ΕΥΤΥΧΗΣ ΜΠΙΤΣΑΚΗΣ - Η ΥΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ

381

Transcript of ΕΥΤΥΧΗΣ ΜΠΙΤΣΑΚΗΣ - Η ΥΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ

Η ΥΛΗ ΚΑΙ Τ Ο ΠΝΕΥΜΑ

Ε Ρ Γ Α Σ Ι Ε Σ TOT ΙΔΙΟΤ

Α' ΒΙΒΛΙΑ 1. Είναι xai Γίγνεσθαι, '1965, '2000, Δαίδαλος-1. Ζαχαρόπουλος. 2. Physique Contemporaine el Matérialisme Dialectique, Éd. Sociales, Paris, 1973. Μετα-

φράσεις του: Ιαπωνικά, ισπανικά. Ιταλικά, ουγγρικά. Έλλ. μτφρ.: Διαλεκτική xai Νεότερη Φυσική, '1974, s2001. Δαίδαλος-1. Ζαχαρόπουλος.

3. La Mature dans la Pensée Dialectique, L'Harmattan, Paris, 2001, μτφρ. : Ιταλικά. Έλλ. μτφρ. : Ή φύση στη διαλεκτική φιλοσοφία, '1975, "2003, 'Ελληνικά Γράμματα.

4. IΑι problème du Déterminisme en physique. Thèse d'État, Paris, 1976. 5. Γα έννοιολογικά θεμέλια της Κβαντικής Μηχανικής, Διατριβή γιά 'Υφηγεσία, 'Αθή-

να, 1979. 6. Ή Δυναμική του ίλάχιστον, '1979, '2003, Δαίδαλος-1. Ζαχαρόπουλος. 7. θεωρία xai Πράξη, '1980, '1998, Gutenberg. 8. Φιλοσοφία τοϋ 'Ανθρώπου, '1980, J1991, Gutenberg. 9. Physique et Matérialisme, Paris, 1983, Ed. Sociales, μτφρ. : ουγγρικά.

10. Κάρλ Μάρξ, 6 θεωρητικός τον 7ΐρολεταριάτον, 1983, Gutenberg. 11. Τι είναι Φιλοσοφία, '1984, '1985, Σύγχρονη Εποχή. 12. 'Ιδεολογικά, 1986, Gutenberg. 13. Ρήξη ή ένσωμάταχτη;, ι 31989. Σύγχρονη 'Εποχή. 14. "Ενα φάντασμα πλανιέται, '1992, Μ993, Στάχυ. 15. Τό άειθαλες δέντρο της γνώσεως, '1995,31996, Στάχυ - 2006, 'Εκδόσεις "Αγρα. 16. Le Nouveau Réalisme Scientifique, Paris, 1997, L'Harmattan. Μτφρ : Ιταλικά. Έλλ.

μτφρ. : Ό νέος ίπιστημονικός ρεαλισμός, 1999 Gutenberg. 17. Ό δαίμων τον'Αϊνστάιν, '2000, '2001, Cutenbcrg. 18. ΓονίΛια τον μέλλοντος, '2001, Προσκήνιο. 19. Δρόμοι της διαλεχτικής, '2003, Εκδόσεις Άγρα. 20. Οί πόλεμοι της Νέας Τάξης, 2005, Προσκήνιο (μέ Δημήτρη Μπελαντή). 21. Ή έξέλιξη των θεωριών της Φνσιχής, Δαίδαλος-1. Ζαχαρόπουλος, 2008. 22. 'Από την πνρά στόν άμβωνα, 2009, Τόπος.

Β'ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ 1. Analyse, Université Paris XI, 1974. 2. ΕΙσαγωγή στις φυσικές θεωρίες. Πανεπιστήμιο Άθηνων, 1985. 3. Ε1σαγωγή ατή φιλοσοφία: Τό όντολογικό έρώτημα, Πανεπιστήμιο 'Ιωαννίνων, 1993.

Γ' ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΕ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ Στά περιοδικά : Δενχαλίων, 'Ελευθερία, 'Επιθεώρηση Φνσικης, 'Επιστημονική Σχέψη, θε-μέλια των 'Επιστημών, Καινούργια 'Εποχή, Μαθηματική 'Επιθεώρηση, Οικονομία xai Κοι-νωνία, Ουτοπία, Πολίτης, Σύγχρονα θέματα. Τομές, Φιλοσοφία, Χημικά Χρονικά• Acta Philosophica, Annales de la Fondation Louis de Broelie, Cahiers d'Histoire et de Philosophie des Sciences ( CNHS), Critique, Epistémologiques, Etudes Philosophiques. Europe, Filosofia e Sosietà, Physics Essays, Fïlosofskiye Nauki, Foundations of Physics, Fundamenla Scientiae, Magyar Filozöfiai Szemle, Manàsmo Oggi, NatureSociety-Thought, Nouvelle Critique, I A Pensée, Physics Essays, Revue des Questions Scientifiques, Science and Society. Scientia κλπ. Επίσης: Δεκάδες έργασίες δημοσιευμένες σέ πρακτικά έλληνικών καΐ διεθνών συνεδρίων.

ΕΥΤΥΧΗΣ ΜΠΙΤΣΑΚΗΣ

Η Υ Λ Η

ΚΑΙ

Τ Ο Π Ν Ε Υ Μ Α

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ ΑΓΡΑ

Αναζητήστε τΙς Εκδόσεις Ά γ ρ α

στήν ίστοσελίδα μας

www.agra.gr

'Εάν έπιθυμεΐτε να λαμβάνετε τόν Τιμοκατάλογό μας καΐ να ένημερώνεστε για τις νέες έκδόσεις καΐ τΙς έκδηλώσεις μας, μπορείτε νά μας άποστείλετε δνομα καΐ διεύθυνση.

Τό παρ&ν βιβλίο πρωτογράφτηκε στα γαλλικά μέ τ£>ν τίτλο La Matière et l'esprit.

Ή μετάφραση στα έλληνικά είναι τοΰ συγγραφέα.

ISBN 978 - 960 - 325 - 919 - 0

© 2011, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ Λ.Ε. Ζωοδόχου Πηγης 99, 114 73 "Αθήνα Τηλ. 210.7011.461 - FAX 210.7018.649 http : / / www.agra.gr, e-mail : [email protected]

xai

Εύτύχης Μπιτσάκης

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Πρόλογος 9

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: "Υλη,μάζα και ένέργεια: Πρός ίναν μονισμο της ϋλης 15

1. ΟΙ φιλοσοφικές διαισθήσεις i j 1. Ύλη, μάζα χαΐ ένέργεια : Πρός τήν κλασική διχοτομία 24 3. Ή σχετικότητα καΙ ή προσχετικιστική έρμηνεία της 31

4. Μιά σχετικιστική έρμηνεία των σχέσεων μάζας καΐ ένέργειας 37

5. Παράδοξα xal ανοικτά έρωτήματα 47

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Μικροφναική: Μια τοπική διαλεκτική 57

1. Μικροφυσική: Πέρα άπό τΐ» νευτώνειο παράδειγμα 5® 2. Ύλη : Ενότητα μέσα στή διαφορά των μορφών 65 3. 01 σχέσεις καΐ τά πράγματα η(> 4. Πέρα άπό τήν οΰσιοκρατία. Γιά μιά διαλεκτική

της ουσίας 84 5. Τελικές παρατηρήσεις 93

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Κοσμσγένεση 97 1. 'Από τους κοσμογονικούς μύθους στή νευτώνεια

κοσμολογία gS 2. Big Bang: Μιά olovel μεταφυσική υπόθεση 114 3. 'Αναζητώντας όδό διαφυγής 134

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Πέρα ίπο το Big Bang: Στοιχεία μιας Ινδοκοσμικης διαλεκτικής 139

1. Ξεκινάμε άπό τή στιγμή 1(Γ" sec 140 2. Μάζα τοΰ Σύμπαντος 141 3. 'Ηλικία τοΰ Σύμπαντος 142 4. Μετατόπιση πρός τό έρυθρό 145

7

8 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

5. 'Ομοιογένεια καΙ Ίσοτροπία 147 6. 'Ακτινοβολία του βάθους τοΰ ούρανοΰ 15· 7. Κβάζαρ 153 8. Τό έπιχείρημα της νουκλεοσύνθεσης 155 9. ΤΑ γίγνεσθαι των μορφών της δλης 157

10. 'Ανάμεσα στήν έπιστήμη χαΐ στή spéculation 158 11. Γενικές παρατηρήσεις 167

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Μορφές φυσικής αιτιοκρατίας 181

1. Θετικισμός καΙ υλισμός : Δύο άντίθετες άντιλήψεις 183 2. Ή μηχανιστική αΐτιοκρατία καΐ τα 6ριά της 186 3. Ή δυναμική μορφή αΙτιοκρατίας 191 4. Ή κλασική στατιστική αΐτιοκρατία 195 5. Ή κβαντική στατιστική αΐτιοκρατία 197 6. Τοπικότητα καΐ αιτιότητα στή Φυσική 204 7. Τελικές παρατηρήσεις 211

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Άνθρωπογένεση 221 1. 01 φιλοσοφικές διαισθήσεις 222 2. Ή άνάδυση της ζωής 230 3. Τό γεγονός της έξέλιξης : Δαρβίνος 237 4. 'Εξέλιξη: Τά δεδομένα της Γενετικής 243 5. Άνθρωπογένεση 257

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Ή ΰλη και το πνεύμα ιη\ 1. Ό δυϊσμός τοΰ πνεύματος καΐ τοΰ σώματος 271 2. Εγκέφαλος : Τό σκεπτόμενο σώμα 276 3. 'Αϊτό τήν αίσθηση στήν έννοιαχή σκέψη 288 4. Τά πράγματα καΐ ol Εννοιες 3°3 5. Ή νόηση καΐ ή γλώσσα 3*8

ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Ή φύση και 6 θεός 333 1. Ό ψυχισμός: Ή ψυχή καΐ τό πνεΰμα 333 2. Γιά τήν ύπαρξη έμφυτων Ιδεών 346 3. Ή πενία τοΰ άναγωγισμοΰ 359 4. Ό άνθρωπος καΙ ό θεός: "Ενας διάλογος

άνάμεσα στόν Πλάνκ καΙ στόν 'Αϊνστάιν 368

Π ρ ό λ ο γ ο ς

Ε Ν ΑΡΧΗ, ΗΝ ΤΟ « ΘΑ ΥΜΑΖΕΙΝ». Μυθικές κοσμογονίες και « όρθο-λογικες» κοσμολογίες Επιχείρησαν và κατανοήσουν αυτό πού

υπάρχει. Kai ήρθε μετά ή Επιστήμη, άρνηση και κληρονόμος της φι-λοσοφίας. Ό κλασικός όρθολογισμός είχε τά Ιστορικά του δρια. "Ομως, ΰστερα άπό μία μακρά δδύσσεια δύο χιλιάδων χρόνων, τό άνθρώπινο πνεύμα άρχισε và θέτει Ερωτήματα στη Φύση, με νέα μέσα : Είχε ϊρθει ή ώρα της Επιστήμης και του Λόγου. 'Επιστήμονες και φιλόσοφοι ήτανε τώρα οί άπόστολοι μιας γνωσιοθεωρητικής αισιοδοξίας, θεμε-λιωμένης στή δυνατότητα τοϋ Λόγου và διαλύσει τά «Σκοτάδια». 'Εντούτοις, τέσσερις αιώνες μετά τον Γαλιλαίο, νέες μορφές άνορθολο-γισμοϋ, παλαιές και νέες μορφές δεισιδαιμονιών, Εξακολουθούν và δε-σπόζουν στο πεδίο της 'Ιδεολογίας. Από τη μία μεριά ό Επιστημονι-σμός, ή ξηρότητα τον θετικισμού και ίνα πλήθος άντιρεαλιστικών ρευ-μάτων. Άπό την άλλη, νέες μορφές χυδαίου ή ψευδοεπιστημονικού μυ-στικισμού. Τέλος, στή «μεταμοντέρνα» Εποχή μας, δ νέος γνωσιοθεω-ρητικός σχετικισμός και οί νέες άναγγελίες τοϋ θανάτου της φιλοσο-φίας και κάθε «μεγάλης άφήγησης».

Ό χαρακτήρας αυτού τοϋ βιβλίου δεν είναι πολεμικός. Στόχος του είναι νά διαμορφώσει μία μονιστική-ύλιστική άντίληψη γιά τον κόσμο, με την άνάλυση και τή φιλοσοφική άξιοποίηση τών φυσικών Επι-στημών. "Ας θέσουμε λοιπόν ώς Αξίωμα τό μονισμό της ύλης.

"Υλη ώς φιλοσοφική κατηγορ ία . 'Αλλά τί σημαίνει ή λέξη «ύλη»; Οί φυσικές Επιστήμες μελετούν ειδικές μορφές της ύλης. Με ποών τρό-πο λοιπόν είναι δυνατόν và περάσουμε άπό τις Επιστημονικές ϊννοιες στις φιλοσοφικές κατηγορίες , ώστε và άναδείξουμε τή φιλοσοφική ση-μασία τον «πλούτου τον συγκεκριμένου»; Στο Ερώτημα αυτό δεν άφιερώθηκε ειδικό κεφάλαιο, δμως ή συγκεκριμένη διαπραγμάτευση σχετικών προβλημάτων άποτελεϊμία πρώτη άπάντηση, ή όποια, Ελπί-

9

Ι Ο Η ΥΛΗ ΚΑΙ Τ Ο Π Ν Ε Υ Μ Α

ζω, θεμελιώνει τή θέση της ένότητας των έπιστημών με τη φιλοσοφία, παρά την καταστατική διαφορά τους.1

"Υλη ώς μοναδική «ουσία» τοϋ κόσμου, άντίθετα με τόν καρτε-σιανό δυϊσμό και με κάθε μορφή πνενματοκρατίας ( spiritualisme J. " Υλη, μοναδική ουσία τον κόσμου. 'Αλλά ό κόσμος υπάρχει, ώς άντικει-μενική πραγματικότητα, άνεξάρτητα άπό τό « νοούν υποκείμενο », άπό τό πνεύμα ; 'Ερώτημα άδιανόητο για τόν κοινό πρακτικό νου, καθώς και για τή χριστιανική θεολογία. Παρά ταϋτα, ή σχετική άμφιβολία τοϋ Καρτέσιου είναι γνωστή: Ό λεγόμενος «πατέρας τον νεότερου όρθο-λογισμοϋ» κατέφυγε στόν θεό για và σιγουρευτεί δτι ό κόσμος υπάρ-χει, έπειδή δ θεός, δντας «άγαθός», δεν θά άφηνε κάποιο μοχθηρό πνεύμα và έξαπατήσει τόν πιστό υπηρέτη του. Άπό τήν άλλη πλευρά, τό πρόβλημα της ύπαρξης της φάσης καθ'έαυτήν και άφ' ίαυτής στε-ρείται νοήματος για τό θετικισμό, καθώς και για τις διάφορες μορφές γλωσσολογικού και μή υποκειμενισμού. 'Ανάγκη λοιπόν và θεμελιώ-σουμε τή νομιμότητα ένός έπιστημονικοΰ ρεαλισμού άνοικτον στις φυ-σικές έπιστήμες και στήν κοινωνική πρακτική γενικότερα. Γιά τό πρό-βλημα αυτό έπίσης δεν άφιέρωσα ειδικό κεφάλαιο, δμως έλπίζω δτ ι ή θέση τοϋ έπιστημονικοΰ ρεαλισμοϋ θεμελιώνεται μέσα άπό τή δια-πραγμάτευση κυρίως των δύο πρώτων κεφαλαίων τοϋ βιβλίου.2

'Εντούτοις, ή ΰλη των έπιστημών δεν είναι τό καθολικό-άφηρημένο της φιλοσοφίας. "Ενας νομιναλισμός άριστοτελικοϋ τύπου είναι πάντο-τε κατανοητός, έπειδή αυτό που υπάρχει είναι τό έξατομικευμένο άντι-κειμενο, τό Ιδώ υπάρχον «τόδετί». Ποιά είναι λοιπόν ή όντική ενότη-τα των πολλαπλών μορφών ύπαρξης της ΰλης; Είναι γνωστό δτ ι ίνας σύγχρονος δυϊσμός της ΰλης και της ένέργειας, κατά τόν όποιον ή ένέρ-γεια είναι μία αυλή όντότητα, διατυπώθηκε στή βάση μιας όρισμένης έρμηνείας της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας. Τό πρώτο κεφάλαιο τοϋ βιβλίου άποδεικνύει δτ ι ή ερμηνεία αυτή είναι λανθασμένη, έπειδή προϋποθέτει τό τρισδιάστατο, ευκλείδειο πλαίσιο και τόν άντίστοιχο

1. Γιά μία συστηματική διαπραγμάτευση, βλ. Εύτύχη Μπιτσάκη, Τά άειθαλίς δέν-τρο της γνώσεως, 'Εκδόσεις Άγρα, 'Αθήνα, 2006, κεφ. 1.

2. Για μία συστηματική διαπραγμάτευση, βλ. Εύ. Μπιτσάκη, αύτ., κεφ. 2.

Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

φορμαλισμό και δχι το τετραδιάστατο πλαίσιο τής σχετικότητας. Μα-ζικά και μη μαζικά σωμάτια, σωμάτια και πεδία, συνιστούν τήν νλη κατά τη θεωρία της σχετικότητας. Στο μικροφυσικό έπίπεδο υπάρχει ëva πλήθος όντοτήτων. Ποιά είναι συνεπώς ή όντική τους ένότητα ; Ή ένότητα που συνυπάρχει με τη διαφορά και με τήν άντίθεση ; Το δεύτε-ρο κεφάλαιο άποτελεϊ άπόπειρα άνάδειξης μιας «τοπικής διαλεκτι-κής» που λειτουργεί στο έπίπεδο τής Μικροφυσικής.

Περνάμε στή συνέχεια άπό τό μ ικρό- στ ο μ έ γ α - . Είναι γνωστό δτι ή Κοσμολογία εγινε ( ή μπορούσε νά γίνει ) φυσική έπιστήμη και δχι μόνο θεωρία τής βαρύτητας, χάρη στή συνεισφορά τής Μικροφνσικής : Χάρη στή « σύντηξη » τοΰ μ ικρό- με τό μ έ γ α - . 'Εντούτοις ή θυελλώδης άνάπτυξη τής 'Αστροφυσικής και τής Κοσμολογίας έξέθρεψε, με τή σειρά της, νέους μύθους γιά τή γέννηση τοΰ Σύμπαντος. Τό τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο τοΰ βιβλίου άποτελοϋν μία προσπάθεια νά άναδει-χτοϋν τά Ιδεολογικά θεμέλια τοΰ προτύπου τής Μεγάλης "Εκρηξης ( Big Bang) και ταυτόχρονα νά άνιχνευτοϋν τά θεμέλια μιας υλιστικής διαλεκτικής στο έσωτερικό αύτοϋ τοΰ οιονεί μεταφυσικού κοσμολογι-κού προτύπου.

Τελευταίο έρώτημα : Τί άπέγινε ή άρχή τής αιτιότητας και τής αιτιοκρατίας μπροστά στα νέα δεδομένα των θεωριών τής σχετικότη-τας και των κβάντα; "Οπως είναι γνωστό, οί σχετικιστικές θεωρίες άποτελοϋν êva σταθερό θεμέλιο τοΰ ρεαλισμού, τής αιτιότητας και τής τοπικότητας. Ή άνάπτυξη τής Μιχροφυσικής, άντίθετα, Αμφισβήτησε τήν ισχύ τής αιτιοκρατίας και τής τοπικότητας· γενικότερα, τοΰ ρεα-λισμού και τοΰ υλισμού. 'Επίσης άποτέλεσε ëva δήθεν θεμέλιο γιά ιδεα-λιστικές γενικεύσεις και γιά νέες μορφές μυστικισμού. Τό πέμπτο κε-φάλαιο άποτελεϊμιά συγκεκριμένη άνάλυση των μορφών αιτιοκρατίας που λειτουργούν στα διάφορα επίπεδα τής πραγματικότητας. Τό συμ-πέρασμα αυτού τοΰ κεφαλαίου είναι ύπερ τοΰ ρεαλισμού, τής τοπικό-τητας και τής αιτιοκρατίας. Στή Μικροφυσική, ειδικά, ισχύει μία πο-λυδύναμη μορφή αιτιοκρατίας : Ό κβαντ ικός στατ ιστ ικός καθορισμός.

"Ας δεχτούμε, συνεπώς, δτι είναι έφικτο νά θεμελιώσουμε êvav ρεα-λισμό στις κατεξοχήν «φιλοσοφικές έπιστήμες»: στις θεωρίες τής σχετικότητας, στή Μικροφυσική και στην Κοσμολογία. 'Εντούτοις μό-

12 Η ΥΛΗ ΚΑΙ Τ Ο Π Ν Ε Υ Μ Α

νη ή άντικειμενικότητα της φύσης δεν Επαρκεί γ là và θεμελιωθεί δ μο-νισμος της ϋλης και, κατά συνέπεια, μία μονιστική-ύλιστική κοσμοαν-τίληψη. Ό υλισμός θέτει και b>a άξίωμα : την αυθυπαρξία ( asseite ) της φύσης, δηλαδή την άρχή δτι ή φύση είναι αιτία τοϋ έαυτού της. Δηλαδή θέτει, με νέους δρους, τό άξίωμα των προσωκρατικών και τοϋ άρχαίου υλισμού. Συνεπώς, για và θεμελιώσουμε τόν υλισμό, πρέπει và φωτί-σουμε τις σχέσεις άνάμεσα στην ύλη και στο πνεύμα. 'Αλλά γι1 αυτό Εχουμε άνάγκη άπό τις έπιστήμες της ζωής.

Τά τρία τελευταία κεφάλαια τοϋ βιβλίου Αφιερώνονται στή μελέτη τοϋ φαινομένου της ζωής : Άβιογενής προέλευση τών πρώτων όργα-νικών ουσιών. Διαδικασίες complexification, αύτοοργάνωση και στοι-χειώδη φαινόμενα μεταβολισμού. Δημιουργία προκαρυωτικών κχπτά-ρων. Σχηματισμός εύκαρυωτικών κυττάρων. 'Εμφάνιση δλο και πε-ρισσότερο περίπλοκων Ανεπτυγμένων όργανισμών. Μακρά πορεία της φυλογένεσης. 'Ανθρωπογένεση, ώς « στιγμή » της Εξέλιξης τών Εμβιων μορφών και Ιδιαίτερα τών Ανώτερων θηλαστικών. Νοογένεση, ώς δυ-νατότητα τοϋ Εγκεφάλου ή όποια πραγματοποιείται σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες. Ειδικότερα, μελέτη της Ανάπτυξης τοϋ ψυχισμού καΐ της νοημοσύνης τών περισσότερο Αναπτυγμένων ζώων και τών πι-θήκων. Τό συμπέρασμα τών τριών κεφαλαίων είναι δτι δεν υπάρχει το-μή, μεταφυσικό άλμα, Ανάμεσα στα ζώα κάί στον άνθρωπο. Συναντάμε τό πνεύμα, δπως έγραφε ό Gramsci, δχι στην Απαρχή της έξέλιξης της ϋλης Αλλά σε ίνα συγκεκριμένο σημείο της ιστορίας της. Τό βιβλίο τε-λειώνει με Εναν φανταστικό διάλογο Ανάμεσα στον Planck και στον Einstein, στον όποιο Αντιπαρατίθεται ή χριστιανική μεταφυσική με τόν σύγχρονο Επιστημονικό ρεαλισμό και υλισμό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ

"Ενα μέρος τοΰ περιεχομένου αύτοϋ τοϋ βιβλίου προέρχεται άπό τΙς έξης δη-μοσιεύσεις :

• « Science et idéologie », Mayar Filosophias Szemle, 1,1983, σσ. 9-35.

Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ » 3

'Επίσης άπό τό βιβλίο μου La Nature dans la Pensée dialectique, καθώς καΐ άπό τό άρθρο "For an Evolutionary Epistemology", Science and Society, 51, no 4,1988, σσ. 389-413.

• "Scientific Realism", Science and Society, 57, 1993, σσ. 160-193. • "Mass, Matter and Energy, a Relativistic Approach", Foundations of

Physics, 21,1991, σσ. 63-81. • « Mycrophysique : pour un monisme de la matière », στό Les Matéria-

lismes ( et leurs détracteurs ), Syllèpse, Παρίσι, 2004, σσ. 113-133. 'Επί-σης άπό τό κεφάλαιο 2 τοϋ βιβλίου μου Physique et Matérialisme, Édi-tions Sociales, Παρίσι, 1983.

• « Cosmogénèse : la dialectique sous une enveloppe quasi-métaphy-sique », στό Dialectiques, Syllèpse, Παρίσι, 2007. Επ ίσης άπό τό κεφά-λαιο 6 τοϋ βιβλίου μου Physique et Matérialisme, δ.π.

• « Formes de déterminisme physique », La Pensée, 307,1996, σσ. 137-151. 'Επίσης άπό τό άρθρο " Q u a n t u m Statistical Determinism", Founda-tions of Physics, 18,1988, σσ. 331-355.

• " T h e Riddle of Locality. The EPR Paradox Revisited", Physics Essays, 9, 1996, σσ. 487-495. 'Επίσης άπό τό άρθρο "Une interprétation locale du Paradoxe EPR", Annales de la Fondation Louis de Broglie, 15, 1, 1990, σσ. 35-57.

Πρέπει έντούτοις νά σημειώσω ί τ ι τά πέντε πρώτα κεφάλαια τοϋ βιβλίου δέν είναι άναπαραγωγή των προηγούμενων δημοσιευμάτων. Χρησιμοποίησα αυτά τά δημοσιεύματα λιγότερο ή περισσότερα σάν ((πρώτη δλη» για τή σύνταξη των άντίστοίχων κεφαλαίων.

Π Ρ Ω Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Ύλη, μάζα και ένέργεια: Πρός έναν μονισμό της υλης

Η ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΤΣΙΚΗ ήταν έποπτικά ρεαλιστική. Τόσο ό θρη-σκευόμενος Νεύτων ( Isaac Newton, 1643-1727 ) ίσο καΐ ό ύ-

λιστής P. S. Laplace ( 1749-1827 ) δέν άμφέβαλλαν για τήν άντικει-μενική υπόσταση καΐ τήν υλική ουσία της φύσης. Επίσης, ή κλα-σική φυσική ήταν, τασιακά, υλιστική. 'Εντούτοις, ol σχετικι-στικές θεωρίες, καΐ ειδικά ή ειδική θεωρία, έτροφοδότησαν μια νέα μορφή ένεργητισμοΰ καΐ ιδεαλισμού, στα πλαίσια μιας προσχετι-κιστικής έρμηνείας των θεωριών τοΰ Albert Einstein (1879-1955 ). Ή Μικροφυσική, μέ τή σειρά της, έτροφοδότησε ëva νέο κύμα νεο-πλατωνισμοϋ καΐ νεοπυθαγορισμοϋ. Έτσι, ή παλαιά διαμάχη γιά τήν άντικειμενικότητα καΐ τήν υλικότητα τοΰ κόσμου άνανεώθη-κε μέ τήν Ιδεολογική έκμετάλλευση των επαναστάσεων της σχε-τικότητας.

Ή όντολογική διαμάχη, καΐ ειδικά ή διαμάχη γιά τΙς σχέσεις ύλης καΐ κίνησης, έχει τήν ίδια ήλικία μέ τή Φιλοσοφία. Ή δια-μάχη αύτή στήν έποχή μας πηρε κυρίως τή μορφή διαμάχης γιά τΙς σχέσεις μάζας καΐ ένέργειας. Συγκεκριμένα : Ό Νεύτων είχε ταυτίσει τή μάζα, έπιστημονική έννοια, μέ τήν ύλη, φιλοσοφική κατηγορία. Στή συνέχεια ή θερμοδυναμική έφερε αύτή τήν άπο-ψη στό λογικό τέρμα της, έγκαθιστώντας μιά τομή άνάμεσα στή λεγόμενη μάζα-δλη καΐ στήν ένέργεια. Μ' αύτόν τόν τρόπο, και μέ βάση αύτή τήν προσχετικιστική κατανόηση, ή περίφημη έξίσωση του Αϊνστάιν άνάμεσα στή μάζα καΐ τήν ενέργεια, έρμηνεύτηκε ως σχέση ισοδυναμίας άνάμεσα στή μάζα-ΰλη καΐ τήν ένέργεια. Ή κλασική διχοτομία «ξεπεράστηκε» μέ μιά ψευδοδιαλεκτική, ή οποία έτροφοδότησε Ιναν νέο ά-υλισμό. Εντούτοις, 8πως θά προσ-παθήσω νά δείξω, είναι δυνατόν νά διατυπώσουμε, μέ μιά αύθεν-τικά σχετικιστική έρμηνεία, μιά μονιστική άντίληψη γιά τήν ΰλη,

>5

ι 6 Ι 1 Ρ Ω Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

ή οποία ταυτόχρονα θα άποτελεϊ επιχείρημα υπέρ της ένδογενοϋς ένότητας της ΰλης καΙ της κίνησης. Στα πλαίσια αυτής της έρμη-νείας, τέλος, ή κλασική άντίθεση άνάμεσα στήν ΰλη καΙ τό πεδίο, άνάμεσα στα μαζικά « υλικά » σωμάτια καΙ στα μή μαζικά, χάνει κάθε νόημα. Ένας έπιστημονικά θεμελιωμένος μονισμός της ΰλης αναδεικνύεται άπό τήν ειδική θεωρία της σχετικότητας.

Πράγματι, είναι δυνατόν να θεμελιώσουμε τό μονισμό της ΰ-λης σέ μια σχετικιστική έρμηνεία των θεωριών τοϋ 'Αϊνστάιν. Ή είδική σχετικότητα αποτέλεσε έξάλλου ένα άπό τά θεμέλια της Μι-κροφυσικής καΙ της Κοσμολογίας. 'Αλλά ή μικροφυσική έτροφο-δότησε διάφορα σύγχρονα ιδεαλιστικά καΙ μυστικιστικά ρεύματα. Θα έπιχειρήσουμε μια έπιστημολογική άνάλυση της μικροφυσι-κής στό έπόμενο κεφάλαιο. Παρά ταϋτα είναι αναγκαίο να έπιση-μάνουμε έδώ τό πρόβλημα, έπειδή όρισμένες άπό τΙς βψεις του άνα-κύπτουν στα πλαίσια της ειδικής σχετικότητας.

"Οπως είναι γνωστό, ή μικροφυσική άνέτρεψε τή μηχανιστική άντίληψη γιά τήν ΰλη, άναδεικνύοντας τά ιστορικά 6ρια τοϋ άτο-μιστικοΰ παραδείγματος. Ό επιστημονικός ρεαλισμός και ό υλι-σμός, ό θετικισμός καΙ οί νέες μορφές ίδεαλισμοΰ, ήταν οί πρωτα-γωνιστές της μεγάλης διαμάχης ή όποία ξέσπασε κατά τή δεκα-ετία τοΰ '20, περίοδο της συγκρότησης της κβαντικής μηχανικής. Έτσι, ορισμένοι φυσικοί καΙ φιλόσοφοι άνήγαγαν τΙς όντότητες της μικροφυσικής σέ απλές δυναμικότητες ή, άκόμα, σέ καθαρές μορφές. Κατά τόν Werner Heisenberg ( 1901-1976 ), π.χ., τά άτομα καΙ τα στοιχειώδη σωμάτια δέν είναι πραγματικά. Συνιστοϋν μάλλον Ιναν κόσμο δυναμικοτήτων ή δυνατοτήτων, παρά έναν κόσμο πραγμάτων ή γεγονότων.1

Σέ άλλη περίπτωση ό ϊδιος μεγάλος φυσικός διατύπωσε σαφέ-στερα τή νεοπυθαγόρεια άντίληψή του για τήν ΰλη. «*Αν έπιχει-ρήσουμε να εισδύσουμε πίσω άπ' αύτή τήν πραγματικότητα στίς λεπτομέρειες των άτομικών συμβάντων, τό περίγραμμα αύτοΰ τοΰ " άντικειμενικά πραγματικοΰ κόσμου " διαλύεται, δχι στήν ο-μίχλη μιας νέας, άλλα άκόμα άσαφοΰς ιδέας της πραγματικότη-τας, άλλα στή διάφανη σαφήνεια μιας μαθηματικής, της οποίας οί

ΥΛΗ. ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ 1 7

νόμοι διέπουν τό δυνατό, 6χι τό πραγματικό ».2 Σύμφωνα μ'αύτή τή γραμμή σκέψης, Ινα στοιχειώδες σωμάτιο δέν περιγράφεται άπλώς σέ έναν χώρο Hilbert. Είναι ένας χώρος Χίλμπερτ. Ή πυ-θαγόρεια-πλατωνική άναστροφή τών γενετικών σχέσεων ανάμε-σα στα πράγματα καΐ τΙς έννοιες βρήκε νέο, γόνιμο έδαφος στό χώρο τής Φυσικής. Θα μιλήσουμε γι'αυτά τα προβλήματα στό έπόμενο κεφάλαιο, όπου θα έπιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε μια συνεκτική εικόνα ενότητας μέσα στή διαφορά τών στοιχειω-δών σωματίων. 'Αλλα προτού άσχοληθοϋμε μέ τόν Νεύτωνα καΐ τόν 'Αϊνστάιν, θά είχε ενδιαφέρον να άναζητήσουμε τΙς ρίζες αύτών τών προβλημάτων στήν αρχαία έλληνική φιλοσοφία.

1. 01 φιλοσοφικές διαισθήσεις

Πολλές προφιλοσοφικές, μυθικές κοσμογονίες θεώρησαν τό Σύμ-παν έξελισσόμενη όλότητα. Σαν κάτι πού προήλθε άπό τό χάος, ή άπό κάποιο άλλο πρωταρχικό στοιχείο. Παρά ταϋτα είναι δυνατόν νά άνιχνεύσουμε πολλές όρθολογικές ιδέες σ'αύτές τις κοσμογο-νίες. Ό όρφισμός, π.χ., είναι μιά μυθική κοσμογονία (καΐ ένα εΐδος σωτηριακής θρησκείας ). 'Ωστόσο, στό πλαίσιο αύτής τής κο-σμογονίας υπάρχουν στοιχεία μιας φυσιοκρατικής, υλιστικής άν-τίληψης. Ή φύση θεωρείται άγέννητη και αιώνια. Ό χρόνος είναι « Γαίης τε βλάστημα καΐ Ούρανοΰ άστερόεντος ». Ή φύση, τέλος, διέπεται άπό τήν άνάγκη.

Οί λιγότερο ή περισσότερο « όρθολογικές » κοσμολογίες ήταν οί κληρονόμοι καΐ ταυτόχρονα ή ιστορική άρνηση τών μυθικών κο-σμογονιών. Κατά τους « πρώτους φιλοσόφους » τό Σύμπαν θεω-ρείται αιτία του έαυτοΰ του σέ άέναη γένεση και φθορά. Ή έννοια τοϋ Δημιουργού δέν υπάρχει στή σκέψη τών πρώτων « φυσιο-κρατών ».

Ό Θαλής ( ~ 640 π.Χ. - ~ 547 π.Χ. ) έπηρεασμένος άπό τήν έλληνική παράδοση καΐ τΙς άνατολικές κοσμογονίες, θεώρησε τό υδωρ άρχή, δηλαδή έσχατο και άναλλοίωτο συστατικό τής ύλης

ι6 Ι 1 Ρ Ω Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

('Αρχή σημαίνει αύτό πού δέν έχει δημιουργηθεί, πού δέν είναι φθαρτό, καί πού διατηρείται κατά τή γένεση καΐ τή φθορά τών πραγμάτων. ) Αντίστοιχα, ό 'Αναξίμανδρος ( 610 π.Χ. - - 546 π.Χ.) δέχτηκε δτι τό Σύμπαν άναδύθηκε άπό τό "Απειρο, το όποιο είναι άγέννητο, άφθαρτο καί προικισμένο μέ κίνηση. Ή γένεση καΐ ή φθορά είναι άποτέλεσμα της πάλης καί της ένότητας τών άντι-θέτων καί διέπονται άπό τήν άναγκαιότητα.

Ή κίνηση, κατά συνέπεια, θεωρήθηκε ένδογενές κατηγόρημα της ϋλης. 'Αλλά ό πρώτος πού διατύπωσε μια μονιστική καί δια-λεκτική άντίληψη τών σχέσεων άνάμεσα στήν ύλη καί τήν κίνηση ήταν ό Ηράκλειτος (-535 π.Χ. - 475 π.Χ.). "Εν τό παν, σέ κίνη-ση καί μετασχηματισμό. «Ό "Ηλιος νέος έφ'ήμέρη έστίν». Ή πρωταρχική ούσία τοϋ κόσμου κατά τόν 'Ηράκλειτο είναι τό πϋρ, ένεργητικό στοιχείο, τό όποιο καταβροχθίζει καί μεταμορφώνει τά πάντα καί άπό τό όποιο τα πάντα προήλθαν. « Τά δέ πάντα οία-κίζει κεραυνός ». Κάθε πράγμα γεννιέται άπό τή μεταμόρφωση της φωτιάς καί ή φωτιά άπό τή μεταμόρφωση τών πραγμάτων. Κατά συνέπεια, ή κίνηση, μέ τή γενικότερη έννοια τοϋ δρου, είναι θεμελιώδες καί άναλλοίωτο κατηγόρημα τοϋ Σύμπαντος. Επι-πλέον, ή κίνηση δέν είναι συμπτωματική. Λόγος, κατά τόν'Ηρά-κλειτο, σημαίνει τήν άντικειμενική φυσική νομοτέλεια. Σημαίνει ταυτόχρονα νόηση, ή όποία συλλαμβάνει τήν κίνηση καί τήν άλλα-γή. 'Εντούτοις, « φύσις κρύπτεσθαι φιλεΐ » καί ή « άρμονίη άφανής φανερής κρέσσων ». 'Αλλά ό Λόγος μπορεί να άποκρυπτογραφή-σει εκείνο πού είναι κρυμμένο. Τό Σύμπαν κατά τόν 'Ηράκλειτο είναι άπειρο στό χώρο, αιώνιο στό χρόνο καί σέ άέναη μεταμόρ-φωση.

'Αργότερα, καί παρά κάποιες μηχανιστικές συνηχήσεις, οί άτο-μικοί ( Λεύκιππος καί Δημόκριτος, 'Επίκουρος καί Λουκρήτιος στή συνέχεια ) θεώρησαν δτι τό Σύμπαν άποτελεΐται άπό μια άπειρία Κόσμων, σέ μεταμόρφωση. Τά άτομα, Ισχατα καί θεμελιώδη συ-στατικά της ϋλης, είναι άγέννητα, άνώλεθρα καί προικισμένα μέ κίνηση. Τά άτομα ταυτίζονται μέ τό Είναι, τό Όν, καί τό κενό μέ τό μή Όν. Κατά τόν Δημόκριτο ( - 460 π.Χ. - ~ 370 π.Χ. ) οί άπει-

ΥΛΗ. ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο ΤΗΣ ΥΛΗΣ 1 9

ροι κόσμοι είναι άναρχοι. Τά πράγματα σχηματίζονται μέ τήν ίνωση των άτόμων καΐ άποσαθρώνονται σέ άτομα. Τέλος, ή φύ-ση διέπεται άπό τήν άνάγκη. Τίποτα δέν είναι τυχαίο.3 Κατά τους Ατομικούς, τό άτομο είναι άρχή, δριο της διαιρετότητας της ύ-λης. Τπάρχει μιά άπειρία άτόμων κατά τό μέγεθος καΐ τόν άριθ-μό. Τά άτομα κινούνται στό κενό, τό όποιο, έπίσης, είναι άπειρο. 'Αντίστοιχα, υπάρχει μιά άπειρία κόσμων πού γεννιούνται και που καταστρέφονται μέ τό χρόνο. Κατά τΙς μεταμορφώσεις της υλης, έξάλλου, τίποτα δέν προκύπτει άπό τό μή Όν, οδτε μετα-πίπτει στό μή Όν. Πρόκειται γιά μιά πρώτη διατύπωση της άρχής της άφθαρσίας της υλης. Όπως έγραφε ό 'Επίκουρος (341 π.Χ.-270 π.Χ.) στήν 'Επιστολή προς Ήρόδοτον, άν αύτό που άφανίζεται καταστρεφόταν καΐ κατέληγε στό μηδέν, δλα τά πράγματα θά χάνονταν χωρίς νά υπάρχουν στοιχεία στα όποια θα διαλύονταν.

Μπορούμε νά έντοπίσουμε τό μεγάλο σχίσμα στή φιλοσοφία σέ υλισμό καΙ ιδεαλισμό στήν έποχή τοΰ Δημόκριτου καΐ τοΰ Πλά-τωνα ( 429 π.Χ.-347 π.Χ.). 'Εντούτοις ή φυσιοκρατική φιλοσοφία των 'Ιώνων ήταν, προτοΰ υπάρξει ή λέξη, υλιστική. *Ας άκούσου-με τόν 'Αριστοτέλη : « Οί πρώτοι φιλόσοφοι, ή τουλάχιστον ή πλει-ονότητά τους, πίστεψαν δτι ανακάλυψαν τΙς άρχές βλων των δντων άποκλειστικά στήν τάξη της υλης. Πράγματι, αύτό πού συνιστά τά δντα, χωρίς έξαίρεση, αύτό πού είναι ή πρωταρχική πηγή άπ' δπου προκύπτουν, εκείνο πού είναι τό τέρμα στό όποιο καταλή-γουν δταν καταστραφούν, ή ούσία ή οποία στό βάθος παραμένει καΐ υφίσταται μόνο μεταβολές, αύτό ήταν στά μάτια αύτών των φιλοσόφων τό στοιχείο και ή άρχή των πραγμάτων. "Ετσι κατέ-ληξαν μέ άπόλυτο τρόπο δτι αύτή ή φύση, δπως τήν άντιλαμβά-νονταν, διατηρείται καΐ παραμένει αιωνίως ».4

Συνεπώς, κατά τούςΤωνες καΐ τούς άτομικους δέν υπάρχει δη-μιουργός. Ή φύση είναι άγέννητη. 'Εξάλλου ή έννοια τοΰ Σύμπαν-τος ( τοΰ Παντός ) δέν ταυτίζεται μέ τήν έννοια Κόσμος. ( Κατά τόν 'Αναξίμανδρο, τόν Δημόκριτο καΐ άλλους υπάρχουν άπειροι κόσμοι.) Ή κίνηση μέ τήν εύρύτερη έννοια τοΰ μετασχηματισμού

ι6 Ι 1 Ρ Ω Τ Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

είναι ένδογενές κατηγόρημα της ΰλης. Τα άτομα καί τό κενό προ-αναγγέλλουν, άπό μακριά, τό Σύμπαν τοϋ Νεύτωνα.

Αύτή ήταν ή γραμμή σκέψης των Ιώνων καί των άτομικών. Ή άντίθετη γραμμή, τήν όποία διαμόρφωσαν οί 'Ελεάτες, οί πυθα-γόρειοι, ό Πλάτων καί οί μαθητές του, άποτελοΰσε τήν άρνηση της : Ή κίνηση καΙ ή αλλαγή άπωθήθηκαν στόν κόσμο των έπι-φαινομένων.

Κατά τους'Ιωνες αυτό πού υπάρχει είναι ή φύση : κάτι πού φύε-ται καί που άναπτύσσεται μέ άπαρχή μια πρωταρχική, υλική ούσία. Κατά τόν Πυθαγόρα (-580 π.Χ. — 500 π.Χ.), άντίθετα, τό παν είναι άριθμός: κάτι δπως τά κβάντα της σημερινής Φυ-σικής, στερημένο δμως άπό τό υλικό του περιεχόμενο. Τό Σύμ-παν, κατά συνέπεια, δέν είναι υλικό - δέν υπάρχει τίποτα τό όποιο θα άναζητούσαμε πέρα άπό τΙς μή υλικές άρχές : τους άριθμούς. Ή κίνηση καί ή άλλαγή είναι άκατανόητες σ'αύτόν τόν άφηρημέ-νο κόσμο, ό όποιος άποτελεΐται άπό άριθμούς καί γεωμετρικές μορφές. 'Αλλά ή διαμάχη άνάμεσα στόν υλισμό καί τους άντιτιθέ-μενους στόν υλισμό δέν Ιχει λήξει : Σύγχρονοι φυσικοί, οί όποιοι θεωροϋν δτι οί άριθμοί, οί συμμετρίες ή οί διαφορικές έξισώσεις άποτελοΰν τήν Ισχατη ούσία της μικροφυσικής πραγματικότητας, άναγνωρίζονται εύκολα στήν πυθαγόρεια άριθμολογία.5

Οί "Ιωνες δέχονταν δτι ή νόηση είναι ικανή να γνωρίσει τα πράγματα μέ τήν έπεξεργασία των αισθητηριακών δεδομένων. Αντίθετα, ό Ξενοφάνης ( 6ος αι. π.Χ.), ιδρυτής της Σχολής της Ε -λέας, πίστευε δτι οί αισθήσεις δέν είναι ικανές νά συλλάβουν παρά μόνο τά φαινόμενα. Ή αισθητηριακή γνώση είναι άπλή δόξα ( γνώ-μη ) καί ή κίνηση καί ή άλλαγή δέν άφοροΰν τό Είναι. Είναι συν-επώς άδύνατο νά γνωρίσουμε μέσω των αισθήσεων πώς είναι τά πράγματα. Παρόμοια, ό διάδοχος τοΰ Ξενοφάνη, ό Παρμενίδης ( -540 π.Χ. —450 π.Χ.), μαθητής τοΰ Πυθαγόρα, θεωροΰσε άπα-τηλά τά δεδομένα τών αισθήσεων ή μόνη οδός πρός τήν άλήθεια είναι κατ' αύτόν ή νόηση. Επίσης, ή γένεση καί ή φθορά είναι αδύ-νατες. ΤόΌν είναι αιώνιο καί άκίνητο, άντίθετα μέ τό Σύμπαν τών Ιώνων. Ό Ζήνων ( μεταξύ 490 καί 430 π.Χ. ), μέ τή σειρά του, έπι-

ΥΛΗ. ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ : Ι Ι Ρ Ο Σ ΕΝΑΝ Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ 2 1

χείρησε να άποδείξει μέ τα περίφημα παράδοξά του δτι ή κίνηση είναι άδύνατη.6

Συνεπώς : Τό Είναι κατά τούς'Ίωνες είναι και δέν είναι. Κατά τους Έλεάτες είναι fj δέν είναι. Ή τυπική λογική υποκαθιστά εδώ τή στοιχειώδη διαλεκτική τών 'Ιώνων. ΤόΌν τών Έλεατών είναι άγέννητο καΐ άφθαρτο, συνεχές στό σώμα του. Τό Υπάρχον είναι άκίνητο, δέσμιο ισχυρών αλυσίδων, χωρίς αρχή καΐ χωρίς τέλος, επειδή ή αρχή καΐ ό θάνατος είναι άδιανόητα γι'αυτό. Κατά τόν Παρμενίδη άν ή ένότητα υπάρχει σύμφωνα μέ τή νόηση, ή πολ-λαπλότητα ισχύει για τΙς αισθήσεις. Ή άλήθεια δίδεται άπό τή νόηση. Κατά συνέπεια, τα φαινόμενα, ή πολλαπλότητα καΐ ή κί-νηση δέν άφοροϋν τό Εϊναι. *Ας άκούσουμε επίσης τόν Μέλισσο άπό τή Σάμο ( 5ος αιώνας ), τόν τελευταίο άπό τους Έλεάτες : Αυτό πού υπήρξε υπήρχε πάντοτε καΐ θά υπάρχει πάντοτε.

Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τήν 'Οντολογία τών Έλεατών ως ίνα είδος μεταφυσικού ύλισμοΰ. 'Αλλά ό Πλάτων ήταν αύτός πού, άκολουθώντας τήν παράδοση τών πυθαγορείων, διαίρεσε αύ-τό που υπάρχει σέ έναν αιώνιο καΐ αμετάβλητο κόσμο, τόν κόσμο τών 'Ιδεών, που υπάρχει σέ κάποιον ύπερουράνιο τόπο καΐ που ά-ποτελεϊ τό πρότυπο τών αισθητών πραγμάτων, καΐ στόν κόσμο τόν προσιτό στίς αισθήσεις, τόν κόσμο τής γένεσης καΐ τής φθοράς, ό όποιος είναι άντίγραφο, ωχρή αντανάκλαση τοϋ κόσμου τών Ιδεών.

Εντούτοις, κατά τόν Πλάτωνα ό Δημιουργός δέν δημιούργησε τόν κόσμο ex nihilo, άλλα άπό ένα μείγμα 'Ιδεών καΐ Ύλης, καΐ τόν δημιούργησε σύμφωνα μέ τό καλύτερο πρότυπο : μέ τή μορφή σφαίρας - τής ωραιότερης άπ' δλες τΙς μορφές. Ό Θεός κατά τόν Πλάτωνα δέν είναι παντοδύναμος. Είναι, ωστόσο, άγαθός.7

Ή διχοτομία άνάμεσα στόν αιώνιο καΐ άμετάβλητο κόσμο τών 'Ιδεών καΐ τόν φθαρτό κόσμο τών αισθητών πραγμάτων όφείλεται κυρίως στόν Πλάτωνα. Γενικότερα: Τό σχίσμα στή φιλοσοφία πραγματοποιήθηκε έκείνη τήν έποχή. 'Από τή μιά πλευρά ό υλι-σμός τών άτομικών καΐ άπό τήν άλλη ή άριθμολογία τών πυθα-γορείων καΐ ό ιδεαλισμός τοϋ Πλάτωνα. 'Ανάμεσα στίς δύο κύριες τάσεις ή μεταφυσική τών Έλεατών.

ι6 Ι 1 Ρ Ω Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Ό 'Αριστοτέλης ( 384 π.Χ. - 322 π.Χ. ) έπιχείρησε νά υπερβεί τήν άντίθεση άνάμεσα στόν αισθητό κόσμο καί στή νόηση. Ταυ-τόχρονα συνέχιζε, κατά κάποιον τρόπο, τήν παράδοση τών'Ιώνων. Συγκεκριμένα : Ό Αριστοτέλης θεμελίωσε τήν όντολογία του στήν άρχή της άντικειμενικότητας της φύσης. Επίσης, θεωρούσε τήν κίνηση, μέ τή γενικότερη, διαλεκτική έννοια, ένδογενές καί άναπαλλοτρίωτο κατηγόρημα της φύσης. Ή φύση κατά τόν Στα-γειρίτη είναι άρχή κινήσεως καί άλλαγης. Ή κίνηση θεωρείται με-τατόπιση στό χώρο, άλλα καί, μετασχηματισμός : Μετάβαση άπό τή δυνατότητα στήν πραγματικότητα. Ή γένεση, γενικότερα, είναι πέρασμα άπό τή δυνάμει στήν ένεργεία ύπαρξη. Επίσης, ή φύση άποτελεΐ μια άδιαίρετη ολότητα καί ή άλλαγή καθορίζεται άπό τΙς αιτίες. ( Αιτία, κατά τόν 'Αριστοτέλη, είναι τό ένδογενές στοιχείο άπό τό όποιο γίνεται ένα πράγμα.) Οί σχέσεις άνάμεσα στό δυνάμει καί στό ένεργεία είναι 6χι μόνο ποιοτικές άλλά καί πο-σοτικές, δοθέντος δτι τό ένεργεία είναι μέτρον τοϋ δυνάμει. Παρά ταΰτα, κατά τόν 'Αριστοτέλη ή ϋλη είναι κάτι τό άπροσδιόριστο, χωρίς μορφή, παθητικό, τό όποιο πραγματώνεται χάρη στήν έσω-τερική τελεολογία του : τήν έντελέχεια.

Ό 'Αριστοτέλης άπέρριπτε τή θεωρία τών Ιδεών τοϋ δασκάλου του (τοϋ Πλάτωνα). 'Απέρριπτε τό χωρισμό της μορφής άπό τό περιεχόμενο. Θεωρώντας τήν κίνηση ώς άρχή, κατέληξε στό συμ-πέρασμα δτι ό χρόνος είναι αιώνιος, χωρίς άρχή καί χωρίς τέλος. Συνακόλουθα, δρισε τήν παρούσα στιγμή ώς δριο: Τελευτή τοϋ παρελθόντος καί άρχή τοϋ μέλλοντος χρόνου. Επίσης, ό 'Αριστο-τέλης συνέδεσε διαλεκτικά τό χρόνο μέ τήν κίνηση : Ό χρόνος με-τράται μέ τήν κίνηση καί άντίστροφα. Συνεπής μέ τήν άποψή του για τήν κίνηση, άπέρριπτε τό κενό, επειδή άν θά ύπηρχε, ή ήρε-μία θά ήταν άναπόφευκτη : Στό κενό, γράφει, ή ήρεμία είναι άνα-πόφευκτη, έπειδή δέν υπάρχει κάτι πρός τό όποιο θά προσανατο-λιζόταν ή κίνηση, δοθέντος δτι τό κενό, ώς κενό, δέν συνεπάγεται καμιά διαφορά.

Τό κενό δέν προκαλεί τήν κίνηση. Συνεπώς τό κενό δέν υπάρ-χει. Για νά σώσει τήν κίνηση, ό 'Αριστοτέλης άπέρριψε τήν έννοια

ΥΛΗ. ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ : Ι Ι Ρ Ο Σ ΕΝΑΝ Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ 2 3

τοΰ κενοΰ, καθώς καΐ τήν άρχή τής άδράνειας, τήν οποία είχε ό ίδιος διατυπώσει ( μέ τόν δικό του τρόπο ) : « Δέν θά μπορούσαμε να ποΰμε γιατί ένα σώμα κινούμενο στό κενό θα σταματούσε κά-που. Γιατί θά ήταν έδώ μάλλον παρά έκεϊ. Γι' αύτόν τό λόγο, άναγ-καστικά, είτε θά βρίσκεται σέ ήρεμία είτε θά κινείται άενάως, άν κάτι ισχυρότερο δέν τό άκινητοποιήσει )>.8

Ό 'Αριστοτέλης ήταν, άπ' αύτή τήν άποψη, θύμα της έποπτεί-ας. "Έτσι, υποστήριζε δτι ένα σώμα θά άκινητοποιηθεΐ άν ή δύνα-μη πού τό ώθεϊ πάψει νά λειτουργεί. 'Ακόμα περισσότερο : Ό 'Αρι-στοτέλης, ό φιλόσοφος ό όποιος είχε ορίσει τή φύση ώς « άρχήν κινήσεως καΐ άλλαγης », εισήγαγε ένα τελεολογικό στοιχείο -τήν εντελέχεια- καΐ δέχτηκε τήν ύπαρξη ένός πρώτου κινοϋντος καΐ ένός τελικού αιτίου. 'Επίσης, καΐ αύτός χώριζε τόν κόσμο σέ δύο : στόν ύποσελήνιο, πού είναι ό κόσμος της μεταβολής καΐ της φθο-ράς, καΐ στόν ύπερσελήνιο, πού είναι ό κόσμος τών τέλειων σφαι-ρών, τών αιώνιων, τέλειων και ταυτόσημων κινήσεων, καΐ τών αιώνιων καΐ αναλλοίωτων δντων.9

Απορρίπτοντας τό κενό, ό 'Αριστοτέλης θεώρησε τήν ύλη συν-εχή. Άπό μιά άποψη ταύτισε τήν υλη μέ τό χώρο : Κατ' αύτόν δέν υπάρχει έκταση χωριστή άπό τα σώματα. Θά μπορούσαμε συν-επώς νά ισχυριστούμε δτι προαναγγέλλει, άπό πολύ μακριά, τΙς άπόψεις τοΰ Καρτέσιου ( René Descartes, 1596-1650 ) καΐ τών σύγ-χρονων πεδιακών θεωριών. 'Αλλά, προσοχή : δέν επρόκειτο παρά γιά φιλοσοφικές διαισθήσεις. Ή φιλοσοφία προηγήθηκε καΐ σ'αύ-τή τήν περίπτωση άπό τΙς έπιστημες, άλλά προφανώς στό επίπε-δο τοΰ « άφηρημένου καθολικού ».

Συνεπώς : Δύο διαφορετικές άντιλήψεις γιά τις σχέσεις άνάμε-σα στήν υλη και τήν κίνηση σημάδεψαν τή σκέψη τών « πρώτων φι-λοσοφησάντων » : ( 1 ) Ή άρνηση τοΰ κενοΰ καΐ ή συνέχεια της υλης καΐ ( 2 ) τά άτομα καΐ συνεπώς ή άσυνέχεια καΐ ή ύπαρξη τοΰ κε-νοΰ. ΚαΙ στίς δύο περιπτώσεις ή κίνηση θεωρήθηκε ένδογενές κα-τηγόρημα της ύλης. Στα νεότερα χρόνια, ό Καρτέσιος ανέπτυξε τήν πρώτη άποψη. Ό Γαλιλαίος ( Galileo Galilei, 1564-1642 ) καΐ ό Νεύ-των τή δεύτερη. Τώρα δμως ήταν ή ώρα της επιστήμης. Ή γνώση

ι6 Ι 1 Ρ Ω Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

της φύσης περνούσε άπό τήν περιοχή της φιλοσοφικής διαίσθησης στή μελέτη του συγκεκριμένου καί τοϋ είδικοΰ. Τό πείραμα, ό μα-θηματικός φορμαλισμός καί ή μελέτη τοΰ είδικοΰ άποτέλεσαν τή δύναμη της επιστήμης. Άπό τό καθολικό-άφηρημένο της φιλοσο-φίας, ή γνώση προχωρούσε τώρα πρός τό συγκεκριμένο, τό ειδικό καί τό άτομικό. Ό άριστοτελικός καί ό μεσαιωνικός νομιναλισμός είχαν ήδη προετοιμάσει τό έδαφος γι'αύτή τή γνωσιολογική επα-νάσταση. "Ομως, μέ τή διατύπωση της Μηχανικής, ή εικόνα της φύσης έχασε τόν δυναμικό χαρακτήρα καί τά ποιοτικά χαρακτηρι-στικά της. Πράγματι, ή ένότητα της ΰλης καί της κίνησης ήτανε προβληματική στα πλαίσια της Μηχανικής. Ό Καρτέσιος είχε άνάγκη άπό τόν Θεό, ό όποιος ήταν ό δότης της άναγκαίας ποσό-τητας κίνησης ( ένέργειας ). Τό ϊδιο ισχύει καί γιά τόν Νεύτωνα. Τό μηχανιστικό κοσμοείδωλο είχε άνάγκη άπό τήν « πρώτη ώθηση ».10

2. "Υλη, μάζα και ενέργεια: Πρός τήν κλασική διχοτομία

Ό Καρτέσιος έπιχείρησε νά διατυπώσει τούς νόμους τής Μηχα-νικής στα πλαίσια ένός θεωρησιακοΰ-φιλοσοφικοΰ συστήματος. Άντίθετα μέ τόν Γαλιλαίο, θεώρησε τήν ύλη συνεχή : σαν ούσία πού τό μοναδικό κατηγόρημά της ήταν ή έκταση. Πράγματι, ό Καρτέσιος ταύτισε τήν ΰλη καί τό χώρο : Ή φύση τοΰ σώματος είναι ή έκταση ή όποία συνιστά έπίσης τή φύση τοΰ χώρου. ( Βέ-βαια, μέ αύτόν τόν τρόπο ό Καρτέσιος άφυλοποιοΰσε τήν ΰλη καί αύτή είναι μια άπό τΙς άντιφάσεις της φιλοσοφίας του.) Κατά συν-έπεια τό κενό « μέ τήν έννοια τών φιλοσόφων » δέν υπάρχει. Ή ομοιότητα μέ τΙς ιδέες τοΰ Αριστοτέλη είναι προφανής. Εντού-τοις, κατά τόν Αριστοτέλη ή ΰλη είναι άδημιούργητη καί τό άπειρο νοείται 6χι ώς ένεργεία, άλλα ώς δυνάμει, έν κινήσει. Κα-τά τόν Καρτέσιο, άντίθετα, ή ΰλη δημιουργήθηκε άπό τόν Θεό, καί τό άπειρο είναι ένα άπό τά κατηγορήματά του. Θά ονομά-σουμε τά πράγματα, έγραφε ό Γάλλος σοφός, μάλλον άπροσδιό-ριστα παρά άπειρα, γιά νά άφήσουμε τό όνομα της άπειρότητας

ΥΛΗ. ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ 2 5

άποκλειστικά για τόν Θεό. Ή διαφορά είναι σαφής : Επιστημο-νικός ρεαλισμός ( μέ άντιφάσεις ) στήν περίπτωση τοϋ 'Αριστο-τέλη, μεταφυσικός ρεαλισμός ( 6χι υλισμός, βπως συχνά λέγεται ) στήν περίπτωση τοϋ Καρτέσιου. Επιστημονική πρόοδος καΐ φιλοσοφική όπισθοδρόμηση.

Κατά τόν 'Αριστοτέλη ή κίνηση είναι ένδογενές κατηγόρημα τής υλης. Ή φύση είχε όριστεΐ άπ' αυτόν ως « αρχή κινήσεως καΐ άλλαγής ». Στα πλαίσια τής θεολογικής κοσμολογίας τοϋ Καρτέ-σιου, ή κίνηση ( ενέργεια ) δημιουργήθηκε άπό τόν Θεό καΐ διατη-ρείται χάρη στή βούλησή του. Ό Θεός είναι ή πρώτη αιτία τής κί-νησης. Σχετικά μέ αύτό ό Καρτέσιος έγραφε : « Σέ 6 ,τι άφορα τήν πρώτη αιτία, μοΰ φαίνεται ότι είναι προφανές πώς δέν είναι άλλη άπό τόν Θεό, ό όποιος έν τή παντοδυναμία του δημιούργησε τήν ύλη καΐ τήν ήρεμία, καΐ ό όποιος συντηρεί τώρα στό Σύμπαν μέ τή συνήθη συνδρομή του, τόση κίνηση καΐ ήρεμία 6ση έθεσε δη-μιουργώντας το ». Κατά τόν Καρτέσιο, ή ποσότητα τής κίνησης « δέν αυξάνεται καΐ δέν μειώνεται ποτέ ».11 Συνεπώς : Φυσική άρ-χή σέ μεταφυσικό θεμέλιο. 'Αντίθετα μέ 6,τι συχνά λέγεται, ό Καρ-τέσιος, βπως καΐ ό Νεύτων, δέν ήταν ύλιστής. ΤΗταν ένας μεταφυ-σικός ρεαλιστής δπαδός τοϋ δόγματος τής Δημιουργίας.

Κατά τόν Δημόκριτο, τόν 'Αριστοτέλη, άκόμα καΐ τόν Πλά-τωνα, ή υλη είναι άδημιούργητη. Είκοσι αιώνες άργότερα, ό Καρ-τέσιος είχε άνάγκη άπό τόν Δημιουργό. Κατά τόν Δημόκριτο, τόν 'Αριστοτέλη, κλπ., ή κίνηση είναι ένδογενές κατηγόρημα τής ύ-λης. Κατά τόν Καρτέσιο ό Θεός προίκισε τήν ύλη μέ κίνηση ( ποιά υλη ; ). 'Εντούτοις, στό έργο τοϋ Καρτέσιου βρίσκουμε τήν πρώτη διατύπωση, έστω καΐ μυστικοποιημένη, τής άρχής τής διατήρη-σης τής κίνησης (τής ένέργειας). 'Αλλά ή άρχή αύτή όφειλόταν στήν καλοσύνη τοϋ Θεοΰ.

Κατά τους « πρώτους φιλοσοφήσαντας », oi φυσικοί νόμοι έκ-φράζουν ενδογενείς σχέσεις τής ύλης. Κατά τόν Καρτέσιο, άντίθε-τα, τους νόμους αύτούς τους βρίσε ό Θεός. Ή έπιστημονική γνώ-ση, έξάλλου, είναι δυνατή επειδή ό Θεός δέν μεταβάλλει αύτούς τους νόμους. Ό 'Αριστοτέλης δέχτηκε τήν ύπαρξη ένός τελικού αιτίου.

ι6 Ι 1 Ρ Ω Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Ό Καρτέσιος, σέ συμφωνία μέ τό πνεϋμα της εποχής του, έγραφε δτι δέν πρέπει να έξετάζουμε τους σκοπούς της δημιουργίας, αλλά μόνο τα μέσα μέ τα όποια ό Θεός δημιούργησε τά πάντα. Ό Καρ-τέσιος απέρριπτε τήν τελεολογία ( τήν ύπαρξη σκοπού στή φύση ). Έτσι προσανατόλιζε τή φιλοσοφία πρός τήν άναζήτηση τών νόμων της φύσης, καί ειδικά της Μηχανικής.12 Συνεπώς: καί ώς πρός αύτό, επιστημονική πρόοδος καί φιλοσοφική οπισθοδρόμηση.

Είναι γνωστό δτι ό Καρτέσιος διατύπωσε τήν άρχή της αδρά-νειας, άλλα δέν κατόρθωσε νά δώσει μια όρθή καί ποσοτική δια-τύπωση τών βασικών νόμων της Μηχανικής. Ή διατύπωσή τους προϋπέθετε τά άτομα καί τό κενό.

Ό Καρτέσιος είχε άνάγκη άπό τόν Θεό για νά έξηγήσει τήν κί-νηση. Ταυτόχρονα είχε γεμίσει τό χώρο μέ στροβίλους (tour-billons ), οί όποιοι προκαλούσαν μιά κατάσταση κίνησης καί τών οποίων ή έξέλιξη ήταν αίτιοκρατημένη. Ό Καρτέσιος δέν υπέθε-σε τήν ύπαρξη δυνάμεων πού ή μετάδοσή τους θά ήταν άνεξάρτη-τη άπό τή μάζα καί πού θά ήταν ή αιτία της κίνησης. Ό Νεύτων, άντίθετα, διατύπωσε, στή βάση τοϋ άρχαίου άτομισμοΰ, μια δυ-ναμική, στά πλαίσια της οποίας τά πράγματα άλληλεπιδροϋσαν μέ τή μεσολάβηση δυνάμεων μέ άπειρη ταχύτητα ( στιγμιαία δράση άπό άπόσταση ). 'Αλλά ούτε ό Νεύτων κατόρθωσε νά λύσει τό πρό-βλημα τών σχέσεων υλης καί κίνησης.

Ό Δημόκριτος έθεσε ώς άξίωμα τήν αιωνιότητα τών ατόμων. 'Αλλά ό Νεύτων είχε, καί αύτός, άνάγκη άπό τόν Θεό : Μοϋ φαί-νεται πιθανό, έγραφε στήν 'Οπτική του, δτι ό Θεός κατά τήν πρώ-τη στιγμή δημιούργησε τήν "Υλη μέ τή μορφή σταθερών σωμα-τίων, μαζικών καί συμπαγών, σωματίων τά όποια κινούνται καί μέ μέγεθος καί μέ μορφή καί άλλες ιδιότητες, καί μέ άναλογία στό χώρο, σύμφωνα μέ τό σχέδιο για τό όποιο τά δημιούργησε.13 Συν-επώς : Θεολογική θεμελίωση καί έπικάλυψη της Μηχανικής καί της 'Οπτικής.

Ή υλη, άντίθετα μέ τό χώρο, δέν διαιρείται ad infinitum. Ό Νεύτων δρισε τόν απόλυτο χώρο, καθεαυτόν, χωρίς σχέση μέ οτι-δήποτε έξωτερικό, άκίνητο καί δμοιο μέ τόν εαυτό του. Τό άπει-

ΥΛΗ, ΜΑΖΑ ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Ι ΕΝΑΝ Μ Ο Ν Ι ί Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗ5Ι 2 7

ρο κενό τοϋ Δημόκριτου θεωρήθηκε τώρα Αισθητήριο τον Θεον ( SensoriumDei ). Παρόμοια ό Νεύτων βρίσε τόν άπόλντο χρόνο, ό όποιος ρέει άνεξάρτητα άπό οτιδήποτε έξωτερικό. Ή παγκοσμιό-τητα τοΰ χρόνου άντιστοιχοΰσε, κατά τόν Νεύτωνα, στήν παντα-χού παρουσία τοΰ Θεοΰ. Ό Νεύτων βρίσε επίσης τήν άπόλυτη κί-νηση ώς μετατόπιση τοϋ σώματος άπό μια άπόλυτη θέση σέ άλλη, έξίσου άπόλυτη. Δέχτηκε, τέλος, τήν ΰπαρξη δυνάμεων οί όποιες διαδίδονται μέ άπειρη ταχύτητα, εισάγοντας μ'αύτόν τόν τρόπο τήν άρχή της δράσης άπό άπόσταση, δηλαδή τή μή τοπικότητα τών φαινομένων. Ή άποψη αύτή « άναστήθηκε » στήν έποχή μας άπό τή σχολή τής Κοπεγχάγης γιά τήν κβαντική μηχανική.14 Σ ' αύτή τή βάση ό Νεύτων δημιούργησε τό γενικό πλαίσιο γιά τή μη-χανιστική φυσική καί γιά Ινα «σύμπαν» έπίσης μηχανιστικό. Ποιές είναι λοιπόν οί σχέσεις άνάμεσα στήν ΰλη καί τήν κίνηση, σύμφωνα μέ τό νευτώνειο « παράδειγμα » ;

Ό Νεύτων είχε ορίσει ώς έξής τήν ΰλη : « Είναι ή ποσότητα τήν όποία θα έννοώ έφεξής καί παντοΰ μέ τή λέξη σώμα ή μάζα ». Ή ποσότητα τής ΰλης κατά τόν Νεύτωνα υπολογίζεται μέ βάση τήν πυκνότητα καί τόν δγκο της όμοΰ.13 Παρόμοια, ή ποσότητα της κί-νησης ορίζεται μέ βάση τήν ταχύτητα καί τήν ποσότητα της ΰλης όμοΰ.

Ό Ernst Mach ( 1838-1916 ) είχε άντιμετωπίσει κριτικά τις βα-σικές έννοιες τής Φυσικής τοΰ Νεύτωνα, οί όποιες, κατ'αυτόν, ήταν ε7Π)ρεασμένες άπό τή μεσαιωνική φιλοσοφία. 'Αλλά τό έρώ-τημά μας είναι διαφορετικό : Είναι νόμιμο và ταυτίζουμε τήν νλη μέ τή μάζα ; Ή μάζα είναι έπιστημονική έννοια, δέχεται ένα μέ-τρο καί μετέχει στή διατύπωση τών νόμων τής Φυσικής. Πώς θά μπορούσαμε, άντίθετα, νά ορίσουμε Ινα μέτρο τής νλης ; Ή νλη δεν είναι έννοια. Είναι φιλοσοφική κατηγορία. Συνεπώς, δέν νπάρχει μέτρο τής νλης. Θά άσχοληθοΰμε στή συνέχεια μ'αύτή τή μή νό-μιμη ταύτιση, ή όποία συνιστά τό άφετηριακό σημείο της προ-σχετικιστικής ερμηνείας τών σχετικιστικών σχέσεων άνάμεσα στή μάζα καί τήν ένέργεια, καί τής επιστημολογικής σύγχυσης πού προκύπτει άπ'αύτή τήν έρμηνεία.

ι6 Ι 1 Ρ Ω Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Θά έπιστρέψουμε τώρα στήν άποψη τοΰ Νεύτωνα για τις σχέ-σεις ύλης καΐ κίνησης. Ό Νεύτων είχε όρίσει τήν άδράνεια ( vis incita ) : vis incita ή έσωτερική δύναμη της υλης είναι μιά δύναμη ή οποία άνθίσταται καΐ έξαιτίας της δποίας κάθε σώμα διατηρεί τήν παρούσα κατάσταση ήρεμίας ή ομοιόμορφης κίνησης σέ εύθεία γραμμή.*

Πώς νά έξηγήσουμε λοιπόν τήν κίνηση καΐ τήν άλλαγή, άν ή άδράνεια είναι τό μόνο κατηγόρημα της υλης ; Ό Νεύτων έπιχεί-ρησε νά άπαντήσει στό δίλημμα χωρίς νά καταφύγει πάλι στόν Θεό. Δέχτηκε λοιπόν δτι τά σωμάτια δέν έχουν μόνο vis inertiae, άλλά καΐ δτι κινούνται άπό κάποιες ένεργητικές άρχές, δπως ή βα-ρύτητα, οί αιτίες της ζύμωσης καΐ της συνοχής τών σωμάτων. ΚαΙ τΙς άρχές αύτές ό Νεύτων δέν τΙς θεωρούσε άπόκρυφες ιδιότητες άλλά γενικούς νόμους της φύσης. ''

Ό Νεύτων επιχείρησε νά υπερβεί τό άκαμπτο πνεύμα της Μη-χανικής: Επιχείρησε νά άνακαλύψει τΙς αιτίες της κίνησης της ύλης. 'Αλλά ήταν άκόμα πολύ νωρίς. Κατά τά μέσα τοΰ 19ου αιώ-να, ή θερμοδυναμική διευκρίνισε ( μέ τόν δικό της τρόπο ) τήν έν-νοια της ένέργειας καΐ διατύπωσε τΙς άρχές της διατήρησης καΐ τοϋ μετασχηματισμού της ώς φυσικούς νόμους.18 Εντούτοις ή θερμοδυναμική ήταν δέσμια της νευτώνειας ταύτισης της μάζας μέ τήν υλη. ΚαΙ άπό τή στιγμή πού δεχόταν δτι ή ένέργεια δέν είχε μάζα, ol φυσικοί ( καΐ οί φιλόσοφοι ) χώρισαν τήν πραγματικότη-τα σέ δύο διαφορετικές ουσίες : Τή μάζα-ϋλη καΐ τήν αυλή ένέρ-γεια. Βάση τοΰ κλασικοΰ καΐ τοΰ σύγχρονου ένεργητισμοΰ είναι αύτό τό μή νόμιμο άμάλγαμα δύο φυσικών έννοιών καΐ μιας φιλο-σοφικής κατηγορίας.

'Αναλύοντας κριτικά τή μηχανιστική άντίληψη της φύσης, ό Friedrich Engels ( 1820-1895 ) έγραφε πρός τά τέλη τοΰ 19ου αιώ-να : «Ό δρος " ένέργεια " δέν έκφράζει διόλου μέ άκρίβεια τό σύν-ολο τών σχέσεων της κίνησης, μέ τήν έννοια δτι δέν συλλαμβά-νει παρά μία μόνον 6ψη, τή δράση, άλλά δχι τήν άντίδραση. Άπό τήν άλλη πλευρά άφήνει άκόμα θέση στήν πλάνη δτι ή ένέργεια είναι κάτι έξωτερικό ώς πρός τήν υλη, κάτι πού της προσφέρεται

ΥΛΗ. ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ : Ι Ι Ρ Ο Σ ΕΝΑΝ Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο ΤΗΣ ΥΛΗΣ 2 9

άπ' έξω. 'Αλλά, έν πάση περιπτώσει, ή έννοια αυτή είναι προτι-μότερη άπό τήν έννοια "δύναμη"».19 'Αλλά ακόμα καί σήμερα, έναν αιώνα μετά τήν ειδική σχετικότητα καί περισσότερο άπό έναν αιώνα μετά τΙς άναλύσεις τοΰΈνγκελς, τό σύνολο σχεδόν τών φυσικών θεωρεί τήν ένέργεια μή υλική ουσία καί συνεχίζει νά ταυτίζει τή μάζα μέ τήν ύλη. 'Αλλά θά μιλήσουμε γι'αύτό αργό-τερα.

Ό Ένγκελς επέκρινε τήν έννοια της δύναμης ώς άνθρωποκεν-τρική, καθώς καί τήν άποψη δτι ή ένέργεια είναι ουσία. Καί ό Χέ-γκελ ( Georg Wilhelm Friedrich Hegel, 1770-1831 ), έπίσης, είχε άπορρίψει τήν έννοια της δύναμης ώς έξωτερική ώς πρός τήν ύλη, σαν κάτι πού έμφυτεύεται στήν ύλη άπ' έξω. Ή κίνηση, καί κατά τόν Χέγκελ, είναι έκφραση τοϋ αύτοδυναμισμοΰ της ύλης. Σήμε-ρα μπορούμε νά ποΰμε δτι ή ένέργεια είναι ένα άπό τά κατηγορή-ματα της ύλης, μέτρο της κίνησης.

Μερικές παρατηρήσεις άκόμα για τά ιστορικά δρια τοϋ νευτώ-νειου « παραδείγματος ». Ό άπόλυτος χώρος καί ό άπόλυτος χρό-νος δέν άντιφάσκουν μέ τήν εποπτεία. Έπίσης, ή τεχνική τοϋ 18ου αιώνα δέν μπορούσε νά διαψεύσει τήν υπόθεση της δράσης άπό άπόσταση. Εντούτοις ό Καρτέσιος, πρίν άπό τόν Νεύτωνα, είχε δε-χτεί -στα πλαίσια τοϋ θεωρησιακοΰ του συστήματος- βτι οί δρά-σεις μεταδίδονται μέ συνεχή τρόπο. 'Αργότερα ό Christiaan Huy-gens ( 1629-1695 ), σύγχρονος τοϋ Νεύτωνα, είχε υποθέσει δτι ή με-τάδοση τοϋ φωτός μέσω της αιθέριας ύλης δέν ήταν άκαριαία.20

'Αλλά αύτός πού Απέδειξε δτι ή ήλεκτρομαγνητική ενέργεια μετα-δίδεται μέ πεπερασμένη ταχύτητα ήταν ό James Maxwell ( 1831-1879 ).Όλες αύτές οί υποθέσεις καί άντιλήψεις δέν αμφισβητούσαν τή διχοτομία άνάμεσα στή δήθεν μάζα-υλη καί τήν άβαρή, άρα αυ-λή ενέργεια. Τό έπιστημολογικό σφάλμα τοϋ Νεύτωνα έπαναλαμ-βανόταν στα πλαίσια της μή μηχανιστικής φυσικής, άρχίζοντας άπό τήν ήλεκτρομαγνητική ένέργεια. Καί τό σφάλμα αύτό, άείζωο, άποτελεΐ καί σήμερα έμπόδιο στήν κατανόηση τοΰ φυσικοΰ περιε-χομένου τών θεωριών τοΰ 'Αϊνστάιν.

Ό Νεύτων ήταν έκφραστής ένός μεταφυσικού ρεαλισμού ( άν-

ι6 Ι 1 Ρ Ω Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

τικειμενικότητα της φύσης καΐ θεϊκή δημιουργία ). Ή έπαγωγική μέθοδος ήταν γι'αύτόν ή κατεξοχήν έπιστημονική μέθοδος. Σέ σχέση μέ τή βαρύτητα έγραφε : « Δεν κάνω υποθέσεις ». 'Εντούτοις έκανε υποθέσεις καΐ μάλιστα μεταφυσικές, πράγμα που δέν αναι-ρεί τό γεγονός 8τι ή επιστήμη του ήταν εκείνη τήν εποχή, κατά μέγα μέρος, γενίκευση τής έμπειρίας. "Ετσι ό 'Αϊνστάιν έγραψε στόν Πρόλογο της 'Οπτικής τοϋ Νεύτωνα : « Καλότυχε Νεύτων, παιδική ήλικία τής επιστήμης. Όποιος έχει τό χρόνο καΐ τήν ήρε-μία μπορεί διαβάζοντας αύτό τό βιβλίο νά ξαναζήσει τα θαυμάσια γεγονότα τα όποια έζησε ό Νεύτων κατά τή νεότητά του. Ή φύ-ση ήτανε γι'αύτόν ένα άνοικτό βιβλίο, πού τα γράμματά του μπο-ροΰσε νά τα διαβάσει χωρίς προσπάθεια. Ή άποψη πού χρησιμο-ποιούσε, νά άνάγει τό υλικό τής έμπειρίας σέ τάξη, (ραινόταν νά ρέει αύθόρμητα άπό τήν εμπειρία ».21

Όμως ή έμπειρία καΐ ή έποπτεία είναι συχνά άπατηλές καΐ τό « βιβλίο τής φύσης » δέν ήτανε τόσο άνοιχτό ούτε γιά τόν Γαλι-λαίο ούτε γιά τόν Νεύτωνα. ΚαΙ δέν είναι τυχαίο δτι ό ίδιος ό 'Αϊν-στάιν άνέδειξε καΐ τήν ίδια στιγμή υπερέβη τά όρια τής νευτώ-νειας φυσικής : τΙς άντιλήψεις γιά τό χώρο, τό χρόνο, τήν κίνηση, τή μάζα και τήν ένέργεια. Ή άριστοτελική άντίληψη είχε γίνει έκ νέου κυρίαρχη μέ τόν 'Αϊνστάιν, χάρη στήν τετραδιάστατη γενί-κευση τών έξισώσεων του ήλεκτρομαγνητικοϋ πεδίου καΐ μέ τήν παράσταση τής υλης ως πεδίου στά πλαίσια τής γενικής σχετικό-τητας. Οί κλασικές θεωρίες τοϋ πεδίου ήταν ή ίστορική-διαλε-κτική υπέρβαση τοϋ νευτώνειου « παραδείγματος ». Ή μικροφυ-σική, στή συνέχεια, συνέβαλε στή γενίκευση τής έννοιας τοϋ πε-δίου, τοϋ οποίου « ιδιομορφία » ( singularité ) θεωρείται τό σωμά-τιο. Πράγματι, 8πως έγραφε ό 'Αϊνστάιν, τό σωμάτιο δέν μπορεί νά παίξει θεμελιώδη ρόλο. Τό σωμάτιο μπορεί νά παρασταθεί σάν περιορισμένη περιοχή τοϋ χώρου, στήν όποία ή πυκνότητα τής ενέργειας είναι ιδιαίτερα ύψηλή. Τά μαζικά σωμάτια θεωρούνται στα πλαίσια τής γενικής σχετικότητας ιδιομορφίες τοϋ πεδίου.22

Οί σχετικιστικές θεωρίες ξεπέρασαν τά έπιστημολογικά εμπό-δια της νευτώνειας φυσικής. "Ανοιξαν μ'αυτόν τόν τρόπο τό δρό-

ΥΛΗ. ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ : Ι Ι Ρ Ο Σ ΕΝΑΝ Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ 30

μο πρός μιά μονιστική-ένοποιητική αντίληψη για τήν υλη ( μαζικά σωμάτια καΐ πεδίο ). 'Αλλά ή νευτώνεια παράδοση έπέζησε μετά τήν έπανάσταση της σχετικότητας καΐ άποτέλεσε έμπόδιο γιά τήν κατανόηση της σχετικότητας. Ή κλασική διχοτομία άνάμεσα στή λεγόμενη μάζα-υλη καΐ τήν ένέργεια, Ιδιαίτερα, διχοτομία χωρίς θεμέλιο στή σχετικότητα, συνέχισε τήν παρασιτική ζωή της σέ έκδηλη άντίφαση μέ τόν νέο, τετραδιάστατο κόσμο. Ά ς επιχειρή-σουμε λοιπόν νά συγκεκριμενοποιήσουμε αύτόν τόν ισχυρισμό.

3. Ή σχετικότητα και ή προσχετικιστική ερμηνεία της

Ό Έρνστ Μάχ έγραφε στόν Πρόλογο της περίφημης 'Επιστήμης τής Μηχανικής ( 1883 ) 6τι στόχος του ήταν νά άποσαφηνίσει ιδέ-ες, νά έκθέσει τήν πραγματική σημασία της ύλης καΐ νά τήν άπαλ-λάξει άπό τΙς μεταφυσικές σκοτεινότητες.23

Ό Μάχ ύπογράμμιζε στό βιβλίο του τά μεγάλα έπιτεύγματα τοΰ Νεύτωνα, πέρα άπό τοϋ Γαλιλαίου καΐ τοΰ Χόιγκενς, άναφο-ρικά μέ τήν Ιννοια της μάζας, τή γενίκευση της έννοιας της δύνα-μης, κλπ. Ταυτόχρονα άσκησε ριζική κριτική στίς θεμελιωδέστε-ρες έννοιες πού εισήγαγε ό Νεύτων (άπόλυτος χώρος, άπόλυτος χρόνος, μάζα, ύλη, άπόλυτη κίνηση, κλπ.). Σχετικά μέ τΙς έννοιες της μάζας και της ύλης, ό Μάχ έγραφε : « 'Αναφορικά μέ τήν έννοια " μάζα " θά πρέπει νά παρατηρήσουμε δτι ή διατύπωση τοΰ Νεύ-τωνα, ή οποία ορίζει τή μάζα ώς τήν ποσότητα της ύλης ένός σώ-ματος, μετρούμενη μέ τό γινόμενο τοΰ δγκου έπΐ τήν πυκνότητα, είναι άτυχής. Δοθέντος δτι μπορούμε νά ορίσουμε τήν πυκνότητα ώς τή μάζα μιας μονάδας δγκου, ό [ λογικός ] κύκλος είναι προφα-νής».24 Κατά τόν Μάχ άκόμα καΐ ή έκφραση «ποσότητα τής υλης » δέν είναι κατάλληλη γιά νά έξηγήσει καΙ νά διαλευκάνει τήν έννοια τής μάζας έπειδή ή ίδια ή έννοια δέν έχει τήν άπαιτούμενη σαφήνεια. Ό ορισμός της μάζας είναι ψευδοορισμός καΐ ό ορισμός της άδράνειας γίνεται περιττός. Ό Νεύτων, κατά τόν Μάχ, βρι-σκόταν ύπό τήν έπίδραση της μεσαιωνικής φιλοσοφίας.

ι6 Ι 1 Ρ Ω Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Ό Μάχ μέ τή σειρά του άφύπνισε τόν 'Αϊνστάιν άπό τόν « δογ-ματικό » του ΰπνο, συμβάλλοντας μ'αύτόν τόν τρόπο στή διατύ-πωση τής σχετικότητας. 'Ωστόσο ήταν άδύνατο, άκόμα καί γι ' αύτόν, νά διαλευκάνει τις σχέσεις άνάμεσα στήν ΰλη, τή μάζα καί τήν ένέργεια. Πράγματι, ή ΰλη κατά τόν Μάχ δέν ήταν τίποτα πε-ρισσότερο άπό « συνδυασμός αισθητηριακών στοιχείων, σύμφωνα μέ ορισμένους νόμους». « Ή έπιστήμη», έγραφε, «δέν χάνει τί-ποτα άν ή " ΰλη ", ή όποία είναι κάτι τό άκαμπτο, στείρο, σταθε-ρό, άντικατασταθεΐ άπό έναν σταθερό νόμο ο.25 Ό άτεγκτος ρεα-λιστής 'Αϊνστάιν δέν δεχόταν τή φιλοσοφία τοΰ Μάχ, δπως θά έγραφε άργότερα.

Ό Μάχ άπέρριψε τή « μεσαιωνική φιλοσοφία » τοΰ Νεύτωνα ύπέρ μιας έμπειρικής επιστημολογίας. Κατά συνέπεια ήταν άδύ-νατο νά λύσει τό πρόβλημα, θεωρώντας τήν ΰλη ένα «άγνωστο Κάτι », σύμφωνα μέ τήν παράδοση τοΰ Immanuel Kant ( 1724-1804 ) καί τοΰ David Hume ( 1711-1776 ). 'Αλλά πρίν επιχειρήσου-με νά διατυπώσουμε μιά άπάντηση στό πρόβλημα, είναι άνάγκη νά σκιαγραφήσουμε τήν προσχετικιστική έρμηνεία τών σχέσεων ΰλης, μάζας καί ένέργειας, άκόμα καί μετά τή διατύπωση τής σχε-τικότητας ( 1905 ).

Ή περίφημη έξίσωση τοΰ 'Αϊνστάιν άνάμεσα στή μάζα καί τήν ένέργεια ( Ε = me2 ) έρμηνεύτηκε ώς σχέση ισοδυναμίας άνάμεσα στή μάζα-ΰλη καί τήν ένέργεια. Ό 'Αϊνστάιν έγραφε τό 1905 : «Άν ένα σώμα χάνει ένέργεια μέ τή μορφή άκτινοβολίας, ή μάζα του μειώνεται κατά L/c2.* Τό γεγονός δτι ή ένέργεια πού άφαιρεΐται άπό τό σώμα γίνεται ένέργεια ακτινοβολίας δέν έχει προφανώς ση-μασία. "Ετσι καταλήγουμε στό άκόλουθο γενικό συμπέρασμα : Ή μάζα ένός σώματος είναι τό μέτρο τοΰ ένεργειακοΰ του περιεχό-μενου».26 Υπάρχει συνεπώς μιά ποσοτική σχέση άνάμεσα στή μάζα καί στήν ένέργεια. 'Επιπλέον, ή μάζα αύξάνει μέ τήν ταχύ-τητα. Συμπέρασμα : Ή μάζα δέν είναι άμετάβλητο μέγεθος, άντί-θετα μέ τήν κλασική άποψη.

* L: Ή ένέργεια πού χάνεται άπό τό σώμα.

ΥΛΗ. ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ 3 3

Μέχρι έδώ δέν υπάρχει πρόβλημα. Ποιά είναι δμως ή έπιστη-μολογική καί γενικότερα ή φιλοσοφική σημασία αυτής της σχέ-σης ; Ή κλασική φυσική δεχόταν δύο αρχές : τήν άρχή της διατή-ρησης της μάζας, ή οποία κακώς ταυτιζόταν μέ τήν όντολογική άρχή της άφθαρσίας της ύλης, καί τήν άρχή της διατήρησης της ένέργειας, ή όποία έθεωρειτο άβαρής, καί κατά συνέπεια άυλη ου-σία. 'Αλλά ή ένέργεια είναι ούσία ; Καί τί σημαίνει ή έκφραση « άυ-λη ούσία » ; Τό σφάλμα τοϋ Νεύτωνα άποτέλεσε τή βάση της έν-νοιολογικής σύγχυσης ή όποία χαρακτηρίζει καί σήμερα τήν κυ-ρίαρχη ερμηνεία της ειδικής σχετικότητας.

*Ας επιχειρήσουμε συνεπώς νά κατανοήσουμε τή σημασία τών εννοιών. Υπήρχαν δύο άρχές. Εντούτοις, σύμφωνα μέ τή σχετι-κότητα, μπορούμε νά θεωρήσουμε τή μάζα ένός συστήματος, μέ-τρο της ένέργειάς του. Έτσι, ή άρχή της διατήρησης της μάζας ταυτίστηκε μέ τήν άρχή τής διατήρησης της ένέργειας.2/ Ό ίδιος ό Αϊνστάιν καί μαζί μ'αύτόν τό σύνολο σχεδόν τών φυσικών καί τών φιλοσόφων ερμήνευσαν τήν περίφημη σχέση δχι ώς σχέση άναλογίας άνάμεσα σέ δύο άντίθετα κατηγορήματα τής υλης (άδράνεια καί κίνηση), άλλα ώς σχέση ισοδυναμίας.28 Ή δήθεν ισοδυναμία οδήγησε στό επόμενο βήμα : στήν ταύτιση τής μάζας -ύλης μέ τήν ένέργεια. Έτσι, πάντα σύμφωνα μέ τόν 'Αϊνστάιν : «Ή θεωρία τής ειδικής σχετικότητας οδήγησε στό συμπέρασμα δτι ή άδρανειακή μάζα δέν είναι άλλο άπό ένέργεια, ή όποία βρί-σκει τήν πλήρη μαθηματική της έκφραση στόν συμμετρικό τανυ-στή δευτέρας τάξεως, τόν τανυστή ενέργειας ».29 Θα μπορούσε νά σκεφτεί κανείς δτι ή μάζα-υλη τοΰ νευτώνειου παραδείγματος δέν ήταν άλλο άπό κάποια « άυλη » ούσία.

Ό'Αϊνστάιν δέν κατέληξε, προφανώς, στό συμπέρασμα δτι « ούσία » τοΰ Σύμπαντος είναι ή άυλη ένέργεια. Σέ Ινα άλλο κεί-μενο, δπως θά δοΰμε έξάλλου, θεωρούσε ύλική τήν « ένέργεια », δηλαδή τό ήλεκτρομαγνητικό καί τό βαρυτικό πεδίο.

'Αλλά, φυσικοί καί φιλόσοφοι έκαναν αύτό τό σφάλμα. Πράγμα-τι, άν, σύμφωνα μέ τους ορισμούς τοΰ Νεύτωνα, ή μάζα ταυτίζεται μέ τήν ύλη καί άν, σύμφωνα μέ τή θερμοδυναμική, ή ενέργεια είναι

3 4 Ι Ι Ρ Ω ' Γ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

ουσία pi μηδενική μάζα, δηλαδή μή υλική, καΙ άν, τέλος, υπάρχει μια ισοδυναμία μεταξύ τους, τότε μπορούμε νά διερωτηθούμε: Ποια είναι ή «ουσία» τοϋ κόσμου; Ή μάζα-ΰλη ή ή ένέργεια;

Μέ βάση τήν ταύτιση τής μάζας μέ τήν ύλη, ό νεότερος ένεργη-τισμός θεώρησε τήν ενέργεια ώς τήν έσχατη ούσία τοϋ κόσμου. Δη-λαδή : Ή ύλη δέν είναι άλλο άπό ενέργεια. 'Αλλά ή ένέργεια είναι άυ-λη. Συνεπώς : Ό κόσμος δέν είναι άλλο άπό άυλη ούσία. Ό George Berkeley ( 1685-1753 ), άνένδοτος έχθρός τής υλης, θά ήταν έξαιρε-τικά εύτυχής άν ή έποχή του διέθετε τά άναγκαΐα δεδομένα γιά νά διατυπώσει ένα τόσο σαρωτικό επιχείρημα, ώστε νά έξορίσει τήν επάρατη υλη άπό τό βασίλειο τής έπιστήμης.

"Ας παραθέσουμε γιά άλλη μια φορά τόν Χάιζενμπεργκ, γιά νά συγκεκριμενοποιήσουμε περισσότερο αύτή τήν άποψη : « Δοθέντος ότι, σύμφωνα μέ τή σχετικότητα, ή μάζα και ή ένέργεια είναι ούσιαστικά ταυτόσημες έννοιες, μπορούμε νά ποΰμε δτι τά στοι-χειώδη σωμάτια άποτελοΰνται άπό ενέργεια. Αύτό θά μπορούσε νά έρμηνευτεΐ δτι ορίζει τήν ένέργεια ώς τήν πρωταρχική ούσία τοϋ κόσμου».30 Τό έπιχείρημα τοϋ Χάιζενμπεργκ προϋποθέτει έμμεσα τήν ταύτιση τής μάζας μέ τήν ύλη. Ή άποψη αύτή, εξάλ-λου, άποτελεΐ όργανικό στοιχείο τοϋ νεοπλατωνισμοΰ του. Άπό τήν άλλη πλευρά, υπάρχουν συγγραφείς οί όποιοι, μέ άφετηρία τήν προσχετικιστική έρμηνεία της σχετικότητας, έπιχείρησαν νά δια-τυπώσουν έναν σύγχρονο σπιριτουαλισμό, ό όποιος θά είχε ένα δήθεν έπιστημονικό θεμέλιο. Ένα παράδειγμα : Ό πατήρ Teilhard de Chardin (1881-1955) έγραφε μέ τό ποιητικό στύλ του: «Ή ενέργεια, καθολική κυμαινόμενη οντότητα, άπ' δπου τό παν άνα-δύεται καΐ δπου τό παν έπιστρέφει, δπως σέ ώκεανό. Ή ένέργεια, τό νέο πνεύμα. Ή ένέργεια, ό νέος Θεός. Στό 'Ωμέγα τοϋ Κόσμου, δπως καΐ στό "Αλφα, τό 'Απρόσωπο ». "Ετσι, ή έξέλιξη τοϋ Σύμ-παντος είναι « άνοδος πρός τή Συνείδηση » καΐ « όφείλει νά άπο-κορυφωθεΐ σέ μια 'Ανώτατη Συνείδηση ».31 Ό πατήρ Τεγιάρ δέν ήταν ό μόνος πού έρμήνευσε μ'αύτόν τόν τρόπο τΙς σχέσεις μάζας, ύλης και ένέργειας. Ό δρόμος πρός τό « πνεΰμα » ( Θεός, άπόλυτο πνεύμα, 'Ιδέα ) ήταν ήδη άνοικτός. Έν τούτοις τό συμπέρασμα τοΰ

ΥΛΗ. ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ 3 5

σχετικού συλλογισμοϋ προϋπέθετε ένα έπιστημονικό-έπιστημο-λογικό σφάλμα. 'Αλλά θά έπανέλθουμε.

Ή προηγούμενη επιστημολογική σύγχυση έχει τΙς έπιπτώσεις της στήν περιοχή τής ϊδιας της φυσικής. Τά σωμάτια θεωρούνται σταθερά, σύμφωνα μέ τό φορμαλισμό της κλασικής φυσικής. Ό φορμαλισμός της σχετικιστικής φυσικής, άντίθετα, συνεπάγεται τή δυνατότητα μετασχηματισμού τών λεγόμενων στοιχειωδών σωματίων. "Ετσι, τά μαζικά σωμάτια μετατρέπονται σέ μή μαζι-κά, καί άντίστροφα. Πάντα μέσα στό πλαίσιο της προσχετικι-στικής έρμηνείας, ό μετασχηματισμός μαζικών σωματίων σέ μή μαζικά έρμηνεύθηκε ώς άφυλοποίηση τής ύλης. Ό άντίστροφος μετασχηματισμός θεωρήθηκε υλοποίηση τής ένέργειας. Γιά μιά άκόμη φορά, ή ταύτιση της μάζας μέ τήν ΰλη καί τής ενέργειας μέ κάποια « ούσία » ήταν τό άφετηριακό σημείο μιας έρμηνείας τής όποίας ή νομιμότητα μπορεί νά άμφισβητηθεΐ.

Ό 'Αριστοτέλης θεωρούσε τήν κίνηση ένδογενές κατηγόρημα τής ΰλης. ΌΈνγκελς μέ τή σειρά του όπως έχουμε σημειώσει, αναλύοντας κριτικά τΙς άντιλήψεις τής έποχής του, έγραφε δτι ή ένέργεια δεν εϊναι ούσία. 'Αλλά δέν θά άσχοληθοΰμε μ' αύτή τή δια-μάχη, ή όποία άνήκει στήν ιστορία τών ιδεών. ΚαΙ δμως, θά βρει κανείς άκόμα καί σήμερα αύτή τήν προσχετικιστική έρμηνεία σέ πανεπιστημιακά συγγράμματα, σέ άρθρα ειδικών, καθώς καί σέ έπιστημολογικές άναλύσεις. Ά ς σημειώσουμε μόνο μιά έντελώς πρόσφατη περίπτωση : Ή κυρία Angèle Kremer-Marietti, φιλόσο-φος, μιλάει γιά « έπιστημονική έννοια τής ένέργειας, τήν όποία οί φυσικοί άντιπαραθέτουν στήν έπιστημονική ëwoia τής ΰλης». 'Επίσης : «Ό τύπος τοΰ 'Αϊνστάιν δηλώνει τΙς άμοιβαΐες μετα-τροπές τής ενέργειας καί τής ΰλης )>.32 Συνεπώς : «Ιστορία τελειω-μένη, ιστορία άτέλειωτη » δπως έλεγε ό Louis Althusser ( 1918-1990 ) γιά άλλες Ιστορίες.

Είναι ένδιαφέρον νά έπισημάνουμε έδώ κάποιες «στιγμές» τής διαμάχης στή Γαλλία σχετικές μέ τήν έρμηνεία τής έξίσωσης τοΰ 'Αϊνστάιν. Έχουμε ήδη σημειώσει τόν άντιυλιστικό ένεργητι-σμό τοΰ Χάιζενμπεργκ. Ό Gaston Bachelard ( 1884-1962 ), άπό τήν

ι6 Ι 1 Ρ Ω Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

πλευρά του, μιλούσε για « ενεργειακό υλισμό» (matérialisme énergétique ). « Τό Είναι είναι ένέργεια, καΐ ή ένέργεια είναι Εί-ναι. Ή υλη είναι ένέργεια μ.13 Ό Μπασλάρ μιλούσε, καί αύτός, γιά υλοποίηση τοϋ φωτονίου (της ένέργειας). Ό Paul Langevin ( 1872-1946 ), άντίθετα, μιλούσε τό 1922 γιά άδράνεια της ένέργει-ας, ή όποία πρέπει νά συμπεριφέρεται ώς ζυγίσιμη. ΚαΙ ό Jean-Pierre Vigier ( 1920-2004 ), έπίσης, έγραφε δτι « ή μάζα και ή ενέρ-γεια είναι μορφές της ΰλης καΐ κατά τήν πορεία της κίνησης είμα-στε μάρτυρες μετασχηματισμού μιας μορφής της ΰλης σέ άλλη ». Ό Évry Schatzman, μέ τή σειρά του, θεωροΰσε δτι ή μάζα χαρα-κτηρίζει τήν άδράνεια της υλης. Κατ'αύτόν ή ένέργεια πού κατέ-χει ένα σώμα καΐ ή άδράνειά του είναι δύο διαφορετικές μορφές κίνησης της ύλης.36 Κατά τόν G. Vassails, έπίσης, « ή διατήρηση της ένέργειας καΙ ή διατήρηση της μάζας είναι δύο διαφορετικές άλλά συνδεδεμένες δψεις της άφθαρσίας καΐ τοΰ άδημιούργητου της ύλης καΐ της κίνησης ».37 'Αργότερα, ό J. Druan έγραφε: «Ή μάζα καΐ ή ένέργεια είναι δύο φυσικά μεγέθη πού καΐ τά δύο συν-δέονται μέ τήν ύλη, έπειδή άν δέν υπάρχει υλη χωρίς μάζα, δέν υπάρχει έπίσης υλη άκίνητη, χωρίς κίνηση ». Κατά τόν Ντρουάν ή ένέργεια δέν είναι ούσία. Είναι μέτρο της κίνησης.38 Άπό τήν άλλη πλευρά, είναι έπίσης ένδιαφέρον νά σημειώσουμε δτι ό Henri Lefebvre ( 1901-1991 ) μιλούσε γιά έννοια της ΰλης, ή όποία δηλώ-νει τήν άπειρότητα τοΰ δεδομένου δντος.^Άλλά καΐ όΆλτουσσέρ μιλοΰσε γιά « περιεχόμενο της έπιστημονικής έννοιας της ΰλης », ή όποία μεταβάλλεται μέ τήν άνάπτυξη της επιστημονικής γνώ-σης. 40 Οί Γάλλοι ύλιστές, μέ τόν Λανζεβέν καΐ ύστερα άπ' αύτόν, έπιχείρησαν νά άποσαφηνίσουν τίς σχέσεις της υλης, τής μάζας καΐ τής ένέργειας. Όμως, οί έρμηνεϊες τους δέν ήταν πάντα σύμ-φωνες μέ τήν ειδική θεωρία τής σχετικότητας.

Οί προηγούμενες έρμηνεϊες είναι τΙς περισσότερες φορές προ-σχετικιστικές, έπειδή χρησιμοποιούν έννοιες οί όποιες προϋποθέ-τουν τόν εύκλείδειο, τρισδιάστατο χώρο. Άλλά ή ειδική σχετικό-τητα είναι διατυπωμένη στα πλαίσια τοΰ ψευδοευκλείδειου τε-τρασδιάστατου χώρου τοΰ Μινκόφσκι ( Η. Minkowski, 1864-1909 ).

ΥΛΗ. ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ : Ι Ι Ρ Ο Σ ΕΝΑΝ Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο ΤΗΣ ΥΛΗΣ 3 7

Τό εύκλείδειο πλαίσιο δέν είναι, συνεπώς, τό κατάλληλο για τήν κατανόηση τοϋ φυσικοΰ νοήματος τής ειδικής σχετικότητας. Για μια όρθή έρμηνεία πρέπει νά χρησιμοποιήσουμε τό τετραδιάστα-το πλαίσιο. Τά μόνα μεγέθη που έχουν φυσικό νόημα στόν τετρα-διάστατο χώρο Μινκόφσκι είναι τά τετραδιάστατα, άναλλοίω-τα ( covariantes ) μεγέθη ( τετραδιανύσματα καί τανυστές). Θά έπιχειρήσουμε συνεπώς στή συνέχεια νά αναλύσουμε τις σχέσεις ύλης, μάζας καί ένέργειας, χρησιμοποιώντας τα νέα, σχετικι-στικά μεγέθη. Ή ανάλυση αυτή έλπίζω δτι θα άναδείξει τόν Ιδεο-λογικό χαρακτήρα τής τρέχουσας έρμηνείας καί τήν άσυμβα-τότητά της μέ τΙς θεωρίες τοΰ 'Αϊνστάιν. Κατά συνέπεια, θά άνα-δείξει βτι ό σύγχρονος νεοενεργητισμός δέν έχει έπιστημονική βάση.

4. Μια σχετικιστική ερμηνεία τών σχέσεων μάζας και ενέργειας

*Ας τό έπαναλάβουμε : Ή ύλη δέν είναι έπιστημονική έννοια. Δέν υπάρχει μέτρο τής ύλης. Ή ύλη δέν ύπεισέρχεται ώς φυσικό μέ-γεθος στό φορμαλισμό τής Φυσικής. Ή ϋλη είναι όντολογικη κα-τηγορία. Είναι συνεπώς προφανές δτι οί έπιστήμες δέν άσχο-λοΰνται μέ τήν υλη έν γένει, άλλα μέ συγκεκριμένες, ειδικές μορ-φές ύλης, καί μέ ειδικές σχέσεις αύτών τών μορφών. Ή λέξη ύλη έδώ δηλώνει τό άντικείμενο τής έπιστημονικής έρευνας. Ή ύλη, ώς φιλοσοφική κατηγορία, είναι μια άφαίρεση. Είναι τό γενικό-άφη-ρημένο, τό όποιο έμπεριέχει στή γενικότητά του τήν ποικιλία, τήν πολυμορφία τοϋ είδικοΰ : «Όλο τόν πλοΰτο τοΰ εΐδικοϋ » ( Χέγκελ ). Δηλαδή : Μαζικά σωμάτια, μαζικά καί μή μαζικά πεδία, σωμά-τια μέ μηδενική μάζα ήρεμίας, ένδεχομένως τά « κύματα-φαντά-σματα » τοΰ 'Αϊνστάιν, τά όποια δέν μεταφέρουν ιδιομορφία ( σω-μάτιο). Τέλος, τά δυνάμει σωμάτια, τά έν δυνάμει σωμάτια, τά οιονεί σωμάτια. Όντική ένότητα μέσα στήν πολυμορφία, δπως θά δοΰμε στό έπόμενο κεφάλαιο.

ι6 Ι 1 Ρ Ω Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Ό Ένγκελς, σύμφωνα μέ τή νομιναλιστική παράδοση, έγραφε : « Ή ύλη, σαν τέτοια, είναι καθαρή δημιουργία τής νόησης και κα-θαρή άφαίρεση. Κάνουμε άφαίρεση τών ποιοτικών διαφορών τών άντικειμένων, περιλαμβάνοντάς τα, ώς σωματικώς υπάρχοντα, υπό τήν έννοια τής ύλης. Ή υλη, σαν τέτοια, άντίθετα μέ τΙς κα-θορισμένες υπάρχουσες μορφές, δέν έχει συνεπώς αισθητή ύπαρ-ξη μ.41 Ώς πρός τήν ένέργεια, ό Ένγκελς, εναντίον τής κυρίαρχης έρμηνείας ( τής έποχής του καΐ τής δικής μας ), έπέμενε δτι ή λέ-ξη αύτή άφήνει χώρο στήν πλάνη δτι πρόκειται γιά κάτι έξωτε-ρικό ώς πρός τήν ύλη.42

Θά έπιχειρήσουμε συνεπώς νά διατυπώσουμε μιά σχετικιστι-κή έρμηνεία τών σχέσεων μάζας καΐ ένέργειας. Ή έρμηνεία αύτή θεμελιώνει, έλπίζουμε, έναν μονισμό τής ύλης, έναντίον του κλα-σικού καΐ τοϋ σύγχρονου δυϊσμού καΐ έναντίον τοϋ όντολογικοΰ δυϊ-σμού ύλης και πνεύματος, πού δήθεν προκύπτει άπό τήν εξίσωση τοΰ 'Αϊνστάιν.

Ή λέξη ύλη δέν είναι έπιστημονική έννοια. Στή γενική περί-πτωση δηλώνει τό άντικείμενο τής έρευνας. Ή μάζα καΐ ή ένέρ-γεια, άντίθετα, είναι φυσικές έννοιες καΐ άντιστοιχούν σέ φυσικά μεγέθη. Είναι έννοιες οί όποιες έχουν όντικό άντίκρυσμα. Έτσι :

1. Ή μάζα είναι μέτρο τής άδράνειας. Είναι κατηγόρημα τής ύλης.

2. Ή ενέργεια είναι μέτρο τής κίνησης. Είναι ένα άντίθετο κα-τηγόρημα της ύλης.

3. Τά δυό μεγέθη συνδέονται μέ τήν περίφημη έξίσωση τοΰ 'Αϊνστάιν, ή όποία έκφράζει τήν ένότητα τών άντιθέτων - ένότη-τα μέσα στή διαφορά καΐ τήν άντίθεση.

Πώς θά μπορούσαμε τώρα νά έρμηνεύσουμε αύτή τήν έξίσω-ση;

Ά ς άγνοήσουμε, επί τοϋ παρόντος, τόν τετραδιάστατο φορμα-λισμό. Ή έξίσωση τοΰ 'Αϊνστάιν δέν είναι έξίσωση ισοδυναμίας δπως γενικά λέγεται. Στό κλασικό πλαίσιο είναι μιά σχέση άνα-λογίας άνάμεσα σέ δύο διαφορετικά καΐ άντίθετα φυσικά μεγέθη. ( Γιά νά υπολογίσουμε τήν ένέργεια Ε, ή όποία άντιστοιχεΐ σέ μιά

ΥΛΗ. ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ 3 9

μάζα m, πρέπει νά πολλαπλασιάσουμε τή μάζα, δχι μέ έναν κα-θαρό άριθμό, άλλα μέ τό τετράγωνο μιας ταχύτητας.)

Ά ν άπορρίψουμε τήν ταύτιση τής μάζας μέ τήν ΰλη, καί άν ταυτόχρονα δέν ταυτίσουμε τήν ένέργεια μέ κάποια ούσία ( άυλη, κλπ.), τότε είναι δυνατόν νά διατυπώσουμε μιά έπιστημολογικά συνεκτική έρμηνεία τής έξίσωσης τοϋ Αϊνστάιν, καί τών σχέσεων καί τών έξισώσεων πού προκύπτουν άπ' αύτήν.

Ή μάζα δέν είναι υλη. Είναι μέτρο ένός άπό τά κατηγορήμα-τά της. Ή ένέργεια δέν είναι ούσία. Είναι μέτρο ένός άλλου κατη-γορήματος τής ΰλης. Ή έξίσωση τοϋ Αϊνστάιν δέν σημαίνει 6τι ή μάζα-ΰλη είναι ισοδύναμη μέ τήν ένέργεια, καί άντίστροφα. Ό με-τασχηματισμός, π.χ., ένός φωτονίου σέ Ινα ζεΰγος ήλεκτρονίου καί ποζιτρονίου δέν είναι υλοποίηση τής ένέργειας. Είναι μετα-τροπή ένός σωματίου μέ μηδενική μάζα ήρεμίας σέ δύο μαζικά σωμάτια. Αντίστοιχα, ή μετατροπή ένός ήλεκτρονίου καί ένός ποζιτρονίου σέ Ινα κβάντο ήλεκτρομαγνητικής άκτινοβολίας δέν είναι άφυλοποίηση τής ΰλης· είναι μετατροπή δύο μαζικών σωμα-τίων σέ Ινα σωμάτιο μέ μηδενική μάζα ήρεμίας.

Γενικότερα: Δέν είναι έπιστημολογικά θεμιτό νά μιλάμε γιά υλικά καί μή υλικά σωμάτια. Στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά μαζικά σωμάτια ( λεπτόνια, βαρυόνια, μεσόνια κλπ. ) καί γιά σωμάτια μέ μηδενική ή περίπου μηδενική μάζα ήρεμίας ( φωτό-νια, βαρυτόνια, νετρίνο ). Ά π ' αύτή τήν όδό είναι δυνατόν νά φτά-σουμε σέ μιά ένιαία-μονιστική άντίληψη γιά τήν ΰλη. Νά θεμε-λιώσουμε τή θέση γιά τήν όντική ένότητα της ΰλης μέσα στήν ποι-κιλία τών μορφών, μέ βάση τήν ειδική καί στή συνέχεια τή γενική θεωρία τής σχετικότητας.

Ά ς έπιχειρήσουμε τώρα νά άναδιατυπώσουμε στό τρισδιά-στατο πλαίσιο τΙς κλασικές άρχές διατήρησης, άποφεύγοντας τή δεσπόζουσα έννοιολογική σύγχυση. Ή κλασική φυσική δεχόταν τή διατήρηση της λεγόμενης μάζας-ΰλης καί τή διατήρηση τής ένέργειας. Σύμφωνα μέ τήν προσχετικιστική έρμηνεία τής σχετι-κότητας, οί δύο άρχές είχαν άναχθεΐ σέ μία καί μοναδική : Στήν άρχή τής διατήρησης της ΰλης-μάζας καί τής ένέργειας.

ι6 Ι 1 Ρ Ω Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Ή προηγούμενη θέση προϋποθέτει δτι ή μάζα καί ή ένέργεια είναι ούσίες. Είναι έντούτοις δυνατόν νά άναδιατυπώσουμε τΙς δύο κλασικές άρχές χωρίς νά χρησιμοποιήσουμε « ούσίες » : Χρησιμο-ποιώντας τΙς γενετικές σχέσεις άνάμεσα στό δυνάμει καί τό ένέρ-γεια. "Ετσι : Κατά τή μετατροπή μαζικών σωματίων σέ μή μαζι-κά, ή ενεργεία μάζα μεταπίπτει στή δυνάμει κατάσταση, ένώ ή δυνάμει ενέργεια μεταπίπτει σέ ένεργεία. Τό άντίθετο ισχύει κα-τά τή μετατροπή μή μαζικών σωματίων σέ μαζικά. Είναι συνε-πώς δυνατόν νά ορίσουμε τήν ολική μάζα ένός σωματίου ώς τό άθροισμα της ένεργεί^ι καί τής δυνάμει ένέργειας. Ή μάζα ένός σωματίου σέ ήρεμία είναι ένεργεία.* Ή ένέργειά του είναι δυνά-μει. Ή μάζα ένός φωτονίου, άντίθετα, είναι δυνάμει, ένώ ή ένέρ-γειά του είναι ένεργεία.43

Κατά τούς μετασχηματισμούς τών σωματίων ή ένεργεία μάζα καί ή ένεργεία ένέργεια μπορούν νά μετατραπούν σέ δυνάμει, καί άντίθετα. 'Αλλά ή ολική μάζα ( ένεργείιρι καί δυνάμει ) καί ή ολική ένέργεια ( ένεργεία καί δυνάμει ) διατηρούνται σέ κάθε μετασχη-ματισμό. "Ετσι είναι δυνατόν νά διατυπώσουμε διαφορετικά τούς νόμους διατήρησης, λαμβάνοντας υπόψη τΙς δυναμικές καί γενε-τικές σχέσεις άνάμεσα στή μάζα καί στήν ενέργεια, άνάμεσα στό δυνάμει καί στό ένεργείιρι.

1. 'Αρχή διατήρησης τής ολικής μάζας: Mt = Ma + Μρ. Τό ά-θροισμα της ένεργεία καί τής δυνάμει μάζας διατηρείται σέ κάθε μετασχηματισμό. Ή διαλεκτική άνάμεσα στό δυνάμει καί στό εν-εργεία είναι συγκεκριμένη. Έχει έπίσης καί τήν ποσοτική πλευ-ρά της ( τό ένεργεία μέτρο τοΰ δυνάμει ).

2. Αρχή της διατήρησης της ενέργειας: Et = Ea + Ερ. Ή ολική ενέργεια ένός συστήματος διατηρείται σέ κάθε μετασχηματισμό.

Συνεπώς : Ένότητα διαφορετικών μεγεθών καί κατηγορημά-των. Μετασχηματισμός καί διατήρηση : Ένότητα άντίθετων δια-δικασιών. Γιά άλλη μιά φορά : Μιά συγκεκριμένη διαλεκτική.

'Ερώτημα: Πώς πραγματοποιούνται αύτοί οί μετασχηματι-

* Μπορούμε νά γράψουμε : Mt = Ma + E/c Έπίσης : El = Ea + me'.

ΥΛΗ. ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ : Ι Ι Ρ Ο Σ ΕΝΑΝ Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ 4 1

σμοί ; Ποιές είναι οί μή γνωστές διαδικασίες τών οποίων ή κατά-ληξη είναι αύτό που είναι προσιτό στις σημερινές γνώσεις μας; Δέν γνωρίζουμε ! Θά πρέπει να υπογραμμίσουμε, άντίθετα μέ τήν τρέχουσα άντίληψη, δτι ή άρχή της διατήρησης της μάζας δέν ταυ-τίζεται μέ τό φιλοσοφικό άξίωμα της « άφθαρσίας της ύλης ». Ή υλη, βπως έχουμε σημειώσει, δέν είναι έπιστημονική έννοια. Κατά συνέπεια δέν υπάρχει μέτρο της υλης. Ή άρχή της άφθαρ-σίας της υλης είναι όντολογικό άξίωμα. Είναι συνεπώς άδύνατο νά τό επαληθεύσουμε ή νά τό διαψεύσουμε. Ή πρόταση, ή ύλη είναι άδημιούργητη καί άφθαρτη, δέν είναι ούτε άληθής ούτε ψευδής. Είναι, σύμφωνα μέ τό σύνολο της έμπειρίας μας, όρθή. Ό Α. L. Lavoisier ( 1743-1794 ) πίστευε δτι είχε έπαληθεύσει, στά δρια τών πειραματικών δυνατοτήτων της εποχής του, τήν άρχή τής άφθαρ-σίας τής υλης. Κατά συνέπεια: Ένα έπιστημολογικό σφάλμα. Επιπλέον : Περιορισμένη πειραματική άκρίβεια καί -άναπόφευ-κτα- άγνοια τοϋ γεγονότος δτι ή ένέργεια ένός έξώθερμου πειρά-ματος άντιπροσώπευε κάποιο, μηδαμινό έστω, ποσό μάζας. Τέ-λος, σύμφωνα μέ ορισμένες σημερινές ένδείξεις, ή μάζα τοΰ « Σύμ-παντος» δέν είναι σταθερή, έπειδή υπάρχει δημιουργία μάζας στόν κοσμικό χώρο. 'Αλλά, έστω καί άν έπιβεβαιωνόταν αύτή ή πρόβλεψη, ή οντολογική άρχή τής διατήρησης της ύλης δέν θά πα-ραβιαζόταν, έπειδή ή « δημιουργούμενη » ύλη άναδύεται άπό ένα βαθύτερο έπίπεδο υλικών μορφών. 'Αλλά θά έπανέλθουμε στό έπόμενο κεφάλαιο.

Καί τώρα πρέπει νά περάσουμε στό τετραδιάστατο, σχετικι-στικό πλαίσιο, προκειμένου νά άναδείξουμε τις αύθεντικά σχετι-κιστικές έννοιες καί σχέσεις. Έπίσης πρέπει νά διατυπώσουμε ό-ρισμένα πρόσθετα έπιχειρήματα, υπέρ τής μονιστικής άντίληψης τής υλης καί εναντίον τής κυρίαρχης προσχετικιστικής έρμηνείας.

Ή σχέση τοΰ 'Αϊνστάιν ( Ε = me2 ) έχει συγκεκριμένο περιεχό-μενο στό τρισδιάστατο πλαίσιο : Είναι μιά ποσοτική σχέση δύο φυ-σικών μεγεθών, μέτρο δύο άντίθετων κατηγορημάτων της υλης. 'Αλλά ή σχέση αύτή δέν έξαντλεΐ τό περιεχόμενο τών σχετικιστι-κών έννοιών καί μεγεθών. Οί σχέσεις αύτές άναδεικνύονται, στήν

ι6 Ι 1 Ρ Ω Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

ολότητα και τήν άντιφατικότητά τους, μόνο στό τετραδιάστατο χωροχρονικό πλαίσιο.

Στό προσχετικιστικό πλαίσιο ή ένέργεια έχει ένα νόημα καί ένα καθεστώς δήθεν « ούσίας ». Εντούτοις, ή ένέργεια έχει ένα πραγ-ματικό φυσικό νόημα, μόνο στό τετραδιάστατο πλαίσιο, στό όποιο άντιπροσωπεύεται άπό τή χρονική συνιστώσα τοΰ τετραδιανύσμα-τος όρμής-ένέργειας. Ή ενέργεια, συνεπώς, έχει φυσικό νόημα μό-νο σέ άμοιβαία εξάρτηση μέ τΙς τρεις συνιστώσες τοϋ τετραδιανύ-σματος πού άντιστοιχοΰν στήν όρμή, δηλαδή στή μάζα. Πρόκειται γιά αύθεντικά σχετικιστική έρμηνεία, έναντίον τής άποψης 6τι ή ένέργεια είναι ούσία. Τό γεγονός 6τι ή μάζα καί ή ενέργεια άντι-προσωπεύονται άπό διαφορετικές συνιστώσες τοϋ ϊδιου τετραδια-νύσματος είναι ή τυπική-μαθηματική έκφραση τής διαφοράς καί τής ένότητας αυτών τών δύο άντίθετων φυσικών μεγεθών.

Στό σχετικιστικό πλαίσιο ή μάζα είναι σχετικό μέγεθος. 'Αλλά ή μάζα άντιπροσωπεύεται άπό τις τρεις χωρικές συνιστώσες τοΰ τετραδιανύσματος όρμής-ένέργειας. Τό άμετάβλητο μέγεθος στό σχετικιστικό πλαίσιο είναι ή μάζα ήρεμίας, mu-

Ό σχετικιστικός τύπος είναι ή έκφραση ένός άμετάβλητου με-γέθους γιά ένα σωμάτιο : τής μάζας ήρεμίας. Είναι ταυτόχρονα ή έκφραση της ένότητας καί τής διαφοράς τής μάζας καί τής ένέρ-γειας, άλλα δχι τής ταυτότητάς τους. Ή μάζα ήρεμίας mo εξάλ-λου θεωρείται συχνά ποσοτικό μέτρο τής ύλης. 'Επίσης, ή διατή-ρηση τής ολικής μάζας καί τής ολικής ένέργειας έρμηνεύεται συ-χνά ώς διατήρηση τής ύλης καί άφθαρσία τής ένέργειας.45 'Αλλά σύμφωνα μέ τήν άποψη πού έκτίθεται έδώ δέν υπάρχει μέτρο τής ύλης. Ό προηγούμενος ισχυρισμός, συνεπώς, στερείται φυσικοΰ νοήματος. Τό « μήκος » τοΰ διανύσματος όρμής-ένέργειας δέν εί-ναι μέτρο τής ύλης. Τό διάνυσμα αύτό είναι ή γεωμετρική παρά-σταση τής άμοιβαίας μεταβολής τών χωρικών καί χρονικών συν-ιστωσών, δηλαδή τής μάζας καί τής ενέργειας τοΰ σωματίου. Τό άναλλοίωτο δέν είναι άσύμβατο μέ τή μεταβλητότητα τών συν-ιστωσών, δηλαδή μέ τή μεταβλητότητα τής μάζας καί τής ένέρ-γειας, άν άποσυνθέσουμε τό τετραδιάνυσμα σέ δύο ύποχώρους : τόν

ΥΛΗ. ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ : Ι Ι Ρ Ο Σ ΕΝΑΝ Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο ΤΗΣ ΥΛΗΣ 4 3

τρισδιάστατο χώρο καί τόν μονοδιάστατο χρόνο. Συνεπώς, στό σχετικιστικό πλαίσιο δέν υπάρχουν ούσίες: μάζα-ΰλη καί ένέρ-γεια. Τπάρχει μία καί μοναδική ούσία, ή υλη, μέ έναν άριθμό κα-τηγορημάτων ( άπειρο κατά τόν Baruch Spinoza, 1632-1677 ), δπως ή άδράνεια καί ή κίνηση, καί έναν άριθμό φυσικών μεγεθών, δπως ή μάζα καί ή ένέργεια.

Μέ άφετηρία τό σχετικιστικό πλαίσιο είναι συνεπώς δυνατόν νά διευρύνουμε τήν κατηγορία τής ΰλης ώστε νά περιλάβει κάθε οντότητα άνεξάρτητη άπό τό υποκείμενο, έστω καί άν ή μάζα της είναι μηδενική. Μπορούμε, συνακόλουθα, νά υποστηρίξουμε, άν-τίθετα μέ τήν τρέχουσα άντίληψη, δτι ή μάζα δεν είναι Αναγκα-στικό κατηγόρημα τής νλης.

Ή προηγούμενη θέση έχει ένα σταθερό-ποσοτικό θεμέλιο στόν σχετικιστικό φορμαλισμό. Πράγματι, στό πλαίσιο αύτοΰ τοΰ φορ-μαλισμού υπάρχουν σωμάτια τά όποια έχουν ορμή, ένέργεια κλπ., 6χι δμως μάζα ήρεμίας.* Αντίστοιχα, ή κατηγορία τής ΰλης άπο-συνδέεται άπό τήν έννοια της μάζας ήρεμίας. Είναι αυτονόητο δτι, άν τό φωτόνιο έχει μηδαμινή μάζα ήρεμίας ( άλλά τί σημαίνει μά-ζα ήρεμίας γιά τό φωτόνιο ; ), άκόμα καί σέ αύτή τήν περίπτωση κατέχει δυνάμει μάζα, ή όποία μετατρέπεται σέ ενεργείς κατά τούς μετασχηματισμούς τών μαζικών σωματίων. Καί είναι γνω-στό δτι υπάρχουν θεωρητικά μοντέλα καί πειράματα πού άναζη-τοΰν τά « κενά κύματα », τά « κύματα φαντάσματα » τοΰ 'Αϊν-στάιν. Οί όντότητες αύτές, άν υπάρχουν, προκαλούν φυσικά φαι-νόμενα χωρίς νά μεταφέρουν μάζα.

Είναι συνεπώς θεμιτό νά διευρύνουμε τήν κατηγορία τής ΰλης ώστε νά περιλάβει, δχι μόνο τά μαζικά σωμάτια, συστατικά τών άτόμων, κλπ., άλλά καί τά μή-μαζικά σωμάτια : ήλεκτρομαγνη-τικά καί βαρυτικά κύματα. Έτσι, ή κλασική διάκριση άνάμεσα

* Ά π ό τόν τύπο : Κ = V( nine-)-' + c-'p-', έχουμε : ρ = Vfr/c2 - ηι,,-'c-', ( I ), άπ ' δπου, άν m„ = 0. ρ = E/c. Τά « μή υλικά » φωτόνια, σύμφωνα μέ τήν έποπτική -άπλοϊκή άποψη γιά τήν ΰλη, έχουν όρμή δπως κάθε υλικό σωμάτιο, καί τό γε-γονός αύτό ήταν γνωστό πρίν άπό τή σχετικότητα.

ι6 Ι 1 Ρ Ω Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

στήν ύλη καί τό πεδίο δέν έχει πλέον νόημα. Μιά τέτοια γενίκευ-ση είναι σύμφωνη μέ τόν σχετικιστικό φορμαλισμό, καθώς καί μέ τή φυσική σημασία τών θεωριών τοΰ Αϊνστάιν.

Πράγματι, στό άρθρο του για τή γενική σχετικότητα, ό 'Αϊν-στάιν γράφει : « 'Εφεξής θά διακρίνουμε άνάμεσα στό " βαρυτικό πεδίο καί τήν υλη" μέ τήν έννοια δτι ορίζουμε ώς ύλη καθετί, εκτός άπό τό πεδίο της βαρύτητας ». Ή χρήση της λέξης, συνεπώς, περιλαμβάνει 6χι μόνο τήν ύλη, μέ τή συνήθη έννοια του δρου, άλλά έξίσου καί τό ήλεκτρομαγνητικό πεδίο. 'Εντούτοις, στό ίδιο άρθρο ό 'Αϊνστάιν υπογραμμίζει 6τι « τό βαρυτικό πεδίο δρα ποιο-τικά δπως κάθε είδος ένέργειας » δημιουργώντας έτσι τή δυνατό-τητα νά περιλάβουμε καί τό βαρυτικό πεδίο ( καί κάθε άλλο είδος ) στήν κατηγορία τής ΰλης.46

Ή σχετικότητα καί ή κβαντική θεωρία άπέδειξαν δτι ή άντί-θεση ύλης καί πεδίου στερείται νοήματος. Παρά ταΰτα, είναι μιά τρέχουσα πρακτική νά θεωρείται τό πεδίο, φυσική μή υλική όντό-τητα. Ά ς πάρουμε ένα παράδειγμα. Ό Henry Margenau ( 1901-1997 ), στόν πρόλογο τοΰ βιβλίου τοΰ Ernst Cassirer ( 1874-1945 ) Determinism and Indeterminism in Modern Physics, μιλάει γιά έναν « μή υλικό παράγοντα ( agent ), καλούμενο πεδίο »." ΚαΙ ό ϊδιος ό Κάσσιρερ έγραφε: Μέ τό ήλεκτρομαγνητικό πεδίο έκανε τήν έμφάνισή της μιά νέα πραγματικότητα : τό πεδίο. "Ετσι, « ή ύλη δέν θεωρείται πλέον άνεξάρτητη ύπαρξη, καί έγινε προσπάθεια νά παραχθούν δλα τά χαρακτηριστικά της άπό τούς νόμους τοΰ πε-δίου καί μ'αύτόν τόν τρόπο νά θεωρήσουμε τήν ύλη άποτέλεσμα τοΰ πεδίου».48Ή προσχετικιστική, μηχανιστική άντίληψη είναι προφανής. Κατά τόν Κάσσιρερ ή άδράνεια τής ΰλης άντικαθίστα-ται ολοκληρωτικά άπό τήν άδράνεια τής ένέργειας. Συνεπώς τό άτομο δέν είναι φορέας υλικής άλλά μόνον ήλεκτρομαγνητικής μάζας. Ή έννοιολογική σύγχυση τοΰ διάσημου Γερμανού φιλόσο-φου προϋποθέτει τήν παρανόηση τοΰ φυσικοΰ περιεχόμενου τής σχετικότητας.

Στα πλαίσια τών σχετικιστικών θεωριών, μποροΰμε νά δε-χτούμε μία καί μοναδική πραγματικότητα, ή όποία έχει τή μορ-

ΥΛΗ. ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ 4 5

φή μαζικών άλλα καί μή μαζικών σωματίων. Οί διάφορες μορφές αύτης της πραγματικότητας μετασχηματίζονται οί μέν στις δέ, σύμφωνα μέ καθολικούς ή έπιμέρους νόμους διατήρησης. Μετα-σχηματισμός καί διατήρηση συνιστούν καί σ'αύτή τήν περιοχή διαλεκτικό ζεύγος. Όλα αύτά τά φαινόμενα είναι συγκεκριμένες ένδείξεις της όντικής ένότητας τών μορφών της ύλης, « ένότητας μέσα στή διαφορά », κατά τόν Χέγκελ. Οί διαφορές μάζας, φορ-τίου, ή σωματιδιακή ή κυματική μορφή κλπ., είναι ειδικές δια-φορές στό έσωτερικό της καθολικής ένότητας. Μπορούμε συνεπώς νά δεχτούμε τήν ύπαρξη μίας καί μοναδικής ούσίας, τής ύλης, σέ κίνηση καί σέ μεταμόρφωση.

Ενιαία ούσία τών προσωκρατικών, ένιαία ούσία τοΰ Σπινό-ζα. Μια διαλεκτική όδύσσεια τοΰ πνεύματος : Άπό τό άφηρη-μένο καθολικό της φιλοσοφίας στό ειδικό καί στό συγκεκριμένο τής επιστήμης, καί άπό έκεϊ, έκ νέου πρός τό καθολικό-άφηρη-μένο, τό όποιο έγκλείει « 6λο τόν πλοΰτο τοΰ πραγματικού » (Χέγκελ).

Τέλος, είναι ένδιαφέρον νά σημειώσουμε άλλη μιά ένδειξη ένό-τητας άνάμεσα στήν ύλη καί στό πεδίο, καί συνεπώς τής άνυπαρ-ξίας μιας τυπικής άντίθεσης. Συμπερασματικά, τής ύπαρξης ένός συγκεκριμένου μονισμοΰ τής ύλης. Είναι γνωστό 6τι, σύμφωνα μέ τή γενική θεωρία τής σχετικότητας, ή μορφή τοΰ χωροχρονικοϋ συνεχοΰς καθορίζεται άπό τήν κατανομή τής ύλης, βπως αύτή άντιπροσωπεύεται άπό τόν τανυστή όρμής-ένέργειας. Είναι δυ-νατόν νά έχουμε δύο περιπτώσεις : 1 ) Μαζικά σωμάτια- 2 ) μαζικά σωμάτια καί ήλεκτρομαγνητικό πεδίο. Στή δεύτερη περίπτωση, τό πεδίο συνεισφέρει καί αύτό, 6πως καί τά μαζικά σωμάτια, στήν καμπυλότητα τοΰ χωρόχρονου.* Δέν υπάρχει διχοτομία άνά-μεσα στήν ύλη καί τό πεδίο, δπως καί άνάμεσα στις διάφορες οικο-γένειες τών λεγόμενων στοιχειωδών σωματίων ( σωματίων, αντι-σωματίων, φερμιονίων, μποζονίων κλπ.). Καί καθώς τό πεδίο είναι

* Τυπικά: (1 ) = m„c2ujup . (2 ) Μμ = πι<><Γΐΐμΐιρ + τ*μ είναι ό τανυστής τοΰ ηλεκτρομαγνητικού πεδίου.

ι6 Ι 1 Ρ Ω Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

ό κατεξοχήν άντιπρόσωπος τής κίνησης, έχουμε καί, έδώ ένα συμ-πληρωματικό έπιχείρημα υπέρ τής ένότητας τής υλης καί τής κί-νησης. Τό γενικό, άφηρημένο άξίωμα τής άριστοτελικής άντίλη-ψης για τΙς σχέσεις υλης καί κίνησης ( ή φύσις άρχή κινήσεως καί άλλαγής ) έχει άποκτήσει συγκεκριμένο περιεχόμενο. ("Αλλη μία περίπτωση τής ίστορικής-διαλεκτικής σχέσης έπιστημών καί φιλοσοφίας.)

Σύμφωνα μέ τήν προηγούμενη άνάλυση, τό φως, δηλαδή τό ήλεκτρομαγνητικό πεδίο, είναι μορφή ύλης. Όπως έχουμε σημειώ-σει, ό 'Αϊνστάιν ήταν ό έξέχων υπερασπιστής αύτης τής θέσης. 'Εντούτοις, είναι τρέχουσα πρακτική νά θεωρούνται υλικά μόνο τά μαζικά σωμάτια καί ώς « ένέργεια », σύμφωνα μέ τήν προσχετι-κιστική παράδοση, τό ήλεκτρομαγνητικό πεδίο. 'Αλλά, όπως είναι γνωστό, τό ήλεκτρομαγνητικό πεδίο είναι άνεξάρτητο άπό τήν πη-γή του. Είναι φορέας όρμής δπως κάθε σωμάτιο. Κατέχει δυνά-μει μάζα, ή όποία γίνεται ένεργεία υπό κατάλληλες συνθήκες. Έλ-κεται άπό τά ούράνια ( γενικά : τά βαρέα ) σώματα καί συμβάλλει, καί αύτό, στό βαρυτικό πεδίο. Μετατρέπεται σέ μαζικά σωμάτια, σέ φερμιόνια (τά φωτόνια είναι μποζόνια). Μέ μιά άντίστροφη διαδικασία δημιουργείται μέ τή συγχώνευση δύο φερμιονίων ( ένός σωματίου καί ένός άντισωματίου). Κατά συνέπεια, οί τυπικές άντιθέσεις καί οί διχοτομίες, οί τόσο άρεστές στήν τυπική λογι-κή, ύλη καί πεδίο, ύλη καί ένέργεια, ύλη καί φώς, κλπ., δέν έχουν φυσικό θεμέλιο. Είναι κατάλοιπα τής προσχετικιστικής φυσικής καί διάγουν παρασιτικό βίο στό σύμπαν τών θεωριών τοΰ 'Αϊν-στάιν.

Ή προηγούμενη έπιχειρηματολογία είναι σύμφωνη μέ τόν έ-πιστημονικό ρεαλισμό, καθώς καί μέ τόν όρισμό τής ύλης ώς άν-τικειμενικής πραγματικότητας, άνεξάρτητης άπό τό « πνεΰμα ». 'Αλλά αύτή ή έπιχειρηματολογία, μέ υλιστική τάση, δέν άπαντα στό έρώτημα: Ύλη ή πνεΰμα; Ένας χριστιανός θά μποροΰσε νά υιοθετήσει αύτή τήν άντίληψη, άποδεχόμενος ταυτόχρονα τό δόγ-μα τής δημιουργίας. Όμως προτοΰ θέσουμε τό έρώτημα : Μονιαμος τής ϋλης, ή δυϊσμός τής ϋλης και τοϋ πνεύματος, θά πρέπει νά άνα-

ΥΛΗ. ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ 4 7

δείξουμε τήν ένότητα τών μορφών τής υλης, ή όποία άποκαλύ-πτεται άπό τήν ποικιλία τών μορφών της. Θά πρέπει γι ' αύτό νά περάσουμε στό πεδίο τής μικροφυσικής.

'Εντούτοις πρέπει νά σημειώσουμε δτι ή προηγούμενη εικόνα τής ΰλης δέν είναι χωρίς κενά καί παράδοξα. Θά όλοκληρώσουμε συνεπώς αύτό τό κεφάλαιο μέ μιά πολύ συνοπτική άναφορά σέ αύτά τά προβλήματα.

5. Παράδοξα καί ανοικτά ερωτήματα

Ή ειδική καθώς καί ή γενική σχετικότητα είναι θεωρίες πού έπι-βεβαιώθηκαν άπό τό πείραμα καί τήν παρατήρηση. Ή ειδική σχε-τικότητα, ειδικότερα, άποτέλεσε τή βάση της μικροφυσικής καί, μέσω τής μικροφυσικής, έδωσε συγκεκριμένο, φυσικό περιεχόμε-νο στήν'Αστροφυσική καί στήν Κοσμολογία. ΚαΙ ή περίφημη έξί-σωση τοΰ 'Αϊνστάιν άποτέλεσε τό άφετηριακό σημείο τής πυρη-νικής τεχνολογίας καί, παρά τΙς άντιρρήσεις τοΰ δημιουργού της, τών πυρηνικών δπλων.

Παρά ταΰτα, υπάρχουν διφορούμενα, άσάφειες, παράδοξα καί άνοικτά έρωτήματα, σχετικά μέ τά έννοιολογικά θεμέλια τών σχετικιστικών θεωριών. 'Εδώ θά έπισημάνουμε μόνον εκείνα πού σχετίζονται μέ τήν ειδική σχετικότητα. Έπίσης δέν θά έξετάσου-με σ' αύτό τό κεφάλαιο τά έρωτήματα πού σχετίζονται μέ τό χώ-ρο καί τό χρόνο, έπειδή δέν σχετίζονται άμεσα μέ τό θέμα αύτοΰ τοΰ κεφαλαίου.

Ά ς άρχίσουμε άπό τό φωτόνιο, αύτή τή μηδαμινή όντότητα, ή κίνηση τοΰ όποίου προκάλεσε τήν κρίση τής νευτώνειας φυσικής. Είναι γενικά δεκτό δτι ή μάζα ήρεμίας τοΰ φωτονίου είναι μηδε-νική. Ποιό είναι δμως τό φυσικό νόημα αυτής τής άποψης ; Έπει-δή μποροΰμε νά φανταστούμε κάποιο σύστημα αναφοράς σέ σχέ-ση μέ τό όποιο τό φωτόνιο θά ήταν σέ ήρεμία ; Καί πώς ένα σω-μάτιο μηδενικής μάζας μπορεί νά έχει μή μηδενική ορμή ; ΚαΙ δμως, ό τύπος ( 1 ) είναι σωστός καί σέ συμφωνία μέ τό πείραμα.

ι6 Ι 1 Ρ Ω Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

*Ας δεχτούμε παρά ταϋτα δτι m = 0 γιά τό φωτόνιο. Γνωρίζουμε δτι ή ταχύτητα αυτού τοΰ σωματίου δέν μπορεί νά υπερβεί τή στα-θερά c. 'Αλλά άν ν = c, τότε ή μάζα τοΰ φωτονίου γίνεται άπειρη, δπερ άτοπον. Μπορούμε νά θεωρήσουμε δτι ή ν τείνει πρός τή c. 'Αποφεύγουμε τότε τό άπειρο, άλλα και τότε ή μάζα τοΰ φωτο-νίου τείνει πρός τό άπειρο. Παρ'δλα αύτά, είναι δεδομένο καί θε-μελιακό τό άξίωμα δτι ή ταχύτητα τοΰ φωτονίου είναι άνεξάρτη-τη άπό τήν κίνηση ώς πρός τό σύστημα άναφορας. Γιατί; Πρό-κειται γιά άξίωμα καί γιά πειραματικό γεγονός. Εξήγηση ;

*Ας δεχτούμε λοιπόν δτι ή μάζα τοΰ φωτονίου είναι μηδενική. Πώς νά έξηγήσουμε τότε τό γεγονός δτι τό μή μαζικό αύτό σω-μάτιο μετασχηματίζεται σέ δύο μαζικά σωμάτια ; 'Επίσης, πώς νά έξηγήσουμε τό γεγονός δτι ή μάζα ενός σωματίου που άπορ-ροφά ίνα φωτόνιο χωρίς μάζα αύξάνεται σύμφωνα μέ τόν τύπο τοΰ 'Αϊνστάιν; Μπορούμε νά δεχτούμε δτι σ'αύτή τήν περίπτωση τό φωτόνιο, σύμφωνα μέ τό σχήμα πού προτείναμε, έχει μια δυνάμει μάζα, ή όποία πραγματώνεται ( περνάει στήν ένεργεία κατάστα-ση ) κατά τό μετασχηματισμό. Όμως : Μέσα άπό ποιές διαδικα-σίες ; Στήν άντίθετη περίπτωση, δυό σωμάτια μέ θετική μάζα με-τατρέπονται σέ ένα φωτόνιο. Καί σ'αύτή τήν περίπτωση, καί μέ βάση τή διαλεκτική τοΰ δυνάμει καί τοΰ ένεργεία, μποροΰμε νά θε-ωρήσουμε δτι ή ένεργεία μάζα περνά στήν κατάσταση τοΰ δυνά-μει, ένώ ή δυνάμει ένέργεια τών δύο σωματίων πραγματώνεται. 'Αλλά, έστω καί άν αύτή ή έρμηνεία είναι όρθή στό έπιστημολο-γικό έπίπεδο, καί άν άκόμα δεχτούμε τό δτι, κατά τόν 'Αριστοτέ-λη, τό ένεργεία είναι μέτρον τοΰ δυνάμει, άκόμα καί σ'αύτή τήν περίπτωση οί φυσικές διαδικασίες παραμένουν στό σκοτάδι.

Παρόμοιο έρώτημα : Στό σύστημα τοΰ κέντρου μάζας, ή όρμή τοΰ σωματίου είναι μηδενική. Ό νόμος τής διατήρησης τής ολι-κής μάζας συμπίπτει μέ τό νόμο τής διατήρησης τής ένέργειας. *Αν ή όρμή είναι διαφορετική άπό τό μηδέν, ή μάζα τοΰ σωματί-ου αύξάνει σέ συμφωνία μέ τήν έξίσωση τοΰ 'Αϊνστάιν. 'Αλλά μέ ποιόν τρόπο ή ένέργεια μετατρέπεται σέ μάζα ; Καί στήν περί-πτωση αύτή μποροΰμε νά Ισχυριστούμε δτι ή δυνάμει μάζα γίνε-

ΥΛΗ, ΜΑΖΑ ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Ε Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Ι Μ Ο Τ Η Ι ΥΛΗΣ 4 9

ται ενεργεία. 'Αλλά ό μηχανισμός, για άλλη μιά φορά, παραμένει στό σκοτάδι. Μιλάμε γιά μάζα. 'Αλλά τί είναι ή μάζα ; Μέτρο της άδράνειας ένός σώματος ! 'Αλλά ή μάζα δέν είναι άναλλοίωτο μέ-γεθος. Είναι συνάρτηση της ταχύτητας. Ή άδρανειακή μάζα ορί-ζεται ώς ή μάζα ήρεμίας ένός σωματίου. 'Αλλά ή άδρανειακή μά-ζα μετατρέπεται σέ ένέργεια, έξ οδ ή μή νόμιμη έπιστημολογική ( προσχετικιστική ) άποψη δτι ή μάζα ένός σωματίου δέν είναι άλλο άπό ένέργεια.49 Έχουμε άναφερθεΐ σ' αύτό τό επιστημολο-γικό-όντολογικό σφάλμα.

Ή ειδική σχετικότητα 6πως καί ή γενική είναι θεωρίες πειρα-ματικά έπιβεβαιωμένες. 'Εντούτοις, ή φύση τής μάζας, τής ενέρ-γειας καί τών άμοιβαίων μετασχηματισμών τους παραμένει « μυ-στήριο ».

Έτσι : τί είναι ή μάζα ; Είναι γνωστό δτι, σύμφωνα μέ τήν άρ-χή τοϋ Μάχ, ή άδράνεια ένός σώματος καθορίζεται άπό τήν άμοι-βαία δράση τών μαζών πού κατανέμονται στό χώρο. "Οπως γρά-φει ό Hermann Bondi ( 1919-2005 ), τό μέγεθος τής ένέργειας ένός σώματος καθορίζεται άπό τή μάζα τοΰ Σύμπαντος καί τήν κατα-νομή της. Συνεπώς ή μάζα ένός σωματίου έξαρταται άπό τήν κα-τάσταση τοΰ Σύμπαντος ! Ά ν ή άρχή τοϋ Μάχ είναι ορθή, ή άδρα-νειακή έπίδραση τής ύλης υποδηλώνει άλλη μιά σύνδεση άνάμεσα σέ μας καί στά βάθη τοΰ Σύμπαντος.50 Πράγματι, μέ βάση τή σχετικότητα της κίνησης, ό Μάχ υποστήριζε δτι ή άδράνεια είναι τό άποτέλεσμα τής άμοιβαίας άλληλεπίδρασης τής ολότητας τών μαζών τοΰ Σύμπαντος. Ή ποσότητα τής ύλης, έγραφε ό Μάχ, δέν έξηγεϊ τήν έννοια τής μάζας. Ή μάζα είναι δυναμικό μέγεθος, καί ό μόνος όρθολογικός ορισμός είναι δυναμικός ορισμός. Όμως ό Μάχ δέν μπόρεσε νά δώσει μιά έρμηνεία αύτοΰ τοΰ φαινομένου.31

'Επιπλέον, ή άμοιβαία δράση προϋπέθετε, έμμεσα, ένα είδος δρά-σης άπό άπόσταση. 'Επίσης, δπως σημειώνουν οί Rueda καί Haisch, ή γενική σχετικότητα δέν μπορεί νά ένσωματώσει τήν άρχή τοΰ Μάχ. Άλλες διαφωνίες μ'αύτή τήν άρχή έπισημάνθη-καν άπό τόν Βιζιέ καί τόν Rindler.32 Άπό τήν πλευρά του ό Assis έπεσήμανε έπίσης δτι ή άρχή τοΰ Μάχ, δπως τό είχε έπισημάνει

ι6 Ι 1 Ρ Ω Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

ό ίδιος ό 'Αϊνστάιν, δέν ένσωματώνεται στή γενική θεωρία τής σχε-τικότητας. Ό ίδιος συγγραφέας πρότεινε Ινα δυναμικό πρότυπο, τό όποιο, κατ' αύτόν, θά μπορούσε νά ένσωματώσει τήν άρχή τοΰ Μάχ.53

Ό Άσσίς μας ύπενθυμίζει δτι ό 'Αϊνστάιν ήταν αύτός πού δνό-μασε « άρχή τοΰ Μάχ » τήν υπόθεση δτι οί άδρανειακές ιδιότητες τών τοπικών μαζών καθορίζονται άπό τήν κατανομή τής ολικής μάζας τοΰ Σύμπαντος. Επισημάναμε ορισμένες άπό τίς αδυναμίες τής άρχής τοΰ Μάχ. Δέν είναι συνεπώς τυχαίο δτι ορισμένοι φυ-σικοί έπιχείρησαν νά δώσουν κάποια έρμηνεία αύτής της άρχής. Έτσι, οί Ρουέντα καί Χάις ύποκατέστησαν τήν άρχή τοΰ Μάχ μέ μιά ήλεκτρομαγνητική άλληλεπίδραση ή όποία είναι συνεπής μέ τήν άρχή τής αιτιότητας. Ή ύπόθεσή τους προϋποθέτει μιά δύνα-μη άντίδρασης. Συγκεκριμένα: Οί συγγραφείς αύτοί υποστηρί-ζουν δτι θά μπορούσαμε νά έρμηνεύσουμε, τουλάχιστον κατ'άρ-χήν, τήν άδράνεια τής ύλης σάν μιά δύναμη άντίδρασης ή όποία προκαλείται άπό τήν άλληλεπίδραση τοΰ ήλεκτρομαγνητικοΰ πε-δίου τοΰ μηδενικού σημείου ( ZPF ) μέ τά στοιχειώδη φορτισμένα συστατικά τής ΰλης : τά κουώρκ καί τά ήλεκτρόνια.54

Είναι γνωστό δτι εκτός άπό τήν άδρανειακή μάζα υπάρχει καί ή βαρεία μάζα. Άπό τήν εποχή τοΰ Νεύτωνα γινόταν δεκτό δτι ή άδρανειακή καί ή βαρυτική μάζα ταυτίζονταν γιά δλα τά σώματα. Ή ισότητα τών δύο μαζών ήταν δμως Ινα άπό τά αινίγματα τής Φυ-σικής. Τό πείραμα τοΰ 1890 τοΰ Lorând von Eötvös ( 1848-1919 ), καθώς καί άλλα, πιό πρόσφατα πειράματα, επαλήθευσαν μέ έξαιρε-τική προσέγγιση τό άξίωμα τής ισότητας τής αδρανειακής μέ τή βαρεία μάζα. Ή άρχή τής ισοδυναμίας, πού χρησιμοποίησε ό Αϊν-στάιν στή γενική θεωρία τής σχετικότητας, άποτελεϊ γενίκευση της υπόθεσης δτι ή βαρεία μάζα είναι ίση μέ τήν άδρανειακή.33 Ποιά είναι δμως ή άφανής αιτία αύτής τής ισότητας ; Λέγοντας δτι ή αύτή ποσότητα ένός σώματος εκδηλώνεται, άνάλογα μέ τίς συνθήκες, ώς άδράνεια ή ώς βάρος56 σημαίνει δτι άναγνωρίζουμε Ινα γεγονός. "Οχι δτι τό εξηγούμε. "Οπως υποστηρίζουν οί Mercier et al., ή άρχή τής ισότητας είναι άπλώς μιά έκφραση πού χρησιμοποιείται ώς όρι-

ΥΛΗ. ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ 50

σμός τόσο για τό νευτώνειο δυναμικό πού μετέχει στήν έξίσωση του Πουασσόν ( Siméon-Denis Poisson, 1781-1840 ) 6σο καί για τή δύ-ναμη της βαρύτητας.5'

Έκτοτε διατυπώθηκαν υποθέσεις έρμηνείας τής ισότητας τών δύο μαζών. Θά επισημάνω ένα άρθρο, τό όποιο, κατά τή γνώμη μου, παρουσιάζει ιδιαίτερο ένδιαφέρον. Πρόκειται γιά μιά άπό-πειρα νά έρμηνευτεΐ ή άδρανειακή μάζα ώς συνέπεια της αναλ-λοίωτης περιοδικότητας πού άποδίδεται στα κύματα Ντέ Μπρέιγ ( Louis de Broglie, 1892-1987 ). 'Υποτίθεται δτι είναι δυνατόν νά συσχετιστούν οί άδρανειακές καί άθροιστικές ιδιότητες της ορμής καί τής ένέργειας μέ τά μή γραμμικά φαινόμενα συμβολής τά όποια δημιουργούνται άνάμεσα στά κύματα Ντέ Μπρέιγ καί στά διάφορα σωμάτια. Οί συγγραφείς άποδίδουν στά κύματα Ντέ Μπρέιγ έναν βαθμό πραγματικότητας μεγαλύτερο άπ' δ,τι συνή-θως τούς άποδίδεται. Ή άδράνεια θεωρείται δύναμη άντίστασης στήν τροποποίηση τής κίνησης" ή βαρύτητα, άνάλογη μέ τήν άδράνεια, ώς μέτρο τής δύναμης ή όποία άσκεϊται σέ ένα σωμάτιο έντός δεδομένου βαρυτικοΰ πεδίου.58

Σύμφωνα μέ τούς Χάις καί Ρουέντα, ή άδράνεια καί ή βαρύ-τητα προέρχονται άπ' τήν ίδια ήλεκτρομαγνητική άλληλεπίδραση άνάμεσα στό πεδίο τοΰ σημείου μηδέν, καί τά κουώρκ καί τά ήλε-κτρόνια, συστατικά τών άτόμων. Ά ν ή υπόθεση αύτή είναι όρθή, θά ήταν δυνατόν νά ένοποιηθεϊ ή βαρύτητα καί οί άλλες δυνάμεις. Ή βαρύτητα σ'αύτή τήν περίπτωση θά ήταν έκδήλωση τοΰ ήλε-κτρομαγνητισμοΰ.59

Αδρανειακή μάζα, βαρεία μάζα, μετασχηματισμός τής μάζας σέ ένέργεια καί άντίστροφα, ύποκβαντικό κενό πού εκδηλώνεται στό πεδίο της Μικροφυσικής, άλλά καί τής 'Αστροφυσικής, δλα αύτά είναι έκδηλώσεις δομών, διαδικασιών καί σχέσεων « κρυμ-μένων » στο σήμερα προσιτό έπιπεδο τής πραγματικότητας, φαι-νομένων, κλπ., πού ή γνώση τους θά άνοίξει έναν νέο κόσμο στή δημιουργικότητα τοΰ άνθρώπινου πνεύματος.

Θά σημειώσουμε, κλείνοντας αύτό τό κεφάλαιο, άλλη μιά συν-έπεια τής θεωρίας τής βαρύτητας τοΰ Νεύτωνα καί τοΰ Αϊνστάιν.

ι6 Ι 1 Ρ Ω Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Εϊναι γνωστό δτι ό Νεύτων, μέ βάση τή σωματιδιακή θεωρία του γιά τό φως, είχε διατυπώσει τήν υπόθεση δτι οί άκτίνες τοϋ φω-τός, διερχόμενες άπό τή γειτονία μαζικών ούρανίων σωμάτων, θά ύφίσταντο μια άπόκλιση έξαιτίας τοΰ βαρυτικοΰ πεδίου. Ό 'Αϊν-στάιν, στα πλαίσια ένός διαφορετικοΰ παραδείγματος, έφτασε στό ϊδιο συμπέρασμα : Οί άκτίνες φωτός πού διέρχονται άπό τή γει-τονία τοϋ "Ηλιου θά ύφίσταντο άπόκλιση έξαιτίας τοΰ βαρυτικοΰ του πεδίου. Συνέπεια: Ή γωνιακή άπόσταση άνάμεσα στόν"Ηλιο καί κάποιον γειτονικό άστέρα θά φαινόταν δτι θά αύξανε περίπου κατά ένα δευτερόλεπτο της μοίρας.60 Ή ποσοτική πρόβλεψη της θεωρίας επαληθεύτηκε άπό τήν παρατήρηση.

'Αλλά, άν τό φωτόνιο έχει « μάζα ήρεμίας » ίση μέ μηδέν, πώς μπορεί νά έξηγηθέϊ τό γεγονός δτι ή βαρυτική του μάζα είναι θε-τική ; Ή ισότητα της άδρανειακής μέ τή βαρεία μάζα δέν θά πα-ραβιαζόταν σ'αύτή τήν περίπτωση ; *Αν m; = mg, πώς μποροΰμε νά έχουμε mi = 0 καί mp > 0 ; Σύμφωνα μέ τή θεωρία τοΰ 'Αϊνστάιν, ή ένέργεια τοΰ φωτονίου συμβάλλει στό πεδίο βαρύτητας. 'Αλλά πώς μια δυνάμει μάζα δρα σαν ένεργεία μάζα ;61

'Αναφερθήκαμε σέ ορισμένα παράδοξα καί σέ άνοικτά έρωτή-ματα πού άφοροΰν τίς σχετικιστικές θεωρίες. 'Ιδιαίτερα τΙς σχέ-σεις μάζας καί ένέργειας. Είναι γεγονός δτι ή σχετικότητα καί ή κβαντική μηχανική είναι έπαληθευμένες θεωρίες. Καί δμως, στα θεμέλιά τους υπάρχουν διφορούμενα, άνοικτά έρωτήματα καί πα-ράδοξα. Σημειώσαμε ορισμένες υποθέσεις, οί όποιες έπιχειροΰν νά άπαντήσουν σ'αύτά τά έρωτήματα. Καί είναι ένδιαφέρον νά ση-μειώσουμε δτι τό κενό συχνά έμφανίζεται δχι ώς τό μή Όν, άλλα ώς μέσον τό όποιο μετέχει σέ φαινόμενα τοΰ κβαντικοΰ έπιπέδου. "Ολο καί περισσότερο γίνεται φανερό δτι οί ιδέες τοϋ Paul Dirac ( 1902-1984 ), τοΰ 'Αϊνστάιν, τοΰ Ντέ Μπρέιγ, τοΰ D. Böhm ( 1917-1992 ), τοΰ Ζ.Π. Βιζιέ καί άλλων, γιά τήν ύπαρξη ένός ύποκβαν-τικοΰ ύλικοΰ έπιπέδου, άντιστοιχοΰν σέ κάποια πραγματικότητα. Ή ύπαρξη αύτοϋ τοΰ έπιπέδου σηματοδοτείται άπό φυσικά φαι-νόμενα: φαινόμενο Lamb-Retherford, « αύθόρμητη » εκπομπή σωματίων, δύναμη Cassimir. Υποτίθεται έπίσης δτι τό κενό ά-

ΥΛΗ. ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ 5 3

ποτελεΐται άπό δυνάμει φωτόνια, τά όποια κατέχουν γραμμική όρμή.

Δέν υπάρχει « τελική θεωρία ». Ή γνώση είναι διαδικασία έμ-βάθυνσης πρός τήν άπόλυτη αλήθεια. Διαδικασία χωρίς τέλος. Συν-επώς, κάθε θεωρία, όρθή κατ' άρχήν, κατέχει μιά σχετική, ιστο-ρικά καθορισμένη άντικειμενικότητα. Ώς πρός τή σχετικότητα : Ή θεωρία αύτή άνοιξε έναν νέο κόσμο γιά τους φυσικούς, τους φι-λόσοφους καί τους άνθρώπους συνολικά.

'Ορισμένα τελικά συμπεράσματα ώς πρός τό βασικό έρώτημα « Ύλη ή πνεΰμα ; »

Ή ειδική όπως καί ή γενική σχετικότητα άποτελοΰν τό θεμέ-λιο ένός μονισμού τής ύλης, έναντίον τών κλασικών καί σύγχρο-νων μορφών δυϊσμού. Υπάρχει ένα όριο γιά τήν ταχύτητα τών φυ-σικών άλληλεπιδράσεων. Τά φαινόμενα πραγματοποιούνται στό έσωτερικό τοΰ κώνου τοΰ φωτός, ώς τοπικές διαδικασίες μέ χρο-νικό πάχος. Συνεπώς ή αιτιότητα καί ή τοπικότητα άπέκτησαν συγκεκριμένο περιεχόμενο στα πλαίσια της σχετικότητας. Τά φυ-σικά φαινόμενα έξάλλου πραγματοποιούνται άκολουθώντας τό βέ-λος τοΰ χρόνου στό σύμπαν Μινκόφσκι. Κατά συνέπεια τά πραγ-ματικά φυσικά φαινόμενα είναι μή άντιστρεπτά. Ή άνάδραση καί ή έπίδραση στό παρελθόν είναι άδυνατες στά πλαίσια τής σχε-τικότητας. Συνεπώς : Οί σχετικιστικές θεωρίες συνιστοΰν τό θε-μέλιο μιας κοσμοαντίληψης ρεαλιστικής, αιτιοκρατικής καί τοπικής.62

Οί σχέσεις ύλης, μάζας καί ενέργειας δέν άποδεικνύουν ούτε τήν ύπαρξη ούτε τήν άνυπαρξία τοΰ Θεοΰ ούτε τήν πνευματική φύ-ση τοΰ κόσμου. Στόχος τοΰ κεφαλαίου αυτού είναι νά άποδείξει, μέ τή μόνη έπιστημονικά όρθή έρμηνεία τής σχετικότητας πού προϋ-ποθέτει τό τετραδιάστατο χωροχρονικό πλαίσιο, δτι ή διχοτομία ΰλης-μάζας καί ένέργειας δέν έχει έπιστημονικό θεμέλιο. "Οτι είναι συνέπεια τής προσχετικιστικής έρμηνείας τής θεωρίας τοΰ 'Αϊνστάιν. Τό τελικό συμπέρασμα είναι δτι έννοιες δπως υλοποίη-ση καί άφυλοποίηση, ύλη καί ένέργεια, ύλη καί πεδίο, κλπ., κα-θώς καί τά οντολογικά συμπεράσματα πού προκύπτουν άπ' αύτές,

ι6 Ι 1 Ρ Ω Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

στερούνται νοήματος. Ό μονισμός τής υλης, άντίθετα, ό όποιος θεμελιώνεται στήν ειδική θεωρία τής σχετικότητας, άποτελεϊ ëva άπό τά βάθρα τής υλιστικής καί διαλεκτικής κοσμοαντίληψης.

Α Ν Α Φ Ο Ρ Ε Σ ΚΑΙ Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

1. Werner Heisenberg, Physics and Philosophy, George Allen and Unwin Edition, Λονδίνο, 1958, σ. 160.

2. W. Heisenberg, στά Wolfgang. Pauli (έπιμ.) Neils Bohr and the Develop-ment of Physics, Pergamon Press, Νέα 'Υόρκη, 1953.

3. Hermann Diels καί Walther Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, Weidmannische Verlag-Buchhandlung, 1965.

4. 'Αριστοτέλης, Μετά τά φυσικά, 983b, 7-8. 5. Βλ. σχετικά : Eftichios Bitsakis, La nature dans la pensée dialectique,

L'Harmattan, Παρίσι, 2005, κυρίως κεφ. 1 καί 2. 6. 'Αριστοτέλης, Μετά τά φυσικά, σποράδην. Diels καί Kranz, Die Frag-

mente. Yves Battistini, Trois Présocratiques, Gallimard, Παρίσι, 1988, κεφ. II. Jean-Paul Dumont, Les Écoles Présocratiques, Gallimard, 1991, κεφ. 3.

7. Γιά τήν όντολογία τοΰ Πλάτωνα, βλ. τους διαλόγους του: Τίμαιος, Θε-αίτητος καί Παρμενίδης.

8. 'Αριστοτέλης, Φυσικά, 215a, 19-23. 9. 'Αριστοτέλης, αύτ., Μετά τά φυσικά, Περί Ονρανον, σποράδην.

10. Βλ., μεταξύ άλλων, τά κλασικά βιβλία : Geoffrey Stephen Kirk καί John Earle Raven, The Presocratic Philosophers, Cambridge University Press, Καίη-μπριτζ, 1957. John Burnet, Early Greek Philosophy, A. & C. Black, Λονδίνο, 1975.

11. Βλ. René Descartes, Principes de la Philosophie, Vrin, Παρίσι, 1971, Μέ-ρος 2 § 36.

12. Αύτ., κεφ. II. 13. Isaac Newton, Opticks, Dover, Νέα Υόρκη, 1952, σ. 400. 14. I. Newton, Mathematical Principles of Natural Philosophy, University of

California Press, Μπέρκλεϋ 1947, " Definitions and Scholium". 15. Αντ., " Defs" I καί II. 16. Αύτ.," Def" III. 17. I. Newton, Optkks, a. 401. 18. Βλ. Sadi Carnot, Reflections on the Motive Power of Fire, Dover, Νέα

Υόρκη, 1960.

ΥΛΗ. ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ : Π Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ 5 5

19. Friedrich Engels, Dialectique de la nature, Éditions Sociales, Παρίσι, 1952, σ. 85.

20. Βλ. Chrietiaan Huygens, Treatise on Light, Dover, Νέα 'Τόρκη, 1962, πρόλογος της α' έκδοσης ( 1690 ).

21. Albert Einstein, Πρόλογος στό Newton, Opticks, δ.π. 22. Α. Einstein, Ideas and Opinions, Crown, Νέα'Τόρκη, 1982, σσ. 348, 351. 23. Ernst Mach, The Science of Mechanics, The Open Court Publications,

Έβανστον, Ίλλινόις, 1974, πρόλογος. 24. Ανt., σ. 237. 25. Ε. Mach, The Analysis of Sensations, Dover, Νέα'Τόρκη, 1959, σ. 331. 26. Α. Einstein, στό Einstein κ.ά., The Principle of Relativity, Dover, Νέα

"Τόρκη, 1923, σ. 71. 27. A. Einstein, La théorie de la relativité restreinte et générale, Cauthier-

Villare, Παρίσι, 1978, σσ. 51-52. 28. A. Einstein, Ideas and Opinions, δ.π., σ. 337. 29. A. Einstein, στό Einstein κ.ά., The Principle of Relativity, δ.π., a. 148. 30. W. Heisenberg, Physics and Philosophy, δ.π., σ. 67. 31. Pierre Teilhard de Chardin, Le Phénomène humain, Seuil, Παρίσι, 1962,

σ. 268. 32. Angèle Kremer-Marietti, στό Les matérialismes et leurs détracteurs,

Syllèpse, Παρίσι, 2004, σ. 61. 33. Gaeton Bachelard, Le matérialisme rationnel, PUF 1953, σ. 177. 34. C. Bachelard, L'activité rationaliste de la physique contemporaine, PUF

1951, a. 109. 35. Jean-Pierre Vigier, περ. IM Pensée, τεΰχος 51, 1953, σ. 98. 36. Évry Schatzman, L'Expansion de l'Univers, Hachette, Παρίσι, 1989, σ. 98. 37. G. Vassails, περ. La Pensée, τεϋχος 51,1953, σ. 99. 38. J. Druan, La Pensée, τεΰχος 53, 1954, σ. 29. 39. Henri Lefebvre, Problèmes actuels du marxisme, PUF 1960, σ. 21. 40. Louis Althusser, Lénine et la philosophie, Maspéro, Παρίσι, 1969. 41. F. Engels, Dialectique de la nature, δ.π., σ. 259. 42. Αντ., σ. 52. 43. Γι 'αυτά τά θέματα: Bitsakis, Physique et Matérialisme, Éditions Socia-

les, Παρίσι, 1983. Bitsakis, La nature dans la pensée dialectique, δ.π. 44. Bitsakis, La nature dans la pensée dialectique, δ.π., ΕΙσαγωγή. 45. Yakov Petrovich Terletski, Paradoxes in Relativity, Plenum Press, Νέα

'Τόρκη, 1968, σσ. 60-61. 46. Α. Einstein, στό Einstein κ.ά., The Principle of Relativity, δ.π., σσ. 143 καί

149 .

47. Ernst Cassirer, Determinism and Indeterminism in Modern Physics.

ι6 Ι 1 Ρ Ω Τ Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

48. Αύτ., XIII, 34. 49. Βλ. Lev Borisovich Okun, " The Concept of the Mass ", περ. Physics Today,

'Ιούνιος 1980, σ. 31. Κατά τόν 'Οχούν, « ή μάζα χαΐ ή ένέργεια είναι ουσιαστικά παρόμοιες : είναι απλώς διαφορετικές έκφράσεις τοΰ Ιδίου πράγματος ».

50. Hermann Bondi, Cosmology, Cambridge University Press, Καίημπριτζ, 1968, σ. 28.

51. Ε. Mach, The Science of Mechanics, The Open Court Publications, Ίλλι-νόις, 1960.

52. Alfonso Rueda, Bernard Haisch, περ. Physics Letters A 240, 1998 ( 115 ). 53.Αντ. Έπίσης, Διεθνές Συνέδριο, Λένινγκραντ, 1991. 54. Αύτ. 55. Achilleus Papapetrou, Lectures on General Relativity, Reidel, Ντορντρέ-

χτη, 1974, σ. 55. 56. A. Einstein, La théorie de la relativité restreinte et générale, δ.η., σ. 72. 57. André Mercier κ.ά., On General Relativity, Akademie Verlag, Βερολίνο,

1979, σσ. 84-85. 58. J.W.G. Wignall, περ. Foundations of Physics, τόμος 15, άρ. 2,1985, σ. 207. 59. Haisch καί Rueda, NASA Workshop, 12-14 Αύγούστου 1997. 60. A. Einstein, στό Einstein κ.ά., The Principle of Relativity, δ.π., σ. 99. 61. Γιά μια διαφορετική προσέγγιση της άρχής τοϋ Μάχ, βλ. : Aleksandr

Aleksandrovich Loguno ν, Relativistic Theory of Gravitation and the Mach Prin-ciple, Dubya, 1997.

62. Γι 'αύτά τά προβλήματα, βλ. Bitsakis, Physique et Matérialisme, δ.π., κυρίως κεφ. 7.

Δ Ε Τ Τ Ε Ρ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Μικροφυσική : Μια τοπική διαλεκτική

ΣΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ έπιχειρήσαμε να άνασκευά-σουμε τό δυϊσμό « μάζας - υλης » καί ένέργειας. Επιχειρή-

σαμε συνεπώς νά θεμελιώσουμε τό μονισμό τής υλης, άναδεικνύ-οντας τή φυσική σημασία τής περίφημης σχέσης τοϋ 'Αϊνστάιν, και γενικότερα τής ειδικής καί τής γενικής θεωρίας τής σχετικότητας.

Εντούτοις, ή άντικειμενικότητα τής ύλης ( ρεαλισμός ) καί ή όντική ένότητά της ( μονισμός ) δέν « άποδεικνύουν » τήν άλήθεια τοΰ ύλισμοΰ. Επειδή, εκτός άπό τή ρεαλιστική άρχή, ό υλισμός θέτει -δπως έχουμε τονίσει- καί Ινα δεύτερο άξίωμα : Τήν αυθυ-παρξία τής ΰλης. 'Αλλά γιά νά θεμελιώσουμε αύτή τή δεύτερη άρχή έχουμε άνάγκη άπό τΙς έπιστήμες τής ζωής καί τοΰ άν-θρώπου ειδικότερα. Μόνο μέ βάση καί τΙς βιολογικές έπιστήμες καί, τΙς έπιστήμες τοΰ άνθρώπου μπορούμε νά άντιμετωπίσουμε τό πρόβλημα υλη και πνεΰμα. Τό πρόβλημα αύτό θά διερευνηθεί στά τρία τελευταία κεφάλαια τοΰ βιβλίου. 'Αλλά προτοΰ τό άντι-μετωπίσουμε, θά πρέπει νά δοΰμε μιά άλλη δψη τοΰ μονισμοΰ τής ΰλης : Τήν ένότητα τών μορφών τής ύλης στό μικροφυσικό έπίπε-δο. Τήν ένότητα μέσα στήν πολλαπλότητα, τή διαφορά καί τήν άντίθεση στό βαθύτερο, γνωστό επί τοΰ παρόντος, έπίπεδο όργά-νωσης τής ύλης" έπειδή καί στό μικροφυσικό έπίπεδο άνθεΐ ένας σύγχρονος δυϊσμός, νεοπλατωνικές καί νεοπυθαγόρειες ιδέες. Κα-τά τους άκραίους, τό πνεύμα καί ή έλεύθερη βούληση έγκαταβιώ-νουν στό βαθύτερο έπίπεδο οργάνωσης τής ΰλης. Κα! τό πνεΰμα προϋποθέτει τόν χορηγό !

57

5 8 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

1. Μικροφυσική: Πέρα άπό το νευτώνειο παράδειγμα

Βρισκόμαστε πολύ μακριά, δχι μόνον άπό τό άτομο τοϋ Δημόκρι-του καί τοΰ Νεύτωνα, άλλά καί άπό τό άτομο τών άρχών τοΰ 20οΰ αιώνα.

Λίγες λέξεις γιά τήν Ιστορία τής δημιουργίας τής « νεότερης φυσικής ». Ή « γένεση » αύτή σημαδεύτηκε δχι άπό τή δημιουρ-γία θεωρίας, άλλά άπό τά έπιτεύγματα τών πειραματιστών. Τό 1895 άνακαλύφθηκαν οί άκτίνες Χ. Τό 1896 καί τό 1898 ή ραδιε-νέργεια καί τά πρώτα ραδιενεργά στοιχεία. Τό 1897 τό ήλεκτρό-νιο. Mè τήν άνακάλυψη τής ραδιενέργειας ή Φυσική εισήλθε στήν έποχή τών «μεταστοιχειώσεων» Π. Λανζεβέν. Αύτή τήν έποχή ήταν γνωστό τό πρωτόνιο, τό ήλεκτρόνιο καί τό κβάντο τής ήλε-κτρομαγνητικής άκτινοβολίας. Στή συνέχεια οί φυσικοί άνακάλυ-ψαν τό νετρόνιο ( 1932 ), τά μεσόνια ( 1935,1936 ), τό νετρίνο ( 1953 ), τό άντιπρωτόνιο ( 1955 ), τό άντινετρόνιο ( 1965 ) καί έναν μεγάλο άριθμό « στοιχειωδών » σωματίων τά όποια υπάρχουν στή φύση ή δημιουργούνται στους γιγαντιαίους έπιταχυντές πού κατα-σκευάστηκαν μετά τόν Β' Παγκόσμιο πόλεμο.

Σήμερα γνωρίζουμε έναν μεγάλο άριθμό « στοιχειωδών » σω-ματίων, τά όποια παρουσιάζουν τεράστιες άποκλίσεις ώς πρός τή μάζα, τή διάρκεια ζωής, καί έπίσης διαφέρουν καί ώς πρός άλλες ιδιότητες. 'Αλλά είναι γνωστό δτι οί φυσικοί άνέδειξαν τήν τάξη μέσα στό φαινομενικό χάος. Κι έτσι άνήγαγαν τό σύνολο τών μι-κροσωματίων σέ τρεις οικογένειες: Τά έξι κουώρκ, τά έξι λε-πτόνια καί τά κβάντα, (τους φορείς) τών τεσσάρων φυσικών άλληλεπιδράσεων : Τό φωτόνιο γιά τήν ήλεκτρομαγνητική, τά γλυόνια γιά τήν ισχυρή, τά ένδιάμεσα μποζόνια γιά τήν άσθενή καί τό υποθετικό βαρυτόνιο ( graviton ) γιά τή βαρυτική άλληλε-πίδραση.

Τά λεπτό νια θεωρήθηκαν «άπλά». Πρόκειται γιά τό ήλε-κτρόνιο, τό μιόνιο, τό λεπτόνιο τ, τά τρία νετρίνο καί τά άντισω-μάτιά τους. Τά έξι κουώρκ καί τά έξι άντι-κουώρκ είναι « σωμά-τια » μέ ήμιακέραιο φορτίο. Χαρακτηρίζονται έπίσης καί άπό άλ-

Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Ι Ι Κ Η : MIA T O I I I K H Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η 5 9

λες ιδιότητες (χρώμα, παραδοξότητα, γοητεία). Τα κουώρκ καί τά γλυόνια είναι οί βασικοί « δομικοί λίθοι » τών άδρονίων, δηλαδή τών σωματίων τά όποια άλληλεπιδροϋν μέ τή διαμεσολάβηση τής ισχυρής άλληλεπίδρασης. Τά γλυόνια, φορείς τής ισχυρής άλλη-λεπίδρασης, έξασφαλίζουν τή συνοχή τών κουώρκ στό έσωτερικό τών πυρηνικών σωματίων ( νουκλεονίων ). "Οπως είναι γνωστό, δέν έγινε δυνατόν νά άπομονωθοϋν τά κουώρκ, έπειδή γι ' αύτό θά χρειάζονταν κολοσσιαίες ένέργειες.

Σήμερα είναι γνωστές οί άκόλουθες οικογένειες σωματίων : Τά λεπτόνια, τά όποια θεωρούνται « στοιχειώδη »· τά άδρόνια, τά ό-ποια άποτελοΰνται άπό κουώρκ καί γλυόνια" τά βαρυόνια ( άδρό-νια) άποτελοΰνται άπό τρία κουώρκ καί άπό γλυόνια καί είναι εύαίσθητα στήν ισχυρή άλληλεπίδραση. Υπάρχουν έπίσης οικογέ-νειες σωματίων βαρύτερων άπό τα νουκλεόνια, τά ύπερόνια. Έπί-σης, άλλα μέ μηδαμινό χρόνο ζωής ( résonnances, οί όποιες άνήκουν στήν οικογένεια τών μεσονίων ή τών βαρυονίων ) καί πού δημι-ουργούνται κατά τις άλληλεπιδράσεις άλλων σωματίων. 'Ορισμέ-νες résonnances έχουν χρόνο ζωής της τάξεως τών ΙΟ"23 sec. 'Αναζη-τείται έπίσης τό σωμάτιο Higgs ( μποζόνιο ), μέ τεράστια μάζα. Ή ύπαρξη αύτού τοΰ σωματίου θά έξηγοΰσε τή μάζα τών ένδιά-μεσων μποζονίων, τών κουώρκ καί τών λεπτονίων. Σήμερα είναι γνωστά περίπου 300 σύνθετα σωμάτια, σύντομου χρόνου ζωής, τά όποια γεννώνται στους έπιταχυντές (πιόνια, καόνια κλπ.). Τέλος, πρέπει νά σημειωθεί ή μεγάλη διαίρεση σέ φερμιόνια ( συστατικά τών άτόμων κλπ.) καί σέ μποζόνια (συστατικά τών άλληλεπι-δράσεων ). Τά πρώτα σέβονται τήν άπαγορευτική άρχή τοΰ Pauli (δέν μποροΰν νά συνυπάρξουν στήν ίδια κατάσταση). Τά δεύτε-ρα, δχι. Συνεπώς : Τάξη μέσα στό φαινομενικό χάος. Εντούτοις, δέν πρόκειται γιά τυπική ταξινόμηση δντοτήτων άνεξάρτητων μεταξύ τους καί « αιώνιων ». Υπάρχει λανθάνουσα ένότητα μέσα στή διαφορά καί τήν άντίθεση. Συγχώνευση τών άντιθέτων μέ δη-μιουργία άλλων σωματίων, πέρασμα άπό μία οικογένεια σέ άλλη, διαφορετική ή καί άντίθετη ( π.χ., μετατροπή φερμιονίων σέ μπο-ζόνια καί άντίθετα ), καταστροφή καί δημιουργία, μετασχηματι-

59 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

σμός καί διατήρηση. Ά ς έπιχειρήσουμε λοιπόν νά άνιχνεύσουμε αύτή τή συγκεκριμένη, τοπική ή « περιφερειακή » διαλεκτική, ή όποία λειτουργεί στό βαθύτερο γνωστό έπί τοΰ παρόντος, έπίπε-δο όργάνωσης τής ΰλης. Κα! άς δοΰμε άν προσφέρουν έπιχειρή-ματα ύπέρ τοΰ δυϊσμού ύλης καί ένέργειας. Γενικότερα, U7tèp τών σύγχρονων μορφών ιδεαλισμού καί μυστικισμού.

Οί ανακαλύψεις τοΰ περασμένου αιώνα ανέδειξαν τά όρια τοΰ μηχανιστικού παραδείγματος. Ή κβαντική μηχανική, ή όποία δια-μορφώθηκε κατά τή δεκαετία τοΰ '20, άποτέλεσε τή βάση γιά τήν έρμηνεία τών πειραματικών δεδομένων καί προέβλεψε άλλα φαι-νόμενα καί άλλες πραγματικότητες. Ή « νέα φυσική » ήταν ή ιστο-ρική άρνηση καί ταυτόχρονα ή « κληρονόμος » της κλασικής φυ-σικής. 'Εντούτοις καί ή « επανάσταση τών κβάντα » τροφοδότησε Ινα νέο κύμα ά-υλισμοΰ καί μυστικισμού. Τό δημοκρίτειο-νευτώ-νειο άτομο έθεωρεΐτο συμπαγές καί άφθαρτο καί άποτέλεσε τό θε-μέλιο ένός ύλισμοϋ συχνά μηχανιστικού, άλλα καί διαφόρων μορφών ιδεαλισμού. 'Αλλά τό άτομο τής « νέας φυσικής », άντίθε-τα, έχει δομή, πολλά είδη τοΰ πίνακα τοΰ Μεντελέγιεφ ( 1834-1907 ) άποδείχτηκαν άσταθή καί επιπλέον τό άτομο ήταν πηγή άνεξήγη-της άκτινοβολίας. Φιλοσοφικό συμπέρασμα : Ή ΰλη εξαφανίζεται. Τό άτομο άφυλοποιεϊται. Τά στοιχειώδη σωμάτια είναι καθαρή ένέργεια. Ή φυσική τοΰ άτόμου είναι ουσιαστικά μιά έπιστήμη τής ένέργειας (une énergétique). Ή έννοια τής ενέργειας είναι πρω-ταρχική έννοια, ή ΰλη δέν είναι παρά ένα κενό δστρακο, κλπ. 'Ο-ριακά, τά στοιχειώδη σωμάτια δέν είναι άλλο άπό καθαρές μορ-φές· μαθηματικά ιδεατά. 'Ιδέες αύτοΰ τοΰ είδους άφθονοΰν στα σχετικά κείμενα.

Ό νέος ά-υλισμός άντιστρέφει τή γενετική σχέση έννοιών καί πραγμάτων. Μέ άφετηρία αύτή τήν άναστροφή, ταυτίζει τήν έν-νοια μέ τό πράγμα. Πρόκειται γιά άρχαία καί ένδοξη συνήθεια, πού χρονολογείται άπό τήν έποχή τοΰ Πυθαγόρα καί τοΰ Πλάτω-να. "Οπως στήν έποχή τοΰ σοφοΰ τής Σάμου, ή μαθηματικοποίη-ση τής Φυσικής διευκόλυνε τήν ιδεαλιστική άποπλάνηση : «Ένας θεωρητικός φυσικός », έγραφε ό Laurent Schwartz ( 1915-2002 ), « θά

Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Μ Ι Κ Η Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η 60

πει: ένας τύπος στοιχειώδους σωματίου είναι μια μοναδιαία καί μή άναγώγιμη ομάδα Lorentz μή ομοιογενής ».1 'Επίσης, « Ινα στοιχειώδες σωμάτιο ορίζεται ώς Ινας χώρος Χίλμπερτ συν-αρτήσεων στό Ei, δπου Ε* είναι ένας σημειακός ( affine ) χώρος τεσσάρων διαστάσεων ».2

'Αλλά ένα στοιχειώδες σωμάτιο δεν είναι μιά μοναδιαία, μή άναγώγιμη, κλπ., άναπαράσταση, είτε ένας χώρος Χίλμπερτ. Εί-ναι ένα δν συγκεκριμένο, άντικειμενικό, τό όποιο μαθηματικά άν-τιπροσωπενεται άπό τούτη ή εκείνη τή συνάρτηση. Ό Λωράν Σβάρτς, είναι γνωστό, δέν έπαιρνε τό σύμβολο γιά πραγματικό-τητα. Υπάρχουν δμως άλλοι οί όποιοι κατέληξαν στό συμπέρα-σμα δτι ή υλη δέν είναι άλλο άπό ένας κόσμος μαθηματικών συμ-βόλων.3 Καί είναι γνωστό δτι υπάρχει μιά σχολή μαθηματικών οί όποιοι, μέ μιά διαμετρικά άντίθετη όπτική, δέχονται έναν μαθη-ματικό ρεαλισμό, δηλαδή άποδίδουν άντικειμενική ύπαρξη στά μαθηματικά ιδεατά.

Υπάρχουν καί χειρότερα. Είναι γνωστό δτι ή κλασική φυσική ήταν έποπτικά ρεαλιστική καί αιτιοκρατική. Ή κβαντική μηχα-νική, άντίθετα, είναι μιά πιθανοκρατική θεωρία. Παρά ταύτα εί-ναι δυνατόν νά υποστηριχθεί δτι στήν περιοχή της λειτουργεί μιά νέα μορφή αιτιοκρατίας : Ό κβαντικός στατιστικός καθορισμός. Έ-πειδή ή κβαντική μηχανική προϋποθέτει τήν ύπαρξη αιτίων (causalité). Γνωρίζουμε, εν μέρει έστω, τις αιτίες τών φαινομέ-νων. Επιπλέον, ή κβαντική μηχανική είναι αιτιοκρατική, μέ ειδικό τρόπο, έπειδή καί έδώ οί αιτίες καθορίζουν τό άποτέλεσμα. Πράγματι, ή πιθανοτική κατανομή καθορίζεται άπό τΙς συνθήκες. Μιά μεταβολή τών συνθηκών συνεπάγεται μιά νέα κατανομή τών πιθανοτήτων.4 Μπορούμε συνεπώς νά υποστηρίξουμε δτι οί πι-θανότητες είναι ή πραγμάτωση τής πολλαπλότητας δυνατοτήτων τοΰ στατιστικού συνόλου καί δτι ό χώρος Χίλμπερτ δέν είναι χώρος ένεργεία καταστάσεων, άλλά χώρος δυνατοτήτων.3 Καί δμως, κατά τή Σχολή τής Κοπεγχάγης ή αιτιότητα καί ή αιτιο-κρατία δέν ισχύουν στή μικροφυσική. Κατά τούς άκραίους της σχολής, τέλος, τά μικροσωμάτια διαθέτουν έλεύθερη βούληση.

6 2 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Καί κατ' έπέκταση, δπως έχουμε σημειώσει, ή άνθρώπινη έλευ-θερία ενυπάρχει στίς βαθύτερες δομές της « ΰλης ».

'Αλλά υπάρχουν καί άκόμη χειρότερα: Ή νευτώνεια φυσική ήταν αιτιοκρατική (οί ϊδιες αιτίες προκαλούν πάντοτε τά ίδια άποτελέσματα ) καί μή τοπική, έπειδή, δπως έχουμε σημειώσει, πρίν άπό τόν Μάξουελ δεχόταν τό άξίωμα τής δράσης άπό άπό-σταση, δηλαδή τήν ύπαρξη δυνάμεων ( άλληλεπιδράσεων ) οί όποι-ες μεταδίδονται μέ άπειρη ταχύτητα. Ή ήλεκτρομαγνητική θεω-ρία τοΰ Μάξουελ, άντίθετα, είναι τοπική ( ή ταχύτητα διάδοσης τής ήλεκτρομαγνητικής άλληλεπίδρασης είναι πεπερασμένη ) καί ή σχετικότητα δέχτηκε μιά πεπερασμένη ταχύτητα γιά δλες τίς φυσικές άλληλεπιδράσεις. Κατά συνέπεια, σύμφωνα μέ τίς θεω-ρίες τοΰ 'Αϊνστάιν, ή τοπικότητα έχει ένα σταθερό θεμέλιο, δπως καί ό ρεαλισμός καί ή αιτιοκρατία. Όμως ή μή τοπικότητα είναι έγγεγραμμένη στό φορμαλισμό τής κβαντικής μηχανικής. Ή ρεα-λιστική σχολή θεώρησε προσωρινή αύτή τή δυσκολία. Οί περίφη-μες ανισότητες τοΰ J.S. Bell ( 1928-1990 ) έδωσαν, άργότερα, τή δυ-νατότητα νά έλεγχθεϊ ή ταυτόχρονη ισχύς τοΰ ρεαλισμού, τής αιτιότητας καί τής τοπικότητας σ'αύτή τήν περιοχή. Τά πειρά-ματα έχουν έπιβεβαιώσει, έπί τοΰ παρόντος, τήν κβαντική μηχα-νική καί διαψεύσει τίς άνισότητες τοΰ Μπέλ. Τά πειράματα, συν-επώς, εϊναι υπέρ τής μή τοπικότητας.

'Εντούτοις, ή μαρτυρία τοΰ πειράματος δέν είναι καταληκτική, έπειδή υπάρχουν διαφορετικές έρμηνεΐες τών πειραματικών δεδο-μένων υπέρ τής αιτιότητας. Έχουν έπίσης προταθεί πειράματα τά όποια θά μπορούσαν νά έπαληθεύσουν τήν ισχύ τής τοπικότητας. Παρά ταύτα, μέ άφετηρία μή τελεσίδικα πειραματικά δεδομένα, είναι πάλι στή μόδα ένα νέο κύμα μυστικισμού. Σύμφωνα μ'αύτό τό ρεΰμα, π.χ., έκτός άπό τό τοπικό σώμα μας διαθέτουμε καί ένα μή τοπικό σώμα, διάχυτο στό Σύμπαν, μπορούμε νά άποστείλου-με ένέργεια πρός τό παρελθόν, ή ψυχοκίνηση καί τά θαύματα είναι έφικτά, κλπ. κλπ.6 'Εντούτοις ή διαμάχη γιά τήν έρμηνεία τής κβαντικής μηχανικής δέν έχει λήξει, καί οί τρεις άρχές της σχε-τικότητας -ρεαλισμός, αιτιότητα καί τοπικότητα- συνιστοΰν τή

Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Μ Ι Κ Η Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η 6 3

βάση για μια λογικά συνεκτική κοσμοαντίληψη. ' 'Αλλά τα έρω-τήματα αυτά βρίσκονται έξω άπό τό πλαίσιο αύτοϋ τοϋ κεφαλαίου. Θά έπανέλθουμε στό τέταρτο κεφάλαιο.

Οί σχετικιστικές θεωρίες καί ή μικροφυσική ανέδειξαν τά δρια τοΰ μηχανιστικοΰ ύλισμοΰ, άλλα καί τοΰ ιδεαλισμού, ό όποιος έπίσης είναι, καί σέ τελευταία άνάλυση, μηχανιστικός. Ή μηχα-νιστική άντίληψη γιά τήν υλη είναι οριστικά ξεπερασμένη. Ή ταύτιση της ύλης μέ τό μαζικό, έδώ παρόν σώμα, ή μέ τό δημο-κρίτειο σωμάτιο, ήταν μιά πρώτη προσέγγιση τών μορφών της ύλης πού είναι προσιτές στήν έποπτεία. Καί είναι ένδιαφέρον νά παρατηρήσουμε δτι ό νέος ά-υλισμός πιστεύει δτι θά μπορούσε νά άνασκευάσει τό ρεαλισμό ( καί τόν υλισμό ) άποδίδοντάς του τή στενότητα τοΰ άπλοϊκοΰ ύλισμοΰ.

Ή ύλη, σύμφωνα μ'αύτή τήν άντίληψη, είναι μαζική, συμ-παγής, σωματική, ή δέν υπάρχει. "Ετσι, π.χ., κατά τόν M. Serres, ή λέξη ύλη σχεδόν δέν χρησιμοποιείται άπό τούς φυσικούς. Δέν χρησιμοποιείται πια παρά μόνο άπό τούς μεταφυσικούς. Ό ίδιος θεωρεί τις μεγάλες διαμάχες γιά τήν ύλη καί τό πνεΰμα πολύ άρ-χαϊκές. « Θά μέ έξέπληττε πολύ », γράφει, « τό νά υπήρχαν σήμε-ρα στή φιλοσοφία αιχμής μάχες άνάμεσα στους όπαδούς τής ύλης καί στούς όπαδούς τοΰ πνεύματος ».8

Οί θετικιστές φαντάζονταν δτι θά μπορούσαν νά ύψωθοΰν πά-νω άπό τήν προαιώνια διαμάχη ύλισμοΰ καί ιδεαλισμού. 'Αλλά, καί έδώ, ό « τρίτος δρόμος » δέν είναι βατός. 'Εντούτοις, φαίνεται δτι άπό μία άποψη ό Μ. Σέρ έχει δίκιο. Ή ύλη, πράγματι, δπως έχω υποστηρίξει, δέν υπάρχει ώς έννοια τής Φυσικής. Έπειδή οί φυ-σικοί, οί χημικοί, κλπ., μελετοΰν ειδικές μορφές ύλης καί δχι τήν υλη, γενικά. (Ό γιατρός, γράφει ό 'Αριστοτέλης, φροντίζει τόν Σωκράτη ή τόν Καλλία καί δχι τόν άνθρωπο γενικά ). Οί έπιστη-μες, άντίθετα μέ τή φιλοσοφία, δέν μελετοΰν τό καθολικό-άφηρη-μένο. Χρησιμοποιούν, ώστόσο, τή λέξη ύλη γιά νά δηλώσουν τό άντικείμενο τών έρευνών τους. Καί άντίθετα μέ αύτό πού ύπο-στηρίζει ό Μ. Σέρ, ή μάχη άνάμεσα στόν ύλισμό καί στόν ιδεαλι-σμό στό φιλοσοφικό έπίπεδο 6χι μόνο δέν έχει λήξει άλλα καί συν-

6 4 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

εχίζεται μΐ νέα δεδομένα καί μέ νέα, δχι άναγκαστικά « άρχαϊκά », έπιχειρήματα.

Ή μάζα, δπως υποστηρίξαμε, δέν είναι άναγκαΐο κατηγόρημα της υλης. Τό πεδίο, έξάλλου, είναι υλική όντότητα. Ή υλη, συν-επώς, δέν ταυτίζεται μέ τό μαζικό, έδώ παρόν σώμα, μέ τό άρι-στοτελικό τόδε τι, οΰτε μέ τό μικροσκοπικό γαλιλαιι'κό σωμάτιο, πού δέν έχει άλλο κατηγόρημα άπό τή μάζα. 'Υλικό δέν είναι μό-νο τό μακροσκοπικό σώμα τό όποιο κατέχει μιά αύστηρά καθορι-σμένη περιοχή του χώρου καί υπάρχει άνεξάρτητα άπό τό περι-βάλλον του. Άκόμα καί τό λεγόμενο στοιχειώδες σωμάτιο της μι-κροφυσικής ύπάρχει άντικειμενικά. Κατέχει έναν δχι αύστηρά κα-θορισμένο, άλλά προσεγγιστικά υπολογίσιμο δγκο. Είναι έντοπί-σιμο, έχει μάζα γνωστή μέ καταπληκτική άκρίβεια, κλπ. Κατέ-χει έπίσης καί άλλα στοιχεία πραγματικότητας (φορτίο, σπίν κλπ.), ή άντικειμενικότητα τών οποίων δέν άμφισβητεΐται, έστω καί άν ή φύση τους είναι άγνωστη. Έπίσης, τά στοιχειώδη σω-μάτια διαγράφουν τροχιές μέσα στά έπιστημονικά βργανα, σημα-δεύοντας τή συχνά έφήμερη ύπαρξή τους.

Τά στοιχειώδη σωμάτια, τέλος, δέν είναι « γυμνά ». Είναι « ντυ-μένα » καί ή κατάστασή τους, δπως καί οί δυναμικότητές τους κα-θορίζονται άπό τό (( παιχνίδι » τών εσωτερικών άλληλεπιδράσεων καί δομών, μέ τίς άλληλεπιδράσεις τοΰ περιβάλλοντος. Θά πρέ-πει, συνεπώς, νά γενικεύσουμε τήν κατηγορία τής ύλης ώστε νά περιλάβει καθετί πού υπάρχει άντικειμενικά. «Όλο τόν πλούτο τοΰ ειδικού » σύμφωνα μέ τόν Χέγκελ. Όλες τίς μορφές ( μαζικά καί μή μαζικά σωμάτια καί πεδία ) κατά τόν Αϊνστάιν.

Σήμερα είμαστε πολύ μακριά άπό τήν άποψη πού περιόριζε τήν « έννοια » τής ύλης σέ έναν άριθμό σταθερών καί έσχατων σωμα-τίων. 'Εντούτοις, ό πολλαπλασιασμός τών λεγόμενων στοιχειωδών σωματίων καί ή τεράστια ποικιλία τών στοιχείων πραγματικότη-τάς τους δέν συνιστούν κάποιο χάος άπρόσιτο στή νόηση. Ή πολ-λαπλότητα τών κβαντικών σωματίων άνάγεται, δπως έχουμε ση-μειώσει, σέ έναν μικρό άριθμό « θεμελιωδών » όντοτήτων : Στά έξι λεπτόνια, τά έξι κουώρκ καί τά κβάντα τών τεσσάρων φυσικών

Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η 6 5

άλληλεπιδράσεων. Συνεπώς : Ενότητα μέσα στή διαφορά καί τήν άντίθεση.

Εντούτοις, οί όντότητες πού άναφέραμε δέν είναι τα έσχατα καί αιώνια συστατικά τής ΰλης. Έπειδή, δπως θα έπισημάνουμε στό έπόμενο κεφάλαιο, ή ΰλη Ιχει μιά ιστορία στό χώρο καί στό χρόνο. Κατά τήν πορεία τής κοσμογένεσης οί μορφές τής ΰλης άλ-λαξαν. Οί σημερινές μορφές αντιπροσωπεύουν συνεπώς μιά « στιγ-μή » τής κοσμικής έξέλιξης σέ μιά περιοχή τοΰ χώρου. Ή γνώση τοΰ σήμερα προσιτού μέρους τοΰ Σύμπαντος είναι άσύμβατη μέ τόν σύγχρονο ά-υλισμό, καθώς καί μέ τις μορφές ίδεαλισμοΰ οί όποιες υποθέτουν Ινα πρωταρχικό δν : Πλατωνικές ιδέες, άπόλυ-τη ιδέα τοΰ Χέγκελ, Θεό-δημιουργό τών θρησκειών, ούδέτερα «δεδομένα» τοΰ θετικισμού, ένεργητισμό, Ισχατη ούσία, κλπ. Επίσης, οί σημερινές γνώσεις άποδεικνύουν τόν επιφανειακό χα-ρακτήρα τών ιδεών πού απορρίπτουν τήν κατηγορία τής ουσίας ώς μεταφυσική.

2. "Υλη: Ενότητα μέσα στή διαφορά τών μορφών

Στό προηγούμενο κεφάλαιο έπιμείναμε κυρίως στις σχέσεις άνά-μεσα στή μάζα καί τήν ένέργεια καί στους μετασχηματισμούς τών μικροσωματίων οί όποιοι σχετίζονται μ' αύτή τήν πλευρά τοΰ προβλήματος. Όμως, δπως σημειώσαμε, τά λεγόμενα « στοιχειώ-δη σωμάτια » δέν είναι τά σωμάτια της κλασικής φυσικής, προϊόν μηχανιστικής άφαίρεσης, τά όποια δέν έχουν άλλο κατηγόρημα άπό τή μάζα. Είναι οντότητες πού έκδηλώνουν τις δυναμικότητές τους κατά τήν κίνηση καί τήν άλληλεπίδραση. Ή πολλαπλότητα τών δυνατοτήτων είναι ή συγκεκριμένη έκδήλωση της όντικής ένότητάς τους, ένότητα πού συχνά επικαλύπτεται άπό τήν πολλα-πλότητα τών μορφών. Αντίστροφα, ή ταυτότητα έπικαλύπτει συ-χνά -δπως θά δοΰμε- διαφορές οί όποιες έκδηλώνονται κατά τή θραύση ορισμένων συμμετριών.

Είναι γνωστό δτι υπάρχει μιά τεράστια διασπορά σχετική μέ

6 6 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

τή μάζα τών μικροσωματίων ( άπό μηδέν, ή περίπου, μέχρι μάζες μεγαλύτερες άπό τή μάζα τοΰ πρωτονίου ), τόν μέσο χρόνο ζωής ( άπό πρακτικά άπειρο μέχρι 10 23 sec ), καθώς καί μέ διάφορους κβαντικούς άριθμούς. Εντούτοις ή ποικιλία είναι ή άλλη δψη τής ένότητας.

Έτσι, τά στοιχειώδη σωμάτια χωρίζονται, δπως σημειώσαμε, σέ δύο μεγάλες οικογένειες: τά φερμιόνια καί τά μποζόνια. Τά φερμιόνια είναι κυρίως τά συστατικά τών άτόμων ( βαρυόνια, λε-πτόνια κλπ.), ένώ τά μποζόνια είναι κυρίως τά κβάντα τών φυ-σικών άλληλεπιδράσεων. Τό άλγεβρικό άθροισμα τών βαρυονίων (πρωτονίων κλπ.), καθώς καί τών λεπτονίων (ήλεκτρονίων κλπ.) είναι σταθερό στό « Σύμπαν ». Συνεπώς τά φερμιόνια γεννώνται καί καταστρέφονται κατά άντίθετα ζεύγη ( σωμάτιο - άντισωμά-τιο). Άντίθετα, δέν υπάρχει νόμος διατήρησης γιά τά μποζόνια (φωτόνια, μεσόνια κλπ.). Ό άριθμός τους συνεπώς δέν είναι στα-θερός. Όμως, παρά τίς διαφορές, δέν υπάρχει τυπική διχοτομία άνάμεσα στίς δύο οικογένειες. Υπάρχει ένότητα μέσα στή διαφορά καί τήν άντίθεση, ή όποία έκδηλώνεται μέ τή μετατροπή τών φερ-μιονίων σέ μποζόνια, καί άντίστροφα. Οί συμμετρίες έπίσης είναι έκδήλωση ένότητας. Άντίστροφα, μέ τή θραύση τής συμμετρίας έκδηλώνεται ή διαφορά καί ή άντίθεση. Τό ήλεκτρόνιο καί τό πο-ζιτρόνιο, π.χ., είναι φερμιόνια. Μέ τή συγχώνευσή τους μετατρέ-πονται σέ Ινα κβάντο ήλεκτρομαγνητικής άκτινοβολίας, τό όποιο είναι μποζόνιο. Συνεπώς : 'Ενότητα τών άντιθέτων ( τοΰ ήλεκτρο-νίου καί τοΰ ποζιτρονίου ) καί συγχώνευση μέ τή δημιουργία ένός μποζονίου. Μετασχηματισμός τών φερμιονίων σέ μποζόνια, καί άντίθετα : Μαζικών σωματίων σέ μή μαζικά ( τά όποια έχουν δυ-νάμει, 6χι ένεργεία μάζα), καί άντίστροφα. Μετασχηματισμός τής ένεργεία μάζας σέ ένέργεια. Καί ή άπελευθερωνόμενη ένέργεια είναι δυνατόν νά περάσει στή δυνάμει κατάσταση. Τό άρχικό φορ-τίο μεταπίπτει στή δυνάμει κατάσταση μέ τή συγχώνευση ένός φερμιονίου καί τοΰ άντισωματίου του, καί έπανέρχεται στήν ένερ-γεία κατάσταση μέσω μιας άντίστροφης διαδικασίας : μέ τό με-τασχηματισμό ένός φωτονίου σέ ζεΰγος ήλεκτρονίου-ποζιτρονίου.

Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η 6 7

Καί πρέπει νά σημειώσουμε βτι καί οί άντίστροφες διαδικασίες είναι έπίσης δυνατές, π.χ., ô μετασχηματισμός μποζονίων σέ φερμιόνια. Ή θραύση μιας συμμετρίας, τέλος, είναι έκδήλωση διαφοράς πού καλύπτεται άπό τή φαινομενική ταυτότητα. Τό πρωτόνιο καί τό νετρόνιο, π.χ., είναι ταυτόσημα άν άγνοηθέΐ ή ήλεκτρομαγνητική άλληλεπίδραση. Ή διαφορά έμφανίζεται άν ληφθεί ύπόψη αύτή ή άλληλεπίδραση.

Κατά συνέπεια: Τοπική και συγκεκριμένη διαλεκτική·. Συμ-μετρία καί άντίθεση. Ταυτότητα καί διαφορά. Μετασχηματισμός καί διατήρηση. Φαινομενική ταυτότητα καί λανθάνουσα διαφορά. Καί τό άντίθετο : Έκδηλη διαφορά καί λανθάνουσα ταυτότητα. «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεΐ» έγραψε ό 'Ηράκλειτος. Πράγματι, ή διαλεκτική πού επισημαίνουμε άποτελεΐ μιά πρώτη προσέγγιση. Θεμελιώνεται σέ Ινα όρισμένο έπίπεδο όργάνωσης της ύλης. Έπί τοϋ παρόντος άγνοοϋμε τΙς λανθάνουσες πραγματικότητες καί τΙς διαδικασίες τών όποίων άποτέλεσμα είναι οί σήμερα γνωστές πραγματικότητες.

Μιά άλλη μεγάλη διαίρεση είναι ή διαίρεση μεταξύ σωματίων καί άντισωματίων. Τά σωμάτια καί τά άντισωμάτια έχουν τήν αύτή μάζα άλλά άντίθετα φορτία. Διαφέρουν έπίσης καί ώς πρός άλλους κβαντικούς άριθμούς. Καί σ'αύτή τήν περίπτωση ή άντί-θεση είναι διαλεκτική : Ή όντική ένότητα έκδηλώνεται κατά τή συγχώνευση τών άντιθέτων, άπό τήν όποία προκύπτουν άλλα σω-μάτια. Ένα πρωτόνιο καί Ινα άντιπρωτόνιο, π.χ., μέσω τής συγ-χώνευσής τους μετατρέπονται σέ Ιναν άριθμό μεσονίων π. Ό βα-ρυονικός άριθμός καί τό συνολικό φορτίο διατηρούνται. Περνούν στή δυνάμει κατάσταση καί μποροΰν νά έπανεμφανιστοΰν υπό κα-τάλληλες συνθήκες. Οί φυσικοί μιλοΰν σχετικά γιά σωμάτια καί άντισωμάτια. Γιά ύλη καί άντιύλη. Τί σημαίνει 6μως ή λέξη άντι-ύλη ; Καί στήν περίπτωση αύτή πρόκειται γιά άντίθετες μορφές ύλης. Γιά άντίθεση καί γιά συμμετρία ύλικών μορφών. Είναι συν-επώς προφανές δτι ή έννοια άντιύλη είναι ιδεολογική. Κατάλοιπο τής μηχανιστικής άντίληψης, ή όποία άδυνατεΐ νά συλλάβει τήν κρυμμένη ένότητα κάτω άπό τήν άντίθεση. Σωμάτια καί άντισω-

6 8 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

μάτια είναι μορφές ύλης μέ ορισμένα στοιχεία πραγματικότητας άντίθετα, καί άλλα ταυτόσημα. Ό κόσμος μας άποτελεϊται πρα-κτικά άπό σωμάτια. Καί έάν ύπάρχουν « άντικόσμοι », δηλαδή κό-σμοι πού θά άποτελοΰνται άπό άντισωμάτια, τά μέρη αύτά τοΰ Σύμπαντος θά ήταν έξίσου υλικά μέ τό δικό μας. Γιατί δμως αύτή ή άσυμμετρία στή φύση ; Γιατί ή ΰλη μέ τή συνήθη έννοια νά είναι ή μόνη ή όποία υπάρχει στό προσιτό σήμερα μέρος τοΰ Σύμπαν-τος ; Ά ς ύποθέσουμε δτι κάποια στιγμή τής κοσμογένεσης ή ΰλη ήτανε κάποια ούσία στό έσωτερικό τής οποίας τά άντίθετα άποτε-λοΰσαν μιά ένιαία ολότητα (άντίθετα ένεργεία, ή δυνάμει). Πώς πραγματοποιήθηκε σ' αύτή τήν περίπτωση τό σχίσμα ; Καί ύπάρ-χουν σέ κάποια μέρη τοΰ Σύμπαντος άντικόσμοι ; Υπάρχουν σκέ-ψεις καί ύποθέσεις, άλλά δχι άπάντηση, δπως θά δοΰμε στό έπό-μενο κεφάλαιο.

Μιά άλλη τυπική άντίθεση της προσχετικιστικής φυσικής, γιά τήν όποία μιλήσαμε ήδη, είναι ή άντίθεση ΰλης καί πεδίου. Τό ήλε-κτρομαγνητικό πεδίο δέν έχει μάζα ήρεμίας (τί σημαίνει δμως αύτή ή έκφραση ; ). Τό συγκεκριμένο γεγονός άποτελοΰσε έπιχεί-ρημα υπέρ τής διχοτομίας ΰλης καί πεδίου. Άλλά τά φωτόνια με-τατρέπονται σέ μαζικά σωμάτια καί ή έννοια τής δυνάμει μάζας καταργεί τόν άποκλεισμό τοΰ ήλεκτρομαγνητικοΰ πεδίου άπό τό βασίλειο τής ύλης. "Άλλα σωμάτια έξάλλου, δπως τό μεσονικό πε-δίο, ή τό πεδίο τών άσθενών καί τών ισχυρών άλληλεπιδράσεων, έχουν μάζα ήρεμίας, καί συνεπώς είναι τόσο « ύλικά » δσο καί τά σωμάτια μέ θετική μάζα ( καί ειδικά τά φερμιόνια ). Ό μετασχη-ματισμός τοΰ πεδίου σέ « ύλικά » σωμάτια, καί άντίστροφα, είναι άπόδειξη τής βαθύτερης ένότητας, ένότητας μέσα στή διαφορά, γεγονός τό όποιο καταργεί τήν άντίθεση πού δέχεται ή μηχανι-στική σκέψη. Καί πρέπει νά υπενθυμίσουμε δτι κατά τή γενική θε-ωρία τής σχετικότητας, έπίσης, δέν υπάρχει διχοτομία άνάμεσα στά μαζικά σωμάτια καί τό πεδίο. Ή μορφή τοΰ χωρο-χρόνου κα-θορίζεται άπό τό σύνολο τών μορφών τής ύλης : Μαζικά σωμάτια, φωτόνια καί πεδίο τής βαρύτητας. Καί δμως είναι τρέχουσα συν-ήθεια τών έπιστημόνων νά μιλούν γιά ΰλη καί πεδίο, γιά ΰλη καί

Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η 6 9

ακτινοβολία, για αλληλεπίδραση της υλης μέ τήν ακτινοβολία κλπ. Ή μηχανιστική σκέψη έπέζησε μετά άπό τίς μεγάλες έπα-ναστάσεις τής σχετικότητας καί τών κβάντα.

Ή όντική ένότητα τών λεγόμενων στοιχειωδών σωματίων έκδηλώνεται έπίσης μέσα άπό δύο τύπους νόμων : Τους νόμους με-τασχηματισμού καί τούς νόμους διατήρησης. Οί δύο αύτοί τύποι νόμου έξάλλου σχετίζονται ένδογενώς, δοθέντος δτι ή διατήρηση ένός στοιχείου πραγματικότητας έκδηλώνεται κατά τή διάρκεια κάποιου μετασχηματισμού. Έτσι, π.χ., ή διατήρηση τοΰ ήλεκτρι-κοΰ φορτίου ισχύει καί στό σχετικιστικό πλαίσιο. Ή διατήρηση τής ενέργειας συνδέεται μέ τήν ομοιογένεια τοΰ χρόνου. Ή δια-τήρηση τής στροφορμής καί τής όρμής μέ τήν ισοτροπία καί τήν ομοιογένεια τοΰ χώρου. 'Αλλά στό σχετικιστικό πλαίσιο ή ένότη-τα τοΰ χώρου καί τοΰ χρόνου έκφράζεται μέ τό τετραδιάνυσμα όρ-μής-ένέργειας. Κατά συνέπεια, ή διατήρηση τής ένέργειας καί τής όρμής άντιπροσωπεύεται τώρα άπό έναν καί μόνο νόμο : Τό νό-μο τής διατήρησης τοΰ τετραδιανύσματος όρμής-ένέργειας, γιά τό όποιο έχουμε μιλήσει. Έτσι : Ένότητα μέσα στή διαφορά. Ένότη-τα καί διαφορά τής μάζας καί τής ένέργειας, ένότητα καί διαφορά τοΰ χώρου καί τοΰ χρόνου, ολότητα ή όποία έγκλείει τό χώρο, τό χρόνο, τήν ύλη καί τήν κίνηση. Συνεπώς έτερογενής ένότητα άμοι-βαία καθορισμένων στοιχείων πραγματικότητας.

Τπάρχουν άπόλυτοι νόμοι διατήρησης, δπως τής μάζας, τής ένέργειας, τοΰ φορτίου, τής στροφορμής, τοΰ λεπτονικοΰ καί τοΰ βαρυονικοΰ άριθμοΰ, καί νόμοι μή άπόλυτοι, οί όποιοι παραβιά-ζονται άπό ορισμένες άλληλεπιδράσεις."Ετσι, π.χ., τό ισοτοπικό σπίν διατηρείται άπό τίς ισχυρές άλληλεπιδράσεις, δχι δμως καί άπό τίς ήλεκτρομαγνητικές. Τό πρωτόνιο καί τό νετρόνιο, συνε-πώς, ταυτίζονται στό έπίπεδο τών ισχυρών άλληλεπιδράσεων. Ή ταυτότητα θραύεται καί έμφανίζεται ή διαφορά, άν ληφθεί υπόψη ή ήλεκτρομαγνητική άλληλεπίδραση. Ένας άλλος νόμος, άπόλυ-τος γιά τις ισχυρές καί τις ήλεκτρομαγνητικές άλληλεπιδράσεις, είναι ό νόμος διατήρησης τής δυαδικότητας ( parity ), ό όποιος έ-πίσης παραβιάζεται άπό τΙς άσθενεΐς άλληλεπιδράσεις. "Ενας νό-

70 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

μος, συνεπώς, ισχύει ύπό ορισμένες συνθήκες. Πρόκειται για τό σχετικό, τό όποιο σχηματίζει διαλεκτικό ζεύγος μέ τό άντικειμε-νικό : μέ τις συνθήκες ΰπαρξής του.

Ή διαφορά άνάμεσα στό άπόλυτο καί τό σχετικό δέν είναι «άπόλυτη». Ό νόμος, π.χ., διατήρησης τοΰ λεπτονικοΰ καί τοΰ βαρυονικοΰ άριθμοΰ είναι άπόλυτος γιά τΙς σήμερα διαθέσιμες ένέργειες. Θά ισχύει τό ίδιο γιά πολύ πιό μεγάλες ένέργειες ; Στό πρωτόνιο άποδίδεται διάρκεια ζωής τής τάξης τοΰ 2 • ΙΟ30. Άπό τήν άποψη αύτή τό πρωτόνιο είναι « άθάνατο ». 'Ωστόσο, ή « μεγάλη ένοποίηση » θά έχει συνέπεια τήν παραβίαση τοΰ νόμου τοΰ βα-ρυονικοΰ άριθμοΰ. "Ενα τέτοιο ένδεχόμενο θά είναι άσχετο μέ τή λεγόμενη « άφυλοποίηση » τής ΰλης : Θά είναι ό μετασχηματισμός βαρυονίων σέ άλλα σωμάτια έξίσου υλικά.

Ή μελέτη τών συμμετριών έπαιξε ούσιαστικό ρόλο στή φυ-σική τών μικροσωματίων. Άνάμεσα σέ άλλες συνέπειες, ή μελέ-τη τών συμμετριών άναδεικνύει μιά συγκεκριμένη διαλεκτική άνάμεσα στήν ταυτότητα καί στή διαφορά. Σημειώσαμε δτι τό πρωτόνιο καί τό νετρόνιο ταυτίζονται στό έπίπεδο τών ισχυρών άλληλεπιδράσεων. Ή συμμετρία παραβιάζεται καί άναδύεται ή διαφορά στό έσωτερικό τής ταυτότητας, άν ληφθεί υπόψη ή ήλε-κτρομαγνητική άλληλεπίδραση. Συχνά ή διαφορά καλύπτεται άπό τή φαινομενική ταυτότητα, καί εμφανίζεται μέ τή θραύση τής συμμετρίας. Αντίστροφα, ή διαφορά συχνά έπικαλύπτει τήν όντική ταυτότητα, ή όποία έκδηλώνεται μέ τή βαθύτερη εξερεύ-νηση τών δομών τής ΰλης. Επίσης, αύτό πού σέ Ινα ένεργειακό έπίπεδο έμφανίζεται άπλό καί ομοιογενές μπορεί νά έκδηλώσει πολλαπλές δυναμικότητες σέ Ινα διαφορετικό ένεργειακό έπίπε-δο. Σταθερότητα καί ταυτότητα είναι συνεπώς Ιννοιες σχετικές μέ τό θεωρούμενο έπίπεδο ένέργειας: Αύτό πού είναι σταθερό άποδεικνύεται άσταθές καί τό σταθερό μετασχηματίζεται σέ μιά πολλαπλότητα διαφορετικών μορφών. Ή μικροφυσική είναι τό-πος μιας συγκεκριμένης διαλεκτικής άνάμεσα στήν ταυτότητα καί τή διαφορά, άνάμεσα στό άπλό καί τό σύνθετο, άνάμεσα στό σταθερό καί στό μεταβλητό. Ά ν μποροΰμε νά μιλήσουμε γιά κά-

Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η 7 1

ποιο άπόλυτο, αύτό θά ήταν ή υλη καί ή κίνησή της στό χώρο καί τό χρόνο.

*Ας έπανέλθουμε στό πρόβλημα τών συμμετριών. Καί έδώ, έπίσης, μπορούμε νά άνιχνεύσουμε μια « τοπική » διαλεκτική : Ή παραβίαση μιας συμμετρίας μπορεί νά έχει συνέπεια τήν άποκά-λυψη μιας πλουσιότερης συμμετρίας. Ή δυαδικότητα, για νά πά-ρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, παραβιάζεται άπό τις άσθε-νεΐς άλληλεπιδράσεις. Εντούτοις, μιά πλουσιότερη συμμετρία έκ-δηλώνεται μέ άντιστροφή τοΰ χώρου καί ταυτόχρονα μέ μετα-τροπή τοΰ σωματίου στό άντισωμάτιό του. Στή συνέχεια ύποτί-θεται δτι ή διατήρηση αύτής της πλουσιότερης συμμετρίας παρα-βιάζεται, μέ τή σειρά της, άπό ύπερασθενεΐς άλληλεπιδράσεις. Μιά άκόμα περισσότερο πλούσια συμμετρία ( PCT ) λαμβάνεται μέ άντιστροφή τοΰ χώρου, τοΰ σωματίου σέ άντισωμάτιό καί άντι-στροφή τοΰ χρόνου. Ή διατήρηση της PCT έξασφαλίζει τήν ταυ-τότητα τών ίδιων μαζών καί τή διάρκεια ζωής τών σωματίων καί τών άντισωματίων κατά τή διάρκεια τών διασπάσεων, καί τό άν-αλλοίωτο τών διαδικασιών μέ άντιστροφή τοΰ χρόνου. Οί συμμε-τρίες αύτές άντιστοιχοΰν σέ δομές καί σέ έσωτερικές, καί συχνά άντίθετες, διαδικασίες.

Τό πρόβλημα τών συμμετριών έπανευρίσκεται στήν'Αστροφυ-σική. "Ετσι, σύμφωνα μέ τό πρότυπο τής Μεγάλης Έκρηξης ( Big Bang ) στή λεγόμενη άρχική φάση τοΰ « Σύμπαντος » οί τέσσερις άλληλεπιδράσεις ταυτίζονταν. Στό βαθμό πού ή θερμοκρασία τοΰ « Σύμπαντος » έπεφτε, ύπήρξε μιά διαδοχική θραύση τών συμμε-τριών : Μεγάλη ένοποίηση, ήλεκτροασθενής, διαχωρισμός τών τεσ-σάρων άλληλεπιδράσεων. Συνεπώς : Θραύση τών συμμετριών καί διαφοροποίηση αύτοΰ πού ήταν ομοιογενές. 'Αλλά γι'αύτά στό έπόμενο κεφάλαιο.

Συμπερασματικά : Ταυτότητα καί διαφορά, λανθάνουσα ύπό ο-ρισμένες συνθήκες καί φανερή σέ διαφορετικές. "Ετσι, στό έπίπε-δο τών ήλεκτρομαγνητικών δυνάμεων, τά όκτώ βαρυόνια θεω-ρούνται διαφορετικά. 'Αλλά τά σωμάτια αύτά ομαδοποιούνται σέ τέσσερις πολλαπλότητες στό έπίπεδο τών ισχυρών άλληλεπιδρά-

7 2 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

σεων. Τά μέλη αύτών τών πολλαπλοτήτων ταυτίζονται σέ σχέση μέ αύτές τις άλληλεπιδράσεις. Σέ σχέση μέ μιά πολύ ισχυρή αλ-ληλεπίδραση, τά όκτώ βαρυόνια θα έμφανίζονταν ώς ëva καί μο-ναδικό σωμάτιο. Μέ μιά αντίστροφη διαδικασία ή διαφορά άνα-δύεται στό έσωτερικό τής ταυτότητας.

"Ετσι : Διατήρηση πού έκδηλώνεται μέσω κάποιου μετασχη-ματισμού, συμμετρίες καί θραύση τών συμμετριών, ταυτότητα και διαφορά στό έσωτερικό τής ταυτότητας. Αύτή ή « τοπική δια-λεκτική» ύπακούει σέ αύστηρά καθορισμένους νόμους. Πράγμα-τι, οί συμμετρίες καί οί νόμοι διατήρησης συνεπάγονται Ιναν άριθμό κανόνων έπιλογής. "Ενας τέτοιος κανόνας μπορεί νά άπα-γορεύσει έναν μετασχηματισμό, ό όποιος θά παραβίαζε έναν νόμο διατήρησης, πού θά ήταν πραγματοποιήσιμος άν άγνοούσαμε αύτόν τό νόμο. Δύο πρωτόνια, π.χ., δέν είναι δυνατόν νά μετα-τραπούν σέ μεσόνια, έπειδή θά παραβιαζόταν ό νόμος διατήρησης του βαρυονικοΰ άριθμοϋ. Άντίθετα, ένα πρωτόνιο καί ëva άντι-πρωτόνιο μετατρέπονται σέ έναν άριθμό μεσονίων. Έπίσης, δύο λε-πτόνια, π.χ., δύο ήλεκτρόνια, δέν είναι δυνατόν νά μετατραπούν σέ ένα φωτόνιο, έπειδή, σ'αύτή τήν περίπτωση θά παραβιαζόταν ό « άπόλυτος » νόμος διατήρησης τοΰ λεπτονικοΰ άριθμοΰ. "Ενα ήλεκτρόνιο καί ένα ποζιτρόνιο, άντίθετα, μετατρέπονται σέ ένα φωτόνιο (τό μηδενικό άλγεβρικό άθροισμα τών δύο λεπτονικών άριθμών διατηρείται ). Ό μετασχηματισμός αύτός έπιτρέπεται έπειδή σέβεται τό νόμο διατήρησης τοΰ λεπτονικοΰ άριθμοΰ.

Οί νόμοι μετασχηματισμού, οί άμεταβλητότητες καί οί συμ-μετρίες είναι ή συγκεκριμένη έκφραση τής όντικής ένότητας τής ΰλης, καί ταυτόχρονα τής διαφοράς στό έσωτερικό τής ένότητας. Τό καθολικό-άφηρημένο, ή ύλη, μοναδική ούσία, ύπάρχει μέ συγ-κεκριμένες καί ειδικές μορφές. Ό αριστοτελικός νομιναλισμός, σύμφωνος μέ τά δεδομένα τής Φυσικής, είναι άσύμβατος μέ ένα Πρωταρχικό "Ον, μιά υπερβατική Ούσία, καθώς καί μέ τήν πα-ραδοσιακή «άυλη ούσία», ή όποία προϋποθέτει τό σφάλμα τό όποιο έχουμε έπισημάνει.9

Υπάρχει ένα πλήθος στοιχειωδών σωματίων τά όποια δέν εΐ-

Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η 7 3

ναι κατ' άνάγκην « στοιχειώδη ». Τα βαρυόνια, π.χ., είναι σύνθε-τες οντότητες. 'Αλλά, δπως σημειώσαμε, οί φυσικοί έβαλαν τάξη στό χάος. 'Ανήγαγαν τήν πολλαπλότητα τών σωματιδίων σέ έναν μικρό άριθμό « θεμελιωδών » οντοτήτων. Ή ένότητα τών μορφών στό εσωτερικό τής πολλαπλότητας γίνεται φανερή. Καί τό έρώ-τημα, νά άναχθεϊ ή πολλαπλότητα σέ μία καί μόνη θεμελιακή οντότητα, έχει τεθεί κατ' έπανάληψη καί άπό φυσικούς καί άπό φιλόσοφους.

Είναι γεγονός δτι οί προσωκρατικοί έπιχείρησαν νά άναγάγουν τό παν σέ μιά άρχική καί μοναδική ούσία. "Ομως οί ούσίες αύτές ( άρχές ) ήταν υλικές καί άδημιούργητες, δπως σημειώνει μέ κά-ποια κριτική άπόχρωση ό 'Αριστοτέλης. Ό σύγχρονος άναγωγι-σμός, άντίθετα, είναι τις περισσότερες φορές ρητά ή τασιακά ιδεα-λιστικός. Ή ύπαρξη μιας θεμελιακής καί μοναδικής μορφής ά-σκοϋσε μιά « διακριτική γοητεία » στή μεταφυσική σκέψη, άπό τήν εποχή τοϋ Πυθαγόρα καί τοΰ Πλάτωνα μέχρι τόν Χέγκελ καί τούς σημερινούς νεοπλατωνικούς. Όμως οί μορφές τής ΰλης έχουν μιά ιστορία στό χώρο καί στό χρόνο, γεγονός τό όποϊο άντιφά-σκει μέ αύτή τήν έλπίδα, καθώς καί μέ τήν έλπίδα γιά μιά « θεω-ρία τοΰ παντός », ή όποία θά σημάδευε τό τέλος τής Φυσικής. 'Ακραία περίπτωση άναγωγισμοΰ, τασιακά ιδεαλιστικού, είναι ή άπόπειρα νά περιγραφεί ολόκληρο τό Σύμπαν μέ τήν έξίσωση Ε. Schrödinger ( 1887-1961 ).

Ή κίνηση είναι ένδογενές καί άναπαλλοτρίωτο κατηγόρημα τής ΰλης, δπως αύτή έμφανίζεται στις θεωρίες τής σημερινής Φυ-σικής. Ή κίνηση είναι ό τρόπος ΰπαρξης τής ΰλης. 'Ωστόσο κίνη-ση δέν σημαίνει μόνο μετατόπιση στό χώρο. Είναι γένεση καί κα-ταστροφή μορφών, πραγμάτωση τών δυναμικοτήτων τής ΰλης, ή όποία, δπως τό ήρακλείτειο πΰρ, κατατρώγει καί μεταμορφώνει αύτό πού υπάρχει. Πέρασμα άπό τό δυνάμει στό ένεργεία σημαί-νει άνάδυση καί ταυτόχρονα καταστροφή μορφών, έξαφάνιση στοι-χείων πραγματικότητας καί άνάδυση άλλων, διαδικασίες πού έ-χουν χρονικό πάχος, ώς κινήσεις σέ μιά συμπαντική γραμμή στό χώρο Μινκόφσκι.

7 4 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Ή διαλεκτική σκέψη είχε συλλάβει τήν έσωτερική σχέση άνά-μεσα στή δημιουργία και τήν καταστροφή. "Ετσι, κατά τόν Αρι-στοτέλη, στήν καταστροφή τών πραγμάτων άντιστοιχεΐ ή γένεσή τους καί αύτή ή αιώνια αλλαγή συνιστά τή μετατροπή μιας μορ-φής ΰλης σέ άλλη. Ό Αριστοτέλης είναι ό φιλόσοφος πού έπέξερ-γάστηκε τή διαλεκτική άνάμεσα στό δυνάμει καί στό ένεργεία. "Ετσι, κάθε γένεση προϋποθέτει τήν καταστροφή τής προηγούμε-νης κατάστασης. 'Αντίστροφα, κάθε καταστροφή είναι ταυτόχρο-να γένεση. Οί φυσικοί χρησιμοποίησαν τήν έννοια « έκμηδένιση » (annihilation ). 'Εντούτοις, δέν πρόκειται γιά έκμηδένιση μέ τήν αύστηρή έννοια τοΰ όρου, έπειδή κάθε « έκμηδένιση » είναι ταυ-τόχρονα δημιουργία νέων μορφών. Ά ς δοΰμε σχετικά τήν περί-πτωση τής « έκμηδένισης » ένός ζεύγους σωματίου-άντισωμα-τίου. Ένα ήλεκτρόνιο καί ένα ποζιτρόνιο, π.χ., μετατρέπονται μέ τή συγχώνευσή τους σέ ένα φωτόνιο. Ένα ζεΰγος πρωτονίου-άν-τιπρωτονίου μετασχηματίζεται σέ έναν άριθμό μεσονίων. Συνε-πώς, ή « έκμηδένιση » είναι ταυτόχρονα πραγματοποίηση τών δυ-ναμικοτήτων τοΰ άρχικοΰ ζεύγους τών άντιθέτων.

'Αλλά κάθε γένεση προϋποθέτει μιά πηγή, άπ' δπου άναδύεται ή νέα πραγματικότητα. Κάθε γένεση είναι ταυτόχρονα καταστρο-φή της παλαιάς κατάστασης. 'Αλλά σήμερα ή συγκεκριμένη δια-λεκτική είναι σέ θέση νά συνδέει τό άφηρημένο μέ τό συγκεκρι-μένο. Ό μετασχηματισμός είναι ταυτόχρονα διατήρηση, δοθέντος δτι κάθε μετασχηματισμός προϋποθέτει τή διατήρηση κάποιων στοιχείων πραγματικότητας τής παλαιάς κατάστασης. Τό ήρα-κλείτειο « τά πάντα ρεϊ » βρίσκεται στήν άφετηρία σύγχρονων ά-σαφών διαλεκτικών άντιλήψεων, οί όποιες συλλαμβάνουν τήν άλ-λαγή, δχι δμως καί τή διατήρηση.

Οί φυσικές διαδικασίες πραγματοποιούνται έν χρόνω. Οί ποι-οτικές άλλαγές, ή γένεση καί ή καταστροφή, πραγματοποιούνται πάνω σέ μιά συμπαντική γραμμή τοΰ χωροχρόνου Μινκόφσκι, άκολουθώντας τό βέλος τοΰ χρόνου. Κάθε πραγματική άλλαγή εί-ναι μή-άντιστρεπτή. "Ετσι ό χρόνος έπεμβαίνει άνάμεσα στό πα-λαιό καί στό νέο : Εκείνο πού άρχίζει δέν είναι ακόμα" είναι στήν

Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Γ Ο Ν Ι Κ Η Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η 7 5

πορεία της πραγμάτωσης, δταν δλες οί συνθήκες θά είναι παρού-σες ( Χέγκελ ). Συνεπώς : Μετάβαση άπό τό δυνάμει στό ένεργεία, άνάδυση νέων πραγματικοτήτων, έξαφάνιση ( δηλαδή μετάπτωση στή δυνάμει κατάσταση ) άλλων στοιχείων πραγματικότητας.

Θά μπορούσαμε συνεπώς νά μιλήσουμε γιά έναν άνοικτό-δια-λεκτικό ρεαλισμό, σύμφωνο μέ τή μικροφυσική πραγματικότητα. Ό κόσμος τών « έλάχιστων » ( minime ) δντων, είναι ήρακλείτει-ός. Είναι μιά έτερογενής ολότητα, ένιαία καί μοναδική στή δια-φορότητά της. Ή πραγματική ένότητα τοΰ κόσμου συνίσταται, κατά τόν Ένγκελς, στήν ύλικότητά του καί ή σημερινή Φυσική είναι μιά συγκεκριμένη έπιβεβαίωση αύτής τής φιλοσοφικής θέ-σης. Ή ένότητα τοΰ κόσμου, έγραφε ό Ένγκελς, δέν συνίσταται στό Είναι του, παρόλο πού τό Είναι του άποτελεΐ δρο γιά τήν ένό-τητά του. Έπειδή πρέπει πρώτα νά υπάρχει γιά νά μπορεί νά είναι ένας. Εντούτοις, « τό Είναι συνιστά Ινα άνοικτό έρώτημα άπό τό σημείο δπου σταματά ό δικός μας ορίζοντας ».10 Ή θέση αύτή τοϋ Ένγκελς είναι βαθιά άντιδογματική : Μέχρι σήμερα έχουμε εξε-ρευνήσει Ινα μηδαμινό μέρος τοΰ Σύμπαντος, τό όποιο άπλώνεται μπροστά μας, άπειρος ώκεανός, άνοιχτός στή νόηση καί ταυτό-χρονα άνεξάντλητος. Ό όρίζοντάς μας διευρύνεται, άλλα τό άπει-ρο είναι άπρόσιτο.

Αύτή ή δυναμική-διαλεκτική κοσμοαντίληψη δέν είναι ή μόνη δυνατή. Ό ιδεαλισμός καί ό μυστικισμός βρήκαν πρόσφορο έδα-φος καί στό πεδίο της μικροφυσικής. Μετά τόν 'Αριστοτέλη, άς άκούσουμε τόν Karl Marx ( 1818-1883 ) : « Τό συγκεκριμένο είναι συγκεκριμένο έπειδή είναι σύνθεση πολλαπλών προσδιορισμών, συνεπώς ένότητα μέσα στή διαφορότητα. Γι'αύτό τό λόγο έμφα-νίζεται στή νόηση σαν διαδικασία σύνθεσης, σάν άποτέλεσμα, καί δχι σάν άφετηριακό σημείο, παρόλο πού είναι τό πραγματικό ση-μείο άφετηρίας, καί συνακόλουθα τό άφετηριακό σημείο της άμε-σης δράσης καί τής παράστασης ». " 'Αντίθετα μέ τούς ισχυρι-σμούς τοΰ σύγχρονου φυσικού ιδεαλισμού, ή Φυσική δέν προχω-ρεί άπό τόν Δημόκριτο στόν Πυθαγόρα καί στόν Πλάτωνα. Ό κό-σμος μας είναι ήρακλείτειος.

76 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ή αλληλεπίδραση είναι βασική κατηγορία τής διαλεκτικής. Άποτελεϊ έπίσης βασική έννοια τής Φυσικής. Οί φυσικές άλληλε-πιδράσεις είναι οντότητες οί όποιες αναδύονται άπό δομές καί κι-νήσεις βαθιές καί συχνά άγνωστες, καί είναι οί φορείς τής σύνδεσης καί τοΰ άμοιβαίου καθορισμού τών πραγμάτων. Εντούτοις, μιά σύγχρονη φιλοσοφική τάση, θεωρώντας τή σχέση θεμελιακή καί συστατική τοΰ πράγματος, τήν ούσία ώς σύνολο σχέσεων συστα-τικών τής πραγματικότητας, τό ήλεκτρόνιο κλπ. δχι ώς « άντι-κείμενο » άλλά ώς σύνολο σχέσεων, καταλήγει, σέ τελευταία άνά-λυση, σέ ένα είδος ά-υλισμοΰ. Ά ς συζητήσουμε λοιπόν καί αύτό τό πρόβλημα.

3. Οί σχέσεις και τ à πράγματα

Τό σωματικό άντικείμενο ( objet corporel ) ήταν τό άντικείμενο τής Μηχανικής καί γενικότερα τής μακροσκοπικής Φυσικής. Ά-κόμα καί τό γαλιλαιικό σωμάτιο, άν καί μηδαμινό ( minime ), εθεω-ρείτο ώς ένα τόδε τι, τό όποιο κατείχε έναν καλώς προσδιορισμέ-νο χώρο. Επρόκειτο προφανώς γιά άφαίρεση. Εντούτοις, ή άφαί-ρεση αύτή ήταν ή θεμελιώδης έννοια, 6χι μόνο τής Μηχανικής, άλ-λά καί τής κλασικής στατιστικής φυσικής.

Ή σχετικότητα καί οί κλασικές θεωρίες τοΰ πεδίου γενικότε-ρα, καθώς καί οί κβαντικές θεωρίες, άποτέλεσαν τήν ίστορική-δια-λεκτική άρνηση τής άμεσης εποπτείας. Ή « ούσία » τοΰ κόσμου μας έχει τή μορφή ώκεανοΰ, ένός πεδίου οί ιδιομορφίες τοΰ οποίου συνιστούν σωμάτια. Τά μακροσκοπικά σωματικά άντικείμενα εί-ναι « κρυσταλλώσεις » σχετικά σταθερές αύτης τής ούσίας- αύτης τής κυμαινόμενης πραγματικότητας. Επιπλέον, δπως έχουμε ήδη έπισημάνει, ή σημερινή Φυσική δέχεται τήν ύπαρξη τοΰ ύποκβαν-τικοΰ επιπέδου : Ένός βαθύτερου ώκεανοΰ υλης, άπ' δπου άναδύον-ται τά σωμάτια τοΰ έπιπέδου τής μικροφυσικής. Συνεπώς, δέν ύ-πάρχει μή άναγώγιμη άντίθεση άνάμεσα στό φυσικό άντικείμενο καί στό πεδίο.

Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η 7 7

Μια τέτοια άντίθεση υπάρχει μόνο στό πλαίσιο της τυπικής λο-γικής. Τό σωμάτιο είναι ιδιομορφία τοϋ πεδίου. Είναι έντοπισμέ-νο καί ταυτόχρονα καταλαμβάνει μιά εύρύτερη περιοχή. Έχει ταυ-τότητα καί ταυτόχρονα είναι « ντυμένο » μέ τά πεδία τών φυσι-κών άλληλεπιδράσεων. Είναι καί δέν είναι ('Ηράκλειτος ), μέ τήν Ιννοια δτι είναι μιά σχετικά σταθερή διακύμανση τοΰ ώκεανοΰ στόν όποιον άνήκει. Τέλος, έχει μετρήσιμη μάζα, ένδεχομένως φορτίο, καί άλλα κβαντικά μεγέθη.

"Εχουμε συνεπώς άνάγκη άπό μιά συγκεκριμένη διαλεκτική τοΰ πράγματος καί τών σχέσεών του. Εντούτοις, σύμφωνα μέ τήν άντίληψη πού συζητάμε έδώ, τό « στοιχειώδες » σωμάτιο δέν εί-ναι καθεαυτό. Είναι ή θεμελιώδης άλληλεπίδραση, στήν όποία με-τέχει. Σύμφωνα μ'αύτή τήν άντίληψη, τό βαθύτερο έπίπεδο είναι τής τάξης, 6χι τοΰ πράγματος ( τοϋ άντικειμένου ) άλλά τής σχέ-σης.

Ά ς συζητήσουμε λοιπόν αύτή τήν άντίληψη τής μικροφυσικής πραγματικότητας.

Ή περιοχή άπ'δπου άναδύεται μιά συγκεκριμένη διαλεκτική άνάμεσα στίς σχέσεις καί τά πράγματα είναι κυρίως ή μικροφυ-σική. Τά μικροσωμάτια, άντίθετα μέ τά άδρανή άντικείμενα τής Μηχανικής, είναι όντότητες ικανές γιά μετασχηματισμό, χάρη στό « παιχνίδι » τών έσωτερικών άλληλεπιδράσεων καί τών έξω-τερικών συνθηκών. Ή διαλεκτική είχε συλλάβει τόν θεμελιώδη ρόλο τής άλληλεπίδρασης. Ή ούσία τοΰ ήρακλείτειου σύμπαντος, τό πυρ, είναι σύμβολο κίνησης καί μεταμόρφωσης. Ή άλληλεπί-δραση καί ό άμοιβαΐος καθορισμός είναι κεντρικές έννοιες τής Κο-σμολογίας. Τό γίγνεσθαι, ή άλλαγή, ό άμοιβαΐος καθορισμός άνα-λύθηκαν πιό συγκεκριμένα άπό τόν Χέγκελ, τόν Μάρξ καί τόνΈν-γκελς καί άπό τή σύγχρονη διαλεκτική σκέψη. Ή Φυσική, άπό τήν πλευρά της, Ικανέ συγκεκριμένο καί « όρατό » τό καθολικό-άφη-ρημένο τής φιλοσοφίας, μέ τήν άνακάλυψη τών τεσσάρων γνωστών άλληλεπιδράσεων. 'Αλλά ή υπέρβαση τής μηχανιστικής άντίληψης οδήγησε σέ μιά διαμετρικά άντίθετη άπόκλιση : Στό νά θεωρηθεί ή άλληλεπίδραση ώς θεμελιωτική καί συστατική τοΰ πράγματος.

78 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Άκόμα περισσότερο : Στό νά ταυτιστεί τό πράγμα μέ τή σχέση. Ά ς πάρουμε Ινα παράδειγμα άπό τήν περιοχή τής Μικροφυ-

σικής: Κατά τούς J.P. Baton καί G. Cohen-Tannoudji «ή μικρό-τερη όντότητα τής ΰλης δέν είναι πλέον Ινα άντικείμενο- είναι μιά σχέση, μιά άλληλεπίδραση, αύτό πού όνομάστηκε κβάντο δράσης. Ή σχετικιστική ισοδυναμία τής μάζας και της ένέργειας, μετα-φρασμένη άπό τή διάσημη σχέση τοΰ Αϊνστάιν, Ε = me-, άποτελεΐ θανάσιμο χτύπημα καί στήν ούσιολογική άντίληψη της ΰλης : Ή ένέργεια μπορεί νά μετασχηματιστεί δημιουργώντας νέα σωμά-τια ».12

'Εδώ έπιβάλλονται ορισμένες παρατηρήσεις: Τό κβάντο δρά-σης δέν είναι « ή πιό μικρή ύλική όντότητα », οΰτε μιά άλληλεπί-δραση. Πολλαπλασιαζόμενο μέ μιά συχνότητα, δίνει Ινα κβάντο τοϋ ήλεκτρομαγνητικοϋ πεδίου, τό όποιο είναι ύλική όντότητα μέ μηδενική ( ή περίπου μηδενική ) μάζα ήρεμίας. Ή άποψη τών δύο συγγραφέων άναπαράγει, έμμέσως, τό προσχετικιστικό σφάλμα της ταύτισης της μάζας μέ τήν ΰλη. Προϋποθέτει, επιπλέον, τή μηχανιστική άντίληψη γιά τό φυσικό άντικείμενο, ώς σωματική καί άδρανή όντότητα. Τό γεγονός, τέλος, δτι τό κβάντο τοΰ ήλεκ-τρομαγνητικοϋ πεδίου μετατρέπεται σέ μαζικά σωμάτια προϋπο-θέτει Ινα « υπόβαθρο » ( fond ), μιά κοινή ούσία. Ή μεσαιωνική -μεταφυσική άντίληψη γιά τήν ούσία είναι ξεπερασμένη. Άλλά μιά διαλεκτική τοϋ πράγματος καί τής ούσίας είναι ή μόνη σύμ-μορφη μέ τήν πραγματικότητα. "Οπως Ιλεγε ό Σπινόζα, ούσία είναι αύτό χωρίς τό όποιο τό πράγμα δέν μπορεί οΰτε νά είναι οΰτε νά νοηθεί, καί ή όποία, άντίστροφα, δέν μπορεί οΰτε νά ύπάρχει οΰτε νά νοηθεί χωρίς τό πράγμα ».13 Ή διαλεκτική αύτή είναι άκό-μα άφηρημένη. "Ομως σήμερα είναι δυνατόν νά έπεξεργαστοΰμε μιά συγκεκριμένη διαλεκτική της ούσίας ( essence ), στά πλαίσια μιας μονιστικής άντίληψης τής ΰλης ( substance ). Πράγματι, άπό τις σημερινές έπιστημες άναδύεται μιά συγκεκριμένη διαλεκτική μέ τήν όποία θά άσχοληθοΰμε στό έπόμενο τμήμα αύτοϋ τοΰ κε-φαλαίου.

Είναι γεγονός δτι τό « πράγμα » δέν είναι άναγκαστικά τό σω-

Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : MIA T O I I I K H Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η 7 9

ματικό καί αδρανές αντικείμενο της εποπτείας, τό όποιο θά ήταν δυνατόν νά θεωρηθεί άπομονωμένο άπό τό περιβάλλον του. Τό «πράγμα» της σημερινής Φυσικής δέν υπάρχει παρά μόνο στό πλαίσιο ένός πλέγματος έσωτερικών καί έξωτερικών σχέσεων. Ωσ-τόσο, μιά διαλεκτική τοϋ πράγματος καί τών σχέσεων δέν κατα-λήγει, άναπόφευκτα, σ'αύτόν τόν νέο τύπο ά-υλισμοΰ: Στις σχέ-σεις χωρίς πηγή τών σχέσεων. Τό « πράγμα » είναι ή πηγή τών σχέσεων. Οί σχέσεις, ταυτόχρονα, είναι συστατικές τοΰ πράγμα-τος. Δέν είναι δυνατόν νά διαχωρίσουμε αυτές τίς δύο άλληλένδε-τες « στιγμές » τοΰ πραγματικού. Συλλαμβάνοντας μόνο τή σχέ-ση κινδυνεύουμε νά έκκενώσουμε τό πραγματικό άπό τήν ύλικό-τητά του : Νά τό άναγάγουμε σέ μιά « όντότητα » χωρίς υλικό φο-ρέα. Ή έννοια τοΰ πεδίου, π.χ., δέν έκφράζει μόνο μιά σχέση άνά-μεσα σέ δύο άντικείμενα ( π.χ., σέ δύο ήλεκτρόνια ). Όρίζει τήν ίδια στιγμή ένα « άντικείμενο », τό δυνάμει φωτόνιο, φορέα αύτης τής άλληλεπίδρασης (της σχέσης ). ('Αντίστοιχα, τό κεφάλαιο δέν εί-ναι άπλώς σχέση. Είναι ένα σύνολο μέσων παραγωγής, έμπορευ-μάτων κλπ., ένταγμένων στίς κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παρα-γωγής ). Τό πεδίο κατέχει ιδιότητες ένεργεία καί ιδιότητες δυνά-μει, οί όποιες είναι δυνατόν νά πραγματοποιηθούν ώς ιδιότητες πού άναδύονται άπό τό υλικό υπόβαθρο. Συνεπώς : Ούτε σχέσεις χωρίς υπόβαθρο τό όποιο είναι ή πηγή τους. Ταυτόχρονα : Ούτε άν-τικείμενο χωρίς ένα σύνολο σχέσεων, οί όποιες είναι συστατικές του.

Ή σχέση προϋποθέτει τήν ύλη. 'Επειδή ή ύλη είναι ή 7τηγή τών φυσικών άλληλεπιδράσεων πού οί ίδιες είναι μορφές της υλης οί όποιες άναδύονται « άπό τό βάθος τών πραγμάτων » ( Χέγκελ ), έκδήλωση έσωτερικών καί συχνά κρυμμένων δομών καί σχέσεων. Τά τέσσερα κβάντα τών σήμερα γνωστών άλληλεπιδράσεων ( φω-τόνια, βαρυτόνια, πεδίο γλυονίων καί ένδιάμεσα μποζόνια ) είναι μορφές ύλης πού μετατρέπονται σέ άλλες μορφές, σύμφωνα μέ κα-θορισμένους δρόμους. Τό πράγμα καί οί σχέσεις συνυπάρχουν σέ ένδογενή καί γενετική άλληλοσυσχέτιση. Τό ένα δέν ύπάρχει χω-ρίς τό άλλο.

79 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Ή διαλεκτική σκέψη, άπό τόν 'Ηράκλειτο μέχρι τόν Χέγκελ, τόν Μαρξ καί τόν Λένιν ( 1870-1924 ), συνέλαβε τόν θεμελιώδη ρό-λο της άλληλεπίδρασης, τής οποίας « στιγμή » είναι ή αιτιότητα. Τά άντικείμενα άλληλεπιδροϋν καί. καθορίζονται άμοιβαϊα. Τό γί-γνεσθαι, δημιουργία καί καταστροφή μορφών, έχει χρονικό πάχος στό σύμπαν του Μινκόφσκι. Πραγματοποιείται, δπως σημειώσα-με, σέ μιά συμπαντική γραμμή, άκολουθώντας τό βέλος τοΰ χρό-νου. Κατά τή διάρκεια τοΰ μετασχηματισμού, τό νέο « δέν είναι άκόμα » : Είναι στήν πορεία τοΰ περάσματος άπό τή δυνάμει στήν ένεργεία κατάσταση. Τό νέο άναδύεται στό χωροχρόνο, ώς « στιγ-μή » τοΰ γίγνεσθαι.

Ή άλληλεπίδραση δέν είναι σήμερα τό καθολικό-άφηρημένο τής φιλοσοφίας. Υπάρχει μέ συγκεκριμένες καί ειδικές μορφές. 'Ως οιονεί φιλοσοφική έννοια άσκεΐ διαμεσολαβητική λειτουργία άνάμεσα στό πεδίο τής έπιστήμης καί στό πεδίο τής φιλοσοφίας.14

Τό άντικείμενο είναι ολότητα ( διαφοροποιημένη, άντιφατική κλπ. ) άποτελούμενη άπό τό φορέα ( ύπόβαθρο ) καί τίς σχέσεις. Τό ένα δέν ύπάρχει χωρίς τό άλλο. Συνεπώς τό άντικείμενο είναι ένα δλον άμοιβαϊα καθοριζόμενων στοιχείων πραγματικότητας καί σχέσεων.

Τό φυσικό άντικείμενο δέν είναι ύποχρεωτικά τό σωματικό πράγμα, τό έδώ παρόν τής άμεσης έποπτείας, τό άριστοτελικό τά-δε τι. Είναι άντικείμενο μέ τήν πιό γενική έννοια τοΰ δρου, συχνά άπρόσιτο στήν έποπτεία, μέ μάζα ήρεμίας συχνά τεράστια ή σχε-δόν μηδενική, μέ μέση ζωή συχνά στιγμιαία καί παρά ταύτα φο-ρέας μετρήσιμων φυσικών μεγεθών. Άκόμα καί τά έφήμερα, στιγ-μιαίας ύπαρξης καί μέ σχεδόν μηδενική μάζα σωμάτια, δέν άνά-γονται σέ ένα πλέγμα σχέσεων. Οί όντότητες τής μικροφυσικής άνήκουν σ' αύτό τό είδος τής φευγαλέας πραγματικότητας οί όποι-ες, παρά τό γεγονός αύτό, είναι προσιτές στήν « παρατήρηση » καί στή μέτρηση. Ή γνώση σ' αύτό τό έπίπεδο είναι έμμεση καί παρά ταύτα άντικειμενική.

Ή μή άναγώγιμη άντίθεση άνάμεσα στό πεδίο καί στό σωμά-τιο άνήκει στό πεδίο τής τυπικής λογικής. Τής λογικής της ταυ-

Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η 80

τότητας καί τών άπολυτοποιημένων ( καί άπολιθωμένων ) αντιθέ-σεων. Οί σχέσεις άνάμεσα στά πεδία καί στά σωμάτια, άντίθετα, είναι διαλεκτικές : Τό σωμάτιο θεωρείται ιδιομορφία τοΰ πεδίου. Είναι έντοπισμένο καί τήν ϊδια στιγμή άνήκει σέ μιά ολότητα ή όποία τό υπερβαίνει. Είναι εδώ καί ταυτόχρονα « κατέχει » μιά εύρύτερη περιοχή τοΰ χώρου. Έπίσης, είναι καί δέν είναι, άλλά δχι μέ τήν άσαφή διαλεκτική : Δέν είναι παρά διακύμανση καί παρά ταύτα μπορεί νά έχει έναν πρακτικά άπειρο χρόνο ζωής. Συνεπώς : Συγκεκριμένη διαλεκτική αύτοΰ πού μεταβάλλεται καί αύτοΰ πού διατηρείται ( « μεταβάλλον, άναπαύεται » - 'Ηράκλειτος ). Διαλε-κτική τοΰ μέρους καί τοΰ δλου, τοΰ τοπικοΰ καί τοΰ μή τοπικοΰ, τοΰ είναι καί τοΰ μή Είναι, τοΰ μή εισέτι δντος καί τοΰ υπάρχο-ντος, τοΰ άπειροστοΰ καί τοΰ πεπερασμένου, τοΰ ένεργεία καί τοΰ δυνάμει, τής αλληλεπίδρασης καί τής πηγής της.

Ή μικροφυσική μετέβαλε ριζικά τίς άντιλήψεις μας γιά τήν υλη. Ειδικά γιά τίς σχέσεις άνάμεσα στις φυσικές όντότητες καί τις σχέσεις αύτών τών δντοτήτων μέ τό περιβάλλον τους. 'Αλλά καί στό δικό της έπίπεδο, τό θεμελιώδες δέν είναι ή σχέση, έπειδή ή σχέση προϋποθέτει τις φυσικές άλληλεπιδράσεις καί οί φυσικές άλληλεπιδράσεις προϋποθέτουν τό « βάθος » άπό τό όποϊο άνα-δύονται. Ή άποψη δτι τό στοιχειώδες σωμάτιο δέν είναι en soi, άλ-λά ή θεμελιακή σχέση στήν όποία μετέχει, άπολυτοποιεϊ έναν άπό τους δύο άντίθετους καί άλληλένδετους πόλους τής φυσικής ολό-τητας πού είναι τό κβαντικό σωμάτιο.

Τό έπίπεδο τών στοιχειωδών σωματίων, έξάλλου, δέν είναι τό έσχατο : Δέν είναι τό τελευταίο καί θεμελιακό έπίπεδο οργάνω-σης της ύλης. "Οπως έχουμε σημειώσει, υπάρχουν ήδη σημάδια τοΰ ύποκβαντικοΰ έπιπέδου, άπ' δπου άναδύονται τά στοιχειώδη σωμάτια. Ό αιθέρας τοΰ Ντιράκ, ό αιθέρας τοΰ 'Αϊνστάιν, τό ύποκβαντικό έπίπεδο τών Ντέ Μπρέιγ, Μπώμ καί Βιζιέ, είναι διαφορετικά ονόματα ένός μέσου, άπρόσιτου έπί τοΰ παρόντος, άλλά τοΰ οποίου έχουμε ήδη τά πρώτα σημεία ύπαρξης. Στήν άν-τίθετη κλίμακα, ένα άπό τά υπαρκτά κοσμολογικά πρότυπα υπο-θέτει τή συνεχή δημιουργία ΰλης στό διάστημα, καί ήδη υπάρχουν

81 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

παρατηρήσεις εύνοϊκές γι'αύτή τήν τολμηρή ύπόθεση. Τα στοι-χειώδη σωμάτια άναδύονται άπό τόν ύποκβαντικό ώκεανό. 'Ανα-δύονται άπό τό « υπόβαθρο ». Τά στοιχεία πραγματικότητάς τους άναδύονται χάρη στό « παιχνίδι » άνάμεσα στό δυνάμει καί στό ένεργείρ. Είναι πραγματοποιημένες δυνατότητες τοϋ μέσου. Κά-θε όντότητα έξάλλου είναι φορέας πολλαπλών καί λανθανουσών δυνατοτήτων. Είναι πυρήνας μιας « άφανοϋς άρμονίας » δπως ύποστήριζε ό σοφός της 'Εφέσου. 'Αλλά γι ' αύτό στό έπόμενο κεφάλαιο.

Τό κοσμικό γίγνεσθαι δέν είναι διαδικασία άναδόμησης προϋ-παρχουσών καί άναλλοίωτων όντοτήτων. Είναι διαδικασία μετά-βασης άπό τό δυνάμει στό ένεργεία, διαδικασία άνάδυσης καί κα-ταστροφής μορφών, διατήρησης στοιχείων πραγματικότητας τής προηγούμενης κατάστασης καί άνάδυσης νέων στοιχείων καί σχέ-σεων. Σέ μιά άλλη κλίμακα καί μέ βάση τή φυσική τών ύψηλών ένεργειών καί τήν κοσμολογία, μπορούμε νά μιλάμε γιά άναδυό-μενους κόσμους ( δχι σύμπαντα, δπως λένε οί ειδικοί ) καί γιά κό-σμους πού καταβυθίζονται στις άχανεΐς έκτάσεις ένός άναδυόμε-νου καί αύτοδημιουργούμενου Σύμπαντος.

Συνεπώς : Όχ ι άντικείμενα χωρίς έσωτερικό δυναμισμό, αιώ-νια καί μέ άναλλοίωτες ιδιότητες. Τό γίγνεσθαι τής ΰλης είναι δη-μιουργία καί καταστροφή πραγμάτων, ιδιοτήτων καί σχέσεων στοιχείων πραγματικότητας πού έξαφανίζονται, καί άλλων πού άναδύονται. Μή γραμμικές διαδικασίες, δπως παρατηρούσε ό 'Αϊνστάιν. Διαδικασίες μετασχηματισμού κατά τίς όποιες τίποτα δέν προκύπτει άπό τό μή 0ν καί τίποτα δέν μεταπίπτει στό μή όν ( « Μηδέν τι έκ τοΰ μή δντος γίγνεσθαι, μηδέ είς τό μή 6ν φθείρε-σθαι » - Δημόκριτος ). Ή άρχή τοΰ Δημόκριτου ισχύει πάντα, I-στω καί άν τά άτομά του δέν είναι « άτομα » καί έστω καί άν υπάρ-χει δημιουργία ΰλης, έπειδή αύτή ή δημιουργία θά είναι άνάδυση ΰλης άπό Ινα βαθύτερο έπίπεδο.

Συνεπώς, δχι άόριστη μετατροπή, άπολυτοποίηση τής άλλα-γής, άλλά συγκεκριμένη διαλεκτική άνάμεσα σ'έκεϊνο πού άλλά-ζει κι έκεϊνο πού διατηρείται. Συγκεκριμένα : Διατήρηση τής όλι-

Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ν Ι Κ Η Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η « 3

κής μάζας, της ολικής ένέργειας, τοϋ όλικοϋ φορτίου, τής ορμής, της στροφορμής, τοϋ σπίν, τοϋ λεπτονικοΰ καί, τοΰ βαρυονικοΰ ά-ριθμοΰ κλπ. Οί νόμοι διατήρησης είναι ή συγκεκριμένη καί ποσο-τική πλευρά μιας διαλεκτικής άντίθετης μέ τήν άόριστη διαλε-κτική τής γενικής ρευστότητας. Καί : Κάθε νόμος διατήρησης έκ-δηλώνεται καί βεβαιώνεται διαμέσου κάποιας μεταβολής.

Τό σωματικό άντικείμενο, τό έδώ παρόν καί σχετικά σταθερό, δέν έκδιώκεται παρά ταΰτα άπό τό βασίλειο τής ΰλης. Είναι μπρο-στά μας, προσιτό ή καί άπρόσιτο στήν έποπτεία. 'Αλλά ή έπιστη-μονική γνώση γίνεται 6λο καί περισσότερο Ιμμεση, καθώς διαμε-σολαβεϊται άπό έπιστημονικά όργανα καί μαθηματικούς φορμα-λισμούς. Ή έπιστημονική γνώση είναι δλο καί περισσότερο γνώ-ση δομών καί σχέσεων άπρόσιτων στήν έποπτεία, καί διαδικασιών μετάπτωσης άπό τό δυνάμει στό ενεργείς. Οί πειραματικές έπι-βέβαιώσεις καί οί τεχνικές έφαρμογές τών νόμων τής Μικροφυ-σικής άποτελοϋν τήν πρακτική άπόδειξη τής όντικής καί τής γνω-σιολογικής άντικειμενικότητάς τους. Όλα αύτά δμως δέν είναι μόνο γνώση σχέσεων. Είναι γνώση φυσικών « άντικειμένων » καί σχέσεων οί όποιες δημιουργούνται μέ τή μεσολάβηση άλληλεπι-δράσεων, πού καί αύτές είναι υλικές. Ή διαδικασία τής γνώσης είναι διαδικασία έμβάθυνσης, παρ'δλα τά σφάλματα, τίς λανθα-σμένες υποθέσεις καί τίς ιδεολογικές άποπλανήσεις. Καί ή έμβά-θυνση τής γνώσης είναι άνάδυση τοΰ άγνώστου στό πεδίο τής νόη-σης. Είναι, ειδικότερα, άνακάλυψη σχέσεων αιτίας καί άποτελέ-σματος. 'Αλλά οί σχέσεις αύτές είναι σχέσεις άνάμεσα σέ ύλικές οντότητες καί δχι σχέσεις άνάμεσα σέ σχέσεις.

Ή γνώση είναι διαδικασία έμβάθυνσης. Μετάβασης άπό τά φαινόμενα, στήν ούσία τών πραγμάτων. 'Αλλά ή κατηγορία τής ούσίας είναι ό «κύριος έχθρός» τών θετικιστών, τών μεταμο-ντέρνων, καί άλλων φιλοσοφικών ρευμάτων. Τό νά μιλάμε λοιπόν γιά ουσία δέν σημαίνει μιά προκριτική άν δχι μεταφυσική νοο-τροπία; Ή μεταφυσική ούσιοκρατία δέν είναι νεκρή. Άναγεν-νάται μέ νέες μορφές, παρόλο πού είναι άσύμβατη μέ τήν έπιστη-μονική νόηση. 'Αλλά αύτό σημαίνει δτι θά Ιπρεπε νά έξορίσουμε

8 4 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

τήν έννοια της ουσίας άπό τό πεδίο της φιλοσοφίας ; *Ας έξετά-σουμε τό έρώτημα.

4. Πέρα άπο τήν ουσιοκρατία. Γιά μιά διαλεκτική τής ουσίας

Ποιά είναι λοιπόν ή στάση αυτών τών φιλοσοφικών ρευμάτων άπέναντι στήν κατηγορία της ούσίας ; Είναι γνωστό δτι οί φιλό-σοφοι ( καί δχι μόνον οί φιλόσοφοι ) άναζήτησαν συχνά μιά μονα-δική ούσία, ένα πρωταρχικό Όν, μιά Ούσία πνευματική, ύπερβα-τική, ένα αιώνιο Ό ν έξω άπό τό χρόνο, πού θά ήταν τό κατεξοχήν Όν. Τό Ό ν τώνΈλεατών, άγέννητο καί αιώνιο, οί 'Ιδέες τοΰ Πλά-τωνα, άπό μιά άποψη τά άτομα τοΰ Δημόκριτου καί τά σωμάτια τοΰ Νεύτωνα άντιπροσωπεύουν ορισμένες « στιγμές » τής μετα-φυσικής άντίληψης τής Ούσίας. Ή ούσιοκρατία έμπεριέχεται έ-πίσης στή φιλοσοφία τοΰ 'Αριστοτέλη καί τοΰ Χέγκελ. 'Εντούτοις, ό 'Αριστοτέλης υποστήριζε τήν άντικειμενικότητα καί τό ένδο-γενές τής ούσίας, καί ό Χέγκελ είχε συλλάβει, στα πλαίσια τοΰ ιδε-αλιστικού του συστήματος, τή διαλεκτική φαινομένου καί ούσίας. Ό Μάρξ, μέ τή σειρά του, ένσωμάτωσε τήν κατηγορία της ούσίας σέ μιά υλιστική καί διαλεκτική όντολογία. Σύμφωνα μέ ένα άπό τά άποφθέγματά του, ή έπιστήμη θά ήταν περιττή άν τό φαινό-μενο ταυτιζόταν μέ τήν ούσία.

Σήμερα μποροΰμε νά ποΰμε δτι τό φαινόμενο είναι έκδήλωση καί ταυτόχρονα έπικάλυψη τής ούσίας. Τό χρώμα ή τό άρωμα ένός άνθους, π.χ., είναι έκδήλωση καί ταυτόχρονα έπικάλυψη τής χη-μικής του σύστασης ( τά φαινόμενα, κατά τόν 'Αναξαγόρα, 5ος αι. π.Χ., είναι «δψις άδήλων»). Είναι γεγονός δτι ή λέξη ούσία ( substance, υπόσταση ) χρησιμοποιήθηκε άπό τή θεολογική σκέ-ψη, κυρίως άπό τούς νεοπλατωνικούς, μέ μεταφυσικό νόημα, κα-θώς καί άπό τόν Σπινόζα, ώς θεμελιακή κατηγορία τοΰ πανθεϊ-σμοΰ του ( ύπόσταση ). Άπό γνωσιολογική άποψη ό Λένιν έπίσης υποστήριζε δτι ή νόηση έμβαθύνει « άπό τή φαινομενικότητα στήν ούσία, άπό τήν ούσία πρώτης τάξεως, τρόπος τοΰ λέγειν, στήν

Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η « 5

ούσία δευτέρας τάξεως, κ.ο.κ. μέχρι τό άπειρο ».,5 Πρόκειται γιά θέση της διαλεκτικής γνωσιοθεωρίας, νοούμενη ώς έμβάθννση, σέ συμφωνία μέ τήν όντολογική θέση γιά τό άνεξάντλητο τής ΰλης σέ έκταση καί σέ βάθος.

Ό υλισμός άπορρίπτει τή μεταφυσική ούσιοκρατία. Άλλά, κά-τω άπό τήν πίεση τοΰ θετικισμού, κλπ., όρισμένοι διαλεκτικοί, άντί νά άναζητήσουν μιά διαλεκτική άνάμεσα στήν ούσία καί τό φαινόμενο κατήργησαν τόν έναν άπό τους πόλους τής άντίθεσης. Άλλά άς έπιμείνουμε λίγο στήν ορολογία.

Συχνά οί δύο κατηγορίες substance καί essence ( έλληνικά ένας μόνο όρος : ούσία ) θεωρούνται συνώνυμες. Άλλά γιά τόν φυσικό, τόν χημικό, κλπ., ή έννοια τής ούσίας ( substance ) δηλώνει τό άντικείμενο τής έρευνας καί τοΰ πειραματισμού του. "Ετσι, ό έπι-στήμονας διακρίνει άνάμεσα στίς καθαρές ούσίες οί όποιες άπο-τελοΰνται άπό ταυτόσημα μόρια ή άτομα ( π.χ., νερό, ζάχαρη, άμ-μωνία ) καί τά μείγματα, τά όποια άποτελοΰνται άπό δύο ή πε-ρισσότερα είδη μορίων. Σ'αύτό τό πλαίσιο ή ούσία ταυτίζεται μάλλον μέ τήν υλη, ή όποία έκδιπλώνει τΙς δυναμικότητές της στό χώρο καί στό χρόνο. Ή ούσία, μ'αύτή τήν έννοια, είναι τό « υπό-βαθρο» άπ' δπου άναδύονται τά φαινόμενα. Είναι ή μοναδική substance ( υπόσταση ) τοΰ Σπινόζα καί τοΰ ύλισμοΰ. Ό Ένγκελς, π.χ., ταύτιζε τίς κατηγορίες τής ούσίας ( substance ) καί τής ΰλης : «Ή ούσία, ή ύλη, δέν είναι άλλο άπό τό σύνολο τών ούσιών άπό τίς όποιες μέ άφαίρεση προήλθε ή έννοια ».16

Άπό τήν άλλη πλευρά δέν είναι δυνατόν νά άντιπαραθέσουμε τυπικά τήν ύλη καί τήν ούσία ( essence ). Ή ούσία ( essence ) ένός πράγματος προϋποθέτει ένα υπόστρωμα, ένα υπόβαθρο, πηγή τών σχέσεων τοΰ άντικειμένου. Σύμφωνα δμως μέ τόν νέο ά-υλισμό, ή ούσία δπως σημειώσαμε, ταυτίζεται μέ ένα σύνολο σχέσεων, συ-στατικών τοΰ άντικειμένου. Ταυτίζεται μέ τή θεμελιακή σχέση, παράγωγο τοΰ πράγματος. Μέ τό σύνολο τών σχέσεων συστα-τικών τής θεωρούμενης πραγματικότητας. Άλλά μπορούμε νά διερωτηθούμε γιά άλλη μιά φορά: Σχέσεις χωρίς πηγή ; Χωρίς υλικό υπόστρωμα ; Έπίσης : Σχέσεις οί όποιες άποκαθίστανται μέ

8 6 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

τή μεσολάβηση φυσικών άλληλεπιδράσεων ; 'Αλλά τότε ποιά είναι ή πηγή τών άλληλεπιδράσεων ; Άκόμα : Κεφάλαιο ώς σχέση χω-ρίς τή μεσολάβηση μέσων παραγωγής, κλπ. ; Φυσικά άντικείμενα τά όποια άνάγονται σέ πλέγμα σχέσεων οί όποιες δέν προϋποθέ-τουν κάποια πηγή ; Νά άνανεώσουμε καί νά έμβαθύνουμε τόν υλι-σμό, αύτή τήν «έποχή τής περιφρόνησης» (Άνρί Λεφέβρ). Μέ ποιά έννοια ;

Ά ς έπιστρέψουμε στό έπίπεδο τοϋ συγκεκριμένου. Μέ ποιά έννοια τό γεγονός 6τι τό φωτόνιο μετατρέπεται σέ δύο φερμιόνια ( μαζικά σωμάτια ) σημαίνει δτι δέν είναι « ούσία », δηλαδή ύλική όντότητα, ή όποία μεταμορφώνεται ; Ά ν τό πάν είναι σχέση, άπό ποΰ ή σχέση άντλεΐ τήν πηγή της ; Άλλά τό έδώ παρόν άντικείμε-νο, μέ θετική ή μηδενική μάζα, είναι μιά όργανική όλότητα στοι-χείων πραγματικότητας καί σχέσεων, τά όποια, μέ τόν έγγενή καί γενετικό άμοιβαΐο καθορισμό τους, συνιστούν τήν ούσία του. Πράγ-μα πού ταυτίζεται μέ ένα σύνολο σχέσεων. Πράγμα πού άνάγεται στή διαφανή καθαρότητα τών μαθηματικών (Χάιζενμπεργκ). Πράγμα πού ταυτίζεται μέ συνάρτηση. Άλλά, δπως γράφει καί ό Michel Paty, « έφτασαν νά προτείνουν δτι, μέ τή μοντέρνα φυσική, ή ούσία έξαφανίζεται γιά νά γίνει συνάρτηση. Άλλά ή πραγματι-κότητα δέν είναι ή έννοια, άλλά αύτό στό όποιο άντιστοιχεΐ ή έννοια».1' Δέν είναι δυνατόν νά άντιπαραθέσουμε τυπικά τή substance καί τήν essence δπως έκανε ό Πλάτων ( ούσία τοϋΌν-τος, οί 'Ιδέες ), ή ό Χέγκελ, ό όποιος θεωρούσε τήν υλη ώς τήν άλ-λοτριωμένη μορφή τοΰ πνεύματος. Ό Αριστοτέλης, δπως έχουμε σημειώσει, θεωρούσε τήν ούσία ώς ένδογενή στό έξατομικευμένο άντικείμενο καί ό Σπινόζα είχε έπεξεργαστεϊ μιά διαλεκτική άνά-μεσα στή substance ( υπόσταση ) καί τήν essence ( ούσία ) ή όποία, καί κατ' αύτόν, ήταν ή ούσία τοΰ συγκεκριμένου, άτομικοΰ άντι-κειμένου. Μποροΰμε νά όρίσουμε τήν ούσία ( essence ) ώς τό σύνο-λο τών στοιχείων πραγματικότητας καί τών σχέσεων πού στόν άμοιβαΐο καθορισμό τους χαρακτηρίζουν τό άντικείμενο σέ μιά δε-δομένη στιγμή τής ιστορίας του. Μέ αύτόν τόν τρόπο δέν είναι δυ-νατόν νά χωρίσουμε τήν ούσία ( substance υπόσταση ) άπό τήν ού-

Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η 87

σία ( essence ). Θά μπορούσαμε, συνεπώς, να διατυπώσουμε άξιω-ματικά έναν αριθμό άπό προτάσεις, σχετικές μέ τις κατηγορίες της substance ( ούσίας ) καί της essence ( ούσίας ), άποφεύγοντας τόσο τόν μεταφυσικό ούσιολογισμό βσο καί τόν ά-υλισμό της μό-δας.

1. Ή ύλη-ούσία είναι αντικειμενική πραγματικότητα. Επι-πλέον είναι causa sui ( αιτία τοϋ έαυτοΰ της, ύλιστική θέση ). Είναι ή μοναδική ούσία της φύσης. Τό πνεύμα, άντίθετα μέ τόν καρτε-σιανό κλπ. δυϊσμό, είναι « προϊόν » της μακράς έξέλιξης, βιολο-γικής άρχικά, καί κοινωνικής στή συνέχεια. Τό πνεύμα δέν υπάρ-χει « κρυμμένο » στήν ύλη. Ή νόηση δέν είναι ένα άπό τά κατη-γορήματά της. Είναι « προϊόν » της λειτουργίας τοΰ έγκεφάλου.

2. Οί έπιστήμες έξερευνοΰν ειδικές μορφές τής ύλης. Ή ένότη-τα τών έπιστημών θεμελιώνεται στήν ένότητα τών μορφών τής ύλης. Ή ένότητα μέσα στή διαφορά καί τό γίγνεσθαι τής ύλης άντιφάσκουν μέ τήν ύπαρξη ένός πρωταρχικού καί μοναδικοΰ Όντος.

3. Ή ύλη-ύπόσταση ( substance ) ορίζεται μέ τά κατηγορήμα-τά της, τά όποΐα, κατά τόν Σπινόζα, συνιστοΰν τήν ούσία της ( essence ). Ή άπειρότητα τών κατηγορημάτων άντιστοιχεϊ στήν άπειρότητα τής ύλης στό χώρο καί στό χρόνο. Ή μοναδική ούσία είναι πεδίο δυνατοτήτων" άναδυομένων ποιοτήτων καί άλλων πού έξαφανίζονται στόν ώκεανό τής ύλης.

4. Κατά τόν Σπινόζα, « κάθε ούσία ( essence ) είναι ούσία κά-ποιου πράγματος, στό όποιο καί άντιστοιχεϊ άμοιβαΐα ». Συνεπώς, ή ούσία είναι ένδογενής ( έμμενής ) στό έξατομικευμένο άντικεί-μενο ( νομιναλισμός, υλισμός ).

5. Τά έξατομικευμένα άντικείμενα είναι πεπερασμένοι « τρό-ποι », πεπερασμένες υπάρξεις στό χώρο καί στό χρόνο. Τά έξα-τομικευμένα άντικείμενα άνήκουν, κατά τόν Σπινόζα, « στή φυσι-κοποιημένη φύση ».18 Σύμφωνα μέ μιά σύγχρονη όρολογία, είναι πραγματοποιημένες δυναμικότητες. Μορφές οί όποιες άναδύονται « άπό τά βάθη τοΰ πραγματικού » ( Χέγκελ ).

6. Τό φαινόμενο δέν είναι ξένο άπό τήν ούσία. Είναι έκδήλωση

8 8 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

καί ταυτόχρονα επικάλυψη της ουσίας. Ή Χημεία καί ή Φυσική έπιβεβαίωσαν τή διαίσθηση τής υλιστικής θεωρίας τής γνώσης. Ταυτόχρονα άπέδειξαν τήν άφέλεια τοϋ έμπειρισμοΰ, καταργών-τας τήν άντίθεση άνάμεσα στίς πρωτεύουσες καί τίς δευτερεύου-σες ιδιότητες.

7. Τπάρχει μιά ιστορία τών μορφών τής ύλης, ή όποία άντι-στοιχεϊ στήν ιστορία τής αύτοδημιουργίας τοΰ Σύμπαντος. Σύμ-φωνα μέ ένα τουλάχιστον κοσμολογικό πρότυπο, υπάρχει δημι-ουργία νέας ΰλης, ή όποία άναδύεται άπό τό ύποκβαντικό έπίπε-δο. Συνεπώς, ή κατηγορία τής ούσίας (substance) γίνεται καί αύτή ιστορική κατηγορία.

8. Ή έμφάνιση νέων μορφών ΰλης δέν συνιστά κίνηση πρός κά-ποιο τέλος, σύμφωνα μέ τόν Χέγκελ, ή τόν Τεγιάρ ντέ Σαρντέν. Είναι διαδικασία αύτοδημιουργίας. Ή μεταφυσική σκέψη, άπό τούς 'Ελεάτες μέχρι τίς μέρες μας, υποστηρίζει μιά διχοτομία άνάμεσα στό φαινόμενο καί τήν ούσία. "Ετσι ό Χάιζενμπεργκ, γιά νά πάρουμε Ινα σύγχρονο παράδειγμα, άνήγαγε τήν ούσία τών μι-κροσωματίων, στή «διάφανη καθαρότητα τών μαθηματικών». Δέσμιος καί αύτός τοΰ νευτώνειου παραδείγματος, θεωρούσε τήν ένέργεια «πρωταρχική ούσία» τοΰ κόσμου.19 Μιά περισσότερο μυστικιστική άποψη διατυπώθηκε, δπως έχουμε σημειώσει, άπό τόν Πατέρα Τεγιάρ ντέ Σαρντέν, ό όποιος έπίσης ταύτιζε τήν ΰλη μέ τήν ένέργεια καί τήν ένέργεια μέ τό νέο πνεύμα, τόν νέο θεό.

Εντούτοις, ύπάρχει καί μιά άντίθετη άποψη, διαλεκτική, άκό-μα καί στά πλαίσια ιδεαλιστικού συστήματος. Ό Λένιν, π.χ., άνα-φερόμενος στόν Χέγκελ, έγραφε : «Ή ούσία είναι ή άλήθεια τοΰ Είναι ». Τέτοια είναι ή πρώτη φράση, ή όποία φαίνεται βαθιά μυ-στικιστική. 'Αλλά άμέσως άρχίζει, άς ποΰμε, νά φυσάει μιά δρο-σερή αύρα. Τό Είναι είναι τό άμεσο. Θέλοντας νά γνωρίσει τό άλη-θινό, αύτό πού τό Είναι είναι h εαντω και άφεαντον, ή γνώση δέν σταματά στό άμεσο καί στούς καθορισμούς του, άλλά άνοίγει εναν δρόμο διαμέσου αύτοΰ, μέ τήν υπόθεση δτι έκεΐθεν ( ύπογρ. τοΰ Χέγκελ ) αύτοΰ τοΰ Είναι υπάρχει άκόμα κάτι διαφορετικό άπό τό ίδιο τό Είναι, ένα είδος υπόβαθρου ( fond ) πού θά ήταν ή άλήθεια

Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η 8 9

τοϋ Είναι ». Τό υπόβαθρο, κατά τόν Λένιν, είναι ή υλη, μοναδική ούσία. Κατά τόν Λένιν, έπίσης, τό φαινόμενο δέν είναι άπλή « Δό-ξα » : « Τό φαινόμενο είναι ή ούσία σέ Ιναν άπό τούς καθορισμούς της, σέ μιά άπό τΙς όψεις της, σέ μιά άπό τίς στιγμές της. Ή Ού-σία φαίνεται νά είναι άκριβώς αύτό. Τό φαινόμενο είναι ή άντα-νάκλαση τής ίδιας τής Ούσίας στόν έαυτό της ». Τό φαινόμενο, κατά τόν Λένιν, είναι έκδήλωση τής Ούσίας.20 Καί ή προηγούμε-νη όντολογική θέση έχει τό όντολογικό της συμπλήρωμα : «Άπό τή μιά πρέπει νά βαθύνουμε τή γνώση ( τήν έννοια ) τής ούσίας, γιά νά βροΰμε τις αιτίες τών φαινομένων. Άπό τήν άλλη πλευρά, μιά πραγματική γνώση τής αιτίας σημαίνει έμβάθυνση τής γνώ-σης ή όποία προχωρεί άπό τήν έπιφάνεια τών φαινομένων στήν ούσία».21

Ή διαλεκτική τοϋ Χέγκελ είναι ιδεαλιστική. Έτσι, ό Χέγκελ έγραφε γιά τήν ούσία : « Τό Είναι καί ή ούσία είναι στιγμές τοΰ γίγνεσθαι της έννοιας ». Καί ό Λένιν άνταπαντοΰσε : « Νά άντι-στραφεϊ: Οί έννοιες είναι τά άνώτερα προϊόντα τοΰ έγκεφάλου, ό όποιος είναι ό ϊδιος τό ύψηλότερο προϊόν τής ΰλης ». Κατά τόν Λέ-νιν « ή διαλεκτική τών πραγμάτων παράγει τή διαλεκτική τών ιδεών, καί 6χι άντίστροφα ».22 Συνεπώς « ή διαλεκτική τών έννοι-ών έχει τις ύλικές ρίζες της ». Συμπέρασμα : Ούσία ή όποία έχει υλικό υπόβαθρο. Ούσία ή όποία δέν ύπάρχει έξω άπό τό χρόνο. Γνώση τής ούσίας μέσω τών φαινομένων. Γνώση της ούσίας : Δια-δικασία χωρίς τέλος.

Ό György Lukâcs ( 1885-1971 ), άργότερα, άναφερόταν καί αύ-τός στή διαλεκτική σχέση άνάμεσα στήν ούσιαστικότητα καί τή φαινομενικότητα στό έργο τοΰ Χέγκελ. 'Οπως σημειώνει σχετικά ό Slavoj Zizek, ή φαινομενικότητα δέν είναι ποτέ άπλή φαινομενι-κότητα. Ανήκει στήν ούσία. Αναφορικά μέ τή συνείδηση, ή ιδεο-λογική φαινομενικότητα είναι καί αύτή « άντικειμενικό » κοινω-νικό γεγονός, τό όποιο κατέχει τή δική του άποτελεσματικότητα. Καί ό Ζίζεκ τονίζει : «Ό Λούκατς είναι δυνατόν άπ' αύτή τήν άποψη νά θεωρηθεί μέτοχος σ'αύτή τή μεγάλη "άλλαγή παρα-δείγματος ", ή όποία πραγματοποιείται έπίσης στήν κβαντική φυ-

89 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

σική, καί της οποίας ή κύρια διάσταση είναι, δχι ή διάλυση της " άντικειμενικής πραγματικότητας ", ή άναγωγή της σέ μιά " υ-ποκειμενική κατασκευή ", άλλά, άντίθετα, ή άνέκδοτη βεβαίωση τοΰ " άντικειμενικοΰ καθεστώτος τής φαινομενικότητας " ».23

Kai. δμως υπάρχουν μαρξιστές οί όποιοι δέν δέχονται τή νομι-μότητα τής κατηγορίας τής ούσίας. Ό Ch. Fuchs, π.χ., γράφει δτι ό Μάρξ καί ό Ένγκελς δέν δέχονταν τήν ιδέα τής ούσίας ώς πρω-ταρχικής ΰλης, έπειδή θεωρούσαν αύτή τήν άποψη άντιδιαλεκτι-κή. Ό Φούκς παραθέτει στή συνέχεια τή γνωστή άποψη τοΰ Λέ-νιν, σύμφωνα μέ τήν όποία « ή άναγνώριση άμετάβλητων στοι-χείων δέν είναι υλισμός, είναι μεταφυσική ». Καί τό συμπέρασμα τοΰ Φούκς : « Τά πεδία καί τά στοιχειώδη σωμάτια δέν μπορούν νά είναι ούσίες (substances) έπειδή είναι υποκείμενα μεταβο-λής ».2/' Ποιό είναι τό σφάλμα τοΰ Φούκς; Οί κλασικοί τοΰ μαρ-ξισμού δέν δέχονταν τή μεταφυσική άντίληψη τής ούσίας. Δέχον-ταν έντούτοις καί άνέπτυξαν μιά διαλεκτική άντίληψη γιά τήν ούσία. Κατά συνέπεια τά πεδία καί τά στοιχειώδη σωμάτια είναι « ούσίες », άκριβώς έπειδή είναι υποκείμενα μεταβολής. Οί κλα-σικοί τοΰ μαρξισμού δέν άπέρριπταν τήν κατηγορία τής ούσίας ( substance ), καθώς καί τής essence, in abstracto. Απέρριπταν τή μεταφυσική τους θεώρηση.

Συνεπώς : Ούτε οί καθαρές ούσιαστικότητες τής μεταφυσικής σκέψης ούτε ή άναγωγή τής ούσίας σέ Ινα σύνολο σχέσεων ούτε ή άπόρριψη τής κατηγορίας τής ούσίας. Θά μπορούσαμε νά πούμε δτι ή ούσία ( essence ) είναι « τό σύνολο τών άναγκαίων καί άναλ-λοίωτων ιδιοτήτων μιας πραγματικότητας ». 'Αλλά ή ούσία πα-ραμένει άμετάβλητη μέσα στό χρόνο ; Ή ούσία ένός πράγματος συγκροτείται μέσα στό χρόνο, άρα είναι άναλλοίωτη υπό ορισμέ-νες συνθήκες. Επομένως, είναι όριοθετημένη χωρικά καί χρονικά. Ή διάρκεια ζωής ένός βντος συμπίπτει μέ τή χρονικότητα τής ούσίας του. Ό J.-P. Sartre (1905-1980), έξάλλου, δέν είχε δίκιο δταν έλεγε δτι ή ύπαρξη προηγείται τής ούσίας. "Ύπαρξη καί ούσία έχουν κάποιον σταθερό πυρήνα καί ταυτόχρονα μεταβάλλον-ται μέσα στό χρόνο.

Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η 90

Ή ούσία χαρακτηρίζει τό δεδομένο άντικείμενο. Σήμερα δμως ξέρουμε δτι υπάρχει μιά ιστορία τών μορφών τής ύλης, άνάδυση αύτοϋ πού είναι δυνάμει, καταστροφή μορφών, άνάπτυξη μορφών στό χωρόχρονο. Ή άναζήτηση ένός δντος άπ'δπου θά προέκυπτε τό πλήθος τών ύλικών μορφών είναι άσύμβατη μέ τά δεδομένα της έπιστήμης.

Ή ύλη, έξάλλου, δέν είναι τό άδρανές και αμετάβλητο υπό-στρωμα τής Μηχανικής καί τοΰ άπλοϊκοΰ ύλισμοΰ. Είναι τό υπό-στρωμα τών δυναμικοτήτων τοΰ κόσμου. Είναι τό υπόστρωμα τό όποιο περιέχει αύτό πού είναι καί αύτό πού δέν είναι άκόμα, άλλά πού θά υπάρξει δταν θά ικανοποιηθούν οί συνθήκες τής ύπαρξής του. Οί σημερινές υλικές μορφές (άτομα, στοιχειώδη σωμάτια, κβαντικά ύποσωμάτια κλπ. ) δέν άντιπροσωπεύουν τό αιώνιο, έξω άπό τό χρόνο. Είναι μορφές δημιουργημένες ιστορικά, κατά τή διάρκεια τοΰ κοσμικού γίγνεσθαι. Τπάρχει συνεπώς σύσταση ού-σιών, ούσίες πού δέν έχουν άκόμα πραγματωθεί, καί ούσίες πού έχουν φθαρεί. Σήμερα, όπως έχουμε σημειώσει, έχει διατυπωθεί ή υπόθεση δτι στό Σύμπαν γεννιέται νέα ύλη ( άνάδυση μορφών άπό τό ύποκβαντικό έπίπεδο ). Αύτή ή διαδικασιακή διαλεκτική άποτελεΐ τόν πυρήνα μιας άνοιχτης υλιστικής όντολογίας. Μιας όντολογίας χωρίς μεταφυσική.

Ή έννοια της άνάδυσης ( emergence ), έναντίον τοϋ διαχωρι-σμού τοΰ νέου άπό τό παλαιό, καί έναντίον τοΰ μηχανιστικού άνα-γωγισμοΰ, συναρθρώνει τό παλαιό μέ τό νέο. Διευκολύνει τήν άνα-ζήτηση γενετικών σχέσεων άνάμεσα σ'έκεϊνο πού είναι, σέ αύτό πού δέν είναι άκόμα, καί σ'έκεϊνο πού θά είναι ή νέα πραγματι-κότητα. Ή έννοια αύτή λειτουργεί ώς έπιστημολογικός καταλύ-της κατά τήν άναζήτηση, σέ ένα κατώτερο έπίπεδο όργάνωσης, τών δυναμικοτήτων πού θά πραγματωθούν στό άνώτερο έπίπεδο. Καί τό άντίστροφο.

Σημειώσαμε ώς έδώ ορισμένα δεδομένα καί έπιχειρήματα γιά μιά υλιστική έρμηνεία τών θεωριών γιά τή σύσταση τής ύλης. Όμως, ή Φυσική μόνη, δπως έχουμε τονίσει, δέν μπορεί νά θεμε-λιώσει παρά έναν έπιστημονικό ρεαλισμό μέ υλιστική κατεύθυν-

9 2 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

ση. Μπορεί νά θεμελιώσει τήν άντικειμενικότητα τής υλης και τή διαλεκτική της κίνηση. 'Εντούτοις, ή άντικειμενικότητα μόνη δέν άρκεϊ γιά τή θεμελίωση μιας ύλιστικής άντίληψης τής φύσης, ή όποία, δπως σημειώσαμε έξ ύπαρχής, έχει άνάγκη άπό ένα δεύτερο άξίωμα : Τό άξίωμα τής αυθυπαρξίας ( asseité ) τής ΰλης.

Γιά νά άπαλλαγοΰμε άπό τό φάντασμα τοΰ Πνεύματος καί τοΰ Θεοΰ έχουμε άνάγκη άπό τΙς έπιστήμες τής ζωής και τοΰ άνθρώ-που. Ή ιστορία τής Γής καί ή διαδικασία τής φυλογένεσης έπι-βεβαίωσαν τήν υλιστική θέση, κατά τήν όποία ό άνθρωπος είναι φυσικό δν, προϊόν τής έξέλιξης τών ειδών. Ή νευρολογία καί ή ψυχολογία, μέ τή σειρά τους, έπιβεβαίωσαν τή θέση τής ψυχο-σωματικής ένότητας τοΰ άνθρώπου: Δέν θά συναντήσουμε τό « πνεύμα » στήν άρχή τής φυσικής ιστορίας άλλά στήν κατάληξή της, δπως έλεγε ό Antonio Gramsci ( 1891-1937 ). Ή φιλοσοφία, τέ-λος, άπό τόν Ξενοφάνη μέχρι τόν Μάρξ, έξήγησε τή γένεση τής ιδέας τοΰ θεοΰ-δημιουργοΰ τοΰ άνθρώπου, σέ συγκεκριμένες κοι-νωνικές συνθήκες. Είναι δυνατόν νά « υλοποιήσουμε » τό «πνεύμα», έπειδή τό πνεύμα είναι ένδογενής δυνατότητα τής άζωης ύλης, ή όποία πραγματοποιήθηκε στις συνθήκες ιδιαίτε-ρης περιπλοκότητας ύλικών δομών ( τοΰ έγκεφάλου ) καί σέ συ-γκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες.

Μέ τή φιλοσοφική καταξίωση τών σημερινών έπιστημών είναι δυνατόν νά θεμελιώσουμε τό μονισμό τής ύλης, ένάντια στις διά-φορες μορφές τοΰ δυϊσμού. Νά θεμελιώσουμε τήν υλιστική θέση γιά μιά φύση αιτία τοΰ έαυτοΰ της, ή όποία έκδιπλώνει δυναμι-κότητες χάρη στόν έσωτερικό δυναμισμό της, χωρίς νά κατευθύ-νεται πρός κάποιο τέλος. Εναντίον τοΰ καρτεσιανού δυϊσμοΰ καί τήν πενία τοΰ θετικισμού, ένάντια στό μεταμοντέρνο χάος, ό υλι-σμός είναι μιά κοσμοαντίληψη συνεκτική καί άνοιχτή στά άπο-κτήματα τών έπιστημών. 'Αλλά θά έπανέλθουμε.

Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η 9 3

5. Τελικές παρατηρήσεις

Στό κεφάλαιο αύτό επιχείρησα νά διατυπώσω συμπληρωματικά έπιχειρήματα υπέρ τοϋ μονισμοΰ της ΰλης. Επιχείρησα νά θεμε-λιώσω Ιναν μονισμό της υλης μέ τή φιλοσοφική άξιοποίηση κυ-ρίως τών δεδομένων τής μικροφυσικής.

Ή ύπαρξη μιας φύσης αιτίας τοϋ έαυτοΰ της είναι φιλοσοφική θέση. Δέν άποδεικνύεται. Δέν διαψεύδεται. Θεμελιώνεται. Διατύ-πωσα καί άλλες θέσεις στήν πορεία αύτοΰ τοϋ κεφαλαίου. Εναν-τίον τής άποψης δτι ή φιλοσοφία δέν έχει ιστορία, καί έναντίον τής άνιστορικής άποψης γιά τίς φιλοσοφικές θέσεις, έπιχείρησα νά δείξω δτι καί οί φιλοσοφικές θέσεις έχουν ιστορία, ώς γενίκευση καί υπέρβαση τής πρακτικής (έπιστημονικής καί κοινωνικής). Έπίσης δτι τό όντικό τους άντίκρυσμα μεταβάλλεται μέ τό χρό-νο. Αύτό ισχύει καί γιά τις έννοιες καί γιά τίς κατηγορίες.

Οί προτάσεις πού άφοροΰν τήν άντικειμενικότητα καί τήν αυθυπαρξία τής φύσης είναι άρχές σύμφωνες μέ τό σύνολο τής άνθρώπινης πρακτικής καί μέ τήν ιστορία τής φύσης ειδικότερα. Μονισμός τής υλης, δηλαδή υλισμός, σημαίνει άντικειμενικότητα, αύτοδημιουργικότητα καί χρονική προτεραιότητα τής υλης σέ σχέση μέ τό « πνεύμα », τό όποιο δέν είναι ούσία ( substance, υπό-σταση ), άλλά δυνατότητα τής υλης. Σύμφωνα μ'αύτή τήν άντί-ληψη, ή υλη είναι φιλοσοφική κατηγορία ή όποία άναφέρεται στό Είναι, μέσω της έμπειρίας μας άπό τό Είναι, καί δχι μόνο σέ μιά σχέση τοΰ Είναι μέ τή νόηση. 'Αντίστοιχα, ή διαλεκτική έχει ένα όντικό άντίκρυσμα. Βρίσκεται σέ σχέση μορφισμον μέ μιά δια-λεκτική φύση. Συνεπώς, ή ύλιστική γνωσιοθεωρία προϋποθέτει μιά υλιστική όντολογία. Είναι έξαρτημένη άπό τήν ΰλη, έξαιτίας τής θεμελιακής άσυμμετρίας της σχέσης ΰλης καί πνεύματος. 26 Ή οντολογική έμβέλεια τών έπιστημών έξηγεϊται άπό τό γεγονός τής όντικής ένότητας τοΰ άνθρώπου μέ τή φύση. Μιά όντολογία τοϋ φυσικοΰ Είναι, μιά όντολογία χωρίς μεταφυσική, προϋπο-θέτει ταυτόχρονα μιά θεωρία τής γνώσης έξίσου διαλεκτική καί υλιστική.

9 4 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

"Ετσι δεχτήκαμε καί έπιχειρήσαμε νά θεμελιώσουμε τή θέση σύμφωνα μέ τήν όποία υπάρχει ένας μορφισμος άνάμεσα στήν πραγματικότητα καί τήν έννοιακή της άναπαράσταση. Οί έννοιες έχουν ένα όντικό άντίκρυσμα : Είναι « άντανακλάσεις » πραγματι-κοτήτων καί σχέσεων οί όποιες υπάρχουν στά ϊδια τά πράγματα. (Αντανάκλαση δέν σημαίνει μιά άμεση σχέση άνάμεσα στό άντι-κείμενο καί τήν έννοια. Ώς γνωσιολογική κατηγορία προϋποθέτει τήν προτεραιότητα τής ύλης καί τή δυνατότητα μορφισμοΰ άνά-μεσα στό πράγμα καί τήν παράστασή του, ένός μορφισμού πού έξηγεϊται μέ βάση τήν όντική ένότητα τοΰ άνθρώπου μέ τή φύ-ση ). Υπάρχει συνεπώς ένότητα καί άντίθεση -στή βάση τής ένό-τητας- άνάμεσα στήν ύλη καί τή γνώση, ένότητα πού προϋποθέτει τά πρωτεία τής ΰλης. Συνεπώς οί έννοιες δέν άντιπροσωπεύουν μόνο σχέσεις, ούτε άπλώς σχέσεις τής νόησης μέ τά πράγματα.

Κατά τή διάρκεια της γνωστικής διαδικασίας πραγματοποιεί-ται ή « άναπαραγωγή » τοΰ πραγματικού στή νόηση. 'Εντούτοις, δπως έχουμε τονίσει κατ'έπανάληψη, δέν υπάρχει άμφιμονοσή-μαντη άντιστοιχία άνάμεσα στό σύνολο τών στοιχείων πραγματι-κότητας τοΰ άντικειμένου καί τήν έννοιακή του άναπαράσταση. Ό μορφισμός δέν είναι άμεσος' είναι τό άποτέλεσμα διαμεσολαβή-σεων, 6χι μόνο νευροφυσιολογικών, άλλά καί κοινωνικών καί ει-δικά ιδεολογικών, άπ' δπου ή ιστορικά καθορισμένη άντικειμενι-κότητα, καθώς καί ή σχετικότητα τής γνώσης καί ή δυνατότητα τοΰ σφάλματος. Ά ς δεχτούμε συνεπώς, σέ συμφωνία μέ τόν Ilyen-kov, δτι ή έννοια δέν είναι ούτε « σημείο » ούτε « δρος καθοριζό-μενος διαμέσου άλλων δρων », καί ούτε άπλώς ή « άντανάκλαση » τών ούσιαστικών καί ένδογενών κατηγορημάτων τών πραγμά-των, άλλά τό ούσιαστικό τής ΰλης.2' 'Αλλά θά έπανέλθουμε διεξο-δικά στά τρία τελευταία κεφάλαια τοΰ βιβλίου.

Οί σημερινές έπιστήμες άποτελοΰν τό θεμέλιο γιά τήν έπεξερ-γασία ένός υλισμού διαλεκτικού, ό όποιος θά έχει άπαλλαγεΐ άπό τή δογματική, άπολογητική καί φετιχιστική σκουριά τοΰ παρελ-θόντος. 'Αλλά στό έδαφος τών έπιστημών φύεται έπίσης καί τό στείρο δέντρο τοΰ ιδεαλισμού. 'Επιχειρήσαμε ώς έδώ νά έξορκί-

Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : MIA T O I I I K H ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ 9 5

σουμε τό φάντασμα τοΰ ένεργητισμοΰ καί, τοΰ Πνεύματος, νεκρό απόβλητο της προσχετικιστικής έρμηνείας τών θεωριών τοΰ 'Αϊν-στάιν. 'Αλλά οί θεωρίες αύτές γέννησαν καί άλλα φαντάσματα. Γι'αυτά στό έπόμενο κεφάλαιο.

Α Ν Α Φ Ο Ρ Ε Σ ΚΑΙ Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

1. I^aurent Schwartz, Marxisme et la Pensée philosophique, C.C.E.S., Παρίσι, 1960.

2. L. Schwartz, Application des distributions à l'étude des particules élémen-taires, Cordon and Breach, Λονδίνο, 1969.

3. Βλ. σχετικά: Eftichios Bitsakis, Physujue et Matérialisme, Éditions Socia-les, Παρίσι, 1983, σποράδην.

4. Ε. Bitsakis, Le Nouveau Réalisme Scientifitjue, L'Harmattan, Παρίσι, 1997.

5. Αύτ., σποράδην. 6. Βλ., για παράδειγμα, τό συλλογικό έργο Science et Conscience, Stock,

Παρίσι, 1980. 7. Ε. Bitsakis, Le Nouveau Réalisme Scientifique, δ.π., σποράδην. 8. Michel Serres, στό La matière aujourd'hui, Seuil, Παρίσι, 1981, σ. 227. 9. Ε. Bitsakis, Physique et Matérialisme, δ.π., κεφ. 2, 3, 4.

10. Friedrich Engels, Anti-Dühring, Éditions Sociales, Παρίσι, σ. 73. 11. Karl Marx, Introduction à la critique de l'économie politique, Éditions

Sociales, Παρίσι, 1957, σ. 165. 12. Jean-Pierre Baton, Cilles Cohen-Tannoudji, L'horizon des particules,

Gallimard, Παρίσι, 1989, σ. 9. 13. Baruch Spinoza, Works of Spinoza, Dover, Νέα'Υόρκη, 1951, II, σ. 10. 14. Ε. Bitsakis, Le Nouveau Réalisme Scientifique, δ.π., κεφ. 2. 15. Lénine, Cahiers Philosophiques, Éditions Sociales, Παρίσι, 1995, σ. 211. 16. F. Engels, Dialectique de la nature, Éditions Sociales, Παρίσι, 1952, σ. 238. 17. Michel Paty, La matière dérobée. Éditions des archives contemporaines,

χ.χ.έκδ.,σ. 369. 18. Βλ. : Spinoza, Works of Spinoza, δ.π. Gilles Deleuze, Spinoza, Philoso-

phie, Pratique, Éditions de Minuit, Παρίσι, 2003. Joseph Moreau, Spinoza et le Spinozisme, PUF, Παρίσι, 1971.

19. Werner Heisenberg, Physics and Philosophy, George Allen and Unwin Edition, Λονδίνο, 1958, σ. 67.

9 6 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

20. Lénine, Cahiers Philosophiques, δ.π., σσ. 107, 110,144. 21. Αύτ., σ. 131. 22. Arn., σσ. 139, 162, 165. 23. Slavoj Ziiek, στό Eustache Kouvélakis - Vincent Charbonnier (έπιμ.)

Sartre, l.ukacs,Althusser, des marxistes enphilosophie, PUF, Παρίσι, 2 0 0 5 , σ. 135.

24. Christian Fuchs, "The Self-Organisation of Matter", περ. Nature, Society, Thought, τόμος 16, άρ. 3 ( 2003 ), σ. 281.

25. Ε. Bitsakis, Physique et Matérialisme, δ.π., σποράδην. Yvon Quiniou, Problèmes du matérialisme, Meridiens Klincksieck, Παρίσι, 1987, σποράδην.

26. Georges Gastaud, περ. La Pensée, τεύχος 175,1990. Έπίσης, κείμενα τοϋ Ιδίου στό περιοδικό Étincelles, τεϋχος 8, 2003.

27. Evald Vassilievich Ilyenkov, Dialectical Logic, Progress Publishers, Μό-σχα, 1977.

Τ Ρ Ι Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Κοσμογένεση

Είναι δύσκολο γιά τους φυσικούς và μιλούν για άρχή τον Σύμπαντος. 'Επειδή δσο έπιχειροΰμε và πλησιάσουμε τήν νποτιθεμενη άρχική στιγμή τόσο περισσότερο άπομακρννό-μαστε άπό τή γνωστή Φυσική, καί άπό αυτή που είναι δυ-νατόν νά φανταστούμε.

Journal τοϋ Έθνικοϋ Κέντρου Ερευνών της Γαλλίας, 181,

I ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΕΓΡΑΦΕ Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, « δια τό θαυμάζειν ήρξαντο φιλοσοφείν ». Mè τή σειρά του ό Κάντ όμολογοΰσε

6τι δυό πράγματα γέμιζαν μέ θαυμασμό τήν ψυχή του : Ό ένα-στρος ουρανός πάνω του καί δ ήθικός κόσμος μέσα του. 'Αλλά οί άνθρωποι δέν άρχισαν νά άσχολοΰνται μέ τή φιλοσοφία, γράφει έ-πίσης ό 'Αριστοτέλης, παρά μόνο δταν είχαν έξασφαλίσει τά άναγ-καΐα γιά τή ζωή.

Οί άνθρωποι έθεσαν τό έρώτημα γιά τήν προέλευση καί τή φύ-ση τοΰ κόσμου δταν ήταν σέ θέση νά τό θέσουν. 'Από τούς πρώ-τους πού διατύπωσαν αύτό τό έρώτημα, πάντα σύμφωνα μέ τόν 'Αριστοτέλη, ήταν τό ιερατείο της Αιγύπτου. Οί άνθρωποι αύτοί είχαν τά αναγκαία γιά τή ζωή, χάρη στήν έργασία τών χωρικών κλπ. 'Ανάμεσα στά πρώτα έρωτήματα πού τέθηκαν : Πώς γεννή-θηκε ό κόσμος ; Υπήρχε πάντοτε ή δημιουργήθηκε άπό κάποιον θεό ; Υπήρχε κάποια πρωταρχική ούσία άπ' δπου γεννήθηκαν τά πάντα ; Τό Σύμπαν είναι πεπερασμένο ή δχι ; Έπίσης, έρωτήματα περισσότερο συγκεκριμένα : Πώς στρέφεται ό "Ηλιος γύρω άπό τή Γη ; Μέ ποιόν τρόπο ό ούρανός κρατιέται στόν άέρα ; Τί είναι τά άστρα ; Τί γίνεται ό άνθρωπος μετά τό θάνατο ; Κλπ., κλπ.

'Ανάλογα μέ τό χαρακτήρα τών άπαντήσεων μποροΰμε νά δια-κρίνουμε : 1 ) Τίς μυθικές κοσμογονίες 2 ) Τίς λιγότερο ή περισ-σότερο όρθολογικές κοσμολογίες, ιστορική άρνηση καί κληρονό-

Φεβρουίριος 2005, σ. 2

97

9 8 Τ Ρ Ι Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

μους τών μυθικών κοσμογονιών, 3 ) Τήν κλασική κοσμολογία άπό τήν έποχή τοϋ Κοπέρνικου ( Nicolaus Copernicus, 1473-1543 ), τοΰ Johannes Kepler ( 1571-1630 ), τοΰ Νεύτωνα, τοΰ Κάντ, τοΰ Λα-πλάς κλπ., 4 ) Τή σχετικιστική κοσμολογία. Ή τελευταία είναι τό άντικείμενο αύτοΰ τοΰ κεφαλαίου. Ή σχετικιστική κοσμολο-γία, έξάλλου, είναι κοσμολογία μέ τήν αύστηρή έννοια τοΰ όρου, έπειδή παρατηρησιακά προχωρεί πέρα άπό τό πλανητικό μας σύ-στημα και τό γαλαξία καί έπίσης διαθέτει έναν μαθηματικό φορ-μαλισμό έπιβεβαιωμένο άπό τήν παρατήρηση. Εντούτοις καί ή σχετικιστική κοσμολογία δέν έχει θεμελιωθεί σέ μιά βάση άπαλ-λαγμένη άπό συζητήσιμα άξιώματα. "Ετσι, καί αύτή έγινε πηγή ιδεολογιών καί μύθων. Οί μυθικές κοσμογονίες τών πρωτόγονων λαών, άντίθετα, περιείχαν συχνά όρθολογικά, ρεαλιστικά στοι-χεία, προδρομικά έπιστημονικών Ιδεών. Άνάμεσα στίς προεπι-στημονικές ιδέες καί τις έπιστήμες δέν υπάρχει, συνεπώς, κάποια τομή, όπως φαντάζονται σημερινοί ειδικοί, δέσμιοι της τυπικής λογικής καί τών φορμαλιστικών έπιστημολογιών.

Ά ς σκιαγραφήσουμε λοιπόν τήν προϊστορία της Κοσμολογίας. Έπειδή οί ιδέες τών κοσμογονικών μύθων καί τών μετέπειτα κο-σμολογιών δέν είναι χωρίς ένδιαφέρον, όπως θά δοΰμε, άκόμα καί γιά τους ειδικούς τής σημερινής Κοσμολογίας. Τελικός στόχος αύ-τοΰ τοΰ κεφαλαίου είναι νά άπαντήσει, στά πλαίσια της δικαιοδο-σίας τής έπιστήμης, άν ζοΰμε σέ ένα δημιουργημένο ή αύτοδημι-ουργούμενο Σύμπαν.

1. Άπο τους κοσμογονικούς μύθους στή νευτώνεια κοσμολογία

Κάθε λαός έχει τους δικούς του κοσμογονικούς μύθους. Τή δική του κοσμογονία. Οί πρώτες άπόπειρες νά εξηγηθεί ή γέννηση καί ή φύση τοΰ κόσμου ήταν άνθρωπομορφικές καί μυθικές. Παρά ταΰτα, συχνά οί κοσμογονικοί μύθοι περιείχαν όρθολογικούς πυ-ρήνες, άκόμα καί ιδέες απλοϊκά διαλεκτικές. Κατά τους όρφικούς,

Κ Ο Σ Μ Ο Γ Ε Ν Ε Σ Η 9 9

π.χ., ή Γή είναι άγέννητη. Ό χρόνος είναι γέννημα της Γης καί τοϋ έναστρου Ούρανοΰ. Ή φύση διέπεται άπό τήν άνάγκη ( άδρά-στεια ) κλπ.

Δέν είναι τυχαίο 6τι τό νερό έπαιξε σημαντικό ρόλο στίς μυ-θικές κοσμογονίες. Ή ζωή στήν Αίγυπτο καί στή Μεσοποταμία έξαρτιόταν άπό τούς μεγάλους ποταμούς : Τόν Νείλο, τόν Εύφρά-τη καί τόν Τίγρη. "Ετσι, σύμφωνα μέ τήν αιγυπτιακή κοσμογο-νία, υπήρξε μιά έποχή κατά τήν όποία δέν υπήρχε ούτε ό ούρανός ούτε ή γή. Τό μόνο πού υπήρχε ήταν τό άπεριόριστο νερό, τό ό-ποιο περιείχε τό κοσμικό σπέρμα. Άπό τό πρωταρχικό νερό γεν-νήθηκαν ό άέρας, οί θεοί κλπ. Κατά τούς Βαβυλώνιους, έπίσης, άπαρχή τοΰ κόσμου ήταν τό νερό. Τέλος, σύμφωνα μέ τούς κινεζι-κούς μύθους, ό ούρανός στηριζόταν σέ όκτώ πυλώνες, πού άκουμ-ποΰσαν σέ μιά Γή περιβαλλόμενη άπό νερό.

Άπό τήν άλλη πλευρά τοΰ Ατλαντικού, δπως σημειώνει ό G. Thomson, οί ιθαγενείς τής βόρειας περιοχής τής Ντακότα πί-στευαν δτι ό κόσμος είχε δημιουργηθεί άπό τόν άετό καί τήν κου-ρούνα. Ζώα, δπως ό κροκόδειλος, ό κάστωρ, ό δφις, ό σκύλος, έπαιζαν σημαντικό ρόλο στίς κοσμογονικές άντιλήψεις τών φυλών τής Αμερικής. Οί άντιλήψεις αύτές ήταν άσχετες μέ τό γεγονός δτι οί συγκεκριμένοι λαοί ήταν προπαντός κυνηγοί ;

Ό Τζ. Τόμσον παραθέτει μιά « διαλεκτική » άντίληψη τών Άζτέκων: «Ένας αιώνιος συμβολικός πόλεμος διεξαγόταν άνά-μεσα στό φώς καί τό σκότος, τό θερμό καί τό ψυχρό, τόν Νότο καί τόν Βορρά, τόν άνατέλλοντα καί τόν δύοντα ήλιο. Άκόμα καί τά άστρα ήταν συγκεντρωμένα σέ στρατούς τής Ανατολής καί σέ στρατούς τής Δύσης. Μάχες μονομάχων, συχνά μέχρι θανάτου, χρησίμευαν γιά νά έκφράσουν τελετουργικά αύτή τήν ιδέα [ . . . ] Ό ιερός αύτός πόλεμος βρισκόταν σχεδόν παντού στίς τελετουρ-γίες καί στή φιλοσοφία τής θρησκείας τών Άζτέκων ». ' Ή ένότη-τα καί ή πάλη τών άντιθέτων, άνθρωπομορφική στήν περίπτωση τών'Ινδιάνων, ήταν ήδη ένα άπό τά άξιώματα τής διαλεκτικής τοΰ 'Ηράκλειτου καί άλλων προσωκρατικών.

Θά έπιχειρήσουμε τώρα νά σκιαγραφήσουμε τΙς κοσμογονικές

1 10 Τ Ρ Ι Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

αντιλήψεις τών 'Ελλήνων, οί όποιες έπηρέασαν λιγότερο ή περισ-σότερο άμεσα τή νεότερη Κοσμολογία καί τόν εύρωπα'ικό πολιτι-σμό, καί πού παρουσιάζουν ένα προφανές ένδιαφέρον γιά τήν άνά-λυση τών θεμελιακών παραδοχών τής σύγχρονης Κοσμολογίας.

Τό νερό παίζει θεμελιακό ρόλο καί σ'αύτές τίς κοσμογονίες, οί όποιες, άλλωστε, είχαν έπηρεαστεί άπό τίς άντιλήψεις τών Αιγυ-πτίων καί τών λαών τής Μεσοποταμίας. Σύμφωνα μέ τά ομηρικά έπη, π.χ., ή Γή άποτελεϊ τό θεμέλιο τοΰ Σύμπαντος. Επρόκειτο βέβαια γιά μιά « προφανή άλήθεια ». Ή Γή είναι ένας πεπλατυ-σμένος δίσκος, κυκλικός, περιβαλλόμενος άπό τόν μεγάλο ποτα-μό, τόν Ωκεανό. Ό Ωκεανός θεωρείται « πατήρ πάντων ». Πάνω άπό τή Γή βρίσκονται ό άέρας, ό αιθέρας καί ό ούρανός. Ό ούρανός είναι στερεός. Είναι κατασκευασμένος άπό μπρούντζο καί σίδηρο. Τά άστρα κολυμπούν μέσα στόν'Ωκεανό, μέ εξαίρεση τήν Άρκτο. Όσο γιά τόν Άδη, αύτός βρίσκεται κάτω άπό τήν έπιφάνεια τής Γής. (Ή άποψη γιά τόν Άδη παραμένει άκόμα ζωντανή, κυρίως άνάμεσα στούς χωρικούς. )

Γιά τόν Όμηρο τό νερό είναι άρχή άπό τήν όποία γεννήθηκαν τά πάντα. Τό νερό καί οί θεότητες τοΰ νερού βρίσκονται στήν άπαρχή τών όντων. Άκόμα καί οί θεοί είναι ένδοκοσμικά όντα. Δέν είναι δημιουργοί τοϋ κόσμου. Ό 'Ωκεανός είναι πατήρ τόσο τών άνθρώπων δσο καί τών θεών.2 Σύμφωνα μέ τή Θεογονία τοΰ 'Ησιόδου (8ος-7ος αί. π.Χ.), έπίσης, δέν ύπάρχει δημιουργός. Ή Γή καί ό Ούρανός γεννήθηκαν άπό τό άρχέγονο Χάος. Ή Θεογο-νία είναι κοσμογονία : Κοσμοαντίληψη μέ ποιητική μορφή :

"Ητοι μεν πρώτιστα Χάος γένετ', αντάρ επειτα Γαΐ' ενρύστερνος, πάντων εδος άσφαλες αίει άθανάτων, οί εχονσι χάρη νιχρόεντος 'Ολύμπου τάρταρά τ'ήερόεντα μυχω χθονος ευρυοδείης, ήδ' "Ερος, δς, κάλλιστος έν άθανάτοισι θεοϊσι, λυσιμελής, πάντων τε θεών πάντων τ'άνθρώπων δάμναται εν στήθεσσι νόον καί έπίφρονα βουλήν. 'Εκ Χάεος δ' Έρεβος τε μέλαινά τε Νύξ έγένοντο,

Κ Ο Σ Μ Ο Γ Ε Ν Κ Σ Η Ι Ο Ι

Νυκτός δ'αΰτΆιθήρ τε xal Ήμερη έξεγένοντο, οΰς τέχε χνσαμενη, Έρέβει φιλότητι μιγεϊσα. Γαία δε τοι πρώτον μεν έγείνατο Ισον εαυτή Ούρανον άστερόενθ', ίνα μιν περι πάντα χαλύπτοι, δφρ' εϊη μαχάρεσσι θεοΐς εδος άσφαλες αίεί.3

Κατά τις πρωτόγονες κοσμογονίες δέν υπάρχει Δημιουργός. Ή Γη προήλθε άπό τό Χάος καί άπ' αύτή τά υπόλοιπα. Οί άνθρωποι δημιουργήθηκαν άπό γή καί νερό. Κατά τή Βίβλο, έπίσης, ό άν-θρωπος δημιουργήθηκε άπό χώμα καί νερό άπό τόν Θεό. 'Αλλά κατά τό μύθο τής Πανδώρας, ή πρώτη γυναίκα δημιουργήθηκε άπό τόν "Ηφαιστο, ό όποιος δμως δέν ήταν ύπερφυσικό δν. Ό 'Ορ-φισμός, έπίσης, ήταν ένα είδος μυθικής κοσμοαντίληψης, καθώς καί Ινα εΐδος σωτηριακής θρησκείας. Καί κατά τή διδασκαλία τοΰ 'Ορφισμού, έπίσης, στίς άπαρχές τοΰ κόσμου ύπήρχε ή γή καί τό νερό. Ή φύση είναι αύτοδημιούργητη καί ή έξέλιξή της υπακούει σέ παγκόσμιους νόμους. Τό Σύμπαν είναι άφθαρτο καί αιώνιο. Ό χρόνος γεννήθηκε άπό τή Γή καί τόν έναστρο Ούρανό. Ή φύση, τέλος, διέπεται άπό τήν άνάγκη (άδράστεια). Θά παραθέσουμε άλλη μιά φορά άπόσπασμα άπό τόν Τζ. Τόμσον : « Ό 'Ορφέας διη-γούνταν μέ τά τραγούδια του πώς χωρίστηκαν βίαια ό ούρανός, ή γή καί ή θάλασσα πού πρώτα ήταν ένωμένα" μέ ποιόν τρόπο τά άστρα, ή Σελήνη καί ή πορεία τοΰ "Ηλιου είναι Ινα αιώνιο σημά-δι στόν ούρανό, καί πώς σχηματίστηκαν τά βουνά καί τά φλύαρα ποτάμια, μέ τΙς νύμφες καί δλα τά δημιουργήματα πού έρπουν έκεΐ». Σύμφωνα μ'αύτή τήν παράδοση, ό ούρανός καί ή γή ήταν ένωμένα. Στή συνέχεια χωρίστηκαν. Τό πρωταρχικό αύγό, έπί-σης, σύμφωνα μέ τήν όρφική παράδοση, δπως καί μέ τις Upanishads, χωρίστηκε στά δυό. Ό Τζ. Τόμσον παραθέτει : « Στήν άρχή δέν υπήρχε" γεννήθηκε καί μεγάλωσε" μετατράπηκε σέ αύ-γό' τό αύγό έπωάστηκε Ιναν χρόνο" τό αύγό άνοιξε" τό μισό ήταν άπό άσήμι, τό άλλο άπό χρυσό" τό άσημένιο μισό έγινε ή γή μας" τό χρυσό, ό ούρανός... Καί αύτό πού γεννήθηκε ήταν ό Aditya, ό ήλιος».4

1 0 2 Τ Ρ Ι Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Συμπέρασμα : Κοσμογονικοί μύθοι, συχνά άνθρωπομορφικοί. Εντούτοις, ή φύση δέν δημιουργήθηκε άπό κάποιο υπερφυσικό Όν. Οί θεοί, δπως καί οί άνθρωποι, είναι ένδοκοσμικά 6ντα. Ή έξέλιξη τής φύσης διέπεται άπό παγκόσμιους νόμους. Συνεπώς : Ή ιδέα τοΰ Θεοΰ-Δημιουργοΰ τοΰ κόσμου, ex nihilo, δέν ύπάρχει σ'αύτές τίς κοσμογονίες. "Εξαίρεση : Ή έβραϊκή παράδοση, καί στή συνέχεια ή χριστιανική.

Είναι λοιπόν δυνατόν νά μιλάμε γιά άφελή, έστω, ύλισμό ή, τουλάχιστον, γιά φυσιοκρατική άντίληψη σέ σχέση μέ τίς μυθικές κοσμογονίες ; Ένα τέτοιο τολμηρό συμπέρασμα θά ήταν χωρίς θε-μέλιο. Έπειδή, άκόμα καί άν οί θεοί δέν ήταν δημιουργοί τοΰ κό-σμου, ένα πλήθος άνθρωπόμορφα δντα, θεοί, δαίμονες, νύμφες, νε-ράιδες, κλπ., κυβερνούσαν τά φυσικά φαινόμενα. Στή συνέχεια, οί « πρώτοι φιλόσοφοι » επιχείρησαν νά έξηγήσουν τά φυσικά φαι-νόμενα μέ φυσικά αίτια. Κατά τούς πρώτους φυσιοκράτες, π.χ., οί σεισμοί προκαλούνται άπό τΙς τρικυμίες. Ό κεραυνός προκα-λείται άπό τή σύγκρουση τών νεφών κλπ. Ό Farrington έγραφε δτι οί Μιλήσιοι έδιωξαν τούς θεούς. 'Αλλά τά πράγματα είναι περισ-σότερο περίπλοκα. 'Ακόμα καί ό ύλιστής Επίκουρος, πολύ άργό-τερα, δέν είχε άποκλείσει τούς θεούς άπό τήν κοσμολογία του. 'Αλλά καί οί θεοί τοΰ Επίκουρου, δπως καί οί « δαίμονες » τοΰ Θαλή, ήταν ένδοκοσμικά δντα.

Δέν υπάρχει τομή άνάμεσα στους κοσμογονικούς μύθους καί τίς κοσμολογίες τών'Ιώνων πού τούς διαδέχτηκαν. Πράγματι, οί Μιλήσιοι ένσωμάτωσαν στις κοσμολογίες τους πολλές μυθικές άντιλήψεις καί ειδικά άνατολικούς μύθους. 'Αλλά ή φύση σ'αύτές τις κοσμολογίες είχε ήδη, λιγότερο ή περισσότερο, « άποκαθαρ-θεϊ ». Κατά τόν (λ Ε. R. Lloyd : « Μέ τή λέξη " άνακάλυψη της φύ-σης " έννοώ τήν κατανόηση τής διάκρισης άνάμεσα στό " φυσικό " καί τό " ύπερφυσικό ", δηλαδή τό γεγονός δτι κατανοήθηκε πώς τά φυσικά φαινόμενα δέν είναι προϊόντα άπό τυχαίες καί αύθαίρε-τες έπιδράσεις, άλλά δτι ρυθμίζονται καί διέπονται άπό διαδοχι-κούς καθορισμούς αιτίας καί άποτελέσματος. Πολλές ιδέες πού άποδίδονται στούς Μιλήσιους άνακαλοΰν έντονα προηγούμενους

Κ Ο Ι Μ Ο Γ Ε Ν Ε Σ Η 1 0 3

μύθους, άλλά διαφέρουν άπό τΙς μυθολογικές έρμηνεϊες, κατά τό δτι παραλείπουν κάθε άναφορά σέ υπερφυσικές δυνάμεις. 'Αλλά οί πρώτοι φιλόσοφοι δέν ήταν διόλου άθεοι : Κατά τόν Θαλή, π.χ., " τά πάντα είναι γεμάτα άπό θεούς " 3 ».

Τό πέρασμα άπό « τό μύθο στό Λόγο » δέν ήταν ούτε στιγμιαίο ούτε ολοκληρωτικό. 'Αλλά οί θεοί τών 'Ιώνων, τών 'Ατομικών, κλπ., δέν ήταν δημιουργοί τής Φύσης. ΤΗταν καί αύτοί φυσικές όντότητες, δπως άλλωστε καί οί θεοί τοΰ ομηρικού Πανθέου. Δέν είναι συνεπώς τυχαίο δτι οί πρώτοι φιλόσοφοι άναζήτησαν κάποια ύλική άρχή άπ' δπου τό καθετί άντλεϊ τό είναι του, στό όποιο τε-λικά έζαφανίζεται καί τοΰ οποίου ή ούσία παραμένει παρ' δλες τίς μεταβολές.

Συνεπώς, οί « πρώτοι φιλόσοφοι », οί « φυσιοκράτες », δέχτη-καν τήν άντικειμενικότητα καί τήν αυθυπαρξία ( asséité ) τής φύ-σης. Κατά τόν Θαλή, π.χ., καί τή σχολή του, ό κόσμος είναι Ινας. Τό νερό βρίσκεται στήν άπαρχή τών πραγμάτων. Τό νερό είναι «άρχή». Τά φυσικά φαινόμενα, δπως ό κεραυνός, οί σεισμοί, κλπ., δέν προκαλούνται άπό άνθρωπόμορφα δντα, δπως ό Ζεύς, ό Ποσειδών, οί νύμφες, οί θεοί κλπ., άλλά άπό φυσικά αϊτια. Τό ϊδιο ισχύει γιά τό άπειρο τοΰ 'Αναξίμανδρου, τόν άέρα τοΰ Άναξιμέ-νη, τό πυρ τοΰ 'Ηράκλειτου καί τά άτομα τοΰ Λεύκιππου καί τοΰ Δημόκριτου. 'Ακόμα καί τό Είναι τών 'Ελεατών, άγέννητο, άφθαρ-το καί άκίνητο, θά μπορούσε νά θεωρηθεί « ύλικό ».

Κατά τά φαινόμενα, υπάρχει μιά έξαίρεση μεταξύ τών προσω-κρατικών: Ό 'Αναξαγόρας. Πράγματι, σύμφωνα μέ τόν'Αριστο-τέλη, ό 'Αναξαγόρας θεώρησε τό Νοΰ άρχή τών πραγμάτων. 'Ανά-μεσα στά 6ντα ό Νοΰς είναι ό μόνος πού είναι άπλός καί καθαρός. Στήν ίδια άρχή ό 'Αναξαγόρας άποδίδει, κατά τόν 'Αριστοτέλη, τήν ικανότητα τής γνώσης καί τής κίνησης, δταν λέγει δτι ό Νοΰς κινεί τά πάντα.7 Όμως, ήδη ό 'Αέτιος έθετε τό έρώτημα άν ή ψυχή είναι σωματική καί ποιά είναι ή ούσία της. Σύμφωνα μέ τή μαρ-τυρία του, « ό Άναξιμένης, ό 'Αναξαγόρας, ό 'Αρχέλαος καί ό Διο-γένης υποστηρίζουν δτι είναι φτιαγμένη άπό άέρα ». Κατά τόν 'Αναξαγόρα « δλα τά πράγματα στήν άρχή ήταν μαζί, καί ύστερα

1 0 4 Τ Ρ Ι Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

ήλθε ό Νοϋς για να τα βάλει σέ κίνηση, σέ διαφορισμό καί σέ τά-ξη ( πάντα ταύτα διεκόσμησεν ) ». 'Αλλά ό 'Αναξαγόρας ήταν πράγ-ματι « ιδεαλιστής » ; Σύμφωνα μέ ορισμένες μαρτυρίες ό φιλόσο-φος θεωρούσε τό Νοΰ κοσμικό πνεύμα, ένα είδος εξαιρετικά λε-πτής υλης, ένα σπέρμα, τό πιό έλαφρό άπό δλα, αιτία τής κίνησης καί τής τάξης. Δέν είναι συνεπώς τυχαία ή κριτική στάση τοΰ 'Αριστοτέλη : «Ό 'Αναξαγόρας χρησιμοποιεί γιά τήν κοσμογονία του τό Νοΰ, καί άν κάποιος άπορήσει καί τόν ρωτήσει γιατί τά πράγματα γίνονται άπό άνάγκη, τότε παρακάμπτει τό έρώτημα καί επικαλείται θεωρίες άλλες άπό τό Νοΰ ». 'Αλλά καί ό Κλήμης ό 'Αλεξανδρινός ( -150 - άρχές 2ου αί.) τόν κατηγορούσε γιά άσυν-έπεια : «'Αλλ' ούδέ ούτος έτήρησε τήν αίτίαν τήν ποιητικήν, δί-νους τινάς άνοήτους άναζωγραφών συν τή τοΰ νοΰ άπραξία τε καί àvoiijt ». Τέλος, ό 'Αναξαγόρας θεωροΰσε τό Σύμπαν άπειρο καί διέκρινε τΙς έννοιες Σύμπαν καί κόσμος.8 Τελικά, δέν υπάρχει δυϊ-σμός στούς προσωκρατικούς. Χωρίς νά δεχτοΰμε τήν υλιστική θέ-ση μέ τήν πλήρη σύγχρονη έννοια, ή μονιστική άντίληψη γιά τή φύση είναι κοινή σέ δλους αύτούς τούς στοχαστές.

Οί «πρώτοι φιλόσοφοι», συνεπώς, ήταν φυσιοκράτες. 'Επι-πλέον, τουλάχιστον ό 'Αναξίμανδρος, ό 'Αναξιμένης καί ό Δημό-κριτος, θεωροΰσαν τό Σύμπαν άπειρο, διέκριναν τΙς έννοιες Σύμ-παν καί κόσμος, καί άντίστοιχα δέχονταν τήν ΰπαρξη άπειρων κό-σμων. Τό μεγάλο σχίσμα στή φιλοσοφία, σέ ιδεαλισμό καί ύλισμό, πραγματοποιήθηκε άργότερα, μέ τό έργο τοΰ Δημόκριτου καί τοϋ Πλάτωνα. Κατά τούς "Ιωνες, ή φύση είναι αιτία τοΰ έαυτοΰ της. 'Επιπλέον βρίσκεται σέ κίνηση καί μετασχηματισμό. Ό 'Αριστο-τέλης θά ένσωμάτωνε άργότερα τήν κίνηση στήν όντολογία του : «Όσο γιά μας, άς θέσουμε ώς άρχή δτι τά φυσικά δντα, συνολικά ή έν μέρει, βρίσκονται σέ κίνηση. Αύτό άλλωστε είναι φανερό μέ τήν έπαγωγή».9 Ό'Αριστοτέλης θεωροΰσε τή φύση «άρχήν κι-νήσεως καί αλλαγής ». Ή κίνηση, κατά τόν Σταγειρίτη, είναι άνα-παλλοτρίωτη ιδιότητα τής φύσης, άναρχη, δπως καί ό χρόνος, έπειδή ό χρόνος καί ή κίνηση καθορίζονται άμοιβαΐα.

Συνεπώς : 'Αντικειμενικότητα, αύθυπαρξία, αιωνιότητα, δυνα-

Κ Ο Ε Μ Ο Γ Ε Ν Ε Ε Η ι ο 5

μικός χαρακτήρας τής φύσης. Φύση αδημιούργητη, άπειρη στό χώρο καί στό χρόνο. Τό άπειρο, τό απεριόριστο κατά τόν 'Αναξί-μανδρο, είναι άρχή. 'Από τό άπειρο γεννιούνται οί ούρανοί καί οί κόσμοι. Τό άπειρο υπήρχε πριν άπό τά πράγματα, καί άπό αύτό πρόκυψε ή άρχέγονη ύλη. Τά πάντα προκύπτουν άπό τό άπειρο καί σ' αύτό έπιστρέφουν μέ τήν καταστροφή τους. Ό κύκλος της γέ-νεσης καί τής φθοράς, πού έχει κινητήρια δύναμη τήν πάλη τών άντιθέτων, άφορα δλα τά όντα. Τό άπειρο είναι ή πηγή τής άπει-ρότητας τών κόσμων.10 ('Εδώ είναι δυνατόν νά έπισημάνει κανείς μιά άναλογία, άλλά μόνον αναλογία, μέ τόν ώκεανό τού αιθέρα τού 'Αϊνστάιν, τό ύποκβαντικό έπίπεδο τής σχολής Ντέ Μπρέιγ, μέ τό κενό ώς ώκεανό άπ' δπου άναδύονται τά σωμάτια τοΰ κβαντικού έπιπέδου.)

Ό'Αναξιμένης (-585 π.Χ. —525 π.Χ.), μαθητής τοΰ 'Αναξί-μανδρου, δεχόταν καί αύτός -σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοΰ Σι-μπλίκιου- μία καί μόνη ύλη ώς υπόβαθρο. 'Αλλά άντί νά τή θεω-ρήσει άπροσδιόριστη, δπως ό 'Αναξίμανδρος, τήν προσδιόρισε, λέ-γοντας δτι είναι ό άέρας. Ό άέρας είναι ή άρχή δλων τών πραγ-μάτων. Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοΰ 'Αέτιου, ή ψυχή μας, πού άποτελεΐται άπό άέρα, εξασφαλίζει τή συνοχή μας. Ό άέρας είναι άπειρος : «'Ανάγκη καί άπειρον είναι καί πλούσιον, διά τό μηδέ-ποτε έκλείπειν ». "

Άπειρο τοΰ Αναξίμανδρου. Άπειρο τοΰ Άναξιμένη. Απειρία τών άτόμων. Απειρία τών κόσμων. Οί προσωκρατικοί διέκριναν άνάμεσα στό Σύμπαν καί τούς κόσμους, άντίθετα μέ τούς σημε-ρινούς όπαδούς τοΰ Big Bang. Κατά τόν Αναξίμανδρο ή φύση είναι αιώνια καί περιλαμβάνει άπειρους κόσμους.12 Έπίσης, κατά τόν Άναξιμένη ό άέρας είναι ποσοτικά άπειρος καί ή γένεση καί ή κα-ταστροφή τών σωμάτων δέν έπηρεάζει τήν ποσότητά του. Καί ό Αναξαγόρας υποστήριζε δτι υπάρχουν καί άλλοι κόσμοι, κατοι-κημένοι δπως καί ό δικός μας. Αύτοί οί άνθρωποι, έλεγε, έχουν πόλεις στις όποιες κατοικούν καί άγρούς πού τούς καλλιεργούν δ-πως κι έμεΐς. Έπίσης οί 'Ατομικοί φιλόσοφοι δέχονταν τήν ύπαρξη άπειρων κόσμων. Τέλος, ό Εμπεδοκλής (-493 π.Χ. - -433 π.Χ.)

1 10 Τ Ρ Ι Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

δίδασκε δτι ό κόσμος είναι ένας. 'Αλλά καί κατ'αύτόν, ό κόσμος δέν είναι τό παν. Είναι μικρό μέρος τοΰ βλου, ένώ τό υπόλοιπο είναι αδρανής ΰλη.13

Τέλος, στή φιλοσοφία τοΰ 'Ηράκλειτου, συναντάμε μιά μονι-στική-ύλιστική καί διαλεκτική άντίληψη γιά τόν κόσμο. Σύμφω-να μέ ένα άπό τά έλάχιστα άποσπάσματα τοΰ σοφοΰ τής 'Εφέσου πού έφτασαν ώς έμας : « Τόν κόσμο τούτον, ίδιον γιά δλους, δέν τόν δημιούργησε ούτε θεός ούτε άνθρωπος, άλλά ήταν πάντα, είναι καί θά είναι άείζωη φωτιά πού σύμφωνα μέ νόμους άνάβει καί σβήνει ». Τό πυρ, ένεργητικό στοιχείο, είναι τό μόνο υπόστρωμα τοΰ κόσμου. Ή κίνηση είναι καί αύτή άρχή, καί όφείλεται στήν πάλη καί στήν ένότητα τών άντιθέτων. Ό κόσμος είναι άρμονία τών έναντίων, « δπως ή άρμονία τοΰ τόξου καί τής λύρας ».14

Συνεπώς : Άπειρο καί άπειρότητα κόσμων. Ά ς παραθέσουμε τόν Σιμπλίκιο ( -490 —560 ) : « 'Εκείνοι πού έθεσαν ώς ύπόθεση δτι οί κόσμοι είναι άπεριόριστοι σέ άριθμό, δπως οί μαθητές τοΰ Αναξίμανδρου, τοΰ Λεύκιππου, τοΰ Δημόκριτου καί άργότερα τοΰ 'Επίκουρου, έθεσαν ώς άρχή δτι ή γένεση καί ή φθορά τους δέν γνωρίζουν δριο, λέγοντας δτι ή γένεση τών μέν συνοδεύεται άπό τή φθορά τών άλλων. "Ετσι ή κίνηση είναι αιώνια, έπειδή άν άπου-σιάζει ή κίνηση, τότε δέν ύπάρχει ούτε γένεση οΰτε φθορά ». Θά προσθέσουμε καί μιά μαρτυρία τοΰ Διογένη τοΰ Λαέρτιου ( 3ος αί. μ.Χ. ) πού άφορα τήν κοσμολογία τοΰ Δημόκριτου : « Στήν άπαρ-χή δλων τών πραγμάτων ύπάρχουν τό άτομο καί τό κενό ( δλα τά άλλα δέν είναι παρά υποθέσεις ). Οί κόσμοι είναι άπεριόριστοι, σέ γένεση καί σέ φθορά. Τίποτα δέν γεννιέται άπό τό τίποτα καί οΰτε έπιστρέφει στό τίποτα. Τά άτομα είναι άπεριόριστα σέ μέγεθος καί σέ άριθμό καί παρασύρονται στό πάν μέ στροβιλώδη κίνηση. Έτσι γεννιούνται τά σύνθετα σώματα : τό πΰρ, ό άήρ, τό ύδωρ, ή γή. 'Επειδή αύτά είναι σύνολα άφθαρτων καί σταθερών λόγω τής σταθερότητας άτόμων». Όλα τά σώματα γεννιούνται άπό τήν άνάγκη : Αιτία είναι ή δίνη πού καλείται άνάγκη. Συνολικά, μιά άντίληψη μέ μηχανιστική χροιά, άλλά υλιστική. Έπίσης, σύμφω-να μέ τή μαρτυρία τοΰ Κικέρωνα ( 106 π.Χ. - 43 π.Χ. ) τά άτομα

Κ Ο Σ Μ Ο Γ Ε Ν Ε Σ Η 107

κινούνται στό κενό, « στό όποιο δέν υπάρχει ούτε πάνω ούτε κά-τω ούτε μέσον ούτε άκρον. "Ετσι ώστε ένώνονται κατά τή συνάν-τησή τους, για νά σχηματίσουν δλα 6σα βλέπουμε νά υπάρχουν : Θα πρέπει νά καταλάβουμε δτι ή κίνηση τών άτόμων δέν είχε άρχή καί δτι είναι αιώνια ».15

Έτσι : Άπειρότητα τών κόσμων, γένεση καί καταστροφή στό χώρο καί στό χρόνο. Κατά τόν Αριστοτέλη, τό άπειρο δέν είναι πραγματοποιημένο : Είναι δυνάμει. Δέν είναι διάρκεια. Είναι γί-γνεσθαι, δπως ό χρόνος καί ό άριθμός τοϋ χρόνου. Τό άπειρο γε-νικά βρίσκεται στό γεγονός δτι έκεΐνο πού λαμβάνουμε είναι πάν-τοτε πεπερασμένο, άλλά πάντοτε νέο, διαφορετικό. "Ωστε τό άπει-ρο δέν πρέπει νά τό παίρνουμε ώς « τόδε τι », σάν άνθρωπο, π.χ., ή σάν οικία, άλλά δπως μιλάμε γιά τήν ήμέρα καί γιά τόν άγώνα, πού τό είναι τους δέν είναι κάποια ούσία, άλλά βρίσκεται πάντα σέ γένεση καί σέ φθορά καί βέβαια είναι πεπερασμένο, άλλά « άεί γε έτερον καί έτερον ».16 Δέν υπάρχει μέτρον τοϋ άπειρου. Εντού-τοις ό Αριστοτέλης, ό όποιος έδωσε έναν δυναμικό ορισμό στό ά-πειρο, ήταν ένας άπό τούς έπιφανέστερους έκπροσώπους τοΰ γεω-κεντρικοΰ σφαιρικού καί πεπερασμένου σύμπαντος.

Στό πλαίσιο αύτής της συνοπτικής εισαγωγής δέν είναι δυ-νατόν νά άναφερθοΰμε σέ δλες τίς έλληνικές σχολές. Θά άναφερ-θοΰμε δμως στή σχολή τών στωικών, έπειδή ή κοσμολογία τους παρουσιάζει ιδιαίτερο ένδιαφέρον. Σύμφωνα μ'αύτή τή σχολή, υπάρχει μιά παγκόσμια ούσία, μιά πρωτοόλη. Ή ούσία αύτή εί-ναι ποσοτικά σταθερή, άγέννητη καί άφθαρτη. Άπό τήν πρωταρ-χική αύτή ούσία ό Θεός δημιούργησε τόν κόσμο. Ό Θεός είναι δη-μιουργική άρχή καί δημιούργησε τόν κόσμο έργαζόμενος σάν τε-χνίτης. Τό πΰρ είναι δημιουργική δύναμη καί μπορεί νά προκαλέ-σει μιά γενική έκπύρωση τοΰ κόσμου. Όλος ό κόσμος έπηρεάζε-ται άπό τήν έκπύρωση, μετά τήν όποία δέν μένει τίποτα έκτός άπό τό πυρ. Άλλά τό πυρ, δπως ένα ζωντανό 6ν, μπορεί νά προκαλέ-σει τήν άνανέωση τοΰ κόσμου. 'Εξαιτίας τής έκπύρωσης ή ύλη με-ταπίπτει στήν κατάσταση τής προκοσμικής ούσίας. Καί ό κύκλος έπαναλαμβάνεται. Σύμφωνα μέ τήν κοσμολογία τών στωικών, ό

1 10 Τ Ρ Ι Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

κόσμος είναι πεπερασμένο σώμα περιβαλλόμενο άπό άπειρο κε-νό. Συνεπώς ό κόσμος είναι δυνατόν νά διαστέλλεται ή νά συ-στέλλεται άνάλογα μέ τήν κοσμική φάση. 'Αλλά, άντίθετα μέ τή σημερινή υπόθεση τοϋ Big Bang, έξω άπό τόν κόσμο υπάρχει τό κενό, τό όποιο έκτείνεται στό άπειρο άπ'δλες τίς πλευρές. Συν-επώς ή διαστολή καί ή συστολή πραγματοποιούνται στό υπάρχον κενό. Ή υπόθεση τοϋ Big Bang υποστηρίζει τό άντίθετο : Τό « Σύμ-παν » διαστέλλεται στό πουθενά δημιουργώντας τό χώρο ! 'Αλλά θά επανέλθουμε.

Θά τελειώσουμε αύτή τή σύντομη έπισκόπηση μέ μιά άναφορά στίς άντιλήψεις τών 'Ελεατών : Στή μεταφυσική τοΰ άγέννητου, άκίνητου καί άφθαρτου Είναι. Καί ή σχολή αύτή δέχεται δτι τό παν προέρχεται άπό τή Γή. Έξω άπό τό Είναι καί τό μή Εϊναι δέν υπάρχει τίποτα. Τό Είναι έχει άπόλυτη ΰπαρξη. Είναι άδιαίρετο καί πλήρες. Άλλά, άντίθετα μέ τίς κοσμολογίες τών 'Ιώνων, ή κο-σμολογία τών'Ελεατών στηρίζεται στή βάση τοΰ αιώνιου καί άκί-νητου Όντος : « Δέν μοΰ μένει παρά νά μιλήσω γιά τό δρόμο πού λέγει: Είναι. Πολυάριθμα σημάδια δείχνουν δτι αύτό πού είναι είναι άδημιούργητο καί άφθαρτο, έπειδή είναι ομοιόμορφα άκίνη-το, χωρίς τέλος. Ποτέ δέν ήταν καί δέν θά είναι, έπειδή εϊναι, ολό-κληρο, παρόν, ένα, συνεχές. Ποιά γένεση λοιπόν νά τοΰ άναζητή-σουμε ; » Τό Ό ν τοΰ Παρμενίδη δέν έπιδέχεται άλλαγή : «Άπό έδώ καί μπρός σβήνει ή ιδέα τής γένεσης καί ή φθορά είναι άδια-νόητη ». Τό υπάρχον « είναι άκόμα άκίνητο, δέσμιο ισχυρών άλυ-σίδων, χωρίς άρχή, χωρίς τέλος ».18 Σύμφωνα μέ τή διαλεκτική τοΰ'Ηράκλειτου τό είναι είναι και δέν είναι. Κατά τή μεταφυσική τών 'Ελεατών, είναι ή δέν είναι. Τυπική λογική άντίθετα μέ τή διαλεκτική λογική τών 'Ιώνων.

Οί "Ιωνες καί οί Ατομικοί άντιπροσωπεύουν τό φυσιοκρατικό-ύλιστικό ρεΰμα τής έλληνικής φιλοσοφίας. Οί κυριότεροι άντι-πρόσωποι τοΰ ιδεαλιστικού ρεύματος ήταν, ώς γνωστόν, οί πυθα-γόρειοι, ό Πλάτων καί ή σχολή του. Ή συμβολή τής σχολής τοΰ Πυθαγόρα στήν άνάπτυξη τών Μαθηματικών είναι γνωστή. Άλλά ή όντολογία των πυθαγορείων επηρεάστηκε άποφασιστικά άπό τή

Κ Ο Σ Μ Ο Γ Ε Ν Ε Σ Η 1 0 9

σχεδόν ολοκληρωτική άπασχόλησή τους μέ τούς άριθμούς. Κατά τούς πυθαγόρειους, τα πάντα είναι άριθμός. Όπως γράφει δ Αρι-στοτέλης, « οί πυθαγόρειοι, θρεμμένοι μέ αύτή τήν άποκλειστική σπονδή [ τών Μαθηματικών ] φαντάστηκαν πώς οί άρχές τών Μα-θηματικών είναι καί άρχές 6λων τών όντων. Καί καθώς οί άριθ-μοί είναι φυσικά οί πρώτοι άνάμεσα στίς άρχές αύτής τής τάξης, νόμισαν δτι άνακάλυψαν έκει ένα πλήθος ομοιότητες μέ τά δντα καί μέ τά φαινόμενα πολύ περισσότερες άπ' δ,τι μπορεί νά βρει κα-νείς στή φωτιά, στή γή καί στό νερό ».19 Κατά τούς πυθαγόρειους τό Σύμπαν είναι σφαιρικό καί ή Γή κατέχει τό κέντρο του.

Εντούτοις είναι δυνατόν νά άνιχνεύσουμε κάποια « διαλεκτικά » στοιχεία άκόμα καί στίς άντιλήψεις τών πυθαγορείων. Πρόκειται δμως γιά μυστικιστική « διαλεκτική ». Ό άριθμός 10 είναι ό τέλει-ος άριθμός. Υπάρχουν έπίσης 10 άρχές οί όποιες συνιστούν ζεύγη άντιθέτων. Τό Σύμπαν θά έπρεπε νά άντιστοιχεΐ στή δεκάδα. Όμως δέν υπήρχαν παρά μόνον 9 ορατά σώματα. Άς άκούσουμε λοιπόν πά-λι τόν 'Αριστοτέλη : «Όταν παρατηρούσαν κάπου ένα κενό, έσπευ-δαν νά προσθέσουν έναν κρίκο γιά νά έξασφαλίσουν τήν τέλεια συν-οχή τού συστήματός τους. Παίρνω έδώ ένα παράδειγμα : 'Εφόσον ή δεκάς μοιάζει νά είναι τέλεια καί νά περιλαμβάνει τή φύση τών άριθμών συνολικά, ισχυρίζονται δτι καί τά ούράνια σώματα είναι έπίσης δέκα. 'Αλλά καθώς δέν βλέπουμε παρά μόνον έννέα, έφευρί-σκουν γιά τις άνάγκες τής περίπτωσης έναν δέκατο : τήν Άντιχθό-να ».20 Είναι βέβαιο δτι οί ειδικοί τής σημερινής Κοσμολογίας δέν χρησιμοποιούν ένίοτε τήν πρακτική τών πυθαγορείων ; Θά δούμε.

Μέ τόν Πλάτωνα ολοκληρώνεται τό σχίσμα στή φιλοσοφία. Πάντοτε κατά τόν'Αριστοτέλη, ό Πλάτων άκολουθούσε, κατά μέ-γα μέρος, βήμα τό βήμα, τούς τελευταίους πυθαγόρειους. Σύμφω-να μέ τήν οντολογία του, τό Όντως Ό ν δέν είναι υλικό. Τό πραγ-ματικό Όν είναι οί 'Ιδέες καί τά συγκεκριμένα πράγματα δέν είναι παρά άντίγραφα τών 'Ιδεών. Οί μορφές είναι ή αιτία τών δντων. Άλλά, παρά τόν ριζικό ιδεαλισμό του, ό Πλάτων, άκολουθώντας έν μέρει τήν ιωνική παράδοση, δεχόταν τήν ύπαρξη « υλικών » ού-σιών: τής φωτιάς, τοϋ νερού, τής γης, τού άέρα. Προφανώς δέν

1 1 0 Τ Ρ Ι Τ Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

έπρόκειτο γιά υλικές άρχές, άλλά γιά μαθηματικά ιδεατά : γιά γε-ωμετρικές μορφές. Έτσι, π.χ., ή φωτιά άντιστοιχεΐ στό τετράε-δρο, ό άέρας στό όκτάεδρο, τό νερό στό είκοσάεδρο, καί ή γη στόν κύβο ( έξάεδρο ). Κατά τόν Πλάτωνα ό Θεός δημιούργησε τόν κό-σμο κατά τό καλύτερο πρότυπο, έπειδή είναι « άγαθός ». Όμως δέν δημιούργησε τήν « ΰλη ». Οί Ιδέες είναι άδημιούργητες. Ό Θεός δημιουργεί άπλώς τάξη. Άκόμα, δέν είναι καν παντοδύνα-μος : κάνει τό καλύτερο δυνατό. Συνεπώς ό Δημιουργός τοΰ Πλά-τωνα, άντίθετα μέ τόν Θεό τής Παλαιάς Διαθήκης ( καί τής Νέ-ας ), δέν δημιούργησε τόν κόσμο ex nihilo.

Ή συμβολή τής σχολής τοΰ Πλάτωνα στήν ανάπτυξη τών Μα-θηματικών καί τής Αστρονομίας είναι γνωστή. Άλλά στόχος μας είναι άλλος : Κατά τούς πυθαγόρειους τό Σύμπαν είναι σφαιρικό καί ή Γή κατέχει τό κέντρο του. Ό Πλάτων καί οί μαθητές του άνέ-πτυξαν αύτό τό πρότυπο, τό όποιον ώς γνωστόν βρήκε τήν οριστική μορφή του μέ τό έργο τοΰ Κλαύδιου Πτολεμαίου κατά τόν 2ο où. μ.Χ. Άλλά ήδη, άπό τήν έποχή τοϋ Πλάτωνα καί τοΰ Αριστοτέλη, ή φιλοσοφία έκχωροΰσε 8λο καί περισσότερο τή θέση της στις έπι-στήμες, καί κυρίως στά Μαθηματικά καί στήν Αστρονομία.

Ό Αριστοτέλης δεχόταν τό γεωκεντρικό πρότυπο. Ή Γή κατέ-χει τό κέντρο τοΰ Σύμπαντος, τό όποϊο είναι σφαιρικό καί πεπερα-σμένο. Έξω άπό τήν έξώτατη σφαίρα, δέν ύπάρχει τίποτα, ούτε κενό οΰτε τόπος οΰτε χρόνος. «Έτσι, τά πράγματα έκεΐ δέν είναι σέ τόπο, οΰτε ό χρόνος τά κάνει νά γερνούν, κι οΰτε υφίστανται οποι-αδήποτε μεταβολή τά όντα πού είναι τοποθετημένα στήν έξώτατη μετατόπιση, άλλά άναλλοίωτα καί άπαθή καί μέ άριστη αύτάρκη ζωή συνεχίζουν τήν ΰπαρξή τους εις τόν αιώνα τόν άπαντα ».21 Ό διαλεκτικός Αριστοτέλης δέν ξεπέρασε τά βρια τής έποχής του. Ή κοσμολογία του ήταν ή προφανής άρνηση τής διαλεκτικής του.

Κατά τόν Αριστοτέλη, έξω άπό τήν έξώτατη σφαίρα δέν υπάρ-χει τίποτα. Ούτε κάν τό κενό. Κατά τό σημερινό κυρίαρχο κοσμο-λογικό πρότυπο τό Σύμπαν διαστέλλεται στό τίποτα δημιουργών-τας τό χώρο. Τό στατικό σύμπαν τοΰ Αριστοτέλη καί τό « δια-στελλόμενο » τοΰ κυρίαρχου πρότυπου πάσχουν άπό τήν ίδια άντί-

Κ Ο Σ Μ Ο Γ Ε Ν Ε Σ Η 1 1 1

φαση σέ σχέση μέ τό χώρο. Τό Big Bang, άντίθετο μέ τό άριστο-τελικό πρότυπο, πάσχει διπλά : 'Υποθέτει τήν απαρχή καί τοϋ χώ-ρου καί τοΰ χρόνου. 'Αλλά γι'αύτό στό οικείο μέρος.

Στή σύντομη αύτή « εισαγωγή » επιμείναμε κυρίως στίς όρθο-λογικές δψεις τών μυθικών κοσμογονιών καί τών κοσμολογιών τών 'Ιώνων. Πολλές άπ'αύτές τΙς άντιλήψεις είναι φιλοσοφικά «άλη-θεΐς ». 'Αλλά μπορούμε νά μιλάμε γιά επιστήμη έκείνη τήν έποχή ;

Ά ς άκούσουμε τόν Λόυντ : «Ή έπιστήμη είναι μια νεότερη, 6χι μιά αρχαία κατηγορία : Στα έλληνικά δέν υπάρχει Ινας μοναδικός δρος πού θά ισοδυναμούσε μέ τή δική μας λέξη "έπιστήμη" ( science ). Οί δροι φιλοσοφία ( άγάπη της σοφίας ), έπιστήμη ( γνώ-ση ), θεωρία ( θέαση, speculation ), καί περί φύσεως ιστορία, χρησι-μοποιούνται σέ ιδιαίτερα συμφραζόμενα, δπου ή μετάφρασή τους σέ " έπιστήμη " είναι φυσιολογική καί δέν παρουσιάζει μεγάλο κίν-δυνο νά οδηγήσει σέ σφάλμα ». Ή « δόξα » τών Μιλησίων, ειδικά, κατά τόν Λόυντ, βρίσκεται προπαντός στό δτι άπέρριψαν τήν υπερ-φυσική έρμηνεία τών φυσικών φαινομένων καί στό δτι καθιέρωσαν σ' αύτό τό πλαίσιο τήν πρακτική της κριτικής καί τής όρθολογικής συζήτησης.22 Ένας άπό τούς δρους πού έκαναν δυνατή τήν υπέρ-βαση τοΰ άρχοά'κοΰ-μυθικοΰ έποικοδομήματος ήταν ή άνατροπή τής αριστοκρατίας καί ή έγκαθίδρυση δημοκρατικών καθεστώτων στήν 'Ιωνία. 'Αλλά, πρός τά τέλη τής κλασικής εποχής καί προπαν-τός έπειτα άπ' αυτήν, μποροΰμε νά μιλάμε γιά έπιστήμη, προπαν-τός στά Μαθηματικά, στήν 'Αστρονομία καί στήν 'Ιατρική.

Ή συνέχεια είναι γνωστή. Κατά τόν'Ιερό Αυγουστίνο ( 354 μ.Χ.-430 μ.Χ.), ό Θεός δημιούργησε τά πάντα. Δημιούργησε τόν κόσμο δχι στό χώρο καί στό χρόνο, άλλά με τό χώρο καί τό χρόνο. (Ή υπόθεση τής Μεγάλης Έκρηξης δέχεται άκριβώς τό ίδιο, χωρίς φυσικά νά άναφέρεται στόν Θεό.) Τό γεωκεντρικό σύστημα υιο-θετήθηκε άπό τή χριστιανική θεολογία, δπως καί ή τελεολογία τοΰ 'Αριστοτέλη, ένώ τό ήλιοκεντρικό σύστημα τοΰ Άρίσταρχου ( 310 π.Χ. —230 π.Χ.) άποτελοΰσε αίρεση γιά τήν 'Εκκλησία. Σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια χωρίζουν τόν Άρίσταρχο άπό τόν Γαλιλαίο καί τόν Κοπέρνικο. Ό Κέπλερ « έθραυσε » τις τέλειες σφαίρες τοΰ

1 10 Τ Ρ Ι Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

'Αριστοτέλη καί ή ούράνια μηχανική τοϋ Νεύτωνα άποτέλεσε τή βάση γιά μιά έπιστημονική κοσμολογία. Ό Κοπέρνικος, ό Κέπλερ καί ό Νεύτων ήταν οί μεγάλοι έπιστήμονες, δημιουργοί τής νεό-τερης Κοσμολογίας. 'Αλλά κατά τά άλλα δέν ήταν διόλου « έπα-ναστάτες ». Ό Κέπλερ, γιά νά πάρουμε ένα παράδειγμα, έγραφε : « Σ ' εύχαριστώ Θεέ μου, δημιουργέ μας, πού μέ άφησες νά δώ τήν ωραιότητα τής δημιουργίας καί άγάλλομαι γιά τά έργα τών χειρών σου. Δές, ολοκλήρωσα τό έργο γιά τό όποιο αισθανόμουν 6τι είχα κληθεί, άξιοποίησα τό ταλέντο πού μοΰ είχες δώσει καί άνήγγειλα στους άνθρώπους τό μεγαλείο τών έργων σου : Στό μέ-τρο πού τό περιορισμένο πνεΰμα μου μπόρεσε νά τά κατανοήσει, οί άνθρωποι θά διαβάσουν έδώ τις άποδείξεις ». ( Τό χωρίο αύτό είναι άπό τό W. Heisenberg, Le nature dans la Physique contem-poraine, σ. 11.) Δύο έπιστήμονες, δημιουργοί έπιστημών, ό πρώ-τος πιστός, ό δεύτερος πυθαγόρειος-πλατωνικός. 'Επιστημονική πρόοδος, φιλοσοφική όπισθοδρόμηση.

'Εντούτοις, μέ τόν Νεύτωνα, τόν Κάντ καί τόν Λαπλάς ή Κο-σμολογία ήτανε κυρίως μιά θεωρία σχηματισμού τοΰ πλανητικού μας συστήματος. Μόνο μέ τίς παρατηρήσεις τοΰ Edwin Hubble ( 1889-1953 ) ή 'Αστρονομία μπόρεσε νά ξεπεράσει τά δρια τοΰ γα-λαξία μας. Μέ τή γενική θεωρία τής σχετικότητας καί μέ τή μι-κροφυσική, ή Κοσμολογία μπόρεσε νά γίνει φυσική θεωρία : Ή έπιστήμη τοϋ σήμερα προσιτού μέρους τοϋ Σύμπαντος.

Ή ανάπτυξη τών φυσικών έπιστημών στήν Εύρώπη δέν ήταν μιά γραμμική έξέλιξη, χωρίς ιδεολογικά καί πολιτικά έμπόδια. Ή ιστορία αύτή είναι γνωστή. Καί καταλήγοντας, πρέπει νά σημειώ-σουμε τή σχεδόν ολοκληρωτική έκλειψη τής διαλεκτικής καί τή σχεδόν άποκλειστική κυριαρχία τής μηχανιστικής άντίληψης τοΰ κόσμου. Κατά τόνΈνγκελς : « Γιά τούς Έλληνες φιλόσοφους ό κό-σμος ήταν ούσιαστικά κάτι πού ξεπήδησε άπό τό χάος, τό όποιο έξε-λίχθηκε, πού ήταν άποτέλεσμα ένός γίγνεσθαι. Γιά τούς έπιστήμο-νες στούς οποίους άναφερόμαστε ό κόσμος ήταν κάτι τό άποστεω-μένο, τό άκίνητο. Κάτι πού γιά τούς περισσότερους είχε δημιουρ-γηθεί άκαριαΐα. Ή έπιστήμη ήταν άκόμα βαθιά έξαρτημένη άπό τή

Κ Ο Σ Μ Ο Γ Ε Ν Ε Σ Η " 3

θεολογία. 'Αναζητεί καί βρίσκει παντοΰ σάν έσχατη αρχή μια εξω-τερική ώθηση, ή όποία δέν είναι έξηγήσιμη μέ άφετηρία τήν ίδια τή φύση ».23 Ή διαπίστωση τοΰΈνγκελς ισχύει τόσο γιά τόν Καρ-τέσιο 6σο καί για τόν Νεύτωνα, καθώς καί για όλους σχεδόν τούς θεμελιωτές τής Κοσμολογίας ( Κοπέρνικο, Γαλιλαίο, κλπ.).

'Εδώ μπορούμε νά σημειώσουμε μια έσωτερική αντίφαση τής έπιστήμης αύτής τής περιόδου. «Ό Κοπέρνικος ήταν αύτός πού ξε-κίνησε. 'Αλλά ό πραγματικός τεχνίτης είναι, στήν έπόμενη γενεά, ό Κέπλερ. Στό πλαίσιο αύτής της θεωρίας καί μέ τίς δικές του πα-ρατηρήσεις τοΰ πλανήτη Άρη, ό Κέπλερ άνακάλυψε τούς νόμους τής κίνησης τών πλανητών [ . . . ] γκρεμίζοντας έτσι τήν ιδέα τής άστρολογίας, κληρονομημένης άπό τήν άρχαιότητα, γιά μιά υπερ-φυσική δύναμη μέ τήν όποία ήταν προικισμένα τά άστρα, καί ή όποία θά ήταν ή αιτία τής κίνησής του ».24 Άλλά είναι γνωστό δτι ό Κέπλερ ήταν καί άστρολόγος. Όσο γιά τόν Νεύτωνα, είχε άφιε-ρώσει Ινα μέρος τής ζωής του σέ θεολογικές μελέτες καί στήν Αλχημεία. Τό πέρασμα « άπό τό Μύθο στό Λόγο » δέν ήταν οΰτε στιγμιαίο οΰτε πλήρες. Νέοι κοσμογονικοί μύθοι, έξάλλου, άφθο-νοΰν στή λεγόμενη « έπιστημονική » έποχή μας.

Παρά τή θυελλώδη πρόοδο, ή σημερινή έπιστήμη δέν έχει άκό-μα άπαλλαγεϊ οΰτε άπό τό μηχανιστικό πνεύμα, οΰτε άπό τήν τε-λεολογία. Τό πρότυπο τής Μεγάλης Έκρηξης ( Big Bang ) είναι μιά ύπόθεση. Άλλά ή Εκκλησία τό έκμεταλλεύτηκε γιά νά άπο-δείξει τή « Δημιουργία ». Όσο γιά τή λεγόμενη άνθρωπική άρχή, τουλάχιστον μέ τήν ισχυρή εκδοχή της, έπιχειρεΐ νά άναστήσει μέ άφελή έπιχειρήματα τήν τελεολογική κοσμοαντίληψη.

Θά έπιχειρήσουμε λοιπόν στή συνέχεια μιά κριτική θεώρηση τοΰ στάνταρ προτύπου - καλύτερα: τοΰ κυρίαρχου προτύπου τής Κοσμολογίας. Άλλά πριν άπ'αύτό θά υπενθυμίσουμε ορισμένα δεδομένα : Ό Κοπέρνικος ήταν ό πρώτος πού κατά τά νεότερα χρόνια δημιούργησε ένα ήλιοκεντρικό πρότυπο. Ό Γαλιλαίος, στή συνέχεια, άνακάλυψε ορισμένους νόμους τής Μηχανικής. Ό Κέ-πλερ, ό « νομοθέτης τοΰ ούρανοΰ » διατύπωσε τούς νόμους τής κί-νησης τών πλανητών πάνω σέ ελλειπτικές τροχιές. Άλλά ή αιτία

114 Τ Ρ Ι Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

αύτών τών κινηματικών νόμων παρέμενε άγνωστη. Ό Νεύτων διατύπωσε τό νόμο της παγκόσμιας έλξης, σύμφωνα μέ τόν όποιο ή δύναμη της βαρύτητας ή όποία συνδέει δύο σώματα είναι άνά-λογη μέ τό γινόμενο τών μαζών τους καί άντιστρόφως άνάλογη μέ τό τετράγωνο της άπόστασης.

Ή ύλη, κατά τόν Νεύτωνα, άποτελεΐται άπό σκληρά, συμπαγή, αδιαίρετα σωμάτια. Τά ούράνια σώματα είναι κατεσπαρμένα στόν άπειρο κενό χώρο, αισθητήριο τοΰ Θεού, καί άλληλεπιδροΰν μέ τή δύναμη τής βαρύτητας ή όποία διαδίδεται μέ άπειρη ταχύτητα.

Ή θεωρία τοΰ Νεύτωνα έδινε τή δυνατότητα γιά δημιουργία κοσμολογικών προτύπων (Κάντ, Λαπλάς). "Ομως τά πρότυπα αυτά ούσιαστικά περιορίζονταν στό πλανητικό μας σύστημα. Μό-νο μέ τΙς παρατηρήσεις τού Χάμπλ όπως σημειώσαμε, τό « μάτι » τών άστρονόμων « είδε » έξω άπό τό γαλαξία. Τήν ίδια έποχή, ή Γενική Θεωρία τής Σχετικότητας τοΰ 'Αϊνστάιν άποτέλεσε τό μα-θηματικό πλαίσιο γιά τή δημιουργία κοσμολογικών προτύπων. Ένα άπό αύτά είναι τό λεγόμενο πρότυπο τής Μεγάλης Έκρηξης ( Big Bang ), τό όποιο υποτίθεται δτι περιγράφει τή γέννηση καί τήν έξέλιξη τοΰ Σύμπαντος καί τό όποιο άποτελεΐ τό κύριο άντι-κείμενο αύτοΰ τοΰ κεφαλαίου.

Ή θεωρία τής βαρύτητας τού 'Αϊνστάιν είναι διατυπωμένη σέ έναν χώρο Riemann, δηλαδή έναν χώρο μέ μεταβλητή καμπυλό-τητα, ή όποία καθορίζεται άπό τήν κατανομή τής ΰλης στή θεω-ρούμενη περιοχή. Καί δπως άναφέραμε, κατά τόν 'Αϊνστάιν, άντί-θετα μέ τήν τρέχουσα προσχετικιστική άντίληψη, ύλη είναι, δπως έχουμε σημειώσει, τόσο τά μαζικά σωμάτια δσο καί τό ήλεκτρο-μαγνητικό καί τό βαρυτικό πεδίο.

2. Big Bang: Μιά οιονεί μεταφυσική υπόθεση

Σύμφωνα μέ τό περιοδικό τοΰ Έθνικοΰ Κέντρου Ερευνών τής Γαλλίας, στό όποιο έχουμε άναφερθεΐ, ή θεωρία τοΰ Big Bang έπι-χειρεϊ νά περιγράψει τή δημιουργία τοΰ Σύμπαντος, τέτοιο πού τό

Κ Ο Ι Μ Ο Γ Ε Ν Ε Σ Η ' » 5

γνωρίζουμε, μέ τήν έμφάνιση τοΰ χώρου, τοΰ χρόνου, της ενέρ-γειας καί της υλης. Μ'αύτόν τόν τρόπο είχε γεννηθεί βλη ή υλη, έπειδή συνυπήρξαν οί ακραίες συνθήκες της ένέργειας, τής πυ-κνότητας καί τής θερμοκρασίας. Ποιό είναι δμως τό φυσικό νόη-μα τών άξιωμάτων τοΰ Big Bang ;

«Άρχή σοφίας όνομάτων έπίσκεψις». Ερώτημα: Είναι έπι-στημολογικά νόμιμο να μιλάμε για γέννηση καί γνώση τοϋ Σύμ-παντος; Έπειδή Σύμπαν σημαίνει ότιδήποτε υπάρχει. Ποιό θά ήταν λοιπόν τό καθεστώς μιας « θεωρίας » ή όποία φιλοδοξεί νά αποφανθεί για τό σύνολο τής πραγματικότητας καί ή όποία προ-ϋποθέτει τή δημιουργία τοΰ χώρου καί τοΰ χρόνου ;

Σύμφωνα μέ τό στάνταρ πρότυπο τής Κοσμολογίας, τό πρό-τυπο τής Μεγάλης Έκρηξης, τό Σύμπαν γεννήθηκε πρίν άπό πε-ρίπου δεκαπέντε δισ. χρόνια. Έτσι, άν πάρουμε κατά λέξη αύτόν τόν ισχυρισμό, είμαστε ύποχρεωμένοι νά συμπεράνουμε δτι τό μεγάλο έρώτημα τό όποιο Ιχει βασανίσει δλες τΙς θρησκείες καί δλα τά φιλοσοφικά συστήματα τά άξια τοΰ όνόματός τους, βρήκε έπιτέλους μιά άπάντηση καί μάλιστα άπό μιά « άκριβή » έπιστή-μη. *Ας έπιχειρήσουμε λοιπόν νά « στοχαστοΰμε » τίς προϋποθέ-σεις τοϋ προτύπου.

Οί ειδικοί της σημερινής Κοσμολογίας πιστεύουν πολύ συχνά δτι ή έπιστήμη τους μπορεί νά άποφανθεΐ γιά τό πάν πού ύπάρχει - γιά τή γέννηση καί τήν έξέλιξη τοΰ Σύμπαντος. Οί ειδικοί συ-χνά δέν κάνουν διάκριση άνάμεσα στίς έννοιες Σύμπαν καί κόσμος ( τό προσιτό σήμερα μέρος τοΰ Σύμπαντος ). Συνέπεια: Χρησιμο-ποιούν λέξεις καί έκφράσεις λογικά άντιφατικές, δπως : μίνι σύμ-παντα, σύμπαντα μωρά, δλα τά παρόντα σύμπαντα, ποιά σύμπαν-τα είναι δυνατά, κλπ. Άλλά τό « Σύμπαν » είναι Ινα. Οί κόσμοι εί-ναι ίσως άπειροι.

Ποιό είναι τό μαθηματικό πλαίσιο τών σημερινών κοσμολογι-κών προτύπων ; Οί έξισώσεις της σχετικιστικής βαρύτητας έπι-τρέπουν τή δημιουργία κοσμολογικών προτύπων σφαιρικών, ύ-περβολικών, παλλόμενων, άκόμα καί μέ ευκλείδεια μορφή τοϋ χώρου. "Ένα άπό τά δυνατά πρότυπα ήταν τό πρότυπο τοΰ δια-

1 10 Τ Ρ Ι Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

στελλόμενου σύμπαντος. Όπως γράφει ό Hannes AJfven ( 1908-1995 ) : «'Ορισμένες λύσεις τών έξισώσεων τοϋ'Αϊνστάιν έπέτρεπαν νά φανταστούμε ίνα Σύμπαν σέ διαστολή. 'Ορισμένες λύσεις πα-ρουσίαζαν ένα " ιδιόμορφο σημείο ", πράγμα πού συνεπαγόταν δτι μιά ορισμένη στιγμή ολόκληρο τό Σύμπαν υπήρξε μέ τή μορφή μο-ναδικού σημείου. Μέ άφετηρία αύτό τό μοναδικό σημείο άρχιζε ή διαστολή, μέ τρόπο ώστε δλα τά μέρη τοΰ Σύμπαντος απομακρύ-νονταν μεταξύ τους μέ ταχύτητες άνάλογες μέ τήν άπόσταση πού τά χώριζε. ΑύτοΙ οί τύποι μαθηματικών λύσεων φαίνονταν έφαρ-μόσιμες στό " διαστελλόμενο Σύμπαν " τό όποιο περιγράφουν οί περίφημοι νόμοι τοΰ Ε. Χάμπλ. Ό δρόμος ήταν έκτοτε άνοικτός γιά μιά νέα, μεγαλειώδη Κοσμολογία ».25

Ό 'Αϊνστάιν είχε προβλέψει τήν ύπαρξη ένός στάσιμου « Σύμ-παντος ». Ό W. De Sitter ( 1872-1934 ), άντίθετα, είχε άποδείξει δτι ήταν δυνατό ένα διαστελλόμενο Σύμπαν. 'Από τήν πλευρά του ό Α. Friedmann ( 1888-1925 ) είχε προβλέψει τή φυγή τών γαλαξιών, πριν άπό τήν άνακάλυψη τοΰ Χάμπλ. 'Αλλά ό Χάμπλ ήταν αύτός πού παρατήρησε τή μετατόπιση πρός τό έρυθρό ( 1929 ) καθώς καί δτι τό νεφέλωμα τής 'Ανδρομέδας ήταν ένας γαλαξίας έξω άπό τόν δικό μας, έγκαινιάζοντας τήν έξωγαλαξιακή άστρονομία (1925). Ό Φρήντμαν είχε άποδείξει τό 1922 δτι οί εξισώσεις τής βαρύτη-τας τοΰ 'Αϊνστάιν δέχονται τόσο στάσιμες δσο καί μή στάσιμες λύ-σεις. Τό πρότυπο τοΰ διαστελλόμενου Σύμπαντος συνδέθηκε μέ τό δνομά του. Στή συνέχεια ό G. I ̂ maître ( 1894-1966 ) διατύπωσε τήν ύπόθεση τοΰ πρωταρχικού άτόμου (1927) άπό τήν έκρηξη τοΰ όποίου προήλθε τό Σύμπαν, καί ό G. Gamow ( 1904-1968 ), άξιο-ποιώντας τά δεδομένα τής μικροφυσικής, διατύπωσε τήν ύπόθε-ση τής Μεγάλης Έκρηξης ( Big Bang, 1948-1949 ).

Σύμφωνα λοιπόν μέ τό πρότυπο τοΰ Big Bang [ ειρωνική έκ-φραση τοϋ Fred Hoyle ( 1915-2001 ) ], τό Σύμπαν δημιουργήθηκε χάρη σέ ένα μοναδικό γεγονός : τή μεγάλη έκρηξη μιας ιδιομορ-φίας ( singularity ) μηδενικοΰ δγκου, στό έσωτερικό τής οποίας ή ΰλη ( άν υπήρχε ) βρισκόταν σέ κατάσταση άπειρης πυκνότητας καί άπειρης θερμοκρασίας. 'Αλλά: Πώς μιά πεπερασμένη ποσό-

Κ Ο Σ Μ Ο Γ Ε Ν Ε Σ Η

τητα υλης (ΙΟ54 gr σύμφωνα μ'αύτό τό πρότυπο) υπήρχε (άν υπήρχε ) σέ μηδενικό όγκο ; 'Επιπλέον : Ό χώρος δέν υπήρχε πρίν άπό τό Big Bang. Συνεπώς, τό συμβάν αύτό δέν πραγματοποιή-θηκε πουθενά. Έπίσης ό χρόνος δέν υπάρχει. Συνεπώς ή « έκρη-ξη » δέν πραγματοποιήθηκε ποτέ, έπειδή κάθε συμβάν πραγμα-τοποιείται μιά δεδομένη στιγμή καί έπεται άλλων συμβάντων. Όπως γράφει ό J.-P. Luminet, ή άρχική ιδιομορφία δέν είναι στήν πραγματικότητα γεγονός : Δέν έγινε κάπου, κι έτσι βρίσκεται έξω άπό τό πεδίο τών θεωριών μας.26 'Επίσης : Άν ή υλη δέν υπήρχε πρίν άπό τή Μεγάλη Έκρηξη, πώς θά μπορούσε νά έξηγηθεΐ ή γέννησή της ; Τό πρότυπο άδυνατεΐ νά έρμηνεύσει τΙς αιτίες πού προκάλεσαν αύτό τό συμβάν. Φυσικά ή υπερφυσικά αίτια ; ( Είναι γεγονός δτι έγιναν άργότερα προσπάθειες νά έξηγηθεΐ ή έμφάνι-ση τής ύλης, ώς προερχόμενη άπό τό κβαντικό « κενό ». Άλλά, δπως θά δούμε, ή έξήγηση αύτή προϋποθέτει δλα τά αιτήματα τής « σκληρής » έκδοχής.)

Ή υπόθεση τοΰ Big Bang δέν έχει τό καθεστώς έπιστημονικής ύπόθεσης, έπειδή τό πεδίο τής Φυσικής δέν προχωρεί πέρα άπό τό χρόνο Planck ( ΙΟ'43 sec ). 'Επίσης, ή υπόθεση αύτή, μέ τά μηδέν καί τά άπειρα, δέν είναι ούτε έπαληθεύσιμη ούτε διαψεύσιμη. Πράγματι: Τί έννοοΰμε μέ τήν έκφραση «άπαρχή τοΰ Σύμπαν-τος » ; Σύμφωνα μέ τό κυρίαρχο πρότυπο, μιά ποσότητα ΰλης 10s4

gr εξερράγη δημιουργώντας ταυτόχρονα τό χώρο καί τό χρόνο. Ποιά στιγμή, έφόσον ό χρόνος δέν υπήρχε; Καί σέ ποιό σημείο, έφόσον ό χρόνος δέν υπήρχε ; Καί ή ύλη ή όποία « έξερράγη » υ-πήρχε άπό τήν αιωνιότητα ; Ά ν ναί, τότε ποΰ υπήρχε ; Ή θεωρία άδυνατεΐ νά άπαντήσει, έπειδή δέν μπορούμε νά γνωρίσουμε τί-ποτα πρίν άπό τήν έκρηξη. Σύμφωνα δμως μέ τή θετικιστική-έπι-στημονιστική σκέψη, οί έρωτήσεις αύτές στερούνται νοήματος. Χωρίς νά έχω τήν πρόθεση ούτε τό δικαίωμα νά χαρακτηρίσω μυ-στικιστές τούς όπαδούς τοΰ Big Bang, ή υπόθεση αύτή μοΰ θυμί-ζει αύθόρμητα τά λόγια τοΰ Ίεροΰ Αύγουστίνου : Ό Θεός δέν δη-μιούργησε τόν κόσμο εν τόπω καί χρόνω, άλλά μετά τοΰ τόπου καί τοΰ χρόνου.

1 10 Τ Ρ Ι Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Ά ς έπιστρέψουμε δμως στήν Κοσμολογία. "Οπως γράφει ό Stephen Hawking, κατά τή στιγμή τής μεγάλης έκρηξης, φαντα-ζόμαστε 6τι τό Σύμπαν θά έπρεπε νά έχει μηδενικό δγκο, καί για τόν λόγο αύτόν θά έπρεπε νά είναι άπειρα θερμό. Έπίσης, θά έπρεπε νά είναι ομοιόμορφο σέ μεγάλη κλίμακα, καί ομοιογενές μέ τοπικές άνομοιογένειες. Σύμφωνα μέ τό θεώρημα Penrose-Hawking, κατά τήν άρχή τοΰ χρόνου τό Σύμπαν θά είχε μηδενικό 6γκο καί άπειρη πυκνότητα. Έπίσης, ή καμπυλότητα τοΰ χωρο-χρόνου θά ήταν καί αύτή άπειρη. Ποιό είναι δμως τό νόημα αύτών τών άπειροτήτων ; Κατά τούς άρχαίους άτομικούς ή ΰλη είναι κα-τεσπαρμένη σέ έναν άπειρο χώρο. Έπίσης, σύμφωνα μέ τόν Νεύ-τωνα, ή ΰλη ύπάρχει σέ έναν άπειρο εύκλείδειο χώρο. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση τής Φυσικής, άλλά καί μέ τόν κοινό νοΰ, κάθε γεγονός πραγματοποιείται σέ δεδομένο τόπο. ( Στό δημοκρίτειο κενό, σέ ένα σημείο τοΰ χώρου Μινκόφσκι ή τοΰ χώρου Ρήμαν.) Τό Big Bang, άντίθετα, δέν πραγματοποιείται κάπου.

Τό άριστοτελικό σύμπαν είναι πεπερασμένο καί κλειστό. Ό Giordano Bruno ( 1548-1600 ), άσκώντας κριτική σ'αύτή τήν άπο-ψη τοΰ Αριστοτέλη γιά τό πεπερασμένο τοΰ Σύμπαντος, έθετε τό άκόλουθο έρώτημα : « Τί θά συμβεί άν κάποιος περάσει τό χέρι του μέσα άπό τήν έξώτατη έπιφάνεια τοΰ ούρανοΰ ; » Μπορεί κάποιος νά θέσει τό ίδιο έρώτημα στους όπαδούς τοΰ Big Bang, τό όποιο προϋποθέτει Ινα Σύμπαν μέ πεπερασμένο δγκο, καί τίποτα έξω άπό τήν « έπιφάνειά » του.

Ά ς φανταστούμε τώρα τό νευτώνειο Σύμπαν σάν νά είχε πε-περασμένο δγκο. Σ'αύτή τήν υποθετική περίπτωση, έξω άπό τήν περιοχή πού θά κατείχε ή ΰλη, θά υπήρχε ό άπειρος, χωρίς δρια, κενός χώρος. Σύμφωνα μέ τή θεωρία τοΰ Big Bang τό « Σύμπαν » διαστέλλεται καί μάλιστα μέ ιλιγγιώδη ρυθμό. Διαστέλλεται Πού; Πουθενά! "Ομως οί κοσμολόγοι άπαντοΰν στό έρώτημα: Διαστέλλεται δημιουργώντας τό χώρο. Δημιουργώντας τό χώρο, πού ; Έπειδή κάθε γεγονός πραγματοποιείται κάπου καί σέ κά-ποια δεδομένη στιγμή. Άντίθετα, τό Σύμπαν, σύμφωνα μέ τό Big Bang, διαστέλλεται δημιουργώντας τό χώρο. Ό ισχυρισμός αυτός

Κ Ο Σ Μ Ο Γ Ε Ν Ε Ε Η 1 1 9

θα μπορούσε νά έχει νόημα έάν επρόκειτο για διαστολή ένός πε-περασμένου μέρους τοϋ Σύμπαντος, στόν άπεριόριστο χώρο ό όποιος τό περιέχει. Όμως τό κυρίαρχο πρότυπο ύποθέτει μιά δια-στολή « μέσα ; » στό Τίποτα. Συνεπώς : Δημιουργία « μέσα » σέ έναν άνύπαρκτο τόπο. Επιπλέον, δημιουργία πού δέν πραγματο-ποιείται σέ κάποια δεδομένη στιγμή, έπειδή ό χρόνος δέν ύπάρχει παρά μόνο μετά τή Μεγάλη Έκρηξη. Ή ύπόθεση τοΰ Big Bang είναι λογικά τρωτή και άδιανόητη άπό φυσική άποψη.

Σύμφωνα μέ τόν S. Brünier: «Τό Σύμπαν περιείχε πάντοτε ολόκληρο τό χώρο, δέν διαστέλλεται στό τίποτα. 'Ως πρός τό Big Bang δημιουργήθηκε παντού μέσα στό Σύμπαν καί 6χι σέ κά-ποιον ειδικό τόπο. 'Απλώς, οί διαστάσεις τοΰ χώρου ήταν τότε πολύ πιό μικρές άπ' δ,τι σήμερα ».27 Έτσι, δλη ή υλη τοΰ Σύμ-παντος περιλαμβανόταν σέ μηδενικό δγκο, ό όποιος δέν υπήρχε πουθενά καί ό όποιος έξερράγη στό πουθενά. Μετά τή δημιουρ-γία, ή διαστολή δέν προϋπέθετε τήν ύπαρξη χώρου στό έσωτερικό τοΰ οποίου πραγματοποιείται ή αύξηση τοΰ δγκου τοΰ « Σύμπαν-τος ».

Παρόμοια έρωτήματα τίθενται σέ σχέση καί μέ τό χρόνο. Κά-θε γεγονός πραγματοποιείται σέ μιά δεδομένη στιγμή. Ή στιγμή αύτή προϋποθέτει κάποια προηγούμενη καί κάποια έπόμενη στιγ-μή. Έπειδή, δπως έλεγε ό 'Αριστοτέλης, προεικονίζοντας τήν έν-νοια τοΰ μαθηματικού όρίου, « ή παρούσα στιγμή είναι τελευτή καί άρχή τοΰ χρόνου, δχι τοΰ ίδιου μέρους τοΰ χρόνου, άλλά τε-λευτή τοΰ παρελθόντος καί άρχή τοΰ μέλλοντος ».28 Όμως, δέν είναι δυνατόν νά μιλήσουμε γιά στιγμή πού προηγήθηκε άπό τό Big Bang, έπειδή πριν άπ'αύτό τό συμβάν δέν υπήρχε χρόνος. Ή « πρώτη στιγμή » συμπίπτει μέ τή « μεγάλη έκρηξη », τή δημι-ουργία τοΰ χώρου, της ύλης καί της ένέργειας.

Είναι φανερό δτι οί προϋποθέσεις τοΰ κυρίαρχου προτύπου δέν είναι φυσικές προϋποθέσεις. Είναι αύθαίρετα, άν δχι μεταφυσικά αιτήματα. Καί άντίθετα μέ τούς ισχυρισμούς τοΰ Big Bang, ύπάρ-χει μιά μακρά παράδοση, φιλοσοφική πρώτα ('Ηράκλειτος, 'Αρι-στοτέλης, καί άλλοι ), έπιστημονική στή συνέχεια ( άπό τόν Νεύ-

1 2 0 Τ Ρ Ι Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

τωνα μέχρι τόν Αϊνστάιν ) ή όποία δέχεται τήν ένότητα τοϋ χώ-ρου καί τής κίνησης καί άποκλείει κάθε άπόλυτη έναρξη.29

Δεχόμενος τήν ύπαρξη ένός Θεοΰ-Δημιουργοΰ, ό Νεύτων βρι-σκόταν σέ άντίφαση μέ τά αιτήματα τών Principia. 'Αλλά ό Θεός, όντας παντοδύναμος, θά μπορούσε νά κάνει οτιδήποτε, καί οί πι-στοί του θά ήταν υποχρεωμένοι νά μήν άμφιβάλλουν. Εντούτοις, 6πως έλεγε ό Βοήθιος τής Δακίας τόν 13ο αί. μ.Χ., ό Θεός, ώς forma formarum, ύποθέτει μιά πρώτη υλη πού θά ήταν συναιώνια μ' αύτόν. Γιά τή θεολογία δέν υπάρχει πρόβλημα. 'Αλλά γιά τήν Κοσμολογία ;

Δέν ύπάρχει άρχή τοϋ χρόνου. Σέ κάθε στιγμή θεωρούμενη πρώτη είναι πάντα δυνατόν νά συσχετίσουμε μιά προηγούμενη στιγμή, δσο κοντινή καί άν θελήσουμε. "Ομως, δεχόμενοι μιά ά-πόλυτη άρχή, τοποθετούμαστε έξω άπό τό πεδίο της Φυσικής. Κατά τόν Φρέντ Χόυλ : Τί έννοοΰμε μέ τή λέξη « άπαρχή » τοΰ Σύμπαντος ; Γιά Ιναν κοσμολόγο, ή άρχή τοΰ Σύμπαντος είναι συν-ώνυμη μέ μιά άκριβή στιγμή: Μ'αύτή κατά τήν όποία, άν άνέλ-θουμε τό χρόνο, τό Σύμπαν παύει νά ύπακούει στους νόμους τής Φυσικής. Κατά τόν διάσημο άστροφυσικό, είναι μαθηματικά άνέ-φικτο νά όρίσουμε μιά άρχή γιά τό Σύμπαν ώς ολότητα. Μιά τέ-τοια άρχή μπορούμε νά τή φανταστούμε γιά ένα ύλικό σωμάτιο, ένα άστρο, Ιναν γαλαξία. "Οχι γιά τό Σύμπαν.30

Ή διαλεκτική νόηση, δπως καί τό σχετικιστικό σχήμα είναι άσύμβατα μέ τό αίτημα τής άρχής τοϋ χρόνου. Πράγματι, σύμφω-να μέ τήν Ειδική Θεωρία τής Σχετικότητας, τά γεγονότα πραγ-ματοποιούνται στό έσωτερικό τοΰ κώνου τοϋ φωτός, άκολουθών-τας τό βέλος τοΰ χρόνου. Συνεπώς, δέν υπάρχει άπόλυτη, μηδε-νική στιγμή. Ή κοινή κορυφή τών δύο κώνων άντιστοιχεΐ στήν « παρούσα στιγμή » τοΰ 'Αριστοτέλη, γιά τόν όποιον έπίσης δέν ύπάρχει άρχή τοΰ χρόνου. Ή Γενική Θεωρία τής Σχετικότητας, έξάλλου, άδυνατεΤ νά περιγράψει τή μηδενική στιγμή ( είναι άδύ-νατο νά ολοκληρώσουμε τις έξισώσεις τοΰ 'Αϊνστάιν στό σημείο μηδέν ). Δέν μπορεί νά περιγράψει τή στιγμή κατά τήν όποία οί τιμές τών μεγεθών είναι μηδενικές ή άπειρες. Κατά συνέπεια, οί

Κ Ο Σ Μ Ο Γ Ε Ν Ε Σ Η 1 2 1

προϋποθέσεις τοΰ Big Bang -στιγμή μηδέν, δγκος μηδενικός ( ιδιομορφία ), πυκνότητα τής ΰλης άπειρη, καί άπειρη θερμοκρα-σία- δέν έχουν φυσικό νόημα. Ή μηδενική στιγμή καί οτιδήποτε συμβαίνει αύτή τή μοναδική στιγμή είναι έξω άπό τήν περιοχή τής Φυσικής.

Πράγματι, μέχρι ποΰ μπορούμε νά άνέλθουμε τό χρόνο ; Οί φυ-σικές μας γνώσεις, γράφει ό Γάλλος άστροφυσικός Ε. Σατσμάν, δέν μας επιτρέπουν άλλο άπό spéculations. Ανερχόμενη άρκετά πρός τό παρελθόν, ή έννοια τής άρχής καταλήγει νά χάνει κάθε νόημα.31 Είναι άλήθεια δτι μέ τίς νέες τεχνολογίες μπορούμε νά άνέλθουμε τό χρόνο καί νά « δούμε » τήν προϊστορία τοΰ « Σύμ-παντος ». Έτσι, χάρη στό δορυφόρο wmap έχουμε μιά άκριβή ει-κόνα τής παλαιότερης ακτινοβολίας τοΰ « Σύμπαντος » 380.000 χρό-νια μετά τό Big Bang, μέχρι τις άπαρχές τού « Σύμπαντος ».32 'Αλ-λά πρόκειται γιά άπαρχή τού Σύμπαντος, ή γιά ένα τοπικό συμ-βάν, προερχόμενο ένδεχομένως άπό μιά ή περισσότερες « έκρή-ξεις » στόν ύπάρχοντα χώρο καί χρόνο ; 'Επιπλέον, δ,τι γνωρίζου-με άφορα μέρος τοΰ Σύμπαντος καί μιά περίοδο τής ιστορίας του.

Τό πρόβλημα τοΰ χρόνου άποτελεΐ ανυπέρβλητο έμπόδιο γιά τό Big Bang. Ή θεωρία τοΰ « Σύμπαντος » δέν περιλαμβάνει τήν άρχή. «Ό χρόνος μηδέν ρίχνεται στά έξωτερικά έρέβη, έπειδή άν-τιστοιχεΐ σέ μία άλυτη "ιδιομορφία". Ή θερμοκρασία καί ή πυ-κνότητα γίνονται άπειρες καί οί υπολογισμοί δέν έχουν νόημα. Ή γενική σχετικότητα δέν λέγει τίποτα γιά τήν άπαρχή τοΰ χρό-

Ί.Ί νου ».

Ή περίφημη « ιδιομορφία » δέν άντιστοιχεΐ σέ καμία πραγμα-τικότητα καί σέ κανένα φαινόμενο πού θά μποροΰσε νά περιγρα-φεί μέ τά μέσα τής Φυσικής. Πράγματι : Ποιό είναι τό φυσικό νόη-μα τών άπειροτήτων -άπειρη πυκνότητα, άπειρη θερμοκρασία-τίς όποιες προϋποθέτει τό κυρίαρχο πρότυπο ; Τό άπειρο, ώς τέ-τοιο, έγραφε ό 'Αριστοτέλης, δέν είναι γνώσιμο. Καί δταν οί άρχές είναι άπειρες σέ ποσότητα καί σέ μορφή, τά πράγματα πού συγ-κροτούνται άπό τέτοιες άρχές είναι μή γνώσιμα.34 Δέν υπάρχει μέ-τρο τοΰ άπείρου. Ή τυχόν άπόπειρα νά τοΰ έπιβάλουμε ένα μέτρο

1 2 2 Τ Ρ Ι Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

θά σήμαινε τήν άρνησή του, έπειδή τό άπειρο είναι πάντοτε δια-φορετικό («'Αεί γε έτερον καί Ιτερον», 'Αριστοτέλης). Ποιό εί-ναι συνεπώς τό φυσικό νόημα τών αιτημάτων : 'Ιδιομορφία μηδε-νικού βγκου, άπειρη πυκνότητα τής ύλης, άπειρη θερμοκρασία ; Τό άπειρο δέν είναι δυνατόν νά πολιτογραφηθεί στήν έπικράτεια τής έπιστήμης, παρά μόνο ώς τό δριο πρός τό όποιο τείνουν ορι-σμένα φυσικά μεγέθη. Τό άπειρο είναι φιλοσοφική κατηγορία. 'Αντιπροσωπεύει αύτό πού δέν έχει ολοκληρωθεί καί ταυτόχρονα είναι έν κινήσει, εκείνο πού δέν είναι πραγματοποιημένο ούτε πραγ-ματοποιήσιμο, καί τό όποιο υπερβαίνει κάθε μέγεθος ορισμένο μέ κάποιο μέτρο, δσο μεγάλο καί άν είναι. Τό κυρίαρχο πρότυπο, δε-χόμενο άπειρα μεγέθη καί ταυτόχρονα μια ιδιομορφία μηδενικού δγκου, δέν μπορεί νά άξιώσει τό καθεστώς φυσικής θεωρίας.35

Kai Ινα « μεταφυσικό » έρώτημα : Ή ύλη, ή ποσότητα τής οποίας υποτίθεται δτι είναι 10* gr, υπήρχε πρίν άπό τή Μεγάλη Έκρηξη, καί ήταν έγκλειστη σέ μηδενικό δγκο, ή δημιουργήθηκε κατά τή στιγμή ( ποιά στιγμή ; ) της δημιουργίας τοΰ χώρου και τοΰ χρόνου ; Στήν πρώτη περίπτωση μπορεί νά διερωτηθεί κανείς γιατί παρέμενε άδρανής εις τούς αιώνας τών αιώνων, καί έξερρά-γη κατά τή « στιγμή μηδέν » ; Στή δεύτερη περίπτωση τίθεται φυ-σιολογικά τό έρώτημα : Μέ ποιόν τρόπο δημιουργήθηκε ; Μέ θαύ-μα ;*Αν άναδύθηκε άπό τό κβαντικό κενό, αύτό σημαίνει δτι ό χώ-ρος καί ό χρόνος υπήρχαν πρίν άπό τήν άνάβασή της στό κβαντικό έπίπεδο. 'Αλλά τότε τό βασικό αίτημα τής υπόθεσης τοΰ Big Bang αύτοαναιρεΐται, έπειδή σ'αύτή τήν περίπτωση δέν πρόκειται γιά δημιουργία, άλλά γιά μετασχηματισμό, γιά πέρασμα τής ύλης άπό ένα έπίπεδο όργάνωσης σέ άλλο, άνώτερο, στόν ήδη υπάρχον-τα χώρο καί χρόνο. Γιά άνάδυση, γιά πέρασμα άπό τή δυνάμει στήν ένεργεία κατάσταση, δηλαδή γιά μιά υλική καί διαλεκτική διαδικασία. 'Αλλά τά αιτήματα ( postulats ) τοΰ κυρίαρχου προτύ-που άντιφάσκουν μ'αύτή τήν υπόθεση.

Μποροΰμε δμως νά μιλάμε γιά περιγραφή τοΰ Σύμπαντος μέ βάση τή Γενική Θεωρία τής Σχετικότητας ; Σύμφωνα μέ τή θεω-ρία τοΰ 'Αϊνστάιν, ή καμπυλότητα, δηλαδή ή μορφή τοΰ χωρόχρο-

Κ Ο Σ Μ Ο Γ Ε Ν Ε Σ Η 1 2 3

νου καθορίζεται -δπως σημειώσαμε- άπό τήν ένταση τών δυνα-μικών τής βαρύτητας, δηλαδή άπό τήν κατανομή τής υλης ( μα-ζικά σωμάτια, ήλεκτρομαγνητικό πεδίο καί πεδίο τής βαρύτη-τας ). 'Αλλά ή κατανομή τής ύλης μεταβάλλεται άπό σημείο σέ ση-μείο καί περνάμε άπό ένα σημείο στό γειτονικό του μέ άπειροστά βήματα. Κατά συνέπεια ή θεωρία τής βαρύτητας τού 'Αϊνστάιν είναι μιά τοπική θεωρία καί άδυνατεΐ νά περιγράψει τό Σύμπαν ώς σύνολο, άν ή λέξη Σύμπαν μπορεί νά έχει νόημα γιά τήν Κοσμο-λογία, θεωρούμενη ώς φυσική θεωρία. Συνεπώς, ή σχετικιστική κοσμολογία μπορεί νά διεκδικήσει τό καθεστώς φυσικής επιστή-μης, μέ τόν 6ρο δτι θά άναγνωρίσει αύτό πού είναι : Μιά τοπική θεω-ρία· θεωρία τοϋ μέρους τοϋ Σύμπαντος που είναι bit τοϋ παρόντος προσιτό στις παρατηρήσεις μας.

Ό τοπικός χαρακτήρας τής γενικής σχετικότητας δέν έπιτρέ-πει νά επεκτείνουμε στό σύνολο τοΰ « Σύμπαντος » τό σχήμα της, τό όποιο βασίζεται σέ τοπικές παρατηρήσεις. Πράγματι, πέρα ά-πό τά θεωρητικά προβλήματα, είναι νόμιμο νά συνάγουμε κοσμο-λογικά συμπεράσματα μέ άφετηρία τοπικές παρατηρήσεις καί. τοπικά δεδομένα; Ή άρχή τοΰ Κοπέρνικου είναι συμβατή μέ τήν έτερογένεια ή όποία παρατηρείται στό προσιτό μέρος τού Σύμπαν-τος ; Όπως θά δούμε, τό αίτημα τής ομοιογένειας, βασικό αίτη-μα τού Big Bang, άντιφάσκει μέ τά δεδομένα τής παρατήρησης.

'Ακόμα ένα πρόβλημα : Σύμφωνα μέ τήν υπόθεση τοΰ Big Bang, οί γαλαξίες άπομακρύνονται μεταξύ τους μέ έπιταχυνόμενο ρυθ-μό. 'Αλλά ή μάζα πολλαπλασιαζόμενη μέ μιά έπιτάχυνση είναι δύ-ναμη, καί ή δύναμη πολλαπλασιαζόμενη μέ μιά άπόσταση είναι ένέργεια. Συνεπώς ή έπιταχυνόμενη άπομάκρυνση τών μαζών στό « Σύμπαν » έχει άνάγκη άπό εισροή ένέργειας. Όμως τέτοια ένερ-γειακή πηγή δέν είναι όρατή. Έτσι μοιάζει νά προέρχεται άπό τό μηδέν, κατά παράβαση τής άρχής τής διατήρησης τής ένέργειας.36

Συνολικά : Τό μεταφυσικό άρωμα τής άρχικής διατύπωσης τοΰ Big Bang είναι αισθητό. Θά παραθέσουμε τήν άποψη τοΰ γνωστού φυσικοΰ Roland Omnès, ό όποιος δέν είναι άντίπαλος τής διαστο-λής. Ή κριτική του άφορα τΙς προϋποθέσεις τοΰ κυρίαρχου προ-

124 Τ Ρ Ι Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

τύπου - χρόνος μηδέν, θερμοκρασία άπειρη, πυκνότητα άπειρη : «Ό Ιερός Αύγουστίνος έθετε ήδη τό έρώτημα : 44 Τί νά απαντή-σουμε σ' αύτούς πού διερωτώνται τί έκανε ό Θεός πριν άπό τή δη-μιουργία ". Τί νά άπαντήσουμε σέ όσους έρωτοϋν τί ήταν τό Σύμ-παν πρίν άπό τό χρόνο Μηδέν ; Είχε άπειρα συσταλεΐ, προτού άρ-χίσει νά διαστέλλεται ; Δέν γνωρίζουμε τίποτα. Τέλος, καθώς κα-νένα ίχνος αύτού πού ενδεχομένως προηγήθηκε άπό τήν άρχή τοΰ χρόνου δέν μπόρεσε νά άντέξει στις συνθήκες έκείνης τής περιό-δου, δέν θά μπορέσουμε πιθανόν ποτέ νά τό μάθουμε ».37 Έπίσης, κατά τόν Ε. Σατσμάν : « Δέν πρέπει νά λησμονούμε δτι ή Φυσική μας δέν γνωρίζει πώς νά προχωρήσει πέρα άπό τό χρόνο Πλάνκ η.38

Ή διαστολή, έξάλλου, κατά τόν Heidmann, είναι ένα μεγαλειώδες φαινόμενο, τό όποιο άγγίζει τό Σύμπαν. Είναι άπλό, « άκόμα καί άπλο'ι'κό μ.39'Αλλά ή άπλότητα, άκόμα περισσότερο ή άπλοϊκότη-τα, δέν είναι πάντα κριτήριο άλήθειας.

Έν τέλει : Τό πρότυπο τής Μεγάλης Έκρηξης, στήν άρχική έκ-δοχή του, δέν είναι οΰτε έπαληθεύσιμο οΰτε διαψεύσιμο. Οί βα-σικές παραδοχές του στερούνται νοήματος. Συνεπώς δέν μπορεί νά διεκδικεί τό καθεστώς φυσικής θεωρίας. Ένα κοσμολογικό πρό-τυπο πρέπει νά είναι τοπικό, άπαλλαγμένο άπό μηδέν καί άπό ά-πειρότητες. Μία μεγάλη έκρηξη, ένδεχομένως, ή περισσότερες, πρέπει νά προϋποθέτουν τήν ΰπαρξη τοΰ χώρου, τοΰ χρόνου καί τής ΰλης. Ή έκρηξη ή οί έκρήξεις δέν θά σημαδεύουν μιά γέννη-ση άλλά μιά στιγμή τής κοσμικής έξέλιξης.

3. 'Αναζητώντας οδό διαφυγής

Σχετικά μέ τό Big Bang, έγραφε ό Φρέντ Χόυλ, οί άρχικές συν-θήκες παραμένουν στό στάδιο τής εικασίας. 'Ως πρός τά έμπειρικά δεδομένα, υπογράμμιζε : «Άκόμα καί μέ τούς πιό ισχυρούς έπι-ταχυντές σωματίων, είναι άδύνατο νά άναπαράγουμε τίς άκραΐες συνθήκες πού φαντάζονται δτι κυριαρχούσαν στήν περιοχή τής Μεγάλης Έκρηξης : Ή φύση τών φυσικών νόμων πού κυριαρχού-

Κ Ο Ι Μ Ο Γ Ε Ν Ε Ε Η 1 2 5

σαν είναι συνεπώς περισσότερο άπό άβέβαιη ». Έπίσης : « Mè ποιόν τρόπο, άπό μιά έκρηκτική κατάσταση, πάρα πολύ ομοιό-μορφη καί πάρα πολυ θερμή, σχηματίστηκε τό " Σύμπαν " ; Ή πα-ραμικρή έξήγηση δέν έχει δοθεί. Κανείς μέχρι σήμερα δέν ήταν σέ θέση νά έξηγήσει πώς σχηματίστηκαν οί γαλαξίες, τέτοιοι πού τούς παρατηρούμε ».40

Είναι άδύνατο νά φτάσουμε στό σημείο μηδέν, έπειδή τό χρο-νικό μηδέν καί τό μηδέν τοΰ χώρου δέν υπάρχουν. Ή άποδοχή τών προϋποθέσεων τοΰ Big Bang συνεπάγεται, κατά τόν Haiton Arp, τό παράδοξο συμπέρασμα δτι κατά τή στιγμή τής δημιουργίας βρισκόμασταν στό « έσωτερικό αύτοΰ τοΰ σημείου τό όποιο δέν έχει διαστάσεις καί άπό τό όποιο υποτίθεται δτι ξαφνικά άρχισε νά διαστέλλεται τό Σύμπαν ».41

Ή άρχική ιδιομορφία δέν υπήρχε πουθενά καί ή « γένεση » τοΰ Σύμπαντος δέν συνέβη σέ κάποιον τόπο καί σέ μιά δεδομένη στιγ-μή. Όλα αύτά βρίσκονται άναπόφευκτα Ιξω άπό τό πεδίο μιας έπιστημονικής θεωρίας. Γι'αύτόν τό λόγο οί κοσμολόγοι έπιχεί-ρησαν νά άπαλλαγοΰν άπό τήν « ιδιομορφία » ( singularity ), ή όποία είναι άκατανόητη άπό φυσική άποψη καί μαθηματικά καί παρατηρησιακά άπρόσιτη.

Οί ειδικοί έπιχείρησαν λοιπόν νά άνακαλύψουν μιά όδό δια-φυγής : Νά περιγράψουν τήν έξέλιξη τοΰ « Σύμπαντος » μέ άφε-τηρία Ιναν πεπερασμένο χρόνο καί μιά πεπερασμένη άπόσταση : 1043 sec καί 1016 μέτρα. Θά ήταν λοιπόν δυνατόν μ'αύτό τό « τέ-χνασμα » νά ξεπεραστούν οί άντιφάσεις τής κλασικής έκδοχής καί τό άδιέξοδό της ; Σ ' αύτή τήν περίπτωση θεωρητικά θά ήταν δυ-νατόν νά λυθούν οί έξισώσεις τής βαρύτητας. Όμως : 1043 sec μετά τή στιγμή μηδέν οί θερμοκρασίες είναι τής τάξης τών ΙΟ32 Kelvin, καί οί πυκνότητες τής τάξης τών 1094. Στίς συνθήκες αύτές οί έξι-σώσεις τής γενικής σχετικότητας δέν είναι πρακτικά έφαρμόσι-μες καί οί άπαιτούμενες ένέργειες πρακτικά άνέφικτες. Έπίσης, ή άπόσταση 10"35 m είναι πρακτικά άπρόσιτη. Είναι δυνατόν νά προχωρήσουμε πρός αύτή τήν άπόσταση, άλλά μόνον άσυμπτω-ματικά. Ό χρόνος Πλάνκ άντιπροσωπεύει ένα πρακτικά άπρόσι-

1 3 6 TF.TAPTO ΚΕΦΑΛΑΙΟ

το δριο. Επιπλέον : Πέρα άπό αύτό τό δριο έκτείνεται τό Ιρεβος. Μιά κβαντική θεωρία θά ήταν τότε άναγκαία, άλλα μιά τέτοια θεω-ρία δέν υπάρχει. Κα! προπαντός : Αύτή ή πιό « μαλακή » εκδοχή προϋποθέτει τή Μεγάλη Έκρηξη καί, συνεπώς, χρεώνεται τΙς προϋποθέσεις της. Ή σημερινή Φυσική δέν έπιτρέπει νά φτάσου-με ώς τό σημείο μηδέν, ούτε στό χρόνο Πλάνκ. Κατά συνέπεια, τό κλασικό σενάριο δπως καί τό « Νέο Big Bang » δέν έδωσαν λύσεις συμβατές μέ τούς νόμους της Φυσικής καί δέν μπορούν νά δώσουν. Άκόμα περισσότερο : Ή Φυσική δέν μπορεί νά προχωρήσει πέρα άπό τό χρόνο Πλάνκ. Είμαστε συνεπώς άπολύτως άνίκανοι νά πούμε τί συνέβη «πρίν». Άλλά καί τό ίδιο τό έρώτημα τοΰ « πρίν » χάνει τό νόημά του, έπειδή τότε εισδύουμε σέ μιά περιοχή δπου γίνεται δεκτό δτι ή βαρύτητα γίνεται « κβαντική ». Άλλά έπί τοΰ παρόντος δέν διαθέτουμε μιά κβαντική θεωρία τής βαρύτη-τας.42

Ένα νέο κοσμολογικό πρότυπο -̂ τό πληθωριστικό- πού προ-τάθηκε κατά τή δεκαετία τοΰ '80 έπιχείρησε νά άπαντήσει στίς κριτικές πού διατυπώθηκαν γιά τό προηγούμενο πρότυπο. Ειδι-κότερα, τό νέο σενάριο έπιχειρεΐ νά συμβιβάσει τήν άκτινοβολία τοΰ βάθους τοΰ ούρανοΰ μέ τήν άνισοτροπία της κατανομής τών γαλαξιών. Σύμφωνα μέ τό νέο σενάριο, ύποτίθεται δτι πρίν άπό τήν έποχή τοΰ Πλάνκ υπήρχε ένα κβαντικό, μή ορισμένο Σύμπαν. Ακριβώς μετά τή Μεγάλη Έκρηξη, μετά τήν έποχή τοΰ Πλάνκ, τό « Σύμπαν » πέρασε άπό μιά φάση έξαιρετικά ταχείας δια-στολής. "Οπως σημειώνει ό J.C. Pecker, σέ ένα έξαιρετικά μικρό κλάσμα τοΰ δευτερολέπτου τό Σύμπαν κυριολεκτικά έξερράγη σ' αύτόν τόν ύπερταχύ καί φανταστικό πληθωρισμό. Ή σχεδόν στιγ-μιαία καί έκθετική διαστολή τοΰ Σύμπαντος άκολουθήθηκε άπό μιά κλασική διαστολή.

Τό πληθωριστικό σενάριο προτάθηκε τό 1980 άπό τόν Alan Guth. Τό κβαντικό κενό θεωρήθηκε κινητήρας αύτοΰ τοΰ φαινο-μένου. Έτσι, στή διάρκεια ένός κλάσματος τοΰ δευτερολέπτου μετά το Big Bang, έγινε μιά έξαιρετικά ταχεία, σχεδόν στιγμιαία διαστολή. Μιά έκθετική διαστολή καί μιά ταχεία ψύξη. Στήν άρ-

Κ Ο Σ Μ Ο Γ Ε Ν Ε Σ Η 127

χή τό « Σύμπαν » ήταν μικροσκοπικό. Κατά τή διάρκεια τής δια-στολής, οί διακυμάνσεις αύξήθηκαν μέ ιλιγγιώδη ρυθμό.

"Ετσι, άπό μιά διακύμανση τοΰ κενοΰ γεννήθηκε τό Σύμπαν ! Τό « κενό » προφανώς ήταν ëva « ψευδοκενό ». Δέν θά ήταν τό Μηδέν, άλλά Ινας « ώκεανός » άπ' δπου άναδύθηκε ή ΰλη. Όμως γι'αύτό τό κενό δέν ξέρουμε τίποτα, δπως καί γιά τό μηχανισμό τής « γέννησης τοΰ Σύμπαντος ». 'Επιπλέον : Ποιά ήταν ή αιτία ή όποία προκάλεσε τόν πληθωρισμό ; Σύμφωνα μέ τόν Ε. Σατσμάν, 6χι μόνο δέν ύπάρχει καμιά εμπειρική άπόδειξη αύτοΰ τοΰ φαινο-μένου, άλλά έπιπλέον πρέπει νά καταφύγουμε σέ μιά Φυσική πραγματικά έξωτική, πάρα πολύ διαφορετική άπό αύτήν πού χρησιμοποιούμε.43

'Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα μ'αύτό τό πρότυπο, κατά τή διάρκεια τής έξέλιξης καί τής ψύξης τοΰ « Σύμπαντος » θραύστη-κε ή άρχική συμμετρία τού κενοΰ. Οί θεμελιώδεις άλληλεπιδρά-σεις, ένοποιημένες στήν άρχή, χωρίστηκαν διαδοχικά. Κατά τή διάρκεια τής έξέλιξης, οί μορφές τής ΰλης υπέστησαν μιά σειρά άπό μετασχηματισμούς. Πιό συγκεκριμένα : Στήν άρχή τής έκθε-τικής διαστολής οί θεμελιώδεις άλληλεπιδράσεις άποτελοΰσαν μία καί μόνη άλληλεπίδραση. 'Αλλά ή ταχεία ψύξη είχε συνέπεια τήν πτώση τής θερμοκρασίας καί τή θραύση τής μεγάλης ένοποί-ησης τών θεμελιωδών δυνάμεων. Έτσι, ΙΟ'*4 sec μετά τό Big Bang έμφανίζεται ή άπαρχή τοΰ χώρου καί τοΰ χρόνου. Στά ΙΟ'36 sec έμ-φανίζεται ή άσυμμετρία σωματίων-άντισωματίων. Τρία λεπτά μετά τό Big Bang δημιουργούνται τά χημικά στοιχεία, ΙΟ5 Ιτη μετά σχηματίζονται οί γαλαξίες, ΙΟ10 Ιτη μετά τό Big Bang υπάρ-χει ή άκτινοβολία τοΰ βάθους τοΰ ούρανοΰ. Αύτά κατά τό συζη-τούμενο σενάριο.

Ή άπαρχή τού πληθωρισμού χαρακτηρίζεται, σύμφωνα μ'αύ-τό τό σενάριο, άπό τεράστιες θερμοκρασίες, άπρόσιτες στά μέσα παρατήρησης. Γίνεται λοιπόν δεκτό δτι κατά τίς πρώτες στιγμές τού « Σύμπαντος » οί φυσικές άλληλεπιδράσεις ήταν δπως σημει-ώσαμε ένοποιημένες. Στή συνέχεια, ή μιά μετά τήν άλλη, χωρί-στηκαν. "Ετσι γεννήθηκαν οί τέσσερις γνωστές σήμερα άλληλεπι-

1 2 8 TF.TAPTO Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

δράσεις. Μεγαλειώδης κατασκευή τοϋ πνεύματος, ή όποία μένει νά άποδειχτεΐ. Όμως ή θεωρία αύτή δέν είναι πλήρης καί ή έπα-λήθευσή της είναι άφάνταστα περίπλοκη." Επιπλέον: Γιά νά διαπιστωθεί ή ύπαρξη τής « μεγάλης ένοποίησης » άπαιτοΰνται ένέργειες δισεκατομμύρια φορές ύψηλότερες άπό τίς ένέργειες τών ισχυρότερων έπιταχυντών.

Μιά νέα έκδοχή τοΰ πληθωρισμού προτάθηκε, δπως ήταν γνω-στό, άπό τόν Andrei Linde. Τό Σύμπαν, κατά τόν Λίντε, γεννήθη-κε άπό μιά μικρότατη κβαντική διακύμανση τοΰ άρχέγονου κενοΰ. Ή διακύμανση αύτή ήταν ό κινητήρας τοΰ πληθωρισμοΰ. Καί τό σενάριο αύτό προϋποθέτει μιά άρχική ιδιομορφία, πριν άπό τό χρόνο Πλάνκ.

Κατά τόν Λίντε τό Σύμπαν άποτελεΐται άπό μιά άπειρία « μί-νι συμπάντων ». Μιά άπειρία Big Bangs θά πραγματοποιήθηκαν πριν άπό τό δικό μας. Συνεπώς μιά άπειρία μίνι συμπάντων. Οί άντιφάσεις « έν τοις δροις » είναι έξόφθαλμες. Έπειδή σύμπαν ση-μαίνει τό πάν πού ύπάρχει. Συνεπώς δέν ύπάρχει παρά Ινα καί μο-ναδικό Σύμπαν, τό όποιο εγκλείει ένδεχομένως άπειρους κόσμους. Μίνι Σύμπαν : Ό δρος άνακαλεΐ τά « μίνι μάρκετ » τής άγοραίας κοινωνίας μας.

Τό Σύμπαν, κατά τόν Λίντε, γεννήθηκε άπό μιά μικρότατη τυ-χαία διακύμανση καί άποτελεΐται άπό μιά άπειρία άνεξάρτητων περιοχών πού συνιστοΰν ισάριθμα μίνι σύμπαντα. Τό Σύμπαν, μιά μεγάλη φυσαλίδα, θά γεννοΰσε άλλες φυσαλίδες κ.ο.κ., μέχρι τό άπειρο. Μ'αύτόν τόν τρόπο ό πληθωρισμός θά ήταν αιώνιος. Ώς πρός τό δικό μας « Σύμπαν », Ιχει ήλικία δεκαπέντε δισ. έτών. Τό Σύμπαν είναι αιώνιο, αύτοδημιουργούμενο, χωρίς άρχή καί χωρίς τέλος. Ή τελευταία φράση θυμίζει διαλεκτική. Τό « Σύμπαν » μας είναι μιά χωροχρονική φυσαλίδα πνιγμένη μέσα σέ μιά πολ-λαπλότητα άπό άλλες φυσαλίδες, οί όποιες σχηματίζονται αδιά-κοπα. Όμως μιά τέτοια ιδέα, παρατηρεί ό Ζ. Π. Λυμινέ, δέν θά είναι ποτέ οΰτε έπαληθεύσιμη οΰτε παρατηρήσιμη. Έδώ βρισκό-μαστε στά δρια τής έπιστημονικής προσέγγισης καί, χωρίς άμφι-βολία, ήδη άπό τήν άλλη πλευρά. Κατά τόν Ζ.Π. Λυμινέ, οί διά-

Κ Ο Σ Μ Ο Γ Ε Ν Ε Σ Η 1 2 9

φορές θεωρίες τής κβαντικής κοσμολογίας εγείρουν τόσα άν δχι περισσότερα προβλήματα άπ'δσα φωτίζουν γιά τΙς άπαρχές τοϋ Σύμπαντος.45

Ή κοσμολογία τοΰ πληθωρισμού δέχεται, καί αύτή, μία άρχή τοΰ Σύμπαντος. Στήν άρχή τοΰ πληθωρισμού δέν υπήρχαν ούτε άστέρες ούτε χημικά στοιχεία ούτε άκτινοβολία. Δέν υπήρχε παρά τό κενό μέ πλήρη συμμετρία. Μέ τή θραύση τών συμμετριών, ή ένέργεια ή όποία άπελευθερώθηκε κατά τή διάρκεια τής μετα-βολής φάσης μετατράπηκε σέ σωμάτια, σέ σωμάτια καί άντισω-μάτια, σέ βαρυόνια κλπ. Άλλά: Ποιά ήταν ή προέλευση τοΰ συμ-μετρικού καί άρχικοΰ «Ένός » ; Πώς ήταν ό χρόνος, ό χώρος καί τό κενό, τό όποιο θεωρείται ώς άπαρχή τής δημιουργίας τοΰ Σύμ-παντος; Οί λεπτομέρειες τοΰ πληθωρισμού, κατά τόν Martin Rees, είναι θεωρησιακές έπειδή προϋποθέτουν τή Φυσική τών πά-ρα πολύ υψηλών ένεργειών, ή όποία είναι ολοκληρωτικά άγνω-στη.

Σύμφωνα δμως μέ τούς Fang Li Zhi καί Li Shu Xian, ή ιδέα δτι τό Σύμπαν γεννήθηκε άπό τό Μηδέν είναι ένδιαφέρουσα. Είναι ούσιαστικό, γράφουν, νά γνωρίζουμε τί είναι τό « μή δν ». Σύμ-φωνα μέ τή σύγχρονη κοσμολογία, γράφουν οί δύο συγγραφείς, τό « μή 0ν » σημαίνει : αύτό πού υπάρχει έξω άπό τό Σύμπαν είναι « μή δν ». Όμως, έξω άπό τό Σύμπαν δέν μπορεί νά υπάρξει τί-ποτα. Τελικά, μπορεί νά υπάρξει « είναι άπό τό μή είναι ». Τό « μή είναι » μπορεί νά προκαλέσει τό ξεκίνημα τοΰ κόσμου. Τίποτα, κατά τούς δύο συγγραφείς, δέν προκάλεσε τό ξεκίνημα τοΰ Σύμ-παντος.4' Έτσι είναι δυνατόν νά άποφύγουμε τήν επέμβαση τοΰ Θεοΰ. Εντούτοις, αύτή ή διαλεκτική δέν μάς βοηθά νά « χωνέ-ψουμε » τήν παραβίαση τής διατήρησης της ύλης καί τήν άρχή δτι τό Ό ν προέρχεται άπό τό μή Όν.

Κατά τόν Μάρτιν Ρής, πολλοί θεωρητικοί είναι υπέρ τής ιδέ-ας τοΰ χαοτικού πληθωρισμού. Τό πρότυπο αύτό, κατά τόν Ρής, δέν προϋποθέτει άναγκαστικά μιά άπλή, άρχική ιδιομορφία. Ή φάση τοΰ πληθωρισμού είναι ένδιάμεση. Ό Λίντε, σημειώνει ό Ρής, άποβλέπει σέ μιά πιό περίπλοκη κατάσταση. Ό πληθωρισμός

• 3 ° Τ Ρ Ι Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

είναι « αιώνιος ». Διάφορα μέρη τοϋ « Σύμπαντος » υφίστανται πληθωρισμό καί δημιουργούν χωριστά σύμπαντα, χωρίς άμοιβαία αίτιακή σύνδεση. Τά σύμπαντα αύτά μποροΰν ενδεχομένως νά άποσαθρωθούν, άφού θά έχουν διασταλεί κατά Ιναν παράγοντα της τάξης τών 10'® ! Οί μεταπτώσεις φάσεως, οί συμπυκνώσεις κλπ., μποροΰν νά πραγματοποιούνται μέ διαφορετικό τρόπο στά διαφο-ρετικά σύμπαντα.48 Κατά τόν Λίντε, τό Σύμπαν διαμέτρου ίσης μέ ΙΟ10 έτη φωτός δέν είναι παρά μόνο Ινα μικρό μέρος μιας τεράστιας φυσαλίδας διαμέτρου ΙΟ3®0 έτών φωτός, ή όποία δημιουργήθηκε άπό μιά διακύμανση τοΰ κβαντικού κενού καί ή όποία « φούσκω-σε » ύστερα άπό μιά έξαιρετικά ταχεία περίοδο διαστολής.

Ποιά θά μπορούσε νά είναι ή άλήθεια αύτών τών καταπλη-κτικών σεναρίων ; "Οπως γράφει ό Φρέντ Χόυλ, οί δημιουργοί τής πληθωριστικής κοσμολογίας δέχονται τήν ύπαρξη ένός πεδίου χωρίς νά λένε άπό πού προέρχεται. Τό δέχονται σάν ένα μυστη-ριακό γεγονός στήν άρχή τοΰ Σύμπαντος. Άπό τήν άλλη πλευρά, κατά τόν Ρής, τά σενάρια αύτά, άγκαλιάζοντας όλόκληρο τό πα-ρατηρήσιμο Σύμπαν σέ ένα μεγαλειώδες άπειρο σύνολο, πλησιά-ζουν τά 6ρια τής spéculation (θεωρησιακής σκέψης, φαντασίας ).

Άπειρο ή πεπερασμένο « Σύμπαν » ; Κατά τούς Jacyna-Onyszki-ewicz καί Β. Lange, στό τωρινό Σύμπαν, ΙΟ10 φωτόνια έχουν προ-κύψει άπό τήν έκμηδένιση ΰλης-άντιύλης κάθε νουκλεονίου. Μετά τήν περίοδο τής διαστολής τό Σύμπαν έχει θερμοκρασία ίση μέ 1028

Κ. Ό όγκος του είναι τεράστιος, άλλά πεπερασμένος, πολύ μεγα-λύτερος άπό τό παρατηρήσιμο μέρος τοΰ Σύμπαντος. Μετά τήν περίοδο τοΰ πληθωρισμού ( ύστερα άπό ΙΟ"35 sec ) τό « Σύμπαν » αύξάνει σέ τεράστιο βαθμό, μέχρι τά ΙΟ109 m. Πρόκειται γιά άπό-σταση πολύ μεγαλύτερη άπό αύτή πού μπορούμε νά παρατηρή-σουμε καί ή όποία είναι της τάξης τών ΙΟ26. Τό Σύμπαν έγινε τό-σο τεράστιο ώστε νά μπορούμε νά παρατηρήσουμε μόνον ένα άμε-λητέο μέρος του. Καί τό τεράστιο αύτό Σύμπαν δημιουργήθηκε άπό μιά κβαντική διακύμανση !49

Ή άνθρώπινη φαντασία δέν έχει όρια ! "Ετσι : Μιά άπό τίς έξω-τικές υποθέσεις τής σημερινής Φυσικής είναι ή θεωρία τών χορ-

Κ Ο Σ Μ Ο Γ Ε Ν Ε Σ Η 130

δών, απειροελάχιστων όντοτήτων της τάξης τών 10_ît m. Οί χορ-δές πάλλονται μέ ορισμένες συχνότητες, άντανακλώντας τά στοι-χειώδη σωμάτια. 'Αλλά προκειμένου νά « λειάνουν τήν ιδιομορ-φία » φαντάστηκαν ένα είδος « κοσμολογικής διακύμανσης » : Τό Σύμπαν ξεκίνησε άπό άπειρο μέγεθος, κατόπιν συρρικνώθηκε ώστε νά περάσει κάπως άπό τήν τρύπα μιας βελόνας, άπό ένα έλά-χιστο, τό Big Bang, προτού νά διασταλεί έκ νέου πρός τό άπειρο.50

Τί άντιπροσωπεύει λοιπόν τό πρότυπο τών « χορδών » ; Η να ι δυνατόν νά άποφευχθοΰν οί οιονεί μεταφυσικές προϋποθέσεις τοϋ κυρίαρχου προτύπου; Κατά τόν Thibaut Damour: Δεχόμενη ώς θεμελιώδες μήκος τό μέγεθος μιας χορδής, ή θεωρία αύτή κατα-λήγει νά άπαλείψει τΙς χωρικές Ιδιομορφίες πού συναντώνται στή Φυσική, δηλαδή τΙς περιοχές δπου όρισμένα μεγέθη γίνονται άπειρα. "Ετσι, μπορούμε νά έλπίσουμε βτι θά άπαλείψουμε καί τή χρονική ιδιομορφία τήν όποία άντιπροσωπεύει τό Big Bang καί κατά τήν όποία τό Σύμπαν τείνει πρός τό μηδέν, ένώ ή καμπυλό-τητα γίνεται άπειρη- έστω καί άν σήμερα ή έλπίδα αύτή δέν ένι-σχύθηκε άπό σίγουρα άποτελέσματα.οΙ

Θά έπισημάνουμε ένα άκόμα σενάριο, κατά τό όποιο ή κβαν-τική βαρύτητα προσφέρει μιά μαθηματική έξήγηση τοΰ πληθωρι-σμού. Οί έξισώσεις της φανερώνουν δτι δύο μάζες πού έλκονται άπό τή βαρύτητα άπωθοΰνται άμοιβαΐα σέ μικρή κλίμακα, πράγ-μα πού προκαλεί έπιτάχυνση τής διαστολής κατά τίς πρώτες στιγμές τοΰ Σύμπαντος. Αύτό τό « γεγονός » υποτίθεται δτι θά μπορούσε νά έξηγήσει τή διαστολή.

"Αλλο μυστήριο τής Κοσμολογίας οί μαύρες τρύπες, δηλαδή ούράνια σώματα πού δημιουργούνται μέ τή βαρυτική κατάρρευ-ση. Κατά τόν Gabriele Veneziano τό Σύμπαν υπήρχε πολύ πρίν άπό τό Big Bang. Σύμφωνα μέ τό σενάριο « prébigbang », ένα πολύ διε-σταλμένο Σύμπαν, σχεδόν κενό, σέ διακύμανση, δημιούργησε μαύ-ρες τρύπες, δπου τό πάν καταρρέει λόγω τής βαρύτητας. Οί μαύ-ρες τρύπες προκαλούν Big Bangs, μεταξύ τών όποίων καί τό δικό μας, τό όποιο είναι ένα μεταξύ τών άλλων.52 'Αλλά οί μαύρες τρύ-πες υπάρχουν ; Καί άν υπάρχουν, αύτές γέννησαν τό Σύμπαν ; Καί

• 3° Τ Ρ Ι Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

άν ναί, τότε δέν πρόκειται γιά γένεση, άλλά γιά μετασχηματισμό καί 6χι γιά Σύμπαν, άλλά γιά μιά περιοχή του Σύμπαντος- τελι-κά: Πολλή έφευρετικότητα. Πολλή φαντασία. Πολλοί ύπολογι-σμοί. Άλλά ποιό είναι το άντίστοιχο αυτών τών ιδεών με την πραγματικότητα ;

'Εδώ έπιβάλλονται ορισμένες κριτικές παρατηρήσεις: Κατ' άρχήν, τά πληθωριστικά σενάρια προϋποθέτουν μιά άγνωστη καί άπρόσιτη κατάσταση πριν άπό τή στιγμή μηδέν ! Όπως σημειώ-νει ό Ζ.Κ. Πεκέρ, πριν άπό τή στιγμή μηδέν, ή όποία άναγνωρί-ζεται ώς μυστική, είχαμε νά κάνουμε μέ ένα κβαντικό Σύμπαν, πί-σω άπό τό όποιο βλέπουμε νά προβάλλει τό πρωταρχικό χάος τών 'Αγίων Γραφών. Τά δύο σενάρια προϋποθέτουν τή Μεγάλη Έκρη-ξη, τή μηδενική στιγμή καί οτιδήποτε αύτά συνεπάγονται ώς μή γνώσιμο, άν δχι μυστηριώδες. Ώς πρός τό σενάριο τοΰ Λίντε, ή άντίφαση «έν τοις δροις» είναι έξόφθαλμ,η: Πολλά σύμπαντα, άλλα σύμπαντα, μίνι σύμπαντα, κλπ. 'Αλλά τό νά μιλάμε γιά Σύμ-παν άντί γιά Κόσμο δέν είναι άπλώς γλωσσική παραδρομή. Πέρα άπό τό έννοιακό σφάλμα, ή φράση αύτή άνοίγει τό δρόμο πρός τό μή γνώσιμο, τήν ψευδοεπιστήμη καί τό μυστικισμό.

Ά ς δεχτούμε δμως, δτι ορισμένα σενάρια, δπως τοΰ Γκούθ ή τού Λίντε, περιέχουν άλήθειες, δπως ό μετασχηματισμός, ή ιστο-ρικότητα τών μορφών τής ΰλης κατά τή διάρκεια τής κοσμογένε-σης. Άλλά σ'αύτή τήν περίπτωση δέν πρόκειται γιά Σύμπαν καί γιά Δημιουργία, άλλά γιά «τοπικά» φαινόμενα, τά όποια δια-δραματίζονται στόν υπάρχοντα χώρο καί χρόνο : Γιά μετασχημα-τισμό τών μορφών τής ΰλης, ή όποία υπάρχει σέ άέναο γίγνεσθαι. Στήν περίπτωση αύτή πρόκειται γιά κοσμογένεση. "Οχι γιά δη-μιουργία τοΰ Σύμπαντος. Οί τοπικοί « κόσμοι » άναδύονται ίσως άπό τό κενό, τό όποιο δέν είναι τό « μήΌν ». Είναι ένας ώκεανός δυνάμει σωματίων τά όποια μεταπίπτουν άπό τή δυνάμει στήν ένεργεία κατάσταση. Γιά μορφές ύλης οί όποιες, σύμφωνα μέ μιά φράση τού Χέγκελ, « άναδύονται άπό τά βάθη τοΰ πραγματικού ».

Τό « νέο Big Bang », δπως καί τά πληθωριστικά σενάρια, έπι-χειροΰν, μέ μιά τυπική παράκαμψη, νά άποφύγουν τά μηδέν καί

Κ Ο Σ Μ Ο Γ Ε Ν Ε Σ Η 3 3

τα άπειρα, άλλα τήν ίδια στιγμή τά προϋποθέτουν. Κατά συνέ-πεια, μετατοπίζουν τή δυσκολία άντί νά τή λύσουν. Ή περιγραφή τών θεωρητικά προβλέψιμων καί ένδεχομένως πραγματικών γε-γονότων μετά τό χρόνο Πλάνκ δέν σημαίνει δτι άπαντήθηκε τό έρώτημα της ύπαρξης καί της έξέλιξης τοΰ Σύμπαντος. Εντού-τοις, χάρη στίς θεωρίες της μικροφυσικής καί τή σύμφυση, στό έπίπεδο της Κοσμολογίας, τοΰ « άπειροστά μικρού » μέ τό « ά-πειρα μεγάλο », οί άστροφυσικοί άνοιξαν τό δρόμο γιά τήν κατα-νόηση καί τήν περιγραφή τοΰ κοσμικοΰ γίγνεσθαι.

Δέν είναι δυνατόν νά άπορριφθεϊ a priori ή υπόθεση δτι τό σή-μερα προσιτό μέρος τοΰ Σύμπαντος δημιουργήθηκε άπό μία ή πε-ρισσότερες ή « άπειρες » γιγαντιαίες έκρήξεις στόν ήδη υπάρχον-τα χώρο καί χρόνο. Όμως, τέτοια συμβάντα προϋποθέτουν τήν ύπαρξη κάποιας μορφής ύλης. Έπίσης, κατά τή διάρκεια τής κο-σμογενεσης, οί άρχικές μορφές τής υλης ήταν δυνατόν νά μετα-σχηματιστοΰν σέ άλλες μορφές, κ.ο.κ. 'Αλλά σ'αύτή τήν υποθε-τική περίπτωση δέν έπρόκειτο γιά δημιουργία τοΰ Σύμπαντος, άλλά γιά άνάδυση ένός πεπερασμένου κόσμου, ένός άπό τούς δυ-νατούς κόσμους τοΰ Σύμπαντος. Επιπλέον, τό γραμμικό σενάριο τοΰ Big Bang άδυνατεΐ νά περιγράψει τΙς περίπλοκες καί άντιφα-τικές διεργασίες οί όποιες χαρακτηρίζουν τήν κοσμογένεση. Στό έπόμενο κεφάλαιο θά έπισημάνουμε καί άλλες αυθαίρετες παρα-δοχές καί άντιφάσεις μέ παρατηρησιακά δεδομένα.

Τί στοιχεία άλήθειας, μπορεί νά περιλαμβάνει τό σενάριο τής Μεγάλης Έκρηξης ; Οί είδικοί-όπαδοί τοΰ σεναρίου διέπραξαν τό « άδίκημα » τών πυθαγορείων στό όποιο άναφέρεται ό 'Αριστοτέ-λης. Νόμισαν δτι μπορούν νά έφαρμόσουν τις έξισώσεις τής βα-ρύτητας τοΰ 'Αϊνστάιν μέχρι τό σημείο μηδέν ή περίπου ώς αύτό τό σημείο. Ταυτόχρονα άναγκάστηκαν νά δεχτούν τήν ύπαρξη κα-ταστάσεων καί μεγεθών άπρόσιτων στήν παρατήρηση. 'Ακόμα, νά χρησιμοποιήσουν μαθηματικά πρότυπα δπως αύτό τής ύπόθεσης τών χορδών, τών οποίων ή άνακάλυψη -άν υπάρχουν- είναι πρα-κτικά άνέφικτη. 'Ακόμα, έπεκτείνοντας μέχρι τό σημείο μηδέν τις έξισώσεις τής βαρύτητας, καταλήγουν δτι στίς μελανές δπές μη-

134 TF.TAPTO Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

δενίζεται δ χώρος καί άκινητοποιεΐται δ χρόνος. Καί μέ αφετηρία αυτές τΙς υποθέσεις καί τά πρότυπα, έχει δημιουργηθεί μια άπί-θανη έπιστημονικοφανής φιλολογία, ή όποία τρέφει έναν σύγχρο-νο έπίσης έπιστημονικοφανή μυστικισμό.53

Σέ τί συμπεράσματα είναι δυνατόν νά καταλήξουμε μέ βάση τήν υπόθεση τής Μεγάλης "Εκρηξης, σχετικά μέ τό βασικό έρώ-τημα αύτοΰ τοΰ βιβλίου ; Προφανώς, μέ βάση μιά έπιστημονική ( ή θεωρούμενη έπιστημονική ) υπόθεση, δέν είναι δυνατόν νά α-παντήσουμε στό έρώτημα γιά τΙς σχέσεις ΰλης καί πνεύματος. Καί όμως είναι γνωστό 6τι ή Εκκλησία, συγκεκριμένα δ Πάπας Πίος IB', υποστήριξε δτι ή υπόθεση τής Μεγάλης Έκρηξης άπέδειξε δτι τό Σύμπαν δημιουργήθηκε άπό τόν Θεό. Συγκεκριμένα, στίς 22 Νοεμβρίου 1951, σέ όμιλία μέ τίτλο « Οί άποδείξεις γιά τήν ύπαρ-ξη τοΰ Θεού » στήν Ποντιφική'Ακαδημία τών'Επιστημών, καί μέ βάση τά τότε δεδομένα τής Κοσμολογίας ό Πάπας υποστήριξε δτι ή έπιστήμη απέδειξε τή δημιουργία τοΰ κόσμου: «"Ετσι, δημι-ουργία μέσα στό χρόνο. Καί πρός τοΰτο, ένας Δημιουργός ! 'Ιδού λοιπόν -έστω άκόμα καί έμμεση καί άτελής- ή λέξη τήν οποίαν Ήμεΐς έπιζητούσαμε άπό τήν έπιστήμη καί τήν οποίαν ή παρού-σα γενεά άπαιτεΐ άπ' αύτήν ».54

Πολλοί μεγάλοι έπιστήμονες έκείνη τήν έποχή ύποστήριζαν τήν άποψη δτι ή έπιστήμη άπέδειξε τή δημιουργία τοΰ κόσμου άπό τόν Θεό. Κύριο έπιχείρημα τότε καί σήμερα ήταν ή υπόθεση τής Μεγάλης "Εκρηξης. Τά σχετικά έπιχειρήματα είναι χωρίς άξία, δοθέντος δτι προϋποθέτουν τήν κυρίαρχη σύγχυση πού άφορα τή σχέση έπιστημονικών προτάσεων καί φιλοσοφικών θέσεων.55 'Αλ-λά καί έπιστήμονες ευσεβείς καί πιστοί στό δόγμα μπορούσαν νά διακρίνουν, μέ βάση τίς ίδιες γνώσεις γιά τό Σύμπαν, τό άβάσιμο αύτοΰ τοΰ δόγματος.Έτσι, π.χ., ό μεγάλος άστρονόμος καί εύσε-βής χριστιανός James Jeans ( 1877-1946 ) έγραφε κατά τή δεκαετία τού '40: «Φαίνεται άπίστευτο βτι τό Σύμπαν έχει σχεδιαστεί άρχικά γιά νά δημιουργήσει ζωή σάν τή δική μας. Γιατί άν ήταν έτσι πράγματι, θά περίμενε κανείς νά βρει μιά καλύτερη άναλογία συγκριτικά μέ τό μέγεθος τοΰ μηχανισμού καί τό ποσόν τοΰ προϊ-

Κ Ο Ι Μ Ο Γ Ε Ν Ε Σ Η > 3 5

όντος [ . . . ] Ή μεγάλη άσημαντότητα της ζωής φαίνεται νά οδηγεί σέ πλήρη αποκλεισμό κάθε ιδέα δτι ή ζωή προκαλεί τό ιδιαίτερο ένδιαφέρον τοϋ Μεγάλου Αρχιτέκτονα τοΰ Σύμπαντος μ.56

"Εχει περάσει έκτοτε μισός αιώνας. Νέα δεδομένα συγκροτούν τήν εικόνα ένός « Σύμπαντος » αύτοδημιουργούμενου, άναδυόμε-νου, σέ άέναη μεταμόρφωση, μιας ΰλης κατεσπαρμένης στίς άχα-νεΐς έκτάσεις τοΰ χώρου. Ή έπιστήμη συνηγορεί υπέρ τής άπει-ρότητας τοΰ Σύμπαντος στό χώρο καί στό χρόνο. ΚαΙ δμως στήν έποχή μας, έποχή θριάμβου τής παρατηρησιακής Κοσμολογίας καί τής 'Αστροφυσικής, ή « άδύνατη σκέψη » πρότεινε ώς, άμεση ή έμμεση, απόδειξη τής Δημιουργίας τήν άφελή « άνθρωπική άρ-χή », ή όποία προσπαθεί νά θεμελιώσει « έπιστημονικά » μιά σύγ-χρονη τελεολογία.5'

Ή έπιστήμη άδυνατεΐ νά άποδείξει τήν ύπαρξη ή τήν άνυπαρ-ξία τοΰ Θεοΰ, τήν ΰπαρξη πνευματικής δντότητας άνεξάρτητης άπό τήν ΰλη. "Ως έδώ προσπάθησα νά θεμελιώσω έναν έπιστημο-νικό ρεαλισμό μέ ύλιστική τάση. 'Αλλά θά συνεχίσουμε μέ τό κο-σμολογικό πρόβλημα ώστε νά συγκεκριμενοποιηθεί ό ιδεολογικός χαρακτήρας τής ύπόθεσης τοΰ Big Bang, νά άποδειχτεΐ ό άντιεπι-στημονικός χαρακτήρας τών άπόψεων γιά γέννηση τοΰ Σύμπαν-τος καί τών μυστικιστικών σχετικών δοξασιών, καί άντίστοιχα νά θεμελιωθεί, μέ βάση καί αύτή τή θεμελιώδη καί πρωτοπόρα έπι-στήμη, ή άλήθεια ένός συγχρόνου έπιστημονικοΰ ρεαλισμού.

Α Ν Α Φ Ο Ρ Ε Σ ΚΑΙ Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

1. George Thomson, Les premiers philosophes, Éditions Sociales, Παρίσι, 1973, σ. 61.

2. Βλ. τα δύο έπικά ποιήματα τοΰ Όμηρου, Ίλιάδα καί 'Οδύσσεια. 3. 'Ησίοδος, "Απαντα, είσ., μτφρ., σχόλια Παναγή Λεκατσά, I. Ζαχαρό-

πουλος, 'Αθήνα, σ. 105. 4. G.Thomson, Les premiers philosophes, δ.π., a. 159. Για τον όρφισμό: Jane

Helen Harrison, Prolegomena to the Study of Greek Religion ( έλλ. τίτλος 'Ορ-φέας xai όρφιχά μυστήρια, μτφρ. 'Ελένης Παπαδοπούλου, Ίάμβλιχος, 1995 ).

136 TF.TAPTO Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Έπίσης, 'Ορφικοί Ύμνοι, μτφρ. Δημήτρη Παπαδίτσα καί Ελένης Λαδιά, Βι-βλιοπωλείο της Εστίας, 1997.

5. G.E.R. ( Geoffrey Ernest Richard ) Lloyd, Les débuis de la science grecque, Maspéro, Παρίσι, 1974, σ. 19.

6. Aristote, Métaphysique, Vrin, Παρίσι, 1974, 983b. 7. Hermann Diels καί Waither Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker,

Weidmannische Verlag-Buchhandlung, 1965, A 46, A 48, A 99, Β 18. Έπίσης, Aristote, Physique et Métaphysufue. Τοϋ ίδίου, Physique, I<es Belles Lettres, Πα-ρίσι, 1964, VIII, V, 256 b 24.

8. Jean-Paul Dumont, l^es Écoles Présocratiques, Gallimard, 1991, σ. 623. 9. Aristote, Physique, δ.π., I, 2,185a. 10. Βλ. Diels-Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, δ.π., 12 AI, 9. Έ π ί -

σης, τά Φυσικά καί Μετά τό φυσικά τοΰ 'Αριστοτέλη. 11. Βλ. Jean Voilquin, Les Penseurs Grecs avant Socrate, Garnier, Παρίσι,

2005, κεφ. II. Έπίσης, τά Φυσικά καί Μετά τά φυσικά τοΰ 'Αριστοτέλη. 12. Για μια λεπτομερειακή άνάλυση, πρβλ. Eftichios Bitsakis, IM nature

dans la pensée dialectique, L'Harmattan, Παρίσι, 2005, κεφ. 1 καί 2. 13. Γιά τόν Εμπεδοκλή, πρβλ. Voilquin, Les Penseurs Grecs avant Socrate,

δ.π., κεφ. VI. 14. Αύτ., κεφ. IV. Έπίσης, Diels-Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker,

καί Ευάγγελος Ροΰσος ( μτφρ., έρμηνεία ), 'Ηράκλειτος, περί φύσεως, Παπα-δήμας, 1987.

15. Για τούς'Ατομικούς, πρβλ. : Dumont, Les Écoles Présocratiques. Voilquin, Les Penseurs Grecs avant Socrate. Diels-Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, δ.π., 68 A 45.

16. Aristote, Physique, δ.π., 206α, 27-36. 17. Γιά τήν κοσμολογία τών στωικών, βλ. : Samuel Sambursky, Physics of

Stoics, Princeton University Press, Πρίνστον, 1987. Έπίσης, Harold Arthur Kinross Hunt, A Physical Interpretation of the Universe. Johannes Von Armin (έπιμ.), Stoicorum Veterum Fragmenta, Στουτγάρδη, 1964.

18. Yves Battistini, Trois Présocratiques, Gallimard, Παρίσι, 1988, κεφ. II. Diels-Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker.

19. Aristote, Métaphysique, δ.η., I, 985b. 20. Αύτ., I, 986b. 21. 'Αριστοτέλης, Περί Ονρανοΰ, 279b 12-13 22. Lloyd, Les débuts de la science grecque, δ.π., σσ. 28 καί 9. 23. Friedrich Engels, Dialectùjue de la nature, Éditions Sociales, Παρίσι,

1952, σ. 33. 24. Henri Andrillat, περ. Science et Vie. 25. Hannes Alfven, περ. La Recherche, τεΰχος 69, 1976, σ. 613.

Κ Ο Σ Μ Ο Γ Ε Ν Ε Σ Η 3 7

26. Jean-Pierre Luminet, «À la recherche du temps zéro», La Recherche, τεΰχος 390, 'Οκτώβριος 2005, σ. 30.

27. Serge Brünier, « Où sont les limites de l'Univers ? », Science et Vie, τεΰχος 189, 2001, σ. 50.

28. Aristote, Physique, δ.π., 202b 1-3. 29. Isaac Newton, Principia, University of California Press, Μπέρκλεϋ, 1947.

Τοϋ ιδίου, Opticks, Dover, Νέα Υόρκη, 1952. 30. Fred Hoyle, « Ils croient toujours aux miracles », Science et Vie, τεΰχος

189, Δεκέμβριος 1994, σ. 138. 31. Evry Schatzman, La Recherche, τεϋχος 91, 'Ιούλιος-Αύγουστος 1978. 32. Βλ. Science et Vie, τεΰχος 1054, Ιούλιος 2005. 33. Science et Vie, τεΰχος 970, 'Ιούλιος 1998, σσ. 62-63. 34. Aristote, Physique, δ.π., 187b 7-12. 35. Ef. Bitsakis, Physique et Matérialisme, Éditions Sociales, Παρίσι, 1983,

κεφ. 5. 36. Henry P. Dart III, περ. Apeiron, τεΰχος 17, 'Οκτώβριος 1993, σ. 6. 37. Roland Omnès, L'Univers et ses métamorphoses, Hermann, Παρίσι, 1973,

σ. 66. 38. Ε. Schatzman, L'Expansion de l'Univers, Hachette, Παρίσι, 1989, σ. 72. 39. Jean Heidmann, La Recherche, τεΰχος 23, 1971, σ. 459. Τοΰ Ιδίου,

Introduction à la Cosmologie, PUF, Παρίσι, 1973, κεφ. 1, τμ. III. 40. Hoyle, Science et Vie, δ.π. 41. Haiton Arp, στό Michele Barone, Franco Selleri (έπιμ.), Frontiers of

Fundamental Physics, Plenum, Νέα'Τόρκη, 1994, σ. 1. 42. Ε. Schatzman, L'Expansion de l'Univers, δ.π., σ. 72. 43. Alan H. Guth, The Inflationary Universe, 1997 ( έλλ. έκδ. Τό πληθωρι-

στικά σύμπαν, μτφρ. Χρήστου Μάρκου, Γκοβόστης, 2001 ). Ε. Schatzman, αντ., σ. 54.

44. Περ. Cahiers du C/VRS, τεΰχος 181, Φεβρουάριος 2005. 45. Βλ. Andrei Dmitriyevich Linde, " The Self-Reproducing Inflationary Uni-

verse ", περ. Scientific American, τεΰχος 271, Νοέμβριος 1994, σσ. 48-55. J.-P. Luminet, La Recherche, δ.π., σσ. 30 καί 34.

46. Martin Rees, New Perspectives in Astrophysical Cosmology, Cambridge University Press, Καίημπριτζ, 2000, σ. 130.

47. Fang Li Zhi καί Li Shu Xian, Creation of the Universe, World Scientific, Σιγκαπούρη, 1989.

48. Rees, New Perspectives, δ.π. Linde, Particle Physics and Inflationary Cosmology, Hadwood, 'Ελβετία, 1990. Τοΰ [δίου, Physics Today, Σεπτέμβριος 1987.

49. Zbigniew Jacyna-Onyszkiewicz, Bogdan Lange, στό Franco Sellerri

• 3° Τ Ρ Ι Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

( έπιμ. ), Open Questions in Relativistic Physics, Apeiron, Μόντρεαλ, 1998, σ. 281. 50. Γιά τά προβλήματα αύτά βλ. Guth, The Inßationary Universe, δ.π. Li

Zhi-Shu Xian, Creation of the Universe, δ.π. Linde, Particle Physics and Inf-lationary Cosmology, Hardwood Acad. Publishers, 1990. Jean-Claude Pecker, Scienceet Vie, τεΰχος 189, Δεκέμβριος 1994, σ. 124. Τοϋ Ιδίου, L'Univers exploré, peu à peu expliqué, Odile Jacob, Παρίσι, 2003. Ε. Schatzman, L'expansion de l'Univers, δ.π.

51. Thibaut Damour, Scienceet Vie, τεΰχος 1054, 'Ιούλιος 2005, σ. 65. 52. Gabriele Veneziano, αύτ., σ. 64. Έπίσης, Hoyle, Galaxies, Noyaux et

Quasars, Buchet-Chastel, 1966. 53. Βλ. Εύτύχη Μπιτσάκη, To άειθαλές δέντρο τής γνώσεως, "Αγρα, 'Αθή-

να, 2006, κεφ. 3. 54. Άπό τό βιβλίο τοΰ Paul l^berenne, L'Origine des Mondes, Παρίσι, 1953

( έλλ. 6κδ. Ή καταγωγή τών κόσμων: 'Υλιστική έρμηνεία τής προέλευσης τον Σύμπαντος, μτφρ. Γιάννη Βιστάκη, 'Αναγνωστίδης, χ.χ.ίκδ.)

55. Γιά τΙς σχέσεις έπιστημών καί φιλοσοφίας, τή σχέση έννοιών καί κα-τηγοριών, βλ. Εύ. Μπιτσάκη, Τά άειθαλές δέντρο τής γνώσεως, δ.π., κεφ. 1.

56. James Jeans, Το μυστηριώδες σύμπαν ( έλλ. μτφρ. Λ. Λιώκη ), Ίκαρος, 1947, σσ. 15 καί 20.

57. Γιά μια συγκεκριμένη κριτική αύτης της δήθεν « άρχής », βλ. Εύ. Μπι-τσάκη, Άπό τήν πυρά στόν άμβωνα, Τόπος, 2009.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Πέρα άπό τό Big Bang:

Στοιχεία μιας ένδοκοσμικής διαλεκτικής

Σ ΕΔΩ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΑ ΚΤΡΙΩΣ μιά κριτική άνασκευή τών βα-σικών θεωρητικών παραδοχών τοϋ κυρίαρχου ( σήμερα ! ) κο-

σμολογικού προτύπου, προκειμένου νά άποδείξω τήν επιστημο-νική καί φιλοσοφική απάτη ( imposture ) τοϋ ίσχυρισμοΰ δτι ή έπιστήμη μπορεί νά άποδείξει τήν ύπαρξη τοΰ Θεοΰ καί τή δημι-ουργία τοΰ κόσμου άπό τόν Θεό. Στό κεφάλαιο αύτό θά έξετάσου-με προπαντός τά παρατηρησιακά δεδομένα πού ύποτίθεται δτι συνηγορούν υπέρ τής Μεγάλης "Εκρηξης. Δηλαδή : Θά συζητή-σουμε τά υπέρ καί τά κατά, καί θά έπιχειρήσουμε νά άναδείξουμε στοιχεία μιας διαλεκτικής κρυμμένης κάτω άπό τά μεταφυσικά ιδεολογήματα τών όπαδών τοΰ κυρίαρχου προτύπου.

Μέ τόν Νεύτωνα καί τόν Λαπλάς, μέ τή θεωρία τής βαρύτητας καί μέ τά άτομα, μπορούμε νά μιλάμε κατά κάποιον τρόπο γιά Κο-σμολογία. Εντούτοις, δπως έχουμε σημειώσει ήδη, πριν άπό τή σχετικότητα καί τίς παρατηρήσεις τοΰ Χάμπλ, ή « κοσμολογία » δέν ξεπερνούσε τά σύνορα τοΰ πλανητικού μας συστήματος. Άκό-μα καί τά κοσμολογικά πρότυπα πού διατυπώθηκαν στό μαθημα-τικό πλαίσιο τής Γενικής Θεωρίας τής Σχετικότητας ήτανε περισ-σότερο μαθηματικά πρότυπα παρά φυσική θεωρία. Ή σημερινή Κοσμολογία μπορεί νά γίνει φυσική έπιστήμη χάρη στήν έξέλιξη τής Φυσικής, έπειδή ή λεγόμενη « διαστολή τοΰ Σύμπαντος », δη-λαδή τό κοσμικό γίγνεσθαι, συνδέεται ενδογενώς μέ τίς θεωρίες τοΰ μετασχηματισμού τών μορφών τής ΰλης. "Ετσι, έστω καί άν δέν μποροΰμε νά άντλήσουμε κοσμολογικά συμπεράσματα άπό το-πικές παρατηρήσεις, ή Κοσμολογία, ώς τοπική έπιστήμη μπορεί νά ύπερβεϊ τό καθεστώς μαθηματικού προτύπου χάρη στή σύμφυση,

»50 Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

στή λειτουργική ένότητα τών άντιθέτων : τοϋ μικρόν μέ τό μέγα. Ή 'Αστροφυσική είναι ή έπιστήμη τής σύμφυσης τοΰ « άπει-

ροστά » μικροΰ μέ τό « άπειρα » μεγάλο. Συνέπεια : Οί πρόοδοι τής μικροφυσικής είχαν κρίσιμες έπιπτώσεις στήν άνάπτυξη της Κο-σμολογίας. Χάρη σ'αύτή τή διαλεκτική, ή Κοσμολογία μπορεί νά υπερβεί τό ιδεολογικό στάδιο καί νά γίνει ή έπιστήμη τοΰ σχημα-τισμού καί τής έξέλιξης τής τοπικής καί πεπερασμένης ολότητας, που είναι ό Κόσμος μας. Συνθήκη sine qua non : Να απαλλαγεί άπό τή φιλοδοξία νά έξηγήσει τή γέννηση τοΰ Σύμπαντος καί έπίσης νά άπαλλαγεϊ άπό τΙς « ιδιομορφίες », τά άπειρα, καί άπό κάθε έννοια χωρίς φυσικό άντίκρυσμα. Ταυτόχρονα, καί άναδραστικά, ή Κοσμολογία θά ήταν μιά άπό τΙς « φιλοσοφικές έπιστήμες » τΙς άπαραίτητες γιά τήν επεξεργασία μιας « διαλεκτικής τής φύσης ».

Είναι αύτονόητο ότι οί προηγούμενες παρατηρήσεις δέν ση-μαίνουν ότι θά έπρεπε νά άπορριφθεΐ en bloc τό πρότυπο τής Με-γάλης "Έκρηξης. Αύτό πού άπαιτεΐται είναι νά άπαλλαγεϊ άπό τΙς οίονεΐ μεταφυσικές προϋποθέσεις του καί άπό λιγότερο ή περισ-σότερο αύθαίρετες άπόψεις. Θά συζητήσουμε τΙς κυριότερες άπ' αύτές, άναδεικνύοντας ταυτόχρονα τά στοιχεία πού είναι δυνατόν νά άξιοποιηθοΰν γιά μιά διαλεκτική άντίληψη τής φύσης.

1. Ξεκινάμε από τή στιγμή ΙΟ'43 sec

Kai πρίν; Τό πεδίο τής Φυσικής περιορίζεται σέ χρόνους μετα-γενέστερους άπ'αύτή τήν «άρχική» στιγμή. 'Επιπλέον: Είναι άδύνατον νά άναπαραχθοΰν οί συνθήκες πού υποτίθεται δτι κυ-ριαρχούσαν στή γειτονία τοΰ Big Bang. 'Αναφερθήκαμε στά αιτή-ματα τής « απαρχής » : Χωρική ιδιομορφία, μηδενική χρονική στιγ-μή, άπειρότητες. Δέν πρόκειται γιά φυσικά αιτήματα. Τό « σκλη-ρό » πρότυπο δέν μπορεί νά διεκδικήσει τό καθεστώς επιστημο-νικής ύπόθεσης, έπειδή δέν είναι ούτε έπαληθεύσιμο ούτε διαψεύ-σιμο. Ή Κοσμολογία πρέπει νά άναγνωρίσει συνεπώς αύτό πού εί-ναι : Ή έπιστήμη τού σχηματισμού καί τής έξέλιξης ένός μέρους

HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG B A N G : ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΙΑΣ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ 17 >

τοϋ Σύμπαντος. 01 γιγαντιαίες αυτές διαδικασίες είναι μή άντι-στρεπτές : Πραγματοποιούνται σύμφωνα μέ τό σχετικιστικό σχή-μα, άκολουθώντας τό βέλος τοΰ χρόνου. Ή μή άντιστρεψιμότητα είναι γεγονός καθολικό καί θεμελιώδες : Άφορα μικροσκοπικές δια-δικασίες, καθώς καί διαδικασίες σέ κοσμική κλίμακα. Ή μή άντι-στρεψιμότητα καί ή έξέλιξη, άκολουθώντας μιά συμπαντική γραμ-μή, άποκλείουν καί αύτές μιά άπόλυτη άπαρχή. Μπορούμε νά μι-λάμε γιά γέννηση ένός άστέρα, ή ένός γαλαξία, καί νά περιγρά-φουμε αύτό τό φαινόμενο μέ τά μέσα τής Φυσικής. "Ομως, δέν μποροΰμε νά μιλάμε γιά γέννηση τοΰ Σύμπαντος, δηλαδή τοΰ Παντός.

2. Μάζα τον Σύμπαντος

Μπορούμε νά μιλάμε γιά Σύμπαν σαν νά έπρόκειτο γιά πεπερα-σμένη πραγματικότητα ; Καί δμως : Άπό τούς ειδικούς τοΰ άπο-δίδεται μιά μάζα τής τάξεως τών ΙΟ54 gr. Πρόκειται γιά έντελώς αύθαίρετη άποψη, έάν έπιμένουμε νά μιλάμε γιά Σύμπαν καί φυ-σικά νά έννοοΰμε αύτό πού λέμε.

Άλλά ύπάρχουν καί άλλες άντιρρήσεις, έναντίον αύτοΰ τοΰ ισχυρισμού. Ή Κοσμολογία τοΰ οίονεί στάσιμου Σύμπαντος προ-βλέπει τήν ΰπαρξη ένός Σύμπαντος χωρίς άρχή, άπειρου καί μέ δημιουργία μάζας. Κατά τόνΆρπ τό Σύμπαν δέν διαστέλλεται καί είναι δυνατόν νά έξηγηθοΰν τά εμπειρικά δεδομένα μέ τή θεωρία μεταβολής τής μάζας τών Χόυλ καί Narlicar. Σύμφωνα μ'αύτή τή θεωρία, ή μάζα θά μπορούσε νά είναι συνάρτηση τοΰ χρόνου. Ή γενική θεωρία τής σχετικότητας έπιτρέπει, κατά τούς Νάρλι-καρ καί Άρπ, τή δημιουργία μάζας σέ όποιαδήποτε περίοδο τοΰ Σύμπαντος καί σέ ένα Σύμπαν χωρίς Big Bang. Ή διαδικασία δη-μιουργίας μάζας δέν θεωρείται πλέον σάν ένα είδος σκοτεινού θαύ-ματος. Σύμφωνα μέ τούς Χόυλ, Burbidge καί Νάρλικαρ, ή δημι-ουργία μάζας δέν είναι ένα μοναδικό γεγονός, δπως υποτίθεται δτι είναι κατά τήν Κοσμολογία τής Μεγάλης Έκρηξης.

Έπίσης, σύμφωνα μέ τούς Άρπ, Νάρλικαρ καί Radecke, στόν

142 TF.TAPTO Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

έξωγαλαξιακό χώρο υπάρχουν δραστήρια κέντρα τά όποΐχ έξακον-τίζουν σωματίδια καί κβάντα. Ένα πρότυπο δημιουργίας μάζας βασιζόμενο στή θεωρία της βαρύτητας τοϋ Ε. Μάχ θεωρείται πι-θανός μηχανισμός για τήν παραγωγή σωματίων ύψηλής ένέργει-ας. Ή νέα θεωρία τών Τζ. Μπάρμπιτζ, Ζ. Νάρλικαρ καί Φρέντ Χόυλ έπιχειρέϊ νά άναπτύξει τήν έννοια πεπερασμένων δειγμάτων ύλης μέ περιορισμένη ήλικία, τά όποια έξελίσσονται σέ ένα Σύμ-παν στό όποιο δέν βαραίνει χρονικός περιορισμός.1 Κατά συνέ-πεια, είναι τουλάχιστον αύθαίρετο νά μιλάμε γιά πεπερασμένη μά-ζα τοΰ « Σύμπαντος ». Οί υποθέσεις καί οί θεωρίες στίς όποιες άναφέρθηκα, άντίθετα, άν θά επιβεβαιωθούν, θά έχουν συνέπεια τήν υπέρβαση ένός άπό τά κατάλοιπα της μηχανιστικής σκέψης. Πράγματι, ή ιστορία τής μεταμόρφωσης τών μορφών τής ύλης κατά τή διάρκεια τής κοσμικής έξέλιξης θά ήταν τό πρώτο βήμα γιά τό ξεπέρασμα τής μηχανιστικής άντίληψης γιά τήν ύλη. Ή δημιουργία μάζας θά ήταν ένα δεύτερο βήμα, τόσο έναντίον τοΰ θεολογικού δόγματος δσο καί τοΰ μηχανιστικοΰ-ύλιστικοΰ, τά όποια υποστηρίζουν τήν ποσοτική καί ποιοτική άμεταβλητότητα τής μάζας τοΰ « Σύμπαντος ».

3. Ήλικία τον Σύμπαντος

Είναι δυνατόν νά μιλάμε γιά ήλικία τοΰ Σύμπαντος μέ βάση το-πικά φαινόμενα; 'Αλλά, άκόμα καί στά πλαίσια τοΰ κυρίαρχου προτύπου, τό πρόβλημα δέν έχει λυθεί. Πράγματι, υπάρχουν τε-ράστιες άποκλίσεις στίς τιμές πού άποδίδονται στή « σταθερά » τοϋ Χάμπλ. Ό Santage τής άποδίδει τήν τιμή 45, τιμή πού ση-μαίνει δτι τό « Σύμπαν » « γεννήθηκε » πρίν άπό δεκαοχτώ δισ. χρόνια. Κατά τόν Gérard de Vaucouleurs ( 1918-1995 ), ή τιμή τής σταθεράς τοϋ Χάμπλ είναι 85 καί, κατά συνέπεια, ή ήλικία τοΰ « Σύμπαντος » είναι μόνο όκτώ δισ. έτη. Τί τιμή λοιπόν νά άπο-δώσουμε στό « Σύμπαν » ;

Είναι έντελώς αύθαίρετο νά μιλάμε γιά ήλικία τοΰ Σύμπαντος.

HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG B A N G : ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΙΑΣ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ 17 >

Ή « ήλικία » υποτίθεται δτι καθορίζεται άπό τή σταθερά του Χάμπλ. 'Αλλά ποιά είναι ή τιμή αύτής τής σταθεράς ; Επιπλέον, ή δήθεν τιμή τής ήλικίας βρίσκεται σέ άντίφαση μέ όρισμένες πα-ρατηρήσεις. Έτσι, σύμφωνα μέ τίς παρατηρήσεις τού Spitzer, ο-ρισμένοι άστέρες τών πιό μακρινών γαλαξιών, φαίνεται νά είναι παλαιότεροι άπό τούς ίδιους τούς γαλαξίες, πράγμα πού προκαλεί κρίση τοΰ κυρίαρχου προτύπου. Έπίσης, ό Henri P. Dart III γρά-φει : Ή ισχυρότερη μαρτυρία έναντίον τοΰ Big Bang θά μποροΰσε νά είναι ή ήλικία τών παλαιότερων άστέρων τοΰ γαλαξία μας : ήλι-κία μεταξύ δεκατεσσάρων καί δεκαεννέα δισ. έτών, δηλαδή ξε-περνά τά δέκα δισ. έτη τά όποΐα υπολογίζονται στή βάση τής στα-θεράς τοΰ Χάμπλ, άν της άποδοθεΐ ή τιμή 100. Ά ν οί παλαιότεροι άστέρες στό γαλαξία μας είναι άρχαιότεροι άπό τό Σύμπαν τού Big Bang, τότε προφανώς κάτι τό σοβαρά λανθασμένο υπάρχει στή θεωρία.2 Έπίσης, κατά τόν Ζ.Κ. Πεκέρ, ή ήλικία τών άστρικών σμηνών τοΰ γαλαξία μας ύπερβαίνει τήν ήλικία τών δεκαεπτά δισ. έτών. ( Προφανώς πρόκειται γιά τοπικά φαινόμενα καί δχι γιά ήλικία τοΰ Σύμπαντος, έννοια ή όποία στερείται νοήματος.)

Ή σταθερά τού Χάμπλ έπαιξε σημαντικό ρόλο στόν υπολογι-σμό τής « ήλικίας τοΰ Σύμπαντος », μέσα στό κλίμα τής ιδεολο-γικής έκμετάλλευσης τής Κοσμολογίας τοΰ 20οΰ αιώνα. Άλλά με-ταγενέστεροι υπολογισμοί δείχνουν σημαντική μείωση αύτής τής σταθεράς, πρός τήν κατεύθυνση τήν άντίθετη πρός τό κέντρο τής τοπικής ύπερσυσσώρευσης. Έτσι, ή τιμή αύτής τής σταθεράς, ύ-πολογιζόμενη γιά τούς κοντινούς σέ μας γαλαξίες, είναι διαφορε-τική άπό τίς τιμές γιά τούς μακρινούς γαλαξίες.3 Έπίσης, οί Karoji καί Nottale μιλοΰν γιά άνώμαλη κατανομή τών άκτινικών ταχυτήτων. Κατά τήν έρμηνεία τους ή τιμή τής σταθεράς τοΰ Χάμπλ δέν είναι σταθερά.4 Επιπλέον, είναι γνωστό δτι ή διαστολή έξαρτάται άπό τήν πυκνότητα της ΰλης. Καί άν ή πυκνότητα έξ-αρτάται άπό τή θέση καί τό χρόνο, τότε, γράφει ό Ζ.Κ. Πεκέρ, ό ρυθμός τής διαστολής πρέπει έπίσης νά έξαρτάται άπό τό χρόνο. Ή ίδια ή έννοια τής « σταθεράς τοΰ Πλάνκ » καθίσταται, κατά τόν Γάλλο άστροφυσικό, έντελώς άπαρχαιωμένη.

144 TF.TAPTO Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Εκτός άπό τή γνωσιολογική ιστορικότητα υπάρχει καί μιά ιστορικότητα όντική, ή όποία άφορα τΙς φάσεις της εξέλιξης τοΰ Σύμπαντος. Ό μετασχηματισμός καί ή έξέλιξη εισβάλλουν στήν περιοχή αύτοΰ πού παλαιόθεν έθεωρεΐτο σύμβολο της αιωνιότη-τας : τών παγκόσμιων σταθερών.

Όμως, πέρα άπό συζητήσιμες ύποθέσεις καί πέρα άπό τήν ιδεο-λογική έκμετάλλευσή τους, ή μελέτη καί ό υπολογισμός τής ηλι-κίας σχηματισμών, διαδικασιών καί φαινομένων στήν κλίμακα τοΰ σήμερα παρατηρήσιμου μέρους τοΰ Σύμπαντος, είναι μιά μεγαλει-ώδης καί θαυμαστή επιχείρηση, ή όποία δίνει ένα μέτρο τών δυ-νατοτήτων τής σημερινής επιστήμης καί τεχνολογίας. Ή κριτική υπέρβαση τών προϋποθέσεων τοΰ Big Bang καί τοΰ γραμμικού σε-ναρίου του, άνοίγει νέες προοπτικές γιά τήν Κοσμολογία : Έξέλι-ξη, μετασχηματισμός τών μορφών τής ύλης. Δημιουργία υλης, δχι ex nihilo, άλλά μέ μιά διαδικασία άνάδυσης άπό ένα έπίπεδο όργά-νωσης βαθύτερο άπό τό κβαντικό. Συγκεκριμένη διαλεκτική άνά-μεσα στό δυνάμει καί τό ένεργεία. Έτσι : Πραγματικότητα ή όποία σάν ένα γιγαντιαίο κύμα έκδιπλώνει τΙς δυνατότητές της άκολου-θώντας τό βέλος τοΰ χρόνου. Δέν μποροΰμε νά μιλάμε γιά γέννη-ση τοΰ Σύμπαντος. Άλλά ή γέννηση, ό μετασχηματισμός καί ή κα-ταστροφή μορφών χαρακτηρίζουν τό προσιτό μέρος τοΰ Σύμπαν-τος. Καί τό μέγεθος τών φαινομένων, τών δομών καί τών διαδικα-σιών ξεπερνά τις δυνατότητες τής άνθρώπινης φαντασίας.

Κατά τόν Γκούθ, τό Σύμπαν θά μπορούσε νά ξεπερνά τά ΙΟ37 έτη φωτός. Προφανώς δέν έχουμε δικαίωμα νά άποδίδουμε στό Σύμ-παν πεπερασμένο μέγεθος. Παρά ταΰτα, υποστηρίζεται δτι τό Σύμπαν περιέχει ΙΟ90 γαλαξίες καί δτι κάθε γαλαξίας έχει ΙΟ100 ά-στέρες. Στό γαλαξία μας γεννώνται άστρα καί άλλα πεθαίνουν. Τό περιεχόμενο σέ άέρια άνακυκλώνεται καί έμπλουτίζεται σέ χημικά στοιχεία. Στό γνωστό μέρος τοΰ Σύμπαντος, ή ένέργεια τών φω-τονίων μετατρέπεται σέ μαζικά σωμάτια καί μαζικά σωμάτια άνακυκλώνονται σέ φωτόνια. Γαλαξίες σχηματίζονται καί άλλοι σβήνουν. Τεράστια άστρα ύφίστανται βαρυτική κατάρρευση. Υπο-στηρίζεται έπίσης δτι έπειτα άπό 100.000 δισ. έτη οί γαλαξίες θά

HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG BANG: ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΙΑΣ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ 17 >

σβήσουν. Βυθισμένο σέ ολοκληρωτικό σκότος, τό Σύμπαν θα γνω-ρίσει τότε μια βραδύτατη αγωνία.

Θάνατος τοΰ Σύμπαντος ; Ένας νέος θάνατος ύστερα άπ' αύτόν πού πρόβλεψε ό λόρδος Kelvin ( 1824-1907 ) ; Αύτό πού συμβαίνει στήν πραγματικότητα είναι ή γέννηση, ό μετασχηματισμός καί ό θάνατος κοσμικών σχηματισμών. Κοσμογένεση: 'Ανάδυση υλης στό χώρο, μετασχηματισμός, γένεση νέων μορφών, έξέλιξη πού άκολουθεΐ τό βέλος τοΰ χρόνου, καί δχι έπανάληψη, αιώνια έπι-στροφή, κυκλικότητα. Ή μή άντιστρεψιμότητα χαρακτηρίζει τΙς πραγματικές διαδικασίες σέ Ιναν κόσμο δπου « τά πάντα ρεΐ».

4. Μετατόπιση πρός τό ερυθρό

Τό φαινόμενο αύτό θεωρήθηκε άπόδειξη τής φυγής τών γαλαξιών. Σύμφωνα μέ τό γραμμικό πρότυπο, ή φυγή είναι ίσότροπη καί άνάλογη μέ τήν άπόσταση. Ό ισχυρισμός αυτός άμφισβητεΐται στό έπίπεδο τής θεωρίας, καθώς καί άπό παρατηρησιακά δεδο-μένα.

"Ηδη άπό τό 1929, ό Fritz Zwicky ( 1898-1974 ) είχε υποστηρί-ξει δτι ή μετατόπιση πρός τό έρυθρό θά μποροΰσε νά είναι βαρυ-τικό φαινόμενο άνάλογο μέ τό φαινόμενο Compton. Έκτοτε υπήρ-ξαν πολλές προσπάθειες γιά νά έξηγηθεί ή μετατόπιση. Οί Πεκέρ καί Βιζιέ, π.χ., πρότειναν μιά έρμηνεία, κατά τήν όποία ή μετα-τόπιση όφείλεται στή σύγκρουση τών φωτονίων μέ Ινα νέο είδος σωματίων. Πρόκειται γιά τήν ύπόθεση τοϋ «κουρασμένου φω-τός», μιά άπό τίς πιό κομψές ύποθέσεις, κατά τόν J.M. Bonnet-Βίίΐ3ΐι<1.5Όμως οί εικόνες πού έδινε αύτή ή θεωρία ήταν άσαφεΐς. Οί δύο συγγραφείς βελτίωσαν τήν πρότασή τους, γιά νά άπαλεί-ψουν τό « φλού » τών εικόνων. Τά δεδομένα, τά όποια άποτελοϋν άντικείμενο διχογνωμιών, έρμηνεύονται μέ βάση τήν άλληλεπί-δραση φωτονίων μή μηδενικής μάζας μέ βαθμωτά μποζόνια, άσθενοΰς μάζας. Ή μετατόπιση έξηγείται ώς φαινόμενο « κουρα-σμένου φωτός».6 Κατά τούς Καροζί καί Νοττάλε, έξάλλου, τό

146 TF.TAPTO Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

φως μακρινών γαλαξιών τό όποιο περνάει άπό τήν περιοχή δπου υπάρχουν σμήνη γαλαξιών μετατοπίζεται πρός τό ερυθρό. Σύμ-φωνα μ' αύτούς τούς ερευνητές, επίσης, μακρινές πηγές φαίνονται πιό φωτεινές δταν παρατηρούνται μέσα άπό σμήνη γαλαξιών οί όποιοι δροΰν σάν βαρυτικοί φακοί. ' Κατά τόν Νάρλικαρ, γράφει ό Άρπ, ή μετατόπιση δέν όφείλεται στή φυγή τών γαλαξιών, άλλά στή μεταβολή τής ταχύτητας σωματίων τά όποια δημιουργούνται μέ σχεδόν μηδενική μάζα.8 Κατά τόν ίδιο, τό Σύμπαν δέν δια-στέλλεται καί ή μετατόπιση δέν προκαλείται άπό τή διαστολή-

είναι συνέπεια τής έπεισοδιακής δημιουργίας ύλης μέ άρχική μη-δενική μάζα.9 Όπως σημειώνει ό Ζ.Κ. Πεκέρ, έξάλλου, πολλοί άστρονόμοι έχουν προτείνει κοσμολογίες χωρίς διαστολή, σύμφω-να μέ τις όποιες οί μετατοπίσεις τοϋ φάσματος δέν συνδέονται μέ τή φυγή τών γαλαξιών άλλά μέ τΙς στοιχειώδεις ιδιότητες τών φωτονίων τά όποια άλληλεπιδροΰν μέ τό μέσον τό όποιο διασχί-ζουν άνάμεσα στό γαλαξία-πηγή καί τό τηλεσκόπιο.

Ή υπόθεση κατά τήν όποία ή μετατόπιση έρμηνεύεται ώς συν-έπεια τής διαστολής άμφισβητεΐται καί άπό άλλες άπόψεις. Με-ταξύ άλλων, οί Νάρλικαρ καί Άρπ υποστηρίζουν έπίσης δτι κατά τό πρότυπό τους τό Σύμπαν δέν διαστέλλεται καί ή μετατόπιση προκαλείται άπό τό φαινόμενο γήρανσης (age-redshift effect).10

Κατά τόν Άρπ οί περισσότεροι κοντινοί σέ μας γαλαξίες, τούς ο-ποίους γνωρίζουμε καλύτερα, άποδεικνύουν μέ μεγάλη στατιστι-κή βεβαιότητα δτι δέν είναι δυνατόν νά εξηγηθεί ή μετατόπιση ώς άποτέλεσμα φυγής, άλλά ώς φαινόμενο προπαντός ένδογενές. "

Συμπερασματικά: Κατ'άρχήν οί παρατηρούμενες μετατοπί-σεις δέν άφορούν τό Σύμπαν. Είναι « τοπικά » φαιόμενα καί τίπο-τα δέν μάς δίνει τό δικαίωμα νά ισχυριστούμε δτι παρόμοια φαι-νόμενα χαρακτηρίζουν δλες τίς περιοχές τοΰ Σύμπαντος. Τό « Σύμπαν » δέν είναι ομοιογενές καί ίσότροπο, δπως υποθέτει τό κυρίαρχο πρότυπο. 'Εδώ δμως μπορεί νά τεθεί τό έρώτημα : Για-τί δέν παρατηρούμε παρά μόνο μετατοπίσεις πρός τό έρυθρό καί 6χι καί πρός τό κυανοΰν ; Τό γεγονός αύτό δέν άποτελεΐ έπιχείρη-μα ύπέρ τής υπόθεσης, τής φυγής τών γαλαξιών ; Τό έρώτημα εΐ-

ΝΕΡΑ Α Π Ο T O BIG BANG : ΣΤΟΙΧΕΙΑ Μ Ι Α Ι Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ » 4 7

ναι νόμιμο. Όμως, Ιστω καί άν υπάρχει φυγή τών γαλαξιών, δέν πρόκειται γιά συμπαντικό φαινόμενο. Επιπλέον δέν μπορούμε νά άπορρίψουμε a priori διαφορετικές έρμηνεΐες. ΚαΙ οί διαφορετικές προτάσεις θέτουν νέα έρωτήματα καί λειτουργούν ώς καταλύτες γιά νέες έρευνες.

Θά παραθέσουμε, έπίσης, τήν πρόταση τοΰ J.R. Croca, γιά Ινα πείραμα τό όποιο θά μπορούσε νά έλέγξει τό πρότυπο Ντέ Μπρέιγ γιά τό κουρασμένο φώς. Κατά τόν Κρόκα, τό φωτόνιο είναι μιά πραγματική φυσική οντότητα, ή όποία άλληλεπιδρά μέ τό περι-βάλλον τό όποιο διασχίζει καί χάνει ένέργεια. "Ετσι είναι δυνατόν νά έξηγηθεΐ ή μετατόπιση πρός τό έρυθρό, χωρίς φαινόμενο Dop-pler. 12 Θά παραθέσουμε, τέλος, τό έπιχείρημα τού Dart. Κατ' αύ-τόν δέν υπάρχει φυσική άρχή κατά τήν όποία 6λη ή ύλη τού Σύμ-παντος θά ήταν σέ διαστολή. Ή ίδέα τού διαστελλόμενου Σύμ-παντος βρίσκεται σέ άντίθεση μέ τήν άρχή τής καθολικής βαρύ-τητας. 13

5. 'Ομοιογένεια και Ίσοτροπία

Τό κυρίαρχο πρότυπο προϋποθέτει μιά τέλεια ομοιογένεια καί ίσο-τροπία γιά τό « Σύμπαν ». Ή ιστορία είναι γνωστή : Τό πρότυπο Φρήντμαν-ΛεμαΙτρ προϋποθέτει μιά σημειακή ιδιομορφία, άπει-ρη πυκνότητα καί άρχή τοΰ χρόνου. 'Επίσης, ομοιογένεια καί ίσο-τροπία τοΰ « Σύμπαντος ». Όλα αύτά πρίν άπό τή δημοσίευση τοΰ νόμου τοΰ Χάμπλ. Στή συνέχεια, άνάμεσα στίς δυνατές μαθημα-τικές λύσεις επιλέχθηκε εκείνη πού ήταν σύμφωνη μέ τό νόμο τοΰ Χάμπλ. Κατά συνέπεια τό « Σύμπαν » θεωρήθηκε ομοιογενές καί ΐσότροπο, καί ή μετατόπιση πρός τό έρυθρό, συνέπεια τής φυγής τών γαλαξιών. Όμως, κατά τόν 'Αλφβέν, τό Σύμπαν, τέτοιο πού τό παρατηρούμε, δέν είναι ομοιογενές. Θά προσπαθήσουμε νά δούμε αύτό τό πρόβλημα.

Πρίν άπό μισόν αιώνα, ό Σοβιετικός Βίκτωρ 'Αμπαρτσουμιάν ( 1908-1996 ) Ιγραφε 6τι, άπλοποιώντας χονδροειδώς τά φαινόμε-

148 TF.TAPTO Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

να, υποθέτοντας δτι ό μεταγαλαξίας είναι ΐδεωδώς όμοιογενής, δε-χόμενοι αύθαίρετα δτι πληροί όλόκληρο τό Σύμπαν, μιά σειρά φυ-σικοί καί άστρονόμοι, χρησιμοποιώντας τή θεωρία της βαρύτητας του 'Αϊνστάιν, κατέληξαν στήν έννοια του πεπερασμένου καί δια-στελλόμενου Σύμπαντος. Στήν έποχή τοΰ Χάμπλ, γράφει ό'Αμπαρ-τσουμιάν, θά μπορούσε κανείς νά δικαιολογήσει μια τέτοια γνώ-μη. Έκτοτε δμως ή κατάσταση άλλαξε ριζικά. Ή πιό πετυχημέ-νη Ικφραση θά ήταν : «Έσχατη έτερογένεια καί δχι μόνο ποσοτι-κή, άλλά καί έτερογένεια ούσιαστική, ποιοτική ».14 *

Ή ομοιογένεια καί ή ίσοτροπία συνεπάγονται δτι ή « καμπυ-λότητα » τοΰ Σύμπαντος είναι παντού ή αύτή. Ποιά είναι δμως ή νομιμότητα αύτοΰ τοΰ ισχυρισμού; Τά πιό πρόσφατα δεδομένα άντιφάσκουν μ'αύτόν τόν άπλουστευτικό ισχυρισμό.

Στήν κριτική του γιά τό πρότυπο τοΰ Big Bang ό D. Sciama ( 1926-1999 ) έγραφε : Μπορούμε νά άποδείξουμε, μέ βάση τήν άκτι-νοβολία τών 3° Κ καί στό πλαίσιο τής Γενικής Θεωρίας τής Σχε-τικότητας, δτι τό Σύμπαν πρέπει νά έχει περάσει μία ή περισσό-τερες φορές άπό μιά κατάσταση άπειρης πυκνότητας. 'Αλλά τί ση-μαίνει άπειρη πυκνότητα ; Επιπλέον, υπήρξαν μία ή περισσότε-ρες φάσεις διαστολής ; "Ολα αύτά προϋποθέτουν ομοιογένεια καί ίσοτροπία, συνθήκες « οί όποιες δέν ικανοποιούνται στό Σύμπαν, έπειδή ή μάζα είναι συγκεντρωμένη σέ άστέρες, γαλαξίες, σμήνη γαλαξιών ».15

'Αλλά τό πρόβλημα τής ομοιογένειας δέν είναι σήμερα κυρίως θεωρητικό. Σήμερα παρατηρούνται τεράστιες άνομοιογένειες, μιά πάρα πολύ άκανόνιστη κατανομή τών γαλαξιών, άνομοιογενής, άνισότροπη, άκόμα καί ιεραρχημένη. Παρατηρούνται « μεσογαλα-ξιακές έρημοι ». Οί γαλαξίες ομαδοποιούνται σέ σμήνη καί ύπερ-σμήνη. Σέ πολύ μεγάλη κλίμακα πρόσφατες άναζητήσεις ( sondages )

* Το φθινόπωρο αύτοΰ τοΰ έτους ( 2008 ) έγινε διεθνές συνέδριο στό Έρε-βάν, αφιερωμένο στό Ιργο τοΰ 'Αμπαρτσουμιάν, τό όποιο πλέον αναγνωρίζε-ται ώς πρωτοποριακό. ( Τόν μεγάλο Σοβιετικό τόν άποκαλοΰσαν « μπουλντό-ζα τής 'Αστρονομίας ».)

HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG B A N G : ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΙΑΣ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ 17 >

επέτρεψαν νά άποδοθεϊ στό « Σύμπαν » σπογγώδης δομή ή όποία περικλείει κολοσσιαία κενά, λιγότερο ή περισσότερο σφαιρικά. 'Αναζητήσεις πού επέτρεψαν πρόσβαση στήν τρίτη διάσταση απέ-δειξαν δτι οί γαλαξίες ομαδοποιούνται σέ « κλωστές » καί σέ « κρέ-πες ». Ό κόσμος είναι όργανωμένος σέ έπίπεδα, τά όποία έκτείνον-ται άπό τό άπειρα μικρό στό άπειρα μεγάλο. 'Από τήν πλευρά του ό Ε. Σατσμάν σημειώνει δτι οί γαλαξίες είναι κατανεμημένοι σέ « σχοινιά », σέ « άλυσίδες », στις παρειές τεράστιων φυσαλίδων μέ κανονική κλειστή έπιφάνεια, πάνω στις όποιες είναι τοποθετημέ-νοι οί γαλαξίες.16 Τό « Σύμπαν » είναι έλάχιστα ομοιογενές. Οί γα-λαξίες καί τά σμήνη τών γαλαξιών συγκεντρώνονται κατά μήκος τεράστιων δομών : « τοίχων », « κλωστών », πού χωρίζονται άπό κολοσσιαία κενά.

Ό Μποννέ-Μπιντώ σημειώνει τήν περίπτωση τών άστροφυ-σικών Margaret Geller καί John Huchra, οί όποιοι, κάνοντας μιά τρισδιάστατη χαρτογράφηση τοΰ ούρανοΰ, παρατήρησαν δτι οί γαλαξίες δέν κατανέμονται ομοιόμορφα. Σχηματίζουν τεράστιες « κλωστές », « άλυσίδες », πλάτους ένός δισ. έτών φωτός, οί όποιες περιβάλλονται άπό άχανεΐς έκτάσεις κενοΰ. '' Κατά τόν Zeladvich, έξάλλου, οί γαλαξίες σχηματίζονται άπό πάνω πρός τά κάτω. Τε-ράστια σύννεφα άσταθών άερίων συστέλλονται σχηματίζοντας τε-ράστιες κρέπες, οί όποιες τεμαχίζονται μέ τή σειρά τους δημιουρ-γώντας σμήνη γαλαξιών, τά όποΐα τεμαχίζονται μέ τή σειρά τους σέ γαλαξίες, κ.ο.κ.18

Οί πρόσφατες άνακαλύψεις μετέβαλαν τήν εικόνα μας γιά τόν κόσμο καί άντιφάσκουν μέ τά άπλουστευτικά σχήματα τοΰ Big Bang. Μία κοσμολογία πλάσματος, διερωτάται ό Μποννέ-Μπιντώ, θά δει σύντομα τό φως, δπως οί « πολύπλοκες ελλείψεις » τοΰ Κέ-πλερ άντικατέστησαν τούς περισσότερο άρμονικούς κύκλους τοΰ Πτολεμαίου (-90—168); Άπό τήν πλευρά του ό Άλφβέν (βρα-βείο Νόμπελ ) έγραφε δτι είναι καιρός νά υιοθετήσουμε μιά νέα προσέγγιση τής ήλεκτροδυναμικής κοσμολογίας. Άντί νά άναζη-τοΰμε νέους νόμους τής Φυσικής, νά έπιχειρήσουμε νά βροΰμε πώς θά χρησιμοποιήσουμε καλύτερα αύτούς πού γνωρίζουμε.

» 5 0 Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Τό πρότυπο τοϋ Big Bang βρίσκεται σέ κρίση 6χι μόνον εξαι-τίας τών οιονεί, μεταφυσικών προϋποθέσεών του καί τοΰ γραμμι-κοΰ, απλουστευτικού χαρακτήρα του, άλλα επίσης έξαιτίας της ά-συμβατότητάς του μέ πολλά παρατηρησιακά δεδομένα.

Τό Σύμπαν, σημειώνει ό Ζ.Κ. Πεκέρ, δέν είναι μόνον άνομοι-ογενές. Είναι φράκταλ « ιεραρχημένο ». Ή μέση πυκνότητα του μειώνεται όταν αύξάνει ό όγκος μέ βάση τόν όποιο ύπολογίζουμε. Αύτό είναι άλήθεια, τουλάχιστον στήν έξερευνημένη περιοχή τοΰ Σύμπαντος, καί δέν υπάρχει καμιά άπόδειξη στό Σύμπαν τών γα-λαξιών γιά κάποια ένδεχόμενη ομοιομορφία σέ μεγάλη κλίμακα.19

Τό στάνταρ πρότυπο είναι σέ κρίση. "Οπως γράφει ό Βωκούλερς, όσο νωρίτερα άναγνωριστεΐ αύτό τό γεγονός τόσο νωρίτερα οί « μορ-φάζουσες κοσμολογίες » ( cosmologies grimaçantes ) καί τά « σύμ-παντα-παιχνίδια » θά τοποθετηθούν στή θέση πού τούς ταιριάζει στήν ιστορία τών έπιστημών : πλάι στους έπικύκλους.

Τό κυρίαρχο κοσμολογικό πρότυπο θεμελιώνεται στήν κοσμο-λογική άρχή ή όποία δέχεται μιά τέλεια ομοιογένεια καί ίσοτρο-πία. Τό πρότυπο αύτό, κατά τόν Hamilton, άδυνατεΐ νά προβλέ-ψει τό σχηματισμό τών γαλαξιών. Άκόμα καί άν προσθέσουμε μαύρη ΰλη γιά νά έξαλείψουμε τΙς μικρές τοπικές άνομοιογένειες, θά πρέπει νά ύποθέσουμε προκαταβολικά τή μορφή τους, πράγμα πού δέν είναι διόλου ικανοποιητικό.20 Ή κοσμολογική άρχή δέν είναι άθώα. Άν, άντί νά τή θεωρήσουμε ώς υπόθεση έργασίας, τή θέτουμε ώς φυσική άρχή, τότε καταλήγουμε νά θεμελιώσουμε σ'αύτή τήν άρχή τό άπλουστευτικό σχήμα τοΰ ομοιογενούς, ίσό-τροπου καί διαστελλόμενου Σύμπαντος, τό όποϊο γεννήθηκε άπό μιά άρχική ιδιομορφία. Άλλά όπως γράφει μέ τή σειρά του ό Χάιντμαν, ή άποδοχή μιας σημειακής ιδιομορφίας είναι μιά « μή νόμιμη προεκβολή » ( extrapolation ). 'Εν τέλει διαμορφώθηκε μιά ιδεολογία ή όποία ισχυρίζεται 8τι θεμελιώνεται στήν έπιστήμη. Κατά τόν A.D. Allen, τέτοιες ιδεολογίες « είναι περισσότερο θρη-σκευτικές ιδέες, παρά έπιστημονικές, στό μέτρο πού κυρίως βα-σίζονται στίς φιλοσοφικές ιδέες τοΰ θρησκευόμενου, καί όχι στίς συνέπειες τών πειραματικών δεδομένων».21 Άλλά τά πρόσφατα

HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG BANG: ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΙΑΣ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ 17 >

δεδομένα άντιφάσκουν μέ αύτή τήν άρχή καί μέ 6,τι άπορρέει άπό αύτή. Οί σημερινές παρατηρήσεις έπιτρέπουν νά « δούμε » τόν κό-σμο μας τέτοιον πού είναι : Έναν κόσμο άκραίας άνομοιογένειας, μέ πολλαπλότητα μορφών καί μέ μιά ιστορία άντίθετη μέ τό σχή-μα τοΰ Big Bang.

6. 'Ακτινοβολία τοϋ βάθους τοϋ ούρανοϋ

Κατά τούς όπαδούς τής υπόθεσης τοΰ Big Bang, ή άκτινοβολία τών 3° Κ έχει κοσμολογική προέλευση : Είναι κατάλοιπο τής έκρηξης ή όποία σημάδεψε τήν άπαρχή τοΰ Σύμπαντος. 'Αλλά οί Erwin Findlay-Freundlich ( 1885-1964 ) καί Max Bom ( 1882-1970 ) είχαν προβλέψει άπό τό 1953 τήν ύπαρξη αυτής τής άκτινοβολίας, στό πλαίσιο ένός στάσιμου Σύμπαντος, πολύ πρίν άπό τόν Γκάμοφ καί πολύ πρίν άπό τήν άνακάλυψή της, καί είχαν έρμηνεύσει τή φα-σματική μετατόπιση τών μακρινών γαλαξιών ώς φαινόμενο « κού-ρασης τοΰ φωτός ». Έπίσης είχαν προβλέψει τήν παρατήρηση τών Penzias καί Wilson. Κατά τόν Πεκέρ, ή άκτινοβολία 3°Κ, τό ίδιο δπως καί ό νόμος τοΰ Χάμπλ, δέν άποτελεΐ διόλου δοκιμή υπέρ τής έκρηξης, ή όποία άκολουθήθηκε άπό τή διαστολή τοΰ Σύμπαντος.22

Άπό τήν πλευρά του ό Α. Eddington ( 1882-1944 ) δεχόταν δτι τό Σύμπαν διαστέλλεται χωρίς Αρχική Έκρηξη. Σ'αύτό τό πλαί-σιο είχε προβλέψει τήν ύπαρξη μιας άκτινοβολίας 3° Κ. Ό Φίντ-λεϋ-Φρόυντλιχ είχε άποδώσει τήν άκτινοβολία τοΰ βάθους τοΰ ούρανοΰ στίς ιδιότητες τών φωτονίων, καί είχε υπολογίσει μιά τιμή παρόμοια μέ αύτή τοΰ Γκάμοφ, πρίν άπό τήν άνακάλυψή τών Πέντσιας καί Ούίλσον. Καί ό Πεκέρ διερωτάται : « Δέν έρριψαν πολύ νωρίς στή λήθη τίς θεωρίες τών Φίντλεϋ-Φρόυντλιχ καί Μάξ Μπόρν;» Έπειδή είχαν καί αύτοί προβλέψει τήν ύπαρξη μιας άκτινοβολίας μέλανος σώματος περίπου 3° Κ, άλλά τό θεωρητικό τους πλαίσιο ήταν τό πλαίσιο ένός στάσιμου Σύμπαντος.23 Ή λή-θη αύτή δέν είναι ή μόνη στήν ιστορία τών έπιστημών.

Ή παρατήρηση τής άκτινοβολίας τών 3° Κ θεωρήθηκε, μετά

»50 Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

τήν υπόθεση τής διαστολής, ώς ή δεύτερη μεγάλη άνακάλυψη τής Κοσμολογίας" ώς έπιβεβαίωση τοϋ προτύπου τοΰ Big Bang. Έτσι « ή ιστορία τοΰ Σύμπαντος έχει εφεξής ( σχεδόν ) ολοκληρωτικά άνασυσταθεΐ ». Κατά τόν Alain Riazyelo, « ή κοσμολογική άκτινο-βολία είναι έπί τοΰ παρόντος τό πιό μακρινό καί τό παλαιότερο μή-νυμα πού μας μεταδίδει τό Σύμπαν. Στάλθηκε περίπου πρίν άπό 13,7 δισ. έτη, μόνο 380.000 έτη μετά τό Big Bang, σύμφωνα μέ τΙς τελευταίες μετρήσεις ».24

Άλλά μιά τέτοια βεβαιότητα είναι τόσο καλά θεμελιωμένη; Μιά πρώτη άντίρρηση θά ήταν ότι αύτή ή άκτινοβολία, άκόμα καί άν είναι προϊόν « έκρηξης », δέν άφορα κατ' άνάγκην τό « Σύμ-παν ». Θά μπορούσε νά είναι κατάλοιπο ένός μεγαλειώδους, άλλά τοπικοΰ συμβάντος. Άλλά άς άκούσουμε τούς ειδικούς. Κατά τόν Σιαμά : « Σέ κάθε περίπτωση, ή θεωρία τοϋ θερμού Big Bang, μέ τή σημερινή μορφή της, δέν προσδιορίζει τήν προέλευση τής θερ-μικής άκτινοβολίας. Είναι ένδεχομένως πρόβλημα άρχικών συν-θηκών, άλλά έξίσου μπορεί νά πρόκειται γιά μεταγενέστερες δια-δικασίες, γιά τΙς όποιες μπορούμε νά θεωρητικολογούμε. Τό πρό-βλημα παραμένει έπί τοΰ παρόντος μετέωρο ».25 Ά ς άκούσουμε έπίσης τόν Φρέντ Χόυλ: « Σύμφωνα μ'αύτούς τούς κοσμολόγους ( τούς πιστούς ) τό πεδίο άκτινοβολίας μικροκυμάτων δέν θά μπο-ρούσε νά δημιουργηθεί παρά μόνο άπό ένα Big Bang. Άλλά ό ισχυ-ρισμός αύτός δέν ισχύει. Πράγματι, τό φάσμα αύτοΰ τοΰ πεδίου, φάσμα μέλανος σώματος, δέν μπορεί νά μας αποκαλύψει τίποτα γιά τήν προέλευσή του. Άπό οποιοδήποτε πεδίο άκτινοβολίας είναι δυνατόν νά άντλήσουμε χρήσιμο έργο καί κατόπιν νά τό " ένέσουμε " μέ μορφή υποβαθμισμένης ένέργειας στό πεδίο. Όταν αύτή ή διαδικασία γίνεται 6σο χρόνο θελήσουμε, κάθε πεδίο άκτι-νοβολίας καταλήγει άναπόφευκτα νά μετατραπεί σέ άκτινοβολία μέλανος σώματος. Είναι λοιπόν λογικά άδύνατο νά άντιστρέψου-με τή διαδικασία : Εφόσον ύπάρχει μιά άπειρία άρχικών συνθηκών πού όδηγοΰν στό ίδιο φάσμα μέλανος σώματος, δέν είναι δυνατόν, μέ άφετηρία μιά τέτοια τελική κατάσταση, νά συναγάγουμε τή μορφή τής άρχικής άκτινοβολίας ».26

HEPA A H O T O BIG BANG : ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΙΑΣ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ1ΑΛΕΚΤΙΚΗΣ • 5 3

Ή κυρίαρχη σημερινή θεωρία χρεώνεται δλες τις προϋποθέσεις τοϋ Big Bang. Επιπλέον : Είναι επιστημονικά θεμιτό νά επεκτεί-νουμε για ολόκληρο τό Σύμπαν Ινα τοπικό φαινόμενο τοΰ οποίου, επιπλέον, ή άρχή δέν είναι σαφής ; Θά ήταν έντούτοις νόμιμο νά υποθέσουμε δτι ή άκτινοβολία τοΰ βάθους τοΰ ούρανοΰ είναι τό κα-τάλοιπο ένός τεράστιου άριθμοΰ « έκρήξεων ». 'Αλλά μιά τέτοια υπόθεση θά έπρεπε νά άνατρέψει τά έπιχειρήματα τών άντιπάλων. Επιπλέον θά έπρεπε νά διατυπώσει μιά θεωρία τής προέλευσης αύτής τής άκτινοβολίας. Ένα άκόμα έρευνητικό πεδίο άνοικτό γιά τούς κοσμολόγους. Άλλά, σέ κάθε περίπτωση, ή ύπόθεση τού Big Bang υπονομεύει τήν άξιοπιστία κάθε έρμηνείας ή όποία τήν προ-ϋποθέτει.

7. Κβάζαρ

Ή άνακάλυψη τών κβάζαρ θεωρήθηκε σχεδόν άπόδειξη της υπό-θεσης τοΰ Big Bang. Ή μετατόπιση τοΰ φάσματός τους έρμηνεύ-τηκε μέ τήν ύπόθεση δτι βρίσκονταν στά δρια τοΰ παρατηρήσιμου Σύμπαντος' δτι είναι έξαιρετικά μακρινά ούράνια σώματα τά ό-ποια άπομακρύνονται άπό έμας μέ τεράστιες ταχύτητες. Άλλά κατά τόνΆρπ τά κβάζαρ δέν είναι μακρινά άστρα. Συνδέονται μέ γαλαξίες καί έξακοντίζονται βίαια άπό τήν καρδιά γαλαξιών μέ τεράστιες ταχύτητες, γεγονός πού έξηγεΐ τή μεγάλη μετατόπιση πρός τό έρυθρό. Κατά τούςΆρπ καί Μπάρμπιτζ, τά κβάζαρ δέν είναι τυχαία κατανεμημένα. Είναι πολυπληθέστερα γύρω άπό γα-λαξίες, καί συνδέονται μέ τούς γαλαξίες. Θά ήταν συνεπώς εύλο-γο νά σκεφτούμε δτι ή μελέτη αυτών τών παράξενων άντικειμέ-νων θά μπορούσε νά άνοίξει διαφορετικούς δρόμους γιά τήν έξε-ρεύνηση τοΰ κόσμου καί νά διαψεύσει τήν τρέχουσα ύπόθεση, ή όποία άμφισβητεΐται άπό πρόσφατες παρατηρήσεις.

Περισσότερο συγκεκριμένα : Τά κβάζαρ ανακαλύφτηκαν τό 1963. Είναι άστρικά σώματα έξαιρετικά φωτεινά καί παρουσιάζουν με-γάλη μετατόπιση πρός τό έρυθρό. Ή περισσότερο « προφανής »

154 TF.TAPTO Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

υπόθεση διατυπώθηκε στό πλαίσιο της υπόθεσης της Μεγάλης Έκρηξης : Τά κβάζαρ μετέχουν στή διαστολή τοϋ « Σύμπαντος » καί ή μετατόπιση άποτελεΐ μέτρο τής ταχύτητας διαστολής. Ό νό-μος τοΰ Χάμπλ υποτίθεται ότι έπιτρέπει νά υπολογίσουμε τήν άπόσταση τών κβάζαρ. Έτσι, τά τοποθέτησαν στίς έσχατιές τοΰ « Σύμπαντος ».

Εντούτοις, κατά τόν "Αρπ, ήδη άπό τό 1966 άρχισαν νά ύπάρ-χουν ένδείξεις ότι τά κβάζαρ έξακοντίζονται άπό καρδιές όχι μα-κρινών γαλαξιών, καί ότι ή μετατόπισή τους είναι συνέπεια μιας ένδογενοΰς αιτίας καί όχι τής φυγής τους. Οί ένδείξεις ότι πρό-κειται γιά μή μακρινά άντικείμενα συσσωρεύονται κατά τά τε-λευταία έτη. Σήμερα είναι δυνατόν νά άποδειχτεΐ, κατά τόν Άρπ, ότι τά κβάζαρ έξακοντίζονται άπό γαλαξίες κατά τή διεύθυνση τοΰ μακρού τους άξονα.

Τά κβάζαρ, σύμφωνα μέ τόν Άρπ, συνδέονται μέ γαλαξίες μέ ένεργό πυρήνα. Ή παρατήρηση άνώμαλων μετατοπίσεων υποδη-λώνει ότι οί ένεργοί γαλαξίες έξακοντίζουν νέα υλη, μέ σημαντικές ταχύτητες, ή όποία σχηματίζει τά κβάζαρ. Οί ιδιότητες αύτής τής νέας ύλης έξηγοΰν τίς φασματικές μετατοπίσεις. Πρόσφατες με-τατοπίσεις, στό μήκος κύματος τών άκτίνων Χ, έπιβεβαιώνουν σαφέστερα 8τι τά κβάζαρ καί οί ένεργοί καί συμπαγείς γαλαξίες συνδέονται μέ γειτονικούς γαλαξίες οί όποιοι έχουν άσθενή μετα-τόπιση. Επιπλέον, ό Άμπαρτσουμιάν καί ό Άρπ είχαν διατυπώ-σει τήν ύπόθεση ότι ολόκληροι γαλαξίες θά ήταν δυνατόν νά έξα-κοντίζονται άπό άλλους γαλαξίες. Φαίνεται ότι οί γαλαξίες είναι ικανοί νά έξακοντίζουν όχι μόνο νέφη άερίων, άλλά καί γαλαξιακά συστήματα.

Άκόμα περισσότερο : Κατά τούς Άρπ καί Μπάρμπιτζ τά κβά-ζαρ δέν κατανέμονται τυχαία στόν ούρανό. Αναφορικά μέ τό έργο τού Άρπ, « παγκόσμια γνωστού ακούραστου κυνηγού γαλαξιών », ό Μποννέ-Μπιντώ γράφει : « Εντελώς φυσικά, σχεδόν άπό ρουτίνα, ό Άρπ άποφασίζει νά συγκρίνει αύτούς τούς καταλόγους μέ τούς καταλόγους τών γαλαξιών. Κάνει τότε παράξενες άνακαλύψεις. Σέ πολλές περιπτώσεις, πολυάριθμα κβάζαρ είναι συγκεντρωμένα γύ-

HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG BANG: ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΙΑΣ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ 17 >

ρω άπό γαλαξίες. Άκόμα περισσότερο : Ανακαλύπτει μερικές πε-ριπτώσεις βπου Ινα κβάζαρ καί ένας γαλαξίας συνδέονται μέ μιά γέφυρα ύλης. Δέν θά ήταν δυνατόν αύτά τά κβάζαρ νά μή βρίσκον-ται στίς τεράστιες άποστάσεις πού τούς άποδίδουν, άλλά νά κα-τοικούν στή γειτονιά κοντινών γαλαξιών ; »21

Πολύ βιαστικά έξήγησαν τΙς μετατοπίσεις τοΰ φάσματος αύ-τών τών παράξενων άντικειμένων ώς φαινόμενο όφειλόμενο στή φυγή τών γαλαξιών. Άλλά, κατά τόν Μπάρμπιτζ, άν δεχτούμε 6τι καί μία μόνο μετατόπιση πρός τό έρυθρό δέν όφείλεται στήν κα-θολική διαστολή, τότε άνοίγουμε τό κουτί της Πανδώρας : Τό με-γαλύτερο μέρος τών γνώσεών μας γιά τό έξωγαλαξιακό σύμπαν θά κινδυνεύσει, καί μαζί μ'αύτό πολλές έπιστημονικές δόξες.

Πολύ βιαστικά έξήγησαν τή μετατόπιση τοΰ φάσματος τών κβάζαρ στό πλαίσιο τοΰ κυρίαρχου προτύπου. Ερμηνεία εύκολη, στό πλαίσιο τοΰ γραμμικοΰ προτύπου. Άλλά, άν οί Άρπ, Μπάρ-μπιτζ καί οί συνεργάτες τους έχουν δίκιο, σ'αύτή τήν περίπτωση θά άνοιγε ένα νέο έρευνητικό πεδίο28 γιά τήν Κοσμολογία.

8. Τό επιχείρημα τής νουκλεοσύνθεσης

Τό Big Bang πρόβλεψε τό σχηματισμό τών έλαφρών στοιχείων. Τό έπιχείρημα αύτό θεωρήθηκε ώς ένα άπό τά ισχυρότερα υπέρ τοΰ Big Bang. Άλλά καί αύτό τό έπιχείρημα άμφισβητεΐται.

Είναι γνωστό 6τι, κατά τόν Γκάμοφ, οί συνθήκες θερμοκρασίας στό έσωτερικό τών άστέρων δέν θά άρκοϋσαν γιά τή δημιουργία τών περισσότερων στοιχείων τοΰ περιοδικού συστήματος. Τό πρότυπο τοΰ Big Bang θά έπέτρεπε, κατ' αύτόν, τή δημιουργία τών περισσότερων χημικών στοιχείων κατά τίς πρώτες στιγμές τοΰ Σύμπαντος. Άλλά, κατά τόν Χόυλ, ό Γκάμοφ δέν έξηγοΰσε πώς δη-μιουργήθηκε ή ύλη. Κατά τόν Χόυλ, πρέπει νά διακρίνουμε δύο προβλήματα : Τή σύνθεση τών διαφόρων χημικών στοιχείων μέ ά-φετηρία τό υδρογόνο, πράγμα πού έπιχείρησε ό Γκάμοφ, καί άπό τήν άλλη πλευρά, τή δημιουργία τοΰ ίδιου τοΰ ύδρογόνου.

»50 Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Δημιουργία, γράφει ό Χόυλ, δέν σημαίνει μετασχηματισμός. Οί δύο αύτοί δροι ορίζουν δύο στάδια. Τό πρώτο, μυστηριώδες, της άπαρχής της υλης. Κατόπιν, τό στάδιο τοϋ μετασχηματισμού, τό όποιο μπορεί νά περιγραφεί μέ τίς διαδικασίες της πυρηνικής φυσικής. Τό πρώτο στάδιο είναι άνορθολογικό. Τό δεύτερο, ύψηλά όρθολογικό. ΤΗταν άδύνατο, γράφει ό Χόυλ, νά ποΰμε δτι ή ΰλη έρχόταν άπό τό πουθενά. Θά έπρεπε συνεπώς νά ύποθέσουμε τήν ύπαρξη ένός πεδίου μέ κβαντικούς δρους. Ό Χόυλ δίνει στή συνέ-χεια λεπτομέρειες τής θεωρίας του: «Αύτό πού Ικανα τό 1948 ήταν διαφορετικό. Επιχειρούσα νά άναλύσω μαθηματικά τό πρό-βλημα τής προέλευσης τής βασικής υλης, καί 6χι μόνο τόν τρόπο μέ τόν όποιο μετασχηματίζεται. Κατά τόν Γκάμοφ, τό πρότυπό του έπέτρεπε τή δημιουργία δλων τών χημικών στοιχείων, στις πρώτες στιγμές τοϋ Σύμπαντος. Ό Χόυλ άναφέρεται στό άρθρο τών BBFH ( Burbidge, Burbidge, Fowel καί Hoyle ), οί όποιοι άπέ-δειξαν δτι τά στοιχεία δημιουργούνται στήν καρδιά τών άστέρων καί δχι κατά τή Μεγάλη Έκρηξη, δπως νόμιζε ό Γκάμοφ.29 Συνε-πώς δύο προϋποθέσεις τοΰ κλασικού σεναρίου άμφισβητήθηκαν. Ή πρώτη άφορα τήν « άπαρχή ». Ή δεύτερη τή δημιουργία τών στοιχείων. Έπίσης, κατά τόν Ρής δέν υπάρχει άρχέγονη νουκλε-οσύνθεση, δοθέντος δτι δέν υπάρχει χρόνος μηδέν.30 Επιπλέον, κατά τόν Ζ.Κ. Πεκέρ ή σύνθεση χημικών στοιχείων δέν είναι γνωστή παρά μόνο γιά μερικούς γειτονικούς σέ μας γαλαξίες : Ή σημασία τής έξέλιξης τών γαλαξιών κατά τή στιγμή τοΰ σχημα-τισμού τους, ουσιαστικά άγνωστη σέ μας, καί άπό τήν άλλη πλευ-ρά τά φαινόμενα μετανάστευσης τά όποια είναι δυνατόν νά έμ-πλουτίσουν Ιναν γαλαξία σέ ήλιο, άνεξάρτητα άπό τήν πυρηνική καύση τοΰ υδρογόνου, καθιστούν αύτό τό πρόβλημα, βασικό ση-μείο θεμελιακών έρωτημάτων.

Τά σενάρια τής νουκλεοσύνθεσης ήταν έφικτά, χάρη στή σύμ-φυση τής Αστροφυσικής μέ τή Μικροφυσική. 'Αλλά ό Γκάμοφ είχε άκολουθήσει τήν εΰκολη όδό : Υιοθέτησε τήν υπόθεση τοΰ Big Bang καί ένσωμάτωσε τή θεωρία του στό πλαίσιο αύτής τής υπόθεσης. Διπλό σφάλμα : Αποδοχή τοΰ Big Bang καί έρμηνεία τής γέννησης

HEPA ΑΓΙΟ T O BIG BANG : ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΙΑΣ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η ! • 5 7

τών χημικών στοιχείων περίπου κατά τή στιγμή της « γένεσης τοϋ Σύμπαντος ». Ή δεύτερη όδός ήταν πιό δύσκολη. 'Αλλά αύτή ή όδός άνοίγει Ινα νέο πεδίο έρευνας, σχετικό μέ τό μετασχημα-τισμό τών μορφών τής υλης.31

9. Το γίγνεσθαι τών μορφών τής νλης

Θά συζητήσουμε τώρα τό πρόβλημα τοΰ μετασχηματισμού, τής ιστορίας τών μορφών τής ΰλης. Είναι γεγονός ότι αύτή ή Ιστορία έγγράφεται στό πλαίσιο τής οιονεί μεταφυσικής υπόθεσης τοΰ Big Bang. 'Εντούτοις, άν αγνοήσουμε τήν άρχή, τίς άπειρότητες, τήν άξίωση νά έπεκτείνουμε τΙς σημερινές γνώσεις μας στό σύνολο τής πραγματικότητας, σ' αύτή τήν περίπτωση θά ήταν δυνατόν νά ά-ναδείξονμε στοιχεία μιας διαλεκτικής τής ιστορικότητας τών μορ-φών τής νλης.

Ά ς συγκεφαλαιώσουμε λοιπόν τό στάνταρ σενάριο: Πρίν άπό τά 10 " sec, ό χώρος, ό χρόνος και όλα τά φυσικά μεγέθη στερούν-ται νοήματος. Δέν θά μπορέσουμε ποτέ νά μάθουμε τί υπήρχε πρίν άπό τό χρόνο Πλάνκ. Υποτίθεται ότι αύτό πού κυριαρχεί είναι τό κβαντικό κενό. Ή μοναδική, καθολική υπερδύναμη θραύεται σέ βαρύτητα καί ήλεκτροϊσχυρή άλληλεπίδραση, ή όποία διέπει τΙς σχέσεις μεταξύ τών σωματιδίων. Μεταξύ 10'" καί 10-3a sec ( θερ-μοκρασία ΙΟ27 Κ ), ή ήλεκτροϊσχυρή άλληλεπίδραση θραύεται σέ ισχυρή καί ήλεκτροασθενή. Οί διαστάσεις τοΰ άρχέγονου « Σύμ-παντος » θά έχουν αύξηθεΤ μέ ιλιγγιώδεις άναλογίες. Τά άρχικά ύπερμαζικά σωμάτια διασπώνται, δημιουργώντας κουώρκ, ήλε-κτρόνια καί νετρίνο. 'Από ΙΟ"32 μέχρι ΙΟ"6 sec, μέ θερμοκρασία ένός δισ. βαθμών Κέλβιν, τά κουώρκ συνενώνονται τρία τρία, δημι-ουργώντας τά πρώτα πρωτόνια καί νετρόνια. 'Επίσης συντίθενται υδρογόνο καί τά ίσότοπά του, καθώς καί άλλα έλαφρά στοιχεία. Στά 380.000 έτη, μέ θερμοκρασίες 3.000° Κ, τό « Σύμπαν » γίνεται διαφανές στήν άκτινοβολία. Εκπομπή τής άκτινοβολίας κοσμολο-γικού βάθους. Σέ ένα έκατομμύριο χρόνια έμφανίζονται πυρήνες

»50 Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

καί μόρια. Άπό διακόσια έκατομμύρια μέχρι 13,7 δισ. έτη ( σήμε-ρα ), γέννηση γαλαξιών καί σμηνών γαλαξιών. Γέννηση καί θάνα-τος άστέρων. Δημιουργία βαρέων χημικών στοιχείων. Δημιουργία πλανητών. Τό δικό μας πλανητικό σύστημα δημιουργήθηκε πρίν ά-πό 4.566 δισ. έτη, δηλαδή έννέα δισ. έτη μετά τή Μεγάλη Έκρηξη.

Ποιές άλήθειες περιλαμβάνονται σ'αύτό τό σενάριο ; Είναι γε-γονός δτι οί μορφές τής νλης ζχουν μιά ιστορία. Ή μεταβολή τών μορφών τής ύλης κατά τή διάρκεια τής κοσμογένεσης, έστω καί άν δέν έγινε άκριβώς μέ τόν τρόπο πού περιγράφεται άπό τό σε-νάριο τοΰ Big Bang, είναι ένα βασικό γεγονός γιά τήν επεξεργα-σία μιας συγκεκριμένης διαλεκτικής, άσύμβατης τόσο μέ τούς μύθους τής δημιουργίας δσο καί μέ τή μηχανιστική σκέψη, υλι-στική ή ιδεαλιστική. Φαίνεται παράξενο, άλλά είναι γεγονός : Ή συγκεκριμένη γνώση τής έξέλιξης τών μορφών τής ΰλης θά άπο-τελέσει θανάσιμο χτύπημα γιά τΙς οιονεί μεταφυσικές προκείμε-νες τοΰ Big Bang.

10. 'Ανάμεσα στην επιστήμη και στή spéculation

Είδαμε ώς έδώ τίς κυριότερες όψεις τής διαμάχης στήν Κοσμολο-γία. Όμως υπάρχουν καί άλλα προβλήματα γιά τά όποια δέν υπάρχει ικανοποιητική θεωρία, τά όποια τροφοδοτούν τούς σύγ-χρονους μύθους ή, άκόμα χειρότερα, τόν ψευδοεπιστημονικό μυ-στικισμό τών ήμερών μας.

Ένα πρώτο, σπουδαίο έρώτημα, άφορα τήν άσνμμετρία άνά-μεσα στήν υλη και τήν άντιύλη, στό προσιτό μέρος τοΰ Σύμπαντος. Είναι γνωστό δτι ό κόσμος μας άποτελεΐται άπό « ΰλη » ( σωμά-τια δπως τά πρωτόνια, τά νετρόνια, τά ήλεκτρόνια κλπ.). Όμως στήν περιοχή μας ύπάρχουν καί άντισωμάτια. Έπίσης, έχουν δη-μιουργηθεί άντισωμάτια ( άντιύλη ) στά έργαστήρια. ( Στό CERN, π.χ., τό 1995 δημιουργήθηκαν άκόμα καί άντιάτομα ύδρογόνου.) Ή ύπαρξη άντισωματίων είχε προβλεφθεί τό 1928 άπό τόν Ντιράκ (πρόβλεψη τοΰ ποζιτρονίου, θετικού ήλεκτρονίου). Τό 1955 άνα-

HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG B A N G : ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΙΑΣ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ 17 >

καλύφθηκε τό άντιπρωτόνιο, καί τό 1960 τό άντινετρόνιο. Σωμά-τια καί άντισωμάτια έχουν τήν ίδια μάζα, άντίθετο φορτίο καί δια-φέρουν καί ώς πρός άλλες ιδιότητες.

Πώς έξηγεΐται αύτή ή άσυμμετρία στό « Σύμπαν » ; Στό έρώ-τημα αύτό δέν έχει δοθεί ώς τώρα ικανοποιητική άπάντηση. Ό J. Vandermeulen έγραφε σχετικά : « Οί πρωτοπόροι της άσυμμε-τρίας στήν Κοσμολογία, Klein καί Αλφβέν, ύποθέτουν ώς άρχική συνθήκη τοΰ Σύμπαντος ένα πλάσμα μέ συμμετρική σύνθεση ( πρωτόνια-άντιπρωτόνια, ήλεκτρόνια καί ποζιτρόνια ) μέ άρκετά χαμηλή πυκνότητα, ώστε άρχικά νά μποροΰν νά άγνοήσουν τό φαινόμενο της έκμηδένισης. Καταρρέοντας λόγω της βαρύτητας, αύτό τό άντιπλάσμα, θά έβλεπε τις άντιδράσεις έκμηδένισης νά πραγματοποιούνται μέ έπιταχυνόμενο ρυθμό, μετατρέποντας τήν κατάρρευση σέ έκρηξη. Πρόκειται γιά ένα είδος Big Bang μεγά-λου μεγέθους, σέ άντίθεση μέ τό Big Bang πολύ υψηλής συγκέν-τρωσης ». Γιά τό πρότυπο αύτό διατυπώθηκαν αύστηρές κριτι-κές.32

Όμως : Γιατί μόνο ύλη ; Δέν υπάρχει συμμετρία τών άντιθέ-των; 'Αλλά άν αύτή ή συμμετρία υπήρξε, μέ ποιόν τρόπο κατα-στράφηκε; Γιατί ή λεγόμενη άντιύλη έξαφανίστηκε ; Οί υποθέ-σεις, οί spéculations καί οί θεωρίες δέν έλειψαν. Έτσι υποτίθεται 6τι κατά τή στιγμή της Μεγάλης "Εκρηξης στό « Σύμπαν » υπήρ-χε τόση ύλη δση καί άντιύλη. Ή ύλη αύτή είχε δημιουργηθεί άπό τό κενό, έπειδή τό κενό δέν είναι τό μή Όν. 'Αλλά ή δημιουργία ένός σωματίου συμπίπτει μέ τήν ταυτόχρονη δημιουργία ένός άντισωματίου. Ή άρχή τής συμμετρίας δέν θά είχε παραβιαστεί μέχρι έκείνη τή στιγμή. "Ετσι, στήν άπαρχή τοΰ « Σύμπαντος » θά υπήρχαν οί αύτές ποσότητες ύλης καί άντιύλης. Ό διαχωρισμός ύλης-άντιύλης θά έξηγοΰσε τήν ύπαρξη τοΰ « Σύμπαντος ». Ό -μως : Τί έγινε ή άντιύλη ; Οί παρατηρήσεις δέν δίνουν άπάντηση. Ό Αλφβέν είχε διατυπώσει τήν ύπόθεση δτι υπήρχαν ίσες ποσό-τητες τών άντίθετων μορφών οί όποιες άπωθοΰνταν άμοιβαΐα καί δτι υπήρχε ένα « μέτωπο έκμηδένισης », πολύ άπομακρυσμένο γιά νά είναι όρατό. Τό 1967 ό Άντρέι Ζαχάροφ ( 1921-1989 ) είχε δια-

»50 Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

τυπώσει μιά διαφορετική υπόθεση : Τό κενό γέννησε τόση υλη 8ση καί άντιύλη. 'Αλλά κατά τήν ψύξη καί τή διαστολή, ή φύση έπέ-λεξε τήν « υλη ». Ή άντιύλη δέν ύπάρχει πιά. Ή θραύση τής συμ-μετρίας CP έξηγεϊ, σύμφωνα μ'αύτό τό σενάριο, γιατί ή φύση προτίμησε τήν « υλη ».33

Τό έρώτημα παραμένει : Υπάρχουν περιοχές τοϋ Σύμπαντος άποτελούμενες άπό άντισωμάτια ; Υπάρχουν « άντικόσμοι » ; Κα-τοικούμε σέ μιά ειδική περιοχή τοΰ Σύμπαντος ; Τό Σύμπαν είναι συμμετρικό σέ μεγάλη κλίμακα ; Έρωτήματα έπιστημονικά, τά όποια τροφοδοτούν τήν έπιστημονική φαντασία.

Ό Ντιράκ έλεγε στήν τελετή τοΰ βραβείου Νόμπελ τό 1933 : «Άν δεχτούμε τήν άποψη γιά πλήρη συμμετρία άνάμεσα στό θε-τικό καί στό άρνητικό φορτίο, άναφορικά μέ τούς θεμελιώδεις νό-μους τής φύσης, τότε πρέπει νά θεωρήσουμε ώς συμπτωματικό τό γεγονός δτι ή Γή ( καί πιθανόν ολόκληρο τό ήλιακό σύστημα ) πε-ριέχει προπαντός άρνητικά ήλεκτρόνια καί θετικά πρωτόνια. Είναι έντελώς πιθανόν δτι γιά ορισμένους άστέρες θά ίσχυε τό άντίθετο, δτι αύτοί θά άποτελοΰνταν κυρίως άπό ποζιτρόνια καί άρνητικά πρωτόνια. Αύτά τά δύο είδη άστέρων θά εϊχαν άκριβώς τά ίδια φάσματα καί δέν θά ήταν δυνατόν νά τούς διακρίνουμε μέ τίς σημερινές άστρονομικές μεθόδους.34

Ά ς ύποθέσουμε δτι υπάρχουν άντιγαλαξίες καί δτι ένας άντι-γαλαξίας συναντάται μέ έναν γαλαξία. Στήν περίπτωση αύτή θά υπάρξει έκμηδένιση σωματίων-άντισωματίων. Ά ν ένας γαλαξίας συναντούσε έναν άντιγαλαξία, ή έκμηδένιση ΰλης-άντιύλης θά πα-ρήγαγε θυσάνους φωτονίων γάμμα, οί όποιοι θά ήταν ορατοί σέ όλόκληρο τό χώρο. Άλλά έπί τοΰ παρόντος δέν τούς έχουν δει.

Ό νόμος τής ένότητας καί τής συμμετρίας τών άντιθέτων πα-ραβιάζεται ; Ή συμμετρία αύτή παραβιάστηκε σέ κάποια στιγμή τής κοσμογένεσης ; Καί είναι τυχαίο τό γεγονός δτι τό σώμα καί ό έγκέφαλός μας άποτελοΰνται άπό πρωτόνια, νετρόνια καί ήλε-κτρόνια; Καί ύπάρχουν «άνθρώπινα» δντα άποτελούμενα άπό άντισωμάτια ; Έρωτήματα νόμιμα, πού έπί τοΰ παρόντος τροφο-δοτούν τις spéculations. Ταυτόχρονα, αύθεντικά φιλοσοφικά έρω-

ΜΕΡΑ Α Ι Ι Ο T O BIG BANG : I T O I X E I A M I A I Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Ε Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η ! l 6 l

τήματα. Πράγματι, ή έννοια υλη καί άντιύλη είναι φιλοσοφικά λανθασμένη. Ή λεγόμενη « άντιύλη » είναι μορφή ύλης. Έπίσης μπορούμε νά μιλάμε γιά Σύμπαν μέ αφετηρία δεδομένα τού κό-σμου « μας » ; 'Αλλά τά σημερινά σενάρια είναι μιά έζαιρετική άπεικόνιση τής διαλεκτικής θέσης γιά τήν ένότητα καί τήν πάλη τών άντιθέτων. Σέ β,τι άφορα τήν τοπική άσυμμετρία τήν άπάν-τηση θά τή δώσουν ή θεωρία καί τό πείραμα.

"Ενα άλλο έρώτημα τό όποιο δημιούργησε πολλές διαμάχες καί spéculations είναι τό έρώτημα τής μάζας τοϋ «Σύμπαντος». Ση-μειώσαμε ότι σύμφωνα μέ τό κυρίαρχο πρότυπο « υπολογίστηκε » αύτή ή μάζα καί είναι ίση μέ 10" gr ! Τό έρώτημα αύτό στερείται νοήματος, άν θέλουμε νά μιλάμε γιά τό Σύμπαν. Μιά πεπερασμέ-νη τιμή είναι έντελώς αύθαίρετη. Θά είχε ϊσως νόημα, άν άφοροΰσε τήν παρατηρήσιμη περιοχή τού Σύμπαντος.

'Αλλά ή μάζα τού προσιτού μέρους τοΰ Σύμπαντος είναι μόνον αύτή πού γνωρίζουμε σήμερα ; Κατ' άρχήν, ή σκόνη, τά σύννεφα καί τά άέρια πού πληρούν τό « Σύμπαν » έχουν μάζα πολλές φορές μεγαλύτερη άπό τή μάζα τών ορατών άστέρων. Σύμφωνα μέ τά δεδομένα τοΰ τηλεσκοπίου Χάμπλ, τό 98% τοΰ « Σύμπαντος » δια-φεύγει άπό τΙς παρατηρήσεις μας. Ό ισχυρισμός αύτός είναι έξί-σου αύθαίρετος μέ τόν προηγούμενο, κατά τόν όποϊο τό Σύμπαν έχει πεπερασμένη μάζα (ΙΟ54 gr). Καί ορισμένοι κοσμολόγοι θέ-τουν τό έρώτημα: Ποιά σύμπαντα είναι δυνατά; Ποιά σύμπαντα είναι πραγματικά ; Τό πρώτο έρώτημα συνιστά άντίφαση έν τοις όροις. Τό δεύτερο είναι γελοίο, έπειδή ύπάρχουν άντικείμενα πού δέν είναι πραγματικά ;

Εντούτοις τό έρώτημα άν υπάρχει ή όχι άόρατη ύλη, « μαύρη » ύλη, είναι έντελώς νόμιμο. Σύμφωνα μέ μιά άποψη, ή συνήθης υλη άντιπροσωπεύει μόνο τό 4% τοΰ περιεχομένου τοΰ « Σύμπαντος ». Άπό τί λοιπόν άποτελεΐται τό υπόλοιπο 96% ; Ή μαύρη ΰλη άντι-προσωπεύει τό 23%. Ή φύση της είναι άγνωστη, άλλά είναι ορα-τές οί δυναμικές συνέπειές της, μέσω τής κίνησης τών άστέρων μέσα στούς γαλαξίες, τών γαλαξιών μέσα στά σμήνη γαλαξιών, τών ϊδιων τών γαλαξιακών σμηνών.35 Κατά τόν Φρίτς Τσβίκυ

102 TF.TAPTO Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

( 1933 ), ή όλική μάζα τοϋ σμήνους Coma ήταν πολύ μεγαλύτερη άπό αύτή πού όφειλόταν μόνο στούς άστέρες. Κατά συνέπεια υπήρχε μιά τεράστια άόρατη μάζα. Σήμερα είναι γνωστά έκατον-τάδες σμήνη γαλαξιών, παρόμοια μέ αύτά τοϋ Coma. 'Αλλά ή φύ-ση τής « μαύρης ΰλης » παραμένει άγνωστη.

Υπάρχουν φαινόμενα πού μοιάζει νά έπιβεβαιώνουν τήν ύπαρ-ξη άόρατης ΰλης, δπως ή περιστροφή τών γαλαξιών, μετρήσεις άκτίνων Χ άπό δορυφόρους, βαρυτικές άποκλίσεις ( virages gravita-tionnelle ) πού προβλέπονται άπό τή γενική θεωρία τής σχετικό-τητας. Έπίσης, σύμφωνα μέ ορισμένες παρατηρήσεις, τό « Σύμ-παν» πρέπει νά έχει διασταλεί ταχύτερα άπ'δ,τι προβλέπεται. Γιά νά έξηγηθεΐ αύτό τό φαινόμενο θά πρέπει νά έφευρεθεΐ μιά μυ-στηριώδης σκοτεινή ένέργεια ή όποία έδωσε ένα λάκτισμα στή διαστολή.36 Έπίσης ή έκπομπή Χ τών σμηνών άποτελεϊ ένα άμε-σο ίχνος τής ΰπαρξης άόρατης διαγαλαξιακής ΰλης.37

Ά ς υποθέσουμε λοιπόν δτι ή « μαύρη ΰλη » υπάρχει. Ποιά εί-ναι ή φύση της; Σύμφωνα μέ πρόσφατες έρευνες, γράφει ό Α. Milsztanj, ή πλειονότητα τής μαύρης ΰλης τοΰ γαλαξία μας δέν άποτελεΐται οΰτε άπό φαιούς νάνους, αύτά τά άστρα-άπόβλητα πού ή μάζα τους δέν υπερβαίνει τό 10% τής μάζας τοΰ ήλιου, οΰτε άπό « άστρα-πτώματα », δπως οί λευκοί νάνοι. Ή έρμηνεία αύτών τών φαινομένων άποτελεϊ άκόμα άντικείμενο συζητήσεων.38 Ό Pierre Fayet, άπό τήν πλευρά του, γράφει δτι τά πειράματα φαί-νεται νά δείχνουν δτι τό μεγαλύτερο μέρος της μαύρης ΰλης δέν άποτελεΐται άπό συνήθη υλη. Πιθανόν άποτελεΐται άπό ούδέτερα άντικείμενα άνάλογα μέ τά νετρίνο, άλλά πολύ βαριά.

Συνεπώς, ή μαύρη ΰλη υπάρχει ; Καί άν ύπάρχει, ποιά είναι ή φύση της;

Έπί τοΰ παρόντος υπάρχουν παρατηρησιακά δεδομένα, ύποθέ-σεις καί spéculations. Δέν ύπάρχει ομοφωνία γι'αύτό τό πρόβλη-μα. "Ετσι, σύμφωνα μέ μιά άλλη άποψη, τό πρότυπο τής μαύρης ΰλης είναι κατάλληλο γιά τοπικές συσσωρεύσεις, άλλά άδυνατεϊ νά έρμηνεύσει τΙς γιγαντιαίες ύπερσυσσωρεύσεις, δπως δ « μεγάλος τοίχος », μιά σειρά άπό γαλαξίες μήκους τουλάχιστον μισοΰ δισ.

HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG B A N G : ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΙΑΣ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ 17 >

ετών φωτός. Ή μαύρη ύλη υπάρχει ; *Η εφευρέθηκε για να εξη-γήσει φαινόμενα τά όποια αδυνατούσε νά έξηγήσει τό πρότυπο τοΰ Big Bang; Κατά τούς Νάρλικαρ καΙΆρπ παρατηρήσεις καί έρευ-νες δέν άνίχνευσαν τό έξωτικό μενού της μαύρης ύλης.39

Έρωτήματα άνοικτά γιά τή θεωρία, τήν παρατήρηση καί τό διαλογισμό. Ή παρατήρηση άπό κοινού μέ τή θεωρία θά άπαντή-σουν ίσως στό έρώτημα άν υπάρχει « μαύρη », δηλαδή άόρατη, υλη. "Ηδη δμως μιά όρισμένη μυθολογία, άνορθολογικές φαντα-σιώσεις έχουν δημιουργηθεί γύρω άπό αύτό τό πρόβλημα. *Ας ύ-ποθέσουμε λοιπόν δτι ή μαύρη ύλη υπάρχει. Ή τυχόν ύπαρξή της θά ήταν μιά έπιπλέον άπόδειξη τοΰ άνεξάντλητου της ύλης καί της πολλαπλότητας τών μορφών της στις άχανεΐς έκτάσεις τοΰ Σύμ-παντος. Σέ τελευταία ανάλυση, ένα έπιπλέον γεγονός έναντίον της μηχανιστικής άντίληψης γιά τή φύση.

Ένα άλλο πρόβλημα, τό όποιο έξήγειρε τή λαϊκή φαντασία, άλ-λά καί τή φαντασία έπιστημόνων, καί τροφοδότησε μιά όλόκληρη φιλολογία έπιστημονικής φαντασίας καί μυστικισμοΰ, είναι ή ύπαρξη μελανών όπών. Είναι γνωστό δτι, στό πλαίσιο τής γενικής θεωρίας τής σχετικότητας, μπορεί κανείς νά προβλέψει τήν ύπαρ-ξη μελανών όπών. 'Αλλά κατ'άρχήν ή ιδέα δέν είναι νέα. Πράγ-ματι, στό πλαίσιο τής νευτώνειας θεωρίας τής βαρύτητας καί της σωματιδιακής θεωρίας τοΰ φωτός, μπορεί κανείς νά διανοηθεί τήν ύπαρξη σκοτεινών σωμάτων, νευτώνειους πρόδρομους τών με-λανών όπών τής σχετικότητας. Ή έννοια γεννήθηκε τό 1960. Πρό-κειται γιά άστέρες πού έχουν καταρρεύσει, στό έσωτερικό τών οποίων ό χώρος είναι πάρα πολύ καμπύλος καί ή γεωμετρία παίρ-νει παράξενες μορφές. 'Αλλά έπί τοΰ παρόντος, κανένα ούράνιο σώμα αύτής τής φύσης δέν έχει άνακαλυφθεΤ. « Αύτοί οί ιδιόμορ-φοι άστέρες, πραγματικά τέρατα τά όποια έχει προβλέψει ή σχε-τικότητα ( άλλά τά όποια δέν παρατηρήθηκαν ποτέ ) είναι τόσο μαζικά ώστε καταρρέουν υπό τήν έπίδραση τής βαρύτητας. Οί μι-κρότερες μελανές όπές έχουν μάζα δέκα φορές μεγαλύτερη άπό τόν ήλιο, ένώ ή άκτίνα τους δέν ύπερβαίνει τά 30 km, περίπου τό μέ-γεθος τοΰ Παρισιού. Ό χώρος γύρω τους είναι τόσο παραμορφω-

164 TF. TA PTO Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

μένος ώστε άκόμα καί τό φώς τό όποιο έλκεται άκάθεκτα δέν μπορεί νά διαφύγει ». "Αλλη δψη τοϋ προβλήματος : «Άν ή μάζα δέν είναι πολύ σημαντική », γράφει ό Χόυλ, « ή καταστροφική άπελευθέρωση πυρηνικής ένέργειας θά μπορέσει νά άνακόψει τήν έσωτερική κατάρρευση καί νά άναδιαστείλει τό άντικείμενο πρός τό έξωτερικό. Εντούτοις οί πυρηνικές άντιδράσεις δέν θά είναι άρκετά ισχυρές γιά νά τό κατορθώσουν, άν ή μάζα ύπερβαίνει πε-ρίπου ΙΟ6 φορές τή μάζα τοΰ "Ηλιου. Τί θά συμβεί κατά τήν έσω-τερική κατάρρευση ένός τέτοιου άντικειμένου ; Ποιό θά είναι τό τελικό άποτέλεσμα τής κατάρρευσης ; Τό άντικείμενο συστέλλε-ται πέρα άπό τήν άκτίνα τής βαρύτητας καί περιορίζεται σέ μιά ιδιομορφία».40 Κατά τόν Τιμπώ Νταμούρ στό κέντρο μιας με-λανής όπής δέν υπάρχει Ινα σημείο, άλλά Ινας άπειρος χώρος. Σ ' αύτόν τό χώρο, ό χρόνος άκινητοποιεΐται σέ κάθε σημείο. "Ενα big crunch πραγματοποιείται, δηλαδή μιά συστολή ολόκληρου τοΰ χώρου, φαινόμενο άντίθετο άπό τό Big Bang. Όμως ή Ιδιομορφία, κατά τόν Τιμπώ Νταμούρ, θά μπορούσε νά γεννήσει ένα Big Bang καί νά δημιουργήσει ένα νέο Σύμπαν. Τό ίδιο τό Σύμπαν μας γεν-νήθηκε πιθανόν άπό μιά μελανή όπή πού βρισκόταν σέ ένα πρώτο Σύμπαν.41

Τί σημαίνει δμως δτι στό κέντρο μιας μελανής οπής ύπάρχει ένας άπειρος χώρος καί δτι ό χρόνος ακινητοποιείται σέ κάθε ση-μείο ; Κατά τόν Τιμπώ Νταμούρ έχουμε άνάγκη άπό μιά θεωρία πλουσιότερη άπό τή γενική σχετικότητα, ικανή νά προβλέψει αύ-τό πού συνέβη πριν άπό τή Μεγάλη Έκρηξη καί αύτό πού συμ-βαίνει στό εσωτερικό κάθε μελανής όπής.

'Ιδού ιδέες ικανές νά διεγείρουν καί τήν πιό ψυχρή φαντασία. Άλλά οί μελανές όπές υπάρχουν;Άς άκούσουμε τόν J.F. Robredo : « Δημιουργημένη άπό μιά άπειρη βαρυτική κατάρρευση, ή καρδιά μιας μελανής όπής είναι άκατανόητη γιά τή θεωρία τής οποίας είναι δημιούργημα. Κρυμμένη σήμερα άπό ένα φράγμα πού τήν καθιστά άπρόσιτη, ή ιδιομορφία θά μπορούσε, σύμφωνα μέ ορι-σμένους, νά γίνει όρατή. Ένα φαινόμενο τό όποιο θά έθετε σέ άμ-φισβήτηση τήν άρμοδιότητα τής περίφημης θεωρίας τοΰ Άιν-

HEPA A H O T O BIG BANG : Π Ό Ι Χ Ε Ι Α ΜΙΑΣ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ' 6 5

στάιν ». Άλλά, σύμφωνα μέ τόν ίδιο συγγραφέα, οί μελανές όπές άνθίστανται στήν άμεση άνίχνευση. Καμιά άπόδειξη δέν μπόρεσε νά υπάρξει." Οί άστρονόμοι, γράφει ό Μποννέ-Μπιντώ, δέν έχουν τήν παραμικρή ιδέα άν οί μελανές δπές υπάρχουν πραγματικά, ούτε μέ ποιόν τρόπο θά μπορούσαν νά δημιουργηθούν. Καί οί spéculations πολλαπλασιάζονται. Κατά τόν Χώκινγκ οί μελανές όπές θά μπορούσαν νά εκπέμψουν μιά άκτινοβολία, άποτελούμε-νη άπό φωτόνια άλλά καί άπό στοιχειώδη σωμάτια, ήλεκτρόνια, ποζιτρόνια, νετρίνο κλπ.

Άλλά οί όπές δέν είναι μόνον μελανές. Σύμφωνα μέ ορισμένες ιδέες, οί μελανές όπές είναι δυνατόν νά μετατραπούν σέ λευκές όπές. Κάτω άπό τήν τεράστια βαρυτική πίεση, τά σωμάτια μετα-τρέπονται σέ φωτόνια, καί ή λευκή όπή εκρήγνυται. Κατά τόν J. Brandes δέν υπάρχει ένα καί μοναδικό Big Bang. Τπάρχουν παν-τού μικρότερα Big Bang. Τό άπειρο Σύμπαν είναι άσταθές, έπειδή άρκετά μεγάλες βαρυτικές καταρρεύσεις μετατρέπονται σέ έκρή-ξεις: Ή έξαιρετικά ένεργητική άκτινοβολία τού βάθους καί τά σωμάτιά της είναι κατάλοιπα λευκών όπών, οί όποιες έχουν έκρα-γεϊ. 43 Έπί τοΰ παρόντος δέν υπάρχουν ένδείξεις γιά τήν ύπαρξη μελανών όπών. Υπάρχουν έμμεσες ένδείξεις οί όποιες προέρχον-ται άπό παρατηρήσεις τών διακυμάνσεων ταχέων άκτίνων Χ καί γ, στό έσωτερικό δραστήριων γαλαξιακών πυρήνων.44 Θά πρέπει ίσως νά υπενθυμίσουμε γιά άλλη μιά φορά αύτό πού ό Αριστοτέ-λης έλεγε γιά τούς πυθαγόρειους. Τολμηρές ιδέες, πρότυπα καί μαθηματικοί περίπλοκοι ύπολογισμοί, έπίσης πλούσια έπιστημο-νική φαντασία, άλλά ποΰ είναι οί μελανές ή λευκές όπές ;

Καί όμως ή βαρυτική κατάρρευση, ή όποία προβλέπεται άπό τή θεωρία τής βαρύτητας, φαίνεται ώς ένα έντελώς φυσικό ένδε-χόμενο. Άλλά οί όπές, άν υπάρχουν, δέν θά είναι ούτε « σύμπαν-τα » ούτε ιδιομορφίες ( singularités ), άλλά περιοχές τοΰ χώρου πε-περασμένου όγκου, τεράστιας άλλά πεπερασμένης μάζας καί πε-περασμένης θερμοκρασίας. Καί στό έσωτερικό τών όπών ό χρό-νος δέν θά σταματούσε. Αύτό πού θά συνέβαινε σ'αύτή τήν περί-πτωση θά συνέβαινε άκολουθώντας τό βέλος τοΰ χρόνου. Οί άντί-

»50 Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

θετες προβλέψεις άφοροϋν οριακές συνθήκες πρακτικά άνέφικτες. Λίγα λόγια γιά τή θεωρία τών χορδών, ή όποία έκανε τήν εϊσο-

86 της στή Φυσική κατά τή δεκαετία τοϋ *70. Σύμφωνα μέ αύτή τήν ύπόθεση, τά σωμάτια δέν θεωρούνται πλέον σημειακά, άλλά μικρότατα άντικείμενα, χορδές οί όποιες πάλλονται. Τά στοιχειώ-δη σωμάτια θά άντιστοιχούσαν σέ διαφορετικές καταστάσεις μιας παλλόμενης χορδής : Ή θεωρία είναι διατυπωμένη σέ έναν χώρο δέκα διαστάσεων ( έννέα γιά τό χώρο καί μία γιά τό χρόνο ). Πρό-κειται, προφανώς, γιά μαθηματικό χώρο. Στή θέση τών χορδών δέχονται έπίσης τήν ύπαρξη υποθετικών άντικειμένων, μέ περισ-σότερες διαστάσεις, τΙς μεμβράνες. Τέλος, ύπάρχει καί τό πρότυ-πο τών ύπερχορδών.

'Αντικειμενικός σκοπός αύτής τής θεωρίας είναι νά ένοποιήσει τίς τέσσερις θεμελιώδεις άλληλεπιδράσεις καί, τελικά, νά οικοδο-μήσει μιά θεωρία τοΰ Παντός ! 'Αλλά γιά τήν ένοποίηση τών τεσ-σάρων άλληλεπιδράσεων θά χρειαζόταν μιά μικροσκοπική περι-γραφή τής βαρύτητας, δηλαδή ή διατύπωση μιας κβαντικής θεω-ρίας τής βαρύτητας. Πρόκειται κατά συνέπεια γιά μιά έξαιρετικά φιλόδοξη θεωρία. Πρώτη άντίρρηση: Πρόκειται γιά μαθηματικό μοντέλο έξαιρετικά άναγωγικό, τό όποιο έπιχειρεΐ νά άναγάγει 6λο τόν ποιοτικό πλοΰτο τής ΰλης σέ ένα μαθηματικό σχήμα. Ό -μως, παρά ταΰτα, υπάρχουν έμπειρικά δεδομένα ύπέρ τού μοντέ-λου ;Όπως γράφει ό Marshal : «Όχι πολλά πράγματα. 'Εάν υπάρ-χουν, θά εκδηλωθούν στά ΙΟ19 δισ. ήλεκτρονιοβόλτ, δηλαδή δέκα έκατομμύρια δισεκατομμύρια φορές πάνω άπ'αύτό πού μπορούν νά κάνουν οί καλύτεροι επιταχυντές μας ».43 'Επιπλέον : 'Υπάρχουν πέντε θεωρίες χορδών. Υπάρχουν μαθηματικές περιπλοκές. Κβαν-τικές περιπλοκές. Οί ένέργειες πού προβλέπονται γιά τήν άνί-χνευσή τους υπερβαίνουν κάθε τεχνική δυνατότητα. Όλες αύτές οί δυσκολίες « ψύχραναν τήν έλπίδα ότι θά βρεθεί ή θεωρία τού Παντός, δτι θά περιληφθούν οί τέσσερις άλληλεπιδράσεις σέ ένα μοναδικό σχήμα ». Τελικά : « Αύτό πού μοιάζει σήμερα μέ μιά θεω-ρία τοΰ Παντός θά μποροΰσε αΰριο νά καταρρεύσει καί νά γίνει μιά θεωρία τοΰ τίποτα )).46

HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG B A N G : ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΙΑΣ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ 17 >

11. Γενικές παρατηρήσεις

Επιχειρήσαμε σ'αύτό τό κεφάλαιο νά δοΰμε τίς αντίθετες αντι-λήψεις γιά τά θεμέλια τής Κοσμολογίας, έπιστήμης τοϋ Σύμ-παντος γιά τούς μέν, έπιστήμης τοΰ προσιτού μέρους τοΰ Σύμπαν-τος γιά άλλους. Τό κεφάλαιο αύτό δέν άναφέρεται άπευθείας στά προβλήματα τοΰ μονισμοΰ τής ΰλης καί στίς σχέσεις άνάμεσα στήν ΰλη καί στό πνεΰμα. Εντούτοις, ή φιλοσοφική του έμβέλεια είναι προφανής. "Ετσι, νομίζω, τό πρόβλημα τής Κοσμολογίας έχει τή θέση του στήν προβληματική αύτοΰ τοΰ βιβλίου. Έπειδή ή ύπό-θεση τοΰ Big Bang θεωρήθηκε έπιστημονική άπόδειξη τοΰ δόγ-ματος τής δημιουργίας, άλλά καί έπειδή μιά θεωρία τής κοσμογέ-νεσης μπορεί νά άποτελέσει Ινα άπό τά θεμέλια τής μονιστικής-ύλι-στικής άντίληψης τής φύσης.

Έτσι : Νά στοχαστούμε γιά τόν Κόσμο ! Τήν « προέλευσή » του, τή δομή καί τήν ιστορία του. Ή άπορία μπροστά στό γεγονός τής ΰπαρξης δημιούργησε τούς πρώτους κοσμογονικούς μύθους άλλά καί τΙς πρώτες όρθολογικές κοσμολογίες. Είναι έπίσης μιά άπό τΙς κινητήριες δυνάμεις τής σημερινής έπιστήμης. Γενική Θεωρία τής Σχετικότητας, θεωρία τής βαρύτητας, Μικροφυσική, 'Αστροφυσι-κή καί Κοσμολογία μέ τίς τεχνολογίες αιχμής έπιχειροΰν νά δια-τυπώσουν τή θεωρία της γέννησης καί τής έξέλιξης τοΰ Κόσμου. Θεωρίες μή πλήρεις καί συχνά άντίθετες. Υποθέσεις ή θεωρίες πού άμφισβητοΰνται. 'Αλλά ή πραγματικότητα είναι πάντα έδώ, κίνητρο γιά τήν έρευνα καί τό στοχασμό.

Ά ς παραθέσουμε λοιπόν ένα άπόσπασμα άρθρου γιά τά « άστρα -μωρά » : Τό πολύ μεγάλο ευρωπαϊκό τηλεσκόπιο, πού είναι έγκα-τεστημένο στή Χιλή, πέτυχε νά παρατηρήσει πολύ νέους άστέρες πού σχηματίζονταν στό έσωτερικό τών « πυλώνων τής δημιουρ-γίας ». Οί τεράστιες αύτές κολόνες άερίων καί σκόνης, μήκους ένός έτους φωτός, άνήκουν στό νεφέλωμα τοΰ Άετοΰ, μιά περιοχή πλούσια σέ νέα άστρα πρός τήν κατεύθυνση τοΰ άστερισμοΰ τοΰ "Οφεως, σέ 7.000 έτη φωτός άπό τή Γή [ . . . ] Μένει νά κατανοή-σουμε πώς σχηματίζονται αύτά τά " άστρα-μωρά " : 'Αναμφίβολα

»50 Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

γεννιούνται άπό τις ισχυρές υπεριώδεις άκτινοβολίες, οί όποιες έκπέμπονται άπό τά μαζικά άστρα τοϋ περιβάλλοντος, τά όποια, συμπιέζοντας καί θερμαίνοντας τά άέρια τών πυλώνων, θά έχουν παίξει τό ρόλο "σπινθήρων τής ούράνιας ζωής" » / '

Τά θαυμαστά παρατηρησιακά γεγονότα, καθώς καί οί θεωρη-τικές έπεξεργασίες, υπερβαίνουν τις δυνατότητες τής έποπτείας καί τής φαντασίας. Ή Κοσμολογία έπιχειρέϊ νά « βάλει τάξη » στόν θαυμαστό κόσμο τών γεγονότων καί νά έξηγήσει τό κοσμικό γίγνεσθαι. Στή διάρκεια όγδόντα έτών, ή Κοσμολογία τείνει νά συγκροτηθεί σέ « άκριβή έπιστήμη » : Σέ έπιστήμη τοΰ σχηματι-σμού καί τής έξέλιξης ένός μέρους τοΰ Σύμπαντος βπου, μέ τό παιχνίδι της άναγκαιότητας καί τοΰ τυχαίου, έμφανίστηκε ό homo sapiens. Ποιές θά είναι οί άλήθειες πού περιέχονται σέ αύτά τά κοσμολογικά σενάρια μιας θαυμαστής έφευρετικότητας καί τά όποια έπιχειροΰν νά έρμηνεύσουν τά δεδομένα πού άποκτώνται χάρη στίς καταπληκτικές δυνατότητες τής τεχνολογίας ;

'Ορισμένες άλήθειες είναι άναμφισβήτητες : Τά άτομα τοΰ Δη-μόκριτου καί τοΰ Νεύτωνα έθεωροΰντο αιώνια, χωρίς δομή καί χωρίς ποιότητες. Ή μηχανιστική αύτή άντίληψη γιά τήν ύλη ά-ποτέλεσε τό θεμέλιο ένός λίγο-πολύ μηχανιστικού υλισμού, άπό τόν Δημόκριτο μέχρι τόν Λαπλάς, άλλά καί ένός μεταφυσικού ρεα-λισμού θρησκευτικής προέλευσης (Νεύτων). Τό σχετικιστικό Σύμπαν, παρά τό γεγονός 6τι ήδη θεωρήθηκε 6τι είχε μιά ιστο-ρία, είχε καί αύτό μιά μηχανιστική χροιά, έξαιτίας τής πίστης στήν αιωνιότητα τών σημερινών μορφών τής ύλης. Τό γεγονός αύτό διευκόλυνε άναγωγικές άντιλήψεις, υλιστικής ή θρησκευ-τικής προέλευσης. Όμως, άκόμα καί στήν έποχή τής δημιουργίας τής άτομικής φυσικής, τά πρωτόνια, τά νετρόνια καί τά ήλεκτρό-νια έθεωροΰντο στοιχειώδη σωμάτια, έσχατα συστατικά τών άτό-μων. Ή ραδιενέργεια δέν μετέβαλε τήν άναγωγιστική άντίληψη γιά τά στοιχειώδη σωμάτια. Ή ύλη εξελισσόταν, τό Σύμπαν έπί-σης, άλλά στό βάθος τοΰ νέου « διαλεκτικοΰ » συμβάντος υπήρχε τό « άκίνητο » : Τά « έσχατα » συστατικά τής ύλης. Αύτή τή φο-ρά, τά πρωτόνια, τά νετρόνια καί τά ήλεκτρόνια.

HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG B A N G : ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΙΑΣ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ 17 >

Ή επανάσταση της συγχώνευσης της μικροφυσικής μέ τήν Κοσμολογία συνίσταται άπό μιά άποψη στό ότι έδωσε τή δυνατό-τητα νά δημιουργηθούν σενάρια τοϋ μετασχηματισμού τών στοι-χειωδών μορφών τής ύλης κατά τήν πορεία τής κοσμογένεσης. Πράγματι, ή θεωρία τής βαρύτητας, μόνη, δέν ήταν δυνατόν νά πραγματοποιήσει αύτή τήν έπανάσταση. Ή συγχώνευση τής Μι-κροφυσικής μέ τήν 'Αστροφυσική έδωσε στήν Κοσμολογία τή δυ-νατότητα νά έπιχειρήσει νά περιγράψει τήν ιστορία τής ΰλης μέ-σα στό χρόνο. Μ' αύτόν τόν τρόπο ή Κοσμολογία μπόρεσε νά συγ-κροτηθεί σέ φυσική έπιστήμη καί νά μήν παραμείνει μαθηματικό μοντέλο, χάρη στή γνώση τών θεμελιακών δυνάμεων τής φύσης, τών ιδιοτήτων τών μικροσωματίων καί τών νόμων τής γένεσης καί τοϋ μετασχηματισμού τους. Εντούτοις, ή καταπληκτική αύτή Ι-στορία, όπως έπιχειρήσαμε νά υπογραμμίσουμε, περιλαμβάνει αιτήματα, ισχυρισμούς, έννοιες καί ιδέες συζητήσιμες, άκόμα καί οιονεί μεταφυσικές.

Τά κεκτημένα τής 'Αστροφυσικής καί τής Κοσμολογίας μπο-ροΰν νά συγκροτήσουν ένα διαλεκτικό « σενάριο » υπό τόν όρο ότι θά άποκαθαρθοΰν άπό τήν πλάνη ότι ή Κοσμολογία μπορεί νά πε-ριγράψει τή γέννηση καί τήν έξέλιξη τοΰ Σύμπαντος. Ή θραύση τών συμμετριών, ή γέννηση διαφορετικών μορφών υλης, ή μελέ-τη καί ή γνώση τών θεμελιωδών άλληλεπιδράσεων, οί νόμοι με-τασχηματισμού καί διατήρησης, ή υπέρβαση τής άντίληψης γιά τό ένσώματο άντικείμενο ώς αυτόνομη όντότητα στό χώρο, ή άνα-ζήτηση τής διαλεκτικής άνάμεσα στις σχέσεις καί τά πράγματα, όλη ή μεγάλη σειρά άνακαλύψεων καί ιδεών άποτελοΰν ήδη ένα πλούσιο υλικό γιά τή διαμόρφωση στοιχείων μιας διαλεκτικής τής κοσμογένεσης. Όρος sine qua non : Νά θεωρηθεί ή Κοσμολο-γία αύτό πού είναι, δηλαδή ή έπιστήμη τον σχηματισμού, τής δο-μής και τής ιστορίας ένος μέρους τον Σύμπαντος. Τού μέρους πού είναι προσιτό στά σημερινά μέσα παρατήρησης καί πειραματι-σμού. Δηλαδή, μιά τοπική επιστήμη.

'Αλλά δέν πρόκειται μόνο γι'αύτό. Όπως έχουμε ήδη έπιση-μάνει, χάρη στίς σύγχρονες παρατηρήσεις καί τίς τολμηρές θεω-

1 7 0 TF.TAPTO Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

ρίες, μπορούμε νά μιλάμε δχι μόνο για μετασχηματισμό, άλλά καί γιά γέννηση υλης στή « δική μας » περιοχή τοϋ Σύμπαντος. "Ετσι, κατά τόν Άρπ, ύπάρχει λύση τών έξισώσεων τοϋ 'Αϊνστάιν γενι-κότερη άπό τήν παραδοσιακή τοΰ Φρήντμαν. Ή λύση αύτή έπι-τρέπει τή δημιουργία ΰλης σέ όποιαδήποτε έποχή τοΰ Σύμπαντος. Κατά τόν ίδιο τόν Άρπ, οί διαδικασίες δημιουργίας ΰλης δέν είναι κάποιο είδος σκοτεινού θαύματος άλλά φυσικές διαδικασίες. Σέ άλλο άρθρο του, ό Άρπ προβλέπει τή δυνατότητα έπεισοδιακής δημιουργίας ΰλης σέ ένα Σύμπαν χωρίς Big Bang. Ή νέα ΰλη δη-μιουργείται μέ σχεδόν μηδενική μάζα καί μετατοπίζεται μέ τα-χύτητα σχεδόν ίση μέ τήν ταχύτητα τοΰ φωτός. Άλλά μέ τό πέ-ρασμα τοΰ χρόνου, ή μάζα αύξάνει καί ή ταχύτητα μειώνεται. Οί μεγάλες μετατοπίσεις τής νέας μάζας πρός τό έρυθρό άντιφάσκουν, σύμφωνα μ'αύτόν τόν ισχυρισμό, μέ τήν ύπόθεση τής διαστολής τοΰ Σύμπαντος. Έπίσης, κατά τούς Άρπ, Νάρλικαρ καί Ράντεκε, στόν έξωγαλαξιακό χώρο υπάρχουν ένεργά κέντρα, τά όποια έξα-κοντίζουν σωμάτια καί κβάντα. "Ενα πρότυπο δημιουργίας μάζας στηριγμένο στή θεωρία τής βαρύτητας τοΰ Μάχ, θεωρείται σαν ένας δυνατός μηχανισμός γιά τήν παραγωγή σωματίων μέ μεγά-λη ένέργεια. Έχουμε άναφερθεΐ σ'αύτές τίς ιδέες, πού άντιφά-σκουν μέ τό σενάριο τού Big Bang.

Ή Κοσμολογία τοΰ οιονεί στάσιμου Σύμπαντος προβλέπει τήν ύπαρξη ένός Σύμπαντος χωρίς άρχή, χωρίς τέλος καί μέ δημιουρ-γία μάζας. Ή μάζα αύτή δέν δημιουργείται άκαριάΐά, δπως υπο-θέτει τό Big Bang. Κατά τόνΆρπ τό Σύμπαν δέν διαστέλλεται καί δέν ύπάρχει δημιουργία ex nihilo. Ή μόνη θεωρία, υποστηρίζει, ή όποία μπορεί νά έξηγήσει τά έμπειρικά δεδομένα, προϋποθέτει τή θεωρία τών Χόυλ καί Νάρλικαρ γιά τή μεταβολή τής μάζας. Σύμ-φωνα μ'αύτή τή θεωρία, ή ένδογενής μετατόπιση πρός τό έρυθρό είναι άμεση συνέπεια τής έπεισοδιακής δημιουργίας ΰλης σέ αρχι-κή κατάσταση μηδενικής μάζας.

Εϊδαμε σ'αύτό τό κεφάλαιο κυρίως τό στάνταρ πρότυπο, δη-λαδή τό πρότυπο τοΰ Big Bang στις διάφορες μεταμορφώσεις του. Σημειώσαμε στήν πορεία τήν ΰπαρξη άντίθετων ιδεών καί προτύ-

HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG B A N G : ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΙΑΣ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ 1 7 >

πων. Υπάρχουν δμως καί άλλα κοσμολογικά πρότυπα; Γενικά ειδικοί καί έκλα'ικευτές τά άγνοοϋν καί τό μοντέλο της Μεγάλης Έκρηξης παρουσιάζεται σάν τό μοναδικό καί, έπιπλέον, σάν τό πραγματικό πρότυπο τοϋ Σύμπαντος. Όμως, ή κατάσταση είναι διαφορετική.

Είναι γνωστό δτι οί έξισώσεις τοΰ "Αϊνστάιν έπιτρέπουν τή δη-μιουργία διαφόρων προτύπων. Έπίσης είναι γνωστό δτι ή ιστορία αύτών τών προτύπων συμπίπτει ούσιαστικά μέ τή διατύπωση τής Γενικής Θεωρίας τής Σχετικότητας. Πρόκειται κυρίως γιά τό στά-σιμο πρότυπο τοΰ 'Αϊνστάιν, χωρίς άπαρχή καί χωρίς τέλος, γιά τό πρότυπο τοΰ Ντέ Σίττερ καί γιά τό πρότυπο τών Φρήντμαν -ΛεμαΙτρ τό όποιο άποτέλεσε τό άφετηριακό σημείο γιά τό πρό-τυπο τής Μεγάλης Έκρηξης.

Ή βαρύτητα είναι μιά άλληλεπίδραση μέ άπειρη άκτίνα δρά-σης, άλλά πολύ άσθενής. Ή ήλεκτρομαγνητική, μέ έπίσης άπειρη άκτίνα, είναι πολύ πιό ισχυρή. Γιατί λοιπόν νά άγνοεΐται αύτή ή άλληλεπίδραση ;Όπως σημειώνει ό Μποννέ-Μπιντώ, ή κοσμολο-γία τοΰ Big Bang δέν λαμβάνει ύπόψη παρά μόνο ορισμένες, έντε-λώς έπιμέρους, λύσεις τών έξισώσεων τοΰ 'Αϊνστάιν, μέ άφετηρία πολύ αύστηρές συνθήκες : ΤΙς συνθήκες ένός Σύμπαντος όμοιογε-νοΰς καί ίσότροπου, στό όποιο άγνοοΰνται δλες οί άλλες δυνάμεις μέ έξαίρεση τή βαρύτητα. Εντούτοις τό « Σύμπαν », δηλαδή τό σήμερα προσιτό μέρος τοΰ Σύμπαντος είναι στήν όλότητά του σχεδόν μιά άπέραντη θάλασσα πλάσματος, άερίων άπό φορτισμέ-να σωμάτια, στό έσωτερικό τών οποίων κυκλοφοροΰν μαγνητικά πεδία καί ήλεκτρικά ρεύματα.48 Γιατί λοιπόν νά άγνοοΰνται αύτά τά φαινόμενα ;

Πρόδρομοι πρός αύτή τήν κατεύθυνση ήταν ό Σουηδός Kristian Birkeland ( 1867-1917 ) τό 1902 καί μετά ό Oskar Klein ( 1894-1977 ). Στή συνέχεια ό Άλφβέν έπιχείρησε νά διατυπώσει τήν πρώτη κοσμολογία πλάσματος. Σύμφωνα μέ τό πρότυπό του, άρ-χική χωροχρονική ιδιομορφία δέν υπάρχει. Ή άρχέγονη κατάστα-ση τοΰ « Σύμπαντος » είναι Ινας μεταγαλαξίας, Ινα γιγαντιαίο νέ-φος άποτελούμενο άπό πολύ άραιό άέριο άπό ΰλη καί άντιύλη, σέ

1 7 2 TF.TAPTO Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

βραδεία συστολή. Τό πρότυπο αύτό μπορεί νά έξηγήσει τήν ύπο-τιθέμενη άπουσία άντιύλης, καί ή έκμηδένιση άντιπροσωπεύει τόν πραγματικό κινητήρα της διαστολής. Αύτή ή κοσμολογία, σημειώ-νει ό Μποννέ-Μπιντώ, παρέμεινε στήν κατάσταση d'embauche. Εντούτοις οί προβλέψεις τής έπίδρασης τής μαγνητικής δύναμης στό σχηματισμό τών δομών τοΰ Σύμπαντος έπανήλθαν άπότομα στήν ήμερήσια διάταξη τό 1985, μέ τήν άνακάλυψή τών Μάργκα-ρετ Γκέλλερ καί Τζών Χάκρα, τοΰ « Σύμπαντος-φυσαλλίδας »/'9

Είναι αύτονόητο δτι στόχος αυτού τοΰ κειμένου δέν είναι νά άποτιμήσει τήν άξία τής νέας προσέγγισης. Θά ήθελα άπλώς νά έπισημάνω τήν ύπαρξή της, ώς μιας διαφορετικής προσέγγισης τοϋ προβλήματος τής Κοσμολογίας. Ένα άλλο ήταν τό πρότυπο τοΰ στάσιμου Σύμπαντος. Σύμφωνα μ' αύτό τό πρότυπο δέν υπήρ-ξε ΜεγάληΈκρηξη, τό Σύμπαν διαστέλλεται καί υπάρχει συνεχής δημιουργία ύλης στό χώρο. Τό πρότυπο αύτό έξηγεΐ, σύμφωνα μέ τούς δημιουργούς του, τή δήθεν κοσμολογική μετατόπιση πρός τό έρυθρό. Έπίσης, τό 1956 ό Χόυλ είχε άποδείξει δτι τά χημικά στοιχεία είχαν δημιουργηθεί στό έσωτερικό τών άστέρων, άντίθε-τα μέ τήν άποψη τής θεωρίας τοΰ Big Bang. Τό γεγονός αύτό ήταν συμβατό μέ τή θεωρία τοΰ στάσιμου Σύμπαντος. Έπίσης, τό πρό-τυπο αύτό θεωρεί τήν άκτινοβολία βάθους τοΰ ούρανοϋ ώς γεγονός μάλλον τοπικό, παρά κοσμολογικό. Εντούτοις ό Ε. Σατσμάν καί πολλοί άλλοι θεωρούν δτι « ή άνακάλυψή τής άκτινοβολίας βάθους τοΰ ούρανοΰ θά έπρεπε νά δώσει ένα θανάσιμο χτύπημα σ'αύτή τήν υπόθεση».50

'Αλλά τό 1970, σημειώνει ό Σατσμάν, ό Φρέντ Χόυλ έπιχείρη-σε νά σώσει τή θεωρία, χωρίς Επιτυχία. Στήν πραγματικότητα, πρόκειται γιά μιά μακρά, περίπλοκη καί πρωτότυπη ιστορία. Τό οιονεί στάσιμο πρότυπο εισήγαγε νέες ιδέες καί νέα γεγονότα στή συζήτηση. Ή νέα θεωρία τών Μπάρμπιτζ, Νάρλικαρ καί Χόυλ, ή θεωρία τοΰ οιονεί στάσιμου Σύμπαντος, έπιτρέπει μεταξύ άλλων τή δημιουργία ύλης. Κατά συνέπεια, ό βαρυονικός άριθμός είναι δυνατόν νά μεταβάλλεται κατά τις διαδικασίες πού θεωρούνται « συμβάντα δημιουργίας ». Έπίσης, τό πρότυπο αύτό δίδει διαφο-

HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG BANG: ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΙΑΣ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ 17 >

ρετικές έρμηνείες σέ έναν άριθμό γεγονότων, μεταξύ τών οποίων καί ή φύση τών κβάζαρ. Κατά τόν Χόυλ, ή κοσμολογία δέν άντι-μετωπίζει πλέον τό δύσκολο πρόβλημα τοΰ νά κατανοήσει πώς, άπό μιά άρχική περίπου όμοιόμορφη έκρηξη, μπόρεσε νά δημιουρ-γηθεί ένα Σύμπαν μέ αύστηρή δομή, σέ έναν σχετικά σύντομο χρό-νο. Καί ό Χόυλ καταλήγει : « Διαθέτουμε τώρα ένα Σύμπαν τού οποίου οί ρίζες έκτείνονται μακριά, στό παρελθόν, ένα Σύμπαν ίκανό νά έξελίσσεται άκολουθώντας ένα πλήθος δρόμους. Κατά τή γνώμη μου, ή εκμετάλλευση όλων τών συνεπειών τής νέας αύτής προσέγγισης θά άποτελέσει τό κοσμολογικό πρόβλημα τοΰ έπόμε-νου αιώνα».51

Υπάρχουν καί άλλες « προσεγγίσεις » τοΰ κοσμολογικού προ-βλήματος. 'Αλλά στόχος αύτοΰ τοΰ κεφαλαίου δέν είναι νά κατα-γράψει τήν ιστορία τους, ούτε νά κρίνει τήν έπιστημονικότητά τους. Δύο συμπληρωματικές παρατηρήσεις : Χρησιμοποιώντας παραθέ-ματα τοΰ άλφα ή τοΰ βήτα συγγραφέα, χρησιμοποιούσα άναγκα-στικά τή λέξη Σύμπαν. Άλλά, όπως είχα υποστηρίξει άπό τήν άρ-χή αύτοΰ τοΰ βιβλίου δέν πρόκειται γιά Σύμπαν. Όλες αύτές οί υποθέσεις άναφέρονται στό προσιτό σήμερα μέρος του. Αναφορικά μέ τή γέννηση τοΰ « Σύμπαντος », άπό μία ή μέ έναν τεράστιο ά-ριθμό έκρήξεων : Δέν είναι δυνατόν νά άποκλείσουμε προκαταβο-λικά τή δημιουργία επιμέρους τμημάτων τοΰ Σύμπαντος άπό μία ή πολλές « έκρήξεις » προϋπάρχουσας ύλης στόν προϋπάρχοντα χώρο καί χρόνο. Στήν περίπτωση αύτή θά πρόκειται γιά « τοπι-κά » φαινόμενα χωρίς άναπόφευκτες ιδιομορφίες καί άπειρότητες. 'Ιδιομορφίες καί άπειρότητες άντιστοιχοΰν, όπως υποστήριξα, σέ θεωρητικά όριακές, άλλά πρακτικά καί παρατηρησιακά ανέφικτες συνθήκες.

Ποιά άπό τΙς θεωρίες αύτές θά μπορούσε νά είναι ή θεωρία τής δομής καί τής έξέλιξης τοΰ μέρους τοΰ Σύμπαντος πού είναι σή-μερα προσιτό στίς παρατηρήσεις μας ; Τήν άπάντηση θά τή δώσει ή έξέλιξη τής Κοσμολογίας. 'Ωστόσο οί σημερινές γνώσεις μας έπιτρέπουν νά διατυπώσουμε ορισμένα συμπεράσματα φιλοσοφι-κού χαρακτήρα.

»50 Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

• Τό προσιτό μέρος τοϋ Σύμπαντος παρουσιάζεται ώς έτερο-γενής ολότητα σέ γίγνεσθαι. Ή θέση 6τι τό Σύμπαν είναι άπειρο στό χώρο καί στό χρόνο, ολότητα αυθύπαρκτη, causa sui, είναι μιά φιλοσοφική θέση ή όποία δέν όδηγεϊ σέ λογικές άντιφάσεις καί ή όποία είναι σύμφωνη μέ τό σύνολο τής σημερινής γνώσης.

• Ή κίνηση, δπως δέχεται ή διαλεκτική σκέψη, είναι ένδο-γενές κατηγόρημα τής ΰλης. Οί ύλικοί σχηματισμοί άλληλεπι-δρούν καί καθορίζονται άμοιβαϊα διαμέσου τών τεσσάρων θεμε-λιωδών άλληλεπιδράσεων. Σέ κοσμική κλίμακα δεσπόζει ή βαρύ-τητα. 'Αλλά καί οί άλλες τρεις μετέχουν στό κοσμικό γίγνεσθαι. Καί έστω καί άν δέν δεχτεί κανείς τίς προκείμενες τοΰ Big Bang, είναι γεγονός δτι στό πλαίσιο αύτοΰ τοΰ προτύπου ξεκίνησε ή πε-ριγραφή καί ή έρμηνεία τής μεγάλης δδύσσειας τών μεταμορφώ-σεων τής ΰλης στους συμπαντικούς χώρους.

• Οί άντιθέσεις τών μερών τοϋ Σύμπαντος, οί καταστροφικές άντινομίες, ή καταστροφή καί ή γέννηση είναι συγκεκριμένες έκ-δηλώσεις τοΰ έσωτερικοΰ δυναμισμοΰ τής ΰλης. Άντίθεση καί ένό-τητα τών άντιθέσεων. Μετατροπή μιας μορφής στό άντίθετό της. Συγχώνευση τών άντιθέτων, άπ'δπου άναδύεται μιά νέα μορφή. Διαλεκτική άντίθεση ( opposition ) ή όποία μπορεί νά μετατραπεί σέ άνταγωνιστική ( contradiction ), δπως είναι ή περίπτωση τής βα-ρυτικής κατάρρευσης. Συνεπώς : Άντίθεση ( opposition ) καί άντα-γωνιστική άντίθεση ( contradiction ), ώς όντολογικές κατηγορίες μέ άντίστοιχο στή φύση.

• Ό μετασχηματισμός είναι διαδικασία μετάβασης άπό τό δυ-νάμει στό ένεργεία, άνάδυσης ή καταστροφής όντοτήτων, πού είναι ταυτόχρονα δημιουργία διαφορετικών μορφών. Ανάδυση τού νέου, ώς άρνηση τής προηγούμενης κατάστασης.

• Μετασχηματισμός καί διατήρηση είναι δυαδικές, άλληλέν-δετες διαδικασίες. Κάθε μετασχηματισμός περιλαμβάνει τή δια-τήρηση στοιχείων πραγματικότητας, καί κάθε διατήρηση έκδη-λώνεται μέσω ένός μετασχηματισμού.

• Οί νόμοι μετασχηματισμού καί διατήρησης τών φυσικών έ-πιστημών καί ειδικότερα τής Φυσικής, συγκεκριμενοποιούν τή

HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG B A N G : ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΙΑΣ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ 17 >

διαλεκτική θέση κατά τήν όποία κάθε μεταβολή είναι συγκεκρι-μένη : Ταυτόχρονα μετασχηματισμός καί διατήρηση. Κατά τό γί-γνεσθαι της υλης τίποτα δέν μεταπίπτει στό μή Όν.

• Οί σημερινές γνώσεις έπιτρέπουν νά συλλάβουμε τή μετά-βαση άπό μιά κατάσταση σέ άλλη, διαφορετική, ώς διαδικασία ή όποία γίνεται στό χρόνο, ή όποία έχει « χρονικό πάχος ». Εκείνο που άρχίζει, δέν είναι άκόμα. Είναι στήν πορεία της πραγμάτω-σης (Χέγκελ). Ή συγκεκριμένη διαλεκτική τοΰ ζεύγους δυνάμει -ένεργεία, ή διαλεκτική τής άνάδυσης ( émergence ) άντιφάσκει μέ τήν έπίπεδη « διαλεκτική » τοΰ γίγνεσθαι, ή όποία συλλαμβάνει τή μεταβολή, άλλά δχι τήν ταυτόχρονη διατήρηση.

'Ορισμένες κοσμολογικές υποθέσεις τις όποιες παραθέσαμε, προ-βλέπουν τή δημιουργία ύλης στό Σύμπαν. 'Αλλά αύτή ή δημιουρ-γία, έάν υπάρχει, δέν άντιφάσκει μέ τή δημοκρίτεια άρχή, κατά τήν όποία δέν ύπάρχει δημιουργία ex nihilo. Ή τυχόν δημιουρ-γούμενη ύλη άναδύεται άπό ένα ύποκβαντικό έπίπεδο, άπό έναν 'Ωκεανό, ό όποιος δέν είναι τό μή Όν. Είναι 'Ωκεανός μικροσωμα-τίων, τά όποια περνοΰν άπό τή δυνατότητα στήν πραγματικότη-τα, άπό ένα έπίπεδο όργάνωσης σέ άλλο.

Συνεπώς, δέν υπάρχει τίποτα τό αιώνιο, έκτός άπό τήν ύλη καί τίς μεταμορφώσεις της (Ένγκελς ). 'Ακόμα καί οί άπόλυτοι νόμοι διατήρησης τής Φυσικής δέν είναι, δπως σημειώσαμε, άπόλυτοι παρά μόνο σέ ορισμένες συνθήκες. Οί νόμοι διατήρησης τοΰ βα-ρυονικοΰ καί τοΰ λεπτονικοΰ άριθμοΰ, π.χ., θά παραβιάζονται στό πλαίσιο τής « μεγάλης ενοποίησης » τών φυσικών άλληλεπιδράσε-ων. 'Αλλά ή ένδεχόμενη παραβίαση αύτών τών νόμων θά συνεπα-γόταν τήν καταστροφή μιας μορφής καί τή δημιουργία άλλης ή άλ-λων μορφών. Δέν θά ήταν « καταστροφή » τής ύλης, δπως συχνά λέγεται.

Όλες οί φυσικές έπιστήμες, καί ειδικότερα ή 'Αστροφυσική καί ή Κοσμολογία, άντιφάσκουν μέ τήν άκινησία τήν τόσο αγαπητή στά μεταφυσικά συστήματα καί στήν τυπική λογική. Οί σημερινές

176 TF.TAPTO Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

έπιστήμες προχωρούν άπό τούς Έλεάτες πρός τόν 'Ηράκλειτο: Πρός μιά ήρακλείτεια φύση. ΚαΙ άν ή Φυσική μπορεί σήμερα νά θεμελιώσει Ιναν έπιστημονικό ρεαλισμό άνοικτό στίς έπιστήμες καί στή διαλεκτική, τό κεκτημένο τών έπιστημών τής ζωής καί τής κοινωνίας έπιτρέπει νά θεμελιώσουμε μιά δεύτερη άρχή : Τήν άρχή τής αυθυπαρξίας ( asseité ) τής ΰλης. Συνεπώς : Τήν άρχή τοϋ νλισμον. 'Αλλά γι'αύτό στά τρία τελευταία κεφάλαια τοϋ βιβλίου.

Διαλεκτική καί ύλισμός ; Ή γενική θεωρία τής σχετικότητας, δηλαδή ή θεωρία τής βαρύτητας τοΰ 'Αϊνστάιν, άποτελεΐ τό μαθη-ματικό πλαίσιο γιά τή δημιουργία κοσμολογικών προτύπων. 'Αλ-λά ή ιστορία αύτών τών προτύπων μάς θυμίζει αύτό πού έλεγε ό 'Αριστοτέλης γιά τούς πυθαγόρειους : Κλεισμένοι στόν κόσμο τών Μαθηματικών, κατέληξαν νά ταυτίσουν τό υπαρκτό Σύμπαν, μέ Ινα σύμπαν άριθμών. 'Ορισμένες θεωρίες ή ύποθέσεις τής Φυσι-κής ή τής Κοσμολογίας είναι νεοπλατωνικής ή πυθαγόρειας έμ-πνευσης. Ή διαπίστωση αύτή ισχύει ιδιαίτερα γιά τήν ύπόθεση τής Μεγάλης Έκρηξης, ή όποία, μέ τοπικά δεδομένα καί χάρη στή θεωρία τοΰ 'Αϊνστάιν, χάρη στήν ΰπαρξη ένός μαθηματικού πλαι-σίου, έπιχείρησε νά αποφανθεί γιά τή γέννηση καί τήν έξέλιξη τοΰ Σύμπαντος - τοΰ Παντός.

Ποιά θά μποροΰσε νά είναι ή « τιμή άλήθειας » αύτής τής ύπό-θεσης ; Κατά τόν Άλφβέν, δημιουργό, δπως σημειώσαμε, μιας κο-σμολογίας ή όποία περιλαμβάνει καί τήν ήλεκτρομαγνητική άλληλεπίδραση, τό Big Bang είναι ένας μύθος, ίσως ένας θαυμά-σιος μύθος, ό όποιος άξίζει μιά τιμητική θέση σέ έναν ζωολογικό κήπο, πού θά περιλαμβάνει ήδη τόν ινδικό μύθο τοΰ κυκλικοΰ Σύμ-παντος, τό κοσμικό Αύγό τών Κινέζων, τό βιβλικό μύθο τής δη-μιουργίας σέ έξι ήμέρες, τόν κοσμολογικό μύθο τοΰ Πτολεμαίου καί πολλούς άλλους. Θά τόν θαυμάζουν πάντοτε γιά τήν όμορφιά του καί θά έχει πάντοτε, δπως οί παλαιοί χιλιόχρονοι μύθοι έναν μεγάλο άριθμό υπερασπιστών.52

Μύθος ; "Ισως, άλλά ένας μύθος πού περιλαμβάνει πολλά στοι-χεία μιας τοπικής καί ταυτόχρονα μιας καθολικής διαλεκτικής. Ά ς άκούσουμε δμως τόν A.M. Whitehead: «Δέν ύπάρχει περισ-

HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG BANG: ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΙΑΣ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ 17 >

σότερο συνηθισμένο σφάλμα άπό τό νά υποθέτουμε ότι, έπειδή έγιναν μακροί καί όρθοί υπολογισμοί, τό άποτέλεσμα είναι υπο-χρεωτικά έφαρμόσιμο σέ όρισμένα φυσικά φαινόμενα».53Άν υ-πάρχουν σχέσεις μορφισμοϋ άνάμεσα στά Μαθηματικά καί στους φυσικούς νόμους, κάθε μαθηματική σχέση πού έχει τήν άξίωση νά έκφράσει έναν νόμο τής φύσης δέν έχει άναγκαστικά έναν άντί-στοιχο στήν πραγματικότητα.54

Τό κυρίαρχο πρότυπο φιλοδοξεί νά άποφανθεΐ γιά μιά πραγ-ματικότητα τήν όποία είμαστε υποχρεωμένοι νά θεωρήσουμε ά-πειρη, άν θέλουμε νά άποφύγουμε τΙς λογικές άντιφάσεις. Άλλά τό πρόβλημα τοΰ άπείρου είναι φιλοσοφικό πρόβλημα. Δέν είναι έπιστημονικό. Κατά τόν Αχιλλέα Παπαπέτρου: «Άπό τήν άπο-ψη τοΰ φυσικοΰ, ή μελέτη τοΰ Σύμπαντος ώς όλότητας είναι πρό-βλημα άσυμπτωτικού χαρακτήρα. Πράγματι, ή Ιστορία τών επι-στημών μας δείχνει ότι ή έπιστημονική πρόοδος συνίσταται στή βαθμιαία διεύρυνση τών όρίων τής ήδη εξερευνημένης περιοχής τοΰ Σύμπαντος. Ή διεύρυνση πρέπει νά νοηθεί μέ μιά γενική έν-νοια, δοθέντος ότι προχωρεί πρός δύο άντίθετες κατευθύνσεις ». Γιά τήν έρευνα, ή πιό χρήσιμη υπόθεση έργασίας συνίσταται, κατά τόν Παπαπέτρου, νά δεχτούμε ότι τό Σύμπαν είναι άπειρο σέ έκταση καί σέ ποικιλότητα. Κατά συνέπεια « τό νά φτάσουμε σέ μιά λε-πτομερειακή γνώση της δομής ολόκληρου τοΰ Σύμπαντος, γνώση ή όποία θά άποτελοΰσε τήν πλήρη λύση τοΰ κοσμολογικού προ-βλήματος, θά ήταν κατ' άρχήν έφικτό, άλλά μόνον άσυμπτωματι-κά, γιά t °° μ.55 Συνεπώς ή έπιστήμη δέν μπορεί νά άποφανθεΐ παρά μόνο γιά τό πεπερασμένο.

Ή κοσμογένεση είναι γεγονός. Καί ή θέση γιά τήν άπειρότη-τα τής φύσης είναι ή μόνη ή όποία δέν οδηγεί σέ λογικές άντιφά-σεις. Ή εικόνα μας γιά τή φύση είναι σύμμορφη μέ τήν υλιστική καί διαλεκτική κοσμοαντίληψη. Άλλά ώς τώρα δέν μιλήσαμε παρά γιά τήν άζωη φύση. "Οχι γιά τό « πνεύμα », έπειδή τό πνεύ-μα, κατά τόν Γκράμσι, δέν βρίσκεται στήν άφετηρία τής κοσμο-γένεσης. Θά μιλήσουμε γι'αύτό στά τρία τελευταία κεφάλαια τοΰ βιβλίου, προκειμένου νά θεμελιώσουμε τή θέση γιά τό μονισμό τής

»50 Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

υλης, έναντίον τοΰ μεταφυσικού δυϊσμοΰ. 'Αλλά πρίν άπ' αύτό εί-ναι άνάγκη νά διερευνήσουμε τΙς μορφές τής φυσικής αιτιοκρατίας οί όποιες ισχύουν στήν άζωη φύση. Ή μελέτη τοΰ προβλήματος τής αιτιοκρατίας συνεισφέρει στή συγκρότηση μιάς κοσμοεικόνας τής φύσης ή όποία λειτουργεί χωρίς «έξωτερική έπέμβαση», χωρίς τόν νομοθέτη τοΰ Καρτέσιου, τοΰ Νεύτωνα, ή τοΰ Πάπα Π ίου IB'.

Α Ν Α Φ Ο Ρ Ε Σ ΚΑΙ Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

1. Γι*αύτά τά θέματα, έκτός άπό τά προηγούμενα, βλ.: Hallori Arp, στό Michele Barone, Franco Selleri (έπιμ.), Frontiers of Fundamental Physics, Plenum, Νέα Υόρκη, 1994, σ. 1. Τοϋ Ιδίου, Physics Essays, τόμος 8, άρ. 3,1995, σ. 350. Τού Ιδίου, στό Franco Sellerri (έπιμ.), Open Questions in Relativislic Physics, Apeiron, Μόντρεαλ, 1998, σ. 265. Arp, J.V. ( Jayant Vishnu ) Narlicar, H.D. Radecke, περ. TheAslrophysical Journal, τεύχος 405,1993, σσ. 51-56. Fred Hoyle, « Ils croient toujoure aux miracles», Science et Vie, τεύχος 189, Δεκέμ-βριος 1994, σ. 143.

2. Henry P. Dart I, περ. Apeiron, τεύχος 17, 'Οκτώβριος 1993, σ. 5. 3. G. Le Denmart κ.ά., Astronomy and Astrophysics, τεΰχος 45, 1975, σ. 219. 4. Iliroshi Karoji, Laurent Nottale, περ. Nature, τεΰχος 259, άρ. 5538, 1976,

σ. 31. 5. Jean-Marc Bonnet-Bidaud, περ. Science et Vie, τεΰχος 189, Δεκέμβριος

1994, σ. 149. 6. Toivo Jaakkola κ.ά., Foundations of Physics, τόμος 5, άρ. 2, 1975, σ. 257. 7. Karoji, Nottale, Nature, δ.π. 8. Arp, στό Open Questions in Relativislic Physics, δ.π. 9. Arp, Physics Essays, δ.π. 10. Narlicar, Arp, The Aslrophysical Journal, δ.π. 11. Αντ., a. 81. 12. José R. Croca, Apeiron, τόμος 4, άρ. 2-3,1997, σ. 41. 13. Dart, Apeiron, δ.π., a. 45. 14. Viktor Ambartsumian, στό Recherches Internationales, 14-15, Cosmos,

Éditions de la Nouvelle Critique, Παρίσι, 1959, σσ. 27-28. 15. Dennis William Sciama, στό James I-equeux (έπιμ.), Ιχι Recherche en

Astrophysique, Seuil, Παρίσι, 1977, σ. 215. 16. fivry Schatzman, L'Expansion de l'Univers, Hachette, Παρίσι, 1989, σ. 65.

HEPA A l i o T O BIG BANG : ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΙΑΣ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ ΔΙΑΑΕΚΤΙΚΗΕ 1 7 9

17. J.M. Bonnet-Bidaud, Science et Vie, δ.π., σ. 137. Βλ. έπίσης G. Mathez καί Y. Mellier, στό ϊδιο τεΰχος τοΰ Science et Vie.

18. Alain Bouguet, στό ίδιο τεΰχος τοΰ Science et Vie, σ. 75. 19. Jean-Claude Pecker, στό ίδιο τεΰχος τοΰ Science et Vie, σ. 128. 20. J.Ch. Hamilton, Science el Vie, τεΰχος 205, 1998, σ. 97. 21. A.D. Allen, Foundations of Physics, τόμος 6, άρ. 1, 1976, σ. 59. 22. J.C. Pecker, περ. La Pensée, τεΰχος 195, 1977, σ. 8. 23. J.C. Pecker, Science et Vie, δ.π., σ. 129. 24. Βλ. Science et Vie, τ . 1054, 'Ιούλιος 2005, σ. 58. 25. Sciama, στό ΙΛ Recherche en Astrophysique, δ.π., σ. 215. 26. F. Hoyle, Science et Vie, δ.π., a. 146. 27. Bonnet-Bidaud, Science et Vie, δ.π., σ. 146. 28. Γιά τά κβάζαρ, βλ. : Arp, στό Adelaide Hewitt κ.ά. ( έπιμ.), Observational

Cosmology, 1987. Τοΰ ίδιου, στό Michele Barone, Franco Sellen ( έπιμ.), Fron-tiers of Fundamental Physics, Plenum, Νέα 'Υόρκη, 1994. Τοΰ ιδίου, Physics Essays, δ.π., σ. 364. Τοΰ Ιδίου, στό Open Questions in Relativistic Physics, δ.π. Arp, Narlicar, Radecke, περ. Astroparticle Physics, τόμος 6, 1997, σ. 387. J.M. Bonnet-Bidaud, αύτ. Fang Li Zhi καί Li Shu Xian, Creation of the Universe, World Scientific, Σιγκαπούρη, 1989. Hoyle, Science et Vie, δ.π.

29. Hoyle, Science el Vie, δ.π. 30. Martin Rees, Science el Vie, τεΰχος 189, Δεκέμβριος 1994, σ. 61. 31. Βλ. : George Gamow, The Creation of the Universe, The Viking Press, Νέα

'Υόρκη, 1961. Bernard Lovell, Emerging Cosmology, Praeger, Νέα'Υόρκη, 1985. Έπίσης , τά προηγούμενα κείμενα.

32. J. Vandermeulen, Revue des Questions scientifiques, 4,1971, σ. 445. 33. Πρβλ. τό φάκελο τοΰ Science et Vie, τεΰχος 942, 1996, σ. 57-71, άρθρα

τών Η. Guillemont, R. Ikonikoff καί F. Guterl. 34. Paul Dirac, σέ παράθεμα τοΰ J. Vandermeulen, Revue des Questions

scientifiques, δ.π., σ. 460. 35. Nabila Aghanim, περ. La Recherche, τεΰχος 390, 'Οκτώβριος 2005, σ. 67. 36. Περ. Cahiers du CNRS, τεΰχος 181, Φεβρουάριος 2005. 37. Mathez-Mellier, Science et Vie, τεΰχος 189, Δεκέμβριος 1994, σ. 109. 38. Α. Milsztanj, La Recherche, τεΰχος 338, 'Ιανουάριος 2001. 39. Pierre Fayet, αντ., σ. 29. Narlicar, Arp, TheAstrophysicalJournal, δ.π.,

σ. 51. 40. Βλ. : Science et Vie, τεΰχος 978, Μάρτιος 1999, σ. 56 καί έπόμενες.

Hoyle, Galaxies, Noyaux et Quasars, Buchet-Chastel, 1966, σ. 133. 41. Πρβλ. : Science et Vie, τεΰχος 978, Μάρτιος 1999, σ. 60. 42. J.F. Robredo, Science et Vie, τεΰχος 887, 1991, σ. 12. Βλ. έπίσης: Jack

W. Sulentic, στό Frontiers of Fundamental Physics, δ.π., σ. 98.

»50 Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

43. J. Brandes, στό Open Questions in Relaiivislic Physics, δ.π., σ. 273. 44. W. Sulentic, στό Frontiers of Fundamental Physics, δ.π., σ. 28. 45. Maurice Marshal, Science et Vie, τεΰχος 205, Δεκέμβριος 1998, σ. 150 καί

έπόμενες. 46. Μ. Marshal, αντ., σ. 160. Γιά λεπτομέρειες, βλ. : P. Davies καί J. Brown

(έπιμ.), Λ Theory of Everything?, Cambridge University Press, Καίημπριτζ, 1988. Έπίσης: Fayet, La Recherche, τεϋχος 338, 'Ιανουάριος 2001. Ignatios Antoniadis, IM Recherche, τεϋχος 8, έκτός σειράς, Ίούλιος-Σεπτέμβριος 2002, σ. 12.

47. Isabelle ßourdial, Science et Vie, τεΰχος 1014, Μάρτιος 2002, σ. 20. 48. Bonnet-Bidaud, Scienceet Vie, δ.π., σσ. 134-137. 49. Αύτ. Βλ. έπίσης Α. Bouquet στό ίδιο τεΰχος τοΰ Scienceet Vie. 50. Βλ. Hoyle, Scienceet Vie, δ.π., σσ. 40-42. Pecker, δ.π., σ. 133. Schatz-

man, L'Expansion de l'Univers, δ.π., σ. 47. 51. F. Hoyle, αντ., σσ. 138-143. 52. Hannes Alfven, IM Recherche, τεΰχος 69, 1976, σ. 610. 53. 'Αναφέρεται άπό τόν G. Chevalier, Scienceet Vie, τεΰχος 189, Δεκέμβριος

1994, σ. 89. 54. Achille Papapetrou, Lectures on General Relativity, Reidel, Ντορντρέχτη

1974,σ. 191. 55. Γιά τΙς σχέσεις μαθηματικών καί πραγματικότητας βλ. Ν. Ταμπάκης,

'Αναπαραστάσεις τον Κόσμου, Γκοβόστης, 2003.

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Μορφές φυσικής αιτιοκρατίας

ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ διατύπωσα μιά σειρά επιχει-ρήματα υπέρ τοΰ μονισμοΰ τής ΰλης, τά όποια υπερβαίνουν,

τόσο τόν κλασικό δυϊσμό όσο καί τόν νεότερο δυϊσμό πού προκύπτει άπό μιά προσχετικιστική έρμηνεία τής ειδικής καί τής γενικής σχε-τικότητας, καθώς καί τής μικροφυσικής καί τής Κοσμολογίας. 'Αλλά στά προηγούμενα κεφάλαια ύπέβοσκαν ή έρχονταν στήν επιφάνεια τά προβλήματα τών φυσικών νόμων, τής αιτιότητας καί τής αιτιο-κρατίας. Θά προσεγγίσουμε τώρα αύτά τά προβλήματα, κυρίως στήν περιοχή τής Φυσικής, έπειδή στήν περιοχή της είναι δυνατόν νά μελετηθούν οί θεμελιώδεις νόμοι τής φύσης, στήν «καθαρή» μορφή τους : Μηχανιστική, δυναμική, κλασική στατιστική καί κβα-ντομηχανική. Οί νόμοι τών πιό σύνθετων μορφών προϋποθέτουν αύ-τούς τούς νόμους, χωρίς νά άνάγονται σ' αύτούς.

Ή Φυσική ήταν ή κατεξοχήν επαναστατική έπιστήμη τών άρ-χών τού προηγούμενου αιώνα. Οί σχετικιστικές θεωρίες καί ή κβαντική μηχανική, ή μικροφυσική γενικότερα, έπαναστατικο-ποίησαν τις άντιλήψεις γιά τήν ύλη καί τήν ένέργεια, τό χώρο καί τό χρόνο, τήν αιτιοκρατία καί τό τυχαίο. Συζητήσαμε ήδη, σέ έ-πιμέρους σημεία, αύτά τά προβλήματα. 'Αλλά τό πρόβλημα τής αιτιότητας καί τής αιτιοκρατίας είναι θεμελιώδες έπιστημολο-γικό καί γενικότερα φιλοσοφικό. Πιό πρόσφατα πειράματα καί θεωρητικές έξελίξεις έδωσαν μιά νέα όρμή στή διαμάχη γιά τήν αιτιοκρατία" στά προβλήματα τού ρεαλισμού, τής τοπικότητας καί τής αιτιοκρατίας, γενικότερα. Πρόκειται γιά μιά « ιστορία τε-λειωμένη » καί όμως « άτελείωτη », δπως θά έλεγε ό 'Αλτουσσέρ. Τέλος, τά φαινόμενα τοΰ χάους, τής πολυπλοκότητας, τών φρά-κταλ, κλπ., άνοίγουν τό δρόμο γιά τήν άνάδειξη πιό σύνθετων, μή γραμμικών αΐτιακών σχέσεων.

Ηι

1 8 3 II EM I Ι Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Τρία άξιώματα της κλασικής φυσικής άμφισβητήθηκαν άπό τήν κβαντική μηχανική : Ό ρεαλισμός, ή τοπικότητα καί ή αιτιο-κρατία. Ό καθορισμός τών φυσικών διαδικασιών πραγματοποι-είται μέ τή διαμεσολάβηση τών τεσσάρων, γνωστών σήμερα, φυ-σικών άλληλεπιδράσεων: τής ήλεκτρομαγνητικής, τής ισχυρής, τής άσθενοϋς καί τής βαρυτικής. Πώς έμφανίζονται λοιπόν οί σχέ-σεις καθορισμού στό πεδίο της Φυσικής ;

Ή νευτώνεια φυσική ήταν έποπτικά ρεαλιστική. Δεχόταν έπί-σης 6τι οί « δυνάμεις » μεταδίδονταν μέ άπειρη ταχύτητα. Τό ά-ξίωμα αύτό συνεπάγεται δτι δέν ύπάρχει χρονική ύστέρηση άνά-μεσα στήν αιτία καί στό άποτέλεσμα. Πρόκειται γιά τήν ένδογενή άλλά φαινομενική μή τοπικότητα τής νευτώνειας φυσικής, ή όποία κατά τά άλλα ήταν ρεαλιστική και αιτιοκρατική. Ό ήλεκτρομα-γνητισμός τοϋ Μάξουελ καί οί σχετικιστικές θεωρίες, άντίθετα, θεμελιώθηκαν στό άξίωμα δτι οί φυσικές άλληλεπιδράσεις μετα-δίδονται μέ πεπερασμένη ταχύτητα. Γι'αύτόν τό λόγο τά φαινόμε-να θεωρούνται διαδικασίες μέ χρονικό πάχος στόν τετραδιάστατο χωροχρόνο τοΰ Μινκόφσκι. Συνεπώς ύπάρχει μιά ορισμένη χρο-νική ύστέρηση άνάμεσα στήν αιτία καί στό άποτέλεσμα.

Οί θεωρίες τοΰ Μάξουελ καί στή συνέχεια τοΰ Αϊνστάιν ( σχε-τικιστικός ήλεκτρομαγνητισμός καί θεωρία τής βαρύτητας ) συγ-κεκριμενοποίησαν τό φυσικό περιεχόμενο τών άλληλεπιδράσεων καί κατά συνέπεια τό φυσικό άντίστοιχο τής αιτιότητας, τής το-πικότητας καί τής αιτιοκρατίας. Έπίσης θεμελίωσαν τό έπιστη-μονικό καθεστώς της τοπικότητας. Οί κλασικές θεωρίες τοΰ πε-δίου είναι ρεαλιστικές, αιτιοκρατικές καί τοπικές. Ή κβαντική μηχανική άμφισβήτησε αύτές τίς άρχές.

Σύμφωνα μέ τούς όπαδούς τής θετικιστικής έρμηνείας, ή κβαν-τική μηχανική καί γενικότερα ή μικροφυσική είναι άσύμβατες μέ τις άρχές τοΰ ρεαλισμοΰ, τής αιτιότητας καί τής τοπικότητας. Τά μικροσωμάτια θεωρήθηκαν άπό πολλούς όπαδούς τής σχολής τής Κοπεγχάγης άπλές δυναμικότητες· άκόμα χειρότερα, μαθηματι-κές μορφές. Ό νεοπυθαγορισμός βρήκε γόνιμο έδαφος στή μικρο-φυσική. Επιπλέον : Ό πιθανοκρατικός χαρακτήρας τής κβαντικής

Μ Ο Ρ Φ Ε Σ Φ Υ Σ Ι Κ Η Σ Α Ι Τ Ι Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α Σ > 8 3

μηχανικής απέδειξε, κατά τή σχολή τής Κοπεγχάγης, τή χρεοκο-πία τής αιτιότητας καί τής αιτιοκρατίας, τουλάχιστον σ'αύτό τό έπίπεδο.

Ή διαμάχη για τό χαρακτήρα τής κβαντικής μηχανικής άρχι-σε πρίν άπό 80 χρόνια περίπου. ( Κυρίως τό 1927, στό Συνέδριο τοΰ Solvay. ) Σύμφωνα μέ μιά έρμηνεία πρόσφατων θεωρητικών καί πειραματικών δεδομένων, ή τοπικότητα δέν ισχύει πλέον στή Φυ-σική. 'Αλλά σ'αύτή τήν περίπτωση ή αιτιοκρατική τάξη τής φύ-σης θά άναγόταν σέ επιφαινόμενο. Συνέπειες : Θά μπορούσαμε νά έπηρεάσουμε τό παρελθόν, νά « τηλεγραφήσουμε στό παρελθόν », νά έπηρεάσουμε τό μέλλον καί νά προβλέψουμε τά γεγονότα. Ή άντιφυσική, ή παραψυχολογία καί τά θαύματα θά ήταν δυνατά. Ό άντιρεαλισμός, ό ίντετερμινισμός ( αύταρχία ) καί ή μή τοπικότη-τα, σύμφωνα μέ ορισμένους φυσικούς, έχουν άποδειχτεί στή μι-κροφυσική. Αύτό πού τίθεται σέ άμφισβήτηση, γενικότερα, είναι ή δυνατότητα μιας όρθολογικής γνώσης τοΰ κόσμου.1

Θά ήταν χρήσιμο νά ξεκινήσουμε έπισημαίνοντας μιά ουσια-στική διάκριση. Ή αιτιότητα ( causalité ) καί ή αιτιοκρατία ( dé-terminisme ) άντιμετωπίζονται πολύ συχνά ώς συνώνυμες έννοι-ες. Εντούτοις υπάρχει ούσιαστική διαφορά άνάμεσα σ'αύτές τΙς δύο φιλοσοφικές κατηγορίες. Σύμφωνα μέ τήν άρχή τής αιτιότη-τας, στή φύση υπάρχουν αιτίες καί τά φαινόμενα προκαλούνται άπό μία ή περισσότερες αιτίες. Ή αιτιοκρατία, μέ τή σειρά της, δέχεται ότι τά φαινόμενα καθορίζονται άπό τά αίτια, σύμφωνα μέ ορισμένες ειδικές μορφές. Οί διάφορες μορφές αιτιοκρατίας άντι-προσωπεύουν τούς τρόπους μέ τούς όποίους πραγματοποιείται ό φυσικός καθορισμός. Ό νόμος είναι ή τυπική έκφραση τών σχέ-σεων άνάμεσα στήν αιτία, ή τΙς αιτίες, καί τό άποτέλεσμα.

1. Θετικισμός και υλισμός: Δύο άντίθετες αντιλήψεις

Σύμφωνα μέ τό ρεαλιστικό ρεΰμα, ή αίτιακή σχέση είναι άντικει-μενική : Είναι μιά έσωτερική, αναγκαία καί γενετική σχέση άνάμε-

1 8 4 11 EM Ν Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

σα στα φαινόμενα. Συνεπώς, οί κατηγορίες της αιτίας, της αιτιότη-τας, της αιτιοκρατίας καί τοΰ νόμου έχουν όντικό καθεστώς : Εκ-φράζουν αντικειμενικές σχέσεις οί όποιες λειτουργούν στή φύση καί δχι μόνο σχέσεις άνάμεσα στίς « ιδέες » μας, τΙς « άντιλήψεις » μας ( έμπειρισμός ), ή προεμπειρικές μορφές τοΰ Λόγου. Κατά τόν έπι-στημονικό ρεαλισμό καί κατά τόν ύλισμό, οί κατηγορίες αύτές έχουν όντικό καί δχι μόνον έπιστημικό καθεστώς.

Οί νόμοι έχουν τό άντίστοιχό τους στή φύση. Έχουν ένα όντικό καθεστώς, δντας υποκειμενικοί στή μορφή τους (Λένιν). Είναι σχετικοί, ένώ ταυτόχρονα έχουν μιά ιστορικά καθορισμένη άντι-κειμενικότητα. ( Παράδειγμα: Ή υλη άποτελεΐται άπό άτομα. Ή πρόταση αύτή έκφράζει μιά άντικειμενική άλήθεια. Ταυτόχρονα, ή άλήθεια αύτή είναι ιστορικά καθορισμένη καί έπομένως σχετι-κή : Τά άτομα δέν είναι « άτομα » ).*Αν συνεπώς υπάρχει ένα είδος μορφισμον άνάμεσα στή φύση, στίς έννοιες καί στούς νόμους, ό μορφισμός αύτός δέν άφορά δλες τΙς όντότητες καί τΙς σχέσεις πού λειτουργούν στήν περιοχή τοΰ πραγματικού. Κάθε καθορισμός είναι άρνηση, έγραφε ό Σπινόζα. Έτσι άν ή έννοια έκφράζει τό ούσιαστικό, είναι πάντοτε μιά φτωχή παράσταση της δντότητας ή της σχέσης τήν όποία άντιπροσωπεύει. Ό σύγχρονος ρεαλισμός μπορεί κατ' άκολουθία νά διακηρύξει δτι υπάρχουν νόμοι της φύ-σης, δτι τά φαινόμενα καθορίζονται άπό τίς αιτίες τους, χωρίς πα-ρά ταΰτα νά υποβαθμίζεται σέ έναν προκριτικό όντολογισμό. *Αν τό Σύμπαν συνιστά ολότητα, τότε ή άλληλεπίδραση καί ή άμοι-βαία έξάρτηση ύψώνονται στό καθεστώς θεμελιωδών όντολο-γικών κατηγοριών. Ή αιτία καί τό άποτέλεσμα είναι στιγμές της άλληλοσύνδεσης καί τοΰ άμοιβαίου καθορισμού τών μερών αυτής τής " unbroken wholeness " ( άδιαίρετης όλότητας, Ντ. Μπώμ ), ή όποία είναι ό κόσμος μας.

Κατά τόν Χιούμ, πατέρα τοΰ νεότερου άγνωστικισμοΰ, άντίθε-τα, στή φύση δέν υπάρχει ένδογενής άναγκαιότητα. Ένας αίτια-κός νόμος περιγράφει μιά κανονικότητα ή όποία παρατηρείται στή φύση. Τίποτα περισσότερο. Δέν έχει νόημα, έγραφε ό Χιούμ, νά ορίσουμε μιά αιτία, λέγοντας δτι κάποιο πράγμα παράγει κά-

Μ Ο Ρ Φ Ε Σ Φ Υ Σ Ι Κ Η Σ Α Ι Τ Ι Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α Σ >83

ποιο άλλο. Ή αίτιακή σχέση περιορίζεται σέ χρονική : Άν Α, τό-τε Β. Οί αίτιακές σχέσεις, συνεπώς, περιγράφουν κανονικότητες που παρατηρούνται στή φύση καί τίποτα περισσότερο : « Πώς θά μπορούσε κάποιος νά ισχυριστεί 6τι ορίζει μιά αιτία, λέγοντας δτι κάποιο πράγμα παράγει κάποιο διαφορετικό ; Είναι προφανές βτι δέν θά μπορούσε νά πεϊ τίποτα. Έπειδή, τί έννοεΐ μέ τή λέξη " πα-ραγωγή " » ;2 Άλλά δπως έχουμε ήδη έπισημάνει, ή έμπειρία εί-ναι σήμερα εύγλωττη. Ή Φυσική, ή Χημεία καί ή Φυσιολογία έχουν άνασκευάσει τό άγνωστικιστικό έπιχείρημα τού Χιούμ : Έχουν άνιχνεύσει τίς διαδικασίες, μέσω τών οποίων τό έξωτερικό άντι-κείμενο γίνεται στοιχείο τής συνείδησης (αίσθηση, παράσταση, έννοια).

Ό θετικισμός τού 19ου καί τοϋ 20ού αιώνα έγκατέλειψε τόν Κάντ γιά νά έπιστρέψει στόν « συνεπή » υποκειμενισμό τοϋ Χιούμ. Δέν ύπάρχει αιτία καί άποτέλεσμα στή φύση, διακήρυσσε ό Έρνστ Μάχ. Ή φύση δέν έχει άτομική ύπαρξη. Ή φύση άπλώς είναι. Κα-τά τόν Μάχ δέν ύπάρχει άναγκαιότητα, άλλη άπό τή λογική. Ό διάσημος φυσικός ήταν σαφής : « Τοποθετούμαστε άπό τήν πλευ-ρά τοΰ Χιούμ ». Καί ό Henri Poincaré ( 1854-1912 ), μέ τή σειρά του, υποστήριζε δτι ή έσωτερική άρμονία τοΰ κόσμου είναι ή μό-νη άντικειμενική πραγματικότητα. Ό μέγας μαθηματικός ήταν άπό τούς πλέον εξέχοντες άντιπροσώπους τοΰ συμβατισμοΰ.

Τά διάφορα ρεύματα τοΰ νεότερου καί σύγχρονου θετικισμού άνέπτυξαν, μέ τή σειρά τους, άλλά μέ μιά « λογική » γλώσσα, τις βασικές θέσεις τού έμπειρισμοΰ. Οί μεταφυσικές προτάσεις, έ-γραφε ό Rudolf Carnap ( 1891-1970 ), δέν είναι οΰτε άληθεΐς οΰτε ψευδείς, έπειδή είναι όλοκληρωτικά έξω άπό τήν περιοχή τής γνώσης. Αντικείμενο τής φιλοσοφίας τής φύσης, κατά τόν Κάρ-ναπ, είναι ή λογική άνάλυση τής έπιστήμης. Ή φιλοσοφία περιο-ρίζεται στή λογική άνάλυση τής γλώσσας. Κατά τόν Κάρναπ, ό Χιούμ είχε δίκιο νά μήν βλέπει στήν αίτιακή σχέση καμιά ένδο-γενή άναγκαιότητα. Ή έννοια τής άναγκαιότητας, ώστόσο, θά ή-ταν δυνατόν νά χρησιμοποιηθεί « μέ τήν προϋπόθεση δτι ή χρήση της δέν θά ξεπερνά τά δρια τής τροπικής λογικής, καί δέν θά τής

ι 8 6 Ι Ι Ε Μ Ι Ι Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

άποδίδεται Ινα μεταφυσικό νόημα ». Έννοιες δπως ή σχέση άνά-μεσα στήν αιτία καί στό άποτέλεσμα δέν άφοροϋν παρά μόνο γλωσσικές μορφές. Ή αίτιακή σχέση σημαίνει άπλώς προβλεψι-μότητα. Ή ύπαρξη πιθανοκρατικών νόμων, ειδικότερα, σημαίνει τήν κατάρρευση τής αιτιοκρατικής θέσης. Άπό τήν πλευρά του ό Ludwig Wittgenstein ( 1889-1951 ) ισχυριζόταν δτι « ή πίστη στόν αΐτιακό δεσμό είναι δεισιδαιμονία » καί δτι ό νόμος τής αιτιότη-τας δέν είναι νόμος άλλά μορφή νόμου.4

Οί άντιλήψεις τοΰ θετικισμοΰ-έμπειρισμοΰ βρήκαν πρόσφορο έδαφος κυρίως στήν περιοχή τής μικροφυσικής. Ό πιθανοκρα-τικός χαρακτήρας τών νόμων της υπήρξε τό άφετηριακό σημείο ένός άντιρεαλιστικοΰ καί ένός άντιαιτιοκρατικοϋ ρεύματος, τό ό-ποιο άναπτύχθηκε κατά τή δεκαετία τοΰ '30 καί τό όποιο δέν έχα-σε έκτοτε τό άκροατήριό του. Έτσι, οί ιδιομορφίες τής μικροφυ-σικής, άνάμεικτες μέ έμπειριστικές, ιδεαλιστικές καί πνευματο-κρατικές προκαταλήψεις, δημιούργησαν μιά τεράστια φιλολογία, μέ κοινό παρανομαστή τόν ίντετερμινισμό.5Άλλά ό ύποτιθέμενος ίντετερμινισμός θεμελιώνει τήν ύπαρξη « έλεύθερης βούλησης », ή όποία μέ τή σειρά της άποτελεΐ έπιχείρημα υπέρ τής ΰπαρξης χορηγού!

2. Ή μηχανιστική αιτιοκρατία και τά δριά της

Προτοϋ άντιμετωπίσουμε τό πρόβλημα τής κβαντικής μηχανικής, πρέπει νά δοΰμε τΙς δύο κλασικές μορφές αιτιοκρατίας : Τή μη-χανιστική καί τή δυναμική.

Ό μηχανιστικός, ή λαπλασιανός ντετερμινισμός, συνιστά μιά άπό τίς κύριες βψεις τής μηχανιστικής κοσμοαντίληψης. Ή δια-μόρφωση του συνδέεται μέ τήν ανάπτυξη τών έπιστημών -καί κυ-ρίως τής Μηχανικής- κατά τόν 17ο καί τούς έπόμενους αιώνες.

Σύμφωνα μέ τήν κλασική μηχανική, οί τιμές τών παραμέτρων πού χαρακτηρίζουν τήν κατάσταση ένός φυσικοΰ συστήματος κα-θορίζονται τήν κάθε στιγμή, άν είναι γνωστές οί τιμές τους σέ μιά

Μ Ο Ρ Φ Ε Σ Φ Υ Σ Ι Κ Η Σ Α Ι Τ Ι Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α Σ >83

δεδομένη άρχική στιγμή. Ή κίνηση τοϋ συστήματος, συνεπώς, είναι καθορισμένη άπό τήν άρχική του κατάσταση καί τΙς φυσικές άλληλεπιδράσεις : Ή πιθανότητα πρόβλεψης γιά οποιαδήποτε στιγ-μή θά ήταν ίση μέ τή μονάδα.

Παρά τήν ( λανθασμένη ) άρχή κατά τήν όποία οί φυσικές δυ-νάμεις μεταδίδονται μέ άπειρη ταχύτητα, ή κλασική φυσική δε-χόταν τό διαχωρίσιμο ( séparabilité ) τών φυσικών συστημάτων. (Ή μή τοπικότητα τών φυσικών άλληλεπιδράσεων συνεπάγεται έντούτοις τό μή διαχωρίσιμο. Τό διαχωρίσιμο τό όποιο δεχόταν σιωπηρά ή κλασική φυσική βρισκόταν, συνεπώς, σέ άντίφαση μέ τήν έννοια τής δράσης άπό άπόσταση. Θά δούμε άργότερα τή σπουδαιότητα αύτοΰ τοΰ προβλήματος ). Έπίσης ή κλασική φυ-σική δεχόταν ότι ή μέτρηση δέν διαταράσσει τήν κατάσταση τοΰ συστήματος, άρα ότι όλες οί μεταβλητές οί όποιες χαρακτήριζαν τήν κατάσταση είναι συμβατές μεταξύ τους. Δεχόταν συνεπώς ότι θά μπορούσαμε νά μετρήσουμε όλες τΙς μεταβλητές τοΰ συστή-ματος καί νά όρίσουμε αύστηρά τήν κατάστασή του ( ένα σημείο στό χώρο τών φάσεων ). Αύτή ή θεωρητική δυνατότητα αποτελού-σε μιά άπό τΙς βάσεις τής μηχανιστικής αιτιοκρατίας. Συνεπώς : Ό ρεαλισμός, ή αιτιοκρατία καί ή μή τοπικότητα άποτέλεσαν τό θεμέλιο τής κλασικής μηχανικής.

Θά έπιχειρήσουμε τώρα νά δοΰμε τή λογική πλευρά τοΰ προ-βλήματος, έπειδή αύτή ή πλευρά είναι ούσιαστική άπό τήν άπο-ψη τής Φυσικής. Ή μή διαταραχή καί ή συμβατότητα τών μετα-βλητών σημαίνει ότι τό σύστημα διατηρεί τήν ταντότητά του κα-τά τή μέτρηση. Ή συμβατότητα τών μεταβλητών, έξάλλου, συνε-πάγεται τή συμβατότητα όλων τών προτάσεων πού άφοροΰν τό σύστημα. Ή συμβατότητα όλων τών προτάσεων σημαίνει, μέ τή σειρά της, ότι ή δομή τών προτάσεων πού άφοροΰν ένα κλασικό σύστημα είναι μπούλεια.6'Αλλά ή μπούλεια δομή είναι ή δομή τής τυπικής λογικής, συνεπώς τής λογικής τής ταυτότητας, γεγονός σύμφωνο μέ τή μηχανιστική άντίληψη τής μέτρησης.

'Αναγκαία συνθήκη γιά νά είναι αιτιοκρατική μιά θεωρία είναι ή λογική της νά είναι μπούλεια. 'Αλλά ή συνθήκη αύτή δέν είναι

ι 8 8 ι ι ε μ ι ι τ ο κ ε φ α λ α ι ο

καί έπαρκής. Μια συνθήκη αναγκαία καί επαρκής για νά είναι αιτιοκρατικό ένα μπούλειο σύστημα μέ πεπερασμένο αριθμό βαθ-μών έλευθερίας είναι ή άτομικότητα.' Ή άτομικότητα μιας λο-γικής καί ή αιτιοκρατία είναι ισοδύναμες.8 Άλλα ή άτομικότητα είναι μια διαφορετική Εκφραση τής διατήρησης τής ταυτότητας: τής άπουσίας νέου.

Ποιό είναι τό φιλοσοφικό νόημα τής λογικής πλευράς τής κλα-σικής αιτιοκρατίας ; Λογική τής ταυτότητας σημαίνει δτι τό σύ-στημα διατηρεί τήν ταυτότητά του κατά τή μέτρηση καί τήν κί-νηση καί δτι, συνεπώς, τίποτα νέο δέν δημιουργείται. Τό μηχανι-στικό πρότυπο αξίωνε τήν καθολικότητα. Έτσι, σύμφωνα μέ τήν κλασική φυσική, άκόμα καί οί πιθανοκρατικοί νόμοι θά μπορού-σαν νά άναχθοΰν σέ αιτιοκρατικούς μέ τήν εισαγωγή συμπληρω-ματικών παραμέτρων ( τών κλασικών λανθανουσών παραμέτρων ). Συνεπώς τό τυχαίο είχε άποκλειστεΐ άπό τόν κόσμο ( θεωρήθηκε προϊόν άτελοΰς γνώσης, καί συνακόλουθα υποκειμενική κατηγο-ρία ). Ό φαταλισμός ( μοιρολατρία ) ήταν τό άναπόφευκτο συμπέ-ρασμα τής μηχανιστικής, λαπλασιακής αιτιοκρατίας.

Ό μηχανιστικός ντετερμινισμός προϋποθέτει μιά σειρά έξιδα-νικεύσεις. Τά πραγματικά φυσικά συστήματα, έντούτοις, δέν σέ-βονται αύτές τις έξιδανικεύσεις. Έτσι, έκτός άπό τόν πλασματικό χαρακτήρα τών συμπαγών άτόμων καί τών στιγμιαίων άλληλε-πιδράσεων, άποδείχτηκε δτι άκόμα καί στήν κλασική μηχανική είναι άνέφικτο νά μετρήσουμε μέ άκρίβεια τή θέση καί τήν όρμή ένός σωματίου, δηλαδή νά ορίσουμε αύστηρά τή θέση του στό χώρο τών φάσεων. Τό άντικείμενο τής έρευνας είναι κατά συνέ-πεια ένα σύνολο σωματίων τά όποια άντιπροσωπεύουν τό σύνολο τών δυνατών καταστάσεων τοΰ άτομικοΰ σωματίου. Αύτό τό δυ-νάμει σύνολο είναι ένα στατιστικό σύνολο.9

Θά πρέπει ωστόσο νά σημειώσουμε δτι δέν πρόκειται άπλώς γιά άδυναμία νά παρατηρήσουμε τή θέση τοΰ σωματίου στό χώ-ρο τών φάσεων. Ή κατάσταση έχει άντικειμενικά μιά λεπτή ύφή στοχαστικού χαρακτήρα, καθοριζόμενη άπό τις άλληλεπιδράσεις τοΰ σωματίου μέ τό περιβάλλον του. Όπως γράφει ό Μπόρν, οί

μ ο ρ φ ε σ φ υ σ ι κ η σ α ι τ ι ο κ ρ α τ ι α σ 21 1

αβεβαιότητες τών άρχικών συνθηκών συνεπάγονται 8τι οί προ-βλέψεις της κλασικής μηχανικής δέν άφοροϋν τό έξατομικευμένο σωμάτιο, άλλά Ινα σύνολο τροχιών οί όποιες δίδονται άπό μιά πι-θανοτική κατανομή. Κατά τόν Μπόρν είναι λογικό νά διατυπώ-σουμε τήν κλασική μηχανική ώς στατιστική θεωρία. Ι0"Ετσι, ό πιό « αιτιοκρατικός » κλάδος, αποκαλύπτει Ιναν ένδογενή στοχαστικό χαρακτήρα. Τό γεγονός αύτό ύποδηλώνει τόν έσωτερικό δεσμό άνάμεσα στό τυχαίο καί στήν άναγκαιότητα, γεγονός πού υπερ-βαίνει τή μή άναγώγιμη άντίθεση τοΰ άκαμπτου σχήματος τής τυπικής λογικής. Ή σύγχρονη έννοια τοΰ αιτιοκρατικού χάους έκφράζει τή διαλεκτική άντίθεση τυχαίου καί άναγκαιότητας.

Νέα γεγονότα καί νέες θεωρητικές έργασίες κάνουν έφικτή στήν έποχή μας τήν προσπέλαση σέ ένα νέο πεδίο καθορισμοΰ ( déter-mination) ό όποιος ύπερβαίνει τόν γραμμικό καί μηχανιστικό τρόπο καθορισμοΰ. Ό Αϊνστάιν έλεγε δτι οί πραγματικοί νόμοι τής φύσης δέν είναι γραμμικοί. Οί θεωρίες τοΰ Μπόρν καί τοΰ F. Βορρ ( 1909-1987 ) άποτελοΰν μιά πρώτη ένδειξη 6τι « ό παράδει-σος άπλότητας » Bunge τών γραμμικών νόμων τής Μηχανικής δέν είναι παρά έξιδανικευμένη προσέγγιση τών νόμων πού διέπουν τά πραγματικά σωμάτια.

Ή νέα περίοδος τής ιστορίας τών άντιλήψεων γιά τήν αιτιο-κρατία άρχισε τό 1892 μέ τόν Άνρί Πουανκαρέ, ό όποιος άπέδει-ξε 6τι Ινα ορισμένο μηχανικό σύστημα, ή έξέλιξη τοΰ οποίου κα-θορίζεται άπό τίς έξισώσεις τοϋ Χάμιλτον, μπορεί νά έκδηλώσει χαοτική συμπεριφορά. Τό 1963 ό E.N. Lorentz (1917-2008) άπέ-δειξε 6τι τρεις συζευγμένες έξισώσεις πρώτου βαθμοΰ, μή γραμ-μικές, μποροΰν νά συνεπάγονται χαοτικές τροχιές. Έκτοτε, νέα φαινόμενα, νέες έννοιες καί νέοι μαθηματικοί φορμαλισμοί έμ-φανίστηκαν στό πεδίο τών έπιστημών καί 6χι μόνο τής Μηχανι-κής καί τής Φυσικής : Χάος, διακλαδώσεις ( bifurcations ), κατα-στροφές, μορφογένεση, έλκυστές, μορφοκλασματικά ( fractal ) κλπ. Ένα νέο πεδίο έχει άποκαλυφτεΐ γιά τίς επιστήμες καί τή φιλο-σοφία.

Ή χαοτική συμπεριφορά είναι άποτέλεσμα τής εύαίσθητης έξ-

1 9 0 ι ι ε μ ι ι τ ο κ ε φ α λ α ι ο

άρτησης τοϋ συστήματος άπό τίς αρχικές συνθήκες. Άπό μαθη-ματική άποψη, βλα τά μή γραμμικά δυναμικά συστήματα μέ πε-ρισσότερους άπό δύο βαθμούς ελευθερίας, ειδικότερα βιολογικά, μετεωρολογικά ή οικονομικά μοντέλα, μπορούν νά έκδηλώσουν χαοτικά φαινόμενα. Ώς συνέπεια, ή συμπεριφορά τους γίνεται άπρόβλεπτη γιά ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Τό χάος ύποδηλώνει μιά κατάσταση άταξίας καί μή κανονικότητας. Εν-τούτοις τό χάος δέν είναι ή τυπική άρνηση τής αιτιοκρατίας. Ή Ιννοια τού αιτιοκρατικού χάους έκφράζει τή διαλεκτική ένότητα τών άντιθέτων. Κατά τόν H.G. Schuster « τό αιτιοκρατικό χάος δηλώνει τήν άκανόνιστη καί χαοτική κίνηση, ή όποία προκαλείται άπό μή γραμμικά συστήματα, οί δυναμικοί νόμοι τών όποίων κα-θορίζουν μονοσήμαντα τή χρονική έξέλιξη τοΰ συστήματος, μέ άφετηρία τή γνώση της προηγούμενης ίστορίας τους ».11

Ή χαοτική συμπεριφορά δέν είναι τό άποτέλεσμα έξωτερικών πηγών θορύβου. Είναι άποτέλεσμα της ιδιότητας τών μή γραμ-μικών συστημάτων νά άκολουθοΰν έκθετικά γειτονικές τροχιές σέ μιά όριοθετημένη περιοχή τοΰ χώρου τών φάσεων. Ή άρχική τά-ξη μετατρέπεται στό άντίθετό της. Ταυτόχρονα τό χάος συρρι-κνώνεται σέ τάξη. Ή έννοια τοΰ παράξενου ελκυστή ( attracteur étrange ) έκφράζει τό γεγονός δτι άρκετά γειτονικές τροχιές έλκον-ται άσυμπτωτικά κατά τή διάρκεια μιας μακράς χρονικής περιό-δου. Οί παράξενοι έλκυστές, μέ τή σειρά τους, είναι εύαίσθητοι στίς άρχικές συνθήκες.

Οί θεωρίες τών καταστροφών καί τών φράκταλ έμφανίστηκαν τήν ίδια περίοδο μέ τίς θεωρίες τοΰ χάους. Περιγράφουν φαινό-μενα κίνησης, έξέλιξης, άλλαγής, δημιουργίας καί καταστροφής μορφών. Ή θεωρία τών καταστροφών είναι ταυτόχρονα, θεωρία μορφογένεσης. Οί καταστροφές, γράφει ό Βλαντιμίρ Άρνολντ, « είναι ξαφνικές άλλαγές οί όποιες έμφανίζονται ώς ξαφνικές ά-παντήσεις τοΰ συστήματος σέ ήπια άλλαγή τών άρχικών συνθη-κών ». Ή θεωρία αύτή έφαρμόζεται σέ μεγάλη τάξη φαινομένων, φυσικών, βιολογικών, γεωλογικών κλπ. Τά φράκταλ είναι περί-πλοκες μορφές πού τείνουν πρός μιά έλάχιστη έπιφάνεια, έλά-

μ ο ρ φ ε σ φ υ σ ι κ η σ α ι τ ι ο κ ρ α τ ι α σ 21 1

χιστο όγκο κλπ. Ό έλκυστής άνήκει στήν κατηγορία τών φρά-κταλ.

Οί τρεις θεωρίες έχουν τυπικές καί ούσιαστικές όμοιότητες: Άφοροΰν περίπλοκα, μή γραμμικά συστήματα. Περιγράφουν φαι-νόμενα κίνησης, έξέλιξης, μεταβολής, καταστροφής ή δημιουργίας καί ανάδυσης μορφών. Προϋποθέτουν αίτιακές σχέσεις οί όποιες υπερβαίνουν τήν άπλή καί γραμμική αιτιότητα καί αιτιοκρατία.12

Περιορίσαμε έδώ τήν έξέταση σέ άπλα φαινόμενα μηχανικού χαρακτήρα. Εντούτοις, όπως σημειώσαμε, οί έν λόγω θεωρίες είναι έφαρμόσιμες σέ φαινόμενα όχι μόνο της άζωης, « άδρανοΰς » ΰλης, άλλά καί στά φαινόμενα τής ζωής. Άλλά θά έπανέλθουμε.

3. Ή δυναμική μορφή αιτιοκρατίας

Ή μηχανιστική μορφή αιτιοκρατίας ισχύει, σέ Ινα ορισμένο έπί-πεδο άφαίρεσης, κυρίως γιά μακροσκοπικά συστήματα ( κίνηση στό χώρο, σύγκρουση άκαμπτων σωμάτων κλπ.). Άλλά άκόμα καί σ' αύτή τήν περίπτωση προκαλούνται συχνά φαινόμενα τά όποια δέν είναι μηχανικά (π.χ., παραγωγή θερμότητας). Ή ίδια ή Ιννοια τής δύναμης, έξάλλου, βάση τής μηχανικής καί τής λαπλα-σιανής μορφής αιτιοκρατίας, παρέμεινε μυστήριο γιά τή Φυσική. Ό πλασματικός χαρακτήρας αύτής τής έννοιας άποδείχτηκε μέ τις σχετικιστικές θεωρίες. "Ετσι, τό πέρασμα άπό τή μακροσκοπική φυσική σέ μικροσκοπικά συστήματα θά άναδείκνυε τά όρια τής μηχανιστικής άντίληψης.

Ή ανάπτυξη τού ήλεκτρομαγνητισμοΰ άπέδειξε, πράγματι, ότι δέν υπάρχουν μόνο « δυνάμεις » τύπου κουλόμπ ( οί όποιες με-ταδίδονται πάνω στήν εύθεία πού συνδέει τά δύο σώματα ). Υπάρ-χουν έπίσης δυνάμεις κάθετες σ' αύτή τήν εύθεία. Καί κυρίως, ότι οί δυνάμεις (δηλαδή οί άλληλεπιδράσεις) δέν μεταδίδονται μέ άπειρη ταχύτητα, καί ότι ό καθορισμός δέν είναι στιγμιαίος : Τά φαινόμενα, όπως σημειώσαμε, είναι διαδικασίες οί όποιες πραγ-ματοποιούνται στό χωροχρόνο καί διαθέτουν χρονικό πάχος. Έπι-

192 π ε μ π τ ο κ ε φ α λ α ι ο

πλέον: Τα ήλεκτρομαγνητικά κύματα έκπέμπονται καί άπορρο-φώνται άπό τά σώματα. 'Αποτελούν συνεπώς μια νέα πραγματι-κότητα ασύμβατη μέ τή μηχανιστική άντίληψη. Τό ϊδιο θά βε-βαιωνόταν άργότερα καί γιά τά βαρυτικά κύματα, καθώς και γιά τΙς ισχυρές καί τις άσθενεΐς άλληλεπιδράσεις.

Υπάρχουν φαινόμενα γένεσης καί καταστροφής άτόμων. Οί νόμοι τής άκτινοβολίας προσανατόλιζαν τήν έρευνα πρός τήν έσω-τερική δομή τους. Τό πεδίο ήταν μιά νέα πραγματικότητα, άνεξ-άρτητη άπό τήν πηγή της, ή όποία έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά καί μεταδίδεται μέ πεπερασμένη ταχύτητα. Ή πραγματικότητα αύτή, τά ήλεκτρομαγνητικά κύματα, είναι οί φορείς μιας νέας μορφής καθορισμού -τής δυναμικής μορφής- ή όποία είναι διαφο-ρετική άπό τή μηχανική μορφή.

Μέ τόν ήλεκτρομαγνητισμό τοΰ Μάξουελ, τή σχετικιστική γε-νίκευσή του στό χώρο Μινκόφσκι καί τή θεωρία τής βαρύτητας τοΰ 'Αϊνστάιν, ή άλληλεπίδραση μεταλλάχθηκε σέ θεμελιακή έν-νοια τής Φυσικής, έννοια μέ συγκεκριμένες μορφές, άσύμβατη μέ τό μηχανιστικό παράδειγμα. 'Αλληλεπίδραση, αιτιότητα καί αιτιο-κρατία συσχετίστηκαν ένδογενώς.

Κατά τις πρώτες δεκαετίες τοΰ 19ου αιώνα, ή κβαντική φύση τών μικροοντοτήτων δέν ήταν έκδηλη. Παρά ταΰτα, οί κανονικό-τητες καί οί νόμοι τών στατιστικών συνόλων ( νόμοι τών άερίων, νόμοι τής Χημείας ) υποδήλωναν ήδη τήν ύπαρξη τών άτόμων. Δέν είναι συνεπώς τυχαίο δτι ή ύπαρξή τους έπαληθεύθηκε πρώτα άπό τή Χημεία, ή όποία χειριζόταν στατιστικά σύνολα άτόμων καί μο-ρίων. Τά φαινόμενα αύτά, δπου τό τυχαίο παίζει ούσιαστικό ρό-λο, άποτέλεσαν, στό μακροσκοπικό έπίπεδο, τό υπόβαθρο τής νέας μορφής καθορισμού : τής δυναμικής αιτιοκρατίας, ή όποία ισχύει στόν ήλεκτρομαγνητισμό καί στή βαρύτητα.13

Πράγματι, στό μακροσκοπικό έπίπεδο, ό τυχαιακός χαρακτή-ρας τών ήλεκτρομαγνητικών καί τών βαρυτικών μικροφυσικών φαινομένων έξαφανίζεται. Ένας τεράστιος άριθμός τέτοιων στοι-χειακών φαινομένων έχει συνέπεια τήν άρνηση τής άτομικής φύ-σης τους. Ή διαλεκτική άρνηση τοΰ τυχαίου παίρνει τή μορφή

μ ο ρ φ ε σ φ υ σ ι κ η σ α ι τ ι ο κ ρ α τ ι α σ 21 1

δυναμικού νόμου, δπου ή πιθανότητα πρόβλεψης είναι ίση μέ τή μονάδα.

Εντούτοις ή βεβαιότητα τής πρόβλεψης είναι τό μόνο κοινό χα-ρακτηριστικό τής μηχανιστικής καί τής δυναμικής μορφής αιτιο-κρατίας ( είναι διδακτικό νά σημειώσουμε 8τι οί φυσικοί, άκόμα καί οί φιλόσοφοι, τις περισσότερες φορές δέν κατανοούν τήν ού-σιαστική διαφορά άνάμεσα στους δύο τύπους καθορισμού πού γι ' αύτούς ταυτίζονται μέ τή λαπλασιανή αιτιοκρατία ). Πράγματι, ή δυναμική αιτιοκρατία προϋποθέτει : α ) Τήν έννοια τοΰ πεδίου, δη-λαδή μιά πραγματικότητα μέ ποιοτικά χαρακτηριστικά, β ) τήν πεπερασμένη ταχύτητα τών άλληλεπιδράσεων, καί συνεπώς τήν άποψη δτι τά φαινόμενα είναι διαδικασίες στό χωρόχρονο ( τοπι-κότητα ), γ ) τή γένεση καί τήν καταστροφή σωματίων ( φωτο-νίων, βαρυτονίων ), δ ) τή δομή τοΰ άτόμου καί γενικότερα τής ΰ-λης, ή όποία προϋποθέτει τις φυσικές άλληλεπιδράσεις ( ήλεκτρο-μαγνητικές, βαρυτικές, ισχυρές καί άσθενεΐς). Τό γεγονός δτι ή πιθανότητα πρόβλεψης είναι έκ νέου ϊση μέ τή μονάδα είναι μιά συγκεκριμένη πραγμάτωση τής διαλεκτικής άνάμεσα στό τυχαίο καί τό άναγκαΐο.14

Τό άναλλοίωτο ( invariance ) τής μορφής τών νόμων τής Μη-χανικής σέ σχέση μέ τούς μετασχηματισμούς τοΰ Γαλιλαίου ήταν ή τυπική 6ψη αύτής τής άντικειμενικότητας. 'Αλλά οί νόμοι τοΰ ήλεκτρομαγνητισμοΰ δέν είναι άναλλοίωτοι ώς πρός τούς κλασι-κούς μετασχηματισμούς τοΰ Γαλιλαίου. Ή βαθύτερη αιτία αύτής τής άσυμμετρίας είναι ή πεπερασμένη ταχύτητα τής ήλεκτρομα-γνητικής άλληλεπίδρασης. Οί νέοι νόμοι τοΰ ήλεκτρομαγνητι-σμοΰ καί τής σχετικιστικής θεωρίας τής βαρύτητας είναι άναλ-λοίωτοι ώς γνωστόν ώς πρός μιά άλλη όμάδα μετασχηματισμών : Τήν όμάδα Λόρεντζ.

Τό άναλλοίωτο είναι ούσιαστική συνθήκη άντικειμενικότητας, έπειδή οί νόμοι μ'αύτόν τόν τρόπο είναι άνεξάρτητοι άπό τό σύ-στημα άναφορας καί άποκτοΰν καθεστώς άντικειμενικότητας καί καθολικότητας. Τό τυπικά άναλλοίωτο έξασφαλίζει, έξάλλου, τό άναλλοίωτο τών φυσικών μεγεθών τών οποίων οί σχέσεις έκφρά-

ι94 ι ι ε μ ι ι τ ο κ ε φ α λ α ι ο

ζονται άπό τό νόμο. 'Αλλά ή σχετικιστική αντικειμενικότητα εί-ναι ισχυρότερη άπό τήν κλασική, έπειδή άφορα μιά εύρύτερη τά-ξη φαινομένων καί προπαντός φαινομένων πραγματικών, τά όποΐα προκαλούνται άπό υπαρκτές δυνάμεις. Μέ τόν ήλεκτρομαγνητισμό καί τις σχετικιστικές θεωρίες, εισήλθε στήν περιοχή τής Φυσικής μιά νέα έννοια : Ή τοπικότητα. Δηλαδή : 'Εξαιτίας τής πεπερα-σμένης ταχύτητας τών φυσικών άλληλεπιδράσεων, τό σωμάτιο Α δέν μπορεί νά έπηρεάσει τό σωμάτιο Β άκαριαϊα. Τά φαινόμενα, κατά συνέπεια, δέν είναι άκαριαϊοι μετασχηματισμοί. Είναι δια-δικασίες στό χωρόχρονο. Ή τοπικότητα καί ή αιτιότητα άποτε-λοΰν τό θεμέλιο γιά τή διαμόρφωση μιας όρθολογικής κοσμοαντί-ληψης.

Ή τοπικότητα είναι κεντρική έννοια τής σχετικιστικής φυσι-κής. Οί τέσσερις σήμερα γνωστές άλληλεπιδράσεις, οί όποιες έ-χουν ώς φορείς τά φωτόνια, τά βαρυτόνια, τά γλυόνια καί τά έν-διάμεσα μποζόνια, σέβονται τήν τοπικότητα ή όποία είναι έγγε-γραμμένη στό μαθηματικό φορμαλισμό τής σχετικότητας. Είναι λοιπόν φυσικό νά συμπεράνουμε ότι τό « Σύμπαν » μας είναι άντι-κειμενικό ( ρεαλισμός ), αιτιοκρατικό καί τοπικό.

Ή γνώση τών σχετικιστικών φαινομένων άνέδειξε τά όντολο-γικά καί τά γνωσιοθεωρητικά όρια τοΰ μηχανιστικού παραδείγ-ματος. Ό άπόλυτος χώρος καί ό άπόλυτος χρόνος, άμοιβαϊα άνεξ-άρτητοι, ήταν προϊόν άφαίρεσης άπό τις ιδιότητες καί τίς σχέσεις τους. Ό χώρος καί ό χρόνος άποτελοΰν κατά τή σχετικότητα ένα τετραδιάστατο συνεχές, ή μορφή τού οποίου καθορίζεται άπό τήν κατανομή τής ΰλης. Σύμφωνα μ'αύτό τό δυναμικό πλαίσιο, τά φαινόμενα πραγματοποιούνται στό έσωτερικό τοΰ κώνου τοΰ φω-τός. Ή τοπικότητα καί ή μή άντιστρεψιμότητα τών υλικών δια-δικασιών είναι έγγεγραμένες στόν σχετικιστικό φορμαλισμό. 'Αντίθετα μέ ό,τι λέγεται συχνά, ή χρονική τάξη τών φαινομένων πού συνδέονται αΐτιακά είναι άπόλυτη, σέ συμφωνία μέ τή μή άν-τιστρεψιμότητα τών φυσικών διαδικασιών. Ό αιτιοκρατικός χα-ρακτήρας τών φαινομένων, κατά συνέπεια, συνδέεται ένδογενώς μέ τή μοναδική κατεύθυνση τού βέλους τοΰ χρόνου. Τό βέλος τοΰ

μ ο ρ φ ε σ φ υ σ ι κ η σ α ι τ ι ο κ ρ α τ ι α σ 21 1

χρόνου εξάλλου συγκεκριμενοποιεί τόν τοπικό χαρακτήρα τών ήλεκτρομαγνητικών καί. τών βαρυτικών φαινομένων.

Όλα τά φυσικά φαινόμενα είναι μή άντιστρεπτά. Ή μή άντι-στρεψιμότητα καθορίζει τή μοναδική κατεύθυνση τοΰ βέλους τοΰ χρόνου άπό τό παρελθόν πρός τό μέλλον. "Ετσι είναι δυνατόν νά μιλάμε γιά φυσικό, κοσμολογικό, θερμοδυναμικό, γεωλογικό, βιο-λογικό κλπ. βέλος τοΰ χρόνου. Όλες αύτές οί έννοιες έκφράζουν ένα καί μοναδικό γεγονός : δτι δέν βρισκόμαστε σέ ένα μή τοπικό, εύκλείδειο « σύμπαν », άλλά σέ ένα « σύμπαν » στό όποιο οί άλλη-λεπιδράσεις μέ πεπερασμένη ταχύτητα, δηλαδή τοπικές, έξασφα-λίζουν τήν αίτιακή σχέση καί καθορίζουν τήν κατεύθυνση τής ροής τού χρόνου : Ό χρόνος δέν έχει νόημα έξω άπό τήν κίνηση καί τό μετασχηματισμό, δπως τό είχε διαισθανθεί ό Αριστοτέλης. Ό χρόνος συνεπώς δέν είναι τό καθολικό-άφηρημένο τής μηχανι-στικής φυσικής. Είναι τοπικός καί συνδέεται μέ τΙς μή άντιστρε-πτές διαδικασίες πού πραγματοποιούνται στή φύση.b Συνεπώς : Ό χώρος, ό χρόνος, ή ΰλη, ή κίνηση καί ή αιτιοκρατία συνιστούν κατά τή σχετικότητα ένα συνεκτικό δλον. Ή δυναμική αιτιοκρα-τία είναι ή μορφή πού χαρακτηρίζει τά σχετικιστικά φαινόμενα.16

'Αλλά δέν έχουμε άκόμα συζητήσει τήν πραγματική μικρο-σκοπική φύση τών φυσικών φαινομένων καί τίς σχετικές μορφές αιτιοκρατίας. Ή κβάντωση τών άλληλεπιδράσεων στό έπίπεδο τής Μικροφυσικής, άπέδειξε δτι ή συνέχεια τοΰ μακροσκοπικού επιπέδου είναι επιφαινόμενο. Στό έπίπεδο αύτό, τό τυχαίο είναι ούσιαστικό. 'Εδώ τίθεται τό έρώτημα : Τά πιθανοκρατικά φαινό-μενα είναι συμβατά μέ τήν αιτιότητα, τήν αιτιοκρατία καί τήν τοπικότητα ;

4. Ή κλασική στατιστική αιτιοκρατία

Οί κλασικές θεωρίες τού πεδίου χειρίζονται στήν πραγματικότη-τα τεράστια σύνολα μικροφαινομένων. 'Εντούτοις ό μαθηματικός φορμαλισμός τους προϋποθέτει τή συνέχεια τοΰ πεδίου. Έπίσης,

196 i 1 e m i i t o κ ε φ α λ α ι ο

ό νέος τύπος αιτιοκρατίας, 6 όποιος χαρακτηρίζει αύτές τΙς θεω-ρίες, προϋποθέτει τή συνέχεια τών άλληλεπιδράσεων. Ή κατά-σταση αύτή έξηγεϊται άπό τό γεγονός βτι τό μικροσκοπικά τυχαίο μεταμορφώνεται, στο μακροσκοπικό έπίπεδο, σε μακροσκοπική άναγκαιότητα.

Είναι ωστόσο γνωστό 6τι άκόμα καί ή κλασική φυσική γνώρι-ζε νόμους βπου τό τυχαίο «ήταν στήν έπιφάνεια». Ή κινητική θεωρία τών άερίων, ή κλασική θερμοδυναμική κλπ. δέν θά υπήρχαν χωρίς τό λογισμό τών πιθανοτήτων. 'Αλλά οί θεωρίες αύτές χει-ρίζονταν τά μικροσκοπικά συστήματα ώς ύλικά σημεία, δηλαδή στό πλαίσιο της μηχανιστικής άντίληψης. Ή ισχύς τής μηχανι-στικής αίτιοκρατίας ήταν, κατά συνέπεια, μιά άπό τις προϋποθέ-σεις τής κλασικής στατιστικής φυσικής. Πώς θά μπορούσε λοι-πόν νά συμφιλιωθεί τό τυχαίο μέ τήν αιτιοκρατία ;

Ή κλασική κατάσταση άντιπροσωπεύεται άπό ένα πιθανοτικό μέτρο χωρίς διασπορές. Οί στατιστικές καταστάσεις, άπό τήν άλ-λη πλευρά, άντιπροσωπεύονται άπό πιθανοτικά μέτρα στό χώρο τών φάσεων. 'Αλλά στό κλασικό πλαίσιο, μιά κατάσταση ή όποία έκδηλώνει στατιστικά διασπορές θεωρείται μή πλήρης περιγρα-φή τοΰ συστήματος. Έτσι γινόταν δεκτό βτι θά ήταν δυνατόν, κατ' αρχήν, νά εισαχθεί ένας συμπληρωματικός άριθμός παραμέτρων καί νά όριστεΐ μιά κατάσταση χωρίς διασπορές ( ένα σημείο στό χώρο τών φάσεων ). Οί κλασικοί πιθανοκρατικοί νόμοι έθεωροΰν-το συνεπώς άναγώγιμοι σέ αιτιοκρατικούς. Κατά συνέπεια, ή κα-τηγορία τοΰ τυχαίου είχε άναχθεΐ στό καθεστώς υποκειμενικής, μή ούσιαστικής κατηγορίας.

'Αλλά τό τυχαίο μπορεί νά είναι προϊόν μή ορατών δυναμικών νόμων, οί όποιοι θά ήταν δυνατόν νά ανακαλυφθούν, ή τυχαίων κι-νήσεων σέ ένα διαφορετικό έπίπεδο όργάνωσης τής ύλης : « Παν-τοΰ βπου τό τυχαίο φαίνεται νά λειτουργεί στήν έπιφάνεια », έ-γραφε ό Ένγκελς, « βρίσκεται πάντα ύπό τήν έξουσία κρυμμένων έσωτερικών νόμων καί τό θέμα είναι νά τούς άνακαλύψουμε ».'' 'Αλλά ή κβαντική μηχανική φαινόταν άσύμβατη μ'αύτή τήν έλπί-δα, τουλάχιστον κατά τήν « όρθόδοξη » έρμηνεία της.

μ ο ρ φ ε σ φ υ σ ι κ η σ α ι τ ι ο κ ρ α τ ι α σ 21 1

5. Ή κβαντική στατιστική αιτιοκρατία

Ή κλασική στατιστική δέν μπορούσε νά αναδείξει τή διαλεκτική τυχαίου καί άναγκαίου. Ή κβαντική μηχανική πραγματοποίησε αύτό τό βήμα. Ό Πώλ Λανζεβέν ήταν ένας άπό τούς πρώτους πού διατύπωσαν, έστω καί περιληπτικά, τή νέα έννοια τοΰ κβαντικού στατιστικοΰ καθορισμοΰ.18

Ή κβαντική φυσική ( μικροφυσική ) γεννήθηκε μέ τήν άνακά-λυψη τής κβάντωσης τής ήλεκτρομαγνητικής άλληλεπίδρασης ( 1900 ), τήν ανακάλυψη τής ραδιενέργειας καί τής δομής τοΰ άτό-μου, δηλαδή μέ τήν άπαρχή τής άνακάλυψης ένός έπιπέδου όργά-νωσης τής ΰλης, βαθύτερου άπό τό μακροσκοπικό. Ή άνάδυση αύ-τής τής έπιστήμης προϋπέθετε έξάλλου τήν άνάπτυξη τοΰ ήλεκτρο-μαγνητισμοΰ καί τών σχετικών τεχνικών τής φωτογραφίας, τής φα-σματοσκοπίας, τής χημικής άνάλυσης καί όρισμένων κλάδων τών νεότερων Μαθηματικών.

Σημειώσαμε στό δεύτερο μέρος αύτοΰ τοΰ κεφαλαίου 6τι ή δομή τών προτάσεων πού άφοροΰν κλασικά συστήματα είναι δομή Boole καί 6τι ή δομή αύτή είναι συνέπεια : α ) Τής συμβατότητας όλων τών μεταβλητών τοΰ συστήματος καί β ) τής διατήρησης τής ταυτότη-τας τοΰ συστήματος κατά τή μέτρηση. Ή έπιμεριστική ταυτότη-τα, ή όποία ισχύει έπίσης στήν κλασική μηχανική, είναι μιά άλλη έκφραση τής συμβατότητας τών μεταβλητών καί τής διατήρησης τής ταυτότητας τοΰ συστήματος. Ή έπιμεριστική ταυτότητα δέν ισχύει στήν κβαντική μηχανική. Έδώ, άντίθετα, ισχύει ή άρχή τής επαλληλίας.19 'Αλλά ένα πλέγμα τό όποιο Ικανοποιεί τήν άρχή τής έπαλληλίας δέν είναι μπούλειο. Κατά συνέπεια, ή λογική δομή τών προτάσεων πού άφοροΰν ένα κβαντικό σύστημα δέν είναι ή δομή τής τυπικής λογικής, δηλαδή τής λογικής τής ταυτότητας.20 Ποιό είναι τό φυσικό νόημα αύτής τής διαφορετικής λογικής πού ισχύει γιά τά κβαντικά συστήματα ;

Ή τυπική αύτή διαφορά είναι μεταγραφή τοΰ γεγονότος ότι οί φυσικές προϋποθέσεις τών δύο κλάδων είναι διαφορετικές. Ή μή

198 i i e m i ι τ ο κ ε φ α λ α ι ο

μπούλεια δομή τής κβαντικής μηχανικής είναι συνέπεια : α ) Τής ύπαρξης μή συμβατών παραμέτρων καί της ίσχύος τών άνισοτή-των τού Χάιζενμπεργκ, β ) τής ίσχύος τής άρχής τής έπαλληλίας, γ ) τοΰ πιθανοκρατικοΰ χαρακτήρα αύτοΰ τοΰ κλάδου. Μέ ποιόν τρόπο όμως αύτές οί ιδιομορφίες συνδέονται μέ τόν δήθεν ίντε-τερμινισμό ; Θά έπιχειρήσουμε νά δείξουμε ότι ή διαφορά άνάμε-σα στήν κλασική καί τήν κβαντική μηχανική βρίσκεται στό γε-γονός ότι στήν κβαντική μηχανική ή άρχή της ταυτότητας -βάση τής μηχανιστικής άντίληψης- δέν ισχύει γενικά. Στήν περίπτω-σή της υπάρχει διαταραχή της κατάστασης, δημιουργία νέων στοιχείων πραγματικότητας, μετάβαση άπό τό δυνάμει στό ένερ-γεία. Έδώ έκδηλώνεται μιά νέα μορφή αιτιοκρατίας : Ό κβαντικός στατιστικός καθορισμός.

Ά ς δοΰμε πρώτα τίς άν ισότητες τοΰ Χάιζενμπεργκ, κατά τις όποιες είναι άδύνατο νά μετρήσουμε γιά τό ίδιο σύστημα δύο συ-ζυγείς μεταβλητές ( π.χ., τή θέση καί τήν όρμή ) μέ αύθαίρετα με-γάλη άκρίβεια. Άλλά, κατ'άρχήν, ό ισχυρισμός κατά τόν όποιο οί ανισότητες αύτές θέτουν ένα άνώτατο όριο στήν ταυτόχρονη γνώ-ση τών δύο συζυγών μεταβλητών, άμφισβητήθηκε άπό πολλούς φυσικούς. Ά ς δεχτοΰμε όμως τήν ισχύ τών άνισοτήτων του. Πώς θά τις έρμηνεύαμε σ' αύτή τήν περίπτωση ; Μιά έρμηνεία, ή όποία διατυπώθηκε άπό τόν ίδιο τόν Χάιζενμπεργκ, είναι ή τελεστική ( opérationaliste ) : Τό όργανο τής μέτρησης διαταράσσει τό σύ-στημα, έξαίτιας τής πεπερασμένης τιμής τοΰ κβάντου δράσης. Έ -τσι καταστρέφει τήν πληροφορία ή όποία θά άφοροΰσε τή δεύτε-ρη μεταβλητή. Ή προηγούμενη έρμηνεία προϋποθέτει ότι οί δύο μεταβλητές υπάρχουν πρίν άπό τή μέτρηση. Άλλά ή άποψη αύτή άντιφάσκει μέ τήν « άρχή » τής άνυπαρξίας τών μή παρατηρημέ-νων μεγεθών, τήν όποία διατύπωσαν ό Wolfgang Pauli ( 1900-1958 ) καί ό ίδιος ό Χάιζενμπεργκ.

Ή έλλειψη συνοχής τής έπίσημης έρμηνείας δέν περιορίζεται σ'αύτή τήν άντίφαση. Έπειδή, σύμφωνα μέ τή δεύτερη έρμηνεία, τήν όποία θά όνομάσουμε όντική, τά κβαντικά σωμάτια είναι κυ-ματοδέσμες καί συνεπώς παρουσιάζουν μιά έκταση τόσο στό χώ-

μ ο ρ φ ε σ φ υ σ ι κ η σ α ι τ ι ο κ ρ α τ ι α σ 21 1

ρο βσο καί. στήν όρμή. Οί άνισότητες τοϋ Χάιζενμπεργκ υποτίθε-ται δτι εκφράζουν τήν ένδογενή άβεβαιότητα τής κυματοδέσμης, δηλαδή τοΰ άτομικοΰ κβαντικοΰ σωματίου. Ποιό είναι δμως τό φυσικό νόημα τής κυματοδέσμης ;

Ή Ιννοια αύτή διατυπώθηκε άπό τόν ΛουΙ ντέ Μπρέιγ καί στή συνέχεια υιοθετήθηκε άπό τόν Σραίντινγκερ, κατά τήν πρώτη πε-ρίοδο τής κβαντικής μηχανικής. Άπό διδακτική άποψη, έγραφε άργότερα ό Ντέ Μπρέιγ, ήταν πολύ χρήσιμο νά χρησιμοποιούμε αύτή τήν εικόνα, « άλλά δέν είναι βέβαιο δτι άντιστοιχεϊ στήν πραγματικότητα ».21 Έπίσης, κατά τόν Σραίντινγκερ, τό σωμά-τιο δέν θά μπορούσε νά άντιπροσωπεύεται μέ έπάρκεια, κατ' αύτόν καί κατά τόν ντέ Μπρέιγ, ώς κυματοδέσμη.22 Παρά ταΰτα καί κατά τήν τρέχουσα έρμηνεία, ή κυματοδέσμη είναι φυσική πραγματικότητα, άν καί μή παρατηρήσιμη, άποψη ή όποία δέν έμπόδισε τόν ίδιο τόν Niels Bohr ( 1885-1962 ) νά ύποστηρίξει δτι ένα σωμάτιο δέν είναι κένταυρος μέ διπλή φύση, καί νά δώσει μιά άγνωστικιστική άπάντηση χάρη στήν « άρχή τής συμπληρωματι-κότητας».23

Ή όρθόδοξη θέση είναι άσυνεπής. Άλλά δπως έλεγε ό Μπασ-λάρ, ή αιτία τής « άπροσδιοριστίας » είναι σαφώς καθορισμένη : Είναι ή κβάντωση τών άλληλεπιδράσεων. Στή βάση αύτοΰ τοΰ φυ-σικοΰ γεγονότος, είναι δυνατόν νά διατυπωθεί μιά στατιστική έρμηνεία τών άνισοτήτων τοΰ Χάιζενμπεργκ. Σύμφωνα μέ αύτή τήν έρμηνεία, οί άνισότητες δέν άφοροΰν τό άτομικό σωμάτιο, άλ-λά ένα στατιστικό σύνολο ταυτόσημων σωματίων, τά όποια βρί-σκονται στήν ίδια κβαντική κατάσταση. Έξαιτίας τών άλληλεπι-δράσεων μέ τό περιβάλλον, ή μέ τό δργανο τής μέτρησης, άλλη-λεπιδράσεις πού έχουν τυχαιακό χαρακτήρα, τά συζευγμένα με-γέθη έκδηλώνουν στατιστικές διασπορές, οί όποιες έκφράζονται άπό τις άνισότητες τοΰ Χάιζενμπεργκ. Συνεπώς ή ύπαρξη αύτών τών άνισοτήτων δέν άποτελεΐ έπιχείρημα κατά τής αιτιοκρατίας. Οί αιτίες τών φαινομένων είναι γενικά γνωστές καί τά φαινόμενα καθορίζονται άπό τις αιτίες τους. Μιά άλλαγή τών συνθηκών τρο-ποποιεί τήν πιθανοτική κατανομή τοΰ στατιστικού συνόλου καί

2 0 0 ι ι ε μ ι ι τ ο κ ε φ α λ α ι ο

αύτό άποτελεϊ άπτή μαρτυρία της ύπαρξης νέας μορφής αιτιο-κρατίας. Ό κβαντικός στατιστικός καθορισμός είναι ή μορφή κα-θορισμού ή όποία έκφράζει τό γενικό πλαίσιο τών νόμων στό μικροφυσικό έπίπεδο.24

Ά ν δεχτούμε τήν άρχή τής συμπληρωματικότητας ( Μπώρ ), τότε, κατά τόν Δανό φυσικό, μπορούμε νά Ιχουμε μιά αιτιοκρα-τική ή μιά χωροχρονική περιγραφή, άλλά όχι καί τΙς δυό ταυτό-χρονα. Οί δύο περιγραφές, οί συμπληρωματικές περιγραφές κα-τηγορημάτων ή φυσικών μεγεθών γενικότερα, « άποκλείονται ά-μοιβαϊα ». Παρά ταύτα, ή κβαντομηχανική περιγραφή θεωρείται πλήρης άπό τή θετικιστική σχολή ( ή περισσότερο πλήρης δυνα-τή). Ή έρμηνεία τής Κοπεγχάγης, γενικότερα, είχε γίνει δεκτή άκόμα καί άπό διαπρεπείς φυσικούς οί όποϊοι έθεωρούντο μαρ-ξιστές, δπως ό Léon Rosenfeld ( 1904-1974 ) καί ό Βλαντιμίρ Φόκ ( 1898-1974 ). Καί οί δύο θεωρούσαν διαλεκτική τήν άρχή τής συμπληρωματικότητας. Άλλά διαλεκτική ώς γνωστόν σημαίνει ένότητα καί δχι άμοιβαϊο άποκλεισμό τών συμπληρωματικών κα-τηγορημάτων.

Ή πρώτη άντίρρηση στήν έρμηνεία τής σχολής τής Κοπεγχά-γης άφορα τήν «πληρότητα». Άλλά οί φυσικοί χρησιμοποιούν χωροχρονικά δεδομένα γιά νά υπολογίσουν δυναμικά μεγέθη, χω-ρίς νά νοιάζονται γιά τούς περιορισμούς πού έπιβάλλει ή άρχή της συμπληρωματικότητας. Μιά δεύτερη καί σπουδαιότερη άντίρρη-ση άφορα τό μηχανιστικό πνεύμα πού ένυπάρχει στήν « όρθόδο-ξη » έρμηνεία : Άκόμα καί άν θά ήταν δυνατόν νά γνωρίσουμε μέ άκρίβεια τή θέση καί τήν όρμή ένός σωματίου, άκόμα καί σέ αύτή τήν περίπτωση θά ήταν άδύνατο νά προβλέψουμε μέ βεβαιότητα τό άποτέλεσμα μιας « μέτρησης » κατά τήν όποία δημιουργούνται νέες καταστάσεις. Τό φαινόμενο αύτό, ή λεγόμενη « άναγωγή τής κυματοδέσμης », είναι φαινόμενο μετασχηματισμού τοΰ σωματί-ου. Είναι μή γραμμικό φαινόμενο, τό όποϊο είναι άδύνατο νά πε-ριγραφεί μέ βάση μηχανικά δεδομένα.

Έτσι φτάσαμε στό δεύτερο έπιχείρημα τής θετικιστικής σχο-λής. Σύμφωνα μέ τίς κλασικές μορφές αιτιοκρατίας, οί αύτές αϊ-

μ ο ρ φ ε σ φ υ σ ι κ η σ α ι τ ι ο κ ρ α τ ι α σ 21 1

τίες προκαλούν τά αύτά άποτελέσματα (Νεύτων). Είδαμε δμως δτι συχνά στή φύση, δπως καί σέ ορισμένους τύπους μέτρησης, άπό μια αρχική κβαντική κατάσταση, μπορούν νά προκύψουν πε-ρισσότερες άπό μία τελικές, σύμφωνα μέ μιά ορισμένη καί γενικά προβλέψιμη πιθανοτική κατανομή. Κατά τήν όρθόδοξη σχολή, ό πιθανοκρατικός χαρακτήρας τής κβαντικής μηχανικής άποδει-κνύει δτι ή φύση δέν σέβεται τήν άρχή τής αιτιότητας, τουλάχι-στον στό μικροφυσικό έπίπεδο.

Ά ς δούμε δμως τήν κατάσταση πιό συγκεκριμένα. Σύμφωνα μέ τόν J. von Neumann ( 1903-1957 ), ύπάρχουν δύο τρόποι έξέλι-ξης μιας κβαντικής κατάστασης : α ) Ή « αίτιακή », άν τό σύστη-μα δέν διαταραχτεί, β ) ή « άναίτια » ( acausale ), ή όποία προκα-λείται άπό τή μέτρηση καί ή όποία έν γένει οδηγεί σέ περισσότε-ρες άπό μία καταστάσεις, μετασχηματίζοντας τήν άρχική καθαρή κατάσταση σέ μείγμα καταστάσεων. Παρά τή γνώση τής αιτίας ( άλληλεπίδραση μέ τό βργανο ) ό μετασχηματισμός θεωρείται άναίτιος. Άλλά ύπάρχουν καί χειρότερα: Σύμφωνα μ'αύτή τήν έρμηνεία, ό μετασχηματισμός τοΰ κβαντικού συστήματος ( ή λε-γόμενη άναγωγή τής κυματοδέσμης ) είναι άνέφικτος. Τό σύστη-μα τό όποιο ύφίσταται τή μέτρηση θά συνεχίζει νά ταλαντεύεται στήν αιωνιότητα, άνάμεσα στις δυνατές καταστάσεις. Μόνον ή πα-ρέμβαση ένός παρατηρητή ( μιάς συνείδησης ) μπορεί νά προκαλέ-σει « τήν άναγωγή τής κυματοδέσμης » καί νά δημιουργήσει μιά ιδιοκατάσταση, δηλαδή μιά άπό τίς πιθανές καταστάσεις. Άλλά άκόμα καί ό παρατηρητής, έπεμβαίνοντας, θά άποτελέσει καί αύ-τός μέρος τοΰ « μεγάλου συστήματος » καί θά χάσει τή μαγική δύ-ναμη τής άναγωγής. 'Εδώ βρίσκεται τό κρίσιμο σημείο τής άπο-τυχίας τής όρθόδοξης έρμηνείας καί τοΰ ίντετερμινισμοΰ της. Τό σαρκαστικό παράδοξο τοΰ Σραίντινγκερ είναι μιά άπεικόνιση τοΰ άδιεξόδου τής μή στατιστικής έρμηνείας ( τής single system inter-pretation ).2b

Ή ίντετερμινιστική έρμηνεία είναι υποκειμενική. Αντί νά άνα-γνωρίσει τήν άδυναμία τοΰ σημερινού γραμμικού φορμαλισμού νά περιγράψει τά μή γραμμικά φαινόμενα μετασχηματισμού, είσή-

2 0 2 ii e m i ι τ ο κ ε φ α λ α ι ο

γαγε, χωρίς Ιστω νά δημιουργήσει μιά τεχνητή διέξοδο, τή συνεί-δηση τοϋ παρατηρητή, ό όποιος δέν έχει σχέση μέ τό φαινόμενο. Πράγματι, πρόκειται γιά μή γραμμικό φαινόμενο ποιοτικού μετα-σχηματισμού, μή άντιστρεπτό καί μή συντηρητικό ( dissipatif ), τό όποιο δέν είναι στιγμιαίο, άλλα διαθέτει χρονικό πάχος. Στήν έποχή τής σχεδόν άποκλειστικής κυριαρχίας τής θετικιστικής σχολής, δέν υπήρχε κάποιο ρεαλιστικό πρότυπο έναντίον τοΰ υπο-κειμενισμού. Σήμερα υπάρχουν τέτοια πρότυπα, τα όποια, μέ τήν εισαγωγή συμπληρωματικών παραμέτρων περιγράφουν τή λεγό-μενη άναγωγή τής κυματοδέσμης ώς μή αντιστρεπτό, μή συντηρη-τικό καί πεπερασμένης διάρκειας φαινόμενο.26

'Αλλα άκόμα καί κατά τήν έποχή τής σχεδόν άποκλειστικής κυ-ριαρχίας τής όρθόδοξης σχολής, υπήρχαν φυσικοί οί όποιοι υπερα-σπίζονταν τό ρεαλισμό καί τήν αιτιοκρατία. Ό Σραίντινγκερ, π.χ., έπικρίνοντας τήν κυρίαρχη " fit and jark " θεωρία γιά τις μετα-πτώσεις άπό ένα ένεργειακό έπίπεδο σέ άλλο, είχε διατυπώσει τήν έλπίδα δτι οί κυματικές έξισώσεις θά μποροΰσαν νά περιγράψουν τις μεταβολές αύτοΰ τοΰ είδους ώς βραδείες καί περιγράψιμες διαδικασίες.2' Σέ ένα άλλο άρθρο τής ίδιας περιόδου ό Σραίντιν-γκερ έγραφε δτι άν ένας νεοφερμένος στήν κβαντική μηχανική έθετε τό έρώτημα « άν οί μεταπτώσεις στό άτομο πού άκολουθοΰν τήν έκπομπή ένός κβάντου φωτός είναι στιγμιαίες ή άν χρειάζον-ται κάποιο χρονικό διάστημα γιά νά περάσουν άπό τις ένδιάμεσες καταστάσεις, θά τοΰ άπαντοΰσαν δτι τό έρώτημα στερείται νοή-ματος καί δτι δέν υπάρχει άπάντηση ». Ό Σραίντινγκερ άναγνώ-ριζε δτι πήγαινε « έναντίον τοΰ ρεύματος ».28 'Επίσης, ό 'Αϊνστάιν επέμενε δτι άν δεχτοΰμε τή στιγμιαία μετάπτωση τής κατάστα-σης, τότε έχουμε άνάγκη ένός είδικοΰ μηχανισμού δράσης άπό άπόσταση.29 Τήν ίδια έκείνη έποχή είχαν διατυπωθεί οί πρώτες θεωρίες μέ λανθάνουσες παραμέτρους.30 Οί Ντ. Μπώμ καί J. Bub, μέ τή σειρά τους, υποστήριξαν δτι μιά θεωρία μέ λανθάνουσες πα-ραμέτρους θά μποροΰσε νά περιγράψει τήν «κατάρρευση» ώς αιτιοκρατική διαδικασία.31

Ποιό είναι λοιπόν τό φυσικό περιεχόμενο αύτοΰ τοΰ φαινομέ-

μ ο ρ φ ε σ φ υ σ ι κ η σ α ι τ ι ο κ ρ α τ ι α σ 21 1

νου πού ονομάζεται ( χωρίς νά περιγράφεται ούτε νά έξηγεϊται ) άναγωγή τής κνματοδέσμης ;

Ένα « ελεύθερο » σωμάτιο έξελίσσεται αιτιοκρατικά. 'Αλλά ή κατάσταση γίνεται έντελώς διαφορετική άν ένα δργανο μέτρησης καταστρέψει τήν ιδανική άπομόνωση τοΰ συστήματος, μέ μιά έξωτερική διαταραχή : Άν ύπάρξει μιά σύζευξη άνάμεσα στό δρ-γανο και στό κβαντικό σύστημα. Εξαιτίας τής σύζευξης, θά ήταν δυνατόν, ύπό ορισμένες συνθήκες, νά πραγματοποιηθεί Ινας μετα-σχηματισμός τοΰ κβαντικού συστήματος : Νέα στοιχεία πραγμα-τικότητας δημιουργούνται χάρη στήν άλληλεπίδραση, άλλα κατα-στρέφονται καί οί δυνατότητες τοΰ κβαντικοΰ στατιστικού συνό-λου γίνονται πραγματικές ( πέρασμα άπό τή δυνατότητα στήν πραγματικότητα). Οί δυναμικότητες αύτές, δηλαδή οί δυνατές καταστάσεις καί οί άντίστοιχες πιθανότητες, εξαρτώνται: α) Άπό τή φύση καί τήν κατάσταση τοΰ σωματίου, β ) άπό τή φύση καί τήν κατάσταση τοΰ δργάνου, γ ) άπό τίς συνθήκες. Κατά συν-έπεια, ό μετασχηματισμός είναι αιτιοκρατικός, έπειδή ή μεταβολή τών συνθηκών συνεπάγεται τήν άλλαγή τής πιθανοτικής κατανο-μής·

Οί νέες καταστάσεις δέν άναδύονται άπό τό Μηδέν. Τά στοι-χεία πραγματικότητας της νέας κατάστασης προκύπτουν άπό τό μετασχηματισμό στοιχείων τής παλαιάς κατάστασης, έξαιτίας τής άλληλεπίδρασης τοΰ σωματίου μέ τό δργανο. Έδώ έκδηλώνε-ται, γιά μιά άκόμη φορά, ή διαλεκτική άνάμεσα στό δυνάμει καί τό ένεργεία. Αύτά τά φαινόμενα μετασχηματισμού είναι μή άντι-στρεπτά καί μή συντηρητικά. Είναι διαδικασίες στό χωροχρόνο καί δχι στιγμιαίες ( ή άνέφικτες ) μεταπτώσεις. Είναι κατά συνέ-πεια πραγματικά φυσικά φαινόμενα καί δχι πλασματικές « άνα-γωγές » καί άλματα μιάς κατεξοχήν πλασματικής οντότητας : τής κυματοδέσμης. Συνεπώς το καταστατικό διάνυσμα δεν είναι ενα λογιστικό έργαλεϊο. 'Εκφράζει τό μέτρο τών δυναμικοτήτων τοϋ στατιστικού συνόλου στις δεδομένες συνθήκες. Μέ τήν ίδια έννοια ό χώρος Χίλμπερτ, στόν όποιο άνήκει τό καταστατικό διάνυσμα, δέν είναι χώρος πραγματικών καταστάσεων πού προϋπάρχουν άπό

2 0 4 ι ι ε μ ι ι τ ο κ ε φ α λ α ι ο

τή μέτρηση, άλλα Ινας δυνάμει χώρος : Ό χώρος τών δυνάμει κα-ταστάσεων τοϋ κβαντικού στατιστικού συνόλου.32

Μέ βάση τήν προηγούμενη έρμηνεία θά μπορούσε νά ύποστη-ριχτεΐ δτι ή άρχή τής έπαλληλίας, τής οποίας ή ισχύς είναι χαρα-κτηριστικό τής κβαντικής μηχανικής, είναι ή τυπική έκφραση τών δυναμικοτήτων τοΰ κβαντικού στατιστικού συνόλου.33 Οί κα-ταστάσεις πού ύπάρχουν στό καταστατικό διάνυσμα δέν είναι συνε-πώς πραγματικές καταστάσεις, σέ έπαλληλία, δπως συχνά υπο-στηρίζει ή θετικιστική σχολή.3'' Είναι προφανές δτι οί προηγού-μενες διαδικασίες δέν είναι άναίτιες οΰτε μή αιτιοκρατικές. Οί αιτίες είναι γνωστές -τουλάχιστον στό κβαντικό έπίπεδο- καί μέ βάση αύτή τή γνώση είναι δυνατόν νά ύπολογιστοΰν προκαταβο-λικά οί δυνατές καταστάσεις καί οί άντίστοιχες πιθανότητες. Οί θεωρητικές προβλέψεις έπαληθεύτηκαν πάντοτε. 'Εδώ συνεπώς εί-μαστε μπροστά σέ έναν νέο τύπο καθορισμού : Τόν κβαντικό στα-τιστικό καθορισμό,35

Θά μπορούσε δμως νά πει κανείς : Άς δεχτοΰμε τήν αιτιότητα ! Άλλά ή αιτιοκρατία ; Πώς οί αύτές αιτίες προκαλούν διαφορετικά άποτελέσματα ; Κατά τή θετικιστική σχολή, ό ίντετερμινισμός είναι έμμενής στά μικροφαινόμενα. Άντίθετα μέ δ,τι συμβαίνει στήν κλασική στατιστική φυσική, τό κβαντικό τυχαίο είναι « ου-σιαστικό », « μή άναγώγιμο », έκδήλωση τής έσωτερικής φύσης τών έσχατων συστατικών τοΰ φυσικού κόσμου.

Άλλά πώς έξελίχθηκαν τά πράγματα άπό τήν έποχή τοΰ Μπώρ καί τοΰ Χάιζενμπεργκ ;

6. Τοπικότητα και αιτιότητα στή Φυσική

Οί σχετικιστικές θεωρίες, δπως έχουμε σημειώσει, είναι τοπικές. Ή κβαντική μηχανική, στήν πρώτη της διατύπωση, είναι μιά το-πική θεωρία. Άλλά σύμφωνα μέ τό σχετικιστικό πνεύμα ορισμέ-νων τουλάχιστον άπό τούς δημιουργούς της (Αϊνστάιν, Ντέ Μπρέιγ, Σραίντινγκερ ), επρόκειτο γιά άνάγκη τοΰ φορμαλισμού. Αύτή ή

μ ο ρ φ ε σ φ υ σ ι κ η σ α ι τ ι ο κ ρ α τ ι α σ 21 1

μή τοπική διατύπωση άντιπροσώπευε συνεπώς μιά πρώτη προσ-έγγιση στήν πραγματική σχετικιστική φύση τών μικροσωμα-τίων. Οί σχετικιστικές-κβαντικές θεωρίες, εξάλλου, πραγματο-ποίησαν τή σύνδεση άνάμεσα στά κβαντικά φαινόμενα καί τή σχε-τικιστική τοπικότητα.

Ή κβαντική μηχανική είναι μιά θεωρία κατάλληλη γιά τά μι-κροφυσικά φαινόμενα. Οί προβλέψεις της έπαληθεύτηκαν άπό τό πείραμα καί τό πεδίο έφαρμογής της συνεχώς επεκτείνεται. 'Εν-τούτοις τό πρόβλημα τής πληρότητας είχε τεθεί άπό τήν άρχή. Πρώτος ό Λουί ντέ Μπρέιγ πέτυχε μιά αιτιοκρατική διατύπωση μέ λανθάνουσες παραμέτρους τό 1927 ( θεωρία τής διπλής λύσης ). Έπίσης, τό 1935 ό Σραίντινγκερ, μέ τή βοήθεια τού περίφημου πα-ράδοξού του, άνέδειξε τόν υποκειμενισμό καί τό άδιέξοδο τής ορ-θόδοξης έρμηνείας. Τό ιδιο έτος, οί "Αλμπερτ 'Αϊνστάιν, Boris Podolsky ( 1896-1966 ) καί Nathan Rosen ( 1909-1995 ) ( Einstein, Podolsky, Rosen, EPR ) διατύπωσαν τό δικό τους παράδοξο τό ό-ποιο άμφισβητούσε τήν πληρότητα τής κβαντομηχανικής περι-γραφής, άνοίγοντας έτσι τό δρόμο γιά τήν άναζήτηση θεωριών μέ λανθάνουσες παραμέτρους.

Έδώ δέν είναι ή θέση γιά νά περιγράψουμε τό ιδεατό πείραμα EPR. Ή άρχή του έν πάση περιπτώσει συνίσταται στό έξής :Άν δύο σωμάτια Α καί Β έχουν άλληλεπιδράσει στό παρελθόν, είναι δυνα-τόν, μετρώντας ένα στοιχείο πραγματικότητας τοΰ σωματίου Α, νά προβλέψουμε τήν τιμή τοϋ άντίστοιχου στοιχείου πραγματικό-τητας τοΰ Β, χωρίς νά κάνουμε μέτρηση. Ή κβαντική μηχανική προβλέπει άλλά δέν έξηγεϊ αύτή τή συσχέτιση. Συνεπώς, κατά τούς EPR δέν είναι πλήρης θεωρία.36

Στήν άμεση άπάντησή του ό Μπώρ, « άνασκεύασε » τήν έπι-χειρηματολογία τών EPR, μέ βάση τήν άρχή τού « μή διαχωρίσι-μου ». Σύμφωνα μ' αύτή τήν άρχή, τά δύο σωμάτια συνεχίζουν νά άποτελοΰν ένα ένιαΐο σύστημα, μή διαχωρίσιμο, άκόμα καί μετά τό χωρισμό τους. Έτσι υποτίθεται ότι έξηγοΰνται οί συσχετίσεις τους. Τό παράδοξο δέν υπάρχει πλέον. Ή κβαντομηχανική περι-γραφή είναι πλήρης καί οριστική, καί τό πρόβλημα τών λανθανου-

205 i i e m i ι τ ο κ ε φ α λ α ι ο

σων παραμέτρων δέν έχει νόημα. Ποιά είναι δμως ή φύση τών φυ-σικών αλληλεπιδράσεων, οί όποιες έξασφαλίζουν τό συσχετισμό τών σωματίων Α καί Β στό χώρο, άκόμα καί μετά τό διαχωρισμό τους; Ό Μπώρ ποτέ δέν απάντησε σ'αύτό τό κρίσιμο έρώτημα. Εΐναι ώστόσο προφανές δτι τέτοιες άλληλεπιδράσεις πρέπει νά είναι μή τοπικές, συνεπώς νά άντιφάσκουν μέ τήν άρχή της σχε-τικότητας (τοπικότητα). *Αν ό Μπώρ είχε δίκιο, θά έπρεπε νά άποδεχτοΰμε ένα νέο σχήμα φυσικού καθορισμού, τό όποιο άνα-πόφευκτα θά μάς οδηγούσε στήν έποχή του Νεύτωνα.3/

Ό 'Αϊνστάιν δέν δέχτηκε ποτέ τό μή διαχωρίσιμο. Ή πραγμα-τική κατάσταση τοϋ σωματίου Α είναι κατ' αύτόν άνεξάρτητη άπό τό τί γίνεται στό Β, τό όποιο άπέχει άπ'αύτό στό χώρο. Ό 'Αϊν-στάιν πάντοτε υποστήριζε δτι ή κβαντική μηχανική δέν είναι πλή-ρης θεωρία. *Αν έπιμείνουμε στήν άντίθετη θέση, έγραφε, « θά πρέπει νά δεχτούμε δτι μιά μέτρηση πού γίνεται στό Α τροποποιεί βίαια τή φυσική πραγματικότητα τοΰ Β. Τό έπιστημονικό μου ένστικτο άνατριχιάζει μ'αύτή τήν ιδέα »,38

Μέ βάση τή σχετικιστική τοπικότητα, θά μπορούσαμε νά ποΰ-με δτι τά άποτελέσματα τών μετρήσεων στό Α καί Β είναι συσχε-τισμένα έξαιτίας τής κοινής ιστορίας τών όνο σωματίων, άλλά δτι οί ίδιες οί μετρήσεις δεν είναι συσχετισμένες. *Αν τό Α πραγματο-ποιεί τό στοιχείο πραγματικότητας λΑ, αύτό δέν σημαίνει δτι τό Β θά πραγματοποιήσει αυτόματα ( μέ τηλεπάθεια ; ) τό στοιχείο λΒ. Έχει άπλώς τή δυνατότητα νά πραγματοποιήσει τήν κατά-σταση λΒ, άν γίνει μιά κατάλληλη μέτρηση. Θά πρέπει συνεπώς νά άναζητήσουμε τήν έρμηνεία τοΰ παράδοξου EPR στήν κοινή ιστορία τών δύο σωματίων, έπειδή οί παρατηρούμενες συσχετί-σεις πραγματοποιήθηκαν κατά τήν κοινή γένεση τών σωματίων.

Ό Τζ.Σ. Μπέλ, θεωρώντας τά δύο σωμάτια ώς πραγματικά χωρισμένα στό χώρο, πράγμα πού είναι σωστό, θεώρησε δτι θά μποροΰσε νά παραγοντοποιήσει τά καταστατικά τους διανύσμα-τα. 'Αλλά δπως υποστηρίζω τό άποτέλεσμα τοΰ υπολογισμού εί-ναι λανθασμένο, έπειδή τά δύο σωμάτια ήταν ήδη συσχετισμένα. Κατά συνέπεια, αιτία τοΰ φαινομένου είναι ή συσχέτιση τών σω-

μ ο ρ φ ε σ φ υ σ ι κ η σ α ι τ ι ο κ ρ α τ ι α σ 21 1

ματίων κατά τήν κοινή γέννησή τους καί δχι τό άσαφές μή δια-χωρίσιμο.33 Ή κβαντική μηχανική προβλέπει, δπως είπαμε, τό φαινόμενο άλλα δέν τό έξηγεΐ. Δέν είναι λοιπόν « πλήρης » θεω-ρία. Δηλαδή, έξηγεΐ ώς ένα έπίπεδο τή μικροφυσική πραγματι-κότητα, άλλα δέν έξηγεΐ βαθύτερες, κρυμμένες διαδικασίες.

Ό 'Αϊνστάιν ύπερασπίστηκε πάντοτε τή ρεαλιστική του θέση, δπως καί τήν αιτιοκρατία καί τήν τοπικότητα. Ή έρμηνεία τής Κοπεγχάγης, κατ'αύτόν, ισοδυναμούσε μέ τήν έγκατάλειψη τής τοπικότητας καί τήν εισαγωγή δράσεων άπό άπόσταση. 'Επιπλέ-ον, ή έρμηνεία αύτή ήταν άντιρεαλιστική καί άντιαιτιοκρατική.

Κατά τή δεκαετία τοΰ 1930 δλοι, έκτός άπό μερικούς « άνένδο-τους », ήταν βέβαιοι δτι ό 'Αϊνστάιν είχε τελεσίδικα ήττηθεΐ άπό τόν Μπώρ. Τήν ίδια περίοδο εξάλλου, ό Φόν Νόυμαν είχε άποδεί-ξει τό περίφημο θεώρημά του, κατά τό όποιο δέν ύπάρχουν κβαν-τικές καταστάσεις χωρίς διασπορές καί, κατά συνέπεια, ή φύση δέν σέβεται τήν αιτιότητα, τουλάχιστον στό μικροφυσικό έπίπε-δο. « Μέσα στά δρια τών συνθηκών μας », έγραφε ό Φόν Νόυμαν, « ή άπόφαση έχει ληφθεί καί είναι έναντίον τής αιτιότητας, έπειδή δλα τά σύνολα παρουσιάζουν διασπορές, άκόμα καί τά όμοιογε-νή ». Ό Φόν Νόυμαν απέρριπτε έπίσης τήν ύπόθεση τών λανθα-νουσών παραμέτρων, έπειδή « τό παρόν σύστημα τής κβαντικής μηχανικής θά έπρεπε νά είναι άντικειμενικά λανθασμένο γιά νά είναι δυνατή μιά περιγραφή διαφορετική άπό τή στατιστική, γιά τΙς στοιχειώδεις διαδικασίες ».40

Ή άπόδειξη τοΰ Φόν Νόυμαν ήταν μιά αύστηρή λογικομαθη-ματική άπόδειξη. Ό ίδιος καί ό G. Birkhoff ( 1911-1996 ) είχαν έπί-σης άποδείξει τή μή κλασική δομή τών κβαντομηχανικών προτά-σεων.41 Οί άποδείξεις αύτές, μαζί μέ τίς έπιστημολογικές άναλύ-σεις τοΰ Μπώρ, τοΰ Χάιζενμπεργκ καί άλλων διαπρεπών φυσι-κών, οδήγησαν τήν ολότητα σχεδόν τών φυσικών στό συμπέρασμα δτι ή ορθόδοξη έρμηνεία ήταν ή όρθή καί δτι ό ίντετερμινισμός ήταν ένδογενές χαρακτηριστικό τοΰ κόσμου τής μικροφυσικής. Ένα νέο κύμα μυστικισμού τροφοδοτήθηκε άπ' αύτή τή θέση.

Εντούτοις, δπως είναι γνωστό, κατά τή δεκαετία τοΰ 1950, ή

2 θ 8 ι ι ε μ ι ι τ ο κ ε φ α λ α ι ο

κατάσταση πήρε μια απροσδόκητη τροπή. Ό Ντ. Μπώμ χωρίς νά γνωρίζει τή θεωρία τής διπλής λύσης ( 1927 ) κατόρθωσε νά δια-τυπώσει μιά θεωρία μέ λανθάνουσες παραμέτρους ( 1952 ), ή όποία έπετύγχανε μιά αΐτιοκρατική-δυναμική περιγραφή της κίνησης τοΰ μικροσωματίου. Στό πλαίσιο αύτής τής θεωρίας οί πιθανότη-τες γίνονται αναγκαίες καί δέν είναι έκδήλωση έσωτερικής έλ-λειψης καθορισμού.42 'Αλλά ή αιτιοκρατική αύτή θεωρία ήταν μή τοπική.

Έκτοτε διατυπώθηκαν καί άλλες θεωρίες μέ λανθάνουσες πα-ραμέτρους (Μπώμ, Βιζιέ, Aharonov καί άλλοι).43 Έπίσης τό θεώρημα τού Φόν Νόυμαν άνασκευάστηκε άπό τόν Ντέ Μπρέιγ, τόν Α. Lande, τόν Μπέλ καί άπό άλλους φυσικούς.44 'Ορισμένοι ειδικοί στή Λογική ήταν ώστόσο άντίθετοι στίς θεωρίες μέ λαν-θάνουσες παραμέτρους, έπειδή, κατά τήν άποψή τους, σ'αύτή τήν περίπτωση θά έπρεπε νά ενσωματωθεί ολόκληρο τό κβαντικό πλέγμα σέ μιά κλασική δομή. "Ομως, άλλοι ειδικοί στή Λογική υποστήριξαν ότι έπρόκειτο γιά μιά πολύ περιοριστική άξίωση καί ότι ή ύπαρξη θεωριών μέ λανθάνουσες παραμέτρους δέν άφοροϋσε παρά μόνον μπούλεια υποσύνολα τού συνόλου τών προτάσεων.43

Εντούτοις -^τελευταίο έπιχείρημα- οί λανθάνουσες παράμε-τροι, άκόμα καί άν υπάρχουν, δέν έκδηλώνονται, έπειδή οί νέες θεωρίες άναπαρήγαγαν τίς προβλέψεις της κβαντικής μηχανικής. 'Αλλά όπως έχουμε σημειώσει, ό Μπέλ άπέδειξε τό 1964 ότι μιά θεωρία μέ λανθάνουσες παραμέτρους, ή όποία θά άπέβλεπε, σύμ-φωνα μέ τό πνεΰμα τού 'Αϊνστάιν, νά άποκαταστήσει τήν αιτιότη-τα καί τήν τοπικότητα, θά έπρεπε, ύπό ορισμένες συνθήκες, νά άν-τιφάσκει μέ τίς στατιστικές προβλέψεις τής κβαντικής μηχανι-κής.46 Συνεπώς οί θεωρίες μέ λανθάνουσες παραμέτρους θά μπο-ρούσαν νά έλεγχθοΰν πειραματικά !

"Εκτοτε έγιναν πολλά πειράματα. Όλα σχεδόν ήταν ύπέρ τής κβαντικής μηχανικής καί κατά τών άνισοτήτων τοΰ Μπέλ. "Ετσι, μπροστά στό σχεδόν άποδεδειγμένο γεγονός ότι τό πείραμα σέβε-ται τΙς προβλέψεις τής κβαντικής μηχανικής, μεταξύ τών φυ-σικών διαμορφώθηκαν οί άκόλουθες τάσεις :

μ ο ρ φ ε σ φ υ σ ι κ η σ α ι τ ι ο κ ρ α τ ι α σ 21 1

α ) Πολλοί έρμήνευσαν τά πειραματικά αποτελέσματα σάν δι-καίωση τών ιδεών τοϋ Μπώρ καί ειδικά ώς επιβεβαίωση τοΰ μή διαχωρίσιμου. "Ετσι ή όρθόδοξη σχολή φάνηκε νά παίρνει μιά νέα πνοή.

β ) Άπό τή σχολή Ντέ Μπρέιγ προέκυψε έπίσης μιά άλλη τά-ση ( Μπώμ, Βιζιέ ) ή όποία θέλησε νά σώσει τόν ρεαλισμό καί τήν αιτιοκρατία. Εγκατέλειψε γι'αύτόν τό λόγο τήν τοπικότητα, δε-χόμενη τήν ύπαρξη ύπερφωτεινών άλληλεπιδράσεων, οί όποιες, χωρίς νά μεταφέρουν σήμα, έξασφαλίζουν τήν αίτιακή σύνδεση τών σωματίων Α καί Β. Μ'αύτόν τόν τρόπο υποστηρίζουν 6τι γί-νεται σεβαστή ή άρχή τής σχετικότητας, έφόσον δέν μεταφέρεται ένέργεια. Όμως ή φύση αύτών τών άλληλεπιδράσεων είναι άγνω-στη ( πρόκειται γιά ad hoc ύπόθεση ). Έπίσης μπορεί νά διερωτη-θεί κανείς : Μέ ποιόν τρόπο ένα φασικό κύμα τό όποιο δέν μετα-φέρει ένέργεια μπορεί νά προκαλέσει παρατηρήσιμα φαινόμενα ;

γ ) Ή τρίτη τάση έπιχειρεΐ νά σώσει τό ρεαλισμό, τήν αιτιο-κρατία καί τήν τοπικότητα. Σύμφωνα μέ αύτή τήν τάση, οί συνέ-πειες τών άνισοτήτων τοΰ Μπέλ δέν ισχύουν γιά κάθε τοπική θεω-ρία. Πειράματα, π.χ., 6πως τοΰ Aspect καί τών συνεργατών του δέν άποτελοϋν διάψευση τής σχετικιστικής τοπικότητας.4' Έπί-σης, κατά τούς Ντέ Μπρέιγ, G. Lochak καί άλλους, οί φυσικές προϋποθέσεις τών άνισοτήτων τοΰ Μπέλ δέν είναι συμβατές μέ τή φύση τών μικροσωματίων καί συνεπώς οί άνισότητες αύτές πρέ-πει νά παραβιάζονται. Πράγματι, άν τά δύο σύνολα τών λανθα-νουσών παραμέτρων πού δέχεται ό Μπέλ γιά τήν παραγωγή τών άνισοτήτων του θεωρήθηκαν άνεξάρτητα, τότε έχουμε έδώ μιά κλασική συνθήκη, ή όποία -προφανώς- δέν είναι σεβαστή άπό τήν κβαντική μηχανική. Συνεπώς οί άνισότητες τού Μπέλ πρέπει νά διαψεύδονται.48 'Τπάρχουν τέλος, τοπικά πρότυπα αιτιοκρατικά καί ρεαλιστικά, τών όποίων οί προβλέψεις είναι σύμφωνες μέ τής κβαντικής μηχανικής καί τά όποια, συνεπώς, δέν διαψεύδονται άπό τίς άνισότητες τού Μπέλ.49 Τέλος, σημειώθηκε έπίσης μιά διαφορετική έρμηνεία τής διάψευσης τών άνισοτήτων τοΰ Μπέλ, δτι δηλαδή οί συσχετίσεις τών σωματίων Α καί Β πραγματοποιή-

2 1 0 π ε μ π τ ο κ ε φ α λ α ι ο

θηκαν κατά τή στιγμή της δίδυμης γένεσής τους, γεγονός πού συν-επάγεται τή μή παραγοντοποίηση τών καταστατικών τους δια-νυσμάτων. 50

Πολλοί άντίπαλοι τών θεωριών μέ λανθάνουσες παραμέτρους διατύπωσαν τήν άποψη δτι οί θεωρίες αύτές θέλουν νά άποκατα-στήσουν τή λαπλασιανή αιτιοκρατία στή μικροφυσική καί δτι κατά συνέπεια άντιπροσωπεύουν μιά οπισθοδρόμηση. Τό έπιχεί-ρημα αύτό είναι προϊόν άγνοιας καί σύγχυσης. Οί θεωρίες μέ λαν-θάνουσες παραμέτρους δέχονται τή μή πληρότητα της σημερινής κβαντικής μηχανικής καί προτείνουν μιά δυναμική περιγραφή γιά ορισμένα τυχαιακά φαινόμενα τοΰ κβαντικού έπιπέδου. Έπιπλέ-ον : Γιατί μιά θεωρία μέ λανθάνουσες παραμέτρους θά έπρεπε νά είναι αιτιοκρατική, μέ τή δυναμική έννοια τοΰ δρου ; Μιά τέτοια θεωρία θά μποροΰσε νά είναι πιθανοκρατική, μέ τήν έννοια δτι θά προβλέπει καί θά εισάγει νέες παραμέτρους καί θά δίδει μιά πλη-ρέστερη περιγραφή άπ' δ,τι ή σημερινή κβαντική μηχανική. Τέ-τοιες θεωρίες μποροΰν νά έξηγήσουν τά άποτελέσματα τών πει-ραμάτων τοΰ Άσπέκτ, χωρίς νά έγκαταλείψουν τήν αιτιότητα καί τήν τοπικότητα.31 Μ' αύτόν τόν τρόπο τό πρόβλημα τών λανθανου-σών παραμέτρων άπελευθερώνεται άπό τήν άπαίτηση γιά μιά αι-τιοκρατική δυναμική περιγραφή, καί άποκτά ένα νέο εύρος : Ταυ-τίζεται μέ τό πρόβλημα τής διατύπωσης μιάς θεωρίας τής μικρο-φυσικής ή όποία θά υπερέβαινε τά ιστορικά δρια τής σημερινής θεωρίας.

Έν τέλει δέν υπάρχει κβαντική άπροσδιοριστία. Είμαστε μπρο-στά σέ μιά νέα μορφή καθορισμού, περισσότερο λεπτή καί εύλύ-γιστη άπό τή δυναμική μορφή. Ή δλη άντιαιτιοκρατική έπιχει-ρηματολογία στηρίζεται συνεπώς σέ ένα έπιστημολογικό σφάλ-μα : Στήν ταύτιση τής αιτιοκρατίας μέ τή μηχανιστική μορφή της καί στήν άπόρριψη αύτής της άρχής, άπό τή στιγμή πού ή ειδική αύτή μορφή άποδείχτηκε άνεπαρκής μπροστά στίς νέες πραγμα-τικότητες τοΰ κόσμου τής μικροφυσικής.32

Ό έπιστημολογικός ρεαλισμός καί ή αιτιοκρατία είναι άφετη-ριακές άρχές γιά κάθε ρεαλιστική άνάλυση τής κατάστασης στήν

μ ο ρ φ ε σ φ υ σ ι κ η σ α ι τ ι ο κ ρ α τ ι α σ 21 1

κβαντική μηχανική. Ή τοπικότητα δέν είναι μιά τέτοια άρχή. Ή αιτιότητα, άντίθετα, είναι μιά σχετικιστική άπαίτηση σύμφωνη μέ 6λα τά δεδομένα τής σημερινής Φυσικής. Κατέχει συνεπώς τό κα-θεστώς έπιστημονικής έννοιας. Τό μή διαχωρίσιμο, άντίθετα, εί-ναι μιά ad hoc ύπόθεση, ή όποία άντιφάσκει μέ τό άξίωμα τής σχε-τικότητας. Δέν μπορεί συνεπώς νά έχει τό καθεστώς έπιστημο-νικής έννοιας. 'Εδώ βρίσκεται μιά ούσιαστική διαφορά.

7. Τελικές παρατηρήσεις

Επιχειρήσαμε νά περιγράψουμε τίς διάφορες μορφές αιτιοκρα-τίας. Παρακολουθώντας τήν έξέλιξη τής Φυσικής είναι δυνατόν νά διαπιστώσουμε 6τι ή άνάδυση μορφών, δλο καί περισσότερο σύν-θετων καί ούσιαστικών, συμπίπτει μέ τίς μεγάλες έπαναστάσεις οί όποιες σημάδεψαν τήν έξέλιξη αύτής τής έπιστήμης.

Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι δτι ή κατηγορία τής αιτιότητας είναι « στιγμή » τής άμοιβαίας σύνδεσης καί τοϋ άλληλοκαθορι-σμοΰ τών φαινομένων. Ή κατηγορία τής άλληλεπίδρασης, θεμε-λιώδης οντολογική κατηγορία, λειτουργεί σέ ένα διαφορετικό θεω-ρητικό έπίπεδο, ώς κεντρική έννοια τών θεωριών τής Φυσικής.

Μιά δεύτερη διαπίστωση, ή όποία έπιβάλλεται, άφορα τήν ιστορικότητα τών κατηγοριών τής αιτιότητας καί τής αιτιοκρα-τίας. Οί κατηγορίες αύτές δέν είναι a priori. Επιπλέον, δέν είναι συμβάσεις : Έχουν διαμορφωθεί μέσα άπό τήν πράξη ώς στιγμές τής θεωρητικοποίησής της. Έτσι, τό περιεχόμενο καί ή μορφή τους μεταβάλλονται μέ τό χρόνο. Επιπλέον, ή έξέλιξη αύτή δέν ά-φορα μόνο τή γνωσιολογική πλευρά τοϋ προβλήματος. Άφορα ταυ-τόχρονα καί τήν όντολογική : Καθώς οί μορφές τής ΰλης μεταβλή-θηκαν μέ τό χρόνο, είναι εΰλογο νά σκεφτοϋμε δτι μεταβλήθηκαν καί οί μορφές αιτιοκρατίας.

Ή ταύτιση τής άλληλεπίδρασης μέ μιά δύναμη μέ άπειρη τα-χύτητα άντιστοιχεΐ στή μηχανιστική άντίληψη τής αιτιοκρατίας. Ό Ένγκελς είχε επικρίνει αύτή τή μορφή. Ή διατύπωση τών

ι212 ι ι ε μ ι ι τ ο κ ε φ α λ α ι ο

σχετικιστικών θεωριών, συνεπώς ή άπόρριψη της στιγμιαίας δύ-ναμης καί ή άνάδειξη της άλληλεπίδρασης πού μεταδίδεται μέ πε-περασμένη ταχύτητα, απέδειξε δτι τά φυσικά φαινόμενα είναι συν-έπειες μή άντιστρεπτών διαδικασιών καθορισμού, πεπερασμένης διάρκειας. Ή μή άντιστρεψιμότητα δίδει συγκεκριμένο περιεχό-μενο στήν κατηγορία τής ποιοτικής άλλαγής. Συνολικά οί σχετι-κιστικές θεωρίες συνεπάγονται μια διαλεκτική άντίληψη τών φυ-σικών φαινομένων. Ή δυναμική μορφή αιτιοκρατίας άνέδειξε ταυ-τόχρονα τά όρια τής μηχανιστικής. Ή τεράστια περιοχή ισχύος καί τό κύρος τών σχετικιστικών θεωριών συνέβαλαν στήν ένίσχυ-ση τού ρεαλιστικού ρεύματος έναντίον τοΰ συμβατισμοΰ.

Ή κβαντική μηχανική, άντίθετα, ήταν τό άφετηριακό σημείο τοΰ μεγάλου άντιαιτιοκρατικοΰ κύματος στό όποιο άναφερθήκα-με. Ή διαλεκτική τοΰ άναγκαίου καί τοΰ τυχαίου μας δίνει τά μέ-σα γιά νά κατανοήσουμε τήν κατάσταση στήν κβαντική μηχανι-κή. Οί νόμοι τοΰ τυχαίου δέν είναι ή άρνηση τής αιτιότητας καί της αιτιοκρατίας. Είναι ή διαλεκτική άρνηση της άναγκαιότητας : Τό τυχαίο μετατρέπεται υπό κατάλληλες συνθήκες σέ άναγκαιό-τητα. Άντίστροφα, Ινας τεράστιος άριθμός αιτιοκρατικών συμ-βάντων είναι δυνατόν νά άποτελοΰν τό υπόβαθρο τοΰ στατιστικού νόμου.

Τό τυχαίο είναι όντολογική καί ταυτόχρονα γνωσιοθεωρητική κατηγορία. Είναι συνεπώς δυνατόν νά διατυπώσουμε τή θέση δτι στή μικροφυσική λειτουργεί μιά νέα μορφή καθορισμού, πλουσιό-τερη καί πολυδύναμη. Μπορούμε ταυτόχρονα νά θέσουμε τό έρώ-τημα τής ένδεχόμενης άναγωγής τών νόμων τής κβαντομηχανικής σέ δυναμικούς νόμους. Συνεπώς, τό έρώτημα γιά τήν ΰπαρξη λαν-θανουσών παραμέτρων είναι νόμιμο, καί ή ΰπαρξή τους παραμέ-νει άνοικτό έρώτημα.

Άλλά μιά θεωρία μέ λανθάνουσες παραμέτρους δέν σημαίνει ούτε τήν παλινόρθωση τής μηχανιστικής, λαπλασιανής αιτιοκρα-τίας ούτε τήν άναπόφευκτη έπιβολή μιας μορφής δυναμικού νό-μου. "Οπως σημειώσαμε, θεωρίες μέ λανθάνουσες παραμέτρους μπορεί νά είναι πιθανοκρατικές, ένώ ταυτόχρονα θά έπιτυγχάνουν

μ ο ρ φ ε σ φ υ σ ι κ η σ α ι τ ι ο κ ρ α τ ι α σ 21 1

μιά περιγραφή πληρέστερη άπό τή σημερινή. "Ετσι, ή άναζήτηση λανθανουσών παραμέτρων άπελευθερώνεται άπό τούς περιορι-σμούς τής δυναμικής περιγραφής καί μπορεί νά ταυτιστεί μέ τήν άναζήτηση νέων όντοτήτων και νέων καθορισμών πού λειτουργούν στό κβαντικό ή στό ύποκβαντικό έπίπεδο. Σέ τελευταία άνάλυση, μέ τήν πρόοδο τής Φυσικής.

'Αλλά ή άναζήτηση τέτοιων θεωριών είχε συνέπεια τήν άμφι-σβήτηση της ισχύος τής τοπικότητας. Δυό παρατηρήσεις ώς πρός αύτό : Ή αιτιότητα καί ή αιτιοκρατία είναι άρχές ( principes ) γιά κάθε ρεαλιστική άντίληψη. Ή έξέλιξη τής Φυσικής άπέδειξε τό εύρος καί τήν πολλαπλότητα τών μορφών τους. Ή τοπικότητα, άντίθετα, δέν έχει τό καθεστώς άρχής. Είναι γεγονός δτι ή σχετι-κιστική τοπικότητα είναι σύμφωνη μέ τή ρεαλιστική άντίληψη, κατά τήν όποία τά φαινόμενα είναι μή αντιστρεπτές διαδικασίες πού πραγματοποιούνται στό χωροχρόνο. 'Αλλά ό ρεαλισμός δέν συνδέεται μέ τούτη ή έκείνη τή μορφή τοπικότητας. Σήμερα I-χουμε συνειδητοποιήσει τήν ιστορικά καθορισμένη σχετικότητα τών έννοιών τής Φυσικής. Έτσι, π.χ., ëva μή μαζικό σωμάτιο εί-ναι έξίσου ύλικό μέ Ινα μαζικό, έπειδή ή μοναδική « ιδιότητα » της ΰλης, ώς φιλοσοφικής κατηγορίας, είναι ή άνεξαρτησία της άπό τό ύποκείμενο.

'Αντίστοιχα, θά ήταν δυνατόν νά δεχτούμε μιά γενικευμένη το-πικότητα, ή όποία θά μπορούσε νά έξασφαλίζεται μέ τό διάμεσο ύπερφωτεινών άλληλεπιδράσεων. Ή οριακή ταχύτητα τής σχετι-κότητας δέν συνιστά άναγκαστικά ένα άνώτατο δριο τών φυσικών ταχυτήτων. 'Αλλά, έπΐ τοΰ παρόντος, ή σχετικιστική τοπικότητα είναι σύμφωνη μέ τήν ταχύτητα μετάδοσης δλων τών γνωστών άλληλεπιδράσεων.

Θά ήταν πράγματι δυνατόν νά δεχτούμε μιά γενικευμένη το-πικότητα, ή όποία θά χαρακτηριζόταν άπό τήν ΰπαρξη άλληλεπι-δράσεων μέ ύπερφωτεινή ταχύτητα. Πρόκειται γιά μιά άποψη πού ομοιάζει μέ τήν πρόταση Μπώμ, Βιζιέ. 'Αλλά στήν προκειμένη περίπτωση θά έπρόκειτο γιά ύπερφωτεινές ταχύτητες πού θά με-τέφεραν σήμα καί συνεπώς θά μπορούσαν νά προκαλέσουν παρα-

2 1 4 π ε μ π τ ο κ ε φ α λ α ι ο

τηρήσιμα φαινόμενα. Μια τέτοια γενικευμένη τοπικότητα, συν-επώς, δέν θα είχε σχέση μέ τή μή τοπικότητα ή όποία, κατά τή σχολή της Κοπεγχάγης, έπιβεβαιώθηκε πειραματικά καί ειδικά μέ τά πειράματα τοϋ'Ασπέκτ καί τών συνεργατών του. Ή σχετι-κιστική τοπικότητα συμφωνεί έπΐ τοϋ παρόντος μέ τήν ύπαρξη μιας άνώτατης ταχύτητας στή φύση, ίσης μέ τήν ταχύτητα τοΰ φωτός. Υπάρχουν έντούτοις ορισμένες πειραματικές ένδείξεις, κατά τΙς όποιες ή ταχύτητα τοΰ φωτός σέ όρισμένες περιπτώσεις υπερβαίνει τό σχετικιστικό δριο. Ή τυχόν ύπαρξη τέτοιων ταχυ-τήτων δέν παλινορθώνει, προφανώς, τή δράση άπό άπόσταση τοΰ μηχανιστικού παραδείγματος. Τυχόν ύπερφωτεινές ταχύτητες θά σέβονται μιά γενικευμένη τοπικότητα.53

'Αντικείμενο αύτοΰ τοΰ κεφαλαίου δέν ήταν, προφανώς, νά ά-ποδείξει δτι ή διαλεκτική καί ό διαλεκτικός ύλισμός « άποδείχτη-καν », άλλά δτι είναι σύμφωνοι μέ τή σημερινή Φυσική. 'Επιχεί-ρησα συνεπώς νά άναλύσω τούς διάφορους τύπους αιτιοκρατίας καί νά άναδείξω τό φυσικό άντίστοιχό τους. *Αν αύτό τό κεφάλαιο άποτελεΐ Ινα « τέστ » υπέρ της διαλεκτικής, καί άν ή μαρτυρία τής Φυσικής είναι υπέρ τής διαλεκτικής, αύτό σημαίνει δτι βρισκό-μαστε μπροστά σέ μιά συγκεκριμένη τοπική διαλεκτική. Αύτό τό ένδεχόμενο θά ήταν έπιχείρημα υπέρ τής υλιστικής άντίληψης γιά τή φύση.

Ή έπιλογή άνάμεσα στήν αιτιοκρατία καί τόν [ντετερμινισμό δέν είναι πρόβλημα προσωπικού γούστου ή μιάς a prion έπιλογής. 'Επιβάλλεται άπό τις σημερινές γνώσεις καί άφορά τά ίδια τά θε-μέλια τής φύσης. Μία άπό τις άρχές τοΰ ύλισμοΰ, άπό τήν έποχή τοΰ Δημόκριτου καί μέχρι τις μέρες μας, είναι ή άρχή τής αιτιό-τητας καί τής αιτιοκρατίας. Οί σημερινές έπιστήμες προσκόμισαν άφθονο υλικό υπέρ αύτής τής θέσης.

'Επιχείρησα μέχρι έδώ νά διατυπώσω έπιχειρήματα υπέρ τής αντικειμενικότητας τής φύσης καί υπέρ τοΰ διαλεκτικού χαρακτή-ρα της. Έπίσης ύπέρ τοΰ δτι ή αιτιότητα καί ή αιτιοκρατία Ιχουν συγκεκριμενοποιηθεί άπό τή Φυσική καί δτι ή μορφή τους υπερ-βαίνει τή στενότητα τής μηχανιστικής αιτιοκρατίας. Οί νέες μορ-

μ ο ρ φ ε σ φ υ σ ι κ η σ α ι τ ι ο κ ρ α τ ι α σ 21 1

φές καθορισμού άντιστοιχοΰν σέ μιά περισσότερο λεπτή καί βα-θύτερη γνώση τής ύλης. Θα μπορούσαμε νά ποϋμε, συμπερασμα-τικά, ότι ό έπιστημονικός ρεαλισμός καί ό υλισμός έχουν ένα στα-θερό θεμέλιο στή φύση. 'Οπως όμως έχουμε υπογραμμίσει, ό υλι-σμός θέτει καί ένα δεύτερο άξίωμα : Τό άξίωμα τής αύθυπαρξίας ( asséité ) τής φύσης, έναντίον τών μύθων τής δημιουργίας καί τών ιδεαλιστικών φιλοσοφιών. 'Αλλά γιά νά άπαντήσουμε σ'αύτό τό έρώτημα, δηλαδή τής αύθυπαρξίας τής φύσης καί τής άνυπαρξίας κάποιας πνευματικής άρχής, έχουμε άνάγκη άπό τίς έπιστήμες τής ζωής καί τις έπιστήμες τοϋ άνθρώπου γενικότερα. Θά έπι-χειρήσω νά δείξω, στά τρία έπόμενα κεφάλαια, δτι τά δεδομένα αύτών τών έπιστημών θεμελιώνουν τή θέση δτι τό « πνεύμα » εί-ναι « προϊόν » τής ΰλης. Έν τέλει, δτι ό μονισμός τής ΰλης έχει έπιστημονικά θεμέλια.

'Αλλά, δπως είναι γνωστό, ό δήθεν ίντετερμινισμός τής Μικρο-φυσικής θεωρήθηκε δεδομένος καί άποτέλεσε τήν άφετηρία καί τή βάση ένός νέου κύματος μυστικισμού καί άνορθολογισμοΰ : Ή αιτιοκρατία δέν ισχύει στή φύση. Τά μικροσωμάτια έπιλέγουν έλεύθερα μία άπό τις δυνατές καταστάσεις. Συνεπώς τά μικρο-σωμάτια διαθέτουν έλεύθερη βούληση καί ή άνθρώπινη έλευθερία έδράζεται σ'αύτό τό βαθύτερο έπίπεδο όργάνωσης τής ΰλης. Ή δήθεν μή τοπικότητα, μέ τή σειρά της, έξέθρεψε δπως έχουμε ση-μειώσει, ένα έπιστημονικοφανές κύμα μυστικισμού : Ή αιτιοκρα-τική δομή τοΰ κόσμου είναι πλάνη. Μπορούμε νά « τηλεγραφή-σουμε » στό παρελθόν. Μπορούμε νά επηρεάσουμε τό παρελθόν. Εκτός άπό τό τοπικό σώμα μας διαθέτουμε ένα σώμα μή τοπικό, καί μπορούμε νά προβλέψουμε τό μέλλον. Έν τέλει ή παραψυχο-λογία, ή μαντεία καί τά θαύματα είναι δυνατά.

Στά τρία έπόμενα κεφάλαια, δπου καταγράφεται ή πορεία άπό τήν άζωη φύση στήν έμφάνιση τής ζωής μέχρι τήν άνθρωπογένε-ση καί τή νοογένεση, ελπίζω νά τεκμηριώσω τήν ύλιστική-φιλο-σοφική θέση δτι τό πνεύμα είναι δυνατότητα τής ΰλης σέ συγκε-κριμένες συνθήκες καί δτι, συνεπώς, ό ύλιστικός μονισμός έχει συγ-κεκριμένο έπιστημονικό θεμέλιο.

216 π ε μ π τ ο κ ε φ α λ α ι ο

Α Ν Α Φ Ο Ρ Ε Σ ΚΑΙ Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

1. Διάφορα Αρθρα στό Science et Conscience, Les deux lectures de Γ Univers, Stock, Παρίσι, 1980. S. Ortoli καί J.P. Pharabond, Le cantique des cantiques, La Découverte, Παρίσι, 1994. Κ. Wilbert (έπιμ.), Quantum Questions: Mythical Wrings of the World's Great Physicists, Shabala, Μπώλντερ Κολοράντο, 1984. Α. Jacquard, Science et Croyances, Ecriture, Παρίσι, 1994.

2. David Hume, A Treatise on Human Nature, Clarendon Presse, 'Οξφόρδη, 1960, σ. 77.

3. D. Hume, αντ. Τοϋ (δίου, Inquiry Concerning Human Understanding, Cla-rendon Press, 'Οξφόρδη, 1963.

4. Βλ.: Ernst Mach, Mécanique, Herman, Παρίσι, 1904. Τοϋ Ιδίου, The Analysis of Sensations, Dover. Rudolf Carnap, Philosophy and Logical Syntax (δί-γλωσση έκδοση ), Egnatia. Τοϋ Ιδίου, Les Fondements philosophu/ues de la physique, A.Colin, Παρίσι, 1973. Ludwig Wittgenstein, Tractatus iMgico-Philoso-phicus, Routledge and Kegan Paul, Λονδίνο, 1961.

5. Eftichios ßitsakis, " For an evolutionary epistemology ", περ. Science and Society, τεΰχος 51,1998, 1, σ. 389.

6. Καλείται πλέγμα, ένα διατεταγμένο σύνολο τοΰ όποίου κάθε ζεΰγος στοιχείων έχει ένα άνώτερο καί ένα κατώτερο φράγμα ( τά όποια σημειώνον-ται ώς V καί Λ ). Έ ν α πλέγμα είναι έπιμεριστικό άν κάθε ένας άπό τούς νό-μους ( V, Λ ) είναι έπιμεριστικός ώς πρός τόν άλλον. Έ ν α συμπληρωμένο πλέγ-μα : 1 ) Κατέχει ένα έλάχιστο καί ένα μέγιστο, καί 2 ) κάθε στοιχείο έχει ένα συμπλήρωμα. Έ ν α πλέγμα έπιμεριστιό καί συμπληρωματικό είναι ένα πλέγ-μα Boole. Ή λογική δομή τοΰ πλέγματος Boole είναι ή δομή της λογικής.

7. Μιά πρόταση είναι άτομική άν δέν υπάρχει πρόταση b πού θά άφοροΰσε τό σύστημα S καί ή όποία θά ήταν διαφορετική άπό τή μηδενική πρόταση καί θά συνεπαγόταν τήν α χωρίς νά ταυτίζεται μ'αύτήν. Ή άτομικότητα είναι ή τυπική έκφραση τοΰ γεγονότος βτι τό σύστημα διατηρεί τήν ταυτότητά του κατά τή μέτρηση.

8. Βλ. N.S. Kronfli, int. J.Th. Phys. 3, 395 ( 1970 ) καί 4,141 ( 1971 ). 9. Βλ. άρθρο τοΰ F. Βορρ στό Observation and Interpretation, Butterworks

Publ., Λονδίνο, 1957. 10. Max Born, περ. Physics Bulletin, τεΰχος 11,1995, σ. 304. Τοΰ ίδίου, περ.

Journal de Physique et de Radium, τεΰχος 20, 1959, σ. 43. 11. Heins Georg Schuster, Deterministic Chaos, VCII, Βάινχαϊμ, 1989. 12. Vladimir Igorevich Arnold, Catastrophe Theory, Springer-Verlag, Βερο-

λίνο 1986. Schuster, αύτ. René Thom, Modèles Mathémalùjues de la morphoge-

μ ο ρ φ ε σ φ υ σ ι κ η σ α ι τ ι ο κ ρ α τ ι α σ 21 1

nèse, Union Gén. d'Éditions, Παρίσι, 1974. Ilya Prigogine xal Isabelle Stengers, Entre le temps et l'éternité, Flammarion, Παρίσι, 1992.

13. ΕΓ. Bitsakis, Le Nouveau Réalisme Scientifique, L'Harmattan, Παρίσι, 1997, κεφ. 2.

14. Για τό χαρακτήρα τών μικροσκοπικών φαινομένων καί τή σχέση τους μέ τό μακροσκοπικό έπίπεδο, βλ. Bitsaksie, Physique et Matérialisme, κεφ. 7 καί 8.

15. Frederik J. Belinfante, Measurements and Time Reversal in Quantum Theory, Pergamon Press, 'Οξφόρδη, 1975.

16. Βλ. έπίσης : Paul Charles William Davies, The Physics of Time Asymmetry, Univ. California Press, 1974. F. Fer, L'Irréversibilité, Cauthier-Villars, 1977. Prigogine, Introduction à la thermodynamique des processus irréversibles, Dunod, 1968.

17. Friedrich Engels, L. Feuerbach, Éditions Sociales, Παρίσι, 1970, σ. 67. 18. Paul Langevin, La Pensée et l'Action, Éditione Sociales, Παρίσι, 1964. 19. Επιμεριστική ταυτότητα: για τρεις προτάσεις a, b, c: c Λ ( a v b ) =

( c Λ a ) ν ( c Λ b ). Άρχή της έπαλληλίας : γιά κάθε ζεύγος προτάσεων a, b, ( a ρ" b ), υπάρχει μιά πρόταση c, c * a καί c >· b, τέτοια ώστε : a v b = a v c = bvc .

20. Για τή λογική δομή της κβαντομηχανικής, βλ. : Josef Maria Jauch, Foundations of Quantum Mechanics, Addison-Wesley, 1968. C. Piron, Founda-tions of Quantum Physics, Benjamin, 1976.

21. Louis de Broglie, La Physique quantique restera-t-elle indéterministe ?, Gauthier-Villars, 1953, σσ. 31-32.

22. Erwin Schrödinger, στό Louis de Broglie, Physicien et Penseur, Albin Michel, 1953.

23. Για μιά κριτική άνάλυση της έννοιας της συμπληρωματικότητας, βλ. Bitsakis, στό Alwyn Van der Merwe κ.ά. (έπιμ.), Bell's Theorem and the Founda-tions of Modem Physics, World Scientific, 1992.

24. Για μια λεπτομερή άνάλυση, βλ. Bitsakis, Le Problème du déterminisme en physique, Thèse, Παρίσι, 1976. Τοϋ Ιδίου, Le Nouveau Réalisme Scientifique, δ.π.

25. Γιά τό συγκεκριμένο ζήτημα, βλ. : John von Neumann, Mathematical Foundations of Quantum Mechanics, Princeton University Press, Πρίνστον, 1955. Schrödinger, Naturwiss, 48, 1935. Γιά μια κριτική άνάλυση τοΰ ζητήματος, βλ. Bitsakis, An. Fond. Louis de Broglie, 5, 263, 1980. Τοΰ Ιδίου, στό Dimitri Ginev, Robert S. Cohen ( έπιμ. ), Issues and Images in the Philosophy of Science, Kluwer, Ντορντρέχτη, 1997, σ. 47.

26. Βλ., για παράδειγμα, Ν. Gisin, C. Piron, Lett. Math. Phys. 5, 379, 1981. 27. Ε. Schrödinger, στό Louis de Broglie, Physicien et Penseur, Albin Michel,

Paris, 1953, σ. 16. 28. Ε. Schrödinger, II Nouovo Cimenta, 1-1, 1955, σ. 2.

2 1 8 π ε μ π τ ο κ ε φ α λ α ι ο

29. Albert Einstein, στό Louis de Broglie, Physicien et Penseur, δ.π., σ. 5. Τοϋ Ιδίου, στό Electrons et Photons, Gauthier-Villars, Παρίσι, 1928, σ. 253.

30. David Böhm, περ. Physical Rev. 85, 166 καί 188, 1952, δ.π. 31. D. Böhm, J. Bub, Rev. Mod. Physics, 38, 1966, σ. 453. 32. Βλ. Bitsakis, στό G. Tarozzi, A. Van der Merwe ( έπιμ.), Open Questions

in Quantum Mechanics, Reidel, 1985. Τοϋ Ιδίου, στό Tarozzi, Van der Merwe (έπιμ.), Microphysical Reality and Quantum Formalism, Reidel, 1987. Τοΰ ιδίου, Problems in Quantum Physics, δ.π.

33. Βλ. Bitsakis, στό Open Question in Quantum Mechanics, δ.π. Τοΰ Ιδίου, στό Microphysical Reality and Quantum Formalism, δ.π. Τοΰ Ιδίου, στό Ludwik Costro κ.ά. ( έπιμ. ), Problems in Quantum Physics, World Scientific, Σιγκαπού-ρη, 1988.

34. Βλ. Bitsakis, περ. Physics Essays, 4, άρ. 1,1991 35. Βλ. Bitsakis, Le Problème du déterminisme..., Thèse. Τοΰ (δίου, στό

Physique et matérialisme. Τοΰ Ιδίου, στό Found, of Physics, 18, 331, 1988. 36. Einstein, Podolsky, Rosen, Physical Review, 47, 777, 1935. 37. Neils Bohr, Physical Review, 48, 696,1935. Για μιά ρεαλιστική έρμηνεία

τοΰ παραδόξου EPR, πρβλ. Bitsakis, στό Open Questions in Quantum Mechanics, δ.π. Τοΰ Ιδίου, An. Fond. Ixtuis de Broglie, 15, 35,1990.

38. Einstein, Max Born, Correspondance, 1919-1926, Seuil, Παρίσι, 1972. Bitsakis, στό Probleme in Quantum Physics, δ.π., σ. 3.

39. Ef. Bitsakis, Physics Essays, 9, 487, 1996. Τοΰ ιδίου. An. Fond. Louis de Broglie, 15, άρ. 1, 35,1990.

40. Βλ. Von Neumann, Mathematical Foundations of Quantum Mechanics, δ.π., σα. 206-211 καί 295-328. Bitsakis, στό Issues and Images in the Philosophy of Science, δ.π., σ. 47.

41. Garrett Birkhoff, J. von Neumann, Ann. Math., 37, 823,1936. 42. P. Böhm, Physical Review, δ.π. 43. Βλ., γιά παράδειγμα, L. de Broglie, Ixt Physiquequantiquerestera-t-elle

indéterministe ?, δ.π. Introduction à la nouvelle théorie des particules τοΰ Jean-Pierre Vigier καί τών συνεργατών του, Gauthier-Villars, 1961.

44. Bitsakis, στό Issues and Images in the Philosophy of Science, δ.π., σ. 47. 45. Γιά μιά λεπτομερή άνάλυση, βλ. Bitsakis, Le Problème du déterminisme

en Physique, δ.π. 46. John S. Bell, Physics, 1,195,1964. Rev. Mod. Phys., 38, 447,1966. 47. Βλ., για παράδειγμα, J.D. Angelidis, Rev. Mod Lett. 51,1819, 1983. Τοΰ

Ιδίου, J. Math. Phys., 34,1635, 1993. 48. Βλ. : L. de Broglie, C.R. Acad. Sei. Paris, 274, 1974. L. de Broglie κ.ά.,

Cah. Fund. Scientiae, 55, 1976. G. Lochak, Cah. Fund. Scientiae, 38,1975. Bitsa-kis, στό Open Questions in Quantum Mechanics, δ.π.

μ ο ρ φ ε σ φ υ σ ι κ η σ α ι τ ι ο κ ρ α τ ι α σ 21 1

49. Βλ., γιά παράδειγμα, Marshall,Santos,Selleri, Phys. Letters. 98A, 5,1983. Έπίσης, Bitsakis, Le Nouveau Réalisme Scientifique, δ.π.

50. Bitsakis, Physics Essays, 9, 487, 1996. Τοΰ Ιδίου, An. Fond. Louis de Broglie, 15, άρ. 1, 35, 1990.

51. Βλ. Franco Selleri, Found, of Phys., 12, 645, 1982. Τοΰ Ιδίου, Phys. Lett. 108Α, 197, 1985. Τοΰ Ιδίου, " Variable photon detection as an explanation of EPR experiments ", 'Ακαδημία Έπιστημών Νέας 'Τόρκης, 986.

52. Πρβλ. Bitsakis, Found, of Phys., 21,1,1991, σ. 63. 53. Γιά μιά συστηματική άνάλυση τών ζητημάτων της αιτιότητας καί της

τοπικότητας, βλ. Selleri, Quantum Paradoxes and Physical Reality, KJuwer Academic Publishers, 1990. Έπίσης, βλ. Bitsakis, στό P. Nicolacopoulos (έ-πιμ.), Greek Studies for the Philosophy and History of Sciences, Kluwer, Ντορντ-ρέχτη 1990. ΕΙδικά τό Annexe ( παράρτημα ).

Ε Κ Τ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο

Άνθρωπογένεση

ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ έπιχείρησα νά θεμελιώσω συγκεκριμένα τή θέση γιά τήν ενότητα τών μορφών τής υ-

λης. Να άποδείξω, κατ'άρχήν, δτι ό δυϊσμός της ΰλης καί τής ενέργειας, τής ΰλης καί τοΰ πεδίου, είναι προϊόν μιας προσχετικι-στικής έρμηνείας τών θεωριών τοΰ 'Αϊνστάιν. Στή συνέχεια έπι-χείρησα νά άναδείξω τήν ένότητα τών μορφών τής ΰλης στό μι-κροφυσικό έπίπεδο καί νά θεμελιώσω τή θέση δτι ό νεοπλατωνι-σμός καί ό νεοπυθαγορισμός πού ύποστηρίζουν φυσικοί καί φιλό-σοφοι δέν έχουν επιστημονικό θεμέλιο. Τέλος, έπιχείρησα νά άνα-δείξω τό γεγονός 6τι στό έπίπεδο αύτοοργάνωσης τής ΰλης λει-τουργούν σχέσεις μιας τοπικής διαλεκτικής. Περνώντας στήν κλί-μακα τοΰ μεγακόσμου, προσπάθησα νά άναδείξω τόν οιονεί μετα-φυσικό χαρακτήρα τοΰ προτύπου τής Μεγάλης Έκρηξης, καί ταυ-τόχρονα νά άνιχνεύσω διαλεκτικές διαδικασίες στό σήμερα προσ-ιτό μέρος τοΰ Σύμπαντος. Ή άνάλυση τών μορφών φυσικής αι-τιοκρατίας, τέλος, ήταν τό άναγκαϊο συμπλήρωμα γιά μιά ρεαλι-στική καί ύλιστική άντίληψη γιά τή φύση. Συμπέρασμα : Παρα-μένοντας στό έπίπεδο τής άνόργανης φύσης, είναι δυνατόν νά συγ-κροτήσουμε μιά, λογικά συνεκτική, ρεαλιστική καί τασιακά ύλι-στική κοσμοαντίληψη, ή όποία « δέν έχει άνάγκη » άπό τις έν-νοιες ( καί τΙς οντότητες ) τών ιδεαλιστικών φιλοσοφιών καί τής θρησκείας.

Εντούτοις, δπως έχω τονίσει, ή Φυσική καί ή Κοσμολογία δέν μποροΰν νά θεμελιώσουν παρά μόνο έναν έπιστημονικό ρεαλισμό μέ ύλιστική τάση. 'Επειδή ό ύλισμός, έκτός άπό τό άξίωμα τής άντικειμενικότητας τής ΰλης, άπαιτεΐ καί ένα δεύτερο άξίωμα: Στό άξίωμα δτι ή φύση είναι αιτία τοΰ έαυτοΰ της. Συνεπώς, γιά νά θεμελιώσουμε τήν αύθυπαρξία τής ΰλης έναντίον τοΰ δόγματος

221

2 2 2 ε κ τ ο κ ε φ α λ α ι ο

της Δημιουργίας καί έναντίον τών διαφόρων μορφών τοϋ ιδεαλι-σμού καί τοΰ δυ'ι'σμοΰ, έχουμε άνάγκη άπό τΙς έπιστήμες της ζωής καθώς καί άπό τΙς κοινωνικές έπιστήμες. Γιά νά φωτίσουμε τις σχέσεις άνάμεσα στήν ύλη καί τό πνεύμα θά πρέπει νά δώσουμε έπιστημονική άπάντηση στό πρόβλημα τής προέλευσης καί τής έξέλιξης της ζωής : Στά φαινόμενα τής φυλογένεσης, τής άνθρω-πογένεσης καί τής νοογένεσης.

Τά δεδομένα της βιολογίας έχουν κρίσιμη φιλοσοφική σημα-σία, έπειδή μπορούν νά άπαντήσουν στά προηγούμενα έρωτήμα-τα. Δηλαδή : Νά έξηγήσουν τό φαινόμενο τής έμφάνισης της ζωής στή Γή, τό πέρασμα άπό τήν προβιοτική, άζωη ύλη, σέ στοιχεια-κές μορφές άρχικά, καί τήν έξέλιξη αύτών τών μορφών μέχρι τόν άνθρωπο. Ή βιολογία, συνεπώς, μπορεί νά θεμελιώσει τήν υλι-στική θέση κατά τήν όποία δέν συναντάμε τό «πνεύμα» στίς άπαρχές, άλλά σέ ένα συγκεκριμένο στάδιο της έξέλιξης της ύλης ( Γκράμσι ), ώς ένδογενή δυνατότητα ή όποία πραγματοποιείται σέ συγκεκριμένες συνθήκες. Έτσι ή βιολογία μπορεί νά θεμελιώ-σει, στή βάση τής ένότητας τών μορφών τής ύλης τήν όποία άπο-δεικνύει ή Φυσική, μιά ύλιστική-μονιστική άντίληψη γιά τή φύ-ση. Οί έπιστήμες τής φύσης συνολικά έκβάλλουν στόν ύλισμό, άπο-δεικνύοντας τόν ιδεολογικό χαρακτήρα τοΰ δυϊσμού της ύλης καί τής ένέργειας, τής ύλης καί τοΰ πνεύματος, τοΰ δόγματος τής Δη-μιουργίας, τής τελεολογίας κλπ., γιά νά μήν άναφερθοΰμε στή λε-γόμενη «άνθρωπική άρχή», μοντέρνο άπόβλητο τής ψευδοεπι-στημονικής σκέψης.

1. Οί φιλοσοφικές διαισθήσεις

Πρώτοι οί φιλόσοφοι έπιχείρησαν νά άπαντήσουν στό έρώτημα τής προέλευσης τής ζωής. "Οπως έχουμε σημειώσει, ή φιλοσοφία, άντίθετα μέ τό έγελιανό σχήμα, προηγήθηκε τών έπιστημών, οί όποιες άποτέλεσαν τήν άρνηση, ένώ ταυτόχρονα ήταν οί νόμιμοι κληρονόμοι της. "Ετσι, άπό τήν άρχαιότητα είναι δυνατόν νά έντο-

α ν θ ρ ω ι ι ο γ ε ν ε ε η 2 2 3

πίσουμε δύο άνταγωνιστικά ρεύματα σέ σχέση μέ τήν προέλευση τής ζωής : 'Απόψεις για δημιουργία καί άπόψεις ιδεαλιστικές άπό τή μία, καί άπό τήν άλλη τΙς πρώτες άπόπειρες νά έρμηνευθεΐ ή ζωή ώς προϊόν τής έξέλιξης τής ύλης. Μεταξύ τών πρώτων « φυ-σιοκρατών » ήταν καί οί Έλληνες φιλόσοφοι πρίν άπό τόν Σω-κράτη : οί προσωκρατικοί. Ά ς έπιχειρήσουμε λοιπόν νά σκιαγρα-φήσουμε τίς προεπιστημονικές διαισθήσεις τους.

Κατά τόν Αριστοτέλη, οί « πρώτοι φιλόσοφοι » θεώρησαν τίς άρχές τών όντων ώς άποκλειστικά υλικές. Σέ συμφωνία μέ τίς φυ-σιοκρατικές άντιλήψεις τους, θεώρησαν τή ζωή προϊόν τής αύθόρ-μητης αύτοοργάνωσης τής ΰλης. Γνωρίζουμε, π.χ., ότι ό Θαλής υποστήριζε ότι τό ΰδωρ είναι « άρχή » τών όντων καί μιλοΰσε γιά τή σπουδαιότητά του γιά τή γέννηση καί τή διατήρηση της ζωής τών φυτών καί τών ζώων. Ό Θαλής, υπερβαίνοντας τόν άνιμισμό καί τίς μυθικές κοσμογονίες, άπέδιδε φυσικά αίτια στά φυσικά φαινόμενα. Άλλά οί διαισθήσεις τοΰ Αναξίμανδρου ήταν πιό συγ-κεκριμένες. Κατ'αύτόν « τά πρώτα ζώα γεννήθηκαν άπό τήν υγρα-σία καί ήταν κλεισμένα σέ άγκαθωτό κέλυφος. Μέ τόν καιρό άνέ-βηκαν στις όχθες, τό κέλυφος σχίστηκε καί ταυτόχρονα άλλαξαν ζωή » (Άέτιος ). 'Ως πρός τόν άνθρωπο : « Τά ψάρια καί οί άνθρω-ποι άνήκουν στό ϊδιο είδος. Στήν άρχή οί άνθρωποι γεννήθηκαν μέ-σα στά ψάρια καί τρέφονταν όπως οί καρχαρίες, άλλά όταν κα-τόρθωσαν νά ικανοποιούν μόνοι τίς άνάγκες τους, άρχισαν νά βα-δίζουν καί πάτησαν πόδι στήν ξηρά » ( Πλούταρχος ). Οί ιδέες αύ-τές φαίνονται άφελεΐς στό φώς τών σημερινών έπιστημών. 'Εντού-τοις είναι μεγαλοφυείς φιλοσοφικές διαισθήσεις, οί όποιες έπαλη-θεύτηκαν, ώς πρός τήν άρχή τους, άπό τίς σημερινές έπιστήμες τής ζωής. Ό Άναξιμένης, μαθητής τοΰ Αναξίμανδρου, θεωροΰσε τόν άέρα άρχή τού Σύμπαντος. Σύμφωνα μέ τήν κοσμολογία του, άκόμα καί οί θεοί υπόκεινται στή γένεση, έπειδή γεννιούνται καί πεθαίνουν σέ μακρά χρονικά διαστήματα, όπως σημειώνει σχε-τικά δ Κικέρων. Αναφορικά μέ τήν ψυχή, δ Άναξιμένης υποστή-ριζε ότι άποτελεΐται άπό άέρα. Ακολουθώντας τήν ίδια, άφελώς υλιστική, κατεύθυνση ό Αναξαγόρας δεχόταν, καί αύτός, ότι « τί-

224 ε κ τ ο κ ε φ α λ α ι ο

ποτα δέν μπορεί νά προκύψει άπό τό τίποτα ». Κανένα πράγμα οΰτε γεννιέται οΰτε χάνεται, άλλά τά πάντα προκύπτουν άπό προϋ-πάρχοντα πράγματα, μέ μείξη καί μέ διαίρεση. 'Ως πρός τή ζωή, ό Άέτιος μάς πληροφορεί δτι « ό Διογένης καί ό 'Αναξαγόρας υπο-στήριζαν δτι μετά τό σχηματισμό τοΰ κόσμου, τά ζώα προέκυψαν άπό τή γη ». Κατά τόν 'Αναξαγόρα, δλα τά πράγματα ήταν « όμοΰ » καί κατόπιν ό Νοΰς « πάντα ταύτα διεκόσμησεν ». Οί άρχές κατά τόν 'Αναξαγόρα είναι άριθμητικά άπεριόριστες. 'Αλλά ό Νοΰς είναι άρχή πού δεσπόζει σέ δλα τά πράγματα καί είναι άπλός, χωρίς μείξη καί καθαρός. Δέν είναι συνεπώς τυχαίο δτι ό 'Αναξα-γόρας θεωρήθηκε « ιδεαλιστής » ( πρίν άπό τήν ύπαρξη τοΰ δρου ). Ό 'Αριστοτέλης, π.χ., Ιγραφε δτι ό 'Αναξαγόρας, λέγοντας δτι στή φύση υπάρχει Ινα Πνεύμα, αιτία τοΰ Σύμπαντος καί δλης τής τάξης τήν όποία βλέπουμε, είχε ύποστηρίξει μιά ύγιή γνώμη, ένώ οί προηγούμενοι άπ'αύτόν άρκοΰνταν στό άληθοφανές. "Ομως, πράγματι ό 'Αναξαγόρας άποσχίστηκε άπό τή φυσιοκρατική πα-ράδοση ; Στήν πραγματικότητα ό 'Αναξαγόρας ήταν πιστός στήν παράδοση τών προγενεστέρων του. Ή ψυχή, κατ'αύτόν, άποτε-λεΐται άπό άέρα ('Αέτιος ). Ό Νους, τό κοσμικό πνεύμα, ώς έξαι-ρετικά λεπτή ΰλη, τό πιό λεπτό καί τό πιό έλαφρό άπ' δλα, είναι αιτία κίνησης καί τάξης.

Πλησιάζουμε στήν έποχή τοΰ Περικλή, σύγχρονου τοΰ 'Ανα-ξαγόρα. 'Ακολουθούν ό Λεύκιππος καί ό Δημόκριτος, ό Σωκράτης ( 470-399 π.Χ. ) καί ό Πλάτων καί τό μεγάλο σχίσμα στή φιλοσο-φία. Άπό τή μιά πλευρά ό Πυθαγόρας καί ό Πλάτων, δηλαδή ό φιλοσοφικός ιδεαλισμός. Άπό τήν άλλη, ό Λεύκιππος καί ό Δημό-κριτος, δημιουργοί τοΰ άρχαίου άτομισμοΰ καί τοΰ φιλοσοφικού ύλισμοΰ. 'Επίσης, ό όρθολογισμός τών σοφιστών καί ό υλισμός τών στωικών.

Κατά τούς 'Ατομικούς υπάρχουν τά άτομα ( τόΌν ) καί τό κενό ( τό μή Ό ν ). Υπάρχει μιά άπειρία άτόμων καί, άντίστοιχα, άπει-ροι κόσμοι. Ή γένεση προκύπτει άπό τή σύνδεση τών άτόμων. Ή φθορά άπό τήν άποσύνδεση. Τίποτα δέν γεννιέται άπό τό μή Όν, οΰτε μεταπίπτει στό μή Όν. Συνεπώς : Διατήρηση της ΰλης. Άπό

α ν θ ρ ω ι ι ο γ ε ν ε ε η 225

τό συνδυασμό τών άτόμων προκύπτει τό νερό, ή φωτιά, τό δέντρο, ό άνθρωπος. Κατά τόν Δημόκριτο ή ύγρασία είναι τό πρώτο αϊτιο γιά τή ζωή (Άέτιος ). Ώς πρός τόν άνθρωπο, ό Δημόκριτος θεω-ρούσε δτι άρχικά οί άνθρωποι δημιουργήθηκαν άπό νερό καί άπό λάσπη καί δτι ή ψυχή είναι μιά πύρινη σύνθεση άποτελούμενη άπό στοιχεία ορατά γιά τή νόηση. Ή ψυχή, σημειώνει ό 'Αριστοτέλης σχετικά μέ τόν Δημόκριτο, είναι κάτι ένσώματο. 'Επίσης είναι φθαρτή καί άποσυντίθεται μαζί μέ τό σώμα ('Αέτιος ).

Ό 'Επίκουρος ήταν Ινας άπό τούς διαπρεπέστερους άντιπρο-σώπους τοΰ άρχαίου άτομισμοΰ. Καί κατ'αύτόν ύπάρχουν τά άτομα καί τό κενό. Ή ζωή προήλθε άπό τή γή μέ τό συνδυασμό άτόμων. Ή ψυχή ύπάρχει. 'Αποτελείται άπό άτομα, δέν είναι ασώματη καί είναι θνητή. Ή φιλοσοφία τοΰ'Επίκουρου, δπως καί ή φιλοσοφία τοΰ Δημόκριτου, είναι αιτιοκρατική καί άποκλείει κάθε είδος σκοπιμότητας. Στή φύση δροΰν τά ποιητικά, ή υλι-κά αίτια. Στή συνέχεια ό Λουκρήτιος ( - 9 8 π.Χ.-50 π.Χ.) ήταν ό συνεχιστής τοΰ άρχαίου ύλιστικοΰ άτομισμοΰ. Τά άτομα κάθε είδους είναι, καί κατ'αύτόν, άπειρα σέ άριθμό. Ό κόσμος μας δέν είναι μοναδικός καί είναι φθαρτός. Τά άτομα, άντίθετα, είναι αιώνια. Σέ σχέση μέ τή ζωή, καί ό Λουκρήτιος δεχόταν δτι μη-τέρα τής ζωής είναι ή γή, έπειδή άπό τή γή προκύπτουν δλα τά δντα. Οί άνθρωποι δέν είναι δημιουργήματα κάποιου θεοΰ ή άλ-λων υπερφυσικών δυνάμεων. Γεννήθηκαν μέ τή δράση φυσικών δυνάμεων. Κατά συνέπεια ή ούσία τής νόησης καί τής ψυχής είναι ύλική, δπως καί κάθε άλλου όργάνου. Καί ό Λουκρήτιος, έπίσης, δέν δεχόταν τήν ΰπαρξη ύπερφυσικών δντων καί τελικών αιτίων.

Καί οί θεοί ; Μετά τόν Ξενοφάνη ( 6ος αιώνας π.Χ.), ιδρυτή τής σχολής τής 'Ελέας, ό Δημόκριτος έπιχείρησε νά έξηγήσει τή γέν-νηση τής ιδέας τοΰ Θεοΰ ( καί τών θεών ). Παρατηρώντας τά ού-ράνια φαινόμενα, δπως τις βροντές, τίς άστραπές καί τούς κεραυ-νούς, τούς σχηματισμούς τών άστρων, τΙς έκλείψεις τοϋ "Ηλιου καί τής Σελήνης, οί πρωτόγονοι τρομοκρατοΰνταν καί φαντάζονταν δτι αιτία ήταν οί θεοί. Ό Μάρξ, άκολουθώντας τήν ίδια γραμμή σκέ-

2 2 6 ε κ τ ο κ ε φ α λ α ι ο

ψης, έξήγησε πώς καί γιατί ή ούράνια οικογένεια είναι ή αντανά-κλαση της έπίγειας.

Θά ήθελα νά τελειώσω αύτή τή σύντομη σκιαγραφία τών άντι-λήψεων τών προσωκρατικών μέ ίνα χωρίο άπό τό έργο τοΰ Διό-δωρου τοΰ Σικελιώτη ( 1ος αϊ. π.Χ.). Τό χωρίο αύτό είναι σχετικά έκτεταμένο, άλλά νομίζω δτι άξίζει τόν κόπο νά διαβαστεί αύτή ή μαρτυρία. "Ετσι :

« Κατά γάρ τήν έξ αρχής τήν δλην σύστασιν μίαν έχειν ΐδέαν ού-ρανόν τε καί γήν, μεμιγμένης αύτών τής φύσεως- μετά δέ ταύτα διαστάντων τών σωμάτων άπ' αλλήλων, τόν μέν κόσμον περιλα-βεϊν άπασαν τήν όρωμένην έν αύτω σύνταξιν, τόν δ'άέρα κινήσε-ως τυχεΐν συνεχούς, καί τό μέν πυρώδες αύτοΰ πρός τούς μετεω-ροτάτους τόπους συνδραμεΐν, άνωφεροϋς ούσης τής τοιαύτης φύ-σεως διά τήν κουφότητα άφ' ής αιτίας τόν μέν ήλιον καί τό λοιπόν πλήθος τών άστρων έναποληφθήναι τη πάση δίνη· τό δέ ΐλυώδες καί θολερόν μετά τής τών ύγρών συγκρίσεως έπί ταύτό κατα-στήναι διά τό βάρος' είλούμενον δ'έν έαυτω συνεχώς καί συ-στρεφόμενον έκ μέν τών ύγρών τήν θάλατταν, έκ δέ τών στερε-μνιωτέρων ποιήσαι τήν γήν πηλώδη καί παντελώς άπαλήν. Ταύ-την δέ τό μέν πρώτον τοΰ περί τόν ήλιον πυρός καταλάμψαντος πήξιν λαβείν, έπειτα διά τήν θερμασίαν άναζυμουμένης της έπι-φανείας συνοιδήσαί τινα τών ύγρών κατά πολλούς τόπους, καί γε-νέσθαι περί αυτά σηπεδόνας ύμέσι λεπτοΐς περιεχομένας- δπερ έν τοϊς έλεσι καί τοις λιμνάζουσι τών τόπων έτι καί νΰν όρασθαι γι-νόμενον, έπειδάν τής χώρας κατεψυγμένης άφνω διάπυρος ό άήρ γένηται, μή λαβών τήν μεταβολήν έκ τοϋ κατ'όλίγον. Ζωογο-νουμένων δέ τών ύγρών διά τής θερμασίας τόν είρημένον τρόπον τάς μέν νύκτας λαμβάνειν αύτίκα τήν τροφήν έκ τής πιπτούσης άπό τοϋ περιέχοντος ομίχλης, τάς δ'ήμέρας ύπό τοϋ καύματος στερεοϋσθαΐ" τό δ'έσχατον τών κυοφορουμένων τήν τελείαν αύξησιν λαβόντων, καί τών υμένων διακαυθέντων τε καί περιρ-ραγέντων άναφυήναι παντοδαπούς τύπους ζώων ».

(Διόδωρος Σικελιώτης, 1,7,1 )

α ν θ ρ ω ι ι ο γ ε ν ε ι η 2 2 7

Kai τό κείμενο αύτό μπορεί νά φαίνεται άφελές μπροστά στίς σημερινές γνώσεις. 'Αλλά τό ούσιαστικό δέν είναι ή « έπιστημονι-κότητά » του. Είναι τό γεγονός δτι ή προσέγγιση τοΰ φαινομένου της ζωής είναι υλιστική, καί διαλεκτική καί δτι άποκλείει, κατά συνέπεια, κάθε μυθική ή υπερφυσική δύναμη. Καί άξίζει νά θέ-σουμε τό έρώτημα γιατί χρειάστηκαν σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια για νά άντιμετωπιστεΐ έκ νέου τό πρόβλημα τής ζωής ώς γεγονός τής έξέλιξης της άζωης ΰλης. Ή άπάντηση είναι προφανής.

Ά ς υπενθυμίσουμε τΙς μυθικές-ποιητικές κοσμογονίες: τόν "Ομηρο, τόν 'Ησίοδο, τόν ορφισμό. Οί κοσμογονίες αύτές ήταν άφελώς « υλιστικές », άκόμα καί διαλεκτικές. Σύμφωνα μ'αύτές, ή Γή είναι μητέρα τών δντων, καί ή δημιουργία ex nihilo είναι άδιανόητη. 'Επίσης κατά τΙς όρθολογικές κοσμολογίες δέν υπάρ-χει Δημιουργία. Άκόμα καί κατά τόν Πλάτωνα ό Δημιουργός δέν δημιούργησε τόν κόσμο ex nihilo. 'Ως τεχνίτης, τόν δημιούργησε βάζοντας τάξη στίς 'Ιδέες. 'Επιπλέον, ώς άγαθός, τόν δημιούργη-σε σύμφωνα μέ τό καλύτερο δυνατό πρότυπο.

Οί όρθολογικές κοσμολογίες, δπως καί οί άντιλήψεις γιά τή ζωή, δέν ήταν « έπιστημονικές ». Τό καθεστώς τους είναι διαφο-ρετικό άπό τό καθεστώς τών έπιστημονικών άντιλήψεων πού τίς διαδέχτηκαν. 'Εντούτοις, τό πέρασμα « άπό τό μύθο στό λόγο » δέν ήταν ούτε στιγμιαίο ούτε ολοκληρωτικό. 'Ιδέες τών μυθικών κο-σμογονιών ένσωματώνονταν στίς φιλοσοφικές κοσμολογίες. 'Επί-σης, πολλές άπό τΙς διαισθήσεις τών κοσμογονιών καί τών κο-σμολογιών έχουν μιά άναλογία μέ έπιστημονικές άντιλήψεις της Φυσικής, τής Κοσμολογίας καί τής βιολογίας. Έτσι, γιά νά άνα-δείξουμε τή διαφορά άλλά καί τίς καταπληκτικές ομοιότητες, θά παραθέσουμε τήν άποψη τριών σύγχρονων βιολόγων γιά τήν έμφάνιση τής ζωής : « Τά εϊδη δέν παραμένουν σταθερά στήν αιω-νιότητα. Έχουν προκύψει 'ιστορικά άπό προηγούμενες πιό " άπλές " καί πιό " πρωτόγονες " μορφές. Έτσι θά μπορούσε νά κατανοηθεί ή προέλευση τής ζωής άπό τή μή Ιμβια ύλη. Θά μπορούσαμε νά φανταστούμε μιά άρχέγονη χημική σούπα στήν όποία πραγματο-ποιούνταν κρίσιμες χημικές άντιδράσεις, οί όποιες οδηγούσαν σέ

2 2 8 ε κ τ ο κ ε φ α λ α ι ο

άντ(.δράσεις πού άποτέλεσαν τή βάση τών πρώτων μορφών τής ζωής. Ό Δαρβίνος δέν παρέλειψε νά διαλογιστεί μ' αύτόν τόν τρό-πο γιά τήν άπαρχή τής ζωής, άλλά ή κύρια θεωρητική πρόοδος όφείλεται στόν βιοχημικό 'Αλεξάντρ Όπάριν ( 1894-1980 ) καί στόν γενετιστή John Haidane ( 1892-1964 ) κατά τή δεκαετία τοΰ '20 ( καί οί δύο προσπάθησαν συνειδητά νά έργαστοΰν στό πλαίσιο τής διαλεκτικής καί όχι τοΰ μηχανικισμοΰ ) »."

Συνεπώς : Έπιστημική επανάσταση, αλλαγή « παραδείγματος », άλλά όχι τομή. Αναξίμανδρος, Άναξιμένης, Λεύκιππος, Δημόκρι-τος, 'Επίκουρος, Λουκρήτιος. Ό Διόδωρος ό Σικελιώτης έδωσε μιά περίληψη αύτής τής μακράς φυσιοκρατικής-ύλιστικής παράδο-σης. 'Αλλά ήδη πλησιάζουμε τήν περίοδο της παρακμής τής άρ-χαίας, όρθολογικής φιλοσοφίας. Ή κρίση τής άθηναϊκής δημοκρα-τίας, ή κρίση γενικότερα τών δουλοκτητικών κοινωνιών, δέν εύνο-οΰσε τήν ήρεμη καί συχνά αισιόδοξη στάση άπέναντι στήν πραγ-ματικότητα. Οί σοφιστές ήταν οί τελευταίοι ιδεολόγοι της δημο-κρατίας καί οί στωικοί υιοθέτησαν μιά γαλήνια στάση άπέναντι στίς περιπέτειες τής ζωής.

Οί πυθαγόρειοι καί ό Πλάτων είχαν άνοίξει ήδη τό δρόμο πρός τόν φιλοσοφικό ιδεαλισμό. Τώρα τό έδαφος τό κατακτούσαν ό νεο-πλατωνισμός, ό συγκριτισμός μέ τόν άνατολικό μυστικισμό, καί τό δόγμα τής Δημιουργίας τής νέας θρησκείας : τοΰ χριστιανισμού. Τό χριστιανικό δόγμα καί ό μυστικισμός έπαιρναν τήν άντεκδί-κησή τους. Τώρα, τουλάχιστον στήν Ευρώπη, ό Θεός είχε δημιουρ-γήσει έκ τοΰ μηδενός τόν κόσμο, τό ήλιακό σύστημα, τή ζωή καί τούς άνθρώπους. Τό δόγμα της δημιουργίας συγκατοικούσε μέ τό μυστικισμό καί μέ μηχανιστικές άντιλήψεις. Σύμφωνα μέ μιά τέ-τοια άντίληψη, ή ζωή ήταν έκφραση κάποιας ζωικής δύναμης ( vis Vitalis ). Όμως ό Fr. Wöhler ( 1800-1882 ) συνέθεσε τό 1828 στό έργαστήριο μιά οργανική ένωση, τήν ούρία, μέ βρασμό ένός δια-λύματος κυανιούχου άμμωνίου. Δηλαδή δημιούργησε μιά όργα-νική ούσία άπό μή οργανικά μόρια. Ή ύπόθεση της ζωικής δύνα-μης είχε δεχτεί ένα θανάσιμο πλήγμα άλλά τό δόγμα της δημι-ουργίας καί ό μυστικισμός έπιβίωσαν. 'Από τήν άντίθετη πλευρά

λ ν θ ρ ω ι ι ο γ κ ν ε ς η 229

υπήρχαν μηχανιστικές-ύλιστικές αντιλήψεις για τήν προέλευση τής ζωής, δπως ή ιδέα τής αύθόρμητης γένεσης, δηλαδή δτι τά κύτταρα μπορούσαν νά προέλθουν άπό ένα διάλυμα οργανικών μορίων.

Ασκώντας κριτική σ'αύτές τίς άπόψεις ό Ένγκελς έγραφε: « Άπό τότε πού γνωρίζουμε τά χωρίς δομή μονήρη, είναι τρελό νά θέλουμε νά έξηγήσουμε τή γέννηση έστω καί ένός κυττάρου μέ άμεση άφετηρία τήν άδρανή ΰλη άντί γιά τό ζωντανό λεύκωμα, καί νά πιστεύουμε δτι μέ λίγο βρόμικο νερό θά ήταν δυνατόν νά ύπο-χρεώσουμε τή φύση νά κάνει σέ εΐκοσιτέσσερις ώρες αύτό πού χρειάστηκε έκατομμύρια χρόνια». Σχολιάζοντας τά πειράματα τοΰ Louis Pasteur ( 1822-1895 ), ό Ένγκελς έγραφε : « Τά πειρά-ματα τοΰ Παστέρ άπ' αύτή τήν άποψη είναι μάταια : Σέ κείνους πού πιστεύουν στή δυνατότητα τής αύθόρμητης γένεσης δέν θά άπο-δείξουν ποτέ τό άδύνατο, μέ τή βοήθεια αύτών τών πειραμάτων. Όμως αύτά τά πειράματα είναι σπουδαία, έπειδή παρέχουν πολ-λές διασαφηνίσεις σχετικά μ'αύτούς τούς όργανισμούς, τή ζωή τους, τά σπέρματά τους κλπ.».3

Διατυπώθηκε έπίσης ή υπόθεση δτι τά κύτταρα θά μπορούσαν νά προέλθουν άπό κάποιο « πρωταρχικό βλάστημα ». Άλλά δπως γράφει ό François Jacob (γενν. 1920), μέ τόν R. Virchow (1821 -1902 ) άποκλείστηκε ή δυνατότητα νά γεννηθεί ένα κύτταρο άπό κάποιο οργανικό μείγμα. Ό Ζακόμπ παραθέτει τόν Virchow: « Ε -κεί δπου έμφανίζεται Ινα κύτταρο θά έπρεπε νά ύπάρχει προη-γούμενα Ινα άλλο, τό ίδιο δπως ένα ζώο δέν μπορεί νά προέλθει άπό τό τίποτα, παρά άπό ένα ζώο, καί ένα φυτό άπό τίποτα άλλο έκτός άπό φυτό ». Μέ τό κύτταρο, γράφει ό Φρ. Ζακόμπ, ή βιο-λογία βρήκε τό άτομό της. Ό σχηματισμός ένός έμβιου δντος είναι μιά άναπαραγωγή: «Στήν προέλευση κάθε έμβιου δντος ύπάρχει πάντα μία άπ' αύτές τίς μονάδες πού συνθέτουν τό έμβιο, μία σταγονίτσα πρωτοπλάσματος, κλεισμένη σέ ένα περίβλημα, δηλαδή μιά δομή ή όποία κατέχει ήδη δλα τά κατηγορήματα τοΰ έμβιου»/'

'Εντούτοις τό έρώτημα παραμένει : Πώς γεννήθηκε ή ζωή; Μέ

2 3 0 ε κ τ ο κ ε φ α λ α ι ο

ποιόν τρόπο ή υλη μπόρεσε στή Γή νά περάσει άπό τό προβιοτικό στάδιο σέ όλο και περισσότερο σύνθετες δομές γιά νά καταλήξει στή δημιουργία Ιμβιων όντων ; Οί προσωκρατικοί είχαν άκολου-θήσει τήν όρθή όδό. 'Αλλά ήταν πολύ νωρίς. Στά νεότερα χρόνια ή βιολογία έπιβεβαίωσε, κατ'άρχήν, τίς φιλοσοφικές διαισθήσεις αύτών τών στοχαστών. Βασικές αιτίες τής μακρόχρονης κυριαρ-χίας τού άνορθολογισμοΰ ήταν ό ρόλος τής θρησκείας στή φεου-δαρχική Εύρώπη, άλλά φυσικά καί ή τεχνολογική καθυστέρηση ή όποία δέν έπέτρεπε τή δημιουργία αύθεντικά έπιστημονικών θεω-ριών : Δηλαδή τό πέρασμα άπό τήν ιδεολογία στήν έπιστήμη. Ά ς έπιχειρήσουμε λοιπόν νά άκολουθήσουμε τόν μακρύ δρόμο πού όδήγησε στή γέννηση τής ζωής, στήν άνθρωπογένεση καί στή νοο-γένεση.

2. Ή ανάδυση τής ζωής

Άπό πού προήλθε ή ζωή ; ΤΗταν Ινα θαύμα ; Ή άποδοχή τοΰ δόγ-ματος τής Δημιουργίας συνεπάγεται άνυπέρβλητες άντιφάσεις έπιστημονικοΰ καί ήθικοΰ χαρακτήρα. Ή άποδοχή τής υπόθεσης ότι ή ζωή μεταφέρθηκε στή Γή άπό τόν έξωγήινο χώρο, στερείται έπιστημονικοΰ θεμελίου. Ή υπόθεση αύτή μετατοπίζει τό πρό-βλημα άντί νά άναζητήσει μιά έξήγηση. Θά έπιστρέψουμε συν-επώς στή γραμμή πού χάραξαν οί προσωκρατικοί, τώρα όμως μέ τά δεδομένα τών φυσικών έπιστημών καί προπαντός τής βιολο-γίας.

Πρώτο έρώτημα: Πώς δημιουργήθηκαν τά πρώτα όργανικά μόρια ; Οί όργανικές ούσίες είναι ένώσεις τού άνθρακα μέ υδρογό-νο, όξυγόνο, άζωτο, φωσφόρο κλπ. Τέτοιες ένώσεις Ιχουν συντε-θεί άβιογενώς όχι μόνο στό έργαστήριο καί στή Γή, άλλά άκόμα καί σέ άστέρες πού ή θερμοκρασία τους δέν είναι πολύ ύψηλή. Στόν ήλιο, π.χ., Ιχουν παρατηρηθεί όργανικές ρίζες. Έπίσης στόν μεσοα-στρικό χώρο πραγματοποιούνται χημικές άντιδράσεις τών οποίων τά προϊόντα Ιχουν βιολογικό ένδιαφέρον. Στά νεφελώματα άνι-

α ν θ ρ ω ι ι ο γ ε ν ε ε η 231

χνεύτηκαν υδρογόνο καί άμμωνία. Στους μετεωρίτες παρατηρή-θηκε ή ύπαρξη υδρογονανθράκων. Ή άρχέγονη ατμόσφαιρα της Γής περιείχε νερό, άζωτο, μονοξείδιο καί διοξείδιο τοϋ άνθρακα, μεθάνιο, άμμωνία κλπ. 'Ηλεκτρικές έκκενώσεις, υπεριώδεις άκτί-νες, κλπ., προκαλούσαν χημικές άντιδράσεις τών όποίων τά προϊ-όντα ήταν άμινοξέα, ζάχαρα, καί άλλες όργανικές ούσίες. 'Επρό-κειτο γιά ένα πρώτο στάδιο, φυσικοχημικό, τής έξέλιξης τών μορ-φών τής ύλης πρός τήν έμφάνιση τής ζωής.

Σήμερα γνωρίζουμε δτι στήν άρχέγονη άτμόσφαιρα τής Γής δημιουργήθηκαν πολλές όργανικές ούσίες. Όπως σημειώνει ό Jacques Monod ( 1910-1976 ), πρίν άπό τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια, ή άτμόσφαιρα καί ό φλοιός τής Γής εύνοοΰσαν τή συσσώ-ρευση ορισμένων χημικών ένώσεων τοΰ άνθρακα. Στή Γή υπήρχε έπίσης νερό καί άμμωνία. Μή βιολογικοί καταλύτες εύνοοΰσαν τή δημιουργία πολλών, περισσότερο περίπλοκων όργανικών ουσιών, δπως τά άμινοξέα, καί οί πρόδρομοι τών νουκλεοτιδίων.5

Ό άβιογενής σχηματισμός όργανικών ούσιών στή Γή, δπως οί υδατάνθρακες, τά νουκλεϊκά όξέα, άκόμα καί πρωτεΐνες καί λίπη, δέν παρουσιάζει σήμερα μυστήριο. Σήμερα, έξάλλου, δημιουργούν-ται στό έργαστήριο, σέ συνθήκες παρόμοιες μέ τίς συνθήκες τής άρχέγονης Γής, άμινοξέα, πεπτίδια, πολυπεπτίδια, νουκλεϊκά όξέα, νουκλεοπρωτεΐνες κλπ.

Ή προβιοτική φάση είναι σε μεγάλο βαθμό γνωστή. « Μπο-ροΰμε νά θεωρήσουμε ώς άποδεδειγμένο » γράφει ό Ζ. Μονό, « δτι σέ μιά δεδομένη στιγμή στή Γή, κάποιες περιοχές μέ νερό μπορούσαν νά περιέχουν σέ διάλυμα υψηλές συγκεντρώσεις τών ούσιαστικών συστατικών τών δύο τάξεων μακρομορίων, τών νουκλεϊκών όξέων καί τών πρωτεϊνών. Σ'αύτή τήν "προβιοτική σούπα", διάφορα μακρομόρια θά μπορούσαν νά σχηματίζονται μέ πολυμερισμό τών προδρομικών μορίων: τών άμινοξέων καί τών νουκλεοτιδίων ». Πάντοτε κατά τόν Μονό, οί στοιχειώδεις μηχανισμοί της έξέλιξης δχι μόνον έχουν κατ' άρχήν κατανοη-θεί, άλλά καί ταυτοποιηθεϊ μέ άκρίβεια. « Τό θαΰμα » έχει « έξη-γηθεΐ». Αύτά σέ δ,τι άφορά τά οργανικά μόρια. 'Αλλά τό « μυ-

2 3 2 ε κ τ ο κ ε φ α λ α ι ο

στήριο » τοϋ σχηματισμού τοΰ ζωντανοϋ κυττάρου έχει σήμερα « έξηγηθεΐ » ;6

Γνωρίζουμε, γράφει ό Μονό, τΙς διαδικασίες σχηματισμοΰ στή Γή τών ούσιαστικών χημικών συστατικών τών έμβιων όντων, νουκλεοτιδίων καί άμινοξέων. Τό σχηματισμό, μέ άφετηρία αύτά τά υλικά, τών πρώτων μακρομορίων που ήταν ικανά γιά διπλα-σιασμό. 'Αλλά πώς, μέσα άπό ποιούς δρόμους, τά υλικά αύτά κα-τέληξαν στό σχηματισμό κυττάρων; Δέν έχουμε ιδέα, γράφει ό Μονό, γιά τό τί θά μπορούσε νά είναι ή δομή ένός άρχέγονου κυτ-τάρου. Τά πιό άπλα κύτταρα δέν έχουν τίποτα τό « πρωτόγονο ». « Είναι προϊόντα μιας επιλογής ή όποία μπόρεσε, μέσα άπό πεν-τακόσια ή χίλια δισεκατομμύρια γενεές, νά συσσωρεύσει ένα τε-λεονομικό σύστημα τόσο ισχυρό ώστε τά πραγματικά άρχέγονα ίχνη νά μή διακρίνονται. Ή άνακατασκευή, χωρίς άπολιθώματα, μιας τέτοιας έξέλιξης είναι άδύνατη ». '

Συνεπώς : Πώς πραγματοποιήθηκε τό πέρασμα άπό τήν « άρ-χέγονη σούπα » στό κύτταρο ; Μέ άλμα ; Μέ μιά ριζική άσυνέχεια ; Μέ τήν έπέμβαση τοΰ Θεού ; Ό Σοβιετικός βιολόγος Α. 'Οπάριν είχε έπιχειρήσει νά δημιουργήσει μιά γέφυρα άνάμεσα στήν « προ-βιοτική σούπα » καί στό ζωντανό κύτταρο. ΚαΙ αυτός σημειώνει δτι ή άρχέγονη άτμόσφαιρα τής Γής περιείχε ύδρογόνο, νερό, με-θάνιο κλπ. Έπίσης κατ' αύτόν οργανικές ούσίες δπως ή άλκοόλη, οί άλδευδες, οί κετόνες, τά άμμωνιακά άλατα, κλπ. συντέθηκαν άβιογενώς πριν άπό τήν εμφάνιση τής ζωής.

Στις συνθήκες αύτές σχηματίστηκαν κολλοειδή διαλύματα, γεγονός πού είχε συνέπεια τό σχηματισμό σταγονιδίων, τά όποΐα ό 'Οπάριν όνόμασε coacervats ( συσσωματώματα ). Τά σταγονίδια αύτά είχαν στοιχειώδη οργάνωση. Μπορούσαν νά άπορροφοΰν ού-σίες άπό τό διάλυμα. Είχαν, συνεπώς, έναν κάποιον μεταβολισμό μέ τό περιβάλλον. Τά συσσωματώματα ήταν άσταθή. Σχηματί-ζονταν καί καταστρέφονταν. Μέ τό πέρασμα τοΰ χρόνου άποκτοΰ-σαν κάποια άτομικότητα. Προφανώς, οί στοιχειώδεις αύτές δομές δέν ήταν « ζωντανές ». "Ομως, άν ή θεωρία τοΰ 'Οπάριν, πού σή-μερα έπανέρχεται στήν έπιφάνεια, έχει κάποια άλήθεια, τότε θά

α ν θ ρ ω ι ι ο γ ε ν ε ε η 2 3 3

μπορούσε νά συμβάλει στήν άναζήτηση ένδιάμεσων μορφών άνά-μεσα στήν « άρχέγονη σούπα » καί στό ζωντανό κύτταρο.8

Τό πέρασμα άπό τό κολλοειδές διάλυμα, ένδεχομένως άπό τά συσσωματώματα, στό κύτταρο, είναι προφανώς θεμελιακό πρό-βλημα τής βιολογίας. Κατανοούμε τό κύτταρο στίς μεγάλες γραμ-μές του, έγραφε ό Φρ. Ζακόμπ, όχι δμως τόν ιστό, τό δργανο ή τόν περίπλοκο μηχανισμό. Τό πιό άπλό κύτταρο είναι τό κύττα-ρο τών βακτηρίων. 'Αλλά άκόμα καί σχετικά μέ τά βακτήρια υ-πάρχει πλήθος άπό άλυτα προβλήματα. Κατά τόν Ζακόμπ, « τί-ποτα δέν μας λέγει δτι θά μπορέσουμε κάποτε νά άναλύσουμε τή μετάβαση άπό τό οργανικό στό έμβιο. "Ισως δέν θά μπορέσουμε νά υπολογίσουμε ούτε τήν πιθανότητα πού θά είχε ένα έμβιο σύ-στημα νά έμφανιστεΐ στή Γή ». Ούτε ό Ζακόμπ είναι αισιόδοξος ώς πρός αύτό. Όμως ό ίδιος γράφει : « Αύτό πού άπέδειξε ή βιο-λογία είναι δτι δέν ύπάρχει μεταφυσική όντότητα πού θά κρυβό-ταν πίσω άπό τή ζωή. Ή δύναμη της συνάθροισης, τής δημιουρ-γίας δλο καί πιό περίπλοκων δομών, ή δύναμη άκόμα τής άναπα-ραγωγης, άνήκει στά στοιχεία τά όποια συνθέτουν τήν ύλη. Άπό τά μικροσωμάτια μέχρι τόν άνθρωπο συναντάται μιά ολόκληρη σειρά άπό ολοκληρώσεις, έπίπεδα, άσυνέχειες. Όμως καμιά ρή-ξη, ούτε στή σύσταση τών άντικειμένων ούτε στίς σχετικές άντι-δράσεις. Καμιά άλλαγή ούσίας ».9

Ά ς έπιμείνουμε σ'αύτό τό πρόβλημα. Ή κίνηση, μέ τή γενι-κότερη έννοια της λέξης, είναι ένδογενές κατηγόρημα της ΰλης. Αναφερθήκαμε σχετικά στό δεύτερο κεφάλαιο. Μιά άπό τίς δυνα-τότητες της ΰλης είναι ή αύτοοργάνωση* γιά δημιουργία δλο καί πιό σύνθετων δομών. Έτσι, μέ άφετηρία άνόργανες μορφές, δη-μιουργήθηκαν όργανικά μόρια : πεπτίδια, πολυπεπτίδια καί πρω-τεΐνες, ούσιαστικά στοιχεία τής ζωής. Στά κολλοειδή διαλύματα, άν ή θεωρία τού 'Οπάριν είναι σωστή, τά συσσωματώματα άντι-προσώπευαν ήδη σχετικά σταθερές δομές καί έπιπλέον έκδήλω-ναν κάποιον μεταβολισμό μέ τό περιβάλλον. Όλες αύτές οί διερ-γασίες, όξειδωτικές καί άναγωγικές άντιδράσεις, σύνθεση δλο καί περισσότερο περίπλοκων μορίων, συνιστούσαν μιά συνολική μή

2 3 4 ε κ τ ο κ ε φ α λ α ι ο

αντιστρεπτή κίνηση. Ή έξέλιξη τών προβιοτικών μορφών, καθώς καί τών μορφών ζωής μέ τήν κυριολεκτική έννοια του δρου, πραγ-ματοποιούνταν άκολουθώντας τό θερμοδυναμική βέλος. "Οπως γράφει ό Ζ. Μονό, ή έξέλιξη στή βιόσφαιρα είναι διαδικασία άναγ-καστικά μή άντιστρεπτή, ή όποία καθορίζει μιά κατεύθυνση τοΰ χρόνου.10 Οί διαδικασίες αύξησης τής έντροπίας καί οί διαδικα-σίες αύξησης τής τάξης είναι διαδικασίες αντίθετες καί συζυγείς πού χαρακτηρίζουν τό φαινόμενο τής ζωής. "

Ή έμφάνιση τής ζωής άποτελεΐ μιά « στιγμή » στή μακρά δια-δικασία αύτοοργάνωσης τής ύλης στίς ειδικές συνθήκες τής Γής. Κατά συνέπεια: Ούτε βιταλισμός ούτε τελεολογία ούτε άκατα-νόητη μηχανιστική ρήξη. Ούτε άφελής μηχανικισμός μέ μεταφυ-σικό « συμπλήρωμα », δπως ή ψυχή τοΰ Καρτέσιου, « πατέρα τοΰ νεότερου όρθολογισμοΰ » όπως συνήθως λέγεται. Ή ζωή είναι Ινα έξελικτικό γεγονός αύτοοργάνωσης σέ Ινα εύνοϊκό φυσικοχημικό περιβάλλον. "Οπως γράφει ό Φρ. Ζακόμπ : «"Οποια καί νά ήταν ή άπαρχή πού άποδίδεται σ'αύτό τό όποιο καλείται ζωντανό σύ-στημα, ή όργάνωση αύτοΰ τοΰ συστήματος δέν κατανοείται παρά μόνο στό έσωτερικό ένός περιβάλλοντος διαμορφωμένου ήδη άπό μακρού χρόνου ».12 Ή ζωή δέν υπήρχε άκόμα. Όμως Ιτεινε νά πραγματοποιηθεί ώς δυνατότητα τής ΰλης. Συνεπώς: Ποιοτική άλλαγή. Διαλεκτικό άλμα. Ούτε ρήξη ούτε «θαύμα». Τάξη ή όποία άναδύεται στό έσωτερικό τής άταξίας. Στιγμές θερμοδυνα-μικής ισορροπίας καί συνολική κίνηση μακρά άπό τό σημείο ισορ-ροπίας. Οί ζωντανοί δργανισμοί υπόκεινται σέ μιά διαρκή ροή ένέργειας, καί τά συστατικά μέρη τους μποροΰν νά κινούνται Ιν-τονα, δημιουργώντας ταυτόχρονα τάξη. "Ετσι, τά μόρια τά όποια συγκροτούν Ινα ζωντανό κύτταρο βρίσκονται σέ άδιάκοπη κίνηση (κίνηση Μπράουν), ένώ ταυτόχρονα τοΰ προσδίδουν μιά καλώς καθορισμένη μορφή καί έσωτερικές δομές συνολικά σταθερές ( πυ-ρήνας, συστήματα μεμβρανών, κυτοσκελετός, κλπ.). Σ'αύτή τήν κίνηση αύτοοργάνωσης μέσω μή γραμμικών διεργασιών, καί όχι στά γονίδια, πρέπει νά άναζητήσουμε τήν άπαρχή τών περίπλο-κων καί δυναμικών μορφών τών Ιμβιων συστημάτων.13

α ν θ ρ ω ι ι ο γ ε ν ε ι η 2 3 5

*Ας έπιστρέψουμε στό έρώτημά μας : Ή θέση δτι ή ζωή είναι δυνατότητα της υλης, ή όποία πραγματοποιήθηκε στή Γή σέ μια περίοδο τής έξέλιξής της, είναι θεμελιωμένη έπιστημονικά. "Ομως ή άπαρχή ; Δηλαδή, ό σχηματισμός τοϋ ζωντανού κυττάρου ; Μια άρχή ; Μιά ρήξη ; διερωτάται ό P. Tort. Κα! ή άπάντησή του : « 'Α-ναγωγικές κοινοτοπίες τών χυδαίων κοινωνιοβιολόγων ». Ούτε ρή-ξη ούτε έπίπεδη συνέχεια. '''

Συνεπώς : Σύνθεση άνόργανων μορίων. Σχηματισμός όργανι-κών μορίων. Περίπλοκοι σχηματισμό! στήν « άρχέγονη σούπα ». «Συσσωματώματα». Κύτταρα χωρίς πυρήνα (προκαρυωτικά). Κύτταρα μέ πυρήνα (εύκαρυωτικά). Πρόκειται γιά στάδια στήν έξέλιξη τής ύλης, ή όποία κατέληξε στήν έμφάνιση τών θηλαστι-κών, τών άνώτερων θηλαστικών ( πίθηκοι, άνθρωπος ) καί στήν έννοιακή σκέψη. Κάθε στάδιο προϋποθέτει τά προηγούμενα, άλλά δέν άνάγεται στίς μορφές του. Τό νέο άναδύεται ώς ή διαλεκτική άρνηση τοΰ προηγούμενου. Τό δλον συνιστά μιά μή άντιστρεπτή διαδικασία, ή όποία πραγματοποιείται μέσα στό χρόνο. Αύτό πού άρχίζει δέν είναι άκόμα" βρίσκεται στήν πορεία τής πραγμάτωσής του, δπως θά έλεγε ό Χέγκελ.

Υπάρχουν πολλά άναπάντητα έρωτήματα, σχετικά μέ τήν έμφάνιση τών πρώτων κυττάρων. 'Αλλά τό μακρύ δρομολόγιο τής φυλογένεσης είναι άρκετά γνωστό. *Ας άκούσουμε γιά άλλη μιά φορά έναν διαπρεπή ειδικό, τόν Φρ. Ζακόμπ : « Μέ τήν έννοια τοΰ χρόνου συνδέονται άρρηκτα οί έννοιες τής άπαρχής, της συνέχει-ας, τής αστάθειας καί τοΰ συμπτωματικοΰ. 'Απαρχή, έπειδή ή έμφάνιση τής ζωής θεωρείται συμβάν τό όποιο πραγματοποιήθη-κε, άν δχι μιά μόνο φορά άπό τό σχηματισμό της Γής, τουλάχι-στον πάρα πολύ σπάνια : Όλα τά έμβια δντα προέρχονται σήμερα άπό έναν καί τόν ίδιο πρόγονο, ή άπό έναν μικρό άριθμό πρωταρ-χικών μορφών. Συνέχεια, έπειδή άπό τήν έμφάνιση τοΰ πρώτου όργανισμοΰ τό έμβιο θεωρείται δτι δέν είναι δυνατόν νά γεννηθεί παρά άπό έμβιο : Συνεπώς μόνο έξαιτίας τοΰ φαινομένου διαδοχι-κών άναπαραγωγών ή Γή κατοικείται σήμερα άπό διαφορετικούς οργανισμούς. 'Αστάθεια, έπειδή άν ή πιστότητα τής άναπαραγω-

2 3 6 ε κ τ ο κ ε φ α λ α ι ο

γης τούς οδηγεί σχεδόν πάντοτε στό σχηματισμό τοϋ ταυτόσημου, συμβαίνει, σπάνια άλλά σίγουρα, νά γεννήσει τό διαφορετικό: Αύτό τό στενό περιθώριο εύλυγισίας άρκεϊ γιά νά έξασφαλίσει τή διακύμανση πού είναι άναγκαία γιά τήν έξέλιξη. Συμπτωματικό, τέλος, έπειδή δέν ανιχνεύεται καμιά σκοπιμότητα, οποιουδήποτε είδους στή φύση, καμιά δραστηριότητα τοϋ περιβάλλοντος έπί τής κληρονομικότητας, ικανή νά προσανατολίσει τή μεταβολή πρός μιά προκαθορισμένη κατεύθυνση ».13

Παρά τήν έμβάθυνση τών γνώσεων γιά τή ζωή ώς πραγματο-ποιημένη δυνατότητα τής ΰλης, ή τελεολογία δέν είναι νεκρή. Μιά άπό τίς τελευταίες της μορφές είναι ή λεγόμενη «άνθρωπική άρχή ». Τό άντίθετό της είναι ό μηχανιστικός άναγωγισμός. Ό άναγωγισμός ( βιολογικός ή δχι ) έπιδιώκει νά άναγάγει μιά μορ-φή στό σύνολο τών συστατικών της στοιχείων. 'Αλλά τό άνώτερο, τό περισσότερο περίπλοκο, δέν είναι δυνατόν νά άναχθεΐ στά συ-στατικά στοιχεία του. Τά διάφορα έπίπεδα οργάνωσης, γράφουν οί Levin καί Lewontin, είναι έν μέρει αύτόνομα καί ταυτόχρονα άλληλεπιδροΰν. Οί δύο συγγραφείς άπορρίπτουν « τήν εύφορία ή όποία είχε οδηγήσει πολλά πανεπιστήμια νά προσανατολίσουν τή βιολογία πρός τή μελέτη τών μικρότερων ένοτήτων, άμελώντας τόν πληθυσμό, τόν όργανισμό, καί τίς μελέτες τής έξέλιξης καί τής οικολογίας, ώς " stamp collecting" μορφές ».16

Άπό τό πεδίο τών έπιστημών τής ζωής άναδύεται μιά τοπική διαλεκτική. Ή έπιστήμη γίνεται οντολογική, δπως γράφει ό Υ. Quiniou. Ή όντολογία ( μιά όντολογία χωρίς μεταφυσική ) έπεν-δύεται ολόκληρη στήν έπιστήμη. Ό Γκ. Μπασλάρ μιλοΰσε ήδη γιά όντολογική άξία τών έπιστημονικών έννοιών, καί ή τωρινή τάση τους είναι ρεαλιστική-ύλιστική.'' Μπορούμε συνεπώς νά μιλάμε γιά διαλεκτική όντολογία τοΰ έμβιου δντος έναντίον τής τελεολογίας καί έναντίον τής πενίας τοΰ μηχανικισμοΰ, ύλιστι-κοΰ ή θετικιστικοΰ. Έναντίον τοΰ δόγματος τής δημουργίας, τοΰ δυϊσμοΰ ψυχής-σώματος, έναντίον τής ψευδοεπιστημονικής τε-λεολογίας είναι δυνατόν νά θεμελιώσουμε τή θέση δτι ή ζωή εί-ναι ένδογενής ιδιότητα τής ΰλης, ή όποία πραγματώθηκε στις

α ν θ ρ ω ι ι ο ι ' ε ν ε σ η 2 3 7

πρόσφορες συνθήκες τής Γης πρίν άπό μερικά δισεκατομμύρια χρόνια.

Ό 'Αριστοτέλης είχε ήδη έπεξεργαστεϊ τή διαλεκτική τοϋ δυ-νάμει καί τοΰ ένεργεία καί θεωρούσε τό ένεργεία, μέτρον τοϋ δυ-νάμει. Ή ποσοτική αύτή σχέση έχει σήμερα συγκεκριμενοποιηθεί άπό τή Φυσική. Οί σχέσεις άνάμεσα στό δυνάμει καί τό ένεργεία δέν είναι μόνο ποιοτικές. Κάθε ένεργεία κατάσταση έχει μιά ή πε-ρισσότερες δυνατότητες. Κάθε μετασχηματισμός είναι πραγμά-τωση μιας άπό τίς δυναμικότητες τής παλαιάς κατάστασης. Κά-θε πραγματωμένη δυναμικότητα συνεπάγεται τήν άνάδυση νέων στοιχείων πραγματικότητας (υλικές όντότητες, φυσικά μεγέθη, σχέσεις κλπ.). Τά στοιχεία αύτά « άναδύονται άπό τό βάθος τού πραγματικού » ( Χέγκελ ). Μετασχηματισμός καί διατήρηση είναι διαλεκτικά άντίθετες διαδικασίες : Ή διατήρηση έκδηλώνεται συ-χνά μέσω ένός μετασχηματισμού.18

Πολλοί φυσικοί νόμοι είναι γραμμικοί. 'Αλλά, δπως έλεγε ό 'Αϊνστάιν, οί πραγματικοί νόμοι τής φύσης δέν είναι γραμμικοί. Ό άφορισμός αύτός ισχύει κατεξοχήν γιά τήν περιοχή της βιολογίας. Τά βιολογικά φαινόμενα έχουν, καί αύτά, χρονικό πάχος. Πραγ-ματοποιούνται στό χώρο άκολουθώντας τό βέλος τοΰ χρόνου, στό έσωτερικό τοΰ κώνου τοΰ φωτός. Τά βιολογικά φαινόμενα διέπον-ται καί αύτά άπό αίτιακούς νόμους. 'Εντούτοις οί σχέσεις αιτίας - άποτελέσματος δέν έχουν, σ'αύτή τήν περιοχή, τήν άπλότητα τών νόμων τής Φυσικής. Φαινόμενα αύτοΰ τοϋ είδους περιγράφον-ται άπό μή γραμμικούς νόμους. Ένας άριθμός νέων έννοιών ( άνά-δυση, διακλάδωση, χάος, φράκταλ, πολυπλοκότητα κλπ.) δημιουρ-γήθηκαν γιά νά περιγράψουν τά βιολογικά φαινόμενα, τά όποια ώς μή άντιστρεπτά ορίζουν τό βιολογικό βέλος τοΰ χρόνου.

3. Το γεγονός τής έξέλιξης : Δαρβίνος

Επιχείρησα ώς έδώ νά θεμελιώσω τή θέση κατά τήν όποία ή ζωή είναι δυνατότητα τής ύλης, ή όποία πραγματοποιήθηκε στίς εύ-

2 3 » ε κ τ ο κ ε φ α λ α ι ο

νο'ικές συνθήκες τοϋ πλανήτη μας. Ή θέση αύτή έχει σταθερά θε-μέλια, άν καί 8έν έχει άποδειχτεΐ, σύμφωνα μέ τά τυπικά έπιστη-μολογικά κριτήρια. Τώρα θά συζητήσουμε όχι μιά θέση, άλλά Ινα γεγονός : Τό γεγονός τής έξέλιξης, δηλαδή τής έξέλιξης τής ζωής μέ άφετηρία στοιχειώδεις μορφές: δομές πρίν άπό τό κύτταρο, προκαρυωτικά κύτταρα ( χωρίς πυρήνα ), εύκαρυωτικά κύτταρα, μονοκύτταρους όργανισμούς, κ.ο.κ.

'Ιστορία τής έξέλιξης καί ιστορία τών θεωριών τής έξέλιξης. Έξέλιξη δέν σημαίνει έπίπεδη συνέχεια χωρίς ποιοτικούς μετα-σχηματισμούς" χωρίς άλματα. Ταυτόχρονα δέν σημαίνει μηχανι-στικές ρήξεις.

Σέ σχέση μέ τήν έξέλιξη τών μορφών τής ζωής, οί φιλόσοφοι προηγήθηκαν ( καί έδώ ) άπό τούς έπιστήμονες. Έπειδή είναι γνω-στό ότι οί πρώτοι νόμοι τής νεότερης έπιστήμης ήταν στατικοί : σταθερότητα τών άτόμων, σταθερότητα τοΰ πλανητικού συστή-ματος, σταθερότητα τών ειδών, κλπ. Σχετικά μέ τή ζωή, ό Λιν-ναΐος ( Carl von Linné, 1707-1778 ) είχε υπερασπιστεί τή σταθερό-τητα τών ειδών. Σύμφωνα μ'αύτόν υπήρχαν τόσα είδη όσα υπήρ-χαν στήν άπαρχή τής ζωής. Ό G. Cuvier ( 1769-1832 ), άντίπαλος τοΰ J.B. Lamarck ( 1744-1829 ), έπιχείρησε νά έξηγήσει τό γεγονός της έξέλιξης τών ειδών, διατυπώνοντας τήν υπόθεση τών διαδο-χικών καταστροφών. 'Αλλά ό G.L. Buffon (1707-1788) μιλοΰσε ήδη δειλά γιά έξέλιξη τών ειδών. Κατανοείται συνεπώς τό ότι οί ιδέες του έπικρίθηκαν άπό τή Σχολή Θεολογίας τής Σορβόννης. Ό C.P. Wolf ( 1733-1794 ) ήταν άντίπαλος τής θεωρίας τής στασι-μότητας τών ειδών καί ό Ch. Lyell ( 1797-1875 ) έπέκρινε τή θεω-ρία τών διαδοχικών καταστροφών, άνοίγοντας έτσι τό δρόμο πρός τή θεωρία τής έξέλιξης. Ό Λάιελ ήταν υπέρ τής θεωρίας τοΰ Δαρ-βίνου. 'Αλλά ώς εύσεβής χριστιανός άπέκρουε τήν ιδέα ότι ό άν-θρωπος προέρχεται άπό κάποιο ζώο. Εντούτοις, τό 1863, στό βι-βλίο του γιά τήν άρχαιότητα τοΰ άνθρώπου, δεχόταν τήν κατα-γωγή τοΰ άνθρώπου άπό κάποιο είδος πιθήκου.

Οί ιδέες πού άφοροΰν τήν έξέλιξη τών μορφών τής ζωής έχουν μακρά ιστορία. Μιλήσαμε ήδη γιά τούς προσωκρατικούς καί

α ν θ ρ ω ι ι ο ι ' ε ν ε σ η 2 3 9

ειδικά τούς 'Ατομικούς. 'Αλλά καί ό 'Αριστοτέλης μιλούσε για έξέ-λιξη καί ό Ιερός Αύγουστίνος ( μέσα 4ου-άρχές 5ου αι.), δπως καί ό Θωμάς ό 'Ακινάτης ( 13ος αϊ.) δέχονταν δτι ό Δημιουργός είχε άφήσει κάποια περιθώρια στήν έξέλιξη. Μετά τούς νεότερους προδρόμους, είναι γνωστό δτι ό Λαμάρκ, μαθητής καί συνεχιστής τοΰ Μπυφφόν, διατύπωσε μιά θεωρία τής έξέλιξης. Οί μεταβολές τοΰ περιβάλλοντος προκαλοΰν, σύμφωνα μ'αύτή τή θεωρία, μετα-βολές στους οργανισμούς, οί όποιοι προσαρμόζονται στό περιβάλ-λον. Όργανα τά όποια είναι ένεργά γίνονται ισχυρότερα, ένώ τά άδρανή άτροφοΰν. 'Αλλά ήταν άκόμα ένωρίς.

'Ωστόσο, κατά τά μέσα τοΰ 19ου αιώνα, ή πρόοδος τών φυσικών έπιστημών είχε δημιουργήσει τις άναγκάϊες συνθήκες γιά τή θεω-ρία τοΰ Δαρβίνου. Σύμφωνα μέ τόν Ζακόμπ: « Κατά τά μέσα τοΰ 19ου αιώνα πραγματοποιείται μιά στροφή στή βιολογία. Σέ λιγό-τερο άπό είκοσι χρόνια έμφανίζονται, πράγματι, ή θεωρία τοΰ κυττάρου στήν τελική μορφή της, ή θεωρία τής έξέλιξης, ή χη-μική άνάλυση τών μεγάλων λειτουργιών, ή μελέτη τής κληρονο-μικότητας, ή μελέτη τών ζυμώσεων, ή ολοκληρωτική σύνθεση τών πρώτων όργανικών ούσιών. Μέ τό έργο τοΰ Βίρχοφ, τοΰ Δαρ-βίνου, τοΰ Claude Bernard, τοΰ Mendel, τοΰ Παστέρ, τοΰ Berthe-lot, ορίζονται οί έννοιες, οί μέθοδοι, τά άντικείμενα έρευνας πού βρίσκονται στήν πηγή τής νεότερης βιολογίας ».,9

Οί καιροί ήταν ώριμοι γιά τή σύσταση τής βιολογίας ώς έπι-στήμης, καί γιά τή θεωρία τής έξέλιξης ειδικότερα. Δέν είναι συν-επώς τυχαίο δτι ό A.R. Wallace ( 1823-1913 ) είχε διατυπώσει, καί αύτός, καί ταυτόχρονα μέ τόν Δαρβίνο τή θεωρία τής μεταβολής τών ειδών μέ τή φυσική έπιλογή. Αύτό πού στόν Δαρβίνο, γράφει ό Ζακόμπ, μεταμόρφωσε ριζικά τή στάση μπροστά στόν έμβιο κό-σμο είναι ή στροφή άπό τή μελέτη τών άτόμων στή μελέτη μεγά-λων πληθυσμών.20

Τά έμβια δντα ύφίστανται μεταβολές ύπό τήν επίδραση τοΰ πε-ριβάλλοντος. Υπάρχουν εύνοϊκές μεταβολές, οί όποιες διατηρούν-ται, καί άλλες, βλαβερές, οί όποιες άπορρίπτονται μέ τή φυσική έπιλογή. "Ετσι σχηματίστηκαν νέα είδη. 'Αλλά ή προσαρμογή στό

2 4 0 ε κ τ ο κ ε φ α λ α ι ο

περιβάλλον δέν είναι μια παθητική διαδικασία. Ό οργανισμός άν-τεπιδρά δημιουργώντας τό περιβάλλον του. Έπίσης, δπως σημείω-νε ό Ένγκελς, ή προσαρμογή μπορεί *ά σημαίνει τόσο πρόοδο δσο καί οπισθοδρόμηση (π.χ., ή προσαρμογή στήν παρασιτική ζωή είναι πάντα μια οπισθοδρόμηση). Κατά τόν Ένγκελς, πάντοτε, κάθε πρόοδος στήν οργανική έξέλιξη είναι ταυτόχρονα δπισθο-δρόμηση, άπό τό γεγονός δτι καθορίζοντας μιά μονόπλευρη έξέ-λιξη άποκλείει τή δυνατότητα γιά έξέλιξη πρός πολλές άλλες κα-τευθύνσεις. Έτσι, οί ικανότεροι θά έπιβιώσουν. Οί Μάρξ καί Ένγκελς είχαν κατανοήσει τή σπουδαιότητα της θεωρίας του Δαρ-βίνου, άλλά καί τις άδυναμίες της. Τό σφάλμα τοΰ Δαρβίνου, έγρα-φε ό Ένγκελς, ήταν δτι άνάμειξε στή φυσική έπιλογή, ή έπιβίω-ση τών ικανοτέρων, δυό διαφορετικά πράγματα : Έπιλογή λόγω πίεσης τοΰ υπερπληθυσμού καί έπιλογή χάρη στήν προσαρμογή στίς συνθήκες.21

Ό Δαρβίνος είχε συλλάβει τό ρόλο τών διαφοροποιήσεων ( va-riations) γιά τήν έξέλιξη τών ειδών. Εντούτοις δέν μποροΰσε νά έξηγήσει τούς μηχανισμούς τών διαφοροποιήσεων καί τής έπι-λογής, έπειδή στήν έποχή του ή Βιοχημεία καί ή Γενετική πρα-κτικά δέν υπήρχαν. Πώς μποροΰμε, κατά συνέπεια, νά δοΰμε σή-μερα τή θεωρία τοΰ Δαρβίνου ;*Ας άκούσουμε τόν Φρ. Ζακόμπ: « Μποροΰμε νά ποΰμε δτι οτιδήποτε βρέθηκε άπό τή Γενετική, ολόκληρο τό σώμα τών δογμάτων πού σχηματίζει αύτό πού σή-μερα ονομάζεται κλασική γενετική καί μοριακή βιολογία, ήλθε νά στηρίξει τή θεωρία πού διατύπωσε ό Δαρβίνος καί νά τής προσ-φέρει ένα κυτταρικό καί μοριακό στήριγμα ».22 Ό νεοδαρβινισμός, κατά τόν Ζακόμπ, δέν είναι τίποτε άλλο άπό τόν Δαρβίνο, μετά τόν Μέντελ καί τή μοριακή βιολογία.

Σήμερα μιλάμε γιά νεοδαρβινισμό ή, άκριβέστερα, γιά συνθε-τική θεωρία τής έξέλιξης. Ή θεωρία αύτή, δπως σημειώνει ό Α. de Ridés, καθιερώθηκε άπό τή δεκαετία τοΰ '30, χάρη στή σύγ-κλιση άπόψεων πού προέρχονταν άπό τόν κλασικό δαρβινισμό, τροποποιημένο άπό τή θεωρία τών μεταλλάξεων ( mutationisme ), στόν όποιο έπιχείρησαν νά προσθέσουν δλα τά κεκτημένα τής γε-

α ν θ ρ ω ι ι ο γ ε ν ε σ η 241

νετικής τών πληθυσμών καί ιδιαίτερα τή μαθηματική διαπραγ-μάτευσή του. Ή συνθετική θεωρία τής έξέλιξης διαμορφώθηκε κατά τή δεκαετία τοϋ '30 άπό Σοβιετικούς καί 'Αγγλοσάξονες ερευνητές. Ή διαφοροποίηση καί ή έπιλογή συνιστούν στό πλαί-σιο αύτης τής θεωρίας Ινα λειτουργικό ζεύγος. Οί γενετικές με-ταλλάξεις είναι ή πηγή τής κληρονομικής διαφοροποίησης, καί ή έπιλογή πραγματοποιεί μιά διαλογή άνάμεσα στά διαφορετικά.23

Κατά τόν J. Ninio, ό δαρβινισμός είναι κατά κάποιον τρόπο αύτό πού είναι ό Κοπέρνικος γιά τόν φυσικό : "Ενα γενικό πλαίσιο της νόησης έξω άπό τό όποιο τό καθετί θά ήταν παράλογο ή τρομερά περίπλοκο, πλαίσιο γιά τό όποιο δέν γίνεται πλέον προσπάθεια νά επαληθευτεί στίς λεπτομέρειες.24

Είναι έξάλλου γνωστό 6τι ή θεωρία τοΰ Δαρβίνου είχε συνέ-πειες οί όποιες έκτείνονται πέρα άπό τήν περιοχή τής βιολογίας. Ό Ούάλλας, ό όποιος διατύπωσε ταυτόχρονα μέ τόν Δαρβίνο τή θεωρία τής φυσικής έπιλογής, δέν διατύπωσε τά φιλοσοφικά συμ-περάσματα τής θεωρίας του, έπειδή, δπως σημειώνει ό S.J. Gould, θεωρούσε τό άνθρώπινο πνεύμα σάν τή μόνη θει'κή συνεισφορά στήν ιστορία τής ζωής. Ό Δαρβίνος, αντίθετοι, σημειώνει ό Γκούλντ, συνέτριψε δύο χιλιάδες χρόνια φιλοσοφίας καί θρησκείας. Στό έ-πίγραμμα τοΰ Σημειωματάριου Μ, ό Δαρβίνος έγραφε: « Ό Πλά-των γράφει στόν Φαίδωνα δτι οί " ιδέες τής φαντασίας " προέρ-χονται άπό τήν προΰπαρξη τής ψυχής, δτι δέν προκύπτουν άπό τήν έμπειρία... Διάβασε πίθηκος γιά τήν έμπειρία ». 'Αλλά ό Δαρβί-νος, κατά τόν Γκούλντ, ήταν Ινας « πολύ ήσυχος έπαναστάτης ». Καθυστέρησε πάρα πολύ νά δημοσιεύσει τό έργο του- έπίσης άπέ-φυγε νά έκθέσει δημόσια τις φιλοσοφικές συνέπειές του. Έτσι έγραφε στόν Μάρξ ( 1890 ) : « Μοΰ φαίνεται ( άδικα ή δίκαια ) δτι οί έπιθέσεις έναντίον τοΰ χριστιανισμού καί τοΰ θεϊσμοΰ δέν έχουν πρακτικά επίδραση στό κοινό καί δτι ό έμπλουτισμός τοΰ άνθρώ-πινου πνεύματος πού άκολουθεΐ τήν πρόοδο τής έπιστήμης θά ά-πελευθερώσει περισσότερο τούς στοχαστές. Γι'αύτό απέφυγα πάν-τοτε νά μιλάω γιά τή θρησκεία καί περιορίστηκα στήν έπιστή-μη ».25 Ό δαρβινισμός συνέβαλε στήν κατεδάφιση τής θεολογίας

242 ε κ τ ο κ ε φ α λ α ι ο

καί τοϋ δόγματος της Δημιουργίας. Εντούτοις, παρά τΙς ήττες τους, ή θεολογία και τό δόγμα τής Δημιουργίας συνεχίζουν τήν παρα-σιτική ζωή τους ώς « όπιο τών λαών ».

Ό Μάρξ καί ό Ένγκελς, άπό τήν πλευρά τους, είχαν συλλάβει τόν έπαναστατικό χαρακτήρα τής θεωρίας τοΰ Δαρβίνου. Συγκε-κριμένα, ό Μάρξ έγραφε στόν Ένγκελς : « Σ ' αύτό τό βιβλίο βρί-σκω τά ίστορικά-ύλιστικά θεμέλια τής άντίληψής μας ». Έπίσης, σέ μιά έπιστολή στόν Lassalle, ό Μάρξ έγραφε : « Τό βιβλίο τοΰ Δαρβίνου είναι πάρα πολύ σπουδαίο καί μοΰ ταιριάζει ώς βάση τής ιστορικής πάλης τών τάξεων ». Ά ς άκούσουμε έπίσης έναν σύγ-χρονο ειδικό, τόν Π. Τόρ : « Μέχρι έδώ όλα είναι άπλά : ή εξελι-κτική βιολογία τού Δαρβίνου, ώς φυσική ιστορία, είναι ή υλιστική βάση στήν όποία στηρίζεται φυσιολογικά τό μαρξ-ενγκελσιανό οικοδόμημα τής κοινωνικής ιστορίας τοΰ άνθρώπου, όπου ή ιστο-ρική πάλη τών τάξεων άντικαθιστά τόν βιολογικό άγώνα γιά τήν ύπαρξη η.26

Ή θεωρία τοΰ Δαρβίνου άποτέλεσε όπλο έναντίον τής θεολο-γίας, τοΰ δόγματος τής Δημιουργίας, καί τών διαφόρων μυστικι-στικών δογμάτων. Οί φιλοσοφικές καί οί ιδεολογικές συνέπειές της άποτέλεσαν μιά άπό τίς βάσεις τής υλιστικής κοσμοαντίλη-ψης. Εντούτοις υπάρχουν έπιστήμες μέ ρεαλιστικά θεμέλια, καί οί όποιες, παρά ταύτα, τροφοδότησαν τόν σύγχρονο άνορθολογι-σμό καί τό μυστικισμό. Τέτοια είναι ή περίπτωση τής κβαντικής μηχανικής, τών θεωριών τοΰ Αϊνστάιν καί τής σύγχρονης Κο-σμολογίας. Ή ιδεολογική λειτουργία τών φυσικών έπιστημών δέν καθορίζεται άποκλειστικά άπό τό μέρος τής άλήθειας τό όποιο έκ-φράζουν. Ή θεωρία τοΰ Δαρβίνου, άντίθετα, ήταν καί παραμένει ένας άνένδοτος άντίπαλος τών θεωριών τής Δημιουργίας.

Θά τελειώσω αύτή τή σύντομη άναφορά στόν Δαρβίνο παρα-θέτοντας τήν άποψη ένός μαρξιστή βιολόγου, τοΰ καθηγητή G. Tessier, ό όποιος έγραφε σχετικά ήδη άπό τό 1945 : « Καμιά θεω-ρία της έξέλιξης δέν έξηγεΐ τόσο καλά όσο ό σύγχρονος δαρβινι-σμός τά ποικίλα χαρακτηριστικά τοΰ κόσμου τής ζωής. Γνωρίζου-με ότι ή ιστορία τής ζωής στή Γή δέν είναι παρά μιά άτέρμονη

α ν θ ρ ω ι ι ο ι ' ε ν ε σ η 243

διαδοχή τυχαίων, τά όποια διορθώνονται κάθε στιγμή μέ τήν έπι-λογή, ένας πάγιος και άξεδιάλυτος συνδυασμός τοϋ τυχαίου καί τοΰ άναγκαίου [ . . . ] Στόν ίδιο τό μηχανισμό τής έξέλιξης οφείλει ή Φύση αύτό τό μείγμα αύστηρότητας καί άπρόβλεπτου τό όποιο παρουσιάζει καί παρουσίαζε πάντοτε ».2/ Έναντίον τής θεολογίας, έναντίον τής λεγόμενης « άνθρωπικής άρχής », έναντίον τοϋ άπλοϊ-κοϋ ύλισμού, ή διαλεκτική τοΰ τυχαίου καί τοΰ άναγκαίου. Ό 'Ο-πάριν, ό Χαλνταίιν, ό Marcel Prenant ( 1893-1983 ) καί άλλοι μαρ-ξιστές βιολόγοι συνέβαλαν όχι μόνο στήν κριτική κατανόηση τοΰ έργου τοΰ Δαρβίνου. Συνέβαλαν, ταυτόχρονα, στήν ανάπτυξη τής θεωρίας. Μέ τό έργο τοΰ Δαρβίνου συγκροτήθηκε μιά νέα θεωρία. Ή « ήπειρος » τής Βιολογίας άναδύθηκε ώς ή υπέρβαση τών προ-επιστημονικών άντιλήψεων γιά τή ζωή : Διαλεκτική υπέρβαση : Οΰτε επίπεδη συνέχεια οΰτε τομή. Τό νέο ένσωμάτωσε 6,τι ήταν βιώσιμο στό παλαιότερο « παράδειγμα ».

4. 'Εξέλιξη: Τά δεδομένα τής Γενετικής

Ή γνώση τοΰ κυττάρου καί τών βιοχημικών διεργασιών στό έσω-τερικό τοΰ κυττάρου ήταν στοιχειώδης στήν εποχή τοΰ Δαρβίνου. Οί μηχανισμοί τής κληρονομικότητας ήταν πρακτικά άγνωστοι. 'Αντίστοιχα, ό δαρβινισμός δέν μποροΰσε νά έξηγήσει τή διατή-ρηση, τή μεταβίβαση καί τή διαφοροποίηση πού ήταν κληρονο-μικές. ΤΗταν συνεπώς άδύνατο νά κατανοηθεί καί νά έξηγηθεΐ ό μηχανισμός τής φυσικής έπιλογής. Τά πειράματα τοΰ Μέντελ ( 1822-1884 ) άπό τήν άλλη πλευρά, τά όποια οδήγησαν στή διατύ-πωση τών νόμων του, παρά τή σπουδαιότητά τους, ήταν άπλώς στατιστικού χαρακτήρα. Μόνο ή άνάπτυξη τής Βιοχημείας καί τής Γενετικής έπέτρεψε μιά σχετικά βαθύτερη γνώση τής ζωής καί τής έξέλιξης τών μορφών της.

Κατά τόν T.G. Dobzhansky ( 1900-1975 ) « τίποτα δέν έχει νόη-μα στή Βιολογία, έάν δέν έξετάζεται ύπό τό φώς τής έξέλιξης ». Ή έξέλιξη είναι ή συνέπεια τής ΰπαρξης ένός κληρονομικού ύλικοΰ,

244 ε κ τ ο κ ε φ α λ α ι ο

τοϋ ρόλου τοϋ περιβάλλοντος καί της φυσικής επιλογής. Μεταλ-λάξεις, βραδείες διαφοροποιήσεις, φυσική έπιλογή, έξέλιξη καί δημιουργία νέων ειδών, έξαφάνιση άλλων, άποτελοΰν « στιγμές » τής μακράς οδύσσειας τής φυλογένεσης. Άνάδυση καί έξαφάνιση είναι αντίθετες καί ταυτόχρονα διαλεκτικά συσχετισμένες διαδι-κασίες.

Πρώτη διαπίστωση : Ή ένότητα τών μορφών τής ζωής. "Οπως γράφει ό Φρ. Ζακόμπ: «"Ολα τά Ιμβια δντα άποτελοΰνται άπό κύτταρα. Όλα τά Ιμβια 6ντα χρησιμοποιούν τά ίδια όπτικά ισο-μερή. Ή γενετική πληροφορία ένός οργανισμού περιέχεται στό δεσοξυριβονουκλεϊνικό όξύ. Ή άναγκαία ένέργεια γιά Ινα Ιμβιο 0ν τοΰ παρέχεται άπό άντιδράσεις δπου οί φωσφορυλιώσεις ζευγα-ρώνουν μέ τή χρησιμοποίηση μιας χημικής Ινωσης ή τοΰ φω-τός ».28 Συνεπώς : 'Ομοιότητα, ή ταυτότητα τών βιοχημικών διερ-γασιών, τών μηχανισμών άναπαραγωγής, καί διαφοροποίηση, συν-επώς ένότητα παρά τήν πολλαπλότητα τών μορφών καί τήν ποι-κιλία τών όδών μετασχηματισμού.

'Οργανισμός, άλληλεπίδραση μέ τό περιβάλλον, διαφοροποίη-ση, φυσική έπιλογή, έξέλιξη. Ή έκτέλεση τοΰ γενετικοΰ προ-γράμματος έπηρεάζεται άπό τό περιβάλλον. Ό φαινότυπος δέν άντιστοιχεϊ άμφιμονοσήμαντα στό γονότυπο. Γενικότερα, αύτό πού άλλάζει είναι ό όργανισμός ώς διαφοροποιημένη όλότητα. Ή διαφοροποίηση τοΰ όργανισμοΰ συνεπάγεται τή μεταβολή τών σχέσεών του μέ τό περιβάλλον, τό όποιο μέ τή σειρά του τροπο-ποιείται έξαιτίας της επίδρασης τοΰ όργανισμοΰ. Αποτέλεσμα: Άνάδυση δλο καί περισσότερο σύνθετων μορφών, άλλά έπίσης πα-ρακμή, παρασιτική ζωή καί έξαφάνιση. Ή ζωή, προϊόν τοΰ τυ-χαίου καί τής άναγκαιότητας, δέν κατευθύνεται πρός κάποιο « τέ-λος » (σκοπό).

Αποτελεί θεμελιώδη άρχή δτι κάθε όργανισμός είναι προϊόν τής άλληλεπίδρασης τών γονιδίων μέ τό περιβάλλον. Υπάρχει συν-επώς μιά « διαλεκτική » άνάμεσα στό « έσωτερικό » καί τό « έξω-τερικό». Κατά τόν Γκούλντ: «Μιά πλήρης θεωρία τής έξέλιξης οφείλει νά λάβει ύπόψη της δτι υπάρχει ισορροπία άνάμεσα στις

α ν θ ρ ω ι ι ο ι έ ν ε σ η 245

" έξωτερικές " δυνάμεις τοϋ περιβάλλοντος οί όποιες έπιβάλλουν τήν έπιλογή γιά τήν τοπική προσαρμογή, καί τίς " έσωτερικές " δυνάμεις οί όποιες άντιπροσωπεύουν τους περιορισμούς τών κε-κτημένων τής έξέλιξης. Ό Ν. Βαβίλοφ ( 1887-1943 ) είχε έπιμεί-νει πολύ στούς έσωτερικούς περιορισμούς καί είχε υποβαθμίσει τή δύναμη τής έπιλογής. 'Αλλά καί οί δυτικοί δαρβινιστές έκαναν έπί-σης λάθος, άγνοώντας στό πρακτικό έπίπεδο ( ένώ τά γνώριζαν θεωρητικά ) τά 6ρια πού επιβάλλονται στήν έπιλογή άπό τή δομή καί τήν έξέλιξη - αύτό πού ό Βαβίλοφ καί οί βιολόγοι τής παλαιάς σχολής είχαν ονομάσει "νόμους τής μορφής". Μέ δυό λόγια, έχουμε άνάγκη άπό μιά πραγματική διαλεκτική άνάμεσα στούς έξωτερικούς καί στούς έσωτερικούς παράγοντες της έξέλιξης μ.29

'Ισορροπία άνάμεσα στίς έξωτερικές καί τίς έσωτερικές δυνά-μεις ; Μάλλον διαλεκτική άντίθεση. Ένότητα πού συνυπάρχει μέ τήν άντίθεση ( opposition ), ή όποία μπορεί νά γίνει άνταγωνιστι-κή (contradiction). Κατά συνέπεια, προσαρμογή άλλά καί έξα-φάνιση. Ή προσαρμογή δέν είναι παθητική διαδικασία. Οί οργα-νισμοί, γράφει ό Λιούοντιν, δέν βρίσκουν τό περιβάλλον καί προσ-αρμόζονται ή πεθαίνουν. Στήν πραγματικότητα δημιουργούν τό περιβάλλον τους. Μ'αύτή τήν έννοια, τό περιβάλλον έγγράφεται στό DNA. Μέ μιά άντίθετη Ιννοια, τά γονίδια, στό βαθμό πού έπη-ρεάζουν αύτό πού κάνει ό οργανισμός, συνεισφέρουν στήν τροπο-ποίηση τοΰ περιβάλλοντος. Έτσι, άν τά γονίδια μεταβάλλονται κατά τήν έξέλιξη, θά τροποποιείται έπίσης καί τό περιβάλλον τοΰ όργανισμοΰ. «Δέν μποροΰμε νά ζήσουμε», γράφει ό Λιούοντιν, « χωρίς νά άλλάζουμε τό περιβάλλον μας. Πρόκειται γιά τόν δεύ-τερο νόμο τών σχέσεων άνάμεσα στόν όργανισμό καί τό περιβάλ-λον».30

'Αλλά δέν ύπάρχει μόνο μεταβολή τών ειδών. Ένας πληθυσμός τοΰ ίδιου είδους δέν άποτελεΐται άπό ταυτόσημα άτομα. Ό « άνα-πτυξιακός θόρυβος » προκαλεί διαφοροποιήσεις στή λειτουργία τών γονιδίων, γεγονός πού εξηγεί, π.χ., τό δτι δύο ταυτόσημοι δί-δυμοι δέν έχουν τά ίδια δακτυλικά άποτυπώματα. 'Αναφορικά μέ τό άνθρώπινο γονιδίωμα, π.χ., δύο άτομα έχουν περίπου 600.000

246 ε κ τ ο κ ε φ α λ α ι ο

διαφορετικά νουκλεοτίδια. Συνεπώς : Ταυτότητα καί διαφορά στό έσωτερικό της ταυτότητας. Σέ 1.000 άνθρώπους οί 995 Ιχουν τόν ϊδιο καρυότυπο μέ σαρανταέξι χρωμοσώματα. Τό υπόλοιπο 5% Ιχει μόνο σαρανταπέντε χρωμοσώματα. Κάθε άνθρώπινο γονι-δίωμα διαφέρει άπό κάθε άλλο. Τό DNA που πήρα άπό τή μητέρα μου, γράφει ό Λιούοντιν, διαφέρει κατά τρία έκατομμύρια νου-κλεοτίδια άπό τό DNA που πήρα άπό τόν πατέρα μου. Δέν υπάρ-χουν δύο άνθρώπινα όντα πού νά Ιχουν τό ίδιο γονιδίωμα. Ό τε-λικός κατάλογος τοΰ άνθρώπινου DNA θά είναι Ινα μωσαϊκό ένός υποθετικού προσώπου, κατά μέσον όρο, τό όποιο δέν θά άντιστοι-χεϊ σέ κανένα άνθρώπινο 0ν. Επιπλέον υπάρχουν διαφορές καί διακυμάνσεις τών γονιδίων, άκόμα καί τών χρωμοσωμάτων, οί όποιες έκφράζονται στό φαινότυπο.31 Ή τυπική λογική, λογική τής ταυτότητας, είναι πολύ άκαμπτη γιά νά συλλάβει τήν πλα-στικότητα τής Ιμβιας ΰλης.

Ή έξέλιξη είναι συνεπώς τό άποτέλεσμα της ένότητας καί τής άντίθεσης άνάμεσα στόν όργανισμό καί στό περιβάλλον. 'Αλλά αύτή ή διαλεκτική σχέση δέν είναι στάσιμη. Εκείνο πού ϊσως χα-ρακτηρίζει περισσότερο τήν έξέλιξη, γράφει ό Φρ. Ζακόμπ, είναι ή τάση εύλυγισίας κατά τήν έκτέλεση τοΰ γενετικού προγράμμα-τος. Είναι τό « άνοιγμά » της, μέ τήν Ιννοια ότι έπιτρέπει στόν όρ-γανισμό νά αύξάνει όλο καί περισσότερο τΙς σχέσεις του μέ τό πε-ριβάλλον. Ή έξέλιξη, συνεπώς, είναι τό άποτέλεσμα ένός άγώνα άνάμεσα σ'αύτό πού ήταν καί σ'αύτό πού θά υπάρξει, άνάμεσα στή συντήρηση καί στήν έπαναστατικότητα, άνάμεσα στήν ταυ-τότητα καί στήν άναπαραγωγή καί στό νέο τής διαφοροποίησης. Τό μακροσκοπικό είναι τό συνολικό άποτέλεσμα μικροσκοπικών διεργασιών. Πάντοτε, σύμφωνα μέ τόν Ζακόμπ, στό μακροσκο-πικό έπίπεδο ή έξέλιξη βασίζεται στή συγκρότηση νέων συστη-μάτων έπικοινωνίας, τόσο στό έσωτερικό τοΰ όργανισμοΰ όσο καί άνάμεσα σ'αυτόν καί σέ ό,τι τόν περιβάλλει. Στό μικροσκοπικό έπίπεδο αύτό μεταφράζεται μέ τήν τροποποίηση τών γενετικών προγραμμάτων σέ ποιότητα καί σέ άριθμό.32

Τή διαλεκτική αύτή άνάμεσα στήν ταυτότητα καί τή διαφορά

α ν θ ρ ω π ο γ ε ν ε ι η 247

στή διάρκεια της ιστορίας του είδους τήν είχε ήδη συλλάβει στήν έποχή του ό Henri Wallon (1879-1962). «Επιμείναμε πολύ», έγραφε, « στα ίχνη πού θα άφηνε στήν ανάπτυξη τοϋ άτόμου ή ιστορία τοΰ είδους : ομοιότητα τής όντογένεσης καί τής φυλογένε-σης. Φαίνεται έντούτοις 6τι ή συνόψιση είναι άρκετά άπιστη- δτι οί φάσεις τοΰ παρελθόντος αλλοιώνονται καί καταργούνται σύν-τομα δταν δέν ανταποκρίνονται πιά στό σχέδιο τοΰ έξελιγμένου δντος. Καί οί όμοιότητες πού έπικαλούμαστε είναι συχνά πολύ προσεγγιστικές ».33

Συνεπώς : Σχετική σταθερότητα καί άναπόφευκτη μεταβλητό-τητα. Διαφοροποιήσεις θετικές καί βλαβερές. Ή φυσική έπιλογή λειτουργεί μεταξύ τών άτόμων. Προϋποθέτει τή διαφορά καί τή μεταβλητότητα καί άνοίγει Ινα πεδίο δυνατοτήτων. Τό τυχαίο είναι ούσιαστικός παράγων τής έξέλιξης. Ή διαλεκτική άνάμεσα στό έσωτερικό καί τό έξωτερικό, άνάμεσα στό τυχαίο καί τήν άναγκαιότητα άποδεικνύει τό μάταιο κάθε προσπάθειας γιά τελεο-λογική έρμηνεία τοΰ φαινομένου τής ζωής. Θά μπορούσαμε συνε-πώς νά ορίσουμε μιά σκοπιμότητα χωρίς μεταφυσικές προϋποθέ-σεις, ώς τήν έσωτερική δυναμική τοΰ έμβιου, τοΰ όποίου οί δυνα-μικότητες πραγματοποιούνται υπό τήν έπίδραση τών έξωτερικών δρων. Ό Ζακόμπ παραθέτει τόν Γκαίτε : « Κάθε δν », γράφει ό Γκαίτε, « έμπεριέχει τό λόγο τής ύπαρξής του. Όλα τά μέρη άλληλεπιδροΰν μεταξύ τους. Έπίσης κάθε ζώο είναι φυσιολογικά τέλειο ». Καί ό Ζακόμπ: «"Ετσι ή σκοπιμότητα τοΰ έμβιου δντος βρίσκει τήν άπαρχή της στήν ίδια τήν ίδέα τοΰ όργανισμοΰ, έπει-δή τά μέρη πρέπει νά άναπαράγονται άμοιβαΐα, έπειδή πρέπει νά συνδέονται μεταξύ τους ώστε νά σχηματίζουν τό βλον ».34 Ή σκο-πιμότητα είναι ή έκφραση τής αύτορρύθμισης τών γενετικών δια-δικασιών, υπό τήν έπίδραση τοΰ περιβάλλοντος. Είναι μιά « έσω-τερική σκοπιμότητα » ( G. Gastaud ).

Υπάρχει συνεπώς Ινας προσανατολισμός τής έξέλιξης. Τρια-κόσια έκατομμύρια χρόνια χρειάστηκαν γιά τή μετάβαση άπό τά έρπετά στά θηλαστικά. Ό κινητήρας τής έξέλιξης, γράφει ό Π. Τόρ, είναι ό μηχανισμός της φυσικής έπιλογής τών βιολογικά

2 4 8 ε κ τ ο κ ε φ α λ α ι ο

πλεονεκτικών διαφοροποιήσεων. Τό τεράστιο πεδίο τών διαφορο-ποιήσεων έπιτρέπει τόν έπιλεκτικό μετασχηματικό διαχωρισμό. Ή γενετική μεταβίβαση δίδει διαφορετικά άτομα, άπό τά όποια όρισμένα πλεονεκτούν.35 Ή έξέλιξη συνεπάγεται τήν έμφάνιση νέων δομών, ιδιοτήτων καί ικανοτήτων. 'Αλλά κατά τόν Ζακόμπ, « ή άναπαραγωγή δέν καθορίζεται άπό κανένα ξεχωριστό μόριο. Αύτή ή Ιδιότητα δέν έμφανίζεται παρά μόνο μέ τό πιό άπλό μόρ-φωμα πού θά μπορούσε νά όνομαστεϊ ζωντανό. Δηλαδή μέ τό κύτταρο μ.36

Ή έξέλιξη είναι μιά διαδικασία μέ δύο άντίθετες καί άρρηκτα συνδεδεμένες όψεις : τήν κληρονομικότητα καί τήν προσαρμογή. Μπορούμε νά θεωρήσουμε τήν κληρονομικότητα, έγραφε ό Ένγκελς, « ώς τή θετική, συντηρητική πλευρά, καί τήν προσαρμογή ώς τήν άρνητική, ή όποία συνέχεια καταστρέφει δ,τι έχει κατακτηθεί άπό τήν κληρονομικότητα. Μπορούμε δμως έπίσης νά θεωρήσουμε τήν προσαρμογή σάν τή δημιουργική, λειτουργική, θετική δρα-στηριότητα, καί τήν κληρονομικότητα σάν τή δραστηριότητα ή όποία άνθίσταται, ή όποία είναι παθητική, άρνητική. Άλλά, δπως στήν 'Ιστορία ή πρόοδος έμφανίζεται ώς ή άρνηση αύτοΰ πού ύπάρ-χει, τό ίδιο καί έδώ -γιά καθαρά πρακτικούς λόγους- είναι προ-τιμότερο νά θεωρούμε τήν προσαρμογή ώς τήν άρνητική δραστη-ριότητα».37

Αύτά σέ δ,τι άφορα τή διαλεκτική στό μακροσκοπικό έπίπε-δο· όρθότερα, στήν κλίμακα τοΰ πληθυσμού. Ποιές είναι δμως οί χημικές διαδικασίες καί οί μεταβολές τών μικροσκοπικών δομών, τό τελικό άποτέλεσμα τών οποίων είναι ή διαφοροποίηση, ή προσ-αρμογή καί ή έκτέλεση ;

Άκόμα καί τό άπλούστερο κύτταρο, γράφει ό Φρ. Ζακόμπ, τό κύτταρο τών βακτηρίων, θέτει πολυάριθμα προβλήματα πού δέν έχουν λυθεί. Οί χημικές άντιδράσεις καί οί δομές πού συγκρο-τούνται στό έσωτερικό τοΰ κυττάρου είναι έξαιρετικά πολλές καί περίπλοκες. Τό DNA ένός βακτηριακοΰ κυττάρου, π.χ., μπορεί νά καθορίσει τή δομή 2.000 έως 3.000 πεπτιδικών άλυσίδων. Τά κύτ-ταρα ένός θηλαστικού περιέχουν περίπου 1.000 φορές περισσό-

α ν θ ρ ω ι ι ο γ ε ν ε σ η 249

τερο DNA άπ' 6,τι μιας Esterishïa coli. ΤΓπάρχει ένας αυστηρός συ-ντονισμός τών χημικών δραστηριοτήτων, τών ρυθμιστικών κυ-κλωμάτων. Σήματα ή μηνύματα μεταδίδονται άπό κύτταρο σέ κύτταρο. Τπάρχει μιά αύστηρή άλληλουχία βιοχημικών συμ-βάντων, κατά τή διάρκεια τών οποίων ή ίδια ή έκφραση τών γονιδίων τροποποιείται στό βαθμό πού διαφοροποιούνται τά κύτταρα.38

Ή άνάπτυξη καί ό πολλαπλασιασμός δλων τών οργανισμών, γράφει μέ τή σειρά του ό Ζ. Μονό, άπαιτοΰν τήν πραγματοποίη-ση χιλιάδων χημικών άντιδράσεων χάρη στίς όποιες δημιουργούν-ται τά ούσιώδη συστατικά τών κυττάρων. Πρόκειται γι'αύτό πού καλείται μεταβολισμός. Ό μεταβολισμός οργανώνεται σέ έναν με-γάλο άριθμό « δρόμων » πού συγκλίνουν, άποκλίνουν, ή λειτουρ-γούν κυκλικά, καί πού καθένας περιλαμβάνει μιά άκολουθία προσ-ανατολισμού.39 Ή λειτουργική συνεκτικότητα τοΰ όργανισμοΰ άπαιτεϊ τήν παρέμβαση ένός κυβερνητικού συστήματος τό όποιο διέπει καί έλέγχει τή χημική δραστηριότητα σέ πολλά σημεία.

'Ανάμεσα στίς χημικές ένώσεις οί όποιες μετέχουν στίς άντι-δράσεις στό έσωτερικό τοΰ κυττάρου, καί έπίσης στή δομή του, οί σπουδαιότερες είναι οί πρωτεΐνες. Ό Ένγκελς είχε υπογραμμίσει στήν έποχή του αύτό τό γεγονός. Είχε καταλήξει μάλιστα νά ορί-σει τή ζωή ώς τόν τρόπο ύπαρξης τών λευκωματούχων ούσιών. Μιλούσε γιά « ζωντανό λεύκωμα ».,0

Όταν ό βιταλισμός τροφοδοτούσε τό μυστήριο τής έμφάνισης καί τής ούσίας τής ζωής, ό Ένγκελς τήν είχε ορίσει ώς τόν τρόπο ύπαρξης υλικών ούσιών : τών πρωτεϊνών. Ό όρισμός αύτός περιέ-χει μιά θεμελιώδη άλήθεια. Τήν ίδια στιγμή είναι μονόπλευρος. Τό λεύκωμα μόνο του δέν είναι « ζωντανό », άντίθετα μέ 6,τι πί-στευε ό Ένγκελς.

Ή πρόοδος τής Βιοχημείας καί τής Φυσιολογίας άπέδειξαν τόν θεμελιώδη ρόλο τών πρωτεϊνών γιά τή ζωή : Οί πρωτεΐνες υπάρ-χουν στίς κυτταρικές μεμβράνες καί στό πρωτόπλασμα. Είναι θε-μελιώδη συστατικά τοΰ πυρήνα ( τό DNA τών χρωμοσωμάτων τών εύκαριωτικών συνοδεύεται πάντοτε άπό ειδικές πρωτεΐνες). Τά

2 5 0 ε κ τ ο κ ε φ α λ α ι ο

ένζυμα τά όποια συναντώνται στή φύση είναι έν μέρει γιγαντιαίες πρωτεΐνες, οί οποίες μετέχουν σέ άντιδράσεις μεταξύ τών πρωτεϊ-νών καί άλλων ουσιών. Μιά κατηγορία ορμονών ( οί πεπτιδικές όρμόνες ) είναι πρωτεϊνικού χαρακτήρα, δπως π.χ. ή θυροξίνη. Οί πρωτεΐνες καί τά νουκλεϊκά όξέα είναι τά καθοριστικά στοιχεία γιά τή ζωή, σχηματίζουν τό φορέα της καί άποτελούν τίς θεμε-λιακές δομές της.

'Εδώ ταιριάζει νά υπογραμμίσουμε τόν ειδικό ρόλο τών ένζύ-μων -ένα μέρος τών όποίων είναι πρωτεϊνικό- γιά τά φαινόμενα τής ζωής. Τά ένζυμα μετέχουν σέ όλες τις βιολογικές άντιδράσεις πού πραγματοποιούνται στους όργανισμούς. Άκόμα καί ό αύτο-διπλασιασμός του νουκλεϊκοΰ όξέος ( DNA ) τό όποιο είναι ό πα-ράγων μεταβίβασης τών κληρονομικών χαρακτήρων, πραγματο-ποιείται μόνο χάρη στή συμμετοχή ένζύμων στις διάφορες φάσεις τοΰ φαινομένου.

Παρά ταΰτα, ό ορισμός τής ζωής ώς τρόπου ΰπαρξης πρωτεϊ-νών είναι μονόπλευρος. Εκείνη τήν έποχή, τά νουκλεϊκά όξέα, οί όρμόνες, οί βιταμίνες, ό ρόλος τών άνόργανων άλάτων, κλπ., δέν ήταν άκόμα γνωστά. Ή Φυσιολογία γενικότερα έκανε τά πρώτα της βήματα. Τό έπίπεδο τής έπιστήμης εκείνης τής περιόδου εξη-γεί έν μέρει αύτό τόν ορισμό τής ζωής άπό τόν Ένγκελς.41

Οί πρωτείνες είναι μεγαλομόρια μοριακοΰ βάρους τό όποιο κυ-μαίνεται άπό 10.000 μέχρι 1.000.000 καί περισσότερο. Κάθε πρω-τεΐνη περιέχει 100 μέχρι 10.000 ρίζες αμινοξέων. Εντούτοις αύτές οί έξαιρετικά πολυάριθμες ρίζες άνήκουν μόνο σέ είκοσι διαφορε-τικές χημικές ένώσεις οί όποιες συναντώνται σέ δλα τά Ιμβια 0ν-τα, άπό τά βακτήρια μέχρι τόν άνθρωπο. Αύτή ή μονοτονία τής σύνθεσης, γράφει ό Μονό, άποτελεΐ μιά άπό τις πιό έντυπωσιακές άπεικονίσεις τοΰ γεγονότος δτι ή θαυμαστή ποικιλία τών μακρο-σκοπικών δομών τών έμβιων δντων έδράζεται, στήν πραγματικό-τητα, σέ μιά βαθιά καί όχι λιγότερο άξιοσημείωτη ένότητα μι-κροσκοπικής σύνθεσης καί δομής.42

Ποιές είναι λοιπόν οί περίπλοκες καί γενετικές σχέσεις μεταξύ τών πρωτεϊνών καί τών γονιδίων ; Ή άναπαραγωγή τών πρωτεϊ-

α ν θ ρ ω ι ι ο γ ε ν ε σ η 25"

νών καθορίζεται άπό τό DNA. Τά γονίδια συντίθενται άπό τέσσε-ρα νουκλεϊκά όξέα (άδενίνη, θυμίνη, κυτοσίνη, γουανίνη). Κάθε γονίδιο είναι μιά μακρά άλυσίδα ή όποία περιλαμβάνει δεκάδες χι-λιάδες νουκλεϊκά όξέα καί είναι υπεύθυνο γιά τή σύνθεση μιας όρι-σμένης πρωτεΐνης. Λέγεται συχνά δτι τά γονίδια συνθέτουν τίς πρωτεΐνες. 'Αλλά, κατά τόν Λιούοντιν, τά γονίδια μόνα τους δέν μπορούν νά κάνουν τίποτα. Μιά πρωτεΐνη οικοδομείται άπό ένα περίπλοκο σύστημα χημικής παραγωγής, τό όποιο περιλαμβάνει έπίσης άλλες πρωτεΐνες καί χρησιμοποιεί μιά ειδική άκολουθία νουκλεοτιδίων ένός γονιδίου, γιά νά καθορίσει τήν άκριβή μορφή τής υπό κατασκευή πρωτεΐνης. 'Επίσης δέν ύπάρχει αύτοαναπα-ραγωγή τών γονιδίων, τά όποια άναπαράγονται μέσω ένός περί-πλοκου μηχανισμού πρωτεϊνών πού χρησιμοποιεί τά γονίδια ώς πρότυπα γιά περισσότερα γονίδια. Ό οργανισμός στήν όλότητά του μετέχει στήν άναπαραγωγή αύτών τών θεμελιωδών συστα-τικών μ.43 Υπάρχουν λοιπόν άπό τή μιά μεριά τά νουκλεϊκά όξέα τά όποΐα διατηρούν τήν « πληροφορία » καί τή μεταδίδουν άπό μιά κυτταρική γενιά σέ άλλη, καί έπίσης οί πρωτεΐνες πού καθορίζον-ται άπό τά γονίδια καί υπηρετούν τήν κυτταρική άρχιτεκτονική καί τήν ένζυματική κατάλυση.44 Συνεπώς : Διαδικασίες άντίθετες, συμπληρωματικές, κλπ., πραγματοποιούνται στό έσωτερικό τοΰ κυττάρου, τό όποϊο λειτουργεί ώς διαφοροποιημένη όλότητα.

Χάρη στίς νεότερες τεχνικές οί ειδικοί κατόρθωσαν νά κατα-σκευάσουν χάρτες άλληλεπίδρασης άνάμεσα στά γονίδια. Οί χάρ-τες αύτοί, γράφει ή Janine Guespin-Michel, πού όνομάζονται δί-κτυα γονιδιακής ρύθμισης ( reseaux de régulation géniques ), είναι γραφήματα άλληλεπίδρασης, δπου κάθε γονίδιο, κωδικοποιώντας μιά ρυθμιστική πρωτεΐνη, συνδέεται μέ δλα τά γονίδια τά όποία έλέγχει αύτή ή πρωτεΐνη, μέ τόξα προσανατολισμένα θετικά ή άρνητικά, άνάλογα μέ τήν κατεύθυνση τής άλληλεπίδρασης. Οί άλληλεπιδράσεις αύτές είναι μή γραμμικές καί τά δίκτυα αύτά είναι γραφικές παραστάσεις αύτών πού αποκαλούνται μή γραμμι-κά δυναμικά συστήματα. Πρόκειται, κατά τή Ζ. Γκεσπέν-Μισέλ, γιά « ενοχλητικά, παράδοξα φαινόμενα, πού δέν συμφωνούν μέ τή

2 5 2 εβδομο κ ε φ α λ α ι ο

συνήθη λογική ».45 Πρόκειται γιά διαλεκτικές σχέσεις άλληλεπί-δρασης, άμοιβαίου καθορισμού, δημιουργίας τοϋ νέου κλπ. Γιά μή γραμμικές σχέσεις οί όποιες υπερβαίνουν τό πλαίσιο 6χι μόνο τής τυπικής λογικής, άλλά καί τούς συνήθεις γραμμικούς νόμους τών έπιστημών.

Έπίσης, ή λογική τής ταυτότητας δέν ισχύει άναφορικά μέ τόν ορισμό τοΰ είδους. Εξαιτίας τής φύσης τοΰ γενετικοΰ κώδικα, γρά-φει ό Λιούοντιν, στό έπίπεδο τοΰ DNA συμβαίνουν πολλές άλλα-γές, οί όποιες δέν άντανακλώνται στις πρωτεΐνες. 'Τπάρχουν συν-επώς πολλές διαφορετικές άκολουθίες DNA οί όποιες άντιστοιχοΰν στήν ϊδια πρωτεΐνη. Υπάρχουν περίπου 3 δισ. νουκλεοτίδια στά γονίδια τοΰ άνθρώπου. Άνάμεσα σέ δύο άνθρώπους ύπάρχει κατά μέσον δρο μιά διαφορά 600.000 νουκλεοτιδίων. Καί ό Λιούοντιν θέ-τει τό έρώτημα: Ποιό γονιδίωμα θά άντιπροσωπεύει ή άκολουθία γιά τόν κατάλογο τοΰ κανονικού προσώπου ; Καί σ' αύτή τήν πε-ρίπτωση ή άκαμπτη λογική τής ταυτότητας δέν λειτουργεί. Μιά λογική τής ταυτότητας καί τής διαφοράς είναι ή μόνη πού θά μπο-ρούσε νά έκφράσει τίς περίπλοκες διαδικασίες οί όποιες πραγμα-τοποιούνται στό έσωτερικό τοΰ κυττάρου.

Έπίσης, ό όργανισμός άλλάζει μέ τό χρόνο. Καί έδώ έπίσης θά μπορούσαμε νά μιλήσουμε γιά μιά διαλεκτική τοΰ Είναι καί τοΰ Γίγνεσθαι. Κατά τόν Ζακόμπ : « Στό έπίπεδο τής όργάνωσης στό χώρο άντιστοιχεΐ Ινα έπίπεδο σχηματισμού στό χρόνο. Πίσω άπό τό χρόνο τής όντογένεσης διακρίνεται συγκεχυμένα Ινας άλλος χρόνος, περισσότερο άπόμακρος, ισχυρότερος, άπ'δπου φαίνεται νά διακρίνεται Ινα ολόκληρο δίκτυο σχέσεων άνάμεσα στά Ιμβια όντα. Καί τότε καθίσταται έφικτή μιά θεωρία τής έξέλιξης ». Κα-τά συνέπεια, γράφει ό Ζακόμπ, « ό χρόνος άντιπροσωπεύει σήμε-ρα γιά τόν βιολόγο κάτι πολύ περισσότερο άπό μιά παράμετρο τής Φυσικής. Είναι άχώριστος άπό τήν ϊδια τή γένεση τοΰ έμβιου κό-σμου καί τής έξέλιξής του ».4b Άλλά, άκόμα καί στή Φυσική ό χρόνος δέν είναι πάντοτε άπλή παράμετρος. Πράγματι, είναι γνω-στό δτι κατά τή σχετικότητα ό χώρος καί ό χρόνος συνιστούν έναν τετραδιάστατο μαθηματικό χώρο. Τά φαινόμενα πραγματοποιούνται

α ν θ ρ ω ι ι ο γ ε ν ε σ η 2 5 3

στό έσωτερικό τοϋ κώνου τοΰ φωτός άκολουθώντας τό βέλος τοΰ χρόνου, τό όποιο κατευθύνεται άπό τό παρελθόν πρός τό μέλλον. Τά βιολογικά φαινόμενα υπακούουν καί αύτά σ' αύτή τή μονοσή-μαντη, μή άντιστρεπτή κίνηση.

Μή άντιστρεψιμότητα καί καθορισμός ( détermination ) ; Μή άντιστρεψιμότητα, ναί ! 'Αλλά ό καθορισμός ;

Άπό τή Φυσική, δπως άνέλυσα στό προηγούμενο κεφάλαιο, εί-ναι γνωστό δτι υπάρχουν περισσότερες μορφές αιτιοκρατίας : μη-χανική, δυναμική, κλασική στατιστική, κβαντική στατιστική. Έ-πίσης, τίς τελευταίες δεκαετίες μελετήθηκαν νέες μορφές πού λει-τουργούν σέ μή γραμμικά συστήματα. Οί μορφές καθορισμού στή Βιολογία είναι παρόμοιες, άν καί περισσότερο περίπλοκες σέ σχέ-ση μέ τήν κβαντική-στατιστική μορφή, έπειδή στή Βιολογία, πο-λύ περισσότερο άπ'δ,τι στήν κβαντική μηχανική, πρόκειται γιά πολύ περίπλοκα, μή γραμμικά φαινόμενα. Έτσι, κάθε ύπαρκτή, ένεργεία κατάσταση άντιπροσωπεύει Ινα πεδίο δυνατοτήτων άνοι-χτό στό χρόνο. Τό δυνάμει μετατρέπεται σέ ένεργεία, ώς ή διαλε-κτική άρνηση της προηγούμενης κατάστασης. Έπίσης, καί τά βιο-λογικά φαινόμενα έχουν καθορισμένο χρονικό πάχος. Αύτό πού άρ-χίζει δέν είναι άκόμα. Βρίσκεται στήν πορεία τής πραγμάτωσής του, δπως θά έλεγε ό Χέγκελ.

Ή μηχανιστική μορφή αιτιοκρατίας δέν ισχύει στή Βιολογία. Ή όντογένεση γράφει ό René Zazzo ( 1910-1995 ), δέν θά ήταν δυ-νατόν νά άναπαραγάγει τή φυλογένεση, δπως φαίνεται νά τό πι-στεύει ό Sigmund Freud ( 1856-1939 ). Κατά τόν Φρόυντ, ή πορεία της άνάπτυξης είναι προκαθορισμένη. Άλλά κατά τόν Βαλλόν δέν υπάρχει μοίρα. Τό βιολογικό καί τό κοινωνικό είναι άναγκαΐες συν-θήκες, άλλά μόνο συνθήκες. Ή ένδεια τοΰ παιδιού κατά τή γέννη-ση μεταφράζεται σέ άνάγκη τοΰ άλλου, αύτό δμως είναι ένα άπό-λυτο πού άνοίγει τό δρόμο τής έλευθερίας, μιας άπεριόριστης προ-όδου."

Τπάρχει δμως, ώς γνωστόν, μιά ιδεολογία βιολογικού ντετερ-μινισμού, ή όποία άποτελεϊ τή βάση άντιδραστικών κοινωνικών άντιλήψεων. Σύμφωνα μ'αύτή τήν ιδεολογία ύπάρχει μιά άμετά-

254 εβδομο κ ε φ α λ α ι ο

βλητη, αιώνια άνθρώπινη φύση, εγγεγραμμένη στα γονίδιά μας. Οί διάφορες ικανότητες, χαρακτηριστικά, κλπ. είναι βιολογικά καθορισμένα καί κληρονομικά. Ή άνθρώπινη φύση συνεπώς συνε-πάγεται τίς κοινωνικές ιεραρχίες, τό ρατσισμό, τούς πολέμους καί όλες τίς βαρβαρότητες τών άνθρώπινων κοινωνιών. Αύτή ή αίτιο-κρατική-άναγωγική ιδεολογία δέν έχει έπιστημονικό θεμέλιο.

Ό άναγωγισμός, γράφει ή Ζανίν Γκεσπέν-Μισέλ, δέν λαμβάνει ύπόψη τΙς δυναμικές όψεις τών Ιμβιων όντων. Οί όψεις αύτές άποκρύπτονται πρός όφελος μιας δομικής, συγχρονικής θεώρησης, στήν όποία ό δυναμισμός είτε άγνοεΐται εϊτε λίγο-πολύ θεωρείται διαδοχή σταθερών πλάνων. Ή μή γραμμικότητα υποχρεώνει κα-τά τή συγγραφέα νά θεωρούμε τή δυναμική πλευρά τών φαινομέ-νων. Ή μή γραμμικότητα συνεπάγεται τό ότι συχνά καταλήγου-με νά άνακαλύψουμε μιά συνολική συνεκτικότητα, ή όποία έξαρ-τάται άπό τά συμμετέχοντα στοιχεί*, άλλά δέν άνάγεται σ' αύτά.48

Άντίθετα άπό τόν άπλο'ικό άναγωγισμό, πρέπει νά άναζητήσουμε τό νέο, τό όποιο άναδύεται ώς ή διαλεκτική άρνηση τής προηγού-μενης κατάστασης.

Ή μοριακή βιολογία μελετά τά φαινόμενα στό μικροσκοπικό έπίπεδο. Πρέπει συνεπώς νά έπιχειρήσουμε νά δούμε τό τί συμ-βαίνει στό έσωτερικό τοΰ κυττάρου. Είναι γνωστό ότι τό γενετικό ύλικό παίζει προνομιούχο ρόλο. Άλλά, σημειώνει ό Ζακόμπ, χω-ρίς τό κυτόπλασμα πού τόν περιβάλλει, ό πυρήνας τοΰ κυττάρου δέν μπορεί νά κάνει τίποτα. « Τό κύτταρο ώς ολότητα είναι αύτό πού άποτελεΐ τή στοιχειώδη μονάδα τού Ιμβιου, πού διατηρεί τΙς ιδιότητες, πού άφομοιώνει, αύξάνει καί άναπαράγεται. Τό γονίδιο άποτελεΐ τόν Ισχατο όρο τής γενετικής άνάλυσης, άλλά δέν Ιχει καμιά αύτονομία. Ή Ικφρασή του έξαρταται τίς περισσότερες φορές άπό τά άλλα γονίδια πού τό περιβάλλουν. Τό γενετικό ύλικό ολόκληρο, ό ιδιαίτερος συνδυασμός τών γονιδίων πού πραγματο-ποιείται μέσα στόν οργανισμό καθορίζουν τήν ανάπτυξη, τή μορ-φή, τίς ιδιότητες τοΰ όργανισμοΰ. Ή φυσική έπιλογή δρα στούς πληθυσμούς εύνοώντας τήν άναπαραγωγή ορισμένων άτόμων »,49

Συνεπώς : Λειτουργική ένότητα τής πολύπλοκης ολότητας πού

α ν θ ρ ω ι ι ο ι έ ν ε ς η 2 5 5

είναι τό κύτταρο. 'Αλλά ή φυσική έπιλογή προϋποθέτει τή διαφορά καί συνεπάγεται τή διαφοροποίηση. Μιά πρώτη έρμηνεία τής δια-φοροποίησης δίδουν οί μεταλλάξεις. 'Αλλά οί μεταλλάξεις πραγ-ματοποιούνται τυχαία, καί τό τυχαίο θεωρείται άπό Ινα έπιστη-μολογικά ρεύμα άναίτιο, ή τουλάχιστον άπροσδιόριστο. Αύτή ή έρμηνεία τοΰ τυχαίου, εφαρμοζόμενη στις βιολογικές μεταλλάξεις, είχε ιδεολογικές συνέπειες, οριακά ιδεαλιστικές. Ά ς δοΰμε λοιπόν τό πρόβλημα τών μεταλλάξεων.

Γύρω στό 1900, γράφει ό P.P. Grasse ( 1895-1985 ), ό δαρβινισμός άλλαξε κάπως κατεύθυνση, δταν ό βοτανολόγος Hugo de Vries ( 1848-1935 ) εισήγαγε στή Βιολογία μιά νέα έννοια, τήν έννοια τής άπότομης καί κληρονομικής διαφοροποίησης : τής μετάλλαξης. Ή διαφοροποίηση δέν είναι προϊόν βαθμιαίων καί άνεπαίσθητων τρο-ποποιήσεων. Πραγματοποιείται μέ άπότομες άλλαγές. Συνεπώς ή φύση κάνει άλματα.50 Οί μεταλλάξεις είναι τυχαίες, άπρόβλεπτες. Στή συνέχεια ή έπιλογή διατηρεί τις εύνοϊκές μεταλλάξεις, οί όποιες προσαρμόζονται στις περιστάσεις. Οί μεταλλάξεις έμφανί-ζονται άπότομα καί κατέχουν έξ ύπαρχής δλους τούς χαρακτήρες τοΰ νέου τύπου. Ποιά είναι δμως ή αιτία τών μεταλλάξεων;

Ά ς άκούσουμε τόν Φ. Ζακόμπ : « Δέν βρίσκεται καμιά σύνδε-ση άνάμεσα στήν παραγωγή τους καί στίς συνέπειες τών έξωτε-ρικών δρων. Καμιά συσχέτιση άνάμεσα στήν έμφάνιση καί στή χρησιμότητά τους. Οί μεταλλάξεις έμφανίζονται τυχαία καί άντι-προσωπεύουν τόσο μιά " πρόοδο " δσο καί μιά " όπισθοδρόμηση ". Πραγματοποιούνται πρός δλες τίς κατευθύνσεις. "Ετσι, οί κληρο-νομήσιμες διαφοροποιήσεις πραγματοποιούνται μέ κβαντικά άλ-ματα » . Κ α ί ό Ζ. Μονό έγραφε, μέ τή σειρά του, δτι οί μεταλλά-ξεις οφείλονται στήν ύποκατάσταση ένός ζεύγους νουκλεοτιδίων άπό ένα άλλο, στήν άφαίρεση ή τήν προσθήκη ένός ή περισσότε-ρων ζευγών νουκλεοτιδίων, σέ διάφορους τύπους συγκολλητικών ούσιών πού άλλοιώνουν τό γενετικό ύλικό. Κατά τόν Ζ. Μονό, έπί-σης, οί μεταλλάξεις είναι προϊόν τού τυχαίου.

Οί μεταλλάξεις, γράφει ό Π.Π. Γκρασσέ, τροποποιούν τήν τά-ξη τών μονάδων, τά νουκλεοτίδια καθώς καί τή δομή τών πρωτεϊ-

2 5 6 εβδομο κ ε φ α λ α ι ο

νών. Ή διαφοροποίηση που όφείλεται σέ μετάλλαξη « χτυπά » δλες τις γενιές. 'Εξ αύτοϋ προκύπτει μιά σταθερή διαφοροποίηση τής κληρονομικής μας σύστασης. 'Αλλά τό ύπόβαθρο, τό πλάνο, ή γε-νική δομή τοΰ έμβιου δντος παραμένουν αμετάβλητα. Ποιές είναι δμως οί αιτίες τών άσυνεχών διαφοροποιήσεων ; *Ας άκούσουμε πάλι τόν Ζ. Μονό : « Λέμε δτι αύτές οί αλλοιώσεις είναι συμπτω-ματικές, δτι προκύπτουν τυχαία. Καί έφόσον άποτελοΰν τή μόνη δυ-νατή πηγή τροποποιήσεων τοΰ γενετικοΰ κώδικα, μόνο θεματοφύ-λακα, μέ τή σειρά του, τών κληρονομικών δομών τοΰ όργανισμοΰ, Ιπεται αναγκαστικά δτι μόνο τό τυχαίο είναι ή πηγή κάθε νέου, κά-θε δημιουργίας στή βιόσφαιρα. Τό καθαρό τυχαίο, τό μόνο τυχαίο, άπόλυτη άλλα τυφλή έλευθερία, στήν ΐδια τή ρίζα τοΰ θαυμαστοΰ οικοδομήματος τής έξέλιξης [ . . . ] Ή κεντρική αύτή έννοια δέν είναι υπόθεση. Είναι ή μόνη πού μποροΰμε νά διανοηθούμε ».32

Τί σημαίνει δμως «καθαρό τυχαίο » ; Ώς γνωστόν υπάρχουν οί « νόμοι τοΰ τυχαίου ». Άν τροποποιήσουμε τούς δρους ένός φαινο-μένου πού διέπεται άπό τό τυχαίο, τότε μεταβάλλεται καί ή πι-θανοτική κατανομή. Κατά συνέπεια πίσω άπό τό τυχαίο θά πρέ-πει νά άναζητήσουμε, δπως έλεγε ό Ένγκελς, τούς άφανεΐς νόμους πού τό διέπουν. Τό τυχαίο δέν είναι ούτε άναίτιο ούτε άπροσδιόρι-στο. Οί νόμοι τοΰ τυχαίου, αυστηροί νόμοι, είναι ή έκφραση της διαλεκτικής άρνησης τής αιτιοκρατίας, είτε μηχανιστικής είτε δυναμικής.

Νά άναζητήσουμε, συνεπώς, τις αιτίες τοΰ τυχαίου, δταν μιά τέτοια έρευνα θά ήταν εφικτή. Νά άναδείξουμε, άν είναι δυνατό, τή μορφή καθορισμού τοΰ πιθανοκρατικοΰ φαινομένου. Νά άνα-γάγουμε συνεπώς, άν είναι δυνατό, τό τυχαίο σέ μιά μορφή δυνα-μικού νόμου. Μιά άπό τις μεγάλες μάχες στήν κβαντική μηχανι-κή, π.χ., έχει ώς άντικείμενο τό νά άναγάγει τούς πιθανοκρατι-κούς νόμους σέ δυναμικούς. Έν τέλει τό τυχαίο έχει τις αιτίες του ( είναι αιτιώδες, causal ). Έπιπλέον είναι καθορισμένο. Υπόκειται σέ κάποια μορφή στατιστικού καθορισμού.53

Ή άναγωγή τών πιθανοκρατικών νόμων σέ δυναμικούς είναι ένα μεγάλο έπιστημονικό καί έπιστημολογικό πρόβλημα. 'Ας πε-

α ν θ ρ ω ι ι ο γ ε ν ε ι η 257

ριορίσουμε λοιπόν τήν άναζήτησή μας στό πρόβλημα τών μεταλ-λάξεων. Κατά τόν Ζακόμπ, είναι δυνατόν νά εύνοήσουμε τά άλμα-τα καί νά αυξήσουμε τή συχνότητα τών μεταλλάξεων, έκθέτοντας τό σπέρμα τής δροσόφυλλας σέ άκτινοβολία Χ, όπως έκαμε ό Müller, ή επιδρώντας στους οργανισμούς μέ ορισμένες χημικές ούσίες.Μ Μεταλλάξεις προκαλούνται έπίσης στό έργαστήριο άπό φυσικά αίτια ( άκτίνες Χ, ραδιενέργεια κλπ.), άπό χημικές ούσίες, κλπ. Κατά συνέπεια τό τυχαίο καί στήν περίπτωση αύτή δέν είναι ούτε άναίτιο ούτε άκαθόριστο. Ό καθορισμός καί σ'αύτή τήν πε-ρίπτωση είναι στατιστικού χαρακτήρα. Δέν γνωρίζουμε τούς μη-χανισμούς τών μεταλλαγών, μετατρέπουμε τό μή εισέτι γνωστό σέ μή γνώσιμο, καί δημιουργούμε μέ αύτή τήν αυθαίρετη έπιστη-μολογική παραδοχή μιά νέα ίντετερμινιστική ιδεολογία.

Θά παραθέσουμε, καταλήγοντας, μιά άποψη παρόμοια μέ αύτή πού έπιχείρησα νά σκιαγραφήσω : τήν άποψη τού Ζώρζ Τεσσιέ, καθηγητή στή Σορβόννη κατά τή δεκαετία τοΰ '40. Οί γενετιστές θεωρούν, έγραφε ό Τεσσιέ πρίν άπό έξηντατρία χρόνια, ότι ή με-τάλλαξη ένός γονιδίου είναι ένα αύθόρμητο φαινόμενο, άνεξάρτη-το άπό τίς έξωτερικές συνθήκες, τή φυσιολογική κατάσταση τοϋ ζώου πού είναι φορέας της καί άπό τή φύση τών άλλων γονιδίων πού τό συνοδεύουν. 'Εντούτοις, συνέχιζε, μπορούμε νά προκαλού-με μεταλλάξεις χρησιμοποιώντας άκτίνες Χ, ορισμένες χημικές ούσίες, μέ άνοδο τής θερμοκρασίας. Τό έξωτερικό ή τό έσωτερικό περιβάλλον μπορεί νά έπιδράσει μέ διάφορους τρόπους στόν κα-θορισμό τής διαφοροποίησης. Συνεπώς διαφοροποιήσεις κληρονο-μικές, μέ τό πνεύμα τοΰ δαρβινισμοΰ.55 Τό Le hasard et la nécessité είναι ένα πασίγνωστο βιβλίο τοΰ Ζάκ Μονό. Ποιά θά μπορούσε όμως νά είναι μιά διαλεκτική τοΰ τυχαίου καί τής άναγκαιότητας ;

5. Άνθρωπογένεση

Ά ς δεχτούμε ώς γεγονός τό όποιο έχει άποδειχτεΐ, ότι οί χημικές ένώσεις οί άναγκαΐες γιά τήν έμφάνιση τής ζωής δημιουργήθηκαν

2 5 » ε κ τ ο κ ε φ α λ α ι ο

στόν πρωτόγονο ωκεανό. Ά ς δεχτούμε έπίσης ώς εντελώς λογική τήν ύπόθεση 6τι άνάμεσα στήν « άρχική σούπα » καί τό κύτταρο μεσολάβησαν ένδιάμεσες μορφές δπως, π.χ., τά συσσωματώματα τοΰ 'Οπάριν. Πώς δμως σχηματίστηκαν τά πρώτα προκαρυωτικά κύτταρα ( χωρίς πυρήνα ) ; Καί μέσα άπό ποιές έξελικτικές διαδι-κασίες δημιουργήθηκαν τά εύκαρυωτικά κύτταρα ; Μιά έρμηνεία τοΰ γεγονότος τής άνθρωπογένεσης προϋποθέτει μιά έρμηνεία τοΰ σχηματισμού τών πρώτων κυττάρων.

Ό πρόγονος τοΰ κυττάρου, γράφει ό Φρ. Ζακόμπ, δέν θά μπο-ρούσε νά είναι παρά ένα είδος πυρήνα, ένας συνδυασμός ορισμένων « άλληλοβοηθούμενων » μορίων.

Άλλά τότε, άπό τί ξεκίνησε αύτό ; « Τό γενετικό μήνυμα δέν μπορεί νά μεταφραστεί παρά μόνον άπό τά προϊόντα τής δικής του παραγωγής. Χωρίς νουκλεϊκά όξέα οί πρωτεΐνες δέν έχουν μέλλον. Χωρίς πρωτεΐνες τά όξέα μένουν άδρανή. Ποιά είναι ή κότα καί ποιό είναι τό αύγό ; Φαύλος κύκλος ; Μάλλον μιά μή άντιστρεπτή διαδικασία δημιουργίας δλο καί πιό πολύπλοκων δομών. Υπάρ-χουν κενά σχετικά μέ τίς φάσεις τής έξέλιξης μέχρι τό ζωντανό κύτταρο. Άλλά δπως γράφει πάλι ό Ζακόμπ, « αύτό πού άπέδει-ξε ή Βιολογία είναι δτι δέν υπάρχει μεταφυσικό 0ν τό όποιο θά κρυβόταν πίσω άπό τή λέξη ζωή. Ή δύναμη συγκέντρωσης, δη-μιουργίας δομών αύξουσας πολυπλοκότητας, άναπαραγωγής, άνή-κει στά στοιχεία πού συνθέτουν τήν ΰλη. Άπό τά μικροσωμάτια μέχρι τόν άνθρωπο συναντάται μιά σειρά άπό ολοκληρώσεις, έπί-πεδα, συνέχειες. Όμως καμιά ρήξη, οΰτε στή σύσταση τών άντι-κειμένων οΰτε στίς άντιδράσεις πού πραγματοποιούνται. Καμιά άλλαγή ούσίας ».56

Ή Βιολογία λοιπόν άπέδειξε δτι δέν ύπάρχει μεταφυσική όν-τότητα σχετική μέ τή ζωή ; Θά ήταν ορθότερο νά ποΰμε δτι ή Βιο-λογία θεμελίωσε τήν υλιστική θέση, κατά τήν όποία δέν ύπάρχει μεταφυσική οντότητα, κλπ. Καί αύτό έπειδή οί όπαδοί τής δημι-ουργίας μπορούν πάντοτε νά ισχυριστούν τό άντίθετο. Εντούτοις οί δύο « θέσεις » δέν είναι ισοδύναμες : δέν έχουν τήν ίδια « τιμή ά-λήθειας ». Ή πρώτη θεμελιώνεται στίς έπιστήμες καί άποτελεϊ

α ν θ ρ ω π ο γ ε ν ε σ η 2 5 9

ένα άπό τά θεμέλια μιας μονιστικής κοσμοαντίληψης, λογικά συν-εκτικής. Ή δεύτερη είναι αύθαίρετη, χωρίς θεμέλιο. Επιπλέον, συνεπάγεται λογικές άντιφάσεις καί άδιέξοδα. Τέλος, είναι ύπο-χρεωμένη νά άναδιπλώνεται συνεχώς μπροστά στά νέα έπιστημο-νικά δεδομένα.

Ά ς δεχτούμε λοιπόν δτι ό άνθρωπος είναι Ινα φυσικό δν. Ή άποψη αύτή μπορεί νά φαίνεται τετριμμένη στόν βιολόγο. Άλλά ό δυϊσμός καί τό δόγμα τής Δημιουργίας είναι πάντοτε κυρίαρχες άντιλήψεις στήν «έπιστημονική» καί «μεταμοντέρνα» έποχή μας, παρά τό δτι ή ύλιστική θέση είναι έπιστημονικά θεμελιωμέ-νη. « Νομίζω δτι δλος ό κόσμος σήμερα», γράφει ό J. Piveteau, « συμφωνεί δτι ό άνθρωπος, άπό μερικές άπόψεις τουλάχιστον, είναι ζώο, καί δτι μεταξύ τών ζώων πρέπει νά τοποθετηθεί σέ μιά ειδική όμάδα, τά πρωτεύοντα, ή όποία έκτός άπό τόν άνθρωπο πε-ριλαμβάνει τήν ποικιλία τών πιθήκων. Τό πρόβλημα τής προέλευ-σης τοΰ άνθρώπου τίθεται τότε ώς έξής : Σέ ποιό σημείο ό άνθρω-πος, ή μάλλον ή γραμμή τής όποίας ή κατάληξη είναι ό σημερινός άνθρωπος, άποσπάστηκε άπό τά πρωτεύοντα, καί στή συνέχεια κατά μήκος αύτής τής γραμμής μπόρεσε βαθμιαία νά συγκροτηθεί ό άνθρώπινος τύπος ; » Ό Ζ. Πιβετώ διακρίνει δύο φάσεις : τήν προ-ανθρώπινη, κατά τήν όποία ό άνθρωπος αποσπάται άπό τά πρω-τεύοντα, καί μιά δεύτερη φάση, δπου « πάνω σ' αύτή τή γραμμή έμφανίζεται ό αύθεντικός, ό πραγματικός άνθρωπος ». Άλλά σέ ποιά στιγμή πραγματοποιήθηκε αύτός ό διαχωρισμός ; Κατά τόν Πιβετώ δλοι δέν συμφωνούν ώς πρός τή χρονική στιγμή. "Ομως οί παλαιοντολόγοι στήν πλειονότητά τους συμφωνούν νά τήν το-ποθετήσουν σέ μιά έποχή τής τριτογενούς περιόδου, τήν όποία άποκαλοΰν μειόκαινο καί ή όποία προσδιορίζεται πρίν άπό δεκα-πέντε έκατομμύρια έτη περίπου. Ή έξέλιξη τοΰ άνθρώπου είναι έκτοτε έξέλιξη είτε τής νόησής του είτε τών συναισθηματικών ρυθμών.5' Οί άρχαΐες φιλοσοφικές-ύλιστικές διαισθήσεις έχουν σήμερα άποδειχτεΐ καί συγκεκριμενοποιηθεί άπό τή βιολογία.

Ά ν δλοι συμφωνούν ώς πρός τήν «πρωταρχική πηγή », ώς πρός τήν ύπαρξη μιας στιγμής κατά τήν όποία οί πίθηκοι χωρί-

2 0 0 εβδομο κ ε φ α λ α ι ο

ζονται άπό τά άνθρωποειδή, 6λοι δέν είναι σύμφωνοι ώς πρός τούς δρόμους της έξέλιξης. Όπως σημειώνει ό Safi Douhi, πρίν άπό όκτώ μέ πέντε έκατομμύρια χρόνια διαχωρίστηκε ένας κλάδος τοΰ φυλογενετικού δέντρου τών ειδών. Άπ'αύτή τή διακλάδωση γεννήθηκαν δύο κλάδοι, ξεχωριστοί σήμερα : ό κλάδος τών άνθρώ-πων καί τών προγόνων τους ( τών άνθρωπιδών ) καί ό κλάδος τών πιό κοντινών σημερινών έξαδέλφων, τοΰ χιμπατζή καί bonobos ( panides ). 'Αλλά κατά τόν Yves Coppens θά πρέπει νά μετατοπί-σουμε αύτό τό συμβάν κατά τρία έκατομμύρια έτη. Γιά άλλους ό διαχωρισμός έκτείνεται σέ περισσότερο άπό τέσσερα έκατομμύ-ρια χρόνια, κλπ.

Ή συζήτηση γιά τή στιγμή τοΰ διαχωρισμοΰ δέν έχει τελειώ-σει. Άπό τήν πλευρά τών άπολιθωμένων πρωτευόντων, μέ ήλικία περισσότερο άπό δώδεκα έκατομμύρια χρόνια, σημειώνει ή Lise Barnéoud, άναζητεΐται ό τελευταίος κοινός πρόγονος τοΰ άνθρώ-που καί τών μεγάλων πιθήκων. Άλλά άνάμεσα στά δώδεκα καί τά έπτά έκατομμύρια χρόνια υπάρχει τό μεγάλο κενό : Τά άπολιθώ-ματα τών άνθρωποειδών της Αφρικής είναι έξαιρετικά σπάνια. Σέ αύτές τις συνθήκες είναι δύσκολο νά μάθουμε πώς έξελισσόταν ό κοινός πρόγονος τών πρωτευόντων. Άλλά υπήρξε ένας μόνο πρό-γονος;58

Τό ούσιαστικό δέν είναι ή άκριβής χρονική στιγμή. Είναι τό γεγονός τοΰ διαχωρισμού. Οί ειδικοί τής μοριακής βιολογίας καί οί παλαιοανθρωπολόγοι δέν συμφωνοΰν γι'αύτή τή στιγμή. Καί τό πρόβλημα τοΰ διαχωρισμού δέν είναι τό μόνο. Υπήρξε μόνο ένα είδος άπ' τό όποιο προήλθε τό δικό μας ; Κατά τόν R.J. Clarke άλλα εϊδη άνθρώπων προηγήθηκαν τοΰ δικοΰ μας, άλλά άν θά άνεβαί-ναμε τό ρεΰμα τοΰ χρόνου άρκετά μακριά, θά κυριαρχούσαν οί πί-θηκοι : Οί πρόγονοι τοΰ γένους Homo ήταν κάπου στήν οικογένεια τών αύστραλοπιθήκων, τών «πιθήκων τοΰ Νότου», εϊτε στούς ardipithèques, τούς « πιθήκους τοΰ έδάφους ».59 Άκόμα ένα έρώ-τημα στό όποιο τήν άπάντηση θά τή δώσει ή έπιστήμη.

'Εντούτοις υπάρχουν πολλά δεδομένα τά όποια συνιστούν ένα άποφασιστικό έπιχείρημα υπέρ τής κοινής καταγωγής ορισμένων

λ ν θ ρ ω ι ι ο γ ε ν ε σ η

πιθήκων καί τοϋ άνθρώπου. Οί πίθηκοι, π.χ., έχουν σαρανταοκτώ χρωμοσώματα- ό άνθρωπος σαρανταέξι. Ό άνθρωπος, ό γορίλας καί ό χιμπατζής έχουν τό ίδιο χρωμόσωμα 6, γεγονός πού άπο-δεικνύει τήν ύπαρξη κοινού προγόνου, ό όποιος είχε αύτό τό χρω-μόσωμα. Έπίσης τό 98% τοΰ άνθρώπινου γονιδιώματος είναι τό ίδιο μέ τοΰ χιμπατζή. Ή άνθρώπινη αιμοσφαιρίνη είναι ταυτόση-μη μέ τοΰ γορίλα, μέ διαφορά ένός άμινοξέος στά 150. Άπό τήν άποψη αύτή ό γορίλας βρίσκεται πιό κοντά στόν άνθρωπο άπ' 6,τι στόν πίθηκο rhésus.60

Ή ένότητα τοΰ έμβιου κόσμου, γενικότερα, είναι προφανής άπό πολλές άπόψεις. Ό σκελετός, π.χ., τό νευρικό σύστημα, ό με-ταβολισμός τών άνώτερων μορφών τής ζωής είναι παρόμοια παρά τίς διαφορές. Έχουμε τίς ίδιες άντιδράσεις άπέναντι στό στρές μέ τά άλλα θηλαστικά : αΰξηση τοΰ ρεύματος τής άδρεναλίνης, αύξη-ση τής πίεσης τοΰ αίματος, ταχυκαρδία, κλπ. Όπως καί στά άλλα θηλαστικά, ή ρύθμιση της άναπνοής, ή κυκλοφορία τοΰ αίματος, ή πέψη, καθώς καί άλλες λειτουργίες διαμεσολαβοΰνται άπό τήν έκκριση τών άδένων καί τήν ασυνείδητη δραστηριότητα τοΰ αυτό-νομου νευρικού συστήματος. Έπίσης, έχουμε τούς ίδιους μηχανι-σμούς ρύθμισης τής θερμοκρασίας τοΰ αίματος, κλπ.61

Σέ 8,τι άφορά τήν έξέλιξη, στό βαθμό πού υπάρχουν νέα δεδο-μένα, οί χρονολογίες καί οί διαδρομές τής έξέλιξης μεταβάλ-λονται. Ά ς πάρουμε μία άπό τίς δυνατές χρονολογίες. Πρίν άπό τριακόσια έκατομμύρια χρόνια παρατηρείται ή έμφάνιση ορισμέ-νων θηλαστικών μέ μεγαλύτερο έγκέφαλο. Πρίν άπό έβδομήντα έκατομμύρια χρόνια έμφανίζονται τά πρωτεύοντα. Πρίν άπό σα-ράντα έκατομμύρια χρόνια έμφανίζεται ή κατηγορία τών πρωτευ-όντων τά όποια δνομάστηκαν πιθηκοειδή. Άνάμεσα σ'αύτά πρέ-πει νά άναζητήσουμε τόν κοινό πρόγονο τών πιθήκων καί τών άνθρώπων.62

Οί άνθρώπινες γραμμές έμφανίζονται καί έξαφανίζονται. Υπάρ-χουν πολλοί κατάλογοι χρονολογιών πού άφοροΰν τήν έξέλιξη ή όποία οδήγησε στόν Homo sapiens. Θά παραθέσουμε λοιπόν όρι-σμένα επιχειρήματα σχετικά μέ τή φάση τής φυλογένεσης. Μέχρι

262 εβδομο κ ε φ α λ α ι ο

τό 1990, έθεωρεΐτο ότι ό Australopithecus afarensis αντιπροσώπευε τό πρώτο δίποδο της 'Ιστορίας. Ή Λούσυ ( 3,2 έκατομμύρια χρό-νια ) θεωρήθηκε « μητέρα όλων τών ανθρώπων ». Όμως ή Λούσυ δέν είναι δυνατόν νά θεωρηθεί πρώτος πρόγονός μας. Είναι πάρα πολύ βέβαιο ότι ό Orrodin ήταν ένα γήινο δίποδο περισσότερο άνθρώπινο άπό τή Λούσυ. Ό Tournai, πού άνακαλύφθηκε στό Τσάντ, υπήρχε πρίν άπό έπτά έκατομμύρια χρόνια. Σήμερα γίνε-ται δεκτό ότι όλοι οί άνθρωποι προέρχονται άπό έναν πληθυσμό ό όποιος έγκατέλειψε τήν 'Αφρική πρίν άπό 100.000 χρόνια. Ό πλη-θυσμός αύτός κατέκτησε ολόκληρο τόν πλανήτη καί ανέπτυξε νέες τεχνικές κυνηγιού, ψαρέματος, ναυσιπλοΐας, άνατροφής ζώων καί γεωργίας. Υπήρχε ή άποψη ότι τό όρθιο βάδισμα άφορούσε μόνο τά άνθρωποειδή καί ότι ήταν κύριο κριτήριο της έξέλιξής τους. Σήμερα οί άνθρωπολόγοι διατυπώνουν όλο καί περισσότερες έπι-φυλάξεις γι'αύτές τις άπόψεις. Σέ ό,τι άφορά τό « λίκνο » τοΰ άν-θρώπινου γένους, σήμερα γίνεται δεκτό ότι ήταν ή 'Αφρική καί ότι οί πρώτοι άνθρωποι έγκατέλειψαν αύτή τήν ήπειρο πρίν άπό δύο έκατομμύρια χρόνια περίπου. Οί ρίζες τοΰ άνθρώπου φαίνεται όλο καί περισσότερο ότι βυθίζονται στά βάθη τής άφρικανικής ήπεί-ρου.

'Αλλά ή ιστορία είναι περίπλοκη καί πρέπει νά ξαναγραφεί κά-τω άπό τό φώς νέων δεδομένων. Έχουν βρεθεί άπολιθώματα στή Γεωργία ( δύο κρανία σχεδόν πλήρη, ήλικίας περίπου 1,8 έκατομ-μυρίων ετών ), στήν Κίνα, στήν 'Ινδονησία ( κρανία άρχαίων Homo erectus ), κλπ. Θεωρείται ότι ό Homo georgicus είναι τό άρχαιό-τερο άνθρωποειδές πού έχει βρεθεί έξω άπό τήν'Αφρική. Ό Homo floresiensis ζούσε στήν'Ινδονησία, άνατολικά τής Ίάβας. 'Εργαλεία βρέθηκαν κοντά στόν άνθρωπο τοΰ Flores. Είναι αύτός πού τά κα-τασκεύασε ; 'Ορισμένες μελέτες τείνουν νά άποδείξουν ότι, παρά τό μικρό μέγεθος τοΰ έγκεφάλου του, ήταν ικανός νά δημιουργεί καί νά σχεδιάζει. « Ό άνθρωπος τοΰ Flores είναι μιά κεφαλαιώδης άνα-κάλυψη ή ένα χονδροειδές σφάλμα ; Τό μέλλον θά μας τό πει».63

Οί διαφορετικές άπόψεις καί τά σφάλματα είναι άναπόφευκτα. 'Αλλά, παρά τίς διαφορές, όλοι συμφωνούν ότι πρίν άπό 100.000

α ν θ ρ ω ι ι ο γ ρ ν ε ε η 2 6 3

χρόνια, ό κόσμος είχε κατοικηθεί άπό « άνθρώπους » πολύ διαφο-ρετικούς μεταξύ τους - τούς Νεάντερταλ, κυνηγούς στήν Εύρώ-πη, τούς erectus robustes στήν 'Ασία, τά πιό λεπτοκαμωμένα άν-θρωποειδή στή Μέση 'Ανατολή καί στήν 'Ασία. 'Αλλά 70.000 χρό-νια άργότερα δέν συναντά κανείς πιά, στό σύνολο τοϋ πλανήτη, παρά μόνο μιά ποικιλία - τόν νεότερο άνθρωπο ή Homo sapiens, μέ λεπτό πρόσωπο, μέ μικρά δόντια καί μέ προεξέχον πιγούνι, κρανίο ύψηλό καί στρογγυλεμένο καί μέ κομψό παράστημα. Τί εί-χε συμβεί; Καθένας έρμηνεύει μέ τόν τρόπο του τά διαθέσιμα δείγματα. Γιά άλλη μιά φορά τά παλαιότερα άναμφισβήτητα ίχνη αύτοΰ τοϋ Homo θά χαθοΰν στά βάθη τής 'Αφρικής.64

Ά ς τό έπαναλάβουμε : τό ούσιαστικό δέν είναι οί χρονικές στιγ-μές, οί δρόμοι καί οί ράτσες. Πέρα άπό τά κενά τής 'Ιστορίας, τών διαφορετικών ιδεών καί τών ιδεολογικών έκμεταλλεύσεων, ένα πράγμα είναι βέβαιο : Ό άνθρωπος είναι φυσικό δν, προϊόν τής μα-κράς όδύσσειας τής φυλογένεσης. Ό άνθρωπος δέν είναι όντολο-γικά διαφορετικός άπό τά άλλα έμβια. Δέν ύπάρχει τομή άνάμε-σα στό άνθρώπινο είδος καί τό υπόλοιπο ζωικό βασίλειο.

'Ορισμένες συμπληρωματικές παρατηρήσεις προτοΰ περάσου-με στό πρόβλημα τοΰ πνεύματος καί τών σχέσεών του μέ τήν κο-σμογένεση καί ιδιαίτερα μέ τήν έξέλιξη τών έμβιων. Άπό ποιό ση-μείο καί στή βάση ποιών κριτηρίων μπορούμε νά μιλάμε γιά άν-θρωπο ; Ή κατασκευή έργαλείων είναι ένα κριτήριο. Ή ΰπαρξη έννοιακής σκέψης έπίσης. Ή άνάπτυξη τοΰ χεριοΰ καί ή άνάπτυ-ξη τοΰ εγκεφάλου ήταν δύο διαδικασίες διαλεκτικά συσχετισμέ-νες, όπως τό είχε αναλύσει στήν έποχή του ό Ένγκελς.65

Ό Homo Néandertalensis ( 1856 ) είναι πολύ κοντινός μορφολο-γικά μέ τόν Sapiens. Είχε χωρητικότητα κρανίου κατά μέσον 6ρο μεγαλύτερη άπό τόν νεότερο άνθρωπο, τοΰ όποίου είναι εξάδελ-φος. Είχε αναπτύξει έξελιγμένη τεχνική έπεξεργασίας τοΰ λίθου καί έθαβε τούς νεκρούς του, πράγμα πού τείνει νά άποδείξει 'ικα-νότητες γιά γνώση καί άφαίρεση κοντινές μέ τίς δικές μας.66Ό-μως, άφοΰ περιπλανήθηκε μέχρι τήν ήπειρωτική Ασία, έξαφανί-στηκε πριν άπό 28.000 χρόνια περίπου. Ό Νεάντερταλ, « αύτός ό

264 εβδομο κ ε φ α λ α ι ο

παράξενος άνθρωπος, παραμένει αίνιγμα». Μεταξύ 120.000 καί 70.000, γράφει ό D. Grambuller, οί Νεάντερταλ κατοίκησαν τήν Κεντρική Εύρώπη, κατόπιν τήν ήπειρωτική 'Ασία καί έξαπλώθη-καν μέχρι τή Σιβηρία. 'Εγκαταστάθηκαν έπίσης στήν'Εγγύς'Ανα-τολή, 6που ζούσαν ήδη οί πρωτο-Κρό-Μανιόν, οί πρώτοι ανατο-μικά σύγχρονοι άνθρωποι.67

Οί δύο άνθρώπινες φυλές ήταν σύγχρονες. Κατασκεύαζαν λίθι-να έργαλεΐα. Έθαβαν τούς νεκρούς τους. Καί μετά έξαφανίστηκαν. Έχουν διατυπωθεί πολλές υποθέσεις γιά νά έξηγηθεΐ ή έξαφάνι-σή τους. Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τόν Homo sapiens. Καί αύτός γεννήθηκε στήν 'Αφρική; Σύμφωνα μέ τόν Em. Monnier: «Τά άπολιθώματα τοΰ Homo sapiens, τελευταίου κρίκου της έξέλιξης τοΰ άνθρώπου, μάς ξαναφέρνουν στά βάθη της 'Αφρικής. 'Αλλά άνάμεσα σ'αύτούς τούς νεότερους άνθρώπους καί παλαιότερους erectus τής 'Ασίας υπάρχουν ομοιότητες. Ό Sapiens άναδύθηκε έπίσης στήν 'Ασία ; Ή Γενετική καλείται είς βοήθειαν ».68 'Ακόμα Ινα έρώτημα στό όποιο θά άπαντήσει ή έπιστήμη.

Κατά τόν Α. Λεόντιεφ ( 1903-1979 ), ή πλειονότητα τών σύγ-χρονων ερευνητών δέχεται τήν κοινή προέλευση δλων τών άνθρώ-πινων φυλών πού δέν είναι τίποτε άλλο, άπό βιολογική άποψη, παρά ποικιλίες ένός καί μοναδικοΰ εϊδους : τοΰ Homo sapiens. Φυ-λετικά χαρακτηριστικά μαρτυρούν, κατά τόν συγγραφέα, υπέρ αύτής τής θέσης. 'Επίσης ορισμένα χαρακτηριστικά, πού ή συνύ-παρξή τους διαμορφώνει τήν ιδιαιτερότητα τής ράτσας, συναν-τώνται μέ διαφορετικούς συνδυασμούς στούς άντιπροσώπους κά-θε διαφορετικής ράτσας. Τέλος : « Τά κύρια χαρακτηριστικά τοΰ σύγχρονου " ολοκληρωμένου " άνθρώπου ( δηλαδή, Ινας άνεπτυγ-μένος έγκέφαλος καί ή άντίστοιχη άναλογία άνάμεσα στά έγκε-φαλικά καί τά πρόσθια μέρη τοΰ κρανίου, ή χαρακτηριστική δια-μόρφωση τοΰ χεριοΰ, οί ιδιομορφίες τοΰ σκελετοΰ, ό όποιος είναι προσαρμοσμένος στό δρθιο βάδισμα, ή άσθενική ανάπτυξη τοΰ τριχωτοΰ τοΰ σώματος κλπ.) υπάρχουν σέ δλες τις άνθρώπινες ράτσες χωρίς έξαίρεση ».69

Όλες οί ράτσες Ιχουν κοινή προέλευση ; 'Ακόμα Ινα έρώτημα

λ ν θ ρ ω ι ι ο γ ε ν ε σ η 2 6 5

τό όποιο άνήκει στήν αρμοδιότητα τής έπιστήμης. Αύτό πού άπο-τελεϊ γεγονός είναι δτι ή κατασκευή έργαλείων, ή έργασία προϋ-πέθεταν μιά κάποια άνάπτυξη της νόησης καί ταυτόχρονα ήταν άποφασιστικός παράγων γιά τήν άνάπτυξη τών ικανοτήτων τοΰ έγκεφάλου. Όπως έγραφε ό Jean Piaget ( 1896-1980 ), ό άνθρωπος όφείλει στά χέρια του ένα μεγάλο μέρος τής νόησής του. « Fabriquer c'est penser ». Ή γεωργία, ή έξημέρωση τών ζώων, κλπ., ήταν ούσιαστικοί παράγοντες τής « άνθρωποποίησης ». "Αλλος παρά-γοντας, τό όρθιο βάδισμα : « Γίναμε άνθρωποι μέ τό περπάτημα ».

Συνεπώς : Μετάβαση άπό τήν κατάσταση τοΰ ζώου πρός τήν άνθρωποποίηση. Ό Ζώρζ Γκαστώ παραθέτει σχετικά τόν μεγά-λο Γάλλο άνθρωπολόγο André Leroi-Gourhan (1911-1986): « Ή σωματική κατασκευή τοΰ Homo sapiens τοΰ έπέτρεπε νά ύπερβεΐ τήν καθαρά βιολογική τάξη καί νά δημιουργεί τεχνουργήματα τών οποίων ή μεταβίβαση βρίσκεται στήν καρδιά τής πολιτι-σμικής μετάδοσης μέσω τής κοινωνικής κληρονομιάς ».

'Αλλά άνάμεσα στό φυσικό καί στό κοινωνικό-πολιτισμικό δέν υπάρχει κενό. Κατά τόν Γκαστώ : « Σέ ορισμένα ζώα κοντινά μέ τόν άνθρωπο ορισμένα πολιτισμικά ή προπολιτισμικά στοιχειά είναι δυνατόν νά συγκατοικούν μέ τή βιολογική τάξη, τήν καθαυτό ζωική, ή όποία τούς έξουσιάζει καί τούς υποτάσσει σύμφωνα μέ τίς δικές της σκοπιμότητες. Αύτός ό έξουσιασμός άντιστρέφεται προοδευτικά στά προανθρωποειδή καί δλο τό διακύβευμα τής άνθρωπογένεσης συνίσταται άκριβώς στήν υποταγή τής φυσικής τάξης στή νέα, κοινωνικοπολιτισμική, ή όποία προκύπτει άπό τήν έργασία, τή γλώσσα, τήν κληρονομιά καί τήν τεχνική. Συνοπτι-κά, στόν άνθρωπο ή κληρονομική βιολογική τάξη υποτάσσεται δλο καί περισσότερο ολοκληρωτικά στήν κοινωνική τάξη τής κληρο-νομικής μεταβίβασης ». ''

'Από Ινα σημείο καί μετά ή έξέλιξη είναι κυρίως κοινωνική καί πολιτισμική. 'Αλλά κατά τά τελευταία τριάντα-σαράντα χιλιάδες έτη υπήρξαν καί βιολογικές μεταβολές στόν άνθρωπο. Φυσικά ό άριθμός τών χρωμοσωμάτων του δέν έχει μεταβληθεί, δπως καί οί βασικές βιολογικές διεργασίες. Όμως ύπήρξαν μεταβολές σω-

266 εβδομο κ ε φ α λ α ι ο

ματικές-έξωτερ ικές, καθώς καί τροποποιήσεις τών φυσιολογικών λειτουργιών τοϋ σώματος. Τό πιό εκπληκτικό καί πιό άποφασι-στικό ώς πρός τήν άνθρωποποίηση ήταν ή άνάπτυξη τοΰ νεοφλοι-οΰ χάρη στήν κοινωνική ζωή καί τήν έργασία. Αύτό πού κυριαρ-χεί Ικτοτε στις άνθρώπινες κοινωνίες είναι ή πολιτισμική κληρο-νομιά καί 6χι ή βιολογική. "Οπως γράφει ό Lucien Sève ( γενν. 1926 ), στήν άνεπτυγμένη άνθρωπότητα καί τό ίδιο τό βιολογικό είναι ένδογενώς κοινωνικοποιημένο. Ή ίστορικοκοινωνική βάση κυριάρχησε προοδευτικά πάνω στή βιολογική, ή όποία έκτοτε περιορίστηκε στό ρόλο τοΰ φορέα. '2

Ό άνθρωπος, ζώον φυσικό, γενετικά κοινωνικό. Ή έξέλιξη τής άνθρωπότητας είναι μιά μακρά πορεία πραγματοποίησης τών δυ-νατοτήτων της. Εντούτοις δέν πρόκειται γιά κάποια μεταφυσική τελεολογία. Ά ν θά μπορούσαμε νά μιλήσουμε γιά κάποια σκοπι-μότητα, σ'αύτή τήν περίπτωση θά πρόκειται γιά τόν έσωτερικό δυναμισμό τής ΰλης. Ή μακρά ιστορία της φυλογένεσης άντιφά-σκει μέ τό δυϊσμό τής ΰλης καί τοΰ πνεύματος. Τό πνεύμα είναι τό Νέο πού άναδύεται στό έσωτερικό τής ΰλης ώς ένδογενής δυ-νατότητα. Θά πρέπει συνεπώς τώρα νά κάνουμε άλλο ένα βήμα, καί νά θέσουμε τό έρώτημα : «"Υλη ή πνεΰμα ; », καί νά έπιχειρή-σουμε νά θεμελιώσουμε τήν υλιστική θέση έναντίον τοΰ καρτε-σιανού δυϊσμού καί έναντίον κάθε μορφής φιλοσοφικού ιδεαλι-σμού.

Α Ν Α Φ Ο Ρ Ε Σ ΚΑΙ Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

1. Diodore de Sicile. Bibliothèque historique. Livre I, κεφ. II, l-es Belles Lettres, Παρίσι, 1991, 1,7 1,5. Ή σχετική βιβλιογραφία είναι άνεξάντλητη. Για τή σύντομη αύτή σκιαγραφία δέν χρησιμοποίησα τή συνήθη μέθοδο της παρά-θεσης έν σειρά παραπομπών. Πάντως, έκτος άπό τό κλασικό βιβλίο τών Hermann Diets καί Walther Kranz, Fragmente der Vorsokrutiker, χρησιμοποίη-σα έπίσης: George Thomson, Les premiers philosophes, Éditions Sociales, Παρί-σι, 1973. Yves Battistini, Trois Présocratiques, Gallimard, Παρίσι, 1988. Jean-Paul Dumont. Les Ecoles Présocratiques, Gallimard, 1991. Jean Voilquin. [.es Penseurs

α ν θ ρ ω π ο γ ε ν ε σ η 267

Grecs avant Socrate, Garnier, 1964. G.E.R. ( Geoffrey Ernest Richard ) Lloyd, Les débuts de la science grecque, Maspéro, Παρίσι, 1974. Έπίσης: Pierre Boyancé, Epicure, PU Κ, 1969. Lucrèce, De la Nature des Choses ( είσαγωγή καί σχόλια Georges Cogniot ), Éditions Sociales, 1954.

2. Richard C. Lewontin, Steven Rose, Leon J. Kamin, Nous ne sommes pas programmés, La Découverte, Παρίσι, 1985, σ. 67.

3. Friedrich Engels, Dialectique de la nature. Éditions Sociales, Παρίσι, 1952, σ. 305.

4. François Jacob, Ixi logùjuedu vivant, Gallimard, Παρίσι, 1970, σσ. 135 καί 141. 5. Jacques Monod, στό La Recherche en Biologie, Seuil, Παρίσι, 1975, σ. 38. 6. Αντ., a. 39. 7. Αντ., σ. 40. 8. Aleksandr Oparin, L'Origine de la vie (έλλ. Ικδ. Ή προέλευση τής ζωής,

μτφρ. Εύτύχη Μπιτσάκη, έκδ. Μάθηση, ΆΘήνα, 1956 ). 9. F. Jacob, La logique du vivant, Flammarion, 1976, σ. 327. 10. J. Monod, δ.π., σ. 139. 11. Γιά τΙς μή άντιστρεπτές διαδικασίες, πρβλ. Eftichios Bitsakis, Physique

et Matérialisme, Éditions Sociales, Παρίσι, 1983. 12. F.Jacob, δ.π., σ. 325. 13. Ε. Karzenti, περ. La Recherche, έκτός σειράς, 9, Νοέμβριος-Δεκέμβριος

2008, σσ. 52-55. 14. P. Tort, περ. Le Nouvel Observateur, « Karl Marx » ( έκτός σειράς ), σ. 60. 15. F. Jacob, δ.π., σ. 146. Για τήν « άνθρωπική άρχή », βλ. Εύ. Μπιτσάκη,

Από τήν πυρά στον Άμβωνα, Τόπος, 2009. 16. Richard Ixvin, Richard C. Lewontin, The Dialectical Biologist, Harvard

University Press, 1955, σ. 288. Έπίσης, R.C. Lewontin, Biology as Ideology, Harper Perenial, 1992 passim.

17. Yvon Quiniou, Problèmes du matérialisme, Meridiens Klincksieck, Παρί-σι, 1987, σ. 44-45.

18. Ef. Bitsakis, Physique et Matérialisme, Editions Sociales, Παρίσι, 1983, σποράδην. Τοΰ Ιδίου, Le Nouveau Réalisme Scientifique, L'Harmattan, 1997, κυ-ρίως τό κεφ. 4.

19. F.Jacob, δ.π., σ. 196. 20. Αντ., σ. 183. 21. Engels, Dialectique de la nature, δ.π., σσ. 316-317. 22. F. Jacob, στό Le darwinisme aujourd'hui, Seuil, Παρίσι, 1979, σσ. 150-

151. 23. A. de Ricqlés, αύτ., σ. 56. Βλ. έπίσης, περ. Science et Avenir, άρ. Special,

'Απρίλιος-Μάιος 2003. 24. J. Ninio, στό Le darwinisme aujourd'hui, δ.π., σ. 108.

2 6 8 εβδομο κ ε φ α λ α ι ο

25. Stephen Jay Could, Darwin el les grands énigmes de la vie, Pygmalion, Πα-ρίσι, 1979, σσ. 19-24.

26. P.Tort, Nouvel Observateur, δ.π., σ. 63. 27. G. Tessier, περ. Im Pensée, τεΰχος 3,1945, σ. 15. 28. F.Jacob, δ.π., a. 21. 29. S.J. Could, Quand les poules auront des dents, Fayard, Παρίσι, 1984, σ. 153. 30. R. l-ewontin, δ.π., σσ. 112, 114. 31. La Recherche, τεΰχος 298, 1970. Lewonlin, αντ., σ. 68. 32. F.Jacob, La logique du vivant, δ.π., σσ. 329-331. 33. Henri Wallon, La vie mentale, Éditions Sociales, Παρίσι, 1982, σ. 123. 34. F. Jacob, IM logique du vivant, δ.π., a. 103. 35. P. Tort, Nouvel Observateur, δ.π. 36. F. Jacob, La logique du vivant, δ.π., σ. 103. 37. F. Engels, Dialectique de la nature, δ.π., σ. 213. 38. Για τό βακτηριακό κύτταρο, βλ. Jacob, La Logique du vivant, δ.π., a.

287 καί έπόμενες. 39. J. Monod, Le hasard et la nécessité, Seuil, Παρίσι, 1970, σ. 59. 40. F. Engels, Dialectique de la nature, δ.π., σσ. 310, 313. 41. ΕΓ. Bitsakis, La Nature dans la pensée dialectique, δ.π., σ. 233. 42. J. Monod, Le hasard et la nécessité, δ.π., σ. 61. 43. R. I^ewontin, δ.π., a. 48. 44. F.Jacob, στό Le darwinisme aujourd'hui, δ.π., σ. 155. 45. Janine Guespin-Michel, στό Dialectiques aujourd'hui, Syllepse, Παρίσι,

2006. 46. F. Jacob, La logique du vivant, δ.π., σα. 145-146. 47. RenéZazzo, Psychologie et Marxisme, PenoëlfCauthier, Paris, 1975, σ. 49. 48. Guespin-Michel, στό Lucien Sève, Émergence, complexité et dialectique,

Odile Jacob, Παρίσι, 2005, σσ. 39-41. 49. F. Jacob, IM logique du vivant, δ.π., σ. 244. 50. Pierre P. Grasse, στό Le darwinisme aujourd'hui, δ.π., σ. 133. Jacob, IM

logique du vivant, δ.π., σσ. 240-242. Monod, l^e hasard et la nécessité, δ.π., σ. 127.

51. F. Jacob, IM logùjuedu vivant, δ.π., σα. 241-243. 52. J. Monod, Le hasard et la nécessité, δ.π., σ. 127. 53. Σέ 6,τι άφορα τήν κβαντομηχανική, πρβλ. Bitsakis, στό The Concept of

Probability, Kluwer, 1988, σ. 335. Τοΰ Ιδίου, Le Nouveau Réalisme Scientifique, δ.π.

54. F.Jacob, La logique du vivant, δ.π., a. 242. 55. G. Tessier, La Pensée, δ.π., σ. 15. 56. F. Jacob, La logique du vivant, δ.π., σα. 326-328.

α ν θ ρ ω π ο γ ε ν ε ε η 269

57. Jean Piveteau, στό /λ> darwinisme aujourd'hui, δ.π., σσ. 76-86. 58. Lise Barnéoud, περ. Science et Vie, τεΰχος 235, 'Ιούνιος 2006, σ. 37. 59. Ronald J. Clarke, IM Recherche, τεΰχος 345, Σεπτέμβριος 2001, σ. 28. 60. J. Ninio, στό /λ» darwinisme aujourd'hui, δ.π., σ. 96. 61. I-evin, Lewontin, The Dialectical Biologist, δ.π., σ. 259. 62. Robert Clarke, Naissance de l'Homme, Seuil, 1978, σ. 10-14. 63. Lisa Gamier, Science el Vie, τεΰχος 235, 2006, σ. 63-65. 64. Τά δεδομένα καί τα έπιχειρήματα αύτης της παραγράφου σχετικά μέ

τούς προγόνους της άνθρωπότητας άντλήθηκαν άπό τό Science et Vie, τεΰχος 235, 'Ιούνιος 2006, καί κυρίως άπό τά άρθρα τών Em. Monnier, S. Douhi, L. Barnéoud, L. Garnier, Carine Chausson.

65. F. Engels, Dialectique de la nature, δ.π., « Le rôle du travail...», σ. 171. 66. Science et Vie, τεΰχος 235, 2006, σ. 12. 67. D. Grambuller, Science et Vie, αύτ., σσ. 66-71. 68. Monnier, Science et Vie, αύτ., σσ. 72-77. 69. Alexei Ν. Léontiev, Le développement du psychisme, Éditions Sociales,

Παρίσι, 1976, σ. 270. 70. Georges Gastaud, Étincelles, 8, σ. 16. 71. Αντ.,σ. 17. 72. L. Sève, στό Je, Messidor - Éditions Sociales, Παρίσι, 1987, σ. 228.

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

CT Τ tf-> \ \ ~ Η υλη και το πνεύμα

ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ έπιχείρησα νά θεμελιώσω τήν υλιστική θέση, σύμφωνα μέ τήν όποία ή ζωή έμφανίστη-

κε στή Γή χωρίς «έξωτερική επέμβαση », θεϊκή ή φυσική, ώς άποτέλεσμα τής αύτοοργάνωσης τής ΰλης. Σημείοκτα δτι μέ άφε-τηρία τήν « προβιοτική σούπα » σχηματίστηκαν δλο καί, περισσό-τερο πολύπλοκες καί σταθερές δομές. Τέλος, τό ζωντανό κύτταρο, προκαρυωτικό καί εύκαρυωτικό. Σημείωσα έπίσης ότι υπάρχουν προβλήματα άλυτα επί τοΰ παρόντος, όπως καί κενά σχετικά μέ τΙς διαδικασίες τής φυλογένεσης, κλπ. Έπιχείρησα έπίσης νά θε-μελιώσω τή θέση δτι ό άνθρωπος είναι φυσικό-βιολογικό 0ν, προϊόν τής μακράς όδύσσειας τής φυλογένεσης. Άκόμα καί ή Καθολική Εκκλησία Ιχει σήμερα δεχτεί αύτή τή θέση.

1. Ό δυϊσμός τον πνεύματος και τον σώματος

Ά ς δεχτοΰμε ότι ή θέση αύτή ισχύει γιά τόν άνθρωπο, ώς φυσικό -βιολογικό δν. Άλλά τό πνεΰμα ; Ή ψυχή ; Θά ήταν δυνατόν νά άνι-χνεύσουμε κάποια συνέχεια στό έσωτερικό τής ποιοτικής μετα-βολής ; "Η, άντίθετα, υπάρχει μιά όντολογική ρήζη άνάμεσα στό σώμα καί στό πνεύμα; Υπάρχει κάποια τομή άνάμεσα στόν άνθρωπο καί τό ζωικό βασίλειο ;

Ή μαρτυρία τής έπιστήμης δέν είναι δεκτή άπό όλους, προπαν-τός άπό τήν Εκκλησία. Άλλά πρέπει νά σημειώσουμε, έξ ύπαρ-χής, ότι ή έμφάνιση τοΰ άνθρώπου δέν ήταν μιά προνομιούχα πρά-ξη. Έπειδή σήμερα ξέρουμε ότι είμαστε προϊόν μόλυνσης τής άρχέγονης άτμόσφαιρας. Στήν άρχή, πράγματι, ή άτμόσφαιρα τού πλανήτη μας δέν εύνοοΰσε τΙς άνώτερες μορφές τής ζωής, έξαιτίας

2 7 2 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

της αφθονίας τοϋ διοξειδίου τοΰ άνθρακα. 'Αλλά οί μορφές της ζωής εκείνης τής περιόδου κατανάλωναν τό διοξείδιο τοΰ άνθρακα καί άπελευθέρωναν οξυγόνο. Έτσι τροποποιήθηκε ή χημική σύ-σταση τής άτμόσφαιρας. Τελικά τό όξυγόνο, τό όποιο κυριάρχη-σε, δηλητήριο γιά τίς ύπάρχουσες μορφές, εύνοοΰσε νέες μορφές ζωής, προκαρυωτικές καί τό σύνολο τών εύκαρυωτικών.

Ό άνθρωπος προϊόν μόλυνσης ; Ό άνθρωπος φυσικό 6ν ; Ό άν-θρωπος υποβαθμισμένος στό έπίπεδο τοΰ ζώου ; Καί τό πνεύμα ; Οί προσωκρατικοί θεωρούσαν ύλική τήν ψυχή, καί ό Σπινόζα θεω-ρούσε τόν εγκέφαλο σκεπτόμενο σώμα. Ό Δαρβίνος, μέ τή σειρά του, θεωροΰσε τή νόηση λειτουργία τού σώματος, καί ό Μάρξ, άναφερόμενος στούς νομιναλιστές, έγραφε 6τι μέ τόν άνθρωπο ή ΰλη είχε άρχίσει νά σκέφτεται. Ό Κάντ, τέλος, υποστήριζε δτι ή διάνοια είναι κενή χωρίς τά αισθητηριακά δεδομένα, χωρίς φυσικά νά καταλήξει σέ μιά υλιστική θεωρία τής γνώσης.

Καί ή Εκκλησία ; Ή δυϊστική θέση της είναι γνωστή. Όμως, μπροστά στά δεδομένα τής έπιστήμης, ή Καθολική Εκκλησία τουλάχιστον, υποχρεώθηκε νά δεχτεί δτι τό άνθρώπινο σώμα εί-ναι προϊόν τής έξέλιξης τών μορφών τής ζωής. Τό πνεύμα, ή ψυ-χή, άντίθετα, δημιουργήθηκαν άπό τόν Θεό μέ μιά χωριστή καί προνομιούχα πράξη, άντίθετα μέ τή θεωρία τοΰ Δαρβίνου. Συγκε-κριμένα: Ό Πάπας 'Ιωάννης-Παύλος Β' παραδέχτηκε μπροστά στήν Ποντιφική 'Ακαδημία τών 'Επιστημών, στις 13 'Οκτωβρίου 1996, δτι ή δαρβινική θεωρία τής έξέλιξης τών ειδών είναι « πε-ρισσότερο άπό μιά ύπόθεση ». 'Εντούτοις, ή έξέλιξη, σύμφωνα μέ τήν Καθολική Εκκλησία, άφορα μόνο τό σώμα. Ή ψυχή, κατά τόν Πάπα Πίο IB', είναι θεϊκής προέλευσης καί δημιουργήθηκε άπευ-θείας άπό τόν Θεό. Έτσι, άνάμεσα στήν ΰλη καί τό πνεύμα υπάρ-χει ένα « όντολογικό άλμα ». Ή Καθολική Εκκλησία ύποχρεώθη-κε νά άναγνωρίσει τή μισή άλήθεια, έπειδή δπως έγραφε ή Le Monde, στις 25.10.1996, « έξαιτίας τής δαρβινικής έπιστήμης, έβλε-πε νά άνοίγει μιά άβυσσος μπροστά στά πόδια της, στήν όποία κιν-δύνευε νά έξαφανιστεΐ ολόκληρο τό δογματικό της οικοδόμημα ».1

Ή ιδεαλιστική άντίληψη γιά τόν άνθρωπο ήταν κυρίαρχη σέ

η υ λ η κ α ι τ ο ι ι ν ε υ μ α 2 7 3

ολόκληρη τήν Ιστορία. Αφετηρία αύτής τής άντίληψης είναι ό άνι-μισμός τών πρωτόγονων κοινωνιών. 'Αλλά ό άνιμισμός δπως έ-χουμε ύποστηρίξει, δέν είναι ιδεαλιστική κοσμοαντίληψη. Οί θεοί, οί δαίμονες, τά πνεύματα, οί νεράιδες « ύπάρχουν », άλλά δέν είναι « πνεύματα ». Είναι 6ντα άπλοϊκά υλιστικά. Άπό τό σημείο αύτό πραγματοποιήθηκε άργότερα ή διχοτομία άνάμεσα στό ύλικό καί στό πνευματικό. Ό ύλισμός θεώρησε τήν ψυχή, τήν άνιμα, τό spiritus, κλπ., ύλικά. Ό φιλοσοφικός ιδεαλισμός, άντίθετα, στέ-ρησε αύτά τά φανταστικά δντα άπό τήν οιονεί ύλικότητά τους. Ειδικά ή ρήξη άνάμεσα στόν υλισμό καί στόν ιδεαλισμό στήν πε-ριοχή τής έλληνικής φιλοσοφίας πραγματοποιήθηκε, δπως έχου-με σημειώσει, μέ τό έργο τοΰ Πυθαγόρα καί τοΰ Πλάτώνα, άφε-νός, καί τοΰ Δημοκρίτου, τοΰ Επίκουρου καί τοΰ Λουκρήτιου, αφετέρου.

Ά ς ύπενθυμίσουμε ορισμένα γεγονότα. Κατά τούς πυθαγόρει-ους τά πάντα είναι άριθμός. Ό Πλάτων, άκολουθώντας ( κατά τόν Αριστοτέλη ) τούς τελευταίους πυθαγόρειους, χώρισε τόν κόσμο σέ δύο : στόν αισθητό κόσμο τής άναγκαιότητας καί τοΰ γίγνεσθαι, καί στόν κόσμο τών ιδεών οί όποιες άποτελοΰν τά άρχέτυπα τών πραγμάτων. Οί ιδέες είναι ή μόνη αύθεντική πραγματικότητα, τό δντως Όν, έξω άπό τό χρόνο ένώ τά αισθητά είναι άντίγραφα, ώχρή άντανάκλαση τοΰ κόσμου τών ιδεών. Ή άλήθεια είναι άνά-μνηση. Όμως οί θνητοί δέν μπορούν νά δοΰν παρά μόνο τή σκιά τών πραγμάτων (άλληγορία τοΰ σπηλαίου). Μόνο ό Θεός καί οί έκλεκτοί του μπορούν νά φτάσουν στή γνώση τής άλήθειας.

Όπως είναι γνωστό, τό χριστιανικό δόγμα διαμορφώθηκε άργότερα, μέ μιά έκλεκτική συγχώνευση τής ιουδαϊκής παράδο-σης ( Θεός, δημιουργός τοΰ κόσμου ex nihilo ) μέ τή νεοπλατωνική. Ή ψυχή κατά τό χριστιανισμό είναι άυλη καί άθάνατη.

Στή μεσαιωνική σκέψη κυριάρχησε ή μεταφυσική τοΰ Θεοΰ -Δημιουργού. Κατά συνέπεια ή υλιστική παράδοση είχε υποστεί κατά τόν Μεσαίωνα μιά σχεδόν καθολική έκλειψη. Όπως σημειώ-νει ό G. Mensching, κατά τόν Μεσαίωνα δέν υπάρχει ύλισμός. Άλ-λά καί τό άντίθετό του, ό φιλοσοφικός ιδεαλισμός, δέν υπήρχε έπί-

274 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

σης κατά τή μακρά περίοδο άπό τόν Καρλομάγνο μέχρι τή Με-ταρρύθμιση. Ό άγώνας άνάμεσα στίς άντίθετες κοσμοθεωρίες δέν είχε άκόμα έκδηλωθεΐ ρητά. Ό όρος υλισμός, πού διατυπώθηκε τόν 17ο αιώνα, σημάδεψε μιά φιλοσοφική θέση ή όποία συνδεόταν μέ τήν πρόοδο τών φυσικών έπιστημών.2

Πράγματι, ό νεότερος υλισμός συνδέθηκε μέ τΙς φυσικές έπι-στήμες. Άλλά, άκόμα καί κατά τόν 17ο αιώνα, καί μετά, καί παρά τό κίνημα τού Διαφωτισμού, αύτή ή κοσμοαντίληψη ήταν πάντα μειοψηφική, άν όχι περιθωριακή. Ά ς πάρουμε μιά συγκεκριμένη περίπτωση, αύτή τού Καρτέσιου, πατέρα, όπως λέγεται, τού « νεό-τερου όρθολογισμού ». Ή μεταφυσική τοΰ Καρτέσιου ήταν μηχα-νιστική, σύμφωνη μέ τό πνεύμα τής Μηχανικής, ή όποία έτεινε νά συγκροτηθεί σέ έπιστήμη. «Υποθέτω», έγραφε ό Καρτέσιος, « ότι τό σώμα δέν είναι άλλο άπό άγαλμα ή γήινη μηχανή, δημι-ουργημένη άπό τόν Θεό ». Σέ συμφωνία μέ τό χριστιανικό δόγμα, ό Καρτέσιος προίκισε τόν Θεό μέ όλες τίς ιδιότητες πού ήταν άναγ-καΐες γιά νά έκπληρώσει τό έργο Του : Κυρίαρχος, αιώνιος, άπει-ρος, άκίνητος, παντογνώστης, παντοδύναμος καί καθολικός δημι-ουργός όλων τών πραγμάτων τά όποια υπάρχουν έξω άπό αύτόν. Άλλά μέ ποιόν τρόπο τά υλικά άντικείμενα δημιουργήθηκαν άπό ένα μή ύλικό Ό ν ; Κατά τόν Καρτέσιο « ό Θεός μπορεί τά πάντα». Εντούτοις τά πράγματα, πάντοτε κατά τόν Καρτέσιο, δέν φαίνε-ται νά είναι « υλικά ». Έπειδή « δέν είναι ή βαρύτητα, ούτε ή διάρ-κεια ούτε τό χρώμα αύτά πού άποτελοΰν τή φύση τοΰ σώματος, άλλά μόνο ή έκταση». Συνεπώς: Άπό τή μιά μεριά ό μηχανι-στικός <( υλισμός », άπό τήν άλλη τό δόγμα τής Δημιουργίας. Άλλά ή « ΰλη » τοΰ Καρτέσιου δέν είναι ή ΰλη σύμφωνα μέ τό χρι-στιανικό δόγμα (συμπαγή σωμάτια, κλπ.), τό όποιο άργότερα υιοθέτησε ό Νεύτων : Ή υλη ταυτίζεται μέ τήν έκταση καί συνεπώς « άφυλοποιεΐται ». Παρά ταύτα, καί ό Καρτέσιος μιλούσε γιά ουσία, ή όποία σχετίζεται μέ τόν ϊδιο τρόπο μέ όλα τά σώματα, δη-λαδή καί μέ αύτά πού είναι μή υλικά καί μέ τά υλικά ή ένσώματα.

Πώς είναι λοιπόν δυνατό νά συμφιλιωθεί τό ύλικό μέ τό μή ύλι-κό ; Τά res externa μέ τά res cogitans ; Μπορούμε νά θεωρήσουμε,

η υ λ η κ α ι τ ο ι ι ν ε υ μ α 275

έγραφε ό Καρτέσιος, τή νόηση καί τήν έκταση ώς τά κύρια πράγ-ματα τα όποια συνιστούν τή φύση της ούσίας, κατανοητής ή σω-ματικής" δύο μή υλικά κατηγορήματα συνιστούν τήν ούσία. Τό αμάλγαμα αύτό τοΰ Καρτέσιου προεικονίζει τόν πανθεϊσμό τοΰ Σπινόζα. 'Αλλά ό σπινοζισμός είναι μονισμός μέ ύλιστική τάση. Ό Καρτέσιος, άντίθετα, άναπαράγει τόν παραδοσιακό δυϊσμό : Ή ψυχή, κατ' αύτόν, είναι έντελώς χωριστή άπό τό σώμα, ρητά δη-μιουργημένη, καί συνδεόμενη μέ τό σώμα. Τά ζώα είναι μηχανές στερούμενες άπό πνεύμα. Τό άνθρώπινο σώμα είναι μηχανή δημι-ουργημένη άπό τόν Θεό. Ή ψυχή είναι χωριστή άπό τό σώμα. 'Εντούτοις βρίσκεται μέσα στόν έγκέφαλο. ( Πώς ; Καί τί γίνεται μετά τό θάνατο τοΰ σώματος ; ) Res cogitans καί res exlensa. Ό καρτεσιανός δυϊσμός είναι μιά περίτεχνη έκδοχή τοΰ μεταφυσικού ρεαλισμοΰ-δυϊσμοΰ τής ιουδαϊκής καί χριστιανικής παράδοσης.3

Παρά τΙς προσπάθειές του, ό Πλάτων δέν κατόρθωσε νά δημι-ουργήσει μιά γέφυρα άνάμεσα στόν κόσμο τών ιδεών καί στόν κό-σμο τών αισθητών πραγμάτων. Γιά τή Γραφή, άντίθετα, δέν υ-πάρχει πρόβλημα : Ή ύλη υπάρχει. Ή ψυχή έπίσης. 'Αποδείξεις δέν χρειάζονται, καθότι ό Θεός μπορεί τά πάντα. Ό Καρτέσιος έ-πιχείρησε νά διατυπώσει μιά ορθολογική κοσμοαντίληψη, ή όποία έντούτοις ήταν ύποτελής στό χριστιανικό δόγμα. Ό όρθολογισμός του ήταν μιά άποτυχία. Κατά τόν Noam Chomsky τό έπιχείρημα τοϋ Καρτέσιου είναι περισσότερο άπό παράλογο. Ή μεταφυσική τοΰ Καρτέσιου, ή όποία δέχεται δύο ούσίες, ή θέση γιά τή συνεί-δηση καί γιά τήν άθανασία τής ψυχής, δλα αυτά, κατά τόν Τσόμ-σκυ, δέν άπαντοΰν στά έρωτήματα πού τέθηκαν.4

Ό « πατέρας τοΰ νεότερου όρθολογισμοΰ » δέν κατόρθωσε νά διατυπώσει ένα λογικά συνεκτικό σύστημα. 'Αλλά καί ό άλλος με-γάλος φιλόσοφος, τής λεγόμενης νεωτερικότητας, ό Ίμ. Κάντ, ύποτελής καί αύτός στό χριστιανικό δόγμα, υποστήριζε δτι ή άθανασία τής ψυχής είναι άξίωμα τοΰ πρακτικοΰ λόγου. Ό Καρ-τέσιος δεχόταν τήν ύπαρξη τοΰ Θεοΰ γιά νά « άποδείξει » τήν ύπαρξη τοΰ κόσμου. Ό Κάντ « άπέδειξε » τήν ύπαρξη τοΰ Θεοΰ δεχόμενος τήν ύπαρξη ένός καθολικού ήθικοΰ νόμου. Οί δυό άντι-

2 7 6 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

πρόσωποι της άστικής τάξης στήν πορεία τής συγκρότησής της ώς τάξης, δέν κατόρθωσαν νά ελευθερώσουν τή νόηση άπό τήν προ-καπιταλιστική ιδεολογία.

2. 'Εγκέφαλος: Το σκεπτόμενο σώμα

Είναι εύλογο νά ισχυριστούμε δτι ό δυϊσμός σώματος καί πνεύ-ματος είναι χωρίς θεμέλιο. Έπειδή ό δαρβινισμός καί οί έπι-στήμες τής ζωής γενικότερα, άποτέλεσαν τό άφετηριακό σημείο γιά μιά συνεκτική έρμηνεία τοΰ φαινομένου τής ζωής καί τής έν-νοιακής σκέψης. 'Αλλά προκειμένου νά δοΰμε αύτό τό πρόβλημα, πρέπει πρώτα νά άντιμετωπίσουμε τό πρόβλημα τής άνάπτυξης τοΰ άνθρώπινου έγκεφάλου.

Μία άπό τίς θεμελιώδεις κατηγορίες της φιλοσοφικής σκέψης είναι ή κατηγορία τής άλληλεπίδρασης καί τοΰ άμοιβαίου καθο-ρισμού τών πραγμάτων. Οί πρώτες στοιχειώδεις δομές στό έσω-τερικό τής « προβιοτικής σούπας » άλληλεπιδροΰσαν μέ τό περι-βάλλον τους ( μεταβολισμός, προσαρμογή, καταστροφή κλπ.). Μέ-σα άπό μιά διαδικασία δημιουργίας δλο καί περισσότερο πολύ-πλοκων δομών δημιουργήθηκαν τά πρώτα κύτταρα χωρίς πυρήνα ( τά προκαρυωτικά ), καί στήν πορεία τού χρόνου τά εύκαρυωτι-κά. Άπό αύτή τή «στιγμή» άρχίζει τό μακρύ δρομολόγιο τής ζωής : Ή έμφάνιση δλο καί περισσότερο άναπτυγμένων μορφών, ή διαμόρφωση τών αισθητηρίων, τοΰ νευρικοΰ συστήματος καί τοΰ έγκεφάλου. Τά αισθητήρια όργανα, τό νευρικό σύστημα καί ό έγ-κέφαλος είναι τά δργανα έπικοινωνίας μέ τόν κόσμο στό έσωτε-ρικό τού οποίου διαμορφώθηκαν. Ά ς έπιχειρήσουμε νά συγκεκρι-μενοποιήσουμε αύτή τή θέση.

Ό Λεόντιεφ περιγράφει τήν άνάπτυξη τής αίσθαντικότητας τών ζώων, τόν στοιχειώδη ψυχισμό τους, τή διαφοροποίηση καί τόν πολλαπλασιασμό τών οργάνων τής αίσθησης. Σχετικά μέ τήν δράση, γράφει : « Στά κατώτερα ζωικά είδη τά φωτοευαίσθητα κύτταρα είναι κατανεμημένα σέ ολόκληρη τήν έπιφάνεια τοΰ σώ-

η υ λ η και τ ο ι ι ν ε υ μ α 2 7 7

ματος, έτσι ώστε ή φωτοευαισθησία αύτών τών ζώων νά είναι πολύ διάχυτη. Τά πρώτα ζωικά είδη πού είχαν φωτοευαίσθητα κύτταρα συγκεντρωμένα πρός τήν άκρη τής κεφαλής ήταν οί σκώ-ληκες. Συγκεντρωνόμενα τά κύτταρα αύτά άποκτοϋσαν τή μορφή πλάκας. Τά συγκεκριμένα όργανα έπέτρεπαν ήδη έναν άρκετά ά-κριβή προσανατολισμό πρός τό φώς. Τέλος, σέ ένα άκόμα πιό έξ-ελιγμένο στάδιο ανάπτυξης ( μαλάκια ), οί πλάκες αύτές ρίζωναν καί δημιουργούσαν μιά εσωτερική φωτοευαίσθητη κοιλότητα σφαιρικής μορφής, ή όποία δρούσε σάν " φωτεινός θάλαμος " πού έπέτρεπε τήν άντίληψη τής κίνησης τών άντικειμένων».5 Τά αι-σθητήρια όργανα είναι « προϊόν » μιας μακράς διαδικασίας αύξου-σας πολυπλοκότητας, κατά τή διαδικασία τής φυλογένεσης. Ό άνθρώπινος έγκέφαλος, έδρα τής νόησης, είναι τό πιό περίπλοκο καί τελειοποιημένο « προϊόν » αύτού τοΰ μακρού δρομολογίου. Οί προηγούμενοι ισχυρισμοί είναι έπιστημονικά θεμελιωμένοι.

Ό Λεόντιεφ περιγράφει στή συνέχεια τό δεύτερο, άνώτερο στά-διο άνάπτυξης τοΰ ψυχισμού τών ζώων : τό στάδιο τοΰ άντιληπτι-κοΰ ψυχισμού. Αύτός ό προοδευτικός προσανατολισμός, γράφει ό Λεόντιεφ, πρός μιά σύνθετη δραστηριότητα, συνδέεται μέ τήν προ-οδευτική γραμμή της βιολογικής έξέλιξης. Στή συνέχεια, ή συμ-περιφορά στή βάση τής όποίας βρίσκονται οί « τροπισμοί » ή τά ένστικτα τών ζώων, θά ήταν τό κατώτερο στάδιο τής ψυχικής άνά-πτυξης.6

Ή άνάπτυξη τών αισθητηρίων, τοΰ νευρικού συστήματος καί τοΰ έγκεφάλου τοΰ άνθρώπου ήταν τό άποτέλεσμα τής έξωτε-ρικής δραστηριότητας τών ζώων. Στήν περίπτωση τοΰ άνθρώπου, ή έργασία, καί γενικότερα ή κοινωνική ζωή. Έτσι, δπως υποστη-ρίζει πάντα ό Λεόντιεφ, ή έργασία, πρώτος καί θεμελιώδης δρος τής ΰπαρξης τοΰ άνθρώπου, είχε ώς συνέπεια τή μεταμόρφωση καί τήν άνθρωποποίηση τοΰ έγκεφάλου, τών όργάνων τής έξωτερικής δραστηριότητας καί τών αισθητηρίων.' Καί πρέπει νά προσθέ-σουμε δτι ή άνάπτυξη τοΰ νεοφλοιοΰ, προνομιούχου όργάνου τής έν-νοιακής σκέψης, πραγματοποιήθηκε χάρη στήν έργασία καί στήν κοινωνική ζωή.

2 7 8 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

Ή έργασία καί ή κοινωνική ζωή γενικότερα ήταν άναγκαϊες συνθήκες γιά τήν άνάπτυξη τοΰ εγκεφάλου καί τής νόησης. 'Αλλά ή κοινωνική ζωή καί ή έργασία προϋπέθεταν Ιναν κάποιον βαθμό ανάπτυξης τοΰ έγκεφάλου. Ποιά άπό τΙς δύο συνθήκες προηγήθη-κε τής άλλης ; Τό έρώτημα είναι τυπικό" έπειδή πρόκειται γιά μιά μακρά ιστορική διαδικασία άμοιβαίου καθορισμού. Ή άνθρωπο-γένεση ήταν άποτέλεσμα τοΰ μεταβολισμού τοΰ άνθρώπινου είδους μέ τό περιβάλλον (μέ τό άνόργανο σώμα του, κατά τόν Μάρξ ) μέ τή διαμεσολάβηση τής έργασίας καί τών μορφών κοι-νωνικής συμβίωσης. Ή έργασία, ή τροφή, πλουσιότερη σέ πρω-τεΐνες, ή κοινωνική ζωή, ήταν ορισμένες άπό τΙς άναγκαΐες συν-θήκες γιά τήν άνάπτυξη τοΰ έγκεφάλου καί τής έννοιακής σκέψης.

Ό Ένγκελς είχε άναλύσει στήν έποχή του τή διαλεκτική σχέ-ση άνάμεσα στήν έργασία καί τήν έμφάνιση καί τήν άνάπτυξη τής νόησης : « Κατ' άρχήν, ή έργασία. "Υστερα άπ' αύτήν, κατόπιν καί ταυτόχρονα μ' αύτήν, ή γλώσσα : Αύτά είναι τά δύο ούσιαστικά κί-νητρα μέ τήν έπίδραση τών οποίων ό έγκέφαλος ένός πιθήκου με-τασχηματίστηκε βαθμιαία σέ άνθρώπινο έγκέφαλο, ό όποιος, πα-ρά τήν όποια ομοιότητα, τόν ξεπερνά κατά πολύ σέ μέγεθος καί, σέ τελειότητα »8.

Είναι πράγματι γνωστό ότι ή δομή τοΰ άνθρώπινου έγκεφάλου είναι πολύ πιό πολύπλοκη καί έξελιγμένη άπό τή δομή τοΰ έγκε-φάλου τών πιθηκοειδών. "Οπως σημειώνει ό Λεόντιεφ, « στόν άν-θρωπο τοΰ Νεάντερταλ διακρίνονται ήδη μέ σαφήνεια νέες περιο-χές ( πεδία ) τοΰ φλοιού, όπως φανερώνουν τά έκμαγεΐα τής έσω-τερικής έπιφάνειας τοΰ κρανίου του. Στούς άνθρωποειδεΐς πιθή-κους τά πεδία αύτά είναι άκόμα άτελώς διαφοροποιημένα : Φτά-νουν στήν πλήρη άνάπτυξή τους στόν σημερινό άνθρωπο ».9

Κατά τήν πορεία τής φυλογένεσης πραγματοποιήθηκε ή βιο-λογική προετοιμασία τής άνθρωπογένεσης. Ό Λεόντιεφ γράφει γιά Ινα δεύτερο στάδιο μετάβασης στόν άνθρωπο, τό όποιο έκτεί-νεται άπό τήν έμφάνιση τού πιθηκάνθρωπου μέχρι τήν έποχή -συμ-περιλαμβανομένης- τοΰ άνθρώπου τοΰ Νεάντερταλ. Πρόκειται γιά τήν άπαρχή τής κατασκευής έργαλείων, τής έργασίας, καί τών

η υ λ η και τ ο ι ι ν ε υ μ α 2 7 9

πρώτων μορφών συμβίωσης. Ή άνατομία τοϋ άνθρώπου μετα-βλήθηκε κατά τή διάρκεια αύτης της περιόδου, τήν όποία διαδέ-χτηκε ή έμφάνιση τοΰ Homo sapiens. Ή ανάπτυξη έκτοτε είναι προπαντός κοινωνική, καί ή έργασία έγινε βασική δραστηριότητα τοΰ άνθρώπου.10 "Ετσι τό « πνεΰμα », ή νόηση, άναδύθηκε βαθ-μιαία καί έπίμοχθα στό έσωτερικό τοϋ ζωικοΰ βασιλείου. Κατά τήν καθηγήτρια Dominique Grimaud-Hervé, ό άνθρωπος τοϋ Νεάντερταλ κατείχε ήδη ένα σύνολο έργαλείων πολύ λειτουργι-κών, καί ικανότητες άφαίρεσης. Οί άνθρωποι αύτοί γνώριζαν τήν τάξη, φρόντιζαν γιά τήν τύχη τών νεκρών τους καί άποδεικνύεται 6τι έθεταν τό έρώτημα γιά τήν ύπαρξη ένός υπερπέραν. Έπίσης τότε διαπιστώνονται ήδη οί πρώτες αισθητικές έκδηλώσεις, δπως τά γεωμετρικά ιχνη πού χαράζονταν σέ όστά ή στήν πέτρα, κλπ.11

Συνεπώς ό έγκέφαλος τοΰ άνθρώπου, άναπτύχθηκε σέ γενετική σχέση μέ τήν έργασία καί τήν κοινωνική ζωή. Όπως έγραφε ό Άνρί Βαλλόν : « Σχετικά μέ τά άλλα μέρη τοΰ νευρικοΰ συστήμα-τος, ό δγκος καί ή λειτουργική σπουδαιότητα τών εγκεφαλικών ήμισφαιρίων αύξάνει στό βαθμό πού άνεβαίνουμε στή σειρά τών θηλαστικών».12Έπίσης κατά τήν Γκριμώ-Έρβέ: «Εργασίες πει-ραματισμού γιά κατασκευή λίθινων έργαλείων συσχετίστηκαν μέ τήν ένεργοποίηση ζωνών τοΰ έγκεφάλου στόν σημερινό άνθρωπο. Τά άποτελέσματα πού έπιτεύχθηκαν μέ τομογραφία άναδεικνύουν μιά σπουδαία δραστηριότητα τών ζωνών πού συνδέονται μέ τήν κινητική καί τή σωματοαισθητική έπεξεργασία τών πληροφοριών καί ειδικά αύτών πού σχετίζονται μέ τήν δράση, τήν άφή, τήν άντίληψη τοΰ έαυτοΰ καί τή στάση τοΰ σώματος. Κάθε δομή τοΰ φλοιοΰ συνδέεται στενά μέ τήν άκρίβεια μιάς λειτουργίας καί αύ-τές οί περιοχές τοΰ φλοιοΰ πού άλληλοσχετίζονται σέ μεγάλο βαθ-μό, αναπτύχθηκαν σημαντικά κατά τήν πορεία της έξέλιξης. Έτσι υπήρξε συσχέτιση άνάμεσα στή λειτουργία, καί συνεπώς τή χει-ρονομία, καί τήν άντίστοιχη έγκεφαλική ζώνη ».13 Ό ύλικός φορέ-ας της νόησης άναπτύχθηκε ώς προϊόν της συμβίωσης καί της κοι-νωνικής ζωής. Άναδραστικά, ώς άποφασιστικό δργανο τής άνά-πτυξης της άνθρωπότητας.

2 8 ο ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

Τό « σκεπτόμενο σώμα» δέν ήταν συνεπώς προϊόν κάποιας « δημιουργίας ». 'Αναπτύχθηκε στήν πορεία τής μακράς διαδικα-σίας τής φυλογένεσης. Ό εγκέφαλος άποτελεϊ μιά διαφοροποιη-μένη ολότητα, ή όποία έξελίχθηκε στήν πορεία της ιστορίας σέ όγκο, σέ λειτουργίες καί σέ δυνατότητες. Σχετικά μέ τόν όγκο, είναι γνωστό ότι ό όγκος τοϋ έγκεφάλου τοΰ άνθρώπου είναι με-γαλύτερος άπό τών άνθρωποειδών : "Ανθρωπος : 1.400 cm1 κατά τόν Λεόντιεφ, 1.650 cm1 τοΰ Homo sapiens κατά τήν Γκριμώ-Έρ-βέ, 1.300 gr κατά τόν Γκούλντ. Ανστραλοπίθηκος: 600 cm1 κατά τόν Λεόντιεφ, 550 cm3 κατά τήν Γκριμώ-Έρβέ, 400 cm1 κατά τόν Γκούλντ.

'Εντούτοις δεν πρόκειται μόνο γιά τόν δγκο. Ή δομή τοΰ έγκε-φάλου τοΰ άνθρώπου είναι πολύ πιό πολύπλοκη καί περισσότερο έξελιγμένη άπό τών πιθηκοειδών ( Λεόντιεφ ). 'Επίσης, κατά τόν Γκούλντ τό σωστό κριτήριο δέν είναι οΰτε ή άπόλυτη οΰτε ή σχε-τική τιμή τοΰ μεγέθους : Είναι ή διαφορά άνάμεσα στό πραγμα-τικό μέγεθος καί στό μέγεθος πού άντιστοιχεΐ σέ Ινα ορισμένο βά-ρος. Κατά τόν Γκούλντ τό μέγεθος τοΰ έγκεφάλου μας αύξήθηκε πολύ περισσότερο άπ'δ,τι άπαιτοΰσε ή άνάπτυξη τοΰ σώματός μας.

Δέν πρόκειται, συνεπώς, άπλώς γιά όγκο. Κατά τόν Ζ. Μονό, ή χωρητικότητα τοΰ κρανίου τών πρωτόγονων άνθρωποειδών ήταν μόλις άνώτερη άπό τοΰ χιμπατζή καί έλαφρώς κατώτερη άπό τοΰ γορίλα. Τό βάρος τοΰ έγκεφάλου, γράφει ό Μονό, δέν είναι άνάλογο μέ τις ίκανότητές του. Τό βάρος όμως τούς έπιβάλλει ένα 8ριο καί ό Homo sapiens δέν ήταν δυνατόν νά άναδυθεΐ παρά μόνο χάρη στήν άνάπτυξη τής κρανιακής κοιλότητας.15

Κατά τόν Μονό οί πρωταρχικές λειτουργίες τίς όποιες έκτελεΐ ό άνθρώπινος έγκέφαλος είναι οί άκόλουθες :

1. Νά έξασφαλίζει τή διεύθυνση καί τόν κεντρικό συντονισμό τής νευροκινητικής δραστηριότητας έν λειτουργία, καί κυρίως τής ροής τών αισθητηριακών δεδομένων.

2. Νά περιέχει, μέ τή μορφή κυκλωμάτων γενετικά καθορι-σμένων, λιγότερο ή περισσότερο πολύπλοκα προγράμματα δρά-

η υ λ η k a i t o ι 1 ν ε υ μ α

σης, καί νά τά ένεργοποιεϊ σέ συνάρτηση μέ ειδικά έρεθίσματα. 3. Νά αναλύει, νά διηθεί καί νά ολοκληρώνει τά αισθητηριακά

δεδομένα γιά νά συγκροτήσει μιά παράσταση τοϋ έξωτερικοΰ κό-σμου προσαρμοσμένη στις ειδικές λειτουργίες τοϋ ζώου.

4. Νά καταγράφει τά γεγονότα τά όποια (λαμβανομένης υπό-ψη τής γκάμας τών ειδικών λειτουργιών ) είναι σημαντικά, νά τά ομαδοποιεί σέ τάξεις, σύμφωνα μέ τΙς άναλογίες τους. Νά συσχε-τίζει αύτές τίς τάξεις σύμφωνα μέ τίς σχέσεις σύμπτωσης ή δια-δοχής τών γεγονότων πού τίς συνιστούν. Νά έμπλουτίζει, νά έκ-λεπτύνει καί νά διαφοροποιεί τά έσωτερικά προγράμματα, ενσω-ματώνοντας σ'αύτά τίς έμπειρίες.

5. Νά φαντάζεται, δηλαδή νά άναπαριστά καί νά προσομοιώ-νει, έξωτερικά γεγονότα, ή προγράμματα δράσης τοϋ ίδιου τοΰ ζώου.16

Συνεπώς : Ό εγκέφαλος δέν είναι οΰτε tabula rasa, στήν όποία άποτυπώνονται τά αισθητηριακά δεδομένα, οΰτε ήλεκτρονική μη-χανή. Είναι όργανο συνεκτικής άναπαράστασης τοΰ κόσμου - τής φύσης καί τής κοινωνίας. Όπως γράφει ή καθηγήτρια Μάρθα Κούκκου-Lehmann, ό άνθρώπινος έγκέφαλος, καί ειδικά ό νεο-φλοιός, είναι τό όργανο τό όποιο γεννάει καί συντονίζει όλες τίς διαστάσεις καί τίς όψεις τής άνθρώπινης έμπειρίας. Ό άνθρώπινος έγκέφαλος είναι σύστημα τό όποιο παράγει γνώση καί ή γνώση αύτή δημιουργείται χάρη στή λειτουργία συνεργασίας, συνθετικής καί ολιστικής, τών νευρώνων τοΰ νεοφλοιοΰ. Χάρη σ'αύτές τίς λειτουργίες, οί άνθρωποι δημιουργούν συμβολικές άναπαραστά-σεις τής άλληλεπίδρασής τους μέ τόν κόσμο τής φύσης καί τής κοινωνίας. *'

Ή άνάπτυξη τοΰ έγκεφάλου καί τοΰ νευρικοΰ συστήματος εί-ναι Ινα πολύ ειδικό γεγονός, τοΰ οποίου τό νόημα καί ή σπουδαιό-τητα έχουν κατανοηθεί πολύ καλά. « Είναι ένας ειδικός μηχανι-σμός », έγραφε ό Σραίντινγκερ, « ό όποιος έπιτρέπει στό άτομο νά άπαντήσει σέ ποικίλες καταστάσεις μέ συμπεριφορά ή όποία κατά συνέπεια ποικίλλει καί ή όποία άποβλέπει στήν προσαρμογή σέ ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον ».18 Ή σχέση όργανισμοΰ - περιβάλ-

282 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

λοντος είναι σχέση προσαρμογής στό περιβάλλον καί μεταβολής τοϋ περιβάλλοντος.

Ή συνείδηση είναι δυνατότητα τοΰ έγκεφάλου ή όποία άνα-πτύσεται σέ συγκεκριμένες βιολογικές καί κοινωνικές συνθήκες. Ή γλώσσα είναι ή έκφραση, ή « υλοποίηση » καί ή άντικειμενο-ποίηση τής σκέψης. 'Αλλά ή ομιλία προϋποθέτει μερικούς έπιπλέ-ον ύλικούς-άνατομικούς δρους. Κατά τήν Γκριμώ-Έρβέ: « Πολ-λοί άνατομικοί δροι είναι άναγκαϊοι γιά τήν όμιλία. "Ενα μεγάλο στόμα, κατ' αρχήν, πού νά έπιτρέπει τήν κινητικότητα τής γλώσ-σας, μέ Ιναν ούρανίσκο κοίλο καί δχι πλέον έπίπεδο, δπως σέ ορι-σμένα μή άνθρώπινα πρωτεύοντα. Ό δρος αύτός, έξάλλου, υπάρ-χει ήδη στούς αύστραλοπίθηκους. Χρειάζεται έπίσης τήν κάμψη της βάσης τοΰ κρανίου, άρκετή ώστε νά έπιτρέπει τή σωλήνα τοΰ λάρυγγα καί τήν ύπαρξη ένός χώρου τοΰ φάρυγγα κατάλληλου για τή ρύθμιση τοΰ ήχου. 'Αλλά αύτή ή κάμψη ή όποία αρχίζει μέ τήν έμφάνιση τοΰ γένους Homo, δέν βελτιστοποιείται παρά πρίν άπό 200.000 χρόνια, μέ τόν Homo sapiens. 'Εντούτοις ή άνασύσταση τών όδών αναπνοής τοΰ Νεάντερταλ καί ή άνακάλυψή ένός ύοει-δοΰς όστοΰ άμεσα συνδεδεμένου μέ φωνητικό σύστημα δπως στόν σύγχρονο άνθρωπο, καί μέ ταυτόσημη μορφολογία, έπιτρέπει νά υποθέσουμε δτι καί αύτός είχε τή δυνατότητα τής ομιλίας ».19

Συνεπώς ή νόηση καί ή γλώσσα προϋποθέτουν τόν άνεπτυγμέ-νο εγκέφαλο καί τήν κοινωνική ζωή, ειδικότερα τήν έργασία, άλλά καί ορισμένες άνατομικές ιδιαιτερότητες οί όποιες, ένδεχομένως, δέν άποτελοΰν άποκλειστικό προνόμιο τοΰ άνθρώπου. 'Από τήν άλλη πλευρά, ή ανάπτυξη τοΰ άνθρώπινου έγκεφάλου σημαδεύει ένα νέο, άνώτερο στάδιο οργάνωσης τής ύλης. 'Εντούτοις ό μη-χανιστικός άναγωγισμός δέν συλλαμβάνει τήν ποιοτική διαφορά άνάμεσα στις βιοχημικές διαδικασίες καί τή νόηση. Σημειώσαμε ήδη δτι, δπως γράφει ό Φρ. Ζακόμπ, οί άντιδράσεις πού χαρα-κτηρίζουν τή δραστηριότητα τοΰ έγκεφάλου θά φανοΰν στόν βιο-χημικό τόσο κοινότοπες δσο καί ή πέψη. 'Αλλά τό νά περιγράψου-με ταυτόχρονα μέ τή Φυσική καί μέ τή Χημεία μιά κίνηση τής συν-είδησης, ένα αίσθημα, μιά άπόφαση, μιά άνάμνηση, είναι άλλο

η υ λ η κ α ι τ ο π ν ε υ μ α 2β 3

πρόβλημα. Τίποτα δέν μας λέει ότι θα φτάσουμε ποτέ σ'αύτό.20

Ή μηχανιστική-άναγωγική σκέψη θέλει νά άναγάγει τή νόη-ση στό έπίπεδο της Φυσικής καί τής Χημείας. "Αλλοι δέχονται τήν ύπαρξη έμφυτων ιδεών. Καί οί ιδεαλιστές δέχονται μιά αντίστρο-φη κίνηση: Άπό τό πνεύμα ('Ιδέα, Απόλυτη'Ιδέα, Θεός, υποκεί-μενο κλπ.) στήν πραγματικότητα. Άλλά οί βιολογικά κληρονομη-μένες ιδιότητες τοΰ άνθρώπου, γράφει ό Λεόντιεφ, συνιστούν έναν μόνον άπό τούς όρους τής διαμόρφωσης τών ψυχικών λειτουργιών καί ικανοτήτων του.21 Δέν είναι δυνατόν νά έξηγηθεΐ ή νόηση άπο-κλειστικά άπό τόν ύλικό φορέα της. Κατά τόν Λυσιέν Σέβ « άν θε-λήσει κανείς νά έξηγήσει τήν άνθρώπινη νόηση με άφετηρία τον εγκέφαλο, στήν πραγματικότητα δέν κάνει άλλο άπό τό νά ντύσει μέ τρόπο έπιφανειακά υλιστικό τόν Ιδεαλισμό τοΰ Κάντ, όπου ή νευρωνική λειτουργία μέ τις γενετικές διαστάσεις της μένει νά κα-τανοηθεί στό βάθος ώς υπερβατικό Έγώ ».22

Ή νόηση είναι πραγματωμένη δυνατότητα τής ΰλης. Κατά τόν Αϊνστάιν τό πιό ακατανόητο πράγμα είναι ότι ό κόσμος είναι κα-τανοητός. 'Εντούτοις μπορούμε νά κατανοήσουμε τό γεγονός ότι μπορούμε νά γνωρίσουμε τόν κόσμο μέ βάση τό ότι υπάρχει όντο-λογική ένότητα άνάμεσα στό Είναι, τήν ύλη καί τό πνεύμα. Ό Ένγκελς είχε συλλάβει στήν έποχή του αύτή τή «διαλεκτική» σχέση : «Άν κανείς διερωτηθεί τί είναι ή νόηση καί ή συνείδηση καί άπό πού προέρχονται, θά βρει ότι είναι προϊόντα τοΰ άνθρώ-πινου έγκέφαλου καί ότι ό άνθρωπος ό ίδιος είναι προϊόν τής φύ-σης πού άναπτύχθηκε μέσα καί μέ τό περιβάλλον του, άπ'δπου προκύπτει φυσιολογικά ότι τά προϊόντα τοΰ άνθρώπινου έγκεφά-λου δέν βρίσκονται σέ άντίθεση, άλλά σέ συμφωνία μέ τή φύ-ση ».23 Ή ΰπαρξη ένός μορφισμοΰ άνάμεσα στήν πραγματικότητα καί στή νοητική άναπαράστασή της δέν είναι άκατανόητη. 'Υπάρ-χει 6ντολογική ένότητα άνάμεσα στήν υλη και στό πνεΰμα. Όμως αύτή ή ένότητα ( ένότητα μέσα στή διαφορά ) δέν σημαίνει ότι ή νόηση είναι κάποιο είδος « ούσίας » ή « υπόστασης ». Γιά νά βρού-με μιά άναλογία, άς πάρουμε τήν περίπτωση τής φωνής ή όποία έχει καταγραφεί σέ μιά μαγνητοταινία. Ή φωνή δέν υπάρχει στήν

284 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

ταινία. Μετατράπηκε κατά τή διάρκεια τής εγγραφής σέ ένα σύν-ολο αλλοιώσεων τής ευαίσθητης ούσίας τής ταινίας. Ή ταινία δέν περιέχει τή φωνή. "Εχει ώστόσο τή δυνατότητα νά άναπαράγει τά ήχητικά σήματα. Κατά άνάλογο τρόπο ( άλλά πρόκειται μόνο γιά άναλογία ), οί εικόνες τών αισθητηρίων, οί έννοιες καί ή νόηση δέν ύπάρχουν αύτές καθαυτές. Στόν έγκέφαλο ύπάρχει ένα υλικό ύπό-στρωμα ικανό νά άναπαράγει τή σκέψη, καθώς καί νά δημιουργεί νέες σκέψεις ( άλλη διαφορά μέ τή μαγνητική ταινία ) μέ άφετη-ρία τό σύνολο τών « έγγραφών » καί τήν έπεξεργασία τους ( σύγ-κριση, κατάταξη, λογικές δομές, αίτιακές συνδέσεις, χρονική τά-ξη, άνάκληση, απόσβεση κλπ.).

Ή σχέση άνάμεσα στήν ΰλη καί τή νόηση παρουσιάζει δύο ό-ψεις άντιφατικές, συμπληρωματικές καί άλληλένδετες. Άπό οντο-λογική άποψη ύπάρχει ένότητα άνάμεσα στήν ΰλη καί τή νόηση, δοθέντος ότι ή νόηση είναι « προϊόν » τής ΰλης. Άπό γνωσιοθεω-ρητική άποψη ύπάρχει άντίθεση άνάμεσα στήν ύλη καί τή νόηση, δοθέντος δτι ή νόηση είναι « άντανάκλαση » ( μερική, λίγο-πολύ έπιφανειακή ) τής ΰλης. Άλλά ή άντίθεση αύτή γεννιέται στή βά-ση τής θεμελιακής ένότητας καί δέν έχει σχέση μέ τόν μεταφυσι-κό διαχωρισμό τοΰ Εϊναι καί τής νόησης, ή μέ τήν άναγωγή τοΰ Είναι στή νόηση (Θεό, άπόλυτη'Ιδέα, ύποκειμενική συνείδηση). Ό διαλεκτικός ύλισμός είναι ένας μονισμός τής ΰλης, μοναδικής ούσίας τοΰ Σύμπαντος. Ή νόηση, τό « πνεΰμα » είναι έξαρτημένα άπό τήν ΰλη.

Σήμερα άποτελεΐ έπιστημονική άλήθεια ή θέση δτι ή νόηση εί-ναι λειτουργία τοΰ σώματος, τοΰ έγκεφάλου, ένός οργάνου άκρας πολυπλοκότητας, ό όποιος είναι προϊόν τής κοινωνικής ζωής καί ταυτόχρονα παράγων τοΰ ίστορικοΰ γίγνεσθαι. Ή νόηση είναι πραγματωμένη δυνατότητα τής ΰλης. Μιά άναδυόμενη ιδιότητα. Τό « σκεπτόμενο σώμα » άνήκει σέ ένα άνώτερο έπίπεδο άπό τό βιολογικό, ένώ ταυτόχρονα τό προϋποθέτει. Τό άνώτερο έπίπεδο έχει στοιχεία πραγματικότητας καί ιδιότητες πού δέν ύπάρχουν στά κατώτερα καί πού δέν άνάγονται σ'αύτά. Άλλά ό άναγωγι-σμός παραμένει πάντα στή μόδα καί συχνά άποκτά σύγχρονες, δή-

η υ λ η κ α ι τ ο ι ι ν ε υ μ α 2 8 5

θεν έπιστημονικές μορφές. Κατά τόν Jacob Moleschot ( 1822-1893 ), έγραφε ό Ένγκελς, ό έγκέφαλος έκκρίνει τή νόηση, όπως ό νεφρός εκκρίνει τα ούρα. Πρόκειται γιά μια άπό τΙς έκφράσεις τού άπλοϊ-κοΰ ύλισμοΰ τοΰ 19ου αιώνα. Καί δμως ύπάρχουν καί σήμερα φυ-σικοί οί όποιοι ισχυρίζονται δτι θά ήταν δυνατόν νά περιγράψου-με ολόκληρο τό Σύμπαν, τή σκέψη, τά αισθήματα, κλπ., μέ τή βοήθεια τής έξίσωσης τοΰ Σραίντινγκερ. Ή έλπίδα δτι θά φτά-σουμε μιά μέρα νά διατυπώσουμε μιά « τελική » θεωρία τής Φυ-σικής άνήκει στις μηχανιστικές άντιλήψεις πού διάγουν μιά πα-ρασιτική ζωή στό χώρο τών θεωριών τής Φυσικής καί πού τρο-φοδοτούν έναν άπλοϊκό ύλισμό, καθώς καί τήν πνευματοκρατική του άρνηση. Άπό τόν Λαπλάς στόν Everett III, καί στόν βιολογικό άναγωγισμό ό όποιος άνανεώθηκε, διαφοροποιήθηκε καί διαδόθη-κε εύρέως μετά τήν άποκωδικοποίηση τοΰ άνθρώπινου γονιδιώ-ματος, βρισκόμαστε άντιμέτωποι μέ ένα ρεύμα σκέψης τό όποιο άδυνατεΐ νά συλλάβει τήν ποιοτική διαφορά άνάμεσα στά διαφο-ρετικά έπίπεδα όργάνωσης τής ΰλης.

Οί άναγωγιστές έλπίζουν δτι θά ήταν δυνατόν νά άναγάγουμε τίς ιδιότητες μιας όντότητας στις ιδιότητες τών μερών της. Κατά τόν Η. Atlan : « Ό ισχυρός άναγωγισμός, ό όποιος δέχεται δτι ή άνά-λυση ή όποία διαχωρίζει τό δλον στά μέρη του, άρχει γιά νά κα-τανοήσουμε τίς ιδιότητες τοΰ δλου, μέ μιά νοητική άνασύσταση δπου οί ιδιότητες αύτές προκύπτουν κατά κάποιον τρόπο αύ-τόματα άπό τις ιδιότητες τών μερών. Όμως, τό άναγωγικό άξίω-μα θά μπορούσε νά έπαληθευτεΐ μόνο σέ άπλούς όργανισμούς, δπου τά μέρη συσχετίζονται μεταξύ τους άθροιστικά καί γραμμι-κά, μέ τρόπο ώστε μιά ιδιότητα τοΰ δλου μπορεί νά γνωσθεΐ άμε-σα άπό τόν κοινό νοΰ, σάν άθροιση τών ιδιοτήτων τών μερών μ.24

Ό άναγωγισμός άδυνατεΐ νά συλλάβει τό νέο, τό όποϊο άνα-δύεται ώς ή άρνηση καί ταυτόχρονα ώς ό κληρονόμος τοΰ παλαιού. Τό ποιοτικό άλμα, προπαντός στή Βιολογία, πραγματοποιείται διαμέσου μή γραμμικών διαδικασιών μετασχηματισμού. Τό δυ-νάμει καί τό ένεργεία βρίσκονται σέ διαλεκτική-γενετική σχέση. Οΰτε έπίπεδη συνέχεια οΰτε μηχανιστική τομή.25 Μετασχηματι-

2 8 6 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

σμός σημαίνει άνάδυση νέων στοιχείων πραγματικότητας καί κα-ταβύθιση καί έξαφάνιση άλλων.

Σύμφωνα μέ τόν βιολογικό άναγωγισμό, θά μπορούσαμε νά έξηγήσουμε 6χι μόνο τή ζωή, άλλά καί τή σκέψη, τά αισθήματα, κλπ. μέ τή βοήθεια της Φυσικής καί τής Χημείας. Ό έγκέφαλος κατά τόν βιολογικό άναγωγισμό είναι Ινας υπολογιστής. 'Αλλά ό υπολογιστής είναι ήλεκτρονικό μηχάνημα κατασκευασμένο άπό άνθρώπους, τό όποιο δέν μπορεί νά άναπαραχθεϊ, νά άναπτυχθεϊ, τό όποιο δέν σκέφτεται καί δέν μπορεί νά πάρει πρωτοβουλίες. Ό άνθρώπινος έγκέφαλος παρουσιάζει άναλογίες μέ τόν υπολογιστή, άλλά τίποτα περισσότερο. Καί δέν πρόκειται μόνο γιά βαθμό πο-λυπλοκότητας. Ό έγκέφαλος είναι βιολογικό όργανο, προϊόν τής έξέλιξης της Ιμβιας ύλης, τοϋ οποίου ή λειτουργία προϋποθέτει τούς νόμους τής Φυσικής καί τής Χημείας, άλλά είναι άδύνατον νά άναχθεΐ σ'αύτούς τούς νόμους.

Ή άναγωγική σκέψη υπερεκτίμησε έπίσης τό ρόλο τοϋ δγκου τοΰ έγκεφάλου. "Οπως γράφουν ό Λιούοντιν καί οί συνεργάτες του: « Ή έμμονή στό θέμα τοΰ δγκου τοΰ έγκεφάλου υπάρχει πολύ πρίν άπό τόν 20ό αιώνα. Οί έγκέφαλοι τοΰ Λένιν καί τοΰ 'Αϊν-στάιν άφαιρέθηκαν γιά νά μελετηθοΰν μετά τό θάνατό τους. Ένα όλόκληρο έρευνητικό ΐνστιτοΰτο δημιουργήθηκε γιά νά μελετηθεί ό έγκέφαλος τοΰ Λένιν. Χρόνια έργασίας δέν έπέτρεψαν νά βρεθεί τίποτα τό παράξενο σ'αύτόν τόν εγκέφαλο ».26

Ό άναγωγισμός έπιχειρεΐ νά άναγάγει τό ψυχικό στό βιολογι-κό. Ό Βαλλόν είχε επικρίνει αύτή τήν ιδεολογία ώς έξης : « Ή ψυ-χολογία, θεωρούμενη ώς φυσική έπιστήμη, θεωρεί τίς ψυχικές έκδηλώσεις άπλή έκδήλωση της ζωής καί στή ζωή δέν βλέπει άλλο άπό τή λειτουργία τών οργανισμών σύμφωνα μέ τή δομή τους. Έτσι, ή ψυχική δραστηριότητα θά Ιπρεπε νά έρμηνευτεΐ μέ τό παιχνίδι αύτών τών λιγότερο ή περισσότερο διαφοροποιημένων όργάνων. Ή ψυχική δραστηριότητα θά μποροΰσε νά άναχθεΐ αύ-στηρά σ' αύτά, δπως καί αύτά θά μπορούσαν νά άναχθοΰν, στους νόμους τής μορφογένεσής τους, καί αύτοί στίς φυσικοχημικές με-ταλλάξεις άπ' δπου προήλθαν ».2/

η υ λ η κ α ι τ ο ι ι ν ε υ μ α 2 8 7

Ό Ρενέ Ζαζό, μαθητής καί συνεργάτης του Βαλλόν, είχε επι-κρίνει μέ τήν ϊδια γραμμή διαλεκτικής σκέψης τό μηχανιστικό -άναγωγικό ρεϋμα τοϋ μπιχει'βιορισμού : « Μιά άναστροφή σκο-πιάς πραγματοποιήθηκε στίς άρχές τοΰ 20οΰ αιώνα μέ τήν πραγ-ματιστική άντίληψη της διάνοιας καί τήν έπιτυχία τοΰ μπιχεϊ-βιορισμοΰ. Τό ένδιαφέρον στράφηκε άπευθείας στήν αισθησιοκι-νητική μορφή τής νόησης ή όποία έγινε, μέ τή σειρά της, ή γενική έξηγητική άρχή. Άνάμεσα στήν αίσθησιοκινητική μορφή τής νόη-σης καί τή θεωρησιακή υπάρχει μιά διαφορά πολυπλοκότητας, κι-νητικότητας, άλλά όχι διαφορά φύσης. Στήν πιό γενική άρχή τής προσαρμογής δέν προστίθεται καμιά νέα άρχή ή όποία θά λάμβα-νε ύπόψη τή νέα μορφή διάνοιας. Ή μορφή αύτή θεωρήθηκε έπέκ-ταση τής αίσθησιοκινητικής, μέσα άπό μιά άπλή καί συνεχή γένε-ση. Σύμφωνα μέ τό παλαιό ρητό, άπό τήν έποχή τού Λάιμπνιτς, ή φύση δέν κάνει άλματα ».28

Υπάρχουν όμως έμπειριστές τών οποίων ή κατεύθυνση είναι, κατ'άρχήν, ρεαλιστική. Ό John R. Searle, π.χ., γράφει ότι ή δι-κή του προσέγγιση τής φιλοσοφίας τοΰ πνεύματος είναι, κατ' άρ-χήν, φυσιοκρατική-βιολογική. Ό Σήαρλ είναι άντίθετος μέ τό δυϊ-σμό. Θεωρεί τόν άναγωγισμό έξαιρετικά άποπροσανατολιστικό. Πιστεύει όμως ότι « οί ύλιστές έπιμένουν ότι ή συνείδηση μπορεί νά άναχθέϊ στήν υλική πραγματικότητα ». Ή άποψη αύτή είναι λανθασμένη. Πιστός στή στενότητα τοΰ νατουραλισμού του, ό Σή-αρλ θεωρεί " choking " τό γεγονός ότι μιά τέλεια έπιστήμη τοΰ έγ-κεφάλου δέν μπορεί νά πραγματοποιήσει τήν όντολογική άναγωγή τής συνείδησης κατά τόν τρόπο πού ή έπιστήμη μας είναι ικανή νά αναγάγει τή θερμότητα, τό χρώμα ή τόν ήχο ».29 Όμως ή συνείδη-ση δέν είναι άμεση, νευροφυσιολογική αντανάκλαση τής πραγματι-κότητας. Ό Σήαρλ δέν λαμβάνει ύπόψη του τούς κοινωνικούς κα-θορισμούς καθώς καί τό σύνολο τών διαμεσολαβήσεων άνάμεσα στό άντικείμενο καί τήν έννοια. Τό άνώτερο προϋποθέτει, άλλά δέν άνάγεται στό κατώτερο. Ή συνείδηση, τό πνεύμα προϋποθέτουν έναν ύλικό φορέα, άλλά δέν άνάγονται σ'αυτόν. Τό «πνεΰμα» είναι προϊόν καί ταυτόχρονα παράγων της κοινωνικής ζωής.

2 8 8 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

Θά έξετάσουμε στή συνέχεια τίς βαθμίδες πού όδηγοΰν άπό τά « άπλα » αίσθησιοκινητικά ενεργήματα στήν άνάπτυξη τής έννοια-κής σκέψης.

3. Άπό τήν αίσθηση στήν έννοιακή σκέψη

Είναι άδύνατο νά έξηγήσουμε τήν ύπαρξη τής νόησης άποκλει-στικά μέ τή δομή τοϋ έγκεφάλου. 'Αλλά άς έπιμείνουμε άκόμα στις νευροφυσιολογικές διεργασίες μέσω τών οποίων πραγματοποι-είται τό φαινόμενο τής σκέψης. Ό έγκέφαλος είναι ίνα όργανο πού άποτελεΐται άπό ΙΟ'2 Ιως ΙΟ'3 νευρώνες, οί όποιοι συνδέονται με-ταξύ τους μέ 10'* Ιως 10'5 συνάψεις. Ό νευρώνας λειτουργεί ώς όλο-κληρωτής τών σημάτων. Μπορεί νά προσθέτει ή νά άφαιρεϊ σή-ματα. Είναι ικανός νά πραγματοποιεί όλες τίς λογικές λειτουργίες τής άλγεβρας τών προτάσεων. Ό νεοφλοιός, τέλος, πραγματοποιεί λειτουργίες άνώτερης τάξης.30 Ό έγκέφαλος, αύτός ό βιολογικός « υπολογιστής » είναι τό όργανο έπεξεργασίας τών σημάτων πού προέρχονται άπό τό έξωτερικό. Μέ βάση τίς σημερινές γνώσεις είναι δυνατόν νά λυθεί τό περίφημο " body-mind problem ", τό ό-ποιο ό φιλοσοφικός έμπειρισμός τό έχει μετατρέψει σέ γόρδιο δε-σμό.

Ό Δημόκριτος είχε θέσει τό πρόβλημα σέ όρθή φιλοσοφική βά-ση. Σύμφωνα μέ τή γνωσιοθεωρία του, τά άντικείμενα έκπέμπουν Ινα είδος είδωλα, άντίγραφα, τά όποια έχουν τήν ϊδια μορφή μέ τά άντικείμενα, καί τά όποια, μέ τήν έπίδρασή τους στό όργανο τής όρασης, προκαλούν εικόνες πού άντιστοιχοΰν στά έξωτερικά άντι-κείμενα. Ό Δημόκριτος είχε διατυπώσει άνάλογες ερμηνείες γιά τήν άκοή, τή γεύση καί τήν όσφρηση. Βέβαια, ό Δημόκριτος δέν γνώριζε τίς νευροφυσιολογικές διεργασίες οί όποιες έξασφαλίζουν τήν έπικοινωνία άνάμεσα στό άντικείμενο καί τό ύποκείμενο. Σή-μερα όμως γνωρίζουμε, τουλάχιστον κατ' άρχήν ή έν μέρει, αύτό πού άντιστοιχεΐ άντικειμενικά σέ κάθε αισθητηριακό δεδομένο, κα-θώς καί τίς διαδικασίες οί όποιες μετατρέπουν τό έξωτερικό σήμα

η υ λ η κ α ι τ ο ι ι ν ε υ μ α 2 ö 9

σέ δεδομένο της συνείδησης. Έτσι, ή παλαιά διάκριση τών ιδιο-τήτων τών σωμάτων σέ πρωτεύουσες καί σέ δευτερεύουσες ( οί όποιες υποτίθεται ότι είναι συμβατικές - νόμω ) έχει χάσει τή ση-μασία της. Γνωρίζουμε, π.χ., δτι σέ Ινα δεδομένο χρώμα άντι-στοιχεϊ Ινα δεδομένο κβάντο ήλεκτρομαγνητικής άκτινοβολίας, συνεπώς δτι τό χρώμα είναι ύποκειμενικά « νόμω », όμως είναι καλώς ορισμένο καί άντιστοιχεϊ σέ μιά συγκεκριμένη φυσική πραγματικότητα. Άπό τήν άποψη αύτή ή ύποκειμενική φιλοσο-φία βρίσκεται σέ δύσκολη θέση. Άλλά τά αισθητήρια όργανα μάς δίνουν, καί μέ ποιόν τρόπο, μιά παράσταση σύμμορφη ή πιστή τής πραγματικότητας ; Θά δούμε αύτό τό έρώτημα μέ τή βοήθεια ένός παραδείγματος.

Ά ς έπανέλθουμε στήν περίπτωση τής άνθρώπινης φωνής ή όποία καταγράφεται καί άναπαράγεται μέ τή βοήθεια μιας ήλε-κτρονικής συσκευής. Στήν άφετηρία ύπάρχει τό φυσικό σήμα ( Ι-να σύνολο άπό κυμάνσεις τοΰ άέρα ορισμένης συχνότητας καί εύ-ρους ). Ή διαταραχή αύτή εισέρχεται στό μικρόφωνο καί μετα-σχηματίζεται σέ Ινα διαφορετικό σήμα : σέ στιγμιαίο ήλεκτρικό ρεΰμα περίπλοκο μέν, άλλά καθορισμένο. Τό άρχικό σήμα δέν υ-πάρχει πιά. Μετασχηματίστηκε ποιοτικά σέ κάτι διαφορετικό : σέ ήλεκτρικό ρεΰμα. Εντούτοις τά χαρακτηριστικά τοΰ νέου σήμα-τος καθορίστηκαν άπό τά χαρακτηριστικά τοΰ άρχικοΰ. Υπήρξε συνεπώς Ινας πρώτος ποιοτικός μετασχηματισμός καί Ινας πρώτος μορφισμός. Στή συνέχεια τό νέο σήμα καταγράφτηκε σέ μιά μαγνητική ταινία. Τό ρεΰμα δέν υπάρχει πιά. Μετασχηματί-στηκε καί αύτό σέ κάτι διαφορετικό : σέ καθορισμένες άλλοιώσεις στήν εύαίσθητη ούσία τής ταινίας. Υπήρξε συνεπώς Ινας δεύτερος ποιοτικός μετασχηματισμός καί Ινας δεύτερος μορφισμός.

Ά ς περάσουμε τώρα στήν άνάγνωση τής ταινίας. Κατά τή διάρ-κεια τής άνάγνωσης οί μεταβολές τής εύαίσθητης ούσίας τής ται-νίας προκαλούν τήν έμφάνιση ένός νέου ήλεκτρικοΰ ρεύματος τό ό-ποιο Ιχει τά ίδια χαρακτηριστικά μέ τό άρχικό ρεΰμα. (Ή πιστό-τητα έξαρτάται άπό τήν ποιότητα τοΰ όργάνου ). Τό ρεΰμα αύτό ένισχύεται στή συνέχεια. Ά ν ό ένισχυτής είναι υψηλής ποιότητας,

ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

ή άλλοίωση τοϋ σήματος θά είναι άμελητέα. Τό ενισχυμένο σήμα περνά στή συνέχεια στό μεγάφωνο καί μετασχηματίζεται στήν αρχική φωνή ή όποία είχε καταγραφεί. Τό ήλεκτρικό σήμα δέν υπάρχει πιά. Μέσω ένός νέου ποιοτικού μετασχηματισμού μετα-τράπηκε στό αρχικό σήμα. 'Ανάλογα μέ τήν ποιότητα τοΰ όργά-νου είναι δυνατόν νά έπιτευχθεΐ υψηλή πιστότητα. 'Οριακά, τό αρχικό σήμα μπορεί νά άναπαραχθεϊ μέ ιδανική πιστότητα. Έτσι μέ μιά σειρά ποιοτικούς μετασχηματισμούς άναπαράχθηκε ή ανθρώπινη φωνή. Ό ήχος δέν υπήρχε στό ρεΰμα, τό ρεΰμα δέν υπήρχε μετά τήν έγγραφή, κλπ. 'Αλλά μέσω αύτών τών μετασχη-ματισμών ή άρχική ταυτότητα δέν χάθηκε. 'Αναταράχθηκε κατά τήν τελευταία διαδικασία. Γιατί ; 'Επειδή κάθε ποιοτικός μετα-σχηματισμός δέν ήταν άπροσδιόριστος. Καθοριζόταν άπό τό προηγούμενο σήμα. Έτσι, μέσα άπό μιά σειρά μορφισμους Ιχει άναπαραχθεϊ πιστά τό άρχικό σήμα.

*Ας έξετάσουμε τώρα τήν περίπτωση τής δράσης. Υπογραμ-μίζουμε άπό τήν άρχή δτι πρόκειται γιά δύο παραδείγματα ποιο-τικά διαφορετικά, τά όποΐα έντούτοις παρουσιάζουν μιά ένδιαφέ-ρουσα άναλογία.

Τό άρχικό σήμα δέν είναι τώρα Ινα ήχητικό, άλλά Ινα ήλεκ-τρομαγνητικό κΰμα, τό όποιο εκπέμπεται άπό κάποιο άντικείμε-νο. Έπίσης δέν χρησιμοποιούμε Ινα ήλεκτρονικό μηχάνημα, άλλά Ινα βιολογικό δν. Ή φωτεινή ήλεκτρομαγνητική ένέργεια διέρχε-ται άπό τήν κόρη καί προσπίπτει στόν άμφιβληστροειδή. Πρώτος ποιοτικός μετασχηματισμός : τό φώς ( τό ήλεκτρομαγνητικό κύ-μα, ή δέσμη τών φωτονίων ) δέν υπάρχει πιά : Έχει προκαλέσει χημικούς μετασχηματισμούς στή φωτοευαίσθητη έπιφάνεια τοΰ άμφιβληστροειδή. Οί χημικές μετατροπές γεννοΰν μέ τή σειρά τους Ινα στιγμιαίο ήλεκτρικό ρεΰμα, συνεπώς Ινα νέο σήμα ποιο-τικά διαφορετικό άπό τό πρώτο. Τό ρεΰμα αύτό μεταβιβάζεται μέσω τοΰ οπτικού νεύρου σέ μιά ειδική περιοχή τοΰ έγκεφάλου δπου προκαλεί μιά ορισμένη διέγερση : μιά καταγραφή σέ μιά ορι-σμένη περιοχή. Τό ήλεκτρικό σήμα δέν υπάρχει πιά. Εντούτοις προκάλεσε νέους μετασχηματισμούς πού τό τελικό άποτέλεσμά

η υ λ η k a i t o 1 ι ν ε υ μ α 2 9 1

τους είναι ή όπτική άντίληψη : ή εικόνα τοϋ άντικειμένου τό όποιο είχε έκπέμψει τό άρχικό σήμα. Κα! στήν περίπτωση αύτή έχουμε μιά σειρά άπό ποιοτικούς μετασχηματισμούς. Οί μετασχηματι-σμοί αύτοί δέν ήταν αύθαίρετοι : Καθένας είχε καθοριστεί άπό τό σήμα τό όποιο τόν προκάλεσε. "Ετσι μέσω μιας σειράς μετασχη-ματισμών, ή μορψισμών, προκλήθηκε μιά εικόνα, λιγότερο ή πε-ρισσότερο πιστή ( άνάλογα μέ τήν κατάσταση τού όφθαλμοΰ ) τού άρχικοΰ άντικειμένου : μιά σνμμορφη άναπαράσταση τής έξωτε-ρικής πραγματικότητας.

Τό έξωτερικό άντικείμενο προκάλεσε μιά υποκειμενική έγγρα-φή, ή όποία τό άναπαράγει στό έπίπεδο της εποπτείας ώς εικόνα, σύμβολο, άφαίρεση σύμμορφη μέ τή μορφή του καί τή φύση του. Ή σειρά αύτή τών μορφισμών έξασφαλίζει στά αισθητηριακά δε-δομένα μιά δεδομένη άντικειμενικότητα.

Συνεπώς : Τό πέρασμα άπό τό άντικείμενο στήν εικόνα του δέν ήταν άμεσο. Διαμεσολαβήθηκε άπό μιά σειρά μή άντιστρεπτούς μετασχηματισμούς : μιά σειρά μορφισμούς κατά τή διάρκεια τών οποίων τό άρχικό σήμα άποκτά διαφορετικές μορφές, ένώ διατη-ρεί, δυνάμει, τή δυνατότητα νά άναπαράγει τή μορφή τού έξωτε-ρικοΰ άντικειμένου. Έπίσης, οί διαμεσολαβήσεις αύτές δέν πραγ-ματοποιούνται μέσω μηχανικών ή άπλών φυσικών φαινομένων, άλλά μέσω χημικών, ήλεκτρομαγνητικών καί φυσιολογικών με-τατροπών. Ή εικόνα είναι διαφορετική άπό τό άντικείμενο. Εν-τούτοις είναι ή εικόνα τον. Ό μετασχηματισμός, συνεπώς, δέν εί-ναι άσύμβατος μέ τή δυνάμει διατήρηση. Έτσι μπορεί νά μάς δώ-σει πληροφορίες γιά τήν πηγή του, δηλαδή γιά τό άντικείμενο. Ή έποπτεία μάς πληροφορεί γιά όρισμένα έξωτερικά χαρακτηριστι-κά τού άντικειμένου : όγκο, χρώμα, θερμοκρασία, διάρκεια, κλπ. 'Αλλά ή γνώση δέν σταματά στή έποπτεία : Μέσω τοΰ φαινομένου άνοίγει τό δρόμο πρός αύτό πού είναι « κρυμμένο » καί μή παρα-τηρήσιμο. Έπειδή, όπως ύποστήριζε ό 'Αναξαγόρας, « όψις αδή-λων τά φαινόμενα ».

Είναι προφανές ότι έδώ άναφερόμαστε σέ μιά στοιχειώδη καί πρωταρχική άντικειμενικότητα. Ή άντικειμενικότητα τής γνώ-

292 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

σης είναι στήν πραγματικότητα πολύ πιό πολύπλοκη. Έπειδή ή διαδικασία τής γνώσης έχει μέν ώς « πρώτη ΰλη » τά δεδομένα τής έποπτείας ( χωρίς τά δεδομένα αύτά ή διάνοια είναι κενή, τόνιζε ό Κάντ ), άλλά δέν είναι δυνατόν νά έξηγηθεΐ ή νά άναχθεΐ σέ αύτά τά δεδομένα. Ή όρθολογική νόηση είναι κοινωνικό φαινόμενο. Οί κοινωνικοί καθορισμοί είναι κατά συνέπεια ούσιαστικοί σ'αύτό τό έπίπεδο. Όπως σημείωνε ό Γκράμσι, « άντικειμενικό σημαίνει πάντοτε " άνθρώπινα άντικειμενικό ", τό όποιο μπορεί νά άντι-στοιχεΐ άκριβώς σέ "ιστορικά υποκειμενικό" ή, διαφορετικά, " άντικειμενικό " θά σήμαινε " καθολικά ύποκειμενικό " ».31

'Αντίστοιχα, τό πέρασμα άπό τήν αισθητηριακή εικόνα στήν έννοια δέν είναι άμεσο. Είναι καί αύτό « διαλεκτικό ». Τώρα όμως οί διαδικασίες οί όποιες μεσολαβοΰν δέν είναι κυρίως φυσικές καί φυσιολογικές. Τό πέρασμα προϋποθέτει τήν κοινωνική ζωή, συν-επώς καθορισμούς άλλης τάξης. 'Αλλά πρός τό παρόν άς επιστρέ-ψουμε στίς νευροφυσιολογικές διεργασίες οί όποιες εξασφαλίζουν τήν έπικοινωνία τοΰ ύποκειμένου μέ τόν κόσμο.

Ή άναπαράσταση τών στοιχείων τής έξωτερικής πραγματικό-τητας στή συνείδηση μπορεί νά είναι σύμμορφη, άλλά δέν είναι έξαντλητική. Υπάρχει μιά άπειρία άπό στοιχειά πραγματικότη-τας καί άντικειμενικές σχέσεις, ένώ οί παραστάσεις μας είναι πά-ντοτε πεπερασμένες σέ άριθμό. Υπάρχουν στή φύση σήματα τά όποια δέν άντιλαμβανόμαστε έπειδή, όπως είναι γνωστό τά αίσθη-τήριά μας είναι εύαίσθητα μόνο σέ μιά στενή κλίμακα φωτεινών, άκουστικών κλπ. σημάτων. Είναι, π.χ., γνωστό δτι τό όργανο τής άκοής είναι « κουφό » γιά τήν ολότητα σχεδόν τών ήχητικών συ-χνοτήτων. ( Είναι εύαίσθητο μόνο σέ συχνότητες περίπου μεταξύ 20 καί 20.000 Hertz.) Έπίσης τό μάτι μας δέν είναι « τυφλό » παρά μόνο γιά τίς συχνότητες μεταξύ έρυθροΰ καί ιώδους, κλπ. Ή έπι-λεκτική εύαισθησία είναι ένα συμπληρωματικό έπιχείρημα έναν-τίον τής μηχανιστικής κατανόησης τής « άντανάκλασης ». Εντού-τοις ή άποδυναμωμένη αύτή άναπαράσταση τής πραγματικότητας είναι ιστορικά έπαρκής γιά τήν έπιβίωση τοΰ είδους μας.

Τπάρχει λοιπόν μιά έπιλεκτική άντίληψη τών σημάτων. Έπί-

η υ λ η k a i t o i ι ν ε υ μ α 2 9 3

σης, τά σήματα δέν « άποθηκεύονται » παθητικά στόν έγκέφαλο. Σάν Ινα εξαιρετικά περίπλοκο έργαστήριο, ό έγκέφαλος πραγμα-τοποιεί μιά σειρά λειτουργίες καταγραφής, διήθησης, ταξινόμη-σης, ταξινόμησης σέ τάξεις συμβάντων, άνάλυσης καί ολοκλήρω-σης, κλπ. Ό πιό πολύπλοκος καί άποτελεσματικός ύπολογιστής είναι Ινα μηχάνημα « άπειρα » λιγότερο πολύπλοκο άπό τόν έγκέ-φαλο. Καί προπαντός είναι μιας άλλης ποιότητας.32

Τά προηγούμενα είναι μιά περίληψη τών νευροφυσιολογικών διεργασιών οί όποιες έξασφαλίζουν τήν επικοινωνία τοϋ υποκει-μένου μέ τόν κόσμο. Συζητήσαμε τό πρόβλημα στό έπίπεδο τής αίσθησης. 'Αλλά πρέπει έπίσης νά άναφερθούμε καί στή γενεαλο-γία τού φαινομένου. Δηλαδή στό πέρασμα άπό τήν αίσθηση στήν άντίληψη, στήν παράσταση καί τέλος στήν έννοιακή σκέψη.

'Ακόμα καί οί μονοκύτταροι οργανισμοί άντιδρούν σέ ερεθί-σματα πού προκαλούνται άπό τό περιβάλλον τους ( φώς, χημικά μόρια, κλπ.). Ό τροπισμός δέν είναι ένα άπλό φαινόμενο. Είναι άντίδραση ή όποία κινητοποιεί χημικές καί φυσιολογικές διαδι-κασίες. Ή άντίδραση σέ έξωτερικά σήματα, έγραφε ό Ζ. Πιαζέ, δέν είναι πρωταρχικό φαινόμενο. Ή άντίδραση είναι, κατ'άρχήν, άφομοίωση.33 Καί ό Βαλλόν έπίσης έγραφε, ότι οί αισθητηριακές έντυπώσεις πού ό άνθρωπος δέχεται άπό τόν έξωτερικό κόσμο δέν πρέπει νά μελετώνται μόνον άπό τά μέσα. « Στό χαμηλότερο έπί-πεδο είναι ή διέγερση καί ή κινητική άντίδραση ή όποία άναπό-φευκτα τήν άκολουθεΐ. Καί ή έμπειρία φανερώνει ότι ή άντίδρα-ση τροποποιείται έφόσον δέν συντονίζεται άκριβώς μέ τήν κατά-σταση άπό τήν όποία προέρχεται ή διέγερση. Μιά επίμονη άσυμ-φωνία θά συνεπαγόταν τήν έξαφάνιση τοΰ όντος πού τήν προκά-λεσε. Ή αίσθηση καί ή άντίληψη, φαινόμενα άνωτέρου επιπέδου, δέν είναι οΰτε αύτά άκατέργαστα δεδομένα >>.3''

'Επίσης, άκόμα καί οί πιό στοιχειώδεις άντιδράσεις τοΰ οργα-νισμού οί όποιες προκαλούνται άπό τή δράση τοΰ περιβάλλοντος, δέν είναι άπλά φαινόμενα. Είναι διαδικασίες άφομοίωσης, προσα-νατολισμού, άντιδράσεις στήν έπίδραση τοΰ περιβάλλοντος καί δράση πρός τό περιβάλλον. "Οπως γράφει ό Βαλλόν, ή αίσθησιο-

294 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

κινητική δραστηριότητα είναι ταυτόχρονα έπίδραση στόν έξωτε-ρικό κόσμο. Άκόμα καί σέ αΐσθησιοκινητικό έπίπεδο, γράφει μέ τή σειρά του ό Πιαζέ, υπάρχει Ινα είδος άφαίρεσης.Έτσι, π.χ., ό συντονισμός τών κινήσεων μπορεί νά άποκτήσει στή δομή της ομάδας τών μετατοπίσεων.35

Οί άντιδράσεις τοϋ όργανισμοΰ καθορίζονται άπό τή φύση του καί τΙς έξωτερικές συνθήκες. Άλλά ό βιολογικός όργανισμός δέν είναι αύτόματο. Κα! στό βαθμό πού περνάμε σέ άνώτερους όργα-νισμούς, τά φαινόμενα γίνονται 6λο κα! περισσότερο περίπλοκα, κα! άντίστοιχα αύξάνουν οί βαθμό! έλευθερίας. "Οπως γράφει ό Ζακόμπ, μέ τόν αύξανόμενο ρόλο τών κεκτημένων τροποποιείται ή συμπεριφορά τοΰ άτόμου. « Μέ τήν ικανότητα άπάντησης στά έρεθίσματα, αύξάνουν οί βαθμοί έλευθερίας πού έπιτρέπονται στόν όργανισμό ώς πρός τήν έπιλογή τών άντιδράσεων. Στόν άν-θρωπο, ό άριθμός τών δυνατών άντιδράσεων γίνεται τόσο υψηλός ώστε μποροΰμε νά μιλάμε γιά "έλεύθερη βούληση", άγαπητή στους φιλόσοφους. Άλλά ή εύλυγισία δέν είναι ποτέ χωρίς δρια ».36

Άλλά άς επιστρέψουμε στήν έξέταση περισσότερο θεμελιωδών καί στοιχειωδών διεργασιών. Κατ' άρχήν, στή συζήτηση τοΰ φαι-νομένου τής αίσθησης. Μιά « άποτύπωση » ( impression ), μιά νευ-ρική διέγερση, μιά αΐσθησιοκινητική άντίδραση δέν συνοδεύονται άναγκαστικά άπό μιά αίσθηση" κατά μείζονα λόγο, άπό μιά πα-ράσταση. Προφανώς μιά «άποτύπωση» είναι δυνατόν νά συνο-δεύεται άπό μιά αίσθηση. Τό πέρασμα άπό τήν « άποτύπωση » στήν αίσθηση, γράφει ό Trôn Duc Thao, δέν διαφέρει σέ περιεχό-μενο. Έπειδή ή αίσθηση δέν είναι άλλο άπό μιά « άποτύπωση » ή όποία διαρκεί. Ή διαφορά άφορα τή σταθεροποίηση τής « άποτύ-πωσης » στό νευροαισθητικό κύτταρο.37

Πρόκειται δμως μόνο γιά σταθεροποίηση ; Κατά τόν Λεόντιεφ : « Ή αίσθηση δέν είναι επιφαινόμενο τό όποιο συμβαίνει παράλλη-λα μέ τή διέγερση τών νευρικών, αισθητικών κέντρων καί δέν άπο-τελεΐ παρά μιά ύποκειμενική άνακλώμενη εικόνα, ή όποία, αύτή καθαυτή, δέν παίζει κανέναν ρόλο. Ή αίσθηση, ώς αισθητή εικό-να ένός άντικειμενικοΰ παράγοντα, άσκεΐ, μιά ειδική λειτουργία

η υ λ η κ α ι τ ο ι ι ν ε υ μ α 2 9 5

προσανατολισμού καί έπίσης, άλλα μόνο μέ τήν πρώτη, μιά λει-τουργία σηματοδότησης. Οί διαδικασίες τής αίσθησης άνήκουν άπό τή φύση τους σ' αύτή τή δραστηριότητα πού χαρακτηρίζει τά ζώα, καί ή όποία έκφράζεται μέ τόν πιό άμεσο τρόπο στις διαδι-κασίες "άναζήτησης", στις άντιδράσεις "δοκιμής", τίς όποιες ποτέ δέν παρατηρεί κανείς στό φυτικό κόσμο μ.38

Ή αίσθηση είναι προϊόν διαδικασιών διαμεσολάβησης μεταξύ τοϋ οργανισμού καί τοΰ περιβάλλοντος. Ό Λεόντιεφ άναφέρεται στήν έρεθιστικότητα τοϋ περιφερειακοΰ άκουστικοΰ όργάνου, τό όποιο δέν δημιουργεί παρά μόνο τήν άναγκαία συνθήκη γιά τήν «άντανάκλαση» τοΰ ήχου. «Πώς είναι δυνατή ή άνίχνευση σημάτων, τά όποια προέρχονται άπό αισθητήρια πού δέχονται έξωτερικά έρεθίσματα καί έχουν ώς άποτέλεσμα τήν άναπαρα-γωγή τής ειδικής ποιότητας τοΰ διεγέρτη ; » Ό πρώτος μετα-σχηματισμός τών εξωτερικών δράσεων στό δέκτη είναι ή κωδι-κοποίηση τους. Κατά τόν Λεόντιεφ έχουμε άνάγκη άπό ένα νέο έπίπεδο επεξεργασίας μιάς θεωρίας πού νά θεωρεί τά φαινόμενα τής αίσθησης ώς διαδικασίες οί όποιες, ώς διαμεσολαβητές στις σχέσεις μέ τό ύλικό περιβάλλον, άσκοΰν άπ' αύτό τό γεγονός μιά λειτουργία προσανατολισμού, σηματοδότησης καί ταυτόχρονα αντανάκλασης.39

Ή αίσθηση είναι τό πρώτο βήμα -μιά « στιγμή »- πρός τήν ταυτοποίηση καί τή γνώση τοΰ άντικειμένου. Τά σήματα, όπως σημειώσαμε, δέν αποθηκεύονται παθητικά στόν εγκέφαλο. Ό έγκέ-φαλος έκτελεΐ μιά σειρά λειτουργιών καταγραφής, διήθησης, τα-ξινόμησης, κατάταξης σέ τάξεις, άνάλυσης καί ολοκλήρωσης. Ή αίσθηση είναι τό άποτέλεσμα όλων αύτών τών διαδικασιών. Ή αίσθηση είναι, κατά τόν Πιαζέ, ή ένδειξη μιάς νοητικής άφομοί-ωσης τοΰ άντικειμένου σέ ένα σχήμα δράσης.

Ή αίσθηση συνεπώς δέν είναι προϊόν μιας σχέσης άμεσης άν-τανάκλασης τοΰ άντικειμένου στό ύποκείμενο. Όπως γράφει ό Λεόντιεφ, « δέν είναι δυνατόν νά κατανοήσουμε τά φαινόμενα τής αίσθησης, ύποκειμενικά άπό τή φύση τους, ώς φαινόμενα τά όποια άντανακλοΰν άναγκαστικά τίς άντικειμενικές ιδιότητες, παρά μό-

296 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

νον έάν δεχτούμε δτι ή αίσθηση είναι τό προϊόν της ανάπτυξης τών σχέσεων που μεσολαβούν άνάμεσα στόν οργανισμό καί τό περι-βάλλον ». Πηγή τής αίσθησης είναι ή άντικειμενική πραγματικό-τητα. Ή μορφή της είναι ή υποκειμενική « μετάφραση » αύτοϋ που υπάρχει άντικειμενικά, άνεξάρτητα άπό τό υποκείμενο.40 Υπάρ-χουν « στιγμές » τής διαλεκτικής τής « ιδιοποίησης » τοΰ άντικει-μένου άπό τό υποκείμενο: έρέθισμα, τροπισμός, άντανάκλαση, αίσθηση, άντίληψη, παράσταση, έννοιακή σκέψη. 'Αλλά ή προη-γούμενη σειρά δέν είναι μιά γραμμική διαδοχή άνεξάρτητων « στιγμών » οί όποιες οδηγούν στή διέγερση τών αισθητηρίων. Σχετικά μέ τήν άντίληψη, ό Βαλλόν Ιγραφε : « Ή άντίληψη συνί-σταται ούσιαστικά στό πέρασμα άπό τή διέγερση τών αισθητη-ρίων στήν έποπτεία τής παρουσίας ένός άντικειμένου »/''

Εντούτοις ή αίσθηση, ή άντίληψη και ή παράσταση δέν είναι άποκλειστικές δυνατότητες τοΰ άνθρώπινου έγκεφάλου. Καί τό ζώο « άντανακλά » τή γύρω πραγματικότητα μέ τή μορφή εικό-νων, λιγότερο ή περισσότερο άποσπασματικών, τών έξατομικευ-μένων άντικειμένων. Ή γέννηση καί ή άνάπτυξη τοΰ άντιληπτι-κοΰ ψυχισμού τών ζώων, κατά τόν Λεόντιεφ, καθορίζονται άπό βαθιές άνατομικές καί φυσιολογικές άλλαγές. Ή κυριότερη άπό αύτές είναι ή άνάπτυξη καί ό μετασχηματισμός τού ρόλου τών όργάνων τής αίσθησης πού διεγείρουν άπό άπόσταση και πρίν άπ' όλα τής δράσης.42

Άπό τήν πλευρά του ό Πιαζέ Ιγραφε ότι ή άντίληψη δέν προ-κύπτει άπό τή συνένωση προϋπαρχόντων στοιχείων τά όποια θά ήταν τά δεδομένα τής αίσθησης. Ή άντίληψη συνιστά μιά οργα-νωμένη ολότητα, στό έσωτερικό τής οποίας μπορεί νά βρει κανείς στοιχειώδεις χαρακτήρες ή ένότητες, άλλά μέ άνάλυση καί ώς στοιχεία συσταθέντα καί όχι συστατικά.43 Τά αισθήματα ( sensa-tions ), κατά τόν Πιαζέ, δέν είναι άνεξάρτητα, έπειδή πάντοτε συν-ενώνονται σέ άντίληψη. Κατά συνέπεια : Μπορεί κανείς νά διερω-τηθεί άν ή ίδια ή άντίληψη συνιστά μιά αύτόνομη πραγματικότη-τα, ή άν έξαρτάται άπό τή matricité.

Συμπερασματικά : Ούτε ή αίσθηση ούτε ή άντίληψη είναι « στιγ-

η υ λ η κ α ι τ ο ι ι ν ε υ μ α 2 9 7

μές » άνεξάρτητες αμοιβαία. Μεταξύ τους ύπάρχουν εσωτερικές, γενετικές σχέσεις. Κατά τον Βαλλόν: «Δέν ύπάρχει αίσθηση, ούτε καν άντίληψη, ή όποία θά ήταν αύτάρκης καί ή όποία θά ήταν δυνατόν νά εισαχθεί ώς έχει σέ ένα σύνολο. Μιά άντίληψη δέν είναι παρά στιγμή, πού ξεπερνιέται τήν κάθε στιγμή άπό τήν άνάγκη νά ταυτοποιήσει καλύτερα τήν πραγματικότητα τήν όποία έκφρά-ζει. Ή αίσθηση δέν είναι τελευταίο καί άκινητοποιημένο στοιχείο. Είναι ταυτόχρονα σημείο άφιξης καί άφετηρία. Δέν έχει άξία πα-ρά μόνον άπό τίς έπιδράσεις τίς όποιες άποδέχεται καί προκα-λεί »/''' 'Αντίστοιχα, ή άφετηρία τής γνώσης δέν έξαρτάται μόνον άπό τήν άντίληψη. 'Εξαρτάται άπό τή συνολική δράση τής οποίας τό σχήμα περιλαμβάνει τήν άντίληψη, άλλά καί τήν υπερβαίνει.ίο

Αίσθηση, άντίληψη, παράσταση, βρίσκονται στήν άφετηρία της έννοιακής σκέψης. Ά ν ή νόηση είναι « άντανάκλαση » ( διαμε-σολαβημένη, μή πλήρης, συχνά ιδεολογική ) τής πραγματικότη-τας, ή θεωρία της, όπως σημειώνει ό Λεόντιεφ, στηρίζεται σέ μιά άρχική διάκριση : Τή διάκριση άνάμεσα στό υποκείμενο καί τή συγ-κεκριμένη άντικειμενική πραγματικότητα στήν όποία ζει τό υπο-κείμενο, δηλαδή βρίσκεται μέ μιά ειδική μορφή ύλικής άλληλεπί-δρασης. Σ'αύτή τήν οπτική τό ύποκείμενο δέν άντιτίθεται στόν κόσμο, όπως τό Έγώ τοϋ J.G. Fichte ( 1762-1814 ). Άντίθετα, ό κό-σμος καί τό ύποκείμενο συνδέονται έξ ύπαρχής άμοιβαϊα.46

Άντίληψη καί παράσταση είναι δύο πόλοι άλληλένδετοι, παρά τή διαφορά τους. Κατά τόν Πιαζέ ό όρος παράσταση έχει δύο νοή-ματα : Μέ τήν εύρεία έννοια ή παράσταση συγχέεται μέ τή σκέ-ψη ( pensée )· μέ τή στενή έννοια, άνάγεται στή νοητική εικόνα. Σύμφωνα μέ μιά άλλη έρμηνεία, έπίσης τοΰ Πιαζέ, ή παράστα-ση είναι ή ικανότητα νά άνακαλοΰμε, μέ ένα σημείο ή μιά συμ-βολική εικόνα, τό άπόν άντικείμενο, ή τή μή ολοκληρωμένη άκό-μα δράση. Κατά συνέπεια ή παράσταση άπελευθερώνεται άπό τήν παρουσία τού άντικειμένου. Αρχίζει, κατά τόν Πιαζέ, όταν ύ-πάρχει ταυτόχρονα διαφοροποίηση καί συντονισμός άνάμεσα στά « σημαίνοντα » καί τά « σημαινόμενα », ή τις σημασίες. Ή παρά-σταση, σύμφωνα μέ έναν άλλον ορισμό, καί αύτός τοΰ Πιαζέ, συν-

2 9 8 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

ίσταται είτε στό νά ανακαλούμε τα άπόντα άντικείμενα είτε, βταν διπλασιάζει τήν άντίληψη εν τη παρουσία τους, στό νά συμπλη-ρώνει τήν αντιληπτική γνώση τους, άναφερόμενη σέ άλλα άντι-κείμενα τά όποια δέν είναι παρόντα. Ή παράσταση εισάγει λοιπόν έπίσης Ινα νέο στοιχείο, πού δέν άνάγεται σ'αύτήν : Ινα σύστημα σημασιών.4' Ή παράσταση είναι συνεπώς ή « εικόνα μιάς πραγ-ματικότητας άνεξάρτητης άπό τό υποκείμενο, ή όποία δμως δέν είναι δυνατόν νά περιοριστεί σέ δ,τι είναι προσβάσιμο στήν άμε-ση έποπτεία ».

Ή παράσταση δέν είναι μιά άμεση εικόνα κάποιου άντικειμέ-νου, δπως ή εικόνα σ'Ιναν καθρέφτη. Στόν πρόλογο τοΰ βιβλίου τοΰ Ρενέ Ζαζό στό όποιο Ιχουμε άναφερθεϊ, ό Πιαζέ Ιγραφε δτι ό Βαλλόν καί ό ίδιος ήταν σύμφωνοι γιά τό δτι τό πέρασμα άπό τό αίσθησιοκινητικό στήν παράσταση δέν έξηγεϊπαρά μόνο τήν άπει-κονιστική δψη της παράστασης. Παραμένει άκόμα νά κατανοή-σουμε, κατά τόν Πιαζέ, τόν έπίπονο σχηματισμό τών « λειτουρ-γιών » πού διαμορφώνονται μεταξύ τών δύο καί τών έπτά έτών. Εντούτοις ή άπεικονιστική καί ή λειτουργική παράσταση είναι θε-μελιακά συμπληρωματικές.48

Ή παράσταση καί ή Ιννοια δέν είναι άναγκαστικά ή εικόνα κά-ποιου άντικειμένου. Οί ρίζες τών Μαθηματικών ( τής άριθμητι-κής καί τής γεωμετρίας ), π.χ., βρίσκονται στήν υλική πραγματι-κότητα. Εντούτοις τά « καθαρά » μαθηματικά, δπως καί ή θεω-ρητική φυσική, λειτουργούν μέ έννοιες, μέ σχέσεις, μέ « εικόνες », χωρίς άντίκρυσμα στήν έποπτεία. « Ή έμφάνιση τής συμβολικής λειτουργίας », γράφει ό Ζαζό, « αύτή ή δύναμη νά λειτουργούμε μέ καθαρές σημασίες σημαδεύει τό άποφασιστικό κατώφλι άνά-μεσα στήν πρακτική καί τή θεωρητική νόηση ».49

*Ας πάρουμε τήν περίπτωση τοΰ χώρου. Κατά τόν Πιαζέ : «Ώς πρός τό πρόβλημα τοΰ χώρου έπιμείναμε στόν ούσιαστικά λειτουρ-γικό χαρακτήρα αύτης της έννοιας, ή όποία δέν περιορίζεται διό-λου στήν άντιληπτική έμπειρία ». Ό Πιαζέ θέτει στή συνέχεια τό έρώτημα άν οί χωρικές λειτουργίες, στήν πορεία τής αύθόρμητης άνάπτυξης τής νόησης, οικοδομούνται σύμφωνα μέ τήν ιστορική

η υ λ η k a i t o ι 1 ν ε υ μ α 2 9 9

τάξη ( εύκλείδεια μετρική, προβολικές έποπτεϊες κατόπιν, καί τέ-λος άνακάλυψη τών τοπολογικών συνδέσεων ), ή άν άκολούθησαν μιά τάξη σχηματισμού περισσότερο σύμφωνη μέ τή θεωρητική τάξη ( τοπολογικές έποπτεΐες άρχικά και κατόπιν παράλληλες συ-στάσεις ένός προβολικού χώρου καί μιας μετρικής πού θά μπο-ρούσε νά πάρει τήν εύκλείδεια μορφή. Σύμφωνα μέ τήν ιστορική έξέλιξη « άρχικά έπικρατούσαν οί τοπολογικές σχέσεις γειτονίας, συνέχειας, εγκλεισμού, θέσεις σέ σχέση μέ σύνορα, κλπ., καί μό-νο κατόπιν ταυτόχρονη καί συσχετιζόμενη σύσταση τών εύκλεί-δειων καί τών προβολικών σχέσεων, μέχρι έναν συντονισμό τών άπόψεων ώς πρός αύτές τις τελευταίες καί τις μετρικές άναφο-ρές )).Μ Συνεπώς : Πρώτα τοπολογικές έποπτεΐες τών οποίων πη-γή είναι ή καθημερινή έμπειρία. Στή συνέχεια μετρικές σχέσεις οί όποιες προϋποθέτουν περισσότερο άνεπτυγμένη κοινωνική ζωή. Καί στις δύο περιπτώσεις, οί έποπτικές « έννοιες », όπως καί οί έννοιες μέ τήν αύστηρή έννοια τοΰ όρου, προϋποθέτουν τίς πρα-κτικές σχέσεις μέ τήν πραγματικότητα.

Ή παράσταση έχει, γενικά, μιά αισθητή βάση. Εντούτοις ή συνειδητή « άντανάκλαση » τής πραγματικότητας δέν περιορίζε-ται στά αισθητηριακά δεδομένα. Ή άπλή άντίληψη ένός άντικει-μένου δέν σημαίνει μόνο μορφή, χρώμα, κλπ. "Εχει έπίσης μιά κα-θορισμένη καί σταθερή σημασία. Θά πρέπει συνεπώς νά ύπάρχει μιά ειδική μορφή συνειδητής άντανάκλάσης τής πραγματικότη-τας, ποιοτικά διαφορετική άπό τήν άμεση, αισθητή μορφή τής φυ-σικής άντανάκλασης πού προσιδιάζει στά ζώα.51

Ή άντίληψη μάς πληροφορεί γιά τήν παρουσία τών άντικειμέ-νων καί τά αισθητά χαρακτηριστικά τους ( όγκο, μορφή, χρώμα κλπ.). Χάρη στήν πράξη έπιτυγχάνεται ή γνώση άλλων ιδιοτήτων τών σωμάτων. Ή παράσταση, μέ τήν εύρεία έννοια, ύπερβαίνει τό άμεσα δεδομένο.

Τό πέρασμα άπό τήν παράσταση στήν έννοια προϋποθέτει τήν κοινωνική ζωή. Είναι καί αύτό διαλεκτικό. Ή έννοιακή σκέψη έχει ήδη άπελευθερωθεΐ άπό τήν παρουσία τοΰ άντικειμένου : Τό υποκείμενο μπορεί νά σκέφτεται τό άντικείμενο άνεξάρτητα άπό

3 0 0 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

τήν παρουσία του. Επιπλέον : Ή νόηση λειτουργεί μέ έννοιες οί όποιες δέν έχουν τό άντίστοιχό τους στήν πραγματικότητα ή όποία είναι προσιτή στίς αισθήσεις. Ή θεωρητική σκέψη δέν προ-ϋποθέτει άναγκαστικά τήν ύπαρξη εικόνων στή νόηση. Αύτή είναι ή περίπτωση τής θεωρητικής φυσικής καί τών Μαθηματικών. Ή νόηση, απελευθερωμένη άπό τίς δεσμεύσεις τής έποπτείας, μπο-ρεί νά δημιουργεί έπιστήμη, τέχνη, άλλά καί φανταστικούς κό-σμους, μυστικά καί ιδεαλιστικά σύμπαντα.

Ή έννοιακή σκέψη είναι μιά πραγματωμένη δυνατότητα χάρη στήν κοινωνική ζωή, ένώ ταυτόχρονα είναι άποφασιστικός παρά-γων τού κοινωνικού γίγνεσθαι. Τό άλμα τό όποιο άντιπροσωπεύ-ει ή νόηση, τό « πνεύμα », προϋπέθετε τή μακρά διαδικασία τής βιολογικής έξέλιξης ή όποία κατέληξε στήν άνθρωπογένεση. Ό Λεόντιεφ δέχεται τά έξης στάδια γι'αύτή τή διαδικασία : 1 ) Βιο-λογική προετοιμασία τής ψυχής, ή όποία είχε άρχίσει πρός τό τέ-λος τής τριτογενούς. 2) Πέρασμα στόν άνθρωπο, διαδικασία ή όποία έκτείνεται άπό τήν έμφάνιση τού πιθηκάνθρωπου μέχρι τήν έποχή -συμπεριλαμβανομένης αύτής- τού άνθρώπου τού Νεάν-τερταλ. Ή περίοδος αύτή σημαδεύτηκε άπό τήν κατασκευή έργα-λείων. Στό στάδιο αύτό ή διαμόρφωση τοΰ άνθρώπου υπόκειται άκόμα στους βιολογικούς νόμους. Ό εγκέφαλος άναπτυσσεται χά-ρη στήν έργασία. 3 ) Τώρα ή άλλαγή τής άνθρώπινης φύσης είναι συνέπεια τοΰ ρόλου τοΰ βιολογικού καί τοΰ κοινωνικού. 'Εμφάνιση τοΰ τύπου τοΰ σημερινού άνθρώπου, τοΰ Homo sapiens. Ή άνθρω-πογένεση, γράφει ό Λεόντιεφ, ώς ούσιώδης άλλαγή στή φυσική όργάνωση τού άνθρώπου, ολοκληρώνεται μέ τήν άπαρχή τής κοι-νωνικής ιστορίας τής άνθρωπότητας.52

Ή μετάβαση άπό τήν παράσταση στήν έννοιακή σκέψη προ-ϋποθέτει τήν άνάπτυξη τοΰ έγκεφάλου χάρη στήν έργασία καί τήν κοινωνική ζωή γενικότερα. Ό νεοφλοιός, ειδικότερα, κύρια έδρα τής νόησης, είναι προϊόν της κοινωνικής ζωής. "Ετσι οί άνθρωποι γεννιούνται μέ έγκέφαλο τοΰ οποίου οί λειτουργίες έξασφαλίζουν τήν έπιβίωσή τους. Κατά τόν Λεόντιεφ : « Θά πρέπει προπαντός νά υπογραμμίσουμε ότι τά κύρια χαρακτηριστικά τοϋ σύγχρονου

η υ λ η κ α ι τ ο π ν ε υ μ α 2β3

" ολοκληρωμένου " άνθρώπου ( δηλαδή Ινας έγκέφαλος μέ ύψηλή άνάπτυξη, καί ή άντίστοιχη άναλογία άνάμεσα στά έγκεφαλικά καί τά πρόσθια μέρη τοϋ κρανίου, ή χαρακτηριστική διαμόρφωση τοΰ χεριοΰ, οί ιδιομορφίες τοϋ σκελετοϋ ό όποιος είναι προσαρμο-σμένος στό όρθιο βάδισμα, ή χαμηλή άνάπτυξη τοΰ τριχωτοΰ τοΰ σώματος, κλπ. ) υπάρχουν σέ δλες, χωρίς έξαίρεση, τίς άνθρώπι-νες ράτσες μ.53Ή έννοια της ράτσας, όπως έχουμε σημειώσει, είναι μιά άφαίρεση. Μιά άφαίρεση ή όποία περιλαμβάνει ένα πλήθος έπιμέρους μορφές, οί όποιες δμως έχουν κοινά ορισμένα κύρια χα-ρακτηριστικά, άνάμεσα στά όποια ό έγκέφαλος καί ή λειτουργία του. Ή έννοια της ράτσας έκφράζει μιά βιολογικά καθορισμένη ταυτότητα μέσα στή διαφορά.

'Αλλά ό έγκέφαλος δέν είναι μηχανή τής οποίας ή λειτουργία είναι αύστηρά καθορισμένη. "Ολες οί νευρικές καί έγκεφαλικές λειτουργίες, δπως σημειώνει ό Σραίντινγκερ, δέν συνοδεύονται άπό συνειδητοποίηση. Υπάρχουν διαδικασίες άντανακλαστικών οί ό-ποιες διέρχονται μέν άπό τόν εγκέφαλο, άλλά δέν έμπίπτουν ή σχεδόν ποτέ δέν έμπίπτουν στό πεδίο τής συνείδησης. Στήν τε-λευταία αύτή περίπτωση, ή διάκριση δέν είναι σαφής: Διακρίνον-ται βαθμοί άνάμεσα στό όλοκληρωτικά συνειδητό καί στό ολο-κληρωτικά μή συνειδητό.54 "Αλλη «θαυμαστή» λειτουργία τοΰ έγκεφάλου είναι ή μνήμη, ώς διατήρηση καί άνάκληση τής πλη-ροφορίας, της εικόνας ή ένός ψυχικοΰ συμβάντος. Ή λειτουργία αύτή άναδεικνύει, δπως σημειώνει ό Πιαζέ, δύο σπουδαία προ-βλήματα : τό ένα σχετικό μέ τή μάθηση ή τήν άπόκτηση πληρο-φορίας καί τό άλλο σχετικό μέ τή διατήρησή της. Πρόκειται γιά « άλληλένδετα προβλήματα ».55

Τί είναι τελικά τό πνεΰμα ; "Αυλη ούσία δπως ισχυρίζονται οί διάφορες σχολές τοΰ ιδεαλισμού ; *Ας άκούσουμε τόν διαπρεπή βιολόγο Albert Szent-Györgyi ( 1893-1986 ) : *Ας υποθέσουμε δτι σταματάμε νά τροφοδοτούμε τόν έγκέφαλο μέ ρεΰμα οξυγόνου. Ή συνείδηση, κύριο προϊόν τοϋ έγκεφάλου, θά έξαφανιστεΐ.56 Ή συν-είδηση, δπως υποστηρίξαμε, είναι πραγματωμένη δυνατότητα τής ύλης. Σύμφωνα μέ τόν Μάρξ « ή κίνηση τής νόησης δέν είναι

3 0 2 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

άλλο άπό άντανάκλαση της πραγματικής κίνησης, μεταφερμένη καί μετατεθειμένη στόν άνθρώπινο έγκέφ<*λο μ.3'

Ή νόηση δέν είναι έξωτερική ώς πρός τήν υλη. Αναδύθηκε έπίμοχθα, στό έσωτερικό τών πρωτόγονων κοινωνιών, χάρη στόν άμοιβαΐο καθορισμό τού έγκεφάλου καί τοΰ χεριού κατά τή διάρ-κεια τής πρακτικής καί τής κοινωνικής ζωής. Κατά τόν Ένγκελς: « Ή μεταμόρφωση τής φύσης άπό τόν άνθρωπο καί όχι ή φύση αύτή καθ' έαυτήν είναι τό πιό ούσιαστικό καί πιό άμεσο θεμέλιο τής άνθρώπινης νόησης καί ή νοημοσύνη τού άνθρώπου μεγάλω-σε στό βαθμό πού έμαθε νά μεταμορφώνει τή φύση».58 Ή δρα-στηριότητα τοΰ άνθρώπου, γράφει ό Βαλλόν, « άπό τή στιγμή πού υψώνεται πάνω άπό τίς άντιδράσεις, οί όποιες συνδέονται άμεσα μέ τή βιολογική δομή τοΰ άτόμου, συνεπάγεται τεχνικές, εικόνες, σύμβολα, μιά γλώσσα, πνευματικές λειτουργίες, τών οποίων άναγ-καία συνθήκη είναι ή κοινωνία. Ό άνθρωπος δέν είναι δυνατόν νά νοηθεί έξω άπό τήν κοινωνία, χωρίς νά άκρωτηριαστεΐ. Πεδία όλόκληρα τοΰ εγκεφαλικού φλοιού λειτουργούν μόνο σέ σχέση μέ άντικείμενα κοινωνικής προέλευσης ».59

Ό Ένγκελς είχε άναλύσει στήν έποχή του τή διαλεκτική χε-ριοΰ-έγκεφάλου. Τό χέρι, έγραφε, δέν είναι μόνον όργανο έργα-σίας. Είναι έπίσης προϊόν τής έργασίας. Καί ό έγκέφαλος, καί προπαντός ό νεοεγκέφαλος, είναι προϊόν καί ταυτόχρονα άναγ-καϊος όρος γιά τήν έργασία. Διαμεσολαβώντας τή δραστηριότητα τοΰ άνθρώπου, γράφει μέ τή σειρά του ό Λεόντιεφ, τό έργαλεΐο τήν άναδιοργανώνει μέ τέτοιον τρόπο ώστε νά μετασχηματίζονται ά-κόμα καί οί πιό στοιχειώδεις διαδικασίες πού τή συνιστούν. "Ετσι ή άνάπτυξη τών χειροκίνητων εργαλείων μπορεί νά θεωρηθεί δτι μεταφράζει καί σταθεροποιεί τήν πρόοδο τής άνάπτυξης τών κι-νητικών λειτουργιών τοΰ χεριοΰ καί τήν άνάπτυξη τής φωνητικής τών γλωσσών, πρός τήν κατεύθυνση μιάς αύξουσας πολυπλοκό-τητας, ώς έκφραση τελειοποίησης τής άρθρωσης καί τής άκοής.60

η υ λ η κ α ι τ ο ι ι ν ε υ μ α 3 0 3

4. Τά πράγματα και οι εννοιες

Στό προηγούμενο κεφάλαιο έπιχείρησα νά έπισημάνω τΙς άναγ-καΐες συνθήκες γιά τήν « έμφάνιση » τής νόησης, ώς ενδογενούς δυνατότητας τής ύλης" ώς άναδυόμενης πραγματικότητας στό έσωτερικό τής κοινωνίας.

Ή σκέψη, ή νόηση, δέν είναι φαινόμενο « καθεαυτό ». Αύτός πού σκέφτεται καί μιλάει είναι κάποιος συγκεκριμένος άνθρωπος, ό Σωκράτης ή ό Καλλίας ( γιά νά παραφράσουμε τόν 'Αριστοτέ-λη). Ένας άριθμός βιολογικών όρων ήταν άναγκαϊος γι'αύτά: Αισθητήρια όργανα (γιά νά έπικοινωνεΐμέ τό περιβάλλον ). Νευ-ρικό σύστημα γιά τή μεταβίβαση τών σημάτων. 'Αρκετά άνε-πτυγμένος έγκέφαλος γιά τήν έπεξεργασία τών σημάτων. Όροι άναγκαΐοι, άλλά όχι έπαρκεΐς. Έπειδή ή νόηση καί ή γλώσσα δέν είναι καθαρά, άκοινωνικά, φυσικά φαινόμενα. Είναι κοινωνικά φαινόμενα τά όποια προϋποθέτουν τό φυσιολογικό καί ταυτόχρο-να τό υπερβαίνουν. Ή λέξη είναι φορέας σημασιών. Όπως γράφει ό Λυσιέν Σέβ « είναι φορέας σημασιών κοινωνικά άντικειμενικών καί ταυτόχρονα ψυχολογικά μεταβλητών ». Ή έμφάνιση όντων ικανών γιά σκέψη δέν ήταν τυχαία. ΤΗταν συνέπεια τής μακράς διαδρομής τής φυλογένεσης. Τό γενετικό πρόγραμμα τοΰ άνθρώ-που τοΰ έξασφαλίζει τή δυνατότητα τής γλώσσας. Τοΰ δίδει τή δυ-νατότητα νά μαθαίνει, νά κατανοεί, νά μιλά οποιαδήποτε γλώσσα. 'Αλλά γιά νά πραγματοποιηθεί αύτή ή δυνατότητα ήταν άναγκαΐο Ινα εύνοϊκό κοινωνικό περιβάλλον.61

Υπάρχει συνεπώς κάτι τό ένδογενές : μιά ένδογενης δυναμικό-τητα. Κατά τόν Μάρξ, όταν λέμε ότι όρισμένες μορφές συμπερι-φοράς, όπου ή όμιλία, ή συνείδηση, κλπ., είναι ειδικά ένδογενεΐς στόν άνθρωπο, έννοοΰμε άκριβώς τΙς ιδιομορφίες πού διαμορφώ-θηκαν φυλογενετικά κατά τήν πορεία τής έξέλιξης τοΰ άνθρώπου ώς είδους « άνθρωπος », ώς άνθρώπινο γένος.62

Ή νόηση, συνεπώς, ώς δυνατότητα τής ΰλης. Πώς όμως μπο-ρούμε νά τήν ορίσουμε ; Ό Βαλλόν είχε όρίσει τή σκέψη ώς λεκτική καί θεωρητική νοημοσύνη : Ό όρος σκέψη ( νόηση, pensée ) άπο-

3 0 4 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

δίδεται σέ μια νέα μορφή νοημοσύνης κατά τήν έξέλιξη τών ειδών καί κατά τήν ιστορία τού παιδιού. Ή νοημοσύνη, οριζόμενη μ'αύ-τόν τόν τρόπο, έμπεριέχεται κατά τόν Βαλλόν στή γραμμή έξέλι-ξης τών ζώων, άκόμα καί στίς πιό στοιχειώδεις άντιδράσεις της ζωής. Δέν υπάρχει συνεπώς όντολογική ρήξη άνάμεσα στόν άν-θρωπο καί στά άνώτερα ζώα, ώς πρός τήν έμφάνιση τής νοημοσύ-νης. Υπάρχει Ινας ιστορικός δεσμός, συνέχεια καί ποιοτικό άλμα : Τά ζώα δέν Ιφτασαν μέχρι τήν έννοιακή σκέψη.

Ό Βαλλόν, όπως σημειώνει ό Ζαζό, μελέτησε έπί μακρόν τόν πρωταρχικό ρόλο τής συναισθηματικότητας στήν έμφάνιση τών γνωσιακών λειτουργιών, τό πολυσύνθετο παιχνίδι τών αισθη-μάτων αγάπης καί μίσους, έχθρότητας καί θαυμασμού, κατά τή διαμόρφωση της ήθικής καί πνευματικής προσωπικότητας.63 Ό Βαλλόν συνεπώς άναζήτησε τίς ρίζες τής έμφάνισης τής νόησης στίς σχέσεις τού παιδιού μέ τό περιβάλλον του. Στήν ίδια γραμ-μή σκέψης ό Λούκατς Ιγραφε ότι ή νοημοσύνη δέν είναι βιολογικό έπιφαινόμενο καί ότι άποτελεΐ τήν ούσιαστική καί ένεργό στιγμή τού κοινωνικού είναι, ώς άντικειμενικό οντολογικό γεγονός.64

Τό κοινωνικό στόν άνθρωπο, Ιγραφε ό Βαλλόν, είναι συνουσια-στικό μέ τόν οργανισμό. Τό βιολογικό καί τό κοινωνικό είναι οί δύο προϋποθέσεις τής νόησης. Κάθε δεξιοτεχνία ή λειτουργία εί-ναι τό προϊόν κάποιου δεδομένου όργάνου. 'Αλλά ό Λεόντιεφ θέτει τό έρώτημα : Πώς νά συμφιλιώσουμε τήν ίδέα ότι οί άνώτερες ψυ-χικές λειτουργίες τοΰ άνθρώπου Ιχουν Ινα μορφοφυσιολογικό θε-μέλιο, μέ τόν ισχυρισμό ότι οί λειτουργίες αύτές δέν σταθεροποι-ούνται μορφολογικά καί μεταδίδονται μόνο μέ τήν κοινωνική κλη-ρονομικότητα ; Ή απάντηση τοΰ Λεόντιεφ είναι ή άκόλουθη : « Ταυ-τόχρονα μέ τή διαμόρφωση τών άνώτερων ψυχικών διαδικασιών στό παιδί, πού είναι ειδικά άνθρώπινες, έμφανίζονται έπίσης τά λειτουργικά όργανα τοΰ έγκεφάλου τά όποια τίς πραγματοποιούν, δηλαδή οί συσχετίσεις ή σταθερά συστήματα άντανακλαστικών, τά όποια έπιτρέπουν τήν έκτέλεση καθορισμένων πράξεων »,65

Κατά συνέπεια : Ένότητα τοΰ σωματικού καί τοϋ ψυχικού ώς συνέπεια τής έξέλιξης στό χρόνο. 'Αλλά ή νοημοσύνη τού παιδιού

η υ λ η κ α ι τ ο ι ι ν ε υ μ α 3 ° 5

δέν είναι φαινόμενο χωρίς προϊστορία. Οί άπαρχές της βρίσκονται σέ έκδηλώσεις παρόμοιες μέ έκεΐνες πού έχουν παρατηρηθεί στά ζωικά είδη τά πιό κοντινά στόν άνθρωπο. 'Ορισμένοι συγγραφείς μάλιστα θέλησαν νά βροΰν στά συγκεκριμένα εϊδη αύτό πού όνό-μασαν έποχή τοϋ χιμπατζή.06 Ή νοημοσύνη, στίς πρώτες μορφές της, ύπάρχει καί στά ζώα. Αύτή ή υποτυπώδης σκέψη διακρίνε-ται τόσο άπό τά ένστικτα 6σο καί άπό τή νόηση. Μιά ούσιαστική διαφορά, κατά τόν Ζαζό, διακρίνει τήν πρακτική νοημοσύνη, ή, ορθότερα, τήν καταστασιακή νοημοσύνη ( intelligence des situa-tions ) άπό τή θεωρητική νόηση. Ή καταστατική, ή πρακτική, ή αίσθησιοκινητική νοημοσύνη, είναι μιά πλαστική εποπτεία, κατά τήν παρούσα στιγμή. « Ή καθαρά θετική όψη τών μελετών πού άπό τό τέλος τού περασμένου αιώνα άφιερώθηκαν στήν πρακτική νοημοσύνη τού ζώου καί τοΰ παιδιοΰ », σημειώνει ό Ζαζό, « συνί-σταται στό ότι εγκαινίασαν μιά πραγματική γενετική προοπτική, στό ότι άπάλλαξαν τήν ψυχολογία άπό τίς ένδοσκοπικές αύταπά-τες καί έτσι επανατοποθέτησαν τήν πράξη πρίν άπό τή σκέψη, τό Είναι πρίν άπό τή συνείδηση. Ή θεωρητική νόηση, άντίθετα, ά-ποτελεϊ τό μέσον γιά νά διαφύγουμε στήν τωρινή κατάσταση πραγμάτων, νά υποκαταστήσουμε τήν έποπτεία τοΰ κόσμου μέ τήν παράστασή του, μέ τό άντίγραφό του ».67

Ά ς επιχειρήσουμε τώρα νά έπισημάνουμε τά στάδια τής άνά-πτυξης τής νοημοσύνης καί τής νόησης στό παιδί. Τό δρομολόγιό της είναι μιά έπιβεβαίωση τής υλιστικής θέσης έναντίον τοΰ δυϊ-σμού ψυχής καί σώματος, καθώς καί έναντίον τών άντιλήψεων γιά τήν ΰπαρξη έμφυτων ίδεών. Ή έπιχειρηματολογία μου θά βασι-στεί κυρίως στίς έργασίες τοΰ Λεόντιεφ, τοΰ Πιαζέ, τοΰ Βαλλόν, τού Λ. Βυγκότσκι ( 1896-1934 ) καί τοΰ Ζαζό.

Ή πρώτη έπαφή τοΰ παιδιού μέ τά πράγματα, κατά τόν Βαλ-λόν, είναι καθαρά συγκινησιακή καί οί διάφορες έντυπώσεις τίς όποιες ύφίσταται προστίθενται στίς οργανικές. Σέ δ,τι άφορά τίς σχέσεις τού παιδιοΰ μέ τό οικογενειακό περιβάλλον, γράφει ό Βαλ-λόν, τό παιδί βρίσκεται υπό τήν πίεση άναγκών τίς όποιες άδυνα-τεΐ νά ικανοποιήσει μόνο του. "Ετσι, οί πρώτες σχέσεις του δέν

3 θ 6 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

είναι μέ τά πράγματα, άλλα μέ τά πρόσωπα τών οποίων τήν πα-ρέμβαση μαθαίνει γρήγορα νά προκαλεί μέ τις συναισθηματικές έκδηλώσεις του. Κατά συνέπεια δέν υπάρχει χάσμα άνάμεσα στό κοινωνικό καί τό άτομικό. Τό άτομο είναι κοινωνικό δν, 6χι λόγω έξωτερικών συμπτώσεων, άλλά άπό μιά έσωτερική αναγκαιότη-τα. Είναι γενετικά κοινωνικό δν. Τό παιδί, άπό τή γέννησή του, εί-ναι Ôv βιολογικό κα! ταυτόχρονα κοινωνικό. Όμως, μέσα άπό ποιές διαδρομές τό παιδί φτάνει στήν άντίληψη, στήν παράσταση κα! στήν άφομοίωση τών συνθηκών της ζωής του ;

Κατά τούς πρώτους μήνες τής ύπαρξής του, τό πρωταρχικό σύμ-παν τοΰ παιδιοΰ, είναι κατά τόν Πιαζέ ένα σύμπαν χωρίς άντικεί-μενα, άποτελούμενο άπό άντιληπτικούς πίνακες οί όποιοι έμφανί-ζονται καί έξαφανίζονται μέ έπαναρρόφηση ( résorption ) : Τό παιδί δέν αναζητά ένα άντικείμενο άπό τή στιγμή πού θά κρυφτεί μέ ένα παραπέτασμα. Μόνο πρός τό τέλος τοΰ πρώτου έτους τό παιδί άναζητά χωρίς δισταγμό τό άντικείμενο, στό σημείο δπου είχε έξαφανιστεΐ γιά τελευταία φορά : Ή μονιμότητα τοΰ άντικειμένου συνδέεται έκ τοΰ πλησίον μέ τόν έντοπισμό του στό χώρο. 'Εντού-τοις, αύτή ή μονιμότητα δέν άντιστοιχεϊ, κατά τόν Πιαζέ, σέ τί-ποτα τό έμφυτο.

Κατά τό πρώτο έτος, τό παιδί δέν μαρτυρεί κάποια παράστα-ση. Ή συμπεριφορά του είναι άποκλειστικά αίσθησιοκινητική. Ό Πιαζέ άναφέρεται στήν άποψη τοΰ Βαλλόν, κατά τήν όποία πρό-κειται άπλώς γιά « intelligence des situations » ( καταστασιακή νοημοσύνη ). Μόνο κατά τό δεύτερο έτος καί κυρίως κατά τό δεύ-τερο μισό του, υποστηρίζει ό Πιαζέ, βλέπουμε νά έκδηλώνεται έκεινο τό συμβάν πού έχει κεφαλαιώδη σημασία γιά τήν άνθρώ-πινη νόηση, δηλαδή ή γέννηση τής παράστασης, ή όποία έπιτρέ-πει στή νοημοσύνη ( intelligence ) νά έσωτερικευτεΐ ώς καθαυτό νόηση ( pensée ).

Ή δραστηριότητα τοΰ παιδιού πραγματοποιείται στό χώρο καί στό χρόνο. Οί τοπολογικές καί οί άλγεβρικές σχέσεις βιώνον-ται, άλλά, προφανώς, δέν άνάγονται στό έπίπεδο τής έννοιακής σκέ-ψης. Ή όμάδα μετατοπίσεων γίνεται άναγκαία μέ τήν προοδευ-

η υ λ η κ α ι τ ο ι ι ν ε υ μ α 3 0 7

τική οργάνωση τών δράσεων. Όμως 6χι προκαταβολικά, καί συν-επώς δέν άποτελεΐ προεμπειρική μορφή.

Τό παιδί καταλήγει νά άφομοιώνει τούς όρους τής ΰπαρξής του. Οί μπιχεϊβιοριστές, γράφει ό Πιαζέ, άξιοποίησαν κυρίως τήν έννοια τής συσχέτισης ( association ). Εντούτοις αύτή ή έννοια άνα-φέρεται μόνο σέ έναν έξωτερικό σύνδεσμο άνάμεσα στά συσχετι-ζόμενα στοιχειά. Κατά τόν Πιαζέ, ή έννοια τής àφομοίωσης ( as-similation), άντίθετα, συνεπάγεται τήν έννοια τής ενσωμάτωσης τών δεδομένων σέ μιά προηγούμενη δομή, ή στή σύσταση μιάς νέ-ας. Μέ τή δράση στό περιβάλλον, καί άμοιβαΐά, τό παιδί καταλήγει νά έξαγάγει σχέσεις τάξης, εγκιβωτισμού κλπ. Ή αφαίρεση προσ-ανατολίζεται τώρα σ'αύτό πού ό Πιαζέ όνομάζει άντανακλαστική άφαίρεση ( abstraction réfléchissante ). Οί πρώτες μορφές γενικών συντονισμών βρίσκονται στή βάση τών λογικο-μαθηματικών δο-μών. 'Επίσης, στό σημείο άφετηρίας τών αΐτιακών δομών βρίσκεται ή χωροχρονική, κινηματική ή δυναμική οργάνωση. Ή σύσταση τής ομάδας μετατοπίσεων επιτρέπει νά άποδώσουμε στά άντικείμενα καθορισμένες διαδοχικές θέσεις. Τό άντικείμενο άποκτα μ' αύτόν τόν τρόπο μιά κάποια χωροχρονική μονιμότητα άπ'όπου, κατά τόν Πιαζέ, ή δόμηση καί ή άντικειμενοποίηση τών αίτιακών σχέσεων. Οί σχέσεις αύτές, συνεπώς, δέν είναι προεμπειρικές.

Ή έννοια τής προσαρμογής, έπίσης κατά τόν Λεόντιεφ, δέν σημαίνει αύτό πού είναι ούσιαστικό στήν ψυχική άνάπτυξη τοΰ παιδιοΰ. Τό παιδί δέν προσαρμόζεται στόν κόσμο τών άντικειμέ-νων καί τών άνθρώπινων φαινομένων πού τό περιβάλλουν. Τόν κά-νει δικό του, δηλαδή τόν ιδιοποιείται. Κατά τόν Λεόντιεφ ύπάρ-χει ούσιαστική διαφορά άνάμεσα στήν προσαρμογή καί στήν ιδιο-ποίηση. Ή βιολογική προσαρμογή είναι μιά διαδικασία τροπο-ποίησης τών ειδικών ιδιοτήτων καί χαρακτήρων τοΰ υποκειμένου καί τής έμφυτης συμπεριφοράς του, τροποποίηση πού προκλήθη-κε άπό τίς άπαιτήσεις τοΰ περιβάλλοντος. Ή ιδιοποίηση είναι μιά διαδικασία ή όποία έχει ώς άποτέλεσμα τήν άναπαραγωγή άπό τό άτομο τών χαρακτήρων, τών ιδιοτήτων καί τών τρόπων άνθρώ-πινης συμπεριφοράς πού διαμορφώθηκαν ιστορικά.

3 0 8 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

Τό παιδί, γράφει ό Λεόντιεφ, δέν είναι μόνο « τοποθετημένο » στόν κόσμο. Γιά νά ζήσει, πρέπει νά άντιδρά κατάλληλα μέσα στόν κόσμο. 'Αλλά αύτό δέν είναι παρά μόνον ένας όρος τής ειδικής δια-δικασίας άφομοίωσης, ιδιοποίησης ή άπόκτησης. Ό άλλος όρος είναι οί σχέσεις μέ τόν κόσμο τών άνθρώπινων άντικειμένων νά διαμεσολαβοννται άπό τίς σχέσεις του μέ τούς άνθρώπους. Τό παιδί δέν ρίχνεται στόν κόσμο τών άνθρώπων. Εισάγεται σ' αύτόν τόν κόσμο άπό τούς άνθρώπους οί όποιοι τό περιβάλλουν καί τό οδηγούν μέσα στόν κόσμο. Εκείνο πού στά ζώα προκύπτει άπό τή βιολογική κληρονομιά, στόν άνθρωπο προκύπτει άπό μιά άφομοίω-ση, δηλαδή άπό μιά διαδικασία άνθρωποποίησης τοϋ ψυχισμού τοϋ παιδιού.

Τό παιδί, όπως έλεγε ό Βαλλόν μέ βάση τίς δικές του παρατη-ρήσεις, είναι 0ν γενετικά καί βιολογικά κοινωνικό. Ή άνάπτυξη τοΰ ψυχισμού του καί τής νοημοσύνης του, ή όποία δέν είναι μόνο άφομοίωση άλλά καί διάκριση, όπως καί διαφοροποίηση, προϋ-ποθέτει τό κοινωνικό περιβάλλον. Καί ή έμφάνιση τής νόησης προϋποθέτει τό σχηματισμό τοΰ ύλικοΰ φορέα της. Κατά τόν Βαλλόν, ή έμφάνιση τών πεδίων τοΰ έγκεφάλου, όπως τής γλώσ-σας, προϋποθέτει τήν κοινωνία, όπως οί πνεύμονες προϋποθέτουν τήν άτμόσφαιρα. Ή έμφάνιση τής γλώσσας καί τής νόησης δέν είναι άποτέλεσμα τής ΰπαρξης έμφυτων ιδεών, ούτε τύπων τής έποπτείας καί a priori κατηγοριών, ούτε δωρεά άπό κάποιο υπερ-βατικό 6ν.

Ή έμφάνιση τής νόησης καί τής γλώσσας άποτελεΐ « άλμα » : μιά νέα πραγματικότητα στόν κόσμο τοΰ παιδιού. "Οπως σημειώ-νει ό Ζαζό, στόν Πιαζέ, όπως καί στόν Βαλλόν, ή έξέλιξη τής νοη-μοσύνης δέν νοείται ώς άπλή αύξηση. Καί ό ένας καί ό άλλος δέ-χονται τήν ύπαρξη σταδίων, δηλαδή, συνολικά ποιοτικών άλλα-γών. Άπό τήν αίσθησιοκινητική νοημοσύνη στή λογική, άπό τήν πράξη στή νόηση. Καί γιά τούς δύο πρόκειται γιά μιά ιστορία πού συγκροτείται άπό μετασχηματισμούς, άναδιοργανώσεις καί άνα-δύσεις.

Ό Ζαζό σημειώνει στή συνέχεια ότι κατά τή διανοητική άνά-

η υ λ η κ α ι τ ο ι ι ν ε υ μ α 3 ° 9

πτύξη τοϋ παιδιοΰ ύπάρχει, σύμφωνα μέ τόν Πιαζέ, όμοιογένεια καί άνομοιογένεια. Εκείνο τό όποιο άλλάζει είναι οί δομές, οί όποιες κλιμακώνονται καί ή έμφάνισή τους έξαρτάται άπό τίς νευρολογικές συνθήκες καί τούς δρους τοΰ περιβάλλοντος. Εκείνο τό όποϊο δέν μεταβάλλεται είναι ή θεμελιώδης λειτουργία τής προσαρμογής, μέ τό άδιάκοπο παιχνίδι τής άφομοίωσης καί τής προσαρμογής. Τό θεμελιώδες πρόβλημα της διανοητικής έξέλιξης, γράφει ό Ζαζό, είναι τό πρόβλημα της δυαδικότητας καί τής δια-δοχής τών δύο μορφών νοημοσύνης: τής αίσθησιοκινητικής καί τής θεωρητικής. Ή νοημοσύνη, σημειώνει ό Ζαζό, έμφανίζεται πρίν άπό τή γλώσσα, πού δέν άπαιτεΐ τά κριτήρια τής κρίσης καί τών μέσων ένδοσκόπησης γιά νά οριστεί. Δέν ύπάρχει κατά συνέ-πεια τομή, όντολογικό άλμα, άνάμεσα στά ζώα καί στόν άνθρω-πο άναφορικά μέ τό φαινόμενο τής νόησης. Υπάρχει ποιοτική δια-φορά, γνωσιοθεωρητικό « άλμα », δχι δμως δυϊσμός σώματος καί πνεύματος. Τό ζώο, κατά τόν Βυγκότσκι, μπορεί νά άφομοιώσει ορισμένες λέξεις τής άνθρώπινης γλώσσας, καί νά τίς χρησιμο-ποιήσει σέ κατάλληλες συνθήκες. Τό παιδί, στό άρχικό στάδιο τής νόησής του, άφομοιώνει έπίσης ορισμένες λέξεις οί όποιες δμως είναι γι'αύτό έξαρτημένα έρεθίσματα, ή υποκατάστατα άντικει-μένων, προσώπων, δράσεων, καταστάσεων, έπιθυμιών. Εντού-τοις, σ' αύτό τό στάδιο τό παιδί δέν γνωρίζει παρά μόνο τίς λέξεις πού τού έχει δώσει τό περιβάλλον του. Στή συνέχεια, γράφει ό Βυ-γκότσκι, ή κατάσταση γίνεται θεμελιακά διαφορετική. «Όταν βλέπει ένα νέο άντικείμενο, τό παιδί ρωτά πώς όνομάζεται. Τό ίδιο τό παιδί έχει άνάγκη άπό τή λέξη, καί προσπαθεί ένεργά νά έξουσιάζει τό σημείο πού συνδέεται μέ τό άντικείμενο. Ή γλώσ-σα βρίσκεται τώρα στή διανοητική φάση τής άνάπτυξής της. Τό παιδί άνακαλύπτει, κατά κάποιον τρόπο, τή συμβολική λειτουρ-γία τής γλώσσας. Στήν πρώιμη ήλικία, κατά τόν Βυγκότσκι, πε-ρίπου στά δύο χρόνια, οί γραμμές άνάπτυξης τής νόησης καί τής γλώσσας, χωρισμένες ώς τότε, συνδέονται, συμπίπτουν. Έτσι γεν-νιέται μιά έντελώς νέα συμπεριφορά, χαρακτηριστική τοΰ άνθρώ-

3 1 0 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

Mè τήν έμφάνιση της γλώσσας καί της συμβολικής σκέψης, γράφει ό Daniel Stern, τα παιδιά κατέχουν ήδη τά μέσα για νά πα-ραμορφώσουν καί νά ύπερβοϋν τήν πραγματικότητα. Τώρα μπο-ρούν νά ύπερβοϋν τήν πραγματικότητα για τό καλό καί για τό κα-κό.69 Ή ιδεολογία, ώς άνεστραμμένη, φανταστική άντανάκλαση τής πραγματικότητας, γίνεται μιά άπό τΙς δυνατότητες τοΰ « πνεύ-ματος ». Έτσι ό άνθρωπος οίκησε τό σύμπαν του μέ φανταστικά δντα : θεούς, δαίμονες, νεράιδες, κλπ., ιδεολογική άντανάκλαση τής καθημερινής του πραγματικότητας. Ό Ξενοφάνης, ιδρυτής τής σχολής τής 'Ελέας, ήταν Ινας άπό τούς πρώτους πού έξήγησαν τή « γέννηση » τών θεών.

Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι δτι ή προέλευση τής νόησης είναι Ινα ένδοκοσμικό φαινόμενο. Ή θέση δτι ή νόηση, τό « πνεύ-μα », είναι δυναμικότητα της ύλης ή όποία πραγματώθηκε στίς κατάλληλες συνθήκες τοΰ πλανήτη μας είναι έπιστημονικά θεμε-λιωμένη. Καί είναι έντελώς διαφορετικό νά δέχεται κανείς τήν ύπαρξη ένδογενών δυναμικοτήτων τοΰ έγκεφάλου άπό τό νά δέ-χεται τήν ύπαρξη έμφυτων ιδεών. Οί σχέσεις άνάμεσα στά πράγ-ματα καί τίς έννοιες είναι σήμερα καθαρές. Τό « πράγμα », τό άν-τικείμενο, υπάρχει άνεξάρτητα άπό τό ύποκείμενο. Ή νόηση « άν-τανακλά » έναν άριθμό στοιχείων πραγματικότητας, σχέσεων, κλπ., τοΰ άντικειμένου καί συγκρατεί μιά « εικόνα », μιά μεταγραφή, έναν υποκειμενικό μορφισμό αύτοΰ πού είναι έξωτερικό ώς πρός αύτήν.

'Αλλά θά πρέπει νά έπιμείνουμε στίς σχέσεις άνάμεσα στά πράγματα καί τΙς έννοιες καί ειδικότερα στή γενεαλογία τους. Έ-πειδή ή έννοιακή σκέψη δέν συγκροτήθηκε μέ κάποια μηχανι-στική υπέρβαση τής αΐσθησιοκινητικής νοημοσύνης καί τής πα-ράστασης. Ή άνίχνευση τοΰ δρομολογίου είναι ένα πρόσθετο έπι-χείρημα υπέρ τοΰ ένδοκοσμικοΰ χαρακτήρα της, καθώς καί τής διαλεκτικής ανάπτυξης της.

Ό Βυγκότσκι μιλάει γιά καθημερινές εννοιες, τίς όποιες τό παι-δί διαμορφώνει αύθόρμητα, μέ άφετηρία τή συγκεκριμένη έμπει-ρία του. Δέν πρόκειται, προφανώς, γιά έπιστημονικές έννοιες. Τό

η υ λ η κ α ι τ ο ι ι ν ε υ μ α 3 1 1

παιδί γνωρίζει ήδη τά πράγματα γιά τά όποια γίνεται λόγος. Κα-τέχει τήν έννοια τοϋ άντικειμένου. 'Αλλά αύτό πού άντιπροσω-πεύει αύτή καθεαυτήν ή έννοια παραμένει άκόμα άσαφές.,0 Οί κα-θημερινές έννοιες, γράφει ό Βυγκότσκι, μεταφράζουν συνολικά τό έπίπεδο πραγματικής άνάπτυξης τοΰ παιδιοΰ, οί έπιστημονικές έννοιες, τό δυνάμει έπίπεδό του, « τή ζώνη τής άνάπτυξής » του. Ό Βυγκότσκι μιλάει έπίσης γιά ύπαρξη ψενδοεννοιών, οί όποιες δέν είναι άποκλειστικό προνόμιο τοΰ παιδιοΰ. Στήν καθημερινή ζωή ή νόησή μας λειτουργεί έπίσης πολύ συχνά μέ ψευδοέννοιες.71

Ό Βυγκότσκι δέχεται, άκόμη, τήν ύπαρξη προεννοιών ( pré-concepts ). « Ή προέννοια », γράφει, « είναι άφαίρεση τοΰ άριθμοΰ άποσπασμένη άπό τό άντικείμενο καί, θεμελιωμένη σ'αύτή τήν άφαίρεση, γενίκευση τών αριθμητικών ιδιοτήτων τοΰ άντικειμέ-νου ».72 Δέχεται, τέλος, τήν ύπαρξη έμπειρικών έννοιών, πρώτη γε-νίκευση τής πράξης, ή όποία δέν υψώνεται στό καθεστώς τής έπι-στημονικής έννοιας.

Υπάρχει συνεπώς μιά γενεαλογία, ένα δρομολόγιο περάσμα-τος άπό τίς καθημερινές έννοιες, κλπ., στις κυριολεκτικά έπιστη-μονικές. 'Αλλά πώς πραγματοποιείται αύτό τό πέρασμα ;

Άπό τήν άποψη τής διαλεκτικής λογικής, γράφει ό Βυγκότσκι, οί έννοιες τής καθημερινής γλώσσας μας, δέν είναι έννοιες μέ τήν κυριολεκτική έννοια τοΰ όρου. Εντούτοις παρουσιάζουν ένα μετα-βατικό στάδιο άνάμεσα στίς ψευδοέννοιες καί στίς πραγματικές έννοιες. Ό Βυγκότσκι άναφέρεται στίς έρευνες τοΰ Jaensen οί ό-ποιες άποκάλυψαν τήν ύπαρξη, στή σφαίρα της έποπτείας, γενι-κεύσεις ή έπιμέρους ένοποιήσεις εικόνων, πού κατά κάποιον τρό-πο είναι συγκεκριμένα άντίστοιχα τών έννοιών ή τών εποπτικών έννοιών. Τό παιδί τό όποιο χειρίζεται αυθόρμητες έννοιες ( concepts spontanés ) φτάνει σχετικά άργά στό νά τΙς συνειδητοποιήσει, νά τίς ορίσει προφορικά, νά τΙς χρησιμοποιήσει καί νά άποκαταστή-σει περίπλοκες λογικές σχέσεις μεταξύ τών έννοιών. '3

Υπάρχει μιά διπλή κίνηση, όπως τή σημειώνει ό Μάρξ : άπό τό συγκεκριμένο στό άφηρημένο καί άντίστροφα. Κατά τόν Μάρξ : «Τό συγκεκριμένο είναι συγκεκριμένο έπειδή είναι ή σύνθεση

3 1 2 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

πολλαπλών καθορισμών, συνεπώς ένότητα μέσα στή διαφορά. Γι'αύτόν τό λόγο έμφανίζεται στή νόηση ώς προϊόν σύνθεσης, ώς άποτέλεσμα, όχι ώς άφετηριακό σημείο, παρόλο πού είναι τό πραγματικό σημείο άφετηρίας, καί παρόμοια, στή συνέχεια, τό άφετηριακό σημείο τής άμεσης όρασης καί τής παράστασης. Ή πρώτη κίνηση άνήγαγε τήν πληρότητα τής παράστασης σέ Ιναν άφηρημένο καθορισμό. Μέ τή δεύτερη κίνηση οί άφηρημένοι κα-θορισμοί όδηγοϋν στήν άναπαραγωγή τοϋ συγκεκριμένου άπό τό δρόμο τής νόησης [ . . . ] Ή μέθοδος ή όποία συνίσταται στήν άνο-δο άπό τό άφηρημένο στό συγκεκριμένο είναι γιά τή νόηση ό τρό-πος νά ιδιοποιηθεί τό συγκεκριμένο, νά τό άναπαραγάγει μέ τή μορφή τοΰ νοημένου συγκεκριμένου η.11'

Τό παιδί διαμορφώνει αύθόρμητα καθημερινές έννοιες μέ γε-νίκευση, μέ άφετηρία τό συγκεκριμένο. Φτάνοντας στόν κόσμο τής ένηλικιωμένης σκέψης, συνειδητοποιεί τις ίδιες τίς έννοιες καί όχι μόνο τά άντικείμενα τά όποια άναπαριστοΰν. Κατά τόν Βυγκότ-σκι : « Μέ άφετηρία τις εικόνες καί τίς συνδέσεις, μέ άφετηρία τίς δυνάμει έννοιες καί στή βάση τής χρησιμοποίησης τής λέξης ώς μέσου γιά τό σχηματισμό τής έννοιας, έμφανίζεται έκείνη ή ειδι-κή, σημαντική μορφή τήν όποία μποροΰμε νά ονομάσουμε έννοια μέ τήν πραγματική σημασία τής λέξης ». '5

Κάθε έννοια είναι προϊόν άφαίρεσης καί γενίκευσης. Ή πρώτη κίνηση τής νόησης είναι νά συλλάβει τήν έννοια άπομονωμένη. Πρόκειται γιά άφαίρεση. 'Αλλά, όπως σημειώνει ό Βυγκότσκι, ή γενίκευση δέν σημαίνει τίποτε άλλο, άπό τή διατύπωση μιάς άνώ-τερης έννοιας, ή όποία έγκλείει στό σύστημα γενίκευσής της, ώς ειδική περίπτωση, τή δεδομένη έννοια. "Ετσι συγκροτείται Ινα σύ-στημα έννοιών. Ένα πλέγμα μέ έκτατικές άλλά καί κάθετες σχέ-σεις. Τό σύστημα αύτό δέν είναι κλειστό. Είναι άνοικτό στήν έπι-στημονική, καί γενικότερα στήν κοινωνική πράξη.

Τό όντικό άντίστοιχο τών έπιστημονικών έννοιών είναι, πρίν άπ' όλα, ό ύλικός κόσμος. Τά άντικείμενα καί οί έσωτερικές καί οί άμοιβαΐες σχέσεις. 'Αλλά ύπάρχουν καί έννοιες οί όποιες άντι-στοιχοΰν στόν ψυχικό κόσμο τοΰ άνθρώπου καί άλλες οί όποιες

η υ λ η κ α ι τ ο ι ι ν ε υ μ α 3 ° 3

άφοροϋν τίς κοινωνικές πραγματικότητες καί σχέσεις. Υπάρχουν, τέλος, έννοιες οί όποιες δέν άντιστοιχοϋν στήν παράσταση, όπως πολλές έννοιες τών θεμελίων τής θεωρητικής φυσικής καί τής Κο-σμολογίας. Απελευθερωμένη άπό τήν άμεση παράσταση, ή νόη-σή μας μπορεί τώρα νά σκέφτεται τά πράγματα χωρίς τήν πα-ρουσία τους. Έπίσης, χάρη σ'αύτή τήν έλευθερία, μπορεί νά δη-μιουργεί έναν ολόκληρο κόσμο άπό φανταστικά όντα. Τέλος, νά άντιστρέφει τή γενετική σχέση άνάμεσα στά πράγματα καί τίς έννοιες. Ό Πλάτων ήταν Ινας άπό τούς πρώτους, καί ό πιό διά-σημος, άπό έκείνους πού πραγματοποίησαν αύτή τήν άντιστροφή.

Οί έννοιες άπό τή στιγμή πού θά διατυπωθούν άποκτούν μιά σχετική αύτονομία. Ζούν τή δική τους ζωή στό έσωτερικό τής κοινωνίας, ένώ ύπακούουν σέ μιά έσωτερική δυναμική, σχετικά αύτόνομη. Ή νόηση έλευθερώνεται άπό τή δεσποτεία τών πραγ-μάτων καί μπορεί νά έπιδοθεΐ μέ μιά πρωτοφανή έλευθερία στήν έπιστήμη, στήν τέχνη καί στή φιλοσοφία. Έτσι μπορεί νά δια-μορφώσει, μέ καθαρά τυπικά κριτήρια, λογικές καί μαθηματικές κατασκευές, οί όποιες δέν άντιστοιχοϋν, κατ' άνάγκην στήν πραγ-ματικότητα. Εντούτοις οί ρίζες οποιασδήποτε λογικής καί μαθη-ματικής κατασκευής βρίσκονται, σέ τελευταία άνάλυση, μέσα στήν πραγματικότητα. Επιπλέον, αύτό πού σήμερα είναι ένα λο-γικά συνεκτικό οικοδόμημα άλλά χωρίς όντικό άντίκρυσμα, μπο-ρεί αύριο νά είναι ή μορφή μέ τήν όποία θά εκφραστεί ή πραγμα-τικότητα (π.χ., οί χώροι Ρήμαν καί Χίλμπερτ). Έπίσης, οί θεω-ρίες της Φυσικής οί όποιες γίνονται όλο καί περισσότερο άφηρη-μένες συνιστούν μιά έμμεση « άντανάκλαση », ή όποία μπορεί νά άντιφάσκει μέ τήν εικόνα τής άμεσης έποπτείας. Ό ρόλος τής έ-ποπτικής άντανάκλασης, τέλος, είναι μηδαμινός στίς κοινωνικές έπιστήμες, όπου τό έργο τοΰ έρευνητή συνίσταται στό νά άνακα-λύψει τούς νόμους τοΰ κοινωνικού γίγνεσθαι, οί όποιοι καλύπτον-ται άπό τήν άπατηλή κοινωνική φαινομενικότητα./6

Ή νόηση μπορεί μέ τούς μηχανισμούς της νά ιδιοποιηθεί τόν κόσμο. Νά διατυπώσει μιά « άντανάκλαση », ή όποία άντιστοιχεΐ σέ ένα σύνολο στοιχείων πραγματικότητας καί σχέσεων. Ή « άντα-

3 ' 4 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

νάκλαση » -ό μορφισμός- έχει έπίσης τή γενεαλογία της. Μπο-ρούμε νά μιλάμε για ψυχισμό πού χαρακτηρίζει τά ζώα. Τό πέ-ρασμα στήν άνθρώπινη συνείδηση είναι ή άπαρχή ένός άνώτερου σταδίου ανάπτυξης τοΰ ψυχισμού. « Ή συνειδητή άντανάκλαση », γράφει ό Λεόντιεφ, « διαφορετικά άπό τήν ψυχική άντανάκλαση τών ζώων, είναι ή άντανάκλαση της συγκεκριμένης πραγματικό-τητας, αποσπασμένης άπό τΙς σχέσεις άνάμεσα σέ αύτή καί τό υποκείμενο, δηλαδή μιά άντανάκλαση ή όποία διακρίνει τΙς στα-θερές ιδιότητες της πραγματικότητας [ . . . ] Ή εικόνα της πραγ-ματικότητας στή συνείδηση δέν ταυτίζεται μέ τό βίωμα τοΰ υπο-κειμένου : τό άνακλώμενο είναι οιονεί " παρόν " στό υποκείμενο ». Κατά συνέπεια ή συνείδηση διακρίνει τήν άντικειμενική πραγμα-τικότητα άπό τήν άντανάκλασή της, δηλαδή άπό τόν κόσμο τών έσωτερικών έντυπώσεων καί έτσι καθιστά έφικτή τήν άνάπτυξη της αύτοπαρατήρησης. "

Ή κατηγορία της αντανάκλασης είναι διαλεκτική : Σημαίνει, σέ τελευταία άνάλυση, τήν άποδοχή ένός άντικειμενικοΰ κόσμου, άν-εξάρτητου άπό τό υποκείμενο, καί ταυτόχρονα τή δυνατότητα τοΰ ύποκειμένου νά φτάσει σέ μιά γνώση αύτοΰ τοΰ κόσμου, ιστορικά καθορισμένη, δηλαδή άντικειμενική καί ταυτόχρονα σχετική. Πα-ρά ταύτα, θεωρήθηκε συχνά 6τι οί λέξεις εικόνα καί άντανάκλαση περιόριζαν τή γνωστική διαδικασία σέ μιά άμεση άντανάκλαση ή εικόνα σ'έναν καθρέφτη. *Ας δοΰμε λοιπόν αύτό τό πρόβλημα.

Τό βιβλίο τοΰ Ζάκ Μονό, τό όποιο δημοσιεύτηκε στό Παρίσι τό 1970, έγινε μπέστ-σέλερ, όχι μόνον έξαιτίας της έπιστημονικής άξίας του καί τοΰ κύρους τοΰ συγγραφέα, άλλά καί έξαιτίας της άντιμαρξιστικής θέσης του. "Ετσι, σχετικά μέ τήν κατηγορία της άντανάκλασης, ό Μονό έγραφε: « Ό έξωτερικός κόσμος "άνακλώ-μενος" άπό τήν άνθρώπινη νόηση: 6λα είναι έκεΤ, πράγματι. Ή λογική της άναστροφής άπαιτεΐ προφανώς νά είναι ή άντανάκλα-ση κάτι πολύ περισσότερο άπό μιά μετάθεση, περισσότερο ή λι-γότερο πιστή τοΰ έξωτερικοΰ κόσμου. Είναι άπαραίτητο γιά τόν διαλεκτικό υλισμό τό " Ding an sich ", τό πράγμα ή τό φαινόμενο νά φτάνει μέχρι τό έπίπεδο της συνείδησης χωρίς άλλοίωση ή

η υ λ η κ α ι τ ο ι ι ν ε υ μ α 3 ' 5

πτώχευση, χωρίς νά επιχειρείται καμία έπιλογή άνάμεσα στίς ίδιότητές του. Πρέπει ό έξωτερικός κόσμος νά είναι κυριολεκτικά παρών στή συνείδηση, μέ τήν όλότητα τών δομών καί τής κίνησής του [ . . . ] Ή ριζική άξίωση τοϋ " τέλειου καθρέφτη " έξηγεΐ τή λύσσα τών διαλεκτικών ύλιστών νά έκδιώξουν κάθε είδος κρι-τικής έπιστημολογίας, ή όποία έκτοτε θά χαρακτηριστεί άμεσα

ιοεαλιστική η καντιανή ». Δέν άξίζει τόν κόπο νά συζητήσουμε αύτή τήν καρικατούρα τοΰ

διαλεκτικού ύλισμοΰ, αύτή τήν άπλοι'κή άντίληψη, προϊόν, σέ τε-λευταία άνάλυση, πολιτικής έχθρότητας. Πράγματι, ποΰ βρήκαν οί τιμητές τοΰ μαρξισμοΰ αύτή τή « θεωρία », ή όποία είναι πε-ρισσότερο άφελής καί άπό τά χειρότερα υποπροϊόντα τοΰ μηχανι-στικού ύλισμοΰ ; '8

Ποιά είναι λοιπόν ή σημασία τής κατηγορίας τής άντανάκλα-σης γιά τούς κλασικούς τοΰ μαρξισμού ; Πολύ πριν άπό τόν Λέ-νιν, ό Μάρξ έγραφε ότι ή έπιστήμη θά ήταν άχρηστη άν τά πράγ-ματα ήταν όπως φαίνονται. Ό Λένιν γνώριζε αύτή τή θέση. Ά ς δοΰμε λοιπόν έναν άπό τούς λενινιστικούς ορισμούς τής άντα-νάκλασης : « Ή προσέγγιση άπό τήν ( άνθρώπινη ) διάνοια ένός έξατομικευμένου άντικειμένου, ή λήψη ένός άποτυπώματος ( έν-νοιας ), όετ εϊναι μιά πράξη άπλή, άμεση, νεκρή όπως σέ καθρέ-φτη, άλλά μιά περίπλοκη διπλή πράξη, σέ ζίγκ ζάγκ, ή όποία πε-ριλαμβάνει τή δυνατότητα φανταστικής πτήσης έξω άπό τή ζωή : καί άκόμα περισσότερο έγγράφει τή δυνατότητα ένός μετασχη-ματισμού ( ένός μετασχηματισμού τόν όποιο δέν άντιλαμβάνεται ό άνθρωπος, τόν όποιο δέν συνειδητοποιεί ) τής άφηρημένης έννοι-ας, τής ιδέας, σέ φαντασία ( letzter Instanz = Θεό ). Έπειδή, άκό-μα καί στήν πιό άπλή γενίκευση, στήν πιό στοιχειώδη γενική ιδέα ( τό " τραπέζι " ) γενικά, υπάρχει κάποια δόση φαντασίας ». '9

Πού είναι λοιπόν ό « τέλειος καθρέφτης » ; Στό σύντομο χωρίο πού παραθέσαμε ύπάρχει ό πυρήνας μιάς διαλεκτικής, δηλαδή άντιεμπειρικής θεωρίας τής γνώσης. Ά ς έπιμείνουμε στόν Λένιν. Σέ ένα σχόλιο στό δεύτερο βιβλίο τής Λογικής τοΰ Χέγκελ ό Λέ-νιν έγραφε : « Ή ούσία είναι ή άλήθεια τοΰ Είναι ! » Τέτοια είναι

3'4 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

ή πρώτη φράση ή όποία φαίνεται βαθιά ιδεαλιστική, μυστικιστι-κή. 'Αλλά άμέσως μετά άρχίζει, άς ποϋμε, νά φυσάει μιά δροσερή αύρα : « Τό Εϊναι είναι τό άμεσο. Θέλοντας νά γνωρίσει τό άληθι-νό, αύτό πού είναι τό Είναι èv ίαυτω καί δι ίαυτόν, ή γνώση δέν παραμένει στό άμεσο, καί στούς καθορισμούς του, άλλά, άντίθε-τα, διεισδύει μέσω αύτού, μέ τήν προϋπόθεση ότι πίσω ( ύπογρ. τού Hegel ) τό 0ν αύτό είναι άκόμα κάτι διαφορετικό άπό τό ίδιο τό Είναι καί ότι αύτό τό arrère-fond συνιστά τήν άλήθεια τού Είναι. Ή γνώση αύτή είναι μιά γνώση διαμεσολαβημένη, έπειδή δέν βρίσκεται άμεσα κοντά στήν ούσία καί σ'αύτήν, άλλά άρχίζει άπό Ινα άλλο Είναι, καί πρέπει νά διατρέξει Ιναν προκαταβολικό δρόμο, τό δρόμο τής έξόδου πέρα άπό τό Είναι, ή μάλλον τής εισό-δου του στόν έαυτό του ».80 Κατά τόν Λένιν ό εύφυής ιδεαλισμός είναι πιό κοντά στόν εύφυή ύλισμό, άπ' ό,τι ό ήλίθιος υλισμός. Ό Λένιν ήταν λοιπόν έμπειριστής ;

Ή λενινιστική άντίληψη τής άντανάκλασης περιλαμβάνει τό σχετικισμό. 'Εντούτοις τόν υπερβαίνει στό έσωτερικό τής διαλε-κτικής θεωρίας τής γνώσης. Ή « άντανάκλαση » ( reflet ) δέν είναι ούτε ή άντανάκλαση στή σπηλιά τοΰ Πλάτωνα ούτε ή άμεση άν-τανάκλαση τοΰ άπλοϊκοΰ ύλισμοΰ. Ή « άντανάκλαση » τής πραγ-ματικότητας στή συνείδηση σχετίζεται μέ τίς συνθήκες, είναι πά-ντοτε μερική, συχνά άνεστραμμένη καί παραμορφωμένη, άλλά δέν άνάγεται σέ κανέναν άπ' αύτούς τούς όρους. Τελικά, είναι μιά δια-δικασία άσυμπτωτική πρός τήν άπόλυτη άλήθεια. Ή πραγματι-κότητα ώς « όλον » υπερβαίνει τις δυνατότητες τής νόησης.81

Τά αισθητηριακά δεδομένα, συνεπώς, δέν είναι άντίγραφα πού άναπαράγουν τό σύνολο τών ιδιοτήτων, τών στοιχείων πραγματι-κότητας καί τών σχέσεων τοΰ άντικειμένου. Όπως Ιχουμε ύπο-γραμμίσει, τά αισθητηριακά δεδομένα είναι προϊόν έπιλογής, άφαί-ρεσης, ποιοτικών μετασχηματισμών, λογικομαθηματικών επεξερ-γασιών, κοινωνικών διαμεσολαβήσεων. Κατά συνέπεια δέν άνα-παράγουν παρά μόνον όρισμένες όψεις τού άντικειμένου. Παρά ταύτα, τά αισθητηριακά δεδομένα δέν είναι άπλώς σύμβολα ( συμ-βατισμός). Δέν ύπάρχει ταυτότητα τοΰ άντικειμένου καί τής

η υ λ η κ α ι τ ο ι ι ν ε υ μ α 3'5

« εικόνας » του. Υπάρχει όμως μιά άντιστοιχία, μια σνμμορφη πα-ράσταση τοϋ άντικειμένου στή συνείδηση. Ή παράσταση καί τό άντικείμενο είναι διαφορετικά, καί παρά ταΰτα δέν άνήκουν σέ δύο διαφορετικούς κόσμους : στόν κόσμο τών φαινομένων καί στόν κό-σμο τών πραγμάτων καθεαυτά. Έν τέλει, « μιά άληθινή ιδέα όφεί-λει νά άντιστοιχεΐ στό άντικείμενό της, έπειδή έχουμε άληθινές ιδέες » ( Σπινόζα ).

Ή θεωρία τής άντανάκλασης θεμελιώνει ούσιαστικά πέντε θέ-σεις. Ταυτόχρονα προκύπτει άπ'αύτές τίς θέσεις:

1. Υπάρχει μιά πραγματικότητα άνεξάρτητη άπό τό υποκεί-μενο (έπιστημονικός ρεαλισμός). Ειδικότερα, μιά πραγματικό-τητα ή όποία είναι αιτία τού έαυτοΰ της ( ύλισμός ).

2. Ή πραγματικότητα δέν είναι μόνον άνεξάρτητη άπό τό πνεΰμα, άλλά καί χρονολογικά προγενέστερη.

3. Ή πραγματικότητα είναι γνώσιμη. 4. Ή γνώση είναι προϊόν τής διαδικασίας ιδιοποίησης τοΰ πραγ-

ματικού. 5. Υπάρχει μιά σχετική αύτονομία της γνώσης, μιά έσωτερική

δυναμική της καί κατά συνέπεια ή δυνατότητα τοΰ σφάλματος, τής μυστικοποιημένης συνείδησης καί τοΰ ιδεαλισμού.82

Έχουμε κατακτήσει μιά ιστορικά άντικειμενική γνώση της πραγματικότητας. 'Αλλά δέν είναι ή ένότητα τής συνείδησης αύτή πού καθορίζει τήν ένότητα τής άντίληψης τοΰ κόσμου. Σωστό εί-ναι ακριβώς τό άντίθετο. Ή ένότητα τής συνείδησης έχει ένα άν-τικειμενικό θεμέλιο. Ένα άντίκρυσμα στόν κόσμο τής ύλης. Ειδι-κότερα, υπάρχει ένα είδος μορφισμον άνάμεσα στήν έπιστημονική γνώση καί τή φυσική πραγματικότητα. 'Αλλά όπως ήδη σημείω-σα, δέν υπάρχει άμφιμονοσήμαντη άπεικόνιση άνάμεσα στά στοι-χεία τής πραγματικότητας καί στήν « εικόνα » τους στή συνείδη-ση. Υπάρχει όμως άντιστοιχία, άποκάλυψη, έμβάθυνση, πρόσβα-ση στήν ούσία διαμέσου τών φαινομένων.83

3'4 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

5. Ή νόηση καί ή γλώσσα

Συζητήσαμε στό προηγούμενο τμήμα τήν άνάπτυξη της έννοιακής σκέψης. Θά συζητήσουμε τώρα τό φαινόμενο τής γλώσσας. Ειδι-κότερα, τΙς σχέσεις άνάμεσα στή νόηση καί στή γλώσσα, στή γλώσ-σα καί στήν πραγματικότητα.

Υπάρχει μιά προγλωσσιχή ( préverbale ) νόηση. Τά πειράμα-τα τοϋ W. Köhler ( 1887-1963 ), γράφει ό Βυγκότσκι, απέδειξαν δτι Ινα έμβρυο νοημοσύνης ύπάρχει στά ζώα, άνεξάρτητα άπό τήν άνάπτυξη τής γλώσσας καί χωρίς συσχέτιση μέ τήν πρόοδό της. Οί « άνακαλύψεις » τών πιθήκων, ή κατασκευή καί ή χρήση έργα-λείων άποτελοΰν τήν πρώτη φάση τής ανάπτυξης τής νόησης, άλλά μιά προγλωσσιχή φάση. Κατά τόν Καϊλερ στά άνθρωποειδή ύπάρχει μιά νοημοσύνη ( intelligence ) παρόμοια μέ τοΰ άνθρώπου, παρά τήν άπουσία γλώσσας, έστω καί έλάχιστα άνθρώπινης. Ό Βυγκότσκι γράφει δτι έκεΐνο πού γι'αύτόν είναι ιδιαίτερα σημαν-τικό, είναι ή άνεξαρτησία τής δραστηριότητας τοΰ χιμπατζή άπό τή γλώσσα. Στόν χιμπατζή, γράφει ό Βυγκότσκι, παρατηρείται μιά « γλώσσα » άνεπτυγμένη σέ ένα σχετικά ύψηλό έπίπεδο καί παρόμοια ώς ένα σημείο μέ τοΰ άνθρώπου. 'Αλλά στόν χιμπατζή ή νοημοσύνη λειτουργεί άνεξάρτητα άπό τή « γλώσσα » του. Στόν χιμπατζή δέν ύπάρχει παραστατική γλώσσα, ήχοι, π.χ., οί όποιοι θά μπορούσαν νά έχουν τήν άξία ουσιαστικών.84

Γλώσσα σημαίνει, στήν καθημερινή χρήση, χρησιμοποίηση λέ-ξεων. 'Αλλά ό Βυγκότσκι μιλάει έπίσης γιά έσωτεριχή γλώσσα, « περιορισμένη στόν μέγιστο βαθμό, συμπυκνωμένη, στερεογρα-φική ». Ή γλώσσα, μέ τήν καθαυτό έννοια, έκφράζεται χρησιμο-ποιώντας λέξεις : σημεία, τά όποΐα άντιπροσωπεύουν άντικείμενα, ιδιότητες άντικειμένων, αισθήματα, σκέψεις κλπ. Χρησιμοποιεί έπίσης έννοιες άνεξάρτητα άπό τήν παρουσία τών άντικειμένων στά όποια άναφέρονται. Υπάρχει ή προφορική καί ύπάρχει ή γρα-πτή γλώσσα, ή όποία έχει άναπτυχθεϊ στόν μέγιστο βαθμό, άκό-μα πιό όλοκληρωμένη στή μορφή της, άπ' δ,τι ή προφορική γλώσ-

η υ λ η κ α ι τ ο π ν ε υ μ α 3 ' 9

« 'Αντίθετης κατεύθυνσης », γράφει ό Βαλλόν, « ή έννοιακή νοη-μοσύνη ( intelligence discursive ) καί ή καταστασιακή νοημοσύνη ( intélligence des situations ), άν καί λειτουργούν, ή μία στό έπίπε-δο τών παραστάσεων καί τών συμβόλων, καί ή άλλη στό αίσθη-σιοκινητικό έπίπεδο, ή μιά μέ διαδοχικές στιγμές καί ή άλλη μέ τή συνολική σύλληψη καί χρήση τών περιστάσεων, προϋποθέτουν καί οί δύο τήν έποπτεία, σχέσεις οί όποιες έχουν ώς πεδίο τό χώρο »,86

Πώς όμως πραγματοποιείται τό πέρασμα άπό τήν ψυχοκινη-τική στή νοητική δραστηριότητα ; Πάντοτε κατά τόν Βαλλόν, αύ-τό τό πέρασμα « φαίνεται νά πραγματοποιείται κατά τή στιγμή όπου ή έννοια τοΰ χώρου, ή όποία παύει νά συγχέεται μέ τό χώρο τών κινήσεών μας καί τοΰ σώματος, μοιάζει νά μετουσιώνεται σέ συστήματα τόπου, έπαφών, θέσεων καί σχέσεων άνεξάρτητων άπό εμάς. Οί βαθμοί αύτής τής μετουσίωσης έκτείνονται άπό τό πιό συγκεκριμένο μέχρι τό πιό άφηρημένο καί βρίσκονται στή βά-ση τών διαφόρων σχημάτων μέ τή βοήθεια τών οποίων ή νόησή μας μπορεί νά κατατάξει καί νά κατανείμει τίς συγκεκριμένες εικόνες ή τά άφηρημένα σύμβολα πάνω στά όποια γίνεται ικανή νά στοχάζεται μ.87

Συνεπώς : Ό χώρος, τά άντικείμενα στό χώρο, τό παιδί καί οί σχέσεις του μέ τά άντικείμενα καί μέ τούς άνθρώπους μέσα στό χώρο. Άπό τήν καταστασιακή νοημοσύνη στή θεωρητική. Άπό τήν παράσταση στή νόηση, μέ τή βοήθεια συμβόλων. Τό παιδί δέν είναι ένας Ροβινσών Κροΰσος. Ή άνάπτυξη τής σκέψης του, γρά-φει ό Βυγκότσκι, εξαρτάται άπό τή γλώσσα, άπό τά μέσα τής νόη-σης καί τήν κοινωνικοπολιτισμική έμπειρία. Ή άνάπτυξη τής έσωτερικής γλώσσας καθορίζεται ούσιαστικά άπό εξωτερικούς παράγοντες. Άλλά ή λογική τοΰ παιδιοΰ, όπως άπέδειξαν οί έρευ-νες τοΰ Πιαζέ, « είναι άπευθείας συνάρτηση τής κοινωνικοποιη-μένης γλώσσας του ». Κατά τόν Βυγκότσκι ή νόηση τοΰ παιδιοΰ έξαρτάται άπό τήν άνάπτυξη τής κυριαρχίας τών κοινωνικών μέ-σων τής σκέψης, δηλαδή έξαρτάται άπό τή γλώσσα.88

Ή νόηση καί ή γλώσσα αναπτύσσονται μέ άμοιβαΐο καθορι-

3'4 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

σμό, χάρη στήν οικογενειακή καί τήν κοινωνική ζωή. Άπό τή γέν-νησή τους, γράφει ό Alex Luria, τά παιδιά βρίσκονται σέ σταθερή άλληλεπίδραση μέ τούς ένηλίκους, οί όποιοι έπιδιώκουν νά τά έν-σωματώσουν στόν πολιτισμό τους, στίς ιστορικά συσσωρευμένες σημασίες τους καί στούς τρόπους τής δραστηριότητάς τους. Στήν άρχή οί άπαντήσεις τών παιδιών διέπονται άπό φυσικές διαδικα-σίες, καί πιό συγκεκριμένα άπό αύτές πού προέρχονται άπό τή βιολογική κληρονομιά τους. Άλλά χάρη στή σταθερή έπικοινωνία μέ τούς ένηλίκους διαμορφώνονται περισσότερο περίπλοκες ψυ-χολογικές διεργασίες. "Ετσι, διαμέσου αύτης τής έσωτερίκευσης τρόπων άντίδρασης στήν πληροφορία, ιστορικά καί πολιτισμικά όργανωμένων, ή κοινωνική φύση τών άνθρώπων γίνεται έπίσης ή ψυχολογική φύση τους.89

Όμως, παρά τόν άμοιβαΐο καθορισμό τους, ή γλώσσα καί ή νόηση, όπως σημειώνει ό Βυγκότσκι, δέν έξελίσσονται παράλλη-λα, ούτε μέ τόν ϊδιο ρυθμό. Ή νόηση καί ή γλώσσα έχουν έντελώς διαφορετικές γενετικές ρίζες. Κατά τόν Βυγκότσκι, σέ πολλές πε-ριπτώσεις οί καμπύλες τής άνάπτυξής τους συγκλίνουν καί άπο-κλίνουν, διασταυρώνονται, σέ ορισμένες περιόδους άπομακρύνο-νται καί άκολουθούν παράλληλες πορείες, άκόμα συγχέονται κά-ποια στιγμή καί διαχωρίζονται έκ νέου. Κατά συνέπεια ή σχέση άνάμεσα στή νόηση καί στή γλώσσα δέν είναι σταθερή κατά τή φυλογενετική άνάπτυξη.

Παρακολουθώντας τήν άνάπτυξη τής γλώσσας τού παιδιού δια-πιστώνει κανείς ένα προνοησιακό στάδιο. Έπίσης, κατά τήν άνά-πτυξη τής νόησης διαπιστώνεται ένα προλεκτικό στάδιο. Μέχρι ένα ορισμένο σημείο οί δύο άναπτύξεις άκολουθούν διαφορετικές, άνεξάρτητες πορείες. Σέ κάποιο σημείο οί δύο πορείες συναντών-ται, καί μετά ή σκέψη γίνεται λεκτική καί ή γλώσσα νοηματική. Ό Στέρν, γράφει ό Βυγκότσκι, βλέπει σ' αύτό τήν πιό μεγάλη άνα-κάλυψη τοΰ παιδιού.90

Υπάρχουν συνεπώς στάδια ανάπτυξης τής γλώσσας καί τής νόησης. Πέρασμα άπό τήν πρακτική στή θεωρητική νοημοσύνη. Διαφορά καί πέρασμα άπό τό ένα στό άλλο. « Ή έμφάνιση τής

η υ λ η κ α ι τ ο π ν ε υ μ α 3'9

συμβολικής λειτουργίας », έγραφε ό Ζαζό, « αύτής τής δυνατότη-τας λειτουργίας μέ καθαρές σημασίες σημαδεύει τό αποφασιστικό σκαλοπάτι άνάμεσα στήν πρακτική καί τή θεωρητική νοημοσύ-νη ». Τό σκαλοπάτι αύτό χωρίζει ριζικά τόν άνθρωπο άπό τά άλλα ζωικά ειδη.91

Ό Μαρξ καί ό Ένγκελς έγραφαν δτι μπορεί κανείς νά διακρί-νει τούς άνθρώπους άπό τά ζώα άπό τή συνείδηση, τή θρησκεία καί οτιδήποτε άλλο. 'Αλλά οί άνθρωποι άρχίζουν νά διακρίνονται άπό τά ζώα άπό τή στιγμή πού άρχίζουν νά παράγουν τά μέσα τής ύπαρξης τους, δχι προηγουμένως, πράγμα πού είναι συνέπεια τής σωματικής όργάνωσής τους.92 Υπάρχει δπως έχουμε σημειώσει, μιά διαλεκτική σχέση άνάμεσα στό χέρι καί τή νόηση. Άνθρωπο-γένεση χάρη στήν έργασία καί ταυτόχρονα δυνατότητα γιά έργα-σία χάρη στή σωματική συγκρότηση τοΰ άνθρώπου καί στήν ύ-παρξη μιάς στοιχειώδους νοημοσύνης. Τό χέρι, έγραφε ό Ένγκελς, δέν είναι μόνο τό δργανο τής έργασίας. Είναι έπίσης προϊόν τής έργασίας. Ή έργασία έξασφαλίζει τήν έπιβίωση. Ταυτόχρονα εί-ναι μέσον γιά τήν πρακτική γνώση τοΰ κόσμου. Χάρη στή δρα-στηριότητα τοΰ άνθρώπου, γράφει ό Ένγκελς, διαμορφώθηκε ή έννοια της αιτιότητας : ή ίδέα δτι μιά κίνηση είναι ή αιτία μιάς άλ-λης. Ή μεταμόρφωση τής φύσης είναι τό ούσιαστικότερο καί πιό άμεσο θεμέλιο της νόησης.93 'Αλλά ή μεταμόρφωση τής φύσης προϋποθέτει τή νόηση. Ταυτόχρονα, χάρη στήν έργασία καί γενι-κότερα τήν κοινωνική ζωή, ό άνθρωπος έγινε « sapiens ». Ό νεο-φλοιός είναι ύλικό προϊόν τής κοινωνικής ζωής καί ειδικά της πρακτικής δραστηριότητας.

Υπάρχει μιά συγχώνευση τοΰ ιστορικού στοιχείου μέ τό πολι-τισμικό. Τά έργαλεΐα τά όποια χρησιμοποιεί ό άνθρωπος, δπως καί ή συμπεριφορά του, γράφει ό Λούρια, δέν γεννήθηκαν έντελώς άνεπτυγμένα άπό τήν κεφαλή τοΰ Θεοΰ. 'Εφευρέθηκαν καί τελει-οποιήθηκαν κατά τή διαδρομή τής 'Ιστορίας. Ή γλώσσα είναι ό φορέας τής άνθρώπινης συνείδησης. Πολιτισμικά έργαλεΐα, δπως ή γραφή καί ή άριθμητική, ένίσχυσαν τή δύναμη τοϋ άνθρώπου.94

'Αλλά ή μεταμόρφωση τής συνείδησης δέν έπηρεάζει άμεσα

3'4 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

δλες τίς σχέσεις τοϋ άνθρώπου μέ τόν κόσμο. Μέ τήν πρώτη έμ-φάνιση τής συνείδησης, κατά τόν Λεόντιεφ, ή πραγματικότητα δέν έμφανίζεται στήν όλότητά της κάτω άπό Ινα νέο φώς. « Στήν άρχή, Ινα μεγάλο μέρος τής πραγματικότητας διατηρεί τόν προη-γούμενο φωτισμό του, έπειδή οί σημασίες, οί παραστάσεις καί οί ιδέες δέν τροποποιούνται άφ'έαυτών, αύτόματα, άπό τή στιγμή πού έχουν χάσει τό πεδίο τους στίς συνθήκες τής ζωής. Μπορούν νά διατηρούν τή δύναμη τών προκαταλήψεων, καί ένίοτε, μόνο ώς συνέπεια ένός πεισματικού άγώνα καταλήγουν νά χάσουν τό κύ-ρος τους στά μάτια τών άνθρώπων

Ή άνάπτυξη τής συνείδησης, συνεπώς, δέν είναι ούτε στιγμι-αία οΰτε ολοκληρωμένη. Ή συνείδηση δέν είναι άντίγραφο τής πραγματικότητας. Δέν είναι όμως οΰτε αύθαίρετη εικόνα. Οΰτε μηχανιστική θεωρία τής γνώσης οΰτε ύποκειμενισμός χωρίς όν-τολογικό θεμέλιο. "Οπως σημειώνει ό Adam Schaff ( 1913-2006 ), ή γλώσσα δέν δημιουργεί μιά εικόνα, μέ τήν αύστηρή έννοια, τής πραγματικότητας καί ή εικόνα δέν είναι άντίγραφο τής πραγμα-τικότητας. Τό « άντίγραφο » περιλαμβάνει πάντοτε ένα υποκει-μενικό στοιχείο. Μ'αύτή τήν έννοια, ή γλώσσα δημιουργεί μιά ει-κόνα τής πραγματικότητας. Ένα άντικειμενικό άντίγραφο τής πραγματικότητας καί μιά υποκειμενική δημιουργία τής εικόνας της κατά τή γνωστική διαδικασία δέν άποκλείονται άμοιβαϊα. 'Αλληλοσυμπληρώνονται δημιουργώντας μιά μοναδική ολότητα.96

Ή νόηση καί ή γλώσσα είναι κοινωνικά « προϊόντα ». Μέ τή διαμεσολάβηση τής γλώσσας πραγματοποιείται μιά ιστορικά κα-θορισμένη μεταγραφή τής πραγματικότητας. Εντούτοις, ορισμέ-νες σχολές, όπως οί όπαδοί τοΰ Κάντ, οί θετικιστές, οί όπαδοί τοΰ συμβατισμοΰ, υποστηρίζουν ότι ή γλώσσα δημιουργεί μιά εικόνα, λιγότερο ή περισσότερο υποκειμενική, τής πραγματικότητας. Στήν περίπτωση αύτή ή γλώσσα δέν μάς λέγει τίποτα γιά τά πράγμα-τα καθεαυτά ( Κάντ ), είναι ή συμβολική έκφραση τών έμπειρικών δεδομένων τά όποια άποτελοϋν τή μοναδική νόμιμη πραγματικό-τητα ( θετικισμός ), τό πρόβλημα τής γλώσσας είναι τυπικό καί όχι πρόβλημα ούσίας, ή γλώσσα είναι σύμβαση κλπ. Γιά τίς σχολές

η υ λ η κ α ι τ ο ι ι ν ε υ μ α 3'5

αύτές ή γλώσσα δέν είναι έκφραση ένός περιεχομένου. Δέν έκφρά-ζει μεγέθη, ποιότητες καί σχέσεις μιας πραγματικότητας άνεξάρ-τητης άπό τό υποκείμενο. Είναι δημιουργός μιας αύθαίρετης ή συμβατικής κοσμοεικόνας. 'Οριακά, ή γλώσσα θεωρείται δημι-ουργός τής πραγματικότητας.

Ά ς άκούσουμε, γιά νά συγκεκριμενοποιήσουμε τό θέμα, τόν Βίττγκενσταϊν : Ό κόσμος είναι ή ολότητα τών γεγονότων, όχι τών πραγμάτων. Ό κόσμος είναι τά γεγονότα στό χώρο τής λο-γικής. Τά άντικείμενα συνιστούν τήν ούσία τοΰ κόσμου. Ή όλό-τητα τών υπαρκτών καταστάσεων είναι ό κόσμος. Στή συνέχεια ό Βίττγκενσταϊν μιλάει γιά άντικείμενα καί εικόνες άντικειμένων : Ά ν Ινα γεγονός είναι μιά εικόνα, τότε πρέπει νά έχει κάτι άπό κοι-νού μέ εκείνο τό όποιο παριστάνει : Μιά λογική εικόνα μπορεί νά άναπαριστά τόν κόσμο. Μιά εικόνα άναπαριστα τήν πραγματικό-τητα άπεικονίζοντας τή δυνατότητα τών ύπαρχουσών καί τών μή ύπαρχουσών καταστάσεων. Ή όλότητα τών άληθινών σκέψεων είναι μιά εικόνα τοΰ κόσμου. Σέ μιά πρόταση τό ούσιαστικό είναι ό άντιπρόσωπος ένός άντικειμένου. Τά άντικείμενα μποροΰν άπλώς νά όνομαστοΰν. Ή πρόταση μπορεί νά πει μόνο πώς είναι τά πράγματα, άλλά όχι τί είναι. Μία πρόταση είναι ένα μοντέλο τής πραγματικότητας, όπως έμεΐς τή φανταζόμαστε. Εντούτοις, τί σημαίνουν οί λέξεις: άντικείμενο, πραγματικότητα, κόσμος, γιά τόν Βίττγκενσταϊν ; 'Ιδού όρισμένες άπό τις θέσεις του : Ή πίστη σέ ένα αίτιακό nexus είναι δεισιδαιμονία. Τά όρια τής γλώσσας μου είναι τά όρια τοΰ κόσμου μου. Αύτό πού σημαίνει ό σολιψι-σμός είναι έντελώς σωστό, μόνο δέν είναι δυνατόν νά όνομαστεΐ καί έντούτοις έκδηλώνεται. Ό κόσμος είναι ό κόσμος μου. Τό ύπο-κείμενο δέν άνήκει στόν κόσμο : Είναι μάλλον τό όριο τοΰ κόσμου. Ό σολιψισμός συμπίπτει μέ τόν καθαρό ρεαλισμό, κλπ.97

Οί λογικές άντιφάσεις είναι προφανείς. Ή θετικιστική σκέψη, όπως είχε έπισημάνει ό Λένιν στήν έποχή του, ταλαντεύεται άνα-πόφευκτα άνάμεσα στό σολιψισμό καί μέσα άπό υπεκφυγές πρός έναν μή ομολογημένο ρεαλισμό. Ή φιλοσοφία τοΰ Βίττγκενσταϊν είναι χαρακτηριστική αύτής τής τάσης. Ή λεγόμενη φιλοσοφία

3'4 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

της γλώσσας θέλει να έξαλείψει, καί αύτή, κάθε « μεταφυσική » άναφορά καί περιορίζεται στήν άνάλυση τής γλώσσας. Καί γιά τή φιλοσοφία τής γλώσσας, τά παραδοσιακά προβλήματα τής φιλο-σοφίας είναι ψευδοπροβλήματα.

Όμως ή άνοικτή συνηγορία υπέρ τοΰ σολιψισμοΰ είναι δύσκο-λη. Έπειδή δ κόσμος υπάρχει. Είναι μπροστά μας. Υπήρχε πρίν άπό τό σχηματισμό τής Γης καί θά συνεχίσει νά υπάρχει καί μετά τήν έξαφάνιση τών άνθρώπων. Κανείς δέν μπορεί νά άρνηθεΐ άνοι-κτά τή ρεαλιστική θέση, έξ ού οί υπεκφυγές καί οί σχολαστικές άναλύσεις τοΰ σύγχρονου άντιρεαλισμοΰ. Κατά τό ρεαλισμό, ό κό-σμος, ή πραγματικότητα, « άντανακλάται », άναπαρίσταται στή νόηση. Ή γλώσσα, συνεπώς, άντικειμενοποίηση της σκέψης, « αντανακλά » κατ' άρχήν καί μέσα άπό διαμεσολαβήσεις, συχνά ιδεολογικές, τήν πραγματικότητα. Ή « άντανάκλαση », ό μορφι-σμός τής πραγματικότητας στή νόηση δέν είναι κάποια μηχανική ή φυσικοχημική διαδικασία. Εϊναι τό άποτέλεσμα φαινομένων ποιοτικοΰ μετασχηματισμού καί κοινωνικών διαμεσολαβήσεων. Επομένως, ή « εικόνα » τής πραγματικότητας είναι ιστορικά ή άνθρώπινα άντικειμενική. Τό υποκειμενικό στοιχείο, όπως έχου-με άναλύσει, άφορά τό γεγονός ότι ή έποπτεία δέν μπορεί νά « άντιληφθεΐ » παρά μόνον ένα υποσύνολο άπό τά στοιχεία τής πραγματικότητας, άλλά έπίσης, καί προπαντός, τό γεγονός ότι ή γνώση γίνεται όλο καί περισσότερο μή έποπτική. Τέλος, τό γε-γονός ότι ή σκέψη καί ή γλώσσα δέν είναι άπαλλαγμένες άπό ιδεο-λογικά στοιχεία.

Ή γλώσσα, συνεπώς, δέν έκφράζει κάποια άπόλυτη αλήθεια. 'Αλλά, ταυτόχρονα καί έν γένει, δέν δημιουργεί μιά αύθαίρετη ει-κόνα τής πραγματικότητας. Μέ βάση τά άντικειμενικά δεδομένα της νόησης, ή γλώσσα μπορεί νά δημιουργήσει μιά εικόνα σνμ-μορφη μέ τή φύση τών πραγμάτων. Ή διαλεκτική τών σχέσεων άνάμεσα στήν πραγματικότητα, τή νόηση καί τή γλώσσα μπορεί, κατ' άρχήν, νά άποφύγει τόσο τήν άφέλεια τοΰ μηχανιστικού υλι-σμού όσο καί τόν άγνωστικισμό τοΰ θετικισμού καί τής φιλοσο-φίας τής γλώσσας.

η υ λ η κ α ι τ ο ι ι ν ε υ μ α 3 2 5

Παράσταση ή εικόνα είναι δημιουργήματα τής 'Ιστορίας. Έπει-δή ή γλώσσα δέν είναι σύστημα τυπικών καί άνιστορικών στοι-χείων. Οί νέες πραγματικότητες, έπιστημονικές, τεχνολογικές, γενικότερα κοινωνικές, τροποποιούν συχνά τό νόημα τών λέξεων ή συνεπάγονται τή δημιουργία νέων λέξεων για νά εκφραστούν οί νέες πραγματικότητες. Ή γλώσσα ώς όλότητα μεταβάλλεται. Εξε-λίσσεται, προκειμένου νά εκφράσει μια νέα κοσμοαντίληψη, σύμ-φωνη μέ τίς νέες πραγματικότητες ή για νά τίς επικαλύψει ιδεο-λογικά.

Οί διαφορετικές γλώσσες είναι συνέπεια διαφορετικών συνθη-κών. Οί διαφορετικές κοσμοαντιλήψεις δέν είναι συνέπεια γλωσ-σικών διαφορών. 'Αληθινό είναι άκριβώς τό άντίθετο. Πράγματι, ή κοσμοαντίληψη δέν καθορίζεται άπό τήν ιδιομορφία τής γλώσ-σας, άλλά άπό τό σύνολο τών κοινωνικών συνθηκών τών οποίων είναι τό άποτέλεσμα καί οί όποιες είναι ή αιτία τής έξέλιξής της στό χρόνο. Καί προφανώς ή γλώσσα, άναδραστικά, γίνεται δύνα-μη γιά τήν κατανόηση καί τό μετασχηματισμό τοΰ κόσμου, ή γιά τήν κοινωνική όπισθοχώρηση.

Κοινωνίες διαφορετικές ζοΰν σέ ιδεολογικούς κόσμους λιγότε-ρο ή περισσότερο διαφορετικούς. Εντούτοις οί διαφορετικοί « κό-σμοι » τών διαφορετικών λαών ( ό κόσμος, π.χ., τών άρχαίων 'Ελ-λήνων καί ό κόσμος τών φυλών τών 'Ινδιάνων ) εκφραζόμενοι μέ διαφορετικές γλώσσες δέν είναι αύθαίρετα δημιουργήματα της γλώσσας, άλλά τοΰ συνόλου τών υλικών καί κοινωνικών συνθηκών κάθε λαού. Τό σύνολο τών άντικειμενικών συνθηκών καί ή πολι-τισμική κληρονομιά καθορίζουν τή διαμόρφωση μιάς κοσμοαντί-ληψης ή όποία θά έκφραστεΐ σέ μιά συγκεκριμένη γλώσσα.

Ή γλώσσα δέν είναι άπλώς Ινα σύνολο λέξεων. Είναι φορέας ένός πολιτισμικού άποθέματος ιδεών καί σημασιών. Είναι φορέας πολιτισμικού άποθέματος καί ταυτόχρονα μέσον γιά τή δημιουρ-γία νέων ιδεών καί σημασιών. Ή γλώσσα δέν είναι εργαλείο έξω-τερικό ώς πρός τή σκέψη. Σκέψη καί γλώσσα είναι άλληλένδετες καί καθορίζονται άμοιβαΐα. Ή νόηση καθορίζει τή γλώσσα. Ταυ-τόχρονα, τό πολιτισμικό καί τό γλωσσικό άπόθεμα είναι προϋπό-

3'4 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

θεση της σκέψης καί τήν καθορίζει. Ά ν ύπάρχει μιά σχέση μορ-φισμοϋ άνάμεσα στή γλώσσα καί στά στοιχεία της πραγματικό-τητας, ό μορφισμός αύτός δέν είναι μιά στατική σχέση άνάμεσα σέ δύο άκινητοποιημένα σύνολα. Είναι μιά δυναμική, ιστορική καί γενετική σχέση άνάμεσα σέ δύο « κόσμους » οί όποιοι καθορίζον-ται άμοιβαϊα καί οί όποιοι μεταβάλλονται έξαιτίας τών σχέσεών τους στό έσωτερικό τής κίνησης τής κοινωνίας.

Οί ρίζες τής σκέψης καί τής γλώσσας βρίσκονται στις σχέσεις μέ τόν έξωτερικό κόσμο. Ή νόηση καί ή γλώσσα είναι προϊόντα τοΰ φυσικοΰ καί τοΰ κοινωνικού περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα είναι δύναμη γιά τήν κατανόηση καί τή μεταμόρφωση τοΰ περιβάλλον-τος. Δέν πρόκειται όμως γιά σχέσεις, χωρίς υλικές καί ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις. Κατά τόν Βυγκότσκι : « Ή λέξη άναφέρεται πάν-τοτε όχι σέ Ινα έξατομικευμένο άντικείμενο άλλά σέ μιά όμάδα ή τάξη άντικειμένων. Κάθε λέξη άντιπροσωπεύει συνεπώς μιά λαν-θάνουσα γενίκευση, κάθε λέξη γενικεύει, καί κάτω άπό τήν ψυχο-λογική όπτική ή σημασία τής λέξης είναι, πρίν άπ' όλα, γενίκευ-ση. Άλλά ή γενίκευση, όπως είναι εΰκολο νά τό δοΰμε, είναι προ-παντός μιά λεκτική πράξη τής σκέψης, ή όποία άντανακλά τήν πραγματικότητα έντελώς διαφορετικά άπό τήν άμεση αίσθηση καί τήν άντίληψη. Τό πέρασμα άπό τή μή σκεπτόμενη ΰλη στήν αίσθηση καθώς καί τό πέρασμα άπό τήν αίσθηση στή νόηση είναι διαλεκτικά περάσματα.98

Οί λέξεις είναι σημεία ( signes ). 'Εντούτοις τά σημεία δέν είναι χωρίς όντικό άντίκρυσμα. "Οπως γράφει ό Β. Βολοσίνοφ ( 1895-1936 ), κάθε σημείο είναι μιά κατασκευή μεταξύ προσώπων όργα-νωμένων κοινωνικά μέσα στή διαδικασία τής άλληλεπίδρασής τους. Ή μορφή τών σημείων, κατά συνέπεια, καθορίζεται κυρίως άπό τήν κοινωνική όργάνωση τών μετεχόντων, καθώς καί άπό τΙς άμεσες συνθήκες τών άλληλεπιδράσεών τους. "Οταν οί μορφές με-ταβάλλονται, τά σημεία άλλάζουν έπίσης. Καί θά έπρεπε νά είναι ένα άπό τά έργα τής μελέτης τών ιδεολογιών νά σκιαγραφήσουν τήν κοινωνική ζωή τοΰ γλωσσικού σημείου.99

Θά μπορούσαμε νά ποΰμε, καταλήγοντας, ότι δέν είναι τό άφη-

η υ λ η κ α ι τ ο π ν ε υ μ α 3'9

ρημένο υποκείμενο τών ιδεαλιστικών όντολογιών αύτό πού γεννά-ει τό Είναι (τή φύση, τήν ύλη). Ή νόηση άναδύεται ώς δυνατό-τητα της έμβιας ύλης. Όπως σημειώνει ό 'Υβόν Κινιού, τό Είναι είναι έξωτερικό ώς πρός τή νόηση, έστω καί άν αύτή είναι εσω-τερική ώς πρός τό Είναι. Συνεπώς : Διαλεκτική ένότητα καί άντί-θεση. Ένότητα, δχι ταυτότητα: « Ή διαλεκτική λογική άπαγο-ρεύει νά συγχέεται ή 44 νοητική διαδικασία " μέ τήν 44 πραγματική διαδικασία, συνεπώς οί λογικές κατηγορίες μέ τΙς όντολογικές " ( Μάρξ ). Ή νοητική διαδικασία, δπως έκφράζεται κατά τήν έκθε-ση, δέν είναι παρά ή άναπαραγωγή στό στοιχείο της γνώσης, μιάς πραγματικότητας ή όποία παραμένει έξωτερική καί όντολογικά ξένη μέ τήν άνεξαρτησία της έξω άπό τό πνεύμα (Μάρξ). Δέν πρόκειται συνεπώς νά ένδώσουμε στήν ιδεαλιστική πλάνη γιά μιά γέννηση της πραγματικότητας άπό τή νόηση ».100 Ή ένότητα τοΰ κόσμου, έγραφε ό Ένγκελς, συνίσταται στήν ύλικότητά του.

Συμβατισμός ή ρεαλισμός ; Τό έρώτημα είχε ήδη τεθεί άπό τόν 'Αριστοτέλη. Ή γλώσσα, γράφει ό Λ. Κουλουμπαρίτσης, « είναι κατά τόν 'Αριστοτέλη θεμελιακά συμβατική ( κατά συνθήκην ), στό βαθμό πού κάθε λέξη δέν είναι φύσει. 'Αλλά, άκριβώς, κατά τή γνώμη μας, ή νέα αύτή γλώσσα τήν όποία εισάγει ό Σταγειρί-της, έχει τό ιδιαίτερο δτι είναι συμβατική στή φωνητική δομή της, ώς πρός τίς λέξεις πού τή συνθέτουν, άλλά φύσει ώς πρός αύτό πού έπιζητεΐ νά άντιπροσωπεύει, ώς πρός τή χρήση γιά τήν όποία προ-ορίζεται. Έπειδή αύτή ή νέα γλώσσα δέν έχει νόημα παρά μόνο έπειδή δημιουργήθηκε γιά μιά άκριβή χρήση : νά έκφράσει δσο πε-ρισσότερο είναι δυνατό μιά πραγματικότητα, ορισμένα « πράγμα-τα » [ . . . ], δηλαδή αύτό πού ύπάρχει, τό Είναι, καί δ,τι σχετίζε-ται μ'αύτό ».1<Μ

Θά ήθελα νά τελειώσω αύτό τό κεφάλαιο, παραθέτοντας τά συμ-περάσματα τοΰ Βυγκότσκι τά σχετικά μέ τΙς γενετικές ρίζες της σκέψης καί της γλώσσας.

« 1.Ή νόηση (pensée, σκέψη) καί ή γλώσσα έχουν διαφορε-τικές γενετικές ρίζες.

2. Ή άνάπτυξη της νόησης καί ή άνάπτυξη της γλώσσας άκο-

3'4 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

λουθοϋν διαφορετικές πορείες καί είναι άνεξάρτητες μεταξύ τους. 3. Ή σχέση άνάμεσα στή νόηση καί στή γλώσσα δέν είναι κά-

ποιο μέγεθος, έστω καί λίγο σταθερό, κατά τήν πορεία τής φυλο-γενετικής άνάπτυξης.

4. Τά άνθρωποειδή μαρτυρούν μιά νοημοσύνη παρόμοια μέ τοΰ άνθρώπου άπό ορισμένες άπόψεις ( φωνητική τής γλώσσας, συγ-κινησιακή λειτουργία, καί στοιχεία κοινωνικής λειτουργίας τής γλώσσας).

5. Στά άνθρωποειδή δέν είναι όρατή μιά σχέση χαρακτηριστι-κή τοΰ άνθρώπου : Ή στενή σύνδεση άνάμεσα στή σκέψη καί τή γλώσσα. Ή μιά καί ή άλλη δέν συνδέονται άμεσα, έστω καί έλά-χιστα, στόν χιμπατζή.

6. Στή φυλογένεση τής νόησης καί τής γλώσσας μπορούμε άναμ-φισβήτητα νά παρατηρήσουμε μιά προλεκτική φάση κατά τήν άνά-πτυξη τής νοημοσύνης καί μιά προδιανοητική κατά τήν άνάπτυξη τής γλώσσας ».102

'Ορισμένα συμπεράσματα : Δέν ύπάρχει τομή, όντολογικό άλ-μα, άνάμεσα στά ζώα, στά άνθρωποειδή καί στόν άνθρωπο. Δέν ύπάρχει τομή άνάμεσα στή νοημοσύνη τών ζώων καί στήν έννοιακή σκέψη. Πρόκειται γιά διαλεκτικό άλμα τό όποιο πραγματοποιή-θηκε χάρη στήν κοινωνική ζωή- προλεκτική φάση κατά τήν άνά-πτυξη τής νοημοσύνης καί προνοητική κατά τήν άνάπτυξη τής γλώσσας. Συνεπώς : Διαδικασία συνέχειας, περάσματος καί δια-λεκτικό άλμα. Τό « πνεΰμα » είναι « προϊόν » τής 'Ιστορίας. Συ-νεπώς : Ό φιλοσοφικός καί θρησκευτικός ιδεαλισμός δέν έχουν έπι-στημονικό θεμέλιο.

Α Ν Α Φ Ο Ρ Ε Σ ΚΑΙ Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

1. Βλ. Yvon Quiniou, Etudes matérialistes sur la morale, Kimé, Παρίσι, 2002, σ. 55 καί έπόμενες.

2. G. Mensching, στό Présences du Matérialisme, I/Harmattan, Παρίσι, 1999, σ. 37.

η υ λ η κ α ι τ ο π ν ε υ μ α 3'9

3. René Descartes, Principes, Vrin, 1971. Τοΰ Ιδίου, Discours de la Méthode, Gamier, 1960. Τοΰ ίδιου. Méditations Métaphysiques, PUF, 1963, σποράδην.

4. Noam Chomsky, Language and the Problem of Knowledge, MIT Press, 1991, σ. 141.

5. Alexei Ν. Léontiev, Le développement du psychisme, δ.π., a. 18 καί έπάμε-νες.

6. A. Léontiev, αντ., βλ. ίλο τό κεφ. 1. 7. Α. Léontiev, αντ., α. 62. 8. Friedrich Engels, Dialectique de la nature, Éditions Sociales, Παρίσι, 1975,

σ. 171. 9. A. Léontiev, δ.π., σ. 63. 10. Α. Léontiev, δ.π., σσ. 253-275. 11. DominiqueGrimaud-Hervé, περ. Scienceet Vie, τεΰχος 335, 2006, σ. 46. 12. Henri Wallon, La vie mentale, Editions Sociales, Παρίσι, 1982, σ. 169. 13. D. Grimaud-Hervé, δ.π., σ. 51. 14. Stephen Jay Gould, Darwin el les grandes énigmes de la vie. Seuil, Παρί-

σι, 1997, σσ. 194-198. 15. Jacques Monod, Le hasard et la nécessité, Seuil, Παρίσι, 1970, σ. 140. 16. J. Monod, La recherche en biologie moléculaire, Seuil, Παρίσι, 1975, σσ.

45-46. 17. Μάρθα Κούκκου-Lehmann, δμιλία στό Διεθνές Διεπιστημονικό Συνέ-

δριο μέ θέμα « Ή άνθρώπινη συμπεριφορά καί ή έννοια τοΰ σύγχρονου ούμα-νισμοΰ », Δελφοί, 14-17 Ιουνίου 1995.

18. Erwin Schrödinger, L'Esprit et la matière, Seuil, Παρίσι, 1990, σ. 154. 19. D. Grimaud-Hervé, δ.π., a. 50. 20. François Jacob, La logique du vivant, δ.π., a. 337. 21. A. Léontiev, Le développement du psychisme, δ.π. 22. Lucien Sève, Emergence, complexité et dialectique, Odile Jacob, Παρίσι,

2005, σ. 160. 23. F. Engels, Anti-Duhring, Éditions Sociales, Παρίσι, 1971, σ. 66. 24. Henri Atlan, A tort et à raison. Seuil, Παρίσι, 1986, σ. 69. 25. Γιά τή διαλεκτική άνάμεσα στό δυνάμει καί στό ένεργείςι βλ. μεταξύ

άλλων Eftichios Bitsakis, "The Potential and the Real", στό DemetraSfendoni-Mentzou ( έπιμ.), Aristotle and Contemporary Science, Peter Lang, Νέα 'Υόρκη, σ. 185. Τοΰ Ιδίου, " Aristotle's Dialectics ", Philosophical Inquiry, Vol. XXVII, άρ. 1-2, 2005, σ. 119.

26. Richard C. Lewontin, Steven Rose, Leon J. Kamin, Nous ne sommes pas programmés, Découverte, Παρίσι, 1985, σ. 71.

27. H. Wallon, La vie mentale, δ.π., a. 115. 28. René Zazzo, Psychologie et Marxisme, δ.π., σ. 71.

3'4 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

29. John R. Searle, The Rediscovery of the Mind, δ.π., 1992, σ. 106-117. 30. J. Monod, στό La recherche en biologie moléculaire, δ.π., σ. 44-45. 31. Antonio Gramsci, Gramsci dans le texte. Éditions Sociales, Παρίσι, 1975,

σ. 340. 32. Ef. Bitsakis, Physique et Matérialisme, δ.π., σσ. 321-323. 33. Jean Piaget. Biologie et Connaissance, Gallimard, 1967, a. 305. 34. H. Wallon, La vie mentale, δ.π., σ. 117. 35. J. Piaget, Epistémologiegénétique, PUF, Παρίσι, 1979, σ. 21. 36. F. Jacob, La logique du vivant, δ.π., σ. 338. 37. Tran Duc Thao, Phenomenology and Dialectical Matérialism, Reidel,

1986, σ. 145. 38. A. léontiev, ΙΑ· développement du psychisme, δ.π., σ. 211. 39. A. Léontiev, αντ., σσ. 217-221. 40. Α. Léontiev, am., σ. 203. 41. Η. Wallon, La vie mentale, δ.π., σ. 247. 42. Α. Léontiev, Le développement du psychisme, δ.π., σ. 34. 43. J. Piaget, Biologie et Connaissance, δ.π., σ. 343. 44. H. Wallon, La vie mentale, δ.π., σ. 197. 45. J. Piaget, Psychologie et Epistémologie, PUF, Παρίσι, 1968, σ. 95. 46. A. Léontiev, Le développement du psychisme, δ.π., σ. 130. 47. Για τους διαφορετικούς όρισμούς της παράστασης άπό τόν Piaget, βλ.

Antonio M. Battre, Dictionnaire d'Epistémologie Génétique, Reidel, 1966, σσ. 156-157.

48. J. Piaget, στό Zazzo, Psychologie et Marxisme, δ.π., σα. 177,181. 49. R. Zazzo, αντ., σ. 76. 50. J. Piaget, Psychologie et Epistémologie, δ.π., σσ. 21-22. 51. A. Léontiev, Le développement du psychisme, δ.π., σ. 77. 52. A. Léontiev, Le développement du psychisme, δ.π., σσ. 151-152, 256. 53. A. Léontiev, αντ., σ. 270. 54. Ε. Schrödinger, L'esprit et la matière, δ.π., σ. 156. 55. Piaget, Biologie et Connaissance, δ.π., σ. 261. 56. Albert Szent-Györgyi, Εισαγωγή στό Submolecular Biology, Academic

Press, Νέα Υόρκη 1960, σ. 127. 57. Karl Marx, Le Capital, Éditions Sociales, Παρίσι, 1975, Βιβλίο lo, to. I,

σ. 29. 58. F. Engels, Dialectique de la nature, δ.π., σ. 233. 59. Η. Wallon, La vie mentale, δ.π., σ. 119. 60. Α. Léontiev, Le développement du psychisme, δ.π., ea. 126 καί 228. 61. F. Jacob, La logique du vivant, δ.π., σ. 338. 62. Παράθεμα άπό Leontiev, δ.π., σ. 150.

η υ λ η κ α ι τ ο π ν ε υ μ α 3'9

63. Βλ. R. Zazzo, Marxisme et Psychologie, δ.π., σσ. 88-89 64. Βλ. György Lukâcs, The Ontology of Social Being, 2, Marx, Merlin Press,

1978, a. 103. 65. A. I^éontiev, L· développement du psychisme, δ.π., σσ. 316-317. 66. Η. Wallon, Αλ vie mentale, δ.π., σ. 263. 67. R. Zazzo, Psychologie et Marxisme, δ.π., σσ. 74-76. 68. Αύτό τό τμήμα τής παρούσας παραγράφου άποτελεϊ ήμιτελή σύνοψη

τών άναλύσεων τών συγγραφέων που έχουν ήδη μνημονευτεί, μαζί μέ τό βι-βλίο τοΰ Daniel Stern, The Interpersonal World of the Infant, Basic Books Publ., Νέα'Τόρκη, 1985.

69. Αντ., σ. 182. 70. Lev Vygotski, Pensée et Langage, Éditions Sociales, Παρίσι, 1985, σ. 283. 71. Βλ. πρόλογο τοΰ L. Sève στό βιβλίο τοΰ Vygotski, ειδικότερα σ. 13. Έ π ί -

σης, αντ., σ. 191. 72. Αντ., σ. 302. 73. Αντ., σσ. 191 καί 283. 74. Κ. Marx, Contribution à la critique de l'économie politique. Éditions So-

ciales, Παρίσι, 1957, σ. 165. 75. L. Vygotski, Pensée et Langage, δ.π., σ. 206. 76. Βλ. Ε. Bitsakis, Physique et Matérialisme, δ.π., κυρίως τήν παράγραφο

10 τής Εισαγωγής. 77. Α. Léonliev, Le développement du psychisme, δ.π., σσ. 62-63. 78. J. Monod, Le hasard et la nécessité, δ.π., a. 48. Για μιά κριτική τής « κρι-

τικής » τοΰ Monod, βλ. Ε. Bitsakis, Physique Contemporaine et Matérialisme dialectique, δ.π., σ. 38.

79. Lénine, Cahiers philosophiques, Éditions Sociales, Παρίσι, 1971, σ. 356.

80. Αντ., σ. 123. 81. Ε. Bitsakis, Physique et Matérialisme, δ.π., σ. 331. 82. Αντ., σ. 335. 83. Γιά τήν έννοια τής έμβάθυνσης βλ. Ludovico Geymonat, Science et

Matérialisme ( έλλ. έκδ. 'Επιστήμη καί ρεαλισμός, μτφρ. Παύλου Χριστοδου-λίδη, Δαίδαλος - I. Ζαχαρόπουλος, 'Αθήνα 1987, σποράδην.

84. L. Vygotski, Pensée et Langage, δ.π., σα. 112-116. 85. L. Vygotski, αύτ., σ. 262. 86. Η. Wallon, De l'acte à la pensée, σ. 250, όπως παρατίθεται άπό τόν

Zazzo, Psychologie et Marxisme, δ.π., a. 80. 87. H. Wallon, (( Actes au Congrès International de Psychologie», Παρίσι,

1937. Παρατίθεται άπό τόν Zazzo, αντ., σ. 79. 88. L. Vygotski, Pensée et Ixtngage, δ.π., σ. 141.

3'4 ε β δ ο μ ο κ ε φ α λ α ι ο

89. Alexander R. Luria, The Making of Mind, Harvard University Press, Καίημπριτζ Μασαχουσέτης, 1979, σ. 45.

90. L. Vygotski, Pensée et Langage, δ.π., σσ. I l l , 125,128. 91. R. Zazzo, Psychologie et Marxisme, δ.π., σ. 76. 92. Marx-Engels, L'Idéologie allemande. Éditions Sociales, Παρίσι, 1971, σ.

45. 93. F. Engels, Dialectique de la nature, Éditions Socialee, Παρίσι, 1952, σσ.

173, 232, 233. 94. A. Luria, The Making of Mind, δ.π., σ. 44. 95. A. Léontiev, Le développement du psychisme, δ.π., σ. 128. 96. Adam Schaff, Language and Cognition, McGraw-Hill, Νέα'Τόρκη 1964, σ.

139. ("Ελλ. μτφρ. Γλώσσα καί Γνώση, έκδ. I. Ζαχαρόπουλος ) 97. Ludwig Wittgenstein, Tractatus Logico-Philosophicus, Routledge and Ke-

gan Paul, Λονδίνο, 1961, σποράδην. 98. L. Vygotski, Pensée et Langage, δ.π., σ. 85. 99. Valentin Ν. Volosinov, Marxism and the Philosophy of Language, Harvard

University Press, Καίημπριτζ Μασαχουσέτης, 1973, σ. 21 100. Y. Quiniou, Problèmes du matérialisme. Méridiens Klincksieck, 1987, σσ.

11,12, 68-69. 101. Lambros Couloubaritsis, L'Avènement de la science physique, Βρυξέλλες,

1980, σ. 113. 102. L. Vygotski, Pensée et Langage, δ.π., a. 125.

ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ή φύση καί ό Θεός

ΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΑ ΜΕΧΡΙ ΕΔΩ ΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ νόηση (pen-sée ), πνεϋμα ( esprit ) καί διάνοια ( intellect ). Οί έννοιες αύ-

τές αναφέρονται στό « λόγο » : στήν έννοιακή σκέψη. 'Αλλά γιά τά ΐδια φαινόμενα, 6πως καί γιά έκεΐνα πού άφοροΰν τήν « εσωτερι-κή » ζωή, τίς συγκινήσεις, τά αισθήματα, κλπ., χρησιμοποιούνται έπίσης οί έννοιες ψυχή (âme, psyché), ψυχισμός (psychisme). Χρησιμοποιείται έπίσης ή έννοια της συνείδησης ( conscience ), ή όποία μετέχει καί στίς δύο ομάδες. Τό νόημα αύτών τών έννοιών δέν είναι πάντα καθορισμένο μέ σαφήνεια καί ιδιαίτερα ή έννοια της ψυχής, ή όποία προέρχεται άπό τό χώρο τών θρησκειών καί τών ιδεαλιστικών φιλοσοφιών. Έτσι τίθενται δύο προβλήματα : Νά δώ-σουμε, άν είναι δυνατόν, αύστηρούς ορισμούς σέ αύτές τίς έννοιες καί νά άναδείξουμε τούς έσωτερικούς δεσμούς τους. Θά συζητή-σουμε πρώτο τό πρόβλημα τοΰ ψυχισμοΰ, δηλαδή τό πρόβλημα τών σχέσεων άνάμεσα στίς γνωστικές καί τίς συναισθηματικές λει-τουργίες. Θά προσεγγίσουμε μετά τό έρώτημα γιά τήν ύπαρξη έμφυτων ιδεών, έρώτημα άρχαϊο, άλλά πάντα έπίκαιρο. Ή πενία τοΰ βιολογικοΰ άναγωγισμοΰ θά είναι τό έπόμενο έρώτημα. Θά συ-ζητήσουμε, τέλος, τό πρόβλημα τοΰ Θεοΰ, άκολουθώντας τή γραμμή πού έγκαινίασε ό Ξενοφάνης καί τήν όποία άκολούθησε ό Μάρξ. Σήμερα μποροΰμε νά επαναλάβουμε τά λόγια τοΰ Λαπλάς : « Δέν έχω άνάγκη άπ'αύτή τήν έννοια ».

1. Ό ψυχισμός : Ή ψνχή και τό πνεύμα

'Ως πρός τό έπιστημολογικό καθεστώς της έννοιας της ψυχής, ό Ρενέ Ζαζό έγραφε : « Δέν υπάρχει πρόβλημα άπό έπιστημονική

333

3 3 4 ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

άποψη νά δεχτούμε τήν έννοια τής ψυχής. 'Αλλά όσο δέν θά έχει έξηγηθεΐ πλήρως μέ ποιόν τρόπο λειτουργεί τό ποιοτικά φυσιολο-γικό πέρασμα στό ψυχικό, ή έννοια τής ψυχής θά παραμένει - είτε τό θέλουμε είτε όχι ».1 Νά έξορκίσουμε τήν ψυχή ; Δέν θά ήταν πιό πρακτικό νά τής άπονείμουμε ένα υλιστικό καθεστώς; Νά τήν άπαλλάξουμε άπό τό μυστικιστικό της περίβλημα ;

Ποιά είναι λοιπόν ή προέλευση αύτής τής έννοιας; Καί ποιά ήταν ή διαδρομή της ; Οί άπαρχές της άνάγονται, όπως είναι γνω-στό, στίς πρωτόγονες κοινωνίες. Ή ψυχή άποτελοϋσε ( καί άπο-τελεΐ) στοιχείο της άνιμιστικής άντίληψης γιά τόν κόσμο. 'Αλλά ό άνιμισμός δέν είναι ιδεαλιστική κοσμοαντίληψη. Anima, spiritus, πνεΰμα, άνακαλοΰν κάποια « ΰλη », λεπτή καί άνάλαφρη. Σύμφω-να μέ τίς άνιμιστικές δοξασίες ή ψυχή είναι άθάνατη. Μετά τό θά-νατο θά συνεχίσει νά ζει στόν "Αδη, στά λιβάδια τοΰ αιώνιου κυ-νηγιού (Ινδιάνοι ), στά 'Ηλύσια Πεδία κλπ.

Όμως ό άνιμισμός ήταν ή άφετηρία τής ιδεαλιστικής φιλοσο-φίας, καθώς καί τοΰ άντιθέτου της : τής φυσιοκρατίας καί τοΰ υλι-σμού. Πράγματι, ό ιδεαλισμός στέρησε τήν ψυχή άπό τήν οιονεί ύλικότητά της. Ό άρχαΐος υλισμός, άντίθετα, υποστήριζε ότι ή ψυχή άποτελεΐται άπό κάποια λεπτεπίλεπτη ΰλη, άπό άτομα, π.χ., κατά τούς 'Ατομικούς. Τό μεγάλο σχίσμα στή φιλοσοφία πραγματοποιήθηκε μέ τόν Πυθαγόρα καί τόν Πλάτωνα άπό τή μιά μεριά, τόν Λεύκιππο καί τόν Δημόκριτο άπό τήν άλλη. Έχου-με έπισημάνει ήδη αύτά τά γεγονότα.

Ά ς υποθέσουμε ότι όρίζουμε τήν ψυχή ώς τό σύνολο τών έσω-τερικευμένων σχέσεων τον άνθρωπου με τόν κόσμο - φύση και κοι-νωνία. Άλλά ένας τέτοιος ορισμός δέν θά ήταν σαφής, έπειδή θά μπορούσε νά άναφέρεται τόσο στά φαινόμενα τοΰ ψυχισμοΰ όσο καί στήν έννοιακή σκέψη. Ά ς έπιχειρήσουμε λοιπόν νά άνακαλύ-ψουμε τΙς διαφορές, καθώς καί τούς έσωτερικούς δεσμούς άνάμε-σα στήν ψυχή, στό πνεύμα, στή συνείδηση, καί στίς υπόλοιπες έν-νοιες τίς όποιες έχουμε άναφέρει.

Ά ς άρχίσουμε άπό τόν πατριάρχη τοΰ φιλοσοφικού ιδεαλισμού : τόν Πλάτωνα. Ή ψυχή, κατά τόν Πλάτωνα, άνήκει στόν κόσμο

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 3 3 5

τών 'Ιδεών. 'Ανήκει στό όντως Όν. Είναι άθάνατη καί αποτελείται άπό τρία μέρη : τό λογιστικόν, τό θυμοειδές καί τό έπιθυμητικόν. Ή ψυχή λοιπόν είναι τριμερής. 'Αλλά τά τρία αύτά μέρη είναι άνεξ-άρτητα μεταξύ τους, ή υπάρχει κάποια ένότητα μέσα στή δια-φορά ; Ό Πλάτων χρησιμοποιούσε τήν Ιννοια τού πνεύματος ώς διαφορετική άπό τήν Ιννοια τής ψυχής, άλλά όχι ώς οντολογικά ξένη. Κατά τόν Πλάτωνα: «Πρέπει νά θεώμαστε (τήν ψυχή) προσεκτικά μέ τό βλέμμα τού πνεύματος, τέτοια πού είναι όταν είναι καθαρή. [ . . . ] Θά δούμε τότε ότι είναι άπειρα ώραία ». Υ-πάρχει συνεπώς κάποια ένότητα τών τριών μερών τής ψυχής ; Πά-λι κατά τόν Πλάτωνα : « Ή ψυχή, ολόκληρη, επεμβαίνει σέ καθε-μία άπ'αύτές τΙς λειτουργίες; 'Ιδού κάτι πού είναι δύσκολο νά προσδιορίσουμε ικανοποιητικά ». 'Εντούτοις : « Είναι δύσκολο νά είναι αιώνιο -όπως μας φαίνεται νά είναι ή ψυχή- κάτι πού συν-τίθεται άπό περισσότερα μέρη, άν τά μέρη αύτά δέν συγκροτούν Ινα τέλειο σύνολο ». Ό διαλεκτικός Πλάτων διέκρινε ήδη κάποια ένότητα μέσα στή διαφορά.

Είναι γνωστό ότι οί ρίζες τής ιδεαλιστικής άντίληψης γιά τήν ψυχή άνάγονται στόν όρφισμό καί στούς πυθαγόρειους. 'Αντίθετα μέ τόν άνιμισμό τών πιό καθυστερημένων στρωμάτων τής κοινω-νίας, ή ψυχή κατά τόν Πλάτωνα μετέχει στόν κόσμο τών 'Ιδεών οί όποιες ύπάρχουν σέ Ιναν ύπερουράνιο τόπο. Τουλάχιστον στό διάλογο Φαίδων ή ψυχή ταυτίζεται μάλλον μέ τό πνεύμα. Ή άλή-θεια, κατά τόν Πλάτωνα, είναι άπρόσιτη στίς αισθήσεις, οί όποιες συλλαμβάνουν μόνο τή σκιά τών πραγμάτων. Ή άληθινή γνώση είναι άνάμνηση αύτοΰ πού ή άθάνατη ψυχή είχε γνωρίσει προτού εγκαταλείψει τόν κόσμο τών 'Ιδεών. Συνεπώς ή ψυχή μπορεί νά φτάσει στή γνώση τοΰ Είναι, άλλά μόνον ό Θεός καί οί έκλεκτοί του μποροΰν νά γνωρίσουν τήν πραγματική άλήθεια. Σύμφωνα μέ τά προηγούμενα, ή λειτουργία τής ψυχής είναι κυρίως γνωστική, πράγμα πού δέν άποκλείει ένδογενεΐς σχέσεις άνάμεσα στό πνεύ-μα, στή νόηση καί στά συναισθηματικά φαινόμενα. Μέ βάση τις γνώσεις τής έποχής του, ό Πλάτων δέν ήταν δυνατόν νά έπιτύχει μιά συγκεκριμένη άπάντηση σ'αύτό τό πρόβλημα.2

3 3 6 ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

Θά έπιχειρήσουμε τώρα, μέ βάση τίς σημερινές έπιστήμες, νά κατανοήσουμε τή λειτουργία καθεμιάς άπό τίς έννοιες στις όποιες άναφερθήκαμε.

Πρώτα λοιπόν τό πρόβλημα τοϋ ψυχισμού, δηλαδή τής κυρίως συναισθηματικής όψης τής « ψυχής ». Θά πρέπει νά σημειώσου-με, άλλη μία φορά, ότι δέν υπάρχει τομή, όντολογικό άλμα άνά-μεσα στόν ψυχισμό τών ζώων καί στόν ψυχισμό τοϋ άνθρώπου. Τά ζώα εκφράζουν τίς συγκινήσεις, τίς άνάγκες τους, μέ κραυγές, μορφασμούς, κινήσεις κλπ. Εκφράζουν τΙς συγκινήσεις τους, άλ-λά άδυνατοΰν νά τΙς ονομάσουν. Ό άνθρωπος, άντίθετα, έκφράζει τά συναισθήματά του χρησιμοποιώντας λέξεις. Συμβολίζει τά άν-τικείμενα μέ σύμβολα. Υπάρχει συνεπώς μιά « φυσική γλώσσα » ( κραυγές, κλπ.) στά ζώα. Μιά νόηση καί μιά έννοιακή σκέψη στόν άνθρωπο. Ό άνθρωπος είναι ένα 0ν πού μιλάει.

Ό έγκέφαλος, τά αισθητήρια όργανα καί τό νευρικό σύστημα, στήν ύλική καί λειτουργική ένότητά τους, είναι ή « έδρα » τόσο τής νόησης ( τοΰ πνεύματος ) όσο καί τών ψυχικών φαινομένων. Αύτή ή « διαφοροποιημένη ολότητα » ά\απτύχθηκε κατά τή μακρά πο-ρεία τής φυλογένεσης. Ή φυσική έπιλογή έπαιξε θετικό ρόλο αύ-τή τήν περίοδο. Ό ύλικός φορέας καί οί μηχανισμοί του εξασφά-λισαν, μέσω τής προσαρμογής, τήν έπιβίωση τών ειδών καί ειδικά τοϋ άνθρώπου.

Ό έγκέφαλος συνιστά μιά διαφοροποιημένη ολότητα. Τά έγκε-φαλικά κέντρα είναι έντοπισμένα. Ταυτόχρονα λειτουργοΰν ώς ό-λον, έπειδή συνδέονται διαμέσου τοΰ δικτύου τών νευρώνων. Ό ψυχισμός συνδέεται μέ τή λειτουργία τών βαθύτερων στρωμάτων τοΰ έγκεφάλου, ένώ ή νόηση, τό « πνεύμα », είναι « προϊόν » τοϋ φλοιοΰ. Εντούτοις δέν ύπάρχει ψυχική λειτουργία χωρίς σκέψη καί δέν ύπάρχουν διαδικασίες τοΰ νοητικοΰ όργάνου χωρίς συναι-σθηματικά φαινόμενα. Τά αίσθήματά μας « κατοικοΰν » στά βα-θύτερα στρώματα τοΰ έγκεφάλου. 'Αλλά ό φλοιός διηθεί καί ελέγ-χει τίς ψυχικές άντιδράσεις μας. Συνεπώς : Διαφορά άνάμεσα στά βαθύτερα στρώματα τοΰ έγκεφάλου καί στό φλοιό καί ταυτόχρο-να, λειτουργική ένότητα. Καταστατική διαφορά τής έννοιακής σκέ-

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 3 3 7

ψης άπό τά συγκινησιακά φαινόμενα. Ταυτόχρονα, άμοιβαϊος κα-θορισμός.

Τά « τρία μέρη » της ψυχής δέν είναι χωριστά, δπως ήδη τό είχε διαισθανθεί ό Πλάτων. Θά μπορούσαμε νά πούμε δτι ή έννοια «πνεύμα» άναφέρεται προπαντός στήν έννοιακή σκέψη, ένώ ή Ιννοια του ψυχισμού άναφέρεται κυρίως στίς συγκινήσεις, τά αισθήματα, κλπ. Καί ή ψυχή ; *Ας άρνηθοϋμε νά τής άποδώσουμε μιά υπερβατική προέλευση, δπως έκαναν ό Πυθαγόρας, ό Πλά-των, τό χριστιανικό δόγμα, ό Καρτέσιος, κλπ. Στήν περίπτωση αύτή δέν θά ήταν άντίθετο μέ τήν πραγματικότητα άν δεχόμασταν γι'αύτή τήν έννοια τό καθεστώς τό όποιο τής άποδίδει ή λαϊκή άντίληψη : τό σύνολο τών έσωτερικευμένων σχέσεων μέ τόν κόσμο, οί όποιες έκφράζονται μέ συγκινήσεις, αισθήματα κλπ. Θά παρα-μείνουμε έτσι στό χώρο τοΰ υλισμού. Άλλά, προσοχή : Ό ψυχικός κόσμος δέν είναι άποκομμένος άπό τόν κόσμο τής νόησης, δπως έχουμε ήδη δεχτεί. Συνειδητά καί μή συνειδητά φαινόμενα. Ό Φρόυντ έπιχείρησε νά εισδύσει στήν περιοχή τοΰ άσυνείδητου. Άλλά κατά τόν σοφό τής 'Εφέσου : « Ψυχής πείρατα ιών ούκ άν έξεύροιο πάσαν έπιπορευόμενος όδόν ούτω βαθύν λόγον έχει ». Α -γνωστικισμός ; Μάλλον κίνητρο γιά τήν έπιστημονική άναζήτηση.

*Ας έπιμείνουμε στό πρόβλημα τής δομής καί τής λειτουργίας τοΰ έγκεφάλου, γιά νά θεμελιώσουμε μιά ύλιστική-μονιστική άντίληψη γιά τό « σκεπτόμενο σώμα » μας. « Ό άνθρώπινος έγκέ-φαλος », γράφει ή καθηγήτρια Κούκκου-Lehmann, « θεωρείται αύτοοργανώνον σύστημα, τό όποιο όργανώνεται κατά τή διάρκεια τής βιογραφίας. Οί λειτουργίες τοΰ έγκεφάλου είναι : ( α ) Νά άφο-μοιώνει καί νά χρησιμοποιεί τήν πληροφορία γιά νά συγκροτεί γνώση, δηλαδή συμβολικές άναπαραστάσεις τών χαρακτηριστι-κών τής πραγματικότητας στό έσωτερικό τής οποίας τό άτομο γεννήθηκε καί ζεϊ, καί τών άλληλεπιδράσεων μέ τήν πραγματικό-τητα, ( β ) νά φέρνει στό φώς καί νά διευρύνει συνεχώς αύτή τή γνώση καί ( γ ) νά χρησιμοποιεί αύτή τή γνώση γιά νά παράγει νέα « ιδιωτική » γνώση μέ τή μορφή σκέψεων, συγκινήσεων, εύεργε-τημάτων, άποφάσεων, στρατηγικών, νά άντιγράφει καί νά λύνει

3 3 8 ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

προβλήματα, κλπ., καί έτσι να όργανώνει καί να συντονίζει τή συμ-περιφορά του στό έσωτερικό αύτής τής πραγματικότητας ». Κατά συνέπεια, τόσο οί γνωστικές όσο καί οί συναισθηματικές λειτουρ-γίες, δηλαδή τό « πνεΰμα » καί ή « ψυχή », έχουν τόν ίδιο ύλικό φο-ρέα. Καί ή συνείδηση ; Θά μπορούσαμε νά ορίσουμε τή συνείδηση ώς καθετί πού άναφέρεται στή νόηση καί στόν ψυχισμό ; 'Αλλά ή έννοια τής συνείδησης άναφέρεται έπίσης καί σέ αύτό πού είναι άσυνείδητο. Πάντα κατά τήν καθηγήτρια Κούκκου-Lehmann, καί πάντα σ' αύτή τή γραμμή σκέψης : « Ό άνθρώπινος έγκέφαλος, καί ειδικά ό νεοφλοιός, είναι όργανο πού γεννάει καί συντονίζει όλες τίς διαστάσεις καί τις όψεις τής άνθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή ομιλία καί μή μεταμφιεσμένες συμπεριφορές, σωματικές καί γνωστικές πλευρές όπως οί σκέψεις, οί συγκινήσεις, τά σχέδια, οί άποφάσεις, κλπ.».3

Ή συμπεριφορά τοΰ άνθρώπου, γράφει ή καθηγήτρια Κούκκου -Lehmann, είναι ένα πολυδιάστατο φαινόμενο τό όποιο άναδύθη-κε μέσα άπό μιά συνεχή, δυναμική καί παράλληλη άλληλεπίδρα-ση τοΰ άτόμου μέ τίς γνώσεις του, τις λειτουργίες τοΰ σώματός του καί τό κοινωνικό καί τό φυσικό περιβάλλον. Ή συμπεριφορά τοΰ άτόμου τροποποιείται στήν πορεία τής ζωής του, έξαιτίας τοΰ έμπλουτισμοΰ τής κοινωνικής έμπειρίας του. Άκόμα καί τά λε-γόμενα ένστικτα έκφράζονται διαφορετικά σέ διαφορετικές συν-θήκες, έπειδή καί αύτά διαμεσολαβοΰνται κοινωνικά. Κατά συνέ-πεια : Ό έγκέφαλος είναι ό φορέας τόσο τών γνωστικών όσο καί τών συναισθηματικών διεργασιών, τοΰ « πνεύματος » καί τής « ψυ-χής ». Οί διεργασίες αύτές δέΦ είναι διαχωρίσιμες. Μιά σκέψη φέ-ρει ένα συγκινησιακό φορτίο καί οί συγκινήσεις, τά αισθήματα, κλπ., συνοδεύονται ή προκαλούνται άπό γνωστικές διαδικασίες. Έπίσης προκαλούν τέτοιες διαδικασίες.

Θά μπορούσαμε λοιπόν νά χρησιμοποιούμε τήν έννοια πνεύμα γιά τΙς γνωστικές διαδικασίες καί τήν έννοια τής ψυχής γιά τίς συναισθηματικές, παρά τό γεγονός ότι είναι άδύνατο νά διαχωρί-σουμε τίς δύο λειτουργίες, άκόμα καί άν οί γνωστικές είναι « έν-τοπισμένες » στό φλοιό καί οί συναισθηματικές στά βαθύτερα

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 3 3 9

στρώματα τοϋ έγκεφάλου. Ή σημερινή ψυχολογία άπορρίπτει κάθε τυπικό διαχωρισμό. "Οπως σημειώνει ό Ντάνιελ Στέρν, δέν είναι δυνατόν νά διαχωρίσουμε τΙς συναισθηματικές λειτουργίες άπό τΙς γνωστικές. Ή άνάγνωση έχει συναισθηματικά κίνητρα καί είναι συναισθηματικά φορτισμένη. Μέ τόν ϊδιο τρόπο σέ μιά έντονη συγκινησιακή στιγμή δραστηριοποιούνται ή άντίληψη καί ή γνώση.4 Κάθε έπιστημονική άνάγνωση, έρευνα ή άνακάλυψη, προκαλεί συναισθήματα. Κάθε καλλιτεχνική δημιουργία καί κάθε θέαση Ιργου τέχνης κινητοποιούν σκέψεις καί διαλογισμούς.

Όλα αύτά τά φαινόμενα είναι « στιγμές » τής λειτουργίας τοΰ έγκεφάλου, ό όποιος λειτουργεί ώς ένιαΐο καί διαφοροποιημένο όλον. Ή ύλική καί λειτουργική ένότητα τών διαφόρων εκδηλώσε-ων τοΰ έγκεφάλου συνεπάγεται τήν άδυναμία μιας διαχωριστικής κατάταξης τών έννοιών τοΰ πνεύματος, της ψυχής, τής συνείδη-σης, όπως συνηθίζει ή τυπική, ταξινομητική σκέψη. "Αλλωστε, τό πνεύμα καί ή ψυχή δέν είναι ούσίες.

Ή τυπική λογική μέ τίς άκαμπτες κατηγορίες της, μέ τό νό-μο τής μή άντίφασης, άδυνατεΐ νά εξηγήσει καί νά ορίσει αύτά τά φαινόμενα. "Οπως γράφει ό Βυγκότσκι, « ό διαχωρισμός τής δια-νοητικής πλευράς τής συνείδησής μας άπό τή συναισθηματική, τή βουλητική, είναι Ινα άπό τά μεγαλύτερα καί θεμελιακά μειονε-κτήματα ολόκληρης τής παραδοσιακής ψυχολογίας ». Τό ένοποιη-τικό στοιχείο τών ειδικών μελετών είναι, κατά τόν Βυγκότσκι, ή ιδέα τής άνάπτυξης.5

Επέμεινα μέχρι έδώ κυρίως στήν « ύλική » πλευρά τοΰ προ-βλήματος τής ψυχολογίας : στή δομική καί τή λειτουργική ένότη-τα τοΰ έγκεφάλου καί στήν άλληλοσύνδεση τών γνωστικών καί τών συναισθηματικών φαινομένων. 'Αλλά ή ψυχολογία δέν είναι φυσική έπιστήμη : Είναι προπαντός έπιστήμη τοΰ άνθρώπου ώς κοινωνικού όντος, συνεπώς είναι προπαντός κοινωνική έπιστήμη. "Οπως έγραφε ήδη άπό τό 1929 ό Βολοσίνοφ, ένα άπό τά θεμελιώδη καί έπείγοντα καθήκοντα τοΰ μαρξισμοΰ είναι νά δημιουργήσει μιά άντικειμενική Βιολογία σέ κοινωνιολογικά καί όχι σέ φυσιο-λογικά ή βιολογικά θεμέλια. Ή ψυχή, έλεγε ό Βολοσίνοφ, είναι

3 4 ° ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

κοινωνιολογικό γεγονός, καί κατά συνέπεια πέρα άπό τό στόχο καί τΙς μεθόδους τών φυσικών έπιστημών. Ή υποκειμενική ψυχή δέν είναι κάτι που θά μπορούσε νά άναχθεϊ στίς διεργασίες τοϋ φυσι-κοΰ, ζωικοϋ όργανισμοΰ. Είναι Ινα « άντικείμενο » γιά ιδεολογική κατανόηση καί κοινωνιολογική έρμηνεία διαμέσου τής κατανόη-σης.6 Τά προηγούμενα προφανώς δέν άναιροϋν, άντίθετα προϋπο-θέτουν τό γεγονός ότι ή « ψυχή » έχει ύλικό φορέα.

Οί μεταφυσικές άντιλήψεις γιά τήν ψυχή ( θρησκευτικοί μύθοι, πλατωνισμός, καρτεσιανός δυϊσμός κλπ.) δέν άντέχουν μπροστά στά δεδομένα τών φυσικών καί τών κοινωνικών έπιστημών. "Ετσι, θά μπορούσαμε νά όρίσουμε τήν ψυχή ώς τό σύνολο τών έσωτερικευμένων σχέσεων τοΰ άνθρώπου μέ τόν κόσμο ( φύση καί κοινωνία ) καθώς καί τών δυνατοτήτων αύτοΰ τοΰ συνόλου. Ή ψυ-χή έχει Ιναν ύλικό φορέα, χωρίς νά άνάγεται στίς νευροφυσιολο-γικές λειτουργίες αύτοΰ τοΰ φορέα. Ή συνείδηση είναι « προϊόν » τής λειτουργίας τοΰ έγκεφάλου. Μία άπό τίς όψεις τής συνείδη-σης είναι ή νόηση, τό πνεύμα. Ή άλλη είναι ή συναισθηματική πλευρά. 'Αλλά ή ψυχή δέν περιορίζεται στό συνειδητό. Υπάρχει έπίσης τό άσυνείδητο.

Ό άνθρώπινος ψυχισμός άναπτύχθηκε κατά τή μακρά περίο-δο τής άνθρωπογένεσης καί τής κοινωνικής ζωής : άπό τούς τρο-πισμούς τών μονοκύτταρων όργανισμών, τή φυσική « άντανάκλα-ση » τών ζώων, τή ζωική νοημοσύνη μέχρι τήν έννοιακή σκέψη καί τό σύνολο τής συναισθηματικής ζωής, τίς συγκινήσεις, τά αισθή-ματα καί τίς δυνατότητες τής φαντασίας, είναι δυνατόν νά άνα-συσταθεϊ ή φυσική καί κοινωνική ιστορία τής « ΰλης πού σκέ-φτεται ». '

Θά έπιχειρήσουμε τώρα μιά περισσότερο ειδική άνάλυση ορι-σμένων όψεων τής συναισθηματικής καί τής γνωστικής ζωής τοΰ άνθρώπου.

Ά ς δεχτούμε λοιπόν, όπως σημειώνει ό Ζαζό, τή βιολογική προέλευση τοΰ ψυχισμοΰ, χωρίς νά παραλείψουμε τίποτε άπό τήν πρωτοτυπία του. Νά έξηγήσουμε αύτή τήν πρωτότυπη πραγμα-τικότητα, χωρίς νά πτωχύνουμε τήν ίδιαιτερότητά της. Δέν είναι

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 340

λοιπόν τυχαίο δτι ό Βυγκότσκι ήταν έναντίον της « ψυχολογίας τοϋ βάθους » τοϋ Φρόυντ, ό όποιος είχε υπερτονίσει τή βιολογική φύση τοϋ άνθρώπου. Αύτός, άντίθετα, είχε προτείνει μιά ψυχολο-γία μέ άφετηρία τήν κοινωνικά οργανωμένη έμπειρία, ή όποία κα-θορίζει τή δομή της συνειδητής δραστηριότητας τοϋ άνθρώπου.8

Στήν ψυχολογία τοΰ άνθρώπου, κατά τόν Βαλλόν, υπάρχει επαλ-ληλία τοΰ κοινωνικοΰ καί τοΰ φυσικοΰ περιβάλλοντος. Ή πολυ-πλοκότητα τών ψυχικών έκδηλώσεων συνεπάγεται τήν άνάγκη νά άναζητήσουμε στά ζωικά είδη τΙς άπλούστερες μορφές συμπερι-φοράς. Ό Λεόντιεφ διέκρινε ένα πρώτο στάδιο τής ανάπτυξης τοΰ ψυχισμοΰ, τό στάδιο τοΰ στοιχειώδους ψυχισμοΰ καί ένα δεύτερο, τοΰ άντιληπτικοΰ ψυχισμοΰ, ό όποιος άντανακλά τήν πραγματι-κότητα μέ τή μορφή άντανάκλασης πραγμάτων. Ό ψυχισμός της πλειονότητας τών θηλαστικών παραμένει στό στάδιο τοΰ άντιλη-πτικοΰ ψυχισμοΰ. Τά περισσότερο όργανωμένα άνέρχονται σέ έναν άνώτερο βαθμό άνάπτυξης. Ό άνώτερος βαθμός καλείται κοινώς στάδιο τής νοημοσύνης. Φυσικά, γράφει ό Λεόντιεφ, ή νοημοσύνη τών ζώων είναι έντελώς διαφορετική άπό τή νόηση τοΰ άνθρώπου. Τό στάδιο τής νοημοσύνης χαρακτηρίζεται άπό μιά εξαιρετικά πολύπλοκη δραστηριότητα καί άπό πολύπλοκες μορ-φές άντανάκλασης τής πραγματικότητας.

Θά συνεχίσουμε κάνοντας μιά περίληψη τής άποψης τοΰ Λεόν-τιεφ. Ή ζωική νοημοσύνη έχει ώς άνατομοφυσιολογική βάση τόν έγκεφαλικό φλοιό. Ή μελέτη τής νοημοσύνης τών άνώτερων πι-θήκων άποδεικνύει δτι ή άνθρώπινη διάνοια προετοιμάστηκε στόν κόσμο τών ζώων. Κατά συνέπεια δέν υπάρχει « άδιάβατο ρήγμα άνάμεσα στόν άνθρωπο καί στούς ζωικούς προγόνους του». Ή πνευματική συμπεριφορά τών άνώτερων θηλαστικών, ή όποία έφτασε σέ μιά έντελώς ειδική άνάπτυξη στούς άνθρωποειδεΐς πι-θήκους « άντιπροσωπεύει τό άνώτερο δριο ψυχικής άνάπτυξης πέ-ρα άπό τό όποιο άρχίζει ή Ιστορία ένός διαφορετικού ψυχισμού, ένός θεμελιακά νέου τύπου, ό όποιος είναι άποκλειστικότητα τοΰ άνθρώπου : ή άνθρώπινη συνείδηση ».

Τό ζώο, έγραφε ό Λεόντιεφ, δέν έκδηλώνει νέες άνάγκες. *Αν

342 ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

άπαντα στά έξαρτημένα σήματα, είναι έπειδή τό σήμα έπιδρά σάν Ινα μή έξαρτημένο έρέθισμα. "Ετσι, ή δραστηριότητα τών ζώων παραμένει πάντοτε στά όρια τών βιολογικών τους σχέσεων, οί όποιες άπό τή φύση τους είναι ένστικτώδεις. Μιά άλλη διάκριση τοΰ ψυχισμοΰ τών ζώων σέ σχέση μέ τήν άνθρώπινη συνείδηση είναι ότι οί σχέσεις ένός ζώου μέ τά όμοιά του είναι θεμελιακά ταυτόσημες μέ τίς σχέσεις πού έχει μέ τά έξωτερικά άντικείμέ-να. Παραμένουν στή σφαίρα τών βιολογικών-ένστικτωδών σχέ-σεων. « Στόν ζωικό κόσμο, οί γενικοί νόμοι οί όποιοι διέπουν τούς νόμους τής ψυχικής άνάπτυξης είναι οί νόμοι τής βιολογικής έξέ-λιξης. Όταν φτάνουμε στόν άνθρωπο, ό ψυχισμός υπόκειται στους νόμους τής κοινωνικοϊστορικής άνάπτυξης ».

Ή έξέλιξη, κατά τόν Λεόντιεφ, συνεπάγεται μιά τροποποίηση τών ποιοτικών ιδιομορφιών τοΰ άνθρώπινου ψυχισμού. Οί διάφο-ρες ψυχικές διεργασίες τροποποιούνται πράγματι στήν πορεία τής ιστορικής άνάπτυξης. 'Αλλά, άπό ψυχολογική άποψη, ή άνάπτυξη τής συνείδησης δέν περιορίζεται στήν άνάπτυξη τής νόησης.9

Πρέπει τώρα νά συζητήσουμε περισσότερο συγκεκριμένα μιά άπό τΙς σπουδαίες λειτουργίες τού άνθρώπινου ψυχισμοΰ : τή συγ-κίνηση. Διαμέσου τής συγκίνησης άποκαθίστανται οί πρώτες σχέ-σεις μέ τόν άλλο. Ή συγκινησιακή ζωή, κατά τόν Βαλλόν, είναι τό πρώτο πεδίο τών άτομικών σχέσεων τής συνείδησης. « Μέ τή συγ-κίνηση», έγραφε ό Βαλλόν, «γεννιέται μιά δραστηριότητα ή όποία δέν είναι πλέον ή άμεση άπάντηση τοΰ όργανισμοΰ στους έρεθισμούς τοΰ περιβάλλοντος, άλλά μιά πλαστική μορφοποίηση τοΰ ψυχοσωματικού μηχανισμού μέ τήν εύκαιρία έξωτερικών κα-ταστάσεων. Ή συγκίνηση βρίσκεται στήν άφετηρία τής παρα-στατικής δραστηριότητας, ή όποία δέν θά πρέπει νά συγχέεται μέ τήν άπλή δραστηριότητα τών αισθητηρίων ».10

Δέν είναι δυνατόν νά χωρίσουμε τό συγκινησιακό στοιχείο άπό τό γνωστικό. Εντούτοις : « Οί συγκινήσεις, συστήματα έκφρασης, άπέχουν άκόμα πολύ άπό τό νά είναι μιά γλώσσα. Παρασύρουν κατά τήν έκφρασή τους τήν ολοκληρωτική συμμετοχή τοΰ άτόμου, χωρίς νά άφήνουν ούτε αίσθημα ούτε σκέψη πού θά παρέμεναν ξέ-

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 3 4 3

νες. Άντίθετα, τίς απορροφούν καί τίς συγκεντρώνουν στό συμφέ-ρον της στιγμής. Οί συγκινήσεις καταργούν βαθμιαία οτιδήποτε μπορούν νά ένσωματώσουν καί καταλήγουν ακόμα νά περιορι-στούν, σέ ορισμένες καταστάσεις παροξυσμού, στήν άπλή συνει-δητοποίηση τής όργανικής ταραχής τους. Έτσι δέν έχουν κάτι άπό ένα συμβολικό σύστημα ή μιά συμβολική δραστηριότητα. Περιο-ρίζουν καί φτάνουν άκόμα νά πνίξουν τό παιχνίδι τών παραστά-σεων, άντί νά τίς έπικαλοϋνται καί νά τΙς συνδυάζουν ». Ή συγ-κίνηση δέν είναι μηχανική άντίδραση, άποτέλεσμα μιάς γραμ-μικής σχέσης αιτίας καί άποτελέσματος. Πάντα κατά τόν Βαλλόν, καί ή έλάχιστη ψυχική δραστηριότητα άναφέρεται συνήθως σέ ένα σύνολο συνθηκών, όπου ή σημασία τής καθεμιάς έξαρτάται άπ' όλες τίς άλλες.11Ό Βαλλόν έγραφε τό 1936 ότι στή συνείδηση άνή-κει ό ρόλος νά ένώνει τά άτομα μεταξύ τους, μέ τΙς πιό όργανικές καί έσωτερικές σχέσεις.

Καί στήν περίπτωση τής συγκίνησης ύπάρχει μιά διαδικασία περάσματος άπό τό βιολογικό στό κοινωνικό, άπό τό βιολογικό στό ψυχικό. Στίς πρώτες έβδομάδες τής ζωής δέν υπάρχει ούσια-στικά συγκίνηση. «Σ'αύτό τό στοιχειώδες στάδιο», έγραφε ό Ζαζό, « δέν ύπάρχει πρόβλημα νά διακρίνουμε, στό σπασμό, άνά-μεσα στό σήμα καί τήν αιτία. Ακριβέστερα, άνάμεσα στήν κίνη-ση καί τήν αίσθαντικότητα. Πέρα άπό αύτή τήν πρωταρχική μή διαφοροποίηση, περίοδο καθαρής παρόρμησης, ή κραυγή διαφο-ροποιείται μέ τήν ώρίμανση ώς μέσον έκφρασης καί γίνεται, μέ καί χάρη στίς σχέσεις μέ τό περιβάλλον, μέσον έπικοινωνίας ».12

Έτσι, μέ τόν καιρό, ή φυσιολογική άντίδραση μεταμορφώνε-ται σέ ψυχικό φαινόμενο. Αύτή ή μεταμόρφωση τού όργανικοϋ σέ ψυχικό πραγματοποιείται χάρη στό κοινωνικό άποτύπωμα, στή διπλή φύση τής συγκίνησης καί όταν, οί συνθήκες τής ώρίμανσης, τήν καθιστούν έφικτή. Άκόμα περισσότερο : Ή συγκίνηση, κατά τόν Βαλλόν, χρησίμευσε γιά τή μετάβαση άπό τόν καθαρό αύτο-ματισμό ό όποιος παραμένει έξαρτημένος άπό τίς διαδοχικές προ-τροπές τοΰ περιβάλλοντος καί τήν πνευματική ζωή, ή όποία μέ παραστάσεις καί σύμβολα μπορεί νά δώσει στή δράση άλλα κίνη-

3 4 4 ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

τρα καί άλλα μέσα άπό έκεϊνα της παρούσας στιγμής καί τής συγ-κεκριμένης πραγματικότητας.13

Επομένως: Άπό τήν αίσθησιοκινητική δραστηριότητα, στήν αίσθηση, στήν άντίληψη, στήν παράσταση καί στήν έννοιακή σκέ-ψη. Άπό τήν άπλή παρόρμηση στή συγκίνηση καί στήν πνευμα-τική ζωή. Τό « πνεύμα » άναδύθηκε στό έσωτερικό τής κοινωνίας καί χάρη στήν κοινωνική ζωή, προϊόν μιάς έξέλιξης βιολογικής στήν άρχή καί κοινωνικής στή συνέχεια. Ή γενετική προοπτική είναι ή μόνη ή όποία μπορεί νά μάς έπιτρέψει νά άντιληφθοΰμε πώς τό όργανικό γίνεται ψυχικό. Πού είναι λοιπόν τό θαύμα; Καί πού ή άυλη καί άθάνατη ψυχή ;

Συνεπώς : Τά ψυχικά φαινόμενα έχουν έναν ύλικό φορέα, ένώ ταυτόχρονα είναι έκδηλώσεις ένός δντος γενετικά κοινωνικού. Ό χυδαίος άναγωγισμός δέν μπορεί νά συλλάβει παρά μόνο τό βιο-λογικό. Ό ιδεαλισμός χωρίζει τό βιολ<Τγικό άπό τό ψυχικό. Όμως οί δύο « στιγμές » είναι άλληλένδετες σ'ολόκληρη τήν πορεία τής άνθρωπογένεσης καί τής νοογένεσης. Δέν υπάρχει παγκόσμιο « πνεύ-μα » άποσπασμένο άπό τόν συγκεκριμένο άνθρωπο. Τό άτομο είναι αύτό πού σκέπτεται, πού υποφέρει, πού έλπίζει. Τό άτομο, ώς « πρόσωπο » είναι προϊόν τής κοινωνίας καί ταυτόχρονα ένεργό στοιχείο τοΰ κοινωνικού γίγνεσθαι. Παρά ταύτα ή άστική άντί-ληψη θεωρεί τήν κοινωνία σύνολο άτόμων μέ συνέπεια νά άδυνα-τεΐ νά κατανοήσει, παρά τόν μεγάλο άριθμό κοινωνιολογικών θεω-ριών, τή « φύση » τοΰ άνθρώπου καί νά έξηγήσει τόν ψυχισμό του, καθώς καί τή δημιουργία ιδεολογιών ώς φανταστικών άντι-λήψεων τών σχέσεων τοΰ άνθρώπου μέ τίς συνθήκες τής ύπαρξής του. Αύτό πού περιπλέκει τό πρόβλημα τής οριοθέτησης ψυχής -ιδεολογίας, γράφει ό Βολοσίνοφ, είναι ή έννοια τής άτομικότη-τας. Συχνά τό κοινωνικό θεωρείται σέ δυαδική άντίθεση μέ τό άτομικό. "Ετσι, θεωρείται δτι ή ψυχή είναι άτομική, ένώ ή ιδεο-λογία είναι κοινωνική. Τέτοιες άντιλήψεις, γράφει ό Βολοσίνοφ, είναι θεμελιακά λανθασμένες. Τό άτομο δέν θεωρείται πρόσωπο, άλλά φυσικό, βιολογικό δν.14

Άλλά τό άτομο γίνεται πρόσωπο στό έσωτερικό τής κοινωνίας

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 3 4 5

καί είναι πεδίο διαφορετικών καί άντίθετων δυναμικοτήτων. Κα-τά τόν Λ. Σέβ, οί βιογραφικές κατηγορίες είναι ιστορικές, καί δέν έξαιροϋνται οΰτε αύτές πού βασίζονται στό φυσικό γεγονός τής άτομικότητας. Οί θεμελιώδεις έσωτερικές σχέσεις τοΰ άτόμου, κατά τόν Σέβ, δέν βρίσκονται στό ξεχωριστό άτομο, άλλά, παρα-δόξως, έξω άπ'αύτό, στόν κόσμο τής κοινωνίας. Ή έξωτερική βάση τής προσωπικότητας, ό κόσμος τής κοινωνίας, είναι κάτι άπειρα περισσότερο άπό τό « περιβάλλον ». Ό κόσμος τής κοινω-νίας άντιπροσωπεύει γιά τό άτομο τήν « έκκεντρη ούσία » του ( essence excentrée ), τό άντικειμενικό δυναμικό του, μέ άφετηρία τό όποιο άνθρωποποιεΐται έσωτερικεύοντάς το. Ή μελέτη τής προσωπικότητας άρχίζει άπό τή μελέτη « τοΰ συνόλου τών κοι-νωνικών σχέσεων ».13

Συμπερασματικά: Επιχείρησα νά άνιχνεύσω τίς διαφορές, καί ταυτόχρονα τις έσωτερικές σχέσεις τής ψυχής, τοΰ πνεύμα-τος, τής συνείδησης, τοΰ ψυχισμού καί τής νόησης. Ή γένεση τής ψυχής καί τοΰ πνεύματος μπορεί νά έξηγηθεΐ χωρίς νά καταφύγει κανείς στόν Θεό, ώς « προϊόν » πρώτα τής βιολογικής καί στή συν-έχεια τής κοινωνικής έξέλιξης. Ή άνάδυση τού πνεύματος προε-τοιμάστηκε κατά τήν έξέλιξη τοΰ ζωικού κόσμου καί στή συνέ-χεια της κοινωνίας. Τό πνεύμα, πού δέν είναι « οντότητα ». Είναι προϊόν καί ταυτόχρονα παράγων τής κοινωνικής ζωής.

Ό άνθρωπος ξεπέρασε τήν καθαρά ζωώδη κατάσταση ( ani-malité). Βιολογικό καί ταυτόχρονα κοινωνικό 0ν, συνιστά πεδίο άντίθετων δυναμικοτήτων. Στίς ταξικές άνταγωνιστικές κοινω-νίες πραγματώνονται κυρίως οί άρνητικές δυναμικότητες : έγωι-σμός, άπληστία γιά χρήμα, ματαιοδοξία, σκληρότητα κλπ. Ή 'Ιστορία είναι ή ιστορία τής πάλης τών τάξεων, σύμφωνα μέ τή γνωστή ρήση τοΰ Μάρξ. Πρόκειται γιά τήν τραγική όψη τής 'Ι-στορίας. Ταυτόχρονα ύπάρχει καί ή άντίθετη : έπιστήμη, τέχνη, άλτρουισμός, άγώνες γιά τή χειραφέτηση τής άνθρωπότητας άπό τή βαρβαρότητα, καί προπαντός άπό τή « μεταμοντέρνα ».16 'Αλλά τό πρόβλημα αύτό βρίσκεται έξω άπό τά όρια αύτοΰ τοΰ βιβλίου.

346 ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

2. Για τήν ύπαρξη έμφυτων ιδεών

Έπιχείρησα ώς Ιδώ νά δείξω δτι ή υλιστική θέση για τόν άνθρωπο μπορεί νά θεμελιωθεί στίς έπιστήμες. "Οτι δέν είναι άνάγκη νά έπικαλεστοϋμε τόν Θεό, γιά νά έξηγήσουμε τό φαινόμενο της γνώσης καί τό σύνολο τοΰ ψυχισμοΰ τοΰ άνθρώπου. Τό πνεΰμα, είδικά, είναι δυνατότητα τής ύλης, ή όποία πραγματώθηκε στήν πορεία της 'Ιστορίας: τής βιολογικής άρχικά καί τής κοινωνικής στή συνέχεια. Κατά συνέπεια, σύμφωνα μέ τήν υλιστική άντίλη-ψη γιά τόν άνθρωπο, στον έγκέφαλό μας δ& υπάρχουν ϊμφυτες Ιδέες. Εντούτοις οί συζητήσεις γιά τήν ύπαρξη τέτοιων ιδεών, οί όποιες ξεκίνησαν άπό τήν έποχή τοΰ Πλάτωνα, συνεχίζονται, πα-ρά τή συνεισφορά γιά τό άντίθετο άπό τΙς έπιστήμες τοΰ άνθρώ-που. Τά σχετικά έπιχειρήματα δέν είναι, γενικά, σαφή. Εντούτοις προϋποθέτουν ή τόν Δημιουργό τοΰ Πλάτωνα, ή τόν Θεό τών χρι-στιανών.

Ά ς δούμε λοιπόν τό πρόβλημα. Ό κόσμος τών ιδεών άποτελεΐ, κατά τόν Πλάτωνα, Ιναν « ξε-

χωριστό » κόσμο, τόν κόσμο τών αύθεντικών δντων. Οί ίδέες εί-ναι τά άρχέτυπα τών πραγμάτων, καί ή αυθεντική γνώση είναι ή γνώση τών 'Ιδεών. "Έτσι, άντικειμενικός στόχος της ψυχής είναι ή πρόσβαση σ' αύτόν τόν κόσμο. Μέ ποιόν τρόπο ; Ή ψυχή, καί κα-τά τόν Πλάτωνα, είναι άυλη καί άθάνατη καί μετείχε στόν κόσμο τών 'Ιδεών πρίν άπό τή φυλάκισή της στό φθαρτό σώμα. Έτσι, μέ Ινα είδος Ανάμνησης μπορεί νά έπικοινωνήσει μ'αύτό πού γνώρι-ζε πρίν έγκαταλείψει τόν κόσμο τοΰ Αιώνιου.

Υπάρχει λοιπόν Ινα είδος έμφυτων ιδεών, έστω καί σέ λανθά-νουσα μορφή, οί όποιες δμως είναι δυνατόν νά « ξυπνήσουν » : νά έπανέλθουν στό πεδίο τής συνείδησης. Έτσι ό Σωκράτης, στό διάλογο Μένων, ισχυρίζεται δτι ένας μορφωμένος δούλος είναι ικανός νά μάθει καί νά άνακαλύψει τΙς άρχές τής Γεωμετρίας, έάν τοΰ τεθοΰν μιά σειρά έρωτήματα. Πώς μπορεί νά έξηγηθεΐ αύτή ή δυνατότητα ; "Οπως σημειώσαμε, ή γνώση είναι άνάμνηση καί « ξύπνησε » στό πνεύμα τού δούλου χάρη στίς έρωτήσεις πού τοΰ

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 3 4 7

έθεσε ό Σωκράτης. Κατά τόν Πλάτωνα, π.χ., ή ιδέα τοϋ τριγώ-νου είναι άνάμνηση τοϋ ΐδεατοΰ τριγώνου. Στήν ψυχή συνεπώς υπάρχει ή ιδέα τοΰ τριγώνου, τής οποίας άτελή άντίγραφα είναι τά πραγματικά τρίγωνα.

Θά μπορούσαμε ωστόσο νά ποΰμε ότι άληθινό είναι τό άντίθε-το : Τό τέλειο, Ιδεώδες τρίγωνο άποτελεΐ άφαίρεση άπό τά πραγμα-τικά καί άτελή τρίγωνα τών τεχνητών καί τών γεωμετρών. Έπί-σης, ή Ιδέα τοΰ συνόλου τών άκεραίων άριθμών είναι γενίκευση, μέ άφετηρία τά σύνολα ύλικών άντικειμένων. Άκόμα καί οί πιό άφηρημένες έννοιες τών Μαθηματικών είναι προϊόντα άφαίρεσης καί γενίκευσης σχέσεων πού ύπάρχουν στήν πραγματικότητα ( π.χ., οί Ιννοιες τής τοπολογίας ). Ά ν ύπάρχει μιά άντιστοιχία άνάμεσα στόν κόσμο τών Μαθηματικών καί στόν κόσμο τών πραγματικών άντικειμένων καί τών σχέσεών τους, ή άντιστοιχία αύτή δέν προ-ϋποθέτει τήν ύπαρξη έμφυτων ιδεών, πρίν άπό τήν έμπειρία τών αισθητηρίων. Άλλά φυσικά, πρέπει νά προσθέσουμε ότι ό μαθη-ματικός μπορεί νά δημιουργήσει έννοιες καί σχέσεις, άξιωματικά συστήματα, χωρίς αύτά νά άντιστοιχοΰν ύποχρεωτικά σέ άντικεί-μενα τοΰ έξωτερικοΰ κόσμου.

Άλλά άς επανέλθουμε στους φιλόσοφους. Ή άπάντηση είναι σαφής ώς πρός τόν ιδεαλισμό τοΰ Πλάτωνα. Τό ίδιο δέν ισχύει γιά τούς στοχαστές τοΰ 17ου καί τοΰ 18ου αιώνα. Ά ς πάρουμε τήν πε-ρίπτωση τοΰ Καρτέσιου, πατέρα, όπως λέγεται, τοΰ νεότερου « δρ-θολογισμοΰ ». « Σκέφτομαι, άρα ύπάρχω ». Ή νόηση, θεμέλιο τοΰ Εϊναι. Σκέφτομαι, άρα ύπάρχω, γράφει ό Καρτέσιος, εϊναι ή πρώ-τη καί πιό βέβαιη πρόταση ή όποία παρουσιάζεται σ'αύτόν πού αναπτύσσει τΙς σκέψεις του μέ τάξη.

Μποροΰμε, ύποστήριζε ό Καρτέσιος, νά θεωρήσουμε τή νόηση καί τήν έκταση σάν τά κύρια πράγματα τά όποια συνιστοΰν τή φύ-ση τής νοητής καί τής σωματικής ούσίας. "Ομως ή άμφιβολία πα-ραμένει, έπειδή « θά μπορούσε νά υπάρξει κάποιο κακεντρεχές πνεΰμα πού θά χρησιμοποιούσε όλη του τήν τέχνη γιά νά μέ έξα-πατήσει ». Πώς νά ξαναβρούμε λοιπόν τή βεβαιότητα ; Ό Θεός εί-ναι πάντα ένα καταφύγιο : « Ό Θεός δέν μάς έξαπατά, έπειδή

348 ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

αύτό είναι άντίθετο μέ τή φύση του ». Έτσι μποροΰμε νά συμπε-ράνουμε βτι ύπάρχει μια έκτατή ούσία, αύτό πού όνομάζουν σώμα ή σωματική ούσία, καί δτι υπάρχουν έπιπλέον άπό τά έκτατά πράγματα ( τά res extensa ) καί τά νοητά ( τά res cogitans ). Συν-επώς : Ή « ύλη » καί τό « πνεύμα ». Ταυτίζοντας τήν « ύλη » μέ τήν έκταση, ό Καρτέσιος τήν άφυλοποιεΐ, έστω καί άν ισχυρίζε-ται τό άντίθετο. 'Αλλά αύτό δέν είναι τό θέμα μας.

Ποιές είναι λοιπόν οί σχέσεις άνάμεσα στό σώμα καί τήν ψυ-χή, σύμφωνα μέ τόν καρτεσιανό δυϊσμό ; Ό Καρτέσιος υποστήρι-ζε δτι ό Θεός δημιούργησε μιά λογική ψυχή καί τή συνέδεσε μέ τό σώμα. Ή λογική ψυχή δέν είναι δυνατόν νά έλκεται άπό τή δύνα-μη της ύλης. Όφείλει νά έχει ρητά δημιουργηθεί καί νά ένωθεϊ μέ τό σώμα. Μέ ποιόν τρόπο ; Ή άπάντηση είναι άπλή : Ή ψυχή εισ-άγεται στό σώμα άπό τό κωνάριο, καί έγκαταλείπει τό σώμα μέ τό θάνατο, περνώντας ( προφανώς ) άπό τήν ίδια όδό.

Φιλοσοφική όπισθοδρόμηση στήν αύγή τών φυσικών έπιστη-μών. 'Απλοϊκή μηχανιστική φιλοσοφία στήν έποχή της δημιουρ-γίας της Μηχανικής, τήν όποία έξάλλου ματαίως έπιχείρησε νά διατυπώσει ό ίδιος ό Καρτέσιος. Επιστρέφουμε στό θέμα μας: Παρά τόν δυϊσμό του, ό Καρτέσιος γράφει : « 'Οτιδήποτε έμαθα, τό έμαθα άπό τΙς αισθήσεις ή διαμέσου τών αισθήσεων ». Ό Καρ-τέσιος, πρόδρομος τοΰ John Locke ( 1632-1704 ) ; 'Αληθινό είναι τό άντίθετο. Σέ μιά έπιστολή του στήν πριγκίπισσα Ελισάβετ ( 17.6. 1643 ) ό Καρτέσιος έγραφε δτι υπάρχουν σέ μάς ορισμένες πρω-ταρχικές έννοιες, καί δτι διατυπώνουμε δλη τή γνώση μας σύμ-φωνα μέ τό πρότυπο αύτών τών έννοιών. Πρόκειται γιά έννοιες έμφυτες, μέ τήν αύστηρή σημασία τοΰ δρου ; *Ας πάρουμε τό πα-ράδειγμα τοΰ τριγώνου. Ό Καρτέσιος υποστήριζε δτι « ή πραγ-ματική ιδέα τοΰ τριγώνου ύπήρχε ήδη σέ μάς ». Έπίσης : « Δέν μποροΰμε ποτέ νά γνωρίσουμε τό γεωμετρικό τρίγωνο άπό αύτό πού σχεδιάσαμε στό χαρτί, άν τό πνεύμα μας δέν κατείχε τήν ι-δέα ». Έπίσης : « Δέν άρνοΰμαι δτι ή δυνάμει ύπαρξη θά ήταν μιά perfection στήν ιδέα τοΰ τριγώνου, δπως καί ή άναγκαία ύπαρξη είναι μιά perfection στήν ιδέα τοΰ Θεοΰ ».

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 3 4 9

Φαίνεται λοιπόν δτι ό Καρτέσιος δεχόταν τήν ύπαρξη έμφυτων ιδεών μέ τήν αύστηρή έννοια του όρου: Κάθε ιδέα τής όποίας έχουμε μιά σαφή καί διακριτή άντίληψη είναι έμφυτη. Ή γνώση τών σωμάτων καί τής ψυχής είναι συνεπώς έμφυτη. Κάθε σαφής καί διακριτή γνώση είναι a priori μέσα στό πνεύμα. 'Αλλά οί ιδέ-ες είναι ένεργεία ή δυνάμει ; Τό πνεύμα ένός μικροϋ παιδιοΰ δέν στοχάζεται γιά τά πράγματα μέσα στήν κοιλιά τής μητέρας του. Τό παιδί έχει δυνάμει ιδέες. Έχει τή δυνατότητα νά γνωρίσει. Μποροΰμε συνεπώς νά δεχτοΰμε ότι οί ιδέες καί οί άλήθειες είναι τάσεις ( dispositions ), δυνατότητες ;

Μιά σαφής άπάντηση δέν είναι εΰκολη. Ά ς άκούσουμε λοιπόν σέ σχέση μ'αύτό, δυό σύγχρονους, γνωστούς στοχαστές. Ό Τσόμ-σκυ, π.χ., υποστηρίζει ότι κατά τόν Καρτέσιο οί έμφυτες ιδέες δέν είναι πραγματική γνώση. "Οτι έχουμε τή δυνατότητα τοΰ γιγνώ-σκειν. "Οτι τό παιδί έχει τις ιδέες του ώς δυνατότητες. Καί ό Nelson Goodman ( 1906-1998 ), έπίσης, δέχεται ότι τό έμφυτο δέν είναι οί έννοιες, οί τύποι ή οί εικόνες, άλλά « μάλλον κλίσεις, δια-θέσεις, συνήθειες ή φυσικές δυνατότητες ». ''

Ά ς άφήσουμε τό έρώτημα άνοικτό. Μετά τόν Καρτέσιο ό Gott-fried Leibniz ( 1646-1716 ) έθεσε έκ νέου τό πρόβλημα. Ό Λάιμπ-νιτς ήταν άντίπαλος τοΰ έμπειρισμοΰ καί ειδικότερα τού Λόκ. Τά Νέα Δοκίμια είναι ένας διάλογος άνάμεσα στόν Φιλαλήθη, ό όποιος άντιπροσωπεύει τίς ιδέες τοΰ Λόκ, καί τόν Θεόφιλο, ό όποιος άντιπροσωπεύει τίς δικές του ίδέες. Ό Λόκ, γράφει ό Λάιμπνιτς, θέλει νά έξηγήσει μέ τις αισθητηριακές άντιλήψεις « τή θαυμάσια προκαθορισμένη άρμονία τής ψυχής καί τοΰ σώματος, άκόμα καί όλες τίς Μονάδες, ή άπλές ούσίες ». Ό ριζικός ιδεαλισμός τοΰ Λάιμπνιτς άπορρίπτει τήν ύπόθεση τών άτόμων καί τήν ΰπαρξη τοΰ κενοΰ. "Εγραφε λοιπόν, σχετικά μέ τόν Λόκ : « Αύτός ό συγ-γραφέας βρίσκεται άρκετά μέσα στό σύστημα τοΰ P. Gassendi, τό όποιο είναι, στό βάθος, τό σύστημα τοΰ Δημόκριτου. Είναι υπέρ τοΰ κενοΰ καί τών άτόμων ».

Σχετικά μέ τήν ΰπαρξη έμφυτων ιδεών, ό Λάιμπνιτς έγραφε : « Είμαι υπέρ τής έμφυτης ιδέας τοΰ Θεοΰ πού υποστήριξε ό κ.

3 5 0 ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

Descartes, κατά συνέπεια, καί ύπέρ άλλων έμφυτων ιδεών πού δέν προέρχονται άπό τΙς αισθήσεις. Υπάρχουν ιδέες καί άρχές πού δέν προέρχονται διόλου άπό τά αισθητήρια όργανα καί πού τίς βρί-σκουμε σέ μάς χωρίς νά τίς σχηματίσουμε, άν καί οί αισθήσεις μάς δίδουν τήν εύκαιρία νά τΙς άντιλαμβανόμαστε. Ή ιδέα τοΰ Θεοΰ καί οί αιώνιοι νόμοι τοΰ Θεοΰ είναι χαραγμένοι στό βάθος τής ψυχής ». Υπάρχουν καθαρές ιδέες, άντίθετα μέ τά φαντάσματα τών αισθήσεων. 'Ολόκληρη ή αριθμητική καί ολόκληρη ή γεωμετρία είναι έμφυτες. Εντούτοις : « Είναι σέ μάς δυνάμει, έτσι ώστε μπο-ροΰμε νά τίς βρούμε έκεϊ, θεωρώντας προσεκτικά καί διευθετών-τας αύτό πού υπάρχει ήδη στό πνεύμα, χωρίς νά χρησιμοποιούμε οποιαδήποτε άλήθεια προερχόμενη άπό τήν έμπειρία, ή άπό τήν παράδοση, 6πως άπέδειξε ό Πλάτων ».

*Ας δεχτούμε λοιπόν δτι οί έμφυτες ιδέες είναι « διαθέσεις, κλί-σεις », μιά « préformation » ή όποία καθορίζει τήν ψυχή μας καί πού κάνει ώστε νά μποροΰν νά προέλθουν άπ' αύτήν. Όμως ό Φι-λαλήθης θέτει στόν Θεόφιλο τό έρώτημα : *Αν υπάρχουν έμφυτες άλήθειες, δέν θά πρέπει νά υπάρχουν καί έμφυτες σκέψεις ; Καί ό Θεόφιλος : «Όχι , καθόλου, έπειδή οί σκέψεις είναι δράσεις, καί οί γνώσεις, ή άλήθειες, έφόσον ύπάρχουν σέ μάς άκόμα καί δταν δέν σκεφτόμαστε διόλου, είναι συνήθειες ή διαθέσεις ».

Ό Πλάτων έξήγησε ( τρόπος τοΰ λέγειν ) τή δυνατότητα τής ψυχής νά γνωρίζει τά ίδια τά πράγματα. Ό Καρτέσιος καί ό Λάιμπ-νιτς, άντίθετα, δέν έξήγησαν τήν ύπαρξη έμφυτων ιδεών, δπως καί τή φύση τους : δυνάμει ή ένεργεία.18

*Ας δεχτοΰμε δτι οί έμφυτες ιδέες δέν είναι ένεργεία, άλλά δτι είναι διαθέσεις, κλίσεις κλπ. Πώς θά έξηγούσαμε λοιπόν αύτή τήν ικανότητα τής « ψυχής » ; Μέ ποιόν τρόπο οί ιδέες είναι χαραγμέ-νες στήν ψυχή ; Γιά τόν Καρτέσιο καί τόν Λάιμπνιτς δέν ύπάρχει άλλη έρμηνεία άπό τόν Θεό, ό όποιος δημιούργησε τή φύση, τόν άνθρωπο καί τήν ψυχή του. « Εξηγούμε » λοιπόν μιά υπόθεση, μέ αύτό πού είναι κατεξοχήν άνεξήγητο. "Ετσι παραμένουμε πάντο-τε στό πεδίο τής θεολογικής σκέψης. Άλλά ή πρόταση δτι οί έμ-φυτες ιδέες είναι χαραγμένες στήν ψυχή μας δέν άποτελεΐ έπιχεί-

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 350

ρημα υπέρ της ύπαρξης τοϋ Θεοΰ. Ή « τιμή άλήθειας » αύτής τής πρότασης είναι μηδενική, έπειδή συνάγεται άπό Ινα αίτημα με-ταφυσικό, καί κατά συνέπεια μή άποδείξιμο. Ή πρόταση ότι ύπάρχουν έμφυτες ιδέες προϋποθέτει τήν ΰπαρξη τοΰ Θεοΰ. Θά άποτελοΰσε, μέ τή σειρά της, μιά άπόδειξη ή έστω ένα έπιχείρη-μα υπέρ τής ΰπαρξης τοΰ Θεοΰ. Φαΰλος κύκλος.

Ά ς δοΰμε τώρα τήν περίπτωση τοΰ Κάντ. Ή πρώτη φράση τής Εισαγωγής στή δεύτερη έκδοση τής Κριτικής τον καθαρού λόγον είναι ή άκόλουθη: «Ότι κάθε γνώση άρχίζει μέ τήν έμπειρία, αύτό δέν έγείρει καμιά άμφιβολία [ . . . ] Χρονολογικά, καμιά γνώ-ση δέν προηγείται σέ μάς άπό τήν έμπειρία καί όλες άρχίζουν μ'αύτή». Θέση, άναμφισβήτητα ρεαλιστική. Όμως: Άν όλη ή γνώση μας άρχίζει ΜΕ τήν έμπειρία, αύτό δέν άποδεικνύει ότι όλη προέρχεται ΑΠΟ τήν έμπειρία.

Ό Κάντ ήταν « ρεαλιστής » : δεχόταν τήν ΰπαρξη τών πραγ-μάτων άνεξάρτητα άπό τό υποκείμενο. Ταυτόχρονα όμως δεχόταν ότι ύπάρχουν γνώσεις άνεξάρτητες άπό τήν έμπειρία, άκόμα καί άπό όλα τά δεδομένα τών αισθήσεων. Τέτοιες γνώσεις όνομάζον-ται a priori. Ό Κάντ τΙς διακρίνει άπό τίς έμπειρικες, οί όποιες έχουν τήν πηγή τους ο posteriori, δηλαδή στήν έμπειρία. Έκτός λοιπόν άπό τήν έμπειρική γνώση, ύπάρχουν γνώσεις α priori. « Μέ τήν έννοια α priori γνώση έννοοΰμε έφεξής όχι τίς γνώσεις πού δέν προέρχονται άπό τούτη ή έκείνη τήν έμπειρία, άλλά έκεΐνες πού είναι άπολύτως άνεξάρτητες άπό τήν έμπειρία ». Ή εποπτεία άναφέρεται στό άτομικό άντικείμενο. Ή έννοια άναφέρεται σ'αύ-τό διαμεσολαβημένη, μέσω ένός σημείου ( signe ) τό όποιο μπορεί νά είναι κοινό σέ περισσότερα πράγματα. Υπάρχουν έμπειρικές έννοιες. 'Ωστόσο οί καθαρές έννοιες τοΰ λόγου, ή υπερβατικές Ιδέ-ες, καθορίζουν, σύμφωνα μέ άρχές, τή χρήση τής νόησης στό σύν-ολο ολόκληρης τής έμπειρίας.

Οί καθαρές, α priori έννοιες δέν έχουν τίποτα τό έμπειρικό. Οί κατηγορίες είναι a priori. Είναι οί όροι γιά τή δυνατότητα τής έμπειρίας καί ισχύουν a priori γιά όλα τά άντικείμενα τής έμπει-ρίας. Είναι άντιλήψεις οί όποιες καθορίζουν τούς α priori νόμους

3 5 » ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

για τα φαινόμενα. 'Αλλά ή γνώση είναι γνώση τών φαινομένων καί όχι τών πραγμάτων καθεαυτών. Έτσι, είναι ή νόηση που έπιβάλ-λει τούς νόμους της φύσης. Οί κατηγορίες είναι a priori. Έτσι, κα-μιά έμπειρία δέν μπορεί νά έπιβάλει τήν ιδέα ότι Ινα άντικείμενο θά Ιπρεπε νά Ιχει μιά αιτία. Ό χώρος καί ό χρόνος, έξάλλου, είναι οί a priori μορφές τής έποπτείας. Οί χωρικές καί οί χρονικές σχέ-σεις έπιβάλλονται άπό τό υποκείμενο στήν αισθητηριακή άντίλη-ψη. Δέν υπάρχουν στά πράγματα.

'Από τά προηγούμενα, τίθεται τό έρώτημα : Οί κατηγορίες καί οί a priori μορφές τής έποπτείας είναι Ιμφυτες ιδέες ; Ό Κάντ απορρίπτει τήν υπόθεση ότι είναι ύποκειμενικές προδιαθέσεις τής νόησης, έμφυτευμένες στό πνεύμα μας άπό τήν πρώτη στιγμή της υπαρξής μας καί ρυθμισμένες μέ τέτοιον τρόπο άπό τόν Δημιουρ-γό ώστε ή χρήση τους νά βρίσκεται σέ τέλεια αρμονία μέ τούς νόμους τής φύσης.

'Ιδού τό έπιχείρημα τοΰ Κάντ: Υπάρχουν δύο τρόποι γιά νά έξηγήσουμε τήν άναγκαία συμφωνία τής έμπειρίας μέ τΙς Ιννοιες. Είτε ή έμπειρία βρίσκεται στήν προέλευση τών έννοιών ειτε οί έννοιες κάνουν δυνατή τήν έμπειρία. Μιά άλλη πρόταση, κατά τόν Κάντ, θά ήταν ή άκόλουθη : Οί κατηγορίες δέν είναι άρχές a priori τής γνώσης, καί δέν προκύπτουν άπό τήν έμπειρία. Είναι υποκει-μενικές διαθέσεις τής νόησης, οί όποιες φυτεύτηκαν σέ μάς κατά τήν πρώτη στιγμή τής ύπαρξής μας καί είχαν Ιτσι ρυθμιστεί άπό τόν Δημιουργό ώστε νά συμφωνούν μέ τούς νόμους τής έμπειρίας. Εντούτοις, λέγει ό Κάντ, υπάρχει μιά άποφασιστική άντίρρηση έναντίον αύτής τής πρότασης. Στήν περίπτωση αύτή θά θυσιαζό-ταν ή άντικειμενικότητα τών κατηγοριών. Ή έννοια τής αιτίας, π.χ., θά ήταν έσφαλμένη, άν θά θεμελιωνόταν σέ μιά αύθαίρετη υποκειμενική άναγκαιότητα, φυτευμένη σέ μάς. Δέν θά μπορού-σαμε σ' αύτή τήν περίπτωση νά πούμε ότι τό άποτέλεσμα συνδέε-ται μέ τήν αιτία στό άντικείμενο, δηλαδή, άναγκαία. Αύτό άκρι-βώς θέλει ό όπαδός τοΰ σκεπτικισμού.

Είναι προφανές ότι ό Κάντ δέν δεχόταν τήν ύπαρξη έμφυτων ιδεών, ούτε μέ τήν ισχυρή παραδοχή ούτε άκόμα καί ώς προδια-

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 3 5 3

θέσεις, δυναμικότητες κλπ. 'Αλλά άν οί κατηγορίες καί οί μορφές της έποπτείας δέν είναι έμφυτες ιδέες, τότε πώς θά ήταν δυνατόν νά έξηγηθεΐ ή προέλευσή τους ; Καί άν δέν μπορούμε νά γνωρί-σουμε τά πράγματα καθεαυτά, άλλά μόνο τά φαινόμενα, τότε πώς θά μπορούσε νά έξηγηθεΐ ή άντικειμενικότητα τών φυσικών έπι-στημών καί ή άποτελεσματικότητά τους ;

Ό Κάντ είχε θέσει αύτό τό έρώτημα : Ά ν οί κατηγορίες δέν προκύπτουν άπό τή φύση, τότε, πώς θά ήταν κατανοητό τό ότι ή φύση όφείλει νά ρυθμίζεται σέ συμφωνία μέ τίς κατηγορίες ; Κατά τόν Κάντ οί νόμοι δέν ένυπάρχουν στά φαινόμενα, όπως καί τά φαινόμενα δέν ένυπάρχουν στά ίδια τά πράγματα. Τά φαινόμενα είναι παραστάσεις τών πραγμάτων καθεαυτά. Πώς λοιπόν οί κα-τηγορίες μπορούν νά καθορίσουν a prion τά φαινόμενα τής φύσης χωρίς νά έχουν τήν προέλευσή τους στή φύση ; Ό Κάντ επιχείρη-σε νά άποκαταστήσει κάποια άντιστοιχία, ένα είδος μορφισμοϋ άνάμεσα στά φαινόμενα καί τή συσχέτισή τους στή διάνοια: Ό άντικειμενικός τόπος όλων τών συσχετισμών τών φαινομένων εί-ναι ή συγγένειά ( affinité ) τους. Σύμφωνα μέ τήν άρχή τής χωρίς έξαίρεση ένότητας τής άντίληψης τά φαινόμενα οφείλουν νά είναι σύμμορφα μέ τήν ένότητα τής άντίληψης. Ή ένότητα τής συνεί-δησης, κατά συνέπεια, έπιβάλλει τούς νόμους στούς οποίους οφεί-λουν νά υπακούουν τά φαινόμενα, δηλαδή στίς κατηγορίες τής νόησης, καί στίς a priori ( προεμπειρικές ) μορφές τής έποπτείας - τό χώρο καί τό χρόνο.19

Μπορούμε όμως νά ισχυριστούμε ότι, άντίθετα μέ τόν Κάντ, οί κατηγορίες δέν είναι ούτε έμφυτες οΰτε a priori : Είναι γενικεύσεις τής άνθρώπινης έμπειρίας καί δέν άφοροΰν μόνο τά φαινόμενα, έπειδή τά φαινόμενα δέν είναι μόνον επικάλυψη άλλά καί έκδή-λωση τής ούσίας. Έπίσης ότι ό χώρος καί ό χρόνος δέν είναι κα-θαρές έποπτεΐες, a priori συνθήκη τών άντικειμένων καί τών φαι-νομένων. Οί ιδιότητες τής νόησής μας νά τοποθετεί τά πράγματα στόν τρισδιάστατο χώρο καί νά τά παρακολουθεί στό χρόνο είναι δυναμικότητες διαμορφωμένες στήν πορεία τής φυλογένεσης, σέ άλληλεπίδραση μέ φωτεινά, άκουστικά, κλπ. σήματα, τά όποια

3 5 4 ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

διαδίδονται στόν προσεγγιστικά ευκλείδειο χώρο καί οί όποιες πραγματοποιήθηκαν σέ έναν προσεγγιστικά άπόλυτο χρόνο.20

Εντούτοις δέν θα έπιμείνουμε σ' αύτή τήν πλευρά της γνωσιο-θεωρίας τού Κάντ, έπειδή αύτό πού μάς ένδιαφέρει έδώ είναι τό πρόβλημα της ύπαρξης έμφυτων ιδεών, χορηγός τών όποίων θά ήταν ό Θεός. (Ό Κάντ είχε « άποδείξει » δτι δέν μποροΰμε νά άποδείξουμε τήν ύπαρξη τοΰ Θεοΰ άπό τό δρόμο της νόησης. Άλ-λά, ώς γνωστόν, ό Κάντ ήταν εύλαβής χριστιανός, καί « άπέδει-ξε » τήν ύπαρξη τοϋ Θεού άπό τό δρόμο τοϋ πρακτικού λόγου ).

Ή συζήτηση γιά τήν ύπαρξη έμφυτων ιδεών δέν έχει λήξει.*Ας πάρουμε, γιά νά συγκεκριμενοποιήσουμε, τήν περίπτωση μιάς συ-ζήτησης σχετικής μέ τό θέμα άνάμεσα στούς Νόαμ Τσόμσκυ, Νέλσον Γκούντμαν καί Hilary Putnam (γενν. 1926).

Ό Τσόμσκυ έθεσε τό έρώτημα : Ποιό είναι τό περιεχόμενο τής κλασικής θεωρίας γιά τις έμφυτες ιδέες στήν περίπτωση τοΰ Καρτέσιου καί τοΰ Λάιμπνιτς ; Τό ούσιαστ»ί0 γι'αύτόν είναι τό τί μποροΰμε νά ποΰμε σήμερα, μέ βάση τίς σημερινές γνώσεις. Ή σύγχρονη έρευνα, κατά τόν Τσόμσκυ, είναι υπέρ τής ύπαρξης ψυ-χολογικών άρχών οί όποιες a prion έχουν αύστηρή ομοιότητα μέ τήν κλασική θεωρία. 'Ωστόσο δέν είναι εύκολο, κατά τόν Τσόμσκυ, νά διατυπώσουμε μιά υπόθεση γιά τήν έμφυτη δομή πού είναι άρκετά πλούσια ώστε νά είναι άντίστοιχη μέ τήν έμπειρία. 'Ο ίδιος είναι σύμφωνος μέ τήν άποψη γιά τίς έμφυτες ιδέες ώς προ-διαθέσεις, ή ώς φυσικές δυναμικότητες. Άλλά θά έπανέλθουμε στίς άντιλήψεις τοΰ Τσόμσκυ, δπως τις έκθέτει σέ ένα άπό τά βι-βλία του. Έν πάση περιπτώσει, ή " innateness hypothesis " δέν έχει καμιά σχέση μέ τόν Θεό.

Ή παρέμβαση τοΰ Γκούντμαν έχει τή μορφή διαλόγου άνάμε-σα στόν Anticus καί τόν Jason. Κατά τόν Anticus αύτό πού άπο-καλοΰμε γλώσσα είναι ένα πολύ έπεξεργασμένο καί περίτεχνο συμβολικό σύστημα. Αύτό πού ό Anticus θεωρεί άξιοσημείωτο δέν είναι ό σταθερός χαρακτήρας τού έγκεφάλου, άλλά μάλλον ή εύλυ-γισία του, ή δυνατότητά του νά προσαρμόζεται, νά άλλάζει ό τρό-πος πού πραγματοποιεί τήν ένότητα μέσα στήν ποικιλότητα, τή

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 3 5 5

σταθερότητα μέσα στήν αστάθεια, νά έφευρίσκει μάλλον παρά νά υπακούει. Οί δύο συνομιλητές δέν καταλήγουν σέ συμφωνία. Έν πάση περιπτώσει, αύτό πού είναι γιά τόν Anticus έμφυτο δέν είναι οί Ιννοιες, οί τύποι, ή οί μορφές, άλλά μάλλον οί κλίσεις, οί δια-θέσεις, οί συνήθειες ή οί φυσικές δυναμικότητες ». 'Αλλά κατά τόν Anticus, αύτό πού υπερασπίζεται κανείς είναι μάλλον μιά τετριμ-μένη άλήθεια : ότι τό πνεύμα κατέχει κάποιες ικανότητες, τάσεις, περιορισμούς. Ό Τζών Λόκ είχε φωτίσει μέ διεισδυτικότητα αύτό τό έρώτημα.

Κατά τόν τρίτο συνομιλητή τόν Χίλαρυ Πάτναμ, ή υπόθεση γιά τήν ΰπαρξη έμφυτων ιδεών ύποστηρίζει ότι ό άνθρώπινος έγκέ-φαλος « είναι προγραμματισμένος ήδη άπό τή γέννηση, μέ ορι-σμένες ειδικές καί δομημένες όψεις τής φυσικής γλώσσας τοΰ άνθρώπου ». Μέ τήν έμπειρία, ύποστηρίζει ό Πάτναμ, δέν φτάνει κανείς νά άποκτήσει τή γενική μορφή τής γραμματικής. Ή γενική μορφή είναι έμφυτη. 'Ωστόσο ή υπόθεση τοΰ έμφυτου τοΰ φαίνε-ται ούσιαστικά καί άνεπανόρθωτα άσαφής. Σύμφωνα μέ τόν Πάτναμ είναι δύσκολο νά άποφανθεϊ κανείς ύπέρ ή κατά. Ό Πάτ-ναμ μιλάει γιά γλωσσικά καθολικά ( linguistiques universelles ) καί θέτει τό έρώτημα έάν είναι πραγματικά. Τελικά, λέγει ό Πάτ-ναμ, ό Τσόμσκυ ύποστήριξε τήν ιδέα ότι οί άνθρωποι έχουν έναν « έμφυτο έννοιακό χώρο ». " Well and good ", άν αύτή ή ιδέα είναι σωστή. Εντούτοις δέν μάς βοηθά σέ τίποτα. Ό ίδιος ό Πάτναμ είναι έναντίον : Τό θεώρημα τών πρώτων άριθμών δέν είναι έμφυ-το, κλπ. Ή έπίκληση τής " innateness " ( τοΰ ένδογενοΰς ) δέν κά-νει άλλο άπό τό νά μεταθέτει τό πρόβλημα. Δέν τό λύνει.21

Οί έργασίες τοΰ Νόαμ Τσόμσκυ γιά τή γλώσσα καί τή θεωρία τής γνώσης είναι γνωστές. Έδώ θά άναφερθώ σύντομα στις άπό-ψεις του γιά τις έμφυτες ιδέες. Ό Τσόμσκυ θέτει τό έρώτημα : Πώς αναπτύσσεται ή γνώση μέσα στόν έγκέφαλο ; Ποιοί είναι οί μηχανισμοί οί όποιοι άποτελοΰν τήν ύλική βάση του ; Μιά σύγ-χρονη τάση, σημειώνει ό Τσόμσκυ, θεωρεί ότι ορισμένες όψεις τής γνώσης μας είναι έμφυτες. Ότ ι άποτελοΰν μέρος τής βιολογικής δωρεάς καί είναι καθορισμένες γενετικά. Αύτή ή έκδοχή τοΰ κλα-

3 5 6 ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

σικοΰ δόγματος, γράφει δ Τσόμσκι», είναι ούσιαστικά σωστή. 'Αλλά κατ' αυτόν δέν είναι εύκολο νά διατυπώσουμε μιά θεωρία γιά τήν Ιμφυτη δομή, ή όποία είναι άρκετά πλούσια καί αποτελεσμα-τική. Πρόκειται γιά μιά ειδική ικανότητα μέ μιά εύρεία έμφυτη συνιστώσα.

Πρώτη συνιστώσα, ή βιολογική-κληρονομική. Ό Τσόμσκυ χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα : Είναι δυνατόν νά φανταστούμε ότι οί χιμπατζήδες έχουν έναν έμφυτο φόβο γιά τά φίδια, έπειδή έκεϊνοι πού δέν έχουν αύτή τή γενετικά καθορισμένη ιδιότητα δέν μποροΰν νά επιβιώσουν καί νά άναπαραχθούν. 'Ωστόσο θά ήταν δύσ-κολο γιά κάποιον νά υποστηρίξει ότι οί άνθρωποι έχουν τήν ικα-νότητα νά άνακαλύψουν τήν κβαντική μηχανική γιά παρόμοια αίτια. Κατά συνέπεια, ό άνθρωπος υπερβαίνει τό καθαρά ζωικό στάδιο. Στήν περίπτωση τής γλώσσας υπάρχει μια ειδική ικανό-τητα ή όποία άποτελεΐ ένα κεντρικό στοιχεΤο τοΰ άνθρώπινου εγκέφαλου. Ή κανονική χρήση τής γλώσσας έχει τό στοιχείο της δημιουργίας. Οί βαθιές δομές, κατά τόν Τσόμσκυ, είναι διακριτές άπό τΙς έπιφανειακές.

Θά μποροΰσε ώστόσο νά παρατηρήσει κανείς ότι οί πίθηκοι δέν έχουν έναν έμφυτο φόβο, άλλά βιολογικούς μηχανισμούς οί όποιοι κινητοποιούνται μπροστά στήν έμφάνιση τοΰ φιδιοΰ. 'Από τήν άλλη πλευρά, οί « βαθιές δομές » τής γλώσσας είναι μάλλον δομές τοΰ έγκεφάλου μας διαμορφωμένες κατά τήν πορεία τής βιολο-γικής έξέλιξης καί στή συνέχεια τής κοινωνικής ζωής, δομές πού άποτελοΰν τόν ύλικό φορέα τής άνάπτυξης τής γλώσσας. Σέ ό,τι άφορά τήν « προέλευση » τής γλώσσας, ό Μονό έγραφε : « Τό νά ισχυριστούμε ότι ή άσυνέχεια στήν έξέλιξη τής γλώσσας είναι άπόλυτη, ότι ή άνθρώπινη γλώσσα έξ νπαρχής δέν χρωστοΰσε άπο-λύτως τίποτα, π.χ., σέ ένα σύστημα διαφόρων κλήσεων καί προ-ειδοποιήσεων όπως αύτές πού άνταλλάσσουν οί μεγάλοι πίθηκοι, αύτό μοΰ φαίνεται λίγο δύσκολο νά τό υποστηρίξουμε καί έν πάση περιπτώσει, μοΰ φαίνεται μιά άχρηστη υπόθεση ».22

Φαίνεται, γράφει ό Τσόμσκυ, ότι τό παιδί προσεγγίζει τή γλώσ-σα μέ ένα πλούσιο υπάρχον έννοιακό πλαίσιο καί έπίσης μέ ένα

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 3 5 7

πλούσιο σύστημα παραδοχών για τή δομή τού ήχου καί τή δομή τών περισσότερο σύνθετων έκφράσεων. Όλα αύτά άποτελοϋν μέ-ρος της βιολογικής προίκας μας, ή όποία αφυπνίζεται άπό τήν έμπειρία καί έμπλουτίζεται κατά τήν άλληλεπίδραση τού παιδιού μέ τόν άνθρώπινο καί, τόν υλικό κόσμο. Τό άνθρώπινο πνεύμα λει-τουργεί μέ τόν δικό του, ειδικό τρόπο, δημιουργώντας νοητικές άναπαραστάσεις οί όποιες μπορούν νά άντανακλούν άπευθείας τις δομές ορισμένων λογικών συστημάτων.23 Έννοιακό πλαίσιο ; Μάλ-λον Ινας έγκέφαλος ικανός νά υπερβαίνει τήν καθαρή έποπτεία καί νά φτάνει στήν έννοιακή σκέψη.

'Εδώ δέν είναι ό τόπος γιά νά συζητήσουμε συστηματικά τίς ιδέες τοϋ Τσόμσκυ καί της σχολής του γιά τή γλώσσα καί τήν άνθρώπινη νόηση γενικότερα. Θέλω έντούτοις νά έπιμείνω στήν, κατ'άρχήν, βιολογική-ύλιστική πλευρά τών ιδεών του. 'Ως πρός αύτό, νομίζω δτι είναι καλύτερα νά παραθέσω τήν κρίση τοΰ Ζάκ Μονό : « Είναι γνωστό δτι κατά τόν Τσόμσκυ καί τή σχολή του μπροστά στή μεγάλη ποικιλία τών άνθρώπινων γλωσσών, ή γλωσ-σική άνάλυση σέ βάθος παίρνει μιά "μορφή" κοινή σέ δλες τίς γλώσσες. Ή μορφή αύτή όφείλει λοιπόν, κατά τόν Τσόμσκυ, νά θεωρηθεί έμφυτη καί χαρακτηριστική τοΰ είδους. Ή άποψη αύτή σκανδάλισε ορισμένους φιλόσοφους ή άνθρωπολόγους, οί όποιοι βλέπουν σ'αύτή μιά έπιστροφή στήν καρτεσιανή μεταφυσική. Τπό τόν 6ρο νά δεχτοΰμε τό ένυπάρχον βιολογικό περιεχόμενο, ή άποψη αύτή δέν μέ ένοχλεΐ διόλου. 'Αντίθετα, μοϋ φαίνεται φυσι-κή, άπό τή στιγμή πού γίνεται δεκτό δτι ή έξέλιξη τών δομών τοΰ φλοιού τού άνθρώπου έχει έπηρεαστεΐ σημαντικά άπό μιά γλωσ-σική ικανότητα ή όποία άποκτήθηκε πολύ νωρίς, μέ τήν πιό τε-τριμμένη μορφή. Αύτό συνεπάγεται : νά δεχτοΰμε δτι ή άρθρωμένη γλώσσα, άπό τή στιγμή πού έμφανίζεται μέ τόν άνθρωπο, 6χι μό-νον έπέτρεψε τήν έξέλιξη τοΰ πολιτισμού, άλλά καί συνέβαλε άπο-φασιστικά στήν έξέλιξη τοΰ άνθρώπου ».Μ

Συμπερασματικά : Δέν ύπάρχουν έμφυτες ιδέες μέ τήν ίσχυρή-μεταφυσική έννοια τοΰ δρου. 'Τπάρχουν : Δυνατότητες τοΰ έγκε-φάλου, γεγονός τής έξέλιξής του. 'Ανάπτυξη τής γλώσσας καί τής

3 5 8 ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

νόησης, ώς κοινωνικού γεγονότος. Ανάδραση τοϋ κοινωνικού καί ύλική άνάπτυξη τοΰ έγκεφάλου, τοΰ νεοφλοιοΰ καί έμπλουτισμός τών δυνατοτήτων τοΰ έγκεφάλου. ΚαΙ όλα αύτά χωρίς έξωτερική -μεταφυσική συνεισφορά.Έτσι, οΰτε τό ύλικό-βιολογικό χωρίς τό κοινωνικό οΰτε πνεύμα χωρίς υλικό φορέα, άλλά μιά διαλεκτική τοΰ βιολογικού καί τοΰ κοινωνικού στήν πορεία τής νοογένεσης.

Όπως παρατηρούσε ό Πιαζέ, ή άνάλυση τής νοητικής άνά-πτυξης τοΰ παιδιοΰ κατά τό πρώτο έτος φανερώνει ότι ή σταθε-ρότητα τοΰ άντικειμένου δέν άντιστοιχεΐ σέ κάτι έμφυτο. Τό πρω-ταρχικό σύμπαν, κατά τούς πρώτους μήνες τής ΰπαρξης, είναι ένα σύμπαν χωρίς άντικείμενα. Κατά τόν Πιαζέ, στόν άνθρωπο δέν υπάρχει παρά ένας μικρός άριθμός γνωστικών δομών πού θά μπο-ρούσε νά τΙς ονομάσει κανείς μέ βεβαιότητα έμφυτες. Κατά συνέ-πεια δέν ύπάρχουν έμφυτες ιδέες μέ τήν καρτεσιανή έννοια. Ό Πιαζέ, « κατ' έπέκτασιν », θεωρεί έμφυτες τίς α priori κατηγορίες τοΰ Κάντ. Όμως ή άποψή του ώς πρός αύτό εΐν^ιι άρνητική. "Ετσι άναφέρεται στόν Πουανκαρέ καί στόν Λόρεντζ γιά νά ύποστηρί-ξει ότι « άπό ψυχογενετική άποψη, τέτοιες έρμηνεΐες δέν άντέχουν στήν έρευνα. Ή ομάδα μετατοπίσεων καί ή έποπτεία τοΰ η+1, πού έπικαλεΐται ό Πουανκαρέ, έμφανίζονται ώς ό τελευταίος όρος ( ά-ναγκαΐος μέν, όπως τό καντιανό a priori, άλλά έσχατος καί όχι προκαταβολικός ) μιας προοδευτικής έξισορρόπησης καί όχι ώς άφετηριακή συνθήκη τής χωρικής ή τής άριθμητικής έξέλιξης. Οί γενικές καί άναγκαΐες κατηγορίες, όπως ή αιτιότητα, δέν έμφανί-ζονται ποτέ μέ ολοκληρωμένη μορφή, καί προπαντός όχι στά άφε-τηριακά στάδια ».25

Ύπάρχουν « έμφυτες » δομές καί δυναμικότητες ( potentialités ), προϊόντα τής έξέλιξης. 'Αλλά, δπως γράφει ό Ζακόμπ, άγνοοΰμε πώς άρθρώνονται τό έμφυτο καί τό μετέπειτα. 'Επειδή σήμερα δέν άντιτίθενται : άλληλοσυμπληρώνονται. Ή μάθηση ένσωματώνε-ται στό σταθερό πλαίσιο τής κληρονομικότητας. Κατά συνέπεια ή ψυχική πραγματικότητα είναι βιολογικά καί κοινωνικά καθορι-σμένη. Μπορεί έπίσης, άναδραστικά, νά είναι κοινωνικά καθορί-ζουσα. Ό άνθρωπος δέν είναι προϊόν τοΰ περιβάλλοντος. Είναι

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 3 5 9

έπίσης ένεργός παράγων κατά τή δημιουργία αύτοΰ τοϋ περιβάλ-λοντος. Έτσι ή νόηση γίνεται στήν πορεία τής 'Ιστορίας « ύλική δύναμη » ( Μάρξ ).

Κατά συνέπεια: Ή νόηση γεγονός τής έξέλιξης. Θά παραθέ-σουμε άκόμα μιά φορά τόν Λεόντιεφ : « Είναι γνωστό ότι ή άνά-πτυξη τής συνείδησης δέν έχει μιά άνεξάρτητη ιστορία. Ότ ι κα-θορίζεται, σέ τελευταία άνάλυση, άπό τήν έξέλιξη τής ΰπαρξης. Αύτή ή γενική μαρξιστική άποψη διατηρεί φυσικά όλη τήν άξία της σχετικά μέ τήν άνάπτυξη τής άτομικής συνείδησης ». ΚαΙ πα-ρακάτω : « Κατά τήν αύγή τής άνάπτυξης τοΰ άνθρώπου, ή σφαί-ρα τών γλωσσικών σημασιών συγκατοικούσε μέ τήν πιό έκτετα-μένη σφαίρα τών ένστικτωδών βιολογικών σημασιών, όπως συγ-κατοικούσαν άκόμα οί κοινωνικά διαμεσολαβημένες σχέσεις τοΰ άνθρώπου μέ τή φύση, μέ πολυάριθμες ένστικτώδεις συνδέσεις πού ό άνθρωπος διατηρούσε μαζί της. [ . . . ] Έτσι, τό έσωτερικό πεδίο τής άντίληψης, άρχικά σκοτεινό, δέν φωτίστηκε ξαφνικά κανονικά άπό τό " φως τής συνείδησης ", άσθενικό καί τρεμάμενο στήν άρχή, όλο καί περισσότερο ισχυρό, καί τελικά άρκετά ισχυρό ώστε νά μπορεί νά διακρίνει μέ όλο καί περισσότερη άκρίβεια τό περιεχόμενο πού έκδηλώνεται σ'αύτή. Στήν άρχή τό συνειδητό ήταν στενά περιορισμένο ».26

3. Ή πενία τοϋ άναγωγισμοϋ

Μονισμός τής ΰλης. Ό Παρμενίδης ήταν σαφής : « Ού γάρ άνευ τοΰ έόντος, έν ώ πεφατισμένον έστίν, εύρήσεις τό νοεΐν ούδέν γάρ έστιν ή Ισται άλλο πάρεξ τοΰ έόντος ».27 Ή ΰλη, όπως τή γνωρί-ζουμε στή Γή, είναι οργανωμένη σέ μιά σειρά έπίπεδα διακριτά, καί ταυτόχρονα άλληλένδετα : ύποσωμάτια, στοιχειώδη σωμάτια, άτομα, μόρια, μακρόκοσμος, βιολογικές μορφές, μεγάκοσμος. Κά-θε έπίπεδο διέπεται άπό δικούς του νόμους, ένώ ταυτόχρονα συν-δέεται μέ τά κατώτερα έπίπεδα χωρίς νά άνάγεται στούς νόμους αύτών τών έπιπέδων. Υπάρχει μιά διαλεκτική τών επιπέδων όρ-

36ο ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

γάνωσης της υλης. Ούτε επίπεδη ταυτότητα ούτε μηχανιστικός διαχωρισμός.

Εντούτοις, υπάρχει μιά μακρά παράδοση άναγωγισμοΰ, κατά τήν όποία τό άνώτερο και πιό σύνθετο έπίπεδο ανάγεται στό κα-τώτερο καί περισσότερο άπλό, τό άντικείμενο θεωρείται άθροισμα τών συστατικών μερών του. Ό άναγωγισμός τοϋ Λαπλάς, π.χ., ήταν ένας ριζικός άναγωγισμός ύλιστικού-μηχανιστικοΰ χαρα-κτήρα. Αύτός ό τύπος υλιστικού άναγωγισμοΰ έπιβιώνει πάντο-τε κυρίως μεταξύ τών έπιστημόνων, όπως καί ή μηχανιστική-ΐδεαλιστική μορφή του. Έτσι, π.χ., κατά τόν Έβερετ, θά ήταν δυνατόν νά περιγράψουμε όλόκληρο τό Σύμπαν μέ τή βοήθεια της έξίσωσης τοΰ Σραίντινγκερ. Τό Σύμπαν θά άναγόταν σέ μιά άπειρία κλάδων, καθένας άπό τούς οποίους θά μπορούσε νά τό πε-ριγράψει μέ τή βοήθεια μιας μαθηματικής έξίσωσης.28 'Αλλά ό Έβερετ δέν ήταν ό μόνος. Έπίσης, ό Χάιζενμπεργκ καί ολόκλη-ρη ή νεοπυθαγόρεια σχολή υποστηρίζουν ότι τά κβαντικά σωμά-τια είναι μαθηματικές μορφές. Άπό τήν άλλη πλευρά, ή έλπίδα ότι θά ήταν δυνατόν νά διατυπωθεί μιά « θεωρία τού παντός », μιά τελική θεωρία ή όποία θά έξηγοΰσε τόν πλοΰτο τών μορφών τής ΰλης μέ τή βοήθεια ένός άριθμοΰ μαθηματικών έξισώσεων, άπο-τελεΐ άκραία έκφραση μιας μηχανιστικής άντίληψης, συχνά ιδεα-λιστικής.

Ό θετικισμός τοΰ 20οΰ αιώνα είναι, σέ τελευταία άνάλυση, μιά άντιυλιστική, άλλά κυρίως άναγωγική φιλοσοφία. Σύμφωνα μέ τά διάφορα θετικιστικά ρεύματα, τό έρώτημα γιά τήν άντικειμενική ύπαρξη τοΰ κόσμου στερείται νοήματος. Όπω<^ κάθε « μεταφυ-σικό » έρώτημα, θέτει ένα ψευδοπρόβλημα. "Ετσι οί θετικιστές φαντάζονται ότι μπορούν νά ύψωθοΰν πάνω άπό τήν αιώνια δια-μάχη άνάμεσα στόν ύλισμό καί στόν ιδεαλισμό. Δέν άπορρίπτουμε τή θέση γιά τήν πραγματικότητα τοΰ φυσικοΰ κόσμου, έγραφε ό Κάρναπ. Τή θεωροΰμε στερούμενη νοήματος, όπως καί τήν άντί-θετη θέση τοΰ ιδεαλισμού. Ό Κάρναπ έθετε τό έρώτημα : Οί άριθ-μοί είναι ιδεατά ή πραγματικά άντικείμενα, ύπάρχουν ή όχι έξω άπό τό πνεΰμα μας, είναι άντικείμενα καθεαυτά ή άπλώς άντικεί-

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 360

μενα της νόησής μας ; Κατά τόν Κάρναπ πρόκειται για μεταφυ-σικά ψευδοπροβλήματα.

Ή « ούδετερότητα » τοϋ θετικισμού εξέθρεψε εκείνη τήν έποχή έναν όντολογικό άναγωγισμό, ιδεαλιστικό, ή άφελώς υλιστικό. Σύμφωνα μ'αύτή τήν άντίληψη τό άντικείμενο τών φυσικών έπι-στημών δέν είναι άλλο άπό τά δεδομένα τών αισθήσεων, ή τά δε-δομένα πού προκύπτουν άπό τά έπιστημονικά πειράματα. Ή έκ-φραση " crude data " ( άκατέργαστα δεδομένα ) είναι άγαπητή άπ' αύτό τό ρεΰμα. Όμως ή έκφραση αύτή θέτει δύο έρωτήματα : 1 ) Τά δεδομένα άντιστοιχοΰν σέ μιά άντικειμενική, αύτόνομη πραγ-ματικότητα, ή όποία είναι ή πηγή τους ; 2 ) Υπάρχουν άκατέργα-στα δεδομένα, άπόλυτα ουδέτερα, έλεύθερα άπό κάθε ιδεολογικό στοιχείο ;

Θά παραθέσουμε τήν άντίδραση ένός φιλόσοφου ό όποιος δια-μορφώθηκε στήν άτμόσφαιρα τοΰ κύκλου της Βιέννης καί ό όποιος έγινε ένας άπό τούς πιό διαπρεπείς έχθρούς του : τοΰ Karl Popper ( 1902-1994 ). Τό δόγμα, γράφει ό Πόππερ, κατά τό όποιο οί φυ-σικές έπιστήμες θά άνάγονταν στά αισθητηριακά δεδομένα, καί έτσι στήν έμπειρία μας, άπορρίπτεται. Ό Πόππερ ήταν « ρεαλι-στής ». Ένας « μεταφυσικός ρεαλιστής » δπως έλεγε ό ϊδιος. Σέ σχέση μέ τή δεύτερη έρώτηση, ό Πόππερ έγραφε δτι οί έμπειρι-στές πίστευαν δτι ή έμπειρική βάση τών φυσικών έπιστημών ήταν οί αισθητηριακές άντιλήψεις ή τά δεδομένα της παρατήρη-σης πού δίδονται άπόλυτα, καί δτι θά ήταν δυνατόν νά οικοδομη-θεί ή έπιστήμη μέ βάση τά δεδομένα, δπως πάνω σ'ένα βράχο. « 'Απέδειξα », γράφει ό Πόππερ, «δτι τά φαινομενικά 'data' της έμπειρίας ήταν πάντοτε έρμηνεΐες υπό τό φώς θεωριών καί κατά συνέπεια έπηρεασμένα άπό τόν υποθετικό χαρακτήρα δλων τών θεωριών». Κατά τόν Κάρναπ, σημειώνει ό Πόππερ, ή Φυσική είναι ολοκληρωτικά άπαλλαγμένη άπό τή μεταφυσική, χάρη στίς προσπάθειες τοΰ Μάχ, τοΰ Πουανκαρέ καί τοΰ'Αϊνστάιν. Ό Πόπ-περ, άντίστροφα, υποστηρίζει δτι δλες οί θεωρίες τής Φυσικής «λέγουν περισσότερα άπ'δσα μπορούν νά έλεγχθοΰν» (μέ βάση αύτές τίς θεωρίες ). Μιά θεωρία, γράφει ό Πόππερ, « δέν είναι είκό-

362 ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

να ». Δέν πρέπει νά κατανοείται μέ τή βοήθεια « όπτικών εικό-νων ». Κατανοούμε μια θεωρία, άν κατανοούμε τό πρόβλημα τό όποιο άποβλέπει νά λύσει καί τόν τρόπο μέ τή βοήθεια τοΰ οποί-ου τό λύνει καλύτερα άπό τίς άνταγωνιστικές της θεωρίες.30

Είναι γνωστό ότι ό Πόππερ ήταν άντίπαλος τοΰ μαρξισμοΰ καί ειδικά τής διαλεκτικής. Άντίθετα άπ'αύτή τήν άποψη, μιά συγ-κεκριμένη διαλεκτική είναι άναγκαία γιά νά υπερβούμε τή συνή-θεια τού άναγωγισμοΰ. Τό πρώτο σφάλμα τής άναγωγικής σκέ-ψης είναι ότι θεωρεί τά « άκατέργαστα δεδομένα » ώς εικόνες τής πραγματικότητας. Ή έρμηνεία τών έμπειρικών δεδομένων έξαρ-τάται άπό τό θεωρητικό πλαίσιο στό όποιο έντάσσονται. Άλλά, άντίστροφα, τά νέα έμπειρικά δεδομένα είναι δυνατόν νά άναδεί-ξουν τήν άσυμβατότητά τους μέ τό ισχύον « παράδειγμα ». Όπως ήδη έχουμε έπισημάνει, στήν περίπτωση διαφωνίας άνάμεσα στά έμπειρικά δεδομένα καί τή θεωρία είναι άναγκαία μιά « άλλαγή παραδείγματος », μιά έπιστημονική έπανάσταση, προκειμένου νά συμφιλιωθούν τά δεδομένα μέ τή θεωρία.

Ή έπιστήμη υπερβαίνει τό άμεσα δεδομένο. Οί θεωρίες είναι άφηρημένες δημιουργίες. Διαφορετικές θεωρίες είναι αναγκαίες γιά τά διαφορετικά έπίπεδα τής πραγματικότητας, έπειδή στό άνώτερο έπίπεδο λειτουργούν διαφορετικές πραγματικότητες καί σχέσεις. Άλλά τό άνώτερο δέν είναι άποκομμένο άπό τό κατώτε-ρο. Ό ήπιος άναγωγισμός είναι δυνατόν νά λειτουργήσει ώς εύρε-τική άρχή γιά νά άνιχνευθοΰν περάσματα καί πραγματικότητες τοΰ κατώτερου έπιπέδου πού λειτουργούν στό άνώτερο έπίπεδο. Οί νόμοι τής Φυσικής, π.χ., λειτουργούν στό έπίπεδο τής Χημεί-ας, άλλά ή Χημεία δέν άνάγεται στή Φυσική. Ενδιάμεσες έπι-στήμες, όπως ή φυσικοχημεία ή ή ήλεκτροχημεία, είναι συγκε-κριμένα παραδείγματα τών σχέσεων άνάμεσα στά δύο έπίπεδα. Παρόμοια, οί νόμοι τής Φυσικής καί τής Χημείας λειτουργούν στό έπίπεδο τών έμβιων όντων. Άλλά ή ζωή δέν άνάγεται στό έπίπε-δο τής χημείας. Θά παραθέσουμε, γιά άλλη μιά φορά, τόν Ζακόμπ : « Οί σχέσεις οί όποιες χαρακτηρίζουν τή δραστηριότητα τοΰ έγ-κεφάλου θά φανούν στόν βιοχημικό έξίσου κοινότοπες μέ τήν πέ-

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 3 6 3

ψη. 'Αλλά τό νά περιγράψουμε μέ δρους Φυσικής καί Χημείας μιά κίνηση τής συνείδησης, ένα αίσθημα, μιά άπόφαση, μιά άνάμνη-ση, είναι διαφορετικό πρόβλημα».31 Κάθε σκέψη, κάθε συγκίνη-ση, προκαλεί βιοχημικές διαδικασίες ή, άντίθετα, προκαλείται άπό τέτοιες διαδικασίες. "Ομως ή σκέψη καί ή συγκίνηση είναι φαινόμενα διαφορετικής φύσης.

Ά ς πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα. Ό ιδεαλιστής άνάγει τή σκέψη στόν Θεό (Καρτέσιος, κλπ.). Ό μπιχεϊβιορισμός, χονδρο-ειδής καί άφελής μορφή άναγωγισμοϋ, τήν άνάγει στήν αίσθησιο-κινητική δραστηριότητα. Κατά τόν μπιχει'βιορισμό, σημειώνει ό Ζαζό, « άνάμεσα στήν αίσθησιοκινητική νοημοσύνη καί τή θεω-ρητική σκέψη ύπάρχει διαφορά πολυπλοκότητας, κινητικότητας, 6χι δμως ούσίας. Στή γενική άρχή τής προσαρμογής δέν προστί-θεται καμιά νέα άρχή, ή όποία θά λάμβανε υπόψη τή νέα μορφή νοημοσύνης. Κατά τούς μπιχεϊβιοριστές, πρόκειται άπλώς γιά έπέκταση τής αισθησιοκινητικής δραστηριότητας μέσα άπό μιά άπλή καί συνεχή διαδικασία. Σύμφωνα μέ τό παλαιό άπόφθεγμα, τό όποιο έπανέλαβε ό Λάιμπνιτς, ή φύση δέν κάνει άλματα ».32 Ό μπιχεϊβιορισμός άγνοεΐ τις διαμεσολαβήσεις, τις ένδιάμεσες δια-δικασίες, τούς ποιοτικούς μετασχηματισμούς. Σέ τελευταία άνά-λυση, τήν άνάδυση τοϋ διαφορετικού καί του νέου.

Ό ψυχισμός προϋποθέτει Ινα όργανικό υπόβαθρο. Άλλά, όπως σημειώνει ό Ζαζό, άνάμεσα στό όργανικό καί τό ψυχικό μεσολα-βεί μιά πραγματική γένεση. Τό ψυχικό δέν μπορεί νά άναχθεΐ στό όργανικό. 'Εντούτοις, ή συνήθης τάση τής νόησης, πάντα κα-Α τόν Ζαζό, είναι νά άποκρύπτει τό πέρασμα, ή νά τό θεωρεί άδύνατο.33

Ή Ψυχολογία, έγραφε ό Βαλλόν, θεωρούμενη ώς φυσική έπιστή-μη, θεωρεί τις ψυχικές έκδηλώσεις άπλή εκδήλωση τής ζωής καί συχνά στή ζωή δέν βλέπει άλλο άπό τή λειτουργία τών όργανι-σμών σύμφωνα μέ τή δομή τους. Κατά συνέπεια ή ψυχική δρα-στηριότητα θά πρέπει νά έξηγηθεΐ μέ τό παιχνίδι τών λιγότερο ή περισσότερο διαφοροποιημένων όργάνων τοΰ όργανισμοΰ. Αύτό τό είδος μηχανιστικών έρμηνειών δέν είναι σπάνιο στήν Ψυχολογία.34

Ό Βαλλόν, σημειώνει ό Ζαζό, ξεπερνά τή Νευρολογία, άλλά δέν

364 ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

τήν αρνείται. Οί βιολογικοί καί οί ψυχοσωματικοί παράγοντες συνδέονται άρρηκτα σέ κάθε άνθρώπινη συμπεριφορά.

Ό ψυχισμός αναπτύσσεται σέ έναν ύλικό φορέα. Άλλά, άντί-θετα μέ 6,τι νομίζουν οί όπαδοί τοϋ μπιχε'ιβιορισμοΰ, δέν άνάγε-ται στούς νόμους τής Φυσικής καί τής Χημείας. Άκόμα περισσό-τερο : Σύμφωνα μέ τόν Λεόντιεφ « οί κληρονομημένες ιδιότητες τοΰ άνθρώπου δέν καθορίζουν τήν ψυχική συμπεριφορά του. Οί ιδιότητες τοΰ άνθρώπου δέν περιέχονται δυνάμει στόν έγκέφαλό του. Αύτό πού ό έγκέφαλος έχει ώς δυνατότητες δέν είναι τούτες ή έκεΐνες οί ειδικά άνθρώπινες ικανότητες, άλλά μόνον ή ικανότη-τα διαμόρφωσης αύτών τών ικανοτήτων ».35 Ή πραγματοποίηση μιάς δυνατότητας, δέν είναι πέρασμα χωρίς διαμεσολαβήσεις καί χωρίς ποιοτικούς μετασχηματισμούς.

Ή θυελλώδης άνάπτυξη τών έπιστημών τής ζωής : Βιοχημεία, μοριακή βιολογία, Γενετική, Νευρολογία, μελέτη τοΰ άνθρώπινου γονιδιώματος, δλες οί άνακαλύψεις πού πραγματοποιήθηκαν τόν περασμένο αιώνα, συνιστούν πεδίο γιά τήν έπεξεργασία μιάς συγ-κεκριμένης, τοπικής διαλεκτικής τής ζωής. Τά νέα δεδομένα βρί-σκονται σέ κραυγαλέα άντίφαση μέ τό δημιουργισμό (créatio-nisme ) καί μέ τήν τελεολογία. Άλλά στίς κοινωνίες τίς βυθισμέ-νες στήν κρίση, ή έπιστήμη γίνεται έπίσης πηγή ιδεολογίας : Ό μυστικισμός άπό τή μιά πλευρά, ό χυδαίος άναγωγισμός άπό τήν άλλη. Έτσι, ή άποκρυπτογράφηση τοΰ άνθρώπινου γονιδιώματος τροφοδότησε μέ « έπιστημονικά » έπιχειρήματα, κυρίως στίς Η ΠΑ, άλλά καί στήν Ευρώπη, ένα ρεΰμα άναγωγισμοΰ,τό όποιο κατα-λήγει στό ρατσισμό καί σέ μιά φαταλιστική άντίληψη τής Ιστο-ρίας καί τών προοπτικών τής ανθρωπότητας. Σύμφωνα μ' αύτή τήν ιδεολογία, τά γονίδια καθορίζουν τό χαρακτήρα μας, τή συμ-περιφορά μας, άκόμα καί τίς πολιτικές ιδέες μας κλπ. Ή άνθρώ-πινη βαρβαρότητα, οί πόλεμοι, ή έπιθετικότητα κλπ., δέν έξη-γοΰνται μέ τήν κατανόηση τής άνθρώπινης κατάστασης, άλλά ώς φαινόμενα πού ή πηγή τους βρίσκεται μέσα στόν έγκέφαλο : στή φύση του, σέ κάποιο γενετικό σφάλμα κλπ. Μιά μοιρολατρική άντίληψη τής Ιστορίας θεμελιώνεται σ' αύτή τήν άναγωγική ίδεο-

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 364

λογία.36 Άν ή άνθρώπινη βαρβαρότητα είναι έγγεγραμμένη στόν γενετικό μας κώδικα, άν ή βαρβαρότητα είναι συνέπεια ένός γε-νετικού σφάλματος έγγεγραμμένου στόν έγκέφαλό μας, τότε θά πρέπει νά έγκαταλείψουμε κάθε έλπίδα δτι ή άνθρωπότητα θά μπορούσε νά ξεπεράσει κάποτε τό στάδιο τών τυφλών νόμων της Ιστορίας. Ή εκμετάλλευση, οί πόλεμοι καί ή βαρβαρότητα θά ήταν τότε τό « μέλλον » μας.

Εντούτοις πρόκειται γιά ιδεολογία θεμελιωμένη σέ μηχανι-στικές άφελεΐς προκείμενες. Σέ ύποθέσεις χωρίς έπιστημονικό θε-μέλιο. Τέτοιες λανθασμένες άντιλήψεις γιά τήν άνθρώπινη φύση είναι δτι ή καταστροφική συμπεριφορά τοΰ άνθρώπου είναι συνέ-πεια ένός σφάλματος τό όποιο συνέβη κατά τή βιολογική έξέλιξη τοΰ άνθρώπινου είδους, δτι ό νεοφλοιός είναι ή Ιμφυτη φυλογενε-τική αιτία της άνθρώπινης έπιθετικότητας, δτι ύπάρχει γενετική σύγκρουση άνάμεσα στόν πολιτισμό καί τό έπιθετικό ένστικτο σεξουαλικής φύσης, κλπ. Τό κοινό χαρακτηριστικό αύτών τών λαν-θασμένων άντιλήψεων είναι, κατά τήν καθηγήτρια Κούκκου-Leh-mann, τό σφάλμα τό σχετικό μέ τίς ύποκείμενες έγκεφαλικές λει-τουργίες. Ό έγκέφαλος, κατά τήν καθηγήτρια Κούκκου-Lehmann, καί τά άλλα δργανα τοΰ σώματός μας, έξασφάλισαν τήν επιβίωση τοΰ είδους μας. Κατά συνέπεια τό βιολογικό είναι Ινας κανονικός θετικός παράγων. Ή άνθρώπινη συμπεριφορά είναι τό άποτέλεσμα μιάς συνεχούς, δυναμικής καί παράλληλης άλληλεπίδρασης τοΰ άτόμου, άνάμεσα στήν άποκτημένη γνώση, τίς σωματικές λει-τουργίες καί τό κοινωνικό καί τό φυσικό περιβάλλον. Ό άνθρώ-πινος έγκέφαλος, καί ιδιαίτερα ό νεοφλοιός, είναι τό δργανο τό όποιο παράγει καί συντονίζει δλες τις διαστάσεις καί τις πλευρές τής άνθρώπινης ύπαρξης, σωματικές, συμπεριφορές, σκέψεις, συγ-κινήσεις, άποφάσεις, φαντασιώσεις κλπ. Ή συμπεριφορά είναι πο-λυδιάστατο φαινόμενο. Ό άνθρώπινος έγκέφαλος είναι δργανο πα-ραγωγής γνώσης, χάρη στή συνθετική, καί όλιστική λειτουργία τών νευρώνων τοΰ νεοφλοιοΰ. Κατά συνέπεια ή παράνοια είναι κοι-νωνικό φαινόμενο, δυνατό, άλλά 6χι άναπόφευκτο. Ένα φαινόμενο τό όποιο δέν είναι έγγεγραμμένο στόν γενετικό μας κώδικα. Οί πό-

3 6 6 ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

λεμοι προϋποθέτουν καί συνεπάγονται άποκλίσεις άπό τήν κανο-νική λειτουργία τοϋ έγκεφάλου. Ή καταστροφική συμπεριφορά μοις δέν είναι συνέπεια κάποιου κληρονομικού κακοΰ. Ή κατα-στροφική συμπεριφορά, συνεπώς, δέν είναι τό μέλλον μας καί δέν είναι οΰτε άναπόφευκτη οΰτε άμετάβλητη. Ό νεοφλοιός έλέγχει τίς άντιδράσεις μας, οί όποιες καθορίζονται καί άπό τήν κουλτού-ρα μας.3'

Νά παραθέσω έπίσης ορισμένα άποσπάσματα άπό τή Διακή-ρυξη τής Σεβίλλης γιά τή Βία ( Διακήρυξη στό πλαίσιο ένός διε-θνούς συνεδρίου μέ θέμα 'Εγκέφαλος και επιθετικότητα, Πανεπι-στήμιο τής Σεβίλλης, Μάιος 1986). Σύμφωνα μ'αύτή τή διακή-ρυξη : « Είναι έπιστημονικά λανθασμένο νά λέμε δτι ό πόλεμος καί άλλες βίαιες συμπεριφορές είναι γενετικά προγραμματισμένες στήν άνθρώπινη φύση. Μέ έξαίρεση σπάνιες παθολογικές κατα-στάσεις, τά γονίδια δέν παράγουν άτομα πού Ιχουν προδιάθεση γιά τή βία. Είναι έπιστημονικά λανθασμένο νά λέμε δτι οί άνθρωποι έχουν " βίαιο έγκέφαλο ". Ένώ διαθέτουμε τό νευρωνικό δργανο γιά νά δρούμε βίαια, τό δργανό μας δέν άντιδρά αύτόματα. "Οπως καί στά πιό έξελιγμένα άνώτερα θηλαστικά, ό έγκέφαλός μας διη-θεί, φιλτράρει τέτοια έρεθίσματα. Οί άντιδράσεις μας καθορίζον-ται άπό τόν κοινωνικό πολιτισμό μας. Στή νευροφυσιολογία μας δέν ύπάρχει τίποτα πού νά μάς υποχρεώνει νά άντιδροΰμε βίαια. Είναι έπιστημονικά λανθασμένο νά λέμε δτι ό πόλεμος είναι συνέ-πεια " ένστικτων ", ή άλλων άτομικών κινήτρων. Τό τιυμπέρασμά μας είναι δτι ό πόλεμος δέν είναι φαινόμενο μέ βιολογική βάση, καί δτι ή άνθρωπότητα μπορεί νά έλευθερωθεΐ άπό τή δουλεία τοΰ βιο-λογικού πεσιμισμοΰ καί νά άποκτήσει τήν έμπιστοσύνη γιά νά άναλάβει τά άναγκαία έργα μετασχηματισμού, αύτό τό διεθνές Έτος γιά τήν Ειρήνη μ.38

Ό βιολογικός καί άνθρωπολογικός άναγωγισμός υπήρξε έπί-σης άντικείμενο κριτικής άπό τήν πλευρά ειδικών οί όποιοι δέν εί-ναι μαρξιστές. "Ενα παράδειγμα : Ό Τζών Σήαρλ χαρακτηρίζει τή φιλοσοφία του « βιολογικό νατουραλισμό ». 'Αναφέρεται στίς τρέ-χουσες άντιλήψεις οί όποιες ταυτίζουν τόν έγκέφαλο μέ « ψηφιακό

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 3 6 7

υπολογιστή », μιλοϋν για " silicon brains " ( εγκεφάλους άπό πυ-ρίτιο ) κλπ. Γίνεται συχνά δεκτό, γράφει ό Σήαρλ, ότι ή μόνη έναλλακτική πρόταση έναντίον της άποψης ότι ό έγκέφαλος είναι « ψηφιακός υπολογιστής » είναι Ινα είδος φιλοσοφικού δυϊσμού. Ό Σήαρλ πιστεύει ότι « άναιρεί » τήν ύλιστική παράδοση καί όμως δέν άποδέχεται τό δυϊσμό. Γιά τή μελέτη τοϋ έγκεφάλου προτεί-νει μιά προσέγγιση ή όποία περιλαμβάνει τήν κεντρικότητα τής συνείδησης. Ό Σήαρλ, όπως καί πολλοί άλλοι, ταυτίζει τόν ύλι-σμό μέ τή μηχανιστική μορφή του. Παρά ταΰτα: Κατ'αύτόν « ή συνείδηση είναι ένα υψηλότερο έπίπεδο, ή μιά άναδυόμενη ιδιότη-τα τοΰ έγκεφάλου ».39

Τό « πνεύμα » δέν άνάγεται στό βιολογικό. Ή άνάδυσή του εί-ναι ή διαλεκτική άρνηση τής άζωης ΰλης καί τής πρακτικής νοη-μοσύνης. Ταυτόχρονα ή άνάδυση σηματοδοτεί Ινα άλμα, μιά θε-τική στιγμή, έπιβεβαίωση τοΰ άνεξάντλητου τών δυναμικοτήτων τής ΰλης. Ό άνθρωπος είναι ίνα Ôv τό όποιο μιλάει. 'Αναδύθηκε στό έσωτερικό τοΰ ζωικοΰ κόσμου, ώς ή διαλεκτική άρνηση τής ζωικότητας.

Μποροΰμε νά ισχυριστούμε ότι δέν υπάρχει άναλλοίωτη άνθρώ-πινη φύση. Ό άνθρωπος είναι κοινωνικό 0ν. Είναι πεδίο άντιθε-τικών δυνατοτήτων. Στίς άπαρχές τής Ιστορίας ή άλληλεγγύη ήταν ή δεσπόζουσα σχέση άνάμεσα στά μέλη τής φυλής. Στίς τα-ξικές κοινωνίες, άντίθετα, δεσπόζουν τά πιό άρνητικά χαρακτη-ριστικά τής άνθρώπινης φύσης. 'Αλλά ό έγωισμός, ό άτομισμός, ή ματαιοδοξία, δέν είναι τά μόνα χαρακτηριστικά τών άνθρώπων, άκόμα καί στίς άνταγωνιστικές κοινωνίες μας. Ό άνθρωπος είναι γενετικά κοινωνική ΰπαρξη. Ή πρόσδεση τοΰ παιδιού στή μητέ-ρα δέν είναι συνέπεια μάθησης" προκύπτει άπό μιά θεμελιώδη βιολογική άνάγκη. Ή φιλία, ό Ιρωτας, ή άλληλεγγύη πού φτάνει μέχρι τή θυσία είναι χαρακτηριστικά τοΰ είδους μας, τά όποια είναι δυνατόν νά κυριαρχήσουν σέ μιά κοινωνία άλληλεγγύης καί έλευθερίας. Ή τέχνη καί ή έπιστήμη, έξάλλου, είναι άνθρώπινα έπιτεύγματα, τά όποια μποροΰν νά γίνουν ούσιαστικός παράγων αύθεντικής προόδου σέ μιά άταξική κοινωνία.

3 6 8 ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

'Αλλά άς έπιστρέψουμε, τελειώνοντας, στό πρόβλημα τοϋ φι-λοσοφικού ιδεαλισμού καί στό έρώτημα γιά τόν Θεό.

4. Ό άνθρωπος καί ό Θεός: "Ενας διάλογος άνάμεσα στόν Πλάνκ καί στόν 'Αϊνστάιν

Προσπάθησα, κατά τήν πορεία αύτοΰ τοϋ βιβλίου, νά υποστηρί-ξω ότι σήμερα είναι δυνατόν νά έπεξεργαστοΰμε μιά μονιστική άντίληψη γιά τόν κόσμο, λογικά συνεκτική, μέ τή φιλοσοφική άξιοποίηση κρίσιμων κατακτήσεων τών έπιστημών. Υποστήριξα ότι οί υλιστικές άρχές τής άντικειμενικότητας καί τής αύθυπαρ-ξίας τής φύσης θεμελιώνονται στήν έπιστήμη. "Οτι ό άνθρωπος είναι βιολογικό καί ταυτόχρονα κοινωνικό 0ν. "Οτι τό πνεύμα είναι δυναμικότητα τής ύλης ή όποία πραγματοποιήθηκε έδώ, στή Γή. "Ως έδώ «δεν είχαμε άνάγκη άπό τόν Θεό» καί τά προηγού-μενα στηρίζονται σέ δεδομένες άλήθειες. «'Αποδείξαμε» λοιπόν τήν άνυπαρξία τοϋ Θεοΰ; Μιά τέτοια άπόδειξη, μέ τήν τυπική έννοια τής λέξης « άπόδειξη », είναι άνέφικτη, χωρίς αύτό νά ση-μαίνει ότι μιά κοινωνιολογική καί γνωσιοθεωρητική έρμηνεία τής γένεσης τού Θεοΰ, πού άρχίζει άπό τόν Ξενοφάνη, άνανεώνεται άπό τόν Μάρξ καί έμπλουτίζεται άπό τΙς σημερινές έπιστήμες, στερείται άξίας. Ά ς φανταστούμε λοιπόν ότι δυό μεγάλοι φυσι-κοί, ό Μάξ Πλάνκ, χριστιανός, καί ό Άλμπερτ Αϊνστάιν, σπινο-ζιστής καί άθεος, έπιστρέφουν έδώ στή Γή καί συζητούν γιά τήν προέλευση τοΰ κόσμου, γιά τόν Θεό, τή θρησκεία καί τή θέση τού άνθρώπου στόν Κόσμο.*

'Αϊνστάιν : Αγαπητέ μου Μάξ, παραφράζοντας τή διάσημη φρά-ση τοΰ Αρχιμήδη, θά μποροΰσα νά ισχυριστώ : Δώστε μου τά κου-

* Ό « διάλογος » είναι προφανώς φανταστικός. Τα λεγόμενα τών δύο φυ-σικών δέν προέρχονται πάντα άπό τά κείμενά τους. 'Αλλά οί ιδέες πού τούς άποδίδονται έδώ είναι γενικά σύμφωνες μέ τήν κοσμοαντίληψή τους.

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο ι 3 ^ 9

ώρκ, τά έξι λεπτόνια καί τά κβάντα τών τεσσάρων φυσικών άλλη-λεπιδράσεων, καί τότε μπορώ νά περιγράψω τή δομή καί τό γί-γνεσθαι τοϋ Κόσμου. Είναι βέβαια αύτονόητο δτι θά συναντούσα πολλά άνεξήγητα φαινόμενα. 'Εντούτοις είναι λογικό νά έλπίζω δτι αύτό πού σήμερα είναι άδηλο καί άγνωστο θά γίνει μιά μέρα φανερό καί διαυγές στή νόηση. Είναι έπίσης αύτονόητο δτι θά έκα-να μιά συστηματική προσπάθεια νά άποφύγω τήν άπλοϊκότητα τοΰ άναγωγισμοΰ καί τοΰ μηχανιστικού ύλισμοΰ, καθώς καί τή μάταιη καί άφελή έλπίδα δτι μιά Θεωρία τον Παντός, μιά τελική θεωρία γιά τή φύση, θά ήταν ποτέ δυνατή.

Πλάνκ : Είμαι δπως καί σύ, άγαπητέ "Αλμπερτ, ρεαλιστής καί αΐτιοκράτης. Πιστεύω στήν άντικειμενικότητα της φύσης καί στόν αιτιοκρατικό χαρακτήρα τών φαινομένων. Είμαι λοιπόν σύμφω-νος μέ σένα δτι ό κόσμος είναι γνώσιμος, καί δτι ή έπιστήμη μπο-ρεί νά φτάσει σέ μιά γνώση, δχι άπόλυτη, άλλά έν πάση περι-πτώσει άνθρωπίνως άντικειμενική. Πρέπει δμως νά σοΰ θέσω ένα έρώτημα : Ποιά είναι ή προέλευση τών κουώρκ, τών λεπτονίων καί τών κβάντα τών τεσσάρων φυσικών άλληλεπιδράσεων; Δηλαδή τών θεμελιωδών συστατικών της ύλης ;

'Αϊνστάιν : Είμαστε σύμφωνοι δτι ή ύπαρξη τών σωματίων στά όποια άναφερθήκαμε είναι επιστημονικό γεγονός. Όμως, άπό τήν έποχή πού καί οί δύο συμβάλαμε στή διατύπωση της θεωρίας τών κβάντα, ή άντίληψη τών φυσικών γιά τήν ύλη έχει άλλάξει : Δέν μποροΰμε πιά νά μιλάμε γιά αιώνια, άδημιούργητα σωμάτια, τε-λικές μορφές της ύλης, δπως πίστευαν ό Δημόκριτος καί ό μέγας Νεύτων. Δέν είμαι οπαδός της υπόθεσης τοΰ Big Bang, δμως, δπως ξέρεις, χάρη στή σύμφυση της Μικροφυσικής μέ τήν 'Αστροφυσι-κή, έχει πλέον άποδειχτεΐ δτι οί μορφές της ύλης έχουν μιά ιστο-ρία στό χώρο καί στό χρόνο. Οί μορφές αύτές, συνεπώς, δέν είναι αιώνιες. Δέν ύπάρχει τίποτα τό αιώνιο, έκτός άπό τήν ύλη καί τήν κίνησή της, δπως έλεγε καί ένας συμπατριώτης μας, ό Φρειδερί-κοςΈνγκελς. Νομίζω, λοιπόν, δτι ή άναζήτηση μιας πρωταρχικής 'Οντότητας, άπ'δπου προκύπτει καθετί πού υπάρχει, είναι μιά παλαιά συνήθεια τής μεταφυσικής.

3 7 0 ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

Πλάνκ: Είμαι έν μέρει σύμφωνος μαζί σου. Πράγματι, τά κβάντα μας ήταν μιά άπό τΙς πρώτες ένδείξεις ότι τό άτομο δέν είναι « άτομο », άδιαίρετο καί χωρίς δομή. Καί είναι μιά μεγα-λειώδης ιδέα νά φανταστούμε δτι οί θεμελιώδεις μορφές τής ύλης μεταβλήθηκαν στήν πορεία τοΰ χρόνου. Άκόμα περισσότερο: Γνωρίζεις, αγαπητέ Αϊνστάιν, δτι ύπάρχει ένα κοσμολογικό πρό-τυπο τό όποιο προβλέπει τή δημιουργία ΰλης, ιδέα ή όποία άνα-τρέπει τήν κλασική κοσμοαντίληψη καί άνοίγει νέες προοπτικές γιά τό πνεύμα. 'Εσύ άλλωστε, δπως καί ό Ντέ Μπρέιγ καί ό Ντι-ράκ, μιλήσατε πρώτοι γιά έναν αιθέρα, ή ένα ύποκβαντικό έπίπε-δο, πρίν άπό τούς δημιουργούς τοΰ προτύπου στό όποιο άναφέρ-θηκες. Συνεπώς : Μεταμόρφωση τής ΰλης. Μάλιστα ! Άλλά άπό ποΰ προέρχεται ή ΰλη ; Σοΰ θυμίζω τό έρώτημα πού έθεσε καί ένας άλλος συμπατριώτης μας, δυστυχώς ναζιστής ! Αναφέρομαι στόν Martin Heidegger, ό όποιος, δπως ξέρεις, έθετε τό έρώτημα : Για-τί το Είναι και δχι το Τίποτα;

'Αϊνστάιν : Έχεις δίκιο, άγαπητέ Μάξ. Όμως, ένας άλλος, συμ-πατριώτης μας καί αύτός, ό μεγάλος ιδεαλιστής Χέγνελ, έπιχεί-ρησε νά διατυπώσει μιά διαλεκτική άνάμεσα στό Όν καί στό μή Όν. Τήν ιδέα αύτή τήν ξαναπήραν οί μαρξιστές. Όμως κατά τή γνώμη μου τίποτα δέν προκύπτει άπό τό Τίποτα. Ό Δημόκριτος έχει δίκιο. Έτσι, κατά τή γνώμη μου, ή διαλεκτική τοΰ Είναι καί τοΰ Μηδενός είναι μιά ψευδοδιαλεκτική. Έγώ δέχομαι ώς άρχές τήν άντικειμενικότητα καί τήν αύθυπαρξία τής ΰλης. Καί οί άρχές τίθενται. Όπως ξέρεις δέν άποδεικνύονται. Θεμελιώνονται. Δέχο-μαι συνεπώς τήν ΰπαρξη τής ΰλης ώς έπιστημονικό γεγονός. Καί ή ΰπαρξη ένός ύποκβαντικοΰ έπιπέδου θά ήταν ένα έπιπλέον έπι-χείρημα ύπέρ τού ανεξάντλητου τής ΰλης.

Πλάνκ : Ή άπάντησή σου δέν μέ ικανοποιεί. Έγώ άναζητώ μιά αιτία τής ύπαρξης τοΰ κόσμου. Καί δέχομαι δτι ό κόσμος δημι-ουργήθηκε άπό τόν Θεό.

'Αϊνστάιν. Μέ δλο τόν ομολογημένο σεβασμό πρός τό πρόσω-πό σου, θά μοΰ έπιτρέψεις νά σοΰ πώ δτι ή θέση σου είναι έξίσου μή άποδείξιμη μέ τή δική μου. Άλλά ή ΰπαρξη μιας φύσης, « αιτίας

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 370

τοΰ έαυτοΰ της », ή αύθυπαρξία της υλης, δέν είναι περισσότερο ένοχλητική άπό τήν ΰπαρξη τοΰ Θεοΰ. Θά μποροΰσα άκόμα νά πώ ότι, δεχόμενοι τήν ΰπαρξη ένός ύπερφυσικοΰ δντος, δημιουργοΰ τοΰ κόσμου, δέν κάνουμε άλλο άπό τό νά διπλασιάζουμε τό πρό-βλημα : Μυστήριο τής ΰπαρξης τοΰ Θεοΰ, μυστήριο τής Δημιουρ-γίας. Ή πρότασή σου δέν έχει καμιά άποδεικτική άξία.

Πλάνκ : Λέγεις, λοιπόν, δτι καί οί δύο υποστηρίζουμε έξίσου μή άποδείξιμες θέσεις, καί δτι ή έπιλογή σου, δπως καί. ή δική μου, είναι παρόμοια αύθαίρετες ;

'Αϊνστάιν : "Οχι, καθόλου ! Οί άντίθετες άπόψεις μας δέν έχουν τήν ίδια εύρετική άξία. Έγώ, μέ άφετηρία τά άξιώματα τά όποια έθεσα, μπορώ νά διατυπώσω μιά λογικά συνεκτική κοσμοαντίλη-ψη. Μιά όντολογία, δπως λέν οί φιλόσοφοι, χωρίς μεταφυσικές προκείμενες καί λογικά συνεκτική. 'Ομολογώ βεβαίως δτι ύπάρ-χουν πολλά προβλήματα γιά λύση, έχω δμως έμπιστοσύνη στή δύ-ναμη τής νόησης καί στό μέλλον τής έπιστήμης. Ή κοσμοαντίλη-ψή μας θά γίνεται όλο καί περισσότερο πλήρης καί άντικειμενική. Τό αϊτημά σου, άντίθετα, άγαπητέ Μάξ, βρισκόταν πάντα καί θά βρίσκεται σέ άντίφαση μέ τά δεδομένα τών έπιστημών.

Πλάνκ: Δέν έχεις δίκιο. Ή σκέψη μου έχει ένα θεμέλιο. Κατά τά άλλα, δέν άνακατεύω τόν Θεό στίς έρευνές μου. Στή μελέτη τών νόμων τής Φύσης.

'Αϊνστάιν: Προσωπικά είναι δυνατόν νά άποφύγει κανείς τό λογικά μή συνεκτικό μείγμα τής μεταφυσικής καί τής έπιστημο-νικής σκέψης. Είναι δμως γνωστό δτι οί Γραφές καί ή θεολογική σκέψη ήταν πάντα άντίθετες μέ τίς άλήθειες τής έπιστήμης. Σοΰ ύπενθυμίζω τό δόγμα τής Δημιουργίας, τής ΰπαρξης μιάς άυλης ψυχής κλπ. Φαντάσου πώς ό Καρτέσιος έφτασε νά υποστηρίζει τή γελοία ιδέα δτι ή ψυχή εισέρχεται στό σώμα-μηχανή καί έγκατα-βιώνει στό κωνάριο ! Άκόμα καί ή Καθολική Εκκλησία υποχρε-ώθηκε πρόσφατα νά παραδεχτεί ότι τό άνθρώπινο σώμα προήλθε άπό τή βιολογική έξέλιξη. Παρά ταΰτα, ή Καθολική Εκκλησία έπιμένει άκόμα στήν αύθαίρετη θέση δτι τό πνεύμα, ή ψυχή δημι-ουργήθηκαν άπό τόν Θεό καί δτι είναι δωρεά τοΰ Δημιουργού. Ό

3 7 2 ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

Θεός έκδιώκεται συνεχώς άπό τό χώρο τών επιστημών. Δέν τοϋ άπομένει παρά ή πράξη της Δημιουργίας, άδιανόητη και μή άπο-δείξιμη.

Πλάνκ : 'Ομολογώ ότι είναι γεγονός ή προαιώνια σύγκρουση άνάμεσα στό δόγμα τής δημιουργίας καί τις έπιστήμες. Έχεις λοιπόν δίκιο. "Ομως, άγαπητέ Άλμπερτ, άπό τήν έποχή τής 'Ανα-γέννησης, έγινε μιά προσπάθεια νά διαχωριστεί ή άλήθεια τής θρη-σκείας άπό τήν άλήθεια τών έπιστημών. Πρόκειται γιά δύο χωρι-στές άλήθειες καί ή θρησκεία δέν έχει δικαίωμα νά παρεμβαίνει στά προβλήματα τής έπιστήμης. Πιστεύω στόν Θεό, Δημιουργό ! 'Αλλά γιά μένα, ή έπιστήμη δέν είναι θεραπαινίς τής θεολογίας.

'Αϊνστάιν : Άν άντιλαμβάνομαι σωστά, δέχεσαι ότι ό Θεός δη-μιούργησε τόν κόσμο, όρισε τούς νόμους τής κίνησής του καί έκ-τοτε δέν επεμβαίνει στή φύση. Πρόκειται γιά τήν άποψη τοΰ με-γάλου, όπως λέν, όρθολογιστή, τοΰ Καρ-ίέσιου. Όλα αύτά όμως είναι μιά μεταφυσική παραδοχή, ούτε έπαληθεύσιμη ούτε διαψεύ-σιμη, όπως προτιμά νά λέγει ό φίλος μου ό Κάρλ Πόππερ.

Πλάνκ : Δέν είπα ότι μπορούμε νά άποδείξουμε τήν ύπαρξη τοΰ Θεοΰ, ή τή Δημιουργία τοΰ κόσμου. Γιά μένα πρόκειται γιά άρθρο πίστεως τό όποιο δίδει νόημα στήν ύπαρξη τοΰ άνθρώπου.

'Αϊνστάιν : Σέβομαι βαθιά τήν άνάγκη σου νά βρεις ένα θεμέλιο ήθικής τάξεως. Όμως ή γνωσιολογική ούδετερότητά σου, άγα-πητέ Μάξ, είναι εύθραυστη : Δέν θέλω νά άναφερθώ στά προβλή-ματα ήθικής τάξης πού θέτει ή ύπαρξη τοΰ Θεοΰ : στό κυρίαρχο κακό, στους πολέμους, στήν έκμετάλλευση, στή γενικευμένη βαρ-βαρότητα. Γνωρίζεις τό δίλημμα κάθε θεοδικίας : Ό Θεός είναι άδύνατος, ή κακός ; *Η δέν υπάρχει ; Δέν θέλω νά συζητήσω πε-ρισσότερο αύτή τήν πλευρά τοΰ προβλήματος. Θέλω όμως νά έπι-μείνω ότι ή άρχή σου, έκτός άπό τΙς άντιφάσεις πού γεννάει, είναι έντελώς άστήρικτη. Δέν είναι συνεπώς τυχαίο ότι πολλοί άπό τούς πατέρες τής 'Ορθόδοξης, όπως καί τής Καθολικής Εκκλησίας, ύποστήριξαν, έναντίον τών έπιχειρημάτων ή τών « άποδείξεων » υπέρ της ύπαρξης τοΰ Θεοΰ, ότι ό Θεός είναι πέραν τών δυνατοτή-των τής νόησης.

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 3 7 3

Πλάνκ : Άλλά, άγαπητέ Αϊνστάιν, δέν ισχυρίστηκα δτι έχω ένδείξεις ή άποδείξεις για τήν ύπαρξη τοϋ Θεοΰ καί τή Δημιουρ-γία. Πιστεύω στόν Θεό, καί ή πίστη αύτή είναι τό θεμέλιο της ύπαρξής μου. Καί ή πίστη μου, δπως ξέρεις, δέν μέ έμπόδισε να συνεισφέρω μέ τΙς μικρές δυνάμεις μου στήν άνάπτυξη της Φυ-σικής.

'Αϊνστάιν : Τώρα μοΰ θύμισες έναν Δανό φιλόσοφο, τόν Seren Kirkegaard. Γι'αύτόν, δπως καί γιά τόν χριστιανικό υπαρξισμό καί τόν περσοναλισμό, τό έρώτημα γιά τόν Θεό δέν είναι πρόβλη-μα λογικής. Είναι προσωπικό, έσωτερικό γεγονός. Όμως αύτή ή πίστη, αύτή ή μυστική έπικοινωνία, δέν συνεπάγεται κάποια βε-βαιότητα. Έπειδή, κατά τόν Κίρκεγκωρ, άλήθεια είναι ή υποκει-μενικότητα. Τό υπάρχον είναι μόνον ή άβεβαιότητα. Ή άβεβαιό-τητα είναι άντικειμενική. *Αν θέλω νά παραμείνω στήν πίστη, έγραφε ό Κίρκεγκωρ, θά πρέπει άδιάκοπα νά έπαγρυπνώ γιά νά διατηρήσω τήν άντικειμενική άβεβαιότητα δπου, ευρισκόμενος στά άνοιχτά πάνω άπό 70.000 όργιές βάθους, παρά ταΰτα, πι-στεύω. Ποιά βεβαιότητα μπορείς λοιπόν νά θεμελιώσεις στήν πί-στη ; Όμως οί άνθρωποι έχουν άνάγκη άπό άποδείξεις. Καί σοΰ θυμίζω σχετικά τήν περίπτωση ένός άλλου μεγάλου φιλόσοφου, συμπατριώτη μας καί αύτοΰ : τοΰ Εμμανουήλ Κάντ. Πιστός χρι-στιανός, έφτασε στό συμπέρασμα δτι είναι άδύνατο νά άποδειχτεΐ ή ύπαρξη τοΰ Θεοΰ άπό τό δρόμο τής νόησης. Ή ύπαρξη τοΰ Θε-οΰ, κατά τόν Κάντ, είναι αίτημα τοΰ πρακτικοΰ λόγου. Μέ μιά κο-περνίκεια άναστροφή, δπως λέγεται, ό Κάντ θέλησε νά θεμελιώ-σει τήν ύπαρξη τοΰ Θεοΰ στόν a priori ήθικό νόμο. Βλέπεις λοι-πόν, άγαπητέ Μάξ, δτι ή νόηση άδυνατεΐ νά θεμελιώσει, καί κατά τόν Κάντ, τήν ύπαρξη τοϋ Θεοΰ καί τή δημιουργία της φύσης.

Πλάνκ : Άλλά καί έσυ δέν μπορείς νά θεμελιώσεις τήν άρχή τής αύθυπαρξίας. Δέχομαι δτι καί έγώ άδυνατώ νά άποδείξω τήν ύ-παρξη τοΰ Θεοΰ καί δτι ή άπόδειξη πού πρότεινε ό Κάντ δέν μέ ικανοποιεί. Πράγματι, τί σημαίνει τιροεμπειρικος ήθικός νόμος γιά Ιναν κόσμο δπου βασιλεύει ή άνηθικότητα ; Ή άνηθικότητα καί ή βαρβαρότητα κυριαρχούν, καί οί « έκλεκτοί » τοΰ Θεοΰ είναι οί μό-

3 7 4 ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

vot κάτοχοι της έσωτερικής ηθικής ; Ό Κάντ ήταν Ινας πρωτοπό-ρος τής Κοσμολογίας, άλλά τά γνωσιολογικά ή ήθικά a priori του δέν μέ Ικανοποιούν. Ό Κάντ θέλησε νά οικοδομήσει μιά κοσμο-θεωρία θεμελιωμένη στό Λόγο. 'Αλλά τό σύστημά του δέν άντέχει μπροστά στά δεδομένα τής έπιστήμης.

'Αϊνστάιν : Ποιό θά ήταν λοιπόν τό συμπέρασμά μας, άγαπητέ Μάξ ; Οί δυό άντίθετες άρχές μας είναι μή άποδείξιμες άπό τό δρό-μο τής λογικής. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι φτάνουμε σέ λογικό άδιέξοδο καί ότι ή άποδοχή ή μή τοϋ Θεοΰ είναι πρόβλημα προ-σωπικής έπιλογής ;

Πλάνκ : Δέν βλέπω άλλη λύση. Ή επιχειρηματολογία σου εί-ναι έξίσου τρωτή μέ τή δική μου.

'Αϊνστάιν :Mt συγχωρείς, άλλά δέν δέχομαι τό συμπέρασμά σου. Επεσήμανα ήδη ότι έγώ, μέ βάση τίς άρχές πού Ιθεσα, καί άξιοποιώντας φιλοσοφικά τά έπιστημονικά δεδομένα, μπορώ νά οικοδομήσω μιά λογικά συνεκτική κοσμοαντίληψη. 'Εσύ, οφείλω νά σοΰ τό πώ, μέ όλο τόν όμολογημένο σεβασμό στό πρόσωπό σου, βρίσκεσαι πάντα σέ άδιέξοδο. Συζητήσαμε γιά ποιόν λόγο ή υπεκ-φυγή τοϋ Κάντ δέν άποτελέϊ λύση. Ό μεγάλος συμπατριώτης μας μετατόπισε τό πρόβλημα : Άπό τήν περιοχή τοΰ λεγόμενου « κα-θαρού λόγου » όπως άγαπά νά λέει ( πράγματι, τί σημαίνει κα-θαρός λόγος ; ) τό μετέφερε στήν περιοχή τής ήθικής. Σέ άλλη πε-ρίπτωση άλλωστε, διατύπωσα σοβαρές κριτικές παρατηρήσεις σχετικές μέ τό καντιανό α priori καί ειδικότερα γιά τήν άντίληψή του γιά τήν a priori φύση τής γεωμετρίας. Θά πρέπει όμως νά όμολογήσω ότι ό Κάντ έμμεσα μέ βοήθησε νά άναζητήσω Ιναν διαφορετικό δρόμο γιά νά προσεγγίσω τό πρόβλημα τοΰ Θεοΰ.

Πλάνκ: Δηλαδή; Μέ ποιόν τρόπο ό Κάντ βοήθησε τή σκέψη σου ; Καί ποιά είναι ή νέα όδός σου ; Πρόκειται γιά προσωπική όδό διαφυγής ;

'Αϊνστάιν : "Εχω μπροστά μου Ινα βιβλίο μέ τίτλο : Οί Προ-σωκρατικοί. Ένας άπό αύτούς, ό Ξενοφάνης, ιδρυτής τής σχολής τής 'Ελέας, γράφει γιά τόν Θεό : «Άν τά βόδια, τά άλογα καί τά λιοντάρια είχανε χέρια καί μπορούσαν μέ τά χέρια τους νά ζω-

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 3 7 5

γραφίζουν καί νά δημιουργούν έργα δπως οί άνθρωποι, τά άλογα θά ζωγράφιζαν εικόνες θεών παρόμοιες μέ άλογα, καί τά βόδια παρόμοιες μέ βόδια, μέ δυό λόγια, εικόνες θεών άνάλογες μέ τή μορφή όλων τών ζωικών ειδών. Οί Αιθίοπες λέν δτι οί θεοί τους Ιχουν ρίνα σιμήν καί είναι μαύροι, οί Θράκες λέν δτι οί θεοί τους Ιχουν γαλανά μάτια καί πυρόξανθα μαλλιά ». Πώς βρίσκεις, άγα-πητέ Μάξ, αύτή τήν έξήγηση για τήν ύπαρξη τών θεών ;

Πλάνκ : Βρίσκω λογικό, αγαπητέ 'Αϊνστάιν, δτι οί άνθρωποι Ιφτασαν στήν ιδέα τού θεού μέσα άπό μιά μακρά άφαιρετική δια-δικασία. Όμως οί πρώτες άνθρωπομορφικές άντιλήψεις δέν άπο-δεικνύουν δτι οί άνθρωποι δημιούργησαν τούς θεούς καί δτι ή ίδέα τοΰ θεοΰ είναι άπλώς μιά υποκειμενική πλάνη.

'Αϊνστάιν : Συμφωνώ μαζί σου. Νομίζω όμως δτι μποροΰμε νά κάνουμε Ινα βήμα πιό μπροστά γιά νά έξηγήσουμε τή γέννηση τής ιδέας τού θεοΰ στόν έγκέφαλο τών άνθρώπων. Ό Δημόκριτος, ό Επίκουρος, ό Λουκρήτιος, άλλοι μετά τόν Μεσαίωνα, έπιχείρη-σαν νά έξηγήσουν μέ τή βοήθεια τοΰ λόγου τό θρησκευτικό φαι-νόμενο. Δέν είμαι δυνατός στή φιλοσοφία καί προπαντός δέν ξέρω πολλά πράγματα άπό τή φιλοσοφία ένός άλλου συμπατριώτη, 'Εβραίου δπως καί έγώ, τοΰ Κάρολου Μάρξ. 'Αλλά άπ' δσα ξέρω, κατά τόν Μάρξ ή θρησκεία δέν είναι άπλώς προϊόν άγνοιας τών νόμων τής φύσης. Δέν άνάγεται στή δεισιδαιμονία ή στήν πλάνη. Ή θρησκεία, σύμφωνα μέ τόν μεγάλο ύλιστή, είναι ή λογική αύ-τοΰ τοΰ κόσμου μέ λαϊκή μορφή. Ό κόσμος τής θρησκείας είναι ή άντανάκλαση τοΰ πραγματικού κόσμου καί τό μυστήριο τής ούρά-νιας οικογένειας πρέπει κατά τόν Μάρξ νά άναζητηθεΐ στήν έπί-γεια οικογένεια.

Πλάνκ : Δέν νομίζω δτι ό Μάρξ, τοΰ όποίου άγνοώ τή διδα-σκαλία, προχώρησε περισσότερο άπό τόν Ξενοφάνη.

'Αϊνστάιν : Έγώ νομίζω τό άντίθετο. 'Απ' δ,τι ξέρω σχετικά μέ τόν Μάρξ, αύτός μετατόπισε τή συζήτηση άπό τό έπίπεδο τής νοητικής άφαίρεσης στό έπίπεδο τής κοινωνίας καί άναζήτησε μιά άνθρωπολογική έρμηνεία τού θρησκευτικού φαινομένου. Καί γι ' αύτόν, ό άνθρωπος είναι πού δημιουργεί τή θρησκεία, χωρίς συ-

3 7 6 ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

χνά νά υποψιάζεται τήν άνθρώπινη πηγή της ιδέας τοΰ θεοΰ. Ή θρησκεία είναι, λέει ό Μάρζ, ή αλλοτριωμένη αυτοσυνείδηση. Ή θρησκεία συνεπώς δέν ζει στόν ουρανό, άλλά έδώ, πάνω στή Γή. Θά πρέπει λοιπόν νά άναζητήσουμε τό μυστικό τής έπουράνιας οι-κογένειας στήν έπίγεια οικογένεια. Ή θρησκεία, κατά τόν Μάρξ, τρέφεται άπό τήν πραγματική δυστυχία τοΰ άνθρώπου, ή όποία συνδέεται μέ τίς κοινωνικές σχέσεις, καί τό φορτίο τής δυστυχίας που αύτές συνεπάγονται. Ό Μάρξ, μεγάλος άνθρωπιστής, θεω-ρούσε τή θρησκεία σάν τόν άναστεναγμό τού καταπιεσμένου άν-θρώπου, σάν τήν καρδιά ένός κόσμου χωρίς καρδιά, σάν τό πνεύμα ένός κόσμου δίχως πνεύμα. Ή θρησκεία, έλεγε ό Μάρξ, είναι ή διαμαρτυρία ένάντια στόν άνθρώπινο πόνο, καί τήν ίδια στιγμή είναι τό όπιο τοΰ λαοΰ.

Πλάνκ : Νόμιζα πώς ό Μάρξ ήταν ένας μεγάλος οικονομολό-γος, κριτικός τοΰ καπιταλισμού καί θεωρητικός τοΰ σοσιαλισμού. Όμως ό άναμφισβήτητος άνθρωπισμός του καί ή έρμηνεία του γιά τό θρησκευτικό φαινόμενο, τό γεγονός δηΧαδή όπως λές, τής άλ-λοτρίωσης, όλη αύτή ή άνθρωπολογική έρμηνεία, δέν άποδεικνύει τήν τόσο άγαπητή σου αύθυπαρξία τής φύσης.

'Αϊνστάιν : 'Αλλά άπό τήν άρχή είχαμε συμφωνήσει, άγαπητέ Μάξ, ότι δέν είναι δυνατή μιά τυπική άπόδειξη γιά τήν ΰπαρξη ή τή μή ΰπαρξη τοΰ Θεοΰ. Σέβομαι άπολύτως τήν πίστη σου στήν ΰπαρξη τοΰ Θεοΰ. Νομίζω όμως ότι ή σημερινή έπιστήμη « έπι-βάλλει τόν ύλισμό ». Ό μονισμός τής ΰλης θεμελιώνεται στίς σχε-τικιστικές θεωρίες καί στή μικροφυσική. Ή Κοσμολογία είναι ( ή οφείλει νά είναι ) ή έπιστήμη τής δομής καί τής έξέλιξης ένός « κό-σμου » άναδυόμενου καί αύτοδημιουργούμενου. Οί έπιστήμες τής ζωής, τέλος, άπέδειξαν ότι ό άνθρωπος είναι βιολογικό-φυσικό 0ν καί ή ψυχοσωματική ένότητά του έχει πρακτικά άποδειχτεΐ. Αύτό τό τελευταίο είναι θανάσιμο κτύπημα έναντίον τοΰ δυϊσμού τοΰ σώματος καί τής ψυχής. Υποστηρίζω λοιπόν ότι ό ύλισμός έχει ένα στέρεο θεμέλιο στις έπιστήμες.

Πλάνκ : Όμολογώ ότι τά έπιχειρήματά σου είναι στέρεα. Ό -μως δέν μπορείς νά άποδείξεις τόν ύλισμό σου.

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 3 7 7

'Αϊνστάιν: 'Αλλά, άγαπητέ Μάξ, δέν λέω δτι « απέδειξα ». Υ-ποστηρίζω δτι είναι δυνατόν νά έξηγήσουμε τή γέννηση της ιδέ-ας τοϋ θεοΰ καί νά οικοδομήσουμε μια μονιστική άντίληψη γιά τή φύση χωρίς νά έχουμε άνάγκη άπό δημιουργό καί δημιουργία.

Πλάνκ : *Αν δμως δέν δέχεσαι τήν ύπαρξη τού Θεοΰ, τότε, σέ ποιό θεμέλιο μπορείς νά οικοδομήσεις μιά ήθική καί έναν ήθικό β ί ο ;

'Αϊνστάιν : Καλή έρώτηση. Όμως ξέρεις δτι ό εύσεβής χριστια-νός Κάντ είχε ύποστηρίξει δτι ένας άθεος μπορεί νά είναι έξίσου ήθικός μέ έναν πιστό. 'Εσύ ό ίδιος έξάλλου, άπό τήν όδυνηρή έμπειρία τών δύο παγκόσμιων πολέμων καί τοΰ ναζισμοΰ, ξέρεις δτι έκατομμύρια άνθρωποι θυσιάστηκαν γιά έναν κόσμο ειρήνης καί άδελφοσύνης, χωρίς νά έλπίζουν σέ κάποια μεταθανάτια ζωή καί σέ δποιαδήποτε άνταπόδοση.

Πλάνκ: Αύτό πού λές είναι άληθινό. Όμως έπιμένω : Ή άπο-δοχή ένός ολοκληρωτικού καί τελεσίδικου θανάτου δέν συνεπάγε-ται έναν άκρωτηριασμό τού άνθρώπινου δντος ;

'Αϊνστάιν : Θά μιλήσω γιά τήν προσωπική μου στάση. Παιδί, είχα μιά βαθιά θρησκευτικότητα. Στήν ήλικία τών δώδεκα έτών, διαβάζοντας βιβλία έπιστημονικής έκλαΐκευσης, κατέληξα στό συμπέρασμα δτι πολλές άπό τίς ιστορίες της Βίβλου δέν ήταν ά-ληθινές. Ό θρησκευτικός παράδεισός μου είχε χαθεί. Έπειτα άπό έναν έσωτερικό άγώνα, ή θέαση τοΰ κόσμου ήταν γιά μένα μιά άπελευθέρωση. Ή άναζήτηση της άλήθειας τοΰ κόσμου είναι θε-μέλιο έσωτερικής έλευθερίας καί άσφάλειας. Έπίσης : Ή άναζήτη-ση της άλήθειας τοΰ κόσμου είναι ταυτόχρονα κίνητρο γιά νά με-τάσχεις στό κίνημα γιά νά ξεπεραστεί ή βαρβαρότητα τοΰ άνθρώ-πινου κόσμου μας.

Πλάνκ : *Ας συμφωνήσουμε, λοιπόν, τουλάχιστον σ' αύτό τό τε-λευταίο σημείο. Δηλαδή γιά τήν εύθύνη μας ώς επιστήμονες καί γιά τά καθήκοντα πού μάς έπιβάλλει αύτή ή εύθύνη.

3 7 » ο γ δ ο ο κ ε φ α λ α ι ο

Α Ν Α Φ Ο Ρ Ε Σ ΚΑΙ Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

1. René Zazzo, Psychologie et Marxisme, Denoël-Gonthier, Παρίσι, 1975, σ. 1 2 8 .

2. Βλ. κυρίως τούς Διαλάγους Φαίδων καί Πολιτεία. 3. Μάρθα Κούκκου-Lehman, όμιλία στό Διεθνές Διεπιστημονικό Συνέδριο

μέ θέμα « Ή άνθρώπινη συμπεριφορά καί ή έννοια τοϋ σύγχρονου ούμανι-σμοϋ», Δελφοί, 14-17 'Ιουνίου 1995.

4. Daniel Slern, The Interpersonal World of the Infant, Basic Books Publ., Νέα Τόρκη, 1985, σ. 42.

5.1 Vygotski, Pensée et Langage, Éditions Sociales, Παρίσι, 1985, σσ. 41-43. 6. Valentin Ν. Volosinov, Marxism and the Philosophy of Language, Harvard

University Press, Καίημπριτζ Μασαχουσέτης, 1973, σ. 25. 7. Alexander R. Luria, The Making of Mind, Harvard University Press,

Καίημπριτζ Μασαχουσέτης, 1979, σ. 53. 8. Γιά τή φύση τοΰ άνθρώπου, βλ. Eftichios Bitsakis, " Is human nature

compatible with socialism ? ", περ. Critique, 36-37, 2005, σ. 157. 9. Alexei N. Léontiev, ΙΛ> développement du psychisme, Éditions Sociales, Πα-

ρίσι, 1976, σποράδην. 10. Henri Wallon, La vie mentale. Éditions Sociales, Παρίσι, 1982, σ. 220. 11. Αντ., σ. 221. 12. R. Zazzo, Psychologie et Marxisme, δ.π., a. 38. 13. Παράθεμα άπό αντ., σ. 119. 14. V. Volosinov, Marxism and the Philosophy of Language, δ.π., σ. 34. 15. Lucien Sève, στό Je, Messidor, Παρίσι, 1987, σσ. 224, 226. 16. Bitsakis, " le human nature compatible with socialism ?" , Critique, δ.π. 17. René Descartes : Principes,\rin, Παρίσι, 1971. Τοϋ Ιδίου, Discours de la

méthode, Garnier, Παρίσι, 1960. Τοΰ (δίου, Les méditations métaphysiques, PUF, Παρίσι, 1963. Για τήν όπτική γωνία τοΰ Chomsky καί τοΰ Goodman βλ. Robert S. Cohen, Marx W. Wartofsky ( έπιμ. ), Λ Portrait of Twenty-Five Years, Reidel, Ντορντρέχτη, 1985.

18. Gottfried Wilhelm Leibniz, Nouveaux essais sur l'entendement humain, Flammarion, Παρίσι, 1966, σποράδην.

19. Emmanuel Kant, Critique de la raison pure, PUF, Παρίσι, 1975. Χρησι-μοποίησα έπίσης τήν άγγλική μετάφραση τοΰ John Miller Dow Meiklejon, Λον-δίνο, MSCCCLV.

20. Ef. Bitsakis, Physique et Matérialisme, Éditions Sociales, Παρίσι, 1983, κυ-ρίως κεφ. 5,6, 7. Τοΰ Ιδίου, " Space and Time. The ongoing quest " , Foundations of Physics, τ. 35, 1, 2005, σ. 57.

21. Βλ. A Portrait of Twenty-Five Years, δ.π., σσ. 31-57.

η φ υ σ η κ α ι ο θ ε ο σ 3 7 9

22. Jacques Monod, Le hasard et la nécessité. Seuil, Παρίσι, 1970, σ. 144. 23. Noam Chomsky, Language and the Problem of Knowledge, MIT Press,

1991, σποράδην. 24. J. Monod, Le hasard et la nécessité, δ.π., σ. 150. 25. Jean Piaget, Biologie et Connaissance, Gallimard, 1967, σσ. 374-375. Γιά

μια κριτική άνάλυση τών ιδεών τοϋ Καντ, Ιδίως σέ 6,τι άφορα τό χώρο καί τί» χρόνο, βλ. Bitsakis, Foundations of Physics, τ. 35, 1, 2005, σ. 57.

26. Α. léontiev, Le développement du psychisme, δ.π., σσ. 91-93. 27. Jean Voilquin, Les Penseurs Grecs avant Socrate, Garnier-Flammarion,

1984, κεφ. V. Έπίσης Παρμενίδης ( είσ. κλπ. Εύαγγ. Ροϋσος ), Στιγμή, 2002, σ. 40.

28. Hugh Everett, Modern Physics, 29, 454, 1957. 29. Karl Popper, The Ix>gic of Scientific Discovery, Hutchinson, Λονδίνο, 1962,

σ. 93. 30. Κ. Popper, Conjectures and Refutations, Routledge, Λονδίνο, 1976, σσ.

266,387. 31. François Jacob,/^i logique du vivant, Gallimard, Παρίσι, 1976, σ. 337. 32. Β. Zazzo, Psychologie et Marxisme, δ.π., σ. 71. 33. Αντ., σσ. 31, 32. 34. Η. Wallon, La vie mentale, δ.π., σ. 115. 35. A. léontiev. Le développement du psychisme, δ.π., σ. 248. 36. Γιά μιά παρουσίαση καί κριτική αύτης της Ιδεολογίας, βλ., έκτός τών

προαναφερθέντων, Richard C. Lewontin, Biology as Ideology, Harper Perennial, 1991. Έπίσης, Bitsakis, " Is human nature compatible with socialism?", Cri-tique, δ.π. Τοϋ ιδίου. Φιλοσοφία τον άνθρώπον, 3η έκδοση, Gutenberg, 1991.

37. Μάρθα Κούκκου-Lehmann, στό The Human Predicamend, D. Razis ( Ed. ), Prometheus Books, N.Y. 1996, σσ. 269-280.

38. Περ. American Psychologist, 'Οκτώβριος 1990, σ. 1167. 39. John R. Sea rie. The Rediscovery of the Mind, MIT Press, 1992, σποράδην.

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ TOY ΕΥΤΥΧΗ ΜΠΠΤΛΚΗ . Η ΥΛΗ KAI TO IΙΝΕΥΜΑ. ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟ ΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΟ - ΦΑΣΜΑ • ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑ ΠΕΝΗ. ΟΙ ΤΥΠΟΓΡΑΦ1ΚΕΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΜΠΟΥΜΓΙΟΥΡΑ. ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΜΟΝΤΑΖ ΚΑΙ Η ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΕΓΙΝΑΝ ΣΤΟ ΛΙΘΟ ΓΡΑΦΕΙΟ -ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ Α.Ε.. ΣΕ ΧΑΡΤΙ PALA ΤΙΝΑ 100 ΓΡΑΜΜΑΡΙΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ. Η ΒΙΒΛΙΟΔΕ ΣΙΑ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΡΟΔΟΙΙΟΥΛΟΥ ΣΕ 1.500 ΑΝΤΙΤΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 2011 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΑΓΡΑ. ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΣΧΕΔΙΑΣΕ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΙΕΤΣΟΓΙΟΥΛΟΣ

Αριθμός έκδοσης

1.018