Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων

3
Παραβιάσεις… (της ιδιωτικότητας) Εισαγωγή (sel. 24-45 P.) «Αναμνήσεις Από Το Σπίτι Των Πεθαμένων…» Ήτανε δεν ήτανε 12 χρόνων όταν διάβασε αυτό το βιβλίο του Ντοστογιέφσκι… Κι ακόμα και σε εκείνη την τρυφερή ηλικία την είχε εντυπωσιάσει το πνιγηρό συναίσθημα του ήρωα από την αναγκαστική κοινοβιακή ζωή του εντός ενός σωφρονιστικού ιδρύματος… Της είχε κάνει εντύπωση πως το χειρότερο μαρτύριο γι’ αυτόν τον φυλακισμένο ήταν η συνύπαρξή του στον ίδιο χώρο με άλλους ανθρώπους. Ούτε ο περιορισμός, ούτε η στέρηση της ελευθερίας, ούτε η απομάκρυνσή του από προσφιλή πρόσωπα, αλλά η αναγκαστική συνύπαρξη με ανθρώπους ξένους. Μέχρι εκείνη τη στιγμή στα λιγοστά τότε χρόνια της ζωής της δεν είχε σκεφτεί ούτε βέβαια νιώσει κάτι παρόμοιο… Κι όμως αμέσως συνειδητοποίησε -θεωρητικά έστω- πόσο βασανιστικό μπορεί να είναι κάτι τέτοιο. Αρκετά χρόνια μετά έφτασε η στιγμή να το νιώσει και στην πραγματικότητα. Όχι βέβαια με τη δριμύτητα των συνθηκών του βιβλίου, αλλά με την τραγικότητα και τη δραματικότητα της στιγμής κατά την οποία βιώνονται οι ξαφνικές ανατροπές της ζωής. ************* Έλλειψη προσωπικού χώρου…. Αναγκαστική συμβίωση με ανθρώπους που δεν ξέρεις και ούτε θέλεις να τους μάθεις… Από ένα σημείο και μετά η κατάσταση γίνεται αφόρητη. Σε ενοχλούν τα πάντα. Ένα απλό χασμουρητό, ο ήχος από το βούρτσισμα των μαλλιών, η αναπνοή του άλλου… Ολόκληρη η ύπαρξή του στον κοινό σας χώρο. Νιώθεις πως ο άλλος σου μολύνει τον αέρα και πνίγεσαι. Και τότε είναι που σταματάει η λεπτότητα, η ανοχή, η συμβιβαστική επαφή. Η Σ…. μάλλον το είχε αυτό σε πιο έντονο βαθμό από την πλειονότητα των ανθρώπων. Μόλις ξεπερνούσε/υπερέβαινε το κρίσιμο σημείο, το φράγμα της ανοχής της αναγκαστικής συμβίωσης, δεν υπήρχε πλέον επιστροφή. ************* «Φυλακισμένη» σε μία κοινότητα με ανθρώπους ετερόκλιτους, οι οποίοι μοιάζουν έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να κατασπαράξει ο ένας τον άλλον. Παιχνίδι αντοχής και υπομονής. Ποιος θα σπάσει τελευταίος. Όλοι

Transcript of Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων

Page 1: Αναμνήσεις  από το σπίτι των πεθαμένων

Παραβιάσεις… (της ιδιωτικότητας)

Εισαγωγή (sel. 24-45 P.)

«Αναμνήσεις Από Το Σπίτι Των Πεθαμένων…» Ήτανε δεν ήτανε 12 χρόνων όταν διάβασε αυτό το βιβλίο του Ντοστογιέφσκι… Κι ακόμα και σε εκείνη την τρυφερή ηλικία την είχε εντυπωσιάσει το πνιγηρό συναίσθημα του ήρωα από την αναγκαστική κοινοβιακή ζωή του εντός ενός σωφρονιστικού ιδρύματος… Της είχε κάνει εντύπωση πως το χειρότερο μαρτύριο γι’ αυτόν τον φυλακισμένο ήταν η συνύπαρξή του στον ίδιο χώρο με άλλους ανθρώπους. Ούτε ο περιορισμός, ούτε η στέρηση της ελευθερίας, ούτε η απομάκρυνσή του από προσφιλή πρόσωπα, αλλά η αναγκαστική συνύπαρξη με ανθρώπους ξένους.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή στα λιγοστά τότε χρόνια της ζωής της δεν είχε σκεφτεί ούτε βέβαια νιώσει κάτι παρόμοιο… Κι όμως αμέσως συνειδητοποίησε -θεωρητικά έστω- πόσο βασανιστικό μπορεί να είναι κάτι τέτοιο. Αρκετά χρόνια μετά έφτασε η στιγμή να το νιώσει και στην πραγματικότητα. Όχι βέβαια με τη δριμύτητα των συνθηκών του βιβλίου, αλλά με την τραγικότητα και τη δραματικότητα της στιγμής κατά την οποία βιώνονται οι ξαφνικές ανατροπές της ζωής.

*************

Έλλειψη προσωπικού χώρου…. Αναγκαστική συμβίωση με ανθρώπους που δεν ξέρεις και ούτε θέλεις να τους μάθεις… Από ένα σημείο και μετά η κατάσταση γίνεται αφόρητη. Σε ενοχλούν τα πάντα. Ένα απλό χασμουρητό, ο ήχος από το βούρτσισμα των μαλλιών, η αναπνοή του άλλου… Ολόκληρη η ύπαρξή του στον κοινό σας χώρο. Νιώθεις πως ο άλλος σου μολύνει τον αέρα και πνίγεσαι. Και τότε είναι που σταματάει η λεπτότητα, η ανοχή, η συμβιβαστική επαφή. Η Σ…. μάλλον το είχε αυτό σε πιο έντονο βαθμό από την πλειονότητα των ανθρώπων. Μόλις ξεπερνούσε/υπερέβαινε το κρίσιμο σημείο, το φράγμα της ανοχής της αναγκαστικής συμβίωσης, δεν υπήρχε πλέον επιστροφή.

*************

«Φυλακισμένη» σε μία κοινότητα με ανθρώπους ετερόκλιτους, οι οποίοι μοιάζουν έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να κατασπαράξει ο ένας τον άλλον. Παιχνίδι αντοχής και υπομονής. Ποιος θα σπάσει τελευταίος. Όλοι ψαχουλεύουν τις ζωές των άλλων, μέσω διερευνητικών ερωτήσεων –άλλες φορές πλαγίων και συγκαλυμμένων, πολύ συχνά όμως ευθέως χωρίς αιδώ. Κι εκείνες τις στιγμές θέλεις να αρχίσεις να τους αποκαλείς με τα πιο αηδιαστικά ονόματα… Ακούς τον εαυτό σου να τα εκστομίζει με τέτοια ευφράδεια και απορείς, ενώ παράλληλα τον θαυμάζεις… Βέβαια στην πραγματικότητα δεν κάνεις τίποτα άλλο από το να σιγοβράζεις αθόρυβα στο θυμό σου, ενώ προσπαθείς να δώσεις μία όσο το δυνατόν πιο ψύχραιμη και αδιάφορη απάντηση…

Αδηφαγία, κανιβαλισμός, ακόρεστη βουλιμία για τις ζωές των άλλων… Μούδιασμα στο άκουσμα των καλών, κρυφά χαμόγελα στα άσχημα, πονηρά βλέμματα όταν νομίζουν πως τα αυθαίρετα και ακραία σενάρια τους επιβεβαιώνονται. Και λίγο μετά αρχίζουν να περιγράφουν τις δικές τους ψυχώσεις και να συγκρίνουν μεταξύ τους τα ομοιοπαθητικά χάπια που τους έγραψε ο γιατρός και τα οποία καταβροχθίζουν ωσάν καραμέλες. Ο μοναδικός θεός τους ο ψυχολόγος, για τον οποίο τρέφουν

Page 2: Αναμνήσεις  από το σπίτι των πεθαμένων

συναισθήματα εξάρτησης και υποταγής. Του κάνουν «σκηνές ζηλοτυπίας» όταν αργεί να επιστρέψει τις κλήσεις τους και να απαντήσει στα μηνύματά τους… Κι εκείνος φοβισμένος μην κάνουν καμιά τρέλα και το έχει βάρος σε ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή του την επόμενη φορά πειθαρχεί στις βουλές τους. Ακόμα και την ώρα που κάνει έρωτα με τη γυναίκα του το ένα του μάτι βρίσκεται καρφωμένο στο τηλέφωνο που αν και βρίσκεται σε αθόρυβη λειτουργία φωτίζεται μέσα στο μισοσκόταδο τρεις και λίγο από εισερχόμενα μηνύματα και κλήσεις. Και κάπως έτσι ολοκληρώνονται –αν και πρακτικά πολύ απέχουν από την ολοκλήρωση- οι ερωτικές του συνευρέσεις, καθώς αναλογιζόμενος πως οι ασθενείς του είναι ικανοί να του χαλάσουν αυτή την απόλαυση μια για πάντα αν τους αγνοήσει ήδη νοερά συνταγογραφεί τις νέες λίστες φαρμάκων που θα τους στείλει μέσα στην επόμενη ώρα. Φαύλος κύκλος δηλαδή. Διαταραγμένοι ασθενείς στα πρόθυρα κρίσης, και στο ρόλο του συμβουλάτορα ένας άνθρωπος χωρίς προσωπική ζωή… Ή καλύτερα με βιασμένη κατ’ εξακολούθηση προσωπική ζωή. Δεν υπάρχει σωτηρία.

«Ιατρείο του πόνου» αναγράφεται στην ταμπέλα επάνω από το όνομά του. Θυμίζει «μεροκάματο του τρόμου»… Πόνος, τρόμος, αβάσταχτο βάρος… Εν τέλει στο ιατρείο του ο πόνος, όπως προϊδεάζει και ο τίτλος τον αδαή, είναι ο ιδιοκτήτης του χώρου. Έχει θρονιαστεί μέσα σ’ αυτόν και δεν μοιάζει πρόθυμος να το κουνήσει από κει…

Κεφάλαιο Ι

Ο χειμώνας είχε ήδη αρχίσει να δείχνει τα δόντια του στο χωριό. Εδώ και μία εβδομάδα έβρεχε ασταμάτητα. Η υγρασία ήταν διάχυτη παντού μετατρέποντας ακόμα και τις πιο ανώδυνες μυρωδιές σε ανυπόφορες. Ύπουλο πράγμα. Όταν σηκώθηκε τα πρωί να πλύνει το πρόσωπό της η αποφορά της πετσέτας της προκάλεσε αηδία. Το ίδιο και τα υγρά φρεσκοπλυμένα ρούχα που είχε απλώσει την προηγούμενη νύχτα στο μπάνιο για να στεγνώσουν. Αντί να μοσχοβολάνε είχαν μία περίεργη σχεδόν δυσάρεστη μυρωδιά. Ξαναξέβγαλε με δροσερό νερό το πρόσωπό της προσπαθώντας να απομακρύνει τη δυσάρεστη οσμή και αφήνοντας στις σταγόνες να κυλάνε ψαχουλέψει στο σκοτεινό δωμάτιο για άλλη πετσέτα με πιο ευχάριστη μυρωδιά. Έξω δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται η μέρα στην άκρη του ορίζοντα, αλλά ήταν ακόμα σκοτάδι. Μόνο η φόρμες των σπιτιών και του βουνού ήταν σχηματισμένα. Ανοίγοντας το παράθυρο μόνο ένας υγρός, ψυχρός αέρας εισέβαλε μέσα στο δωμάτιο και την έκανε να ανατριχιάσει. Ήταν από τις λίγες φορές που το δωμάτιο ήταν αποκλειστικά δικό της, χωρίς τη συγκάτοικο που της έλαχε. Όσο και να την ξάφνιασε ο πρωινός αέρας ένιωσε απροσδόκητα καλά. Σαν να ήταν πιο ελεύθερη εκείνο το πρώιμο ακόμα πρωινό. Ετοιμάστηκε σιγά σιγά, φόρεσε τα μάλλινα ρούχα της και ετοίμασε ένα ζεστό ρόφημα.

Είχε καιρό να απολαύσει με ηρεμία τη γαλήνη των λιγοστών αυτών στιγμών προτού ξεκινήσει για τη δουλειά.

Page 3: Αναμνήσεις  από το σπίτι των πεθαμένων