Λαϊκό Γλωσσάρι

29
Α αβανιά η συκοφαντία αβάρετος ακούραστος αβέρτα πάγκο ανοικτός αβερτοσύνη άμετρη ελευθερία αβίζο είδηση, γνώση. αγ(κ)λέουρας είδος βοτάνου φαρμακευτικού και δηλητηριώδους αγάλι-αγάλι σιγά-σιγά αγγελοφοριέμαι ψυχορραγώ αγιάζι η νυχτερινή διαπεραστική ψύχρα και υγρασία αγκουσιάζω ζεσταίνομαι πολύ, αισθάνομαι δυσφορία αγκριθωτός αυτός που έχει αγκρίθεια, ακίδες αγκωνάρι ο ακρογωνιαίος λίθος αγκωνή μικρό κομμάτι ψωμί από άκρη καρβελιού αγνάντια απέναντι έχοντας οπτική επαφή άδουλος Ο ακαμάτης, ο οκνηρός αγρικώ καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, νιώθω αδράχτι εξάρτημα της ρόκας, όπου μαζεύεται το γνέμα αερικό δαιμονικό, νεράιδα, φάντιασμα ακεφαλίλα ανοησία, απερισκεψία ακόνι ειδική πέτρα που ακονίζουν κοφτερά εργαλεία ακουμπέτι παρά ταύτα άκουρος ακούρευτος ακούτραφας αυχένας αλαφροϊσκιωτος αυτός που βλέπει φαντιάσματα και αερικά άλειμμα το χοιρινό λίπος αλικοντάω δυσκολεύω, καθυστερώ, εμποδίζω αλισίβα απόσταγμα στάχτης χρήσιμο για πλύσιμο, θελόσταχτη αλαργεύω απομακρύνομαι αλαργινός μακρινός αλλοσούσουμος αυτός που έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά αλέγρος εύθυμος, ευχάριστος αλογοσούρτης αλογοκλέφτης αλπογανίζω χασομεράω, χαζεύω, σπαταλάω το χρόνο μου άσκοπα αλύχτημα γάβγισμα σκύλου αλωνάρης ο Ιούλιος μήνας άμε, αμέτε πήγαινε, πηγαίνετε αμπράζικος βάναυσος, ανεπιτήδευτος, ασουλούπωτος άμωρος άδικος, τεμπέλης, ράθυμος αναβροχιά ανομβρία

description

Γλωσσάρι λαϊκών (ξεχασμένων ή και αγνώστων) λέξεων

Transcript of Λαϊκό Γλωσσάρι

Page 1: Λαϊκό Γλωσσάρι

Ααβανιά η συκοφαντίααβάρετος ακούραστοςαβέρτα πάγκο ανοικτόςαβερτοσύνη άμετρη ελευθερίααβίζο είδηση, γνώση. αγ(κ)λέουρας είδος βοτάνου φαρμακευτικού και δηλητηριώδουςαγάλι-αγάλι σιγά-σιγάαγγελοφοριέμαι ψυχορραγώαγιάζι η νυχτερινή διαπεραστική ψύχρα και υγρασίααγκουσιάζω ζεσταίνομαι πολύ, αισθάνομαι δυσφορίααγκριθωτός αυτός που έχει αγκρίθεια, ακίδεςαγκωνάρι ο ακρογωνιαίος λίθοςαγκωνή μικρό κομμάτι ψωμί από άκρη καρβελιούαγνάντια απέναντι έχοντας οπτική επαφήάδουλος Ο ακαμάτης, ο οκνηρόςαγρικώ καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, νιώθωαδράχτι εξάρτημα της ρόκας, όπου μαζεύεται το γνέμααερικό δαιμονικό, νεράιδα, φάντιασμαακεφαλίλα ανοησία, απερισκεψίαακόνι ειδική πέτρα που ακονίζουν κοφτερά εργαλείαακουμπέτι παρά ταύταάκουρος ακούρευτοςακούτραφας αυχέναςαλαφροϊσκιωτος αυτός που βλέπει φαντιάσματα και αερικάάλειμμα το χοιρινό λίποςαλικοντάω δυσκολεύω, καθυστερώ, εμποδίζωαλισίβα απόσταγμα στάχτης χρήσιμο για πλύσιμο, θελόσταχτη αλαργεύω απομακρύνομαιαλαργινός μακρινόςαλλοσούσουμος αυτός που έχει διαφορετικά χαρακτηριστικάαλέγρος εύθυμος, ευχάριστοςαλογοσούρτης αλογοκλέφτηςαλπογανίζω χασομεράω, χαζεύω, σπαταλάω το χρόνο μου άσκοπααλύχτημα γάβγισμα σκύλουαλωνάρης ο Ιούλιος μήνας άμε, αμέτε πήγαινε, πηγαίνετεαμπράζικος βάναυσος, ανεπιτήδευτος, ασουλούπωτοςάμωρος άδικος, τεμπέλης, ράθυμος αναβροχιά ανομβρίααναγελάω γελάω δυνατά, περιγελώ, χλευάζωανάγερτα ανάδιπλα, ανάποδααναγούλα τάση για εμετόανάγυρα από μακρινό δρόμο, γύρω-γύρω όχι απ' ευθείας ανεβατίζω ζυμώνωανεβατό το ψωμί το ένζυμο, με μαγιά ή προζύμιανακαψίλα κάψιμο στο στομάχι, καούραανάργια αραιάαναρραχός η τύχη, το ποδαρικόανασγρουπώνω αναλαμβάνω δυνάμεις μετά από αρρώστια, ξεγερεύωανατσουτσουρώνουμαι αγριεύω με επιθετικές διαθέσειςαναχαράζω μηρυκάζωανεβάσταγος ο ανυπόμονος, ο ασυγκράτητοςανεσίφταγος ο λαίμαργος

Οι υπογραμισμένες είναι λέξεις (ή φράσεις) που μου είναι γνωστές απ’ τον τόπο μου

ανεμπαίζω περιγελώ, χλευάζω

Page 2: Λαϊκό Γλωσσάρι

ανερώτηγα χωρίς άδειααντάμα μαζίαντάρα καπνός από πυροβολισμούς, καταχνιάανταρεύομαι φωνάζω δυνατά, κάνω φασαρίαάνταφλος ο απρόσεχτοςαντρομίδα μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα, είδος μπαντανίαςαπάγκιο το απάνεμοαπιθώνω αφήνω κάπου αυτό που κρατώαποίκου έτοιμος για να ξεκινήσειαπίστομα ανάποδα, με το στόμα προς τα κάτωαποκά από κάτωαπόζερβα παράμερααποκούμπι το καταφύγιο, το άσυλοαποπανίτσα λίγο πιο πάνωαποπαίδι το αποκηρυγμένο, αποκληρωμένο παιδίαπόσκιο ο ανήλιος τόποςαποσπερού απόψεαποσταίνω αποκάμνω, κουράζομαιαποστασίλα κούρασηαποσώνω τελειώνω, ολοκληρώνω κάτι, προσθέτω μέχρι να γεμίσει απόβροχα μετά τη βροχήαραποσάβανος βρώμικος, λερωμένοςάρβαλος ο θόρυβοςαρβαλάω κάνω θόρυβο αρβαλοτεσούλα μετάλλινος κουβάς με μεταλλικές χειρολαβέςαργάζω κατεργάζομαι μτφ ξυλοκοπώ αργιεύω αραιώνωαργιολόϊ το κόσκινο που χρησιμοποιούν για τα δημητριακάαριάνι το αποβουτυρωμένο γάλααρίδα το πόδιαρίδι το χειροκίνητο τρυπάνιαρκουδόβατο είδος ακανθώδους θάμνου, χρησιμεύει για φράχτης σε περιβόλιααρμαθιά i σύνολο ομοειδών πραγμάτων περασμένων σε κλωστή, μπουκέτοαρμακάς σωρός, στοίβαάρνη η άρνηση, η λησμονιάαρνόκουρα κουρεμένα μαλλιά από αρνιάαρούκατος απεριποίητος, ατημέλητος, ατσούμπαλοςαρτσίδι μούσκεμα, ο βρεγμένος μέχρι το κόκαλοασίκης λεβέντης, νέος αξιέραστος, γενναίοςασκέρι παρέα, οικογένεια, σύνολο ανθρώπωνασκοφυσάω βγάζω με δύναμη τον αέρα λόγω κούρασης ή θυμούασπρόκωλος είδος πουλιού με άσπρη ουράαστρίτης η αρσενική οχιά, είδος οχιάςασύφταγος ο λαίμαργος, ο αδηφάγοςάταρος ο ανώριμος, ο αδύναμος, ο νωθρόςαυγατάω αυξάνωάφερτος αυτός που δεν έχει έρθει ακόμαάφτουρος εκείνος που δεν φτουράει, δεν επαρκεί

Bβαγιόλι πετσέτα φαγητούβαργκομισμένος ο λυπημένος,ο δύσθυμοςβαρκό ελώδης τόπος, βάλτος, βούρκοςβασταγό το γαϊδούρι βατοκόπι κλαδευτήρι που έχει πίσω μεγάλο ξύλοβεδούρα ξύλινος κάδος, κουβάςβελέντζα μάλλινο υφαντό που δεν έχει πάει νεροτριβήi Στο χωριό μου λέγεται και αρμάθα

Page 3: Λαϊκό Γλωσσάρι

βίγλα σκοπιά σε ύψωμα, παρατηρητήριοβίκα η στάμνα, πήλινο δοχείο για πόσιμο νερόβίκος ο μπιζελοειδές φυτό κατάλληλο για κτηνοτροφήβιλαέτι η επαρχίαβιλάρι ο αργαλειός με το νήμαβισγάντι κατάπλασμα από βισγαντόμυγες, θεραπευτικό για ρευματισμούςβισγαντόμυγα είδος μύγας με κιτρινόμαυρες ρίγεςβίτσα βέργα λεπτή, μαστίγιοβολές φορέςβουρλίζομαι περιστρέφομαι σαν σβούρα, βρίσκομαι σε έξαλλη κατάστασηβρακοζώνι η ζώνη του πανταλονιούβρούντζος η χρυσόμυγαβρωμίστρα το χωράφι απ' όπου θερίστηκε μόλις βρώμη

Γγαύρο άγριο δέντρο με μικρά πριονωτά φύλλαγάγκλα η στροφήγαλιφιά κολακεία, μαλαγανιάγανίλα αγανωσιά, σκουριάγελέκο, γελέκι αμάνικο επανωφόρι, στηθόρουχογεντέκι ο εύσωμος και γερός άνθρωποςγεράνιος γαλάζιοςγητεύω γιατρεύω με μάγιαγιαργούτη ii το γιαούρτιγιατάκι το κατάλυμα, ο τόπος διαμονής ,το κλινοσκέπασμαγιδοξούρι αυτός που είναι κουρεμένος σαν γίδιγιδοτόμαρο το ασκί, το τουλούμιγιόμα το μεσημεριανό γεύμα, το μεσημέριγιοματάρι βαγένι γεμάτο κρασί που δεν το έχουν ανοίξει ακόμαγιορντάνι iii περιδέραιο από αργυρά και χρυσά νομίσματαγιούκος στοίβα από χοντρικά ρούχα, κλινοσκεπάσματαγιουρντάω ορμάω, αντεπιτίθεμαιγιουρντί βαρύ επανωφόρι από τραγόμαλο χωρίς μανίκιαγιουρούκι ο χοντροφτιαγμένος και δυσκίνητος άνθρωπος, ο γέροςγκαβίζω αλληθωρίζωγκαλιουρίζω αλληθωρίζω, κοιτάζω κάπως στραβάκαλντερίμι λιθόστρωτος δρόμοςγκανιάζω διψάω πολύγκάργκανο ο ξερός και άνυδρος τόπος γκεστάω αγανακτώ από κούρασηγκλαφουνάω ζητάω με κλάματαγκουβούνα κοπριά ζώου, μικρός σωρός από ακαθαρσίεςγκουμούλα σωρός από σκουπίδια ή ακαθαρσίεςγκράς είδος όπλου εμπροσθόγιομογκρεμίλα iv επικίνδυνα επικλινές και άγονο έδαφοςγκριτζάλα v ξύλινος τάκος με δόντια όπου τρίβουν το αραβοσίτιγλαντζινιά είδος αειθαλούς δέντρουγλάρα νύστα, υγρασίαγλαρός ο μαλακόςγλιέπω βλέπωγλυκάδι το ξίδι γλύνα ο άργιλος γνέθω φτιάχνω νήμα για ύφανση στη ρόκα γνέμα το προϊόν του γνεσίματος, το νήμα

ii Στο χωριό μου είναι το γιαργούτιiii Στο χωριό μου σημαίνει χοντρό πάπλωμαiv Στο χωριό μου λέγεται γκρεμίναv Στο χωριό μου λέγεται γκρίτζαλα και σημαίνει πολύ σκληρό υλικό

Page 4: Λαϊκό Γλωσσάρι

γνώρα αναγνώριση γομάρι το φορτίο, κατ' επέκταση ο γάιδαρος γουλισιά η λάσπη που φέρνει το ποτάμι όταν φουσκώνει γούπατο το χαμήλωμα του εδάφους, το βαθύπεδο γουργουλιάνα πολτοποιημένη μάζα γούρνα λακκούβα φυσική ή τεχνητή όπου μαζεύεται νερόγουστέρα vi η σαύρα γραμμένη ζωγραφιστή, καλλίγραμμη, ωραία γρανίτσα ένα είδος βελανιδιάς, ρουπάκι γρέκι μαντρί γιδοπροβάτωνγρουμπούλι vii το καρούμπαλο, το εξόγκωμα από κάποιο χτύπημα, ο σβώλος γράνα βαθύ χαντάκι, αυλάκι γωνιά η εστία στο σπίτι

ΔΔαυλίτης παράσιτο που καταστρέφει τα αραποσίτιαΔεκριάνι ξύλινο εργαλείο σε σχήμα πιρουνιού για συλλογή σανούΔεντρογαλιά είδος φιδιούΔεφτέρι κατάστιχο, τετράδιοΔιακονιάρης ζητιάνοςΔιάσελο το ξέφωτο σε κάποιο ύψωμαΔιβολάω οργώνω για δεύτερη φορά για καλύτερη απόδοσηΔικολάβος ο δικηγόρος, ο διπλωμάτης και καταφερντζής άνθρωποςΔόγα η μία από τις πολλές τάβλες του βαγενιούΔραγάτης ο αμπελοφύλακαςΔραγουμάνος ο αγγελιαφόροςΔραπέτσι Το πολύ δρυμό ξίδιΔριμόνι το μεγάλο κόσκινο για το ξεκαθάρισμα των δημητριακώνΔροτσίλα εξάνθημαΔυχατέρα η θυγατέρα, η κόρη

EΈγκομος ο παχύς, ο ευτραφής Εδεφτού εκεί ακριβώς Ελόγιασα αντιλήφθηκα, είδα Έμπα (το) η είσοδος Εξηνταβελώνης ο τσιγκούνης, ο σπαγκοραμμένος Επρογκίξανε τρόμαξαν και τράπηκαν σε φυγή Έχι (το) το βιός, η περιουσία

ΖΖάβαλη η καημένηΖαγάρι κυνηγετικό σκυλίΖάγκλα η στροφήΖακόνι η συνήθεια, το έθιμοΖαλιά το φορτίοΖαλιακό ζάλη, σκοτοδίνη Ζαλούκα η μεταφορά ανθρώπου από άνθρωπο στους ώμους Ζαλώνω φορτώνω Ζαμάν φου λαϊκιστική έκφραση περιφρόνησης Ζαμπούνης κακόκεφος Ζαπίζω χτυπώ κάποιον,το χαλιναγωγώΖαπίτης αυτός που επιβάλλει την τάξη με τη βία Ζαράρικος ο ελαττωματικός Ζαρούγκλα η πτυχή, η πιέτα, η ζάρα Ζάφτω πίνω

vi στο χωριό μου λέγεται γ(κ)ουστερίτσαvii Στο χωριό μου λέγεται και γρούμπος, γρουμπάρι

Page 5: Λαϊκό Γλωσσάρι

Ζεβζέκης ο αναποδιάρης, ο σκανταλιάρης Ζεματάω είμαι πολύ ζεστός, υπερθερμαίνω κάτι Ζεμπερέκι το πόμολο της πόρτας Ζευγολάτης ο γεωργός Ζεύλα εξάρτημα του ζυγού που ζεύουν τα βόδια Ζέχνω μυρίζω άσχημα, βρωμάω, είμαι λερωμένος βρώμικοςΖόμπολα μικρές στρογγυλές πέτρες Ζούδι το άγριο ζώο, ειδικά ο λαγός Ζουλάπι το αγρίμι Ζουμπουνιάζω σπρώχνω ασφυκτικά Ζουπάω πιέζω, ζουλάω Ζούριξε ταλαιπωρήθηκε μέχρι να πεθάνει Ζυγώνω πλησιάζω κοντά Ζωντίμι μικρό ζώο, ζωύφιο γενικά

ΘΘαμπίζω μόλις που βλέπω Θανατικό θανατηφόρα επιδημία, λοιμός Θελόσταχτη η αλισίβα Θελός θολός Θεριακωμένος ο υπερφυσικός, ο τεράστιος Θεριστής ο μήνας Ιούνιος Θημωνιά σωρός από στάχυα έτοιμα για αλώνισμα Θράσιος ο ψόφιος, ο άνοστος μτφ. ο άνθρωπος που χαραμίζεται Θροϊλα το σύγκρυο ,η ανατριχίλα από φόβο ή φρίκη Θυγατέρα η κόρη Κ Καζάρμα η φυλακή Καϊλα αίσθημα καύσου, σφοδρή επιθυμία, παίδεμα, ταλαιπωρία Κακογραμμένος ο κακορίζικος που έχει κακό τέλος, ο δύσμοιρος Κακοζάκανος ο κακοφτιαγμένος Κακοντέλης ο φουκαράς, ο έχων κακό τέλος Καλιάζω σκαρφαλώνω, γαντζώνομαι Καλιγώνω πεταλώνω Καλντερίμι λιθόστρωτο δρομάκι, ή χώρος Καλοσκαιρίζω γεύομαι για το καλό του χρόνου Κανακεύω χαϊδεύω, χαϊδολογάω Καπελιάνα η γυναίκα η καπάτσα, η δραστήρια Καπίστρι το χαλινάρι Καρακούσι η αρρώστια Καργιά η καρυδιά Καρκάσελος ο ολόγυμνος Καρλαύτης αυτός που έχει μεγάλα αυτιά Κάρμα το ψοφίμι, το ψόφιο ζώο Καρμηροσάκκουλος ο τσιγκούνης Καρμίρης ο τσιγκούνης, ο στυγνός ατομιστής Καρτερώ περιμένω Καστραβέτσι το αγγούρι Κατάλακα εντελώς φανερά και αδικαιολόγητα Καταράχι ο λόφος Κατραπακιά χτυπώ κάποιον στο κεφάλι με την παλάμη μου Κατσιαπλιάς ο κλέφτης που φυγοδικεί ρακένδυτος Κατσιφάρα η καταχνιά, η ομίχλη Κατσούλα η γάτα Κατώι το ισόγειο στις παραδοσιακές κατοικίες Καύκαλο κοκάλινο περίβλημα, καβούκι ζώου Κάφυρο το ρουθούνι

Page 6: Λαϊκό Γλωσσάρι

Καψερός ο κακότυχος Καψοκαλύβας εκείνος που τα θυσιάζει όλα για τη φιλοξενία Κειάφι το θειάφι Κιβούρι το μνήμα, ο τάφος Κιλίμι λεπτό χαλί Κλωθογυρίζω γυρίζω γύρω σαν την κλώσα Κογιόνης το πειραχτήρι, αυτός που κάνει καλαμπούρια και φάρσες Κομπωτής ο απατεώνας Κονάκι το σπίτι, το νοικοκυριό/ φίδι μαύρο, τυφλό, δηλητηριώδες που τσιμπάει μόνο ΣάββατοΚορακοζώητος αυτός που ζεί πολλά χρόνιαΚορκολίκι το πικρό στη γεύση ,το δηλητήριοΚοτάω τολμάωΚοτζάμ viii τόσο μεγάλοςΚουβέλι κυψέλη σε κουφάλα δέντρουΚούγελο ο χαζός, ο ξεμωραμένος, ο αφελής Κουμάσι ακάθαρτο υπόγειο, στάβλος Κουμούτσι ξεροκόμματο ψωμί Κουνενές το μωρόΚουντίνα κίνδυνος, αρρώστια Κουριάζω κόβω σε τεμάχια Κουρούνα η κάργια, η καρακάξα Κουρούτα προβατίνα με κέρατα Κούτρα το κεφάλι Κραίνω λέγω, μιλώ, απαντώΚριτσέπι άνυδρος κακοτράχαλος και πετρώδης τόπος

ΛΛαβδαριά μεγάλος ξύλινος δοκός που στηρίζει τον όροφο του σπιτιού Λαβροτανάω ταλαιπωρώ, βασανίζω κάποιον παίζοντας μαζί του Λάγανο κούραση από φασαρία, ή πολλή δουλειά Λάγαρο το υπογάστριο ζώου Λαγγεύει (το μάτι) σκιρτάει, παίζει, κάνει νευρικό τικ Λάγιος το μαύρο πρόβατο ή γίδα Λαγκοδέρνει κάνει προθανάτιους σπασμούς Λαγομηλιά κανθώδης θάμνος που φυτρώνει στα δάση Λάζο απάνεμο λιβάδι με πλούσιο χορτάρι για βοσκή Λαθουρός ο πετρωτός, ο σταχτόχρωμος με στίγματα λευκά Λάκα επίπεδο τμήμα εδάφους, ισιάδα Λακάω φεύγω κυνηγημένος τρέχοντας Λακιτός ο βιαστικός κάτω από πιεστικές συνθήκες Λακριντί ιδιαίτερη συζήτηση....κατά μια έννοια το κουτσομπολιό Λαλαγκίδες είδος λουκουμάδων, οι τηγανίτες Λαπάντι το καθαρό, το γνήσιο Λαρμανίζω ταλαιπωρώ, κάνω κάποιον ότι θέλω, τον κακομεταχειρίζομαι Λατανάω θηλάζω τα αρνοκάτσικα σε άλλες μανάδες που δεν αρμέχτηκαν Λαφτακάω λεηλατώ Λεβέτι μεγάλο δοχείο υγρών από χαλκό, το καζάνι Λεημόνι το λεμόνι Λειριασμένος μτφ. ο μαραμένοςΛέσι το ψοφίμι Λεφούσι το πολύ πυκνό πλήθος από ανθρώπους ή ζώα Λιάρτζα είδος πουλιού που κοιτά κατά τον ήλιο όταν κάθεται Λιάρος ο παρδαλός, ο πλουμιστός, ο άσπρος και μαύρος Λιθαροπάτι τραύμα στην πατούσα, στο πέλμα του ποδιού Λιμαντέρα η μεγάλη, η βασανιστική πείνα Λιμοτάγαρο μτφ ο πειναλέος, ο ζητιάνος περιφρονητικά Λίμπα μεγάλο πήλινο δοχείο, μτφ ο πλημμυρισμένος νεράviii Στο χωριό μου λέγεται γκοτζάμ

Page 7: Λαϊκό Γλωσσάρι

Λιμπί το δοχείο αποθήκευσης του λαδιού, το ροΐ Λιτρίβα κυλινδρική πέτρα που αλέθουν τις ελιές ή κόβουν αλάτι κλπ Λιχνάω ξεχωρίζω το σιτάρι από το άχυρο με τη βοήθεια του αέρα Λογγιά δασώδης έκταση Λόζος θολωτό κτίσμα, ο χώρος όπου στεγάζεται το γουρούνιΛόπια είδος φασολιών Λουμάκι το ευθυτενές, λείο και τρυφερό βλαστάρι ενός φυτού Λούμπα η λακκούβα με σκοτεινά ή θολά νεράΛουμπούσι ο κωνοειδής καρπός, το στάχυ του καλαμποκιού Λουμώνω κρύβομαι και σιωπώ συστελόμενοςΛούρα η βέργα, η υγρή ατμόσφαιραΛυκώνω διαπερνώ

ΜΜαγάρα η ακαθαρσίαΜαγαρισμένος ο ανήθικος, ο αρνησίθρησκοςΜάγκανα τα μαλώματα, οι τσακωμοί, οι φιλονικίες Μαδός ο μαλακός, η ψίχα του ψωμιούΜαζούκλα σωρός τροφής, απόθεμα Μαθές βέβαια, φυσικάΜακεδονήσι ο μαϊντανός Μακρυσκοινίζω προσθέτω σχοινί ώστε να βοσκάει μακριά το δεμένο ζώο Μαλαγάνης ο διπλωμάτης, ο δικολάβος, κατά μία έννοια ο κόλακας Μαλέτσικο το παιδάκι Μαλίνα η αρρώστια, το κρυολόγημα Μάμα το στομάχι της κότας Μανάρι το θρεφτάρι Μαναστήρι το μοναστήριΜάνι μάνι τώρα αμέσως Μανιάρα το κλαδευτήρι Μανουσάκι το κυκλάμινο Μάνταλο σύρτης ασφαλείας Μαντάτο το νέο, η είδηση Μάντζα κομμάτι χώμα Μαντζουράνα είδος αρωματικού φυτού με θεραπευτικές ιδιότητες Μαραγκιάζω μαραίνομαι, ζαρώνω, καίγομαι από τον πάγο Μαραχουλάω πιάνοντας κάτι το ρυπαίνω και αχρηστεύεταιΜαρμάγκα ix φαρμακερή, μεγαλόσωμη μαύρη αράχνη Μασιά εργαλείο που χρησιμοποιείται στο τζάκι για τη φωτιά Μασκαντούρης ο όμορφος, ο επικίνδυνος να ματιαστείΜασούρι λεπτό κομμάτι από καλάμι όπου τυλίγουν επάνω νήμα ή γνέμα Μαστραπάς πήλινο, γυάλινο ή μεταλλικό δοχείο υγρών Μαστάρι το βυζί επί ζώων συνήθως Μαυροτσούκαλος ο μαύρος σαν το τσουκάλι Μαχαλάς η γειτονιά Μαχιάς η κορυφή της στέγης Μαχμουρλής κακοδιάθετος, ο κακόκεφος ο μισοάρρωστος Μαχτός φαγητό για γουρούνια από αποφάγια Μεϊντάνι το ξάγναντο, η πλατεία, η αγορά Μέλα είδος παράσιτου που φυτρώνει επάνω στα δέντρα όπως ο κισσόςΜέλεγος είδος άγριου δέντρου με λείο και εύκαμπτο κορμόΜελεούνι αμέτρητο πλήθοςΜελεύω διατηρώ ,εξοικονομώΜελιγκώνι είδος μυρμηγκιού των δέντρωνΜελιτάτη η ευλογιάΜερελός ο τρελόςΜεριδοχάρτι χαρτί από όπου ο παπάς διαβάζει και μνημονεύει τις ψυχές ix Στο χωριό μου λέγεται και μερμάγκα

Page 8: Λαϊκό Γλωσσάρι

Μέτσιος ο αφελής, το κορόιδο, ο κουτόςΜητάρι το νήμα που είναι τοποθετημένο επάνω στον αργαλειόΜινέτι παράκληση, ικεσία Μισάντρα ο ξύλινος ή καλαμένιος τοίχος εσωτερικής διαρρύθμισηςΜισεύω ξενιτεύομαι, φεύγω στα ξένα Μισιακός κάτι που μοιράζεσαι με κάποιον άλλονΜισογόμι το πρόσθετο φορτίο ανάμεσα στα δυό φορτία στο σαμάρι Μισοφόρι x εσωτερικό γυναικείο ένδυμα Μισοχώρι εσωτερικός τοίχος σπιτιού Μοιράδι το μερτικόΜολεύω μολύνωΜολογάω ομολογώ, συμφωνώ, διηγούμαιΜονά-ζυγά έριδες ,γκρίνια Μονοτάρικος μονοκόμματος Μορόζα η γυναίκα που συζεί με άντρα αστεφάνωτηΜοτσιάρα ο τόπος που είναι πάντοτε υγρός, η πρόστυχη γυναίκαΜουρτσούλια το χάραμα, μόλις αρχίσει να φέγγει Μουρχούτα πήλινο δοχείο Μουσαφίρης ο φιλοξενούμενος Μούσκουρος κατσίκα με γκρίζο τρίχωμα Μουσμουλεύω περπατάω σκυφτός και ψάχνω κάτι Μουστερής ο πελάτης Μουστρίζω λερώνω ιδίως όταν τρώω Μπαζίνα είδος ζυμαρικού της ώραςΜπαζώνω κατασκευάζω τον πάτο ξύλινου δοχείου Μπαλντούμια τα λουριά που δένουν το σαμάρι επάνω στον γάιδαρο Μπάμπαλα τα κουρέλια Μπαντανία μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμαΜπαξές ο κήπος Μπάρα - μπάρα ακατάσχετη λογοδιάρροια , βαρ - βαρ κατά την αρχαιότητα Μπαράκι το νόθο, το εξώγαμο παιδί Μπαρέζι μεταξωτό κάλυμμα της κεφαλής Μπαρμπαλώνομαι κουκουλώνομαι Μπαταλιακός το ρημαδιακό Μπαχαλός ο χαζός Μπεκόνι τράγος καλοθρεμμένος Μπέλιτσος το πρόβατο που είναι κάτασπρο στο μουσούδι Μπερλίνα υδρόβιο φυτό Μπερντάχι ο ξυλοδαρμόςΜπερσίμι η στριμμένη κλωστή Μπιζεύλι σιδερένια βέργα που συμπληρώνει τη ζεύλα του ζυγού Μπινάς ο τοίχος Μπινιάρης ο δίδυμος Μπογάνα η γάστρα, πήλινο ταψί με σκέπασμα που το χώνουν στη χόβολη Μπόζα στάση κακιωμένουΜπόλια η πετσέτα Μπολιάρης αυτός που γυρίζει μέσα στους δρόμους και τις πόρτες Μπόλκα η ζακέτα Μπομπόλι μεγάλο μαύρο σαλιγκάρι Μπονώρα πολύ πρωί, το λυκαυγές Μποξάς ένδυμα εξωτερικό χωρίς μανίκια Μποστάνι περιβόλι με οπωροκηπευτικά Μποτσίκι η άγρια κρεμμύδα Μπουγεύομαι παίζω κάπως άγαρμπα με κάτι Μπουγιουρντί έγγραφο επιτιμητικό Μπουκούνι μία γερή μπουκιά Μπουλουμιά ο κορμός από ξεραμένο ποώδες φυτό αγκάθι, καλοκαίρα κλπ x Στο χωριό μου λέγεται μεσοφόρι

Page 9: Λαϊκό Γλωσσάρι

Μπουρλιάζω περνάω την κλωστή Μπουρμπούλι το βραστό κρέας Μπουρμπούτσελο το άγουρο κορόμηλο Μπουχός η σκόνη από χώμα Μπράσκα είδος βατράχου που βγαίνει στους δρόμους Μπρίκι μεταλλικό κανάτι που πίνουν νερό ή κρασί Μπρίσκαλο το άγουρο σύκο Μπρούκλης ο ξενητεμένος που επιστρέφοντας φέρνει μεγάλη περιουσία

Ν Νάκα κούνια δερμάτινη για τη μεταφορά του μωρού Νεραϊδοπαρμένος ο ελαφροϊσκιωτος, αυτόν που πήραν οι νεράϊδες υποτίθεταιΝεροκαϊλα ανυπόφορη δίψαΝετάρω αποτελειώνω, αποπερατώνω, ξεκαθαρίζω Νητερέσιο επαγγελματική σχέση, δοσοληψία Νογάω εννοώ Νομάτοι άτομα, πρόσωπα Νούκος χαζός, βραδύνους, μτφ ο κακός μαθητής Νταβάς μικρό πήλινο ή χάλκινο ταψί Νταγιαντώ αντέχω, ανέχομαι, υπομένω Ντάκος το υποστήριγμα Ντάλα το κορύφωμα Ντάμι σπίτι χωρίς μεσοτοιχία Νταμαχιάρης ο δουλευταράς Νταμιζάνα xi μεγάλο γυάλινο μπουκάλι με περίβλημα από ψαθί πλεγμένο Νταμπουράς μικρό έγχορδο μουσικό όργανο Ντάνα σειρά κανονική από όμοια πράγματα Ντεγνέκι το ξύλο, ο ξυλοδαρμός Ντελμάνι η είδηση, το νέο, το μαντάτο Ντερβίσης ο θαρραλέος, ο λεβέντης Ντερέκι ο πολύ ψηλός Ντζερεφός ο αδύνατος Ντορβάς xii ταγάρι με το οποίο ταϊζουν τα ζώα καρπόΝτορής το κοκκινοτρίχικο άλογο Ντορός ίχνος, πατημασιά, οσμή Ντουβλούκι ο αγράμματος, ο άξεστος Ντουσέκι το στρώμαΝυφίτσα η βερβερίτσα

ΞΞάγι τα αλεστικά του μυλωνά σε είδος Ξάγναντο το ξέφωτοΞαγουσεύω ξεκουράζομαιΞαιθαλίζω ανασκαλίζω τη φωτιά να φύγει η στάχτηΞεβραχιολίζομαι σηκώνω ψηλά τα μανίκια μου Ξεγερεύω xiii αναλαμβάνω στην υγεία μου μετά από κάποια αρρώστιαΞεγιαλίζω αλλάζω τρίχωμα μτφ γερεύω, παχαίνωΞεδραγκώνω ξεπιάνομαιΞεζαλώνω ξεφορτώνω κάποιον Ξεθερμίζω ξεπλένω με ζεστό νερό Ξεκωλώνω ξεριζώνω Ξελακκώνω βγάζω το χώμα γύρω από τη ρίζα δέντρου Ξέλαση η ελεύθερη χωρίς πληρωμή εργασία Ξελάστρα το ξέφραγο το ελεύθερο χωράφι Ξελημεριάζω περνάω όλη τη μέρα μου

xi Στο χωριό μου λέγεται νταμιτζάναxii Στο χωριό μου λέγεται τορβάςxiii Στο χωριό μου λέγεται γερεύω

Page 10: Λαϊκό Γλωσσάρι

Ξελόντζα υπόστεγο από κλαδιά που στεγάζουν πρόβατα Ξενηστηκωμάρα η πείνα Ξεπεζεύω ξεκαβαλικεύω Ξεπεταρούδι το πουλί που μόλις πέταξε από τη φωλιά του Ξέσκουρα επιπόλαια Ξεσυνέρια η άμιλλα, ο ανταγωνισμός Ξέφερση δυστυχία, περάτωση Ξεχλιένω ανακουφίζομαι, ξεσκοτίζομαι Ξόμπλι η συκοφαντία, το κουτσομπολιό Ξομπλιάζω κουτσομπολεύω, συκοφαντώ Ξυλοκαρπιά ευφορία, καλή σοδειά από δέντρα Ξέρα η ανομβρία Ο Όγοιος όποιος Ολοντρόϋρα γύρω - γύρω Ολούθε παντού Οργιά μονάδα μετρήσεως μηκώνΌχτος χωμάτινο φυσικό αντέρεισμα Οχτρός ο εχθρός

ΠΠαγάδιασε πέρασε, ελαττώθηκε (ο πονος)Παγανά καλικάντζαροι, δαιμονικά, τα ποντίκιαΠαγανιά καταδιωκτικό απόσπασμα που σκόρπιο ανιχνεύει Παιδοκομάω γεννάω παιδί, φροντίζω, περιποιούμαι παιδί Πάκια τα νεφρά Παλαμίζω ορκίζομαι, βάζω το χέρι στο ευαγγέλιοΠαλατάρι μακρύ και χονδρό ξύλο για στήριγμαΠαμπώνω εξαπατώ, ξεγελώ Παναίριος εκλεκτός, εξαιρετικός, ωραίοςΠανηγιάρι η σφραγίδα που βάζουν στα πρόσφοραΠάπαλο ο αγαθός μέχρι ανοησίαςΠαπορίσιος μτφ. αυτός που πωλείται σε πολύ μεγάλη τιμήΠαραθάρρια η αλόγιστη εμπιστοσύνηΠαρακά λίγο πιο κάτωΠαραλοϊζω χάνω το νου μουΠαραμουτσεύομαι δοκιμάζω κάποιο φαγητό χωρίς όρεξηΠαραπούλια τα παραβλάσταρα στα λάχαναΠαρασάνταλος αυτός που δεν έχει τάξη και συνέπεια στο φέρσιμό τουΠαρλιακός ο ακαταλόγιστος, ο ανισόρροποςΠαράσημος ο σακάτης, ο άνθρωπος με ειδικές ανάγκεςΠασπάλα η λεπτή σκόνη που επικάθεται Πάστα ο ντοματοπολτόςΠαστρικός ο καθαρός, η γυναίκα ελαφρών ηθώνΠαταλιά μεταφορά ανθρώπου από τέσσερις άλλους Παταλιακός άχαρος, παράλυτος Πάτερα ξύλινα δοκάρια που τα χρησιμοποιούν για να πατούν Πατουλιά συστάδα από θάμνουςΠαϊρι δύναμη, βία, τσαμπουκάςΠεδούκλι σχοινί με το οποίο δένουν τα πόδια ζώου για να μη φεύγειΠεζούλα μανδρότοιχος, ξερολιθιάΠερικοπό σύντομο και ευθύ μονοπάτιΠερονιάζει διαπερνά Περόνι το καρφί Πεσιάδες τα πεσμένα κάτω απ' το δέντρο φρούτα Πεσκέσι, δώρα με φαγώσιμα κυρίωςΠεσκίρι πετσέτα φαγητού

Page 11: Λαϊκό Γλωσσάρι

Πηλάλα η τρεχάλα Πηλάλι τρέχοντας Πικραλίθρα είδος αγριόχορτουΠικρομηλιαρίθρα είδος αγριόχορτουΠινόμι το παρατσούκλιΠλαενά πέρα πέρα, τριγύρω δω, παραπέραΠλακολίθρα μεγάλη πέτρινη πλάκαΠλανεύω ξεγελάωΠλαστήρι ξύλινη τάβλα που πάνω της πλάθουν το ψωμίΠλατσιουράω τσαλαβουτάω στα νερά Πλεύρος ένα σακί γεμάτοΠλιάτσικο η λεηλασία μετά τη μάχη, γενικώς η κλεψιάΠλιατσικολόγος ο λεηλάτης, ο κλέφτης Πλουμί το στολίδι, σχέδιο κεντητό ή ζωγραφιστόΠλοχεριά το κοίλωμα του χεριού, η χούφτα Πλίθρα πλίνθος, χωμάτινος κύβος που χρησιμεύει για χτίσιμο Ποδάγρα αρρώστια που "πιάνονται"τα κάτω άκρα Ποδεμή τα υποδήματα, τα παπούτσιαΠοδόλυσσα αρρώστια των σκύλων Ποδοστατώ στέκομαι στα πόδια μου μετά από αρρώστια Πολυκόμπι είδος αγριοχόρταρου Πολυρίζι είδος αγριοχόρταρου Πολυτρίχι είδος αγριοχόρταρου Πολυφάδι μικρό, μισοτελειωμένο κομμάτι σαπούνι Πολυώρα προηγουμένως, πριν από αρκετή ώρα Πονοιάζουμαι περνάει απ' το μυαλό μου κάποια υπόνοια Ποργιά το πέρασμα Προβέντζα τα πρωινά σύννεφα στην ανατολή Πρεμούρα η βιασύνη να τελειώσει κάποια δουλειά γρήγορα Πριάλλη η μεθεπόμενη ημέραΠριόβολος μηχανισμός με τον οποίο ανάβουν φωτιάΠρόγκος αιφνιδιασμός με τροπή σε φυγήΠροσμπούκι λίγες μπουκιές πριν το κυρίως φαγητόΠροσφάϊ τρώγεται μαζί με το ψωμίΠρωτολούδι ο πρώτος ωριμασμένος καρπόςΠυροστιά τρίποδας που μπαίνει πάνω στην εστία

ΡΡαμόλι ο γεροξούρας, ο γεροξεκούτης Ράσινο μάλλινοΡεκαλίζω κλαίω δυνατά με κοπετούςΡεκοντιά ποώδες αγριόχορτοΡεντζουλάω αφήνω να τρέχουν απρόσεχτα σταλαγματιέςΡέχτι εκεί που τρέχουν τα νερά από τα κεραμίδιαΡιζάφτι η ρίζα του αφτιούΡοβολάω κατηφορίζωΡόγα ο μισθόςΡοδάνι το εργαλείο που καλαμίζει το νήμα στην ανέμηΡοκώνω βουλώνω τις τρύπες του βαρελιού για να μη τρέχειΡοσόλι άνοστο ρόφημαΡούγα η γειτονιά, ο πλατύς δρόμοςΡούντζα κατήφεια, μούτρωμαΡουπάκι ο τρυφερός βλαστός της βελανιδιάςΡουπώνω τρώγω μάλλον λαίμαργαΡούσος ο ξανθόςΡέγουλα με το μέτρο, μέτρια

Σ

Page 12: Λαϊκό Γλωσσάρι

Σαλαγάω οδηγάω τα ζώα με φωνέςΣαλβάρι πλατιά βράκα, είδος πανταλονιούΣαλντικώνω ξαποστέλλωΣάματις σάμπως, μήπωςΣάρα τα σαρίδια, οι άχρηστοι άνθρωποιΣαρίδι το σκουπίδιΣάρωμα η σκούπαΣβάρνα γεωργικό εργαλείο με το οποίο στρώνουν το οργωμένο χωράφι Σγούμπα η καμπούραΣειριά η ράτσα, η γενιά, το σόιΣείσμα κομψό κίνημα κατά το βάδισμαΣεκλέτι η στενοχώρια Σελέμης ο λαίμαργος, ο φαταούλαςΣέμπρος ο συνέταιρος κυρίως για τις γεωργικές εργασίες Σέπωμαι σαπίζω Σεργιάνι ο περίπατος, το χάζεμα της κίνησης του δρόμουΣεργούνι το ρεζίλεμα, ο εξευτελισμός Σιαδώ από εδώ, από εκείΣιακάτ’ προς τα κάτωΣιακεί προς τα εκείΣιάξε ταχτοποίησε, φτιάξε Σιαπάν’ προς τα επάνωΣιαπέρα προς τα πέραΣιούντελο ο αφελής, ο χαζόςΣιουράω σφυρίζωΣιτζίμι λεπτό σφυχτόκλωνο και γερό σχοινίΣκαλούνι το σκαλοπάτιΣκαπετάω περπατώντας χάνομαι στον ορίζονταΣκαρούδι το ξεπεταρούδι, το πουλί που μόλις πέταξε από τη φωλιά τουΣκαφίδι η σκάφη που ζυμώνουν το ψωμίΣκερβελές ο αχαϊρευτος, ο ανεπρόκοπος άνθρωπος Σκιαζάρι το σκιάχτρο Σκιάζομαι τρομάζω, φοβούμαιΣκλέπα η επιδημίαΣκλήθρα λεπτότατη πελεκούδα ξύλουΣκολιάμπρια είδος χορταρικού με αγκάθιαΣκουράντζος η παστή ρέγκαΣκουρούχι άγριο φρούτο, κιτρινοκόκκινο όταν ωριμάσει, στυφό στη γεύση Σκουτί το ένδυμαΣκρούμπος ένας σβώλος από καμένο μαλλίΣμερδάκι αερικό, φάντασμα που φόβιζε τα παιδιάΣμερδός ο μισός-μισός, ο νόθος, ο μπάσταρδοςΣοϊλίτικος αυτός που προέρχεται από σόι καλό, από καλή ράτσαΣοκάκι στενός δρόμος συνοικίαςΣούγελος το υδραγωγείοΣούρμα στενό πέρασμα, στενό μονοπατάκιΣούρτι το χαλινάριΣούσουρο ο διασυρμός με την κακογλωσσιά, η κακολογίαΣουχλί το σουβλί Σπάρτο είδος αυτοφυούς θάμνου απ' όπου βγάζουν νήμα για ύφανση Σπερώνω νυχτώνω Σπιρτοκούμπουρο μτφ το έξυπνο παιδί Σπολάτι κατόπιν εορτήςΣπορίζω ρίχνω σπόρους αραιά, μτφ σκορπίζωΣτρέγω επιτυγχάνω Στριμούρα πιεστική ανάγκηΣτρούτζα μούτζαΣτρούσα δεμάτι από κλαδιά ή χόρτα που χρησιμεύει για σκιά

Page 13: Λαϊκό Γλωσσάρι

Στειλιάρι ξύλινη ράβδος που χρησιμεύει σαν λαβή για εργαλείαΣυναυλακάρης συνορευόμενοςΣυντυχιά η σύμπτωση, το κουβεντολόι Συχαρίκια το φιλοδώρημα που δίνεται σ'αυτόν που φέρνει καλή είδηση Σφαλάχτι είδος ακανθώδους θάμνουΣφάρδακλας ο βάτραχος Σφαχτό το προς σφαγή ζώο Σφελίδα η φέτα το τυρίΣφερδούκλι το φυτό καλοκαίραΣχίζα κορμός δέντρου σχισμένος με τσεκούρι, για καυσόξυλο Σχοινιάζω δένω πισθάγκωνα με σχοινίΣώγαμπρος ο γαμπρός που συγκατοικεί με τα πεθερικά του Σώνω τελειώνω κάτι, σταματώΣωρώνω τοποθετώ σε σωρόΣάϊκος ο στέρεος, ο σίγουρος

ΤΤαή το φαγητόΤαμαχιάρης ο πλεονέχτης, ο δουλευταράςΤαρναριστά λικνιστά, ταλαντευτά Ταχιά αύριο Τεζάχι το ράφιΤεμπιχιάζω προειδοποιώΤέμπλα το μακρύ ραβδί για ράβδισμαΤεντελάω τρέμω από αδυναμίαΤέσα χάλκινος κουβάςΤετεντζιά μικρό και όμορφο ωδικό πουλίΤζερεμές ο δύστροπος, η άδικη ποινήΤζιαγουνάω γκρινιάζω από πείνα ή αδιαθεσίαΤζιουτζιούλι το φρεσκολουσμένο παιδάκιΤίγαρις μήπωςΤόπια τα κανόνιαΤουλούμι το ασκίΤουμπάκι ο μικρός λόφοςΤουράκι το πεζούλιΤρακάδα μία στοίβα τακτικά τοποθετημένα ομοειδή πράγματαΤραμπουζάνα μεγάλο γυάλινο μπουκάλι με επένδυση πλεχτή από ψαθί ή σχοινί Τράτο το περιθώριο Τραχανοχάφτης αυτός που τρώει λαίμαργα ότι βρει μπροστά του Τρεμοκουκουρίζω τρέμω πολύ από το κρύο, έτσι που ακούγεται θόρυβος Τρίμματα ψίχουλα, μικρά μικρά κομματάκιαΤριφτάδες είδος ζυμαρικού που παρασκευάζεται αυτοστιγμείΤριχιά σχοινί τρίχινοΤριψάνα τριμμένο ψωμίΤροκάνι κουδούνα που κρεμάν στο λαιμό γιδοπροβάτωνΤρόχαλο μικρή πέτρα ακανόνιστου σχήματοςΤρυγητής ο μήνας Σεπτέμβριος Τράμπα ανταλλαγή είδος με είδοςΤσαγαρώνω τεντώνω την κλωστή, μτφ. εκνευρίζω κάποιονΤσαγκλαρίδες τα αδύνατα, τα κακκαλιάρικα πόδιαΤσαλαφός ο οξύθυμος, αυτός που δεν παίρνει από κουβένταΤσανάκα η βεδούρα, η καρδάραΤσανακογλύφτης μτφ ο κόλακας, ο γλείφτης Τζάντζαλο ελαφρό και ευτελές ένδυμαΤσάρφαλα ξερόκλαδα για προσάναμμα της φωτιάς Τσέπι το κέρατοΤσεράνα κακομοίρα, αξιολύπητη, δύστυχη Τσιάπι η συνήθεια, το χούι

Page 14: Λαϊκό Γλωσσάρι

Τσιάφι το τσουχτερό κρύοΤσιγκλί εργαλείο με το οποίο κόβουν τα φραγκόσυκα Τσίλικος χάρμα οφθαλμών, μπάνικος Τσιοκανίζω χτυπάω, συγκρούω κάτι με κάτι άλλο Τσιόνης ο σπίνος Τσιούλος αυτός που έχει μικρά ή κομμένα αυτιά Τσιούπα η κοπέλα, η κόρη Τσιουράπι η κάλτσα Τσιώνα πέτρα που τοποθετείται σαν σύνορο στα χωράφια Τσογκάνι αυτό που μένει επάνω στον κορμό όταν κοπεί το κλαδί Τσοκάνι είδος κουδουνιού με ξερό ήχο που κρεμάνε στα γίδια κυρίως Τσότρα ξύλινο παγούρι Τσουκλώνω ζορίζω, στριμώχνω στη γωνία Τσουλουφρίζω καίω επιπόλαια τις άκρες των μαλλιών, καψαλίζωΤσούπης ο τράγοςΤσουπώνω πατικώνω, γεμίζω περισσότερο απ' ότι χωράει Τσουράπια οι κάλτσες Τσουτσουρώνομαι ορθώνω το ανάστημα για να επιτεθώ Τσόλι ευτελές, τριμμένο ένδυμα, κουρέλιΤσόφλι το περίβλημα ξυλώδους καρπού ή αυγού Τύκλωσε γέμισε ο χώρος με καπνό, με αποτέλεσμα μικρή ορατότηταΤυλιγαδιάζω τυλίγω το νήμα

ΦΦάγνα η τροφή των ζώωνΦεκλώνια κλωστέςΦιλεύω προσφέρω με αγάπη Φιράδα η χαραμάδαΦιρός ελάχιστα ανοιχτός, ο άνθρωπος που χαζοφέρνει Φιτιλιά ραδιουργία, η υποκίνηση σε τσακωμόΦλέντζα λεπτή φέτα από κάτι φαγώσιμοΦλέσουρο ξερό φύλλο δέντρου πεσμένο κατα γηςΦλετουράω φτερουγίζω, κινούμαι ελεύθεραΦλίτσια τα φύλλα που περιβάλλουν τον καρπό του καλαμποκιούΦλουσλούνι είδος αγριόχορτου άχρηστου με έντονη μυρωδιά Φορτοτήρα διχαλωτό ξύλο που χρησιμεύει για το φόρτωμαΦορτοτριχιά το σχοινί που χρησιμεύει για το φόρτωμαΦουμίζω καλλωπίζω, ομορφαίνω, δοξάζωΦούρκα ξύλινος διχαλωτός πάσσαλος, μτφ η κρεμάλα Φουρκάδα ξύλινο υποστήριγμα για τις ντοματιές, φασολιέςΦουρκισμένος ο θυμωμένος, ο κρεμασμένοςΦούρλα φιγούρα στο χορό, στροφή γύρω από τον εαυτόΦρουτζιάτο κρεββατίνα από ξερόκλαδα για να σταλίζουν τα πρόβαταΦτελιά είδος άγριου δέντρου Φτενός ο λεπτός, ο ασθενήςΦτερακάω φτερουγίζω Φτούνα φτου αυτά εκεί Φτούριος ο χορταστικόςΦυγιάστηκα κρύωσαΦυγιό ξαφνική κακοκαιρία με πολύ κρύο Φώλος το αυγό που βάζουν στη φωλιά για να γεννήσει η κόταΦωτογωνιά η εστία στο σπίτι, το μέρος όπου ανάβουν τη φωτιάΦέρτσα λωρίδα χωρίς το δέρμα, μόνο με το λίπος του χοίρου

ΧΧαβιά ειδικό χαλινάρι για ατίθασα άλογα Χαβιόλι η συνήθειαΧαβώνω περνάω τη χαβιά, μτφ εξαπατώ κάποιον

Page 15: Λαϊκό Γλωσσάρι

Χαγιάτι η βεράντα Χαζοκουτάλας αυτός που χάνει άσκοπα τον καιρό τουΧαζοκουταλίζω χασομεράω Χαϊβάνης ο αφελής, το παιδίΧαϊμαλί το φυλαχτόΧαλάω σκοτώνω Χαλές το αποχωρητήριο μτφ ο βρωμερός και ύπουλος άνθρωπος Χαλεύω γυρεύω, ψάχνω, αναζητώ Χαλιάς άγωνος τόπος γεμάτος χαλίκια Χαλιουράω περνάω την ώρα μου χαζεύοντας Χαλκιάς ο σιδηρουργόςΧαμοκέλα ισόγειο κτίσμα που χρησιμεύει συνήθως για στάβλος Χαμολιό αγριάγκαθο με δηλητηριώδεις ρίζεςΧάμουρα τα χαλινάριαΧαμπέρι αγγελία , μήνυμα, είδηση, μαντάτοΧαμπερίζω υπολογίζω, λογαριάζω Χαράργια σύστημα από ξύλα και σχοινί για τη μεταφορά του άχυρου Χάρβαλο το ετοιμόρροπο Χασοπαραδιά το χάσιμο χρημάτων, ανώφελες δουλειές ή αγορές Χαχαλάκι ξερόκλαδο για προσάναμμα, ο πολύ γέρος και αδύναμος άνθρωποςΧάψη η φυλακήΧαψιά η μπουκιάΧειρόβολο μια χεριά θερισμένα στάχυα, όσα πιάνει το χέρι Χελωνόψαρο ο γυρίνος, το βατραχάκι όταν βγει από το αυγό Χεριά ποσότητα όσο πιάνει ένα χέριΧερχέρα γρήγορα, αμέσως, χέρι με το χέρι Χλαβουή η οχλοβοήΧλιαίνω ζεσταίνω Χολιασμένος ο θυμωμένος, ο σκυθρωπόςΧουγιάζω φωνάζω δυνατά Χουλιάρι το κουτάλι Χουλιέμαι κλαίω με αναφιλητά Χουχλάζει κοχλάζει, βράζει Χουχουλίζω ανασαίνω πάνω στα χέρια μου για να ζεσταθούν Χουχουλόγερας το κλαψοπούλι, είδος πουλιού που βγαίνει τη νύχτα Χουχουλούζα ο κοκκύτης, παιδική αρρώστια Χρυσή ο ίκτερος Χτικιό η φυματίωση Χτικιάρης ο φυματικόςΧόβολη η θράκα, τα αναμμένα κάρβουναΧωλοζιάρης αυτός που του αρέσει το σπίτι και η λούφα