Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

48
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σε όλη τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης χρέ- ους ανακύπτει συνεχώς ο προβληµατισµός αν οι τράπεζες είναι εύρωστες, αν οι τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιηµένες για να αντέξουν τις αρνητικές συνέπειες της κρίσης, αν θα πρέπει να παρέµβει το Ταµείο Χρηµα- τοπιστωτικής Σταθερότητας 1 για να συνει- σφέρει κρατικά κεφάλαια, αν το κεφάλαιο των τραπεζών απαξιώνεται µε τα ευρήµατα της BlackRock 2 ή αν οι τράπεζες µπορούν να αντεπεξέλθουν στο PSI 3 . Κοινός παρονοµα- στής όλων των παραπάνω ερωτηµάτων είναι η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Τι σηµαίνει όµως “επαρκώς κεφαλαιοποιηµένη τρά- πεζα”; Η διαισθητική απάντηση λέει ότι η τρά- πεζα πρέπει να έχει “αρκετά” ίδια κεφάλαια, χωρίς το “αρκετά” να µπορεί να προσδιορι- στεί ποσοτικά. Η τεχνική απάντηση όµως είναι πολύ πιο περίπλοκη και η διεθνής κοινότητα έχει καταβάλει σηµαντικές προσπάθειες για εξειδίκευση των όρων και για την εισαγωγή κανονιστικών ρυθµίσεων, που είναι γνωστές ως το κανονιστικό πλαίσιο της Βασιλείας, µε στόχο οι τράπεζες να διακρατούν “επαρκή” κεφάλαια. Η παρούσα µελέτη θα αναλύσει, όσο το δυνατόν πληρέστερα και µε µη τεχνικό τρόπο, τις έννοιες και τις απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήµατα. Οι τράπεζες διαδραµατίζουν πολύ σηµαντικό διαµεσολαβητικό ρόλο στην οικονοµία, όπου κυρίαρχο ρόλο έχει η “εµπιστοσύνη”. Η διακοπή της αποτελεσµατικής παροχής των τραπεζικών υπηρεσιών οδηγεί σε αρνητικές εξωτερικές οικονοµίες (negative externali- ties), 4 αφού το κόστος που φέρουν οι µέτοχοι από την πτώχευση µιας τράπεζας είναι µικρό- τερο από το συνολικό κόστος που υφίσταται η κοινωνία. Επίσης, οι τράπεζες είναι πολύ ευάλωτες σε διαταραχές ρευστότητας, καθώς και στην πιθανότητα µετάδοσης µιας διατα- ραχής λόγω της αλληλοσύνδεσής τους. Για την αντιµετώπιση των παραπάνω προβληµά- των έχει σχεδιαστεί ένα χρηµατοοικονοµικό πλέγµα ασφαλείας (financial safety net), όπου προβλέπεται ενδεχόµενη χρησιµοποί- ηση δηµόσιων κεφαλαίων, και αποτελεί τη δικαιολογητική βάση για την επιβολή ρυθµι- στικών κανόνων ώστε να αποφευχθούν οι αρνητικές συνέπειες στην οικονοµική δρα- στηριότητα. Οι ρυθµιστικοί κανόνες που απο- σκοπούν στην ευρωστία των τραπεζών καλούνται κανόνες µικροπροληπτικής επο- πτείας, ενώ όσοι αποσκοπούν στους κινδύ- νους του εξωτερικού περιβάλλοντος δρα- στηριοποίησης καλούνται κανόνες µακρο- προληπτικής εποπτείας. Το σηµαντικότερο εργαλείο µικροπροληπτικής εποπτείας είναι οι απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας ώστε να αποτρέπεται η υπερβολική ανάληψη κιν- δύνων και να προστατεύονται οι καταθέτες. Με άλλα λόγια, οι εποπτικές αρχές καθορί- ζουν τα ελάχιστα επίπεδα µόχλευσης (lever- age) και αναµένουν οι τράπεζες να λειτουρ- γούν µε επιπλέον απόθεµα κεφαλαίων (cap- Τεύχος 36 Οικονοµικό ∆ελτίο Απρίλιος 2012 47 ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ * Φαίδων Καλφάογλου ∆ιεύθυνση Οικονοµικών Μελετών * Οι απόψεις που παρουσιάζονται στο παρόν άρθρο είναι προσω- πικές και δεν απηχούν απαραίτητα τις απόψεις της Τράπεζας της Ελλάδος. 1 Το Ταµείο Χρηµατοπιστωτικής Σταθερότητας ιδρύθηκε µε το νόµο 3864/2010 µε σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας του ελληνι- κού τραπεζικού συστήµατος µέσω της ενίσχυσης της κεφαλαιακής επάρκειας των πιστωτικών ιδρυµάτων. 2 Η συµβουλευτική εταιρία BlackRock έχει εξετάσει τα χαρτοφυ- λάκια δανείων των ελληνικών τραπεζών και έχει αναλύσει την επάρκεια των προβλέψεών τους. 3 PSI είναι το ακρωνύµιο των λέξεων Private Sector Involvement και αναφέρεται στην εθελοντική πρωτοβουλία κατόχων ελληνικών κρατικών οµολόγων για ανταλλαγή τους µε νέα οµόλογα µικρό- τερης αξίας. 4 Υπάρχουν τουλάχιστον πέντε αιτίες για την εµφάνιση αρνητικών εξωτερικών οικονοµιών (βλ. Brunnermeir et al., 2009): (1) η µετά- δοση δυσµενών πληροφοριών, καθώς πρόβληµα στην τράπεζα Α µπορεί να εκληφθεί σαν πρόβληµα του τραπεζικού συστήµατος και να επηρεάσει την εύρωστη τράπεζα Β, (2) η αποκοπή από µελ- λοντική χρηµατοδότηση πελατών τράπεζας που είναι σε διαδι- κασία πτώχευσης, (3) η αλληλοσύνδεση των τραπεζών µέσω της διατραπεζικής αγοράς και της αγοράς παραγώγων προϊόντων, (4) η περιδίνηση ρευστότητας (liquidity spiral), όπου η επίλυση προ- βληµάτων ρευστότητας µε την υπό πίεση πώληση περιουσιακών στοιχείων προκαλεί πτώση των τιµών και θέτει σε κίνηση µια πολ- λαπλασιαστική διαδικασία που ενδεχοµένως δηµιουργεί γενικό- τερα προβλήµατα φερεγγυότητας, (5) η αποµόχλευση µε περιο- ρισµό της πιστωτικής επέκτασης, που οδηγεί σε αποδυνάµωση της οικονοµίας και συνολική αύξηση της πιθανότητας πτώχευσης. Οι αρνητικές εξωτερικές οικονοµίες µπορούν να εσωτερικοποιηθούν από τις τράπεζες µε (1) υποχρέωση τήρησης επιπλέον κεφαλαίων, (2) επιβολή επιπλέον κόστους στις συναλλαγές και (3) εφαρµογή πολιτικών ασφάλισης. Στην παρούσα µελέτη θα εξετάσουµε µόνο την πρώτη λύση.

description

Μελέτη του Φαίδωνα Καλφάογλου για την Κεφαλαιακή Επάρκεια των Τραπεζών Οικονομικό Δελτίο της Τραπέζης της ΕλλάδοςΤεύχος 36 Απρίλιος 2012

Transcript of Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Page 1: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σε όλη τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης χρέ-ους ανακύπτει συνεχώς ο προβληµατισµός ανοι τράπεζες είναι εύρωστες, αν οι τράπεζεςείναι επαρκώς κεφαλαιοποιηµένες για νααντέξουν τις αρνητικές συνέπειες της κρίσης,αν θα πρέπει να παρέµβει το Ταµείο Χρηµα-τοπιστωτικής Σταθερότητας1 για να συνει-σφέρει κρατικά κεφάλαια, αν το κεφάλαιοτων τραπεζών απαξιώνεται µε τα ευρήµατατης BlackRock2 ή αν οι τράπεζες µπορούν νααντεπεξέλθουν στο PSI3. Κοινός παρονοµα-στής όλων των παραπάνω ερωτηµάτων είναι ηκεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Τι σηµαίνειόµως “επαρκώς κεφαλαιοποιηµένη τρά-πεζα”; Η διαισθητική απάντηση λέει ότι η τρά-πεζα πρέπει να έχει “αρκετά” ίδια κεφάλαια,χωρίς το “αρκετά” να µπορεί να προσδιορι-στεί ποσοτικά. Η τεχνική απάντηση όµως είναιπολύ πιο περίπλοκη και η διεθνής κοινότηταέχει καταβάλει σηµαντικές προσπάθειες γιαεξειδίκευση των όρων και για την εισαγωγήκανονιστικών ρυθµίσεων, που είναι γνωστέςως το κανονιστικό πλαίσιο της Βασιλείας, µεστόχο οι τράπεζες να διακρατούν “επαρκή”κεφάλαια. Η παρούσα µελέτη θα αναλύσει,όσο το δυνατόν πληρέστερα και µε µη τεχνικότρόπο, τις έννοιες και τις απαντήσεις σταπαραπάνω ερωτήµατα.

Οι τράπεζες διαδραµατίζουν πολύ σηµαντικόδιαµεσολαβητικό ρόλο στην οικονοµία,όπου κυρίαρχο ρόλο έχει η “εµπιστοσύνη”. Ηδιακοπή της αποτελεσµατικής παροχής τωντραπεζικών υπηρεσιών οδηγεί σε αρνητικέςεξωτερικές οικονοµίες (negative externali-ties),4 αφού το κόστος που φέρουν οι µέτοχοιαπό την πτώχευση µιας τράπεζας είναι µικρό-τερο από το συνολικό κόστος που υφίσταταιη κοινωνία. Επίσης, οι τράπεζες είναι πολύευάλωτες σε διαταραχές ρευστότητας, καθώςκαι στην πιθανότητα µετάδοσης µιας διατα-ραχής λόγω της αλληλοσύνδεσής τους. Γιατην αντιµετώπιση των παραπάνω προβληµά-

των έχει σχεδιαστεί ένα χρηµατοοικονοµικόπλέγµα ασφαλείας (financial safety net),όπου προβλέπεται ενδεχόµενη χρησιµοποί-ηση δηµόσιων κεφαλαίων, και αποτελεί τηδικαιολογητική βάση για την επιβολή ρυθµι-στικών κανόνων ώστε να αποφευχθούν οιαρνητικές συνέπειες στην οικονοµική δρα-στηριότητα. Οι ρυθµιστικοί κανόνες που απο-σκοπούν στην ευρωστία των τραπεζώνκαλούνται κανόνες µικροπροληπτικής επο-πτείας, ενώ όσοι αποσκοπούν στους κινδύ-νους του εξωτερικού περιβάλλοντος δρα-στηριοποίησης καλούνται κανόνες µακρο-προληπτικής εποπτείας. Το σηµαντικότεροεργαλείο µικροπροληπτικής εποπτείας είναιοι απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας ώστενα αποτρέπεται η υπερβολική ανάληψη κιν-δύνων και να προστατεύονται οι καταθέτες.Με άλλα λόγια, οι εποπτικές αρχές καθορί-ζουν τα ελάχιστα επίπεδα µόχλευσης (lever-age) και αναµένουν οι τράπεζες να λειτουρ-γούν µε επιπλέον απόθεµα κεφαλαίων (cap-

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 47

ΤΟ ΠΛΑ Ι Σ ΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑ Ι ΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕ Ι Α ΣΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ *

Φαίδων Καλφάογλου∆ιεύθυνση Οικονοµικών Μελετών

** Οι απόψεις που παρουσιάζονται στο παρόν άρθρο είναι προσω-πικές και δεν απηχούν απαραίτητα τις απόψεις της Τράπεζας τηςΕλλάδος.

11 Το Ταµείο Χρηµατοπιστωτικής Σταθερότητας ιδρύθηκε µε το νόµο3864/2010 µε σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας του ελληνι-κού τραπεζικού συστήµατος µέσω της ενίσχυσης της κεφαλαιακήςεπάρκειας των πιστωτικών ιδρυµάτων.

22 Η συµβουλευτική εταιρία BlackRock έχει εξετάσει τα χαρτοφυ-λάκια δανείων των ελληνικών τραπεζών και έχει αναλύσει τηνεπάρκεια των προβλέψεών τους.

33 PSI είναι το ακρωνύµιο των λέξεων Private Sector Involvement καιαναφέρεται στην εθελοντική πρωτοβουλία κατόχων ελληνικώνκρατικών οµολόγων για ανταλλαγή τους µε νέα οµόλογα µικρό-τερης αξίας.

44 Υπάρχουν τουλάχιστον πέντε αιτίες για την εµφάνιση αρνητικώνεξωτερικών οικονοµιών (βλ. Brunnermeir et al., 2009): (1) η µετά-δοση δυσµενών πληροφοριών, καθώς πρόβληµα στην τράπεζα Αµπορεί να εκληφθεί σαν πρόβληµα του τραπεζικού συστήµατος καινα επηρεάσει την εύρωστη τράπεζα Β, (2) η αποκοπή από µελ-λοντική χρηµατοδότηση πελατών τράπεζας που είναι σε διαδι-κασία πτώχευσης, (3) η αλληλοσύνδεση των τραπεζών µέσω τηςδιατραπεζικής αγοράς και της αγοράς παραγώγων προϊόντων, (4)η περιδίνηση ρευστότητας (liquidity spiral), όπου η επίλυση προ-βληµάτων ρευστότητας µε την υπό πίεση πώληση περιουσιακώνστοιχείων προκαλεί πτώση των τιµών και θέτει σε κίνηση µια πολ-λαπλασιαστική διαδικασία που ενδεχοµένως δηµιουργεί γενικό-τερα προβλήµατα φερεγγυότητας, (5) η αποµόχλευση µε περιο-ρισµό της πιστωτικής επέκτασης, που οδηγεί σε αποδυνάµωση τηςοικονοµίας και συνολική αύξηση της πιθανότητας πτώχευσης. Οιαρνητικές εξωτερικές οικονοµίες µπορούν να εσωτερικοποιηθούναπό τις τράπεζες µε (1) υποχρέωση τήρησης επιπλέον κεφαλαίων,(2) επιβολή επιπλέον κόστους στις συναλλαγές και (3) εφαρµογήπολιτικών ασφάλισης. Στην παρούσα µελέτη θα εξετάσουµε µόνοτην πρώτη λύση.

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 47

Page 2: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

ital buffer) ανάλογα µε τους κινδύνους πουαντιµετωπίζουν. Οι τράπεζες θεωρούνται ωςεπιχειρήσεις υψηλής µόχλευσης και συνεπώςµπορούν να πραγµατοποιήσουν κέρδη ήζηµίες πολλαπλάσιες αυτών που θα µπορού-σαν από την άµεση επένδυση των ιδίωνκεφαλαίων τους.

Ο προσδιορισµός των ελάχιστων κεφαλαίων,καθώς και του επιπλέον αποθέµατος, αποτε-λεί το κεντρικό θέµα της µελέτης. Στην Ενό-τητα 2 θα εξετάσουµε την έννοια της µόχλευ-σης και στην Ενότητα 3 τον αναλυτικό τρόπουπολογισµού των εποπτικών ιδίων κεφα-λαίων και της κεφαλαιακής επάρκειας, θααναλύσουµε δηλαδή το πλαίσιο της Βασι-λείας. Στην Ενότητα 4 θα εξετάσουµε τηνέννοια των οικονοµικών κεφαλαίων και τησύνδεσή τους µε τον Πυλώνα ΙΙ, ενώ στιςΕνότητες 5, 6 και 7 θα αναλύσουµε τον τρόπουπολογισµού κεφαλαιακών απαιτήσεων γιατον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράςκαι το λειτουργικό κίνδυνο αντίστοιχα.Τέλος, στην Ενότητα 8 θα επικεντρωθούµεστη Βασιλεία ΙΙΙ και στις σηµαντικότερεςνέες ρυθµίσεις για τα κεφάλαια των τραπε-ζών. Προς διευκόλυνση του αναγνώστη, ορι-σµένα πιο τεχνικά θέµατα αναπτύχθηκαν σεπλαίσια ή παραρτήµατα για να µην εµποδί-ζουν τη ροή της ανάλυσης.

2 ΜΟΧΛΕΥΣΗ

Στη χρηµατοοικονοµική θεωρία η έννοια τηςµόχλευσης έχει πολλές ερµηνείες και δια-στάσεις. Η χρηµατοοικονοµική µόχλευσηείναι η πιο αναγνωρίσιµη, καθώς εµφανίζεταιόταν το ενεργητικό µιας τράπεζας υπερβαίνειτα ίδια κεφάλαιά της.5 Η τράπεζα αυξάνει τηµόχλευση δανειζόµενη κεφάλαια, η επένδυσητων οποίων µπορεί να βελτιώσει την απόδοσητων ιδίων κεφαλαίων, ROE. Με αυτό το πρί-σµα η µόχλευση µετράται µε τον απλό δείκτηΞένα/Ίδια Κεφάλαια, ο οποίος απεικονίζει τηδιάρθρωση των κεφαλαίων. Η έννοια τηςµόχλευσης είναι στενά συνυφασµένη µε τονοικονοµικό κύκλο. Σε περιόδους ανόδου τηςοικονοµικής δραστηριότητας οι τράπεζες επι-

διώκουν να µεγιστοποιήσουν τα κέρδη τουςαυξάνοντας το δανεισµό και συνεπώς τηµόχλευση, ενώ σε περιόδους ύφεσης οι ίδιεςοι τράπεζες µειώνουν την έκθεσή τους σεξένα κεφάλαια. Και στις δύο περιπτώσεις οιεπιδράσεις του οικονοµικού κύκλου επιτεί-νονται.

Η θεωρία των Miller-Modigliani (MM) είναιη κρατούσα θεωρία χρηµατοοικονοµικήςµόχλευσης και εξετάζει τη διάρθρωση κεφα-λαίων µιας εταιρίας και το µέσο κόστοςκεφαλαίων της. Σύµφωνα µε την πρώτη πρό-ταση αυτής της θεωρίας (ΜΜ1), όταν η εται-ρία δραστηριοποιείται σε ένα περιβάλλονχωρίς στρεβλώσεις, η χρηµατοδότηση µε ίδιαή ξένα κεφάλαια δεν επηρεάζει την αξία της,συνεπώς η αξία µιας εταιρίας είναι ανεξάρ-τητη από τη διάρθρωση των κεφαλαίων της(irrelevance theorem). Όµως το περιβάλλονδραστηριοποίησης έχει στρεβλώσεις και ηµεγαλύτερη στρέβλωση προέρχεται από τοίδιο το σύστηµα, που χρησιµοποιεί το εισό-δηµα από διάφορες µορφές κεφαλαίου µεδιαφορετικό τρόπο. Αποδέχεται τους τόκουςτων ξένων κεφαλαίων ως φορολογητέοέξοδο, ενώ τα µερίσµατα διανέµονται µετάτον υπολογισµό της φορολογίας, µε συνέπειανα δηµιουργείται κίνητρο άντλησης ξένωνκεφαλαίων προς εκµετάλλευση του φορολο-γικού οφέλους (tax shield). Η δεύτερη πρό-ταση (ΜΜ2) καταλήγει στο συµπέρασµα ότιµια εταιρία µε ξένα κεφάλαια (µοχλευµένη)έχει αξία µεγαλύτερη από µια µη µοχλευµένηεταιρία κατά την παρούσα αξία των φορο-λογικών ωφελειών. Αυτό δίνει κίνητρο γιαχρηµατοδότηση αποκλειστικά µε ξένα κεφά-λαια, κίνητρο το οποίο περιορίζεται από τοκόστος αθέτησης. Από ένα σηµείο µόχλευσηςκαι πέρα, το κόστος από την πιθανότητα µη

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201248

55 Οι άλλες µορφές µόχλευσης µπορούν να προέλθουν: (α) από χρη-µατοδότηση εκτός ισολογισµού (off-balance sheet leverage), όπουη τράπεζα δηµιουργεί χρηµατοδοτικά σχήµατα π.χ. SPV ή SIV, σταοποία παρέχει πιστωτικές διευκολύνσεις ή/και διευκολύνσεις ρευ-στότητας µε δυνατότητα αναγωγής, γεγονός που ενδεχοµένως υπο-κρύπτει πολλαπλάσια ζηµία, (β) από επένδυση σε παράγωγα προϊ-όντα, όπου το κεφάλαιο που καταβάλλεται είναι πολύ µικρότεροαπό τον αναλαµβανόµενο κίνδυνο. Επίσης, υπάρχει και ο όρος λει-τουργική µόχλευση (operating leverage) που αναφέρεται στησχέση σταθερών και µεταβλητών δαπανών στη διάρθρωσηκόστους της επιχείρησης και αποτελεί µέρος του λειτουργικού κιν-δύνου.

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 48

Page 3: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

αποπληρωµής των υποχρεώσεων είναι µεγα-λύτερο από τα φορολογικά οφέλη. Το σηµείοαυτό είναι η άριστη διάρθρωση κεφαλαίων,όπου µεγιστοποιείται η αξία της επιχείρησηςκαι ελαχιστοποιείται το κόστος άντλησηςκεφαλαίων.

Το άµεσο ερώτηµα που τίθεται είναι αν οιπροτάσεις ΜΜ ισχύουν για τις τράπεζες. Ανισχύουν, τότε οι προτάσεις για περισσότερακεφάλαια στις τράπεζες (π.χ. Βασιλεία ΙΙΙ)δεν αναµένεται να έχουν ουσιαστικό αποτέ-λεσµα. Το θεώρηµα αδιαφορίας των ΜΜ υπο-νοεί ότι η χρησιµοποίηση περισσότερων ιδίωνκεφαλαίων µειώνει τον κίνδυνο τόσο τωνιδίων κεφαλαίων όσο και των ξένων κεφα-λαίων και συνεπώς µειώνει τις απαιτούµενεςαποδόσεις µε τέτοιο τρόπο ώστε το µέσοκόστος είναι σταθερό. Οι επενδυτές δεν έχουνλόγο να µεταβάλουν το µέσο κόστος απλώςεπειδή η αλλαγή της κεφαλαιακής διάρθρω-σης µετέφερε τον κίνδυνο σε διαφορετικότύπο επενδυτή.

Υπάρχουν όµως ισχυρές ενδείξεις ότι οι προ-τάσεις ΜΜ δεν µπορούν να εφαρµοστούνπλήρως σε τράπεζες, διότι υπάρχουν στρε-βλώσεις που παρέχουν κίνητρα στις τράπεζεςνα διακρατούν λιγότερα ίδια κεφάλαια. Ωςσηµαντικότερη στρέβλωση θεωρείται η λει-τουργία του χρηµατοοικονοµικού πλέγµατοςασφαλείας που έχουν αναπτύξει οι εποπτικέςαρχές γύρω από τις τράπεζες και το οποίο,παρά την προστασία που παρέχει σε φερέγ-γυες τράπεζες και στους καταθέτες, δηµι-ουργεί πρόβληµα κινήτρων. Παραδείγµατοςχάριν, το σύστηµα εγγύησης των καταθέσεωναπαλείφει από τους καταθέτες τα κίνητραπαρακολούθησης και επιβολής πειθαρχίαςστις τράπεζες, µε αποτέλεσµα οι τελευταίεςνα εφαρµόζουν ελαστικές πολιτικές διαχεί-ρισης κινδύνων. Συνεπώς, µπορούµε να ισχυ-ριστούµε ότι οι προτάσεις ΜΜ δεν βρίσκουνπλήρη εφαρµογή στον τραπεζικό τοµέα,χωρίς όµως να απορρίπτουµε τις πρωταρχι-κές ιδέες των προτάσεων. Οι τράπεζες έχουνκίνητρα να διακρατούν ίδια κεφάλαιαµικρότερου ύψους, οπότε η εποπτική παρέµ-βαση είναι αναγκαία.

3 ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ - Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣΒΑΣΙΛΕΙΑΣ

3.1 ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Οι µεγάλες διακυµάνσεις των τιµών των χρη-µατοοικονοµικών µέσων που εµφανίστηκαντη δεκαετία του ’80 είχαν σηµαντικές επι-πτώσεις στην αγοραία αξία των κεφαλαίωντων τραπεζών και κατέστη αναγκαίο ναυπάρξει ένα διεθνώς αποδεκτό πλαίσιο κεφα-λαιακής επάρκειας µε στόχο την ενδυνάµωσητης κεφαλαιακής βάσης και τη διενέργειαδιεθνών συγκρίσεων και τελικά τη χρηµατο-πιστωτική σταθερότητα. Το έργο ανέλαβε ηΕπιτροπή της Βασιλείας για την ΤραπεζικήΕποπτεία (Basel Committee on BankingSupervision – BCBS), η οποία αποτελεί µιαοργάνωση χωρίς νοµική προσωπικότητα καιλειτουργεί υπό την αιγίδα της Τράπεζας ∆ιε-θνών ∆ιακανονισµών (Bank of InternationalSettlements). ∆εν είναι διεθνής διακυβερνη-τικός οργανισµός ή εποπτική αρχή, καθώς δενέχει εξουσία άσκησης εποπτείας στις τράπε-ζες των κρατών-µελών της. Οι προτάσεις τηςδεν έχουν νοµική ισχύ, αλλά αποσκοπούν στηδιαµόρφωση γενικών εποπτικών προτύπων,κατευθυντήριων αρχών και βέλτιστων πρα-κτικών.

Το 1988 η Επιτροπή εξέδωσε το Σύµφωνο γιατην Κεφαλαιακή Επάρκεια των τραπεζών ή ενσυντοµία “Βασιλεία Ι” (“Basel CapitalAccord”, Ιούλιος 1988), το οποίο έθεσε τοελάχιστο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που πρέ-πει να έχει κάθε τράπεζα σε σχέση µε τον ανα-λαµβανόµενο πιστωτικό κίνδυνο. Έκτοτε οδείκτης κεφαλαιακής επάρκειας άρχισε ναχρησιµοποιείται ως βασικό εργαλείο προλη-πτικής εποπτείας µε στόχο τη δηµιουργία ενόςαποθέµατος κεφαλαίων που θα µπορούσε νααπορροφήσει ζηµίες. Το νέο πλαίσιο εισήγαγετη στάθµιση κινδύνου (risk weighting) για ταεντός και εκτός ισολογισµού στοιχεία ως βάσηυπολογισµού των κεφαλαιακών απαιτήσεων.Καθιέρωσε κανόνες υπολογισµού του σταθ-µισµένου ενεργητικού, θέτοντας ταυτόχροναένα ελάχιστο όριο απαιτούµενων εποπτικώνκεφαλαίων ίσο µε το 8% του σταθµισµένου

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 49

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 49

Page 4: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

ενεργητικού.6 Στη συνέχεια το αρχικό Σύµ-φωνο της Βασιλείας συµπληρώθηκε το 1996 µετην ενσωµάτωση του κινδύνου αγοράς. Με τηντροποποίηση αυτή επιβλήθηκαν στις τράπεζεςκεφαλαιακές απαιτήσεις για την κάλυψη τουπιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου αγοράς.

Η εισαγωγή της Βασιλείας Ι επηρέασε άµεσατη συµπεριφορά των τραπεζών. ∆ιεθνείς µελέ-τες αποδεικνύουν ότι η κεφαλαιακή βάση τωντραπεζών αυξήθηκε σηµαντικά, γεγονός πουσυνεισέφερε στην ευρωστία του συστήµατος.Παρ’ όλα αυτά πολλές τράπεζες εκµεταλλεύ-θηκαν κενά του πλαισίου, µε αποτέλεσµα ναµην υπάρχει σε όλες τις περιπτώσεις αντι-στοιχία των κεφαλαίων µε την επικινδυνότητατων τοποθετήσεων ή να µην υπάρχουν καθό-λου κεφάλαια για ορισµένες δραστηριότητες,π.χ. τιτλοποιήσεις. Οι ατέλειες αυτές οδήγη-σαν στην εµφάνιση καινοτοµιών (π.χ. πιστω-τικά παράγωγα) µε κίνητρο την εκµετάλλευσητου λεγόµενου εποπτικού αρµπιτράζ (regula-tory arbitrage). Η αναθεώρηση των κανόνωνκατέστη αναγκαία. Οι εποπτικές αρχές ανάτον κόσµο εστίασαν την προσοχή τους στηναναλυτική επεξεργασία των κεφαλαιακώναπαιτήσεων ώστε να απεικονίζουν καλύτερατους κινδύνους. Έτσι, τον Ιούνιο του 1999, ηΕπιτροπή της Βασιλείας εξέδωσε ένα συµ-βουλευτικό κείµενο µε τίτλο: “Ένα νέο πλαί-σιο για την κεφαλαιακή επάρκεια” (“A NewCapital Adequacy Framework” ή Βασιλεία ΙΙ),το οποίο µετά από µια µακρά σειρά διαβου-λεύσεων οριστικοποιήθηκε το 2004 και ωςχρονολογία έναρξης υλοποίησής του τέθηκετο 2008.

Σε αντίθεση µε τη Βασιλεία Ι, που είχεβασικό στόχο τη δηµιουργία συνθηκών ίσουανταγωνισµού µεταξύ των τραπεζών µε τηνεπιβολή οµοιόµορφων κανόνων (“one size fitsall”), η Βασιλεία ΙΙ δίνει σηµαντικές ευχέ-ρειες στις τράπεζες για να αναπτύξουνσυστήµατα διαχείρισης των κινδύνων και τααπαιτούµενα κεφάλαια να υπολογίζονται µεβάση τα αποτελέσµατα των συστηµάτωναυτών. Η προσέγγιση άλλαξε εκ νέου, ωςαποτέλεσµα της χρηµατοπιστωτικής ανατα-ραχής του 2007-08.

Όταν το 2007 ξέσπασε η παγκόσµια χρηµα-τοπιστωτική αναταραχή, το νέο τότε πλαίσιοτης Βασιλείας ΙΙ δεν είχε εφαρµοστεί παρά σεελάχιστες χώρες και είναι αποπροσανατολι-στικό το ερώτηµα γιατί το πλαίσιο της Βασι-λείας ΙΙ δεν άµβλυνε τις επιπτώσεις της κρί-σης. Παρ’ όλα αυτά διαφάνηκαν οι τροπο-ποιήσεις που ήταν αναγκαίες. Στη Βασιλεία ΙΙοι εποπτικές αρχές προσπάθησαν να αναπτύ-ξουν το πλαίσιο κάθετα, δηλαδή προτείνονταςαναλυτικούς κανόνες για συγκεκριµένους κιν-δύνους, και όχι οριζόντια, δηλαδή καλύπτο-ντας όσο το δυνατόν περισσότερους κινδύ-νους. Έτσι, αγνόησαν σηµαντικές εξελίξειςστην τραπεζική αγορά και ειδικότερα τηναύξηση, σε µέγεθος, µόχλευση και διαµεσο-λάβηση, του σκιώδους τραπεζικού συστήµατος(shadow banking), δηλαδή του µη υπαγόµενουσε ρυθµιστικό πλαίσιο “τραπεζικού συστήµα-τος”, το οποίο, αν και δεν ευθύνεται για τηνεκδήλωση της κρίσης, σίγουρα πολλαπλα-σίασε τις επιπτώσεις. Επίσης, αγνόησαν τιςεπιπτώσεις από τη συσσώρευση κινδύνων στοσύστηµα, τις διασυνδέσεις µεταξύ των τραπε-ζών, τις επιπτώσεις µιας χρηµατοπιστωτικήςδιαταραχής, καθώς και τα υπερκυκλικά χαρα-κτηριστικά του πλαισίου. Εκτός των παρα-πάνω, εντοπίστηκαν αδυναµίες στην κάλυψητων κινδύνων, µε πιο χαρακτηριστική περί-πτωση τον κίνδυνο ρευστότητας. Η θεώρησηότι η άπλετη ρευστότητα δεν δηµιουργεί προ-βλήµατα αποδείχθηκε λανθασµένη, καθώςοδήγησε σε χαλάρωση των πιστοδοτικών κρι-τηρίων. Επιπλέον, οι καινοτοµίες στην αγοράπρόσθεσαν νέες συνιστώσες στον κίνδυνορευστότητας, οι οποίες δεν έγιναν πλήρωςκατανοητές ως προς τις επιπτώσεις τους.

Οι προσπάθειες βελτίωσης εστιάστηκαν σετρεις κατευθύνσεις: τη βελτίωση του υπάρχο-ντος πλαισίου, την εισαγωγή µακροπροληπτι-κής διάστασης και την καθιέρωση της προσο-µοίωσης ακραίων καταστάσεων και προ-γραµµατισµού κεφαλαίων ως συµπληρωµατι-κών εργαλείων προληπτικής εποπτείας.

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201250

66 Το όριο 8% προέρχεται από εµπειρική παρατήρηση επαρκώςκεφαλαιοποιηµένων τραπεζών. Εισήχθη για πρώτη φορά µε τοπλαίσιο της Βασιλείας Ι και έκτοτε αποτελεί σηµείο αναφοράς γιατην κεφαλαιοποίηση των τραπεζών.

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 50

Page 5: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Ως προς την πρώτη κατεύθυνση, ενισχύθηκε οτρόπος υπολογισµού των κεφαλαίων για τονκίνδυνο αγοράς, κυρίως ως προς την πιστωτικήτου διάσταση, άλλαξε ο τρόπος προσέγγισηςτων τιτλοποιήσεων, άλλαξε σηµαντικά ο τρόποςπροσέγγισης του κινδύνου ρευστότητας, αυξή-θηκαν τα ελάχιστα απαιτούµενα κεφάλαια µετην καθιέρωση υποχρεωτικών αποθεµάτωνκεφαλαίων, εισήχθησαν κανόνες που ενισχύ-ουν την ποιότητα των κεφαλαίων ως προς τηνικανότητα απορρόφησης ζηµιών και τέλος οιδείκτες κεφαλαιακής επάρκειας συµπληρώθη-καν µε ένα απλό δείκτη µόχλευσης.

Ως προς τη δεύτερη κατεύθυνση, αυτή βασί-στηκε στην ιδέα ότι πιθανά προβλήµατα στιςσυστηµικά σηµαντικές τράπεζες έχουν ευρύ-τερες επιπτώσεις και οι ίδιες οι τράπεζες δενέχουν κίνητρο να λάβουν υπόψη τις αρνητικέςαυτές εξωτερικές οικονοµίες. Έτσι, προβλέ-φθηκε η καθιέρωση ειδικών µηχανισµώνπαρακολούθησης του συστηµικού κινδύνουκαι της συγκέντρωσης των κινδύνων στοσύστηµα (το ESRB για την ευρωζώνη και ηνοµοθετική πρωτοβουλία Dodd-Frank στιςΗΠΑ), καθώς και η ενίσχυση της εποπτείαςκαι πιο υψηλές κεφαλαιακές απαιτήσεις γιατις συστηµικά σηµαντικές τράπεζες.

Ως προς την τρίτη κατεύθυνση, η προσοµοίωσηακραίων καταστάσεων και ο προγραµµατισµόςκεφαλαίων προσθέτουν µια δυναµική διάστασηστην τραπεζική εποπτεία, καθώς εξετάζουν τηνκεφαλαιακή επάρκεια υπό συνθήκες δυσµενώνµακροοικονοµικών εξελίξεων. Επίσης, ο προ-γραµµατισµός κεφαλαιακών αναγκών επιτρέ-πει τον καθορισµό των κεφαλαίων που πρέπεινα διακρατηθούν πάνω από τα ελάχιστα απαι-τούµενα επίπεδα. Τα επιπλέον αποθέµατακεφαλαίων δίνουν τη δυναµική διάσταση και οιεποπτικοί δείκτες παύουν να αποτελούν στα-τικές εκτιµήσεις που απεικονίζουν ιστορικέςσχέσεις (lagging indicators).

Με βάση τα παραπάνω, η Επιτροπή της Βασι-λείας εξέδωσε, από τον Ιούλιο του 2009 καιµετά, σειρά συµπληρωµατικών συστάσεων,κανόνων κ.λπ., το σύνολο των οποίων είναιγνωστό ως “Βασιλεία ΙΙΙ”. Αποτελούν την

εποπτική απάντηση στη χρηµατοοικονοµικήκρίση και προβλέπεται ότι θα ολοκληρωθεί ηυλοποίησή τους µέχρι το 2019. Στο ενδιάµεσοδιάστηµα υπάρχει ενδεχόµενο να τροποποιη-θούν ορισµένες ρυθµίσεις ως αποτέλεσµα τωνδιδαγµάτων της τρέχουσας κρίσης χρέους τωνχωρών της ευρωζώνης.

3.2 ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

Γενικά µπορούµε να διακρίνουµε τρεις δια-φορετικές έννοιες κεφαλαίων:

• Λογιστικά κεφάλαια: τα κεφάλαια πουαπεικονίζονται στον ισολογισµό και καταρτί-ζονται µε βάση διεθνώς αποδεκτούς λογιστι-κούς κανόνες.

• Εποπτικά κεφάλαια: τα κεφάλαια που ορίζο-νται ως ίδια µε βάση τους εποπτικούς κανόνες.

• Κεφάλαια σε κίνδυνο ή οικονοµικά κεφά-λαια: τα κεφάλαια που απαιτούνται για νααπορροφήσουν µη αναµενόµενες ζηµίες ανά-λογα µε τους κινδύνους που αντιµετωπίζει µιατράπεζα.

Οι πολλαπλές έννοιες κεφαλαίων που υφί-στανται στον τραπεζικό τοµέα οφείλονται στηνετερογένεια των παραγόντων που ενδιαφέρο-νται για τα οικονοµικά στοιχεία µιας τράπεζας(stakeholders). Μπορούµε να διακρίνουµεπέντε οµάδες παραγόντων: τους οµολογιού-χους, τους καταθέτες, τους µετόχους, τις εται-ρίες διαβάθµισης και τις εποπτικές αρχές.Κάθε οµάδα επικεντρώνεται σε διαφορετικάσηµεία ανάλυσης, καθώς έχει ιδιαίτερα κίνη-τρα, προτιµήσεις και επιδιώξεις που διαφο-ροποιούν τη συµπεριφορά της σε σχέση µε τιςυπόλοιπες οµάδες, καθώς και τη δυνατότηταεπηρεασµού των αποφάσεων της τράπεζας.

Οι οµολογιούχοι και οι εταιρίες διαβάθµισης,που θεωρητικά αντιπροσωπεύουν πιθανούςοµολογιούχους, ενδιαφέρονται κυρίως για τηνπιθανότητα πτώχευσης της τράπεζας, οπότεαξιολογούν κάθε νέα πληροφορία µε αυτό τοπρίσµα. Οι καταθέτες, στο βαθµό που οι κατα-θέσεις τους προστατεύονται από σύστηµα

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 51

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 51

Page 6: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

εγγύησης καταθέσεων, έχουν µικρά κίνητραδιαφοροποίησης της συµπεριφοράς τους καισυνήθως οι ενέργειές τους µεθοδεύονται µεβάση το κίνητρο ρευστότητας. Οι µέτοχοι απότην άλλη πλευρά εστιάζουν την προσοχή τουςστη δηµιουργία πλούτου και δευτερευόντωςστην πιθανότητα πτώχευσης. Τους ενδιαφέρειη ανάληψη µεγαλύτερου κινδύνου, αρκεί ναανταµείβονται γι’ αυτό. Η συµπεριφορά τουςµεθοδεύεται από τη δυνατότητα πραγµατο-ποίησης κερδών, δηλαδή τη µεγιστοποίηση τωνταµειακών ροών της τράπεζας σε συνθήκες µηπτώχευσης. Τέλος, οι ενέργειες των εποπτικώναρχών µεθοδεύονται µε βάση τη µεγιστοποί-ηση της κοινωνικής ευηµερίας. Οι αρχές αυτέςέχουν τη δυνατότητα συγκέντρωσης πληρο-φοριών από επιτόπιους ελέγχους και από επο-πτικά στοιχεία που υποχρεούνται να υποβάλ-λουν οι τράπεζες, καθώς και τη δυνατότηταεπιβολής πειθαρχικών κυρώσεων. Ο σηµαντι-κότερος παράγοντας κινδύνου ο οποίος επη-ρεάζει τις αποφάσεις τους είναι η πιθανότηταπτώχευσης που δηµιουργεί συστηµικό πρό-βληµα. Η προληπτική παρέµβαση έχει στόχονα µειώσει την πιθανότητα πτώχευσης, ενώ ηκατασταλτική παρέµβαση να αποτρέψει τηµετάδοση κρίσης σε εύρωστες τράπεζες. Συνε-πώς, οι επιδιώξεις των εποπτικών αρχών είναιπιο κοντά στους οµολογιούχους και στουςκαταθέτες παρά στους µετόχους.

3.3 ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Τα λογιστικά κεφάλαια αποτελούν σηµαντικόπαράγοντα στη διαχείριση µιας τράπεζας,διότι σηµατοδοτούν την ευρωστία της, καθώςκαι το βαθµό προστασίας των καταθετών της.Τα λογιστικά κεφάλαια καταρτίζονται µεβάση τα ∆ιεθνή Πρότυπα Χρηµατοοικονοµι-κής Πληροφόρησης (∆ΠΧΠ), όπου προβλέ-πεται ότι περιλαµβάνουν τρία βασικά στοι-χεία, το µετοχικό κεφάλαιο, τα διάφορα απο-θεµατικά και τα κέρδη εις νέον. Το µετοχικόκεφάλαιο αποτελείται από το καταβεβληµένοµετοχικό κεφάλαιο και τη διαφορά από τηνέκδοση µετοχών υπέρ το άρτιο. Τα αποθεµα-τικά σχηµατίζονται µε βάση τα κέρδη της τρά-πεζας µε στόχο να αντιµετωπιστούν αποµει-ώσεις διάφορων στοιχείων του ενεργητικού,

κυρίως των χορηγήσεων και των επενδύσεωνσε αξιόγραφα. Ο λογιστικός χειρισµός τωναποθεµατικών εξαρτάται από τον τρόπο κατη-γοριοποίησης των στοιχείων του ισολογισµού,τα οποία πρέπει να ενταχθούν σε µια από τιςεπόµενες κατηγορίες:

α) ∆ιακρατούµενα µέχρι τη λήξη (held tomaturity – HTM)β) ∆άνεια και απαιτήσεις (loans and receiv-ables – L&R)γ) Αποτιµώµενα σε εύλογη αξία µέσω αποτε-λεσµάτων (fair value through profit and loss –FVTPL)δ) ∆ιαθέσιµα προς πώληση (available for sale– AFS).

Κάθε κατηγορία απεικονίζει το διαφορετικόσκοπό διακράτησης κάθε στοιχείου και οδη-γεί σε διαφορετική αποτίµηση.

Τα στοιχεία που η τράπεζα σκοπεύει να δια-κρατήσει µέχρι τη λήξη τους ταξινοµούνταιστο χαρτοφυλάκιο HTM, ενώ τα δάνεια, οικαταθέσεις κ.λπ. στο χαρτοφυλάκιο L&R. Καιτα δύο χαρτοφυλάκια αποτιµώνται στο ανα-πόσβεστο κόστος, δηλαδή στο κόστος κτήσηςµείον τις σωρευµένες αποσβέσεις µείον τυχόναποµειώσεις αξίας. Οι αποµειώσεις αξίας(προβλέψεις) αφορούν κυρίως το χαρτοφυ-λάκιο χορηγήσεων.7

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201252

77 Σύµφωνα µε τα ∆ΠΧΠ, οι τράπεζες οφείλουν να καταγράφουν σεειδικό λογαριασµό προβλέψεων την αξία των χορηγήσεων που ανα-µένεται ότι δεν θα εισπραχθούν µε βάση τον έλεγχο αποµείωσης(impairment test), ο οποίος βασίζεται σε ζηµίες που έχουν ήδηπραγµατοποιηθεί (incurred losses). Ο λογαριασµός αυτός σε ετή-σια βάση µειώνει τα κέρδη και εν δυνάµει τα κεφάλαια, αφού ανδεν υπάρχουν επαρκή κέρδη για να απορροφήσουν τις προβλέψειςθα επηρεαστούν αρνητικά τα αποθεµατικά (κέρδη εις νέον) καισυνεπώς τα κεφάλαια. Οι σωρευτικές προβλέψεις µειώνουν τηναξία του ενεργητικού της τράπεζας, καθώς απεικονίζονται ως αφαι-ρετικός λογαριασµός των χορηγήσεων. Όταν η τράπεζα προβεί σεδιαγραφή των χορηγήσεων, δεν θα επηρεαστούν ούτε τα κέρδη ούτετα κεφάλαια, αφού θα χρησιµοποιηθεί το απόθεµα των προβλέψεωνπου έχει δηµιουργηθεί, εκτός αν το απόθεµα δεν είναι επαρκές.Σε πολλές περιπτώσεις η προσέγγιση αυτή διαφέρει από τις εκτι-µήσεις των εποπτικών αρχών για τις αναγκαίες προβλέψεις. Οιεποπτικές αρχές είτε εφαρµόζουν ειδικό σύστηµα υπολογισµούτων αναγκαίων προβλέψεων (π.χ. Π∆/ΤΕ 2442/1998, όπως ισχύει)είτε βασίζονται στις εκτιµήσεις των τραπεζών για τις παραµέτρουςπιστωτικού κινδύνου (βλ. Παράρτηµα 1). Στη δεύτερη περίπτωσηοι προβλέψεις απεικονίζουν την αναµενόµενη ζηµία (expectedloss) (βλ. Ενότητα 4.1). Είναι προφανές ότι υπάρχει διάσταση στοντρόπο υπολογισµού των προβλέψεων µεταξύ των λογιστικώναρχών και των εποπτικών αρχών. Η διάσταση αυτή αποτελεί αντι-κείµενο συνεχών συζητήσεων µεταξύ των δύο πλευρών, χωρίςπρος το παρόν να έχει επέλθει προσέγγιση απόψεων.

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 52

Page 7: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Η κατηγορία “Αποτιµώµενα σε εύλογη αξίαµέσω αποτελεσµάτων” (FVTPL) έχει δύο υπο-κατηγορίες, τα στοιχεία µε σκοπό την πώλησησε βραχυχρόνια περίοδο εκµεταλλευόµενηδιακυµάνσεις των τιµών (held for trading -HFT) και τα στοιχεία που η τράπεζα έχει επι-λέξει, κατά την αρχική αναγνώριση, να απο-τιµηθούν στην εύλογη αξία.8 Και στις δύο περι-πτώσεις η προσαρµογή από την αποτίµησηβαρύνει τα αποτελέσµατα της τράπεζας.

Τέλος, το χαρτοφυλάκιο “∆ιαθέσιµα προςπώληση” (AFS) περιλαµβάνει στοιχεία πουέχουν προκαθοριστεί ως διαθέσιµα προςπώληση και αποτιµώνται στην εύλογη αξία,αλλά η προσαρµογή από την αποτίµηση κατα-χωρείται απευθείας στα ίδια κεφάλαια,δηλαδή µεταβάλλονται τα αποθεµατικά δια-θεσίµων προς πώληση αξιογράφων. Αυτόσυνεχίζεται µέχρι την πώληση των στοιχείων,οπότε το συσσωρευµένο κέρδος ή ζηµία πουέχει αναγνωριστεί στα ίδια κεφάλαια µετα-φέρεται σε λογαριασµό αποτελεσµάτων.9

3.4 ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ

Για να κατανοήσουµε την εποπτική διάστασητων κεφαλαίων, θα πρέπει να διακρίνουµεµεταξύ διαθέσιµων κεφαλαίων (available cap-ital) και απαιτούµενων κεφαλαίων (requiredcapital). Τα διαθέσιµα κεφάλαια είναι τακεφάλαια που διαθέτει µια τράπεζα µε βάσητους εποπτικούς κανόνες, ενώ τα απαιτούµενακεφάλαια είναι τα κεφάλαια τα οποία θα πρέ-πει να έχει µια τράπεζα µε βάση τους κινδύ-νους που έχει αναλάβει και το επιχειρηµατικότης σχέδιο. Αν τα διαθέσιµα κεφάλαια είναιµεγαλύτερα από τα απαιτούµενα, η τράπεζαθεωρείται επαρκώς κεφαλαιοποιηµένη. Η δια-φορά των διαθέσιµων κεφαλαίων και τωναπαιτούµενων κεφαλαίων προσδιορίζει και τηµορφή που πρέπει να λάβει η διαχείρισηκεφαλαίων σε µια τράπεζα. Ας εξετάσουµεκάθε µορφή κεφαλαίων χωριστά.

Α) ∆ΙΑΘΕΣΙΜΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Για να συµπεριληφθεί ένα χρηµατοοικονο-µικό µέσο στα διαθέσιµα εποπτικά κεφάλαια,

πρέπει να ικανοποιεί τα παρακάτω χαρα-κτηριστικά :

• ΜΜοοννιιµµόόττηητταα κκααιι δδιιααθθεεσσιιµµόόττηητταα (perma-nence), δηλαδή τα κεφάλαια που παρέχονταιαπό το χρηµατοοικονοµικό µέσο να είναιµόνιµα και διαθέσιµα όταν χρειάζονται. Αυτόείναι κατ’ αρχήν συνυφασµένο µε τη ληκτό-τητα, καθώς, όσο πιο µακροχρόνιο είναι έναµέσο, τόσο περισσότερο χρόνο µια τράπεζαµπορεί να βασίζεται στα αντίστοιχα κεφάλαια.Παράλληλα, δεν πρέπει να υπάρχει καµία(συµβατική ή µη) υποχρέωση του εκδότη γιαπρόωρη αποπληρωµή (π.χ. ρήτρα ανακλησι-µότητας), αλλά ακόµη και αν υπάρχει, αυτήδεν πρέπει να παρέχει ισχυρό κίνητρο απο-πληρωµής. Με βάση τα παραπάνω το µετοχικόκεφάλαιο, που εκτείνεται στο διηνεκές, είναικαλύτερης ποιότητας από ένα χρονικά ορι-σµένο οµόλογο µειωµένης εξασφάλισης.10

• ΕΕυυεελλιιξξίίαα ππλληηρρωωµµώώνν ((fflleexxiibbiilliittyy)), δηλαδή οεκδότης του χρηµατοοικονοµικού µέσου ναέχει τη δυνατότητα ακύρωσης πληρωµών(τοκοχρεολυσίων ή µερισµάτων) µε βάση τις

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 53

88 Ως εύλογη αξία ορίζεται η αξία στην οποία πραγµατοποιούνταισυναλλαγές από δύο πληροφορηµένα µέρη σε µια δίκαιη και σύµ-φωνη µε τις συνθήκες της αγοράς συναλλαγή (in an arm’s lengthtransaction). Η αξία αυτή µπορεί να είναι η τιµή της αγοράς(market value) ή η τιµή από υπόδειγµα αποτίµησης (model value).Για να χρησιµοποιηθεί η δεύτερη µέθοδος, πρέπει να αποδειχθείότι η τιµή της αγοράς δεν είναι αντιπροσωπευτική.

99 Η παραπάνω διάκριση των χαρτοφυλακίων µπορεί να µας βοη-θήσει στην κατανόηση της ζηµίας που υπέστησαν οι τράπεζες πουκατείχαν τίτλους του Ελληνικού ∆ηµοσίου από αποµείωση τηςαξίας τους. Η µεγάλη πλειοψηφία των τίτλων είχαν χαρακτηριστείως διαθέσιµα προς πώληση και είχαν ενταχθεί στο χαρτοφυλάκιοAFS και έπρεπε να αποτιµηθούν στην εύλογη αξία. Με την έναρξητης κρίσης χρέους και τη σηµαντική υποχώρηση των τιµών, οι τίτ-λοι µεταφέρθηκαν από το χαρτοφυλάκιο AFS στο χαρτοφυλάκιοHTM, γεγονός που επιτρέπεται υπό περιορισµούς. Έτσι δεν απαι-τείται προσαρµογή στην εύλογη αξία και προστατεύεται η αξίατων κεφαλαίων της τράπεζας. Όµως µε το πρόγραµµα ανταλλα-γής οµολόγων (PSI) υποχρεώθηκαν να καταγράψουν ζηµία, ίσηµε τη διαφορά της αξίας των υφιστάµενων οµολόγων και της αξίαςτων νέων οµολόγων. Η ζηµία αυτή αφαιρείται από τα λογιστικάκεφάλαια και επηρεάζει ανάλογα τα εποπτικά κεφάλαια (για τολογιστικό χειρισµό βλ. ESMA, Public Statement, “Sovereign Debtin IFRS Statements”, 25 Νοεµβρίου 2011, ESMA/211/397).

1100 Η έννοια της µειωµένης εξασφάλισης (subordination) αναφέρε-ται στην προτεραιότητα ικανοποίησης των πιστωτών σε περίπτωσηπτώχευσης µιας τράπεζας. Μειωµένη εξασφάλιση σηµαίνει ελάσ-σονα προτεραιότητα έναντι άλλων πιστωτών. Αν η τράπεζα έχειεκδώσει οµόλογα µειωµένης εξασφάλισης, που κανονικά θαέπρεπε να ονοµάζονται οµόλογα ελάσσονος προτεραιότητας, σεπερίπτωση πτώχευσής της οι κάτοχοι των οµολόγων ικανοποιού-νται τελευταίοι µεταξύ των πιστωτών και µόλις πριν από τους µετό-χους µε κοινές µετοχές. Με άλλα λόγια, οι κάτοχοι των οµολόγωνµειωµένης εξασφάλισης µε τα κεφάλαιά τους “υποστηρίζουν” τουςυπόλοιπους πιστωτές.

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 53

Page 8: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

τρέχουσες χρηµατοοικονοµικές συνθήκες. Ηδυνατότητα αυτή είναι συνήθως δεδοµένη σταµερίσµατα µετοχών ή προνοµιούχων µετοχών,καθώς είναι στη διακριτική ευχέρεια της τρά-πεζας η απόφαση για διανοµή µερίσµατος,αλλά η ευελιξία µετριάζεται αν οι προνοµιού-χες µετοχές είναι µε δικαίωµα σωρευτικούµερίσµατος. Αντίθετα, για οµόλογα µειωµένηςεξασφάλισης η δυνατότητα ακύρωσης πληρω-µής τοκοµεριδίων είναι πολύ πιο περιορισµένη.

• ∆∆υυννααττόόττηητταα ααπποορρρρόόφφηησσηηςς ζζηηµµιιώώνν ((lloossssaabbssoorrppttiioonn)), δηλαδή δυνατότητα κάλυψηςζηµιών ώστε η τράπεζα να συνεχίσει τη λει-τουργία της (going concern) ή να προστατευ-θούν οι καταθέτες σε περίπτωση που εισέλθεισε διαδικασίες πτώχευσης (gone concern). Μεβάση το κριτήριο της απορρόφησης ζηµιών, τοµετοχικό κεφάλαιο είναι πρώτο στην κατά-ταξη ως προς την ποιότητα, αφού µπορεί νααπορροφήσει άµεσα ζηµίες χωρίς κανέναπεριορισµό. Αντίθετα, τα οµόλογα µειωµένηςεξασφάλισης είναι πιο χαµηλά στην κατάταξη,αφού δεν έχουν µεγάλη δυνατότητα απορρό-φησης ζηµιών σε συνθήκες λειτουργίας, ενώ ηδυνατότητα βελτιώνεται σε συνθήκες πτώ-χευσης, αφού οι κάτοχοι ικανοποιούνται µόλιςπριν από τους κοινούς µετόχους.

Με βάση το βαθµό ικανοποίησης των τριώνπαραπάνω χαρακτηριστικών, τα εποπτικάκεφάλαια χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες ποι-ότητας, τα Βασικά Ίδια Κεφάλαια (Tier 1), ταΣυµπληρωµατικά Ίδια Κεφάλαια (Tier 2) καιτα Κεφάλαια για τον Κίνδυνο Αγοράς (Tier3). Κάθε κατηγορία χωρίζεται επιπλέον σεκύρια (upper) και πρόσθετα (lower) κεφά-λαια. Ο Πίνακας 1 παρέχει µια συνοπτικήανάλυση για κάθε κατηγορία.

α) Βασικά Κεφάλαια

Τα κύρια Βασικά Ίδια Κεφάλαια είναι ισο-δύναµα µε τα κεφάλαια µε βάση τα ∆ΠΧΠ καιπεριλαµβάνουν το µετοχικό κεφάλαιο, διά-φορα αποθεµατικά και τα δικαιώµατα µειο-ψηφίας.11 Όλες οι παραπάνω µορφές κεφα-λαίων είναι αναγνωρίσιµες στο τραπεζικόσύστηµα, απεικονίζονται καθαρά στους δηµο-

σιοποιηµένους ισολογισµούς, έχουν σηµαντικήεπίδραση στην αποδοτικότητα και καλύπτουνκαλύτερα τα τρία χαρακτηριστικά των επο-πτικών κεφαλαίων. Συνεπώς, τα Βασικά ΊδιαΚεφάλαια θεωρούνται τα καλύτερα από πλευ-ράς ποιότητας.

Η άντληση Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων σε πολ-λές περιπτώσεις είναι δυσχερής ή ακριβή, καιοι εποπτικές αρχές προχώρησαν στη διεύ-ρυνση του ορισµού των Βασικών Ιδίων Κεφα-λαίων συµπεριλαµβάνοντας υβριδικούς τίτ-λους, που ονοµάστηκαν “Πρόσθετα ΒασικάΊδια Κεφάλαια”. Υβριδικοί τίτλοι είναι οι τίτ-λοι που έχουν ορισµένα κοινά χαρακτηριστικάµε τις µετοχές (π.χ. εκτείνονται στο διηνεκές)και ορισµένα κοινά χαρακτηριστικά µε ταοµόλογα (π.χ. πληρωµή σταθερού τοκοµερι-δίου). Κατ’ ουσίαν ο κάτοχος ενός υβριδικούτίτλου ανταλλάσει τις απαιτήσεις επί τουκεφαλαίου µε σταθερές πληρωµές από τακέρδη της τράπεζας. Υπάρχουν τρεις µορφέςυβριδικών τίτλων, οι καινοτόµοι τίτλοι, οι µηκαινοτόµοι τίτλοι και οι προνοµιούχες µετο-χές.12 Οι υβριδικοί τίτλοι συχνά εκδίδονταιµέσω εταιρίας ειδικού σκοπού και χρησιµο-

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201254

1111 Τα δικαιώµατα µειοψηφίας προκύπτουν από τη λογιστική ενσω-µάτωση θυγατρικών στις οποίες υπάρχουν µειοψηφικοί µέτοχοι.Το κεφάλαιο των µετόχων αυτών αποτελεί απαίτηση από την τρά-πεζα και συνεπώς πρέπει να συµπεριληφθεί στα κεφάλαια τουενοποιηµένου οµίλου. Αποτελεί µέρος των βασικών κεφαλαίωνδιότι µπορεί να απορροφήσει άµεσα ζηµία. Το πρόβληµα είναι ότιµπορεί να απορροφήσει µόνο ζηµία της συγκεκριµένης θυγατρι-κής και συνεπώς µπορούµε να θεωρήσουµε ότι δεν ικανοποιείαπόλυτα το κριτήριο της απορροφητικότητας ζηµιών.

1122 Οι καινοτόµοι τίτλοι εµπεριέχουν κίνητρο αποπληρωµής του κεφα-λαίου. Αν στη σύµβαση υπάρχει ρήτρα προσαύξησης του επιτοκίου(step-up), µετά από ένα χρονικό διάστηµα, ο εκδότης έχει έναδικαίωµα προαίρεσης (call option), το οποίο αν δεν εξασκήσει θαπληρώσει υψηλότερο επιτόκιο. Ο εκδότης συνεπώς έχει κίνητρο νααποπληρώσει το κεφάλαιο και συνεπώς δεν καλύπτεται επαρκώςτο κριτήριο της µονιµότητας. Αν όµως το κίνητρο αυτό παρέχεταιµετά από ένα µεγάλο σχετικά διάστηµα (συνήθως 10 χρόνια) οι τίτ-λοι µπορούν να θεωρηθούν Πρόσθετα Βασικά Κεφάλαια.Οι µη καινοτόµοι υβριδικοί τίτλοι είναι παρόµοιοι µε τους µη και-νοτόµους εκτός από την ύπαρξη κινήτρου αποπληρωµής. Σε συν-θήκες λειτουργίας (going concern) δεν έχουν ικανότητα απορρό-φησης ζηµιών παρά µόνο από τη µη αποπληρωµή των τοκοµεριδίωνκαι συνεπώς οι ζηµίες δεν µπορούν να καλυφθούν από το κεφά-λαιο. Σε συνθήκες πτώχευσης (gone concern) το κεφάλαιο µπορείνα καλύψει ζηµίες, καθώς οι κάτοχοι θα ικανοποιηθούν πριν απότους κύριους µετόχους, αλλά µετά από όλους τους πιστωτές.Οι προνοµιούχες µετοχές δεν έχουν συγκεκριµένη ληκτότητα, έχουνσταθερό τοκοµερίδιο και αν η τράπεζα έχει τη διακριτική ευχέρειανα µην πληρώνει σωρευτικό τοκοµερίδιο µπορούν να συµπεριλη-φθούν στα κύρια Βασικά Κεφάλαια. Προνοµιούχες µετοχές αγόρασετο Ελληνικό ∆ηµόσιο σύµφωνα µε τον Ν. 3723/2008 αναφορικά µετο πρόγραµµα ενίσχυσης της ρευστότητας της ελληνικής οικονοµίας,χωρίς δικαίωµα σωρευτικού µερίσµατος (για να µπορεί να συµπε-ριληφθεί στα Βασικά Κεφάλαια) και µε τοκοµερίδιο 10%.

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 54

Page 9: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

ποιούνται ως µέσο αύξησης των κεφαλαίων,αλλά το πλαίσιο θέτει ορισµένους ποσοτικούςπεριορισµούς, παραδείγµατος χάριν ότι δενπρέπει να υπερβαίνουν το 15% των ΒασικώνΚεφαλαίων. Κατά τη διάρκεια της χρηµατο-πιστωτικής κρίσης 2007-08 πολλοί υβριδικοίτίτλοι υποβαθµίστηκαν από τους οίκους δια-βάθµισης και έχασαν σηµαντικά την ικανό-τητά τους να απορροφούν ζηµίες.

β) Συµπληρωµατικά Κεφάλαια

Τα Συµπληρωµατικά Ίδια Κεφάλαια περι-λαµβάνουν προνοµιούχες µετοχές µε δικαί-ωµα σωρευτικού µερίσµατος, οµόλογα µειω-

µένης εξασφάλισης και τη θετική διαφοράλογιστικών προβλέψεων και αναµενόµενηςζηµίας. Για το τελευταίο σηµειώνεται ότι, αντο ύψος των προβλέψεων είναι µεγαλύτεροαπό την αναµενόµενη ζηµία, τότε η διαφοράπρέπει να θεωρηθεί διαθέσιµο κεφάλαιο καικατατάσσεται στα Συµπληρωµατικά Κεφά-λαια, µε περιορισµό να µην υπερβαίνει το0,6% του σταθµισµένου ενεργητικού. Βεβαίωςαυτή η δυνατότητα παρέχεται µόνο στις τρά-πεζες που εφαρµόζουν την προσέγγιση εσω-τερικών διαβαθµίσεων (IRB) του πλαισίου τηςΒασιλείας ΙΙ (βλ. Παράρτηµα 1), καθώς αυτέςθεωρείται ότι έχουν αξιόπιστο τρόπο υπολο-γισµού της αναµενόµενης ζηµίας.

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 55

ΒΑΣΙΚΑ (Tier 1)

Κύρια

- Μετοχικό κεφάλαιο Αποθεµατικά

- ∆ικαιώµατα µειοψηφίας

- Άυλα πάγια

- Αποθεµατικά αναπροσαρµογής

- Ίδιες µετοχές

- 50% αρνητικήςδιαφοράς µεταξύ λογιστικών προβλέψεων και αναµενόµενης ζηµίας

- 50% της συµµετοχήςτης Τράπεζας Α στην Τράπεζα Β, αν υπερβαίνει το 10%της Τράπεζας Β

Η συµµετοχή µιας τράπεζας σε ασφαλιστική εταιρία,αν η συµµετοχή υπερβαίνει το 20%του κεφαλαίου τηςασφαλιστικής

Πρόσθετα - Καινοτόµοι τίτλοι

- Μη καινοτόµοι τίτλοι

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ-ΤΙΚΑ (Tier 2)

Κύρια

- Μετοχές µε δικαίωµασωρευτικού µερίσµατος αόριστηςδιάρκειας

- Οµόλογα µειωµένης εξασφάλισης αόριστης διάρκειας

- Θετική διαφοράµεταξύ λογιστικώνπροβλέψεων και αναµενόµενης ζηµίας

- 50% αρνητικής διαφοράς µεταξύλογιστικώνπροβλέψεων και αναµενόµενης ζηµίας

- 50% της συµµετοχήςτης Τράπεζας Α στην Τράπεζα Β, αν υπερβαίνει το 10%της Τράπεζας Β

Πρόσθετα

- Μετοχές µε δικαίωµασωρευτικού µερίσµατος ορισµένης διάρκειας

- Οµόλογα µειωµένηςεξασφάλισης ορισµένης διάρκειας

Ι∆ΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΓΙΑΤΗΝ ΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥΚΙΝ∆ΥΝΟΥ ΑΓΟΡΑΣ(Tier 3)

- Οµόλογα µειωµένηςεξασφάλισης βραχυπρόθεσµηςδιάρκειας

Αφαιρετικά στοιχείααπό τα κύρια Βασικά

Κεφάλαια

Αφαιρετικά στοιχείααπό τα Βασικά καιΣυµπληρωµατικά

Κεφάλαια

Αφαιρετικά στοιχείααπό το σύνολο των

Ιδίων Κεφαλαίων

Πίνακας 1 Ανάλυση Ιδίων Κεφαλαίων1

1 Η ανάλυση δεν είναι εξαντλητική και αναφέρονται µόνο ορισµένα παραδείγµατα για να γίνουν κατανοητές οι έννοιες. Αναλυτική καταγραφήπαρέχεται στην Π∆/ΤΕ 2610/29.10.2010.

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 55

Page 10: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

γ) Αφαιρετικά στοιχεία

Για να καταλήξουµε στο σύνολο των διαθέ-σιµων κεφαλαίων, αφαιρούνται ορισµέναστοιχεία που δεν ικανοποιούν τα κριτήριαπου τέθηκαν. Από τα Βασικά Ίδια Κεφάλαιααφαιρούνται, ενδεικτικά, τα άυλα πάγια,δεδοµένου ότι δεν µπορούν να µετατραπούνσε ενσώµατα για να απορροφήσουν ζηµίες,καθώς και οι ίδιες µετοχές, επειδή µε τηναγορά τους η τράπεζα µετέφερε την ικανό-τητα απορρόφησης ζηµιών από τον αρχικόαγοραστή των µετοχών στην ίδια. Επίσης, στααποθεµατικά αναπροσαρµογής στην εύλογηαξία δεν περιλαµβάνονται θετικές ή αρνητι-κές διαφορές αξίας µη επιτοκιακών προϊό-ντων (π.χ. µετοχών). Η λογική είναι ότι για ταµη επιτοκιακά προϊόντα, που εκτείνονται στοδιηνεκές, η ζηµία από αποτίµηση πρέπει νααναληφθεί, άρα και να αφαιρεθεί, από ταΒασικά Κεφάλαια. Το ίδιο ισχύει και για τοκέρδος από αποτίµηση, αυτό όµως περιλαµ-βάνεται, κατά 45%, στα ΣυµπληρωµατικάΚεφάλαια. Όσον αφορά τα επιτοκιακά προϊ-όντα (π.χ οµόλογα), αυτά έχουν συγκεκριµένηλήξη και οποιαδήποτε ζηµία από αποτίµησηδεν είναι καλή προσέγγιση της ενδεχόµενηςζηµίας, συνεπώς παραµένει στα αποθεµα-τικά.13 Μόνο σε περίπτωση πτώχευσης τουεκδότη η ζηµία πρέπει να αναληφθεί και νααφαιρεθεί.

Περαιτέρω, στα συνολικά ίδια κεφάλαια γίνο-νται ορισµένες αναγκαίες προσαρµογές,ώστε να αφαιρεθούν τα στοιχεία που δενέχουν καλή ικανότητα απορρόφησης ζηµιών.Πάλι η ανάλυση δεν είναι εξαντλητική και θααναφερθούµε σε ορισµένες χαρακτηριστικέςπεριπτώσεις:

– Αφαιρείται η αρνητική διαφορά µεταξύλογιστικών προβλέψεων και αναµενόµενηςζηµίας κατά 50% από τα Βασικά Ίδια Κεφά-λαια και κατά 50% από τα ΣυµπληρωµατικάΊδια Κεφάλαια.

– Αφαιρείται η συµµετοχή (µετοχές ή υβριδι-κούς τίτλους) µιας τράπεζας Α σε µια τράπεζαΒ, αν η συµµετοχή υπερβαίνει το 10% του

κεφαλαίου της Β, κατά 50% από τα ΒασικάΊδια Κεφάλαια και κατά 50% από τα Συµπλη-ρωµατικά Ίδια Κεφάλαια. Η λογική είναι ηαποφυγή της διπλής µόχλευσης (double gear-ing), αφού, αν δεν ίσχυε η αφαίρεση, οι τρά-πεζες Α και Β θα µπορούσαν να βοηθήσουν ηµια την άλλη να αυξήσουν την κεφαλαιακήτους βάση, χωρίς πραγµατική εισροή κεφα-λαίων.

– Αφαιρείται από το σύνολο των κεφαλαίωνµιας τράπεζας η συµµετοχή της σε ασφαλι-στική εταιρία, αν η συµµετοχή υπερβαίνει το20% του κεφαλαίου της ασφαλιστικής.

δ) Περιορισµοί

Η διάκριση σε κατηγορίες ποιότητας έχεισηµασία για τους περιορισµούς που τίθενταιυπό µορφή ορίων.14 Παραδείγµατος χάριν, ταΒασικά Ίδια Κεφάλαια πρέπει να είναι του-λάχιστον το 50% των συνολικών ΒασικώνΚεφαλαίων. Με τον περιορισµό αυτό µπορείνα εµφανιστεί το φαινόµενο της κατακρή-µνισης (cliff-effect), όπου, σε περίπτωση πουτα Πρόσθετα Βασικά Κεφάλαια υπερβαίνουντο 50%, το επιπλέον ταξινοµείται (ή κατα-κρηµνίζεται) στα Συµπληρωµατικά ΊδιαΚεφάλαια. Επίσης ένας σηµαντικός περιο-ρισµός είναι ότι το σύνολο των Συµπληρω-µατικών Κεφαλαίων δεν µπορεί να υπερβαί-νει τα σύνολο των Βασικών Ιδίων Κεφα-λαίων.

Το καθαρό άθροισµα όλων των παραπάνωµορφών κεφαλαίων οδηγεί στα διαθέσιµακεφάλαια. Όµως το ερώτηµα είναι αν τακεφάλαια αυτά είναι επαρκή και αυτό θα κρι-θεί από τη σύγκρισή τους µε τα απαιτούµενακεφάλαια.

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201256

1133 Θα παρατηρήσουµε διαφορετική µεταχείριση των αποθεµατικώναναπροσαρµογής από τα ∆ΠΧΠ. Στα εποπτικά κεφάλαια δεναναγνωρίζονται, δηλαδή επιβάλλονται φίλτρα (η διαδικασίακαλείται επιβολή εποπτικών φίλτρων – regulatory filters) σε µηπραγµατοποιηθείσες ζηµίες (unrealised losses) επιτοκιακών προϊ-όντων.

1144 Όπως αναλύθηκε παραπάνω ορισµένα αφαιρετικά στοιχεία αφαι-ρούνται από τα Βασικά Ίδια Κεφάλαια, ενώ άλλα από το σύνολοτων κεφαλαίων. Η διάκριση είναι σηµαντική, καθώς τα δεύτεραδεν συµµετέχουν στη διαδικασία των ορίων που επιβάλλονται γιακάθε κατηγορία κεφαλαίων.

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 56

Page 11: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Β) ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Για το σύνολο των διαθέσιµων κεφαλαίωνµπορεί να υπολογιστεί ο ∆είκτης Κεφαλαια-κής Επάρκειας (CAR) ως :

όπου:

CAR: συντελεστής (ή δείκτης) κεφαλαιακήςεπάρκειας,

ΑC: το σύνολο των (διαθέσιµων) ΕποπτικώνΙδίων Κεφαλαίων (available capital),

Credit risk: προσέγγιση του πιστωτικού κιν-δύνου,

Market risk: προσέγγιση του κινδύνου αγοράς,

Operational risk: προσέγγιση του λειτουργικούκινδύνου.

Αν το CAR ≥ 8%, η τράπεζα θεωρείται επαρ-κώς κεφαλαιοποιηµένη,15 µε την έννοια ότι ταδιαθέσιµα κεφάλαιά της καλύπτουν τις ενδε-χόµενες ζηµίες οι οποίες µπορεί να προκύ-ψουν από τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνοαγοράς και το λειτουργικό κίνδυνο που έχειαναλάβει.

Όµως σε ορισµένες περιπτώσεις, ιδιαίτερα σεπεριόδους κρίσης, τα Συµπληρωµατικά Κεφά-λαια δεν έχουν καλή συµπεριφορά, µε τηνέννοια ότι δεν µπορούν να απορροφήσουνικανοποιητικά ζηµίες. Ως εκ τούτου η ανά-λυση εστιάζεται µόνο στα Βασικά Κεφάλαιακαι υπολογίζεται ο ∆είκτης Βασικών Κεφα-λαίων ως:

Σύµφωνα µε το τρέχον εποπτικό πλαίσιο, απαι-τείται ∆είκτης Βασικών Κεφαλαίων ≥ 4%. Τοπλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ αναπροσαρµόζειτόσο τους ορισµούς των κεφαλαίων όσο και ταελάχιστα ποσοστά και θα αναλυθεί στην Ενό-τητα 8. Στις Ενότητες 5, 6 και 7 θα αναλυθεί ο

τρόπος υπολογισµού των κεφαλαιακών απαι-τήσεων για κάθε κίνδυνο χωριστά.

Γενικά, για τον παρανοµαστή των δύο κλα-σµάτων χρησιµοποιείται η τεχνική της στάθ-µισης κινδύνου (risk weighting) µε τον υπο-λογισµό συντελεστών στάθµισης (RW) και τουσταθµισµένου ενεργητικού (RWA)16 ως :

όπου:

ΑC: διαθέσιµα εποπτικά ίδια κεφάλαια,

RWA: σταθµισµένο ενεργητικό,

A: αξία των στοιχείων του ενεργητικού,

RW: συντελεστής στάθµισης πιστωτικού κιν-δύνου.

Και συνεπώς :

ΙΙσσοοδδύύννααµµαα, η ανάλυση µπορεί να εστιαστείστα απαιτούµενα κεφάλαια και στη συνέχειαη επάρκεια ή µη των κεφαλαίων γίνεται µε τησύγκριση των διαθέσιµων και των απαιτού-µενων κεφαλαίων. Κατ’ ουσίαν, αντί να δια-πιστωθεί αν το CAR ≥ 8%, γίνεται ησύγκριση αν τα διαθέσιµα κεφάλαια είναιµεγαλύτερα ή ίσα µε τα απαιτούµενα κεφά-

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 57

!

CAR =AC

Credit risk + Market risk + Operational risk=

AC

RWAcredit + RWAmarket + RWAoperational

=AC

RWA! 8%

!

CAR =AC

Credit risk + Market risk + Operational risk! 8%

!

Tier 1 ratio =Tier 1 capital

Credit risk + Market risk + Operational risk! 4%

!

1155 Η θέση αυτή δεν µπορεί να είναι απόλυτη, καθώς ο τρόπος υπο-λογισµού του CAR ενέχει κενά που αναλύονται στη συνέχεια.Απόδειξη του παραπάνω ισχυρισµού είναι η τράπεζα Dexia, ηοποία ένα µήνα πριν από την εφαρµογή πακέτου διάσωσης ύψους94 δισεκ. ευρώ από τις κυβερνήσεις της Γαλλίας, του Βελγίου καιτου Λουξεµβούργου, είχε δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας σηµα-ντικά υψηλότερο από τον ελάχιστο απαιτούµενο (βλ. De Groen,W.P, “A closer look at Dexia: The case of misleading capitalratios”, 19 Οκτωβρίου 2011, CEPS Cοmmentary).

1166 Για την ακρίβεια, το σταθµισµένο ενεργητικό υπολογίζεται για τονπιστωτικό κίνδυνο, ενώ για τους υπόλοιπους κινδύνους υπολογί-ζονται τα απαιτούµενα κεφάλαια και µετατρέπονται σε (πλα-σµατικό) σταθµισµένο ενεργητικό πολλαπλασιάζοντας τα κεφά-λαια µε 12,5. Ο πολλαπλασιαστής ισχύει για δείκτη κεφαλαιακήςεπάρκειας 8% (δηλαδή 1/0,08=12,5).

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 57

Page 12: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

λαια. Το αποτέλεσµα βέβαια είναι πάντοτε τοίδιο.

Τα απαιτούµενα κεφάλαια RC (required cap-ital) προκύπτουν αν:

Παραδείγµατος χάριν, αν µια τράπεζα χρη-µατοδοτεί µε 100 εκατ. ευρώ πιστούχο µεRW=50%, τότε:

Απαιτούµενα κεφάλαια = 100 Χ 50% Χ 8% =4 εκατ. ευρώ.

Η τράπεζα, για να προχωρήσει στη χρηµατο-δότηση, πρέπει να έχει διαθέσιµα κεφάλαια 4εκατ. ευρώ. Αν δεν τα διαθέτει, αυτό σηµαίνειότι δεν έχει τα κεφάλαια για να προχωρήσει σεχρηµατοδότηση αυτής της επικινδυνότητας.Έχει τρεις επιλογές: να αυξήσει τα κεφάλαιάτης, να µειώσει το ύψος του δανείου (µείωσηΑ) ή να προχωρήσει σε πιο ασφαλή τοποθέ-τηση (µικρότερο RW). Σε κάθε περίπτωση,είναι προφανές ότι το πλαίσιο κεφαλαιακήςεπάρκειας θέτει περιορισµούς στην ανάπτυξηκαι επέκταση της τράπεζας. Αυτή µπορεί ναπραγµατοποιηθεί µόνο αν υπάρχουν επαρκήίδια κεφάλαια. Γενικά το σύστηµα των κεφα-λαιακών απαιτήσεων δεν είναι ένα σύστηµακινήτρων, αλλά απεικονίζει µια επιθυµητήσυµπεριφορά και θέτει περιορισµούς και“κόστος” στην επίτευξη µιας αναµενόµενηςαπόδοσης ιδίων κεφαλαίων (ROE).17

4 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

4.1 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΜΗ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΗΣ ΖΗΜΙΑΣ

Χωρίς αµφιβολία η ικανοποίηση των εποπτι-κών απαιτήσεων αποτελεί βασική παράµετροτης πολιτικής διαχείρισης κεφαλαίων µιαςτράπεζας. Όµως πρέπει να ικανοποιηθούνκαι άλλοι παράγοντες της αγοράς και πρωτί-στως οι µέτοχοι και οι οίκοι πιστοληπτικήςδιαβάθµισης. Τα εποπτικά κεφάλαια αποτε-

λούν τα ελάχιστα κεφάλαια µε τα οποία πρέ-πει να λειτουργεί µια τράπεζα, καλύπτουντους τρεις βασικούς κινδύνους (πιστωτικό,αγοράς και λειτουργικό) και υπολογίζονταιµε συγκεκριµένη µεθοδολογία. Τα πραγµα-τικά χαρακτηριστικά κινδύνου της µπορεί ναδιαφέρουν από τα χαρακτηριστικά που περι-γράφονται στα εποπτικά εγχειρίδια. Συνεπώς,κάθε τράπεζα πρέπει να χαρτογραφήσει τουςκινδύνους που έχει αναλάβει ή πρόκειται νααναλάβει, να καθιερώσει αξιόπιστες µεθό-δους µέτρησης, να προσδιορίσει το βαθµόανοχής στον κίνδυνο, καθώς και το χρονικόορίζοντα µέτρησης, να υπολογίσει τα ανα-γκαία κεφάλαια για κάθε κίνδυνο και τελικάνα εκτιµήσει τα συνολικά κεφάλαια που απαι-τούνται. Με άλλα λόγια, κάθε τράπεζα πρέ-πει να υπολογίσει τα οικονοµικά της κεφά-λαια. Με αυτό τον τρόπο η ετερογένεια τωνπηγών κινδύνου µετατρέπεται σε ενιαίοµετρήσιµο µέγεθος, που διευκολύνει καιαπλουστεύει τη διαδικασία διαχείρισης κιν-δύνων. Το ενιαίο αυτό µέγεθος (οικονοµικόκεφάλαιο) εκτιµάται µε βάση την κατανοµήζηµιών για το σύνολο των κινδύνων που αντι-µετωπίζει η τράπεζα.

Η κατανοµή ζηµιών για ένα χαρτοφυλάκιοανοιγµάτων χαρακτηρίζεται από δύο κύριεςσυνιστώσες, α) τη συχνότητα των ζηµιών, δηλ.τη συχνότητα µε την οποία εµφανίζεται έναγεγονός κινδύνου που µπορεί να προκαλέσειζηµία και β) την ένταση των ζηµιών, δηλ. τοµέγεθος της ζηµίας που πρέπει να απορρο-φηθεί όταν το γεγονός κινδύνου ενεργοποιη-θεί. Συνδυασµός αυτών των χαρακτηριστικώνοδηγεί σε κατανοµή ζηµιών για κάθε µορφήκινδύνου. Η κατανοµή αυτή απεικονίζει όλεςτις µελλοντικές ζηµίες και τις εκτιµώµενεςπιθανότητες και σχηµατοποιείται ως κατανοµήπιθανοτήτων (PDF) µε µορφή που είναισυνάρτηση των χαρακτηριστικών του κάθεκινδύνου. Παραδείγµατος χάριν, η κατανοµήγια τον κίνδυνο αγοράς έχει τα χαρακτηρι-στικά της κανονικής κατανοµής, η κατανοµή

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201258

1177 Στη διεθνή βιβλιογραφία αρχίζει να εξετάζεται το θέµα της απο-τελεσµατικότητας του πλαισίου των κεφαλαιακών απαιτήσεων σεπερίπτωση εµφάνισης πολύ ακραίου γεγονότος (tail risk), βλ.Perotti et al. (2011).

!

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 58

Page 13: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

για τον πιστωτικό κίνδυνο και τον λειτουργικόκίνδυνο έχει τα χαρακτηριστικά της ασύµµε-τρης κατανοµής, η κατανοµή για τα ανοίγµαταλιανικής τραπεζικής είναι πιο λεπτόκυρτη σεσχέση µε την κατανοµή για τα επιχειρηµατικάανοίγµατα κ.λπ. Μετά τον προσδιορισµό,παρά τις δυσκολίες, της κατανοµής για κάθεκίνδυνο και της προσοµοίωσης µε κάποιαθεωρητική κατανοµή, η ανάλυση εστιάζεταιστις δύο κρίσιµες στατιστικές κάθε κατανο-µής, τον µέσο και τη διακύµανση. Ο µέσος τηςκατανοµής προσδιορίζει την έννοια της ανα-µενόµενης ζηµίας (expected loss), ενώ µε βάσητη διακύµανση και το διάστηµα εµπιστοσύνηςπροσδιορίζεται η έννοια της µη αναµενόµενηςζηµίας (unexpected loss), καθώς και τηςακραίας ζηµίας (stressed loss).

Οι συνήθεις πηγές εµφάνισης της αναµενό-µενης ζηµίας είναι οι ζηµίες που εµφανίζονταιαπό την καθηµερινή λειτουργία της τράπεζαςόταν αυτή εκτίθεται σε κανονικές συνθήκεςτου χρηµατοοικονοµικού περιβάλλοντος.Αντίθετα, η µη αναµενόµενη ζηµία προκύπτειαπό σπάνια αλλά πιθανολογικά γεγονότα πουσυµβαίνουν στο χρηµατοοικονοµικό περι-βάλλον στο οποίο η τράπεζα διατηρεί ανοικτέςθέσεις. Η ακραία ζηµία προκύπτει από εξαι-ρετικά ακραία γεγονότα, τα οποία δεν δύνα-

ται να προβλεφθούν σύµφωνα µε τα συνηθι-σµένα υποδείγµατα αποτίµησης κινδύνων,λόγω του γνωστού προβλήµατος της συγκέ-ντρωσης παρατηρήσεων στα άκρα της κατα-νοµής (fat tails). Η υλοποίηση εναλλακτικώνλύσεων, όπως η διεξαγωγή ασκήσεων προσο-µοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test-ing) µε ακραία αλλά αληθοφανή σενάρια κρί-σεων,18 είναι αναγκαία.

Ένα από τα πιο δύσκολα σηµεία στην υλο-ποίηση του πλαισίου των οικονοµικών κεφα-λαίων είναι ο συνδυασµός των επιµέρους κιν-δύνων σε µια ενιαία κατανοµή κινδύνων γιατο σύνολο της τράπεζας, καθώς πρέπει νααντιµετωπιστούν δύο επιµέρους δυσκολίες:

α. Ο τρόπος συνδυασµού δύο ή περισσοτέρωνκατανοµών µε διαφορετική µορφή και δια-φορετικό χρονικό ορίζοντα.

β. Ο υπολογισµός των αποτελεσµάτων δια-φοροποίησης εντός των κινδύνων και µεταξύτων κινδύνων.

Στη διεθνή βιβλιογραφία έχουν παρουσιαστείπολλές εναλλακτικές προτάσεις για τα παρα-

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 59

1188 Βλ. Καλφάογλου (2011).

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 59

Page 14: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

πάνω προβλήµατα, αλλά καµία δεν έχεικαθιερωθεί ως πρότυπο, µε συνέπεια το πλαί-σιο των οικονοµικών κεφαλαίων να µην απο-τελεί εργαλείο λήψης αποφάσεων, παρά µόνοσε λίγες µεγάλου µεγέθους τράπεζες πουέχουν τους πόρους και την τεχνογνωσία ναεπενδύσουν στις αυξηµένες απαιτήσεις τουπλαισίου.

Μετά την ολοκλήρωση των απαιτούµενωνβηµάτων υλοποίησης του πλαισίου οικονοµι-κού κεφαλαίου, καταλήγουµε σε κατανοµήζηµίας όπως απεικονίζεται στο ∆ιάγραµµα 1.Η αναµενόµενη ζηµία καθορίζεται µε βάσητον µέσο της κατανοµής και η µη αναµενό-µενη ζηµία µε βάση τη διακύµανση και το διά-στηµα εµπιστοσύνης. Τα οικονοµικά κεφά-λαια ορίζονται ως η διαφορά µεταξύ µη ανα-µενόµενης ζηµίας και αναµενόµενης ζηµίας.Με άλλα λόγια, κάθε τράπεζα πρέπει νακαλύψει την αναµενόµενη ζηµία µε προβλέ-ψεις και τη µη αναµενόµενη ζηµία µε κεφά-λαια, τα οικονοµικά κεφάλαια. Τα εποπτικάκεφάλαια διαφέρουν από τα οικονοµικάκεφάλαια στο βαθµό που οι εποπτικοί κανό-νες υπολογισµού των κεφαλαίων διαφέρουναπό το προαναφερθέν πλαίσιο οικονοµικώνκεφαλαίων.

4.2 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΠΥΛΩΝΑΣ ΙΙ

Το σύµφωνο της Βασιλείας ΙΙ απαρτίζεται απότρεις πυλώνες:

I. Ο πρώτος πυλώνας αφορά τον καθορισµότων ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων γιατην κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, του κιν-δύνου αγοράς και του λειτουργικού κινδύνου.

II. Ο δεύτερος πυλώνας αφορά τη διαδικασίατης αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειαςτων τραπεζών, καθώς και τη θέσπιση των γενι-κών αρχών και κριτηρίων που θα διέπουν τηδιαδικασία αυτή.

III. Ο τρίτος πυλώνας αφορά την ενίσχυση τηςπειθαρχίας της αγοράς µέσω της δηµοσιοποί-ησης συγκεκριµένων ποιοτικών και ποσοτικώνστοιχείων.

Η θέσπιση του συστήµατος των τριών πυλώ-νων ήταν µια καινοτοµία της Βασιλείας ΙΙ, ηοποία σε κάποιο βαθµό µεταθέτει την ευθύνηυπολογισµού των αναγκαίων κεφαλαίων στιςίδιες τις τράπεζες. Ειδικότερα, ο στόχος τουΠυλώνα ΙΙ είναι να εξασφαλίσει ότι κάθετράπεζα έχει επαρκείς εσωτερικές διαδικα-σίες και επαρκή εσωτερικά κεφάλαια µεβάση µία αποτελεσµατική αξιολόγηση τωνκινδύνων της. Ως εσωτερικά κεφάλαια νοεί-ται το σύνολο των κεφαλαίων που η ίδια ητράπεζα εκτιµά ως επαρκή, ώστε µε τη συν-δροµή αποτελεσµατικών διαδικασιών δια-χείρισης κινδύνων να είναι δυνατή η σεδιαρκή βάση κάλυψη του συνόλου των κιν-δύνων που έχει αναλάβει ή πρόκειται να ανα-λάβει. Σηµειώνεται ότι το πλαίσιο της Βασι-λείας δεν χρησιµοποιεί τον όρο “οικονοµικάκεφάλαια”, αλλά τον όρο “εσωτερικά κεφά-λαια” ώστε να καταστήσει σαφές ότι υπάρχειµια ποιοτική συνιστώσα, οι αποτελεσµατικέςδιαδικασίες, και µια ποσοτική συνιστώσα, ουπολογισµός των αναγκαίων κεφαλαίων.Χωρίς να είναι απαραίτητη η υλοποίηση τωναπαιτητικών προϋποθέσεων υπολογισµού τωνοικονοµικών κεφαλαίων, τα πλαίσιο τηςΒασιλείας προτρέπει σε αναζήτηση εναλλα-κτικών διαδικασιών.

Υπό το πρίσµα αυτό, ο Πυλώνας ΙΙ µπορεί νααναλυθεί σε τέσσερα επίπεδα :

• Επίπεδο 1: Ο Πυλώνας ΙΙ συµπληρώνει τονΠυλώνα Ι

Η διαδικασία αξιολόγησης της επάρκειας τουεσωτερικού κεφαλαίου έχει σκοπό να συµπε-ριλάβει κινδύνους που δεν καλύπτονται πλή-ρως από τη διαδικασία του Πυλώνα Ι. Παρα-δείγµατα αποτελούν ο κίνδυνος συγκέντρωσης(concentration risk), ο κίνδυνος χώρας (coun-try risk), ο υπολειπόµενος κίνδυνος (residualrisk) και ο κίνδυνος τιτλοποίησης (securitisa-tion risk).

• Επίπεδο 2: Ο Πυλώνας ΙΙ ενδυναµώνει τονΠυλώνα Ι

Η διαδικασία αξιολόγησης επάρκειας του

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201260

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 60

Page 15: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

εσωτερικού κεφαλαίου σκοπό έχει να συµπε-ριλάβει κινδύνους που δεν καλύπτονται καθό-λου από τη διαδικασία του Πυλώνα Ι. Παρα-δείγµατα αποτελούν ο κίνδυνος επιτοκίων στοτραπεζικό χαρτοφυλάκιο (interest rate risk onbanking book), ο κίνδυνος ρευστότητας (liq-uidity risk), ο επιχειρηµατικός κίνδυνος (busi-ness risk) και ο κίνδυνος στρατηγικής (strate-gic risk).

• Επίπεδο 3: Επιδράσεις του εξωτερικούπεριβάλλοντος

Η διαδικασία αξιολόγησης επάρκειας τουεσωτερικού κεφαλαίου σκοπό έχει να συµπε-ριλάβει κινδύνους που προέρχονται από εξω-γενείς παράγοντες. Παράδειγµα αποτελούν οιεπιδράσεις του οικονοµικού κύκλου, η συγκέ-ντρωση κινδύνων στο σύστηµα και ο συστηµι-κός κίνδυνος (systemic risk).

• Επίπεδο 4: Προγραµµατισµός κεφαλαιακώναναγκών

Στοιχείο του Πυλώνα ΙΙ αποτελεί ο προγραµ-µατισµός των κεφαλαιακών αναγκών σε ατο-µικό επίπεδο και σε επίπεδο οµίλου. Ως προ-γραµµατισµός κεφαλαιακών αναγκών νοείταιη διαχείριση της διαφοράς µεταξύ του διαθέ-σιµου και του απαιτούµενου κεφαλαίου (βλ.Eνότητα 3).

Ο Πυλώνας ΙΙ εισάγει την έννοια της ∆ιαδι-κασίας Εποπτικής Αξιολόγησης (SRP), όπουη εποπτική αρχή αξιολογεί σε συνεχή βάσητην επάρκεια των κεφαλαίων και των εσω-τερικών διαδικασιών των τραπεζών µέσω της∆ιαδικασίας Αξιολόγησης Επάρκειας Εσω-τερικού Κεφαλαίου (ICAAP) και της ∆ιαδι-κασίας Εποπτικής Επισκόπησης και Αξιο-λόγησης (SREP). Το σηµαντικότερο όµωςµέρος της εποπτικής αξιολόγησης είναι ο διά-λογος. Στόχο του διαλόγου αποτελεί η αµοι-βαία κατανόηση των εφαρµοζόµενων µεθό-δων και διαδικασιών που παρήγαγαν το σχε-τικό αποτέλεσµα, καθώς και η ανάγκη τυχόνπροσαρµογής τους στα ειδικά χαρακτηρι-στικά κινδύνου και τη συστηµική σηµασία τηςτράπεζας.

Οι βασικές αρχές που διέπουν τον Πυλώνα ΙΙείναι οι εξής:

• Εσωτερική διαδικασία εκτίµησης της συνο-λικής κεφαλαιακής επάρκειας.Οι τράπεζες θα πρέπει να έχουν διαδικασίαεκτίµησης της συνολικής κεφαλαιακής τουςεπάρκειας σε σχέση µε τους κινδύνους πουαναλαµβάνουν ανάλογα µε τη στρατηγική τουςκαι τα χαρακτηριστικά κινδύνου τους.

• Εποπτική αξιολόγηση εσωτερικών εκτιµή-σεων κεφαλαιακής επάρκειας και συµµόρ-φωσης µε ελάχιστα επίπεδα.Οι εποπτικές αρχές πρέπει να αξιολογούν τιςεσωτερικές εκτιµήσεις και στρατηγικές τωντραπεζών αναφορικά µε την κεφαλαιακήεπάρκεια, καθώς επίσης και την ικανότητάτους να παρακολουθούν και να συµµορφώνο-νται µε τις διατάξεις που αφορούν το δείκτηκεφαλαιακής επάρκειας.

• Επιβολή διακράτησης υψηλότερων από ταελάχιστα όρια κεφαλαίων.Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να έχουν τηδυνατότητα να απαιτούν από τις τράπεζες ναδιατηρούν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειαςυψηλότερους από τα ελάχιστα προβλεπόµεναόρια.

• ∆ιενέργεια εποπτικών ελέγχων.Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να παρεµβαί-νουν σε πρώιµο στάδιο για να εµποδίσουνενδεχόµενη µείωση των εποπτικών κεφαλαίωνπέραν του κατώτατου ορίου και να προβαί-νουν σε διορθωτικές ενέργειες εφόσον µιατράπεζα δεν συγκεντρώνει το υποχρεωτικόµέγεθος κεφαλαίων.

5 ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΣ ΚΙΝ∆ΥΝΟΣ

5.1 ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ

Ο πιστωτικός κίνδυνος ορίζεται ως ο κίνδυνοςεµφάνισης ζηµιών λόγω αθέτησης των υπο-χρεώσεων των πιστούχων της τράπεζας.Μολονότι πιστωτικό κίνδυνο εµφανίζει τοσύνολο του ενεργητικού της τράπεζας, η ανά-

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 61

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 61

Page 16: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

λυση εστιάζεται κυρίως στο χαρτοφυλάκιοπιστοδοτήσεων, καθώς στα χαρτοφυλάκιαοµολόγων, µετοχών κ.λπ. ο πρωτεύων κίνδυ-νος είναι ο κίνδυνος αγοράς. Επίσης, η τρά-πεζα αντιµετωπίζει και παραλλαγές τουπιστωτικού κινδύνου, όπως ο κίνδυνος χώρας,ο οποίος αναφέρεται στην πιθανότητα αθέ-τησης των υποχρεώσεων λόγω επιδείνωσηςτης οικονοµικής κατάστασης της χώρας δανει-οδότησης και κήρυξης στάσης πληρωµών.

Ο πιστωτικός κίνδυνος µπορεί να θεωρηθείως η συνισταµένη τριών επιµέρους κινδύνων,του κινδύνου αθέτησης υποχρεώσεων (defaultrisk), του κινδύνου ανοίγµατος (exposure risk)και του κινδύνου ανάκτησης (recovery risk).Ο κίνδυνος αθέτησης υποχρεώσεων αναφέ-ρεται στην πιθανότητα οι πιστούχοι της τρά-πεζας να αθετήσουν τις αναγραφόµενες στοσυµβόλαιο υποχρεώσεις τους, γεγονός πουσυνήθως προκαλεί επαναδιαπραγµάτευσητων όρων του συµβολαίου. Ο κίνδυνος ανοίγ-µατος αναφέρεται στο συνολικό ποσό πουυπόκειται σε πιστωτικό κίνδυνο. Στην περί-πτωση του χαρτοφυλακίου πιστοδοτήσεων, τοσυνολικό ποσό ταυτίζεται µε την ονοµαστικήαξία των πιστοδοτήσεων. Η µέτρηση περι-πλέκεται στις περιπτώσεις των εκτός ισολο-γισµού στοιχείων, όπου η συνήθης τακτικήσυνίσταται στον υπολογισµό του πιστωτικούισοδύναµου. Ο κίνδυνος ανάκτησης αναφέ-ρεται στο ποσοστό ικανοποίησης της τράπε-ζας από το συνολικό ποσό που είναι εκτεθει-µένο σε κίνδυνο σε περίπτωση αθέτησης υπο-χρεώσεων του πιστούχου. Το ποσοστό αυτόείναι συνάρτηση της αξίας των εξασφαλίσεωντης τράπεζας, καθώς και της σειράς ικανο-ποίησής της.

Συνεπώς, µε βάση τις παραπάνω συνιστώσες,ο πιστωτικός κίνδυνος µπορεί να περιγραφείµε την εκτίµηση τριών παραµέτρων:

• της πιθανότητας αθέτησης υποχρεώσεων(Probability of Default, PD), που νοείται ως ηπιθανότητα πιστούχος ή οµάδα πιστούχων τηςτράπεζας να αθετήσουν τις υποχρεώσεις τουςπρος την τράπεζα. Το µέγεθος εκφράζεται ωςποσοστό.

• της ποσοστιαίας ζηµίας σε περίπτωση αθέ-τησης (Loss Given Default, LGD), που νοεί-ται ως η χρηµατική ζηµία που θα υποστεί ητράπεζα σε περίπτωση αθέτησης αφού έχουνολοκληρωθεί όλες οι διαδικασίες ρευστοποί-ησης εξασφαλίσεων. Το µέγεθος εκφράζεταιως ποσοστό επί του συνολικού ανοίγµατοςκατά την αθέτηση, δηλαδή του χρηµατοδοτι-κού ανοίγµατος.

• του χρηµατοδοτικού ανοίγµατος (Exposureat Default, EAD), που νοείται ως το συνολικόποσό που εκτίθεται σε πιστωτικό κίνδυνο τησυγκεκριµένη χρονική στιγµή της αθέτησης.Το µέγεθος εκφράζεται σε χρηµατικό ποσόστο νόµισµα του χαρτοφυλακίου.

Η βασική παραδοχή για τη µέτρηση των παρα-µέτρων πιστωτικού κινδύνου αφορά τον ορι-σµό του πιστωτικού γεγονότος, δηλαδή τουγεγονότος που επιφέρει ζηµία στην τράπεζα.Υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι ορισµού τουπιστωτικού γεγονότος, που καθορίζουν τηµορφή των πιστωτικών υποδειγµάτων. Σταυποδείγµατα πτώχευσης (default models) τοπιστωτικό γεγονός ορίζεται ως η αθέτηση υπο-χρεώσεων και η ζηµία προέρχεται αποκλει-στικά από το γεγονός αυτό. Στα υποδείγµαταµετάθεσης (migration models) το πιστωτικόγεγονός ορίζεται ως η επιδείνωση των οικο-νοµικών µεγεθών του πιστούχου, όπως αυτήαπεικονίζεται στην υποβάθµιση της πιστολη-πτικής του διαβάθµισης.

Έχοντας εκτιµήσει τις τρεις παραπάνω παρα-µέτρους, η τράπεζα προβαίνει στη διενέργειαπροβλέψεων για την κάλυψη της αναµενόµε-νης ζηµίας από αθέτηση υποχρεώσεων τωνοφειλετών και παρακρατεί κεφάλαια πουαντικατοπτρίζουν τη µη αναµενόµενη ζηµία

του κινδύνου που αναλαµβάνει. Η αναµενό-µενη ζηµία υπολογίζεται ως:

Η µη αναµενόµενη ζηµία, λόγω διακύµανσηςτου παράγοντα LGD, υπολογίζεται ως:

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201262

!

ELp = EL

i

! = EADi " PDi " LGDi( )i

!

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 62

Page 17: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

όπου

5.2 Η ∆ΙΑΒΑΘΜΙΣΗ ΩΣ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ

Όπως αναφέρθηκε, το πλαίσιο της Βασιλείαςγια την κεφαλαιακή επάρκεια χρησιµοποιεί τηµέθοδο της στάθµισης κινδύνου όλων τωνεντός και εκτός ισολογισµού στοιχείων για τονυπολογισµό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, µεσυνέπεια να απαιτείται ο καθορισµός ή η εκτί-µηση του συντελεστή στάθµισης (RW). Όσουψηλότερη είναι η πιστοληπτική ικανότηταενός πιστούχου, τόσο µικρότερος είναι οσυντελεστής στάθµισης και τόσο µικρότερα τααπαιτούµενα εποπτικά κεφάλαια. Βεβαίως σεένα σύστηµα πλήρων αγορών (complete mar-kets) ο ex ante καθορισµός συντελεστών κιν-δύνου οδηγεί σε µεταβολές της συµπεριφοράςως προς τον κίνδυνο και αλλοιώνει τη βάσηυπολογισµού των κεφαλαίων. Στην αγοράπιστωτικών προϊόντων η λήψη αρνητική θέσηςκατέστη δυνατή µετά τη δηµιουργία και εξά-πλωση των πιστωτικών παραγώγων, γεγονόςπου, εκτός των άλλων, έδωσε ισχυρά κίνητραγια τη χρησιµοποίηση τεχνικών ελαχιστοποί-ησης των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Οι τρά-πεζες κατόρθωσαν να “τροποποιήσουν” τουςσυντελεστές κινδύνου προς όφελός τους, υπο-νοµεύοντας την έννοια των κεφαλαίων ευαί-σθητων στον κίνδυνο. Άµεσο παράδειγµααποτελεί η τιτλοποίηση, που αναπτύχθηκεστην προσπάθεια µείωσης των κεφαλαιακώναπαιτήσεων και εξεύρεσης νέων πηγών ρευ-στότητας. Το ανεπαρκές κανονιστικό πλαίσιο

ή/και η ύπαρξη µη µετρήσιµων κινδύνων (π.χ.κίνδυνος ρευστότητας) οδήγησε σε ανάληψηκινδύνων που δεν ανταποκρίνονταν στις κεφα-λαιακές απαιτήσεις.

Παρά την παραπάνω κριτική, το σύστηµα τηςαντιστοίχισης της πιστοληπτικής ικανότηταςµε συντελεστές κινδύνου έχει παραµείνει στα-θερό. Ποιο είναι όµως το κριτήριο της πιστο-ληπτικής ικανότητας; Τα πλαίσιο της Βασι-λείας Ι είχε προσδιορίσει ex ante τέσσεριςκατηγορίες κινδύνου, καθώς και τους αντί-στοιχους συντελεστές κινδύνου. Τα πλαίσιοτης Βασιλείας ΙΙ προχώρησε σε µια σηµαντικήκαινοτοµία και υιοθέτησε τη χρησιµοποίησητων πιστωτικών διαβαθµίσεων (credit rating)ως κριτήριο πιστοληπτικής ικανότητας για τονυπολογισµό κεφαλαιακών απαιτήσεων καιταυτόχρονα αναγνώρισε εγγυήσεις και εξα-σφαλίσεις ως στοιχεία µείωσης του κινδύνου(credit mitigation). Όσον αφορά τη διαβάθ-µιση, παρέχει δύο εναλλακτικές δυνατότητες.Η πρώτη (τυποποιηµένη προσέγγιση – stan-dardised approach) προβλέπει ότι για την εκτί-µηση της επικινδυνότητας οι τράπεζες µπο-ρούν να λάβουν υπόψη τις διαβαθµίσεις πουδηµοσιοποιούν οι εξειδικευµένοι οίκοι δια-βάθµισης (π.χ. Moody’s, S&P κ.λπ.). Η δεύ-τερη δυνατότητα επιτρέπει στις τράπεζες νααναπτύσσουν και να χρησιµοποιούν δικά τουςσυστήµατα εσωτερικής διαβάθµισης για ταδιάφορα χαρτοφυλάκια που κατέχουν (προ-σέγγιση εσωτερικών διαβαθµίσεων – IRB). Τοπλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ δεν επέφερε µετα-βολές στην προσέγγιση του πιστωτικού κιν-δύνου. Οι δύο προσεγγίσεις παρουσιάζονταιαναλυτικότερα στο Πλαίσιο 1 και στο Πλαίσιο2 αντίστοιχα.

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 63

!

ULp = ! ijULiUL j

j

"i

"#

$

%

%

&

'

(

(

1/ 2

!

UL = EL(LGD ! EL)

ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ (STANDARDISED APPROACH)

Η τυποποιηµένη προσέγγιση επιτρέπει στις τράπεζες τη χρησιµοποίηση των εξωτερικών δια-βαθµίσεων, δηλαδή των διαβαθµίσεων που δηµοσιοποιούν εγκεκριµένοι οίκοι αξιολόγη-σης (π.χ. Moody’s, S&P κ.λπ.). ∆ιαχωρίζει το χαρτοφυλάκιο της τράπεζας σε συγκεκριµέ-νες κατηγορίες και για κάθε κατηγορία ορίζει το συντελεστή κινδύνου ανάλογα µε την εξω-

Πλαίσιο 1

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 63

Page 18: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201264

τερική αξιολόγηση. Συνεπώς στην τυποποιηµένη µέθοδο ο συντελεστής στάθµισης (RW)είναι προκαθορισµένος και προσδιορισµένος από το πλαίσιο της Βασιλείας. Ο παρακάτωπίνακας παρουσιάζει ενδεικτικά ορισµένες κατηγορίες µε τους αντίστοιχους συντελεστές.

Όπως φαίνεται από τον πίνακα, χρησιµοποιείται εξαβάθµια κλίµακα πιστωτικής ποιότη-τας. Αυτό είναι µια διαφοροποίηση του πλαισίου κεφαλαιακών απαιτήσεων όπως ισχύει στηνΕυρωπαϊκή Ένωση (CRD) από το γενικό πλαίσιο της Βασιλείας, το οποίο χρησιµοποιεί τιςδιαβαθµίσεις συγκεκριµένου οίκου αξιολόγησης. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι κλίµακες όλωντων εγκεκριµένων οίκων εξωτερικών διαβαθµίσεων πρέπει να αντιστοιχιστούν µε την παρα-πάνω εξαβάθµια κλίµακα για να προκύψει η τελική ταξινόµηση. Το έργο αυτό ανήκει στιςεποπτικές αρχές.

Σύµφωνα λοιπόν µε τους συντελεστές της τυποποιηµένης µεθόδου, χρηµατοδότηση επιχεί-ρησης µε διαβάθµιση ΑΑ έχει µικρότερη κεφαλαιακή απαίτηση από χρηµατοδότηση επι-χείρησης µε διαβάθµιση ΒΒ. Επίσης, παρατηρούµε ότι για τα ανοίγµατα της λιανικής τρα-πεζικής δεν προβλέπεται εξωτερική διαβάθµιση, αλλά απλώς έχει προσδιοριστεί ένας συντε-λεστής 35% για τα στεγαστικά δάνεια και ένας συντελεστής 75% για τα καταναλωτικά δάνεια.

Περαιτέρω, στην τυποποιηµένη προσέγγιση αναγνωρίζονται τριών µορφών εξασφαλίσεις:χρηµατοοικονοµικές εξασφαλίσεις, εγγυήσεις και πιστωτικά παράγωγα. Σηµειώνεται ότιδεν αναγνωρίζονται φυσικές εξασφαλίσεις (π.χ. ακίνητα), καθώς θεωρείται ότι έχουν ενσω-µατωθεί στους συντελεστές στάθµισης. Για τις χρηµατοοικονοµικές εξασφαλίσεις χρησι-µοποιείται η αρχή της µείωσης του ανοίγµατος, η αξία της εξασφάλισης (αφού εφαρµοστούνπεριθώρια αποµείωσης) αφαιρείται από το αρχικό άνοιγµα και η διαφορά σταθµίζεται µετον ανάλογο συντελεστή κινδύνου. Για τις εγγυήσεις και τα πιστωτικά παράγωγα χρησι-µοποιείται η αρχή της υποκατάστασης και ο συντελεστής στάθµισης του πρωτοφειλέτη αντι-καθίσταται µε το συντελεστή στάθµισης του εγγυητή. Τέλος πρέπει να αναφερθεί ότι το πλαί-σιο θέτει πολλές ποιοτικές δικλίδες για να γίνουν αποδεκτά τα µέσα άµβλυνσης του πιστω-τικού κινδύνου.

Ένα σηµαντικό µειονέκτηµα της τυποποιηµένης προσέγγισης είναι η αδυναµία διαχωρισµούµεταξύ αναµενόµενης και µη αναµενόµενης ζηµίας. Το συνολικό ποσό που προκύπτει απότη στάθµιση των ανοιγµάτων µε τους κατάλληλους συντελεστές κινδύνου θεωρείται µη ανα-µενόµενη ζηµία και προσδιορίζει τα αναγκαία κεφάλαια. Συνεπώς η τυποποιηµένη προ-σέγγιση δεν µπορεί να χρησιµοποιηθεί για τον προσδιορισµό της επάρκειας των προβλέψεων.

Κράτη 0% 20% 50% 100% 100% 150% 100%

Επιχειρήσεις 20% 50% 100% 100% 150% 150% 100%

Λιανική τραπεζική 75%

Στεγαστική πίστη 35%

Βαθµίδα πιστωτικής ποιότητας 1 2 3 4 5 6

Χωρίςδαβάθµιση

Ενδεικτικοί συντελεστές στάθµισης στην τυποποιηµένη προσέγγιση

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 64

Page 19: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 65

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ∆ΙΑΒΑΘΜΙΣΕΩΝ (IRB APPROACH)

Η προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθµίσεων δίνει τη δυνατότητα στις τράπεζες να ανα-πτύσσουν συστήµατα εσωτερικής διαβάθµισης για τα χαρτοφυλάκια που κατέχουν και ναεκτιµούν τα απαιτούµενα κεφάλαια µε βάση εσωτερικά εκτιµηµένες παραµέτρους κινδύ-νου. Αυτό απαιτεί σύνθετο σχεδιασµό και υποδειγµατοποίηση και βεβαίως την απαραίτητηγνώση και εµπειρία. Για το λόγο αυτό απαιτείται εποπτική πιστοποίηση πριν από την έναρξηεφαρµογής.

Η υλοποίηση της προσέγγισης απαιτεί τρία διακριτά βήµατα:

• την ανάπτυξη και υλοποίηση ενός ισχυρού συστήµατος εσωτερικής διαβάθµισης,• τον υπολογισµό των παραµέτρων κινδύνου και• την πιστοποίηση των αποτελεσµάτων.

Κάθε βήµα έχει τις δικές του απαιτήσεις και προκλήσεις, που αναπτύσσονται αναλυτικό-τερα στo Παράρτηµα 1. Πριν όµως υλοποιηθούν τα τρία βήµατα, µια τράπεζα πρέπει ναλάβει ορισµένες αποφάσεις στρατηγικής. Αυτές αφορούν τα χαρτοφυλάκια που θα υπαχθούνστην προσέγγιση, καθώς και τις εσωτερικές διαδικασίες που πρέπει να υιοθετηθούν για νασυνδράµουν στην επιτυχή υλοποίησή της.

Το πλαίσιο επιτρέπει το συνδυασµό των δύο προσεγγίσεων ή τη µερική εφαρµογή της προ-σέγγισης εσωτερικών διαβαθµίσεων, αφού ορισµένα χαρτοφυλάκια µπορούν να εξαιρεθούν.Κάθε τράπεζα, αφού λάβει υπόψη ορισµένους περιορισµούς, µπορεί να αποφασίσει ποιαχαρτοφυλάκια θα εντάξει στην προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθµίσεων µε βάση την ανά-λυση κόστους-ωφέλειας. Περαιτέρω, για τα χαρτοφυλάκια που θα επιλέξει να εντάξει έχειδύο επιλογές. Πρώτον, τη θεµελιώδη προσέγγιση (F-IRB), όπου για το επιχειρηµατικό χαρ-τοφυλάκιο πρέπει να εκτιµήσει, µε βάση τα δικά της συστήµατα, την παράµετρο PD, ενώµπορεί να χρησιµοποιήσει την εποπτική προσέγγιση του LGD=45%.1 Για τα χαρτοφυλά-κια λιανικής τραπεζικής όλες οι παράµετροι κινδύνου πρέπει να εκτιµηθούν από την τρά-πεζα. ∆εύτερον, την εξελιγµένη προσέγγιση (A-IRB), όπου για όλα τα χαρτοφυλάκια όλεςοι παράµετροι κινδύνου πρέπει να εκτιµηθούν µε βάση τα εσωτερικά συστήµατα της τρά-πεζας. Στις περισσότερες χώρες οι εποπτικές αρχές ενθαρρύνουν τις µεγάλες και διεθνο-ποιηµένες τράπεζες να εφαρµόσουν την προσέγγιση εσωτερικών διαβαθµίσεων.

Όσον αφορά τις εσωτερικές διαδικασίες, το πλαίσιο απαιτεί µια σειρά µέτρων εσωτερικούελέγχου για να διασφαλιστεί η ακεραιότητα του συστήµατος. Μεταξύ άλλων απαιτείταιεµπειρία τουλάχιστον ενός έτους στην εφαρµογή συστηµάτων διαβάθµισης (experience test).Αυτό υπονοεί ότι το θέµα της πιστωτικής διαβάθµισης των πελατών αφορά το σύνολο τωνδοµών και του προσωπικού της τράπεζας και ανάγεται στη γενικότερη φιλοσοφία της τρά-

Πλαίσιο 2

1 Ο εποπτικός προσδιορισµός του LGD πιθανόν να ευνοεί ορισµένες τράπεζες και να επιβαρύνει κάποιες άλλες. Γενικότερα, αν µιατράπεζα ακολουθεί πολιτική χρηµατοδοτήσεων µε βάση τις ταµειακές ροές (cash flow lending), το LGD=45% µάλλον πρέπει να είναιευνοϊκό, ενώ αν ακολουθεί πολιτική χρηµατοδοτήσεων µε βάση εξασφαλίσεις (collateral lending) είναι µάλλον δυσµενές. Περαιτέρω,εµπειρικές µελέτες προ της κρίσης έχουν υπολογίσει την παράµετρο LGD σε µικρότερα ποσοστά από το εποπτικά οριζόµενο 45%(βλ. S&P, 2004).

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 65

Page 20: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Η χρήση πιστωτικών διαβαθµίσεων είναι µιασαφής βελτίωση της ευαισθησίας των κεφα-λαιακών απαιτήσεων στον κίνδυνο, αλλάπαρουσιάζει και ορισµένα σηµεία προβληµα-τισµού. Πιο αναλυτικά:

α) Η χρησιµοποίηση πιστωτικών διαβαθµίσεων

Οι πιστωτικές διαβαθµίσεις στηρίζονται στηνιστορική συµπεριφορά των υπό κρίση πιστού-χων και συνεπώς θεωρούνται δείκτες µε χρο-νική υστέρηση (lagging indicators) της οικο-νοµικής ευρωστίας. Αν και το πλαίσιο προ-βλέπει ότι οι διαβαθµίσεις πρέπει να έχουνδυναµικά χαρακτηριστικά (forward looking),η ανάπτυξη ενός συστήµατος που λαµβάνειυπόψη τον οικονοµικό κύκλο (βλ. Παράρτηµα1) δεν είναι εύκολα υλοποιήσιµη. Επίσης, γιατεχνικούς και µη τεχνικούς λόγους η αναθε-ώρηση των διαβαθµίσεων γίνεται µετά τηνεµφάνιση πιστωτικών γεγονότων, µε αποτέ-λεσµα να υστερούν χρονικά στην καταγραφήτης οικονοµικής κατάστασης.19

β) Η χρησιµοποίηση εξωτερικών πιστωτικών δια-βαθµίσεων

Στους οίκους αξιολόγησης έχει σιωπηρά επι-τραπεί να διαδραµατίσουν ένα οιονεί ρυθµι-στικό ρόλο παρά το γεγονός ότι, µέχρι πρό-σφατα, ήταν µη εποπτευόµενοι οργανισµοί.20

Έχασαν µεγάλο µέρος της αξιοπιστίας τουςστην κρίση του 2007-08, καθώς παρουσιά-στηκαν περιπτώσεις αθέτησης τίτλων πουείχαν τη µέγιστη δυνατή διαβάθµιση ΑΑΑ.Κατηγορούνται ότι η µεθοδολογία που χρη-σιµοποιούσαν ήταν ατελής, ειδικά για τα σύν-θετα προϊόντα, µε αποτέλεσµα τη µη βέλτιστηκατανοµή του κινδύνου. Επίσης, κατηγορού-νται ότι οι δηµοσιοποιηµένες διαβαθµίσεις

απεικονίζουν ένα πλαίσιο σύγκρουσης συµ-φερόντων που οδηγεί σε θετικά µεροληπτικέςεκτιµήσεις. Αυτό, σε συνδυασµό µε τηνέλλειψη διεθνών προτύπων πιστωτικής αξιο-λόγησης, δηµιουργεί αµφιβολίες για τη δια-φάνεια των κριτηρίων και των διαβαθµίσεων.Παρ’ όλα αυτά οι επενδυτές και οι διαχειρι-στές κεφαλαίων συνεχίζουν να καταρτίζουντην επενδυτική τους πολιτική µε βάση τιςαξιολογήσεις των οίκων και διεθνείς επεν-δυτικοί δείκτες βασίζονται στις διαβαθµίσειςαυτές. Συνεπώς, κάθε οίκος πρέπει να εξι-σορροπήσει ένα βραχυπρόθεσµο κέρδος απότην ικανοποίηση του εκδότη µε τη µακρο-χρόνια φήµη του στην αγορά. Φαίνεται ότι οιαγορές περιβάλλουν, προς το παρόν, µε εµπι-

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201266

πεζας σε σχέση µε τον πιστωτικό κίνδυνο. Περαιτέρω, η τράπεζα πρέπει να χρησιµοποιείτα αποτελέσµατα του συστήµατος διαβάθµισης στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και όχιαποκλειστικά για τον υπολογισµό των κεφαλαιακών απαιτήσεων (use test). Αυτό υπονοείότι αν η τράπεζα έχει εµπιστοσύνη στο σύστηµα που έχει αναπτύξει και το χρησιµοποιεί,µεταξύ άλλων, για καθορισµό ορίων, καθορισµό προβλέψεων, τιµολόγηση κ.λπ., το σύστηµααυτό µπορεί να χρησιµοποιηθεί και για τον υπολογισµό των κεφαλαιακών απαιτήσεων.

1199 Μία τέτοια περίπτωση ήταν και αυτή της Enron, όπου η βαθµο-λογία της παρέµεινε σε επενδυτική κλάση τέσσερις ηµέρες πριναπό την πτώχευση της εταιρίας, παρά το γεγονός ότι οι οίκοι αξιο-λόγησης πιστοληπτικής ικανότητας είχαν γνώση των προβληµάτωντης εταιρίας για µήνες.

2200 Το 2008 δηµοσιεύθηκε από την IOSCO ο Κώδικας ∆εοντολογίαςγια τους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Ο Κώδι-κας αποτελεί τη θέσπιση κανόνων για τη διασφάλιση της ποιότη-τας και της ακεραιότητας της διαδικασίας αξιολόγησης, συµπε-ριλαµβανοµένης της παρακολούθησης των αξιολογήσεων. Συµ-βάλλει στη διασφάλιση των κατάλληλων εσωτερικών διαδικασιώνκαι στην ανεξαρτησία των αναλυτών, προκειµένου να αποφεύ-γεται η σύγκρουση συµφερόντων. ∆ιασφαλίζει ότι οι µέθοδοι αξιο-λόγησης είναι διαφανείς και ότι η πιστοληπτική αξιολόγηση µπο-ρεί να προσαρµόζεται, αν χρειάζεται, χωρίς καθυστέρηση. Επι-βλέπει το χειρισµό των εµπιστευτικών πληροφοριών και αποκα-λύπτει το βαθµό στον οποίο οι οίκοι ακολουθούν τον κώδικα. Οικανόνες αυτοί είναι γενικού χαρακτήρα, καθώς δεν προβλέπουνµεθοδολογικές λεπτοµέρειες, όπως δείκτες, µοντέλα ή κατηγορίεςαξιολόγησης.Στις ΗΠΑ, οι οίκοι έχουν καταγραφεί επισήµως ως Εθνικά Ανα-γνωρισµένοι Στατιστικοί Οργανισµοί ∆ιαβάθµισης (NRSROs)εφόσον πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται από την Επι-τροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC) και υπόκεινται σε εκτεταµένοέλεγχο. Οι απαιτήσεις της SEC ενσωµατώνουν πολλά από τα στοι-χεία του κώδικα της IOSCO.Στην ΕΕ, η Επιτροπή πρότεινε και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καιτο Συµβούλιο υιοθέτησαν, στις 16 Σεπτεµβρίου 2009, ένα κανο-νισµό για τους οργανισµούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανό-τητας (Κανονισµός 1060/2009), µε σκοπό την ενίσχυση της ακε-ραιότητας, της διαφάνειας, της υπευθυνότητας, της χρηστής δια-κυβέρνησης και της αξιοπιστίας των δραστηριοτήτων αξιολόγη-σης πιστοληπτικής ικανότητας. Βασικό σηµείο του κανονισµούείναι ότι η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMΑ)εποπτεύει άµεσα τους οργανισµούς αξιολόγησης πιστοληπτικήςικανότητας από τον Ιούλιο του 2011.

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 66

Page 21: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

στοσύνη τους διεθνείς οίκους αξιολόγησηςαφού µπορούν να “συγχωρήσουν” τη λανθα-σµένη εκτίµηση αλλά όχι τη µεροληψία. Αυτόςείναι ο λόγος που εναλλακτικές προσπάθειεςδεν έχουν καρποφορήσει.

γ) Έλλειψη διαβαθµίσεων

Αν και οι µεγάλες τράπεζες αναµένεται ναχρησιµοποιήσουν την προσέγγιση εσωτερικώνδιαβαθµίσεων, οι µικρότερες τράπεζες θαχρησιµοποιήσουν την τυποποιηµένη προσέγ-γιση, η οποία είναι απλούστερη και έχειµικρότερο κόστος υλοποίησης. Όµως, ηέλλειψη διαβαθµίσεων για µεγάλο αριθµό επι-χειρήσεων, αν και προβλέπεται συντελεστήςστάθµισης για περιπτώσεις µη διαβαθµισµέ-νων αντισυµβαλλοµένων, αποδυναµώνει τοχαρακτήρα του πλαισίου ως ευαίσθητου στονκίνδυνο. Πολλές εµπειρικές µελέτες21 σχετικάµε πτώχευση µη διαβαθµισµένων επιχειρή-σεων προτείνουν συντελεστή στάθµισης πιοκοντά στο 150% παρά στο 100% που χρησι-µοποιείται (βλ. τον πίνακα του Πλαισίου 1).

δ) Κατ’ ανάθεση παρακολούθηση

Η θεωρητική τραπεζική βιβλιογραφία προ-σεγγίζει τη λειτουργία της τράπεζας ως κατ’ανάθεση παρακολούθηση (delegated moni-toring), µε την έννοια ότι οι καταθέτες τηςτράπεζας τοποθετούν τα διαθέσιµά τους καιταυτόχρονα της “αναθέτουν” την παρακο-λούθηση των πιστούχων που δανειοδοτεί. Ηύπαρξη και η µοναδικότητα της τράπεζαςοφείλεται στο ανταγωνιστικό πλεονέκτηµαπου έχει στην παρακολούθηση των κινδύνωντου χαρτοφυλακίου της. Με την υιοθέτησηεξωτερικών διαβαθµίσεων “παραχωρεί” τηνπαρακολούθηση για σκοπούς κεφαλαιακήςεπάρκειας στους οίκους αξιολόγησης. Αυτόµειώνει το κίνητρο συγκέντρωσης των ανα-γκαίων πληροφοριών, καθώς και το κίνητροενεργοποίησης της παρακολούθησης. Άλλω-στε µια από τις αιτίες της τρέχουσας κρίσηςέχει διαπιστωθεί ότι είναι η αδυναµία τωντραπεζών να υλοποιήσουν αποτελεσµατικά τιςλειτουργίες της παρακολούθησης και κατα-νόησης των κινδύνων. Η δυνατότητα χρησι-

µοποίησης εσωτερικών διαβαθµίσεων λύνει τοπρόβληµα της κατ’ ανάθεση παρακολούθησηςκαι παρέχει ισχυρό κίνητρο στις τράπεζες νααναπτύξουν δικά τους συστήµατα παρακο-λούθησης του πιστωτικού κινδύνου και να βελ-τιώσουν τα συστήµατα διαχείρισης κινδύνων.

ε) Ο νόµος Dodd-Frank στις Ηνωµένες Πολιτείες

Μια από τις προκλήσεις υλοποίησης του πλαι-σίου της Βασιλείας στις ΗΠΑ είναι ο συν-δυασµός της µε το νόµο Dodd-Frank,22 πουπροβλέπει, µεταξύ άλλων, την εξάλειψη απότο κανονιστικό πλαίσιο οποιασδήποτε ανα-φοράς σε εξωτερικές διαβαθµίσεις (Section939A). Αυτό έρχεται σε ευθεία αντίθεση µετην προσέγγιση της Βασιλείας και ειδικότεραγια τις τράπεζες που έχουν επιλέξει να εφαρ-µόσουν την τυποποιηµένη προσέγγιση. Οιεποπτικές αρχές είναι σε διαδικασία εύρεσηςεναλλακτικών κριτηρίων για την προσέγγισητης πιστοληπτικής ικανότητας23 και οποιοδή-ποτε αποτέλεσµα είναι σίγουρο ότι θα επη-ρεάσει το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειαςσε διεθνές επίπεδο.

στ) Πιστοληπτικές αξιολογήσεις και κυβερνητικόςκίνδυνος (sovereign risk)

Η τρέχουσα κρίση χρέους στην ευρωζώνηπυροδότησε πολλές συζητήσεις σχετικά µε τηναντιµετώπιση του κυβερνητικού κινδύνου στοκανονιστικό πλαίσιο. Στις χρηµατοπιστωτικέςαγορές για µεγάλα χρονικά διαστήµατα οκυβερνητικός κίνδυνος είναι υποτιµηµένος καιη σύγχρονη χρηµατοοικονοµική θεωρία βασί-ζεται στην υπόθεση ότι τα κρατικά οµόλογα

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 67

2211 Βλ. Saunders and Allen (2010).2222 Βλ. Tobias, A. (2011), “Dodd-Frank One Year On: Implications

for Shadow Banking”, Federal Reserve Bank of New York StaffReports 533.

2233 Οι εποπτικές αρχές των Ηνωµένων Πολιτειών εξέδωσαν κοινήανακοίνωση (Advance Notice of Proposed Rulemaking - ANPR)για προτάσεις αναζήτησης εναλλακτικών προτύπων πιστοληπτικήςικανότητας αντί των εξωτερικών διαβαθµίσεων (βλ.http://www.occ.gov/news-issuances/bulletins/2010/bulletin-2010-32.html). Σε ένα αρχικό συµβουλευτικό κείµενο οι εναλλακτικέςπροτάσεις κυµαίνονταν ανάµεσα σε: (1) συµµετοχή σε διεθνήοργάνωση κρατών όπως G-20, Επιτροπή της Βασιλείας ή σε πρό-γραµµα του IMF, (2) το (1) σε συνδυασµό µε ασφάλιστρα κινδύ-νου από την αγορά ή ιστορικό αναδιαρθρώσεων, (3) διαβαθµίσειςκρατών από ΟΟΣΑ ή Παγκόσµια Τράπεζα και (4) διαφοροποί-ηση ανάλογα µε συγκεκριµένους δείκτες.

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 67

Page 22: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

είναι µηδενικού κινδύνου. Αυτή την κατεύ-θυνση ακολουθεί και το πλαίσιο της Βασιλείας,αν και στην πρόσφατη ιστορία υπάρχουνπαραδείγµατα αθέτησης ή οιονεί αθέτησηςυποχρεώσεων από κράτη. Η χρηµατοπιστωτικήαγορά άρχισε να µη θεωρεί τους τίτλουςαυτούς µηδενικού κινδύνου, αλλά το κανονι-στικό πλαίσιο της Βασιλείας δεν ακολούθησετην µετεξέλιξη αυτή και ναι µεν χρησιµοποιείδιαφορετικούς συντελεστές στάθµισης ανά-λογα µε την εξωτερική διαβάθµιση, αλλά δια-τηρεί προνοµιακό καθεστώς µε συντελεστή 0%για ανοίγµατα έναντι κρατικών τίτλων πουχρηµατοδοτούνται στο ίδιο νόµισµα.24 Η τρέ-χουσα κρίση χρέους καθιστά τη ρύθµιση προ-βληµατική, αφού όλα τα ανοίγµατα έναντι κρα-τών έχουν µηδενικό συντελεστή κινδύνου καιειδικότερα για όλα τα κράτη-µέλη της ευρω-ζώνης. Όµως η επιδείνωση των δηµόσιωνοικονοµικών, µε διόγκωση των ελλειµµάτων σεµια προσπάθεια περιορισµού των επιπτώσεωντης ύφεσης και διάσωσης του χρηµατοπιστω-τικού τοµέα, ενέχει τον κίνδυνο µετάδοσης τηςκρίσης στον τραπεζικό τοµέα ή/και σε ολό-κληρο το χρηµατοπιστωτικό σύστηµα. Σε όλεςτις χώρες το τραπεζικό σύστηµα έχει µεγάληέκθεση σε κυβερνητικό κίνδυνο, κυρίως στονκίνδυνο από τη χώρα προέλευσης,25 οπότε ηµετακύλιση της κρίσης έχει σηµαντικές συνέ-πειες. Το πλαίσιο των κεφαλαιακών απαιτή-σεων δεν απεικονίζει ικανοποιητικά τουςπαραπάνω κινδύνους,26 αφού το κρατικό χρέοςµεταξύ των χωρών της ευρωζώνης θεωρείταιότι καλύπτεται από την αρχή της αµοιβαιότη-τας σε µεγάλο βαθµό και συνεπώς είναι απαλ-λαγµένο από τους λοιπούς κινδύνους χώρας.

5.3 ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ

Στην Ενότητα 4.1 αναλύθηκε η έννοια τηςαναµενόµενης και µη αναµενόµενης ζηµίας, οιοποίες απεικονίστηκαν στο ∆ιάγραµµα 1, καιπροσδιορίστηκε ότι η αναµενόµενη ζηµία πρέ-πει να καλυφθεί µε προβλέψεις και η µη ανα-µενόµενη ζηµία µε κεφάλαια. O υπολογισµόςτης µη αναµενόµενης ζηµίας θα µπορούσε ναβασιστεί στα υποδείγµατα πιστωτικού κινδύ-νου που έχουν αναπτύξει οι τράπεζες. Όµωςεπελέγη µια λύση δευτέρου βαθµού (second

best), αφού η υποδειγµατοποίηση του πιστω-τικού κινδύνου δεν είναι ακόµη σε ικανοποι-ητικό επίπεδο. Πιο συγκεκριµένα, δεν επι-τρέπεται ο απευθείας υπολογισµός των κεφα-λαίων, αλλά η εκτίµηση των παραµέτρωνπιστωτικού κινδύνου, οι οποίες στη συνέχειαεισάγονται σε µια συνάρτηση για να υπολο-γιστούν τα απαιτούµενα κεφάλαια. Αυτό όµωςδεν αναιρεί τον κίνδυνο υποδείγµατος(model risk), δηλαδή την εκτίµηση λανθα-σµένων παραµέτρων λόγω λανθασµένηςεξειδίκευσης των υποδειγµάτων, λανθασµέ-νων µαθηµατικών υποθέσεων ή προβληµάτωνως προς τη διαθεσιµότητα και την επάρκειατων στοιχείων.

Για τον υπολογισµό της εποπτικής συνάρτη-σης, η Επιτροπή της Βασιλείας βασίστηκε σεπιστωτικό υπόδειγµα που καλείται AsymptoticSingle Risk Factor (ASRF) και αποτελείπαραλλαγή των υποδειγµάτων VaR προσαρ-µοσµένων στον πιστωτικό κίνδυνο. Πρόκειταιγια ένα µονοµεταβλητό υπόδειγµα που υπο-θέτει ότι η αξία ενός στοιχείου συσχετίζεται,εκτός από ιδιοσυγκρατικούς παράγοντες, µεένα µοναδιαίο συστηµατικό παράγοντα κιν-δύνου, την κατάσταση της διεθνούς οικονο-µίας, ο οποίος επηρεάζει πανοµοιότυπα όλεςτις τράπεζες, χωρίς να λαµβάνονται υπόψη

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201268

2244 Το προνοµιακό καθεστώς στην ΕΕ είναι αποτέλεσµα πολιτικούσυµβιβασµού αλλά και έλλειψης ικανοποιητικής εναλλακτικήςλύσης. Οι τράπεζες που εφαρµόζουν την προσέγγιση των εσωτε-ρικών διαβαθµίσεων (IRB) έχουν τη δυνατότητα να εκτιµούν δικέςτους παραµέτρους κινδύνου αλλά η πρόκληση είναι µεγάλη διότιτα χαρτοφυλάκια θεωρούνται χαµηλών αθετήσεων (low defaultportfolios) και απαιτούνται επιπλέον τεχνικές υποδειγµατοποίη-σης. Συνεπώς και για τις τράπεζες που ακολουθούν την προσέγ-γιση των εσωτερικών διαβαθµίσεων δίνεται η δυνατότητα µόνιµηςεξαίρεσης του χαρτοφυλακίου κυβερνητικών τίτλων και η χρησι-µοποίηση της τυποποιηµένης προσέγγισης µε 0% συντελεστή στάθ-µισης. Βεβαίως το θέµα έχει και άλλες προεκτάσεις. Ο µηδενικόςσυντελεστής εφαρµόζεται και στα υπόλοιπα χαρτοφυλάκια πουέχουν εγγύηση του ∆ηµοσίου και τα χαρτοφυλάκια µε µηδενικόσυντελεστή εξαιρούνται από το όριο του 25% στο πλαίσιο τωνΜΧΑ (Μεγάλων Χρηµατοδοτικών Ανοιγµάτων).

2255 Βλ. CGFS Papers (2011). Επίσης σηµειώνεται ότι στην ανάλυσηπιστοληπτικής ικανότητας των τραπεζών λαµβάνεται υπόψη ηπιθανή κυβερνητική στήριξη και η πολιτική “too-big-to-fail”, πουεξελίχθηκε σε “too-important-to-fail” και µετεξελίχθηκε σε “too-many-to-fail”.

2266 Το νέο πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ δεν αλλάζει το καθεστώς για τουςκρατικούς τίτλους του τραπεζικού χαρτοφυλακίου, αλλά επιβάλ-λει επιπλέον κεφάλαια για τους τίτλους του χαρτοφυλακίου συναλ-λαγών για να καλύψει την πιστωτική συνιστώσα του κινδύνου αγο-ράς (incremental risk charge). Επίσης, µε την καθιέρωση δείκτηµόχλευσης (βλ. Ενότητα 8.4), πραγµατοποιείται ένα πρώτο βήµααποµάκρυνσης από το µηδενικό συντελεστή, αφού το σύνολο τουχαρτοφυλακίου κρατικών τίτλων υπολογίζεται στον παρονοµαστήτου δείκτη.

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 68

Page 23: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

διαφοροποιήσεις ανά χώρα. Με άλλα λόγια,η οικονοµική κατάσταση του Ελληνικού ∆ηµο-σίου θεωρείται ότι δεν συµβάλλει στην επι-δείνωση της πιθανότητας αθέτησης των ελλη-νικών επιχειρήσεων. Η υπόθεση αυτή θεω-ρητικά εγείρει ενστάσεις, καθώς έρχεται σεαντίθεση µε την τραπεζική πρακτική, όπου οιπαράγοντες κινδύνου είναι πολύ περισσότε-ροι, µεταξύ των οποίων και ο κυβερνητικόςκίνδυνος, µε τις εξελίξεις της τρέχουσας κρί-σης χρέους, καθώς και µε τις υποθέσεις τωνυποδειγµάτων πιστωτικού κινδύνου για εµπο-ρικούς σκοπούς (π.χ. CreditMetrix).27 Επίσης,το υπόδειγµα βασίζεται και σε µια δεύτερηυπόθεση, ότι κάθε δάνειο αποτελεί ένα µικρόποσοστό του συνολικού χαρτοφυλακίου.Αυτό σηµαίνει ότι δεν λαµβάνεται υπόψη ηδιαφοροποίηση µεταξύ των πιστούχων ούτε οκίνδυνος συγκέντρωσης (concentration risk),ο οποίος έχει αφεθεί στον Πυλώνα ΙΙ.

Παρά την κριτική, το υπόδειγµα επιλέχθηκεδιότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις που υπολο-γίζονται είναι ανεξάρτητες από τη διάρθρωσητου χαρτοφυλακίου πιστοδοτήσεων. Αυτόσηµαίνει ότι τα κεφάλαια που απαιτούνται γιανα καλύψουν µια πιστοδότηση δεν εξαρτώνταιαπό το χαρτοφυλάκιο στο οποίο ανήκει ηπιστοδότηση, αλλά µόνο από τους κινδύνουςπου ενέχει (portfolio invariant).28 Η ιδιότητααυτή είναι βολική για τον υπολογισµό τωνσυνολικών κεφαλαίων µε απλή άθροιση τωνεπιµέρους κεφαλαιακών απαιτήσεων, χωρίςνα απαιτείται ο προσδιορισµός πίνακα δια-κυµάνσεων-συνδιακυµάνσεων. Επίσης, τακεφάλαια που προκύπτουν βασίζονται στηδιαβάθµιση (rating-based), καθώς ο προσ-διορισµός των τριών παραµέτρων πιστωτικούκινδύνου (PD, LGD και EAD) αρκεί για τηνεκτίµησή τους. Τέλος, η προσέγγιση καλύπτειτην απαίτηση των εποπτικών αρχών για τηνεφαρµογή ενιαίου πλαισίου σε διαφορετικάτραπεζικά συστήµατα και χώρες.

Με την υπόθεση ότι ο συστηµατικός παράγο-ντας κινδύνου κατανέµεται29 κανονικά καιαφού προσδιορίστηκε βαθµός εµπιστοσύνης99,9%, ο υπολογισµός των κεφαλαίων βασί-ζεται στην εξίσωση:

όπου CaR: Capital at Risk (απαιτούµενακεφάλαια),

VaR(99,9%): µη αναµενόµενη ζηµία σε επί-πεδο εµπιστοσύνης 99,9%,

PDA: υπό συνθήκη πιθανότητα αθέτησης,

Μadj: προσαρµογή ληκτότητας,30

Οι παράµετροι PD και LGD πρέπει να εκτι-µηθούν από την ίδια την τράπεζα, ενώ η πρό-κληση είναι η εκτίµηση PDA, δηλαδή της πιθα-νότητας αθέτησης υπό συνθήκες πίεσης και κρί-σης.31 Η Επιτροπή της Βασιλείας χρησιµοποί-ησε για την εκτίµηση του PDA το υπόδειγµαVasicek, σύµφωνα µε το οποίο (στο Πλαίσιο 3παρουσιάζεται αναλυτικότερα το υπόδειγµα):

όπου PD: η πιθανότητα αθέτησης σύµφωνα µετις εκτιµήσεις της τράπεζας,

Ν: κανονική κατανοµή,

G: αντίστροφη κανονική κατανοµή,

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 69

2277 Το υπόδειγµα ASRF µπορεί να παραλληλιστεί µε το υπόδειγµααποτίµησης περιουσιακών στοιχείων CAPM που είναι µονοµε-ταβλητό. Θεωρητικά και εµπειρικά τα πολυµεταβλητά υποδείγ-µατα δίνουν καλύτερα αποτελέσµατα.

2288 Βλ. BCBS (2005) και Gordy (2003).2299 Αυτό αποτελεί άλλη µια υπόθεση που επιδέχεται κριτική. Αν

παραδείγµατος χάριν θεωρήσουµε ότι ο συστηµατικός παράγονταςπροσεγγίζεται από την αύξηση του ΑΕΠ, τότε πολλές εµπειρικέςµελέτες έχουν καταλήξει στο συµπέρασµα της µη κανονικότηταςτης κατανοµής.

3300 Το υπόδειγµα Vasicek (βλ. Πλαίσιο 3) υπολογίζει την υπό συνθήκηπιθανότητα αθέτησης µε χρονικό ορίζοντα ενός έτους. Όµως ταµακροχρόνια δάνεια έχουν µεγαλύτερη πιθανότητα αθέτησης απότα βραχυχρόνια δάνεια. Για να απεικονιστεί αυτό και αποκλει-στικά για το επιχειρηµατικό χαρτοφυλάκιο προστέθηκε η προ-σαρµογή ληκτότητας, η οποία προσδιορίζεται ως:

3311 Για το LGD δεν υπάρχει η απαίτηση να εκτιµηθεί σε περιόδουςπίεσης και κρίσης, αλλά έτσι και αλλιώς η εκτίµηση του LGD πρέ-πει να περιλαµβάνει περιόδους κάµψης της οικονοµικής δρα-στηριότητας (downturn LGD).

!

!

!

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 69

Page 24: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

R: συντελεστής συσχέτισης αθετήσεων,

PDA: υπό συνθήκη πιθανότητα αθέτησης.

Ο συντελεστής συσχέτισης των αθετήσεων Rµετρά το συστηµατικό κίνδυνο των δανείων σεσχέση µε το µοναδιαίο παράγοντα κινδύνου(την κατάσταση της διεθνούς οικονοµίας) καισυνεπώς έχει περισσότερο την έννοια τουσυντελεστή βήτα (beta) στα CAPM υποδείγ-µατα παρά του συντελεστή συσχέτισης µεταξύτων δανείων. Το πλαίσιο της Βασιλείας, ανα-γνωρίζοντας ότι ο συντελεστής R δεν µπορείνα εκτιµηθεί αξιόπιστα από τις τράπεζες, προ-χωρεί στον καθορισµό της συναρτησιακής του

σχέσης µε το PD και εισάγει τον περιορισµόνα κυµαίνεται µεταξύ 12% και 24%. Η ακρι-βής σχέση είναι:

Η αντίστροφη συναρτησιακή σχέση του R µετο PD και οι περιορισµοί που έχουν τεθείβασίζονται στην υπόθεση ότι οι αθετήσειςυποχρεώσεων είναι αποτέλεσµα κυρίως τουιδιοσυγκρατικού κινδύνου και λιγότερο τουσυστηµατικού κινδύνου, υπόθεση που µένει νααποδειχθεί εµπειρικά.

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201270

ΥΠΟ∆ΕΙΓΜΑ VASICEK

Το υπόδειγµα Vasicek αποτελεί µια τροποποίηση του υποδείγµατος του Merton. Το υπό-δειγµα του Merton βασίζεται στην ιδέα ότι η αξία ενός δανείου προσοµοιάζει µε ένα δικαί-ωµα αγοράς (call option) και µε βάση γνωστά υποδείγµατα αποτίµησης δικαιωµάτων προ-αιρέσεως (π.χ. Black-Scholes) µπορούµε να υπολογίσουµε τη λεγόµενη “απόσταση από τηναθέτηση” (distance to default). Παραδείγµατος χάριν, αν το σύνολο του ενεργητικού µιαςεπιχείρησης είναι 100 ευρώ, τα ξένα κεφάλαια 80 ευρώ και η διακύµανση του ενεργητικού20 ευρώ, τότε η Απόσταση από την Αθέτηση (DD) είναι DD=(100-80)/10=2 τυπικές απο-κλίσεις, που αντιστοιχεί σε διάστηµα εµπιστοσύνης 95% και συνεπώς σε πιθανότητα αθέ-τησης 2,5%. Αν γνωρίζουµε την πιθανότητα αθέτησης µε την αντίστροφη κανονική κατα-νοµή (Ν-1 ή G) µπορούµε να προσδιορίσουµε το DD. Για περισσότερες λεπτοµέρειες, βλ.Saunders and Allen (2010), Κεφάλαιο 4.

Βασιζόµενο στην παραπάνω ιδιότητα, αναπτύσσεται το υπόδειγµα Vasicek (βλ. Vasicek, 2002),όπου η ζηµία y για οποιοδήποτε χρηµατοοικονοµικό µέσο για χρονική περίοδο ενός έτους είναισυνάρτηση ενός συστηµατικού παράγοντα e και ενός ιδιοσυγκρατικού παράγοντα ω. Αν w1,w2 οι συντελεστές βαρύτητας των δύο παραγόντων, τότε η ζηµία µπορεί να γραφεί ως:

Αναζητούµε την πιθανότητα η ζηµία y να µην πέσει κάτω από ένα κρίσιµο όριο α, σηµείοστο οποίο θεωρείται ότι ο πιστούχος έχει αθετήσει τις υποχρεώσεις του. Συνεπώς

Με την υπόθεση της κανονικής κατανοµής του ιδιοσυγκρατικού κινδύνου,

Πλαίσιο 3

!

!

!

!

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 70

Page 25: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

6 ΚΙΝ∆ΥΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣ

6.1 ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΤΟΥ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ ΑΓΟΡΑΣ

Ο κίνδυνος αγοράς ορίζεται ως ο κίνδυνοςµεταβολής της αξίας των στοιχείων του χαρ-τοφυλακίου συναλλαγών της τράπεζας λόγωµεταβολής των τιµών της αγοράς, δηλαδήµεταβολών των επιτοκίων, των συναλλαγµα-τικών ισοτιµιών, των τιµών των µετοχών (ήδεικτών) και των τιµών των εµπορευµάτων.Για σκοπούς κεφαλαιακής επάρκειας ο κίν-δυνος αγοράς αφορά το χαρτοφυλάκιοσυναλλαγών, που περιλαµβάνει θέσεις µεσκοπό τη διαπραγµάτευση (trading) καιθέσεις µε σκοπό την αντιστάθµιση κινδύνωνσχετιζόµενων µε άλλα στοιχεία του χαρτοφυ-λακίου συναλλαγών (hedging). Τα χρηµατο-πιστωτικά µέσα που απαρτίζουν ένα χαρτο-φυλάκιο συναλλαγών συνήθως είναι τα οµό-λογα και άλλα χρεόγραφα, οι θέσεις σεσυνάλλαγµα, οι µετοχές, οι θέσεις σε εµπο-ρεύµατα, τα αµοιβαία κεφάλαια και παρά-γωγα µέσα που έχουν ως υποκείµενο µέσοκάποιο από τα παραπάνω.

Ο κίνδυνος αγοράς για σκοπούς κεφαλαιακώναπαιτήσεων περιλαµβάνει τις παρακάτωσυνιστώσες:

– Κίνδυνος θέσης (position risk)

Ειδικός κίνδυνος θέσης (specific position risk),ο οποίος προέρχεται από τη µεταβολή της

αξίας ενός χρηµατοπιστωτικού µέσου, λόγωτης µεταβολής του κινδύνου που φέρει ο εκδό-της του.

Γενικός κίνδυνος θέσης (general positionrisk), ο οποίος προέρχεται από τη µεταβολήτης αξίας ενός χρηµατοπιστωτικού µέσου,λόγω της µεταβολής της αγοραίας τιµής του.

– Συναλλαγµατικός κίνδυνος

Ο κίνδυνος συναλλαγµατικών ισοτιµιών (for-eign exchange risk) αφορά τον κίνδυνο απρό-βλεπτης µεταβολής των συναλλαγµατικών ισο-τιµιών για στοιχεία του χαρτοφυλακίου συναλ-λαγών και του τραπεζικού χαρτοφυλακίου πουείναι εκφρασµένα σε ξένο νόµισµα.

– Κίνδυνος αντισυµβαλλοµένου

Ο κίνδυνος αντισυµβαλλοµένου (counterpartyrisk) αναφέρεται στην πιθανότητα ζηµίας σεπερίπτωση που ο αντισυµβαλλόµενος σε µιασυναλλαγή αθετήσει τις υποχρεώσεις του πριναπό τον οριστικό διακανονισµό των χρηµα-τορροών της συναλλαγής.

– Κίνδυνος διακανονισµού/ατελών συναλλα-γών

Ο κίνδυνος διακανονισµού (settlement risk)αναφέρεται στην πιθανότητα ζηµίας λόγωδυσµενούς µεταβολής της τιµής ενός χρηµα-τοπιστωτικού µέσου αν δεν έχει διακανονι-

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 71

Αν γνωρίζουµε το PD της τράπεζας, το κρίσιµο όριο α µπορεί να προσδιοριστεί ως

Όσον αφορά τον συστηµατικό κίνδυνο, αυτός θεωρείται ότι ακολουθεί την κανονική κατα-νοµή και προσδιορίστηκε µε διάστηµα εµπιστοσύνη 99,9%, συνεπώς

Τέλος, αν ορίσουµε τους συντελεστές βαρύτητας ανάλογα µε το συντελεστή συσχέτισης R,ως w1 = √

–R και w2 = √

—1–R , καταλήγουµε στην παρακάτω έκφραση για την υπό συνθήκη πιθα-

νότητα αθέτησης PDA :

!

!

!

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 71

Page 26: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

στεί µετά τις προβλεπόµενες ηµεροµηνίεςπαράδοσής του. Βεβαίως αφορά συναλλαγέςγια τις οποίες έχει καταβληθεί το τίµηµα καιαναµένεται ο διακανονισµός (DVP transac-tions). Αντίθετα ο κίνδυνος ατελών συναλ-λαγών (incomplete transactions risk) αναφέ-ρεται στην πιθανότητα ζηµίας λόγω δυσµε-νούς µεταβολής της τιµής ενός χρηµατοπι-στωτικού µέσου για συναλλαγές για τις οποίεςέχει καταβληθεί το αντίτιµο προτού παραδο-θούν οι τίτλοι ή έχουν παραδοθεί οι τίτλοιπροτού ληφθεί το σχετικό αντίτιµο (non-DVPtransactions).

– Κίνδυνος µεγάλων χρηµατοδοτικών ανοιγ-µάτων (MXA)

Ο κίνδυνος µεγάλων χρηµατοδοτικών ανοιγ-µάτων (large exposures from trading positions)προέρχεται από την υπέρβαση των ορίωνΜΧΑ προς συγκεκριµένους αντισυµβαλλοµέ-νους όταν η υπέρβαση προέρχεται από το χαρ-τοφυλάκιο συναλλαγών.

6.2 ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ

Τα εποπτικά κεφάλαια για τον κίνδυνο αγο-ράς καθορίζονται, σύµφωνα µε τη Βασιλεία ΙΙ,ως:

Εποπτικά Κεφάλαια = VaR + SR,

ενώ σύµφωνα µε τη Βασιλεία ΙΙΙ ως:

Εποπτικά Κεφάλαια = VaR + SR + sVaR+IRC.

Οι έννοιες και τα σύµβολα διευκρινίζονταιστη συνέχεια.

α) Γενικός κίνδυνος θέσης

Για το γενικό κίνδυνο θέσης, ως κριτήριο επι-κινδυνότητας χρησιµοποιείται η διακύµανσητης αξίας των χρηµατοπιστωτικών µέσων πουαπαρτίζουν το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών. Ηδιακύµανση της αξίας και τα απαιτούµενακεφάλαια προσεγγίζονται έµµεσα µε βάση τηληκτότητα των µέσων (τυποποιηµένη µέθοδος

– standardised approach) ή άµεσα µε τηναπευθείας εκτίµησή τους (µέθοδος εσωτερι-κών υποδειγµάτων – internal modelapproach).

Στην τυποποιηµένη µέθοδο υπάρχουν αναλυ-τικοί κανόνες µέτρησης των αναγκαίων κεφα-λαίων για κάθε στοιχείο του χαρτοφυλακίουσυναλλαγών. Αντίθετα, αν η τράπεζα έχειαναπτύξει υπόδειγµα µέτρησης της µέγιστηςδυνητικής ζηµίας (VaR model, βλ. Παράρτηµα2), τα αναγκαία κεφάλαια Ct προκύπτουν ωςένα πολλαπλάσιο k (όπου min k=3, και αυξά-νεται ανάλογα µε τον αριθµό αστοχιών στονεκ των υστέρων έλεγχο - backtesting) της εκτι-µώµενης ζηµίας:

Η δυνητική ζηµία (VaR) αναφέρεται στηµέγιστη ενδεχόµενη ζηµία που µπορεί ναυποστεί ο κάτοχος ενός χαρτοφυλακίου µεθέσεις σε χρηµατοοικονοµικά προϊόντα σεδεδοµένη χρονική περίοδο και µε δεδοµένηπιθανότητα. Η χρονική περίοδος και η πιθα-νότητα εξαρτώνται από την περίοδο προ-γραµµατισµού και το βαθµό ανοχής στον κίν-δυνο. Για εποπτικούς σκοπούς η χρονικήπερίοδος καθορίζεται σε 10 ηµέρες, το επί-πεδο εµπιστοσύνης στο 99% και πρέπει ναχρησιµοποιηθούν ιστορικά στοιχεία 250 ηµε-ρών τουλάχιστον.

Από την αρχή της κρίσης έγινε σαφές ότιορισµένοι κίνδυνοι του χαρτοφυλακίουσυναλλαγών είχαν υποεκτιµηθεί, όπως οικίνδυνοι από θέσεις σε σύνθετα χρηµατοοι-κονοµικά προϊόντα και οι κίνδυνοι απόθέσεις σε µέσα που είναι αντικείµενα δια-πραγµάτευσης σε αγορές µε µικρή συναλ-λακτική δραστηριότητα. Τα υποδείγµαταVaR, αν και ολοένα αυξάνουν σε πολυπλο-κότητα, δεν µπόρεσαν να αποτυπώσουν ικα-νοποιητικά τους παραπάνω κινδύνους.Έτσι, στο νέο πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ προ-βλέπεται ότι στο υπάρχον υπόδειγµα VaRπροστίθεται νέο συµπληρωµατικό υπό-δειγµα Stressed Value-at-Risk (sVaR) για

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201272

!

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 72

Page 27: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

περιπτώσεις διαταραχής στους παράγοντεςκινδύνου. Για το sVaR χρησιµοποιούνται οιπαράµετροι (10 ηµέρες, 99,9%) µε χρονικόορίζοντα ένα συνεχόµενο 12µηνο διαταρα-χής. Τα απαιτούµενα κεφάλαια Ct για τογενικό κίνδυνο θα υπολογίζονται ως:

µε

Ο υπολογισµός των εποπτικών κεφαλαίων µετη µεθοδολογία VaR είναι µία εκτίµηση πουβασίζεται σε στατιστική µεθοδολογία καιδιευκολύνει την αποτύπωση σύνθετων σχέ-σεων. Συνεπώς σε κάποια φάση σταµατά νααποτελεί µέθοδο διαχείρισης κινδύνων καιµετατρέπεται σε “κουλτούρα” διαχείρισης κιν-δύνων. Το όριο είναι δυσδιάκριτο και εξαρ-τάται από την εµπειρία των ιθυνόντων, τηνανεκτικότητα στον κίνδυνο, και το κυριότερο,τη φιλοσοφία λήψης αποφάσεων. Σε καµίαόµως περίπτωση δεν πρέπει να δίνει µία ψευ-δαίσθηση ασφάλειας. Όπως όλα τα υποδείγ-µατα, βασίζεται σε κάποιες παραδοχές οιοποίες, όσο αληθοφανείς και αν είναι, ανα-τρέπονται συχνά από την πραγµατικότητα. Μεάλλα λόγια, ενέχει σηµαντικό κίνδυνο υπο-δείγµατος (model risk).

β) Ειδικός κίνδυνος θέσης

Για τον ειδικό κίνδυνο θέσης, ως κριτήριο επι-κινδυνότητας χρησιµοποιείται η εξωτερικήδιαβάθµιση του εκδότη των χρηµατοπιστωτι-κών µέσων που απαρτίζουν το χαρτοφυλάκιοσυναλλαγών. Τα απαιτούµενα κεφάλαια (SR)προσεγγίζονται έµµεσα µε βάση τη διαβάθµιση(τυποποιηµένη µέθοδος – standardisedapproach) ή άµεσα µε την απευθείας εκτίµησήτους µε υπόδειγµα VaR (µέθοδος εσωτερικώνυποδειγµάτων – internal model approach).Όµως αποδείχθηκε ότι τα υποδείγµατα VaRκαλύπτουν µερικώς ή δεν καλύπτουν καθόλουτον ειδικό κίνδυνο θέσης. Για το λόγο αυτό ηΒασιλεία ΙΙΙ έθεσε νέα ποιοτικά κριτήρια καιεπέβαλε επιπλέον κεφάλαια (Incremental RiskCharge, IRC) για µη τιτλοποιηµένες θέσεις γιατην κάλυψη του κινδύνου αθέτησης (default

risk) και κινδύνου µετάθεσης (migration risk).To IRC πρέπει να αντιπροσωπεύει εκτίµησηαθέτησης και µετάθεσης σε χρονικό ορίζονταενός έτους και επιπέδου εµπιστοσύνης 99,9%,χρησιµοποιώντας στοιχεία ανάλογα µε τον ορί-ζοντα ρευστοποίησης.

γ) Κίνδυνος αντισυµβαλλοµένου

Για τον κίνδυνο αντισυµβαλλοµένου, ως κρι-τήριο επικινδυνότητας θεωρείται η διαβάθ-µιση του αντισυµβαλλοµένου. Κατ’ ουσίαναποτελεί συνιστώσα πιστωτικού κινδύνου πουεµφανίζεται σε χρηµατοπιστωτικά µέσα πουέχουν ηµεροµηνία διακανονισµού διαφορε-τική από την ηµεροµηνία συµφωνίας, δηλαδήσε εξωχρηµατιστηριακά παράγωγα (OTC) καισυναλλαγές χρηµατοδότησης τίτλων (SFTs). Οκίνδυνος αντισυµβαλλοµένου έχει δύο δια-στάσεις, µια χρονική διάσταση, καθώς τοενδεχόµενο άνοιγµα εξαρτάται από την αθέ-τηση του αντισυµβαλλοµένου και ποσοτικο-ποιείται αν ο αντισυµβαλλόµενος αθετήσει,και µια δυνητική διάσταση, καθώς το ενδεχό-µενο εµφάνισης ζηµιών µεταβάλλεται δια-χρονικά, ανάλογα µε το αν η συναλλαγή έχειθετική ή αρνητική αξία. Συνεπώς, το άνοιγµαυπολογίζεται ως το άθροισµα του τρέχοντοςανοίγµατος και ενός ενδεχόµενου µελλοντικούανοίγµατος (potential future exposure). Τοτρέχον άνοιγµα προσεγγίζεται µε το κόστοςαντικατάστασης, ενώ η πρόκληση είναι ο υπο-λογισµός του ενδεχόµενου µελλοντικού ανοίγ-µατος. Το πλαίσιο της Βασιλείας προβλέπειεναλλακτικές µεθόδους και δίνει τη δυνατό-τητα ανάπτυξης αντίστοιχου υποδείγµατος.

Ο κίνδυνος αντισυµβαλλοµένου επιδεινώθηκεσηµαντικά εξαιτίας της χρηµατοπιστωτικήςκρίσης 2007-08 και της τρέχουσας κρίσης χρέ-ους. Τα υποδείγµατα είναι σε εµβρυακή µορφήκαι συνήθως παραλείπουν σηµαντικές συνι-στώσες του κινδύνου. Το πλαίσιο της Βασι-λείας ΙΙΙ έλαβε τρία κυρίως πρόσθετα µέτρα:

• Αποτύπωση του wrong-way risk

Wrong-way risk υφίσταται όταν η αξία ενόςανοίγµατος προς αντισυµβαλλόµενο συσχε-

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 73

!

Ct

= max VaRt

(10),k1

1

60VaR

t!i(10)

i=1

60

"#

$ %

&

' ( + max sVaR

t

(10) ,k2

1

60sVaR

t!i(10)

i=1

60

"#

$ %

&

' (

!

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 73

Page 28: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

τίζεται αρνητικά µε την πιστοληπτική ικανό-τητα του αντισυµβαλλοµένου (PD και EADσυσχετίζονται). Παραδείγµατος χάριν, σε µιασύµβαση ανταλλαγής συναλλάγµατος ενυ-πάρχουν ο πιστωτικός κίνδυνος και ο κίνδυ-νος συναλλάγµατος, ο οποίος µπορεί να επη-ρεάσει το ύψος του ανοίγµατος.

• Αποτύπωση του Credit Valuation Adjust-ment (CVA)

To CVA αντιπροσωπεύει την πιθανή ζηµίααπό αποτίµηση στην αγορά όταν αυτή συνδέ-εται µε επιδείνωση της πιστοληπτικής ικανό-τητας του αντισυµβαλλοµένου (spread risk).Επιδεινώθηκε ιδιαίτερα µε την κρίση χρέουςστην ευρωζώνη.

• Εξωχρηµατιστηριακά παράγωγα

∆όθηκαν κίνητρα εκκαθάρισης µέσω κεντρι-κού αντισυµβαλλοµένου και προβλέπεταιαύξηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων γιασυµβόλαια που εκκαθαρίζονται διµερώς.

6.3 ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟ

Τα στοιχεία που δεν ανήκουν στο χαρτοφυ-λάκιο συναλλαγών (non-trading book, τρα-πεζικό χαρτοφυλάκιο) δεν αξιολογούνται απόπλευράς κεφαλαιακών απαιτήσεων ως προςτον κίνδυνο αγοράς που φέρουν. Αυτό δενσηµαίνει ότι δεν ενέχουν στην πραγµατικό-τητα κίνδυνο αγοράς, και ειδικότερα επιτο-κιακό κίνδυνο. Ως επιτοκιακός κίνδυνος νοεί-ται ο κίνδυνος στον οποίο εκτίθεται µια τρά-πεζα από απρόσµενες µεταβολές των επιτο-κίων. Μπορούµε να διακρίνουµε τέσσεριςπηγές επιτοκιακού κινδύνου:

– Τον ετεροχρονισµό στη ληκτότητα των απαι-τήσεων και των υποχρεώσεων για τις περι-πτώσεις σταθερών επιτοκίων ή τον ετεροχρο-νισµό στην περίοδο επαναπροσδιορισµού τωνεπιτοκίων για τις περιπτώσεις κυµαινόµενωνεπιτοκίων (repricing risk).

– Την ατελή συσχέτιση που υπάρχει µεταξύτων επιτοκίων απαιτήσεων και υποχρεώσεων

που έχουν διαφορετική βάση υπολογισµού(basis risk).

– Τις µεταβολές στην κλίση ή στο σχήµα τηςκαµπύλης αποδόσεων (yield curve risk).

– Τη µεταβολή της αξίας του εµπορικού χαρ-τοφυλακίου (trading risk).

Οι µεταβολές των επιτοκίων επιδρούν στοκαθαρό αποτέλεσµα της τράπεζας µέσω τωνµεταβολών στα καθαρά έσοδα από τόκους ήστην αξία της καθαρής θέσης. Η επίδρασηµπορεί να ποσοτικοποιηθεί µε τη µέτρηση τουχάσµατος επανατιµολόγησης (repricing gap) ήτου χάσµατος διάρκειας (duration gap).

Το χάσµα επανατιµολόγησης (RGAP-repric-ing gap) ορίζεται ως η διαφορά εκτοκιζόµενωνστοιχείων ενεργητικού (RSA) και εκτοκιζό-µενων στοιχείων παθητικού (RSL) και η επί-πτωση στα καθαρά κέρδη από τόκους (ΝΙΙ)υπολογίζεται ως:

όπου ∆r: µεταβολή επιτοκίων.

Το χάσµα διάρκειας (DGAP – duration gap)ορίζεται ως η διαφορά της µέσης διάρκειαςτων στοιχείων ενεργητικού (DA) και της µέσηςδιάρκειας των στοιχείων (DL) και η επίπτωσηστην αξία της καθαρής θέσης (∆Ε) υπολογί-ζεται ως:

όπου λ: δείκτης µόχλευσης,

Α: αξία ενεργητικού.

7 ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΙΝ∆ΥΝΟΣ

7.1 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΥ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ

Ο λειτουργικός κίνδυνος ενυπάρχει σε κάθεδραστηριότητα της τράπεζας και η παραδο-

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201274

!

RGAP = RSA ! RSL

NII = RGAP " #r

!

DGAP = DA!"D

L

#E = DGAP $ A $#r

1+ r

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 74

Page 29: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

σιακή προσέγγιση τον θεωρούσε ως τοκόστος του επιχειρείν (cost of doing busi-ness), που σηµαίνει ότι αρκούσε η ex postπαρακολούθησή του παρά η ex ante διαχεί-ρισή του. Το πλαίσιο της Βασιλείας αλλάζειτην παραδοσιακή προσέγγιση και αναγνωρί-ζει το λειτουργικό κίνδυνο ως χωριστό κίν-δυνο από τους υπόλοιπους, όπου η διαχείρισήτου δηµιουργεί ένα νέο τοµέα γνώσεων, µεδική του δοµή, εργαλεία και διαδικασίες. Ηαπόφαση της Επιτροπής της Βασιλείαςδέχθηκε αρκετές κριτικές, αφού πολλοί ακα-δηµαϊκοί και τραπεζικοί θεωρούν ότι ο κίν-δυνος δεν είναι αυτόνοµος και ενυπάρχει σεόλους τους υπόλοιπους τραπεζικούς κινδύ-νους. Για να καταστεί η προσέγγιση λει-τουργική, η πρόκληση ήταν να βρεθεί έναςκατάλληλος και εύχρηστος ορισµός και ναπροσδιοριστούν µεθοδολογίες µέτρησης.Επελέγη ο ορισµός να βασιστεί στις αιτίεςκαι τα αποτελέσµατα που συνδέονται µε τηνέκθεση στον κίνδυνο αυτό.

Γενικά, µπορούµε να διακρίνουµε δύο συνι-στώσες του λειτουργικού κινδύνου, τον επι-χειρηµατικό κίνδυνο και τον κίνδυνο γεγο-νότος. Ο πρώτος αναφέρεται στην πιθανότηταεµφάνισης ζηµιών από την αποτυχία του επι-χειρηµατικού µοντέλου της τράπεζας και οδεύτερος στην πιθανότητα εµφάνισης ζηµιώναπό την εκδήλωση γεγονότων που επιφέρουνζηµία. Υιοθετήθηκε η δεύτερη προσέγγισηκαι ο ορισµός του λειτουργικού κινδύνου ανα-φέρεται στις απώλειες που µπορούν να εµφα-νιστούν στις τράπεζες ως αποτέλεσµα ανε-πάρκειας ή αποτυχίας των εσωτερικών δια-δικασιών, εσκεµµένων ή µη ανθρώπινωνλαθών, αναποτελεσµατικών ή προβληµατικώνσυστηµάτων ή εξωτερικών γεγονότων. Αυτόςο ορισµός περιλαµβάνει τους νοµικούς κιν-δύνους, αλλά αποκλείει του κινδύνους στρα-τηγικής και φήµης, καθώς και τους συστηµι-κούς κινδύνους. Για να διευκολύνει περαι-τέρω την υλοποίηση του ορισµού. το πλαίσιοδιέκρινε επτά εποπτικές κατηγορίες λει-τουργικού κινδύνου που τείνουν να γίνουνπρότυπα στην αγορά. Οι κατηγορίες είναι (1)η εξωτερική απάτη, (2) η εσωτερική απάτη,

(3) πρακτικές απασχόλησης και ασφάλειαχώρου εργασίας, (4) πελάτες, προϊόντα καιεπιχειρηµατικές πρακτικές, (5) πρόκλησηζηµίας σε φυσικά περιουσιακά στοιχεία, (6)διακοπή εργασιακής ροής και αστοχίεςσυστηµάτων και (7) εκτέλεση, επίδοση καιδιαχείριση διαδικασιών.

Αναλύοντας τα χαρακτηριστικά των γεγονό-των λειτουργικού κινδύνου, µπορούµε να δια-κρίνουµε δύο κατηγορίες γεγονότων:

• υψηλής συχνότητας και µικρού αποτελέ-σµατος (high frequency, low impact) και

• χαµηλής συχνότητας και µεγάλου αποτελέ-σµατος (low frequency, high impact).

Η επίγνωση των δύο αυτών χαρακτηριστικώνβοηθά µια τράπεζα στην καλύτερη διαχείρισητου λειτουργικού κινδύνου, αρκεί να προβείσε αναγκαίες οργανωτικές ρυθµίσεις και νααναπτύξει τα κατάλληλα εργαλεία. Για τοπρώτο, οι τράπεζες προχώρησαν στη δηµι-ουργία κεντρικών µονάδων που επικεντρώ-νονται σε συγκεκριµένα τµήµατα του λει-τουργικού κινδύνου, όπως οι διαδικασίες λει-τουργίας, η αποτροπή ξεπλύµατος χρήµατος,η συνέχιση επιχειρηµατικής δραστηριότητας,η διαχείριση προµηθευτών και ανάθεσηςεργασιών σε τρίτους, καθώς και η αντιµετώ-πιση της εξωτερικής απάτης, γεγονός που βελ-τίωσε την επίγνωση για το λειτουργικό κίν-δυνο. Παράλληλα αναπτύχθηκαν βάσειςδεδοµένων για τη συλλογή, αξιολόγηση καιαναφορά των γεγονότων λειτουργικού κινδύ-νου, συµπεριλαµβανοµένων των συναφώνζηµιών, ολοκληρώθηκαν συστήµατα αυτοα-ξιολόγησης για κάθε δραστηριότητα που εξε-τάζουν το πλαίσιο των εσωτερικών ελέγχωνγια την αναγνώριση, παρακολούθηση και δια-χείριση τυχόν αδυναµιών και, τέλος, επελέ-γησαν οι Βασικοί ∆είκτες Κινδύνου (KRIs)ανά δραστηριότητα, οι οποίοι προσπαθούν ναπροσδιορίσουν ενδεχόµενη έκθεση σε λει-τουργικό κίνδυνο και να σηµατοδοτήσουν τιςαναγκαίες παρεµβάσεις όταν αυτοί υπερβούνπροκαθορισµένα επίπεδα.

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 75

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 75

Page 30: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Στην εξελιγµένη προσέγγιση, η κεφαλαιακήαπαίτηση ισούται µε το µέγεθος του κινδύ-νου όπως υπολογίζεται από το εσωτερικόσύστηµα ποσοτικοποίησης ζηµιών λειτουρ-

γικού κινδύνου. Το σύστηµα µέτρησης λει-τουργικού κινδύνου πρέπει να περιλαµβάνειτα εξής κύρια στοιχεία (ΑΜΑ 4 key ele-ments):

7.2 ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ

Το πλαίσιο εισηγείται τρεις εναλλακτικέςµεθόδους υπολογισµού των ελάχιστων κεφα-λαιακών απαιτήσεων που απαιτούνται για τηνκάλυψη έναντι του λειτουργικού κινδύνου.Αυτές οι µέθοδοι είναι:

• η Προσέγγιση του Βασικού ∆είκτη (BasicIndicator Approach),

• η Τυποποιηµένη Προσέγγιση (StandardisedApproach),

• η Εξελιγµένη Προσέγγιση (Advanced Meas-urement Approach).

Οι δύο πρώτες απλοϊκές µεθοδολογίες ορί-ζουν το λειτουργικό κίνδυνο ως συνάρτησητου ακαθάριστου εισοδήµατος, είτε για τοσύνολο της τράπεζας είτε για επιµέρους επι-χειρησιακές δραστηριότητες. Η υπόθεση τουακαθάριστου εισοδήµατος ως δείκτη λει-τουργικού κινδύνου έχει δεχθεί σηµαντικήκριτική καθώς θεωρείται ως προβληµατικήπροσέγγιση του κινδύνου. Η ανάλυση των δύοµεθόδων παρουσιάζεται στο Πλαίσιο 4.

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201276

Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΚΟΥ ∆ΕΙΚΤΗ ΚΑΙ Η ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΚΙΝ∆ΥΝΟ

Η Προσέγγιση του Βασικού ∆είκτη προσδιορίζει την κεφαλαιακή απαίτηση έναντι του λει-τουργικού κινδύνου ως ένα προκαθορισµένο ποσοστό (15%) (που είναι γνωστό ως “δείκτηςάλφα” – “alpha factor”) του Σχετικού ∆είκτη Εισοδήµατος. Ο “Σχετικός ∆είκτης Εισοδή-µατος” ορίζεται ως ο µέσος όρος των τριών τελευταίων ετών, πριν από την ηµεροµηνία ανα-φοράς, των Ακαθάριστων Λειτουργικών Εσόδων και θεωρείται ως προσέγγιση της έκθε-σης της τράπεζας σε κίνδυνο.

Η Τυποποιηµένη Προσέγγιση προϋποθέτει το διαχωρισµό των επιχειρηµατικών δραστη-ριοτήτων της τράπεζας σε οκτώ προκαθορισµένες κατηγορίες. Η κεφαλαιακή απαίτηση ένα-ντι του λειτουργικού κινδύνου κάθε κατηγορίας υπολογίζεται ως ένα προκαθορισµένο ποσο-στό (που είναι γνωστό ως “δείκτης βήτα” – “beta factor”) του Σχετικού ∆είκτη Εισοδήµα-τος από την κατηγορία αυτή. Οι κατηγορίες επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων και ο αντί-στοιχος δείκτης βήτα είναι:

Πλαίσιο 4

Υπηρεσίες προς Επιχειρήσεις (Corporate Finance) 18%

∆ιαπραγµάτευση και πωλήσεις χρηµατοπιστωτικών µέσων (Trading and Sales) 18%

Λιανική τραπεζική (Retail Banking) 12%

Εµπορική τραπεζική (Commercial Banking) 15%

∆ιενέργεια και διακανονισµός πληρωµών (Payment & Settlement) 18%

Υπηρεσίες φύλαξης και διαχείρισης (Agency Services) 15%

∆ιαχείριση περιουσιακών στοιχείων (Asset Management) 12%

Υπηρεσίες διαµεσολάβησης σε πελάτες λιανικής (Retail Brokerage) 12%

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 76

Page 31: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 77

• Εσωτερικά δεδοµένα ζηµιών.• Εξωτερικά δεδοµένα ζηµιών.• Ανάλυση σεναρίων.• Ανάλυση παραγόντων που αντανακλούν τοεπιχειρηµατικό/οικονοµικό περιβάλλον και τασυστήµατα εσωτερικού ελέγχου.

Στη διεθνή βιβλιογραφία τα υποδείγµαταβασίζονται σε πραγµατικά στοιχεία ζηµιών,σε σενάρια λειτουργικού κινδύνου ή σε συν-δυασµό αυτών. Η πρώτη περίπτωση είναι µιαπαραµετρική µέθοδος, παρόµοια µε το VaR,µε στόχο την εκτίµηση της καµπύλης ζηµιών(Loss Distribution Approach – LDA). Βασι-ζόµενη στις αρχές των αναλογιστικών υπο-δειγµάτων, εκτιµά χωριστά µια κατανοµήσυχνότητας εµφάνισης γεγονότων λειτουργι-κού κινδύνου και µια κατανοµή έντασηςζηµιών. Στη συνέχεια οι δύο κατανοµές συν-δυάζονται σε µια κατανοµή ζηµιών µε περί-πλοκες µαθηµατικές προσεγγίσεις (MonteCarlo simulations ή Copulas). Η προσέγγισηLDA δηµιουργεί πολλά µεθοδολογικά προ-βλήµατα που σχετίζονται µε τη διαθεσιµότητατων στοιχείων, την ανυπαρξία γεγονότων λει-τουργικού κινδύνου και “ειδικών” γεγονότωνλειτουργικού κινδύνου που δεν έχουνπάντοτε άµεση σχέση µε τη λειτουργία τηςτράπεζας.

Το πρόβληµα της διαθεσιµότητας των στοι-χείων µερικώς επιλύεται µε δύο τρόπους.Πρώτον, µε τη χρησιµοποίηση εξωτερικώνστοιχείων γεγονότων και ζηµιών λειτουργικούκινδύνου, αλλά σε αυτή την περίπτωση είναιδύσκολο να πειστεί η διοίκηση µιας τράπεζαςνα αποφασίσει διακράτηση κεφαλαίων γιαένα γεγονός που συνέβη σε άλλη τράπεζα.∆εύτερον, µε το συνδυασµό των πραγµατικώνζηµιών µε σενάρια που προέρχονται από τηνεµπειρική γνώµη των ιθυνόντων, γεγονός πουεπιτείνει το πρόβληµα της υποκειµενικότητας.Όποια µέθοδος και αν ακολουθηθεί, απαι-τούνται πολύπλοκες τεχνικές κατά Bayes πουκαθιστούν την εξελιγµένη προσέγγισηδύσκολα υλοποιήσιµη, ειδικά για µικρότερουµεγέθους τράπεζες. Επίσης, η προσέγγισηαυτή παρέχει µεγάλα περιθώρια µαθηµατικώνχειρισµών.

8 ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΙΙΙ: ΝΕΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ

8.1 ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΙΙ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΙΙΙ

Το πλαίσιο κεφαλαιακών απαιτήσεων είναιυπό τροποποίηση από τη Βασιλεία ΙΙΙ. Χρο-νικά, η χρηµατοπιστωτική κρίση του 2007-08εµφανίστηκε στην αρχή της προσπάθειαςεφαρµογής του νέου εποπτικού πλαισίου γιατις κεφαλαιακές απαιτήσεις, της Βασιλείας ΙΙ.Υπό αυτή την έννοια, το πλαίσιο της ΒασιλείαςΙΙ δεν πρόλαβε να ελεγχθεί ως προς την ικα-νότητά του να αµβλύνει τις επιπτώσεις µιαςκρίσης. Παράλληλα όµως τα διδάγµατα απότην κρίση ανέδειξαν ορισµένες πρόδηλες αδυ-ναµίες του πλαισίου και έχουν αρχίσει να υλο-ποιούνται αλλαγές, όσον αφορά γενικότερατην εποπτεία των τραπεζών και ειδικότερα τοπλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ. Είναι προφανές ότιη Βασιλεία ΙΙ υποτίµησε ορισµένους σηµαντι-κούς κινδύνους και γενικά υπερεκτίµησε τηδυνατότητα των τραπεζών να διαχειριστούναποτελεσµατικά τους κινδύνους. Επίσης, ορι-σµένες µορφές κεφαλαίων αποδείχθηκε ότιδεν µπορούσαν να απορροφήσουν ζηµίες και

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 77

Page 32: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

οι εποπτικές αρχές άρχισαν να αναθεωρούντους ορισµούς των κεφαλαίων. Άλλωστε, στηΒασιλεία ΙΙ η προσπάθεια εστιάστηκε στααπαιτούµενα κεφάλαια και στην όσο το δυνα-τόν καλύτερη εκτίµηση του σταθµισµένου ενερ-γητικού, δηλαδή στον παρονοµαστή του κλά-σµατος του ∆είκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας.Αντίθετα, η Βασιλεία ΙΙΙ εστιάζεται στα δια-θέσιµα κεφάλαια, δηλαδή στον αριθµητή τουκλάσµατος. Πρέπει να σηµειωθεί ότι η επί-πτωση από τις προσαρµογές στα διαθέσιµακεφάλαια είναι πολύ µεγαλύτερη (περίπου 12,5φορές) από τις προσαρµογές στα απαιτούµενακεφάλαια. Το σταθµισµένο ενεργητικό είναιτόσο µεγάλο σε απόλυτους αριθµούς, που µιαµεταβολή του έχει σχετικά µικρή επίπτωση,ενώ αντίθετα µια µεταβολή στους ορισµούς τωνκεφαλαίων έχει πολύ µεγαλύτερη.

Ο Πίνακας 2 αποτυπώνει το υπό διαµόρφωσηπλαίσιο, όπως αυτό ανακοινώθηκε από τηνΕπιτροπή της Βασιλείας στις 12.9.2010.32

Το νέο πλαίσιο εισάγει ένα νέο επίπεδοκεφαλαίου, το µετοχικό κεφάλαιο και άλλεςµορφές µε υψηλή ικανότητα απορρόφησηςζηµιών (core Tier 1) και εισάγει ελάχιστοόριο 4,5%. Επίσης, ο ∆είκτης Βασικών Κεφα-λαίων (Tier 1 ratio) αυξάνεται στο 6%, ενώ ο∆είκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας (CAR)παραµένει στο 8%. Περαιτέρω, συµφωνήθηκεένα απόθεµα διατήρησης (conservationbuffer) πάνω από το ελάχιστο όριο κατά 2,5%και ένα αντικυκλικό απόθεµα (counter-cycli-

cal buffer) 0%-2,5%, που καθορίζεται από τηνεποπτική αρχή. Το άθροισµα των δύο απο-θεµάτων µπορεί να φθάσει µέχρι και τo 5%του σταθµισµένου ενεργητικού33 και πρέπεινα καλυφθεί µε µετοχικό κεφάλαιο. Τέλος,πρέπει να σηµειωθεί ότι προβλέπεται µετα-βατική περίοδος και οι παραπάνω προτάσειςθα υλοποιηθούν πλήρως την 1.1.2019. Οι δια-φορές του νέου πλαισίου σε σχέση µε το υφι-στάµενο µπορούν να απεικονιστούν στο ∆ιά-γραµµα 2.

8.2 ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ

Ένα από τα βασικότερα συµπεράσµατα τηςκρίσης είναι ότι πολλές µορφές κεφαλαίων,ιδίως συµπληρωµατικών κεφαλαίων, δενµπόρεσαν να απορροφήσουν ζηµίες µε ικα-νοποιητικό τρόπο, µε συνέπεια να τεθεί τοθέµα αλλαγής του ορισµού και της σύνθεσηςτων χρηµατοοικονοµικών µέσων που µπο-

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201278

3322 Βλ. BSBC, “Group of Governors and Head of Supervisionannounces higher global minimum standards”, Press release,12/9/2010.

3333 Για τον καθορισµό του ποσοστού αυτού η Επιτροπή της Βασιλείαςδιεξήγαγε ανάλυση µε βάση τις πραγµατικές ζηµίες που υπέστη-σαν οι τράπεζες από διάφορες κρίσεις. Παραδείγµατος χάριν, γιατην περίοδο 2007:Q3–2009:Q4 η µέση ζηµία ήταν 5,4% του σταθ-µισµένου ενεργητικού, µε διάµεσο 3,2% του σταθµισµένου ενερ-γητικού. Από την εξέταση και άλλων κρίσεων (π.χ. Ιαπωνία 2000-2002, Σουηδία και Νορβηγία 1988-1993 κ.λπ.) προέκυψε ότι οιζηµίες για συστηµικές κρίσεις είναι της τάξεως του 4%-5% τουσταθµισµένου ενεργητικού, ενώ για λιγότερο συστηµικές κρίσεις1%-2%. Με δεδοµένο ότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις στον υπο-λογισµό του σταθµισµένου ενεργητικού, καθώς και µεροληψία επι-βίωσης (survivorship bias) στα αποτελέσµατα καθώς εξαιρέθηκαντράπεζες µε πολύ µεγάλες ζηµίες, το απόθεµα 2,5%-5% που καθο-ρίστηκε θωρείται συµβατό µε τις πραγµατικές ζηµίες που κατά και-ρούς έχουν εµφανιστεί σε περιόδους κρίσεων (βλ. BCBS, 2010).

Ελάχιστο όριο 4,5% 6% 8,0%

Περιθώριο διατήρησης(conservation buffer)

2,5%

Ελάχιστο όριο και περιθώριο διατήρησης

7,0% 8,5% 10,5%

Αντικυκλικό περιθώριο (counter-cyclical buffer)

0 – 2,5%

∆είκτης Κύριων Στοιχείων τωνBασικών Κεφαλαίων

(Common Equity Tier 1 ratio)∆είκτης Βασικών Κεφαλαίων

(Tier 1 ratio)∆είκτης Κεφαλαιακής

Επάρκειας

Πίνακας 2 Νέες προτάσεις ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 78

Page 33: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 79

ρούσαν να ταξινοµηθούν στα διαθέσιµα κεφά-λαια, µε στόχο την ενίσχυση των κεφαλαίωνπου έχουν τη µεγαλύτερη ικανότητα απορρό-φησης ζηµιών. Με άλλα λόγια, έπρεπε να ενι-σχυθεί η ποιότητα των κεφαλαίων και να µει-ωθεί η εξάρτηση των τραπεζών από µη µετο-χικού χαρακτήρα µορφές τίτλων. Οι περισ-σότερες εµπειρικές µελέτες καταλήγουν στοσυµπέρασµα ότι ο δείκτης Tier 1/RWA είναικαλύτερος εκτιµητής µιας κατάστασης κρίσηςαπό το δείκτη (Tier 1 + Tier 2)/RWA. Υπόαυτό το πρίσµα, τα βασικά κεφάλαια Tier 1ορίζονται πιο περιοριστικά και βαρύνουσασηµασία έχει το µετοχικό κεφάλαιο, δηλαδή οιµετοχές µε δικαίωµα ψήφου και τα αποθεµα-τικά, και αυξάνονται οι απαιτήσεις για νασυµπεριληφθούν στα ίδια κεφάλαια µη µετο-χικού χαρακτήρα τίτλοι.

Η νέα κατηγοριοποίηση προβλέπει τρειςκατηγορίες:

– κύρια Βασικά Κεφάλαια (common equityTier 1),

– πρόσθετα Βασικά Κεφάλαια (additionalTier 1) και

– Συµπληρωµατικά Κεφάλαια (Tier 2).

Καταργούνται οι επιµέρους διαφοροποιήσεις,καθώς και τα κεφάλαια για κάλυψη του κιν-δύνου αγοράς (Tier 3), ούτως ώστε ο κίνδυνοςαγοράς να καλύπτεται µε τις ίδιες µορφέςκεφαλαίου για τον πιστωτικό κίνδυνο και τολειτουργικό κίνδυνο. Η παραπάνω κατηγο-ριοποίηση πιστοποιεί την “υπεροχή” τωνκύριων Βασικών Κεφαλαίων. Αν και οι προ-τάσεις δεν διευκρινίζουν ένα µέτρο της υπε-ροχής (ποσοστό ή κάτι διαφορετικό), ενισχύ-ουν την υπεροχή µε :

(i) την προσθήκη ∆είκτη Ελάχιστων ΚύριωνΒασικών Κεφαλαίων σε σχέση µε το σταθµι-σµένο ενεργητικό (βλ. Πίνακα 2),

(ii) την αυστηροποίηση των αναγκαίων προ-σαρµογών (αφαιρετικά στοιχεία),34 οι οποίεςπρέπει να γίνονται στα κύρια Βασικά Κεφά-

λαια και όχι στο σύνολο των Βασικών ή τοσύνολο των Ιδίων Κεφαλαίων,

(iii) την εξάλειψη των δικαιωµάτων µειοψη-φίας από τα κύρια βασικά κεφάλαια.

Μια άλλη σηµαντική διάκριση των εποπτικώνκεφαλαίων που εισάγεται στο νέο πλαίσιοείναι η διάκριση των κεφαλαίων που απαι-τούνται ώστε η τράπεζα να συνεχίσει τη λει-τουργία της (going concern) και των κεφα-λαίων που απαιτούνται για προστατευθούν οικαταθέτες σε περίπτωση ενεργοποίησης δια-δικασιών πτώχευσης (gone concern). Στηνπρώτη κατηγορία ανήκουν τα Βασικά Κεφά-λαια, ενώ στη δεύτερη τα ΣυµπληρωµατικάΚεφάλαια. Με αυτό το σκεπτικό, από τουςυβριδικούς τίτλους, οι καινοτόµοι τίτλοι δεναναγνωρίζονται καθόλου στα εποπτικά κεφά-λαια και οι µη καινοτόµοι τίτλοι κατατάσσο-νται στα Συµπληρωµατικά Κεφάλαια µέχρι15% του συνόλου. Επίσης, οι προνοµιούχεςµετοχές χωρίς σωρευτικό µέρισµα κατατάσ-σονται στα Συµπληρωµατικά κεφάλαια, αφούη δυνατότητα απορρόφησης ζηµιών περιορί-ζεται στα τοκοµερίδια και όχι στο κεφάλαιο.

Ένας επιπλέον περιορισµός για να κατατα-χθούν τα υβριδικά κεφάλαια στα ΒασικάΚεφάλαια είναι η ύπαρξη ρήτρας µετατροπήςτους σε Ίδια Κεφάλαια εφόσον επέλθεικάποιο καθορισµένο γεγονός κινδύνου πουενεργοποιεί τη µετατροπή. Η απαίτηση αυτήοδήγησε σε µια νέα γενιά χρηµατοπιστωτικώνµέσων, τα Μετατρέψιµα Αξιόγραφα Ενισχυ-µένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ)35 (CoCos ή Con-

3344 Εξαίρεση αποτελούν τα αποθεµατικά αναπροσαρµογής στηνεύλογη αξία, όπου η πρακτική της µη αναγνώρισης και εφαρµο-γής εποπτικών φίλτρων σε ορισµένες κατηγορίες µη πραγµατο-ποιηθεισών ζηµιών οδήγησε την αγορά σε µείωση της εµπιστο-σύνης της στα Βασικά Κεφάλαια. Συνεπώς, τα αποθεµατικά ανα-προσαρµογής δεν περιλαµβάνονται στα αφαιρετικά στοιχεία.

3355 Η πρώτη τράπεζα που εξέδωσε ένα τέτοιο οµόλογο ήταν η LloydsBank το Νοέµβριο του 2009, ονοµαστικής αξίας 7,5 δισεκ. λιρώνΑγγλίας που υπερκαλύφθηκε σε εγγραφές και ως γεγονός ενερ-γοποίησης είχε οριστεί τα βασικά κεφάλαια Tier 1 της τράπεζαςνα είναι χαµηλότερα του 5%. Ακολούθησε η Rabobank µε οµόλογούψους 2 δισεκ. δολαρίων ΗΠΑ το οποίο πέτυχε υπερκάλυψη σεεγγραφές 300% και ως γεγονός ενεργοποίησης είχε οριστεί τοTier 1 της τράπεζας να πέσει κάτω του 8%. Η πρώτη ελληνική τρά-πεζα που εξέδωσε τέτοιο οµόλογο ήταν η Τράπεζα Κύπρου, ύψους1.300 εκατ. ευρώ µε γεγονός ενεργοποίησης τα Βασικά Κεφάλαια– Tier 1 – της τράπεζας να µειωθούν κάτω του 5% ή η ΚεντρικήΤράπεζα της Κύπρου να ζητήσει τη µετατροπή τους για να βελ-τιωθεί η κεφαλαιακή επάρκεια της τράπεζας.

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 79

Page 34: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

tingent Convertible Bonds), όπου τα οµόλογαµετατρέπονται άµεσα σε µετοχές µε τηνεµφάνιση του γεγονότος ενεργοποίησης.36 Τοπλεονέκτηµα µιας τέτοιας µετατροπής είναιότι αυξάνονται άµεσα τα κεφάλαια της τρά-πεζας και µειώνεται η µόχλευσή της. Όµως οιόροι της µετατροπής µπορούν να επηρεάσουντον κίνδυνο, αλλά και τα κίνητρα ανάληψηςκινδύνων. Πιο συγκεκριµένα, είναι ουσιώ-δους σηµασίας ο σχεδιασµός των ΜΑΕΚ ωςπρος το χρόνο µετατροπής, την τιµή µετα-τροπής, το λόγο µετατροπής, καθώς και τηναπόφαση ενεργοποίησης της µετατροπής.Μικρή συχνότητα ενεργοποίησης σηµαίνειαναβολή της κεφαλαιακής αναδιάρθρωσης.Σε χαµηλά επίπεδα κεφαλαίων, οι µέτοχοιδεν αποτελούν τους καλύτερους φορείς δια-τήρησης της αξίας των κεφαλαίων, καθώςέχοντας µικρή έκθεση σε κίνδυνο έχουν κίνη-τρο να αντλήσουν ξένα κεφάλαια, που λογικάθα έχουν µεγαλύτερο κίνδυνο από τα υπάρ-χοντα ξένα κεφάλαια και θα οδηγήσουν σεεκτόξευση των αποδόσεων. Άρα ο χρόνοςµετατροπής, δηλαδή κοντά στην πλήρη απα-ξίωση των ιδίων κεφαλαίων ή προληπτικά σεπρογενέστερο στάδιο, επηρεάζει τα κίνητραανάληψης κινδύνων. Παράλληλα, η τιµή µετα-τροπής είναι κρίσιµης σηµασίας, αφού αυτήθα επηρεάσει τη µεταφορά αξίας από τουςκατόχους ΜΑΕΚ στους µετόχους. Η τιµήµετατροπής θα επηρεάσει το λόγο µετατρο-πής, γεγονός που ενδέχεται να οδηγήσει τουςµετόχους σε µεγαλύτερη ανάληψη κινδύνων,καθώς σε χαµηλά επίπεδα κεφαλαίων η µετα-τροπή θα οδηγήσει σε άλµα της αξίας.

Τέλος, ένα από τα βασικότερα προβλήµαταείναι η απόφαση που θα ενεργοποιήσει τηµετατροπή. Υπάρχουν τρία ενδεχόµενα, α)ένα λογιστικό γεγονός, β) ένα γεγονός που θαεµφανιστεί στην αγορά ή γ) η ενεργοποποίησηνα εναπόκειται στην απόφαση των εποπτικώναρχών. Το λογιστικό γεγονός (π.χ. αρνητικάίδια κεφάλαια) είναι προβληµατικό, καθώςχρησιµοποιείται εκ των υστέρων δείκτης κιν-δύνου (lagging indicator of risk) και συνήθωςαπαιτείται η συγκατάθεση της εποπτικήςαρχής, άρα εξοµοιώνεται µε εποπτική από-φαση. Το γεγονός της αγοράς (π.χ. τιµή µετο-

χής) ενέχει κινδύνους εµφάνισης πρακτικώνκατάχρησης αγοράς και χειραγώγησης τιµών.Επίσης, καθώς πλησιάζει το σηµείο ενεργο-ποίησης ενδέχεται να εµφανιστεί µεγάληπτώση της τιµής της µετοχής. Η εποπτική από-φαση έχει βαρύνουσα σηµασία και έντονοσηµατοδοτικό ρόλο, ειδικά όταν η τράπεζαείναι σε συνθήκες λειτουργίας.

8.3 ΑΠΟΘΕΜΑ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ

Όπως φαίνεται στο ∆ιάγραµµα 2, το πλαίσιοτης Βασιλείας ΙΙ έχει δοµή που αποτελείταιαπό δύο µέρη, το πρώτο µέρος όπου καθορί-ζονται οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσειςκαι το δεύτερο µέρος όπου καθορίζεται το επι-πλέον απόθεµα κεφαλαίου (capital buffer) πουαπαιτείται για κάθε τράπεζα (βλ. Πλαίσιο 5).Το δεύτερο µέρος χρησιµοποιείται για να επι-τευχθεί, ως ευρύτερος µακροπροληπτικός στό-χος, η προστασία από συγκέντρωση κινδύνωνσε συστηµικό επίπεδο, καθώς και για την επί-λυση του προβλήµατος της υπερκυκλικότητας(procyclicality)37 που είχε εντοπιστεί από τηνπρώτη εφαρµογή της Βασιλείας ΙΙ και αντα-ποκρίνεται στην ανάγκη προσαρµογής τωνελάχιστων κεφαλαίων στον οικονοµικό κύκλο.

Η έννοια της υπερκυκλικότητας38 για τα κεφά-λαια των τραπεζών αναφέρεται στην τάση δια-τήρησης µικρότερων κεφαλαίων στις ανοδικέςφάσεις του οικονοµικού κύκλου και µεγαλύ-τερων κεφαλαίων στις καθοδικές φάσεις.Όσον αφορά τον κίνδυνο, υπάρχει τάση υπο-εκτίµησής του σε περιόδους ευνοϊκής οικονο-µικής συγκυρίας και υποεκτίµησής του σεπεριόδους δυσµενούς συγκυρίας. Και στις δύο

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201280

3366 Συχνά τα ΜΑΕΚ παροµοιάζονται µε τα catastrophe bonds (catbonds) που υπάρχουν στην αγορά των ΗΠΑ. Αν το καταστροφικόγεγονός (π.χ. σεισµός, πληµµύρα) δεν λάβει χώρα, ο εκδότης πλη-ρώνει τα τοκοµερίδια και το κεφάλαιο στον επενδυτή, ενώ αν τοκαταστροφικό γεγονός λάβει χώρα, τότε τα τοκοµερίδια και τοκεφάλαιο δεν πληρώνονται και ο εκδότης χρησιµοποιεί τα κεφά-λαια για να αποζηµιώσει τους πληγέντες.

3377 Ελληνική απόδοση του όρου “procyclicality” είναι υπερ-κυκλι-κότητα αντί του όρου προ-κυκλικότητα. Το InterActiveTerminology for Europe επισηµαίνει ότι δεν πρέπει να χρησιµο-ποιηθεί ο όρος “προ-κυκλικότητα” διότι το πρόθεµα προ- (εν αντι-θέσει προς το pro- της αγγλικής) δηλώνει χρονική σχέση και όχιτην προτίµηση, την τάση προς κάτι” (βλ. http://iate.europa.eu,λήµµα “procyclicality”).

3388 Για πληρέστερη ανάλυση βλ. Τράπεζα της Ελλάδος, ΕνδιάµεσηΈκθεση για τη Χρηµατοπιστωτική Σταθερότητα, ∆εκέµβριος 2009,Ειδικό Θέµα ΙΙ.

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 80

Page 35: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 81

περιπτώσεις επιτείνονται οι επιδράσεις τουκύκλου, ενώ µια ορθολογική πολιτική προλη-πτικής εποπτείας θα έπρεπε να σχεδιάσει τοκανονιστικό πλαίσιο µε τρόπο ώστε να αµβλύ-νει τις επιδράσεις του κύκλου. Αυτό µπορεί ναγίνει µε τρεις τρόπους: µε την υιοθέτηση συστή-µατος δυναµικών προβλέψεων, µε την κυκλικήπροσαρµογή των παραµέτρων κινδύνου και µετην κυκλική προσαρµογή του τελικού αποτε-λέσµατος. Με ένα σύστηµα δυναµικών προ-βλέψεων, οι τράπεζες θα ήταν υποχρεωµένεςνα προβαίνουν σε αυξηµένες προβλέψεις στιςπεριόδους ευνοϊκής συγκυρίας ώστε να µπο-ρούν να τις χρησιµοποιήσουν στις περιόδουςδυσµενούς συγκυρίας. Προς την κατεύθυνσηαυτή υπάρχουν προτάσεις, αλλά προς το παρόνδεν έχουν θεσµικά υιοθετηθεί. Όσον αφοράτην προσαρµογή των παραµέτρων κινδύνου,αυτή εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά τουσυστήµατος διαβάθµισης. Όσο πιο αντικυ-κλικά χαρακτηριστικά έχει το σύστηµα δια-βάθµισης, τόσο πιο αντικυκλικά είναι τα εκτι-µώµενα κεφάλαια. Όµως η υλοποίηση ενόςσυστήµατος που λαµβάνει υπόψη τον οικονο-µικό κύκλο είναι δύσκολη και τα περισσότεραυποδείγµατα έχουν χαρακτηριστικά στιγµιαίαςταξινόµησης (βλ. Παράρτηµα 1).

Μια εναλλακτική πρόταση θα ήταν η εκτίµησητων παραµέτρων από τα εσωτερικά υποδείγ-µατα των τραπεζών και στη συνέχεια η προςτα άνω προσαρµογή τους µε συντελεστή προ-σαρµογής προερχόµενο από την ανάλυση τωνιστορικών στοιχείων. Η προσέγγιση αυτή εξε-τάστηκε από την ΕΒΑ,39 αλλά δεν υλοποιή-θηκε. Η Επιτροπή της Βασιλείας προτίµησενα προσαρµόσει το τελικό αποτέλεσµα,δηλαδή τα εκτιµώµενα κεφάλαια. Χρησιµο-ποίησε την προσαρµογή στο κατώτατοσηµείο του κύκλου (bottom of the cycle cali-bration), όπου το επίπεδο του κεφαλαίουτέθηκε στο µέγιστο ενός πλήρους κύκλου ανε-ξάρτητα από το σηµείο του κύκλου όπου βρί-σκεται η οικονοµία.

Με βάση την παραπάνω λογική, καθορίστηκεένα απόθεµα διατήρησης 2,5% του σταθµι-σµένου ενεργητικού, ώστε να εξασφαλιστείότι οι τράπεζες διατηρούν πρόσθετο κεφάλαιο

που µπορεί να χρησιµοποιηθεί για να απορ-ροφήσει τις απώλειες κατά τη διάρκεια τωνπεριόδων κρίσης. Τα κεφάλαια αυτά θα ταδιακρατούν οι τράπεζες σε περιόδους που οισυνθήκες στις αγορές είναι ευµενείς και θα ταχρησιµοποιούν, εφόσον παραστεί ανάγκη, σεπεριόδους µεγάλων διακυµάνσεων στις αγο-ρές. Τα κεφάλαια αυτά θα είναι ικανά νααπορροφήσουν ενδεχόµενες απώλειες σεπερίπτωση κρίσεων, ώστε τα ελάχιστα επο-πτικά κεφάλαια να µείνουν ανέπαφα. Επίσης,προβλέπεται ένα αντικυκλικό απόθεµα ίσο µε0%-2,5% του σταθµισµένου ενεργητικού. Τοσυγκεκριµένο ποσοστό που θα εφαρµοστεί σεεθνικό επίπεδο θα προσδιοριστεί από την επο-πτική αρχή, µε βασικό κριτήριο την υπερβο-λική µεγέθυνση της πιστωτικής επέκτασης,40

αλλά ενδεχοµένως και άλλα µέτρα συγκέ-ντρωσης κινδύνων.

Η πολιτική δηµιουργίας αποθεµάτων κεφα-λαίων έλαβε ευρεία δηµοσιότητα καθώς συν-δυάστηκε µε περιορισµούς στη διακριτικήευχέρεια των τραπεζών ως προς τη διανοµήτων κερδών. Κατά τη διάρκεια της χρηµατο-πιστωτικής κρίσης, πολλές τράπεζες συνέχι-σαν να δίνουν µερίσµατα στους µετόχους τουςή/και παροχές (π.χ. bonus) στο προσωπικότους, ενώ παράλληλα εµφάνιζαν ζηµίες στοχαρτοφυλάκιο πιστοδοτήσεων. Οι παροχέςαυτές ήταν προς όφελος των µετόχων και ειςβάρος των καταθετών και των οµολογιούχων,µε αποτέλεσµα να παραβιάζεται η προτεραι-ότητα των πιστωτών έναντι των µετόχων. Επί-σης αυξάνουν την επικινδυνότητα των στοι-χείων του ενεργητικού, αφού οδηγούν σεχαµηλότερα επίπεδα κεφαλαίων.

Η διακριτική ευχέρεια των τραπεζών για δια-νοµή κερδών είναι ουσιώδους σηµασίας ιδίωςσε περιόδους κρίσης καθώς µπορεί να βοη-θήσει την τράπεζα να αντεπεξέλθει στα προ-βλήµατα και να συνεχίσει τη λειτουργία της.

3399 Βλ. CEBS (2009).4400 Έχει προταθεί ο δείκτης GAP=(CREDIT/GDP)x100 – TREND,

όπου για την τάση TREND χρησιµοποιείται το φίλτρο Hodrick-Prescott. Αν GAP<2, δεν απαιτείται απόθεµα κεφαλαίου ενώ ανGAP>10, απαιτείται 2,5% απόθεµα κεφαλαίου. Για ενδιάµεσες τιµέςτου GAP προτείνεται απόθεµα ίσο µε [(0,25 GAP – 0,5)/100 ] x RWA.

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 81

Page 36: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Η διακριτική ευχέρεια περιλαµβάνει, µεταξύάλλων, τη διανοµή µερίσµατος, την επαναγοράµετοχών, τις έκτακτες παροχές προς το προ-σωπικό, πρόσθετες ασφαλιστικές παροχές ήτην ενεργοποίηση του δικαιώµατος αποπλη-ρωµής υβριδικών τίτλων. Για όσες τράπεζεςέχουν δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας πουεµπίπτει εντός των ποσοστών του αποθέµατοςπροσδιορίζονται αυστηροί περιορισµοί στηδιακριτική διανοµή κερδών.41 Σηµειώνεται ότιδεν εισάγονται περιορισµοί στη δραστηριό-τητα των τραπεζών, αλλά µόνο στις δραστη-ριότητες που µπορούν να επηρεάσουν τακεφάλαια. Η τράπεζα θα εξακολουθήσει ναλειτουργεί και να εκτελεί όλες τις τραπεζικέςεργασίες κανονικά.

Η καθιέρωση και ο προσδιορισµός του επι-πλέον αποθέµατος κεφαλαίων είναι µια και-νοτοµία της Βασιλείας ΙΙΙ. Στη Βασιλεία ΙΙαυτό είχε αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια τωντραπεζών, µε τη σύµφωνη γνώµη των εποπτι-κών αρχών, µέσω του Πυλώνα ΙΙ. Μετά τηνεµπειρία από τη χρηµατοπιστωτική κρίση και

µε βάση τη διαπίστωση ότι οι τράπεζες έδει-ξαν αδυναµία κατανόησης και διαχείρισηςτων κινδύνων, αποφασίστηκε να προσδιορι-στεί θεσµικά και µε σαφήνεια µέρος αυτήςτης διακριτικής τους ευχέρειας. Βεβαίως τααποθέµατα κεφαλαίων δεν υποκαθιστούνπλήρως τον Πυλώνα ΙΙ, αλλά µόνο ως προς τοµέρος που αφορά την κάλυψη των συστηµικώνκινδύνων. Οι ιδιοσυγκρατικοί κίνδυνοι, πουδεν αποτελούν µέρος του Πυλώνα Ι, πρέπεινα συνεχίσουν να καλύπτονται από τονΠυλώνα ΙΙ.

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201282

4411 Ενδεικτικά αναφέρεται ότι σε τράπεζα όπου ο δείκτης του µετο-χικού κεφαλαίου (core Tier 1) κυµαίνεται µεταξύ 4,5%-5,125%,απαιτείται να κεφαλαιοποιηθεί το 100% των κερδών (βλ. Basel III,http://www.bis.org/publ/bcbs189.pdf). Η ιδέα της αυτόµατης ανα-πλήρωσης των περιθωρίων µέσω του περιορισµού της διακριτικήςδιανοµής κερδών, και συνεπώς της υποχρεωτικής κεφαλαιοποί-ησης των κερδών, απεικονίζει την εµπειρία που αποκτήθηκε κατάτη διάρκεια της κρίσης όπου ορισµένες τράπεζες εµφανίστηκαναπρόθυµες να µειώσουν τα µερίσµατα ή να αυξήσουν το µετοχικόκεφάλαιο, πιθανότατα για να µη σηµατοδοτήσουν στην αγορά ότιη κεφαλαιακή τους θέση είναι ασθενής. Ο αυτόµατος µηχανισµόςπου προβλέπεται στη Βασιλεία ΙΙΙ µειώνει την ευχέρεια των τρα-πεζών στη διατήρηση της κεφαλαιακής βάσης και ταυτόχρονα εξα-λείφει τον κίνδυνο να εκληφθεί από την αγορά ως ένδειξη αδυ-ναµίας. Αντίθετα, ο στόχος είναι να εκληφθεί θετικά από τηναγορά ως στοιχείο διατήρησης της κεφαλαιακής βάσης.

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ

Για να αναλυθεί το θεωρητικό υπόβαθρο των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων και τουαποθέµατος κεφαλαίων, θεωρούµε την τράπεζα ως ορθολογικό επενδυτή που αποφασίζεινα επενδύσει σε στοιχεία ενεργητικού. Η επιβολή ελάχιστων κεφαλαίων κατ’ ουσίαν σηµαί-νει επιβολή περιορισµών στη διάρθρωση των επενδύσεων σε σχέση µε τα ίδια κεφάλαια τωντραπεζών. Τα σταθµισµένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού xi πρέπει να είναι έναελάχιστο ποσοστό α των κεφαλαίων Κ.

Για τον υπολογισµό των συντελεστών βαρύτητας ωi, οι εποπτικές αρχές εστιάζονται στηνπιθανότητα πτώχευσης των τραπεζών. Στόχος είναι η πιθανότητα πτώχευσης να διατηρηθείσε αποδεκτά επίπεδα και ιδιαίτερα να µην υποχωρήσει κάτω από ένα κρίσιµο επίπεδο. Σ’αυτή την περίπτωση η συµπεριφορά της τράπεζας έχει ως γνώµονα την προτεραιότητα στοασφαλές κριτήριο (safety first), όπου ο κίνδυνος µετρείται όχι από τη διακύµανση της καθα-ρής θέσης, αλλά από την πιθανότητά της να µειωθεί κάτω από ένα ανεκτό επίπεδο h (tol-erable threshold). ∆ηλαδή Pr(K<h)<c, όπου η πιθανότητα η καθαρή θέση Κ να υπολείπε-ται ενός επιπέδου h είναι µικρότερη του c.

Πλαίσιο 5

!

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 82

Page 37: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 83

Για την εύρεση της πιθανότητας Pr(K<h)<c, εφαρµόζουµε την ανισότητα Tchebyshev. ΑνK→N(µ,σ2), τότε Pr(K<h)<c

, όπου k=σταθερά.

Αν h=µ–kσ

∆ηλαδή η πιθανότητα τα κεφάλαια Κ να είναι µικρότερα από h είναι ανάλογη της διακύ-µανσης της αξίας των κεφαλαίων και αντιστρόφως ανάλογη της απόστασης από τα απαι-τούµενα ελάχιστα κεφάλαια.

!

!

8.4 ∆ΕΙΚΤΗΣ ΜΟΧΛΕΥΣΗΣ

Σε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον άρθρο µε τίτλο“How the banks played the leverage game”,42

οι συγγραφείς αναλύουν τον τρόπο µε τονοποίο πολλές τράπεζες δηµιούργησαν υψηλόβαθµό µόχλευσης στα εντός και εκτός ισολο-γισµού στοιχεία τους και διερωτώνται πώςσυνέβη αυτό στον τοµέα µε την πιο εκτεταµένηεποπτεία. Με την έναρξη της χρηµατοπιστω-τικής κρίσης του 2007-08, οι τράπεζες ανα-γκάστηκαν να εφαρµόσουν πολιτικές αποµό-χλευσης, πράγµα που άσκησε πίεση στις τιµέςτων χρηµατοοικονοµικών µέσων, δηµιούργησεκίνητρα για περαιτέρω αποµόχλευση και αυτήµε τη σειρά της οδήγησε σε αύξηση των κιν-δύνων, νέα µείωση των κεφαλαίων κ.ο.κ. Στοµεταξύ η τραπεζική εποπτεία βασιζόταν στο∆είκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, µέτρο ευαί-σθητο στη µεταβολή των κινδύνων, χωρίς όµωςνα απεικονίζει ικανοποιητικά τη διαδικασίααποµόχλευσης. Οι εποπτικές αρχές αποφάσι-σαν την υιοθέτηση ενός απλού συµπληρωµα-τικού δείκτη µόχλευσης, ο οποίος δεν είναιπροσαρµοσµένος στον κίνδυνο και υπολογί-ζεται ως :

Βασικά Ίδια Κεφάλαια∆είκτης µόχλευσης= ≥3%

Σύνολο ενεργητικού

Ο δείκτης αυτός υπολογίζεται ως ο λόγος τωνΒασικών Ιδίων Κεφαλαίων προς το σύνολοτου ενεργητικού, περιλαµβανοµένων τωνανοιγµάτων εκτός ισολογισµού και τωνθέσεων σε παράγωγα, και δεν πρέπει να υπερ-βαίνει ένα ανώτατο όριο, το οποίο αρχικά

προτείνεται να ανέρχεται σε 3%. Ο υπολογι-σµός και το όριο του δείκτη θα οριστικοποιη-θούν, µετά από µια µεταβατική περίοδο, την1.1.2018 ως µέρος του Πυλώνα 1.

Το βασικό πλεονέκτηµα του παραπάνω δείκτηείναι η απλότητα, το µικρό κόστος παρακο-λούθησής του και η ελαχιστοποίηση του κιν-δύνου υποδείγµατος (model risk) τον οποίοενέχει η εκτίµηση του δείκτη επάρκειας κεφα-λαίων. Επίσης, αποθαρρύνει την επιλεκτικήχρήση κανονιστικών ρυθµίσεων και του επο-πτικού αρµπιτράζ, αφού οι τράπεζες δεν θαέχουν την “επιλογή” του διαστήµατος κινδύ-νου. Τέλος, η υιοθέτηση του δείκτη µόχλευσηςαποτελεί ένα µέτρο αντικυκλικής πολιτικήςκαι η υποχρέωση τήρησης του ορίου διασφα-λίζει ότι οι τράπεζες δεν θα αυξάνουν τοδανεισµό τους υπέρµετρα στην ανοδική φάσητου κύκλου ούτε θα τον περιορίζουν υπέρµε-τρα στην καθοδική φάση.

Στα µειονεκτήµατα του δείκτη συγκαταλέγε-ται η απουσία εµπειρικών µελετών που ναυποδηλώνουν ότι ο δείκτης µόχλευσης προ-βλέπει ικανοποιητικά καταστάσεις κρίσης.Επίσης, ο δείκτης µπορεί να δώσει λανθα-σµένα κίνητρα, ειδικά αν εξεταστεί αποµο-νωµένα, καθώς µια τράπεζα µπορεί να αυξή-σει τον κίνδυνο στον ισολογισµό και παράλ-ληλα να ικανοποιεί το ελάχιστο ποσοστό. Γιατο λόγο αυτό, το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙτονίζει ότι αποτελεί συµπληρωµατικό δείκτη

4422 Βλ. Acharya and Richardson (2009), Chapter 2.

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 83

Page 38: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

εποπτείας. Όµως το µεγαλύτερο πρόβληµαείναι ο εναρµονισµός του υπολογισµού σε διε-θνές επίπεδο. Οι διαφορές στο εποπτικό καιλογιστικό πλαίσιο µπορούν να προκαλέσουνσηµαντικές διαφοροποιήσεις.43 Αν δεν εναρ-µονιστούν οι έννοιες των κεφαλαίων και τουσυνόλου του ενεργητικού, οι διεθνείς συγκρί-σεις δεν θα είναι εφικτές.

9 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στην εισαγωγή της µελέτης τέθηκε το ερώτηµατι σηµαίνει “επαρκώς κεφαλαιοποιηµένη τρά-πεζα” και προσδιορίστηκε ότι η µεν διαισθη-τική απάντηση λέει ότι η τράπεζα πρέπει ναέχει “αρκετά” ίδια κεφάλαια, η τεχνική απά-ντηση όµως είναι πολύ πιο περίπλοκη. Στόχοςτης µελέτης ήταν να παρουσιάσει µια ολο-κληρωµένη και τεκµηριωµένη απάντηση µε τηµικρότερη δυνατή περιπλοκότητα. Το πλαίσιοτης ανάλυσης είναι το πλαίσιο κεφαλαιακώναπαιτήσεων της Βασιλείας, το οποίο ακολού-θησε µια εξελικτική πορεία ανάλογα µε ταγεγονότα που εµφανίζονταν στην αγορά, ιδι-αίτερα µετά τη χρηµατοπιστωτική κρίση του2007-08. Η πορεία είχε δύο κύρια χαρακτη-ριστικά: α) τη µεταβολή του ορισµού τωνκεφαλαίων, ο οποίος αρχικά διευρύνθηκε, π.χ.µε την αποδοχή των υβριδικών κεφαλαίων,και στη συνέχεια έγινε πιο περιοριστικόςπεριλαµβάνοντας αποκλειστικά και µόνο στοι-χεία που έχουν κατά τεκµήριο µεγάλη ικανό-τητα απορρόφησης ζηµιών (π.χ. µετοχικόκεφάλαιο), και β) τη διεύρυνση των κινδύνων

που πρέπει να καλύπτουν τα εποπτικά κεφά-λαια, καθώς και τη βελτίωση της µεθοδολο-γίας µέτρησης των κινδύνων. Το πλαίσιο ακο-λούθησε την επαναστατική εξέλιξη της τελευ-ταίας 15ετίας στον κλάδο της τραπεζικής καιχρηµατοοικονοµικής επιστήµης σχετικά µε τηνποσοτικοποίηση των χρηµατοοικονοµικώναποφάσεων. Απαιτεί από τις τράπεζες πολύ-πλοκα υποδείγµατα κινδύνου, γεγονός πουπροϋποθέτει εξειδίκευση και εµπειρία.

Τέλος, όπως συµβαίνει πάντοτε, η τρέχουσακρίση χρέους της ευρωζώνης αναµένεται ναοδηγήσει σε τροποποιήσεις ορισµένων χαρα-κτηριστικών και ρυθµίσεων του πλαισίου.Παράλληλα, τόσο η ακαδηµαϊκή έρευνα όσοκαι ο τραπεζικός τοµέας εξελίσσουν συνεχώςτις µεθοδολογίες µέτρησης των κινδύνων καιπιθανόν να καταλήξουµε µελλοντικά σε µιαλύση πρώτου βαθµού (first best solution), όπουτα κεφάλαια θα υπολογίζονται µε βάση ταεσωτερικά υποδείγµατα των τραπεζών. Προςτο παρόν δεν διαφαίνεται ως πιθανό ενδεχό-µενο η εγκατάλειψη της κεφαλαιακής επάρ-κειας των τραπεζών ως βασικού εργαλείουµικροπροληπτικής πολιτικής.

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201284

4433 Τρεις χώρες µε µεγάλα διεθνή τραπεζικά συστήµατα είτε χρησι-µοποιούν ήδη το δείκτη µόχλευσης είτε έχουν αναγγείλει ότι θατον χρησιµοποιήσουν. Οι Ηνωµένες Πολιτείες και ο Καναδάςέχουν διατηρήσει το δείκτη µόχλευσης παράλληλα µε το δείκτηκεφαλαιακής επάρκειας, ενώ η Ελβετία έχει αναγγείλει τη χρη-σιµοποίηση του δείκτη από το 2013. Στις ΗΠΑ λαµβάνονται υπόψητα Βασικά Ίδια Κεφάλαια, ενώ δεν λαµβάνονται υπόψη τα εκτόςισολογισµού στοιχεία. Στον Καναδά λαµβάνονται υπόψη ταΒασικά Ίδια Κεφάλαια και τα Συµπληρωµατικά Ίδια Κεφάλαια(και ο ελάχιστος δείκτης ορίζεται στο 20%), ενώ στην Ελβετίαγίνονται πολλές προσαρµογές µε πιο σηµαντική την εξαίρεση απότον υπολογισµό του χαρτοφυλακίου των δανείων.

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 84

Page 39: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 85

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ∆ΙΑΒΑΘΜΙΣΕΩΝ

Όπως αναλύθηκε στο Πλαίσιο 2, η προσέγ-γιση των εσωτερικών διαβαθµίσεων απαιτείτρία διακριτά βήµατα:

• την ανάπτυξη και υλοποίηση ενός ισχυρούσυστήµατος εσωτερικής διαβάθµισης,• τον υπολογισµό των παραµέτρων κινδύνουκαι• την πιστοποίηση των αποτελεσµάτων.

Σύστηµα εσωτερικών διαβαθµίσεων

Ως “σύστηµα εσωτερικών διαβαθµίσεων” νοεί-ται το σύνολο των µεθοδολογιών, διαδικασιών,ελέγχων και συστηµάτων πληροφορικής πουυποστηρίζουν την αξιολόγηση του πιστωτικούκινδύνου, την ταξινόµηση σε βαθµίδες επικιν-δυνότητας και την ποσοτικοποίηση των παρα-µέτρων κινδύνου. Το σύστηµα εσωτερικών δια-βαθµίσεων είναι µια τεχνική που έχει εφαρ-µοστεί από πολλές τράπεζες στο πλαίσιο τηςαναγνώρισης, µέτρησης και παρακολούθησηςτου πιστωτικού κινδύνου. Το πρώτο βήµα στηνανάπτυξη ενός συστήµατος εσωτερικών δια-βαθµίσεων είναι ο καθορισµός της φιλοσοφίαςτου συστήµατος, δηλαδή του εύρους των οικο-νοµικών συνθηκών που λαµβάνονται υπόψηκατά τη διαδικασία διαβάθµισης. Μπορούµε ναδιακρίνουµε συστήµατα που βασίζονται στηνοικονοµική κατάσταση των πιστούχων τηστιγµή της ταξινόµησης (PIT – point-in-time)και συστήµατα που βασίζονται στην αναµενό-µενη συµπεριφορά τους κατά τη διάρκεια ενόςπλήρους οικονοµικού κύκλου (TTC – through-the-cycle). Τα συστήµατα PIT χρησιµοποιούνπιο δυναµικά στοιχεία και επηρεάζονται περισ-σότερο από τις τρέχουσες πληροφορίες και τιςτρέχουσες συνθήκες της αγοράς, µε συνέπειαοι προσαρµογές στη διαβάθµιση να είναι πιοσυχνές. Αντίθετα, στα συστήµατα TTC οι προ-σαρµογές των διαβαθµίσεων είναι πολύ λιγό-τερες και οι παράµετροι κινδύνου προσεγγί-ζουν τη µακροχρόνια αναµενόµενη τιµή τους.

Το δεύτερο βήµα στην ανάπτυξη ενός συστή-µατος εσωτερικών διαβαθµίσεων είναι η από-

φαση για τις µεθοδολογικές προσεγγίσεις υπο-δειγµατοποίησης του πιστωτικού κινδύνου.Συνήθως οι τράπεζες χρησιµοποιούν συστή-µατα διαβάθµισης (credit rating) για το επι-χειρηµατικό χαρτοφυλάκιο και συστήµατα βαθ-µολόγησης (credit scoring) για το λιανικό, µετην ευρεία έννοια, χαρτοφυλάκιο. Τα συστή-µατα βαθµολόγησης χωρίζονται σε δύο µεγά-λες κατηγορίες: τα υποδείγµατα πιστωτικήςβαθµοδότησης (application scoring), τα οποίαλαµβάνουν υπόψη δεδοµένα που συλλέγονταικατά τη συµπλήρωση της αίτησης για τη χορή-γηση κάποιου πιστωτικού προϊόντος, και ταυποδείγµατα βαθµοδότησης συµπεριφοράς(behavioural scoring), τα οποία βασίζονταιστους υφιστάµενους πελάτες και λαµβάνουνυπόψη πληροφορίες που περιγράφουν τηνπιστωτική συµπεριφορά αυτών των πελατών.

Οι τεχνικές δηµιουργίας των πιστοληπτικώνδιαβαθµίσεων είναι κυρίως η εµπειρική (judg-mental), η ποσοτική (quantitative) ή ένας συν-δυασµός αυτών.* Η επιλογή της καταλληλό-τερης τεχνικής εξαρτάται από τη φιλοσοφίαδιαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου κάθετράπεζας, καθώς και από τη διαθεσιµότητατων στοιχείων. Τα εµπειρικά συστήµατα δια-βάθµισης απεικονίζουν την κρίση των στελε-χών που εµπλέκονται στην πιστοδοτική δια-δικασία και βασίζονται στη συσσωρευµένηγνώση, εκπαίδευση και εµπειρία τους στη δια-βάθµιση των αντισυµβαλλοµένων ως προς τονπιστωτικό κίνδυνο. Τα ποσοτικά συστήµαταδιαβάθµισης διακρίνονται σε δύο κατηγορίες,σε αυτά όπου η αιτιώδης σχέση προκύπτει απότην εφαρµογή στατιστικών τεχνικών και σεαυτά όπου η αιτιώδης σχέση προκύπτει απότην οικονοµική θεωρία. Τα πιο γνωστά υπο-δείγµατα στην πρώτη κατηγορία είναι (1) η

** Στην έκθεση de Larosière (βλ. The de Larosière Group (25.2.2009),High level group on financial supervision in EU) για τα αίτια τηςχρηµατοπιστωτικής κρίσης 2007/08, αναφέρεται ότι οι τράπεζεςδεν πρέπει να λαµβάνουν αποφάσεις αποκλειστικά από τα απο-τελέσµατα ενός υποδείγµατος, αλλά θα πρέπει να αυξήσουν τηνεπίδραση του εµπειρικού παράγοντα. Άλλωστε ο τέως διοικητήςτης Fed, Alan Greenspan, είχε προειδοποιήσει ότι δεν µπορούµενα έχουµε το τέλειο υπόδειγµα κινδύνου και αυτό κυρίως οφεί-λεται στην υπόθεση της ορθολογικής συµπεριφοράς. Αλλά ακόµηκαι αν έχουµε το τέλειο υπόδειγµα, δεν µπορεί να χρησιµοποιη-θεί σε περιόδους κρίσης όπου η συµπεριφορά είναι εξόχως µηορθολογική (βλ. Alan Greenspan, We will never have a perfectmodel of risk, Financial Times, 16.3.2008).

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 85

Page 40: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

ανάλυση διακριτότητας (discriminant analy-sis), µε την οποία οι τράπεζες διακρίνουν τουςπιστούχους σε “επισφαλείς” και “µη επισφα-λείς”, µε το σηµείο διαχωρισµού να αποτελείσηµαντική µεταβλητή του βαθµού ανοχής στονκίνδυνο, και (2) η λογιστική παλινδρόµηση(logistic regression), όπου επιτυγχάνεταιδιαχωρισµός των πιστούχων σε παραπάνωαπό δύο κατηγορίες πιστοληπτικής ικανότηταςµε βάση το βαθµό που προκύπτει από την εξί-σωση παλινδρόµησης. Η δεύτερη κατηγορίαπεριλαµβάνει τα δοµικά υποδείγµατα (struc-tural models), που προσπαθούν να αντλήσουνστοιχεία ενσωµατωµένα στις τιµές των µετο-χών και εκµεταλλεύονται την καθιερωθείσααπό τον Merton θεωρητική σύνδεση της απο-τίµησης των δικαιωµάτων προαίρεσης µε τηναποτίµηση των µετοχών, καθώς και τα υπο-δείγµατα έντασης (intensity-based models), ταοποία θεωρούν την αθέτηση ως ένα τυχαίοεξωτερικό γεγονός και προσπαθούν να υπο-δειγµατοποιήσουν το χρόνο που θα συµβεί καιτην ένταση των συµβάντων πτώχευσης.

Ποσοτικοποίηση παραµέτρων

Το δεύτερο βήµα στην υλοποίηση της προ-σέγγισης εσωτερικών διαβαθµίσεων είναι ηποσοτικοποίηση των παραµέτρων του πιστω-τικού κινδύνου και περιλαµβάνει την εκτίµησητης πιθανότητας αθέτησης υποχρέωσης (Prob-ability of Default, PD), της ποσοστιαίας ζηµίαςσε περίπτωση αθέτησης (Loss Given Default,LGD) και του χρηµατοδοτικού ανοίγµατος(Exposure at Default, EAD).

α) Πιθανότητα αθέτησης

Για την εκτίµηση της πιθανότητας αθέτησηςµπορούν να χρησιµοποιηθούν τρεις τεχνικές:

• η συχνότητα αθέτησης,• η αντιστοίχιση σε εξωτερικά δεδοµένα και• τα στατιστικά υποδείγµατα πιστωτικού κιν-δύνου.

Η πρώτη τεχνική απεικονίζει την εσωτερικήεµπειρία της τράπεζας, καθώς αντλεί δεδο-µένα από τη δική της εµπειρία αθέτησης υπο-

χρεώσεων. Η πιθανότητα αθέτησης (PD) προ-σεγγίζεται από τη συχνότητα αθέτησης(EDF) και ορίζεται ως το ποσοστό των οφει-λετών που αθέτησαν σε σχέση µε το συνολικόαριθµό οφειλετών του χαρτοφυλακίου µέσα σεένα χρόνο. Συγκεκριµένα, η πιθανότητα αθέ-τησης υπολογίζεται ως:

Πιστωτές που αθέτησαν µεταξύ (t-1) και (t)PDt = Σύνολο πιστωτών στο (t-1)

όπου:

Πιστωτές που αθέτησαν µεταξύ (t-1) και (t):συνολικός αριθµός οφειλετών που αθέτησανµέσα σε ένα χρόνο

Σύνολο πιστωτών στο (t-1): συνολικός αριθµόςοφειλετών

Η δεύτερη τεχνική βασίζεται στην αντιστοί-χιση σε εξωτερικά δεδοµένα και ενδείκνυταιγια χαρτοφυλάκια µε µικρό ποσοστό ιστορι-κών αθετήσεων (low default portfolios). Ητράπεζα έχει τη δυνατότητα να αντιστοιχίσειτις εσωτερικές διαβαθµίσεις της µε µια κλί-µακα που χρησιµοποιείται από ένα εξωτερικόοίκο αξιολόγησης, προκειµένου στη συνέχειανα αποδώσει στη δική της κλίµακα τα ποσοστάαθέτησης της κλίµακας που χρησιµοποιεί οεξωτερικός οργανισµός. Όταν εφαρµόζεται ηµέθοδος, η τράπεζα θεωρείται ότι χρησιµο-ποιεί ένα σκιώδες σύστηµα διαβαθµίσεων(shadow rating system), που µπορεί να υλο-ποιηθεί µε αντιστοίχιση κοινών πιστούχων(obligor mapping) ή µε αντιστοίχιση διαβάθ-µισης (grade mapping). Στη δεύτερη περί-πτωση τα κοινά χαρακτηριστικά που έχουν οιπιστούχοι µιας βαθµίδας χρησιµοποιούνταιγια να δηµιουργηθεί ένας “αντιπροσωπευτι-κός πιστούχος” για κάθε βαθµίδα. Στη συνέ-χεια ο “αντιπροσωπευτικός πιστούχος” αντι-στοιχίζεται προς τα δεδοµένα αναφοράς καιη πιθανότητα αθέτησης που έχει εκτιµηθεί γιααυτόν θα θεωρείται η πιθανότητα αθέτησηςτης βαθµίδας.

Τέλος, η τρίτη τεχνική επιτρέπει στην τράπεζανα χρησιµοποιεί στατιστικά υποδείγµατα γιανα υπολογίσει απευθείας την πιθανότητα αθέ-

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201286

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 86

Page 41: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

τησης. Παραδείγµατος χάριν, στο υπόδειγµαλογιστικής παλινδρόµησης (logit model), ανπροσδιοριστούν οι παράγοντες X1 , X2 , …XN,και υπολογιστεί η γραµµική σχέση

,

τότε ο µετασχηµατισµός

αποτελεί την πιθανότητα αθέτησης.

β) Ποσοστιαία ζηµία σε περίπτωση αθέτησης

Για τον υπολογισµό της ποσοστιαίας ζηµίαςσε περίπτωση αθέτησης (LGD) ως ζηµίανοείται η “οικονοµική ζηµία”, που είναι ευρύ-τερη από τη ζηµία για λογιστικούς σκοπούς.Περιλαµβάνει το ύψος του ποσού που δενµπορεί να ανακτηθεί αφού έχουν ασκηθείόλα τα δικαστικά µέσα κατά του οφειλέτη καιέχει ολοκληρωθεί η διαδικασία ρευστοποίη-σης των εξασφαλίσεων. Συνεπώς το LGDορίζεται ως:

όπου d=το ποσοστό ανάκτησης.

Όµως η ανάκτηση σε περίπτωση αθέτησηςυποχρεώσεων λαµβάνει χώρα σε ένα βάθοςχρόνου. Ως εκ τούτου το LGD έχει µια χρο-νική διάσταση και περιλαµβάνει άµεσο καιέµµεσο κόστος ανάκτησης, καθώς και συντε-λεστές προεξόφλησης. Άρα:

όπου

P: οι πληρωµές που πραγµατοποιήθηκαν(ποσά ανάκτησης µετά την αθέτηση που αφο-ρούν κεφάλαιο, τόκους και πιθανούς εξωλο-γιστικούς τόκους),

C: λοιπά έξοδα πιστωτικού ιδρύµατος και

r: συντελεστής προεξόφλησης.

Πρέπει να σηµειωθεί ότι είναι σηµαντικό γιατην εκτίµηση του LGD να χρησιµοποιείται ενι-αίος ορισµός αθέτησης µε την εκτίµηση τηςπιθανότητας αθέτησης PD, διότι τα δύοµεγέθη πιθανόν να κινούνται αντίστροφα.Υψηλό PD µπορεί να συνδυάζεται µε χαµηλόLGD (κακός πιστούχος µε πολλά καλύµµατα)ή χαµηλό PD µε υψηλό LGD (καλός πιστού-χος χωρίς καλύµµατα). Όµως η ανάπτυξη υπο-δειγµάτων για το LGD υπολείπεται σηµαντικάαπό αυτή του PD. Η δυσκολία έγκειται στηδιαχρονική µεταβολή των παραγόντων κινδύ-νου, αφού έχει εµπειρικά αποδειχθεί ότι τοLGD επηρεάζεται από παράγοντες που αφο-ρούν την πιστοδότηση (βαθµός προτεραιότη-τας), τον κλάδο, την αγορά και τον οικονοµικόκύκλο.

γ) Χρηµατοδοτικό άνοιγµα (EAD)

Για τα εντός ισολογισµού στοιχεία το χρηµα-τοδοτικό άνοιγµα (EAD) προκύπτει από τηνονοµαστική αξία της απαίτησης και σε καµίαπερίπτωση δεν µπορεί να είναι µικρότερο απότο υπόλοιπο τη στιγµή αθέτησης της υποχρέ-ωσης. Τα εκτός ισολογισµού στοιχεία πρέπεινα µετασχηµατιστούν σε ισοδύναµο πιστωτικόκίνδυνο µε ένα συντελεστή µετατροπής(credit conversion factor), ο οποίος προσδιο-ρίζεται εποπτικά, και στη συνέχεια να εφαρ-µοστεί ο συντελεστής στάθµισης του αντισυµ-βαλλοµένου.

Για τα παράγωγα η διαδικασία είναι πιοπερίπλοκη. Το πιστωτικό ισοδύναµο προ-κύπτει από το κόστος αντικατάστασης καιένα πρόσθετο όρο που απεικονίζει το ενδε-χόµενο µελλοντικό άνοιγµα. Το κόστοςαντικατάστασης απεικονίζει την τρέχουσααξία του παραγώγου ως εάν επρόκειτοάµεσα να αντισταθµιστεί στην αγορά. Τοενδεχόµενο µελλοντικό άνοιγµα απεικονί-ζει τη ζηµία που δυνητικά θα υποστεί η τρά-πεζα αν αυξηθεί η αξία του παραγώγου. Ανη αξία του παραγώγου µειωθεί, η τράπεζα“κερδίζει” από την αθέτηση του αντισυµ-βαλλοµένου και εποµένως το ενδεχόµενοµελλοντικό άνοιγµα έχει σηµασία µόνο ανείναι θετικό.

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 87

!

Z = a0

+ a1X1

+ a2X2

+ ... + anXn

!

F(z) =1

1+ e!Z

!

LGD = 1! d

!

LGD = 1!

Pt!C

t

1+ r( ) t"

EAD

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 87

Page 42: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Για την εκτίµηση του ενδεχόµενου µελλοντι-κού ανοίγµατος, το πλαίσιο της Βασιλείαςδίνει τη δυνατότητα χρησιµοποίησης προκα-θορισµένων συντελεστών ή χρησιµοποίησηςεσωτερικού υποδείγµατος. Σε αυτή την περί-πτωση:

EAD = α x πραγµατικό ΕΡΕ

όπου EPE = expected positive exposure (ανα-µενόµενο θετικό άνοιγµα) και προκύπτει απόασκήσεις προσοµοίωσης στην τιµή του παρα-γώγου µε διαφοροποίηση του βασικού παρά-γοντα κινδύνου. Παραδείγµατος χάριν, γιαένα παράγωγο επιτοκίου θα γίνει άσκησηπροσοµοίωσης στη µεταβολή των επιτοκίωνκαι θα υπολογιστεί η µέση τιµή του παραγώ-γου (ΕΡΕ) θεωρώντας ότι µόλις ανέλθει στηµέγιστη τιµή θα παραµείνει εκεί (πραγµατικόΕΡΕ). Ο συντελεστής α έχει προκαθοριστεί σεα=1,4.

δ) Προσαρµογή (calibration):

Το τελικό στάδιο της ποσοτικοποίησης τωνπαραµέτρων του πιστωτικού κινδύνου γίνεταιµόλις οι τράπεζες εκτιµήσουν τους PD, LGDκαι EAD, όπως αναλύθηκαν παραπάνω. Σεαυτό το στάδιο θα πρέπει να γίνουν κάποιεςπροσαρµογές στα αρχικά αποτελέσµατα. Ηπροσαρµογή των αποτελεσµάτων ενός συστή-µατος ταξινόµησης πραγµατοποιείται έτσιώστε οι εκτιµήσεις των παραµέτρων κινδύνουνα αντικατοπτρίζουν την αναµενόµενη συµπε-ριφορά τους. Αν αυτό δεν συµβαίνει, παρεµ-βάλλεται µαθηµατικό υπόδειγµα, ώστε από τιςεκτιµήσεις των παραµέτρων να απαλειφθεί οθόρυβος (noise) και να επιτευχθεί η εξοµά-λυνση των αποτελεσµάτων. Για παράδειγµα,θα πρέπει να προσαρµοστούν οι τελικές εκτι-µήσεις των αποτελεσµάτων, σε περίπτωση πουη εκτίµηση του PD µιας βαθµίδας είναι υψη-λότερη από το PD µιας δυσµενέστερης βαθ-µίδας. Ενδεικτικά αναφέρεται η χρησιµοποί-ηση ενός υποδείγµατος βελτιστοποίησης L1(L1-optimisation), όπου τίθενται περιορισµοίστη µονοτονία και το ρυθµό µεταβολής (κυρ-τότητα) των αποτελεσµάτων ώστε να επιτυγ-χάνεται η οµαλοποίησή τους.

Επικύρωση

Το τρίτο βήµα στην υλοποίηση της εξελιγµέ-νης µεθόδου είναι η επικύρωση (validation)των εκτιµήσεων. Η επικύρωση των αποτελε-σµάτων είναι η εσωτερική διαδικασία αξιο-λόγησης του συστήµατος διαβάθµισης από τηντράπεζα και αποτελεί αναπόσπαστο τµήµατων διαδικασιών κάθε συστήµατος διαβάθµι-σης. Το βασικό κριτήριο επικύρωσης είναι ηικανότητα διάκρισης µεταξύ των επισφαλώνκαι µη επισφαλών πιστούχων. Αυτό επιτυγ-χάνεται µε στατιστικά µέτρα, µε δοκιµαστικόεκ των υστέρων έλεγχο (backtesting) και µεσυγκριτική ανάλυση (benchmarking). Σηµει-ώνεται ότι δεν υπάρχει “άριστη” τιµή στιςπαραπάνω στατιστικές, αλλά πρέπει να δια-µορφώνονται εντός ενός εύρους ανάλογα µετο είδος και τη σύνθεση του χαρτοφυλακίουκαι να έχουν ικανοποιητική επίδοση τόσο οιεντός δείγµατος όσο και οι εκτός δείγµατοςµετρήσεις.

Από τα στατιστικά µέτρα ο συντελεστής Giniείναι ο ευρύτερα χρησιµοποιούµενος καιµετρά τη διακριτική ικανότητα ενός υποδείγ-µατος, δηλαδή την ικανότητα διάκρισηςµεταξύ των πιστούχων που αθέτησαν τις υπο-χρεώσεις τους και αυτών που δεν τις αθέτη-σαν. Τεχνικά απαιτείται η κατασκευή τηςκαµπύλης CAP – Cumulative Accuracy Profile– (έντονη γραµµή στο ∆ιάγραµµα 3) και οσυντελεστής µετράται µε το εµβαδόν της επι-φάνειας κάτω από την καµπύλη του υποδείγ-µατος προς πιστοποίηση (σκιασµένη επιφά-νεια στο ∆ιάγραµµα 3). Το άριστο υπόδειγµαθα επιλέξει αποκλειστικά τους πιστούχουςπου αθέτησαν (συνεχής γραµµή στο ∆ιά-γραµµα 3), ενώ ένα τυχαίο υπόδειγµα θα επι-λέξει µέρος αυτών (διακεκοµµένη γραµµή). Oδείκτης ακρίβειας (accuracy ratio) ή συντελε-στής Gini υπολογίζεται ως

AR= αΥ ,αΤ

όπου αΤ= το εµβαδόν της επιφάνειας κάτωαπό το άριστο υπόδειγµα και αΥ= το εµβαδόντης επιφάνειας κάτω από το προς πιστοποί-ηση υπόδειγµα. Όσο ο δείκτης AR→1, τόσο

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201288

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 88

Page 43: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 89

καλύτερη η προβλεπτική ικανότητα του υπο-δείγµατος.

Οι δοκιµαστικοί εκ των υστέρων έλεγχοι(backtesting) αφορούν τη σύγκριση των προ-βλέψεων (θ) που διενεργήθηκαν µε τις πραγ-µατικές τιµές (θ). Μπορούν να υπολογιστούνδιάφορα µέτρα απόκλισης, µε πιο διαδεδο-µένο το µέσο τετράγωνο σφάλµατος (meansquared error), MSE=E (θ– θ). Εκτός από τιςεκτιµήσεις θα πρέπει να καθιερωθούν όριααπόκλισης, η υπέρβαση των οποίων πρέπει ναενεργοποιεί διορθωτικές κινήσεις. Με παρό-µοιο τρόπο γίνεται η σύγκριση των αποτελε-σµάτων του υποδείγµατος µε τα αποτελέσµατατων εξωτερικών οίκων αξιολόγησης καιευρέως αναγνωρισµένων υποδειγµάτων(benchmarking).

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 89

Page 44: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Η ΜΕΘΟ∆ΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ∆ΥΝΗΤΙΚΗΣ ΖΗΜΙΑΣ(VaR)

Η δυνητική ζηµία ορίζεται ως η µέγιστη ενδε-χόµενη ζηµία που µπορεί να υποστεί ο κάτο-χος ενός χαρτοφυλακίου µε θέσεις σε χρηµα-τοοικονοµικά προϊόντα σε δεδοµένη χρονικήπερίοδο και µε δεδοµένη πιθανότητα. Η χρο-νική περίοδος και η πιθανότητα εξαρτώνταιαπό την περίοδο προγραµµατισµού και τοβαθµό ανοχής στον κίνδυνο. Αν χρησιµοποι-ήσουµε ένα τυχαίο αριθµητικό παράδειγµα, ουπολογισµός της ηµερήσιας δυνητικής ζηµίαςVaR=60.000 ευρώ µε πιθανότητα 95%σηµαίνει ότι η διακράτηση θέσεων για µία επι-πλέον ηµέρα µπορεί να επιφέρει, µε πιθανό-τητα 95%, µέγιστη δυνατή ζηµία 60.000 ευρώ.Υπάρχει βέβαια και πιθανότητα 5% η ζηµίανα υπερβεί τα 60.000 ευρώ. Η διακράτηση τωνθέσεων στο χαρτοφυλάκιο για 10 ηµέρες µπο-ρεί να επιφέρει ενδεχόµενη ζηµία √–10 x 60.000= 189.736,66 ευρώ µε πιθανότητα 95%. Ανπροκριθεί µεγαλύτερο διάστηµα εµπιστοσύνης99%, τότε το ύψος της ηµερήσιας δυνητικήςζηµίας προκύπτει από τους συντελεστές τηςκανονικής κατανοµής και υπολογίζεται ως2,33 / 1,65 x 60.000 = 84.727,27 ευρώ. Γιαπερίοδο διακράτησης 10 ηµερών οι αντίστοι-χοι υπολογισµοί είναι √–10 x 84.727,27 =267.931,15 ευρώ.

Όλοι οι παραπάνω υπολογισµοί βασίστηκανστην υπόθεση ότι η κατανοµή πιθανοφάνειαςτης µεταβολής των τιµών των παραγόντων κιν-δύνου που επηρεάζουν τις θέσεις του χαρτο-φυλακίου είναι κανονική. Γενικά διακρίνουµεδύο περιπτώσεις, τη µη παραµετρική µέθοδο,όπου η κατανοµή δεν απαιτείται να καθορι-στεί, και την παραµετρική µέθοδο, όπου ηκατανοµή µπορεί να καθοριστεί και η εκτί-µηση της ζηµίας βασίζεται στις παραµέτρουςτης κατανοµής (µέσος, τυπική απόκλιση).

Μη παραµετρική µέθοδος µέτρησης

Έστω ότι ένα χαρτοφυλάκιο αποτελείται απόn θέσεις, οι οποίες τη χρονική στιγµή t (αρχικήεπένδυση) έχουν αξία pi,t i=1,...n. Η αξία τουχαρτοφυλακίου είναι:

όπου Αi η στάθµιση κάθε θέσης στο χαρτο-φυλάκιο. Αν τη χρονική στιγµή t+1 (τέλος τηςπεριόδου προγραµµατισµού) η διάρθρωση τουχαρτοφυλακίου παραµένει σταθερή, τότε ηαξία του ισούται µε:

Ισοδύναµα, αν R η απόδοση του χαρτοφυλα-κίου, µε αναµενόµενη τιµή µ και τυπική από-κλιση σ, η αξία του θα είναι:

Wt+1 = Wt (1+R).

Έστω W* η ελάχιστη αποδεκτή αξία του χαρ-τοφυλακίου στο τέλος της περιόδου προ-γραµµατισµού t+1. Τότε:

W* = Wt (1+R*).

Η δυνητική ζηµία VaR µπορεί να οριστεί σεσχέση µε τον µέσο µ, ως

VaRmean = E(Wt+1)–W*= –Wt (R*–µ)

ή σε σχέση µε το µηδέν, δηλαδή υποθέτονταςότι µ=0, ως

VaRzero = E(Wt+1)– W* = –WtR*

Η εύρεση της δυνητικής ζηµίας VaR ισοδυ-ναµεί µε τον καθορισµό του ελάχιστου απο-δεκτού W* ανάλογα µε το επίπεδο εµπιστο-σύνης που έχει επιλεγεί. Αν f(w) είναι η κατα-νοµή των αποδόσεων, c το προκαθορισµένοεπίπεδο εµπιστοσύνης και π η πιθανότηταεµφάνισης w<W*, τότε το W* προκύπτει:

, ή

Ο αριθµός W* καλείται ποσοστιαίο σηµείο τηςκατανοµής του δείγµατος και µπορεί να υπο-λογιστεί για οποιαδήποτε κατανοµή f(w).

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201290

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

!

Wt = Ai

i=1

n

! pi,t

!

Wt+1= Ai

i=1

n

! pi,t+1" #W = Ai

i=1

n

! #pi

!

Pr(w>W!) = c "1# p = f (w)dw

w!

+$

%

Pr(w>W!) = 1# c " p = f (w)dw

#$

w!

%

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 90

Page 45: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Παραµετρική µέθοδος µέτρησης

Στην περίπτωση της παραµετρικής µεθόδουθεωρούµε ότι η κατανοµή f(w) είναι η τυπο-ποιηµένη κανονική κατανοµή Φ(ω) µεω~Ν(0,1). Στη µη παραµετρική µέθοδο η ανά-λυση εστιάστηκε στο W*, ενώ στην παραµε-τρική θα εστιαστεί στο R*. Συνήθως το R*είναι αρνητικό και µπορεί να γραφεί –⎢R*⎢.Η τυποποίηση των αποδόσεων οδηγεί στηµεταβλητή α>0, που ισούται µε:

–α = (–⎢R*⎢– µ)/σ

Ο υπολογισµός της δυνητικής ζηµίας ισοδυ-ναµεί µε την εύρεση του α τέτοιου ώστε τοεµβαδόν της περιοχής αριστερά του α να ισού-ται µε 1–c.

Αυτό µπορεί εύκολα να βρεθεί από το µονο-κατάληκτο έλεγχο της τυποποιηµένης κανο-νικής κατανοµής.

Για τον υπολογισµό του VaR επιλύουµε τηνεξίσωση ως προς R*.

R*= – ασ+µ

Αντικαθιστώντας έχουµε :

VaRmean=E(Wt+1)–W*=–Wt(R*–µ)=Wtα σ√¬∆t

VaRzero=E(Wt+1)–W*=–WtR*=Wt(α σ√¬∆t–µ∆t)

Σηµειώνεται ότι στην παραµετρική µέθοδουπεισέρχεται και η µεταβλητή του χρόνου,διότι για τον υπολογισµό των παραµέτρων

απαιτείται µετασχηµατισµός τους ανάλογα µετη µονάδα του χρόνου που χρησιµοποιείται. Ηαναµενόµενη απόδοση µ µεταβάλλεται γραµ-µικά σε σχέση µε το χρόνο, ενώ η τυπική από-κλιση σ σε σχέση µε την τετραγωνική ρίζα τουχρόνου. Ο υπολογισµός της αναµενόµενηςτιµής µ και της τυπικής απόκλισης σ της κατα-νοµής των αποδόσεων του χαρτοφυλακίουυπολογίζονται ως :

µ=

και σε µορφή πίνακα µ=

σ2=

ή σ2=

ή σ2=

όπου Αi: η στάθµιση κάθε θέσης στο χαρτο-φυλάκιο

Ri: η αναµενόµενη απόδοση κάθε θέσης

σi: η τυπική απόκλιση της απόδοσης κάθεθέσης

ρi,j: ο συντελεστής συσχέτισης µεταξύ των απο-δόσεων των θέσεων i και j.

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 91

!

!!

!

!!!

!

!

1! c = f (w)dw!"

w#

$ = f (r)dr!"

! R#

$ = %(&)d&!"

!a

$

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 91

Page 46: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Acharya, V. and M. Richardson (2009), Restoring financial stability: How to repair a failed sys-tem, John Wiley and Sons Inc.

Acharya, V., H. Mehran, T. Schuermann and A. Thakor (2011), “Robust Capital Regulation”,Federal Reserve Bank of New York, Staff Report Νo. 490.

Admati, A, P. DeMarzo, M. Hellwig, and P. Pfleiderer (2010), “Fallacies, Irrelevant Facts, andMyths in the Discussion of Capital Regulation: Why Bank Equity is Not Expensive”, StanfordUniversity Working Paper No. 86.

Akerlof, G. and R. J. Shiller (2009), Animal Spirits: How Human Psychology Drives the Econ-omy, and Why It Matters for Global Capitalism, Princeton University Press.

BCBS (2005), “An Explanatory Note on the Basel II IRB Risk Weight Functions”.BCBS (2010), “Calibrating regulatory minimum capital requirements and capital buffers: a top-

down approach”.Blundell-Wignall, A. and P. Atkinson (2010), “Thinking beyond Basel III: Necessary solutions

for capital and liquidity”, OECD Journal: Financial Market Trends, Vol. 2010/1.Bolton, P. and O. Jeanne (2011), “Sovereign default risk and bank fragility in financially inte-

grated economies”, NBER Working Papers, No 16899, March.Brunnermeier, M., A. Crockett, C. Goodhart, A.D. Persaud and H. Shin (2009), “The Funda-

mental Principles of Financial Regulation”, ICMB and CEPR.Γκόρτσος X., (2011), “Βασιλεία ΙΙΙ: H αναθεώρηση του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου της

Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία µε στόχο την ενδυνάµωση της σταθε-ρότητας του διεθνούς τραπεζικού συστήµατος”, στο Γ. Χαρδούβελης και Χ. Γκόρτσος (επιµ.),Η διεθνής κρίση, η κρίση στην ευρωζώνη και το ελληνικό χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, Ελλη-νική Ένωση Τραπεζών.

CEBS (2009), “Position paper on a countercyclical capital buffer”.CGFS Papers (2011), “The impact of sovereign credit risk on bank funding conditions”, No. 43.De Weert, F. (2011), Bank and Insurance Capital Management, Wiley Finance.Drehmann M., C. Borio and K. Tsatsaronis (2011), “Anchoring countercyclical capital buffers:

the role of credit aggregates”, BIS Working Papers, No. 355.Engelmann, B. and R. Rauhmeier (2011), The Basel II Risk Parameters: Estimation, Validation

and Stress Testing, Springer.European Parliament, Directorate General for Internal Policies, Policy Department, Economic

and Monetary Affairs (2010), “The interaction between sovereign debt and risk weighting underthe Capital Requirements Directive (CRD) as an incentive to limit government exposures”.

Gordy, M.B. (2003), “A risk-factor model foundation for ratings-based bank capital rules”, Jour-nal of Financial Intermediation, 12, 199-232.

Gregory, J. (2010), Counterparty credit risk: The new challenge for global financial markets, WileyFinance.

Gregoriou, G. (2009), Operational Risk toward Basel III: Best Practices and Issues in Model-ing, Management, and Regulation, John Wiley & Sons, Inc.

Hildebrand, P.M. (2008), “Is Basel II Enough? The Benefits of a Leverage Ratio”, Financial Mar-kets Group Lecture, London School of Economics, London, December 15.

Hugh, T. and Z. Wang (2005), “Interpreting the internal ratings-based capital requirementsin Basel II”, Journal of Banking Regulation, 6, 274-289.

Καλφάογλου, Φ. (2006), “Η επίπτωση του νέου πλαισίου υπολογισµού των κεφαλαιακών απαι-τήσεων τραπεζών (Βασιλεία ΙΙ) στη σταθερότητα και αποτελεσµατικότητα του τραπεζικούσυστήµατος”, ∆ελτίο Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, 47, ∆’ τρίµηνο.

Καλφάογλου, Φ. (2011), “Η χρησιµότητα των ασκήσεων προσοµοίωσης ακραίων καταστάσεων(stress tests) για την ανάλυση της ευρωστίας των τραπεζών”, Τράπεζα της Ελλάδος, Οικονο-µικό ∆ελτίο, 35, Ιούνιος.

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201292

Β ΙΒΛ ΙΟ ΓΡΑΦ ΙΑ

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 92

Page 47: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίο

Απρίλιος 2012 93

Kashyap, A. K. and J. Stein (2004), “Cyclical Implications of the Basel II Capital Standards.”,Federal Reserve Bank of Chicago, Economic Perspectives, vol. 28, Q1, 18-31.

Matten, C. (2003), Managing Bank Capital – Capital Allocation and Performance Measurement,John Wiley & Sons.

Miles, D., J. Yang and G. Marcheggiano (2011), “Optimal bank capital”, Bank of England Dis-cussion Paper No. 31.

Morrison, A.D. and L. White (2009), ‘‘Level Playing Fields in International Financial Regula-tion’’, Journal of Finance, LXIV, no. 3, 1099-42.

Perotti, E., L. Ratnovski and R. Vlahu (2011), “Capital regulation and tail risk”, InternationalJournal of Central Banking, December.

Rafael, R. and J. Saurina (2011), “The countercyclical capital buffer of Basel III: A critical assess-ment”, CEPR Discussion Paper No. 8304.

Saunders, A. and L. Allen (2010), Credit Risk Measurement In and Out of the Financial Crisis:New Approaches to Value at Risk and Other Paradigms, Third Edition, John Wiley & Sons,Inc.

S&P (2004), “Risk Solutions: Recovery rates for European SMEs”, June.VanHoose, D. (2007), “Theories of bank behavior under capital regulation”, Journal of Bank-

ing and Finance, 31, 3680-3697.Vasicek, O. (2002), “Loan portfolio value”, RISK, December, 160-162.

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 93

Page 48: Το πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών

Τεύχος 36Οικονοµικό ∆ελτίοΑπρίλιος 201294

3.Meleti Kalfaoglou: 1 09-05-12 13:44 94