Τα βαρβαρικά βασίλεια στη δυτική Ευρώπη του πρώιμου...

5
Τα βαρβαρικά βασίλεια στη δυτική Ευρώπη του πρώιμου Μεσαίωνα Εισαγωγή Τα μεγάλα μεταναστευτικά κύματα των 4ου - 6ου αιώνα μ.Χ. άλλαξαν τον πολιτικό χάρτη της Δυτικής Ευρώπης και αποτέλεσαν την βάση του μεσαιωνικού κόσμου και κατ’ επέκταση τους πρόδρομους ακόμα και τον σημερινών εθνών-κρατών. Τα «βαρβαρικά» φύλα συγχωνεύτηκαν με τους ρωμαϊκούς πληθυσμούς της δυτικής Ευρώπης και επηρεάστηκαν από το λατινικό πολιτισμό, τον χριστιανισμό και τη διοικητική οργάνωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ύστερα από την πτώση της Ρώμης το 476 και την πρώτη μεταβατική περίοδο, προέκυψαν πιο σταθερά κράτη. Οι ηγέτες τους προσπάθησαν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη, αναβιώνοντας τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στην πορεία αυτή βασιλιάδες όπως ο Θευδέριχος, ο Κάρολος Μαρτέλος, ο Πεπίνος ο Βραχύς και τέλος ο Καρλομάγνος αποτέλεσαν φυσιογνωμίες που επηρέασαν καθοριστικά τη διαμόρφωση του μεσαιωνικού δυτικού κόσμου. Τα πρώτα βαρβαρικά βασίλεια Η πτώση της Ρώμης Πριν από το 476 οπότε και εκθρονίστηκε ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας στη Δύση, λαοί προερχόμενοι από τη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη, κυρίως οι Γότθοι, είχαν διεισδύσει στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν Βαρβάρους τους λαούς που κατοικούσαν εκτός των συνόρων τους. Ωστόσο τους χρησιμοποιούσαν ως μισθοφορικούς στρατούς ενάντια σε άλλα βαρβαρικά φύλα (όπως τους Ούννους [1]), αλλά τυπικά ήταν υποτελείς τους. Όμως η αυξημένη δύναμη των Βαρβάρων έφτασε στο σημείο να πιέζουν και τη Ρώμη• μάλιστα οι Βησιγότθοι, υπό τον Αλάριχο έφτασαν να αλώσουν τη Ρώμη το 410. Άλλα βαρβαρικά φύλα μετά από μετακινήσεις εντός της Αυτοκρατορίας, η οποία είχε χωριστεί το 395 από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο σε δύο τμήματα, εγκαταστάθηκαν επίσης στη Δύση όπου ίδρυσαν ξεχωριστά βασίλεια, όπως οι Βάνδαλοι στη Βόρεια Αφρική, οι Βησιγότθοι στην Ιβηρική και τη Γαλατία και η Οστρογότθοι στην Ιταλία. Σταδιακά η δύναμη των Βαρβάρων και εντός της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δυνάμωσε τόσο ώστε το 476 ο στρατηγός Οδόακρος ανάγκασε το Ρωμαίο αυτοκράτορα Αυγουστίνο Ρωμύλο σε παραίτηση και τον διαδέχθηκε. Έπαψε έτσι να υπάρχει η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αφού για πρώτη φορά Βάρβαρος ανέλαβε την ηγεσία της. Το γεγονός αυτό σηματοδοτεί τη διάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την αρχή του Μεσαίωνα [2]. Στη θέση της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία κατέρρευσε δημιουργήθηκαν τα βαρβαρικά βασίλεια [3]. Οστρογότθοι Ο Θευδέριχος, βασιλιάς των Γότθων, από το 488, έχοντας εγκαταλείψει τα Βαλκάνια, εισέβαλε στη βόρεια Ιταλία μέσω των δαλματικών ακτών[4]. Έτσι ο Οστρογότθος ηγέτης, τυπικά υποτελής του Βυζαντίου, νίκησε το τον Οδόακρο, που είχε αυτοανακηρυχθεί «Βασιλιάς της Ιταλίας» το 476. Σαν αποτέλεσμα των νικών του, το 493 σύναψε συμφωνία συγκυριαρχίας με τον Οδόακρο, τον οποίο όμως ο ίδιος την ίδια χρονιά σκότωσε. Έτσι επέβαλε την κυριαρχία του στην Ιταλία και εγκαθίδρυσε την αυλή του στη Ραβέννα ως βασιλικός αντιπρόσωπος του Ζήνωνα για τους Ρωμαίους της Ιταλίας και ως Βασιλιάς των Γότθων για τους ομοεθνείς του [5]. Στην ουσία ο Θευδέριχος ήταν απόλυτος κυρίαρχος της Ιταλίας και μέσω γάμων των συγγενών επηρέαζε τους Βανδάλους, Βησιγότθους, Βουργούνδιους και Φράγκους. Ωστόσο δεν έλειπαν οι συγκρούσεις με τα άλλα γερμανικά φύλα της Δύσης [6]. Το βασίλειό του χαρακτηριζόταν από τη συνέχιση των ρωμαϊκών δομών εξουσίας. Αντίθετα με τα στρατιωτικά που ήταν ζητήματα αποκλειστικής αρμοδιότητας των Οστρογότθων, διατηρήθηκαν η λατινική γλώσσα ως γλώσσα του κράτους, η Σύγκλητος και το ρωμαϊκό δίκαιο (για τους Ρωμαίους, αφού οι Οστρογότθοι εφάρμοζαν για τους εαυτούς εθιμικό δίκαιο• τυπικά ο Θευδέριχος δεν εξέδωσε νόμους διότι αυτό ήταν προνόμιο που είχε ο Βυζαντινός αυτοκράτορας). Επίσης ο Θευδέριχος υπήρξε συνεχιστής του λατινικού πολιτισμού. Ανοικοδόμησε κτίρια με βάση τα ρωμαϊκά πρότυπα, συνέχισε τα ρωμαϊκά θεάματα στους ιπποδρόμους, υπήρξε προστάτης στην αυλή του στη Ραβέννα του ποιητή Κασσιόδωρου και του φιλοσόφου Βοήθιου [7]. Παρότι αρχικά ανεκτικός έναντι των υπολοίπων δογμάτων, ο Θευδέριχος, που είχε ασπαστεί όπως όλοι οι Γότθοι των Αρειανισμό, στο τέλος της βασιλείας του (523) ήρθε σε σύγκρουση με το Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστίνο και το Πάπα Ιωάννη Α’ με αφορμή την προσπάθεια των δύο τελευταίων να εκδιώξουν τον Αρειανισμό από τη Δύση. Μετά το θάνατό του Θευδέριχου το 526 ακολούθησαν δυναστικές έριδες μεταξύ των απογόνων του που έδωσαν την ευκαιρία στον Ιουστινιανό να αποκαταστήσει τη βυζαντινή κυριαρχία στην Ιταλία [8]. Βησιγότθοι, Βάνδαλοι Οι Βησιγότθοι έλαβαν το 376 άδεια από τον Αυτοκράτορα Βάλη να διασχίσουν το Δούναβη προκειμένου να διαφύγουν από τους Ούννους. Ωστόσο ήρθαν σε σύγκρουση με τους Ρωμαίους, από τους οποίους και νικήθηκαν το 378. Ο Θεοδόσιος βελτίωσε τις σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους Βησιγότθους, όμως το 395, οπότε και απεβίωσε και ανέλαβε βασιλιάς των Βησιγότθων ο Αλάριχος, οι σχέσεις τους οξύνθηκαν. Το 397, πιεζόμενοι και πάλι από τους Ούννους, πολιόρκησαν ανεπιτυχώς την Κωνσταντινούπολη και, αφού διέσχισαν τον ελλαδικό χώρο, κατέφυγαν το 400 στην Ιταλία. Οι Ρωμαίοι στράφηκαν κατά των Βησιγότθων και έτσι το 408 ξέσπασε πόλεμος που οδήγησε τον Αλάριχο στο να λεηλατήσει τη Ρώμη το 410 [9]. Ύστερα από το

description

Τα βαρβαρικά βασίλεια στη δυτική Ευρώπη του πρώιμου Μεσαίωνα

Transcript of Τα βαρβαρικά βασίλεια στη δυτική Ευρώπη του πρώιμου...

Page 1: Τα βαρβαρικά βασίλεια στη δυτική Ευρώπη του πρώιμου Μεσαίωνα

Τα βαρβαρικά βασίλεια στη δυτική Ευρώπη του πρώιμου Μεσαίωνα

Εισαγωγή Τα μεγάλα μεταναστευτικά κύματα των 4ου - 6ου αιώνα μ.Χ. άλλαξαν τον πολιτικό χάρτη της Δυτικής Ευρώπης και αποτέλεσαν την βάση του μεσαιωνικού κόσμου και κατ’ επέκταση τους πρόδρομους ακόμα και τον σημερινών εθνών-κρατών. Τα «βαρβαρικά» φύλα συγχωνεύτηκαν με τους ρωμαϊκούς πληθυσμούς της δυτικής Ευρώπης και επηρεάστηκαν από το λατινικό πολιτισμό, τον χριστιανισμό και τη διοικητική οργάνωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ύστερα από την πτώση της Ρώμης το 476 και την πρώτη μεταβατική περίοδο, προέκυψαν πιο σταθερά κράτη. Οι ηγέτες τους προσπάθησαν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη, αναβιώνοντας τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στην πορεία αυτή βασιλιάδες όπως ο Θευδέριχος, ο Κάρολος Μαρτέλος, ο Πεπίνος ο Βραχύς και τέλος ο Καρλομάγνος αποτέλεσαν φυσιογνωμίες που επηρέασαν καθοριστικά τη διαμόρφωση του μεσαιωνικού δυτικού κόσμου. Τα πρώτα βαρβαρικά βασίλεια Η πτώση της Ρώμης Πριν από το 476 οπότε και εκθρονίστηκε ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας στη Δύση, λαοί προερχόμενοι από τη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη, κυρίως οι Γότθοι, είχαν διεισδύσει στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν Βαρβάρους τους λαούς που κατοικούσαν εκτός των συνόρων τους. Ωστόσο τους χρησιμοποιούσαν ως μισθοφορικούς στρατούς ενάντια σε άλλα βαρβαρικά φύλα (όπως τους Ούννους [1]), αλλά τυπικά ήταν υποτελείς τους. Όμως η αυξημένη δύναμη των Βαρβάρων έφτασε στο σημείο να πιέζουν και τη Ρώμη• μάλιστα οι Βησιγότθοι, υπό τον Αλάριχο έφτασαν να αλώσουν τη Ρώμη το 410. Άλλα βαρβαρικά φύλα μετά από μετακινήσεις εντός της Αυτοκρατορίας, η οποία είχε χωριστεί το 395 από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο σε δύο τμήματα, εγκαταστάθηκαν επίσης στη Δύση όπου ίδρυσαν ξεχωριστά βασίλεια, όπως οι Βάνδαλοι στη Βόρεια Αφρική, οι Βησιγότθοι στην Ιβηρική και τη Γαλατία και η Οστρογότθοι στην Ιταλία. Σταδιακά η δύναμη των Βαρβάρων και εντός της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δυνάμωσε τόσο ώστε το 476 ο στρατηγός Οδόακρος ανάγκασε το Ρωμαίο αυτοκράτορα Αυγουστίνο Ρωμύλο σε παραίτηση και τον διαδέχθηκε. Έπαψε έτσι να υπάρχει η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αφού για πρώτη φορά Βάρβαρος ανέλαβε την ηγεσία της. Το γεγονός αυτό σηματοδοτεί τη διάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την αρχή του Μεσαίωνα [2]. Στη θέση της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία κατέρρευσε δημιουργήθηκαν τα βαρβαρικά βασίλεια [3]. Οστρογότθοι Ο Θευδέριχος, βασιλιάς των Γότθων, από το 488, έχοντας εγκαταλείψει τα Βαλκάνια, εισέβαλε στη βόρεια Ιταλία μέσω των δαλματικών ακτών[4]. Έτσι ο Οστρογότθος ηγέτης, τυπικά υποτελής του Βυζαντίου, νίκησε το τον Οδόακρο, που είχε αυτοανακηρυχθεί «Βασιλιάς της Ιταλίας» το 476. Σαν αποτέλεσμα των νικών του, το 493 σύναψε συμφωνία συγκυριαρχίας με τον Οδόακρο, τον οποίο όμως ο ίδιος την ίδια χρονιά σκότωσε. Έτσι επέβαλε την κυριαρχία του στην Ιταλία και εγκαθίδρυσε την αυλή του στη Ραβέννα ως βασιλικός αντιπρόσωπος του Ζήνωνα για τους Ρωμαίους της Ιταλίας και ως Βασιλιάς των Γότθων για τους ομοεθνείς του [5]. Στην ουσία ο Θευδέριχος ήταν απόλυτος κυρίαρχος της Ιταλίας και μέσω γάμων των συγγενών επηρέαζε τους Βανδάλους, Βησιγότθους, Βουργούνδιους και Φράγκους. Ωστόσο δεν έλειπαν οι συγκρούσεις με τα άλλα γερμανικά φύλα της Δύσης [6]. Το βασίλειό του χαρακτηριζόταν από τη συνέχιση των ρωμαϊκών δομών εξουσίας. Αντίθετα με τα στρατιωτικά που ήταν ζητήματα αποκλειστικής αρμοδιότητας των Οστρογότθων, διατηρήθηκαν η λατινική γλώσσα ως γλώσσα του κράτους, η Σύγκλητος και το ρωμαϊκό δίκαιο (για τους Ρωμαίους, αφού οι Οστρογότθοι εφάρμοζαν για τους εαυτούς εθιμικό δίκαιο• τυπικά ο Θευδέριχος δεν εξέδωσε νόμους διότι αυτό ήταν προνόμιο που είχε ο Βυζαντινός αυτοκράτορας). Επίσης ο Θευδέριχος υπήρξε συνεχιστής του λατινικού πολιτισμού. Ανοικοδόμησε κτίρια με βάση τα ρωμαϊκά πρότυπα, συνέχισε τα ρωμαϊκά θεάματα στους ιπποδρόμους, υπήρξε προστάτης στην αυλή του στη Ραβέννα του ποιητή Κασσιόδωρου και του φιλοσόφου Βοήθιου [7]. Παρότι αρχικά ανεκτικός έναντι των υπολοίπων δογμάτων, ο Θευδέριχος, που είχε ασπαστεί όπως όλοι οι Γότθοι των Αρειανισμό, στο τέλος της βασιλείας του (523) ήρθε σε σύγκρουση με το Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστίνο και το Πάπα Ιωάννη Α’ με αφορμή την προσπάθεια των δύο τελευταίων να εκδιώξουν τον Αρειανισμό από τη Δύση. Μετά το θάνατό του Θευδέριχου το 526 ακολούθησαν δυναστικές έριδες μεταξύ των απογόνων του που έδωσαν την ευκαιρία στον Ιουστινιανό να αποκαταστήσει τη βυζαντινή κυριαρχία στην Ιταλία [8]. Βησιγότθοι, Βάνδαλοι Οι Βησιγότθοι έλαβαν το 376 άδεια από τον Αυτοκράτορα Βάλη να διασχίσουν το Δούναβη προκειμένου να διαφύγουν από τους Ούννους. Ωστόσο ήρθαν σε σύγκρουση με τους Ρωμαίους, από τους οποίους και νικήθηκαν το 378. Ο Θεοδόσιος βελτίωσε τις σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους Βησιγότθους, όμως το 395, οπότε και απεβίωσε και ανέλαβε βασιλιάς των Βησιγότθων ο Αλάριχος, οι σχέσεις τους οξύνθηκαν. Το 397, πιεζόμενοι και πάλι από τους Ούννους, πολιόρκησαν ανεπιτυχώς την Κωνσταντινούπολη και, αφού διέσχισαν τον ελλαδικό χώρο, κατέφυγαν το 400 στην Ιταλία. Οι Ρωμαίοι στράφηκαν κατά των Βησιγότθων και έτσι το 408 ξέσπασε πόλεμος που οδήγησε τον Αλάριχο στο να λεηλατήσει τη Ρώμη το 410 [9]. Ύστερα από το

Page 2: Τα βαρβαρικά βασίλεια στη δυτική Ευρώπη του πρώιμου Μεσαίωνα

θάνατο του Αλάριχου, ο διάδοχός του Ατάουλφος και έγινε υποτελής των Ρωμαίων. Το 507 οι Φράγκοι της βόρειας Γαλατίας κατέλυσαν το βασίλειο της Τουλούζ και ανάγκασαν τους Βησιγότθους να μετακινηθούν εκ νέου στην Ισπανία, όπου έκαναν πρωτεύουσά τους αρχικά τη Βαρκελώνη και έπειτα το Τολέδο [10]. Το βασίλειο των Βησιγότθων χαρακτηριζόταν από την απολυταρχική εξουσία του Βασιλιά. Σημαντική εξουσία στις κατά τόπους περιοχές του βασιλείου ασκούσε ο κόμης, που είχε στρατιωτικές, φορολογικές και δικαστικές εξουσίες. Παρέμενε πάντα αντιπρόσωπος του βασιλιά, στον οποίο και λογοδοτούσε [11]. Πολύ σημαντική ήταν, το 506, η κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο της βησιγοτθικής και ρωμαϊκής νομοθεσίας. Αξιοσημείωτο γεγονός ήταν η στροφή των Βησιγότθων και του βασιλιά τους Ρεκαρέδου το 586 στον καθολικισμό, εγκαταλείποντας τον αρειανισμό. Ωστόσο έκτοτε οι Βησιγότθοι δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αρχικά τις βυζαντινές, και έπειτα τις βασκικές και σουηβικές επιθέσεις αλλά και τις εσωτερικές έριδες μεταξύ των αριστοκρατών. Το κράτος τους αποδυναμώθηκε και έτσι απέτυχαν να αναχαιτίσουν την μουσουλμανική εισβολή από του 711-725 [12]. Οι Βάνδαλοι, ένα άλλο γερμανικό φύλο, ερχόμενοι από τον ευρωπαϊκό βορρά, είχαν εγκατασταθεί από το 330 έως το 400 στην Παννονία, βόρεια του Δούναβη. Πιεζόμενοι όμως από τους Ούννους, κατέφυγαν στη Γαλατία το 406. Εκεί ενώθηκαν με ένα άλλο γερμανικό φύλο -τους Αλανούς- και, νίκησαν τους Φράγκους. Ωστόσο δεν παρέμειναν στη Γαλατία, αλλά μετέβησαν το 409 στην Ισπανία, από όπου και πάλι εκδιώχθηκαν. Έπειτα, το 429, εγκαταστάθηκαν στην Βόρεια Αφρική. Βασιλιάς τους ήταν ο Γιζέριχος. Οι Βάνδαλοι ήταν εξαιρετικοί ναυτικοί και κατάφεραν να εδραιώσουν την εξουσία τους στη Σικελία, τη Σαρδηνία και την Κορσική [13]. Μάλιστα ύστερα από συνεχή διαμάχη με τη Ρώμη έφτασαν στο σημείο να τη λεηλατήσουν το 455, η οποία σώθηκε από την καταστροφή όταν ο Πάπας Λέων συμφώνησε με το Γιζέριχο να ανοίξει ο πρώτος τις πύλες της πόλης, δίχως να προβεί ο δεύτερος σε καταστροφές παρά μόνο σε λεηλασίες [14]. Οι επιδρομές των Βανδάλων και η λεηλασία της Ρώμης άφησαν ένα διόλου κολακευτικό χαρακτηρισμό για πράξεις λεηλασίας, τους βανδαλισμούς. Ύστερα από το θάνατο του Γιζέριχου το 477, το κράτος τους έχασε την ισχύ του. Στο κράτος των Βανδάλων παρέμεινε η διοικητική δομή των ρωμαϊκών επαρχιών και η εφαρμογή του ρωμαϊκού δικαίου. Το κράτος τους αποτέλεσε το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της συνέχισης της ρωμαϊκής κρατικής δομής στα βαρβαρικά βασίλεια [15]. Το βασίλειο των Φράγκων Η Μεροβίγγεια δυναστεία Οι Φράγκοι ήταν ίσως το σημαντικότερο από το γερμανικά φύλα, καθώς το κράτος τους αποτέλεσε τη βάση για την προσπάθεια επαναφοράς της ενιαίας κυριαρχίας σε όλη τη Δύση υπό την Καρλομάγνο• η στενή τους σύνδεση με του ηγέτες του καθολικισμού οδήγησε μεταγενέστερα τους Βυζαντινούς να αποκαλούν το σύνολο των δυτικοευρωπαϊκών ηγετών ως «Φράγκους». Οι Φράγκοι, δεν διέσχισαν το Ρήνο όπως άλλα γερμανικά φύλα, και ήταν σύμμαχοι των Ρωμαίων. Τα μυθολογικά στοιχεία αναφέρουν ως παλαιότερο βασιλιά τους τον Μέροβεχ, από όπου και επικαλούνταν πως είλκαν την καταγωγή τους οι Φράγκοι βασιλείς (εξού και μεροβίγγεια δυναστεία). Ο γιος του Μέροβεχ, ο Χιλδέριχος ήταν ο τελευταίος σύμμαχος των Ρωμαίων. Ο γιος του τελευταίου, ο Χλωδοβίκος ήταν ο πρώτος πραγματικός βασιλιάς των Φράγκων (481-511). Η επιτυχημένη βασιλεία του Χλωδοβίκου αποτέλεσε αφορμή για να τον κατατάξουν ως τον πιο επιτυχή ηγεμόνα της Γαλατίας την περίοδο από τον Καίσαρα έως τον Καρλομάγνο, του οποίου το βασίλειο ήταν το μοναδικό που διατηρήθηκε από τα βαρβαρικά κράτη σε όλο το Μεσαίωνα [16]. Ο Χλωδοβίκος επιχείρησε να επεκτείνει την εξουσία του σταδιακά σε όλη τη Γαλατία. Έτσι το 507 νίκησε τα άλλα βαρβαρικά φύλα ενσωματώνοντας στο κράτος του όλη τη σημερινή βόρεια Γαλλία, Βέλγιο, Κάτω Χώρες και τα εδάφη του Ρήνου. Μετέφερε την πρωτεύουσά του από τη Σουασσόν (στη σημερινή βορειοανατολική Γαλλία) στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Χλωδοβίκος μεταστράφηκε από τον ειδωλολατρισμό στον ασπασμό του ορθόδοξου χριστιανισμού,. Το γεγονός αυτό του επέτρεψε να ενσωματώσει ομαλά τους Γαλλορωμαίους στο βασίλειό του τον ενίσχυσε έναντι των άλλων βασιλιάδων και τον βοήθησε να προσεταιριστεί τον κλήρο, γεγονός που όμως δεν τον εμπόδισε να διατυπωθούν έντονα παραδείγματα της αγριότητάς του [17]. Ταυτόχρονα κράτησε επαφές με το Βυζάντιο• ο Χλωδοβίκος ανακηρύχθηκε ύπατος, διατήρησε το ρωμαϊκό δίκαιο και δικαστήρια –παράλληλα με τα φραγκικά έθιμα,που αποτυπώθηκαν εγγράφως- και έκοψε νομίσματα με την παράσταση του Βυζαντινού αυτοκράτορα [18]. Το φραγκικό βασίλειο χαρακτηριζόταν για την κληρονομική διαδοχή σύμφωνα με τα γερμανικά έθιμα. Έτσι μετά το θάνατο του Χλωδοβίκου το 511, το βασίλειό του μοιράστηκε μεταξύ των τεσσάρων γιων του [19]. Ο γιος του Χλωδοβίκου, Κλοθάριος, κατάφερε να συνενώσει τα τέσσερα βασίλεια υπό την εξουσία του το 558. Ύστερα από τον θάνατο του Κλοθάριου το 561 τα εδάφη του φραγκικού βασιλείου έχασαν την συνοχή τους και δημιουργήθηκαν τρείς αυτοτελείς οντότητες, η Νευστρία (βόρεια Γαλλία),η Αυστρασία (σημερινή περιοχή ανάμεσα σε Γαλλία, Βέλγιο, Γερμανία)και η Βουργουνδία (νοτιοανατολική Γαλλία). Ενισχύθηκε πάρα πολύ από τη τάξη των μαγιοδρόμων (αυλάρχες), οι οποίοι και ασκούσαν την ουσιαστική εξουσία. Αυτοί ήταν επικεφαλής της διοίκησης και άρχοντες με τεράστιες ιδιοκτησίες. Οι ισχυρότεροι εξ αυτών ήταν οι Πεπίνιδες, από τους οποίους καταγόταν ο ίδιος ο Καρλομάγνος. Σημαντικοί εξουσία είχαν και οι επίσκοποι, παράλληλα όμως με τη βασιλική εξουσία [20]. Ο Πεπίνος του Χερστάλ το 688 έγινε μαγιοδρόμος πέραν του παλατιού της Αυστρασίας, και της Νευστρίας και της Βουργουνδίας. Ουσιαστικά ασκούσε εξουσία σε όλο το άλλοτε ενιαίο φραγκικό βασίλειο, λαμβάνοντας τον τίτλο του Δούκα και Πρίγκηπα των Φράγκων. Άρχισε το 695 το άνοιγμα των Φράγκων στον παπισμό, μέσω της τοποθέτησης καθολικού επισκόπου και ιεραποστόλου στην Ουτρέχτη, άνοιγμα το οποίο συνέχισαν οι διάδοχοί του. Το 714 κληροδότησε στο νόθο γιο του Κάρολο Μαρτέλο (τον επονομαζόμενο «Σφυροκόπο»), το νέο τίτλο και άρα τη διοίκηση της Αυστρασίας, Νευστρίας και Βουργουνδίας. Η καρολίγγεια δυναστεία

Page 3: Τα βαρβαρικά βασίλεια στη δυτική Ευρώπη του πρώιμου Μεσαίωνα

Ο Κάρολος Μαρτέλος ουσιαστικά σηματοδότησε την πτώση της μεροβίγγειας δυναστείας και την έναρξη μιας νέας, αυτής των Καρολίγγειων. Επέκτεινε την εξουσία του βασιλείου του στην Ακουιτανία και τη Σουηβία (στη νοτιοδυτική Γερμανία). Το σημαντικότερο κατόρθωμά του ήταν πως νίκησε στη μάχη του Πουατιέ (αλλιώς Μάχη της Τουρ) το 732 τους Άραβες που ορμώμενοι από την Ισπανία επιχείρησαν να εισβάλλουν στη Δυτική Ευρώπη [21]. Η επιτυχία του αυτή, ανέκοψε την προέλαση των μουσουλμάνων, οι οποίοι επέστρεψαν στην ιβηρική χερσόνησο και έτσι απέτρεψαν τον εκμουσουλμανισμό της Δυτικής Ευρώπης [22]. Με αφορμή τη νίκη του ο Κάρολος Μαρτέλος έγινε αποδεκτός από τον Πάπα ως ο κατάλληλος για να προστατεύσει τη Ρώμη από τους Λομβάρδους. Ο Μαρτέλος εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία του Βυζαντίου να προστατεύσει τη Ρώμη [23] και το 722 έθεσε υπό την προστασία του το μοναχό Βονιφάτιο, στον οποίο ο Πάπας Γρηγόριος Β’ του είχε αναθέσει τον εκχριστιανισμό των ανατολικά του Ρήνου Γερμανών. Από το 732 έως το 747 ο Βονιφάτιος είχε οργανώσει πλήρως επισκοπές και μοναστήρια στα ανατολικά του Ρήνου, προλειαίνοντας έτσι το έδαφος για την ενσωμάτωση αυτών των περιοχών αργότερα στο φραγκικό βασίλειο και βελτιώνοντας τις επαφές των Φράγκων με τη Ρώμη [24]. Ωστόσο ο Μαρτέλος δεν ήταν απόλυτα πιστός στα συμφέροντα της Ρώμης. Τούτο διότι, τελικά, δε στράφηκε κατά των συμμάχων του Λομβέρδων στη διαμάχη τους με τη Ρώμη και επίσης διότι εκμεταλλεύτηκε τα εκκλησιαστικά κτήματα για να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες του στρατού του [25]. Το 741 πεθαίνοντας ο Κάρολος Μαρτέλος άφησε κληρονόμους του βασιλείου του τους γιους του• στον Καρλομάνο την Αυστρασία και στον Πεπίνο Β’ -τον επονομαζόμενο το Βραχύ- τη Νευστρία. Πεπίνος ο Βραχύς Στους τύπους πάντοτε ο Κάρολος Μαρτέλος δεν ήταν βασιλιάς αλλά μαγιοδρόμος. Οι γιοι του Καρλομάνος και Πεπίνος ο Βραχύς το ίδιο. Βασιλιά, κατ’ όνομα μόνο, τοποθετούν το 737 το μεροβίγγειο Χιλδέριχο Γ’. Το 747 ο Καρλομάνος αποσύρθηκε σε μοναστήρι και τις αρμοδιότητές του ανέλαβε ο Πεπίνος. Από το 749 έως το 751 ο Πεπίνος πύκνωσε τις επαφές του με τη Ρώμη, προκειμένου και επίσημα να αναλάμβανε την εξουσία στο φραγκικό βασίλειο. Η συγκυρία ήταν ευνοϊκή καθώς τόσο ο Πάπας επιθυμούσε τη συνεργασία με έναν ισχυρό προστάτη• την ασφάλεια που δεν μπορούσε να παράσχει το Βυζάντιο θα την παρείχαν οι Φράγκοι [26]. Έτσι ο Πάπας Ζαχαρίας το 751 απαντώντας σε πρέσβεις του Πεπίνου θεώρησε πως θα ήταν καταλληλότερος για βασιλιάς ο δεύτερος, που ασκούσε ουσιαστικά εξουσία, παρά ο Χιλδέριχος Γ’ που μόνο κατ’ όνομα ήταν βασιλιάς. Έτσι ο Πεπίνος στέφθηκε από το Βονιφάτιο (για πρώτη φορά Γερμανός ηγέτης συμμετείχε σε τελετουργία χρίσματος) ως Βασιλιάς των Φράγκων. Το 754 ο νέος Πάπας Στέφανος Β’ στέφει εκ νέου στο μοναστήρι του Σαιν Ντενί, κοντά στο Παρίσι, τον Πεπίνο (αλλά και τους διαδόχους του, Καρλομάγνο και Καρλομάνο) ως Βασιλιά και Πατρίκιο των Ρωμαίων• ιδίως ο τελευταίος τίτλος απονέμονταν μόνο από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, ένδειξη της ανακατανομής ρόλων στη Δυτική Ευρώπη [27]. Η πρώτη κίνηση του Πεπίνου, μόλις στέφθηκε εκ νέου βασιλιάς, ήταν να στραφεί κατά των Λομβάρδων. Φάνηκε και πάλι πως το Βυζάντιο δεν μπορούσε να ανταποκριθώ στο ρόλο του προστάτη του καθολικισμού, αφού ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Κοπρώνυμος διαμήνυσε στον Πάπα πως η καλύτερη αντιμετώπιση του βασιλιά των Λομβάρδων Αϊστούλφου ήταν η συμμαχία με άλλες γερμανικές φυλές, οι οποίες θα στρέφονταν με τη σειρά τους κατά των Λομβάρδων. Αντίθετα η αντίδραση του Πεπίνου ήταν πολύ περισσότερο δυναμική, όπως επέβαλε ο νέος ρόλος του ως προστάτης της Ρώμης. Νίκησε τον Αϊστούλφο το 756 και κατέλαβε τη Ραβέννα [28]. Το παπικό κράτος Προκειμένου να ευχαριστήσει τον Πάπα για τη στήριξή του, ο Πεπίνος παραχώρησε το 757 (Δωρεά του Πεπίνου) τα εδάφη μεταξύ Ρώμης και Ραβέννας [29] στον Πάπα, προκειμένου να ασκεί επ’ αυτών και κοσμική εξουσία. Η Δωρεά του Πεπίνου ήταν σε πλήρη συνάφεια με την επονομαζόμενη Δωρεά του Κωνσταντίνου. Η τελευταία ήταν ένα πλαστογραφημένο από τους Πάπες έγγραφο, υποτίθεται του Αυτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου, με το οποίο ο τελευταίος αναγνώριζε στον τότε Πάπα Σιλβέστρο Α’ το ανάκτορο του Λατεράνου και την εκκλησία του Βατικανού στη Ρώμη, τα πρωτεία του έναντι των τεσσάρων άλλων Πατριαρχείων. Συνεπώς κληρονόμος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Δύση αναγνωριζόταν ο Πάπας [30]. H Δωρεά του Πεπίνου σε συνδυασμό με τη Δωρεά του Κωνσταντίνου, αποτέλεσαν επίκληση νομιμότητας των Παπών, προκειμένου να δικαιολογήσουν την κοσμική εξουσία τους. Ουσιαστικά μέσω αυτών δημιουργήθηκε το παπικό κράτος, το οποίο αποτέλεσε σημαντικό πυλώνα του μεσαιωνικού κόσμου. Ο Καρλομάγνος Μέχρι το θάνατό του το 768 ο Πεπίνος ο Βραχύς νίκησε τους μουσουλμάνους στη Σεπτιμανία (τα παράλια ανάμεσα στη Μασσαλία και τη Βαρκελώνη), τους Βάσκους στο Μπορντώ και τους Σάξωνες στα βορειοανατολικά σύνορά του βασιλείου του, επεκτείνοντας το φραγκικό βασίλειο. Μετά το θάνατό του, σύμφωνα με τη γερμανική παράδοση, το βασίλειό του μοιράστηκε ανάμεσα στους γιους του Καρλομάγνο (Κάρολος ο Μέγας) και Καρλομάνο. Οι Κάρολος και Καρλομάνος βρισκόντουσαν σε προστριβές για την απόκτηση περισσότερων εδαφών, ιδίως στην Ακουιτανία, ο ένας από το τμήμα του βασιλείου του άλλου. Τελικά το 771 πέθανε ο Καρλομάνος, οπότε ο αδερφός του έγινε κύριος όλου του βασιλείου του Πεπίνου του Βραχύ. Ο Καρλομάγνος επέκτεινε σε μεγάλο βαθμό το βασίλειό του, ώστε δίκαια να χαρακτηρίζεται ως ο πρώτος που ένωσε την Ευρώπη μετά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και δημιούργησε μια ευρωπαϊκή ταυτότητα [31]. Ο Καρλομάγνος παρότι είχε ως έδρα του βασιλείου του το Ακυίσγρανο (σημερινό Άαχεν/Αιξ Λα Σαπέλ), σπάνια βρισκόταν στο παλάτι του, αφού συχνότατα βρισκόταν σε κάποια εκστρατεία.

Page 4: Τα βαρβαρικά βασίλεια στη δυτική Ευρώπη του πρώιμου Μεσαίωνα

Αρχικά το 773 νίκησε τους Λομβάρδους, οι οποίοι υπό το βασιλιά τους Δεσιδέριο είχαν εισβάλει στη Ρώμη. Ο Καρλομάγνος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Πάπα Αδριανού Α’ για βοήθεια και αφού εκδίωξε το Δεσιδέριο τόσο από τη Ρώμη όσο και από τη Βερόνα και την Πάβια και στέφεται βασιλιάς των Λομβαρδίας. Επιβεβαιώνοντας τη Δωρέα του Πεπίνου, αποδέχτηκε την κοσμική εξουσία του Πάπα στη Ρώμη και την Κεντρική Ιταλία και μάλιστα το 774 επέκτεινε τα εδάφη του παπικού κράτους, προσθέτοντας την Τοσκάνη, την Αιμίλια και την Κορσική. Σε ανταπόδοση ο Αδριανός Α’ ανακήρυξε τον Καρλομάγνο ως Πατρίκιο. Από το 788 έως το 806 ο Καρλομάγνος επιχειρούσε να θέσει υπό τον έλεγχό του τα Πυρηναία. Κατάφερε, δημιουργώντας το υποτελές σε αυτόν κράτος της μαρκιωνίας της Ισπανίας, να ελέγξει τη Βαρκελώνη και με λωρίδα εδάφους παράλληλα με την οροσειρά των Πυρηναίων. Έτσι μπόρεσε να περιορίσει, παρά το ότι ηττήθηκε ορισμένες φορές, τις δράσεις των μουσουλμάνων και των Βάσκων εναντίον του βασιλείου του [32]. Κατά τον ίδιο τρόπο αντιμετώπισε και τις εξεγέρσεις των Βαυαρών (788, Ανατολική μαρκιωνία, την οποία προσάρτησε στο βασίλειο το 794• στην Ανατολική μαρκιωνία προστέθηκε το 796, δίχως όμως να ενσωματωθεί στο βασίλειο, και η Παννονία), των Βρετόνων (μαρκιωνία της Βρετάνης) και τις επιδρομές των Νορμανδών στις ακτές βόρεια του Έλβα (799, μαρκιωνία της Νορμανδίας). Πολύ σημαντική ήταν η εξάπλωση του φραγκικού βασιλείου στη Σαξωνία, αφού ο Καρλομάγνος από το 772 προσπαθούσε να εκχριστιανίσει τους Σάξωνες προκειμένου να τους εντάξει στο κράτος του. Παρά τις αποτυχίες, όπως την ήττα από το Σάξωνα βασιλιά Βιδουχίνδο το 782, το 785 οι ηγέτες των Σαξόνων βαπτίζονται. Την ίδια χρονιά ηττούνται και οι Φρίζιοι -στη βόρεια γερμανική ακτή ανάμεσα στους ποταμούς Έλβα και Βέζερ- και η χώρα τους εντάχθηκε στο βασίλειο του Καρλομάγνου. Οι ειδωλολάτρες Σάξωνες ωστόσο δεν σταμάτησαν να αντιστέκονται και το 793 εξεγέρθηκαν κατά των Φράγκων, σε βάρος των οποίων και των εκκλησιών τους προέβησαν σε ακρότητες. Το 797 ο Καρλομάγνος εξέδωσε το Καπιτουλάριο για τη Σαξωνία με το οποίο προβλέπονταν ποινή θανάτου για όποιον Σάξωνα δεν ήταν χριστιανός• τα σκληρά μέτρα των Φράγκων τελικά απέδωσαν [33]. Τέλος σταμάτησε, από το 791 έως το 796, τις επιδρομές των Αβάρων, οι οποίοι εκχριστιανίστηκαν και τελικά υποτάχθηκαν το 811. Η στέψη του Καρλομάγνου Το σημαντικότερο γεγονός που συνέβη κατά τη βασιλεία του Καρλομάγνου ήταν η στέψη του τα Χριστούγεννα του 800 από τον Πάπα Λέοντα Γ’, στη βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, ως Αυτοκράτορας των Ρωμαίων [34]. Παρότι στις πηγές εμφανίζεται ο Καρλομάγνος ως ξαφνιασμένος από τη στέψη του, ωστόσο θεωρείται πως ήταν σύμφωνος με αυτή. Το γεγονός της στέψης δημιούργησε το εξής παράδοξο. Να υφίσταντο δύο Ρωμαίοι Αυτοκράτορες, αφενός μεν ο Βυζαντινός (στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης το 800 ήταν η αυτοκράτειρα Ειρήνη) αφετέρου δε ο Φράγκος Καρλομάγνος. Οι Βυζαντινοί στην πράξη ποτέ δεν αναγνώρισαν τον τίτλο του Ρωμαίου Αυτοκράτορα στους Φράγκους. Ευχαριστημένος ήταν ο Πάπας που πλέον έκοψε κάθε σχέση ιεραρχικής πολιτικής εξάρτησης με το Βυζάντιο. Ο Καρλομάγνος ήταν ωστόσο πιο κερδισμένος αφού εμφανίστηκε ως συνεχιστής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς είχε ενώσει και πάλι τη δυτική Ευρώπη υπό την εξουσία του. Παρότι Ο Καρλομάγνος δεν μετέτρεψε το βασίλειό του σε θεοκρατικό, ωστόσο εκμεταλλεύτηκε τη σχέση του με τον Πάπα και μπόρεσε να χρησιμοποιήσει κληρικούς στη διοίκηση του κράτους και να εκμεταλλευτεί εκκλησιαστικές γαίες. Προκειμένου και τυπικά να εμφανιζόταν ανώτερος του Πάπα, επανέλαβε η στέψη του, στην πρωτεύουσά του το Άαχεν, το 802 βάζοντας ο ίδιος το στέμμα στο κεφάλι του και όχι κάποιος κληρικός [35]. Οι κρατικές δομές στο βασίλειο του Καρλομάγνου Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Καρλομάγνου αναπτύχθηκαν θεσμοί στο βασίλειό του, ικανοί για να επιτρέψουν τη διακυβέρνησή του. Απόλυτος άρχοντας παρέμενε ο βασιλιάς, ο οποίος αποτελούσε τη μοναδική πηγή νομιμότητας, αφού ο ίδιος εξέδιδε νόμους, τα Κεφαλάρια, ύστερα από ακρόαση των συμβούλων του, και στον οποίο όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου όφειλαν όρκο πίστης. Τα Κεφαλάρια αφορούσαν γενικότερα και ευρύτερα θέματα του βασιλείου και άφηναν στην κάθε περιοχή του βασιλείου να εφαρμόζεται παράλληλα το τοπικό εθιμικό γερμανικό δίκαιο που εκείνη την εποχή καταγράφηκε εκ νέου• η εφαρμογή πολλών δικαίων ταυτόχρονα αποτελούσε αποτρεπτικό παράγοντα για την ενίσχυση της συνοχής του βασιλείου [36]. Στην κορυφή της διοικητικής ιεραρχίας, μετά το βασιλιά βρίσκονταν ο αρχιεπιστάτης για τη διαχείριση της ακίνητης βασιλικής περιουσίας, ο κοντόσταβλος για τη διοίκηση του στρατού και ένας κληρικός με αρμοδιότητες τη σύνταξη των νόμων. Καθήκοντα γραμματέα ασκούσε ο καγκελάριος, οι εξουσίες του οποίου ήταν αυξημένες. Η κατοχή γαιών συνδέθηκε με την υποχρέωση στρατολόγησης, αναλόγως του μεγέθους της γης ήταν και η κατάταξη στο πεζικό ή το ιππικό [37]. Εκπρόσωπος του βασιλιά στις περιοχές του βασιλείου ήταν ο κόμης (300 κομητείες όλο το βασίλειο) και στις μαρκιωνίες οι δούκες, οι έπαρχοι και οι μαγκράβιοι. Οι τοπικοί άρχοντες είχαν αρμοδιότητες διοικητικής, δικαστικής και στρατιωτικής εξουσίας στις περιφέρειές τους. Ως επιθεωρητές και, για να επιβλέπουν την εύρυθμη λειτουργία της διοίκησης στις επαρχίες, ο Καρλομάγνος έστελνε βασιλικούς απεσταλμένους• έναν λαϊκό, συνοδεία ενός κληρικού. Συχνά ο Καρλομάγνος αναγκαζόταν ο ίδιος να περιοδεύει στις κομητείες και τις μαρκιωνίες για να έχει άμεση εποπτεία των τεκταινομένων [38]. Αυτή η δυσκολία πλήρους διοικητικού ελέγχου των περιοχών του βασιλείου αποτέλεσε επίσης ανασταλτικό παράγοντα και εμπόδιο στην ενότητά του [39]. Σημαντικότατη ήταν η συνεισφορά του Καρλομάγνου στην πνευματική ζωή της δυτικής Ευρώπης. Ο ίδιος επέμεινε πάρα πολύ στη μόρφωση των παιδιών του και στην ενίσχυση της πνευματικής κίνησης στην αυλή του. Επικεφαλής ήταν ο λόγιος Αλκουίνος της Υόρκης. Τα μοναστήρια έγιναν πόλοι ανάπτυξης της παιδείας και ο Καρλομάγνος επέμεινε πολύ στην εκπαίδευση των κληρικών. Ταυτόχρονα έδωσε σημασία στην διατύπωση του ορθού δόγματος, όσον αφορά τις εικόνες ως αντικείμενο προσκηνύματος και όχι λατρείας (Καρόλεια Βιβλία) και των αιρέσεων (καταδίκη υιοθετισμού) [40].

Page 5: Τα βαρβαρικά βασίλεια στη δυτική Ευρώπη του πρώιμου Μεσαίωνα

Το 806 ο Καρλομάγνος όρισε τη διανομή του Βασιλείου του στα τρία παιδιά του. Ο Κάρολος ο Νεώτερος πήρε την Αυστρασία, Νευστρία, Σαξωνία, Βουργουνδία και Θουριγγία. Ο Πεπίνος ο Κυφός έλαβε την Ιταλία, Βαυαρία και Σουηβία και ο Λουδοβίκος ο Ευσεβής την Ακουιτανία, την μαρκιωνία της Ισπανίας και τη Προβηγκία. Ωστόσο ο θάνατος των δύο πρώτων το 811 και 810 αντίστοιχα, ανάγκασε τον Καρλομάγνο το 813 να ορίσει το Λουδοβίκο ως συναυτοκράτορα και συμβασιλέα των Φράγκων και μόνο διάδοχο, μετά το θάνατό του που επήλθε το επόμενο έτος. Συμπεράσματα Τα βαρβαρικά βασίλεια αποτέλεσαν τη συνέχιση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ήταν ο διάδοχός της και μέσω της συγχώνευσης των γερμανικών φύλων και των ρωμαϊκών πληθυσμών και δομών έγιναν η βάση για το μεσαιωνικό κόσμο. Αρχικά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαδέχθηκαν τα γοτθικά βασίλεια. Μετέπειτα το φραγκικό βασίλειο αποτέλεσε τον πρόδρομο των κρατών-εθνών και την πρώτη προσπάθεια ενοποίησης της Δυτικής Ευρώπης υπό τον Καρλομάγνο. Η ισχυρότατη θέση του βασιλιά ήταν το κύριο χαρακτηριστικό των κρατών αυτών, γεγονός που εκμεταλλεύτηκαν χαρισματικοί ηγέτες όπως ο Καρλομάγνος. Στα πλαίσια αυτά η μελέτη των κρατών αυτών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την κατανόηση της σημερινής Ευρώπης. Παραπομπές: [1] Οι Ούννοι επηρέασαν καθοριστικά την πορεία των βαρβαρικών φύλων προς τα εδάφη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 370. Δε δημιούργησαν σταθερή κρατική δομή αλλά αντίθετα παρέμεναν νομάδες εισβολείς που μετά το θάνατο του ηγέτη τους, Αττίλα, διαλύθηκαν. [2] Μ.Ι.Rostovtzeff, Ρωμαϊκή Ιστορία, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1984, σ. 351 [3] S.Berstein, P.Milza, Ιστορία της Ευρώπης. Από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία στα ευρωπαϊκά κράτη. 5ος- 18ος αι., τ. 1, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2000, σ. 39 [4] J.Moorhead, Theoderic in Italy, εκδ. Oxford University Press, Οξφόρδη, 1992, σ. 26 επ. [5] J.B.Bury, History of the Later Roman Empire, τ. Ι, εκδ. Macmillan, 1923, σσ. 454-455 [6] Ο.π., σ. 462 [7] Κ. Γιαννακόπουλος, Μεσαιωνικός Δυτικός Πολιτισμός και οι κόσμοι του Βυζαντίου και του Ισλάμ, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη, 1993, σ. 73. [8] S.Berstein, P.Milza, σ. 40 [9] W.Bayless, The Visigothic Invasion of Italy in 401, περιοδ.The Classical Journal, τ. 72.1, Οκτώβριος 1976, σσ. 65–67. [10] R.Collins, Visigothic Spain, 409–711. εκδ. Blackwell Publishing, Οξφόρδη, 2004, σ. 44 επ. [11] Ζ.Τσιρπλανής, Η μεσαιωνική Δύση (5ος-15ος αι.), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2004, σσ. 103-105 [12] Berstein-Milza, σ. 41 [13] R. Collins, Vandal Africa, 429–533, εκδ. Cambridge University Press, 2000, σσ. 124–126 [14] Β.Ward-Perkins., The Fall of Rome and the End of Civilisation, εκδ. Oxford University Press, 2005, σ. 189. [15] Τσιρπανλής, σ. 104 [16] Γιαννακόπουλος, σ. 77. [17] W.Daly, Clovis: How Barbaric, How Pagan?, περιοδ. Speculum, τ. 69:3, 1994, σσ. 619–664 [18] Berstein-Milza, σ. 41 [19] Ο Κλοδομίρος έλαβε την Ορλεάνη, ο Χιλδεβέρτος το Παρίσι, ο Τιερύ τις όχθες του Ρήνου και ο Κλοθάριος τη Σουασσόν. [20] Ζ.Τσιρπανλής, σσ. 102-113. [21] B. Bachrach, Early Carolingian Warfare: Prelude to Empire, εκδ. University of Pennsylvania Press, 2001, σ. 276 [22] Πολλές ερμηνείες έχουν δοθεί για τη σημασία της μάχης του Πουατιέ, βλ. W.Watson,The Battle o Tours-Poitiers Revisited, περιοδ. Providence: Studies in Western Civilization, τ. 2/2001, αρ. 1, όπου και παραπομπές σε άλλες προσεγγίσεις. [23] Ήταν σε εξέλιξη η σύγκρουση Αράβων-Βυζαντίου που κατέληξε με την απόκρουση της αραβικής επίθεσης στην Κωνσταντινούπολη το 717. Μεταγενέστερο γεγονός το οποίο έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στη στροφή των Παπών στους Φράγκους ήταν η αδυναμία του Βυζαντίου να αποτρέψει την κατάληψη της Ραβέννας από το Λομβάρδο βασιλιά Αϊστόλφο, το 751, όπως παρακάτω περιγράφεται. [24] D.Nicholas, Η εξέλιξη του μεσαιωνικού κόσμου. Κοινωνία, διακυβέρνηση και σκέψη στην Ευρώπη, 312-1500, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2009, σ. 185 [25] Κ.Γιαννακόπουλος, σ. 105-107 [26] ο Αυτοκράτορας Λέων Γ’ ήταν σε προστριβές με τον Πάπα Ζαχαρία εξαιτίας της εικομαχικής στάσης του. [27] Γιαννακόπουλος, σ. 107 καθώς και Berstein,Milza, σσ. 81-82 [28] Catholic Encyclopedia, λήμμα Papal States, παρ. 3, Collapse of the Byzantine Power in Central Italy, διαδίκτυο: http://www.newadvent.org/cathen/14257a.htm τελευταία προσπέλαση 04.11.2012 [29] Το Σπολέτο, το Μπενεβέντο, το Ρόμινι, το Πεσάρο, το Φάνο, τη Σενιγκάλια και την Ανγκόνα. [30] Το έγγραφο της Δωρεάς του Κωνσταντίνου αποδείχτηκε πλαστό ήδη από τον 15ο αιώνα από τον κληρικό και ουμανιστή Λορέτζο Βάλλα, βλ. και σε J.Fried, Donation of Constantine and Constitutum Constantini: The Misinterpretation of a Fiction and Its Original Meaning, εκδ. Walter de Gruyter, Βερολίνο, 2007. [31] P.Riché, The Carolingians: A Family Who Forged Europe. Middle Ages Series, εκδ. University of Pennsylvania Press, Φιλαδέλφεια, 1993, σ. 8 [32] R. Collins, Charlemagne, εκδ. University of Toronto Press, Τορόντο, 1998, σ. 58 επ. [33] Ο.π. σ. 43 επ. [34] Ο Καρλομάγνος είχε κληθεί ως Πατρίκιος από το Λέοντα προκειμένου να τον προστατεύσει από το λαό της Ρώμης, που κατηγορούσε τον τελευταίο για ψευδορκία και μοιχεία. Ο Λέων ζήτηση συγγνώμη και έδωσε ενώπιον του Καρλομάγνου όρκο κάθαρσης. [35] P.Riché, The Carolingians: A Family Who Forged Europe, εκδ. University of Pennsylvania Press, Φιλαδέλφεια, 1993, σσ. 117-125 [36] Berstein,Milza, σ. 90 [37] Κ.Ράπτης, Γενική Ιστορία της Ευρώπης. Από τον 6ο έως τον 18ο αιώνα, τ. Α’, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, 1999, σ. 63 [38] Γιαννακόπουλος, σ. 114 [39] P.Riché, σ. 130 [40] Nicholas, σ. 197 επ.