθρώπινη μορφή, καλυμμένη με μαύρα στίγματα στο άτριχο στήθος και

πρόσωπο του που έγραφαν φοβερές κατάρες. Η παρουσία του είχε κάτι

περίεργο. Έμοιαζε κάπως ανυπόστατος, η όψη του ήταν θολή και

ημιδιαφανής σαν τις ψυχές στα Ηλύσια Πεδία, αλλά πιο απτή. Αντιθέτως,η μακριά σκιά του από το ημίφως της φωτιάς φαινόταν πιο συμπαγής και

έντονη από κανονική σκιά.  Στο δεξί χέρι του κρατούσε ένα  μακρύ ίσιο

σπαθί και στα χείλη του ήταν ζωγραφισμένο ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. 

«Είμαστε οι Πολεμιστές της Σκιάς και θα πάρουμε την εκδίκηση μας».

Είπε και τότε προχώρησαν μπροστά και οι υπόλοιποι. Ήταν δέκα όλοι

μαζί, κοντοί και αδύνατοι άνθρωποι που κρατούσαν μακριά ξίφη.

Ορισμένοι έφεραν και ξύλινες ασπίδες. 

Ο Έκτορας έκανε θαρρετά ένα βήμα μπροστά και βρέθηκε κοντά στον

αρχηγό τους. Δεν τον φοβόταν, ήταν εμφανώς πιο μεγαλόσωμος και πιο

μυώδης από εκείνον. Ύψωσε το σπαθί του και τρύπησε το γυμνό,

στιγματισμένο στήθος του. Αλλά το σπαθί διαπέρασε το στήθος

ανενόχλητο, χωρίς να συναντήσει αντίσταση από σάρκα ή κόκκαλα. Ο

 Έκτορας ένιωσε σαν να τρυπάει αέρα. Παρασυρόμενος από την ορμή του

χτυπήματος του, σκόνταψε μπροστά και έκπληκτος συνειδητοποίησε πως

διαπέρασε ολόκληρος τον εχθρό,  που στεκόταν ακίνητος μπροστά του.

Σαστισμένος, κοίταξε τριγύρω, προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε

συμβεί.  Ο αρχηγός των πολεμιστών γέλασε τρανταχτά και γύρισε να

κοιτάξει τον Έκτορα. 

«Ανόητε άνθρωπε. Είμαι ο Νοβάγ, Ο Πολέμαρχος του Σκήπτρου της

Σκιάς. Δεν θα πεθάνω από έναν μίζερο θνητό σαν εσένα» 

Ο Έκτορας προσπάθησε να τον ξαναχτυπήσει. Και πάλι πέρασε μέσα από

το σώμα του Νοβάγ. Τότε ο πολεμιστής ύψωσε το ξίφος του και χάραξε

στην εκτεθειμένη πλάτη του νεαρού μια βαθιά πληγή. Σε μια προσπάθεια

 να προστατέψει τον Έκτορα, η Ανδρομάχη εκτόξευσε ένα βέλος που

βρήκε τον Πολέμαρχο στο μέτωπο, αλλά το διαπέρασε δίχως να τον

βλάψει και καρφώθηκε στο έδαφος. 

«Τι στο καλό συμβαίνει; Δεν μπορούμε να τους χτυπήσουμε καν! Τιμαγεία είναι αυτή;». Κραύγασε απελπισμένη η κοπέλα. 

Page 252: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 252/322

251

Με ένα νεύμα του αρχηγού του, οι υπόλοιποι πολεμιστές κινήθηκαν προς

τους ανθρώπους με προτεταμένα τα όπλα τους. Ο Νοβάγ έπιασε από τον

λαιμό τον Έκτορα και τον σήκωσε στον αέρα, με αφύσικη δύναμη για το

μέγεθος του. Με την λαβή του σπαθιού του, τον χτύπησε στο μέτωπο και

τον πέταξε κάτω. Ο Έκτορας ζαλιζόταν και πονούσε αφόρητα. Το αίμααπό το κεφάλι του κύλισε στα μάτια  του και θόλωσε την όραση του.

Προσπάθησε να χτυπήσει στα τυφλά, όμως η κόψη του σπαθιού του

περνούσε μέσα από τον Νοβάγ χωρίς να τον πληγώνει. Εκείνος στάθηκε

για μια στιγμή και γέλασε δυνατά. Έπειτα χτύπησε τον Έκτορα στα

πλάγια με το σπαθί του. Ένιωσε τα πλευρά του να θρυμματίζονται και

επιστράτευσε όλες του τις δυνάμεις να μην καταρρεύσει.

Η Ανδρομάχη άδειασε όλη της την φαρέτρα στους Πολεμιστές της Σκιάς,

και ενώ όλα βρήκαν τον στόχο τους, δεν τους έβλαψαν στο ελάχιστο.

 Ένας κατέβασε το σπαθί πάνω της, όμως το απέφυγε. Προσπάθησε να

γρονθοκοπήσει έναν δεύτερο, όμως το χέρι της διαπέρασε το πρόσωποτου δίχως να το χτυπήσει. Απέφευγε συνεχώς τις επιθέσεις των εχθρών με

την εκπληκτική ευλυγισία της, όμως ένιωθε να εξαντλείται. Αναρωτήθηκε

ως πότε θα άντεχε, ενώ προσπαθούσε να βρει το αδύναμο σημείο των

πολεμιστών. 

Μια σπαθιά έσκισε το  στήθος του Φίλιππου, ο οποίος μάταια

ανεβοκατέβαζε τα σπαθιά του πάνω στους πολεμιστές. Ο Αχιλλέας είχε

δεχτεί δύο χτυπήματα στο δεξί χέρι  του, και χτυπούσε μανιασμένα τους

πολέμιους του με το τσεκούρι, δίχως να πληγώνει κανέναν τους.

Ο Νοβάγ δοκίμασε ένα τελειωτικό χτύπημα στον Έκτορα αλλά εκείνος

κύλησε πάνω στο χώμα, αποφεύγοντας το σπαθί του. Σηκώθηκε όρθιος με

πολύ κόπο, προσπαθώντας να αγνοήσει τον πόνο. Κοίταξε κατάματα τον

Πολέμαρχο και στο βλέμμα του υπήρχε μόνο οργή και μανία.

Προσπάθησε να ανακαλέσει κάποια πληροφορία για τους Πολεμιστές της

Σκιάς που θα τον βοηθούσε, όμως δεν μπορούσε να θυμηθεί τον

Αριστοτέλη να αναφέρει τούτη την θανατερή ικανότητα τους. Τότε, ενώ ο

 Νοβάγ επιτιθόταν, ένα μακρόσυρτο κρώξιμο ακούστηκε πάνω από τα

κεφάλια τους. Ο Ερμής όρμησε, όχι στον πολεμιστή, αλλά στη σκιά του,

τρυπώντας την, με το  ράμφος και τα νύχια, στο σημείο του προσώπου.

 Έκπληκτος, ο Έκτορας είδε πληγές να σχηματίζονται στο πρόσωπο τουΠολέμαρχου και έπεσε αιμόφυρτος στο έδαφος.  Ήταν η μοναδική ένδειξη

που χρειαζόταν. Από την έξαψη της αποκάλυψης ξέχασε ολότελα τον

πόνο και τις πληγές του, έσφιξε το σπαθί του και στάθηκε πάνω από τον

τυφλωμένο εχθρό του.

«Ανόητη Σκιά. Είμαι ο διεκδικητής του Σπαθιού της Λύκης, ο Εκλεκτός.

 Έκτορας είναι το όνομα μου, μάθε το, καθώς αφανίζεσαι». Είπε

οργισμένος και κατέβασε το σπαθί του στο στήθος της σκιάς. Ο Νοβάγ

έβγαλε μια ύστατη κραυγή πόνου και καθώς το αίμα ανέβλυζε από το

ανοιχτό στέρνο του, εξαφανίστηκε από τα μάτια του Έκτορα. 

Page 253: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 253/322

252

Οι υπόλοιποι Πολεμιστές της Σκιάς σάστισαν από τον αφανισμό του

Πολέμαρχου και οι σύντροφοι εκμεταλλεύτηκαν τον κλονισμό τους,

εξολοθρεύοντας άλλους τρεις  από αυτούς. Οι εναπομείναντες

οπισθοχώρησαν και ανασυγκροτήθηκαν. Όπως παρατήρησε ο Έκτορας, ο

κάθε Πολεμιστής είχε την δική του φωτιά που έδινε υπόσταση στη Σκιά

του. Όταν αφανίστηκαν οι τέσσερις εχθροί, έσβησαν και οι φωτιές τουςαπό τον δακτύλιο. Επίσης, μπορούσαν να ελέγξουν τις φωτιές τους, να τις

μετακινήσουν, να τις εξαφανίσουν και να τις εμφανίσουν ξαφνικά σε

διαφορετικό σημείο. Έτσι, οι Σκιές τους άλλαζαν κατεύθυνση ή μέγεθος,

δυσκολεύοντας τους ανθρώπους να τις χτυπήσουν. 

Είχαν μόλις αφανίσει ακόμα έναν Πολεμιστή, μετά από πολύωρη μάχη,

όταν η πόρτα του μαύρου πύργου γκρεμίστηκε με πάταγο. Μέσα από το

σκοτάδι, ακούστηκε δυνατά μια βαθιά, διαπεραστική φωνή  που έδωσε

κουράγιο και χαρά στους τέσσερις συντρόφους: 

«Τρέξτε και φύγετε από εδώ, αδύναμες σκιές, απαίσιοι δούλοι τουΣκότους. Εξαφανιστείτε, πριν εξαπολύσω πάνω σας την οργή μου. Είναι ο

Αριστοτέλης ο Μάγος, που σας μιλάει. Φύγετε αμέσως» 

Οι Πολεμιστές παράτησαν χάμω τα όπλα τους και εξαφανίστηκαν

αστραπιαία, μαζί με τις φωτιές τους, βυθίζοντας την συντροφιά, για

ακόμα μια φορά, στο απόλυτο σκοτάδι. Τρέχοντας προς το μέρος που

ακούστηκε η φωνή, ο Έκτορας έφτασε στον Αριστοτέλη και

ψηλαφίζοντας τον, ανακάλυψε πως ήταν σώος και αβλαβής.

«Μα τι συνέβη εκεί πάνω;» 

«Θα μιλήσουμε αργότερα. Είστε πληγωμένοι; Μπορείτε να τρέξετε;» 

Τότε θυμήθηκε ο νεαρός τις πληγές του και ο πόνος επανήλθε ,

συνοδευόμενος από αδυναμία και κούραση 

«Μπορούμε, αν είναι απολύτως απαραίτητο». Είπε, σφίγγοντας τα

δόντια. «Όμως, δεν ξέρω πόσο μακριά μπορώ να φτάσω» 

«Πρέπει να απομακρυνθούμε, έστω και λίγο από εδώ. Κρατηθείτε ο ένας

από τον άλλον. Ξέρω πως δεν μπορείτε να δείτε, θα σας οδηγήσω εγώ» 

 Όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να βαδίσουν ο ένας  πίσω από τον άλλον στο σκληρό, ανώμαλο έδαφος της πεδιάδας, απομακρύνθηκαν από τον

μισογκρεμισμένο πύργο. Κάμποση ώρα μετά την εξαφάνιση των

Πολεμιστών της Σκιάς, η όραση τους άρχισε να επανέρχεται και διέκριναν

τα θολά περιγράμματα των δέντρων τριγύρω. Στη σκιά ενός λοφίσκου,

που στην κορυφή του ένα μοναχικό δέντρο στεκόταν θλιμμένο,

απλώνοντας τα μαραμένα κλαδιά του, ο Έκτορας κατέρρευσε και

αναγκάστηκαν να σταματήσουν. Φουριόζος, ο Αριστοτέλης έγδυσε τον

φίλο του, με την βοήθεια της Ανδρομάχης και εξέτασε τις πληγές του.

Μόρφασε δυσαρεστημένος, κοιτάζοντας την βαθιά αμυχή στα πλευρά του

και ετοίμαζε μια αλοιφή από βότανα, την ώρα που η Αμαζόνα καθάριζε τα

τραύματα. Στον Αχιλλέα με τον Φίλιππο είχε ανατεθεί να ανέβουν στην

Page 254: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 254/322

253

κορυφή και να επιβλέπουν  μαζί με τον Ερμή, που διέγραφε μεγάλους

κύκλους πάνω από τα κεφάλια τους.

Αποδείχθηκε πως, αν και άσχημα στην όψη, τα τραύματα του Έκτορα δεν

ήταν τόσο σοβαρά όσο αρχικά είχε υποθέσει ο Αριστοτέλης. Συνήθως οι

Πολεμιστές της Σκιάς διαπότιζαν τις λεπίδες τους με δηλητήριο, όμως ησυντροφιά είχε μεγάλη τύχη. Ο μάγος φρόντισε τις πληγές και των

τεσσάρων και συνέστησε να κατασκηνώσουν στην κορυφή του λοφίσκου.

 Έτσι και έγινε, μόλις συνήλθε ο Έκτορας. Όταν κάθισαν να ξαποστάσουν,

ο Αριστοτέλης τους εξήγησε τι είχε γίνει μέσα στον Πύργο: 

«Έμαθα  πως ο Σετ έχει γνώση της παρουσίας μας μέσα στην Αίθουσα.

 Όμως έχασε τα ίχνη μας, αν και μας παρακολουθούσε από την στιγμή που

έπεσε ο Έκτορας. Όταν άναψα το ραβδί μου για να σας καθησυχάσω,

 υποθέτω τράβηξα την προσοχή του. Όταν μας έχασε, ανέθεσε στον

Μαυρολίθιο, όπως και σε άλλους υπηρέτες του, να μας αιχμαλωτίσει αν

βρεθούμε στα χέρια του. Δεν ήταν τυχαίο που οι Πολεμιστές χτύπησαντην ίδια στιγμή με τον Αλχημιστή. Ήταν συντονισμένη, προσχεδιασμένη

επίθεση για να μας παραδώσουν και  τους πέντε στον Θεό του Χάους.

Μάντεψα τις προθέσεις του Μαυρολίθιου έγκαιρα και, όταν επιτέθηκε,

φόρεσα το Κράνος του Άδη και εξαφανίστηκα από τα μάτια του.

Αιφνιδιάστηκε και θα τον χτυπούσα εύκολα, αλλά εκείνη την ώρα ήρθε

μέσα ο Ερμής προκειμένου να με ειδοποιήσει για τους Πολεμιστές της

Σκιάς. Έχασα το αρχικό πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, όμως  τελικά

ανάγκασα τον Μαυρολίθιο να μου δώσει τις οδηγίες που χρειαζόμουν.

 Έπειτα, ζήτησα από τον Ερμή να σας δείξει πώς να χτυπήσετε τις Σκιές

και αιχμαλώτισα τον Αλχημιστή στα μπουντρούμια του Πύργου, ώστε να

μην ειδοποιήσει τον Σετ» 

«Πήρες τις κατάλληλες οδηγίες είπες. Πόσο απέχουμε λοιπόν από την

έξοδο της Αίθουσας;». Θέλησε να μάθει ο Φίλιππος 

«Είναι δύο μέρες περπάτημα, αν βέβαια δεν έχουμε άλλα απρόοπτα» 

Ο Έκτορας αμφέβαλλε για αυτό και μόρφασε πονεμένα. Τον πλησίασε η

Ανδρομάχη και χάιδεψε απαλά το στήθος του. Τον φίλησε και στιγμιαία ο

κόσμος έλαμψε, ο πόνος του μούδιασε και ένα άστρο γεννήθηκε στο

στήθος του και ζέστανε τα σπλάχνα του.

«Ξεκουράσου» του είπε τρυφερά. 

Εκείνος την έπιασε από το χέρι και ξάπλωσαν μαζί. 

«Τι πιο ξεκούραστο, δυναμωτικό και ζεστό από το φιλί σου; Μέχρι και ο

 ύπνος ζηλεύει το βάλσαμο που κρύβουν τα χείλη σου και τα όνειρα που

μου χαρίζουν». Της απάντησε και φιλήθηκαν ξανά.

Ο ύπνος σκέπασε σαν πουπουλένια κουβέρτα την εξαντλημένη

συντροφιά. Βρήκε τον Έκτορα και την Ανδρομάχη σφιχταγκαλιασμένους,

με τα χείλη τους ενωμένα, συγκινήθηκε και τους πρόσφερε τα πιο γλυκάτου όνειρα. Όμως δεν έμελε να τα απολαύσουν για πολύ ώρα. Πάνω από

Page 255: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 255/322

254

την κοιμισμένη συντροφιά, ο Ερμής περιφερόταν, ακοίμητος φρουρός.

Και τα γερακίσια μάτια του είδαν κάτι αλλόκοτα πετούμενα να σκίζουν το

σκοτάδι. Κινούνταν με εκπληκτική ταχύτητα και ευελιξία, αθόρυβα και με

θανατερές διαθέσεις. Άνοιξε το ράμφος του, έκρωξε στον Αριστοτέλη και

απομακρύνθηκε φοβισμένος. 

Ο συναγερμός του γερακιού ξύπνησε όλη τη συντροφιά. Τινάχτηκαν

πάνω, κρατώντας τα όπλα τους. 

«Τι είναι; Ποιος έρχεται;» 

«Κάτι πετάει πάνω από τα κεφάλια μας». Απάντησε βλοσυρά ο μάγος. 

«Νυχτοβάτες;» υπέθεσε ο Έκτορας. 

«Όχι, θα είχαν φύγει μόλις γνώριζαν ότι τους αντιληφθήκαμε. Τούτα τα

πλάσματα είναι πιο δυνατά» 

Ακούστηκε ένα  δυνατό κροτάλισμα δοντιών και αμέσως ο μάγος

κατάλαβε ποιοι ήταν οι διώκτες τους. 

«Είναι οι Κήρες, οι Μαύρες Κήρες. Θα τις τράβηξε η μυρωδιά του

αίματος εδώ».

Μισοκλείνοντας τα μάτια, ο Έκτορας προσπάθησε να διακρίνει τις Κήρες

ψηλά. Ένιωθε εξαντλημένος, και πονούσε σε όλο του το σώμα. Ξάφνου,

εντόπισε μια κόκκινη λάμψη να χορεύει, όχι πολύ ψηλά από το σημείο

που βρισκόταν, όμως χάθηκε σε ένα βλεφάρισμα των ματιών. 

«Προσοχή, προσοχή.  Είναι ύπουλα δαιμόνια και διψάνε για αίμα. Τις

ελκύουν οι πληγωμένοι πολεμιστές» 

Άκουγαν διαρκώς το ανατριχιαστικό κροτάλισμα των δοντιών τους και το

πλατάγισμα των μανδυών τους, όμως οι Κήρες δεν έκαναν κάποια κίνηση

εναντίων τους. Περιφέρονταν πάνω από την ταλαιπωρημένη συντροφιά,

οσμίζονταν το αίμα των πληγωμένων ανθρώπων και περίμεναν καρτερικά

ένα αδύναμο σημείο στον κύκλο τους. 

Ο κίνδυνος, που αιωρούνταν λίγα μέτρα ψηλότερα, δεν εμπόδισε τηνεξάντληση να κυριεύσει σύντομα την συντροφιά. Όλοι τους ήταν

εξουθενωμένοι από την μάχη τους με τους Πολεμιστές της Σκιάς και

ιδιαίτερα ο Έκτορας, το καταπονημένο κορμί του οποίου διαμαρτυρόταν

με δυνατές  σουβλιές. Ωστόσο, επιστράτευσαν τις τελευταίες τους

δυνάμεις, προκειμένου να διατηρήσουν τον κλοιό άμυνας τους. Ως πότε

όμως; Οι Κήρες είχαν υπομονή και δεν φαίνονταν έτοιμες να

 υποχωρήσουν, ειδικά από την στιγμή που συνειδητοποίησαν πως ο μάγος

δεν ήταν αρκετά δυνατός για να τις  αφανίσει με τα ξόρκια του. Μία

πλησίασε αρκετά κοντά ώστε να την δουν καθαρά ο Έκτορας και η

Ανδρομάχη. Φορούσε έναν ξεφτισμένο μανδύα, στο χρώμα του αίματος.

Είχε την όψη σκελετωμένης γυναίκας με γκρίζο δέρμα και μαύρα,μπλεγμένα μαλλιά. Το πρόσωπο της, γεμάτο με μαύρες κηλίδες

Page 256: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 256/322

255

ξεραμένου αίματος, ήταν απαίσιο. Μπροστά από τα μαραμένα χείλη της,

πρόβαλαν δύο ολόλευκοι κυνόδοντες, μεγάλοι και κοφτεροί. Τους έγλυψε

με την μακριά γλώσσα της, καθώς τους κοίταξε με ένα ζευγάρι λαμπερά

μάτια. Μέσα τους ήταν αποτυπωμένη η ατέρμονη δίψα για αίμα. Έδειξε

τα αιχμηρά, κυρτά νύχια που έφερε στα δάχτυλα των χεριών και των

ποδιών, κροτάλισε προκλητικά τα δόντια της και έπειτα άπλωσε τιςμαύρες φτερούγες της και χάθηκε στο σκοτάδι με αστραπιαία ταχύτητα. 

Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά και ανελέητα, ενισχύοντας την

ταλαιπωρία τους. Την ώρα που ο Έκτορας αναρωτιόταν ως πότε θα

συνέχιζαν την πολιορκία τους οι φτερωτοί δαίμονες, ο Φίλιππος

 υποχώρησε στην κούραση του και έκλεισε τα μάτια, γέρνοντας μπροστά

το κεφάλι. Ήταν αυτό που καρτερούσαν οι Κήρες. Σφυρίζοντας, σαν βέλη

στον αέρα, εφόρμησαν με τρομερή ταχύτητα και δύναμη. Μία γράπωσε

τον Φίλιππο  πριν προλάβει να αντιδράσει κανείς και μια δεύτερη

εισχώρησε στον κύκλο και άρπαξε από την πλάτη τον Έκτορα. Νιώθοντας

τα νύχια του δαίμονα να τον τρυπάνε και έπειτα να τον σηκώνουν στοναέρα με αξιοσημείωτη δύναμη, εκείνος έβγαλε μια δυνατή κραυγή.

 Ένιωσε το κεφάλι της Κήρας να γέρνει πάνω του και οσμίστηκε την

βρωμερή ανάσα της, καθώς άνοιγε το στόμα της για να τον δαγκώσει στα

πλευρά. Η πληγή στην πλάτη του άνοιξε όταν έστριψε απότομα, όμως

κατάφερε να γρονθοκοπήσει στο πρόσωπο τον φτερωτό δαίμονα. Το ένα

χέρι της απαγκιστρώθηκε από πάνω του και έτσι μπόρεσε να στρέψει το

σπαθί του στο στήθος της. Μαύρο αίμα ανέβλυσε, η Κήρα ούρλιαξε

εκκωφαντικά και έπεσε στο έδαφος. Ο Έκτορας προσγειώθηκε σχετικά

ομαλά πάνω στο άψυχο σώμα του νεκρού δαίμονα, αφού το αριστερό χέρι

του ήταν ακόμα γαντζωμένο στην πλάτη του. Το τράβηξε από πάνω του

και κοίταξε τριγύρω. 

Είχε πέσει στους πρόποδες του λόφου και στην κορυφή έβλεπε

στιγμιαίες, πολύχρωμες λάμψεις από τα ξόρκια του Αριστοτέλη. Με την

βοήθεια μιας λάμψης, είδε μια δεύτερη Κήρα να του εφορμά με

προτεταμένα τα νύχια της. Ύψωσε το ξίφος του, όμως ο δαίμονας το

απέφυγε και τον τράβηξε από το έδαφος, κρατώντας τον από τα μαλλιά.

Πριν όμως απογειωθούν, ακούστηκε το σφύριγμα ενός βέλους και οι

μαύρες φτερούγες του πλάσματος έπεσαν μαλακά στο χώμα. Μερικά

μέτρα πιο πάνω, ο Έκτορας είδε την Ανδρομάχη να τρέχει προς το μέρος

του, κρατώντας το τόξο της. Τράβηξε το βέλος από τον λαιμό της Κήραςκαι αγκάλιασε τον νεαρό. 

«Ο Φίλιππος; Είναι καλά;» ρώτησε με φωνή χρωματισμένη από αγωνία

εκείνος. Με ανακούφιση, είδε την Αμαζόνα να του γνέφει θετικά. 

«Ο Αριστοτέλης κατάφερε να χτυπήσει εκείνη που τον άρπαξε. Είναι

στην κορυφή και πολεμάει με τους άλλους δύο. Ας πάμε μαζί τους» 

Τότε όμως η κόκκινη λάμψη ενός μανδύα φάνηκε πάνω από το κεφάλι

της και  η κοπέλα  απογειώθηκε βίαια. Ο Έκτορας έδρασε ενστικτωδώς,

άφησε το σπαθί του και, πηδώντας, έπιασε το αριστερό πόδι τηςΑνδρομάχης. Προς στιγμήν, ένιωσε να σηκώνεται και ο ίδιος από το 

Page 257: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 257/322

256

έδαφος, όμως το βάρος των δύο ανθρώπων ήταν υπερβολικά μεγάλο για

τον δαίμονα. Χτύπησε δυνατά της φτερούγες του, αλλά ο Έκτορας

αιωρήθηκε για μερικά δευτερόλεπτα και ξαναπάτησε στο έδαφος. Έβαλε

δύναμη στα πόδια και τράβηξε την Ανδρομάχη προς το μέρος του. Η

Κήρα αντιστάθηκε και έσυρε τον Έκτορα κάμποσα εκατοστά. 

«Δεν σε αφήνω! Προσπάθησε να την χτυπήσεις» Είπε στην Αμαζόνα.

 Ένιωσε τα χέρια του να ιδρώνουν, τα μπράτσα του φλέγονταν από την

 υπερπροσπάθεια να κρατήσει την κοπέλα και το ιπτάμενο τέρας. Εκείνη,

κατάφερε να ελευθερώσει τα χέρια της από την λαβή του δαίμονα και

έπιασε το τόξο της. Το βέλος διαπέρασε την κοιλιά της Κήρας και έπεσαν

και οι τρεις στο έδαφος. Ξαπλωμένος στο χώμα, ο Έκτορας άκουσε

πλατάγισμα φτερών πίσω του. Έπιασε γρήγορα μια μεγάλη πέτρα από

χάμω και σηκώθηκε όρθιος. Μόλις γύρισε, είδε το απαίσιο πρόσωπο του

τέρατος που μόλις τον είχε σηκώσει ψηλά. Χτύπησε όσο πιο δυνατά

μπορούσε τον δαίμονα με την πέτρα και ένιωσε τους μεγάλους

κυνόδοντες του να θρυμματίζονται. Κλονισμένη από το χτύπημα, η Κήραέπεσε στο έδαφος και ο Έκτορας χτύπησε το πίσω μέρος του κεφαλιού

του στο σκληρό χώμα. Αφέθηκε στον πόνο και την εξάντληση,

λιποθύμησε. 

 Όταν συνήλθε, ανακουφίστηκε από την αίσθηση της ζεστής κομπρέσας

στο πονεμένο μέτωπο του. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά κατάλαβε πως

δεν είχε ακόμα αρκετές δυνάμεις για αυτό. Φώναξε κοντά του την

Ανδρομάχη και αμέσως ένιωσε το ζεστό άγγιγμα της στο μάγουλο. Είδε

πως είχε επιδεμένο τον ώμο της και μια μεγάλη γρατσουνιά στην πλάτη

της. 

«Ο ώμος μου βγήκε, όταν  με τράβηξες μαζί με την Κήρα. Μην ζητάς

συγνώμη, μου έσωσες την ζωή. Είναι μικρό το τίμημα, πραγματικά. Ο

Αριστοτέλης είπε πως σε δύο μέρες θα επουλωθεί τελείως. Οι γρατσουνιές

έγιναν όταν με άρπαξε ο δαίμονας. Είναι επιφανειακό τραύμα. Εσύ πως

είσαι;» 

«Το κεφάλι μου με πεθαίνει. Και νιώθω περίεργα τις πληγές μου στα

πλευρά και την πλάτη» 

«Άνοιξαν ξανά και μάτωναν. Ο Αριστοτέλης αναγκάστηκε να τις ράψεικαι να αλλάξει επιδέσμους» 

«Οι υπόλοιποι πως είναι;» 

«Ο Φίλιππος έσπασε μερικά πλευρά, από την πτώση του, όταν ο

Αριστοτέλης έριξε την Κήρα και  υπέστη μερικές γρατσουνιές. Ο ίδιος και

ο Αχιλλέας έχουν μόνο μερικές αμυχές» 

Χάιδεψε το μέτωπο του Έκτορα και το απαλό χέρι της έδιωξε στιγμιαία

τον πόνο του νεαρού. Έτσι, κατάφερε και ανασηκώθηκε. Φίλησε την

Αμαζόνα και χάιδεψε τις πληγές της. Μετά από λίγη ώρα τους πλησίασε οΑριστοτέλης. 

Page 258: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 258/322

257

«Φανήκατε όλοι πολύ γενναίοι και σας συγχαίρω. Δεν είναι πολλοί

εκείνοι που πολέμησαν τους Πολεμιστές της Σκιάς και τις Μαύρες Κήρες

την ίδια μέρα, δίχως να υποστούν απώλειες. Θα μείνουμε εδώ για μια

μέρα, να επουλώσουν τα τραύματα σας αρκετά ώστε να μπορείτε να

βαδίσετε. Είναι επικίνδυνο να μένουμε στάσιμοι σε ένα τόσο εκτεθειμένομέρος, όμως δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Άλλωστε, μετά το πάθημα των

ιπτάμενων δαιμόνων, δεν νομίζω να τολμήσουν να μας πλησιάσουν άλλοι

εχθροί, εκτός από τον ίδιο τον Σετ» 

«Τι είναι αυτές οι Μαύρες Κήρες, Αριστοτέλη; Ήταν το δίχως άλλο

απαίσια πλάσματα, αλλά ποια είναι η ιστορία τους;». Θέλησε να μάθει ο

Φίλιππος, που τον πλησίασε σφίγγοντας τα πλευρά του. 

«Λέγεται ότι είναι κόρες του Άδη και περιφέρονται στην Γη από τα

αρχαία χρόνια. Δεν εκπλήσσομαι που δεν τις είδατε ποτέ, εκτός ίσως από

τον Αχιλλέα. Εμφανίζονται μόνο στα πεδία των μαχών και αρπάζουν τουςπεσόντες ή τους  τραυματίες. Ρουφάνε άπληστα το αίμα τους μέχρι την

τελευταία σταγόνα και έπειτα στέλνουν τις ψυχές τους  στον Τάρταρο.

Απαίσια πνεύματα του θανάτου και της εκδίκησης είναι, πολλές φορές

ακούγονται οι καταραμένες φωνές τους πάνω από τα κουφάρια γενναίων

πολεμιστών, καθώς τσακώνονται ποια θα πιει το αίμα τους» 

«Δεν ήμουν ποτέ πεσών ή σοβαρά τραυματίας, ώστε να με επισκεφτούν».

Απάντησε βλοσυρά ο Αχιλλέας. 

»Όμως πολλές φορές, λίγο πριν καταλαγιάσει η μάχη, έβλεπα μια

κόκκινη λάμψη να περιτριγυρίζει πεσμένους μαχητές. Και έχω ακούσει

και εγώ τις καταραμένες φωνές τους δίπλα στο αυτί μου, όταν θρηνούσα

πάνω από νεκρούς συμπολεμιστές μου. Αλλά, τότε δεν ήξερα αν ήταν

σκοτεινά πνεύματα που ήθελαν το νεκρό ή η τρέλα της θλίψης και της

απώλειας που με πολιορκούσε» 

Πέρασαν τις υπόλοιπες ώρες κουβεντιάζοντας ψιθυριστά και  τελικά 

κοιμήθηκαν, φυλώντας σκοπιές εναλλάξ. Μόλις ο Έκτορας τελείωσε την

σκοπιά του, ήταν η σειρά της Ανδρομάχης. Την ξύπνησε και αποφάσισε

 να καθίσει μαζί της. Η λάμψη των ματιών της είχε κάτι αναζωογονητικό

και πήρε μακριά την κούραση του. 

«Πως είναι ο ώμος σου;» 

«Έχω υποστεί χειρότερα χτυπήματα με λιγότερο αποτελεσματικές

θεραπείες από τα γιατροσόφια ενός μάγου. Δεν πονάει καθόλου, παρά

μόνο αν το κουνάω απότομα». Έκανε μια παύση και συνέχισε: 

«Είσαι πολύ τυχερός που μεγάλωσες πλάι του. Δεν γνωρίζω άλλον

άνθρωπο που να ανατράφηκε από μάγο» 

«Ναι, αισθανόμουν πολύ τυχερός ακόμα και όταν δεν ήξερα ότι είναιμάγος. Πραγματικά, όταν ήμουν έφηβος, έδειχνε την στοργή και την

Page 259: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 259/322

258

κατανόηση που δεν έβρισκα σε κανέναν άνθρωπο. Δεν φανταζόμουν ότι

θα ήταν κυριολεκτικά… υπεράνθρωπες» 

Η Αμαζόνα γέλασε και το φωτεινό χαμόγελο της έμοιαζε παράταιρο με

την ασκήμια και την σκοτεινιά του μέρους. 

«Εγώ πέρασα την εφηβεία μου με τις φίλες μου και τον σύντροφο μου.

Τον έλεγαν Μένιππο. Ήταν περίεργη περίοδος, όμως νομίζω πως μάθαμε

πολλά ο ένας από τον άλλον» 

«Και η οικογένεια σου;» 

«Αυτοί ήταν η οικογένεια μου τότε. Ξεχνάς πως οι Αμαζόνες δεν

αντιλαμβανόμαστε ως οικογένεια ότι και εσείς. Για να σου απαντήσω

όμως, δεν επικοινωνούσα πολύ με τους γονείς μου τότε» 

«Μοιάζει αβάσταχτα ελεύθερος ο θεσμός της οικογένειας των Αμαζόνων.Μου φαίνεται κάπως ψυχρός και πολύπλοκος, για να πω την αλήθεια» 

«Έτσι φάνταζε πάντα στα μάτια των ξένων. Η αλήθεια όμως είναι πως η

ελευθερία είναι ολότελα γλυκιά και καθόλου αβάσταχτη στις γενναίες

ψυχές που τολμούν να την ακολουθήσουν. Και πιστεύω πως έχεις αρκετά

θαρραλέα ψυχή ώστε να γευτείς την γλύκα της» 

«Και τι συμβαίνει με την ελευθερία των αντρών σας; Γιατί δεν τους

επιτρέπεται να πολεμήσουν ή να κυβερνήσουν;» 

«Ω, κάθε άλλο. Απλώς, συχνά επιλέγουν να μην το κάνουν. Όσο ζούσα

στην Φίμιν υπήρχαν αρκετοί άντρες που συμβούλευαν την κυβερνήτη

μας. Και πολέμησαν κάμποσοι πλάι μας. Όμως,  οι περισσότεροι είναι

τόσο κουρασμένοι από την βία και την δίψα για εξουσία που βλέπουν στις

άλλες πόλεις- κράτη, που κυβερνιούνται από άντρες, ώστε προτιμούν να

εμπιστευτούν τις γυναίκες. Και εκείνες τα καταφέρνουν μια χαρά. Δεν

είναι δειλία, ξέρεις καλά πως ο πόλεμος δεν είναι κομμάτι της φύσης των

αντρών, παρά αφόρητο φορτίο που προέκυψε από τις διεστραμμένες

καρδιές μερικών σκοτεινών ψυχών. Και οι Αμαζόνες δεν αγαπούν την

βία, αλλά είναι έτοιμες να σηκώσουν το φορτίο του πολέμου όποτε

χρειαστεί. Οι άντρες μας είναι ελεύθεροι, ίσως πιο ελεύθεροι απόοποιαδήποτε άλλη κοινωνία» 

«Το πιστεύω. Ο Αριστοτέλης όμως επιμένει πως μόνο οι μάγοι ζουν

πραγματικά ελεύθεροι στις Απαγορευμένες Χώρες τους. Αναρωτιέμαι πώς

 να είναι τα πράγματα εκεί;» 

«Και εγώ. Έχει δίκιο να το λέει. Οι μάγοι ζουν απαλλαγμένοι από έννοιες

όπως εξουσία, νόμος, οικογένεια, ιδιοκτησία, κράτος. Εννοώ, πραγματικά

απαλλαγμένοι. Ακούω ότι ορισμένοι δεν αντιλαμβάνονται καν την

σημασία αυτών των εννοιών. Πιστεύω πως αυτό είναι το στοιχείο που

τους χαρίζει την ελευθερία τους» 

Page 260: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 260/322

259

«Ίσως. Ίσως αυτό το στοιχείο να το έχουν έμφυτο. Ίσως γεννιούνται

ελεύθεροι» 

«Όλοι μας γεννιόμαστε ελεύθεροι. Ίσως είναι η μόνες στιγμές ελευθερίας

που έχουμε, το πρώτο άνοιγμα των ματιών, το πρώτο κλάμα, το πρώτο

γέλιο, η πρώτη ανάσα. Και αυτή είναι η μεγάλη ελπίδα του ανθρώπου.Γιατί, αν είναι οι μετέπειτα διδαχές που μας σκλαβώνουν, τότε

αλλάζοντας τες θα κερδίσουμε την αιώνια και απόλυτη ελευθερία. Η

καρδιά μας είναι ελεύθερη. Απομένει να δραπετεύσει ο νους μας από την

φυλακή που, σχεδόν οικειοθελώς, μπήκε» 

Και τότε, ένιωσε πράγματι στην καρδιά του ένα ελεύθερο θηρίο, έναν

μαύρο λύκο με κεχριμπαρένια μάτια να ουρλιάζει και να τρέχει στην

απεραντοσύνη της ψυχής του. Η Ανδρομάχη έφερε τα χείλη στο αυτί του

και του ψιθύρισε να κλείσει τα μάτια. Υπάκουσε και την είδε να αιωρείται

γυμνή στον ουρανό με το φως τον γιγάντιων αστεριών να καθρεφτίζεται

στο κάτασπρο δέρμα της. Την πλησίασε και είδε πως ήταν και αυτόςγυμνός. Δεν ένιωθε πόνο ή κούραση, μόνο μια έντονη ευδαιμονία. Από το

πιο κοντινό αστέρι μια απαλή μελωδία έφτανε στα αυτιά τους, ένα γλυκό

τραγούδι που διηγούταν την ιστορία του κόσμου από την αρχή μέχρι το

τέλος. Όμως δεν πρόλαβαν να την απολαύσουν.

Ο Έκτορας ένιωσε ένα σκούντημα στον ώμο που τον επανέφερε στην

πραγματικότητα. Με δύναμη, η Ανδρομάχη τον ξάπλωσε κάτω και , δίχως

 να βγάλει άχνα, σύρθηκε στην άκρη της κορυφής. Γύρισε πίσω σερνόμενη

στο έδαφος και του έγνεψε να κρυφτεί πίσω από το δέντρο. Όταν ήρθε

πλάι του, θέλησε να την ρωτήσει τι συνέβη, όμως εκείνη του έκανε νόημα

 να μείνει σιωπηλός. Σύντομα άκουσε έναν υπόκωφο ήχο στους πρόποδες

του λόφου, σαν κάτι βαρύ και μεγάλο να σέρνεται στο χώμα. Κράτησε

την ανάσα του και ευχήθηκε να μην ξυπνήσει ή ροχαλίσει κανείς εκείνη

την στιγμή. Ένιωσε μια τρομερή δύναμη να σκιάζει την καρδιά του, μια

ψυχρή αύρα να αιωρείται στην ατμόσφαιρα και να νεκρώνει τα πάντα

γύρω της. Ένα παγωμένο ρεύμα αέρα σάρωσε απροειδοποίητα τον λόφο

και, μέσα από τα κλαδιά του δέντρου, σφύριξε, ψιθυρίζοντας μισητά

λόγια και σκοτεινές κατάρες. Έπειτα η ατμόσφαιρα ζέστανε ξανά, η κρύα

μέγγενη που έσφιγγε την καρδιά του Έκτορα χαλάρωσε και η σκιά που

πλανιόταν στον αέρα απομακρύνθηκε. Η σκοτεινή δύναμη σύρθηκε

μακριά από τον λόφο και ο Έκτορας είδε πως είχε την μορφή τεράστιουφιδιού με κατάμαυρο δέρμα και γκρίζα διαμάντια στην ράχη του. 

 Όταν έφυγε πέρα από τον οπτικό τους ορίζοντα, οι δύο αποφάσισαν πως

έπρεπε να αναφέρουν την παρουσία του γιγαντιαίου ερπετού στον

Αριστοτέλη. Τον ξύπνησαν και του διηγήθηκαν την φοβερή αίσθηση που

βίωσαν όταν τους πλησίασε και τόνισαν το πρωτόγνωρο μέγεθος του. 

«Ήταν ο Άποφις». Συμπέρανε, βάσει της περιγραφής, ο μάγος. «Το θεϊκό

ερπετό του Χάους. Σκορπούσε τον τρόμο και την απελπισία στα Αρχαία

βασίλεια της Αιγύπτου. Θρυλικές ήταν οι μονομαχίες του με τον Ρα, τον

λαμπερό θεό με την γερακίσια όψη.  Όμως ο θρύλος λέει ότι ήταν η κόρητου, η Μπαστ, που νίκησε τον Άποφι. Όπως συνέβη και με τον Σετ,

Page 261: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 261/322

260

φυλακίστηκε εδώ μέσα. Δεν περιφέρεται ποτέ άσκοπα, στοιχηματίζω πως

μοιράζεται τους δόλιους σκοπούς του Σετ και μας ψάχνει, για να το

βοηθήσουμε να δραπετεύσει» 

Ο Αριστοτέλης προσφέρθηκε να φυλάξει σκοπιά και έστειλε το ζευγάρι

 να ξαποστάσει. Αντίθετα με τους ανθρώπους, δεν ήταν τραυματισμένοςκαι ανάρρωνε σταθερά από τον κλονισμό της μονομαχίας του με τον Άδη.

Βέβαια, το σκοτάδι δεν τον βοηθούσε και θα δυνάμωνε πιο γρήγορα υπό

τις ζεστές ακτίνες του ήλιου ή ανάμεσα σε ζωντανά δέντρα , ακούγοντας

την δροσερή ανάσα τους. Όμως, ήταν πεπεισμένος πως θα μπορούσε να

αντιμετωπίσει τον Σετ ή τον Απόφι, αν χρειαζόταν. Φώναξε κοντά του τον

Ερμή και εκείνος κούρνιασε ανάμεσα στα γόνατα του. Ο μάγος τον τύλιξε

στοργικά με τον μανδύα του και χάιδεψε το κεφάλι του, ατενίζοντας τα

Μαύρα Λιβάδια. Τα σύνορα τους ήταν κοντά, τόσο κοντά που επέτρεψε

στον εαυτό του να χαμογελάσει. 

Στο μεταξύ, όταν ξάπλωσαν ο Έκτορας και η Ανδρομάχη, ένιωσανμονομιάς την νύστα να τους κυριεύει και της παραδόθηκαν δίχως να

ανταλλάξουν άλλη κουβέντα. Τα όνειρα  τους ήταν ανήσυχα και

μπερδεμένα, μπαινόβγαιναν σε σκοτεινές αίθουσες και ανήλιαγα δάση. Ο

Άποφις σερνόταν στο νου τους και τους έστελνε εφιάλτες γεμάτους αίμα

και μαρασμό. Ακόμα και από χιλιόμετρα μακριά, το πανίσχυρο ερπετό  

καταριόταν τον ύπνο των ανθρώπων με περίσσια τέχνη. Ωστόσο, ο

Αριστοτέλης δεν βιάστηκε να τους ξυπνήσει την επόμενη μέρα και έτσι

μπόρεσαν και ξεκουράστηκαν, παρά τον ανήσυχο ύπνο τους. Χάρη στα

γιατροσόφια του, ένιωσαν γρήγορα καλά. Ο Έκτορας ένιωθε ελάχιστο

πόνο και η Ανδρομάχη μπορούσε να κουνάει αρκετά τον ώμο της δίχως

 να την ενοχλεί. Από τα σπασμένα πλευρά του Φίλιππου είχε μείνει μια

μελανιά και μερικές  σουβλιές ως ανάμνηση. Έμειναν στην κορυφή του

λόφου μερικές ακόμα ώρες αφότου ξύπνησαν και, μόλις ο Αριστοτέλης

κατέληξε πως όλοι τους ήταν αρκετά δυνατοί, πρότεινε να συνεχίσουν την

πορεία τους.

Προχωρούσαν με γρήγορο ρυθμό και διένυσαν μεγάλη απόσταση σε

ελάχιστο χρόνο. Χρειάστηκε να κάνουν συχνές στάσεις, καθώς τα

καταπονημένα τους κορμιά δεν ήταν ακόμα έτοιμα να ακολουθήσουν

τόσο έντονους ρυθμούς, όμως με έκπληξη ο Έκτορας πρόσεξε πως σε

λιγότερο από μισή ώρα ο λοφίσκος είχε χαθεί στον σκοτεινό ορίζοντα καιλίγο αργότερα το τοπίο άλλαξε απότομα. Οι τρύπες των Θλίβιων χάθηκαν,

τα δέντρα πύκνωσαν και το χωμάτινο έδαφος έδωσε την θέση του σε

μαύρο γρασίδι. Η υφή του δεν έμοιαζε με το φυσικό χορτάρι, ήταν ξηρό

και παράξενα σκληρό. Υπήρχαν και μερικά λουλούδια διάσπαρτα με

μαύρα, γκρίζα ή καφέ πέταλα. Ορισμένα ανέδυαν ένα μεθυστικό άρωμα

που έλκυε έντονα τους τέσσερις ανθρώπους και πλάνευε τις αισθήσεις

τους. Ο Αριστοτέλης τους προειδοποίησε πως επρόκειτο για

δηλητηριώδες φυτά. 

«Μια σταγόνα από το φαρμάκι τους αρκεί για να σκοτώσει τέσσερις

ανθρώπους. Μερικά από αυτά όμως είναι ύπουλα, καθοδηγούμενα απόισχυρές δυνάμεις. Ο ζωμός τους δεν σε σκοτώνει, σε ρίχνει στο σκοτάδι,

Page 262: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 262/322

261

σε υποδουλώνει στη θέληση τους ή ακόμα και σαλεύει το μυαλό σου.

Μείνετε μακριά από οτιδήποτε φυτρώνει εδώ, όσο άκακο και αν φαίνεται.

Γιατί αυτό είναι το Άλσος του Μαύρου Θανάτου. Φύτρωσε σε μια νύχτα,

από τα θαμμένα πτώματα Νυχτοβατών, Θλίβιων, Πολεμιστών της Σκιάς

και άλλων πλασμάτων που κείτονταν εδώ. Κουφάρια κακών και μίζερων

όντων  ήταν το λίπασμα τους, γι’ αυτό κακά και μίζερα είναι τα πάνταεδώ» 

Πέραν της φωνής του Αριστοτέλη και του κριτσανίσματος από τα πόδια

της συντροφιάς στο σκληρό γρασίδι, δεν ακουγόταν τίποτε άλλο τριγύρω.

Το μέρος ήταν τόσο θλιβερό, τόσο άσχημο, τόσο εχθρικό στις αισθήσεις,

που ο Έκτορας μπορούσε να αισθανθεί την ψυχή του να κλαίει. Τα πάντα

του φαινόταν ανεπιθύμητα και ξένα και ο ίδιος ένιωθε τα κλαδιά των

δέντρων και τα μπουμπούκια των φυτών να καρφώνουν το μισητό βλέμμα

τους πάνω του, να τον δείχνουν και να τον φτύνουν. Από τα πιο ανήλιαγα

βάθη, από τις πιο αφιλόξενες ερήμους της ψυχής του αναδύθηκε, βίαια, 

ένας απόκρυφος φόβος, μια ψυχική καταρράκωση. Μια έντονηπαρόρμηση να κλάψει τον κυρίεψε και ξαφνικά κάθε πληγή στο σώμα

του, παλιά ή καινούρια πόνεσε έντονα.

Κοίταξε την Ανδρομάχη δίπλα του. Είχε χαμηλωμένο το κεφάλι, έσφιγγε

τα χείλη της και τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Σε παρόμοια κατάσταση

βρισκόταν ο Φίλιππος και ο Αχιλλέας ακόμα. 

«Έντονες είναι οι σκιές εδώ μέσα, ισχυρή η επίδραση τους. Ας   μην τις

αφήσουμε να μας λυγίσουν, ας μην τους επιτρέψουμε να μας βλάψουν.

Δείξτε θάρρος, χλευάζουν και πολιορκούν την ψυχή μας, αλλά είναι δικιά

μας και δεν θα τους αφήσουμε να την κυριεύσουν». Τους παρότρυνε ο

 νεαρός. Έχοντας υποστεί, με τον πιο έντονο τρόπο  στα Κάτεργα των

Ψυχών τούτη την επίθεση, έχοντας επιβιώσει από αυτήν, δεν την φοβόταν

πια. Ήξερε, όσο είχε  γύρω του άτομα να του θυμίζουν το φως, την

ομορφιά, το γέλιο, ότι ήταν ανέγγιχτος από τις σκιές. Έπιασε το χέρι της

Ανδρομάχης και προσπάθησε να  της χαμογελάσει, δίχως επιτυχία.

Αναστέναξε και ατσάλωσε με υπεράνθρωπες προσπάθειες την ψυχή του. 

Βάδιζαν για αρκετές ώρες με κατεβασμένα τα κεφάλια και βαριές τις

καρδιές, ώσπου βγήκαν από το Άλσος του Μαύρου Θανάτου. Ο αέρας

έγινε δροσερός και χάιδεψε τα ιδρωμένα μέτωπα τους, έδωσε ζωή στα

μακριά μαλλιά τους που κρέμονταν άψυχα στους ώμους τους. Καιαυτόματα η θλίψη σηκώθηκε από τις καρδιές τους, πέταξε μαζί με το

παγωμένο αγιάζι και κρύφτηκε στα μαύρα μπουντρούμια από όπου ήρθε.

Στα πόδια τους ένιωσαν πλακόστρωτο πάτωμα και είδαν, μες στο σκοτάδι,

 να ξεπηδάει μια αψιδωτή πύλη σκαμμένη στον βράχο που υψωνόταν

επιβλητικός μπροστά τους. 

«Η Τυφώνεια Πύλη. Θα μας οδηγήσει σε ένα βασίλειο κρυμμένο βαθιά

μέσα στον βράχο που βλέπετε. Είναι το τελευταίο στάδιο πριν βγούμε από

την Αίθουσα του Θανάτου». Εξήγησε ο Αριστοτέλης. Προχώρησαν

μπροστά και δίχως δισταγμό διάβηκαν την πύλη. Ο Έκτορας στάθηκε και

την περιεργάστηκε. Στην αψίδα είχε αποτυπωμένη με περίτεχνασκαλίσματα την ζωή του Τυφώνα, ενός τερατόμορφου γίγαντα. Από την

Page 263: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 263/322

262

μέση και πάνω έμοιαζε με άνθρωπο ενώ από την μέση και κάτω είχε

εκατοντάδες σώματα  φιδιών. Σύμφωνα με τις αναπαραστάσεις της

αψίδας, ήταν μεγαλύτερος από τα βουνά και έβγαζε φωτιές από τα ματιά.

Το κάτω δεξιό μέρος της αψίδας έδειχνε τον θεό  Δία να τον

κατακεραυνώνει και να τον αιχμαλωτίζει κάτω από ένα βουνό. Βλέποντας

την μοίρα του τέρατος, ο Έκτορας ένιωσε ανακούφιση, ο Τυφώναςέμοιαζε πολύ δυνατός και δεν θα ήθελε να τον συναντούσε  μέσα στην

Αίθουσα του Σκότους. Προχώρησε τρέχοντας μέσα στην πύλη, θέλοντας

 να προφτάσει τους υπόλοιπους. Το σκοτάδι ήταν ακόμα πιο πηχτό εκεί

μέσα, έβλεπαν μόνο τα περιγράμματα ο ένας του άλλου και μετά βίας

μπορούσαν να διακρίνουν κάτι πιο μακριά από τρία μέτρα. Όπως τους

καθησύχασε ο Αριστοτέλης, σε χαμηλότερα επίπεδα το σκοτάδι θα

αραίωνε και θα έβλεπαν καθαρότερα. Έκαναν μια μικρή στάση,

προκειμένου να συνηθίσουν καλύτερα τα μάτια τους το έντονο σκοτάδι

και έπειτα, ο Αριστοτέλης τους οδήγησε σε μια σπειροειδή, μεταλλική

σκάλα που κατέβαινε σε χαμηλότερα επίπεδα. 

Σύντομα, ο αέρας έγινε πνιγηρός και βαρύς. Οι ασθματικές ανάσες των

συντρόφων αντηχούσαν στη σιγαλιά. Από το γενειόφορο πιγούνι του

 Έκτορα έσταζαν χοντρές στάλες ιδρώτα και η μουσκεμένη μπλούζα

κολλούσε πάνω του. Τα πλευρά του πονούσαν σε κάθε αναπνοή που

έπαιρνε και η υγρή, ζεστή ατμόσφαιρα έκανε τις πληγές του να τσούζουν

και τα μάτια του να δακρύζουν. Μια έντονη μυρωδιά από θειάφι

τρυπούσε τα ρουθούνια του και του προκαλούσε βήχα.

 Έφτασαν σε ένα κυκλικό πλατύσκαλο, από το οποίο ξεκινούσαν τέσσερις

δρόμοι. Ο ένας συνέχιζε την κατηφορική πορεία και η στενή σκάλα

έμοιαζε να οδηγεί στην άβυσσο. Ο δεύτερος, που ξεκινούσε από μία

αψιδωτή πόρτα, συνέχιζε ευθεία σε έναν πλατύ διάδρομο. Οι άλλοι δύο

ήταν ανηφορικοί και απότομοι και ο Έκτορας πρόσεξε πως η μυρωδιά του

θειαφιού προερχόταν από τα βάθη αυτών των διαδρομών. Ήλπιζε πως ο

Αριστοτέλης δεν θα τους οδηγούσε σε έναν από αυτούς, κάτι υποχθόνιο

και πονηρό είχαν τα σκοτάδια αυτών των ανηφόρων. 

Στο πλατύσκαλο έκαναν μια μεγάλη παύση, γευμάτισαν και ο μάγος

εξέτασε τα τραύματα τους. Κούνησε το κεφάλι ικανοποιημένος από την

κατάσταση τους  και έπειτα πήγε στην άκρη του πλατύσκαλου,

ατενίζοντας την κατηφορική σκάλα. Στάθηκε κάμποση ώρα αμίλητος καιακίνητος πάνω από την άβυσσο και έπειτα  στράφηκε στην βάση του

διαδρόμου, κάτω από την αψιδωτή πόρτα. Ένα ζεστό αεράκι χάιδεψε τα

ασημένια μαλλιά του, λες και τον καλωσόριζε. Ωστόσο ο μάγος μόρφασε

και απομακρύνθηκε βιαστικά από εκεί. Τους δύο ανηφορικούς

διαδρόμους δεν τους κοίταξε καν. Ήταν ολοφάνερο ότι  θα κατηφόριζαν

σε μεγαλύτερα βάθη. Έτσι και έγινε, μερικά λεπτά αργότερα. Η σκάλα

ήταν πολύ παλιά, σκουριασμένη και έτριζε απειλητικά σε κάθε βήμα τους.

Παρ’ όλα αυτά, ο Αριστοτέλης προχωρούσε με σιγουριά και βιάση και οι

 υπόλοιποι έσπευσαν να ακολουθήσουν τον ρυθμό του. Λίγο αργότερα, η

θερμοκρασία έπεσε απότομα και η συντροφιά βρέθηκε κυκλωμένη από

ψυχρά ρεύματα. Όμως ήταν καθαρός και φρέσκος αέρας και αυτό τουςέδωσε δυνάμεις και κουράγιο. Ζεσταίνοντας τα μουδιασμένα χέρια με το

Page 264: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 264/322

263

χνώτο τους, διένυσαν μεγάλη απόσταση στο σκοτάδι. Η σκάλα

κατηφόριζε διαρκώς και τελικά τους οδήγησε σε έναν μακρύ διάδρομο,

πλατύ και διακοσμημένο με αγάλματα και ανάγλυφα στους τοίχους. Ο

αέρας εκεί ήταν εμφανώς αραιωμένος, καθώς είχαν κατέβει εκατοντάδες

μέτρα από το επίπεδο των Μαύρων Λιβαδιών.

«Είστε εξουθενωμένοι, καταλαβαίνω. Πρέπει όμως να προχωρήσουμε

κάμποσο πριν μπορέσουμε να κατασκηνώσουμε με ασφάλεια.

Ακολουθήστε με». Τους παρότρυνε ο μάγος. Εκείνοι, απρόθυμα,

 υπάκουσαν και συνέχισαν την πορεία, με τα χέρια στα όπλα τους. Τα

αγάλματα είχαν απαίσια όψη και κοιτούσαν την συντροφιά με δολιότητα.

Παρίσταναν Γίγαντες, Κύκλωπες και Έχιδνες  και σκοτεινούς άρχοντες

του αρχαίου κόσμου. Υπήρχε και μια Σφίγγα σμιλεμένη σε άσπρο

μάρμαρο και στο πρόσωπο της ήταν αποτυπωμένοι οι αινιγματικοί σκοποί

της. 

«Ο Ζακχαέρ Ντων ήδη συμμάχησε με τους Νυχτοβάτες. Άραγε θαπροσελκύσει και άλλα πλάσματα του Σκότους, όπως αυτά;». Ρώτησε ο

 Έκτορας δείχνοντας τα γλυπτά. 

«Είναι πολύ πιθανό. Μπορεί να τους χαρίσει μεγάλες δυνάμεις και να

τους υποσχεθεί εξουσία και δόξα. Αν μπορούσα να μαντέψω τους

σκοπούς του, θα έλεγα πως θα επιχειρήσει να συμμαχήσει με τους

Κύκλωπες κυρίως. Διότι, αν και έχασαν την αθανασία τους και οι μέρες

της δόξας τους ξεχάστηκαν, παραμένουν περίτεχνοι μεταλλουργοί. Αν ο

Ζακχαέρ Ντων τους βάλει υπό την δούλεψη του, θα αποκτήσει , χάρη στις

τέχνες τους, αδιαπέραστες πανοπλίες και ισχυρές λεπίδες. Και εκείνοι θα

μπορέσουν να ξανακερδίσουν την αθανασία τους και να ξαναδούν μια

λάμψη των αρχαίων δοξασμένων ημερών τους» 

«Και οι Έχιδνες, οι Σφίγγες; Ακόμα, οι Πολεμιστές της Σκιάς και τα τόσα

άλλα πλάσματα που κατοικούν στις αβύσσους του κόσμου; Δεν θα

συμμαχήσουν μαζί του;». Έκανε ο Φίλιππος. 

«Ω, οι Πολεμιστές της Σκιάς δεν θα τον ακολουθούσαν ποτέ.

Παραμένουν πιστοί στις δυνάμεις του Σκήπτρου, έστω και αν χάθηκε εδώ

και χρόνια. Έχουν τιμή και περηφάνια, παρά την μοχθηρία τους.

Επιπλέον, δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να τους προσφέρει ο Ζακχαέρ Ντων. Οι δυνάμεις τους, η παρουσία τους η ίδια, είναι πέραν της ισχύς

του Άρχοντα της Σεθίρηκα και, όσο εξουσιάζουν την Μαύρη Φλόγα,

έχουν αθανασία. Οι Έχιδνες είναι πιθανό να τον ακολουθήσουν, αν και

έχουν μείνει λίγες στην γη και δεν ξέρω αν μπορούν τον βοηθήσουν. Οι

Θανατώριοι του είναι πολύ δυνατότεροι από αυτές. Οι Σφίγγες είναι

απρόβλεπτα πλάσματα, δεν θα με εξέπληττε να τις έβλεπα με το έμβλημα

της Σεθίρηκα, αλλά ούτε και να πολεμάνε στο πλευρό μας» 

Ο διάδρομος κατέληξε σε μια στρόγγυλη αίθουσα με χωμάτινο έδαφος.

Διασκορπισμένα σε όλη την αίθουσα, δίχως κάποια τάξη ή σειρά, ήταν

αραχνιασμένα αγάλματα πολεμιστών, όλα με αποτυπωμένη απόγνωσηστα πρόσωπα τους. Μαύρες κολώνες, με ανάγλυφες προτομές μιας

Page 265: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 265/322

264

Γοργόνας, στήριζαν το ψηλό πέτρινο ταβάνι και στους τοίχους υπήρχαν

αεραγωγοί, που τα στόμια τους έμοιαζαν με στόματα φιδιών. 

«Τούτη είναι η Κάμαρα της Μέδουσας. Από όσο ξέρω, είναι εδώ και

αιώνες ακατοίκητη, οπότε θα είμαστε ασφαλείς. Ας μείνουμε εδώ μερικές

ώρες» 

Μόλις ο μάγος ολοκλήρωσε την πρόταση του, οι άνθρωποι ξάπλωσαν

σχεδόν ταυτόχρονα στο μαλακό έδαφος.  Έκλεισαν τα μάτια και αφέθηκαν

στην ησυχία και το ψυχρό σκοτάδι της Κάμαρας.  Ακόμα και ο

Αριστοτέλης ανταποκρίθηκε στο γλυκό κάλεσμα των ονείρων και έπεσε

για ύπνο, αφήνοντας τον Ερμή μονάχο να φυλάξει σκοπιά.

Κοιμήθηκαν πολλές ώρες, ασυνήθιστα πολλές, απορροφημένοι από ένα

αίσθημα ασφάλειας και φιλοξενίας το οποίο ανέδυαν οι ψυχρές σκιές της

Κάμαρας. Ωστόσο, φαινόταν παράξενο σε όλους να  νιώθουν άνετα στις

ζοφερές αίθουσες του Σκότους και αναρωτήθηκαν μήπως ήτανπαραπλανητικό κόλπο των δυνάμεων της Αίθουσας. 

«Όχι φίλοι μου, μην φοβάστε να αισθανθείτε ασφαλείς. Σας είπα ήδη πως

το Σκοτάδι δεν είναι καθολικός, ούτε αιώνιος εχθρός του ανθρώπου, αλλά

κομμάτι της βαθύτερης φύσης του. Νιώθετε άβολα και ανήσυχα στο

σκοτάδι, όταν αυτό είναι αφιλόξενο και γεμάτο εχθρούς, αλλά πλέον

μπορείτε να το καλοδεχτείτε όταν είναι γαλήνιο και άκακο». Ήρθε η

απάντηση από τον Αριστοτέλη. Συνέχισε με ανάλαφρο τόνο: 

«Είναι ευχάριστο και ελπιδοφόρο αυτό το γεγονός. Δείχνει ότι οι ψυχές

σας είναι αρκετά ελεύθερες, ώστε να ανοιχτούν στο σκοτάδι, δίχως να

παραδοθούν στην κακία του. Μην ξεχνάς, Έκτορα, πόσο σου άρεσαν οι

 νυχτερινοί περίπατοι στο δάσος της Ροτενσνέικ. Και τούτο το σκοτάδι δεν

διαφέρει πολύ από την γαλήνια νύχτα που σκεπάζει την γη» 

Ο Έκτορας διαφωνούσε, αλλά δεν είπε τίποτα. Αισθανόταν πολύ πιο

άνετα, βαδίζοντας κάτω από το απαλό φως των αστεριών,

απολαμβάνοντας την εύθραυστη σιωπή της κοιμισμένης γης  την νύχτα,

παρά περπατώντας στο πηχτό, αδιάσπαστο σκοτάδι της Αίθουσας, μες στη

 νεκρική σιγή. Όμως, κάνοντας μια δεύτερη σκέψη, αντιλήφθηκε πως ίσως

έφταιγαν οι προκαταλήψεις του και το συνεχές αίσθημα απειλής για αυτό,όπως και η κλεισούρα της Σπηλιάς. Άλλωστε δεν είχε αισθανθεί άνετα

ούτε στην Αίθουσα της Φύσης, αν και την αγαπούσε απερίφραστα, ούτε

στην Αίθουσα του Χρόνου. Αποφάσισε να δεχτεί την γνώμη του μάγου

και αμέσως ένιωσε την καρδιά του να πεταρίζει ανάλαφρα. 

Ο Αριστοτέλης εξέτασε τους συντρόφους του και βλέποντας πως οι

περισσότερες πληγές τους είχαν κλείσει εντελώς, χωρίς να αφήσουν ούτε

σημάδι, τους έβγαλε τους επιδέσμους, χαμογελώντας ικανοποιημένος.

Μονάχα ο ώμος της Ανδρομάχης έμεινε επιδεμένος καθώς και τα πλευρά

του Έκτορα, στο σημείο που τον σπάθισε ο Νοβάγ. Η Αμαζόνα

χρησιμοποιούσε το χέρι της χωρίς δυσκολία, ωστόσο ο μάγος τηςσυνέστησε να το ξεκούραζε για μια μέρα ακόμα, τουλάχιστον.

Page 266: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 266/322

265

Αφήνοντας τους υπόλοιπους να γευματίσουν, ο Αριστοτέλης πήρε μαζί

του τον Αχιλλέα και τον Ερμή και εξερεύνησαν την περιοχή γύρω από την

Κάμαρα της Μέδουσας.

 Έκαναν αρκετή ώρα να επιστρέψουν και, αφού απόφαγε η συντροφιά,τους περίμενε, ακούγοντας τον Έκτορα να τους διηγείται την ιστορία της

Γοργόνας με το όνομα Μέδουσα, με αφορμή το όνομα της Κάμαρας, όπως

την είχε μάθει από τις διδαχές του Αριστοτέλη. Τον μύθο τον ήξερε και η

Ανδρομάχη και παρέμβαινε σε σημεία που δεν θυμόταν ο Έκτορας. 

 Όταν επέστρεψαν ο Αχιλλέας με τον Αριστοτέλη, τους ενημέρωσαν πως

στο πέρασμα τους υπήρχε μια μικρή στρατιά από Νυχτοβάτες που

πετούσε περιφρουρώντας την περιοχή. 

«Ασφαλώς ψάχνουν για εμάς. Θα περιμένουμε εδώ μέχρι να τελειώσουν

την έρευνα τους σε εκείνο το σημείο και έπειτα θα προχωρήσουμε» «Και αν έρθουν προς τα εδώ;». Ανησύχησε η Ανδρομάχη. 

«Δεν νομίζω να σκεφτούν πως είμαστε εδώ. Σας είπα πως δεν παίρνω τον

πιο σύντομο δρόμο, αλλά τον πιο ασφαλή. Και η Κάμαρα της Μέδουσας

περνάει πολύ μακριά από την αναμενόμενη πορεία μας. Ωστόσο αν

επιχειρήσουν να εξετάσουν και αυτήν την περιοχή, θα τους αντιληφθούμε

εγκαίρως. Η Κάμαρα είναι κλειστή, δίχως παράθυρα, έχει μόνο στενούς

αεραγωγούς και τρείς πύλες. Η μία είναι αυτή από την οποία ήρθαμε και

οι άλλες δύο είναι  σφαλιστές και ανοίγουν μόνο από μέσα δίχως να

παραβιαστούν» 

«Ένα πράγμα δεν μπορώ να καταλάβω. Αν ξέρει ο Σετ ή ο Άποφις πως ο

δρόμος μας είναι η πύλη που οδηγεί προς την Αίθουσα του Φωτός, γιατί

δεν μας περιμένει εκεί, κλείνοντας μας τον δρόμο». Είπε ο Φίλιππος. 

«Ω, είμαι βέβαιος πως έχει και εκεί φρουρούς. Ωστόσο, δεν θα πλησιάσει

στην πύλη, παρά μόνο αν δεν μπορεί να μας σταματήσει αλλιώς. Και αυτό

διότι δεν υπάρχει ουδέτερο δωμάτιο ανάμεσα στις δύο Αίθουσες , όπως

συνέβαινε μέχρι τώρα. Από εδώ θα μπούμε απευθείας στην Αίθουσα του

Φωτός. Έτσι, αν περιμένει εκεί και η πύλη ανοίξει δίχως να μας

αιχμαλωτίσει πρώτα, θα μείνει εκτεθειμένος στις δυνάμεις της Αίθουσας.Είναι παρακινδυνευμένο να πλησιάσει στην πύλη χωρίς να έχει

εξασφαλίσει την έξοδο του από την Σπηλιά, χωρίς να έχει εμένα να τον

διαφυλάξω από το Φως» 

Αν και τα λόγια του καθησύχασαν κάπως τον Φίλιππο, δεν ένιωθε

ασφαλής. Ο τελικός προορισμός τους ήταν προβλέψιμος και γνωστός

στον εχθρό. Ήταν πεπεισμένος πως αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να

αντιμετωπίσουν τον Θεό του Χάους, ένα από τα βιαιότερα και ισχυρότερα

πλάσματα του Σκότους. 

Εκείνη την μέρα έμειναν στην Κάμαρα. Και για μερικές ώρες ξέχασανπως βρίσκονταν σε ένα από τα πιο αφιλόξενα μέρη της γης, συζητούσαν

Page 267: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 267/322

266

ξέγνοιαστα, γελούσαν συγκρατημένα και σιγοτραγουδούσαν. Ο

Αριστοτέλης τους περιέγραψε τις Απαγορευμένες Χώρες των Μάγων, τις

χώρες των Θεών και έπειτα τους εξομολογήθηκε την περίοδο που έζησε

με την Μήδεια, την μάγισσα που υπήρξε και σύντροφος του Ιάσωνα. 

«Ήταν αλήθεια μια από τις ομορφότερες περιόδους της ζωής μου. Σαςείπα ήδη πως ήμασταν και οι δύο, κατά κάποιον τρόπο, ανεπιθύμητοι

ανάμεσα στους άλλους μάγους, λόγω της συμπάθειας μας στο είδος σας.

Στηρίξαμε ο ένας τον άλλον και τελικά η αμοιβαία συμπάθεια εξελίχθηκε

σε κάτι ομορφότερο  και ισχυρότερο. Κάναμε έρωτα και έπειτα

καθόμασταν κάτω από τον νυχτερινό ουρανό, που η ομορφιά του στις

Απαγορευμένες Χώρες είναι ασύγκριτη με οτιδήποτε έχετε αντικρίσει,

αμίλητοι, επικοινωνώντας μόνο με τα μάτια. Και τα δικά της έπλαθαν

λόγια τόσο όμορφα που κανένα στόμα δεν μπορεί να προφέρει. Ω, με τι

 νοσταλγία αναπολώ εκείνες τις νύχτες!» 

«Μένω άφωνος, ειλικρινά, Αριστοτέλη. Δεν μου είχες μιλήσει ποτέ γιατέτοιες προσωπικές σου στιγμές». Είπε, με ένα ελαφρύ παράπονο στη

φωνή του, ο Έκτορας. «Ο Ιάσονας γνωρίζει; Του το είπες ποτέ;» 

«Ασφαλώς και δεν γνωρίζει! Πώς να γνωρίζει, Έκτορα; Ξεχνάς, φαίνεται,

πως είναι νεκρός. Είχε περάσει στην ανυπαρξία πολλά χρόνια προτού

ερωτευτώ την Μήδεια. Μην μπερδεύεσαι, φίλε μου. Δεν είδες τον Ιάσονα

στα Ηλύσια Πεδία. Το είπε και ο ίδιος, αν δεν το θυμάσαι. Μια προβολή

της ανυπαρξίας του είδες. Τίποτα παραπάνω» 

«Ομολογώ πως πρώτη φορά ακούω για έρωτα μεταξύ μάγων. Είχα την

εντύπωση πως οι μάγοι δεν είναι ικανοί για τέτοια πράγματα και μάλιστα

άκουγα πως τα θεωρούσαν κατώτερες και ανάξιες πράξεις» 

«Και εγώ έχω ακούσει αυτές τις φήμες. Δεν είναι παρά ανόητα λόγια.

Επειδή οι μάγοι δεν αναπαράγονται, αλλά γεννιούνται απευθείας από τον

αιθέρα, δημιουργήθηκε η εντύπωση πως δεν μπορούν να κάνουν έρωτα

και πως είναι αποκλειστικά πράξη κατώτερων όντων. Σας βεβαιώνω πως

και οι μάγοι και οι θεοί αγαπούν τον έρωτα και ορισμένοι μάλιστα τον

θεωρούν την ισχυρότερη δύναμη στη γη, δύναμη που υπερβαίνει το Φως

και το Σκοτάδι, την Τάξη, το Χάος, τον Θάνατο. Στην κατοικία του Δία

μάλιστα, υπάρχει ένας ολόκληρος ναός αφιερωμένος στον έρωτα» 

Η Ανδρομάχη κοίταξε τον Έκτορα χαμογελώντας και εκείνος της έσφιξε

το χέρι και την φίλησε. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν και ο αέρας

ανάμεσα πήρε φωτιά.

«Έχεις ερωτευτεί ξανά Αριστοτέλη; Ή μόνο την Μήδεια;» ρώτησε ο

 Έκτορας δίχως να αποτραβήξει τα μάτια του από την Αμαζόνα.

«Ναι, έχω ερωτευτεί πολλές φορές. Μάγισσες και θνητές έχουν

συντροφεύσει την ζωή μου. Και μια φόρα μια Θεά. Είναι αλησμόνητη και

η περίοδος που πέρασα με την Ρέα, την Αρχέγονη. Είναι η αρχαιότερη

γυναίκα στον κόσμο και η ισχυρότερη. Κάποτε εξουσίαζε τούτη τη γη,αλλά όταν την γνώρισα εγώ ζούσε σε ένα μεγάλο δάσος, όχι μακριά από

Page 268: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 268/322

267

τη σπηλιά. Μάλιστα, θα ήθελα να την επισκεφτώ ξανά, αν μένει ακόμα

εκεί, όταν βγούμε από εδώ» 

«Μίλησε μας για αυτή». Τον παρότρυνε η Ανδρομάχη. 

«Εξουσίαζε όλο το δάσος, όχι με την ισχύ της, αλλά με την αγάπη της.“Μητέρα” την φώναζαν δέντρα, ζώα ακόμα και ο αέρας και η βροχή που

την αντίκριζαν. Έτσι εξουσίαζε και την καρδιά μου. Ήμουν νέος τότε και

λίγα ήξερα για τον κόσμο. Η σοφία της ήταν μεγαλύτερη από την καρδιά

της και στο πλευρό της έμαθα πολλά. Και την πρώτη φορά που κάναμε

έρωτα, ένιωσα να ταξιδεύω στο άπειρο, πέρα από τον χρόνο και τον χώρο,

σε περιοχές ανεξερεύνητες και μυστικές» 

Ο Έκτορας ένιωθε παράξενα ακούγοντας τον φίλο του να μιλάει για

τέτοια θέματα. Ως τώρα ήταν ένας σεβάσμιος δάσκαλος και κηδεμόνας

του, αλλά έβλεπε ξαφνικά να ξετυλίγονται καινούριες πτυχές του

χαρακτήρα του, πτυχές που ενίσχυαν το μεγαλείο του και ταυτόχρονα τονέκαναν πιο προσιτό. 

 Όταν ξάπλωσαν, η Ανδρομάχη τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον Έκτορα,

και φιλήθηκαν ξανά και ξανά. Κοιμήθηκαν με ενωμένα τα χείλη και

σφιχταγκαλιασμένα τα κορμιά τους.  Και στα όνειρα τους, άκουγαν τις

καρδιές τους να τραγουδάνε ύμνους στον έρωτα, την απεραντοσύνη του,

την αιωνιότητα του και την χαοτική δύναμη του. 

Αφού απόλαυσαν για δεύτερη φορά έναν χορταστικό ύπνο, ένιωσαν και

πάλι ενέργεια να ξεχειλίζει από τα κορμιά τους και θέληση από τις

καρδιές τους. Ολόκληρη η συντροφιά ήταν πανέτοιμη να ανταποκριθεί

στις προκλήσεις του Σκότους. Ακόμα και ο Αριστοτέλης ήταν σχεδόν

τόσο δυνατός όσο πριν την μονομαχία του μα τον Άδη.

«Υποθέτω ότι οι Νυχτοβάτες έχουν απομακρυνθεί αρκετά από το

πέρασμα μας. Όπως και να έχει όμως, δεν μπορούμε να καθυστερήσουμε

άλλο. Η Πύλη του Φωτός είναι κοντά, λιγότερο από δύο μέρες δρόμο, αν

δεν συναντήσουμε εμπόδια. Προτείνω να διακινδυνεύσουμε μια

κοντινότερη διαδρομή. Οι κατάσκοποι του Σετ θα έχουν ήδη ψάξει τους

πιο κοντινούς δρόμους και υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να τους

συναντήσουμε σε πιο απόμακρα μονοπάτια, όπως αυτά που σχεδίαζα ναακολουθήσουμε» 

«Νομίζεις ότι είναι ασφαλέστερο; Εγώ θα έλεγα να μην βιαστούμε, ξέρω

ότι ο χρόνος μας πιέζει, όμως θα προτιμούσα την πιο ακίνδυνη πορεία,

ακόμα και αν χρειαστεί να κάνουμε ένα μήνα να την διασχίσουμε» 

«Υπάρχουν πράγματι, διαδρομές που δεν θα περίμεναν καθόλου οι εχθροί

μας να διανύσουμε. Όμως πιο πολύ φοβάμαι την πανουργία του Σετ, παρά

μια άμεση επίθεση του, πλέον. Και οι δολοπλοκίες του δουλεύουν

 υπομονετικά και χρονοβόρα. Θεωρώ πως καθυστερώντας, θα

κινδυνέψουμε μακροπρόθεσμα περισσότερο» 

Page 269: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 269/322

268

Αφού συσκέφτηκαν για μερικά λεπτά, αποφάσισαν να ακολουθήσουν την

συντομότερη διαδρομή. Ο Αριστοτέλης τους οδήγησε στην πύλη που

βρισκόταν αριστερά τους. Ήταν πλαισιωμένη από δύο μαύρες κολώνες

και στην κορυφή της αψίδας της υπήρχε μια προσωπογραφία της

Μέδουσας. Άνοιξε με ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο, μόλις την έσπρωξε ο

Αριστοτέλης. Στην άλλη μεριά ξανοιγόταν μια θάλασσα μαυρίλας καιχάους. Βάδιζαν κατακλυσμένοι από ένα έντονο αίσθημα νευρικότητας το

οποίο ενισχυόταν από τους ζοφερούς ήχους που μετέφερε το σκοτάδι της

αίθουσας. Μακρινές κραυγές απελπισίας, υπόκωφοι κλαυσίγελοι, πνιχτοί

αναστεναγμοί, βαριές ανάσες, θροίσματα μανδυών και βιαστικά

βηματάκια έφταναν στα αυτιά της συντροφιάς, από κάθε μεριά της

αίθουσας. 

 Έχοντας ήδη γευτεί το τίμημα του πανικού, ο Έκτορας έκανε το παν,

ώστε να καλμάρει τα νεύρα του. Βεβαίωσε τον εαυτό του ότι ο

Αριστοτέλης θα τους ειδοποιούσε για το παραμικρό σημάδι κινδύνου,

ωστόσο δεν χαλάρωσε την λαβή γύρω από το σπαθί του. Ήταν σε μιακατάσταση συγκρατημένης ετοιμότητας, έχοντας τις αισθήσεις του σε

εγρήγορση, αλλά και την απαραίτητη υπομονή και ψυχραιμία.

«Είμαστε στην Κοιλάδα του Μαρασμού. Εδώ το Σκότος είναι παλιό,

γεμάτο αναμνήσεις φριχτών πραγμάτων. Σε λίγο θα ακούσετε το ρυάκι

που την διασχίζει. Μην δοκιμάσετε το νερό, είναι φαρμακωμένο».

Ακούστηκε μερικά λεπτά αργότερα η φωνή του μάγου. 

Το έδαφος ήταν σκληρό, πετρώδες αλλά σχετικά ομαλό και

ευκολοδιάβατο. Έτσι, ο Έκτορας υπέθεσε πως περπατούσαν πάνω σε

κάποιον προχειροφτιαγμένο δρόμο. Φαινόταν αρκετά πλατύς και τραχύς,

οπότε αναρωτήθηκε τι είδους πλάσματα τον έφτιαξαν.

«Ακούστε. Το ρυάκι». Έκανε η Ανδρομάχη μπροστά του, ύστερα από

λίγο. Πράγματι, ακούστηκε το κελάρυσμα νερού, όμως δεν ήταν διόλου

ευχάριστο και απαλό, όπως το τραγουδιστό νερό που κυλάει ζωηρά.

 Έμοιαζε σαν φάλτσα μελωδία, σαν διεστραμμένη παρωδία ενός

πανέμορφου τραγουδιού. Σαν μισητή χλεύη προς το δροσερό νερό και

κατάρα προς τους μεγαλειώδεις ποταμούς και τα βουνίσια ρυάκια. Η

καταχνιά που σερνόταν γύρω από το ποταμάκι ανέδυε μια έντονη,

αηδιαστική μυρουδιά, τόσο αποκρουστική όσο και το γκρίζο,

αρρωστιάρικο χρώμα του νερού και η γλοιώδης υφή του. Τίποτα δενφύτρωνε κοντά στον βούρκο γύρω από το ρυάκι, ούτε καν τα απαίσια

λουλούδια που έβλεπαν στην αίθουσα και κανένα ψάρι δεν κολυμπούσε

στα μολυσμένα νερά του.

Πλησίασαν το ποτάμι με μεγάλη απροθυμία και η βρωμερή, υγρή και

ζεστή ατμόσφαιρα έκανε τον Έκτορα να αναγουλιάσει. Ο Αριστοτέλης

ερεύνησε για λίγα λεπτά το περιβάλλον και τελικά κατάφερε να εντοπίσει

μια γέφυρα που τους έβγαλε στην απέναντι όχθη. Βέβαια, το ρυάκι ήταν

ρηχό, όμως κανείς δεν ήταν έτοιμος να βάλει τα πόδια του στα

καταραμένα νερά του. Μόλις διάβηκαν το πέτρινο γεφύρι, συνέχισαν στον

τραχύ δρόμο, ο οποίος πήγαινε ευθεία για πολλά μέτρα πριν στρίψει γύρωαπό έναν ψηλό λόφο με ομιχλιασμένη κορφή.  Από εκεί, κατέβαινε

Page 270: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 270/322

269

φιδογυριστά και κατέληγε σε μια πεδιάδα, κουρνιασμένη μέσα σε τρεις

γυμνούς λοφίσκους. Φτάνοντας εκεί, έκαναν μια παύση, όσο ο

Αριστοτέλης σκεφτόταν ποια πορεία θα ακολουθούσαν στη συνέχεια. Σε

έναν από τους λοφίσκους υπήρχε το στόμιο μιας σπηλιάς που, όπως τους

εξήγησε, τους έβγαζε πολύ κοντά στην Πύλη του Φωτός. 

«Όμως τούτες οι σπηλιές είναι, συχνά, λημέρια σκοτεινών πλασμάτων. 

Αν συνεχίσουμε από τον δρόμο, θα περπατήσουμε μισή μέρα επιπλέον,

όμως πιθανώς δεν θα κινδυνέψουμε» 

Δεν  πρόλαβαν να πάρουν απόφαση, από ψηλά ακούστηκε ένα κρώξιμο

και, ένα δευτερόλεπτο αργότερα, ο Ερμής κατέβηκε στον ώμο του

Αριστοτέλη. 

«Ο Άποφις! Όχι πολύ μακριά από εδώ. Βρήκε τα ίχνη μας. Γρήγορα

μπείτε στην σπηλιά. Ίσως εκεί μας χάσει ξανά. Γρήγορα μέσα»!

Η θύμηση του πανίσχυρου ερπετού έβαλε φτερά στα πόδια του Έκτορα

και μπήκε τρέχοντας στη σπηλιά πίσω από την Ανδρομάχη και

ακολουθούμενος από τον Φίλιππο και τον Αχιλλέα. Τελευταίος μπήκε ο

Αριστοτέλης που ύψωσε το ραβδί του στην είσοδο και την σφράγισε με

μαγικές επικλήσεις.

«Τρέξτε! Όσο πιο μακριά φτάσουμε, τόσες περισσότερες ελπίδες έχουμε» 

Με ταχύτητα και δύναμη, έφτασαν στο πιο βαθύ σημείο της σπηλιάς σε 

λιγότερο από δύο ώρες, κουτρουβαλώντας και σκοντάφτοντας στο

κατηφορικό, υγρό έδαφος. Τότε, ένιωσαν τους μύες τους να πυρώνουν και

τα πλευρά τους να πονούν. Κατέρρευσαν στο πέτρινο πάτωμα,

λαχανιάζοντας. 

«Του ξεφύγαμε; Μας ακολουθεί ακόμα;». Ρώτησε με αγωνία ο Φίλιππος,

πασχίζοντας συνάμα να πάρει ανάσα. 

«Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Δεν νιώθω την παρουσία του κοντά μας,

όμως μπορεί να κινείται ύπουλα κι αργά, ώστε να μας αιφνιδιάσει. Όπως

και να έχει, είμαστε όλοι εξαντλημένοι. Δεν θα κάνουμε βήμα παραπέρα

σήμερα. Θα ξεκουραστούμε και αν έρθει, θα τον αντιμετωπίσουμε. Τούτο

το απαίσιο φίδι ωχριά μπροστά στην σπουδαιότητα της αποστολής μαςκαι την δύναμη της συντροφιάς μας. Ας κοιμηθούμε τώρα, δίχως φόβο

στις καρδιές μας» 

Ο Φίλιππος και ο Αχιλλέας δεν είχαν αντικρίσει τον αρχαίο θεό και έτσι

μπόρεσαν να κοιμηθούν, δίχως να στοιχειώνονται από τον τρόμο του.

 Όμως ο Έκτορας και οι Ανδρομάχη έμεναν ξάγρυπνοι από την ανάμνηση

της παρουσίας του. Πιο μακριά από τους υπόλοιπους, ο Αριστοτέλης

φυλούσε σκοπιά και μονολογούσε, απορροφημένος στις σκέψεις του. 

Πέρασαν αρκετές ώρες και τότε ο Έκτορας το πήρε απόφαση ότι δεν θα

κατάφερνε  να κοιμηθεί. Σύρθηκε στην Ανδρομάχη και έσφιξε το χέρι του

Page 271: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 271/322

270

στο δικό της. Έκλεισε τα μάτια και έμεινε σιωπηλός, απολαμβάνοντας την

θεσπέσια αίσθηση του αγγίγματός της. 

«Πως είσαι;». Του απευθύνθηκε εκείνη. »Υποθέτω πως ο Άποφις διώχνει

τον ύπνο και από σένα».

 Έγνεψε θετικά και ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο της, αφήνοντας

τις αισθήσεις του να πλανηθούν από το άρωμα που ανέδυαν τα μαλλιά

της. 

«Αναρωτιέμαι αν κάναμε καλά που διαλέξαμε τούτο το δρόμο. Τώρα που

είμαστε στριμωγμένοι, μου φαίνεται ανόητη η επιλογή που κάναμε. Ίσως

δεν έπρεπε να βιαστούμε. Παρασυρθήκαμε από τον ενθουσιασμό και την

ανυπομονησία μας νομίζω» 

«Ίσως να είναι και έτσι. Προσωπικά δεν το πιστεύω. Την απόφαση την

πήραμε έπειτα από ώριμη σκέψη και συστάσεις του Αριστοτέλη. Δενμπορούσαμε να προβλέψουμε τον κάθε πιθανό κίνδυνο, ποτέ δεν

μπορούμε. Όμως δεν έχει τόση σημασία, αν πήραμε την σωστή απόφαση. 

Δεν έχουμε την πολυτέλεια να μοιρολογούμε και να μετανιώνουμε,

 Έκτορα». Χάιδεψε τα μαλλιά του με το χέρι της. 

»Η συντροφιά μας έχει αποδείξει πολλές φορές την δύναμη της.

Ανταπεξήλθαμε να δοκιμασίες πέρα από κάθε φαντασία και ξεπεράσαμε

εμπόδια που σε άλλους φαντάζουν αδιαπέραστα. Ίσως είναι οι εχθροί μας

που πρέπει να φοβούνται, όχι εμείς» 

 Έκανε μια παύση και κοίταξε κατάματα τον Έκτορα με βλέμμα που

ακτινοβολούσε δύναμη και τρυφερότητα. 

«Θα διαβούμε την Πύλη του Φωτός. Η δύναμη μας είναι ανεμπόδιστη

από τα τείχη τούτης της Αίθουσας» 

 Ήταν κάτι βαθύτερο από τούτα τα λόγια, κάτι ανείπωτο και εντελώς

απροσδιόριστο στην παρουσία της Αμαζόνας που έδωσε κουράγιο στον

 Έκτορα. Και όπως ενώθηκαν τα κορμιά τους, ενώθηκαν και οι ψυχές τους

και πήραν δύναμη η μια από την άλλη. Έτσι, απόδιωξαν την σκέψη του

Άποφι από τις καρδιές τους και κοιμήθηκαν. 

Ξύπνησαν απότομα, με μια φριχτή αίσθηση. Το σκοτάδι της σπηλιάς είχε

γίνει  ξαφνικά αφόρητο και τρομακτικό. Πάσχιζαν να ανασάνουν και το

καρδιοχτύπι τους ήταν τόσο έντονο που έκανε τα στήθια τους να πονάνε.

Χάθηκε κάθε ίχνος ζωντάνιας από την συντροφιά, την θέση της πήρε η

μιζέρια και η μελαγχολία. Το αίσθημα ήταν γνώριμο στον Έκτορα και την

Ανδρομάχη, κοιτάχτηκαν και επικοινώνησαν σιωπηλά. Ήξεραν ποια

δύναμη ήταν ικανή για εκείνα  τα συναισθήματα και την ένιωθαν πιο

κοντά από ποτέ. 

Ο Φίλιππος γονάτισε πιάνοντας το στήθος του. Άσθμαινε και τα μάτιατου ήταν υγρά και κοκκινισμένα. Αμέσως έτρεξε κοντά του ο Έκτορας,

Page 272: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 272/322

271

θέλησε να τον καθησυχάσει, αλλά ο Αριστοτέλης έγνεψε εμφατικά να μην

βγάλουν άχνα. Στεκόταν στη βάση του ανηφορικού διαδρόμου που τους

οδήγησε στον στενό στρογγυλό χώρο, όπου βρίσκονταν εκείνη την

στιγμή. Κράδαινε το ραβδί του, έτοιμος για μάχη. Με προσεκτικές

κινήσεις, ο Έκτορας τράβηξε το σπαθί του από το θηκάρι και ο Φίλιππος,

ανακτώντας τον αυτοέλεγχο του, τον μιμήθηκε. Πάνω από τα κεφάλιατους, η  οροφή δονήθηκε, πετραδάκια και σταλακτίτες ξεκόλλησαν και

έπεσαν δίπλα τους με θόρυβο. Κάτι βαρύ κινούνταν στο ψηλότερο

επίπεδο, αλλά στον Έκτορα φάνηκε πως απομακρυνόταν από το σημείο

όπου βρισκόταν το στόμιο του σπηλαίου. Πράγματι, μερικά λεπτά

αργότερα  το σκοτάδι έγινε ξανά υποφερτό, οι ψυχές τους αλάφρωσαν,

ανέπνεαν χωρίς δυσκολία και στις ταραγμένες καρδιές τους ένιωσαν να

αναζωπυρώνεται μια φλόγα που έδωσε ζωή στα μουδιασμένα άκρα τους.

Περπατώντας ζωηρά, ο Αριστοτέλης τους πλησίασε χαμογελώντας

συγκρατημένα. 

«Έχασε τα ίχνη μας για τα καλά. Την ώρα που σφράγιζα την είσοδο,δημιούργησα και μερικά παραπλανητικά ίχνη που οδηγούν μακριά από

την σπηλιά, αλλά και από την μετέπειτα πορεία μας. Δεν γνωρίζει τα

μάγια μου και έτσι ξεγελάστηκε εύκολα. Βέβαια είναι πανούργος, όμως

θα περάσουν τουλάχιστον κάμποσες ώρες μέχρι να αντιληφθεί την

πλεκτάνη» 

Εκείνη την μέρα προτίμησαν να μην προχωρήσουν. Ήταν όλοι τους

καταβεβλημένοι από την επίδραση της παρουσίας του Ερπετού του Χάους

και δεν ένιωθαν αρκετά δυνατοί. Βρισκόταν σε έναν ψηλοτάβανο, στενό,

στρόγγυλο χώρο που περιμετρικά είχε σταλαγμίτες σε ποικιλία μεγέθους

και σχήματος. Ο αέρας ήταν υγρός και αποπνικτικός. Ωστόσο, τους

χαροποίησε το γεγονός ότι, με εξαίρεση το συμβάν με τον Άποφι,

επικρατούσε ησυχία. Ακουγόταν μονάχα οι στάλες υγρασίας που έπεφταν

από το ταβάνι σε μια μικρή λιμνούλα πίσω από έναν μεγάλο σταλαγμίτη,

το σχήμα του οποίου θύμιζε κορμό δέντρου. Ο ρυθμικός ήχος γαλήνευε

την ψυχή τους και, κλείνοντας τα μάτια, ο Έκτορας φαντάστηκε πως

βρισκόταν έξω από την Σπηλιά των Μυστηρίων, μακριά από το Σπαθί της

Λύκης, την απειλητική ύπαρξη του Ζακχαέρ Ντων και τις έγνοιες του

πολέμου. 

 Ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος ενός μικρού σπηλαίου, στα ριζά ενόςγυμνού βουνού και από το στόμιο του έμπαιναν οι ζεστές ακτίνες του

ήλιου και το φρέσκο αγιάζι που δρόσιζε το μέτωπο του. Στάλες νερού

έπεφταν από τους σταλακτίτες σε μια βαθιά, στρόγγυλη λιμνούλα στο

βάθος της σπηλιάς και εκεί η Αμαζόνα του δρόσιζε το υπέροχο κορμί της.

Κολύμπησε μαζί της και έπειτα φιλήθηκαν. Και ένιωσε, πράγματι, τα

χείλη της στα δικά του. Άνοιξε ξαφνιασμένος τα μάτια και την είδε

ξαπλωμένη δίπλα του να χαμογελάει. Στα μάτια της υπήρχε μια αχτίδα

του οράματος που μόλις είχε δει ο Έκτορας. Δίχως άλλο, είδαν το ίδιο

σπήλαιο, κολύμπησε και αυτή στο νου της μαζί του στην ίδια λιμνούλα.

Αναρωτήθηκε πως το έκανε αυτό η Αμαζόνα, πως καθοδηγούσε τα όνειρα

του, πως τα κατακτούσε και πως του επέτρεπε να εισχωρήσει στα δικάτης; Το ερώτημα αποτυπώθηκε στο βλέμμα του και στο δικό της, ως

Page 273: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 273/322

272

απάντηση ήρθε μια πονηρή λάμψη. Τον προκαλούσε να ανακαλύψει

μόνος του, δεν θα του έδινε απάντηση τόσο εύκολα. 

Το υπόλοιπο της ημέρας κύλισε ομαλά και η σκοτεινή επίδραση του

Άποφι έγινε μια ανάμνηση, αν και θα προτιμούσαν να ξεχνιόταν εντελώς.

Κοιμήθηκαν δυο-τρείς ώρες, έφαγαν, κουβέντιασαν και τελικά,αποφάσισαν να συνεχίσουν.  Περιεργαζόμενος το μέρος, ο Έκτορας

συνειδητοποίησε πως ήταν σωστός λαβύρινθος και ήταν εύκολο να

χανόταν κάποιος που βάδιζε  στα τυφλά. Πέρα από την περίμετρο των

σταλαγμιτών,  υπήρχαν δεκάδες ανοίγματα και, μέσα σε αυτά,  οι

διάδρομοι διακλαδίζονταν και χάνονταν σε άλλα ανοίγματα. Ο

Αριστοτέλης τους οδήγησε σε μια στενή ρωγμή πίσω από τον σταλαγμίτη

με την όψη κορμού, μερικά μέτρα πιο αριστερά από την λιμνούλα.

Χώθηκαν μέσα με κόπο, ειδικά ο Αχιλλέας, αλλά μόλις πέρασαν,

βρέθηκαν σε έναν ευρύχωρο διάδρομο που ανηφόριζε φιδογυριστά. Οι

τοίχοι ανηφόριζαν κάθετα στον δρόμο και υψώνονταν απειλητικά, πολλά

μέτρα πάνω από τα κεφάλια τους. Ήταν γεμάτοι κοιλώματα και φαρδιέςρωγμές, κάτι το οποίο τους ανησύχησε. Πολλά εχθρικά πλάσματα θα

μπορούσαν να είχαν  φωλιές μέσα σε εκείνες τις τρύπες και να

παραφυλάνε στις σκιές. Προχωρούσαν προσεκτικά, με μεγάλες και

αθόρυβες δρασκελιές, γυρνώντας τα  κεφάλια  τους νευρικά σε κάθε

 υποψία κίνησης. Παρ’ όλα αυτά, διένυσαν μεγάλη απόσταση, δίχως να

απειληθούν. Είτε οι τρύπες ήταν άδειες ή τα πλάσματα που, πιθανώς, τις

κατοικούσαν δεν τόλμησαν να επιτεθούν. 

 Έπειτα από τρεις ώρες πορείας, έκαναν μια στάση σε μια πλατιά στροφή

του διαδρόμου. Ο Έκτορας κάθισε αποκαμωμένος σε έναν πλατύ, επίπεδο

βράχο στην άκρη του μονοπατιού και έτριψε τα πόδια του. Δίπλα του , ο

Φίλιππος ξεφυσούσε καταϊδρωμένος. Ήταν παράξενα σιωπηλός από τότε

που μπήκαν σε αυτό το σπήλαιο, όμως ο Έκτορας δεν τον ρώτησε γιατί.

Είχε ήδη μια υποψία. Ίσως έφταιγε η ομοιότητα εκείνου του μέρους με

την σπηλιά στη Σωθράπον, όπου πέρασε δεκαπέντε φριχτά χρόνια. Τον

χτύπησε απαλά στην πλάτη και χαμογέλασε. 

«Είσαι καλά; Υπομονή. Θα βγούμε από εδώ, σύντομα» 

Συμφώνησε με ένα γνέψιμο και κατέβασε το κεφάλι. Έκανε να μιλήσει,

όμως δίστασε. Για μερικές στιγμές έμειναν σιωπηλοί, κοιτώντας ο έναςτον άλλον κατάματα. 

«Καταλαβαίνω. Δεν θα σου πω να προσπαθήσεις να το ξεχάσεις. Είναι

ανόητη συμβουλή. Θα σου πω, αποδέξου αυτό που νιώθεις. Άσε τον πόνο

 να σε γεμίσει. Τότε θα τον αντιμετωπίσεις ευκολότερα» 

Αναστέναξε, αλλά μια ζωηρή λάμψη επανήλθε στα υγρά μάτια του. Τον

ευχαρίστησε σιωπηλά με ένα χαμόγελο. 

«Πόσο θέλουμε ακόμα, Αριστοτέλη;». Ρώτησε η Ανδρομάχη. 

«Όχι πολύ, μερικές ώρες αλλά δεν μπορώ να πω με σιγουριά πόσες» 

Page 274: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 274/322

273

 Ήπιαν μπόλικο νερό και συνέχισαν το βάδισμα. Μερικά μέτρα ψηλότερα,

ο δρόμος κοβόταν στα δύο, ο δεξής έμπαινε σε μια ρωγμή και κατηφόριζε

απότομα, ενώ ο αριστερός έπαιρνε μια μεγάλη στροφή και συνέχιζε προς

τα πάνω. Δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να αποφασίσει ο Αριστοτέλης, που

πήρε τον ανηφορικό δρόμο. 

Στον Έκτορα φάνηκε πως ανέβηκαν εκατοντάδες μέτρα, περισσότερα

από όσα είχαν κατέβει  όταν μπήκαν στη σπηλιά. Συνέχιζαν να

ανηφορίζουν δίχως σταματημό, για τρεις ώρες, μέχρις ότου ο διάδρομος 

 να ακολουθήσει ευθεία πορεία. Ανακουφίστηκαν όλοι και μόλις έφτασαν

στο ψηλότερο σημείο έκαναν ολιγόλεπτη στάση, παρά τις ενστάσεις του

Αριστοτέλη. 

Το έδαφος έγινε πλακόστρωτο, μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο μακριά

από το σημείο όπου έκαναν στάση. Σταδιακά, οι άμορφοι και

χοντροκομμένοι σταλαγμίτες έδωσαν την θέση τους σε λεπτοδουλεμένα

αγάλματα και μαύρες κολώνες. Ήταν φανερό πως πλησίαζαν κάπου.Ωστόσο, τα γλυπτά ήταν κακάσχημα και αναπαριστούσαν φριχτές μορφές

ζωής, γεννήματα θρέμματα του Σκότους, οπότε συμπέραναν πως απείχαν

ακόμα αρκετά από την Πύλη του Φωτός. 

Σύντομα, είδαν που ακριβώς πλησίαζαν. Και αυτό που είδαν ήταν

δυσοίωνο και αποθαρρυντικό. Γιατί μπροστά τους στεκόταν ένα

κατάμαυρο, θεόρατο κτίσμα, σκαμμένο στο τοίχωμα της σπηλιάς.

 Έμοιαζε με κάστρο, είχε πολλούς ψηλούς πύργους και προπύργια αλλά

ήταν ολότελα κατεστραμμένο από τον χρόνο ή από βίαια όντα. Μια

χοντρή ξύλινη πύλη έκλεινε την είσοδο, αλλά ήταν σπασμένη σε πολλά

σημεία και σαπισμένη. Ψυχρός αέρας ούρλιαζε, περνώντας ανάμεσα από

τους πυργίσκους και καταχνιά κύκλωνε τα θεμέλια του κάστρου. Δεν

διακρινόταν καμία απειλή τριγύρω, όμως η νεκρική σιγή του μέρους και η

παγωμένη σκιά που έριχνε το κατεστραμμένο κτίσμα τους έκανε να

αναριγήσουν.

«Τι είναι αυτό το μέρος;». Έκανε ψιθυριστά ο Φίλιππος. 

«Δεν έχω ιδέα. Δεν έχω περάσει ποτέ από αυτό το σπήλαιο, όμως

γνωρίζω σχεδόν όλα τα μέρη και κτίσματα της αίθουσας. Τούτο όμως

πρέπει να είναι σχετικά καινούριο. Κάτι μου θυμίζει το σχέδιο τουκτίσματος, έχω την αίσθηση ότι κάπου έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Όμως

δεν ξέρω ποιος το έχτισε αυτό το φρούριο» 

«Είναι ασφαλές; Θα μπούμε μέσα;». Ήρθε η ερώτηση από τον Αχιλλέα ,

που δεν αποτράβηξε το βλέμμα του από το κάστρο. 

«Ω, δεν έχουμε άλλη επιλογή. Εκτός αν γυρίσουμε πίσω και χάσουμε δύο

μέρες και διακινδυνεύσουμε έναν άλλον δρόμο. Όχι, είναι πολύ πιο

επικίνδυνο να γυρίσουμε πίσω, νομίζω. Τι λέτε;» 

Page 275: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 275/322

274

«Λέω ότι αποφεύγουμε τους εχθρούς και φυλάμε τα νώτα μας για αρκετό

καιρό και δεν μ’ αρέσει. Εγώ λέω να μπούμε μέσα». Είπε θαρρετά ο

Αχιλλέας. 

«Δεν μ’ αρέσει καθόλου η όψη τούτου του κάστρου. Και , αν οι κάτοικοι

του είναι τόσο τρομεροί  όσο αυτό,  τότε θα μετανιώσουμε που δενγυρίσαμε. Αλλά λιγότερο θέλω να γυρίσω πίσω, ειδικά με τον Άποφι  να

τριγυρνάει εκεί έξω. Ας μπούμε». Συμφώνησε ο Έκτορας. Η Ανδρομάχη

συμφώνησε, κουνώντας ελαφρά το κεφάλι.

«Είναι πολύς δρόμος ως πίσω και πονούν τα πόδια μου». Γέλασε ο

Φίλιππος και ξεθηκάρωσε τα σπαθιά του.  «Απόψε θα μείνουμε στο

κάστρο, είτε με την φιλοξενία των οικοδεσποτών μας είτε όχι» 

Αφού δεν είχε κανείς αντίρρηση, προχώρησαν προς την

κατακερματισμένη πύλη. Διαφαίνονταν σημάδια από νύχια και δόντια στο

σαπισμένο ξύλο. Ξεκάθαρο μήνυμα της επιθετικότητας και της οργής τωνκατοίκων του φρουρίου. Μόλις πέρασε, ουραγός, ο Έκτορας από μια

μεγάλη χαραμάδα, ακούστηκε ένα φριχτό ουρλιαχτό από ένα προπύργιο,

δεξιά της πύλης. Ανατρίχιασαν και η Ανδρομάχη παράτησε το τόξο για να

βουλώσει τα αυτιά της. Ήταν οξύ, τρυπούσε τα αυτιά των ανθρώπων και

έμοιαζε γυναικείο, αλλά διόλου ανθρώπινο. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα

σταμάτησε, δεν υπήρξε απόκριση από κανέναν και επικράτησε ξανά  

 νεκρική σιγή. Η συντροφιά ήταν  ωστόσο  σε θέση μάχης, αναμένοντας

επίθεση. 

«Είχαν βάλει φρουρό, μας πήραν είδηση. Τώρα θα μας περιμένουν μες

στο κάστρο». Σχολίασε ο Αχιλλέας. 

«Ναι, πολύ πιθανό. Είναι αργά για να κάνουμε πίσω. Τούτο το ουρλιαχτό

θα ειδοποίησε κάθε πλάσμα της σπηλιάς για την παρουσία μας,

προχωράμε μπροστά. Με μεγάλη προσοχή». Αποκρίθηκε ο μάγος. 

«Αυτή η μακρόσυρτη κραυγή… Ήταν Νυχτοβάτης, μήπως». Ο Έκτορας

θυμήθηκε την κραυγή του Νυχτοβάτη, όταν απέδρασαν από την

Σωθράπον. 

«Όχι, σίγουρα όχι. Ήταν πιο οξεία και μου φάνηκε… κραυγή γυναίκας,

αν και δεν έμοιαζε ανθρώπινη». Ακούστηκε η απάντηση του Φίλιππου. 

Περίμεναν μερικά λεπτά μπροστά από την πύλη, προσπαθώντας να

ανιχνεύσουν οποιαδήποτε απειλητική κίνηση, όμως δεν συνέβη τίποτα. Το

κάστρο φαινόταν εντελώς έρημο, ακόμα και το προπύργιο από το οποίο

προήρθε το ουρλιαχτό. Προχώρησαν στην αυλή που ανοιγόταν ανάμεσα

από το εξωτερικό τείχος και τον κορμό του κάστρου, δίχως να

χαμηλώσουν τα όπλα τους. Με νευρικές κινήσεις, επιτηρούσαν τον χώρο,

κοιτώντας συνεχώς δεξιά και αριστερά. Το χώμα της αυλής ήταν μαλακό

και γκρίζο, λεπτό σαν στάχτη. Σύντομα, έφτασαν αρκετά κοντά στο

κάστρο ώστε να διακρίνουν την κύρια πύλη και τα κοντινά παράθυρα. Η

Ανδρομάχη σημάδεψε με το τόξο της το πλησιέστερο από αυτά, σε

Page 276: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 276/322

275

περίπτωση που παραφυλούσε κανείς, προσδοκώντας να τους αιφνιδιάσει

από ψηλά.

Η πύλη ήταν δρύινη, ενισχυμένη με ακίδες από μαύρο σίδερο. Υπήρχαν

σκαλισμένα σύμβολα πάνω της, όμως στάθηκε αδύνατο ακόμα και στον

Αριστοτέλη να τα διαβάσει, καθώς τα είχαν καταστρέψει γρατσουνιές καιδαγκωνιές, προερχόμενες πιθανώς από τους κατοίκους του κάστρου. 

«Αυτό θα το εκλάβω ως καλωσόρισμα» είπε ο Φίλιππος, δείχνοντας τις

βαθιές χαρακιές με τα σπαθιά του. Έκανε ένα βήμα πίσω και κλώτσησε

την πόρτα. Η σκουριασμένη κλειδωνιά έσπασε και η πόρτα άνοιξε,

τρίζοντας. Με ένα νεύμα, ο Αριστοτέλης τους υπέδειξε να μείνουν

ακίνητοι καθώς αφουγκραζόταν και σάρωνε με το διαπεραστικό βλέμμα

του την σκοτεινή αίθουσα. 

«Δεν βλέπω κίνδυνο μπροστά. Ξέρουμε  όμως σίγουρα πως το κάστρο

κατοικείται, οπότε μην επαναπαύεστε ούτε στιγμή. Προχωράτε.Προσοχή». Είπε κοφτά. 

Ο Αχιλλέας μπήκε πρώτος στην αίθουσα. Ήταν μεγάλη και ανοιχτή, σαν

κυκλική πλατεία. Τον υποδέχτηκε ένα ψυχρό αεράκι που βρωμούσε

μούχλα και αποσύνθεση. Στην άλλη άκρη του πλακόστρωτου δωματίου

 υπήρχε ένα γλυπτό με απροσδιόριστη μορφή. Έμοιαζε με φριχτά

παραμορφωμένο άνθρωπο ή με αλλόκοτο ζώο. Προκάλεσε στον άνδρα

αισθήματα αποστροφής και έφτυσε αηδιασμένος. Από το άγαλμα

ξεκινούσαν δύο ανηφορικές σκάλες με πλατιά σκαλοπάτια που έστριβαν

και ενώνονταν ψηλότερα, οδηγώντας σε μια κλειστή, σιδερένια πόρτα.

«Προσοχή» επανέλαβε ο Αριστοτέλης ψιθυριστά, κρατώντας υψωμένο το

ραβδί του την ώρα που έμπαιναν και οι υπόλοιποι με δισταχτικά, αθόρυβα

βήματα. Νιώθοντας μια σταγόνα ιδρώτα να χαϊδεύει το μέτωπο του και το

καρδιοχτύπι του να εντείνεται, ο Έκτορας έτριψε τα μάτια του,

προσπαθώντας να σπάσει το πηχτό σκοτάδι. Στην μέση της αίθουσας, ο

Φίλιππος εντόπισε ένα πηγάδι, περιφραγμένο με κάγκελα. Από την βάση

του ξεκινούσαν δύο ρηχά αυλάκια που ακολουθούσαν αντίθετες πορείες

και κατέληγαν σε δύο πόρτες, η μια απέναντι από την άλλη. Ακούγονταν

μακρινές φωνές, που έμοιαζαν να ψέλνουν σε άγνωστη γλώσσα. Όμως, ο

αντίλαλος καθιστούσε αδύνατο να εντοπίσουν την πηγή των ήχων. 

Ο Αριστοτέλης πλησίασε στο πηγάδι και έγειρε το κεφάλι στο στόμιο

του. Ρουθούνισε δυνατά και απομακρύνθηκε, με μια γκριμάτσα αηδίας

αποτυπωμένη στο πρόσωπο του. Έπειτα, εξέτασε τις δύο πόρτες,

μονολογώντας ακατάληπτες λέξεις και στάθηκε σιωπηλός δίπλα στο

αποκρουστικό γλυπτό.

«Εντάξει, νομίζω πως ο δρόμος μας οδηγεί στα ανώτερα επίπεδα του

κάστρου. Ακόμα και αν μαντεύω λάθος, θα προσανατολιστούμε καλύτερα

από ψηλά» 

Page 277: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 277/322

276

Η ορθογώνια πόρτα ήταν κλειδωμένη, όμως ο Αριστοτέλης την

παραβίασε με ιδιαίτερη ευκολία. Πίσω της, συνέχιζε η ανηφορική σκάλα

και τελικά κατέληξε σε έναν στενό διάδρομο. Τον διάβηκαν μέχρι τέλους

και βρέθηκαν σε μια σιδερένια καγκελωτή πύλη που έφραζε τον δρόμο

τους. Οι τέσσερις άνθρωποι βαριανάσαναν απογοητευμένοι, υποθέτοντας

πως πήραν λάθος δρόμο, ωστόσο ο Αριστοτέλης τους καθησύχασε με έναβλέμμα. Ξύπνησε τον Ερμή, που κοιμόταν στον ώμο του και , κρατώντας

τον απαλά, τον πέρασε μέσα από τα κάγκελα. Τότε, το γεράκι πέταξε στην

σκοτεινή αίθουσα που ξανοιγόταν στην άλλη μεριά και μετά από λίγα

λεπτά επέστρεψε με ένα μπρούτζινο κλειδί γραπωμένο στα νύχια του.

Ευχαριστώντας τον τρυφερά, ο μάγος πήρε το κλειδί και το έχωσε στην

μαύρη κλειδαριά. Η πύλη άνοιξε, όχι από τα πλάγια, αλλά προς τα πάνω

και έτσι, η συντροφιά βρέθηκε σε μια ψηλοτάβανη, τετράγωνη αίθουσα.

 Έμοιαζε με κάποιου είδους εργαστήριο, στο κέντρο της υπήρχε ένα

μεγάλο τραπέζι όπου ήταν τοποθετημένα, ανέμελα κάθε λογής εργαλεία,

μερικά από αυτά άγνωστα και πολύπλοκα. Στους τοίχους δεν είχε

παράθυρα, αλλά ράφια που βαριέστιζαν υπό το βάρος δερματόδετωνβιβλίων και διαφόρων αντικειμένων. Την προσοχή του Έκτορα τράβηξε

μια συλλογή από σφαίρες που υπήρχε σε ένα ψηλό ράφι στα δεξιά του.

 Έμοιαζαν καμωμένες από μαύρο σίδερο όμως ήταν ημιδιάφανες και στο

κέντρο τους μπορούσε να διακρίνει μια αμυδρή μωβ λάμψη. 

«Μην αγγίξετε τίποτα. Δεν ξέρουμε ακόμα ποιος χρησιμοποιεί τούτα τα

εργαλεία και ποιος κατασκεύασε τα αντικείμενα. Ακόμα και ένα βιβλίο

μπορεί να κρύβει κινδύνους». Τους προειδοποίησε ο Αριστοτέλης.  Στην

άλλη άκρη της αίθουσας, υπήρχε μια σκάλα που οδηγούσε σε μια στενή,

ξύλινη εξέδρα μερικά μέτρα πιο ψηλά. Τον περισσότερο χώρο

καταλάμβανε μια βιβλιοθήκη και στο πάτωμα υπήρχαν διασκορπισμένοι

πάπυροι και  κιτάπια. Όταν ο μάγος ανέβηκε και εξέτασε την εξέδρα,

συμπέρανε πως η βιβλιοθήκη έκρυβε μια πύλη. 

«Δεν έχει νόημα να είμαστε αθόρυβοι, ήδη ξέρουν πως εισβάλλαμε στο

κάστρο. Έκτορα, φέρε μου μία από τις σφαίρες που είναι εκεί πέρα». Είπε

ο μάγος δείχνοντας τις σφαίρες που χάζευε πριν ο νεαρός. Εκείνος

 υπάκουσε και, όταν την πήρε στα χέρια του ο Αριστοτέλης, ανέβηκε ξανά

την εξέδρα και την πέταξε με δύναμη στην βιβλιοθήκη. Αστραπιαία,

τυλίχτηκε σε μωβ φλόγες και, ώσπου να σβήσουν, ένα μεγάλο μέρος της

έγινε στάχτες. Μέσα από τους καπνούς, φάνηκε ένα μυστικό πέρασμα πουοδήγησε την συντροφιά σε έναν κατηφορικό διάδρομο. Σε μερικά σημεία

του υπήρχαν κλειστές πόρτες, όμως ο μάγος τους οδήγησε ευθεία

μπροστά.  Έφτασαν, μετά από αρκετό περπάτημα, σε μια εκθαμβωτική

αίθουσα. Ήταν ορθογώνια και είχε τεράστιο μέγεθος. Το ταβάνι

συγκρατούσαν δύο σειρές από μαρμάρινες κολώνες, καθεμιά από τις

οποίες είχε διάμετρο ίση με τον κορμό ενός πλατάνου. Στους μαύρους

τοίχους υπήρχαν ψηλά, αψιδωτά παράθυρα. Αγάλματα από Κύκλωπες

κοσμούσαν την αίθουσα και, στην αψίδα της πόρτας από την οποία

μπήκαν,  υπήρχε μια ζωφόρος που αναπαριστούσε ημέρες δόξας των

Μονόφθαλμων Αρχόντων. Σε όλες τις κολώνες ήταν σκαλισμένο ένα

έμβλημα. Ένα μεγάλο μάτι με κατακόκκινη κόρη από ρουμπίνια. 

Page 278: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 278/322

277

«Κύκλωπες» ψιθύρισε ταραγμένος ο Φίλιππος, όμως ο Αριστοτέλης

έγνεψε εσπευσμένα  όχι και την ίδια στιγμή ο Ερμής πέταξε ψηλά,

κρώζοντας.

«Δεν κατοικούν Κύκλωπες στην Σπηλιά. Και εκτός αυτού, δεν

ουρλιάζουν με τον τρόπο που ακούσαμε προηγουμένως. Αλλά είχες δίκιοτότε. Το ουρλιαχτό ήταν όντως γυναικείο. Γιατί αυτό που ακούσαμε…» 

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση του. Ένας γδούπος που

συνοδεύτηκε από ένα ουρλιαχτό τον διέκοψε. Αυτή την φορά υπήρξε

ανταπόκριση από άλλες λεπτές κραυγές και σε ένα παράθυρο φάνηκε μια

ψηλή μορφή με τρία κεφάλια. Μια δεύτερη, σκοτεινή σιλουέτα πρόβαλε

μερικά μέτρα μπροστά τους και γκρέμισε με μια γροθιά την κολώνα δίπλα

της. Με δύο δρασκελιές έφτασε σε απόσταση αναπνοής από τον

Αριστοτέλη και ούρλιαξε ξανά.

Είχε ανθρώπινη όψη, αλλά ήταν τουλάχιστον τρία μέτρα ψηλή. Τρίακεφάλια γριών στέκονταν στους σκελετωμένους ώμους της. Τα δύο

ακριανά είχαν ραμμένα τα μάτια και το στόμα τους, αλλά στο μεσαίο

διακρινόταν πεντακάθαρα ένα ζευγάρι μάτια με κόκκινες κόρες,

τυλιγμένες σε πύρινη οργή και ένα δυσανάλογα πλατύ στόμα, από το

οποίο φαίνονταν τα μαυρισμένα ούλα και τα σάπια δόντια της. Ο μανδύας

της ήταν κουρελιασμένος και μπορούσαν να διακρίνουν ότι στο

ρυτιδιασμένο, μυώδες κορμί της και στα μαραμένα στήθη της έλαμπαν

ουλές και  σημάδια. Στα χέρια της κρατούσε ένα μεγάλο, σκουριασμένο

σπαθί και πρόσεξαν αιχμηρά, κιτρινισμένα νύχια στα μακριά δάχτυλα της.

Ούρλιαξε εκκωφαντικά και χτύπησε προειδοποιητικά το σπαθί στο

δάπεδο.

«Θέλουμε μόνο να περάσουμε. Δεν θέλουμε το κακό σας και δεν

επιθυμούμε να σας πολεμήσουμε. Αφήστε μας να περάσουμε» 

«Φύγετε από εδώ. Δρόμο! Δεν είναι κανείς ευπρόσδεκτος στα λημέρια

των Ερεβιών, δεν το ξέρεις; Φύγετε από το κάστρο μας, ανόητοι».

Απάντησε με λεπτή, βραχνή φωνή το μεσαίο κεφάλι. 

«Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Ο ευκολότερος δρόμος για να

απαλλαγείτε από εμάς, είναι να μας επιτρέψετε να συνεχίσουμε τον δρόμο

μας. Άλλωστε, η έξοδος του κάστρου δεν είναι μακριά από εδώ. Επέτρεψεμας να συνεχίσουμε και υπόσχομαι πως δεν θα σας ξαναενοχλήσουμε»

Το τέρας κάγχασε και έφτυσε θυμωμένα. Έβγαλε άλλη μια κραυγή και

ένα τρίτο πήδηξε από τα σκοτάδια και έφραξε την πόρτα από την οποία

μπήκαν.

«Ανόητε. Είμαστε οι Ερέβιες και αν μας γνώριζες θα ήξερες πως λόγος

ενός μάγου δεν σημαίνει τίποτα για μας. Θα πληρώσετε για την

θρασύτατη εισβολή σας εδώ» 

Με αυτόν τον λόγο ύψωσε το σπαθί της και το κατέβασε στον

Αριστοτέλη. Εκείνος απέκρουσε το χτύπημα με το ραβδί του όμως δενκινήθηκε αρκετά σβέλτα και η Ερέβια, με μια κλωτσιά, τον έστειλε στην

Page 279: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 279/322

278

άλλη  άκρη του δωματίου. Οι άλλες δύο κινήθηκαν εναντίον των

τεσσάρων ανθρώπων. Αντιδρώντας αστραπιαία, η Ανδρομάχη εκτόξευσε

δύο βέλη σε αυτήν που στεκόταν μπροστά στην πόρτα. Καρφώθηκαν στο

στήθος της, όμως δεν την σταμάτησαν. Κατέβασε το σπαθί πάνω στην

Αμαζόνα, όμως με έναν πήδο το απέφυγε. Η Ερέβια που στεκόταν στο

παράθυρο, κατέβηκε και επιτέθηκε στον Αχιλλέα. Εκείνος απέκρουσε τοχτύπημα με το τσεκούρι του και ο Φίλιππος, που στεκόταν δίπλα του, την

κάρφωσε στο πόδι όταν εκείνη προσπάθησε να κλωτσήσει. Το  τέρας

ούρλιαξε, αλλά δεν υποχώρησε σπιθαμή.

Καθώς η Ανδρομάχη ήταν  πεσμένη στο πάτωμα, η Ερέβια έτρεξε

καταπάνω της, όμως ο Έκτορας την έκοψε στην πλάτη και της απέσπασε

την προσοχή. Το σπαθί της σφύριξε και πέρασε πάνω από το κεφάλι του

 νεαρού, που έσκυψε έγκαιρα. Ένα τρίτο βέλος καρφώθηκε στην πλάτη

της, όμως εκείνη συνέχισε ακάθεκτη την επίθεση στον Έκτορα και έμπηξε

τα νύχια της στο δεξί του χέρι. 

Η Ερέβια που επιτέθηκε στον Αριστοτέλη, στάθηκε απέναντι του και

σπάθιζε τον αέρα, όση ώρα αυτός αγκομαχούσε και προσπαθούσε να

συνέλθει από το χτύπημα. Αιφνίδια, ύψωσε το ραβδί του στέλνοντας

κόκκινες αστραπές προς το μέρος της. Έπεσε κάτω σφαδάζοντας και 

πιάνοντας το φουσκαλιασμένο στήθος της. Όμως τα πλάσματα τούτα

είχαν αντοχές υπεράνθρωπες. Σηκώθηκε αμέσως μόλις σταμάτησε το

ξόρκι του ο μάγος και έβγαλε από τον μανδύα της μια σφαίρα, όμοια με

αυτή που έβαλε φωτιά στην βιβλιοθήκη προηγουμένως , αν και

μεγαλύτερη. Την εκτόξευσε με δύναμη προς το μέρος του. ο Αριστοτέλης

την απέφυγε κυλώντας στο έδαφος, ωστόσο η Ερέβια τον πλησίασε και

προσπάθησε να τον καρφώσει ξανά. Απέκρουσε τα χτυπήματα της ξανά

και ξανά. Έπειτα την χτύπησε στο κεφάλι με το ραβδί του και εκείνη

πισωπάτησε, πονεμένη. 

Ο Αχιλλέας έκοψε τρία δάχτυλα από το δεξί πόδι του τέρατος, όμως

εκείνο αποκρίθηκε γρονθοκοπώντας τον στα πλευρά. Το χτύπημα τον

έστειλε αρκετά μέτρα μακριά και του έκοψε την ανάσα. Μετά, η Ερέβια

στράφηκε στον Φίλιππο. Ισχυρές κλαγγές ακούστηκαν, τα σπαθιά

σπίθιζαν καθώς απέκρουαν ο ένας τα χτυπήματα του άλλου. Όμως η

Ερέβια ήταν πολύ δυνατή και κατάφερε να χτυπήσει με την λαβή του

σπαθιού της τον Φίλιππο στο πρόσωπο. Κόντεψε να χάσει τις αισθήσειςτου από το χτύπημα, κατάφερε όμως να συνέλθει εγκαίρως και απέφυγε

το τελειωτικό χτύπημα σκύβοντας. Πήδηξε ανάμεσα από τα πόδια της και

κάρφωσε το ένα ξίφος του, πέρα ως πέρα, στον μηρό της. 

Αφοπλισμένος, ο Έκτορας πάσχιζε να αποφύγει τις σπαθιές του

αντιπάλου του, ανήμπορος να αντεπιτεθεί. Πίσω, η Ανδρομάχη είχε

αδειάσει σχεδόν όλη την φαρέτρα στην πλάτη του τέρατος, όμως εκείνο

έμοιαζε να μην νιώθει πόνο.  Η σκουριασμένη λεπίδα γρατσούνισε το

στήθος του Έκτορα και με μια γροθιά τον ξάπλωσε χάμω.  Ξάφνου, η

λεπτή φωνή της Ερέβιας που μαχόταν με τον Αριστοτέλη, της απέσπασε

την προσοχή. 

Page 280: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 280/322

279

«Σφαίρα!» είπε επιτακτικά. Εκείνη σταμάτησε την επίθεση στον Έκτορα

και ψαχούλεψε τον μανδύα της. Άδραξε την ευκαιρία ο νεαρός και πήδηξε

 να γραπώσει το σπαθί του. Πλησίασε την Ανδρομάχη, την ώρα που η μία

Ερέβια πετούσε την σφαίρα στην άλλη. 

«Σημάδεψε τα μάτια της. Εγώ θα της αποσπάσω την προσοχή». 

Τότε, προκάλεσε το πλάσμα, πετώντας ένα μεγάλο κομμάτι μαρμάρου,

απομεινάρι της κολώνας που γκρεμίστηκε. Γρυλίζοντας, όρμησε στον

 Έκτορα. Το σπαθί του τραντάχτηκε από το χτύπημα του τέρατος και ένα

κομμάτι ξεκόλλησε. Η Ερέβια δοκίμασε να τον κλωτσήσει αλλά

στριφογυρίζοντας, ο νεαρός το απέφυγε, και μόλις εκείνη πήγε να τον

γρονθοκοπήσει, κάρφωσε το σπαθί του στον καρπό της. Τότε εκτέθηκε

στα βέλη της Ανδρομάχης, και δύο από αυτά την τύφλωσαν. Ούρλιαξε

δυνατά και έπιασε το καταματωμένο πρόσωπο της, παρατώντας το σπαθί

της. Με ικανοποίηση, η Αμαζόνα χαμογέλασε στον Έκτορα, όμως εκείνος

κοίταξε με τρόμο πίσω από την πλάτη της. Η Ερέβια που πολεμούσε τονΦίλιππο, βλέποντας την σύντροφο της εκτός μάχης, εκτόξευσε την σφαίρα

της εναντίον τους. Η Ανδρομάχη αντέδρασε ενστικτωδώς. Άρπαξε το

τελευταίο βέλος στη φαρέτρα της και σημάδεψε την σφαίρα. Την πέτυχε

όταν βρισκόταν ένα μέτρο μακριά της και η έκρηξη που  έγινε την

εκτόξευσε στον τοίχο. Χτύπησε το κεφάλι της και λιποθύμησε.

Την ώρα που η μία Ερέβια έστελνε την σφαίρα σε εκείνη που πολεμούσε

τον Αριστοτέλη, ο μάγος πέταξε ένα μικρό κομμάτι μάρμαρου , το οποίο

βρήκε την σφαίρα λίγο πριν φτάσει στα χέρια του τέρατος. Εξερράγη και

έκαψε το δέρμα της Ερέβιας στο στήθος και τα χέρια της. Ο μάγος την

πλησίασε και την χτύπησε με δύναμη στο στομάχι πριν προλάβει να

αντιδράσει.

Μόλις η Ερέβια που πολεμούσε με τον Αχιλλέα και τον Φίλιππο

αντιλήφθηκε πως απέμεινε μονάχη, έκανε ένα άλμα και βρέθηκε μακριά

από την συντροφιά. Παρ’ όλα αυτά δεν έφυγε. Ξεκόλλησε μια κολώνα,

κλωτσώντας την και την πέταξε σε κομμάτια πάνω  στην συντροφιά. Ο

Αριστοτέλης την έβγαλε από την πορεία της με ένα αδιάφορο νεύμα του

ραβδιού του. 

«Φύγε τώρα, άφησε μας να περάσουμε και δεν θα σε πειράξουμε». Τηςφώναξε. Εκείνη όμως,  με πρόσωπο παραμορφωμένο από οργή, έσπασε

άλλη μια κολώνα, ουρλιάζοντας. Αυτή τη φορά, δεν χρειάστηκε να

επέμβει ο Αριστοτέλης. Ένα μέρος του ταβανιού κατέρρευσε μαζί με

μερικές ακόμα κολώνες και συνέθλιψαν την Ερέβια. 

Αμέσως, ο Έκτορας έτρεξε στην Ανδρομάχη που είχε αρχίσει να

συνέρχεται. Δίπλα της, η τυφλωμένη Ερέβια βογκούσε και κλαψούριζε.

Οργισμένος, ο Αχιλλέας την κλώτσησε και την έκοψε τα κεφαλιά,

βλαστημώντας. Το κεφάλι του μάτωνε και ανέπνεε με δυσκολία. Ο

Φίλιππος είχε πρησμένο το δεξί μάτι του και το χείλος του μάτωνε. Μια

βαθιά αμυχή διαγραφόταν στο αριστερό μπούτι του. Μόλις η Ανδρομάχησυνήλθε, ο Έκτορας διαπίστωσε πως ήταν μπαρουτοκαπνισμένη, αλλά σε

Page 281: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 281/322

280

καλή κατάσταση. Είχε ένα ελαφρύ έγκαυμα στην κοιλιά της και ένα

καρούμπαλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, όμως ήταν καλά. Την

φίλησε και την αγκάλιασε, ώσπου ο Αριστοτέλης τον απομάκρυνε,

προκειμένου να την εξετάσει. 

 Έμειναν εκεί για αρκετές ώρες, ώστε να ανακτήσουν δυνάμεις και ναξεκουραστούν. Τα τραύματα τους δεν ήταν σοβαρά και θα επουλώνονταν

σύντομα, χάρη στα γιατρικά του μάγου. Και ο ίδιος είχε επιδεμένο το

κεφάλι του και μια μεγάλη μελανιά στο στήθος. Όταν έτριψε στο

πληγωμένο στήθος του Έκτορα ένα αποξηραμένο βότανο, κάθισε χάμω 

αποκαμωμένος. Ο Ερμής ήταν κουρνιασμένος στον ώμο του, που

επέστρεψε μερικά λεπτά αφού εξολοθρεύτηκαν οι Ερέβιες. 

«Τι ήταν αυτά τα πλάσματα, Αριστοτέλη;». Αναρωτήθηκε η Αμαζόνα

που έτριβε το κεφάλι της. 

«Η Ερέβιες…. Είναι η αιτία του ξεπεσμού των Κυκλώπων» 

«Μα, φαίνεται να τους σέβονται και να τους υμνούν». Τον διέκοψε ο

Φίλιππος δείχνοντας τα αγάλματα που κοσμούσαν το δωμάτιο. 

«Ω, ναι. Θα σας εξηγήσω. Όλα ξεκινούν με τον Δία και μία από τις κόρες

του, την Ευρυβία. Τις παλιές μέρες βλέπετε, οι Κύκλωπες είχαν συμμαχία

με τον Δία. Πολλούς αιώνες πριν, ενώ ο θεός ετοιμαζόταν για κάποιον

πόλεμο, πήγε στους Κύκλωπες για να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες τους.

Εκείνοι, ασφαλώς υπάκουσαν στο θέλημα του και του υποσχέθηκαν να

τον προμηθεύσουν με όπλα και πανοπλίες. Όμως ο Δίας δεν πήγε μόνος

του στα λημέρια τους. Η Ευρυβία ήταν μαζί του και η ομορφιά της

θάμπωσε τους Μονόφθαλμους Άρχοντες. Το ταξίδι ως το παλάτι του

Ολύμπου ήταν μεγάλο και ο Δίας αποφάσισε να διανυκτερεύσουν εκεί.

Τότε, ενώ ο βασιλιάς-θεός κοιμόταν, οι Κύκλωπες απήγαγαν την Ευρυβία

και την βίασαν, ο ένας μετά τον άλλον. Την ανάγκασαν να μην πει τίποτε

στον πατέρα της και έτσι, για καιρό, ο Δίας δεν ήξερε τίποτε για την

αποτρόπαια πράξη τους. 

 Όμως μερικούς μήνες μετά, γεννήθηκε  ο καρπός τους  από τα

βασανισμένα σπλάχνα της Ευρυβίας . Οι Ερέβιες. Μόλις ο θεός αντίκρισε

την όψη των παιδιών της κόρης του, κατάλαβε τι είχε συμβεί. Και όταν

εκείνη αυτοκτόνησε από την θλίψη, πήγε ξανά στα λημέρια των  Κυκλώπων και σκότωσε πολλούς. Όσους κατάφεραν να ξεφύγουν, τους

καταράστηκε με θνητή μοίρα. Πήρε τα εγγόνια του και τα φυλάκισε εδώ

μέσα, αηδιασμένος και εξοργισμένος. Οι Ερέβιες μοιράζονται την

αθανασία της μητέρας τους αλλά και ορισμένες θεϊκές δυνάμεις, όπως η

κατασκευή μαγικών αντικειμένων. Ωστόσο, γνωρίζοντας πως ο Δίας τις

φυλάκισε εδώ, δεν εμπιστεύονται οποιονδήποτε Αθάνατο. Το μίσος τους

καλλιεργήθηκε με τους αιώνες και μεγαλώνει διαρκώς. Είναι εχθρικές

ακόμα και με τα υπόλοιπα άτομα που κατοικούν εδώ μέσα, ακόμα και με

τον ίδιο τους τον εαυτό» 

«Και ήταν αυτές οι τρεις οι απόγονοι των Κυκλώπων;». Ρώτησε ηΑνδρομάχη, ανατριχιασμένη από την ιστορία τους. 

Page 282: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 282/322

281

«Όχι, όχι. Γεννήθηκαν πολλές, για την ακρίβεια, όσοι και οι Κύκλωπες

που βίασαν την Ευρυβία. Γι’ αυτό, καλύτερα να μην βολευτούμε εδώ.

 Νικήσαμε σχετικά εύκολα αυτές τις τρεις, όμως δεν θα αργήσουν να

μάθουν και οι υπόλοιπες τι συνέβη» 

Κοιμήθηκαν τρεις ώρες, με τον Ερμή να φυλάει σκοπιά. Ξύπνησαν

αμέσως μόλις τους φώναξε ο Αριστοτέλης και ξεκίνησαν βιαστικά, ώστε

 να έβγαιναν  από το κάστρο το συντομότερο δυνατό.  Χρειάστηκαν δύο

ολάκερες ώρες για να διαβούν την μεγάλη αίθουσα. Όταν έφτασαν στο

τέρμα της, διαπίστωσαν πως στον μαύρο τοίχο, που υψωνόταν ως την

μισογκρεμισμένη οροφή, δεν υπήρχε άνοιγμα. Ούτε πόρτα, ούτε

παράθυρο, ούτε καν η παραμικρή σχισμή. Ωστόσο, ο Αριστοτέλης δεν

έδειχνε σαστισμένος ή αιφνιδιασμένος. Καθησύχασε την συντροφιά με

ένα βλέμμα και κατευθύνθηκε στην  πλησιέστερη κολώνα, όπου εξέτασε

το ρουμπινένιο μάτι που την κοσμούσε.

Ο  Έκτορας ένιωθε μεγάλη νευρικότητα, ανυπομονούσε να βγει από τούτο

το απαίσιο κάστρο. Αναρωτήθηκε πόση ώρα θα έκαναν οι Ερέβιες να

ανακαλύψουν τον χαμό των συντρόφων τους. Θα προλάβαιναν να φύγουν

από εκεί μέσα ή θα αναγκάζονταν να πολεμήσουν έναν ολόκληρο  στρατό

από τα τρομερά τέρατα; Προσπάθησε να διακρίνει την είσοδο της

αίθουσας, όμως την είχε καταπιεί το σκοτάδι. Ο μόνος θόρυβος που

ακουγόταν ήταν ο αέρας που ορμούσε στον κλειστό χώρο από την τρύπα

στην οροφή. Βεβαίωσε τον εαυτό του ότι ήταν μόνοι στην   αίθουσα και

προσπάθησε να συγκεντρωθεί. 

Στο μεταξύ ο Αριστοτέλης μουρμούρισε κάποια λόγια στο ανάγλυφο

μάτι, όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να εμφανίσει μια αμυδρή λάμψη

στα ρουμπίνια της κόρης. Οι κόκκινες ανταύγειες έπεσαν στον τοίχο και

τον φώτισαν απαλά. Μουγκρίζοντας και ξεφυσώντας, ο μάγος πλησίασε

ξανά στον τοίχο και προσπάθησε να τον σπρώξει στο σημείο όπου τον

φώτιζε το μάτι, μάταια όμως. Επέστρεψε στο ανάγλυφο έμβλημα και

τοποθέτησε την κορυφή του ραβδιού του στην κόρη. Πρόφερε ένα

τραγουδιστό ξόρκι και πισωπάτησε βιαστικά. Οι υπόλοιποι τον

μιμήθηκαν, καθώς ένιωσαν τις δονήσεις της κολώνας. Τα ρουμπίνια τώρα

έλαμπαν έντονα και το φως τους έβαψε κόκκινο τον μαύρο τοίχο. Από το

κεντρικό πετράδι, ξεπήδησε μια λεπτή δεσμίδα χρυσαφένιου φωτός. Έπεσε πάνω σε ένα τούβλο του τοίχου και εκείνο εξαφανίστηκε ως δια

μαγείας. Έπειτα η δεσμίδα στράφηκε στα γειτονικά τούβλα,

εξαφανίζοντας τα, το ένα μετά το άλλο. Σύντομα, δημιουργήθηκε ένα

μεγάλο ορθογώνιο άνοιγμα και τότε τα ρουμπίνια έσβησαν. Το σκοτάδι

τύλιξε ξανά την αίθουσα και η συντροφιά, με μεγάλες δρασκελιές,

κινήθηκε προς την προχειροφτιαγμένη πόρτα. Πίσω της, υπήρχε μια στενή

σκάλα που κατηφόριζε απότομα. Τα σκαλοπάτια ήταν κακοφτιαγμένα,

γλιστερά και γεμάτα ρωγμές. Έτσι, αναγκάστηκαν να επιβραδύνουν τον

ρυθμό τους,  ώστε να τα κατέβουν με ασφάλεια. Οι βαριές ανάσες τους

αντηχούσαν στον στενό χώρο, μαζί με το σφύριγμα του αέρα και κάποιους

απροσδιόριστους ήχους που υπόσκαψαν μια βαθιά ανησυχία στους πέντεσυντρόφους. 

Page 283: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 283/322

282

Οι σκάλα τους οδήγησε σε μία αίθουσα, σχεδόν πανομοιότυπη με την

προηγούμενη, αλλά πολύ μικρότερη. Προχωρώντας όσο πιο αθόρυβα και

γρήγορα μπορούσαν, με τα όπλα τους σε ετοιμότητα, έφτασαν στην άλλη

μεριά, όπου υπήρχε μια ξύλινη πόρτα. Ήταν κλειδωμένη, όμως ο χρόνος

και η υγρασία είχαν διαβρώσει ανεπανόρθωτα την κλειδαριά και είχανσαπίσει εντελώς το ξύλο. Με μια σπρωξιά, ο Αχιλλέας άνοιξε την πόρτα

που οδηγούσε σε έναν στενό διάδρομο. Καθώς τον διάβαιναν, τα

ανάγλυφα μάτια, που κοσμούσαν τους τοίχους, κάρφωναν τα πυρωμένα

βλέμματα τους στους συντρόφους, ενισχύοντας την νευρικότητα τους. Ο

 Έκτορας αισθάνθηκε μια σχεδόν ακατανίκητη παρόρμηση να τους

επιτεθεί, να τα διαλύσει, ώστε να σταματήσουν να τον κοιτάνε.

«Αριστοτέλη, κοντεύουμε;». Είπε ανυπόμονα. 

«Κοντεύουμε, κοντεύουμε. Υπομονή». Απάντησε ήρεμα ο μάγος.

Στο σκοτάδι, ο διάδρομος έμοιαζε πιο σύντομος από ότι πραγματικά ήταν.Υπό το διαπεραστικό βλέμμα των κόκκινων ματιών, βάδιζαν σχεδόν μία

ώρα ώσπου φάνηκε μια ανοιχτή πύλη μπροστά τους. Τους έβγαλε σε μια

ανοιχτή, ευρύχωρη αυλή, περιφραγμένη από το εξωτερικό τείχος του

κάστρου.  Δεξιά τους, διακρινόταν πεντακάθαρα μια κατακερματισμένη,

μεγάλη πύλη που οδηγούσε έξω από το σπιτικό των Ερεβιών. 

«Επιτέλους». Είπε ο Φίλιππος 

Με συγκρατημένη ανυπομονησία, και τα βλέμματα τους να επιτηρούν τα

προπύργια, πλησίασαν την ξύλινη πύλη. Όλα έμοιαζαν ήρεμα, όταν ο

Αριστοτέλης, εντελώς απρόσμενα έπεσε πάνω στον Φίλιππο και τον έριξε

κάτω. Ακούστηκε μια σφαίρα να σφυρίζει και μωβ φλόγες ξεπήδησαν στο

σημείο όπου λίγες στιγμές πριν στεκόταν ο Φίλιππος. Από το προπύργιο

πάνω δεξιά από την πύλη, ακούστηκε μια γνώριμη κραυγή. 

«Τρέξτε!». Φώναξε ο Αχιλλέας. 

Αφού βοήθησε τον Φίλιππο και τον Αριστοτέλη να σηκωθούν, ο Έκτορας

έτρεξε προς την πύλη πίσω από την Ανδρομάχη. Καταπόδας τον

ακολουθούσαν οι δύο φίλοι του. Μερικά μέτρα πίσω τους φάνηκε μια

τρικέφαλη σκιά που τους πλησίαζε με ταχύτητα. Και μια δεύτερη έφραζε

την πύλη. Ξήλωσε ένα μεγάλο κομμάτι ξύλο και το πέταξε πάνω στονΑχιλλέα. Τον βρήκε στον δεξί ώμο και εκείνος έπεσε, ρίχνοντας το

τσεκούρι του. Η Ανδρομάχη απάντησε με ένα βέλος, όμως δεν μπόρεσε

 να σημαδέψει σωστά στο πηχτό σκοτάδι και την χτύπησε στο μέτωπο αντί

για το μάτι. Η Ερέβια πέταξε ένα βαρύ κομμάτι σίδερο από την πόρτα

πάνω της, όμως η Αμαζόνα το απέφυγε και ξανατόξεψε το τέρας. Αυτή τη

φορά το βέλος καρφώθηκε στο αριστερό μάτι της Ερέβιας που ούρλιαξε

από τον πόνο. 

Το τρικέφαλο τέρας που καταδίωκε τον Φίλιππο και τον Αριστοτέλη,

ήταν σε απόσταση αναπνοής από τους δύο άντρες. Μέσα στο αριστερό

του χέρι, φάνηκε η αμυδρή  αναλαμπή της γυαλιστερής επιφάνειας μιαςσφαίρας, ενώ στο δεξί κράδαινε ένα σκουριασμένο σπαθί. Ο Έκτορας

Page 284: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 284/322

283

 ύψωσε το δικό του και προσπάθησε να πλησιάσει προς το μέρος της.

 Όμως πριν προλάβει να κάνει ένα βήμα, ένιωσε μια ορμητική δύναμη να

τον χτυπάει στην πλάτη και έπεσε κάτω χάνοντας το σπαθί του. Η Ερέβια

που μαχόταν με την Ανδρομάχη, εκτόξευσε άλλο ένα κομμάτι ξύλο προς

το μέρος της, όμως εκείνη το απέφυγε και εκείνο, συνεχίζοντας την

πορεία του, κατέληξε στον Έκτορα.

Ο Φίλιππος και ο Αριστοτέλης σταμάτησαν να τρέχουν και ύψωσαν τα

όπλα τους μπροστά στην γιγαντιαία παρουσία της Ερέβιας. Την ώρα που

εκείνη επιχείρησε να πετάξει την σφαίρα της, ο Ερμής πέταξε από τον

ώμο του μάγου και όρμησε στο κεντρικό κεφάλι του τέρατος.

Αιφνιδιασμένο εκείνο, δεν πρόλαβε να χτυπήσει το γεράκι, τα νύχια του

οποίου χάραξαν τα μάτια και το μέτωπο του. Ο Φίλιππος εκμεταλλεύτηκε

την στιγμή και, πηδώντας, ύψωσε τα σπαθιά του και έκοψε βαθιά τον

καρπό του αριστερού χεριού του τέρατος. Πονεμένη, η Ερέβια χαλάρωσε

την λαβή της  και η σφαίρα έπεσε από την παλάμη της δίπλα στον

Φίλιππο. Πήδηξε μακριά, όμως το παντελόνι του άρπαξε φωτιά καικύλησε στο χώμα για να την σβήσει. 

Δύο δυνατά χέρια έπιασαν από τις μασχάλες τον Έκτορα και τον έστησαν

στα πόδια του. Γύρισε, ζαλισμένος ακόμα από το χτύπημα και είδε τον

Αχιλλέα. Ο δεξής του ώμος είχε βαθιές γρατσουνιές και σε μερικές ήταν

καρφωμένα κομματάκια ξύλου. Όμως έσφιγγε γερά το τσεκούρι του και

δίχως να βάλει άχνα ή έστω να κάνει έναν μορφασμό πόνου, έτρεξε πλάι

στην Ανδρομάχη, που πάσχιζε να αποφύγει τα μανιασμένα χτυπήματα της

Ερέβιας. Με αργές κινήσεις, ο Έκτορας σήκωσε το σπαθί του και είδε από

την μια μεριά τον Αριστοτέλη να μονομαχεί με το ένα τέρας, ενώ λίγα

μέτρα πιο πέρα, ο Φίλιππος τους πλησίαζε κουτσαίνοντας και από την

άλλη μεριά την Ανδρομάχη να δίνει οδηγίες στον Αχιλλέα ώστε να

εξολοθρεύσουν την μισότυφλη Ερέβια. Μέσα από το κάστρο,

ακούστηκαν μανιασμένες κραυγές, περισσότερες Ερέβιες πλησίαζαν.

 Έπρεπε να βγουν από εκεί μέσα γρήγορα. Δεν μπορούσαν να τα βάλουν

με όλες αυτές. Έτρεξε προς το μέρος της  Ανδρομάχης. Έπρεπε να

εξολόθρευαν  την Ερέβια που τους έφραζε την έξοδο, το συντομότερο.

Δίχως να περιμένει να ακούσει τις οδηγίες της Ανδρομάχης, και

βλέποντας τον Αχιλλέα να πλευροκοπά το τέρας από αριστερά, ανέπτυξε

ταχύτητα και κραυγάζοντας επιτέθηκε. Η Ερέβια πέταξε προς το μέρος

του ένα κομμάτι ξύλο, ίσα με το μέγεθος του Αχιλλέα, όμως το απέφυγεεύκολα  δίχως να κόψει ταχύτητα. Προσπάθησε να την καρφώσει στην

κοιλιά, όμως απέκρουσε το χτύπημα με το σπαθί της. Έσκυψε τότε ο

 νεαρός και κάρφωσε το σπαθί του στην πατούσα του τέρατος.

Ουρλιάζοντας και, ενώ το κατάμαυρο αίμα της διαπότιζε το χώμα, η

Ερέβια προσπάθησε να απαντήσει κατεβάζοντας πάνω του το σπαθί με

δύναμη. Οι δύο λεπίδες τους χτύπησαν με δύναμη και σπίθες ξεπήδησαν

από την σύγκρουση. Με ορμή, ο Αχιλλέας πήδησε στο τέρας και

κατέβασε το τσεκούρι στα πλευρά του.

Οι δύο άντρες το χτυπούσαν με μανία, και καθώς ήταν στριμωγμένο, η

Ανδρομάχη σημάδεψε προσεχτικά και κάρφωσε ένα βέλος στο μάτι τηςΕρέβιας, τυφλώνοντας την. 

Page 285: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 285/322

284

«Αριστοτέλη, Φίλιππε! Ελάτε, γρήγορα». Είπε ο Έκτορας

αποτελειώνοντας το τέρας, καρφώνοντας το στην κοιλιά. 

Οι κραυγές των υπόλοιπων Ερέβιων ακούγονταν ανησυχητικά κοντά,

όμως ο Αριστοτέλης και ο Φίλιππος δεν μπορούσαν να απομακρυνθούνγυρίζοντας πλάτη στην Ερέβια. Το χτύπημα του γερακιού δεν την

τύφλωσε και ο μάγος δεν μπορούσε να την εξολοθρεύσει με κάποιο ξόρκι,

καθώς ήταν πολύ ανθεκτικές στην μαγεία του. 

«Δεν θα προλάβουμε». Συμπέρανε η Ανδρομάχη, καρφώνοντας το

βλέμμα της στις σκιές του κάστρου. Μπορούσαν πλέον να αισθανθούν τα

ποδοβολητά των Ερέβιων να τραντάζουν το έδαφος. Ξάφνου ακούστηκε η

φωνή του μάγου: 

«Κλείστε όλοι τα μάτια, αμέσως». Υπάκουσαν και μια εκτυφλωτική

αστραπή διαπέρασε τα κλειστά βλέφαρα τους. Μόλις τα ξανάνοιξαν είδαντην Ερέβια να τρίβει τα μάτια της και να τρεκλίζει, τυφλωμένη από το

ξόρκι του μάγου. Εκείνος και ο Φίλιππος έτρεχαν προς το μέρος τους. 

«Πάμε, θα μας προλάβουν». Ακούστηκε η βαριά φωνή του Αχιλλέα. Ο

 Έκτορας συμφώνησε με ένα γνέψιμο και έτρεξαν προς την πύλη, που

πλέον είχε γκρεμιστεί τελείως. Πήδησαν πάνω από το κουφάρι της

Ερέβιας και έτρεξαν όσο πιο μακριά μπορούσαν από το κάστρο. Η

αδρεναλίνη είχε μουδιάσει το σώμα τους, δεν ένιωθαν τον πόνο από τις

πληγές τους, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είχε κυριεύσει το σώμα

τους, το γέμισε με υπεράνθρωπη δύναμη και αντοχή, ατσάλωσε τους μύες

τους και, όταν τους κυρίευσε η κούραση τελικά, το ζοφερό κάστρο είχε

χαθεί στην σκοτεινή καταχνιά πίσω τους. Λαχανιάζοντας και

ασθμαίνοντας, ξάπλωσαν στο παγωμένο χώμα ακούγοντας μόνο την

καρδιά τους,  που σφυροκοπούσε εκκωφαντικά. Λίγα δευτερόλεπτα

μονάχα μπόρεσαν όμως να ξεκουραστούν, αφού μόλις τους έφτασαν ο

Αριστοτέλης με τον Φίλιππο, τους φώναξε δίχως να σταματήσει: 

«Σηκωθείτε, ανόητοι! Τρεχάτε!». Το κρώξιμο του Ερμή ακούστηκε από

πολύ ψηλά και το γεράκι χάθηκε στις σκιές. 

Σηκώθηκαν αστραπιαία και ακολούθησαν τον μάγο, που έτρεχε μεπρωτόγνωρη ταχύτητα και δύναμη. Αρχικά δεν κατάλαβαν τον λόγο της

βιασύνης του, τον ρώτησαν αν τους καταδίωκαν ακόμα οι Ερέβιες, όμως

αυτός δεν μιλούσε, ξεφυσούσε και έτρεχε μονάχα. 

Τότε αισθάνθηκαν μια φοβερή δύναμη πίσω τους. Δεν έβλεπαν, ούτε

άκουγαν κάτι. Ένιωθαν όμως το σκοτάδι στις ψυχές τους να ορθώνεται με

τρομερή ορμητικότητα, να ενώνεται με το σκοτάδι της Αίθουσας και να

τους παρασέρνει σε μια τρομερή καταιγίδα, έναν τυφώνα Σκότους και

Χάους. Ένιωθαν σαν πλοία ακυβέρνητα σε έναν ωκεανό Σκότους και έναν

ουρανό Χάους, που απειλούσαν να τους καταποντίσουν και να τους

αφανίσουν. Τότε άκουσαν λόγια τρομερά, δεν ήξεραν αν προέρχονταναπό τον νου τους ή από το πλάσμα που τους καταδίωκε, αλλά αν και ήταν

Page 286: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 286/322

285

ακατάληπτα και σιγανά, συντάραξαν τα σωθικά τους και έφεραν στην

επιφάνεια τα πιο απαίσια αισθήματα και τις πιο λυπητερές αναμνήσεις

τους. 

«Αντισταθείτε, αντισταθείτε στην απελπισία και τον χαμό  που σπέρνει!

Είμαι εδώ, μαζί σας και δεν θα σας εγκαταλείψω. Αισθανθείτε τηνπαρουσία μου, αισθανθείτε ο ένας την παρουσία του άλλου και

αντισταθείτε» 

Η φωνή του Αριστοτέλη τους έφερε δύναμη και κουράγιο. Ο Έκτορας

στράφηκε δίπλα του, είδε τον Αχιλλέα και την Ανδρομάχη, μπροστά του

είδε τον Φίλιππο και τον ίδιο τον μάγο. Και οι δύναμη τους έγινε δική του,

το κουράγιο τους κουράγιο του. Κάρφωσε τα μάτια του στα μάτια της

Αμαζόνας και το γαλαζοπράσινο φως τους τον οδήγησε στην ψυχή της.

Και ήταν δροσερή και φιλόξενα ζεστή συνάμα. Είχε δύναμη και ομορφιά,

όμοια με εκείνη των μακρινών αστεριών ακόμα και το φως τους. Τότε

όμως ξαναβυθίστηκε, απροειδοποίητα σε έναν βούρκο απελπισίας,άκουσε και άλλα λόγια μίσους, κατάρες και φοβέρες και ένα

συνονθύλευμα Σκιών και Θανάτου τον τύλιξε και τον γκρέμισε στο Χάος.

Αντιστάθηκε στο απαίσιο αίσθημα με όλη του την δύναμη και έστρεψε

ξανά τις σκέψεις του στην συντροφιά.

Οι μύες του πυρώθηκαν και πόνεσαν. Το σφυροκόπημα της καρδιάς του

τον κούφανε, ενώ οι πνεύμονες του έκαιγαν και ρουφούσαν άπληστα

οξυγόνο. Όμως ο φόβος του δεν επέτρεπε στην κούραση να τον βάλει

κάτω, έτρεχε, έτρεχε ασταμάτητα και ένιωθε πως μπορούσε να τρέχει επ’

άπειρον. Τότε όμως φάνηκε ένα χρυσαφένιο φως μπροστά. Ήταν ακόμα

αμυδρό, όμως ο Έκτορας μπορούσε να αισθανθεί την ζεστασιά του να

τυλίγει τα σωθικά του με στοργική φροντίδα. Αφέθηκε  να απολαύσει την

δύναμη των χρυσών ανταυγειών όμως αντί για αυτήν, αισθάνθηκε την

συντριπτική δύναμη του Σκότους να τον γονατίζει. Κάθε είδος πόνου,

σωματικού και ψυχικού κατέκλυσε το κορμί του και έπεσε ανήμπορος στο

χώμα, περιμένοντας τον θάνατο να τον λυτρώσει. Είδε μια σκιά, πιο

μαύρη, πιο ψυχρή και απαίσια από το σκοτάδι της αίθουσας να καλύπτει

το αμυδρό φως. Τους πλησίασε και στάθηκε μπροστά στον Αριστοτέλη.

«Σετ» ψιθύρισε ο μάγος, πισωπατώντας.

 Ήταν ψηλός, ίσαμε δυόμιση μέτρα. Το σώμα του ήταν ανθρώπινο,

μυώδες και ανοιχτόχρωμο. Φορούσε έναν λευκό μανδύα κεντημένο με

χρυσαφένια ιερογλυφικά. 

Το πρόσωπο του είχε απροσδιόριστη όψη. Έμοιαζε τυλιγμένο σε μια

κατάμαυρη καταχνιά και το μόνο που μπορούσαν να διακρίνουν ήταν ένα

μακρύ, κυρτό ρύγχος και ένα ζευγάρι μάτια που ακτινοβολούσαν την

δύναμη του Χάους. Πάνω από την καταχνιά του προσώπου του,

ξεπετάγονταν δύο αυτιά. Ήταν μακριά και λεπτά, έμοιαζαν με αυτιά

λαγού, όμως κομμένα στις άκρες. Μια κατακόκκινη χαίτη στεφάνωνε το

κεφάλι του, μακριά μέχρι τους ώμους του. 

Page 287: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 287/322

286

Μίλησε στον Αριστοτέλη, στην γλώσσα του και η βαριά φωνή του έκανε

την καρδιά του Έκτορα να τρεμουλιάσει και την ανάσα του να κοπεί. 

Ακολούθησε μια τρομερή έκρηξη και το ωστικό κύμα παρέσυρε τους

τέσσερις ανθρώπους μερικά μέτρα πίσω. Ο μάγος επιτέθηκε στον Θεό του

Χάους. 

Ο Σετ απάντησε εξαπολύοντας το ένα ξόρκι μετά το άλλο. Με υψωμένο

το ραβδί, ο Αριστοτέλης τα απέκρουε όλα, όμως δεν απαντούσε σε αυτά.

Προσπαθώντας να επιβληθεί του επώδυνου αισθήματος που προκαλούσε

η παρουσία του θεού, ο Έκτορας σηκώθηκε όρθιος και πλησίασε τους δύο

μονομάχους, ώστε να βλέπει τι γινόταν. Αφού βεβαιώθηκε πως ο φίλος

του ήταν καλά, γύρισε πίσω και βοήθησε τους υπόλοιπους να σταθούν

στα πόδια τους. Αμίλητοι και βλοσυροί, με μάτια κόκκινα και υγρά ,

στάθηκαν μερικά μέτρα μακρύτερα από τον Αριστοτέλη. Ήθελαν να τον

βοηθήσουν, όμως δεν ένιωθαν αρκετά δυνατοί, ούτε για να σηκώσουν τα

όπλα τους. Με πολύ κόπο στέκονταν όρθιοι, πονούσαν και ήταν

κυριευμένοι από την απελπισία και το σκοτάδι. 

Γελώντας  χλευαστικά, ο Σετ  εξαπέλυε φωτιές και αστραπές από το

σκήπτρο του. Δεν χτυπούσαν τον Αριστοτέλη, όμως τον εμπόδιζαν από το

 να επιτεθεί. Το ραβδί του μάγου πυρακτώθηκε και κοκκίνισε. Το

πρόσωπο του είχε γίνει ένας μορφασμός πόνου και εξάντλησης. 

Γλώσσες φωτιάς, κατακόκκινες σαν αίμα ξεπήδησαν τότε από το σκήπτρο

του θεού. Αυτή τη φορά ο Αριστοτέλης δεν προσπάθησε να τις

αποκρούσει. Πήδησε με δύναμη και έφυγε μακριά από την πορεία τους.

 Ύψωσε το ραβδί του και επικαλέστηκε ένα ξόρκι. Μια χρυσαφένια λάμψη

γέμισε την αίθουσα και την ζέσταναν, όμως ο Σετ στεκόταν ανεπηρέαστος

από την μαγεία της. Γέλασε άλλη μια φορά χλευαστικά και ξαναεπιτέθηκε

στον μάγο, με σαδιστική μανία. 

«Γιατί δεν λειτουργούν τα μάγια του;» κατάφερε να ψελλίσει η

Ανδρομάχη. 

Ο Έκτορας δεν απάντησε, όμως μια σειρά από δυσάρεστες σκέψεις

γέμισαν το μυαλό του και τον γκρέμισαν βαθύτερα την απελπισία.  Ο

 Αριστοτέλης δεν είναι αρκετά δυνατός. Θα μείνουμε φυλακισμένοι εδώ για

πάντα. Και έξω , ο κόσμος θα κυριευτεί από το σκοτάδι του Σετ   και του

 Ζακχαέρ Ντων. 

 Ένα κρώξιμο ακούστηκε από ψηλά. Ήταν οικείο στην συντροφιά, αν και

ακουγόταν δυνατότερο και καθαρότερο από ποτέ. Για κάποιο λόγο, στο

άκουσμα του, ο Σετ σταμάτησε την επίθεση του στον μάγο και έψαξε την

πηγή του. Στα μάτια του ο Έκτορας διέκρινε ψήγματα φόβου.

Μια λάμψη χάιδεψε τα κεφάλια των ανθρώπων και οδήγησε το βλέμμα

τους ψηλά. Μερικά μέτρα πάνω τους, ο Ερμής ορμούσε στον Σετ. Όμως

κάτι ήταν διαφορετικό πάνω του. Το φτέρωμα του ακτινοβολούσε δυνατά

και το ράμφος και τα νύχια του έμοιαζαν καμωμένα από ατόφιο χρυσάφι.

Η παρουσία του πανικόβαλε τον Σετ, που στεκόταν σαστισμένοςτραυλίζοντας: 

Page 288: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 288/322

287

«Ώρος, Ώρος» 

Τότε θυμήθηκε ο Έκτορας τι τους είχε πει ο Αριστοτέλης πριν μπουν

στην Αίθουσα του Σκότους. Ο Ώρος ήταν ο γερακόμορφος θεός του

φωτός που εξόρισε εδώ μέσα τον Σετ. Το προηγούμενο ξόρκι που έκανε οΑριστοτέλης δεν είχε στόχο τον Σετ, αλλά τον Ερμή, τον μεταμφίεσε σε

 Ώρο ώστε να πανικοβάλει τον θεό και να του αποσπάσει την προσοχή.

«Lykeus Thanda». Κραύγασε τότε  ο μάγος και αστραποβόλησε τον

σαστισμένο θεό που είχε καρφωμένα τα μάτια στο γεράκι. Έγινε φοβερή

έκρηξη και η αστραπή τύφλωσε την συντροφιά. Ο Σετ μούγκρισε

πονεμένος και, δίχως να αποτραβήξει το βλέμμα του από το γεράκι, έφυγε

τρέχοντας και χάθηκε στα σκοτάδια. 

«Πάμε τώρα, γρήγορα. Η πύλη είναι πολύ κοντά». Φώναξε ο

Αριστοτέλης. 

Τότε ο Έκτορας συνειδητοποίησε πως το αίσθημα της απελπισίας και οι

πόνοι είχαν σχεδόν εξαφανιστεί και ένιωθε ξανά δυνατός. Έτρεξαν όλοι  

πίσω από τον μάγο, προς το φως που αχνοφαινόταν ξανά. Με έξαψη είδαν

το φως να μεγαλώνει, την απόσταση που τους χώριζε να μικραίνει και το

σκοτάδι να διαλύεται. Νέες δυνάμεις φόρτισαν τα σωθικά τους,

προερχόμενες από την θέα του υπέροχου απαλού φωτός. Ο μάγος

στάθηκε μπροστά στην αψίδα της πύλης φρουρώντας την και έγνεψε

στους υπόλοιπους να περάσουν μέσα. 

 Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του Έκτορα μόλις διάβηκε την πύλη.

 Έπεσε εξουθενωμένος, φίλησε το πάτωμα και ούρλιαξε δυνατά,

εκτονώνοντας την ένταση, την κούραση, την απελπισία και τον πόνο  που

τον είχε κυριέψει. Μόλις πέρασε και ο Αριστοτέλης, τελευταίος την πύλη ,

σφραγίζοντας την, γέλασαν όλοι δυνατά, για πολύ ώρα. Βρίσκονταν στην

Αίθουσα του Φωτός! Το πρώτο μέρος της αποστολής τους είχε σχεδόν

τελειώσει. 

«Ήταν ευφυέστατο το κόλπο σου με τον Σετ, Αριστοτέλη». Τον επαίνεσε

ο Φίλιππος. 

«Ω, ναι. Το είχα σκαρφιστεί μερικές μέρες πριν. Ήταν λίγες οι ελπίδες να

έπιανε, αν τον συναντούσαμε νωρίτερα. Ο Σετ δεν θα πίστευε ότι

μπορούσε ο Ώρος να εισβάλει στην Αίθουσα του Σκότους, δίχως να τον

αντιληφθεί. Όμως, καθώς βρισκόμασταν κοντά στην πύλη της Αίθουσας,

ήταν πιθανό να έμπαινε εκείνη την στιγμή. Η ιδέα να αντιμετωπίσει τον

αδερφό του και εμένα ταυτόχρονα τον πανικόβαλε και έτσι δεν κάθισε

καν να σκεφτεί μήπως δεν ήταν ο Ώρος τελικά το γεράκι που έβλεπε».

Γέλασε τρανταχτά και χαϊδεύοντας τον λαιμό του γερακιού, που είχε

πλέον φυσιολογική όψη, πρόσθεσε: 

«Αξίζουν και πολλά συγχαρητήρια στον Ερμή, τα πήγε περίφημα» 

Page 289: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 289/322

288

«Μας έσωσε πολλές φορές, είναι η αλήθεια. Δεν θα τα καταφέρναμε το

ίδιο εύκολα δίχως αυτόν». Παραδέχθηκε ο Φίλιππος. «Πάω στοίχημα πως

σε βάζει κάτω σε μια μονομαχία, Αχιλλέα». Πρόσθεσε περιπαικτικά.

Γέλασαν όλοι, ακόμα και ο μεγαλόσωμος άντρας. 

Μεθυσμένοι από την επιτυχία τους, κάθισαν αρκετές ώρες μπροστά στηνπύλη, τραγουδώντας, γελώντας και κουβεντιάζοντας. Έπειτα κοιμήθηκαν

σχεδόν μια ολόκληρη μέρα, δίχως να φυλάξουν σκοπιά. Το πάτωμα της

αίθουσας ήταν ζεστό και, αν και πέτρινο, ήταν αναπαυτικό, έτσι δεν

μπήκαν στον κόπο να στρώσουν και να σκεπαστούν. Στα όνειρα τους,

ταξίδεψαν  σε τραγούδια και ποιήματα, γεμάτα ξεχασμένες δόξες και

ανείπωτες ομορφιές. Ταξίδεψαν στον κόσμο του έρωτα και της λήθης και

έπειτα λούστηκαν με το φως των αστεριών, θαυμάζοντας  τα από την

αψηλότερη κορφή του στερεώματος. 

Page 290: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 290/322

289

Μέσα στο Φως  

ίτε εξαιτίας μιας μυστικιστικής, εξευμενιστικής επίδρασης της

ενέργειας που ακτινοβολούσε η αίθουσα, είτε εξαιτίας της μέθης

από την έξαψη και την χαρά, οι σύντροφοι είχαν ξεχάσει εντελώς

τα τραύματα τους από τη μάχη με τις Ερέβιες. Τα θυμήθηκαν μονάχα

όταν ο Αριστοτέλης θέλησε να τα εξετάσει, αμέσως μόλις άνοιξαν τα

μάτια τους. Την ώρα που κοιτούσε την μελανιασμένη πλάτη του Έκτορα,

εκείνος περιεργάστηκε τον χώρο στον οποίο βρίσκονταν. Ήταν μια

πλατιά, ευρύχωρη εξέδρα που κρεμόταν πάνω από ένα βάραθρο,

φαινομενικά άπατο. Το πάτωμα ήταν από λευκό μάρμαρο, στολισμένο με

χρυσαφένιες φλέβες που ακτινοβολούσαν χαρωπά. Το θολωτό ταβάνι

ήταν πέτρινο, στο χρώμα του χώματος. Οι τοίχοι δεν ήταν παρά το

ακατέργαστο τοίχωμα της σπηλιάς. Τραχύ, υγρό και γεμάτο βαθιές

τρύπες. Έκανε μεγάλη εντύπωση στον Έκτορα η λιτότητα του χώρου. Με

εξαίρεση δύο χρυσά αγάλματα φοινίκων σε ανθρώπινο μέγεθος, δεν

 υπήρχε καμία άλλη διακόσμηση τριγύρω. Τα αγάλματα ήταν μαρμάρινα,

αν και βαμμένα με χρυσαφένια μπογιά. Στέκονταν αντιδιαμετρικά στα

τοιχώματα, στο χείλωμα της εξέδρας. Ήταν σμιλεμένα με την παραμικρή

λεπτομέρεια, μέχρι και το μικρότερο πούπουλο είχε σκαλιστεί με μεγάλη

προσοχή και φροντίδα. Αρχικά, ο Έκτορας πίστεψε πως τυχαίαβρίσκονταν τα αγάλματα εκεί, όμως μόλις ο Αριστοτέλης είδε πως

τράβηξαν την προσοχή του, καθοδήγησε το βλέμμα του νεαρού στο κενό,

πέρα από την εξέδρα και εκεί είδε αμυδρές λάμψεις, σαν γλώσσες φωτιάς ,

που έπλεαν ανέμελα στον γκρεμό. 

«Τι είναι;». Έκανε, απορημένος. 

«Φοίνικες». Απάντησε ο Αριστοτέλης, χαμογελώντας. «Βρισκόμαστε

στις φωλιές τους». Συνέχισε και έδειξε τις τρύπες στα τοιχώματα. 

«Είναι επικίνδυνοι;» 

«Όχι, όχι. Κάθε άλλο. Είναι υπέροχα πλάσματα, φιλικά, σοφά και

δυνατά. Κινδυνεύουν θανάσιμα μόνο όσοι τα απειλούν. Όμως εμείς

είμαστε ασφαλείς» 

Μόλις τελείωσε με τον Έκτορα και ενώ είχε ήδη ράψει ένα κόψιμο στον

δεξί καρπό της Ανδρομάχης, ο μάγος ασχολήθηκε με το έγκαυμα στο πόδι

του Φίλιππου και τον πληγωμένο ώμο του Αχιλλέα. Την ίδια ώρα, ο

 Έκτορας πήρε την Ανδρομάχη από το χέρι και την πήγε στο χείλος της

εξέδρας, ανάμεσα στα δύο αγάλματα. Ένας φοίνικας πέρασε αρκετά

κοντά τους και μπόρεσαν να δουν το πυρόξανθο φτέρωμα του, το μαύρο,κυρτό ράμφος, τα φολιδωτά πόδια του, εξοπλισμένα με λαμπερά νύχια και

Ε 

Page 291: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 291/322

290

το φλεγόμενο βλέμμα του. Καθώς πέταξε μακριά τους, χτυπώντας

αθόρυβα τα φτερά του, σπίθες ξεπήδησαν από την μακριά ουρά του. 

«Είναι πανέμορφα!». Θαύμασε η κοπέλα. 

«Φοίνικες! Αθάνατα πουλιά, ευλογημένοι με την δύναμη της ΛαμπρήςΦλόγας. Τόσο ισχυροί που υπερνικάνε τον θάνατο. Πριν πεθάνουν,

τυλίγονται οικειοθελώς στις φλόγες και έπειτα αναγεννιούνται από τις

στάχτες τους. Λέγεται πως έχουν φωνή τόσο όμορφη που , όταν

τραγουδάνε, ακόμα και ο ήλιος σταματά στον ουρανό για να τους

απολαύσει». Της εξήγησε ο Έκτορας. Θυμόταν για αυτούς αρκετά, από

τις διδαχές του Αριστοτέλη και τους είχε ξαναφέρει στο νου του , όταν

άκουσε για την νεκρανάσταση του Ζακχαέρ Ντων. Συνέδεσε την

αναγέννηση τους με την πράξη του σκοτεινού βασιλιά. Όμως ο

Αριστοτέλης του είχε εξηγήσει πως οι φοίνικες υπακούουν στις επιταγές 

της φύσης τους, αντίθετα από τον Ζακχαέρ Ντων. Άλλωστε τα πουλιά

τούτα δεν πέθαιναν, ώστε να αναστηθούν. Ζούσαν σε έναν φαύλο κύκλο,όπου την ύστατη  στιγμή της ζωής τους, καίγονταν  ώστε να

αναζωογονήσουν τις δυνάμεις τους και να επανέλθουν στην νιότη. Την 

στιγμή που τυλίγονταν  στις φλόγες, βρίσκονταν σε ένα στάδιο ανάμεσα

από την ζωή και τον θάνατο και απόμακρα και από τα δύο συνάμα.

Επρόκειτο  για κάτι μοναδικό που μόνο αυτό το μυστήριο πλάσμα

μπορούσε  να βιώσει. 

«Ο Αριστοτέλης μου είχε περιγράψει την στιγμή που καίγονται ως: ζωή

μέσα στον θάνατο, θάνατος μέσα στη ζωή, χρόνος μες στην αιωνιότητα

και αιωνιότητα μέσα στον χρόνο μαζί. Δεν γνωρίζει ούτε ο ίδιος,  τι

ακριβώς γίνεται εκείνη την στιγμή καθώς μόνο ο φοίνικας έχει αυτή τη

δύναμη. Οι μάγοι τους μελετούσαν για αιώνες, για χιλιετίες, όμως δεν

μπόρεσαν να αποσαφηνίσουν το μυστήριο της Λαμπρής Φλόγας» 

Η Ανδρομάχη άκουγε την διήγηση του νεαρού με ενδιαφέρον και

προσπάθησε να φανταστεί πως μπορούσαν να συνυπάρξουν ζωή, θάνατος,

χρόνος και αιωνιότητα σε αυτό το θαυμάσιο πλάσμα. Δεν κατέληξε κάπου

και έμεινε να χαζεύει τις απόμακρες λάμψεις τους. 

«Πολύ θα ήθελα να ακούσω έναν να τραγουδάει». Σχολίασε, τελικά.

«Ίσως θα γίνει και αυτό, αν είμαστε τυχεροί. Όμως πρέπει ναξεκινήσουμε, ο χρόνος πετάει. Ελάτε  εδώ να σας μιλήσω». Ήρθε ως

απάντηση η φωνή του μάγου, μερικά μέτρα πίσω. Το ζευγάρι σηκώθηκε

και πλησίασε την υπόλοιπη συντροφιά που περίμενε σε μια γωνία δίπλα

στην πύλη. Ο ώμος του Αχιλλέα ήταν επιδεμένος και μια βαριά μυρωδιά,

από την πρασινωπή αλοιφή που ήταν απλωμένη στο μαυρισμένο πόδι του

Φίλιππου, πλημμύρισε τα ρουθούνια τους. 

«Αξίζουν σε όλους πολλά συγχαρητήρια. Ανταπεξήλθαμε περίφημα στο

δυσκολότερο μέρος της αποστολής, περάσαμε μέσα από τους Δαιδάλους

του Χρόνου, την Οργή της Φύσης, το Χάος της Ανυπαρξίας και του

Θανάτου και την Ανηλεότητα του Σκότους. Περάσαμε και όλοι γίναμε πιοδυνατοί και σοφοί στην πορεία. Τώρα, μπροστά μας έχουμε την Αίθουσα

Page 292: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 292/322

291

του Φωτός. Υπάρχουν πολλές δυνάμεις εδώ μέσα και μερικές είναι πιο

ισχυρές από όλες όσες συναντήσαμε έως τώρα. Και θα σας έβλαπταν, για

 να είμαι ειλικρινής. Γιατί, όπως σας είπα ήδη, μέσα σας έχετε σκοτάδι

εκτός από φως. Το νιώσατε στην προηγούμενη αίθουσα, να εναρμονίζεται

με το Σκότος και πότε να ρέει ήρεμα στις ψυχές σας και πότε να χιμάει

σαν εγκλωβισμένο θηρίο» 

Ο Έκτορας έσκυψε το κεφάλι, ενθυμούμενος το συμβάν στα Κάτεργα

των Ψυχών. Ένα ζεστό χέρι γλίστρησε στο δικό του και ένιωσε δύο

γαλαζοπράσινες λάμψεις να φωτίζουν το πρόσωπο του. Πήρε κουράγιο,

σήκωσε το κεφάλι και άκουσε τον Αριστοτέλη που συνέχισε: 

«Όμως εγώ είμαι γνωστός ανάμεσα στους περισσότερους εδώ μέσα.

Θεοί, μάγοι, ξωτικά και φοίνικες με ξέρουν και με σέβονται. Έχω

συνεργαστεί με πολλούς που ζουν εδώ μέσα και έχω αναπτύξει δεσμούς

φιλίας με ακόμα περισσότερους. Εφόσον εγγυηθώ εγώ για την παρουσία

σας εδώ, δεν θα κινδυνέψετε. Ωστόσο, οφείλω να σας προειδοποιήσω. Όπως και το Σκότος, το Φως είναι πανίσχυρη δύναμη, από τις

ισχυρότερες. Ήδη γνωρίζετε πως πρέπει να φυλάγεστε από το Σκότος,

τόσο στον έξω κόσμο, όσο και στα εσώψυχα σας. Το ίδιο ισχύει και για το

Φως. Αν αφήσετε την ομορφιά του να σας πλανέψει, την ζεστασιά του να

σας τυλίξετε, αν του επιτρέψετε να σας καταβάλει, δεν θα δείξει έλεος.

Θυμηθείτε πως, μέσα στους αιώνες, χρειάστηκε να πολεμήσουμε και το

Φως, ώστε να διαφυλάξουμε τον κόσμο. Απολαύστε την κατευναστική

δύναμη του, αγκαλιάστε την σοφία του, ερωτευτείτε την ομορφιά του,

όμως μην υπερβάλλετε. Κρατήστε τις άμυνες σας. Διαφυλάξτε την

εσωτερική ισορροπία σας. Τότε θα μείνετε ανέγγιχτοι από την

καταστροφική δύναμη του» 

Περισσότερο από όλους, ο Έκτορας συγκράτησε τα σοφά λόγια του

μάγου. Ήδη γνώριζε πόσο σιωπηλά και υποχθόνια μπορούσε μια δύναμη

 να καλλιεργείται μέσα του και πριν το αντιληφθεί, γινόταν αρκετά μεγάλη

ώστε να τον καταβροχθίσει. Όμως πλέον γνώριζε πώς να αμυνθεί. Ήξερε

πως μέσα του είχε ένα άλλο είδος δύναμης, ισχυρότερο των υποχθόνιων

σκιών ή των λαμπερών αχτίδων. Και είχε τέσσερις συντρόφους να του

θυμίζουν αυτή την δύναμη, όποτε χρειαζόταν. 

«Ας καθίσουμε εδώ μερικές ώρες, Αριστοτέλη να προετοιμαστούμε.Πρέπει να σκεφτούμε καλά όσα μας είπες, να χαραχτούν βαθιά μέσα μας.

 Έπειτα ξεκινάμε». Πρότεινε ο Φίλιππος και ο μάγος το δέχθηκε σιωπηλά.

Κάθισαν χάμω, ο Αριστοτέλης κοιμήθηκε, ο Αχιλλέας εξέταζε τις κόψεις

του τσεκουριού, ο Φίλιππος επιθεωρούσε το τοπίο και η Ανδρομάχη,

σιωπηλή, αναπαρήγαγε στο μυαλό της τα λόγια του μάγου. Δίπλα της, ο

 Έκτορας έβγαλε το σπαθί του και σκέφτηκε πως έμοιαζε πολύ

ταλαιπωρημένο, αν και καινούριο. Αλλά με έναν ενθουσιασμό να

σκαρφαλώνει στο στήθος του, συνειδητοποίησε πως σύντομα δεν θα το

χρειαζόταν άλλο. Ένα θρυλικό σπαθί, εμπλουτισμένο με την δύναμη των

μάγων και τις ευλογίες του Φωτός καρτερούσε το άγγιγμα του, στα βάθη

της αίθουσας. 

Page 293: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 293/322

292

«Πως μπορούμε άραγε να ξέρουμε πότε πλανευόμαστε από την ομορφιά

και πότε απλώς αφηνόμαστε στο μεγαλείο της;». Διέκοψε τους ειρμούς

των σκέψεων του η Ανδρομάχη. Ψήγματα ανησυχίας έλαμπαν στα μάτια

της. Αναστέναξε και συνέχισε: 

«Ήδη νιώθω συνεπαρμένη από την γαλήνη και την αρμονία του μέρους,γοητευμένη από την απλότητα του, τις μυρωδιές του, την θέα του. Μήπως

ήδη με επηρεάζει η δύναμη της Αίθουσας; Μήπως είμαι ευάλωτη στο

Φως»;

Ο Έκτορας δεν απάντησε αμέσως. Ανακάθισε και άπλωσε τρυφερά το

χέρι του γύρω από την μέση της. Όσο διάλεγε προσεχτικά τα λόγια του,

φίλησε το πάνω μέρος του κεφαλιού της και μέθυσε από το άρωμα και την

 υφή των κορακίσιων μαλλιών της. 

«Όταν ήμουν μικρός, ο Αριστοτέλης μου είχε πει μια ιστορία για έναν

άντρα που ερωτεύτηκε τα όνειρα του. Ερωτεύτηκε τα τοπία που έβλεπε σεαυτά και τις γυναίκες, τους άντρες, τις πόλεις και τα ζώα. Ερωτεύτηκε τις

δυνατότητες που του έδιναν τα όνειρα, να πλάσει με την φαντασία του

έναν κόσμο όπως τον ήθελε. Έτσι, κοιμόταν ολοένα και περισσότερο,

ώσπου στο τέλος κοιμήθηκε μια εβδομάδα συνεχόμενα και πέθανε από

την δίψα». Η Ανδρομάχη τον κοιτούσε απορημένη, δεν καταλάβαινε τι

προσπαθούσε να της πει ο νεαρός. Εκείνος, μετά από μια μικρή παύση,

συνέχισε: 

«Αν κατάλαβα σωστά τις προειδοποιήσεις του Αριστοτέλη και αν έμαθα

κάτι πραγματικά από τις διδαχές του, θεωρώ ότι αυτό που εννοούσε είναι

 να φοβάσαι την ομορφιά της πλάνης, όχι την πλάνη της ομορφιάς, αν

πραγματικά υπάρχει κάτι τέτοιο. Όλοι μας εντυπωσιαστήκαμε από αυτό

το μέρος, είναι φυσικό, ειδικά όταν περάσαμε τόσες μέρες στο Σκότος.

Και εγώ λάτρεψα από την πρώτη στιγμή τις μυρωδιές του, την ζεστασιά

του, την θέα του, την γαλήνη του. Όμως, μπορώ να σε βεβαιώσω, έχοντας

κυριευτεί από ισχυρές δυνάμεις, ότι δεν είμαι διόλου βυθισμένος στην

πλάνη» 

«Πως όμως μπορείς να είσαι βέβαιος; Το Φως και το Σκότος είναι

διαφορετικές δυνάμεις. Ίσως το Φως προσπαθεί να σε κυριεύσει

χρησιμοποιώντας την ομορφιά, την γοητεία. Μπορούμε να ορθώσουμε,πραγματικά, άμυνες απέναντι σε αυτά τα στοιχεία  ή είμαστε έρμαια

τους;» 

«Μα, αυτό προσπαθώ να σου εξηγήσω. Άκουσε με, η ομορφιά δεν είναι

ποτέ εχθρική και απειλητική. Μόνο η πλάνη είναι. Ναι, το παραδέχομαι, η

πλάνη μπορεί να χρησιμοποιήσει ως δόλωμα την ομορφιά, όμως με

διαφορετικό και, κατά κάποιον τρόπο, αποκρουστικό τρόπο» 

«Δηλαδή;» 

Ο Έκτορας χαμογέλασε και κάρφωσε τα μάτια του πάνω της. 

Page 294: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 294/322

293

«Από τότε που σε συνάντησα, γνώρισα καλά την ομορφιά και την

λαμπρή δύναμη της. Όμως, θυμάσαι στην Αίθουσα του Χρόνου που

 υπνωτιστήκαμε από την Σειρήνα; Δεν ένιωσα καθόλου όπως νιώθω κάθε

μέρα δίπλα σου. Δεν ένιωθα τον ίδιο πόθο, την ίδια έλξη, την ίδια

ζεστασιά. Για την ακρίβεια, δεν ένιωσα κάτι συγκεκριμένο. Ήμουν

μουδιασμένος και ανήμπορος να σκεφτώ και να δράσω. Κάτι ακαθόριστοκαι συγκεχυμένο με παρακινούσε να τρέξω κοντά της. Λες και η θέληση

μου ήταν παραδομένη και ελεγχόμενη από αυτήν» 

Ακόμα η Ανδρομάχη δεν είχε καταλάβει πλήρως τι εννοούσε ο Έκτορας.

Ο νεαρός έβλεπε ακόμα αμφιβολίες να σιγοκαίνε στα μάτια της.

«Ανδρομάχη, θα καταλάβεις πότε έχεις κυριευτεί, όταν γοητεύεσαι

αβάσταχτα και εσύ από τα όνειρα σου. Από ψευδαισθήσεις και ελπίδες.

Αυτό είναι η πλάνη. Αυτού του είδους η ομορφιά είναι επικίνδυνη: Η

απρόσιτή και αφύσικη. Η ομορφιά της αθανασίας, η όμορφη νοσταλγίατου παρελθόντος και των χαμένων συντρόφων. Η ομορφιά της απόλυτης

δύναμης. Μπορούμε να ονειρευόμαστε σχετικά με αυτά τα πράγματα, να

θαυμάζουμε την ομορφιά τους, όμως ξέρουμε πως δεν έχει νόημα η

κατάκτηση, ούτε καν η επιδίωξη τους. Είναι ανούσια και βλαβερή για την

ισορροπία. Και αυτό είναι που κάνει αποκρουστική την βαθύτερη φύση

της πλάνης». 

«Και γνωρίζουμε ποιες επιδιώξεις είναι ανούσιες και βλαβερές»;

«Είμαι βέβαιος ότι γνωρίζεις. Γιατί γνωρίζεις το μέγεθος της δύναμης

σου. Είσαι αρκετά σοφή, θα μπορείς πάντα να κατανοείς την διαφορά της

δυνατότητας με την ματαιοδοξία. Την διαφορά της ελπίδας και της

εμμονής σε αυτήν, από την κατάκτηση μιας πιθανότητας» 

Η κοπέλα χαμογέλασε και ευχαρίστησε τον νεαρό, βλεφαρίζοντας.

 Έσμιξαν ακόμα πιο κοντά ο ένας στον άλλον, η ανάσες τους

σφιχταγκαλιάστηκαν και ζέσταιναν με την ερωτική ένταση τον αέρα

ανάμεσα τους.  Η σιωπή ήταν απόλυτη, γεμάτη ανείπωτα ποιήματα του

έρωτα και της ομορφιάς. Τα μαύρα μάτια του Έκτορα συνάντησαν τα

γαλαζοπράσινα της Ανδρομάχης και τα χείλη τους ακολούθησαν,

εξέφρασαν το πάθος και τον έρωτα, όπως μόνο αυτά μπορούσαν να τοκάνουν.

 Έπειτα από λίγη ώρα, ο Φίλιππος τους πλησίασε. Είχε εξερευνήσει τον

γύρω χώρο και τους εξήγησε πως, πίσω από την γωνία που σχημάτιζε η

εξέδρα με το πέτρινο τοίχωμα, στη δεξιά πλευρά,  υπήρχε ένας στενός

διάδρομος που οδηγούσε σε μία μεγαλοπρεπή γέφυρα. 

«Κρέμεται εντυπωσιακά πάνω από τον γκρεμό, ενώ φοίνικες πετούν

γύρω της. Οδηγεί απέναντι από αυτήν την μεριά, όπου υπάρχει μια πύλη,

σκαμμένη πάνω στον βράχο». Τους είπε, εμφανώς ενθουσιασμένος. Ο

 Έκτορας σκέφτηκε, πως αντίθετα με τον δικό του, συγκρατημένο

Page 295: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 295/322

294

ενθουσιασμό ή τον δισταχτικό, φοβισμένο θαυμασμό της Ανδρομάχης, ο

Φίλιππος εκδηλωνόταν σε υπέρμετρο βαθμό. 

«Ίσως δεν είναι σωστό να απομακρυνόμαστε από την συντροφιά. Πρέπει

 να είμαστε προσεχτικοί» 

Ο Φίλιππος έκανε έναν μορφασμό που υποδείκνυε πως θεωρούσε

 υπερβολική την ανησυχία του Έκτορα, άνοιξε το στόμα να απαντήσει,

όμως το έκλεισε αμέσως. Το πρόσωπο του σοβαρεύτηκε απότομα και

έγνεψε στον φίλο του πως συμφωνούσε. 

«Ας μην ξεχνάμε, πως μόνο χάρη στον Αριστοτέλη δεν κινδυνεύουμε εδώ

μέσα. Αν κάποιο πλάσμα μας εντοπίσει μακριά του, δεν νομίζω να

διστάσει να μας επιτεθεί». Πρόσθεσε η Ανδρομάχη. Ο Φίλιππος

ξανασυμφώνησε  εμφατικά, αν και  ο Έκτορας εντόπισε μια ύποπτη

αναλαμπή στα μάτια του.

Μόλις ο Αριστοτέλης ξύπνησε και αφού βεβαιώθηκε πως όλοι ήταν

έτοιμοι, τους οδήγησε στον διάδρομο που είχε αναφέρει ο Φίλιππος

 νωρίτερα. Ήταν ιδιαίτερα στενός, δίχως κάγκελα και με το παραμικρό

παραπάτημα θα έπεφταν στο κενό. Ωστόσο, δεν ήταν μεγάλος σε μήκος

και σύντομα βρέθηκαν σε μια μικρή σκάλα που τους οδήγησε στην

γέφυρα. 

 Ήταν πράγματι εντυπωσιακή. Καφέ πλίνθοι τεράστιου μεγέθους

σφιχταγκαλιάζονταν  ερωτικά  μεταξύ τους, με φλέβες χρυσού να ρέουν

ανάμεσα τους, σαν ποτάμια. Τους πλαισίωναν δρύινα κάγκελα στα οποία

ήταν σκαλισμένα δέντρα και βουνά και φοίνικες που πετούσαν γύρω τους

ή κούρνιαζαν στις πτυχώσεις τους. Δύο μαρμάρινοι βωμοί υπήρχαν

αριστερά και δεξιά, στην αρχή της γέφυρας. Ήταν λιτοί, δίχως

σκαλίσματα και επιγραφές, όμως στο κέντρο τους χόρευαν φλόγες που,

ενώ δεν διέφεραν φαινομενικά  από μια συνηθισμένη φωτιά, είχαν 

περίεργη επίδραση στη συντροφιά. Ο Έκτορας ένιωσε την θέρμη τους να

ζεσταίνει το αίμα του, αφήνοντας δροσερή και φρέσκια την καρδιά του.

Μια αναζωογονητική δύναμη ξεπήδησε από τους βωμούς, μια δύναμη

ισχυρή, όχι όμως ορμητική, γαλήνια, αλλά όχι αποχαυνωτική. 

«Οι Αιώνιες Φλόγες». Ακούστηκε το σχόλιο από τον Αριστοτέλη.

«Λέγεται ότι, στις απαρχές του χρόνου, ένα σκοτεινό πνεύμα σκότωσε

έναν φοίνικα, δίχως εκείνος να καταφέρει να αναγεννηθεί. Το ταίρι του,

συντετριμμένο από την απώλεια της συντρόφου του, προσπάθησε να

αυτοκτονήσει, όμως πάντα επανερχόταν στη ζωή από τις φλόγες του.

 Έτσι, εκείνος παρακάλεσε τον Έρωτα, το αρχαιότερο και ισχυρότερο από

όλα  τα πνεύματα,  να τον βοηθήσει. Κι ο Έρωτας τον σκότωσε με ένα

βέλος του. Μόλις ο φοίνικας τυλίχθηκε στις φλόγες, έτοιμος να

αναγεννηθεί, το πανίσχυρο πνεύμα πάγωσε τον χρόνο γύρω τους και τις

έφερε εδώ. Είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά μυστήρια τούτης της 

αίθουσας. Σκεφτείτε ότι αντικρίζεται την αρχή και το τέλος ενός φαύλου

Page 296: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 296/322

295

κύκλου. Την αρχή και το τέλος της ζωής ενός φοίνικα συνάμα. Την ίδια

την ζωή και τον θάνατο στην πιο παρθένα, μυστικιστική όψη τους» 

Ο Έκτορας γοητεύτηκε από την διήγηση του μάγου, από τον συμβολισμό

που έκρυβαν οι φλόγες και από το μυστήριο που φυλούσαν ευλαβικά.

Πλησίασε τον έναν βωμό και, δίχως να το καταλάβει, δάκρυσε. Ένιωσε τοαίμα του να βράζει, την ψυχή του να γαληνεύει και το μυαλό του καθαρό,

κρυστάλλινο.

«Μπορούμε να τις αγγίξουμε»; Ρώτησε ο Φίλιππος, που είχε πλησιάσει

στον άλλον βωμό. 

«Ω, ναι. Πιστεύω πως τα θνητά πνεύματα σας  θα βρουν την επίδραση

τους γοητευτική». Απάντησε, χαμογελώντας αινιγματικά, ο μάγος. 

Δεν χρειαζόταν να το ξαναπεί. Σαν περίεργο παιδάκι, ο Φίλιππος άπλωσε

ανυπόμονα το χέρι του πάνω από τις φλόγες. Τον πλησίασε και οΑχιλλέας και, με εμφανώς λιγότερο ενθουσιασμό, έκανε το ίδιο. Ωστόσο,

ο Έκτορας δεν τους μιμήθηκε. Περίμενε. Περίμενε να έρθει δίπλα του η

Ανδρομάχη. Ήθελε να μοιραστούν αυτήν την εμπειρία. Ήθελε να

αισθανθεί την ζεστασιά του φοίνικα, το φονικό του Έρωτα και την

αιωνιότητα του θανάτου μέσα από το χέρι της και αυτή μέσα από το δικό

του. Τα ένωσαν και τα άπλωσαν μαζί στις άσβεστες φλόγες. Έκλεισαν τα

μάτια και περίμεναν. 

Αρχικά ένιωσαν ένα απαλό γαργαλητό μες στις παλάμες τους και στα

ακροδάχτυλά τους. Στη συνέχεια, ο Έκτορας είδε μπροστά του τα ζωηρά

μάτια της Ανδρομάχης. Στο γαλαζοπράσινο φως τους καθρεφτιζόταν ένας

φοίνικας. Με ορμή, δραπέτευσε από τα μάτια της, έφερε έναν κύκλο στον

αέρα και μπήκε στο στήθος του Έκτορα. Ένα γαλαζοπράσινο φως

ξεχύθηκε από την καρδιά του, άρχισε να ρέει σαν ορμητικός χείμαρρος

στα σωθικά του, δροσίζοντας τα. Και ένας μαύρος λύκος παρασύρθηκε

από τον χείμαρρο και πήδησε έξω από το στήθος του. Ούρλιαξε δυνατά

και έπειτα παγιδεύτηκε στο καθρέφτισμα των ματιών της Αμαζόνας από

όπου νωρίτερα πέταξε ο φοίνικας. 

 Όταν άνοιξε τα μάτια, ο Έκτορας δεν θυμόταν το όραμα. Αλλά ένιωσε

πρωτόγνωρα ξαλαφρωμένος. Ξέχασε τον Ζακχαέρ Ντων, τους ΕφτάΙερείς και την Σεθίρηκα, ξέχασε την αποστολή του και τις περιπέτειες του

μες στη Σπηλιά Των Μυστηρίων. Και όταν τα ξαναθυμήθηκε, με έκπληξη

συνειδητοποίησε πως δεν τον φόβιζαν όσο πριν. Μέσα του κυριαρχούσαν

ο έρωτας, η απλότητα, το θάρρος και το φως. Κοίταξε την Αμαζόνα δίπλα

του και κατάλαβε πως και αυτή ένιωθε το ίδιο. Αγκαλιάστηκαν

χαμογελώντας και φιλήθηκαν. Και με κάθε φιλί, οι ψυχές τους

ξαλάφρωναν ακόμα περισσότερο, πετούσαν σαν δύο φοίνικες γύρω από

την γέφυρα. Πετούσαν και τραγουδούσαν από έρωτα. Ή μήπως δεν ήταν

οι ψυχές τους; 

«Ακούστε, ακούστε». Είπε ψιθυριστά ο Αριστοτέλης και πλησίασε στοκιγκλίδωμα της γέφυρας, τρέχοντας. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν

Page 297: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 297/322

296

βιαστικά. Μια πανέμορφη μελωδία ακουγόταν, αμυδρά στην αρχή αλλά

σύντομα γέμισε τον χώρο. Δεν έμοιαζε καθόλου με κελάιδισμα πουλιού.

Δεν έμοιαζε με τίποτα που είχαν ξανακούσει οι τέσσερις άνθρωποι. Δεν

μπορούσαν καν να πουν με σιγουριά αν πράγματι άκουγαν τραγούδι ή

απλά ένιωθαν την καρδιά τους να ματώνει, να γελάει, να σκιρτίζει από

έρωτα και να χτυπάει στους αρχέγονους ρυθμούς του ενστίκτου. Όχι, δενήταν τραγούδι αυτό. Ήταν μια ξεκάθαρη αποτύπωση των πιο βαθιών

συναισθημάτων της ψυχής. Τόσο ξεκάθαρη, τόσο γοητευτική αλλά τόσο

μυστήρια και ακατανόητη ταυτόχρονα! 

Μαγεμένοι, άκουσαν το τραγούδι του φοίνικα ως το τέλος. Δεν

μπορούσαν να πουν αν είχαν περάσει μερικά λεπτά ή κάμποσες ώρες,

όμως δεν τους ένοιαζε. Αμίλητοι και συνεπαρμένοι, διάβηκαν την γέφυρα,

πέρασαν από μια ανοιχτή πύλη και άφησαν πίσω τους τις φωλιές των

φοινίκων. Πάνω σε μια χρυσή αψίδα, η επιγραφή τους καλωσόριζε στον

 Ναό του Απόλλωνα. 

Ο χώρος έμοιαζε με παλάτι. Μαρμάρινες, λευκές κολώνες υψώνονταν σε

απροσδιόριστο ύψος στις άκρες του δωματίου και τοιχογραφίες που

αποτύπωναν τα κατορθώματα του Απόλλωνα στόλιζαν τους τοίχους. Στο

κέντρο της αίθουσας, υπήρχε ένα ομοίωμα του Ήλιου, τόσο ζωντανό που

κανείς τους δεν το πλησίασε, φοβούμενος μην καεί από τις φλόγες του

αστεριού. Στην άλλη άκρη, στερεωμένος πάνω σε μία εξέδρα από λευκό

μάρμαρο, έστεκε ένας θρόνος που ακτινοβολούσε έντονα.

Περιπλανήθηκαν κάμποσο στον αχανή, έρημο  χώρο, ώσπου ο

Αριστοτέλης οδήγησε την συντροφιά σε μια ξύλινη πόρτα, δεξιά του

θρόνου. Την άνοιξε με προσοχή και είδαν πως οδηγούσε σε μια

κατηφορική, σιδερένια σκάλα.  Καθώς την κατέβαιναν, ο  Αριστοτέλης

μίλησε για πρώτη φορά, μετά από το τραγούδι του φοίνικα: 

«Ο Απόλλωνας προφανώς έλειπε. Κρίμα, θα ήθελα να δω ένα φιλικό

πρόσωπο και να μιλήσω μαζί του. Πάνε αιώνες από τότε που έμενα εδώ.

 Ίσως σταθούμε πιο τυχεροί στην επόμενη αίθουσα» 

«Τι έχει στην επόμενη αίθουσα»; Αναρωτήθηκε ο Φίλιππος. 

«Είναι το σπίτι ενός αξιοσέβαστου θεού, που διαφέντευε παλιά τα

μεγαλοπρεπέστατα βασίλεια της Αιγύπτου. Μόνιμη συντροφιά είναι οένας του γιος και μαζί έχουν κάνει θαυμαστά κατορθώματα στην Αίθουσα

του  Ηλιακού Στέμματος. Ήδη γνωρίσατε τον άλλο του γιο. Είναι ο Σετ

που κυβερνούσε την Αίθουσα του Σκότους» 

«Ο Ρα»! συμπέρανε ο Έκτορας, με δέος να χρωματίζει την φωνή του. 

 Έπειτα από μερικά λεπτά έφτασαν στην βάση της σιδερένιας σκάλας και

βρέθηκαν σε έναν διάδρομο βαμμένο με βαθύ κόκκινο χρώμα και

χρυσαφένιες λωρίδες. Ο χώρος φωτιζόταν από πυρσούς και ακτινοβόλα

πετράδια, που στόλιζαν τους τοίχους. Στο πέρας του υπήρχε μια κλειστή,

αψιδωτή πύλη απαράμιλλης ομορφιάς. Το εξωτερικό στρώμα της ήτανδιαμαντένιο και το εσώτερο ήταν από ένα μυστήριο υλικό που αντιφέγγιζε 

Page 298: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 298/322

297

τα χρώματα του λυκόφωτος. Γλώσσες φωτιάς και αστερόσκονη

περιπλανιόνταν ανάμεσα στα δύο στρώματα και έμοιαζαν να χορεύουν

γαλήνια. 

«Είναι πανέμορφη». Σχολίασε εκστασιασμένη η Ανδρομάχη, ενώ δίπλα

της, ο Έκτορας έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Γελώντας σιγανά, ο μάγοςχτύπησε το ραβδί του δύο φορές πάνω στο κρύσταλλο. Έπειτα από μια

σύντομη αναμονή, η πόρτα άνοιξε μόνη της. 

Μόλις μπήκαν στην αίθουσα, οι τέσσερις άνθρωποι κοντανάσαναν από

την θαυμαστή ομορφιά της. Πλατινένια αγάλματα γερακιών με ζαφειρένια

μάτια έστεκαν περήφανα στους τοίχους, οι οποίοι κοσμούνταν από

ιερογλυφικά που υμνούσαν τον Ήλιο και τοιχογραφίες του Ρα και του

 Ώρου. Κρυστάλλινες κολώνες στήριζαν την θολωτή οροφή, πάνω στην

οποία ήταν ζωγραφισμένα όλα τα άστρα του ουρανού. Στο κέντρο της

 υπήρχε μια μεγάλη τρύπα, από όπου έμπαινε ένα εκτυφλωτικό κίτρινο

φως και σχημάτιζε έναν μεγάλο κύκλο στο δάπεδο. Αστερόσκονηπεριφερόταν παντού τριγύρω τους κι η ασημένια λάμψη της ενωνόταν με

το κίτρινο φως και σχημάτιζε στους τοίχους πανέμορφα σχέδια με τα

χρώματα της ίριδας. Στο κέντρο του κύκλου, που διαγραφόταν στο

πάτωμα,  υπήρχε μια μεγάλη άρπα  από λουστραρισμένο ελεφαντόδοντο 

που έπαιζε μόνη της ονειρικές μελωδίες. Προχωρώντας, μπόρεσαν  να

διακρίνουν την άλλη άκρη της αίθουσας, όπου υπήρχε ένα τεράστιο

ιερογλυφικό ενός ματιού, χαραγμένο στον τοίχο και στολισμένο με

πετράδια.

«Το μάτι του Ρα». Εξήγησε ο μάγος. 

Πριν ο Έκτορας προλάβει να ρωτήσει που βρίσκονταν οι θεοί, δύο

εκτυφλωτικές λάμψεις ξεπήδησαν από την κόρη του ματιού. Αιωρήθηκαν

μερικές στιγμές πριν πάρουν σχήμα. Και να, μπροστά στην συντροφιά, ο

Ρα, πανύψηλος και μεγαλοπρεπής, με κεφάλι γερακιού και σώμα

ανθρώπινο, γεροδεμένο και σκουρόχρωμο. Είχε για στέμμα έναν δίσκο ,

πλαισιωμένο από δύο κέρατα, που έλαμπε σαν τον ήλιο. Δίπλα του ένα

γεράκι, μεγάλο σαν άνθρωπος με φτέρωμα ολόλευκο, χρυσαφένιο ράμφος

και ένα ζευγάρι μάτια που έμοιαζαν με φλόγες στα χρώματα του ουράνιου

τόξου. Χαιρέτισαν τον Αριστοτέλη σε άγνωστη γλώσσα και εκείνος

απάντησε. Μίλησαν για μερικά λεπτά, δίχως οι τέσσερις άνθρωποι νακαταλάβουν λέξη από όσα έλεγαν. Με έκπληξη, ο Έκτορας

συνειδητοποίησε πως ο Ώρος ορισμένες φορές απευθυνόταν στον Ερμή

και εκείνος του απαντούσε κρώζοντας.

Τελικά, οι θεοί χαιρέτησαν τους τέσσερις, μιλώντας την γλώσσα τους με

μεγάλη άνεση: 

«Έχουν περάσει αμέτρητοι αιώνες από την τελευταία φορά που είδαμε

θνητούς στην Αίθουσα του Φωτός. Οι άνθρωποι έχουν πολύ σκοτάδι στις

ψυχές τους, ωστόσο εσείς μοιάζετε διαφορετικοί. Έχετε δει το Σκότος σε

πολλές μορφές του και το πολεμάτε όπως μπορείτε. Σας χαιρετώ και σαςκαλωσορίζω. Έκτορα, Ανδρομάχη, Φίλιππε, Αχιλλέα, είστε ευπρόσδεκτοι.

Page 299: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 299/322

298

Είθε η μάχη σας να λήξει σύντομα και να σας βρει νικητές η δύση της».

Είπε ο Ρα και υποκλίθηκε. Εκείνοι τον μιμήθηκαν, τρέμοντας σχεδόν από

δέος και συγκίνηση που ένας πανίσχυρος θεός τους μιλούσε με τόσο

σεβασμό και μάλιστα τους υποκλίθηκε. 

«Έχουμε πολεμήσει το σκοτάδι πολλές φορές από τότε που μας γέννησεο αιθέρας. Έτσι αναγνωρίζουμε την δυσκολία της αποστολής σας και είναι

ευχάριστη έκπληξη να βλέπουμε θνητούς που δεν παρασύρονται από την

πλάνη και την πανουργία του Σκότους. Αλλά ας μην μιλήσουμε άλλο για

αυτό τώρα. Έχετε πολύ δύναμη μέσα σας, αλλά βλέπω και εξάντληση.

Ελάτε, ξεκουραστείτε, αφεθείτε στις ευεργετικές επιδράσεις του Ήλιου».

Πρόσθεσε ο Ώρος και πέταξε προς την άκρη του δωματίου. Διέγραψε

έναν κύκλο στον αέρα και από το πουθενά, εμφάνισε ένα τραπέζι γεμάτο

φαγητά και ποτά. Οδηγούμενη από τον Αριστοτέλη, η συντροφιά κάθισε

στο τραπέζι μαζί με τους δύο θεούς. Τα φαγητά ήταν πεντανόστιμα και

δυναμωτικά, ενώ τα ποτά αναζωογονητικά και δροσιστικά. Έφαγαν και

ήπιαν μέχρι σκασμού, δίχως να πουν κουβέντα καθ’ όλη την διάρκεια τουγεύματος. Όταν χόρτασαν, ο Ρα σηκώθηκε από το τραπέζι και, κουνώντας

το σκήπτρο του, εμφάνισε τέσσερα κρεβάτια στην άλλη άκρη του

δωματίου.

«Ξεκουραστείτε τώρα και αφήστε προς το παρόν στη λήθη τις περιπέτειες

σας. Περιπλανηθείτε κάμποσες ώρες στον ουράνιο κόσμο των ονείρων,

επιτρέψτε τους να καθαρίσουν τα ταλαιπωρημένα μυαλά σας από τον

πόνο των αναμνήσεων και τα άγχη του μέλλοντος. Μόλις ξυπνήσετε, θα

μιλήσουμε για όλα όσα πρέπει». Τους είπε με την κατευναστικά ήρεμη

φωνή του. Ο Ώρος πέταξε προς τον μάγο και του υποκλίθηκε. 

«Είναι τιμή μας να σε ξαναέχουμε εδώ, Αριστοτέλη. Έστω και αν το

πέρασμα σου είναι σύντομο, η Αίθουσα θα ευλογηθεί με την επιστροφή

σου» 

 Έπειτα οι δύο θεοί εξαφανίστηκαν, το ίδιο απρόσμενα όπως έκαναν την

εμφάνιση τους. Αμίλητοι, οι σύντροφοι πλησίασαν τα κρεβάτια. Αμέσως

μόλις ξάπλωσε, ο Αχιλλέας αποκοιμήθηκε και άρχισε να ροχαλίζει

δυνατά. Ο Φίλιππος χαμογέλασε  και πήδησε ζωηρά στο κρεβάτι του.

 Έβγαλε ένα επιφώνημα ανακούφισης και τεντώθηκε αποκαμωμένος. 

«Ω, μα την αλήθεια, φαίνεται σαν να πέρασαν αιώνες από την τελευταία

φορά που ξάπλωσα σε μαλακό στρώμα» 

«Μόνο μην σου γίνει συνήθεια, επειδή δεν θα τα πάρουμε μαζί μας». Τον

πείραξε η Ανδρομάχη. 

Γέλασαν όλοι και ξάπλωσαν. Ο Έκτορας αγκάλιασε την Αμαζόνα κάτω

από τα ζεστά σκεπάσματα και αναστέναξε. 

«Τι συμβαίνει; Τι έχεις»; 

Page 300: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 300/322

299

«Απλά μου φαίνεται περίεργη η πορεία μας στην Αίθουσα του Φωτός.

Μοιάζει περισσότερο με ξέγνοιαστη βόλτα, δεν έχει καμία σχέση με τις

προηγούμενες αίθουσες» 

«Και λοιπόν; Αυτό είναι καλό» 

«Δεν ξέρω. Νιώθω μπερδεμένος. Έχει περάσει καιρός από την τελευταία

φορά που ήμουν τόσο εφησυχασμένος, δεν μπορώ να το συνηθίσω ή δεν

θέλω. Σκέφτομαι ότι από στιγμή σε στιγμή μπορεί να πεταχτεί κάποιος

εχθρός ή ότι όλο αυτό το σκηνικό είναι μια καλά στημένη παγίδα. Ξέρω

ότι, εφόσον ούτε ο Αριστοτέλης ανησυχεί, οι φόβοι μου είναι ανόητοι,

όμως δεν μπορώ να τους αποβάλλω» 

Το χέρι της κοπέλας χάιδεψε το πρόσωπο του, τα χείλη του, τους ώμους

του και κατέβηκε στο στήθος του όπου ένιωσε τους χτύπους της καρδιάς

του. 

«Περάσαμε πολύ καιρό στο σκοτάδι. Όχι μόνο στην Αίθουσα του

Σκότους, αλλά και πιο πριν. Πολεμάμε εχθρούς διαρκώς. Ο Φίλιππος

μεγάλωσε πολεμώντας Θανατώριους. Είναι λογικό να μην είναι εύκολο να

αφεθείς, όσο ασφαλής και αν αισθάνεσαι. Όσα ζήσαμε και όσα

αναμένεται να ζήσουμε ακόμα είναι ικανά να τραυματίσουν την ψυχή μας

για πάντα. Όμως είμαι πάντα δίπλα σου και ξέρω ότι θα είσαι και εσύ

πάντα δίπλα μου. Δεν χρειάζεται να αφεθείς στο φως ή στους θεούς του.

Αρκεί να αφεθείς σε εμένα» 

Φιλήθηκαν ξανά και ξανά. Και αφέθηκαν ο ένας στον άλλον. Οι ψυχές

τους ξεπήδησαν από τα στήθη τους, πέταξαν μακριά από τα

σφιχταγκαλιασμένα κορμιά τους και στα παγωμένα ύψη του έναστρου

ουρανού ενώθηκαν σε μια ζεστή ασημένια φλόγα. 

 Νιώθοντας ο ένας  τους χτύπους της καρδιάς του άλλου, το ζευγάρι

αποκοιμήθηκε με τα χείλη ενωμένα. Στα όνειρα τους  ξανάκουσαν το

τραγούδι του φοίνικα, πέταξαν σε μακρινά αστέρια και κολύμπησαν σε

άπατες λίμνες, που αντανακλούσαν το λυκόφως του ουρανού.

Περιπλανήθηκαν γυμνοί σε λιβάδια δίχως ορίζοντες και σε αρχαία δάση

δίχως μνήμες. Ήταν μόνοι στον κόσμο, δύο νέοι γεμάτοι έρωτα, μακριά

από σκοτάδια, εχθρούς και έγνοιες. 

Μόλις ξύπνησαν, οι πέντε σύντροφοι είχαν ένα αμυδρό χαμόγελο

ζωγραφισμένο στα πρόσωπα τους. Είχαν απολαύσει  έναν αναπαυτικό

 ύπνο, ευλογημένο με τα πιο ευοίωνα όνειρα. Η Ανδρομάχη καλημέρισε

τον Έκτορα με ένα δροσερό φιλί και κατόπιν σηκώθηκαν κάπως

απρόθυμα από τα μαλακά κρεβάτια τους. Ο Ερμής έκρωξε χαρούμενα,

καθισμένος πάνω σε ένα άγαλμα του Ώρου. Κατόπιν, δύο γνώριμες

λάμψεις μπήκαν στο δωμάτιο. Οι δύο θεοί υποκλίθηκαν ευγενικά,

καλημέρισαν την συντροφιά και εμφάνισαν ένα χορταστικό πρωινό. Οι

τέσσερις άνθρωποι κάθισαν ζωηρά στο τραπέζι, όμως ο Αριστοτέλης

θέλησε να μιλήσει μόνος με τους δύο θεούς. 

Page 301: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 301/322

300

«Συμβαίνει κάτι, Αριστοτέλη»; Ρώτησε ανήσυχα ο Έκτορας. 

«Όχι, φίλε μου. Απολαύστε το πρωινό σας. Θα σας ακολουθήσω σε λίγο.

Απλώς χρειάζομαι κάποιες πληροφορίες πρώτα. Δεν χρειάζεται να

σκοτίζεστε και εσείς με αυτά τα θέματα. Πάμε»; Είπε έπειτα στους

γερακόμορφους θεούς, που απάντησαν καταφατικά με ένα γνέψιμο.Αφανίστηκαν από το Μάτι του Ρα, με τρεις διαδοχικές λάμψεις. Ωστόσο,

ο Έκτορας θεώρησε το συμβάν κάπως δυσάρεστο. 

«Αν ήταν κάτι ανησυχητικό, ο Αριστοτέλης θα το μοιραζόταν μαζί μας.

Δεν θα μας άφηνε σε άγνοια για κάτι επικίνδυνο». Προσπάθησε να τον

καθησυχάσει ο Φίλιππος, αισθανόμενος την αμηχανία του. 

Η Ανδρομάχη έμεινε για λίγο σκεπτική, όμως τελικά είπε: 

«Και εμένα μου φαίνεται κάπως περίεργο το συμβάν. Ο Αριστοτέλης δεν

μας έκρυψε ποτέ τίποτα ως τώρα. Όμως όσες φορές αμφιβάλαμε γιααυτόν κάναμε λάθος. Άλλωστε, είναι πολλά που δεν ξέρουμε για αυτό το

μέρος. Ίσως είναι κάτι πολύ ασήμαντο αυτό που θέλει να συζητήσει με το

 Ώρο και τον Ρα και δεν θέλει να μας απασχολήσει άσκοπα. Ή ίσως κάτι

τόσο πολύπλοκο που δεν θα έχει ουσία να συμμετάσχουμε. Και εγώ

 νομίζω πως, αν  ήταν κάτι που αφορά την αποστολή ή εμάς, θα μας

συμπεριλάμβανε στη συζήτηση» 

Ο Έκτορας όμως δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Δεν ήξερε αν οι φόβοι του

ήταν παράλογοι ή απλά οι υπόλοιποι δεν τους κατανοούσαν. Όμως

 υπήρχε κάτι που δεν του άρεσε σε εκείνο το μέρος. Ένιωθε μια δύναμη 

πανίσχυρη να διακατέχει την Αίθουσα, που προς το παρόν κοιμόταν, όμως

ήταν θέμα χρόνου να ξυπνήσει. Όταν το είπε αργότερα στην Ανδρομάχη,

εκείνη του απάντησε πως δεν ένιωθε τίποτα και τον παρότρυνε να

ηρεμήσει. 

«Έχουμε μαζί μας έναν σπουδαίο μάγο που ζούσε στο παρελθόν εδώ και

πολέμησε στρατιές εχθρών είτε αυτοί ασπάζονταν το σκοτάδι είτε το φως.

Δύο θεοί μας ξεκαθάρισαν πως μας στηρίζουν και μας σέβονται. Ίσως

 υπάρχουν εχθροί και σε αυτήν την αίθουσα, δεν λέω πως όλα τα όντα εδώ

είναι άκακα ή φίλοι μας. Όμως φαίνεται πως οι σύμμαχοι μας είναι

περισσότεροι από τους εχθρούς μας» 

 Όφειλε να αναγνωρίσει πως είχε δίκιο. Όμως ένα προαίσθημα μέσα του

δεν του επέτρεπε να ησυχάσει. Αποφάσισε να μιλούσε στον Αριστοτέλη,

μόλις έβρισκε την ευκαιρία.

Εκείνος επέστρεψε δυο-τρεις ώρες αφότου είχαν αποφάει, μαζί με τον Ρα.

Ο θεός μίλησε στην συντροφιά: 

«Ήδη θίξαμε την δυσκολία της αποστολής σας. Όπως και την

σημαντικότητα της. Είναι επιτακτική ανάγκη η πτώση του Ζακχαέρ Ντων

και των Εφτά Ιερέων του. Ήδη η φύση έχει κλονιστεί σε μεγάλο βαθμόαπό το καθεστώς της Σεθίρηκα. Και αυτήν την φορά, η μοίρα του κόσμου

Page 302: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 302/322

301

εξαρτάται από τα χέρια των Ανθρώπων, με πρωτοστάτες εσάς τους

τέσσερις. Στην πορεία θα συναντήσετε συμμάχους, ακόμα και εκεί που

δεν το περιμένετε. Ίσως, ειδικά εκεί που δεν το περιμένετε. Γιατί το φώς

έχει μυστήρια φύση και πολλές φορές η όψη του μας ξεγελά. Αν και οι

ακτίνες του Ήλιου μας φαίνονται κίτρινες και λιτές, αρκεί μια στάλα

βροχής για να φανερώσει την ομορφιά τους μέσα από την δοξασμένηαψίδα του ουράνιου τόξου. Θα θέλαμε να σας βοηθήσουμε στον δύσκολο

δρόμο σας, όμως δεν μας επιτρέπεται να επέμβουμε στα έργα των

Ανθρώπων και, ακόμα και αν μπορούσαμε, ειλικρινά δεν μπορώ να

σκεφτώ κάποιον καλύτερο σύμμαχο από τον Αριστοτέλη, ούτε έχω

κάποιο ισχυρότερο όπλο από το Σπαθί της Λύκης. Άδραξε το, Έκτορα και

 νιώσε την σοφία των Μάγων, την ζεστασιά του Φωτός που κρύβει μέσα

του. Μα, πάνω από όλα, νιώσε την δική σου δύναμη μέσα του, γιατί αυτή

και μόνο αυτή του δίνει ζωή. Ο Ώρος ήδη μεταφέρει τον λόγο μου στις

 υπόλοιπες κάμαρες της Αίθουσας. Κανείς δεν θα προσπαθήσει να σας

σταματήσει να φτάσετε στον Ναό των Υψίστων, όπου φυλάσσονται όλοι

οι θησαυροί του Φωτός. Καλή τύχη. Θα σας υμνούμε μέχρι να τελειώσει ηαποστολή σας» 

Υποκλίθηκε ξανά και αφανίστηκε πριν προλάβουν να τον

ευχαριστήσουν. Έμειναν αποσβολωμένοι από την καλοσύνη και τον

σεβασμό που τους έδειξε ο θεός. Ο Έκτορας ξαφνικά αμφέβαλλε για τους

φόβους του. Ίσως η Ανδρομάχη είχε δίκιο. Ο Ρα και ο Ώρος ήταν

ειλικρινείς σύμμαχοι τους. Ποια δύναμη θα μπορούσε να συγκριθεί με τις

συνδυασμένες δυνάμεις του Αριστοτέλη και των δύο θεών; Ήταν αφελές

 να ανησυχεί. Όμως το προαίσθημα που κατάτρωγε τα σωθικά του δεν

εννοούσε να φύγει.  Σαν αγκάθι είχε καρφωθεί, στα πιο απόκρυφα μέρη

της ψυχής του, αθέατο και άμορφο. 

Βγήκαν από την Αίθουσα του Ηλιακού Στέμματός περνώντας από μια

κρυμμένη πόρτα αριστερά από το Μάτι του Ρα. Εκεί υπήρχε ένας

σπειροειδής διάδρομος που ανηφόριζε. Το δάπεδο του ήταν στρωμένο με

λευκές μαρμάρινες πλάκες και στους κόκκινους τοίχους λαμπερά

πετράδια φώτιζαν τον χώρο.   Έπειτα από λίγα λεπτά σιωπηλού

βαδίσματος, ο Έκτορας βρήκε την ευκαιρία και πλησίασε τον Αριστοτέλη. 

«Συμβαίνει κάτι; Για ποιο πράγμα μίλησες με τον Ρα και τον Ώρο»; 

Ο μάγος ζύγισε με το βλέμμα του τον νεαρό πριν του αποκριθεί: 

«Φαίνεσαι ανήσυχος. Πολύ περισσότερο από κάθε άλλον στη συντροφιά.

Φτάνουμε στο τέλος, Έκτορα. Γιατί είσαι τόσο προβληματισμένος»; 

«Γιατί δεν μου απαντάς; Δεν μας έκρυβες τίποτε ως τώρα, κάναμε τα

πάντα ως μια συντροφιά. Τι ήταν αυτό το μυστηριώδες συμβούλιο με τους

δύο θεούς»; 

«Απλά θέλησα να βεβαιωθώ ότι θα μας βοηθήσουν να πορευτούμε

ανεμπόδιστοι. Ζήτησα να πληροφορήσουν και τον Απόλλωνα για την

Page 303: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 303/322

302

έλευση μας. Συζητήσαμε και για την εξέλιξη της εκστρατείας του

Ζακχαέρ Ντων» 

«Αυτά μόνο»; 

Ο μάγος έκανε μια μεγάλη παύση, εντείνοντας την αγωνία του Έκτορα. 

«Κάτι τρέχει, Αριστοτέλη. Το αισθάνομαι. Κινδυνεύουμε;» 

«Αισθάνεται κανείς άλλος κίνδυνο;» 

Σκύβοντας το κεφάλι, ο νεαρός έγνεψε αρνητικά. 

«Όλοι τους είναι ήσυχοι και αυτό μου σπαράζει την καρδιά. Δεν μπορώ

 να απολαύσω την γαλήνη της Αίθουσας όπως αυτοί και φοβάμαι μήπως

έχει σχέση με το συμβάν στην Αίθουσα του Σκότους, όπου με κυρίευσε η

Σκιά» 

Γέλασε αδύναμα ο μάγος στο σχόλιο του Έκτορα και τον ακούμπησε

καθησυχαστικά στον ώμο. 

«Όχι, φίλε μου. Δεν έχει σχέση με αυτό. Απλά, βλέπεις, οι άλλοι τρεις

έζησαν στο σκοτάδι πολύ καιρό περισσότερο από σένα. Ειδικά ο

Φίλιππος. Αυτό κάνει τους κάνει ευάλωτους στο Φως. Δεν έχουν

αντιστάσεις απέναντι του. Εσύ μαθήτευσες και έζησες στην Ισορροπία,

ίσως λίγο περισσότερο στο Φως, αλλά σίγουρα όχι στις Σκιές. Έτσι οι

αισθήσεις σου εδώ μέσα δεν πλανούνται όπως οι δικές τους. Είμαι

βέβαιος πως απόλαυσες τις ομορφιές τούτης της Αίθουσες, αλλά δεν

ξεγελάστηκες από αυτήν. Στο σκοτάδι ήσουν πιο ευάλωτος,  δεν το

αρνούμαι. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως είσαι άνθρωπος του Σκότους. Όχι,

φίλε μου. Είσαι άνθρωπος της Ισορροπίας και πρέπει να αισθάνεσαι

περήφανος. Γιατί, εδώ, στην πιο ισχυρή και υποχθόνια πλάνη από όλες,

εσύ βλέπεις καθαρά» 

Κύματα φόβου παρέσυραν τα σωθικά του Έκτορα στο τελευταίο σχόλιο

του Αριστοτέλη.  Τα πόδια του μούδιασαν, δεν πατούσε στο έδαφος,

έπεφτε στο κενό, στο χάος του πανικού. 

«Άρα, έχω δίκιο. Κινδυνεύουμε». Ψιθύρισε, ώστε να μην τον ακούσει η

 υπόλοιπη συντροφιά, ενώ συνάμα προσπαθούσε να ανακτήσει την

ψυχραιμία του.

Ο μάγος βαριανάσανε. 

«Όχι. Όχι ακόμα. Έχω τον λόγο του Ρα ότι θα φτάσουμε στον Ναό των

Υψίστων ανεμπόδιστοι» 

«Και μέσα στον Ναό των Υψίστων;» 

Page 304: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 304/322

303

«Υπάρχει  μια  πιθανότητα να συναντήσουμε αντίσταση εκεί. Όμως δεν

μπορώ να πω σίγουρα ακόμα. Υπάρχει μια δύναμη εκεί που είναι αιώνες

αδρανής. Ίσως η παρουσία μας την ξυπνήσει και ίσως μας αντισταθεί.

Αλλά υπάρχουν πολλά “ίσως”, οπότε δεν μπορώ να μιλήσω με

βεβαιότητα.   Έχουμε κάμποσο δρόμο μέχρι εκείνη την ώρα και δεν

 υπάρχει λόγος να ανησυχήσουμε πρόωρα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι προςτο παρόν είμαστε απόλυτα ασφαλείς» 

«Ο Ρα, ο Ώρος ή ο Απόλλωνας θα μας βοηθήσουν , αν η δύναμη μας

αντισταθεί μες στον Ναό;» 

Οι ώμοι του μάγου σηκώθηκαν σε ένδειξη άγνοιας. 

«Ούτε αυτό μπορώ να το ξέρω. Συγνώμη που δεν μπορώ να σου πω

περισσότερα, αλλά το μυστήριο της δύναμης που μιλάμε είναι θολό

ακόμα και για μας τους Αθάνατους. Ας συγκεντρωθούμε στο παρόν και

όταν έρθει εκείνη η ώρα, θα πούμε περισσότερα» 

Ο Έκτορας επέστρεψε πλάι στην Ανδρομάχη με τα κεφάλι κατεβασμένο.

Πλέον, το άσχημο προαίσθημα είχε εξελιχθεί σε ξεκάθαρο φόβο και τον

ένιωθε σαν παγωμένη μαχαιριά στα πλευρά του. Όταν η κοπέλα τον

ρώτησε τι είχαν συζητήσει  με τον μάγο, ο νεαρός δεν μπόρεσε να

αρθρώσει λέξη. Τι ήταν αυτή η μυστηριώδης δύναμη; Μπορούσε να την

αντιμετωπίσει η συντροφιά; Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αριστοτέλη

ήταν απρόβλεπτη και αρχαία. Όμως ο Έκτορας δεν μπορούσε να

προσδιορίσει αν ήταν θεός, μάγος ή πνεύμα. Με αυτές τις σκέψεις να

τριβελίζουν το μυαλό του, ο νεαρός δεν κατάλαβε πότε διέσχισαν τον

διάδρομο και μπήκαν στην επόμενη κάμαρα.

 Ήταν ένας ζεστός, μικρός χώρος όμως πανύψηλος. Ο αέρας ήταν ξηρός

και τα στόματα τους στέγνωσαν σχεδόν αμέσως μόλις εισήλθαν. Στο

πάτωμα υπήρχε ένα ψάθινο χαλί με μωσαϊκά σχέδια που απεικόνιζαν μια

κουκουβάγια τυλιγμένη από ένα πράσινο φίδι. Από την θολωτή οροφή

έμπαινε ένα απαλό πορτοκαλί φως. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο όμως

ήταν οι τοίχοι. Ήταν γεμάτοι δρύινες βιβλιοθήκες τεράστιου μεγέθους,

παραγεμισμένες με βιβλία, παπύρους και περγαμηνές. Τα ράφια έτριζαν,

αναστενάζοντας από το βάρος που συγκρατούσαν. 

«Η βιβλιοθήκη της Αίθουσας του Φωτός. Γνωστή και ως Κάμαρα της

Φώτισης». Εξήγησε ο Αριστοτέλης, με δέος να χρωματίζει την φωνή του. 

»Εδώ μέσα είναι συγκεντρωμένη όλη η γνώση του Κόσμου, από τις

απαρχές του Χρόνου έως σήμερα» 

«Ποιος τα έγραψε όλα αυτά»; Θέλησε να μάθει η Ανδρομάχη. 

«Ω, πολλοί και διάφοροι. Για να τους απαριθμήσω θα χρειαστώ πολύ

περισσότερο χρόνο από όσο έχουμε στην διάθεση μας. Μάγοι, Θεοί,

Ξωτικά, Πνεύματα, Άνθρωποι, Κένταυροι και Καλικάτζαροι αποτύπωσαν

όλη την σοφία τους στο χαρτί, όλες τις εμπειρίες, τα βιώματα τους,ολάκερο το φλογισμένο Πνεύμα της Δημιουργίας και το  μετέφεραν εδώ

Page 305: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 305/322

304

μέσα. Θαυμάστε μερικά έργα, αν θέλετε. Αξίζει τον κόπο, άλλωστε θα

χρειαστεί να διαβάσω και εγώ ένα συγκεκριμένο σύγγραμμα» 

Αμέσως ο μάγος ύψωσε το ραβδί του και κάλεσε κοντά του ένα βαρύ

βιβλίο, με χοντρό δερμάτινο εξώφυλλο και χρυσή επιγραφή, γραμμένη σε

άγνωστη γλώσσα στην ράχη του. Η Ανδρομάχη πλησίασε στοπλησιέστερο ράφι και πήρε ένα βιβλίο  με εξώφυλλο στο χρώμα του

χώματος, δίχως κάποια επιγραφή. Το διάβασε μαζί με τον Έκτορα.

Περιείχε ποιήματα και σύντομα αποσπάσματα πεζού λόγου. Ήταν

πανέμορφα και ο Έκτορας ήταν βέβαιος ότι ήταν γραμμένα από

ανθρώπινο χέρι, καθώς αποτύπωναν τον χαρακτηριστικό φόβο του

θανάτου, την πάλη της αξιοπρέπειας με την ματαιοδοξία και την αέναη

μάχη της ανάδειξης της αλήθειας. Σε ένα ποίημα, με τον λιτό, αινιγματικό 

τίτλο «Α» ήταν τόσο ζωντανή η διήγηση της γλυκιάς αγωνίας και των

απολαύσεων του έρωτα, που το ζευγάρι δάκρυσε και αναστέναξε. Ακόμα

και όταν τέλεψαν το διάβασμα, οι καρδιές τους χόρευαν εκστασιασμένες

από την ομορφιά του ποιήματος και οι εικόνες του πλανιόνταν στις ψυχέςτους. Φιλήθηκαν και ένιωσαν τις λέξεις να βγαίνουν από το κιτάπι, να

αιωρούνται στον χώρο, να χορεύουν ηδονικά στις καρδιές τους. 

 Όση ώρα ο μάγος μελετούσε με προσήλωση το χοντρό σύγγραμμα, ο

Φίλιππος διάβασε ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο που έγραψε ένας μάγος ονόματι

Πλάτωνας και έπειτα έμεινε σκεπτικός για αρκετά λεπτά, συλλογιζόμενος

την κολοσσιαία σοφία που ήταν αποτυπωμένη σε ένα τόσο λιτό

βιβλιαράκι. Ο Αχιλλέας χάζευε τα ράφια, ξεφύλλισε μερικά σκονισμένα

κιτάπια, ωστόσο δεν κίνησε κάτι το ενδιαφέρον του. Τελικά, ο

Αριστοτέλης έκλεισε το βιβλίο και, με ένα τίναγμα του ραβδιού του, το

έστειλε στην θέση του. Τους παρακίνησε να συνεχίσουν και εκείνοι

συμφώνησαν, αλλά μόνο ο Αχιλλέας το έπραξε δίχως δυσαρέσκεια.   Η 

σκονισμένη  βιβλιοθήκη τούτη  είχε μια  κρυμμένη γοητεία που εφάμιλλη

της δεν ήταν ούτε η πολυτελέστατη Αίθουσα του Ηλιακού Δίσκου, ούτε οι

Φωλιές Των Φοινίκων. Το όνομα της ήταν ταιριαστό. Γιατί, αν και στις

άλλες αίθουσες ένιωσαν τις αισθήσεις τους και τις σάρκες τους να

φλογίζονται, μόνο εκεί μέσα αισθάνθηκαν, τόσο έντονα, φως να ξεχειλίζει

από τις ψυχές τους. Το πνεύμα αλάφρωνε στην Κάμαρα της Φώτισης,

πετούσε στα σύνορα της φαντασίας και της γνώσης, κατακτούσε

άγνωστους ορίζοντες, ο νους οξυνόταν, θρεφόταν και ερωτευόταν. 

Πίσω από ένα αδειανό έπιπλο βιβλιοθήκης με σπασμένα ράφια,  υπήρχε

μια ξύλινη σκάλα που οδηγούσε σε μια μικρή εξέδρα. Από εκεί άφησαν

πίσω τους την Κάμαρα της Φώτισης, περνώντας μέσα από μια δρύινη

πόρτα. 

Η επόμενη αίθουσα έμοιαζε με πλατεία. Μαρμάρινες πλάκες που πάνω

τους είχαν χρυσαφένια σχέδια των αστερισμών και των πλανητών

συνέθεταν το δάπεδο του αχανή χώρου. Χοντρές κολώνες από ασήμι και

χάλυβα στήριζαν το θολωτό ταβάνι, κάτω από το οποίο αιωρούνταν, σαν

φαντάσματα, γλώσσες φωτιάς. Έμοιαζαν με μικρούς κομήτες που

επιθεωρούσαν από ψηλά τον χώρο και τον έλουζαν στο φώς. Στοκεντρικότερο σημείο της αίθουσας,  υπήρχε ένα άγαλμα που έμοιαζε

Page 306: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 306/322

305

σμιλεμένο από φωτιά και φως. Ήταν ένας αρχαίος πολέμαρχος με

αυταρχικό βλέμμα. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα μακρύ ξίφος και στο

αριστερό ένα δόρυ. Στον θώρακα της πανοπλίας του ήταν σμιλεμένο ένα

προσωπείο, που κάλυπτε το πρόσωπο  του ήλιου και άφηνε να φανεί το

στέμμα του. Κοιτώντας τον, ο Έκτορας σκέφτηκε πως η όψη του

πολέμαρχου ήταν τρομερή. Έμοιαζε ανθρώπινη, αλλά προέβαλλε τόσηισχύ και τρόμο που έμοιαζε αφύσικα παραμορφωμένη. 

«Ο Αλέξανδρος. Ο άνθρωπος που πήρε την Προσωπίδα του Φωτός από

τούτη την αίθουσα και θέλησε με αυτή να κυριέψει τον κόσμο. Ήταν,

θαρρώ, ο τελευταίος θνητός που πάτησε το πόδι του εδώ μέσα, πριν από

εσάς». Εξήγησε ο Αριστοτέλης. 

Ξάφνου άκουσαν αναταραχή τριγύρω τους και με αστραπιαίες κινήσεις,

 ύψωσαν τα όπλα τους. Εκατοντάδες πλάσματα έκαναν την εμφάνιση τους

από το πουθενά και περικύκλωσαν την συντροφιά. Έμοιαζαν  με

ανθρώπους, όμως το σώμα τους έλαμπε εκτυφλωτικά και, αντί για μαλλιά,χρυσαφένιες φλόγες στεφάνωναν τα κεφάλια τους. Τα μάτια τους δεν

είχαν κόρες και άστραφταν σαν αστέρια σε νυχτερινό ουρανό. Φορούσαν

βαριές πανοπλίες και στα μυώδη χέρια τους κρατούσαν  τα γυμνωμένα 

σπαθιά και τις ασπίδες τους. 

Με ήρεμες κινήσεις, ο μάγος πλησίασε τον Έκτορα και τον ακούμπησε

στο μπράτσο. 

«Κατεβάστε τα όπλα σας». Τους είπε.  »Δεν κινδυνεύουμε. Αυτό που

βλέπετε είναι το απομεινάρι του στρατού του Αλέξανδρου. Άνθρωποι-

Φως». Εκείνοι υπάκουσαν, αλλά, ακόμα και όταν το έβαλε στο θηκάρι

του, ο Έκτορας συνέχισε να σφίγγει την λαβή του σπαθιού του. 

Ωστόσο, ο μάγος απομακρύνθηκε από την συντροφιά και πήγε προς το

μέρος ενός ψηλού ανθρώπου, ο οποίος φορούσε πανοπλία και

περικεφαλαία από πλατίνα. Ο Άνθρωπος-Φως  έκρυψε το σπαθί του και

πλησίασε τον Αριστοτέλη. 

«Φάστορ, δεν ακούσατε τον λόγο του Ρα, που μετέφερε ο γιος του σε όλη

την Αίθουσα του Φωτός»; Ρώτησε ο μάγος ψυχρά. 

«Τον ακούσαμε, Αριστοτέλη. Αν και υπήρξες πολέμιος μας στο

παρελθόν, οφείλουμε να σεβαστούμε εσένα και το έργο σου μες στη

Σπηλιά των Μυστηρίων. Σε καλωσορίζουμε λοιπόν στον Ναό της

Προσωπίδας» 

«Απέσυρε τον στρατό σου και άσε μας να πορευτούμε ελεύθερα».

Διέκοψε απότομα τον Φάστορ  ο μάγος. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες

από θυμό.  Δεν τον άγγιζε η γλοιώδης ευγένεια του πολεμιστή, το

πρόσωπο του ήταν αυστηρό και ανέκφραστο. 

«Δεν μπορούμε να αφήσουμε τους θνητούς να περάσουν. Θυμόςκατέκλεισε τις καρδιές μας μόλις αισθανθήκαμε την παρουσία τους.

Page 307: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 307/322

306

 Έχουν σκοτάδι στις ψυχές τους, πολύ σκοτάδι. Δεν ανήκουν εδώ μέσα,

πρέπει να φύγουν» 

«Θα φύγουμε μόλις τελειώσουμε την αποστολή μας, όχι νωρίτερα» 

 Ήταν φανερός και ο θυμός του Φάστορ πλέον. Το πρόσωπο τουσυσπάστηκε και οι φλόγες στο κεφάλι του θέριεψαν. Όμως φοβόταν τον

Αριστοτέλη ή τις διαταγές του Ρα και έκανε προσπάθεια να συγκρατήσει

την οργή του. 

«Δεν ανήκουν άνθρωποι εδώ μέσα. Προσπάθησε να το καταλάβεις, μάγε.

Σίγουρα και εσύ έχεις αισθανθεί το Σκότος στις μαύρες καρδιές τους.

Είναι ξένοι και εχθροί στα καθαγιασμένα μέρη μας» 

«Το έχω αισθανθεί το σκοτάδι μέσα τους. Το αισθάνομαι καθημερινά.

 Όπως αισθάνομαι και το σκοτάδι μέσα μου και σε κάθε πλάσμα της

φύσης. Εσύ μπορείς να αισθανθείς το δικό σου; Όχι γιατί δεν έχεις.Επειδή δεν σε γέννησε η φύση. Είσαι γόνος της διαστροφής ενός

αρρωστημένου ανθρώπου, που προσπάθησε να ρημάξει την ύπαρξη και

 να βεβηλώσει την ισορροπία της Φύσης. Άβουλα εκτρώματα είστε όλοι

σας και μόνο εδώ μπορείτε να κρυφτείτε δίχως να προσβάλετε την

Ομορφιά με την ύπαρξη σας». Φώναξε ο Αριστοτέλης αυστηρά και

έφτυσε χάμω. Ακόμα και ο Έκτορας ένιωσε ψήγματα φόβου στην καρδιά

του, ακούγοντας την βροντερή φωνή του φίλου του, που έκαιγε τα θνητά

αυτιά της συντροφιάς με την οργή της. 

Πλέον ο Φάστορ δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και ύψωσε το σπαθί του.

Το ίδιο έπραξε και ο Έκτορας και έκανε να πάει κοντά στον φίλο του.

 Όμως μια άγρια φωνή γέμισε την αίθουσα, έκανε τις κολώνες να τρίξουν

και τον συγκράτησε. 

«Θα τα βάλεις μαζί μου Φάστορ; Θες στα αλήθεια να προκαλέσεις  την

οργή μου; Την οργή του Ρα και του Ώρου; Εμπρός, κατέβασε το σπαθί

σου, ποταπό πλάσμα. Έπειτα θα αντικρίσεις τον αφανισμό, τον δικό σου

και του στρατού σου» 

 Ήξερε ο Φάστορ ότι ο μάγος δεν έλεγε λόγια του αέρα. Άλλωστε είχε δει

την οργή του στο παρελθόν. Είχε νιώσει από πρώτο χέρι την ανεξάντλητηδύναμη του Αριστοτέλη. Χαμήλωσε το κεφάλι και ξανάβαλε το σπαθί στο

θηκάρι του.

«Τώρα απέσυρε τον στρατό σου» 

Με ένα γνέψιμο του Φάστορ, ο στρατός αφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού.

«Συγνώμη για το ξέσπασμα μου. Για να εξασφαλίσω ότι δεν θα σας

βλάψει κανείς, θα σας συνοδέψω ως την έξοδο του Ναού, με την άδεια

σου» 

Page 308: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 308/322

307

Γνέφοντας, ο Αριστοτέλης συμφώνησε και γνέφοντας κοφτά, του έκανε

 νόημα να προπορευτεί. 

Με την καθοδήγηση του Φάστορ, η συντροφιά πέρασε το πύρινο άγαλμα,

διέσχισε την αίθουσα και έφτασε μπροστά σε τρεις βαριές μπρούτζινες

πόρτες. 

«Ξέρεις τον δρόμο από εδώ  νομίζω, μάγε» 

Δίχως να γυρίσει να τον κοιτάξει, ο Αριστοτέλης έγνεψε θετικά. Ο

Άνθρωπος-Φως υποκλίθηκε σε αυτόν μόνο και αφανίστηκε, όπως έκανε

πριν και ο στρατός του. Τότε μόνο ο Έκτορας μπόρεσε να χαλαρώσει το

χέρι του από την λαβή του σπαθιού του. Γύρισε και περιεργάστηκε  τις

πόρτες μαζί με την υπόλοιπη συντροφιά.

 Ήταν και οι τρεις γεμάτες σκαλίσματα που διηγούνταν σύντομες

ιστορίες. Η μία απεικόνιζε την γέννηση του θεού Ήλιου, τα ταξίδια τουστο στερέωμα πάνω στο φημισμένο πύρινο άρμα του και τις ένδοξες

μάχες του απέναντι σε δαίμονες του αρχαίου κόσμου και θεούς του

Σκότους. Η δεύτερη απεικόνιζε έναν τρικέφαλο δράκο με ολόλευκο δέρμα

και ένα πετράδι σε μέγεθος βουνού κολλημένο στο στήθος του. Τα

σκαλίσματα διηγούνταν την γέννηση του, που έγινε παράλληλα με την

γέννηση των πιο αρχαίων αστεριών και πλανητών, το ταξίδι του από τα

πέρατα του Σύμπαντος στην νεογέννητη γη και τα έργα που έκανε εδώ με

την βοήθεια της Φύσης και του Φωτός. Η τρίτη πόρτα έδειχνε τρεις

μάγους να γράφουν συγγράμματα, να σφυρηλατούν όπλα και εργαλεία, να

περιπλανούνται σε πράσινα δάση,  να υψώνουν τα ραβδιά τους και να

κάνουν ξόρκια,   να τραγουδούν, παίζοντας άρπες και φλάουτα, να

συνομιλούν με κάθε λογής ζώα και να χτίζουν σπιτικά. Στην κορυφή της

πόρτας οι τρεις μάγοι είχαν υψωμένα τα κεφάλια τους θαυμάζοντας και

 υμνώντας τα άστρα, τον Ήλιο και την Σελήνη.

«Το Παλάτι του Βασιλικού Πυρός, Ο Ναός των Υψίστων και το Άσυλο

της Δημιουργίας. Μακάρι να είχαμε χρόνο να επισκεφτούμε και τις τρεις

Αίθουσες. Δεν είδατε παρά ένα δείγμα του μεγαλείου της Αίθουσας του

Φωτός. Όμως η πορεία μας συνεχίζει και δεν έχουμε καιρό για

παρακάμψεις. Πάμε λοιπόν. Σύντομα το πρώτο μέρος του ταξιδιού μας

τελειώνει» 

Page 309: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 309/322

308

Μάρντουκ Σίρρους  

ε ένα απαλό χτύπημα του ραβδίου του άνοιξε την μεσαία

αίθουσα. Ο Ερμής στον ώμο του έκρωξε, νιώθοντας τον

ενθουσιασμό και την αγωνία της συντροφιάς. Ανηφόρισαν την

μαρμάρινη σκάλα, που υψώθηκε μπροστά τους,  με βιασύνη και ένα

αμυδρό, συγκρατημένο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα πρόσωπα όλων. Ή

σχεδόν όλων. Ο Έκτορας δεν είχε ξεχάσει την συζήτηση με τον

Αριστοτέλη και υποψιαζόταν ότι σύντομα θα τους εξηγούσε τι ακριβώς

είπε με τον Ρα και τον Ώρο. Θα μάθαινε ποια είναι η μυστηριώδης

δύναμη, που τον στοίχειωνε από την είσοδο του στην Αίθουσα.

Λαχάνιασαν και έκαναν ένα σύντομο διάλλειμα σε ένα μεγάλο

πλατύσκαλο. Τα δισάκια τους ήταν γεμάτα φαγητό και νερό που τους

προμήθευσαν οι δύο Αιγύπτιοι θεοί. Έφαγαν και ανακούφισαν την

εξάντληση τους πίνοντας μπόλικο δροσερό νερό.   Έπειτα, κάθισαν

σταυροπόδι μερικά λεπτά, αμίλητοι. Η έξαψη είχε κλείσει τα στόματα

τους, χόρευε σιωπηλά μέσα τους. 

Ανυπόμονα, ο Ερμής πλατάγισε τα φτερά του και καθώς όλοι

αδημονούσαν να φτάσουν στο τέλος της διαδρομής, συνέχισαν την

ανηφόρα στη μαρμάρινη σκάλα.

Και να, μισή ώρα μετά το διάλλειμα τους στο πλατύσκαλο, μια λάμψη

τους τύφλωσε. Όταν τα μάτια τους συνήθισαν στο έντονο φως, είδαν την

Πύλη του Ναού των Υψίστων. Πλαισιωνόταν από δύο βωμούς, στους

οποίους έκαιγαν ασημόχρωμες φλόγες και στην αψίδα της πύλης,

γραμμένος με πορτοκαλί γλώσσες φωτιάς, βρισκόταν ο Ύμνος του Φωτός. 

Δεν καταλάβαινε λέξη ο Έκτορας, όμως, αντικρίζοντας το γραπτό και

μόνο, ένιωσε μια αρχέγονη δύναμη να φουντώνει σαν πυρκαγιά μέσα του.

Μια ισχύς απροσδιόριστης φύσης και προέλευσης έκανε την ψυχή του να

φλογιστεί, να ακτινοβολήσει σαν τα πρωτογέννητα αστέρια, την καρδιά

του να χοροπηδήσει ζωηρά στα σπλάχνα του. Η πόρτα ήταν διαμαντένιακαι στο κέντρο της υπήρχε ένα στρόγγυλο κομμάτι χρυσού, στο οποίο

ήταν σκαλισμένη η όψη του τρικέφαλου δράκου. Κοιτώντας το, το

πρόσωπο του Αριστοτέλη χλόμιασε και η έκφραση του έγινε βλοσυρή. 

«Εμπρός, άνοιξε την Αριστοτέλη». Είπε χαμογελαστά ο Φίλιππος. 

«Φίλοι μου, το ταξίδι μας στη Σπηλιά των Μυστηρίων σχεδόν τελείωσε.

Ωστόσο, υπάρχει μια δύναμη στα θεμέλια τούτης της Αίθουσας. Μια

δύναμη που χρόνια κοιμάται, όμως ίσως η παρουσία μας στο Ναό και η

προσπάθεια μας να πάρουμε το Σπαθί της Λύκης την ξυπνήσει». Είπε με

σοβαρό ύφος ο μάγος. 

Μ 

Page 310: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 310/322

309

«Το όνομα του σας το έχω ξανά αναφέρει όταν πρωτομιλήσαμε για το

Σπαθί της Λύκης, καθώς στην φλόγα του το σφυρηλατήσαμε. Επίσης, σας

είπα ότι ο Αλέξανδρος έχασε τον μισό στρατό του μέσα στην Αίθουσα του

Φωτός. Συγκεκριμένα, στον Ναό των Υψίστων, καθώς η  κλοπή της

Προσωπίδας του Φωτός εξόργισε τούτο το αρχαίο πλάσμα. Είναι οΜάρντουκ Σίρρους, ο Αρχέγονος. Ο τρικέφαλος δράκος που γεννήθηκε

μαζί με τα πρώτα αστέρια του στερεώματος από τα σπλάχνα του αιθέρα.

Δύναμη σαν την δικιά του δεν υπάρχει άλλη στη γη» 

Σιωπηλή αναστάτωση κατέβαλε την συντροφιά και τα χαμόγελα έδωσαν

την θέση τους σε εκφράσεις απόγνωσης. 

«Εφόσον σας βοήθησε να φτιάξετε το σπαθί, πάει να πει πως είναι

σύμμαχος των μάγων. Και σύμμαχος του Φωτός προφανώς. Γιατί να

προσπαθήσει να μας εμποδίσει»; Αναρωτήθηκε η Ανδρομάχη 

«Ίσως για τον ίδιο λόγο που προσπάθησαν και οι Άνθρωποι -Φως. Ίσως

μέσα του να αναπτυσσόταν τόσους αιώνες ο θυμός του, για την αποτυχία

του να προστατέψει την Προσωπίδα του Φωτός» 

«Μα, ο Έκτορας δεν προσπαθεί να πάρει κάτι που δεν του ανήκει. Το

Σπαθί της Λύκης φτιάχτηκε για να χρησιμοποιηθεί από αυτόν και μόνο

αυτόν» 

«Δεν μπορώ να μπω στο μυαλό του Μάρντουκ Σίρρους. Δεν μπορώ να

πω με βεβαιότητα ότι θα μας εμποδίσει, ούτε καν ότι θα αντιληφθεί την

παρουσία μας. Είναι  το πιο αρχαίο πλάσμα της Γης, πιθανότατα του

Σύμπαντος και δεν βλέπει τον κόσμο και τον χρόνο όπως εμείς. Οφείλω

 να σας προειδοποιήσω. Μην προσπαθήσετε να του επιτεθείτε. Είναι

άτρωτος σε όλες τις τέχνες των θνητών, καθώς και στις περισσότερες των

μάγων. Και κυρίως, μην αγγίξετε τίποτε μέσα στον Ναό, όσο ακίνδυνο ή

γοητευτικό και αν σας φαίνεται. Μόνο ο Έκτορας θα πάρει το Σπαθί της

Λύκης. Οτιδήποτε άλλο θα μας καταδικάσει» 

 Έγνεψαν εμφατικά ότι κατάλαβαν τις οδηγίες του. Οι καρδιές τους

χτυπούσαν τόσο δυνατά που είχαν την εντύπωση ότι αντηχούσαν σε κάθε

σπιθαμή της Σπηλιάς. Ο Έκτορας ήθελε να ρωτήσει τον Αριστοτέλη αν θαμπορέσει να απωθήσει τον δράκο σε περίπτωση που επιτεθεί, όμως κάθε

φορά που άνοιγε το στόμα να μιλήσει, έναν κόμπος στον λαιμό τον έπνιγε.

Δύο χοντρές στάλες ιδρώτα χάραξαν την πορεία τους στο πρόσωπο του

και προσπάθησε να κατευνάσει κάπως την αγωνία του στρεφόμενος στην

Ανδρομάχη. Όμως και το δικό της πρόσωπο ήταν πανικόβλητο, όπως και

του Φίλιππου. Ακόμα και ο Αχιλλέας, παρ’ όλες τις προσπάθειες του, δεν

κατάφερε να κρύψει κάποια ίχνη  φόβου.  Ήταν λογικό. Κανείς δεν είχε

ακούσει τον Αριστοτέλη να μιλάει με τόσο δισταγμό και αγωνία, ακόμα

και όταν επρόκειτο να αντιμετωπίσει τον Άδη. 

Ξεροκαταπίνοντας, ο μάγος τους γύρισε την πλάτη. Ακούμπησε το ραβδίτου πάνω στο χρυσό έμβλημα και είπε ένα τραγουδιστό σύνθημα σε

Page 311: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 311/322

310

κάποια άγνωστη γλώσσα. Τρίζοντας, η πόρτα άνοιξε αργά παρατείνοντας

την αγωνία τους. 

 Όμως τίποτα δεν συνέβη. Η συντροφιά μπήκε μέσα στον Ναό των

Υψίστων ανενόχλητη. Και αυτά που αντίκρισε μέσα, την έκανε να ξεχάσει

προσωρινά την αγωνία. 

 Ένας χώρος, τόσο ψηλός, που το ταβάνι δεν διακρινόταν. Κρυστάλλινες

κολώνες, επενδυμένες με φλέβες πλατίνα, υψώνονταν σε αφάνταστα ύψη.

Αγάλματα, σμιλεμένα με άφθαστη τέχνη,  Μάγων, Θεών, Ξωτικών,

Φοινίκων, Πνευμάτων, Κενταύρων και Ανθρώπων κοσμούσαν τον χώρο

και οι τοίχοι είχαν ανάγλυφα με τα κατορθώματα και τα έργα τους, εντός

και εκτός της σπηλιάς. Ο Ναός ήταν κυκλικός και στο κέντρο του υπήρχε

μια μεγάλη τρύπα μέσα από την οποία έβγαινε ένας πίδακας γαλάζιας

φωτιάς, από τα απύθμενα βάθη της γης και υψωνόταν σε τεράστιο ύψος.

Από τις φλόγες της έβγαινε μια παράξενη μελωδία, ακαταμάχητα

γοητευτική και τους συνεπήρε όλους για λίγα δευτερόλεπτα στον απαλόρυθμό της. Ανάμεσα από τις κολώνες και την τρύπα υπήρχαν οι θησαυροί

του Ναού. Μία σαρκοφάγος που στην πρόσοψη της είχε ανάγλυφη μια

κοκκινομάλλα γυναίκα. Ήταν πανέμορφη και τόσο παραστατικά

σμιλεμένη, που τα μαλλιά της έμοιαζαν να ανεμίζουν στο απαλό αεράκι

που δημιουργούσε η φωτιά. Απέναντι της,   υπήρχε ένας πάπυρος 

προστατευμένος μέσα σε μια κρυστάλλινη θήκη. Αρχικά, ο Έκτορας

 νόμισε πως ήταν κενός, όμως, μετά από λίγο, είδε χρυσαφένια γράμματα

 να γράφονται από κάποιο αόρατο χέρι και να αφανίζονται στιγμιαία. 

Λίγα εκατοστά δίπλα στην σαρκοφάγο,  υπήρχε ένα απροσδιόριστο

αντικείμενο. Ήταν μια σφαίρα στο μέγεθος μιας αντρικής γροθιάς που

αιωρούταν πάνω από ένα  σιδερένιο  τρίποδο. Τα χρώματα της

εναλλάσσονταν από μαύρο σε πράσινο από εκεί σε χρυσαφί και μετά ξανά 

σε  μαύρο. Δεν μπορούσε κανείς από τους τέσσερις ανθρώπους στη

συντροφιά να πει με σιγουριά αν η σφαίρα ήταν φτιαγμένη από στερεό,

 υγρό ή αέριο υλικό. Απέναντι από την σφαίρα υπήρχε ένα γλυπτό που

παρίστανε δύο γυναικεία χέρια. Ήταν τόσο λιτό και απλό, σμιλεμένο σε

ένα κομμάτι γκρίζο μάρμαρο, δύο απλά,  νεανικά χέρια γυναίκας, όμως

άσκησε μία ισχυρή έλξη πάνω στον Έκτορα και χρειάστηκε πολύς κόπος

ώσπου να καταφέρει να πάρει τα μάτια του από πάνω τους. 

Οι πέντε σύντροφοι θαύμασαν για λίγο την μυστηριώδη, γαλαζοπράσινη

φωτιά όταν έφτασαν κοντά της και συνέχισαν την περιπλάνηση τους.

Είδαν ένα φυλαχτό καμωμένο από φτερά αετού και ξύλο από ένα αρχαίο

δέντρο που δεν υπήρχε πλέον στη γη, προφυλαγμένο και αυτό μέσα σε μια

κρυστάλλινη θήκη. Και απέναντι του, το συντηρημένο κουφάρι ενός

μυστήριου όντος  που έμοιαζε με φίδι, αλλά τα λέπια του ήταν σαν

διαμαντένια και στα μάτια του, ακόμα και μετά θάνατον, δύο πορτοκαλιές

φωτιές έκαιγαν.  Υπήρχε ακόμα ένα κρυστάλλινο άγαλμα που στα χέρια

του κρατούσε σφιχτά δύο δερματόδετα, χοντρά βιβλία δίχως τίτλο στα

εξώφυλλα τους και δύο χρυσά αγάλματα λύκων που ούρλιαζαν και από τα

μισάνοιχτα στόματα τους έβγαινε ένας λαμπερός καπνός με μεθυστικόάρωμα. Και να! Δίπλα από τους δύο λύκους στεκόταν όρθιο, στηριγμένο

Page 312: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 312/322

311

από κάποια αόρατη δύναμη, το Σπαθί της Λύκης!  Ήταν πραγματικά

πανέμορφο. Η μακριά κόψη του ήταν κατασκευασμένη από άγνωστο

 υλικό, που έμοιαζε με μίγμα σιδήρου και ασημιού. Η λαβή του φαινόταν 

χρυσή και πάνω της ήταν σμιλεμένος ο Μάρντουκ Σίρρους. Έμοιαζε να

τυλίγεται σαν φίδι γύρω από την λαβή και τα τρία κεφάλια  μαζί με την

ουρά του κύκλωναν ένα ακατέργαστο, διάφανο πετράδι, που υπήρχε στοκατώτερο σημείο της. Στο σημείο που ενωνόταν με την κόψη, η λαβή

έπαιρνε το σχήμα έλλειψης και είχε πάνω ανάγλυφα τον Ήλιο, την Σελήνη

και την Αφροδίτη, το άστρο της αυγής. 

«Εδώ είμαστε, Έκτορα». Είπε ο Αριστοτέλης, όταν πρώτος έφτασε δίπλα

στο Σπαθί. »Άδραξε το λεβέντη μου και άδραξε μαζί του την μοίρα σου» 

Ο Έκτορας κοντοστάθηκε. Ένα συνονθύλευμα σκέψεων και

συναισθημάτων τάραζε τα σωθικά του και δεν μπορούσε να μπει με

τίποτα σε τάξη. Δεν μπορούσε καν να διατάξει τα πόδια του να

προχωρήσουν. Ξεροκατάπιε, έκλεισε τα μάτια, ένιωσε την καρδιά του ναχτυπά ακανόνιστα, το νου του να έχει γίνει ένας στρόβιλος σύγχυσης. Δύο

απαλά χέρια τον έπιασαν από τους ώμους. 

«Πήγαινε, Έκτορα. Γι’ αυτό ήρθαμε μέχρι εδώ. Εσένα περίμενε

καρτερικά τόσους αιώνες το σπαθί. Πήγαινε δίχως φόβο. Θα ‘μαι ακριβώς

δίπλα σου». Του ψιθύρισε μια γαλήνια φωνή.  Ο στρόβιλος κόπασε, η

καρδιά του ηρέμησε κάπως, τα σπλάχνα του δροσίστηκαν στο άκουσμα

της φωνής της Αμαζόνας. 

Ανάσανε βαθιά. Δεν μπορούσε να μιλήσει, δεν μπορούσε να κοιτάξει

τίποτε άλλο από το Σπαθί. Προχώρησε με σταθερό βήμα και το πλησίασε.

Άπλωσε το χέρι, αλλά το ξαναμάζεψε. Κοίταξε γύρω του και είδε δίπλα

του την Ανδρομάχη να του χαμογελάει, τον Αριστοτέλη να κουνάει

ενθαρρυντικά το κεφάλι. Αντίκρυ του, ο Φίλιππος ψιθύρισε μέσα από τα

δόντια του: 

«Εμπρός, φίλε μου» 

Και ο Αχιλλέας έγνεψε λιτά να προχωρήσει. Πήρε άλλη μιαν ανάσα.

Άπλωσε το χέρι και αυτήν την φορά τα δάχτυλα του τυλίχθηκαν γύρω από

την λαβή του Σπαθιού. Το ύψωσε αποφασιστικά. Μια ζέστη που ξεκίνησεαπό το σπαθί ξεχύθηκε μέσα του, σταθεροποίησε τους χτύπους της

καρδιάς του και τον γέμισε κουράγιο και δύναμη. Ο Φίλιππος και ο

Αχιλλέας ζητωκραύγασαν, υψώνοντας τις γροθιές  και η Ανδρομάχη

αγκάλιασε σφιχτά τον σύντροφο της. 

Το Σπαθί, παρότι φαινόταν βαρύ, ήταν ελαφρύ σαν πούπουλο και η λαβή

του εφάρμοζε τέλεια στην κλειστή παλάμη του χεριού του Έκτορα. Δεν το

ένιωθε καν σαν ξένο σώμα, παρά ως προέκταση του χεριού του. Δεν

 υπήρχε αμφιβολία πως τούτο το όπλο είχε φτιαχτεί για εκείνον. Με ένα

χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του και νέα δύναμη στην καρδιά του, ο

 Έκτορας ύψωσε ξανά το σπαθί. Τράβηξε κοντά του την Αμαζόνα και τηνφίλησε. 

Page 313: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 313/322

312

«Τα καταφέραμε. Αυτό ήταν» 

«Είμαι περήφανη για σένα». Του είπε χαϊδεύοντας τα μαλλιά του. 

«Δεν θα έφτανα ούτε μέχρι τα μισά του δρόμου δίχως εσένα. Σε σέναανήκει η δόξα τούτης της κατάκτησης». Της είπε και την ξαναφίλησε. »Σε

σένα και σε όλη την συντροφιά. Τα καταφέραμε. Τελείωσε η σκληρή

περιπλάνηση μας στην Σπηλιά των Μυστηρίων». Απευθύνθηκε στους

 υπόλοιπους. 

«Έχει μεγάλη δύναμη τούτη η συντροφιά. Και πλέον μεγάλη δόξα

κουβαλάει στην πλάτη της. Εύγε, αξίζουν πολλά συγχαρητήρια σε όλους

μας. Όμως, ας μην επαναπαυόμαστε. Πάμε τώρα να βγούμε από τούτη την

Σπηλιά, να αντικρίσουμε ξανά το φως του ουρανού, που τόσο μου έλειψε

και έπειτα θα χαράξουμε την συνέχεια της πορείας μας, καθώς…» Δεν

πρόλαβε ο μάγος να ολοκληρώσει την φράση του. Μεγάλη αναταραχήξέσπασε στην Αίθουσα. Η γαλαζοπράσινη φωτιά έσβησε και το τραγούδι

της σώπασε. Ισχυρές δονήσεις συντάραζαν το δάπεδο και έκαναν την

κολώνες να τρίζουν. Ρωγμές που ξεκίνησαν από  την τρύπα στο κέντρο

του Ναού χάραξαν το έδαφος και ένα δυνατό μούγκρισμα βγήκε από μέσα

τους. 

«Ο Μάρντουκ Σίρρους»; Ρώτησε ο Έκτορας και η καρδιά του έγινε χίλια

κομμάτια μόλις ο Αριστοτέλης έγνεψε «ναι». 

«Τρεχάτε! Γρήγορα, η έξοδος είναι μπροστά μας. Ακολουθήστε με» 

 Όμως δεν πρόλαβαν να κάνουν βήμα. Μια σκιά υψώθηκε πίσω τους,

χάθηκε στιγμιαία και δύο τεράστια πόδια στάθηκαν με πάταγο μπροστά

από την χρυσή πόρτα. 

 Ήταν η πρώτη φορά που ο θηριώδης Αχιλλέας ένιωσε μικρός και

ασήμαντος σαν μυρμήγκι. Η λέξη κολοσσιαίος δεν ήταν αρκετή για να

χαρακτήριζε το μέγεθος του δράκοντα. Τα αιχμηρά νύχια στα πόδια του

είχαν μέγεθος ενήλικου άντρα. Τα πόδια του ήταν σαν ψηλοί λόφοι και

ολάκερος ο Μάρντουκ Σίρρους ήταν ψηλότερος από το ψηλότερο βουνό

που είχαν αντικρίσει. Τα λευκά λέπια του ήταν σαν υπερμεγέθεις ασπίδες

και δημιουργούσαν μια αδιαπέραστη αρματωσιά που κάλυπτε το σώματου. Ο οργισμένος βρυχηθμός του δημιούργησε έναν μικρό σεισμό στον

 Ναό και δύο κρυστάλλινες κολώνες ράγισαν. Η αγκαθωτή ουρά του

λύγισε και περικύκλωσε ολόκληρο τον Ναό. Τα τρία φολιδωτά κεφάλια ,

στεφανωμένα με χοντρά κέρατα,  κατέληγαν σε  μακριούς, ευέλικτους

λαιμούς, που  λικνίστηκαν και έπειτα έσκυψαν να αντικρίσουν την

συντροφιά. Οι κόρες των ματιών του ήταν όμοιες με μικρά ασημένια

αστέρια. Δίχως να ανοίξει κάποιο από τα στόματα του, μίλησε και η βαθιά

φωνή του έμοιαζε να βγαίνει από το τεράστιο, σαν βράχο, διαμάντι που

ήταν κολλημένο στο στήθος του και λαμποκοπούσε σαν τον Ήλιο: 

«Αριστοτέλη! Είσαι στα αλήθεια εσύ; Μου φάνηκε πως αισθάνθηκα τηνπαρουσία ενός μάγου» 

Page 314: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 314/322

313

«Εγώ είμαι, Μάρντουκ» 

«Πάνε μερικοί αιώνες από τότε που σε ξανάδα εδώ πέρα , θαρρώ. Οι

μάγοι έχουν φύγει για τις Απαγορευμένες Χώρες και από τότε η Σπηλιά

έχασε την ζωντάνια που είχε. Δεν τους ακολούθησες»; 

«Έζησα αρκετό καιρό εκεί. Έπειτα αποφάσισα να επιστρέψω και να ζήσω

με τους Ανθρώπους. Τι σε ξύπνησε από τον λήθαργο σου, Αρχέγονε; Το

ξύπνημα σου τάραξε τα θεμέλια της Σπηλιάς» 

«Ω, θαρρώ ξέρεις τι με ξύπνησε, νεαρέ μου. Θαρρώ ξέρεις πολύ καλά και

αν μου λες πως ζεις με θνητούς, τότε υποθέτω πως έχεις βάλει και εσύ το

χέρι σου στην κατεργαριά που με ξύπνησε». Γρύλισε ο δράκοντας. 

»Ναι, και βέβαια ξέρεις. Όχι μόνο τόλμησες να βάλεις θνητούς στην

Αίθουσα του Φωτός, αλλά ένας από αυτούς κρατάει κάποιο από τα ιεράαντικείμενα του Ναού» 

«Τούτος είναι ο Έκτορας, ο Εκλεκτός. Για τους προπάτορες του, τον ίδιο

ή κάποιον απόγονο του σφυρηλατήσαμε τότε το Σπαθί της Λύκης. Ήσουν

εκεί, Μάρντουκ, θα πρέπει να θυμάσαι τους όρους της δημιουργίας του

συγκεκριμένου αντικειμένου» 

«Η μνήμη μου είναι καλή όπως πάντα. Θυμάμαι την γέννηση την γης,

πριν εσείς και οι αδύναμες φυλές σας αρχίσετε να βαδίζετε πάνω της,

ακόμα και την γέννηση του Ήλιου σας. Θυμάμαι το χτίσιμο της Σπηλιάς

και των Πέντε Αιθουσών της. Θυμάμαι και όταν σας χάρισα   την φλόγα

μου για να σφυρηλατήσετε τούτο το σπαθί, που μέσα του κρύβεται ένα

κομμάτι της δύναμης μου, της δύναμης του Φωτός» 

«Τότε καταλαβαίνεις πως ο Έκτορας έχει κάθε δικαίωμα πάνω στο Σπαθί

της Λύκης. Δεν είμαστε παραβάτες, ούτε ήρθαμε εδώ για να πάρουμε ότι

δεν μας ανήκει. Άσε μας να φύγουμε» 

«Είναι θνητός, Αριστοτέλη. Είναι Άνθρωπος. Θυμάσαι τι συνέβη την

τελευταία φορά που κάποιος από το είδος τους πήρε κάτι από αυτήν τηναίθουσα; Και βέβαια το θυμάσαι, αφού τον πολέμησες κιόλας.  Αλλά δεν

έμαθες ακόμα από τα λάθη σου, ανόητε; Δεν έμαθες πως οι ψυχές τους

είναι αγιάτρευτα αδύναμες για να αντέξουν τόση ισχύ; Όχι, τούτη τη φορά

δεν θα λαθέψω, όσο και αν θες εσύ να μείνεις στην πλάνη σου. Ο θνητός

δεν θα φύγει με το Σπαθί της Λύκης από εδώ μέσα» 

«Μάρντουκ Σίρρους, αν είσαι σοφός όσο είσαι και ισχυρός θα ξέρεις την

σκοτεινή λαίλαπα που μαίνεται πάνω στη γη τούτη την ώρα. Ο Ζακχαέρ

 Ντων αναστήθηκε και με τους Εφτά Ιερείς του βυθίζει τον κόσμο στο

σκοτάδι. Συμφωνήσαμε να δώσουμε δύναμη στους ανθρώπους να

αποδιώξουν μόνοι τους το Σκότος όταν το επαναφέρουν. Συμφωνήσαμε

 να τους δώσουμε το Σπαθί της Λύκης. Και τώρα στέκεσαι εμπόδιο σε

Page 315: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 315/322

314

τούτη την αξιοθαύμαστη προσπάθεια που κάνουν οι θνητοί; Αυτό θες; Να

βυθιστεί ο κόσμος στο σκοτάδι»; 

«Έχω δει την φύση να  βρίσκει τον δρόμο της ακόμα και μέσα στα πιο

ανήλιαγα και ψυχρά μέρη. Δεν χρειάζεται την αδύναμη, θνητή ύπαρξη

τους για να επιβιώσει. Αυτοί βυθίζουν τον κόσμο στο σκοτάδι, αυτοίδιαταράζουν συνεχώς την Ισορροπία. Ίσως αν αφανιστούν, η φύση

ξαναβρεί τον δρόμο της και αυτή τη φορά θα τον διατηρήσει δίχως να έχει

εμπόδιο τις μίζερες ψυχές τους» 

«Αυτό είναι ένα ρίσκο που δεν είμαι έτοιμος να το πάρω. Δεν σου δόθηκε

ποτέ το δικαίωμα να αποφασίζεις την μοίρα μιας ολόκληρης φυλής. Είναι

και οι άνθρωποι μέρος της φύσης, όσο και αν πασχίζουν να

απομακρυνθούν από την αγκαλιά της. Τούτοι οι άνθρωποι έχουν μια

ευκαιρία να αποκαταστήσουν την Ισορροπία και να διδαχθούν από την

φρίκη που σπέρνει ο Ζακχαέρ Ντων. Θέλω να σεβαστείς την συμφωνία

που κάναμε, Μάρντουκ» 

«Οι συμφωνίες δεν έχουν ισχύ πάνω σε κάποιον που έχει δει την γέννηση

του κόσμου. Είσαι νεαρός ακόμα και δεν έχεις μάθει να βλέπεις μακριά,

Αριστοτέλη. Θα μάθουν από τα λάθη τους, μου λες. Εγώ σου λέω πως θα

αντικαταστήσουν μια δυναστεία του Σκότους με μία του   Φωτός,

χρησιμοποιώντας το Σπαθί. Ή με μια άλλη του Σκότους, αργά ή γρήγορα.

 Όχι, οι θνητοί δεν έχουν σοφία μέσα τους. Δεν βλέπουν τον αιθέρα και τα

δημιουργήματα του. Μην σε θολώνει ο οίκτος σου, νεαρέ. Μάθε να

κοιτάς το μέλλον» 

«Έχω μάθει πως το μέλλον είναι στο έλεος του χάους και της τύχης, έτσι

είναι αόρατο σε όλους, ακόμα και σε σένα. Όμως δεν θα αφήσω το παρόν

του κόσμου στα χέρια ενός, είτε αυτός είναι ο Ζακχαέρ Ντων είτε είσαι

εσύ. Κανένας οίκτος δεν με θολώνει, είναι η αγάπη που ανοίγει τα μάτια 

και το μυαλό μου. Ίσως ζεις τόσους  πολλούς αιώνες που η καρδιά σου

έχει σαπίσει και δεν μπορείς  πλέον  να την νιώσεις. Ωστόσο, δεν μου

πέφτει λόγος. Σεβάσου την συμφωνία, Αρχέγονε, δεν θα το ξαναπώ» 

Ο δράκοντας γέλασε καγχαστικά. Οι τέσσερις άνθρωποι κατάλαβαν πως

η συζήτηση δεν είχε πάρει καλή τροπή. Με αγωνία περίμεναν την

απάντηση του Μάρντουκ Σίρρους. 

«Δεν έχεις δύναμη απέναντι μου, αυθάδη νεαρέ. Οι μάγοι κάνατε λάθος

που επιτρέψατε τόση δύναμη σε έναν θνητό. Έκανα και εγώ λάθος που

σας βοήθησα. Όμως αντίθετα με εσάς τους αλαζόνες, εγώ έχω το θάρρος

 να το παραδεχτώ και την δύναμη να το διορθώσω» 

Ο Αριστοτέλης δεν απάντησε, έτρεξε πίσω στην συντροφιά και ύψωσε το

ραβδί του.

«Atherious Shielda». Κραύγασε. 

Τα τρία τρομερά στόματα άνοιξαν και εκτόξευσαν ασημένιες φλόγεςπρος την συντροφιά. Συγκρούστηκαν με την αόρατη ασπίδα που κάλυπτε

Page 316: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 316/322

315

τους πέντε συντρόφους και πάσχιζαν να την διασπάσουν. Ο Αριστοτέλης

βόγκηξε από την ορμή της φωτιάς και, ιδροκοπώντας, κράτησε το ραβδί

του υψωμένο, ώστε να μην σπάσει το ξόρκι. Μετά από μερικά λεπτά, ο

Μάρντουκ Σίρρους σταμάτησε την επίθεση και έκλεισε τα στόματα του.

«Κατάλαβες τώρα, μάγε; Πες στον θνητό να αφήσει τώρα το Σπαθί τηςΛύκης και θα σας χαριστεί η ζωή. Μόνο και μόνο επειδή σε εκτιμώ, θα

δείξω έλεος». Πριν απαντήσει ο μάγος, ο Έκτορας τον τράβηξε από τον

ώμο. 

«Αριστοτέλη, δεν μπορούμε να φύγουμε. Νεκροί δεν θα μπορέσουμε να

 νικήσουμε ποτέ τον Ζακχαέρ Ντων. Ας αφήσω το σπαθί. Θα βρούμε

άλλον τρόπο να νικήσουμε το Σκότος» 

«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, φίλε μου. Όχι αν θέλουμε να νικήσουμε

εγκαίρως. Όχι δίχως πρώτα να αφανιστεί ότι αγαπάμε στην φύση».

Αποκρίθηκε λαχανιασμένος ο μάγος. 

»Ακούς, ανόητε γέρο; Δεν μπορούμε να νικήσουμε το Σκότος δίχως αυτό

το σπαθί, πριν προλάβει να στερήσει την ομορφιά και την αγάπη από την

γη. Αυτό θες»; 

«Η Ισορροπία θα αποκατασταθεί. Αυτό έχει σημασία. Θα μάθετε να

αγαπάτε άλλα πράγματα και να εκτιμάτε την ομορφιά άλλων. Η

Ισορροπία όμως θα αποκατασταθεί αιώνια μόλις οι θνητοί αφανιστούν» 

«Αυτό δεν μπορείς να το ξέρεις, ούτε θα σε αφήσω να μας καταδικάσεις

με την απόφαση σου» 

 Ύψωσε το ραβδί του και εξαπέλυσε αστραπές και κεραυνούς

κολοσσιαίου μεγέθους προς τον δράκοντα. Τον χτύπησαν στο διαμάντι,

εκείνο κοκκίνισε και ο Μάρντουκ Σίρρους έκανε έναν μορφασμό πόνου.

 Έπειτα ήταν η σειρά του να επιτεθεί. 

Οι φλόγες του πολιορκούσαν την αιθέρια ασπίδα του Αριστοτέλη. Τα

κύματα επίθεσης διαδέχονταν το ένα το άλλο και χτυπούσαν

ακατάπαυστα. Ο μανδύας του Αριστοτέλη είχε κολλήσει πάνω του, 

μουσκεμένος από ιδρώτα. Μετά από κάμποση ώρα το ραβδί τουπυρακτώθηκε και άρχισε να καίει τα χέρια του, που φουσκάλιασαν και

άρχισαν να ματώνουν. Ωστόσο, ο μάγος δεν υποχωρούσε.

Βαρυγκωμώντας, κρατούσε την ασπίδα αδιάσπαστη και ακέραια. 

Ανήμποροι να βοηθήσουν οι τέσσερις άνθρωποι στέκονταν άπραγοι πίσω

από τον μάγο, αναρωτώμενοι αν ο δράκοντας θα σταματούσε κάποτε την

επίθεση του. Ο Έκτορας κραύγαζε στον Αριστοτέλη να τον αφήσει να

επιστρέψει το σπαθί, όμως εκείνος τον αγνοούσε.

«Δεν νομίζω ότι ήταν ποτέ επιλογή να επιστρέψουμε το σπαθί, Έκτορα.

Θα γλιτώναμε από τον Μάρντουκ Σίρρους, ίσως. Όμως θα μέναμεεκτεθειμένοι απέναντι στον Ζακχαέρ Ντων. Άκουσες τον Αριστοτέλη. Δεν

Page 317: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 317/322

316

 υπάρχει άλλος τρόπος να πέσει αυτός και οι Εφτά Ιερείς. Όχι από εμάς

τουλάχιστον». Του είπε αυστηρά η Ανδρομάχη. 

«Θα πεθάνουμε εδώ μέσα. Αυτό πως θα μας βοηθήσει να νικήσουμε τον

Ζακχαέρ Ντων, μου λες; Οι μάγοι έφτιαξαν ένα σπαθί, μπορούν να

φτιάξουν κι άλλο» 

«Νομίζω ότι ο Αριστοτέλης θα το είχε σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο και

προφανώς το απέκλεισε. Το σπαθί σφυρηλατήθηκε από τις φλόγες του

δράκοντα. Δεν θα τους βοηθήσει να φτιάξουν άλλο. Δείξε εμπιστοσύνη

στον Αριστοτέλη, θα μας βγάλει από εδώ σώους και ασφαλείς» 

Ο Έκτορας αμφέβαλλε για αυτό. Ο μάγος ήταν κατάκοπος και πάσχιζε να

κρατήσει την ασπίδα που τους προστάτευε. Το πρόσωπο του ήταν

κατακόκκινο και τα μακριά μαλλιά και γένια του κρέμονταν άψυχα,

στάζοντας ιδρώτα. Τα χέρια του ήταν γεμάτα εγκαύματα και αίματα.

Γονατίζοντας ο νεαρός, έκλεισε τα μάτια και παίρνοντας βαθιές ανάσες,προσπάθησε να προετοιμάσει τον εαυτό του για την στιγμή που ο φίλος

του θα κατέρρεε και οι ασημένιες φλόγες θα έκαιγαν όλη την συντροφιά.

Δεν ήταν όμως έτοιμος για αυτό. Προσπάθησε να πετάξει το Σπαθί της

Λύκης κοντά στον δράκο, όμως εκείνο προσέκρουσε στην ασπίδα και

έπεσε στα πόδια του. Βλαστημούσε και χτυπιόταν, ανήμπορος να

βοηθήσει την συντροφιά. 

«Πανάθεμα σε, Αριστοτέλη. Θα σκοτωθούμε και όλη η προσπάθεια μας

θα πάει χαμένη». Πριν ολοκληρώσει την πρόταση του, δύο χέρια τον

τράβηξαν δυνατά και είδε μπροστά του δύο γαλαζοπράσινες φλόγες,

φουντωμένες από θυμό. 

«Σύνελθε. Δεν τον βοηθάς έτσι. Αυτός μας έφερε εδώ, ξέρει τι είναι

καλύτερο για εμάς. Αν παραδώσεις το σπαθί σου, τότε και μόνο τότε θα

πάει όλη η προσπάθεια χαμένη. Όχι αν πεθάνουμε» 

Η αγωνία και ο τρόμος που τους κυρίευσαν, δεν άφησαν να υπολογίσουν

πόσες ώρες πέρασαν κάτω από την πολιορκία των ασημένιων φωτιών του

Μάρντουκ Σίρρους. Το θηρίο βρυχιόταν και ξέρναγε φλόγες ακούραστο,

δίχως παύση. Από την άλλη, ο Αριστοτέλης είχε εξαντληθεί,

βαριανάσαινε και τρέκλιζε, έτρεμε ολόκληρος. Τα χέρια του ήταν σεάθλια κατάσταση, μαυρισμένα και νεκρωμένα. 

Τελικά ο δράκοντας κουράστηκε και σταμάτησε για λίγο την επίθεση

του. Ένα ψυχρό ανελέητο γέλιο βγήκε από το πετράδι στο στήθος του,

ενώ τα στόματα του κάπνιζαν, έτοιμα να εξαπολύσουν νέα λαίλαπα.

Ο Αριστοτέλης κατέρρευσε στο δάπεδο που είχε μαυρίσει και έκαιγε από

τις φλόγες. Τρέχοντας κοντά του, ο Έκτορας τον στήριξε στα πόδια του

και του έδωσε να πιει νερό.  Το πρόσωπο του μάγου ήταν μουλιασμένο

από τον ιδρώτα, χλωμό, ενώ φλέβες φούσκωσαν στο μέτωπο του.

«Άσε με να παραδώσω το σπαθί». Με φωνή αδύναμη, βραχνή, ο μάγοςαποκρίθηκε, τρέμοντας ολόκληρος από κλονισμό και εξάντληση: 

Page 318: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 318/322

317

«Όχι, όχι. Άκουσε με τώρα. Το Σπαθί της Λύκης δεν θα το παραδώσεις

ποτέ σε κανέναν, ακούς; Είναι δικό σου και μόνο δικό σου. Κανείς άλλος

δεν πρέπει να το έχει στα χέρια του. Κανείς!» 

Η βαθιά φωνή του δράκοντα ακούστηκε, απευθυνόμενη στονΑριστοτέλη. 

«Νομίζεις θα μπορέσεις να συνεχίσεις την αντίσταση; Εσείς οι νέοι μάγοι

περνιέστε για σοφοί, αλλά είστε αλαζόνες και ανόητοι. Κοίτα την

κατάσταση σου. Δεν θα αντέξεις ούτε λίγα λεπτά ακόμα. Δεν σε κρατάνε

τα πόδια σου, ανόητε. Παρέδωσε μου το Σπαθί της Λύκης, τώρα»!

Ο μάγος έφτυσε στο πάτωμα και, δίχως να του αποκριθεί, απευθύνθηκε

στον Έκτορα. 

«Πάρε τον Ερμή από τον ώμο μου».

Ο νεαρός υπάκουσε και το γεράκι, σαν να άκουσε τον μάγο, πήδησε στον

ώμο του. Ο Αριστοτέλης τον χάιδεψε στοργικά. 

«Έχει δίκιο, Έκτορα. Δεν θα μπορέσω να αποκρούσω άλλη επίθεση του» 

Ο νεαρός έσκυψε το κεφάλι. Διατήρησε με κόπο την αυτοσυγκράτηση του

και ψέλλισε: 

«Τι θα κάνουμε δηλαδή; Θα πεθάνουμε, έτσι;» 

 Όμως ο μάγος έγνεψε αρνητικά. Ψαχούλεψε τον μανδύα του και έβγαλε

από μέσα το Κράνος του Άδη και το δέμα με την καρδιά του Ιάσωνα. Το

δεύτερο το έδωσε στον νεαρό, ενώ το πρώτο το κράτησε στο αριστερό του

χέρι. Έκλεισε χαμογελαστά το μάτι στον νεαρό. Κάλεσε όλη την

συντροφιά κοντά του. 

«Μόλις εξαφανιστώ, τρέξτε προς την έξοδο. Μην φοβηθείτε τον

Μάρντουκ Σίρρους. Θα προσπαθήσει πιθανώς να σας επιτεθεί, όμως θα

του αποσπάσω την προσοχή» 

«Όχι! Όχι! Αριστοτέλη, δεν φεύγουμε χωρίς εσένα από εδώ, όχι». Τόνισεο Έκτορας. 

«Θα σας ακολουθήσω. Εφόσον βγείτε από την Σπηλιά, ο Μάρντουκ

Σίρρους δεν θα έχει λόγο να συνεχίσει την επίθεση. Θα σας ακολουθήσω» 

Δεν άρεσε το σχέδιο του μάγου στον νεαρό. Ενείχε μεγάλο κίνδυνο για

τον ίδιο. Σκιές θανάτου σκοτείνιασαν το μυαλό του. 

«Όχι! Δεν πάω πουθενά. Αριστοτέλη, ακούς; Δεν πάω πουθενά χωρίς

εσένα» 

Page 319: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 319/322

318

«Έκτορα, σε παρακαλώ. Είναι η καλύτερη ελπίδα μας αυτό το σχέδιο.

Ειδάλλως θα πεθάνουμε εδώ. Δεν θα μπορέσω να αποκρούσω κι άλλη

επίθεση του δράκοντα» 

«Και αν σε σκοτώσει; Πες μου τι θα γίνει, αν δεν προλάβεις να βγεις»; 

Ο μάγος χαμογέλασε αδύναμα. Έπιασε το πρόσωπο του Έκτορα με ταφουσκαλιασμένα, μαυρισμένα χέρια του και τον φίλησε στο μέτωπο.

 Έπειτα, αγκάλιασε στοργικά την υπόλοιπη συντροφιά.

«Τότε, ήταν τιμή μου που συμπορεύτηκα μαζί σας. Θα επιστρέψω στον

Πατέρα Αιθέρα, ευτυχισμένος που σας γνώρισα, γεμάτος αγάπη και

ελπίδα». Τα μάτια της Ανδρομάχης βούρκωσαν και ο Φίλιππος με τον

Αχιλλέα έμειναν αποσβολωμένοι. 

Ο μάγος ύψωσε το κράνος πάνω από το κεφάλι του. 

«Όχι, Αριστοτέλη, περίμενε!». Είπαν όλοι με μια φωνή. 

«Μόλις εξαφανιστώ, τρέξτε. Φύγετε και μην κοιτάξετε πίσω. Τρέξτε!» 

Το κράνος έπεσε στο κεφάλι του και ο Αριστοτέλης χάθηκε από τα μάτια

τους. Αιφνιδιασμένος και γεμάτος θυμό, ο Μάρντουκ Σίρρους βρυχήθηκε

δυνατά και τα τρία κεφάλια του ταλαντεύτηκαν, ψάχνοντας τον

μισογκρεμισμένο Ναό.

«Πάμε, Έκτορα, πάμε, θα έρθει». Έσπρωξε η Ανδρομάχη τον Έκτορα

προς την έξοδο. 

«Όχι, δεν φεύγω, άσε με, θα πάω να τον βρω»

«Δεν μπορούμε να τον βοηθήσουμε. Πάμε τώρα!» Στρίγκλισε η κοπέλα

τραβώντας τον από το χέρι. 

«Έκτορα, θα μας σκοτώσεις όλους. Πρέπει να φύγουμε. Δεν μπορούμε να

τον βοηθήσουμε, ακόμα και αν θέλαμε. Πρέπει να υπακούσουμε την

επιθυμία του. Πάμε». Είπε ο Φίλιππος, τραβώντας τον από την μπλούζα.

Ο νεαρός με βουρκωμένα μάτια κοίταξε τον χώρο γύρω του,

προσπαθώντας να εντοπίσει κάποιο σημάδι του μάγου. Έπειτα είδε την

Ανδρομάχη, τον Φίλιππο και τον Αχιλλέα που τον περίμεναν ανυπόμονα να τους οδηγήσει έξω από την σπηλιά. Δάγκωσε τα χείλη του τόσο δυνατά

που μάτωσαν και άρχισε να τρέχει προς την χρυσή πόρτα που θα τους

έβγαζε έξω από την Σπηλιά, κρατώντας σφιχτά στο δεξί του χέρι το Σπαθί

της Λύκης. Μόλις τους αντιλήφθηκε, ο δράκοντας έστρεψε τα τρία

κεφάλια προς το μέρος τους και άνοιξε τα στόματα του. Τότε, ένας

καταιγισμός αστραπών και κεραυνών τον χτύπησε. Ο Μάρντουκ Σίρρους

κλονίστηκε και άρχισε να εκτοξεύει φλόγες στο βάθος του Ναού,

προσπαθώντας να χτυπήσει στα τυφλά τον Αριστοτέλη. 

Η συντροφιά απείχε λιγότερο από δέκα μέτρα από την έξοδο, όταν ο

Μάρντουκ Σίρρους στράφηκε ξανά προς το μέρος τους. Ύψωσε τηνγιγαντιαία ουρά του και ετοιμάστηκε να τους συνθλίψει. Αυτή τη φορά,

Page 320: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 320/322

319

τα δύο κεφάλια του επιτηρούσαν τον χώρο, ώστε να μπορέσει να

εντοπίσει τον μάγο αν του ξαναεπιτιθόταν, ενώ το τρίτο ήταν καρφωμένο

στους τέσσερις ανθρώπους. Άνοιξε το στόμα του, έτοιμος να εκτοξεύσει

φλόγες και ξεκίνησε  να κατεβάζει την ουρά του, όταν ένα εκκωφαντικό

κρώξιμο ακούστηκε. Δίχως να σταματήσουν να τρέχουν, οι τέσσερις

σύντροφοι είδαν τον Αριστοτέλη, μεταμορφωμένο σε τεράστιο γεράκι,πανομοιότυπο στην όψη με τον Ερμή, αλλά μεγάλο σαν βουνό. Χίμηξε

στον δράκοντα, βύθισε τα νύχια του στους δύο λαιμούς, ενώ γράπωσε τον

τρίτο με το ράμφος του. Η συντροφιά είχε φτάσει πλέον στην πόρτα, όταν

είδε την ουρά του Αρχέγονου,  που κατέβαινε προς το μέρος της, να

αλλάζει πορεία και να τσακίζει την μέση του γερακιού, μαστιγώνοντας

την με φοβερή ορμή. Ένα σπαραχτικό κρώξιμο πόνου έσκισε την καρδιά

του Έκτορα, την θρυμμάτισε σε χίλια κομμάτια. Το τελευταίο πράγμα που

είδαν πριν βγουν από την σπηλιά, ήταν ασημένιες φλόγες να

απανθρακώνουν το πεσμένο σώμα του γερακιού. 

Ο Αχιλλέας χίμηξε τελευταίος έξω και έπεσε στο χώμα να προφυλαχτείαπό τις ασημένιες φλόγες που έβγαιναν από την πόρτα, σε ύστατη

προσπάθεια του Μάρντουκ Σίρρους να πάρει πίσω το Σπαθί της Λύκης.

Τα ρούχα του άρπαξαν φωτιά και κύλισε στο χώμα να την σβήσει. Πίσω

του, η Πύλη της Φώτισης σφράγισε, κλείνοντας τους για πάντα έξω από

την Σπηλιά των Μυστηρίων. Ένας δυνατός βρυχηθμός ακούστηκε πίσω

από τον Φίλιππο και αιφνιδιασμένος έβγαλε τα σπαθιά του. Ήταν ο

 Έκτορας που σαλεμένος από πόνο και θλίψη όρμησε στην χρυσή πύλη,

γρονθοκοπώντας την, σπαθίζοντας την, κλοτσώντας την και ουρλιάζοντας

σαν πληγωμένο αγρίμι.

«Γιατί»; Φώναζε και η κραυγή του είχε τόση απελπισία που την ένιωσαν

 να μαχαιρώνει τις καρδιές τους τα υπόλοιπα μέλη της συντροφιάς.

Τα χέρια του είχαν καταματώσει από τις γροθιές και τα πόδια του

μελάνιασαν, ώσπου η Ανδρομάχη να τον τραβήξει μακριά από την πόρτα.

Αφέθηκε στην αγκαλιά της και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. 

«Του το είπα! Του το είπα, δεν θα προλάβει να βγει». Μπόρεσε να

αρθρώσει, δίχως να σταματήσει το κλάμα. 

«Σώπα, αγάπη μου, σώπα. Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα. Δενμπορούσαμε να τον σώσουμε». Του ψιθύρισε η Αμαζόνα, που έκλαιγε και

εκείνη. Σπάραζε η καρδιά της και ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει την

θυσία που έκανε ο μάγος για αυτούς.

Πάνω από την κορυφή του Κούφιου Γίγαντα ο Ήλιος έλαμπε και το

γαλάζιο του ουρανού δεν έσπαζε ούτε ένα συννεφάκι. Όμως κανείς στη

συντροφιά δεν κοίταξε ψηλά. Κανείς δεν μπορούσε να απολαύσει την

φωτεινή μέρα που τους υποδέχθηκε με την έξοδο τους από την Σπηλιά

των Μυστηρίων. Οι καρδιές τους ήταν μαύρες, ματωμένες και

καταπονημένες από την μεγάλη απώλεια. Κατέρρευσαν και οι τέσσερις

πάνω στα βράχια και άρχισαν να κλαίνε, να χτυπιούνται . Κατέκτησαν τοΣπαθί της Λύκης, όμως έχασαν κάτι σημαντικότερο. Έχασαν έναν

Page 321: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 321/322

320

στοργικό πατέρα, έναν σοφό δάσκαλο, έναν συμπονετικό φίλο, έναν

θαρραλέο και ανυποχώρητο πολεμιστή, ένα πλάσμα που πλανιόνταν στον

κόσμο αμέτρητους αιώνες και όμως είχε την καρδιά εφήβου. Γεμάτη

πάθη, οργή, αγάπη, έρωτα. Έχασαν έναν μάγο, πανίσχυρο και πάνσοφο

που όμως δεν δίσταζε να ζήσει ανάμεσα σε ανθρώπους και να τους

αντιμετωπίσει ως ομότιμους του, ως αδέρφια του. 

Και όλες οι λιακάδες και ασυννέφιαστοι ουρανοί από την αρχή του

χρόνου ως την δύση του δεν έφταναν για να παρηγορήσουν την θλίψη της

απώλειας τους. Μια ολάκερη αιωνιότητα δεν ήταν αρκετή για να

πενθήσουν τον χαμό του σπουδαίου ήρωα που τους συντρόφευσε. Και τα

δάκρυα τους πότισαν την γη και μετέφεραν τον πόνο τους ως τα θεμέλια

της. Και οι λυγμοί  τους ανέβηκε στον ουρανό και ταξίδεψε στον αέρα.

Και ειδοποίησαν την πλάση για την πτώση του Αριστοτέλη μες στη

Σπηλιά των Μυστηρίων. Η γη ταράχτηκε συθέμελα και άρχισε να τρέμει

από τον πόνο, ρωγμές χαράχτηκαν στο όμορφο πρόσωπο της και έμειναν

για πάντα, ως μνημείο τιμής και πένθους προς τον μάγο. Μαύρα σύννεφακάλυψαν τον Ήλιο και ο ουρανός άρχισε να κλαίει και να ουρλιάζει με

βροντές. Κεραυνοί τον έσπαζαν κομμάτια, μα πόνο μεγαλύτερο δεν

μπορούσε να νιώσει πια. Βορινός ψυχρός άνεμος άρχισε να φυσάει

μανιασμένα, να ωρύεται και να καταριέται τον υπεύθυνο για τον χαμό του

αδερφού του. Λύκοι βγήκαν από τις φωλιές τους μεσημεριάτικα και

άρχισαν να ουρλιάζουν, όχι χαρούμενα όπως όταν υμνούσαν το φεγγάρι,

αλλά πένθιμα και πονεμένα, όπως δεν ξανακούστηκαν ποτέ. Αηδόνια

πέταξαν μακριά από τα δάση και ήρθαν στην κορυφή του Κούφιου

Γίγαντα να κελαηδήσουν κλαίγοντας, με τα μελωδικά ράμφη τους

πεσμένα στο χώμα από το βάρος της λύπης.  Το πονεμένο κρώξιμο του

Ερμή, που στεκόταν, με σκυφτό το περήφανο κεφάλι του, μοναχός σε

έναν βράχο ενώθηκε με τις κραυγές των πουλιών, τους λυγμούς των

λύκων, το κλάμα των ανθρώπων, τις βροντές του ουρανού, τα ουρλιαχτά

του ανέμου. Ολόκληρη η Φύση ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στους

ώμους της συντροφιάς, να την παρηγορήσει και να παρηγορηθεί, να

κλάψει μαζί της καθώς ο πολυαγαπημένος και δοξασμένος Αριστοτέλης

των Μάγων έφευγε από την μητρική αγκαλιά της και την άφηνε πιο άδεια

και λιγότερη όμορφη. 

ΤΕΛΟΣ

 

Page 322: ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

7/18/2019 ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΛΥΚΗΣ-Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

http://slidepdf.com/reader/full/-563dba89550346aa9aa67d5f 322/322