Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

58
Σημειώσεις Ευρωπαϊκού Κεφ. 1 Ευρωπαϊκό Δίκαιο είναι το δίκαιο που θεσπίστηκε στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης και εντάσσεται στο κλασσικό διεθνές δίκαιο. Γέννημα αυτού του δικαίου είναι η ευρωπαϊκή σύμβαση δικαιωμάτων του ανθρώπου, που αποτελεί ένα από τα πιο τελειοποιημένα συστήματα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το ευρωπαϊκό δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναπτύσσει προνομιακές σχέσεις με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής ένωσης. Το δίκαιο της ευρωπαϊκής ένωσης, έννοια στενότερη του ευρωπαϊκού δικαίου, αποτελεί ένα σύστημα αρχών και κανόνων που διατυπώθηκαν σταδιακά, αρχικά στα πλαίσια των ευρωπαϊκών κοινοτήτων (κοινοτικό δίκαιο) και μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ που τέθηκε σε εφαρμογή την 1.1.1993 στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής ένωσης. Μπορεί να νοηθεί ως το σύστημα των κανόνων δικαίου που διέπει την οργάνωση και τη λειτουργία των οργάνων της ένωσης, καθορίζει τη συμπεριφορά των υποκείμενων δικαίου αυτής και τον τρόπο επίλυσης διαφορών που προκύπτουν ανάμεσα σ αυτά. Διαφοροποίηση από εσωτερικό δίκαιο Α) Απεξάρτηση των εννοιών του ενωσιακού δικαίου από τις αντίστοιχες του εσωτερικού δικαίου: Το ενωσιακό δίκαιο πολλάκις χρησιμοποιεί στα κείμενα του έννοιες οι οποίες προέρχονται από το εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών (π.χ νομισματικά εξισωτικά ποσά). Τίθεται λοιπόν ζήτημα αν το ενωσιακό δίκαιο σ αυτές τις περιπτώσεις παραπέμπει στο εσωτερικό δίκαιο ή όχι. Η απάντηση είναι συνήθως αρνητική, καθώς οι έννοιες του ενωσιακού δικαίου οφείλονται να αντιμετωπίζονται υπό το φως αυτού, μέσω αυτόνομης ερμηνείας και ανεξαρτήτως κριτηρίων του εθνικού νομοθέτη. Αντίθετα,

description

Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Transcript of Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

Page 1: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

Σημειώσεις Ευρωπαϊκού

Κεφ. 1

Ευρωπαϊκό Δίκαιο είναι το δίκαιο που θεσπίστηκε σταπλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης και εντάσσεται στοκλασσικό διεθνές δίκαιο. Γέννημα αυτού του δικαίου είναιη ευρωπαϊκή σύμβαση δικαιωμάτων του ανθρώπου, πουαποτελεί ένα από τα πιο τελειοποιημένα συστήματαπροστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το ευρωπαϊκόδίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναπτύσσειπρονομιακές σχέσεις με το δίκαιο της Ευρωπαϊκήςένωσης.

Το δίκαιο της ευρωπαϊκής ένωσης, έννοια στενότερητου ευρωπαϊκού δικαίου, αποτελεί ένα σύστημα αρχών καικανόνων που διατυπώθηκαν σταδιακά, αρχικά στα πλαίσιατων ευρωπαϊκών κοινοτήτων (κοινοτικό δίκαιο) και μετάτη συνθήκη του Μάαστριχτ που τέθηκε σε εφαρμογή την1.1.1993 στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής ένωσης. Μπορεί νανοηθεί ως το σύστημα των κανόνων δικαίου που διέπειτην οργάνωση και τη λειτουργία των οργάνων τηςένωσης, καθορίζει τη συμπεριφορά των υποκείμενωνδικαίου αυτής και τον τρόπο επίλυσης διαφορών πουπροκύπτουν ανάμεσα σ αυτά.

Διαφοροποίηση από εσωτερικό δίκαιο

Α) Απεξάρτηση των εννοιών του ενωσιακού δικαίουαπό τις αντίστοιχες του εσωτερικού δικαίου: Τοενωσιακό δίκαιο πολλάκις χρησιμοποιεί στα κείμενα τουέννοιες οι οποίες προέρχονται από το εσωτερικό δίκαιοτων κρατών μελών (π.χ νομισματικά εξισωτικά ποσά).Τίθεται λοιπόν ζήτημα αν το ενωσιακό δίκαιο σ αυτές τιςπεριπτώσεις παραπέμπει στο εσωτερικό δίκαιο ή όχι. Ηαπάντηση είναι συνήθως αρνητική, καθώς οι έννοιες τουενωσιακού δικαίου οφείλονται να αντιμετωπίζονται υπότο φως αυτού, μέσω αυτόνομης ερμηνείας καιανεξαρτήτως κριτηρίων του εθνικού νομοθέτη. Αντίθετα,

Page 2: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

αν ρητώς το κείμενο του ενωσιακού δικαίου παραπέμπειστο εσωτερικό δίκαιο, τότε γίνεται δεκτή μια εξαρτημένηερμηνεία (π.χ άρθρο 54 ΣΛΕΕ).

Β) Νομικές κατηγορίες του ενωσιακού δικαίου: Στοενωσιακό δίκαιο δεν έχει σημασία η διάκριση τωνυποθέσεων προς δικαστική επίλυση σε δημόσιου καιιδιωτικού χαρακτήρα. Επίσης, το ευρωπαϊκό δικαστήριοδεν ενδιαφέρεται αν το παραπέμπον υπόθεση εσωτερικόδικαστήριο είναι πολιτικό ή διοικητικό και το ένδικο μέσοπου ασκείται χαρακτηρίζεται ως αγωγή, προσφυγή ήαίτηση ακυρώσεως. Ακόμα δεν έχει σημασία αν το δίκαιοτου ανταγωνισμού εντάσσεται κατά το εσωτερικό δίκαιοστον κλάδο του αστικού-εμπορικού ή διοικητικού δικαίου.

Αυτό που ενδιαφέρει το ενωσιακό δίκαιο είναι α) η εθνικήέννομη τάξη να μην μεταχειρίζεται δυσμενέστερααξιώσεις πολιτών που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιοσε σχέση με αντίστοιχες αξιώσεις που απορρέουν από τοεσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) β) οιδιαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις πουαπαιτούνται από το εσωτερικό δίκαιο για την άσκηση τωνένδικων βοηθημάτων να μην καθιστούν την ικανοποίησητων αξιώσεων αυτών ιδιαιτέρως δυσχερή ή αδύνατη(αρχή της αποτελεσματικότητας).

Βασική αρχή του ενωσιακού δικαίου είναι η εξωσυμβατικήευθύνη των κρατών για τις παράνομες πράξεις τους. Τοπνεύμα εδώ δεν είναι η χρηματική ικανοποίηση τουζημιωθέντος αποκλειστικά, αλλά η αποκατάσταση τωνπραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, στα πλαίσιατης οδηγίας 2004/35/ΕΚ. Έτσι δημιουργείται μια νέαγενική αρχή του ενωσιακού δικαίου, αυτή τηςπροφύλαξης (Τ-74/00 Artegodan, C-236/01 Monsanto)που επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές τη λήψη κατάλληλωνμέτρων ώστε να προλαμβάνονται, σε περίπτωσηεπιστημονικής αβεβαιότητας ως προς τον κίνδυνο,ζημιογόνες συνέπειες π.χ. για τη δημόσια υγεία ή το

Page 3: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

περιβάλλον. Με βάση την παραπάνω αρχή εισάγεται ηαντιστροφή του βάρους απόδειξης. Μάλιστα αποδεικτικόμέσο αρκεί απλώς η πιθανολόγηση του κινδύνου και ηπαρουσίαση ατελών επιστημονικών στοιχείων.

Γ) Η σημασία της νομολογίας: Στα κείμενα τουπρωτογενούς και του παραγώγου δικαίου, γίνεται χρήσηαόριστων νομικών εννοιών, των οποίων η εξειδίκευσηαποτελεί έργο των δικαιοδοτικών οργάνων της ένωσης.Το δίκαιο της ευρωπαϊκής ένωσης είναι νομολογιακόδίκαιο. Συνεπώς τα δικαιοδοτικά όργανα της ένωσηςεκτελούν και δικαιοπαραγωγικό έργο μέσω τηςνομολογίας τους, η οποία εξειδικεύει αόριστες νομικέςέννοιες. Βέβαια αυτό το έργο περιορίζεται από τη φύσητου δικαστικού επαγγέλματος, όπως η υποχρέωση τουδικαστηρίου να επιλαμβάνεται μιας υποθέσεως μόνο όταντεθεί ενώπιον του από εθνικό δικαστή (σε περίπτωσηδυσχέρειας ερμηνείας, ο εθνικός δικαστής κατά το άρθρο267 ΣΛΕΕ οφείλει να αποστείλει προδικαστικό ερώτημαστο δικαστήριο της ένωσης) ή θεσμικών οργάνων τηςένωσης, ή κράτους-μέλους ή ιδιώτη, η υποχρέωση νακρίνει βάση των αιτημάτων των διαδίκων και νααιτιολογεί τις αποφάσεις του. Πρωτεύουσα ερμηνεία είναιη τελεολογική ερμηνεία, χωρίς να αποκλείονται ηγραμματική, η ιστορική ή η συστηματική ερμηνεία.

Δ) Γενικές αρχές του δικαίου των κρατών μελών καιτης ένωσης: Οι γενικές αρχές αποτελούνπροαπαιτούμενο για την προσέγγιση του δικαίου τηςένωσης. Οι γραπτοί κανόνες πολλές φορές εξειδικεύουναπλώς τις γενικές αρχές του δικαίου της ένωσης.Συνεπώς οι γενικές αρχές αποτελούν θεμέλιο τουοικοδομήματος της ευρωπαϊκής ένωσης.

Διαφοροποίηση από το διεθνές δίκαιο

Α) ως προς τις συναπτόμενες συνθήκες: Στο διεθνέςδίκαιο συνάπτονται κατά κύριο λόγο συνθήκεςσυνεργασίας, δηλαδή συνθήκες στις οποίες τα

Page 4: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

συμβαλλόμενα κράτη, διατηρούν πλήρως την αυτονομίατους και τα δικαστήριά τους ερμηνεύουν και οριοθετούντο περιεχόμενο της υπογραφείσας συνθήκης κατά τηβούλησή τους. Συνεπώς η αναγνώριση και η προστασίαδικαιωμάτων των ιδιωτών επαφίεται στην καλή θέλησηκαι ομοιόμορφη ερμηνεία από πλευράς των κρατών.Αντίθετα στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ένωσηςσυνάπτονται συνθήκες ενοποιήσεως, δηλαδή τα κράτημεταβιβάζουν προς την ένωση κυριαρχικά τουςδικαιώματα, χάνουν την αυτοτέλειά τους καιπαρουσιάζεται το φαινόμενο της διαιρεμένης κυριαρχίας.Εγκαθιδρύεται επίσης δικαστήριο με αποκλειστική καιυποχρεωτική αρμοδιότητα επίλυσης διαφορών μεταξύτων συμβαλλόμενων κρατών ή μεταξύ αυτών και τηςένωσης για θέματα που ανάγονται στις συνθήκες αυτές,οπότε αποκλείεται η αυθαιρεσία. Τέλος η αναγνώρισηδικαιωμάτων προς τους ιδιώτες δεν αποτελεί προϊόνβούλησης των μερών, αλλά προϊόν ερμηνείας τουπνεύματος, του γράμματος και του συστήματος τωνδιατάξεων της Συνθήκης (26/62 Van Gend en Loos).

Β) ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα: Πολλάπροστατευόμενα δικαιώματα διαφέρουν. Υπάρχουνδικαιώματα όπως η ελευθερία εγκατάστασης που δενπροστατεύεται από την ΕΣΔΑ, αλλά προστατεύεται στοπλαίσιο του χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων τουανθρώπου άρθρο 6 ΣΕΕ. Επίσης διαφέρουν οι πηγέςπροστασίας. Στο εσωτερικό δίκαιο, πηγή προστασίαςείναι το σύνταγμα, στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ η ίδια η ΕΣΔΑ,ενώ στο πλαίσιο του δικαίου της ευρωπαϊκής ένωσηςείναι οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατώνμελών και οι συμφωνίες που συνάπτουν είτε αυτά είτε ηίδια η ένωση. Επίσης, στα πλαίσια του διεθνούς δικαίουαυτά είναι ιδωμένα ως υποκειμενικά ατομικά δικαιώματα,ενώ στο πλαίσιο του δικαίου της ευρωπαϊκής ένωσηςείναι ιδωμένα ως όργανα ενοποίησης.

Κεφ. 2

Page 5: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου 6/64Costa/Enel η έννομη τάξη της ευρωπαϊκής ένωσηςχαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερη και σύμφωνα με την 26/62Van Gend en Loos, αυτόνομη(βέβαια στην αρχήπαρουσιάστηκε ως μια νέα έννομη τάξη διεθνούς δικαίουκαι διορθώθηκε άμεσα). Συνιστά ένα σύνολο κανόνωνδικαίου οργανωμένων και διαρθρωμένων με συνοχή, τοοποίο ορίζει τα υποκείμενα στα οποία απευθύνονται οικανόνες που θεσπίζονται, καθώς και τα όργανα που είναιαρμόδια για την παραγωγή νέων κανόνων δικαίου, τηδιαπίστωση του περιεχομένου των κανόνων αυτών διατης ερμηνείας, την εφαρμογή τους στις περιπτώσεις πουαπαιτείται, την αποτελεσματική επίλυση διαφορών μέσωδικαστικών αποφάσεων σε περίπτωση αμφισβητήσεως καιτην εκτέλεση των αποφάσεων αυτών.

Υποκείμενα της ενωσιακής έννομης τάξης αποτελούν τακράτη μέλη, η ευρωπαϊκή ένωση αφού έχει νομικήπροσωπικότητα και οι ιδιώτες σύμφωνα με τις αποφάσειςCosta/Enel και Van Gend en Loos.

Η Ένωση έχει αποκλειστικές (τελωνειακή ένωση),συντρέχουσες (περιβάλλον) και υποστηρικτικέςαρμοδιότητες (υγεία). Της μεταβιβάζονται για τηνεπίτευξη των σκοπών της, από τα κράτη. Βέβαια τοδικαστήριο αναγνωρίζει και σιωπηρές αρμοδιότητες(3,4,6/76 Krammer) που προβλέπονται στο άρθρο 352ΣΛΕΕ. Όσες δεν μεταβιβάζονται παραμένουν στα κράτη(παρακρατηθείσες αρμοδιότητες, 4 παρ. 1 ΣΕΕ).

Θεμελιώδεις αρχές λειτουργίας των συνθηκών είναι οιαρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας(άρθρο 5 παρ. 3 και 4 ΣΕΕ και πρωτόκολλο 2). Σύμφωνα μετην αρχή της επικουρικότητας, στους τομείς που δενυπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ένωσης,αυτή παρεμβαίνει μόνο όταν τα κράτη δεν μπορούνεπαρκώς να ρυθμίσουν τις διαφορές στα πλαίσια τουενωσιακού δικαίου. Σύμφωνα με την αρχή της

Page 6: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

αναλογικότητας, η ένωση για την επιδίωξη των σκοπώντης οφείλει να επιλέγει το λιγότερο επαχθές καιταυτόχρονα πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο.

Κεφ. 3

Άγραφες πηγές

Α) Γενικές αρχές του δικαίου

Προκύπτουν από τη νομολογία και την ερμηνεία τουδικαστηρίου.

Γίνεται δεκτό (απόφαση 89/85 Ahlstrom, σχετικά με τηναρχή της εδαφικότητας) ότι αρχές του δημόσιου διεθνούςδικαίου δεν αποκλείονται παντελώς από την εφαρμόγηστα πλαίσια της ευρωπαϊκής ένωσης. Επίσης προκρίνεταικαι ο συνδυασμός αρχών του διεθνούς και ενωσιακούδικαίου (απόφαση T-115/94 Opel Austria σχετικά με τηνκαλή πίστη-θεμιτή εμπιστοσύνη στα πλαίσια τουενωσιακού δικαίου).

Υπάρχουν αξιωματικές γενικές αρχές που είναι γνωστέςστα διάφορα δικαϊκά συστήματα των κρατών, όπως ηαρχή της ασφάλειας δικαίου κλπ.

Υπάρχουν αρχές της ίδιας της ενωσιακής τάξης πουπροκύπτουν από τη νομολογία του δικαστηρίου όπως ηαπαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας (18 ΣΛΕΕ).

Υπάρχουν γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια τωνκρατών μελών όπως η ισότητα απέναντι στο νόμο και ηανάκληση διοικητικών πράξεων.

Β) Θεμελιώδη δικαιώματα άρθρο 6. Παρ.1 ΣΕΕ

Αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία γενικών αρχών. Ηθεμελιώδης ιδέα είναι ότι η προστασία των ιδιωτώνοφείλει να είναι ισοδύναμη προς εκείνη την οποίααπολαύουν οι ιδιώτες στο εσωτερικό δίκαιο των κρατώνμελών, δυνάμει των συνταγματικών κανόνων κάθεκράτους. Αρμόδιο για την προστασία των ανθρώπινων

Page 7: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

δικαιωμάτων στα πλαίσια του ενωσιακού δικαίου είναι τοδικαστήριο, το οποίο ερμηνεύει και εφαρμόζει τιςσυνθήκες στο πλαίσιο των κοινών συνταγματικώνπαραδόσεων των κρατών μελών (πλέον είναι η ΕΣΔΑ αφούόλα τα κράτη την έχουν υπογράψει) και των διεθνώνσυνθηκών περί τα ανθρώπινα δικαιώματα, που αυτά έχουνυπογράψει. Μια τέτοια τακτική παρέχει ευελιξία, διότιεπιτρέπει την επιλογή εκεί που υπάρχει δυνατότητα, τηςυψηλότερης δυνατής εγγύησης των ανθρωπίνωνδικαιωμάτων.

Γραπτές πηγές

Α) Πρωτογενές δίκαιο

• Οι βασικές συνθήκες ΣΕΕ, ΣΛΕΕ• Τα πρωτόκολλα που προσαρτώνται στη συνθήκη(πχ

πρωτόκολλο σχετικά με την αρχή τηςαναλογικότητας και της επικουρικότητας)

• Οι τροποποιητικές συνθήκες και πράξεις• Ο χάρτης θεμελιωδών δικαιωμάτων κατά 6 παρ. 3

ΣΕΕ

Οι μονομερείς ή κοινές δηλώσεις των κρατών μελών πουπροσαρτώνται στις τελικές πράξεις των συνθηκών δενεντάσσονται στο πρωτογενές δίκαιο, αλλάχρησιμοποιούνται κατά την ερμηνεία των συνθηκώνοπότε δεν στερούνται εντελώς δεσμευτικής δύναμης(άρθρο 31 σύμβαση Βιέννης για την ερμηνεία τωνσυνθηκών).

Β) το παράγωγο δίκαιο

Είναι μονομερείς πράξεις που εκδίδουν τα θεσμικά όργανατης ένωσης δυνάμει των εξουσιών που έλκουν από τησυνθήκη (288 ΣΛΕΕ).

1. Κανονισμός: Έχει γενική ισχύ με την έννοια ότιαφορά γενική και αφηρημένη κατηγορία προσώπων.Πρόκειται για μια κατεξοχήν νομοθετική πράξη.Είναι δεσμευτική προς όλα τα στοιχεία της και δεν

Page 8: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

δύναται να εφαρμόζεται μερικώς ή επιλεκτικώς. Έχειάμεση ισχύ σε όλα τα κράτη μέλη, υπό την έννοια ότιδεν απαιτείται παρέμβαση της νομοθετικής,εκτελεστικής ή κανονιστικής εξουσίας του κράτουςώστε να ισχύσει σ αυτό. Δυνάμει της ιδιότηταςαυτής γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις για τουςιδιώτες και το κράτος από το χρονικό σημείοέναρξης της ισχύος του. Δημοσιεύεται στην επίσημηεφημερίδα της ένωσης και ως νομοθετική πράξηαυτής (297 ΣΛΕΕ) αρχίζει να ισχύει από τηνημερομηνία που ορίζει ή σε κάθε περίπτωση από την20η μέρα από τη δημοσίευση. Σύμφωνα με τηναπόφαση 30/72, Επιτροπή/Ιταλίας, η αναπαραγωγήτου κανονισμού μέσω εθνικών πράξεων(νομοθετικών, εκτελεστικών ή κανονιστικών)αποτελεί παράβαση του ενωσιακού δικαίου. Μέτραεφαρμογής μπορούν να θεσπιστούν από το κράτοςμόνο σε περίπτωση που ορίζει ο κανονισμός. Κανονισμούς εκδίδει το Συμβούλιο της Ευρώπηςαυτοτελώς είτε σε συνεργασία με τοευρωκοινοβούλιο(294 ΣΛΕΕ). Εκδίδει επίσης ηεπιτροπή στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της ήκατόπιν εξουσιοδοτήσεως και η ΕΚΤ.Διακρίνεται σε βασικό κανονισμό και κανονισμόεφαρμογής. Ο κανονισμός εφαρμογής πρέπει να είναισύμφωνος με το βασικό κανονισμό.

2. Οδηγία: Δεσμεύει μόνο το κράτος ή τα κράτη σταοποία απευθύνεται. Η οδηγία καθορίζει τοεπιδιωκόμενο αποτέλεσμα, το οποίο δεσμεύει τακράτη, αφήνοντας σ αυτά την ευχέρεια να επιλέξουντον τύπο ή τα μέσα επίτευξής του. Πρόκειται γιανομικά δεσμευτική πράξη, η οποία δημοσιεύεται στηνεπίσημη εφημερίδα την ευρωπαϊκής ένωσης καιαρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία που ορίζει ήειδάλλως από την 20η μέρα μετά τη δημοσίευση.Πρόκειται όμως για ατελή πράξη, καθώς μέσα στα

Page 9: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

πλαίσια που αυτή ορίζει τα κράτη πρέπει ναεκδώσουν εθνικές νομοθετικές, εκτελεστικές ήκανονιστικές πράξεις που θα προσανατολίζονταιστην επίτευξη του αποτελέσματος που έθεσε ηοδηγία(μεταφορά της οδηγίας). Το γεγονός αυτό,πάντως, σύμφωνα με το δικαστήριο, δεν καθιστά τιςοδηγίες λιγότερο δεσμευτικές από τους κανονισμούς(52/75 Επιτροπή/Ιταλία).Τα εθνικά μέτρα που παίρνονται λόγω της οδηγίαςπρέπει να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Γιαπαράδειγμα μια απλή διοικητική πράξη δεν θαεπαρκούσε, καθώς δεν είναι δεσμευτική (υπόθεση C-268/97 Επιτροπή/Βέλγιο). Επίσης πρέπει ναπροσανατολίζονται επαρκώς προς το επιδιωκόμενοαποτέλεσμα προς χάριν των ιδιωτών. Πέρα από τηλήψη μέτρων, μπορεί να απαιτείται απλήτροποποίηση υπαρχόντων κανόνων δικαίου. Συνεπώς,κατ’ αρχάς, το κράτος είναι ελεύθερο να επιλέξειτον τύπο και το μέσο συμμόρφωσης προς την οδηγία.Τέλος, η μεταφορά της οδηγίας μπορεί να είναι καιπεριττή, όταν το εσωτερικό δίκαιο στοιχεί πλήρωςπρος τις επιταγές της οδηγίας και είναι επαρκώςσαφές και ακριβές, ώστε οι δικαιούχοι να είναι σεθέση να γνωρίζουν επακριβώς τα δικαιώματα και τιςυποχρεώσεις τους και να τα προβάλλουν ενώπιοντων εθνικών δικαστηρίων.

3. Απόφαση: Είναι μη δεσμευτική προς όλα ταστοιχεία της για τους αποδέκτες (κράτη μέλη ήιδιώτες) της πράξη. Ο αποδέκτης οφείλει νασυμμορφωθεί προς το περιεχόμενό της.

4. Σύσταση και Γνώμη: Δεν είναι δεσμευτικέςπράξεις. Η γνώμη εκφράζει μια άποψη. Η σύστασησυνιστά μια πράξη που ωθεί έμμεσα στη δράση. Ηεπιτροπή διαθέτει γενική αρμοδιότητα προς έκδοσησυστάσεων.

Γ) Διεθνείς Συμφωνίες

Page 10: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

Η Ένωση είναι αρμόδια να συνάπτει διεθνείς συμφωνίεςμε τρίτα κράτη ή διεθνείς οργανισμούς με βάση τιςρητές, τις εξυπακουόμενες ακόμα και τις υποστηρικτικέςτης αρμοδιότητες (άρθρο 255 ΣΛΕΕ). Από το χρονικόσημείο έναρξης ισχύος αυτών των συνθηκών, αυτέςαποτελούν τμήμα του ενωσιακού δικαίου και τοΔικαστήριο είναι αρμόδιο για την εφαρμογή τους (181/73Haegeman). Το δικαστήριο είναι επίσης αρμόδιο και σεπερίπτωση μικτής συμφωνίας, δηλαδή συμφωνίας μεταξύΈνωσης, κρατών μελών και διεθνούς οργανισμού ή τρίτουκράτους (υποθ. C-53/96 Hermes International). Τέλος τοδικαστήριο ερμηνεύει και πράξεις των οργάνων πουιδρύονται λόγω υπογραφείσας συνθήκης μεταξύ τηςένωσης και τρίτου κράτους (C-192/89 Sevince).

Σχέση πρωτογενούς δικαίου και συνθηκών

Διεθνείς συμφωνίες μεταξύ των κρατών μελών πριν τηΣυνθήκη παύουν να εφαρμόζονται σε περίπτωσηαντίθεσής τους προς αυτήν. Διεθνείς συμφωνίες κρατώνμελών μετά τη Συνθήκη διέπονται από το άρθρο 4 παρ. 3ΣΕΕ που τα υποχρεώνει, στα πλαίσια της καλόπιστηςσυνεργασίας με την ένωση, να απέχουν από τη λήψημέτρων που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τηνπραγματοποίηση των στόχων της ένωσης.

Διεθνείς συμφωνίες μεταξύ κράτους μέλους και τρίτουκράτους πριν τη Συνθήκη δεν δίνει το δικαίωμα στοκράτος μέλος να αντιτάξει στην ένωση δικαιώματα πουαντλεί από τέτοια συμφωνία και μάλιστα αυτόυποχρεούται προς αναδιαπραγμάτευση ή τερματισμό τηςσυμφωνίας αυτής αν έρχεται σε αντίθεση με τη Συνθήκη.Αυτό δεν συμβαίνει για τις συμβατικές υποχρεώσεις τουτρίτου κράτους. Η ένωση δεν έχει αρμοδιότητα σχετικά μαυτές τις συμφωνίες εκτός αν τα κράτη μέλη της τημεταβίβασαν (GATT).

Διεθνείς συμφωνίες μεταξύ κράτους μέλους και τρίτουκράτους μετά τη Συνθήκη, σε περίπτωση ασυμβατότητας,

Page 11: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

αυτή περιορίζεται πχ με μεταβίβαση των αρμοδιοτήτωναυτών στην Ένωση, οπότε τα κράτη μέλη οφείλουν ναεκτελούν τις συμφωνίες αυτές με ρήτρα ΕΕ, γιαμεταβατικές περιόδους ή προληπτικό έλεγχο εκ μέρουςτης επιτροπής κατά άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ.

Ιεραρχία κανόνων ενωσιακού δικαίου

Κορυφή: Πρωτογενές δίκαιο και άγραφες πηγές

Το παράγωγο δίκαιο και οι διεθνείς συμφωνίες πουσυνάπτονται πρέπει να είναι συμβατά προς τα παραπάνω.

Οι διεθνείς συμφωνίες υπερέχουν του παραγώγου δικαίουδεδομένου ότι αφού η ένωση τις υπογράφει οφείλει ναεκδίδει πράξεις σύμφωνες με το πνεύμα αυτών.

Κεφ. 4

Σύμφωνα με την 6/64 Costa/Enel η ευρωπαϊκή ένωση έχειδικά της όργανα, τα οποία σταδιακά κατέστησαν θεσμικά.Σε σύνολο είναι 7 (άρθρο 13 ΣΕΕ), η ευρωπαϊκή επιτροπή,το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής ένωσης, το Ευρωπαϊκόσυμβούλιο, η Ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα (όργαναδράσης) και το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, το Δικαστήριοκαι το Ελεγκτικό Συνέδριο (όργανα ελέγχου).

Πέρα από το Ευρωπαϊκό συμβούλιο (άρθρο 15 ΣΕΕ), τοελεγκτικό συνέδριο και συνήθως την ΕΚΤ, όλα τα άλλαθεσμικά όργανα είναι νομοθετικά.

Η Ευρωπαϊκή επιτροπή

Είναι ένα συλλογικό όργανο που απαρτίζεται απόανεξάρτητες προσωπικότητες επιλεγόμενες κατόπινσυμφωνίας των κρατών μελών. Σκοπός είναι ηαντιπροσώπευση του γενικού συμφέροντος της ένωσης, ηάσκηση νομοθετικής πρωτοβουλίας και η λειτουργία ωςφύλακα των Συνθηκών (άρθρο 17 ΣΕΕ).

Σύμφωνα με τη συνθήκη της Λισαβόνας (άρθρο 17 παρ. 4και 5 ΣΕΕ), η επιτροπή θα διοριστεί μεταξύ της περιόδου

Page 12: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

από τη έναρξη ισχύος της συνθήκης και την 31η

Οκτωβρίου 2014 και θα απαρτίζεται από έναν υπήκοο απόκάθε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου και τουπροέδρου της και του ύπατου εκπροσώπου της ένωσης γιαθέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, οοποίος θα είναι ένας εκ των αντιπροέδρων της. Ο αριθμόςαυτός αντιστοιχεί στα 2/3 του αριθμού των κρατώνμελών (18 επίτροποι για 28 κράτη μέλη) που θα ορίζονταιεκ περιτροπής, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιοαποφασίσει ομόφωνα να αλλάξει τον εν λόγω αριθμό,βάσει συστήματος αυστηρά ισότιμης εναλλαγής το οποίοθα θεσπιστεί ομόφωνα από αυτό.

Σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 17 ΣΕΕ:

Λαμβάνοντας υπόψη τις εκλογές για το ευρωκοινοβούλιοκαι αφού προβεί στις κατάλληλες διαβουλεύσεις, τοΕυρωπαϊκό Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδικήπλειοψηφία προτείνει στο ευρωκοινοβούλιο έναν υποψήφιογια το αξίωμα του προέδρου της επιτροπής. Ο υποψήφιοςαυτός εκλέγεται από το ευρωκοινοβούλιο με τηνπλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν. Εάν ουποψήφιος δεν συγκεντρώσει την πλειοψηφία, τοΕυρωπαϊκό Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδικήπλειοψηφία, προτείνει εντός μηνός νέο υποψήφιο, ο οποίοςεκλέγεται από το ευρωκοινοβούλιο με την ίδια διαδικασία.

Το Συμβούλιο στη συνέχεια μαζί με τον νέο πρόεδροκαταρτίζουν τη λίστα με τα μέλη που θα προτείνουν ναδιοριστούν ως μέλη της επιτροπής.

Όλα τα μέλη της επιτροπής μαζί με τον πρόεδρο και τονύπατο αρμοστή για εξωτερική πολιτική και ασφάλειαυπόκεινται ως σώμα σε ψήφο έγκρισης τουΕυρωκοινοβουλίου. Κατόπιν της έγκρισης αυτής, ηεπιτροπή διορίζεται από το ευρωπαϊκό συμβούλιο τοοποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

Page 13: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

Οι επίτροποι ενεργούν προς το συμφέρον της ένωσηςαποκλειστικά και είναι ανεξάρτητοι από τις κυβερνήσειςτων κρατών αλλά και από ιδιωτικά συμφέροντα.

Κατά το άρθρο 17 παρ.3 ΣΕΕ, η θητεία των μελών είναιπενταετής, δηλαδή ισόχρονη με αυτή τουευρωκοινοβουλίου. Για να διατηρείται αυτή η αντιστοιχία,η αντικατάσταση παραιτηθέντων ή απαλλαγέντων μελώνγίνεται για το υπόλοιπο της θητείας τους. Η απαλλαγή ή ηπαραίτηση μελών προβλέπεται στο άρθρο 245 ΣΛΕΕ, μαζίμε το ασυμβίβαστο των μελών της επιτροπής μεταξύ τουέργου τους και οποιουδήποτε άλλου επαγγέλματος(αμειβομένου ή μη) για όλη τη διάρκεια της θητείας τους.Επίσης προβλέπει την άσκηση καθηκόντων με εντιμότητακαι διακριτικότητα. Μάλιστα κατά το 247 ΣΛΕΕ ηεπιτροπή μπορεί να απαλλάξει μέλος αν αυτό δεν πληροίπλέον τις αναγκαίες προϋποθέσεις άσκησης τωνκαθηκόντων του ή αν διαπράξει βαρύ παράπτωμα και νααποφασίσει την έκπτωσή του από το δικαίωμασυνταξιοδότησης ή από άλλες αντί αυτού παροχές.

Κατά το άρθρο 17 παρ. 8 ΣΕΕ, η Επιτροπή ευθύνεταιέναντι του Ευρωκοινοβουλίου. Το άρθρο 234 ΣΛΕΕ,προβλέπει τη δυνατότητα του ευρωκοινοβουλίου ναυποβάλει πρόταση δυσπιστίας κατά της επιτροπής.Συγκεκριμένα ορίζεται ότι το Ευρωκοινοβούλιο δενδύναται να αποφασίσει επί προτάσεως δυσπιστίας πρινπαρέλθουν τρεις τουλάχιστον μέρες μετά την υποβολήτης και μόνο με φανερή ψηφοφορία. Αν αυτή γίνειαποδεκτή με πλειοψηφία 2/3 τότε τα μέλη της επιτροπήςοφείλουν να παραιτηθούν συλλογικώς.

Η επιτροπή αναθέτει συγκεκριμένες αρμοδιότητες σταμέλη της, αλλά και στους ανώτερους υπαλλήλους της. Οιαρμοδιότητες αυτές διέπονται από αυστηρούς κανόνες.Οι εξουσίες πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένες και ναείναι σχετικές με την άσκηση των εκτελεστικώναρμοδιοτήτων. Όπως έκρινε το δικαστήριο, η νομιμότητα

Page 14: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

μιας απόφασης της επιτροπής εξαρτάται αποκλειστικάαπό το κατά πόσο είναι σύμφωνη με τις διατάξεις τηςσυνθήκης. Επομένως, για τη θεμελίωση της κατάχρησηςεξουσίας, θα πρέπει να καταδειχθεί ότι η απόφασή τηςεπεδίωκε ένα στόχο διαφορετικό από εκείνον πουνομιμοποιούνταν να αναλάβει δράση (15/57, compagniedes Hauts fourneaux de chasse).

Διαθέτει δοτές αρμοδιότητες.

Α) Εξουσία υποβολής προτάσεων: έχει εξουσία υποβολήςνομοθετικών προτάσεων είτε με δική της πρωτοβουλίαείτε κατόπιν αιτήσεως του ευρωκοινοβουλίου. Οιπροτάσεις της Επιτροπής ελέγχονται από το Συμβούλιο,το οποίο μπορεί να εφιστά την προσοχή της επιτροπής ωςπρος τη σπουδαιότητα πρότασης. Μέχρι απόφανσης τουΣυμβουλίου η επιτροπή μπορεί ελεύθερα να τροποποιεί τιςπροτάσεις της.

Β) Εγγύηση τήρησης Συνθηκών: Είναι θεματοφύλακας τωνσυνθηκών ως ανεξάρτητο σε σχέση με τα κράτη μέληόργανο (άρθρο 17 παρ. 1 ΣΕΕ). Έχει, λοιπόν, δικαίωμαπληροφόρησης εκ μέρους των κρατών μελών για τιςπολιτικές που υιοθετούν προς συμμόρφωση καισυνεργασία με τα όργανα της ένωσης, έχει ανακριτικάκαθήκοντα, ιδιαίτερα στα πλαίσια του δικαίου τουανταγωνισμού (101 επ. ΣΛΕΕ), δικαίωμα πληροφόρησης εκμέρους επιχειρήσεων σε ό,τι αφορά την εφαρμογή τουενωσιακού δικαίου και δικαίωμα επιβολής κυρώσεων σεπερίπτωση μη συμμόρφωσης, δικαίωμα επιβολήςκυρώσεων με τη μορφή χρηματικών προστίμων σεεπιχειρήσεις που παραβιάζουν τον ανταγωνισμό αφού κάτιτέτοιο αποδειχθεί. Τέλος σε περίπτωση παράβασης τωνΣυνθηκών από κράτος μέλος, η επιτροπή έχει το δικαίωμαπροσφυγής στο Δικαστήριο.

Γ) Νομοθετικές-Κανονιστικές αρμοδιότητες: Έχει τέτοιααρμοδιότητα στα πλαίσια του δικαίου τουανταγωνισμού(105 παρ. 3 ΣΛΕΕ) και των κρατικών

Page 15: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

ενισχύσεων (108 παρ. 4 ΣΛΕΕ) ή κατόπινεξουσιοδοτήσεως από το Συμβούλιο

Δ) Δημοσιονομικές αρμοδιότητες: Έχει εξουσίαδημοσιονομικής διαχείρισης, διαμορφώνοντας σχέδιαπροϋπολογισμού (314 παρ. 1 ΣΛΕΕ) που καταρτίζονται απότο ευρωκοινοβούλιο και το συμβούλιο (310 ΣΛΕΕ) καιεκτελεί τον ενωσιακό προϋπολογισμό (317 ΣΛΕΕ)

Ε) Λοιπές εξουσίες: Εξουσία διατύπωσης γνωμών καισυστάσεων στα πλαίσια της οικονομικής και νομισματικήςένωσης, υποβολή συστάσεων προς το Συμβούλιο γιαέναρξη διαπραγματεύσεων κατά το 218 ΣΛΕΕ για τησύναψη διεθνών συμφωνιών.

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής ένωσης

Απαρτίζεται από τους υπουργούς των κυβερνήσεων τωνκρατών μελών. Κάθε κυβέρνηση αποστέλλει στιςσυνεδριάσεις ένα από τα μέλη της ανάλογα με την καθ’ύλη αρμοδιότητά του. Η προεδρία του ασκείταιδιαδοχικώς από κάθε κράτος για περίοδο 6 μηνών,σύμφωνα με τη σειρά που ομοφώνως ψηφίζει το Συμβούλιο(16 παρ. 9 ΣΕΕ και 236 ΣΛΕΕ).

Η ημερήσια διάταξη του Συμβουλίου της ευρωπαϊκήςένωσης, όπως προετοιμάζεται από την επιτροπή μονίμωναντιπροσώπων των κρατών μελών περιλαμβάνει δύοσκέλη, πρώτα μια ψηφοφορία χωρίς συζήτηση και στησυνέχεια συζητήσεις που συνοδεύονται ή όχι απόψηφοφορία. Η επιτροπή ως συντάκτης των σχεδίωνσυμμετέχει στις αποφάσεις του Συμβουλίου προκειμένουνα υποστηρίξει τις απόψεις της. Το συμβούλιο διαθέτειδική του γραμματεία και νομική υπηρεσία.

Το άρθρο 16 παρ. 8 ΣΕΕ θεσπίζει δύο είδη συνόδων τουΣυμβουλίου, νομοθετική και μη νομοθετική. Η πρώτησυσκέπτεται, συνεδριάζει και ψηφίζει δημοσίως γιαλόγους διαφάνειας. Απαιτείται ειδική πλειοψηφία (άρθρο16 παρ. 3 ΣΕΕ). Κάθε κράτος έχει μια ψήφο. Από άποψη

Page 16: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

περιεχομένου η ψηφοφορία, για να είναι έγκυρη απαιτείδύο κριτήρια. Πρώτον να ψηφίζουν υπέρ το 55% τωνκρατών μελών που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 65%του πληθυσμού της Ένωσης. Για την επίτευξη βέτοαπαιτείται η σύμπραξη προς αυτό τουλάχιστον τεσσάρωνμελών του Συμβουλίου. Δεδομένου ότι για ορισμέναθέματα όπως η εξωτερική πολιτική απαιτείται ομοφωνίαβλέπουμε ότι οι αποφάσεις του συμβουλίου δεν έχουναπεξαρτηθεί πλήρως από τη διακυβερνητική συνεργασία.

Αρμοδιότητες του Συμβουλίου

Είναι αρκετά εκτεταμένες. Μαζί με το ευρωκοινοβούλιοασκεί νομοθετικά και δημοσιονομικά καθήκοντα, καθώςκαι το καθήκον χάραξης πολιτικών και συντονισμού.

Α) έχει νομοθετική αρμοδιότητα

Β) ασκεί εξουσίες κυβερνητικής φύσεως

Γ) κατά το 352 ΣΛΕΕ, μπορεί κατόπιν ομοφωνίας νασυμπληρώσει κενά συνθήκης, υπό τους όρους τηςδιάταξης αυτής

Δ) λαμβάνει αποφάσεις συνταγματικής φύσεως, μετά απόδιαβούλευση με το ευρωκοινοβούλιο.

Ε) ασκεί αποφασιστική αρμοδιότητα σε ζητήματαπροϋπολογισμού, την οποία μοιράζεται με τοευρωκοινοβούλιο. (άρθρο 310 ΣΛΕΕ).

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (άρθρο 15 ΣΕΕ)

Απαρτίζεται από τους αρχηγούς των κρατών μελών ήκυβερνήσεων καθώς και από τον πρόεδρό του, πουεκλέγεται με ειδική πλειοψηφία για 2,5 έτη καθώς και τονπρόεδρο της επιτροπής. Ο ύπατος εκπρόσωποςσυμμετέχει στις εργασίες του ευρωπαϊκού συμβουλίου τοοποίο δεν ασκεί νομοθετική λειτουργία (άρθρο 15 παρ. 1ΣΕΕ) αντίθετα απ ό,τι το συμβούλιο της ένωσης.

Το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο

Page 17: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

Είναι θεσμικό όργανο που ασκεί νομοθετική εξουσία καιαπαρτίζεται από αντιπροσώπους των πολιτών της ένωσης(άρθρο 14 παρ. 2 ΣΕΕ). Τα μέλη εκλέγονται για 5 έτη μεάμεση, ελεύθερη, καθολική και μυστική ψηφοφορία μεβάση την αναλογικότητα στην κατανομή των εδρών. Τοάρθρο 223 παρ. 1 ΣΛΕΕ θεσπίζει ενιαία διαδικασία. Κατάτο 14 παρ. 2 ΣΕΕ τα μέλη του ευρωκοινοβουλίου μαζί μετον πρόεδρο αυτού δεν ξεπερνούν τους 751. Κάθε κράτοςεκλέγει, βάσει πληθυσμού από 6 έως 96 μέλη στοευρωκοινοβούλιο. Στα πλαίσια του ευρωκοινοβουλίουεκλέγεται ευρωπαίος διαμεσολαβητής, αρμόδιος ναδέχεται και να ερευνά με πλήρη ανεξαρτησία καταγγελίεςευρωπαίων πολιτών ή εκείνων που έχουν κατοικία ή έδρασε κράτος μέλος λόγω κακής διοίκησης θεσμικού οργάνουτης ένωσης, πλην του Δικαστηρίου (άρθρο 228 ΣΛΕΕ). Τοευρωκοινοβούλιο κατά άρθρο 225 ΣΛΕΕ μπορεί να ζητάαπό την επιτροπή να υποβάλλει πρόταση για τηνεκπόνηση ενωσιακής πράξης, συνεπώς τα μέλη αυτούέχουν αποκτήσει εξουσία νομοθετικής πρωτοβουλίας.

Αρμοδιότητες του Ευρωκοινοβουλίου

Δύναται να υποβάλει τη γνώμη του σε όλους τους τομείςσε προαιρετική βάση. Έχει το δικαίωμα της σύμφωνηςγνώμης ή αρνησικυρίας π.χ. στις συμφωνίες σύνδεσηςτρίτων κρατών με την ένωση(διαδικασία έγκρισης).

Κατά το άρθρο 294 ΣΛΕΕ, το ευρωκοινοβούλιο καθίσταταισυννομοθέτης και αποκτά ισότιμη θέση με το συμβούλιοστη νομοθετική λειτουργία (συνήθης νομοθετικήδιαδικασία).

Επίσης, έχει πλέον ενισχυμένες αρμοδιότητες στο τομείςτης δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, ιδίωςστα θέματα αστικού δικαίου, των πολιτικών ασύλου καιτης συνεργασίας δικαστικής εξουσίας και αστυνομίας σεποινικές υποθέσεις.

Page 18: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

Τέλος έχει ισότιμες αρμοδιότητες με το συμβούλιο όσοναφορά στον προϋπολογισμό (310 επ ΣΛΕΕ).

Κεφ. 5

Ως κανόνες του ενωσιακού δικαιοδοτικού δικαίουνοούνται οι κανόνες που αφορούν στην ύπαρξη οργάνωνδιαπίστωσης παραβάσεως κανόνων της ενωσιακήςέννομης τάξης, τα οποία έχουν συγκεκριμένεςαρμοδιότητες και στον προσδιορισμό, επιβολή καιεκτέλεση της καταγνωσθείσας κύρωσης δυνάμει κανόνωνδιαδικασίας με στόχο να παρέχεται δικαστική προστασίαστα υποκείμενα της έννομης αυτής τάξης, μέσωκατάλληλων μηχανισμών. Οι μηχανισμοί δικαστικήςπροστασίας πρέπει να διασφαλίζουν το δικαίωμαπρόσβασης στην ενωσιακή δικαιοσύνη.

Πηγές

Πρωτογενές δίκαιο

Γραπτό δίκαιο: Άρθρο 19 ΣΕΕ και άρθρα 251 επ. ΣΛΕΕ,πρωτόκολλο 3 (οργανισμός δικαστηρίων) και 7 (προνόμιακαι ασυλίες ευρωπαϊκής ένωσης), απόφαση 88/591.

Άγραφο Δίκαιο: Η νομολογία του δικαστηρίου η οποίαπαρουσιάζει τις κοινές δικονομικές πρακτικές πουεπικρατούν στα κράτη μέλη όπως η ορθή απονομή τηςδικαιοσύνης, η οικονομία της δίκης, το δικαίωμα σεδίκαιη δίκη και αποτελεσματική δικαστική προστασία,προστασία του δικαιώματος υπεράσπισης, αρχή τηςεκατέρωθεν ακροάσεως κλπ.

Παράγωγο Δίκαιο

Γραπτό Δίκαιο: Οι κανονισμοί (και οι συμπληρωματικοί)διαδικασίας των δικαστηρίων, οι εσωτερικές οδηγίεςπρος τον Γραμματέα κάθε δικαστηρίου.

Άγραφο δίκαιο: Η δικαστική πρακτική, η οποία δενδύναται να ανατρέψει γραπτούς ή άγραφους κανόνες του

Page 19: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

δικαίου της Ένωσης, δύναται όμως να τους συμπληρώσεικαι να τους διευκρινίσει. Αναδεικνύει ατέλειες, κενά καινέες ανάγκες, προτείνει εφευρετικές λύσεις καιλειτουργεί ως μηχανισμός για την εισαγωγή επερχόμενωντροποποιήσεων κατά την εφαρμογή του ενωσιακούδικονομικού δικαίου.

Θεμελιώδη χαρακτηριστικά

1. Η έλλειψη κωδικοποίησης2. Ατελής και ανολοκλήρωτος χαρακτήρας των

κανόνων: Το εφαρμοστέο δίκαιο παρουσιάζει κενά,τα οποία συμπληρώνονται είτε με παραπομπή από τονομοθέτη της ένωσης σε διαδικαστικούς κανόνεςεσωτερικού δικαίου ενός κράτους μέλους ή όλωντων κρατών μελών είτε χωρίς παραπομπή, δηλαδήμε συμπλήρωση του κανόνα από το ίδιο τοδικαστήριο που ανατρέχουν στις κοινές γενικέςδικονομικές αρχές και κανόνες των κρατών μελών(πχ άρθρα 299 και 280 ΣΛΕΕ, η παράσταση και ηεκπροσώπηση του διαδίκου- C-168/91 Konstantinidis).

3. Τα δικονομικά δίκαια των κρατών μελών και τοΡωμαϊκό δίκαιο (23/68 Klomp), η ΕΣΔΑ.

Όργανα του ενωσιακού δικαιοδοτικού συστήματος

Η ένωση οργανώνει και εγκαθιδρύει δικαιοδοτικά όργαναμε αρμοδιότητες να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουνκανόνες ιδίως ουσιαστικού δικαίου και μέσω αυτών ναδιασφαλίζεται η ένδικη προστασία στα υποκείμενα δικαίουτης ενωσιακής έννομης τάξης. Τα όργανα διακρίνονται σεκεντρικά και περιφερειακά ή αποκεντρωμένα. Η διάκρισηαυτή στηρίζεται στο κριτήριο μεταξύ άμεσης ή κεντρικήςδιοίκησης και αποκεντρωμένης διοίκησης.

Τα κεντρικά όργανα, λοιπόν, έχουν δικαιοδοσία σεπεριπτώσεις που η Επιτροπή έχει απευθείας τηναρμοδιότητα να απευθύνει διαταγές, αποφάσεις ήκανονισμούς π.χ. ιδίως στον τομέα του ανταγωνισμού.Τότε τα κεντρικά δικαιοδοτικά όργανα είναι υπεύθυνα για

Page 20: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

τον έλεγχο νομιμότητας των ανωτέρω ατομικώνδιοικητικών πράξεων. Κεντρικά διοικητικά όργανα είναιτο Γενικό Δικαστήριο και κατόπιν αναιρέσεως, τοΔικαστήριο. Τα κεντρικά διοικητικά όργανα δεν είναιαρμόδια για τον απ’ ευθείας έλεγχο νομιμότητας τωνπράξεων των εθνικών αρχών που αφορούν εφαρμογήκανονισμών της ευρωπαϊκής ένωσης. Όμως κατά άρθρο267 τρίτο εδάφιο ΣΛΕΕ, ο δικαστής δύναται ναυποχρεωθεί να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα προς τοΔικαστήριο, οπότε αυτό αποκτά αρμοδιότητα.

Η έννοια Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 19ΣΕΕ και 251 ΣΛΕΕ) που είναι από τα θεσμικά όργανα τηςΈνωσης (άρθρο 13 ΣΕΕ) είναι ευρύτατη. Ασκεί τηδικαιοδοτική εξουσία. Υπό την έννοια αυτή περιλαμβάνειτόσο το Δικαστήριο αυτό καθ εαυτό, το ΓενικόΔικαστήριο και ειδικευμένα δικαστήρια, όπως τοΔικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Αυτά αποτελούν και τακεντρικά δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, τα οποίαέχουν δοτές αρμοδιότητες και οφείλουν να δρουν εντόςαυτών, όπως τους αναθέτονται από τις Συνθήκες (άρθρο13 ΣΕΕ παρ. 2).

Κατά το άρθρο 19 ΣΕΕ παρ. 2 εδ. 1 το Δικαστήριοαποτελείται από ένα δικαστή από κάθε κράτος μέλος,δηλαδή σήμερα 27 δικαστές, 8 γενικούς εισαγγελείς οιοποίοι κατά το άρθρο 252 μπορούν και να αυξηθούν.Αυτοί δεν μπορούν να συμμετέχουν στις διασκέψεις καιτις ψηφοφορίες για την έκδοση αποφάσεων, παρά μόνο ναδιατυπώνουν αμερόληπτα κρίσεις επί των υποθέσεων.Εισαγγελείς δεν προβλέπονται για το γενικό δικαστήριοκαι το ΔΔΔ. Δικαστές και εισαγγελείς επιλέγονταιπρόσωπα που έχουν τα προσόντα και προϋποθέσειςδιορισμού στα ανώτατα δικαστικά αξιώματα και είναινομικοί αναγνωρισμένου κύρους. Διορίζονται με κοινήσυμφωνία από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών γιαπερίοδο 6 ετών, μετά από διαβούλευση με την επιτροπήτου άρθρου 255 ΣΛΕΕ, η οποία γνωμοδοτεί σχετικά με την

Page 21: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

επάρκεια του υποψηφίου. Κάθε 3 έτη γίνεται μερικήανανέωση των δικαστών, σύμφωνα με τον κανονισμό τουΔικαστηρίου. Το σύνολο αυτών εκλέγει για 3ετη θητείατον πρόεδρό του. Μάλιστα, στις θέσεις των δικαστώνμπορούν να επανεκλεγούν απερχόμενοι δικαστές. Το ίδιοσυμβαίνει και με τους εισαγγελείς. Το δικαστήριοσυνέρχεται σε τμήματα και τμήματα μείζονος συνθέσεως.

Το Γενικό Δικαστήριο αποτελείται από έναν τουλάχιστονδικαστή από κάθε κράτος μέλος, ο οποίος διαθέτει τηναμεροληψία και τις νομικές γνώσεις για την κατάληψηυψηλόβαθμης θέσης στο δικαστικό κλάδο. Όπως και με τοΔικαστήριο, εκλέγονται για 6ετη θητεία (ανά 3ετίαγίνεται μερική ανανέωση) μετά από συμφωνία τωνκρατών μελών και κατόπιν διαβουλεύσεως με τηναρμόδια επιτροπή του άρθρου 255 ΣΛΕΕ. Απερχόμεναμέλη μπορούν να διοριστούν εκ νέου.

Το ΔΔΔ αποτελείται από 7 δικαστές, διοριζόμενους γιαπερίοδο 6 ετών. (άρθρο 1 Παραρτήματος Ι οργάνωσηςδικαστηρίων).

Τα περιφερειακά ή αποκεντρωμένα όργανα έχουναρμοδιότητα επί νομοθετικών πράξεων οι οποίες χρίζουνδιοικητικής εφαρμογής από τα όργανα της εκτελεστικήςεξουσίας των κρατών μελών. Η περιφερειακήαρμοδιότητα αφορά πολλούς τομείς του δικαίου τηςένωσης, όπως η εσωτερική αγορά, η ελεύθερη κυκλοφορίακαι το περιβάλλον.

Τα δικαιοδοτικά όργανα των κρατών μελών μαζί με τακεντρικά δικαιοδοτικά όργανα (Γενικό Δικαστήριο,Δικαστήριο και ΔΔΔ) είναι κι αυτά δικαιοδοτικά όργανατης Ένωσης με περιφερειακό, αποκεντρωμένο χαρακτήρα,εφόσον καλούνται να ερμηνεύσουν ή να ελέγξουν τοκύρος και να εφαρμόσουν κανόνες ενωσιακού δικαίου.Όλα αυτά έχουν δοτές αρμοδιότητες που τουςαναγνωρίζουν οι Συνθήκες (άρθρο 5 παρ.2 ΣΕΕ).

Page 22: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

Χαρακτηριστικά διαδικασίας στο Δικαστήριο της ΕΕ

1. Ιδιαιτερότητες: α) Οι γλώσσες στα κεντρικάδικαιοδοτικά όργανα είναι οι γλώσσες των κρατώνμελών. Στις ευθείες προσφυγές, ο προσφεύγων(κράτος μέλος, φυσικό ή νομικό πρόσωπο) επιλέγειτη γλώσσα της διαδικασίας, ενώ αν ο προσφεύγωνείναι ενωσιακό θεσμικό όργανο οφείλει να επιλέξειτη γλώσσα του καθ’ ου κράτους ή ιδιώτη. Στηδιαδικασία προδικαστικής παραπομπής γλώσσα είναιαυτή του παραπέμποντος εθνικού δικαστηρίου. β)Στις ευθείες προσφυγές, οι ιδιώτες εκπροσωπούνταιαπό δικηγόρο, εγγεγραμμένο σε οποιοδήποτεδικηγορικό σύλλογο κράτους μέλους, ενώ τα κράτηακόμη και από μη δικηγόρο. γ) Η ενωσιακήδικαιοσύνη απονέμεται δωρεάν. Δεν υπάρχουν τέληεγγραφής στο πρωτόκολλο ή τέλη χαρτοσήμου. Οιδικαστικές δαπάνες και οι αμοιβές τωνπληρεξουσίων δικηγόρων καλύπτονται κατά τηναρχή της ήττας του διαδίκου (άρθρο 69 παρ. 2Κανόνας Δικαστηρίου) από τον ηττηθέντα διάδικο.Στην προδικαστική παραπομπή οποιαδήποτε έξοδακαλύπτονται είτε από το κράτος ή το θεσμικόόργανο που ερωτά ή κατόπιν αποφάσεως τουπαραπέμποντος δικαστηρίου, ο δέκτης τηςαπόφασεως αυτής.

2. Αρχές: α) Αρχή εκατέρωθεν ακροάσεως τόσο γιαευθείες προσφυγές όσο και για προδικαστικέςπαραπομπές β) αρχή ανακριτικού συστήματος όχι γιατην έναρξη αλλά για την πρόοδο της δίκης, γ) ηδιάκριση μεταξύ έγγραφης και προφορικήςδιαδικασίας.

Έγγραφη διαδικασία

Ευθεία Προσφυγή: Αρχικά η προσφυγή κατατίθεται στηνΓραμματεία του Δικαστηρίου, καταχωρείται στοπρωτόκολλο με αύξοντα αριθμό. Για το Δικαστήριο

Page 23: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

φέρουν την ένδειξη C, για το Γενικό Δικαστήριο τηνένδειξη T και για το ΔΔΔ την ένδειξη F. Στη συνέχειαδιορίζεται εισηγητής δικαστής και γενικός εισαγγελέαςαν απαιτείται. Μετά γράφεται υπόμνημα με προθεσμίεςγια αντίκρουση-απάντηση-ανταπάντηση. Μετά το πέραςτων προθεσμιών ακολουθεί η προκαταρκτική έκθεση, μετη δυνατότητα διεξαγωγής αποδείξεων, η έκθεση τουακροατηρίου και η διοικητική διάσκεψη του δικαστηρίου.

Προδικαστική παραπομπή: Αρχικά το εθνικό δικαστήριοπαραπέμπει την υπόθεση στο ευρωπαϊκό δικαστήριο. Ηγραμματεία του τελευταίου την αναθέτει σε τμήμα,διορίζει εισηγητή δικαστή και ενδεχομένως γενικόεισαγγελέα, γράφει υπομνήματα και παρατηρήσεις. Στησυνέχεια προχωράει σε προκαταρκτική έκθεση, αργότεραστην έκθεση του ακροατηρίου και τέλος διασκέπτεται γιατην έναρξη της προφορικής διαδικασίας. Στηνπροδικαστική παραπομπή δεν τίθεται ζήτημαπαρεμπιπτόντων ζητημάτων, όπως το απαράδεκτο, ηαναστολή εκτελέσεως ή άλλα προσωρινά μέτρα ή ηπαρέμβαση, ενώ δεν λαμβάνει χώρα αποδεικτικήδιαδικασία.

Παρεμπίπτοντα ζητήματα

Απαράδεκτο: Το απαράδεκτο, πχ λόγω αναρμοδιότητας ήλόγω εκπροθέσμου ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως(άρθρο 263 έκτο εδ. ΣΛΕΕ) πρέπει να προβληθεί μεχωριστό δικόγραφο. Αυτό είτε εκδικάζεται μόνο του μεΔιάταξη είτε συνεκδικάζεται με την ουσία της προσφυγής.Σε περίπτωση αβάσιμου λόγου απαραδέκτου, αυτόαπορρίπτεται με Διάταξη και συνεχίζεται η έγγραφηδιαδικασία. Σε περίπτωση αμφιβολίας το απαράδεκτοσυνεκδικάζεται με την ουσία της υποθέσεως. Μπορεί ναεξετασθεί και αυτεπαγγέλτως όταν είναι πρόδηλο ήδημοσίας τάξεως.

Αναστολή εκτελέσεως ή άλλα προσωρινά μέτρα: Κατά τοάρθρο 278 ΣΛΕΕ, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης,

Page 24: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

δεν έχουν ανασταλτικό χαρακτήρα. Όμως, το δικαστήριο,μπορεί αν κρίνει ότι επιβάλλεται από τις περιστάσεις, ναδιατάξει αναστολή εκτελέσεως. Επίσης κατά το άρθρο279 ΣΛΕΕ μπορεί να διατάξει άλλα αναγκαία προσωρινάμέτρα. Τέτοια αίτηση από τον προσφεύγοντα πρέπει νακατατεθεί με χωριστό δικόγραφο. Για την παραδοχήανασταλτικών μέτρων απαιτείται προηγούμενη άσκησηπροσφυγής κατά της πράξεως, απειλή σοβαρής καιαναπότρεπτης ζημίας, νόμω βάσιμο της κύριαςπροσφυγής και η διάταξη που θα εκδοθεί να μηνπροδικάζει την ουσία της κύριας προσφυγής. Τα μέτραπου διατάζονται μπορεί να διαταχθούν υπό τον όροεγγυοδοσίας, και αργότερα να ανακληθούν ή ναμεταρρυθμιστούν.

Παρέμβαση: Κατά το άρθρο 40 του Οργανισμού τουΔικαστηρίου προβλέπει την εκούσια πρόσθετη παρέμβασηυπέρ ενός των κυρίων διαδίκων σε εκκρεμή δίκη επίευθείας προσφυγής. Προσεπίκληση τρίτου δενπροβλέπεται. Τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα, ωςπρονομιούχοι διάδικοι, μπορούν να παρεμβαίνουν χωρίςνα απαιτείται απόδειξη έννομου συμφέροντος. Κάθε άλλοςδιάδικος οφείλει να αποδείξει έννομο συμφέρον από τηνπαρέμβαση. Δεν δύνανται όμως να παρεμβαίνουν σε δίκεςμεταξύ κρατών μελών, μεταξύ θεσμικών οργάνων καιμεταξύ κράτους και θεσμικού οργάνου.

Προφορική διαδικασία

Ευθεία Προσφυγή: Περιλαμβάνει οδηγίες προς τουςσυμβούλους ή δικηγόρους των μερών, έναρξη τηςσυζήτησης, ενδεχόμενη διεξαγωγή απόδειξης ιδίως ότανδικάζει το ΔΔΔ ή το γενικό δικαστήριο, αγορεύσεις,ερωτήσεις μελών του δικαστηρίου και ενδεχομένωςπροτάσεις του γενικού εισαγγελέα. Μετά από αυτή τηδιαδικασία, το Δικαστήριο διασκέπτεται στη σύνθεση πουπροβλέπεται από την υπόθεση για να αποφασίσει. Συζητά

Page 25: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

τον προσανατολισμό, το σκεπτικό της απόφασης, άλλατυχόν σχέδια απόφασης και τελικώς βγάζει την οριστική.

Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και στα πλαίσια τηςπροφορικής διαδικασίας της προδικαστικής παραπομπής.

Η δομή της απόφασης

Αναφέρεται αν είναι απόφαση ή διάταξη, η ημερομηνία, οιλέξεις κλειδιά, ο αριθμός της υπόθεσης, στις ευθείεςπροσφυγές τα ονόματα των διαδίκων, των εκπροσώπων,των αντικλήτων, των συμβούλων, στις προδικαστικέςπαραπομπές νομική θεμελίωση της αίτησης, το όνομα τουπαραπέμποντος δικαστηρίου, τους διαδίκους της κύριαςδίκης και ονόματα άλλων ενδιαφερομένων, το αντικείμενοτης διαφοράς, το δικαστήριο που δίκαζε, προτάσεις τουγενικού εισαγγελέα, συνοπτική έκθεση πραγματικώνπεριστατικών και ισχυρισμών, το σκεπτικό, τα δικαστικάέξοδα, το διατακτικό, μνεία περί δημοσιεύσεως σεδημόσια συνεδρίαση και τις υπογραφές του προέδρου καιτου γραμματέα.

Η αμφισβήτηση της απόφασης: Στα άρθρα 41 έως 44 τουοργανισμού του δικαστηρίου προβλέπονται οι μορφέςαμφισβήτησης της απόφασης, δηλαδή η ανακοπή κατάτης ερήμην εκδοθείσας απόφασης, η τριτανακοπή,ερμηνεία της απόφασης και αναθεώρηση. Στο άρθρο 58προβλέπεται η αναίρεση των αποφάσεων του γενικούδικαστηρίου ή του ΔΔΔ από το Δικαστήριο τηςΕυρωπαϊκής ένωσης, σε περίπτωση αναρμοδιότητας,πλημμελειών της διαδικασίας που θίγουν τα συμφέροντααυτού που αναιρεί ή παραβιάσεως των κανόνων τουενωσιακού δικαίου. Δεν χωρεί αναίρεση με αποκλειστικόαντικείμενο τον καταλογισμό ή το ύψος της δικαστικήςδαπάνης. Αν η αίτηση αναίρεσης κριθεί βάσιμη τότε τοΔικαστήριο αναιρεί την απόφαση και αν το επιτρέπει τοστάδιο στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία τότε αποφασίζειαυτό επί της διαφοράς. Αν δεν το επιτρέπει, η υπόθεση

Page 26: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

αναπέμπεται προς κρίση στο εκδόσαν την απόφασηδικαιοδοτικό όργανο.

Η αναγκαστική εκτέλεση των αποφάσεων

Όπως και στη διαγνωστική διαδικασία, για να επιτύχειτην αναγκαστική εκτέλεση των αποφάσεών τουπροστρέχει πολλές φορές στα δικονομικά δίκαια ή στιςγενικές αρχές του δικαίου των κρατών μελών, αφού οικανόνες του είναι ατελείς και διάσπαρτοι μέσα στογραπτό και το άγραφο δίκαιο.

Για να χωρήσει αναγκαστική εκτέλεση απαιτούνται:

• Εκτελεστός τίτλος: Οι αποφάσεις του Δικαστηρίουείναι εκτελεστές (άρθρο 280 ΣΛΕΕ) σύμφωνα με τιςδιατάξεις του άρθρου 299 ΣΛΕΕ. Εκτελεστέςαποφάσεις δεν είναι εκ φύσεως οι αναγνωριστικές,στις οποίες απλώς απαιτείται η συμμόρφωση τουκράτους προς την απόφαση ex lege και όχι από τοδιατακτικό. Επίσης αποφάσεις κατά το 267 ΣΛΕΕ δενείναι εκτελεστές, αφού απλά ερμηνεύουν τοενωσιακό δίκαιο ή απαγγέλλουν το ανίσχυροσυγκεκριμένης διάταξης. Εκτελεστές είναι οικαταψηφιστικές αποφάσεις όπως αυτές πουεπιβάλλουν χρηματική αποζημίωση ή υποχρέωσηπρος παράλειψη. Χρηματική αποζημίωση επιβάλλεταιαποκλειστικά από το Γενικό δικαστήριο είτε κατάκράτους μέλους ή κατά της ένωσης ή κατάεπιχειρήσεων. Η εκτελεστότητα των αποφάσεων τωνδικαστηρίων της ένωσης δεν απαιτεί τελεσιδικίακατά 904 ΚΠολΔ, όπως αυτό φαίνεται από τα άρθρα94 και 97 του οργανισμού των δικαστηρίων.

• Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση: Ενεργητικώςνομιμοποιείται ο δικαιούχος του εκτελεστού τίτλου,εκείνος υπέρ του οποίου ισχύει το δεδικασμένο.Μπορεί να είναι ιδιώτης ή επιχείρηση, κράτος μέλοςή θεσμικό όργανο, το ίδιο το Δικαστήριο ότανπροέβη σε υπέρογκα έξοδα κατά του υπόχρεου

Page 27: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

διαδίκου. Παθητικώς νομιμοποιείται εκείνος κατάτου οποίου ισχύει το δεδικασμένο. Μπορεί να είναιφυσικό ή νομικό πρόσωπο αλλά όχι κράτος κατ’αρχήν (299 ΣΛΕΕ). Κατά κρατών μελών ισχύουνκαταψηφιστικές αποφάσεις (260 ΣΛΕΕ). Για νααποφευχθεί αυτή η αντινομία, μπορούμε να πούμε ότιαν η Ένωση έχει απαίτηση έναντι κράτους, δεν τοχρηματοδοτεί, ως την εξόφληση της απαίτησης.Έτσι αυτό δεν τίθεται παθητικώς νομιμοποιημένοαπό τον εκτελεστό τίτλο. Παθητικώς νομιμοποιείταικαι η Ένωση, σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνηςαπό πράξεις της προς τους ιδιώτες. Όμως αυτή έχειπρονόμια και ασυλίες κατά την αναγκαστικήεκτέλεση. Η αναγκαστική εκτέλεση κατά αυτήςεπιτρέπεται με την προϋπόθεση ότι οενδιαφερόμενος υποβάλλει αίτηση στο δικαστήριοκαι το τελευταίο χορηγεί άδεια. Το άρθρο 1 τουΠρωτοκόλλου 7 προβλέπει ότι οι χώροι και τα κτίριατης Ένωσης είναι απαραβίαστα. Δεν υπόκεινται σεέρευνα, κατάσχεση, επίταξη ή απαλλοτρίωση. Ταπεριουσιακά στοιχεία και τα στοιχεία τουενεργητικού της ένωσης δεν δύνανται νααποτελέσουν αντικείμενο οποιουδήποτεαναγκαστικού μέτρου διοικητικής ή δικαστικήςαρχής, άνευ άδειας του Δικαστηρίου.

• Δικαστής που δικάζει τα σχετικά με την εκτέλεση: Τοάρθρο 299 εδ β ορίζει ότι η αναγκαστική εκτέλεσηδιέπεται από τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίαςπου ισχύουν στο κράτος που γίνεται η εκτέλεση.Προπαρασκευαστικές διατυπώσεις: α) οι αποφάσειςτων ευρωπαϊκών δικαστηρίων είναι εκτελεστέςεπειδή αυτό ορίζεται από το δίκαιο της ευρωπαϊκήςένωσης. Η εκτελεστότητα προϋπάρχει οποιασδήποτεπράξεως της εθνικής δικονομικής αρχής, β) τοενωσιακό δίκαιο προσδιορίζει επακριβώς την έκτασηπαρέμβασης των εθνικών δικαστηρίων. Εισάγει έναευέλικτο σύστημα που περιορίζει τον ρόλο τους

Page 28: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

χωρίς να τον παραμερίζει. Ως προς τον έλεγχο τηςγνησιότητας του τίτλου, ο έλεγχος αυτός γίνεταικατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου. Αρμόδιοόργανο προς αυτό είναι κατά 299 ΣΛΕΕ η εθνικήαρχή που ορίζει η κυβέρνηση του κράτους μέλους.Αυτή μπορεί να είναι δικαστήριο, ο υπουργόςδικαιοσύνης, ο υπουργός εξωτερικών, ο γραμματέαςτου ανώτατου δικαστηρίου κλπ. Σε περίπτωση που αυτό το αρμόδιο όργανο κρίνει τοτίτλο μη γνήσιο, τότε ο ενδιαφερόμενος μπορεί ναπροσφύγει είτε στα ευρωπαϊκά είτε στα εθνικάδικαστήρια. Αρχικώς μπορεί να προσφύγει στην Επιτροπή μεκαταγγελία και αίτηση η τελευταία να προσφύγεικατά το 258 ΣΛΕΕ λόγω παραβάσεως του κράτουςμέλους. Αυτή η διαδικασία όμως δεν ενδείκνυνταιαφού είναι χρονοβόρα και η Επιτροπή δεν είναιυποχρεωμένη να την πράξει. Έχει διακριτικήευχέρεια.Αν προσφύγει στο εθνικό δικαστήριο, αυτόυποχρεωτικά στέλνει προδικαστικό ερώτημα κατά το267 ΣΛΕΕ, αφού η γνησιότητα ανάγεται στο κύροςτου τίτλου. Αβάσιμη άρνηση του αρμοδίου οργάνουπρος τη γνησιότητα επιφέρει αγωγή για αποζημίωσηυπέρ του κατόχου του τίτλου.Στη συνέχεια, μετά την πιστοποίηση τηςγνησιότητας γίνεται η περιαφή του τίτλου από τοαρμόδιο όργανο, εδώ τον πρόεδρο του Μονομελούςπρωτοδικείου Αθηνών κατά το νόμο 1640/86.Ακολουθούνται οι διαδικασίες του ΚΠολΔ.Περαιτέρω διαδικασία: Διέπεται από το 928 παρ. 3ΚΠολΔ κατά το 299 ΣΛΕΕ εδ. Β.

Κεφ. 6

Δικαστική προστασία παρέχεται με την μορφή άμεσουδικαστικού ελέγχου εκ μέρους των κεντρικώνδικαιοδοτικών οργάνων της ένωσης της συμπεριφοράς(πράξεων ή παραλείψεων) των κρατών μελών ή των

Page 29: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

θεσμικών οργάνων αυτής και με τη μορφή έμμεσουδικαστικού ελέγχου της δράσης των κρατών μελών ή τωνθεσμικών οργάνων μέσω της προδικαστικής παραπομπήςερωτημάτων στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύκεντρικών και αποκεντρωμένων δικαιοδοτικών οργάνωντης ένωσης.

Άμεσος έλεγχος κρατών

Επιτυγχάνεται με προσφυγή λόγω παραβάσεως. Μέσωαυτής της προσφυγής εκδίδεται μια αναγνωριστικήαπόφαση που αποφαίνεται υπέρ ή κατά της αντίθεσηςδιάταξης του εθνικού δικαίου προς το ενωσιακό. Δενεπέρχεται ακύρωση της εθνικής διάταξης ούτε αυτήκηρύσσεται ανίσχυρη καθώς σύμφωνα με τη νομολογίατου δικαστηρίου αυτό δεν έχει εξουσία ακύρωσης τέτοιωνδιατάξεων. Αρμόδιο είναι το κράτος μέλος.

Με την έννοια της παράβασης εννοούμε την αθέτηση ή μησυμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τοενωσιακού δίκαιο (είτε το πρωτογενές είτε το παράγωγο)από μεριάς κράτους μέλους. Αυτή η παράβαση μπορεί ναλάβει τις εξής μορφές:

Α) Έκδοση νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικώνπράξεων ή γενικότερη συμπεριφορά που αντίκειται στοδίκαιο της ένωσης: Νόμοι, προεδρικά διατάγματα,υπουργικές αποφάσεις, γενικότερη πρακτική του κράτουςπου αντίκεινται σε διατάξεις ή αρχές του ενωσιακούδικαίου συνιστούν παράβαση. Παράβαση συνιστά επίσηςκαι η πλημμελής μεταφορά οδηγίας. Παράβαση γίνεταιδεκτή και σε περίπτωση έκδοσης δικαστικής απόφασης.Εξαίρεση αποτελούν ο έλεγχος του κύρους ή τηςαναλογικότητας της δράσης των αστυνομικών αρχών γιατην επίτευξη της τάξης και της ασφάλειας (276 ΣΛΕΕ) καιοι κανόνες σχετικά με την εξωτερική πολιτική και τηνασφάλεια όπως ορίζει το άρθρο 24 ΣΕΕ. Εξαίρεση τηςεξαίρεσης είναι το άρθρο 40 ΣΕΕ.

Page 30: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

Β)Παράλειψη ή αδράνεια του κράτους: Μιλάμε για έλλειψηή μη ύπαρξη βούλησης προς πράξη. Δηλαδή αυτή ηκατηγορία αφορά καθυστέρηση ή αδράνεια προς λήψητων αναγκαίων νομοθετικών, εκτελεστικών ήκανονιστικών μέτρων για την εφαρμογή του ενωσιακούδικαίου ή η άρνηση κατάργησης εσωτερικών διατάξεων ήμέτρων που αντίκεινται στο ενωσιακό δίκαιο. Τέτοιεςπράξεις είναι η αδιαφορία προς μεταφορά οδηγίας ή ηολοσχερής μη μεταφορά αυτής και η άρνηση παροχήςπληροφοριών προς την επιτροπή (4 παρ. 3 ΣΕΕ-υποθ272/86 Επιτροπή/Ελλάδας).

Γ)Γενική και διαρκής ή συστηματική παράβαση κράτους:Αποτελεί κατηγορία παράβασης η οποία διαμορφώθηκεαπό τη νομολογία του δικαστηρίου. Πρόκειται για μιασειρά ή ομάδα επιμέρους παραβάσεων, οι οποίες στοιχούνσε σειρά αλληλοσυνδεδεμένων υποχρεώσεων πουαπορρέουν από μια ή περισσότερες ομοειδείς νομοθετικέςπράξεις (οδηγίες, κανονισμοί) της ένωσης καιχαρακτηρίζονται από έκταση, διάρκεια και σοβαρότηταπου συνεπάγονται γενικευμένη παραβατική πρακτική γιατην οποία ασκείται ενιαία προσφυγή κατά 258 ΣΛΕΕ.Τέτοια είναι η απόφαση C-494/01 (Επιτροπή/Ιρλανδίας). Σαυτήν εκδόθηκε απόφαση κατά της Ιρλανδίας γιασυστηματική αποβολή στερεών αποβλήτων σε πολλάσημεία του εδάφους της. Έγινε σωρεία καταγγελιών μιαςκαι αυτή η πρακτική αντίκειτο στην οδηγία 75/442/ΕΟΚ.Δηλαδή συστηματικά η Ιρλανδία δεν συμμορφωνόταν προςμια συγκεκριμένη οδηγία, έλαβαν χώρα πολλέςκαταγγελίες και η Επιτροπή άσκησε ενιαία προσφυγή κατάαυτής, δεδομένου ότι πρόκειται για αλυσιδωτή παραβίασητων υποχρεώσεων της προς την Ένωση. Αρχικά, αυτός οτύπος παράβασης αφορούσε μόνο το περιβάλλον.Αργότερα με την απόφαση C-416/07 (Επιτροπή/Ελλάδας)επεκτάθηκε και σε άλλους κύκλους, συγκεκριμένα τηνπροστασία ζώων κατά τη μεταφορά για σφαγή.

Page 31: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

Δ) Αφηρημένη ή ενδεχόμενη παράβαση του δικαίου τηςένωσης: Έγινε πρόσφατα δεκτή ως κατηγορία παράβασης,με την απόφαση 167/73 Επιτροπή/Γαλλίας. Ενδεχόμενηύπαρξη διατάξεων αντίθετων προς το ενωσιακό δίκαιοστοιχειοθετεί παράβαση καθώς σύμφωνα με τηνομολογία, δημιουργείται μια διφορούμενη κατάστασηπραγμάτων, διατηρώντας για τα υποκείμενα του δικαίουαβεβαιότητα ως προς το να επικαλούνται το κοινοτικόδίκαιο. Η ανασφάλεια αυτή επιτείνεται από τονενδουϋπηρεσιακό και προφορικό χαρακτήρα καθαράδιοικητικής φύσεως οδηγιών για μη εφαρμογή του εθνικούνόμου.

Υποκείμενο της παράβασης είναι το κράτος μέλος και όχιτο όργανο που τη διέπραξε (υποχρεωτική παθητικήνομιμοποίηση του κράτους)

Διαδικασία

Μιλάμε για την προσφυγή. Αυτή ανήκει στη διακριτικήευχέρεια της Επιτροπής και σκοπεί τη συμμόρφωση τωνκρατών μελών προς το δίκαιο της ένωσης. Ασκείται είτεαπό αυτή είτε από άλλο κράτος μέλος ή ιδιώτη.Χωρίζεται σε 4 μέρη:

Α) ειδική προδικασία: Πριν τη μελέτη της προσφυγήςαπαιτείται προδικασία.

Συγκεκριμένα αν προσφεύγει η επιτροπή, κατά άρθρο 258ΣΛΕΕ:

• Αποστέλλεται προειδοποιητική επιστολή προς τιςαρχές του κράτους μέλους ώστε το τελευταίο ναενημερώσει σχετικά με παράβαση που διαπιστώθηκεείτε από την επιτροπή αυτεπαγγέλτως είτε απόκαταγγελίες ιδιωτών

• Αποστέλλεται όχληση, μετά από ανεπαρκείςεξηγήσεις του κράτους που παραβαίνει, η οποίατάσσει προθεσμία για την άρση της παράβασης.

Page 32: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

• Αποστέλλεται αιτιολογημένη γνώμη, εφόσον τοκράτος επιμένει στις θέσεις του και η Επιτροπήεμμένει στην παράβαση. Σ αυτήν η Επιτροπή αναλύειτα πραγματικά και νομικά γεγονότα που θεμελιώνουντην παράβαση, προτείνει μέτρα για την άρση τηςπαραβάσεως και τάσσει δίμηνη προθεσμία, παράσχειτη δυνατότητα στο κράτος να αμυνθεί και οριοθετείτο αντικείμενο της προσφυγής το οποίο δεν μπορείνα διευρυνθεί με την προσφυγή.

Αν προσφεύγει κατά άρθρο 260 ΣΛΕΕ δεν απαιτείται ηαιτιολογημένη γνώμη.

Αν προσφεύγει κράτος μέλος, αυτό οφείλει να απευθυνθείστην Επιτροπή κατά το 259 ΣΛΕΕ υποβάλλοντας αίτησηχωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις παρά μόνο τα πραγματικάπεριστατικά και τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου πουθεμελιώνουν την παραβίαση καθώς και τη βούλησή του ναπροσφύγει. Ακολουθείται κατ αντιμωλία προδικασίαμεταξύ των κρατών παρουσία της Επιτροπής, όπουανταλλάσσονται γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις.Με το πέρας αυτής της διαδικασίας, η Επιτροπή είτεεκφράζει είτε όχι αιτιολογημένη γνώμη. Σε θετικήενέργεια, το κράτος δικαιούται να προσφύγει λόγωπαραβάσεως, ενώ σε αντίθετη περίπτωση πάλι μπορεί ναπροσφύγει χωρίς τη γνώμη της επιτροπής. Στην μηέκδοση αιτιολογημένης γνώμης εντάσσεται και η τρίμηνηκαθυστέρηση έκδοσης αυτής.

Β) Ανάγκη ταυτότητας αντικειμένου αιτιολογημένηςγνώμης και προσφυγής

Στην υπόθεση C-266/94 (Επιτροπή/Ισπανία), το Δικαστήριοέκρινε ότι είναι προδήλως απαράδεκτη η προσφυγή ότανπροκύπτει ότι στην αιτιολογημένη γνώμη που προηγήθηκεδεν περιλήφθηκαν μέτρα ή διατάξεις που θέσπισε τοκράτος και απέστειλε προς γνώση στην Επιτροπή μετάτην όχληση. Η αιτιολογημένη γνώμη και η προσφυγή τηςΕπιτροπής πρέπει να στηρίζονται στις ίδιες αιτιάσεις με

Page 33: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

εκείνες της οχλήσεως με την οποία αρχίζει η πριν από τηνάσκηση της προσφυγής διαδικασία.

Γ) Απόδειξη και βάρος αποδείξεως της παράβασης

Αποδεικτικά μέσα είναι κυρίως έγγραφα, καθώς καιμάρτυρες ή πραγματογνώμονες. Στην προσφυγή τόσοκατά άρθρο 258 ΣΛΕΕ όσο και κατά άρθρο 260 ΣΛΕΕ, τοβάρος απόδειξης φέρει η επιτροπή(C-305/06,Επιτροπή/Ελλάδα, C-250/07 Επιτροπή/ Ελλάδα).

Σε περίπτωση προσφυγής κράτους κατά κράτους, τοβάρος απόδειξης φέρνει το προσφεύγων κράτος.

Δ) Μέσα άμυνας του κράτους μέλους

Το κράτος δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαιολογίες όπωςέλλειψη πόρων, το γεγονός ότι η πράξη διαπράχθηκε απόαποκεντρωμένα όργανα, εμπόδια συνταγματικούχαρακτήρα κλπ. Η νομολογία έκρινε αλυσιτελή μέσαάμυνας την ανάγκη εξάντλησης προηγουμένως τωνένδικων μέσων του εσωτερικού δικαίου (κάθε προσφυγήείτε στα εθνικά είτε στα ευρωπαϊκά δικαστήρια κρίνεταιαυτοτελής) ή την υποχρέωση του να συμμορφωθεί προςάλλη διάταξη διεθνούς υπογεγραμμένης εκ μέρους τουσυνθήκης.

Συνέπειες της διαπίστωσης παράβασης

Η συμμόρφωση προς την απόφαση οφείλει να είναι ηγρηγορότερη δυνατή (C-109/08 Επιτροπή/Ελλάδα). Κατάτο άρθρο 260 ΣΛΕΕ, αν ένα κράτος δεν συμμορφώνεταιπρος την απόφαση η Επιτροπή δεν χρειάζεται να εκδώσειεκ νέου αιτιολογημένη γνώμη, μπορεί να προσφύγειαπευθείας, αρκεί βέβαια να δώσει στο κράτος τοδικαίωμα να παρουσιάσει τις παρατηρήσεις του.

Άμεσος έλεγχος της δράσης των θεσμικών οργάνων

Προσφυγή ακυρώσεως

Page 34: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

Έχει σκοπό να αναγνωρισθεί η έλλειψη κύρους τηςπράξεως ενός θεσμικού οργάνου. Η απόφαση αυτή τουΔικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου έχει καθαράαναγνωριστικό χαρακτήρα και δεν δύναται να δώσειεντολές στα θεσμικά όργανα(264 ΣΛΕΕ), όμως αυτάοφείλουν να λάβουν μέτρα για να εκτελέσουν τηναπόφαση των δικαιοδοτικών οργάνων(266 ΣΛΕΕ). Ηπροσφυγή ασκείται μέσα σε 2 μήνες από την δημοσίευση ήτην κοινοποίηση της πράξης στον προσφεύγοντα ή από τοχρονικό σημείο που αυτός έλαβε γνώση. Ακύρωση μπορείνα επιδιωχθεί για πράξεις που εκδόθηκαν από θεσμικάόργανα αναρμόδια ή κατά κατάχρηση εξουσίας, ή κατάπαράβαση διατάξεως Συνθήκης ή κατά παράβασηουσιώδους τύπου. Δηλαδή ελέγχεται η νομιμότητα τηςπράξεως που εκδόθηκε. Η πράξη αυτή πρέπει να έχειεκδοθεί είτε με την συνήθη νομοθετική διαδικασία (άρθρο294 ΣΛΕΕ) ή με την ειδική νομοθετική διαδικασία στιςειδικές περιπτώσεις που προτείνουν οι συνθήκες (289 βεδ. ΣΛΕΕ).

Πλέον ακόμα και οι πράξεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίουμπορούν να είναι δεκτικές προσφυγής ενώπιον τουΔικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου. Αυτό συμβαίνειεπίσης και με τις πράξεις μη θεσμικών οργάνων τηςΈνωσης όπως η οικονομική και κοινωνική επιτροπήσύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, τοοποίο ορίζει ότι δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως είναι καιοι πράξεις των λοιπών οργάνων και οργανισμών πουπροορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντιτρίτων.

Σχετικά με το θέμα ποιοι προσφεύγουν κάνουμε τριμερήδιάκριση Αυτή η διάκριση διατηρήθηκε μέσω τηςαποφάσεως C-50/00 και στη Συνθήκη της Λισσαβόνας:

• Προνομιούχοι διάδικοι: Είναι τα κράτη μέλη, τοΕυρωκοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή που

Page 35: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

δεν υφίστανται περιορισμούς κατά την άσκησηπροσφυγής

• Μερικώς προνομιούχοι διάδικοι: Είναι το ΕλεγκτικόΣυνέδριο, η ΕΚΤ και η Επιτροπή Περιφερειών πουνομιμοποιούνται για την άσκηση προσφυγής, ότανέχουν σκοπό την διατήρηση των προνομίων τους.

• Μη προνομιούχοι διάδικοι: Είναι οι ιδιώτες οι οποίοιπρέπει να πληρούν αυστηρές προϋποθέσεις για ναασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως. Αυτές οιπροϋποθέσεις αναφέρονται στο άρθρο 263 τέταρτοεδάφιο ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα μπορούν να καταθέσουνπροσφυγή μόνο για πράξεις θεσμικών οργάνων οιοποίες:Α) έχουν αυτούς ως αποδέκτες: Μιλάμε για πράξειςπου ρυθμίζουν ατομικές περιπτώσεις. Παθητικώςνομιμοποιούμενα όργανα σ αυτές τις περιπτώσεις,όπως προκύπτει από τον συνδυασμό πρώτου καιτέταρτου εδαφίου του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, είναι ηεπιτροπή, το συμβούλιο και η ΕΚΤ.Β) τους αφορούν άμεσα και ατομικά: Προϋποθέτεταιταυτόχρονη συνδρομή άμεσου και ατομικούσυνδέσμου (προσβάλλει απευθείας τη νομικήκατάσταση του ιδιώτη) μεταξύ προσβαλλόμενηςπράξης και προσφεύγοντος. Απαιτείται απόδειξη εκμέρους του ιδιώτη σχετικά με την ύπαρξη αυτού τουσυνδέσμου. Επίσης απαιτείται αιτιώδης συνάφειαμεταξύ των πράξεων και της διαμορφούμενηςδυσμενούς κατάστασης. Μιλάμε δηλαδή για πράξειςμε γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα, οι οποίες στηνπερίπτωση θίγουν άμεσα και ατομικά τα φυσικά καινομικά πρόσωπα. Τέτοιες πράξεις απαριθμούνται στοπρώτο εδάφιο του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, και είναι οινομοθετικές πράξεις και οι κανονιστικές οι οποίεςεκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του πρωτογενούςενωσιακού δικαίου. Σύμφωνα με την υπόθεσηPlaumann (25/62) υποκείμενα εκτός των αποδεκτώνμιας αποφάσεως δεν μπορούν να προβάλλουν ότι η

Page 36: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

απόφαση τα αφορά ατομικά, παρά μόνο αν τα θίγειλόγω ορισμένων ξεχωριστών ιδιοτήτων ή μιαςπραγματικής καταστάσεως που τα χαρακτηρίζει σεσχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι ταεξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν τουαποδέκτη.Γ) τον αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουνεκτελεστικά μέτρα: Μιλάμε για πράξεις που έχουνεκδοθεί δυνάμει των άρθρων 290 και 291 ΣΛΕΕ και οιοποίες έχουν περιεχόμενο γενικό, δεν απευθύνονταιστον προσφεύγοντα και δεν έχουν θεσπιστεί με τηνομοθετική διαδικασία των άρθρων 289 και 294ΣΛΕΕ. Δεν απαιτείται απόδειξη της ύπαρξηςατομικού συνδέσμου εκ μέρους του προσφεύγοντα.

Προσφυγή λόγω παραλείψεως

Προβλέπεται στο άρθρο 265 ΣΛΕΕ και ελέγχεται ηνομιμότητα της παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας τουθεσμικού οργάνου. Και σ αυτήν την περίπτωση οενωσιακός δικαστής δεν έχει την δυνατότητα νααπευθύνει εντολές προς τα θεσμικά όργανα, αλλά αυτάκατά το άρθρο 266 ΣΛΕΕ οφείλουν να λάβουν τα μέτραπου συνεπάγεται η απόφαση του Δικαστηρίου.

Παθητικώς πλέον δεν νομιμοποιούνται μόνο τα θεσμικάόργανα του άρθρου 13 ΣΕΕ, αλλά και κάθε όργανο ήοργανισμός της Ένωσης όπως ο ombudsman και άλλοι.

Απαραίτητο στοιχείο για το παραδεκτό της προσφυγής,είναι η διαδικασία της προδικασίας, δηλαδή η κλήση προςτο όργανο να ενεργήσει. Αν δεν το πράξει εντός 2 μηνώναπό την πρόσκληση, τότε η προσφυγή μπορεί να ασκηθείεντός άλλων 2 μηνών μετά το πέρας αυτής της περιόδου.

Σχετικά με την ενεργητική νομιμοποίηση διατηρείται στοάρθρο 265 ΣΛΕΕ, η διάκριση μεταξύ προνομιούχων και μηπρονομιούχων διαδίκων. Οι προνομιούχοι διάδικοιμπορούν να ασκήσουν προσφυγή για παράλειψη

Page 37: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

οφειλόμενης ενέργειας για την έκδοση νομικώςδεσμευτικής πράξης (όχι λοιπόν συστάσεως ή γνώμης). Οιμη προνομιούχοι διάδικοι θα πρέπει, για να είναιπαραδεκτή η προσφυγή, να είναι θεωρητικά αποδέκτεςτης πράξης η οποία παρελήφθη να εκδοθεί. Η νομολογίαέχει διευρύνει αυτήν την προϋπόθεση, ώστε να μπορείένας μη προνομιούχος διάδικος να ασκήσει προσφυγή γιαπαράλειψη έκδοσης ακόμα και κανονιστικής πράξης ήπράξεων που αν εκδίδονταν θα απευθύνονταν σε τρίτο,αλλά θα αφορούσαν τον προσφεύγοντα άμεσα καιατομικά(υποθ. Τ-79/96).

Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας

Ο έλεγχος ελλείψεως νομιμότητας της ενωσιακής δράσηςείναι δυνατόν να ασκηθεί και παρεμπιπτόντως (κατένσταση) εντός του πλαισίου που ορίζει το άρθρο 277ΣΛΕΕ. Η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας έχει ως σκοπόνα ελεγχθεί το κύρος ενωσιακής κανονιστικής πράξης, ηοποία έχει διαφύγει τον ακυρωτικό έλεγχο και ελέγχεταιγια έναν από τους λόγους που προβλέπει το άρθρο 263ΣΛΕΕ. Δεν αποτελεί αυτόνομο ένδικο μέσο, αλλάπροβάλλεται επ’ ευκαιρία ακυρωτικής δίκης. Δηλαδή οπροσφεύγων πέρα από την ακύρωση της πράξης,αμφισβητεί και τη νομική βάση στην οποία στηρίχθηκαντα θεσμικά όργανα για να την εκδώσουν.

Η ερμηνεία του άρθρου 277 ΣΛΕΕ στηρίζεται στην ανάγκηκάλυψης του κενού δικαστικής προστασίας που υφίσταταιστο πεδίο της ευθείας ακυρωτικής προσφυγής τωνφυσικών και των νομικών προσώπων (263 ΣΛΕΕ), τα οποίαλόγω των αυστηρών όρων ενεργητικής νομιμοποίησης γιατην άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά κοινοτικώνκανονιστικών πράξεων, αδυνατούν να διεκδικήσουν τηνπροστασία των έννομων συμφερόντων τους. Αννομιμοποιούνται να ασκήσουν ευθεία ακυρωτικήπροσφυγή, η έμμεση αμφισβήτηση μέσω της κατ’ένστασης ελλείψεως νομιμότητας δεν μπορεί να γίνει

Page 38: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

παραδεκτή. Ως δικονομικό μέσο, δεν αφορά τουςπρονομιούχους διαδίκους. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι ηαμφισβητούμενη πράξη πάσχει από νομικά ελαττώματα,την κηρύσσει ανεφάρμοστη στη συγκεκριμένη περίπτωση,δεν προβαίνει στην ακύρωση αυτής. Δηλαδή η απόφασητου δικαστηρίου ενεργεί inter partes και όχι erga omnes.

Εξωσυμβατική ευθύνη της ένωσης

Κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 340 ΣΛΕΕ, στο πεδίοτης εξωσυμβατικής ευθύνης της ένωσης, αυτήυποχρεούται, λόγω της νομικής προσωπικότητας πουδιαθέτει και σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίουπου είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, νααποκαθιστά τη ζημιά που προξενούν τα θεσμικά όργανα ήοι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.Αρμόδιο για εκδίκαση τέτοιας αποζημίωσης είναι τοΓενικό Δικαστήριο (συνδυασμός άρθρων 256 και 268ΣΛΕΕ).

Το Δικαστήριο διαφοροποιεί την αγωγή αποζημιώσεωςαπό την προσφυγή ακυρώσεως ιδίως στην περίπτωση πουυπάρχει σύνδεση των δύο ένδικων βοηθημάτων, δηλαδήόταν η αγωγή αποζημιώσεως προϋποθέτει τηνδιαπίστωση ακυρότητας. Αυτό έγινε δεκτό με τηναπόφαση Lutticke, όπου κρίθηκε ότι αγωγή αποζημίωσηςμπορεί να εκδικαστεί ανεξαρτήτως αν η πράξη από τηνοποία προήλθε η ζημιά στον προσφεύγοντα ακυρώθηκε ήόχι. Μιλάμε δηλαδή για αυτοτέλεια της αγωγήςαποζημίωσης ως ενδίκου μέσου δικαστικής προστασίας.

Προέκταση αυτής της κρίσης είναι το γεγονός ότι ηΈνωση οφείλει αποζημίωση όχι απαραίτητα γιαπαράνομες άλλα και για νόμιμες πράξεις των θεσμικώντης οργάνων αρκεί να αποδειχθεί η ύπαρξη ζημίας καθώςκαι ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημίας και πράξης(κανονιστικής, μη κανονιστικής) ή παράλειψης τωνοργάνων.

Page 39: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

Λόγοι ευθύνης

• Ευθύνη από παράνομη πράξη των θεσμικώνοργάνων: Δεν έχει σημασία αν η πράξη είναικανονιστική ή όχι (υποθ. Bergadem C-352/98 P).Απαιτείται απλώς ο παράνομος χαρακτήρας τηςπράξης.

• Ευθύνη από νόμιμη πράξη: Προέρχεται από τηνανάλυση των γενικών αρχών που επικρατούν στογαλλικό δίκαιο, όπου γίνεται δεκτή η αποζημίωσηγια νόμιμη πράξη όταν η ζημία που προκαλεί σειδιώτη είναι μη φυσιολογική και ειδική. Μηφυσιολογική είναι η ζημία που υπερβαίνει τα όριατων οικονομικών κινδύνων που είναι σύμφυτοι προςτις δραστηριότητες του οικείου τομέα. Ειδικήχαρακτηρίζεται η ζημία όταν θίγει έναν κύκλοεπιχειρηματιών κατά τρόπο δυσανάλογο σε σχέσημε άλλους σε αντίστοιχη θέση ευρισκόμενουςεπιχειρηματίες

Ζημία

Αποκαθίσταται χρηματικώς. Πρέπει να είναι πραγματικήκαι βέβαιη. Χαρακτηρίζεται είτε ως υλική ή ηθική.Αποκαθίσταται και μελλοντική ζημία αν αποδεικνύεται ηβέβαιη επέλευσή της. Προκρίνεται η πλήρης αποζημίωση,δηλαδή η αποζημίωση που επαναφέρει την περιουσία τουζημιωθέντος στο ίδιο σημείο όπου βρισκόταν πριν τηνεπέλευση της ζημίας. Στην αποζημίωση περιλαμβάνονταικαι τα αποδεικνυόμενα έξοδα λόγω ατυχήματος (υποθ. C-308/87 Grifoni). Το βάρος της απόδειξης της ζημίας φέρειο ενάγων. Ο κανόνας όμως αυτός εφαρμόζεται κατάελαστικότερο τρόπο, οσάκις το ζημιογόνο γεγονός είναιδυνατό να οφείλεται σε περισσότερες από μια αιτίες, τοδε θεσμικό όργανο δεν προσκομίζει αποδεικτικά στοιχείαπου να επιτρέπουν την κατάδειξη του ζημιογόνουγεγονότος, παρά τη δυνατότητά του να το πράξει (F-30/08 Νανόπουλος).

Page 40: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

Αιτιώδης συνάφεια

Η Ένωση ευθύνεται για ζημίες που απορρέουν κατά τρόποεπαρκώς άμεσο από την συμπεριφορά των θεσμικώνοργάνων. Η αιτιώδης συνάφεια μπορεί να διακοπεί γιατρεις λόγους:

1. Λόγω παρέμβασης ενέργειας τρίτου μεταξύ τηςπαράνομης πράξης ή παράλειψης της επελθούσαςζημίας.

2. Αν συντρέχει πταίσμα του ίδιου του ζημιωθέντος (C-104/89)

3. Ανωτέρα βία: Είναι έκφανση της αρχής τηςαναλογικότητας. Δεν περιορίζεται μόνο στηναπόλυτη αδυναμία, αλλά πρέπει να επεκτείνεται σεασυνήθιστα περιστατικά, ανεξάρτητα από τηβούληση του ζημιώσαντος και των οποίων οισυνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν,μολονότι έχει επιδειχθεί κάθε δυνατή επιμέλεια,παρά μόνο με υπέρμετρες θυσίες

Η αγωγή αποζημιώσεως παραγράφεται μετά από πέντεέτη από την επέλευση της ζημίας του γεγονότος. Ηπροθεσμία παραγραφής δεν δύναται να αρχίσει πρινεπέλθουν τα ζημιογόνα αποτελέσματα της πράξης αυτής.Η προθεσμία διακόπτεται, είτε με την προσφυγή πουασκείται ενώπιον του δικαστηρίου ή με την προηγούμενηαίτηση που ο ζημιωθείς απευθύνει στο αρμόδιο όργανοτης ένωσης.

Έμμεσος έλεγχος κρατών και θεσμικών οργάνων

Ο έλεγχος αυτός επιτυγχάνεται μέσω του θεσμού τηςπροδικαστικής παραπομπής, όπως αυτή προβλέπεται στοάρθρο 267 ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό:

Α) Το δικαστήριο αποφασίζει επί της ερμηνείας τωνσυνθηκών

Page 41: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

Β) Το δικαστήριο αποφασίζει επί του κύρους και τηςερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνωνκαι οργανισμών της Ένωσης.

Αυτές οι δύο περιπτώσεις συμβαίνουν όταν δικαστήριοκράτους μέλους αντιμετωπίζει υπόθεση στην οποίαανακύπτουν προβλήματα ερμηνείας Συνθηκών ή κύρουςκαι ερμηνείας πράξεων θεσμικών οργάνων της Ένωσης.Το Δικαστήριο της Ένωσης αποφασίζει με προδικαστικέςαποφάσεις. Μ αυτόν τον τρόπο ελέγχεται έμμεσα αν τοκράτος μέλος συμπεριφέρεται σύμφωνα με το γραπτό καιάγραφο δίκαιο της Ένωσης, ενώ ελέγχεται και αν ταθεσμικά όργανα της Ένωσης δρουν κατά το δοκούν.

Η προδικαστική παραπομπή δεν αποτελεί ευθεία προσφυγήπρος το Ευρωπαϊκό δικαστήριο, αλλά μέθοδο συνεργασίαςμεταξύ κεντρικών και αποκεντρωμένων δικαιοδοτικώνοργάνων. Τα αποκεντρωμένα όργανα δεν δύνανται ναπροβούν σε έλεγχο του κύρους και σε ερμηνεία τωνπράξεων ή διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς μιατέτοια αρμοδιότητα ανήκει αποκλειστικώς στοΔικαστήριο της Ένωσης.

Αντικείμενο προδικαστικού ερωτήματος

Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου εκτείνεται

• Στην ερμηνεία του πρωτογενούς δικαίου• Στον έλεγχο του κύρους και την ερμηνεία πράξεων

των θεσμικών οργάνων που ορίζει το παράγωγοδίκαιο (κανονισμοί, οδηγίες, αποφάσεις, ακόμα καιμη δεσμευτικές πράξεις π.χ. γνώμες, συστάσεις (C-322/88 Grimaldi).

• Στον έλεγχο κύρους και στην ερμηνεία πράξεων τωνλοιπών οργάνων όπως η ΕΚΤ ή οργανισμών τηςένωσης, οι οποίοι έτσι εντάσσονται στο δίκαιο τηςένωσης.

• Στις διεθνείς και στις μικτές συμφωνίες πουσυνάπτει η Ένωση

Page 42: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

Επίσης το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να ερμηνεύσει τοενωσιακό δίκαιο ακόμα και όταν η εν λόγω υπόθεσηαφορά το εσωτερικό δίκαιο όμως:

• Ο εθνικός δικαστής βούλεται να ερμηνεύσει τιςδιατάξεις του εσωτερικού δικαίου ή να τιςεφαρμόσει ακριβώς όπως εκείνες του ενωσιακούδικαίου (π.χ. στο πεδίο του ανταγωνισμού)

• Ο εθνικός νομοθέτης δεσμεύει τον εθνικό δικαστή ναακολουθεί την ερμηνεία του Δικαστηρίου

• Ο ίδιος ο δικαστής θεωρεί αναγκαία την ερμηνείατου ενωσιακού δικαίου για την επίλυση τηςεσωτερικής διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του καιπαραπέμπει λόγω αυτού ερώτημα στο δικαστήριο

Σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ το δικαστήρια έχουν τηνευχέρεια να στείλουν προδικαστικά ερωτήματα ότανυπάρχουν εσωτερικά ένδικα μέσα να ασκηθούν και ναικανοποιηθεί ο προσφεύγων και υποχρέωση να στείλουνπροδικαστικά ερωτήματα όταν δεν υπάρχουν εσωτερικάένδικα μέσα προς άσκηση. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουνυποχρέωση αποστολής προδικαστικού ερωτήματος μόνοτα ανώτατα δικαστήρια των κρατών μελών αλλά και όσαεθνικά δικαστήρια αποφαίνονται σε πρώτο και τελευταίοβαθμό.

Η νομολογία έχει θεμελιώσει την υποχρέωση όλων τωνεθνικών δικαστηρίων ανεξαρτήτως βαθμού ναπαραπέμψουν κάθε ερώτημα σχετικά με τον έλεγχοκύρους πράξεων του παραγώγου δικαίου (κανονισμοί,οδηγίες κλπ), όταν έχουν σοβαρή αμφιβολία για το κύροςκαι προτίθενται να κρίνουν άκυρη μια τέτοια πράξη (υποθ314/85 Foto-Frost). Αυτό σημαίνει ότι επί θέμαεγκυρότητας κάθε δικαστήριο μπορεί να αποφανθείθετικά, αλλά για να αποφανθεί αρνητικά απαιτείται ναστείλει προδικαστικό ερώτημα.

Το τρίτο εδάφιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ θεμελιώνει τηντάχιστη απόφανση του Δικαστηρίου σε προδικαστικά

Page 43: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

ερωτήματα. Ερωτήματα μπορούν να στείλουν κάθε τύπουεθνικά δικαστήρια, αρκεί να είναι δικαστήρια κράτουςμέλους. Αυτά τα δικαστήρια, σύμφωνα με τη νομολογίατου Δικαστηρίου της Ένωσης, θα πρέπει να έχουν ιδρυθείδιά νόμου, οι λειτουργοί του να έχουν μονιμότητα και νααπολαμβάνουν ανεξαρτησία, να έχει υποχρεωτικήδικαιοδοσία, να τηρείται η αρχή της κατ’ αντιμωλίαςδιεξαγωγής της δίκης, οι αποφάσεις του να είναιδεσμευτικές και να είναι αποτέλεσμα εφαρμογής καιερμηνείας αποκλειστικά κανόνων δικαίου. Συνεπώς στηνέννοια των δικαστηρίων δεν περιλαμβάνονται οιεισαγγελικές αρχές (14/86 Pretore di Salo) ούτε ταδιαιτητικά δικαστήρια. Όμως δύναται να καταστείαρμόδιο να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα και όργανοτης εκτελεστικής εξουσίας όταν αυτό εκδίδει απόφαση ηοποία δεν μπορεί να προσβληθεί έναντι εθνικούδικαστηρίου ή όταν το κράτος με συνταγματικό κανόνααναθέτει δικαιοδοτική αρμοδιότητα σε όργανα που δενκαλύπτουν τα κριτήρια που εισήγαγε η νομολογία τουδικαστηρίου της Ένωσης.

Το εθνικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά μετο προδικαστικό ερώτημα:

• Αν είναι ή όχι αναγκαίο να υποβληθεί• Το στάδιο της ενώπιον του διαδικασίας, κατά το

οποίο το ερώτημα θα υποβληθεί• Το περιεχόμενο και τη διατύπωση του ερωτήματος

Λόγω της σαφούς κατανομής των εκατέρωθεναρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικού δικαστή και Δικαστηρίουτης Ένωσης, το τελευταίο δεν μπορεί να αποφανθεί επίτης αιτιολογίας της διατάξεως ή της αποφάσεως περίπαραπομπής προς το ζήτημα αν τα προδικαστικάερωτήματα είναι αναγκαία ή όχι για την επίλυση τηςδιαφοράς. Εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις όπου τοπροδικαστικό ερώτημα δεν έχει σχέση με τηνπραγματικότητα ή το αντικείμενο της διαφοράς τηςκύριας δίκης, όταν το ερώτημα είναι υποθετικό, ή όταν το

Page 44: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

ερώτημα δεν είναι απολύτως αναγκαίο να απαντηθεί γιατην πρόοδο της δίκης. Επίσης, το Δικαστήριο έκρινε ότιείναι απαραίτητο τα εθνικά δικαστήρια να αιτιολογούν μεσαφήνεια στην παραπεμπτική διάταξη τους λόγους γιατους οποίους θεωρούν αναγκαίο να κρίνει το Δικαστήριοεπί των ερωτημάτων τους (104/79 Foglia I).

Συγκεκριμένα, για να υποβληθεί προδικαστικό ερώτημααπαιτούνται τέσσερεις προϋποθέσεις:

1. Ο εθνικός δικαστής να έχει αμφιβολία ως προς τηνερμηνεία ή το κύρος κανόνα του ενωσιακού δικαίου.Ο δικαστής αρχικά θα πρέπει να γνωρίζει αν ηεπίδικη διαφορά διέπεται από το εθνικό ή τοενωσιακό δίκαιο. Αν διέπεται μερικώς ήαποκλειστικά από το ενωσιακό δίκαιο, τότε αυτόςοφείλει να ερμηνεύσει και να ελέγξει το κύρος τωνπράξεων του δικαίου της ένωσης και σε περίπτωσηαμφιβολίας να στείλει προδικαστικό ερώτημα (εκτόςαπό τις περιπτώσεις που υποχρεούται να στείλει).Τέτοιο θέμα μπορεί να προκύψει είτε από τηναυτεπάγγελτη μελέτη εκ μέρους του εθνικού δικαστήτου κύρους των διατάξεων του ενωσιακού δικαίουείτε κατόπιν προβολής τέτοιας θέσης εκ μέρους τωνδιαδίκων.

2. Το ερώτημα θα πρέπει να υποβληθεί στο πλαίσιοεκκρεμούσας δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστή. Τοζήτημα αν εκκρεμεί ή όχι δίκη κρίνεται με βάση τοεθνικό δίκαιο.

3. Η εκκρεμής δίκη θα πρέπει να αφορά στην επίλυσηδιαφοράς, διότι το δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο,όπως και ο εθνικός δικαστής, να γνωμοδοτεί γιαθέματα γενικότερα ούτε να παρέχει συμβουλές.Πρέπει να υπάρχει αντικειμενική ανάγκη για επίλυσηδιαφοράς. Το δικαστήριο δηλαδή θα πρέπει ναενεργεί στο πλαίσιο ουσιαστικής δικαιοδοτικήςλειτουργίας. Μ αυτό το σκεπτικό ακόμα και οανακριτής δύναται να αποστείλει προδικαστικό

Page 45: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

ερώτημα καθώς και ο ίδιος ασκεί δικαιοδοτικήλειτουργία.

4. Ο εθνικός δικαστής θα πρέπει να εξετάσει αν όντωςχρειάζεται την απόφαση του δικαστηρίου για νααποφασίσει επί του αντικειμένου της διαφοράς.

Η εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου μετά την απάντησητου δικαστηρίου στο προδικαστικό ερώτημα, παραμένειαρμοδιότητα του εθνικού δικαστή. Το δικαστήριο δενελέγχει το κύρος των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου.

Η αναγνώριση έλλειψης κύρους πράξεως θεσμικώνοργάνων έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα και το όργανοπου την εξέδωσε οφείλει να λάβει τις απαραίτητεςενέργειες για να συμμορφωθεί με την απόφαση τουδικαστηρίου ενώ ο εθνικός δικαστής και το σύνολο τωνεθνικών δικαστηρίων οφείλουν να τη θεωρούν ως πράξηάκυρη. Δηλαδή η απόφαση του δικαστηρίου ισχύει ergaomnes.

Σχετικά με την ερμηνεία διατάξεων, ο εθνικός δικαστήςδεσμεύεται από την απόφαση του δικαστηρίου τηςένωσης (ερμηνευτικό δεδικασμένο). Δηλαδή ο δικαστήςμπορεί να υποχρεωθεί να παρακάμψει τον κανόνα τουεσωτερικού δικαίου, διαπιστώνοντας και ο ίδιος τηντυχόν μη συμβατότητα του εσωτερικού δικαίου προς τοενωσιακό.

Αν στην εκκρεμούσα υπόθεση μετά το προδικαστικόερώτημα και την απάντηση προκύψουν νέα στοιχεία τότεο εθνικός δικαστής δύναται να αποστείλει εκ νέουπροδικαστικό ερώτημα με το ίδιο περιεχόμενο.

Οι απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα δημιουργούνένα νομολογιακό προηγούμενο, το οποίο με δυσκολίαανατρέπεται ακόμα και αν μεταγενέστερες διευκρινίσειςεπιτρέπουν διαφορετική οπτική. Με τη νομολογία του τοδικαστήριο περιόρισε αυτήν την αρχή όσον αφορά τονέλεγχο του κύρους πράξεων του ενωσιακού δικαίου.

Page 46: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

Κεφ. 7

Οι σχέσεις του ενωσιακού με το εσωτερικό δίκαιοδιέπονται από την αρχή της λογικής μεταξύ τουςσυναρμογής και διαμορφώνονται μέσα από τους εξήςδικαϊκούς μηχανισμούς:

Α) Άμεση ισχύς και αρχή της υπεροχής του ενωσιακούδικαίου

Η ισχύς των κανόνων του ενωσιακού δικαίου ορίζεται στοάρθρο 297 ΣΛΕΕ. Ισχύς σημαίνει ύπαρξη και όχι εφαρμογή.Η ισχύς του πρωτογενούς δικαίου αρχίζει από τότε πουορίζουν οι συνθήκες (τελικές διατάξεις 54 ΣΕΕ και 357ΣΛΕΕ). Το παράγωγο δίκαιο, όταν είναι νομοθετική πράξηγια να ισχύσει, προαπαιτείται δημοσίευση στην επίσημηεφημερίδα της ευρωπαϊκής ένωσης. Εκεί ορίζεται απόπότε αρχίζει η ισχύς του. Εάν όχι, αυτή αρχίζει 20 μέρεςμετά τη δημοσίευση.

Σχετικά με την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου, στηνυπόθεση 6/64 Costa/Enel διεφάνη ότι η ένωση διαθέτειένα θεμελιώδη κανόνα, την υπεροχή, σε περίπτωσησύγκρουσης, του ενωσιακού κανόνα έναντι του εθνικού.Είναι αδιάφορο αν ο ενωσιακός κανόνας ανήκει στοπρωτογενές ή το παράγωγο δίκαιο. Σε αντίθετηπερίπτωση η νομική βάση για τη δημιουργία της Ένωσηςτίθεται σε αμφισβήτηση. Αυτή η νομολογιακή αρχήεπεκτάθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας ώστε νααφορά το σύνολο του δικαίου της Ένωσης. Συνεπώς, οεθνικός δικαστής στην ανωτέρω περίπτωση ανεφαρμόζεται ο ενωσιακός κανόνας, οφείλει να παρακάμψειτον εθνικό κανόνα και να εφαρμόσει τον ενωσιακό. Ηεθνική διάταξη δεν καθίσταται ανενεργή ή άκυρη απλάδεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή. Η αρχή τηςυπεροχής ισχύει ανεξαρτήτως αν απονέμονται στουςιδιώτες δικαιώματα. Μέσω αυτής, ελέγχεται εμμέσως ηενδεχόμενη κρατική παράβαση και σε περίπτωση

Page 47: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

ασυμβατότητας επιτυγχάνεται η συμμόρφωση τουκράτους και η συναρμογή ενωσιακού και εθνικού δικαίου.

Β) Άμεση εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου και άμεσοαποτέλεσμα

Ισχύς και εφαρμογή ως έννοιες διαφέρουν. Ισχύς σημαίνειύπαρξη. Μπορεί ένας κανόνας να υπάρχει, δηλαδή ναισχύει, όμως να μην εφαρμόζεται επειδή απαιτείται ηλήψη περαιτέρω εκτελεστικών μέτρων.

Άμεση εφαρμογή σημαίνει ότι κατ’ αρχήν ο ενωσιακόςκανόνας εφαρμόζεται στην εσωτερική έννομη τάξη χωρίςνα είναι αναγκαία οποιαδήποτε πράξη προς αυτό εκμέρους του κράτους μέλους. Τούτο όμως δεν αποκλείειτην ανάγκη τα κράτη μέλη να θεσπίσουν, αν απαιτείται,μέτρα εκτέλεσης ή μεταφοράς ενωσιακών πράξεων στοεθνικό δίκαιο. Για παράδειγμα μπορεί να απαιτείται ηέκδοση εκτελεστικού κανονισμού για την εφαρμογή τουβασικού κανονισμού. Όπως και να έχει πάντως, η λήψημέτρων από πλευράς κράτους, αρχικά, πρέπει ναπροβλέπεται. Άμεσης εφαρμογής τυγχάνει ο κανονισμός,καθώς εφαρμόζεται απ ευθείας στο εσωτερικό τωνκρατών μελών χωρίς να είναι αναγκαία (πέρα από εκείπου προβλέπεται) η λήψη εκτελεστικών μέτρων. Μάλισταη λήψη μέτρων για την μεταφορά κανονισμού όταν αυτόδεν προβλέπεται συνιστά παράβαση της Συνθήκης (39/72Επιτροπή/Ιταλίας). Συνεπώς, ο κανονισμός γεννάαπευθείας δικαιώματα για τους ιδιώτες έναντι τουκράτους (κάθετη άμεση εφαρμογή) ή απευθείαςυποχρεώσεις των ιδιωτών έναντι του κράτους(αντίστροφη κάθετη εφαρμογή) ή απευθείας δικαιώματαιδιωτών έναντι ιδιωτών (οριζόντια άμεση εφαρμογή).

Το άμεσο αποτέλεσμα είναι μια έννοια που αναδύεταιτόσο σε περιπτώσεις του πρωτογενούς όσο και τουπαραγώγου δικαίου και αφορά αποκλειστικά την απονομήδικαιωμάτων στους ιδιώτες και όχι την αναγνώρισηυποχρεώσεων σ αυτούς. Ειδικότερα:

Page 48: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

• Πρωτογενές δίκαιοΌπως διαφαίνεται από την υπόθεση Van Gend enLoos κανόνες της Συνθήκης που είναι σαφείς,ανεπιφύλακτοι και δεν εξαρτώνται από περαιτέρωεκτελεστικές πράξεις του εθνικούδικαίου(ρυθμιστική πληρότητα), γεννούν απευθείαςδικαιώματα στους ιδιώτες τα οποία αυτοί μπορούννα προβάλλουν έναντι των εθνικών δικαστηρίων καισυνεπώς να υποχρεώσουν είτε τα κράτη μέλη είτεάλλους ιδιώτες που τα καταπατούν νασυμμορφωθούν προς αυτά(κάθετο άμεσοαποτέλεσμα/οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα). Συνεπώς,μέσα από την απόφαση του εθνικού δικαστηρίου,επιτυγχάνεται η συναρμογή ενωσιακού και εθνικούδικαίου, ενώ το κράτος μέλος υποχρεούται ναπαραμερίσει τον εθνικό κανόνα και να εφαρμόσειαπευθείας τον ενωσιακό. Μάλιστα, λόγω αυτής τηςπαράβασης μπορεί να τύχει και άλλου τύπουκυρώσεων.

• Παράγωγο δίκαιοΑφορά οδηγίες οι οποίες δεν έχουν μεταφερθεί, ημεταφορά τους έχει καθυστερήσει ή δεν έχουν ορθάμεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο και οι οποίεςαπονέμουν δικαιώματα υπέρ φυσικών ή νομικώνπροσώπων(51/76 Verbond nederlandseondernemingen). Οι ιδιώτες μπορούν να προβάλλουντα δικαιώματα από αυτές τις πλημμελώςμεταφερθείσες οδηγίες έναντι του κράτουςανεξάρτητα αν η για το γεγονός αυτό ευθύνεται τοίδιο το κράτος, ΟΤΑ(103/88 Fratelli/Constanzo) ήφορέας που υπόκειται στην εποπτεία ή τον έλεγχοτου κράτους ή που έχει δυνάμει αναθέσεως με πράξητης δημόσιας αρχής εξαιρετικές εξουσίες σε σχέσημε εκείνες που απορρέουν από τους εφαρμοστέουςστις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες και τούτοανεξάρτητα από τη νομική μορφή των οργανισμώναυτών (C-188/89 Foster κλπ/British Gas). Μ αυτόν

Page 49: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

τον τρόπο διασφαλίζεται ο ιδιώτης και το κράτοςαναγκαστικά συμμορφώνεται προς την υποχρέωσήτου για ορθή μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικόδίκαιο. Η ορθή μεταφορά συνεπάγεται την θέσπισηπρος ισχύ διατάξεων που είναι πλήρεις, σαφείς καιχωρίς όρους. Επίσης, το άμεσο αποτέλεσμα σ αυτήντην περίπτωση ενεργεί μόνο προς όφελος τωνιδιωτών όχι προς όφελος του κράτους (αντίστροφοκάθετο αποτέλεσμα). Όντως, θα ήταν πρακτικάπαράλογο ένα κράτος που δεν μεταφέρει επαρκώςοδηγία που του επιτρέπει να επιβάλλει υποχρεώσειςστους ιδιώτες να επωφεληθεί από αυτήν τηνπαράβαση προς το ενωσιακό δίκαιο.Το Δικαστήριο της ένωσης δεν εξομοίωσε τιςοδηγίες με τους κανονισμούς διότι:Α) το άμεσο αποτέλεσμα των οδηγιών τίθεται σεισχύ αφού περάσει η προθεσμία μεταφοράς τους στοεσωτερικό δίκαιο. Ο μόνος λόγος να τεθεί σε ισχύνωρίτερα είναι αν το κράτος μέλος λάβει μέτρα ταοποία προφανώς έρχονται σε αντίθεση με τοπεριεχόμενο και τα δικαιώματα που αναγνωρίζει ηοδηγία στους ιδιώτεςΒ) Το άμεσο αποτέλεσμα ενεργεί πάντα κατά τουκράτους και των παραφυάδων του, ποτέ υπέρ του.Μάλιστα, δεν υπάρχει οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα,δηλαδή δεν ενεργεί στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτώνακόμα και αν οι διατάξεις της οδηγίας είναι σαφείς,άνευ όρων και απροϋπόθετοι. Αυτό ισχύει ώστε τοκράτος μέλος να συμμορφώνεται αποτελεσματικώςπρος την υποχρέωση μεταφοράς της οδηγίας(152/84 Marschall). Η οδηγία επίσης δεν απευθύνεταισε ιδιώτες αλλά στο κράτος. Άρα δεν μπορεί ναεπιβάλλει υποχρεώσεις εις βάρος τους(152/84Marschall). Τέλος, αν συνέβαινε το παραπάνω τότε ηένωση θα ενεργούσε πέραν των αρμοδιοτήτων τηςκαθώς έχει δυνατότητα να επιβάλει στους ιδιώτες

Page 50: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

υποχρεώσεις μόνο όταν εκδίδει κανονισμούς(C-91/92Facini Dori).

Αν το κράτος δεν μεταφέρει την οδηγία μέχρι την πάροδοτης προθεσμίας προς αυτό, ο ιδιώτης μπορεί ναπροβάλλει εναντίον του όλα τα δικαιώματα που αυτή τουαναγνωρίζει απ’ ευθείας, δηλαδή χωρίς την ανάγκηοποιασδήποτε πράξης εκ μέρους του κράτους.

Γ) Αν οι διατάξεις της οδηγίας δεν είναι πλήρεις, σαφείςκαι απροϋπόθετες ή αφορούν δικαιώματα μεταξύ ιδιωτών,ο ιδιώτης προστατεύεται μέσω του μηχανισμού τηςσύμφωνης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας. Η σύμφωνημε το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία περιλαμβάνει πέρα τωνάλλων την αυτεπάγγελτη εφαρμογή του ενωσιακούδικαίου από τον εθνικό δικαστή και την εξωσυμβατικήευθύνη του κράτους μέλους λόγω παραβάσεως τουενωσιακού δικαίου. Ειδικότερα:

• Σε διαφορές μεταξύ κρατών μελών και ιδιωτών

Κατά τη νομολογία τα κράτη μέλη υποχρεούνται ναλαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο ναεξασφαλίσουν την εκπλήρωση της υποχρέωσης προςσυμμόρφωση στο περιεχόμενο της οδηγίας. Αυτή ηυποχρέωση του κράτους δεσμεύει όλες τις αρχές του,νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική. Αυτή τηνυποχρέωση οφείλει να την πράξει κατά το μέτρο τουδυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού τηςοδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα πουεπιδιώκεται από την τελευταία, συμμορφούμενο προς τηΣυνθήκη. Στην υπόθεση C-212/04 Αδενέλερ κρίθηκε ότι ησύμφωνη προς το δίκαιο ερμηνεία είναι επιταγή σύμφυτημε το σύστημα της Συνθήκης.

Κατά το Δικαστήριο, η υποχρέωση των εθνικώνδικαστηρίων να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιοσύμφωνα με την οδηγία και υπό το φως της, υφίσταταιαπό τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της τελευταίας

Page 51: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

στο εσωτερικό δίκαιο(C-212/04 Αδενέλερ). Πριν από αυτότο σημείο, υφίσταται απλώς ευχέρεια, εκτός από τηνπερίπτωση που ενέργειες του κράτους διακυβεύουνσοβαρά την αποτελεσματικότητα της οδηγίας ότανμεταφερθεί (Inter-Environment Wallonie C-129/96).

Μάλιστα, σε αντίθεση με τη ρύθμιση του άμεσουαποτελέσματος όπου για να τεθεί σε εφαρμογή,απαιτείται να απονέμονται δικαιώματα στους ιδιώτες, οδικαϊκός μηχανισμός της σύμφωνης με το ενωσιακόδίκαιο ερμηνείας δεν απαιτεί η οδηγία να απονέμειδικαιώματα στον ιδιώτη για να τα επικαλεσθεί. Αρκεί ηρύθμιση να επιβάλλει συγκεκριμένη υποχρέωση σε κράτοςμέλος (Delena Wells, C-201/02). Από την οδηγία85/337/ΕΟΚ η Delena Wells δεν αποκτούσε δικαιώματα απευθείας, αλλά γεννιόταν υποχρέωση ώστε το κράτος ναμην εφαρμόζει σχέδια βλαπτικά στο περιβάλλον. Τοκράτος δεν συμμορφώθηκε και η Delena Wells ζημιώθηκε.

Με λίγα λόγια, το κράτος οφείλει να συμμορφωθεί προςτον ανώτερο συνταγματικό κανόνα ή προς το δίκαιο τηςένωσης. Οποιαδήποτε ζημία προκληθεί σε τρίτον απότέτοια ενέργεια δεν επιφέρει τον δικαϊκό μηχανισμό τηςσύμφωνης προς το δίκαιο ερμηνείας, απλά αποτελείσυνέπεια της υποχρέωσης συμμόρφωσης.

• Σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών

Όπως προαναφέρθηκε δεν υπάρχει η έννοια οριζόντιοάμεσο αποτέλεσμα στην ενωσιακή έννομη τάξη σχετικάμε την μεταφορά οδηγιών. Συνεπώς για να προστατευθείο ιδιώτης, μπορεί να προκαλέσει ενώπιον των εθνικώνδικαστηρίων ad hoc εκπλήρωση συμμόρφωσης τουκράτους και διείσδυση του ενωσιακού δικαίου στοεσωτερικό, επικαλούμενος και πάλι τη σύμφωνη με τοδίκαιο της ένωσης ερμηνεία του εθνικού δικαίου (υποθ.Marleasing, C-106/89).

Page 52: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εθνικός δικαστής υποχρεούταινα ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο κατά το μέτρο τουδυνατού, υπό το φως της οδηγίας. Δηλαδή απαιτεί απότον εθνικό δικαστή να χρησιμοποιεί κάθε μέθοδοερμηνείας ή αρχή του εθνικού δικαίου για να επιτύχει τοσκοπό του και να λάβει εφόσον γίνει αναγκαίο το σύνολοτων κανόνων του εθνικού δικαίου, ακόμη και εκείνων πουδεν έχουν θεσπιστεί για τη μεταφορά μιας οδηγίας, ακόμακαι κανόνες που τέθηκαν εκτός του πλαισίου αυτής καιμπορούν να οδηγήσουν στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

Υπάρχουν βέβαια τρεις κατηγορίες ορίων στην ερμηνείαπου επιχειρεί ο εθνικός δικαστής:

1. Οφείλει να ερμηνεύει το εσωτερικό δίκαιο σύμφωναμε την οδηγία εφόσον καταστεί υποχρεωτική ημεταφορά της. Μέχρι τότε έχει ευχέρεια. Εξαίρεση ηυπόθεση Inter-Environmental Wallonies που θεσπίζειτην υποχρέωση αποχής του κράτους από ρυθμίσειςπου διακυβεύουν την ορθή και αποτελεσματικήεφαρμογή της.

2. Οφείλει να το ερμηνεύει κατά το μέτρο του δυνατού.Δηλαδή δεν πρέπει να κάνει το αδύνατο και να τοερμηνεύσει contra legem.

3. Ειδικότερα, σχετικά με τους ποινικούς κανόνες,σύμφωνα με το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ, το ενωσιακόδίκαιο δύναται να υποχωρήσει έναντι του εθνικούόταν το τελευταίο επιβάλλει ευνοϊκότερη ποινή στονδράστη σε σχέση με το πρώτο. Αυτό συμβαίνει γιατίη ΕΣΔΑ αποτελεί υπέρτερο κανόνα από την οδηγίακαι έτσι η αναδρομική εφαρμογή ηπιότερου ποινικούκανόνα ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσηςυπερισχύει.

Τώρα, το γεγονός ότι ορισμένες φορές στο πλαίσιο τηςδιαφοράς ο αντισυμβαλλόμενος ή τρίτος υφίσταταιδυσμενείς συνέπειες εκ της εφαρμογής του ενωσιακούδικαίου, ενώ άλλος ιδιώτης επωφελείται, είναι συνέπειατης λειτουργίας της ενωσιακής έννομης τάξης και της

Page 53: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

υπεροχής των κανόνων της, η οποία έχει γίνει αποδεκτήαπό το κράτος με την προσχώρησή του στην ένωση.

• Αυτεπάγγελτη ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίουτης ένωσης από τον εθνικό δικαστή

Αυτεπάγγελτη εφαρμογή αποτελεί άλλοτε ευχέρεια καιάλλοτε υποχρέωση για τον εθνικό δικαστή. Κανόνας,σύμφωνα με τη νομολογία του δικαστηρίου, είναι ηευχέρεια του δικαστή να εφαρμόσει το ενωσιακό δίκαιο.Μάλιστα, υπάρχει και η δικλείδα ασφαλείας, σε περίπτωσηπου το εθνικό δικαστήριο βγάλει απόφαση αντίθετη προςτο ενωσιακό δίκαιο και αυτή αποκτήσει ισχύδεδικασμένου, τότε αυτή η απόφαση δεν ακυρώνεται. (C-234/04, Kapferer)

Κατά το Δικαστήριο, ο εθνικός δικαστής έχει τηνυποχρέωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής των αναγκαστικούδικαίου κανόνων του ενωσιακού δικαίου που έχουν άμεσοαποτέλεσμα κατ εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 3 ΣΕΕ,ανεξάρτητα αν τέτοια δυνατότητα του δίδεται ή όχι απότο εθνικό δίκαιο.

Δ) Εξωσυμβατική ευθύνη του κράτους μέλους

Όταν το κράτος μέλος παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο, μεσυνέπεια ο ιδιώτης να απωλέσει δικαιώματα ή να μηντύχει της προβλεπόμενης από το δίκαιο της ένωσηςέννομης προστασίας, η ευθύνη του κράτους τελικάαναδύεται ως υποχρεωτική όχι μόνο για τηναποκατάσταση της ζημίας του ζημιωθέντος ιδιώτη, αλλάκαι με στόχο τη συμμόρφωση του κράτους στησυγκεκριμένη περίπτωση. Ακόμα και αν ο δικαστήςαδυνατεί να προβεί σε σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιοερμηνεία, το κράτος υπέχει εξωσυμβατική ευθύνη.

Νομική βάση

Ιστορικά, αποτελεί η υπόθεση Humblet(6/60) με την οποίατο Δικαστήριο έκρινε ότι εάν το ίδιο διαπιστώσει ότι μια

Page 54: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

νομοθετική ή διοικητική πράξη των αρχών του κράτουςμέλους είναι αντίθετη προς το κοινοτικό (σήμεραενωσιακό) δίκαιο, το κράτος αυτό υποχρεούται, δυνάμειτου τότε άρθρου 86 ΕΚΑΧ να ανακαλέσει την εν λόγωπράξη και να επανορθώσει τα εν λόγω παράνομααποτελέσματά της. Παρόμοια απόφαση ήταν και η 39/72Επιτροπή/Ιταλίας.

Η απόφαση Russo (60/75) κατέστησε ρητώς τηναρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων να κρίνουν αγωγήαποζημίωσης του ζημιωθέντος, αφού αυτή καταγνωστείαπό το δικαστήριο της ένωσης μέσω της διαδικασίαςπροσφυγής. Το κράτος ευθύνεται σύμφωνα με τιςδιατάξεις του εθνικού δικαίου για την ευθύνη τουδημοσίου.

Όμως, η σύγχρονη νομολογία με τις υποθέσειςfrancovich(C-6/90) και bonifaci(C-9/90) οδήγησε στηνθέσπιση του άρθρου 19 παρ. 1 ΣΕΕ που ορίζει ότι τακράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσαπου είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματικήδικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από τοδίκαιο της ένωσης. Συνεπώς τα κράτη υποχρεώνονται ναδιαθέτουν τέτοια ένδικα βοηθήματα.

Πάντως, η υπόθεση francovich θεμελίωσε ότι η αξίωσηπρος αποζημίωση και η ένδικη άσκησή της ενώπιον τουεθνικού δικαστή στηρίζεται σε αρχή που είναι σύμφυτη μετο σύστημα της συνθήκης και έχει τη νομική βάση στοίδιο το δίκαιο της ένωσης. Συγκεκριμένα, σήμερα ηνομική βάση της εξωσυμβατικής ευθύνης πηγάζεισύμφωνα με τη νομολογία από τη Συνθήκη και ιδίως απότην αρχή της καλόπιστης συνεργασίας και από την αρχήτης αποτελεσματικότητας η οποία βαρύνει τα κράτημέλη, τα οποία μέσω των δικαστηρίων πρέπει ναεπιτυγχάνουν πλήρη εφαρμογή των κανόνων τουενωσιακού δικαίου. Οι αποφάσεις που έδωσαν αυτή τηνομολογία είναι η Van Gend en Loos και η Francovich.

Page 55: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

Ειδικότερα η υπόθεση Francovich καθιερώνει ρητά τηνεξωσυμβατική ευθύνη των κρατών μελών για τιςπεριπτώσεις που τα κράτη δεν έχουν συμμορφωθεί προςτις υποχρεώσεις τους δυνάμει του ενωσιακού δικαίου, δενστηρίζει την εξωσυμβατική ευθύνη στο άμεσοαποτέλεσμα των παραβιασθέντων κανόνων καιπροσδιόρισε τις προϋποθέσεις για το παραδεκτό τηςαγωγής αποζημίωσης. Μάλιστα αγωγές σχετικά μεαποζημίωση και άμεσο αποτέλεσμα μπορούν νασωρευτούν στο ίδιο δικόγραφο.

Προϋποθέσεις

Σε περίπτωση μη έγκαιρης μεταφοράς οδηγίας στηνεθνική έννομη τάξη, το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει τηναναγνώριση αξιώσεως προς αποζημίωση εφόσονσυντρέχουν τρεις προϋποθέσεις:

Α) Αναγνωρίζονται δικαιώματα στους ιδιώτες: Η απονομήδικαιωμάτων έχει σημασία μόνο για τη χρηματικήαποκατάσταση της ζημίας των ιδιωτών.

Β) Το περιεχόμενο των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει ηοδηγία στα φυσικά και νομικά πρόσωπα πρέπει να μπορείνα προσδιοριστεί βάσει των διατάξεων της οδηγίας(υποθ. Brasserie du Pecheur-Factortame).

Γ) Η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης συμμόρφωσης(παράβαση) να είναι κατάφωρη: Για να κρίνουμε τονκατάφωρο χαρακτήρα μιας παράβασης, πρέπει αρχικά ναελέγξουμε το αντικείμενο αυτής. Για παράδειγμα, αν τοαντικείμενο της παράβασης είναι η έκδοση ή η διατήρησηεθνικής διάταξης αντίθετης προς το ενωσιακό δίκαιοτότε αυτή είναι μια κατάφωρη παραβίαση των κανόνωντου πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου(C-424/97 Haim). Ηυπόθεση francovich θεμελίωσε τον κατάφωρο χαρακτήρατης παραβίασης, όταν αντικείμενο αυτής είναι ηπαράλειψη μεταφοράς οδηγίας ή η πλημμελής μεταφοράαυτής στο εσωτερικό δίκαιο.

Page 56: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

Πέρα από το συγκεκριμένο αντικείμενο παράβασης, για ναστοιχειοθετηθεί κατάφωρη παραβίαση, θα πρέπει η πράξηή η παράλειψη που τη συνιστούν να καταλογίζεται είτεστον εθνικό νομοθέτη(francovich), είτε στην εθνικήεκτελεστική εξουσία περιλαμβανομένων και των αρχώντης τοπικής αυτοδιοίκησης και των ΝΠΔΔ(Hedley, Haim),είτε στα εθνικά δικαστήρια(Brasserie du Pecheur). Επίσης,γίνεται δεκτό ότι η παράβαση μπορεί και να προέρχεταιαπό φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ασκούν δημόσιαεξουσία(AGM-COS.MET).

Κριτήρια κατάφωρης παραβίασης

Κατά το Δικαστήριο, το περιθώριο εκτιμήσεως τουκράτους μέλους συνιστά σημαντικό κριτήριο για τηδιαπίστωση ύπαρξης κατάφωρης παραβίασης τουενωσιακού δικαίου και κατ’ ακολουθία, της υποχρέωσηςσυμμόρφωσης προς το τελευταίο. Στην περίπτωση κατάτην οποία, αυτό δεν αντιμετωπίζει κανονιστικής φύσεωςεπιλογές και διαθέτει αισθητά μειωμένο, αν όχιανύπαρκτο, περιθώριο εκτιμήσεως, απλή παραβίαση τηςυποχρέωσης συμμόρφωσης μπορεί να αρκεί προςδιαπίστωση της υπάρξεως κατάφωρης παραβίασης.Αντίθετα αν αυτό διαθέτει περιθώρια διακριτικήςευχέρειας, η προϋπόθεση περί κατάφωρης παραβίασηςαπαιτεί την ύπαρξη και απόδειξη πρόδηλης και σοβαρήςυπέρβασης εκ μέρους κράτους μέλους των ορίων πουεπιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια. Άλλα στοιχείαπου λαμβάνονται υπόψη είναι ο βαθμός σαφήνειας καιακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα, ο ηθελημένος ήακούσιος χαρακτήρας της διαπραχθείσας παραβιάσεως ήτης προκληθείσας ζημίας, το συγγνωστό ή ασύγγνωστοενδεχόμενης νομικής πλάνης, το γεγονός ότι η στάσηενός θεσμικού οργάνου μπορεί να συντέλεσε στη θέσπισηή τη διατήρηση αντίθετων προς το ενωσιακό δίκαιοεθνικών μέτρων ή πρακτικών. Η έννοια του πταίσματοςσυνιστά στοιχείο για την εκτίμηση του κατάφωρου

Page 57: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

χαρακτήρα της παράβασης, όχι προϋπόθεση για τηνενεργοποίηση της εξωσυμβατικής ευθύνης του κράτους.

Δ) Πρέπει να υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύτης παραβάσεως της υποχρεώσεως του κράτους και τηςβλάβης που υπέστησαν οι ζημιωθέντες: Η ζημία δηλαδήαπορρέει κατά τρόπο άμεσο από την κατάφωρηπαραβίαση του ενωσιακού δικαίου από το κράτος. Ηαποκατάσταση της ζημίας γίνεται με χρήμα. Κατά τηνπάγια νομολογία, η αποκατάσταση της ζημίας πουυφίστανται ιδιώτες από παραβάσεις του ενωσιακούδικαίου πρέπει να είναι ανάλογη προς τη βλάβη πουυπέστησαν, ώστε να διασφαλίζεται αποτελεσματικήπροστασία των δικαιωμάτων τους. Άρα επιτάσσεται ηικανοποίηση τόσο της θετικής ζημίας όσο και τωνδιαφυγόντων κερδών, των τόκων και των εξόδων.Μάλιστα απαγορεύεται η ύπαρξη εθνικών ρυθμίσεων πουνα περιορίζουν γενικώς την υποχρέωση αποζημιώσεωςστις ζημιές που προξενούνται σε ορισμένα ειδικώςπροστατευμένα έννομα αγαθά.

Αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής αποζημίωσης είναιτο εθνικό δικαστήριο με την προϋπόθεση ότι τα κριτήριαπρος αυτό δεν είναι λιγότερο ευνοϊκά από εκείνα πουαφορούν παρόμοιες περιπτώσεις απαιτήσεωνστηριζόμενων στο εσωτερικό δίκαιο. Για την εκτίμησητης ζημιάς κατά το δικαστικό της υπολογισμό λαμβάνεταιυπόψη ο χρόνος που παρήλθε μεταξύ του ζημιογόνουγεγονότος και χρόνου υπολογισμού της επελθούσαςζημίας.

Υπάρχει ρητώς αναγνωρισμένη και η παραδειγματικήαποζημίωση η οποία εξυπηρετεί αποκλειστικάπροληπτικούς ή κυρωτικούς σκοπούς. Επιδικάζεταισυνήθως:

1. Επί ρητής νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως2. Επί αυθαίρετων υπερβάσεων αρμοδιότητας από

κρατικούς υπαλλήλους

Page 58: Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Μπάτης)

3. Επί αδικοπρακτικής συμπεριφοράς διέπουσας απότον υπολογισμό ότι το κέρδος που θα προέκυπτε απότην παράνομη συμπεριφορά υπερβαίνει τηναναμενόμενη υποχρέωση προς αποκατάσταση τηςζημίας.

Η παραδειγματική αποζημίωση είναι αυστηρά προσωπικήκαι το ύψος της διέπεται από την περιουσιακή κατάστασητων διαδίκων. Επιδικάζεται από την εσωτερική έννομητάξη κάθε κράτους μέλους. Οι κανόνες αυτοί δεν είναιλιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν την άσκησηπαρόμοιων ένδικων βοηθημάτων της εσωτερικής έννομηςτάξης(αρχή ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώςαδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερή την άσκηση τωνδικαιωμάτων που χορηγεί η ενωσιακή έννομη τάξη (αρχήαποτελεσματικότητας).

Κατά το Δικαστήριο οι προϋποθέσεις αυτές είναι επαρκείςκαι αναγκαίες για τη θεμελίωση της αξίωσηςαποζημιώσεως, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότηταθεμελιώσεως της ευθύνης του κράτους υπό προϋποθέσειςλιγότερο αυστηρές βάσει της εθνικής νομοθεσίας.