Γιούκιο Μισίμα Ο Ναός Του Χρυσού Περιπτέρου

353

description

1η Ιουλίου 1950. Όλη η Ιαπωνία συγκλονίζεται από μία είδηση: Ο Ναός του Χρυσού Περιπτέρου, ένα από τα αριστουργήματα της ιαπωνικής αρχιτεκτονικής των κήπων του 15ου αιώνα, έχει γίνει στάχτη. Ο ίδιος ο ένοχος απολογείται: «Με σκανδαλίζει ο τρόπος ζωής των ναών που αφήνονται στην τρυφηλότητα, με εξασφαλισμένα τα εισοδήματά τους...» Ο ψυχίατρος όμως αποφαίνεται: ψυχοπαθής σχιζοειδούς τύπου. Εμπνευσμένος από αυτήν την είδηση, ο Μίσιμα γράφει ένα από τα πλέον σημαντικά έργα κλασικής γραφής του αιώνα μας. «Το "Kinkakuji" μου», λέει, «είναι μια βαθιά μελέτη των ελατηρίων ενός εγκλήματος. Η υπέρτατη ομορφιά μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στο έγκλημα...». (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

Transcript of Γιούκιο Μισίμα Ο Ναός Του Χρυσού Περιπτέρου

ο Ναός τον Χρυσού Περιπτέρου

ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Δύφα για έρωτα (μυθιστόρημα)

Ο ήχος των κυμάτων (μυθιστόρημα)

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ (τετραλογία)

Λ'Ανοιξιάτικο χιόνι Β'Αφηνιασμένα άλογα Γ' Ο ναός της αυγής

Δ' Ο εκπεσών άγγελος

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Μυθιστόρημα

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΛΗΔΑ ΠΑΛΛΑΝΤΙΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ ΑΘΗΝΑ 1999

ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Yukio Mishima, Kinkakuji ΤΙΤΛΟΣ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: Yukio Mishima, The Temple of the Golden Pavilion

β Copyright lichiro Hiraoka-Mishima, 1956. Originally pubhshed in Japan. ® Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 1997 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολο του ή τμημάτων του με ο-ποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο ανα-παραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρ-νης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελι-δοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονι-κές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11,106 78 Αθήνα ® 330.12.08 - 330.13.27 FAX: 384.24.31 e-mail: [email protected]

www.kastaniotis.coin

ISBN 960-03-2252-Χ

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Π Ρ Ω Τ Ο

ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΚΙΌΛΑΣ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ, Ο ΠΑΤΕΡΑΣ μου είχε πολλές φορές μιλήσει για τον Χρυσό Ναό.

Η ιδιαίτερη πατρίδα μου είναι ένα μοναχικό ακρω-τήρι που προβάλλεται στη Θάλασσα της Ιαπωνίας, βορειοα-νατολικά του Μαϊζούρου. Ο Πατέρας δεν ήταν βέβαια γεννη-μένος εκεί, αλλά στο Σιρακού, στα ανατολικά προάστια του Μαϊζούρου. Είχε υποστεί έντονες πιέσεις να ασπαστεί το σχή-μα του κληρικού και είχε γίνει ιερέας ενός ναού σε ένα απο-μακρυσμένο ακρωτήρι. Εκεί παντρεύτηκε και απόκτησε έναν γιο: εμένα.

Κοντά στον ναό του ακρωτηρίου Ναριού, δεν υπήρχε κα-τάλληλο Γυμνάσιο. Έτσι, σύντομα εγκατέλειψα το πατρικό μου σπίτι και πήγα να μείνω κοντά σε έναν θείο μου, στη γε-νέτειρα του Πατέρα. Γράφτηκα στο Γυμνάσιο του Ανατολικού Μαϊζούρου και πηγαινοερχόμουν στο σπίτι με τα πόδια.

Στην ιδιαίτερη πατρίδα του Πατέρα, ο ουρανός ήταν κατα-γάλανος. Ωστόσο, κάθε χρόνο, ανάμεσα Οκτώβρη και Νοέμ-βρη, ξεσπούσαν κάπου κάπου νεροποντές, ακόμη και τις μέ-ρες που ο ουρανός έδειχνε ολωσδιόλου ανέφελος. Αναρωτή-θηκα συχνά μήπως εκεί οφείλεται το ευμετάβλητο του χαρα-κτήρα μου.

Τα ανοιξιάτικα απογεύματα, γυρνώντας από το σχολείο.

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

καθόμουν μπροστά στο γραφείο μου, στον δεύτερο όροφο του σπιτιού, και αγνάντευα τους λόφους. Οι ηλιαχτίδες της δύσης έκαναν τα νιόβγαλτα φύλλα να λαμπυρίζουν στις πλαγιές και είχα την αίσθηση πως μια χρυσή οθόνη είχε ξεδιπλωθεί κατα-μεσής των αγρών. Τούτη η θέα μου έφερνε πάντα στον νου τον Χρυσό Ναό.

Μόλο που έτυχε πολλές φορές να δω σε φωτογραφίες τον πραγματικό Χρυσό Ναό, δέσποζε πάντα μέσα μου η εικόνα του Χρυσού Ναού των αφηγήσεων του Πατέρα. Ο Πατέρας δεν μου είχε πει ποτέ ότι ο πραγματικός Χρυσός Ναός ανάδι-νε μαλαματένιες λάμψεις, ή κάτι παρόμοιο. Κι όμως, σύμφω-να με τα λεγόμενά του, τίποτε πάνω σε αυτή τη Γη δεν του πα-ράβγαινε σε ομορφιά. Τα γράμματα με τα οποία γραφόταν το όνομα του Ναού, ακόμη και ο ήχος αυτής της λέξης, του έδι-ναν κάτι το μυθικό που χαράχτηκε ανεξίτηλα μες στην καρδιά μου.

Όταν έβλεπα τους αγρούς μακριά να λαμποκοπούν στον ή-λιο, ήμουν σίγουρος ότι ήταν ο χρυσαφένιος ίσκιος του αόρα-του ναού. Το πέρασμα Γιοσιζάκα, όριο ανάμεσα στην Επαρ-χία Φουκούι και στη δική μας, εκείνη του Κιότο, βρίσκεται α-κριβώς στα ανατολικά. Ο ήλιος ανατέλλει κατευθείαν πάνω α-πό το βουνό. Παρότι η σημερινή πόλη του Κιότο βρίσκεται στην ακριβώς αντίθετη πλευρά, συνήθιζα να βλέπω τον Χρυ-σό Ναό να ξεπροβάλλει ραδινός ανάμεσα στις πρώτες ηλια-χτίδες και να υψώνεται μέσ' από τις πτυχώσεις των ανατολι-κών εκείνων λόφων.

Κοντολογίς, ο ναός μού επισήμαινε παντού την παρουσία του. Εκεί που δεν τον έφτανε η ματιά, γινόταν ένα με τη θά-λασσα. Γιατί, παρότι ο κόλπος του Μαϊζούρου βρίσκεται μόνο τριάμισι μίλια δυτικά του χωριού Σιρακού, οι λόφοι έστεκαν ε-μπόδιο στη θέα του νερού. Κάτι σαν προαίσθημα πλανιόταν

8

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

πάντα στον αέρα γι' αυτή τη θάλασσα: πολλές φορές ο άνεμος έφερνε μαζί τη μυρωδιά της. Άλλοτε πάλι, τις μέρες της θα-λασσοταραχής, σμήνη από γλάρους αναζητούσαν καταφύγιο στους κοντινούς αγρούς.

Η κράση μου ήταν ασθενική: τα άλλα αγόρια με νικούσαν πάντα στο τρέξιμο και στο μονόζυγο. Εξάλλου, ήμουν εκ γε-νετής τραυλός, κάτι που με έκανε να κλείνομαι ακόμη περισ-σότερο στον εαυτό μου. Όλοι γνώριζαν ότι προερχόμουν από έναν ναό. Οι πιο κακοί από τους συμμαθητές μου με κορόι-δευαν: μιμούντο έναν τραυλό ιερέα που προσπαθούσε να δια-βάσει τις σούτρα. Υπήρχε μάλιστα σε κάποιο από τα βιβλία μας μια ιστορία όπου εμφανιζόταν ένας τραυλός ντετέκτιβ και συχνά μου διάβαζαν κομμάτια δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη φωνή τους.

Δεν χρειάζεται να πω ότι το τραύλισμά μου όρθωνε ένα ε-μπόδιο ανάμεσα σε μένα και στον έξω κόσμο. Όλη κι όλη η δυσκολία συνοψιζόταν στον πρώτο ήχο: αυτός μοιάζει με το κλειδί, θαρρείς, της πόρτας που χωρίζει τον εσωτερικό μου κό-σμο από την εξωτερική πραγματικότητα, κι αυτό το κλειδί δεν γύρισε ποτέ μαλακά στην κλειδαριά του. Χάρη στον εύκολο χειρισμό των λέξεων, οι περισσότεροι άνθρωποι κρατούν την πόρτα διάπλατα ανοιγμένη ανάμεσα στους δυο αυτούς κό-σμους, έτσι που ο αέρας να περνά ελεύθερα. Για μένα, αυτό στάθηκε αδύνατο: το κλειδί εμποδιζόταν από ένα παχύ στρώ-μα σκουριάς.

Ο τραυλός που παλεύει απελπισμένα να προφέρει τον πρώ-το ήχο μοιάζει με το πουλάκι που προσπαθεί να αποδεσμευτεί από τον ιξό της ξόβεργας. Όταν τελικά τα καταφέρνει, είναι πολύ αργά. Και είναι βέβαιο ότι, πολλές φορές, η πραγματι-κότητα του έξω κόσμου δείχνει να με περιμένει δημιουργώ-ντας γύρω μου έναν κλοιό, ενώ πασχίζω να ελευθερωθώ. Πε-

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

ριμένοντας όμως, χάνει τη δροσιά της. Και όταν, αφού μοχθή-σω αρκετά, τα καταφέρω τελικά να βγω έξω, αντικρίζω μια πραγματικότητα με αλλαγμένο χρώμα και σημείο εστίασης που σκορπίζει αναθυμιάσεις σήψης χωρίς την ποθητή δροσιά.

Εύκολα θα φανταζόταν κανείς πως η νιότη μου στράφηκε γύρω από δυο ηγετικούς πόθους εκ διαμέτρου αντίθετους. Α-πολάμβανα πάντοτε στην ιστορία τις περιγραφές για τους τυ-ράννους. Έβλεπα τον εαυτό μου, ίδιο τύραννο, τραυλό αλλά και σιωπηλό. Οι ακόλουθοί μου θα εξαρτιόντουσαν από κάθε έκ-φραση που θα διαφαινόταν στο πρόσωπό μου, ζώντας μέρα νύ-χτα κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη ενός συνεχούς τρόμου. Και είναι περιττό να δικαιολογήσω τη σκληρότητά μου με λέξεις σα-φείς και ήπιες. Η σιωπή μου στάθηκε τότε αρκετή για να δικαι-ολογήσει κάθε λογής σκληρότητα. Από τη μια, χαιρόμουν με τη σκέψη να τιμωρήσω τους δασκάλους και τους συμμαθητές μου που με βασάνιζαν καθημερινά. Από την άλλη, ζούσα με τη φα-ντασίωση ότι ήμουν μεγάλος καλλιτέχνης, προικισμένος με την πιο σαφή ενόραση, σωστός άρχοντας του εσωτερικού κόσμου. Μπορεί η εξωτερική μου εμφάνιση να ήταν μίζερη, διέθετα ό-μως έναν απαράμιλλο εσωτερικό πλούτο. Μήπως άλλωστε δεν ήταν φυσικό ένα νεαρό αγόρι που πάσχει όπως εγώ από ένα α-νίατο φυσικό ελάττωμα να σκεφτεί πως είναι πλάσμα μυστικά επίλεκτο; Ένιωθα σαν να με περίμενε κάπου σε αυτόν τον κό-σμο μια αποστολή - που όμως, ακόμη δεν γνώριζα.

Από τη συγκεκριμένη εκείνη εποχή έχει μείνει στη θύμησή μου το ακόλουθο επεισόδιο. Το Γυμνάσιο του Ανατολικού Μαϊζούρου διέθετε αχανείς χώρους, ευχάριστα πλαισιωμέ-νους από λόφους, και ήταν εξοπλισμένο με κτήρια φωτεινά και εκσυγχρονισμένα.

Κάποια μέρα του Μάη, ένας απόφοιτος του σχολείου μας -και τώρα φοιτητής στη Ναυτική Σχολή Μηχανικών του Μαϊ-

ιο

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

ζούρου- ήρθε να επισκεφθεί σε μιαν αργία το παλιό του Γυ-μνάσιο.

Ήταν εκπληκτικά μαυρισμένος από τον ήλιο και η μεγάλη του μύτη προεξείχε από το κασκέτο του, χωμένο μέχρι τα μά-τια. Από την κορφή ως τα νύχια ήταν η προσωποποίηση του τέλειου νεαρού ήρωα. Καθόταν τώρα και διηγιόταν στους νε-ότερους τις ταλαιπωρίες της τωρινής ζωής του με όλους τους στρατιωτικούς κανόνες της. Και, παρότι θα περίμενε κανείς να τον ακούσει να περιγράφει μια ζωή γεμάτη δυσκολίες, μιλού-σε με τέτοιον τόνο σαν να μας περιέγραφε μέρες πλούσιες στη μοναδικότητά τους. Κάθε κίνηση που έκανε ήταν γεμάτη υπε-ροψία, άλλο αν, παρά τη νεαρή του ηλικία, είχε πλήρη συνεί-δηση της αξίας μιας συγκαταβατικής ταπεινοφροσύνης. Μες στη χρυσοποίκιλτη από τα γαλόνια στολή του, το στήθος του φούσκωνε σαν ακρόπρωρο που προχωρεί σκίζοντας τη θα-λάσσια αύρα. Καθόταν στα πέτρινα σκαλοπάτια του σχολικού γηπέδου. Ολόγυρά του στεκόταν μια ομάδα μαθητών, κρεμα-σμένη από τα χείλη του. Στο πρανές των παρτεριών του κήπου άνθιζαν λουλούδια του Μάη - τουλίπες, μοσχομπίζελα, ανε-μώνες, μαργαρίτες. Και πάνω από τα κεφάλια τους κρέμονταν τα κάτασπρα άνθια της μανόλιας.

Ομιλητής και ακροατήριο έστεκαν ακίνητοι σαν αγάλματα. Καθόμουν μόνος στο γήπεδο, λίγο πιο πέρα. Έτσι έκανα συ-νήθως. Κοίταζα τα μαγιάτικα λουλούδια και τις περήφανες στολές, ενώ συγχρόνως άκουγα τα καθάρια γέλια που καμπά-νιζαν...

Εκείνη τη στιγμή, ο νεαρός ήρωας έδειξε να ενδιαφέρεται πε-ρισσότερο για μένα παρά για τους θαυμαστές του. Γιατί μονάχα εγώ δεν έκαμπτα τη μέση μπροστά στο γόητρό του, κάτι που πλήγωνε την υπεροαρία του. Ρώτησε τους άλλους το όνομά μου.

«Ε, Μιζογκούτσι», φώναξε. Ήταν η πρώτη φορά που έ-

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

στρε'ψε τα μάτια πάνω μου. Τον κοίταξα επίμονα δίχως να βγάλω λέξη. Στο χαμόγελο που μου απηύθυνε μπόρεσα να διακρίνω κάτι σαν κολακεία από έναν ισχυρό άντρα.

«Γιατί δεν μου απαντάς; Δεν έχεις στόμα;» «Είμαι τρ-τρ-τραυλός», απάντησε ένας από τους θαυμα-

στές του στη θέση μου και όλοι ξέσπασαν σε γέλια. Πόση λάμ-ψη ανάδινε το περιφρονητικό αυτό χαχανητό! Στο σκληρό ε-κείνο γέλιο των συμμαθητών μου, τόσο χαρακτηριστικό των α-γοριών της ηλικίας τους, υπήρχε για μένα κάτι λαμπρό, όπως το φως που αντανακλούν οι δέσμες των φύλλων.

«Μπα! Τραυλός είσαι; Και γιατί δεν μπαίνεις στη Σχολή Μηχανικών του Ναυτικού; Θα σου βγάλουν το τραύλισμά σου με τον κόπανο μέσα σε μια μέρα!»

Δεν ξέρω πώς, αλλά η απάντησή μου βγήκε πεντακάθαρη. Οι λέξεις κύλησαν μαλακά, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια.

«Δεν θα πάω εκεί. Θα γίνω ιερέας». Όλοι σώπασαν. Ο νεαρός ήρωας χαμήλωσε τα μάτια, έκο-

ψε ένα χόρτο και το έβαλε στο στόμα του. «Καλά τότε», είπε, «κάποια στιγμή στα χρόνια που έρχο-

νται, την ώρα της ταφής μου, θα σου δώσω δουλειά». Είχε κιόλας ξεσπάσει ο Πόλεμος του Ειρηνικού. Εκείνη τη στιγμή, σαν κάτι να ξύπνησε μέσα μου. Ήταν η

αίσθηση ότι στεκόμουν περιμένοντας σε έναν σκοτεινό κόσμο, με τα δυο χέρια απλωμένα. Ότι, κάποια μέρα, τα μαγιάτικα λουλούδια, οι στολές και οι διεστραμμένοι συμμαθητές μου, ό-λα αυτά θα έρχονταν να πέσουν ανάμεσα στα απλωμένα μου χέρια. Σαν να με είχε κυριεύσει μια σκέψη: είχα αδράξει τον κόσμο και τον συνέθλιβα στη βάση του, έτσι όπως ήταν... Παρ' όλα αυτά, τόσο ήταν το βάρος μιας τέτοιας γνώσης που δεν μπορούσε να αποτελέσει πηγή περηφάνιας για ένα αγοράκι της ηλικίας μου.

12

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Η περηφάνια πρέπει να είναι κάτι πιο ανάλαφρο, πιο χα-ρούμενο, πιο έκδηλο και λαμπρό. Ήθελα κάτι που να φαίνε-ται. Η περηφάνια μου να αποτελεί κάτι ορατό στο γυμνό μάτι. Σαν το σπαθί, για παράδειγμα, που κρεμόταν από τη ζώνη ε-κείνον.

Το ξίφος, που το θαυμάζαμε όλοι στο Γυμνάσιο, ήταν πράγ-ματι ένα όμορφο στολίδι. Λέγανε ότι οι σπουδαστές της Ναυ-τικής Ακαδημίας συνήθιζαν να χρησιμοποιούν κρυφά τα ξίφη τους για να ξύνουν τα μολύβια. Πόσο κομψό, σκεφτόμουν, εί-ναι να χρησιμοποιείς ένα σύμβολο τόσο επίσημο για τέτοιου είδους ευτελή πράγματα!

Ο νεαρός άντρας είχε βγάλει τη στολή του της Σχολής των Μηχανικών και την είχε κρεμάσει στον άσπρο φράχτη. Κρε-μασμένα δίπλα στα λουλούδια, το παντελόνι και το άσπρο φανελάκι ανάδιναν τη μυρωδιά του ιδρωμένου νεανικού δέρ-ματος. Μια μέλισσα έπεσε κατά λάθος στην κάτασπρη φανέ-λα-λουλούδι. Στολισμένο με το χρυσό σιρίτι του, το κασκέτο βρισκόταν σε κάποιο σημείο του φράχτη. Στεκόταν όπως έ-πρεπε, σαν να το φορούσε ένας άνθρωπος, χωμένο ως τα μά-τια του. Κάποιος από τους μικρότερους είχε πετάξει το γάντι στον κάτοχό του και πήγαν να αναμετρηθούν πίσω, στην πα-λαίστρα.

Κοιτάζοντας εκείνα τα αντικείμενα που είχε παραμερίσει, είχα την αίσθηση ότι έβλεπα κάτι σαν τιμημένο τάφο. Τα πλη-θωρικά μαγιάτικα λουλούδια ενίσχυαν αυτό το συναίσθημα. Τόσο το κασκέτο, με τις ανταύγειες στο κατάμαυρο γείσο του, όσο και το κρεμασμένο πλάι του ξίφος με το δερμάτινο λουρί, σκόρπιζαν -απομακρυσμένα από το σώμα του- μια ιδιαίτερη λυρική ομορφιά. Ήταν το ίδιο τέλεια με την εικόνα του που εί-χα μέσα μου. Κοντολογίς, με κοίταζαν λες κι ήμουν το λείψα-νο ενός νεαρού ήρωα που ξεκινούσε για τη μάχη.

13

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

Σιγουρεύτηκα ότι δεν υπήρχε ·ψυχή. Από την πλευρά της παλαίστρας έφταναν οι επευφημίες. Έβγαλα από την τσέπη μου τον σκουριασμένο σουγιά, που τον χρησιμοποιούσα κι ε-γώ για να ξύνω τα μολύβια μου. Σύρθηκα μέχρι τον φράχτη και έκανα μερικές άσχημες χαρακιές στο πίσω μέρος του ό-μορφου μαύρου θηκαριού του ξίφους...

Από μια τέτοια περιγραφή, ίσως ο κόσμος κρίνει εκ πρώ-της όψεως ότι διακρίνομαι για άγουρη ποιητική έφεση. Αλλο αν, ως εκείνη την ημέρα, δεν είχα γράψει, όχι μόνον ούτε ένα ποίημα, αλλά ούτε καν μια σημείωση στο ημερολόγιό μου. Δεν είχα καμιά ιδιαίτερη παρόρμηση να επισκιάζω τους άλλους, καλλιεργώντας πρωτόγνωρες ικανότητες και ξεπερνώντας τους σε τομείς που ήμουν στο παρελθόν κατώτερός τους. Με άλλα λόγια, η υπέρμετρη υπεροψία μού αφαιρούσε κάθε δυ-νατότητα να φερθώ σαν καλλιτέχνης. Εξάλλου, ακόμη κι αν με απασχόλησε για μια στιγμή κάποιος τυχόν οραματισμός μου να γίνω τύραννος ή μεγάλος καλλιτέχνης, αυτό δεν ξεπέ-ρασε ποτέ το κατώφλι του ονείρου και ποτέ δεν είχα την πα-ραμικρή επιθυμία να καταπιαστώ με κάτι σοβαρά και να το πραγματοποιήσω.

Επειδή το γεγονός ότι δεν με καταλάβαιναν οι άλλοι στά-θηκε πάντοτε για μένα η μόνη πραγματική πηγή περηφάνιας, δεν αντιμετώπισα ποτέ το ενδεχόμενο να εκφράσω κάτι μετα-λαμπαδεύοντας στους άλλους τη γνώση μου. Πίστευα πως ό-λα όσα έβλεπαν εκείνοι δεν μου ήταν ταγμένα. Η μοναξιά μου φούσκωνε όλο και περισσότερο λες κι ήταν γουρούνα.

Ξαφνικά, η μνήμη μου στέκεται σε ένα τραγικό γεγονός που συνέβη στο χωριό μας. Παρότι υποτίθεται πως ήμουν ε-ντελώς αμέτοχος, δεν μπορώ να απαλλαγώ από τη σαφή αί-σθηση ότι έπαιξα κι εγώ εκεί κάποιον ρόλο.

Μέσ' από αυτό το γεγονός, βρέθηκα μεμιάς αντιμέτωπος με

14

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

καθετί υπαρκτό: με τη ζωή, με την ηδονή της σάρκας, με την προδοσία, το μίσος και τον έρωτα - ναι, με καθετί που μπορεί να έχει σχέση με τούτον τον κόσμο. Και η μνήμη μου προτίμη-σε να αρνηθεί και να παραβλέψει ό,τι υψηλό κρύβεται σε όλα αυτά.

Δυο σπίτια πέρα από το σπίτι του πατέρα μου, έμενε μια ό-μορφη κοπέλα. Το όνομά της ήταν Ουίκο. Είχε μάτια μεγάλα και φωτεινά. Οι τρόποι της ήταν υπεροπτικοί, ίσως επειδή η οικογένειά της ήταν πλούσια. Μολονότι ο κόσμος ασχολιόταν ιδιαίτερα μαζί της, κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει τις μύχιες σκέψεις της. Προφανώς, η Ουίκο διατηρούσε ακόμη την παρ-θενία της και οι ζηλότυπες γυναίκες συνήθιζαν να την κου-τσομπολεύουν και να διαδίδουν πως όλα πάνω της έδειχναν ό-τι ήταν στείρα.

Αμέσως μόλις αποφοίτησε από το Παρθεναγωγείο, η κοπέ-λα αυτή πήγε να προσφέρει τις υπηρεσίες της στο Ναυτικό Νοσοκομείο του Μαϊζούρου ως εθελόντρια νοσοκόμα. Επειδή το νοσοκομείο ήταν αρκετά κοντά στο σπίτι της, μπορούσε να πηγαίνει στη δουλειά της με το ποδήλατο. Έπρεπε να παρου-σιάζεται πολύ νωρίς το πρωί και γι' αυτό έφευγε από το σπίτι της με το γκρίζο φως της αυγής, σχεδόν δυο ώρες πριν ξεκι-νήσω εγώ για το σχολείο.

Έτυχε κάποιο απόγευμα να βυθιστώ σε μελαγχολικές φα-ντασιώσεις γύρω από το κορμί της Ουίκο. Το ίδιο βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ και, ενώ όλα ήταν ακόμη σκοτεινά, πε-τάχτηκα από το κρεβάτι μου, φόρεσα τα αθλητικά μου πα-πούτσια και βγήκα έξω στο καλοκαιριάτικο αυγινό σκοτάδι.

Το κορμί της Ουίκο δεν σχεδιαζόταν στον νου μου για πρώτη φορά. Ήταν κάτι που είχε περάσει τυχαία από τη σκέ-

15

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

μου και μου είχε γίνει σιγά σιγά έμμονη ιδέα. Έτσι, ίδιο με θρόμβο, βυθίστηκε σε μια μουντή σκιά, λευκή και εύπλαστη, φτάνοντας στο σημείο να πήξει σε μυρωδάτη σάρκα. Σκεφτό-μουν τη ζεστασιά στα δάχτυλά μου αν τυχόν ποτέ άγγιζα αυ-τή τη σάρκα. Και ακόμη, σκεφτόμουν την εύπλαστη μάζα και τη μυρωδιά της, σίγουρα παρόμοια μ' εκείνη της γύρης.

Έτρεξα ίσια στον δρόμο μες στη σκοτεινιά της αυγής. Οι πέτρες δεν εμπόδιζαν το διάβα μου και το μισόφωτο ελευθέ-ρωνε ολοένα τον δρόμο μπροστά μου.

Έφτασα σε ένα μέρος που ο δρόμος πλάταινε και οδηγού-σε στο χωριουδάκι Γιαζουόκα. Εκεί όρθωνε το ανάστημά του ένα 'ψηλό δέντρο ίαογαΜ. Ο κορμός του ήταν υγρός από την πρωινή δροσιά. Κρυμμένος στη βάση του δέντρου, περίμενα να περάσει το ποδήλατο της Ουίκο που κατευθυνόταν προς το χωριό.

Αν και περίμενα κάμποση ώρα, δεν είχα ιδέα τι λογάριαζα να κάνω. Είχα τρέξει όσο να μου κοπεί η ανάσα, τώρα όμως που είχα ξαποστάσει στον ίσκιο του ίίβγαΜ, αγνοούσα την ε-πόμενη κίνηση μου. Το γεγονός ότι είχα ζήσει για πολύ χωρίς σχεδόν καμιά επαφή με τον εξωτερικό κόσμο με οδηγούσε στη φαντασίωση πως, μόλις θα έκανα το άλμα προς την πραγματι-κότητα, όλα θα γίνονταν εύκολα, εφικτά.

Τα κουνούπια μου τσιμπούσαν τα πόδια. Άκουγα πετεινά-ρια να λαλούν εδώ κι εκεί. Έριξα μια ματιά στον δρόμο. Σε κά-ποια απόσταση, είδα κάτι άσπρο και θολό. Νόμισα πως ήταν το χρώμα της αυγής, ήταν όμως η Ουίκο.

Βρισκόταν πάνω στο ποδήλατό της. Το φανάρι του ήταν α-ναμμένο. Το ποδήλατο γλιστρούσε σιωπηλά κατά μήκος του δρόμου. Ξεμακραίνοντας από το ΙζογαΜ, πήγα και στάθηκα μπροστά στο ποδήλατο που τα κατάφερε να σταματήσει ξαφ-νικά.

ι 6

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Ένιωσα τότε σαν να είχα μεταλλαχθεί σε πέτρα. Η θέληση μου, ο πόθος μου, κοντολογίς όλα είχαν γίνει πέτρα. Ο έξω κό-σμος είχε χάσει κάθε επαφή με τον ·ψυχισμό μου και είχε ξα-ναρχίσει να με περιβάλλει σαν αυθύπαρκτη οντότητα. Το «ε-γώ» μου είχε ξεγλιστρήσει από το σπίΐι του θείου μου, είχε φο-ρέσει άσπρα αθλητικά παπούτσια και, μέσ' από το σκοτάδι της αυγής, είχε τρέξει σε όλο το μονοπάτι ως το δέντρο ί̂ βγαΜ -αυτό το «εγώ» που είχε απλώς ακολουθήσει τον εσωτερικό του δρόμο με αστραπιαία ταχύτητα. Οι στέγες του χωριού, που το συγκεχυμένο τους περίγραμμα αναδυόταν μέσ' από τη σκοτει-νή αυγή, τα μαύρα δέντρα κι οι κορυφογραμμές του Αομπα-γιάμα, ακόμη κι η Ουίκο που είχε σταθεί τώρα μπροστά μου, όλα κατακλύζονταν από έλλειψη νοήματος. Μια έλλειψη τόσο πλήρη όσο και τρομακτική. Κάτι είχε στηρίξει την πραγματι-κότητα σε όλα αυτά, χωρίς να περιμένει τη συμμετοχή μου: και η θεοσκότεινη αυτή πραγματικότητα, μεγάλη και άδεια από κάθε νόημα, μου είχε δοθεί, μου είχε επιβληθεί, με^να βάρος που δεν είχα υπάρξει ποτέ μέχρι τότε μάρτυς του.

Όπως πάντοτε, οι λέξεις ήταν πιθανότατα τα μόνα πράγ-ματα που θα μπορούσαν να με γλιτώσουν από αυτή την κατά-σταση. Κάτι που αποτελούσε χαρακτηριστική παρεξήγηση α-πό την πλευρά μου. Όταν έπρεπε να δράσω, πάντοτε με α-πορροφούσαν οι λέξεις. Και ακριβώς επειδή έβγαιναν με τέ-τοια δυσκολία από τα χείλη μου, τους αφοσιωνόμουν ξεχνώ-ντας τα πάντα γύρω από τη δράση. Μου φαινόταν μάλιστα ό-τι οι πράξεις, κάτι αστραφτερό και πολυποίκιλο, πρέπει να συ-νοδεύονται πάντοτε από εξίσου αστραφτερές και πολυποίκι-λες λέξεις.

Δεν κοίταζα τίποτε επισταμένως. Απ' όσο θυμάμαι, η Ουί-κο στην αρχή τρόμαξε. Όταν όμως συνειδητοποίησε ότι ήμουν εγώ, αρκέστηκε να κοιτάξει το στόμα μου. Κοίταζε -έτσι του-

17

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

λάχιστον υποθέτω- την ανόητη και σκοτεινή αυτή τρυπίτσα, κακοφτιαγμένη και ακάθαρτη σαν τις φωλιές των μικρών ζώ-ων στους αγρούς, που κουνιόταν τώρα στο πρωινό φως της αυγής χωρίς κανένα νόημα. Ναι, η Ουίκο κοίταζε μόνο το στό-μα μου. Και αφού ικανοποιήθηκε ότι από αυτό το στόμα δεν θα προερχόταν ούτε η ελάχιστη δύναμη σύνδεσης με τον έξω κόσμο, ένιωσε ανακουφισμένη.

«Θεέ μου!» είπε. «Τι παράξενο να είναι κανείς τραυλός!» Η φωνή της κουβαλούσε τη δροσιά και την καθαρότητα

της πρωινής αύρας. Χτύπησε το κουδούνι του ποδηλάτου της και έβαλε για μια φορά ακόμη τα πόδια της στα πεντάλ. Με παρέκαμψε με το ποδήλατό της, σαν να απέφευγε μια πέτρα. Παρότι δεν υπήρχε ψυχή γύρω μας, η Ουίκο χτύπησε το κου-δούνι της πάλι και πάλι, δείχνοντας την περιφρόνησή της. Ύστερα απομακρύνθηκε. Άκουγα τον απόηχο του ποδηλάτου ώσπου χάθηκε μακριά στους αγρούς...

Το ίδιο βράδυ -η κοπέλα είχε μιλήσει για τη συνάντησή μας-, η μητέρα της ήρθε στο σπίτι του θείου μου. Παρότι εκεί-νος ήταν συνήθως ιδιαίτερα αβρός μαζί μου, εκείνη τη φορά με επέπληξε αυστηρά. Καταράστηκα τότε την Ουίκο και άρ-χισα να εύχομαι τον θάνατό της. Λίγους μήνες αργότερα, οι κατάρες μου έπιασαν. Από εκείνη τη στιγμή, πιστεύω ακρά-δαντα στη δύναμη της κατάρας.

Μέρα και νύχτα ευχόμουν τον θάνατό της. Ευχόμουν να ε-ξαφανιστεί η μάρτυς της καταισχύνης μου. Αν δεν απέμεναν μαρτυρίες, ο εξευτελισμός μου θα ξεριζωνόταν από το πρό-σωπο της Γης. Οι άλλοι αποτελούν πάντοτε μαρτυρίες. Αν δεν υπήρχαν οι άλλοι, η ντροπή δεν θα είχε γεννηθεί ποτέ στον κό-σμο. Αυτό που είχα δει στο πρόσωπο της Ουίκο, πίσω από ε-κείνα τα μάτια που έλαμπαν σαν νερό στο σκοτεινόχρωμο φως της αυγής, ήταν ο κόσμος των άλλων ανθρώπων - ο κόσμος ε-

ι8

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

κείνων που δεν μας αφήνουν ποτέ μόνους, που είναι πάντα έ-τοιμοι να γίνουν συνεργοί και μάρτυρες του εγκλήματος μας. Όλοι οι άλλοι πρέπει να καταστραφούν. Για να μπορώ να α-ντικρίσω τον ήλιο πραγματικά, ο κόσμος πρέπει να καταστρα-φεί...

Ύστερα από δυο μήνες, η Ουίκο έπαψε να εργάζεται στο Ναυτικό Νοσοκομείο και κλείστηκε στο σπίτι της. Τα κουτσο-μπολιά έδωσαν και πήραν στο χωριό. Ώσπου, στο τέλος του φθινοπώρου, ξέσπασε το δράμα.

Δεν θα υποψιαζόμασταν ποτέ ότι ένας λιποτάκτης του Ναυτικού θα μπορούσε να κρύβεται στο χωριό μας. Μια μέρα, γύρω στο μεσημέρι, ένα μέλος της στρατιωτικής αστυνομίας 1<6ηιρ6ί-ί3ΐ ήρθε στα γραφεία του χωριού μας. Το γεγονός δεν σπάνιζε και κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην επίσκε-ψή του.

Ήταν μια μέρα όλο φως, τέλος του Οκτώβρη. Είχα πάει ό-πως κάθε μέρα στο σχολείο, είχα τελειώσει την απογευματινή μου μελέτη και ετοιμαζόμουν για ύπνο. Λίγο πριν σβήσω το φως, κοίταξα έξω από το παράθυρο και άκουσα έναν θόρυβο ανθρώπων που έτρεχαν στον δρόμο. Ακούγονταν λαχανια-σμένοι σαν αγέλη σκύλων. Κατέβηκα στον δρόμο. Ο θείος μου και η θεία μου είχαν ξυπνήσει και πήγαμε όλοι μαζί να δούμε τι συμβαίνει. Ένας συμμαθητής μου στεκόταν στην είσοδο του χωριού. Παραξενεμένος, είχε ανοίξει διάπλατα τα μάτια του.

«Οι Ιζβιηρβί συνέλαβαν πριν λίγη ώρα την Ουίκο», μας φώ-ναξε. «Πήγαν προς τα κει. Πάμε να δούμε!»

Φόρεσα τα σανδάλια μου και έφυγα τρέχοντας. Το φεγγα-ρόφωτο ήταν υπέροχο. Εδώ κι εκεί στους θερισμένους ορυζώ-νες, οι καλαμωτές του ρυζιού έριχναν ξεκάθαρα τις σκιές τους.

Πίσω από μια συστάδα δέντρων, είδα να κινιέται μια ομά-δα από σκοτεινόχρωμες σιλουέτες. Η Ουίκο, με ένα μαύρο φό-

19

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

ρεμα, καθόταν καταγής. Το πρόσωπο της ήταν κάτασπρο. Γύ-ρω της στέκονταν μερικοί Ιί̂ βπιρβΐ και οι γονείς της. Ένας από τους Ιίβιηρ&ϊ ξεφώνιζε κρατώντας ένα κουτί που περιείχε προ-φανώς φαγητό. Ο πατέρας της Ουίκο γυρνούσε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, πότε απευθύνοντας απολογίες στους χωρο-φύλακες και πότε επιπλήττοντας την κόρη του. Καθισμένη σταυροπόδι καταγής, η μητέρα της έκλαιγε.

Παρατηρούσαμε τη σκηνή από τις παρυφές ενός ορυζώνα. Ο αριθμός των θεατών αυξανόταν ολοένα. Σιωπηλοί μέσα στη νύχτα, στέκονταν πλάι πλάι, με τους ώμους τους να αγγίζο-νται. Πάνω από τα κεφάλια μας, το φεγγάρι κρεμόταν μικρό σαν να το είχαν συνθλίψει.

Ο συμμαθητής μου μού ψιθύρισε στο αυτί μιαν εξήγηση: φαίνεται πως η Ουίκο το είχε σκάσει από το σπίτι της παίρνο-ντας μαζί της το κουτί με το φαγητό και πήγαινε στο διπλανό χωριό. Τότε τη συνέλαβαν οι Ιίβηιρβί, που είχαν στήσει ενέδρα. Σκόπευε να δώσει το φαγητό στον λιποτάκτη. Η Ουίκο τον εί-χε γνωρίσει στο Ναυτικό Νοσοκομείο. Είχε μείνει έγκυος και την είχαν απολύσει. Ο χωροφύλακας την είχε καθίσει στο σκα-μνί προσπαθώντας να πληροφορηθεί πού κρυβόταν ο λιποτά-κτης. Εκείνη, ωστόσο, παρέμενε ασάλευτη και κανείς δεν μπο-ρούσε να της βγάλει λέξη.

Όσο για μένα, έτρωγα με τα μάτια το πρόσωπό της. Έμοια-ζε με αλυσοδεμένη τρελή. Κάτω από το φεγγαρόφωτο, τα χα-ρακτηριστικά της ήταν ασάλευτα.

Ποτέ δεν είχα διαβάσει σε ένα πρόσωπο τόση απόρριψη. Σκέφτηκα πως, αν στο πρόσωπό μου ζωγραφιζόταν η έκφρα-ση εκείνου που τον έχει απορρίψει ο κόσμος, το πρόσωπο της Ουίκο απέρριπτε, πρώτο αυτό, τον κόσμο. Το φεγγαρόφωτο σκορπιζόταν ανελέητο πάνω στο μέτωπο, στα μάτια της, στη ράχη της μύτης και στα ζυγωματικά της, λες και ξέπλενε το α-

20

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

κίνητο πρόσωπο της. Αν κουνούσε, έστω και λίγο, τα μάτια ή το στόμα της, ο κόσμος -τον οποίο εκείνη πάσχιζε να απορρί-ψει- θα το είχε εκλάβει ως σύνθημα για να χιμήξει πάνω της.

Την κοίταζα κρατώντας την ανάσα μου. Ατένιζα εκείνο το πρόσωπο, που η ιστορία του τελείωνε εδώ, που θα σώπαινε πεισματικά τόσο για το μέλλον όσο και για το παρελθόν. Πολ-λές φορές, βλέπουμε ένα τέτοιο πρόσωπο σε ό,τι απομένει α-πό ένα δέντρο που το έχουν μόλις σωριάσει. Μολονότι η ε-γκάρσια τομή του δέντρου είναι πρόσφατη και δείχνει από το χρώμα της νωπή, κάθε ανάπτυξη διακόπτεται σε αυτό το ση-μείο. Είναι ανοιχτό στον αέρα και στον ήλιο, άλλο αν, με ομα-λές συνθήκες, δεν θα τους ανοιγόταν ποτέ. Εκτίθεται ξαφνικά σε έναν κόσμο που δεν ήταν στην αρχή ο δικός του και, στην εγκάρσια αυτή τομή, βλέπουμε ένα παράξενο πρόσωπο σχε-διασμένο στις όμορφες ίνες του ξύλου. Ένα πρόσωπο που προσφέρεται σε αυτό τον κόσμο, μόνο και μόνο για να τον α-πορρί'ψει...

Δεν μπορούσα να μη σκεφτώ πως ποτέ ξανά δεν θα ερχό-ταν μια τέτοια στιγμή στη ζωή της Ουίκο, ή στη δική μου ως θεατή: μια στιγμή που το πρόσωπό της θα ήταν τόσο όμορφο. Κι όμως, αυτό δεν κράτησε όσο προσδοκούσα: στο πρόσωπό της έγινε μια ξαφνική μεταβολή.

Η κοπέλα σηκώθηκε. Έχω την εντύπωση πως τότε αντί-κρισα το γέλιο της. Έχω την αίσθηση πως είδα τα άσπρα δό-ντια της να λάμπουν στο φεγγαρόφωτο. Δεν είμαι σε θέση να πω περισσότερα για τη μεταμόρφωσή της. Γιατί όταν σηκώ-θηκε, το πρόσωπό της ξεμάκρυνε από τις αχτίδες του φεγγα-ριού και χάθηκε κάπου στον ίσκιο των δέντρων.

Τι κρίμα που δεν μπόρεσα να δω την αλλαγή πάνω της, α-κριβώς τη στιγμή που αποφάσισε την προδοσία. Αν την είχα διαβάσει σε όλες της τις λεπτομέρειες, θα είχε σίγουρα βλα-

21

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

στήσει μέσα μου ένα πνεύμα συγγνώμης για τους ανθρώπους, ένα πνεύμα που θα συγχωρούσε κάθε λογής ασχήμια.

Η Ουίκο έδειξε προς τη σπηλιά του βουνού Καχάρα, στο διπλανό χωριό.

«Ώστε είναι στον Ναό Κόνγκο!» φώναξε ο Ι^αηροϊ. Με πλημμύρισε η παιδιάστικη χαρά της γιορτής. Ο Ιζβιηρβΐ

αποφάσισε να χωριστούν σε ομάδες και να περικυκλώσουν τον Ναό Κόνγκο από παντού. Κάλεσαν τους χωρικούς σε βοή-θεια. Ξεκινώντας από ένα ενδιαφέρον γεμάτο μοχθηρία, προ-σχώρησα μαζί με κάποια άλλα αγόρια στην πρώτη ομάδα. Η Ουίκο προχωρούσε επικεφαλής της ομάδας μας, σαν πρωτο-πόρος. Παραξενεύτηκα με τη σιγουριά των βημάτων της κα-θώς προπορευόταν στο φωτισμένο από τις φεγγαραχτίδες μο-νοπάτι, περιστοιχισμένη από τους ]<:6ηιρ6ί.

Ο Ναός Κόνγκο ήταν ξακουστός. Χτισμένος στη σπηλιά ε-νός βουνού, σε απόσταση περίπου ενός τετάρτου με τα πόδια από το χωριουδάκι Γιαζουόκα, ήταν γνωστός για το δέντρο Ι̂ αγα, φυτεμένο από τον Πρίγκιπα Τακαόκα, όπως και για τη χαριτωμένη τριώροφη παγόδα του, που αποδίδεται στον Χι-ντάρι Τζινγκόρο.^ Το καλοκαίρι ερχόμασταν συχνά εδώ για να λουστούμε στον καταρράχτη πίσω από τους λόφους.

Ο τοίχος του κυρίως ναού βρισκόταν προς την πλευρά του ποταμού. Το χορτάρι φύτρωνε πυκνό πάνω στους σπασμένους βώλους γης και οι άσπρες άκριές του έλαμπαν μέσα στη νύ-χτα. Κοντά στην πύλη του κυρίως ναού φύτρωναν τα τεϊόδε-ντρα. Η ομάδα μας προχωρούσε σιωπηλά πλάι στο ποτάμι.

Η αίθουσα του Ναού Κόνγκο ανοιγόταν από πάνω μας. Όταν διέσχιζες τη γέφυρα από κορμούς δέντρων, η τριώροφη παγόδα βρισκόταν στα δεξιά σου. Αριστερά, απλωνόταν το δάσος με τα φθινοπωριάτικα φύλλα του, ενώ στο βάθος των δέντρων δέσποζαν τα εκατόν πέντε πέτρινα σκαλοπάτια, πρα-

22

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

σινισμένα από τα βρύα. Τα σκαλοπάτια, αρκετά γλιστερά, ή-ταν από ασβεστόλιθο.

Πριν δρασκελίσουμε την ξύλινη γέφυρα, ο Ιίβπιρβί κοίταξε πίσω του και έγνεψε στην ομάδα μας να σταματήσει. Λέγεται ότι, παλιά, ορθωνόταν εκεί μια πύλη Όονα, χτισμένη από τους περίφημους γλύπτες Ουνκέι και Τανκέι.^ Πίσω από αυτό το σημείο, οι λόφοι της κοιλάδας Κουτζούκου ανήκαν στον Ναό Κόνγκο.

Κρατούσαμε την ανάσα μας. Ο ]<:6ΐηρ6ί παρότρυνε την Ουίκο να προχωρήσει. Διάβηκε

μόνη της την ξύλινη γέφυρα και ύστερα από λίγο την ακολου-θήσαμε. Σκιές τύλιγαν τη βάση των πέτρινων σκαλοπατιών, ε-νώ τα ψηλότερα λούζονταν από το φεγγαρόφωτο. Κρυφτήκα-με εδώ κι εκεί στο κάτω μέρος της σκάλας. Τα φύλλα, που εί-χαν αρχίσει να βάφονται με το πυρρόξανθο χρώμα του φθινο-πώρου, φάνταζαν μαύρα κάτω από το φως του φεγγαριού.

Η κυρίως αίθουσα του Ναού Κόνγκο βρισκόταν στο πάνω μέρος των σκαλοπατιών. Μια στοά οδηγούσε από κει σε μιαν άδεια αίθουσα,/που έδειχνε να προορίζεται για την αναπαρά-σταση των ιερών χορών Καγκούρα. Η άδεια αίθουσα είχε δια-μορφωθεί με πρότυπο τον «κρεμαστό» Ναό Κιγιομίζου:^ προ-βαλλόταν πάνω από τον λόφο και, ξεκινώντας από τον γκρε-μό, υποβασταζόταν από κάμποσες κολόνες και τραβέρσες, συνδεδεμένες μεταξύ τους. Η αίθουσα, η στοά και το ξύλινο πλαίσιο που τον υποβάσταζαν ήταν ξεθωριασμένα από τον ά-νεμο και τη βροχή. Άστραφταν κάτασπρα σαν σκελετός. Όταν τα φύλλα φλογίζονται από το φθινοπωριάτικο χρώμα τους, οι αποχρώσεις του κόκκινου εναρμονίζονται θαυμάσια με την ά-σπρη σκελετική δομή. Τη νύχτα όμως, πιτσιλισμένα από τις λάμψεις του φεγγαριού, φαντάζουν μαγευτικά και γεμάτα μυ-στήριο.

23

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

Ο λιποτάκτης κρυβόταν προφανώς στην αίθουσα πάνω α-πό τη σκαλωσιά. Ο ίί&ιηρ&ΐ προσπαθούσε να τον συλλάβει χρησιμοποιώντας την Ουίκο ως δόλωμα.

Εμείς, οι μάρτυρες της επικείμενης σύλληψης, κρυφτήκαμε κρατώντας την αναπνοή μας. Αν και με είχε τυλίξει ο κρύος α-έρας της όψιμης εκείνης νύχτας του Οκτώβρη, τα μάγουλά μου έκαιγαν.

Η Ουίκο ανέβηκε μόνη της τα εκατόν πέντε πέτρινα σκα-λοπάτια. Τα ανέβηκε με το περήφανο ύφος της τρελής. Η λευ-κή ομορφιά της κατατομής της ξεχώριζε ανάμεσα στο μαύρο φόρεμα και στα εβένινα μαλλιά της.

Μες στο φεγγάρι και στα άστρα, στα σύννεφα της νύχτας και στους λόφους που κεντούσαν τον ουρανό με τη θεσπέσια σιλουέτα των αιχμηρών τους κέδρων, στις διάστικτες κηλίδες του φεγγαριού και στα χτίσματα του ναού που αναδύονταν κά-τασπρα μέσ' από τη γύρω σκοτεινιά, ανάμεσα σε όλα αυτά, εί-χα μεθύσει από τη διάφανη ομορφιά της προδοτικής Ουίκο. Η κοπέλα είχε ταχθεί να ανέβει μόνη της τα άσπρα σκαλιά, προ-τάσσοντας περήφανα το στήθος της. Η προδοσία της ήταν σαν τα άστρα, το φεγγάρι και τους αιχμηρούς κέδρους. Με άλλα λόγια, ζούσε στον ίδιο κόσμο με μας, τους μάρτυρες. Και απο-δεχόταν τη φύση που μας περιέβαλλε όλους, ανεβαίνοντας ε-κείνα τα σκαλοπάτια σαν εκπρόσωπός μας. Στάθηκε αδύνατον να αναχαιτίσω μια σκέψη που μου έκοβε την ανάσα: «Με την προδοσία της, τελικά αποδέχτηκε και μένα. Τώρα μου ανήκει!»

Σε ένα κάποιο σημείο, ό,τι αποκαλούμε γεγονότα εξαφανί-ζεται από τη μνήμη μας. Η θέα της Ουίκο να ανεβαίνει τα ε-κατόν πέντε εκείνα σκαλιά, πρασινισμένα από τα βρύα, εξα-κολουθεί να υπάρχει μπροστά στα μάτια μου. Και έχω την αί-σθηση ότι θα τα ανεβαίνει αιώνια.

Από εκείνο το σημείο όμως, έγινε ολότελα διαφορετική.

24

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Ίσως, ανεβαίνοντας τα, η Ουίκο να με πρόδωσε, να μας πρό-δωσε όλους για μια ακόμη φορά. Από εκείνο το σημείο, έπα-ψε πια να απορρίπτει τον κόσμο στο σύνολό του, χωρίς όμως και να τον αποδέχεται εντελώς. Παραδόθηκε στην υπηρεσία του απλού πάθους. Με άλλα λόγια, ξέπεσε στην κατηγορία των γυναικών που δόθηκαν σε έναν και μόνον άντρα.

Γι' αυτό και μόνο μπορώ να θυμηθώ τι επακολούθησε, σαν να επρόκειτο για σκηνή που απεικονίσθηκε σε μια παλιά λι-θογραφία. Η Ουίκο περπάτησε κατά μήκος της στοάς, φωνά-ζοντας μες στο σκοτάδι του ναού. Εμφανίστηκε τότε η σιλου-έτα ενός άντρα. Κάτι του είπε. Ο άντρας έστρεψε το περί-στροφο στα πέτρινα σκαλοπάτια και πυροβόλησε. Οι ίίοηρ&ί του ανταπέδωσαν τον πυροβολισμό πίσω από έναν κοντινό θάμνο. Και ενώ ο άντρας ετοιμαζόταν να πυροβολήσει ξανά, η κοπέλα έκανε μεταβολή προς τη στοά και το έβαλε στα πό-δια. Εκείνος έριξε μια σειρά από πυροβολισμούς στην πλάτη της. Η Ουίκο σωριάστηκε. Ο άντρας έστρεψε τότε την κάνη του όπλου του στον κρόταφό του και πυροβόλησε για τελευ-ταία φορά.

Αρχικά οι Ιίβηιροϊ και ύστερα όλοι οι άλλοι ανέβηκαν τα σκαλοπάτια και έσπευσαν πλάι στα δυο νεκρά κορμιά. Έμει-να κρυμμένος σιωπηλά στον ίσκιο των φθινοπωριάτικων φύλ-λων. Τα άσπρα ξύλινα πλαίσια του ναού, σωριασμένα -θαρ-ρείς- το ένα πάνω στο άλλο, δέσποζαν πάνω από το κεφάλι μου. Ο θόρυβος των βημάτων που προχωρούσαν δίπλα στα ξύλινα κράσπεδα της στοάς ερχόταν από πάνω μου σαν ελα-φριά τρεμούλα.

Το φως των διασταυρωμένων πυρσών πέρασε πάνω από το κιγκλίδωμα της στοάς, αγγίζοντας τα κλαδιά με τα κόκκινα φύλλα.

Μοναδική μου αίσθηση ήταν πως όλα αυτά συνέβαιναν σε

25

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

ένα μακρινό παρελθόν. Όσοι δεν διαθέτουν ευαισθησία α-πλώς ταράζονται τη στιγμή που βλέπουν το αίμα να κυλά. Α-πό τη στιγμή που αυτό στερεύει, η τραγωδία έχει τρτάσει στο τέλος της. Φαίνεται πως αποκοιμήθηκα. Ξυπνώντας, διαπί-στωσα πως είχαν φύγει όλοι, πως είχαν προφανώς ξεχάσει ό,τι είχε σχέση με μένα. Ο αέρας έσφυζε από τερετίσμαπχ που-λιών, ο πρωινός ήλιος έλαμπε μέσ' από τα φύλλα των γύρα) δέ-ντρων. Φωτισμένα από τις αχτίδες του, τα σκελετο)δη χτίσμα-τα πάνω από το κεφάλι μου έμοιαζαν να ξαναζωντανεύουν. Ήσυχα και περήφανα, ο ναός πρόβαλλε την άδεια του αίθου-σα στην κοιλάδα με τα κόκκινα φύλλα.

Σηκώθηκα αναριγώντας και τρίφτηκα για να τονακτω την κυκλοφορία μου. Μονάχα το ρίγος έμενε στο σώμα μου. Όλα όσα απέμεναν ήταν το ρίγος.

Στη διάρκεια των ανοιξιάτικων διακοπών της επόμενης χρο-νιάς, ο Πατέρας επισκέφτηκε το σπίτι του θείου μου. Πάνω α-πό την πολιτική στολή του της εποχής του πολέμου, φορούσε το ράσο του. Είπε πως ήθελε να με πάρει μαζί του στο Κιότο για μερικές ημέρες. Η παλιά αρρώστια του πατέρα μου είχε αι-σθητά χειροτερέψει και ταράχτηκα βλέποντας την κατάπτωσή του. Όχι μόνον εγώ, αλλά και ο θείος μου και η θεία μου προ-σπάθησαν να τον μεταπείσουν γι' αυτό το ταξίδι. Εκείνος ό-μως δεν μας άκουσε. Όταν το σκέφτομαι εκ των υστέρων, συ-νειδητοποιώ ότι ο Πατέρας ήθελε, όσο είχε ακόμη τα μάτια α-νοιχτά, να με παρουσιάσει στον Ηγούμενο του Χρυσού Ναού.

Να επισκεφτώ τον Χρυσό Ναό ήταν βέβαια, για πάμπολλα χρόνια, το όνειρό μου. Παρ' όλα αυτά, δεν με ενθουσίαζε και τόσο η ιδέα να ταξιδέψω μέχρι εκεί με τον Πατέρα που κατέ-βαλλε ηρωικές προσπάθειες, θεωρώντας χρέος του να εντυ-

26

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

πωσιάσει όσους τον λόγιαζαν βαριά άρρωστο. Καθώς πλησία-ζε ο καιρός που θα αντίκριζα τον Χρυσό Ναό -δεν τον είχα δει ποτέ μέχρι τότε από κοντά-, κάτι σαν δισταγμός αναπτυσ-σόταν μέσα μου. Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, προείχε να είναι όμορφος. Και θα στοιχημάτιζα οτιδήποτε, όχι τόσο για την ίδια την αντικειμενική του ομορφιά, όσο για τη δική μου δύναμη να φανταστώ την ομορφιά του.

Είχα εντρυφήσει ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε τον ναό, όσο βέβαια ήταν δυνατόν για ένα αγόρι της ηλικίας μου. Διάβασα σε ένα βιβλίο τέχνης τις ακόλουθες επιφανειακές πληροφορίες για την ιστορία του:

«Ο Ασικάγκα Γιοσιμίτσου (1358-14Θ8) παρέλαβε το Αρχο-ντικό Κιταγιάμα από την οικογένεια Σαϊόντζι και το μετέβαλε σε σημαντικότατη έπαυλη. Τα κυρίως κτίσματα, όπως η Λει-ψανοθήκη, η Αίθουσα του Ιερού Πυρός, η Αίθουσα του Εξο-μολογητηρίου και το Χοζούι-ιν αποτελούν βουδιστικές κατα-σκευές. Και ακόμη, κάποια κατοικήσιμα διαμερίσματα, όπως το Σίντεν, η Αίθουσα των Λόρδων, η Αίθουσα των Συνελεύ-σεων, ο Πύργος Τενκύο, ο Πυργίσκος Κοχόκου, η Αίθουσα Ιζούμι και το Περίπτερο Κανσετσού. Η Λειψανοθήκη ήταν χτισμένη με τη μεγαλύτερη φροντίδα από όλα τα χτίσματα και αργότερα ονομάστηκε Χρυσός Ναός. Παρότι είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε επακριβώς πότε απέκτησε για πρώτη φο-ρά αυτό το όνομα, υπάρχουν εύλογες αιτίες να υποθέσει κα-νείς ότι ήταν επακόλουθο του Πολέμου Ονίν (1467-77). Ήδη από την περίοδο Μπουμέι (1469-87), η χρήση αυτού του ονό-ματος ήταν ευρύτατη.

»0 Χρυσός Ναός είναι ένα τριώροφο πυργοειδές κτίσμα, που δεσπόζει σε έναν κήπο, αντικριστά σε μια μικρή λίμνη (τη λίμνη Κυόκο). Η κατασκευή συμπληρώθηκε προφανώς γύρω στο πέμπτο έτος του Οέι (1398). Οι δυο πρώτοι όροφοι χτί-

27

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

στηκαν σύμφωνα με τον ρυθμό Ξήϊηάβη-ζυΐίυή της αρχιτεκτο-νικής των κατοικιών και εξοπλίστηκαν με γαλλικά παράθυρα, ενώ ο τρίτος όροφος συνίστατο σε ένα τετράγωνο διαμέρισμα οκτώ ποδών, χτισμένο σε αμιγή ρυθμό Ζεν. Η οροφή, σκεπα-σμένη με φλούδα κυπαρισσιού, σε στυλ ήοί&ί-ζυίζυή, επιστε-γαζόταν με έναν φοίνικα από επιχρυσωμένο χαλκό. Η Αίθου-σα Τσούρι, με στέγη σαμαρωτή, προεξείχε αντικρίζοντας τη λιμνούλα και σπάζοντας τη μονοτονία τής γύρω αρχιτεκτονι-κής. Η οροφή του Χρυσού Ναού, από ξύλο με λεπτές ίνες, ή-ταν ελαφρά κεκλιμένη. Η δομή της ήταν ανάλαφρη και συγ-χρόνως κομψή, σωστό αριστούργημα της αρχιτεκτονικής των κήπων, όπου το στυλ των κατοικιών εναρμονίζεται θαυμάσια με το βουδιστικό. Έτσι, ο ναός εξέφραζε το γούστο του Ασι-κάγκα Γιοσιμίτσου και τη σαφή πρόθεσή του να υιοθετήσει την κουλτούρα της Αυτοκρατορικής Αυλής, αποδίδοντας στην εντέλεια την ατμόσφαιρα της συγκεκριμένης περιόδου.

»Ύστερα από τον θάνατο του Γιοσιμίτσου, η Αίθουσα Κιτα-γιάμα μεταβλήθηκε, σύμφωνα με τις τελευταίες του επιθυμίες, σε ναό Ζεν. Αυτός είναι γνωστός ως Ροκονόντζι. Αργότερα, ό-λα αυτά τα κτίσματα μεταφέρθηκαν αλλού ή αφέθτικαν να ρη-μάξουν. Ευτυχώς, ο ίδιος ο Χρυσός Ναός διατηρείται ακόμη...»

Ίδιο φεγγάρι κρεμασμένο στον νυχτερινό ουρανό, ο Χρυ-σός Ναός χτίστηκε σαν ένα σύμβολο των σκοτεινών οικόνων. Παρ' όλα αυτά, ήταν απαραίτητο ο Χρυσός Ναός πον ονείρων μου να περιβάλλεται από το σκοτάδι. Σε αυτό το σκοτί'χδι, οι πανέμορφες ραδινές κολόνες του θα ξαπόσταιναν ήσυχα και σταθερά εκπέμποντας ένα αμυδρό φως. Και ακόμη, όποιες λέ-ξεις κι αν χρησιμοποιούσε ο κόσμος για να δώσει σχετικά τη μαρτυρία του, ο ναός θα συνέχιζε να στέκει σιωπηλός, επιδει-κνύοντας τη λεπτοδουλεμένη του δομή στα μάτια των ανθρώ-πων και υπομένοντας το σκοτάδι γύρω του.

28

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Σκεφτόμουν ακόμη τον επιχρυσωμένο χάλκινο φοίνικα που στεφάνωνε τη στέγη του Χρυσού Ναού μένοντας χρόνο με τον χρόνο εκτεθειμένος στα στοιχεία της φύσης. Το μυστη-ριώδες χρυσό πουλί δεν έκραξε ποτέ το αχνοξημέρωμα, μήτε άνοιξε ποτέ τα φτερά του - πράγματι, λες κι είχε ολότελα ξε-χάσει πως ήταν πουλί. Κι όμως, δεν ήταν αλήθεια πως δεν πε-τούσε. Αν άλλα πουλιά πετούν στον αέρα, ο χρυσός φοίνικας πετούσε αιώνια μέσα στον χρόνο με τα λαμπερά φτερά του. Ο χρόνος έπληξε τούτα τα φτερά. Τα έπληξε και άλλαξε πορεία. Και ο φοίνικας, έτοιμος να πετάξει, στάθηκε ασάλευτος, με ορθωμένες τις φτερούγες του και μια σπίθα οργής στα μάτια, σείοντας την ουρά του και απλώνοντας με γενναιότητα τα με-γαλόπρεπα χρυσά του πόδια.

Ενώ έκανα παρόμοιες σκέαρεις, ο Χρυσός Ναός φάνταζε στα μάτια μου σαν όμορφο καράβι που διασχίζει τη θάλασσα του χρόνου. Το βιβλίο τέχνης μιλούσε για «κτήρια με ανεπαρ-κείς τοίχους, γεμάτα ρεύματα», κάτι που με έκανε να αναπο-λήσω τη μορφή ενός καραβιού. Η λιμνούλα, όπου έβλεπε ε-κείνο το περίπλοκο τριώροφο σκάφος αναψυχής, μπορούσε να θεωρηθεί ως σύμβολο της θάλασσας. Ο Χρυσός Ναός είχε φθάσει ως εμάς διασχίζοντας μια απέραντη νύχτα. Ένας διά-πλους με απρόβλεπτη κατάληξη. Στη διάρκεια της μέρας, το παράξενο καράβι έριχνε άγκυρα με την όψη της αθωότητας, εκτεθειμένο στη θέα ενός συρφετού ανθρώπων. Όταν όμως νύχτωνε, το γύρω σκοτάδι λες και του έδινε καινούργια δύνα-μη κι εκείνο συνέχιζε την πλεύση με τη στέγη του να ανεμίζει σαν πελώριο πανί.

Δεν θα αποτελούσε υπερβολή ο ισχυρισμός ότι το πρώτο πραγματικό πρόβλημα που αντιμετώπισα στη ζωή μου ήταν ε-κείνο της ομορφιάς. Ο πατέρας μου ήταν ένας απλός ιερέας της υπαίθρου με φτωχό λεξιλόγιο. Μου δίδαξε πως «τίποτε σε αυτή

29

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

τη Γη δεν είναι τόσο όμορφο όσο ο Χρυσός Ναός». Με τη σκέ-ψη πως η ομορφιά θα είχε σίγουρα έρθει πριν από μένα στον ά-γνωστο τούτον κόσμο, δεν μπορούσα να αναχαιτίσω ένα κάποιο συναίσθημα ενόχλησης και οργής. Αν η ομορφιά υπήρχε πράγ-ματι εδώ, αυτό σήμαινε πως η ζωή μου της ήταν ξένη.

Ο Χρυσός Ναός δεν στάθηκε ποτέ για μένα μια απλή ιδέα. Παρότι τα βουνά τον έκρυβαν από τα μάτια μου, δεν έπαυε να είναι εκεί και είχα κάθε δυνατότητα να τον επισκεφθώ αν ήθε-λα. Η ομορφιά ήταν κάτι που μπορούσαμε να αγγίξουμε με τα δάχτυλά μας, που η αντανάκλασή της ήταν σαφής στα μάτια μας. Το ήξερα και είχα την πεποίθηση ότι, μέσα σε όλες τις αλ-λαγές του κόσμου, ο Χρυσός Ναός έμενε στη θέση του, ασφα-λής και αναλλοίωτος.

Μερικές φορές, τον σκεφτόμουν σαν ένα μικρό, ντελικάτο αριστοτέχνημα που θα μπορούσε να χωρέσει στις φούχτες μου. Άλλες πάλι, τον φανταζόμουν σαν έναν καθεδρικό ναό, γιγάντιο, τερατώδη, που υψωνόταν ατελείωτος προς τον ου-ρανό. Ως νεαρό αγόρι, δεν μπορούσα να σκεφτώ την ομορφιά ούτε μικρή ούτε μεγάλη, αλλά συνυφασμένη με την έννοια του μέτρου. Έτσι, τα καλοκαιριάτικα λουλουδάκια, που (χνίχδιναν ένα διάχυτο φως μουσκεμένα από την πρωινή δροσιά, φάντα-ζαν στα μάτια μου τόσο όμορφα όσο ο Χρυσός Ναός. Και α-κόμη, όταν τα μουντά, φορτωμένα με κεραυνούς σύννεφα στέ-κονταν περήφανα πέρα από τους λόφους, με τις άκριες τους να λάμπουν χρυσαφιές, η μεγαλοπρέπειά τους μου έφερνε στον νου τον Χρυσό Ναό. Τέλος, κάθε φορά που αντίκριζα έ-να όμορφο πρόσωπο, μου ερχόταν στη σκέψη η παρομοί(ΐ)ση: «όμορφο σαν τον Χρυσό Ναό».

Το ταξίδι ήταν μελαγχολικό. Τα τραίνα της γραμμής του Μαϊζούρου πήγαιναν από το δυτικό Μαϊζούρου στο Κιότο μέ-σω του Αγιάμπε, σταματώντας σε όλους τους μικρούς (ττίχθ-

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

μούς, όπως η Μακούρα και το Ουεζούγκι. Το όχημα ήταν βρό-μικο και όταν φτάσαμε στο φαράγγι του Χόζου και άρχισε να διασχίζει τη μια σήραγγα μετά την άλλη, ο καπνός σκορπιζόταν ανελέητα προκαλώντας στον Πατέρα έναν ασταμάτητο βήχα.

Οι περισσότεροι από τους επιβάτες ήταν συνδεδεμένοι κα-τά κάποιον τρόπο με το Ναυτικό. Τα βαγόνια της τρίτης θέσης ήταν γεμάτα συγγενείς που γυρνούσαν αφού είχαν επισκεφθεί υπαξιωματικούς, ναύτες, πεζοναύτες και εργαζομένους στον Πολεμικό Ναύσταθμο του Μαϊζούρου.

Κοίταζα έξω από το παράθυρο τον συννεφιασμένο και μο-λυβένιο ανοιξιάτικο ουρανό. Κοίταζα ακόμη το ράσο που φο-ρούσε ο Πατέρας πάνω από τα πολιτικά του και το στήθος ε-νός νεαρού ροδοκόκκινου υπαξιωματικού, που έμοιαζε να α-ναπηδά κατά μήκος των επίχρυσων κουμπιών του. Ένιωσα πως ήμουν σαφώς τοποθετημένος ανάμεσα στους δυο άντρες. Σύντομα, όταν θα έφτανα στην κατάλληλη ηλικία, θα με κα-λούσαν να καταταγώ. Δεν ήμουν ακόμη σίγουρος πως -όταν θα με καλούσαν- θα υπηρετούσα πιστά την πατρίδα όπως ε-κείνος ο υπαξιωματικός απέναντί μου. Έτσι κι αλλιώς, ήμουν προς το παρόν τοποθετημένος ανάμεσα σε δυο κόσμους. Πα-ρά την τόσο νεαρή ηλικία μου, είχα πλήρη συνείδηση, πίσω α-πό το άσχημο και ξεροκέφαλο μέτωπό μου, ότι ο κόσμος του θανάτου τον οποίο εξουσίαζε ο πατέρας μου και ο κόσμος της ζωής, κατειλημμένος από τους νέους, είχαν συναντηθεί μέσ' α-πό τον πόλεμο. Εγώ θα γινόμουν προφανώς ένας μεσάζοντας. Όταν θα σκοτωνόμουν στον πόλεμο, θα ήταν αδιάφορο ποιο μονοπάτι είχα διαλέξει από αυτά τα δυο που τώρα ανοίγονταν μπροστά στα μάτια μου.

Προσπάθησα να φροντίζω τον πατέρα μου όταν έβηχε. Κάπου κάπου, κοίταζα τον Ποταμό Χόζου έξω από το παρά-θυρο. Ήταν βαθυγάλαζος, ένα χρώμα που σου πλάκωνε την

31

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

'ψυχή, όπως η γαλαζόπετρα των πειραμάτων της χημείας. Κά-θε φορά που το τραίνο έβγαινε μέσ' από μια σήραγγα, εμφα-νιζόταν το Φαράγγι του Χόζου, είτε σε σημαντική απόσταση από τη σιδηροδρομική γραμμή είτε απροσδόκητα κοντά μας. Περιστοιχισμένο από ήπια βράχια, γυρνούσε αδιάκοπα τον βαθυγάλαζο τόρνο του.

Ο Πατέρας είχε μερικούς άσπρους κεφτέδες από ρύζι μέσα στο κουτί για το φαγητό του, που ντρεπόταν να ανοίξει μπρο-στά στους άλλους επιβάτες.

«Δεν είναι ρύζι αγορασμένο στη μαύρη αγορά», δήλωσε. «Προέρχεται από την καλή καρδιά των ενοριτών μου. Έτσι, θα μπορέσω να το φάω με χαρά και ευγνωμοσύνη».

Αυτά τα είπε για να τον ακούσουν όλοι οι ταξιδιώτες του βαγονιού. Όταν όμως άρχισε να τρώει, μόλις που στάθηκε ι-κανός να τελειώσει έναν μικρό κεφτέ.

Το παλιό και καπνισμένο αυτό τραίνο δεν μου έδινε την αί-σθηση ότι πήγαινε πράγματι στην πόλη, αλλά μάλλον ότι κα-τευθυνόταν προς τον σταθμό του θανάτου. Από τη στιγμή που μου ήρθε στο νου αυτή η σκέψη, ο καπνός που γέμιζε το βα-γόνι μας όταν το τραίνο περνούσε μέσ' από μια σήραγγα απο-κτούσε μυρωδιά κρεματορίου.

Όταν στάθηκα τελικά μπροστά στην Πύλη Σόμον του Ροκου-όντζι, η καρδιά μου σκίρτησε. Θα έβλεπα τώρα ένα από τα ω-ραιότερα πράγματα του κόσμου.

Ο ήλιος βρισκόταν στη δύστ] του και ένα πέπλο ομίχλης σκέπαζε τους λόφους. Κάποιοι επισκέπτες διάβηκαν την πύλη σχεδόν ταυτόχρονα με τον Πατέρα κι εμένα. Στα αριστερά μας ορθωνόταν το καμπαναριό, περιστοιχισμένο με μια συστάδα από -ανθισμένες ακόμη- δαμασκηνιές.

32

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Μια μεγάλη βελανιδιά έστεκε απέναντι στην Κυρίως Αί-θουσα. Ο Πατέρας κοντοστάθηκε στην είσοδο και ζήτησε ά-δεια για να μας δεχτούν. Ο Ηγούμενος μας μήνυσε ότι είχε ε-κείνη τη στιγμή έναν επισκέπτη και μας ζητούσε να περιμέ-νουμε για λίγο.

«Ας εκμεταλλευθούμε αυτό τον χρόνο», είπε ο Πατέρας, «και ας κάνουμε τον γύρο του Χρυσού Ναού».

Προφανώς, ήθελε να μου δείξει ότι ασκούσε κάποια επιρ-ροή σε εκείνο τον χώρο. Προσπάθησε μάλιστα να περάσει από την είσοδο των επισκεπτών χωρίς να πληρώσει. Παρ' όλα αυ-τά, τόσο οι δυο υπάλληλοι που πουλούσαν εισιτήρια και φυ-λαχτά όσο και ο ελεγκτής είχαν αλλάξει στη διάρκεια των δέ-κα τελευταίων χρόνων, μετά την εποχή που ο Πατέρας επι-σκεπτόταν συχνά τον ναό.

«Την επόμενη φορά που θα έρθω», είπε παγερά, «υποθέτω πως θα τους έχουν αλλάξει και πάλι».

Ένιωσα, ωστόσο, πως τούτες τις λέξεις: «την επόμενη φο-ρά», δεν τις έλεγε με την καρδιά του.

Βάλθηκα να περπατώ μπροστά στον Πατέρα, σχεδόν τρέ-χοντας. Συμπεριφερόμουν τάχα σαν ένα ανέμελο νεαρό αγόρι. (Μόνο σε τέτοιες περιπτώσεις -όταν έδινα σκόπιμα μια θεα-τρική παράσταση- η συμπεριφορά μου ήταν σαν του μικρού αγοριού.) Τότε, ο Χρυσός Ναός, που τον είχα τόσο ονειρευτεί, ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια μου με τον πιο απογοητευτι-κό τρόπο.

Στάθηκα στην άκρη της Λιμνούλας Κυόκο και, στην αντι-κρινή πλευρά του νερού, ο Χρυσός Ναός μου αποκάλυψε την πρόσοψή του μες στο ηλιοβασίλεμα. Το Σοζέι ήταν μισοκρυμ-μένο πέρα στ' αριστερά. Ο Χρυσός Ναός έριχνε τον ίσκιο του στην επιφάνεια της λίμνης, όπου επέπλεαν η λέμνα και τα φύλλα των υδρόβιων φυτών. Ο ίσκιος ήταν ωραιότερος από

33

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

το ίδιο το κτίσμα. Ο ήλιος που βασίλευε έκανε την αντανά-κλαση του νερού να πηγαινοέρχεται στο πίσω μέρος των πρό-στεγων των τριών ορόφων. Σε σύγκριση με το γύρω φως, η α-ντανάκλαση του πίσω μέρους των πρόστεγων ήταν εκθαμβω-τική και πεντακάθαρη. Ο Χρυσός Ναός μου έδινε την εντύ-πωση ότι έγερνε περήφανα προς τα πίσω.

«Λοιπόν, τι λες;» με ρώτησε ο Πατέρας. «Δεν είναι όμορ-φος; Ο πρώτος όροφος λέγεται Χοζούι-ιν,"^ ο δεύτερος Τσοό-ντο^ και ο τρίτος Κουκυότσο».^ Ο Πατέρας ακούμπησε το κά-τισχνο από την αρρώστια χέρι του πάνω στον ώμο μου.

Τον κοίταξα μερικές φορές από διαφορετική οπτική γωνία και έστρεψα το κεφάλι μου προς διάφορες κατευθύνσεις. Ω-στόσο, ο ναός δεν μου προκαλούσε καμιά συγκίνηση. Ήταν α-πλώς ένα τριώροφο κτίσμα, μικρό, σκοτεινό και παμπάλαιο. Ο φοίνικας στην κορυφή της στέγης του δεν μου φάνηκε τίποτε περισσότερο από μια κουρούνα που είχε σταθεί για λίγο να ξα-ποστάσει. Και αυτό το κτίσμα, όχι μόνο δεν με εντυπωσίασε με την ομορφιά του, αλλά και μου δημιούργησε μιαν αίσθηση δυ-σαρμονίας και αναστάτωσης. Μπορεί η ομορφιά, αναρωτήθη-κα, να είναι κάτι τόσο άσχημο;

Αν ήμουν ένα σεμνό, μελετηρό αγόρι, θα ελεεινολογούσα την ίδια μου την έλλειψη αισθητικής πριν αφεθώ να κυριευθώ από πλήρη απογοήτευση. Η θλίψη όμως που ένιωσα μπροστά σε κάτι, στο οποίο είχα στηρίξει τόσες προσδοκίες, μου έδιω-ξε κάθε άλλη σκέψη.

Μου πέρασε από τον νου πως ο Χρυσός Ναός θα πρέπει να είχε υποστεί κάποια μεταμφίεση για να κρύψει την αληθινή του ομορφιά. Μήπως η ομορφιά απογοητεύει όσους την πα-ρατηρούν για να προστατευθεί από τον κόσμο; Έπρεπε να πλησιάσω τον Χρυσό Ναό από πιο κοντά. Έπρεπε να καταρ-γήσω καθετί που φαινόταν άσχημο στα μάτια μου. Να εξετά-

34

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

σω όλες του τις λεπτομέρειες, μία προς μία, και να συλλάβω την ουσία της ομορφιάς του με τα δικά μου μάτια. Στον βαθμό που πίστευα μονάχα στην ομορφιά που μπορεί κανείς να δει με τα ίδια του τα μάτια, η στάση μου ήταν εκείνη τη στιγμή α-πόλυτα φυσική.

Με ύφος γεμάτο σεβασμό, ο Πατέρας με οδηγούσε τώρα (ττον ανοιχτό διάδρομο του Χοζούι-ιν. Πρώτα απ' όλα, κοίτα-ξα την επιδέξια φτιαγμένη μακέτα του Χρυσού Ναού, τοποθε-τημένη μέσα σε ένα γυάλινο περίβλημα. Αυτό το πρόπλασμα (ίου άρεσε: βρισκόταν πιο κοντά στον Χρυσό Ναό των ονείρων μου. Παρατηρώντας τη μικρογραφία του Χρυσού Ναού μέσα (ΐτον ίδιο τον μεγάλο, θυμήθηκα την ατέλειωτη σειρά των αντι-(ττοιχιών που προκύπτουν όταν ένα μικρό σύμπαν τοποθετείται [ΐέσα σε ένα μεγάλο και ένα ακόμη μικρότερο, μέσα στο μικρό. Ι'ια πρώτη φορά, μπορούσα να πλάθω όνειρα: για τον μικρό (ιλλά τέλειο Χρυσό Ναό, που ήταν ακόμη μικρότερος από τη μοικέτα. Και για τον μεγάλο, που ήταν άπειρα μεγαλύτερος α-πό το πραγματικό κτίσμα - τόσο μεγάλος, στ' αλήθεια, που τύ-λιγε σχεδόν τον κόσμο. Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, δεν (ΐτί'χθηκα για πολύ μπροστά στη μακέτα. Στη συνέχεια, ο Πατέ-ροις με οδήγησε σε ένα ξύλινο άγαλμα του Γιοσιμίτσου, περί-(|)Τΐμο ως «Εθνικός μας Θησαυρός». Το άγαλμα ήταν γνωστό (ος «Ροκουόνιν-ντόνο Ντόγκι», από το όνομα που πήρε ο Γιο-ι τιμίτσου όταν ασπάστηκε το μοναστικό σχήμα.

Και αυτό με εντυπωσίασε απλώς σαν μια παράξενη, μαυρι-(ΐμένη από την κάπνα εικόνα, χωρίς να της βρίσκω καμιά ο-[ΐορφιά. Ύστερα, ανεβήκαμε στο Τσοόντο, στον δεύτερο όρο-(|)θ. Κοίταξα τη ζωγραφική της οροφής, που αποδίδεται στον Κίχνο Μαζανόμπου,^ με απεικόνιση αγγέλων που παίζουν μουσική. Στον τρίτο όροφο, στο Κουκυότσο, είδα τα αξιοθρή-νητα κατάλοιπα από το φύλλο χρυσού που κάλυπτε αρχικά ό-

35

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

λο το εσωτερικό του ναού. Δεν μπορούσα να βρω σε όλα αυ-τά ούτε ίχνος ομορφιάς.

Στηρίχτηκα στο λεπτό κιγκλίδωμα και κοίταξα αφηρημένα κάτω στη λίμνη, όπου έλαμπε ο απογευματινός ήλιος. Η επι-φάνεια του νερού φάνταζε σαν χάλκινος καθρέφτης με την πατίνα του χρόνου. Και ο ίσκιος του Χρυσού Ναού έπεφτε κα-τευθείαν πάνω σε αυτή την επιφάνεια. Κάτω από τα υδρόβια φυτά και τη λέμνα, ο απογευματινός ουρανός καθρεφτιζόταν στο νερό. Και αυτός ο ουρανός ήταν διαφορετικός από εκεί-νον που απλωνόταν πάνω από τα κεφάλια μας. Ήταν πεντα-κάθαρος και γεμάτος γαλήνιο φως. Από κάτω και μέσα, λες και κατάπινε τον επίγειο κόσμο μας, ενώ ο Χρυσός Ναός βυ-θιζόταν εκεί σαν μεγάλη άγκυρα από ατόφιο χρυσάφι, μαυρι-σμένο από τη σκουριά.

Ο Πατέρας Ταγιάμα Ντόζεν, ο Ηγούμενος του ναού, ήταν φίλος του Πατέρα όταν φοιτούσαν μαζί σε κάποιον ναό Ζεν. Είχαν συνυπάρξει στον ναό για τρία χρόνια. Οι δυο νεαροί ά-ντρες παρακολουθούσαν την ειδική ιερατική σχολή στον Ναό Σοκόκου (που είχε επίσης κτιστεί την εποχή του Σογκούν Γιο-σιμίτσου) και, αφού πέρασαν από ορισμένες διαδικασίες του δόγματος Ζεν, εντάχθηκαν στην ιεροσύνη. Εκτός από όλα αυ-τά, έμαθα πολύ αργότερα από τον Πατέρα Ντόζεν -κάποια μέρα που ήταν καλοδιάθετος- ότι ο πατέρας μου κι εκείνος ό-χι μόνο μοιράστηκαν τις σκληρές μέρες της άσκησης (χλλά, κά-ποια βράδια, όταν όλοι πήγαιναν για ύπνο, σκαρφίχλωναν στον τοίχο του ναού και πήγαιναν να νοικιάσουν γυν(χίκες και να διασκεδάσουν.

Αφού κάναμε τον γύρο του ναού, ο Πατέρας κι εγ(ί) γυρί-σαμε πίσω στην είσοδο της Κεντρικής Αίθουσας. Μοις (ΐυνό-δευσαν σε μια αίθουσα μακριά και ευρύχωρη, και μας πέρα-σαν στο γραφείο του Ηγούμενου, μέσα στη Μεγάλη Βιβλιο-

36

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

θήκη που έβλεπε προς τον κήπο με το περίφημο γέρικο πεύκο. Κάθισα στητός, άκαμπτος μέσα στη σχολική μου στολή, ε-

νώ ο Πατέρας έδειξε σύντομα να νιώθει άνετα. Παρότι εκείνος και ο Ηγούμενος είχαν ασκηθεί στην ίδια σχολή Ζεν, η εμφά-νισή τους ήταν ολωσδιόλου διαφορετική. Αποστεωμένος από την αρρώστια του, ο Πατέρας είχε όψη ταλαίπωρη και επι-δερμίδα ξερή, σαν σκονισμένη. Αντίθετα, ο Πατέρας Ντόζεν έμοιαζε σαν ροδαλό γλυκό. Πάνω στο γραφείο του ήταν στοι-βαγμένοι σωροί από δέματα που δεν είχε ανοίξει, περιοδικά, βιβλία και γράμματα σταλμένα από διάφορα μέρη της χώρας, που αποκάλυπταν την ευμάρεια του ναού. Πήρε ένα ψαλίδι με τα στρουμπουλά του δάχτυλα και άνοιξε επιδέξια ένα από αυ-τά τα πακέτα.

«Είναι ένα γλύκισμα που κάποιος έστειλε από το Τόκιο», ε-ξήγησε. «Δεν βλέπει κανείς συχνά τέτοια γλυκίσματα τούτη την εποχή. Ακουσα μάλιστα πως ούτε καν τα καταστήματα διαθέτουν. Τα στέλνουν όλα στις Ένοπλες Δυνάμεις και στις κυβερνητικές υπηρεσίες».

Ήπιαμε θαυμάσιο γιαπωνέζικο τσάι, και φάγαμε ένα είδος (ττεγνού δυτικού γλυκού που δοκίμαζα για πρώτη φορά. Ε-πειδή βρισκόμουν σε υπερένταση, τα ψίχουλα έπεφταν από το γλύκισμα πάνω στο γυαλιστερό παντελόνι μου από μαύρο με-ταξωτό.

Ο Πατέρας και ο Ηγούμενος εξέφραζαν την πικρία τους για το γεγονός ότι, τόσο ο Στρατός όσο και οι ανώτεροι αξιω-ματούχοι έδιναν σημασία μόνο στα σιντοϊστικά παρεκκλήσια, ενώ περιφρονούσαν τους Βουδιστικούς ναούς - για την ακρί-βεια μάλιστα, όχι μόνον τους περιφρονούσαν αλλά και τους καταπίεζαν. Συζήτησαν τότε ποιος θα ήταν ο καλύτερος χει-ρισμός των ναών από την πλευρά της διοίκησης στο μέλλον.

Ο Ηγούμενος ήταν εύσωμος. Είχε βέβαια μερικές ρυτίδες

37

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

στο πρόσωπο του, οι περισσότερες όμως έδειχναν να έχουν ξεθωριάσει. Το πρόσωπό του ήταν στρογγυλό και η μακριά του μύτη έδινε την εντύπωση του ρετσινιού που, τρέχοντας α-πό τον κορμό του δέντρου, σε κάποιο σημείο στερεοποιήθηκε. Αν και η έκφρασή του ήταν καλόβολη, το ξυρισμένο του κε-φάλι ανάδιδε ένα είδος αυστηρότητας. Λες κι όλη του η ενέρ-γεια είχε συγκεντρωθεί εκεί: υπήρχε ολόγυρά του κάτι το τρο-μακτικά ζωικό.

Η συζήτηση των δύο ιερέων στρεφόταν τώρα γύρω από τα χρόνια τους στην ιερατική σχολή. Κοίταζα το Πεύκο-Καράβι στον κήπο. Για να το σχηματίσουν, είχαν κατεβάσει τα κλαδιά του μεγάλου δέντρου και τα είχαν τυλίξει μαζί γύρω γύρω σε σχήμα πλοίου. Τα κλαδιά της πλώρης σέρνονταν λίγο ψηλότε-ρα από τα υπόλοιπα. Μερικοί επισκέπτες είχαν έρθει προφα-νώς λίγο πριν κλείσουν οι πύλες του ναού. Άκουγα τις φωνές τους που βούιζαν από την κατεύθυνση του Χρυσού Ναού, στην αντικρινή πλευρά του τοίχου. Ο αέρας του ανοιξιάτικου εκείνου απόβραδου απορροφούσε τα βήματα και τις φωνές τους: ο ήχος τους ήταν απαλός και στρογγυλεμένος, δίχως τί-ποτε το διαπεραστικό. Ύστερα, καθώς τα βήματά τους υποχω-ρούσαν σαν παλίρροια, μου φάνηκαν πράγματι σαν βήματα ανθρώπινων όντων που περπατούσαν πάνω στη Γη. Κοίταξα τον φοίνικα στην κορυφή του Χρυσού Ναού. Απορροφούσε ό,τι απόμενε από το απογευματινό φως.

«Αυτό το παιδί τώρα, καταλαβαίνετε...» Ακούγοντας τα λόγια του Πατέρα, στράφηκα προς την πλευρά του. Μέσα στο σκοτεινό σχεδόν δωμάτιο, ετοιμαζόταν να εμπιστευθεί το μέλ-λον μου στον Πατέρα Ντόζεν.

«Δεν νομίζω πως θα ζω για πολύ ακόμη», είπε ο Πατέρας. «Θέλω να σας ζητήσω να φροντίσετε αυτό το παιδί, όταν θα έρθει η ώρα».

38

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Μόλο που ήταν ιερέας, συνηθισμένος να παρηγορεί τον κό-σμο σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Πατέρας Ντόζεν δεν είχε γι' αυ-τή την περίπτωση λόγια που καθησυχάζουν, αλλά απάντησε (χπλά: «Πολύ καλά, θα το φροντίσω».

Αυτό που με κατέπληξε πραγματικά ήταν ότι άρχισαν γε-[ΐάτοι κέφι να ανταλλάσσουν ανέκδοτα γύρω από τον θάνατο διαφόρων ονομαστών ιερέων. Ένας από αυτούς είχε πει πε-θαίνοντας: «Ω, δεν θέλω να πεθάνω!» Κάποιος άλλος τελείω-(τε τη ζωή του με τα ίδια τα λόγια του Γκαίτε: «Περισσότερο (ρως!» Και ένας τρίτος ιερέας, προφανώς περίφημος κι αυτός, [ΐετρούσε τα χρήματα του ναού ως τη στιγμή που έκλεισε τα (ΐάτια.

Μας πρόσφεραν ένα βραδινό γεύμα, γνωστό στους Βουδι-(ττές με το όνομα «γιατρικό», και συμφωνήσαμε να περάσου-[ΐε τη νύχτα στον ναό. Ύστερα από το δείπνο, έπεισα τον Πα-τέρα να πάμε άλλη μια φορά να δούμε τον Χρυσό Ναό: είχε α-νατείλει το φεγγάρι.

Συναντώντας ξανά τον Ηγούμενο ύστερα από τόσα χρόνια, ο Πατέρας βρισκόταν σε υπερδιέγερση και αισθανόταν εξου-θενωμένος. Όταν όμως με άκουσε να αναφέρομαι στον Χρυσό Ναό, βγήκε έξω μαζί μου, στηριγμένος στον ώμο μου, με την ανάοα του βαριά.

Το φεγγάρι ξεπρόβαλλε από την άκρη του όρους Φούντο, ρίχνοντας το φως του στο πίσω μέρος του Χρυσού Ναού. Το κτήριο έδειχνε να ξαποσταίνει, αναδιπλωμένο στη σκοτεινή και περίπλοκη σκιά του. Μονάχα τα πλαίσια των αψιδωτών παράθυρων στο Κουκυότσο άφηναν τους αχνούς ίσκιους του (ρεγγαριού να γλιστρούν μέσα στο κτίσμα. Το Κουκυότσο δεν είχε δικούς του τοίχους: φαινόταν να έχει καταλύσει εκεί το α-μυδρό φεγγαρόφωτο.

Από τη νήσο Ασιβάρα, μακριά, τα νυχτοπούλια έστελναν

39

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

τις κραυγές τους. Ένιωθα τα κάτισχνα χέρια του Πατέρα πά-νω στον ώμο μου. Κοιτάζοντας στον ώμο μου, είδα το χέρι του Πατέρα να έχει μεταβληθεί σε χέρι σκελετού.

Ύστερα από την επιστροφή μου στη Γιαζουόκα, ο Χρυσός Ναός, που με είχε τόσο απογοητεύσει εκ πρώτης όψεως, άρχι-σε να ξαναζωντανεύει μέσα μου μέρα με την ημέρα, ώσπου έ-γινε τελικά ακόμη πιο όμορφος από ό,τι ήταν πριν τον δω. Κι όμως, δεν θα μπορούσα να πω πού βρισκόταν η ομορφιά του. Λες και το όνειρό μου είχε γίνει πραγματικότητα και θα μπο-ρούσε τώρα να μου χρησιμεύσει σαν παρόρμηση για καινούρ-για όνειρα.

Δεν κυνήγησα περισσότερο την ψευδαίσθηση του Χρυσού Ναού στη φύση και στα αντικείμενα που με περιέβαλλαν. Σιγά σιγά, έφτασε στο σημείο να στεριώσει βαθιά μέσα μου. Καθεμιά από τις κολόνες του, τα στολισμένα με ανθέμια παράθυρά του, η στέγη και ο φοίνικας στην κορυφή του αιωρήθηκαν ξεκάθα-ρα μπροστά στα μάτια μου, σαν να μπορούσα να τα αγγίξω με τα ίδια μου τα χέρια. Και η παραμικρή ακόμη λεπτομέρεια του ναού βρισκόταν σε τέλεια συμφωνία με την περίπλοκη δομή, ό-πως όταν, ακούγοντας κάποιες μουσικές νότες, φέρνεις όλη τη σύνθεση στον νου σου: όποιο μέρος του Χρυσού Ναού κι αν διάλεγα, το σύνολο του κτίσματος άφηνε μέσα μου τον απόηχό του. «Ήταν αλήθεια αυτό που μου έλεγες: ότι ο Χρυσός Ναός είναι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο», έγραψα στο πρώτο γράμμα μου προς τον Πατέρα. Αφού με πήγε στο σπίτι του θεί-ου μου, είχε γυρίσει αμέσως στον ναό του, στο απόμακρο α-κρωτήρι. Αντί για απάντηση όμως στο γράμμα μου, έφτασε ένα τηλεγράφημα της μητέρας μου που με πληροφορούσε ότι εκεί-νος είχε πεθάνει ύστερα από μια τρομερή αιμορραγία.

4 ο

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο

ΜΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ, ΣΦΡΑΓΙΣΤΗΚΕ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ η περίοδος της εφηβείας μου. Το γεγονός ότι έλειπε ε-ντελώς από εκείνα τα χρόνια ό,τι θα αποκαλούσαμε

«ανθρώπινη φροντίδα» με έκανε πάντα να απορώ. Όταν όμως συνειδητοποίησα ότι δεν ένιωθα ούτε την ελάχιστη θλίψη γι' αυτόν τον θάνατο, η απορία μεταστράφηκε σε αδύναμη συγκί-νηση παύοντας πλέον να ανήκει στη σφαίρα της έκπληξης.

Έσπευσα στο χωριό του Πατέρα και, φτάνοντας, τον βρή-κα να κείτεται κιόλας στο φέρετρό του. Περπάτησα μέχρι την Ουτσιούρα και, από κει, ταξίδεψα παράκτια με το πλοίο μέχρι το ακρωτήρι Ναριού. Η όλη μετάβαση μου πήρε μιαν ολόκλη-ρη ημέρα. Κάνει ζέστη ακριβώς πριν την εποχή των βροχών και ο ήλιος εκτοξεύει κάθε μέρα τις αχτίδες του. Αμέσως μό-λις είδα τη σορό του Πατέρα, πήγαν το φέρετρο στο κρεματό-ριο, στο έρημο ακρωτήρι, για να το κάψουν στην ακτή.

Στην ύπαιθρο, ο θάνατος του ιερέα αποκτά χαρακτήρα ε-ντελώς ιδιότυπο. Και είναι ιδιότυπος γιατί είναι ολωσδιόλου σχετικός: ο ιερέας αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο το πνευ-ματικό επίκεντρο της περιοχής, τον θεματοφύλακα της ζωής των ενοριτών του, τον άνθρωπο που κρατούσε στα χέρια του το μεταθανάτιο πεπρωμένο τους. Και να που αυτός πεθαίνει στον ίδιο του τον ναό. Σαν να εκπληρώνει υπέρ το δέον πιστά

41

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

το χρέος του. Λες και, διδάσκοντας τους άλλους π(ί)ς να πεθά-νουν, δίνει μια δημόσια απόδειξη της πράξης του κοιι πεθαίνει κατά κάποιον τρόπο «εκ παραδρομής».

Το φέρετρο του Πατέρα φαινόταν να έχει πρ(>ιγμ(χτι τοπο-θετηθεί στην κατάλληλη θέση, όπου είχε ήδη γίνει κίίιΟε απα-ραίτητη προετοιμασία. Μπροστά του στέκοντοιν κλοιίγοντας η μητέρα μου, ο νεαρός ιερέας και οι ενορίτες. Ο νε(χρός ιερέας διάβασε τις σούτρα με φωνή διστακτική, σχεδόν οαν να συνέ-χιζε να εξαρτάται από τις υποδείξεις του Πατέρ(χ, που κειτό-ταν εκεί μπροστά, στο φέρετρό του.

Το πρόσωπό του ήταν θαμμένο κάτο) από τα πριότα λου-λούδια του καλοκαιριού. Στην απόλυτη δροσκχ (ΐυτίόν των λουλουδιών υπήρχε κάτι το μακάβριο. Έμοκίζοιν να εξερευ-νούν το βάθος ενός πηγαδιού. Με άλλα λόγκχ, το πρόίκοπο ε-νός νεκρού πέφτει σε ένα απύθμενο βάθος, -κάτω από την επι-φάνεια όπου βρισκόταν όταν ήταν ζωντανό, εκΟέτοντοις στη θέα των επιζώντων μονάχα το πλαίσιο μιας μαοχας. Πέ(|)τει ό-μως τόσο βαθιά που δεν μπορεί να ανέβει ^ανά (ττην επιφά-νεια. Το πρόσωπο ενός νεκρού μπορεί να μας πει κοιλύτερα α-πό οτιδήποτε σε αυτό τον κόσμο πόσο μακριά βριχτκόμοιστε α-πό την αληθινή ύπαρξη της φυσικής ουσίας κ(ΐι πό(το έξίο από τις δυνατότητές μας βρίσκεται η πρόσβαση προς (χυτή την ου-σία. Ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν αντιμέτίοπος με μια κατάσταση όπου, μέσ' από τον θάνατο, το πνεύμ(χ μετουσιώ-νεται σε απλή φυσική ουσία. Μόλις τότε αισθάνθηκίχ ότι ('χρχι-ζα σιγά σιγά να καταλαβαίνω γιατί εκείνα τα ανοιξΐ(χτικ(χ λου-λούδια, ο ήλιος, το θρανίο μου, το οίκημα του σχολείου, το μο-λύβι, κοντολογίς καθετί υλικό μου φαινόταν πάντ(χ τίκτο ι|)υ-χρό, λες και ήταν κάτι πολύ μακρινό.

Η Μητέρα και οι διάφοροι ενορίτες με κοίταζαν κ(χ()(ί)ς εί-χα την τελευταία μου συνάντηση με τον Πατέρα. Π(χρ' όλ(χ (χυ-

42

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

τά, η καρδιά μου θα αρνιόταν πεισματικά να δεχτεί την ανα-λογία με τον κόσμο των ζωντανών που συνεπάγεται η λέξη «συνάντηση». Γιατί με κανέναν τρόπο δεν επρόκειτο για συ-νάντηση. Απλώς κοίταζα το νεκρό πρόσωπο του Πατέρα.

Η σορός απλώς «κοιταζόταν», κι εγώ απλώς την κοίταζα. Ότι το κοίταγμα (δηλαδή η πράξη του να κοιτάζεις, όπως γί-νεται συνήθως, χωρίς τίποτε το συνειδητό) αποτελούσε μια α-πόδειξη των δικαιωμάτων των ζωντανών και, επιπλέον, μια έκφραση σκληρότητας - ήταν κάτι που μόλις τώρα βίωνα ως ζωντανή εμπειρία. Έτσι, το νεαρό αγόρι που ποτέ δεν τρα-γούδησε δυνατά ούτε έτρεξε ποτέ ξεφωνίζοντας με όλη τη δύ-ναμη των πνευμόνων του επιβεβαίωνε τα γεγονότα της ίδιας της ζωής του.

Παρότι, σε πολλούς τομείς, μου έλειπε το σθένος, δεν ένιω-θα τώρα ούτε την ελάχιστη ντροπή στρέφοντας προς τους πενθούντες ένα πρόσωπο φωτεινό, χωρίς ίχνος δακρύων. Ο ναός βρισκόταν πάνω σε έναν γκρεμό αντίκρυ στη θάλασσα. Πίσω από την ομήγυρη, τα σύννεφα του καλοκαιριού, μαζε-μένα πάνω από τα ανοιχτά της Θάλασσας της Ιαπωνίας, μου εμπόδιζαν τη θέα.

Ο ιερέας είχε ήδη αρχίσει να ψάλλει τη σούτρα Ζεν για την εκφορά των σωμάτων. Ένωσα τη φωνή μου με τη δική του. Η κυρίως αίθουσα του ναού ήταν σκοτεινή. Το λάβαρο, κρεμα-σμένο ανάμεσα στις κολόνες, οι άνθινοι διάκοσμοι που στόλι-ζαν το ιερό, το θυμιατό και τα ιερά σκεύη - όλα αυτά άστρα-φταν κάτω από το φως της ιερής λαμπάδας. Πού και πού, έ-πνεε στον ναό η θαλάσσια αύρα φουσκώνοντας τα φαρδιά μα-νίκια του ράσου μου. Καθώς απάγγελλα τις σούτρα, τα καλο-καιριάτικα σύννεφα μου επέβαλλαν τη διαρκή αίσθηση της παρουσίας τους, ρίχνοντας μια σκληρή φωταχτίδα στον κανθό των ματιών μου.

43

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

Ένα έντονο φως απ' έξω έπεφτε πάνω στη μκχ πλευρά του προσώπου μου. Πόση υβριστική περιφρόνηση έκλεινε μέσα του το εκθαμβωτικό εκείνο φως!

Όταν η νεκρική πομπή απείχε μόλις διακόσιες γιάρδες από το κρεματόριο, ξέσπασε μια νεροποντή. Ευτυχώς, βρισκόμα-σταν ακριβώς μπροστά στο σπίτι ενός καλοπροαίρετου ενορί-τη κι έτσι μπορέσαμε να στεγαστούμε όλοι μας, μαζί με το φέ-ρετρο. Η βροχή δεν έδειχνε να κοπάζει κ(χι η πομπή έπρεπε να συνεχίσει την πορεία της. Έτσι, αφού μ(χς έδίοσαν κάτι για να προστατευθούμε και σκεπάσαμε το φέρετρο με έναν μουσαμά, συνεχίσαμε τον δρόμο προς το κρεματόριο.

Αυτό βρισκόταν σε μια μικρή π(χρ(χλί(χ με βότσαλα, σ' ένα ακρωτήρι στα νοτιοανατολικά του χοοριού. Πρ()((χχνώς, τούτος ο χώρος εχρησιμοποιείτο ανέκαθεν γκχ ττ]ν κ(χύιτη των νεκρών, μια και ο καπνός δεν έφτανε μέχρι τα ιτπίτκχ.

Η θάλασσα ήταν σε εκείνο το σημείο ιδκχίτερα άγρια. Κα-θώς τα κύματα, σε αέναη αιώρηση, διογκίόνονπχν κ(χι ύστερα έσπαγαν, οι στάλες της βροχής κεντούσαν (χδΐ('χκοπ(χ την τα-ραγμένη τους επιφάνεια. Η βροχή τρυπούσε την επΐ(()('χνεια του νερού, αδιαφορώντας για την ταραχή του. Κί'χπου κάπου ό-μως, ένα μπουρίνι έριχνε ξαφνικά τις υδάτινες ριπές πάνω στα έρημα βράχια. Τα άσπρα βράχια γίνονταν τότε κίχτάμαυρα, λες και τ' ανεμόβροχο τα πιτσίλιζε με μελάνι.

Φτάσαμε σε αυτό το σημείο περνώντας μέίτ' (χπ(') [ΐκχ σήραγ-γα. Ενώ οι εργάτες έκαναν τις απαραίτητες προετοΐ[ΐ(Χ(τίες, στα-θήκαμε από κάτω για να προστατευθούμε από τΐ) νι ροποντή.

Από τη θαλάσσια έκταση δεν διακρινόταν τίποτι·. Υπήρχαν μονάχα τα κύματα, οι υγροί μαύροι βράχοι κ(χι οι κ(χτ(χρράχτες του ουρανού. Ποτισμένο με πετρέλαιο που έδινε (ττ(χ νερά του ξύλου όμορφες ανταύγειες, το φέρετρο μαστιγίονότίχν (χπό τη βροχή.

44

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Του έβαλαν φωτιά. Το πετρέλαιο προσφερόταν με το δελτίο. Επειδή όμως επρόκειτο για την κηδεία ενός ιερέα, είχαν κανο-νίσει να το προμηθευτούν σε μεγάλη ποσότητα. Η φλόγα πά-λευε τώρα ενάντια στις στάλες της βροχής και υψωνόταν στον αέρα με έναν ήχο που θα τον λόγιαζες για πλατάγισμα μαστιγί-ου. Παρότι ήταν μέρα, οι διάφανες φλόγες ξεχώριζαν με σαφή-νεια καταμεσής του πυκνού καπνού. Παχύς, ο καπνός κινήθη-κε αργά προς τους γκρεμούς ξεδιπλώνοντας τις έλικές του. Και, κάποια στιγμή, οι φλόγες έστησαν τον αυθύπαρκτο χορό τους.

Ξαφνικά, ακούστηκε ένας τρομερός θόρυβος, σαν κάτι να σκιζόταν: το σκέπασμα του φέρετρου είχε ανατιναχτεί.

Κοίταξα τη μητέρα που στεκόταν πλάι μου, κρατώντας το ροζάριο ανάμεσα στα δυο της χέρια. Το πρόσωπό της είχε γί-νει αφάνταστα σκληρό κι έμοιαζε τόσο μικρό και παγωμένο, που θα χωρούσε -θαρρείς- σε μιαν ανθρώπινη παλάμη.

Υπακούοντας στις επιθυμίες του Πατέρα, πήγα στο Κιότο και μπήκα στον Χρυσό Ναό ο̂ ς νεοφώτιστος. Εκείνη ακριβώς την εποχή, χειροτονήθηκα ιερέας από τον Ηγούμενο, που πλήρω-νε μάλιστα τα έξοδα των σπουδών μου. Σαν ανταπόδοση, τον φρόντιζα και έκανα τις δουλειές στον ναό. Η θέση μου ήταν ι-σότιμη με εκείνη ενός σπουδαστή-υπηρέτη, όπως λένε οι λαϊ-κοί.

Μόλις ανέλαβα υπηρεσία, συνειδητοποίησα ότι, ύστερα α-πό την επιστράτευση του αυστηρού επιμελητή του θαλάμου μας, δεν απόμεναν εκεί παρά μόνο γέροντες και αγόρια στην πρώτη τους νεότητα. Το γεγονός ότι βρισκόμουν εκεί ήταν για μένα από πολλές απόψεις μεγάλη ανακούφιση. Κανείς δεν με βασάνιζε πλέον όπως οι συμμαθητές μου στο Γυμνάσιο επειδή ήμουν γιος ιερέα: εδώ, όλοι βρισκόμασταν σε ίση μοίρα. Το μό-

45

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

νο που με έκανε να διαφέρω από τους άλλους ήταν το τραύλι-σμα μου και το γεγονός ότι ήμουν κατά τι πιο άσχημος.

Οι σπουδές μου στο Γυμνάσιο του Ανατολικού Μαϊζούρου είχαν διακοπεί. Ωστόσο, χάρη στη βοήθεια του Π(χτέρα Ταγιά-μα Ντόζεν, όλα ρυθμίστηκαν έτσι ώστε να τις συνεχίσω στο Γυ-μνάσιο της Ακαδημίας Ρινζάι. Θα άρχιζαν κίχτά τη φθινοπωρι-νή περίοδο, δηλαδή μέσα σε λιγότερο από έν(χν μήνα. Ήξερα, παρ' όλα αυτά, πως αμέσως μόλις θα άρχιζ(ί τη φοίτηση στο καινούργιο μου σχολείο, θα με επιστρίχτευοιν για αναγκαστική εργασία σε κάποιο εργοστάσιο. Αντιμετίόπιζα τώρα στη ζωή μου μια καινούργια συγκυρία. Μου είχ(χν (χπομείνει μόλις λίγες εβδομάδες καλοκαιρινών διακοπο)ν, που συνέπιπταν με τις δια-κοπές της περιόδου του πένθους μου, π(χρ(χξενα υποτονικές, στην τελευταία φάση του πολέμου του 1944. Η ζ(ι)ΐ] μου ως νεο-φώτιστου κύλησε ομαλά και, όταν την ξ(χν(χ(τκέ(ρτ0μ(χι, έχο3 την αίσθηση πως ήταν οι τελευταίες αληθινές δκχκοπές της ζωής μου. Ακούω σαν να 'ναι τώρα τα τερετίσματ(χ τίον τζιτζικιών...

Ο Χρυσός Ναός, που τον ξανάβλεπα ύστερ(χ οιπό πολλούς μήνες, ξαπόσταινε γαλήνια μέσα στο φως το)ν νατατων καλο-καιριάτικων ημερών. Είχα μόλις ασπαστεί το ιερίχτικό (τχήμα και το κεφάλι μου ήταν φρεσκοξυρισμένο. ΈνκοΟίχ πίος ο αέ-ρας κολλούσε πάνω του. Είχα την παράξενίχ επικίνδυνη αί-σθηση ότι οι σκέψεις που φώλιαζαν στον νου μου έρχονταν σε επαφή με τα φαινόμενα του εξωτερικού κόίτμοιι, δκχχίορισμέ-νες από αυτά μονάχα μέσ' από μια λεπτή με[ΐ()ρ('χν)), μκχ επι-δερμίδα ευαίσθητη και εύθραυστη. Μόλις ύψ(ΐ)ν(χ το (βλέμμα προς τον Χρυσό Ναό, ένιωθα πως αυτό το κτί(τμ(χ }ΐί· δκχπερ-νούσε, όχι μόνο μέσ' από τα μάτια μου αλλά κ(χι μέ(τ' οίπό το καινούργιο μου κεφάλι. Και το κρανίο μου, κ(χυτό (χπ(') την ε-παφή του με τον ήλιο, θα γινόταν ξαφνικά εξίσου δρο(ΐι·ρ(') μό-λις θα δεχόταν, το απόβραδο, την πνοή της αύρας.

4 6

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

«Ω, Χρυσέ Ναέ! Ήρθα επιτέλους να ζήσω πλάι σου!» ψι-θύριζε η καρδιά μου όταν σταματούσα για μια στιγμή να σα-ρώνω τα φύλλα. «Έστω κι αν δεν είναι τώρα αμέσως, φίλιωσε κάποτε μαζί μου και αποκάλυψε μου το μυστικό σου! Νιώθω πως η ομορφιά σου είναι πολύ κοντά μου, μα δεν μπορώ να τη δω. Σε παρακαλώ, άφησέ με να δω τον πραγματικό Χρυσό Ναό πιο καθαρά απ' ό,τι βλέπω την εικόνα σου στον νου μου. Και κάτι ακόμη: αν είσαι πράγματι τόσο όμορφος που τίποτε στον κόσμο δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί σου, πες μου, σε πα-ρακαλώ, πού οφείλεται η τόση ομορφιά σου, για ποιο λόγο (του είναι απαραίτητο να είσαι τόσο όμορφος».

Εκείνο το καλοκαίρι, ο Χρυσός Ναός λες και χρησιμοποι-ούσε τα άσχημα νέα του πολέμου που μας έρχονταν από μέρα (τε μέρα σαν ένα είδος χρυσόχαρτου που εκτόξευε λάμψεις πιο ζο)ηρές παρά ποτέ. Τον Ιούνιο, οι Αμερικανοί είχαν αποβιβα-(ττεί στη Σαϊπάν και οι Σύμμαχοι είχαν κάνει έφοδο στη νορ-μανδική ύπαιθρο. Ο αριθμός των επισκεπτών ελαττώθηκε ση-[ΐαντικά και ο Χρυσός Ναός έδειξε να χαίρεται αυτή τη μονα-ξιά και τη σιωπή.

Το γεγονός ότι οι πόλεμοι και οι αναταραχές, οι σωροί των πτωμάτων και οι ποταμοί αίματος αποτελούσαν για την ομορ-(ριά του μια πηγή πλούτου ήταν απόλυτα φυσικό. Κοντολογίς, ο ναός είχε κατασκευαστεί μέσ' από τις ταραχές, χτισμένος α-πό ένα πλήθος πολέμαρχων με σκοτεινιασμένη ψυχή, συγκε-ντρωμένων γύρω από έναν στρατηλάτη. Το ετερόκλητο σχέδιο των τριών ορόφων του, όπου ο ιστορικός της τέχνης θα μπο-ρούσε να δει την ανάμειξη των ρυθμών, είχε προέλθει αναμφι-σβήτητα -και σύμφωνα με τη φυσική τάξη των πραγμάτων- α-πό την αναζήτηση μιας μορφής αποκρυστάλλωσης του χάους. Αν, αντιθέτως, ο Χρυσός Ναός είχε κτιστεί σύμφωνα με κά-ποιο προκαθορισμένο στυλ, δεν θα μπορούσε να συγκεράσει

47

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

τα σύμμεικτα στοιχεία αυτού του κυκεώνα και θα είχε σίγουρα καταρρεύσει εδώ και πολύ καιρό.

Εξάλλου, κάθε φορά που, σταματώντας να σκουπίζω, ύ-ψωνα τα μάτια πάνω του, με παραξένευε ιδιαίτερα πώς ήταν δυνατόν αυτό το χτίσμα να υπήρχε πράγματι πριν από μένα. Ο Χρυσός Ναός που είχα δει όταν πέρασα κάποτε εδώ μια νύχτα μαζί με τον Πατέρα, δεν με είχε κάνει να νιώσω έτσι. Δυσκο-λευόμουν τώρα να πιστέψω πως ήταν πάντα εδώ, μπροστά στα μάτια μου, πολλά χρόνια τώρα.

Όταν τον σκεφτόμουν στο Μαϊζούρου, φανταζόμουν ότι υ-πήρχε μόνιμα σε μια γωνιά του Κιότο. Τώρα όμως που είχα έρ-θει να ζήσω εδώ, φάνταζε μπροστά στα μάτια μου μονάχα ό-ταν τον κοίταζα και, όταν κοιμόμουν στην κεντρική του αί-θουσα, έπαυε να υπάρχει. Γιατί, μες στην ημέρα, πολλές φορές πήγαινα να του ρίξω μια ματιά, πράγμα που διασκέδαζε τους συμμαθητές μου. Το γεγονός της ύπαρξής του με γέμιζε έκ-σταση. Και όταν ξαναγυρνούσα στην κεντρική αίθουσα, είχα την αίσθηση πως, αν πήγαινα ξαφνικά να τον κοιτάξω και πά-λι, η μορφή του θα έσβηνε όπως εκείνη της Ευρυδίκης.

Όταν τελείωσα το σκούπισμα γύρω από τον Χρικτό Ν(χό, πή-γα πίσω, στον λόφο, για να αποφύγω τον πριοινό ήλιο που γι-νόταν όλο και πιο έντονος. Σκαρφάλωσα το [ΐονοπχίιτι προς το Γιουκατέι. Ήταν λίγο πριν την ώρα που οι π()ρτες (χνοίγουν για το κοινό και δεν έβλεπες εκεί ψυχή. Έν(χς (τχημοίτκτμός α-πό αεροπλάνα διώξεως, προφανώς από τη β(Χ(τΐ) του Μίίϊζού-ρου, πέταξαν ξυστά στη στέγη του Χρυσού Νοιού και εξοιφα-νίστηκαν αφήνοντας πίσω τους το καταπιεστικό (χυλίίκι του βόμβου τους.

Πίσω στους λόφους, υπήρχε μια μοναχική λιμνούλοι, (τκε-

4 8

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

πασμένη με λέμνα, γνωστή ως λίμνη του Γιασουταμιζάουα. Στο κέντρο της μικροσκοπικής νησίδας ορθωνόταν ένας πέ-τρινος πύργος με πέντε ορόφους που λεγόταν Σιραχεμπιζού-κα. Ολόγυρα του, ο πρωινός αέρας αντηχούσε από τερετίσμα-τα πουλιών. Χωρίς να μπορείς να διακρίνεις ούτε ένα ανάμε-σα τους, ολόκληρο το δάσος κελαηδούσε.

Πυκνές τούφες από καλοκαιριάτικη χλόη φύτρωναν μπρο-στά στη λίμνη. Ένας χαμηλός φράχτης χώριζε το μονοπάτι α-πό το γρασίδι. Πλάι του βρισκόταν ξαπλωμένο ένα νεαρό α-γόρι με άσπρο πουκάμισο. Μια τσουγκράνα από μπαμπού ή-ταν στηριγμένη πάνω σε ένα μικροσκοπικό σφεντάμι.

Το αγόρι όρθωσε το κορμί του ζωηρά, λες και χώθηκε σαν τρυπάνι στον ήπιο καλοκαιριάτικο αγέρα. Όταν όμως με είδε, ι-ίπε απλά: «Μπα, εσύ είσαι;»

Είχα γνωριστεί με εκείνο το αγόρι, τον Τσουρουκάουα, το προηγούμενο απόγευμα. Προερχόταν από έναν πάμπλουτο ναό, στα περίχωρα του Τόκιο. Έτσι, η οικογένειά του ήταν σε θέση να καλύπτει πλουσιοπάροχα όλα τα έξοδα των σπουδών του, χαρτζιλίκι και προμήθειες. Το είχαν εμπιστευθεί στον Χρυσό Ναό -οι γονείς του γνώριζαν τον Ηγούμενο-, για να πάρει μια ιδέα από την άσκηση στην οποία υποβάλλονταν συ-νήθως οι νεοφώτιστοι. Είχε πάει στο σπίτι του για τις καλο-καιρινές διακοπές και είχε επιστρέι^ει από το Κιότο αργά το προηγούμενο απόγευμα. Ο Τσουρουκάουα μιλούσε ήρεμα με τη θαυμάσια προφορά του Τόκιο - θα έμπαινε το φθινόπωρο στο Γυμνάσιο της Ακαδημίας Ρινζάι στην ίδια τάξη με μένα και, ήδη από το προηγούμενο βράδυ, ο τρόπος της ομιλίας του, γοργός και χαρούμενος, με είχε κάνει να ντραπώ.

Τώρα, όταν τον άκουσα να μου λέει: «Μπα, εσύ είσαι;» οι λέξεις χάθηκαν στα χείλη μου. Έδειξε να ερμηνεύει τη σιωπή μου σαν αποδοκιμασία.

49

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

«Εντάξει είναι. Δεν χρειάζεται να σκουπίζεις με τόση φρο-ντίδα. Έτσι κι αλλιώς, οι επισκέπτες θα τα λερώσουν και πά-λι. Άσε που δεν έρχονται και τόσοι αυτές τις μέρες».

Έβγαλα ένα κοφτό γέλιο. Το αθέλητο εκείνο γέλιο έμοιαζε να προκαλεί σε κάποια πρόσωπα ένα είδος συμπάθειας για μένα. Και δεν ήμουν πάντοτε υπεύθυνος, τουλάχιστον καθ' ο-λοκληρίαν, για την εντύπωση που προκαλούσα στους άλλους.

Δρασκέλισα τον φράχτη και κάθισα δίπλα στον Τσουρου-κάουα. Είχε βάλει το μπράτσο γύρω από το κεφάλι του και παρατήρησα ότι, αν και απ' έξω μελαψό, το εσωτερικό του ή-ταν τόσο άσπρο που έβλεπες τις φλέβες να διαγράφονται διά-φανες. Οι πρωινές ηλιαχτίδες τρύπωναν ανάμεσα στα δέντρα, σκορπίζοντας στη χλόη ανοιχτοπράσινες κηλίδες. Καταλάβαι-να από ένστικτο ότι αυτό το αγόρι δεν αγαπούσε τον Χρυσό Ναό όσο εγώ. Κοντολογίς, η αφοσίωσή μου στον ναό οφειλό-ταν απόλυτα στην ίδια την ασχήμια μου.

«Άκουσα πως πέθανε ο πατέρας σου», είπε ο Τσουρουκά-ουα.

«Ναι». Έστρεψε γρήγορα αλλού τα μάτια κ(χι, χωρίς κοιμιά προ-

σπάθεια να κρύψει πόσο απορροφημένος ήτ(χν (ΐπό τους εφη-βικούς του συλλογισμούς, είπε: «Άν αγιπάς πκτο τον Χρυσό Ναό είναι γιατί σου θυμίζει τον πατέρα σου, έτ(τι δεν είναι; Εν-νοώ πως όταν, λόγου χάρη, τον κοιτάζεις, ()υ}ΐ()ΐ(Τ()ΐι πό(το τον αγαπούσε ο πατέρας σου».

Έμεινα μάλλον ικανοποιημένος συνειδτιτοποκόντοις ότι ο συλλογισμός του, εν μέρει ακριβής, δεν είχε προκ(ιΐλέ(τει ούτε την ελάχιστη αλλαγή στην απάθεια του προ(Τ(ί)που [ίου. Προ-φανώς, ο Τσουρουκάουα ταξινομούσε τα (χνΟρίόπινίί (ΐυναι-σθήματα στα μικρά πεντακάθαρα συρτάρκχ που είχι* (ττο δω-μάτιό του, όπως εκείνα τα αγόρια που ταξινομούν δΐ(')ΐ(|)ορ()ΐ εί-

5 θ

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

δη εντόμων. Και του άρεσε κάπου κάπου να τα βγάζει από κει για να κάνει κάποιο πείραμα.

«Νιώθεις μεγάλη θλίψη για τον θάνατο του πατέρα σου, έ-τσι δεν είναι; Γι' αυτό είσαι τόσο μελαγχολικός. Το σκέφτηκα αμέσως μόλις σε πρωτοσυνάντησα χτες το βράδυ».

Οι παρατηρήσεις του δεν με ενόχλησαν καθόλου. Πράγμα-τι, η αίσθηση του ότι έδειχνα μελαγχολικός μου έδινε μια κά-ποια ελευθερία και πνευματική γαλήνη, ενώ οι λέξεις βγήκαν αβίαστα από τα χείλη μου: «Αυτό το γεγονός δεν μου προκα-λεί καμιά απολύτως θλίψη, να το ξέρεις».

Ο Τσουρουκάουα με κοίταξε σηκώνοντας τις μακριές του βλεφαρίδες -τόσο μακριές που έδειχναν να τον ενοχλούν- και είπε:

«Θεέ μου! Ώστε απεχθανόσουν τον πατέρα σου; Ή, τουλά-χιστον, δεν τον αγαπούσες;»

«Δεν είχα τίποτε μαζί του, ούτε είναι αλήθεια πως δεν τον (χγαπούσα».

«Τότε, γιατί είσαι θλιμμένος;» «Δεν ξέρω. Δεν καταλαβαίνω ούτε κι εγώ». Αντιμετωπίζοντας το δύσκολο αυτό πρόβλημα, ο Τσουρου-

κάουα ανακάθισε στο χορτάρι. «Αν είναι έτσι, πρέπει να είχες κάποια άλλη θλιβερή εμπει-

ρία». «Ειλικρινά, δεν ξέρω», αποκρίθηκα ξανά. Και, λέγοντας αυτά τα λόγια, αναρωτήθηκα γιατί αισθανό-

μουν τόση ικανοποίηση προκαλώντας αμφιβολίες στους άλ-λους. Για μένα πάντως, δεν υπήρχε ούτε ο ίσκιος μιας αμφι-βολίας. Το θέμα ήταν από τα πλέον αυταπόδεικτα: είχαν και τα συναισθήματά μου το τραύλισμά τους! Δεν γεννιόντουσαν ποτέ έγκαιρα. Συνεπώς, ένιωθα τον θάνατο του Πατέρα να μη συνδέεται με την κατάσταση της θλίψης μου, σαν να μην υ-

51

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

πήρχε η παραμικρή συνάφεια και αλληλεξάρτηση μεταξύ τους. Μια ελαφριά χρονική απόκλιση, μια καθυστέρηση απο-συνδέει αναπόφευκτα τα συναισθήματα από τα γεγονότα, και αυτό αποτελεί για μένα θεμελιώδη κατάσταση. Όταν είμαι θλιμμένος, η στενοχώρια με κυριεύει ξαφνικά και χωρίς λόγο: δεν έχει να κάνει με κανένα ιδιαίτερο γεγονός και δεν οφείλε-ται πουθενά.

Για μια ακόμη φορά, στάθηκα ανίκανος να εξηγήσω κάτι από αυτά στον καινούργιο μου φίλο που καθόταν απέναντί μου. Στο τέλος, ο Τσουρουκάουα έβαλε τα γέλια.

«Είσαι παράξενος τύπος, έτσι;», είπε. Τα γέλια έκαναν το άσπρο του πουκάμισο να αναδιπλώνε-

ται στο στομάχι του. Οι ηλιαχτίδες που τρύπωναν μέσ' από τα κλαδιά των αιωρούμενων δέντρων με έκαναν να νιώθω ευτυ-χισμένος. Όπως το πουκάμισο του νεαρού εκείνου άντρα, έτσι και η ζωή μου ήταν γεμάτη πτυχές. Κι όμως, πώς έλαμπε στο ηλιόφωτο το κάτασπρο εκείνο πουκάμισο! Άραγε έλαμπα κι ε-γώ;

Παράμερα από τον κόσμο, ο ναός βίωνε τη συνηθισμένη του ζωή σύμφωνα με όλες τις παραδόσεις των να(ί)ν Ζεν. Αφότου είχε μπει το καλοκαίρι, δεν ξυπνούσαμε ποτέ μντά τις πέντε. Το ξύπνημα ονομαζόταν «άνοιγμα των κανόνίον». Ύστερα α-πό την έγερση, αρχίζαμε «το πρωινό καθήκον» με τΐ)ν απαγ-γελία των σούτρα. Επειδή τις επαναλαμβάναμε τρεις (ρορές, η διαδικασία αυτή λεγόταν «τριπλή επωδός». Ύ(ττερ(χ, (τκουπί-ζαμε μέσα τον ναό και σφουγγαρίζαμε το δάπεδο. Σττ] (τυνέ-χεια προγευματίζαμε, κάτι που αποκαλούσαμε «(η)νεδρί(χ του χυλού». Τρώγαμε τον χυλό μας ακούγοντας την (χποιγγελίίχ του αντίστοιχου σούτρα. Μετά, καταπιανόμασταν [ΐε άλλα «κ(χ()ή-

52

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

κοντά»: ξεχορταριάζαμε τον κήπο, τον καθαρίζαμε και κόβα-με ξύλα. Κατόπιν, τις μέρες του σχολείου, ερχόταν η ώρα να πάμε στην τάξη μας.

Αμέσως μόλις σχολάγαμε, έφτανε η στιγμή του «γιατρικού» ή βραδινού γεύματος. Ακολουθούσε πολλές φορές μια διάλε-ξη του Ηγούμενου γύρω από τα ιερά κείμενα. Στις εννέα, ερ-χόταν το «άνοιγμα του μαξιλαριού», δηλαδή η ώρα του ύπνου.

Αυτή ήταν η καθημερινή μου ρουτίνα. Κάθε μέρα, το σύν-θημα για την αφύπνισή μου ήταν το κουδούνι: το χτυπούσε ο ιερέας που ήταν επιφορτισμένος με την κουζίνα και την τελε-τουργία των γευμάτων.

Υποτίθεται ότι, αρχικά, δώδεκα περίπου άτομα ήταν συν-δεδεμένα με τον Χρυσό Ναό, δηλαδή με το Ροκουόντζι. Ω-(ττόσο, ως αποτέλεσμα της επιστράτευσης για τις ανάγκες του (ττρατού ή για αναγκαστική εργασία, οι μόνοι ένοικοι, εκτός α-πό τον ξεναγό (που θα ήταν γύρω στα εβδομήντα) και τη μα-γείρισσα (περίπου στα εξήντα), τον διάκονο και τον βοηθό του, ήμασταν εμείς, οι τρεις νεοφώτιστοι. Οι γέροντες είχαν το ένα πόδι στον τάφο, σκεπασμένοι κιόλας με βρύα, ενώ εμείς οι νέοι δεν ήμασταν παρά παιδιά. Ο διάκονος ήταν επιφορτισμέ-νος με κάμποσες λογιστικές εργασίες που έφεραν το όνομα «βοηθητικά καθήκοντα».

Μερικές μέρες μετά την άφιξή μου, μου ανατέθηκε το κα-θήκον να πηγαίνω την εφημερίδα στο διαμέρισμα του Ηγού-[ΐενου (τον αποκαλούσαμε «Σεβάσμιο Δάσκαλο»). Η εφημερί-δα ερχόταν μετά τις πρωινές μας εργασίες, συμπεριλαμβανο-μένου και του καθαρίσματος. Δεδομένου του μικρού μας α-ριθμού και του λίγου χρόνου που μας παραχωρούσαν για να σφουγγαρίζουμε καθέναν από τους διαδρόμους του ναού -εί-χε περίπου τριάντα αίθουσες-, η δουλειά μας ήταν σκληρή. Μόλις τελείωνα, πήγαινα στην είσοδο για να πάρω την εφη-

53

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

μερίδα, διέσχιζα τον μπροστινό διάδρομο -εκεί που βρισκό-ταν το «Σαλόνι των Αντιπροσώπων»- παρακάμπτοντας από το πίσω μέρος της την Αίθουσα των Επισκεπτών. Ακολου-θούσα ένα πέρασμα που ανοιγόταν μπροστά μου προς τη Με-γάλη Βιβλιοθήκη, όπου με περίμενε ο Σεβάσμιος Δάσκαλος. Όλοι οι διάδρομοι ήταν ακόμη υγροί από το σφουγγάρισμα και, στα σημεία όπου υπήρχαν τρύπες στα πατώματα, το νερό στις λακκούβες έλαμπε στον πρωινό ήλιο. Βουτούσα εκεί τα πόδια μου ως τους αστραγάλους. Η αίσθηση ήταν ευχάριστη: ήταν καλοκαίρι. Γονάτιζα έξω από τη Βιβλιοθήκη, λέγοντας: «Πάτερ, θα μπορούσα να περάσω, σας παρακαλώ;»

Μου αποκρινόταν μουγκρίζοντας. Πριν μπω μέσα, σκούπιζα τα βρεγμένα μου πόδια σε μιαν

άκρια του ράσου μου, κάτι που μού είχαν μάθει οι συμμαθητές μου. Συγχρόνως, έριχνα κλεφτές ματιές στους μεγάλους τίτ-λους της εφημερίδας και η δυνατή ευωδιά του φρέσκου μελα-νιού της λες και μου μετέφερε τις μυρωδιές του εξοοτερικού κό-σμου. Έτσι διάβασα: «Άραγε η Αυτοκρατορική Πραπεύουσα •(ναι καταδικασμένη να υποστεί αεροπορικές επιδρομές;»

Θα σας φανεί ίσως παράξενο, αλλά ποτέ μέχρι τότε δεν εί-χα συνδυάσει στη σκέψη μου τον Χρυσό Ν(«) με τις αεροπο-ρικές επιδρομές. Από την πτώση της Σαϊπ(χν, οι {-νοιέριες έφο-δοι στην ενδοχώρα είχαν καταστεί αναπόφευκτες κοιι οι Αρχές ασκούσαν πιέσεις έχοντας καταστρώσει σχέδια γιπ ττιν εκκέ-νωση ενός τμήματος του Κιότο. Παρ' όλα αυτά, δεν υπήρχε για μένα καμιά απολύτως σχέση ανάμεσα στην -(ΐχ}·δ(')ν οιιώ-νια- ύπαρξη του Χρυσού Ναού και στις φθορές ((π(') τις εναέ-ριες επιδρομές. Ένιωθα πως ο εκ φύσεως ά(|;()()ΐρτος ν((ός και η δύναμη της φωτιάς αναγνώριζαν την απόλυτη δΐ(ί(()ορ(ί τίον φύσεών τους και, αν ποτέ τύχαινε να συναντηθούν, Οίί (ίπομ(χ-κρύνονταν αυτομάτως το ένα από το άλλο.

54

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Είναι βέβαια γεγονός ότι ο Χρυσός Ναός κινδύνευε σύντο-μα να καταστραφεί από τις αεροπορικές επιδρομές.

Πράγματι, με τον ρυθμό που εκτυλίσσονταν τα γεγονότα, ο Χρυσός Ναός θα μεταβαλλόταν σίγουρα σε στάχτη.

Από τη στιγμή που αυτή η ιδέα ρίζωσε μέσα μου, η τραγι-κή του ομορφιά μεγάλωνε ακόμη περισσότερο στα μάτια μου.

Ήταν ένα από τα στερνά καλοκαιριάτικα απομεσήμερα, η παραμονή της επιστροφής μας στα σχολεία. Ο Ηγούμενος εί-χε κληθεί για μία επιμνημόσυνο δέηση, μαζί με τον βοηθό του διακόνου. Ο Τσουρουκάουα με προσκάλεσε να πάμε στον κι-νηματογράφο. Επειδή όμως η ιδέα δεν με ενθουσίαζε ιδιαίτε-ρα, έχασε κι εκείνος στη στιγμή τον ενθουσιασμό του. Αυτού του είδους οι μεταστροφές ήταν κάτι συνηθισμένο με τον Τσουρουκάουα.

Έχοντας πάρει λίγες ώρες άδεια, βγήκαμε από το κυρίως κτίσμα, με γκέτες γύρω από τα χακί παντελόνια μας και με το κασκέτο των γυμνασιόπαιδων της Ακαδημίας Ρινζάι. Ήταν η ώρα της μεγάλης ζέστης και δεν υπήρχε ούτε ένας επισκέπτης.

«Πού πάμε;» ρώτησε. Αποκρίθηκα ότι, πριν πάω οπουδήποτε, έπρεπε να γεμίσω

τα μάτια μου με τον Χρυσό Ναό, μια και, από την επομένη, δεν θα μπορούσαμε πια να τον βλέπουμε εκείνη την ώρα και, επιπλέον, δεν ήταν διόλου απίθανο να γίνει στάχτη από μια α-εροπορική επιδρομή ενώ θα ήμασταν στο εργοστάσιο. Του το εξήγησα όπως μπόρεσα με το έντονο τραύλισμά μου, ενώ ε-κείνος με άκουγε με έκφραση έκπληξης και ανυπομονησίας.

Όταν τελείωσα το σύντομο αυτό λογύδριο, ο ιδρώτας κυ-λούσε στο πρόσωπό μου λες και είχα προφέρει κάτι αδιάντρο-πο. Ο Τσουρουκάουα ήταν το μοναδικό πρόσωπο στο οποίο είχα αποκαλύψει τον παράξενο δεσμό μου με τον Χρυσό Ναό. Κι όμως στο βλέμμα του ήταν ζωγραφισμένη η οργή που έ-

55

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

βλεπα συνήθως σε όσους προσπαθούσαν να καταλάβουν τη βραδυγλωσσία μου. Με αυτή την ίδια έκφραση με αντιμετωπί-ζουν όλοι. Όταν τους εμπιστεύομαι ένα σημαντικό μυστικό, ό-ταν τους καθιστώ μάρτυρες του συγκλονιστικού ρίγους που μου προκαλεί η ομορφιά, όταν τους βγάζω τα εσώψυχά μου, προσκρούω σ' αυτή την ίδια έκφραση. Μια έκφραση που δεν παίρνουν συνήθως οι άνθρωποι απέναντι στους άλλους. Με α-πόλυτη πιστότητα, αντιγράφουν τη δική μου κωμική ενόχληση μεταμορφωμένοι σε τρομακτικούς καθρέπτες μου. Εκείνες τις στιγμές, ακόμη και το ωραιότερο πρόσωπο καταντά τόσο ά-σχημο όσο εγώ. Μόλις το αναγνωρίσω, ό,τι σημαντικό ήθελα να εκφράσω χάνει κάθε αξία σαν παλιό κεραμίδι...

Ανάμεσα στον Τσουρουκάουα και σ' εμέν(χ έπεφταν κατευ-θείαν οι δυνατές αχτίδες του καλοκαιρκ'χτικου ήλιου. Καθώς ε-κείνος περίμενε να τελειώσο^ τη φράση μου, το νεανικό του πρόσωπο γυάλιζε από το λίπος. Ακόμη κοιι τοι (φρύδια του έ-λαμπαν χρυσαφιά στο ηλιόφωτο, ενώ τα ροηΟοι'ινκχ του δια-στέλλονταν από την ασφυκτική ζέστη.

Έχοντας μόλις τελειώσει τα λόγια μου, κυριι ήτιικοί (χπό βί-αιη οργή. Γιατί από την ημέρα που γνίορκιτήκίίμΓ, δεν είχε ε-πιχειρήσει ούτε μια φορά να κοροϊδέι|'ει το τρίίήλιομχ'ί μου.

Τον βομβάρδισα με ένα σωρό «Γκχτί;», πιέζοντί'ιΐς τον να μου δώσει τις σχετικές εξηγήσεις. Όποις (τηχνί'ί του ν\χα επι-σημάνει, προτιμούσα κατά πολύ την κοροϊδία κ(ίΐ τι [ν ήβρη α-πό τη συμπάθεια.

Ένα χαμόγελο ανείπωτης τρυφερότητ(ίς ττι'ρίΐΟΓ τ(')τι· από το πρόσωπο του Τσουρουκάουα. «Εγο') ιί'(ι((ι ((πι') κι ίνοης που δεν δίνουν καμιά σημασία σε τέτοια πρ('(γ(ΐ((Γ((··, πιγγ.

Έμεινα άναυδος. Αναθρεμμένος (ττο τρ((χρ χιπρκαικο πε-ριβάλλον, αυτό το είδος της ευγένειας δι ν μου ιραν οικείο. Η ευγένεια του Τσουρουκάουα μου δίδοισκι ( ( Κ ΐ ) | | | | XI ((ν ε-

5 6

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

λείπε από τη ζωή μου το τραύλισμα, θα εξακολουθούσα να εί-μαι ο εαυτός μου. Απόλαυσα τότε με όλη τη σημασία της λέ-ξης την απογύμνωση μου. Τα μάτια του, με το σιρίτι τους από μακριές βλεφαρίδες, τρύπωσαν μέσ' από το τραύλισμα μου για να υποδεχθούν ατόφιο το υπόλοιπο εγώ μου. Μέχρι τότε είχα την παράξενη ψευδαίσθηση πως το να περιφρονήσει κανείς αυτό το τραύλισμα ισοδυναμούσε με εκμηδένιση εκείνης της ύ-παρξης που αποκαλείται «εγώ».

Ένιωθα μια συναισθηματική αρμονία και μια κάποια ευτυ-χία.' Και δεν είναι αξιοπερίεργο ότι δεν κατόρθωσα ποτέ να ξεχάσω τον Χρυσό Ναό, έτσι όπως φάνταξε μπροστά μου ε-κείνη τη στιγμή. Περάσαμε μπροστά από τον γερο-θυρωρό που λαγοκοιμόταν, ακολουθήσαμε το έρημο μονοπάτι που προχωρεί κατά μήκος του τοίχου και φτάσαμε μπροστά στον Χρυσό Ναό.

Θυμάμαι τη σκηνή σαν να 'ναι τώρα. Μείναμε εκεί κι οι δυο μας, πλάι πλάι, κοντά στη λίμνη Κυόκο, με τα άσπρα πουκά-μισα και τις γκέτες μας. Και μπροστά στις σιλουέτες μας που τίποτε δεν τις χώριζε, ορθώθηκε το Περίπτερο του Χρυσού Ναού. Στερνό καλοκαίρι, στερνές καλοκαιρινές διακοπές, στερνή μέρα διακοπών - η νιότη μας περιφερόταν σαν σε πα-ραζάλη στο χείλος τους... Το Χρυσό Περίπτερο, ορθό στο ίδιο εκείνο χείλος, μας κοίταζε και μας μιλούσε: οι αεροπορικές ε-πιδρομές που περιμέναμε μας είχαν φέρει πιο κοντά.

Ο ήλιος του αποκαλόκαιρου διακοσμούσε με φύλλα χρυ-σού τη στέγη του Κουκυότσο, ενώ το φως που σκορπιζόταν κάθετα άφηνε τον Χρυσό Ναό σε ένα νυχτερινό -θαρρείς-σκοτάδι. Μέχρι τότε, η αφθαρσία του με συνέθλίβε κρατώντας με μακριά του. Όμως, η μοίρα του να πυρποληθεί από τις βόμ-βες τον έφερνε παράξενα κοντά στη δική μας μοίρα. Ίσως αυ-τός να εκμηδενιζόταν πρώτος... Κάνοντας αυτή τη σκέψη, μου

57

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

φάνηκε πως ο Χρυσός Ναός ζούσε μια ζωή ίδια με τη δική μας.

Σκεπασμένοι με κόκκινα πεύκα, οι γύρω λόφοι κατακλύζο-νταν από τις φωνές των τζιτζικιών - λες και ένα πλήθος από αθέατους ιερείς έψαλλε την επίκληση για την Κατάσβεση της Φωτιάς: «γκιά», τραγουδούσαν, «γκιάκι, γκιάκι, ονν νουν, σι-φουρά σιφονρά, χαρασιφουρά χαραοίφονρά!»

Πριν περάσει πολύς καιρός, δεν θα απομείνουν παρά μόνο στάχτες από το όμορφο τούτο κτίσμα, σκέφτηκα. Και σαν α-ποτέλεσμα της σκέψης μου, η εικόνα του Χρυσού Ναού που είχα μέσα μου ήρθε να εντυπωθεί με όλες τις λεπτομέρειες πά-νω στον πραγματικό ναό, όπως η μεταξοτυπία εντυπώνεται πάνω στον πρωτότυπο πίνακα: η στέγη του ειδώλου που είχα στον νου μου είχε επιτεθεί πάνω στην πραγματική, το Σοζέι πάνω στο Σοζέι που απλωνόταν πάνο) (χπό τη λίμνη, το κι-γκλίδωμα και τα παράθυρα του Κουκυότσο π(χν(ο στα πραγ-ματικά. Ο Χρυσός Ναός έπαψε να είναι μκί οικίνητη κατα-σκευή. Μεταμορφώθηκε κατά κάποιον τρόπο (τε (τύμβολο της εφήμερης υπόστασης του πραγματικού κόίτμου. Με αυτό το σκεπτικό, ο πραγματικός ναός είχε γίνει τιόροι έν(ί (αντικείμενο που η ομορφιά του δεν υπολειπόταν διόλου { κείντις της νοε-ρής μου εικόνας. Την επαύριον, ίσως νοι έ()ρ}·χι· πίΐινίΐ) του φω-τιά από τα ουράνια ύψη μεταβάλλοντοις (Τ}· (ττίίχτί-ς τις ραδι-νές εκείνες κολόνες, τις κομψές αψίδες εκε ίνης τΐ)ς (ττέγης που τα μάτια μας δεν θα ξανάβλεπαν ποτέ πια. Για τί|ν (όροι όμως, στεκόταν μπροστά μας με όλες του τις λί-πτομΓρπΓς, ολότελα γαλήνιος, λουσμένος με εκείνο το φοος ποη ι'μοκιΐζΓ [ΐι· κοιλο-καιριάτικη φωτιά.

Πάνο3 από τους λόφους, ορθώνοντ(ίν μ}·γ((λ(')πρ)·π(ΐ κοιλο-καιριάτικα σύννεφα, ολόιδια με εκείνοι ποη ι ίχα δκικρίνει με την άκρια των ματιών μου, ενώ ι|)έλνοντ((ν οι οοήτροι (ττη

5 8

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

διάρκεια της ταφής του Πατέρα. Ήταν γεμάτα από κάτι σαν στεκούμενο φως και κοίταζαν κάτω, τη λεπτοδουλεμένη δομή του ναού. Στο δυνατό καλοκαιριάτικο φως, ο Χρυσός Ναός έ-μοιαζε να χάνει τις ποικίλες λεπτομέρειες της μορφής του. Διατηρούσε τη μουντή του όψη και ένα κρύο σκοτάδι τύλιγε το εσωτερικό του, αγνοώντας απλώς τον εκθαμβωτικό κόσμο που τον περιέβαλλε με το μυστηριώδες περίγραμμά του. Μο-νάχα ο φοίνικας της στέγης γαντζωνόταν στέρεα στο βάθρο του με τα μυτερά του νύχια, πασχίζοντας να μη χάσει την ι-σορροπία του κάτω από την έντονη λάμψη του ήλιου.

Κουρασμένος από το ατέρμονο αγνάντεμα του ναού, ο Τσουρουκάουα μάζεψε ένα χαλίκι και, με τη χαριτωμένη κίνη-ση του ακοντιστή, το έστειλε στη λίμνη Κυόκο, ακριβώς κατα-μεσής της σκιάς που έριχνε ο Χρυσός Ναός. Κύματα απλώθη-καν ανάμεσα στα υδρόβια φυτά ενώ, μέσα σε μια στιγμή, η ό-μορφη και λεπτή δομή κατακομματιάστηκε.

Στη διάρκεια του ενός χρόνου που ακολούθησε μέχρι το τέλος του πολέμου, η οικειότητά μου με τον Χρυσό Ναό ήταν ιδιαί-τερα στενή. Φρόντιζα για την ασφάλειά του και η ομορφιά του με απορροφούσε ολότελα. Σε αυτό το διάστημα, είχα προφα-νώς κατεβάσει τον ναό στο επίπεδό μου και, πιστεύοντας σε αυτό καθαυτό το γεγονός, μπόρεσα να τον αγαπήσω χωρίς την παραμικρή υπόνοια φόβου. Δεν είχα υποστεί ακόμη την κα-κόβουλη επιρροή του ούτε τα αποτελέσματα του δηλητηρίου του.

Το γεγονός ότι ήμασταν τόσο εκείνος όσο κι εγώ εκτεθειμέ-νοι με τον ίδιο τρόπο στους ίδιους κινδύνους αυτού του κό-σμου, ήταν για μένα μια ενθάρρυνση. Είχα βρει εκεί τον εν-διάμεσο κρίκο ανάμεσα σε μένα και την ομορφιά. Και ακόμη.

59

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

είχα την αίσθηση ότι, ανάμεσα σ' εμένα και το αντικείμενο που έδειχνε μέχρι τότε να με απορρίπτει και να με κρατά παράμε-ρα, είχε υψωθεί μια γέφυρα.

Η ιδέα ότι η ίδια φωτιά που θα με κατέστρεφε θα κατέ-στρεφε και τον Χρυσό Ναό μου προκαλούσε σχεδόν μέθη. Με την ίδια κατάρα και το ίδιο έντονα δυσοίωνο πεπρωμένο, κα-τοικούσαμε σε κόσμους με κοινές διαστάσεις. Όπως το άσχη-μο και εύθραυστο σώμα μου, έτσι κι εκείνο του Χρυσού Ναού αποτελούσε έναν άνθρακα εύφλεκτο, παρ' όλη τη σκληρότητά του. Πολλές φορές, ένιωθα πως θα μπορούσα να φύγω μακριά από δω παίρνοντάς το μαζί μου, κρυμμένο στη σάρκα μου, ό-πως ένας κλέφτης το βάζει στα πόδια καταπίνοντας ένα πο-λύτιμο κόσμημα.

Στη διάρκεια όλης εκείνης της χρονιάς δεν έμαθα ούτε μια σούτρα, δεν διάβασα ούτε ένα βιβλίο. Αντίθετα, ήμουν απα-σχολημένος καθημερινά από το πρωί μέχρι το βράδυ με την η-θική μου παιδεία, τα γυμνάσια, τις στρατιωτικές τέχνες, την εργασία στο εργοστάσιο, την εξάσκηση για αναγκαστική εκκέ-νωση. Αυτό δεν μπορούσε παρά να ευνοεί την ονειροπόλο φύ-ση μου. Χάρη στον πόλεμο, η απόκλιση που με χώριζε από την καθημερινή ζωή μεγάλωνε. Για μας τα αγόρια, ο πόλεμος ήταν ένα είδος ονειρικής εμπειρίας δίχως πραγματική ουσία, κάτι σαν θάλαμος απομόνωσης όπου ήμασταν αποκομμένοι από το νόημα της ζωής.

Τον Νοέμβριο του 1944, μετά τους πρώτους βομβαρδισμούς του Τόκιο από τα Β-295, μια επιδρομή στο Κιότο ήταν αναμε-νόμενη ανά πάσα στιγμή. Το να τυλιχτεί στις φλόγες ολόκλη-ρη η πολιτεία έγινε ο κρυφός μου πόθος. Η αλλοτινή πρωτεύ-ουσα πάσχιζε να διατηρήσει άθικτο ό,τι παλιό έκλεινε μέσα της: τα ποικιλόμορφα οστεοφυλάκια και οι ναοί είχαν ολωσ-διόλου ξεχάσει την πυρακτωμένη σποδό στην οποία όφειλαν

6 ο

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

την ύπαρξη τους. Όταν αναλογιζόμουν την έκταση της φθο-ράς που είχς προκληθεί από τον πόλεμο του Ονίν, αισθανό-μουν ότι το Κιότο είχε χάσει ένα μέρος της ομορφιάς του επει-δή είχε λησμονήσει για ένα μεγάλο διάστημα τα πυρά του πο-λέμου.

Ναι, ήταν σίγουρο πως, την επαύριον, ο Χρυσός Ναός θα τυλιγόταν στις φλόγες. Η μορφή του, που γέμιζε τώρα τον χώ-ρο, θα χανόταν. Τότε, ο φοίνικας της στέγης θα ξαναζούσε ό-πως το μυθικό πουλί, υψωμένος στα ουράνια. Και ο ναός, δέ-σμιος μέχρι εκείνη τη στιγμή της μορφής του, θα έσπαζε τα δε-σμά του και, ταλαντευόμενος εδώ κι εκεί, θα σκόρπιζε το α-παλό του φως στη λίμνη και στα νερά της σκοτεινιασμένης θάλασσας.

Περίμενα, περίμενα ολοένα. Τα αεροπλάνα δεν έλεγαν να φανούν στο Κιότο. Ακόμη και όταν διάβασα, στις 9 Μαρτίου του επόμενου χρόνου, ότι φλόγες είχαν τυλίξει ολόκληρο το ε-

. μπορικό κέντρο του Τόκιο και ότι η καταστροφή είχε εξαπλω-θεί παντού, υπήρχε πάνω από το Κιότο ο διάφανος ουρανός μιας πρώιμης άνοιξης. Όντας στο χείλος της απελπισίας, προ-σπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι ο πρώιμος τούτος ανοι-ξιάτικος ουρανός, ίδιο τζάμι πυρπολημένο από τον ήλιο που δεν αφήνει να φανεί ό,τι βρίσκεται πίσω του, έκρυβε στα έ-γκατά του φωτιά και καταστροφή. Είπα ήδη πόσο μου έλειπε η ανθρώπινη φροντίδα. Ούτε ο θάνατος του Πατέρα ούτε η φτώχεια της Μητέρας έθιγαν σοβαρά την εσωτερική μου ζωή. Ονειρευόμουν μια θεόρατη ουράνια πρέσα που θα έστελνε στη Γη καταστροφές, κατακλυσμούς και τραγωδίες άσχετες με τα ανθρώπινα μέτρα, συνθλίβοντας όλα τα ανθρώπινα πλά-σματα και τα αντικείμενα, άσχετα από την ασχήμια ή την ο-μορφιά τους. Πολλές φορές, η ασυνήθιστη λάμψη του πρώι-μου ανοιξιάτικου ουρανού φάνταζε στα μάτια μου σαν αντα-

6 ι

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

νάκλαση της κρύας λεπίδας ενός πελώριου πελεκιού, που θα μπορούσε να σκεπάσει με το πλάτος του ολόκληρη τη Γη. Και, ακριβώς, περίμενα να πέσει το πελέκι, με μια ταχύτητα που δεν θα μας άφηνε καν τον χρόνο να σκεφτούμε.

Ακόμη και τώρα, υπάρχει κάτι που μου φαίνεται παράξε-νο. Ποτέ στο παρελθόν δεν με είχαν κατακλύσει μαύρες σκέ-ψεις. Η μόνη μου έγνοια, το μόνο μου πραγματικό πρόβλημα ήταν η ομορφιά. Ωστόσο, δεν πιστεύω ότι ο πόλεμος επέδρα-σε πάνω μου γεμίζοντάς με σκοτεινές σκέψεις. Όταν συγκε-ντρώνει κανείς το πνεύμα του στην ιδέα της ομορφιάς, έρχεται αντιμέτωπος χωρίς να το αντιληφθεί με τις πιο ζοφερές σκέ-ψεις που υπάρχουν σ' αυτόν τον κόσμο. Υποθέτω πως έτσι εί-ναι φτιαγμένα τα ανθρώπινα πλάσματα.

Θυμάμαι ένα γεγονός που συνέβη στο Κιότο, γύρω στο τέλος του πολέμου. Είναι σχεδόν απίστευτο, αλλά δεν ήμουν ο μό-νος αυτόπτης μάρτυς. Μαζί μου ήταν και ο Τσουρουκάουα.

Μια μέρα που μας είχαν κόψει το ηλεκτρικό, πήγαμε μαζί κι οι δυο μας στον Ναό Νανζέν. Πηγαίναμε εκεί για πρώτη φορά. Διασχίσαμε το πλατύ μονοπάτι και την ξύλινη γέφυρα που περνά πάνω από την κατωφέρεια απ' όπου ρίχνουν τις βάρκες στη θάλασσα.

Ήταν μια φωτεινή μέρα του Μάη. Αχρησιμοποίητες εδώ και πολύ καιρό, οι γραμμές που κατηφόριζαν την πλαγιά ήταν σκουριασμένες και εξαφανίζονταν σχεδόν ολότελα κάτω από τα χορτάρια. Ανάμεσα στα αγριόχορτα, κάποια μικρά λου-λουδάκια στο σχήμα του σταυρού αναρριγούσαν στο φύσημα του ανέμου. Ένα βρόμικο στεκούμενο νερό έφτανε ως τη βά-ση του κεκλιμένου επιπέδου, ενώ οι κερασιές έριχναν τη σκιά τους στην υδάτινη επιφάνεια.

62

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Στεκόμασταν στη μικρή γέφυρα και κοιτάζαμε αφηρημένα το νερό. Ανάμεσα σε όλες τις αναμνήσεις της εποχής ενός πο-λέμου, τέτοιες σύντομες στιγμές απουσίας μάς αφήνουν την πιο ζωηρή εντύπωση. Τέτοιες σύντομες στιγμές αδρανούς α-πόσπασης λες και ήταν κρυμμένες παντού, σαν μπαλώματα γαλάζιου ουρανού ανάμεσα στα σύννεφα. Είναι παράξενο, ε-ντούτοις, πώς μια τέτοια στιγμή μου έμεινε ξεκάθαρα στον νου ως μία ευκαιρία για ένα επώδυνο είδος ευχαρίστησης.

«Δεν είναι ευχάριστα;» έλεγα χαμογελώντας ανέμελα. «Μμμ», αποκρινόταν ο Τσουρουκάουα χαμογελώντας κι

αυτός. Είχαμε κι οι δυο την έντονη αίσθηση πως οι λίγες αυτές ώρες μας ανήκαν.

Στην άκρη του χαλικοστρωμένου μονοπατιού κυλούσε ένα ρυάκι με λαγαρό νερό, όπου κάποια όμορφα υδρόβια φυτά πηγαινοέρχονταν με το ρεύμα. Σύντομα ορθώθηκε μπροστά μας η περίφημη «Πύλη Σάμμον». Στον περίβολο του ναού δεν υπήρχε ψυχή. Ανάμεσα στη νιόβγαλτη πρασινάδα αντανα-κλάτο το φως των κεραμιδιών της στέγης του ναού, ίδιων με μεγάλο ανοιχτό βιβλίο πατιναρισμένο από τον χρόνο. Τι νόη-μα θα μπορούσε άραγε να έχει ο πόλεμος σε μια τέτοια στιγ-μή; Σε κάποιους τόπους, κάποιες ώρες, ο πόλεμος μου φαινό-ταν σαν ένα υπερκόσμιο πνευματικό γεγονός που δεν υπήρχε παρά μόνο στην ανθρώπινη συνείδηση.

Ήταν ίσως στην πύλη Σάμμον, όπου ο περίφημος αρχαιο-κάπηλος Ισικάουα Γκοεμόν είχε απολαύσει κάποτε, με το ένα πόδι στο παραπέτο, τη θέα των λουλουδιών που βρίσκονταν ε-κεί σε πλήρη άνθιση. Αισθανόμασταν κι οι δυο μας σαν παιδιά και, παρότι εκείνη την εποχή οι κερασιές δεν είχαν παρά μόνο τη φυλλωσιά τους, κάναμε τη σκέψη να αγναντέψουμε το το-πίο όπως το είχε αγναντέψει ο Γκοεμόν από την ίδια θέση. Πληρώσαμε το ευτελές δικαίωμα εισόδου και ανεβήκαμε τα

6 3

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

ξύλινα σκαλοπάτια, ολότελα μαυρισμένα από το διάβα του χρόνου. Στην πάνω αίθουσα, όπου συνήθως τελούνταν κάποι-οι θρησκευτικοί χοροί, ο Τσουρουκάουα χτύπησε το κεφάλι του στο χαμηλό ταβάνι. Έσκασα στα γέλια, την αμέσως επό-μενη όμως στιγμή χτύπησα κι εγώ το δικό μου. Κάναμε τον γύ-ρο ακόμη μια φορά, αρχίσαμε και πάλι την ανάβαση, ώσπου, τελικά, φτάσαμε στην κορυφή του πύργου.

Αφού ανεβήκαμε τη σκάλα, στενή σαν λαγούμι, νιώσαμε ευχάριστα εκτεθειμένοι στο ύπαιθρο, μπροστά στο απέραντο εκείνο πανόραμα. Σταθήκαμε για μια στιγμή, αγναντεύοντας μακριά τις κερασιές και τα πεύκα, στο δάσος του παρεκκλησί-ου Χεϊάν, απλωμένου ελικωτά πέρα από τις σειρές των κτη-ρίων, στο ίδιο το σχήμα των οροσειρών -Αρισυγιάμα, Κιτανο-κάτα, Κιμπούνε, Μινούρα, Κομπίρα- που υιρώνονταν συγκε-χυμένα στις άκριες των δρόμων του Κιότο. Αφού χόρτασαν τα μάτια μας από το τοπίο, βγάλαμε τα παπούτσια μας και μπή-καμε στην αίθουσα με σεβασμό σαν δυο τυπικοί νεοφώτιστοι. Ήταν μια αίθουσα σκοτεινή, με εικοσιτέσσερις αράθες σκορπι-σμένες στο δάπεδο. Στο κέντρο της, ορθιονόταν ένα άγαλμα του Σακαμούνι. Τα χρυσαφένια μάτια το)ν δεκί'χξι μαθητών του Δασκάλου έλαμπαν στο πυκνό σκοτάδι. Βριχτκόμασταν στο περίφημο Γκοχόρο ή Πύργο των Πέντε Φοινίκ(ον.

Ο Ναός Νανζέν ανήκε στο ίδιο δόγμα Ρινζ('χι με τον Ναό του Χρυσού Περιπτέρου. Ενώ όμως αυτός ο τελευπχίος είχε ε-νταχθεί στη σχολή Σοκοκούτζι, ο άλλος (χποτί λούσε το γενικό επιτελείο της σχολής Νανζεντζί. Με άλλα λόγκχ, βρισκόμα-σταν σε έναν ναό του ίδιου δόγματος με το δικό μοις, που ανή-κε όμως σε διαφορετική σχολή. Σταθήκοιμε (τοιν δυο συνηθι-σμένα κολεγιόπαιδα, με τον οδηγό στο χέρι,, περΐ(ί)έροντας το βλέμμα μας στις ζωηρόχρωμες τοιχογραφίες ττ]ς οροφής, που αποδίδονταν στον ζωγράφο Τάνυου Μορινόίίπου'"^ της σχολής

6 4

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

του Κάνο και στον Χόγκαν Τοκουέτσου της σχολής του Τόζα.^ Από τη μια πλευρά της οροφής, έβλεπες απεικονίσεις αγ-

γέλων που πετούσαν στον ουρανό παίζοντας φλογέρα και την πανάρχαια Μ\νΒ. Αλλού, ένα καλαβίνκα φτερούγιζε παρου-σιάζοντας στο ράμφος του μια λευκή παιωνία: πρόκειται για το μελωδικό πουλί που, όπως περιγράφεται στις σούτρα, ζει στο όρος Σεσάν. Το επάνω μέρος του σώματός του ανήκει σε ένα στρουμπουλό κορίτσι, ενώ το κάτω έχει μορφή πουλιού. Στο κέντρο της οροφής ήταν ζωγραφισμένο το μυθικό πουλί που υποτίθεται πως είναι σύντροφος του φοίνικα που δεσπό-ζει στον Χρυσό Ναό. Έμοιαζε με λαμπρό ουράνιο τόξο, εντε-λώς διαφορετικό από το μεγαλόπρεπο χρυσό πουλί, που μου ήταν τόσο οικείο.

Γονατίσαμε μπροστά στο άγαλμα του Σακαμούνι ενώνο-ντας ευλαβικά τα χέρια μας. Ύστερα, εγκαταλείψαμε εκείνη την αίθουσα. Ήταν, ωστόσο, δύσκολο να κατέβουμε από την κορυφή του πύργου. Στηριχτήκαμε από τη νότια πλευρά στην κουπαστή της σκάλας την οποία είχαμε ανέβει. Είχα την αί-σθηση ότι διέκρινα κάπου μια μικρή ελικοειδή γραμμή, χρω-ματιστή, θεσπέσια, παραμένον είδωλο, δίχως άλλο, των μεγα-λόπρεπων αποχρώσεων που είχα δει πριν λίγο στις τοιχογρα-φίες της οροφής. Αυτή η συμπύκνωση των πλούσιων χρωμά-των μου έδινε την αίσθηση ότι το πουλί Καλαβίνκα ήταν κρυμ-μένο κάπου ανάμεσα στα νιόβγαλτα φύλλα ή στα κλαδιά των πράσινων εκείνων πεύκων που βρίσκονταν απλωμένα κάτω μας, αφήνοντας φευγαλέα να διαφανεί μια άκρια των θεσπέ-σιων φτερών του.

Κι όμως, δεν ήταν έτσι. Κάτω από μας, από την άλλη πλευ-ρά του δρόμου, βρισκόταν το Ερημητήριο του Τεντζού. Ένα μονοπάτι με τετράγωνες πέτρες, που αγγίζονταν μονάχα οι γωνιές τους, ελισσόταν μέσα από έναν κήπο όπου ήταν φυτε-

6 5

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

μένα μερικά χαμηλά δέντρα. Ο κήπος οδηγούσε σε ένα αχα-νές δωμάτιο, με συρτές πόρτες διάπλατα ανοιγμένες. Στο εσω-τερικό του έβλεπες κάθε λεπτομέρεια - και τα κλιμακωτά ρά-φια του δωματίου. Ένα ζωηρόχρωμο άλικο χαλί ήταν απλω-μένο στο δάπεδο: προφανώς το δωμάτιο εχρησιμοποιείτο ή νοικιαζόταν για τις τελετές του τσαγιού. Μια νεαρή γυναίκα ή-ταν καθισμένη εκεί. Ακριβώς αυτή η φιγούρα ήταν που με εί-χε θαμπώσει: στη διάρκεια του πολέμου, κανείς δεν συνα-ντούσε μια γυναίκα ντυμένη με ένα τόσο φανταχτερό κιμονό με μακριά μανίκια. Αν κάποιος έβγαινε με τέτοια εμφάνιση, ή-ταν σχεδόν βέβαιο ότι θα τον επέκριν(χν για έλλειψη πατριω-τικής λιτότητας αναγκάζοντάς τον να γυρίσει στο σπίτι του και να αλλάξει. Πόσο θεσπέσιο ήτ(χν οιιιτό το (()όρεμα!Αν και δεν μπορούσα να διακρίνω τις λεπτομέρειες του (τχεδίου, έπεσε στην αντίληψή μου ότι, σε ένα ανοιχτογί'ίλίίζο (|)όντο, ήταν ζω-γραφισμένα και κεντημένα δίάφ)ορ()(, λοί'λοΰδκι, κ(ΐι ότι χρυσές κλωστές λαμπύριζαν στην καπικόκκινη ζ(ί)νη. Λες και η α-τμόσφαιρα γύρω της φωτιζόταν από τη λίίμπρότητοι της αμ-φίεσής της. Η όμορφη νεαρή ^νναχχα κ(ίΟότ(ΐν (ττο δί'λπεδο σε μια στάση υπέρκομψη. Αντικρίζοντ(ίς τΐ| χλομι'ι της κίχτατομή, ίδιο σμιλεμένο ανάγλυφο, δεν μπόρείίοι νοι μΐ|ν οινίχρίοτηθώ αν ήταν πράγματι ζωντανή.

«Θεέ μου!», είπα τραυλίζονπχς { λΓπνί'ί. «Μπορι ί να είναι όντως ζωντανή;»

«Το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ. Θ(χ 'λί γ} ς (')τι ;ιρ(')κητ(ίΐ για κού-κλα!» αποκρίθηκε ο Τσουρουκάοικχ. Στηριγμί νος γι ρί'χ στο κι-γκλίδωμα, δεν μπορούσε να ξεκολλήση τ(( μ('ίτΐ(( του (χπό πά-νω της.

Εκείνη τη στιγμή, ξεπρόβαλε (χπό το ('χ'χΟος τορ δίπμίχτίου έ-νας νεαρός αξιωματικός του στρατού μι τΐ| οτολι'ι τοη. Ίίιιειναν για μια στιγμή ήρεμα καθισμένοι ο ένίχς ((πί νίίντι οτον ('χλλον.

6 6

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Η γυναίκα σηκώθηκε και εξαφανίστηκε αθόρυβα στο σκο-τάδι του διαδρόμου. Ύστερα από λίγο ξαναγύρισε φέρνοντας ένα φλιτζάνι τσάι. Μια ανάλαφρη αύρα λίκνιζε τα μακριά μα-νίκια της. Γονατισμένη μπροστά στον άντρα, του πρόσφερε το τσάι. Αφού έγιναν όλα σύμφωνα με τους καθιερωμένους τύ-πους, ξαναγύρισε στην αρχική της θέση. Ο άντρας είπε κάτι δίχως τα χείλη του να αγγίξουν ακόμη το τσάι. Αυτές οι στιγ-μές μου φάνηκαν παράξενα μακρόσυρτες και γεμάτες ένταση. Η γυναίκα έσκυψε με σεβασμό το μέτωπο της.

Τότε ακριβώς συνέβη το απίστευτο. Καθισμένη με απόλυ-τη ακαμψία, εκείνη ξέσφιξε ξαφνικά το γιακά του κιμονό της. Μπορούσα σχεδόν να ακούσω το θρόισμα του μεταξιού κα-θώς τραβούσε το ρούχο της κάτω από τη δύσκαμπτη ζώνη. Εί-δα τότε τα άσπρα της στήθια. Κράτησα την ανάσα μου. Η γυ-ναίκα έπιασε τον έναν από τους κατάλευκους μαστούς στα χέ-ρια της. Κρατώντας το σκοτεινόχρωμο φλιτζάνι με το τσάι, ο αξΐ03ματικός γονάτισε μπροστά της. Εκείνη έτριψε το στήθος της με τα δυο της χέρια.

Χωρίς να μπορώ να πω ότι τα είδα όλα αυτά, ένιωσα με κά-θε σαφήνεια -σαν να είχαν όλα συμβεί μπροστά στα μάτια μου- πώς το άσπρο και ζεστό γάλα ανέβλυσε από το στήθος στο βαθυπράσινο τσάι που άφρισε στο φλιτζάνι, πώς κατα-στάλαξε μέσα στο υγρό αφήνοντας πάνω πάνω λευκές σταγό-νες, πώς η ήρεμη επιφάνεια του τσαγιού έγινε θολή και άφρι-σε από το χιονάτο εκείνο στήθος.

Ο άντρας έφερε το φλιτζάνι στα χείλη του και ήπιε κάθε σταγόνα από το μυστηριώδες εκείνο τσάι. Η γυναίκα έκρυψε ξανά το στήθος της μέσα στο κιμονό.

Ο Τσουρουκάουα και εγώ κοιτάζαμε τη σκηνή με τεταμένη την προσοχή μας. Αργότερα, όταν τα εξετάσαμε όλα αυτά με-θοδικά, πιστέψαμε πως θα επρόκειτο σίγουρα για την απο-

6 7

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

χαιρετιστήρια τελετή ανάμεσα σε έναν αξιωματικό, έτοιμο να ξεκινήσει για το μέτωπο, και τη γυναίκα που του είχε χαρίσει ένα παιδί. Ωστόσο, η συγκίνηση εκείνης της στιγμής μας ε-μπόδιζε να δώσουμε οποιαδήποτε λογική εξήγηση. Είχαμε το βλέμμα τόσο έντονα καρφωμένο εκεί, που μας έλειπε κάθε ά-νεση για να παρατηρήσουμε ότι το ζευγάρι είχε βγει από το δωμάτιο όπου δεν απέμενε παρά το μεγάλο κόκκινο χαλί.

Είχα δει το λευκό ανάγλυφο αυτής της κατατομής και το α-παράμιλλα λευκό στήθος. Όταν έφυγε η γυναίκα, μια και μό-νη ιδέα με κατέκλυσε όλη την υπόλοιπη μέρα, και την επομέ-νη, και ακόμη την μεθεπομένη: η ιδέα ότι αυτή η γυναίκα δεν ήταν άλλη από την Ουίκο, που είχε ξαναγυρίσει στη ζωή.

6 8

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Τ Ρ Ι Τ Ο

ΗΤΑΝ Η ΕΠΕΤΕΙΟςΤΟΥ ΘΑΝΆΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΤΈΡΑ, Η ΜΗΤΈΡΑ είχε μια παράξενη ιδέα. Επειδή δυσκολευόμουν να πη-γαίνω στο σπίτι λόγω της αναγκαστικής μου εργασίας,

σκέφτηκε να έρθει εκείνη στο Κιότο φέρνοντας την επιτύμβια πλάκα του Πατέρα. Έτσι, ο Πατέρας Ντόζεν θα έψαλλε, έστω και για λίγες στιγμές, μερικές σούτρα για την επέτειο του θα-νάτου του παλιού του φίλου. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι εκεί-νη δεν είχε αρκετά χρήματα για την επιμνημόσυνο δέηση και είχε γράψει στον Ηγούμενο υπολογίζοντας στη φιλευσπλα-χνία του. Ο Πατέρας Ντόζεν δέχτηκε την αίτησή της και με πληροφόρησε σχετικά.

Δεν χάρηκα με αυτά τα νέα. Υπάρχει ένας ειδικός λόγος που απέφυγα μέχρι τώρα να γράψω για τη μητέρα μου. Δεν με ενθουσιάζει η ιδέα να αναφέρομαι σε αυτήν.

Είχε συμβεί κάτι για το οποίο δεν της είχα απευθύνει ποτέ καμιά επίπληξη, ούτε της είχα κάνει λόγο γι' αυτό. Ίσως εκεί-νη να μην κατάλαβε καν ότι το ήξερα. Ωστόσο, δεν μπόρεσα ποτέ να της το συγχωρέσω.

Αυτό συνέβη στη διάρκεια των καλοκαιρινών μου διακο-πών. Γυρνούσα στο σπίτι για πρώτη φορά αφότου είχα μπει στο Γυμνάσιο του Ανατολικού Μαϊζούρου και με είχαν εμπι-στευθεί στις φροντίδες του θείου μου. Εκείνη την εποχή, ένας

6 9

ΠΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

συγγενής της Μητέρας, ονόματι Κουράι, είχε γυρίσει στο Να-ριού από την Οζάκα, ύστερα από μια αποτυχία στις δουλειές του. Η γυναίκα του, κληρονόμος μιας εύπορης οικογένειας, του έκλεισε την πόρτα, κι έτσι ο Κουράι ήταν αναγκασμένος να μείνει στον ναό του Πατέρα ώσπου να ξεχαστεί το θέμα.

Ο ναός μας δεν διέθετε πολλές κουνουπιέρες. Και ήταν ά-ξιον απορίας πώς η Μητέρα κι εγώ δεν είχαμε κολλήσει φυμα-τίωση από τον Πατέρα, εφόσον κοιμόμασταν όλοι μαζί κάτω α-πό την ίδια κουνουπιέρα. Τώρα μάλιστα, μας είχε προστεθεί και ο Κουράι. Θυμάμαι ότι αργά κάποια καλοκαιριάτικη νύχτα, έ-να τζιτζίκι πετούσε στον κήπο από δέντρο σε δέντρο, βγάζο-ντας σύντομα τερετίσματα. Ίσως αυτά να με είχαν ξυπνήσει. Ο ήχος των κυμάτων χάλαγε τον κόσμο και το κάτω μέρος της α-νοιχτοπράσινης κουνουπιέρας ανέμιζε με τη θαλάσσια αύρα. Ω-στόσο, υπήρχε κάτι το παράξενο στον τρόπο που κουνιόταν.

Με κανονικές συνθήκες, αυτή θα είχε προφανώς αρχίσει να φουσκώνει με τον άνεμο, κι ύστερα θα κουνιόταν ελάχιστα καθώς θα τρύπωνε μέσα της η αύρα. Κι όμως, ο τρόπος με τον οποίο είχε διπλωθεί δεν ακολουθούσε τη φορά του ανέμου. Α-ντίθετα, φαινόταν να τον αψηφά αποστερώντας τον από τη δύναμή του. Υπήρχε ένας ήχος στο τρίξιμο του μπαμπού, λες και κάτι τριβόταν πάνω στις αχυρένιες ψάθες. Και αυτό που τριβόταν ήταν το κάτω μέρος της κουνουπιέρας. Η κουνου-πιέρα κινιόταν με μια κίνηση που σαφώς δεν προερχόταν από τον άνεμο. Μια κίνηση πιο λεπτή που μετέδιδε ελαφρούς κυ-ματισμούς σε όλο το μήκος της, κάνοντας το τραχύ υλικό να συστέλλεται σπασμωδικά προκαλώντας στο εσα)τερικό της κάτι σαν επιφάνεια λίμνης με ταραγμένα νερ(χ. Ήταν άραγε η κορφή ενός κύματος, που ανασήκωσε ένα πλεούμενο ανοίγο-ντας με δυσκολία δρόμο μέσα στη λίμνη; Ή [ΐήπιος τ] μακρινή αντανάκλαση που άφηναν τα απόνερα ενός κοιροιβιού;

7 θ

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Έντρομος, έστρεψα το βλέμμα μου προς την πηγή αυτής της κίνησης. Και, καθώς κοίταζα μέσα στη σκοτεινιά με μάτια διάπλατα ανοιγμένα, ένιωσα πως ένα τρυπάνι χωνόταν ακρι-βώς στο κέντρο τους.

Ήμουν ξαπλωμένος δίπλα στον Πατέρα. Η κουνουπιέρα ήταν πολύ μικρή για τέσσερα άτομα. Πρέπει στον ύπνο μου να είχα γυρίσει και να τον είχα σπρώξει σε μια γωνιά. Έτσι, μια αρκετά μεγάλη έκταση του ζαρωμένου σεντονιού με χώριζε α-πό ό,τι έβλεπα τη συγκεκριμένη στιγμή. Ο Πατέρας βρισκόταν πίσω μου κουλουριασμένος, ανασαίνοντας κάτω από το σβέρ-κο μου.

Αυτό που με έκανε να συνειδητοποιήσω πως ήταν ξύπνιος, ήταν ο ρυθμός εκείνης της ανάσας που θαρρείς και χοροπη-δούσε πάνω στην πλάτη μου. Θα μπορούσα άλλωστε να είχα θεωρήσει ότι προσπαθούσε να ανακόψει τον βήχα του. Ξάφ-νου, τα ανοιχτά μάτια μου σκεπάστηκαν από κάτι πλατύ και ζεστό που μου έκρυβε τη θέα. Μεμιάς κατάλαβα. Ο Πατέρας είχε απλώσει τα χέρια του εμποδίζοντάς με να βλέπω.

Μόλο που αυτό το γεγονός συνέβη πριν πολλά χρόνια, ό-ταν ήμουν περίπου στα δεκατρία μου, διατηρώ ακόμη ζωντα-νή μέσα μου την ανάμνηση εκείνων των χεριών. Χέρια ασύ-γκριτα πλατιά. Χέρια που είχαν τυλιχτεί γύρω μου εξαφανίζο-ντας μέσα σε ένα δευτερόλεπτο τη θέα της κόλασης που ξετυ-λιγόταν μπροστά μου. Χέρια από έναν άλλον κόσμο. Δεν ξέρω αν αυτή η κίνηση έγινε από αγάπη, συμπόνια ή ντροπή. Ω-στόσο, εκείνα τα χέρια με απέκοψαν μέσα σε μια στιγμή από τον τρομακτικό κόσμο με τον οποίο είχα έρθει αντιμέτωπος, θάβοντάς τον μέσα στο σκοτάδι.

Έκανα μια κίνηση με το κεφάλι μου ανάμεσα στα χέρια του Πατέρα. Από αυτό και μόνο, ο Πατέρας ένιωσε ότι είχα κατα-λάβει και ότι ήμουν έτοιμος να υπακούσω. Τράβηξε τα χέρια

71

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

του. Και αμέσως μετά, λες κι αυτά τα χέρια με είχαν διατάξει, κράτησα κλειστά τα μάτια μου πεισματικά, μένοντας άυπνος ώσπου ξημέρωσε και το εκθαμβωτικό φως που έμπαινε απ' έ-ξω άνοιξε δρόμο ανάμεσα στα βλέφαρά μου.

Θυμηθείτε, σας παρακαλώ, πως ύστερα από χρόνια, όταν το φέρετρο του Πατέρα είχε μεταφερθεί έξω από το σπίτι, ήμουν τόσο απορροφημένος κοιτάζοντας το νεκρό πρόσωπο που δεν έχυσα ούτε ένα δάκρυ. Θυμηθείτε ακόμη ότι, με τον θάνατό του, λυτρώθηκα από τα δεσμά των χεριών του και, κοιτάζο-ντας έντονα το πρόσωπό του, μπόρεσα να επιβεβαιώσω την ί-δια μου την ύπαρξη. Θυμάμαι ότι πήρα εκδίκηση γι' αυτά τα χέρια, που αντιπροσώπευαν για μένα ό,τι αποκαλεί ο κόσμος αγάπη. Όσο για τη Μητέρα, εκτός από το ότι δεν θα τη συγ-χωρούσα ποτέ για τη σκηνή που η θύμησή της με καταδίωκε, δεν μου πέρασε από τον νου ποτέ να την εκδικηθώ.

Είχε κανονιστεί να έρθει στον Χρυσό Ναό μια μέρα πριν α-πό την επιμνημόσυνο ακολουθία και να περάσει εδώ τη νύχτα της. Ο Ηγούμενος είχε γράψει στο σχολείο μου για να δικαιο-λογήσει την απουσία μου την ημέρα του μνημόσυνου. Όσοι α-πό μας υποχρεώνονταν σε αναγκαστική εργασία, δεν έμεναν στον χώρο της δουλειάς, αλλά έδιναν την αναφορά τους την καθορισμένη ώρα και γυρνούσαν πίσω. Την παραμονή της ε-πιμνημόσυνης δέησης, η σκέψη να γυρίσω στον ναό μού ήταν ιδιαίτερα δυσβάσταχτη.

Με την καθαρή και απλοϊκή του καρδιά, ο Τσουρουκάουα χαιρόταν για μένα, επειδή θα έβλεπα και πάλι τη μητέρα μου ύστερα από τόσον καιρό. Αλλά και οι άλλοι (τυμμίχΟητές μου ήταν περίεργοι να τη δουν. Με στενοχωρούσε ιδκχίτερα το γε-γονός ότι είχα μια μάνα τόσο ταλαίπωρη κ(χι τρκκ'χΟλια. Βρέ-

72

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

θηκα σε δύσκολη θέση να εξηγήσω στον καλοκάγαθο Τσου-ρουκάουα γιατί δεν ήθελα να τη δω.

Για να χειροτερέψει λες τα πράγματα, εκείνος με άρπαξε α-πό το μπράτσο μόλις τελειώσαμε τη δουλειά μας στο εργοστά-σιο, και είπε: «Έλα, ας τρέξουμε κατά κει!»

Θα αποτελούσε υπερβολή να πω ότι δεν ήθελα να δω τη Μητέρα με κανέναν τρόπο. Όχι πως δεν αισθανόμουν τίποτε γι' αυτή. Δεν μου άρεσε όμως να έρθω αντιμέτωπος με την ά-μεση έκφραση αγάπης, με την οποία έρχεται κανείς σε επαφή όταν πρόκειται για τους εξ αίματος συγγενείς του, και απλώς προσπαθούσα να εκλογικεύσω την απαρέσκειά μου με διάφο-ρους τρόπους. Σε αυτό εξάλλου συνίσταται ο κακός μου χα-ρακτήρας. Ήταν γεγονός ότι προσπαθούσα να δικαιολογήσω τα αυθεντικά συναισθήματά μου με διάφορες εκλογικεύσεις. Πολλές φορές, τα πολυσύνθετα αίτια που κατασκεύαζε ο νους μου μού επέβαλαν δια της βίας συναισθήματα που ενοχλού-σαν κι εμένα τον ίδιο. Επειδή τούτα τα συναισθήματα δεν ή-ταν εξαρχής τα δικά μου.

Μονάχα το μίσος μου ήταν κατά κάποιο τρόπο αυθεντικό. Κοντολογίς, από την ίδια τη φύση μου, άφηνα τον εαυτό μου να υποκινείται πάντοτε από αυτό.

«Δεν υπάρχει λόγος να τρέξουμε», αποκρίθηκα. «Απλώς και μόνον θα κουραστούμε. Ας γυρίσουμε πίσω με την άνεσή μας».

«Κατάλαβα», είπε ο Τσουρουκάουα. «Θέλεις να παραστή-σεις το χαϊδεμένο παιδί και να εκμαιεύσεις τη συμπόνια της δείχνοντάς της ότι είσαι τόσο εξαντλημένος που δεν μπορείς να περπατήσεις πιο γρήγορα».

Έτσι ερμήνευε πάντοτε ο Τσουρουκάουα τη συμπεριφορά μου - και έκανε πάντα λάθος. Παρ' όλα αυτά, δεν με ενο-χλούσε καθόλου και μου είχε γίνει απαραίτητος. Με άλλα λό-

73

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

για, ο Τσουρουκάουα ήταν ο καλοπροαίρετος και ειλικρινής ερμηνευτής των συναισθημάτων μου - ένας φίλος αναντικα-τάστατος, που μπορούσε να μεταφράζει για λογαριασμό μου τα ίδια μου τα λόγια στη διάλεκτο του πραγματικού κόσμου.

Ναι, ο Τσουρουκάουα μου φαινόταν πολλές φορές σαν τον αλχημιστή που μεταλλάσσει τον τενεκέ σε χρυσάφι. Ήμουν το αρνητικό της εικόνας, κι εκείνος ήταν το θετικό. Πόσες φορές δεν έμεινα έκπληκτος, βλέποντας πόσο καθαρά και ακτινο-βόλα μπορούσαν να γίνουν τα σκοτεινά και θολά συναισθή-ματά μου, φιλτραρισμένα μέσ' από την καρδιά του Τσουρου-κάουα! Ενώ εγώ δίσταζα και τραύλιζα, εκείνος έπαιρνε τα συναισθήματά μου στα χέρια του, τα στριφογυρνούσε και τα μεταβίβαζε στον εξωτερικό κόσμο. Αυτό που κατάλαβα από την εκπληκτική τούτη διαδικασία ήταν ότι δεν υπήρχε καμιά ασυμφωνία ανάμεσα στα ευγενέστερα και στα χειρότερα από αυτά. Το αποτέλεσμά τους ήταν το ίδιο. Δεν υπήρχε καμιά εμ-φανής διαφορά ανάμεσα στην απόπειρα δολοφονίας και στα συναισθήματα βαθιάς συμπόνιας. Ο Τσουρουκάουα δεν θα μπορούσε ποτέ να πιστέψει κάτι τέτοιο, ακόμη κι αν ήμουν ι-κανός να του το εξηγήσω. Για μένα όμως, αυτό αποτελούσε μια τρομακτική ανακάλυψη. Και αν δεν με ένοιαζε το γεγο-νός ότι εκείνος θα με θεωρούσε τώρα υποκριτή, ήταν επειδή η υποκρισία είχε καταντήσει στη σκέψη μου απλώς μια κά-ποια επίθεση.

Στο Κιότο, δεν είχα ποτέ την εμπειρία μκχς (χεροπορικής ε-πιδρομής. Όταν όμως κάποτε με έστειλίχν (ττο κυριότερο ερ-γοστάσιο της Οζάκα με μερικές παραγγελίες γκχ (χνταλλακτι-κά αεροσκαφών, έγινε επίθεση και είδ(χ έν(χν (χπό τους εργά-τες να μεταφέρεται πάνω σε ένα φορείο [ΐε (χνοιχτ(χ τ(χ σπλά-χνα του.

Αλήθεια, τι φριχτό υπάρχει στα εκτεθειμένοι (τπλί'χχνα; Για-

74

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

τί άραγε, βλέποντας τα εσωτερικά όργανα ενός ανθρώπινου πλάσματος πρέπει να σκεπάζουμε τα μάτια μας από τρόμο; Γιατί οι άνθρωποι αναστατώνονται μπροστά στη θέα του αί-ματος που κυλά; Γιατί τα ανθρώπινα σπλάχνα είναι άσχημα; Μήπως το ποιόν τους δεν είναι απαράλλαχτο με την ομορφιά του νεανικού και σφριγηλού μας δέρματος; Τι έκφραση θα έ-παιρνε άραγε ο Τσουρουκάουα αν του έλεγα ότι από αυτόν εί-χα μάθει να σκέφτομαι με τέτοιον τρόπο - έναν τρόπο σκέψης που μεταμόρφωνε την ίδια μου την ασχήμια σε ανυπαρξία; Για ποιον λόγο φαίνεται απάνθρωπο να κοιτάζεις τα ανθρώ-πινα όντα σαν τριαντάφυλλα και να αρνείσαι να κάνεις οποι-αδήποτε διαφοροποίηση ανάμεσα στο εσωτερικό και στο εξω-τερικό του σώματός τους; Αν μπορούσαν τα ανθρώπινα όντα να αντιστρέψουν το πνεύμα και το σώμα τους, θα έβγαζαν έ-ξω με χάρη τα εσωτερικά τους όργανα εκθέτοντάς τα σαν ρο-δοπέταλα στο ανοιξιάτικο αεράκι και στον ήλιο...

Η Μητέρα είχε μόλις φθάσει και μιλούσε με τον Ηγούμενο στο δωμάτιό του. Ο Τσουρουκάουα κι εγώ γονατίσαμε στο διάδρομο, αναγγέλλοντας την επιστροφή μας μέσα στο πρώι-μο καλοκαιριάτικο μούχρωμα.

Ο Ηγούμενος κάλεσε μόνο εμένα στο δωμάτιό του. Μίλησε μπροστά στη Μητέρα με επαινετικά λόγια για τον τρόπο που ασκούσα τα καθήκοντά μου στον ναό. Έμεινα με σκυμμένο το κεφάλι, τολμώντας μετά βίας να την κοιτάξω. Μπορούσα να δω με την άκρη του ματιού μου τα ξεθωριασμένα φαρδιά της παντελόνια, από γαλάζιο βαμβακερό, όπου είχε ακουμπήσει τα βρόμικα δάχτυλά της.

Ο Πατέρας Ντόζεν μας είπε ότι έπρεπε να αποσυρθούμε στα δωμάτιά μας. Αφού κάναμε κάμποσες υποκλίσεις, βγήκα-με από την αίθουσα. Έμενα σε ένα μικρό δωμάτιο με πέντε ψάθες, κάτω από τη μικρή βιβλιοθήκη, αντίκρυ σε ένα προαύ-

75

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

λιο. Μόλις μείναμε μόνοι, η Μητέρα αναλύθηκε σε δάκρυα. Έχοντας το προβλέψει, μπόρεσα να μείνω εντελώς ατάραχος.

«Τώρα με έχει αναλάβει το Ροκουόντζι», της είπα, «και θα ήθελα να μη με επισκεφθείτε, ώσπου να γίνω ένας ιερέας με α-νεπτυγμένες όλες τις ικανότητές του».

«Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω», είπε η Μητέρα. Ήμουν ευχαριστημένος που είχα κατορθώσει να την υπο-

δεχτώ με λέξεις τόσο σκληρές. Με ενόχλησε, παρ' όλα αυτά, το γεγονός ότι δεν αντέδρασε καθόλου, όπως συνήθως, ούτε προσπάθησε να μου εναντιωθεί. Όταν μου πέρασε από τον νου, ως απλή δυνατότητα, το γεγονός πως η Μητέρα θα μπο-ρούσε να διαβεί το κατώφλι της εσωτερικής μου ζωής και να μπει στη σκέψη μου, κυριεύτηκα από τρόμο.

Κοιτάζοντας το πρόσωπό της, μαυρισμένο από τον ήλιο, το βλέμμα μου έπεσε στα μικρά και πονηρά της μάτια, χωμένα βαθιά στις κόχες τους. Μονάχα τα χείλια της ήταν κόκκινα και λαμπερά, λες και είχαν δική τους ζωή. Η μητέρα μου είχε τα γερά και μεγάλα δόντια της χωριάτισσας. Βρισκόταν σε μια η-λικία που, αν κατοικούσε σε πόλη, δεν θα ήταν παράξενο να χρησιμοποιεί έντονα φτιασίδια. Είχε κάνει το πρόσωπό της να φαίνεται όσο γινόταν πιο άσχημο. Είχα την έντονη αίσθηση ό-τι κάτι το σαρκώδες έμενε κάπου στο πρόσωπό της σαν κατα-κάθι. Και αυτό το μισούσα.

Αφού απομακρύνθηκε από τον Πατέρα Ντόζεν και έκλα-ψε με την ψυχή της, έβγαλε μια πετσέτα που είχε φέρει από το σπίτι μας στο χωριό και βάλθηκε να σκουπίζει το γυμνό και η-λιοκαμένο της στήθος. Φτιαγμένη από ίνες λιναριού, η πετσέ-τα ήταν από κείνες που παίρνει κανείς με το δελτίο. Το υλικό είχε μια ζωική λάμψη και γυάλιζε περισσότερο κ(χ()ε φορά που μούσκευε από τον ιδρώτα.

Κατόπιν, εκείνη έβγαλε λίγο ρύζι από το σ(χκίδιό της, λέ-

7 6

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

γοντας πως θα το πρόσφερε στον Ηγούμενο. Δεν είπα λέξη. Στη συνέχεια, έβγαλε την επιτύμβια πλάκα του Πατέρα, προ-σεκτικά τυλιγμένη σε ένα κομμάτι γκρίζο ύφασμα, και την το-ποθέτησε στο ράφι με τα βιβλία μου.

«Είμαι τόσο ευχαριστημένη για όλα αυτά», είπε. «Ο Πατέ-ρας θα είναι πραγματικά ευτυχισμένος που ο Ηγούμενος θα ψάλει τη λειτουργία γι' αυτόν».

«Θα γυρίσετε στο Ναριού μετά την τελετή, Μητέρα;», ρώ-τησα.

Η απάντηση της με κατέπληξε. Φαίνεται πως είχε ήδη με-ταβιβάσει σε κάποιον άλλο τα δικαιώματα του ναού του Να-ριού και πως είχε πουλήσει το μικρό εκείνο τμήμα γης. Αφού εξόφλησε όλα τις ιατρικές δαπάνες του Πατέρα, κανόνισε να πάει να ζήσει μόνη της στο σπίτι ενός θείου στο Καζαγκούν, κοντά στο Κιότο. Έτσι, ο ναός όπου ήμουν ταγμένος να επι-στρέψω δεν ήταν πια δικός μας! Σε εκείνο το χωριό, στο μο-ναχικό ακρωτήρι, δεν είχε μείνει τίποτε που θα μπορούσε να με χαιρετά.

Δεν ξέρω πώς ερμήνευσε η Μητέρα την αίσθηση απελευ-θέρωσης που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου. Ωστόσο, έ-σκυψε πάνω μου και είπε: «Όπως βλέπεις, αγαπητό μου παι-δί, δεν έχεις πια δικό σου ναό. Το μόνο που σου απομένει εί-ναι να γίνεις Ηγούμενος του Χρυσού Ναού εδώ. Πρέπει να κερδίσεις τη συμπάθεια του Πατέρα, έτσι ώστε να πάρεις τη θέση του όταν θα έρθει η ώρα του να φύγει. Καταλαβαίνεις, παιδί μου; Γι' αυτή και μόνο τη χαρά θα ζει τώρα πια η μητέ-ρα σου».

Ξαφνιάστηκα με μια τέτοια εξέλιξη. Παρότι προσπάθησα να την κοιτάξω βαθιά στα μάτια, η ταραχή μου με εμπόδισε να την αντικρίσω με καθαρό βλέμμα.

Το μικρό πίσω δωμάτιο ήταν κιόλας σκοτεινό. Η «καλή μου

77

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

μητέρα» είχε βάλει το στόμα της πλάι στ' αυτί μου καθώς μου μιλούσε και η μυρωδιά του ιδρώτα της τρύπωνε στα ρουθού-νια μου. Θυμάμαι πως την είδα τότε να γελά. Μακρινές μνή-μες μητρικής φροντίδας, θύμησες ενός μελαψού στήθους: οι εικόνες κάλπαζαν δυσάρεστα στον νου μου. Στις φλόγες της ταπεινής φωτιάς των αγρών υπήρχε κάτι σαν φυσική δύναμη που θαρρείς με τρόμαζε. Καθώς οι σγουρές μπούκλες της άγ-γιζαν το μάγουλό μου, παρατήρησα μια λιβελλούλα που α-κουμπούσε τα φτερά της στην πέτρινη χορταριασμένη στέρνα της σκοτεινής αυλής. Ο απογευματινός ουρανός καθρεφτιζό-ταν στην επιφάνεια της υδάτινης κηλίδας μέσα στη στέρνα, μιας κηλίδας μικρής και στρογγυλής. Δεν ακουγόταν ούτε έ-νας ήχος: τη συγκεκριμένη εκείνη στιγμή, ο ναός του Ροκουό-ντζι έμοιαζε έρημος.

Τελικά, μπόρεσα να κοιτάξω κατευθείαν το πρόσωπό της. Ένα χαμόγελο παιχνίδιζε στην άκρια των γυαλιστερών χει-λιών της και τα χρυσά της δόντια έλαμπαν.

«Ναι», αποκρίθηκα με ένα έντονο τραύλισμα, «αλλά, απ' ό,τι ξέρω, θα με επιστρατεύσουν και θα σκοτωθώ στη μάχη».

«Τι ανόητος που είσαι!», αποκρίθηκε εκείνη. «Αν αρχίσουν να παίρνουν στον στρατό τραυλούς σαν εσένα, θα έρθει σύ-ντομα το τέλος της Ιαπωνίας!»

Βρισκόμουν σε υπερένταση και συγχρόνως τη μισούσα. Ω-στόσο, οι λέξεις που τραύλιζα ήταν καθαρή υπεκφυγή. «Ο Χρυσός Ναός θα καταστραφεί από τη φ(οτιά σε μια αεροπο-ρική επιδρομή», είπα.

«Έτσι όπως πάνε τα πράγματα, είπε τ] Μτιτέρα, «δεν υπάρ-χει η παραμικρή πιθανότητα μιας αεροπορικής επιδρομής στο Κιότο. Οι Αμερικανοί ούτε που θα ζυγ(ό(τουν».

Δεν έδωσα απάντηση. Σκοτεινιασμένη, η οιυλή είχε πάρει το χρώμα του βυθού τής θάλασσας. Οι πέτρες βούλιαζαν στην

7 8

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

καταχνιά και θα 'λεγε κανείς βλέποντας το σχήμα τους ότι εί-χε αρχίσει μεταξύ τους μια άγρια πάλη. Αδιαφορώντας για τη σιωπή μου, η Μητέρα σηκώθηκε και βάλθηκε να κοιτάζει α-νέμελα την ξύλινη πόρτα του μικρού μου δωματίου.

«Μήπως είναι ώρα για το βραδινό φαγητό;» ρώτησε.

Αναπολώντας τούτη τη σκηνή, συνειδητοποίησα ότι αυτή η ε-πίσκεψή της είχε μια σημαντική επίδραση στον τρόπο σκέψης μου. Κοντολογίς, κατάλαβα με αυτή την ευκαιρία ότι η Μητέ-ρα ζούσε σε έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό από τον δικό μου και ότι, για πρώτη φορά τότε, ο τρόπος της σκέι^ης της άρχιζε να επιδρά πάνω μου.

Εκείνη ανήκε από τη φύση της στο είδος των ανθρώπων που δεν θα ένιωθαν ούτε το παραμικρό ενδιαφέρον για την ο-μορφιά του Χρυσού Ναού. Αντίθετα, διέθετε ένα ρεαλιστικό αισθητήριο που μου ήταν ξένο. Είχε πει πως δεν υπήρχε κα-νένας φόβος αεροπορικής επιδρομής στο Κιότο και, παρ' όλα μου τα όνειρα, αυτό ήταν προφανώς αλήθεια. Αν όμως δεν υ-πήρχε καμιά πιθανότητα βομβαρδισμού του Χρυσού Ναού, τότε θα έχανα μεμιάς τον σκοπό της ζωής μου και όλος αυτός ο κόσμος όπου είχα εγκατασταθεί θα γινόταν συντρίμμια.

Από την άλλη πλευρά, με είχε συναρπάσει -όσο κι αν απε-χθανόμουν αυτή την προοπτική- η φιλοδοξία που εκείνη είχε τόσο απροσδόκητα εκφράσει για εμένα. Ο Πατέρας δεν είχε πει ποτέ λέξη σχετικά με αυτό. Ίσως όμως να έτρεφε κι αυτός κατάβαθα την ίδια φιλοδοξία στέλνοντάς με στον ναό. Ο Πα-τέρας Ντόζεν ήταν άγαμος. Αν υπέθετα ότι όφειλε κι εκείνος την τωρινή του θέση στις συστάσεις κάποιου προκατόχου του -που είχε στηρίξει τις ελπίδες του σε αυτόν-, θα μπορούσα κάλλιστα κι εγώ, στον βαθμό που θα αναπτύσσονταν οι ικα-

79

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

νότητές μου, να διαδεχθώ τον Πατέρα Ντόζεν ως Ηγούμενος του Ροκουόντζι. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο Χρυσός Ναός θα γινόταν δικός μου!

Οι σκέψεις μου θόλωσαν. Όταν η δεύτερη αυτή φιλοδοξία μου γινόταν ενοχλητική, γυρνούσα στο πρώτο μου όνειρο (ότι ο Χρυσός Ναός θα βομβαρδιζόταν) και, όταν αυτό το όνειρο γινόταν στάχτη από τον καθαρό ρεαλισμό της κρίσης της Μη-τέρας, ξαναγυρνούσα στη δεύτερη φιλοδοξία μου. Ώσπου βγήκα τελικά εξαντλημένος από τη διαρκή αυτή αμφιταλά-ντευση, με αποτέλεσμα να εμφανιστεί στη βάση του λαιμού μου ένα πλατύ κόκκινο οίδημα.

Το άφησα να θεριεύει. Το οίδημα απέκτησε γερές ρίζες και άρχισε να πιέζει το πίσω μέρος του λαιμού μου, με μια δύναμη βαριά και ζεστή. Ονειρευόμουν στον άστατο ύπνο μου ότι ένα λαγαρό χρυσαφένιο φως πλήθαινε στον σβέρκο μου, περιβάλ-λοντας το πίσω μέρος του κεφαλιού μου με μιαν εκπληκτική άλω που απλωνόταν σταδιακά. Όταν όμως άνοιγα τα μάτια, αποδεικνυόταν ότι επρόκειτο απλώς για τον πόνο που μου δη-μιουργούσε το μολυσματικό εκείνο πρήξιμο.

Τελικά, μου ανέβηκε πυρετός και αναγκάστηκα να πέσω στο κρεβάτι. Ο Ηγούμενος με έστειλε σε έναν χειρούργο. Αυ-τός, φορώντας την εθνική μας στολή με τις γκέτες, διέγνωσε το οίδημα αποκαλώντας το απλά «δοθιήνα». Επειδή δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει οινόπνευμα, απολύμανε το νυστέρι του κρατώντας το πάνω από μια φλόγα και το ακούμπησε στη συ-νέχεια στον σβέρκο μου. Έβγαλα ένα βογκητό. Ο ζεστός και ενοχλητικός εκείνος κόσμος έσπασε στη βάση του κεφαλιού μου, ώσπου τον ένιωσα να συρρικνώνεται και τελικά να κα-ταρρέει.

8 ο

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Ο πόλεμος τελείωσε. Ακούγοντας στο εργοστάσιο το Αυτο-κρατορικό Διάγγελμα που ανήγγελλε την παύση των εχθρο-πραξιών, όλες μου οι σκέ'ψεις στράφηκαν στον Χρυσό Ναό.

Αμέσως μόλις γύρισα, έσπευσα -όπως άλλωστε ήταν φυσι-κό- να βρεθώ μπροστά του. Στο μονοπάτι που διέσχιζαν οι ε-πισκέπτες για να πάνε εκεί, τα χαλίκια ιρήνονταν κάτω από τον ήλιο του κατακαλόκαιρου και κολλούσαν αδιάκοπα στις τραχιές σόλες των αθλητικών μου παπουτσιών.

Όταν ακούστηκε το Διάγγελμα στο Τόκιο, όλος ο κόσμος πήγε σίγουρα να σταθεί μπροστά στο Ανάκτορο του Αυτο-κράτορα. Πανστρατιές ανθρώπων κατευθύνονταν δακρυσμέ-νοι μπροστά στις πύλες του ακατοίκητου Ανακτόρου του Κιό-το. Το Κιότο είναι γεμάτο παρεκκλήσια και ναούς, όπου το πλήθος μπορεί να πάει να κλάψει σε παρόμοιες περιπτώσεις. Οι ιερείς έκαναν σίγουρα εκείνες τις ημέρες χρυσές δουλειές. Παρά τον πρωτεύοντα όμως ρόλο του Χρυσού Ναού, κανείς δεν ήρθε να τον επισκεφτεί τη συγκεκριμένη εκείνη μέρα.

Κοντολογίς, μονάχα η σκιά μου περιφερόταν στα καυτά χαλίκια. Για να περιγρά^ψω αντικειμενικά την όλη εικόνα, πρέ-πει να πω ότι εγώ στεκόμουν από τη μια πλευρά και ο Χρυσός Ναός από την άλλη. Και από τη στιγμή που στύλωσα το βλέμ-μα μου στον ναό, εκείνη την ημέρα, μπόρεσα να αισθανθώ ότι κάτι είχε αλλάξει στη σχέση «μας». Όταν συνέβαιναν τέτοια πλήγματα ήττας ή εθνικής δυστυχίας, ο Χρυσός Ναός βρισκό-ταν στο στοιχείο του. Εκείνες τις φορές, γινόταν υπερβατικός ή, τουλάχιστον, διατεινόταν ότι γίνεται. Γιατί, μέχρι σήμερα, ο Χρυσός Ναός δεν είχε γίνει ποτέ κάτι τέτοιο στην πραγματι-κότητα. Δίχως άλλο, το γεγονός ότι τελικά γλίτωσε από τον ε-μπρησμό μιας αεροπορικής επιδρομής και βρισκόταν τώρα ε-κτός κινδύνου είχε χρησιμεύσει για την αποκατάσταση της προηγούμενης έκφρασής του, μιας έκφρασης που έλεγε: «Εί-

8ι 6"

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

μαι εδώ από χρόνους πανάρχαιους και θα μείνω εδώ για πά-ντα».

Στεκόταν εκεί σε απόλυτη σιγή, σαν κομψό αλλά άχρηστο μέρος μιας επίπλωσης. Το πανάρχαιο φύλλο χρυσού στο εσω-τερικό του ήταν τέλεια προστατευμένο από το βερνίκι του κα-λοκαιριάτικου ήλιου, επένδυση, θαρρείς, των εξωτερικών τοί-χων. Μια μεγάλη και αδειανή επίδειξη ραφιών, τοποθετημένη μπροστά στο καταπράσινο δάσος. Τι λογής διακοσμητικά α-ντικείμενα θα μπορούσε άραγε κανείς να βάλει σε τέτοια ρά-φια; Τίποτε δεν θα ταίριαζε στα μέτρα τους, εκτός από κάτι σαν μεγάλο θυμιατήρι ή ένα κενό κολοσσιαίων διαστάσεων... Ωστόσο, ο Χρυσός Ναός είχε χάσει εντελώς τέτοιου είδους πράγματα. Η ουσία του είχε ξαφνικά ξεπλυθεί, επιδεικνύο-ντας τώρα μια μορφή παράξενα άδεια. Και το πιο παράξενο από όλα ήταν πως το Περίπτερο, που τόσες φορές με είχε θα-μπώσει με την ομορφιά του, μου φαινόταν εκείνη τη στιγμή ω-ραιότερο παρά ποτέ. Ποτέ δεν είχε αναδείξει τέτοιαν ομορφιά - ένα κάλλος που ξεπερνούσε κάθε εικόνα μέσα μου, ναι, που ξεπερνούσε ολόκληρο τον κόσμο της πραγματικότητας, απα-ράμιλλο, αέναο! Ποτέ μέχρι τότε η ομορφιά του δεν είχε λάμ-ψει τόσο αποδιώχνοντας κάθε λογής νοήματα.

Δεν αποτελεί υπερβολή ο ισχυρισμός μου πως, κοιτάζο-ντας τον ναό, τα πόδια μου έτρεμαν και το μέτωπό μου σκε-παζόταν με στάλες ιδρώτα. Όταν, σε μια προηγούμενη ευκαι-ρία, επέστρεψα στο χωριό αφού είχα δει τον ναό, τα διάφορα τμήματα και η όλη δομή του αντήχησαν στ' αυτιά μου σαν μουσική αρμονία. Αυτό που άκουγα εκείνη τη στιγμή ήταν μια βαθιά, απόλυτη σιγή. Τίποτε δεν συνέβαινε, τίποτε δεν είχε αλλάξει. Ο Χρυσός Ναός ορθωνόταν μπροστά μου, ίδιος πύρ-γος, τρομακτική παύση σε μια μουσική σύνθεση, σωστός αντί-λαλος σιωπής.

82

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

«Ο δεσμός ανάμεσα στον Χρυσό Ναό και σε μένα έσπασε», σκέφτηκα. «Το όραμα μου ότι εκείνος κι εγώ ζούμε στον ίδιο κόσμο έχει πια καταρρεύσει. Τώρα, πρέπει να γυρίσω στην προηγούμενη κατάσταση μου, πιο άδειος από ελπίδες παρά ποτέ. Εγώ στέκομαι στη μια πλευρά και η ομορφιά στην άλλη. Τίποτε δεν θα καλυτερέ\|)ει όσο υπάρχει ο κόσμος».

Η εθνική ήττα στάθηκε για μένα κάτι σαν εμπειρία απελ-πισίας. Ακόμη και τώρα, μπορώ να δω μπροστά μου το καλο-καιριάτικο φως της ημέρας της ήττας, ίδιο με φλόγα: 15 Αυ-γούστου. Ο κόσμος έλεγε ότι οι αξίες είχαν ξεφτίσει. Αντίθετα, μέσα μου, η αιωνιότητα είχε ξυπνήσει, είχε αναστηθεί διεκδι-κώντας τα δικαιώματά της. Η αιωνιότητα που μου έλεγε ότι ο Χρυσός Ναός θα υπήρχε εκεί για πάντα. Αυτή είχε κατέβει α-πό τον ουρανό, κολλούσε τώρα πάνω στα μάγουλα, στα χέρια και στα στομάχια μας, και τελικά μας έθαβε. Τι κατάρα! Ναι, μπορούσα να την ακούσω στα τερετίσματα των τζιτζικιών που αντηχούσαν στους γύρω λόφους.. Ίδια κατάρα πάνω από το κεφάλι μου, φιμώνοντάς με μ' ένα χρυσό έμπλαστρο.

Στη διάρκεια της απαγγελίας των σούτρα, εκείνο το βράδυ, -ψάλλαμε πριν πάμε για ύπνο μακρόσυρτες προσευχές για τη γαλήνη της Αυτού Μεγαλειότητας του Αυτοκράτορα, όπως και για την παρηγοριά των -ψυχών εκείνων που είχαν χάσει τη ζωή τους στον πόλεμο. Από την αρχή του πολέμου, αποτε-λούσε συνήθεια στα διάφορα δόγματα να φοράμε απλά ενδύ-ματα. Παρ' όλα αυτά, το συγκεκριμένο εκείνο βράδυ, ο Ηγού-μενος φορούσε το άλικο ράσο του, φυλαγμένο για χρόνια στο σεντούκι. Το παχουλό και άψογο πρόσωπό του -από όπου λες κι είχαν σβήσει όλες οι ρυτίδες- είχε το ροδοκόκκινο χρώμα της καλής υγείας και ξεχείλιζε από ικανοποίηση. Το δροσερό θρόισμα των αμφίων του αντηχούσε στον ναό μέσα στη ζεστή νύχτα.

8 3

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

Αφού απαγγέλθηκαν οι σούτρα, μας κάλεσαν όλους να πα-ρακολουθήσουμε μια διάλεξη στο δωμάτιο του Ηγούμενου. Το κατηχητικό πρόβλημα Ζεν που είχε επιλεγεί ήταν το «Ο Νάν-σεν Σκοτώνει μια Γάτα» από τον Δέκατο Τέταρτο Κανόνα του Μονμονκάν. Το «Ο Νάνσεν Σκοτώνει μια Γάτα (που εμφανί-ζεται επίσης στον Εξηκοστό Τρίτο Κανόνα του Χεκιγκανρό-κον με τίτλο «Ο Νάνσεν Σκοτώνει ένα Γατάκι» και στον Εξη-κοστό Τέταρτο Κανόνα με τίτλο «Ο Τζόσου Φορά ένα Ζευ-γάρι Σανδάλια στο Κεφάλι του») εθεωρείτο από πανάρχαιους χρόνους ως το δυσκολότερο από τα προβλήματα Ζεν.

Στην περίοδο Τανγκ, έζησε ο περίφημος ιερέας Σ' αν, ονό-ματι Που Γιουάν, που κατοικούσε στο όρος Ναν Σ' ουάν και ο-νομάστηκε Ναν Σ' ουάν (Νάνσεν, όπως το διαβάζουν οι Ιά-πωνες) από το όνομα του βουνού. Κάποια μέρα, όταν όλοι οι μοναχοί είχαν πάει να κόψουν τη χλόη, ένα μικρό γατάκι εμ-φανίστηκε στον ειρηνικό ναό του βουνού. Όλοι ένιωσαν πε-ριέργεια για το ζωάκι. Το κυνήγησαν και το έπιασαν. Αυτό ό-μως αποτέλεσε αντικείμενο διαφωνίας ανάμεσα στην Ανατο-λική και στη Δυτική Αίθουσα του Ναού. Οι δυο ομάδες τσα-κώθηκαν ποια θα το έπαιρνε για κατοικίδιο ζώο.

Ο Πατέρας Νάνσεν, που τα έβλεπε όλα αυτά, το έπιασε α-μέσως από το σβέρκο, έβαλε δίπλα το δρεπάνι του και είπε: «Αν κάποιος από σας μπορεί να πει μια λέξη, αυτό το γατάκι θα σωθεί. Αν όμως κανείς δεν μπορέσει, τότε το ζώο θα θανα-τωθεί». Κανείς δεν στάθηκε ικανός να απαντήσει. Κι έτσι, ο Πατέρας Νάνσεν σκότωσε το γατάκι και το πέταξε.

Το απόβραδο, ο Τζόσου, ο επικεφαλής των μαθητών, γύρι-σε στον ναό. Ο Πατέρας Νάνσεν του εξιστόρησε τα συμβάντα και ζήτησε τη γνώμη του. Ο Τζόσου έβγαλε τότε τα παπού-τσια του, τα έβαλε πάνω στο κεφάλι του και βγήκε από την αί-θουσα. Μεμιάς, ο Πατέρας Νάνσεν θρήνησε πικρά λέγοντας:

8 4

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

«Αν ήσασταν σήμερα εδώ, η ζωή της μικρής γάτας θα είχε σω-θεί».

Έτσι σκιαγραφείται η ιστορία. Το εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο ο Τζόσου έβαλε τα παπούτσια του πάνω στο κεφάλι του, παρουσίαζε κατά κοινή ομολογία ένα δύσκολο πρόβλη-μα. Κι όμως, σύμφωνα με τη διάλεξη του Ηγούμενου, δεν ήταν διόλου δύσκολο.

Ο λόγος για τον οποίο ο Πατέρας Νάνσεν είχε σκοτώσει το γατάκι ήταν η αφαίρεση της ψευδαίσθησης του «εγώ» και το ξερίζωμα όλων των άτοπων σκέψεων και φαντασιώσεων. Βά-ζοντας σε εφαρμογή την απάθειά του, έκοψε το κεφάλι της γά-τας καταργώντας με αυτόν τον τρόπο κάθε αντίφαση, αντιπα-ράθεση και διαφωνία ανάμεσα στο «εγώ» και στους άλλους. Αυτό ήταν γνωστό ως Φονικό Ξίφος, ενώ η πράξη του Τζόσου ως Ζωογόνο Ξίφος. Εκπληρώνοντας μια πράξη τόσο μεγαλό-ψυχη, όσο η τοποθέτηση ακάθαρτων και περιφρονημένων α-ντικειμένων, όπως τα παπούτσια, πάνω στο κεφάλι του, είχε δώσει μια πρακτική απόδειξη της οδού του Μποντισάτβα.

Αφού εξήγησε το πρόβλημα κατ' αυτόν τον τρόπο, ο Η-γούμενος τελείωσε τη διάλεξή του δίχως να θίξει το θέμα της ήττας της Ιαπωνίας. Νιώσαμε σαν να μας είχε μαγέψει μια α-λεπού. Δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα γιατί το ιδιαίτερο τού-το πρόβλημα Ζεν είχε επιλεγεί την ημέρα της ήττας της χώρας μας. Καθώς περπατούσαμε κατά μήκος του διαδρόμου γυρ-νώντας στα δωμάτιά μας, εξέφρασα στον Τσουρουκάουα τις αμφιβολίες μου. Ήταν κι αυτός παραξενεμένος και κούνησε το κεφάλι του.

«Δεν καταλαβαίνω», είπε. «Δεν νομίζω πως θα μπορούσε να καταλάβει κάποιος που δεν έζησε τη ζωή του ιερέα. Πι-στεύω όμως ότι το κεντρικό θέμα της αποψινής διάλεξης ήταν ότι, την ημέρα της ήττας μας, δεν έπρεπε να πει ούτε μια λέξη

8 5

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

σχετικά με αυτή και ένιωσε αναγκασμένος να μιλήσει για τον φόνο της μικρής γάτας».

Μολονότι δεν αισθανόμουν μέσα μου την παραμικρή δυ-στυχία επειδή είχαμε νικηθεί στον πόλεμο, η όψη του Ηγούμε-νου που ξεχείλιζε από αγαλλίαση με είχε κάνει να νιώσω άβο-λα. Αυτό που συνήθως διαφυλάσσει την τάξη σε έναν ναό εί-ναι ο σεβασμός για τον Ηγούμενό του. Την προηγούμενη χρο-νιά, όταν με είχε πλέον αναλάβει τούτος ο ναός, δεν είχα κα-τορθώσει να νιώσω αγάπη ή εκτίμηση για τον Ηγούμενό μας. Αυτό καθαυτό το γεγονός δεν είχε σημασία. Αφότου όμως η Μητέρα είχε ανάψει μέσα μου τη φλόγα της φιλοδοξίας, είχα αρχίσει να τον βλέπω με το κριτικό πνεύμα ενός δεκαεπτά-χρονου αγοριού.

Ο Ηγούμενος ήταν ακριβοδίκαιος και ανιδιοτελής. Άλλω-στε, επρόκειτο για μια δικαιοσύνη και μια ανιδιοτέλεια που εύκολα φανταζόμουν πως θα επιδείκνυα κι εγώ ο ίδιος αν έ-παιρνα κάποτε τη θέση του. Έλειπε όμως από αυτόν τον άν-θρωπο η αίσθηση του χιούμορ, συνηθισμένο χαρακτηριστικό 1 νός ιερέα Ζεν. Ήταν αξιοπερίεργο, μια και το χιούμορ είναι συνυφασμένο με τα εύσωμα άτομα όπως αυτός.

Είχα ακούσει ότι ο Ηγούμενός μας είχε γλεντήσει όσο γι-νόταν περισσότερο με γυναίκες. Όταν τον φανταζόμουν να ε-πιδίδεται σε τέτοιας λογής ηδονές, αυτή η σκέψη με διασκέ-δαζε, παρότι με έκανε παράλληλα να νιώθω και κάποια αμη-χανία. Πώς θα αισθανόταν άραγε μια γυναίκα όταν την αγκά-λιαζε ένα κορμί σαν ροδαλή μαρμελάδα από κουκιά; Προφα-νώς, σαν η μαλακή και ροδαλή αυτή σάρκα, που απλωνόταν ως τα πέρατα του κόσμου, να ήταν ένα σάρκινο μνήμα που έ-θαβε τη γυναίκα μέσα του.

Με παραξένευε το γεγονός ότι ένας ιερέας Ζεν έπρεπε να έχει σάρκα. Ότι ο Ηγούμενος είχε τόσο γλεντήσει με γυναίκες,

8 6

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

σήμαινε ίσως πως επιθυμούσε να περιγελάσει τη σάρκα διώ-χνοντάς την από πάνω του. Κι όμως, αν ήταν έτσι, φαινόταν παράξενο πώς η τόσο περιφρονημένη αυτή σάρκα είχε προ-φανώς σιτιστεί με τόσο φαγητό, τυλίγοντας το πνεύμα του με ένα εξαιρετικά λείο περίβλημα. Σάρκα πειθήνια και ταπεινή σαν τέλεια δαμασμένο κατοικίδιο ζώο. Σάρκα που έκανε για το πνεύμα του Ηγούμενου χρέη παλλακίδας.

Οφείλω να αναφέρω τι σήμαινε για μένα με πραγματικούς ό-ρους η ήττα. Όχι, δεν ήταν απελευθέρωση. Με κανέναν τρόπο. Δεν ήταν παρά μια επιστροφή στην αναλλοίωτη, αιώνια βουδι-στική ρουτίνα που εισχωρούσε στην καθημερινή μας ζωή. Από την ημέρα της Παράδοσης, η ρουτίνα είχε εγκατασταθεί και πά-λι σταθερά στη ζωή μας και συνεχιζόταν αμετάβλητη: «άνοιγμα των κανόνων», πρωινό καθήκον, συνεδρία του χυλού, διαλογι-σμός, «γιατρικό» ή βραδινό γεύμα, λουτρό, «άνοιγμα του μαξι-λαριού». Ο Ηγούμενος είχε απαγορεύσει στον ναό τη χρήση του ρυζιού που αγοραζόταν στη μαύρη αγορά. Σαν αποτέλεσμα, το μοναδικό ρύζι που βρίσκαμε εμείς οι νεοφώτιστοι να επιπλέει στις άθλιες κούπες με τον χυλό ήταν εκείνο που μας πρόσφεραν οι ενορίτες, ή οι τόσο ισχνές ποσότητες που ο διάκονος αγόρα-ζε στη μαύρη αγορά. Αυτός εξαιρείτο από την απαγόρευση, με τη δικαιολογία ότι εμείς οι νεοφώτιστοι βρισκόμασταν στο άν-θος της ανάπτυξής μας και χρειαζόμασταν φαγητό. Άλλο βέ-βαια αν διατεινόταν πάντοτε ότι αυτό το ρύζι αποτελούσε μέρος των δωρεών προς τον ναό. Πολλές φορές, βγαίναμε έξω και α-γοράζαμε γλυκοπατάτες. Γιατί δεν αποτελείτο από χυλό μόνο το πρόγευμα. Τόσο το μεσημεριανό όσο και το βραδινό μας φα-γητό είχε ως μόνα συστατικά το κουρκούτι και τις γλυκοπατά-τες, κάτι που μας έκανε να νιώθουμε συνεχή πείνα.

87

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Ο Τσουρουκάουα ζητούσε από τους γονείς του γλυκά και αυτοί του έστελναν συχνά δέματα από το Τόκιο. Αργά τη νύ-χτα, έφερνε τις γλυκές αυτές προμήθειες στο δωμάτιό μου για να τις μοιραστεί μαζί μου. Πότε πότε, αστραπές φώτιζαν τον σκοτεινό ουρανό.

Ρώτησα τον Τσουρουκάουα για ποιον λόγο έμενε εδώ, ε-φόσον είχε τόσο εύπορους και στοργικούς γονείς.

«Είναι για μένα ένα είδος ασκητισμού», μου εξήγησε. «Έτσι κι αλλιώς, όταν θα έρθει εκείνη η ώρα, θα κληρονομή-σω τον ναό του Πατέρα».

Ο Τσουρουκάουα έδειχνε εντελώς ανενόχλητος από όλα. Ήταν απόλυτα προσαρμοσμένος στον ρυθμό της ζωής του, ό-πως τα ξυλαράκια για το ρύζι στο κουτί τους. Ξανοίχτηκα στη συζήτηση, λέγοντάς του ότι ίσως και να ανάτελλε για τη χώρα μας μια καινούργια εποχή, για την οποία ήμασταν όλοι εντε-λώς ανύποπτοι. Θυμήθηκα την ιστορία που είχα ακούσει κά-ποιον να διηγείται στο σχολείο, μερικές μέρες μετά την Παρά-δοση. Επρόκειτο για έναν αξιωματικό, επικεφαλής ενός εργο-στασίου που, αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, γέμισε ένα καμιόνι με τρόφιμα και το πήγε στο σπίτι του, εξηγώντας την πράξη του εντελώς απροκάλυπτα: «Από τώρα και στο εξής, θα καταπιάνομαι με δουλειές της μαύρης αγοράς».

Φαντάστηκα τον τολμηρό και σκληρό εκείνον αξιωματικό, με το διαπεραστικό μάτι, να στέκεται εκεί έτοιμος να ακολου-θήσει τον δρόμο του κακού. Το μονοπάτι όπου ετοιμαζόταν να διαβεί ολοταχώς, με τις γαλότσες του στα πόδια, αποκάλυπτε τη συγκεκριμένη ποιότητα του θανάτου στο μέτωπο της μάχης. Υπήρχε ένα είδος σύγχυσης που μου θύμιζε τις πορφυρές λάμ-ψεις της αυγής. Καθώς θα ξεκινούσε, το άσπρο μεταξωτό φου-λάρι θα ανέμιζε στο στήθος του, ενώ τα μάγουλά του θα εξετί-θεντο στον κρύο άνεμο της νύχτας που, αργοπορημένος, θα

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

δρόσιζε τις πρώτες ώρες της αυγής. Η πλάτη του θα έγερνε α-πό το βάρος των κλεμμένων αγαθών: θα έφθειρε τον εαυτό του με εκπληκτική ταχύτητα. Ωστόσο, έφτανε από μακριά στα αυ-τιά μας ο αμυδρός ήχος της καμπάνας των ατασθαλιών, που χτυπούσε στο πυργωτό κωδωνοστάσιο.

Βρισκόμουν μακριά από όλα αυτά. Δεν είχα χρήματα, δεν ήμουν ελεύθερος ούτε χειραφετημένος. Ήταν όμως βέβαιο πως, στη σκέψη του δεκαεπτάχρονου αγοριού που ήμουν, η φράση «μια καινούργια εποχή» έκλεινε μέσα της τη σταθερή μου απόφαση να κάνω κάτι, έστω κι αν αυτό δεν είχε πάρει α-κόμη συγκεκριμένη μορφή.

«Αν οι άνθρωποι αυτού του κόσμου», σκέφτηκα, «αποζη-τούν το κακό στη ζωή και στις πράξεις τους, τότε θα βυθιστώ κι εγώ όσο γίνεται βαθύτερα στον εσώτερο κόσμο της κακίας».

Παρ' όλα αυτά, ο τύπος του κακού που έβλεπα αρχικά για τον εαυτό μου δεν προχωρούσε μακρύτερα από το στάδιο του σχεδίου: να κερδίσω την εύνοια του Ηγούμενου με τις πονηριές μου, ή να κατακτήσω τον Χρυσό Ναό. Ή ακόμη, δεν ξεπερ-νούσε κάποιο παράλογο όνειρο, πώς να δηλητηριάσω, λόγου χάρη, τον Ηγούμενο για να πάρω τη θέση του. Αυτά τα σχέδια με έκαναν να αισθανθώ πιο άνετα, από τη στιγμή που σιγου-ρεύτηκα ότι ο Τσουρουκάουα δεν είχε την ίδια φιλοδοξία.

«Δεν έχεις έγνοιες και ελπίδες όσον αφορά το μέλλον;» τον ρώτησα.

«Όχι, καμία», μου αποκρίθηκε. «Σε τι θα με ωφελούσε αν είχα;»

Δεν υπήρχε ίχνος μελαγχολίας στην απάντησή του, ούτε εί-χε μιλήσει στην τύχη. Μόλις τότε, μια λάμ-ψη φώτισε τα στενά και λίγο λοξά του φρύδια, τα μόνα λεπτά από τα χαρακτηρι-στικά του. Ο Τσουρουκάουα άφηνε προφανώς τον κουρέα να ξυρίζει το πάνω και το κάτω μέρος των φρυδιών του. Σαν α-

8 9

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

ποτέλεσμα, αυτά, ήδη στενά από τη φύση τους, στένευαν ακό-μη περισσότερο, και μπορούσε να δει κανείς μια γαλαζωπή σκιά στις άκριες από όπου είχε περάσει το ξυράφι.

Βλέποντας την ανάλαφρη αυτή σκιά, κυριεύτηκα ξαφνικά από ένα δυσάρεστο συναίσθημα. Καθισμένο απέναντι μου, το νεαρό αγόρι καιγόταν στην έσχατη και πιο άδολη άκρια της ζωής. Ο Τσουρουκάουα ήταν διαφορετικός από μένα. Από τη στιγμή που καιγόταν, το μέλλον του είχε σφραγιστεί. Το φιτίλι αυτού του μέλλοντος επέπλεε σε ένα λάδι δροσερό και διάφα-νο. Ποιος είναι υποχρεωμένος σε αυτόν τον κόσμο να προβλέ-ψει την αθωότητα και την αγνότητά του; Κι αυτό, βεβαίως, ε-φόσον παραμένει αθωότητα και αγνότητα στο μέλλον του.

Το ίδιο βράδυ, όταν εκείνος είχε πια γυρίσει στο δωμάτιό του, στάθηκε αδύνατον να κοιμηθώ λόγω της πνιγηρής ζέστης των στερνών ημερών του καλοκαιριού. Εκτός από τη θερμο-κρασία, η απόφασή μου να αντισταθώ στη συνήθεια του αυ-νανισμού μου αφαιρούσε κάθε διάθεση για ύπνο...

Πολλές φορές, τύχαινε να λερώνω τα σεντόνια στη διάρ-κεια του ύπνου μου. Αυτό δεν είχε να κάνει με κάποια σεξου-αλική εικόνα. Για παράδειγμα, ένας μαύρος σκύλος μπορούσε να κατηφορίζει τρέχοντας έναν σκοτεινό δρόμο: έβλεπα τη λαχανιασμένη του ανάσα σαν δέσμη από φλόγες που έβγαιναν από το στόμα του και η διέγερσή μου αυξανόταν με τον ήχο του μικρού κουδουνιού που κρεμόταν από τον λαιμό του. Ύστερα, όταν το κουδούνι χτυπούσε στη μεγαλύτερη ένταση του ήχου, εκσπερμάτιζα.

Ενώ αυνανιζόμουν, ο νους μου ήταν γεμάτος δαιμονικές ει-κόνες. Μπορούσα να βλέπω τα στήθια της Ουίκο, κι ύστερα τους μηρούς της. Στο μεταξύ, εγώ μεταμορφωνόμουν σε έντο-μο, ασύγκριτα μικρό και αποτρόπαιο.

...Πεταγόμουν από το κρεβάτι μου και εγκατέλειπα κρυφά

9 ο

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

το κτήριο, από την πίσω πόρτα της μικρής βιβλιοθήκης. Πίσω από το Ροκουόντζι και ανατολικά του Γιουκατέι, ορθωνόταν το βουνό Φουντοζάν. Ήταν πυκνοφυτεμένο με κόκκινα πεύ-κα και, ανάμεσα στους κορμούς τους, φύτρωνε ένα αξεδιάλυ-το πλέγμα από μικροσκοπικά μπαμπού, ανάκατα με άνθια ά&υίζΪΆ, αζαλέες και άλλα φυτά. Αυτό το βουνό μου ήταν τό-σο γνώριμο, που μπορούσα να το ανέβω ακόμη και τη νύχτα χωρίς να σκοντάιρω. Από τη μια κορυφή του, έβλεπε κανείς το πάνω και το κεντρικό μέρος του Κιότο και, μακριά, τα βουνά Εϊζάν και Νταϊμοντζιγιάμα.

Σκαρφάλωσα στην πλαγιά του. Σκαρφάλωσα ακούγοντας το τραγούδι των πουλιών που φτεροκοπούσαν τρομαγμένα. Δεν κοίταζα πλάι, φροντίζοντας παράλληλα να αποφεύγω τους κορμούς των δέντρων. Σκαρφαλώνοντας χωρίς ούτε μια σκέψη να σκιάζει τον νου μου, ένιωθα πως είχα ξαφνικά για-τρευτεί. Όταν έφτασα στην κορφή, ένας κρύος νυχτερινός αέ-ρας φύσηξε πάνω στο κάθιδρο σώμα μου.

Έμεινα κατάπληκτος από τη θέα που ανοιγόταν μπροστά μου. Ύστερα από πολύ καιρό, η συσκότιση είχε καταργηθεί και μια θάλασσα από φώτα απλωνόταν τώρα μακριά. Εντυ-πωσιάστηκα σαν να επρόκειτο για θαύμα: πρώτη φορά ανέ-βαινα εδώ τη νύχτα μετά το τέλος του πολέμου.

Τα φώτα λες και σχημάτιζαν ένα στερεό σώμα. Ήταν σκορ-πισμένα σε ολόκληρη την επίπεδη επιφάνεια και ήταν αδύνα-τον να καταλάβω αν βρίσκονταν κοντά ή μακριά μου. Αυτό που ορθωνόταν μπροστά μου μες στο σκοτάδι ήταν μια πελώ-ρια διάφανη δομή που αποτελείτο εξ ολοκλήρου από φώτα. Φαίνονταν να απλώνονται στον φτερωτό της πύργο, όπου φύ-τρωναν κέρατα με περίπλοκα σχήματα. Αυτή, μάλιστα - ήταν πολιτεία! Μονάχα το δάσος γύρω από το Ανάκτορο του Αυ-τοκράτορα δεν φωτιζόταν, δίνοντας την όψη ενός πελώριου

91

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

μαύρου σπηλαίου. Εδώ κι εκεί, προς την κατεύθυνση του ό-ρους Χιέι, μια αστραπή αυλάκωνε τον σκοτεινό ουρανό.

«Αυτός», σκεφτόμουν, «είναι ο κόσμος των ανθρώπων. Τώρα που ο πόλεμος έχει τελειώσει, παραδίδονται κάτω από αυτό το φως σε κακές σκέψεις. Κάτω από αυτό το φως, ανα-ρίθμητα ζευγάρια κοιτάζουν ο ένας τον άλλο και στα ρουθού-νια τους μπαίνει η μυρωδιά της πράξης που μοιάζει με θάνατο, ασκώντας πίεση κατευθείαν πάνω τους. Η σκέψη ότι τα αμέ-τρητα τούτα φώτα σφραγίζονται από τη χροιά της απαγόρευ-σης, κάνει την καρδιά μου να αναγαλλιάζει. Αφήστε, σας πα-ρακαλώ, το κακό που βρίσκεται στην καρδιά μου να μεγαλώ-νει και να πληθαίνει ολοένα, έτσι που το απέραντο εκείνο φως που απλώνεται μπροστά στα μάτια μου να αντιστοιχεί σε κά-θε άλλο φως! Αφήστε το σκοτάδι της καρδιάς μου, που κλεί-νει μέσα του αυτό το κακό, να γίνει ένα με τη σκοτεινή νύχτα και τα αμέτρητα τούτα φώτα!»

Στον Χρυσό Ναό έρχονταν όλο και περισσότεροι επισκέπτες. Για να αντισταθμίσει τον πληθωρισμό, ο Ηγούμενος έκανε αί-τηση στον δήμο, που του επέτρεψε να αυξήσει το δικαίωμα ει-σόδου.

Οι σκόρπιοι επισκέπτες που είχα δει μέχρι τώρα ήταν τα-πεινοί άνθρωποι του λαού με στολές, ρούχα της δουλειάς ή φαρδιά παντελόνια της εποχής του πολέμου. Τώρα όμως που έφταναν εδώ τα στρατεύματα Κατοχής, σύντομα άρχισαν να ανθούν γύρω από τον Χρυσό Ναό τα αδιάντροπα ήθη των αν-θρώπων. Δεν ήταν όμως όλες οι αλλαγές προς το χειρότερο. Γιατί είχε αναβιώσει και η συνήθεια των τελετών του τσαγιού και πολλές επισκέπτριες έρχονταν τώρα στον Ναό με χαρού-μενα χρωματιστά ρούχα, που τα είχαν κρύψει στα χρόνια του

92

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

πολέμου. Εμείς οι ιερείς, με τα σκουρόχρωμα άμφιά μας, ερ-χόμασταν σε πλήρη αντίθεση μαζί τους. Λες και είχαμε ύφος κληρικών οπερέτας, ή ήμασταν οι κάτοικοι μιας περιοχής που φρόντιζαν να διαφυλάξουν κάποια παράξενα παλιά έθιμα για το χατίρι μερικών τουριστών που έρχονταν ειδικά γι' αυτό... Οι Αμερικανοί στρατιώτες εντυπωσιάζονταν ιδιαίτερα: συνήθι-ζαν να τραβούν άκομψα τα μανίκια μας και να μας περιγε-λούν κάτω από τα ίδια μας τα μάτια. Πολλές φορές, μας πρό-σφεραν χρήματα προκειμένου να τους αφήνουμε να φορούν το ράσο μας για να βγάζουν αναμνηστικές φωτογραφίες. Αυ-τό συνέβαινε όταν μας έστελναν, τον Τσουρουκάουα κι εμένα, να μιλήσουμε τα σπασμένα μας αγγλικά με τους ξένους επι-σκέπτες, αντί για τους συνηθισμένους ξεναγούς που είχαν πλή-ρη άγνοια της αγγλικής γλώσσας.

Ήταν ο πρώτος χειμώνας μετά τον πόλεμο. Το απόγευμα της Παρασκευής είχε αρχίσει να χιονίζει, πράγμα που συνεχί-στηκε και το Σάββατο. Το πρωί, ενώ βρισκόμουν στο σχολείο, φρόντιζα να βρω τρόπο να γυρίσω το μεσημέρι στον Χρυσό Ναό και να τον δω χιονισμένο.

Χιόνιζε μέχρι το απόγευμα. Άφησα το μονοπάτι των επι-σκεπτών και, αφού φόρεσα τις λαστιχένιες μου μπότες και πέ-ρασα στους ώμους τη σχολική μου τσάντα, περπάτησα πλάι στην όχθη της λίμνης Κυόκο. Το χιόνι έπεφτε γοργά και στρω-τά. Όταν ήμουν παιδί, έστρεφα πολλές φορές προς τον ουρα-νό το στόμα μου, διάπλατα ανοιγμένο. Έτσι έκανα και τώρα: οι νιφάδες μπλέκονταν στα δόντια μου κάνοντας έναν ελαφρό θόρυβο, σαν να τριβόταν πάνω τους ένα λεπτό αλουμινόχαρ-το. Ένιωθα πως το χιόνι έμπαινε στη ζεστή κοιλότητα του στό-ματός μου, λιώνοντας εκεί μέσα καθώς άγγιζε την κοκκινωπή επιφάνεια της σάρκας. Εκείνη τη στιγμή, φαντάστηκα το στό-μα του φοίνικα στην κορφή του Κουκυότσο. Το ζεστό και μα-

93

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

λακό στόμα του μυστηριώδους εκείνου χρυσαφένιου πουλιού. Το χιόνι δίνει σε όλους μας μια διάθεση νεανική. Θα ήταν

άραγε πέρα για πέρα άσχετο προς την αλήθεια, αν έλεγα πως εγώ, που δεν ήμουν καν ακόμη δεκαοκτώ ετών, ένιωθα τώρα μέσα μου έναν ασυνήθιστα νεανικό ενθουσιασμό;

Ο Χρυσός Ναός δέσποζε πανέμορφος, τυλιγμένος με χιόνι. Το γυμνό περίβλημα του εκτεθειμένου στα ρεύματα κτηρίου, με τις ραδινές κολόνες του να ορθώνονται η μια δίπλα στην άλλη και με το χιόνι να τρυπώνει ελεύθερα ανάμεσά τους, είχε κάτι το δροσιστικό.

«Γιατί δεν τραυλίζει το χιόνι;» αναρωτήθηκα. Πολλές φο-ρές, όταν αυτό κρεμόταν ανάμεσα στα φύλλα του γΒί8υάό, έ-πεφτε καταγής, σαν να τραύλιζε πράγματι. Όταν όμως ένιωθα τον εαυτό μου λουσμένο από τις νιφάδες του -καθώς αυτές κα-τέβαιναν μαλακά και αδιάκοπα από τον ουρανό-, ξεχνούσα τους μαιάνδρους της καρδιάς μου και ήταν σαν να γυρνούσα σε πιο απαλούς πνευματικούς ρυθμούς, λουσμένος -θαρρείς-από τη μουσική.

Χάρη στο χιόνι, ο τρισδιάστατος Χρυσός Ναός είχε γίνει στην πραγματικότητα ένα επίπεδο σχήμα χωρίς εικόνα, και δεν αποτελούσε πλέον πρόκληση σε οτιδήποτε υπήρχε εκτός από αυτόν. Τα γυμνά κλαδιά των σφενταμιών, που απλώνο-νταν στα αντίπερα της λίμνης, μπορούσαν μετά βίας να σηκώ-σουν το χιόνι και το δάσος έμοιαζε πιο γυμνό παρά ποτέ. Αυ-τό κρεμόταν εδώ κι εκεί, θεσπέσια στοιβαγμένο στα πεύκα. Και ακόμη, ένα παχύ στρώμα του είχε απλωθεί πάνω στην πα-γωμένη επιφάνεια της λίμνης. Κατά παράξενο τρόπο, υπήρ-χαν τόποι στη λίμνη χωρίς καθόλου χιόνι, αλλά μεγάλα άσπρα μπαλώματα σαν σύννεφα σε έναν διακοσμητικό πίνακα. Λόγω του χιονιού, ο βράχος Κυουζανχακάι και η νησίδα Αουάτζι εί-χαν γίνει ένα με την παγωμένη επιφάνεια της λίμνης, και τα μι-

94

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

κρά πεύκα που βρίσκονταν στην ανάπτυξη τους φάνταζαν σαν να είχαν ξεπηδήσει κατά τύχη μέσ' από την καταχνιά, κα-ταμεσής μιας πεδιάδας από πάγο και χιόνι.

Τρία τμήματα του Χρυσού Ναού ήταν εντυπωσιακά ά-σπρα: οι στέγες του Κουκυότσο και του Τσοόντο, και η μικρή στέγη του Σοζέι. Το υπόλοιπο ακατοίκητο κτήριο ήταν σκοτει-νό και αναδινόταν κάποια δροσιά γύρω από το μαύρο χρώμα της περίπλοκης ξύλινης δομής που ορθωνόταν ανάγλυφη. Όπως κάποιος που κοιτάζει ένα κάστρο, μισοκρυμμένο ανά-μεσα στα βουνά, σε έναν πίνακα της σχολής του Νότου, φέρ-νει το πρόσωπό του πιο κοντά στο καναβάτσο για να διαπι-στώσει κατά πόσον υπάρχει κάτι ζωντανό πίσω από αυτούς τους τοίχους, έτσι και η σαγήνη του παλιού εκείνου μαύρου ξύ-λου μπροστά μου με έκανε να αισθανθώ την επιθυμία να ανα-καλύψω αν ο ναός ήταν πράγματι ακατοίκητος. Παρ' όλα αυ-τά, έστω κι αν έφερνα το πρόσωπό μου πιο κοντά στον Χρυσό Ναό, έπεφτα πάνω στο κρύο μετάξι του χιονιού. Περισσότερο κοντά, δεν θα μπορούσα να πλησιάσω.

Ακόμη και εκείνη την ημέρα, οι πόρτες του Κουκυότσο εί-χαν ανοίξει προς τον χιονισμένο ουρανό. Καθώς είχα στρέψει τα μάτια πάνω του, παρατηρούσα με κάθε λεπτομέρεια πώς στροβιλίζονταν οι νιφάδες γύρω από τον μικρό άδειο χώρο και πώς έρχονταν τότε να εναποτεθούν στο παλιό θαμπωμένο φύλλο χρυσού των τοίχων του, σχηματίζοντας μικρές κηλίδες από χρυσή δροσιά.

Η επομένη ήταν Κυριακή. Το πρωί, ο γέροντας ξεναγός ήρ-θε να με φωνάξει. Προφανώς, ένας ξένος στρατιώτης είχε έρ-θει να δει τον ναό πριν από την κανονική ώρα που άνοιγαν οι πύλες του. Ο ξεναγός είχε ζητήσει με νοήματα από τον στρα-τιώτη να περιμένει και είχε έρθει να με φωνάξει επειδή, όπως είπε, ήξερα αγγλικά. Κατά περίεργο τρόπο, τα αγγλικά μου ή-

95

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

ταν καλύτερα από του Τσουρουκάουα και δεν τραύλιζα όταν τα μιλούσα.

Ένα τζιπ είχε σταματήσει μπροστά στην είσοδο. Ένας Α-μερικανός στρατιώτης, στουπί στο μεθύσι, στηριζόταν σε κά-ποια από τις κολόνες της πύλης. Όταν παρουσιάστηκα, με κοί-ταξε καλά καλά και γέλασε χλευαστικά.

Ο μπροστινός κήπος ήταν θαμπός από την πρόσφατη χιο-νόπτωση. Πάνω στο θολωμένο αυτό φόντο, ο νεαρός στρα-τιώτης, με πρόσοοπο γεμάτο σαρκώδεις ζάρες, ξεφυσούσε προς την πλευρά μου άσπρα σύννεφα αχνού, ανάκατα με α-ναθυμιάσεις από ουίσκι. Ένιωσα αμήχανα, όπως κάθε φορά, προσπαθώντας να φανταστώ τι είδους αισθήματα θα κυριαρ-χούσαν μέσα σε κάποιον που διέφερε τόσο από μένα σε μπόι.

Είχα αποκτήσει τη συνήθεια να μην πηγαίνω κόντρα στους ανθρώπους. Έτσι, συγκατατέθηκα να τον ξεναγήσω στον ναό, έστω κι αν αυτός δεν είχε ανοίξει ακόμη. Ρώτησε πόσο στοίχι-ζε η είσοδος και πόσο η ξενάγηση. Παραξενεύτηκα αρκετά διαπιστώνοντας ότι ο μεθυσμένος δεν έφερε καμιά αντίρρηση προκειμένου να πληρώσει. Ύστερα, κοίταξε μέσα στο τζιπ και είπε κάτι σαν: «Βγες έξω!»

Επειδή τα τζάμια ήταν θολά από το χιόνι, δεν είχα μπορέ-σει να κοιτάξω στο σκοτεινό εσωτερικό του τζιπ. Πρόσεξα ό-μως τώρα ότι κάτι άσπρο κινιόταν πίσω από το παράθυρο. Μου φάνηκε σαν να 'ταν κουνέλι.

Ένα πόδι μέσα σε ένα λεπτό παπούτσι με ψηλό τακούνι εί-χε ακουμπήσει πάνω στο σκαλοπάτι του τζιπ. Με εξέπληξε το γεγονός ότι, παρά το κρύο, ήταν ξεκάλτσωτο. Θα μπορούσα να πω, με την πρώτη ματιά, ότι το κορίτσι ήταν μια πόρνη που φρόντιζε για τη διασκέδαση των ξένων στρατιωτών: φορούσε ένα πανωφόρι στο χρώμα της φωτιάς, ενώ τα νύχια των χε-ριών και των ποδιών της ήταν βαμμένα με το ίδιο φλογερό

9 6

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

χρώμα. Καθώς το κάτω μέρος του πανωιροριού της άνοιξε, πρόσεξα πως φορούσε από μέσα ένα βρόμικο νυχτικό από πε-τσέτα, Το κορίτσι ήταν επίσης τύφλα στο μεθύσι και είχε βλέμ-μα απλανές. Ο άντρας φορούσε την καλοφροντισμένη στολή του. Αντίθετα, εκείνη είχε ρίξει ένα παλτό και ένα φουλάρι πά-νω από το νυχτικό της. Προφανώς είχε βγει κατευθείαν από το κρεβάτι.

Στην αντανάκλαση του χιονιού, το πρόσωπο του κοριτσιού ήταν κατάχλομο. Η άσπρη επιδερμίδα -όπου μόλις διακρινό-ταν ένα ίχνος χρώματος- ερχόταν σε έντονη αντίθεση με το βυσσινί κοκκινάδι των χειλιών. Μόλις κατέβηκε, φταρνίστηκε. Λεπτές ρυτίδες σχηματίστηκαν στην καμάρα της μύτης της, και τα μάτια της, κουρασμένα και θολά από το μεθύσι, καρ-φώθηκαν για μια στιγμή μακριά. Ύστερα, λες και βυθίστηκαν σε ένα βλέμμα βαθύ και δίχως λάμψη. Τότε, φώναξε το όνομα του άντρα.

«Τζακ, Τζακ! είπε. ΤΞΠ ]ίόηιάο ί5ύ Ι^οΓπάοΙ» Η φωνή του κοριτσιού λες και γλίστρησε με θλί-ψη στο χιόνι, ανακοινώνο-ντας πόσο κρύο έκανε. Ο άντρας δεν αποκρίθηκε.

Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα μία επαγγελματία του εί-δους της να διαθέτει κάποια ομορφιά. Όχι πως έμοιαζε με την Ουίκο. Αντίθετα, το πρόσωπό της έμοιαζε με πορτρέτο σχε-διασμένο με τη μεγαλύτερη φροντίδα, έτσι ώστε ούτε ένα από τα χαρακτηριστικά της να μη θυμίζει την Ουίκο. Η κοπέλα εί-χε μια δροσερή, προκλητική ομορφιά, που έμοιαζε με αντί-δραση προς την ανάμνηση που είχα από την Ουίκο. Και υ-πήρχε κάτι σαν κολακεία στην αντίστασή της προς τον χαρα-κτηριστικό μου αισθησιασμό, επακόλουθο της πρώτης εμπει-ρίας μου όσον αφορά την ομορφιά.

Είχε ένα μονάχα κοινό σημείο με την Ουίκο: ότι δεν μου έ-ριξε ούτε μια ματιά όσο στεκόμουν εκεί. Έχοντας αφήσει τα

97

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

άμφιά μου, φορούσα ένα βρόμικο πουλόβερ και λαστιχένιες μπότες.

Όλοι στον ναό είχαν βγει έξω από νωρίς και φτυάριζαν το χιόνι, χωρίς όμως να καταβάλλουν ιδιαίτερες φροντίδες για το καθάρισμα του μονοπατιού των επισκεπτών. Ακόμη και τώρα, η διέλευση μιας ολόκληρης ομάδας θα ήταν δύσκολη. Υπήρχε βέβαια αρκετός χώρος για να περάσουν λίγοι επισκέπτες, ο έ-νας πίσω από τον άλλο. Προχωρούσα μπροστά από τον Αμε-ρικανό στρατιώτη και το κορίτσι.

Όταν ο Αμερικανός έφτασε στη λιμνούλα και η θέα ξετυλί-χτηκε μπροστά του, σήκωσε τα χέρια του βγάζοντας ένα ουρ-λιαχτό επευφημίας με λέξεις που δεν μπόρεσα να καταλάβω. Ύστερα, τράνταξε βίαια την κοπέλα, που έσμιξε τα φρύδια της και αρκέστηκε να επαναλάβει: «Ω, Τζακ, ί5ζΐ 1<:όΓυάοΙ»

Ο Αμερικανός κάτι με ρώτησε για τα ζωηρόχρωμα κόκκι-να μούρα αοΜ που φαίνονταν πίσω από τα βαρυφορτωμένα με χιόνι φύλλα. Ωστόσο, δεν μου ήρθε τίποτε άλλο στον νου ε-κτός από το να επαναλάβω τη λέξη «ΆΟΜ». Ίσως πίσω από το γιγάντιο αυτό κορμί να κρυβόταν ένας λυρικός ποιητής, αι-σθάνθηκα όμως πως στα καθάρια γαλάζια μάτια του δεν υ-πήρχε παρά μόνο σκληρότητα. Το δυτικό παιδικό τραγουδάκι «ΜοΐΙιοΓ Οοοδο> αναφέρεται στα μαύρα μάτια σαν σε κάτι σκληρό και πονηρό. Η ουσία είναι πως όταν οι άνθρωποι σκέ-φτονται τη σκληρότητα, της αποδίδουν συνήθως τον χαρα-κτήρα του «ξένου».

Άρχισα να τους εξηγώ ό,τι αφορούσε τον Χρυσό Ναό σύμ-φωνα με τα καθιερωμένα στερεότυπα των ξεναγών. Ο στρα-τιώτης ήταν τόσο μεθυσμένος που δεν είχε καμιά ευστάθεια. Με τα μουδιασμένα μου δάχτυλα, έβγαλα από την τσέπη μου το αγγλικό κείμενο για τον Χρυσό Ναό που διαβάζουν συνή-θως σε τέτοιες περιπτώσεις. Ο Αμερικανός μου άρπαξε το βι-

9 8

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

βλίο από τα χέρια και βάλθηκε να διαβάζει με τόνο κωμικό. Διαπίστωσα πως οι εξηγήσεις μου δεν ήταν πλέον επιθυμητές.

Στηρίχτηκα στο κιγκλίδωμα του Χοζούι-ιν και αγνάντεψα την ονειρικά αστραφτερή επιφάνεια της λίμνης. Δεν είχα δει άλλη φορά το εσωτερικό του Χρυσού Ναού έτσι εκτεθειμένο στο φως - αλήθεια, ήταν τόσο αστραφτερό που σε έκανε να αι-σθάνεσαι αμήχανα.

Υψώνοντας το βλέμμα μου, αντιλήφθηκα ότι, προχωρώ-ντας προς το Σοζέι, ο άντρας και η γυναίκα είχαν αρχίσει να λογοφέρνουν. Ο καβγάς γινόταν όλο και πιο άγριος, χωρίς βέ-βαια να μπορώ να πιάσω ούτε λέξη. Το κορίτσι απάντησε με τόνο σκληρό. Ήταν αδύνατον να καταλάβω κατά πόσον μι-λούσε αγγλικά ή γιαπωνέζικα. Περπατούσαν τώρα και οι δυο τους πίσω προς το Χοζούι-ιν, συνεχίζοντας τον καβγά. Έδει-χναν να έχουν εντελώς ξεχάσει την ύπαρξή μου.

Ο Αμερικανός σήκωσε απότομα το πρόσωπό του προς τη γυναίκα, εκτοξεύοντάς της βρισιές. Εκείνη τον χαστούκισε με όλη της τη δύναμη. Ύστερα, έκανε μεταβολή και έτρεξε με τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της προς την είσοδο των επισκε-πτών. Μολονότι δεν καταλάβαινα τι είχε συμβεί, εγκατέλειψα κι εγώ το Περίπτερο του Χρυσού Ναού, αρχίζοντας να τρέχω πλάι στην όχθη της λίμνης. Όταν ζύγωσα την κοπέλα, ο Αμε-ρικανός είχε κατορθώσει με δυο δρασκελιές των ψηλών πο-διών του να την πλησιάσει και να την αρπάξει από τα πέτα του κόκκινου πανωφοριού.

Καθώς στεκόταν χωρίς να αφήνει την κοπέλα, ο νεαρός ά-ντρας στύλωσε τα μάτια πάνω μου. Τα δάχτυλά του, που είχαν αδράξει το κατακόκκινο πέτο της γυναίκας, σαν να χαλάρω-σαν. Αυτό το χέρι πρέπει να ήταν υπερβολικά δυνατό, γιατί ό-ταν την άφησε, εκείνη έπεσε μαλακά πίσω στο χιόνι. Το κάτω μέρος του κόκκινου πανωφοριού της άνοιξε και οι κάτασπροι

99

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

γυμνοί της μηροί απλώθηκαν φαρδιά πλατιά στη χιονισμένη έκταση.

Η κοπέλα δεν προσπάθησε καν να σταθεί στα πόδια της. Από κει που ήταν ξαπλωμένη, κοίταζε στα μάτια τον γίγαντα που δέσποζε πάνω της. Ήμουν έτοιμος να γονατίσω για να τη βοηθήσω να σηκωθεί, όταν ο Αμερικανός φώναξε, «Ε!». Γύ-ρισα κι εκείνος στάθηκε από πάνω μου, με τα πόδια του ανοι-χτά και μου έκανε νόημα με τα δάχτυλά του. Ύστερα, μου εί-πε στα αγγλικά, με τη φωνή του εντελώς αλλαγμένη - μια φω-νή ζεστή και γλυκιά: «Πάτησέ την, αν έχεις την καλοσύνη! Προσπάθησε να την πατήσεις!»

Δεν μπορούσα να καταλάβω τι εννοούσε. Καθώς όμως με κοίταζε από κει πάνω, υπήρχε στα γαλάζια του μάτια κάτι το επιτακτικό. Πίσω από τους πλατείς ώμους του, μπορούσα να δω τον σκεπασμένο με χιόνι Χρυσό Ναό να λαμποκοπά κάτω από έναν ουρανό χειμωνιάτικο, σαν από μονότονο και ξεθω-ριασμένο γαλάζιο. Δεν υπήρχε η παραμικρή σκληρότητα στα γαλανά του μάτια. Δεν ξέρω πώς, αλλά αισθάνθηκα εκείνη τη στιγμή ότι αυτά ήταν ιδιαίτερα λυρικά.

Το μεγάλο του χέρι κατέβηκε, με άρπαξε από τον σβέρκο και έσπρωξε τα πόδια μου. Ωστόσο, ο επιτακτικός του τόνος εξακολουθούσε να είναι ζεστός και αβρός.

«Πάτησέ την!» είπε. «Πρέπει να την πατήσεις!» Ανίκανος να του αντισταθώ, σήκωσα το πόδι μου με τη

μπότα. Ο Αμερικανός με χτύπησε φιλικά στον ώμο. Το πόδι μου κατέβηκε και πάτησε κάτι τόσο μαλακό όσο η ανοιξιάτι-κη λάσπη. Ήταν το στομάχι της γυναίκας. Εκείνη έκλεισε τα μάτια και έβγαλε ένα βογκητό.

«Συνέχισε να την πατάς! Συνέχισε!» έλεγε. Κατέβασα κι άλλο το πόδι μου πάνω στην κοπέλα. Η αί-

σθηση του ανάρμοστου που ένιωσα όταν την πάτησα για πρώ-

100

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

τη φορά, με έκανε τώρα να σκιρτήσω από χαρά. «Αυτό είναι ένα γυναικείο στομάχι», σκέφτηκα. «Αυτό είναι το στήθος της». Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι η σάρκα κάποιου άλλου θα ανταποκρινόταν στην κίνησή μου με απόλυτη ελαστικότητα.

«Φτάνει», είπε ξεκάθαρα ο Αμερικανός. Στη συνέχεια, άφη-σε με αβρότητα την κοπέλα να σταθεί στα πόδια της, τίναξε τη λάσπη και το χιόνι από τα ρούχα της και τη βοήθησε να ανέβει ξανά στο τζιπ. Περπατούσε μπροστά μου χωρίς να γυρίζει να με κοιτάξει. Ούτε και η κοπέλα έστρεψε, έστω και μια φορά, τα μά-τια της πάνω μου. Όταν έφτασαν στο τζιπ, εκείνος την άφησε να μπει πρώτη. Τα επακόλουθα του ουίσκι έμοιαζαν να έχουν ε-ξαλειφθεί. Ο Αμερικανός γύρισε προς την πλευρά μου και είπε με κάθε επισημότητα: «Ευχαριστώ». Θέλησε να μου δώσει χρή-ματα. Αρνήθηκα. Τότε, πήρε από το κάθισμα του τζιπ δυο κού-τες με αμερικάνικα τσιγάρα και μου τις έβαλε βίαια στα χέρια.

Με μάγουλα που έκαιγαν, στάθηκα στην είσοδο μέσα στην έντονη αντανάκλαση του χιονιού. Ξεμακραίνοντας, το τζιπ τρανταζόταν σταθερά: σήκωσε ένα σύννεφο από χιόνι και ε-ξαφανίστηκε από τα μάτια μου. Το κορμί μου σπαρταρούσε α-πό την έξαψη.

Όταν η υπερδιέγερση που αισθανόμουν κατέπεσε, σκέφτη-κα έναν τρόπο που θα μου επέτρεπε μια θαυμάσια άσκηση υ-ποκρισίας. Στον Ηγούμενο άρεσαν τα τσιγάρα. Πόσο θα χαι-ρόταν με αυτό το δώρο! Παραμένοντας σε απόλυτη άγνοια.

Δεν χρειαζόταν να προβώ σε εκμυστηρεύσεις γύρω από ό,τι είχε συμβεί. Είχα ενεργήσει υπό την πίεση της προσταγής και του εξαναγκασμού. Αν είχα πάει κόντρα στον Αμερικανό, ούτε κι εγώ ξέρω τι θα πάθαινα.

Πήγα στο γραφείο του Ηγούμενου στη Μεγάλη Βιβλιοθή-κη. Ο Διάκονος, ιδιαίτερα επιδέξιος σε αυτά, του ξύριζε το κε-φάλι. Περίμενα στην άκρη της βεράντας. Ο ήλιος έκαιγε έντο-

101

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

να. Στον κήπο, το χιόνι είχε μαζευτεί πάνω στο πεύκο με σχή-μα καραβιού, λαμποκοπώντας θεσπέσια. Έμοιαζε σαν ολο-καίνουργιο διπλωμένο πανί.

Ο Ηγούμενος έμεινε με κλειστά τα μάτια ώσπου να τελειώ-σει το ξύρισμα. Κρατούσε ένα κομμάτι χαρτί όπου έπεφταν οι τρίχες από το κεφάλι του. Το χοντροκομμένο, ζωικό περί-γραμμα του κεφαλιού του αναδεικνυόταν όλο και πιο ξεκάθα-ρα καθώς ο Διάκονος συνέχιζε το ξύρισμα. Όταν τελείωσε, τύ-λιξε το κεφάλι σε μια ζεστή πετσέτα. Στη συνέχεια, έβγαλε την πετσέτα, αφήνοντας να φανεί ένα γυαλιστερό καινούργιο κρα-νίο, που έμοιαζε σαν βρασμένο.

Φρόντισα να δώσω το μήνυμά μου, προσφέροντας με μια υπόκλιση τις δυο κούτες με τα τσιγάρα μάρκας Τσέστερφηλντ.

«Α!» είπε ο Ηγούμενος. «Σε ευχαριστώ για τον κόπο σου». Χαμογέλασε αμυδρά, με μια κίνηση που λες και σχεδιά-

στηκε μονάχα στην άκρη του προσώπου του. Αυτό ήταν όλο. Ύστερα, με ύφος επαγγελματικό, πήρε τις δυο κούτες και τις ακούμπησε όπως όπως στο γραφείο του, όπου υπήρχε μια στοίβα με κάθε λογής χαρτιά και γράμματα. Ο Διάκονος είχε αρχίσει να του τρίβει τους ώμους κι ο Ηγούμενος κράτησε για μια ακόμη φορά κλειστά τα μάτια του.

Δεν μου απέμενε παρά να αποσυρθώ. Ανικανοποίητο, το σώμα μου έκαιγε. Η μυστηριώδης κακή πράξη μου, τα τσιγά-ρα που μου είχαν δοθεί σαν ανταμοιβή, ο Ηγούμενος που τα είχε πάρει αγνοώντας την προέλευσή τους - όλα αυτά είχαν προστεθεί σε κάτι ακόμη πιο δραματικό και βίαιο. Το γεγονός ότι κάποιος του αναστήματος του Ηγούμενου είχε πλήρη ά-γνοια αυτού που είχε συμβεί, έγινε μια ακόμη πιο σημαντική αιτία για να τον περιφρονήσω.

Καθώς ετοιμαζόμουν να βγω από την αίθουσα, με σταμά-τησε.

102

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

«Άκουσε εδώ», είπε. «Μόλις τελειώσεις το σχολείο, σκο-πεύω να σε στείλω στο Πανεπιστήμιο Οτάνι. Πρέπει να μελε-τήσεις σκληρά, αγόρι μου, ώστε να παρουσιάσεις μια καλή ει-κόνα τη στιγμή της εγγραφής σου. Αυτή ήταν η επιθυμία του μακαρίτη του πατέρα σου. Αγωνιούσε να σε δει να έχεις κα-λούς βαθμούς στο σχολείο».

Αυτά τα νέα διαδόθηκαν αμέσως στον ναό από τον Διάκο-νο. Το γεγονός ότι ο Ηγούμενος έδινε καλές συστάσεις για να εγγραφεί στο πανεπιστήμιο ένας νεοφώτιστος αποτελούσε α-πόδειξη πως αυτός υποσχόταν πολλά. Είχε τύχει συχνά στο παρελθόν, κάποιος από τους νεοφώτιστους να πηγαίνει κάθε βράδυ στο δωμάτιο του Ηγούμενου για να του τρίψει τους ώ-μους, με την ελπίδα να αποσπάσει καλές συστάσεις για την εί-σοδό του στο πανεπιστήμιο. Σε πολλές περιπτώσεις, οι φιλο-δοξίες του ευοδώνονταν. Ακούγοντας αυτά τα νέα, ο Τσου-ρουκάουα -που αναμενόταν να μπει στο Πανεπιστήμιο Οτάνι με έξοδα των γονιών του- με χτύπησε χαρούμενος στον ώμο. Παρ' όλα αυτά, ένας άλλος από τους νεοφώτιστους, που δεν του είχε αναφερθεί τίποτε σχετικά με τη συνέχιση των σπου-δών του, έπαψε να μου μιλά μετά από αυτές τις εξελίξεις.

103

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο

ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ 1947, ΗΡΘΕ Η ΣΤΙΓΜΗ ΝΑ ΑΡΧΙΣΩ ΤΗΝ ΠΡΟ-καταρκτική σειρά μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο Οτάνι. Ωστόσο, η είσοδος μου στο πανεπιστήμιο δεν ήταν για

μένα θριαμβευτικό γεγονός, παρά την ακλόνητη πεποίθηση αλλά και στοργή από την πλευρά του Ηγούμενου, και, ακόμη, τη ζήλια των συμμαθητών μου. Παρότι θα μπορούσε να απο-τελέσει για τους άλλους ένα συμβάν για το οποίο θα έπρεπε να αισθάνομαι περήφανος, επισκιάστηκε στην πραγματικότητα από μια συγκυρία που η σκέψη της και μόνο μου προκαλεί α-ποστροφή.

Γυρνώντας κάποια μέρα από το σχολείο, περίπου μια εβδο-μάδα ύστερα από το χιονισμένο πρωί που ο Ηγούμενος μου εί-χε δώσει την άδεια να πάω στο Πανεπιστήμιο, είδα έναν άλλο νεοφώτιστο, που δεν είχε ακούσει λέξη για τη φοίτησή του στο πανεπιστήμιο, να με κοιτάζει με έκφραση ιδιαίτερα χαρούμενη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο νεαρός αυτός άντρας δεν μου είχε α-πευθύνει ούτε μια λέξη. Εξάλλου, η στάση του Νεωκόρου και του Διακόνου μου φαίνονταν κάπως αλλαγμένες. Συμπέρανα, όμως, πως κατέβαλλαν έκδηλες προσπάθειες για να μου πα-ρουσιάσουν το ίδιο πρόσωπο όπως και προηγουμένως.

Το ίδιο εκείνο βράδυ, πήγα στο δωμάτιο του Τσουρουκά-ουα και του εξέθεσα τα παράπονά μου για την αλλαγή που εί-

104

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

χα παρατηρήσει στη στάση όλων στον ναό. Στην αρχή, έγειρε το κεφάλι του από τη μία πλευρά, προσπαθώντας να με κάνει να πιστέψω πως όλα ήταν εντάξει. Ωστόσο, δεν έκρυβε πει-στικά τα συναισθήματά του και ύστερα από λίγο βρέθηκε να με κοιτάζει με μια έκφραση ενοχής.

«Άκουσα κάτι από εκείνον», είπε κατονομάζοντας έναν συμμαθητή μας, «που το ξέρει από όσα φημολογούνται, μια και βρισκόταν κι αυτός στο σχολείο εκείνη τη στιγμή. Έτσι κι αλλιώς, φαίνεται πως κάτι παράξενο έγινε όταν έλειπες».

Συνέχισα την ανάκρισή μου νιώθοντας έναν διάχυτο φόβο. Αφού με έβαλε να του υποσχεθώ ότι θα κρατούσα αυτή την ι-στορία μυστική, ο Τσουρουκάουα άρχισε να μιλά κοιτάζοντάς με επίμονα στα μάτια.

Το απόγευμα της συγκεκριμένης εκείνης ημέρας, μια κοπέ-λα είχε έρθει στον ναό ζητώντας να μιλήσει στον Ηγούμενο. Φορούσε ένα κόκκινο πανωφόρι και ήταν προφανώς πόρνη για την καλοπέραση των ξένων. Ο Διάκονος πήγε στην είσο-δο για να τη δει αντί για τον Ηγούμενο. Η κοπέλα τον έβρισε λέγοντάς του πως, αν ήθελε το καλό του, έπρεπε να ειδοποιή-σει αμέσως τον Ηγούμενο. Δυστυχώς, την ίδια εκείνη στιγμή, ο τελευταίος ερχόταν από τον διάδρομο. Όταν αντελήφθη την παρουσία της γυναίκας, προχώρησε προς την είσοδο. Εκείνη του είπε τότε πως, πριν μια περίπου εβδομάδα, το πρωινό που είχε χιονίσει, είχε επισκεφθεί τον ναό μαζί με έναν ξένο στρα-τιώτη. Ο στρατιώτης την είχε πετάξει κάτω και ένας από τους νεοφώτιστους την είχε πατήσει στο στομάχι προκειμένου να ε-ξασφαλίσει την εύνοια του άντρα. Το ίδιο απόγευμα, εκείνη α-πέβαλε. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, αισθανόταν πως είχε κάθε λόγο να ζητήσει χρήματα από τον ναό. Σε περίπτωση που δεν θα της έδιναν, θα εξέθετε την άτοπη συμπεριφορά που είχε λάβει χώρα στο Ροκουόντζι.

105

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Ο Ηγούμενος της έδωσε μερικά χρήματα χωρίς να πει λέξη και την έστειλε στο σπίτι της. Όλοι ήξεραν πως εγώ είχα κάνει χρέη ξεναγού εκείνη την ημέρα, άλλο αν ο Ηγούμενος είχε ι-σχυριστεί πως, από τη στιγμή που δεν υπήρχαν μάρτυρες της κακής μου διαγωγής, δεν θα έπρεπε να μου ζητηθούν ποτέ ε-ξηγήσεις. Εξάλλου, σκόπευε και ο ίδιος να αγνοήσει το γεγο-νός. Όταν όμως οι άλλοι πληροφορήθηκαν το συμβάν από τον Διάκονο, με θεώρησαν όλοι τους υπεύθυνο.

Ο Τσουρουκάουα μου κράτησε το χέρι και είδα πως είχε σχεδόν βουρκώσει. Με κοίταξε με τα άδολα μάτια του και με ρώτησε με την έντιμη αγορίστικη φωνή του: «Έκανες στ' αλή-θεια τέτοιο πράγμα;»

Ήρθα αντιμέτωπος με τα ένοχα συναισθήματά μου. Με έ-φερε αντιμέτωπο με αυτά ο Τσουρουκάουα κάνοντάς μου την πιεστική αυτή ερώτηση. Γιατί άραγε με είχε ρωτήσει; Αυτό, λοιπόν, σήμαινε φιλία; Πώς και δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ό-τι, κάνοντάς μου μια τέτοια ερώτηση, ξεστράτιζε από το πραγ-ματικό του καθήκον; Πώς και δεν ήξερε ότι αυτή η ερώτηση με έθιγε με τον πιο προδοτικό τρόπο ως τα μύχια της συνείδη-σής μου;

Το έχω ήδη πει επανειλημμένα: ο Τσουρουκάουα ήταν η θε-τική εικόνα του εαυτού μου. Αν είχε εκπληρώσει πιστά το κα-θήκον του, δεν θα μου έκανε τέτοιες βασανιστικές ερωτήσεις. Αντίθετα, θα απέφευγε να με ρωτήσει οτιδήποτε. Θα είχε πά-ρει τα αμφίβολα συναισθήματά μου ακριβώς όπως ήταν και θα τα είχε μεταμορφώσει σε πηγή χαράς. Τότε, το ψέμα θα εί-χε γίνει αλήθεια και η αλήθεια ιρέμα. Αν ο Τσουρουκάουα εί-χε ακολουθήσει τη χαρακτηριστική του μέθοδο -τη μέθοδό του να μεταστρέφει όλες τις σκιές σε φως, όλες τις νύχτες σε η-μέρες, το φεγγαρόφωτο σε ηλιόφωτο, τη νυχτερινή υγρασία των βρύων σε ηλιόλουστο θρόισμα νιόβγαλτων φύλλων-, τότε

ι ο 6

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

θα του είχα κάνει κι εγώ τραυλίζοντας την εκμυστήρευσή μου. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν το έκανε. Συνεπώς, τα θολά μου συναισθήματα έγιναν ακόμη πιο θολά.

Γέλασα με ένα γέλιο διφορούμενο. Βαθιά νύχτα στον δίχως φώτα ναό. Κρύα γόνατα. Οι μεγάλοι παλιοί κίονες του Χρυ-σού Ναού δέσποζαν γύρω μας σαν να παραμόνευαν τη μυστι-κή μας συνομιλία.

Φορώντας μονάχα τα ρούχα του ύπνου, έτρεμα. Ίσως να ή-ταν από το κρύο. Η χαρά μου όμως -πρώτη φορά έλεγα στον φίλο μου ένα απροκάλυπτο ψέμα- έφτανε για να κάνει τα γό-νατά μου να τρέμουν.

«Δεν έκανα τίποτε», είπα. «Αλήθεια;», είπε με τη σειρά του ο Τσουρουκάουα. «Τότε,

η κοπέλα είπε -ψέματα. Ανάθεμά τη! Σκέψου πως ακόμη και ο Διάκονος την πίστεψε!»

Η δίκαιη αγανάκτηση του Τσουρουκάουα μεγάλωνε ολοέ-να, εξωθώντας τον τελικά στη δήλωση πως, την επόμενη κιό-λας ημέρα, θα πήγαινε να μιλήσει για λογαριασμό μου στον Η-γούμενο, εξηγώντας του πώς είχαν τα πράγματα. Εκείνη τη στιγμή, είδα να ξεπροβάλει μεμιάς μπροστά στα μάτια μου το φρεσκοξυρισμένο κεφάλι του Ηγούμενου, ίδιο με βρασμένο λάχανο. Είδα τα ροδαλά και πλαδαρά του μάγουλα. Για έναν ανεξήγητο λόγο, με πλημμύρισε ξαφνικά μια ακραία απέχθεια για τούτη την εικόνα.

Έπρεπε οπωσδήποτε να θάψω τη δίκαιη αγανάκτησή του πριν ακόμη βγει στο φως.

«Φαντάζεσαι πράγματι ότι ο Ηγούμενος πιστεύει πως έκα-να κάτι τέτοιο;» ρώτησα.

«Ας είναι», απάντησε εκείνος, νιώθοντας μεμιάς αμήχανος ύστερα από την καινούργια αυτή σκέψη.

«Οι άλλοι έχουν κάθε δικαίωμα να μιλούν άσχημα για μέ-

107

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

να. Εφ' όσον ο Ηγούμενος θα είναι σε θέση να βλέπει πίσω α-πό τα λεγόμενα τους την αλήθεια, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Έτσι τουλάχιστον νομίζω».

Κατόρθωσα με αυτό τον τρόπο να κάνω τον Τσουρουκά-ουα να πιστέψει ότι, προσπαθώντας να πάρει εκδίκηση για λόγου μου, το μόνο που θα μπορούσε να πετύχει ουσιαστικά θα ήταν να προκαλέσει στους άλλους ακόμη περισσότερες υ-ποψίες. Και ακριβώς, είπα, επειδή ο Ηγούμενος πιστεύει στην αθωότητά μου, διάλεξε να αφήσει τα πράγματα όπως είναι αγνοώντας την όλη υπόθεση. Μιλώντας έτσι, η καρδιά μου πλημμύρισε χαρά και, σιγά σιγά, τούτη η χαρά ρίζωσε γερά μέσα μου και μου έλεγε: «ζ\εν υπάρχουν αυτόπτες μάρ-τυρες. Κανείς δεν μπορεί να κληθεί να μαρτυρήσει εναντίον σου».

Στην πραγματικότητα, δεν είχα πιστέψει ούτε στιγμή ότι ο Ηγούμενος -αυτός και μόνον- με θεωρούσε αθώο. Μάλλον το αντίθετο: ήταν ο μόνος απόλυτα βέβαιος για την ενοχή μου. Το γεγονός ότι είχε διαλέξει να αγνοήσει το θέμα επιβεβαίωνε τις υποψίες μου. Ίσως να είχε ήδη διαβλέψει μέσ' από όλα αυ-τά από πού προέρχονταν οι δύο κούτες με τα Τσέστερφηλντ. Και ίσως ο λόγος που είχε θελήσει να αποσιωπήσει τα πράγ-ματα βρισκόταν στην ήρεμη αναμονή του ώσπου να πάρω την πρωτοβουλία και να ομολογήσω με τη θέλησή μου. Και όχι μό-νον αυτό. Ίσως οι συστάσεις του για τη φοίτησή μου στο πα-νεπιστήμιο να αποτελούσαν απλώς ένα δόλωμα προκειμένου να μου αποσπάσει εκμυστηρεύσεις. Αν δεν ομολογούσα, α-πλώς θα τις απέσυρε, ως τιμωρία για την ανεντιμότητά μου. Αντίθετα, αν ομολογούσα, κατορθώνοντας να τον πείσω για την ειλικρινή μου μεταμέλεια, θα συνέχιζε να υποστηρίζει την είσοδό μου, ως ένδειξη ιδιαίτερης εύνοιας.

Η μεγαλύτερη παγίδα όλων βρίσκεται στο γεγονός ότι ο Η-

ι ο 8

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

γούμενος είχε πει στον Διάκονο να μην αναφέρει τίποτε σε μέ-να. Αν ήμουν πραγματικά αθώος, θα μπορούσα να ζω διατη-ρώντας όλη μου τη γαλήνη σε καθημερινή βάση, χωρίς να γνω-ρίζω ή να αισθάνομαι ότι είχε συμβεί κάτι ιδιαίτερο. Αν, από την άλλη πλευρά, είχα διαπράξει το κρίμα, θα ήμουν ικανός (αν βέβαια ήξερα τι μου γίνεται) να προσποιηθώ πειστικά ότι ζούσα στην κατάσταση της γαλήνιας εκείνης αγνότητας που ε-πιβεβαιώνει την αθωότητα - μ' άλλα λόγια, στην κατάσταση κάποιου που δεν έχει να προβεί σε ομολογίες ακριβώς γιατί τί-ποτε δεν βαραίνει τη συνείδηση του. Ναι, έπρεπε να προσποι-ηθώ. Αυτή ήταν για μένα η καλύτερη μέθοδος και ο μόνος τρόπος που θα υποστήριζε την αθωότητά μου. Ο Ηγούμενος μιλούσε με τον δικό του συγκαλυμμένο τρόπο. Ήταν η παγίδα που μου είχε στήσει. Κάνοντας αυτή τη σκέψη, κυριεύτηκα α-πό οργή. Και αυτό, επειδή ήταν σαν να μην είχα δικαιολογία για την πράξη μου. Κι όμως, αν δεν είχα πατήσει την κοπέλα, ο Αμερικανός θα μπορούσε κάλλιστα να βγάλει το περίστρο-φό του και να με απειλήσει. Σε τελευταία ανάλυση, κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στις δυνάμεις Κατοχής. Ό,τι έκανα, είχα εξαναγκασθεί να το κάνω.

Ωστόσο, από τη στιγμή που απολάμβανα τα πάντα -το άγ-γιγμα του στομαχιού της κοπέλας με τη σόλα του λαστιχένιου μου παπουτσιού, την επαφή με το κορμί της που η ελαστικό-τητά του έμοιαζε να με κολακεύει, τα βογκητά της, τον τρόπο της να νιώθει σαν πατημένο σάρκινο λουλούδι την ώρα που πάει να ανοίξει, ένα κάποιο τρίκλισμα ή τραύλισμα των αι-σθήσεών μου, την αίσθηση που μεταβιβάστηκε εκείνη τη στιγ-μή, σαν μυστηριώδες φως, από το κορμί του κοριτσιού στο δι-κό μου-, δεν μπορώ να ισχυριστώ πως αυτά αποτελούσαν κα-ταναγκασμό. Εξάλλου, ήταν αδύνατον να ξεχάσω τη γλύκα ε-κείνης της στιγμής. Και ο Ηγούμενος γνώριζε τι είχα νιώσει ως

109

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

τα μύχια της "ψυχής μου. Γνώριζε εκείνη τη γλύκα που σε δια-περνά μέσα, βαθιά!

Σε όλη τη διάρκεια του επόμενου χρόνου ήμουν σαν πουλί μες στο κλουβί του. Το κλουβί βρισκόταν διαρκώς μπροστά στα μάτια μου. Έχοντας αποφασίσει να μην ομολογήσω ποτέ την πράξη μου, δεν ένιωθα καμιά ανακούφιση στην καθημερι-νή μου ζωή. Ήταν παράξενο. Εκείνη η πράξη, που δεν είχε προκαλέσει μέσα μου στην ώρα της κανένα συναίσθημα ενο-χής, η αίσθησή μου ότι ποδοπατούσα το στομάχι της κοπέλας, άρχισε να λάμπει μέσα στη μνήμη μου. Και όχι μόνον επειδή γνώριζα ότι το αποτέλεσμα ήταν να αποβάλει η κοπέλα, αλλά γιατί η πράξη είχε κατασταλάξει σαν χρυσόσκονη στη μνήμη μου, αναδίνοντας μιαν αστραφτερή λάμψη που μου τρυπούσε συνεχώς τα μάτια. Η λάμψη του κακού. Ναι, αυτό ήταν. Και, μπορεί να επρόκειτο για ένα έλασσον κακό, είχα όμως απο-κτήσει πλέον τη ζωντανή συνείδηση ότι είχα πράγματι δια-πράξει το κακό. Συνείδηση που κρεμόταν σαν παράσημο από τη μέσα πλευρά του στέρνου μου.

Όσον αφορά τα πρακτικά θέματα, δεν είχα να αντιμετωπί-σω τίποτε προς το παρόν, ώσπου να δώσω τις εισαγωγικές μου εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο Οτάνι. Με άλλα λόγια, ζούσα σε ένα καθεστώς αμηχανίας προσπαθώντας να μαντέψω όσο κα-λύτερα μπορούσα τις πραγματικές προθέσεις του Ηγούμενου α-πέναντι μου. Δεν υπαινίχθηκε ποτέ τίποτε περί αθέτησης της υ-πόσχεσής του όσον αφορά τις συστάσεις του για το πανεπιστή-μιο. Από την άλλη πλευρά όμως, ούτε και αναφέρθηκε ποτέ στην προώθηση των διευθετήσεων για τις εισαγωγικές μου εξε-τάσεις. Πόσο θα ήθελα να μου έλεγε κάτι - οτιδήποτε! Ωστόσο, κρατούσε εκδικητικά τη σιωπή του, υποβάλλοντάς με σε ένα α-τέλειωτο βασανιστήριο. Εγώ από την πλευρά μου, ίσως από φό-βο, ίσως από μια αίσθηση αντίστασης, δίσταζα να τον ρωτήσω

110

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

για τις προθέσεις του. Άλλοτε έβλεπα τον Πατέρα Ντόζεν με τον δέοντα σεβασμό που του όφειλα. Άλλες πάλι φορές τον α-ντιμετώπιζα με κριτικό πνεύμα. Τώρα όμως, άρχιζε να αποκτά σιγά σιγά στα μάτια μου τερατώδεις διαστάσεις. Τελικά, έφτα-σα στο σημείο να πιστεύω ότι η εξωτερική του εμφάνιση δεν έ-κρυβε μια συνηθισμένη ανθρώπινη καρδιά. Πολλές φορές, όταν προσπαθούσα να αποστρέψω τα μάτια μου από πάνω του, η μορφή του παραμόνευε μπροστά μου σαν υπερκόσμιο κάστρο.

Το γεγονός συνέβη τις τελευταίες μέρες του φθινοπώρου. Είχαν καλέσει τον Ηγούμενο για την κηδεία ενός γέροντα ε-νορίτη και, επειδή εκείνο το μέρος απείχε από τον ναό δύο ώ-ρες με το τραίνο, μας είχε ανακοινώσει από το προηγούμενο βράδυ ότι θα έφευγε στις πεντέμισι το πρωί. Θα τον συνόδευε ο Διάκονος. Για να είμαστε έτοιμοι πριν ξεκινήσουν, έπρεπε να σηκωθούμε από τις τέσσερις, να καθαρίσουμε τον ναό και να ετοιμάσουμε το πρόγευμα. Μόλις σηκωθήκαμε, αρχίσαμε το «πρωινό καθήκον» απαγγέλλοντας τις σούτρα, ενώ ο Διά-κονος βοηθούσε τον Ηγούμενο στις δικές του προετοιμασίες. Από τη σκοτεινή και κρύα αυλή έφτανε στ' αυτιά μας το α-διάκοπο τρίξιμο του κουβά του πηγαδιού. Πλύναμε βιαστικά το πρόσωπό μας. Στην αυλή, το λάλημα του πετεινού τρυπού-σε το σκοτεινό φθινοπωριάτικο ξημέρωμα. Σε αυτόν τον ήχο υπήρχε μια δροσιά και μια καθαρότητα.

Μαζέψαμε τα μανίκια των ράσων μας και σπεύσαμε να συ-γκεντρωθούμε μπροστά στο ιερό της Αίθουσας των Επισκε-πτών. Στην αυγινή παγωνιά, οι αχυρένιες ψάθες της Μεγάλης Αίθουσας, όπου δεν κοιμόταν ποτέ κανείς, αντιδρούσαν στο άγγιγμα σαν να απόδιωχναν τα δάχτυλά μας. Τα κεριά του ιε-ρού τρεμόσβηναν. Υποκλιθήκαμε. Στην αρχή, σταθήκαμε όρ-θιοι. Ύστερα, γονατίσαμε στις ψάθες και σκύψαμε με τον ήχο του γκονγκ. Επαναλάβαμε την κίνηση τρεις φορές.

111

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

Ένιωθα τη δροσιά των αντρικών φωνών, καθώς απήγγελ-λαν εν χορώ τις σούτρα, στη διάρκεια του πρωινού καθήκο-ντος. Ο ήχος των πρωινών αυτών ψαλμών ήταν ο πιο δυνατός ολόκληρης της ημέρας. Οι δυνατές φωνές έμοιαζαν να δια-σκορπίζουν όλες τις κακές σκέψεις που είχαν μαζευτεί στη διάρκεια της νύχτας. Λες και ένα μαύρο ρευστό ανάβρυζε από τις φωνητικές χορδές όλων των ψαλμωδών και ξεχυνόταν ο-λόγυρα. Όσον αφορά τον εαυτό μου, δεν μπορώ να πω τίπο-τε. Δεν έχω ιδέα. Εντούτοις, κατά παράξενο τρόπο, μου ανα-πτέρωνε το ηθικό η σκέψη ότι η φωνή μου διασκόρπιζε τις ί-διες κακές αρσενικές σκέψεις όπως και των άλλων.

Πριν τελειώσουμε τη «συνεδρία του χυλού», ο Ηγούμενος ήταν έτοιμος να ξεκινήσει. Σύμφωνα με το έθιμο, παραταχθή-καμε στην είσοδο για να τον ξεπροβοδίσουμε. Ήταν ακόμη σκοτάδι. Ο ουρανός, ολόαστρος. Κάτω από το φως των ά-στρων, το λιθόστρωτο απλωνόταν ακαθόριστα ως την Πύλη Σάμμον. Ωστόσο, οι μεγάλες βελανιδιές, οι δαμασκηνιές και τα πεύκα έριχναν τους ίσκιους τους καταγής. Οι σκιές μπλέκο-νταν μεταξύ τους καλύπτοντας ολόκληρο τον χώρο. Το πουλό-βερ μου ήταν γεμάτο τρύπες και ο κρύος αέρας της αυγής μου τσιμπούσε τους αγκώνες.

Όλα σώπασαν. Υποκλιθήκαμε μπροστά στον Ηγούμενο χωρίς να πούμε λέξη και εκείνος μας απηύθυνε μια σχεδόν άη-χη απάντηση. Ύστερα, ο ήχος που άφηναν πάνω στο λιθό-στρωτο τόσο τα τσόκαρά του όσο και εκείνα του Διακόνου έ-σβησε ήσυχα καθώς'^ξεμάκραιναν. Αποτελεί συνήθεια στο δόγμα Ζεν να περιμένει κανείς ώσπου το πρόσωπο που φεύγει να χαθεί εντελώς από τα μάτια του. Κοιτάζοντας τώρα τις δυο μορφές που αποχωρούσαν, ήταν αδύνατον να τις δούμε στο σύνολό τους. Το μόνο που μπορούσαμε να διακρίνουμε ήταν οι άσπρες άκριες των ράσων τους και οι επίσης άσπρες κάλ-

112

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

τσες τους. Σε ένα κάποιο σημείο, έδειξαν να έχουν χαθεί εντε-λώς;. Στην πραγματικότητα όμως, είχαν κρυφτεί πίσω από τα δένττρα. Ύστερα από λίγο, τα άσπρα ράσα και οι κάλτσες φά-νηκιαν για μια ακόμη φορά και, για έναν ανεξήγητο λόγο, ο α-πόηιχος των βημάτων τους ακούστηκε πιο δυνατά από πριν. Σταλθήκαμε εκεί, με τα μάτια καρφωμένα πάνω τους καθώς έ-φευιγαν. Μας φάνηκε πως πέρασαν αιώνες ώσπου να διαβούν την κυρίως πύλη και να εξαφανιστούν εντελώς.

Τότε, μια παράξενη παρόρμηση γεννήθηκε μέσα μου. Θαρ-ρείς και κάποιες λέξεις γεμάτες σημασία προσπάθησαν να βρο)υν διέξοδο από τα χείλη μου, εμποδισμένες από το τραύλι-σμόά μου. Η παρόρμηση εξακολουθούσε να μου καίει το λα-ρύγγι, αποτελώντας πλέον μια ξαφνική επιθυμία απελευθέρω-σης;. Τότε, οι προηγούμενες φιλοδοξίες μου -η επιθυμία μου να (μπω στο πανεπιστήμιο και, ακόμη, η ελπίδα της Μητέρας να (διαδεχθώ τον Ηγούμενο στο λειτούργημά του- ναυάγησαν άδοξα. Έπρεπε να ξεφύγω από μια δύναμη που δεν εκφραζό-ταν με λόγια, που ασκούσε έλεγχο πάνω μου και μου επιβαλ-λότ:αν.

Λεν θα έλεγα πως μου έλειπε το θάρρος τη συγκεκριμένη ε-κεί^νη στιγμή. Το θάρρος που απαιτούσε από μένα να προβώ σε [μια ομολογία ήταν παιχνιδάκι. Για κάποιον όπως εγώ, που είχίε ζήσει σιωπηλά τα προηγούμενα είκοσι χρόνια, η αξία της ομολογίας ήταν πράγματι λιπόβαρη. Οι άνθρωποι θα νομί-σοιυν ίσως πως υπερβάλλω. Ωστόσο, ήταν γεγονός ότι, με το να αντιστέκομαι στη σιωπή του Ηγούμενου και να αρνούμαι να ομολογήσω, βίωνα νοερά ένα και μόνο πρόβλημα: «Είναι άρίαγε δυνατό το κακό;» Αν επέμενα μέχρι τέλους στη σιωπή μο^υ, θα αποδείκνυα ότι ακόμη και ένα απειροελάχιστο κακό ήτων όντως δυνατό. Ρίχνοντας όμως ματιές μέσ' από τα δέ-ντρα στα λευκά άμφια και στις λευκές κάλτσες που εξαφανί-

113

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

ζονταν στο αυγινό σκοτάδι, η δύναμη που μου έκαιγε το λα-ρύγγι γινόταν ήδη ακατανίκητη, γεννώντας μέσα μου την επι-θυμία να προβώ σε μια πλήρη εκμυστήρευση. Κοντολογίς, ή-θελα να τρέξω πίσω από τον Ηγούμενο, να τον τραβήξω από το μανίκι και να του πω με δυνατή φωνή όλα όσα είχαν συμ-βεί το πρωί που είχε χιονίσει. Δεν επρόκειτο, βεβαίως, για σε-βασμό απέναντι στον άνθρωπο που μου είχε εμπνεύσει αυτή την επιθυμία. Η δύναμη του Ηγούμενου ήταν σαν μια ισχυρή φυσική επιρροή.

Ήδη η σκέψη πως, αν ομολογούσα, το πρώτο απειροελά-χιστο κακό της ζωής μου θα εξουδετερωνόταν, με συγκράτη-σε και ένιωσα πως κάτι με τραβούσε επιτακτικά προς τα πίσω. Ύστερα, η μορφή του Ηγούμενου πέρασε από την κυρία πύλη και εξαφανίστηκε κάτω από τον σκοτεινό ακόμη ουρανό.

Όλοι ένιωσαν μια ξαφνική ανακούφιση και έτρεξαν χαλώ-ντας τον κόσμο στην μπροστινή πύλη του ναού. Καθώς στεκό-μουν εκεί αφηρημένος, ο Τσουρουκάουα με χτύπησε στον ώ-μο. Ο ώμος μου ξύπνησε. Ο λιπόσαρκος και άθλιος αυτός ώ-μος, ο δικός μου ώμος, ξαναβρήκε την περηφάνια του.

Όπως έχω ήδη αναφέρει, μπήκα τελικά στο Πανεπιστήμιο Ο-τάνι, παρ' όλες τις περιπλοκές. Δεν χρειάστηκε να προβώ σε καμιά ομολογία. Ύστερα από μερικές ημέρες, ο Ηγούμενος μας κάλεσε, τον Τσουρουκάουα και εμένα, και μας είπε με λί-γα λόγια ότι θα έπρεπε να αρχίσουμε να προετοιμαζόμαστε για τις εξετάσεις. Στο μεταξύ, θα μας απάλλασσε από τα καθήκο-ντα του ναού.

Έτσι, τα κατάφερα να μπω στο πανεπιστήμιο, άλλο αν αυ-τό δεν χρησίμευσε για να διευθετηθούν όλες οι δυσκολίες. Η στάση του Ηγούμενου δεν μου έλεγε στην πραγματικότητα τί-

114

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

ποτε από όλα όσα είχε σκεφτεί για το επεισόδιο της ημέρας του χιονιού. Ούτε και μπόρεσα να βγάλω κάποιο συμπέρασμα για τις προθέσεις του σχετικά με τη διαδοχή του.

Το Πανεπιστήμιο Οτάνι αντιπροσωπεύει μια κρίσιμη κα-μπή της ζωής μου. Εκεί εξοικειώθηκα για πρώτη φορά με τις ιδέες, εκείνες τις ιδέες που είχα διαλέξει εγώ ο ίδιος με την ε-λεύθερη βούλησή μου. Οι απαρχές του Οτάνι ανάγονται σε μιαν εποχή πριν τριακόσια χρόνια περίπου, όταν, το 1663, οι πανεπιστημιακοί κοιτώνες του Ναού Τσουκούσι Κάνζον μετα-φέρθηκαν στην κατοικία Κικοκού στο Κιότο. Από τότε, επιτε-λούσε χρέη μοναστηριού για τους οπαδούς του δόγματος Οτά-νι του Χονγκανζί. Την εποχή του δέκατου πέμπτου πατριάρχη του Χονγκανζί, κάποιος προσκείμενος στον ναό, ονόματι Σό-κεν Τακάγκι, που ζούσε στην Οζάκα, είχε κάνει μια μεγάλη δωρεά. Έτσι, το πανεπιστήμιο κτίστηκε στην τωρινή του θέση, στο Καρασουμαρού-γκασίρα, στο βόρειο τμήμα της πρωτεύ-ουσας. Το οικόπεδο αντιστοιχούσε σε σαράντα μόνο στρέμμα-τα, έκταση που δεν ήταν αρκετή για πανεπιστήμιο. Εκεί, πά-μπολλοι νεαροί άντρες, όχι μόνο του δόγματος Οτάνι αλλά και κάθε βουδιστικού κλάδου, είχαν σπουδάσει και είχαν ασκηθεί στα πλέον ουσιώδη θέματα της βουδιστικής φιλοσοφίας.

Μια παλιά πύλη από τούβλα χώριζε το οικόπεδο του πανε-πιστημίου από τον δρόμο και τις γραμμές του τραμ. Η πύλη έ-βλεπε προς τα δυτικά, προς το όρος Χιέι. Από κει, ένα χαλι-κοστρωμένο μονοπάτι οδηγούσε στον πυλώνα του κυρίως κτί-σματος, ενός διώροφου κτηρίου σκοτεινού και μελαγχολικού. Στο πάνω μέρος της στέγης της εισόδου, ένας μεγάλος χάλκι-νος πύργος υψωνόταν προς τον ουρανό. Δεν υπήρχε ούτε κα-μπαναριό ούτε κτήριο με μεγάλο ρολόι. Κάτω από ένα λεπτό αλεξικέραυνο, ένα άχρηστο τετράγωνο παράθυρο άφηνε να ξεχωρίζει μια άκρια γαλάζιου ουρανού.

115

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Δίπλα στην είσοδο ορθωνόταν μια γέρικη φλαμουριά, που τα θαυμάσια φύλλα της έλαμπαν στον ήλιο σαν κόκκινος χαλ-κός. Το πανεπιστήμιο, που απετελείτο αρχικά από το κυρίως κτήριο, είχε επεκταθεί σιγά σιγά και τα διάφορα τμήματά του είχαν συνενωθεί χωρίς ιδιαίτερη τάξη. Κατά το μεγαλύτερο μέ-ρος του, επρόκειτο για μια μονώροφη δομή, παλιά και ξύλινη. Σε κανέναν δεν επιτρεπόταν να φορά παπούτσια μέσα στο κτήριο και οι διάφορες πτέρυγες συνδέονταν μεταξύ τους με ατέλειωτους διαδρόμους φτιαγμένους από σανίδες μπαμπού. Με τον καιρό, το πάτωμα είχε αρχίσει να τρίζει. Περιστασια-κά, τα κατεστραμμένα τμήματά του είχαν επισκευαστεί και, ό-ταν περπατούσε κανείς από τη μια πτέρυγα στην άλλη, τα πό-δια του διέσχιζαν ένα ολόκληρο μωσαϊκό από σκούρο και α-νοιχτό ξύλο, όπου οι παμπάλαιες σανίδες εναλλάσσονταν με τις καινούργιες.

Όταν είναι κανείς καινούργιος σε ένα σχολείο ή σε ένα πα-νεπιστήμιο, έτσι γίνεται πάντοτε: παρότι φτάνει κάθε πρωί α-νανεωμένος, συνειδητοποιεί σε όλα κάτι το διάχυτο και δίχως συνοχή. Έτσι αισθάνθηκα κι εγώ τις πρώτες μέρες στο Πανε-πιστήμιο Οτάνι. Από τη στιγμή που ο Τσουρουκάουα ήταν ο μόνος που γνώριζα, κατέληγα πάντοτε, θέλοντας και μη, να μιλώ με εκείνον και με κανέναν άλλον. Παρ' όλα αυτά, ύστε-ρα από μερικές ημέρες, άρχισα να σκέφτομαι πως, αν συνεχί-ζαμε να βλέπουμε αποκλειστικά και μόνον ο ένας τον άλλον, θα στερούσαμε από κάθε σημασία όλους τους κόπους που εί-χαμε καταβάλει για να βρεθούμε στον καινούργιο αυτό κόσμο. Προφανώς, το ίδιο αισθάνθηκε και εκείνος, και έτσι δώσαμε ι-διαίτερη έμφαση στο να μη μένουμε μαζί τις ώρες του διαλείμ-ματος και προσπαθήσαμε, καθένας από την πλευρά του, να καλλιεργήσουμε καινούργιες φιλίες. Ωστόσο, εξαιτίας του τραυλίσματός μου, μου έλειπε το θάρρος του Τσουρουκάουα

ι ι6

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

και, ενώ ο αριθμός των δικών του φίλων ολοένα πλήθαινε, ε-γώ έβλεπα τον εαυτό μου να απομονώνεται όλο και περισσό-τερο.

Η προκαταρκτική χρονιά για τη φοίτηση στο πανεπιστήμιο περιλάμβανε δέκα θέματα - Ηθική, Ιαπωνικά, Σινο-ιαπωνικά, Κινέζικα, Αγγλικά, Ιστορία, Βουδιστικές Γραφές, Λογική, Μαθηματικά και Γυμναστική. Από την αρχή, είχα τις μεγαλύ-τερες δυσκολίες στις διαλέξεις γύρω από το μάθημα της Λογι-κής. Κάποια μέρα, στη διάρκεια της μεσημεριανής ανάπαυσης μετά από μια τέτοια διάλεξη, αποφάσισα να πλησιάσω έναν α-πό τους φοιτητές για να του κάνω μερικές ερωτήσεις. Για ένα κάποιο διάστημα, είχα ελπίσει να αποκτήσω μια στενότερη φι-λία με αυτόν τον νεαρό. Έμενε πάντοτε μόνος του και έτρωγε το φαγητό του μέσ' από το κουτί πλάι στο παρτέρι με τα λου-λούδια, στον πίσω κήπο. Αυτή η συνήθειά του ήταν κάτι σαν τελετουργικό τυπικό και κανείς από τους άλλους φοιτητές δεν τον πλησίαζε: υπήρχε κάτι σαν υπέρμετρη μισανθρωπία και, παράλληλα, μια απέχθεια με την οποία κοίταζε το φαγητό του. Εκείνος, από την πλευρά του, δεν είχε μιλήσει σε κανέναν από τους συμφοιτητές του. Φαινόταν μάλιστα να έχει ολότελα α-πορρίψει την ιδέα της απόκτησης φίλων ανάμεσά τους.

Ήξερα ότι το όνομά του ήταν Κασιουάγκι. Το πιο χτυπητό χαρακτηριστικό του ήταν ότι είχε δυο κατ' εξοχήν ραιβά πό-δια και έναν περισπούδαστο τρόπο βαδίσματος. Έμοιαζε πά-ντοτε σαν να περπατούσε στη λάσπη: όταν τελικά τα κατά-φερνε να βγάλει το πόδι του από τον βόρβορο, έδειχνε να κολ-λάει εκεί μέσα το άλλο του πόδι. Συγχρόνως, όλο του το σώμα κινιόταν ζωηρά. Το περπάτημά του ήταν ένα είδος εξεζητημέ-νου χορού, από όπου έλειπε εντελώς κάθε κοινοτοπία.

Υπήρχε βέβαια κάποιος λόγος που είχα προσέξει τον Κα-σιουάγκι από την πρώτη κιόλας μέρα της φοίτησής μου στο

117

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

πανεπιστήμιο. Αισθανόμουν ανακούφιση βλέποντας τη δυ-σμορφία του. Από την πρώτη στιγμή, τα ραιβά του πόδια σή-μαιναν μια συμφωνία με την κατάσταση στην οποία βρισκό-μουν κι εγώ.

Ο Κασιουάγκι είχε ανοίξει το κουτί με το φαγητό του στον πίσω κήπο, σε μια πρασιά από τριφύλλι. Αυτός ο κήπος βρι-σκόταν δίπλα σε ένα ρημαγμένο κτίσμα, όπου στεγάζονταν οι χώροι εξάσκησής μας στο καράτε ως μορφής αυτοάμυνας, ό-πως και στο πινγκ-πονγκ. Μονάχα ένα κομματάκι από το τζά-μι είχε απομείνει στα παράθυρα. Λίγα κάτισχνα πεύκα είχαν φυτρώσει στον κήπο, ενώ μερικά μικρά πλαίσια από ξύλο σκέ-παζαν τα άδεια φυτώρια. Η γαλάζια μπογιά αυτών των πλαι-σίων είχε αρχίσει να ξεφτίζει. Ήταν τραχιά και ξεραμένη ό-πως τα φθαρμένα τεχνητά λουλούδια. Δίπλα στα φυτώρια, υ-πήρχαν κάποια ράφια, βαλμένα το ένα πάνω στο άλλο, όπου βρίσκονταν μερικά κατσιασμένα δέντρα μέσα σε γλάστρες, έ-νας σωρός από τούβλα και χαλίκια, και ακόμη ένα παρτέρι με ηρανθή και άλλο ένα με υακίνθους.

Ήταν ευχάριστο να κάθεσαι πάνω στο τριφύλλι. Τα απαλά φύλλα ρουφούσαν το φως και όλη η επιφάνεια ήταν γεμάτη α-μυδρές σκιές, έτσι ώστε η βραγιά στο σύνολό της να δίνει την εντύπωση πως επιπλέει ελαφρά πάνω από τη γη. Καθισμένος εκεί, ο Κασιουάγκι δεν διέφερε από τους άλλους φοιτητές. Μονάχα όταν περπατούσε φαινόταν η δυσμορφία του. Το χλο-μό του πρόσωπο ανάδινε μια κάποια αυστηρή ομορφιά. Πα-ρότι είχε τη σχετική του αναπηρία, μια ατρόμητη ομορφιά, που θα άρμοζε μάλλον σε γυναίκα, ήταν διάχυτη στα χαρα-κτηριστικά του. Οι σακάτες και οι ωραίες γυναίκες κουράζο-νται βλέποντας να πέφτουν πάνω τους όλες οι ματιές: ενο-χλούνται από τη ζωή τους που συνεπάγεται τη διαρκή παρα-τήρηση, νιώθοντας να πολιορκούνται από τους άλλους. Και α-

ι ι8

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

νταποδίδουν το βλέμμα, με όσα μέσα διαθέτει αυτή καθαυτή η ζωή τους στην πραγματικότητα της. Εκείνος που κοιτάζει πραγματικά είναι και ο νικητής. Ο Κασιουάγκι κοίταζε με την άκρια των κατεβασμένων του ματιών, τρώγοντας το φαγητό του. Κι όμως, ένιωθα πως αυτά τα μάτια εξερευνούσαν τον κό-σμο γύρω του ως την τελευταία λεπτομέρεια.

Καθισμένος στο φως, ήταν αυτάρκης. Τουλάχιστον έτσι φάνταζε στα μάτια μου. Κοιτάζοντάς τον στο ανοιξιάτικο φως ανάμεσα στα λουλούδια, θα μπορούσα να πω ότι η δειλία και μια κάποια κρυφή ενοχή που αισθανόμουν του ήταν ξένες. Ε-κείνος ήταν μια σκιά που επιβεβαίωνε τον εαυτό της ή, μάλ-λον, ένας ίσκιος αυθύπαρκτος. Ήταν βέβαιο πως ποτέ ο ήλιος δεν θα εισχωρούσε στο σκληρό του δέρμα.

Μόλο που το φαγητό του -το οποίο έτρωγε τόσο απορρο-φημένος και με μια τόσο έκδηλη απέχθεια- ήταν φειδωλό, ε-λάχιστα υπολειπόταν από το δικό μου, που συνήθως ετοίμαζα μόνος μου το πρωί από τα απομεινάρια του προγεύματός μας στον ναό. Ήμασταν στο 1947 και, αν δεν είχες τη δυνατότητα να προμηθευτείς την τροφή σου από τη μαύρη αγορά, ήταν α-δύνατον να φας της προκοπής. Στεκόμουν δίπλα του κρατώ-ντας το σημειωματάριο και το κουτί με το φαγητό μου. Η σκιά μου έπεφτε πάνω στο φαγητό του. Σήκωσε τα μάτια και με κοί-ταξε. Ευθύς αμέσως όμως, γύρισε αλλού το βλέμμα και συνέ-χισε να μασά μονότονα, όπως ο μεταξοσκώληκας τα φύλλα της μουριάς.

«Συγγνώμη», είπα τραυλίζοντας με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. «Θα ήθελα να σε ρωτήσω μερικά πράγματα που δεν κατάλαβα από την τελευταία διάλεξη». Μίλησα με τη στερεό-τυπη προφορά του Τόκιο, μια και, μετά την είσοδό μου στο πανεπιστήμιο, είχα αποφασίσει να μη χρησιμοποιώ πλέον τη διάλεκτο του Κιότο.

119

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

«Δεν καταλαβαίνω λέξη από όσα λες», είπε ο Κασιουάγκι. «Το μόνο που ακούω είναι ένα έντονο τραύλισμα».

Ένιωσα το πρόσωπό μου να κοκκινίζει. Ο Κασιουάγκι έ-γλει-ψε την άκρη των τσοπ-στικς που κρατούσε, και συνέχισε: «Ξέρω πολύ καλά γιατί ήρθες να μου μιλήσεις, Μιζογκούτσι -έτσι δεν σε λένε; Ε, λοιπόν, αν νομίζεις πως πρέπει οπωσδή-ποτε να γίνουμε φίλοι επειδή είμαστε κι οι δύο ανάπηροι, δεν έχω πρόβλημα. Σε σύγκριση όμως με τη δική μου αναπηρία, πιστεύεις στ' αλήθεια ότι το τραύλισμά σου είναι τίποτε σπου-δαίο; Δίνεις μεγάλη σημασία στον εαυτό σου, δεν σου φαίνε-ται; Και, σαν αποτέλεσμα, δίνεις την ίδια σημασία και στο γε-γονός ότι τραυλίζεις».

Αργότερα, όταν πληροφορήθηκα ότι ο Κασιουάγκι προερ-χόταν από μια οικογένεια Ζεν που ανήκε στο ίδιο δόγμα Ριν-ζάι, συνειδητοποίησα ότι στις αρχικές αυτές ερωτήσεις και α-παντήσεις του ακολουθούσε λίγο ως πολύ τη χαρακτηριστική προσέγγιση ενός ιερέα Ζεν. Ωστόσο, η έντονη εντύπωση που μου έκαναν οι παρατηρήσεις του, εκείνη την ώρα, ήταν αδιαμ-φισβήτητη.

«Τραύλιζε», μου είπε. «Συνέχισε να τραυλίζεις». Άκουσα κατάπληκτος τον ιδιότυπο τρόπο με τον οποίο εκ-

φραζόταν. «Σε τελευταία ανάλυση, βρήκες κάποιον, μπροστά στον ο-

ποίο μπορείς να τραυλίζεις με την άνεσή σου. Δεν συμφωνείς; Έτσι είναι οι άνθρωποι, να το ξέρεις. Ψάχνουν συντρόφους στη δυστυχία τους. Πες μου, είσαι ακόμη παρθένος;»

Συγκατένευσα χωρίς να χαμογελάσω. Ο τρόπος με τον ο-ποίο ο Κασιουάγκι μου έκανε αυτή την ερώτηση έμοιαζε με τον τρόπο του γιατρού, έτσι που με έκανε να αισθανθώ πως θα ήταν καλύτερα να μην του πω ψέματα.

«Αυτή την εντύπωση είχα κι εγώ», είπε. «Είσαι παρθένος.

120

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Δεν είσαι όμως ωραίος παρθένος. Δεν υπάρχει σε σένα καμιά ομορφιά. Δεν έχεις επιτυχία στα κορίτσια και, συγχρόνως, σου λείπει το θάρρος να πας με μια γυναίκα του επαγγέλματος. Αυτό είναι όλο. Αν όμως, απευθύνοντάς μου τον λόγο, είχες την εντύπωση ότι αρχίζεις μια φιλία με έναν άλλον παρθένο, εδώ έκανες μεγάλο λάθος. Θέλεις να ακούσεις πώς έχασα την παρθενία μου;»

Και χωρίς να περιμένει να του απαντήσω, ο Κασιουάγκι συνέχισε:

«Είμαι γιος ενός ιερέα Ζεν στη Σαννομίγια και γεννήθηκα στραβοκάνης. Ακούγοντάς με να αρχίζω έτσι την κουβέντα μου, θα φαντάζεσαι ίσως ότι είμαι κανένας αρρωστημένος τύ-πος, που μιλάει με τη μεγαλύτερη ευκολία και όσο μπορεί πε-ρισσότερο, προκειμένου να βγάλει τα εσώψυχά του. Ε, λοιπόν, δεν είναι έτσι. Αυτά δεν θα τα έλεγα στον καθένα που θα με πλησίαζε. Μάλλον με ενοχλεί να τα λέω, η αλήθεια όμως είναι πως διάλεξα ειδικά εσένα από την αρχή για να ακούσεις την ι-στορία μου. Σκέφτηκα, βλέπεις, ότι θα μπορούσες να ωφελη-θείς περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον μαθαίνοντας τα καμώματά μου. Το καλύτερο για σένα θα ήταν να μιμηθείς το παράδειγμά μου κατά γράμμα. Όπως σίγουρα θα ξέρεις, έτσι μυρίζονται οι θεοσεβούμενοι τους άλλους πιστούς και με τον ί-διο τρόπο όσοι δεν πίνουν τους οπαδούς του αντιαλκοολισμού.

»Ντρεπόμουν, λοιπόν, για ό,τι μου είχε φέρει η ζωή. Σκε-φτόμουν πως το να συμφιλιωθώ με τις συνθήκες της ύπαρξής μου και να ζήσω αρμονικά μαζί τους, αντιπροσώπευε για μέ-να μια ήττα. Αν ήθελα να γίνω μνησίκακος, δεν μου έλειψαν βέβαια οι ευκαιρίες. Οι γονείς μου θα έπρεπε να είχαν φροντί-σει να χειρουργηθώ όταν ήμουν μικρός. Τώρα είναι πολύ αρ-γά. Παρ' όλα αυτά, αδιαφορώ εντελώς για τους γονείς μου και η ιδέα να τους εκδικηθώ ήδη δεν μου λέει τίποτε.

121

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

»Καλλιεργούσα μέσα μου την πεποίθηση ότι πιθανότατα οι γυναίκες δεν θα μπορούσαν ποτέ να με αγαπήσουν. Όπως ί-σως γνωρίζεις κι εσύ, αυτή είναι μια πεποίθηση μάλλον βολι-κή και χωρίς προβλήματα, που τη συμμερίζονται οι περισσό-τεροι άνθρωποι. Και δεν υπήρχε αναγκαστικά καμιά αντίφα-ση ανάμεσα σε αυτήν και στην άρνησή μου να συμφιλιωθώ με τις προϋποθέσεις της ύπαρξής μου. Όπως βλέπεις, αν είχα πι-στέψει ότι οι γυναίκες θα μπορούσαν να με αγαπήσουν με το παρουσιαστικό που έχω, δηλαδή όπως με έχει κάνει η φύση, θα είχα συμφιλιωθεί στον βαθμό που θα το πίστευα. Συνειδη-τοποίησα ότι οι δυο μορφές του θάρρους -το θάρρος να κρί-νεις την πραγματικότητα ακριβώς όπως είναι και το θάρρος να παλέψεις ενάντια σε αυτή την κρίση- θα μπορούσαν κάλ-λιστα να συμφιλιωθούν μεταξύ τους. Χωρίς να ταραχτώ, εύ-κολα θα μπορούσα να αισθανθώ ότι παλεύω.

»Από τη στιγμή που αυτές ήταν οι πεποιθήσεις μου, θα ή-ταν ό,τι πιο φυσικό να μην είχα προσπαθήσει να χάσω την παρθενία μου καταφεύγοντας σε γυναίκες του επαγγέλματος, όπως έκαναν τόσοι φίλοι μου. Αυτό βέβαια που με σταματού-σε ήταν το γεγονός ότι οι πόρνες δεν πηγαίνουν στο κρεβάτι με τους πελάτες τους επειδή αυτοί τους αρέσουν. Μπορούν να έχουν για πελάτη τον καθένα, ξεμωραμένους γέρους, ζητιά-νους, μονόφθαλμους, καλοφτιαγμένους άντρες - ακόμη και λεπρούς, από τη στιγμή που δεν έχουν ιδέα για τη λέπρα τους. Αυτή η εξισωτική προσέγγιση θα έκανε τους περισσότερους συνηθισμένους νεαρούς να αισθάνονται άνετα, να προχωρούν στη ζωή τους ευτυχισμένοι και να αγοράζουν τις υπηρεσίες της πρώτης γυναίκας που θα έβρισκαν μπροστά τους. Όμως, δεν είχα σε καμιά υπόληψη την εξισωτική αυτή τακτική. Δεν μπορούσα να ανεχθώ την ιδέα ότι μια γυναίκα θα αντιμετώπι-ζε έναν εντελώς φυσιολογικό άντρα και κάποιον σαν εμένα

122

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

σαν να ήμασταν ίσοι. Αυτό θα μου φαινόταν τρομερός αυτο-ε-ξευτελισμός. Όπως βλέπεις, με είχε κυριεύσει ο φόβος ότι, αν κάποιος παρέβλεπε ή αγνοούσε την αναπηρία μου, θα έπαυα κατά κάποιον τρόπο να υπάρχω. Ήταν ο ίδιος φόβος με αυτόν που σε κάνει τώρα να υποφέρεις - έτσι δεν είναι; Προκειμένου η κατάστασή μου να αναγνωριστεί και να γίνει εντελώς απο-δεκτή, ήταν βασικό να διευθετηθούν τα πράγματα για μένα με πολύ μεγαλύτερη πολυτέλεια από ό,τι για τους κοινούς αν-θρώπους. Οτιδήποτε συνέβαινε, θαρρώ, θα μου το έφερνε η ί-δια η ζωή.

»'Επρεπε αναμφίβολα να ξεπεράσω το τρομερό συναίσθη-μα έλλειψης ικανοποίησης - την έλλειψη ικανοποίησης για το ότι ο κόσμος κι εγώ είχαμε μια σχέση ανταγωνιστική. Αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν άλλαζε είτε ο εαυτός μου εί-τε ο κόσμος. Απεχθανόμουν, ωστόσο, να ονειρεύομαι τέτοιες αλλαγές. Μισούσα τέτοιας λογής τερατώδη όνειρα. Το λογικό συμπέρασμα, στο οποίο έφτασα ύστερα από επίμονη σκέψη, ήταν πως, αν άλλαζε ο κόσμος, δεν θα μπορούσα να υπάρχω και, αν άλλαζα εγώ, δεν θα μπορούσε να υπάρχει ο κόσμος. Και, κατά περίεργο τρόπο, αυτό το συμπέρασμα αντιπροσώ-πευε ένα είδος συμφιλίωσης, συμβιβασμού. Ο κόσμος, βλέ-πεις, θα μπορούσε να συνυπάρχει με την ιδέα πως ήταν αδύ-νατον να αγαπηθώ ποτέ διαθέτοντας ένα τέτοιο παρουσιαστι-κό. Η παγίδα στην οποία πέφτει τελικά το δύσμορφο άτομο δεν βρίσκεται στη λύση της ανταγωνιστικότητας ανάμεσα στον εαυτό του και στον κόσμο, αλλά, αντίθετα, αποκτά τη μορφή μιας πλήρους επιδοκιμασίας αυτού του ανταγωνισμού. Και ακριβώς γι' αυτό, ένα δύσμορφο άτομο δεν μπορεί ποτέ να γιατρευτεί.

»Έτσι, σε αυτό το σημείο της ζωής μου, όταν βρισκόμουν στο άνθος της νιότης μου -χρησιμοποιώ αυτή τη φράση ύστε-

123

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

ρα από ώριμη σκέψη-, μου συνέβη κάτι απίστευτο. Έχει σχέ-ση με ένα κορίτσι από μια πλούσια οικογένεια ενοριτών του ναού μας. Η κοπέλα είχε αποφοιτήσει από το Παρθεναγωγείο του Κόμπε και ο κόσμος είχε να λέει για την ομορφιά της. Κά-ποια μέρα, δήλωσε απροκάλυπτα ότι με αγαπάει. Για μια στιγ-μή, ήταν αδύνατον να πιστέψω στ' αυτιά μου. Λόγω της άχα-ρης κατάστασής μου, είχα αποκτήσει κάποια πείρα να διεισ-δύω στην ψυχολογία των άλλων. Έτσι, δεν άφησα το όλο θέ-μα να πέσει στο κενό, όπως θα έκαναν πολλοί, αποδίδοντας τον έρωτά της σε μια απλή συμπόνια. Είχα πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι καμιά κοπέλα δεν θα με ερωτευόταν από α-πλή συμπόνια. Αντίθετα, μάντεψα ότι ο έρωτάς της είχε τις ρί-ζες του σε μιαν ιδιαίτερη αίσθηση περηφάνιας. Ήταν σίγουρη για την ομορφιά της και για τα γυναικεία της θέλγητρα, και της ήταν αδύνατον να αποδεχτεί οποιονδήποτε θαυμαστή που θα έδειχνε δείγματα ιδιαίτερης εμπιστοσύνης στον εαυτό του. Δεν θα άντεχε στην ιδέα μιας αντιστάθμισης της περηφάνιας της με την αυτάρκεια κάποιου νεαρού άντρα. Είχε την ευκαι-ρία να της τυχαίνουν ένα σωρό "καλές περιπτώσεις". Παρ' ό-λα αυτά, όσο καλύτεροι ήταν οι επίδοξοι αυτοί μνηστήρες, τό-σο περισσότερο τους αποστρεφόταν. Τελικά, απέρριπτε με κά-μποσα νάζια κάθε έρωτα που είχε να κάνει με ένα είδος "ισο-ζυγίου" -σε αυτό το σημείο ήταν απόλυτα έντιμη- και έστρε-ψε τα μάτια της πάνω μου.

»Ήξερα ήδη τι απάντηση θα της έδινα. Ίσως να με κοροϊ-δέψεις γι' αυτό, η αλήθεια είναι όμως πως της είπα έτσι απλά: "Δεν σε αγαπώ". Τι άλλο θα μπορούσα να της πω; Ήταν μια απάντηση ξεκάθαρη και δεν έκλεινε μέσα της καμιά προσποί-ηση. Αν, αντίθετα, είχα αποφασίσει να μη χάσω μια καλή ευ-καιρία και είχα απαντήσει στην εξομολόγησή της λέγοντας: "Κι εγώ σε αγαπώ", θα είχα φανεί κάτι χειρότερο από γελοίος

124

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

- έτσι κι αλλιώς, είχα ήδη εμφανίσει μια κάποια τραγικότητα. Όσοι έχουν μια γελοία εμφάνιση σαν τη δική μου είναι εξαι-ρετικά ικανοί στο να αποφεύγουν τον κίνδυνο να φανούν τρα-γικοί εκ παραδρομής. Ήξερα πολύ καλά πως αν άρχιζα να εκ-δηλώνω με το πρώτο την τραγικότητά μου, οι άνθρωποι θα έ-παυαν να αισθάνονται άνετα όταν θα έρχονταν σε επαφή μα-ζί μου. Ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για τον ψυχισμό των άλλων να μην τους εμφανιστώ ποτέ με όψη αξιοθρήνητη. Έτσι, ξεκα-θάρισα τη θέση μου λέγοντας: "Δεν σε αγαπώ".

»Η κοπέλα δεν έκανε πίσω ακούγοντας την απάντησή μου. Ισχυρίστηκε αδίσταχτα ότι της έλεγα ψέματα. Αποτε-λούσε περίεργο θέαμα ο τρόπος με τον οποίο έβαζε τα δυνα-τά της για να με κατακτήσει, ενώ συγχρόνως φρόντιζε ιδιαι-τέρως να μη θίξει την περηφάνια μου. Της ήταν προφανώς α-διανόητο πώς θα μπορούσε να υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο ά-ντρας που να μην την αγαπά, από τη στιγμή που θα του δινό-ταν η ευκαιρία. Αν υπήρχε ένας τέτοιος άντρας, θα έλεγε α-πλούστατα ψέματα στον εαυτό του. Έτσι, καταπιάστηκε με μια σχολαστική ανάλυση του χαρακτήρα μου, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ήμουν πράγματι ερωτευμένος μαζί της ε-δώ και αρκετό καιρό. Ήταν έξυπνη. Ξεκινώντας από το γεγο-νός ότι πραγματικά με αγαπούσε, πρέπει να είχε συνειδητο-ποιήσει ότι ήμουν ιδιαίτερα δυσπρόσιτος. Σχεδόν όλα όσα θα μπορούσε να πει κολακεύοντάς με θα ήταν εσφαλμένα. Αν ι-σχυριζόταν, για παράδειγμα, ότι είχα πρόσωπο ελκυστικό -κάτι που δεν ήταν αλήθεια-, θα με είχε ενοχλήσει. Αν έλεγε ότι τα στραβά μου πόδια ήταν όμορφα, η ενόχλησή μου θα γι-νόταν ακόμη μεγαλύτερη. Και αν έκανε την παρατήρηση ότι δεν με αγαπούσε για την εξωτερική μου εμφάνιση, αλλά γι' αυτό που είχε διαισθανθεί ότι έκρυβα μέσα μου, τότε θα γινό-μουν στ' αλήθεια έξω φρενών. Έτσι κι αλλιώς, όντας έξυπνη.

125

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

τα έλαβε όλα αυτά υπ' όψιν της και συνέχισε απλώς να λέει: "Σ' αγαπώ". Και, σύμφωνα με την ανάλυση της, είχε βέβαια ανακαλύψει μέσα μου ένα συναίσθημα που ανταποκρινόταν στον έρωτά της.

»Δεν μπορούσα να δεχτώ ένα τέτοιο σόφισμα. Συγχρόνως, με είχε κυριεύσει σιγά σιγά ένας σφοδρός πόθος, άλλο αν δεν έβαζα στον νου μου ότι ο πόθος θα μας έκανε να σμίξουμε. Μου φάνηκε ότι, αν πραγματικά αγαπούσε εμένα και όχι κά-ποιον άλλο στο πρόσωπό μου, αυτό θα σήμαινε προφανώς ό-τι είχα κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που με έκανε να ξε-χωρίζω στα μάτια της. Και τι θα μπορούσε να είναι αυτό, αν όχι τα δύσμορφα πόδια μου; Κοντολογίς, κατέληξα στο ότι, παρότι δεν το έλεγε, αγαπούσε ακριβώς αυτά τα πόδια. Κάτι εντελώς απαράδεκτο όσον αφορά το δικό μου τρόπο σκέψης. Αν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό μου δεν εστιαζόταν στην α-ναπηρία μου, ίσως και να αποδεχόμουν αυτόν τον έρωτα. Αν όμως ήμουν αναγκασμένος να παραδεχτώ ότι η ειδοποιός διαφορά μου από τους άλλους ανθρώπους -ο λόγος της ύ-παρξής μου- βρισκόταν αλλού και όχι στα πόδια μου, αυτό θα προϋπέθετε μια επιπλέον αναγνώριση. Τότε, θα έφτανα α-ναπόφευκτα στο σημείο να αναγνωρίσω και τους λόγους ύ-παρξης των άλλων ανθρώπων με τον ίδιον συμπληρωματικό τρόπο, πράγμα που θα με οδηγούσε με τη σειρά του να ανα-γνωρίσω τον εαυτό μου ως αμετάκλητα έγκλειστο μέσα στον κόσμο. Κατά συνέπειαν, ο έρωτας γινόταν για μένα κάτι αδύ-νατον. Η πίστη της ότι ήταν ερωτευμένη μαζί μου ήταν μια α-πλή ψευδαίσθηση και, προφανώς, εγώ δεν μπορούσα να την αγαπήσω. Γι' αυτό, συνέχισα να επαναλαμβάνω: "Δεν σε α-γαπώ".

»Κατά περίεργο τρόπο, όσο περισσότερο της έλεγα ότι δεν την αγαπούσα, τόσο πιο βαθιά εκείνη υπέκυπτε στην ψευδαί-

126

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

σθηση ότι ήταν ερωτευμένη μαζί μου. Τελικά, κάποιο βράδυ, όρμησε πάνω μου. Μου πρόσφερε το κορμί της και μπορώ να πω ότι ήταν ένα κορμί εκθαμβωτικά ωραίο. Όταν όμως ήρθε η στιγμή, στάθηκα εντελώς ανίκανος.

»Η τρομερή αυτή αποτυχία μου τα έλυσε όλα με τη μεγα-λύτερη ευκολία. Τελικά, η κοπέλα είχε μια πειστική απόδειξη ότι πράγματι δεν την αγαπούσα. Και με άφησε.

»Μπορεί να ντράπηκα για την ανικανότητά μου, σε σύ-γκριση όμως με την ντροπή που ένιωθα για το ανάπηρο πόδι μου δεν αξίζει να προσθέσω τίποτε. Αυτό που πραγματικά με ενοχλούσε ήταν κάτι ολωσδιόλου διαφορετικό. Γνώριζα τον λόγο της ανικανότητάς μου. Ήταν η σκέψη, όταν ήρθε εκείνη η ώρα, ότι τα δύσμορφα πόδια μου θα άγγιζαν τα όμορφα δι-κά της πόδια. Και αυτή η συνειδητοποίηση συντάραξε τη γα-λήνη μέσα μου, που αποτελούσε τη συνέπεια της πεποίθησής μου ότι δεν θα με αγαπούσε ποτέ καμιά γυναίκα.

»Εκείνη τη στιγμή, βλέπεις, ένιωσα ένα είδος ανέντιμης χα-ράς, κάνοντας τη σκέψη ότι θα αποδείκνυα την αδυναμία του έρωτα μέσω του πόθου μου - δηλαδή μέσα από την ικανοποί-ηση του πόθου μου. Η σάρκα μου όμως με πρόδωσε. Αυτό που ήθελε να κάνει το μυαλό μου, το έκανε η σάρκα μου. Κι έ-τσι, ήρθα αντιμέτωπος με μιαν άλλη αντίφαση. Για να το πω με έναν τρόπο μάλλον κοινότοπο, είχα ονειρευτεί τον έρωτα δια-τηρώντας τη σταθερή πεποίθηση ότι δεν θα μπορούσα να α-γαπηθώ. Σε τελικό στάδιο όμως, τον είχα υποκαταστήσει με τον πόθο και είχα νιώσει κάτι σαν ανακούφιση. Τελικά, κατά-λαβα πως αυτός καθαυτός ο πόθος ζητούσε για την εκπλήρω-σή του να ξεχάσω τις συνθήκες της ύπαρξής μου, εγκαταλεί-ποντας ό,τι αποτελούσε για μένα τον μοναδικό φραγμό, με άλ-λα λόγια την πεποίθηση ότι δεν μπορούσα να αγαπηθώ. Είχα φανταστεί τον πόθο σαν κάτι πιο καθαρό από αυτό που είναι

127

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

στην πραγματικότητα, χωρίς να συνειδητοποιήσω πως ζητού-σα από τους ανθρώπους να δουν τον εαυτό τους μέσα σε μια κατάσταση κάπως ονειρική και εξωπραγματική.

»Από εκείνη τη στιγμή, η σάρκα μου άρχισε να με απασχο-λεί περισσότερο από το πνεύμα μου. Ωστόσο, δεν ήθελα να με-ταβληθώ σε ενσάρκωση του καθαρού πόθου. Αυτό μπορούσα μόνο να το ονειρεύομαι. Έγινα σαν τον άνεμο. Κάτι που δεν μπορούσαν να δουν οι άλλοι, ενώ αυτό έβλεπε τα πάντα, πλη-σίαζε ανάλαφρα τον στόχο του, κανάκευε τα πάντα και τελικά εισχωρούσε στο πιο μύχιο μέρος τους. Αν μιλήσω για την αυ-τοσυνείδηση της σάρκας, περιμένω από σένα να φανταστείς μια αυτοσυνείδηση που αναφέρεται σε ένα αντικείμενο σταθε-ρό, ογκώδες και αδιαφανές. Παρ' όλα αυτά, δεν ήμουν έτσι. Για μένα, η συνειδητοποίηση ότι ο εαυτός μου δεν ήταν παρά μόνον ένα σώμα, ένας πόθος, σήμαινε ότι είχα γίνει διάφανος και αόρατος, με άλλα λόγια κάτι σαν τον άνεμο.

»Παρ' όλα αυτά, τα ανάπηρα πόδια μου απέδειξαν προς στιγμήν ότι αποτελούσαν μεγάλο εμπόδιο. Αυτά και μόνον ή-ταν κάτι που δεν θα γινόταν ποτέ διαφανές. Δεν έμοιαζαν τό-σο με πόδια, όσο με επίμονα πνεύματα. Υπήρχαν εκεί σαν α-ντικείμενα πιο σταθερά από την ίδια μου τη σάρκα.

»Οι άνθρωποι έχουν πιθανότατα την εντύπωση ότι δεν μπορούν να δουν τον εαυτό τους παρά μόνον αν διαθέτουν κα-θρέφτη. Το να είσαι όμως σακάτης σημαίνει να έχεις διαρκώς έναν καθρέφτη κάτω από τη μύτη σου. Κάθε ώρα της ημέρας, όλο μου το σώμα καθρεφτιζόταν σε αυτόν τον καθρέφτη. Δεν υπήρχε περίπτωση να το ξεχάσω. Ως αποτέλεσμα, αυτό που είναι γνωστό σε τούτο τον κόσμο ως έλλειψη άνεσης θα μπο-ρούσε να φανεί κάτι σαν παιδικό παιχνίδι. Για μένα, δεν θα μπορούσε να υπάρχει έλλειψη άνεσης. Το γεγονός ότι υπήρχα με αυτή τη μορφή ήταν τόσο τελεσίδικο όσο και το ότι υπάρ-

128

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

χουν ο Ήλιος και η Γη, ή τα όμορφα πουλιά και οι άσχημοι κροκόδειλοι. Ο κόσμος ήταν ακίνητος σαν ταφόπετρα.

»Ούτε η παραμικρή έλλειψη άνεσης, ούτε η ελάχιστη ευ-στάθεια: εκεί βρισκόταν η βάση του αυθεντικού τρόπου ζωής μου. Άραγε γι' αυτό ζούσα; Με κάτι τέτοιες σκέψεις, οι άν-θρωποι όχι μόνον αισθάνονται άβολα, αλλά φτάνουν στο ση-μείο ακόμη και να σκοτώσουν τον εαυτό τους. Εμένα, όμως, δεν με ενοχλούσε. Τα δύσμορφα πόδια μου ήταν η κατάσταση της ζωής μου, ο λόγος, ο σκοπός και το ιδανικό της, κοντολο-γίς, η ίδια μου η ζωή. Το ότι υπήρχα ήταν ένας λόγος κάτι πε-ρισσότερο από αρκετός για να νιώθω ικανοποιημένος. Μήπως το να μην αισθάνεσαι άνετα όσον αφορά την ύπαρξή σου δεν πηγάζει πρώτα από όλα από ένα είδος "πολυτελούς" έλλειψης ικανοποίησης, με τη σκέψη ότι η ζωή σου δεν εξαντλεί όλη τη σημασία της;

»Η προσοχή μου στράφηκε τότε σε μια γριά χήρα που ζού-σε μόνη της στο χωριό μας. Ο κόσμος έλεγε ότι ήταν γύρω στα εξήντα, μερικοί μάλιστα υποστήριζαν ότι ήταν ακόμη πιο με-γάλη. Στην επιμνημόσυνο τελετή του θανάτου του πατέρα της, με έστειλαν στο σπίτι της για να ψάλω τις σούτρα στη θέση του πατέρα μου. Επειδή κανένας από τους συγγενείς της δεν είχε έρθει στην τελετή, η γερόντισσα κι εγώ βρεθήκαμε μόνοι μπροστά στον οικογενειακό βωμό. Όταν τελείωσα τους ψαλ-μούς, μου πρόσφερε τσάι σε ένα άλλο δωμάτιο. Ήταν μια ζε-στή καλοκαιριάτικη μέρα και τη ρώτησα αν θα μπορούσα να πλυθώ. Έβγαλα τα ρούχα μου και η γριά μου έριξε κρύο νερό στην πλάτη. Πρόσεξα ότι κοίταζε τα πόδια μου με συμπόνια κι ευθύς αμέσως κατέστρωσα στον νου μου ένα σχέδιο.

»Όταν αποτέλειωσα το λουτρό μου, γύρισα στο δωμάτιο ό-που καθόμασταν προηγουμένως. Καθώς σκούπιζα το σώμα μου, της είπα με τόνο σοβαρό πως, όταν γεννήθηκα, η μητέρα

129

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

μου είχε δει στον ύπνο της τον Βούδα. Αυτός της ανάγγειλε πως, όταν το παιδί της θα γινόταν άντρας, η γυναίκα που θα λάτρευε ειλικρινά τα πόδια του, θα ξαναγεννιόταν στον παρά-δεισο. Καθώς μιλούσα, η θεοσεβούμενη γριά χήρα με κοίταζε επίμονα στα μάτια, ενώ ταυτοχρόνως έπαιζε το κομπολόι της. Ήμουν γυμνός, ξαπλωμένος ανάσκελα σαν πτώμα. Είχα σταυ-ρώσει τα χέρια στο στήθος και, κρατώντας ένα κομπολόι, μουρμούριζα κάποιες σούτρα της επινόησής μου. Έκλεισα τα μάτια, ενώ τα χείλη μου συνέχιζαν να απαγγέλλουν τις σού-τρα.

»Όπως σίγουρα θα φαντάζεσαι, μετά βίας συγκρατούσα τα γέλια μου. Γιατί βέβαια μέσα μου γελούσα με την καρδιά μου! Και δεν σκεφτόμουν, ούτε κατ' ελάχιστον, τον εαυτό μου. Εί-χα πλήρη συνείδηση ότι, απαγγέλλοντας τις σούτρα της, η γριά αφοσιωνόταν στην πιο ένθερμη λατρεία των ποδιών μου. Όλη μου η σκέψη ήταν συγκεντρωμένη στα πόδια μου. Με άλ-λα λόγια, καταδιασκέδαζα με τη γελοία αυτή κατάσταση. Πό-δια δύσμορφα, ανάπηρα - αυτό μονάχα μπορούσα να σκεφτώ, αυτό μονάχα έβλεπε ο νους μου. Τα τερατόμορφα πόδια μου. Την κατάσταση της πιο ακραίας ασχήμιας την οποία βίωνα. Τι άγρια φάρσα! Και για να γίνουν -θαρρείς- τα πράγματα ακό-μη πιο κωμικά, οι ατίθασες μπούκλες της γερόντισσας, που έ-κανε κάθε τρεις και λίγο μετάνοιες, μου γαργαλούσαν τις πα-τούσες!

»Αποδείχτηκε πως, από την ημέρα της ανικανότητάς μου, όταν άγγιξα τα όμορφα πόδια της κοπέλας, είχα κάνει λάθος σχετικά με τη λαγνεία μου. Γιατί στη μέση της άσχημης αυτής ιερουργίας, συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν σε έξαψη. Ναι, δεν είχα ούτε την παραμικρή ψευδαίσθηση! Και μάλιστα, υπό τις πιο ανελέητες συνθήκες!

»Όρθωσα το κορμί μου και έσπρωξα απότομα τη γερό-

130

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

ντισσα. Δεν πρόλαβα καν να παραξενευτώ για το γεγονός ότι εκείνη δεν φανέρωσε ούτε την ελάχιστη έκπληξη. Η γριά χή-ρα βρισκόταν εκεί όπου την είχα σπρώξει, συνεχίζοντας να α-παγγέλλει τις σούτρα με τα μάτια σφαλισμένα. Κατά περίεργο τρόπο, διατηρώ ζωηρά την ανάμνηση ότι η σούτρα που απήγ-γελλε ήταν ένα κεφάλαιο από το Νταρανί της Μεγάλης Συ-μπόνιας: "11<:ϊ Μ. 8Μηο 8ΐιϊηό. Οταβαη. ΡπΓαΞήΐή. Ηξζ3 Μζά £υΓ38ΐΊΞγ3. "Θα γνωρίζεις βέβαια πώς εξηγείται αυτό το εδάφιο στα σχόλια: "Δεόμεθά Σου. Δεόμεθά Σου. Για την καθαρή ου-σία της άσπιλης αγνότητας, εκεί όπου εκμηδενίζονται οι Τρεις Δαίμονες της Ψυχής: η πλεονεξία, η οργή και η βλακεία".

»Μπροστά στα μάτια μου, το πρόσωπο μιας γερόντισσας ε-ξήντα χρόνων -ένα ηλιοκαμένο πρόσωπο δίχως φτιασίδια- έ-δειχνε να με καλωσορίζει. Η έξαψή μου δεν κράτησε σχεδόν καθόλου. Εκεί βρίσκεται ο ύστατος παραλογισμός της όλης φάρσας, άλλο αν ένιωθα ότι αυτό με προσήλκυε χωρίς να το συνειδητοποιώ. Ίσως όμως, αντιθέτως, να είχα πλήρη συνεί-δηση και να έβλεπα τα πάντα. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κόλασης είναι ότι βλέπεις με απόλυτη καθαρότητα τα πά-ντα, έως την τελευταία λεπτομέρεια. Και όλα αυτά, μέσα σε έ-να σκοτάδι από κατράμι!

»Στο ρυτιδωμένο πρόσωπο της γερόντισσας δεν υπήρχε ούτε ίχνος ομορφιάς ή αγιότητας. Η ασχήμια και τα χρόνια της έμοιαζαν να προσφέρουν μια διαρκή επιβεβαίωση για την εσώτερη εκείνη κατάστασή μου, όπου δεν υπάρχουν όνειρα. Ποιος θα μπορούσε άραγε να ισχυριστεί πως, αν κοιτάξει κα-νείς μια γυναίκα, όσο όμορφη κι αν είναι, χωρίς να ονειρεύε-ται, το πρόσωπό της δεν θα μεταμορφωθεί στο πρόσωπο αυ-τής της γριάς; Το ανάπηρο πόδι μου και αυτό το πρόσωπο. Ναι, έτσι ήταν. Το γεγονός ότι κοίταζα την ίδια την πραγματι-κότητα συντηρούσε την κατάσταση της φυσικής έξαψης στην

131

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

οποία βρισκόμουνα. Για πρώτη φορά, μπορούσα να δω τον πόθο μου με πίστη και φιλική διάθεση. Και συνειδητοποιούσα ότι το πρόβλημα δεν βρισκόταν στη σμίκρυνση της απόστασης ανάμεσα στο εαυτό μου και στο ποθητό αντικείμενο, αλλά α-κριβώς στη διατήρηση αυτής της απόστασης, έτσι ώστε το α-ντικείμενο να παραμένει αντικείμενο.

»Είναι καλό να κοιτάζεις ένα δικό σου αντικείμενο. Εκείνη τη στιγμή, ανακάλυψα τη λογική του ερωτισμού μου, μέσα α-πό τη λογική του σακάτη: ενώ βρίσκεται σε ένα σημείο σταθε-ρής ισορροπίας, έχει κιόλας φτάσει στον στόχο. Με άλλα λό-για, έχει φτάσει μέσα από τη λογική ότι δεν μπορεί ποτέ να κα-τακλυστεί από μια αίσθηση αμηχανίας. Ανακάλυψα την προ-σποίηση σε ό,τι ο κόσμος αποκαλεί συνήθως ερωτική μέθη. Ο φυσικός πόθος ήταν κάτι σαν τον άνεμο ή σαν μαγικό πανω-φόρι που κρύβει αυτόν που τον φοράει. Και η ένωση που θα γεννιόταν από αυτόν τον πόθο δεν θα ήταν τίποτε περισσότε-ρο από ένα όνειρο. Ενώ θα κοίταζα, θα τοποθετούσα συγχρό-νως τον εαυτό μου σε μια τέτοια θέση ώστε και ο άλλος να με κοιτάζει καταλεπτώς. Έτσι, έβγαλα έξω από τον κόσμο, τόσο τα ανάπηρα πόδια μου όσο και τις γυναίκες μου. Αυτά και ό-λες εκείνες έμεναν σε ίση απόσταση από μένα. Εκεί βρίσκεται η πραγματικότητα. Ο πόθος ήταν απλώς ένα όραμα. Και ενώ κοίταζα, ένιωθα πως κατρακυλούσα συνεχώς προς τα πίσω, βουτηγμένος σε εκείνο το όραμα, εκσπερματίζοντας ταυτό-χρονα πάνω στην επιφάνεια της πραγματικότητας την οποία κοίταζα. Τα δύσμορφα πόδια μου και οι γυναίκες δεν θα έ-πρεπε ποτέ να έρθουν σε επαφή ούτε να συνυπάρξουν. Κο-ντολογίς, έπρεπε να διώχνονται και τα δυο από τον κόσμο. Αι-σθανόμουν τον πόθο να γεννιέται μέσα μου ακατάπαυστα. Και αυτό, επειδή τα δύσμορφα πόδια μου και τα ωραία πόδια των γυναικών δεν θα έπρεπε εφ' όρου ζωής να ακουμπήσουν.

132

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

»Έχεις καμιά δυσκολία να με καταλάβεις; Μήπως θα έπρε-πε να σου εξηγήσω αυτά που σου λέω; Είμαι, ωστόσο, σίγουρος πως αντιλαμβάνεσαι ότι, ύστερα από όλα αυτά, μπόρεσα να πι-στέψω με απόλυτη εσωτερική γαλήνη ότι "ο έρωτας είναι κάτι αδύνατον". Είχα απαλλαγεί από κάθε συναίσθημα που θα με έ-κανε να νιώσω άβολα. Κοντολογίς, είχα απαλλαγεί από αυτόν τον ίδιο τον έρωτα. Ο κόσμος είχε φτάσει σε ένα σταθερό ση-μείο ισορροπίας και ταυτόχρονα στον ποθητό στόχο. Μήπως θα έπρεπε να το διευκρινίσω λέγοντας "ο κόσμος μας"; Έτσι, με μια και μόνη φράση, μπορώ να ορίσω τη μεγάλη ψευδαί-σθηση που αφορά τον "έρωτα" σε τούτον τον κόσμο. Είναι μια προσπάθεια συνένωσης της πραγματικότητας με το όραμα. Έχω φτάσει πια στο σημείο να συνειδητοποιώ ότι η πεποίθηση μου -η πεποίθηση πως δεν θα μπορέσω ποτέ να αγαπηθώ- εί-ναι αυτή καθαυτή η βασική κατάσταση της ανθρώπινης ύπαρ-ξης. Έτσι, ξέρεις τώρα πώς έχασα την παρθενία μου!»

Ο Κασιουάγκι σταμάτησε να μιλά. Τον είχα ακούσει με τε-ταμένη την προσοχή μου. Επιτέλους, έβγαλα έναν αναστεναγ-μό. Είχα εντυπωσιαστεί βαθύτατα από όσα είπε και δεν μπο-ρούσα να απαλλαγώ από μιαν οδυνηρή αίσθηση: είχα συγκι-νηθεί από έναν τρόπο σκέψης που δεν μου είχε περάσει από τον νου ποτέ μέχρι τότε. Από τη στιγμή που ο Κασιουάγκι στα-μάτησε να μιλά, ο ανοιξιάτικος ήλιος ανάτειλε γύρω μου και το τριφύλλι έλαμψε όλο φως. Οι κραυγές από το προαύλιο του μπάσκετ, πίσω από το κτήριο, αντήχησαν ξανά. Κι όμως, πα-ρόλο που ήταν ακόμη το ίδιο μεσημέρι της ίδιας ανοιξιάτικης μέρας, όλα έμοιαζαν να έχουν αλλάξει νόημα.

Δεν μπορούσα να μείνω σιωπηλός. Ήθελα να μπω κι εγώ στην κουβέντα, να προσθέσω κάτι στα λόγια του. Πρόφερα τραυλίζοντας μιαν αδέξια παρατήρηση: «Πρέπει να αισθάν-θηκες πολύ μόνος από τότε».

133

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

Για μια φορά ακόμη, ο Κασιουάγκι προσποιήθηκε με σκλη-ρότητα ότι δεν είχε καταλάβει και μου ζήτησε να επαναλάβω ό,τι είχα πει. Η απάντησή του όμως αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο ένα μικρό δείγμα φιλίας.

«Μόνος είπες; Γιατί να νιώσω μόνος; Θα καταλάβεις πώς εξελίχθηκαν από τότε τα πράγματα για μένα, όταν θα με γνω-ρίσεις καλύτερα».

Χτύπησε το κουδούνι για τις απογευματινές διαλέξεις. Ενώ ετοιμαζόμουν να σηκωθώ, ο Κασιουάγκι, που εξακολουθούσε να κάθεται στο γρασίδι, με τράβηξε απότομα από το μανίκι. Η πανεπιστημιακή μου στολή ήταν η ίδια εκείνη που φορούσα στη σχολή Ζεν. Μονάχα τα κουμπιά ήταν καινούργια. Το ύ-φασμα ήταν μπαλωμένο και ξεφτισμένο. Εξάλλου, μου ήταν τόσο εφαρμοστή που έκανε το λιπόσαρκο σώμα μου να φαίνε-ται ακόμη μικρότερο από ό,τι ήταν.

«Το επόμενο μάθημα είναι τα Σινο-ιαπωνικά, έτσι δεν είναι; Ό,τι πιο βαρετό. Δεν πάμε καλύτερα να περπατήσουμε;» Και, με αυτά τα λόγια, σηκώθηκε. Στην αρχή, πρέπει να κατέβαλλε τρομερή προσπάθεια: όλο του το σώμα έδειξε να εξαρθρώνε-ται και, στη συνέχεια, λες και το συναρμολόγησε ξανά. Θυμή-θηκα μια ταινία που είχα δει, όπου η καμήλα είχε μεμιάς στα-θεί στα πόδια της.

Μέχρι τότε, δεν είχα λεί-ψει από καμιά διάλεξη. Δεν ήθελα όμως να χάσω την ευκαιρία να ακούσω περισσότερα από τα χείλη του. Κατευθυνθήκαμε προς την κεντρική πύλη.

Αφού τη διαβήκαμε, συνειδητοποίησα ξαφνικά τον ιδιό-μορφο τρόπο βαδίσματος του συμφοιτητή μου και ένιωσα κά-τι σαν ενόχληση. Θα πρέπει σίγουρα να είχα συμμεριστεί τα κοινότοπα αισθήματα του κόσμου και να είχα ντραπεί επειδή περπατούσα μαζί του.

Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, έμαθα χάρη στον Κασιου-

134

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

άγκι όλα αυτά για τα οποία ντρεπόμουν. Συγχρόνως, εκείνος με έσπρωξε προς τη ζωή. Ολόκληρη η αδιάντροπη πλευρά της φύσης μου και όλες οι αισχρότητες της καρδιάς μου είχαν για-τρευτεί μέσ' από τα λόγια του και ανέδιδαν τώρα δροσιά. Ίσως γι' αυτό, ενώ περπατούσαμε στα χαλίκια έχοντας διαβεί την κεντρική πύλη, το όρος Χιέι που ορθωνόταν μπροστά μου σε κάποια απόσταση, καταχνιασμένο κάτω από τον ανοιξιάτι-κο ήλιο, φάνταξε στα μάτια μου σαν να το έβλεπα για πρώτη φορά. Κι ακόμη, λες και όλα ξεπρόβαλλαν εκεί μπροστά μου με ανανεωμένο το νόημά τους, όπως τόσα πράγματα γύρω α-πό μένα που, ναρκωμένα για πολύ καιρό, αποκτούσαν τώρα καινούργια σημασία. Η κορυφή του βουνού υψωνόταν προς τον ουρανό, ενώ οι λόφοι γύρω από τη βάση του απλώνονταν ατελείωτα, σαν μουσικό θέμα που πλανιέται στον αέρα. Κα-θώς κοίταζα το βουνό πίσω από τις αραδιασμένες χαμηλές στέγες, μονάχα οι πλαγιές του φαίνονταν ξεκάθαρα και έμοι-αζαν πολύ κοντινές. Οι ανοιξιάτικοι ίσκιοι του υπόλοιπου βουνού ήταν καταχωνιασμένοι σε μιαν έκταση πυκνή και βα-θυγάλαζη.

Λίγος κόσμος περπατούσε έξω από την κυρίως πύλη του Πανεπιστημίου Οτάνι, και ακόμη λιγότερα ήταν τα αυτοκίνη-τα. Μονάχα περιστασιακά μπορούσε κανείς να ακούσει τον θόρυβο ενός τραμ της γραμμής που συνδέει την πρόσο-ψη του Σταθμού του Κιότο με το αμαξοστάσιο. Από την άλλη πλευρά του δρόμου, οι παλιοί παραστάτες του πανεπιστημίου ορθώ-νονταν αντίκρυ στην κυρίως πύλη από τη δική μας πλευρά, ε-νώ μια συστοιχία από δέντρα §ΐη§1<:ο με νιόβγαλτα φύλλα α-πλώνονταν στα αριστερά μας.

«Πάμε έναν μικρό περίπατο στους εξωτερικούς χώρους του πανεπιστημίου!», είπε ο Κασιουάγκι.

Προπορεύτηκα πέρα από τις γραμμές του τραμ, από την

135

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

άλλη πλευρά του δρόμου. Ο Κασιουάγκι τρέκλιζε με βαριά βή-ματα στον σχεδόν έρημο δρόμο και όλο του το κορμί συστρε-φόταν βίαια. Το πανεπιστημιακό γήπεδο ήταν αρκετά εκτετα-μένο. Μακριά, κάποιες ομάδες σπουδαστών, που η διάλεξη ε-κείνης της ώρας δεν τους αφορούσε ή είχαν αποφασίσει να μην την παρακολουθήσουν, ασκούνταν στην ελεύθερη πάλη. Πιο κοντά μας, μερικά αγόρια έκαναν αγώνα μαραθώνιου. Ο πό-λεμος είχε τελειώσει πριν δύο μόλις χρόνια και οι νέοι αναζη-τούσαν τρόπους για να ξοδέψουν την ενεργητικότητά τους. Ο νους μου πήγε στη φειδωλή τροφή που μας έδιναν στον ναό. Καθίσαμε σε μια μισοσαπισμένη κούνια, κοιτάζοντας αφηρη-μένα τους συμφοιτητές μας που ζύγωναν προς την πλευρά μας και ύστερα απομακρύνονταν, καθώς διέσχιζαν με τον μαρα-θώνιό τους τον ελλειψοειδή χώρο. Το γεγονός ότι είχα χάσει έ-να μάθημα μου δημιουργούσε μια αίσθηση ανάλογη με εκείνη ενός καινούργιου πουκάμισου πάνω στο δέρμα. Αίσθηση που εδραιωνόταν από το ηλιόφωτο και την ανάλαφρη αύρα. Μια ομάδα λαχανιασμένων δρομέων κινήθηκε αργά προς το μέρος μας. Ύστερα, ξεμάκρυνε ανασηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης.

«Τι ηλίθιοι!», είπε ο Κασιουάγκι. «Γιατί αυτό είναι!» Δεν υ-πήρχε στα λόγια του ούτε ίχνος απωθημένης μνησικακίας. «Τι στο διάβολο τους χρησιμεύει να παίζουν αυτό το θέατρο; Θα διατείνονται σίγουρα ότι το κάνουν για την υγεία τους, έτσι τουλάχιστον υποθέτω. Τι ωφελεί όμως να κάνει κάποιος μια τέτοια δημόσια επίδειξη της υγείας του; Οι αθλητικές εκδηλώ-σεις ολοένα πληθαίνουν, έτσι δεν είναι; Στην πραγματικότητα, αυτό αποτελεί μια ένδειξη ότι βρισκόμαστε στις ύστατες ημέ-ρες της παρακμής. Ένα και μόνο θέαμα θα έπρεπε να επιδει-κνύεται δημόσια και αυτό δεν μας το δείχνουν ποτέ. Με άλλα λόγια, αυτό που θα έπρεπε να βλέπει το κοινό είναι οι εκτελέ-σεις. Γιατί άραγε αυτές δεν γίνονται δημόσια;»

136

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Ο Κασιουάγκι σώπασε για λίγο, κι ύστερα συνέχισε με τό-νο ονειροπόλο: «Πώς φαντάζεσαι ότι τα είχαν βολέψει για να συντονιστούν και να διατηρήσουν την τάξη κατά την εποχή του πολέμου, αν όχι σκηνοθετώντας δημόσιες επιδείξεις βίαι-ου θανάτου; Από ό,τι καταλαβαίνω, ο λόγος που σταμάτησαν να εκτελούν δημόσια ήταν πως φοβήθηκαν μήπως ο κόσμος αρχίσει να δι\ρά για αίμα. Τι ανοησία! Εκείνοι που μάζευαν τα πτώματα, ύστερα από τις αεροπορικές επιδρομές, είχαν όλοι τους πρόσωπα ήρεμα και γελαστά. Το να βλέπεις τα ανθρώπι-να όντα σε κατάσταση επιθανάτιας αγωνίας, το να τα βλέπεις αιμόφυρτα και να φτάνει στ' αυτιά σου ο ρόγχος του θανάτου, σε κάνει ταπεινόφρονα. Και ακόμη, κάνει το πνεύμα σου ε-κλεπτυσμένο, φωτεινό και ειρηνικό. Δεν γίνεται ποτέ κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις σκληρός ή αιμοχαρής. Όχι, οι άνθρωποι γίνονται σκληροί ξαφνικά, ένα όμορφο ανοιξιάτικο απόγευμα σαν σήμερα. Μια κάποια στιγμή -έτσι δεν είναι;- που κοιτά-ζουν αφηρημένα τον ήλιο να ξεπροβάλει ανάμεσα από τα φύλλα των δέντρων πάνω στο φρεσκοκουρεμένο γρασίδι. Έτσι πρέπει να γεννήθηκαν όλοι οι εφιάλτες του κόσμου και της ιστορίας. Ωστόσο, όταν κάποιος κάθεται εκεί, στο καθάριο φως της μέρας, η ιδέα των αιμόφυρτων που ψυχορραγούν δί-νει ένα σαφές περίβλημα στον εφιάλτη του, βοηθώντας το ό-νειρο να υλοποιηθεί σε πραγματικότητα. Ο εφιάλτης δεν είναι πια η αγωνία μας, αλλά ο βίαιος φυσικός πόνος των άλλων. Κάτι που δεν είμαστε υποχρεωμένοι να νιώσουμε. Αχ, τι ανα-κούφιση!

Ο αιμοχαρής δογματισμός του Κασιουάγκι είχε βέβαια για μένα τη γοητεία του. Αυτό όμως που ήθελα τώρα να ακούσω ήταν ο μακρύς δρόμος που είχε διανύσει αφότου έχασε την παρθενία του. Και αυτό γιατί, όπως ήδη ανέφερα, περίμενα ει-λικρινά από τον Κασιουάγκι να μου δείξει τη ζωή. Έτσι, φρό-

137

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

ντισα να διακόψω την κουβέντα και να υπαινιχθώ τα όσα με ενδιέφερε να μάθω.

«Εννοείς τις γυναίκες;» ρώτησε. «Χμ, έφτασα στο σημείο, τούτες τις μέρες, να μπορώ να πω ακριβώς από διαίσθηση σε ποιον τύπο γυναίκας αρέσει ένας άντρας με δύσμορφα πόδια. Γιατί, να το ξέρεις, υπάρχουν τέτοιοι τύποι. Είναι πιθανόν η γυναίκα αυτού του είδους να έχει σε όλη της τη ζωή μια κρυ-φή προτίμηση γι' αυτούς τους άντρες. Πολλές φορές μάλιστα, παίρνει αυτό το μυστικό μαζί στον τάφο της. Και αυτό μπορεί να είναι το μόνο ανορθόδοξο γούστο της, ακόμη και να απο-τελεί το μοναδικό της όνειρο... Λοιπόν... Πώς λες να είναι αυ-τός ο τύπος γυναίκας; Κατά κανόνα, πρόκειται για εκπληκτι-κή καλλονή. Έχει μύτη λεπτή, ενώ, αντίθετα, το στόμα της εί-ναι λίγο χαλαρό...»

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ξεπρόβαλε ένα κορίτσι περπα-τώντας προς την πλευρά μας.

138

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Π Ε Μ Π Τ Ο

Η ΚΟΠΕΛΑ ΔΕΝ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ ΓΓΟΥΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ! ΧΩΡΟΥΣ του πανεπιστημίου, αλλά στον δρόμο που περνούσε πλάι σε ένα κατοικημένο τετράγωνο, λίγο πιο κάτω α-

πό το επίπεδο του πανεπιστημιακού γηπέδου. Είχε βγει από ένα εντυπωσιακό σπίτι σε ισπανικό στυλ, που

έδινε κατά κάποιον τρόπο την εντύπωση του εύθραυστου. Εί-χε δύο τζάκια, παράθυρα με επικλινή καφασωτά και σε όλη τη γυάλινη στέγη του απλωνόταν ένα πλατύ θερμοκήπιο. Ωστό-σο, το ψηλό συρματόπλεγμα που δέσποζε στο γήπεδο των α-θλημάτων από την άλλη πλευρά του δρόμου μάλλον κατέ-στρεφε την όλη εντύπωση, τοποθετημένο σίγουρα εκεί ύστερα από επιμονή του ιδιοκτήτη του σπιτιού.

Ο Κασιουάγκι κι εγώ καθόμασταν στο άνοιγμα του φρά-χτη. Κοίταξα το κορίτσι και το πρόσωπό του με άφησε έκθαμ-βο. Τα ευγενικά της χαρακτηριστικά ήταν ακριβώς όπως μου τα είχε περιγράψει εκείνος, μιλώντας για τον τύπο της γυναί-κας που «της αρέσουν οι άντρες με τα δύσμορφα πόδια». Αρ-γότερα, όταν ξανασκέφτηκα την έκπληξη που είχα νιώσει τη συγκεκριμένη εκείνη στιγμή, αισθάνθηκα μάλλον ανόητος και αναρωτήθηκα κατά πόσον ο Κασιουάγκι ένιωθε ότι, εδώ και πολύ καιρό, είχε εξοικειωθεί με αυτό το πρόσωπο ή απλώς το είχε δει στον ύπνο του.

139

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

Καθίσαμε περιμένοντας το κορίτσι. Μακριά, κάτω από τις αχτίδες του ανοιξιάτικου ήλιου, ξεπρόβαλλε η βαθυγάλαζη κο-ρυφή του όρους Χιέι ενώ, σε πιο κοντινό πλάνο, η κοπέλα ζύ-γωνε σιγά σιγά προς την πλευρά μας. Δεν είχα ακόμη συνέλθει από την υπερδιέγερση που μου είχαν προκαλέσει οι τελευταίες παρατηρήσεις του Κασιουάγκι - τόσο η παρατήρηση ότι τα δύ-σμορφα πόδια του και οι γυναίκες του ήταν κάτι σαν κουκίδες στον πραγματικό κόσμο, σαν δυο αστέρια στον ουρανό που δεν έρχονταν ποτέ σε επαφή, όσο και τα παράξενα λόγια του ότι ή-ταν δήθεν ικανός να εκπληρώνει τον πόθο του μένοντας συνε-χώς καταχωνιασμένος σε έναν κόσμο φαντασμάτων. Εκείνη τη στιγμή, ένα σύννεφο σκέπασε τον ήλιο: ο Κασιουάγκι κι εγώ ή-μασταν τυλιγμένοι με μιαν αχνή σκιά και ο κόσμος μας λες και είχε γίνει ξαφνικά σαν μια οπτασία. Όλα, ακόμη και η ύπαρξή μου, ήταν συγκεχυμένα και μελαγχολικά. Θαρρείς και μόνον η πορφυρή κορυφή του όρους Χιέι και το χαριτωμένο κορίτσι που προχωρούσε προς την πλευρά μας έλαμπαν στον κόσμο της πραγματικότητας, έχοντας υπόσταση ρεαλιστική.

Το κορίτσι ερχόταν σίγουρα προς την πλευρά μας. Καθώς όμως περνούσαν οι στιγμές, ο χρόνος σαν να είχε μεταμορφω-θεί σε μιαν αγωνία που ολοένα μεγάλωνε και, όσο περισσότε-ρο μας πλησίαζε, τόσο πιο ξεκάθαρα αποκτούσε ένα άλλο πρόσωπο, ένα πρόσωπο που δεν είχε καμιά σχέση με το πραγ-ματικό της.

Ο Κασιουάγκι όρθωσε το κορμί του και μου ψιθύρισε από-τομα στ' αυτί: «Άρχισε να περπατάς! Κάνε όπως σου λέω».

Ήμουν υποχρεωμένος να περπατήσω όπως με είχε κατευ-θύνει. Βαδίσαμε κι οι δυο μας πλάι στον πέτρινο τοίχο, λίγο ψηλότερα από το επίπεδο του δρόμου, παράλληλα προς την κατεύθυνση που ακολουθούσε η κοπέλα.

«Τώρα πήδηξε κάτω!» είπε σπρώχνοντάς με μέ τα αιχμηρά

140

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

του δάχτυλα. Δρασκελώντας το πέτρινο τοιχάκι, πήδηξα στον δρόμο με τη μεγαλύτερη ευκολία. Δεν δυσκολεύτηκα να πη-δήξω αυτή την απόσταση. Μόλις όμως με μιμήθηκε, βρέθηκε σωριασμένος δίπλα μου με έναν τρομακτικό θόρυβο. Προ-σπαθώντας να πηδήξει με το ανάπηρο πόδι του, είχε σκοντά-ψει και είχε πέσει. Κοιτάζοντας κάτω, είδα το μαύρο πίσω μέ-ρος της στολής του να κυματίζει στο έδαφος. Έτσι πεσμένος μπρούμυτα, δεν έμοιαζε με ανθρώπινο πλάσμα. Για μια στιγ-μή, μου φάνηκε σαν μια κηλίδα δίχως νόημα, μαύρη, πελώρια, μια από εκείνες τις θολές λακκούβες που βλέπει κανείς στον δρόμο μετά τη βροχή.

Ο Κασιουάγκι είχε σωριαστεί ακριβώς μπροστά από κει που περπατούσε η κοπέλα. Εκείνη στάθηκε σαν αποσβολωμέ-νη. Όταν γονάτισα για να τον βοηθήσω να στηθεί στα πόδια του, ύψωσα τα μάτια μου προς εκείνη. Βλέποντας την αυθάδι-κη γαμψή της μύτη, το στόμα της με τις ελαφρά χαλαρές ά-κριες, τα μάτια της, χαμένα -θαρρείς- μέσα σε ένα σύννεφο, κοντολογίς όλα τα χαρακτηριστικά της, φάνταξε μπροστά μου γΙα μια στιγμή η μορφή που είχα δει τότε στο φεγγαρόφωτο: η μορφή της Ουίκο.

Η ψευδαίσθηση έσβησε όμως μεμιάς και αντίκρισα ένα κο-ρίτσι γύρω στα είκοσι που με κοίταζε περιφρονητικά. Θα έλε-γα πως ετοιμαζόταν να μας προσπεράσει. Ο Κασιουάγκι διέ-θετε ακόμη μεγαλύτερη ευαισθησία από ό,τι εγώ στο να νιώ-θει αυτά τα πράγματα. Άρχισε να φωνάζει. Η τρομερή του κραυγή αντήχησε στον έρημο δρόμο με τα σπίτια.

«Σκληρόκαρδο πλάσμα! Ώστε θα με αφήσεις εδώ σε αυτή την κατάσταση; Εξαιτίας σου κατάντησα έτσι!»

Το κορίτσι έκανε μεταβολή. Έτριβε τρέμοντας τα άχρωμα μάγουλά της με τα λεπτά και στεγνά της δάχτυλα. Ύστερα α-πό λίγο, μου απευθύνθηκε λέγοντας: «Τι μπορώ να κάνω;»

141

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

Εκείνος ύψωσε τα μάτια του και την κοίταξε επίμονα. Κα-τόπιν, είπε δίνοντας σε κάθε λέξη ιδιαίτερη έμφαση:

«Θέλεις να μας πεις ότι στο σπίτι σου δεν έχεις φάρμακα;» Για μια στιγμή, η κοπέλα στάθηκε αμίλητη. Ύστερα, γύρισε

και άρχισε να περπατά προς την ίδια κατεύθυνση απ' όπου εί-χε έρθει. Βοήθησα τον Κασιουάγκι να σταθεί στα πόδια του. Όταν τα κατάφερε να σηκωθεί, μου φάνηκε εξαιρετικά βαρύς και η ανάσα του έβγαινε δύσκολα. Καθώς όμως του έτεινα τον ώμο μου για να στηριχτεί, διαπίστωσα πως προχωρούσε με τη μεγαλύτερη ευκολία.

Έτρεξα στη στάση μπροστά στο υπόστεγο Καρασούμα και πήδηξα σε ένα τραμ. Μόνον όταν αυτό ξεκίνησε προς την κα-τεύθυνση του Χρυσού Ναού, μπόρεσα να ανασάνω ελεύθερα. Τα χέρια μου ήταν κάθιδρα.

Βοηθώντας τον Κασιουάγκι να διαβεί την πύλη του σπανιό-λικου σπιτιού, κυριεύτηκα από τρόμο. Τον είχα αφήσει να στέ-κεται εκεί, με το κορίτσι απέναντί του και, χωρίς καν να κοιτά-ξω πίσω μου, το είχα βάλει στα πόδια. Δεν είχα χρόνο να στα-θώ στο πανεπιστήμιο, αλλά έσπευσα κατά μήκος των έρημων δρόμων προσπερνώντας φαρμακεία, ζαχαροπλαστεία και κα-ταστήματα ηλεκτρικών ειδών. Θυμάμαι πως είχα δει με την ά-κρη του ματιού μου κάτι πορφυρό και κρεμεζί να πλανιέται στον αέρα. Προφανώς, περνώντας μπροστά από την Εκκλησία Κοτοκού του Τενρικύο, πρόσεξα τα φανάρια που έστεκαν απέ-ναντι στον μαύρο τοίχο, με τις κορυφές τους στο χρώμα του μπουμπουκιού της δαμασκηνιάς και τις πορφυρές κουρτίνες -με το πάνω μέρος τους στο ίδιο εκείνο χρώμα- να κρέμονται πάνω από την πόρτα. Δεν είχα ιδέα προς τα πού έτρεχα. Κα-θώς το τραμ πλησίαζε σιγά σιγά στο Μουρασακίνο, συνειδητο-

142

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

ποίησα πόσο η καρδιά μου με τραβούσε πίσω στον Χρυσό Ναό. Βρισκόμασταν τώρα στη μέση της τουριστικής εποχής και,

παρότι επρόκειτο για καθημερινή, πολυάριθμα πλήθη επισκέ-πτονταν τον Χρυσό Ναό. Ο γέρος ξεναγός με κοίταζε καχύ-ποπτα καθώς άνοιγα δρόμο μέσ' από τον κόσμο σπεύδοντας προς τον ναό.

Εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα ήμουν κι εγώ εκεί μπροστά του και τον έβλεπα να περιβάλλεται από τα αποτρόπαια πλήθη και τη σκόνη που στροβιλιζόταν. Καθώς αντηχούσε δυνατά η φωνή του ξεναγού, ο ναός έμοιαζε να συγκαλύπτει ολοένα την ομορφιά του και να καμώνεται μια κάποια άγνοια. Μονάχα οι σκιές της λίμνης έλαμπαν. Για όποιον όμως κοίταζε προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, οι στρόβιλοι της σκόνης έμοιαζαν με τα χρυσαφένια σύννεφα που τυλίγουν τους Μποντισάτβα, σε ε-κείνον τον πίνακα της καθόδου των αγίων όπου ο Αμίντα Βού-δας φαίνεται να φθάνει στη Γη περικυκλωμένος από όλους τους. Μουντός και ορθωμένος ανάμεσα στη σκόνη, ο Χρυσός Ναός έμοιαζε σαν παλιό ξεθωριασμένο χρώμα και φθαρμένο σχέδιο. Και δεν ήταν διόλου παράξενο το ότι ο γύρω θόρυβος και η σύγχυση εισχωρούσαν στο σχήμα των λεπτών κιόνων του, απορροφημένοι από τον ασπριδερό ουρανό προς τον οποίον έ-τειναν, όλο και πιο λεπτά, το εύθραυστο Κουκυότσο και ο φοί-νικας στην κορυφή της στέγης. Στημένος εκεί, ο ναός ήταν μια δύναμη ελέγχου, ένας ρυθμιστής. Όσο περισσότερο πλήθαινε ο γύρω θόρυβος, τόσο πιο πολύ ο Χρυσός Ναός -η ασύμμετρη και λεπτή εκείνη δομή, με το Σοζέι από τη μια πλευρά και πάνω του το Κουκυότσο να υψώνεται ραδινό και απότομο στην κο-ρυφή-, ενεργούσε σαν ένα φίλτρο που μεταμόρφωνε το λασπε-ρό νερό σε λαγαρό. Ο ναός δεν απόδιωχνε το χαρούμενο κε-λάηδημα των επισκεπτών. Αντίθετα, φίλτραρε αυτούς τους ή-χους, έτσι ώστε να εισδύουν ανάμεσα στα μεσοδιαστήματα των

143

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

κιόνων και να γίνονται τελικά ένα μέρος της ηρεμίας και της κα-θαρότητας του. Έτσι εκπληρωνόταν στη γη ακριβώς αυτό που οι ίσκιοι της ασάλευτης λιμνούλας επιτελούσαν στο νερό.

Η καρδιά μου γαλήνεψε και ο φόβος μου τελικά διαλύθη-κε. Τέτοια, θαρρώ, πρέπει να είναι η φύση της ομορφιάς. Μιας ομορφιάς που με αποκόβει και, συγχρόνως, με προστατεύει α-πό τη ζωή.

«Αν η ζωή μου πρόκειται να γίνει σαν του Κασιουάγκι, προστάτεψε με. Γιατί δεν νομίζω πως θα την αντέξω». Αυτή ήταν η προσευχή που πρόφερα καθώς στεκόμουν εκεί, αντί-κρυ στον ναό.

Ό,τι μου είχε υποβάλει ο Κασιουάγκι με την κουβέντα του και ό,τι είχε άμεσα αναγγείλει μπροστά μου θα μπορούσαν να σημαίνουν πως το να ζεις και να καταστρέφεις είναι ένα και το ίδιο πράγμα. Από μια τέτοια ζωή έλειπε κάθε φυσικότητα και, συγχρόνως, η ομορφιά ενός χτίσματος σαν τον Χρυσό Ναό. Πράγματι, ήταν κάτι περισσότερο από ένα είδος οδυνηρού σπασμού. Είναι γεγονός πως με τραβούσε ιδιαίτερα και πως αναγνώριζα εκεί τον ίδιο μου τον προορισμό. Η πίστη όμως ό-τι πρέπει κανείς πρώτα από όλα να ματώνει τα χέρια του με τα γεμάτα αγκάθια θραύσματα της ζωής ήταν τρομερή. Ο Κασι-ουάγκι περιφρονούσε εξίσου το ένστικτο και την ευφυία. Σαν μπάλα με αποτρόπαιο σχήμα, η ίδια του η ύπαρξη κυλούσε γύ-ρω γύρω, προσπαθώντας να συνθλίψει το τείχος της πραγμα-τικότητας. Και δεν επρόκειτο ούτε καν για μια και μοναδική πράξη. Κοντολογίς, η ζωή που μου προτεινόταν ήταν ένα επι-κίνδυνο μπουρλέσκο με το οποίο προσπαθούσες να συνθλί-ψεις την πραγματικότητα -μια πραγματικότητα που σε είχε α-πογοητεύσει μέσ' από μιαν άγνωστη μεταμφίεση- λαγαρίζο-ντας έτσι τον κόσμο ώστε να μην κλείσει ποτέ ξανά μέσα του οτιδήποτε άγνωστο.

144

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Αν τα γνωρίζω όλα αυτά, είναι επειδή είχα αργότερα την απόδειξή τους, βλέποντας μια αφίσα στο δωμάτιο του επι-πλωμένου σπιτιού του Κασιουάγκι. Μια όμορφη λιθογραφία από ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο, που έδειχνε τις Ιαπωνικές Άλπεις. Στις άσπρες βουνοκορφές που υψώνονταν στον γα-λάζιο ουρανό, ήταν τυπωμένες οι λέξεις: «Σας προσκαλούμε σ' έναν άγνωστο κόσμο!» Ο Κασιουάγκι είχε διαγράψει άκομψα αυτό το μήνυμα με ένα δηλητηριώδες κόκκινο μελάνι, σημειώ-νοντας δίπλα με τη χαρακτηριστική χορευτική μορφή μιας γραφής, που θύμιζε το περπάτημα του ραιβού ποδιού του: «Δεν μπορώ να αντέξω μιαν άγνωστη ζωή».

Πηγαίνοντας στο πανεπιστήμιο την επομένη, ήμουν όλο έ-γνοια για τον Κασιουάγκι. Όταν το ξανασκέφτηκα, δεν βρήκα και τόσο φιλικό από την πλευρά μου το γεγονός ότι το έβαλα στα πόδια παρατώντας τον. Και, μολονότι δεν αισθανόμουν καμιά ιδιαίτερη ευθύνη, ήμουν ανήσυχος μήπως και τον έβλε-πα, εκείνο το πρωί, να εμφανίζεται στην αίθουσα διαλέξεων. Τελικά τον είδα, λίγο πριν αρχίσει η διάλεξη, να περιφέρεται καμαρωτός στην αίθουσα, με τη συνηθισμένη του περπατησιά απ' όπου έλειπε κάθε φυσικότητα.

Στο διάλειμμα, τον πλησίασα και τον έπιασα από το μπρά-τσο. Μια κίνηση τόσο ανοιχτόκαρδη ήταν μάλλον ασυνήθιστη από την πλευρά μου. Χαμογέλασε αμυδρά και με συνόδευσε στον διάδρομο.

«Ελπίζω να μη χτύπησες άσχημα, ε;» είπα. «Να χτύπησα;» αποκρίθηκε κοιτάζοντάς με μέ ένα χαμό-

γελο γεμάτο οίκτο. «Γιατί να χτυπήσω; Ε; Τι στο διάβολο σε έ-κανε να βάλεις τέτοιο πράγμα στον νου σου;»

Τα λόγια του με άφησαν άναυδο. Αφού με δούλεψε κάμπο-

145

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

σο, μου αποκάλυψε τελικά το μυστικό του: «Όλα αυτά ήταν θέ-ατρο. Έχω εξασκηθεί χιλιάδες φορές να πέφτω κάτω στον δρό-μο, γι' αυτό τα κατάφερα να δώσω μια τόσο πειστική παρά-σταση ότι χτύπησα άσχημα. Εύκολα θα πίστευε κανείς ακόμη και ότι έσπασα κάποιο κόκαλο. Οφείλω βέβαια να ομολογήσω πως δεν λογάριασα ότι το κορίτσι είχε ήδη αρχίσει να περπατά πίσω μας με όψη εντελώς αδιάφορη. Εσύ όμως πρέπει να είδες τι συνέβη. Η κοπέλα άρχισε κιόλας να με ερωτεύεται. Ή μάλ-λον, θα μπορούσα να πω ότι ερωτεύεται τα ανάπηρα πόδια μου. Όπως βλέπεις, έχω βάψει τα πόδια μου με ιώδιο».

Σήκωσε το μπατζάκι του παντελονιού του και μου έδειξε το κιτρινωπό χρώμα στο καλάμι του. Μόλις τώρα καταλάβαινα την πονηριά του. Το γεγονός ότι είχε πέσει επίτηδες στον δρό-μο για να τραβήξει την προσοχή του κοριτσιού, μου φάνηκε φυσικό. Μήπως όμως είχε προσπαθήσει να κρύψει τα ραιβά του πόδια κάνοντας δήθεν πως χτύπησε; Αντί να με κάνει να τον περιφρονήσω, αυτή η αμφιβολία ενίσχυσε τα φιλικά μου αισθήματα. Εξάλλου, είχα την εντύπωση -μια εντύπωση πολύ εφηβική, είναι η αλήθεια- πως όσο περισσότερες πονηριές έ-κρυβε μέσα της η φιλοσοφία του, τόσο πιο πολύ έδειχνε την ει-λικρίνειά του απέναντι στη ζωή.

Ο Τσουρουκάουα δεν ενέκρινε τη σχέση μου με τον Κασι-ουάγκι. Μου έδωσε σχετικά μια φιλική συμβουλή, που κατέ-ληξε να με ενοχλήσει. Έφτασα στο σημείο να του απαντήσω στις αντιρρήσεις του πως κάποιος σαν κι αυτόν είχε κάθε δυ-νατότητα να βρει καλούς φίλους, αλλά, στην περίπτωσή μου, ο Κασιουάγκι αντιπροσώπευε έναν ταιριαστό σύντροφο. Με πόσο βαθιά θλίψη θα ξανάφερνα στη μνήμη μου την απερί-γραπτα λυπημένη έκφραση που ζωγραφίστηκε εκείνη τη στιγ-μή στα μάτια του!

146

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Τον Μάιο, ο Κασιουάγκι σχεδίασε μια εκδρομή στο Αρασιγιά-μα, στα περίχωρα του Κιότο. Για να αποφύγει τον συνωστισμό του Σαββατοκύριακου, αποφάσισε να πάρει μια μέρα άδεια α-πό το πανεπιστήμιο, στη διάρκεια της εβδομάδας. Δήλωσε χα-ρακτηριστικά ότι δεν θα πήγαινε αν ο καιρός ήταν καλός, αλ-λά μόνο αν η μέρα ήταν σκοτεινιασμένη από βαριά σύννεφα. Πήγε να πάρει τη νεαρή κοπέλα από το σπανιόλικο σπίτι και κανόνισε να έρθει μαζί του -για μένα- και ένα κορίτσι που νοί-κιαζε δωμάτιο στο ίδιο σπίτι μ' αυτόν.

- Επρόκειτο να συναντηθούμε στον Σταθμό Κιτάνο, στο Κε-ϊφούκου. Ευτυχώς, η μέρα ήταν ασυνήθιστη για εκείνη την ε-ποχή - τόσο συννεφιασμένη και καταθλιπτική όσο θα επιθυ-μούσε ο Κασιουάγκι.

Ο Τσουρουκάουα έτυχε να έχει κάποια οικογενειακά προ-βλήματα και πήρε μια εβδομάδα άδεια για να πάει στο Τόκιο, κάτι που λειτούργησε μάλλον ευνοϊκά για μένα. Παρότι δεν ή-ταν βέβαια ο τύπος που θα με κατέδιδε στον ναό, ήμουν ευ-χαριστημένος επειδή του είχα ξεγλιστρήσει - είχαμε πάει μαζί στο πανεπιστήμιο το ίδιο πρωί.

Οι αναμνήσεις μου από την εκδρομή στο Αρασιγιάμα είναι πικρές. Ήμασταν και οι τέσσερις νέοι, και ολόκληρη η μέρα εί-χε χρωματιστεί από τη μελαγχολία, την οξυθυμία, την έλλειιρη άνεσης και τον μηδενισμό που προσιδιάζουν στη νιότη. Ο Κα-σιουάγκι τα είχε σίγουρα προβλέψει όλα αυτά και είχε σκοπί-μως διαλέξει μια ημέρα που ο καιρός ήταν τόσο μελαγχολικός. Έπνεε ένας νοτιοδυτικός άνεμος. Ενώ θα περίμενες πως θα φυσούσε με όλη του τη δύναμη, ξαφνικά καταλάγιασε και δεν απέμεινε παρά ένα ανησυχητικό θρόισμα. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και μόνο κάπου κάπου ξεπρόβαλλε ο ήλιος. Μερικά από τα σύννεφα φάνταζαν άσπρα, σαν άσπρα στήθια γυναίκας που εικάζει κανείς αχνά μέσ' από τα πολλαπλά

147

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

στρώματα των ρούχων της. Μακριά στο βάθος, η λευκότητα γινόταν αδιόρατη και ο ήλιος μπλεκόταν στο μονότονο και πληκτικό χρώμα του ουρανού, αν και εύκολα μπορούσες να μαντέψεις τη θέση του.

Ο Κασιουάγκι δεν έλεγε ψέματα μιλώντας μου για την εκ-δρομή. Εμφανίστηκε στην ώρα του μπροστά στη θυρίδα του σιδηροδρομικού σταθμού, περιστοιχισμένος από δυο νεαρές κοπέλες. Η μια τους ήταν πράγματι η κοπέλα που είχα δει. Ένα όμορφο κορίτσι με αναιδέστατη γαμψή μύτη και στόμα χαλαρό. Κουβαλούσε ένα φλασκί με νερό πάνω στον ώμο της και, από ό,τι είδα, το φόρεμά της ήταν φτιαγμένο από εισαγό-μενο υλικό. Δίπλα της, το στρουμπουλό κορίτσι από το επι-πλωμένο σπίτι φορούσε ρούχα δεύτερης διαλογής και υστε-ρούσε ως προς την εμφάνιση. Μονάχα το μικρό πιγούνι και τα σφαλισμένα της χείλια είχαν κάτι το ελκυστικά κοριτσίστικο.

Η διάθεσή μας, που θα έπρεπε κανονικά να είναι ευχάρι-στη σε μια μέρα σχόλης, είχε κιόλας αρχίσει να πέφτει από την ώρα που μπήκαμε στο τραίνο. Μπορούσα να ακούσω ξεκάθα-ρα ό,τι έλεγαν μεταξύ τους ο Κασιουάγκι και η νεαρή κυρία. Στην πραγματικότητα, τσακώνονταν όλη την ώρα. Πότε πότε, εκείνη δάγκωνε τα χείλια της, σαν να ήθελε να πνίξει τα δά-κρυά της. Η συγκάτοικος του Κασιουάγκι, που έμοιαζε εντε-λώς διαφορετική σε όλα, καθόταν εκεί σιγομουρμουρίζοντας έναν λαϊκό σκοπό. Ξαφνικά, γύρισε προς την πλευρά μου και μου διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία: «Κοντά μας μένει μια ωραία γυναίκα, που διδάσκει την τέχνη της ικεμπάνα. Τις προάλλες, μου είπε μια πραγματικά λυπητερή ιστορία. Στη διάρκεια του πολέμου, είχε έναν εραστή. Ήταν αξιωματικός του Στρατού και τον ανάγκασαν να κάνει ένα υπερπόντιο τα-ξίδι. Μόλις που προλάβαιναν να συναντηθούν στα γρήγορα στον Ναό Νανζέν, προκειμένου να αποχαιρετιστούν. Αν και

148

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

οι γονείς τους δεν ενέκριναν τη σχέση τους, αυτό δεν τους στα-μάτησε και, σύντομα, η κοπέλα έμεινε έγκυος. Αλλά τι κρίμα! Το παιδί γεννήθηκε νεκρό. Ο αξιωματικός αναστατώθηκε τρο-μερά. Όταν την είδε, την τελευταία τους ημέρα, της είπε πως, εφόσον δεν θα μπορούσαν να έχουν το παιδί τους, ας έπινε τουλάχιστον γάλα από το στήθος της. Δεν προλάβαιναν να πάνε πουθενά αλλού. Έτσι, εκείνη έστυα^ε το γάλα από το στή-θος της μέσα σε ένα φλιτζάνι του τσαγιού και του έδωσε να πιει. Ύστερα από έναν μήνα, ο άντρας σκοτώθηκε στον πόλεμο. Α-πό τότε, ζει μόνη της και δεν έκανε άλλη σχέση με άντρα. Εί-ναι στ' αλήθεια ελκυστική και αρκετά νέα ακόμη».

Δεν μπορούσα να πιστέψω στ' αυτιά μου. Η απίθανη σκη-νή, της οποίας ο Τσουρουκάουα κι εγώ είχαμε υπάρξει αυτό-πτες μάρτυρες από το υψηλότερο μέρος της πύλης του Ναού Νανζέν, γύρω στο τέλος του πολέμου, μου ήρθε αμέσως στον νου. Φρόντισα να μην αναφέρω τις αναμνήσεις μου στην κο-πέλα. Ένιωσα, ωστόσο, πως αν της έκανα λόγο σχετικά, η συ-γκίνηση που είχα νιώσει τώρα ακούγοντας την ιστορία της θα πρόδιδε την αίσθηση ενός κάποιου μυστηρίου που με είχε πλημμυρίσει εκείνη την ημέρα στον ναό. Αποσιωπώντας το, έ-νιωθα πως, αντί να καταλύει το μυστήριο αυτού του αινίγμα-τος, η ιστορία της ουσιαστικά το ενίσχυε, κάνοντάς το ακόμη πιο ανεξιχνίαστο.

Το τραίνο περνούσε κοντά από το μεγάλο σύδεντρο των μπαμπού, στη Λίμνη Ναρουτάκι. Από τον Μάιο, τα φύλλα τους είχαν αρχίσει σιγά σιγά να παίρνουν κιτρινωπές αποχρώ-σεις. Ο άνεμος θρόιζε μέσ' από τα κλαδιά, παρασύροντας τα ξερά πλέον φύλλα στην πυκνοστρωμένη επιφάνεια της συ-στάδας. Ωστόσο, τα χαμηλότερα τμήματα των μπαμπού έμοια-ζαν εντελώς άσχετα με όλα αυτά και στέκονταν εκεί ήρεμα α-ναδιπλωμένα, με μπλεγμένους τους μεγάλους τους αρμούς. Μό-

149

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

νο όταν το τραίνο έφυγε ολοταχώς, τα διπλανά μπαμπού άρ-χισαν να κάμπτονται και να σιγοτρέμουν. Ένα αστραφτερό μι-κρό δεντράκι στεκόταν ανάμεσά τους. Η δυσκολία του να λυ-γίζει μου δημιούργησε την αίσθηση πως τα μάτια μου είχαν πιάσει από αρκετή απόσταση μια κίνηση παράξενα μαγική, που αμέσως χάθηκε.

Φτάνοντας στο Αρασιγιάμα, περπατήσαμε προς τη Γέφυ-ρα Τογκετσού και φτάσαμε στον τάφο της Λαίδης Κόγκο, που κανένας από μας δεν τον είχε προσέξει μέχρι τότε. Πριν πολ-λές εκατοντάδες χρόνια, η Λαίδη είχε κρυφτεί στο Σαγκάνο, α-πό φόβο μήπως προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του Τάιρα νο Κι-γιομόρι. Ο Μιναμότο νο Νακακούνι πήγε να την αναζητήσει ύστερα από διαταγή του Αυτοκράτορα και ανακάλυψε την κρυψώνα της από τον ανεπαίσθητο ήχο της άρπας που είχε α-κούσει μια φεγγαρόλουστη φθινοπωριάτικη νύχτα. Ο σκοπός που έπαιζε ήταν το «Ερωτικές Σκέψεις για έναν Σύζυγο». Στο έργο «Κόγκο» του Νο, ήταν γραμμένο: «Όταν αυτός ξεπρό-βαλε μέσα στη νύχτα, γεμάτος λαχτάρα για το φεγγαρόφωτο, πήγε στο Χορίν και εκεί ήταν που άκουσε την άρπα. Δεν ήξε-ρε καν κατά πόσον ήταν η θύελλα που είχε ξεσπάσει στις βου-νοκορφές ή ο άνεμος που φυσούσε ανάμεσα στα πεύκα. Όταν ρώτησε ποιος ήταν ο σκοπός που έπαιζε η Λαίδη, του είπαν ό-τι ήταν το «Ερωτικές Σκέψεις για έναν Σύζυγο». Χάρηκε πο-λύ, τόσο γι' αυτό που άκουσε όσο και για το ότι η αρπίστρια σκεφτόταν ερωτικά τον σύζυγό της. Η Λαίδη Κόγκο είχε πε-ράσει το τελευταίο μέρος της ζωής της στο Σαγκάνο, κάνοντας προσευχές για τη μελλοντική σωτηρία του Αυτοκράτορα Τα-κακούρα.

Ο τάφος, που βρισκόταν στο τέλος ενός στενού μονοπατιού, ήταν μια απλή πέτρινη κολόνα, στημένη ανάμεσα σε ένα πε-λώριο σφεντάμι και μια γέρικη ετοιμόρροπη δαμασκηνιά. Ο

150

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Κασιουάγκι κι εγώ απαγγείλαμε ευλαβικά μια επιμνημόσυνο σούτρα για τη Λαίδη. Υπήρχε κάτι το εξαιρετικά βλάσφημο στον επίσημο τρόπο με τον οποίο ο Κασιουάγκι πρόφερε τις ιερές λέξεις. Ο τρόπος του με επηρέασε και, αμέσως, άρχισα να απαγγέλλω τη σούτρα με τον ίδιο τρόπο που οι φοιτητές σι-γοψιθυρίζουν τους διάφορους σκοπούς. Αυτή η ελαφρά βεβή-λωση ελευθέρωσε το πνεύμα μου σε εκπληκτικό βαθμό, κάνο-ντάς με να νιώσω μέσα μου αρκετή ζωντάνια.

«Υπάρχει κάτι το τρισάθλιο σε έναν αριστοκρατικό τάφο σαν αυτόν, έτσι δεν είναι;» είπε ο Κασιουάγκι. «Η πολιτική δύ-ναμη και η δύναμη του πλούτου καταλήγουν σε τάφους θε-σπέσιους. Μνήματα πραγματικά εντυπωσιακά - να το ξέρεις. Κάτι τέτοια πλάσματα δεν έχουν καθόλου φαντασία στη διάρ-κεια της ζωής τους και, φυσικά, ούτε και οι τάφοι τους αφή-νουν τέτοια περιθώρια. Παρ' όλα αυτά, οι ευγενείς ζουν μο-νάχα με την ίδια τους τη φαντασία και με εκείνη των άλλων, και αφήνουν τάφους σαν κι αυτόν, που αναμφισβήτητα την κεντρίζουν. Κάτι που βρίσκω ακόμη πιο άθλιο. Τέτοιου είδους άνθρωποι, όπως βλέπεις, είναι υποχρεωμένοι, ακόμη και μετά το θάνατό τους, να ζητιανεύουν από τους ανθρώπους τη χρή-ση της ισχυρής τους φαντασίας».

«Ώστε θέλεις να πεις ότι η ευγένεια υπάρχει μονάχα στη δύναμη της φαντασίας;» είπ;α μπαίνοντας χαρούμενα στη συ-ζήτηση. «Μιλάς συχνά για την πραγματικότητα. Τι θεωρείς ως πραγματικότητα των ευγενών;»

«Αυτό είναι!» είπε ο Κασιουάγκι, χτυπώντας την παλάμη του στην κορυφή της σκεπασμένης με βρύα κολόνας. «Πέτρα ή κόκαλο - το ανόργανο κατάλοιπο που οι άνθρωποι αφήνουν μετά τον θάνατό τους».

«Είσαι καταραμένος Βουδιστής στις απόψεις σου, έτσι δεν είναι;» είπα.

151

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

«Τι δουλειά έχει ο Βουδισμός και όλες αυτές οι ανοησίες;» είπε ο Κασιουάγκι. «Η ευγένεια, η παιδεία, ό,τι οι άνθρωποι α-ποκαλούν αισθητική - η πραγματικότητα όλων αυτών είναι στείρα και ανόργανη. Αυτό που βλέπεις δεν είναι ο Ναός Ρυο-άν, αλλά ένας απλός σωρός από πέτρες. Η φιλοσοφία, η τέχνη - όλα τούτα είναι μια πληθώρα από πέτρες. Το μόνο πραγμα-τικά οργανικό μέλημα των ανθρώπων είναι η πολιτική. Δεν εί-ναι ντροπή; Ίσως το μόνο που θα μπορούσε να πει κανείς, εί-ναι ότι τα ανθρώπινα όντα δεν είναι πλέον παρά πλάσματα που αυτο-εξευτελίζονται».

«Και η σεξουαλική επιθυμία; Πού την εντάσσεις;» «Η σεξουαλική επιθυμία; Λοιπόν, αυτή βρίσκεται κάπου

στη μέση. Πρόκειται για ένα στριφογύρισμα σε έναν φαύλο κύκλο, από τα ανθρώπινα όντα στην πέτρα, και πάλι πίσω στα ανθρώπινα όντα, σαν το παιχνίδι της τυφλόμυγας».

Για μια στιγμή, θέλησα να προσθέσω κάτι για να ανασκευ-άσω την ομορφιά στη σκέα^η του. Ωστόσο, οι δυο κοπέλες εί-χαν κουραστεί από τη συζήτησή μας και είχαν πάρει τον δρό-μο του γυρισμού ακολουθώντας το στενό μονοπάτι. Κάναμε μεταβολή και τις ακολουθήσαμε. Θα μπορούσε να δει κανείς από το μονοπάτι τον ποταμό Χόζου. Βρισκόμασταν ακριβώς στο βόρειο φράγμα της γέφυρας Τογκετσού. Από την απένα-ντι όχθη, το Αρασιγιάμα είχε βαρύνει από το μουντό πράσινο. Ακριβώς όμως σε εκείνο το σημείο, μια ζωντανή άσπρη γραμ-μή αφρού απλωνόταν διασχίζοντας τον ποταμό, ενώ ο αέρας ήταν γεμάτος από τη βοή του νερού.

Περπατήσαμε πλάι στο ποτάμι, ώσπου φτάσαμε στο πάρ-κο Καμεγιάμα, στην άκρη του δρόμου. Είχε κάμποσες βάρκες. Όταν όμως μπήκαμε μέσ' από την πύλη του πάρκου, είδαμε πως υπήρχαν σκόρπια μερικά παλιόχαρτα: οι επισκέπτες εκεί-νης της ημέρας ήταν λιγοστοί.

152

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Στην πύλη, γυρίσαμε πίσω και κοιτάξαμε για μια ακόμη φορά τον ποταμό Χόζου και την πράσινη φυλλωσιά του Αρα-σιγιάμα. Από την άλλη πλευρά του ποταμού, έβλεπες μια μι-κρή υδατόπτωση.

«Ωραίο σκηνικό είναι η κόλαση, συμφωνείς;» είπε ο Κασι-ουάγκι.

Ένιωσα πως όταν ο Κασιουάγκι έπαιρνε αυτόν τον τόνο, ξεστόμιζε ό,τι του περνούσε από τον νου. Προσπάθησα να δω αυτό το σκηνικό με τα δικά του μάτια, να αναγνωρίσω αυτό που αποκαλούσε κόλαση. Μια προσπάθεια που δεν στάθηκε μάταιη. Με άλλα λόγια, μπορούσα τώρα να δω την κόλαση να σιγοτρέμει μέσα σε εκείνη τη γαλήνια, κοινότοπη σκηνή που απλωνόταν μπροστά μου, τυλιγμένη με τη δροσερή της φυλ-λωσιά. Λες και η κόλαση θα έκανε την εμφάνισή της τη μέρα ή τη νύχτα, οποιαδήποτε ώρα, οπουδήποτε, πως θα ανταπο-κρινόταν στις σκέψεις ή στις επιθυμίες κάποιου. Λες και μπο-ρούσαμε να την κάνουμε να ξεπροβάλει κατά βούληση, να εμ-φανιστεί στη στιγμή.

Οι κερασιές που, όπως είπαμε, είχαν μεταφυτευτεί στο Α-ρασιγιάμα τον δέκατο τρίτο αιώνα, από τα περίφημα δέντρα του όρους Γιοσίνο, είχαν χάσει όλα τους τα μπουμπούκια και είχαν πετάξει φύλλα. Όταν τελείωνε η εποχή της άνθισής τους, αυτά τα δέντρα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μονάχα με το όνομα που δίνει κανείς στις νεκρές ομορφιές.

Στο πάρκο Καμεγιάμα, τα περισσότερα δέντρα ήταν πεύκα και εδώ τα χρώματα δεν άλλαζαν με τις εποχές. Επρόκειτο για ένα πάρκο εκτεταμένο σε ανώμαλο έδαφος. Όλα τα πεύκα ή-ταν ψηλά και, ως ένα κάποιο ύψος, δεν είχαν βελόνες. Υπήρ-χε κάτι το ανησυχητικό στη θέα αυτού του πάρκου, με τους α-μέτρητους γυμνούς κορμούς του που συμπλέκονταν ακανόνι-στα. Ένα πλατύ μονοπάτι ακολουθούσε το περίγραμμα του

153

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

πάρκου. Ήταν γεμάτο ανώμαλες κατωφέρειες και όταν θαρ-ρούσες πως πήγαινε να ανυψωθεί, αντίθετα, κατηφόριζε. Πα-ρατηρούσα εδώ κι εκεί κούτσουρα, χαμόδεντρα και μικρά πεύκα. Κοντά στο σημείο όπου ξεπρόβαλλαν μεγάλοι άσπροι βράχοι μισοθαμμένοι στο έδαφος, άνθιζαν οι αζαλέες μέσα σε ένα όργιο πορφυρού χρώματος. Κάτω από τον συννεφιασμέ-νο ουρανό, λες και το χρώμα τους έκρυβε μέσα του κάποιο μο-χθηρό σχέδιο. Σκαρφαλώσαμε σε έναν λοφίσκο και καθίσαμε στον ίσκιο ενός δέντρου με σχήμα ομπρέλας για να ξαποστά-σουμε. Λίγο πιο κάτω, σε ένα πρανές, βρισκόταν μια κούνια ό-που καθόταν ένα νεαρό ζευγάρι. Από τη θέση όπου βρισκό-μασταν, είχαμε κάθε δυνατότητα να δούμε το πάρκο να απλώ-νεται προς τα ανατολικά, ενώ στα δυτικά μπορούσαμε να κοι-τάξουμε κάτω, ανάμεσα από τα δέντρα, τα νερά του ποταμού Χόζου. Ο ακατάπαυστος τριγμός της κούνιας έφτανε στ' αυ-τιά μας σαν αδιάκοπο τρίξιμο δοντιών.

Η νεαρή κοπέλα που συνόδευε ο Κασιουάγκι άνοιξε το πακέτο που είχε μαζί της. Εκείνος δεν είχε πει ψέματα υπο-στηρίζοντας πως δεν θα χρειαζόταν να φροντίσουμε για το φαγητό μας. Με άλλα λόγια, το πακέτο περιείχε αρκετά σά-ντουιτς για τέσσερα άτομα, όπως και εισαγόμενα μπισκότα που δύσκολα θα μπορούσες να τα προμηθευτείς. Και ακόμη, ένα μπουκάλι ουίσκι Σαντόρι, που εκείνη την εποχή πουλιόταν στη μαύρη αγορά, μια και η επίσημη διάθεσή του γινόταν μο-νάχα στις δυνάμεις Κατοχής. Υποτίθεται ότι το Κιότο ήταν το κέντρο των δραστηριοτήτων της μαύρης αγοράς στην περιοχή των πόλεων Οζάκα-Κιότο-Κόμπε.

Δεν άντεχα ιδιαίτερα στα οινοπνευματώδη. Όταν όμως το κορίτσι μας πρόσφερε τα ποτηράκια μας, ένωσα ευλαβικά τα χέρια μου και αποδέχτηκα την προσφορά. Οι δυο κοπέλες ή-πιαν τσάι από ένα παγούρι. Διατηρούσα αρκετές αμφιβολίες

154

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

κατά πόσον ήταν δυνατόν ο Κασιουάγκι και η φίλη του να έ-χουν τόσο στενές σχέσεις. Ήταν αδύνατον να καταλάβω πώς η κοπέλα, που φαινόταν αρκετά δύσκολη, μπορούσε να συ-μπαθήσει έναν φοιτητή απένταρο και στραβοκάνη όπως εκεί-νος. Αφού ήπιε μερικά ποτήρια ουίσκι, άρχισε να μιλά, απα-ντώντας στην ερώτηση που είχα μες στο μυαλό μου.

«Θυμάσαι πώς τσακωνόμασταν πριν λίγο στο τραίνο, έτσι δεν είναι;» είπε. «Είναι επειδή η οικογένεια της κοπέλας επι-μένει να την παντρέψει με έναν άντρα που δεν αγαπά. Και ε-κείνη είναι έτοιμη να καμφθεί και να ενδώσει ανά πάσα στιγ-μή. Έτσι, την παρηγορούσα και τη φοβέριζα, λέγοντάς της πως 0α κάνω τα πάντα για να σταματήσω αυτό τον γάμο».

Δεν ήταν βέβαια κάτι που μπορούσε να λεχθεί μπροστά στην ίδια την κοπέλα. Ωστόσο, ο Κασιουάγκι μιλούσε με αρ-κετή αδιαφορία, λες και εκείνη δεν ήταν εκεί. Η έκφραση της κοπέλας δεν άλλαξε ούτε κατά το ελάχιστο. Φορούσε ένα κο-λιέ με χάντρες από γαλάζια πορσελάνη γύρω από τον λεπτό της λαιμό. Τα χαρακτηριστικά της ξεχώριζαν με σαφήνεια α-ντίκρυ στον συννεφιασμένο ουρανό, άλλο αν τα εβένινα μαλ-λιά της τα έκαναν να φαντάζουν πιο απαλά. Τα μάτια της εί-χαν ένα ιδιαίτερο βάθος και ανέδιδαν μιαν αίσθηση δροσερής καθαρότητας. Το χαλαρό της στόμα ήταν, όπως πάντοτε, μι-σάνοιχτο. Στον στενό χώρο ανάμεσα στα χείλια της, τα λεπτά και μυτερά της δόντια φαίνονταν στεγνά, κάτασπρα, γεμάτα δροσιά, ίδια με δόντια μικρού ζώου.

«Ωχ, πονάω!» φώναξε ο Κασιουάγκι, σκύβοντας ξαφνικά το σώμα του και αδράχνοντας σφιχτά τα πόδια του. Ήμουν σε υπερένταση και έσπευσα να σκύψω πάνω του για να τον βοη-θήσω. Ωστόσο, εκείνος με απόδιωξε ρίχνοντάς μου συγχρό-νως μια παράξενα πονηρή ματιά. Τράβηξα το χέρι μου.

«Ωχ, πονάω!» μούγκρισε ξανά με τόνο απόλυτα πειστικό. Ε-

155

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

κείνη τη στιγμή, το βλέμμα μου έπεσε στη νεαρή γυναίκα πλάι μου. Μια αξιοσημείωτη αλλαγή είχε εκδηλωθεί στο πρόσωπο της. Τα μάτια της έδειχναν πως είχε χάσει την ψυχραιμία της και το στόμα της έτρεμε έντονα. Μονάχα η αυθάδικη γαμψή της μύτη έδειχνε αμέτοχη σε όσα συνέβαιναν, φανερώνοντας μια παράξενη αντίθεση με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της. Η αρ-μονία και η ισορροπία του προσώπου της είχαν χαθεί εντελώς.

«Ω, συγγνώμη!» είπε εκείνη, «Χίλια συγγνώμη! Θα σε κά-νω καλά, θα σε κάνω καλά μεμιάς». Πρώτη φορά την άκουγα να μιλάει κατ' αυτόν τον τρόπο, με την αδιάντροπη και διαπε-ραστική φωνή της, λες και ήταν μόνη της με εκείνον τον ά-ντρα. Σήκωσε τον μακρύ και χαριτωμένο λαιμό της, κοιτάζο-ντας για μια στιγμή στο κενό. Κατόπιν, γονάτισε μεμιάς στην πέτρα αγκαλιάζοντας τα πόδια του Κασιουάγκι. Ακούμπησε το μάγουλό της πάνω τους και άρχισε να τα φιλά.

Για δεύτερη φορά πάγωσα από φρίκη. Έστρεψα τα μάτια μου προς το άλλο κορίτσι. Κοίταζε αλλού, σιγομουρμουρίζο-ντας έναν σκοπό.

Εκείνη τη στιγμή, λες κι ο ήλιος ξεπρόβαλε μέσα από τα σύννεφα, ίσως όμως και να ήταν καθαρή ψευδαίσθηση από την πλευρά μου. Η όλη σύνθεση του πάρκου είχε χάσει την αρ-μονία της. Ένιωσα ότι μικρές ρωγμές είχαν αρχίσει να ανοί-γουν πάνω στην επιφάνεια της εικόνας που μας έκλεινε μέσα της - αυτής της διάφανης εικόνας που συμπεριλάμβανε το πευκοδάσος, την αστραφτερή αντανάκλαση του ποταμού, τους λόφους μακριά, την άσπρη επιφάνεια των βράχων, τις α-ζαλέες που ήταν σκόρπιες εδώ κι εκεί.

Προφανώς, είχε επιτελεστεί το αναμενόμενο θαύμα και ο Κασιουάγκι είχε σιγά σιγά σταματήσει να μουγκρίζει. Σήκωσε το κεφάλι του και, για μια ακόμη φορά, μου έριξε μια πονηρή ματιά.

156

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

«Είμαι καλά τώρα», της είπε. «Με έκανες καλά. Παράξενο, ε; Όταν αρχίζει ο πόνος, φτάνει να μου το κάνεις αυτό και παύω αμέσως να πονώ».

Έπιασε τα μαλλιά του κοριτσιού με τα δυο του χέρια και σήκωσε το πρόσωπό της. Εκείνη τον κοίταξε με έκφραση πι-στού σκύλου και χαμογέλασε. Το θολό άσπρο φως έκανε το ό-μορφο πρόσωπο της κοπέλας να φαντάζει ακριβώς όπως το πρόσωπο εκείνης της εξηντάρας γερόντισσας, για την οποία μου είχε κάποτε μιλήσει ο Κασιουάγκι.

Αφού έκανε το θαύμα του, ο Κασιουάγκι ένιωσε πως η διά-θεσή του είχε φτιάξει και έκανε σαν τρελός από χαρά. Ξέσπα-σε σε δυνατά γέλια, σήκωσε το κορίτσι στα γόνατά του και άρ-χισε να το γεμίζει με φιλιά. Το γέλιο του αντήχησε ανάμεσα στα κλαδιά των πεύκων, στη βάση του λόφου.

«Γιατί δεν κάνεις έρωτα με την κοπέλα;» μου είπε ενώ κα-θόταν ήσυχα εκεί. «Την έφερα ειδικά για σένα - να το ξέρεις. Ή μήπως δειλιάζεις επειδή νομίζεις πως θα κοροϊδέψει το τραύλισμά σου; Προχώρα και τραύλιζε, τραύλιζε! Όπως σου είπα, ίσως και να ερωτευτεί έναν τραυλό».

«Τραυλίζεις;» είπε η κοπέλα, σαν να το συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά. «Καλά πάμε από ανάπηρους στην εποχή μας!»

Τα λόγια της λες και τσάκισαν την ψυχή μου, κάνοντάς με να αισθανθώ πως δεν μπορούσα να μείνω άλλο εκεί. Ωστόσο, κατά περίεργο τρόπο, το μίσος που ένιωσα για την κοπέλα με-ταμορφώθηκε σε έντονο πόθο γι' αυτήν και με πλημμύρισε κά-τι σαν παραζάλη.

«Γιατί δεν χωριζόμαστε;» είπε ο Κασιουάγκι κοιτάζοντας κάτω τους νεαρούς ερωτευμένους που εξακολουθούσαν να κάθονται στην κούνια. «Λοιπόν, ας γίνουμε ζευγάρια, ας πάει ο καθένας μας σε κάποιο μοναχικό μέρος και ας συναντηθού-με εδώ ξανά σε δυο ώρες».

157

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

Τον άφησα με τη φίλη του και, μαζί με το κορίτσι από το σπίτι με τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, κατέβηκα τον λόφο και περπάτησα σε μια ήπια κατωφέρεια προς τα ανατολικά.

«Τα κατάφερε να κάνει την κοπέλα να πιστέψει πως είναι αγία! Το συνηθισμένο του κόλπο!»

«Εσύ πώς το ξέρεις;» τη ρώτησα τραυλίζοντας ελεεινά. «Ε, καλά, είχα κι εγώ μια ιστορία με τον Κασιουάγκι». «Τέλειωσε βέβαια, έτσι δεν είναι;» είπα, «γι' αυτό μπορείς

τώρα να παίρνεις τα πράγματα τόσο ανάλαφρα». «Ναι, τα παίρνω ανάλαφρα, σύμφωνοι. Με έναν φίλο τόσο

δύσμορφο, δεν θα μπορούσε κανείς να το αποφύγει». Αντί να με εξοργίσουν, τα λόγια της με πλημμύρισαν θάρ-

ρος και έκανα μαλακά την ερώτηση μου: «Ερωτεύτηκες τα δύ-σμορφα πόδια του, έτσι;»

«Κόφτο!» είπε. «Αρνούμαι να μιλήσω για τα βατραχίσια πόδια του. Έχει όμως όμορφα μάτια».

Ύστερα από αυτό, έχασα άλλη μια φορά την εμπιστοσύνη μου στον εαυτό μου. Ό,τι κι αν πίστευε ο Κασιουάγκι, το κο-ρίτσι είχε αγαπήσει κάποιο καλό του σημείο, που ο ίδιος προ-φανώς δεν ήξερε. Και, όπως αντιλαμβανόμουν τώρα, η δική μου αλαζονική πίστη ότι δεν υπήρχε τίποτε πάνω μου που να μην ξέρω κατέληγε να με απομονώνει στη θέση κάποιου που τίποτε δικό του δεν αξίζει.

Φτάνοντας στην κορυφή της πλαγιάς, βρεθήκαμε σε ένα μικρό ήσυχο χωράφι. Ανάμεσα στα πεύκα και στους κέδρους, θα ξεχώριζες -αν και κάπως θολά- το Νταϊμονζιγιάμα, το Νυ-οϊγκατάκε και άλλα βουνά. Μια συστάδα από μπαμπού α-πλωνόταν από τον λόφο όπου βρισκόμασταν ως την κατωφέ-ρεια που οδηγούσε στην πόλη. Στην άκρη της, ορθωνόταν μια μόνη κερασιά, όψιμα ανθισμένη, που δεν είχε ακόμη ρίξει όλα τα μπουμπούκια της. Αναρωτήθηκα κατά πόσο τούτη η καθυ-

158

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

στέρηση οφειλόταν στο ότι αυτά συνέχιζαν να τραυλίζουν α-πό την πρώτη τους άνθιση.

Κάτι μου πλάκωνε το στήθος και είχα ένα βάρος στο στο-μάχι. Όχι πως ήμουν πιωμένος. Τώρα που πλησίαζε η κρίσιμη στιγμή, ο πόθος μου, πιο βαρύς, είχε μεταβληθεί σε μια αφη-ρημένη δομή, ξέχωρη από το σώμα μου, που μου κατέβαινε μέχρι τους ώμους. Αισθάνθηκα σαν βαρύ και μαύρο εξάρτημα ενός σιδερένιου μηχανισμού.

Όπως έχω ήδη αναφέρει επανειλημμένα, εκτίμησα το γεγο-νός ότι ο Κασιουάγκι, είτε από καλοσύνη είτε από πονηριά, με είχε σπρώξει προς τη ζωή. Εδώ και πολύ καιρό, είχα παραδε-χτεί πως εγώ, που είχα κάνει επίτηδες, την εποχή του Γυμνασί-ου, άσχημες χαρακιές στο θηκάρι του ξίφους ενός συμμαθητή μου, δεν φημιζόμουν ότι είχα πάρει τη ζωή από τη λαμπρή της πλευρά. Και αυτός που μου πρωτοδίδαξε τον σκοτεινό πλάγιο δρόμο, μέσ' από τον οποίο θα άγγιζα τη ζωή από πίσω, ήταν ο Κασιουάγκι. Εκ πρώτης όψεως, επρόκειτο για μια μέθοδο που θα μπορούσε να οδηγήσει μονάχα στην καταστροφή. Στην πραγματικότητα όμως, έσφυζε από απροσδόκητα τεχνάσμα-τα, μετάλλαζε την ποταπότητα σε θάρρος και θα μπορούσε κα-νείς να την αποκαλέσει κάτι σαν αλχημεία που αποκαθιστού-σε ό,τι είναι γνωστό ως ανηθικότητα στην πρωταρχική του κα-τάσταση καθαρής ενέργειας. Πράγμα που σήμαινε, κατά κά-ποιον τρόπο, ζωή. Ένα είδος ζωής που προχωρούσε, αιχμα-λώτιζε, άλλαζε, και που θα μπορούσε να χαθεί. Μετά βίας θα την αποκαλούσες τυπική ζωή, παρότι ήταν προικισμένη με ό-λα τα χαρακτηριστικά της τελευταίας. Υποθέτοντας ότι, σε κά-ποιο αθέατο μέρος, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη θέση ότι κά-θε μορφή ζωής στερείται νοήματος, αυτή που μου δίδαξε ο Κασιουάγκι περιείχε προφανώς όλο και περισσότερο μια αξία ισοδύναμη με εκείνη των πιο συνηθισμένων τύπων ζωής.

159

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Δεν θα μπορούσε να λεχθεί -έτσι, τουλάχιστον, νομίζω-πως ο Κασιουάγκι εστερείτο μέθης. Είχα συνειδητοποιήσει α-πό πολύ καιρό πως, σε οποιαδήποτε μορφή γνώσης, ακόμη και στην πιο καταθλιπτική, κρύβεται πάντοτε η μέθη για τη γνώση. Και αυτό που χρησιμεύει, σε τελευταία ανάλυση, για να κάνει τους ανθρώπους να μεθούν είναι το οινόπνευμα.

Η κοπέλα κι εγώ καθίσαμε δίπλα σε λίγα ξεθωριασμένα και σκουληκοφαγωμένα άγρια κρινάκια. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ήθελε να σχετιστεί μαζί μου με αυτόν τον τρό-πο. Ούτε και καταλάβαινα -θα χρησιμοποιήσω ενσυνείδητα τη σκληρή αυτή έκφραση- ποια παρόρμηση την οδηγούσε σε αυτή την επιθυμία μίανσης. Στον κόσμο μας, υπήρχε προφα-νώς μια έλλειψη αντίστασης, όπου ήταν έκδηλες η δειλία και η ευγένεια. Ωστόσο, η κοπέλα με άφηνε μονάχα να ακουμπώ τα χέρια μου στα δικά της στρουμπουλά χέρια, σαν μύγες που μα-ζεύονται πάνω σε κάποιον που παίρνει έναν υπνάκο. Το μα-κρόσυρτο φιλί και η αίσθηση του μαλακού της σαγονιού ξύ-πνησαν μέσα μου τον πόθο. Παρότι το είχα τόσο ονειρευτεί, αυτό που αισθάνθηκα μου φάνηκε μίζερο και ρηχό. Ο πόθος μου δεν έδειχνε να προχωρεί ίσια, αλλά να κινείται σε ένα κυ-κλικό μονοπάτι. Ο άσπρος από σύννεφα ουρανός, το θρόισμα των μπαμπού, οι επίμονες προσπάθειες της παπαδίτσας που σκαρφάλωνε σε ένα φύλλο άγριου κρίνου - όλα αυτά έμεναν όπως ήταν, σκόρπια και χωρίς καμιά τάξη.

Προσπάθησα να ξεφύγω κατευθύνοντας τη σκέψη μου προς το κορίτσι που βρισκόταν απέναντι μου, στο αντικείμενο του πόθου μου. Αυτό -έτσι τουλάχιστον έπρεπε να σκεφτώ-, αυτό είναι η ζωή, κάτι σαν φράγμα στον δρόμο όπου πρέπει να προχωρήσω και να τον κατακτήσω. Δεν έπρεπε να χάσω την ευκαιρία, μια και η ζωή δεν θα μου πρόσφερε εσαεί τα δώρα της. Οι αναμνήσεις διαδέχτηκαν η μια την άλλη ολοταχώς

ι 6 ο

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

στον νου μου. Αμέτρητες φορές, οι λέξεις παγιδεύτηκαν στο τραύλισμα μου, ανίκανες να βγουν από τα χείλη μου. Εκείνη τη στιγμή, έπρεπε να ανοίξω αποφασιστικά το στόμα μου και να πω κάτι, έστω και τραυλίζοντας. Έτσι μόνο θα μπορούσα να κατακτήσω τη ζωή. Η απότομη εντολή του Κασιουάγκι, ε-κείνη η αγροίκα του κραυγή: «Τραύλιζε, τραύλιζε!» αντήχησε στ' αυτιά μου φέρνοντάς με στο φιλότιμο. Τελικά, το χέρι μου γλίστρησε στη φούστα της κοπέλας.

Τότε ξεπρόβαλε μπροστά μου ο Χρυσός Ναός. Μια δομή λεπτή, σκοτεινή και γεμάτη αξιοπρέπεια. Μια

δομή όπου το φύλλο χρυσού είχε ξεφτίσει κατά τόπους και φαινόταν μονάχα ο σκελετός της αλλοτινής του πολυτέλειας. Ναι, ο Χρυσός Ναός ξεπρόβαλε μπροστά μου - το παράξενο εκείνο χτίσμα που, όταν το ένιωθες κοντά σου ξεμάκραινε, που επέπλεε καθαρά σε κάποιο ανεξερεύνητο σημείο τού χώρου, οικείο στον παρατηρητή και, ταυτόχρονα, κατ' εξοχήν απόμα-κρο. Αυτή η δομή ήρθε τώρα και στάθηκε ανάμεσα σε μένα και στη ζωή προς την οποία στόχευα. Στην αρχή, ήταν τόσο μι-κρή όσο μια ζωγραφισμένη μινιατούρα, ύστερα όμως έγινε με-γαλύτερη, ώσπου έθαψε εντελώς τον κόσμο γύρω μου γεμίζο-ντας κάθε γωνιά και κάθε ρωγμή του, ακριβώς όπως σε εκείνη τη λεπτή μακέτα που είχα δει τότε: πελώριος, ο Χρυσός Ναός φυλάκιζε μέσα του οτιδήποτε άλλο, πλημμυρίζοντας τον κό-σμο σαν τρομακτική μουσική, μια μουσική ικανή να κατακτή-σει όλο το νόημά του. Ο Χρυσός Ναός, που μου φαινόταν κά-που κάπου ολότελα αδιάφορος, που δέσποζε σαν κάτι έξω α-πό μένα, με είχε τώρα ολοκληρωτικά καταποντίσει εντάσσο-ντάς με στη δομή του.

Το κορίτσι από το σπίτι με τα επιπλωμένα δωμάτια έφυγε μακριά σαν μικροσκοπική κηλίδα σκόνης. Αποδιώχνοντάς την, ο Χρυσός Ναός είχε ταυτόχρονα αποδιώξει και τις προ-

ι6ι

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

σπάθειές μου να συναντηθώ με τη ζωή. Πώς θα μπορούσα να απλώσω τα χέρια μου προς εκείνη, όταν η ομορφιά με τύλιγε κατ' αυτόν τον τρόπο; Ίσως η ομορφιά να είχε το δικαίωμα να μου ζητήσει την παραίτησή μου από τον προηγούμενο σκοπό μου. Γιατί είναι βέβαια αδύνατον να αγγίξεις με το ένα σου χέ-ρι την αιωνιότητα και με το άλλο τη ζωή. Υποθέτοντας ότι αυ-τές οι πράξεις που κατευθύνουμε προς τη ζωή σημαίνουν ότι, σε μια κάποια στιγμή, της υποσχόμαστε αφοσίωση κάνοντάς την αθάνατη, ίσως ο Χρυσός Ναός να είχε πλήρη συνείδηση αυτού του γεγονότος έχοντας αναστείλει προσωρινά τη συνη-θισμένη του αδιάφορη στάση απέναντί μου. Σαν να είχε υιοθε-τήσει τη μορφή μιας απλής χρονικής στιγμής και με είχε επι-σκεφτεί εδώ, σε τούτο το πάρκο, για να νιώσω πόσο άδεια ήταν η λαχτάρα μου για ζωή. Όσο είμαστε ζωντανοί, μια στιγμή που αποκτά τη μορφή της αιωνιότητας δεν μπορεί παρά να μας με-θύσει. Ωστόσο, ο Χρυσός Ναός γνώριζε πολύ καλά πως μια τέ-τοια στιγμή είναι ασήμαντη σε σύγκριση με ό,τι συμβαίνει όταν η αιωνιότητα αποκτά τη μορφή μιας στιγμής, πράγμα που είχε τώρα κάνει ο ίδιος. Τότε, το γεγονός της αέναης ομορφιάς μπο-ρεί πράγματι να αναχαιτίσει τη ζωή μας και να δηλητηριάσει την ύπαρξή μας. Το στιγμιαίο κάλλος που η ζωή μας αφήνει να διαβλέ-ψουμε είναι ατελέσφορο απέναντι σε ένα τέτοιο φαρμά-κι. Αυτό την κατακομματιάζει και την καταστρέφει μεμιάς, εκ-θέτοντάς την τελικά κάτω από τη λερή λάμψη της ερείπωσης.

Το όραμα του Χρυσού Ναού αγκάλιασε όλη μου την ύπαρ-ξη μονάχα για λίγο. Όταν συνήλθα, είχε κιόλας κρυφτεί. Ο Ναός είχε γίνει ένα απλό χτίσμα που έστεκε ασάλευτο μακριά, στα βορειοανατολικά, στην Κινουγκάσα, και ήταν προφανώς αδύνατον να τον δω από το σημείο που βρισκόμουν. Η στιγμή της ψευδαίσθησης, όπου ο Χρυσός Ναός με δέχτηκε και με α-γκάλιασε, είχε περάσει. Βρισκόμουν στην κορφή ενός λόφου

62

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

του Πάρκου Καμεγιάμα. Δεν υπήρχε τίποτε κοντά μου, εκτός από ένα κορίτσι ξαπλωμένο με λαγνεία ανάμεσα στη χλόη και στα λουλούδια, και από το πέταγμα των εντόμων. Όταν ξαφ-νικά φανερώθηκε η δειλία μου, η κοπέλα ανακάθισε και με κοίταξε με βλέμμα ανέκφραστο. Είδα τους γοφούς της να κου-νιούνται καθώς μου γύριζε την πλάτη και έβγαζε ένα καθρε-πτάκι από την τσάντα της. Παρότι δεν είπε λέξη, η περιφρό-νηση της διαπέρασε το δέρμα μου, σαν τα τσιμπούρια που κολλάνε στα ρούχα μας το φθινόπωρο.

Ο ουρανός είχε χαμηλώσει. Λεπτές ψιχάλες άρχιζαν να πέ-φτουν με θόρυβο στο χορτάρι ολόγυρά μου και στα φύλλα των άγριων κρίνων. Σηκωθήκαμε βιαστικά και πήραμε το μονοπά-τι του γυρισμού.

Δεν ήταν μόνο το οικτρό τέλος της εκδρομής ο λόγος για τον οποίο εκείνη η μέρα μού άφησε μια εντύπωση τόσο ζοφερή. Το ίδιο βράδυ, πριν από το «άνοιγμα του μαξιλαριού», ο Η-γούμενος έλαβε ένα τηλεγράφημα από το Τόκιο. Το περιεχό-μενό του ανακοινώθηκε αμέσως σε όλους μας.

Ο Τσουρουκάουα δεν ζούσε πια. Το τηλεγράφημα έλεγε α-πλώς ότι είχε σκοτωθεί σε ένα δυστύχημα, αλλά μονάχα αρ-γότερα μάθαμε τις λεπτομέρειες. Το προηγούμενο απόγευμα, είχε πάει να επισκεφτεί έναν θείο του στην Αζακούζα και είχε πιει κάμποσο σακέ. Δεν ήταν συνηθισμένος στο ποτό και προ-φανώς ζαλίστηκε. Γυρνώντας, είχε πέσει πάνω του ένα φορ-τηγό που είχε πεταχτεί ξαφνικά από μια πάροδο, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό. Έπαθε θλάση του κρανίου και ο θά-νατός του ήταν ακαριαίος. Η οικογένειά του τα είχε χαμένα και μόνο το επόμενο απόγευμα συνειδητοποίησαν ότι όφειλαν να τηλεγραφήσουν στον ναό.

163

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

Όσο δεν είχα κλάψει στον θάνατο του Πατέρα, έκλαψα τώ-ρα: η ύπαρξη του Τσουρουκάουα έδειχνε να έχει στενότερη σχέση από ό,τι εκείνη του πατέρα μου με τα προβλήματα που με κατέκλυζαν. Αφότου είχα γνωριστεί με τον Κασιουάγκι, τον είχα αρκετά παραμελήσει. Τώρα όμως που τον είχα χάσει, κατάλαβα πως αυτός ο θάνατος έσπαζε τη μοναδική κλωστή που με συνέδεε με τον λαμπρό κόσμο του φωτός. Κοντολογίς, έκλαιγα για το χαμένο φως, για τη χαμένη λαμπρότητα, για το χαμένο καλοκαίρι.

Μόλο που ήθελα να σπεύσω στο Τόκιο και να επισκεφτώ την οικογένεια του Τσουρουκάουα για να τους συλλυπηθώ, ^εν έφταναν τα χρήματά μου. Έπαιρνα σαν χαρτζιλίκι από τον Ηγούμενο πεντακόσια γιεν τον μήνα. Η μητέρα μου ήταν βέβαια άπορη. Το πολύ πολύ που μπορούσε να μου στέλνει ή-ταν διακόσια ή τριακόσια γιεν δυο φορές τον χρόνο. Ο λόγος που την ανάγκασε να πάει να ζήσει με έναν θείο στο Κασα-γκούν, αφού ρύθμισε τα θέματα του ναού του Πατέρα, ήταν πως δεν τα κατάφερνε να ζήσει με τα πεντακόσια γιεν τον μή-να που αντιπροσώπευαν τη συμβολή των ενοριτών, με μονα-δικό συμπλήρωμα το ισχνό επίδομα που της χορηγούσε η νο-μαρχία.

Πώς θα μπορούσα να σιγουρευτώ μέσα μου για τον θάνα-το του Τσουρουκάουα, χωρίς να δω τη σορό του και να πάω στην κηδεία του; Αυτό το πρόβλημα με βασάνιζε. Το στομάχι του, που πάνω του είχα δει κάποτε το κάτασπρο πουκάμισο να λαμποκοπά στις ηλιαχτίδες που σκόρπιζαν άπλετα το φως τους μέσ' από τα δέντρα, είχε μεταβληθεί σε στάχτη. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί τη σάρκα και το πνεύμα αυτού του α-γοριού, που ήταν φως και τους έπρεπε μόνο το φως, να κείτο-νται θαμμένα στο μνήμα; Δεν έφερε πάνω του ούτε την ελάχι-στη ένδειξη ότι προοριζόταν για έναν πρόωρο θάνατο. Είχε α-

164

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

παλλαγεί από κάθε ταραχή και πόνο, και τίποτε σε αυτόν δεν έμοιαζε έστω και ακαθόριστα με θάνατο. Ίσως μάλιστα ακρι-βώς γι' αυτό να είχε πεθάνει τόσο ξαφνικά. Και ίσως να ήταν αδύνατον για τον Τσουρουκάουα να γλιτώσει από τον θάνατο, γιατί αποτελείτο μονάχα από αμιγή συστατικά της ζωής, ό-ντας εύθραυστος σαν καθαρόαιμο ζώο. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, φαινόταν ότι, αντίθετα, εγώ θα ζούσα αναπόφευκτα ως τα καταραμένα βαθιά γεράματα.

Η διάφανη δομή του κόσμου όπου ζούσε εκείνος, είχε α-ποτελέσει πάντοτε για μένα ένα αξεδιάλυτο μυστήριο. Τώρα, με τον θάνατό του, το μυστήριο είχε γίνει ακόμη πιο τρομακτι-κό. Το καμιόνι κατακομμάτιασε τον διάφανο κόσμο του, σαν να είχε περάσει πάνω από ένα τζάμι αόρατο, ακριβώς επειδή ήταν διάφανο. Το γεγονός ότι ο Τσουρουκάουα δεν είχε πεθά-νει ύστερα από αρρώστια συνταιριαζόταν απόλυτα με την ει-κόνα του. Άρμοζε σε εκείνον -που η ζωή του ήταν μια δομή τόσο καθαρή- να πεθάνει με τον καθαρό θάνατο που φέρνει έ-να ατύχημα. Σε εκείνη τη σύγκρουση, που δεν είχε διαρκέσει περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο, είχε γίνει μια ξαφνική ε-παφή, μια επαφή που έκανε τη ζωή και τον θάνατό του να γί-νουν ένα. Μια γρήγορη χημική ένωση. Ήταν αναμφισβήτητο πως, μονάχα με αυτή τη δραστική μέθοδο, ο παράξενος και δί-χως ίσκιο νεαρός εκείνος άντρας θα μπορούσε να ενώσει τον ίσκιο και τον θάνατό του.

Ο κόσμος όπου κατοικούσε ο Τσουρουκάουα ήταν πλημ-μυρισμένος με λαμπρά αισθήματα και καλές προθέσεις. Μπο-ρώ να ισχυριστώ εκ του ασφαλούς πως δεν ζούσε εκεί χάρη σε παρανοήσεις ή κρίσεις γλυκερές και επιεικείς. Η φωτεινή του καρδιά, που δεν ανήκε σε αυτόν τον κόσμο, στηριζόταν σε μια δύναμη και μια έντονη ευκαμψία, πράγμα που αποτελούσε τον ρυθμιστή των πράξεών του. Υπήρχε μια εξαιρετική ακρί-

65

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

βεια στον τρόπο με τον οποίο ήταν ικανός να μεταφράζει κα-θένα από τα σκοτεινά μου συναισθήματα σε ένα άλλο γεμάτο φως. Πολλές φορές μου είχε περάσει από τον νου πως ίσως ο Τσουρουκάουα βίωνε τα ίδια τα δικά μου συναισθήματα, μια και το φως του αντιστοιχούσε απόλυτα στο σκοτάδι μου, πράγ-μα που έκανε τη συναισθηματική μας αντίθεση τόσο απόλυτη. Κι όμως, δεν ήταν έτσι! Η φωτεινότητα του κόσμου του ήταν καθαρή και συγχρόνως μονόπλευρη. Είχε κατορθώσει να με-ταβληθεί στο δικό του σχολαστικό σύστημα, ένα σύστημα με τόση ακρίβεια στις λεπτομέρειες που θα μπορούσε να πλησιά-ζει την ακρίβεια του κακού. Αν ο φωτεινός και διαυγής κό-σμος του νεαρού αυτού άντρα στηριζόταν ακατάπαυστα στην ακούραστη σωματική του ρώμη, θα είχε καταρρεύσει στη στιγ-μή. Είχε τρέξει μπροστά ολοταχώς. Και το φορτηγό τον είχε σωριάσει στην τρεχάλα του.

Το γελαστό βλέμμα και το απόλυτα χαλαρό κορμί του Τσουρουκάουα, πηγές της καλής εντύπωσης που προκαλούσε στους άλλους, με έσπρωξαν -τώρα που δεν ανήκαν πια σε αυ-τόν τον κόσμο- να κάνω μυστηριώδεις σκέψεις όσον αφορά την ορατή πλευρά των ανθρώπινων όντων. Σκέφτηκα πόσο παράξενο είναι το γεγονός ότι κάτι, με την ύπαρξή του και μό-νον, και με την παρουσία του μπροστά στα μάτια μας, μπορεί να ασκεί πάνω μας μια δύναμη τόσο λαμπρή. Σκέφτηκα πόσα μπορεί να μάθει κανείς από το σώμα του, προκειμένου το πνεύμα, απλώς, να αποκτήσει μία αίσθηση της ύπαρξής του. Λέγεται ότι η ουσία του Ζεν αντιστοιχεί στην απουσία κάθε ι-διαιτερότητας και ότι η πραγματική δύναμη της όρασης συνί-σταται στη γνώση ότι η καρδιά μας δεν διαθέτει ούτε μορφή ούτε χαρακτηριστικά. Η δύναμη της όρασης, ικανή γι' αυτή καθαυτή την αντιμετώπιση της απουσίας χαρακτηριστικών, πρέπει να είναι υπερβολικά ζωηρή για να αντιστέκεται στη

66

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

γοητεία των τυπικών φαινομένων. Πώς θα μπορούσε κάποιος που δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίζει τις μορφές ή τα χαρα-κτηριστικά με αλτρουιστικό ζήλο, να βλέπει ζωηρά και να α-ντιλαμβάνεται την απουσία μορφής και χαρακτηριστικών; Έτσι, η καθαρή μορφή κάποιου όπως ο Τσουρουκάουα, που ανέδιδε λάμψη από το γεγονός και μόνο της ύπαρξής του, κά-ποιου που μπορούσες να τον αγγίξεις τόσο με τα χέρια όσο και με τα μάτια σου και θα μπορούσε όντως να αποκληθεί ζωή, ή-ταν δυνατόν, από τη θέση του νεκρού τώρα, να χρησιμεύσει ως το πλέον καθαρό μεταφορικό σχήμα, προκειμένου να περι-γραφεί η ασαφής απουσία μορφής. Και η αίσθησή του για την ίδια του την ύπαρξη θα μπορούσε να γίνει το κατ' εξοχήν πραγματικό και υπαρκτό πρότυπο άμορφου μηδενισμού. Στην πραγματικότητα, φαινόταν σαν να μην είχε εκπληρωθεί τώρα τίποτε περισσότερο από ένα τέτοιο μεταφορικό σχήμα. Για παράδειγμα, η ακρίβεια και η καταλληλότητα της αντιπαρά-θεσης ανάμεσα στον Τσουρουκάουα και στα μαγιάτικα λου-λούδια ήταν -ακριβώς- η ακρίβεια και η καταλληλότητα εκεί-νων των λουλουδιών που είχαν εναποτεθεί στο φέρετρό του, σαν παρεπόμενο του ξαφνικού του μαγιάτικου θανάτου.

Η δική μου ζωή δεν διέθετε κανέναν συμβολισμό τόσο στα-θερό όσο εκείνη του Τσουρουκάουα. Ακριβώς γι' αυτό τον χρειαζόμουν. Και ό,τι ζήλευα περισσότερο σ' αυτόν ήταν πως τα είχε καταφέρει να φτάσει στο τέλος της ζωής του χωρίς ού-τε την παραμικρή συνείδηση ότι ήταν επιφορτισμένος με μια ι-διαίτερη ατομικότητα ή την αίσθηση μιας ατομικής αποστο-λής όπως η δική μου. Αυτή ακριβώς η αίσθηση της ατομικό-τητας απογύμνωνε τη ζωή μου από τον συμβολισμό της, με άλλα λόγια, από τη δύναμή της να χρησιμεύει, όπως εκείνη του Τσουρουκάουα, σαν μεταφορικό σχήμα για κάτι έξω από αυτήν. Κατά συνέπεια, με στερούσε από τα συναισθήματα της

167

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

επέκτασης και της αλληλεγγύης της ζωής, και γινόταν η πηγή μιας αίσθησης μοναξιάς που με καταδίωκε παντού και πάντο-τε. Ήταν παράξενο. Δεν ένιωθα κανένα συναίσθημα αλληλεγ-γύης - ούτε καν με την ανυπαρξία.

Έτσι, άρχισε ξανά η μοναξιά μου. Δεν είδα άλλη φορά το κο-ρίτσι από το σπίτι με τα επιπλωμένα δωμάτια και οι σχέσεις μου με τον Κασιουάγκι έγιναν λιγότερο φιλικές απ' ό,τι πριν. Ο τρόπος ζωής του εξακολουθούσε βέβαια να ασκεί επάνω μου μια έντονη σαγήνη. Παρ' όλα αυτά, αισθανόμουν πως θα εκπλήρωνα το ύστατο χρέος μου προς τον Τσουρουκάουα αν κατέβαλα την ελάχιστη προσπάθεια να αντισταθώ σε αυτή τη σαγήνη πασχίζοντας, έστω και παρά τη θέλησή μου, να κρα-τήσω τις αποστάσεις μου. Έγραψα ξεκάθαρα στη μητέρα μου ότι δεν έπρεπε να με επισκεφθεί ξανά ώσπου να αποκτήσω την ανεξαρτησία μου. Παρότι της το είχα ήδη δηλώσει προ-φορικά, δεν θα αισθανόμουν ήσυχος αν δεν της το έγραφα με λέξεις ακόμη πιο κατηγορηματικές. Η απάντησή της είχε συ-νταχθεί με αδέξιες προτάσεις. Μου μιλούσε για το πόσο σκλη-ρά δούλευε στο αγρόκτημα του Θείου και πρόσθετε μερικές φράσεις που μου χτύπησαν σαν στοιχειώδεις επιπλήξεις. Στη συνέχεια, μου εξέθετε την εξής φράση: «Δεν θέλω να πεθάνω πριν σε δω με τα ίδια μου τα μάτια ιερέα του Χρυσού Ναού». Μίσησα αυτό το σημείο του γράμματος, το οποίο, για μερικές ημέρες, με έκανε να νιώθω άβολα.

Ακόμη και στη διάρκεια του καλοκαιριού, δεν πήγα ούτε μια φορά να επισκεφτώ το μέρος όπου η Μητέρα είχε φτιάξει το σπιτικό της. Λόγω της φειδωλής τροφής που μας έδιναν στον ναό, η ζέστη του καλοκαιριού με κούρασε ιδιαίτερα. Στα μέσα του Σεπτέμβρη, μας προανήγγειλαν έναν ενδεχόμενο τυ-

68

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

φώνα. Κάποιος έπρεπε να φυλάει σκοπιά τη νύχτα και δέχτη-κα οικειοθελώς να προσφέρω τις υπηρεσίες μου.

Νομίζω πως, εκείνη περίπου την εποχή, άρχισε να επιτε-λείται μια λεπτή αλλαγή στα συναισθήματά μου όσον αφορά τον Χρυσό Ναό. Δεν επρόκειτο για μίσος, αλλά για ένα προ-αίσθημα ότι, κάποια στιγμή, θα εδραιωνόταν αναπόφευκτα μια κατάσταση όπου αυτό το οποίο κυοφορούσα αργά μέσα μου θα γινόταν εντελώς ασυμβίβαστο με τον Χρυσό Ναό. Τού-το το συναίσθημα γεννήθηκε μετά από το επεισόδιο στο πάρ-κο Καμεγιάμα, άσχετα αν είχα φοβηθεί να το κατονομάσω. Ήμουν ευτυχισμένος γιατί, στη βάρδια εκείνης της νύχτας, θα μου εμπιστεύονταν τον ναό. Και δεν έκρυβα τη χαρά μου.

Μου είχαν δώσει το κλειδί του Κουκυότσο. Αυτός ο τρίτος όροφος του ναού εθεωρείτο ιδιαίτερα πολύτιμος. Λίγο πάνω από το δάπεδο, μια εντυπωσιακή δέλτος, γραμμένη από τον Αυτοκράτορα Γκο-Κομάτσου, κρεμόταν σε ένα από τα δοκά-ρια.

Ο ασύρματος μας ανακοίνωνε ότι ο τυφώνας θα ξεσπούσε πάνω μας από στιγμή σε στιγμή, παρά το γεγονός ότι δεν εί-χαμε καμιά σχετική ένδειξη. Είχε βρέξει κατά διαστήματα το απόγευμα, τώρα όμως η ατμόσφαιρα είχε καθαρίσει και μια λαμπρή πανσέληνος ξεπρόβαλε στον ουρανό. Οι ένοικοι του ναού περιφέρονταν στον κήπο εξετάζοντας τον ουράνιο θόλο. Άκουσα κάποιον να λέει πως ήταν η νηνεμία πριν από τη θύελλα.

Ο ναός είχε βυθιστεί στον ύπνο. Ήμουν μόνος τώρα στον Χρυσό Ναό. Καθώς περιπλανιόμουν σε ένα μέρος του κτηρί-ου όπου δεν μπορούσε να μπει το φεγγαρόφωτο, εκστασιά-στηκα με τη σκέψη ότι το πυκνό και βαρύτιμο σκοτάδι του να-ού με είχε τυλίξει. Αργά, βαθιά, ποντιζόμουν στο εντελώς πραγματικό εκείνο συναίσθημα, ώσπου εντάθηκε και μετα-

169

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

βλήθηκε σε κάτι σαν παραίσθηση. Συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι βρισκόμουν μέσα στο όραμα που με είχε χωρίσει από τη ζωή, εκείνο το απόγευμα στο πάρκο Καμεγιάμα.

Ήμουν μόνος και ο Χρυσός Ναός -ο απόλυτος και επιτα-κτικός Χρυσός Ναός- με είχε τυλίξει. Άραγε τον είχα κατα-κτήσει ή είχα κατακτηθεί από αυτόν; Ή μήπως θα ήταν πιο σωστό να πω ότι είχε καθιερωθεί ένα παράξενο ισοζύγιο, ένα ισοζύγιο που θα μας επέτρεπε εκείνη τη στιγμή να γίνω εγώ ο Χρυσός Ναός και ο Χρυσός Ναός εγώ;

Λίγο μετά τις εντεκάμισι, ο άνεμος δυνάμωσε. Άνα-ψα το κλεφτοφάναρό μου και ανέβηκα τα σκαλοπάτια. Όταν έφτα-σα στο υψηλότερο σημείο, έβαλα το κλειδί μου στην κλειδαριά της πόρτας του Κουκυότσο.

Είχα στηρίξει το κορμί μου στο κιγκλίδωμά του. Ο άνεμος έπνεε από τα νοτιοανατολικά. Ο ουρανός, ωστόσο, έμενε ί-διος. Το φεγγάρι καθρεφτιζόταν πάνω στο νερό, στα μεσοδια-στήματα ανάμεσα στη λέμνα. Ο αέρας έσφυζε από το βουητό των εντόμων και το κόασμα των βατράχων.

Όταν οι δυνατές ριπές με χτύπησαν κατευθείαν στο μάγου-λο, ένα ρίγος σχεδόν αισθησιακό μου διαπέρασε το κορμί. Ο άνεμος ολοένα δυνάμωνε, ώσπου μεταβλήθηκε σε θύελλα. Έμοιαζε τώρα σαν οιωνός, ότι θα καταστρεφόμουν μαζί με τον Χρυσό Ναό. Η καρδιά μου βρισκόταν στον ναό και, ταυ-τόχρονα, ξαπόσταινε στον άνεμο. Ο Χρυσός Ναός, που επέ-βαλλε την ακριβή δομή του κόσμου μου, δεν είχε κουρτίνες για να σειούνται με τον άνεμο, αλλά στεκόταν εκεί, ήρεμα λουσμέ-νος στο φεγγαρόφωτο. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο δυνατός ε-κείνος άνεμος, η κακή μου εκείνη πρόθεση, θα τράνταζε ενδε-χομένως τον ναό, θα τον ξυπνούσε και, τη στιγμή της κατα-στροφής, θα έκλεβε την υπεροψία του.

Έτσι και έγινε. Ήμουν τυλιγμένος στην ομορφιά, βρισκό-

170

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

μουν σίγουρα μέσα της. Εξακολουθώ, ωστόσο, να αμφιβάλλω τώρα αν με είχε τυλίξει τόσο ολοκληρωτικά, ώστε να μη με πα-ρασύρει ο άγριος εκείνος άνεμος που η δύναμή του ολοένα με-γάλωνε. Όπως με είχε προστάξει ο Κασιουάγκι: «Τραύλιζε! Τραύλιζε!» έτσι κι εγώ προσπαθούσα τώρα να σπιρουνίσω τον άνεμο κράζοντας τις λέξεις με τις οποίες παροτρύνουμε τον καλπασμό ενός αλόγου: «Πιο δυνατά, πιο δυνατά!» φώναζα. «Πήγαινε πιο γρήγορα! Κι άλλη δύναμη ακόμη!»

Το δάσος άρχισε να θροίζει. Τα κλαδιά των δέντρων γύρω από τη λιμνούλα χτυπούσαν το ένα το άλλο. Ο νυχτερινός ου-ρανός είχε χάσει το συνηθισμένο του λουλακί και είχε πάρει μια θολή απόχρωση πορφυρού ανάκατου με γκρίζο. Το βουη-τό των εντόμων δεν είχε κοπάσει και έδινε ολόγυρα μια νότα ζωντάνιας. Σαν μουσική φλογέρας πλησίαζε ολοένα από μα-κριά η μυστηριώδης βοή του ανέμου, δείχνοντας σιγά σιγά να καταλαγιάζει.

Κοίταζα τα αμέτρητα σύννεφα να τρέχουν γρήγορα προ-σπερνώντας το φεγγάρι. Το ένα μετά το άλλο, ξεπρόβαλλαν πίσω από τους λόφους, στον Νότο, ίδια με μεγάλα τάγματα. Υ-πήρχαν σύννεφα βαριά, σύννεφα λεπτά, και άλλα πελώρια και εκτεταμένα. Υπήρχαν και αναρίθμητοι θύσανοι σύννεφων. Ξεπρόβαλλαν όλα τους από τον Νότο, περνούσαν μπροστά α-πό την επιφάνεια του φεγγαριού, πετούσαν πάνω από τον Χρυσό Ναό και έσπευδαν προς τον Βορρά, σαν να είχαν να εκπληρώσουν μια κατεπείγουσα εργασία. Μου φαινόταν πως άκουγα το σκούξιμο του χρυσού φοίνικα πάνω από το κεφάλι μου.

Ξαφνικά, ο άνεμος κόπασε για τα καλά. Ύστερα, ξαναβρή-κε τη δύναμή του. Το δάσος ανταποκρινόταν και στην παρα-μικρή ακόμη αλλαγή των στοιχείων της φύσης: γαλήνευε και, στη συνέχεια, άφηνε να αντηχούν μανιασμένα θροίσματα. Αλ-

171

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

λά και η αντανάκλαση του φεγγαριού στη λιμνούλα άλλαζε: γινόταν εναλλάξ σκοτεινή και φωτεινή. Κάπου κάπου, το φεγ-γάρι συγκέντρωνε τις σκόρπιες φωτεινές του φούντες σαρώ-νοντας γοργά την επιφάνεια του νερού. Ο μεγάλος σωρός των σύννεφων απλώθηκε ελικωτά πέρα από τους λόφους, τείνο-ντας ένα πελώριο -θαρρείς- χέρι προς τον ουρανό. Ήταν τρο-μακτικό να βλέπεις πώς συστρέφονταν και συνωθούνταν ζυ-γώνοντας το ένα το άλλο. Κατά διαστήματα, εμφανιζόταν ένα μικρό και καθαρό κομμάτι ουρανού ανάμεσα στα σύννεφα, που σκεπαζόταν όμως στη στιγμή. Κάπου κάπου, όταν περ-νούσε κάποιο συννεφάκι, μπορούσα να μαντέψω πίσω του το φεγγάρι, περικυκλωμένο από μιαν αχνή άλω.

Ο ουρανός συνέχισε να σειέται όλη νύχτα. Παρ' όλα αυτά, δεν υπήρχε καμιά ένδειξη πως ο άνεμος θα δυνάμωνε. Κοιμή-θηκα πλάι στο κιγκλίδωμα. Νωρίς το επόμενο πρωί -ένα πρωί όλο φως-, ο νεωκόρος ήρθε να με πληροφορήσει ότι ο τυφώ-νας είχε ξεμακρύνει από την περιοχή, έχοντας για καλή μας τύχη παρακάμψει το Κιότο.

172

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ε Κ Τ Ο

Π ΕΡΙΠΟΥ ΕΝΑΝ ΧΡΟΝΟ ΤΩΡΑ, ΠΕΝΘΟΥΣΑ ΤΟΝ ΤΣΟΥΡΟΥΚΑ-ουα. Μόλις άρχισε η μοναξιά μου, συνειδητοποίησα και πάλι ότι μου ήταν εύκολο να συνηθίσω σε αυτή την κα-

τάσταση. Η πιο ανώδυνη παρουσία για μένα ήταν στην πραγ-ματικότητα εκείνη στην οποία δεν ήμουν υποχρεωμένος να μι-λώ με κανέναν. Η στενόχωρη στάση μου προς τη ζωή με ε-γκατέλειψε. Κάθε νεκρή μέρα είχε τη γοητεία της.

Η βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου ήταν το μοναδικό μου κα-ταφύγιο ευχαρίστησης. Δεν διάβαζα βιβλία σχετικά με το Ζεν, αλλά όσες μεταφράσεις μυθιστορημάτων και φιλοσοφικών ερ-γασιών τύχαινε να μου πέσουν στα χέρια. Δίσταζα να αναφέ-ρω τα ονόματα εκείνων των συγγραφέων και φιλοσόφων. Γνωρίζω την επίδρασή τους πάνω μου, όπως και το γεγονός ό-τι αυτοί με ενέπνεαν σε ό,τι έκανα: κι όμως, θέλω να πιστεύω ότι αυτή καθαυτή η πράξη ήταν δική μου πρωτότυπη δημι-ουργία. Συγκεκριμένα, δεν θέλω να θεωρηθεί ως επίδραση κά-ποιας κατεστημένης φιλοσοφίας.

Όπως ήδη εξήγησα, το γεγονός ότι δεν με καταλάβαιναν οι άλλοι υπήρξε η μοναδική μου πηγή περηφάνιας από την πρώ-τη μου νεότητα, και δεν αισθανόμουν ούτε την παραμικρή ώ-θηση να εκφράζομαι με τέτοιον τρόπο ώστε να γίνομαι κατα-νοητός. Όταν όντως προσπαθούσα να διευκρινίσω τους στο-

173

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

χασμούς και τις πράξεις μου, δεν το έκανα με καμιά απολύτως ιδιαίτερη σκέψη. Δεν ξέρω κατά πόσον αυτό οφειλόταν στο ό-τι ήθελα να καταλάβω τον εαυτό μου. Ένα τέτοιο κίνητρο εί-ναι σύμφωνο με τον πραγματικό χαρακτήρα του καθενός και καταλήγει αυτομάτως να αποτελεί μια γέφυρα ανάμεσα στον εαυτό του και στους άλλους. Η μέθη που αντλούσα από τον Χρυσό Ναό χρησίμευσε στο να συμβάλλει στην αδιαφάνεια της προσωπικότητάς μου. Και επειδή αυτή μου στερούσε κά-θε άλλη μορφή μέθης, ήμουν υποχρεωμένος να της αντισταθώ κάνοντας μια σκόπιμη προσπάθεια για να διαφυλάξω τα διά-φανα τμήματα αυτής της προσωπικότητας. Δεν ξέρω τι συμ-βαίνει σε άλλες περιπτώσεις, στη δική μου όμως, η ίδια η δια-φάνεια ήμουν εγώ, και, συνεπώς, δεν υπήρχε περίπτωση να γί-νω ο κάτοχός της.

Ήταν η εποχή των ανοιξιάτικων διακοπών του 1948, τη δεύτερη χρονιά μου στο πανεπιστήμιο. Κάποιο βράδυ, ο Η-γούμενος είχε βγει έξω. Επειδή δεν είχα φίλους, ο μόνος τρό-πος να επωφεληθώ από την απουσία του ήταν να κάνω μια βόλτα μόνος μου. Έτσι, εγκατέλει-ψα τον ναό και βγήκα έξω από την Πύλη Σόμον. Εξωτερικά, η πύλη περιβαλλόταν από μια τάφρο, κοντά στην οποία υπήρχε ένας πίνακας ανακοινώ-σεων. Αν και έβλεπα για πολύ καιρό τον παλιό αυτό πίνακα, τώρα στάθηκα μπροστά του και άρχισα να διαβάζω με την η-συχία μου τα γράμματα που λούζονταν από το φεγγαρόφωτο.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

1. Καμιά αλλαγή δεν επιτρέπεται να πραγματοποιηθεί σε αυτό το οίκημα χωρίς ειδική άδεια.

2. Τίποτε δεν επιτρέπεται να γίνει, το οποίο θα επηρέαζε με οποιονδήποτε τρόπο τη συντήρηση αυτού του οικήματος.

174

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Εφιστάται η προσοχή του κοινού προς αυτούς τους κανο-νισμούς.

Οποιαδήποτε παράβασή τους θα τιμωρείται σύμφωνα με τον νόμο.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ 31 Μαρτίου 1928

Η ανακοίνωση αναφερόταν σαφώς στον Χρυσό Ναό. Κι ό-μως, ήταν αδύνατον να εικάσω οποιονδήποτε οριστικό υπαι-νιγμό μέσ' από αυτές καθαυτές τις αφηρημένες λέξεις. Δεν μπορούσα να μην αντιληφθώ ότι ένας τέτοιος πίνακας ανα-κοινώσεων υπήρχε σε έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό από ε-κείνον όπου βρισκόταν ο άφθαρτος ναός. Η ίδια η ανακοίνω-ση προεξοφλούσε κάποια πράξη ανεξιχνίαστη ή απίθανη. Ο άνθρωπος που είχε συντάξει αυτούς τους κανονισμούς, δίνο-ντας, κατά κάποιον τρόπο, μια συνοπτική περιγραφή αυτού του είδους, θα έπρεπε να είχε χάσει ανεπανόρθωτα τα λογικά του. Κοντολογίς, επρόκειτο για μια πράξη που μόνον ένας τρελός θα μπορούσε να σχεδιάσει: πώς ήταν δυνατόν να τρο-μοκρατήσει κανείς έναν τρελό απειλώντας τον προκαταβολι-κά ότι θα τιμωρηθεί για την πράξη του; Αυτό που προφανώς χρειαζόταν ήταν μια ειδική μορφή γραφής, που θα γινόταν κα-τανοητή μονάχα από τρελούς.

Ενώ είχα παραδοθεί σε τέτοιες κούφιες σκέψεις, πρόσεξα μια μορφή που πλησίαζε κατά μήκος του πλατιού δρόμου, μπροστά από την πύλη. Εκείνη την ώρα, δεν υπήρχε ίχνος α-πό τα πλήθη των περίεργων που έρχονταν εδώ κατά τη διάρ-κεια της ημέρας: μόνο τα φεγγαρόλουστα πεύκα και η λάμψη των προβολέων φώτιζαν τη νύχτα - ενώ τα αυτοκίνητα κυ-κλοφορούσαν εδώ κι εκεί στη δημοσιά, πέρα από τη μεριά που στεκόμουν, συνοδεύοντας τη νύχτα.

175

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

Αναγνώρισα ξαφνικά τη σιλουέτα του Κασιουάγκι. Σκέ-φτηκα ότι ήταν αυτός από τον τρόπο που περπατούσε. Την ί-δια εκείνη στιγμή, αποφάσισα να βάλω ένα τέλος στην αποξέ-νωση μεταξύ μας, την οποία είχα επιλέξει στη διάρκεια ολό-κληρου του περασμένου χρόνου. Σκέφτηκα μονάχα πόσα του όφειλα, μια και με είχε κάποτε γιατρέψει. Γιατί με είχε πράγ-ματι γιατρέψει τότε. Από την πρώτη μέρα που τον συνάντησα, είχε εξυγιάνει τις νοσηρές μου σκέψεις, χρησιμοποιώντας τα αδέξια και άρρωστα πόδια του, τα τραυματικά λόγια του που τα χρησιμοποιούσε χωρίς καμία επιφύλαξη, την ολοκληρωτι-κή εξομολόγησή του. Θα έπρεπε να είχα συνειδητοποιήσει τη χαρά που με περίμενε εκεί, όντας για πρώτη φορά ικανός να συμμετάσχω σε μια συζήτηση με κάποιον ως ίσος προς ίσον. Θα έπρεπε να είχα απολαύσει αυτή τη χαρά (με την οποία έ-νιωθα σαν να διέπραττα, ηθελημένα, μια πράξη ανήθικη) που με κατέκλυζε όταν βυθιζόμουν στα βάθη της σταθερής εκείνης γνώσης: της γνώσης ότι ήμουν ιερέας και, συγχρόνως, βραδύ-γλωσσος. Κι όμως, όλα αυτά είχαν σβηστεί μέσ' από τη σχέση μου με τον Τσουρουκάουα.

Χαιρέτισα τον Κασιουάγκι με ένα χαμόγελο. Φορούσε τη φοιτητική του στολή και κρατούσε ένα μακρόστενο δέμα.

«Πηγαίνεις κάπου συγκεκριμένα;» είπε. «Όχι». «Χαίρομαι που σε συναντάω», πρόσθεσε. Κάθισε στα πέ-

τρινα σκαλοπάτια και άνοιξε το πακέτο του. «Βλέπεις;» συνέχισε, δείχνοντάς μου δυο σκοτεινόχρω-

μους στιλπνούς σωλήνες που σχημάτιζαν μια φλογέρα 8ΐΐ3ΐ<:υ1ΐΒθΐΊί, «ένας θείος μου πέθανε πρόσφατα στη γενέτειρά μου και μου την άφησε για να τον θυμάμαι. Έχω όμως και ε-κείνη που μου είχε χαρίσει πριν πολύ καιρό, όταν με μάθαινε να παίζω. Μολονότι φαίνεται μάλλον πιο ωραία, προτιμώ

176

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

την άλλη που την έχω συνηθίσει. Εξάλλου, δεν βρίσκω τον λόγο για να έχω δύο. Έτσι, έφερα τούτη εδώ με σκοπό να σου τη δώσω».

Για κάποιον όπως εγώ, που δεν είχε λάβει ποτέ κανένα δώ-ρο, το γεγονός ότι μου έδιναν κάτι, οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό, μου προκαλούσε ιδιαίτερη χαρά. Πήρα στα χέρια μου τη φλο-γέρα και την περιεργάστηκα. Είχε τέσσερις τρύπες στο μπρο-στινό της μέρος και μία στο πίσω.

«Ανήκω στη σχολή φλογέρας Κίνκο», συνέχισε ο Κάσιου-άγκι. «Μια και το φεγγάρι είναι όμορφο απόψε, σκέφτηκα, έ-τσι για αλλαγή, να έρθω και να παίξω εδώ, στον Χρυσό Ναό. Παράλληλα, έκανα τη σκέψη πως θα μπορούσα να σε μάθω κι εσένα να παίζεις».

«Καλή στιγμή διάλεξες», αποκρίθηκα. «Ο Ηγούμενος έχει βγει έξω. Και ο τεμπέλης γερο-θυρωρός δεν τέλειωσε ακόμη το σκούπισμά του. Οι πύλες του ναού δεν κλείνουν ώσπου να τελειώσει το σκούπισμα».

Η εμφάνισή του στην πύλη, εκείνη τη νύχτα με το τόσο ό-μορφο φεγγάρι, ήταν τόσο ξαφνική όσο και η πρότασή του να παίξει φλογέρα στον ναό. Όλα πρόδιναν τον γνωστό μου Κα-σιουάγκι. Επιπλέον, μέσα στη μονότονη ζωή μου, το απλό γε-γονός μιας έκπληξης αποτελούσε ευχαρίστηση. Με την και-νούργια φλογέρα μου στο χέρι, τον οδήγησα στον Χρυσό Ναό.

Η ανάμνησή μου γύρω από όσα συζητήσαμε εκείνη τη νύ-χτα δεν είναι ξεκάθαρη. Δεν πιστεύω ότι μιλήσαμε για κάτι ου-σιαστικό. Δεν μου έδινε κανένα δείγμα της επιθυμίας του να παρασυρθεί από τη συνηθισμένη εκκεντρική του φιλοσοφία και τις δηκτικές αντινομίες της. Ίσως και να είχε έρθει σκόπι-μα για να μου αποκαλύψει μια πλευρά του εαυτού του που δεν είχα μέχρι τότε φανταστεί. Και πράγματι, εκείνη τη νύχτα, αυ-τός ο νέος με την τσουχτερή γλώσσα, που συνήθως έμοιαζε να

177

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

ενδιαφέρεται για την ομορφιά μόνον από τη στιγμή που μπο-ρούσε να τη βεβηλώσει, μου αποκάλυψε μια αληθινά εκλεπτυ-σμένη πλευρά του χαρακτήρα του. Είχε μιαν ακρότατη θεωρία σχετικά με την ομορφιά, που τη διέπνεε, όμως, πολύ μεγαλύ-τερη ακρίβεια από τη δική μου. Δεν μου το έλεγε με λέξεις αλ-λά με κινήσεις, με τα μάτια του, με τη μουσική που έπαιζε στη φλογέρα του και με το μέτωπό του που ξεπρόβαλλε μες στο φεγγαρόφωτο.

Στηριχτήκαμε πάνω στο κιγκλίδωμα του δεύτερου ορόφου του Χρυσού Ναού, του Τσοόντο. Ο διάδρομος κάτω από την ελαφριά καμπύλη της μαρκίζας υποβασταζόταν από οχτώ φουρούσια σε ινδικό στυλ και έδειχνε να ανασηκώνεται από την επιφάνεια της μικρής λίμνης, εκεί που είχε καταλύσει η σε-λήνη. Στην αρχή, ο Κασιουάγκι έπαιξε ένα μικρό κομμάτι με το όνομα «Αυτοκρατορική Άμαξα». Η δεξιοτεχνία του με κα-τέπληξε. Παρότι προσπάθησα να τον μιμηθώ και έβαλα τα χεί-λη μου στο επιστόμιο, δεν μπόρεσα να βγάλω κανέναν ήχο. Τό-τε μου έδειξε με προσοχή πώς να κρατώ τη φλογέρα από το πάνω μέρος της με το αριστερό μου χέρι, και πώς να βάζω τα δάχτυλά μου στα σωστά ανοίγματα. Μου έδειξε ακόμη όλα τα τερτίπια: πώς να ανοίγει κανείς το στόμα του για να κρατήσει το επιστόμιο, πώς να φυσάει μέσα τον αέρα ακουμπώντας πά-νω στο πλατύ μεταλλικό έλασμα. Αν και προσπάθησα πάλι και πάλι, δεν έβγαινε κανένας ήχος. Τα μάγουλα και τα μάτια μου τεντώνονταν και, παρότι δεν είχε αέρα, είχα την αίσθηση πως το φεγγάρι πάνω στη λιμνούλα είχε γίνει χίλια κομμάτια.

Ύστερα από λίγο, ένιωσα εξουθενωμένος. Για μια στιγμή μάλιστα, μου πέρασε από τον νου η σκέψη ότι ο Κασιουάγκι μου επέβαλε σκόπιμα αυτή την τιμωρία, για να κοροϊδέψει το τραύλισμά μου. Φαίνεται όμως πως η προσπάθεια να βγάλω μετά βίας έναν ήχο που δεν έβγαινε λαγάρισε τη συνηθισμένη

178

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

μου πνευματική ενέργεια -με την οποία έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα για να αποφύγω το τραύλισμα-, ωθώντας ομαλά τις πρώτες λέξεις έξω από το στόμα μου. Ένιωσα λες και εκείνοι οι ήχοι που δεν μπορούσαν να βγουν υπήρχαν κιόλας κάπου στον γαλήνιο και φεγγαρόλουστο τούτο κόσμο. Θα ήμουν πο-λύ ικανοποιημένος αν κατόρθωνα να φτάσω εκεί και να τους ξυπνήσω, ύστερα από κάθε λογής ατέλειωτες προσπάθειες.

Πώς θα μπορούσα άραγε να βγάλω τον μυστηριώδη εκεί-νον ήχο που ο Κασιουάγκι έβγαζε από τη φλογέρα του και που τον καθιστούσε δυνατό μονάχα η δεξιοτεχνία; Η ομορφιά ήταν δεξιοτεχνία. Μια σκέψη μου πέρασε από τον νου γεμίζο-ντάς με θάρρος: όπως, παρά τα ραιβά του πόδια, ο Κασιουά-γκι κατόρθωνε να παράγει ήχους τόσο όμορφους και τόσο κα-θαρούς, έτσι κι εγώ θα έφτανα στην ομορφιά χρησιμοποιώ-ντας τη δεξιοτεχνία. Μπόρεσα όμως να καταλάβω και κάτι άλλο: παιγμένη από τον Κασιουάγκι, η «Αυτοκρατορική Άμα-ξα» δεν ηχούσε τόσο όμορφα μόνον εξαιτίας του γοητευτικού φεγγαρόλουστου βάθους, αλλά και εξαιτίας της φριχτής ραι-βοποδίας του.

Αργότερα, όταν γνωριστήκαμε καλύτερα, κατάλαβα ότι ο Κασιουάγκι αντιπαθούσε τη σταθερή ομορφιά. Τα γούστα του περιορίζονταν σε πράγματα όπως η μουσική, που χάνονταν στη στιγμή, ή τα λουλούδια, έντεχνα τοποθετημένα, που μα-ραίνονταν μέσα σε λίγες μέρες. Αντιπαθούσε την αρχιτεκτονι-κή και τη λογοτεχνία. Ήταν βέβαιο πως δεν θα σκεφτόταν πο-τέ να επισκεφτεί τον Χρυσό Ναό παρά μόνο μια φεγγαρόλου-στη νύχτα σαν αυτή.

Κι όμως! Τι παράξενη που είναι η ομορφιά της μουσικής! Η παροδική ομορφιά, που ο εκτελεστής φέρνει στο φως μετα-μορφώνοντας μια δεδομένη χρονική περίοδο σε καθαρή διάρ-κεια: είναι σίγουρο ότι ποτέ δεν θα επαναληφθεί. Όπως όλα

179

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

τα εφήμερα, όπως οι μικρές βραχύβιες υπάρξεις, η ομορφιά εί-ναι μια τέλεια αφαίρεση και μια δημιουργία αυτής καθαυτής της ζωής. Τίποτε δεν μοιάζει τόσο με τη ζωή όσο η μουσική. Κι όμως, παρότι ο Χρυσός Ναός μοιραζόταν τον ίδιο τύπο ο-μορφιάς, τίποτε δεν θα μπορούσε να βρίσκεται πιο μακριά α-πό τον κόσμο, τίποτε δεν θα ήταν πιο αξιοπεριφρόνητο γι' αυ-τόν από την ομορφιά τούτου του κτηρίου. Μόλις ο Κασιουά-γκι σταμάτησε να παίζει την «Αυτοκρατορική Άμαξα», η μου-σική -η φανταστική εκείνη μορφή ζωής- χάθηκε και δεν απέ-μεινε τίποτε εκτός από το δύσμορφο σώμα του και όλες τις ζο-φερές του σκέψεις, άθικτες και αναλλοίωτες.

Δεν ήταν βέβαια παρήγορο το γεγονός ότι ο Κασιουάγκι κατέφευγε στη μουσική. Το κατάλαβα πολύ καλά, χωρίς να προηγηθεί καμία συζήτηση. Αυτό που τον έκανε να χαίρεται ήταν ότι, για λίγη ώρα αφότου η ανάσα του γεννούσε την ο-μορφιά, η ραιβοποδία του και ο ζοφερός τρόπος σκέψης του έμεναν εκεί, πιο καθαρά και ζωντανά απ' ό,τι πριν. Τη μαται-ότητα της ομορφιάς, το γεγονός ότι, περνώντας μέσ' από το σώμα του, δεν άφηνε κανένα απολύτως σημάδι και δεν άλλα-ζε απολύτως τίποτε: αυτήν ακριβώς χαιρόταν ο Κασιουάγκι. Αν η ομορφιά ήταν κάτι ανάλογο και για μένα, πόσο πιο ανά-λαφρη θα είχε γίνει η ζωή μου!

Από καιρό σε καιρό, συνέχιζα να προσπαθώ ακολουθώ-ντας τις υποδείξεις του Κασιουάγκι. Το πρόσωπό μου κοκκίνι-ζε και η ανάσα μου μεταβαλλόταν σε ρόγχο. Έπειτα, λες και γινόταν ξαφνικά πουλί και, καθώς το κελάηδημά του έφευγε από το λαρύγγι μου, η φλογέρα έβγαζε μία και μόνη απόκοτη νότα.

«Αυτός είσαι!» φώναξε ο Κασιουάγκι γελώντας. Σίγουρα δεν ήταν μια νότα όμορφη, αλλά ο ίδιος ήχος έβγαινε κατά διαστήματα. Φαντάστηκα τότε, ότι ο μυστηριώδης αυτός ήχος

ι 8 ο

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

-που δεν φαινόταν, άλλωστε, να προέρχεται από μένα- ήταν η φωνή του επιχρυσωμένου χάλκινου φοίνικα πάνω από τα κεφάλια μας.

Έπειτα, χρησιμοποίησα το εγχειρίδιο διδασκαλίας που μου εί-χε δώσει ο Κασιουάγκι, δουλεύοντας σκληρά κάθε βράδυ για να βελτιώσω την τεχνική μου. Με τον καιρό, μπόρεσα να παί-ξω μελωδίες όπως «Η Ανατολή του Ήλιου Βάφτηκε Κόκκινη πάνω σε ένα Λευκό Φόντο» και τα παλιά μου φιλικά αισθή-ματα προς τον Κασιουάγκι αναζωπυρώθηκαν.

Τον Μάιο, σκέφτηκα πως έπρεπε να του χαρίσω κάτι για να του δείξω την ευγνωμοσύνη μου για τη φλογέρα. Δεν είχα, όμως χρήματα για να του αγοράσω δώρο. Του μίλησα ανοιχτά για τη δυσκολία μου και μου αποκρίθηκε πως δεν ήθελε κάτι που να κοστίζει χρήματα. Ύστερα, σφίγγοντας περίεργα το στόμα του, είπε: «Ε, λοιπόν, εφόσον μπήκες στον κόπο να α-ναφέρεις το θέμα, υπάρχει κάτι που θα το ήθελα στ' αλήθεια. Θα επιθυμούσα να κάνω αυτές τις μέρες μια έντεχνη τοποθέ-τηση λουλουδιών, αλλά τα λουλούδια κοστίζουν πανάκριβα. Θαρρώ ότι τώρα είναι η εποχή που ανθίζουν στον Χρυσό Ναό οι ίριδες και τα κρινάκια. Θα μπορούσες να μου φέρεις λίγες ίριδες - κάνα δυο σε μπουμπούκια, δυο που μόλις άρχισαν να ανθίζουν και δυο ολάνοιχτες. Ίσως ακόμη και λίγες τύφες. Αν τα έχω απόψε, είναι εντάξει. Θα ήθελες να μου τα φέρεις στο διαμέρισμά μου αργά το απόγευμα;

Αφού δέχτηκα την πρότασή του, συνειδητοποίησα ότι ου-σιαστικά με προέτρεπε να κλέψω. Για να μην εξευτελιστώ, έ-πρεπε οπωσδήποτε να γίνω κλέφτης λουλουδιών.

Εκείνο το βράδυ, δεν είχαμε ρύζι για το δείπνο, μόνο βρα-στά λαχανικά και άζυμο μαύρο ψωμί. Ευτυχώς ήταν Σάββατο

ι 8 ι

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

και πολλοί από τον ναό είχαν ήδη βγει έξω το απόγευμα. Το Σάββατο μας ήταν γνωστό ως: «η εσωτερική κουρτίνα που α-νοίγει». Μπορούσες να φεύγεις νωρίς από τον ναό και δεν χρειαζόταν να είσαι πίσω πριν από τις έντεκα. Επιπλέον, το ε-πόμενο πρωί λεγόταν «κοιμώμενη λήθη» και μας επέτρεπαν να μένουμε στο κρεβάτι ως αργά. Ο Ηγούμενος είχε κιόλας βγει έξω.

Τελικά, ο ήλιος έδυσε στις εξήμισι και άρχισε να φυσάει. Περίμενα τον ήχο της πρώτης νυχτερινής καμπάνας. Στις ο-χτώ, το δυνατό και καθαρό καμπάνισμα του Οτζικίτσο, στα α-ριστερά της κεντρικής πύλης, ανάγγειλε την πρώτη νυχτερινή βάρδια. Χτύπησε δεκαοκτώ φορές και ο απόηχος πλανιόταν κάμποση ώρα στον αέρα.

Κοντά στο Σοζέι, ένας μικρός καταρράχτης, πλαισιωμένος εν μέρει από ένα φράγμα, μετέφερε το νερό από μια λιμνούλα με λωτούς στη μεγάλη λίμνη Κυόκο. Σε τούτο το σημείο, φύ-τρωναν άφθονες ίριδες. Ήταν εξαιρετικά όμορφες εκείνη την εποχή. Καθώς πλησίαζα, άκουσα τις δέσμες τους να θροίζουν ίττον νυχτερινό άνεμο. Τα ψηλά και πορφυρά τους πέταλα έ-τρεμαν μέσα στον ήρεμο αχό του νερού. Ήταν πολύ σκοτεινά σε εκείνη τη μεριά του κήπου: η πορφύρα των λουλουδιών και το βαθύ πράσινο των φύλλων φαίνονταν εξίσου μαύρα. Προ-σπάθησα να μαζέψω λίγες ίριδες. Ωστόσο, μέσα στον άνεμο, τα λουλούδια και τα φύλλα κατάφερναν να γλιτώνουν από τα χέρια μου. Κάποιο φύλλο μάλιστα μου έκοψε το δάχτυλο.

Φτάνοντας τελικά στο διαμέρισμα του Κασιουάγκι με μιαν αγκαλιά ίριδες και τύφες, τον βρήκα να διαβάζει ξαπλωμένος. Φοβήθηκα μήπως συναντήσω την κοπέλα που έμενε εδώ και είχε έρθει τότε στο πικνίκ. Ευτυχώς, φαίνεται ότι είχε βγει.

Η μικρή μου κλεψιά μού είχε φτιάξει το κέφι. Τα πρώτα πράγματα που προκαλούσε πάντοτε η επαφή με τον Κασιουά-

82

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

γκι ήταν μικρές πράξεις ανηθικότητας, μικρές βεβηλώσεις, μι-κρά δεινά. Αυτά με έκαναν πάντοτε να νιώθω χαρούμενος. Δεν ήξερα όμως κατά πόσο μια σταθερή αύξησή τους θα έκα-νε την ευθυμία μου να αυξηθεί αντίστοιχα.

Ο Κασιουάγκι ενθουσιάστηκε με το δώρο μου. Πήγε στο δωμάτιο της σπιτονοικοκυράς για να δανειστεί έναν κάδο και διάφορα άλλα σκεύη, απαραίτητα για την τέχνη της τοποθέ-τησης των λουλουδιών. Το σπίτι με τα επιπλωμένα δωμάτια ή-ταν ένα μονώροφο κτήριο. Ο Κασιουάγκι έμενε στο μικρό δω-μάτιο ενός εξωτερικού χτίσματος. . Πήρα τη φλογέρα του, ακουμπισμένη στην εσοχή του τοί-χου, έβαλα τα χείλη μου στο επιστόμιο και προσπάθησα να παίξω μια μικρή σπουδή. Προς μεγάλη έκπληξη του Κασιουά-γκι -ακριβώς εκείνη τη στιγμή γυρνούσε στο δωμάτιό του-, τα κατάφερα ιδιαίτερα καλά. Παρ' όλα αυτά, ο Κασιουάγκι που συνάντησα εκείνο το βράδυ δεν ήταν εκείνος που είχε επισκε-φτεί τον Χρυσό Ναό.

«Δεν τραυλίζεις καθόλου όταν παίζεις φλογέρα, έτσι; Μα-θαίνοντάς σε να παίζεις, ήλπιζα να ακούσω πώς ηχεί η βρα-δύγλωσση μουσική!»

Αυτή και μόνη η παρατήρηση μας επανέφερε στην κατά-σταση που υπήρχε όταν πρωτοσυναντηθήκαμε. Η θέση του εί-χε αποκατασταθεί. Ύστερα από αυτό, κατόρθωσα να ρωτήσω βαριεστημένα τι είχε απογίνει η νεαρή κυρία του σπανιόλικου σπιτιού.

«Α, εκείνο το κορίτσι;» είπε απλά. «Παντρεύτηκε εδώ και πολύ καιρό. Κίνησα γη και ουρανό για να της δείξω πώς να κρύι^ει το γεγονός ότι δεν ήταν πια παρθένα. Αλλά ο άντρας της είναι υγιής και καλοκάγαθος τύπος, και φαίνεται ότι τα πράγματα μεταξύ τους πήγαν μια χαρά».

Καθώς μιλούσε, έβγαζε μία μία τις ίριδες από την κούπα με

183

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

το νερό όπου μούσκευαν και τις εξέταζε προσεκτικά. Στη συ-νέχεια, έβαζε το ψαλίδι στην κούπα και έκοβε τα κοτσάνια μέ-σα στο νερό. Κάθε φορά που κρατούσε στο χέρι του μιαν ίρι-δα, η πλατιά σκιά του λουλουδιού κινιόταν εγκάρσια πάνω στο στρωμένο με ψάθα πάτωμα του δωματίου. Ξαφνικά είπε: «Ξέρεις τα περίφημα λόγια από το κεφάλαιο της Λαϊκής Δια-φώτισης στο Ρινζαϊρόκον; "Όταν συναντήσετε τον Βούδα, σκοτώστε τον Βούδα! Όταν συναντήσετε τον πρόγονό σας, σκοτώστε τον πρόγονό σας!..."»

«"Όταν συναντήσετε έναν μαθητή του Βούδα"», συνέχισα, «"σκοτώστε τον μαθητή! Όταν συναντήσετε τον πατέρα και τη μητέρα σας, σκοτώστε τον πατέρα και τη μητέρα σας! Όταν συναντήσετε το σόι σας, σκοτώστε το σόι σας! Μόνο κατ' αυ-τόν τον τρόπο θα απελευθερωθείτε"».

«Αυτό είναι ακριβώς. Και έτσι έγινε, όπως βλέπεις. Εκείνο το κορίτσι ήταν οπαδός του Βούδα».

«Και απελευθερώθηκες;» «Χμ», είπε ο Κασιουάγκι, τακτοποιώντας μερικές ίριδες

που είχε κόψει και κοιτάζοντάς τις επίμονα. «Υπάρχουν κι άλ-λοι για σκότωμα, ξέρεις».

Η κούπα των λουλουδιών, βαμμένη ασημιά στο εσωτερικό της, ήταν γεμάτη καθαρό νερό. Ο Κασιουάγκι εξέτασε τη βά-ση των λουλουδιών και τακτοποίησε προσεκτικά ένα από τα στάχυα που είχε λίγο γείρει. Αισθανόμουν άβολα και προσπα-θούσα να καλύψω τη σιωπή φλυαρώντας συνεχώς.

«Ξέρεις το πρόβλημα σχετικά με τον Πατέρα Νάνσεν και το γατάκι, έτσι δεν είναι; Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, ο Ηγούμενος μας μάζεψε όλους και μας μίλησε σχετικά με αυ-τό».

«Ω, "Ο Νάνσεν Σκοτώνει ένα Γατάκι"», είπε ο Κασιουάγκι, ενώ κανόνιζε το μήκος μιας τύφης, στηρίζοντάς την στον κά-

184

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

δο με τα λουλούδια. «Είναι ένα πρόβλημα που αναφύεται πολλές φορές στη ζωή ενός ατόμου, πάντοτε με κάπως διαφο-ρετική μορφή. Πρόκειται για κάτι μάλλον απόκοσμο. Κάθε φορά που το συναντάς τυχαία σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής σου, αλλάζει μορφή και νόημα, παρότι αυτό καθαυτό είναι πά-ντα το ίδιο. Πρώτα από όλα, να σου πω ότι το γατάκι που σκό-τωσε ο Πατέρας Νάνσεν ήταν όλο κατεργαριά! Ήταν όμορφο, ξέρεις, ασύγκριτα όμορφο! Τα μάτια του ήταν χρυσά, το τρί-χωμά του γυαλιστερό. Κάθε χαρά και ομορφιά σε αυτόν τον κόσμο λύγιζε σαν ελατήριο μες στο μικρό, απαλό του σώμα. Οι περισσότεροι από τους σχολιαστές ξεχνούσαν να αναφέρουν το γεγονός ότι το γατάκι ήταν όλο ομορφιά. Εκτός, βέβαια, α-πό μένα. Το γατάκι πήδηξε ξαφνικά μέσ' από μια τούφα χλόης. Τα ήρεμα, πονηρά ματάκια του λαμποκοπούσαν και το έπιασε ένας ιερέας - θαρρείς και έκανε σκόπιμα τα πάντα. Αυ-τό ήταν που κατέληξε σε διαμάχη ανάμεσα στις δυο αίθουσες του ναού. Γιατί η ομορφιά μπορεί να προσφέρεται σε όλους, στην πραγματικότητα όμως δεν ανήκει σε κανέναν. Για να δούμε, λοιπόν.

»Πώς να το πω; Η ομορφιά - ναι, η ομορφιά είναι σαν το χαλασμένο δόντι. Τρίβεται πάνω στη γλώσσα σου, κρέμεται ε-κεί, σε πονά, τονίζει την παρουσία του. Τελικά, σε ενοχλεί τό-σο που δεν αντέχεις τον πόνο και πας στον οδοντογιατρό για να το βγάλεις. Τότε, καθώς κοιτάζεις το μικρό, βρόμικο, καφε-τί και καταματωμένο δόντι μέσα στη χούφτα σου, κάνεις τις α-κόλουθες σκέψεις: "Αυτό είναι; Αυτό ήταν όλο κι όλο; Αυτό που μου προκάλεσε τόσον πόνο, που με έκανε συνεχώς να α-νησυχώ για την ύπαρξή του, που είχε ριζώσει μέσα μου πει-σματικά, δεν είναι τώρα παρά ένα νεκρό αντικείμενο. Αραγε, όμως, τούτο το αντικείμενο είναι ίδιο με εκείνο το άλλο; Αν α-νήκε αρχικά στην εξωτερική μου υπόσταση, πώς -μέσα από

185

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

ποιας λογής θεία πρόνοια- προσκολλήθηκε στην εσώτερή μου υπόσταση και κατάφερε να μου προκαλέσει τόσον πόνο; Ποια ήταν η βάση της ύπαρξης αυτού του 'πλάσματος'; Άραγε αυτή η βάση βρισκόταν μέσα μου ή μέσα σε εκείνο το ίδιο; Κι όμως, αυτό το 'πλάσμα' που βγήκε από το στόμα μου και τώρα βρί-σκεται στο χέρι μου, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Είναι ά-ραγε σίγουρο πως δεν ήταν εκείνσ"

»Βλέπεις», συνέχισε ο Κασιουάγκι, «να με τι μοιάζει η ο-μορφιά. Συνεπώς, σκοτώνοντας το γατάκι είναι σαν να έχεις βγάλει ένα σάπιο δόντι που πονάει, ή σαν να έχεις αφαιρέσει την ομορφιά με το σκαρπέλο. Κι όμως, ήταν αβέβαιο αν ε-πρόκειτο για μια τελική λύση. Η ρίζα της ομορφιάς δεν είχε κοπεί και, έστω κι αν το γατάκι ήταν πεθαμένο, η ομορφιά του θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ζωντανή. Κι έτσι, βλέπεις, για να σατιρίσει την πονηριά αυτής της λύσης, ο Τζόσου έβαλε τα παπούτσια πάνω στο κεφάλι του. Ήξερε δηλαδή πως δεν υ-πήρχε άλλη λύση παρά να ανεχθεί τον πόνο του σάπιου δο-ντιού».

Μόλο που αυτή η ερμηνεία του Κασιουάγκι ήταν ολωσδιό-λου πρωτότυπη, δεν μπορούσα να μη διερωτηθώ αν αυτός ο ί-διος, αφού είχε δει τα μύχια της "ψυχής μου, μπορούσε να γί-νεται σαρκαστής εις βάρος μου. Για πρώτη φορά, τον φοβή-θηκα πραγματικά. Φοβόμουν όμως και να σωπάσω, και έ-σπευσα να τον ρωτήσω: «Λοιπόν, ποιος από τους δυο είσαι: ο Πατέρας Νάνσεν ή ο Τζόσου;»

«Καλά, ας το εξετάσουμε. Όπως έχουν τώρα τα πράγματα, εγώ είμαι ο Νάνσεν και εσύ ο Τζόσου. Κάποια μέρα όμως, ί-σως να γίνεις εσύ ο Νάνσεν και εγώ ο Τζόσου. Αυτό το πρό-βλημα έχει έναν τρόπο να αλλάζει - όπως τα μάτια της γάτας».

Όσο μιλούσε, κινούσε τα χέρια του με λεπτότητα, τοποθε-τώντας πρώτα μέσα στην κούπα τη μικρή καφετιά βάση των

8 6

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

λουλουδιών κι ύστερα παρεμβάλλοντας την τύφη - που κατεί-χε στην τοποθέτηση τον ρόλο του ουρανού. Στη συνέχεια, πρό-σθεσε τις ίριδες, που τις είχε προσαρμόσει σε ένα σύνολο με τρία φύλλα. Σιγά σιγά, αποκτούσε μορφή μια τακτοποίηση λουλουδιών σύμφωνα με τη σχολή Κανσούι. Δίπλα στην κού-πα βρισκόταν ένας σωρός από μικρούτσικα, πεντακάθαρα χα-λίκια, άσπρα και καφετιά, περιμένοντας να χρησιμοποιηθούν για το τελευταίο ρετουσάρισμα.

Η κίνηση των χεριών του Κασιουάγκι θα μπορούσε να χα-ρακτηριστεί μεγαλειώδης. Η μία επί μέρους απόφαση ακο-λουθούσε την άλλη, ενώ οι χτυπητές αντιθέσεις και η συμμε-τρία διαμορφώνονταν με αλάνθαστο γούστο. Τα φυσικά φυτά είχαν υποταχθεί, διατηρώντας όλη τους τη ζωντάνια, στην κυ-ριαρχία μιας τεχνητής τάξης, αναγκασμένα να προσαρμόζο-νται σε μιαν επιβεβλημένη μελωδία. Τα άνθη και τα φύλλα, που άλλοτε υπήρχαν όπως ήταν, είχαν μεταλλαχθεί τώρα σε άνθη και φύλλα όπως όφειλαν να είναι. Οι τύφες και οι ίριδες δεν ήταν πλέον ανώνυμα ατομικά φυτά, που ανήκαν στα αντί-στοιχα είδη τους. Αντίθετα, είχαν γίνει σαφείς, άμεσες εκδη-λώσεις αυτού που θα μπορούσε να ονομάζεται ουσία τους.

Εντούτοις, στην κίνηση των χεριών του Κασιουάγκι υπήρ-χε κάτι το αμείλικτο. Με άλλα λόγια, συμπεριφέρονταν σαν να είχαν κάποιο δυσάρεστο και βαρύ προνόμιο σε σχέση με τα φυτά. Ίσως γι' αυτό, κάθε φορά που άκουγα τον ήχο του ψα-λιδιού και έβλεπα να κόβεται ο μίσχος ενός λουλουδιού, είχα την αίσθηση ότι θα διέκρινα τις στάλες του αίματος.

Η τοποθέτηση των λουλουδιών με το στυλ Κανσούι είχε τώρα ολοκληρωθεί. Στη δεξιά πλευρά της κούπας, όπου η ευ-θεία γραμμή της τύφης εναρμονιζόταν με την καθαρή καμπύ-λη των φύλλων της ίριδας, ένα από τα λουλούδια ήταν σε πλή-ρη άνθιση, ενώ τα άλλα δύο ήταν μπουμπούκια που είχαν μό-

187

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ'

λις ανοίξει. Ο Κασιουάγκι τοποθέτησε την κούπα στην εσοχή του τοίχου. Αυτή γέμισε σχεδόν ολόκληρο τον χώρο και το νε-ρό καταστάλαξε γρήγορα μέσα της. Τα χαλίκια έκρυψαν τη βάση του λουλουδιού δίνοντας ταυτόχρονα με ακρίβεια τη διάφανη αίσθηση της άκριας του νερού.

«Καταπληκτικό!» είπα. «Πού το έμαθες;» «Έχω μια γειτόνισσα που δίνει μαθήματα. Την περιμένω να

έρθει εδώ από στιγμή σε στιγμή. Έχω πιάσει φιλία μαζί της και συγχρόνως με μαθαίνει την τέχνη. Τώρα όμως που μπορώ να κάνω μόνος μου αυτού του είδους την τακτοποίηση, άρχισα να πλήττω με όλη αυτή την ιστορία. Η δασκάλα είναι ακόμη αρ-κετά νέα και όμορφη. Απ' ό,τι κατάλαβα, είχε μια σχέση στον πόλεμο με έναν αξιωματικό και είχε μείνει έγκυος. Το παιδί πέ-θανε στη γέννα και ο εραστής της σκοτώθηκε στη μάχη. Από τότε κυνηγά συνεχώς τους άντρες. Έχει ένα γερό κομπόδεμα στην τράπεζα και, προφανώς, δίνει τούτα τα μαθήματα από μεράκι. Αν σου κάνει κέφι, μπορείς σίγουρα να βγεις μαζί της έξω απόψε. Δεν έχει αντίρρηση να πάει οπουδήποτε».

Ακούγοντας αυτά τα λόγια, κυριάρχησαν μέσα μου τα πιο συγκεχυμένα συναισθήματα. Όταν την είχα δει από το ψηλό-τερο σημείο της πύλης Νανζέν, ο Τσουρουκάουα βρισκόταν πλάι μου. Τώρα, τρία χρόνια αργότερα, έμελλε να εμφανιστεί μπροστά μου και να τη δω μέσ' από τα μάτια του Κασιουάγκι. Μέχρι τώρα, είχα αντιμετωπίσει την τραγωδία αυτής της γυ-ναίκας με το ζωηρό βλέμμα που μας προκαλεί το μυστήριο. Α-πό δω και πέρα όμως, θα την έβλεπα με το καταχθόνιο βλέμ-μα κάποιου που δεν πιστεύει σε τίποτε. Γιατί η σκληρή πραγ-ματικότητα ήταν ότι το στήθος της -που το είχα δει από μα-κριά σαν μιαν άσπρη σελήνη στο φως της μέρας-, το είχαν α-πό τότε αγγίξει τα χέρια του Κασιουάγκι και τα πόδια της, τυ-λιγμένα τότε μέσα στο καταπληκτικό εκείνο κιμονό που α-

88

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

στραποβολούσε, είχαν σμίξει με τα ραιβά του πόδια. Η αλή-θεια ήταν ότι είχε ήδη ατιμαστεί από αυτόν, μέσ' από τη σαρ-κική σχέση μαζί του.

Αυτή η σκέψη με τυράννησε για πολύ, κάνοντας με να νιώ-σω ότι δεν μπορούσα να μείνω περισσότερο εκεί. Ωστόσο, η περιέργεια δεν μου επέτρεπε να φύγω. Στην πραγματικότητα, μετά βίας μπορούσα να περιμένω τον ερχομό αυτής της γυ-ναίκας, που αρχικά την είχα δει σαν μετενσάρκωση της Ουίκο και έμελλε τώρα να εμφανιστεί ως η εγκαταλειμμένη ερωμένη ενός ανάπηρου φοιτητή. Έχοντας γίνει συνεργός του Κασιου-άγκι, προετοιμαζόμουν να παρασυρθώ στην απατηλή ηδονή της βεβήλωσης των πολύτιμων αναμνήσεών μου με τα ίδια μου τα χέρια.

Όταν έφτασε η γυναίκα, δεν ένιωσα το παραμικρό ρίγος έ-ξαψης. Η θύμηση εκείνης της στιγμής είναι ακόμη και τώρα ζωηρά αποτυπωμένη στον νου μου. Εκείνη η μόλις βραχνή φωνή της, οι προσεκτικοί της τρόποι, τα τυπικά της λόγια -σε τόσο χτυπητή αντίθεση με την άγρια έκφραση που άστραφτε στα μάτια της-, η θλίψη που αναδινόταν από τη φωνή της ό-ταν μιλούσε στον Κασιουάγκι, παρά τη φανερή της αμηχανία για την παρουσία μου - όλα αυτά τα είδα τότε και, για πρώτη φορά, κατάλαβα γιατί ο Κασιουάγκι με είχε καλέσει στο δω-μάτιό του εκείνο το βράδυ: ήθελε να με χρησιμοποιήσει σαν φραγμό.

Δεν υπήρχε καμιά συνάφεια ανάμεσα σε αυτή τη γυναίκα και στην ηρωίδα του οράματός μου. Μου έδωσε την εντύπω-ση ενός ατόμου εντελώς διαφορετικού, που το έβλεπα για πρώτη φορά. Αν και δεν άλλαξε τον ευγενικό τρόπο της ομι-λίας της, θα έλεγα ότι, σιγά σιγά, αναστατωνόταν όλο και πε-ρισσότερο. Εξάλλου, δεν μου έδωσε ούτε την ελάχιστη προ-σοχή.

89

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Τελικά, το μαρτύριο της έδειξε να γίνεται αβάσταχτο δημι-ουργώντας μου την εντύπωση πως, για μια στιγμή, είχε απο-φασίσει να εγκαταλείψει τις προσπάθειες της για να μεταπεί-σει τον Κασιουάγκι. Προσποιήθηκε πως είχε ξαφνικά ηρεμή-σει και περιέφερε το βλέμμα της στο δωμάτιο. Αν και βρισκό-ταν μισή ώρα εκεί, προφανώς πρόσεξε τώρα για πρώτη φορά το μπουκέτο με τα λουλούδια που δέσποζε σε περίοπτη θέση στην εσοχή του τοίχου.

«Η τοποθέτηση είναι θαυμάσια, Κασιουάγκι», είπε. «Ξέ-ρεις, έκανες πράγματι καλή δουλειά».

Ο Κασιουάγκι, που περίμενε να την ακούσει να το πει, πρόσθεσε σαν κατακλείδα:

«Δεν είναι κι άσχημα έτσι; Εδώ που έφτασα, δεν έχεις να μου διδάξεις τίποτε περισσότερο. Δεν σε χρειάζομαι πια. Ναι, το εννοώ!»

Ο Κασιουάγκι μιλούσε με τόνο κατηγορηματικό. Παρατή-ρησα ότι η γυναίκα είχε χλομιάσει και γύρισα αλλού το βλέμ-μα. Έδειχνε να χαμογελάει. Ωστόσο, δεν είχε ακόμη εγκατα-λείψει τους προσεκτικούς της τρόπους, καθώς προχωρούσε γονατιστή προς την εσοχή του τοίχου. Ύστερα, την άκουσα να λέει: «Τι λογής λουλούδια είναι αυτά; Αλήθεια, τι είναι;» Σε μια στιγμή, όλο το νερό χύθηκε στο πάτωμα, οι τύφες αναπο-δογύρισαν, οι ανοιχτές ίριδες κατακομματιάστηκαν: όλα εκεί-να τα άνθη που είχα κλέψει κείτονταν καταγής, σε πλήρη ατα-ξία. Ήμουν γονατισμένος στο πάτωμα και, με ένα σάλτο, στά-θηκα στα πόδια μου. Μην ξέροντας τι να κάνω, στηρίχτηκα στο παράθυρο. Είδα τότε τον Κασιουάγκι να αρπάζει τη γυ-ναίκα από τους λεπτούς καρπούς των χεριών της κι ύστερα να την πιάνει από τα μαλλιά και να της δίνει δυο γερά χαστούκια. Οι βάναυσες πράξεις του Κασιουάγκι αποκάλυψαν, η μια με-τά την άλλη, την ίδια ήρεμη αγριότητα που είχα παρατηρήσει

190

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

πριν λίγη ώρα, όταν έκοβε τα φύλλα και τους μίσχους των λου-λουδιών. Λες και αυτή ήταν μια φυσική επέκταση των προη-γούμενων κινήσεών του.

Αφού σκέπασε το πρόσωπο της με τα δυο της χέρια, η γυ-ναίκα βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο. Όσο για τον Κάσιου-άγκι, ύψωσε τα μάτια πάνω μου, ενώ στεκόμουν εκεί σαν α-ποσβολωμένος. Φανέρωσε ένα παράξενα παιδιάστικο χαμό-γελο και είπε: «Αυτή είναι η ευκαιρία σου. Κυνήγησέ την και προσπάθησε να την παρηγορήσεις. Κάνε γρήγορα!»

Δεν ξέρω αν με ώθησε η αυταρχικότητα της διαταγής του Κασιουάγκι ή αν ένιωσα μέσα μου κάποια συμπόνια για τη γυ-ναίκα. Έτσι κι αλλιώς, τα πόδια μου κινήθηκαν από μόνα τους και, λες κι είχα βγάλει φτερά, έτρεξα πίσω της. Την πρόφτασα λίγα σπίτια πιο πέρα, σε μια γωνιά του Ιτακουραμάτσι, πίσω από ένα υπόστεγο του τραμ Καρασούμα. Κάτω από τον συν-νεφιασμένο ουρανό, άκουσα τον θόρυβο του τραμ καθώς έ-μπαινε στο υπόστεγο και οι ελαφρά πορφυροί σπινθήρες εξα-φανίστηκαν σιγά σιγά μες στο σκοτάδι. Η γυναίκα απομα-κρύνθηκε βιαστικά από το Ιτακουραμάτσι και ανηφόρισε σε έ-να στενό δρομάκι προς τα ανατολικά. Δίχως να πω λέξη, προ-χώρησα πλάι της. Έκλαιγε. Σύντομα πρόσεξε ότι ήμουν εκεί και με πλησίασε. Ύστερα, με φωνή ακόμη πιο βραχνή από το κλάμα, άρχισε να μου παραπονιέται εκθέτοντάς μου με λεπτο-μέρειες τις αδικίες του Κασιουάγκι.

Πόσες ώρες περιπλανηθήκαμε οι δυο μας στους δρόμους, εκείνη τη νύχτα! Καθώς μου ψιθύριζε στο αυτί όλα όσα της εί-χε κάνει εκείνος και πόσο πρόστυχη ήταν η συμπεριφορά του απέναντί της, η μόνη λέξη που άκουσα να αντηχεί στον αέρα της νύχτας ήταν: «ζωή».

Η απανθρωπιά του, οι σκευωρίες του, οι προδοσίες, η σκλη-ρότητά του, τα κόλπα του για να αποσπά χρήματα από τις γυ-

191

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

ναίκες - όλα αυτά χρησίμευαν απλώς και μόνο για να εξηγή-σουν στα μάτια μου τη μυστηριώδη γοητεία του. Το μόνο που έπρεπε να πιστέψω ήταν η ειλικρίνειά του όσον αφορά τη ραι-βοποδία του.

Για ένα μεγάλο διάστημα μετά τον ξαφνικό θάνατο του Τσουρουκάουα, απλώς υπήρχα δίχως να συμμετέχω στη ζωή. Τελικά, με κέντρισε ένας καινούργιος τύπος ζωής, πιο σκοτει-νής αλλά λιγότερο δυστυχισμένης - μια ζωή που είχε ως συ-στατικό στοιχείο της τη συνεχή αδικία προς τους άλλους. Τα α-πλά λόγια του Κασιουάγκι: «Υπάρχουν κι άλλοι για σκότω-μα!» ζωντάνεψαν για άλλη μια φορά μέσα μου, συναρπάζο-ντάς με. Και αυτό που θυμήθηκα εκείνη τη στιγμή ήταν η προ-σευχή που είχα κάνει καθώς σκαρφάλωνα το βουνό πίσω από τον ναό, στο τέλος του πολέμου, κοιτάζοντας κάτω τα αναρίθ-μητα φώτα της πόλης: «Άμποτε το σκοτάδι που βρίσκεται στην καρδιά μου να γίνει αντάξιο του σκοταδιού της νύχτας που περιβάλλει τα αμέτρητα τούτα φώτα!»

Η γυναίκα δεν έλεγε να γυρίσει στο σπίτι της. Αντιθέτως, περιπλανιόταν άσκοπα μέσ' από τα στενά δρομάκια με τους λιγοστούς διαβάτες, όπου μπορούσε να μιλήσει ελεύθερα. Όταν φτάσαμε τελικά μπροστά στο σπίτι της, δεν είχα ιδέα σε ποιο μέρος της πόλης βρισκόμασταν.

Η ώρα ήταν ήδη δέκα και μισή. Αν και ήθελα να γυρίσω στον ναό, με έπεισε να της κάνω συντροφιά, κι έτσι μπήκα στο σπίτι μαζί της. Πέρασε πρώτη και άναψε το φως.

«Έχεις καταραστεί ποτέ σου κανέναν, έχεις ευχηθεί τον θά-νατό του;» ρώτησε απότομα.

«Ναι», απάντησα μεμιάς. Κατά εντελώς παράδοξο τρόπο, αυτό ήταν κάτι που δεν είχα σκεφτεί μέχρι τότε. Τώρα όμως γι-νόταν σαφές ότι είχα ευχηθεί τον θάνατο της κοπέλας που εί-χε υπάρξει μάρτυς της ντροπής μου.

192

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

«Είναι τρομερό», είπε, σωριασμένη καταγής στις ψάθες και γυρνώντας στο πλάι. «Κι εγώ».

Το δωμάτιο της ήταν έντονα φωτισμένο, κάτι ασυνήθιστο για εκείνη την εποχή που υπήρχε περιορισμός στο ηλεκτρικό ρεύμα. Ο λαμπτήρας πρέπει να ήταν περίπου των εκατό βατ, τρεις φορές πιο δυνατός από εκείνον που είχε ο Κασιουάγκι στο δωμάτιό του. Για πρώτη φορά είδα το σώμα της γυναίκας ανάγλυφο κάτω από το φως. Η υφασμάτινη ζώνη της σε στυλ Ναγκόγια ήταν ολόλευκη και η θαμπή πορφύρα της γλυσίνας που σχημάτιζε το σχέδιο του κιμονό της ξεχώριζε με σαφή-νεια.

Το 'ψηλότερο σημείο του ναού Νανζέν χωριζόταν από τον ξενώνα Τενζουάν με μιαν απόσταση που μόνον ένα πουλί μπο-ρούσε να διανύσει. Ωστόσο, ένιωθα τώρα ότι κινιόμουν σιγά σιγά όλα αυτά τα χρόνια σε τούτη την απόσταση και ότι τελι-κά πλησίαζα στον στόχο. Από εκείνο το απόγευμα στην πύλη, λιάνιζα τον χρόνο σε μικροσκοπικά μόρια και πλησίαζα άντως τώρα στο νόημα της μυστηριώδους εκείνης σκηνής στο Τεν-ζουάν. Έτσι έπρεπε να είναι, σκέφτηκα. Ήταν αναπόφευκτο γι' αυτή τη γυναίκα να έχει αλλάξει, ακριβώς όπως τα χαρα-κτηριστικά τούτης της Γης αλλάζουν μόλις την αγγίξει το φως από έναν μακρινό αστέρα. Αν, την εποχή που την είδα από την πύλη του ναού Νανζέν είχαμε συνδεθεί προβλέποντας τη σημερινή συνάντηση, θα είχαν έκτοτε αποφευχθεί κάποιες αλ-λαγές όπως αυτές που είχαν γίνει μέσα της. Με λίγες μικρές αλλαγές μόνον, τα πράγματα θα μπορούσαν να αποκαταστα-θούν στην προηγούμενη κατάστασή τους, και το παλιό Εγώ θα ερχόταν αντιμέτωπο με το παλιό Αυτή.

Ευθύς αμέσως, της είπα την ιστορία. Την είπα λαχανιάζο-ντας και τραυλίζοντας συνεχώς. Καθώς μιλούσα, τα πράσινα φύλλα άρχισαν για άλλη μια φορά να λαμποκοπούν, ενώ οι

193

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

άγγελοι και το θρυλικό πουλί Χόο, ζωγραφισμένα όλα στην ο-ροφή του ναού, γύρισαν πίσω στη ζωή αναπηδώντας. Τα μά-γουλα της κοπέλας απόκτησαν ένα χρώμα δροσερό και το προηγούμενο τρελό φως στα μάτια της μετάλλαξε σε μιαν έκ-φραση αβέβαιη και ταραγμένη.

«Ώστε έτσι συνέβη;» είπε. «Θεέ μου! Έτσι έγινε; Τι παρά-ξενο κάρμα! Μάλιστα, αυτό θα πει παράξενο κάρμα».

Μιλώντας, τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα περήφανης χαράς. Ξέχασε την πρόσφατη ταπείνωσή της και βυθίστηκε στις αναμνήσεις της. Από τη μια ζωηρή συγκίνηση μεταπη-δούσε αμέσως σε μιαν άλλη, λες και είχε τρελαθεί. Το κάτω μέρος του κιμονό της με τις γλυσίνες ήταν ολότελα τσαλακω-μένο.

«Τώρα δεν έχω καθόλου γάλα», είπε. «Ω, δύστυχο μωράκι μου! Όχι, δεν έχω καθόλου γάλα. Παρ' όλα αυτά, θα κάνω για σένα ό,τι έκανα άλλοτε. Εφόσον με αγάπησες από τότε, νομί-ζω ότι είσαι ίδιος με εκείνον. Όσο το σκέφτομαι, δεν έχω τί-ποτε για να ντραπώ. Ναι, αλήθεια, θα κάνω ακριβώς ό,τι έκα-να τότε».

Μιλούσε σαν να ανακοίνωνε μια σπουδαία απόφαση. Η πράξη της που ακολούθησε έδειχνε να προέρχεται από ένα ξε-χείλισμα έκστασης ή μια πλημμύρα απόγνωσης. Υποθέτω ότι επρόκειτο για μια έκσταση συνειδητή που την ωθούσε σε αυ-τή την παθιασμένη πράξη. Η πραγματική όμως ωστική δύνα-μη ήταν η απελπισία που της είχε προκαλέσει ο Κασιουάγκι ή τουλάχιστον μια επίμονη αίσθηση ύστερης γεύσης μετά από κείνη την απελπισία.

Έτσι, ξεκούμπωσε μπροστά μου τη ζώνη με το μαξιλαράκι της μέσης και έλυσε τα διάφορα κορδόνια. Ύστερα, η ζώνη άρχισε να λύνεται μόνη της βγάζοντας τον στριγκό ήχο του με-ταξιού και, απελευθερωμένος από αυτό το σφίξιμο, ο λαιμός

194

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

του κιμονό της άνοιξε διάπλατα. Διέκρινα ασαφώς τα λευκά στήθη της γυναίκας. Βάζοντας το χέρι της μέσα στο κιμονό, χούφτωσε τον αριστερό μαστό της και μου τον πρόσφερε.

Θα ήταν ψέματα αν έλεγα πως δεν ζαλίστηκα. Κοίταζα το στήθος της. Το κοίταζα με σχολαστική προσοχή. Παρ' όλα αυ-τά, παρέμενα στον ρόλο του αυτόπτη μάρτυρα. Εκείνο το μυ-στηριώδες άσπρο σημείο, που είχα δει από κάποια απόσταση από το υψηλότερο σημείο της πύλης του ναού, δεν ήταν μια υ-λική σάρκινη σφαίρα σαν αυτό. Η εντύπωση είχε ζυμωθεί από πολύ καιρό μέσα μου: το στήθος που έβλεπα τώρα δεν ήταν παρά μόνο σάρκα, τίποτε άλλο από ένα υλικό αντικείμενο. Αυτή η σάρκα δεν είχε μέσα της τη δύναμη να ελκύσει ή να δε-λεάσει. Εκτεθειμένη εκεί μπροστά μου και εντελώς αποκομμέ-νη από τη ζωή, χρησίμευε απλώς σαν απόδειξη της μονοτο-νίας της ύπαρξης.

Ωστόσο, δεν θέλω να πω ψέματα και δεν υπάρχει αμφιβο-λία ότι, στη θέα του άσπρου στήθους της, με έπιασε ζάλη. Το κακό ήταν πως κοίταζα τόσο προσεκτικά και ολοκληρωμένα, ώστε αυτό που έβλεπα ξεπερνούσε το στάδιο της ύπαρξης ε-νός γυναικείου στήθους, μεταμορφωμένο βαθμιαία σε κάτι ά-νευ σημασίας.

Τότε έγινε το θαύμα. Αφού πέρασα από την οδυνηρή αυτή διαδικασία, το στήθος της γυναίκας μου φάνταξε τελικά ό-μορφο. Είχε εμπλουτιστεί με τα άγονα και ψυχρά χαρακτηρι-στικά της ομορφιάς και, όσο παρέμενε μπροστά μου, φυλακι-ζόταν σιγά σιγά στην ιδέα της ίδιας του της ύπαρξης. Ακριβώς όπως ένα ρόδο κλείνεται μέσα στην ουσιαστική ιδέα του ρό-δου. Η ομορφιά αργεί να φτάσει σε μένα. Ενώ άλλοι την κα-τανοούν γρήγορα και ανακαλύπτουν στο ίδιο λεπτό, τόσο αυ-τήν όσο και την αισθησιακή επιθυμία, σε μένα φτάνει πάντα πολύ αργότερα. Τώρα, μέσα σε μια στιγμή, το στήθος της γυ-

195

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

ναίκας ανάκτησε τη σχέση του με το σύνολο, ξεπέρασε την κα-τάσταση της υπόστασης του ως απλής σάρκας και έγινε μια ουσία δίχως αισθήσεις, αθάνατη, σχετική με την αιωνιότητα.

Ελπίζω να γίνομαι κατανοητός. Για άλλη μια φορά, ο Χρυ-σός Ναός φανερώθηκε μπροστά μου. Ή μάλλον, θα έλεγα πως το στήθος της γυναίκας μεταμορφώθηκε σε Χρυσό Ναό.

Θυμήθηκα τη νύχτα του τυφώνα, στις αρχές του φθινοπώ-ρου, όταν στεκόμουν φρουρός στον ναό. Όσο κι αν ήταν εκτε-θειμένο το κτήριο στο φεγγαρόφωτο, ένα βαρύ, πηχτό σκοτά-δι είχε απλωθεί πάνω του. Και αυτό το σκοτάδι είχε εισχωρή-σει στον ναό τη νύχτα, μέσ' από τα παραθυρόφυλλα και τις ξύ-λινες πόρτες, κάτω από τη στέγη με το ξεφτισμένο φύλλο χρυ-σού. Ήταν φυσικό. Γιατί ο ίδιος ο Χρυσός Ναός ήταν απλού-στατα κάτι μηδαμινό, που είχε σχεδιαστεί και κατασκευαστεί με τη μεγαλύτερη φροντίδα. Έτσι ακριβώς ήταν, και, παρότι το εξωτερικό αυτού του στήθους εξέπεμπε τη λαμπρή ακτινο-βολία της σάρκας, το εσωτερικό του ήταν γεμάτο σκοτάδι. Η πραγματική του ουσία απετελείτο από το ίδιο βαρύ και πηχτό σκοτάδι.

Δεν είχα, βέβαια, μεθύσει με την κατανόησή μου. Αυτή εί-χε καταπατηθεί, ήταν αξιοπεριφρόνητη. Με αρκετά φυσικό τρόπο, η ζωή και η αισθησιακή επιθυμία πέρασαν από την ί-δια διαδικασία. Ωστόσο, έμεινε μέσα μου ένα βαθύ αίσθημα έκστασης και, για πολλή ώρα, κάθισα σαν να είχα παραλύσει απέναντι από το γυμνό στήθος της γυναίκας.

Καθόμουν ακόμη εκεί όταν συνάντησα το ψυχρό και ειρω-νικό της βλέμμα. Έβαλε ξανά το στήθος της μέσα στο κιμονό. Της είπα ότι έπρεπε να φύγω. Ήρθε στην είσοδο και, όταν έ-φυγα, έκλεισε την πόρτα δυνατά.

Μέχρι να γυρίσω στον ναό, βρισκόμουν μέσα σε μια κατά-σταση έντονης έκστασης. Με τα μάτια του νου μου, έβλεπα τον

196

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Χρυσό Ναό και το στήθος της γυναίκας να πηγαινοέρχονται το ένα μετά το άλλο. Ήμουν συντετριμμένος από μια αδύναμη αίσθηση χαράς.

Παρ' όλα αυτά, όταν το περίγραμμα του ναού άρχισε να ξε-προβάλλει ανάμεσα από το σκοτεινό πευκοδάσος που ψιθύρι-ζε μέσα στον άνεμο, η ψυχή μου ημέρεψε σιγά σιγά, η αίσθη-ση της αδυναμίας μου υπερίσχυσε και η παραζάλη μου μετα-βλήθηκε σε μίσος - ένα μίσος ακαθόριστο.

«Έτσι, για μία ακόμη φορά, είχα αποξενωθεί από τη ζωή!» σκέφτηκα. «Γιατί να προσπαθεί να με προστατεύσει ο Χρυσός Ναός; Γιατί να προσπαθεί να με αποσπάσει από τη ζωή, χωρίς να το έχω ζητήσει; Ο ναός μπορεί φυσικά να με σώζει από έ-να κατρακύλισμα στην κόλαση. Έτσι όμως, με κάνει ακόμη πιο κακό από εκείνους που θέλουν όντως να κατρακυλήσουν στην κόλαση, με κάνει «τον άνθρωπο που ξέρει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ό,τι έχει σχέση με την κόλαση».

Η κυρία πύλη του ναού ήταν σκοτεινή και ήρεμη. Στην πλαϊνή πύλη, το φως που δεν έσβηνε ποτέ μέχρι την πρωινή καμπάνα, έφεγγε θαμπά. Έσπρωξα την πλαϊνή πύλη. Από μέ-σα, άκουγα τον ήχο της γέρικης και σκουριασμένης σιδερένιας αλυσίδας καθώς τραβούσε το βάρος. Η πόρτα άνοιξε. Ο θυ-ρωρός είχε ήδη πάει για ύπνο. Στην εσωτερική πλευρά της πύ-λης, υπήρχε μια ταμπέλα που έλεγε ότι ο τελευταίος που θα γυρνούσε μετά τις δέκα ήταν υπεύθυνος για το κλείδωμά της. Δύο από τις ξύλινες πινακίδες με τα ονόματα έδειχναν ότι οι κάτοχοι τους δεν είχαν ακόμη γυρίσει. Η μία από αυτές ήταν του Ηγούμενου. Η άλλη, του γερο-κηπουρού.

Καθώς περπατούσα προς τον ναό, πρόσεξα κάμποσες πι-νακίδες γύρω στις πέντε γιάρδες, που τις χρησιμοποιούσαν για κάποια ανακαινιστική εργασία. Ακόμη και τη νύχτα μπορού-σες να δεις τις ελαφριές ίνες του ξύλου. Πλησιάζοντας, είδα ό-

197

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

τι γύρω ήταν σκορπισμένα πριονίδια σαν μικρά κίτρινα λου-λούδια. Η δελεαστική μυρωδιά του ξύλου πλανιόταν μες στο σκοτάδι. Πριν μπω στην κουζίνα, γύρισα πίσω και πήγα να ρί-ξω μια τελευταία ματιά στον Χρυσό Ναό. Κατέβηκα το μονο-πάτι που οδηγεί εκεί και, σιγά σιγά, το κτήριο άρχισε να φαί-νεται. Περιβαλλόταν από το θρόισμα των δέντρων και στεκό-ταν εκεί εντελώς ακίνητο. Κι όμως, ήταν σε πλήρη εγρήγορση μες στην καρδιά της νύχτας, σαν να ήταν ο ίδιος ο φρουρός της. Παρότι η κατοικημένη πλευρά του Ροκουόντζι κοιμόταν τη νύχτα, δεν είδα ποτέ τον Χρυσό Ναό να κοιμάται. Το ακα-τοίκητο αυτό οικοδόμημα ήταν ικανό να ξεχάσει τον ύπνο. Η σκοτεινιά που κατοικούσε μέσα του ήταν εντελώς απαλλαγμέ-νη από ανθρώπινους νόμους.

Τότε, με φωνή που έμοιαζε σχεδόν με κατάρα, απευθύνθη-κα σκληρά στον Χρυσό Ναό για πρώτη φορά στη ζωή μου: «Κάποια μέρα, σίγουρα θα σε κυβερνήσω. Ναι, κάποια μέρα θα σε υποτάξω, έτσι που ποτέ ξανά να μην γίνεις ικανός να χωθείς στον δρόμο μου».

Η φωνή μου αντήχησε υπόκωφα μες στις νυχτερινές σκιές της Λίμνης Κυόκο.

198

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ε Β Δ Ο Μ Ο

ί-'ίί^^ί-^,Λίβ^ίίη

ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΚΡΥΠΤΟΓΡΑΦΗΜΑ ΕΔΕΙΧΝΕ ΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΥΠΟ-γείως στη γενική εμπειρία της ζωής μου. Όπως μια και μόνη εικόνα που αντανακλάται ξανά και ξανά σε ένα α-

τέρμονο βάθος, μέσα σε έναν διάδρομο με καθρέφτες. Πράγ-ματα που είχα δει στο παρελθόν καθρεφτίζονταν ξεκάθαρα πάνω σε άλλα που συναντούσα για πρώτη φορά και, από τέ-τοιες ομοιότητες, ένιωθα να οδηγούμαι προς τις εσώτερες κό-χες του διαδρόμου, σε κάποιον αβυσσαλέο εσώτερο θάλαμο. Δεν συγκρουόμαστε με τη μοίρα ξαφνικά. Ο άνθρωπος που κάποτε στη ζωή του πρόκειται να εκτελεστεί σέρνει συνεχώς μέσα του -κάθε φορά που βλέπει έναν τηλεγραφικό στύλο πη-γαίνοντας στη δουλειά του ή περνά μια σιδηροδρομική διάβα-ση- την εικόνα του τόπου της εκτέλεσης και εξοικειώνεται μα-ζί της.

Έτσι, σύμφωνα με την εμπειρία μου, δεν υπήρχε καμιά ου-σιαστική συσσώρευση. Δεν υπήρχε τέτοια πυκνότητα, ώστε να σχηματίζει ένα βουνό στοιβάζοντας το ένα στρώμα πάνω στο άλλο. Δεν ένιωσα στενή σχέση με τίποτε άλλο στον κόσμο ε-κτός από τον Χρυσό Ναό. Πράγματι, δεν είχα στενές σχέσεις ούτε και με τις δικές μου περασμένες εμπειρίες. Και ακόμη, το μόνο που ήξερα ήταν ότι, ανάμεσα σε όλες αυτές τις εμπειρίες, μερικά ασήμαντα στοιχεία -στοιχεία που δεν τα κατάπιε η

199

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

σκοτεινή θάλασσα του χρόνου ή δεν μεταλλάχθηκαν σε μια δί-χως νόημα ατελεύτητη επανάλη'ψη- θα συνδέονταν μεταξύ τους φτάνοντας στο σημείο να σχηματίσουν έναν αποτρόπαιο πίνακα.

Ποια ήταν, λοιπόν, τα ιδιαίτερα εκείνα στοιχεία; Το σκε-φτόμουν κάπου κάπου. Ωστόσο, από τα σκόρπια, λαμπερά ε-κείνα αποσπάσματα της πείρας έλειπε ακόμη περισσότερο η τάξη ή η σημασία απ' ό,τι στα λαμπερά κομμάτια ενός μπου-καλιού μπύρας που βλέπεις δίπλα στο κράσπεδο του δρόμου. Δεν μπορούσα να πιστέχρω ότι εκείνα τα θραύσματα ήταν τα σπασμένα κομμάτια αυτού που είχε διαμορφωθεί στο παρελ-θόν σαν ένα είδος τέλειας ομορφιάς. Επειδή, μες στην ασημα-ντότητά τους, την τέλεια έλλειψη τάξης, την ιδιαίτερη δυσμορ-φία τους, καθένα από τα απορριμμένα αυτά θραύσματα έδει-χνε ακόμη να ονειρεύεται το μέλλον. Ναι, αν και ήταν απλά θραύσματα, όλα τους κείτονταν εκεί, ατρόμητα, μυστηριωδώς ήρεμα, να ονειρεύονται το μέλλον! Ένα μέλλον που δεν θα γιατρευόταν ποτέ ούτε θα αποκαθίστατο, που δεν θα το άγγι-ζε ποτέ κάτι: ένα μέλλον αληθινά ανήκουστο!

Τέτοιου είδους διάχυτες σκέψεις μού χάρισαν κάποτε ένα είδος λυρικού ενθουσιασμού, που τον έβρισκα παράταιρο για μένα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, αν για καλή μου τύχη είχε φεγ-γάρι, θα έπαιρνα τη φλογέρα μου και θα έπαιζα δίπλα στον Χρυσό Ναό. Έχω φτάσει τώρα στο σημείο να μπορώ να παί-ζω τον σκοπό του Κασιουάγκι, την «Αυτοκρατορική Άμαξα», δίχως να κοιτάζω τις νότες. Η μουσική είναι σαν ένα όνειρο. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί μια σαφέστερη μορφή συνείδη-σης απ' ό,τι εκείνη των κανονικών ωρών εγρήγορσης. Ανα-ρωτιόμουν συχνά, τι από τα δύο είναι η μουσική στην πραγ-ματικότητα: η μουσική είχε πολλές φορές τη δύναμη να ανα-τρέπει τα δύο αυτά αντίθετα πράγματα. Και μπορούσα κάπο-

200

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

τε να ενσωματώνομαι εύκολα σε αυτήν, όπως θα έλεγε κανείς, μέσα από τον σκοπό της «Αυτοκρατορικής Άμαξας». Το πνεύμα μου ήταν εξοικειωμένο με τη χαρά της ενσωμάτωσής του στη μουσική. Γιατί στην περίπτωσή μου, διαφορετική από εκείνη του Κασιουάγκι, η μουσική ήταν στ' αλήθεια μια πα-ρηγοριά!

Όταν σταματούσα να παίζω τη φλογέρα μου, αναρωτιό-μουν: «Για ποιον λόγο ο Χρυσός Ναός περιφρονεί αυτή την πράξη μου; Γιατί δεν με κατακρίνει ούτε μου επιτίθεται, όταν γίνομαι ένα με τη μουσική; Ούτε μια φορά δεν με αγνόησε ο ναός όταν προσπάθησα να ενσωματωθώ στην ευτυχία και στις απολαύσεις της ζωής. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, συνήθιζε να εμποδίζει επίμονα την προσπάθειά μου εξαναγκάζοντάς με να ξαναγυρνώ στον εαυτό μου. Γιατί άραγε να μου επιτρέπει την παραζάλη και τη μέθη μόνο στην περίπτωση της μουσι-κής;

Με βάση αυτές τις σκέι^εις, η γοητεία της μουσικής θα ξε-θώριαζε απλώς και μόνον επειδή ο Χρυσός Ναός θα μού επέ-τρεπε τη συγκεκριμένη αυτή απόλαυση. Εφόσον μου έδινε σιωπηρά την έγκρισή του, η μουσική -όσο κι αν έμοιαζε με τη ζωή- γινόταν μια μορφή ζωής φανταστική και ψεύτικη. Όσο για την προσπάθεια να ενσωματωθώ σε αυτήν, η ενσωμάτωση μπορεί να ήταν μόνον πρόσκαιρη.

Δεν θέλω να δώσω την εντύπωση ότι παραιτήθηκα και α-ποσύρθηκα ύστερα από τις απογοητεύσεις μου με τις γυναίκες και τη ζωή. Μέχρι το τέλος του 1948, είχα πολλές ακόμη ευ-καιρίες, όπως, επίσης, και την καθοδήγηση του Κασιουάγκι. Και, χωρίς να φοβηθώ τίποτε, αφοσιώθηκα στη δουλειά. Ω-στόσο, το αποτέλεσμα ήταν πάντα ίδιο.

Ανάμεσα στην κοπέλα και σε μένα, ανάμεσα στη ζωή και σε μένα, εμφανιζόταν στερεότυπα ο Χρυσός Ναός. Έπειτα α-

201

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

πό αυτό, ό,τι άγγιζε το χέρι μου, καθώς προσπαθούσα να το α-δράξω, θα γινόταν στη στιγμή στάχτη και το μέλλον που είχα μπροστά μου θα μεταβαλόταν σε ερημιά.

Μια φορά, ενώ ξεκουραζόμουν από κάποια δουλειά στο οι-κόπεδο πίσω από την κουζίνα, έτυχε να παρατηρήσω τον τρό-πο που μια μέλισσα επιθεωρούσε ένα μικρό κίτρινο καλοκαι-ριάτικο χρυσάνθεμο. Ήρθε πετώντας στο αέναο φως με τα χρυσά φτερά της, διάλεξε ένα ανάμεσα από όλα τα χρυσάνθε-μα και άρχισε να το γυροφέρνει. Προσπάθησα να κοιτάξω το λουλούδι με τα μάτια της μέλισσας. Αυτό στεκόταν εκεί με α-νοιγμένα τα πέταλά του, πέταλα κίτρινα, άψογα. Ήταν το ίδιο όμορφο όπως ένας μικρός Χρυσός Ναός, το ίδιο τέλειο. Παρ' όλα αυτά, δεν μεταμορφώθηκε σε ναό, παραμένοντας στην κατάσταση ενός απλού καλοκαιριάτικου χρυσάνθεμου. Ναι, ε-ξακολουθούσε να είναι ένα χρυσάνθεμο σταθερό, ένα λουλού-δι, μια μοναδική μορφή δίχως μεταφυσικό νόημα. Έτσι, τηρώ-ντας τους κανόνες της ίδιας του της ύπαρξης, ανέδιδε κάμπο-ση χάρη και συνταιριαζόταν με την επιθυμία της μέλισσας. Ποια μυστηριώδης μήτρα να κρυβόταν άραγε εκεί για τον ά-μορφο και φευγαλέο αυτόν πόθο, έναν πόθο που ανάσαινε και βρισκόταν σε αέναη ροή; Σιγά σιγά, η μορφή όλο και αραιώ-νει, δείχνει πως πάει να θρυμματιστεί, αναταράσσεται και τρέ-μει. Κάτι εντελώς φυσικό, μια και αυτή η ίδια η υπόσταση του χρυσάνθεμου διαμορφώθηκε σύμφωνα με την επιθυμία της μέλισσας, και ακριβώς η ομορφιά του ανθίζει προσβλέποντας σε τούτη την επιθυμία. Τώρα είναι η στιγμή που το νόημα της μορφής του λουλουδιού θα λάμψει μέσα στη ζωή. Η μορφή αυτή καθαυτή είναι άμορφη μήτρα ζωής που ρέει συνεχώς. Ταυτόχρονα, η φυγή της άμορφης ζωής είναι η μήτρα όλων των μορφών σε αυτόν τον κόσμο... Έτσι, η μέλισσα άνοιξε τον δρόμο της βαθιά μες στο λουλούδι και, σκεπασμένη με γύρη.

202

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

βούλιαξε στην παραζάλη. Καλωσορίζοντας το έντομο στο σώ-μα του, το χρυσάνθεμο έγινε σαν μεγαλόπρεπη, θωρακισμένη, κίτρινη μέλισσα. Το παρατηρούσα να σειέται βίαια, λες και, μια οποιαδήποτε στιγμή, θα ετοιμαζόταν να πετάξει μακριά α-πό τον μίσχο του.

Το φως, όπως και αυτή η πράξη που επιτελέστηκε κάτω α-πό το φως, σχεδόν με ζάλισαν. Ακριβώς τότε, μόλις άφησα τα μάτια της μέλισσας και γύρισα στα δικά μου, σκέφτηκα ότι τα μάτια μου που είχαν ατενίσει τη σκηνή βρίσκονταν ακριβώς στη θέση των ματιών του Χρυσού Ναού. Ναι, έτσι ήταν. Κατά τον ίδιο τρόπο που είχα επιστρέψει από τα μάτια της μέλισσας στα δικά μου, εκείνες τις στιγμές που η ζωή με ζύγωνε, εγκα-τέλειψα τα δικά μου μάτια και ενστερνίστηκα εκείνα του Χρυ-σού Ναού. Και, ακριβώς τότε, ο ναός θα εισέδυε ανάμεσα σε μένα και στη ζωή.

Γύρισα στα δικά μου μάτια. Στον απέραντο και ασαφή κό-σμο των αντικειμένων, απέμειναν μονάχα για να μπουν σε τά-ξη, όπως θα έλεγε κανείς, η μέλισσα και το καλοκαιριάτικο χρυσάνθεμο. Το πέταγμα της μέλισσας και η τρεμούλα του λουλουδιού δεν διέφεραν καθόλου από το θρόισμα του ανέ-μου. Στον ακίνητο και παγωμένο τούτον κόσμο, όλα ήταν ίσα, κι εκείνη η μορφή που ανάδινε μια γοητεία τόσο ισχυρή δεν υ-πήρχε πια. Η ομορφιά του χρυσάνθεμου δεν βρισκόταν πια στη μορφή του, αλλά στο ασαφές όνομα «χρυσάνθεμο» που του δίνουμε και στην υπόσχεση που περικλείεται σε αυτό το ό-νομα. Επειδή δεν ήμουν μέλισσα, το χρυσάνθεμο δεν με δελέ-αζε και, επειδή δεν ήμουν χρυσάνθεμο, καμιά μέλισσα δεν με λαχταρούσε. Η αίσθηση που με διακατείχε, ότι βρισκόμουν σε επαφή με τη ροή της ζωής και με όλες τις μορφές της, είχε τώ-ρα χαθεί. Ο κόσμος είχε ναυαγήσει μες στη σχετικότητα, και ό,τι κινιόταν ήταν μονάχα ο χρόνος. Δεν θέλω να επεκταθώ σε

2 0 3

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

αυτό. Το μόνο που θέλω να πω είναι πως, όταν εμφανίστηκε ο Χρυσός Ναός, αιώνιος, απόλυτος, και όταν τα μάτια μου με-ταλλάχθηκαν σε δικά του μάτια, ο κόσμος γύρω μου μετασχη-ματίστηκε με τον τρόπο που ήδη περιέγραψα. Και, στον μετα-σχηματισμένο αυτόν κόσμο, μονάχα ο Χρυσός Ναός κράτησε τη μορφή και την ομορφιά του, μετατρέποντας τα πάντα ξανά σε σκόνη. Από τότε που ποδοπάτησα το σώμα εκείνης της πόρνης στον κήπο του ναού -και, ειδικότερα, από τον θάνατο του Τσουρουκάουα-, επαναλαμβάνω συνεχώς μέσα μου την ε-ρώτηση: «Κι όμως, είναι δυνατό το κακό;»

Ένα Σάββατο του Γενάρη του 1948, επωφελήθηκα από ένα ε-λεύθερο απόγευμα για να επισκεφτώ ένα κινηματοθέατρο τρί-της κατηγορίας. Μετά την ταινία, περπάτησα μόνος μου, για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, μέσ' από το Σινκυογκόκου. Ανά-μεσα στα πλήθη, βρέθηκα ξαφνικά κοντά σε μια φυσιογνωμία που μου ήταν πολύ γνώριμη. Πριν όμως μπορέσω να θυμηθώ ποιος ήταν αυτός, η φυσιογνωμία χάθηκε πίσω μου μες στην ανθρωποθάλασσα.

Ο άνθρωπος φορούσε ρεπούμπλικα, κομ-ψό παλτό και φουλάρι, και περπατούσε μαζί με ένα κορίτσι με κόκκινο ξε-θωριασμένο πανωφόρι, προφανώς μια γκέισα. Το ροδαλό, γε-μάτο πρόσωπο του άντρα, το ύφος της παιδικής του καθαρό-τητας, τόσο διαφορετικό από εκείνο των περισσότερων μεσή-λικων κυρίων, η μακριά του μύτη - ναι, όλα αυτά ήταν χαρα-κτηριστικά γνωρίσματα του Ηγούμενου, του Πατέρα Ντόζεν, και μόνον η ρεπούμπλικα τα συγκάλυψε για μια στιγμή. Αν και δεν είχα λόγο για να ντρέπομαι, η άμεση αντίδρασή μου ή-ταν φόβος μήπως με είχε δει. Κοντολογίς, ένιωσα για ένα λε-πτό πως έπρεπε να αποφύγω να γίνω μάρτυς της λαθραίας πε-

2 0 4

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

ριήγησης του Ηγούμενου και να εμπλακώ σιωπηρά σε μια σχέση εμπιστοσύνης ή καχυποψίας μαζί του.

Ένας μαύρος σκύλος βημάτιζε εκείνη τη στιγμή μέσ' από τα πλήθη. Ήταν μεγάλος, μαλλιαρός, συνηθισμένος προφανώς να περπατάει σε πολυσύχναστα μέρη. Διάλεγε μάλιστα τον δρόμο του με επιδεξιότητα ανάμεσα στα πόδια των γυναικών με τα πολύχρωμα παλτά και των αντρών με τις στρατιωτικές στολές. Κατά διαστήματα, σταματούσε μπροστά σε κάποιο κατάστημα. Πρόσεξα τον σκύλο καθώς κοντοστεκόταν για να μυρίσει τον αέρα έξω από ένα κατάστημα με ενθύμια, όπου εξακολουθού-σαν να πουλιούνται τα παραδοσιακά γλυκά Γιατσουχάσι. Για πρώτη φορά τώρα μπορούσα να δω το πρόσωπό του ζώου στο φως του μαγαζιού. Το ένα από τα μάτια του είχε συνθλιβεί και, στην άκρη του, το αίμα μαζί με την πηγμένη βλέννα έμοιαζε με ρουμπίνι. Το γερό μάτι του κοίταζε ίσια καταγής. Το πυκνό τρί-χωμα της ράχης του ήταν ανασηκωμένο και έμοιαζε σκληρό.

Δεν ξέρω καλά καλά γιατί αυτός ο σκύλος είχε τραβήξει την προσοχή μου. Ίσως επειδή, καθώς περιφερόταν άσκοπα, κουβαλούσε πεισματικά μέσα του έναν κόσμο τελείως διαφο-ρετικό από τον γεμάτο ζωντάνια και θορύβους δρόμο. Ο σκύ-λος περπατούσε μέσ' από έναν σκοτεινό κόσμο όπου κυριαρ-χούσε η αίσθηση της όσφρησης. Αυτός ο κόσμος δέσποζε σε εκείνον των ανθρώπινων δρόμων και, στην πραγματικότητα, τα φώτα της πόλης, τα τραγούδια που έβγαιναν από τους δί-σκους του γραμμοφώνου και ο ήχος του ανθροοπινου γέλιου, όλα αυτά απειλούνταν συνεχώς από επίμονες και μυστηριώ-δεις οσμές. Με λίγα λόγια, η αλληλοδιαδοχή αυτών των ο-σμών ήταν πιο ακριβής και η μυρωδιά των ούρων, προσκολ-λημένη στα νοτισμένα πόδια του σκύλου, συνδυαζόταν με την αποπνιχτική, δυσάρεστη μυρωδιά που απέρρεε από τα εσωτε-ρικά όργανα των ανθρώπινων όντων.

2 0 5

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Το κρύο ήταν τσουχτερό. Μια μικρή ομάδα νεαρών, που έ-μοιαζαν με μαυραγορίτες, κατηφόριζε στον δρόμο μαδώντας τον διάκοσμο των πρωτοχρονιάτικων πεύκων που στέκονταν ακόμη έξω από μερικά σπίτια, παρά το γεγονός ότι είχε τελει-ώσει η εορταστική περίοδος. Άνοιγαν τις παλάμες των δερμά-τινων γαντιών τους για να δουν ποιος είχε καταφέρει να μαζέ-ψει περισσότερα. Ένας από αυτούς είχε μόνο λίγα φύλλα. Κά-ποιος άλλος ένα ολόκληρο μικρό κλωνάρι πεύκου. Οι νεαροί γέλασαν και τους έχασα από τα μάτια μου.

Διαπίστωσα ότι ακολουθούσα τον σκύλο. Για ένα λεπτό, εί-χα πιστέψει ότι τον έχασα, στη στιγμή όμως ξαναφάνηκε. Έστριψε στον δρόμο που οδηγούσε στο Καουαραμάτσι. Προ-χώρησα πίσω του και έφτασα στη δημοσιά όπου κινούνται τα λεωφορεία. Εδώ, ήταν μάλλον πιο σκοτεινά από το Σινκυο-γκόκου. Ο σκύλος εξαφανίστηκε. Σταμάτησα και τον έψαξα προς όλες τις κατευθύνσεις. Πήγα στη γωνιά του δρόμου και συνέχισα να ψάχνω. Ακριβώς τότε, ένα νοικιασμένο αυτοκί-νητο με γυαλιστερό αμάξωμα και οδηγό στο τιμόνι σταμάτησε μπροστά μου. Ο οδηγός άνοιξε την πόρτα και μια κοπέλα μπήκε μέσα πρώτη. Έπιασα τον εαυτό μου να την κοιτάζει. Ένας άντρας ετοιμαζόταν να μπει μετά από αυτήν, όταν όμως με πρόσεξε, στάθηκε καρφωμένος επί τόπου.

Ήταν ο Ηγούμενος. Δεν ξέρω πώς συνέβη και εκείνος, που πρωτύτερα με είχε προσπεράσει κάνοντας μια παρέκκλιση μα-ζί με την κοπέλα, βρέθηκε ξανά μαζί μου πρόσωπο με πρόσω-πο. Έτσι κι αλλιώς, αυτός ήταν, και το παλτό της κοπέλας που μπήκε στο αυτοκίνητο ήταν εκείνο το ξεθωριασμένο που θυ-μόμουν.

Τούτη τη φορά, δεν υπήρχε περίπτωση να τον αποφύγω. Κι όμως, ήμουν τόσο αναστατωμένος από τη συνάντηση που δεν μπόρεσα να προφέρω λέξη. Πριν κατορθώσω να ξεστομί-

2Ο6

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

σω κάτι, τα τραυλίσματα άρχισαν να χοχλακίζουν μες στο στό-μα μου. Τελικά, το πρόσωπο μου πήρε μιαν έκφραση απρο-σχεδίαστη. Πράγματι, έκανα κάτι που κάθε άλλο παρά προσι-δίαζε στην κατάσταση: ξέσπασα σε γέλια κοροϊδεύοντας τον Ηγοΰμενό μου.

Είναι αδύνατον να εξηγήσω εκείνο το γέλιο μου. Λες και ήρθε απ' έξω για να κολλήσει ξαφνικά στο στόμα μου. Όταν όμως εκείνος με είδε να γελάω, άλλαξε όψη.

«Ε, εσύ, ηλίθιε!», είπε. «Πας να με πάρεις από πίσω;» Ύστερα, μπήκε στο αυτοκίνητο και μου βρόντηξε κατά-

μουτρα την πόρτα. Καθώς το όχημα ξεμάκραινε, συνειδητο-ποίησα ότι ο Ηγούμενος με είχε σίγουρα προσέξει όταν, πριν λίγη ώρα, είχαμε διασταυρωθεί στο Σινκυογκόκου.

Την επόμενη μέρα, περίμενα να με καλέσει για επίπληξη. Θα ήταν για μένα μια ευκαιρία προκειμένου να εξηγηθώ. Ακρι-βώς όπως ύστερα από την προηγούμενη περίπτωση -τότε που ποδοπάτησα την πόρνη-, ο Ηγούμενος άρχισε και πάλι να με τυραννά με τη σιωπή του.

Τότε, έλαβα ξανά γράμμα από τη Μητέρα. Τελείωνε με τη συνηθισμένη της παρατήρηση, δηλαδή ότι ζούσε με την ελπί-δα να με δει άρχοντα του Χρυσού Ναού.

«Ε, εσύ, ηλίθιε! Πας να με πάρεις από πίσω;» Όσο περισ-σότερο σκεφτόμουν τα λόγια που μου είχε φωνάξει ο Ηγούμε-νος, τόσο πιο ανάρμοστα τα έβρισκα. Αν ήταν ένας ιερέας Ζεν πιο τυπικός, πιο ανοιχτόμυαλος και με περισσότερη αίσθηση του χιούμορ, δεν θα απηύθυνε ποτέ στο μαθητή του μια τόσο χυδαία μομφή. Αντιθέτως, θα του έκανε μια παρατήρηση πιο ουσιαστική και εποικοδομητική. Φυσικά, δεν μπορούσε πια να πάρει πίσω τα όσα είχε πει. Είμαι όμως βέβαιος ότι, τη συγκε-

2οη

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

κριμένη εκείνη στιγμή, είχε πιστέ'ψει εσφαλμένα πως τον ακο-λουθούσα σκοπίμως και ότι τον είχα ειρωνευτεί σαν να τον εί-χα πιάσει απ' αυτοφώρω για κάποιο σοβαρό παράπτωμα. Σαν αποτέλεσμα, εκνευρίστηκε και έκανε μια χυδαία επίδειξη ορ-γής·

Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, η σιωπή του Ηγούμενου έ-γινε και πάλι μια πηγή ανησυχίας που ένιωθα να με βαραίνει μέρα με την ημέρα. Η οντότητά του και μόνο είχε αποκτήσει τρομερή δύναμη, σαν τη σκιά μιας πεταλουδίτσας της νύχτας που τριγυρίζει ενοχλητικά μπροστά στα μάτια μας.

Όταν του ζητούσαν να παρίσταται σε λειτουργίες εκτός να-ού, ο Ηγούμενος συνήθιζε να παίρνει μαζί του έναν ή δυο βοη-θούς. Στο παρελθόν, ο Διάκονος ήταν μονίμως σε υπηρεσία σε αυτές τις περιπτώσεις. Πρόσφατα όμως, ως μέρος της καλού-μενης διαδικασίας εκδημοκρατισμού, αποτελούσε καθεστώς για πέντε από μας -τον Διάκονο, τον Νεωκόρο, εμένα και δύο άλλους μαθητευόμενους- να συνοδεύουμε τον Ηγούμενο, κα-θένας με τη σειρά του. Ο επόπτης του κοιτώνα -του οποίου η αυστηρότητα είχε γίνει μεταξύ μας παροιμιώδης- επιστρατεύ-τηκε και σκοτώθηκε στον πόλεμο. Τα καθήκοντά του τα α-σκούσε τώρα ο μεσόκοπος Νεωκόρος. Μετά τον θάνατο του Τσουρουκάουα, ένας άλλος μαθητευόμενος πήρε τη θέση του στον ναό.

Ακριβώς τότε, πέθανε ο Ηγούμενος ενός ναού (που ανήκε στην αίρεση Σοκοκούτζι, η οποία είχε κοινή ιστορική καταγω-γή με το Ροκουόντζι) και προσκάλεσαν τον Ηγούμενό μας να παραστεί στην τελετή ενθρόνισης του διαδόχου του. Ήταν η σειρά μου να τον συνοδεύσω. Εφόσον ο Ηγούμενος δεν έκανε τίποτε για να αποφύγει τη μετάβασή μου μαζί του, προσδο-κούσα ότι θα μου δινόταν η ευκαιρία για μιαν εξήγηση, είτε πηγαίνοντας προς τον ναό είτε γυρίζοντας. Τη νύχτα όμως

2Ο8

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

πριν από την τελετή της χειροτονίας, κανονίστηκε να προστε-θεί στην ομάδα μας και ο καινούργιος μαθητευόμενος, κι έτσι οι ελπίδες μου κλονίστηκαν για τα καλά.

Οι αναγνώστες που γνωρίζουν τη φιλολογία Γκοζάν θα θυ-μούνται σίγουρα τον όρκο που δόθηκε, όταν ο Σεκισίτσου Ζενκύου μπήκε στον Ναό Μαντζού στο Κιότο, τον πρώτο χρόνο της εποχής του Κοάν (1361). Τα όμορφα λόγια που εί-πε ο νέος ιερέας φτάνοντας στον ναό και προχωρώντας από την κυρία πύλη προς την Αίθουσα της Γης, κατόπιν στην Αί-θουσα των Προγόνων και, τελικά, στον θάλαμο του Ηγούμε-νου, μεταβιβάστηκαν μέχρι εμάς. Δείχνοντας προς την κυρία πύλη, μίλησε περήφανα με λέξεις γεμάτες αγαλλίαση και με τη σκέψη ότι αναλαμβάνει τα νέα του θρησκευτικά καθήκοντα: «Μέσα στο Τεν'ίκι Κυούτσου, πριν από την πύλη του Τέιτζο Μαντζού. Με άδεια τα χέρια ανοίγω την κλειδαριά και με γυ-μνά πόδια ανηφορίζω το ιερό Όρος Κονρόν».

Η τελετή των εγκωμίων άρχισε. Στην αρχή, ο ιερέας ερμή-νευσε το Σιχόκο, προς τιμήν του μεγάλου θρησκευτικού ηγέτη Σίχο. Σε προγενέστερους χρόνους, όταν η θρησκεία Ζεν δεν εί-χε ακόμη κατακλυστεί από συμβατικότητες και η πνευματική εγρήγορση του ατόμου άξιζε περισσότερο από οτιδήποτε άλ-λο, συνηθιζόταν μάλλον να διαλέγει ο μαθητής τον δάσκαλό του παρά ο δάσκαλος τον μαθητή του. Εκείνες τις ημέρες, ο μαθητής δεχόταν θρησκευτική «έγκριση», όχι μόνον από τον ιερέα που τον είχε διδάξει πρώτος, αλλά από μια πληθώρα διαφορετικών δασκάλων. Κατά τη διάρκεια της τελετής των εγκωμίων Σιχόκο, θα αναφερόταν δημοσίως στο όνομα του δασκάλου, του οποίου την αποστολή φιλοδοξούσε να διαδε-χθεί με κάθε ευσέβεια.

Ενώ παρακολουθούσα τη συγκινητική αυτή τελετή, ανα-ρωτιόμουν αν, όταν θα ερχόταν και για μένα το πλήρωμα του

2 0 9

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

χρόνου, προκειμένου να παραστώ στην τελετή διαδοχής στον Χρυσό Ναό, θα ανακοίνωνα, σύμφωνα με το έθιμο, το όνομα του Ηγούμενου. Ίσως να παραβίαζα το έθιμο των επτακοσίων χρόνων και να ανήγγελλα κάποιο άλλο όνομα. Το κρύο που ε-πικρατούσε στον θάλαμο του Ηγούμενου, το πρώιμο εκείνο α-νοιξιάτικο απόγευμα, η έντονη μυρωδιά των πέντε ειδών λι-βανωτού, το διάδημα που λαμποκοπούσε πίσω από τα Τρία Σκεύη και το αστραφτερό φωτοστέφανο που περιέβαλλε τον κεντρικό Βούδα, η λαμπρότητα των οραρίων που φορούσαν οι χοροστατούντες ιερείς... Και τι θα γίνει αν, κάποια μέρα, βρεθώ εδώ να επιτελώ την τελετή των εγκωμίων Σιόκο; Φα-ντάστηκα τον εαυτό μου με το σχήμα του ιερέα να περνά τη δοκιμασία της τελετής ενθρόνισης. Εμπνευσμένος από την αυ-στηρή ατμόσφαιρα της πρώιμης άνοιξης, θα πρόδιδα ευχαρί-στως το παλιό έθιμο. Ο Ηγούμενος θα ήταν στο ακροατήριο. Ακούγοντας τα λόγια μου, θα έμενε άφωνος από έκπληξη και κάτωχρος από οργή. Γιατί θα πρόφερα ένα άλλο όνομα και ό-χι το δικό του. Άλλο όνομα; Ποιος είναι όμως ο άλλος δάσκα-λος που με δίδαξε τον αληθινό δρόμο της φώτισης; Κομπιάζω να πω το όνομά του. Αναχαιτίζεται από το τραύλισμά μου και δεν λέει να βγει από το στόμα μου. Τραυλίζω. Και τραυλίζο-ντας, εκείνο το άλλο όνομα αρχίζει σιγά σιγά να βγαίνει - «Ο-μορφιά», αρχίζω να λέω, και «Μηδενισμός». Τότε, όλοι οι πα-ρόντες σκάζουν στα γέλια κι εγώ στέκομαι εκεί, αδέξια ριζω-μένος ανάμεσα στα γέλια τους.

Ξύπνησα απότομα από την ονειροφαντασία μου. Ο Ηγού-μενος έπρεπε να χοροστατήσει σε μια λειτουργία και εγώ, ως ακόλουθός του, όφειλα να τον βοηθήσω. Ήταν κολακευτικό για έναν ακόλουθο να παρίσταται σε μια τελετή σαν κι αυτή: έτσι καμάρωνα τώρα κι εγώ, μια και ο Ηγούμενος του Χρυσού Ναού ήταν ο κύριος φιλοξενούμενος μεταξύ όλων όσων ιε-

210

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

ρουργούσαν. Όταν ο Ηγούμενος μου σταμάτησε να καίει το λιβανωτό, έδωσε ένα χτύπημα με το ξύλινο σφυρί -γνωστό ως «λευκή σφύρα»-, επιβεβαιώνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο το γεγονός ότι ο ιερέας που είχε καθιερωθεί σήμερα ως Ηγούμε-νος αυτού του ναού, δεν ήταν ένας §ΒηΜο, δηλαδή ένας κλη-ρικός λαοπλάνος. Έψαλε το παραδοσιακό τυπικό και έδωσε ένα ηχηρό χτύπημα με τη λευκή σφύρα. Τότε, συνειδητοποίη-σα ξανά τη θαυματουργή δύναμη που κατείχε ο Ηγούμενός μου.

Δεν άντεχα τον τρόπο με τον οποίο εκείνος αποσιώπησε το πρόσφατο γεγονός, ειδικότερα μάλιστα, επειδή δεν είχα ιδέα πόσο θα κρατούσε η σιωπή του. Αν εγώ ο ίδιος ήμουν προικι-σμένος με κάποια μορφή ανθρώπινου αισθήματος, γιατί να μην περιμένω αντίστοιχα ανθρώπινα αισθήματα και από τους άλλους, όπως ο Ηγούμενος, με τους οποίους ερχόμουν σε ε-παφή; Ασχέτως αν επρόκειτο για αγάπη ή μίσος. Είχα απο-κτήσει μια ελεεινή συνήθεια να εξετάζω την έκφραση του Η-γούμενου σε κάθε ενδεχόμενη ευκαιρία, αλλά ούτε μια φορά δεν μπόρεσα να διακρίνω κάποιο ιδιαίτερο συναίσθημα στο πρόσωπό του. Η απουσία έκφρασής του δεν ισοδυναμούσε καν με ψυχρότητα. Μπορεί να σήμαινε περιφρόνηση αλλά, α-κόμη και σε αυτή την περίπτωση, δεν ήταν περιφρόνηση για το άτομό μου, αλλά μάλλον κάτι γενικό, κάτι λόγου χάρη που απευθυνόταν, είτε στην ανθρωπότητα εν γένει είτε στις διά-φορες αφηρημένες έννοιες ειδικότερα.

Από εκείνη περίπου την εποχή, ανάγκασα τον εαυτό μου να επικαλείται την εικόνα της ζωικής κεφαλής του Ηγούμενου και των απρεπών φυσικών λειτουργιών του. Τον φαντάστηκα στη διαδικασία της αφόδευσης και, ακόμη, τον έφερα στον

211

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

νου μου ενώ κοιμόταν με εκείνη την κοπέλα που φορούσε το ξεθωριασμένο κόκκινο πανωφόρι. Είδα τα ανέκφραστα χαρα-κτηριστικά του να χαλαρώνουν και ένα βλέμμα -γέλιου ή πό-νου- ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του καθώς αποχαυνωνόταν από φυσική ηδονή.

Την ό-ψη του απαλού και λείου σώματός του ενώ χανόταν μες στο εξίσου απαλό και λείο σώμα της κοπέλας και γίνονταν κι οι δυο τους ένα. Τον τρόπο με τον οποίο το φουσκωμένο του στομάχι πίεζε το φουσκωμένο στομάχι της κοπέλας. Και ακό-μη -πράγμα αρκετά περίεργο όσο κι αν οργίαζε η φαντασία μου-, τα ανέκφραστα χαρακτηριστικά του Ηγούμενου, που συνδέονταν πάντοτε επίμονα στον νου μου με τη ζωική έκ-φραση που ταιριάζει στην αφόδευση και στη σεξουαλική πρά-ξη, ενώ τίποτε ποτέ δεν ερχόταν να συμπληρώσει το χάσμα α-νάμεσα τους. Το ένα άκρο μεταμορφωνόταν αμέσως στο αντί-θετο του, δίχως να τα συνδέει καμιά παρεμβολή από τις ιριδί-ζουσες φωτοσκιάσεις της καθημερινής ζωής. Το μόνο που τους επέτρεπε μια ελάχιστη συνάφεια ήταν η μάλλον κακό-γουστη επίπληξη που μου απηύθυνε εκείνο το απόγευμα: «Ε, εσύ, ηλίθιε, πας να με πάρεις από πίσω;»

Αφού εξαντλήθηκα από τη σκέψη και την αναμονή, με κυ-ρίευσε τελικά μια έντονη επιθυμία: να συλλάβω μόνο μια συ-γκεκριμένη ματιά μίσους στο πρόσωπο του Ηγούμενου. Το σχέδιο που κατέστρωσα ήταν τρελό, παιδαριώδες και σαφέ-στατα εις βάρος μου. Ωστόσο, δεν ήμουν πια ικανός να ελέγ-ξω τον εαυτό μου. Ούτε καν έλαβα υπ' όψιν μου το γεγονός ό-τι αυτή η τρέλα μου απλώς επιβεβαίωνε την προηγούμενη πα-ρεξήγηση του Ηγούμενου σχετικά μ' εμένα, με άλλα λόγια ό-ταν του πέρασε από τον νου η σκέψη ότι τον είχα σκοπίμως α-κολουθήσει.

Συνάντησα τον Κασιουάγκι στο πανεπιστήμιο και τον ρώ-

212

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

τησα το όνομα και τη διεύθυνση εκείνου του καταστήματος. Με πληροφόρησε χωρίς καν να ζητήσει να μάθει το σκοπό μου. Έσπευσα να πάω εκεί και εξέτασα πολλές φωτογραφίες σε μέγεθος καρτ ποστάλ, που παρίσταναν τις περίφημες γκέι-σες από την περιοχή Γκιόν. Στην αρχή, όλα τα πρόσωπα των κοριτσιών με το άφθονο βάψιμο έμοιαζαν ίδια, μετά από λίγο όμως, μια ποικιλία τόνων άρχισε να ξεπροβάλλει έντονα μέσ' από τις εικόνες. Μέσ' από τις απαράλλαχτες μάσκες από πού-δρα και κοκκινάδι, μπορούσα τώρα να ξεχωρίσω τις ντελικά-τες αποχρώσεις των αντίστοιχων χαρακτηριστικών τους -με-λαγχολία ή λάμψη, εύστροφο πνεύμα ή όμορφη νωθρότητα, κακοκεφιά ή ασυγκράτητη ευθυμία, ατυχία ή τύχη. Τελικά, έ-φτασα στην εικόνα που αναζητούσα. Εξαιτίας του έντονου η-λεκτρικού φωτός στο κατάστημα, η αντανάκλαση της εικόνας λαμποκοπούσε στο γυαλιστερό χαρτί και ήταν δύσκολο να ε-ξετάσεις τη φωτογραφία. Μόλις όμως σταθεροποιήθηκε, μπό-ρεσα να δω ότι επρόκειτο όντως για το πρόσωπο της κοπέλας με το ξεθωριασμένο κόκκινο πανωφόρι.

«Θα ήθελα αυτήν εδώ», είπα στον μαγαζάτορα. Η ιδιαίτερη τόλμη μου εκείνης της στιγμής ανταποκρινόταν

ακριβώς στο γεγονός ότι είχα αλλάξει εντελώς αφότου είχα καταστρώσει αυτό το σχέδιο: είχα γίνει πρόσχαρος, πλημμυρί-ζοντας από ανεξήγητη χαρά. Σύμφωνα με την πρωταρχική μου ιδέα, έπρεπε να διαλέξω τη στιγμή που έλειπε ο Ηγούμε-νος, αποκρύπτοντάς του έτσι ποιος ήταν ο αυτουργός της συ-γκεκριμένης πράξης. Η διάθεσή μου, που είχε αναζωογονηθεί, με ωθούσε να αποτολμήσω την πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου, με τέτοιον τρόπο ώστε να μη χωράει καμία αμφιβο-λία για την ευθύνη μου.

Ανάμεσα στα καθήκοντά μου ήταν και να πηγαίνω την πρωινή εφημερίδα στο δωμάτιο του Ηγούμενου. Κάποιο πρωί

213

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

του Μάρτη, ενώ ο αέρας ήταν ήδη παγωμένος, κατευθύνθηκα ως συνήθως προς την είσοδο του ναού για να πάρω την εφη-μερίδα, Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά καθώς έβγαζα από την τσέπη μου τη φωτογραφία της γκέισας της Γκιόν και την έβαζα μες στην εφημερίδα.

Ο πρωινός ήλιος έπεφτε πάνω στο σαγόδεντρο^^ που φύ-τρωνε στο κέντρο της αυλής, περιτριγυρισμένο από έναν κυ-κλικό φράχτη. Το ηλιόφωτο απάλυνε τον τραχύ φλοιό του κορμού του φοίνικα. Αριστερά βρισκόταν μια μικρή φλαμου-ριά. Μερικοί αργοπορημένοι σπίνοι στα κλαδιά έβγαζαν ένα απαλό κελάηδημα που ηχούσε σαν τρίξιμο από χάντρες κο-μπολογιού. Ήταν παράξενο πώς και υπήρχαν ακόμη σπίνοι, αυτή την εποχή του χρόνου. Ωστόσο, η μικροσκοπική εκείνη μάζα από κίτρινα πούπουλα, ορατή μέσ' από τις αχτίδες του ήλιου που διαπερνούσαν τα κλαδιά, δεν θα μπορούσε να ανή-κει σε άλλη συνομοταξία πετούμενων. Τα λευκά χαλίκια κεί-τονταν ήσυχα στο προαύλιο.

Περπάτησα προσεκτικά σε όλον τον διάδρομο για να μη βρέξω τα πόδια μου στα νερά που βρίσκονταν εδώ κι εκεί με-τά το πρόσφατο σφουγγάρισμα. Στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη, η πόρτα του γραφείου του Ηγούμενου ήταν σφαλισμένη. Ήταν πρωί, τόσο νωρίς ακόμη που η λευκότητα της συρτής χάρτινης πόρτας έλαμπε έντονα.

Γονάτισα έξω από τον διάδρομο και είπα όπως πάντοτε: «Μπορώ να περάσω, Πάτερ;» Μόλις άκουσα το μήνυμα ανα-γνώρισης από τον Ηγούμενο, έσπρωξα τη συρτή πόρτα, μπήκα στο δωμάτιο και τοποθέτησα την ελαφρά διπλωμένη εφημερίδα σε μια γωνιά του γραφείου. Ήταν απασχολημένος με ένα βιβλίο και δεν με κοίταξε στα μάτια. Αποσύρθηκα, έκλεισα την πόρτα και προχώρησα αργά στον διάδρομο μέχρι το δωμάτιό μου, κα-ταβάλλοντας ιδιαίτερη προσπάθεια για να μείνω ήρεμος.

214

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Όταν έφτασα εκεί, κάθισα και παραδόθηκα ολοκληρωτικά στον γεμάτο σφρίγος ενθουσιασμό μου, μέχρι που ήρθε η ώρα να ξεκινήσω για το πανεπιστήμιο. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα προκαταβολικά χαρεί τόσο για κάτι. Αν και είχα καταστρώσει το σχέδιό μου με την προσδοκία να προκαλέσω την οργή του Ηγούμενου, η σκηνή με την οποία βρισκόμουν τώρα αντιμέ-τωπος έσφυζε από το δραματικό πάθος της στιγμής που δυο ανθρώπινες υπάρξεις αρχίζουν τελικά να κατανοούν η μία την άλλη.

Ίσως ο Ηγούμενος να εισέβαλε ξαφνικά στο δωμάτιό μου, έχοντάς με συγχωρέσει. Και αν συνέβαινε αυτό, ίσως για πρώ-τη φορά στη ζωή μου να έφτανα στην καθαρή και φωτεινή ε-κείνη συναισθηματική κατάσταση, μέσα στην οποία είχε πά-ντοτε ζήσει ο Τσουρουκάουα. Ο Ηγούμενος κι εγώ θα αγκα-λιαζόμασταν και ό,τι θα απέμενε θα ήταν μόνον η θλίψη μας επειδή δεν είχαμε φτάσει γρηγορότερα σ' αυτή την αμοιβαία κατανόηση.

Μολονότι το όνειρο δεν κράτησε πολύ, το γεγονός ότι, έ-στω και για ένα μικρό διάστημα, παραδόθηκα σε τόσο ηλίθιες φαντασιώσεις, φαίνεται εντελώς ανεξήγητο. Όταν το σκεφτό-μουν ήρεμα, συνειδητοποιούσα ότι -ενώ είχα προκαλέσει την οργή του Ηγούμενου με αυτή την πράξη απόλυτου παραλογι-σμού, εξαλείφοντας έτσι το όνομά μου από τον κατάλογο των υποψηφίων διαδόχων και, ταυτοχρόνως, ανοίγοντας τον δρό-μο για μια κατάσταση μέσα από την οποία δεν υπήρχε ελπίδα να φτάσω ποτέ στον αρχικό σκοπό μου, κοντολογίς, να γίνω ο άρχοντας του Χρυσού Ναού- όλη εκείνη την εποχή ήμουν τό-σο απορροφημένος από τον αντικειμενικό μου σκοπό, που εί-χα ξεχάσει ότι είχα αφιερωθεί στον Χρυσό Ναό για όλη μου τη ζωή.

Η προσοχή μου επικεντρώθηκε στο άκουσμα οποιουδήπο-

215

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

τε ήχου που θα προερχόταν από το δωμάτιο του Ηγούμενου στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη. Δεν μπόρεσα, ωστόσο, να ακούσω τίποτε.

Άρχισα, στη συνέχεια, να περιμένω την παράφορη οργή του Ηγούμενου, την εκκωφαντική κραυγή του ανθρώπου που ουρλιάζει. Ένιωθα πως δεν θα έπρεπε να έχω τύψεις, ακόμη και αν επρόκειτο να υποστώ μια βίαιη επίθεση, να με ρίξει στο πάτωμα και να με κλοτσήσει, να κάνει το αίμα μου να χυθεί. Παρ' όλα αυτά, απόλυτη σιωπή βασίλευε από την πλευρά της Μεγάλης Βιβλιοθήκης. Καθώς περίμενα στο δωμάτιό μου, δεν έφτανε στ' αυτιά μου κανένας ήχος.

Όταν ήρθε τελικά η ώρα να εγκαταλείψω τον ναό και να ξεκινήσω για το πανεπιστήμιο, η καρδιά μου ήταν τελείως τσακισμένη και απελπισμένη. Μου ήταν αδύνατον να συγκε-ντρωθώ στη διάλεξη και, όταν ο δάσκαλος μου έκανε μια ε-ρώτηση, έδωσα μιαν απάντηση εντελώς ανάρμοστη. Όλοι με κορόιδεψαν. Κοίταξα τον Κασιουάγκι και είδα πως μόνο αυ-τός ήταν αδιάφορος, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Είχε αναμφίβολα καταλάβει το δράμα που εκτυλισσόταν μέσα μου.

Γυρνώντας στον ναό, διαπίστωσα πως τίποτε δεν είχε αλ-λάξει. Η σκοτεινή, μουχλιασμένη αιωνιότητα της ζωής εκεί ή-ταν τόσο καλά εδραιωμένη, που δεν μπορούσε να υπάρξει κα-μιά διαφορά ανάμεσα σε μια ημέρα και στην επόμενη.

Δυο φορές τον μήνα, γίνονταν διαλέξεις γύρω από τον κα-νόνα του Ζεν και η μέρα εκείνη έτυχε να είναι μια από αυτές. Όλοι στον ναό βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στα διαμερίσματα του Ηγούμενου προκειμένου να ακούσουν τη διάλεξή του. Μου ήρθε τότε στο μυαλό ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την ομιλία του σχετικά με τις γραφές Μονμονκάν ως πρόσχη-μα για να με επικρίνει μπροστά σε όλους τους άλλους. Είχα ει-δικό λόγο για να το πιστεύω. Καθισμένος ακριβώς απέναντι

2Ι6

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

από τον Ηγούμενο στη διάλεξή του εκείνης της βραδιάς, έ-νιωσα ότι εμπνεόμουν από έναν τύπο ανδρικού θάρρους υ-περβολικά παράλογο. Είχα την εντύπωση ότι ο Ηγούμενος θα ανταποκρινόταν επιδεικνύοντας μια ανδρική αρετή: θα εγκα-τέλειπε κάθε υποκρισία και θα ομολογούσε την πράξη του μπροστά σε όλους στον ναό. Και, αφού θα το έκανε αυτό, θα με κατέκρινε για τη δική μου ελεεινή πράξη.

Όλοι συγκεντρωθήκαμε κάτω από το αμυδρό ηλεκτρικό φως κρατώντας αντίγραφα του κειμένου Μονμονκάν. Η νύχτα ήταν κρύα και η μόνη ζεστασιά προερχόταν από ένα μικρό μα-γκάλι τοποθετημένο δίπλα στον Ηγούμενο. Άκουγες τους πά-ντες να ξεφυσούν. Κάθονταν εκεί, νέοι και γέροι, με τις σκιές τους να σχεδιάζουν φωτεινές σειρές πάνω στα σκυμμένα τους πρόσωπα, αφήνοντας να φανεί στην έκφρασή τους κάτι το α-νείπωτα αδύναμο. Ο καινούργιος μαθητευόμενος, που εργα-ζόταν την ημέρα ως δάσκαλος δημοτικού σχολείου, ήταν ένας μυωπικός νέος, που τα γυαλιά του γλιστρούσαν συνεχώς από τη ράχη της λεπτής του μύτης.

Μόνον εγώ είχα επίγνωση της δύναμης που κρυβόταν μέ-σα στο σώμα μου. Έτσι τουλάχιστον φανταζόμουν. Ο Ηγού-μενος άνοιξε το κείμενό του και περιέφερε το βλέμμα σε όλους μας. Παρακολούθησα τα μάτια του. Ήθελα να δει ότι δεν χα-μήλωνα τα δικά μου. Όταν όμως εκείνα τα μάτια, που περι-βάλλονταν από χαλαρές ρυτίδες, έφτασαν σε μένα, δεν έδει-ξαν ούτε το ελάχιστο ενδιαφέρον και κινήθηκαν προς το επό-μενο πρόσωπο.

Η διάλεξη άρχισε. Περίμενα τη στιγμή που θα αναφερόταν ξαφνικά στο θέμα μου. Άκουγα προσεκτικά. Η διαπεραστική φωνή του Ηγούμενου άρχισε τη μονότονη φλυαρία της. Ούτε ένας ήχος δεν έβγαινε από τον εσώτερο κόσμο του.

217

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Εκείνη τη νύχτα, δεν κατάφερα να κλείσω μάτι. Ξάγρυπνος, ή-μουν γεμάτος περιφρόνηση για τον Ηγούμενο και αισθανό-μουν την επιθυμία να τον γελοιοποιήσω για την υποκρισία του. Σιγά σιγά, ωστόσο, ξυπνούσε μέσα μου μια αίσθηση με-ταμέλειας και τα αλαζονικά μου αισθήματα άρχισαν να υπο-χωρούν. Η περιφρόνησή μου για την υποκρισία του συνδεό-ταν κατά παράξενο τρόπο με τη βαθμιαία εξασθένιση του πνεύματός μου και, τελικά, έφτασα στο σημείο να σκεφτώ ότι, εφόσον τώρα συνειδητοποιούσα πόσο ασήμαντος ήταν, η αί-τησή μου για συγγνώμη δεν θα σήμαινε με κανέναν τρόπο ήτ-τα. Έχοντας σκαρφαλώσει στην κορυφή μιας απόκρημνης πλαγιάς, η καρδιά μου έπαιρνε τώρα γρήγορα τον κατήφορο.

Αποφάσισα να πάω να απολογηθώ το επόμενο πρωί. Όταν ξημέρωσε, όρισα κάποια στιγμή μες στην ημέρα για να κάνω την απολογία μου. Παρατήρησα ότι η έκφραση του Ηγούμε-νου δεν είχε μεταβληθεί ούτε κατά το ελάχιστο.

Φυσούσε έντονα εκείνη την ημέρα. Στον γυρισμό μου από το πανεπιστήμιο, έτυχε να ανοίξω το συρτάρι μου. Υπήρχε μέ-σα κάτι διπλωμένο σε ένα άσπρο χαρτί. Ήταν η φωτογραφία. Ούτε μια λέξη δεν ήταν γραμμένη στο χαρτί. Προφανώς, ο Η-γούμενος σκόπευε με αυτόν τον τρόπο να δώσει τέλος στην υ-πόθεση. Δεν εννοούσε να παραβλέ-ψει εντελώς την πράξη μου, αλλά να με κάνει να αντιληφθώ την ασημαντότητά της. Ε-ντούτοις, ο παράξενος τρόπος με τον οποίο μου επέστρεψε τη φωτογραφία έκανε να στριμωχτούν μες στο μυαλό μου ένα πλήθος εικόνες. «Ώστε κι ο Ηγούμενος υπέφερε!» σκέφτηκα. «Θα πρέπει να πέρασε την πιο παράξενη αγωνία πριν επινοή-σει αυτόν τον τρόπο. Τώρα σίγουρα θα με μισεί. Πιθανόν όχι εξαιτίας αυτής καθαυτής της φωτογραφίας, αλλά γιατί τον έ-κανα να συμπεριφερθεί με τέτοια ποταπότητα. Αυτή η φωτο-γραφία και μόνον κατέληξε να τον κάνει να συναισθανθεί ότι

218

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

θα όφειλε να κρύβει κάποιες πράξεις του μέσα στον ίδιο τον ναό του. Πρέπει να είχε διασχίσει κρυφά τον διάδρομο, όταν δεν υπήρχε ψυχή. Στη συνέχεια, πρέπει να μπήκε στο δωμάτιο ενός από τους μαθητευομένους του, όπου δεν είχε πατήσει πο-τέ πριν, και να άνοιξε το συρτάρι σαν να διέπραττε κάποιο έ-γκλημα. Ναι, τώρα έχει όλα τα δίκια του κόσμου να με μισεί».

Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, ένιωσα να με πλημμυρίζει μια απερίγραπτη χαρά. Ανέλαβα τότε ένα ευχάριστο καθήκον. Πήρα ένα ψαλίδι και έκοψα τη φωτογραφία σε μικρά κομμα-τάκια. Ύστερα την τύλιξα γερά σε ένα ανθεκτικό φύλλο χαρ-τιού από το σημειωματάριό μου και, αδράχνοντάς το σταθερά, κατευθύνθηκα σε έναν χώρο κοντά στον Χρυσό Ναό. Ο ναός, γεμάτος από τη συνήθη ζοφερή ισορροπία του, δέσποζε μέσα στον ανεμοδαρμένο, φεγγαρόλουστο ουρανό. Οι ραδινοί κίο-νες στέκονταν ο ένας δίπλα στον άλλο. Καθώς τους φώτιζε το φεγγάρι, έμοιαζαν με χορδές άρπας και ο ίδιος ο ναός με κά-ποιο πελώριο και ιδιότυπο μουσικό όργανο. Αυτή η ιδιαίτερη εντύπωση προερχόταν από το ύψος του φεγγαριού. Εκείνο το βράδυ, δεν υπήρχε αμφιβολία γι' αυτό. Ο άνεμος φυσούσε μά-ταια μέσ' από τα διαστήματα, ανάμεσα στις άηχες χορδές της άρπας.

Σήκωσα μια πέτρα, τη δίπλωσα στο χαρτί και πίεσα με δύ-ναμη το πακέτο. Τα μικροσκοπικά θραύσματα του προσώπου της κοπέλας βάρυναν και βούλιαξαν στο κέντρο της λιμνού-λας Κυόκο. Ένα σωρό κυματισμοί απλώθηκαν τριγύρω, φτά-νοντας γρήγορα στην άκρια του νερού όπου στεκόμουν.

Η ξαφνική φυγή μου από τον ναό, τον Νοέμβριο εκείνου του χρόνου, ήταν το αποτέλεσμα της συσσώρευσης όλων αυτών. Όταν την αναλογίστηκα αργότερα, κατάλαβα ότι κάμποση

219

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

σκέψη και δισταγμός είχαν προηγηθεί από αυτή τη φυγή, που μόνο φαινομενικά ήταν τόσο ξαφνική. Προτιμούσα να πι-στεύω ότι με είχε ωθήσει ένα βίαιο ορμέμφυτο. Εφόσον είχα ουσιαστικά στερηθεί από κάθε αυθόρμητο στοιχείο, παραδό-θηκα σε έναν τύπο πλαστού αυθορμητισμού. Πώς θα μπορού-σες, για παράδειγμα, να πεις ότι εκφράζεται οποιοσδήποτε γνήσιος αυθορμητισμός, στην περίπτωση που κάποιος έχει σχεδιάσει να επισκεφτεί την επομένη τον τάφο του πατέρα του, αλλά όταν φτάνει η μέρα και βρίσκεται μπροστά στον σταθμό, ξαφνικά αλλάζει γνώμη και αποφασίζει να επισκε-φτεί κάποιον φίλο και συμπότη του; Μήπως η ξαφνική αυτή αλλαγή γνώμης δεν είναι ένα είδος εκδίκησης προς την ίδια του τη βούληση; Μήπως δεν είναι στην πραγματικότητα κάτι πιο συνειδητό από τις μακρόχρονες προετοιμασίες του για να επισκεφτεί τον τάφο;

Το άμεσο κίνητρο για τη φυγή μου βρισκόταν σε αυτό που ο Ηγούμενος μου είχε καθαρά αποκαλύψει την προηγούμενη ημέρα: «Υπήρξε μια εποχή που σχεδίαζα να σε κάνω διάδοχό μου εδώ. Τώρα όμως είμαι σε θέση να σου πω με όλη μου την ειλικρίνεια ότι δεν έχω καμιά τέτοια πρόθεση».

Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα κάτι τέτοιο από τα χείλη του. Αν και θα έπρεπε να το περιμένω και να έχω προετοιμα-στεί για την αναγγελία, δεν κρύβω ότι μου ήρθε ξαφνικά σαν κεραυνός, ότι με άφησε εμβρόντητο και πανικόβλητο. Εν πά-ση περιπτώσει, προτιμώ να πιστεύω ότι η φυγή μου πυροδο-τήθηκε από τα λόγια του Ηγούμενου και υποκινήθηκε από μιαν αιφνίδια παρόρμηση.

Όταν βεβαιώθηκα για την οργή του Ηγούμενου με τη βοή-θεια του τεχνάσματος της φωτογραφίας, άρχισα να παραμελώ τις πανεπιστημιακές μου σπουδές. Αυτό φάνηκε αμέσως. Κα-τά τη διάρκεια του προκαταρκτικού έτους, είχα τα καλύτερα

220

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

αποτελέσματα στα Κινεζικά και στην Ιστορία, συγκεντρώνο-ντας ογδόντα τέσσερις βαθμούς σε αυτά τα μαθήματα και συ-νολικά εφτακόσιους σαράντα οχτώ, πράγμα που με κατέτασσε στη θέση του εικοστού τέταρτου σε μια τάξη ογδόντα τεσσά-ρων φοιτητών. Στις τετρακόσιες εξήντα τέσσερις ώρες, απου-σίασα μόνο δεκατέσσερις. Στο δεύτερο έτος, συγκέντρωσα συ-νολικά μόνον εξακόσιους ενενήντα τρεις βαθμούς και ήρθα τριακοστός πέμπτος σε εβδομήντα επτά φοιτητές. Τον τρίτο χρόνο όμως, άρχισα να παραμελώ ουσιαστικά τις σπουδές μου - όχι γιατί είχα χρήματα για να περνώ τον καιρό μου, αλλά α-πλούστατα για τη χαρά της τεμπελιάς. Και συνέπεσε το πρώ-το τρίμηνο του τρίτου έτους να ξεκινήσει ακριβώς ύστερα από το περιστατικό της φωτογραφίας.

Όταν τελείωσε το πρώτο τρίμηνο, το πανεπιστήμιο έστειλε αναφορά στον ναό και ο Ηγούμενος με επέπληξε αυστηρά. Ο λόγος αυτής της επίπληξης ήταν η χαμηλή βαθμολογία μου και οι πολύωρες απουσίες μου. Αυτό όμως που τον στενοχω-ρούσε ιδιαίτερα ήταν το γεγονός ότι είχα χάσει τα ειδικά μα-θήματα της πρακτικής Ζεν, που κρατούσαν τρεις μέρες στη διάρκεια του τριμήνου. Αυτά τα μαθήματα γίνονταν επί τρεις μέρες πριν από την αρχή των καλοκαιρινών, των χειμερινών και των ανοιξιάτικων διακοπών -συνολικά εννέα μέρες στη διάρκεια του έτους-, με τον ίδιο τρόπο όπως εκείνα που διδά-σκονταν στις διάφορες ειδικευμένες ιερατικές σχολές.

Με την ευκαιρία αυτής της επίπληξης, ο Ηγούμενος με κά-λεσε στο ιδιαίτερο διαμέρισμά του, κάτι που σπάνια συνέβαι-νε. Στάθηκα εκεί σιωπηλά, με κατεβασμένο το κεφάλι. Περί-μενα ενδόμυχα να κινηθούν τα λόγια του πάνω σε ένα συγκε-κριμένο θέμα. Δεν έκανε όμως ούτε την ελάχιστη αναφορά σχετικά με το περιστατικό της φωτογραφίας, ούτε επανήλθε στο θέμα της πόρνης και του εκβιασμού της.

221

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Από τότε, η στάση του απέναντι μου πάγωσε αισθητά. Αυ-τή ήταν κατά κάποιον τρόπο η μόνη κατάληξη που επιθυμού-σα, η μόνη μαρτυρία που ανυπομονούσα να δω. Και αντιπρο-σώπευε για μένα κάτι σαν νίκη. Παρ' όλα αυτά, το μόνο που είχε χρειαστεί από την πλευρά μου ήταν να περιμένω με σταυ-ρωμένα τα χέρια! Το πρώτο τρίμηνο του τρίτου έτους είχα α-πουσιάσει εξήντα ώρες - περίπου πέντε φορές περισσότερο α-πό τις συνολικές μου απουσίες ολόκληρης της πρώτης χρο-νιάς. Στο διάστημα όλων εκείνων των ωρών δεν διάβασα κα-νένα βιβλίο ούτε είχα χρήματα για να ξοδέψω σε διασκεδά-σεις. Κάπου κάπου, μιλούσα με τον Κασιουάγκι, τον περισσό-τερο καιρό όμως έμενα μόνος μου χωρίς να κάνω τίποτε. Ναι, έμενα αμίλητος, μόνος, αδρανής. Κοντολογίς, οι αναμνήσεις μου από το Πανεπιστήμιο Οτάνι είναι στενά συνυφασμένες με την ανάμνηση της αδράνειας. Αυτού του είδους η αδράνεια ή-ταν ίσως ο δικός μου ιδιαίτερος τρόπος της άσκησης Ζεν και, όσο ήμουν απασχολημένος μ' αυτήν, δεν ένιωσα πλήξη ούτε για μια στιγμή.

Μια φορά, κάθισα για ώρες πάνω στο γρασίδι παρατηρώ-ντας μία αποικία μυρμηγκιών που μετέφεραν μικροσκοπικούς κόκκους από κοκκινόχωμα. Δεν ήταν, βέβαια, τα μυρμήγκια που μου είχαν κινήσει το ενδιαφέρον. Σε κάποια άλλη περί-πτωση, στάθηκα για πολύ έξω από το πανεπιστήμιο, με τα μά-τια ηλιθίως καρφωμένα σε μια λεπτή γραμμή καπνού που έ-βγαινε πίσω από μια καμινάδα εργοστασίου. Και πάλι, δεν ή-ταν ο καπνός που παρέσυρε τη φαντασία μου. Κάτι τέτοιες στιγμές, ένιωθα σαν να ήμουν διαποτισμένος μέχρι τα κατά-βαθά μου από την ύπαρξη που ήταν ο εαυτός μου. Ο κόσμος έξω από μένα είχε τμηματικά παγώσει και, κατόπιν, ξαναζε-σταθεί. Πώς να εκφραστώ καλύτερα; Ένιωθα ότι ο έξω κό-σμος ήταν από τη μια διάστικτος και από την άλλη ραβδωτός.

222

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Ίο εσώτερο είναι μου και ο εξωτερικός κόσμος άλλαζαν θέσεις (ΐργά και ακανόνιστα. Το δίχως νόημα σκηνικό που με περιέ-βαλλε έλαμπε μπρος στα μάτια μου. Και, καθώς έλαμπε, άνοι-γε δια της βίας δρόμο μέσα μου, ενώ μόνο εκείνα τα μέρη του (τκηνικού που δεν είχαν εισχωρήσει εξακολουθούσαν να λα-(ΐποκοπούν ζωηρά κάπου πιο πέρα, σε έναν τόπο μακρινό. Τα λαμπερά μέρη μπορούσαν να είναι η σημαία σε ένα εργοστά-(τιο ή μια ασήμαντη κηλίδα πάνω στον τοίχο. Ακόμη και ένα παλιό τσόκαρο εγκαταλειμμένο στο γρασίδι. Κάθε στιγμή, ζω-ντάνευαν μέσα μου -εκείνα και κάθε λογής άλλα πράγματα-κι ύστερα χάνονταν. Ή μήπως θα έπρεπε να πω, κάθε είδος ά-μορφης σκέψης; Ένα σωρό σημαντικά πράγματα έδιναν τα χέ-ρια με άλλα, πιο κοινότοπα: οι πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώ-πη, λόγου χάρη, για τις οποίες είχα διαβάσει στην πρωινή ε-(ρημερίδα, συνδέονταν αναπόσπαστα με το παλιό τσόκαρο που κειτόταν χάμω στα πόδια μου.

Ξόδεψα πολύ χρόνο με τη σκέψη της οξείας γωνίας που (τχηματιζόταν από την άκρη ενός φύλλου χλόης. Ίσως η φρά-ση «με τη σκέψη» να μην είναι η πιο κατάλληλη. Αυτή η πα-ράξενη, επιπόλαιη αντίληψή μου δεν συνέχιζε την πορεία της, αλλά παρουσιαζόταν και πάλι επίμονα, σαν επωδός. Γιατί ά-ραγε εκείνη η οξεία γωνία έπρεπε να είναι τόσο οξεία; Αν, α-ντίθετα, ήταν αμβλεία, μήπως η κατηγορία «χλόη» θα χανόταν και η φύση θα καταστρεφόταν αναπόφευκτα από αυτή τη μία γωνία της ολότητάς της; Μήπως και η ίδια η φύση δεν ανα-τρέπεται εξ ολοκλήρου, όταν μετακινεί ένα και μόνο μικρού-τσικο γρανάζι; Έτσι λοιπόν, το μυαλό μου ερευνούσε το πρό-βλημα χωρίς να καταλήγει πουθενά, εξετάζοντάς το κάτω από τη μία οπτική γωνία μετά την άλλη.

223

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Τα νέα της επίπληξης μου από τον Ηγούμενο διαδόθηκαν γρήγορα στον ναό και η στάση όλων απέναντι μου έγινε έκδη-λα πιο εχθρική. Ο μαθητευόμενος συνάδελφός μου, που ζή-λευε τις καλές συστάσεις που μου είχαν κάνει για την πανεπι-στημιακή μου φοίτηση, κρυφογελοΰσε τώρα θριαμβευτικά κά-θε φορά που με έβλεπε.

Συνέχισα τη ζωή μου στον ναό το καλοκαίρι και τα φθινό-πωρο, μιλώντας ελάχιστα με τους άλλους. Το πρωινό της ημέ-ρας πριν από τη φυγή μου, ο Ηγούμενος είπε στον Διάκονο να με καλέσει στο δωμάτιό του. Ήταν 9 του Νοέμβρη. Επρόκειτο να ξεκινήσω για το πανεπιστήμιο και φορούσα τη φοιτητική μου στολή.

Μόλο που το στρουμπουλό πρόσωπο του Ηγούμενου ήταν συνήθως γελαστό και χαρούμενο, πάγωσε περίεργα προετοι-μάζοντάς με να ακούσω κάτι δυσάρεστο. Για μένα, ωστόσο, ή-ταν πολύ ευχάριστο να βλέπω τον Ηγούμενο να με κοιτάζει σαν να έβλεπε έναν λεπρό. Αυτή ήταν ακριβώς η έκφραση που ήθελα να δω στο πρόσωπό του: κάτι που να φανερώνει ένα αν-θρώπινο συναίσθημα.

Ο Ηγούμενος γύρισε αλλού το βλέμμα του. Μιλώντας, έ-τριβε τα χέρια του πάνω από το μαγκάλι. Η μαλακή σάρκα στις παλάμες του έβγαζε έναν ανεπαίσθητο ήχο που βούιζε στα αυτιά μου, καταστρέφοντας κατά κάποιον τρόπο τη διαύ-γεια του χειμωνιάτικου πρωινού αέρα. Η επαφή της σάρκας του ιερέα με την ίδια του τη σάρκα μου προκαλούσε μία αί-σθηση παράλογης οικειότητας.

«Πόσο θα θλιβόταν ο μακαρίτης ο πατέρας σου αν το ήξε-ρε!» είπε. «Κοίταξε αυτό το γράμμα! Έγραψαν και πάλι από το πανεπιστήμιο με τα χειρότερα λόγια. Καλό θα ήταν να αρ-χίσεις να σκέφτεσαι τι θα συμβεί αν τα πράγματα συνεχιστούν έτσι». Και ευθύς αμέσως, πρόσθεσε εκείνα τα άλλα λόγια: «Υ-

224

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

πήρξε μια εποχή που σχεδίαζα να σε κάνα διάδοχο μου εδώ. Τώρα όμως, μπορώ να σου πω με απόλυτη ϊ-ιλικρίνεια ότι δεν έχω καμιά τέτοια πρόθεση.»

Έμεινα για αρκετή ώρα σιωπηλός. Ύστερα είπα: «Ώστε δεν θα έχω πια την υποστήριξή σας;»

«Αλήθεια, περίμενες να σε υποστηρίξο^ μετά από αυτό;» εί-πε ο Ηγούμενος ύστερα από μια παύση.

Δεν απάντησα στην ερώτησή του. Αμέσως όμως, άκουσα τον εαυτό μου να λέει τραυλίζοντας κάτι γύρω από ένα εντε-λώς διαφορετικό θέμα: «Με γνωρίζετε καταλεπτώς. Πάτερ. Πιστεύω πως το ίδιο σας γνωρίζω κι εγώ».

«Τι σημασία έχει κι αν πράγματι γνωρίζεις;» είπε, με έκδη-λη μελαγχολία στο βλέμμα του. «Αυτό δεν σημαίνει τίποτε. Όλα είναι ολωσδιόλου μάταια».

Ποτέ μέχρι τότε δεν έτυχε να δω το πρόσωπο μιας ανθρώ-πινης ύπαρξης που είχε πλήρως εγκαταλείψει τον παρόντα κό-σμο. Δεν είχα δει ποτέ έναν άνθρωπο που, ενώ λέρωνε τα χέ-ρια του με λεφτά, γυναίκες και κάθε άλλη λεπτομέρεια της υ-λικής ζωής, περιφρονούσε βαθύτατα αυτόν τον κόσμο. Ήμουν γεμάτος μίσος, σαν να βρισκόμουν μπροστά σε ένα πτώμα α-κόμη ζεστό, που είχε το χρώμα της υγείας.

Εκείνη τη στιγμή, με κυρίευσε μια βίαιη επιθυμία να ξεφύ-γω, έστω και μόνο για λίγο, από όλα όσα με περιστοίχιζαν. Όταν αποσύρθηκα από το δωμάτιο του Ηγούμενου, η επιθυ-μία έγινε ακόμη πιο έντονη και στάθηκε αδύνατον να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο.

Πήρα το { Π Ϊ Ο Ξ Η Μ μου, το χαρτί περιτυλίγματος, και έφτια-ξα ένα δέμα με το βουδιστικό μου λεξικό και τη φλογέρα που μου είχε δώσει ο Κασιουάγκι. Όταν ξεκίνησα για το πανεπι-στήμιο κρατώντας αυτό το δέμα και το σακίδιό μου, η ιδέα της αναχώρησης απορροφούσε όλη μου τη σκέψη.

225

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Μπαίνοντας στη πύλη του πανεπιστημίου, χάρηκα που εί-δα τον Κασιουάγκι να περπατά μπροστά μου. Τον τράβηξα α-πό το χέρι και τον οδήγησα στην άκρη του δρόμου. Του ζήτη-σα να μου δανείσει τρεις χιλιάδες γιεν και να πάρει το λεξικό και τη φλογέρα προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει με οποιον-δήποτε τρόπο θα έκρινε κατάλληλο. Δεν υπήρχε τώρα στο πρόσωπό του κανένα σημάδι της συνηθισμένης έκφρασης που έπαιρνε όταν έκανε τις παράδοξες παρατηρήσεις του - εκείνης της έκφρασης που θα μπορούσες να περιγράψεις ως βλέμμα φιλοσοφικής ευδαιμονίας. Με κοίταζε μισοκλείνοντας τα σκο-τεινιασμένα του μάτια.

«Θυμάσαι τη συμβουλή που δίνει ο Λαέρτης στον γιο του, στον "Άμλετ"; "Να μην είσαι ούτε οφειλέτης ούτε δανειστής. Γιατί συχνά ένα δάνειο σε κάνει να χάσεις, τόσο το ίδιο το δά-νειο όσο και τον φίλο"».

«Δεν έχω πια πατέρα», απάντησα. «Αν όμως δεν μπορείς, δεν πειράζει».

«Δεν είπα ότι δεν μπορώ», είπε. «Να το κουβεντιάσουμε. Δεν είμαι βέβαιος κατά πόσο θα μπορούσα να μαζέψω σιγά σιγά τρεις χιλιάδες γιεν».

Θέλησα προς στιγμήν να κατηγορήσω τον Κασιουάγκι για ό,τι είχα ακούσει από εκείνη τη γυναίκα που δίδασκε την τέ-χνη της τοποθέτησης των λουλουδιών, με άλλα λόγια για τον τρόπο του να αποσπά χρήματα από γυναίκες. Κατόρθωσα ό-μως να συγκρατηθώ.

«Πρώτα απ' όλα, θα ήταν καλύτερα να σκεφτούμε πώς να διαθέσουμε το λεξικό και τη φλογέρα».

Και λέγοντας αυτά τα λόγια, ο Κασιουάγκι έκανε απότομα μεταβολή και γύρισε στην πύλη. Γύρισα κι εγώ συνοδεύοντάς τον, αφού συντόνισα το βάδισμά μου με το δικό του αργό βή-μα. Άρχισε να μιλά για έναν συμφοιτητή μας, πρόεδρο μιας πι-

226

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

ατωτικής εταιρείας γνωστής ως Χικάρι Κλαμπ, που είχε συλ-ληφθεί ως ύποπτος για ανάμειξη σε κάποιες δραστηριότητες της μαύρης αγοράς. Αφέθηκε ελεύθερος τον Σεπτέμβριο και, στη συνέχεια, είχε προφανώς δυσκολίες: η υπόληψη του είχε υποστεί ένα καίριο πλήγμα. Από τον Απρίλιο περίπου, ο Κα-σιουάγκι ενδιαφερόταν υπέρ το δέον γι' αυτόν τον πρόεδρο του Χικάρι Κλαμπ και συχνά αναφερόμασταν σε αυτόν. Πι-στεύαμε ακράδαντα και οι δύο ότι εξακολουθούσε να έχει κά-ποια κοινωνική επιρροή και δεν περιμέναμε βέβαια ότι δυο ε-βδομάδες αργότερα θα αυτοκτονούσε.

«Τι τα θέλεις αυτά τα λεφτά;» ρώτησε απότομα ο Κασιου-άγκι. Περίεργη ερώτηση από την πλευρά του.

«Θέλω να πάω κάπου, αν και δεν έχω συγκεκριμένο σκο-πό».

«Θα γυρίσεις;» «Πιθανόν». «Από πού θέλεις να ξεφύγεις;» «Θέλω να φύγω μακριά από όλο μου το περιβάλλον. Από

την οσμή της αδυναμίας, που όλοι γύρω μου αναδίδουν τόσο έντονα. Ο Ηγούμενος είναι αδύναμος. Τρομερά αδύναμος. Το έχω καταλάβει κι αυτό».

«Θέλεις να φύγεις μακριά και από τον Χρυσό Ναό;» «Ναι, αυτό είναι αλήθεια! Ακόμη και από τον Χρυσό Ναό». «Ακόμη κι αυτός είναι αδύναμος;» «Όχι. Και βέβαια δεν είναι. Αλλά είναι η πηγή όλων των

άλλων αδυναμιών». «Μπα, έτσι νομίζεις», είπε ο Κασιουάγκι. Και, καθώς προ-

χωρούσε με το ιδιαίτερα χορευτικό του βήμα, έκανε τη γλώσσα του να πλαταγίσει από χαρά. Τον ακολούθησα σε ένα μικρό παγερό παλαιοπωλείο, όπου πούλησε τη φλογέρα. Δεν τα κα-τάφερε να πάρει παρά μόνο τετρακόσια γιεν. Στη συνέχεια.

227

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

σταματήσαμε σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο και κατορθώσαμε να πουλήσουμε το λεξικό έναντι εκατό γιεν. Για τα δύο χιλιάδες πεντακόσια γιεν που απέμεναν, ο Κασιουάγκι με πήρε μαζί του στο επιπλωμένο δωμάτιό του. Δανείζοντας μου τα χρήματα, μου έκανε μια παράξενη υπόδειξη. Η φλογέρα, μου εξήγησε, ή-ταν ένα δανεικό αντικείμενο που του είχα επιστρέψει και το λε-ξικό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως δώρο. Συνεπώς, δεν έκανα τίποτε άλλο παρά να του παραδώσω ό,τι ήταν πράγματι δικό του, όπως και τα πεντακόσια γιεν που είχαν αποκτηθεί από την πώληση. Αν σε αυτά πρόσθετες τα δυόμισι χιλιάδες γιεν, το πο-σό του δανείου θα έφτανε τις τρεις χιλιάδες. Γι' αυτά τα τρεις χιλιάδες γιεν, ο Κασιουάγκι επιθυμούσε να εισπράττει μηνιαίο τόκο ύψους 1θ%, μέχρις ότου εξοφληθεί το χρέος. Σε σύγκριση με το 34% που χρέωνε το Χικάρι Κλαμπ, αυτό το ποσοστό ή-ταν τόσο χαμηλό, κατά τη γνώμη του, ώστε η όλη συναλλαγή να αποτελεί ουσιαστικά μια εύνοια από την πλευρά του. Έβγα-λε ένα κομμάτι χοντρού γιαπωνέζικου χαρτιού καιπο μελανο-δοχείο του, και κατέγραψε επισήμως τους όρους του δανείου. Κατόπιν, μου είπε να αφήσω το αποτύπωμα του αντίχειρά μου πάνω στο έγγραφο. Λόγω του ότι δεν μου άρεσε να σκέφτομαι το μέλλον, έβαλα αμέσως τον αντίχειρά μου στο ταμπόν της σφραγίδας και τον πίεσα πάνω στο γραμμάτιο οφειλής.

Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά από ανυπομονησία. Φεύ-γοντας από το διαμέρισμα του Κασιουάγκι με τρεις χιλιάδες γιεν στην τσέπη, πήρα ένα λεωφορείο μέχρι το πάρκο Φουνα-όκα. Ανέβηκα γρήγορα τα πέτρινα σκαλοπάτια που καταλή-γουν κοντά στο παρεκκλήσι Τατέισο. Λογάριαζα να τραβήξω έναν ιερό κλήρο ηιΐΐίΐιβ, προκειμένου να λάβω κάποια υπόδει-ξη για το ταξίδι μου. Στη βάση της σκάλας, μπορούσες να δεις το κυρίως κτήριο του παρεκκλησίου Γιοσιτέρου Ινάρι, βαμμέ-νο φανταχτερά με κιννάβαρι, όπως και δυο πέτρινες αλεπού-

228

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

(̂•ς περιφραγμένες με συρματόπλεγμα. Κάθε αλεπού είχε έναν κύλινδρο στο στόμα της, ενώ ακόμη και τα εσωτερικά των μυ-τι ροον, ορθωμένων αυτιών τους ήταν βαμμένα κόκκινα.

Η μέρα ήταν ιδιαίτερα κρύα. Κάπου κάπου, ο άνεμος έ-ποιλλε ανάμεσα στις λεπτές ηλιαχτίδες. Ο αδύναμος ήλιος ά-νοιγε δρόμο μέσ' από τα δέντρα κάνοντας τα σκαλοπάτια να <|)(ΐντάζουν σαν να είχε σκορπιστεί πάνω τους ένα λεπτό στρώ-μ(ί τέφρας. Μια τέφρα που φαινόταν ρυπαρή κάτω από το α-μυδρό φως.

Ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλοπάτια δίχως να πάρω ανάσα κοιι έφτασα στη μεγάλη ανοιχτή αυλή, απέναντι από το πα-ρεκκλήσι Τατέισο, μούσκεμα στον ιδρώτα. Μπροστά μου, μια ('ϊλλη σκάλα οδηγούσε στο ίδιο το παρεκκλήσι. Η επίπεδη στέ-γη, σκεπασμένη με κεραμίδια, έβγαινε μέχρι τα σκαλοπάτια. Και στις δυο πλευρές της πρόσβασης προς το παρεκκλήσι, μι-κρά πεύκα ήταν ελικωτά διατεταγμένα κάτω από τον χειμω-νιάτικο ουρανό. Το παλιό ξύλινο κτήριο του γραφείου του πα-ρεκκλησιού βρισκόταν δεξιά και, πάνω στην πόρτα, κρεμόταν μια ταμπέλα με τις λέξεις: «Ινστιτούτο Ερευνών για τη Μελέ-τη του Ανθρώπινου Πεπρωμένου». Ανάμεσα στο γραφείο και (ττην κυρίως αίθουσα λατρείας, υπήρχε ένα λευκό κελάρι και, λίγο πιο κει, κάποιοι σποραδικοί κέδροι αναπτύσσονταν κάτω (χπό τα κρύα και θολά σύννεφα που σκόρπιζαν πάνω μου το πένθιμο φως τους. Από δω, μπορούσες να έχεις μιαν άποψη των βουνών δυτικά του Κιότο.

Η κύρια θεότητα που λατρευόταν στο παρεκκλήσι Τατέισο ήταν ο μεγάλος φεουδάρχης πολεμιστής Νομπουνάγκα. Ο με-γαλύτερος γιος του, ο Νομπουτάντα, είχε επίσης καθαγιαστεί ως αρωγός θεότητα. Επρόκειτο για ένα απλό παρεκκλήσι και το μόνο υποτυπώδες χρώμα ήταν το κόκκινο του κιγκλιδώμα-τος που περιέβαλλε την κυρίως αίθουσα λατρείας.

229

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Ανέβηκα τα σκαλοπάτια και προσκύνησα τους θεούς. Κα-τόπιν, πήρα το παλιό εξαγωνικό κουτί που βρισκόταν σε ένα ράφι, δίπλα στο κιβώτιο προσφορών, και το κούνησα. Μια κομψά σκαλισμένη ράβδος από ινδοκάλαμο ξεπετάχτηκε από την τρύπα του επάνω μέρους του κουτιού. Είχε γραμμένον πά-νω της με σινική μελάνη τον αριθμό «14». Γύρισα για να φύγω.

«Δεκατέσσερα, δεκατέσσερα», σιγομουρμούριζα μέσα μου καθώς κατέβαινα τα σκαλοπάτια. Ο ήχος των συλλαβών έμοια-ζε να πήζει ολοένα στη γλώσσα μου, αποκτώντας σιγά σιγά κά-ποιο νόημα.

Κατευθύνθηκα προς την είσοδο του γραφείου του ναού και ανήγγειλα την παρουσία μου. Εμφανίστηκε μια μεσόκοπη γυ-ναίκα. Φαίνεται πως έκανε μπουγάδα και έσπευσε να σκουπί-σει τα χέρια της πάνω στην ποδιά της. Με πρόσωπο εντελώς ανέκφραστο, δέχτηκε το καθιερωμένο φιλοδώρημα των δέκα γιεν που της έβαλα στο χέρι.

«Ποιος είναι ο αριθμός σας;» ρώτησε. «Το δεκατέσσερα». «Περιμένετε εκεί, παρακαλώ». Κάθισα στην ανοιχτή βεράντα και περίμενα. Σκεφτόμουν

πόσο ανόητο ήταν να καθορίζεται η μοίρα μου από τα βρεγ-μένα και σκασμένα χέρια αυτής της γυναίκας. Ωστόσο, δεν εί-χε καμιά σημασία, αφού είχα έρθει στον ναό με τη συγκεκρι-μένη πρόθεση να διακινδυνεύσω αυτή την ανοησία. Από την άλλη πλευρά της χάρτινης συρτής πόρτας έφτανε στ' αυτιά μου ο καμπανιστός ήχος του μεταλλικού κρίκου πάνω σε ένα παλιό συρτάρι, καθώς η γυναίκα προσπαθούσε προφανώς να το τραβήξει με μεγάλη δυσκολία. Στη συνέχεια, άκουσα να σκίζεται ένα κομμάτι χαρτί και, ένα λεπτό αργότερα, είδα τη συρτή πόρτα να μισανοίγει.

«Ορίστε», είπε εκείνη δίνοντάς μου το λεπτό χαρτί. Ύστε-

2 3 0

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

έκλεισε άλλη μια φορά την πόρτα. Το βρεγμένο χέρι της ά-(()ΐΐσε σε μια γωνιά ένα υγρό σημάδι.

Διάβασα το χαρτί. «Αριθμός δεκατέσσερα - κακότυχος», έ-λεγε. «Λν είσαι εδώ, οι Μύριοι Θεοί θα σε καταστρέψουν εντε-λώς.

»0 Πρίγκιπας Οκούνι, έχοντας υποστεί τη δοκιμασία της κίχυτής πέτρας, των μπηγμένων μέσα του βελών και άλλα βα-(ΐανιστήρια, έφυγε από αυτή την Επαρχία, ακολουθώντας τις εντολές των Πατρογονικών Θεών του. Εδώ βρίσκεται για σέ-ν(χ ένας κακός οιωνός της μυστικής φυγής».

Η τυπωμένη από κάτω ερμηνεία αναφερόταν σε όλων των ί· ιδών τις δοκιμασίες και στην επικείμενη αβεβαιότητα. Δεν με (()όβισε. Κοίταξα ανάμεσα στα διάφορα θέματα που ήταν γραμμένα στο κάτω μισό του χαρτιού και βρήκα το σχετικό με τα ταξίδια.

«Ταξίδι - άτυχο. Ειδικότερα, απόφυγε να ταξιδέψεις προς τ()ΐ βορειοδυτικά».

Διαβάζοντάς το, αποφάσισα να φύγω για ταξίδι ακριβώς προς τα βορειοδυτικά.

Το τραίνο για την Τσουρούγκα έφυγε από τον σταθμό του Κιότο στις εφτά παρά πέντε το πρωί. Η ώρα έγερσης στον ναό ήταν πέντε και μισή. Όταν ξύπνησα, το πρωί της δεκάτης του μηνός, φόρεσα αμέσως τη φοιτητική μου στολή. Σε κανέναν δεν δημιουργήθηκαν υποψίες. Όλοι είχαν συνηθίσει να καμώ-νονται ότι δεν με βλέπουν.

Με το χάραμα, επικρατούσε πάντα κάποια σύγχυση στον ναό. Μερικοί ήταν απασχολημένοι με το σκούπισμα, άλλοι με το σφουγγάρισμα. Μέχρι τις έξι και μισή, ο χρόνος όλων μας αφιερωνόταν σε δραστηριότητες γύρω από το καθάρισμα.

231

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Βγήκα έξω και άρχισα να σκουπίζω την μπροστινή αυλή. Σχε-δίαζα να ξεκινήσω αμέσως από τον ναό δίχως να φοβηθώ τί-ποτε, να εξαφανιστώ ως δια μαγείας. Η σκούπα μου κι εγώ προχωρήσαμε στο κακοτράχαλο μονοπάτι με τα χαλίκια, μό-λις" ορατό μέσα στο αυγινό φως. Ξαφνικά, η σκούπα θα έπεφτε καταγής, εγώ θα εξαφανιζόμουν και δεν θα απέμενε τίποτε στο θαμπό φως εκτός από τα άσπρα χαλίκια στο μονοπάτι. Έτσι είχα φανταστεί την αναχώρησή μου.

Γι' αυτό τον λόγο, δεν αποχαιρέτισα τον Χρυσό Ναό. Είχε ιδιαίτερη σημασία να αποσπαστώ απότομα, μακριά από ολά-κερο το περιβάλλον μου - περιβάλλον που, άλλωστε, συμπε-ριλάμβανε και τον Χρυσό Ναό. Σιγά σιγά, κατηύθυνα τη σκού-πα προς την κυρία πύλη. Μέσ' από τα κλαδιά των πεύκων έ-βλεπα τα πρωινά αστέρια.

Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Τώρα, πρέπει να φύγω. Η λέξη έμοιαζε σχεδόν να τριγυρίζει στον αέρα. Ό,τι κι αν συνέ-βαινε, έπρεπε να φύγω, να εγκαταλείψω το περιβάλλον μου και την ιδέα της ομορφιάς που με είχε αλυσοδέσει, να αφήσω το απόμερο σκοτάδι μέσα στο οποίο είχα ζήσει και, συγχρό-νως, να απαρνηθώ το τραύλισμά μου και όλες τις άλλες συν-θήκες της ύπαρξής μου.

Η σκούπα έπεσε από τα χέρια μου μέσα στη σκοτεινιά της χλόης, έτσι όπως πέφτει το ώριμο φρούτο από το δέντρο. Περ-πάτησα προς την κυρία πύλη στα κλεφτά, κρυμμένος πίσω α-πό τα δέντρα. Μόλις τη διάβηκα, το έβαλα στα πόδια όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Το πρώτο πρωινό λεωφορείο έτρεχε ολο-ταχώς. Ανέβηκα. Λίγοι επιβάτες βρίσκονταν μέσα. Προφανώς εργάτες. Αφέθηκα στο ηλεκτρικό φως που ξεχυνόταν πάνω μου με όλη του τη δύναμη. Ένιωθα σαν να μην είχα βρεθεί πο-τέ σε έναν χώρο τόσο φωτεινό.

Θυμάμαι ζωηρά τις λεπτομέρειες του ταξιδιού μου. Δεν εί-

232

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

χα (ρύγει χωρίς προορισμό. Κατέληξα να πάω σε μια περιοχή (>π()υ είχα πάει κάποτε, σε μια σχολική εκδρομή, την εποχή του Ι'ι»(ΐνασίου. Κι όμως, όσο πλησίαζα σιγά σιγά, τα αισθήματα της αναχώρησης και της απελευθέρωσης ϊ\ταν τόσο έντονα μέ-(Τ(* μου, λες και πήγαινα σε έναν άγνωστο προορισμό.

Παρότι ταξίδευα στη γνωστή σιδηροδρομική γραμμή που Χίΐΐτέληγε στην πόλη μου, το γεμάτο καπνιά παλιό βαγόνι δεν }ΐου είχε φανεί ποτέ τόσο παράξενο. Πράγματι, ποτέ δεν το εί-χα δει με χρώματα τόσο δροσερά. Ο σταθμός, η σφυρίχτρα, α-κ()μη και οι στριγκλιές του μεγαφώνου που αντηχούσαν στον (ΐέρα της αυγής, κοντολογίς όλα επαναλάμβαναν ένα και μόνο συναίσθημα, και το ενίσχυαν εκθέτοντας μπροστά στα μάτια μου μια εκτυφλωτική, λυρική θέα. Ο πρωινός ήλιος έκοβε τη μεγάλη πλατφόρμα σε τμήματα. Ο ήχος των παπουτσιών που έτρεχαν κατά μήκος της πλατφόρμας, το επίμονο, μονότονο χτύπημα της καμπάνας του σταθμού, ο κρότος ενός ξύλινου τίτόκαρου που σπάζει, το χρώμα ενός μανταρινιού που κάποι-ος πωλητής της πλατφόρμας ξεχώρισε από το καλάθι του και το σήκωσε ψηλά επιδεικνύοντάς το, όλα αυτά μου φαίνονταν ααν υποδείξεις ή οιωνοί του μεγάλου αυτού γεγονότος με το ο-ποίο είχα καταπιαστεί.

Κάθε τμήμα του σταθμού, όσο μικροσκοπικό κι αν ήταν, ε-(ττιαζόταν στο συναίσθημα του αποχωρισμού και της αναχα)-ρησης που δέσποζε μέσα μου. Με ευγένεια και μια υπέρτατη γαλήνη, η πλατφόρμα άρχισε να απομακρύνεται. Το ένιωθα. Ναι, ένιωθα πως η συγκεκριμένη αυτή επιφάνεια, μια επιφά-νεια ανέκφραστη, φωτιζόταν από το αντικείμενο που έφευγε, την αποχωριζόταν, ξεμάκραινε.

Στηριζόμουν στο τραίνο. Περίεργη έκφραση, αλλά δεν υ-πάρχει άλλος τρόπος για να διασφαλίσω την απίστευτη σκέψη ότι η «κατάστασή» μου μετακινιόταν σιγά σιγά, παρασυρόμε-

2 3 3

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

νη μακριά από τον σταθμό του Κιότο. Πλαγιάζοντας στον ναό, κάθε νύχτα, άκουγα τη σφυρίχτρα των φορτηγών τραί-νων που περνούσαν από κοντά του και ήταν φυσικό να με πα-ραξενεύει το γεγονός ότι τώρα καθόμουν εγώ ο ίδιος σε ένα α-πό κείνα τα τραίνα που δίχως άλλο ξεμάκραιναν μέρα νύχτα.

Τρέχαμε τώρα κι εμείς δίπλα στον ποταμό Χόζου, που τον είχα δει εδώ και πολύ καιρό, όταν ταξίδευα σε ένα ίδιο τραίνο μαζί με τον άρρωστο πατέρα μου. Η περιοχή από δω μέχρι τη Σονόμπε, δυτικά των οροσειρών Ατάγκο και Αρασιγιάμα, είχε κλίμα εντελώς διαφορετικό από ό,τι η πόλη του Κιότο, προ-φανώς αποτέλεσμα των ρευμάτων του αέρα. Στη διάρκεια των τριών τελευταίων μηνών του έτους, μια καταχνιά ανέβαινε μο-νίμως από τον ποταμό Χόζου, γύρω στις έντεκα τη νύχτα, σκε-πάζοντας ολόκληρη την περιοχή μέχρι τις δέκα περίπου το ε-πόμενο πρωί. Η ομίχλη επέπλεε ανεβαίνοντας σχεδόν χωρίς ανάπαυλα από το ποτάμι.

Οι αγροί απλώνονταν συγκεχυμένα και από τις δυο πλευ-ρές του τραίνου και τα τμήματά τους που είχαν θεριστεί είχαν το πρασινωπό χρώμα της μούχλας. Λίγα σκόρπια δέντρα, όλα διαφορετικά σε μέγεθος και ύψος, φύτρωναν στις κορυφο-γραμμές ανάμεσα στους ορυζώνες. Τα χαμηλότερα κλαδιά και τα φύλλα τους ήταν όλα κομμένα και χράθες (γνωστές σε αυτή την περιοχή ως «ατμοθάλαμοι») τυλίγονταν γύρω από τους λε-πτούς κορμούς, έτσι ώστε τα δέντρα που ξεπετάγονταν το ένα πίσω από το άλλο μέσ' από την ομίχλη να μοιάζουν με δέντρα-φαντάσματα. Κάποια στιγμή, μια πελώρια ιτιά φάνηκε με εκ-πληκτική καθαρότητα πολύ κοντά στο παράθυρο του τραίνου. Στο βάθος, βρισκόταν η γκρίζα, σχεδόν αδιόρατη έκταση των ορυζώνων. Βαριά κρέμονταν τα υγρά φύλλα της ιτιάς και ο-λόκληρο το δέντρο σειόταν ελαφρά μέσα στην καταχνιά.

Η διάθεσή μου, τόσο χαρούμενη όταν έφυγα από το Κιότο,

234

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

πίχρασυρόταν τώρα από τις αναμνήσεις των νεκρών. Αναπο-λώντας την Ουίκο, τον πατέρα μου και τον Τσουρουκάουα, μια ανείπωτη τρυφερότητα γεννιόταν μέσα μου και αναρωτιό-[ίουν μήπως οι μόνες ανθρώπινες υπάρξεις που μπόρεσα να α-γαπήσω ήταν στην πραγματικότητα οι νεκροί. Έτσι κι αλλιώς, ήταν πολύ πιο εύκολο να αγαπηθούν, σε σύγκριση με τους ζω-ντανούς!

Το βαγόνι της τρίτης θέσης δεν είχε πολύ κόσμο. Κάθονταν εκεί εκείνοι -όσοι ήταν δύσκολο να αγαπηθούν-, ξεφυσώντας με ζέση τον καπνό των τσιγάρων τους ή ξεφλουδίζοντας μα-νταρίνια. Δίπλα μου καθόταν ένας γέροντας υπάλληλος, που (χνήκε πιθανότατα σε κάποιον δημόσιο οργανισμό. Μιλούσε δυνατά με έναν άλλο. Φορούσαν κι οι δυο τους παλιά, άκομ-ι|)α κοστούμια και πρόσεξα πως ένα κομμάτι σκισμένης ριγω-τής φόδρας περίσσευε από το ένα τους μανίκι. Για άλλη μια (ρορά, μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι η μετριότητα δεν μειώνεται ούτε κατά το ελάχιστο όταν οι άνθρωποι γερνούν. Εκείνες οι ρυτιδωμένες, ηλιοκαμένες, χωριάτικες φάτσες, οι Αραχνιασμένες από το ποτό φωνές, θα έλεγες ότι εκφράζουν την ουσία ενός συγκεκριμένου τύπου μετριότητας.

Συζητούσαν για το ποιον θα μπορούσαν να βρουν προκει-μένου να συνεισφέρει στον δημόσιο οργανισμό τους. Ένας φα-λακρός ηλικιωμένος καθόταν λίγο πιο κει. Το βλέμμα του ήταν ατάραχο. Δεν ανακατεύτηκε στη συζήτηση, μονάχα σκούπιζε τα χέρια του με ένα βαμβακερό μαντίλι, που το αρχικό του χρώμα ήταν άσπρο αλλά είχε τώρα κιτρινίσει από τα αμέτρη-τα πλυσίματα.

«Κοιτάξτε τα χέρια μου!» μουρμούρισε. «Βρομίζουν από την καπνιά εδώ που κάθομαι. Είναι ενοχλητικό!»

«Έγραψες κάποτε στην εφημερίδα για την καπνιά, έτσι δεν είναι;» είπε κάποιος άλλος μπαίνοντας στη συζήτηση.

235

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

«Όχι», είπε ο φαλακρός, «στ' αλήθεια όμως, όλη αυτή η κα-πνιά με ενοχλεί!»

Αν και δεν τους έδινα καθόλου προσοχή, τα λόγια τους έ-φταναν στ' αυτιά μου. Άκουγα ότι, τόσο ο Χρυσός Ναός όσο και ο Αργυρός, έκαναν συνεχώς την εμφάνισή τους στη συζή-τηση των ανθρώπων. Όλοι συμφωνούσαν ότι θα έπρεπε να ε-πιτύχουν ουσιαστικές συνεισφορές από τους δύο αυτούς να-ούς. Μολονότι τα έσοδα του Αργυρού Ναού ήταν μονάχα τα μισά από εκείνα του Χρυσού, επρόκειτο για ένα ποσόν πολύ σημαντικό. Το ετήσιο εισόδημα του Χρυσού Ναού, για παρά-δειγμα, είπε κάποιος, πιθανόν να είναι πάνω από πέντε εκα-τομμύρια γιεν. Το πραγματικό κόστος της φροντίδας του ναού, σύμφωνα με τις συνήθεις αρχές της λειτουργίας Ζεν -συμπε-ριλαμβανομένου και του κόστους του ηλεκτρικού και του νε-ρού-, δεν πρέπει να ξεπερνούσε τις διακόσιες χιλιάδες. Τι συ-νέβη λοιπόν με το ισοζύγιο; Είναι πολύ απλό! Ο Ηγούμενος ά-φηνε τους ακολούθους και τους μαθητευόμενους να σιτίζονται με κρύο ρύζι, ενώ ο ίδιος έβγαινε κάθε βράδυ έξω και ξόδευε χρήματα στις γκέισες της περιοχής Γκιόν. Και να σκεφτεί κα-νείς πως οι ναοί ήταν απαλλαγμένοι από τους φόρους. Ήταν ακριβώς σαν να είχαν δικαιώματα ετεροδικίας. Μάλιστα, αυ-τοί οι ναοί θα έπρεπε να εξαναγκάζονται ανελέητα να δίνουν τις εισφορές τους!

Έτσι συνεχιζόταν η συζήτησή τους. Όταν τέλειωσαν, ο γε-ρο-φαλακρός, που ακόμη σκούπιζε τα χέρια στο μαντίλι του, είπε: «Είναι πράγματι ενοχλητικό!» Και αυτή η φράση έκλεισε τη συζήτηση. Δεν υπήρχε ίχνος καπνιάς στα χέρια του, που εί-χαν σκουπιστεί σχολαστικά και ανέδιδαν τη γυαλάδα ενός διακοσμητικού γλυπτού ηβί^αΐίο. Έτσι έτοιμα, τα χέρια του έ-μοιαζαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο με ένα ζευγάρι γά-ντια.

236

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Ίσως φανεί παράξενο, αλλά ήταν η πρώτη φορά που ερχό-μουν σε επαφή με τη δημόσια επίκριση. Στον Χρυσό Ναό, ό-λοι ανήκαμε στον κόσμο του κλήρου. Ακόμη και το πανεπι-στήμιο ήταν μέρος αυτού του κόσμου. Δεν είχε συμβεί ποτέ να (χνταλλάξουμε κρίσεις όσον αφορά τον ναό. Κι όμως, αυτή η συνδιάλεξη των γέρων δημόσιων υπαλλήλων δεν με εξέπληξε καθόλου. Καθετί που είχαν πει μου είχε φανεί αυτονόητο. Έτρωγαν κρύο ρύζι. Ο Ηγούμενος επισκεπτόταν την περιοχή Γκιόν. Όλα βρίσκονταν στα πλαίσια του φυσιολογικού. Εκεί-νο όμως που με γέμιζε με απερίγραπτη οργή ήταν ότι κι εγώ ο ίδιος θα γινόμουν κατανοητός με τον κώδικα συνεννόησης που επιδείκνυαν οι γέροι εκείνοι υπάλληλοι. Το γεγονός ότι θα γινόμουν κατανοητός μέσ' από τα δικά τους λόγια μου ήταν α-νυπόφορο. Και αυτό, γιατί τα δικά μου ήταν άλλου είδους. Μην ξεχνάτε, σας παρακαλώ, πως ακόμη και όταν είδα τον Η-γούμενο να περπατά με εκείνη την γκέισα της Γκιόν, δεν πα-ρασύρθηκα ούτε κατά το ελάχιστο από το μίσος.

Η συνομιλία των γερόντων υπαλλήλων έφυγε από το μυα-λό μου, αφήνοντάς μου μονάχα ένα αμυδρό μίσος και μια πα-ρατεταμένη μυρωδιά μετριότητας. Δεν είχα καμιά πρόθεση να ζητήσω δημόσια υποστήριξη για τις σκέψεις μου. Ούτε σκό-πευα να εξασφαλίσω ένα περίγραμμα για τις ιδέες μου, που ί-σως να τις έκανε πιο κατανοητές στον κόσμο. Όπως έχω πει ε-πανειλημμένα, το γεγονός ότι δεν με καταλάβαιναν οι άλλοι α-ποτελούσε τον κύριο λόγο της ύπαρξής μου.

Η πόρτα του βαγονιού άνοιξε και εμφανίστηκε ένας πωλη-τής με ένα μεγάλο καλάθι κρεμασμένο στο λαιμό του. Ανήγ-γειλε τα εμπορεύματά του με βραχνή φωνή. Ξαφνικά αισθάν-θηκα να πεινάω και αγόρασα ένα κουτί με φαγητό. Αντί για ρύζι, είχε πράσινο φιδέ με φύκια. Παρότι η καταχνιά είχε δια-λυθεί, δεν υπήρχε στον ουρανό καμιά διαύγεια. Στους πρόπο-

237

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

δες των βουνών Τάμπα, έβλεπα τις μουριές να αναπτύσσονται στην άγονη γη. Και ακόμη, ξεχώριζα τα σπίτια όπου έμεναν ό-σοι δούλευαν στη χαρτοποιία.

Ο κόλπος του Μαϊζούρου. Το όνομα με συγκίνησε όπως με συγκινούσε και τότε. Δεν είμαι σίγουρος γιατί. Από την παιδι-κή μου ηλικία, τις μέρες κοντά στο χωριό Σιρακού, το «Μαϊ-ζούρου» είχε γίνει ένα είδος γενικού όρου για τη θάλασσα που δεν τη βλέπεις, φτάνοντας τελικά στο σημείο να αντιπροσω-πεύει αυτή καθαυτή την απειλή της.

Η αθέατη θάλασσα μπορούσε να φανεί καθαρά από την κορφή του όρους Αόμπα, που υψωνόταν πίσω από το χωριό Σιρακού. Είχα σκαρφαλώσει δύο φορές σε εκείνο το βουνό. Τη δεύτερη, είδα το συνδυασμό της ναυτικής μοίρας που έτυχε να είναι αγκυροβολημένη στον Ναυτικό Λιμένα του Μαϊζούρου. Τα πλοία που ήταν αραγμένα στον αστραφτερό κόλπο ίσως και να αποτελούσαν μέρος κάποιας μυστικής διάταξης δυνά-μεων. Καθετί που περιέβαλλε αυτή τη μοίρα είχε να κάνει με τη μυστικότητα και δεν μπορούσες παρά να αναρωτηθείς αν όντως υπήρχε στόλος. Κατά συνέπεια, η συνδυασμένη ναυτι-κή μοίρα που είδα από μακριά έμοιαζε σαν σμήνος από μεγα-λόπρεπα μαύρα θαλασσοπούλια που τα γνώριζε κανείς μόνον κατ' όνομα και ίσως, το πολύ πολύ, να τα είχε δει σε φωτο-γραφίες. Έδειχναν να απολαμβάνουν μια μυστική κολύμβηση στον κόλπο, κάτω από το άγρυπνο μάτι ενός άγριου γέρικου πουλιού, αγνοώντας, δήθεν μακαρίως, ότι τα παρακολουθού-σαν.

Η φωνή του εισπράκτορα με επανέφερε στην πραγματικό-τητα. Είχε μπει μέσα και ανήγγελλε τον επόμενο σταθμό: δυ-τικό Μαϊζούρου. Ανάμεσα στους επιβάτες δεν υπήρχε τώρα ούτε ένας από εκείνους τους ναυτικούς που έσπευδαν στο πα-ρελθόν να πάρουν τον σάκο τους στους ώμους. Οι μόνοι που

238

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

(•τοιμάζονταν να βγουν από το τραίνο -εκτός, βέβαια, από μέ-να- ήταν ελάχιστοι άνθρωποι που έμοιαζαν με μαυραγορίτες.

Όλα είχαν αλλάξει - επρόκειτο για κάποιο ξένο λιμάνι. Οι (χγγλόφωνες ταμπέλες ανθούσαν απειλητικά στο σταυροδρόμι κ(χι πολυάριθμα αμερικανικά στρατεύματα κινούνταν τριγύ-ρ(ο. Κάτω από τον συννεφιασμένο χειμωνιάτικο ουρανό, μια κρύα, φορτωμένη με αλάτι αύρα φυσούσε στον δρόμο, κατα-(τκεύασμένον με ένα ιδιαίτερο πλάτος για στρατιωτικούς σκο-πούς. Ανέδιδε μάλλον την ανόργανη μυρωδιά του σκουρια-(τμένου σίδερου, παρά την πνοή της θαλάσσιας αύρας. Η στε-νή λωρίδα του νερού που οδηγούσε σαν κανάλι στο κέντρο της πόλης, η ακίνητη επιφάνειά του, το μικρό αμερικανικό πολε-[ΐικό σκάφος, δεμένο στην ακτή, κοντολογίς όλα δημιουργού-(ταν αναμφισβήτητα μιαν αίσθηση ειρήνης. Ωστόσο, ένα υπερ-βολικό σύστημα υγιεινής είχε αφαιρέσει από το λιμάνι το προηγούμενο ανήσυχο φυσικό του σφρίγος, κάνοντας ολό-κληρη την πόλη να μοιάζει με κάτι σαν νοσοκομείο.

Δεν το περίμενα, στην καινούργια μου συνάντηση μαζί της, η θάλασσα να μου φανεί τόσο οικεία, αν και θα μπορούσε κάλ-λιστα να φτάσει από πίσω ένα τζιπ και να με σπρώξει στο νε-ρό, απλώς για αστείο. Όταν τη σκέφτομαι τώρα, συνειδητο-ποιώ πως η παρόρμηση για το ταξίδι μου έκλεινε μέσα της κά-ποιο δικό της κάλεσμα. Δεν επρόκειτο βέβαια για ένα τεχνητό λιμάνι, όπως εκείνο του Μαϊζούρου, αλλά για μια θάλασσα α-φηνιασμένη που διατηρούσε ακόμη το πρωταρχικό της σφρί-γος, όπως εκείνη που είχα έρθει σε επαφή μαζί της στην παι-δική μου ηλικία, στο σπίτι μου, στο ακρωτήρι Ναριού. Ναι, ή-ταν η ευέξαπτη, πηχτή θάλασσα, πάντοτε οργισμένη, που τη συναντάς κατά μήκος της ακτής της Θάλασσας της Ιαπωνίας.

Έτσι, αποφάσισα να πάω στη Γιούρα. Μολονότι η ακτή γε-μίζει λουόμενους την εποχή του καλοκαιριού, τώρα θα είναι

2 3 9

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

σίγουρα έρημη και δεν θα υπάρχει τίποτε παρά μόνον η θά-λασσα και η στεριά, σκοτεινές δυνάμεις που αντιμάχονται η μια την άλλη. Από το δυτικό Μαϊζούρου μέχρι τη Γιούρα, η α-πόσταση ήταν λίγο περισσότερο από εφτά μίλια. Τα πόδια μου μόλις που θυμούνται τον δρόμο.

Ο δρόμος ακολουθούσε το χαμηλότερο τμήμα του κόλπου δυτικά του Μαϊζούρου, έτεμνε σε ορθή γωνία τη Γραμμή Μι-γιάζου, διέσχιζε το πέρασμα του Τακατζίρι και έβγαινε στον ποταμό Γιούρα. Κατόπιν, αφού διέσχιζε τη γέφυρα Οκάουα, ακολουθούσε το ποτάμι προς βορράν, κατά μήκος της δυτικής όχθης. Από κει και πέρα, απλώς πήγαινε με τη ροή του ποτα-μού, φτάνοντας μέχρι τις εκβολές του στη θάλασσα.

Εγκατέλειψα την πόλη και άρχισα να προχωρώ στον δρό-μο. Ένιωσα τα πόδια μου βαριά και αναρωτήθηκα: «Τι θα βρω άραγε στη Γιούρα; Τι είδους απόδειξη περιμένω να βρω, αντάξια όλης αυτής της προσπάθειας που καταβάλλω; Σίγου-ρα δεν θα υπάρχει εκεί παρά μόνο μια προέκταση της Θά-λασσας της Ιαπωνίας και μια ερημική ακτή». Παρ' όλα αυτά, τα πόδια μου δεν έλεγαν να ανακόψουν την ταχύτητά τους. Προσπαθούσα να φτάσω κάπου, οπουδήποτε. Το όνομα του τόπου για τον οποίο είχα ξεκινήσει δεν είχε ούτε την ελάχιστη σημασία. Εμπνεόμουν από το θάρρος -από ένα θάρρος σχε-δόν ανήθικο- για να αντιμετωπίσω τον προορισμό μου, όποιος κι αν ήταν.

Πού και πού, οι απαλές δέσμες του ήλιου γλιστρούσαν ά-στατα και οι ήρεμες αχτίδες τους έλαμπαν θελκτικά μέσ' από τα κλαδιά των μεγάλων ΙίογαΜ, δίπλα στον δρόμο. Εντελώς α-νεξήγητα, ένιωσα ότι δεν θα μπορούσα να χασομερήσω. Δεν είχα χρόνο για ανάπαυση.

Αντί να βρω μια ήρεμη πλαγιά που να κατεβαίνει σε ένα πλατύ φαράγγι, είδα ξαφνικά τον ποταμό Γιούρα στο βουνό,

2 4 0

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

μέσα από ένα στενό μονοπάτι. Το νερό ήταν γαλάζιο και, παρ' όλο το πλάτος του ποταμού, αργοκυλούσε κάτω από τον συν-νεφιασμένο ουρανό, σαν να σερνόταν απρόθυμα προς τη θά-λασσα.

Όταν έφτασα στη δυτική όχθη, δεν υπήρχε στον δρόμο ού-τε ένα αυτοκίνητο, ούτε ένας πεζός. Κατά διαστήματα, διέκρι-να κάποιον πορτοκαλεώνα στις παρυφές, αλλά δεν φαινόταν ψυχή. Καθώς περνούσα το μικρό χωριουδάκι Καζούε, άκου-σα τον θόρυβο της χλόης που παραμέριζε. Ήταν ένας σκύλος, που μόνο το πρόσωπό του ξεπρόβαλλε μέσ' από το χορτάρι. Οι τρίχες στο πάνω μέρος της μύτης του ήταν μαύρες.

Ήξερα πως, σύμφωνα με μια αρκετά αμφισβητούμενη πα-ράδοση, αυτή η περιοχή ήταν ονομαστή ως τόπος διαμονής του παλιού εκείνου πυργοδεσπότη, του Σάνσο Νταγιού. Δεν είχα όμως την πρόθεση να σταματήσω εκεί και προσπέρασα δίχως καν να δώσω σημασία. Γιατί το μόνο που κοίταζα ήταν το ποτάμι. Καταμεσής του, βρισκόταν ένα μεγάλο νησί, περι-τριγυρισμένο από μπαμπού. Παρότι υπήρχε τέλεια άπνοια στο δρόμο, τα μπαμπού στο νησί είχαν λυγίσει από τον άνεμο. Το νησί είχε τέσσερις ή πέντε ορυζώνες, που ποτίζονταν από το βροχόνερο. Ωστόσο, δεν υπήρχε ούτε ένας αγρότης. Ο μό-νος άνθρωπος που έβλεπα ήταν κάποιος που στεκόταν με γυ-ρισμένη την πλάτη, κρατώντας μια πετονιά. Εδώ και αρκετή (ί)ρα, δεν είχα δει κανέναν άλλο. Ένιωσα μια κάποια φιλική διάθεση γι' αυτόν. Φαίνεται πως ψάρευε κέφαλους. Στην προ-κειμένη περίπτωση, σκέφτηκα, δεν θα πρέπει να βρίσκομαι πολύ μακριά από τον ποταμόκολπο.

Το δυνατό θρόισμα των μπαμπού, καθώς λύγιζαν με τον ά-νεμο, κατέπνιγε τον θόρυβο του νερού. Κάτι σαν καταχνιά σηκώθηκε πάνω από το νησί: προφανώς, είχε αρχίσει να βρέ-χει. Οι σταγόνες της βροχής ζωντάνεψαν την ξεραμένη όχθη

241

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

του ποταμού και, πριν το αντιληφθώ, άρχισαν να πέφτουν πά-νω μου. Καθώς στεκόμουν αγναντεύοντας το νησί και μου-σκεύοντας σιγά σιγά, πρόσεξα ότι τώρα δεν υπήρχε ούτε ίχνος βροχής λίγο πιο πέρα. Ο άνθρωπος που ψάρευε δεν είχε με-τακινηθεί καθόλου από την πρώτη φορά που τον είδα. Γρήγο-ρα, η νεροποντή ξεμάκρυνε κι από κοντά μου.

Σε κάθε στροφή του δρόμου, τα σπάρτα και τα φθινοπω-ριάτικα λουλούδια σκέπαζαν το οπτικό μου πεδίο. Γρήγορα ό-μως, θα έφτανα στο μέρος όπου θα ανοίγονταν μπροστά στα μάτια μου οι εκβολές του ποταμού. Ένας υπερβολικά κρύος θαλασσινός αέρας με χτύπησε στο πρόσωπο. Ο Γιούρα απο-κάλυπτε μια πληθώρα από ερημονήσια κοντά στις εκβολές του. Το νερό του ποταμού ζύγωνε, βέβαια, στη θάλασσα και εί-χε ήδη γίνει ένα με το αρμυρό νερό, αλλά η επιφάνειά του γι-νόταν όλο και πιο ήρεμη, χωρίς να προμηνά αυτό που ερχόταν - ακριβώς σαν ένα πρόσωπο που λιποθύμησε και πεθαίνει δί-χως να ανακτήσει τις αισθήσεις του.

Ο ποταμόκολπος ήταν απροσδόκητα στενός. Η θάλασσα κειτόταν εκεί, αδιόρατα ανακατεμένη με τους μαύρους σωρεί-τες, και έλιωνε σαν να εισέβαλε μέσα στο ποτάμι. Για να απο-κτήσω μια αίσθηση αφής με αυτή τη θάλασσα, θα έπρεπε να διανύσω ακόμη μια μεγάλη έκταση, με τον άνεμο να πνέει ά-γρια κατά πάνω μου μέσ' από τους κάμπους και τους ορυζώ-νες. Ο άνεμος χάραζε τα σχέδιά του πάνω σε ολόκληρη την υ-δάτινη επιφάνεια. Εξαιτίας της έχανε τη βίαιη ενέργειά του στους έρημους αγρούς. Και η θάλασσα που σκέπαζε τη χειμω-νιάτικη αυτή περιοχή ήταν -θαρρείς- από αχνό. Μια θάλασσα αδιάλλακτη, δεσποτική, αθέατη.

Πέρα από το στόμιο του ποταμού, τα κύματα αποτραβή-χτηκαν αποκαλύπτοντας βαθμιαία την έκταση της γκρίζας ε-πιφάνειας. Ένα νησί σχηματίστηκε σαν ημίψηλο, σκληρό κα-

242

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

πέλο, επιπλέοντας στο ποτάμι. Ήταν η νήσος Καμμούρι, που (χποτελούσε προφανώς την κατοικία των σπάνιων πτηνών ο-(ΐίζοννάγκί.

Αποφάσισα να πάω σε έναν από τους αγρούς. Κοίταξα γύ-ρω μου. Ο τόπος είχε ερημώσει. Εκείνη τη στιγμή, μια σκέψη πέρασε σαν αστραπή από τον νου μου. Μόλις όμως τη συνει-δητοποίησα, χάθηκε και την έχασα κι εγώ. Στάθηκα εκεί για λίγο. Ο παγωμένος αέρας που φυσούσε πάνω στο σώμα μου μού είχε κλέψει όλη μου τη σκέψη. Άρχισα να περπατώ μέσα (ττον άνεμο. Οι φτωχικοί αγροί χάνονταν μέσα στην πετρώδη, (χγονη γη. Το χορτάρι είχε ξεραθεί. Το μόνο αμάραντο πράσι-νο ήταν εκείνο κάποιων αγριόχορτων, όπως τα βρύα που προ-(τκολλώνται στο έδαφος, ή ακόμη, κάποια άλλα με όψη συρρι-κνωμένη. Το χώμα ήταν κιόλας ανάκατο με άμμο.

Άκουσα έναν υπόκωφο, τρεμουλιαστό θόρυβο. Ύστερα, α-ντήχησαν στ' αυτιά μου ανθρώπινες φωνές. Τις άκουσα στρέ-φοντας τα νώτα μου στον άγριο άνεμο και ατενίζοντας πίσω μου την κορφή του Γιουραγκατάκε.

Κοίταξα ολόγυρά μου για να δω ανθρώπινα πλάσματα. Ένα μικρό μονοπάτι έβγαζε κάτω στην παραλία, κατά μήκος των χαμηλών βράχων. Ήξερα ότι άρχιζαν σιγά σιγά να γίνο-νται έργα για να προστατευθούν οι βράχοι από την εκτεταμέ-νη διάβρωση. Κολόνες από τσιμέντο ήταν σπαρμένες εδώ κι ε-κεί σαν άσπροι σκελετοί και υπήρχε μια παράξενη δροσιά στο χρώμα του καινούργιου τσιμέντου που ερχόταν σε αντίθεση με την άμμο. Ο υπόκωφος, τρεμουλιαστός θόρυβος ερχόταν από την μπετονιέρα, καθώς αυτή άδειαζε το τσιμέντο στον σκελε-τό. Ενώ περνούσα με τη φοιτητική μου στολή, μια ομάδα από εργάτες με κοκκινισμένες μύτες με κοίταξαν περίεργα. Έριξα μια ματιά προς την κατεύθυνσή τους. Σε αυτό περιορίστηκαν οι ανθρώπινοι χαιρετισμοί ανάμεσά μας.

2 4 3

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Η θάλασσα αποτραβιόταν απότομα από την ακτή σε σχή-μα κώνου. Διασχίζοντας τη γρανιτένια άμμο, προχωρούσα προς την όχθη του νερού. Η σκέψη ότι πορευόμουν βήμα προς βήμα προς το μοναδικό νόημα που είχε περάσει αστραπιαία α-πό τον νου μου πριν λίγη ώρα με έκανε να πλημμυρίσω από χαρά. Ο άνεμος ήταν παγωμένος και, καθώς δεν φορούσα γά-ντια, τα χέρια μου είχαν κοκαλώσει. Ωστόσο, μου ήταν εντε-λώς αδιάφορο.

Ναι, ήταν όντως η ακτή της Θάλασσας της Ιαπωνίας! Εδώ βρισκόταν η πηγή της δυστυχίας μου και όλων των ζοφερών μου σκέψεων, η αρχή όλης μου της ασχήμιας και της δύναμης. Η θάλασσα ήταν μανιασμένη. Κύματα ξεχύνονταν μπροστά σε μια μάζα σχεδόν συμπαγή, αφήνοντάς σε να διακρίνεις μόλις τους ήπιους γκρίζους κόλπους που ανοίγονταν ανάμεσά τους. Μαζεμένοι πάνω από την ανοιχτή θάλασσα, οι μεγάλοι σω-ρείτες αποκάλυπταν το βάρος και συγχρόνως τη λεπτότητά τους. Με άλλα λόγια, αυτή η βαριά, ακαθόριστη συσσώρευση νεφών κατέληγε σε μια γραμμή τόσο ελαφριά και ψυχρή, όσο εκείνη του πιο ντελικάτου φτερού. Στο κέντρο της τύλιγε έναν ξεθωριασμένο γαλάζιο ουρανό, για την πραγματική υπόσταση του οποίου δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος. Πίσω από τα νε-ρά, στο χρώμα του ψευδάργυρου, υψώνονταν τα πορφυρό-μαυρα βουνά του ακρωτηρίου. Όλα πρόδιναν μια ταραχή και μια ακινησία, μια δύναμη σκοτεινή και συγχρόνως αεικίνητη, μια στερεοποιημένη μεταλλική αίσθηση.

Ξαφνικά, θυμήθηκα τι μου είχε πει ο Κασιουάγκι, την ημέ-ρα που πρωτοσυναντηθήκαμε. Όταν κάθεσαι στο καλοκουρε-μένο γρασίδι, κάποιο όμορφο ανοιξιάτικο απόγευμα, με τη μα-τιά σου να πλανιέται αόριστα στον ήλιο που λάμπει πάνω από τα φύλλα ζωγραφίζοντας σχήματα στη χλόη, τότε ξεπετιέται ξάφνου μέσα σου η σκληρότητα.

244

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Βρισκόμουν τώρα μπροστά στα κύματα και στον άγριο βο-ριά. Δεν υπήρχε ούτε όμορφο ανοιξιάτικο απόγευμα ούτε κα-λοκουρεμένο γρασίδι. Κι όμως, η έρημη φύση που απλωνόταν [ΐπροστά μου μού δημιουργούσε μια διάθεση ευχάριστη, μια και ήταν πιο στενά δεμένη με την ύπαρξή μου από οποιοδήπο-τε γρασίδι σε ένα πρώιμο ανοιξιάτικο απόγευμα. Εδώ μπορού-(τα να είμαι αυτάρκης. Εδώ δεν ένιωθα να με απειλεί τίποτε.

Ήταν άραγε η ιδέα που μου περνούσε τώρα από τον νου, μια ιδέα βάναυση, σύμφωνα με την έννοια που έδινε στη λέξη ο Κασιουάγκι; Δεν ξέρω. Οπωσδήποτε όμως, τούτη η σκέψη που γεννήθηκε ξαφνικά μέσα μου, αποκαλύπτοντας το νόημα που είχε ήδη περάσει σαν αστραπή από το μυαλό μου, γέμιζε το εσώτερο είναι μου με φως. Δεν είχα προσπαθήσει ως τώρα να το σκεφτώ βαθύτερα: απλώς είχα αρπαχτεί από την ιδέα, (ταν να με είχε χτυπήσει το φως. Αμέσως μόλις γεννήθηκε, ε-κείνη η πρωτόφαντη σκέψη άρχισε να μεγαλώνει σε δύναμη και μέγεθος. Όχι μόνο την είχα κλείσει μέσα μου, αλλά και με είχε τυλίξει. Και η ιδέα που με τύλιγε τώρα από παντού ήταν: «Πρέπει να κάψω τον Χρυσό Ναό».

245

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ο Γ Δ Ο Ο

ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, ΣΥΝΕΧΙΣΑ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΩ ΚΑΙ ΕΦΤΑΣΑ ΜΠΡΟΣΤΑ

στον σταθμό Τάνγκο-Γιούρα στη Γραμμή Μιγιάζου. Ό-ταν είχα έρθει εδώ σε μια σχολική εκδρομή με το Γυμνά-

σιο του ανατολικού Μαϊζούρου, είχαμε ακολουθήσει την ίδια πορεία και είχαμε πάρει το τραίνο από αυτόν τον σταθμό. Δεν υπήρχε σχεδόν κανένας στον δρόμο μπροστά από τον σταθμό κι εύκολα θα έλεγες ότι επρόκειτο για ένα μέρος όπου η ζωή των ανθρώπων εξαρτιόταν από τη σύντομη καλοκαιρινή επο-χή, όταν έφτανε ένας σημαντικός αριθμός επισκεπτών.

Αποφάσισα να μείνω σε ένα μικρό πανδοχείο, με μια επι-γραφή που έλεγε: «Γιούρα Χολ - Πανδοχείο για Αουόμενους». Άνοιξα το συρτό γυάλινο παράθυρο στην είσοδο και ανήγγει-λα την παρουσία μου. Ωστόσο, δεν πήρα απάντηση. Είχε σκό-νη στα σκαλοπάτια. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά και το εσωτερικό του σπιτιού σκοτεινό. Δεν φαινόταν ψυχή.

Πήγα στην πίσω πόρτα. Υπήρχε ένας απλός κηπάκος με λί-γα μαραμένα χρυσάνθεμα. Ένας κάδος βρισκόταν σε ένα ψη-λό ράφι για τους καλοκαιρινούς επισκέπτες. Τον χρησιμοποι-ούσαν προκειμένου να ξεπλένουν την άμμο που κολλούσε πά-νω τους, όταν γυρνούσαν από το κολύμπι.

Σε μικρή απόσταση από το κυρίως κτήριο, βρισκόταν ένα σπίτι, όπου ζούσε προφανώς ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου με 2 4 6

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

την οικογένεια του. Άκουγα τον ήχο του ραδιοφώνου μέσ' α-πό τις κλειστές γυάλινες πόρτες. Αυτός ο άσκοπα έντονος ή-χος είχε κάτι το σπηλαιώδες, που με έκανε να αντιληφθώ ότι πράγματι δεν υπήρχε κανείς στο σπίτι. Μερικά ζευγάρια τσό-καρα ήταν σκόρπια στην είσοδο. Στάθηκα έξω αναγγέλλοντας την παρουσία μου κάθε φορά που σταματούσε ο θόρυβος του ραδιοφώνου. Όπως είχα προβλέψει όμως, δεν υπήρχε απά-ντηση ούτε κι από αυτό το κτήριο.

Μια σκιά φάνηκε στο βάθος. Ο ήλιος διαπέρασε δειλά τον συννεφιασμένο ουρανό. Δεν το είχα προσέξει, μέχρι που είδα τυχαία στην είσοδο τις ίνες του ξύλινου κιβώτιου για τα τσό-καρα να γίνονται πιο λαμπερές. Μια γυναίκα με κοίταζε. Είχε τέτοιο πάχος που οι καμπύλες του άσπρου κορμιού της ήταν ε-λαφρά διογκωμένες. Εξάλλου, τα μάτια της ήταν τόσο μικρά που σχεδόν δεν φαίνονταν. Της ζήτησα ένα δωμάτιο. Η γυ-ναίκα, όχι μόνο δεν μου είπε να την ακολουθήσω, αλλά μου γύρισε την πλάτη χωρίς καν να μου μιλήσει και βάδισε προς την είσοδο.

Μού έδωσαν ένα μικρό γωνιακό δωμάτιο στον δεύτερο ό-ροφο, με θέα προς τη θάλασσα. Ήταν κλεισμένο για πολύ και-ρό και η αδύναμη φωτιά του μαγκαλιού που μου έφερε η γυ-ναίκα γρήγορα γέμισε την ατμόσφαιρα με καπνιά, αφήνοντας μιαν αφόρητη μυρωδιά μούχλας. Άνοιξα το παράθυρο και α-φέθηκα στον βοριά. Προς την κατεύθυνση της θάλασσας, τα σύννεφα συνέχιζαν εκείνο το αργό και άχαρο παιχνίδι τους, που δεν ήθελαν να το αντιληφθεί κανείς. Έμοιαζαν με καθρέ-φτισμα μιας άσκοπης παρόρμησης της φύσης. Σε ορισμένες μεριές τους, μπορούσες να δεις κομμάτια του ουρανού - μικρά γαλάζια κρύσταλλα μιας διαρκούς στιλπνότητας. Η ίδια η θά-λασσα ήταν αθέατη.

Ορθός δίπλα στο παράθυρο, άρχισα να αποζητώ επίμονα

247

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

την προηγούμενη ιδέα μου. Απορώ πώς δεν κατέληξα στην ι-δέα του φόνου του Ηγούμενου, πριν σκεφτώ να πυρπολήσω τον ναό. Τώρα συνειδητοποιώ ότι η πιθανότητα να τον σκο-τώσω είχε περάσει φευγαλέα από το μυαλό μου. Ωστόσο, κα-τάλαβα αμέσως πόσο ανώφελο θα ήταν. Ακόμη κι αν είχα κα-τορθώσει να τον σκοτώσω, το ξυρισμένο παπαδίστικο κεφάλι του κι εκείνο το κακό που έκλεινε μέσα του -υποκατάστατο της αδυναμίας- θα εξακολουθούσαν να εμφανίζονται αδιάκο-πα μέσα από τον σκοτεινό ορίζοντα. Γενικά, όσα πράγματα διέθεταν, όπως ο Χρυσός Ναός, το χάρισμα της ζωής, δεν εί-χαν το σκληρό χαρακτηριστικό της οριστικής ύπαρξης. Τα αν-θρώπινα όντα κατείχαν ένα μέρος από τα ποικίλα γνωρίσμα-τα της φύσης και το διασπούσαν κάνοντάς το να πολλαπλα-σιάζεται, με την αποτελεσματική μέθοδο της υποκατάστασης. Αν ο σκοπός ενός φόνου είναι να αφανίσει την οριστική ιδιό-τητα του θύματος, τότε ο συγκεκριμένος φόνος βασιζόταν σε έναν μονίμως λανθασμένο υπολογισμό. Έτσι, οι σκέψεις μου με οδηγούσαν να αναγνωρίζω όλο και πιο καθαρά ότι υπήρχε μια πλήρης αντίθεση ανάμεσα στην ύπαρξη του Χρυσού Να-ού και σε εκείνη των ανθρώπινων όντων. Αφενός, μια ψευ-δαίσθηση αθανασίας ξεπρόβαλλε από την καταφανώς φθαρ-τή όψη των ανθρώπινων όντων. Αφετέρου, η καταφανώς ά-φθαρτη ομορφιά του Χρυσού Ναού έγινε αφορμή για την εμ-φάνιση της πιθανότητας καταστροφής του. Θνητές οντότητες, όπως τα ανθρώπινα όντα, δεν μπορούν να ξεριζωθούν. Αφθαρτες οντότητες, όπως ο Χρυσός Ναός μπορούν να κα-ταστραφούν. Γιατί δεν το έχει συνειδητοποιήσει αυτό κανείς; Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία όσον αφορά την πρωτοτυπία του συμπεράσματός μου. Αν επρόκειτο να βάλω φωτιά στον Χρυσό Ναό -που είχε, άλλωστε, χαρακτηριστεί το 1897 ως Ε-θνικός Θησαυρός-, θα διέπραττα μια πράξη πλήρους κατα-

248

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

(ττροφής, ανεπανόρθωτου ολέθρου, μια πράξη που θα μείωνε πραγματικά τον όγκο της ομορφιάς, την οποία δημιούργησαν σε αυτόν τον κόσμο ανθρώπινα όντα.

Συνεχίζοντας να σκέφτομαι κατ' αυτόν τον τρόπο, είχα πα-ρασυρθεί από μια χιουμοριστική διάθεση. Αν πυρπολήσω τον Χρυσό Ναό, έλεγα μέσα μου, θα κάνω κάτι που θα έχει μεγά-λη εκπαιδευτική αξία. Γιατί θα διδάξει στον κόσμο ότι δεν έ-χει νόημα να ερμηνεύεις την αφθαρσία αναλογικά. Θα μάθουν πως, το γεγονός και μόνον ότι ο Χρυσός Ναός εξακολουθεί να υπάρχει, πως εξακολουθεί να στέκει για πεντακόσια πενήντα χρόνια δίπλα στη Λίμνη Κυόκο, δεν του παρέχει καμιά απο-λύτως εγγύηση. Θα διαποτιστούν με μιαν αίσθηση ανησυχίας, όταν θα συνειδητοποιήσουν ότι το αυταπόδεικτο αξίωμα που η δική μας επιβίωση έχει προσάψει στον ναό μπορεί να κα-ταρρεύσει από τη μία μέρα στην άλλη.

Η συνέχεια της ζωής μας προασπίζεται από το ότι μας πε-ριβάλλει η στερεοποιημένη ουσία του χρόνου που κράτησε για μια δεδομένη χρονική περίοδο. Πάρτε, για παράδειγμα, ένα μικρό συρτάρι, που το έφτιαξε ο ξυλουργός για τις ανέσεις κά-ποιας οικογένειας. Με το πέρασμα του χρόνου, το πραγματικό του σχήμα νικιέται από τον ίδιο τον χρόνο και, καθώς περνούν οι δεκαετίες και οι αιώνες, λες κι ο χρόνος έχει στερεοποιηθεί και έχει περιβληθεί εκείνο το σχήμα. Ένας δεδομένος μικρός χώρος, που αρχικά γέμιζε από αυτό το αντικείμενο, γεμίζει τώ-ρα από στερεοποιημένο χρόνο. Στην πραγματικότητα, έχει εκ-πληρωθεί η ενσάρκωση κάποιας μορφής πνεύματος. Στην αρ-χή του Τσουκουμογκάμι-κί, ενός μεσαιωνικού βιβλίου με πα-ραμύθια, βρίσκουμε το ακόλουθο εδάφιο: «Είναι γραμμένο στην ανθολογία σχετικά με τις κοσμικές δυνάμεις Γιν και Γιανγκ πως, αφού περάσουν εκατό χρόνια και τα αντικείμενα μετα-μορφωθούν σε πνεύματα, οι καρδιές των ανθρώπων θα παρα-

2 4 9

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

πλανηθούν. Και έτσι δόθηκε το όνομα Τσουκουμογκάμι, η χρονιά του πενθούντος πνεύματος. Ο κόσμος συνηθίζει να ση-κώνει όλα τα σκεύη του παλιού νοικοκυριού του, κάθε χρόνο πριν τον ερχομό της άνοιξης, και να τα πετάει στον δρόμο. Αυ-τό είναι γνωστό ως το σκούπισμα του σπιτιού. Κατά τον ίδιο τρόπο, κάθε εκατό χρόνια, οι άνθρωποι πρέπει να περάσουν τα βάσανα του Τσουκουμογκάμι».

Έτσι και η πράξη μου θα άνοιγε τα μάτια των ανθρώπων προς τα βάσανα του Τσουκουμογκάμι, σώζοντάς τους από ε-κείνες τις συμφορές. Με την πράξη μου, θα έριχνα τον κόσμο στον οποίο υπήρχε ο Χρυσός Ναός μέσα σε έναν κόσμο όπου αυτός δεν υπήρχε. Το νόημα του κόσμου ασφαλώς θα άλλαζε.

Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν αυτό, τόσο πιο χαρούμε-νος ένιωθα. Το τέλος και η πτώση του κόσμου -εκείνου που τώρα με περιέβαλλε και βρισκόταν μπροστά στα μάτια μου-δεν ήταν μακριά. Οι αχτίδες του ήλιου που έδυε απλώνονταν πάνω στη γη. Ο Χρυσός Ναός άστραφτε μέσα στο φως τους και ο κόσμος που τον έκλεινε μέσα του έφευγε ανά πάσα στιγ-μή, σαν την άμμο που διαρρέει ανάμεσα στα δάχτυλά μας.

Η παραμονή μου στο Γιούρα Χολ τερματίστηκε μετά από τρεις μέρες, όταν η ιδιοκτήτρια του πανδοχείου που με υπο-ψιαζόταν επειδή δεν είχα ξεμυτίσει από το πανδοχείο αυτό το διάστημα, πήγε να φέρει έναν αστυνομικό. Μόλις τον είδα να μπαίνει στο δωμάτιό μου με τη στολή του, φοβήθηκα ότι θα α-νακάλυπτε το σχέδιό μου. Συνειδητοποίησα όμως μεμιάς ότι οι φόβοι μου ήταν αβάσιμοι. Απαντώντας στις ερωτήσεις του, του είπα ακριβώς τι είχε συμβεί. Με άλλα λόγια ότι είχα θελή-σει να το σκάσω για λίγο από τη ζωή μου στον ναό και ότι το είχα κάνει. Κατόπιν, του έδειξα την πανεπιστημιακή μου ταυ-τότητα και, αργότερα, ενώ με παρατηρούσε, έκανα μια ιδιαί-τερη νύξη τακτοποίησης του λογαριασμού μου στο ακέραιο.

2 5 0

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Κοιτά συνέπεια, ο αστυνομικός υιοθέτησε μια στάση προστα-τευτική. Τηλεφώνησε αμέσως στον ναό για να βεβαιωθεί ότι η κιτορία μου ήταν ακριβής και με πληροφόρησε ότι θα με πή-γοιινε πίσω ο ίδιος. Για να αποφύγω οποιαδήποτε πιθανή επί-πτωση για «το μέλλον μου», όπως το ονόμασε, μπήκε στον κό-πο να βγάλει τη στολή στη διάρκεια του ταξιδιού.

Ενώ περιμέναμε το τραίνο στον σταθμό Τάνγκο-Γιούρα, ξέσπασε μια νεροποντή και, επειδή δεν υπήρχε στέγη, έγιναν (ΐμέσως όλα μούσκεμα. Φορώντας τα πολιτικά του ρούχα, ο α-(ττυνομικός με συνόδευσε στο γραφείο του σταθμού, όπου και κ(χμάρωνε ιδιαίτερα επιδεικνύοντάς μου το γεγονός ότι ο (τταθμάρχης και οι άλλοι υπάλληλοι ήταν προσωπικοί του φί-λοι. Και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, με σύστηνε στον κα-θένα σαν ανιψιό του που ήρθε από το Κιότο για να τον επι-(τκεφτεί.

Κατάλαβα την ψυχολογία των επαναστατών. Αυτοί οι δη-μόσιοι υπάλληλοι, ο επικεφαλής του σταθμού και ο αστυνομι-κός, που κάθονταν τώρα φλυαρώντας γύρω από την κόκκινη θράκα του σιδερένιου μαγκαλιού, δεν είχαν το παραμικρό προαίσθημα για τη μεγάλη μεταβολή του κόσμου που προχω-ρούσε μπροστά στα ίδια τους τα μάτια, όπως και για την επι-κείμενη καταστροφή της δικής τους τάξης πραγμάτων.

Όταν ο Χρυσός Ναός γίνει ολοκαύτωμα -ναι, όταν πυρπο-ληθεί-, ο κόσμος αυτών των συντρόφων θα μεταμορφωθεί, ο χρυσός κανόνας της ζωής τους θα ανατραπεί, τα δρομολόγια των τραίνων θα γίνουν άνω κάτω, οι νόμοι θα χάσουν την ε-γκυρότητά τους. Με έκανε ευτυχή η σκέψη ότι αυτοί οι άν-θρωποι αγνοούσαν εντελώς πως ο νέος που καθόταν δίπλα τους, ζεσταίνοντας τα χέρια του στο μαγκάλι με ένα κάπως α-διάφορο βλέμμα, ήταν ένας επίδοξος εγκληματίας.

Ένας νεαρός υπάλληλος του σταθμού, όλο ζωντάνια, μι-

251

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

λούσε σε όλους με δυνατή φωνή για την ταινία που επρόκειτο να δει την επόμενη ελεύθερη ημέρα του. Ήταν μια ταινία υπέ-ροχη που θα έφερνε σίγουρα δάκρυα στα μάτια και συγχρό-νως είχε πλούσια δράση. Ναι, στην επομένη αργία του, θα πή-γαινε στον κινηματογράφο! Αυτό το νεαρό παιδί, που ήταν πολύ πιο λεβέντης από μένα, πολύ πιο ζωντανός, θα πήγαινε στον κινηματογράφο στην επομένη αργία του. Θα καθόταν ε-κεί, κρατώντας στην αγκαλιά του κάποιο κορίτσι, κι ύστερα θα αποσυρόταν για ύπνο. Εξακολουθούσε να πειράζει το α-φεντικό του, λέγοντας αστεία, και να δέχεται ελαφρές επιπλή-ξεις από τους ανωτέρους του, ενώ ταυτόχρονα πηγαινοερχό-ταν βάζοντας κάρβουνα στο μαγκάλι και γράφοντας αριθμούς στον μαυροπίνακα. Για μια στιγμή, ένιωσα ότι ήμουν έτοιμος να παρασυρθώ άλλη μια φορά από τη μαγεία της ζωής ή από τη ζήλια για ζωή. Μπορούσα ακόμη να αποφύγω την πυρπό-ληση. Μπορούσα να φύγω οριστικά από τον ναό, να παραιτη-θώ από την ιεροσύνη και να πέσω με τα μούτρα στη ζωή όπως αυτό το νεαρό παιδί. Αμέσως όμως, οι σκοτεινές δυνάμεις με επανέφεραν στον εαυτό μου απομακρύνοντάς με από τέτοιου είδους ιδέες. Ναι, σε τελευταία ανάλυση πρέπει να κάψω τον Χρυσό Ναό. Μόνο τότε θα αρχίσει μια καινούργια ζωή φτιαγ-μένη στα μέτρα μου.

Ο σταθμάρχης απάντησε στο τηλέφωνο. Στη συνέχεια, πλησίασε στον καθρέφτη και έσιαξε το πηλίκιό του με τα χρυ-σά γαλόνια. Ξερόβηξε, πρόταξε το στήθος του και περπάτησε κορδωμένος προς την πλατφόρμα, σαν να έμπαινε σε μια επί-σημη αίθουσα. Η βροχή είχε σταματήσει. Σύντομα, ακούστηκε ο καθαρός, νωπός θόρυβος του τραίνου καθώς έτρεχε στις γραμμές που περνούσαν μέσ' από τα βράχια και, ένα λεπτό αργότερα, γλίστρησε στον σταθμό.

252

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

ο̂ τ̂ο Κιότο στις οκτώ παρά δέκα και ο αστυνομικός με τα πολιτικά του με οδήγησε στην κυρία πύλη του ναού. Το (^ράδυ ήταν παγερό. Καθώς ξεπετάχτηκα από τη σκοτεινή γραμμή των πεύκων και πλησίασα στην επίμονη φιγούρα της πύλης, είδα να στέκεται εκεί η Μητέρα μου. Έτυχε να βρίσκε-τοιι πλάι στην ταμπέλα όπου ήταν γραμμένο: «Οποιαδήποτε π(χράβαση αυτών των κανονισμών θα τιμωρείται σύμφωνα με τον νόμο». Στο φως του φαναριού της πύλης, έδειχνε τόσο α-ναμαλλιασμένη σαν να είχαν ορθωθεί οι τρίχες της μία μία. Η (αντανάκλαση του φαναριού έκανε τα μαλλιά της να φαντά-ζουν πιο άσπρα. Τριγυρισμένο από την ανασηκωμένη αυτή ά-σπρη μάζα, το μικρό της πρόσωπο ήταν ακίνητο.

Το μικροσκοπικό σώμα της Μητέρας έμοιαζε θλιβερά διο-γκωμένο. Πίσω της απλωνόταν το σκοτάδι της αυλής, που μπορούσα να δω μέσ' από την ανοιχτή πύλη. Η πελώρια φι-γούρα της ξεπρόβαλε μπροστά στο σκοτάδι. Ήταν παλαβά ντυμένη με ένα κουρελιασμένο κιμονό -ό,τι χειρότερο μπο-ρούσε να φορέσει- και είχε δέσει πάνω του την καλύτερη της χρυσοκέντητη ζώνη, τελείως τριμμένη τώρα. Έτσι όπως στε-κόταν έμοιαζε με νεκρή.

Δίστασα να την πλησιάσω. Τη συγκεκριμένη εκείνη στιγμή, ήταν αδύνατον να καταλάβο^ πώς είχε βρεθεί εκεί. Όπως δια-πίστωσα όμως αργότερα, ο Ηγούμενος είχε ζητήσει πληροφο-ρίες από την ιδιαίτερη πατρίδα της Μητέρας, αμέσως μόλις α-νακάλυ'ψε την απόδρασή μου. Ανάστατη, εκείνη επισκέφθηκε τον ναό, όπου και έμεινε μέχρι τον γυρισμό μου.

Ο αστυνομικός με έσπρωξε μπροστά. Κατά περίεργο τρό-πο, το σώμα της Μητέρας μίκραινε καθώς πλησίαζα. Το πρό-σωπό της βρισκόταν πιο χαμηλά από το δικό μου και, καθώς ύαρωσε το βλέμμα της για να με κοιτάξει, παραμορφώθηκε κα-τά γελοίο τρόπο.

2 5 3

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Σχεδόν ποτέ δεν με γέλασε το ένστικτο μου και η θέα των μικρών, πονηρών και βαθουλωμένων ματιών της μου αποδεί-κνυε τώρα πόσο δικαιολογημένο ήταν το μίσος μου προς αυ-τήν. Ένα ατέλειωτο μίσος για το γεγονός ότι με είχε γεννήσει. Και ακόμη, εκείνες οι μνήμες της βαθιάς καταφρόνιας στην ο-ποία με είχε εκθέσει - μια καταφρόνια που, όπως έχω ήδη ε-ξηγήσει, δεν μου άφησε κανένα περιθώριο για να καταστρώ-σω την εκδίκησή μου, αλλά απλώς με απομόνωσε από αυτήν. Εκείνα τα δεσμά ήταν δύσκολο να σπάσουν. Ακόμη και τώρα, μόλις διαισθάνθηκα ότι ήταν μισοβυθισμένη στη μητρική θλί-ψη, ένιωσα ξαφνικά ότι είχα ελευθερωθεί. Δεν ξέρω γιατί, αλ-λά ένιωσα ότι ποτέ πια η Μητέρα δεν θα με απειλούσε.

Ακουγόταν ένα άγριο αναφιλητό, σαν κάποιου που τον στραγγαλίζουν μέχρι να πεθάνει. Ύστερα, εκείνη σήκωσε το χέρι της και άρχισε να χτυπά αδύναμα τα μάγουλά μου.

«Ανάξιε, γιε! Δεν έχεις, λοιπόν, καμιά συναίσθηση των υ-ποχρεώσεών σου;»

Ο αστυνομικός με κοίταζε σιωπηλά ενώ έτρωγα τα χα-στούκια. Τα δάχτυλα της Μητέρας είχαν αποσυντονιστεί και η δύναμη έδειχνε να εγκαταλείπει το χέρι της: κοντολογίς, οι ά-κριες των νυχιών της ηχούσαν πάνω στο μάγουλό μου σαν χα-λάζι. Παρατήρησα ότι, ακόμη και όταν με χτυπούσε, η Μητέ-ρα δεν έχανε το ικετευτικό της βλέμμα και γύρισα αλλού τα μάτια.

Μετά από λίγο, άλλαξε τόνο. «Πήγες και ήρθες όλον αυτόν τον δρόμο», είπε. «Πώς τα βόλεψες με τα χρήματα;»

«Τα χρήματα; Δανείστηκα από έναν φίλο». «Αλήθεια;», είπε η Μητέρα. «Μήπως τα έκλεψες;» «Όχι, δεν τα έκλεψα». Η Μητέρα έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης, σαν να

επρόκειτο για το μοναδικό πράγμα που τη στενοχωρούσε.

254

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

«Αλήθεια; Ώστε δεν έκανες καμιά κακή πράξη;» «Όχι, καμιά». «Εντάξει, κάτι είναι κι αυτό. Οφείλεις όμως να ζητήσεις τα-

πεινά συγγνώμη από τον Ηγούμενο. Του ζήτησα κι εγώ συγ-γνώμη. Πρέπει να πας να τον παρακαλέσεις κι εσύ από τα βά-θη τη^ καρδιάς σου να σε συγχωρέσει. Είναι άνθρωπος με α-νοιχτό μυαλό και νομίζω ότι θα κλείσει το θέμα. Τώρα, πρέπει να αλλάξεις σελίδα στη ζωή σου, διαφορετικά αυτό θα σημά-νει τον θάνατο της δύστυχης γριάς μάνας σου! Μιλάω σοβα-ρά, γιε μου! Θα πεθάνω, αν δεν αλλάξεις. Πρέπει οπωσδήπο-τε να γίνεις μεγάλος ιερέας... Πρώτα απ' όλα, όμως, πρέπει να πας και να ζητήσεις συγγνώμη».

Ο αστυνομικός κι εγώ παρακολουθούσαμε τη Μητέρα αμί-λητοι. Ήταν τόσο έξαλλη, που είχε ξεχάσει να του απευθύνει τον καθιερωμένο χαιρετισμό. Προχωρούσε με γρήγορα, μικρά βηματάκια. Καθώς κοίταζα τη μαλακιά της ζώνη που κρεμό-ταν πίσω, αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό που την έκανε τόσο ά-σχημη. Τότε κατάλαβα. Όφειλε την ασχήμια της στην ελπίδα. Μια ελπίδα αγιάτρευτη, σαν μια επίμονη περίπτωση ψώρας που σφηνώνεται, υγρή και κοκκινωπή, μέσα στο μολυσμένο δέρμα προκαλώντας μια συνεχή φαγούρα, ενώ συγχρόνως αρ-νείται να υποκύψει σε οποιαδήποτε εξωτερική δύναμη.

Ήρθε ο χειμώνας. Η απόφασή μου γινόταν όλο και πιο σταθε-ρή. Παρότι έπρεπε να αναβάλω το σχέδιό μου, δεν βαριόμουν την επίμονη αυτή παράταση. Αυτό που με ανησυχούσε στο διά-στημα εκείνου του εξαμήνου ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Στο τέλος κάθε μήνα, ο Κασιουάγκι απαιτούσε από μένα να του επιστρέψω τα δανεικά. Μου ανακοίνωνε το συνολικό ποσό, α-παιτώντας τους τόκους στο ακέραιο, ενώ συγχρόνως με τυραν-

255

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

νούσε με κάθε λογής βρόμικες απάτες. Παρ' όλα αυτά, δεν σκό-πευα πλέον να του επιστρέ'ψω τα χρήματα. Όσο έλειπα από το πανεπιστήμιο, δεν είχα κανέναν λόγο να τον συναντήσω.

Ίσως να φανεί παράξενο το γεγονός ότι δεν περιγράφω πώς, ενώ είχα κάποτε καταλήξει σε αυτή την απόφαση, γρή-γορα κλονίστηκα και άρχισα να αμφιταλαντεύομαι. Είναι για-τί αυτοί οι δισταγμοί μου ανήκαν πια στο παρελθόν. Σε αυτό το εξάμηνο, τα μάτια μου ήταν σταθερά προσηλωμένα σε ένα και μόνο σημείο στο μέλλον. Ίσως εκείνη την εποχή να κατά-λαβα τι σημαίνει ευτυχία.

Και, πρώτα από όλα, η ζωή μου στον ναό είχε γίνει ευχά-ριστη. Όταν σκεφτόμουν πως, ό,τι κι αν συνέβαινε, ο Χρυσός Ναός θα καταστρεφόταν από τη φωτιά, βρήκα τη δύναμη να υπομείνω το αβάσταχτο. Σαν κάποιον που προεξοφλεί τον θά-νατό του, άρχισα να γίνομαι ευχάριστος στους άλλους μέσα στον ναό. Οι τρόποι μου έγιναν προσηνείς και προσπαθούσα να αποδέχομαι τα πάντα. Επιπλέον, συμφιλιώθηκα με τη φύ-ση. Κάθε πρωί, όταν τα πουλιά έρχονταν να ραμφίσουν ό,τι εί-χε απομείνει από το λιόπρινο, κοίταζα το πουπουλένιο τους στήθος με ένα αίσθημα πραγματικά φιλικό.

' Ξέχασα ακόμη και το μίσος μου για τον Ηγούμενο. Είχα ε-λευθερωθεί από τη μητέρα μου, από τους συντρόφους μου, α-πό τα πάντα. Ωστόσο, δεν ήμουν τόσο ανόητος για να πιστέ-"ψω ότι η άνεση που είχα μόλις ανακαλύψει στην καθημερινή μου ζωή ήταν το αποτέλεσμα της ιδέας μου να μεταμορφώσω τον κόσμο χωρίς καν να τον αγγίξω. Όλα μπορούν να συγχω-ρεθούν όταν τα βλέπεις από τη σκοπιά του αποτελέσματος. Και η απόφαση για την πραγματοποίηση αυτού του αποτελέ-σματος ήταν στο χέρι μου. Με άλλα λόγια, εδώ βρισκόταν η βάση της αίσθησης ελευθερίας μου.

Παρότι η απόφασή μου να πυρπολήσω τον Χρυσό Ναό ή-

2 5 6

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

τ(χν τόσο ξαφνική, μου ταίριαξε απόλυτα, σαν ένα κοστούμι ((φτιαγμένο ακριβώς στα μέτρα μου. Λες και το σχεδίαζα από τότε που γεννήθηκα. Λες κι η ιδέα εκαλλιεργείτο μέσα μου -πε-ριμένοντας την ημέρα της πλήρους ευόδωσής της- αφότου επι-(τκέφθηκα τον Χρυσό Ναό για πρώτη φορά μαζί με τον Πατέ-ρα. Το ίδιο το γεγονός ότι ο ναός θα εντυπωσίαζε ένα νέο παι-δί με την ασύγκριτη ομορφιά του, συμπεριλάμβανε τα ποικίλα κίνητρα που αναπόφευκτα θα το ωθούσαν στον εμπρησμό.

Στις 17 Μαρτίου του 195Θ, ολοκλήρωσα την προκαταρκτι-κή σειρά μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο Οτάνι. Δύο ημέρες αργότερα, θα συμπλήρωνα τα είκοσι ένα μου χρόνια. Το βι-βλιάριο των σπουδών μου για την τριετή φοίτηση στα προκα-ταρκτικά μαθήματα δεν ήταν και τόσο λαμπρό. Είχα καταφέ-ρει να έρθω εβδομηκοστός ένατος επί εβδομήντα εννέα μαθη-τών! Οι χαμηλότεροι βαθμοί μου ήταν στα Ιαπωνικά - συγκέ-ντρωσα στο σύνολο σαράντα δύο πόντους. Εξάλλου, απου-σίασα 218 ώρες επί ενός συνόλου 616 ωρών, δηλαδή περισσό-τερο από το ένα τρίτο του χρόνου. Παρ' όλα αυτά, επειδή τα πάντα σε αυτό το πανεπιστήμιο βασίζονταν στη βουδιστική θεωρία της φιλευσπλαχνίας, δεν υπήρχε θέμα αποτυχίας και μου επέτρεψαν να προβιβαστώ στην τάξη των κανονικών μα-θημάτων. Ο Ηγούμενος έδωσε τη σιωπηρή του συγκατάθεση.

Οι μέρες ήταν όμορφες. Έτσι, συνέχισα να παραμελώ τις σπουδές μου. Από την πρόσφατη άνοιξη μέχρι το πρώιμο κα-λοκαίρι, περνούσα τον καιρό μου κάνοντας επισκέψεις σε διά-φορα παρεκκλήσια και ναούς, όπου η είσοδος ήταν δωρεάν. Συνήθως περπατούσα όσο άντεχαν τα πόδια μου. Διατηρώ ζωηρή την ανάμνηση από μια τέτοια μέρα.

Ενώ περπατούσα μπροστά από τον Ναό Μυοσίν, πρόσεξα έναν φοιτητή που βάδιζε μπροστά μου με το ίδιο βήμα όπως εγώ. Σταμάτησε σε ένα μικρό καπνοπωλείο που στεγαζόταν

257

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

σε ένα κτήριο με παλιές μαρκίζες και παρατήρησα το προφίλ του καθώς στεκόταν φορώντας το φοιτητικό του καπέλο. Ήθελε να αγοράσει ένα πακέτο τσιγάρα. Αυτό το προφίλ ήταν γεμάτο γωνίες. Η επιδερμίδα του ήταν άσπρη, τα φρύδια του στενά. Βλέποντας το καπέλο του, θα έλεγα ότι φοιτούσε στο πανεπιστήμιο του Κιότο. Μου έριξε ένα βλέμμα με την άκρη του ματιού του. Λες κι είχαν μαζευτεί εκεί κάθε λογής σκοτει-νές σκιές. Κατάλαβα από διαίσθηση πως θα ήταν πυρομανής.

Η ώρα ήταν τρεις το απόγευμα, μια ώρα δύσκολη για να βάλεις φωτιά. Μια πεταλούδα πέταξε από την άσφαλτο όπου περνούσαν τα λεωφορεία και πιάστηκε σε μια γερμένη καμέ-λια που στεκόταν σε ένα βάζο στη βιτρίνα του καπνοπωλείου. Τα μαραμένα πέταλα του άσπρου λουλουδιού έμοιαζαν σαν να είχαν σημαδευτεί από καφετιά φωτιά. Το λεωφορείο άργη-σε πολύ να περάσει. Το ρολόι που κρεμόταν πάνω από τον δρόμο είχε σταματήσει.

Δεν ξέρω γιατί, αλλά πίστευα ότι ο φοιτητής πήγαινε κα-τευθείαν προς τον εμπρησμό. Δεν είχα πλέον καμιά αμφιβολία ότι επρόκειτο για πυρομανή. Είχε διαλέξει αποφασιστικά ε-κείνη την ώρα του καταμεσήμερου, την πιο δύσκολη ώρα για να βάλεις φωτιά, και κατηύθυνε τώρα αργά τα βήματά του προς τον προορισμό του. Μπροστά του, βρισκόταν η φωτιά και η καταστροφή. Πίσω του, ο κόσμος της τάξης που είχε ε-γκαταλείψει. Και ό,τι με έκανε να τα νιώσω όλα αυτά ήταν κά-τι το άκαμπτο στο πίσω μέρος της στολής του. Ίσως, εδώ και κάμποσο καιρό, να φανταζόμουν ότι αυτή την όψη θα έπρεπε να έχει η πλάτη ενός νεαρού πυρομανή. Το μαύρο μετάξι, ό-που έπεφταν οι ηλιαχτίδες, ήταν όλο δυστυχία και οργή.

Κόβοντας ταχύτητα, αποφάσισα να ακολουθήσω τον φοι-τητή. Καθώς περπατούσα πίσω του, παρατήρησα ότι ο ένας ώμος του ήταν λίγο χαμηλότερος από τον άλλο και ένιωσα ό-

2 5 8

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

τι, η πλάτη του ήταν η δική μου. Παρότι ήταν πολύ πιο όμορ-<()ος από μένα, δεν αμφέβαλλα ότι αυτό που τον ωθούσε στην πράξη του ήταν η ίδια μοναξιά που ένιωθα κι εγώ, η ίδια δυ-(ττυχία, οι ίδιες συγκεχυμένες σκέψεις γύρω από την ομορφιά. Κίχθώς τον ακολουθούσα, άρχιζα να νιώθω ότι γινόμουν προ-κ(χταβολικά μάρτυς της ίδιας μου της πράξης.

Τέτοιου είδους πράγματα μπορούν να συμβούν κάποιο ό-ψιμο ανοιξιάτικο απόγευμα, όταν η ατμόσφαιρα είναι διάφα-νη και φυσά ανάλαφρο το αεράκι. Λες και είχα αποκτήσει έ-να\' δεύτερο εαυτό, που πήγαινε να μιμηθεί τις πράξεις μου εκ τ(ΐ)ν προτέρων, δείχνοντάς μου έτσι το πρόσωπο που δεν θα μπορούσα να δω όταν θα έφτανε η ώρα για να εκτελέσω το (τχέδιό μου.

Το λεωφορείο αργούσε να έρθει. Δεν υπήρχε ψυχή στον δρόμο. Σιγά σιγά, η μεγάλη Νότια Πύλη του Ναού Μυοσίν ερ-χόταν κατά πάνω μου. Οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες και η πύ-λη έδειχνε να προβάλλει στον εξωτερικό κόσμο κάθε λογής (ραινόμενα. Μέσα στο μεγαλόπρεπο πλαίσιό της -καθο)ς το παρατηρούσα από τη συγκεκριμένη μου οπτική γωνία-, συγ-χώνευε την πληθώρα των κιόνων της Αυτοκρατορικής Πύλης των Πρεσβευτών, όπως και τη διώροφη Πύλη Σάμμον, τα κε-ραμίδια της Βουδιστικής Αίθουσας, πολυάριθμα πεύκα, ένα κομμάτι γαλάζιου ουρανού, έντονα ξεκομμένο από τον ουρά-νιο θόλο, όπως και ένα σωρό αχνά συννεφάκια. Καθώς πλη-(τίαζα στην πύλη, όλο και κάτι προστίθετο: το καλντερίμι που κινιόταν κατά μήκος και διαγώνια μέσα στον πελώριο περίβο-λο του ναού, οι τοίχοι του κτηρίου της παγόδας και πάμπολλα άλλα πράγματα. Όταν έχεις περάσει πια την πύλη, συνειδητο-ποιείς ότι η μυστήρια αυτή κατασκευή κλείνει μέσα της ολό-κληρο τον γαλάζιο ουρανό και κάθε του σύννεφο. Τέτοια ήταν η φύση ενός καθεδρικού ναού.

259

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Ο φοιτητής πέρασε από την πύλη. Έκανε απ' έξω τον γύ-ρο της Αυτοκρατορικής Πύλης των Πρεσβευτών και σταμά-τησε πλάι στη λιμνούλα με τους λωτούς μπροστά στην Πύλη Σάμμον. Στάθηκε τότε πάνω στην πέτρινη κινέζικη γέφυρα που διέσχιζε τη λιμνούλα, κοιτάζοντας προς την Πύλη Σάμμον που δέσποζε πάνω του. Αυτή η πύλη, σκέφτηκα, πρέπει να α-ποτελεί το αντικείμενο του εμπρησμού του.

Η υπέροχη Πύλη Σάμμον λες κι ήταν φτιαγμένη για να τυ-λιχτεί στις φλόγες. Σε ένα τέτοιο καθάριο απόγευμα, ίσως η φω-τιά να ήταν αθέατη. Ο καπνός θα κουλουριαζόταν γύρω από την πύλη και θα ανέβαινε στον αιθέρα. Ωστόσο, ο μόνος τρό-πος για να πεις ότι οι αόρατες εκείνες φλόγες έγλειφαν τον ου-ρανό, θα ήταν να παρατηρήσεις πώς καμπτόταν κι έτρεμε το γαλάζιο στερέωμα. Μόλις ο φοιτητής πλησίασε προς την πύλη, πήγα από μια μεριά που δεν φαινόμουν και τον κοίταξα προ-σεκτικά από κοντά. Ήταν η ώρα που οι επαίτες ιερείς γυρνού-σαν στον ναό και πρόσεξα μια ομάδα από τρεις να πλησιάζει κατά μήκος του μονοπατιού. Περπατούσαν πλάι πλάι στο λι-θόστρωτο με τα ψάθινα σανδάλια τους, κρατώντας τα καπέλα τους από λυγαριά. Μόλις με προσπέρασαν, έστριψαν δεξιά. Βάδιζαν αμίλητοι τηρώντας τον κανόνα των επαιτών ιερέων, σύμφωνα με τον οποίο δεν πρέπει να κοιτάζουν περισσότερο α-πό λίγα βήματα μπροστά, μέχρις ότου γυρίσουν στα κελιά τους.

Ο φοιτητής συνέχιζε να γυροφέρνει δισταχτικά στην πύλη Σάμμον. Τελικά, ακούμπησε στην άκρη μιας κολόνας και έ-βγαλε από την τσέπη του το πακέτο με τα τσιγάρα που είχε μό-λις αγοράσει. Κοίταξε γύρω του με νευρικότητα. Μου πέρασε από το μυαλό ότι ήταν σίγουρα έτοιμος να βάλει φωτιά στην πύλη, με το πρόσχημα του καπνίσματος. Όπως είχα φαντα-στεί, έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα του, έκανε μια κίνηση μπρο-στά και άναψε ένα σπίρτο.

259

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Για ένα λεπτό, το σπίρτο έβγαλε έναν μικρό καθαρό σπιν-θήρα. Το χρώμα της φλόγας ήταν σχεδόν αθέατο ακόμη και για τον ίδιο τον φοιτητή. Κοντολογίς, εκείνη τη στιγμή, ο απο-γευματινός ήλιος είχε περιβάλει τις τρεις πλευρές της πύλης, α-φήνοντας στη σκιά μονάχα τη δική μου. Για μια και μόνη στιγ-μή, το σπίρτο προκάλεσε κάτι σαν φυσαλίδα από φωτιά, που άναψε πλάι στο πρόσωπο του φοιτητή καθώς στεκόταν στη-ριγμένος στην κολόνα της πύλης, δίπλα στη λίμνη με τους λω-τούς. Ύστερα, κούνησε απότομα το χέρι του και το έσβησε.

Ακόμη και όταν το σπίρτο έσβησε, ο φοιτητής δεν έδειξε ι-κανοποιημένος. Το πέταξε σε έναν από τους θεμέλιους λίθους και το πάτησε προσεκτικά με το πόδι του. Στη συνέχεια, κά-πνισε χαρούμενα το τσιγάρο του, πέρασε τη γέφυρα και σερ-γιάνισε πέρα από την Αυτοκρατορική Πύλη των Πρεσβευτών, αδιαφορώντας για την απογοήτευση που είχα νιώσει καθώς στεκόμουν εκεί μόνος και έρημος. Τελικά, χάθηκε πέρα από τη Νότια Πύλη, μέσα από την οποία μπορεί να δει κανείς τον κύ-ριο δρόμο διακρίνοντας κάπως συγκεχυμένα μια σειρά από σπίτια που εκτείνονται στο βάθος.

Δεν ήταν πυρομανής, αλλά απλούστατα ένας φοιτητής που είχε βγει να περπατήσει. Προφανώς, ένας νεαρός, μάλλον βα-ριεστημένος και φτωχός.

Είχα σταθεί παρατηρώντας λεπτομερώς τις πράξεις του και μπορώ να πω ότι όλα σε αυτόν με στενοχωρούσαν: η δειλία του, που τον έκανε να περιφέρει το βλέμμα του με νευρικότη-τα, όχι επειδή σκόπευε να βάλει φωτιά, αλλά απλούστατα, ε-πειδή ετοιμαζόταν να παραβεί τους κανονισμούς και να κα-πνίσει ένα τσιγάρο. Η ασήμαντη απόλαυση, τόσο τυπική στους φοιτητές, που ίσως προέρχεται από την παράβαση των κανο-νισμών. Ο τρόπος του να πατήσει προσεκτικά το τσιγάρο με το πόδι του, παρότι το είχε ήδη σβήσει. Και, πάνω από όλα, η

260

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

«πολιτισμένη παιδεία του». Χάρη σε αυτό το άνευ αξίας είδος παιδείας, η μικρή φλόγα του τέθηκε υπό έλεγχο. Πιθανόν να ένιωσε μεγάλο καμάρι στη σκέψη ότι ήταν ο ρυθμιστής του σπίρτου, ο τέλειος, γρήγορος ρυθμιστής που προστάτευε την κοινωνία από τους κινδύνους της φωτιάς.

Ένα ευεργέτημα αυτής της παιδείας ήταν το γεγονός ότι, από την Αποκατάσταση Μεϊτζί, οι παλιοί ναοί μέσα στο Κιό-το και γύρω του δεν πυρπολήθηκαν σχεδόν ποτέ. Ακόμη και στις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις, που οι πυρκαγιές ξεσπού-σαν από απροσεξία, οι φλόγες περιορίζονταν αμέσως, αφού τις διασπούσαν και τις έλεγχαν. Αντίθετα, αυτό δεν γινόταν ποτέ στο παρελθόν. Ο Ναός Τσιόν είχε καεί το 1431 και, στη συνέχεια, είχε υποστεί επανειλημμένα φθορές από πυρκαγιά. Το κυρίως κτήριο του Ναού Νανζέν είχε πάρει φωτιά το 1393, με αποτέλεσμα την πλήρη καταστροφή της Αίθουσας του Βούδα, της Αίθουσας των Τελετών, της Αδαμάντινης Αίθου-σας, του Ερημητηρίου του Μεγάλου Νέφους και άλλων κτι-σμάτων. Ο Ναός Ενρυακού έγινε στάχτη το 1571. Ο Ναός Κέννιν έγινε παρανάλωμα πυρός στη διάρκεια του πολέμου, το 1552. Η Αίθουσα Σαντζουσάνγκεν πυρπολήθηκε το 1249. Ο Ναός Χόννο καταστράφηκε από πυρκαγιά στη διάρκεια του πολέμου του 1582.

Εκείνον τον καιρό, οι πυρκαγιές συνήθως συνδέονταν στε-νά η μια με την άλλη. Δεν χωρίζονταν σε μικρά τμήματα ούτε αδιαφορούσε κανείς γι' αυτές όπως σήμερα, αλλά τις άφηναν να γίνονται ένα, έτσι ώστε αναρίθμητες χωριστές φωτιές να α-ποτελούν μία και μόνη μεγάλη εστία. Πιθανόν έτσι να ήταν και οι άνθρωποι εκείνης της εποχής. Όπου υπήρχε φωτιά, αυ-τή καλούσε μιαν άλλη και η φωνή της ακουγόταν αμέσως.

Ο λόγος που οι αναφερόμενες στα παλαιά αρχεία φωτιές των ναών δεν αποδίδονταν σε εμπρησμό αλλά περιγράφονταν

262

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

(ος πυρκαγιές απο απροσεξία, εκτεταμενες φωτιές ή πυρκα-γιές εξαιτίας του πολέμου, είναι ότι, ακόμη κι αν βρισκόταν κάποιος σαν κι εμένα εκείνους τους καιρούς, το μόνο που θα είχε να κάνει ήταν να κρατά την αναπνοή του και να περιμέ-νει κρυμμένος κάπου. Κάθε ναός ήταν μοιραίο, αργά ή γρήγο-ρα, να καεί. Οι πυρκαγιές ήταν πολλές και ανεξέλεγκτες. Φτά-νει αυτός να περίμενε και η φωτιά που καραδοκούσε την κα-τάλληλη στιγμή θα ξέσπαγε δίχως άλλο, η μια φωτιά θα ενω-νόταν με την άλλη και θα πραγματοποιούσαν μαζί ό,τι έπρεπε να πραγματοποιηθεί. Το γεγονός ότι ο Χρυσός Ναός είχε γλι-τώσει την πυρκαγιά ήταν όντως άξιον απορίας. Επειδή οι Βουδιστικές αρχές και νόμοι κυβερνούσαν άτεγκτα τον κό-σμο, οι φωτιές ξεσπούσαν απόλυτα φυσικά, η καταστροφή και η άρνηση βρίσκονταν σε ημερησία διάταξη και ήταν αναπό-τρεπτο οι μεγάλοι ναοί να καούν. Ακόμη κι αν υπήρχαν πυρο-μανείς, έπρεπε να καλούν τις πυροσβεστικές δυνάμεις, έτσι ώ-στε κανένας ιστορικός να μη φτάσει στο σημείο να πιστέψει ό-τι η επακολουθούσα καταστροφή ήταν αποτέλεσμα εμπρη-σμού.

Εκείνη την εποχή, ο κόσμος δεν πρόσφερε καμιά ασφά-λεια. Αλλά και τώρα, το 195Θ, δεν δημιουργούσε λιγότερες α-νησυχίες. Αν υποθέσουμε ότι οι διάφοροι ναοί πυρπολήθηκαν ως αποτέλεσμα αυτής της ανησυχίας, ποιος λόγος θα υπήρχε να μην πυρποληθεί και ο Χρυσός Ναός τώρα;

Παρότι απείχα θεληματικά από τις διαλέξεις, πήγαινα αρκετά συχνά στη βιβλιοθήκη. Έτσι, μια μέρα του Μάη, βρέθηκα πρό-σωπο με πρόσωπο με τον Κασιουάγκι, τον οποίο είχα αποφύ-γει επιμελώς. Όταν είδε πως προσπαθούσα να τον αποφύγω και πάλι, έτρεξε από πίσω μου με μια έκφραση ιλαρότητας στο

2 6 3

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

πρόσωπο του. Συνειδητοποιώντας ότι, αν το έβαζα στα πόδια, προφανώς η ραιβοποδία του δεν θα του επέτρεπε να με φτά-σει, λες και καρφώθηκα επί τόπου. Τελικά, με άρπαξε από τον ώμο. Ήταν λαχανιασμένος. Τα μαθήματα της ημέρας είχαν τε-λειώσει και υπολόγισα ότι η ώρα θα ήταν περίπου πεντέμισι. Για να μην τον συναντήσω, είχα παρακάμψει το πανεπιστήμιο από το πίσω μέρος, αφού προσπέρασα τη βιβλιοθήκη, και εί-χα ακολουθήσει το μονοπάτι ανάμεσα στον ψηλό λιθόκτιστο τοίχο και στους στρατώνες όπου στεγάζονταν οι τάξεις. Κά-μποσα αγριοχρυσάνθεμα είχαν φυτρώσει στην έρημη γη, ανά-κατα με αποκόμματα χαρτιών και πεταμένα άδεια μπουκάλια. Μερικά παιδιά το είχαν σκάσει κρυφά προς τα γήπεδα για να ασκηθούν στην ελεύθερη πάλη. Οι βραχνές φωνές τους σε έ-καναν να προσέξεις ότι οι τάξεις ήταν άδειες, πράγμα που εύ-κολα διαπίστωνες μέσ' από τα σπασμένα παράθυρα. Όλοι οι φοιτητές είχαν φύγει και οι σειρές των σκονισμένων εδράνων στέκονταν η μια πίσω από την άλλη σιωπηλά.

Πέρασα τους στρατώνες και έφτασα στην άλλη πλευρά του κυρίως πανεπιστημιακού κτηρίου. Σταμάτησα έξω από ένα μι-κρό παράπηγμα. Στο τμήμα της τακτοποίησης των λουλου-διών, ήταν κρεμασμένη μια πινακίδα που έγραφε «Στούντιο». Ο ήλιος έλαμπε πάνω στη συστοιχία των καμφορόδεντρων, κατά μήκος ολόκληρου του τοίχου, και η λεπτή σκιά των φύλ-λων καθρεφτιζόταν μέσ' από τη στέγη του παραπήγματος στον τοίχο από κόκκινα τούβλα του κυρίως κτηρίου. Εκείνη την ώρα του ηλιοβασιλέματος, τα κόκκινα τούβλα φάνταζαν ζωηρά.

Ο Κασιουάγκι είχε στηρίξει το σώμα του πάνω στον τοίχο. Η ανάσα του ήταν βαριά. Η σκιά της φυλλωσιάς των καμφο-ρόδεντρων φώτιζε τα μάγουλά του, όπως πάντα κάτωχρα, δί-νοντάς τους μια παράξενη ζωντάνια. Ίσως να έδινε αυτή την

2 6 4

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

εντύπωση -τόσο αταίριαστη με τον Κασιουάγκι- η αντανά-κλαση του τοίχου με τα κόκκινα τούβλα.

«Για να ξέρεις: είναι πέντε χιλιάδες εκατό γιεν!» είπε. «Πρέ-πει να μου δώσεις πέντε χιλιάδες εκατό γιεν στο τέλος αυτού του μήνα. Όσο πας, δείχνεις να δυσκολεύεσαι όλο και περισ-σότερο να μου επιστρέψεις το ποσό».

Έβγαλε το χρεωστικό μου γραμμάτιο από το τσεπάκι του σακακιού του, όπου το κουβαλούσε πάντοτε, και το άνοιξε μπροστά μου. Ύστερα, από φόβο μήπως απλώσω το χέρι μου, πάρω το έγγραφο και το κάνω κομμάτια, έσπευσε να το δι-πλώσει ξανά και να το βάλει πίσω στην τσέπη του. Δεν από-μεινε στα μάτια μου τίποτε άλλο εκτός από την οπτική εντύ-πωση ενός φαρμακερού, κόκκινου αποτυπώματος του αντί-χειρα. Εκείνο το αποτύπωμά μου είχε κάτι το υπερβολικά σκληρό.

«Ξόφλησε με αμέσως!» είπε ο Κασιουάγκι. «Το λέω για το καλό σου. Γιατί δεν χρησιμοποιείς τα δίδακτρά σου ή ένα μέ-ρος τους για να μου ξεπληρώσεις το χρέος;»

Δεν έδωσα απάντηση. Γιατί ήταν υποχρεωμένος κανείς να ξεπληρώνει τα χρέη του εν ό'ψει μιας καταστροφής του κό-σμου; Παρότι είχα μπει στον πειρασμό να κάνω στον Κασιου-άγκι μια μικρή νύξη για το τι είχα μέσα στο μυαλό μου, συ-γκρατήθηκα.

«Εξήγησέ μου, γιατί δεν σε καταλαβαίνω», συνέχισε ο Κα-σιουάγκι. «Τι συμβαίνει; Ντρέπεσαι επειδή τραυλίζεις; Αυτό το έχεις σίγουρα ξεπεράσει. Όλοι ξέρουν πως είσαι τραυλός. Ναι, ακόμη κι αυτό!» πρόσθεσε χτυπώντας τον τοίχο με τα κόκκινα τούβλα όπου έπεφτε ο ήλιος του δειλινού. Η γροθιά του βά-φτηκε από μια σκόνη ανάμεσα στο κίτρινο και στο καφετί.

«Ακόμη κι αυτή η αίθουσα το ξέρει. Δεν υπάρχει κανείς στο πανεπιστήμιο που να μην το ξέρει!»

2 6 5

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Παρ' όλα αυτά, στεκόμουν σιωπηλός, κοιτάζοντας τον κα-τάματα. Εκείνη τη στιγμή, ένα από τα παιδιά άφησε την μπά-λα να του ξεφύγει και αυτή έφτασε κυλώντας ανάμεσά μας. Ο Κασιουάγκι πήγε να σκύψει για να την πιάσει και να τους την επιστρέψει. Βλέποντάς το, με κυρίευσε μια διεστραμμένη επι-θυμία να παρακολουθήσω πώς θα τα κατάφερνε να μετακινή-σει την μπάλα με τα ραιβά του πόδια, προκειμένου να τη φτά-σει με το χέρι του, ενώ βρισκόταν περίπου μισό μέτρο μακριά. Τα μάτια μου έδειξαν να στρέφονται, χωρίς να το θέλω, στα πόδια του. Ο Κασιουάγκι το αντελήφθη με μυστηριώδη τρόπο πολύ γρήγορα. Πριν προλάβω να αντιληφθώ αν πράγματι προσπαθούσε να σκύψει, σηκώθηκε και στάθηκε ίσια, κοιτά-ζοντάς με επίμονα με ένα βλέμμα παθιασμένου μίσους, που έ-βλεπα πρώτη φορά να ζωγραφίζεται στα μάτια του. Ένα παι-δί μας πλησίασε δειλά, σήκωσε την μπάλα που βρισκόταν α-νάμεσά μας και έφυγε τρέχοντας. Τελικά, ο Κασιουάγκι μου εί-πε: «Εντάξει. Εφόσον φέρεσαι έτσι, ξέρω τι θα κάνω. Πριν πάω στον τόπο μου, τον επόμενο μήνα, θα έχω πάρει πίσω ό-σο το δυνατόν περισσότερα από τα χρήματά μου. Περίμενε και θα δεις!»

Τον Ιούνιο, οι σημαντικές διαλέξεις αραίωσαν κατά πολύ και οι φοιτητές άρχισαν τις ετοιμασίες προκειμένου να γυρίσουν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Η ημέρα της δεκάτης Ιουνίου θα μου μείνει αλησμόνητη. Ψιλόβρεχε ασταμάτητα από το πρωί και, το βραδάκι, λες και είχαν ανοίξει οι καταρράχτες του ου-ρανού. Μετά το δείπνο, αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου με ένα βιβλίο. Γύρω στις οκτώ, βήματα ακούστηκαν στον διάδρομο, ανάμεσα στην Αίθουσα Υποδοχής και στη Μεγάλη Βιβλιοθή-κη. Ήταν ένα από τα λίγα βράδια που ο Ηγούμενος δεν είχε

266

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

βγει έξω. Προφανώς, είχε κάποιον καλεσμένο. Ωστόσο, υπήρ-χε σε εκείνα τα βήματα κάτι το παράξενο. Ηχούσαν όπως οι σκόρπιες σταγόνες της βροχής πάνω σε μια ξύλινη πόρτα. Τα βήματα του δόκιμου μοναχού που οδηγούσε τον καλεσμένο στα διαμερίσματα του Ηγούμενου ήταν σιγανά, κανονικά, και καλύπτονταν σχεδόν από τον συρτό τρόπο βαδίσματος του καλεσμένου που έκανε τις παλιές σανίδες του διαδρόμου να τρίζουν με τον πιο παράξενο τρόπο.

Ο ναός ήταν γεμάτος από τον θόρυβο της βροχής. Η βρα-δινή νεροποντή έπεφτε άγρια πάνω στον μεγάλο, αρχαίο ναό και τα απέραντα άδεια δωμάτια που μύριζαν μούχλα γέμιζαν από τον ήχο της. Στην κουζίνα, στο διαμέρισμα του Διακόνου, σε εκείνο του Νεωκόρου και στην αίθουσα υποδοχής, δεν α-κουγόταν παρά μόνον ο ήχος του νερού που έπεφτε. Σκεφτό-μουν τώρα τη βροχή που είχε κατακλύσει τον Χρυσό Ναό. Άνοιξα λίγο τη συρτή πόρτα του δωματίου μου. Η μικρή κε-ντρική αυλή, όλη από πέτρα, είχε πλημμυρίσει από το νερό και έβλεπα το μαύρο και γυαλιστερό βάθος του καθώς έτρεχε από πέτρα σε πέτρα.

Γυρίζοντας από τα διαμερίσματα του Ηγούμενου, ο δόκι-μος έχωσε το κεφάλι του στη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου μου.

«Ένας φοιτητής ονόματι Κασιουάγκι ήρθε να δει τον Η-γούμενο. Είναι φίλος σου;»

Ένιωθα να έχω παραλύσει από την ταραχή. Ο δόκιμος, που φορούσε γυαλιά και εργαζόταν την ημέρα ως δάσκαλος σε ένα δημοτικό σχολείο, ήταν έτοιμος να φύγει. Τον σταμάτη-σα και του ζήτησα να μπει στο δωμάτιό μου. Έκανα κάθε λο-γής υποθέσεις σχετικά με τη συζήτηση που συνεχιζόταν στη βιβλιοθήκη και δεν άντεχα να μείνω μόνος.

Πέρασαν μερικά λεπτά. Ξαφνικά ακούστηκε το κουδούνι

267

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

του Ηγούμενου. Ο αυταρχικός του ήχος είχε διαπεράσει τον θόρυβο της βροχής. Ύστερα, σταμάτησε απότομα. Ο μαθητευ-όμενος κι εγώ ανταλλάξαμε ένα βλέμμα.

«Για σένα είναι», είπε. Αναγκάστηκα να σηκωθώ. Όταν έφτασα έξω από το δωμάτιο του Ηγούμενου, γονάτι-

σα. Έβλεπα κιόλας το έγγραφο με το δακτυλικό μου αποτύ-πωμα, ανοιγμένο πάνω στο γραφείο του. Ο Ηγούμενος ανα-σήκωσε μιαν άκρια του χαρτιού και μου το έδειξε. Με κράτη-σε γονατιστό έξω από το δωμάτιο.

«Αυτό είναι πράγματι το αποτύπωμα του αντίχειρά σου;» ρώτησε.

«Μάλιστα». «Θαυμάσια, ε; Αν μου δημιουργήσεις ξανά τέτοιου είδους

μπελάδες, δεν θα μπορέσω πια να σε κρατήσω εδώ. Θα ήταν καλύτερα να είχες σκεφτεί την πράξη σου, αν και δεν είναι η πρώτη φορά...» Ο Ηγούμενος σταμάτησε απότομα να μιλά, ί-σως επειδή βρισκόταν στο δωμάτιο και ο Κασιουάγκι. «Θα ε-πιστρέψω τα χρήματα εγώ», συνέχισε, «Μπορείς να φύγεις τώ-ρα».

Ύστερα από αυτά τα λόγια, μπόρεσα να κοιτάξω για πρώ-τη φορά τον Κασιουάγκι. Καθόταν στο πάτωμα, με το βλέμμα κάποιου που έχει συμπεριφερθεί με τον πιο αξιέπαινο τρόπο. Ωστόσο, είχε τα μάτια του γυρισμένα αλλού. Όταν έκανε κάτι κακό, έπαιρνε πάντοτε ένα βλέμμα πάναγνο -που του ήταν, ε-ξάλλου, ολωσδιόλου ξένο-, λες και είχε αποστραγγιχτεί η α-ληθινή ουσία της υπόστασής του. Μόνο εγώ το ήξερα.

Γυρίζοντας στο δωμάτιό μου, ένιωσα ότι, εκείνη τη νύχτα, μέσα στον μανιασμένο ήχο της βροχής και στη μοναξιά μου, είχα λυτρωθεί.

«Δεν θα μπορέσω πια να σε κρατήσω εδώ» - πρώτη φορά άκουγα τον Ηγούμενο να μου λέει κάτι τέτοιο. Κοντολογίς, αυ-

268

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

τό μου έταζε. Ξαφνικά, όλα ξεκαθάρισαν. Ο Ηγούμενος σκε-((ΐτόταν ήδη την αποπομπή μου από τον ναό. Έπρεπε να βια-ητώ να πραγματοποιήσω την απόφαση μου.

Αν ο Κασιουάγκι δεν είχε ενεργήσει έτσι, εκείνη τη νύχτα, ί'ίναι πιθανό να μην είχα την ευκαιρία να ακούσω αυτά τα λό-γκχ από τα χείλη του Ηγούμενου και το σχέδιό μου θα είχε α-νοιβληθεί κι άλλο. Με τη σκέψη ότι ο Κασιουάγκι μου είχε δώ-(ΐει τη δύναμη να εγκαταλείψω την αδράνειά μου, πλημμύρισα από ένα παράξενο συναίσθημα ευγνωμοσύνης γι' αυτόν.

Η βροχή δεν έδειχνε να κοπάζει. Ήταν παγωνιά για Ιούνιο μήνα και το δωματιάκι μου πίσω, με τις ξύλινες σανίδες γύρω γύρο3, έδειχνε έρημο κάτω από το αδύναμο φως του ηλεκτρι-κού λαμπτήρα. Αυτό ήταν το κατάλυμά μου, από το οποίο ί-(Τ(ος να με έδιωχναν σύντομα. Δεν υπήρχε ούτε ένα στολίδι ε-κεί μέσα. Η μαύρη άκρια του ξεθωριασμένου ψάθινου ταπέ-του στο πάτωμα ήταν σκισμένη και στριμμένη και μπορούσες να δεις καθαρά τα σκληρά νήματα. Συχνά, όταν έμπαινα στο (τκοτεινό δωμάτιό μου και άναβα το φως, τα δάχτυλα των πο-διών μου πιάνονταν στη σκισμένη άκρια της ψάθας. Δεν προ-σπάθησα, ωστόσο, ποτέ να την επιδιορθώσω. Ο ζήλος μου για τη ζωή δεν είχε καμιά σχέση με τις ψάθες.

Τώρα που πλησίαζε το καλοκαίρι, ο χώρος όπου έμενα α-νέδιδε την αποπνικτική μυρωδιά του κορμιού μου. Έμοιαζε α-στείο; παρότι ήμουν ιερέας, το σώμα μου είχε την οσμή ενός ο-ποιουδήποτε νεαρού άντρα. Εξάλλου, αυτή η οσμή δεν είχε διαπεράσει μόνο τις παλιές, γυαλιστερές και μαύρες κολόνες στις γωνιές, αλλά ακόμη και τους ξύλινους τοίχους. Τώρα, η δυσάρεστη αυτή μυρωδιά έρεε ανάμεσα στις ίνες του πατινα-ρισμένου από τον χρόνο ξύλου. Οι κολόνες και οι τοίχοι είχαν μεταμορφωθεί σε ζωντανά, ακίνητα αντικείμενα που ανέδιδαν μιαν έντονη ψαρίλα.

269

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Τα περίεργα βήματα που είχα ακούσει πριν λίγη ώρα α-κούστηκαν και πάλι να πλησιάζουν κατά μήκος του διαδρό-μου. Ο Κασιουάγκι είχε σταθεί εκεί, σαν μηχανική συσκευή που είχε σταματήσει απότομα. Πίσω του, το φως από τα δια-μερίσματα του Ηγούμενου φώτιζε το Πεύκο-Καράβι στον κή-πο: έβλεπα τη νωπή πρασινόμαυρη πλώρη του δέντρου να ορ-θώνεται μες στο σκοτάδι.

Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου κι ένιωσα μεγάλη ικανοποίηση συνειδητοποιώντας ότι, τη στιγμή που ο Κασιουάγκι είδε αυτό το χαμόγελο, φανέρωσε για πρώτη φο-ρά μια έκφραση παραπλήσια με φόβο.

«Θα 'ρθεις για λίγο μέσα;» είπα. «Έλα, μην προσπαθείς να με τρομάξεις. Είσαι περίεργος

τύπος, έτσι;» Ο Κασιουάγκι μπήκε στο δωμάτιό μου. Ύστερα από προ-

σπάθεια, τα κατάφερε να πλησιάσει προς τη μία πλευρά, με τη γνωστή του εκείνη αργή κίνηση που σε έκανε να σκεφτείς ότι προσπαθούσε να καθίσει οκλαδόν. Σήκωσε το κεφάλι και πε-ριέφερε το βλέμμα του στο δωμάτιο. Ο θόρυβος της βροχής έ-ξω λες και μας τύλιγε με μια κρουστή κουρτίνα. Στην ανοιχτή βεράντα, οι σταγόνες του νερού ακούγονταν να αναπηδούν πίσω από τις χάρτινες συρτές πόρτες, ανάμεσα στα διάφορα τμήματα του κτηρίου.

«Λοιπόν», είπε ο Κασιουάγκι, «δεν έχεις κανέναν λόγο να τα βάζεις μαζί μου, να το ξέρεις. Στο κάτω κάτω, εσύ φταις που με ανάγκασες να χειριστώ το θέμα με αυτόν τον τρόπο. Έτσι είναι». Έβγαλε από την τσέπη του έναν φάκελο με τη σφραγίδα του ναού και μέτρησε μπροστά μου τα χαρτονομί-σματα. Υπήρχαν μόνο γραμμάτια των τριών χιλιάδων γιεν, ο-λοκαίνουργια, από εκείνα που είχαν προφανώς τεθεί σε κυ-κλοφορία τον Ιανουάριο.

2ηο

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

«Τα χαρτονομίσματα σε τούτο τον ναό είναι ωραία και κα-θαρά, συμφωνείς;» είπα. «Ο Ηγούμενος μας είναι τόσο απαι-τητικός που στέλνει τον Διάκονο κάθε τρεις μέρες στην τρά-πεζα προκειμένου να προμηθεύεται καινούργια».

«Για κοίταξε, φίλε μου!» είπε ο Κασιουάγκι. «Κάθε τρεις μέρες, ε; Ο ιερέας που διευθύνει τον ναό σας είναι πραγματι-κά σπαγκοραμμένος. Λέει ότι δεν αναγνωρίζει τον τόκο στα δάνεια μεταξύ συμφοιτητών. Και να σκεφτείς ότι ο ίδιος τα έ-χει μπόλικα!»

Βλέποντας τον Κασιουάγκι συντετριμμένο από αυτή την α-ναποδιά, η καρδιά μου αναγάλλιασε. Έσκασα στα γέλια και ε-κείνος με μιμήθηκε. Για μια στιγμή, λες κι είχαμε μονιάσει. Σύ-ντομα όμως σταμάτησε να γελά και, καρφώνοντας το βλέμμα του στο μέτωπό μου, μίλησε σαν να με απέρριπτε: «Ξέρο^», εί-πε. «Τούτες τις μέρες έχεις στο μυαλό σου ένα καταστροφικό σχέδιο, έτσι;»

Υπέμενα με τη μεγαλύτερη δυσκολία το βάρος της εξετα-στικής του ματιάς. Ύστερα, συνειδητοποιώντας ότι η αντίλη-ψή του για το «καταστροφικό» δεν είχε καμία σχέση με το σχέ-διό μου, ξαναβρήκα την ψυχραιμία μου. Στην απάντησή μου δεν υπήρχε ούτε ίχνος τραυλίσματος. «Όχι», αποκρίθηκα. «Κανένα σχέδιο».

«Αλήθεια; Ε, λοιπόν, είσαι παράξενος τύπος. Ίσως ο πιο παράξενος που συνάντησα ποτέ».

Ήξερα ότι η παρατήρησή του εμπνεόταν από το φιλικό χα-μόγελο που ήταν ακόμη ζωγραφισμένο στα χείλη μου. Ήταν α-πόλυτα βέβαιο ότι ο Κασιουάγκι δεν θα αντιλαμβανόταν ποτέ τη σημασία της ευγνωμοσύνης που είχε γεννηθεί μέσα μου και πως εκεί ακριβώς οφειλόταν η παρατεταμένη μου ιλαρότητα.

«Θα πας στην ιδιαίτερη πατρίδα σου τώρα;» ρώτησα με τον τρόπο που συνήθως μιλούν μεταξύ τους οι καλοί φίλοι.

271

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

«Ναι, φεύγω αύριο. Διακοπές στη Σαννομίγια. Κι όμως, εί-ναι κι εκεί αρκετά πληκτικά».

«Ώστε δεν θα ιδωθούμε τώρα κοντά στο πανεπιστήμιο;» «Να ιδωθούμε; Μα εσύ δεν είσαι ποτέ εκεί». Καθώς μιλούσε, ο Κασιουάγκι είχε ξεκουμπώσει τη στολή

του κι έψαχνε στην τσέπη του. «Αποφάσισα να σου φέρω αυτά πριν φύγω για την πατρί-

δα μου», είπε. «Σκέφτηκα πως θα σε ευχαριστήσουν. Αισθα-νόσουν γι' αυτόν μια εκτίμηση παράλογα μεγάλη, έτσι δεν εί-ναι;»

Πέταξε πάνω στο τραπέζι μου μια δέσμη με γράμματα. Έμεινα κατάπληκτος διαβάζοντας στον φάκελο το όνομα του αποστολέα.

«Διάβασέ τα, σε παρακαλώ», είπε ο Κασιουάγκι με ύφος ε-ντελώς πεζό. «Είναι ένα ενθύμιο από τον Τσουρουκάουα».

«Ήσασταν φίλοι με τον Τσουρουκάουα;» ρώτησα. «Για να δούμε, λοιπόν. Ναι, θαρρώ πως ήμουν φίλος του.

Με τον τρόπο μου. Ο ίδιος ο Τσουρουκάουα απεχθανόταν να τον θεωρούν φίλο μου. Ταυτοχρόνως όμως, ήμουν το μόνο πρόσωπο στο οποίο εμπιστευόταν τα πάντα. Τώρα, τρία χρόνια μέτά τον θάνατό του, νομίζω ότι είναι καλά να δείξω αυτά τα γράμματα στον κόσμο. Ένιωθες τόσο φίλος του ώστε σκέφτη-κα ότι όφειλα να σου τα δείξω. Σε εσένα και σε κανέναν άλλο. Είχα κατά νου να σε αφήσω να τα διαβάσεις, κάποια μέρα.

Όλες οι ημερομηνίες των γραμμάτων ήταν από τον Μάιο του 1947, μέχρι λίγο πριν τον θάνατό του. Γράφονταν από το Τόκιο σχεδόν κάθε μέρα και απευθύνονταν στον Κασιουάγκι. Εμένα μου είχε στείλει ένα και μοναδικό γράμμα αλλά, από την ημέρα της επιστροφής του στο Τόκιο, έγραφε στον Κασι-ουάγκι τακτικά. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτός ο στρωτός -παιδικός σχεδόν- γραφικός χαρακτήρας ήταν του Τσουρου-

ιηι

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

κάουα. Ένιωσα μια ελαφριά ζήλια. Εκείνος, που δεν έκανε ποτέ την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει από μένα τα ολο-φάνερα αισθήματά του, που είχε κάποτε εκφραστεί άσχημα για τον Κασιουάγκι και είχε αποδοκιμάσει τη φιλία μου μαζί του, είχε συνεχίσει ο ίδιος τη μυστική αυτή σχέση.

Άρχισα να διαβάζω τα γράμματα με τη χρονολογική τους σειρά. Ήταν γραμμένα με μικρά στοιχεία πάνω σε λεπτό χαρ-τί. Το ύφος του γραψίματος ήταν ιδιαίτερα αδέξιο. Η σκέψη του έδειχνε να βουλιάζει σταθερά και ήταν αδύνατον να την παρακολουθήσεις. Κι όμως, πίσω από τις συγκεχυμένες του προτάσεις, άρχισε γρήγορα να ξεπροβάλλει ένας διάχυτος πό-νος. Όταν έφτασα μάλιστα στα τελευταία γράμματα, η αγωνία που είχε βιώσει ο Τσουρουκάουα φάνηκε στα μάτια μου ξεκά-θαρα. Καθώς συνέχιζα να διαβάζω, μου ήρθαν δάκρυα, ενώ ταυτόχρονα ξαφνιάστηκα με την τόσο κοινότοπη φύση της δυ-στυχίας του.

Δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια ερωτική ιστορία, σύ-ντομη και πεζή: ο άτυχος έρωτας ενός άπραγου νεαρού για μια κοπέλα που οι γονείς της δεν τον ενέκριναν. Κατόπιν, κά-ποιο σημείο του γράμματος με έκανε να το αφήσω απότομα α-πό τα χέρια μου. Ίσως η περιγραφή των αισθημάτων του να έ-κλεινε μέσα της μια ακούσια υπερβολή, αλλά το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό.

«Όταν τον σκέφτομαι τώρα», έγραφε, «αυτός ο άτυχος έ-ρωτας ίσως να ήταν η άμεση συνέπεια της ίδιας μου της άτυ-χης φύσης. Ήμουν από τη φύση μου μελαγχολικός. Δεν θυμά-μαι ποτέ να γνώρισα τι σημαίνει να είσαι χαρούμενος και ήρε-μος».

Το τελευταίο γράμμα είχε ως κατακλείδα ένα ταραγμένο σημείωμα και, όταν το διάβασα, πέρασε από τον νου μου για πρώτη φορά μια υποψία.

273 ι8"

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

«Μπορεί να...» άρχισα. Ο Κασιουάγκι με διέκοψε κουνώντας το κεφάλι του: «Ναι,

πράγματι. Ήταν αυτοκτονία. Είμαι απόλυτα βέβαιος. Ίσως η οικογένειά του να βόλεψε τα πράγματα για να σώσει τα προ-σχήματα, ίσως να σκαρφίστηκε εκείνη την ιστορία με το φορ-τηγό και τα λοιπά.

«Του απάντησες, έτσι δεν είναι;» τραύλισα αγανακτισμέ-νος, με τρόπο πιεστικό.

«Ναι, αντιλαμβάνομαι όμως ότι η απάντησή μου δεν έφτα-σε πριν τον θάνατό του».

«Τι του έγραψες;» «Του έγραψα ότι δεν πρέπει να πεθάνει. Τίποτε άλλο». Η πεποίθηση, βαθιά ριζωμένη μέσα μου, ότι δεν θα μπο-

ρούσα ποτέ να προδοθώ από τα συναισθήματά μου αποδεί-χτηκε λανθασμένη. Ο Κασιουάγκι έδωσε σε αυτή την αυταπά-τη μου τη χαριστική βολή.

«Λοιπόν;» είπε. «Μήπως αυτά τα γράμματα άλλαξαν τις α-ντιλήψεις σου για τη ζωή; Όλα σου τα σχέδια καταστράφηκαν τώρα, έτσι δεν είναι;»

Ήταν φανερό γιατί μου έδειχνε τώρα αυτά τα γράμματα, μετά από τρία χρόνια. Κι όμως, παρά το ξάφνιασμά μου, μια κάποια θύμηση έμενε ακόμη μέσα μου: η θύμηση του πρωινού ήλιου που ξεχυνόταν μέσ' από τα δέντρα πιτσιλίζοντας το ά-σπρο πουκάμισο του νεαρού άντρα, ξαπλωμένου μες στην πυ-κνή καλοκαιριάτικη χλόη. Ο Τσουρουκάουα είχε πεθάνει και είχε έτσι μεταμορφωθεί, ύστερα από τρία χρόνια. Ίσως να φαι-νόταν πως, ό,τι του είχα εμπιστευθεί, είχε χαθεί με τον θάνατό του. Κι όμως, αντί γι' αυτό, εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξανα-γεννιόταν με ένα καινούργιο στοιχείο πραγματικότητας. Τύ-χαινε να πιστεύω μάλλον στο περιεχόμενο της μνήμης παρά στο πραγματικό της νόημα. Και ήταν τέτοιες οι συνθήκες της

274

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

πίστης μου ώστε, αν επρόκειτο τώρα να σταματήσω να δίνο3 βάση σε εκείνη τη θύμηση, αυτή καθαυτή η ζωή θα κατέρρεε (ΐυτόματα. Ο Κασιουάγκι, που στεκόταν εκεί κοιτάζοντας με περιφρονητικά, ήταν γεμάτος ικανοποίηση επειδή είχε τόσο θαρραλέα κατακομματιάσει αυτά τα συναισθήματα.

«Τι τρέχει;» ρώτησε. «Κάτι έσπασε μέσα σου τώρα δα, έτσι δεν είναι; Δεν αντέχω να βλέπω έναν φίλο μου να ζει με κάτι τόσο εύθραυστο μέσα του. Όλη μου η καλοσύνη έγκειται στον αφανισμό όλων αυτών».

«Και τι γίνεται αν δεν έχει σπάσει ακόμη;» ρώτησα. «Φτάνει πια τόση ξιπασιά!» αποκρίθηκε με ένα περιφρο-

νητικό μειδίαμα. «Ήθελα ακριβώς να σε κάνω να καταλάβεις. Ό,τι μεταμορφώνει αυτόν τον κόσμο είναι η γνώση. Καταλα-βαίνεις τι θέλω να πω; Τίποτε άλλο δεν μπορεί να αλλάξει κά-τι σε αυτόν τον κόσμο. Μόνο η γνώση είναι ικανή να τον με-ταμορφώσει, αφήνοντάς τον συγχρόνως όπως είναι. Όταν κοι-τάζεις τον κόσμο με γνώση, συνειδητοποιείς ότι τα πράγματα είναι αμετάβλητα και, συγχρόνως, ότι μεταβάλλονται συνε-χώς. Θα μπορούσες να αναρωτηθείς σε τι μας ωφελεί κάτι τέ-τοιο. Ας το θέσουμε ως εξής: τα ανθρώπινα όντα κατέχουν το όπλο της γνώσης για να κάνουν τη ζωή τους ανεκτή. Για τα ζώα, τέτοιου είδους πράγματα δεν είναι απαραίτητα. Τα ζώα δεν χρειάζονται τη γνώση ή οτιδήποτε παρόμοιο για να αντέ-ξουν τη ζωή τους. Οι άνθρωποι όμως χρειάζονται πράγματι κάτι. Και με τη γνώση μπορούν να μεταβάλουν τούτο το αφό-ρητο στοιχείο της ζωής σε όπλο, παρότι δεν μειώνεται ούτε κατά το ελάχιστο. Έτσι είναι».

«Δεν σκέφτεσαι πως υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος για να αντέξεις τη ζωή;»

«Όχι, δεν το σκέφτομαι. Εκτός από αυτόν, υπάρχει μόνον η τρέλα ή ο θάνατος».

275

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

«Η γνώση δεν μπορεί ποτέ να μεταβάλει τον κόσμο», είπα σχεδόν σαν εξομολόγηση. «Ό,τι μεταβάλλει τον κόσμο είναι η δράση. Τίποτε άλλο δεν υπάρχει».

Όπως ακριβώς περίμενα, ο Κασιουάγκι αντέκρουσε τον ι-σχυρισμό μου με ένα παγερό μειδίαμα, που αποτέθηκε σαν μά-σκα πάνω στο πρόσωπό του.

«Να τα μας!» είπε. «Δράση, λες. Μα δεν καταλαβαίνεις ό-τι η ομορφιά αυτού του κόσμου, που τόσα σημαίνει για σένα, λαχταράει τον ύπνο και, προκειμένου να κοιμηθεί, πρέπει να προστατεύεται από τη γνώση; Θυμάσαι εκείνη την ιστορία: "Ο Νάνσεν Σκοτώνει ένα Γατάκι", για την οποία σου μίλησα κά-ποτε. Η γάτα εκεί ήταν ασύγκριτα όμορφη. Ο λόγος που οι ιε-ρείς από τις δύο αίθουσες του ναού τσακώνονταν ήταν ότι ή-θελαν κι οι δύο να προστατεύσουν το γατάκι, να το φροντί-σουν, να το αφήσουν να κοιμηθεί αναπαυτικά μέσα στους δι-κούς τους ιδιαίτερους μανδύες της γνώσης. Ο Πατέρας Νάν-σεν ήταν άνθρωπος της δράσης, γι' αυτό σκότωσε το γατάκι με το δρεπάνι του. Όταν όμως αργότερα έφτασε ο Τζόσου, έβγα-λε τα παπούτσια του και τα ακούμπησε πάνω στο κεφάλι του. Έχοντας πλήρη επίγνωση της πράξης του, ήθελε να πει: η ο-μορφιά πρέπει να κοιμάται και ο ύπνος της να προστατεύεται από τη γνώση. Δεν υπάρχει όμως ατομική γνώση, μια ειδική γνώση που να ανήκει σε ένα ιδιαίτερο πρόσωπο ή σε μια ομά-δα. Η γνώση είναι η θάλασσα της ανθρωπότητας, το ανοιχτό πεδίο της ανθρωπότητας, η γενικευμένη θέση της ανθρώπινης ύπαρξης. Νομίζω ότι αυτό ήθελε να πει. Τώρα, θέλεις να παί-ξεις εσύ το ρόλο του Τζόσου, έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν, η ο-μορφιά -η ομορφιά που τόσο αγαπάς- είναι μια ψευδαίσθηση αυτού που απομένει, του υπέρμετρου που εναποτίθεται στη γνώση. Είναι μια χίμαιρα του "άλλου τρόπου για να ανεχθείς τη ζωή", που ανέφερες. Θα 'λεγε κανείς ότι, πράγματι, δεν υ-

276

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

πάρχει τίποτε σαν την ομορφιά. Αυτό που ισχυροποιεί τόσο την αυταπάτη, που της μεταβιβάζει τέτοια δύναμη πραγματι-κότητας, είναι ακριβώς η γνώση. Από την άποψη της γνώσης, η ομορφιά δεν αποτελεί ποτέ παρηγοριά. Μπορεί να είναι μια γυναίκα ή η σύζυγος κάποιου, δεν είναι όμως ποτέ παρηγοριά. Παρ' όλα αυτά, από το πάντρεμα του όμορφου πράγματος -που δεν είναι ποτέ παρηγοριά- και της γνώσης, κάτι γεννιέ-ται. Κάτι σαν εφήμερη υπόσταση, πομφόλυγα, κάτι χωρίς ελ-πίδα. Γεννιέται όμως. Και αυτό το κάτι είναι ό,τι οι άνθρωποι αποκαλούν τέχνη».

«Η ομορφιά...» είπα διακόπτοντας τη συζήτηση μέσα σε μια κρίση τραυλίσματος. Ήταν μια σκέψη δίχως όρια. Μου εί-χε μόλις περάσει από τον νου ότι ίσως να μου είχε δημιουργή-σει το τραύλισμα η ιδέα της ομορφιάς. «Η ομορφιά, τα όμορ-φα πράγματα», συνέχισα, «αυτοί είναι τώρα οι πιο θανάσιμοι εχθροί μου».

«Ο πιο θανάσιμος εχθρός σου είναι η ομορφιά;» είπε ο Κα-σιουάγκι ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια του. Και τότε ζωγρα-φίστηκε και πάλι στο ξαναμμένο του πρόσωπο το γνωστό ψύ-χραιμο και ιλαρό βλέμμα. «Τι αλλαγή να το ακούω αυτό από σένα! Πρέπει να ρυθμίσω και πάλι τους φακούς της αντίληψής μου».

Συνεχίσαμε για πολλή ώρα την κουβέντα. Ήταν η πρώτη φορά, εδώ και χρόνια, που ανταλλάξαμε τις απόψεις μας με έ-ναν τόσο οικείο τρόπο. Η βροχή δεν είχε σταματήσει ακόμη. Φεύγοντας, ο Κασιουάγκι μου μίλησε για τη Σαννομίγια και το λιμάνι του Κόμπε. Δεν είχα πάει ποτέ σε κανένα από αυτά τα μέρη. Μου μίλησε ακόμη και για τα μεγάλα καράβια που ξε-κινούσαν από το λιμάνι, την εποχή του καλοκαιριού. Οι σκη-νές ζωντάνευαν μπροστά μου καθώς αναπολούσα το Μαϊζού-ρου. Για μια φορά, οι γνώμες μας συνέπεσαν. Εμείς, δυο ενδε-

277

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

είς φοιτητές, μοιραστήκαμε τα ίδια όνειρα, συμφωνώντας τε-λικά ότι τίποτε, ούτε η γνώση ούτε η δράση, δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη χαρά που νιώθεις όταν ξανοίγεσαι στο πέλα-γος·

278

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ε Ν Α Τ Ο

Π ΙΘΑΝΟΝ ΝΑ ΜΗΝ ΗΤΑΝ ΑΠΛΗ ΣΥΜΠΤΩΣΗ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ Ο Ηγούμενος, αντί να με επιπλήξει ως συνήθως, τώρα, α-κριβώς την ώρα που έπρεπε, μου έκανε χάρη. Πέντε ημέ-

ρες από τότε που ο Κασιουάγκι είχε έρθει να εισπράξει το χρέος του, με φώναξε στο γραφείο του και μου έδωσε τρεις χιλιάδες τε-τρακόσια γιεν για τα δίδακτρά μου του πρώτου τριμήνου, τρια-κόσια πενήντα γιεν για τα έξοδα κινήσεώς μου και πεντακόσια γιεν για τα έξοδα γραφικής ύλης. Σύμφωνα με τον κανονισμό του πανεπιστημίου, έπρεπε να πληρώνουμε τα δίδακτρά μας πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές. Ωστόσο, ύστερα από ό,τι εί-χε συμβεί, δεν μου πέρασε ούτε στιγμή από τον νου ότι ο Ηγού-μενος θα μου έδινε στο χέρι τα χρήματα. Σκέφτηκα ότι, ακόμη κι αν αποφάσιζε να τα πληρώσει, θα τα έστελνε κατευθείαν στο πα-νεπιστήμιο, μια και γνώριζε τώρα πια πόσο αναξιόπιστος ήμουν.

Ήξερα καλύτερα από αυτόν ότι, παρότι μου τα είχε δώσει, η εμπιστοσύνη του σε μένα είχε κλονιστεί για τα καλά. Η χά-ρη που μου έκανε, χωρίς να πει ούτε μια λέξη, μου θύμιζε κα-τά κάποιον τρόπο την απαλή, ροδαλή του σάρκα. Σάρκα γε-μάτη ψευτιά, που εμπιστεύεται ό,τι αξίζει να προδοθεί και προδίδει ό,τι είναι άξιο εμπιστοσύνης, σάρκα που δεν προ-σβάλλεται από τη διαφθορά, ζεστή, ανάλαφρη, ροδαλή σάρκα που απλώνεται σιωπηλά.

279

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Ακριβώς όπως όταν είδα τον αστυνομικό στο πανδοχείο της Γιούρα και τρομοκρατήθηκα ότι με είχαν ανακαλύψει, έ-τσι και τώρα είχα παραλύσει από τον φόβο -που λίγο έλεΐ'ψε να γίνει παραίσθηση- πως ο Ηγούμενος είχε αντιληφθεί τα σχέδια μου και, δίνοντας μου χρήματα, προσπαθούσε να με κάνει να αφήσω ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία μου για απο-φασιστική δράση. Ένιωσα ότι ίσως να μην κατόρθωνα ποτέ να βρω το θάρρος για να προβώ στην πράξη μου όσο θα κρα-τούσα πάνω μου το ποσό που μου είχε δώσει. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο για να το ξοδέ'ψω το γρηγορότερο. Να το ξοδέ-ψω έτσι ώστε, αν εκείνος ανακάλυπτε τι είχα κάνει, να γίνει δίχως άλλο έξω φρενών και να με διώξει από τον ναό αμέσως.

Τη συγκεκριμένη εκείνη ημέρα, ήταν η σειρά μου να δου-λέψω στην κουζίνα. Ενώ έπλενα τα πιάτα μετά το δείπνο, έ-τυχε να κοιτάξω προς τη μεριά της τραπεζαρίας. Όλοι είχαν φύγει. Απόλυτη ησυχία βασίλευε στο δωμάτιο. Στην είσοδο, υ-πήρχε μια καπνισμένη κολόνα, που ανέδιδε μια μαύρη λάμψη. Μια πινακίδα, αρκετά ξέθωρη από την καπνιά, ήταν καρφω-μένη πάνω της. Διάβασα τις λέξεις:

Α - Τ Α - Κ Ο ΙΕΡΟ Σ Η Μ Α Δ Ι

Φυλαχτείτε από τη Φωτιά

Έβλεπα νοερά το ωχρό σχήμα της φωτιάς, δέσμιας σε αυ-τή την επιγραφή-φυλαχτό. Κάτι που ήταν κάποτε χαρούμενο πλανιόταν τώρα πίσω από το χλομό και αδύναμο αυτό σημά-δι. Αναρωτιόμουν αν θα γινόμουν πιστευτός λέγοντας ότι, αυ-τές τις μέρες, το όραμα της φο^τιάς δεν με ενέπνεε λιγότερο α-πό τον σαρκικό πόθο. Μήπως άλλωστε δεν ήταν φυσικό -ε-φόσον η απόφασή μου να ζήσω εξαρτιόταν τώρα απόλυτα α-πό αυτή- να έχει στραφεί κι ο πόθος μου προς την κατεύθυν-

279

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

σή της; Η επιθυμία μου διαμόρφωνε την εύπλαστη φιγούρα της. Και οι φλόγες, γνωρίζοντας ότι τις είχα δει μέσ' από τη γυαλιστερή μαύρη κολόνα, στολίζονταν με χάρη για την περί-σταση. Ήταν εύθραυστες οντότητες: χέρια, μέλη, στήθος εκεί-νης της φωτιάς.

Το βράδυ της 18ης Ιουνίου, έφυγα κρυφά από τον ναό με τα χρήματα στην τσέπη μου. Κατόρθωσα να φτάσω στην πε-ριοχή του βορείου Σίντσι, περισσότερο γνωστή ως Γκομπα-ντσό. Είχα ακούσει ότι οι κοπέλες ήταν φτηνές και είχαν φιλι-κές διαθέσεις προς τους δόκιμους του ναού και άλλους τέτοιου είδους πελάτες. Το Γκομπαντσό απείχε περίπου μισή ώρα με τα πόδια από τον ναό. Το βράδυ ήταν υγρό. Το φεγγάρι φώτι-ζε αμυδρά έναν ουρανό σκεπασμένο με αραιά σύννεφα. Φο-ρούσα πουλόβερ, χακί παντελόνι και ξύλινα τσόκαρα. Κατά πάσα πιθανότητα, θα γύριζα ύστερα από λίγες ώρες με τα ίδια ακριβώς ρούχα. Πώς θα έπειθα άραγε τον εαυτό μου ότι το «ε-γώ» που κλεινόταν σε εκείνα τα ρούχα θα γινόταν ένα άτομο ολωσδιόλου διαφορετικό;

Μόλο που ήταν αυτονόητο ότι θα ζούσα αφού θα έβαζα φωτιά στον Χρυσό Ναό, αυτό που έκανα τώρα έμοιαζε περισ-σότερο με προετοιμασία για θάνατο. Κατά τον ίδιο τρόπο που ένας άντρας, αποφασισμένος να αυτοκτονήσει, θα επισκεπτό-ταν προηγουμένως ένα μπορντέλο για να χάσει την παρθενία του, έτσι κι εγώ ξεκινούσα τώρα για τις γειτονιές της ηδονής. Να είστε βέβαιοι όμως ότι, κάνοντας έρωτα με μια πόρνη, αυ-τός ο άντρας είναι σαν να βάζει την υπογραφή του σε μια τυ-πική φόρμουλα και, ακόμη κι αφού θα έχει χάσει την παρθε-νία του, δεν θα γίνει ποτέ ένα «άτομο διαφορετικό».

Δεν θα έπρεπε να φοβάμαι τώρα εκείνη την απογοήτευση - απογοήτευση που είχα τόσο συχνά νιώσει στην κρίσιμη στιγ-μή που ο Χρυσός Ναός έμπαινε ανάμεσα σε μένα και στη γυ-

280

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

ναίκα. Γιατί δεν έκανα πια όνειρα, ούτε είχα σκοπό να συμμε-τέχω στη ζωή μέσα από μια γυναίκα. Η ζωή μου ήταν τώρα σταθερά προσηλωμένη σε κάτι άλλο. Όλες μου οι πράξεις ως εδώ ήταν απλώς σκληρές και ζοφερές ενέργειες που με οδή-γησαν στην τωρινή μου κατάσταση.

Αυτά έλεγα στον εαυτό μου περπατώντας προς το Γκο-μπαντσό. Τότε όμως, ξεπήδησαν από μέσα μου τα λόγια του Κασιουάγκι: «Οι πόρνες δεν πηγαίνουν στο κρεβάτι με τους πελάτες τους επειδή αυτοί τους αρέσουν. Μπορούν να έχουν για πελάτη τον καθένα, ξεμωραμένους γέρους, ζητιάνους, μο-νόφθαλμους, καλοφτιαγμένους άντρες - ακόμη και λεπρούς, από τη στιγμή που δεν έχουν ιδέα για τη λέπρα τους. Αυτή η εξισωτική προσέγγιση θα έκανε τους περισσότερους συνηθι-σμένους νεαρούς να αισθάνονται άνετα, να προχωρούν στη ζωή τους ευτυχισμένοι και να αγοράζουν τις υπηρεσίες της πρώτης γυναίκας που θα έβρισκαν μπροστά τους. Εγώ, όμως, δεν είχα σε καμιά υπόληψη την εξισωτική αυτή τακτική. Δεν μπορούσα να ανεχθώ την ιδέα ότι μια γυναίκα θα αντιμετώπι-ζε έναν εντελώς φυσιολογικό άντρα και κάποιον σαν εμένα, σαν να ήμασταν ίσοι. Αυτό θα μου φαινόταν σαν τρομερός αυ-το-εξευτελισμός».

Μου ήταν δυσάρεστο τώρα να φέρνω στον νου μου αυτά τα λόγια. Οπωσδήποτε, η περίπτωσή μου δεν ήταν ίδια με του Κασιουάγκι. Εκτός από το τραύλισμά μου, δεν έπασχα από καμιά συγκεκριμένη δυσμορφία. Έτσι, δεν είχα λόγο να μη θε-ωρώ την έλλειψη φυσικής γοητείας μου απλώς σαν ένα συμ-βατικό είδος ασχήμιας.

Κι όμως, αναρωτιόμουν, δεν θα μπορούσε άραγε η διαί-σθηση οποιασδήποτε γυναίκας να την κάνει να αναγνωρίσει πάνω στο άσχημο μέτωπό μου τα στίγματα ενός γεννημένου ε-γκληματία; Η παράλογη αυτή σκέψη μού δημιούργησε ταρα-

282

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

χή, κάνοντας με να επιβραδύνω το βήμα μου. Τελικά, απόκα-να να σκέφτομαι και δεν ήμουν πια βέβαιος αν σκόπευα να χάσω την παρθενία μου για να βάλω φωτιά στον Χρυσό Ναό ή αν σχεδίαζα να κάψω τον Χρυσό Ναό για να χάσω την παρ-θενία μου. Τότε, εντελώς ανεξήγητα, η ευγενική φράση ίβιηρο Ιίαηηαη («τα βάσανα που περιμένουν τον κόσμο») μου ήρθε στο μυαλό και, προχωρώντας, συνέχιζα να "ψιθυρίζω ίβτηρο Ιίαηηαη, ίβιηρο Ιίαηηαη. Σύντομα, πλησίασα σε μια πλατεία ό-που τα φωτεινά, φασαριόζικα τζουκ μποξ και τα ποτοπωλεία υποχωρούσαν μπρος σε μια έκταση ήρεμου σκοταδιού, φωτι-σμένου σε κανονικά διαστήματα με φωτισμό φθορίου και χάρ-τινα φανάρια άσπρα, άτονα. Από τη στιγμή που είχα εγκατα-λείψει τον ναό, είχα παρασυρθεί από τη φαντασίωση ότι η Ου-ίκο ήταν ακόμη ζωντανή και ζούσε απομονωμένη στο συγκε-κριμένο εκείνο μέρος. Μια φαντασίωση που με γέμιζε δύναμη. Αφότου είχα αποφασίσει να κάψω τον Χρυσό Ναό, είχα ξα-ναγυρίσει στη δροσερή και ακηλίδωτη κατάσταση της νιότης μου και ένιωθα τώρα ότι θα μπορούσα να συναντήσω τους αν-θρώπους και τα πράγματα που είχα συναντήσει στην αρχή της ζωής μου.

Από δω και πέρα, θα ζούσα. Κατά περίεργο τρόπο όμως, κάθε λογής δυσοίωνες σκέψεις αποκτούσαν διαστάσεις μέσα μου και αισθανόμουν ότι, ανά πάσα στιγμή, θα μπορούσε να με επισκεφθεί ο θάνατος. Παρακαλούσα μόνο να μου χαριζό-ταν μέχρις ότου βάλω φωτιά στον Χρυσό Ναό. Σχεδόν ποτέ δεν είχα αρρωστήσει, ούτε και τώρα παρουσίαζα συμπτώματα αρρώστιας. Ένιωθα όλο και πιο έντονα κάθε μέρα, ότι ο έλεγ-χος των ποικίλων καταστάσεων που με κρατούσαν στη ζωή στηριζόταν μονάχα στους ώμους μου. Έπρεπε να βαστώ μό-νος μου το βάρος της ευθύνης που με κρατούσε στη ζωή.

Την προηγούμενη μέρα, είχα τραυματίσει το δάχτυλό μου

283

Π 0 Υ Κ 1 0 ΜΙΣΙΜΑ

με μια σκλήθρα από το μπαμπού της σκούπας μου. Και αυτή ακόμη η μικροσκοπική πληγή ήταν αρκετή για να μου δημι-ουργήσει ανησυχία. Θυμήθηκα εκείνον τον ποιητή που είχε χάσει τη ζωή του όταν τον τρύπησε ένα αγκάθι από τριαντά-φυλλο. Οι κοινοί άνθρωποι γύρω μου δεν θα πέθαιναν ποτέ α-πό τέτοιες αιτίες. Εγώ όμως είχα γίνει ένα άτομο έξω από τα συνηθισμένα μέτρα. Ύστερα από αυτό, ποιος ξέρει τι είδους μοιραίος θάνατος με περίμενε! Ευτυχώς, το δάχτυλό μου δεν κακοφόρμισε και πιέζοντάς το σήμερα μόλις που ένιωσα πό-νο!

Πρέπει βέβαια να πω ότι, πριν από την επίσκεψή μου στο Γκομπαντσό, είχα πάρει κάθε λογής προφυλάξεις υγιεινής. Την προηγούμενη μέρα, είχα πάει σε ένα φαρμακείο αρκετά μακριά από την πόλη, όπου δεν με ήξερε κανείς, και είχα αγο-ράσει ένα πακέτο προφυλακτικά. Οι σκονισμένες μεμβράνες τους είχαν ένα χρώμα αρρωστιάρικο. Το βραδάκι, έβγαλα ένα και το δοκίμασα. Ανάμεσα στα άλλα αντικείμενα του δωματί-ου μου -τον βουδιστικό πίνακα πάνω στον οποίο είχα γράψει κάτι βιαστικά με κόκκινο μολύβι, το ημερολόγιο του Οργανι-σμού Τουρισμού του Κιότο, το βουδιστικό κείμενο για χρήση των ναών Ζεν που έτυχε να είναι ανοιγμένο ακριβώς στη μα-γική ρήση ΒυΙοΙιο-δοηοΙιο, τις βρόμικες κάλτσες μου, το σκι-σμένο ψάθινο ταπέτο-, το γεννητικό μου όργανο έμοιαζε με δυσοίωνη εικόνα του Βούδα, λεία, γκρίζα, χωρίς μάτια και μύ-τη. Το δυσάρεστο σχήμα του μου θύμισε τη φρικαλέα θρη-σκευτική πράξη, γνωστή ως «αποκοπή του φαλλού», η οποία εξακολουθεί να υπάρχει στις μέρες μας μονάχα σε κάποια αρ-χεία που μας μεταβιβάστηκαν από το παρελθόν.

Ακολούθησα ένα δρομάκι πλαισιωμένο με χάρτινα φανά-ρια. Τα εκατό -ή και περισσότερα- σπίτια κατά μήκος του δρόμου ήταν όλα τους χτισμένα στο ίδιο στυλ. Αέγεται ότι αν

284

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

ένας φυγόδικος εμπιστευόταν το αφεντικό που κυβερνούσε τούτη την περιοχή, εύκολα μπορούσε να κρυφτεί. Προφανώς, αυτός πατούσε ένα κουμπί και κάποιο κουδούνι χτυπούσε σε κάθε μπορντέλο, ειδοποιώντας τον εγκληματία ότι έφθανε η αστυνομία.

Κάθε σπίτι διέθετε ένα σκοτεινόχρωμο καφασωτό παράθυ-ρο στην πρόσοψη και είχε δύο ορόφους. Οι βαριές και παλιές στέγες από κεραμίδια -που εκτείνονταν σε βάθος κάτω από το υγρό φεγγάρι- είχαν όλες το ίδιο ύα|)ος. Σκούρες μπλε κουρτί-νες με τα γράμματα ΝΪ8ΐιφη βαμμένα άσπρα κρέμονταν σε κά-θε είσοδο και πίσω τους μπορούσες να δεις τις ματρόνες των α-ντίστοιχων μπορντέλων, ντυμένες με τις άσπρες τους ποδιές, να γέρνουν μπροστά για να κοιτάξουν ποιος περνάει στον δρόμο.

Δεν είχα την παραμικρή ιδέα τι σημαίνει ηδονή. Ένιωθα σαν να με είχε εγκαταλείι|^ει η συνηθισμένη τάξη πραγμάτων. Και, ολομόναχος τώρα, μου φαινόταν πως έσερνα τα αποκα-μωμένα πόδια μου καταμεσής μιας ερημιάς. Μαζεμένος, α-γκαλιάζοντας τα γόνατά του, ο πόθος που κατοικούσε μέσα μου μού έδειχνε την άθυμη ράχη του. Παρ' όλα αυτά -σκέ-φτηκα-, οφείλω να ξοδέψω τα χρήματα εδώ. Θα ξόδευα ως και την τελευταία δεκάρα από τα χρήματα που μου είχαν δο-θεί για τα δίδακτρα του πανεπιστημίου, προσφέροντας με αυ-τόν τον τρόπο στον Ηγούμενο μια εύλογη δικαιολογία για να με διώξει από τον ναό. Ούτε που μου πέρασε από το μυαλό ό-τι υπήρχε κάποια ιδιαίτερη αντινομία σε αυτή τη σκέψη. Κι ό-μως, αν αυτό ήταν το πραγματικό μου κίνητρο, σήμαινε ότι δεν μπορεί παρά να ένιωθα αγάπη για τον Ηγούμενο.

Ήταν ίσως νωρίς ακόμη για μια επίσκεψη στο Γκομπα-ντσό. Έτσι κι αλλιώς, λίγος κόσμος κυκλοφορούσε στους δρό-μους. Τα ξύλινα τσόκαρά μου ηχούσαν καθαρά μέσα στη βρα-δινή ατμόσφαιρα. Οι ματρόνες καλούσαν τους περαστικούς με

285

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

τις μονότονες φωνές τους, που έμοιαζαν να σέρνονται στον υ-γρό αέρα και στον χαμηλό ουρανό της εποχής των βροχών. Τα δάχτυλα των ποδιών μου γαντζώνονταν γερά στα χαλαρωμέ-να λουριά των ξύλινων τσόκαρων. Κοντολογίς, τέτοιες σκέ-ψεις έκανα. Ανάμεσα στα ποικιλόμορφα εκείνα φώτα, που εί-χα δει από την κορυφή του όρους Φούντο τη νύχτα που τελεί-ωσε ο πόλεμος, σίγουρα το βλέμμα μου θα είχε πέσει και στα φώτα αυτού του δρόμου.

Εκεί που με είχαν οδηγήσει τώρα τα πόδια μου, θα περίμε-νε σίγουρα η Ουίκο. Σε ένα από τα σταυροδρόμια, πρόσεξα έ-να κτήριο με το όνομα Οτάκι. Διάλεξα στην τύχη αυτό το μέ-ρος και μπήκα μέσα από τις μπλε κουρτίνες. Ξαφνικά, βρέθη-κα σε ένα δωμάτιο με πλακάκια. Τρεις κοπέλες κάθονταν στην απέναντι άκρη του δωματίου. Λες και περίμεναν, κατάκοπες, να περάσει το τραίνο. Η μια από αυτές φορούσε κιμονό και εί-χε έναν επίδεσμο γύρω από το λαιμό της. Οι άλλες δύο φο-ρούσαν ρούχα δυτικής μόδας. Μια από τις κοπέλες είχε κατε-βάσει την κάλτσα της και έξυνε μετά μανίας το πίσω μέρος της γάμπας της. Η Ουίκο δεν ήταν εκεί, πράγμα που με καθησύ-χασε.

Εκείνη που έξυνε το πόδι της ύψωσε τα μάτια, σαν σκυλί που ακούει το όνομά του. Το βαρύ και άσπρο στρώμα πού-δρας και το κοκκινάδι είχαν αποτεθεί πάνω στο στρογγυλό και φουσκωμένο πρόσωπό της, με τη σκληρή ευκρίνεια που βλέ-πει κανείς σε ένα παιδικό σχέδιο. Ωστόσο -αν και αυτό μπορεί να θεωρηθεί παράξενο-, με κοίταζε με έκφραση πραγματικά καλοπροαίρετη. Ακριβώς σαν τη ματιά που ρίχνεις σε έναν συνάνθρωπό σου, που τον συναντάς σε μια γωνιά του δρόμου. Τα μάτια της κάθε άλλο παρά έδειχναν να έχουν αναγνωρίσει τον πόθο που φώλιαζε μέσα μου.

Μια και η Ουίκο δεν βρισκόταν εκεί, δεν είχε σημασία ποια

286

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

κοπέλα θα έπαιρνα. Ήμουν ακόμη ευάλωτος στην προκατά-ληψη ότι οποιαδήποτε προτίμηση ή εικασία από την πλευρά μου θα σήμαινε αποτυχία. Ακριβώς όπως οι κοπέλες δεν μπο-ρούν να διαλέγουν τους πελάτες τους, ήταν προτιμότερο να μην διαλέξω κι εγώ την κοπέλα μου. Έπρεπε να βεβαιωθώ ό-τι η τρομακτική έννοια της ομορφιάς, που καθιστά τους αν-θρώπους ανίσχυρους για δράση, δεν θα παρεμβαλόταν τώρα ανάμεσα σε μένα και στην πρόθεσή μου.

«Ποιο κορίτσι θα θέλατε;» ρώτησε η ματρόνα. Έδειξα ε-κείνη που έξυνε το πόδι της. Η ελαφριά φαγούρα εκείνου του κοριτσιού -ίσως μετά από το δάγκωμα ενός κουνουπιού που περιφερόταν στα πλακάκια του δαπέδου- ήταν ό,τι με συνέ-δεε μαζί της. Χάρη σε αυτήν, θα είχε αργότερα το δικαίωμα να δώσει τη μαρτυρία της, όταν η πράξη μου θα έφτανε στην ώ-ρα της επίσημης ανάκρισης. Η κοπέλα σηκώθηκε και με ζύ-γωσε. Άγγιξε ελαφρά το μανίκι του πουλόβερ μου. Πρόσεξα πως στα χείλη της είχε ζωγραφιστεί ένα χαμόγελο.

Ανεβαίνοντας την παλιά, σκοτεινή σκάλα προς τον δεύτε-ρο όροφο, αναλογίστηκα ξανά την Ουίκο. Μου πέρασε από τον νου πως, εκείνη την ώρα, θα είχε βγει έξω. Και, εφόσον εί-χε φύγει από αυτό το μέρος, δεν θα την έβρισκα βέβαια όπου κι αν κοίταζα. Έμοιαζε μάλιστα να έχει φύγει από τον κόσμο μας για να λουστεί ή κάτι παρόμοιο.

Όσο η Ουίκο εξακολουθούσε να βρίσκεται στη ζωή, ένιω-θα ότι ήταν ικανή να κινείται ελεύθερα μέσα και έξω, σε έναν τέτοιου είδους διττό κόσμο. Ακόμη και την ώρα του τραγικού εκείνου συμβάντος, ακριβώς όταν φάνηκε να απορρίπτει τον κόσμο, τον είχε ουσιαστικά δεχτεί για άλλη μια φορά. Ίσως για την Ουίκο ο θάνατος να ήταν απλώς κάτι παροδικό. Το αίμα της που είχε χυθεί στον εξώστη του Ναού Κόνγκο ίσως να ή-ταν κάτι σαν τη σκόνη που απομένει από τα φτερά μιας πετα-

287

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

λούδας, όταν ανοίγεις το παράθυρο το πρωί και αυτή πετάει μακριά.

Στο κέντρο του δεύτερου ορόφου, ένα δικτυωτό κιγκλίδω-μα περιέβαλλε έναν χώρο όπου έφταναν τα ρεύματα από την αυλή. Ένα σκοινί μπουγάδας ήταν τεντωμένο από τη μια με-ριά της μαρκίζας ως την άλλη και ακόμη πάρα κάτω. Εκεί κρεμόταν ένα κόκκινο μισοφόρι, μερικά γυναικεία εσώρουχα και ένα νυχτικό. Το σκοτάδι ήταν βαθύ και το ακαθόριστο πε-ρίγραμμα του νυχτικού έμοιαζε με ανθρώπινη φιγούρα.

Ένα κορίτσι τραγουδούσε σε κάποιο δωμάτιο. Το τραγού-δι της ακουγόταν στρωτό. Κάπου κάπου, έδενε με τη φάλτσα φωνή ενός άντρα. Όταν τέλειωσε το τραγούδι, ακολούθησε μια σύντομη σιωπή. Τότε, λες και είχε σπάσει μια χορδή, το κο-ρίτσι άρχισε να γελά.

«Είναι η Χαρούκο», είπε η κοπέλα μου γυρνώντας προς τη ματρόνα.

«Έτσι κάνει πάντα», αποκρίθηκε εκείνη. «Πάντα». Και γύ-ρισε αποφασιστικά την τετράγωνη πλάτη της προς το δωμάτιο απ' όπου ερχόταν το γέλιο. Με έμπασαν σε ένα κακόγουστο μικρό δωμάτιο. Ένα είδος πάγκου αντικαθιστούσε τη συνηθι-σμένη παστάδα και κάποιος είχε τοποθετήσει πάνω του στην τύχη μια εικόνα του τυχερού θεού Χοτέι και τη φιγούρα μιας γάτας, που λες και κάτι μου έγνεφε. Μια λεπτομερής ανακοί-νωση των κανονισμών ήταν τοιχοκολλημένη και, ακόμη, κρε-μόταν εκεί ένα ημερολόγιο. Το δωμάτιο φωτιζόταν αμυδρά α-πό έναν και μόνο λαμπτήρα. Μέσ' από το ανοιχτό παράθυρο, άκουγες πού και πού τα βήματα των περαστικών που τριγύρι-ζαν άσκοπα στους δρόμους αναζητώντας την ηδονή.

Η ματρόνα με ρώτησε αν ήθελα να μείνω για λίγο ή αν σκό-πευα να περάσω εκεί τη νύχτα. Μια βίζιτα μικρής διάρκειας κόστιζε τετρακόσια γιεν. Ζήτησα λίγο σακέ και μερικά μπι-

2 8 8

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

σκότα από ρύζι. Η ματρόνα πήγε κάτω γκ' να μου φέρει την παραγγελία. Ωστόσο, το κορίτσι δεν με πλησίαζε ακόμη. Μό-νο όταν εκείνη γύρισε με το σακέ και της είπε να καθίσει πλάι μου, τότε ήρθε μαζί μου πάνω στο ψάθινο στρώμα. Τώρα που μπορούσα να την παρατηρήσω από κοντά, είδα πως είχε τρί-•ψει τόσο πολύ το επάνω χείλι της που ήταν ελαφρά κοκκινι-σμένο. Προφανώς, συνήθιζε να σκοτώνει την ώρα της τρίβο-ντας και ξύνοντας, όχι μόνο τις γάμπες της αλλά και όλο της το σώμα. Ύστερα, μου πέρασε από το μυαλό ότι η ελαφριά αυ-τή κοκκινίλα μπορεί να ήταν απλώς μια περίσσεια από το ά-φθονο κοκκινάδι της. Μην παραξενεύεστε, σας παρακαλώ, ε-πειδή παρατηρούσα τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Στο κάτω κάτω, ήταν η πρώτη μου επίσκεψη σε ένα μπορντέλο και ανυ-πομονούσα να ερευνήσω εξονυχιστικά κάθε λογής αποδείξεις ηδονής σε καθετί που συναντούσαν τα μάτια μου. Έβλεπα τα πάντα τόσο καθαρά όσο σε μια χαλκογραφία. Κάθε λεπτομέ-ρεια εντυπωνόταν με όλη της την καθαρότητα σε μια σταθερή απόσταση μπροστά στα μάτια μου.

«Σας έχω δει και άλλη φορά, κύριε, έτσι δεν είναι;» είπε το κορίτσι αφού μου συστήθηκε ως Μαρίκο.

«Είναι η πρώτη μου φορά». «Αλήθεια; Πρώτη φορά έρχεστε σε ένα τέτοιο μέρος;» «Ναι, πρώτη». «Σας πιστεύω. Γι' αυτό τρέμει το χέρι σας». Ακούγοντας τα λόγια της, συνειδητοποίησα ότι το χέρι με

το οποίο κρατούσα την κούπα του σακέ σειόταν για τα καλά. «Αν είναι αλήθεια, Μαρίκο», είπε η ματρόνα, «είσαι τυχε-

ρή απόψε, έτσι;» «Γρήγορα θα μάθω αν είναι αλήθεια ή όχι», αποκρίθηκε η

Μαρίκο χωρίς να το πολυσκεφτεί. Ο τρόπος ομιλίας της δεν είχε τίποτε αισθησιακό. Συνειδη-

2 8 9

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

τοποίησα ότι το πνεύμα της Μαρίκο διασκέδαζε σε έναν χώρο που δεν είχε καμιά συνάφεια με το σώμα μου ούτε με το δικό της, σαν ένα παιδί που αποχωρίστηκε τους συντρόφους του παιχνιδιού του. Η Μαρίκο φορούσε μια ανοιχτόχρωμη πράσι-νη μπλούζα και μια κίτρινη φούστα. Κοίταξα τα χέρια της και πρόσεξα πως μόνο τα νύχια στους αντίχειρες ήταν βαμμένα κόκκινα. Ίσως να είχε δανειστεί από κάποια φίλη της ένα βερ-νίκι και να είχε βάψει τα νύχια των μεγάλων της δάχτυλων για αστείο.

Σύντομα πήγαμε στο υπνοδωμάτιο. Η Μαρίκο πάτησε στο πάπλωμα που ήταν ανοιγμένο πάνω στο 'ψάθινο στρώμα και τράβηξε το μακρύ κορδόνι που κρεμόταν από την πλευρά του αμπαζούρ. Τα λαμπερά χρώματα του εμπριμέ βαμβακερού φάνταξαν κάτω από το ηλεκτρικό φως. Μια γαλλική κούκλα ήταν τοποθετημένη στην κομψή εσοχή του τοίχου.

Έβγαλα τα ρούχα μου αδέξια. Η Μαρίκο έριξε στους ώ-μους της μια ρόμπα από τριανταφυλλί πετσετόπανο και έβγα-λε τα δικά της με τέχνη. Μια καράφα με νερό ήταν ακουμπι-σμένη στο κομοδίνο. Ήπια δυο ποτήρια μονορούφι. Γυρισμέ-νη από την άλλη πλευρά, η κοπέλα άκουσε τον ήχο.

«Ώστε πίνεις μόνο νεράκι!» είπε γελώντας. Όταν ξαπλώσαμε στο κρεβάτι ο ένας δίπλα στον άλλο, α-

κούμπησε ελαφρά το δάχτυλό της στην άκρη της μύτης μου και με ρώτησε: «Είναι στ' αλήθεια η πρώτη σου φορά;» Γέλα-σε.

Εξακολουθούσα να κοιτάζω ακόμη και με το αμυδρό φως του πορτατίφ. Κοντολογίς, το να κοιτάζω αποτελούσε απόδει-ξη της ύπαρξής μου. Άλλωστε, πρώτη φορά έβλεπα τα μάτια κάποιου άλλου από τόσο κοντά. Ο νόμος της απόστασης που ρύθμιζε τον κόσμο μου είχε εκμηδενιστεί. Μια ξένη είχε κατα-πατήσει αδίσταχτα την ύπαρξή μου. Η ζεστασιά του σώματος

2 9 0

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

και το φτηνό άρωμα στο δέρμα της είχαν συγκεραστεί για να με κατακλύσουν σιγά σιγά, μέχρι που βυθίστηκα ολοκληρωτι-κά μέσα της. Για πρώτη φορά είδα τον κόσμο κάποιου άλλου να διαλύεται έτσι.

Με είχαν χειριστεί σαν κάποιον που ανήκει στην παγκό-σμια ενότητα. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι κάποιος θα με χειρι-ζόταν έτσι. Μαζί με τα ρούχα μου, είχαν αποσπαστεί από πά-νω μου και άλλες στιβάδες: το τραύλισμά μου, η ασχήμια μου, η φτώχεια μου... Παρότι έφτασα, εκείνο το βράδυ, στη φυσική ικανοποίηση, δεν πίστευα ότι ήμουν εγώ που χαιρόμουν. Ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα λες και ξεπετάχτηκε από μακριά, και αμέσως κατέρρευσε. Τράβηξα αμέσως το σώμα μου από το σώμα της κοπέλας ακουμπώντας το σαγόνι μου στο μαξιλάρι. Ένα μέρος του κεφαλιού μου είχε μουδιάσει από το κρύο. Το χτύπησα ελαφρά με τη γροθιά μου. Ύστερα, παρασύρθηκα α-πό την αίσθηση ότι τα πάντα με είχαν εγκαταλείψει. Κι όμως, αυτή η αίσθηση δεν ήταν αρκετή για να μου φέρει δάκρυα.

Όταν τελειώσαμε, μείναμε ξαπλωμένοι ο ένας πλάι στον άλλον κουβεντιάζοντας. Άκουγα αόριστα την κοπέλα να μου περιγράφει πώς, από τη Ναγκόγια, είχε εξοκείλει εκεί. Ωστό-σο, εγώ συλλογιζόμουν τον Χρυσό Ναό. Οι λογισμοί μου γύ-ρω από αυτόν ήταν συγκεχυμένοι, εντελώς διαφορετικοί από τις συνηθισμένες σκέψεις μου, νωθρές και έντονα αισθησια-κές.

«Θα ξανάρθεις, έτσι δεν είναι;» είπε η Μαρίκο. Ένιωσα α-πό τα λόγια της πως θα ήταν σίγουρα μερικά χρόνια μεγαλύ-τερή μου. Τα στήθια της, νοτισμένα από τον ιδρώτα, στέκο-νταν ίσια μπροστά μου. Η σάρκα τους ήταν απλή και δεν θα ακολουθούσε ποτέ την παράξενη πορεία μιας μεταμόρφωσής της σε Χρυσό Ναό. Άγγιξα δειλά αυτά τα στήθια με την άκρια του δαχτύλου μου.

291

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

«Θαρρώ πως όλα αυτά σου φαίνονται παράξενα», είπε. Ύστερα, ανακάθισε στο κρεβάτι, κοίταξε προσεκτικά το ένα της βυζί και το κούνησε ελαφρά σαν να έπαιζε με ένα ζωάκι. Το απαλό λίκνισμα της σάρκας της μου θύμισε τον ήλιο του δειλινού πάνω από τον κόλπο του Μαϊζούρου. Ο τρόπος με τον οποίο ο ήλιος είχε αλλάξει τόσο γρήγορα έμοιαζε να συγ-χέεται μες στο μυαλό μου με την ευμετάβλητη ποιότητα της σάρκας της κοπέλας. Με παρηγορούσε η σκέψη ότι, όπως ο α-πογευματινός ήλιος ανάμεσα στις αλλεπάλληλες στιβάδες των σύννεφων, έτσι κι αυτή η σάρκα που έπαλλε μπροστά μου γρήγορα θα κειτόταν στον σκοτεινό τάφο της νύχτας.

Την επόμενη μέρα, επισκέφτηκα ξανά το ίδιο σπίτι και ζήτη-σα την ίδια κοπέλα. Όχι μόνον επειδή μου είχαν περισσέψει κάμποσα χρήματα. Η πράξη, όταν την έκανα για πρώτη φορά, μου είχε φανεί τρομερά μίζερη σε σύγκριση με την έκσταση που είχα πλάσει με τον νου μου. Έτσι, ήταν σημαντικό για μέ-να να προσπαθήσω άλλη μια φορά να τη φέρω κάπως πιο κο-ντά στη φαντασιωσική αυτή έκσταση. Μία από τις πολλές δια-φορές που έχω με τους άλλους ανθρώπους είναι ότι οι πράξεις που επιτελώ στην πραγματική μου ζωή έχουν την τάση να ο-λοκληρώνονται ως πιστά αντίγραφα αυτού που υπάρχει στη φαντασία μου. Ή μάλλον, όχι στη φαντασία μου, αλλά στη μνήμη των ίδιων μου των πηγών. Ποτέ δεν μπόρεσα να ξεπε-ράσω την αίσθηση ότι κάθε εμπειρία που γεύτηκα στη ζωή μου είχε ήδη βιωθεί από μένα προηγουμένως, με μια λαμπρό-τερη μορφή. Ακόμη και στην περίπτωση μιας φυσικής πράξης σαν κι αυτή, αισθάνθηκα ότι, σε έναν τόπο και σε έναν χρόνο που δεν μπορούσα πια να θυμηθώ -ίσως να είχαν σχέση με την Ουίκρ-, είχα γνωρίσει μια πιο έντονη μορφή ηδονής, έναν αι-

292

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

σθησιασμό που έκανε όλο μου το κορμί να παραλύσει. Αυτό καθόριζε την πηγή για όλες τις κατοπινές χαρές μου, και εκεί-νες οι χαρές ήταν κάτι σαν άντληση μιας χούφτας νερού μέσα από το παρελθόν.

Αλήθεια, ένιωθα ότι, κάποτε, σε ένα μακρινό παρελθόν, υ-πήρξα θεατής ενός ηλιοβασιλέματος λαμπρού και ασύγκριτα μεγαλόπρεπου. Γιατί άραγε τα ηλιοβασιλέματα που είδα κα-τόπιν μου φαίνονταν πάντα λίγο ως πολύ ξεθωριασμένα;

Χθες, η κοπέλα με περιποιήθηκε ιδιαιτέρως, σαν να ήμουν ένας συνηθισμένος πελάτης. Έτσι, στη σημερινή μου βίζιτα, έ-' φερα μαζί μου και ένα βιβλίο. Ανήκε σε μια συλλογή και το εί-χα αγοράσει πριν λίγες ημέρες από ένα παλαιοβιβλιοπωλείο; Επρόκειτο για το «Εγκλήματα και Τιμωρίες» του Μπεκαρία. Έργο ενός Ιταλού ποινικολόγου του 18ου αιώνα, αποδείχτηκε ένα είδος γεύματος ταμπλ ντοτ, αποτελούμενου από τυποποι-ημένα μέρη διαφώτισης και ορθολογισμού. Το είχα αφήσει κα-τά μέρος, αφού είχα διαβάσει μερικές σελίδες. Σκέφτηκα, παρ' όλα αυτά, πως πιθανόν ο τίτλος να ενδιέφερε την κοπέλα.

Η Μαρίκο με χαιρέτισε με το ίδιο χαμόγελο όπως και χθες. Το χαμόγελο ήταν το ίδιο, αλλά το «χθες» δεν είχε αφήσει το παραμικρό ίχνος. Η φιλική της διάθεση προς εμένα ήταν σαν κι αυτή που οι άνθρωποι δείχνουν σε έναν ξένο τον οποίο έ-τυχε να δουν περιμένοντας σε μια γωνιά του δρόμου. Ίσως γιατί το κορμί αυτής της κοπέλας έμοιαζε με γωνιά δρόμου.

Κάθισα σε ένα μικρό δωμάτιο με τη Μαρίκο και τη ματρό-να. Είχαμε κάμποσο σακέ στη διάθεσή μας και ήμουν αρκετά επιδέξιος στον τρόπο μου να ανταλλάσσω τα κύπελλα σύμ-φωνα με το πατροπαράδοτο έθιμο.

«Γυρίζεις όπως πρέπει την κούπα όταν την προσφέρεις στην ντάμα σου, το ξέρεις;» ρώτησε η ματρόνα. «Είσαι νέος, αλλά βλέπω ότι έχεις τον τρόπο σου!»

293

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

«Αν έρχεσαι όμως έτσι κάθε μέρα εδώ», πετάχτηκε η Μα-ρίκο, «δεν θα σε μαλώσει ο Ηγούμενος σου;»

Ώστε με αναγνώρισαν, σκέφτηκα, ξέρουν ότι ανήκω σε έ-ναν ναό.

«Μη φαντάζεσαι πως δεν το έχω αντιληφθεί!» είπε η Μα-ρίκο παρατηρώντας το έκπληκτο βλέμμα μου. «Όλοι οι νέοι σήμερα έχουν μακριά μαλλιά. Αν δει κανείς ένα παλικάρι κου-ρεμένο όπως εσύ, καταλαβαίνει αμέσως ότι ανήκει σε κάποι-ον ναό. Σε σπίτια όπως αυτό εδώ, ξέρουμε τα πάντα γι' αυ-τούς. Εδώ έρχονταν στα νιάτα τους όλοι οι διάσημοι ιερείς. Λοιπόν, τι λες για ένα τραγούδι;» Και ξαφνικά, η Μαρίκο άρ-χισε να τραγουδά ένα λαϊκό τραγούδι γύρω από τα καμώματα κάποιας γυναίκας του λιμανιού.

Σε λίγο, πήγαμε στο υπνοδωμάτιο. Τα κατάφερα μια χαρά και με τη μεγαλύτερη άνεση σε εκείνο το περιβάλλον που μου είχε γίνει τώρα πια οικείο. Τούτη τη φορά, ένιωσα πραγματικά μια φευγαλέα αχτίδα ηδονής. Κι όμως, δεν ήταν το είδος της ηδονής που είχα φανταστεί, αλλά η πρόχειρη ικανοποίηση του συναισθήματος ότι προσαρμοζόμουν στις συνθήκες της σαρ-κικής απόλαυσης.

Όταν τέλειωσε κι αυτό, η Μαρίκο μου έκανε μια συναισθη-ματική διάλεξη, όπου αποκαλύφθηκε ότι ήταν πράγματι μεγα-λύτερή μου. Για κάμποση ώρα, αυτή η κουβέντα με πάγωσε.

«Νομίζω», είπε η Μαρίκο, «ότι θα ήταν καλύτερα για σένα να μην έρχεσαι τόσο συχνά σε τέτοια μέρη. Είσαι σοβαρό παι-δί. Είμαι σίγουρη γι' αυτό. Δεν θα έπρεπε να απασχολείσαι συ-νεχώς με τέτοια πράγματα. Καλό θα ήταν να βάλεις όλη σου την ενεργητικότητα στη δουλειά σου. Αυτό είναι το καλύτερο για σένα. Φυσικά και θέλω να έρχεσαι να με βλέπεις. Κατα-λαβαίνεις όμως γιατί σου μιλάω - έτσι δεν είναι; Σε αισθάνο-μαι σαν τον μικρότερο αδελφό μου».

2 9 4

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Προφανώς, η Μαρίκο είχε ψαρέψει αυτό το είδος κουβέ-ντας από κάποιο φτηνό ρομάντζο. Τα λόγια της δεν είχαν κα-νένα ιδιαίτερο συναισθηματικό βάθος. Είχε απλώς κατασκευά-σει μια κοινότοπη ιστορία με αντικείμενο εμένα τον ίδιο και με σκοπό να με κάνει να συμμετάσχω στα συναισθήματα που είχε επινοήσει. Το ιδανικό, από την άποψή της, θα ήταν να αντα-ποκρινόμουν ξεσπώντας σε δάκρυα.

Δεν έγινε όμως έτσι. Αντίθετα, άρπαξα το αντίτυπο του «Ε-γκλήματα και Τιμωρίες» και της το έχωσα κάτω από τη μύτη. Φυλλομέτρησε το βιβλίο με ευπείθεια. Ύστερα, το έβαλε ξανά στη θέση του χωρίς να πει λέξη. Το είχε ήδη ξεχάσει.

Το μόνο που ήθελα ήταν να νιώσει κάτι σαν προαίσθημα α-πό το μοιραίο γεγονός της συνάντησής της μαζί μου. Ευχό-μουν να έρθει λίγο πιο κοντά στη γνώση που θα βοηθούσε στην καταστροφή του κόσμου. Στο τέλος τέλος, αυτό δεν θα ή-ταν αδιάφορο, ακόμη και για κείνη. Με είχε κυριεύσει ανυπο-μονησία και τελικά αποκάλυψα κάτι που δεν θα έπρεπε να εί-χα πει: «Σε έναν μήνα -ναι, σε έναν μήνα-, θα γραφτούν πολ-λά για μένα στις εφημερίδες. Σε παρακαλώ, να με θυμηθείς ό-ταν θα συμβεί αυτό».

Σταμάτησα να μιλώ και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Η Μαρίκο έβαλε τα γέλια. Γελούσε τόσο δυνατά που σειόταν το στήθος της. Ύστερα, μου έριξε ένα βλέμμα και προσπάθησε να συγκρατηθεί δαγκώνοντας το μανίκι της. Άδικος κόπος. Ξε-ράθηκε για άλλη μια φορά στα γέλια, με το σώμα της να τρα-ντάζεται. Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα ήταν σε θέση να πει πού οφειλόταν η ευθυμία της. Προσέχοντας, ωστόσο, την έκφρασή μου, σταμάτησε να γελάει.

«Πού είναι το αστείο;» ρώτησα. Ανόητη ερώτηση. «Είσαι ένας ψεύτης, δεν είσαι; Ω, στ' αλήθεια, είναι πολύ α-

στείο! Τι τρομερός ψεύτης που είσαι!»

2 9 5

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

«Δεν σου λέω ψέματα». «Ω, σταμάτα!» πρόσθεσε η Μαρίκο σκάζοντας στα γέλια

άλλη μια φορά. «Θα πεθάνω από τα γέλια. Με σκοτώνεις! Ψέ-ματα και πάλι \|)έματα. Πώς μπορείς να κρατάς όλη σου τη σο-βαρότητα, τόση ώρα;»

Την κοίταζα να γελά. Ίσως αυτό που τη διασκέδαζε να ή-ταν απλώς το γεγονός ότι τραύλιζα παράξενα κάνοντας τις κατηγορηματικές αυτές προφητείες. Ήταν γεγονός ότι δεν εί-χε πιστέψει ούτε λέξη από ό,τι της είχα πει.

Η Μαρίκο ήταν δύσπιστη. Ακόμη κι αν γινόταν σεισμός μπροστά στα μάτια της, δεν θα το πίστευε. Αν ολόκληρος ο κόσμος επρόκειτο να καταρρεύσει, ίσως μονάχα αυτό το κορί-τσι να γλίτωνε. Κοντολογίς, πίστευε μόνο σε όσα συνέβαιναν σύμφωνα με τη δική της λογική. Και εφόσον αυτή η λογική δεν προέβλεπε καμιά κατάρρευση του κόσμου, τίποτε δεν της έδινε την ευκαιρία να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Σε αυτό έμοιαζε με τον Κασιουάγκι. Η Μαρίκο ήταν ένας θηλυκός Κασιουάγκι, που όμως δεν σκεφτόταν.

Όταν τέλειωσε η κουβέντα μας, ανακάθισε στο κρεβάτι με τα στήθια της ακόμη γυμνά και άρχισε να σιγομουρμουρίζει. Το μουρμουρητό της έγινε ένα με το βουητό μιας μύγας που πετούσε πάνω από το κεφάλι της. Σε λίγο, η μύγα κάθισε πά-νω στο ένα από τα στήθια της.

«Ω, με γαργαλάει», είπε χωρίς να προσπαθήσει να τη διώξει. Η μύγα δεν έλεγε να ξεκολλήσει από κει. Αντί να ενοχλη-

θεί, η Μαρίκο έδειξε, προς μεγάλη μου έκπληξη, ότι δεν τη δυ-σαρεστούσε καθόλου να τη χαϊδεύουν έτσι.

Ακουγα τη βροχή που έπεφτε πάνω στις μαρκίζες. Ηχούσε σαν να έπεφτε ειδικά σε εκείνο το σημείο. Φτάνοντας στ' αυ-τιά μου, η βροχή έμοιαζε να παραλύει από φόβο, λες και είχε περιπλανηθεί στο συγκεκριμένο εκείνο τμήμα της πόλης και

296

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

είχε χάσει εντελώς τον δρόμο της. Ο ήχος είχε αποκοπεί από την απέραντη νύχτα, όπως άλλωστε κι εγώ. Ένας ήχος που α-νήκε σε έναν κόσμο καθορισμένο, σαν τον μικρόκοσμο που φωτιζόταν από το αμυδρό φως του πορτατίφ.

Μήπως, στο βαθμό που οι μύγες αγαπούν τη σήψη, η Μα-ρίκο είχε αρχίσει να σαπίζει; Μήπως η ολοκληρωτική απουσία πίστης αυτής της κοπέλας σήμαινε σήψη; Μήπως η μύγα την είχε επισκεφθεί ακριβώς επειδή κατοικούσε σε έναν κόσμο α-πόλυτα δικό της; Δυσκολευόμουν να καταλάβω.

Πρόσεξα ότι είχε ξαφνικά αποκοιμηθεί. Κειτόταν εκεί σαν πτώμα και, στη στρογγυλάδα του φωτισμένου από τη λάμπα κόρφου της, είχε ακινητοποιηθεί και προφανώς αποκοιμηθεί και η μύγα.

Δεν ξαναπήγα ποτέ στο Οτάκι. Είχα ολοκληρώσει ό,τι έπρεπε να κάνω. Απόμενε τώρα να αντιληφθεί ο Ηγούμενος πώς είχα χρησιμοποιήσει τα δίδακτρα των σπουδών μου και να με διώ-ξει από τον ναό.

Παρ' όλα αυτά, δεν του έκανα καμιά νύξη για το τι είχα κά-νει τα χρήματα. Δεν ήταν ανάγκη να προβώ σε ομολογίες. Ήταν δικό του θέμα να ανακαλύψει την πράξη μου χωρίς να την ομολογήσω.

Έτσι όπως είχαν τα πράγματα, δύσκολα θα εξηγούσα στον εαυτό μου γιατί ήθελα να φτάσω στο σημείο να βασίζομαι στην ισχύ του Ηγούμενου. Για ποιον λόγο να δανειστώ τη δύ-ναμή του; Γιατί να δεχτώ ότι η τελική μου απόφαση στηριζό-ταν στην αποπομπή μου από εκείνον; Επειδή, όπως έχω ήδη αναφέρει, είχα συνειδητοποιήσει από πολύ καιρό την ουσια-στική αδυναμία του.

Λίγες μέρες μετά τη δεύτερη επίσκεψη στο μπορντέλο, είχα

297

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

την ευκαιρία να παρακολουθήσω την ιδιαίτερη αυτή όψη του χαρακτήρα του Ηγούμενου. Νωρίς εκείνο το πρωί, πριν ανοί-ξουν οι εξωτερικοί χώροι, πήγε, παρά τις συνήθειες του, να περ-πατήσει γύρω από τον ναό. Μας πλησίασε, εμάς τους νεαρούς ιερείς που σκουπίζαμε, και μας απηύθυνε κάποιες συμβατικές ευχαριστίες για τις προσπάθειες μας. Ύστερα, με τα ψυχρά στη θέα, άσπρα ράσα του, ανέβηκε τα πέτρινα σκαλοπάτια που κα-τέληγαν στο Γιουκατέι. Προφανώς, πήγαινε να καθίσει εκεί μό-νος του, για να ετοιμάσει τσάι και να καθαρίσει τη σκέψη του.

Ο ουρανός διατηρούσε τα ίχνη μιας βίαιης ανατολής. Σκόρ-πια σύννεφα, που εξακολουθούσαν να αντανακλούν μια κόκ-κινη λάμψη, κινήθηκαν στο γαλάζιο βάθος, λες και δεν μπο-ρούσαν να ξεπεράσουν τη δειλία τους.

Όταν τελειώσαμε το σκούπισμα, τα άλλα μέλη της ομάδας μου γύρισαν στο κυρίως κτήριο. Μονάχα εγώ πήρα το μονο-πάτι που οδηγούσε πέρα από το Γιουκατέι, στο πίσω μέρος της Μεγάλης Βιβλιοθήκης. Το σκούπισμα του χώρου πίσω από τη Βιβλιοθήκη ήταν μέσα στα καθήκοντά μου. Πήρα τη σκούπα μου και ανέβηκα τα πέτρινα σκαλοπάτια, πλαισιωμένα με έ-ναν φράχτη από μπαμπού. Τα σκαλοπάτια κατέληγαν σε ένα σημείο δίπλα στο τεϊοποτείο του Γιουκατέι. Τα δέντρα ήταν α-κόμη υγρά από τη βροχή που είχε πέσει ασταμάτητα μέχρι το προηγούμενο βράδυ. Η πρωινή ρόδινη λάμψη καθρεφτιζόταν πάνω στις δροσοσταλίδες που άφηναν άφθονα τα στίγματά τους στους γύρω θάμνους. Τα κόκκινα μούρα είχαν αρχίσει να ξεπετιούνται πριν την ώρα τους. Οι ιστοί αράχνης που τεντώ-νονταν από τη μια δροσοσταλίδα στην άλλη ήταν κι αυτοί ε-λαφρά κόκκινοι. Μού φάνηκε μάλιστα πως σιγότρεμαν.

Καθώς τα κοίταζα επίμονα όλα αυτά, απορούσα με τη σκέ-ψη πώς οι αντικειμενικές υπάρξεις πάνω σε αυτή τη Γη μπο-ρούσαν να αντανακλούν με τόση ευαισθησία τα χρώματα του

2 9 8

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

αιθέρα. Ακόμη και η υγρασία της βροχής, που τύλιγε τον πε-ρίβολο του ναού, αντλούσε την υφή της από τα ουράνια ύψη. Όλα έσταζαν, σαν να είχαν δεχτεί κάποια πλουσιοπάροχη ευ-λογία από τα ουράνια, σκορπίζοντας μια μυρωδιά όπου η σή--ψη γινόταν ένα με τη δροσιά. Με άλλα λόγια, οι αντικειμενι-κές υπάρξεις πάνω σε αυτή τη Γη δεν γνώριζαν τον τρόπο να απορρίψουν οτιδήποτε.

Κοντά στο περίπτερο Γιουκατέι βρισκόταν ο περίφημος Πύργος του Βορινού Αστέρα, που το όνομά του προήλθε από το εδάφιο: «Ο Βορινός Αστέρας παρέμενε σε αυτή τη θέση και όλες οι μυριάδες των αστέρων τού πρόσφεραν υπηρεσία». Ω-στόσο, ο τωρινός Πύργος του Βορινού Αστέρα δεν ήταν ο ί-διος με εκείνον που βρισκόταν εδώ όταν κυβερνούσε ο Γιοσι-μίτσου. Είχε ξαναχτιστεί πριν από περίπου εκατό χρόνια, με το στρογγυλό εκείνο σχήμα που προσφέρεται για τα τεϊοπο-τεία. Αφού δεν είχα δει τον Ηγούμενο στο Γιουκατέι, θα ήταν σίγουρα στον Πύργο του Βορινού Αστέρα.

Δεν ήθελα να τον αντιμετωπίσω μόνος μου. Προχωρούσα σιωπηλά κατά μήκος του φράχτη, σκύβοντας ώστε να μη φαί-νομαι από την άλλη πλευρά.

Ο Πύργος του Βορινού Αστέρα ήταν ανοιχτός. Στην εσοχή του τοίχου, έβλεπα τον παραδοσιακό κύλινδρο του Μαρου-γιάμα Όκυο. Η εσοχή περιείχε το μικρό και λεπτοδουλεμένο βουδιστικό οστεοφυλάκιο, φτιαγμένο από σανταλόξυλο, που είχε αρχίσει να μαυρίζει στη διάρκεια των εκατοντάδων χρό-νων αφότου είχε μεταφερθεί από την Ινδία. Αριστερά, έβλεπα ένα ράφι φτιαγμένο από ξύλο μουριάς, σε στυλ Ρικύου. Πρό-σεξα επίσης τη ζωγραφική πάνω στη συρτή πόρτα. Όλα βρί-σκονταν εκεί όπως περίμενα, εκτός από τη μορφή του Ηγού-μενου. Ενστικτωδώς, σήκωσα το κεφάλι μου πάνω από τον φράχτη και κοίταξα τριγύρω.

2 9 9

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Σε μια σκοτεινή μεριά του δωματίου, δίπλα στην κολόνα, είδα κάτι που έμοιαζε με μεγάλο άσπρο πακέτο. Κοιτάζοντάς το προσεκτικά, διαπίστωσα ότι επρόκειτο για τον Ηγούμενο. Η σιλουέτα του με τα λευκά άμφια είχε σκύ^ρει όσο γινόταν περισσότερο και είχε ζαρώσει με το κεφάλι ανάμεσα στα γό-νατα. Το πρόσωπό του καλυπτόταν από τα μακριά του μανί-κια.

Ο Ηγούμενος έμενε στην ίδια θέση, εντελώς ακίνητος. Στε-κόμουν εκεί παρατηρώντας τον, με έναν σάλο μεταβαλλόμε-νων συναισθημάτων να με πλημμυρίζει.

Η αρχική μου σκέψη ήταν ότι ο Ηγούμενος είχε αρρωστή-σει ξαφνικά, έρμαιο κάποιου παροξυσμού. Θα έπρεπε να ανέ-βω αμέσως και να του προσφέρω τη βοήθειά μου. Ωστόσο, κά-νοντας αυτή τη σκέψη, ένιωσα κάτι να με συγκρατεί. Δεν αι-σθανόμουν γι' αυτόν την παραμικρή αγάπη. Εξάλλου, κάποια μέρα, θα έβαζα σε εφαρμογή την πρόθεσή μου να κάψω τον Χρυσό Ναό. Να του προσφέρω τη βοήθειά μου κάτω από τέ-τοιες συνθήκες θα ήταν σκέτη υποκρισία. Επιπλέον, υπήρχε ο κίνδυνος, αν πραγματικά τον βοηθούσα, να γίνω αντικείμενο της ευγνωμοσύνης και της αγάπης του, με αποτέλεσμα να καμ-φθεί η αποφασιστικότητά μου.

Τώρα που τον παρατηρούσα προσεκτικά, δεν έδειχνε για άρρωστος. Οτιδήποτε κι αν του είχε συμβεί, η φιγούρα του, μαζεμένη εκεί στο μικρό τεϊοποτείο, ήταν παντελώς στερημένη περηφάνιας και αξιοπρέπειας. Είχε κάτι το ευτελές, σαν τη φι-γούρα ενός ζώου που κοιμάται. Πρόσεξα ότι τα μανίκια του κουνιόντουσαν ελαφρά, λες και κάποιο αόρατο βάρος τού πίε-ζε την πλάτη.

Τι να ήταν άραγε το αόρατο εκείνο βάρος; Μήπως πόνος; Ή απλούστατα η αφόρητη επίγνωση της αδυναμίας του;

Καθώς είχα συνηθίσει στην ησυχία, συνειδητοποίησα ότι ο

3 0 0

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Ηγούμενος ψιθύριζε κάτι με φωνή πολύ σιγανή. Παρότι ηχού-σε σαν σούτρα, δεν μπορούσα να αναγνωρίσω τίποτε συγκε-κριμένο. Ξαφνικά, μου ήρθε μια σκέψη που μου τσάκισε την περηφάνια: ότι ο Ηγούμενός μας ήταν κάτοχος μιας σκοτεινής πνευματικής ζωής, για την οποία εμείς δεν είχαμε ιδέα. Και ό-τι, συγκρίνοντάς τις με αυτή τη ζωή, οι μικροατιμίες, οι αμαρ-τίες και οι απερισκεψίες, με τις οποίες είχα τόσο επίμονα κα-ταπιαστεί, ήταν στην κυριολεξία ανάξιες λόγου.

Τότε το συνειδητοποίησα: η τωρινή μαζεμένη στάση του Η-γούμενου ήταν ακριβώς όπως εκείνη του «εν αναμονή στον κήπο», δηλαδή του περιοδεύοντος ιερέα, του οποίου η παρά-κληση να εισαχθεί στον ναό έχει απορριφθεί και κάθεται πά-νω στον σάκο του ολημερίς δίπλα στην είσοδο, με σκυμμένο το κεφάλι. Αν ένας ιεράρχης τόσο υψηλόβαθμος όσο ο Ηγούμε-νός μας ακολουθούσε όντως το παράδειγμα της θρησκευτικής πειθαρχίας που ασκείτο από έναν νεοφερμένο περιοδεύοντα ιερέα, θα πρέπει να ήταν προικισμένος με έναν ασυνήθιστο βαθμό ταπεινοφροσύνης. Πού κατευθυνόταν όμως αυτή; Όπως η ταπεινότητα της χλόης, της άκριας των φύλλων των δέντρων ή της δροσιάς που έμενε πάνω στον ιστό της αράχνης κατευθυνόταν προς την πρωινή λάμψη των αιθέρων, έτσι και ο Ηγούμενος κατηύθυνε προφανώς τη δική του ταπεινή στά-ση προς τα αρχέγονα δεινά και τα σκάνδαλα του κόσμου, που δεν ήταν βέβαια δικά του. Έτσι όπως καθόταν εκεί μαζεμένος σαν ζώο, ίσως και να είχε δεχτεί να τα επωμιστεί όλα αυτά σαν κάτι εντελώς φυσικό.

Κι όμως, όχι. Η ταπεινοφροσύνη του δεν στρεφόταν προς καμιά παγκόσμια δύναμη. Αντιλήφθηκα ξαφνικά ότι αυτή τη στάση την πρόβαλλε μόνο σε μένα. Ναι, δεν υπήρχε αμφιβο-λία γι' αυτό. Είχε πληροφορηθεί ότι επρόκειτο να περάσω από κει και είχε διαλέξει αυτή τη στάση ειδικά για μένα. Έχοντας

301

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

πλήρη συνείδηση της αδυναμίας του, ανακάλυψε τελικά την παράξενα ειρωνική αυτή μέθοδο επίπληξης, έτσι που να μου ξεσκίσει την καρδιά, να μου ξυπνήσει τη συμπόνια και να με κάνει να γονατίσω σε στάση προσευχής.

Ενώ τον παρατηρούσα μαζεμένο τόσο ταπεινά, λίγο έλειι^ε να συγκινηθώ. Παρότι προσπαθούσα με όλη μου τη δύναμη να αποδιώξω τούτο το συναίσθημα, ήταν γεγονός πως κόντε-ψα να ενδώσω στη στοργή γι' αυτόν. Ωστόσο, η σκέψη ότι εί-χε υιοθετήσει για μένα και μόνον αυτή τη στάση, τα ανέτρεψε όλα και έκανε την καρδιά μου να σκληρύνει ακόμη περισσό-τερο.

Εκείνη τη στιγμή, πήρα την απόφαση να προχωρήσω στα σχέδιά μου δίχως να εξαρτηθώ από οποιαδήποτε προηγούμε-νη κατάσταση, όπως η ενδεχόμενη αποπομπή μου. Εκείνος κι εγώ κατοικούσαμε σε διαφορετικούς κόσμους, χωρίς να έχου-με πλέον καμιά επιρροή ο ένας στον άλλο. Είχα ελευθερωθεί από τα δεσμά μου. Τώρα μπορούσα να πραγματοποιήσω την απόφασή μου, όπως και όποτε μου άρεσε, χωρίς να περιμένω τίποτε απ' έξω.

Η ρόδινη λάμψη έσβησε από τον ουρανό. Ευθύς αμέσως, σύννεφα μαζεύτηκαν και το καθάριο φως του ήλιου αποτρα-βήχτηκε από τον Πύργο του Βορινού Αστέρα. Ζαρωμένος, ο Ηγούμενος έμεινε εκεί. Έσπευσα να φύγω.

Στις 25 Ιουνίου, ξέσπασε ο Πόλεμος της Κορέας. Το προαί-σθημά μου ότι ο κόσμος έμελλε να υποφέρει και να κατα-στραφεί θα έβγαινε αληθινό. Έπρεπε να βιαστώ.

3 0 2

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Δ Ε Κ Α Τ Ο

Γ Τ 1 ΗΝ ΗΜΕΡΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΜΟΥ ΓΓΟ ΓΚΟΜΠΑΝΤΣΟ, I είχα κιόλας κάνει ένα πείραμα. Είχα βγάλει δυο καρφιά,

Χ μήκους περίπου δύο ιντσών, από την ξύλινη πόρτα στο πίσω μέρος του Χρυσού Ναού.

Υπάρχουν δύο είσοδοι στο Χοζούι-ιν, στο ισόγειο του Χρυ-σού Ναού. Είναι και οι δυο τους πτυσσόμενες πόρτες, η μια στην ανατολή και η άλλη στη δύση. Ο γέροντας ξεναγός συ-νήθιζε να ανεβαίνει επάνω, κάθε νύχτα. Πρώτα, έκλεινε τη δυ-τική πόρτα από το μέσα μέρος, ύστερα την ανατολική απ' έξω και κλείδωνε. Ήξερα, παρ' όλα αυτά, πως μπορούσα να μπω στον Χρυσό Ναό χωρίς κλειδί: υπήρχε στο πίσω μέρος μια πα-λιά ξύλινη πόρτα που δεν τη χρησιμοποιούσαν πια. Μπορού-σε εύκολα να βγει αν αφαιρούσες μισή ντουζίνα περίπου καρ-φιά από το πάνω και το κάτω μέρος της. Ήταν όλα τους χα-λαρά και έβγαιναν εύκολα. Έβγαλα δύο κάνοντας ένα πείρα-μα. Τα δίπλωσα σε ένα κομμάτι χαρτί και τα τοποθέτησα προ-σεκτικά στο πίσω μέρος του συρταριού μου. Πέρασαν λίγες η-μέρες. Κανείς δεν φαινόταν να τα έχει προσέξει. Πέρασε άλλη μια εβδομάδα. Δεν υπήρχε καμιά ένδειξη ότι, έστω και ένας, είχε προσέξει ότι έλειπαν τα καρφιά. Το βράδυ της εικοστής ο-γδόης του μηνός, μπήκα κρυφά στον ναό και τα έβαλα ξανά στην προηγούμενη θέση τους.

3 0 3

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Την ημέρα που είχα δει τον Ηγούμενο μαζεμένο στο τεϊο-ποτείο και είχα τελικά αποφασίσει να μην εξαρτηθώ ποτέ πια από τη δύναμη κανενός, πήγα σε ένα φαρμακείο κοντά στο α-στυνομικό τμήμα Νισιτζίν στο Σεμπόν Ιμαντεγκάουα και αγό-ρασα μια μικρή ποσότητα αρσενικού. Στην αρχή, μου έδωσαν ένα μπουκαλάκι που δεν μπορούσε να περιέχει περισσότερα από τριάντα χάπια. Ζήτησα ένα μεγαλύτερο και, τελικά, πλή-ρωσα εκατό γιεν για ένα μπουκαλάκι των εκατό. Κατόπιν, πή-γα σε ένα σιδεράδικο νότια του αστυνομικού τμήματος και α-γόρασα έναν σουγιά και μια λεπίδα μήκους περίπου τεσσάρων ιντσών. Μαζί με τη θήκη, μου κόστισε ενενήντα γιεν.

Βημάτισα πέρα δώθε μπροστά στο αστυνομικό τμήμα Νι-σιτζίν. Ήταν βράδυ και μερικά παράθυρα ήταν έντονα φωτι-σμένα. Πρόσεξα έναν μυστικό αστυνομικό που έσπευδε προς το κτήριο. Φορούσε πουκάμισο με ανοιχτό γιακά και κρατού-σε έναν χαρτοφύλακα. Κανείς δεν φαινόταν να μου δίνει ση-μασία. Κανείς δεν με είχε προσέξει στη διάρκεια των προη-γούμενων είκοσι χρόνων και, με τις παρούσες συνθήκες, αυτό προφανώς θα συνεχιζόταν. Με τις παρούσες συνθήκες ήμουν ένας άσημος. Στην Ιαπωνία, υπήρχαν ένα εκατομμύριο, ίσως και δέκα εκατομμύρια πρόσωπα, χωμένα σε γωνιές, που κα-νείς δεν τους έδινε σημασία. Ανήκα ακόμη σε αυτούς. Ο κό-σμος δεν είχε ούτε την παραμικρή έγνοια κατά πόσον αυτά τα πρόσωπα ήταν ζωντανά ή πεθαμένα. Και γι' αυτό ακριβώς δεν κινούσαν υποψίες σε κανέναν. Ο μυστικός αστυνομικός δεν με υποψιαζόταν και δεν έκανε τον κόπο να μου ρίξει δεύ-τερη ματιά. Το κόκκινο, καπνισμένο φως της λάμπας φώτιζε το πέτρινο σήμα του αστυνομικού τμήματος Νισιτζίν. Τα γράμματα τζιν είχαν πέσει και κανένας δεν είχε κάνει τον κό-πο να τα βάλει ξανά στη θέση τους.

Επιστρέφοντας στον ναό, σκέφτηκα τις αγορές που είχα

3 0 4

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

κάνει εκείνο το απόγευμα. Ήταν συναρπαστικές. Παρότι είχα αγοράσει τα φάρμακα και τον σουγιά για την απίθανη περί-πτωση που θα αναγκαζόμουν να πεθάνω, ήμουν τόσο ευχαρι-στημένος γι' αυτά, που αναρωτήθηκα κατά πόσον έμοιαζα με κάποιον που αγοράζει ένα καινούργιο σπίτι και κάνει σχέδια για τη μελλοντική του ζωή. Ακόμη και όταν επέστρεψα στον ναό, δεν βαρέθηκα να κοιτάζω τα δυο μου αποκτήματα. Έβγαλα τον σουγιά από τη θήκη του και έγλειψα τη λεπίδα. Ένας λεπτός αχνός σχηματίστηκε στο ατσάλι και μια αίσθηση διάχυτης γλύκας ακολούθησε την καθαρή αίσθηση τον κρύου πάνω στη γλώσσα μου. Η γλύκα του λεπτού ατσαλιού, της α-πρόσιτης ουσίας του, είχε έρθει μόλις σε επαφή μαζί της. Κα-θαρότητα μορφής, λάμψη του σίδερου σαν το λουλακί της βα-θιάς θάλασσας, αυτά μετέφερε εκείνη η διάφανη γλύκα που τυλίχτηκε με το σάλιο μου γύρω από την άκρια της γλώσσας. Τελικά, η γλύκα υποχώρησε. Φαντάστηκα με χαρά την ημέρα που η σάρκα μου θα μεθούσε με ένα μεγάλο ξέσπασμα αυτής της γλύκας. Ο ουρανός του θανάτου ήταν λαμπρός και μου φαινόταν σαν τον ουρανό της ζωής. Όλες οι ζοφερές μου σκέ-ψεις με εγκατέλειψαν. Ο κόσμος είχε τώρα αδειάσει από την αγωνία.

Ύστερα από τον πόλεμο, ένας αυτόματος υπερσύγχρονος συ-ναγερμός πυρκαγιάς είχε εγκατασταθεί στον Χρυσό Ναό. Εί-χε ρυθμιστεί έτσι ώστε, όταν η θερμοκρασία μέσα στον ναό θα έφτανε σε ένα ορισμένο σημείο, το κουδούνι θα χτυπούσε στον διάδρομο του κτηρίου όπου μέναμε. Το βράδυ της 29ης Ιουνί-ου, κάτι δεν πήγε καλά με τον συναγερμό. Και αυτός που α-νακάλυψε τη βλάβη ήταν ο γέροντας ξεναγός. Έτυχε να βρί-σκομαι, εκείνη την ώρα, στην κουζίνα και άκουσα τον γέροντα

3 0 5

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

να αναφέρει το θέμα στο γραφείο του Διακόνου. Αισθάνθηκα πως άκουσα κάτι σαν ενθάρρυνση από τον ουρανό.

Το επόμενο πρωί, ο Διάκονος τηλεφώνησε στο εργοστάσιο που είχε εγκαταστήσει τον εξοπλισμό και ζήτησε να στείλουν κάποιον για να τον επισκευάσει. Ο καλοκάγαθος ξεναγός ήρ-θε, παρά τις συνήθειές του, να με πληροφορήσει γι' αυτές τις εξελίξεις. Δάγκωσα τα χείλια μου. Την προηγούμενη νύχτα, εί-χα μια χρυσή ευκαιρία να πραγματοποιήσω την απόφασή μου και την είχα αφήσει να πάει χαμένη.

Το ίδιο απόγευμα, ήρθε ο άνθρωπος για την επισκευή. Στα-θήκαμε όλοι μας γύρω γύρω, γεμάτοι περιέργεια, κοιτάζοντάς τον να δουλεύει. Οι εργασίες της επισκευής τον πήραν κάμπο-ση ώρα. Ο άνθρωπος έγειρε το κεφάλι του με ένα διάχυτο ύ-φος αποθάρρυνσης και, ένας ένας, όλοι αποχωρήσαμε. Όταν ήρθε η ώρα, έφυγα κι εγώ. Έπρεπε να περιμένω τώρα την ο-λοκλήρωση της επισκευής και το σύνθημα της απελπισίας, ό-ταν το κουδούνι του συναγερμού που θα δοκίμαζε ο άνθρω-πος θα χτυπούσε δυνατά μέσα στα κτήρια του ναού. Περίμε-να. Η νύχτα έπεσε στον Χρυσό Ναό σαν πλημμυρίδα και μπο-ρούσα να δω το φωτάκι του εργάτη να τρεμοσβήνει μέσα στο σκοτεινό κτήριο. Δεν ακούστηκε κανένας συναγερμός. Ο ερ-γάτης σταμάτησε τη δουλειά του και είπε ότι θα ερχόταν ξανά την επόμενη ημέρα για να την τελειώσει.

Δεν τήρησε όμως την υπόσχεσή του: την 1η Ιουλίου, δεν φάνηκε. Οι Αρχές του ναού δεν είχαν ιδιαίτερο λόγο να επι-σπεύσουν την επισκευή.

Στις 3Θ Ιουνίου, πήγα ξανά στο Σεμπόν Ιμαντεγκάουα και αγόρασα ένα τσουρέκι και μερικά μπισκότα με μαρμελάδα κουκιών. Από τότε που δεν μας έδιναν στον ναό τίποτε για να φάμε ανάμεσα στα γεύματα, πήγαινα από καιρού εις καιρόν και αγόραζα μερικά γλυκά με το ισχνό μου χαρτζιλίκι.

3Ο6

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Ωστόσο, τις αγορές μου της 30ής του μηνός δεν τις είχε υ-ποκινήσει η πείνα. Ούτε είχα αγοράσει το τσουρέκι για να με βοηθήσει να καταπιώ το αρσενικό. Αν πρέπει οπωσδήποτε να δικαιολογηθώ, θα έλεγα πως αγόρασα τα τρόφιμα από αμη-χανία.

Η σχέση ανάμεσα σ' εμένα και σ' εκείνον τον γεμάτο χάρ-τινο σάκο, που κουβάλησα με τα ίδια μου τα χέρια· η σχέση α-νάμεσα στην τέλεια και απομονωμένη πράξη, με την οποία εί-χα μόλις καταπιαστεί, και το τρισάθλιο τσουρέκι στη σακούλα· ο ήλιος που ξεπρόβαλε μέσ' από τον συννεφιασμένο ουρανό και τύλιξε τα παλιά σπίτια κατά μήκος του δρόμου σαν πνιγη-ρή καταχνιά· ο ιδρώτας που άρχισε να τρέχει στα κλεφτά από την πλάτη μου, θαρρείς και κάποιος είχε αρχίσει να τραβά ξαφνικά ένα κρύο νήμα: όλα αυτά με είχαν τρομερά κουράσει.

Η σχέση ανάμεσα σε μένα και στο τσουρέκι. Τι θα μπορού-σε να είναι; Φαντάστηκα πως, όταν θα ερχόταν η ώρα να βρε-θώ αντιμέτωπος με την πράξη, το πνεύμα μου θα είχε συγκρα-τηθεί από την ένταση και τη συγκέντρωση της στιγμής, αλλά το στομάχι μου, που θα έμενε στη συνηθισμένη του κατάστα-ση απομόνωσης, θα μου ζητούσε μια επιπλέον εγγύηση γι' αυ-τή την απομόνωση. Ένιωσα πως τα εσωτερικά μου όργανα έ-μοιαζαν με έναν τρισάθλιο δικό μου σκύλο, που δεν θα εκπαι-δευόταν ποτέ σωστά. Ήξερα. Ήξερα πως, όσο κι αν ζωντά-νευε το πνεύμα μου, το στομάχι και τα έντερά μου -εκείνα τα άτονα, απαθή όργανα που ενδιαιτούσαν στο σώμα μου- θα ε-πέμεναν να έχουν τον δικό τους τρόπο και θα άρχιζαν να ο-νειρεύονται μια κοινότοπη πλευρά της καθημερινής ζωής.

Ήξερα πως το στομάχι μου θα ονειρευόταν. Πως θα ονει-ρευόταν το τσουρέκι και τις βάφλες με τη μαρμελάδα από κου-κιά. Και ενώ το πνεύμα μου ονειρευόταν κοσμήματα, το στο-μάχι μου επέμενε να ονειρεύεται το τσουρέκι και τις βάφλες.

3 0 7

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, η δική μου τροφή θα παρείχε την κατάλληλη ένδειξη όταν οι άλλοι θα άρχιζαν να βασανί-ζουν το πνεύμα τους για τον λόγο του εγκλήματός μου. «Ο τα-λαίπωρος ανθρωπάκος πεινούσε», θα έλεγε ο κόσμος. «Τι πιο ανθρώπινο!»

Ήρθε η μέρα. 1 Ιουλίου 1950. Όπως ήδη ήξερα, δεν υπήρχε προοπτική να επισκευαστεί μέσα σε εκείνη την ημέρα ο συνα-γερμός. Αυτό επιβεβαιώθηκε στις έξι το απόγευμα. Ο γέρο-ντας ξεναγός τηλεφώνησε ακόμη μια φορά στο εργοστάσιο πιέζοντάς τους να ολοκληρώσουν την επισκευή. Ο μηχανικός απάντησε ότι, δυστυχώς, ήταν τρομερά απασχολημένος το συ-γκεκριμένο απόγευμα, αλλά θα τελείωνε δίχως άλλο την ερ-γασία του την επομένη.

Είχαν έρθει περίπου εκατό επισκέπτες στον ναό στη διάρ-κεια της ημέρας, αφότου όμως έκλεισαν οι πόρτες, στις εξήμι-σι, τα κύματα των ανθρώπινων όντων είχαν ήδη αρχίσει να υ-ποχωρούν. Ο γέροντας ξεναγός, αφού έκλεισε το τηλέφωνο, στάθηκε στην είσοδο της κουζίνας κοιτάζοντας αφηρημένα τον μικρό εξωτερικό χώρο. Είχε ολοκληρώσει την εργασία του για την ημέρα. ' Έξω ψιχάλιζε. Είχαν ξεσπάσει αρκετές νεροποντές από το πρωί. Φυσούσε μια ανάλαφρη αύρα και η ατμόσφαιρα δεν ή-ταν ιδιαίτερα ασφυκτική για την εποχή. Πρόσεξα πως τα λου-λούδια της κολοκυθιάς είχαν σκορπίσει εδώ κι εκεί στον περί-βολο, κάτω από τη βροχή. Η σόγια που είχε φυτευτεί τον προηγούμενο μήνα είχε αρχίσει να βλασταίνει κατά μήκος των μαύρων και στιλπνών υψωμάτων, από την άλλη πλευρά του περιβόλου.

Όταν ο ξεναγός βυθιζόταν σε σκέψεις, συνήθιζε να κάνει

3Ο8

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

τα κακοβαλμένα -ψεύτικα δόντια του να εφάπτονται, αφήνο-ντας να ακουστεί ένα ηχηρό πλατάγισμα. Κάθε μέρα, έδινε την ίδια πληροφορία στους επισκέπτες του ναού, άλλο αν λόγω των -ψεύτικων δοντιών του γινόταν όλο και πιο δυσνόητος. Δεν έδωσε καμιά απολύτως προσοχή στις διάφορες υποδεί-ξεις που του είχαν επισημανθεί. Ο γέροντας μουρμούριζε κοι-τάζοντας τον εξωτερικό χώρο του ναού. Έκανε μια μικρή παύ-ση και μπόρεσα να ακούσω το τρίξιμο της οδοντοστοιχίας του. Ύστερα άρχισε να μουρμουρίζει ξανά. Προφανώς, γκρίνιαζε για την καθυστέρηση της επισκευής του συναγερμού. Ακού-γοντας το ακατανόητο μουρμουρητό του, αισθάνθηκα πως έ-λεγε ότι ήταν τώρα υπερβολικά αργά για οποιαδήποτε επι-σκευή - των δοντιών του ή του συναγερμού για τη φωτιά.

Εκείνο το απόγευμα, ο Ηγούμενος είχε έναν παράξενο επι-σκέπτη. Επρόκειτο για τον Πατέρα Κουγουάι Ζενκάι, επικε-φαλής του ναού Ρυούχο της νομαρχίας Φουκούι, που ήταν φί-λος του όταν φοιτούσε στην ιερατική σχολή. Αφότου είχαν γί-νει φίλοι με τον Ηγούμενο, ο Πατέρας Ζενκάι έτρεφε φιλικά αισθήματα και προς τον πατέρα μου.

Όταν εκείνος έφτασε, ο Ηγούμενος έλειπε. Κάποιος του τηλεφώνησε λέγοντάς του ότι είχε έναν επισκέπτη. Αποκρίθη-κε πως θα ήταν πίσω στον ναό μέσα σε μία περίπου ώρα. Ο Πατέρας Ζενκάι είχε έρθει στο Κιότο για να περάσει μια-δυο ημέρες στον ναό μας.

Θυμήθηκα πως ο πατέρας μιλούσε πάντοτε για τον ιερέα με λόγια κολακευτικά και ήξερα πως έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμη-ση γι' αυτόν. Ήταν υπερβολικά αρρενωπός, τόσο στην εμφά-νιση όσο και στον χαρακτήρα, αποτελώντας πρότυπο του χο-ντροπελεκημένου τύπου του ιερέα Ζεν. Είχε ύψος περίπου έξι

3 0 9

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

ποδών, σκούρα επιδερμίδα και δασιά φρύδια. Η φωνή του η-χούσε στεντόρεια.

Όταν κάποιος μαθητευόμενος του ναού ήρθε να μου πει πως ο Πατέρας Ζενκάι ήθελε να μου μιλήσει ώσπου να επι-στρέψει ο Ηγούμενος, ένιωσα μάλλον να διστάζω. Φοβόμουν μήπως τα καθαρά και αγνά μάτια του ιερέα διέβλεπαν το σχέ-διό μου, που βρισκόταν τόσο κοντά στην εκτέλεσή του.

Τον βρήκα καθισμένο σταυροπόδι στη μεγάλη αίθουσα των επισκεπτών του κεντρικού κτηρίου. Έπινε το σακέ που του εί-χε φέρει ο Διάκονος μασουλώντας μερικά μεζεδάκια από ε-κείνα που τρώνε οι χορτοφάγοι. Του τα είχε προσφέρει ώσπου να έρθω ο συμμαθητής μου, αλλά τώρα είχα πάρει εγώ τη θέ-ση του και, καθισμένος σύμφωνα με όλους τους τύπους απέ-ναντι στον ιερέα, άρχισα να του σερβίρω το σακέ του. Καθό-μουν με την πλάτη γυρισμένη στη σκοτεινιά της αθόρυβης βροχής. Έτσι, ο Πατέρας Ζενκάι έβλεπε να απλώνονται μπρο-στά του δυο μελαγχολικές απόψεις του τοπίου: ο σκοτεινός κήπος, σκεπασμένος με γρασίδι λόγω της εποχής των βροχών, και το πρόσωπό μου. Ωστόσο, δεν ήταν από εκείνους που α-φήνονται εύκολα να παρασυρθούν από καταστάσεις. Παρότι ήταν η πρώτη μας συνάντηση, τα λόγια του ήταν ζωηρά και δεν έδειχνε να διστάζει. Η μια παρατήρηση διαδεχόταν την άλλη. «Μοιάζεις του πατέρα σου». «Αλήθεια, μεγάλωσες πο-λύ, το ξέρεις;» «Πόσο λυπάμαι που ο πατέρας σου δεν ζει πια!»

Ο ιερέας αυτός είχε μιαν απλότητα ξένη προς τον Ηγούμε-νο και μια δύναμη που δεν διέθετε ο πατέρας μου. Το πρόσω-πό του ήταν ηλιοψημένο, τα ρουθούνια του εξαιρετικά πλατιά και τα δασιά του φρύδια εξογκωμένα και σμιχτά, κάνοντας το πρόσωπό του να μοιάζει με τις μάσκες Ομπεσίμι που φορού-σαν οι καλικάντζαροι στα θεατρικά έργα Νο.

310

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Τα χαρακτηριστικά του δεν ήταν κανονικά. Αντίθετα, υ-πήρχε σε αυτά ένα εκχύλισμα εσωτερικής δύναμης. Μιας δύ-ναμης που αποκαλυπτόταν κατά βούληση, καταστρέφοντας ο-λοσχερώς κάθε δυνατή κανονικότητα. Τα προεξέχοντα οστά των ζυγωματικών του ήταν απότομα σαν τα βραχώδη βουνά που απεικονίζονται από τους Κινέζους καλλιτέχνες της Σχο-λής του Νότου.

Υπήρχε μια ευγένεια στη στεντόρεια φωνή του ιερέα που εί-χε κιόλας απήχηση στην καρδιά μου. Δεν ήταν η συνηθισμένη ευγένεια, αλλά εκείνη των σκληρών ριζών κάποιου μεγάλου δέντρου που αναπτύσσεται έξω από ένα χωριό, προσφέροντας καταφύγιο στον περαστικό ταξιδιώτη. Μια ευγένεια τραχιά στην αίσθηση. Καθώς μιλούσαμε, έπρεπε να προσέχω: αυτή τη νύχτα, υπήρχε φόβος, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η α-πόφασή μου να αμβλυνθεί από την επαφή μου με τόση ευγέ-νεια. Μου γεννήθηκε η υποψία μήπως ο Ηγούμενος είχε ρω-τήσει τον Πατέρα Ζενκάι για την περίπτωσή μου, μού φάνηκε όμως εντελώς απίθανο να τον είχε αναγκάσει να διανύσει τό-σο δρόμο μόνο και μόνο για μένα. Όχι, αυτός ο ιερέας ήταν α-πλώς ένας ιδιόμορφος φιλοξενούμενος, που εντελώς τυχαία θα γινόταν μάρτυς ενός υπέρτατου κατακλυσμού.

Το άσπρο πήλινο μπουκάλι του σακέ περιείχε γύρω στο μι-σό κιλό και ο Πατέρας Ζενκάι το είχε αδειάσει. Απολογήθηκα με μια τυπική υπόκλιση και πήγα στην κουζίνα να φέρω άλλο. Καθώς γυρνούσα με το ζεσταμένο σακέ, ένιωθα να με πλημ-μυρίζει ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα. Αν και ποτέ δεν μου εί-χε γεννηθεί η επιθυμία να με καταλάβουν οι άλλοι, τώρα ευ-χόμουν να με καταλάβει ο Πατέρας Ζενκάι. Αυτός και μόνον. Θα πρέπει να παρατήρησε πως, όταν γονάτισα ξανά μπροστά του για να σερβίρω το σακέ, τα μάτια μου έλαμπαν με μια ει-λικρίνεια που δεν υπήρχε πριν λίγη ώρα.

311

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

«Τι γνώμη έχετε για μένα, Πάτερ;» ρώτησα. «Χμ, θα έλεγα πως δείχνεις αρκετά σοβαρός φοιτητής. Δεν

ξέρω βέβαια σε τι είδους διαφθορές επιδίδεσαι στα κρυφά. Έστω όμως, το ξεχνώ. Τα πράγματα δεν είναι όπως άλλοτε, συμφωνείς; Δεν φαντάζομαι πως, στις μέρες μας, οι νεαροί σου συμμαθητές έχουν αρκετά χρήματα για να επιδίδονται στη διαφθορά. Όταν ο πατέρας σου, εγώ και ο Ηγούμενος ή-μασταν νέοι, συνηθίζαμε να κάνουμε κάθε λογής αχρειότητες.

«Φαίνομαι σαν ένας κοινός σπουδαστής;» ρώτησα. «Ναι», αποκρίθηκε ο Πατέρας Ζενκάι. «Και αυτή είναι η

καλύτερη εντύπωση που μπορεί κανείς να δώσει. Το καλύτερο είναι να φαίνεσαι κοινός. Όπως καταλαβαίνεις, τότε οι άλλοι δεν σε υποψιάζονται».

Ό Πατέρας Ζενκάΐ δεν είχε καμιά ματαιοδοξία. Οι υψηλό-βαθμοι κληρικοί -που τους ζητούν διαρκώς να κρίνουν το κα-θετί, από τον ανθρώπινο χαρακτήρα μέχρι τους πίνακες και τις αντίκες- είναι ικανοί να μην εκφέρουν ποτέ μια σαφή κρί-ση για τίποτε, από φόβο μήπως τους κοροϊδέψουν σε περί-πτωση που έχουν κάνει λάθος. Υπάρχει ο τύπος του ιερέα Ζεν που μεταβιβάζει στη στιγμή την αυθαίρετη απόφασή του για καθετί που συζητιέται, αλλά φροντίζει να διατυπώνει την α-πάντηση του με ιδιαίτερη προσοχή, έτσι ώστε αυτή να μπορεί να εκληφθεί με δυο σημασίες, εντελώς αντίθετες μεταξύ τους. Ο Πατέρας Ζενκάι δεν ήταν έτσι. Είχα πλέον αντιληφθεί ότι μιλούσε σύμφωνα με όσα έβλεπε και αισθανόταν. Δεν συνήθι-ζε να αναζητεί μια ειδική σημασία σε πράγματα που αντανα-κλώντο στα γερά, καθαρά του μάτια. Δεν τον απασχολούσε καθόλου κατά πόσον υπήρχε ή όχι σε αυτά ένα νόημα. Και ό,τι έκανε περισσότερο από καθετί τον Πατέρα Ζενκάι να μου φαίνεται μεγάλος ήταν πως, όταν κοίταζε κάτι -εμένα, για πα-ράδειγμα- δεν προσπαθούσε να επιβεβαιώσει την ατομικότη-

312

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

τά του με το να αντιλαμβάνεται κάτι διαφορετικό από τους άλ-λους. Αντίθετα, έβλεπε το αντικείμενο όπως θα το έβλεπε ο καθένας. Ο καθαρά αντικειμενικός κόσμος δεν είχε νόημα γι' αυτόν. Κατάλαβα τι προσπαθούσε να μου πει και άρχισα σιγά σιγά να νιώθω άνετα. Στο βαθμό που φαινόμουν στους άλλους «κοινός», ήμουν πράγματι, και οποιεσδήποτε παράξενες πρά-ξεις κι αν έφτανα στο σημείο να διαπράξω, αυτή η «κοινοτο-πία» θα εξακολουθούσε να υπάρχει, όπως το ρύζι που κοσκι-νίζεται από μια λιχνιστική μηχανή.

Χωρίς καμιά συνειδητή προσπάθεια, έφτασα στο σημείο να φανταστώ τον εαυτό μου σαν ένα ήσυχο δέντρο, μικρό και θα-μνώδες, φυτεμένο απέναντι από τον Πατέρα Ζενκάι.

«Είναι καλό. Πάτερ», ρώτησα, «να συμπεριφέρεται κανείς σύμφωνα με το πρότυπο που θα περίμεναν από αυτόν οι άλ-λοι;»

«Δεν είναι πάντα τόσο εύκολο. Αν όμως αρχίσει να συμπε-ριφέρεται διαφορετικά, γρήγορα οι άνθρωποι θα δεχτούν ότι αυτή είναι η φυσιολογική του κατάσταση. Ξεχνούν πολύ εύκο-λα, να το ξέρεις».

«Ποια προσωπικότητα είναι η πιο διαρκής;» ρώτησα. «Ε-κείνη που αποδίδω εγώ στον εαυτό μου ή εκείνη που πιστεύ-ουν οι άλλοι ότι έχω;»

«Και οι δυο αυτές προσωπικότητες σύντομα καταλήγουν κάπου. Όσο κι αν πείθεις τον εαυτό σου ότι η προσωπικότητά σου είναι διαρκής, αυτή θα πάψει να υπάρχει, αργά ή γρήγο-ρα. Όταν το τραίνο τρέχει, οι επιβάτες στέκονται ακίνητοι. Όταν όμως σταματήσει, οι επιβάτες πρέπει να αρχίσουν να περπατούν από εκείνο το σημείο. Τόσο το τρέξιμο όσο και η α-νάπαυση καταλήγουν κάπου. Παρότι ο θάνατος μοιάζει να εί-ναι η ύστατη ανάπαυση, κανείς δεν μπορεί να πει για πόσο συ-νεχίζεται».

313

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

«Σας παρακαλώ, Πάτερ, κοιτάξτε μέσα μου», είπα ως κα-τακλείδα. «Δεν είμαι το είδος του ανθρώπου που φαντάζεστε. Σας παρακαλώ, κοιτάξτε μέσα στην καρδιά μου».

Ο ιερέας έφερε το φλιτζάνι με το σακέ στα χείλη του και με κοίταξε επίμονα. Η σιωπή βάραινε πάνω μου σαν τη μεγάλη μαύρη στέγη του ναού που έσταζε από τη βροχή. Με διαπέρα-σε ένα ρίγος. Ύστερα, ξαφνικά, ο Πατέρας Ζενκάι είπε με φω-νή καμπανιστή, σαν να γελούσε: «Δεν χρειάζεται να κοιτάξει κανείς μέσα σου. Βλέπει τα πάντα ζωγραφισμένα στο πρόσω-πο σου».

Ένιωσα ότι με είχε καταλάβει απόλυτα, ως τα μύχια του εί-ναι μου. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, άσπρισα σαν το πανί. Το θάρρος να προβώ σε αυτή την πράξη με είχε ξεπλύνει σαν το νερό.

Ο Ηγούμενος γύρισε στον ναό. Η ώρα ήταν εννιά. Όπως πά-ντοτε, μια τετραμελής ομάδα ξεκίνησε για να κάνει την τελική της νυχτερινή επιθεώρηση. Δεν υπήρχε τίποτε το ασυνήθιστο. Ο Ηγούμενος κάθισε να πιει σακέ μαζί με τον Πατέρα Ζενκάι. Στις δώδεκα και μισή περίπου, ένας από τους μαθητευόμενους οδήγησε τον επισκέπτη στο δωμάτιό του. Στη συνέχεια, ο Η-γούμενος έκανε το μπάνιο του - «μπήκε στο νερό», όπως απε-καλείτο αυτή η πράξη στον ναό. Γύρω στη μία τα ξημερώμα-τα της δευτέρας Ιουλίου, όταν είχε πια τελειώσει η νυχτερινή βάρδια, απόλυτη ησυχία βασίλευε. Έξω, η βροχή συνέχιζε να πέφτει σιωπηλά.

Η -ψάθα του ύπνου ήταν ανοιγμένη καταγής. Κάθισα εκεί μόνος μου, κοιτάζοντας το σκοτάδι που είχε απλωθεί τριγύρω. Η νύχτα πύκνωνε και βάραινε ολοένα. Οι πλατιές κολόνες και η ξύλινη πόρτα της μικρής αίθουσας όπου ήμουν καθισμένος

314

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

φαίνονταν αυστηρές, λες και υποβάσταζαν την πανάρχαια ε-κείνη νύχτα.

Τραύλιζα σιωπηλά μέσ' από τα δόντια μου. Όπως πάντοτε, μια μονάχα λέξη ξεπρόβαλε στα χείλη μου εξοργίζοντάς με: ό-πως όταν κάποιος -ψάχνει μάταια για κάτι μέσα σε έναν σάκο και, αντί για το αντικείμενο που γυρεύει, βρίσκει ένα άλλο που δεν θέλει. Το βάρος και η πυκνότητα του εσωτερικού μου κό-σμου έμοιαζαν με εκείνα της νυχτερινής ώρας, ενώ οι λέξεις σέρνονταν στην επιφάνεια σαν βαρύς κουβάς που ανασύρεται μέσ' από το βαθύ πηγάδι της νύχτας.

Τώρα δεν θα αργούσα ιδιαίτερα, θαρρώ: έπρεπε να κάνω λίγη υπομονή. Το σκουριασμένο κλειδί που άνοιξε την πόρτα ανάμεσα στον εξωτερικό και στον εσωτερικό μου κόσμο μπο-ρούσε να γυρίσει μαλακά στην κλειδαριά του. Ο κόσμος μου θα εξαεριζόταν καθώς η αύρα θα φυσούσε ελεύθερα ανάμεσα σε αυτόν και στον έξω κόσμο. Ο κουβάς θα ανέβαινε από το πηγάδι, ενώ θα σειόταν ελαφρά από τον άνεμο, όλα θα ανοί-γονταν μπροστά μου σαν ένα απέραντο πεδίο και ο μυστικός χώρος θα καταστρεφόταν... Βρίσκεται τώρα μπροστά στα μά-τια μου και τα χέρια μου είναι έτοιμα να απλωθούν και να τον φτάσουν...

Καθισμένος στο σκοτάδι για περίπου μια ώρα, ένιωθα να πλημμυρίζω από ευτυχία. Αισθάνθηκα ότι δεν είχα νιώσει πο-τέ τόσο ευτυχισμένος σε όλη μου τη ζωή. Σηκώθηκα απότομα και βγήκα από το σκοτάδι.

Άνοιξα δρόμο στα κλεφτά στο πίσω μέρος της βιβλιοθήκης και φόρεσα τα ψάθινα σανδάλια που είχα τοποθετήσει εκεί προσεκτικά πριν λίγη ώρα. Ύστερα, περπάτησα κάτω από τις ψιχάλες, κατά μήκος της τάφρου που βρισκόταν στο πίσω μέ-ρος του ναού, προς την κατεύθυνση του εργαστηρίου. Εκεί δεν υπήρχαν παλιά έπιπλα, μονάχα πριονίδια σκόρπια στο

315

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

πάτωμα. Ολόγυρα πλανιόταν η μυρωδιά του υγρού χώματος. Το εργαστήρι χρησίμευε και ως αποθήκη για τις ι^άθες. Άλλο-τε αγόραζαν σαράντα δέματα από εκείνη την ψάθα, εκείνη ό-μως τη νύχτα μονάχα τρία απέμεναν από την τελευταία παρ-τίδα.

Μάζεψα τις τρεις δέσμες και γύρισα στην άκρη του περι-βόλου. Στην κουζίνα, όλα ήταν σιωπηλά. Παρακάμπτοντας το κτήριο, έφτασα στο πίσω μέρος των διαμερισμάτων του Δια-κόνου. Ξαφνικά, ένα φωτάκι έλαμψε στο παράθυρο του μπά-νιου. Ξάπλωσα καταγής.

Άκουσα κάποιον να ξεροβήχει στο λουτρό. Ύστερα, τον ά-κουσα να ανακουφίζεται. Δες κι αυτή η διαδικασία κρατούσε αιώνες.

Φοβήθηκα μήπως η ψάθα μουσκέψει με τη βροχή. Όντας ξαπλωμένος δίπλα στο κτήριο, την προστάτεψα με το στήθος μου. Η μυρωδιά από το λουτρό είχε ενταθεί με τη βροχή και εί-χε κατακαθίσει βαριά πάνω στις φτέρες. Το καζανάκι του α-ποχωρητηρίου σταμάτησε και άκουσα κάποιον να σκοντάφτει πάνω στον ξύλινο τοίχο. Προφανώς, ο Διάκονος ήταν μισο-κοιμισμένος και δεν έστεκε καλά στα πόδια του. Το φως στο παράθυρο χάθηκε. Σήκωσα τις τρεις δέσμες με τις ψάθες και ξεκίνησα για το πίσω μέρος της βιβλιοθήκης.

Όλο κι όλο το βιος μου συνίστατο σε ένα καλάθι από λυ-γαριά, όπου φύλαγα τα προσωπικά μου αντικείμενα, και ένα μικρό, παλιό σεντούκι. Σκόπευα να τα κάψω όλα αυτά. Νωρίς το απόγευμα, είχα πακετάρει τα βιβλία, τα ρούχα και τα άμφιά μου, όπως και διάφορα μικροπράγματα στις δυο αυτές απο-σκευές. Ελπίζω ότι οι άνθρωποι θα μου αναγνωρίσουν πόσο προσεκτικά τα φρόντισα όλα. Πράγματα όπως η βέργα της κουνουπιέρας μου, που θα μπορούσαν να κάνουν θόρυβο κα-θώς τα μετέφερα, και άλλα άφλεκτα αντικείμενα, λόγου χάρη

3 Ι 6

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

το σταχτοδοχείο, το φλιτζάνι και το μελανοδοχείο μου, τα ο-ποία θα αποτελούσαν τεκμήρια της πράξης μου, τα είχα τοπο-θετήσει ανάμεσα σε μαλακά μαξιλαράκια και τα είχα τυλίξει με ένα κομμάτι ύφασμα. Αυτά ήταν βαλμένα ξέχωρα από την υπόλοιπη περιουσία μου. Επιπλέον, έπρεπε να κάι|)ω ένα στρώμα και δυο παπλώματα. Μετακίνησα μία προς μία όλες αυτές τις ογκώδεις αποσκευές στο πίσω μέρος της βιβλιοθή-κης, σωριάζοντάς τις καταγής. Στη συνέχεια, πήγα στον Χρυ-σό Ναό για να βγάλω την πίσω πόρτα, όπως έχω ήδη αναφέ-ρει.

Τα καρφιά βγήκαν το ένα μετά το άλλο τόσο εύκολα, λες και ήταν μπηγμένα σε ένα παρτέρι από μαλακό χώμα. Κράτη-σα με όλο μου το σώμα την πόρτα που είχε ήδη γείρει και το σαπισμένο ξύλο, έχοντας φουσκώσει από την υγρασία, τρί-φτηκε μαλακά πάνω στο μάγουλό μου. Δεν ήταν τόσο βαριά όσο περίμενα. Αφού την έβγαλα, την ξάπλωσα καταγής δίπλα στο κτίσμα. Μπορούσα τώρα να κοιτάξω το εσωτερικό του Χρυσού Ναού. Ήταν θεοσκότεινο.

Η πόρτα είχε αρκετό πλάτος ώστε να μπορεί κανείς να μπει στον ναό από τα πλάγια. Βυθίστηκα στο σκοτάδι του Χρυσού Ναού. Τότε, ένα παράξενο πρόσωπο εμφανίστηκε μπροστά μου, κάνοντάς με να τρέμω από φόβο. Καθώς κρατούσα ένα αναμμένο σπίρτο, το πρόσωπό μου αντανακλάτο στη γυάλινη θήκη που περιείχε τη μακέτα του Χρυσού Ναού.

Μόλο που η στιγμή δεν ήταν και τόσο κατάλληλη για όλα αυτά, στάθηκα και κάρφωσα τα μάτια μου στη μινιατούρα. Ο μικρός ναός φωτιζόταν από τη λάμψη του σπίρτου, η σκιά του τρεμόσβηνε και το λεπτό του ξύλινο πλαίσιο ήταν -θαρρείς-μαζεμένο από αμηχανία. Σχεδόν αμέσως, το κατάπιε το σκο-τάδι: το σπίρτο είχε καεί.

Κατά παράξενο τρόπο, η κόκκινη λάμψη που υπήρχε στην

317

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

άκρη του σπίρτου μου δημιούργησε ανησυχία και το ποδοπά-τησα για να σβήσει, όπως εκείνος ο φοιτητής που είχα δει κά-ποτε στον Ναό Μυοσίν. Τότε, άναψα άλλο σπίρτο. Πέρασα μπροστά από την Αίθουσα Σούτρα και τα αγάλματα με τους τρεις Βούδες, και έφτασα στο σημείο όπου βρισκόταν το κου-τί των προσφορών. Το κουτί είχε διάφορα ξύλινα ανοίγματα για να ρίχνουν τα νομίσματα και, τώρα που το φως του σπίρ-του μου τρεμόσβηνε στο σκοτάδι, οι σκιές αυτών των ανοιγ-μάτων ρυτιδώνονταν σαν κύματα. Μέσα στο κουτί των προ-σφορών υπήρχε ένα ξύλινο άγαλμα του Ασικάγκα Γιοσιμί-τσου, που εθεωρείτο Εθνικός Θησαυρός. Επρόκειτο για μια φιγούρα καθιστή, ντυμένη με άμφια, με τα μανίκια να φαρ-δαίνουν στις δυο άκριες κι ένα σκήπτρο στα χέρια της. Στο μι-κρό ξυρισμένο κεφάλι, τα μάτια ήταν ορθάνοιχτα και ο λαιμός χωμένος μέσα στο πλατύ άμφιο. Παρότι τα μάτια του αγάλ-ματος έλαμπαν στο φως του σπίρτου μου, δεν φοβήθηκα. Αυ-τό το αγαλματάκι του Γιοσιμίτσου ήταν όντως αποτρόπαιο. Ήταν έγκλειστο σε μια γωνιά του κτηρίου που είχε χτίσει ο ί-διος και έμοιαζε να έχει εγκαταλείψει από πολύ καιρό κάθε ι-διοκτησία και κάθε έλεγχο.

Ανοιξα τη δυτική πόρτα που οδηγούσε στο Σοζέι. Όπως έ-χω ήδη αναφέρει, επρόκειτο για μια πόρτα με μεντεσέδες που μπορούσες να την ανοίξεις από μέσα. Ο βροχερός νυχτερινός ουρανός ήταν πιο φωτεινός από το εσωτερικό του Χρυσού Ναού, Με έναν χαμηλό στριγκό ήχο, η υγρή πόρτα άφησε να μπει μέσα το αεράκι της βαθυγάλαζης νύχτας.

Τα μάτια του Γιοσιμίτσου - σκέφτηκα βγαίνοντας ολοτα-χώς από την πόρτα και τρέχοντας ξανά προς το πίσω μέρος της βιβλιοθήκης. Τα μάτια του Γιοσιμίτσου. Οτιδήποτε θα μπορούσε να εκτυλιχθεί μπροστά σε αυτά τα μάτια. Σε αυτά τα τυφλά μάτια ενός νεκρού μάρτυρα.

318

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Καθώς έτρεχα, άκουσα κάτι να κουδουνίζει στην τσέπη του παντελονιού μου. Ήταν ο θόρυβος του κουτιού με τα σπίρτα. Σταμάτησα και έχωσα ένα χαρτομάντιλο κάτω από το σκέπα-σμα του κορτιού. Ο θόρυβος σταμάτησε. Κανένας ήχος δεν έ-βγαινε από την άλλη τσέπη, όπου το μπουκαλάκι με το αρσε-νικό και ο σουγιάς μου ήταν στέρεα τυλιγμένα με ένα μαντίλι. Ούτε βέβαια και από την τσέπη του πουλόβερ μου, όπου είχα βάλει το τσουρέκι, τις βάφλες με τη μαρμελάδα από κουκιά και τα τσιγάρα μου.

Τότε, καταπιάστηκα με μια μηχανική εργασία. Πήγα κι ήρ-θα τέσσερις φορές προκειμένου να μετακινήσω στον προορι-σμό τους -δηλαδή μπροστά στο άγαλμα του Γιοσιμίτσου στο ε-σωτερικό του Χρυσού Ναού- όλα όσα είχα στοιβάξει έξω από τη βιβλιοθήκη. Πρώτα απ' όλα, μετέφερα το στρώμα και την κουνουπιέρα, από όπου είχα αφαιρέσει τη βέργα. Ύστερα, πή-ρα τα δυο παπλώματα. Στη συνέχεια, το σεντούκι και το καλά-θι από λυγαριά, και τελικά τις τρεις δέσμες με τις ψάθες. Όλα αυτά τα στοίβαξα σε έναν ακατάστατο σωρό, τοποθετώντας τις ψάθες ανάμεσα στην κουνουπιέρα και στα κλινοσκεπάσματα. Η κουνουπιέρα φαινόταν πιο εύφλεκτη από όλα. Έτσι, ξεδί-πλωσα ένα τμήμα της πάνω από τις υπόλοιπες αποσκευές μου.

Τελικά, γύρισα στο πίσω μέρος της βιβλιοθήκης και πήρα τη δέσμη όπου είχα τυλίξει ό,τι θα καιγόταν δυσκολότερα. Τούτη τη φορά, μετέφερα το φορτίο μου στην άκρη της λι-μνούλας, στα ανατολικά του Χρυσού Ναού. Από εκεί, μπο-ρούσα να δω το Βράχο Γιοχάκου, ίσια μπροστά μου. Στάθηκα κάτω από μια συστάδα πεύκων, κατορθώνοντας μετά βίας να προστατευθώ από τη βροχή.

Η αντανάκλαση του νυχτερινού ουρανού έδινε μια άτονη λευκότητα στην επιφάνεια της λίμνης. Η πυκνή λέμνα την έ-κανε να μοιάζει με στεριά και, μονάχα μέσ' από τις τυχαίες

319

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

ρωγμές του πυκνού αυτού επιστρώματος, θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπήρχε από κάτω νερό. Στο σημείο όπου στεκό-μουν, δεν έβρεχε τόσο ώστε να ρυτιδώνεται το νερό. Η λι-μνούλα άχνιζε με τη βροχή και έμοιαζε να ανοίγεται απέραντη μακριά. Ο αέρας ήταν γεμάτος υγρασία.

Πήρα από κάτω ένα χαλίκι και το έριξα στο νερό. Το πι-τσίλισμά του έκανε έναν θόρυβο τόσο δυνατό, που ο αέρας γύ-ρω μου φάνηκε να ραγίζει. Για μια στιγμή, μαζεύτηκα στο σκοτάδι χωρίς να βγάλω άχνα, ελπίζοντας να εξαλείψω με τη σιωπή μου τον θόρυβο που είχα προκαλέσει κατά λάθος.

Έβαλα το χέρι μου στο νερό και η χλιαρή λέμνα κόλλησε στα δάχτυλά μου. Στην αρχή, τα υγρά μου δάχτυλα άφησαν τη βέργα της κουνουπιέρας να γλιστρήσει στο νερό. Ύστερα, α-νέθεσα στη λιμνούλα να ξεπλύνει το σταχτοδοχείο μου. Κατά τον ίδιο τρόπο, έριξα μέσα το φλιτζάνι και το μελανοδοχείο μου. Κοντολογίς, η λιμνούλα φρόντισε όλα τα αντικείμενα που έπρεπε να πέσουν στο νερό. Μονάχα το μαξιλάρι και τα ρού-χα όπου είχα τυλίξει όλα αυτά τα πράγματα έμειναν δίπλα μου. Τίποτε άλλο δεν απέμενε τώρα, παρά μόνο να μεταφέρω τα δύο αυτά πράγματα μπροστά στο άγαλμα του Γιοσιμίτσου και τελικά να βάλω φωτιά στον Χρυσό Ναό.

Εκείνη τη στιγμή με κυρίευσε απότομα η πείνα - κάτι που το περίμενα. Παρ' όλα αυτά, επρόκειτο για κάτι που, αντί να μ' ευχαριστήσει, με έκανε να νιώσω ότι είχα προδοθεί. Είχα α-κόμη στην τσέπη μου το τσουρέκι και τις βάφλες, που είχα αρ-χίσει να τρώω την προηγούμενη μέρα. Σκούπισα τα υγρά μου χέρια στην άκρη του πουλόβερ μου, και καταβρόχθισα την τροφή με απληστία. Δεν καταλάβαινα τη γεύση. Το στομάχι μου ζητούσε επίμονα φαγητό και δεν ενδιαφερόταν για τη γεύ-ση ούτε κατ' ελάχιστον. Ήμουν σε θέση να συγκεντρωθώ στο τσουρέκι που μπούκωνα βιαστικά στο στόμα μου και αυτό μου

3 2 0

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

άρεσε. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Όταν τελείωσα το φα-γητό μου, πήρα στις χούφτες μου λίγο νερό από τη λίμνη και ήπια.

Βρισκόμουν ακριβώς στα πρόθυρα της πράξης μου. Είχα ολοκληρώσει τις προετοιμασίες που θα με οδηγούσαν σε αυ-τήν και δεν μου απέμενε παρά μόνο να επιδοθώ στην ίδια την πράξη. Και θα την εκπλήρωνα καταβάλλοντας μιαν ελάχιστη πλέον προσπάθεια.

Δεν φαντάστηκα ούτε μια στιγμή, πως ένα βάραθρο αρκε-τά μεγάλο για να καταπιεί τη ζωή μου ολόκληρη θα ανοιγόταν ανάμεσα σε εμένα και σε αυτό που είχα κατά νου να πράξω.

Γιατί, εκείνη τη στιγμή, αποθαύμαζα τον Χρυσό Ναό θέλο-ντας να του δώσω τον ύστατο αποχαιρετισμό. Στο σκοτάδι της βροχερής νύχτας, ο ναός ήταν αχνός, με περίγραμμα ακαθό-ριστο. Στεκόταν εκεί, στη βαθιά σκοτεινιά, σαν να ήταν η απο-κρυστάλλωση της ίδιας της νύχτας. Εντείνοντας την προσοχή μου, τα κατάφερα να ξεχωρίσω το Κουκυότσο, τον τελευταίο όροφο του ναού, όπου η όλη δομή ξαφνικά στένευε, όπως και το πλήθος από στενές κολόνες που περιστοίχιζαν το Τσοόντο και το Χοζούι-ιν, Ωστόσο, οι ποικίλες λεπτομέρειες του ναού, που με είχαν τόσο συγκινήσει στο παρελθόν, είχαν χαθεί μες στο μονόχρωμο σκοτάδι.

Παρ' όλα αυτά, καθώς η ανάμνηση της ομορφιάς ζωντά-νευε όλο και περισσότερο μέσα μου, αυτό το σκοτάδι άρχισε να δημιουργεί ένα φόντο πάνω στο οποίο μπορούσα να προ-βάλλω το όραμά μου όπως ήθελα. Η όλη αντίληψη της ομορ-φιάς κρυβόταν μέσα σε αυτή τη σκοτεινή, συρρικνωμένη μορ-φή. Χάρη στη δύναμη της ανάμνησης, οι διάφορες αισθητικές λεπτομέρειες άρχισαν να λαμποκοπούν μία μία, ανάγλυφες στη γύρω σκοτεινιά. Ύστερα, η μαρμαρυγή απλώθηκε όλο και πλατύτερα ώσπου, σιγά σιγά, ολόκληρος ο ναός αναδύθηκε

321

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

μπροστά μου κάτω από εκείνο το παράξενο φως του ίδιου του χρόνου, που δεν είναι ούτε μέρα ούτε νύχτα. Ποτέ μέχρι τότε ο Χρυσός Ναός δεν μου είχε φαντάξει τόσο τέλειος, ποτέ δεν είχα δει κάθε του λεπτομέρεια να λαμποκοπά με αυτόν τον τρόπο. Λες και είχα οικειοποιηθεί την εσωτερική όραση ενός τυφλού. Το φως που πήγαζε από τον ίδιο τον ναό είχε κάνει το κτίσμα διάφανο και, από τη θέση μου δίπλα στη λίμνη, μπο-ρούσα να βλέπω ζωηρά τους πίνακες με τους αγγέλους στην ο-ροφή μέσα στο Τσοόντο και τα κατάλοιπα από το παλιό φύλ-λο χρυσού στους τοίχους του Κουκυότσο. Η ντελικάτη εξωτε-ρική εμφάνιση του Χρυσού Ναού είχε γίνει ένα με το εσωτερι-κό του. Καθώς τα μάτια μου συλλάμβαναν την όλη προοπτική, μπορούσα να καταλάβω τη δομή του ναού και το σαφές περί-γραμμα του μοτίβου του, μπορούσα να δω τη φροντισμένη ε-πανάληψη και τον διάκοσμο των λεπτομερειών -εκεί που έ-παιρνε σάρκα και οστά η κεντρική ιδέα-, όπως και τις εντυ-πώσεις αντίθεσης και συμμετρίας. Οι δυο κάτω όροφοι, το Χο-ζούι-ιν και το Τσοόντο, είχαν το ίδιο πλάτος και, παρότι διέ-φεραν αμυδρά, προστατεύονταν με την ίδια υπέρμετρη φρο-ντίδα. Ο ένας όροφος στεκόταν πάνω από τον όμοιό του, έτσι που έμοιαζαν σαν δυο στενά συνυφασμένα όνειρα ή σαν ανα-μνήσεις από δυο απαράλλαχτες ηδονές που γεύτηκαν στο πα-ρελθόν. Οι δυο αυτοί δίδυμοι όροφοι επιστεγάζονταν από έ-ναν τρίτο, το Κουκυότσο, που λέπταινε απότομα. Και στο υ-ψηλότερο σημείο της επιστρωμένης με σανίδες στέγης, ο φοί-νικας από επιχρυσωμένο μπρούντζο έστεκε αντίκρυ στη μα-κριά και σκοτεινή νύχτα.

Ωστόσο, ο αρχιτέκτονας δεν είχε αρκεστεί σε αυτό. Δυτικά του Χοζούι-ιν, είχε προσθέσει το μικροσκοπικό Σοζέι, που προεξείχε από τον ναό σαν κρεμαστό περίπτερο. Λες και είχε χρησιμοποιήσει όλες τις αισθητικές του δυνατότητες για να

322

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

σπάσει τη συμμετρία του κτηρίου. Ο ρόλος του Σοζέι στην όλη αρχιτεκτονική ήταν εκείνος μιας μεταφυσικής αντίστασης. Πα-ρότι δεν απλωνόταν πολύ πέρα από τη λίμνη, έμοιαζε σαν να δραπέτευε εσαεί από το κέντρο του Χρυσού Ναού. Το Σοζέι ή-ταν σαν πουλί που πετούσε μακριά από την κύρια δομή του κτηρίου και, πριν λίγο, είχε ανοίξει τις φτερούγες του ξεφεύγο-ντας προς την επιφάνεια της λίμνης, προς οτιδήποτε είχε κο-σμικό χαρακτήρα. Η σημασία του Σοζέι συνίστατο στη δημι-ουργία μιας γέφυρας που οδηγούσε κάπου ανάμεσα στην τά-ξη που ελέγχει τον κόσμο και σε εκείνα τα πράγματα, όπως η σαρκική επιθυμία, που αρνούνται κάθε τάξη. Ναι, έτσι ήταν. Το πνεύμα του Χρυσού Ναού άρχιζε από το Σοζέι, που έμοια-ζε με γέφυρα κομμένη στη μέση. Ύστερα, σχημάτιζε έναν τριώ-ροφο πύργο. Και στη συνέχεια, ξέφευγε για μία ακόμη φορά από τη γέφυρα. Γιατί η τεράστια δύναμη του αισθησιακού πό-θου, που λαμπύριζε στην επιφάνεια της λίμνης, ήταν η πηγή της κρυμμένης δύναμης που είχε οικοδομήσει τον Χρυσό Ναό. Από τη στιγμή όμως που αυτή η δύναμη είχε μπει σε τάξη και είχε σχηματιστεί ο όμορφος τριώροφος πύργος, δεν θα άντεχε να μείνει άλλο εκεί και δεν του απέμενε παρά να πάει πίσω α-κολουθώντας ξανά τον δρόμο πλάι στο Σοζέι μέχρι την επιφά-νεια της λίμνης, πίσω στο ατέλειωτο λαμπύρισμα του σαρκικού πόθου, πίσω στη γενέθλια γη του. Κάθε φορά στο παρελθόν που κοίταζα την πρωινή ή τη βραδινή καταχνιά να πλανιέται πάνω από τη λίμνη, με εντυπωσίαζε αυτή η ίδια σκέψη - η σκέ-ψη ότι αυτή ήταν η κατοικία της πλούσιας αισθησιακής δύνα-μης που είχε πρωταρχικά οικοδομήσει τον Χρυσό Ναό.

Και η ομορφιά όχι μόνο συνέθεσε τους αγώνες, τις αντιφά-σεις και τις δυσαρμονίες κάθε μέρους αυτού του κτηρίου, αλλά και κάτι περισσότερο: τις εξουσίασε! Ο Χρυσός Ναός χτίστη-κε με χρυσόσκονη μέσα στη μακριά, σκοτεινή νύχτα, όπως εγ-

3 2 3

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

γράφεται με χρυσόσκονη και με τη μεγαλύτερη φροντίδα ένα σούτρα στις βαθυγάλαζες σελίδες ενός βιβλίου. Δεν γνωρίζω ακόμη αν η ομορφιά ήταν πανομοιότυπη με τον ίδιο τον Χρυ-σό Ναό ή ομοούσια με τη νύχτα της ανυπαρξίας που περιστοί-χιζε τον ναό. Ίσως να ήταν και τα δυο: τα κατ' ιδίαν μέρη και συγχρόνως η όλη δομή, ο Χρυσός Ναός και ταυτόχρονα η νύ-χτα που τον τύλιγε. Κάνοντας αυτή τη σκέψη, ένιωσα πως το μυστήριο της ομορφιάς του Χρυσού Ναού, που με είχε τόσο βασανίσει στο παρελθόν, κόντευε να λυθεί. Αν εξέταζε κανείς την ομορφιά κάθε μεμονωμένης λεπτομέρειας -τις κολόνες, τα κιγκλιδώματα, τα παραθυρόφυλλα, τις πλαισιωμένες πόρτες, τα διακοσμημένα παράθυρα, την πυραμιδοειδή στέγη, το Χο-ζούι-ιν, το Τσοόντο, το Κουκυότσο, το Σοζέι, τον ίσκιο του να-ού στη λίμνη, τα νησάκια, τα πεύκα, ναι, ακόμη και το σημείο όπου δένονται οι βάρκες του ναού-, η ομορφιά δεν ολοκλη-ρωνόταν ποτέ σε μία και μόνον απλή λεπτομέρεια: κάθε λε-πτομέρεια προανάγγελλε την ομορφιά της επόμενης. Η ομορ-φιά της ίδιας της ατομικής λεπτομέρειας ήταν πάντοτε γεμάτη ανησυχία. Ονειρευόταν την τελειότητα, αλλά δεν ολοκληρω-νόταν, παρασυρόμενη αδιαφοροποίητα στην επόμενη, στην ά-γνωστη ομορφιά. Η προαναγγελία της ομορφιάς που κλεινό-ταν μέσα σε μια λεπτομέρεια ήταν συνδεδεμένη με την επόμε-νη προαναγγελία ομορφιάς, και έτσι, οι διάφορες προαναγγε-λίες μιας ομορφιάς που δεν υπήρχε είχαν μεταβληθεί σε θεμε-λιακό μοτίβο του Χρυσού Ναού. Τέτοιες προαναγγελίες απο-τελούσαν ενδείξεις ανυπαρξίας. Η ανυπαρξία ήταν η αληθινή δομή αυτής της ομορφιάς. Άρα, από την ατέλεια των διαφό-ρων λεπτομερειών της ομορφιάς, αναφυόταν αυτόματα μια προαναγγελία ανυπαρξίας και αυτό το λεπτό κτίσμα, δουλεμέ-νο με το πιο λεπτό ξύλο, έτρεμε προκαταβολικά για την ανυ-παρξία, όπως τρέμει στον άνεμο ένα περιδέραιο με πετράδια.

324

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Έτσι, η ομορφιά του Χρυσού Ναού δεν έπαψε ποτέ να υ-πάρχει και να έχει απήχηση παντού και πάντοτε! Σαν κάποιον που υποφέρει από βουητό στ' αυτιά, άκουγα αδιαφοροποίητα τον ήχο της ομορφιάς του όπου κι αν ήμουν. Τον είχα συνηθί-σει. Αν μπορούσε κανείς να συγκρίνει αυτή την ομορφιά με ή-χο, το κτήριο έμοιαζε με χρυσό καμπανάκι που, εδώ και πε-ντέμισι αιώνες, δεν έπαψε να ηχεί - ή ακόμη, με μικρή άρπα. Τι θα γινόταν όμως αν αυτός ο ήχος σταματούσε;

Με είχε κυριεύσει μια ανείπωτη πλήξη. Πάνω από τον Χρυσό Ναό που δέσποζε μέσα στο σκοτάδι,

μπορούσα να δω ακόμη με τα πιο ζωηρά χρώματα τον Χρυσό Ναό του οράματός μου. Διατηρούσε τη λάμψη του ατόφια. Το κιγκλίδωμα του Χοζούι-ιν στην άκρη του νερού υποχωρούσε με τη μεγαλύτερη σεμνότητα, ενώ, στις μαρκίζες του, το κι-γκλίδωμα του Τσοόντο, που το υποβάσταζαν ινδικές κονσό-λες, πρόβαλλε ονειρικά τις καμπύλες του στη λίμνη. Οι μαρκί-ζες φωτίζονταν από την αντανάκλαση της λίμνης και από την τρεμούλα του νερού που καθρεφτιζόταν διάχυτα πάνω τους. Όταν ο Χρυσός Ναός αντανακλούσε τη δύση του ήλιου ή έ-λαμπε στο φεγγαρόφωτο, το φως του νερού έκανε την όλη δο-μή να φαντάζει σαν να επέπλεε μυστηριωδώς και να χτυπού-σε τις φτερούγες της. Οι δυνατοί αρμοί της μορφής του ναού είχαν χαλαρώσει από την αντανάκλαση του νερού που σιγό-τρεμε και, αυτές τις στιγμές, ο Χρυσός Ναός έμοιαζε χτισμένος με υλικά όπως ο άνεμος, το νερό και η φλόγα, που βρίσκονται σε αέναη κίνηση.

Η ομορφιά του Χρυσού Ναού ήταν ανυπέρβλητη. Και ήξε-ρα τώρα από πού προερχόταν η άφατη πλήξη μου. Αυτή η ο-μορφιά χρησιμοποιούσε την τελευταία της ευκαιρία για να α-σκήσει πάνω μου τη δύναμή της και να με παγιδέψει σε εκείνη την ανημποριά, που με είχε τόσο συχνά κυριεύσει στο παρελ-

325

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

θόν. Αυτό που απλωνόταν μπροστά μου έκανε τα χέρια και τα πόδια μου να λυγίζουν. Πριν λίγη ώρα, ένα μονάχα βήμα με χώριζε από την πράξη μου, τώρα όμως ήμουν και πάλι πολύ μακριά.

«Έκανα όλες μου τις προετοιμασίες», ψιθύριζα μέσα μου, «και απέχω από την πράξη ελάχιστα. Αφού την έχω τόσο ο-νειρευτεί και έχω ζήσει το όνειρο ως την τελευταία του λεπτο-μέρεια, θα ήταν άραγε απαραίτητο να την πραγματοποιήσω; Μήπως, στο στάδιο που βρίσκομαι, μια τέτοια πράξη θα ήταν ανώφελη;

»0 Κασιουάγκι είχε προφανώς δίκιο λέγοντας ότι αυτό που άλλαξε τον κόσμο δεν ήταν η πράξη αλλά η γνώση. Και ήταν ο τύπος της γνώσης που προσπάθησε να μεταγράψει την πρά-ξη στο έσχατο δυνατό όριό της. Τέτοια ήταν η φύση της γνώ-σης μου. Και αυτός ο τύπος γνώσης κάνει την πράξη όντως α-νίσχυρη. Μήπως ο λόγος όλων των προσεκτικών μου προετοι-μασιών βρίσκεται στην τελική γνώση ότι, στα σοβαρά, δεν πρέ-πει να προβώ σε αυτήν την πράξη;

»Ναι, έτσι είναι. Η πράξη είναι τώρα περιττή για μένα. Έχει ξεπεράσει τη ζωή μου, έχει ξεπεράσει την ίδια μου τη θέ-ληση και στέκεται τώρα μπροστά μου σαν ξέχωρος μηχανι-σμός από κρύο ατσάλι, περιμένοντας να μπει σε κίνηση. Λες και δεν υπάρχει ούτε η ελάχιστη συνάφεια ανάμεσα σ' εμένα και στην πράξη μου. Μέχρι αυτό το σημείο, ήταν Εγώ. Από δω και πέρα, δεν είναι πλέον. Πώς να τολμήσω να μην είμαι πια ο εαυτός μου;»

Στηρίχτηκα στη βάση του πεύκου. Η υγρή, κρύα φλούδα του δέντρου με μάγεψε. Ένιωσα πως αυτή η αίσθηση, αυτή η κρύα επαφή ήταν ο εαυτός μου. Ο κόσμος είχε σταματήσει έ-τσι όπως ήταν. Δεν υπήρχε πλέον καμιά επιθυμία. Κι εγώ ή-μουν απόλυτα ικανοποιημένος.

3 2 6

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Τι πρέπει να κάνω ενάντια σε αυτή την τρομερή πλήξη; σκέφτηκα. Ένιωθα πως είχα πυρετό, πως ήμουν αδύναμος, πως τα χέρια μου δεν υπάκουαν σε μένα. Σίγουρα θα ήμουν άρρωστος.

Ο Χρυσός Ναός εξακολουθούσε να λαμποκοπά μπροστά μου σαν τη θέα του ήλιου που βασιλεύει, όπως την είχε δει κά-ποτε ο Σουντοκουμαρού. Μέσ' από το μαύρο σκοτάδι της τυ-φλότητάς του, ο Σουντοκουμαρού είχε δει τον ήλιο που έδυε να παίζει σπινθηροβολώντας στη Θάλασσα της Νάμπα. Είχε δει το Αουάτζι Εσίμα, το Σούμα Ακάσι, ακόμη και τη Θάλασ-σα του Κίι που αντανακλά τον απογευματινό ήλιο κάτω από έ-ναν ασυννέφιαστο ουρανό.

Το κορμί μου έμοιαζε να έχει παραλύσει και τα δάκρυα α-νάβρυζαν ακατάπαυστα. Δεν με ένοιαζε να μείνω εκεί ώσπου να ξημερώσει και να με ανακαλύ'ψουν. Δεν επρόκειτο να πω λέξη για να απολογηθώ.

Μέχρι τώρα επέμεινα ιδιαίτερα στην ανημποριά της μνή-μης μου σχετικά με την παιδική μου ηλικία, πρέπει όμως να ε-πισημάνω ότι η μνήμη που αναβιώνει ξαφνικά φέρει μέσα της μια μεγάλη δύναμη ανάστασης. Το παρελθόν δεν μας μεταφέ-ρει απλώς πίσω. Υπάρχουν κάποιες μνήμες, που έχουν -θαρ-ρείς- ισχυρά ατσάλινα ελατήρια και, όταν τις αγγίζουμε εμείς που ζούμε στο παρόν, μάς εκτινάσσουν απότομα στο μέλλον.

Ενώ το κορμί μου έμοιαζε απονεκρωμένο, ο νους μου ει-σχωρούσε ψηλαφητά στον χώρο της μνήμης. Μερικές λέξεις ε-πέπλεαν στην επιφάνεια κι ύστερα χάνονταν. Λες και τις έ-φτανα με τα χέρια του νου μου - και τότε αυτές κρύβονταν ξα-νά. Λέξεις που με καλούσαν. Που προσπαθούσαν να με πλη-σιάσουν για να με βάλουν στο φιλότιμο.

«Κοίταξε πίσω, κοίταξε έξω, και ό,τι συναντήσεις, σκότωσέ το στη στιγμή!»

327

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Ναι, αυτό έλεγε η πρώτη πρόταση. Το περίφημο απόσπα-σμα του κεφαλαίου του Ρίνζαϊρόκον. Τότε, οι λέξεις που απέ-μεναν άρχισαν να ρέουν: «Όταν συναντήσεις τον Βούδα, σκό-τωσε το Βούδα! Όταν συναντήσεις τον πρόγονό σου, σκότω-σε τον πρόγονό σου! Όταν συναντήσεις έναν μαθητή του Βού-δα, σκότωσε τον μαθητή! Όταν συναντήσεις τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, σκότωσε τον πατέρα σου και τη μητέρα σου! Όταν συναντήσεις το σόι σου, σκότωσε το σόι σου! Μό-νον έτσι θα φτάσεις στη λύτρωση. Μόνον έτσι θα ξεφύγεις α-πό τα δεσμά των υλικών πραγμάτων και θα ελευθερωθείς».

Οι λέξεις με εκτίναξαν από την ανημποριά όπου είχα βρε-θεί. Ξαφνικά, όλο μου το κορμί λες και διαποτίστηκε με δύνα-μη. Ένα μέρος του νου μου συνέχιζε να μου λέει ότι ήταν τώ-ρα μάταιο να προβώ σε αυτή την πράξη, άλλο αν η δύναμη που είχα μόλις αποκτήσει δεν φοβόταν τη ματαιότητα. Πρέπει να κάνω αυτή την πράξη ακριβώς επειδή είναι τόσο μάταιη.

Τύλιξα το ρούχο που βρισκόταν δίπλα μου και το έχωσα κάτω από τη μασχάλη μου μαζί με το μαξιλάρι. Ύστερα ση-κώθηκα. Κοίταξα προς τον Χρυσό Ναό. Ο αστραφτερός ναός του οράματός μου είχε αρχίσει να ξεθωριάζει. Το σκοτάδι κα-τάπινε σιγά σιγά τα κιγκλιδώματα και οι πάμπολλες λεπτές κο-λόνες έχαναν τη φωτεινότητά τους. Το φως εξαφανίστηκε από το νερό, το ίδιο και η αντανάκλασή του από το πίσω μέρος των πρόστεγων. Σε λίγο, όλες οι λεπτομέρειες βυθίστηκαν ξανά στο σκοτάδι και ο Χρυσός Ναός άφησε μονάχα ένα ακαθόρι-στο μαύρο περίγραμμα.

Έτρεξα. Έτρεξα γύρω από το βόρειο τμήμα του ναού. Τα πόδια μου συνήθισαν στο έργο τους χωρίς να παραπατούν. Το σκοτάδι διαλυόταν σταδιακά μπροστά μου, καθοδηγώντας με στον δρόμο μου.

Από την άκρη του Σοζέι, πήδηξα στον Χρυσό Ναό δρα-

328

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

σκελώντας την πόρτα με τους μεντεσέδες στη δυτική είσοδο, που την είχα αφήσει ανοιχτή. Έριξα το μαξιλάρι και το ύφα-σμα πάνω στον σωρό που είχα ήδη ετοιμάσει.

Η καρδιά μου σκιρτούσε χαρούμενα και τα υγρά μου χέρια έτρεμαν. Εξάλλου και τα σπίρτα ήταν υγρά. Το πρώτο δεν άνα-ψε. Το δεύτερο έσπασε λίγο πριν ανάψει. Το τρίτο έκανε τη φλό-γα να ξεπεταχτεί και, καθώς κρατούσα το χέρι μου ενάντια στον άνεμο, φωτίστηκαν τα διαστήματα ανάμεσα στα δάχτυλά μου.

Στη συνέχεια, έπρεπε να αναζητήσω τις δέσμες με τις ψά-θες. Γιατί, παρότι είχα σύρει τις τρεις ψάθες εκεί που βρισκό-μουν και τις είχα τοποθετήσει σε διαφορετικά σημεία του κτη-ρίου, είχα εντελώς ξεχάσει πού τις έβαλα. Ώσπου να τις βρω, το σπίρτο είχε καεί. Κάθισα οκλαδόν στην ψάθα και, τούτη τη φορά, άναψα δυο σπίρτα μαζί.

Η φωτιά διέγραψε περίπλοκες σκιές μέσ' από τις ψάθινες στοίβες και, αναδίνοντας το λαμπρό χρώμα των έρημων τό-πων, απλώθηκε ως την τελευταία λεπτομέρεια προς όλες τις κατευθύνσεις. Καθώς ο καπνός υψωνόταν στον αέρα, η ίδια η φωτιά κρύφτηκε κάτω από την άσπρη του μάζα. Τότε, απροσ-δόκητα μακριά από κει που στεκόμουν, οι φλόγες αναπήδη-σαν, φουσκώνοντας την πράσινη κουνουπιέρα. Λες και καθε-τί γύρω μου είχε γεμίσει ξαφνικά ζωντάνια.

Εκείνη τη στιγμή, η σκέψη μου έγινε απόλυτα διαυγής. Υ-πήρχε ένα όριο στην προμήθειά μου από σπίρτα. Έτρεξα σε μιαν άλλη γωνία της αίθουσας και, ανάβοντας προσεκτικά έ-να σπίρτο, έβαλα φωτιά στο επόμενο δεμάτι με τις ψάθες. Οι καινούργιες φλόγες που αναπήδησαν με έκαναν να αναθαρ-ρήσω. Άλλοτε, όταν έβγαινα έξω με τους συμμαθητές μου και ανάβαμε φωτιές, βρισκόμουν στο στοιχείο μου.

Μέσα στο Χοζούι-ιν είχε υψωθεί μια μεγάλη τρεμουλιαστή σκιά. Οι τρεις ιεροί Βούδες, οι Αμίντα, Κάννον και Σεϊσί, ανέ-

329

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

διδαν κόκκινες λάμψεις. Τα μάτια στο ξύλινο άγαλμα του Γιο-σιμίτσου έλαμπαν και, πίσω, σειόταν η σκιά του.

Μόλις που ένιωθα τη ζέστη. Όταν είδα ότι οι φλόγες είχαν μετατοπιστεί κατευθείαν προς το κουτί των προσφορών, αι-σθάνθηκα πως όλα ήταν εντάξει.

Είχα ξεχάσει το αρσενικό και τον σουγιά. Ξαφνικά, έκανα τη σκέψη να πεθάνω μέσα στο Κουκυότσο, περιστοιχισμένος από τις φλόγες. Ωστόσο, δραπετεύοντας από τη φωτιά, ανέ-βηκα ολοταχώς τα στενά σκαλοπάτια. Δεν παραξενεύτηκα καν πώς και η πόρτα που οδηγούσε στο Τσοόντο ήταν ανοι-χτή. Ο γέροντας ξεναγός είχε ξεχάσει να κλείσει την πόρτα του δευτέρου ορόφου.

Ο καπνός στροβιλιζόταν πίσω μου. Κοίταζα πίσω μου το άγαλμα της θεάς Κάννον που αποδιδόταν στον Κεϊσίν και τους αγγέλους που έπαιζαν μουσική, ζωγραφισμένοι στην ο-ροφή. Σιγά σιγά, ο καπνός πλημμύρισε το Τσοόντο. Ανέβηκα στα γρήγορα τα επόμενα σκαλοπάτια και προσπάθησα να α-νοίξω την πόρτα του Κουκυότσο. Η πόρτα δεν άνοιγε. Η εί-σοδος του τρίτου ορόφου ήταν γερά σφαλισμένη.

Χτύπησα την πόρτα. Παρότι τη χτύπησα δυνατά, κανένας ήχος δεν έφτασε στ' αυτιά μου. Χτύπησα με όλη μου τη δύνα-μη. Είχα την εντύπωση πως κάποιος θα μου άνοιγε από μέσα. Αυτό που είχα ονειρευτεί να βρω στο Κουκυότσο ήταν μια θέ-ση για να πεθάνω. Αφότου όμως ο καπνός με ακολουθούσε, χτυπούσα βίαια την πόρτα σαν να έψαχνα καταφύγιο. Αυτό που υπήρχε από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να ήταν παρά έ-νας μικρός χώρος. Εκείνη τη στιγμή ονειρεύτηκα με σπαραγ-μό ψυχής ότι οι τοίχοι πρέπει να ήταν σκεπασμένοι με φύλλο χρυσού, παρότι ήξερα ότι θα είχε εντελώς ξεφτίσει. Είναι α-δύνατον να εξηγήσω την απελπισία και τη λαχτάρα μου για τον ακτινοβόλο εκείνον χώρο, καθώς στεκόμουν κοπανώντας

3 3 0

ο Ν^ΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

την πόρτα. Αν τα κατάφερνα, σκεφτόμουν, όλα θα ήταν εντά-ξει. Μακάρι να είχα πρόσβαση στον μικρό εκείνο χρυσό χώρο.

Χτύπησα όσο πιο δυνατά μπορούσα. Μια και τα χέρια μου υπολείπονταν σε δύναμη, έριξα όλο μου το κορμί πάνω στην πόρτα. Και πάλι, ήταν αδύνατον να ανοίξει.

Το Τσοόντο είχε κιόλας γεμίσει με καπνό. Κάτω από τα πόδια μου, άκουγα το τρίξιμο της φωτιάς. Ένιωσα να ασφυ-κτιώ από τον καπνό και είχα σχεδόν χάσει τις αισθήσεις μου. Συνέχισα να χτυπώ την πόρτα βήχοντας. Ωστόσο, αυτή επέ-μενε να μην ανοίγει.

Όταν, κάποια στιγμή, συνειδητοποίησα ότι είχα προσκρού-σει σε μιαν άρνηση, δεν δίστασα. Κατέβηκα τρέχοντας τα σκα-λοπάτια προς το Χοζούι-ιν, μέσ' από τον καπνό που στροβιλι-ζόταν. Ίσως και να πέρασα μέσ' από τις ίδιες τις φλόγες. Όταν τελικά έφτασα στην πόρτα της δυτικής πλευράς, όρμησα έξω. Και άρχισα να τρέχω σαν βολίδα χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω.

Έτρεχα ολοένα. Έτρεχα απίστευτα γρήγορα χωρίς να παίρ-νω ανάσα. Δεν μπορώ καν να θυμηθώ από πού πέρασα. Πρέ-πει να βγήκα από την πίσω πόρτα, δίπλα στον Πύργο Κυοχό-κου, βόρεια από τον περίβολο του ναού. Ύστερα, ίσως πέρασα από την Αίθουσα Μύοο, ίσως ανέβηκα τρέχοντας στο μονοπά-τι του βουνού, περιστοιχισμένο από νιόβγαλτα μπαμπού και α-ζαλέες, και έφτασα στην κορυφή του όρους Χιντάρι Νταϊμό-ντζι. Ναι, σίγουρα στην κορυφή του όρους Χιντάρι Νταϊμόντζι βρισκόμουν τώρα, ξαπλωμένος ανάσκελα, ανάμεσα στα μπα-μπού, κάτω από τον ίσκιο των κόκκινων πεύκων, προσπαθώ-ντας να καταλαγιάσω το άγριο χτυποκάρδι μου. Ήταν το βου-νό που προστάτευε τον Χρυσό Ναό από τη βορινή πλευρά.

Η κραυγή κάποιων τρομαγμένων πουλιών με έκανε να συ-νέλθω. Μπορεί όμως και να ήταν ένα μονάχα πουλί που πέτα-ξε δίπλα στο πρόσωπό μου ανοίγοντας τις φτερούγες του.

331

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Ξαπλωμένος ανάσκελα, αγνάντευα τον ουρανό της νύχτας. Σμάρια πουλιών πετούσαν πάνω από τα κλαδιά των κόκκινων πεύκων και οι λεπτές σπίθες, που είχαν ήδη αρχίσει να λιγο-στεύουν, πλανιόντουσαν στον ουρανό πάνω από το κεφάλι μου.

Κάθισα και κοίταξα μακριά προς το φαράγγι, προς την πλευρά του Χρυσού Ναού. Ένας παράξενος ήχος ερχόταν α-πό κει. Λες κι ήταν βαρελότα. Ή ένας ήχος από αρθρώσεις α-μέτρητων ανθρώπων που έτριζαν μεμιάς.

Από κει που καθόμουν, ο ίδιος ο Χρυσός Ναός ήταν αθέα-τος. Αυτό που μπορούσα να δω ήταν ο καπνός που στροβιλι-ζόταν και η μεγάλη φωτιά που υψωνόταν στον ουρανό. Οι σπίθες κατευθύνονταν μέσα στα δέντρα και ο ουρανός του Χρυσού Ναού έμοιαζε στρωμένος με χρυσή άμμο.

Σταύρωσα τα πόδια μου και κάθισα κοιτάζοντας κάμποση ώρα τη σκηνή.

Όταν συνήλθα, είδα πως το σώμα μου ήταν σκεπασμένο με φουσκάλες και πληγές. Το αίμα έτρεχε ασταμάτητα. Τα δά-χτυλά μου ήταν κι αυτά λεκιασμένα με αίμα: τα είχα προφα-νώς πληγώσει, χτυπώντας τα πάνω στην πόρτα του ναού. Έγλειψα τις πληγές μου, σαν ζώο που ξέφυγε από τους διώ-κτες του.

Έψαξα στην τσέπη μου και έβγαλα το μπουκαλάκι με το αρσενικό, τυλιγμένο μέσα στο μαντήλι μου. Έβγαλα και τον σουγιά, και τα πέταξα στο φαράγγι.

Ύστερα, βρήκα το πακέτο με τα τσιγάρα στην άλλη μου τσέπη. Έβγαλα ένα και άρχισα να καπνίζω. Ένιωθα όπως ε-κείνος που κάθεται για να καπνίσει, αφού έχει τελειώσει τη δουλειά του. Ήθελα να ζήσω.

332

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

1. ο Χιντάρι Τζινγκόρο, ή Τζινγκόρο ο Αριστερόχειρας, ήταν ο διασημότερος γλύπτης του τέλους του Χνίου και των αρχών του χ ν ΐ ΐ ο υ αιώνα, όπως και ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκ-προσώπους της ιαπωνικής διακοσμητικής γλυπτικής. Είναι γνωστό το έργο του Ο Κοιμισμένος Γάτος στον Ναό Τοσόγκου, στο Νικκο.

2. Ο Ουνκέι και ο γιος του Τανκέι συγκαταλέγονται ανάμεσα στους μεγαλύτερους γλύπτες της εποχής Καμακούρα (ΧΙΙΙος-Χίνος αιώνας). Η εποχή αυτή θεωρήθηκε συχνά ως ο Χρυσός Αιώνας της ιαπωνικής γλυπτικής.

3. Κιγιομιζου-ντέρα: αυτός ο ναός της ανατολικής περιφέρειας του Κιότο είναι από τους πιο κομψούς. Χτισμένος σε ένα ειδυλλιακό τοπίο, είναι θεμελιωμένος πάνω σε μια πληθώρα από αντερείσματα.

4. Χοζούι-ιν: «Τετράγωνο του Νερού της Αλήθειας» (Προσπά-θεια ερμηνείας κατά λέξη).

5. «Σπηλιά του Θαλάσσιου Αχού». 6. «Κορυφή του Συμπεράσματος». 7. Κάνο Μαζανόμπου (1434-153Θ): μεγάλος ζωγράφος της επο-

χής Μουρομάτσι (ΧΥος-Χνίος αιώνας), προστατευόμενος του Σο-γκούν Ασικάγκα, και επικεφαλής μιας ολόκληρης ομάδας σημαντι-κών ζωγράφων, που αποκαλείται συνήθως «σχολή του Κάνο».

8. Τάνυου Μορινόμπου (16Θ2-1674): ένας από τους ζίογράφους της σχολής του Κάνο. Σε αυτόν οφείλονται οι τοιχογραφίες του ανα-κτόρου Νίτζο, στο Κιότο, και του πύργου Ναγκόγια.

9. Η σχολή Τόζα έδωσε τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες (Γιοκιμί-

333

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

τσου, Μιτσουνόμπου), στη διάρκεια της περιόδου Μουρομάτσι ( χ ν ο ς - χ ν ί ο ς αιώνας). Τόζα Χόγκεν Τοκουέτσου: διάσημος ζωγρά-φος των αρχών της εποχής Έντο.

10. Είδος φοινικόδεντρου. 11. Η τετραλογία «Η Θάλασσα της Γονιμότητας» περιλαμβάνει

τους τόμους: Α. «Ανοιξιάτικο χιόνι» [εκδ. Καστανιώτη, μετάφραση Αλέκος

Μανωλίδης, 1992] Β. «Αφηνιασμένα Αλογα» [εκδ. Καστανιώτη, μετάφραση Γιούρι

Κοβαλένκο -Σταύρος Παπασταύρου, 1995] Γ. «Ο Ναός της Αυγής» [εκδ. Καστανιώτη, μετάφραση Γιούρι

Κοβαλένκο, 1996] Δ. «Ο Εκπεσών Αγγελος» [εκδ. Καστανιώτη, μετάφραση Γιούρι

Κοβαλένκο, 1996].

334

Χ Ρ Ο Ν Ο Λ Ο Γ Ι Ο

1925 Γέννηση του Χιραόκα Κιμιτακέ (Μισιμα), στις 14 Ιανουαρίου, στην περιοχή Γιοτσούγια του Τόκιο. Ο πατέρας του, Χιραόκα Αζούσα, ή-ταν κυβερνητικός αξιωματούχος και γιος ενός τέως Γενικού Διοικη-τή του Καραφούτο (Νότιο Σαχαλίν). Η μητέρα του Σιζουέ ήταν α-πόγονος μιας μακριάς γενεαλογίας Κομφουκιανών οπαδών.

1928 Γέννηση της Μιτσούκο, αδελφής του Μισίμα.

1930 Γέννηση του Τσιγιούκι, μικρότερου αδελφού του.

1931 Εισαγωγή στο Γιακουσουίν, σχολείο για τα παιδιά των πλουσίων και της αριστοκρατίας.

1935 Οι γονείς του Μισίμα αλλάζουν τόπο κατοικίας και αναθέτουν τη φροντίδα του στον παππού και στη γιαγιά του.

1937 Τελειώνει τη στοιχειώδη εκπαίδευση και εισάγεται στη μέση. Αρχίζει να γράφει για το Hojinkai Zasshi, το περιοδικό του σχολείου.

335

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

1938 Συνοδεύει τη γιαγιά του στο Καμπούκι και παρακολουθεί το έργο «Chushingura», την ιστορία των «Σαράντα Επτά Ronin», που έκα-ναν χαρακίρι το 17Θ4.

1939 Θάνατος της γιαγιάς του Μισίμα. Ο πατέρας του επιστρέφει στο Τό-κιο.

1941 Ύστερα από σύσταση του δασκάλου του στην Ιαπωνική Λογοτεχνία, η ιστορία του Μισίμα «Hanazakari no Mori» (To δάσος σε πλήρη άν-θιση) δημοσιεύεται σε συνέχειες στο περιοδικό Bungei Bunka. Χρη-σιμοποιεί για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Μισίμα.

1942 Γίνεται μέλος της φιλολογικής λέσχης και θεωρείται από τους δα-σκάλους του ως μαθητής με εξαιρετική επίδοση. Δημοσιεύει μια με-λέτη τού Kokinshu (ανθολογίας του δέκατου αιώνα). Εγκαινιάζει το περιοδικό Akae.

1944 Μάιος: Εξετάζεται για τη στρατιωτική υπηρεσία. Περνά τις εξετά-σεις αλλά δεν τον καλούν αμέσως. Σεπτέμβριος: αποφοιτά από το σχολείο του με εξαιρετικές διακρίσεις και ο Αυτοκράτορας του χα-ρίζει ένα ασημένιο ρολόι. Εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπι-στημίου Τόκιο. Οκτώβριος: Η πρώτη του συλλογή με ιστορίες, «Το δάσος σε πλήρη άνθιση», κυκλοφορεί στο εμπόριο.

1945 Φεβρουάριος: Περνά και πάλι από εξέταση για τη στρατιωτική υπη-ρεσία και απαλλάσσεται ύστερα από λάθος του υπεύθυνου. Ιούνιος: Για πρώτη φορά εισπράττει χρήματα από τη συγγραφική του εργα-σία.

336

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

1946 Ο Γιασουνάρι Καβαμπάτα (Λογοτεχνικό Βραβείο Νόμπελ 1968) δί-νει καλές συστάσεις για το έργο «Tabaco», που δημοσιεύεται στο φι-λολογικό περιοδικό Ningen. Έχει μικρή απήχηση στο κοινό.

1947 Δημοσιεύει ιστορίες σε διάφορα περιοδικά, όπως και το μυθιστόρη-μα «Misakinite no Monogatari» (Μια ιστορία στο Ακρωτήρι). Ολο-κληρώνει τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Τό-κιο και εξετάζεται για μια θέση στο Υπουργείο Οικονομικών.

1948 Παρότι γίνεται δεκτός στο Υπουργείο, υποβάλει την παραίτησή του για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Αρχίζει να γράφει το «Kamen no kokuhaku» (Εξομολογήσεις μιας μάσκας) [εκδ. Οδυσσέας, μετά-φραση Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, 1979]. Δημοσιεύει το «Tozoku» (Κλέφτες), που έχει ελάχιστη απήχηση στο κοινό.

1949 Το «Kamen no kokuhaku» εκδίδεται με καταπληκτική επιτυχία, ε-δραιώνοντας τη φήμη του Μισίμα.

1950 «Αΐ no kawaki» (Δίψα για έρωτα) [εκδ. Καστανιώτη, μετάφραση Γι-ούρι Κοβαλένκο, 1994] και «Αο no Jidai» (Η γαλάζια εποχή), όπου περιγράφεται, αν και με συγκαλυμμένη μορφή, ένα πρόσφατο επει-σόδιο στο Πανεπιστήμιο Τόκιο.

1951 Δημοσιεύεται το πρώτο μέρος του μεγάλου του μυθιστορήματος «Kinjiki» (Απαγορευμένα χρώματα). Τον ίδιο μήνα, ξεκινά για έναν γύρο του κόσμου, ως ειδικός ανταποκριτής της εφημερίδας Asahi Shimboun. Επιστρέφει στην Ιαπωνία τον Μάιο του 1952.

3 3 7

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

1952 Η ιστορία του «Manatsu no Shi» (Θάνατος το Μεσοκαλόκαιρο) δη-μοσιεύεται στο περιοδικό Shincho.

1953 Κυκλοφορεί η πρώτη «Συλλογή Έργων» του σε έξι τόμους, που πε-ριλαμβάνουν νουβέλες, μικρές ιστορίες και θεατρικά έργα. Δημοσι-εύει επίσης το θεατρικό έργο «Yoru no himawari» (Αιοτρόπια τη Νύχτα).

1954 Έκδοση του «Shiosai» (Ο Ήχος των Κυμάτων) [εκδ. Καστανιώτη, μετάφραση Γιούρι Κοβαλένκο, 1995]. Παρότι το βιβλίο γίνεται μπε-στ σέλερ, η κριτική το δέχεται χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό.

1955 Αρχίζει να ασχολείται με το μπόντι μπίλντινγκ.

1956 Από τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο, το «Kinkaku» (Ο Ναός του Χρυσού Περιπτέρου) δημοσιεύεται σε συνέχειες στο περιοδικό Shincho. Κυκλοφορεί ως βιβλίο τον Οκτώβριο. Νοέμβριος: Το θεα-τρικό έργο του με τη μεγαλύτερη επιτυχία, το «Rokumeikan», ανε-βαίνει για πρώτη φορά στο Τόκιο.

1957 Λαμβάνει δύο προσκλήσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες και αποφα-σίζει να μάθει αγγλικά. Μένει για έξι μήνες στις Ηνωμένες Πολιτεί-ες και δημοσιεύει εκεί το έργο του «Kindai Nogakusha» (Πέντε σύγ-χρονα θεατρικά έργα No). Το κοινό το δέχεται με ελάχιστο ενδιαφέ-ρον.

1958 Μάρτιος: Αρχίζει να ασκείται στην πυγμαχία. Ιούνιος: Παντρεύεται

338

ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

τη Γιόκο, κόρη του διακεκριμένου ζωγράφου Σουγκιμότο Γιασούσι. Αύγουστος: προβάλλεται η κινηματογραφική ταινία «Enjo», βασι-σμένη στον «Ναό του Χρυσού Περιπτέρου».

1959 Ολοκληρώνει το «Kyoke no ie» (To σπίτι του Κυόκο). Γέννηση της κόρης του Νορίκο. Δημοσιεύει το ταξιδιωτικό και το προσωπικό του Ημερολόγιο, με τον ενιαίο τίτλο «Ratai to isho» (Με και χωρίς κο-στούμι).

1960 Εμφανίζεται σε μια ιαπωνική γκανγκστερική ταινία. Το έργο του «Utage no ato» (Μετά το Συμπόσιο) δημοσιεύεται σε συνέχειες σε έ-να μηνιαίο περιοδικό.

1962 Γέννηση του γιου του Ιιτσίρο. «Utsukushii hoshi» (Ωραίο Αστρο).

1963 «Ken» (Σπαθί) και «Gogo no Eiko» (Ο Ναυτικός που αρνήθηκε τη Θάλασσα) [εκδ. Ζαχαρόπουλος, μετάφραση Βαγγέλης Κατσάνης, 1993]

1965 Ύστερα από πρόσκληση, επισκέπτεται την Αγγλία. Αρχίζει τη συγ-γραφή της τετραλογίας «Η Θάλασσα της Γονιμότητας», που θα ο-λοκληρωθεί το 1970.̂ ^ Επισκέπτεται την Καμπότζη και τη Δυτική Ευρώπη. Γράφει το θεατρικό έργο «Sado Koshaku Fujin» (Μαντάμ ντε Σαντ).

1966 Βραβεύεται από το Υπουργείο Παιδείας για το «Sado Koshaku Fu-jin». Η μικρού μήκους ταινία του «Yukoku» βγαίνει στο εμπόριο . Ο Μισίμα υποβάλλει αίτηση για να του επιτραπεί να ασκείται σε πολε-

339

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

μικά στρατόπεδα. Γράφει το «Eirei no Koe» (Η φωνή των πνευμά-των του ήρωα) και το «Ham no Yuki» (Ανοιξιάτικο Χιόνι), τον πρώ-το τόμο της τελευταίας του τετραλογίας.

1967 «Hagakure Nyumon» (Η ηθική των Σαμουράι στη σύγχρονη Ιαπω-νία) [εκδ. Ερατώ, μετάφραση Γιώργος Βλάχος, 1995].

1968 Ιδρύει τον Tate no Kai, έναν μικρό ιδιωτικό στρατό, με σκοπό την προστασία τού Αυτοκράτορα. «Homba» (Αφηνιασμένα Αλογα) και «Waga tomo Hittora» (Ο φίλος μου ο Χίτλερ).

1969 Ιανουάριος: Δημοσιεύεται το «Ανοιξιάτικο Χιόνι». Φεβρουάριος: Δημοσιεύεται το «Homba». Απρίλιος: Δημοσιεύεται το «Bunka Boei Ron» (Για την προάσπιση της παιδείας).

1970 Μάρτιος: Αναφέρεται στο Esquire Magazine μεταξύ των εκατό ση-μαντικότερων ανθρώπων στον κόσμο, διάκριση που μονοπωλεί σε ο-λόκληρη την Ιαπωνία. Ιούλιος: Κυκλοφορεί το «Akatsuki no Tera» (Ο Ναός της Αυγής), τρίτος τόμος της τετραλογίας. 11-17 Νοεμβρί-ου: «Έκθεση Μισίμα Γιούκιο». 25 Νοεμβρίου: Ο Μισίμα και τρία μέ-λη του Tate no Kai μπαίνουν στο γραφείο του Διοικητή της Ανατο-λικής Περιοχής των Δυνάμεων Αυτοάμυνας, ζητώντας από τον Δι-οικητή να επιτρέψει στον Μισίμα να απευθυνθεί στα συγκεντρωμέ-να στρατεύματα. Διαπράττει seppuku (χαρακίρι) μαζί με τον επικε-φαλής των φοιτητών του Tate no Kai.

340

τ ο ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ

Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΛΗΑΑΣ ΠΑΛΑΑΝΤΙΟΥ

ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΑΕΙΑ ΜΑΡΙΟΥ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΙΜΕδ, ΟΙΟΟΤ & ΑΚΤΕΜΙ

δΙΑ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟ ΕΚ

ΔΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ.

ΤΗ ΜΑΚΕΤΑ ΤΟΥ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΕ Ο ΑΝΤΩ

ΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ. ΤΑ ΦΙΛΜ ΕΓΙΝΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ «Α.

ΜΠΑΣΤΑΣ - Δ. ΠΛΕΣΣΑΣ Α.Β.Ε.Ε.» ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΤΑΖ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΥΡΑΝΙΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. ΤΗΝ ΕΚΤΥ

ΠΩΣΗ ΕΚΑΝΕ Ο ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΛΑΔΗΣ ΣΕ 1.000

ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ Η «Θ. ΗΛΙΟΠΟΥ

ΛΟΣ - Π. ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΣ Ο.Ε.» ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 1999

ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ Δίψα για έρωτα

Μυθιστόρημα

Πριν από το θάνατο του άντρα της, η Ετσούκο είχε ήδη μάθει ότι η ζήλια είναι ανώφελη αν δεν μπορεί να ελεγ-χθεί. Έτσι, όταν φτάνει ως νεαρή χήρα στο κτήμα της οι-κογένειας του μακαρίτη κοντά στην Οσάκα, η Ετσοΰκο είναι αποφασισμένη να συγκρατήσει τα συναισθήματά της. Δέχεται σιωπηλά τους νυχτερινούς εναγκαλισμούς του πεθερού της, ενώ μέσα της φουντώνει ένα καινούριο κρυφό πάθος. Ο Σάμπουρο είναι ένα απλό χωριατόπαι-δο, αλλά η Ετσούκο ξέρει ότι αυτό που νιώθει για το ω-ραίο, απλοϊκό παλικάρι είναι το μόνο γνήσιο αίσθημα που έχει μέσα της. Το μόνο που έχει σημασία είναι να του δείξει τη γνησιότητά του και να πάρει μια απάντηση. Ζή-λια, έρωτας, πάθος, μίσος - όλα μπορεί να τα ελέγξει ό-σο υπάρχει ελπίδα.

Καθώς όμως η ελπίδα αυτή ξεφτίζει ολοένα και πιο πολύ, το πάθος της ανήμπορης Ετσούκο παίρνει μια δύ-ναμη που μπορεί να ελεγχθεί μόνο από μια αποτρόπαιη πράξη βίας.

«Ο Μισιμα πέτυχε ένα κράμα στοχασμού, οραματισμού και έκ-φρασης, που όμοιό του έχουν ν α επιδείξουν ελάχιστοι συγγρα-φείς αυτό τον αιώνα σε όλο τον κόσμο».

Sunday Telegraph

ISBN 960-03-1190-0

ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Γ Ι Ο Υ Κ Ι Ο Μ Ι Σ Ι Μ Α Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ

Τετραλογία

«Η ολοκλήρωση αυτού του μεγάλου μυθιστορήματος -Η θά-λασσα της γονιμότητας- με κάνει να αισθάνομαι ότι έφτασε το τέλος του κόσμου...» έγραψε ο Γιούκιο Μισιμα τον Οκτώβριο του 1970. Το Νοέμβριο ήταν νεκρός - ύστερα από τελετουρ-γική αυτοκτονία.

Αποτελούμενη από τέσσερα μέρη, Η θάλασα της γονιμό-τητας αντιπροσωπεύει την άνθηση της ιδιόμορφης μεγαλο-φυίας του Μισιμα. Το Ανοιξιάτικο χιόνι είναι μια ευγενική και συγκινητική ιστορία αγάπης. Στα Αφηνιασμένα άλογα, την αι-ματηρή συνέχειά του, πρωταγωνιστεί ένας ακροδεξιός τρομο-κράτης. Στο Ναό της αυγής, μια Ταϊλανδή πριγκίπισσα συνδέ-εται μυστικιστικά με τους ήρωες των προηγούμενων έργων. Ο Εκπεσών άγγελος είναι ένα έργο εξίσου συναρπαστικό και ε-ρωτικό με τα προηγούμενα, αλλά διαπνέεται από μια αποχαι-ρετιστήρια θλίψη.

Στις 25 Νοεμβρίου του 197Θ ο Γιούκιο Μισίμα, στην ακμή της λαμπρής λογοτεχνικής σταδιοδρομίας του, ξάφνιασε τον κό-σμο με την τελετουργική αυτοκτονία του με απεντερισμό (χά-ρα-κίρι, ή, ορθότερα, σεπούκου).

Ο Μισίμα στα έργα του αναφέρεται συχνά στα θέματα της αυτοκτονίας και του πρόωρου θανάτου, ενώ εξέφρασε πολλές φορές την επιθυμία να πεθάνει νέος. Ολοκλήρωσε αυτή την τετραλογία, το τελευταίο έργο του, το πρωί της μέρας του θα-νάτου του. Λίγο πριν αυτοκτονήσει, έγραψε στους φίλους του ότι αισθανόταν κενός, έχοντας δώσει όλα του τα πιστεύω και τα αισθήματα για τη ζωή σ' αυτό το γιγάντιο εγχείρημα, το ο-ποίο επαινέθηκε αργότερα ως αριστούργημα.

ISBN SET 960-03-0852-7

ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ Ο ήχος των κυμάτων

Μυθιστόρημα

Το θέμα του βιβλίου είναι η ερωτική αφύπνιση δυο νέων: του Σίντζι και της Χατσούε. Σκηνικό όπου εκτυλίσσεται η ιστορία τους είναι ένα γιαπωνέζικο ψαροχώρι, ωστόσο το έργο αυτό, ως συλλαβισμός της ιερότητας του έρωτα, αξιώνει να έχει οικουμενική διάσταση και αξία, όπως το Αάφνις και Χλόη ή το Οκασέν και Νικολέτ.

Οι δυο νέοι, παρασυρμένοι απ' την ερωτική τους φλόγα και με μόνα όπλα την αθωότητα και τη δύναμη των συναισθημάτων τους, μοιραία γίνονται στόχος του αυστηρού υπερεγώ του κοινωνικού τους περίγυρου.

Ο Μισίμα, γράφοντας μ' ένα λιτό όσο και βαθύ, λε-πτοφυή όσο και απρόβλεπτο λυρισμό, δίνει το λόγο α-πευθείας στα πρόσωπα του έργου του και έτσι επιτρέπει να διαλάμψει ο πρωτογενής ερωτικός τους κραδασμός.

ISBN 960-03-1324-5

ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΕΝΖΑΜΠΟΥΡΟ ΟΕ Η σιωπηλή κραυγή

Μυθιστόρημα

Δυο αδέλφια επιστρέφουν μετά από πολλά χρόνια στο χωριό που γεννήθηκαν - ο ένας για ν' αρχίσει μια και-νούρια ζωή, ο άλλος για να βρει το θάρρος να πει την α-λήθεια, που «όταν είναι απόλυτη, είναι πάντα τρομερή»...

Μόνο που το χωριό έχει αλλάξει, καταδυναστεύεται από τον αυτοκράτορα των σουπερμάρκετ και το Δάσος· και πώς αρχίζει κανείς μια καινούρια ζωή σε έναν κόσμο ετοιμοθάνατο, όπου η αναζήτηση του θάρρους είναι τρο-μερότερη από την ίδια την αλήθεια;...

«Ένα σημαντικό επίτευγμα της φαντασίας». The Times

«Αν και καθαρά ιαπωνικό το γράψιμό του, στο φάσμα της ελ-πίδας και της απόγνωσης που καλύπτει ο Όε, έχει οπωσδήπο-τε μέσα του κάτι από τον Ντοστογιέφσκι».

Χ Ε Ν Ρ Υ Μ Ι Λ Ε Ρ

«Ο Όε έχει φτάσει σε μιαν απάτητη κορυφή της μεταπολεμι-κής ιαπωνικής λογοτεχνίας».

Γ Ι Ο Υ Κ Ι Ο ΜΙΣΙΜΑ

«Ένα φοβερά ενδιαφέρον μυθιστόρημα, που σαφώς άξιζε τον κόπο να μεταφραστεί».

ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ ΡΙΧΤΕΡ

ISBN 960-03-1301-6

ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΕΝΖΑΜΠΟΥΡΟ ΟΕ Μια προσωπική υπόθεση

Μυθιστόρημα

Ένα δύσκολο, πολύπλοκο -και παγκόσμιο- πρόβλημα: πώς αντιμετωπίζει κανείς και πώς αντιδρά στη γέννηση ενός αφύσικου μωρού;

Ο Μπερντ, ο ήρωας του Ό ε στο Μια προσωπική υπό-θεση, είναι ένας εικοσιεφτάχρονος νέος με αντικοινωνι-κές τάσεις, που συχνά, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος μ' ένα κρίσιμο πρόβλημα, «αφέθηκε να παρασυρθεί σε μια θά-λασσα από ουίσκι σαν αποχαυνωμένος Ροβινσώνας Κρού-σος».

Ποτέ άλλοτε όμως δε βρέθηκε αντιμέτωπος μ' ένα δί-λημμα τόσο προσωπικό και σοβαρό, όσο η προοπτική μιας ισόβιας φυλάκισης στο κελί του νεογέννητου τερα-τώδους μωρού του. Θα το κρατήσει; Θα τολμήσει να το σκοτώσει;

Πριν πάρει την τελική του απόφαση, ο Μπερντ θα δει να ορθώνεται μπροστά του όλο το παρελθόν του, σαν α-ποκάλυψη μιας εφιαλτικής αυταπάτης.

Η ειλικρίνεια με την οποία ο Ό ε απεικονίζει τον ή-ρωα-αντιήρωά του καθιστά τον Μπερντ έναν από τους συγκλονιστικότερους χαρακτήρες της σύγχρονης μυθι-στοριογραφίας.

ISBN 960-03-1300-6

ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΕΝΖΑΜΠΟΥΡΟ ΟΕ Τσάκισε τα από μικρά, σκότωσε τα από παιδιά

Μυθιστόρημα

Το συναρπαστικό αυτό πρωτόλειο του νομπελίστα συγ-γραφέα Κενζαμπούρο Ό ε αποτελεί μια πρώιμη σύνοψη των θεμάτων που χαρακτήρισαν το μετέπειτα έργο του και ένα εκτυφλωτικό (αν και σκοτεινό) δείγμα της δημι-ουργικής ιδιοφυΐας του.

Σε ένα απομονωμένο χωριό, κατά τη διάρκεια του Δευ-τέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μια ομάδα ανηλίκων εγκλημα-τιών, τροφίμων αναμορφωτηρίων, καταπιεσμένων και τελι-κά εγκαταλειμμένων από τους «μεγάλους», τους ενήλικες, γράφουν τη δική τους ιστορία, μια μικρή, αλλά σημαντική, ε-ποποιία της φιλίας, του έρωτα και, κυρίως, της αλληλεγγύης.

Ο Ό ε προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό, αλλά και την οργή των αντιδραστικών της χώρας του, αφηγούμενος με συγκλονιστική ενάργεια και αδρότητα την περιπέτεια αυ-τών των ανηλίκων περιθωριακών, που συντροφεύουν με ένα λιποτάκτη, έναν Κορεάτη παρία και μια παρατημένη κοπέλα. Οι «αρνητικοί» ήρωες του Ό ε συμβάλλουν στην αυτοσυνείδηση μιας εποχής και ενός πολιτισμού που έχει χάσει το έρμα και τον ανθρωποκεντρισμό του, μιας κοι-νωνίας που πρέπει να συνταραχτεί, έστω και μέσω της λογοτεχνίας, για να ξαναβρεί την ανθρωπιά της και ν' α-ποτινάξει την υποκρισία και τη βαναυσότητά της.

Γραμμένο στα 1958, όταν ο Όε ήταν μόλις 23 χρόνων, το μυθιστόρημα αυτό σημαδεύει την επιρροή που δέχτη-κε ο συγγραφέας του από την υπαρξιστική φιλοσοφία του Ζαν Πωλ Σαρτρ και την απαρχή της περιπλάνησής του στον περίπλοκο, και βαθιά ανθρώπινο, κόσμο του μυθιστορήματος των ιδεών.

ISBN 960-03-1540-Χ

ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ / ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΑΠ' ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

ΜΠΑΝΑΝΑ ΓΙΟΣΙΜΟΤΟ Αμρίτα

Μυθιστόρημα

Αλλόκοτα πράγματα συμβαίνουν στην οικογένεια της Σακοΰμι. Η αδερφή της πεθαίνει κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες, η ίδια χτυπάει το κεφάλι της και παθαίνει α-μνησία, ο μικρός της αδερφός αναπτύσσει ξαφνικά πε-ρίεργες ικανότητες, όπως το να προβλέπει το μέλλον.

Η Σακούμι με τον αδερφό της και τον εραστή της ξε-κινάνε για ένα ταξίδι στο Σαϊπάν. Εκεί θα γνωρίσουν δυο πολύ παράξενους ανθρώπους, οι οποίοι θα τους δι-δάξουν έναν άλλο τρόπο ν' αντιμετωπίζουν τις δυσκο-λίες και ν' απολαμβάνουν τις χαρές που έχει να τους προσφέρει η ζωή.

Η Γιοσιμότο αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον του ανα-γνώστη και τον οδηγεί σ' ένα ταξίδι με πολλά απρόοπτα, καθώς η πρωταγωνίστρια προσπαθεί να βρει τη μνήμη της και να δώσει ένα νόημα στη ζωή της.

ISBN 960-03-2265-1

«ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ»

ΕΡΜΑΝΕΣΣΕ Κλάιν και Βάγκνερ • Ερωτικές ιστορίες

ΧΟΣΕ ΔΟΝΟΣΟ Το άσεμνο πουλί

της νύχτας

ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΪ Ο ξένος

ΚΟΛΕΤ Η γέννηση της μέρας * Το σπίτι της Κλωντίν *

Το τέλος του αγαπημένου

ΕΛΣΑΜΟΡΑΝΤΕ Η ιστορία

ΜΠΛΑΙΖΣΑΝΤΡΑΡ Ο χρυσός

ΑΝΤΡΕ ΜΑΑΡΩ Οι κατακτητές

ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ Λίγο πριν πεις «Εμπρός» *

Μαρκοβάλντο