Γλωσσάρι Σουβάλας

76
Γιάννης Αθ. Λαγός

description

 

Transcript of Γλωσσάρι Σουβάλας

Γιάννης Αθ. Λαγός

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Σουβάλα του Παρνασσού ( Πολύδροσος το σημερινό της όνομα ), είναι ένα σημαντικό κεφαλοχώρι της ανατολικής Ρούμελης.

Χωριό ζωντανό, με κατοίκους εργατικούς και φιλόξενους, υπήρξε γενέτειρα πολλών σημαντικών ανθρώπων, που διέπρεψαν σε κάθε τομέα της ζωής, επαγγελματικό, επιστημονικό, αθλητικό κ.λ.π , τόσο στο χωριό, όσο και μακριά απ’ αυτό.

Σ’ ένα τέτοιο χωριό, ήταν επόμενο, να έχει αναπτυχθεί κι ένας, ιδιαίτερα μεγάλος, γλωσσικός πλούτος, με δεκάδες, εκατοντάδες λέξεις, ικανές να καλύψουν κάθε ανάγκη για έκφραση.

Αυτόν τον γλωσσικό πλούτο, προσπάθησα, με τις μικρές μου δυνάμεις, να συγκεντρώσω και να καταγράψω στη συνέχεια σ’ αυτό εδώ το γλωσσάρι.

Η εργασία βέβαια ετούτη, της καταγραφής των λέξεων και εκφράσεων, που χρησιμοποιούνταν παλιά αλλά και σήμερα ακόμα, δεν διεκδικεί επιστημονικά εύσημα. Απλά μια έντιμη και ειλικρινής προσπάθεια έγινε, προκειμένου να καταγραφεί, να διατηρηθεί και να γίνει γνωστός και στις νεώτερες γενιές αυτός ο γλωσσικός πλούτος.

Φυσικά, παρ’ ότι για πολλά χρόνια, κατέγραφα λέξεις ή εκφράσεις που άκουγα, κυρίως από παλιότερους χωριανούς, φοβάμαι, ότι θα έχω παραλείψει πολλές και είναι αναπόφευκτο, να συμπληρώνεται και να εμπλουτίζεται συνεχώς αυτό το γλωσσάρι.

Ένα μεγάλο μέρος των λέξεων και των εκφράσεων που παρατίθενται εδώ, τις έχω ακούσει απ’ τη γιαγιά μου, τη γριά-Γιαννίτσα τη Βαλάσκαινα. Σαν τώρα τη θυμάμαι, όταν μικρός την παρακάλαγα πριν τις γιορτάδες, να μου φέρει κανένα λατσούδι, να στολίσουμε χριστουγεννιάτικο δέντρο, μου έλεγε: -Δε βόδωσα μανάρι μ’ να στου φέρου σήμηρα. Ταχιά, θα φύβγου σύνταχα κι θα στου φέρου μέσα σι νιά σακκοπούλα (καθότι

[2]

απαγορευότανε) και πήγαινε με τα πόδια η καημένη στο βουνό αχάραγα και το έφερνε. Πολλές λέξεις και εκφράσεις κυρίως, τις χρησιμοποιούσε βέβαια η μάνα μου, ενώ αρκετές λέξεις που περιέχονται εδώ, τις άκουσα απ’ τον Γιώργο Αυγέρη (Κουραμάνα), ο οποίος τις χρησιμοποιεί ακόμα και τώρα στην καθημερινότητά του.

Εδώ, να σημειώσω, ότι, αντίθετα με τη γιαγιά μου, ο παππούς μου, ο γέρο-Χρήστος Βαλάσκας αλλά και ο πατέρας μου, δεν χρησιμοποιούσαν σε τόσο μεγάλο βαθμό ιδιωματισμούς κι αυτό, μάλλον λόγω του ότι ήξεραν γράμματα κι έτσι είχαν μεγαλύτερη ευχέρεια, να εκφραστούν με την νεοελληνική γλώσσα.

Φύγανε ένας-ένας οι παλιοί. Και μοιραία φεύγει και χάνεται κι ένα μεγάλο μέρος του γλωσσικού αυτού πλούτου, δεδομένου ότι από ένα σημείο και μετά, οι περισσότεροι χωριανοί τελείωναν το δημοτικό, αρκετοί το γυμνάσιο κι έτσι η νεοελληνική καθομιλουμένη, εξοβέλισε τους ιδιωματισμούς στην εκφορά της γλώσσας και έγινε ενιαία και κρατούσα γλώσσα. Η δική μου η γενιά, εκφράστηκε πολύ λιγότερο, με τους ιδιωματισμούς αυτούς κι οι ακόμα νεώτερες, ελάχιστα. Πιστεύω ότι κανένας απ’ τους σημερινούς νέους, θα καταλάβαινε τι σημαίνουν οι λέξεις: αναβολιός, αντίκ’φα, βατσίνα, βιταλιά, ζαρπί, λαζούρι, λουθνάρι, λιγαθνός και πολλές άλλες. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος, να αντιτείνει ότι επί της ουσίας δεν έγινε και τίποτα, που δεν τις γνωρίζουν. Πρακτικά δεν μπορούν πλέον να αποτελέσουν μέσο έκφρασης και συνεννόησης, δεδομένου ότι εξέφραζαν κι έναν άλλο τρόπο εργασίας και γενικότερα ζωής. Έτσι, αποκτούν ιστορική μόνο σημασία κι αυτή την πλευρά τους καταγράφει αυτό εδώ το πόνημα. Βέβαια, τελευταία, βλέπουμε να υπάρχει πρόβλημα και με την νεοελληνική γλώσσα, καθώς ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας, συνεννοείται μ’ ένα φτωχό λεξιλόγιο εκατό-διακοσίων λέξεων και εκφράσεων του τύπου: φρίκαρα, τα πήρα στο κρανίο, την έχω κάνει κ.λ.π. Αλλά θα μπλέξουμε σε ατέρμονες συζητήσεις, αν καταπιαστούμε με γλωσσικά ζητήματα. Εδώ, απλά καταγράφεται ένα μεγάλο μέρος του γλωσσικού ιδιωματισμού της γενέτειράς μας και τίποτα παραπέρα.

Τώρα, σε ότι αφορά την οργάνωση του λημματολογίου: Πολλές λέξεις εκφέρονται στην καθημερινότητα συντετμημένες, αποκομμένες κ.λ.π , ώστε

[3]

να καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο, το πού θα τις κατατάξεις. Παραδείγματος χάριν, πού θα πρέπει να καταχωρηθεί σ’ ένα τέτοιου είδους γλωσσάρι, η λέξη λατόπσα; Στο ελατόπισσα ή στο λατόπσα, την έκφραση δηλαδή που χρησιμοποιούν οι σουβαλιώτες; Έκρινα ως πιο λογικό να καταγράφεται η ίδια λέξη, σε δύο ή και τρείς ακόμα διαφορετικές θέσεις, ανάλογα με την εκφορά της, για να μην δημιουργείται σύγχυση.

Φυσικά, θα πρέπει να υπολογιστεί απ’ τον αναγνώστη αυτού του γλωσσαριού, ότι στην καθημερινή εκφορά τους πολλές λέξεις είναι περικομμένες είτε στην κατάληξή τους ( κατσίκ’, κορίτσ’, κ.λ.π ), είτε στο εσωτερικό τους (ταχ’νή=ταχινή, κ’κί=κουκί) είτε και παντού (μ’λιόρ’=μιλιόρι, γ’μάρ’=γομάρι ), εδώ όμως είναι τεχνικά αδύνατο να καταχωρηθούν οι λέξεις σ’ αυτές τις εκφάνσεις τους, περικομμένες δηλαδή ( συντμήσεις, αποκοπές κ.λ.π ).

Θα προσθέσω εδώ, ότι , στο τέλος του πονήματος αυτού των 3500 περίπου λέξεων, παρατίθενται και τα κουδαρίτικα (των 100 περίπου λέξεων) της Σουβάλας, η μυστική συνθηματική αυτή «γλώσσα» των μαστόρων (χτιστάδων), ή αλλιώς τα «μαστόρικα». Κι αυτό γιατί έχει πάψει πλέον να είναι μυστική και συνθηματική «γλώσσα», καθώς, όπως αναφέρει ο αείμνηστος Κώστας Παπαχρήστος στο βιβλίο του «Παρνασσιώτικα»: «στην εποχή μας τα κουδαρίτικα, δεν ανταποκρίνονται πια σε βασική επαγγελματική ανάγκη, δεν αποτελούν το απαραίτητο μέσο μυστικής επικοινωνίας. Οι σημερινοί μαστόροι τα χρησιμοποιούν μόνο σαν ένα είδος γλωσσικού παιγνιδιού, όταν ξεκουράζονται απ’ το μόχθο της μέρας, στα καφενεία και στις ταβέρνες».

Ένα ακόμα στοιχείο που πρέπει να αναφέρω εδώ, είναι ότι δεν ασχολήθηκα πάρα πολύ με την ετυμολογία στο σύνολο των λημμάτων, πράγμα που θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, καθώς πρόκειται για μια ιδιαίτερα εξειδικευμένη εργασία, για την οποία απαιτούνται φιλολογικές γνώσεις. Όπου μπορώ, το επιχειρώ.

Αρκετές από τις λέξεις που καταγράφονται εδώ, απαντώνται μόνο στη Σουβάλα. Πολλές, είναι κοινές σ’ όλη τη Ρούμελη, ενώ ένα μεγάλο μέρος, είναι γνωστές σ’ όλη την Ελλάδα. Βέβαια, υπάρχουν καταχωρημένες, κοινότατες λέξεις της ελληνικής γλώσσας αλλά εδώ δίνεται μόνο η

[4]

ιδιαίτερη σημασία (ως ιδιόλεκτο) που έχουν στο χωριό μας. Η λέξη κόλλημα π.χ. δεν παρατίθεται εδώ με την κοινή της έννοια, της συγκόλλησης και της επικόλλησης αλλά με την έννοια του σκαρφαλώματος, όπως και του ανάμματος της φωτιάς, καθώς δε και την έννοια της συμπλοκής (μην κολιέστε μαρέ, φώναζε η γιαγιά, άμα τσακωνόμαστε). Το ρήμα διατάζω, που σημαίνει στη νεοελληνική, δίνω διαταγή, εδώ καταχωρείται με την έννοια του συμβουλεύω, εξ αυτού δε και το ουσιαστικό (το)διάταμα, που στη Σουβάλα έχει την έννοια της συμβουλής.

Η λέξη σίδερο, παρατίθεται μόνο ως προς την έννοια της παγίδας για λύκους και άλλα ζουλάπια. Η λέξη αδειάζω με την έννοια του ευκαιρώ, ενώ η λέξη περδικούλα, με την έννοια της ψυχής, καρδιάς. Το ίδιο και η λέξη μάνα, όχι με την έννοια της μητέρας αλλά της μεγάλης νεροπηγής ή και του κομματιού φουστανέλας. Επίσης θα αναφέρω εδώ, ορισμένα χαρακτηριστικά του γλωσσικού ιδιώματος της Σουβάλας αλλά και ευρύτερα της Ρούμελης. Έτσι θα δούμε να τρέπεται το αι σε ι π.χ. κινούργιο αντί για καινούργιο ή το ω και ο σε ου π.χ. φουράου αντί για φοράω,χούμα αντί για χώμα, ούλα αντί για όλα, το ε σε ι π.χ. μένιτι αντί για μένετε, ενώ το ω τρέπεται σε ου στα ρήματα π.χ. λέου αντί λέω. Επίσης βλέπουμε να μπαίνει το γ πριν (κυρίως σε δασυνόμενες λέξεις, όπως (γ)αἷμα) ή και μέσα σε μια λέξη π.χ. αγέρας αντί αέρας, αλλά και κρυγιώνω αντί για κρυώνω, όπως και κοπριγιά αντί για κοπριά.

Και όπως αναφέραμε και πιο πάνω, υπάρχουν οι αποκοπές τελικών φωνηέντων σε πολλές λέξεις ή ακόμα και μέσα σ’ αυτές, οι συντμήσεις, οι συναιρέσεις κ.λ.π Και θα χρειαζόταν εδώ μια μεγάλη φιλολογική ανάλυση, πράγμα που δεν είναι ο κύριος σκοπός αυτού του πονήματος.

Προέλευση όλων αυτών των ιδιωματικών λέξεων, είναι κατά κύριο λόγο η αρχαία ελληνική γλώσσα, με τις κατά καιρούς παραφθορές που υπέστησαν, σ’ ένα μεγάλο ποσοστό είναι η τουρκική γλώσσα – φυσικό επακόλουθο τετρακοσίων χρόνων τούρκικης επικυριαρχίας – και αρκετές είναι σλάβικης, αλβανικής και ιταλικής προέλευσης, γιατί κι αυτοί οι λαοί πέρασαν απ’ τα χώματα ετούτα ή και εγκαταστάθηκαν οριστικά.

[5]

Τέλος, πολλές είναι κοινές της νεοελληνικής, με μικρές παραφθορές, συντμήσεις, αποκοπές κ.λ.π. σε σχέση με τον τρόπο που εκφέρονται κανονικά.

Να τώρα και μερικά παραδείγματα προέλευσης λέξεων:

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ: γάστρα (απ’ το γαστέρα), κούτλας (απ’ το κότυλος), φ’κάρι (από το θηκάρι), λουβιά (από το λωβοί), λατσούδι (από το ελατίδιον)

ΤΟΥΡΚΙΚΗ: βιλαέτι, καζαντάω, μπακίρι, κιτάπι

ΣΛΑΒΙΚΗ: τσοκάνι, γκιόσα, γκλαβανή, γκουστέρα, βερβερίτσα

ΑΛΒΑΝΙΚΗ: βίτσα, αγκορτσιά, λούτσα, κατσίκι

ΙΤΑΛΙΚΗ-ΛΑΤΙΝΙΚΗ: ίσκα, καβαλίνα, καζιάκα, τσέρκι, βαρέλα

ΒΛΑΧΙΚΗ: στουρνάρι, σεγκούνι, στρούγκα, μιλιόρι

Τελειώνοντας αυτό εδώ το εισαγωγικό σημείωμα, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Σουβαλιώτη στην καταγωγή, γιατρό και λογοτέχνη Γιώργο Ε. Γεωργούση για την πολύτιμη βοήθεια που μου προσέφερε και να επισημάνω, ότι οι περισσότεροι από εκείνους που υπήρξαν πηγές άντλησης του υλικού για τη συγγραφή αυτού του πονήματος, δεν υπάρχουν πια στη ζωή και ετούτη η προσπάθειά μου, είναι ένας φόρος τιμής προς αυτούς….

[6]

Ααβανιά κατηγορία, συκοφαντίααβάντα υποστήριξη, πλεονέκτημα (από το ιταλ αvantare)αβαρία ζημιά, τζερεμέςαβασκαίνω ματιάζω, βασκάνωαβάσκαμα μάτιασμα (και αβασκαμός)αβατσίνωτος αυτός που δεν έκανε εμβόλιο (βατσίνα)αβγαταίνω αυξάνω, συσσωρεύω πλούτο. Αβγάτισμα =αύξηση, συσσώρευσηαβδέλα βδέλλα, υδρόβιο σκουλήκι με το οποίο κάνουν αφαίμαξη, το βάζουν δε και σε οιδήματα να

τα απορροφήσειαβέρτα (επιρ.εκφρ.) συνεχώς, άπλετααβέρτο(το) αδιαμόρφωτο μέρος σπιτιού (ιταλ averto=ευρύχωρος)αβέρτος ασύδοτος, απεριόριστος, άπλετοςαγάνα βελόνα σταχυού, κόκκαλο ψαριούαγγειά δοχεία. Μτφ: όρχεις (έκφρ αδιαφορίας και απαξίωσης: στ’ αγγειά μ’ κι από πέρα)αγγλιἀ σκελίδα σκόρδου, κολοκυθόσπορος, σπόρος καρπουζιού, πεπονιού κλπαγκομαχάω λαχανιάζω, παλεύω με δυσκολίααγγώνιασμα γώνιασμα κτίσματοςαγένωτος άγουρος, άβραστος, άψητος (στερ α+γίγνομαι)αγερικό κακό πνεύμααγιόσμος δυόσμος, ποώδες αρωματικό φυτόαγκίδα λεπτή μυτερή σχίζα ξύλουαγκλίτσα γκλίτσα, ποιμενικό ραβδί ( από το αγκυλίτσα = μικρή αγκύλη)αγκόρτσες καρποί αγκορτσιάς ( σαν μικρά αχλάδια)(α)γκορτσιά άγρια αχλαδιά (αλβαν gorice)αγκούτσα γκλίτσα, ποιμενικό ραβδί με κεφάλι ξεχωριστόαγκράφα πόρπη, συνδετικό ζώνης ή δύο μερών υφάσματοςαγκωνάρι μεγάλη πελεκημένη πέτρα ειδικά φτιαγμένη για γωνία κτίσματοςαγκωνή γωνιά δίπλα στο τζάκι, γωνία καρβελιού ψωμιούαγλέουρας πολυφαγία βαρυστομαχιάαγνάντεμα κοίταγμα από ψηλά, περίβλεψηαγναντεύω βιγλίζω, κοιτάω και παρατηρώ από ψηλάαγνάντια (επιρ) απέναντι, σε περίοπτο μέροςαγνάντιο περίοπτο, ξάγναντο μέροςαγούρμαστος αγίνωτος, ανώριμοςαγριομερ(ι)νό κρέας κυνηγιούαγροικώ βλέπω , καταλαβαίνωαγύριγος αγύριστος, αυτός που δεν αλλάζει εύκολα άποψηαδειάζω ευκαιρώ (έκφρ: άμα αδειάσω μέχρι το βράδυ, θα έρθω)άδειασμα ευκαιρία, σχόληαδεμή ειδεμή, αλλιώςαδερφομοίρι μερίδα κληρονομιάς αδελφώναδραχτάς ειδικός ξυλουργός τεχνίτης κατασκευαστής αδραχτιώναδράχτι επεξεργασμένο λεπτό ξύλο, συνοδευτικό της ρόκας για το γνέσιμοαδρίμωμα ερεθισμός δέρματος , σπυριού, οιδήματος κ,λ,π, (ίσως εκ του δριμύς)αδριμώνω ερεθίζομαι (επί σπυριών, εκζεμάτων, οιδημάτων κ.λ.π.). Συνήθως σε γ’ ενικόαερογάμης γερακοειδές πτηνό που κάθεται ακίνητο στον αέρα με ελαφρύ φτερούγισμααζάτ(ι)κος αχαλίνωτος, άτακτος ( και αζάπικος) . Από το τούρκ azap=απεριόριστος, ατίθασοςαζούρι μπλέ χρώμα για υφαντά (από το πέτρωμα αζουρίτης σε μπλε χρώμα από το Αφγανιστάν)αθέρας πολύ κοφτερή κόψη μαχαιριού, σουγιά κ.λ.π.,απόληξη σταχιού, αγάνα (από το αρχ αθήρ)άϊστι (προστακτ.) πηγαίνετεαϊταίριασμα συνταίριασμα, ένωσηακαθέριγος ακλάδευτος, ακαθάριστοςακαπίστρωτος ανεξέλεγκτος, χωρίς χαλινάρι

[7]

ακέρδευτος ασυναγώνιστος, ανίκητοςάκιωτος ασυμπλήρωτοςακκλησιά εκκλησίαακόνι πέτρα για τρόχισμα. Μικρό φιδάκι (λέγεται και η έκφραση: αν σε τσιμπίσει το ακονάκι,

ετοίμασε το σαβανάκι, υπογραμμίζοντας την επικινδυνότητά του)ακουμπέτι τέλος πάντων, και στη συνέχεια , και παρακάτωάκριγος αμίλητος, άνθρωπος στριφνόςακρισάριγος ακοσκίνητος, αυτός που δεν πέρασε κρισάρααλακάπα (επιρ) παραμάζωμα, ακίνητος ( από το ιταλ ala cappa = αιφνιδιαστικά)αλαμπουρνέζικος δυσεξήγητος, ξενικός, παράξενοςαλάνταβος απρόσεχτος, τραχταμέλης, επιπόλαιοςαλαταριά βραχώδες μέρος που το αλατίζουν οι τσοπάνηδες για να ''αρμυρίζουν'' τα ''πράματα''αλατολόϊ αλατιέρααλαφρομάρα επιπολαιότητααλαφρός επιπόλαιοςάλειμμα σοβάτισμα, επάλειψηαλειψό ψωμί χωρίς προζύμιαλέστα (επιρ) σούζα , απίκο, επί ποδός, εν εγρηγόρσειαλιά (επιρ)αλλοίμονο. (εκφρ αλιά κι αλλοίμονο)αλιμπερτά (επιρ εκφρ) ανοιχτά, ελεύθερα, χωρίς περιορισμό (Γ. Αυγέρης) <a libertaαλλαλιάζω φωνἀζω δυνατά, διαλύω με φωνές ή ξύλο κάποιοναλλάλιασμα αιφνιδιασμός, ανελέητο χτύπημααλλαξιά φορεσιά, σετ εσωρούχωναλλαξοσπορά αμειψισπορά, συνήθως σπορά μια φορά στάρι και την άλλη καλαμπόκι, για να μην

‘’αδυνατίζει’’ το χωράφιαλλαξοφάϊ αλλαγή φαγητούαλλαφάνταλος απρόσεχτος, αλλοπαρμένος, ασταθήςαλμπάνης πεταλωτήςαλμπάνικο(το) πεταλωτήριοαλμυρίζω παίρνω γεύση από κάτι τρώγοντας μικρή ποσότητααλογόμυγα είδος ιδιαίτερα σκληρής και ανθεκτικής μύγας που προσκολάται στα ιπποειδήαλ’πομάτης αυτός που έχει αλεπουδένια μάτιααλ’ποτίναγμα βροντοκοπάνημααλ’ποτινάζω βροντοκοπανάω κάτι ή κάποιοναλ’πότρυπα είσοδος φωλιάς αλεπούςαλτίμι εξαίσιο στην κορμοστασιά (κυρίως επί ζώων)αλύσια στολίδια που τα κρέμαγαν στο στήθοςαλυσίβα σταχτόνερο για πλύσιμο ρούχων ή για Παρασκευή μελομακάρονων. Μτφ το πολύ ζεστό

πόσιμο νερόαλυχτάω γαβγίζωαλύχτημα γάβγισμα (μτφρ δυνατή ανθρώπινη κραυγή)αλφαδιασμένος ευθυγραμμισμένος (μτφρ ο μεθυσμένος αλλά και ο είρων)αμάδα πλακουτσωτή πέτρα (χρησιμοποιούταν κυρίως για παιδικό παιγνίδι, οι περίφημες

''αμάδες'')αμάκα δωρεάν, τζαμπαρία (και ο διαπρέπων στην αμάκα: αμακαδόρος)αμάλαγος απείραχτος (α στερ +μαλάζω=πιάνω)αμάλιαγος χωρίς μαλιά (επί πτηνών χωρίς πούπουλα), σπανός άδενδρος τόπος (και αμάλη)αμανάτι ενέχυροαμάντρωτος απερίφραχτοςαμαρκάλιστη αγονιμοποίητη, παρθένα, (κυρίως επι ζώων)αμάτιαγος αυτός που δεν βασκαίνεταιαμάχη κόντρα, εναντίωσηαμέτι-μουχαμέτι με κάθε μέσον, έτσι κι αλλοιώςαμμούδα χωράφι με αμμώδες έδαφος κατάληλο για αμπελοκαλλιέργεια

[8]

αμούντος αυτός που πήγε χαράμι, άδικααμούριος δύστροπος (κυρίως επι δύστροπων ζώων). Τη λέξη την άκουσα για πρώτη φορά από τον

γέρο-Λουκά τον Κοντογιαννιό, στις αρχές της δεκαετίας του ‘60άμπακας πολυφαγία, κατήφοροςαμπάρι ξύλινο μεγάλο κιβώτιο για αποθήκευση δημητριακών, αλευριού κ.λ.πάμπλας μικρή πηγή στο χώμααμπολή φράγμα σε διασταύρωση νεραύλακων (από το εμβολή)αμπουριά στενό πέρασμα σε οικόπεδο,πορτούλα (από το πόρος)αναβατσιάλιασμα ανακατωσούρα, ομαδικό αλύχτημα σκυλιών (και αναβατσιαλιασμάρα)αναβλητσιάζω ανακατεύω λάσπες, βρωμιές κ.λ.παναβόλα(η) μικρός τοίχος (ξερολιθιά) που κρατάει το χώμα κατηφορικού χωραφιού (κυρίως στα ορεινά

χωράφια)αναβολιός τυφλοπόντικας, ασπάλακας (και ανεβολιός)αναγκαβέλος απότομο χτύπημα, ξάφνιασμα (έκφρ: του ήρθε αναγκαβέλος)αναγκάζω βιάζομαι (έκφρ: ανάγκασε, θα μας πιάσει ο καιρός)αναγλύνιασμα λάσπωμααναδεξιμιός βαφτισιμιόςανακάτωμα τάση για εμετόανακαψίλα καούρα στο στομάχι κυρίως από βαρύ φαγητόαναλαμπή μικρό διάλειμμα σε χιονόπτωση ή βροχόπτωση που συνήθως προμηνύει μεγαλύτερη

σφοδρότητα (έκφρ: ο βλάχος την αναλαμπή σκιάχτηκε)αναλιγώνω λειώνω, δυαλύω μέταλα κυρίως με φωτιά. Υποφέρω από μεγάλη ζέστηανάλλαγος ο πρόχειρα ντυμένοςανάμα το κρασί της μετάληψηςαναμέλα το τύμπανο του αυτιού (έκφρ: μου πήρε τις αναμέλες)ανάντιος εχθρός, βλαβερόςαναπιάνω φτιάχνω το προζύμι με νερό κι αλεύρι για ψωμίαναποδιά κακοτυχίααναποδιασμένος κακότροποςανάρια (επιρ) αραιά, σιγάαναριεύω αραιώνω(κυρίως επι σπαρμένων, φυτεμένων)ανάρμεγο ζώο που δεν έχει αρμεχτείαναφακάς όρεξη, ψωμί της χρονιάς (έκφρ: του έκοψε τον αναφακά)αναφταρωμέμος θορυβημένος, ξεσηκωμένοςαναχαράζω αναμασάω την τροφή, μυρηκάζω (κυρίως επι ζώων και το ρήμα πάντα σε τρίτο ενικό)αναψασμένος διψασμένοςανεβατίζω φουσκώνω, παπαρώνωανεβατιστός ζυμωτός, φουσκωτόςανεβατό ψωμί που πιάστηκε με προζύμιανέβγαλτος άβγαλτος, ντελικανής, ακοινώνητοςανέμη εργαλείο της υφάντραςανέμ'κα έμειναανεμοσούρι σώριασμα χιονιού, μέρος που μαζεύει πολύ χιόνιανεμοτούρλιασμα φασαρία, σκόρπισμα αντικειμένωνανεμούρα πολύ δυνατός άνεμοςανεμοχαλίζει φυσάει και ρίχνει ψιλό χιόνιανεμοχάλισμα ψιλό χιόνι με ξεροβόριανεχόρταγος αχόρταγοςαντάμα μαζίανταμ(ι)κός συνεταιρικόςανταμώνω συναντώμαι, ενώνω, σμίγω (κυρίως επι κοπαδιών γιδοπροβάτων)αντάρα ομίχλη , πούσιαντάριασμα πύκνωμα ομίχλης, συννέφιασμαανταρούλα καταχνιά

[9]

αντεικιάζω σημαδεύω, διακρίνω, συγκεντρώνω κάπου το βλέμμα μουαντένω υποχωρώαντέρωμα τέντωμα του σώματοςαντερώνομαι ανακλαδίζομαι, τεντώνομαιαντέστε (προστακ) κοπιάστε, ελάτεάντζα το πίσω κόκκαλο της κνήμηςαντζοκόβω κόβω τις άντζες, ακινητοποιώαντί(το) εξάρτημα του αργαλειού όπου τοποθετείται το στημόνιαντίκφα (επιρ) κόντρα, απέναντιαντικ'φάει κάνει αντίλαλο (συνήθως στα βουνά)αντιλογιώμαι απαντάωαντιπροψές παραπροχθέςαντίσκαστος εντελώς ίδιος, όμοιοςαντιστυλιώνομαι βάζω κόντρα, αντιστέκομαι, εναντιώνομαιαντιφκιασμένος ακριβώς ίδιοςαντράλα ζάλη, ντράλααξαίνω αυξάνω, μεγαλώνω, συσσωρεύωαξέβγαλτος ακοινώνητος, άβγαλτοςαπαγαδιάζει μαλακώνει, σταματάει ο πόνοςαπαγάλια (επιρ) σιγά-σιγάαπαγγειάζω βρίσκω μέρος για να προφυλαχτώ από κρύο, βροχή κ.λ.παπαγγερό μέρος όπου δεν φυσάειαπαές άσχετος, άχρηστος, ανειδίκευτοςαπάκια πλαϊνά της μέσης, νεφραμιάαπαλαγό μαλακό φρέσκο ψωμίαπαντέχω προσδοκώαπάντημα συνάντησηαπαντοχή προσδοκίααπαρατημένος διαζευγμένοςαπαρατιώμαι παίρνω διαζύγιοαπάχνιστος χωρίς φαΐ στο παχνίαπέθαντο πολύ γερό πράγμα (ύφασμα κ.λ.π)απείκασμα αντίληψηαπερολόγητος άχρηστος απερίγραπτοςαπίδι είδος αχλαδιούαπιδιά αχλαδιάαπιθαμή πιθαμή (το άνοιγμα μεταξύ αντίχειρα και μεσαίου δακτύλου)απίκ'πα (επιρ) μπρούμυτααπίστομα (επιρ) με το πρόσωπο κάτωαπιστομάω πέφτω κάτω, λιποθυμώ (και απ'στομάω)απιστομισμένος αναποδογυρισμένος, ριγμένος κάτωάπλα(η) ευρυχωρίααπόδετος ξυπόλητοςαποδιαλέουρο ξεδιαλεγμένο, υπόλοιπο επεξεργασίας (φασολιών, καλαμποκιού κ.λ.π.)αποήλα ενοχλητικό και επικίνδυνο αεράκιαποηλός βλάκας, κουτόςαπόθαμπα (επιρ) χαράζονταςαποειάζει φυσάει ελαφρύ αεράκι συνήθως ψυχρό. Αχολογάει ο τόπος από κρότους φωνές κ.λ.παπόειο απόγειο, ελαφρύ αεράκι ενοχλητικό (και απόϊ)αποκαημένος ντροπιασμένοςαποκάνω κουράζομαι πολύ, εξαντλούμαιαποκόβω σταματάω το μητρικό γάλα (κυρίως επι ζώων)αποκομμένος ξεκομμένος, στερημένος το μητρικό γάλααποκοντριασμένος ιδιότροπος, απλησίαστος (από το υπο+χόνδριος)

[10]

αποκορά υπόλοιπο κομμένου δένδρου (από+κουρά)αποκουτουράδα τόλμημααπόλαμπρα (επιρ) μετά το Πάσχααπολάω αφήνω, σχολάζω, (επί ψωμιού: ωριμάζω)απόλυση σχόλασμα εκκλησίαςαπολυσιά αχαλίνωτη συμπεριφοράαπομαζώνω μαζεύω και τα τελευταία. Απομάζωμα = κατακάθι (και μτφρ ελεεινός)αποπαίρνω μαλώνω κάποιον έντονααπόπατος αποχωρητήριοαποπατώ αφοδεύωαπόρριμα νεκρό έμβρυοαπορρίχνω αποβάλω το έμβρυοαπόσκιο μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιοςαποσταίνω κουράζομαιαποσταμάρα κούρασηαπόσωμα υπόλοιπο φαγήτου και κυρίως ποτούαποσώνω λιγοστεύω, τελειώνω την ομιλία μουαποτάζω αποχτάω, εκπληρώνω, καταφέρνωαποταχιά (επιρ) χθες το βράδυαποτώρα (επιρ) προ ολίγου (λέγεται και: απ'τα από τώρα)αποφορά άσχημη μυρωδιά σώματος ή ρούχων από απλυσιάαπἰστομος σκεπτικός, μελαγχολικός, δύσθυμοςαράδα σειρά, γραμμήαράθυμος ευέξαπτοςαραλίκι ηρεμία, χρονική επάρκειααραποσίτι καλαμπόκιάρατα-πύρατα (επιρ εκφρ) πολύ μακριά, εξαφανισμέναάραχλος μαύρος, άσχημος, αραχνιασμένοςαρβάλι συνέχεια, χωρίς σταματημό (εκφρ: αυτός το πάει το τσιγάρο αρβάλι)αρβάλια λαβές χάλκινου σκεύουςαργάζω κατεργάζομαι δέρμα, χτυπάω, ταλαιπωρώάργασμα κατεργασία δέρματος, χτύπημα σώματος (έκφρ: του το άργασε το τομάρι απ'το ξύλο)αργασμένος επεξεργασμένοςάργεμα αραίωμα κυρίως σπαρμένου καλαμποκιούαργεύω αραιώνωάργητα(η) καθυστέρησηαργοστόλιστος καθυστερημένοςαρεσιά προτίμησηαριάνι αραιή τσιμεντοκονία (και γιαγλί)αρίλογος αραιοσπαρμένοςαρκανιάζομαι πιάνομαι σφιχτά από κάπου, παλεύω, τσακώνομαι με κάποιοναρμακάς σωρός πετρών στην άκρη του χωραφιούαρματωσιά εξοπλισμός κουδουνιών γιδοπροβάτων. Σύνολο κοσμημάτων. Σύνολο ατομικού οπλισμούάρμη γάλα με αλάτι και νερό που μπαίνει στο βαρέλι τυριούαρμολάϊ μικρό λαγουδάκιαρμυρίζω αλατίζω, δοκιμάζω κάτιαρνάδα θηλυκό αρνί απογαλακτισμένο μέχρι ενός έτουςαρνάρι λίμα για τρόχισμα μαχαιριών, εργαλείων κ.λ.παρναρίζω λιμάρω, τροχάωαρνάρισμα λιμάρισμα,, τρόχισμααρούπωτος αχόρταγος, αγέμιστοςαρποκολάω πιάνω σφιχτάαρποκολιέμαι σφιχτοκρατιέμαιαρταίνομαι τρώω αρτύσιμο, δεν νηστεύω

[11]

άρτυμα όχι νηστίσιμο φαγητόαρύς αραιός, αραιοσπαρμένοςασαρωσιά ακαταστασία, ασκουπισιάασβεστόγουρνα μεγάλος λάκκος για κατάσβεση ασβέστη (μετατροπή από ορυκτή πέτρα σε ασβεστοπολτό)ασημοχόρτι μικρός θάμνοςασκέρι οικογένεια, σύνολο ανθρώπωνασκί σκεύος μεταφοράς υγρών από τομάρι ζώουασκοτούριαστος ο χωρίς έγνοιεςάσογος ακοινώνητος, αυτός που δεν είναι από καλή γενιάασπροβόλημα λαμπικάρισμαασπρόεια χωράφια με άσπρο χώμαασπροκώλα σουσουράδα, σεισοπυγίςασπρομάτιασμα ασθένεια των γιδιώνασπρούδες μεγάλα ασπροκίτρινα κρασοστάφυλααστεριά(η) φυτό της οικογενείας του μέλεγουαστομώνω χάνω την κόψη μου, στομώνωαστόμωτος ελεύθερος, απεριόριστοςαστοχάω ξεχνώαστοχισμένος ξεχασμένος (και αστοχημένος)αστραπόβολο κεραυνοβόλημααστρέχα γείσωμα σκεπής (σλαβ streha)αστρίτης είδος φιδιούασφακιά(η) θάμνος με έντονη μυρωδιάασφάλαγγας μεγάλη αράχνηασωπάνιστος αφοδράριστος, άντυτος, ( και ασωπάνωτος)(κυρίως επί βιβλίων ή τετραδίων)ατάγιστος αυτός που δεν έφαγεα(ν)τζούδι είδος αγγουριούατσάκιστος καλοσιδερωμένος, άνθρωπος καλοντυμένοςατσίγγανος λιγόφαγος, επιλεκτικός, ''μη μου άπτου''ατσοκάνιστος αυτός που δεν ευνουχίστηκεαυτούϊα αυτού δααϋφαντής αράχνηαφαλοκόβω χτυπάω κάποιον καίρια. Αποχωρίζομαι (έκφρ: το ‘χει στ’ αφαλόκομμα)<ομφαλός+κόπτωαφάντιασμα εγωϊσμός, ψωροϋπερηφάνεια. Ξωτικόαφορμίζω μολύνομαι σε πληγή (και κακοφορμίζω)αφσιά το χώμα κάτω από τα έλατα. Κατάληλο για γλάστρες αλλά και περιβόλιααχαμναίνω ασχημίζωαχαμνός κακοσουλούπωτος, αδύνατοςαχάραγα (επιρ) πριν την αυγήάχνα αναπνοήαχταρμάς συλλογή διαφορετικών αντικειμένωναχυρώνα(η) αποθήκη για άχυρο, σανό, τριφύλλι κ.λ.παψώμωτος άγουρος, αγίνωτοςΒβαεναριά(η) σειρά από κρασοβάρελαβαένι βαρέλι για κρασί (ή από το σλαβ vagan που σημαίνει ξύλινη γαβάθα ή από το λατιν vagna)βαζούρα δυνατή κι ενοχλητική φασαρίαβαθρακομάτης αυτός που πετάνε τα μάτια του σαν του βατράχου, γουρλωμάτηςβάϊα(η) δάφνη (επιστημ. δάφνη Απόλλωνος)βαΐζω γέρνωβάϊσμα κλίση, σκύψιμοβαλακρίδα μεγάλη πράσινη ακρίδαβαλμάς ιδιοκτήτης αλόγων για εργασίες (αλωνισμός κ.λ.π) (ρουμάν valma : βοσκός αλόγων) και

βαλμαδιό =σταύλος ίππων[12]

βαμμένο σίδερο που πυρακτώνεται και ψύχεται εναλλάξ, προκειμένου να αποκτήσει σκληρότηταβαμπακέλα γυναικείο άσπρο μαντήλι κεφαλήςβαμπακόπιττα πολτός από βαμβακόσπορο για τάϊσμα ζώωνβαμπακώνω ασπρίζουν τα χείλη ή το πρόσωποβαντάκι συσσωρευμένο χιόνιβαρβατίλα έντονη μυρωδιά αρσενικών γιδοπροβάτωνβαρέλα μικρό ξύλινο βαρέλι για νερόβαριά(η) βαρύ σφυρί με μακρύ στειλιάρι για σπάσιμο πέτρας ( και βαριό)βαριοπούλα μικρή βαριάβαρκό ελώδης τόπος, άδενδρο μέρος που κρατάει νερό (σχετικά ακατάληλο για καλλιέργεια)βασιλεύοντας (επιρ) με τη δύση του ήλιουβασιλεύω δύω ( επί ηλίου ), κλείνω, (επί οφθαλμών ) (έκφρ : βασιλέψανε τα μάτια μου απ' τη νύστα )βασκαίνω ματιάζωβασμίδι κάτι ιδιαίτερα βαρύβάτεμα γονιμοποίηση ζώουβατεύω γονιμοποιώ, επιβαίνω του θηλυκού προς γονιμοποίηση ( πάντοτε επι ζώων )βατσέλα αρμαθιά ξερών σύκωνβατσίνα εμβόλιοβάφω επεξεργάζομαι σε φωτιά-νερό το σίδερο για να γίνει σκληρόβεδούρι (και βεδούρα) ξύλινο σκεύος για γιαούρτι κ.λ.π ( οι μικρές δόγες του, κυρίως από κέδρο )βεζύρης κότσι του ποδιού. Παιδικό παιγνίδι με το κότσι ζώουβελάνι βελανίδι, καρπός βελανιδιάς ή πουρναριούβελέντζα μάλλινο υφαντό για στρωσίδι ή για σκέπασμα ( από το σλαβ velenza )βελούρια ψηλά παρασιτικά αγριόχορταβένω βάζωβερβελιά κόπρανο μικρών ζώωνβερβέρα σκίουροςβερβερίτσα σκιουράκιβεργάδι άρτιο σώμα, ευθυτενέςβερέμης άνθρωπος καχεκτικός (μτφρ ανεπρόκοπος) <τουρκ verem = φθίση, χτικιόβέρτζινος ρέστοςβετούλι κατσίκι ενός και μέχρι δύο χρονώνβίγλα μέρος για κατόπτευσηβιγλίζω αγναντεύω, εποπτεύωβιγλίτσα μικρή τρύπα στο πάνω μέρος της τσίτσας για τρέχει καλύτερα το νερό ή το κρασίβιδάνιο ποσοστό κέρδους σε χαρτοπαιξία, για τον μαγαζάτορα ή τον λεσχειάρχηβιζινές είδος ζυγαριάς με άγκιστροβίκα στάμνα πήλινη με στενό λαιμό και χερούλιαβίκος είδος ψυχανθούς σαν τις φακές που χρησιμεύει ως ζωοτροφήβιλαέτι επαρχία, μέρος επικράτειας <τούρκ vilaetβίμπα (επιρ) γεμάτο ως απάνωβισγάντι είδος καταπλάσματος, επίθεμα για απορρόφηση υγρών οιδήματοςβιταλιά μικρό καρβέλι ψωμί που βγαίνει νωρίτερα απ' το φούρνοβίτσα λεπτή βέργα ( σλαβ vitsa )βιτσέλα μικρή βαρέλα νερού ή κρασιού, κυρίως ξύλινηβλάμης αδερφοποιητός, μπράτιμοςβλαστολογάω κόβω περιττά βλαστάρια του κλήματοςβλογιά ευλογιά (η νόσος)βλοϊά ευλογία (εκκλ λέξη <αρχ ευλογία<ευ+λόγος = καλός λόγος, έπαινος)βόδωμα πρόφτασμα, ικανοποιητικό τελείωμαβοδώνω προφταίνω, προλαβαίνω, καταφέρνω ( απ' το ευοδώνω )βοϊδόπουτσα δέρμα με ''φούντα'' στην άκρη, από το πέος ταύρου, κατάληλο κυρίως για διώξιμο

ενοχλητικών εντόμωνβολά φορά, στιγμή. Δόση κρασιού

[13]

βολιούμαι σκέπτομαι, θέλωβόμπιρας μικρόσωμος άνθρωπος <vampireβομπιριασμένος ιδιότροπος, αναποδιασμένοςβορός μέρος συγκέντρωσης ζώων ( αιγοπροβάτων ή ιπποειδών ). Υπάρχει μετά τα ''ισιώματα'',

τοποθεσία Αλογοβορός, καθώς και μετά το Κεφαλόβρυσο, δεξιά, με την ονομασία : στου Στύλια το βορό

βούζω χτυπάω με λόγια ( του τά 'βουξα ), ή έργα ( του έβουξα μια σφαλιάρα)βούθ’λας βαθύ μέρος σε ποτάμι ( χρησίμευε παλιότερα ως …..πισίνα )βουκέντρα εξάρτημα γεωργικό, συνήθως ξύλο με άγκιστρο στην άκρη για το κέντρισμα των αροτήρωνβούλιο πώμα, βούλωμα σε μπουκάλιβουργάρες μεταναστευτικό πτηνό ( περαστικό απ' το χωριό ), προάγγελος του χειμώνα που έρχεται ( το

όνομα προέρχεται από το Βουλγάρες)βουρδόλακας παμπόνηρος, επιδέξιοςβουρδουλιάζω χτυπάω κάποιον και του ερεθίζω το δέρμαβουρδούλιασμα ερεθισμός δέρματος από χτύπημα ή και τσίμπημα εντόμουβούρλισμα οργή, έξαψη, θυμός, ανησυχίαβουσμός φασαρία, βαζούρα ( και βούξιμο )βραγιά κηπάκι λαχανικών συνήθως σε κατωφέρεια ( λατιν bragida)βρακοζώνα λάστιχο παλαιού γυναικείου εσωρούχουβρασιά ορισμένη ποσότητα δημητριακών, λαχανικών κ.λ.π για μαγείρεμαβραστερό αυτό που βράζει εύκολαβρε(ν)τήκια εύρετρα, η αμοιβή για την εύρεση (προσώπου ή αντικειμένου που είχε χαθεί)βρίζα είδος σίκαλης με λεπτό μίσχοβροντίδι δυνατό χτύπημα, ταρακούνημαβροντιέμαι ταρακουνιέμαι, χτυπιέμαι δυνατάβροχιάζω πιάνω κάτι με θηλιά ( βρόχο )βρωμούσα έντομο με ιδιαίτερα άσχημη μυρωδιάβυζαχτάρι το αμνοερίφιο που θηλάζειβυζοκόβω αποκόβω το νήπιο από το μητρικό γάλαβυζολόγος μπιμπερόΓγαϊτάνι ζώνη με κέντημαγαϊτάνωμα κέντημα γαϊτανιούγαλαζόπετρα θειϊκός χαλκός για απολύμανση ή ψεκασμό αμπελιού κ.λ.πγαλάρα γίδα ή προβατίνα με πολύ γάλαγαλατσίδα είδος χορταρικού σαν το ραδίκιγαλαχτίζω ασπρίζω, ασβεστώνωγαλιάντρα καλλικέλαδο πουλί . Μετφ γυναίκα φλύαρηγαλίκα μεγάλο κοφίνι, κόφα (και γαλίκι ) ( από το λατιν. Galica )γαλικοκόφινο μεγάλο κοφίνι με δυο χερούλιαγαλοτύρι είδος τυριού φέταςγάνα βρωμιά, κυρίως χάλκινων μαγειρικών σκευώνγανιάζω σκάω από δίψα, ταλαιπωρούμαι από υπερπροσπάθειαγάνιασμα δίψασμα, εξάντληση από δίψαγανιασμένος διψασμένος, αφυδατωμένοςγάνωμα η εργασία της επικασσιτέρωσης. Σκεύος ορειχάλκινο (συνηθ στον πληθ : τα γανώματα)γανώνω επικασσιτερώνω τα ορειχάλκινα σκεύηγανωτζής καλαντζής, γανωματζήςγαρδαβίτσα σκληρό εξόγκωμα στο δέρμα , μηρμηγκιά ( ίσως από το σλαβ bradavitca )γαρδούμπα εντόσθια τυλιγμένα με έντερογαρίδιασμα δίψασμαγάστρα σιδερένιο θολωτό σκέπασμα του ταψιού, με στάχτη επάνω, για ψήσιμο φαγητού, ψωμιού

κ.λ.π. Τοποθετείται πάνω στη σιδερωστιάγατσιάζω κακομεταχειρίζομαι κάτι

[14]

γατσιόγλυμα βρώμικο αποφάϊ. Άνθρωπος βρώμικοςγατσιομάλλιασμα ανασήκωμα των τριχών του κεφαλιούγατσιόπουλο μικρό γατάκι ( και γατσιούλι )‘γγιάω εγγίζω (έκφρ : αυτός είναι μη με 'γγιάς, δηλ είναι ‘’μη μου άπτου’’ )γελαδίτσα αεράκι που κατεβαίνει από τον Παρνασσό στην ανατολική πλευρά της Σουβάλαςγεννήματα καρποί, εισοδήματα, προϊόντα γεωργικής παραγωγήςγεννητάτος ( επιρ εκφρ ) από γεννησιμιού τουγέρεμα ανάρρωσηγεροντομοίρι μερίδιο περιουσίας που κρατάνε οι γονείςγεύομαι παιδεύομαι , κουράζομαιγητειά μαγγανεία, μαγείαγιαγλί αραιή τσιμεντοκονία, αριάνι ( ίσως από το τουρ giagli που σημαίνει παχύρευστο, λιπαρό )γιαλούρισμα η ομιλία των μικρών παιδιών,σιγανή ομιλίαγιατάκι καλύβα τσοπάνων, κατασκευή πάνω σε δένδρο για κρυψώνα ή για ξεκούρασηγιατρικό φυτό ή ιδιοσκεύασμα κατάληλο για ίασηγιατροπορεύομαι γιατρεύομαι με πρόχειρα μέσαγιαχνί είδος μαγειρέματος ( τουρ λέξη )γίδι αίγα ή τράγος. Μετφ αγροίκος άνθρωποςγιδιά(η) ασκί από τομάρι γιδιού, για μεταφορά κρασιού κυρίως ( παλιά το χρησιμοποιούσαν και για

τουλουμοτύρια )γιδοβύζι πουλί που βυζαίνει τις γίδες ( επιστημ αιγοθηλή )γιδοξούρι γίδι κουρεμένο ( μετφ αγροίκος άνθρωπος )γιδόστρατα στενό μονοπάτιγινάτωμα θύμωμαγινομἐνη μάλλινη κουβέρτα σαν φλοκάτηγιόμα περί την δεκάτη πρωινή ( έκφρ : ολούθε γιόμα, στη Ζ’βάλα ακόμα )γιοματάρι πρόσφατα ανοιγμένο κρασοβάρελογιομίδια υλικό γέμισης στρωμάτων, μαξιλαριών κ.λ.πγιορντάνι περιδέραιογιούκος σωρός από κλινοσκεπάσματα (πρώτη εκδοχή από το τούρκ guk, δεύτερη από το οίκος )γιούρια (ως επιρ έκφρ) επίθεση, έφοδοςγκαβάνα συρτό μυξόκλαμα (έκφρ : έβαλε κάτι γκαβάνες!!!!!! )γκαβίζω αλληθωρίζωγκάβισμα αλληθώρισμα, γκαβωμάραγκαβός στραβός, αλλήθωροςγκαρίζω φωνάζω δυνατά ( μετφ διψάω πολύ, υποφέρω πολύ )γκαρίλα χοντρή φωνασκίαγκαστριά εγκυμοσύνη ( και γκάστρωμα αλλά και γκαστρολόγημα )γκαστρώνω γονιμοποιώ ( μετφ ενοχλώ κάποιον υπερβολικά )γκέμι χαλινάρι, ηνίογκεσέμι μεγαλόσωμα ζώο, αρχηγός κοπαδιού ( συνήθως μουνουχισμένο ) ( από το τουρκ gossem )γκιζεράω περιπλανώμαι άσκοπα ( από το τουρ gezi περίπατος )γκιζέρισμα περιπλάνησηγκιόσα καστανή γίδα ή προβατίνα μεγάλης ηλικίας ( αλβαν giosa )γκλαβανή μικρό άνοιγμα ( με πορτάκι ) στο ταβάνι ή στο πάτωμα ( από το σλαβ glavani )γκλαμούρα κλαδί γεμάτο καρπούς (κεράσια, κορόμηλα κ.λ.π )γκλιτσάρι το ίσιο ξύλο της γκλίτσας, συνήθως από αγρελίδι, μέλεγο κ.λ.πγκόλφι φυλαχτό, εγκόλπιογκουμανάτος παχύς, δυσκίνητοςγκουμούτσα μεγάλο κομμάτι ψωμιού ή κρέατος κ.λ.πγκούρλιασμα ταλαιπωρίαγκούσια πρόλοβος πουλερικών ( από το σλαβ gusa )γκουσομανάω κοντανασαίνω λόγω πολυφαγίας ή πάχουςγκουσομάνημα λαχάνιασμα, κοντανάσα

[15]

γκουστέρα σαύρα (από το σλαβ guster )γκουστερόπουλο μικρό σαυράκι, σαμιαμίδιγκούτικας αυχένας ( και κούτικας )γκράνα μεγάλο κομμάτι χώματοςγκράνας άνθρωπος μονοκόμματος, αγύριστο κεφάλιγκρας είδος παλαιού οπισθογεμούς τουφεκιού ( εφευρέτης του ο Gras)γκρεμίλα απότομος μεγάλος γκρεμός (μετφ άσχημη κατάσταση)γκρεντάλι ψηλός άντραςγλύνα χοιρινό λίποςγλωσσιάζω δοκιμάζω φαγητό με την άκρη της γλώσσαςγλωσσίδι ο στούμπος της καμπάνας. Κλειτορίδαγνέμα νήμα που έχει προέλθει από γνέσιμο 1)<γνέθω (νήμα) 2)<νεύω (νεύμα)γοικιασμένος τακτοποιημένος σε γοίκογοίκος σωρός τακτοποιημένων κλινοσκεπασμάτων ( και γιούκος) ( ή από το οίκος ή από το τουρκ

yuk=σωρός κλινοσκεπασμάτων)γούϊα(Η) ούγιαγουϊτό με ούγια ( έκφρ : ὐφαινε πανί γουϊτό )γουλιά (τα) παντζάριαγουμάρι γάϊδαρος ( και γ(ου)μαρ(ι)κό )γ(ου)μαρόγαλα γάλα γαϊδούρας ( ιδιαίτερα ιαματικό για τον κοκκύτη )γ(ου)μαροπάζαρο γαϊδουροπάζαρογ(ου)μαροψάλιδο χοντρό ψαλίδι για ζώαγούπατο βαθούλωμα σε βουνό, κοίλωμαγουργούλι μικρό κουδουνάκι. Μικρή ντομάταγουρδουμπούλι εξόγκωμα, σπυρί μεγάλογουρμάζω ωριμάζω ( μετφ δέρνω πολύ κάποιον )γούρμασμα ωρίμασμαγούρνα στέρνα νερού, μεγάλη λακκούβα, περίκλειστη με βουνά ορεινή περιφέρειαγούρνιασμα σκάψιμο γούρναςγουρνούλα μικρή γούρνα, μικρή πηγούλαγουρ(ου)νοτσάρουχα χοντρά παπούτσια από δέρμα γουρουνιούγοφιάζω συμμαζεύομαι για να ξεκουραστώ και να πάρω ελαφροΰπνιγραδέρνω γραδάρω, μετράω τους βαθμούς γενικώς (και κυρίως του μούστου)γράδος βαθμός μέτρησης οινοπνεύματος στο μούστογράνα αυλακιά χώματος στο χωράφι, όριο, σύνορο ( από το σλαβ grana )γράπωμα σύλληψη, πιάσιμο, κοκκάλωμα ( και γράπιασμα )γραπώνω πιάνω, συλλαμβάνω με απότομη κίνηση κάτιγρέζια ρινίσματαγρέκι καλύβα τσοπάνων, πρόχειρο στέκι γιδοπροβάτωνγρεκιάζω φτιάχνω γρέκι, τακτοποιώ τα γιδοπρόβατα σε πρόχειρο κατάλυμαγρέκιασμα ύπνος, διανυκτέρευση ( κυρίως επί ζώων )γρίτσες βρασμένα φασόλια αλάδιαγαγροθάρι μικρό κολοκυθάκιγρούμπα καμπούρα,εξόγκωμαγρουμπανιά χτύπημα στην πλάτη με γροθιάγρουμπούλι εξόγκωμα, μικρό εκβλάστημα κάτω από το δέρμαγρουμπουλιάζω εξογκώνεται κάτι πάνω μουγρουμπουλιασμένος εξογκωμένοςγυαλί ποτήρι. Μεταθανάτια τελετή στο σπίτι του νεκρού. Καθρέπτηςγυαλίζομαι καθρεφτίζομαι. Γυάλισμα =καθρέφτισμαγυναικομάνι πλήθος γυναικώνγυρίστρα σιδερένια βέργα γυριστή στην άκρη για κύληση ρόδας ή σιδερένιου στεφανιού ( παιδικό

παιχνίδι )γυφτίζω ξεγελάω κάποιον με ψέματα

[16]

γυφτολασιά ακαταστασία, βρωμοκατάστασηγύφτος αθίγγανος, σιδεράςγυφτοφαμελιά ακατάστατη οικογένεια (και γυφτόσογο )γωνιά η γωνία του δωματίου με το τζάκι ( και αγκωνή )γώνιασμα κατασκευή γωνίας σε οίκημα, έπιπλο, πέτρα κ.λ.πΔδαδί κομμάτι ρετσινωμένου ξύλου για προσάνναμα ( κυρίως πεύκινου )δακωσιά δαγκωματιά, μπουκιάδαμάλι νεαρός ταύρος ( μετφ νεαρός ή δυνατός άνδρας )δανεικαριά ανταλλαγή εργασίας στα χωράφια κ.λ.πδαρτός ραγδαίος ( δαρτή βροχή )δασύ πυκνόδαυλί αναμμένο ξύλο. Πολύ μεθυσμένος άνθρωποςδαυλίτης ασθένεια σιτηρών, στάχωμαδαχλιές δακτυλιές αποτυπώματα δακτύλωνδεκείλια ( επιρ ) εκεί δίπλα ακριβώςδεματικό χοντρό σκοινί από σίκαλη ή βρίζα, για δέσιμο δεματιών σιτηρών. Μετφ ο πολύ άγριος

καυγάς ( έκφρ : γίνανε δεματ’κό )δέντρα βελανιδιές, ντούσκαδέντρινος από ξύλο βελανιδιάςδέση διασταύρωση νεραύλακων, ή και σμίξιμο δυο ποταμιώνδεύτερα (επιρ) ύστεραδευτερίζω κάνω εργασία (κόβω τα ξεβλάσταρα) στο αμπέλιδευτέρισμα αμπελουργική εργασίαδηλοί φανερώνεται ( επί ονείρων : επαληθεύεται )δημοσιά κεντρικός επαρχιακός δρόμοςδιάβα διάβαση, πέρασμαδιαβαίνω περνάωδιακονεύω ζητιανεύωδιακονιάρης ζητιάνοςδιαλαλάω ανακοινώνω, διακηρύττωδιαλεντίτσες βιολέτεςδιαλέω ξεχωρίζω, διαλέγωδιαολόπραμα ζωηρός άνθρωπος, ζιζάνιο (και επί ζώων )διασίδι νήμα για ύφανση στον αργαλειό ( ισομεγέθεις κλωστές που τυλίγονται στο αντί )διάστρα εκεί όπου ιδιάζονται τα νήματα ( γνέματα) ( και ιδιάστρα )Διάτα(Η) συμβουλή ( και διάταμα)διατάζω συμβουλεύωδιαταμένος δασκαλεμένοςδιάτανος διάβολος, δαίμοναςδιαφίζω θειαφίζω κυρίως αμπέλιαδιαφοπάνι θειαφόπανο, ειδικό σακκούλι που μπαίνει το θειάφιδιάφορο όφελος, κέρδοςδιβολίζω οργώνω για δεύτερη φοράδικέλι γεωργικό εργαλείο σιδερένιο ή ξύλινο με δυο δόντιαδικούλι γεωργικό εργαλείο με μακρυά ξύλινα ή σιδερένια δόντια για άχυρα, σανό κ.λ.πδικράνι γεωργικό εργαλείο για λίχνισμαδίμιτο βαμβακερό ύφασμα…….διπλάρικα δίδυμαδιχάζω ξεχωρίζω κάτι σε σκοτεινό μέρος, διακρίνωδιχαλωμένος πιασμένος σε διχάλαδιχαλώνω πιάνω σε διχάλαδίχασμα ορατότητα σε σκοτεινό μέροςδόγα ειδική κυρτή σανίδα για ξυλοβάρελα ( βενετσιάνικη λέξη )

[17]

δόγιασμα τοποθέτηση δογών σε βαρέλιδραγασιά γιατάκι με κλαδιά πάνω σε δένδρο απ' όπου εποπτεύει και παρατηρεί ο δραγάτης

(αγροφύλακας)δραγάτης αγροφύλακαςδραμάω τρέχω ( και δρέμω ) <έδραμονδραμιάρικα μεγάλα σκάγια κατάληλα για κυνήγι αγριογούρουνουδραμούλα(η) τρεχάλα, πιλάλα (έκφρ : έβαλα μια δραμούλα )δραμώντας (επιρ) τρέχοντας ( και δρέμοντας )δρόγκαλα προσεκτική έρευνα ( έκφρ : έφαγα τα δρόγκαλα για να σε βρω )δρολάπι βαρύ νερόχιονοδρωτσίλα μικρός ερεθισμός στο δέρμα, με σπυράκια εξαιτίας του ιδρώτα <ιδρώς-ιδρωτίλαδωπούλια (επιρ) εδώ κοντάΕέγαξα δίψασα υπερβολικά ( και έρραξα )ειδ' εκεί εκεί ακριβώςειδιάζω τακτοποιώ στημόνι στον αργαλειόείδιασμα βάλσιμο στημονιού στον αργαλειόείδισμα είδος, αντικείμενο, πράγμαελατιάς μέρος με πυκνά έλατα στο βουνόελατόπισσα ρετσίνι ελάτων ( και λατόπσα) μεταξύ των άλλων κατάλληλο και για το στομάχιεξόν (επιρ) εκτός κι ανεξώφυλλα παντζούριαεπιτήδειος καταφερτζής, επαΐωνέφλο μελάτο αυγό ( σύντμηση του έμφλοιο ) ( λέγεται και ορλό )έχητα(τα) το βιός, περιουσίαΖζα ζωντανά, άλογα, μουλάρια, γαϊδούριαζαβεύω γίνομαι ιδιότροποςζαβλάκωμα αποχαύνωσηζαβό ανάποδο, ιδιότροποζαβοπατάω κουτσαίνω, στραβοπατάω. Μετφ παίρνω τον κακό δρόμοζαβός κουτσός ( μετφ; Ιδιότροπος)ζαγάρι κυνηγόσκυλο ( μετφ πονηρός άνθρωπος )ζαερές ζωοτροφές ( απ' το τουρκικό zehire : σιτάρι )ζαλίμι ζωηρό παιδί ( ίσως από το τουρκικό zalim σκληρό, άδικο )ζαμάνι καιρός ( από το τούρκικο zaman που σημαίνει χρόνος )ζάντζα Ιδιοτροπία, εκνευρισμός. Σήκωμα μαλλιών πάνω απ' το μέτωπο ( λέγεται και ……

βοϊδογλυψιά ). Ζαντζεύω = εκνευρίζομαι, γίνομαι εριστικόςζαπατάρης κουτσός, ανάπηρος. (παροιμία: ο κουτσός ο λύκος κι η ζαπατάρα η γίδα κάποτε θα

συναντηθούνε )ζάπι (επιρ) κατανίκηση ( τουρκ λέξη ) ( έκφρ: αυτός δε γίνεται ζάπι )ζάπωμα σύλληψη (στα τουρκ ζαπίτης : χωροφύλακας )ζαραγκλανίζω περιφέρομαι άσκοπα (και ζαραγκλανάω)ζαρίφικος αχαμνός ( έκφρ: αυτό το κοτόπ'λο ήτανε ντιπ ζαρίφ'κο)ζαροκάτσικο ασθενικό κατσίκι ( και ζαρόγιδα )ζαρπί ζόρι, σθένος ( έκφρ : τα κατάφερα με το ζαρπί μου )ζαστάνωμα παγίδευση, γερό σφιχτό δέσιμοζαστανώνομαι δένομαι σφιχτά, παγιδεύομαιζαφταράς αυτός που πίνει πολύζάφτι (επιρ έκφρ) υποταγή, ήττα ( έκφρ: αυτόν δε μπορείς να τον κάνεις ζάφτι )ζάφτω χτυπάω. Πίνω κρασί, ούζο κ.λ.πζάψιμο χτύπημα γερό. Οινοποσίαζγαρλάω ανακατεύω, γαργαλάωζγαρλεύω υποδαυλίζω, ανακατεύω

[18]

ζγράπα τρύπα, σχισμή (ίσως από το σλαβ grob, σε άλλα μέρη ζκγρόπα )ζέβγλα μέρος του ζυγού αροτριαίων ζώωνζεβζέκης κακότροπος, ιδιότροπος ( από το τουρκ zevzeg )ζέγκλας αριστερόχειραςζεγκλό αριστερό ( κυρίως επι άκρων )ζέξιμο βρώμα, αποφοράζερβό αριστερόζερβοκουτάλας αριστερόχειραςζευγάρι δίδυμο ιπποειδών ή βοδιών για όργωμα (έκφρ: ο Θανάσης κάνει ζευγάρι)ζέχνω βρωμοκοπάω, βγάζω αποφοράζημίωμα ζημιά σε χωράφια ή ζωντανάζητάει οργασμός ζώου ( έκφρ: αυτή η γίδα ζητάει )ζιαφέτι γλεντοκόπι, (έκφρ: κάναμε ένα ζιαφέτι απόψε……..) ( απ΄ το τουρκ ziyafet που σημαίνει

γλεντοκόπι)ζιλές(ο) αμάνικο πουλόβερ <γαλ giletζιμπερέκι κατασκευή που ανοίγει την πόρταζιπούνι παιδικό ρούχοζόγκια ἀγρια χορταρικά, ζωχοίζουλάπι μικρό άγριο ζώο ( μετφ άβγαλτος και ακοινώνητος άνθρωπος )ζουμπάω πιέζω και χτυπάω δυνατάζούμπερο ζωΰφιοζουμωμένος ζουμερός, ώριμοςζούρα κατακάθι υγρώνζουρλαμάρα απερισκεψία, τρέλαζούρλια τρέλαζυγιά δυάδα μουσικών οργάνων γενικά (έκφρ: και δυο ζυγιές κλαρίνα)ζυγός ἠ ζεύγλα ξύλινη ή σιδερένια κατασκευή για το ζέψιμο αλόγων η βοδιών στο όργωμαζυγός ξύλινο περιλαίμιο απ' όπου κρεμάνε τα μεγάλα κουδούνια στα γιδοπρόβατα ( λέγεται και

κουλούρα )ζυγούρι αρνί περίπου δυο χρονών ( βυζαντ ζυγούριον )ζύγωμα πλησίασμαζωντόβολο ζωντανό (και ως ύβρις: παλιοζωντὀβολο=κουτός άνθρωπος)ζωχαδιασμένος θυμωμένος, ευερέθιστος <ζωχάδες = αιμορροϊδες <εσωχάδεςζωχιός ζωχός, ζόγκιΗήρα ζιζάνιο των σιτηρώνήτεμα λύσιμο μαγιώνητεύω λύνω μάγια, γητεύωΘθα λα θε να, θα ήθελα ( έκφρ: θα λα τον κοπάναγα αλλά δεν πρόλαβα )θαλάπωμα καίριο χτύπημα, καθήλωμαθαλαπώνω χτυπάω καίρια, ταράζω, κατανικώ ( ίσως από το θαλαμώνω : ενταφιάζω, θάβω )θάμασμα θαυμασμός, εκστασιασμόςθαμπά (επιρ) μισοσκότεινα, ( ξημέρωμα ή βράδιασμα )θάμπωμα βράδιασμαθειαφοπάνι σακούλι με θειάφι για το ψέκασμα (επίπαση) των αμπελιώνθελός θολόςθεραπαή θεραπείαθεραπεύει (με) έχω ήσυχη τη συνείδησή μουθερμαίνομαι ριγώ, πυρέσσωθερμασιά ανησυχία. Πυρετός ελονοσίαςθηλύκι υποδοχή για πιάσιμο κουμπιού ή κόπιτσαςθηλύκωμα κούμπωμαθηλυκώνω κουμπώνω, εφαρμόζω

[19]

θημωνιά σωρός τακτοποιημένων δεματιών σιτηρώνθημώνιασμα συσσώρευση δεματιών σιτηρών (ακολουθούσε το αλώνισμα)θηρίος δυνατός, μεγάλος, πελώριοςθολόσταχτη είδος αλυσίβαςθολούρα συννεφιά, ζάλη, σκοτοδίνηθούρα διάκενο σε κάτι που έπρεπε να είναι εφαρμοστό (δόντια, δόγες βαρελιού, στη

σταφυλόκαδη κ.λ.π )θράκα αναμμένα κάρβουναθράσεμα γιγάντωση, ανάπτυξη, μεγάλωμαθράσιος αδικοχαμένος, αυτός που ''πήγε'' τζάμπαθράψη επιτυχίαθρεψίνη συμπυκνωμένος πολτός από σταφύλια για επάλειψη στο ψωμί κυρίως ( προσέφερε

ενέργεια στα παιδιά τις παλιότερες προ ….μερέντας εποχές )θύμωμα ερεθισμός πληγής, σπυριού κ.λ.πθύμωσε πρήστηκε, ερεθίστηκε (πάντα σε γ’ ενικό)Ιίγκλα δερμάτινη ζώνη που κρατάει το σαμάρι στη ράχη του ζώουιδιάζω περνάω νήματα στον αργαλειό ( στο αντί )ιδιάστρα ειδική κατασκευή για ίδιασμαισιώματα επίπεδο μέρος στο βουνόίσκα μύκητας σε δένδρο ο οποίος χρησιμεύει για το άναμμα τσακμακιού ( ίσως από το λατν esca

που σημαίνει μύκητας )ισκιάδα σκιερό μέροςίτσια μενεξέδες, ίαΚκαβαλάρης οριζόντια δοκός σκεπής. Κεραμίδια στην ένωση ( κορυφή ) της σκεπήςκαβαλίνες κόπρανα μεγάλων ζώωνκαβούκι τσόφλι, καύκαλο χελώνας, περίβλημακαγκέλι αντικρυστός χορός, είδος μουσικής φόρμαςκάδη μεγάλο ξύλινο βαρέλι, ανοιχτό στο πάνω μέρος για το πάτημα σταυφλιών(και τσιμεντένιο)καζάνας αργόστροφος, κεφάλαςκαζαντάω αποκτάω πλούτη.καζάντεμα συσσώρευση πλούτου ( και καζάντι ). Καζάντια(τα) = προκοπή γενικάκαζιάκα αμάνικο γιλέκο. Είδος ξύλινης κατασκευής για μεταφορά οικοδομικών κυρίως υλικώνκαθάριο σταρένιο ψωμίκαϊάρα (επιρ) κούρεμα με την ψιλήκαΐλα φλόγωση, καούρα στομαχιού ( μετφ έντονη επιθυμία, καϋμός )κακαβάκι(το) μικρό καζάνικακαβάκι (επιρ) μεταφορά κάποιου- συνήθως τραυματία- σηκωτούκακάβι μεγάλο καζάνικακαράντζες κόπρανα γιδοπροβάτωνκακοσιότροπος ιδιότροπος, κακοσουλούπωτοςκακοσυναίβατο άσχημο συμβάν, (σύμφωνα με τον δάσκαλο Πέτρο Δημητρίου, η λέξη υπάρχει και στην

απάνω Αγόριανη)κακοφορμίζω μολύνομαι στην πληγήκακοφόρμισμα επιμόλυνση πληγήςκακό'χω επιβουλεύομαι κάποιονκαλάϊ(το) κασσίτερος, υλικό καλατζήδωνκαλαμάρι θήκη κονδυλοφόρουκαλάμι το φυτό καλάμι. Κόκκαλο κνήμης. Σουραύλι, φλογέρακαλαμιά θερισμένο χωράφι σιτηρώνκαλαμίδια μασούρια για τον αργαλειόκαλαμκανάς πελαργός, λελέκι (κανιά σαν καλάμια )καλάνι χοντρό ξύλο σκαμμένο για να περνάει νερό, νεώτερα και τσιμεντένιο ή μεταλλικό

[20]

καλατζής γανωτής, επικασσιτερωτήςκαλέσματα προσκλήσεις για γάμο ( μοιράζονταν από ομάδα φίλων του ζευγαριού, με τη συνοδεία

κρασιού κ.λ.π )καλιάζω συμπίπτω, συναντώκαλιακούδια κάργιεςκάλιασμα συνάντηση, σύμπτωσηκαλιβατσάνα ερωτικό σύμπλεγμα σαλιγκαριών (όταν βγαίνουν από το χώμα μετά τη βροχή)καλιγοσφύρι το σφυρί του πεταλωτήκαλίγωμα πετάλωμακαλιγωμένος πεταλωμένος ( μετφ πανέξυπνος )καλιγώνω πεταλώνω (από το λατν caliga αρβύλα )καλιγωτής πεταλωτήςκαλιμάνα είδος αποδημητικού πουλιού ( μεταναστεύει σε μεγάλα κοπάδια το χειμώνα )καλκάνι αέτωμα στήριξης σκεπήςκαλντερίμι δρόμος στρωμένος με λίθινους κύβουςκαλόγερος φλεγμονή του δέρματος, δοθιήναςκαλοπίχερα (επιρ) ομαλά, εύκολα, με καλό σκοπόκαλοσκαιράω πρωτοτρώγω φρούτο, λαχανικό κ.λ.π στην εποχή του (και καλοσκαιρίζω)καλούδια δώρακαλπουζανιά νοθεία, απάτη,ζαβολιάκαλτεμίρι σιδερένιος σύρτης για να αμπαρώνει η πόρτα, μάνταλο ( τούρκικη λέξη , την άκουσα από

τον μακαρίτη τον μπάρμπα-Χρήστο Κορτσέλη)καλτσοδέτες ελαστικά στηρίγματα καλτσώνκαλτσούνια μάλλινες κάλτσες ( και σκαλτσούνια )καλύβα ( και καλύβι ) πρόχειρο κατάλυμα σε χωράφι ή στο βουνό και μόνιμο σε μαντρί ως κατοικία

του τσοπάνηκαμίνι μέρος όπου ανάβει φωτιά για ειδικούς σκοπούς (εργαστήρι σιδερά, ασβεστοκάμινος )καμισόλα πουκαμίσα, μάλλινη ζακέτακαμουτσίκι μαστίγιο ( και καμτσίκι )καμπαλίτικος θηριώδης, χοντροφτιαγμένος, κρεμανταλάςκαμπανέλια όρχειςκαμπάς όγκος ( ογκώδης κατασκευή σπιτιού κ.λ.π )καμπίσιος κάτοικος χωριών του κάμπου, ο αναφερόμενος στον κάμποκαμπλιάφι καλημαύχι, ( αρχική λέξη : καμηλαύχι ), το καπέλο του παπάκαμπόσος αρκετόςκάμποτ χοντρό βαμβακερό ύφασμακαμπρολάχανο λάχανο, κράμβη, μάπακαμώνομαι προσποιούμαι ότι κάνωκανάβι φυτό κάνναβης που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τριχιών, σκοινιού, υδραυλικές

εργασίες κ.λ.πκαναβίδι χοντρό σκοινί, τριχιάκανάκεμα χάϊδεμακαναπίτσα λυγαριά ( δάνειο από την αλβανική γλώσσα )κανάτι κανάτα, δοχείο νυκτόςκάνιστρο φαρδύ ρηχό κοφίνικαντάρι στατήραςκαντάριασμα ευθυγράμμισηκαντήλα καρπός βαμβακιάς. Σπυρί με πύονκαντήλιασμα σπύριασμα σώματος. Μεσουράνημα ήλιουκάντιο γλύκισμα, ζαχαρωτόκαούρικος καυτερός ( συνήθως επί πιπεριών )κάπα πανωφόρι τσοπάνων από γιδόμαλλοκαπάκια πέτρες επίπεδες ( πλάκες ) για σκέπασμα μαντρότοιχωνκαπακιάζω σκεπάζω ( και καπακώνω )

[21]

καπάκωμα σκέπασμα, κλείσιμοκαπιστράνα χαλινός ( και καπίστρι )καπίστρωμα τοποθέτηση χαλινών, χαλιναγώγησηκαπότα κάπα, πανωφόρι βοσκών από γιδόμαλλοκαπότι κοντή κάπακαπούλια πισινά ζώων (έκφρ: το φόρτωσε μέχρι και στα καπούλια ή το καβαλίκεψε πισωκάπουλα)καπρί αγριογούρουνο αρσενικόκαπριτσιώνω θυμώνω(ιδίως με ασήμαντη αφορμή) <ιταλ capriccioκαραβέλια μεγάλου μεγέθους μαύρα πουλιά, που έρχονται σε σμήνη από τα βόρεια, προάγγελοι του

Χειμώνακάρακλος ύστατος, τελευταίοςκαρακόλι χωροφύλακας. Παραφύλαγμακαρακούζα κρανίο, καύκαλοκαράλης βορειοανατολικός παγωμένος άνεμοςκαραμάνικο μαύρο. Φυλή προβάτων ( τα καραμάνικα )καραμελωτό είδος υφαντού ( και καραμελωτή )καραμούζα κλαρίνο, ζουρνάς ( από το ιταλ carnmusa )καραμουζώνω σφίγγω τα χείλη, δυστροπώ, αποστρέφω το πρόσωποκαραμπούλι μικρή καράφακαραπουτσαριό αδιαφορία, τεμπελιάκαράφα κανάτα κυρίως για κρασίκαραφάνταλο ελαφρύς, ασυλλόγιστος άνθρωπος , επιπόλαιοςκαργαρώνω γεμίζω πολύ κάτι, σφίγγω γεράκαρδάρα μεταλλικό ή ξύλινο δοχείο, κυρίως για γάλακαρελιάζω βγάζω φλύκταινες στο δέρμακαρέλιασμα κοκκίνισμα, ερεθισμός δέρματος κυρίως από αλεργία ή χτυπήματα με βέργακαριοφίλι είδος όπλου του 18ου αιώνα, ενώ καρυοφύλλι είναι είδος φυτού <κάρυον+φύλλονκαριοφιλιά(η) καριοφίλι ( όπλο του 18ου αιώνα ). Το όνομα ως γνωστόν, προήλθε από το πώς διαβάζανε οι

έλληνες την φίρμα Carlo e figli (Κάρολος και υιοί) που το έφτιαχνεκαρκανιάζω ξεροψήνω ( και ξεροψήνομαι )καρκάνιασμα καρβούνιασμακαρκανιασμένος παραψημένος, καρβουνιασμένοςκάρκαρης ρουφήχτρα, καταβόθρα, τρύπα σε ποτάμι, λίμνη κ.λ.π όπου χάνεται το νερόκαρλιάφτης άνθρωπος με μεγάλα πεταχτά αυτιάκαρλιαφτίζω χτυπάω κάποιον στ' αυτιάκαρμαλιάζω καρβουνιάζω, παραψήνω κάτικάρμαλο παραψημένο, καρβουνιασμένοκαρμανιόλα λαιμητόμος. Καταδίκη σε θάνατοκαρμίρης τσιγκούνης, μίζεροςκαρνέλα κάνουλα βαρελιού (κυρίως ξύλινου κρασοβάρελου)καρνήθρες υπολείμματα από καμένα άχυρα κ.λ.π. . Κομμάτια καμένου ξύλου που πετάγονται απ' το

τζάκικαρόδρομος στενός δρόμος που χώραγε ένα κάρο ( συνήθως οδηγούσε σε νταμάρι πέτρας )καρούλα φλύκταινα, ερεθισμός και οίδημα στο δέρμα ( και καρέλα )καρούλι τροχαλία, τροχός με αυλακιά γύρωκαρπίτι μικρό υφαντό χαλίκαρπολόϊ γεωργικό εργαλείο για το λίχνισμακαρτεράω περιμένω, στήνω ενέδρακαρτέρεμα αναμονή, ενέδρακαρτσακλειό πρόχειρο κατασκεύασμα, αποθηκούλα, κοτέτσικαρυά καρυδιάκαρύδι καρπός καρυδιάς. Καρπός βαμβακιάς που δεν έχει ανοίξει. Εξόγκωμα λαιμού ( το μήλο του

Αδάμ )καρυδώνω σφίγγω στο λαιμό, πνίγω κάποιον

[22]

καρύκωμα ούγια για να μην ξεφτάει το ύφασμακαρυκώνω ράβω την ούγιακάσα φέρετροκασέλα μπαούλοκασίδα ψώρα του κεφαλιούκασιδιάρης αυτός που έχει κασίδα, ψωριάρης, ( μετφ ψωροπερήφανος )κασκαρίκα πάθημα, αστείο σε βάρος κάποιουκασμάς γεωργικό εργαλείο για σκάψιμο ( μετφ αστοιχείωτος άνθρωπος )καστραβέτσι αγριοκάρπουζο μικρό, είδος ξυλάγγουρου ( αλβανική λέξη )καταβόθρα βαθύ άνοιγμα σε έδαφος βράχια κ.λ.πκαταβολάδα κλαδί που φυτεύεται στη γη, χωρίς να αποκοπεί από το κυρίως φυτό ( συνήθως κλήμα )καταβολιάζω φυτεύω καταβολάδεςκαταηλιού (επιρ) φάτσα στον ήλιο, χωρίς προφύλαξη απ' τον ήλιοκατακαταή (επιρ) καταγής, πάνω στο χώμακατακέφαλο καρπαζιά, δυνατή σφαλιάρακατακιάζω κατακάθομαι, καταπραΰνομαι, μαλακώνω (απαντάται σε γ’ ενικό)κατακούκλα (επιρ) σκεπασμένος ή ντυμένος βαριάκατακούμπλα (επιρ) σκέπασμα με πολλά βαριά σκεπάσματακατακούτελα (επιρ) στο μέτωποκατανταίνω παρακμάζω, ξεπέφτω, καταλήγω άσχημακατάντημα παρακμή ( και κατάντιο )καταπέφτω γερνάω γρήγορα, απότομακαταπιεσιά γουλιάκατάπλασμα έμπλαστρο, επίθεμακαταρράχτης γκλαβανή για κάθοδο στο υπόγειο σπιτιού ή άνοδο στο ταβάνικατασάγουρα (επιρ) κατάσαρκακατάσαρκα (επιρ) κατευθείαν πάνω στο σώμα ( εκφρ: φόρεσα αυτό το πουλόβερ κατάσαρκα, δηλ χωρίς

φανέλα και πουκάμισο )κατάσβεμα πότισμα χωραφιού με μπόλικο νερό. Μετατροπή πέτρας ασβέστη σε πολτόκατασβένω ξεδιψάω, ποτίζω έντονα χωράφι, μετατρέπω σε πολτό την πέτρα του ασβέστη. (μεταφ πίνω

πολύ κρασί)κατεβασιά απότομη αύξηση ροής νερού σε ποτάμι ή ρέμα λόγω μπόραςκατεβατός αέρας, μάλλον ψυχρός, που κατεβαίνει απ’ τον Παρνασσόκατσαπρόκος δαιμόνιος ( από το ιταλ catcia broka σημαίνει κοντό σουβλί )κατσιαβάνικος ιδιόρρυθμος, δύστροποςκατσιάζω συμπτύσσομαι,κακοσυμμαζεύομαι, λαγιάζω. Κατσιασμένος =κακοσυμμαζεμένοςκατσικομούνουχο ευνουχισμένος τράγος από μικρή ηλικίακατσιούλα κουκούλα συνήθως κάπας ( από το βλαχ caciula )καφοκούτι τσίγκινο κουτί για καφέκαψαλήθρες κομμάτια καμένου ξύλου που τινάζονται απ' τη φωτιάκαψερός δυστυχήςκαψοκαλύβας επικίνδυνος στη συμπεριφορά, τυχοδιωκτικός, ριψοκίνδυνοςκαψούλι καψύλιο (μετφ έξυπνος άνθρωπος )κδέλα στροφή ( από το κορδέλα )κδέλες γενικά δρόμος (κυρίως αμαξιτός ) με στροφέςκέθρο(ς) κέδροςκεθρόμηλα μικροί καρποί του κέδρουκεθροπάλουκο παλούκι από ξύλο κέδρουκειαπάνω (επιρ) εκεί πάνωκεικάτω (επιρ) εκεί κάτω (προφ: κ'κατ')κεμέρι σακουλάκι για τα χρήματακεντρώνω μπολιάζω ( επι δένδρων )κενώνω σερβίρω φαγητό, ( αλλά και αποπατώ )κεραλοιφή φαρμακευτικό παρασκεύασμα για δερματοπάθειες

[23]

κερατένιος πονηρός, διαβόλου κάλτσακερατόψητος πονηρούληςκερατώνω κουτουλάω (αναφέρεται πάντα επί ζώων ). Μετφ: απατώ τον ή την σύζυγοκερατωσιά τα κέρατα τράγου ή κριαριού στο όλο άνοιγμά τουςκερδεύω κερδίζωκερεστές σανός ( τούρκικη λέξη )κερλεντίτσι καρπουζάγγουρο (και τερλεγγίτσι)κερχαναντάς ασυλόγιστος, άμυαλος άνθρωπος αλλά και ''μπουρδελιάρης'' ( από το τουρκ karhane που

σημαίνει μπουρδέλο )κερώνω κιτρινίζω απ' το φόβοκετσές γέμισμα για σαμάρια ή λαιμαργιές ( συνήθως αρνόμαλλο )κεφαλάρι πηγή με πολύ νερόκεφάλωμα σκαρφάλωμα, υπερκέρασηκεφαλώνω αναπτύσσομαι γρήγορα, υπερκαλύπτωκιαπέκει (επιρ) και ύστερακιαρίζω ξελαμπικάρω, ξεκαθαρίζω , ( απ' το ιταλικό chiaro που σημαίνει καθαρό ). Συνήθως

απαντάται σε γ’ ενικό (Εκφρ: άρχισε να κιαρίζει το κρασί)κιλίμι πολύχρωμο υφαντό στρωσίδικιντέρι βάσανο ( έκφρ: όλα τα κιντέρια του ντουνιά…….-αμφότερες τούρκικες λέξεις )κιότεμα φόβος, υπαναχώρησηκιοτεύω φοβάμαι, υποχωρώκιοτής φοβητσιάρηςκιούνι σωλήνας φαρδύς, ξύλινος, πλαστικός, τσιμεντένιος κ.λ.π , λούκι, υδραύλακοκιούνιασμα σωλήνωσηκιργιαρίνα μεγάλο πουλί σαν κίσσακιρκινέζι γερακοειδές πτηνόκιτάπι βιβλίο, παλιό χειρόγραφο, τίτλοι ιδιοκτησίαςκιωμένος συμπληρωμένοςκιώνω συμπληρώνωκλάπα φαρδιά σανίδακλάπας αυτός που έχει ''σπασμένους'' όρχεις, ( και κλαπαρχίδας )κλαπάτσα ασθένεια γιδοπροβάτων (και χλαπάτσα)κλάρα (επιρ) απλωμένα. Κλάρα(η) = μεγάλο κλαδίκλαρί κλαδί, σύνολο τρυφερών κλαδιών. ( μετφ αντάρτικο, ληστεία )κλαρίτης αντάρτης αλλά και λήσταρχοςκλάρωμα κρέμασμα, ανέβασμα, αναρρίχησηκλαρώνω απλώνω κάτι, αναρριχώμαικλασίνα (κυρίως ως επιρ έκφρ) ακαταστασία, ασκουπισιάκλειδοπίνακο ξύλινο σκεύος για ελιέςκλέμι αχαμνό, αδύνατο ( κυρίως επι αιγοπροβάτων )κλουβιαίνω χάνω το μυαλό μου, παθαίνω άνοιακλουπακάω ανακινώ δοχείο με υγράκλουπάκημα ανακάτεμα υγρώνκλούφι θήκη διαφόρων αντικειμένων ( από το κελύφιον, κέλυφος )κλωτσοτύρι τυρί από χοντρό γάλα ( και κλώτσα )κόβοντας (επιρ) σχεδόν ταυτόχρονα, μια προηγείται ο ένας και μια ο άλλος (και συμπανεύοντας)κόγκσες υπεκφυγές, ιδιοτροπίες (και κόνξες)κόθρος σκληρή άκρη ψωμιού ή πίτταςκοθώνι παλιό ογκώδες μεταλλικό νόμισμα (το όνομα προέρχεται απ' το ότι είχε επάνω τον Όθωνα).

Χρήσιμο το κοθώνι και στο παιγνίδι "τόκα"κοϊἀλλαμα κακάσχημη, ανόητη γυναίκα και γενικότερα άνθρωπος (και κουϊἀλλαμα)κοιλούνης άνθρωπος μονοκόμματος, στενόμυαλοςκοιλούνι το στενό μέρος του κασμάκοϊόνος είρωνας, πονηρός, αυτός που κοροϊδεύει (από το επτανησ κογιόνος = αυτός που κοροϊδεύει,

[24]

κογιονάρει)κοιτάζομαι κάθομαι κάτω, ησυχάζω (απ' το κοίτη)κοκεύω σημαδεύω, πετυχαίνω (από το αλβαν koha=κεφάλι)κοκκινόεια χωράφια με κόκκινο χώμακοκκόνι πέος μικρού παιδιούκοκορελιάζω σκαρφαλώνω και κάθομαι κάπουκοκόσια καρύδικόκοτος κόκοραςκοὐκουνας μεγάλη μύγα των ζώων (κυρίως βοοειδών), (πάντα προφέρεται κούκνας)κολαούζος προσκολλημένοςκολάστρα το πρωτόγαλα των αιγοπροβάτωνκολάω ανεβαίνω, σκαρφαλώνω. Ανάβω κερί ή φωτιά. Συμπλέκομαικολἀϊ άνεση, συνήθεια, (έκφρ: πήρε το κολάϊ)κολιγιά συνεταιρισμόςκολιγιάζω συνεταιρίζομαικολιέμαι συμπλέκομαικολιτσίδα ζιζάνιο του οποίου τα σποράκια κολλάνε στα μαλλιά των γιδοπροβάτων. (μετφ

προσκόλληση)κόλλημα σκαρφάλωμα. Συμπλοκή. Άναμμα φωτιάςκολόβιο πουλόβερ αμάνικο (είναι κολοβό, χωρίς μανίκια)κολοκούρισμα ελαφροκούρεμα των οπισθίων των γιδοπροβάτωνκολόκουρο δεύτερης ποιότητας μαλλίκολοκυθομπρίανα φαγητό με πολλά ζαρζαβατικά. (μετφ οι…. σαχλαμάρες)κολτσίνα τράπουλα, παιγνίδι με τράπουλακολυμπίδια βαφτίσιακόλυμπο (επιρ) μούσκεμακομίδι ρητίνη αμυγδαλιάς, ροδακινιάς, βερικοκιάς κ.λ.πκομπανία συντροφιά μαστόρων, οργανοπαιχτών κ.λ.πκομπιάω δυσκολεύομαι, κομπιάζωκομπίνα μηχανή αλωνίσματος σιτηρώνκομποθιά θηλειά, κομποθηλειάκομποθιάζω κάνω κόμποκομποθιασμένος μπερδεμένος, δεμένος κόμποκονάκι κατοικία κυρίως των ποιμένωνκονἰδα ψείρα κυρίως του κεφαλιούκονεύω φιλοξενούμαι, ενδιαιτώμαι προσωρινάκονιάζω εγκαθίσταμαι, φτιάχνω κονάκικοντανάσα λαχάνιασμακοντανασαίνω λαχανιάζωκόντεμα πλησίασμακοντόγιομος σχεδόν γεμάτοςκοντοπάλουκο μικρό παλούκικοντοσυμπάω υποδαυλίζω τη φωτιά με φύσημακοντύλι ειδικό μολύβι για γραφή σε ''πλάκα''κοντύλω(η) όμορφη γυναίκα, κοντυλογραμμένηκοπανάω χτυπάω ρούχα με τον κόπανο. Χτυπάω δυνατά κάποιονκοπάνι(το) μικρός κόπανος. Σανίδα του αργαλειού. Μπούτι κοτόπουλουκόπανος ξύλο φαρδύ στη μια άκρη, για χτύπημα των ρούχων στο πλύσιμο. (μετφ: κουτός, βλάκας)κόπιασμα κούρασηκόπιτσα πιαστήρι ενδυμάτων. Είδος πόρπης ζώνης σε παλιά γυναικεία ρούχακοπἀνα(η) ξύλινη ''σκαφτή'' λεκάνη, όπου έβαζαν τροφή στις κότες ή στα γουρούνιακοπριά σύνολο κοπράνων ζώωνκοπρόχωμα εύφορο χώμα χάρις στην κοπριάκόρα το σκληρό μέρος του ψωμιού

[25]

κορδελάντζος φάρυγγας (κυρίως επι αιγοπροβάτων και πουλερικών)κορδοπάτημα ψωροπερηφάνιακόρδωμα τέντωμα, ψήλωμακορδωμένος τεντωμένος, περήφανος (συνηθως αναφέρεται στο σε στύση ευρισκόμενο πέος)κορδώνω τεντώνω, ψηλώνω, μακραίνω (μετφ πεθαίνω, έκφρ: αυτός τα κόρδωσε)κοριάζει ξεραίνεται η επιφάνεια σε κάτι φαγώσιμο (απ' το πολύ ψήσιμο) (κυρίως σε γ’ ενικό)κόριζα τσιριχτή χαμηλή φωνή, όχι φυσιολογική (και κόρυζα)κορμοφάνελλα φανέλα μάλλινη υφαντήκοὐρος η εποχή του κουρέματος των γιδοπροβάτωνκορφάδες τρυφερές κορυφές κολοκυθιάς (φαγώσιμες)κορφοκολάω μόλις πιάνω απ' το αντί του αργαλειούκοσιά γεωργικό εργαλείο με λεπίδα, για κόψιμο σιτηρών, τριφυλλιού κ.λ.π (και χωσιά)κοσιμάρι ποιμενικό φαγητό από βρασμένο ψιμοτύρι και καλαμποκάλευροκοσκινάω περνάω το αλεύρι (κυρίως) από κόσκινοκόσκινο σήτα με χοντρές τρύπες. Παγίδα για πουλιάκοσμίλα μεγάλη κοσμοσυρροή, ανθρωποσύναξηκοτάω αποτολμάωκοτζάμ (επιρ) ολόκληρος, τόσο μεγάλος (τούρκικη λέξη)( και κοτζαμάν)κότημα τόλμη, αποκοτιάκοτοφώλος αυτός που κάθεται συνέχεια χωμένος στο σπίτικότσι αστράγαλοςκοτσιλιά κουτσουλιά (μετφ απαξιωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο ή πράγμα)κότσιλο σκουπιδάκι, μικρή ποσότητακοτυλάω περιφέρομαι άσκοπα (και κοτυλίζω) (έκφρ: δεν έκανα τίποτα, έτσι χαζοκοτύλιζα)κουβέλι κάδος για σιτηρά χωρητικότητας περίπου 12 οκάδωνκουδούνι (ως επιρ έκφραση) τύφλα στο μεθύσι. Βαρύ κεφάλι από οποιαδήποτε αιτίακουκίστρα μέρος με κατάλληλα χώματα για την καλλιέργεια κουκιώνκούκλα κουβάρι νήματοςκουκουρελιάζω στοιβάζω ατάκτως αντικείμενακουκούρια(τα) μικροί σωροί από πέτρες κυρίως για καθορισμό συνόρων στα χωράφια ή στο βουνό για όρια

βοσκοτόπων (η τοποθέτησή τους, ενίοτε συνεπάγετο και καυγάδες)κουλαντρίζω διευθετώ, εξομαλύνωκουλούκι κέλυφος χωρίς περιεχόμενοκουμανταρίζω περιποιούμαι, τοποθετώκουμαντάρισμα περιποίησηκουμαντάρω διοικώ, κυβερνάωκουμάσι γουρούνα. Μετφ παλιάνθρωποςκουμούλα σωρόςκουμούτσα χεριά σταχυών σιταριού αρκετά γεμάτηκούμπλα (επιρ) παραγεμισμένο (και κουμπλωτό)κούμπλας(ο) σωρός από πέτρες στην άκρη χωραφιούκουμπούρας άσχετος, αγράμματος άνθρωποςκουμπουρέλι το άνθος του πλάτανου αλλά και ο καρπόςκουμπουρέλια φούντες ως γιρλάντα υφαντού.Οι καρποί του πλάτανου. Μετφ όρχειςκουντουριάζω ιδιοτροπώκουντουριασμένος ιδιότροποςκούπα (επιρ έκφρ) πολύ καλά καθαρισμένο μέρος (εκφρ: την κάναμε την αυλή κούπα). Κούπα(η) =

το ''θηλυκό'' μέρος της άρθρωσης των οστώνκουρελού υφαντό στρωσίδι από πολύχρωμα κομμάτια υφασμάτωνκουρίτα πέτρινη ή σκαμμένη ξύλινη μεγάλη λεκάνη (και κουρίτος)κουρκούτι ψημένος χυλός αλεύρων με γάλα. (Μετφ όταν χαλάει κάτι και διαλύεται)κουρκουτιαίνω χαζεύω, παθαίνω άνοιακουρλιαμπάτσος διαλυμένος, χαλασμένοςκούρμπα στροφή δρόμου. Καμπούρα. Καμπύλη αντικειμένων

[26]

κουρμπέτι παρανομία, κοινή θέα (έκφρ: αυτή βγήκε στο κουρμπέτι)κούρνια η φωλιά της κότας μέσα στο κοτέτσι. Κουρνιάζω = κοιμάμαι στην κούρνια (πάντα για τις

κότες) και μετφ επί ανθρώπων, κάθομαι ήσυχα στο σπίτι μουκουρνιαχτός σκόνη, αντάριασμα λόγω σκόνηςκουρντίζω υποδαυλίζω (και κουρτίζω)κουρόγιδο κουρεμένο γίδι (μτφ κακοκουρεμένος άνθρωπος)κουρούνης αξιολύπητος (έκφρ: δεν έχ’ ούτε να φάει ο κουρούν’ς)κουρούπι τενεκεδένιο δοχείο. Μετφ: ανόητος άνθρωποςκούρταλα φασαρίες, ταλαιπωρίεςκουρτίζομαι ντύνομαι στην εντέλειακούσιαλο ανήμπορο γεροντάκικούτα (το) το σκυλί στην παιδική γλώσσακούτελο μέτωπο. Καλή πλευρά πέτρας. Μετφ: μπέσα, φερεγγυότητακούτλας χαλκοματένιο αγγείο για υγρά (από το αρχαίο κότυλος),(πληθ: τα κουτλάδια)κουτούπωμα σύλληψη, πλάκωμα, βάτεμακουτουπώνω πιάνω, σκεπάζω, βατεύωκουτουράδα παράτολμη ενέργειακούτρα κεφάλι, μυαλόκουτρίδι κουρεμένο με την ψιλή μηχανή κεφάλικουτρούζας ο με μεγάλο κουρεμένο κεφάλικουτρούλης μικρόσωμος. Φαλακρόςκούτσαβλος κουτσόςκουτσάφτης αυτός που έχει κομμένο αυτίκούτσικος μικρός (από το τούρκικο κιουτσούκ= μικρό)κουτσοκέρα γίδα με σπασμένο κέρατοκουτσοκεφαλιάζομαι με τριγυρνάει αρρώστια, κάμπτομαικουτσομαδάω μαδάω κάτι υπερβολικάκουτσομάδημα υπερβολικό μάδημακουτσοπατήθρας κουτσός, σακατεμένοςκουτσούβελο μικρό παιδάκικουτσουκέλα ξεγέλασμα, παραστράτημακουτσούκι ξερή αποκορά δένδρου. (μετφ άνθρωπος έρημος) (πάντα προφέρεται κ'τσιούκι)κουτσούνα χαϊδευτικό κοριτσιούκουτσώρου(η) μικρό κοριτσάκικουφάλα σκαμμένος κορμός δένδρου. (μετφ παλιογυναίκα) (από το ρουμ kufala)κουφαλιασμένος κούφιος (κυρίως επί κορμών δένδρων)κουφαρώνω αδυνατίζω πολύ από κάποια σοβαρή ασθένειακούχτι μοναχικός γέρος (έκφρ: μείναμε μοναχοί, δυό κούχτια)κόφα μεγάλο κοφίνι . Μετφ: γυναίκα αμφιβόλου ηθικήςκοφτερίδα πέτρα της οποίας η μια πλευρά είναι κοφτερή σαν μαχαίρικοφτό είδος εργόχειρουκόφτρα μεγάλο πριόνι με δύο χειρολαβές στις άκρες του. Διασταύρωση σε υδραύλακο για μοίρασμα

νερού (ανεβοκατεβαίνει η κόφτρα)κοχεύω σημαδεύω και πετυχαίνω κυρίως στο κεφάλι (από το αλβαν κόχα= κεφάλι). (και κοκκεύω)κόχη αιχμή, γωνία, άκροκοχίς (επιρ) όρθια (με το κεφάλι πάνω)κοψιά ουλή. Σωματική κατασκευή. Κόψιμο τριφυλλιού, βίκου κ.λ.πκόψιμο τάση για διάρροια, ζόρι, στεναχώριακοψοχρονιά (επιρ) πολύ φθηνάκραπακίδα κουδούνι αιγοπροβάτων με μάλλον άσχημο ήχο καθότι τενεκεδένιο. Μετφ: άνθρωπος

ανόητος, λιγόμυαλος, λειψόςκρατάει επι φαγητού ή ψητού που δεν έγινε ακόμακρεατάς κρεατωμένο ζώο για σφάξιμοκρεβατίνα κατασκευή για να απλώνει (κλαρώνει) το κλἠμα

[27]

κρεμανταλάς καλόγηρος για κρέμασμα ρούχων. Μετφ τεράστιος αλλά άγαρμπος άνθρωποςκρεμμυδοφάγος τεράστια ακρίδα που κόβει τους βολβούς των κρεμμυδιώνκρένω μιλάωκριάρι μεγάλο αρσενικό πρόβατο, επιβήτοραςκριγιάς κρέαςκριθαράκι μικρό οίδημα στο ματοτσίνοροκρικέλα μεγάλος κρίκος, (μετφ δημόσιος υπάλληλος και γενικότερα δημόσιο)κρισάρα σήτα για κοσκίνισμακρισάρισμα κοσκίνισμακρίση ομιλία <κρένωκριτσανάω τραγανίζω σκληρό φαγητόκριτσανήθρα σκληρό οστεώδες μέρος (σαν σκληρό ζελέ) ζωϊκού ιστούκριτσάνημα τραγάνισμα σκληρού φαγητούκρούσμα πιοτό, κρασίκρουστός πυκνοϋφασμένος, τραγανόςκσάρα κρησάρα, ψιλή σήτα για κοσκίνισμακύπερη είδος σιτηρών σαν τη σίκαληκυπρέλι μικρό ορειχάλκινο κουδούνικυπρί ορειχάλκινο μεσαίου μεγέθους κουδούνικύπρος(ο) μεγάλο ορειχάλκινο κουδούνικωλάντερο το παχύ έντεροκωλοκαθιά τσαλίμι στο χορό, βαθύ κάθισμακωλοκοσκινάω δουλεύω χωρίς όρεξη, καθυστερώ ηθελημένακωλοκουρίζω κουρεύω χαμηλά τα γιδοπρόβατακωλοκουρισμένο κοντοκουρεμένο αλλά και κακοκουρεμένοκωλομουντουράω υπεκφεύγω, καθυστερώ επίτηδεςκωλονούρι κόκκυγας, τελευταίο κόκκαλο σπονδυλικής στήληςκωλοπανιάζω τσαλακώνω ρούχο, πανίκωλοπετσωμένος πανέξυπνος, καταφερτζήςκωλοπιλάλα μεγάλη βιασύνηκωλοπιλαλάω βιάζομαι πολύ, αγωνιώ για κάτικωλορίζι ριζόπιασμα, παρακλάδι φυτού κοντά στη ρίζακωλοσέρνω πορεύομαι με δυσκολία (έκφρ: καλά κι ας κωλοσέρνομαι)κωλοστουμπάω τεμπελιάζω, κωλοβαράωκωλοστριμμάρα δυσκολίακωλοσφούγγι χαρτί υγείας (παλιότερα, μεγάλο φύλλο ή και ομαλή ……πέτρα)κωλοτρίβω υπεκφεύγωκωλοφούσι παρακλαδάκι φυτού που ''πετάει'' δίπλα στη ρίζακωλοφωτιά πυγολαμπίδαΛλαβάτωμα φόβος, λαχτάραλαβατώνω φοβάμαι, λαχταράω, συγχίζομαιλαγαρά(τα) λαγώνια, περιοχή των γεννητικών οργάνωνλαγαρίζω ξεπλένω, καθαρίζωλαγαρισμένος ξεκαθαρισμένος, φρεσκοπλυμένοςλαγαρός καθαρόςλαγγάζω λαχταράω,λιγώνομαι από επιθυμίαλάγγερο κρασί από νερωμένα τσίπουραλαγγεύω επιθυμώ πολύλαγιάζω ελαφροκοιμάμαι, κρύβομαι όπως ο λαγός (και λαϊάζω)λάγιασμα ελαφροΰπνωμα, κρύψιμο (και λάϊασμα)λαγιασμένος κρυμμένος, ελαφροκοιμισμένος (και λαϊασμένος)λάγιος μαύρος (και λάϊος) (κυρίως επι ζώων-λάγιο πρόβατο)λαγκιόλια τα κομμάτια της φουστανέλας. Μετφ τα μυαλά (έκφρ: αυτουνού του λείπουν λαγκιόλια

[28]

δηλ. χάνει στο μυαλό)λαδικό ειδικό σκεύος, συνήθως τσίγκινο, για το λάδιασμα του φαγητού, ροΐλαζούρι βαμβακερή γαλάζια κλωστή για τον αργαλειόλαήνι λαγήνι, μεταλλικό συνήθως σκεύος για υγράλαθούρι είδος ψυχανθούς δημητριακού, ποικιλία ρεβυθιού, το φυτό της φάβας <λαθύριον <λαθυροςλαιμαριά δερμάτινο λουρί για το λαιμό ζώου, είδος δερμάτινου (γεμιστού) ''μαξιλαριού'' για τον

λαιμό των αροτήρων ζώωνλακάω φεύγω γρήγοραλάκισμα διώξιμο, φευγιό (και λάκιμα)λάκκα επίπεδη έκταση (ξέφωτο) μέσα σε ορεινή δασωμένη περιοχή. Μετφ: έκθεση απορρήτων σε

κοινή θέα (έκφρ: τα έβγαλε όλα στη λάκκα)λάκκος σκαμμένη ελαφρά ενίοτε ή καθαρισμένη γενικότερα, όπου γίνεται το ομαδικό ψήσιμο των

πασχαλιάτικων αρνιώνλακρεντί κουβεντολόϊ, φλυαρία <τουρκ lakridi =φλυαρίαλαμπάδα μετφ: ευθυτενής άνθρωπος, ίσιο δένδρολαμπαδιάζω κατακαίω(ομαι)λαμπάδιασμα κάψιμο, μεγάλη φωτιά, πυρκαγιάλαμπόγυαλο (επιρ έκφρ) κούρεμα με την ψιλή μηχανή (έκφρ: αυτός κουρεύ'κι ντιπ, λαμπόϋαλου)λαμπόγυαλο(το) το γιαλί της λάμπας του πετρελαίου <λάμπα + γυαλί(<ύαλιν<ύαλος)λαμπρός η φλόγα της φωτιάς (έκφρ: αυτός το 'ψησε το αρνί πάνω στο λαμπρό)λανάρα ειδικό εργαλείο για κατεργασία μαλλιού (και λανάρι) (λατιν lanarium βενετσ lanaro)λαναρίζω επεξεργάζομαι μαλλί στη λανάραλανάρισμα επεξεργασία μαλλιού στη λανάραλάπαθα(τα) είδος χορταρικού (και λάπατα)λαπάθιασμα βάψιμο νήματος (γνέματος) μέσα σε βραστό νερό με λάπαθα (παίρνει μπεζ χρώμα)λάσιος δασωμένος, πυκνόμαλλος (επι ζώων)λάστιχο σφεντόνα χωρίς χαλιά (διχάλα) (έκφρ: αυτοί τα σακατέψανε τα τσιρολίθια (σπουργίτια) με

τα λαστιχάδια)λατζιδιάζω κόβω σε λωρίδες, κατακρεουργώλατζίδιασμα κόψιμο σε λωρίδες, σε πολλά κομμάτιαλατόπσα ελατόπισσα, ρετσίνι ελάτουλατσούδι κλαδί ελάτου (από το ελατίδιον)λαυρίζω ζεσταίνομαι υπερβολικά <λαύραλαχίδι κομμάτι χωραφιού (από το λαχνός). Λαχάρικος = ο εκ τύχης εξαρτώμενοςλαψάνες είδος χορταρικού, βρούβεςλεβέτι μεγάλο καζάνιλεβίθες σκουλήκια των εντέρωνλεβουδιές είδος φαγώσιμου χορταρικούλειτρουγιά πρόσφορο, καρβελάκι που το πηγαίνουν στην εκκλησία να το διαβάσει ο παππάς (και

λειτουργιά < λειτουργείαλειψανάβατο ψωμί χωρίς προζύμι. Λειψανάβατος μεταφορικά είναι ο ανεπρόκοπος, αυτός που δεν

εμπνέει εμπιστοσύνη (έκφρ: σα’ λειψανάβατος μ’ φαίνεται ο Κώστας)λειψός κουτός ηλίθιος, ανεπαρκήςλειψοφυράω στερούμαι κάτι, κυρίως φαγώσιμο <φύρα<φυρώλελέκι πελαργός (από το τούρκ leylek )λέσι ψοφίμιλεσιά επιβλητική σωματική δομή (και επί ανθρώπων και επι ζώων)λεφούσι ανθρώπινο πλήθοςλεχάρι άνθρωπος σωματώδης, επιβλητικόςλέχρα τιποτένιος, αλήτης, απατεώναςλητάρι κομμάτι χοντρού σκοινιού <βυζαντ ειλητάριονλητάρωμα σφιχτό δέσιμοληταρώνω δένω κάτι σφιχτά με λητάριλιαμέτι υπάρχουσα (μάλλον καλή) κατάσταση, κατεστημένο (έκφρ: αυτά τα λιαμέτια, τελειώσανε

[29]

τώρα)λιανά κέρματα (και λιανώματα)λιανολίθια μικρά πετραδάκιαλιανολούβια φρέσκα φασόλια, λουβιά (από το λωβοί)λιανός λιγνός αδύνατοςλιανοτάρια ψιλά κέρματα, λιανάλιανοφάσουλα ψιλά φασόλια κυρίως μαύρα (μαυρομάτικα)λιάστρα ηλιάστρα, προσήλιο μέρος κατάλληλο για άπλωμα και ξήρανση καπνούλιατσιάζω τεμαχίζω, συνθλίβωλιβάκωμα υπερβολική ζέστη (από το λίβας)λίβας νοτιοδυτικός καυτός άνεμος (έρχεται απ' τη Λιβύη, ο αρχ Λιψ-Λιβός)λιγαθνός λεπτός, ξερακιανόςλιγδιάρης βρωμερός, λαδωμένοςλιγοθυμιά λιποθυμίαλιγοψυχιά φόβος, οπισθοχώρησηλιθοπάτι σκληρό εξόγκωμα στην πατούσαλιθοσπηλιά κοίλωμα σε πέτρα ή βράχο (φυσικό ή και τεχνητό) για κατακράτηση βρόχινου νερού(Γ. Αυγ)λιμά(τα) ψιλά, λιανάλίμα(η) έντονη πείναλιμάρι 6 (έξη) χερόβολα θερισμένου σταριούλιμάω πεινάω πολύ, επιθυμώ σφοδρά κάτιλιμοσγαρίζω τρέμω από το κρύο, τρεμοχουχουλιάζωλιμπά(τα) όρχειςλίμπα (επιρ έκφρ) καταστροφικάλιμπισιμιός αρεστός, επιθυμητόςλίπα(η) χοιρινό ξύγκι επεξεργασμένο με αλάτι για μαγείρεμα κ.λ.πλισβός ξερακιανός, αδύνατοςλισγάρι γεωργικό εργαλείο. Μετφ επιτήδειος, έξυπνοςλιχνίζω διαχωρίζω (με ξανέμισμα) τον καρπό σταριού κ.λ.π από το άχυρολίχνισμα διαχωρισμός του καρπού από το άχυρο ή τα φλέσουραλίχρα πολυλογία μέχρι εξάντλησης του άλλουλόγγος πυκνό δάσος, έντονη βλάστηση (από το σλαβ longu)λόγγωμα πύκνωμα, φούντωμα βλάστησηςλογγώνει πυκνώνει, φουντώνει με φυτά ένα μέροςλογιάζω κακολογώ, υποδαυλίζω. συλλογίζομαιλόγιασμα συκοφαντία, κακολογίαλογοδόσιμο υπόσχεση αρραβώναλογοφέρνω λογομαχώλοθνάρι οίδημα στο δέρμα, κυρίως στο εσωτερικό των σκελών (γνωστό και ως καλόγηρος)λοστάρι μικρός λοστός, σιδεροπάλουκολουβιά τρυφερά φασόλιαλουβώνει βγάζει φύτρα, δένει λουβιά η φασολιάλούγκα εξόγκωμα, κυρίως ψηλά στο εσωτερικό των μηρών (προέρχεται βασικά από ακινησία, ή

μονόπλευρο βάδισμα)), αλλά και πρησμένα γάγγλια στη μασχάληλουϊδί τούφα μαλλιών, τσουλούφι (έκφρ: θα στα βγάλω τα λουϊδιά σ')λουμάκι αρκετά χοντρό ξύλο, περίπου σαν στειλιάρι ή και χοντρότερο (ίσως από το αρχ λείμαξ-

λειμάκιον = καινούργιο κλαδί δένδρου)λούμη βαλτόνερα, λασπόνερα, λασπώδη ιζήματαλούμιασμα βάλτωμαλουμίνι φυτιλάκι για το άναμμα καντηλιού (από το ποώδες φυτό λούπινο)λούμπα παγίδαλουμώνω κρύβομαι, αποσύρομαι, μαζεύομαιλουρίδα ζώνη, ζωστήραλούρος ομφάλιος λώρος. Μακρύ ξύλο για ''τίναγμα'' αμυγδαλιών, καρυδιών κ.λ.π

[30]

λούτσα (επιρ) γερό βρέξιμο (έκφρ: μ' έκανες λούτσα) (από το σλάβ luza)λούτσισμα καταβρέξιμολόχεμα παρενόχλησηλοχεύω παρενοχλώ, τσιγκλάωλυκοστράτης άνθρωπος που ξέρει τα μυστικά του βουνού και περπατάει σωστά στο βουνό (έκφρ: καλός

λυκοστράτης είναι ο Κώστας…)λυσσακά οριακές ψυχικές δυνάμεις (έκφρ: έφαγα τα λυσσακά μου)λυσσιάρικο λυσσασμένο (κυρίως επί σκυλιών)λύχνος σκεύος που καίει λάδι και φωτίζειλιωμένος άρρωστος, αδυνατισμένοςλιώνω αδυνατίζω κυρίως από αρρώστια, με τρώει το ''σαράκι''λώβα αρρώστια. Μετφ: πρόσωπο, κυρίως γυναίκα, κακού χαρακτήραλώζα (επιρ) συμμάζεμα, κάθεται κάποιος ''στ' αυγά του''λωζιάζω συμμαζεύομαι, κρύβομαι, αποσύρομαιΜμαγάρα βρωμιά, ακαθαρσία, λέραμαγαρίζω βρωμίζω κάτιμάγγανα(τα) φασαρίεςμαγγάνι(το) εργαλείο της υφάντρας για τύλιγμα νήματος. Βαρούλκο για ανάσυρση κουβά πηγαδιού.

Παγίδα για πιάσιμο πουλιώνμαγκλαράς πολύ ψηλός άντρας, κρεμανταλάςμαγκούρα μπαστούνιμαγκούφι έρημο, ακαλλιέργητο, παρατημένο μέρος (από το βυζαντ βακούφιον)μαγουλάδες παρωτίτιδαμαερειό ταβερνείο. Κουζίνα σπιτιούμαζγάλι κρυψώνα, οχύρωμα, απόμερη θέση για ξεκούρασημαζγαλιάζω κρύβομαι κάπου απόμερα και ησυχάζωμαζιά πυκνή συστάδα θάμνων, κυρίως πουρναριώνμάζωμα συγκέντρωση. Φόρα για πραγματοποίηση άλματος. Μετφ: παρακατιανός άνθρωποςμαζώνω μαζεύω, συγκεντρώνω. Συμπτύσσομαιμαθέ(ς) τάχαμάϊδε (επιρ) ούτε, μήτεμαϊμούλι μαϊμού, πίθηκοςμακεδονήσι είδος μαϊντανούμάκα βρωμιάμαλάζω πιάνω, εγγίζω, ζυμώνω κάτιμαλαχαβιός καταφερτζής, μαλαγάναςμαλαχάτεμα χάϊδεμα ερωτικό κυρίως, ανακάτεμαμαλαχατεύω χαϊδεύω, ανακατεύωμαλλιαγρίζω πολυχρησιμοποιώ κάτι σε βαθμό φθοράς τουμαλτέζα ράτσα γιδιώνμαμαλίγκα κουρκούτι από καλαμποκάλευρο, λίπος και τσιγαρισμένα κρεμμύδιαμάματα λιγοστά υπόλοιπα φαγητού ή αντικειμένουμαμμούτα φανταστικό ον, για εκφοβισμό μικρών παιδιών (έκφρ: κάτσε καλά, θα σε φάει η μαμμούτα)μαμούδι σκουληκάκι οσπρίων. Μετφ: άνθρωπος δραστήριος, έξυπνοςμάνα κεντρική μεγάλη πηγή νερού (νερομάνα). Κομμάτι φουστανέλαςμανάλια τα μανουάλια της εκκλησίαςμανάρα γίδα ή προβατίνα που κρατήθηκε για αναπαραγωγήμανάρι εκλεκτό αρνί (μεσν αμνάριον). Προσφώνηση νεαρού φιλικού προσώπουμαναφλίκια ραδιουργίες, υποδαυλίσεις (από το τούρκ munafik = διπρόσωπος)μανιώνω θυμώνω, εναντιώνομαι <μένοςμανταλίδι συμπαγές τούβλο χωρίς τρύπες (μπατικό)μάνταλο σύρτης για ασφάλιση πόρτας, ντουλάπας κ,λ,πμαντάλωμα ασφάλιση πόρτας με το μάνταλο

[31]

μαντάμι νεροτριβή, ντριστέλλα (μέρος όπου πλένονται τα βαριά ρούχα με την ορμή του νερού)μανταμτζής ο εργαζόμενος στο μαντάμιμαντανία μπατανία, υφαντή κουβέρτα για σκέπασμα ή για στρωσίδιμαντζαφλάρι αντικείμενο, εργαλείο. Μετφ: πέοςμαντηλό(το) κεφαλομάντηλο με κόμπους - κρόσσια, μέρος γυναικείας εθνικής ενδυμασίαςμαντρί περιφραγμένο μέρος και οίκημα για τα γιδοπρόβαταμαντρώνω περιφράζω, κλείνω στο μαντρί. Περιορίζω κάποιονμάπας βλάκας, ηλίθιοςμάρα καημόςμαραγκιάζω μαραίνομαι, σουρώνωμαραγκιασμένος μαραμένοςμαράζι καημός <τουρκ maraz . Mαραζιάρης μελαγχολικός, σκανιάρης, πικραμένοςμαραφέτι αντικείμενο. Πέος ή αιδοίομάργωμα κρύωμαμαργωμένος κρυωμένοςμαργώνω κρυώνωμαρή (προσφώνηση) καλή μουμαρκαλάω (και μαρκαλίζω) επιβαίνω, γονιμοποιώ (χρησιμοποιείται πάντα επί ζώων). Προέρχεται από

το αλβαν marrkal = βατεύωμαρκάλισμα γονιμοποίηση ζώων, κυρίως αιγοπροβάτωνμαρκαλισμένος γονιμοποιημένοςμαρκαλιστικά αμοιβή κατόχου επιβήτορος, αφού συντελεστεί επιτυχής επίβαση και εγκυμοσύνη του ζώουμαρκάλος οργασμός ζώου (εποχή οργασμού)μαρμάρα προβατίνα ή γίδα στείρα (ενίοτε και επί γυναικών)μαρνήθρα άγριο χορταρικό (χρησιμοποιείται στις πίττες)μάρτης ασπροκόκκινη κλωστή (τυλίγεται στο δάχτυλο ή τον καρπό προκειμένου να μην κάψει ο

μαρτιάτικος ήλιος αυτόν που το φοράει)μασιά σιδερένιο εργαλείο για ανακάτεμα της φωτιάςμασούρι τεμάχιο καλαμιού για τύλιγμα κλωστήςμασουριάζω τυλίγω γνέμα στο μασούρι (μασούριασμα)μαστορικά αμοιβή μαστόρωνμαστόρικα συνθηματική γλώσσα χτιστάδων (κουδαρίτικα)μαστραπάς πήλινο, γυάλινο ή μεταλλικό δοχείο για νερό ή κρασίματα ξανά (απαντάται ως πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων)μεταβολικού βολικό, πρακτικό, εύκολοματιάζω βασκάνωμάτιασμα βασκανία, αβάσκαμαματίζω ενώνω, συμπληρώνωματρακάς βαρύ σφυρί με κοντό χερούλι (για χτύπημα σε καλέμι)ματσαλάω μασουλάωματσάλημα μάσημαματσαράγκα ξεγέλασμα, απάτη, απατεωνιάματσούκι ραβδί, κομμάτι ξύλου. Δάρσιμο (και ματσούκα)μαυλάω γητεύω, εκμαυλίζω, προσελκύωμαυραγάνι είδος σταριού με μαύρα άγαναμαυρίλα έντονο μαύρο χρώμα. Πυκνή νέφωσημαυρόεια χωράφια εύφορα με μαύρα χώματαμαχαίρα μεγάλο μαχαίρι ,μπαλτάςμαχαλάς γειτονιά (τούρκ mahala)μαχιά(η) δοκάρι ξύλινο που συνδέει τον καβαλάρη με την γωνία της οικοδομήςμαχλέπας ανόητος, κρεμανταλάςμεθύστρες οιδήματα ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιώνμεϊντάνι πλατεία, ανοιχτό μέρος. Ανηθικότητα (επί γυναικών, έκφρ: αυτή βγήκε στο μεϊντάνι) (τούρκ

meydan)[32]

μελά(η) παράσιτο πάνω στα έλατα (ιξός) το οποίο τρώγεται ευχάριστα από τα γιδοπρόβαταμελαδερφός (και μηλαδερφός) ετεροθαλής αδελφόςμελαδιακός ο κατά διαστήματα τρελαμένος, απρόβλεπτοςμελεός φυτό με ίσια κλαδιά, κατάλληλα για ραβδιά, γκλίτσες (μέλεγο, η αρχαία μελία ή μέλιγος )μελιγκόνα είδος μεγάλου μυρμηγκιούμελικόκκι καρπός μελικοκκιάςμελικοκκιά μεγάλο δένδρο με μικρούς μαυροκόκκινους καρπούς, που τρώγονται ώριμοιμελισσοχόρτι χαμηλό φυτό με έντονο άρωμα. Σε μεγάλο υψόμετρο στον Παρνασσό, υπάρχει το άγριο, με

ακόμη πιο έντονο άρωμαμελοπονάω χτυπιέμαι έντονα, βροντιέμαι και πονάω υπόκωφαμεντέρι πάγκος, κρεβάτι (από το τουρ menter)μεράδι μερίδιομερεμετάω επιδιορθώνω, μαστορεύωμεριά(η) κατεύθυνσημεριά(τα) γοφοί, μπούτιαμεριάζω παραμερίζω (μέριασε βράχε να διαβώ)μερομήνια δώδεκα πρώτες μέρες του Αυγούστου(οι αρχαίες ετήσιες). Αποτελούν βάση για ετήσια

πρόβλεψη καιρούμέσα(τα) εντόσθια ζώουμεσακάρης ενοικιαστής που καλλιεργεί χωράφι, αποδίδοντας τα μισά έσοδα στον ιδιοκτήτημεσακάρικα τα χωράφια που καλλιεργούνται μεσακά (και μεσιακάρικα). Και μεσιακάμέση κέντρο πίττας, ψίχα ψωμιούμεσημέρης αργός, αυτός που χαζολογάει άσκοπαμεσιάζω φτάνω κάτι στη μέσημεσοβέζικος όχι ξεκαθαρισμένος, διφορούμενος, διττόςμεσόκοπος μεσήλικαςμεσόραχο το πέρασμα από τη μια ράχη στην άλλη (γνωστή η τοποθεσία μεσόραχο στα ισιώματα)μηλιόρι κατσίκι πάνω από ενός έτους, που γεννάει για πρώτη φορά (βλάχικη λέξη)μιρελός κουτός, αλλοπαρμένος, αλαφροΐσκιωτος (και μερελός – ίσως από το μουρλός)μισιακός μεσιακός, ο καλλιεργούμενος αγρός από ενοικιαστήμισοντραλισμένος μισοζαλισμένοςμισός ανάπηρος, ελαφρόμυαλος (και μισερός)μισότριβη γυναίκα στη μέση ηλικίαμιτάρι χοντρή κλωστή για το στημόνιμιτάρωμα πέρασμα κλωστής στα μιτάριαμ'κιά μπουκιάμόησα κακιά και ύπουλη γυναίκαμοίρα ποσοστό σε είδος έναντι αμοιβής για αγροτική εργασία (π.χ. στη συλλέκτρια βαμβακιού

έδιναν 5% ή 7% )μολάγα πρόχειρη φωλιά αγριογούρουνου ή άλλου άγριου ζώου σε λόχμη, μονιά (Γ. Αυγέρης)μολασίβικος ήρεμος, καλόψυχος, συγκαταβατικός, καλοπροαίρετος, βολικός (και μουλασίβικος -ίσως από

το τούρκ mulayim=καλόβολος)μόλεμα μολυσμένο. Επί ανθρώπων, παλιοτόμαρομολεύω μολύνω, φαρμακώνωμολογάω μιλάω, αφηγούμαιμολόγημα αφήγηση, ομολογίαμονάντερος άνθρωπος αδύνατος αλλά και στριφνόςμοναχοτριβιάρης αυτός που ζει μόνος του, απόμακροςμονιά(η) φωλιά άγριου ζώου, λύκου κ.λ.πμόνιασμα συμφιλίωση, ομόνοιαμονόβολο φυσίγγι με ένα μόνο σκάγιμονοκορδωσιά (επιρ έκφρ) δύο συνεχόμενες εκσπερματίσεις με μία στύσημονοκούκι (επιρ) μονοκοπανιά, όλα μαζίμονόπατα (επιρ) προς τη μια πλευρά

[33]

μονόπλατο χαμηλό οίκημα με μονόρριχτη σκεπή, άχτιστο συνήθως από τη μια πλευράμονόϋνο αλέτρι με ένα υνίμόρα βάρος στο στήθος (πάτημα) κατά τη διάρκεια του ύπνουμούηδε μήτε, ούτεμουθουνιάζω κρυολογάω και κλείνει η μύτη μουμουθούνιασμα φράξιμο μύτης από κρύωμα (και μουθούνα)μουλί στομάχι γιδοπροβάτων (μέρος του στομαχιού)μουλώνω μένω αδρανής, συμμαζεμένος, ακινητοποιημένοςμουνουχάω ευνουχίζω (και μουνουχίζω)μουνουχημένος ευνουχισμένοςμουνούχι ζώο ευνουχισμένο (ως σφάγιο δεν μυρίζει)μουντάρω επιτίθεμαι ξαφνικάμουργέλα βαρεμάρα, τεμπελιάμούρκα κατακάθι, βρωμιά. Συνηθισμένο όνομα σε μουλάρια της ''Ούντρας'' παλιότεραμούρσια βρωμιά, λέρωμα. Στην Ήπειρο το ρήμα μουρσιώνω, σημαίνει συνουσιάζομαιμόϋσα παμπόνηρη γυναίκαμούσγα (επιρ) βρεγμένα πατόκορφα, καταβρεγμένα (από το σλάβ muzga)μουσίτσα μικρό μυγάκι (ίσως σλαβική λέξη)μουσκίδι (επιρ) καταβρεγμένα, (έκφρ : έγινα μουσκίδι απ' τη βροχή)μουσκίδι(το) μοσχαράκιμουσκιό μέρος υγρό, σκοτεινό, βρεγμένο (ιταλ myscus = βαλτότοπος)μούσκλια λειχήνες σε κορμούς δένδρων, βράχων κ.λ.πμουσκφός υποχθόνιος, πονηρούληςμουσμούλι άνθρωπος εργατικός, επιδέξιοςμουστιά φρέσκος μούστος, αγίνωτο κρασίμουστόπιττα μουσταλευριάμουστρούφλω παμπόνηρη γριά (έκφρ: είναι μια μουστρούφλω αυτή….)μουστώνω αποχαυνώνομαι (από ζέστη, πολύ ύπνο, πολύ φαγητό κ.λ.π)μούτα βουβή, άσχημη έκφραση προσώπου (έκφρ: πήρε μια μούτα αυτή….)μουτζούρα μαυρίλα, γάναμουτζούρης μαυρισμένος, λερωμένος με γάνα. Παιγνίδι με την τράπουλαμουτλάκ (επιρ) αποτελεσματικός με τον τρόπο τουμούτος βουβός, απρόσιτος, ενδοστρεφής <λατιν mutusμουτσάνα ψέμαμουτσιάρα μέρος που κρατάει νερό (συνήθως στο βουνό) (από το σλάβικο mocar)μουτσούνα(η) πρόσωπο (και μουτσούνια(τα))μουτσουνιάζω παίρνω άσχημη έκφραση στο πρόσωπομουχλαντάρα βροχερή καταχνιά (και μουχλάντερο)μουχός (και μπουχός) σκόνη από τα άχυρα του αλωνίσματος. Μεταφορικά όταν κάποιος φεύγει

γρήγορα και εξαφανίζεται (έγινε μ(π)ουχός)μουχρίτσα ζιζάνιο σιτηρών και σπαρτών γενικότεραμπα(ν)τανία υφαντή κουβέρταμπαϊλντίζω φτάνω στα άκρα, αποκάνωμπαϊράκι σημαία, λάβαρο. Μετφ ξεσηκωμός (από το τούρκ bayrak = σημαία)μπαΐρι χέρσο λιβάδι (από το τουρκ bayir)μπάκα κοιλιά (από το λατιν baca = μικρός καρπός)μπάκαι μήπωςμπάκακας βάτραχος (και μπακακάκι)μπακαλέος μπακαλιάρος (ευρέως διαδεδομένο παλιότερα το φαγητό, μπακαλέος με μακαρούνια)μπακανιάρης αρρωστιάρης συνήθως από ελονοσίαμπακιρένιος ορειχάλκινοςμπακίρια ορειχάλκινα μαγειρικά (κυρίως) σκεύημπακράτσι χάλκινο σκεύος για υγρά (από το αλβαν bragac-i ή το τούρκ bakrac)μπάλα τόπι. Τοίχος οικοδομής. Συσκευασμένη και δεματοποιημένη ποσότητα τριφυλλιού, άχυρου

[34]

σανού κ.λ.πμπαλαούρο κρατητήριο, φυλακήμπαλόσυρμα σύρμα για δέσιμο τριφυλλιού, άχυρου, σανού κ.λ.πμπαλούρδος γερός, ατρόμητος, αδίστακτος (η κατάληξη -ος χρησιμοποιείται και επι γυναικών: αυτή είναι

μπαλούρδος)….. Πιθανόν να προέρχεται από τον διαβόητο λήσταρχο της Αράχωβας, Μπαλούρδο.

μπαλτίμι δερμάτινο λουρί που κρατάει το σαμάρι και περνάει στα καπούλια κάτω από την ουρά του ζώου (από το σλαβ baldim)

μπάμζα μπάμια (ο καρπός του φυτού μπάμια)μπαμπαλίζω φλυαρώ άσκοπα (ηχοποίητη λέξη)μπαμπανέτσα πίττα με καλαμποκάλευρο (κουρκουτό)μπαμπατσιούλι έντομο, σκαθάρι. Μεταφορικά άνθρωπος ασήμαντοςμπαμπέσης δόλιος, ύπουλοςμπαμπεσιά δολιότητα, ύπουλη ενέργειαμπάνικος όμορφος, ωραίοςμπάντα(η) υφαντό ή κεντητό ύφασμα για τον τοίχο (και πάντα(η))μπαντζανάκια αυτοί που έχουν παντρευτεί αδέρφιαμπαρδάκια δαμάσκηναμπαρουκιάζω πίνω πολύ νερό και πρήζομαιμπαρούτι (ως επιφώνημα) στάχτη και μπούρμπερη!!!!!!μπασιά είσοδος, πέρασμαμπατάλικος βαρύς, δυσκίνητος (από το τούρκ battal)μπαταριά ομοβροντίαμπάτσα χαστούκι, ράπισμα. Μεγάλο κλαδί ελάτουμπάφα άστοχη ενέργεια, ανοησία, κάτι υποδεέστερο του αναμενομένουμπεζαχτάς ταμείο, κεμέριμπεζερίζω κουράζομαι περιπλανώμενος ή αναμένοντας κάτιμπεκιάρης εργένης (από το τούρκικο bekar = ανύπαντρος)μπελόχι μεγάλο ποντίκι, αρουραίοςμπελτές τοματοπολτόςμπερ(ε)κέτι καλό εισόδημα, προκοπή, καλή σοδειά (έκφρ: καλά μπερεκέτια)μπέσα τήρηση υπόσχεσης, εντιμότητα (αλβανική λέξη)μπετχαβά (επιρ) φτηνά, τζάμπα (τουρκ bedava = τζάμπα )μπεχλιβάνης διασκεδαστικός, περιπαιχτικός. Λαϊκός παλαιστήςμπήχνομαι κάθομαι και τρώω πολύ και βιαστικάμπήχνω χτυπάω, παλουκώνω.μπιάρι εργαλείο ξυλογλυπτικής για κατασκευή γκλιτσώνμπιβάδα ψωμί βρεγμένο στο κρασί (από το ιταλικό bevanda)μπικιόνι μεγἀλο τσίγκινο δοχείομπικούνι ειδικό σφυρί με δύο μύτες για πέτραμπιμπίκι σπυρί κυρίως στο πρόσωπο. Μεγάλο σφηκοειδές έντομομπιμπιλωτό κεντημένο γύρω-γύρω μαντήλι, ξομπλιαστόμπινιάρια δίδυμαμπιοφύτης πυώδες έκζεμα στη ρίζα του αυτιού (από το πυοφύτης)μπιρ παρά (επιρ) φτηνἀ, τζάμπα (τουρκ λέξεις = για έναν παρά)μπιρλατίζω πέρδομαιμπιρμπιλόνι ωραιοστολισμένομπιρμπίλω στολισμένη ωραία γυναίκαμπιρμπίνι μυρμήγκιμπιρσίμι (ή μπρισίμι)μεταξωτή κλωστήμπιστάω πηδάω, υπερβαίνωμπλάνα χοντρό κομμάτι χώματος στο όργωμα. Χοντροκομμένη γυναίκα, απίστομημπλατσανάω πλατσουρίζωμπλατσάνισμα πλατσούρισμα

[35]

μπλατσιάζομαι συναντώμαι πρόσωπο με πρόσωπομπλάτσιασμα συνάντηση. Αποπληξίαμπλόκι μεγάλο κομμάτι φαγητού, ψωμιού κ.λ.πμπόλι εμβολιασμός φυτού (κέντρωμα). Ανανέωση, αντικατάσταση σε κομμάτι σπαρμένου ή

φυτεμένου που δεν φύτρωσε καλάμπόλια(η) κεφαλομάντηλο. Ξυγκιά (πουκάμισο) σφαχτούμπολιάζω κεντρώνω φυτό, συμπληρώνω κομμάτι σπαρτούμπολκάκι γυναικεία ζακέτα παλαιοτέρων εποχώνμπομπλάτο ξομπλιαστό. Επί μωρών, τρυφερό, όμορφομπομπότα ψωμί από καλαμπόκιμπομπότσι άνθρωπος κλειστός, άβγαλτος, ακοινώνητοςμπόσικος ετοιμόρροπος, ανέτοιμος, λασκαρισμένοςμποσινάκης καλικάτζαρος. Μικροκαμωμένος και παμπόνηρος άνθρωποςμποσινόβρακο μακρύ ανδρικό εσώρουχομποτσινάρι ποτιστήρι με στενό στόμιομπουγάτσα άζυμη κουλούραμπουγιουρντί εντολή, διαταγήμπούζας θυμωμένος, μουτρωμένοςμπούζι (επιρ) πολύ κρύο (συνήθως αναφέρεται στο νερό (από το τουρκ bouz = πάγος)μπούλες(οι) μασκαρεμένες γυναίκες (τις Απόκριες και του Λαζάρου)μπουλουγούρι πλιγούρι, φαγητό από κομμένο στάριμπούμζα σκυθρωπή και αμίλητη γυναίκαμπουμπούνα δυνατή φωτιά με μεγάλο λαμπρόμπουμπουνιασμένος συμμαζεμένος, κρυωμένος, ενώ μπουμπούνας είναι ο αγράμματος ο αμαθήςμπούνια(τα) ανώτατο όριο καραβιού, γοφοί (έκφρ: αυτός μπήκε μέχρι τα μπούνια στο νερό)μπουρμπούτσαλα οι μικροί στρογγυλοί καρποί της μπουρμπουτσιλιάς. Μετφ: λόγια ανούσιαμπουρμπουτσιλιά θάμνος με αγκαθωτά κλαδιά και βέργες κατάλληλες για γκλιτσάρια (ο αρχ κράταιγος)μπουρντάφ (επιρ έκφρ) γρήγορη φυγήμπούφλα χτύπημα στο πρόσωπο με την ανάστροφη της παλάμης συνήθωςμπουχαρές καπνοδόχος (από το τούρκ buhar = καπνός)μπουχός τρέξιμο, φευγιό, σκόνη, αντάρα (και μουχός)μπράσκα μεγάλος βάτραχος (κυκλοφορεί κυρίως τη νύχτα). Μεταφορικά κακιά γυναίκα (βλαχ brasca

= βάτραχος)μπράτιμος κουμπάρος, φίλος του γαμπρού (σέρβ bratim = πολύ καλός φίλος ή τούρκ bratimma =

αδερφός)μπριάμι φαγητό με πατάτες, κολοκυθάκια, μελιτζάνες κ.λ.π <τουρκ briamμπρισίμι μεταξωτό σκοινίμπροστέλα γυναικεία ποδιά που προφυλάσσει τα φορέματα από το λέρωμαμπροστογιομή παλιός τύπος εμπροστογεμούς τουφεκιούμπροστοκέρα γίδα με τα κέρατα γυρισμένα μπροστάμπροστοκρίαρο κριάρι αρχηγός κοπαδιού (και μπροσταρόκριος)μπροστολάτης ο επικεφαλής ομάδας, κοπαδιού <εμπρός+ελαύνωμπροστότραγος τράγος, αρχηγός κοπαδιούμπροστούρα προτεταμένη κοιλιά, στομάχι μεγάλομπροστύτερα (επιρ) πρωτύτεραμπροχαλίζω περιβρέχω κάτι ψιχαλίζοντάς το (π.χ. μπροχαλίζω τη ζάχαρη σε ένα γλυκό κ.λ.π.)μπροχάλισμα ελαφρύ κατάβρεγμαμυρελός χαζός, ελαφρύς, αλαφροΐσκιωτος (και μερελός – ίσως από το μουρλός). Μυρελιάζω =

χαζευω άσκοπα (και χαζομυρελιάζω)μυριστικά δυόσμος, μαϊντανός, άνηθος, μάραθος κ.λ.πμυτάρι δερμάτινη λωρίδα που μπαίνει πάνω από τη μύτη των γιδοπροβάτων και συγκρατεί το λουρί

του κουδουνιούμύτικας κορυφή λόφουμώκο (επιρ έκφρ) σώπαινε, βγάλε το σκασμό

[36]

μωράβραστο μισοβρασμένο κρέας (έκφρ: καλό κείνο το ζυγούρ' αλλά το φάγαμε ντιπ μωράβραστο)Νναμ παρουσία (και ινάμ) (έκφρ: δεν έδωσε (ι)ναμ(ι) = δεν εμφανίστηκε)νάμα καθαρό αγιασμένο νερόνεραύλακο αυλάκι για πότισμα χωραφιούνεροκράτης υδρονομέας. Τα παλιά χρόνια κανόνιζε τη σειρά στο πότισμα των χωραφιών και

πληρωνόταν από ''ρεφενέ'' των γεωργώννεροκράτια(τα) είδος φαγώσιμου χορταρικούνερομπλέτσι νερόβραστο, άνοστο(και νερομπλούτσι)νερομυαλιάζω χαζεύω, ξεκουτιαίνωνεροτροβιά νεροτριβή, μαντάμινεροφάγωμα μέρος σκαμμένο από την ροή νερούνιά μία. Νέανίλα καταστροφή, καθολική ήττανισάφι (επιρ) έλεος, αρκετάνιτερέσο δοσοληψία, συμφέροννογάω εννοώ, καταλαβαίνωνοιασμένος υποψιασμένοςνοματέοι άτομα, άνθρωποινοριά όρια περιοχής, προσβάσιμο μέρος (έκφρ: εμείς δεν έχουμε νοριά από κεί..) Γ. Αυγέρηςνταβάνι μεγάλη, ενοχλητική μύγανταβαντούρι φασαρία, φασαριόζικο γλέντινταβάς στενό ταψί με ψηλό γείσονταβραντισμένος δυνατός, βαρβάτοςνταγιαντάω βοηθάω, βαστάω, περιθάλπω, φροντίζω,υποφέρω (δεν νταγιαντιέται ο καημός)νταγκλαράς πανύψηλος (τουρκ daglar =αυτός που είναι σαν τα βουνά)νταηλίκι παληκαροσύνηνταής παληκαράς αλλά και ψευτοπαληκαράςντάκος υποστήριγμα, μοχλόςντάλα (επιρ) ακριβώςνταλκάς ερωτικό πάθοςνταμάρι ορυχείο πέτρας. Δυνατής ράτσας επιβήτορας (έκφρ: αυτό το κριάρι θα το κρατήσω για

νταμάρι). Λέγεται και επι ανδρών μάλλον ειρωνικά (χαζοντάμαρο)νταμάχι όρεξη για δουλειάνταμαχιάρης δουλευταράς, επίμονος στην εργασία τουντάμια(τα) ίσια, σταθερά (έκφρ: ήρθα στα ντάμια μου)ντάνα σωρός από αντικείμενα, δέματα κ.λ.πνταούλι τούμπανος. Πρήξιμο σε μέρος του σώματος, οίδημανταουλιάζω πρήζομαι σε μέρος του σώματος (έκφρ: μου πρήστηκε το γόνατο, έγινε νταούλι)νταουσ(ι)άνια δαμάσκηνα, μπαρδάκιανταχταρέλος γύφτος, αθίγγανοςντελικάτος λεπτεπίλεπτος, μυγιάγγιχτοςντένομαι ντύνομαιντερβέναγας αρχηγός, άνθρωπος τυραννικός, σατραπίσκος <τουρκ derven = πέρασμα +αγάςντερέκι ψηλός άνθρωποςντεριώμαι διστάζω, επιφυλάσσομαι, ντρέπομαιντερλίκωμα χόρτασηντερλικώνω τρώω υπερβολικά, χορταίνωντέρτι καημός (τουρκ dert = καημός)ντζανός αυχένας (και τζανός)ντιπ καθόλου, εντελώςντορός (και τορός) ίχνη στο χιόνι, στη λάσπη και συνεπώς μονοπάτι (έκφρ: θα σε βγάλει ο ντορός)ντουϊάκας χαζός, ανόητος, απερολόγητοςντουμάνι πυκνός καπνός, πολλή σκόνη

[37]

ντουμανιάζω γεμίζω καπνόντουνιάς κόσμος (τουρκ dunya)ντουντούζα στέλεχος κρεμμυδιού ώριμου και σποριασμένου στην κορυφήντούρος κραταιός, γερός <ιταλ duro = σκληρός, γερόςντούσκο μικρή βελανιδιά, ''δένδρο'' (από το αλβαν dusk)ντούχνα πυκνός καπνός με έντονη μυρωδιάντουχνιάζω γεμίζω καπνόντράβαλα φασαρίες, ανακατωσούρεςντρίλι φτηνό ύφασμαντριστέλα νεροτριβή (και νεροτροβιά στη Σουβάλα)νυχτερεύω ξενυχτάω μαζί με άλλους για δουλειά (άνοιγμα ''καντηλών'' βαμβακιού, ξεφλούδισμα

καλαμποκιών κ.λ.π.)νυχτέρι ξενύχτι για δουλειές (κυρίως δανεικαριές)νυχτοσκάρι νυχτερινή βόσκηση κοπαδιών γιδοπροβάτωννυχτοσκαρίζω βοσκάω νύχτα το κοπάδι (αυτό γίνεται το καλοκαίρι λόγω ζέστης και ενοχλητικών εντόμων

την ημέρα)Ξξαβόηθο συνδρομή, βοήθεια, υποστήριξηξαγλυστράω υπεκφεὐγω, γλυστράωξαγνανταίνω ξεπροβάλλω, βγαίνω στο αγνάντιοξαίνω επεξεργάζομαι μαλλιά ζώων, βαμβάκι κ.λ.π. στο λανάριξακρίδια απομεινάρια από επεξεργασία ξύλου σε πριονοκορδέλαξακρίζω περπατάω στην άκρη. Κόβω τις άκρες από κάτιξάκρισμα τελείωμα, ομαλοποίηση άκρωνξαλέθω τελειώνω το άλεσμαξαλλάζω βγάζω τα καλά ρούχα και φοράω πρόχειραξάμωμα χειροδικία, απειλή για χτύπημα, επίθεσηξαμώνω απειλώ με χτύπημα, χειρονομώ, επιτίθεμαιξανάβω νοιώθω έξαψηξανακύλημα υποτροπή δυσάρεστης κατάστασης (π.χ. δεύτερο κρυολόγημα)ξάναμμα έξαψηξαναμμένος ο ευρισκόμενος σε έξαψηξαναμπέξα(λ)λα (επιρ) ανάκατα, απρόσεκτα, επιπόλαια (έκφρ: το πήρε ξαναμπέξα(λ)α)ξανάρτυγος αυτός που δεν αρτύθηκε. Ξανάρτητος = ανεξάρτητοςξανασέρνω γυρίζω τα κεραμίδια, επισκευάζω σκεπή (καλύτερος στη εξειδικευμένη δουλειά αυτή ο

μακαρίτης ο μπαρμπα-Γιάννης ο Θάνος (Καράπας))ξαναστρεμμένος καλομαθημένοςξανεμάω ανεμίζω στουμπισμένα φασόλια στάρι κ.λ.π. προκειμένου να διαχωρίσω τον καρπό από

άχυρα, φλούδια κ.λ.π.ξανέμημα διαχωρισμός άχυρου από στάρι, φλουδιών από φασόλια κ.λ.π. με τη βοήθεια του αέρα,

λίχνισμαξανοί ξανοίγει ο καιρός (πάντα σε γ’ ενικό)ξάνοιμα ξάνοιγμα του καιρού, βελτίωση καιρικών συνθηκώνξανόρεχτα (επιρ) χωρίς όρεξηξανοστίζω χάνω τη νοστιμιά μου. Αφήνω κάτι ανάλατοξανοστισμένος αυτός που έχασε τη νοστιμιά του, άνοστοςξαπετάω ανυψώνομαι ψυχικά (έκφρ: αυτός ξαπέταξε απ' τη χαρά του)ξαποσταίνω ξεκουράζομαιξαποσταμένος ξεκούραστος (και ξαπόστατος)ξαργού (επιρ) επίτηδεςξάσιμο επεξεργασία μαλλιού αιγοπροβάτων, βαμβακιού κ.λ.πξαστοχάω ξεχνάωξεβγαλτίκια τελειώματα. Τέλος μιας ενέργειας, προσπάθειας κ.λ.πξεγέννημα τοκετός

[38]

ξεγερεύω αναρρώνω από ασθένεια, τραυματισμό κ.λ.π.ξεγοφιάζομαι βγάζω το ισχίο μου, ταλαιπωρώ τους γοφούς από υπερπροσπάθειαξεδιαρώνω ξεκουράζομαι, μου φεύγει ψυχικό βάροςξεθαλπώνω ανοίγω τη θράκα στη φωτιά (στην παραστιά στο φούρνο κ.λ.π.)ξεθηλύκωμα ξεκούμπωμα. Βγάλσιμο άρθρωσηςξεΐγκλωτη γυναίκα ασύδοτη, αμφιβόλου ηθικήςξεΐσκιωτος απροστάτευτος, χωρίς ιδιαίτερο ψυχικό σθένος. Ξεϊσκιώνεται = έχει απώλεια κύρουςξεκαπίστρωτος ασύδοτος. Ξεκαπίστρωτη: γυναίκα ελαφρών ηθώνξεκάπνισμα καθάρισμα καπνοδόχου (μπουχαρέ)ξεκοπή δουλειά με αποκοπή, εργολαβία κι όχι μεροκάματο, μισθωτική συμφωνίαξεκουτιαίνω χαζεύω, χάνω τα λογικά μουξελακώνω ανοίγω λάκκο γύρω από φυτό. Ξανοίγω τη θράκαξελάστρα ξελακωμένο, καθαρισμένο μέρος μέσα σε πουρνάρια κ.λ.π. κατάλληλο για σπορά κυρίως

δημητριακών (Γ. Αυγέρης)ξεμοιάζω χάνω τα μυαλά μου, ξεφεύγω από την κανονική ζωή (μετχ: ξεμοιασμένος = παρασυρμένος)ξεμονεύω ξετρυπώνω, βγάζω απ' τη μονιά του ζώο κ.λ.π.ξεμοστερεύω ξεψαχνίζω, ξεχωρίζω, βρίσκω, ανακαλύπτωξεμπαρδακώνω διαλύω, καταστρέφωξεμπουρδαλιάζομαι χάνω τα λογικά μου, παρασύρομαι σε κακές ενέργειεςξεμπουρδαλιασμένος παρασυρμένος σε ανοησίεςξενεύω αποκόπτομαι από κάτι, δεν αισθάνομαι, χάνω σιγά-σιγά την επαφή μου με το περιβάλλον

(συνήθως επί ετοιμοθάνατων)ξενικός εισαγόμενοςξενούρα πλήθος ξένωνξεπακιάζομαι μου φεύγουν τα ''πάκια'', συνήθως από βαριά δουλειάξεπεθαρεύομαι παίρνω θάρρος, αποτολμώ σιγά-σιγάξεπεταρούδι μικρό νεογέννητο πουλί, που μόλις βγάζει φτεράξεπέχω υπερέχω, ξεχωρίζω λόγω ύψους, μεγέθους κ.λ.π.ξεπλένω του τα παίρνω κάποιου όλα (συνήθως σε χαρτοπαιξία)ξέπλυμα χάσιμο των πάντων (κυρίως χρημάτων σε χαρτοπαιξία)ξεπονάω λησμονώ φίλους συγγενείς κ.λ.π.ξεπυριαίνω κρυώνω κάτι (γάστρα, κατσαρόλα κ.λ.π.)ξεπυριασμένος αυτός που έχασε πύρα και κρύωσεξεριάς χείμαρρος χωρίς νερόξεροσταλιάζω κουράζομαι από ορθοστασία και αναμονήξεροτσιβούρα κρύος ξερός καιρός με αέραξεσαρίζω σκάβω κατηφορικά χώματαξεσάρισμα δημιουργία κατηφοριάς, πολλές φορές και από πλημύρα κ.λ.πξεσβελιάζω διαλύω, καταστρέφω, αποδεκατίζωξεσβέλιασμα καταστροφή, διάλυσηξεσογιάζω απομακρύνομαι από τους συγγενείς μουξεσπυρίζω βγάζω σπόρους φασολιού ή καλαμποκιού με τα χέριαξεσταχιάζω αποσυνθέτω, διαλύωξεσταχιασμένος λεηλατημένος, διαλυμένοςξεστρούπας ο επιδέξιος να ξετρυπώνει, να αποκαλύπτειξεστρουπώνω ξετρυπώνωξεσυνερίζομαι παραβγαίνω, παρακινούμαι σε άμιλλα, αντιμάχομαι <έριςξεσφαϊάζομαι ξεσβερκιάζομαι (σφαή <σφαγή = λαιμός)ξετάζω ανακρίνω, εξετάζωξετρυφεριαίνω μαλακώνωξετσαουλιάζω βγάζω το σαγόνι κάποιου κυρίως με χτύπημαξετσερεπιάζω καθαρίζω μαντρί, στάβλο κλπ από παλιά κοπριά (τσερέπα) (Γ. Αυγέρης)ξετσιαουλιάζομαι βγάζω το σαγόνι μου από χτύπημα ή και από χασμουρητόξετσιαούλιασμα χτύπημα στο σαγόνι, χασμουρητό

[39]

ξετσιμπλιάζω κόβω τα κεντροβλάσταρα κλήματοςξετσολιάζομαι ξεσκεπάζομαι από σκεπάσματα (κουβέρτες κ.λ.π.)ξετσουμίζωξετσουμίζω ξεβγαίνω δειλά, ξεπετάγομαιξεφτέρι εξαπτέρυγο. Είδος γερακιούξεφυλλιάζω μαρτυράω, μου φεύγουν κουβέντεςξεφυλλίζω περιποιούμαι το αμπέλιξεφύλλισμα εργασία στο αμπέλιξεχαράζει αρχίζει να γεννάει αυγά η κόταξεχαρβάλωμα ολοσχερής διάλυσηξεχαρβαλώνω χαλάω, διαλύωξεχάρτσωμα ξεχρέωμα (άρση του χαρατσιού)ξεχάρτσωτος ξεχρεωμένος, χωρίς υποχρεώσεις (από το ξεχαράτσωτος)ξεχιαίνω ξεχνιέμαιξέχιονο μέρος που δεν το πιάνει το χιόνιξἀϊ(το) ''δικαίωμα'' που κρατάει ο μυλωνάς, ο λαναράς κ.λ.π. επί του προϊόντος που επεξεργάζεταιξίκεμα λιγόστεμα, αφαίρεση πραγμάτωνξικεύω λιγοστεύω, ελαφρώνω κάτι αφαιρώνταςξίκικος ελλιπήςξινάρι τσαπίξινήθρα είδος χορταρικούξιφάρι γερός, καλοθρεμμένος (και επί ανθρώπων και επί ζώων)ξοδιασμένος δαπανημένοςξόμπλι κεντίδι, στολίδιξόμπλι(α)σμα κέντημα, στόλισμα. Έπαινος (μτφρ και κουτσομπολιό)ξοπς (επιρ έκφρ) ξυστά, επιπόλαια (έκφρ: μου έριξε μια μπάτσα αλλά με πήρε ξοπς)ξούρα ξύρισμα. Ψέμαξτερ ύστεραΞτόλαμπρα Χριστούγεννα και ΠάσχαΞ’τού Χριστούγεννα (δηλ του Χριστού)ξυλάγγουρο είδος αγγουριού, αντζούδιξυλοδεσιά ξύλο ανάμεσα στις πέτρες του σπιτιού, το οποίο μπαίνει κατά το χτίσιμοξυλοφάϊ εργαλείο μαραγκού, ράσπαξυλώνω παγώνω από το κρύο. Μένω άναυδοςξύστρα σιδερένιο εργαλείο για καθάρισμα του εσωτερικού των ξυλοβάρελων. Είδος μεταλλικής

βούρτσας για ξύστρισμα ζώωνξυστρί μεταλλικό εργαλείο για ξύστρισμα-καθάρισμα αλόγων, μουλαριών κ.λ.π.ξύψωμα εργασία χωρίς διατροφή, με το μισθό μόνοξοκέλνω εξοκείλω, παρεκτρέπομαι, ξεφεύγω από την τάξη και την ηθικήΟοβριός εβραίοςογκώνω χορταίνω, παραγεμίζω (και ογκώνομαι)ογρατίζω κουράζομαι, εξαντλούμαι από επίπονη εργασίαογράτισμα κούραση, αποκάμωμαόδεμ (επιρ) όταν, τη στιγμή κατά την οποίαοίκιασμα έκθεση προικώου ρουχισμού την προ του γάμου εβδομάδαοίκος στοιβαγμένα με τάξη κλινοσκεπάσματα σε άκρη του δωματιού (και γοίκος και γιούκος)ολοένα (επιρ) συνέχεια, πάντοτεολοσούπητος σύσσωμος, ολόκληροςολούθε παντούόμπιο πύονομπρίζει βγάζει νερό σε κάποιο μέρος, ελάχιστη ποσότητα και μουσκεύει το γύρω χώμα (απ' το

όμβρος =βροχή) (πάντα σε γ’ ενικό)όμπρισμα ανάβλυση νερού κυρίως από διαρροή αλλά και νερού από μικρή πηγούλα (πηγές-

γουρνούλες τις έλεγε ο μακαρίτης Ι. Αλ. Βαλάσκας)[40]

ομπρός (επιρ έκφρ) για τα μπρος δηλαδή ζώο επιβήτορας (έκφρ: θα κρατήσω αυτό το κριάρι για τις ομπρός)

όντα (επιρ έκφρ) ίσα,κυρίως σε ηλικία (έκφρ: μ' αυτόν είμαστε όντα)όντας (επιρ) ότανοργιά παλιό μέτρο μήκους (δυόμισι πήχεις)όργος μεγάλη αυλακιά οργωμένου χωραφιούορλό αυγό μελάτο, έφλοορμηνεύω συμβουλεύωορμήνια συμβουλήόρνιο αρπακτικό μεγάλο πουλί που τρώει ψοφίμια. Μετφ άνθρωπος αστοιχείωτος, μονοκόμματοςούθε (επιρ) όπουουφ (επιρ έκφρ) σκόρπισμα στον αέρα (έκφρ: είχε κάτι λεφτά και τα έκανε ουφ)ὀφερτα(τα) δικαιώματα (έκφρ: δε δίνω όφερτα = δίνω τόπο στην οργή) (Γ. Αυγέρης)όχτος όχθηοχτριά έχτραοχτρός εχθρόςοψιάζω ζαρώνω, ξεραίνομαι, μαραγκιάζω, πολυκαιρίζω (πάντα απαντάται σε τρίτο πρόσωπο)οψιασμένος ζαρωμένος, ξεραμένος (συνήθως αναφέρεται για το κομμένο μέρος κρέατος ή ψωμιού)οψιμίζω έρχομαι αργά, ωριμάζω αργάόψιμος φανερωμένος αργά, σπαρμένος αργάΠπααίνω πηγαίνωπαγάνα παγίδαπαγανιά τριγύρισμα για ψάξιμοπαγγουΐ (επιρ) μετρητοίςπαγγύρι πανηγύριπαγγυριώτης ο επισκέπτης του πανηγυριούπαθής (και παθός) παθών, άρρωστοςπαΐδα κόκκαλο θώρακα. Κυρτό σανίδι σαμαριού (σαμαροπαΐδα)παιδαρέλι μικρό παιδί μέχρι 10-12 χρονώνπαιδεψίλα βασανισμός, μαρτύριοπαιδίνα μ' φιλική προσφώνηση σε νέο-απαιδοκομάω μεγαλώνω, φροντίζω παιδί (αντίθετο του γεροκομάω)παινετάδες εκθειασμοί, τραπεζώματα (που προσφέρει ο αναχωρών) προ της αναχώρησης (αφήνει τις

παινετάδες)παίνια(η) έπαινοςπαίρνομαι παραλύω (εξ ού και το παρμάρα)πάκια γοφοί, περιοχή νεφρώνπαλαμοδέρνω ταλαιπωρούμαιπαλάντζα ζυγαριά παλιά για τις οκάδεςπαλάσκα θήκη για μπαρουτόβολα (και μπαλάσκα-ίσως από το βενετσιάνικο balasca = φυσιγγιοθήκη)παλάτζας άνθρωπος άβουλος, αναποφάσιστος, όχι σταθερός στις απόψεις του, ανεμοδούραςπαλατζέρνω είμαι αναποφάσιστος, αμφιταλαντεύομαιπαλατζόνια χαλινάρια (μετφ συνεταιρισμός ή φιλία απ' όπου και η έκφραση: τα κόψαμε τα παλατζόνια-

όταν υπάρχει τσακωμός)παλεθύρι παράθυροπαλιακός παλαιός, παλαιικόςπαλιατζούρα παλιόπραμαπαλιοδέρμα παλιάνθρωποςπαλιοζάγαρο παλιάνθρωπος, παλιόσκυλοπαλιοκλέμι αχαμνό, αδύνατο (κυρίως επί ζώων)παλιούρι αγκαθωτός θάμνος (χρησιμοποιείται και για περιφράξεις) <αρχ πάλιουροςπαλουκώνομαι κάθομαι κάτω, ακινητοποιούμαιπανιάζω μου φεύγει το χρώμα από το πρόσωπο. Περνάω τον ξυλόφουρνο με βρεγμένο πανί

[41]

πανίτικο βαμβακερό ύφασμαπάντα (η) υφαντό ή κεντητό κάλυμμα για τον τοίχοπανταχούσα απόφαση, έγγραφη αναφορά, ανακοίνωση (και απανταχούσα <προς τους απανταχού)παντίδιος ολόιδιος (έκφρ: είναι ίδιος και παντίδιος)πανωγόμι επιπλέον φόρτωμα (μεταφορικά, μεγάλο βάρος που αναλαμβάνει κάποιος)πανωγράφω χρεώνω ανύπαρκτα χρέηπανωπροίκι πρόσθετη προίκα πέραν της συμφωνημένης στο συνοικέσιοπανωσάμαρα (επιρ) φόρτωμα πάνω από το φορτίο του σαμαριούπανωτίμι επιπλέον της συμφωνηθείσης τιμήςπανωχωρίσιος καταγόμενος ή διαμένων στη απάνω Σουβάλαπαπαδέλες ψημένοι καλαμποκόσποροι (ποπ κορν)παπαδομάνι παπαδοσύναξηπαπάρα βουτηγμένο ψωμί σε κρασί, γάλα, νερό ή ζουμίπαπαρδέλες βλακείες, ανοησίες, ψευτιές, αερολογίεςπαπάρωμα μαλάκωμαπαπαρώνω μαλακώνω, βρέχω παπάρα σε νερό κ.λ.π. , μουσκεύομαι πολύπαραβελάζω ουρλιάζω δυνατά από πόνοπαραβόλα από δω κι από κεί όργωμα και στη μέση χέρσοπαραγκώμι ψευδώνυμο, κοροϊδευτικό όνομα, παρωνύμιοπαραγκωμιάζω προσφωνώ κάποιον με το παραγκώμι αλλά και κοροϊδεύω κάποιονπαραδέ (επιρ ) προπαντόςπαραδέρνω ταλαιπωρούμαι, βολοδέρνωπαραδώθε (επιρ) προς τα εδώπαραηλός ανόητος, τρελόςπαραθέρος παραθερισμός, συνήθως στο βουνόπαράκαιρα (επιρ) πριν της ώρας τουπαραμάζωμα παράσυρσηπαραμάσχαλα (επιρ) κάτω από τη μασχάληπαραμέρα (προστ) πήγαινε παραπέρα, παραμέρισε, κάνε στην άκρηπαράνομα (το) παρωνύμιο, παραγκώμι, παρατσούκλιπαρανταλιάζω εξαντλούμαι από την υπερπροσπάθεια, αποκάνωπαρανταλιασμάρα εξάντληση από επίπονη προσπάθεια (και παραντάλιασμα)πάραξ (επιρ) παρά, εκτός καιπαραπαίρνω προσβάλω, μαλώνω κάποιονπαραπέτο κάγκελο φορτηγού ή κάρουπαραστιά πρόβολος τζακιού (μεταφορικά, παραστιάς χώσιμο =σπιουνιά, υποδαύλιση, κατηγορία)παραστόξυλο σανίδι περιμετρικά της παραστιάςπαραταριά (επιρ έκφρ) με τη σειρά, αδιάλειπταπαρατοράω αποκάνω, κουράζομαι πολύπαρατόρημα κούρασηπαραχέρι βοήθεια, συνδρομήπαράωρα (επιρ) πριν την ώρα τουπαρδαβέλλα μικρός κρίκος για ασφάλιση πόρταςπαρδάλες κοκκινίλες, μπαλώματα, που δημιουργούνται στο εσωτερικό των μηρών, όταν κάποιος,

κάθεται κοντά στη φωτιάπαρδαλός ασπρόμαυροςπαρλιακός ζουρλός, τρελλός, αυτός που λέει πολλές ανοησίες ή κάνει σαχλαμάρες (συνήθως ουδέτ, το

παρλιακό)παρμάρα παράλυση (συνήθης ασθένεια των γιδοπροβάτων)παρόλα(η) ψευτιά, κουταμάραπάρσιμο παράλυσηπαρτσακανιά ύπουλη ενέργειαπαρτσακλιό πρόχειρο καλύβι, παράπηγμαπασαένας καθένας

[42]

πασασάϊκος γερός, χωρίς προβλήματαπασπαλάς χοιρινό κρέας μέσα σε λιωμένο χοιρινό λίποςπασπάλη λίγο χιόνι (έκφρ: είχε ρίξει μια πασπάλη)πασπαλισμένος επιστρωμένος ελαφριά, με χιόνι ή οτιδήποτε άλλοπάστρα καθαριότηταπάστρεμα σιγύρισμα, καθαριότηταπαστρεύω καθαρίζω, συμμαζεύωπαστρικιά γυναίκα αμφιβόλου ηθικήςπαστρικός καθαρός, φρεσκοπλυμένοςπαταγούδι (επιρ έκφρ) μούσκεμα, δυνατό κατάβρεγμα (έκφρ: έγινα παταγούδ')παταγουδιασμένος μουσκεμένος, καταβρεγμένος, κρυωμένος από κατάβρεγμαπατάκα πατάταπατατούκα κοντό παλτόπάτερο χοντρό δοκάρι για στήριξη πατώματος ή ταβανιούπατηλιά (και πατουλιά) μικρός θάμνος, συστάδα χαμηλών φυτών (βλάχικο patuliu = θάμνος)πατἠθρες εξαρτήματα του αργαλειού (ποδοστήρια)πατίκωμα γέμισμα μέχρι πάνωπατόζα μἐρος του αλωνιστικού συγκροτήματος που αλωνίζει το στάρι . Μεταφορικά χοντρή και

δυσκίνητη γυναίκαπατούρα σκαλοπάτι εφαρμογής σε ξύλο, πέτρα, μέταλλοπατσαυλός στραβοκομμένος, στραβοτσάουλοςπατσαυλώνω τσαλακώνω, στρεβλώνωπατσί(το) πατσάς (κυρίως οι κοιλίτσες)πάτσι (επιρ) ισοπαλία, μια η άλληπατσιαλίκια πατσάς και τα συμπαρομαρτούνταπατσιαούρι πατσαβούρα, παλιοπετσέταπατσούνα (επιρ έκφρ) κάτι πολύ μουσκεμένοπαφίλι κομμάτι τσίγκου (και παφλί και πάφλος)παφλοκούμπουρο ψευτοπίστολοπάχνη πρωϊνή δροσιά παγοποιημένη σαν πασπάλη χιονιούπαχνί μέρος που τρώνε τα ζώαπαχνιάζω βάζω το ζώο στο παχνί και το ταΐζωπάχνιασμα τάϊσμα ζώουπάψεις (οι) σχολικές διακοπέςπεδικλειά(η) τρικλοποδιάπεδίκλωμα δέσιμο ποδιών ζώου προκειμένου να πεθάνει (αυτό συνέβαινε παλιότερα στα ισιώματα)πεδικλώνομαι μπερδεύω τα πόδια μουπεδούκλι τριχιά για πεδίκλωμαπεζεύω ξεκαβαλικεύωπεζούλα βραγιά σε κατωφερικό έδαφοςπεζούλι χτισμένος πάγκος, υποστήριγμα πεζούλαςπ(ε)ίρος τάπωμα σε μικρή τρύπα στο πάνω μέρος του βαρελιούπελάντρα (επιρ έκφρ) ανοιχτά διάπλαταπελεκούδι κομμάτι ξύλουπερασιά πέρασμα, ευθυγράμμιση ξύλων, πετρών, τούβλων κ.λ.π.περδικόστημα ετοιμόρροπο κατασκεύασμαπερδικούλα καρδιά, ψυχή (έκφρ: αυτουνού το λέει η περδικούλα του)περιλαβαίνω περιαδράχνω, αναλαμβάνωπερόνιασμα πόνος από το πολύ κρύοπερπάσικος άσκοπα περιπλανώμενος. Συνήθως και το αρσενικό και το θηλυκό αποκαλούνται με το

ουδέτερο: το περπάσικοπερπάσω(η) γυναίκα που τριγυρνάει εκτός του σπιτιού της (και περπάσικη)περτσινέβελος εφαρμόσιμος, καλοφτιαγμένοςπεσκέσι δώρο

[43]

πεσκίρι υφαντό για τύλιγμα και ωρίμανση ζυμωμένου ψωμιού (τουρκ pishir)πέταβρο λεπτό σανίδι, ξακρίδιπετιμἐζι συμπυκνωμένο, πολύ γλυκό απόσταγμα σταφυλιούπετρελέϊ(το) τσίγκινο δοχείο για μεταφορά υγρών, τενεκέςπετσαλήθρα λεπτή φλοίδα κυρίως πέτραςπετσικάρω λασκάρωπέτσωμα σόλιασμα παπουτσιού. Στρώσιμο με σανίδια. Μετφ βάτεμα, συνουσίαπετσώνω σολιάζω. Σανιδώνω. Μετφ βατεύωΠέφτη Πέμπτηπήχη λεπτή επιμήκης σανίδα μέτρησης, μήκους 64 εκατοστώνπιάνομαι κρατιέμαι, τσακώνομαι, ακινητοποιούμαι, παθαίνω λουμπάγκοπιανούμενος αναπτυγμένος, ψωμωμένος, γεμάτος (κυρίως επι ζώων)πιάσιμο ρευματισμοί, νευροκαβαλίκεμαπίγκωμα πνίξιμο, στεναχώριαπιγκωμένος στεναχωρεμἐνος, αγχωμένος πολύπιγκώνω στεναχωρώ, πιέζω στο λαιμόπίγουλη φιδέςπιδέξιος καταφερτζής, επιδέξιοςπικραγγουριά μετφ: φαρμακόγλωσση γυναίκαπικραλήθρα είδος ραδικιούπικροσούκι εξαιρετικά πικρόπίμπα (επιρ) γεμάτο (και βίμπα)πινακωτή ξύλινο κατασκεύασμα για να μπαίνει το ζυμωμένο ψωμί. Κατασκευή για τάϊσμα ζώωνπιπίνι είδος σφυρίχτρας. Μετφ διάρροια (έκφρ: με πήγε πιπίνι)πισπιλώνω επικαλύπτω, γεμίζωπισπιρίγκος μικροκαμωμένος άνθρωποςπιστρόφια πρώτη επίσκεψη της νύφης στο πατρικό της μετά το γάμοπίστρωμα καλό σκέπασμα με κλινοσκεπάσματαπιστρώνομαι σκεπάζομαι καλά με σκεπάσματα στο κρεβάτι‘πίστομα (επιρ) μπρούμυτα <κατ’ επίστομαπισωκάπουλα (επιρ) κάθισμα ή φόρτωμα στα καπούλια του ζώουπλάκα ειδική επιφάνεια με γραφίτη όπου έγραφαν οι παλιότεροι με το κοντύλιπλακολιθιά πέτρωμα, νταμάρι με πλάκες μεγάλες (και πλακοθιά)πλακοσούρα πολυκοσμία (έκφρ: έλα σήμερα, γιατί στις γιορτές θα έχει πλακοσούρα)πλαντάζω αισθάνομαι μεγάλη στεναχώρια, κουράζομαι κυρίως ψυχικάπλαντασμάρα μεγάλη κούραση, ταλαιπωρία, στεναχώρια (και πλανταμάρα)πλαστήρι στρογγυλή σανιδένια κατασκευή, για πλάσιμο των φύλλων πίτταςπλάστης χοντρή βέργα, ίσια και λεία, για να ανοίγει το φύλλο της πίτταςπλάστιγγα επιδαπέδια μεγάλη ζυγαριάπλατσανάω πλατσουρίζω κυρίως σε ρηχά νερά (και μπλατσανάω)πλατσάνημα πλατσούρισμαπλατσιάζω κάνω πλακουτσωτό ένα μεταλικό κυρίως αντικείμενο, πιέζοντάς το ή χτυπώντας το με σφυρίπλατσικοκέφαλος αυτός που έχει πλακουτσωτό το πάνω μέρος του κεφαλιούπλατσικομούρης ο με άσχημο πρόσωποπλέμπα λαουτζίκος, σύναξη κατωτέρων στρωμάτων πληθυσμούπλεξιάνα αρμαθιά σκόρδων και κρεμμυδιώνπλευρώνω κάνω στην άκρη (έκφρ: πλεύρωσε λίγο να περάσω)πλέφαρο βλέφαρο, ματοτσίνουροπλιάντερο είδος σπαρτού λαχανικού των κήπων, κατάλληλο για πίττεςπλιθιάζει μαλακώνει το ψωμί ή το φαγητόπλιότερο (επιρ έκφρ) περισσότεροπλοκάθεται κατακάθεται και δεν φουσκώνει το ψωμί, το γλυκό κ.λ.π(πάντα σε γ’ενικό)πλοκάθισμα κατακάθισμα σε πίττες, ψωμιά, γλυκά κ.λ.π.πλούμισμα διακόσμηση, στόλισμα

[44]

πλουμίδια στολίδιαπλόχερο ποσότητα στη χούφτα του ενός χεριούπόδεμα υπόδησηποδεμένος παπουτσωμένος, αυτός που έχει εξασφαλίσει υπόδησηποδεσιά ζευγάρι υποδημάτωνποκάρι μικρή μπάλα μαλλιού αιγοπροβάτωνπολειφαδιάζω φουσκώνω από το πολύ πλύσιμο και μαλακώνω (από το απολειφαδιάζω)πολκάκι γυναικεία ζακέταπολυτρίχι βρύο που βγαίνει σε υγρά μέρη, κατάλληλο για γιατροσόφιαπομπή ντρόπιασμα, διαπόμπευσηπονεσιάρης συμπονετικόςπορδιάρες είδος άγριου χορταρικού, λαψάνες, βρούβεςπορδοβούλωμα μικροσκοπικός άνθρωποςπορεύομαι αποκτώ εισοδήματα για να ζωπορταδέλα είδος μεντεσέ κυρίως για ντουλάπι, (και ριζές)πορτέλο μικρό πορτάκι στο πίσω μέρος του σπιτιού, σε κήπο κ.λ.π.πορτοπούλα μικρἠ πόρτα, κυρίως σε αποθήκη, κήπο κ.λ.π.πόστα είδος τραίνου. Σωρός. Επίπληξη, μάλωμα (έκφρ: τον έβαλε μια πόστα……). Αργοκίνητος

άνθρωπος (έκφρ: αυτός πάει με την πόστα)ποστιάζω τρακαδιάζωποταμολίθια στρογγυλές πέτρες των ποταμώνποτήρια βεντούζες (έκφρ: πούντιασα, έλα να μου κόψεις ποτήρια )ποτιστικό χωράφι με δυνατότητα ποτίσματοςποτίστρα μέρος ή κατασκευή για πότισμα ζώωνπουγκί είδος πρόχειρης λαχανόπιτταςπούμωμα σκέπασμα, κλείσιμοπουμωμένο (επιρ έκφρ) συννεφιασμένο, έτοιμο για βροχήπουμώνω σκεπάζω τη φωτιά για να σβήσει, κλείνω ασφυκτικά κάτι, συγκαλύπτωπούμωσε συννέφιασε βαριά για βροχή ή χιόνι. Γέμισε καπνούςπούντιασμα κρυολόγημα, κρυάδεςπουρναρίσιος από πουρνάρι, σκληρόςπουρναρόξυλο ξύλο από πουρνάρι, σκληρόπούσι ομίχλη, ανταρούλαπουτσαράς λεβέντης, θεριακλής, ψηλόςπράμα πρόβατο, γίδα. Αιδοίοπρεβέντα είδος ψωμιού για γάμουςπρεμούρα υπερδιέγερση, κωλοπιλάλαπρέχει βολεύει (και πρόχει)πρήσκαλο πολύ πρησμένο μέλοςπρήσκομαι πρήζομαιπριτσαλάει φρουμάζει από οργασμό (πάντα επι αρσενικών ζώων)πριτσάλισμα οργασμός αρσενικών αιγοπροβάτωνπριχού (επιρ) πρινπρογκάω διώχνω βίαιαπρόγκημα βίαιο διώξιμοπρογόνι παιδί από προηγούμενο γάμο ενός εκ των δύο γονέων (η σχέση με πατριό ή μητριά)προζυμόπιττα πρόχειρη πίττα. Μετφ: γυναίκα ευτραφής και μόνιμα κατσουφιασμένηπροκάνω προλαβαίνωπροσάγγονο δισέγγονοπρόσβαρο παραπανίσιο βάροςπροσκυνητάρι μικρό εικονοστάσι στο πλάϊ συνήθως δρόμων (αφιέρωμα)προσμπούκι προσφάϊπροσφα(γ)ΐζω τρώω πρόχειρα ψωμί με κάτι άλλοπροσφέρνω παρομοιάζω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι κάτι

[45]

πρόσωπα (ως επιρ έκφρ) κανονικά ίσιαπροσωπίδα μεμβράνη που σκεπάζει το πρόσωπο νεογνού (πολύ σπάνιο φαινόμενο) που αφαιρείται στη

γέννα και πιστεύεται ότι φέρνει τύχη στον κατέχοντα αυτήνπρόχει βολεύει, εξυπηρετεί (έκφρ: αυτό δε μ' πρόχει)πρυόβολος ατσάλι για να βγάζει σπίθα από στουρναρόπετρα (και πυργιόβολος)πρώϊμος ο πριν της ώρας του (επι φρούτων, σπαρτών κ.λ.π.)πυοφύτης πυώδες έκζεμα στη ρίζα του αυτιού (και μπιοφύτης)πύρα ζέστη από τη φωτιάπυρομάχος το κομμάτι από το τζάκι μέχρι την καμινάδαπυροστιά σιδεροστιά, σιδερένιος τρίποδας, για ψήσιμο (με τη γάστρα) ή μαγείρεμα (με χύτρα) στη

φωτιάπυτιά ένζυμο για πήξιμο τυριού. Μετφ: καταγωγή, γεννεαλογικό δένδροΡραβαΐσι γλέντι, γιορτή (τουρκ λέξη)ράγα ρόγα σταφυλλιού. Σιδεροτροχιά τραίνουραγάζι είδος παραποτάμιου βούρλου, από το οποίο γίνεται το κάθισμα στις καρέκλεςράζω φτάνω, τελειώνω, διψάω (έραξα: δίψασα πολύ)ραιβά (ως επιρ) πλαγιαστά, λοξά ( και ριβά)ραιβός πλαγιαστός, καμπυλοειδής ( από το αρχ ραίβη =καμπύλη)ράϊκα ορέχτηκαράμα νήμα για να βοηθούνται οι μάστορες (κτίστες κ.λ.π)ραμόνα είδος κονσέρβας ψαριού, ευρύτατα διαδεδομένο παλιότεραρα(μ)πατσίνα στραπάτσο, κρυάδα, επίπληξηράσπα λίμα για ξύλα, ξυλοφάϊραχάτι τεμπελιά, ξάπλα (τούρκ λέξη rahat)ράχη κορυφογραμμή. Σπονδυλική στήληράχλα μούχλαραχλιάζω μουχλιάζω, χαλάωρεβένι άνυδρο χωράφι, ξερικό, φτωχό (ίσως από το ρουμ rivene = ξηρό)ρέβω αδυνατίζω επικίνδυναρεζές μεντεσές (και ριζές)ρεκάζω φωνάζω πολύ, σκούζω (συνήθως επι ζώων)ρέκασμα σκούξιμο (και ρεκατό)ρεκλιάζω εξουθενώνομαι από υπερπροσπάθειαρέκλιασμα εξουθένωση, παραντάλιασμαρεμένος αδυνατισμένος, κακόμοιρος, κακότροποςρεμόνι τρυπητό τενεκεδένιο κόσκινο (και ριμόνι)ρεμόνιασμα κοσκίνισμαριβά (ως επίρ) λοξά, πλαγιαστἀριζά (και ουσ (τα) και επιρ) στη ρίζα, στις παρυφές (τοίχου, βουνού, βράχου κ.λ.π.)ρίζα(η) γενιά, καταγωγή. Απόμερη γωνιά δωματίουριζάρι κόκκινη βαφή από το φυτό ερυθρόδανο το βαφικόριζαύτι κρόταφοςριζιμιό βαθιά ριζωμένο (δέντρο. Βράχος κ.λ.π.)ριζοπιάσιμο απόκτηση ρίζας σε νεοφυτεμένο φυτόρίχνει στραβώνει (ένα δοκάρι, μια βέργα κ.λ.π.)(πάντα σε γ’ ενικό)ρόβη ποώδες ψυχανθές φυτό, κατάλληλο για ζωοτροφήροβολάω κατεβαίνω γρήγορα μια πλαγιά, έναν κατήφοροροβόλημα κατηφόρισμαρόγα μισθός, ξενοδούλεψηρογιάζομαι κάνω χρέη τσοπάνη με μισθό (ρόγα)ρογιάζω μισθώνω τσοπάνη (και ροϊάζω)ρογιασμένος μισθωμένος ως τσοπάνης (και ροϊασμένος)ροδάμι τρυφερό πουρνάρι την άνοιξη, κατάληλο για τροφή των γιδοπροβάτων

[46]

ροδάνι υφαντικό εργαλείο όπου με περιστροφή, τυλίγεται το νήμα της ανέμης στα μασούρια (και τσικρίκα)

ροΐ (το) λαδικόρόϊδο (ως επιρ έκφρ) τα έκανε κάποιος μπάχαλο. Το ρόδιροϊεύω μοιράζω, διανέμω, διασκορπίζωρόκα εργαλείο για γνέσιμο. Φούντα καλαμποκιούροκανάω μασάω σκληρό φαγητό, τρίβω ξύλο με το ξυλοφάϊρόμπολο ξύλινο στειλιάρι για γεωργικά εργαλείαρούγα γειτονιά, μάζωξη ανθρώπων, κυρίως γυναικών, για κουβεντολόϊρούμπαλο κεντρικό κοτσάνι καλαμποκιού. Το κουκουνάρι του έλατουρούμπος πόντος σε παιδικό παιγνίδιρούπωμα χόρτασμα, τάπωμα, κλείσιμο (βαρελιού κ.λ.π.)ρουπωμένος χορτασμένος, ερμητικά κλεισμένοςρουπώνω στεγανοποιώ, κλείνω, ταπώνωρού(σ)σος πυρρόχρους, πυρρόξανθος <ιταλ rosso<λατιν russus = ερυθρόςρόχος βαριά αναπνοή, συνήθως πριν εκπνεύσει ο άνθρωποςΣσαγάνι μικρό τηγάνι με δύο χερούλιασάϊκος αρτιμελής, σωστός (και πασασάϊκος)σαΐτα εργαλείο για τον αργαλειό. Είδος φιδιού, άκρως επικίνδυνου (παραμονεύει και εκτοξεύεται

προς το θύμα)σαϊτανάς διάβολοςσακάτεμα τραυματισμός, αναπηρίασακατεμένος ανάπηρος, τραυματίας (τουρκ λέξη)σακαφιόρα πανούργα γυναίκασακκοπούλα μεγάλο, συνήθως υφαντό σακκίσακκούλι μικρό υφαντό ταγάρισακκοράφα μεγάλη βελόνα για ράψιμο σακκιών και γενικά χοντρών υφασμάτωνσαλαγάω διώχνω τα ζώα με φωνές, παροτρύνω τα ζώα να τρέξουν <σάλαγος<σάλος = αναταραχήσαλάγημα διώξιμο με φωνέςσαλαμούρα κατακάθισαλιαγκούτης σαλιάρης, γλοιώδηςσαλταφέρω(η) επιτήδεια γυναίκα, διαβολεμένησαμαροπάϊδο σανίδα σαμαριούσαμαροσκούτι ύφασμα από τραγόμαλλο, με το οποίο ντύνεται εσωτερικά το σαμάρισάματι (επιρ έκφρ) μήπως (και σάματις)σάμπως (επιρ έκφ) μήπωςσαντράνι ειδικό εργαλείο πεταλωτή, για να κόβει τα νύχια (οπλές) των ζώων στο καλλίγωμασαούρα σιωπή, μάζεμασαουριάζω μαζεύομαι, σωπαίνωσαπατελός χαζός, ανόητος (συνώνυμο του μυρελός)σαπήμι κάτι πολύ σάπιοσάρα(η) κατηφόρα με χαλίκια και πέτρες, γκρεμόςσάρα!!!! (να γίνουν όλα) επιφώνημα αποδοκιμασίας, είδος κατάραςσαριά το σκούρο βρώμικο νερό που μένει από το πλύσιμο των μαλλιών των αιγοπροβάτωνσαρκώνω πιάνω, γεμίζω, ολοκληρώνω (συνήθως σε τρίτο ενικό). Έκφραση: θα φκιάσω ακόμα έναν

καφέ, γιατί αυτός που ήπια δε με σάρκωσε (Γ. Αυγέρης)σαρμάθες γεμιστά κολοκυθολέλουδασάρωμα σκούπισμα. Είδος σκούπας με άγρια σκληρά χόρτα (τα σαρώματα)σαρώνω σκουπίζω, κουμανταρίζωσαφρακιάζω αδυνατίζω, μικραίνω, σουρώνωσαφρακιασμένος καχεκτικός, αδυνατισμένοςσαψαλιάζω γερνάω, χάνω κάθε ικμάδασαψαλιασμένος διαλυμένος, γερασμένος

[47]

σάψαλο ερείπιο, άσχημα γερασμένος άνθρωποςσβάρνα (ως επιρ έκφρ) ακατάστατα (έκφρ: τ’ αφήσαμι του σπίτ’ ντιπ σβάρνα!!)σβάρνα(η) σιδερένιο ή ξύλινο εργαλείο, με το οποίο σιάζουν το οργωμένο και σπαρμένο χωράφι (παλιά

το έσερναν άλογομούλαρα, τώρα τρακτέρ)σβαρνιάρης ατημέλητος, απεριποίητος σβαρνιάρα = ανεπρόκοπη γυναίκασβαρνίζω σέρνω τη σβάρνα στο χώμα. Σέρνω κάποιονσβάρνισμα τα αποτελέσματα της χρησιμοποίησης της σβάρνας. Μεταφορικά, εξοντωτική περιπλάνηση

και φαγοπότιασβημάρα λιποθυμία (έκφρ: μούρθε μια σβημάρα!!!!)σβούρλα γρήγορη γυροβολιάσβουρλέτσικο (κυρίως ως επιρ έκφρ) ασυδοσίασγαλιάζω ξαπλώνω και κοιμάμαι κάπου συμμαζεμένοςσγαρλάω ανακατεύω, σκαλίζωσγάρλισμα ανακάτεμα, ανασκάλισμασγράπα τρύπα κυρίως σε βράχοσγρουμπούλι εξόγκωμα, οίδημα (βλ και γρουμπούλι)σέα (τα) αποσκευές, υπάρχοντα (έκφρ: σέα-μέα)σεβντάς βάσανο, ερωτικός καημός (τουρκ λέξη)σεγκούνι γυναικείο παλιό ένδυμασειόμαι κουνιέμαισειριά ράτσα, σόϊ, γενιάσεκλέτι βάσανο, καημός (τουρκ λέξη)σελάχι δερμάτινη ζώνη με θήκη μπροστά, για όπλα ή άλλα αντικείμενασεληνιάζομαι είμαι επιληπτικόςσέμπρος συνεταίρος, ενοικιαστής χωραφιώνσεργιανάω περιπλανώμαι, γυρίζωσεργιάνι περίπατοςσέρνει (επι ζώων) έχει οργασμό, ''ζητάει''. Πάντα σε γ’ ενικόσηκωμάρα πέος σε στύση (συνήθως χρησιμοποιείται ο πληθυντικός: σηκωμάρες)σημαδεμένος ανάπηρος, σακάτηςσημάδι συγκεκριμένο κοπάδι γιδοπροβάτων ( έκφρ: θα πάρω γίδια απ' αυτό το σημάδι, είναι καλό)σιαδώ (επιρ) προς τα εδώ (και σιαδώθε)σιακάτω (επιρ) προς τα κάτωσιακεί (επιρ) προς τα εκείσιαματάς φασαρία, ανακατωσούρασιάμι σουσάμι. Ως επιρ έκφρ: επιφανειακό τραύμα (έκφρ: τό ‘κανε το γόνατο ντιπ σιάμ’)σιαμόπιττα σουσαμόπιττασιαμπρός το μέλλονσιαπάνω (επιρ) προς τα πάνωσιαπέρα (επιρ) προς τα πέρασιαπίσω (επιρ) προς τα πίσω. Στο χωριό μας, αναφέρεται ως έκφραση για τα πίσω του Παρνασσού

χωριά, Αράχωβα κ.λ.π.σιαπλαμάς μπουνταλάςσιαπλαούρας ατημέλητος, απεριποίητοςσιατράπης τυραννικός, αυταρχικός άνθρωποςσιβολιάζω διευθετώ, πιστρώνω, συμμαζεύωσιβολιασμένος διευθετημένος, ισιωμένοςσίδερα χειροπέδες, φυλακήσίδερο λυκοπαγίδα, σιδερένια παγίδα για ζουλάπιασιδεροπάλουκο λοστός, λοστάρι σιδερένιοσιδεροστιά σιδερένιος τρίποδας για μαγείρεμα στη φωτιά και ψήσιμο στη γάστρα, πυροστιάσινάζι τσιμεντένιο αλλά και πέτρινο μέρος της οικοδομής (πάνω από διαιρέσεις κ.λ.π.)σιουγλές βρώμικος, λερωμένος (έκφρ: έγινε ντιπ, σιουγλές)σιούτο πρόβατο ή γίδι χωρίς κέρατα (από το αλβαν sut)

[48]

σιούτος άνθρωπος χαζός, ανόητος αλλά και αθώοςσιουφάς αυτός που δεν ακούει, δεν καταλαβαίνει τίποτα (το αρσεν χρησιμοποιείται και επί θηλυκών)σιρίτι κέντημα στην άκρη ρούχου, στολής κ.λ.π.σιρμαγιἀ κεφάλαιο για ξεκίνημα επιχειρηματικής προσπάθειαςσίτα ψιλό κόσκινοσιτάρι κόλλυβασκαλόκομμα εγκοπή σε ξύλο, μέταλλο, πέτρασκαλτσούνι μάλλινη κάλτσασκαλωμένος αναρριχημένοςσκαμνιά(η) είδος άγριας μουριάς (συκαμινιά)σκαμπόθρακας κοντοπίθαροςσκανιἀ(η) στεναχώρια, ζόρισμα ψυχικόσκανιάζω στεναχωριέμαι, βαλαντώνωσκανιάρης στενάχωρος, βαλαντωμένοςσκανταλάω μεταφορικά: τρελλαίνομαι (έκφρ: αυτός σκαντάλιξε)σκαντάλεμα πείραγμα ενόχλησησκανταλεύω πειράζω, παρενοχλώσκαουμπάρδο ομοβροντία, ντουφεκιάσκαπετάω φεύγω πέρα (έκφρ: αυτός σκαπἐτησε πέρα απ' τη ράχη). Μεταφορικά: τρελαίνομαι, όπως

και φεύγω για τον……άλλο κόσμοσκαπέτημα εξαφάνιση, αναχώρησησκαρίζω βγάζω για βοσκή γιδοπρόβατασκάρισμα έξοδος ζώων για βοσκήσκαρπέλο εργαλείο μαραγκούσκασμένο παλιόπαιδο, κακομαθημένο μικρόσκαταλειμμένος μπλεγμένος σε παλιοδουλειάσκατζοχέρι σκαντζόχοιρος (πληθ : τα σκαντζοχέρια)σκατόκαιρος παλιόκαιρος, άσχημες καιρικές συνθήκες για γεωργούς και ποιμένεςσκαφίδι μεγάλη, ξύλινη κυρίως, λεκάνη (σκαφτή σε κορμό), για ζύμωμα ψωμιούσκεμπές στομάχισκερβελές παλιάνθρωποςσκιαγμένος φοβισμένοςσκιαζούρης φοβητσιάρηςσκιαζούρι σκιάχτρο (φτιαγμένο με παλιά ρούχα) για την απομάκρυνση ενοχλητικών για τη γεωργία

πτηνών και ζώωνσκιάζω φοβίζω κάποιονσκλέντζα σχίζα ξύλου ή κόκκαλου (και σκλήθρα)σκονάκι δόση αλκοολούχου ποτού (σκονάκια = κρασοκατανύξεις)σκορδοκαΐλα στεναχώριασκορδόπιστη ερωμένησκορδοπλεξάνα αρμαθιά σκόρδωνσκορδοστούμπι σκορδολαδόξυδοσκοτίδιασμα νύχτωμα. Ζάλη στιγμιαίασκούζα(η) δυνατό, γοερό κλάμα, οιμωγή (και σκουσμός)σκούζω ουρλιάζω,οδύρομαισκουντάω σπρώχνωσκουράντζος είδος αδύνατου ψαριού. Μετφ αδύνατος άνθρωποςσκουρδουλιάζω βουρκώνουν τα μάτια μουσκουρδούλιασμα βούρκωμα των ματιώνσκουτί ρούχο (προέρχεται από το αρχ σκύτη =δέρμα ζώου)σκουτιά(τα) ρούχα (και ένδυσης αλλά και κλινοσκεπάσματα)σκουτουριασμένος σκεπτικός, γνοιασμένοςσκραπαλίδια (επιρ έκφρ) κάτι διαλυμένο πλήρως, κομματιασμένο (έκφρ: του 'πεσε η μπουκάλα κι έγινε

σκραπαλίδια)[49]

σκράπας ανεπίδεκτος μαθήσεως, αμόρφωτος, αμαθήςσκρούμπος μυρωδιά καμένου ρούχου (αλβ skrump = καμένο μαλλί)σκύβαλα υπόλοιπα άλεσης σιτηρών, κατάλληλα για ζωοτροφέςσκυλοπνίχτες μικρά μαύρα υπόξινα κρασοστάφυλασμίγω ενὠνω, συναντώ, φέρνω σε επαφή . Έρχομαι σε συνουσίασμίξη ένωση συνάντησησμούνε σμίγουν, έρχονται σε ερωτική επαφή (η έκφρ μόνο σε γ’ πληθ)σμπαραλιάζω διαλύω κάτι, χαλάω. Γερνάω, δεν έχω δυνάμειςσοδεύω κάνω εισόδημα, μαζεύω σοδειάσοϊλής από καλή ράτσα, από καλή γενιάσοϊλίδικο ζώο καλής γενεαλογίαςσοκάκι δρομάκι, στενό, παράδρομος <τουρκ sokakσοκακιάρης αλήτης, περιπλανώμενοςσολισόν (ξένη λέξη) κόλα για σαμπρέλλες ποδηλάτωνσόμπολο λιθαράκι, πέτρινη μικρή σφήνα στο χτίσιμοσούδα αυλάκι για νερόσουλουπιάζω ομορφαίνω, διορθώνωσούμπιτος άμεσος, ολόκληροςσούμπρα ψίχα αμύγδαλου, καρυδιού. Μεταφορικά καλοφτιαγμένη γυναίκασουπάκι ξυλοδαρμός (και σοπάκι)σουπακιάζω δέρνω, ξυλοφορτώνωσούρα πτυχή ενδύματος. Μεθύσισουραύλι φλογέρα (από το σφυράω και αυλός)σουράω σφυρίζωσούρημα σφύριγμασουρτουκεύω αλητεύωσουρτούκο κοντό χοντρό παλτόσούφλα σούβλασουφλημάς κοντοσούβλισούφρα πτυχή, ζαρωματιά. Κωλοτρυπίδασούχνω διώχνω, εξωθώ κάποιον σε άσχημη ενέργειασοφράς χαμηλό φαρδύ τραπέζι, ξύλινο ως επί το πλείστονσπαθόχορτο βαλσαμόχορτο, το αρχ. Υπερικόνσπαργάνωμα τύλιγμα νεογνού με φασκιέςσπαργανώνω φασκιώνωσπερδούκλι ασφόδελος (είδος χαμηλού φυτού)σπλήνα (ως επιθ προσδιορισμός) φανατικός κομμουνιστήςσπληνιάρης αρρωστιάρης ( λόγω της διόγκωσης του σπλήνα, από ελονοσία)σπόρισμα σπορά. Εξαντλητική διάρροια (έκφρ: αυτά τα φασούλια που έφαγα, με σπορίσανε!!!)σταίνω στήνω, φτιάχνωσταλάματα η γραμμή που δημιουργείται εκεί που στάζουν τα κεραμίδια (λειτουργεί και ως όριο

ιδιοκτησίας)σταλίζω βάζω τα γιδοπρόβατα στο στάλοστάλισμα ξεκούραση γιδοπροβάτωνστάλος σκιερός τόπος για ξεμεσημέριασμα γιδοπροβάτωνσταλούσα μέρος της σκεπής που στάζει (και κρυσταλλλωμένη σταγόνα)στάλπη ελαφρά πηγμένο γάλασταλποτύρι τυρί, λίγο πριν την πλήρη πήξη τουστάνη μαντρί, σύνολο γιδοπροβάτωνστανιό βία, ζόρισμασταυραδερφός αδελφοποιητός,βλάμηςσταυρός κέντρο του μετώπου (έκφρ: τον πέτυχε η σφαίρα στο σταυρό)σταφυλόκαδη μικρή ξύλινη κάδησταχταλιάς κρυουλιάρης, τεμπέλης

[50]

σταχτοπἀνι πάνινη σακκούλα όπου μπαίνει η στάχτη για την αλυσίβαστέργει βοηθάει, ωφελείστέρφο ζώο που δεν γεννάει, στείροστεφάνι σιδερένιο δέσιμο βαρελιού. Νυφικά στέφανα. Το μέρος γύρω από τη νεφραμιά του ψητούστημόνι νήμα κατά μήκος του αργαλειού για να περάσει ανάμεσα το υφάδι <στήμωνστημπάω πληρώνω, τα ακουμπἀωστίφτης εργαλείο για στύψιμο στέμφυλωνστἐκα (προστ) στάσου!!!στομωμένο μαχαίρι με χαλασμένη την κόψηστομώνω εμποδίζω. Χαλάω την κόψη μαχαιριού. Ανακόπτω την πορεία ζώου ή κοπαδιού ζώωνστουμπάω χτυπά δυνατά (και στουμπανάω)στουμπητήρι ειδικό ξύλο για στούμπισμα φασολιών καλαμποκιών κ.λ.π.στουπέτσι λευκό χρώμα για βάψιμο πάνινων αθλητικών παπουτσιώνστουρνάρι σκληρή πέτρα (μεταφορικά, άνθρωπος αστοιχείωτος, μονοκόμματος)στουρνίζομαι ορθώνω ανάστημα αλλά και στολίζομαι,'' σενιαρίζομαι''(ειρωνικά)στόφα μεγάλη σόμπα, μασίναστραβοτζανιάζω στραβολαιμιάζω, πιάνεται ο αυχένας μουστραβοτσαουλιάζω στραβώνει το στόμα μου κυρίως μετά από εγκεφαλικό. Μεταφορικά, δυσανασχετώστραβοτσιάουλο άνθρωπος δύστροποςστραπακλός κουτσός, κακοσούλουπος, διαλυμένοςστραπαλλαμένος τσαλακωμένοςστράτσο σκληρό χοντρό χαρτί (και στρατσόχαρτο)στρέφλα στροφή (κυρίως στο χορό)στρέχομαι συγκατανεύωστρίβει επουλώνεται (επι τραύματος). Περνάει η καρποφορία ή η ανθοφορία (επι δένδρων,

χαμομηλιού, τσαγιού κ.λ.π.).Πάντα σε γ’ ενικόστρίβω ευνουχίζω (πάντα επι ζώου, δηλαδη του στρίβω τους όρχεις, προκειμένου να το στειρώσω)στρίμμα στριφογύρισμα νερού, αέρα κ.λ.π.στριμμένο ευνουχισμένο, τσοκανισμένο (πάντα επι ζώων)στριμούρα δυσκολίαστρίποδο τρίποδο, σιδερωστιά για τη γάστραστριτζώνομαι ζορίζομαι πολύ, εναντιώνομαι,εφκράζω δυσαρέσκεια (έκφρ: μη μου στριτζώνεσαι εμένα)στρίψιμο ευνούχισμα ζώου, τσοκάνισμα. Επούλωση τραύματος, εξαφάνιση οιδήματος κ.λ.π.στρογγύλι(το) μέρος κορμού δένδρου καθαρισμένο, ξεφλουδισμένοστρούγκα μαντρί γιδοπροβάτων, συμπεριλαμβανομένης και της καλύβας του τσοπάνηστρούγκιασμα μάντρωμαστρουπίνι μεγάλο δοκάριστυλιάρι(το) μακρύ ξύλο κατάληλο για γεωργικά εργαλεία. Ως επιρ έκφρ : ο πολύ μεθυσμένοςστύλιαρος κεντρικός στύλος στο αλώνι, όπου δένονταν τα άλογαστυλιαρωμένος μεθυσμένος. Ευρισκόμενος σε στύσηστυλιαρώνω μουλαρώνω. Είμαι πολύ μεθυσμένος. Βρίσκομαι σε στύσησυβάζω αρραβωνιάζω (έκφρ: απόψε στου (τάδε) τα συβάσανε)συβολιάζω συμμαζεύω, τακτοποιώ, πιστρώνωσύγλυνο χοιρινό κρέας μέσα σε λίποςσυκράτι (επιρ έκφρ) συνεχόμενα, χωρίς διακοπή, ενωμένα (έκφρ: πάνε από συγκράτ’)σύμμουρκο υπόλοιπο ντοματοσαλάτας (λάδι και ζουμί ντομάτας)συμπανεύοντας (επιρ έκφρ) πηγαίνοντας ή κάνοντας κάτι ταυτόχρονασυμπάπ αγαθοεργία, ψυχικό, φιλανθρωπία (τουρκ λέξη που σημαίνει τα ίδια)συμπάω φυσάω τη φωτιά για να ανάψει καλύτερασύμπημα φύσημα της φωτιάςσυμπιάνω αναπιάνω προζύμι. Αρχίζω ομαδική δουλειάσυμπίνει για κάτι που διαβρέχεται, διαποτίζεται, υγραίνεται (πάντα σε γ’ ενικό)συνιάρισμα περιποίηση, στόλισμα (και σινιάρισμα)συννεφόκαμμα ομιχλώδης ζεστή ατμόσφαιρα, καύμα

[51]

συνοριάζω βάζω σημάδια για όρια ιδιοκτησίαςσυνταυλάω υποδαυλίζω, ανακατεύω τη φωτιά. Βάζω σπιουνιέςσύνταχα (επιρ) νωρίς το πρωΐσύρε (προστ) πήγαινεσυρμή αυλάκι νερούσύρτης σιδερένιος μοχλός ασφάλισης πόρτας κ.λ.π.συρτοθηλιά ειδική κατασκευή για παγίδευση πουλιών, λαγών κ.λ.π.συχαρίκια κεράσματα φίλων προς τον νεοαφιχθέντα. Αναγγελία του ονόματος του νεοβαπτισθέντος

νηπίου στους μη παρευρισκόμενους γονείς (συνεπάγετο και κέρασμα στους αναγγέλοντες)συψυχώνομαι αναθαρρώ, συνέρχομαι (έκφρ: έφαγα κι ήπια λίγο και συψυχώθ’κα)σφαή λαιμός, αυχένας, τζανός (βασικά, σφαή είναι ο δεύτερος σπόνδυλος) <σφαγή = λαιμόςσφάλαγκας μεγάλη αράχνησφαλτός ο έχων πρόβλημα στο μυαλόσφάχτης εκδοροσφαγέας. Αυχένας. Πόνος στον αυχένα (στη σφαή)σφέλα σφήνα τυριού στο βαρέλισφήκωμα κερωμένος σπάγκος για ράψιμο παπουτσιώνσφίξη ανάγκη, στρίμωγμασφοντυλάω στριφογυρίζω κάτι και το πετάωσφοντύλι σπόνδυλος σπονδυλικής στήλης. Βαρίδι αδραχτιού ξύλινο. Δυνατή γροθιά, σφαλιάρασφορλιάγκος συνουσία (και σφουρλιάγκος)σφραερό σφραγιστερόσφραΐδα σφραγίδασφραϊστερό ξύλινη ή ορειχάλκινη ανάγλυφη σφραγίδα για σχέδια στο χριστόψωμο ή στην πρεβέντασφρἀϊσμα σφράγισμα με σφραγίδα. Άνοιγμα, σκίσιμο τοίχουσφυρίζω πελεκάω με το σφυρί την πέτρα. Πίνω ποτό, κυρίως κρασίσφύρισμα πελέκημα πέτραςσχίζα κομμάτι ξύλουσωμάρα αδυναμία. Λιγοθυμιάσωματός (ο) σωματώδης, ογκώδης στην κορμοστασιάσωμένος αδυνατισμένος κυρίως εξ αιτίας κάποιας σοβαρής αρρώστιαςσώνω τελειώνω, συμπληρώνω. Φτάνω κάτι που βρίσκεται ψηλά. Συλλέγω καρπούς δένδρουσωπανιάζω ντύνω για προστασία το εξώφυλλο βιβλίου, τετραδίου κ.λ.π. (και σωπανώνω)σωπανιασμένο ντυμένο εξώφυλλο (και σωπανωμένο)σωπάνωμα ντύσιμο εξώφυλλου τετραδίου βιβλίου κ.λ.π.σωριάς σωρός από πέτρες, κυρίως κοντά σε χείμαρρουςσώσμα το τελευταίο κρασί στο βαρέλισωτερεύω επιδιώκοντας το καλό, δεν το επιτυγχάνω (ειρων έκφρ: τώρα, με σωτέρεψες!!!!!)Ττάβλα(η) φαρδύ σανίδι, μακρύ χαμηλό τραπέζιτάβλα (επιρ έκφρ) άνθρωπος που πέφτει κάτω και μένει ακίνητος ή και πεθαίνει (ταβλιασμένος)ταγάρι υφαντό μάλλινο σακούλι, τράστοταγγίλα οσμή χαλασμένου φαγητούταγή φαγητό ζώου (και ταή)ταγιαντάω φροντίζω κάποιονταΐνι καθορισμένη ποσότητα τροφής (από το τουρκ tayin το οποίο προέρχεται μάλλον από το αρχ

ελλην ταγή)ταινιάζω κουράζομαι, εξουθενώνομαιταΐστρα κατασκευή όπου μπαίνει η τροφή των ζώωντακίμι φιλαράκι, σύντροφοςταλαγάνι μάλλινο πανωφόριταλιαρίζω κόβω κρέας στο ταλιατούρι, πολύ ψιλό, σχεδόν σαν κιμάταλιατούρα μεγάλη μαχαίραταλιατούρι μεγάλο κούτσουρο από πλάτανο συνήθως, όπου κόβουν το κρέας οι χασάπηδεςταμάμ εντάξει, ακριβώς (τουρκ tamam =έχει καλώς)

[52]

ταμπακέλα (ως επιρ έκφρ) καθαρισμένο καλά μέρος (έκφρ: του φκιάσανι του χουράφ' ντιπ ταμπακέλα)ταμπάνι χοντρό δοκάρι , κεντρικό, για στήριξη πατώματος σπιτιού (τουρκ taban = πάτωμα)ταμπέλα επιγραφή, πινακίδατάνυμα τέντωμα, αντέρωμα, ανακλάδισματανυόμαι τεντώνομαι, ζορίζομαι αλλά και σφίγγομαι στην αφόδευσητα'πίκπα (επιρ) μπρούμυτατάρα(η) απόβαροτάραμα μαλακωμένο, πολύ βρασμένο ή ψημένο κρέας (έκφρ: αυτό το ζυγούρ' έγινε, ντιπ τάραμα)ταργάζω αργάζω, χτυπάω κάτι δυνατάταρζανιά παλαβομάρα, αποκοτιά αλλά και έξυπνη ενέργεια (έκφρ: μην κάνεις ταρζανιές, γιατί…..)ταρκάσικο γυμνόλαιμο (συνήθως επί πουλερικών). Λιτά ντυμένο άτομοτατάς ο πατέρας (παιδική λέξη)ταφιό τάφοςτάχαμ (επιρ) δήθεν, τάχα μουταχιά (επιρ) αύριο (και ταχύ)ταχινή αυριανήταχταρίζω κουνάω κάτι (συνήθως νήπιο) πέρα-δώθετέγκι μπάλα σανού, τριφυλλιού κ.λ.π. Καλούπι για τέγκιασματεγκιάζω δένω μπάλες τριφυλλιού, σανού, άχυρου κ.λ.π.τελεμάρα κούραση, εξουθένωσητελεμένος εξουθενωμένος, πολύ κουρασμένοςτελεύομαι κουράζομαι, εξουθενώνομαιτεμπεσίρι είδος κιμωλίαςτέμπλα (επιρ) ακινησίατεμπλαρώνομαι ξαπλώνω και δεν κινούμαι, συνήθως από κούρασητέντα (ως επίρ) ξάπλωμα ανάσκελα από εξουθένωση (έκφρ: πάτ'σα τόση 'δ'λειά χτές, που του

βράδ' έπεσα τέντα)τερλεγκίτσι άγουρο μικρό καρπούζι (και κιρλεγκίτσι)τερλίκια είδος παντοφλώντερτίπι ιδιοτροπία, παρασπονδίατετζερίνα μεγάλος χάλκινος τέντζερηςΤετράδη Τετάρτητζακόπανο κεντημένο ύφασμα που μπαίνει για στόλισμα μπροστά στο τζάκι (γύρω από τη ''φούσκα''

του τζακιού)τζαμλίκια παράθυρα (πλαίσια) με τα τζάμια μαζίτζαναμπέτης ιδιότροπος (τουρκ λέξη)τζερεμέδια αβαρίες, πρόστιματζερεμές αβαρία, πρόστιμο (μετφ: άχρηστος άνθρωπος)τζιανός σβέρκος, λαιμόςτζίβα μπλεγμένο βρώμικο μαλλίτζιβαϊρικό βαρύ κόσμημα (και τζοβαϊρικό)τζιρβάκα είδος πτηνού, ο τσιροβάκοςτζιτζιλουμάω τρώω λίγο, επιλεκτικάτζιτζιλούμης λιγόφαγος από ιδιοτροπία, επιλεκτικός στο φαγητό του (ουδ: το τζιτζιλούμικο)τζοβαΐρι κόσμημα, στολίδιτζόρας αγύριστο κεφάλι, μονοκόμματοςτηράγομαι εξετάζομαι για αρρώστιατηράω κοιτάω (και τεράω)τιλιά(η) φιλύρα, φλαμουριά (από το λατιν tilia έγινε το ελλην πτελέα)τίλωμα γέμισμα (κυρίως γέμισμα στομαχιού με τροφή)τιλώνω γεμίζω, παραγεμίζω, παρατρώω (έκφρ: την τίλωσα)τ(ου)λούπα μπάλα μαλλιού (ποκάρι) που μπαίνει στη ρόκα για γνέσιμο <τολύπητόκα χειραψία. Είδος παιγνιδιού με το σπιρτόκουτο ή παλιότερα με αμάδεςτομάρι δέρμα ζώου, ασκός από δέρμα για μεταφιρά υγρών. Μεταφορικά παλιάνθρωπος

[53]

τόπα(η) μπάλατοράκι παγκάκι (και τουράκι)τορβάς σακκούλιτορός ίχνη στο χιόνι ή στη λάσπητουλούμι ασκί από δέρμα για μεταφορά υγρών ή για μεταφορά τυριούτουλούπα δέσμη μαλλιού για νήμα (μπαίνει στη ρόκα)τουλπάνι λεπτό βαμβακερό ύφασμα, κυρίως για κατασκευή τσαντήλας τυριούτουμπανιάζω πρήζομαι στην κοιλιάτουμπάνιασμα πρήξιμο, ειδικά της κοιλιάςτούμπανο τύμπανο. Πρήξιμο έντονο σε σημείο του σώματοςτουμπρέκι (επιρ έκφρ) τέζα, ξάπλα (έκφρ: έπεσε ντιπ τουμπρέκ')τούρκος καυτερό πιπέρι και γενικότερα φαγητό με πολλά καυτερά μπαχάριατούρλα (ως επιρ έκφρ) κυρτωμένα, σηκωμένα, εξογκωμένατουρλωμένος εξογκωμένος, κυρτωμένοςτουρλώνω καμπυλώνω, προβάλω προκλητικά τα οπίσθιατουρνοκωλιάζω προβάλω προκλητικά τα οπίσθιατουρνοκωλιασμένος αυτός που προβάλει προκλητικά τα οπίσθιά τουτούφα πευκόφυτο δάσος, κλαδί με πολλά φύλλατράβα (προστακτ) πήγαινετράβα(η) ξύλινο δοκάρι οροφής σπιτιούτράγαλα βρασμένα διάφορα δημητριακά και όσπρια ( γίνεται στις 21 Νοεμβρίου)τραΐ(το) τράγοςτράϊο τυρί γίδινοτρακάδα τακτοποιημένος σωρός αντικειμένων, κυρίως καυσόξυλωντρακαδιάζω τακτοποιώ σε σωρό κάτι (κυρίως καυσόξυλα)τραμουντάρισμα παραπάτημα, αδυναμίατραμουντάρω παραπαίω, δεν πάω καλά σε κάτιτράμπα(η) συναλλαγή, ανταλλαγή πραγμάτων, ζώων κ.λ.π.τραμπαρίφας ο ασυνεπής στις συναλλαγές τουτρανός μεγάλος, αξιωματούχοςτραπεζονιά μεγάλη κάδη για πάτημα σταφυλιώντραπέτσι ξινό, αγίνωτο φρούτο, κορόμηλο κ.λ.π.τραστίνα μεγἀλο ταγάριτράστο ταγάρι, από υφαντό με γίδινο μαλλίτράτο περιθώριο χρόνουτραχανάς είδος ζυμαρικού με μπλιγούρι και γάλατραχανόφυλλο φαγητό με χυλοπίττες και τραχανά ανάμικτατραχηλιά τράχηλος, περιλαίμιο ( στο σφάγιο, η δεύτερη τραχηλιά είναι περιζήτητη)τραχταμέλης επιπόλαιος, βιαστικός και απρόσεχτοςτρεβλόχηνα μεταναστευτική άγρια χήνα (περνάνε το χειμώνα από τα μέρη μας)τρεμλιάω νοιώθω έντονη ανάγκη για κάτι, επιθυμώ πάρα πολύτρεμοχουχουλιάζω τρέμω από το κρύοτριβελάω υποδαυλίζω, υποκινώ για φασαρίες. Τρυπάω. Τριβελάει (με)=αρχίζω να αρρωσταίνωτριβέλι χειροτρύπανο για ξύλατριβολιά(η) χαμηλό, έρπον φυτό με καρπούς ακανθώδεις (τα τριβόλια). Λέγεται και τρικκοκιάτριέρι μηχανή που ξεχωρίζει το καλαμπόκι από τα ρούμπαλατρικκόκια(τα) τριβόλια, οι καρποί της τριβολιάς (οι αρχ τρίβολοι-σιδερένιες κατασκευές, που

''σπέρνονταν'' ανάμεσα στους εχθρούς)τρίμμα ψίχουλο ψωμιού, κομμάτι μικρό από τυρί φέτατριταύταλος επιπόλαιος στις ενέργειές του, αδέξιος, ατζαμής, ζημιάρηςτριτσίκα (επιρ) γεμάτο πολύτριτσικώνω γεμίζω ως πάνωτριφτάδια είδος ζυμαρικού, σαν τον τραχανάτριψάνα τριμμένο ψωμί σε γάλα ή σάλτσα-ζωμό φαγητού

[54]

τριώτα παιδικό παιγνίδι. Μεταφορικά: ανοιχτός λογαριασμός (έκφρ: έχω ανοίξει τριώτες)τροκάνι τσοκάνι, μεγάλο κουδούνι γιδοπροβάτωντρόξα φόβος από κάτι απότομο (ἐκφρ: πήρα μια τρόξα…)τροχούλι καλοθρεμμένος άνθρωπος αλλά και ζώοτρυγοκόφινο μεγάλο κοφίνι-κόφα για σταφύλιατρυγολόγος εργαλείο ειδικό για τρύγο, σαν γυριστός σουγιάςτρυποφράχτης το πτηνό κοκκινολαίμης (μετφ επιδέξιος άνθρωπος)τσάγαλο χλωρό αγίνωτο αμύγδαλοτσαγκαροσούφλι χοντρή βελόνα των τσαγκάρηδωντσαγκλαρίδας αυτός που έχει κοκκαλιάρικα πόδιατσαγκουρνάω γρατζουνώτσαγκουρνιά(η) γρατσουνιά, νυχιάτσαγκούρνισμα γρατσούνισματσακανάω χτυπάω τα δόντιατσάκα-παράκα (επιρ έκφρ) μετρητοίςτσακαρωμένος ελαφρά μεθυσμένοςτσακατούρα φασαρίατσακιστό σημαδιακό μέρος για κρυψώνα κυρίωςτσακμακάω ανάβω τσακμάκι. Μεταφορικά: αντιλαμβάνομαι αμέσωςτσακμάκι αναπτήρας (από το τούρκ cakmak)τσάκνο μικρό ξυλαράκι, πολύ λεπτό. Μεταφορικά, λεπτά πόδια, κνήμεςτσακνοπόδαρος αυτός που έχει αδύναμα πόδιατσαλίμια χορευτικές φιγούρες. Προφάσεις, υπεκφυγέςτσαμαντάνι τσόχινο είδος γιλέκου για φουστανελοφόρουςτσαμπάσης έμπορος ζώων (κυρίως ιπποειδών) συνήθως αθίγγανοςτσαμπασίρια σκεύη, κυρίως του σπιτιούτσαμπουνάω φλυαρώ, ψευδολογώτσανάκια σπιτικά σκεύη (έκφρ: τα χωρίσαμε τα τσανάκια μας)τσαντήλα σακκούλα για πήξιμο τυριούτσάντσαλα ξυλαράκια, σκουπίδια (έκφρ: τσάντσαλα-μάντζαλα = σωρεία μικροαντικειμένων)τσαούλια σαγόνιατσαπίζω σκάβω με το τσαπίτσάπισμα ελαφρύ σκάψιμο με το τσαπίτσάπουρνα οι καρποί της τσαπουρνιάςτσαπουρνιά είδος δένδρου, θάμνου με μικρούς μωβ καρπούςτσαπράζια ασημένια ή χρυσά στολίδια της παραδοσιακής φορεσιάςτσαπράκι ειδικό εργαλείο για τρόχισμα του πριονιού (τσαπράκωμα)τσαπρακώνω με το τσαπράκι ''ανοίγω'' τα δόντια του πριονιού, προκειμένου να τα τροχίσωτσαρούχι είδος παλιού υποδήματος, με ''φούντα'' πάνω από τη μύτη. Κομμάτι παστού μπακαλιάρουτσάταλος μάνταλο πόρτας, κλείστρο. Σιδερένια παγίδατσαταλώνω χτυπάω, περικλείω, βασανίζωτσατμάς τοίχος από ξύλινες πήχεις, σοβατισμένες (και ταβάνι με ίδια κατασκευή)τσαχτακίζω μαλώνω, επιπλήττωτσεβρές κεντητό μαντήλι ή τραπεζομάντηλο <τουρκ cevreτσελεπίδι αγριοράδικο, ταραξάκο (τα τσελεπίδια τρώγονται και ωμά με λάδι και ξύδι)τσεραιμιάζω μουδιάζωτσεραίμιασμα μούδιασματσέργα βελέντζα από γίδινο μαλλίτσερέπα πολυκαιρισμένη, πατημένη κοπριά ζώωντσέρκι μεταλλικό στεφάνι κυρίως για βαρέλιατσερλιό διάρροια, ευκοιλιότητα (και τσέρλισμα)τσιάζω στερούμαι κάτι και το επιθυμώ πολύτσιάκα φάκα, παγίδα για πουλιά ή ποντίκιατσιακατούρα φασαρία, ανακατωσούρα

[55]

τσιαμπάς ο γιακάς στο μπροστινό του μέρος (Γ. Αυγἐρης) (έκφρ: τον άρπαξε απ' τον τσιαμπἀ και τον ταρακούν'σε)

τσιαπέλα αρμαθιά ξερών σύκωντσιαπράκι η ''γλώσσα'' που σηκώνει το μάνταλο στην πόρτατσιαρίζει είναι κάτι υπόξυνο (κυρίως λέγεται επι χαλασμένου κρασιού)(πάντα σε γ’ ενικό)τσιάτισμα τοποθέτηση πήχεων σε τσιατμά (βλ λέξη)τσιατούρι μεγάλο χασάπικο μαχαίρι (και τσιατούρα)τσιατ-πατ (επιρ έκφρ) εδώ κι εκεί, κάπου-κάπουτσιάφη πάχνη, παγωμένη πρωϊνή δροσιά σαν πασπάλη χιονιούτσιβούρα ψιλό κρύοτσιγαλίζω αρμέγω μέχρι τελευταία σταγόνα την προβατίνα ή τη γίδα (Γ. Αυγέρης)τσιγαρήθρα κομμάτι κρέας σε λιωμένο λίποςτσιγκλάω υποδαυλίζω, τριβελίζω (και τσιγκλίζω)τσιγκόφυλλο φύλλο τσίγκου για σκέπασμα αποθηκών κ.λ.π.τσικλητάρα είδος πτηνού των αγρώντσικνίζω τρώω ψημένο κρέας. Κάνω να αναδίδει τσίκνα (έκφρ: το παρατσίκνησες το φαγητό) <κνίσατσιλιβίθρας μικροκαμωμένοςτσιλίκι παιδικό παιγνίδι, ξυλίκιτσιμέκης χαζός, ελαφρόμυαλοςτσιμπερέκι μάνταλο πόρτας, ζιμπερέκιτσίμπλα ακαθαρσία από έκκριση στο μάτι. Μικρή ποσότητα από κάτιτσινάω κλοτσάω, τινάζομαιτσίνημα κλότσημα, θύμωματσινιάρικο ζώο ευερέθιστο, ατίθασο (και αμούριο)τσιοκιά παρτίδα παιγνιδιού (από το ιταλ giocco = παιγνίδι, αγώνας)τσιόνι είδος σπίνουτσιότρα βαρελάκι για νερό ή κρασί, φλασκί (και τσιότρα)τσιουμέλα κάποιος που βαρακούει, κουφός (έκφρ: αυτός είναι ντιπ, τσιουμέλα)τσιουμητιά (επιρ έκφρ) κάνε ησυχία, μη μιλάςτσιούμπα μικρός λοφίσκος, καμπύλη στο έδαφος (Γ. Αυγέρης) . Υπάρχει το βλαχ τσιούμπα αλλά

μάλλον όλα προέρχονται από το αρχ τύμβοςτσιρβάκα είδος πουλιού, ο τσιροβάκοςτσιρίζι αμυλόκολλα, για κόλλημα χαρτιών κυρίωςτσιριτσάντζουλα παρασπονδία, υπεκφυγή, κόνξατσιρολίθι σπουργίτιτσιροπούλι σπουργίτι, αδύνατο κοτόπουλοτσιρούτικο στενάχωρο, μικρότερο του κανονικού μέγεθοςτσίτζηρας τζίτζηκαςτσιτζήρισμα βουϊτό στα αυτιάτσιτζικώνω διψάω πολύτσίτσα ξύλινο αγγείο κυρίως για κρασίτσιτσέλα (επιρ έκφρ) καβάλα στο ζώο με ''αντρικό'' τρόποτσιτσελομούνα γυναίκα που κάθεται με ανοιχτά τα πόδιατσιτσελώνω ανοίγω τα πόδια, καβαλικεύω αντρικάτσιτσελωτά (επιρ) με ανοιχτά τα σκέλητσιτσί το κρέας στη βρεφική διάλεκτοτσιτσιμίδα άγριο χόρτο. Μεταφορικά, φαρμακόγλωσση γυναίκατσιτσίνα ελάχιστη ποσότητα από κάτιτσοκάνι κουδούνι γιδοπροβάτωντσοκανίζω ευνουχίζω (επι ζώων)τσοκάνισμα ευνουχισμόςτσόκανος σιδερένια λαβίδα για ευνουχισμό των γιδοπροβάτωντσόλια ρούχα, σκεπάσματα (από το τουρκ τσιούλ = φθαρμένο χαλί, ρούχο)τσολιάζομαι σκεπάζομαι. Μεταφορικά, πάω για ύπνο

[56]

τσουγκράω ακουμπάω πράγματα μεταξύ τους (συνήθως ποτήρια). Μαλώνω με κάποιοντσουγκρισμένος ραγισμένος, χτυπημένος. Μαλωμένοςτσούζω πίνω. Ανάβω φωτιά. Χτυπάω. Πονάωτσουμπλέκια μαγειρικά σκεύη (τούρκ τσαμπλέκ = πήλινο σκεύος)τσούπρα νεανίδατσουράπι μάλλινη μακριά, συνήθως πλεχτή, κάλτσατσουραπώνω καλτσώνωτσουρναράει στάζει κάτι πολύ σιγά (μάλλον ηχοποίητη λέξη από το τσουρ-τσουρ)τσουτσέκι παλιάνθρωπος, ελεεινόςτσούχνω υποδαυλίζω, σιγοντάρω (και σούχνω)τυλιγάδι υφαντικό εργαλείο (βέργα με διχάλα στη μια άκρη και τρυπημένη στην άλλη, όπου έμπαινε

ένα ξυλαράκι)τυλιγαδιάζω μαζεύω νήμα στο τυλιγάδιτυριάς εσοχή βράχου σε χαράδρα στον Παρνασσό, όπου συντηρούσαν οι τσοπάνηδες τα τυριά τουςτυροβόλι είδος καλαθιού πλεγμένου με βούρλα, για πήξιμο τυριούτυρόγαλο το γάλα που βγαίνει από την τσαντήλα, στην οποία πήζεται το τυρίτυρολόϊ ασκί για τυρίτυφλίτης είδος επικίνδυνου φιδιούΥύστερο υπολείμματα μήτρας μετά τη γέννα, ο πλακούντας του νεογέννητουυφάδι υφαντό πανί (καθ' όλη τη διάρκεια της ύφανσης στον αργαλειό)υφαντόπανο ο ιστός της αράχνηςύψωμα διαδικασία, με ειδική λειτουργία, που κάνει ο παπάς σε σπίτια (σηκώνει ύψωμα).

Φυλαχτάρι (για μικρά παιδιά)Φφαγκρίζω βλέπω αμυδρά. Είμαι πολύ αδύναμοςφαερόπ δυνατός ξυλοδαρμός (από το αγγλ fire up)φακιόλι λευκό κεφαλομάντηλο για γυναίκεςφακίστρα χωράφι με κατάλληλα χώματα για φακέςφαλάγγι (επιρ έκφρ) συνεχής καταδίωξη, (έκφρ: τον πήρανε φαλάγγι)φαμελιά οικογένειαφανάρι κλούβα από ψιλή σίτα για φύλαξη φαγητών. Μικρή τσίγκινη κατασκευή, με τζάμια γύρω-

γύρω, καντήλιφαρμακώνομαι στεναχωριέμαι πολύφαρμακώνω δηλητηριάζω. Τρώω χωρίς να το απολαμβάνωφαρμανάω έχω πολύ οργή, πολύ όρεξη για κάτι, αδημονώ (και φρουμανάω και φουρομανάω)φαρσί (επιρ) ασταμάτητη ομιλία (περσική λέξη)φασκιές πάνινες λωρίδες για τύλιγμα (φάσκιωμα) νεογέννητουφασκιώνω τυλίγω με φασκιέςφελάει ωφελείφερτάκης κουτός, ελαφρόμυαλος (και χαζοφερτάκης)φέρτε (επιρ έκφρ) συνέχεια ασταμάτητα (έκφρ: το πάει φέρτε)φέτο (επιρ) εφέτοςφιδάλλαμα το δέρμα που αποβάλει το φίδι, το λεγόμενο και πουκάμισο ( θεωρείται τυχερός ο κατέχων

τέτοιο)φιλεύω δωρίζω, χαρίζωφιλί κομμάτι πίττας (και φελί)φιλτιμπίνι άνθρωπος ανόητος, χαζόςφιό(το) ύπουλο ψυχρό αεράκι, παγωνιάφ'κάρι καυτερό πιπέρι (από το θηκάρι). Θήκη μαχαιριούφ'κέντρα βουκέντρα για κέντρισμα των αροτριαίων ζώων (βέργα με σιδερένιο άκρο)φκιασίδι στολίδι, περιποίηση γυναικώνφλάρος κακός καιρός (αλλού φλάρος/φλάρης = φραγκόπαπας)φλασκί αγγείο για νερό ή κρασί

[57]

φλέγγα φέτα ψωμιού ή τυριούφλέσουρο ξερό φύλλο ή ξυλαράκι ελαφρύ, το φλούδι από τα φασόλιαφλετρούϊ πεταλούδα. Έλικα, φτερωτήφλοέρα φλογέρα. Μεταφορικά ανόητος άνθρωπος, (έκφρ: αυτός είναι ντιπ φλοέρα)φλωμώνω γεμίζω πολύ, αποτελειώνωφόλα μπάλωμα παπουτσιού. Δόλωμα με δηλητήριο για ζουλάπιαφολιάζω βάζω δολώματαφορτωτήρα(η) κοντάρι με διχάλα, που βοηθάει στο φόρτωμα του σαμαριού των ζώωνφούρκα κοντάρι με διχάλα. Θυμός, κάκιωμαφουρκί άνοιγμα αντίχειρα-δείκτη χεριού, που χρησιμοποιείται ως μονάδα μέτρησης μήκους (15

εκατοστά)φουρκίζομαι εκνευρίζομαι, θυμώνωφουρκισμένος θυμωμένοςφούρλα γυροβολιά στο χορόφουρμάζω (και φρουμάζω) ξεφυσάω, έχω μεγάλη όρεξη, ορμητικότητα, χλιμιντρώφουρναρόξυλο μακρύ ξύλο που χρησιμοποιείται σε εργασίες στο φούρνο (και φουρνόξυλο)φουρναρόφκιαρο ξύλινο φτυάρι για φούρνισμα και ξεφούρνισμα ψωμιούφουρομανάω χοροπατάω, είμαι ανήσυχος, ανυπομονώ (ίσως από το αλβαν frume = ανάσα)φούσκα μπαλόνι. Ουροδόχος κύστηφουσκομπούκας χοντρούλης, φουσκομάγουλοςφούσκος παιδικό παιγνίδι. Μπάτσος, σφαλιάραφουσκώνω χτυπάω κάτι δυνατάφραμπαλάς φαρδύ γυναικείο ρούχο. Μεγάλη φασαρίαφροξυλάντι λουλούδι αφροξυλιάς κατάληλο για ρόφημα ή καταπλάσματαφροξυλιά δένδρο, η αφροξυλιάφτάρωμα υπερένταση, ξαναμμάραφταρώνω βρίσκομαι σε υπερένταση, πετάγομαι πάνω ξαναμμένοςφτενά λαγόνιαφτένεμα λέπτυνση, ελάφρυνσηφτενός λεπτόςφτερνιστήρια σπιρούνια. Μεταφορικά, ετοιμότητα για καυγά (έκφρ: αυτός κάθεται στα φτερνιστήρια)φτύμα φτύσιμο, σάλιοφύλλο χυλοπίττεςφύρα απώλεια βάρους και όγκου, αδυνάτισμαφυσέκι φυσίγγιο.'' Μασούρι'' με κέρματα. Σεξουαλική πράξη (έκφρ: της έριξα ένα φυσέκι !!!!!)φυστούρα (επιρ έκφρ) πολύ γρήγοραφώλος αυγό που μένει στη φωλιά για να παρακινεί την κότα να γεννήσει κι άλλαφωτιά υποστήλωση με δοκάρι του ταβανιού, προκειμένου να γίνουν εργασίες στην οροφήΧχαβάνι ορειχάλκινο συνήθως γουδί, για το τρίψιμο των μπαχαρικών (από το τουρκ havan)χαβάς τρόπος, συνήθεια (τουρκ λέξη hava = αέρας)χαβιά χαλινάρι, θηλειά στη μούρη του αλόγουχάβω τρώω λαίμαργαχαβώνω αποχαυνώνω κάποιον, τον αποκοιμίζω με σκοπό να τον παραπλανήσω (Γ. Αυγἐρης)χαγιάτι ξύλινο στεγασμένο μπαλκόνιχάζι διασκέδαση, ευχάριστο χάζεμαχαζίρ (επιρ έκφρ) παρά λίγοχαζομεσημέρω γυναίκα οκνή, αργή, που χαζολογάειχαζομιρελάω χαζεύω άσκοπα, περιπλανώμαιχαζομιρελός ανόητοςχαζοραγιάς φτωχός και κουτόςχαζοτουρλακίδα επιπόλαιη και επιφανειακή γυναίκαχαϊβάνι μικρό παιδί. Άνθρωπος ανόητος (τουρκ hayvan)χαΐρι προκοπή (τουρκ λἐξη)

[58]

χαλαζιάρικος χοίρος με την ασθένεια χαλαζιά (μικρά ανθρακοειδή ογκίδια σαν σκάγια)χάλεμα παρακαλετό, ζητιανιάχαλές αποχωρητήριο (τουρκ hala). Μεταφορικά ο παλιάνθρωπος, ο ανεπρόκοποςχαλεύω ζητάω, ζητιανεύω, επιζητώ συνουσίαχαλιά(η) διχάλα για σφεντόνα (το γνωστό στους παλιούς, λάστιχο με χαλιά)χαλιάς(ο) τόπος με πέτρες, κυρίως στρογγυλές σαν ποταμολίθιαχαλίπωμα βράδιασμα. Κλείσιμο βλεφάρων από νύσταχαλκιάς σιδηρουργός, μαχαιράςχαλκώματα μαγειρικά σκεύη από ορείχαλκοχαλός βαρύ κλαδευτήρι, που δέχεται και κοντό και μακρύ στειλιάριχαμόγι χαμηλό μονόπατο σπίτιχαμοκέλα καλυβάκιχαμοκούκι ψωμί από καλαμποκίσιο αλεύρι, το οποίο ψήνεται στη στάχτηχάμουρα(τα) τα χαλινάρια των ιπποειδώνχαμπαριάζω λογαριάζω κάποιον, καταλαβαίνωχαμπέρι είδηση (τούρκ haber). Μεταφορικά το αιδοίοχαμχούγιας κουτός, ανόητος (και χαζοχαμχούγιας)χάντρα ο βολβός του ματιού. Σπόρος φασολιούχαράκι παιδικό παιγνίδιχαραμής ανεπρόκοποςχαράμι (επι έκφρ) αυτός που ''πήγε'' άδικαχαραμίζω καταστρέφω (κυρίως άδικα), σπαταλώχαρανί μπρούτζινο σκεύος κουζίναςχαράρι μεγάλο υφαντό σακίχαράτσι φόροςχαρατσώνω επιδικάζω σε κάποιον πληρωμή χαρατσιούχαρβαλιάζω καταστρέφωχάρβαλο ερείπιο, διαλυμένο πράγμαχαρδαλέπας ανόητος, αδιάφοροςχαροφάσουλο είδος φασολιούχάρχαλο διαλυμένο πράγμαχασές(ο) λεπτό βαμβακερό ύφασμα, χαμηλής ποιότηταςχάση εξαφάνιση, ελλάτωση (έκφρ: στη χάση του φεγγαριού)χάσικο άσπρο ψωμί τύπου 70%χασμούσι γλύκισμα, ιδιαίτερο φαγητόχασομεράω χάνω τον καιρό μου, καθυστερώ σκόπιμαχασομέρης αργόσχολοςχάφτω τρὠω λαἰμαργαχαψιά μπουκιάχάψιμο γρήγορο φάγωμαχέζας φοβητσιάρηςχελώνια(τα) παπούτσια με δέρμα από πάνω και ελαστικό αυτοκινήτου για σόλα. Άκρως ανθεκτικότατα

στα βουνά, κυρίως για τους τσοπάνηδεςχεριά όσο χωράει το κλείσιμο της παλάμηςχερόλαβο λαβή αρότρου (και χερουλάβα)χερχελές ανόητος άνθρωπος, απερολόγητοςχερ-χερ (επιρ) γρήγοραχιμάω ορμάωχιονίστρα διόγκωση δακτύλων από το κρύοχλαλοή οχλαγωγίαχλεμπονιάρης αρρωστιάρηςχλέπα βλέννα, ροχάλαχλιάρι κουτάλι (από το κοχλιάριον κι αυτό από το αρχ κοχλίας)χλιαρολόγος κουταλοθήκη

[59]

χλίβομαι θλίβομαιχλιμιντρίσματα χρεμετισμοί αλόγωνχόβολη στάχτη με κάρβουναχολιασμένος θυμωμένοςχολοπάθημα στεναχώριαχολοπαθιέμαι δέρνομαι για τα πάθη μουχωρατεύω αστειεύομαιχωρατό αστείο από το χώρα>χωρατατζής (πρβλ κατ’ αναλογία άστυ>αστείος>αστείο)χοροπατάω αδημονώ, είμαι ανυπόμονοςχοροστάσι επίπεδο μέρος σε χωριό, κατάλληλο για ξεδίπλωμα χορούχουγιάζω φωνάζωχούι συνήθεια, ιδιοτροπίαχουϊλής αυτός που έχει χούγια, ιδιότροπος (ουδ: το χουϊλίδικο)χουναβιά(η) μέρος κλεισμένο από βουνά και γενικότερα κλειστό μέρος και γι αυτό ζεστόχούνη κλειστό μέρος, χουναβιά <χωνίχουνέρι πάθημα, ζημιάχούφτα φούχτα, όση ποσότητα χωράει η παλάμηχουχλήθρα πουλί της νύχτας που έχει λάλημα σαν μοιρολόϊ. Θεωρείται προάγγελος θανάτου στην

γειτονιά που θα ακουστεί το…. μοιρολόι του.χουχλιώμαι αναστενάζω, μοιρολογάω, χολοπαθιέμαι (ηχοπ λέξη)χούχλος βράση, κοχλασμόςχουχούτημα δυνατή φωνή ( χο!!!! χο!!!! χο!!! )χουχτάω φωνάζω δυνατάχράμι μάλλινο κλινοσκέπασμα ή στρωσίδιχρονικίς (επιρ) για όλη τη χρονιἀχρυσή ίκτεροςχρωστιμιά (τα) χρέη (και χρωστιμικά)χτένι μέρος σφαγίου μοσχαριού. Κόκκαλο του χεριού. Κτέναχτικιάρης φυματικόςχτικιό φυματίωσηχτουράω φτουράωχωματίζω νικάω κάποιον με πτώση στο χώμα (ως απειλή: θα σε χωματίσω)χωνευτήρι οστεοφυλάκιο νεκροταφείουχωρ'σιά χωρίστρα μαλλιώνΨψάνιος μαλακός, αφράτος, ώριμος, γινωμένος (συνήθως επι κρεάτων)ψαρρής άσπρος, ξανθόςψεμματένιος ψεύτικοςψεμματούρης ψεύτηςψες χθεςψευταγγούρας ψεύτηςψευταπόστολος ψεύτηςψιμάδι αμνοερίφιο γεννημένο την άνοιξη και όχι το χειμώναψιμάρνι όψιμο αρνίψιμίζω έρχομαι αργά, όψιμαψιμόγρια μεγάλη σε ηλικία γριά αλλά και παμπόνηρηψιμοτύρι όψιμο τυρίψυλλιάζομαι αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιώ, υποπτεύομαιψυλλίζομαι ασχολούμαι με κάτι ασήμαντο (ελαφρύ μάλωμα: άει ψυλλίσου!!!)ψίχα ελάχιστη ποσότητα από κάτι (και ψίχαλο). Το εσωτερικό του καρβελιού ψωμιούψυχικό αγαθοεργία. Η υποθετική πηγή της ζωής (προσδιοριζόμενη περίπου στην περιοχή του

παγκρέατος)ψυχοπαίδι θετό παιδί. Ψυχοκόρη = η θετή κόρηψυχοπονάω συμπονώ

[60]

ψυχούδι ψωμάκι μνημόσυνωνψωμόλυσσας ο πεινασμένοςψώμωμα ωρίμασμαψωμωμένος ώριμος, γινωμένοςψωμώνω ωριμάζω

[61]

ΠΕΡΙΦΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣτα 'πίστομα μπρούμυτα <επίστοματ'ς ακώλ'ς με την όπισθεντ'ς ομπρός επιβήτορας, για βάτεμα (έκφρ: το κράτ'σα αυτό το τραΐ για τ'ς ομπρός,

ή αυτό είναι για προκοπή, είναι για τ’ς ομπρός)τα κόρδωσε πέθανε, λιποθύμισεήλιο με ήλιο ολοημερίςτόπ’ς –τόπ’ς αραιά (τόπους-τόπους)τσιάτ -πατ εδώ κι εκείτσάτρα-πάτρα με αστάθειααπ' αγάλια σιγά-σιγάαπό ειδής στην όψη, στο κοίταγμααπό συγκράτ' συνεχόμενα, αδιάλειπτατσάκα-παράκα τοις μετρητοίςτσάτζαλα-μάτζαλα ακατάστατα, προχειροσυμμαζεμένατο κλώθω καθυστερώ σκόπιμαχείλι μ' αχείλι γεμάτο ως πάνω ποτήρι, κύπελο κ.λ.π.τ΄ς τρεις άλμα τριπλούντ΄ς μία άλμα απλούνσουρούκ-μουρούκ άνω κάτω, ακατάστατακούτσια-μάτσια μαζἐματααπ' τ' από τώρα πριν από λίγοκατ΄ από κατ' ακριβώς από κάτωδίνοντας ο ήλιος στην ώρα της ανατολήςσταθ’κε η καρδιά μ’ από κάτι καλό (φαγητό, ποτό, καλή είδηση), δυνάμωσα σωματικάτ΄ς ψεμματίς στα ψέμματαστο μέσα κατώϊ μέρος απόκρυφο, ιδιαίτεροίσια κι ίσια ανταλλαγή ειδών, ισοβαρής (ένα κιλό μήλα με ένα κιλό καλαμπόκι)βάζω αστήθ' προστατεύω, βοηθάωρίχνει κατ' με κεφάλ' χιονίζει ή βρέχει ραγδαίααπ'στώμ'σε η καρδούλα μ' στεναχωρέθηκα πολύ, απογοητεύτηκακάνω χωράφι οργώνωαλιά κι αλίμονο επιτακτικό του αλίμονοτου λείπει λαγγιόλ' είναι σχετικά κουτός, κάπου χάνειπάτσι και πόστα ήρθε μία η άλλημάνα καϋμένη κάποιος που είναι πολύ έξυπνοςχώνω την παραστιά διαβάλω, καρφώνωδε με θαραπεύ' δεν είναι ήσυχη η συνείδεισή μουοχιά μονοημερίδα γυναίκα στριφνή, κακιάτον πήγε πιπίνι έχει μεγάλη διάρροιατον σπόρισε τον έπιασε ευκοιλιότηταπούστικο βόϊδι άνθρωπος απομονωμένος, μονήρηςτσιμπισμένο κουρούπι εγωϊστής και ψωροπερήφανος άνθρωποςίσιο κρέας ντόμπρος και ειλικρινής άνθρωποςκάτι τον τρυγάει έχει αρρώστια και τον τρώει (λέγεται και: κάτι τον βοσκάει)τρία π'λιά κι ένα τσιών' άνθρωπος ανόητος, αλλού γι' αλλού

[62]

πείξιος- δείξιος κακολογημένοςτρεις βαρούν και δυό χορεύουν για άνθρωπο απερίσκεπτο, βλάκα – για κατάσταση αλαλούμδιάολος απ' το ρέμα παμπόνηρος άνθρωπος αλλά και εφευρετικόςμε κάψαν τα κρεμμύδια υποψιάτηκα ότι κάτι κακό θα συμβείήρθα στα ντάμια μου ήρθα στα ίσια μουπήρα μάζωμα πήρα φόρα για άλμανα σε δειρ' η λάβρα να μη σώσειςαπάν' και ξαπάν' πληρώνω κάτι παραπάνω από την αξία τουμη με 'γγιάς για κάποιον που είναι μυγιάγγιχτοςδε μ' αναπαύει δεν ησυχάζω για κάτιπήρε τα πλάϊα για κάποιον που τρελλάθηκεγια τα μαναστήρια για κάποιον που αρχίζει να τα χάνειγίνανε δεματ'κό συνεπλάκησαν άγριατον έχει γιέ μ' γύρευε τον έχει στα όπα-όπαίδιος και παντίδιος ολόϊδιος‘σιαπέρα Λιβαδιές για κάποιον που είναι αλλού γι αλλού. Πράγματα/καταστάσεις ανόητακώλος άδαρτος άνθρωπος ζαμανφουτίστας, ατυράννιστος, άπειρος, επιπόλαιοςπνίγω μπουλουγούρι φκιάνω τραχανάώξ!!! επιφώνημα, όταν πεδικλώνονται τα ζώαπουλ'- πουλ' κάλεσμα σε κότεςτσιπ-τσιπ κάλεσμα σε κατσίκαβαρέσανε κουδούνια χλευάσανε κάποιον, τον διαπόμπευσανδεν έχει οξιά να κάνει τίποτα εμποδίζεται, δεν έχει το σθένος να κάνει κάτι

[63]

ΚΟΥΔΑΡΙΤΙΚΑ

Είναι η ‘’γλώσσα’’ της συντεχνίας των κτιστάδων της Σουβάλας αλλά και των μαστοροχωρίων της Ηπείρου, για την οποία αναφέρουμε περισσότερα στην ΕΙΣΑΓΩΓΗ και την παραθέτουμε όπως καταγράφεται στο βιβλίο του αείμνηστου Κώστα Παπαχρήστου ‘’ΠΑΡΝΑΣΣΙΩΤΙΚΑ’’…….

αγκίδα μικρό κορίτσιαγωγιάτες τα πόδιαασπροχείληδες τα άσπρα φασόλιαγαρεύω αγριεύωγκαβαγγέλου μπομπόταγκαβές ξυλιέςγκαβιάζω βλέπωγκάτσος αγροφύλακαςγκαλίνα κότα <ιταλ gallina = κόταγκάβρο τυρίγιαλιστερά μάτιαγυαλίζω βλέπωζαμπάκωμα συνουσίαζούπινα πίτταθαλασσοπούλια ψάριαθόδωρος το ούζοκαμπίτσα πέοςκαπνιδερό καφέςκαυτερό κρεμμύδι, πιπέρικαψαλάω φεύγωκλοτσωτό ζώοκόκκινες ντομάτεςκοσβάδες σταφύλιακούδας ο μάστοραςκουδαρίτικα μαστόρικακούρκουλας παπάςκούφιο σπίτικράνια χρήματαλαγός νεαρόςλαγούλι παιδί, μαστορόπουλολαγούλα νεαρήλιαρόφα φαγητόμάνο ψωμίμανεύω τρώωμανούρες πέτρεςμαυρομάτες ελιέςμαυροχείληδες μαύρα φασόλιαματσεύω αποπατώ, χέζωμάτσεμα χέσιμο

[64]

μέκος χαζός, βλάκαςμέτσινα χαζομάραμέχομαι μου αρέσει κάτι, θέλω πολύμουτζούρης καφέςμοχός άντρας, αφεντικό του σπιτιούμοχούσα γυναίκα, η κυρά του σπιτιούμουτσιάνα ψέμαμπανίζω παρατηρώ, κοιτάωμπαρός γιατρόςμπάφες κουκιάμπουρανί λάχανομπραχάλα μαγείρεμα., φαγητόμπραχαλάω μαγειρεύωνεροπούλες ψάριαντισσέρι ζώοντιρμίνες πατάτεςντούκο έγκυοςξεσέρνομαι έρχομαι, πηγαίνωξεσέρνω μαρτυράω, μολογάωξιφλιάζω μιλάω, λέωόρματος όμορφος, καλόςοξιά νερόπαρλιάγκου γιαούρτιπέταλο το αιδοίοπελεκούδα η κόρηπισπίλι πισινός, κώλοςράχνω πιάνω, αρπάζω, παίρνωσκαμάκος γέροςσκαμάκου γριάστουρνάρι αυγόσφυρίζω πίνωτούφα ύπνοςτουφάρω κοιμάμαιτροχός κρασίτσελεπιδιώτης χωροφύλακαςτσιάρα ξυνότσέτσο ή τσέτσος το κρέαςτσιλίζω καταλαβαίνω, ξέρωτσόπια βυζιάτσολιάζω πιάνω επ' αυτοφόρωτσίτσικας ο ήλιοςφορεί έχει, είναιφασμακώνω αποπλανώ γυναίκαφυσάει είναιψειρού φακή

[65]

[66]