Φώτης Κόντογλου, διήγημα

24
H μηλιά με τα χρυσά μήλα Φώτης Kόντογλου Ήταν ένας κακός άνθρωπος, με λαιμό χοντρό και μάτια κοντόθωρα· και τον ελέγαν άρχοντα Σκληρόκαρδo. Ήταν κι ένας άλλος, με πιο λεπτά χείλια και πιο μαύρη καρδιά· και τον ελέγαν άρχοντα Στενόμυαλo. Κι εζούσαν ο καθένας χωριστά στη χώρα του. Ο ένας είχε τα πιο ψηλά δέντρα και τα πιο όμορφα λουλούδια της γης. Χαρούμενα πεύκα κι άλικα τριαντάφυλλα, καρπερές ελιές, και μυρωδάτα γαρίφαλα, χαρά τ’ ανθρώπου και μόνο να τα βλέπει. Κι ακόμα ―α! και να ’μαστε κει― κάτι Μεγάλα Δέντρα, π’ ανθίζαν καραμέλες και σοκολάτες κι ό,τι ζαχαρωτό φανταστείς. Αλίμονό σου όμως αν άπλωνες το χέρι σου να κόψεις το παραμικρό. Γιατί ο Σκληρόκαρδος είχε κάτι ψηλούς φύλακες, με χίλια μάτια και εκατό χέρια, και το κάθε μάτι άγρυπνο κοιτούσε μην κόψει κανείς τίποτα απ’ τα δέντρα, και με τα μακριά τους χέρια σ’ αρπάζαν και σ’ αμπαροκλείδωναν στην πιο μαύρη φυλακή με τα πιο στενά παράθυρα. Κι ούτε το φως ξανάβλεπες, ούτε ξανάκουγες το κελάηδημα των πουλιών. Γιατί τέτοια διαταγή είχε βγάλει ο άρχοντας Σκληρόκαρδος, που καθισμένος στ’ ολόχρυσο θρονί του τραγουδούσε δυνατά κάνοντας τάχα τον ευτυχισμένον, κι ας ήταν ο πιο δυστυχισμένος σ’ όλη τη γης, αφού κανένας άνθρωπος δεν τον αγαπoύσε.

description

H μηλιά με τα χρυσά μήλα, διήγημα του Φώτη Κόντογλου

Transcript of Φώτης Κόντογλου, διήγημα

Page 1: Φώτης Κόντογλου, διήγημα

H μηλιά με τα χρυσά μήλα Φώτης Kόντογλου

Ήταν ένας κακός άνθρωπος με λαιμό χοντρό και μάτια κοντόθωρα και τον ελέγαν άρχοντα Σκληρόκαρδo Ήταν κι ένας άλλος με πιο λεπτά χείλια και πιο μαύρη καρδιά και τον ελέγαν άρχοντα Στενόμυαλo Κι εζούσαν ο καθένας χωριστά στη χώρα του

Ο ένας είχε τα πιο ψηλά δέντρα και τα πιο όμορφα λουλούδια της γης Χαρούμενα πεύκα κι άλικα τριαντάφυλλα καρπερές ελιές και μυρωδάτα γαρίφαλα χαρά τrsquo ανθρώπου και μόνο να τα βλέπει

Κι ακόμα ―α και να rsquoμαστε κει― κάτι Μεγάλα Δέντρα πrsquo ανθίζαν καραμέλες και σοκολάτες κι ότι ζαχαρωτό φανταστείς

Αλίμονό σου όμως αν άπλωνες το χέρι σου να κόψεις το παραμικρό

Γιατί ο Σκληρόκαρδος είχε κάτι ψηλούς φύλακες με χίλια μάτια και εκατό χέρια και το κάθε μάτι άγρυπνο κοιτούσε μην κόψει κανείς τίποτα απrsquo τα δέντρα και με τα μακριά τους χέρια σrsquo αρπάζαν και σrsquo αμπαροκλείδωναν στην πιο μαύρη φυλακή με τα πιο στενά παράθυρα

Κι ούτε το φως ξανάβλεπες ούτε ξανάκουγες το κελάηδημα των πουλιών Γιατί τέτοια διαταγή είχε βγάλει ο άρχοντας Σκληρόκαρδος που καθισμένος στrsquo ολόχρυσο θρονί του τραγουδούσε δυνατά κάνοντας τάχα τον ευτυχισμένον κι ας ήταν ο πιο δυστυχισμένος σrsquo όλη τη γης αφού κανένας άνθρωπος δεν τον αγαπoύσε

Μα κι η καρδιά του ήταν πάντα γεμάτη φαρμάκι απrsquo τη μεγάλη του ζήλια για τα πλούτη του γείτονά του άρχoντα

Γιατί ο Στενόμυαλος αυτός ήταν ο πιο πλούσιος άνθρωπος του κόσμου

Γεμάτες οι αποθήκες του χρυσάφια διαμάντια ρουμπίνια

Και μόλις έκανες να σκάψεις λίγο το χώμα ―ωπ αστράφτανε μπρος σου όλα τα όμορφα γυαλιστερά πετράδια της γης

Κόκκινα πράσινα βυσσινιά

Αλίμονό σου όμως αν άπλωνες το χέρι να πάρεις το παραμικρό

Γιατί ο Στενόμυαλος είχε κάτι θεόρατους στρατιώτες μrsquo εκατό μάτια και χίλια χέρια Και το κάθε χέρι ήτανε ένα σπαθί και ―χραπ σου rsquoκοβε αμέσως το δικό σου το χεράκι αυτοί είχανε χίλια βλέπεις και δεν τους έμελε

Μα κι ο πλούσιος άρχοντας δε ζούσε ευτυχισμένος

Τι φώλιαζε πάντα στην καρδιά του ο φόβος μη χάσει το κίτρινο χρυσάφι Kι η λαχτάρα όλο να το κάνει πιο πολύ όλο να μαζεύει

Και με το στενό μυαλό του καθόταν και σκεδίαζε πώς νrsquo αρπάξει τη χώρα του γείτονά του άρχοντα

Με χρήμα ή με στρατό ―αυτό δεν τον ένοιαζε

Έτσι ζούσαν οι δυο κακογείτονες Κι οι πολλοί άνθρωποι ζούσαν κι αυτοί δυστυχισμένοι Γιατί οι κακοί άρχοντες δεν τους άφηναν να σκάψουν τη γης να φυτρώσει στάρι να ζυμώσουν όμορφο ψωμί να φάνε Κι ούτε πάλι να κόψουν απrsquo τα δέντρα

Κι έτσι μέναν απάνω οι όμορφοι ροδοκόκκινοι καρποί Κι ύστερα χλώμιαιναν ζάρωναν και πέθαιναν γιατί κανείς ποτέ δεν τους χαιρόταν

Τότες λοιπόν εφύτρωσε ένα Μεγάλο Δέντρο κοντά στον ψηλό τοίχο που χώριζε τη μια χώρα από την άλλη

Το πρωί ήταν ώσαμε μια βέργα το μεσημέρι είχε γίνει ψηλό σαν τον παππού τrsquo απογεματάκι μπορούσες να δέσεις κούνια να παίξεις

Και κει κατά τη δύση του ήλιου βγάνει κάτι όμορφα κίτρινα λουλούδια και ξαφνικά ―τι ήταν αυτό αστράφτει Ανατολή και Δύση Τρία ολόχρυσα αστραφτερά μήλα κρεμόντουσαν απrsquo τα κλώνια του

Βλέπουν ο Σκληρόκαρδος κι ο Στενόμυαλος τη λάμψη αυτή τρέχουν στον πιο ψηλό τοίχο ―τι να δουν

Η μηλιά έχει τις ρίζες της στη χώρα του ενός και τα κλωνιά της στrsquo άλλου

Ε τότες ήταν πrsquo άφρισαν οι κακοί γείτονες απrsquo το θυμό και τη ζήλια τους

Στην αρχή εφοβέριζε ο ένας τον άλλον μόνο με λόγια

― Έλα αν σου βαστά να τα κόψεις φώναζε ο Στενόμυαλος στο Σκληρόκαρδο γιατί στη μεριά του κρεμόντουσαν τα μήλα

― Τόλμησε αν μπορείς να τrsquo αγγίξεις ούρλιαζε ο Σκληρόκαρδος που στη δική του μεριά ήταν η ρίζα του δέντρου Θα κόψω τη μηλιά να μην ξανακάνει μήλα Χα χα

― Είσαι παλιάνθρωπος άφρισε ο Στενόμυαλος

― Δική μου είνrsquo η Μηλιά Κλέφτη μάνιασε ο Σκληρόκαρδος

Κι όπως τrsquo ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι απrsquo το θυμό σκύβει και σηκώνει μια πέτρα και τη σφεντονίζει να τον χτυπήσει στο κεφάλι να τον ξεκάνει Μα αυτός σβέλτος κάνει δίπλα και τον περνά ξυστά και τη γλιτώνει

Αυτό ήταν Βγάζουν ευτύς τις μεγάλες τους σπάθες έρχονται κι οι Στρατιώτες με τα χίλια σπαθιά και τα εκατό μάτια φωνάζει κι ο άλλος τα φουσάτα τους φύλακες με τα χίλια μάτια και τα εκατό σπαθιά κι αρχίζει ένας πόλεμος ένας σκοτωμός να μην έχει τελειωμό

Εκεί να rsquoσουνα να δεις το Σκληρόκαρδο να λυσσομανά νrsquo αφρίζει τους στρατιώτες με τα χίλια σπαθιά να πελεκούν να πετσοκόβουν να λιανίζουν ωσότου πάνε πήρανε δρόμο οι φύλακες του δύστυχου του Στενόμυαλου

Και τον ίδιον τον έπιασαν του rsquoκοψαν ευτύς το κεφάλι το rsquoβαλαν απάνου σrsquo ένα ξύλο και το γύριζαν να το βλέπει ο κόσμος να τους φοβάται

Τόσο αίμα ανθρώπινο χύθηκε κείνη τη μέρα που οι στρατιώτες βάψανε τα φέσια τους κόκκινα Kι από τότες ως τα σήμερα το ίδιο χρώμα έχουν

Λαχανιασμένος κουρασμένος μα φχαριστημένος γιατί νίκησε γυρνά τότες να δει ο δυνατός Σκληρόκαρδος τα μήλα να τα καμαρώσει πάνω στη δική του πια τη Μηλιά

Άι Άφαντα τα μήλα Τρίβει ξανατρίβει τα μάτια του ζαλίζεται πέφτει χάμου ανασηκώνεται ξανατρίβει τα μάτια του

Άι Άφαντα τα μήλα Κι η Μηλιά μόνη χωρίς λουλούδια με μαραμένα τα κλαδιά με ποτισμένη τη ρίζα της αίμα έτοιμη κι αυτή να μαραθεί να πέσει

Τότε χαλά τον κόσμο στις φωνές

Και μαζεύονται όλοι και ψάχνουν το χώμα και σκάβουν και ξανασκάβουν και φτάνουν ως τα σπλάχνα της γης

Μα πουθενά χρυσά μήλα

Τότες ο Σκληρόκαρδος διατάζει να μαζευτούν απrsquo όλον τον κόσμο οι πιο έξυπνοι Περβολάρηδες κι οι πιο καλοί Χτίστες

Και ξεχωρίζει τους καλύτερους και τους βάζει νύχτα μέρα να κοιτούν τη Μηλιά να την ποτίζουν να την κλαδεύουν και να την μπολιάζουν μη κι ανθίσει και βγάλει πάλι μήλα

Και τους χτίστες τούς παίρνει και τους βάζει να χτίσουν τον πιο γερό τοίχο κι απάνω του θεμελιώνουν κάστρο κι απάνω στο κάστρο πύργους κι απάνω στους πύργους πoλεμίστρες

Και μέσα από τις πολεμίστρες φυλάνε με τα μακριά κοντάρια και τους χρυσούς θώρακες ψηλοί στρατιώτες μrsquo άγρυπνα μάτια και κοφτερά σπαθιά μη τολμήσει κανείς και ξεπεράσει το νέο σύνoρo

Γιατί τώρα έχει μέσα φυλαγμένη ο άρχοντας Σκληρόκαρδος τη δική του Μηλιά τη Μηλιά-που-κάνει-τα-Χρυσά-Mήλα

Trsquo Aρχοντόπουλα

Ύστερα γέννησε η γυναίκα του Σκληρόκαρδου κι έκανε έναν γιο Κι έτυχε την ίδια μέρα να γεννήσει κι η γυναίκα του Στενόμυαλου και να κάνει κι αυτή γιο

Σαν μεγάλωσαν ο ένας είχε πιο χοντρό λαιμό και πιο άγρια μάτια από τον πατέρα του

Και τον είπαν κι αυτόν Σκληρόκαρδο

Κι ο άλλος αυτός είχε ακόμα πιο λεπτά χείλια και πιο μαύρη καρδιά

Και τον είπαν άρχοντα Στενόμυαλον

Και μόλις πάτησε τα δεκαεφτά ο νέος Σκληρόκαρδος βγάζει το γέρο πατέρα του από το θρόνο τον κλείνει γερά και σφαλιχτά στην πιο μαύρη φυλακή και γίνεται Άρχοντας αυτός

Και την ίδια μέρα βγάζει κι η μάνα του Στενόμυαλου το ματοβαμμένο χρυσό δαχτυλίδι του πατέρα του και του το φορά

Έτσι έγινε κι αυτός Άρχοντας

Τώρα οι άνθρωποι όχι μόνο δεν τολμούσαν να κόψουν το παραμικρό από τα δέντρα ή να σκάψουν με την τσάπα τους τη γης μα και μόνο να πουν ότrsquo είχαν στην καρδιά και στο μυαλό τους

Γιατί οι δυο νέοι άρχοντες έχουν κατάσκοπους σrsquo όλη τη χώρα

Και κιχ να rsquoκανες σού rsquoκοβαν το κεφάλι

Ύστερα βγήκε ένας λόγος που rsquoλεγε πως η Χρυσή Μηλιά θrsquo ανθίσει και θα κάνει τα Χρυσά Μήλα σε τρία χρόνια Και πως όποιος βρεθεί τη βλογημένη κείνη ώρα κοντά της και κόψει τα Χρυσά Μήλα αυτός θα εξουσιάζει με το σπαθί του και τις δυο χώρες

Κι ο κόσμος ―τότες― θα ζει ευτυχισμένος

Μόλις τrsquo άκουσαν αυτό οι δυο Άρχοντες γίνηκαν κίτρινοι σαν το φλουρί ―ο ένας από φόβο ο άλλος από έχθρητα και ζήλια

Κι αρχίζει τότες και τοιμάζεται ο Νέος Στενόμυαλος κρυφά να πάρει πίσω τα Χρυσά Μήλα που με τον παλιό τοίχο ήταν στη δική του μεριά

Κι ο Σκληρόκαρδος αυτός δεν κοιμάται πια από το φόβο του μην του πάρουν τα Χρυσά Μήλα γιατί με τον παλιό τοίχο μονάχα η ρίζα του δέντρου ήταν στη δική του τη μεριά

Βγάζει λοιπόν διαλαλητή και φωνάζει τους πιο καλούς μαστόρους απrsquo όλες τις χώρες

Και με την προσταγή του κόβουν οι ξυλοκόποι τις καρπερές ελιές να σιάξουν Φράχτες Κι οι μαραγκοί πριονίζουν τα όμορφα πεύκα και σιάχνουν χοντρές πόρτες Κι οι σιδεράδες λιώνουν το σκληρό σίδερο και σιάχνουν μεγάλες αμπάρες και χοντρά Kαρφιά Κι οι χτίστες δουλεύουν νύχτα μέρα και χτίζουν κάστρα πύργους πολεμίστρες Και στο τέλος γυρίζουν και το ποτάμι που πότιζε τη χώρα και το φέρνουν να περνά πλατύ κι αφρισμένο μπρος από τrsquo άπαρτο κάστρο που φυλάγει μέσα ο Άρχοντας τη Χρυσή τη Mηλιά

Μα ο πονηρός Στενόμυαλος αυτός φωνάζει ξένους τεχνίτες που δουλεύουνε μόνο τη νύχτα

Κρυμμένοι σrsquo ένα βαθύ λαγούμι σαράντα μπόγια κάτrsquo απrsquo τη γης κρυφά μαστορεύουν και ζητάνε να βρούνε νέες τέχνες τον άπαρτο τον πύργο να γκρεμίσουν και το παλιό το σύνορο άκοπα να διαβoύν

Και ξοδεύει το χρυσάφι ο Στενόμυαλος και σκορπά το μαργαριτάρι και σε λίγο αδειάζουν όλες οι αποθήκες που απrsquo τον καιρό του πατέρα του ήταν γεμάτες

Κι οι Άνθρωποι ζούνε ακόμα πιο δυστυχισμένoι

Γιατί τα πουλάκια φύγαν απrsquo τα δάση και τα τριαντάφυλλα μαράθηκαν δίχως το κελάηδημά τoυς και τα παιδιά είναι αδύνατα και πολύ χλωμά κι οι καρπερές ελιές κείτονται κομμένες στο χώμα

Κι όσοι δεν είναι στρατιώτες δουλεύουν μόνο για να γεμίζει τις αποθήκες και να ξοδεύει ο ένας άρχοντας ή για να χτίζει ψηλά κάστρα ο άλλoς

Και μια μέρα ακούγεται ένα φοβερό ποδοβολητό και τρέμει η γης και σιούνται συθέμελα τα Kάστρα Κι οι στρατιώτες με τα χίλια σπαθιά πετιούνται πάνω τρομαγμένοι και τι να δoυν

Ένα μεγάλο σύννεφο νrsquo απλώνεται ώσπου φτάνει το μάτι σου κι όλο να θολώνει και νrsquo αντριεύεται

Κι έρχεται ευτύς ο Σκληρόκαρδoς Και βαρούνε οι σάλπιγγες κι αυτός καβάλα απάνω στrsquo ολόλευκο άτι του που δαγκάνει τα σίδερα και χλιμιντρά να πολεμήσει προχωρά καταπάνου στο σύννεφο να δει

Και ξαφνικά αστράφτουν χίλιες αστραπές και πέφτουν χίλιοι κεραυνοί κι αντιβουίζουνε βουνά και κάμποι Και μέσrsquo απrsquo τη φωτιά πrsquo άστραψε απrsquo τον κουρνιαχτό φαίνουνται για πρώτη φορά οι σημαίες και τα μπαϊράκια τrsquo άρχοντα Στενόμυαλου

Και ξανατρέμει η γης και σκοτεινιάζει ο ουρανός και κρύβεται ο ήλιος

Κι αρχίζουν μέσα σrsquo ένα βουερό κι απαίσιο μούγκρισμα να σφυρίζουν και να rsquoρχουνται καταπάνου στο κάστρο μπάλες από καυτό σίδερο

Και τινάζουν τους πύργους στον αγέρα και πέφτουν οι τοίχοι σε συντρίμμια κι ουρλιάζουν οι στρατιώτες που το καυτό μολύβι τούς θερίζει τα ποδάρια τους κόβει κορμιά τους σφάζει ζωντανούς

Και το ποτάμι γίνεται κόκκινο απrsquo το πολύ γαίμα κι αφρίζει θυμωμένο τον ολοκόκκινον αφρό κι ορμά να πνίξει τrsquo άλογα και τα κανόνια και την κόκκινη απrsquo το αίμα μηλιά που κάνει τα Χρυσά Μήλα

Τρέχουν ευτύς οι μυριάδες στρατός μrsquo αμέτρητους κουβάδες σκύβουν στrsquo αφρισμένο το ποτάμι κι αδειάζουν στrsquo άσπλαχνο διψασμένο χώμα το κόκκινο αίμα

Κι από τότες ο παλιός ανθισμένος κάμπος έχει παντού κόκκινο χώμα Και κανένα λουλούδι δε φυτρώνει Ούτε δέντρο Κι ούτε πουλί δεν περνά ψηλά στον ουρανό

Λαχανιασμένος κουρασμένος μα φχαριστημένος γιατί νίκησε τρέχει ο Νέος Στενόμυαλος πάνω στrsquo ολόμαυρο άτι του περνά το κόκκινο ποτάμι βρίσκει το σκοτωμένο Σκληρόκαρδο του κόβει το κεφάλι και πάει και το κρεμά στη ματοβαμμένη Μηλιά

Κι έτσι πήρε εκδίκηση

Αλλrsquo άδικα περιμένει να πάρει και τα Χρυσά Μήλα

Περνάνε χίλιες μέρες εκατό βδομάδες πενήντα χρόνια βγάζει ψαρά γένια κι άσπρα μαλλιά όμως όχι δεν ανθίζει γιrsquo αυτόν η Μηλιά

Τότες φωνάζει πίσω τους ξένους τεχνίτες Kαι τους βάζει να σκάβουν βαθιά λαγούμια πέρα απrsquo τη Χρυσή Μηλιά

Ύστερα ξεζεύει μόνος του τα χίλια άλογα που rsquoσερναν τα κανόνια και τα στήνει όλα μαζί γυρισμένα καταπάνου στη χώρα του νικημένου Σκληρόκαρδου

Και με τα κανόνια και με τα λαγούμια πιστεύει πως έκλεισε μέσα και τη χρυσή του τύχη

Γιατί αν ανθίσει η Μηλιά μες στη δική του χώρα θα κάνει τα μήλα για τους δικούς του μονάχα τους γιους τrsquo αρχοντόπουλα

O Σπιθοβολάκης

Ύστερα αν πεις πως δε γέννησε πάλι η Αρχόντισσα θα rsquoλεγες ένrsquo άσκημο ψέμα Γιατί κι οι δυο Αρχόντισσες γεννούσανε όλο αγόρια το rsquoνα πιο άγριο και πιο κακό από τrsquo άλλο

Και κάθε ένας τους ήθελε για δική του μονάχα τη Μηλιά Έκανε λοιπόν νέον Πόλεμο να την πάρει πίσω Κι ο άλλος ―αυτός έκανε πόλεμο να τη φυλάξει

Και κάθε φορά λέγανε ψέματα ―πως όλο και θrsquo ανθίσει η Μηλιά όλο και θα κάνει τα όμορφα χρυσαφιά λουλούδια της Και πως τότες ο κόσμος θα ζει ευτυχισμένος

Όμως ήταν η πιο μεγάλη Πείνα κι η πιο φοβερή Δίψα ―απrsquo τον καιρό που ζούμε απάνω στη γης

Οι ανθρώποι τρώγαν και ποντίκια και γάτες και για να πιούνε νερό απλώναν στη γης απάνω κουβάδες και ντενεκέδες κι ότι άλλο είχαν μη ρίξει ο ουρανός καμιά στάλα να rsquoχουν να πιουν

Ε τότες λοιπόν μια καλομοίρα Γριά είχε ψάξει χίλιες φορές την αποθήκη της μη βρει μια σταλίτσα αλεύρι να ψήσει ψωμί

Και λέει laquoβρε δεν πάω να ψάξω μιαν ακόμαraquo Κι αδειάζει που λέτε όλα της τα σακιά και στο τελευταίο βρίσκει μια χουφτίτσα αλεύρι

Εκεί να δεις χαρά τη Γριά και τrsquo αυτιά της γελούσανε Πιάνει γλήγορα γλήγορα και το ζυμώνει και το πλάθει και σιάχνει ένα κουλουράκι και το σκεπάζει με την κάπα της όμορφα όμορφα να ζεσταθεί να φουσκώσει

Τώρα η Γριούλα αυτή είχε δεκατρία παιδιά και της είχαν πεθάνει όλα στον πόλεμο Κι ο πόλεμος βάστηξε δώδεκα χρόνια και κάθε χρόνο έχανε κι ένα παιδί κι έτσι της έμεινε μόνο το τελευταίο που το λέγανε Σπιθοβολάκη

Αυτός ήταν το πιο καλό παιδί της γειτονιάς μα τι τα θες ήταν και λίγο σκανταλιάρικο Κείνη τη μέρα είχε χωθεί στο πιθαράκι με το λάδι έτσι για να πεταχτεί από μέσα την ώρα που θα τρώγανε και να τους κάνει να γελάσουν

Μα σαν είδε το κουλουράκι ―ωπ δίνει μια και νά τον έξω απrsquo το πιθάρι Τσίμπα από δω τσίμπα από κει έφαγε δίχως να το καταλάβει όλο το ζυμάρι

Τι να κάνει τότε Κάθεται παίρνει χώμα σιάχνει λάσπη πλάθει ένα ολόιδιο κουλουράκι το πασπαλίζει με την αλευρόσκονη που rsquoχε μείνει και ―τσουπ ξανατρυπώνει στο πιθαράκι

Έρχεται ο Γέρος κι η Γριά να φάνε κι αρχίζουν τις φωνές

― Σπιθοβολάκη Πού rsquoσαι βρε Σπιθοβολάκη Έλα έλα να φας

Σαν είδαν κι απόειδαν που δεν ερχόταν ο προκομμένος ο γιος τους κάθονται να φάνε

Πιάνει ο Γέρος το κουλουράκι το δαγκώνει

― Χάι χάι Trsquo είνrsquo αυτό Φτου Xαφτού

Κι αρχίζει τα γέλια τότες ο Σπιθοβολάκης μέσrsquo απrsquo το πιθαράκι και ψάχνουν αυτοί θυμωμένοι να τον βρουν κι από δω τον έχουν από κει τους φεύγει

Κι από τα πολλά τα γέλια παίρνει δρόμο μαζί με το πιθάρι Και βλέπει η Γριά ένα κοτζάμ πιθάρι να το σκάει από την πόρτα και καταλαβαίνει πως κάποια διαολιά θα rsquoναι πάλι του Σπιθοβολάκη και πιάνει τη σκούπα κι αρχινά να τον κυνηγά

Τρέχει τρέχει ο Σπιθοβολάκης μέσα από το πιθάρι Κι έχει βγάλει όξω τα ποδάρια του μα το κεφάλι του μεγάλωσε απrsquo τα πολλά γέλια και δε βγαίνει

Τέλος φτάνει κοντά στη Χρυσή Μηλιά δίνει μια του πιθαριού στον κορμό το σπα και λευτερώνεται Μα η μάνα του τον έχει φτάσει κι απλώνει το χέρι της ―απ να τον τσακώσει

― Μηλιά μηλιά ανέβασrsquo με ψηλά λέει τότες ο Σπιθοβολάκης

Κι ευτύς σκύβει η Μηλιά κι ωσότου κλείσει η μάνα του τα χέρια της νά τον ο Σπιθοβολάκης ψηλά πάvω στα κλώνια της Μηλιάς και χοροπηδά και σκάει στα γέλια

Και βγάζει ένα σκοινί που rsquoχε δεμένο στη μέση του και δένει μια ψηλή κούνια κι αρχινά το γέλιο και το ξεφωνητό και το τραγούδι

Κι η γριούλα μια φοβάται μη της πέσει μια την πιάνουν τα γέλια με τη διαολιά και το κέφι του γιου της

Η Μηλιά χαίρεται κι αυτή κι αναγαλλιάζει ένα παιδί σκαρφαλωμένο απάνω της να παίζει και να τραγουδά

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί Άρχoντες

Κι ο Ήλιος χαίρεται κι αυτός που είδε τη χαρακαμένη μανούλα να γελάσει Και λίγο πριν δύσει στέλνει τις τρεις πιο όμορφες αχτίνες του να τους κρατήσουν συντροφιά να παίζουν κι όταν θα σκοτεινιάσει

Μα ξαφνικά ―τι ήταν αυτό ―οι τρεις φωτεινές ηλιαχτίνες γίνονται τρία χρυσαφιά όμορφα λoυλoύδια Αστράφτει Ανατολή και Δύση Και ―νά τα τα τρία ολόχρυσα Μήλα λάμπουν μέσα στα κλώνια της Mηλιάς

― Σπιθοβολάκη μου Σπιθοβολάκη φωνάζει τότες η Γριoύλα Κόψε κόψε τα Χρυσά Μήλα

― Θα μου τα δώσεις αν κατέβω λέει ο Σπιθoβoλάκης

― Ναι γιόκα μoυ

― Και δε θα με δείρεις για το κουλουράκι ξαναρωτά το σκανταλιάρικο

― Όχι γιόκα μoυ

― Ε τότες γιατί να κατέβω Άσε να τελειώσω πρώτα την κούνια μoυ Xoπ Και ξεκαρδίζεται να γελά όπως πετά ―όπλα λα κάτω από τα χρυσά τα Μήλα

― Σπιθοβολάκη Σπιθοβολάκη λέει τότες η Μανούλα τoυ Δως μου τα Χρυσά τα Μήλα κι εγώ θα σου δώσω την πιο Χρυσήν Ευχή της Mανoύλας Τότες ο Σπιθοβολάκης αφήνει γλήγορα το παιχνίδι σκαρφαλώνει ευτύς πιο ψηλά και ρίχνει τα Χρυσά Μήλα στη γλυκιά του Μανούλα Κι εκείνη του λέει ψιθυριστά στο μικρό έξυπνο αυτάκι του μια Μαγική Λέξη τρεις φορές laquoΕιρήνη-Ειρήνη-Ειρήνηraquo

Και κρατούσε στα χέρια της τα τρία ολόχρυσα Μήλα που θα φέρναν στον κόσμο την ευτυχία

Ξανασκαρφαλώνει τότες ο Σπιθοβολάκης πολύ ψηλά πάνω στη Χρυσή τη Mηλιά Κι αρχίζει να φωνάζει με μια φωνή που λυγίζανε τα δέντρα απrsquo την ανάσα που rsquoβγαζε κάθε φoρά

Και τον ακούν όλα τα παιδιά που ζούσαν χωριστά στη χώρα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου κι έρχουνται ευτύς να δουν τι τρέχει

― Παιδιά λέει τότες με τη βροντερή του φωνή ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης η Μηλιά άνθισε γιατί να κάνουμε πόλεμο για τα Χρυσά Mήλα Η Μηλιά άνθισε κι όλοι οι Σκληρόκαρδοι κι όλοι οι Στενόμυαλοι μήτε το πήραν χαμπάρι ούτε τη Χρυσήν Ευχή της Μανούλας έχουν μαζί τους Ειρήνη-Ειρήνη-Ειρήνη

― Ζήτω-ω-ω θα γίνει φωνάζουν τότες κι όλα μαζί τrsquo αγαπημένα παιδιά

Κι αρχίζουν ευτύς το τραγούδι και το χορό και πιάνουνται όλοι χέρι με χέρι κι αρχίζουν να χοροπηδούν και να χορεύουν γύρω γύρω -ώπα ωπ ούλοι μαζί ―γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά

Και το χαρούμενο τραγούδι τους γοργό σαν κρούσταλλο νεράκι έλεγε

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι Χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Πήδα -χόπλα Λύγα -χόπλα

Ίσια το κορμί -έι χο

Τρέξτε όλοι πιάστε όλοι

το Λεβέντικο Χορό

τράλα λάλα λο

τράλα λάλα λο

Oι Άρχοντες

Τότες ακούν οι κακοί Άρχοντες το τραγούδι των παιδιών Και γιομίζει η καρδιά τους φαρμάκι Και τρέμουν τα χέρια τους από θυμό και λυσσάνε πrsquo άνθισε για τα Παιδιά η Μηλιά και δεν άνθισε γιrsquo αυτούς

Κι αρπάζουν ευτύς τrsquo άγρια ασημένια σπαθιά και βγαίνουν όξω

Μα τι να δουν

Χιλιάδες ροδοκόκκινα Παιδιά πιασμένα χέρι χέρι να πηδούν ελεύτερα γύρω γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά και να τραγουδούν

Κι η Μηλιά ευτυχισμένη νrsquo απλώνει όσο μπορεί τα μεγάλα δυνατά της κλαδιά νrsquo αγκαλιάσει όλα τα παιδιά

Μα ξαφνικά― τι ήταν αυτό ―αστράφτει ο ουρανός Χαράζει η Ανατολή φωτάει η Δύση Κι ανθίζουν όλα τα κλώνια της Μηλιάς ―απrsquo Αγάπη Και χιλιάδες Χρυσά Μήλα αστράφτουν ψηλά πέφτουν σαν αστέρια και φυτρώνουν εκεί που πατούσαν τα ποδαράκια των παιδιών Κι οι Κακοί Άρχοντες αυτοί βλέπουν και λυσσούν ―και τρέμουνε τrsquo άσκημα χέρια τους

Γιατί άνθισαν για τα παιδιά τα μήλα κι είναι τα Μήλα Χρυσά κι είναι όμορφα και δεν είναι γιrsquo αυτούς

Ε τότες βγάζουν τrsquo Ασημένια Σπαθιά κι ορμούν και τα μάτια τους πετούν φωτιές

Και ζυγώνουν σαν άνεμος και σηκώνουν τrsquo άσπλαχνα σπαθιά και νά τα κατεβάζουν να κόψουν τrsquo αγαπημένα χεράκια να σφάξουν τα Παιδιά να φτάσουν τη Χρυσή Μηλιά νrsquo αρπάξουν αυτοί τα μήλα

Μα τα σπαθιά δεν κόβουν

Και τα χεράκια δε σπάνε

Και τα παιδιά τραγουδούν άφοβα και χορεύουν

Και σφίγγουν όλο πιο πολύ τrsquo αγαπημένα χέρια

Κι ο Μεγάλος Κύκλος που rsquoναι πιασμένα και χορεύουν όλα τα Παιδιά γίνεται τότες πιο δυνατός απrsquo τον πιο φοβερόν πολεμιστή πιο φοβερός κι απrsquo το ψηλό Κάστρο

Τότες θολώνουν τrsquo άγρια μάτια τους

Και τα κοφτερά Σπαθιά πέφτουν απrsquo τα χέρια τους

Και ζαλίζουνται πέφτουν χάμου Κι ανασηκώνουνται και ξαναπέφτουν

Και το φαρμάκι που rsquoχουνε στη μαύρη ψυχή τους έπηξε κι έγινε πηχτό κόκκινο γαίμα Και σταματά την άσπλαχνη καρδιά τους να μη χτυπά πια

Και παραλυούνε τα μακριά σουβλερά τους δαχτύλια Και δεν μπορούνε πια να σκοτώνουν

Ε σαν είδαν τrsquo Αρχοντόπουλα τους αγαπημένους τους άρχοντες σκοτωμένους φωνάζουν τους φύλακες με-τα-Χίλια-Μάτια

Κι από τους Μαύρους Τάφους ξεπηδούν οι Στρατιώτες με-τα-Χίλια Σπαθιά

Και όλοι μαζί οί οχτροί των παιδιών ζυγώνουν με πνιχτά βήματα με μάτι θολό κι αγριεμένα Σπαθιά Και θέλουν κι αυτοί να σφάξουν τα παιδιά νrsquo αρπάξουν τα Χρυσά τα Μήλα

Μα τα παιδιά δεν τους βλέπουν και δεν τους ακούν Και χαρούμενα σφίγγουν τα χέρια Κι όλο τραγουδούν

Και πετά το τραγούδι τους γοργό κι αντηχεί ως τον Κόκκινον Κάμπο κει που Πουλί δεν πετά και Λουλούδι δε φυτρώνει

Και τrsquo ακούν οι φτωχοί Περβολάρηδες που δεμένοι στις χρυσές αλυσίδες του Σκληρόκαρδου σκάβουν Τι δεν μπόρεσαν να κάνουν τη Μηλιά νrsquo ανθίσει

Και τrsquo ακούν οι Καλοί Χτίστες που δεμένοι στις βαριές αλυσίδες του Στενόμυαλου χτίζουν Tι δεν μπόρεσαν να φυλάξουν καλά τη Χρυσή Μηλιά

Και σηκώνουν τα μάτια και βλέπουν τον Ήλιο Μα ξαφνικά το τραγούδι ορμά στη μεγάλη κόκκινη φωτιά και τη σβήνει

Τότες σωπαίνουν τα μεγάλα νεροπρίονα στο δάσος Kι απrsquo τα βαθύσκια Δάση βγαίνουν οι ξυλοκόποι

Και φύλλο δεν τρέμει κι αγέρας δε φυσά

Κι όλοι οι ανθρώποι πrsquo αγαπούν τα Παιδιά βλέπουν τότες τους χίλιους μαύρους φύλακες που ζυγώνουν Tι άνοιξε ο ουρανός και φάνηκε ο Ήλιος κι ακούγονται τα βαριά τους πατήματα και γυαλίζουνε τrsquo ασημένια τους σπαθιά Και ωσάν τους είδαν κάνουν έτσι και σπάνε τις αλυσίδες

Και ―νά τοι― τρέχουν πετούν ξεχύνουνται με τσάπες και τσεκούρια με πριόνια και μυστριά με σίδερα που βρήκαν και κλαδιά που κόψαν

Αστράφτει στα μάτια τους η Αγάπη

Και γοργά χτυπά στις φλέβες το κόκκινο Ανθρώπινο αίμα Και ερχόμενοι εκείνα τα παλικάρια εχυθήκαν απάνω τους ωσάν λεοντάρια λυσσασμένα

Και τότες ―άι χα ―σηκώνουνται ψηλά τrsquo ατσάλινα μπράτσα Και πριν κατέβουν ξεψυχούν οι στρατιώτες-με-τα-χίλια-Σπαθιά Και σαν κατέβουν λιανίζουν πετσοκόβουν πελεκούν τους λυσσασμένους φύλακες των Αρχοντάδων

Όμως όσοι απομείναν από τα στρατεύματα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου ενωθήκανε τότες σrsquoένα μεγάλο στρατό κι ορμήσαν και πάλι καταπάνου στα παιδιά για να κόψουν τα ενωμένα τους χέρια και να πάρουν αυτοί για λογαριασμό τους μονάχα τα τρία ―ολόχρυσα― Μήλα

Και τότες και οι πατεράδες και όλες οι μητέρες των παιδιών που είδαν τον κίνδυνο αυτόν ορμήσανε καταμπρός άλλοι από μπροστά από τον εχθρό και άλλοι από την πίσω μεριά τους και εκάναν την καρδιά τους σκληρή και άπονη Και αρπάξαν τους κακούς αυτούς στρατιώτες από τα μαλλιά και γυρίσαν κατά πίσω την κεφαλή τους και τους εχτύπησαν με όλη τους τη δύναμη στο κεφάλι Kαι μετά τους εγύρισαν το χέρι και τους επήραν το

μαχαίρι όπου εκρατούσαν πριν μέσα στα δόντια τους για να σφάξουν οι κακούργοι αυτοί τα παιδιά Και με το ίδιο αυτό ατσάλινο μαχαίρι τούς χτυπήσαν με μεγάλη δύναμη ίσα μέσα στην καρδιά Έτσι σκληρά και άπονα τους εσκοτώσανε Και μένανε εκεί αυτοί πάνω στο χώμα ξαπλωμένοι ―δίχως να μπορούνε πια να κάνουν κακό σε κανέναν άνθρωπο― ούτε και σε κανένα από τα παιδιά που κυνηγούσανε πριν με κακία μεγάλη

Ετότες εφάνηκε κι ένας καβαλάρης με σπαθί ξεγυμνωμένο και άρματα λαμπερά Και άρχισε να σφάζει τους φύλακες όσοι είχανε απομείνει και τους επήρε κυνηγώντας πέρα από τη Χρυσή τη Μηλιά μέσα στα βουνά

Και εκεί έγινε άφαντος από τη γη

Και τα παιδιά βοηθώντας και με τη χάρη του Θεού εσταθήκανε νικητές

Πιάνουνε λοιπόν τrsquo Αρχοντόπουλα και τα κλείνουνε στις δικές τους σκοτεινές φυλακές

Και τους στρατιώτες τούς κόβουν ευτύς τα πολλά χέρια Και τους αφήνουνε μόνο δυο να δουλεύουν και να τρων

Kαι τους Φύλακες ―αυτούς τους πάνε και τους στήνουν μες στrsquo ανθισμένα αμπέλια να φυλούν τα σταφύλια με τα χίλια τους μάτια μην έρθει κάνα πουλάκι και τσιμπήσει τις γλυκές ζουμερές ρόγες

O χορός της χρυσής μηλιάς

Σκύβει τότες ο Σπιθοβολάκης μαζεύει τα ολόχρυσα Μήλα και τα φυτεύει βαθιά στα καρπερά σπλάχνα της γης

Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός μοιράζει σrsquo όλους τις χίλιες Ασημένιες τσάπες

Κι από πίσω ―νά την ―σκαλίζει μrsquo ένα σκαλιστηράκι κι η Γριά

Και σα βρίσκει παλιό κίτρινο κοντάρι το σιάχνει ευτύς δρεπάνι-δρεπανάκι Και σα βρίσκει παλιό σκουριασμένο κανόνι το ρίχνει ευτύς στη μεγάλη κόκκινη Φωτιά

Και το παίρνουν οι Σιδεράδες το χτυπούν στο δυνατό αμόνι και το σιάχνουν όμορφο αλέτρι

Και πιάνει ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης τrsquo αλέτρι κι οργώνει με μιας ολάκερη τη γης Κι απrsquo το γερό και βαθύ σκάψιμο πέφτουν οι ψεύτικοι Πύργοι γκρεμίζουνται οι ψηλοί μαύροι Τοίχοι γεμίζουν χώμα τα φιδωτά λαγούμια πέφτουν οι Σκοτεινές φυλακές και τίποτα πια δε χωρίζει όλα τα Παιδιά

Κι από πίσω ―νά κι ο Γέρος ρίχνει το στάρι

Και νά και τα Παιδιά ―αυτά θερίζουν τα κυματιστά ολόχρυσα στάχια

Μα φυτρώσαν και τα Μήλα Και βγήκαν παντού οι όμορφες αληθινές Μηλιές

Και όλοι όσοι βρίσκουνται τώρα κοντά στη Χρυσή Μηλιά πιάνουνται χέρι με χέρι σφιχτά κι αγαπημένα στον πιο λεβέντικο χορό που rsquoγινε ποτές

Και πιάνει ο Σπιθοβολάκης τον κάβο κι η Γριούλα την άλλη άκρη Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός κάνει έτσι και φωνάζει φωνάζει όλα τα Παιδιά απrsquo όλη τη Γης στο χορό της Χρυσής της Μηλιάς

Και βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια με σβέλτα μάτια και χλωμό πρόσωπο Αραπάκια με σγουρό μαλλί κι αστραφτερό χαμόγελο Ινδιανάκια με κόκκινο δέρμα και πολύχρωμα φτερά Εσκιμωάκια με λοξά μάτια και τολμηρό πρόσωπο

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Κι ο Μεγάλος Κύκλος απλώνει και μεγαλώνει και γυρνά και χορεύει και τραγουδά και σε λίγο αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη μας όπως ταξιδεύει φωτεινή κι όμορφη στο Γαλάζιο Άπειρο

Κι η Γης αναγαλλιάζει χαρούμενη όλα τα παιδιά αγαπημένα να χορεύουν απάνω της και να τραγουδούν

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη

Και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί άρχοντες

Κι ανθίζει ευτύς τα χαρούμενα δέντρα κι ωριμάζει άφθονους τους χρυσούς της καρπούς

Και βάζει τα ποτάμια να ποτίζουν και δένει το πιο όμορφο στάρι Και λέει στα ψηλά βουνά να κρατούν τrsquo άσπρο χιόνι να rsquoχουν και το καλοκαίρι νερό να ποτίζουν οι Άνθρωποι

Κι ο Ήλιος αυτός στέλνει τις πιο όμορφες Αχτίνες του Και γελούν και χορεύουν με όλα τα Παιδιά

Κι είναι όλοι δυνατοί ―και χαρούμενοι― και πολύ μα πολύ ευτυχισμένοι

Γιατί τα πουλάκια ξαναγύρισαν στα δάση Και τα τριαντάφυλλα ξανάνθισαν με το κελάηδημά τους Και τα Παιδιά είναι πολύ γερά και ροδοκόκκινα Κι οι καρπερές Ελιές ανθίζουν ξανά τον πιο όμορφο καρπό και χαρίζουν σrsquo όλους το χρυσό χρυσό λάδι της μιας Ατέλειωτης Ειρήνης των Ανθρώπων

Τα τρία ολόχρυσα Μήλα είχαν ανθίσει

Ψέματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθια

μήτε εγώ ήμουν εκεί μήτε σεις να το πιστέψετε

Τέλος του παραμυθιού Καλησπέρα σας

(από το βιβλίο Φώτης Kόντογλου H μηλιά με τα χρυσά μήλα Aθήνα 1947)

πηγή httpwwwsnhellgrkidscontentaspid=143ampcat_id=5

Page 2: Φώτης Κόντογλου, διήγημα

Γιατί ο Στενόμυαλος είχε κάτι θεόρατους στρατιώτες μrsquo εκατό μάτια και χίλια χέρια Και το κάθε χέρι ήτανε ένα σπαθί και ―χραπ σου rsquoκοβε αμέσως το δικό σου το χεράκι αυτοί είχανε χίλια βλέπεις και δεν τους έμελε

Μα κι ο πλούσιος άρχοντας δε ζούσε ευτυχισμένος

Τι φώλιαζε πάντα στην καρδιά του ο φόβος μη χάσει το κίτρινο χρυσάφι Kι η λαχτάρα όλο να το κάνει πιο πολύ όλο να μαζεύει

Και με το στενό μυαλό του καθόταν και σκεδίαζε πώς νrsquo αρπάξει τη χώρα του γείτονά του άρχοντα

Με χρήμα ή με στρατό ―αυτό δεν τον ένοιαζε

Έτσι ζούσαν οι δυο κακογείτονες Κι οι πολλοί άνθρωποι ζούσαν κι αυτοί δυστυχισμένοι Γιατί οι κακοί άρχοντες δεν τους άφηναν να σκάψουν τη γης να φυτρώσει στάρι να ζυμώσουν όμορφο ψωμί να φάνε Κι ούτε πάλι να κόψουν απrsquo τα δέντρα

Κι έτσι μέναν απάνω οι όμορφοι ροδοκόκκινοι καρποί Κι ύστερα χλώμιαιναν ζάρωναν και πέθαιναν γιατί κανείς ποτέ δεν τους χαιρόταν

Τότες λοιπόν εφύτρωσε ένα Μεγάλο Δέντρο κοντά στον ψηλό τοίχο που χώριζε τη μια χώρα από την άλλη

Το πρωί ήταν ώσαμε μια βέργα το μεσημέρι είχε γίνει ψηλό σαν τον παππού τrsquo απογεματάκι μπορούσες να δέσεις κούνια να παίξεις

Και κει κατά τη δύση του ήλιου βγάνει κάτι όμορφα κίτρινα λουλούδια και ξαφνικά ―τι ήταν αυτό αστράφτει Ανατολή και Δύση Τρία ολόχρυσα αστραφτερά μήλα κρεμόντουσαν απrsquo τα κλώνια του

Βλέπουν ο Σκληρόκαρδος κι ο Στενόμυαλος τη λάμψη αυτή τρέχουν στον πιο ψηλό τοίχο ―τι να δουν

Η μηλιά έχει τις ρίζες της στη χώρα του ενός και τα κλωνιά της στrsquo άλλου

Ε τότες ήταν πrsquo άφρισαν οι κακοί γείτονες απrsquo το θυμό και τη ζήλια τους

Στην αρχή εφοβέριζε ο ένας τον άλλον μόνο με λόγια

― Έλα αν σου βαστά να τα κόψεις φώναζε ο Στενόμυαλος στο Σκληρόκαρδο γιατί στη μεριά του κρεμόντουσαν τα μήλα

― Τόλμησε αν μπορείς να τrsquo αγγίξεις ούρλιαζε ο Σκληρόκαρδος που στη δική του μεριά ήταν η ρίζα του δέντρου Θα κόψω τη μηλιά να μην ξανακάνει μήλα Χα χα

― Είσαι παλιάνθρωπος άφρισε ο Στενόμυαλος

― Δική μου είνrsquo η Μηλιά Κλέφτη μάνιασε ο Σκληρόκαρδος

Κι όπως τrsquo ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι απrsquo το θυμό σκύβει και σηκώνει μια πέτρα και τη σφεντονίζει να τον χτυπήσει στο κεφάλι να τον ξεκάνει Μα αυτός σβέλτος κάνει δίπλα και τον περνά ξυστά και τη γλιτώνει

Αυτό ήταν Βγάζουν ευτύς τις μεγάλες τους σπάθες έρχονται κι οι Στρατιώτες με τα χίλια σπαθιά και τα εκατό μάτια φωνάζει κι ο άλλος τα φουσάτα τους φύλακες με τα χίλια μάτια και τα εκατό σπαθιά κι αρχίζει ένας πόλεμος ένας σκοτωμός να μην έχει τελειωμό

Εκεί να rsquoσουνα να δεις το Σκληρόκαρδο να λυσσομανά νrsquo αφρίζει τους στρατιώτες με τα χίλια σπαθιά να πελεκούν να πετσοκόβουν να λιανίζουν ωσότου πάνε πήρανε δρόμο οι φύλακες του δύστυχου του Στενόμυαλου

Και τον ίδιον τον έπιασαν του rsquoκοψαν ευτύς το κεφάλι το rsquoβαλαν απάνου σrsquo ένα ξύλο και το γύριζαν να το βλέπει ο κόσμος να τους φοβάται

Τόσο αίμα ανθρώπινο χύθηκε κείνη τη μέρα που οι στρατιώτες βάψανε τα φέσια τους κόκκινα Kι από τότες ως τα σήμερα το ίδιο χρώμα έχουν

Λαχανιασμένος κουρασμένος μα φχαριστημένος γιατί νίκησε γυρνά τότες να δει ο δυνατός Σκληρόκαρδος τα μήλα να τα καμαρώσει πάνω στη δική του πια τη Μηλιά

Άι Άφαντα τα μήλα Τρίβει ξανατρίβει τα μάτια του ζαλίζεται πέφτει χάμου ανασηκώνεται ξανατρίβει τα μάτια του

Άι Άφαντα τα μήλα Κι η Μηλιά μόνη χωρίς λουλούδια με μαραμένα τα κλαδιά με ποτισμένη τη ρίζα της αίμα έτοιμη κι αυτή να μαραθεί να πέσει

Τότε χαλά τον κόσμο στις φωνές

Και μαζεύονται όλοι και ψάχνουν το χώμα και σκάβουν και ξανασκάβουν και φτάνουν ως τα σπλάχνα της γης

Μα πουθενά χρυσά μήλα

Τότες ο Σκληρόκαρδος διατάζει να μαζευτούν απrsquo όλον τον κόσμο οι πιο έξυπνοι Περβολάρηδες κι οι πιο καλοί Χτίστες

Και ξεχωρίζει τους καλύτερους και τους βάζει νύχτα μέρα να κοιτούν τη Μηλιά να την ποτίζουν να την κλαδεύουν και να την μπολιάζουν μη κι ανθίσει και βγάλει πάλι μήλα

Και τους χτίστες τούς παίρνει και τους βάζει να χτίσουν τον πιο γερό τοίχο κι απάνω του θεμελιώνουν κάστρο κι απάνω στο κάστρο πύργους κι απάνω στους πύργους πoλεμίστρες

Και μέσα από τις πολεμίστρες φυλάνε με τα μακριά κοντάρια και τους χρυσούς θώρακες ψηλοί στρατιώτες μrsquo άγρυπνα μάτια και κοφτερά σπαθιά μη τολμήσει κανείς και ξεπεράσει το νέο σύνoρo

Γιατί τώρα έχει μέσα φυλαγμένη ο άρχοντας Σκληρόκαρδος τη δική του Μηλιά τη Μηλιά-που-κάνει-τα-Χρυσά-Mήλα

Trsquo Aρχοντόπουλα

Ύστερα γέννησε η γυναίκα του Σκληρόκαρδου κι έκανε έναν γιο Κι έτυχε την ίδια μέρα να γεννήσει κι η γυναίκα του Στενόμυαλου και να κάνει κι αυτή γιο

Σαν μεγάλωσαν ο ένας είχε πιο χοντρό λαιμό και πιο άγρια μάτια από τον πατέρα του

Και τον είπαν κι αυτόν Σκληρόκαρδο

Κι ο άλλος αυτός είχε ακόμα πιο λεπτά χείλια και πιο μαύρη καρδιά

Και τον είπαν άρχοντα Στενόμυαλον

Και μόλις πάτησε τα δεκαεφτά ο νέος Σκληρόκαρδος βγάζει το γέρο πατέρα του από το θρόνο τον κλείνει γερά και σφαλιχτά στην πιο μαύρη φυλακή και γίνεται Άρχοντας αυτός

Και την ίδια μέρα βγάζει κι η μάνα του Στενόμυαλου το ματοβαμμένο χρυσό δαχτυλίδι του πατέρα του και του το φορά

Έτσι έγινε κι αυτός Άρχοντας

Τώρα οι άνθρωποι όχι μόνο δεν τολμούσαν να κόψουν το παραμικρό από τα δέντρα ή να σκάψουν με την τσάπα τους τη γης μα και μόνο να πουν ότrsquo είχαν στην καρδιά και στο μυαλό τους

Γιατί οι δυο νέοι άρχοντες έχουν κατάσκοπους σrsquo όλη τη χώρα

Και κιχ να rsquoκανες σού rsquoκοβαν το κεφάλι

Ύστερα βγήκε ένας λόγος που rsquoλεγε πως η Χρυσή Μηλιά θrsquo ανθίσει και θα κάνει τα Χρυσά Μήλα σε τρία χρόνια Και πως όποιος βρεθεί τη βλογημένη κείνη ώρα κοντά της και κόψει τα Χρυσά Μήλα αυτός θα εξουσιάζει με το σπαθί του και τις δυο χώρες

Κι ο κόσμος ―τότες― θα ζει ευτυχισμένος

Μόλις τrsquo άκουσαν αυτό οι δυο Άρχοντες γίνηκαν κίτρινοι σαν το φλουρί ―ο ένας από φόβο ο άλλος από έχθρητα και ζήλια

Κι αρχίζει τότες και τοιμάζεται ο Νέος Στενόμυαλος κρυφά να πάρει πίσω τα Χρυσά Μήλα που με τον παλιό τοίχο ήταν στη δική του μεριά

Κι ο Σκληρόκαρδος αυτός δεν κοιμάται πια από το φόβο του μην του πάρουν τα Χρυσά Μήλα γιατί με τον παλιό τοίχο μονάχα η ρίζα του δέντρου ήταν στη δική του τη μεριά

Βγάζει λοιπόν διαλαλητή και φωνάζει τους πιο καλούς μαστόρους απrsquo όλες τις χώρες

Και με την προσταγή του κόβουν οι ξυλοκόποι τις καρπερές ελιές να σιάξουν Φράχτες Κι οι μαραγκοί πριονίζουν τα όμορφα πεύκα και σιάχνουν χοντρές πόρτες Κι οι σιδεράδες λιώνουν το σκληρό σίδερο και σιάχνουν μεγάλες αμπάρες και χοντρά Kαρφιά Κι οι χτίστες δουλεύουν νύχτα μέρα και χτίζουν κάστρα πύργους πολεμίστρες Και στο τέλος γυρίζουν και το ποτάμι που πότιζε τη χώρα και το φέρνουν να περνά πλατύ κι αφρισμένο μπρος από τrsquo άπαρτο κάστρο που φυλάγει μέσα ο Άρχοντας τη Χρυσή τη Mηλιά

Μα ο πονηρός Στενόμυαλος αυτός φωνάζει ξένους τεχνίτες που δουλεύουνε μόνο τη νύχτα

Κρυμμένοι σrsquo ένα βαθύ λαγούμι σαράντα μπόγια κάτrsquo απrsquo τη γης κρυφά μαστορεύουν και ζητάνε να βρούνε νέες τέχνες τον άπαρτο τον πύργο να γκρεμίσουν και το παλιό το σύνορο άκοπα να διαβoύν

Και ξοδεύει το χρυσάφι ο Στενόμυαλος και σκορπά το μαργαριτάρι και σε λίγο αδειάζουν όλες οι αποθήκες που απrsquo τον καιρό του πατέρα του ήταν γεμάτες

Κι οι Άνθρωποι ζούνε ακόμα πιο δυστυχισμένoι

Γιατί τα πουλάκια φύγαν απrsquo τα δάση και τα τριαντάφυλλα μαράθηκαν δίχως το κελάηδημά τoυς και τα παιδιά είναι αδύνατα και πολύ χλωμά κι οι καρπερές ελιές κείτονται κομμένες στο χώμα

Κι όσοι δεν είναι στρατιώτες δουλεύουν μόνο για να γεμίζει τις αποθήκες και να ξοδεύει ο ένας άρχοντας ή για να χτίζει ψηλά κάστρα ο άλλoς

Και μια μέρα ακούγεται ένα φοβερό ποδοβολητό και τρέμει η γης και σιούνται συθέμελα τα Kάστρα Κι οι στρατιώτες με τα χίλια σπαθιά πετιούνται πάνω τρομαγμένοι και τι να δoυν

Ένα μεγάλο σύννεφο νrsquo απλώνεται ώσπου φτάνει το μάτι σου κι όλο να θολώνει και νrsquo αντριεύεται

Κι έρχεται ευτύς ο Σκληρόκαρδoς Και βαρούνε οι σάλπιγγες κι αυτός καβάλα απάνω στrsquo ολόλευκο άτι του που δαγκάνει τα σίδερα και χλιμιντρά να πολεμήσει προχωρά καταπάνου στο σύννεφο να δει

Και ξαφνικά αστράφτουν χίλιες αστραπές και πέφτουν χίλιοι κεραυνοί κι αντιβουίζουνε βουνά και κάμποι Και μέσrsquo απrsquo τη φωτιά πrsquo άστραψε απrsquo τον κουρνιαχτό φαίνουνται για πρώτη φορά οι σημαίες και τα μπαϊράκια τrsquo άρχοντα Στενόμυαλου

Και ξανατρέμει η γης και σκοτεινιάζει ο ουρανός και κρύβεται ο ήλιος

Κι αρχίζουν μέσα σrsquo ένα βουερό κι απαίσιο μούγκρισμα να σφυρίζουν και να rsquoρχουνται καταπάνου στο κάστρο μπάλες από καυτό σίδερο

Και τινάζουν τους πύργους στον αγέρα και πέφτουν οι τοίχοι σε συντρίμμια κι ουρλιάζουν οι στρατιώτες που το καυτό μολύβι τούς θερίζει τα ποδάρια τους κόβει κορμιά τους σφάζει ζωντανούς

Και το ποτάμι γίνεται κόκκινο απrsquo το πολύ γαίμα κι αφρίζει θυμωμένο τον ολοκόκκινον αφρό κι ορμά να πνίξει τrsquo άλογα και τα κανόνια και την κόκκινη απrsquo το αίμα μηλιά που κάνει τα Χρυσά Μήλα

Τρέχουν ευτύς οι μυριάδες στρατός μrsquo αμέτρητους κουβάδες σκύβουν στrsquo αφρισμένο το ποτάμι κι αδειάζουν στrsquo άσπλαχνο διψασμένο χώμα το κόκκινο αίμα

Κι από τότες ο παλιός ανθισμένος κάμπος έχει παντού κόκκινο χώμα Και κανένα λουλούδι δε φυτρώνει Ούτε δέντρο Κι ούτε πουλί δεν περνά ψηλά στον ουρανό

Λαχανιασμένος κουρασμένος μα φχαριστημένος γιατί νίκησε τρέχει ο Νέος Στενόμυαλος πάνω στrsquo ολόμαυρο άτι του περνά το κόκκινο ποτάμι βρίσκει το σκοτωμένο Σκληρόκαρδο του κόβει το κεφάλι και πάει και το κρεμά στη ματοβαμμένη Μηλιά

Κι έτσι πήρε εκδίκηση

Αλλrsquo άδικα περιμένει να πάρει και τα Χρυσά Μήλα

Περνάνε χίλιες μέρες εκατό βδομάδες πενήντα χρόνια βγάζει ψαρά γένια κι άσπρα μαλλιά όμως όχι δεν ανθίζει γιrsquo αυτόν η Μηλιά

Τότες φωνάζει πίσω τους ξένους τεχνίτες Kαι τους βάζει να σκάβουν βαθιά λαγούμια πέρα απrsquo τη Χρυσή Μηλιά

Ύστερα ξεζεύει μόνος του τα χίλια άλογα που rsquoσερναν τα κανόνια και τα στήνει όλα μαζί γυρισμένα καταπάνου στη χώρα του νικημένου Σκληρόκαρδου

Και με τα κανόνια και με τα λαγούμια πιστεύει πως έκλεισε μέσα και τη χρυσή του τύχη

Γιατί αν ανθίσει η Μηλιά μες στη δική του χώρα θα κάνει τα μήλα για τους δικούς του μονάχα τους γιους τrsquo αρχοντόπουλα

O Σπιθοβολάκης

Ύστερα αν πεις πως δε γέννησε πάλι η Αρχόντισσα θα rsquoλεγες ένrsquo άσκημο ψέμα Γιατί κι οι δυο Αρχόντισσες γεννούσανε όλο αγόρια το rsquoνα πιο άγριο και πιο κακό από τrsquo άλλο

Και κάθε ένας τους ήθελε για δική του μονάχα τη Μηλιά Έκανε λοιπόν νέον Πόλεμο να την πάρει πίσω Κι ο άλλος ―αυτός έκανε πόλεμο να τη φυλάξει

Και κάθε φορά λέγανε ψέματα ―πως όλο και θrsquo ανθίσει η Μηλιά όλο και θα κάνει τα όμορφα χρυσαφιά λουλούδια της Και πως τότες ο κόσμος θα ζει ευτυχισμένος

Όμως ήταν η πιο μεγάλη Πείνα κι η πιο φοβερή Δίψα ―απrsquo τον καιρό που ζούμε απάνω στη γης

Οι ανθρώποι τρώγαν και ποντίκια και γάτες και για να πιούνε νερό απλώναν στη γης απάνω κουβάδες και ντενεκέδες κι ότι άλλο είχαν μη ρίξει ο ουρανός καμιά στάλα να rsquoχουν να πιουν

Ε τότες λοιπόν μια καλομοίρα Γριά είχε ψάξει χίλιες φορές την αποθήκη της μη βρει μια σταλίτσα αλεύρι να ψήσει ψωμί

Και λέει laquoβρε δεν πάω να ψάξω μιαν ακόμαraquo Κι αδειάζει που λέτε όλα της τα σακιά και στο τελευταίο βρίσκει μια χουφτίτσα αλεύρι

Εκεί να δεις χαρά τη Γριά και τrsquo αυτιά της γελούσανε Πιάνει γλήγορα γλήγορα και το ζυμώνει και το πλάθει και σιάχνει ένα κουλουράκι και το σκεπάζει με την κάπα της όμορφα όμορφα να ζεσταθεί να φουσκώσει

Τώρα η Γριούλα αυτή είχε δεκατρία παιδιά και της είχαν πεθάνει όλα στον πόλεμο Κι ο πόλεμος βάστηξε δώδεκα χρόνια και κάθε χρόνο έχανε κι ένα παιδί κι έτσι της έμεινε μόνο το τελευταίο που το λέγανε Σπιθοβολάκη

Αυτός ήταν το πιο καλό παιδί της γειτονιάς μα τι τα θες ήταν και λίγο σκανταλιάρικο Κείνη τη μέρα είχε χωθεί στο πιθαράκι με το λάδι έτσι για να πεταχτεί από μέσα την ώρα που θα τρώγανε και να τους κάνει να γελάσουν

Μα σαν είδε το κουλουράκι ―ωπ δίνει μια και νά τον έξω απrsquo το πιθάρι Τσίμπα από δω τσίμπα από κει έφαγε δίχως να το καταλάβει όλο το ζυμάρι

Τι να κάνει τότε Κάθεται παίρνει χώμα σιάχνει λάσπη πλάθει ένα ολόιδιο κουλουράκι το πασπαλίζει με την αλευρόσκονη που rsquoχε μείνει και ―τσουπ ξανατρυπώνει στο πιθαράκι

Έρχεται ο Γέρος κι η Γριά να φάνε κι αρχίζουν τις φωνές

― Σπιθοβολάκη Πού rsquoσαι βρε Σπιθοβολάκη Έλα έλα να φας

Σαν είδαν κι απόειδαν που δεν ερχόταν ο προκομμένος ο γιος τους κάθονται να φάνε

Πιάνει ο Γέρος το κουλουράκι το δαγκώνει

― Χάι χάι Trsquo είνrsquo αυτό Φτου Xαφτού

Κι αρχίζει τα γέλια τότες ο Σπιθοβολάκης μέσrsquo απrsquo το πιθαράκι και ψάχνουν αυτοί θυμωμένοι να τον βρουν κι από δω τον έχουν από κει τους φεύγει

Κι από τα πολλά τα γέλια παίρνει δρόμο μαζί με το πιθάρι Και βλέπει η Γριά ένα κοτζάμ πιθάρι να το σκάει από την πόρτα και καταλαβαίνει πως κάποια διαολιά θα rsquoναι πάλι του Σπιθοβολάκη και πιάνει τη σκούπα κι αρχινά να τον κυνηγά

Τρέχει τρέχει ο Σπιθοβολάκης μέσα από το πιθάρι Κι έχει βγάλει όξω τα ποδάρια του μα το κεφάλι του μεγάλωσε απrsquo τα πολλά γέλια και δε βγαίνει

Τέλος φτάνει κοντά στη Χρυσή Μηλιά δίνει μια του πιθαριού στον κορμό το σπα και λευτερώνεται Μα η μάνα του τον έχει φτάσει κι απλώνει το χέρι της ―απ να τον τσακώσει

― Μηλιά μηλιά ανέβασrsquo με ψηλά λέει τότες ο Σπιθοβολάκης

Κι ευτύς σκύβει η Μηλιά κι ωσότου κλείσει η μάνα του τα χέρια της νά τον ο Σπιθοβολάκης ψηλά πάvω στα κλώνια της Μηλιάς και χοροπηδά και σκάει στα γέλια

Και βγάζει ένα σκοινί που rsquoχε δεμένο στη μέση του και δένει μια ψηλή κούνια κι αρχινά το γέλιο και το ξεφωνητό και το τραγούδι

Κι η γριούλα μια φοβάται μη της πέσει μια την πιάνουν τα γέλια με τη διαολιά και το κέφι του γιου της

Η Μηλιά χαίρεται κι αυτή κι αναγαλλιάζει ένα παιδί σκαρφαλωμένο απάνω της να παίζει και να τραγουδά

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί Άρχoντες

Κι ο Ήλιος χαίρεται κι αυτός που είδε τη χαρακαμένη μανούλα να γελάσει Και λίγο πριν δύσει στέλνει τις τρεις πιο όμορφες αχτίνες του να τους κρατήσουν συντροφιά να παίζουν κι όταν θα σκοτεινιάσει

Μα ξαφνικά ―τι ήταν αυτό ―οι τρεις φωτεινές ηλιαχτίνες γίνονται τρία χρυσαφιά όμορφα λoυλoύδια Αστράφτει Ανατολή και Δύση Και ―νά τα τα τρία ολόχρυσα Μήλα λάμπουν μέσα στα κλώνια της Mηλιάς

― Σπιθοβολάκη μου Σπιθοβολάκη φωνάζει τότες η Γριoύλα Κόψε κόψε τα Χρυσά Μήλα

― Θα μου τα δώσεις αν κατέβω λέει ο Σπιθoβoλάκης

― Ναι γιόκα μoυ

― Και δε θα με δείρεις για το κουλουράκι ξαναρωτά το σκανταλιάρικο

― Όχι γιόκα μoυ

― Ε τότες γιατί να κατέβω Άσε να τελειώσω πρώτα την κούνια μoυ Xoπ Και ξεκαρδίζεται να γελά όπως πετά ―όπλα λα κάτω από τα χρυσά τα Μήλα

― Σπιθοβολάκη Σπιθοβολάκη λέει τότες η Μανούλα τoυ Δως μου τα Χρυσά τα Μήλα κι εγώ θα σου δώσω την πιο Χρυσήν Ευχή της Mανoύλας Τότες ο Σπιθοβολάκης αφήνει γλήγορα το παιχνίδι σκαρφαλώνει ευτύς πιο ψηλά και ρίχνει τα Χρυσά Μήλα στη γλυκιά του Μανούλα Κι εκείνη του λέει ψιθυριστά στο μικρό έξυπνο αυτάκι του μια Μαγική Λέξη τρεις φορές laquoΕιρήνη-Ειρήνη-Ειρήνηraquo

Και κρατούσε στα χέρια της τα τρία ολόχρυσα Μήλα που θα φέρναν στον κόσμο την ευτυχία

Ξανασκαρφαλώνει τότες ο Σπιθοβολάκης πολύ ψηλά πάνω στη Χρυσή τη Mηλιά Κι αρχίζει να φωνάζει με μια φωνή που λυγίζανε τα δέντρα απrsquo την ανάσα που rsquoβγαζε κάθε φoρά

Και τον ακούν όλα τα παιδιά που ζούσαν χωριστά στη χώρα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου κι έρχουνται ευτύς να δουν τι τρέχει

― Παιδιά λέει τότες με τη βροντερή του φωνή ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης η Μηλιά άνθισε γιατί να κάνουμε πόλεμο για τα Χρυσά Mήλα Η Μηλιά άνθισε κι όλοι οι Σκληρόκαρδοι κι όλοι οι Στενόμυαλοι μήτε το πήραν χαμπάρι ούτε τη Χρυσήν Ευχή της Μανούλας έχουν μαζί τους Ειρήνη-Ειρήνη-Ειρήνη

― Ζήτω-ω-ω θα γίνει φωνάζουν τότες κι όλα μαζί τrsquo αγαπημένα παιδιά

Κι αρχίζουν ευτύς το τραγούδι και το χορό και πιάνουνται όλοι χέρι με χέρι κι αρχίζουν να χοροπηδούν και να χορεύουν γύρω γύρω -ώπα ωπ ούλοι μαζί ―γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά

Και το χαρούμενο τραγούδι τους γοργό σαν κρούσταλλο νεράκι έλεγε

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι Χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Πήδα -χόπλα Λύγα -χόπλα

Ίσια το κορμί -έι χο

Τρέξτε όλοι πιάστε όλοι

το Λεβέντικο Χορό

τράλα λάλα λο

τράλα λάλα λο

Oι Άρχοντες

Τότες ακούν οι κακοί Άρχοντες το τραγούδι των παιδιών Και γιομίζει η καρδιά τους φαρμάκι Και τρέμουν τα χέρια τους από θυμό και λυσσάνε πrsquo άνθισε για τα Παιδιά η Μηλιά και δεν άνθισε γιrsquo αυτούς

Κι αρπάζουν ευτύς τrsquo άγρια ασημένια σπαθιά και βγαίνουν όξω

Μα τι να δουν

Χιλιάδες ροδοκόκκινα Παιδιά πιασμένα χέρι χέρι να πηδούν ελεύτερα γύρω γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά και να τραγουδούν

Κι η Μηλιά ευτυχισμένη νrsquo απλώνει όσο μπορεί τα μεγάλα δυνατά της κλαδιά νrsquo αγκαλιάσει όλα τα παιδιά

Μα ξαφνικά― τι ήταν αυτό ―αστράφτει ο ουρανός Χαράζει η Ανατολή φωτάει η Δύση Κι ανθίζουν όλα τα κλώνια της Μηλιάς ―απrsquo Αγάπη Και χιλιάδες Χρυσά Μήλα αστράφτουν ψηλά πέφτουν σαν αστέρια και φυτρώνουν εκεί που πατούσαν τα ποδαράκια των παιδιών Κι οι Κακοί Άρχοντες αυτοί βλέπουν και λυσσούν ―και τρέμουνε τrsquo άσκημα χέρια τους

Γιατί άνθισαν για τα παιδιά τα μήλα κι είναι τα Μήλα Χρυσά κι είναι όμορφα και δεν είναι γιrsquo αυτούς

Ε τότες βγάζουν τrsquo Ασημένια Σπαθιά κι ορμούν και τα μάτια τους πετούν φωτιές

Και ζυγώνουν σαν άνεμος και σηκώνουν τrsquo άσπλαχνα σπαθιά και νά τα κατεβάζουν να κόψουν τrsquo αγαπημένα χεράκια να σφάξουν τα Παιδιά να φτάσουν τη Χρυσή Μηλιά νrsquo αρπάξουν αυτοί τα μήλα

Μα τα σπαθιά δεν κόβουν

Και τα χεράκια δε σπάνε

Και τα παιδιά τραγουδούν άφοβα και χορεύουν

Και σφίγγουν όλο πιο πολύ τrsquo αγαπημένα χέρια

Κι ο Μεγάλος Κύκλος που rsquoναι πιασμένα και χορεύουν όλα τα Παιδιά γίνεται τότες πιο δυνατός απrsquo τον πιο φοβερόν πολεμιστή πιο φοβερός κι απrsquo το ψηλό Κάστρο

Τότες θολώνουν τrsquo άγρια μάτια τους

Και τα κοφτερά Σπαθιά πέφτουν απrsquo τα χέρια τους

Και ζαλίζουνται πέφτουν χάμου Κι ανασηκώνουνται και ξαναπέφτουν

Και το φαρμάκι που rsquoχουνε στη μαύρη ψυχή τους έπηξε κι έγινε πηχτό κόκκινο γαίμα Και σταματά την άσπλαχνη καρδιά τους να μη χτυπά πια

Και παραλυούνε τα μακριά σουβλερά τους δαχτύλια Και δεν μπορούνε πια να σκοτώνουν

Ε σαν είδαν τrsquo Αρχοντόπουλα τους αγαπημένους τους άρχοντες σκοτωμένους φωνάζουν τους φύλακες με-τα-Χίλια-Μάτια

Κι από τους Μαύρους Τάφους ξεπηδούν οι Στρατιώτες με-τα-Χίλια Σπαθιά

Και όλοι μαζί οί οχτροί των παιδιών ζυγώνουν με πνιχτά βήματα με μάτι θολό κι αγριεμένα Σπαθιά Και θέλουν κι αυτοί να σφάξουν τα παιδιά νrsquo αρπάξουν τα Χρυσά τα Μήλα

Μα τα παιδιά δεν τους βλέπουν και δεν τους ακούν Και χαρούμενα σφίγγουν τα χέρια Κι όλο τραγουδούν

Και πετά το τραγούδι τους γοργό κι αντηχεί ως τον Κόκκινον Κάμπο κει που Πουλί δεν πετά και Λουλούδι δε φυτρώνει

Και τrsquo ακούν οι φτωχοί Περβολάρηδες που δεμένοι στις χρυσές αλυσίδες του Σκληρόκαρδου σκάβουν Τι δεν μπόρεσαν να κάνουν τη Μηλιά νrsquo ανθίσει

Και τrsquo ακούν οι Καλοί Χτίστες που δεμένοι στις βαριές αλυσίδες του Στενόμυαλου χτίζουν Tι δεν μπόρεσαν να φυλάξουν καλά τη Χρυσή Μηλιά

Και σηκώνουν τα μάτια και βλέπουν τον Ήλιο Μα ξαφνικά το τραγούδι ορμά στη μεγάλη κόκκινη φωτιά και τη σβήνει

Τότες σωπαίνουν τα μεγάλα νεροπρίονα στο δάσος Kι απrsquo τα βαθύσκια Δάση βγαίνουν οι ξυλοκόποι

Και φύλλο δεν τρέμει κι αγέρας δε φυσά

Κι όλοι οι ανθρώποι πrsquo αγαπούν τα Παιδιά βλέπουν τότες τους χίλιους μαύρους φύλακες που ζυγώνουν Tι άνοιξε ο ουρανός και φάνηκε ο Ήλιος κι ακούγονται τα βαριά τους πατήματα και γυαλίζουνε τrsquo ασημένια τους σπαθιά Και ωσάν τους είδαν κάνουν έτσι και σπάνε τις αλυσίδες

Και ―νά τοι― τρέχουν πετούν ξεχύνουνται με τσάπες και τσεκούρια με πριόνια και μυστριά με σίδερα που βρήκαν και κλαδιά που κόψαν

Αστράφτει στα μάτια τους η Αγάπη

Και γοργά χτυπά στις φλέβες το κόκκινο Ανθρώπινο αίμα Και ερχόμενοι εκείνα τα παλικάρια εχυθήκαν απάνω τους ωσάν λεοντάρια λυσσασμένα

Και τότες ―άι χα ―σηκώνουνται ψηλά τrsquo ατσάλινα μπράτσα Και πριν κατέβουν ξεψυχούν οι στρατιώτες-με-τα-χίλια-Σπαθιά Και σαν κατέβουν λιανίζουν πετσοκόβουν πελεκούν τους λυσσασμένους φύλακες των Αρχοντάδων

Όμως όσοι απομείναν από τα στρατεύματα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου ενωθήκανε τότες σrsquoένα μεγάλο στρατό κι ορμήσαν και πάλι καταπάνου στα παιδιά για να κόψουν τα ενωμένα τους χέρια και να πάρουν αυτοί για λογαριασμό τους μονάχα τα τρία ―ολόχρυσα― Μήλα

Και τότες και οι πατεράδες και όλες οι μητέρες των παιδιών που είδαν τον κίνδυνο αυτόν ορμήσανε καταμπρός άλλοι από μπροστά από τον εχθρό και άλλοι από την πίσω μεριά τους και εκάναν την καρδιά τους σκληρή και άπονη Και αρπάξαν τους κακούς αυτούς στρατιώτες από τα μαλλιά και γυρίσαν κατά πίσω την κεφαλή τους και τους εχτύπησαν με όλη τους τη δύναμη στο κεφάλι Kαι μετά τους εγύρισαν το χέρι και τους επήραν το

μαχαίρι όπου εκρατούσαν πριν μέσα στα δόντια τους για να σφάξουν οι κακούργοι αυτοί τα παιδιά Και με το ίδιο αυτό ατσάλινο μαχαίρι τούς χτυπήσαν με μεγάλη δύναμη ίσα μέσα στην καρδιά Έτσι σκληρά και άπονα τους εσκοτώσανε Και μένανε εκεί αυτοί πάνω στο χώμα ξαπλωμένοι ―δίχως να μπορούνε πια να κάνουν κακό σε κανέναν άνθρωπο― ούτε και σε κανένα από τα παιδιά που κυνηγούσανε πριν με κακία μεγάλη

Ετότες εφάνηκε κι ένας καβαλάρης με σπαθί ξεγυμνωμένο και άρματα λαμπερά Και άρχισε να σφάζει τους φύλακες όσοι είχανε απομείνει και τους επήρε κυνηγώντας πέρα από τη Χρυσή τη Μηλιά μέσα στα βουνά

Και εκεί έγινε άφαντος από τη γη

Και τα παιδιά βοηθώντας και με τη χάρη του Θεού εσταθήκανε νικητές

Πιάνουνε λοιπόν τrsquo Αρχοντόπουλα και τα κλείνουνε στις δικές τους σκοτεινές φυλακές

Και τους στρατιώτες τούς κόβουν ευτύς τα πολλά χέρια Και τους αφήνουνε μόνο δυο να δουλεύουν και να τρων

Kαι τους Φύλακες ―αυτούς τους πάνε και τους στήνουν μες στrsquo ανθισμένα αμπέλια να φυλούν τα σταφύλια με τα χίλια τους μάτια μην έρθει κάνα πουλάκι και τσιμπήσει τις γλυκές ζουμερές ρόγες

O χορός της χρυσής μηλιάς

Σκύβει τότες ο Σπιθοβολάκης μαζεύει τα ολόχρυσα Μήλα και τα φυτεύει βαθιά στα καρπερά σπλάχνα της γης

Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός μοιράζει σrsquo όλους τις χίλιες Ασημένιες τσάπες

Κι από πίσω ―νά την ―σκαλίζει μrsquo ένα σκαλιστηράκι κι η Γριά

Και σα βρίσκει παλιό κίτρινο κοντάρι το σιάχνει ευτύς δρεπάνι-δρεπανάκι Και σα βρίσκει παλιό σκουριασμένο κανόνι το ρίχνει ευτύς στη μεγάλη κόκκινη Φωτιά

Και το παίρνουν οι Σιδεράδες το χτυπούν στο δυνατό αμόνι και το σιάχνουν όμορφο αλέτρι

Και πιάνει ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης τrsquo αλέτρι κι οργώνει με μιας ολάκερη τη γης Κι απrsquo το γερό και βαθύ σκάψιμο πέφτουν οι ψεύτικοι Πύργοι γκρεμίζουνται οι ψηλοί μαύροι Τοίχοι γεμίζουν χώμα τα φιδωτά λαγούμια πέφτουν οι Σκοτεινές φυλακές και τίποτα πια δε χωρίζει όλα τα Παιδιά

Κι από πίσω ―νά κι ο Γέρος ρίχνει το στάρι

Και νά και τα Παιδιά ―αυτά θερίζουν τα κυματιστά ολόχρυσα στάχια

Μα φυτρώσαν και τα Μήλα Και βγήκαν παντού οι όμορφες αληθινές Μηλιές

Και όλοι όσοι βρίσκουνται τώρα κοντά στη Χρυσή Μηλιά πιάνουνται χέρι με χέρι σφιχτά κι αγαπημένα στον πιο λεβέντικο χορό που rsquoγινε ποτές

Και πιάνει ο Σπιθοβολάκης τον κάβο κι η Γριούλα την άλλη άκρη Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός κάνει έτσι και φωνάζει φωνάζει όλα τα Παιδιά απrsquo όλη τη Γης στο χορό της Χρυσής της Μηλιάς

Και βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια με σβέλτα μάτια και χλωμό πρόσωπο Αραπάκια με σγουρό μαλλί κι αστραφτερό χαμόγελο Ινδιανάκια με κόκκινο δέρμα και πολύχρωμα φτερά Εσκιμωάκια με λοξά μάτια και τολμηρό πρόσωπο

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Κι ο Μεγάλος Κύκλος απλώνει και μεγαλώνει και γυρνά και χορεύει και τραγουδά και σε λίγο αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη μας όπως ταξιδεύει φωτεινή κι όμορφη στο Γαλάζιο Άπειρο

Κι η Γης αναγαλλιάζει χαρούμενη όλα τα παιδιά αγαπημένα να χορεύουν απάνω της και να τραγουδούν

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη

Και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί άρχοντες

Κι ανθίζει ευτύς τα χαρούμενα δέντρα κι ωριμάζει άφθονους τους χρυσούς της καρπούς

Και βάζει τα ποτάμια να ποτίζουν και δένει το πιο όμορφο στάρι Και λέει στα ψηλά βουνά να κρατούν τrsquo άσπρο χιόνι να rsquoχουν και το καλοκαίρι νερό να ποτίζουν οι Άνθρωποι

Κι ο Ήλιος αυτός στέλνει τις πιο όμορφες Αχτίνες του Και γελούν και χορεύουν με όλα τα Παιδιά

Κι είναι όλοι δυνατοί ―και χαρούμενοι― και πολύ μα πολύ ευτυχισμένοι

Γιατί τα πουλάκια ξαναγύρισαν στα δάση Και τα τριαντάφυλλα ξανάνθισαν με το κελάηδημά τους Και τα Παιδιά είναι πολύ γερά και ροδοκόκκινα Κι οι καρπερές Ελιές ανθίζουν ξανά τον πιο όμορφο καρπό και χαρίζουν σrsquo όλους το χρυσό χρυσό λάδι της μιας Ατέλειωτης Ειρήνης των Ανθρώπων

Τα τρία ολόχρυσα Μήλα είχαν ανθίσει

Ψέματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθια

μήτε εγώ ήμουν εκεί μήτε σεις να το πιστέψετε

Τέλος του παραμυθιού Καλησπέρα σας

(από το βιβλίο Φώτης Kόντογλου H μηλιά με τα χρυσά μήλα Aθήνα 1947)

πηγή httpwwwsnhellgrkidscontentaspid=143ampcat_id=5

Page 3: Φώτης Κόντογλου, διήγημα

― Έλα αν σου βαστά να τα κόψεις φώναζε ο Στενόμυαλος στο Σκληρόκαρδο γιατί στη μεριά του κρεμόντουσαν τα μήλα

― Τόλμησε αν μπορείς να τrsquo αγγίξεις ούρλιαζε ο Σκληρόκαρδος που στη δική του μεριά ήταν η ρίζα του δέντρου Θα κόψω τη μηλιά να μην ξανακάνει μήλα Χα χα

― Είσαι παλιάνθρωπος άφρισε ο Στενόμυαλος

― Δική μου είνrsquo η Μηλιά Κλέφτη μάνιασε ο Σκληρόκαρδος

Κι όπως τrsquo ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι απrsquo το θυμό σκύβει και σηκώνει μια πέτρα και τη σφεντονίζει να τον χτυπήσει στο κεφάλι να τον ξεκάνει Μα αυτός σβέλτος κάνει δίπλα και τον περνά ξυστά και τη γλιτώνει

Αυτό ήταν Βγάζουν ευτύς τις μεγάλες τους σπάθες έρχονται κι οι Στρατιώτες με τα χίλια σπαθιά και τα εκατό μάτια φωνάζει κι ο άλλος τα φουσάτα τους φύλακες με τα χίλια μάτια και τα εκατό σπαθιά κι αρχίζει ένας πόλεμος ένας σκοτωμός να μην έχει τελειωμό

Εκεί να rsquoσουνα να δεις το Σκληρόκαρδο να λυσσομανά νrsquo αφρίζει τους στρατιώτες με τα χίλια σπαθιά να πελεκούν να πετσοκόβουν να λιανίζουν ωσότου πάνε πήρανε δρόμο οι φύλακες του δύστυχου του Στενόμυαλου

Και τον ίδιον τον έπιασαν του rsquoκοψαν ευτύς το κεφάλι το rsquoβαλαν απάνου σrsquo ένα ξύλο και το γύριζαν να το βλέπει ο κόσμος να τους φοβάται

Τόσο αίμα ανθρώπινο χύθηκε κείνη τη μέρα που οι στρατιώτες βάψανε τα φέσια τους κόκκινα Kι από τότες ως τα σήμερα το ίδιο χρώμα έχουν

Λαχανιασμένος κουρασμένος μα φχαριστημένος γιατί νίκησε γυρνά τότες να δει ο δυνατός Σκληρόκαρδος τα μήλα να τα καμαρώσει πάνω στη δική του πια τη Μηλιά

Άι Άφαντα τα μήλα Τρίβει ξανατρίβει τα μάτια του ζαλίζεται πέφτει χάμου ανασηκώνεται ξανατρίβει τα μάτια του

Άι Άφαντα τα μήλα Κι η Μηλιά μόνη χωρίς λουλούδια με μαραμένα τα κλαδιά με ποτισμένη τη ρίζα της αίμα έτοιμη κι αυτή να μαραθεί να πέσει

Τότε χαλά τον κόσμο στις φωνές

Και μαζεύονται όλοι και ψάχνουν το χώμα και σκάβουν και ξανασκάβουν και φτάνουν ως τα σπλάχνα της γης

Μα πουθενά χρυσά μήλα

Τότες ο Σκληρόκαρδος διατάζει να μαζευτούν απrsquo όλον τον κόσμο οι πιο έξυπνοι Περβολάρηδες κι οι πιο καλοί Χτίστες

Και ξεχωρίζει τους καλύτερους και τους βάζει νύχτα μέρα να κοιτούν τη Μηλιά να την ποτίζουν να την κλαδεύουν και να την μπολιάζουν μη κι ανθίσει και βγάλει πάλι μήλα

Και τους χτίστες τούς παίρνει και τους βάζει να χτίσουν τον πιο γερό τοίχο κι απάνω του θεμελιώνουν κάστρο κι απάνω στο κάστρο πύργους κι απάνω στους πύργους πoλεμίστρες

Και μέσα από τις πολεμίστρες φυλάνε με τα μακριά κοντάρια και τους χρυσούς θώρακες ψηλοί στρατιώτες μrsquo άγρυπνα μάτια και κοφτερά σπαθιά μη τολμήσει κανείς και ξεπεράσει το νέο σύνoρo

Γιατί τώρα έχει μέσα φυλαγμένη ο άρχοντας Σκληρόκαρδος τη δική του Μηλιά τη Μηλιά-που-κάνει-τα-Χρυσά-Mήλα

Trsquo Aρχοντόπουλα

Ύστερα γέννησε η γυναίκα του Σκληρόκαρδου κι έκανε έναν γιο Κι έτυχε την ίδια μέρα να γεννήσει κι η γυναίκα του Στενόμυαλου και να κάνει κι αυτή γιο

Σαν μεγάλωσαν ο ένας είχε πιο χοντρό λαιμό και πιο άγρια μάτια από τον πατέρα του

Και τον είπαν κι αυτόν Σκληρόκαρδο

Κι ο άλλος αυτός είχε ακόμα πιο λεπτά χείλια και πιο μαύρη καρδιά

Και τον είπαν άρχοντα Στενόμυαλον

Και μόλις πάτησε τα δεκαεφτά ο νέος Σκληρόκαρδος βγάζει το γέρο πατέρα του από το θρόνο τον κλείνει γερά και σφαλιχτά στην πιο μαύρη φυλακή και γίνεται Άρχοντας αυτός

Και την ίδια μέρα βγάζει κι η μάνα του Στενόμυαλου το ματοβαμμένο χρυσό δαχτυλίδι του πατέρα του και του το φορά

Έτσι έγινε κι αυτός Άρχοντας

Τώρα οι άνθρωποι όχι μόνο δεν τολμούσαν να κόψουν το παραμικρό από τα δέντρα ή να σκάψουν με την τσάπα τους τη γης μα και μόνο να πουν ότrsquo είχαν στην καρδιά και στο μυαλό τους

Γιατί οι δυο νέοι άρχοντες έχουν κατάσκοπους σrsquo όλη τη χώρα

Και κιχ να rsquoκανες σού rsquoκοβαν το κεφάλι

Ύστερα βγήκε ένας λόγος που rsquoλεγε πως η Χρυσή Μηλιά θrsquo ανθίσει και θα κάνει τα Χρυσά Μήλα σε τρία χρόνια Και πως όποιος βρεθεί τη βλογημένη κείνη ώρα κοντά της και κόψει τα Χρυσά Μήλα αυτός θα εξουσιάζει με το σπαθί του και τις δυο χώρες

Κι ο κόσμος ―τότες― θα ζει ευτυχισμένος

Μόλις τrsquo άκουσαν αυτό οι δυο Άρχοντες γίνηκαν κίτρινοι σαν το φλουρί ―ο ένας από φόβο ο άλλος από έχθρητα και ζήλια

Κι αρχίζει τότες και τοιμάζεται ο Νέος Στενόμυαλος κρυφά να πάρει πίσω τα Χρυσά Μήλα που με τον παλιό τοίχο ήταν στη δική του μεριά

Κι ο Σκληρόκαρδος αυτός δεν κοιμάται πια από το φόβο του μην του πάρουν τα Χρυσά Μήλα γιατί με τον παλιό τοίχο μονάχα η ρίζα του δέντρου ήταν στη δική του τη μεριά

Βγάζει λοιπόν διαλαλητή και φωνάζει τους πιο καλούς μαστόρους απrsquo όλες τις χώρες

Και με την προσταγή του κόβουν οι ξυλοκόποι τις καρπερές ελιές να σιάξουν Φράχτες Κι οι μαραγκοί πριονίζουν τα όμορφα πεύκα και σιάχνουν χοντρές πόρτες Κι οι σιδεράδες λιώνουν το σκληρό σίδερο και σιάχνουν μεγάλες αμπάρες και χοντρά Kαρφιά Κι οι χτίστες δουλεύουν νύχτα μέρα και χτίζουν κάστρα πύργους πολεμίστρες Και στο τέλος γυρίζουν και το ποτάμι που πότιζε τη χώρα και το φέρνουν να περνά πλατύ κι αφρισμένο μπρος από τrsquo άπαρτο κάστρο που φυλάγει μέσα ο Άρχοντας τη Χρυσή τη Mηλιά

Μα ο πονηρός Στενόμυαλος αυτός φωνάζει ξένους τεχνίτες που δουλεύουνε μόνο τη νύχτα

Κρυμμένοι σrsquo ένα βαθύ λαγούμι σαράντα μπόγια κάτrsquo απrsquo τη γης κρυφά μαστορεύουν και ζητάνε να βρούνε νέες τέχνες τον άπαρτο τον πύργο να γκρεμίσουν και το παλιό το σύνορο άκοπα να διαβoύν

Και ξοδεύει το χρυσάφι ο Στενόμυαλος και σκορπά το μαργαριτάρι και σε λίγο αδειάζουν όλες οι αποθήκες που απrsquo τον καιρό του πατέρα του ήταν γεμάτες

Κι οι Άνθρωποι ζούνε ακόμα πιο δυστυχισμένoι

Γιατί τα πουλάκια φύγαν απrsquo τα δάση και τα τριαντάφυλλα μαράθηκαν δίχως το κελάηδημά τoυς και τα παιδιά είναι αδύνατα και πολύ χλωμά κι οι καρπερές ελιές κείτονται κομμένες στο χώμα

Κι όσοι δεν είναι στρατιώτες δουλεύουν μόνο για να γεμίζει τις αποθήκες και να ξοδεύει ο ένας άρχοντας ή για να χτίζει ψηλά κάστρα ο άλλoς

Και μια μέρα ακούγεται ένα φοβερό ποδοβολητό και τρέμει η γης και σιούνται συθέμελα τα Kάστρα Κι οι στρατιώτες με τα χίλια σπαθιά πετιούνται πάνω τρομαγμένοι και τι να δoυν

Ένα μεγάλο σύννεφο νrsquo απλώνεται ώσπου φτάνει το μάτι σου κι όλο να θολώνει και νrsquo αντριεύεται

Κι έρχεται ευτύς ο Σκληρόκαρδoς Και βαρούνε οι σάλπιγγες κι αυτός καβάλα απάνω στrsquo ολόλευκο άτι του που δαγκάνει τα σίδερα και χλιμιντρά να πολεμήσει προχωρά καταπάνου στο σύννεφο να δει

Και ξαφνικά αστράφτουν χίλιες αστραπές και πέφτουν χίλιοι κεραυνοί κι αντιβουίζουνε βουνά και κάμποι Και μέσrsquo απrsquo τη φωτιά πrsquo άστραψε απrsquo τον κουρνιαχτό φαίνουνται για πρώτη φορά οι σημαίες και τα μπαϊράκια τrsquo άρχοντα Στενόμυαλου

Και ξανατρέμει η γης και σκοτεινιάζει ο ουρανός και κρύβεται ο ήλιος

Κι αρχίζουν μέσα σrsquo ένα βουερό κι απαίσιο μούγκρισμα να σφυρίζουν και να rsquoρχουνται καταπάνου στο κάστρο μπάλες από καυτό σίδερο

Και τινάζουν τους πύργους στον αγέρα και πέφτουν οι τοίχοι σε συντρίμμια κι ουρλιάζουν οι στρατιώτες που το καυτό μολύβι τούς θερίζει τα ποδάρια τους κόβει κορμιά τους σφάζει ζωντανούς

Και το ποτάμι γίνεται κόκκινο απrsquo το πολύ γαίμα κι αφρίζει θυμωμένο τον ολοκόκκινον αφρό κι ορμά να πνίξει τrsquo άλογα και τα κανόνια και την κόκκινη απrsquo το αίμα μηλιά που κάνει τα Χρυσά Μήλα

Τρέχουν ευτύς οι μυριάδες στρατός μrsquo αμέτρητους κουβάδες σκύβουν στrsquo αφρισμένο το ποτάμι κι αδειάζουν στrsquo άσπλαχνο διψασμένο χώμα το κόκκινο αίμα

Κι από τότες ο παλιός ανθισμένος κάμπος έχει παντού κόκκινο χώμα Και κανένα λουλούδι δε φυτρώνει Ούτε δέντρο Κι ούτε πουλί δεν περνά ψηλά στον ουρανό

Λαχανιασμένος κουρασμένος μα φχαριστημένος γιατί νίκησε τρέχει ο Νέος Στενόμυαλος πάνω στrsquo ολόμαυρο άτι του περνά το κόκκινο ποτάμι βρίσκει το σκοτωμένο Σκληρόκαρδο του κόβει το κεφάλι και πάει και το κρεμά στη ματοβαμμένη Μηλιά

Κι έτσι πήρε εκδίκηση

Αλλrsquo άδικα περιμένει να πάρει και τα Χρυσά Μήλα

Περνάνε χίλιες μέρες εκατό βδομάδες πενήντα χρόνια βγάζει ψαρά γένια κι άσπρα μαλλιά όμως όχι δεν ανθίζει γιrsquo αυτόν η Μηλιά

Τότες φωνάζει πίσω τους ξένους τεχνίτες Kαι τους βάζει να σκάβουν βαθιά λαγούμια πέρα απrsquo τη Χρυσή Μηλιά

Ύστερα ξεζεύει μόνος του τα χίλια άλογα που rsquoσερναν τα κανόνια και τα στήνει όλα μαζί γυρισμένα καταπάνου στη χώρα του νικημένου Σκληρόκαρδου

Και με τα κανόνια και με τα λαγούμια πιστεύει πως έκλεισε μέσα και τη χρυσή του τύχη

Γιατί αν ανθίσει η Μηλιά μες στη δική του χώρα θα κάνει τα μήλα για τους δικούς του μονάχα τους γιους τrsquo αρχοντόπουλα

O Σπιθοβολάκης

Ύστερα αν πεις πως δε γέννησε πάλι η Αρχόντισσα θα rsquoλεγες ένrsquo άσκημο ψέμα Γιατί κι οι δυο Αρχόντισσες γεννούσανε όλο αγόρια το rsquoνα πιο άγριο και πιο κακό από τrsquo άλλο

Και κάθε ένας τους ήθελε για δική του μονάχα τη Μηλιά Έκανε λοιπόν νέον Πόλεμο να την πάρει πίσω Κι ο άλλος ―αυτός έκανε πόλεμο να τη φυλάξει

Και κάθε φορά λέγανε ψέματα ―πως όλο και θrsquo ανθίσει η Μηλιά όλο και θα κάνει τα όμορφα χρυσαφιά λουλούδια της Και πως τότες ο κόσμος θα ζει ευτυχισμένος

Όμως ήταν η πιο μεγάλη Πείνα κι η πιο φοβερή Δίψα ―απrsquo τον καιρό που ζούμε απάνω στη γης

Οι ανθρώποι τρώγαν και ποντίκια και γάτες και για να πιούνε νερό απλώναν στη γης απάνω κουβάδες και ντενεκέδες κι ότι άλλο είχαν μη ρίξει ο ουρανός καμιά στάλα να rsquoχουν να πιουν

Ε τότες λοιπόν μια καλομοίρα Γριά είχε ψάξει χίλιες φορές την αποθήκη της μη βρει μια σταλίτσα αλεύρι να ψήσει ψωμί

Και λέει laquoβρε δεν πάω να ψάξω μιαν ακόμαraquo Κι αδειάζει που λέτε όλα της τα σακιά και στο τελευταίο βρίσκει μια χουφτίτσα αλεύρι

Εκεί να δεις χαρά τη Γριά και τrsquo αυτιά της γελούσανε Πιάνει γλήγορα γλήγορα και το ζυμώνει και το πλάθει και σιάχνει ένα κουλουράκι και το σκεπάζει με την κάπα της όμορφα όμορφα να ζεσταθεί να φουσκώσει

Τώρα η Γριούλα αυτή είχε δεκατρία παιδιά και της είχαν πεθάνει όλα στον πόλεμο Κι ο πόλεμος βάστηξε δώδεκα χρόνια και κάθε χρόνο έχανε κι ένα παιδί κι έτσι της έμεινε μόνο το τελευταίο που το λέγανε Σπιθοβολάκη

Αυτός ήταν το πιο καλό παιδί της γειτονιάς μα τι τα θες ήταν και λίγο σκανταλιάρικο Κείνη τη μέρα είχε χωθεί στο πιθαράκι με το λάδι έτσι για να πεταχτεί από μέσα την ώρα που θα τρώγανε και να τους κάνει να γελάσουν

Μα σαν είδε το κουλουράκι ―ωπ δίνει μια και νά τον έξω απrsquo το πιθάρι Τσίμπα από δω τσίμπα από κει έφαγε δίχως να το καταλάβει όλο το ζυμάρι

Τι να κάνει τότε Κάθεται παίρνει χώμα σιάχνει λάσπη πλάθει ένα ολόιδιο κουλουράκι το πασπαλίζει με την αλευρόσκονη που rsquoχε μείνει και ―τσουπ ξανατρυπώνει στο πιθαράκι

Έρχεται ο Γέρος κι η Γριά να φάνε κι αρχίζουν τις φωνές

― Σπιθοβολάκη Πού rsquoσαι βρε Σπιθοβολάκη Έλα έλα να φας

Σαν είδαν κι απόειδαν που δεν ερχόταν ο προκομμένος ο γιος τους κάθονται να φάνε

Πιάνει ο Γέρος το κουλουράκι το δαγκώνει

― Χάι χάι Trsquo είνrsquo αυτό Φτου Xαφτού

Κι αρχίζει τα γέλια τότες ο Σπιθοβολάκης μέσrsquo απrsquo το πιθαράκι και ψάχνουν αυτοί θυμωμένοι να τον βρουν κι από δω τον έχουν από κει τους φεύγει

Κι από τα πολλά τα γέλια παίρνει δρόμο μαζί με το πιθάρι Και βλέπει η Γριά ένα κοτζάμ πιθάρι να το σκάει από την πόρτα και καταλαβαίνει πως κάποια διαολιά θα rsquoναι πάλι του Σπιθοβολάκη και πιάνει τη σκούπα κι αρχινά να τον κυνηγά

Τρέχει τρέχει ο Σπιθοβολάκης μέσα από το πιθάρι Κι έχει βγάλει όξω τα ποδάρια του μα το κεφάλι του μεγάλωσε απrsquo τα πολλά γέλια και δε βγαίνει

Τέλος φτάνει κοντά στη Χρυσή Μηλιά δίνει μια του πιθαριού στον κορμό το σπα και λευτερώνεται Μα η μάνα του τον έχει φτάσει κι απλώνει το χέρι της ―απ να τον τσακώσει

― Μηλιά μηλιά ανέβασrsquo με ψηλά λέει τότες ο Σπιθοβολάκης

Κι ευτύς σκύβει η Μηλιά κι ωσότου κλείσει η μάνα του τα χέρια της νά τον ο Σπιθοβολάκης ψηλά πάvω στα κλώνια της Μηλιάς και χοροπηδά και σκάει στα γέλια

Και βγάζει ένα σκοινί που rsquoχε δεμένο στη μέση του και δένει μια ψηλή κούνια κι αρχινά το γέλιο και το ξεφωνητό και το τραγούδι

Κι η γριούλα μια φοβάται μη της πέσει μια την πιάνουν τα γέλια με τη διαολιά και το κέφι του γιου της

Η Μηλιά χαίρεται κι αυτή κι αναγαλλιάζει ένα παιδί σκαρφαλωμένο απάνω της να παίζει και να τραγουδά

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί Άρχoντες

Κι ο Ήλιος χαίρεται κι αυτός που είδε τη χαρακαμένη μανούλα να γελάσει Και λίγο πριν δύσει στέλνει τις τρεις πιο όμορφες αχτίνες του να τους κρατήσουν συντροφιά να παίζουν κι όταν θα σκοτεινιάσει

Μα ξαφνικά ―τι ήταν αυτό ―οι τρεις φωτεινές ηλιαχτίνες γίνονται τρία χρυσαφιά όμορφα λoυλoύδια Αστράφτει Ανατολή και Δύση Και ―νά τα τα τρία ολόχρυσα Μήλα λάμπουν μέσα στα κλώνια της Mηλιάς

― Σπιθοβολάκη μου Σπιθοβολάκη φωνάζει τότες η Γριoύλα Κόψε κόψε τα Χρυσά Μήλα

― Θα μου τα δώσεις αν κατέβω λέει ο Σπιθoβoλάκης

― Ναι γιόκα μoυ

― Και δε θα με δείρεις για το κουλουράκι ξαναρωτά το σκανταλιάρικο

― Όχι γιόκα μoυ

― Ε τότες γιατί να κατέβω Άσε να τελειώσω πρώτα την κούνια μoυ Xoπ Και ξεκαρδίζεται να γελά όπως πετά ―όπλα λα κάτω από τα χρυσά τα Μήλα

― Σπιθοβολάκη Σπιθοβολάκη λέει τότες η Μανούλα τoυ Δως μου τα Χρυσά τα Μήλα κι εγώ θα σου δώσω την πιο Χρυσήν Ευχή της Mανoύλας Τότες ο Σπιθοβολάκης αφήνει γλήγορα το παιχνίδι σκαρφαλώνει ευτύς πιο ψηλά και ρίχνει τα Χρυσά Μήλα στη γλυκιά του Μανούλα Κι εκείνη του λέει ψιθυριστά στο μικρό έξυπνο αυτάκι του μια Μαγική Λέξη τρεις φορές laquoΕιρήνη-Ειρήνη-Ειρήνηraquo

Και κρατούσε στα χέρια της τα τρία ολόχρυσα Μήλα που θα φέρναν στον κόσμο την ευτυχία

Ξανασκαρφαλώνει τότες ο Σπιθοβολάκης πολύ ψηλά πάνω στη Χρυσή τη Mηλιά Κι αρχίζει να φωνάζει με μια φωνή που λυγίζανε τα δέντρα απrsquo την ανάσα που rsquoβγαζε κάθε φoρά

Και τον ακούν όλα τα παιδιά που ζούσαν χωριστά στη χώρα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου κι έρχουνται ευτύς να δουν τι τρέχει

― Παιδιά λέει τότες με τη βροντερή του φωνή ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης η Μηλιά άνθισε γιατί να κάνουμε πόλεμο για τα Χρυσά Mήλα Η Μηλιά άνθισε κι όλοι οι Σκληρόκαρδοι κι όλοι οι Στενόμυαλοι μήτε το πήραν χαμπάρι ούτε τη Χρυσήν Ευχή της Μανούλας έχουν μαζί τους Ειρήνη-Ειρήνη-Ειρήνη

― Ζήτω-ω-ω θα γίνει φωνάζουν τότες κι όλα μαζί τrsquo αγαπημένα παιδιά

Κι αρχίζουν ευτύς το τραγούδι και το χορό και πιάνουνται όλοι χέρι με χέρι κι αρχίζουν να χοροπηδούν και να χορεύουν γύρω γύρω -ώπα ωπ ούλοι μαζί ―γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά

Και το χαρούμενο τραγούδι τους γοργό σαν κρούσταλλο νεράκι έλεγε

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι Χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Πήδα -χόπλα Λύγα -χόπλα

Ίσια το κορμί -έι χο

Τρέξτε όλοι πιάστε όλοι

το Λεβέντικο Χορό

τράλα λάλα λο

τράλα λάλα λο

Oι Άρχοντες

Τότες ακούν οι κακοί Άρχοντες το τραγούδι των παιδιών Και γιομίζει η καρδιά τους φαρμάκι Και τρέμουν τα χέρια τους από θυμό και λυσσάνε πrsquo άνθισε για τα Παιδιά η Μηλιά και δεν άνθισε γιrsquo αυτούς

Κι αρπάζουν ευτύς τrsquo άγρια ασημένια σπαθιά και βγαίνουν όξω

Μα τι να δουν

Χιλιάδες ροδοκόκκινα Παιδιά πιασμένα χέρι χέρι να πηδούν ελεύτερα γύρω γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά και να τραγουδούν

Κι η Μηλιά ευτυχισμένη νrsquo απλώνει όσο μπορεί τα μεγάλα δυνατά της κλαδιά νrsquo αγκαλιάσει όλα τα παιδιά

Μα ξαφνικά― τι ήταν αυτό ―αστράφτει ο ουρανός Χαράζει η Ανατολή φωτάει η Δύση Κι ανθίζουν όλα τα κλώνια της Μηλιάς ―απrsquo Αγάπη Και χιλιάδες Χρυσά Μήλα αστράφτουν ψηλά πέφτουν σαν αστέρια και φυτρώνουν εκεί που πατούσαν τα ποδαράκια των παιδιών Κι οι Κακοί Άρχοντες αυτοί βλέπουν και λυσσούν ―και τρέμουνε τrsquo άσκημα χέρια τους

Γιατί άνθισαν για τα παιδιά τα μήλα κι είναι τα Μήλα Χρυσά κι είναι όμορφα και δεν είναι γιrsquo αυτούς

Ε τότες βγάζουν τrsquo Ασημένια Σπαθιά κι ορμούν και τα μάτια τους πετούν φωτιές

Και ζυγώνουν σαν άνεμος και σηκώνουν τrsquo άσπλαχνα σπαθιά και νά τα κατεβάζουν να κόψουν τrsquo αγαπημένα χεράκια να σφάξουν τα Παιδιά να φτάσουν τη Χρυσή Μηλιά νrsquo αρπάξουν αυτοί τα μήλα

Μα τα σπαθιά δεν κόβουν

Και τα χεράκια δε σπάνε

Και τα παιδιά τραγουδούν άφοβα και χορεύουν

Και σφίγγουν όλο πιο πολύ τrsquo αγαπημένα χέρια

Κι ο Μεγάλος Κύκλος που rsquoναι πιασμένα και χορεύουν όλα τα Παιδιά γίνεται τότες πιο δυνατός απrsquo τον πιο φοβερόν πολεμιστή πιο φοβερός κι απrsquo το ψηλό Κάστρο

Τότες θολώνουν τrsquo άγρια μάτια τους

Και τα κοφτερά Σπαθιά πέφτουν απrsquo τα χέρια τους

Και ζαλίζουνται πέφτουν χάμου Κι ανασηκώνουνται και ξαναπέφτουν

Και το φαρμάκι που rsquoχουνε στη μαύρη ψυχή τους έπηξε κι έγινε πηχτό κόκκινο γαίμα Και σταματά την άσπλαχνη καρδιά τους να μη χτυπά πια

Και παραλυούνε τα μακριά σουβλερά τους δαχτύλια Και δεν μπορούνε πια να σκοτώνουν

Ε σαν είδαν τrsquo Αρχοντόπουλα τους αγαπημένους τους άρχοντες σκοτωμένους φωνάζουν τους φύλακες με-τα-Χίλια-Μάτια

Κι από τους Μαύρους Τάφους ξεπηδούν οι Στρατιώτες με-τα-Χίλια Σπαθιά

Και όλοι μαζί οί οχτροί των παιδιών ζυγώνουν με πνιχτά βήματα με μάτι θολό κι αγριεμένα Σπαθιά Και θέλουν κι αυτοί να σφάξουν τα παιδιά νrsquo αρπάξουν τα Χρυσά τα Μήλα

Μα τα παιδιά δεν τους βλέπουν και δεν τους ακούν Και χαρούμενα σφίγγουν τα χέρια Κι όλο τραγουδούν

Και πετά το τραγούδι τους γοργό κι αντηχεί ως τον Κόκκινον Κάμπο κει που Πουλί δεν πετά και Λουλούδι δε φυτρώνει

Και τrsquo ακούν οι φτωχοί Περβολάρηδες που δεμένοι στις χρυσές αλυσίδες του Σκληρόκαρδου σκάβουν Τι δεν μπόρεσαν να κάνουν τη Μηλιά νrsquo ανθίσει

Και τrsquo ακούν οι Καλοί Χτίστες που δεμένοι στις βαριές αλυσίδες του Στενόμυαλου χτίζουν Tι δεν μπόρεσαν να φυλάξουν καλά τη Χρυσή Μηλιά

Και σηκώνουν τα μάτια και βλέπουν τον Ήλιο Μα ξαφνικά το τραγούδι ορμά στη μεγάλη κόκκινη φωτιά και τη σβήνει

Τότες σωπαίνουν τα μεγάλα νεροπρίονα στο δάσος Kι απrsquo τα βαθύσκια Δάση βγαίνουν οι ξυλοκόποι

Και φύλλο δεν τρέμει κι αγέρας δε φυσά

Κι όλοι οι ανθρώποι πrsquo αγαπούν τα Παιδιά βλέπουν τότες τους χίλιους μαύρους φύλακες που ζυγώνουν Tι άνοιξε ο ουρανός και φάνηκε ο Ήλιος κι ακούγονται τα βαριά τους πατήματα και γυαλίζουνε τrsquo ασημένια τους σπαθιά Και ωσάν τους είδαν κάνουν έτσι και σπάνε τις αλυσίδες

Και ―νά τοι― τρέχουν πετούν ξεχύνουνται με τσάπες και τσεκούρια με πριόνια και μυστριά με σίδερα που βρήκαν και κλαδιά που κόψαν

Αστράφτει στα μάτια τους η Αγάπη

Και γοργά χτυπά στις φλέβες το κόκκινο Ανθρώπινο αίμα Και ερχόμενοι εκείνα τα παλικάρια εχυθήκαν απάνω τους ωσάν λεοντάρια λυσσασμένα

Και τότες ―άι χα ―σηκώνουνται ψηλά τrsquo ατσάλινα μπράτσα Και πριν κατέβουν ξεψυχούν οι στρατιώτες-με-τα-χίλια-Σπαθιά Και σαν κατέβουν λιανίζουν πετσοκόβουν πελεκούν τους λυσσασμένους φύλακες των Αρχοντάδων

Όμως όσοι απομείναν από τα στρατεύματα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου ενωθήκανε τότες σrsquoένα μεγάλο στρατό κι ορμήσαν και πάλι καταπάνου στα παιδιά για να κόψουν τα ενωμένα τους χέρια και να πάρουν αυτοί για λογαριασμό τους μονάχα τα τρία ―ολόχρυσα― Μήλα

Και τότες και οι πατεράδες και όλες οι μητέρες των παιδιών που είδαν τον κίνδυνο αυτόν ορμήσανε καταμπρός άλλοι από μπροστά από τον εχθρό και άλλοι από την πίσω μεριά τους και εκάναν την καρδιά τους σκληρή και άπονη Και αρπάξαν τους κακούς αυτούς στρατιώτες από τα μαλλιά και γυρίσαν κατά πίσω την κεφαλή τους και τους εχτύπησαν με όλη τους τη δύναμη στο κεφάλι Kαι μετά τους εγύρισαν το χέρι και τους επήραν το

μαχαίρι όπου εκρατούσαν πριν μέσα στα δόντια τους για να σφάξουν οι κακούργοι αυτοί τα παιδιά Και με το ίδιο αυτό ατσάλινο μαχαίρι τούς χτυπήσαν με μεγάλη δύναμη ίσα μέσα στην καρδιά Έτσι σκληρά και άπονα τους εσκοτώσανε Και μένανε εκεί αυτοί πάνω στο χώμα ξαπλωμένοι ―δίχως να μπορούνε πια να κάνουν κακό σε κανέναν άνθρωπο― ούτε και σε κανένα από τα παιδιά που κυνηγούσανε πριν με κακία μεγάλη

Ετότες εφάνηκε κι ένας καβαλάρης με σπαθί ξεγυμνωμένο και άρματα λαμπερά Και άρχισε να σφάζει τους φύλακες όσοι είχανε απομείνει και τους επήρε κυνηγώντας πέρα από τη Χρυσή τη Μηλιά μέσα στα βουνά

Και εκεί έγινε άφαντος από τη γη

Και τα παιδιά βοηθώντας και με τη χάρη του Θεού εσταθήκανε νικητές

Πιάνουνε λοιπόν τrsquo Αρχοντόπουλα και τα κλείνουνε στις δικές τους σκοτεινές φυλακές

Και τους στρατιώτες τούς κόβουν ευτύς τα πολλά χέρια Και τους αφήνουνε μόνο δυο να δουλεύουν και να τρων

Kαι τους Φύλακες ―αυτούς τους πάνε και τους στήνουν μες στrsquo ανθισμένα αμπέλια να φυλούν τα σταφύλια με τα χίλια τους μάτια μην έρθει κάνα πουλάκι και τσιμπήσει τις γλυκές ζουμερές ρόγες

O χορός της χρυσής μηλιάς

Σκύβει τότες ο Σπιθοβολάκης μαζεύει τα ολόχρυσα Μήλα και τα φυτεύει βαθιά στα καρπερά σπλάχνα της γης

Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός μοιράζει σrsquo όλους τις χίλιες Ασημένιες τσάπες

Κι από πίσω ―νά την ―σκαλίζει μrsquo ένα σκαλιστηράκι κι η Γριά

Και σα βρίσκει παλιό κίτρινο κοντάρι το σιάχνει ευτύς δρεπάνι-δρεπανάκι Και σα βρίσκει παλιό σκουριασμένο κανόνι το ρίχνει ευτύς στη μεγάλη κόκκινη Φωτιά

Και το παίρνουν οι Σιδεράδες το χτυπούν στο δυνατό αμόνι και το σιάχνουν όμορφο αλέτρι

Και πιάνει ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης τrsquo αλέτρι κι οργώνει με μιας ολάκερη τη γης Κι απrsquo το γερό και βαθύ σκάψιμο πέφτουν οι ψεύτικοι Πύργοι γκρεμίζουνται οι ψηλοί μαύροι Τοίχοι γεμίζουν χώμα τα φιδωτά λαγούμια πέφτουν οι Σκοτεινές φυλακές και τίποτα πια δε χωρίζει όλα τα Παιδιά

Κι από πίσω ―νά κι ο Γέρος ρίχνει το στάρι

Και νά και τα Παιδιά ―αυτά θερίζουν τα κυματιστά ολόχρυσα στάχια

Μα φυτρώσαν και τα Μήλα Και βγήκαν παντού οι όμορφες αληθινές Μηλιές

Και όλοι όσοι βρίσκουνται τώρα κοντά στη Χρυσή Μηλιά πιάνουνται χέρι με χέρι σφιχτά κι αγαπημένα στον πιο λεβέντικο χορό που rsquoγινε ποτές

Και πιάνει ο Σπιθοβολάκης τον κάβο κι η Γριούλα την άλλη άκρη Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός κάνει έτσι και φωνάζει φωνάζει όλα τα Παιδιά απrsquo όλη τη Γης στο χορό της Χρυσής της Μηλιάς

Και βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια με σβέλτα μάτια και χλωμό πρόσωπο Αραπάκια με σγουρό μαλλί κι αστραφτερό χαμόγελο Ινδιανάκια με κόκκινο δέρμα και πολύχρωμα φτερά Εσκιμωάκια με λοξά μάτια και τολμηρό πρόσωπο

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Κι ο Μεγάλος Κύκλος απλώνει και μεγαλώνει και γυρνά και χορεύει και τραγουδά και σε λίγο αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη μας όπως ταξιδεύει φωτεινή κι όμορφη στο Γαλάζιο Άπειρο

Κι η Γης αναγαλλιάζει χαρούμενη όλα τα παιδιά αγαπημένα να χορεύουν απάνω της και να τραγουδούν

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη

Και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί άρχοντες

Κι ανθίζει ευτύς τα χαρούμενα δέντρα κι ωριμάζει άφθονους τους χρυσούς της καρπούς

Και βάζει τα ποτάμια να ποτίζουν και δένει το πιο όμορφο στάρι Και λέει στα ψηλά βουνά να κρατούν τrsquo άσπρο χιόνι να rsquoχουν και το καλοκαίρι νερό να ποτίζουν οι Άνθρωποι

Κι ο Ήλιος αυτός στέλνει τις πιο όμορφες Αχτίνες του Και γελούν και χορεύουν με όλα τα Παιδιά

Κι είναι όλοι δυνατοί ―και χαρούμενοι― και πολύ μα πολύ ευτυχισμένοι

Γιατί τα πουλάκια ξαναγύρισαν στα δάση Και τα τριαντάφυλλα ξανάνθισαν με το κελάηδημά τους Και τα Παιδιά είναι πολύ γερά και ροδοκόκκινα Κι οι καρπερές Ελιές ανθίζουν ξανά τον πιο όμορφο καρπό και χαρίζουν σrsquo όλους το χρυσό χρυσό λάδι της μιας Ατέλειωτης Ειρήνης των Ανθρώπων

Τα τρία ολόχρυσα Μήλα είχαν ανθίσει

Ψέματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθια

μήτε εγώ ήμουν εκεί μήτε σεις να το πιστέψετε

Τέλος του παραμυθιού Καλησπέρα σας

(από το βιβλίο Φώτης Kόντογλου H μηλιά με τα χρυσά μήλα Aθήνα 1947)

πηγή httpwwwsnhellgrkidscontentaspid=143ampcat_id=5

Page 4: Φώτης Κόντογλου, διήγημα

Και μαζεύονται όλοι και ψάχνουν το χώμα και σκάβουν και ξανασκάβουν και φτάνουν ως τα σπλάχνα της γης

Μα πουθενά χρυσά μήλα

Τότες ο Σκληρόκαρδος διατάζει να μαζευτούν απrsquo όλον τον κόσμο οι πιο έξυπνοι Περβολάρηδες κι οι πιο καλοί Χτίστες

Και ξεχωρίζει τους καλύτερους και τους βάζει νύχτα μέρα να κοιτούν τη Μηλιά να την ποτίζουν να την κλαδεύουν και να την μπολιάζουν μη κι ανθίσει και βγάλει πάλι μήλα

Και τους χτίστες τούς παίρνει και τους βάζει να χτίσουν τον πιο γερό τοίχο κι απάνω του θεμελιώνουν κάστρο κι απάνω στο κάστρο πύργους κι απάνω στους πύργους πoλεμίστρες

Και μέσα από τις πολεμίστρες φυλάνε με τα μακριά κοντάρια και τους χρυσούς θώρακες ψηλοί στρατιώτες μrsquo άγρυπνα μάτια και κοφτερά σπαθιά μη τολμήσει κανείς και ξεπεράσει το νέο σύνoρo

Γιατί τώρα έχει μέσα φυλαγμένη ο άρχοντας Σκληρόκαρδος τη δική του Μηλιά τη Μηλιά-που-κάνει-τα-Χρυσά-Mήλα

Trsquo Aρχοντόπουλα

Ύστερα γέννησε η γυναίκα του Σκληρόκαρδου κι έκανε έναν γιο Κι έτυχε την ίδια μέρα να γεννήσει κι η γυναίκα του Στενόμυαλου και να κάνει κι αυτή γιο

Σαν μεγάλωσαν ο ένας είχε πιο χοντρό λαιμό και πιο άγρια μάτια από τον πατέρα του

Και τον είπαν κι αυτόν Σκληρόκαρδο

Κι ο άλλος αυτός είχε ακόμα πιο λεπτά χείλια και πιο μαύρη καρδιά

Και τον είπαν άρχοντα Στενόμυαλον

Και μόλις πάτησε τα δεκαεφτά ο νέος Σκληρόκαρδος βγάζει το γέρο πατέρα του από το θρόνο τον κλείνει γερά και σφαλιχτά στην πιο μαύρη φυλακή και γίνεται Άρχοντας αυτός

Και την ίδια μέρα βγάζει κι η μάνα του Στενόμυαλου το ματοβαμμένο χρυσό δαχτυλίδι του πατέρα του και του το φορά

Έτσι έγινε κι αυτός Άρχοντας

Τώρα οι άνθρωποι όχι μόνο δεν τολμούσαν να κόψουν το παραμικρό από τα δέντρα ή να σκάψουν με την τσάπα τους τη γης μα και μόνο να πουν ότrsquo είχαν στην καρδιά και στο μυαλό τους

Γιατί οι δυο νέοι άρχοντες έχουν κατάσκοπους σrsquo όλη τη χώρα

Και κιχ να rsquoκανες σού rsquoκοβαν το κεφάλι

Ύστερα βγήκε ένας λόγος που rsquoλεγε πως η Χρυσή Μηλιά θrsquo ανθίσει και θα κάνει τα Χρυσά Μήλα σε τρία χρόνια Και πως όποιος βρεθεί τη βλογημένη κείνη ώρα κοντά της και κόψει τα Χρυσά Μήλα αυτός θα εξουσιάζει με το σπαθί του και τις δυο χώρες

Κι ο κόσμος ―τότες― θα ζει ευτυχισμένος

Μόλις τrsquo άκουσαν αυτό οι δυο Άρχοντες γίνηκαν κίτρινοι σαν το φλουρί ―ο ένας από φόβο ο άλλος από έχθρητα και ζήλια

Κι αρχίζει τότες και τοιμάζεται ο Νέος Στενόμυαλος κρυφά να πάρει πίσω τα Χρυσά Μήλα που με τον παλιό τοίχο ήταν στη δική του μεριά

Κι ο Σκληρόκαρδος αυτός δεν κοιμάται πια από το φόβο του μην του πάρουν τα Χρυσά Μήλα γιατί με τον παλιό τοίχο μονάχα η ρίζα του δέντρου ήταν στη δική του τη μεριά

Βγάζει λοιπόν διαλαλητή και φωνάζει τους πιο καλούς μαστόρους απrsquo όλες τις χώρες

Και με την προσταγή του κόβουν οι ξυλοκόποι τις καρπερές ελιές να σιάξουν Φράχτες Κι οι μαραγκοί πριονίζουν τα όμορφα πεύκα και σιάχνουν χοντρές πόρτες Κι οι σιδεράδες λιώνουν το σκληρό σίδερο και σιάχνουν μεγάλες αμπάρες και χοντρά Kαρφιά Κι οι χτίστες δουλεύουν νύχτα μέρα και χτίζουν κάστρα πύργους πολεμίστρες Και στο τέλος γυρίζουν και το ποτάμι που πότιζε τη χώρα και το φέρνουν να περνά πλατύ κι αφρισμένο μπρος από τrsquo άπαρτο κάστρο που φυλάγει μέσα ο Άρχοντας τη Χρυσή τη Mηλιά

Μα ο πονηρός Στενόμυαλος αυτός φωνάζει ξένους τεχνίτες που δουλεύουνε μόνο τη νύχτα

Κρυμμένοι σrsquo ένα βαθύ λαγούμι σαράντα μπόγια κάτrsquo απrsquo τη γης κρυφά μαστορεύουν και ζητάνε να βρούνε νέες τέχνες τον άπαρτο τον πύργο να γκρεμίσουν και το παλιό το σύνορο άκοπα να διαβoύν

Και ξοδεύει το χρυσάφι ο Στενόμυαλος και σκορπά το μαργαριτάρι και σε λίγο αδειάζουν όλες οι αποθήκες που απrsquo τον καιρό του πατέρα του ήταν γεμάτες

Κι οι Άνθρωποι ζούνε ακόμα πιο δυστυχισμένoι

Γιατί τα πουλάκια φύγαν απrsquo τα δάση και τα τριαντάφυλλα μαράθηκαν δίχως το κελάηδημά τoυς και τα παιδιά είναι αδύνατα και πολύ χλωμά κι οι καρπερές ελιές κείτονται κομμένες στο χώμα

Κι όσοι δεν είναι στρατιώτες δουλεύουν μόνο για να γεμίζει τις αποθήκες και να ξοδεύει ο ένας άρχοντας ή για να χτίζει ψηλά κάστρα ο άλλoς

Και μια μέρα ακούγεται ένα φοβερό ποδοβολητό και τρέμει η γης και σιούνται συθέμελα τα Kάστρα Κι οι στρατιώτες με τα χίλια σπαθιά πετιούνται πάνω τρομαγμένοι και τι να δoυν

Ένα μεγάλο σύννεφο νrsquo απλώνεται ώσπου φτάνει το μάτι σου κι όλο να θολώνει και νrsquo αντριεύεται

Κι έρχεται ευτύς ο Σκληρόκαρδoς Και βαρούνε οι σάλπιγγες κι αυτός καβάλα απάνω στrsquo ολόλευκο άτι του που δαγκάνει τα σίδερα και χλιμιντρά να πολεμήσει προχωρά καταπάνου στο σύννεφο να δει

Και ξαφνικά αστράφτουν χίλιες αστραπές και πέφτουν χίλιοι κεραυνοί κι αντιβουίζουνε βουνά και κάμποι Και μέσrsquo απrsquo τη φωτιά πrsquo άστραψε απrsquo τον κουρνιαχτό φαίνουνται για πρώτη φορά οι σημαίες και τα μπαϊράκια τrsquo άρχοντα Στενόμυαλου

Και ξανατρέμει η γης και σκοτεινιάζει ο ουρανός και κρύβεται ο ήλιος

Κι αρχίζουν μέσα σrsquo ένα βουερό κι απαίσιο μούγκρισμα να σφυρίζουν και να rsquoρχουνται καταπάνου στο κάστρο μπάλες από καυτό σίδερο

Και τινάζουν τους πύργους στον αγέρα και πέφτουν οι τοίχοι σε συντρίμμια κι ουρλιάζουν οι στρατιώτες που το καυτό μολύβι τούς θερίζει τα ποδάρια τους κόβει κορμιά τους σφάζει ζωντανούς

Και το ποτάμι γίνεται κόκκινο απrsquo το πολύ γαίμα κι αφρίζει θυμωμένο τον ολοκόκκινον αφρό κι ορμά να πνίξει τrsquo άλογα και τα κανόνια και την κόκκινη απrsquo το αίμα μηλιά που κάνει τα Χρυσά Μήλα

Τρέχουν ευτύς οι μυριάδες στρατός μrsquo αμέτρητους κουβάδες σκύβουν στrsquo αφρισμένο το ποτάμι κι αδειάζουν στrsquo άσπλαχνο διψασμένο χώμα το κόκκινο αίμα

Κι από τότες ο παλιός ανθισμένος κάμπος έχει παντού κόκκινο χώμα Και κανένα λουλούδι δε φυτρώνει Ούτε δέντρο Κι ούτε πουλί δεν περνά ψηλά στον ουρανό

Λαχανιασμένος κουρασμένος μα φχαριστημένος γιατί νίκησε τρέχει ο Νέος Στενόμυαλος πάνω στrsquo ολόμαυρο άτι του περνά το κόκκινο ποτάμι βρίσκει το σκοτωμένο Σκληρόκαρδο του κόβει το κεφάλι και πάει και το κρεμά στη ματοβαμμένη Μηλιά

Κι έτσι πήρε εκδίκηση

Αλλrsquo άδικα περιμένει να πάρει και τα Χρυσά Μήλα

Περνάνε χίλιες μέρες εκατό βδομάδες πενήντα χρόνια βγάζει ψαρά γένια κι άσπρα μαλλιά όμως όχι δεν ανθίζει γιrsquo αυτόν η Μηλιά

Τότες φωνάζει πίσω τους ξένους τεχνίτες Kαι τους βάζει να σκάβουν βαθιά λαγούμια πέρα απrsquo τη Χρυσή Μηλιά

Ύστερα ξεζεύει μόνος του τα χίλια άλογα που rsquoσερναν τα κανόνια και τα στήνει όλα μαζί γυρισμένα καταπάνου στη χώρα του νικημένου Σκληρόκαρδου

Και με τα κανόνια και με τα λαγούμια πιστεύει πως έκλεισε μέσα και τη χρυσή του τύχη

Γιατί αν ανθίσει η Μηλιά μες στη δική του χώρα θα κάνει τα μήλα για τους δικούς του μονάχα τους γιους τrsquo αρχοντόπουλα

O Σπιθοβολάκης

Ύστερα αν πεις πως δε γέννησε πάλι η Αρχόντισσα θα rsquoλεγες ένrsquo άσκημο ψέμα Γιατί κι οι δυο Αρχόντισσες γεννούσανε όλο αγόρια το rsquoνα πιο άγριο και πιο κακό από τrsquo άλλο

Και κάθε ένας τους ήθελε για δική του μονάχα τη Μηλιά Έκανε λοιπόν νέον Πόλεμο να την πάρει πίσω Κι ο άλλος ―αυτός έκανε πόλεμο να τη φυλάξει

Και κάθε φορά λέγανε ψέματα ―πως όλο και θrsquo ανθίσει η Μηλιά όλο και θα κάνει τα όμορφα χρυσαφιά λουλούδια της Και πως τότες ο κόσμος θα ζει ευτυχισμένος

Όμως ήταν η πιο μεγάλη Πείνα κι η πιο φοβερή Δίψα ―απrsquo τον καιρό που ζούμε απάνω στη γης

Οι ανθρώποι τρώγαν και ποντίκια και γάτες και για να πιούνε νερό απλώναν στη γης απάνω κουβάδες και ντενεκέδες κι ότι άλλο είχαν μη ρίξει ο ουρανός καμιά στάλα να rsquoχουν να πιουν

Ε τότες λοιπόν μια καλομοίρα Γριά είχε ψάξει χίλιες φορές την αποθήκη της μη βρει μια σταλίτσα αλεύρι να ψήσει ψωμί

Και λέει laquoβρε δεν πάω να ψάξω μιαν ακόμαraquo Κι αδειάζει που λέτε όλα της τα σακιά και στο τελευταίο βρίσκει μια χουφτίτσα αλεύρι

Εκεί να δεις χαρά τη Γριά και τrsquo αυτιά της γελούσανε Πιάνει γλήγορα γλήγορα και το ζυμώνει και το πλάθει και σιάχνει ένα κουλουράκι και το σκεπάζει με την κάπα της όμορφα όμορφα να ζεσταθεί να φουσκώσει

Τώρα η Γριούλα αυτή είχε δεκατρία παιδιά και της είχαν πεθάνει όλα στον πόλεμο Κι ο πόλεμος βάστηξε δώδεκα χρόνια και κάθε χρόνο έχανε κι ένα παιδί κι έτσι της έμεινε μόνο το τελευταίο που το λέγανε Σπιθοβολάκη

Αυτός ήταν το πιο καλό παιδί της γειτονιάς μα τι τα θες ήταν και λίγο σκανταλιάρικο Κείνη τη μέρα είχε χωθεί στο πιθαράκι με το λάδι έτσι για να πεταχτεί από μέσα την ώρα που θα τρώγανε και να τους κάνει να γελάσουν

Μα σαν είδε το κουλουράκι ―ωπ δίνει μια και νά τον έξω απrsquo το πιθάρι Τσίμπα από δω τσίμπα από κει έφαγε δίχως να το καταλάβει όλο το ζυμάρι

Τι να κάνει τότε Κάθεται παίρνει χώμα σιάχνει λάσπη πλάθει ένα ολόιδιο κουλουράκι το πασπαλίζει με την αλευρόσκονη που rsquoχε μείνει και ―τσουπ ξανατρυπώνει στο πιθαράκι

Έρχεται ο Γέρος κι η Γριά να φάνε κι αρχίζουν τις φωνές

― Σπιθοβολάκη Πού rsquoσαι βρε Σπιθοβολάκη Έλα έλα να φας

Σαν είδαν κι απόειδαν που δεν ερχόταν ο προκομμένος ο γιος τους κάθονται να φάνε

Πιάνει ο Γέρος το κουλουράκι το δαγκώνει

― Χάι χάι Trsquo είνrsquo αυτό Φτου Xαφτού

Κι αρχίζει τα γέλια τότες ο Σπιθοβολάκης μέσrsquo απrsquo το πιθαράκι και ψάχνουν αυτοί θυμωμένοι να τον βρουν κι από δω τον έχουν από κει τους φεύγει

Κι από τα πολλά τα γέλια παίρνει δρόμο μαζί με το πιθάρι Και βλέπει η Γριά ένα κοτζάμ πιθάρι να το σκάει από την πόρτα και καταλαβαίνει πως κάποια διαολιά θα rsquoναι πάλι του Σπιθοβολάκη και πιάνει τη σκούπα κι αρχινά να τον κυνηγά

Τρέχει τρέχει ο Σπιθοβολάκης μέσα από το πιθάρι Κι έχει βγάλει όξω τα ποδάρια του μα το κεφάλι του μεγάλωσε απrsquo τα πολλά γέλια και δε βγαίνει

Τέλος φτάνει κοντά στη Χρυσή Μηλιά δίνει μια του πιθαριού στον κορμό το σπα και λευτερώνεται Μα η μάνα του τον έχει φτάσει κι απλώνει το χέρι της ―απ να τον τσακώσει

― Μηλιά μηλιά ανέβασrsquo με ψηλά λέει τότες ο Σπιθοβολάκης

Κι ευτύς σκύβει η Μηλιά κι ωσότου κλείσει η μάνα του τα χέρια της νά τον ο Σπιθοβολάκης ψηλά πάvω στα κλώνια της Μηλιάς και χοροπηδά και σκάει στα γέλια

Και βγάζει ένα σκοινί που rsquoχε δεμένο στη μέση του και δένει μια ψηλή κούνια κι αρχινά το γέλιο και το ξεφωνητό και το τραγούδι

Κι η γριούλα μια φοβάται μη της πέσει μια την πιάνουν τα γέλια με τη διαολιά και το κέφι του γιου της

Η Μηλιά χαίρεται κι αυτή κι αναγαλλιάζει ένα παιδί σκαρφαλωμένο απάνω της να παίζει και να τραγουδά

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί Άρχoντες

Κι ο Ήλιος χαίρεται κι αυτός που είδε τη χαρακαμένη μανούλα να γελάσει Και λίγο πριν δύσει στέλνει τις τρεις πιο όμορφες αχτίνες του να τους κρατήσουν συντροφιά να παίζουν κι όταν θα σκοτεινιάσει

Μα ξαφνικά ―τι ήταν αυτό ―οι τρεις φωτεινές ηλιαχτίνες γίνονται τρία χρυσαφιά όμορφα λoυλoύδια Αστράφτει Ανατολή και Δύση Και ―νά τα τα τρία ολόχρυσα Μήλα λάμπουν μέσα στα κλώνια της Mηλιάς

― Σπιθοβολάκη μου Σπιθοβολάκη φωνάζει τότες η Γριoύλα Κόψε κόψε τα Χρυσά Μήλα

― Θα μου τα δώσεις αν κατέβω λέει ο Σπιθoβoλάκης

― Ναι γιόκα μoυ

― Και δε θα με δείρεις για το κουλουράκι ξαναρωτά το σκανταλιάρικο

― Όχι γιόκα μoυ

― Ε τότες γιατί να κατέβω Άσε να τελειώσω πρώτα την κούνια μoυ Xoπ Και ξεκαρδίζεται να γελά όπως πετά ―όπλα λα κάτω από τα χρυσά τα Μήλα

― Σπιθοβολάκη Σπιθοβολάκη λέει τότες η Μανούλα τoυ Δως μου τα Χρυσά τα Μήλα κι εγώ θα σου δώσω την πιο Χρυσήν Ευχή της Mανoύλας Τότες ο Σπιθοβολάκης αφήνει γλήγορα το παιχνίδι σκαρφαλώνει ευτύς πιο ψηλά και ρίχνει τα Χρυσά Μήλα στη γλυκιά του Μανούλα Κι εκείνη του λέει ψιθυριστά στο μικρό έξυπνο αυτάκι του μια Μαγική Λέξη τρεις φορές laquoΕιρήνη-Ειρήνη-Ειρήνηraquo

Και κρατούσε στα χέρια της τα τρία ολόχρυσα Μήλα που θα φέρναν στον κόσμο την ευτυχία

Ξανασκαρφαλώνει τότες ο Σπιθοβολάκης πολύ ψηλά πάνω στη Χρυσή τη Mηλιά Κι αρχίζει να φωνάζει με μια φωνή που λυγίζανε τα δέντρα απrsquo την ανάσα που rsquoβγαζε κάθε φoρά

Και τον ακούν όλα τα παιδιά που ζούσαν χωριστά στη χώρα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου κι έρχουνται ευτύς να δουν τι τρέχει

― Παιδιά λέει τότες με τη βροντερή του φωνή ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης η Μηλιά άνθισε γιατί να κάνουμε πόλεμο για τα Χρυσά Mήλα Η Μηλιά άνθισε κι όλοι οι Σκληρόκαρδοι κι όλοι οι Στενόμυαλοι μήτε το πήραν χαμπάρι ούτε τη Χρυσήν Ευχή της Μανούλας έχουν μαζί τους Ειρήνη-Ειρήνη-Ειρήνη

― Ζήτω-ω-ω θα γίνει φωνάζουν τότες κι όλα μαζί τrsquo αγαπημένα παιδιά

Κι αρχίζουν ευτύς το τραγούδι και το χορό και πιάνουνται όλοι χέρι με χέρι κι αρχίζουν να χοροπηδούν και να χορεύουν γύρω γύρω -ώπα ωπ ούλοι μαζί ―γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά

Και το χαρούμενο τραγούδι τους γοργό σαν κρούσταλλο νεράκι έλεγε

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι Χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Πήδα -χόπλα Λύγα -χόπλα

Ίσια το κορμί -έι χο

Τρέξτε όλοι πιάστε όλοι

το Λεβέντικο Χορό

τράλα λάλα λο

τράλα λάλα λο

Oι Άρχοντες

Τότες ακούν οι κακοί Άρχοντες το τραγούδι των παιδιών Και γιομίζει η καρδιά τους φαρμάκι Και τρέμουν τα χέρια τους από θυμό και λυσσάνε πrsquo άνθισε για τα Παιδιά η Μηλιά και δεν άνθισε γιrsquo αυτούς

Κι αρπάζουν ευτύς τrsquo άγρια ασημένια σπαθιά και βγαίνουν όξω

Μα τι να δουν

Χιλιάδες ροδοκόκκινα Παιδιά πιασμένα χέρι χέρι να πηδούν ελεύτερα γύρω γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά και να τραγουδούν

Κι η Μηλιά ευτυχισμένη νrsquo απλώνει όσο μπορεί τα μεγάλα δυνατά της κλαδιά νrsquo αγκαλιάσει όλα τα παιδιά

Μα ξαφνικά― τι ήταν αυτό ―αστράφτει ο ουρανός Χαράζει η Ανατολή φωτάει η Δύση Κι ανθίζουν όλα τα κλώνια της Μηλιάς ―απrsquo Αγάπη Και χιλιάδες Χρυσά Μήλα αστράφτουν ψηλά πέφτουν σαν αστέρια και φυτρώνουν εκεί που πατούσαν τα ποδαράκια των παιδιών Κι οι Κακοί Άρχοντες αυτοί βλέπουν και λυσσούν ―και τρέμουνε τrsquo άσκημα χέρια τους

Γιατί άνθισαν για τα παιδιά τα μήλα κι είναι τα Μήλα Χρυσά κι είναι όμορφα και δεν είναι γιrsquo αυτούς

Ε τότες βγάζουν τrsquo Ασημένια Σπαθιά κι ορμούν και τα μάτια τους πετούν φωτιές

Και ζυγώνουν σαν άνεμος και σηκώνουν τrsquo άσπλαχνα σπαθιά και νά τα κατεβάζουν να κόψουν τrsquo αγαπημένα χεράκια να σφάξουν τα Παιδιά να φτάσουν τη Χρυσή Μηλιά νrsquo αρπάξουν αυτοί τα μήλα

Μα τα σπαθιά δεν κόβουν

Και τα χεράκια δε σπάνε

Και τα παιδιά τραγουδούν άφοβα και χορεύουν

Και σφίγγουν όλο πιο πολύ τrsquo αγαπημένα χέρια

Κι ο Μεγάλος Κύκλος που rsquoναι πιασμένα και χορεύουν όλα τα Παιδιά γίνεται τότες πιο δυνατός απrsquo τον πιο φοβερόν πολεμιστή πιο φοβερός κι απrsquo το ψηλό Κάστρο

Τότες θολώνουν τrsquo άγρια μάτια τους

Και τα κοφτερά Σπαθιά πέφτουν απrsquo τα χέρια τους

Και ζαλίζουνται πέφτουν χάμου Κι ανασηκώνουνται και ξαναπέφτουν

Και το φαρμάκι που rsquoχουνε στη μαύρη ψυχή τους έπηξε κι έγινε πηχτό κόκκινο γαίμα Και σταματά την άσπλαχνη καρδιά τους να μη χτυπά πια

Και παραλυούνε τα μακριά σουβλερά τους δαχτύλια Και δεν μπορούνε πια να σκοτώνουν

Ε σαν είδαν τrsquo Αρχοντόπουλα τους αγαπημένους τους άρχοντες σκοτωμένους φωνάζουν τους φύλακες με-τα-Χίλια-Μάτια

Κι από τους Μαύρους Τάφους ξεπηδούν οι Στρατιώτες με-τα-Χίλια Σπαθιά

Και όλοι μαζί οί οχτροί των παιδιών ζυγώνουν με πνιχτά βήματα με μάτι θολό κι αγριεμένα Σπαθιά Και θέλουν κι αυτοί να σφάξουν τα παιδιά νrsquo αρπάξουν τα Χρυσά τα Μήλα

Μα τα παιδιά δεν τους βλέπουν και δεν τους ακούν Και χαρούμενα σφίγγουν τα χέρια Κι όλο τραγουδούν

Και πετά το τραγούδι τους γοργό κι αντηχεί ως τον Κόκκινον Κάμπο κει που Πουλί δεν πετά και Λουλούδι δε φυτρώνει

Και τrsquo ακούν οι φτωχοί Περβολάρηδες που δεμένοι στις χρυσές αλυσίδες του Σκληρόκαρδου σκάβουν Τι δεν μπόρεσαν να κάνουν τη Μηλιά νrsquo ανθίσει

Και τrsquo ακούν οι Καλοί Χτίστες που δεμένοι στις βαριές αλυσίδες του Στενόμυαλου χτίζουν Tι δεν μπόρεσαν να φυλάξουν καλά τη Χρυσή Μηλιά

Και σηκώνουν τα μάτια και βλέπουν τον Ήλιο Μα ξαφνικά το τραγούδι ορμά στη μεγάλη κόκκινη φωτιά και τη σβήνει

Τότες σωπαίνουν τα μεγάλα νεροπρίονα στο δάσος Kι απrsquo τα βαθύσκια Δάση βγαίνουν οι ξυλοκόποι

Και φύλλο δεν τρέμει κι αγέρας δε φυσά

Κι όλοι οι ανθρώποι πrsquo αγαπούν τα Παιδιά βλέπουν τότες τους χίλιους μαύρους φύλακες που ζυγώνουν Tι άνοιξε ο ουρανός και φάνηκε ο Ήλιος κι ακούγονται τα βαριά τους πατήματα και γυαλίζουνε τrsquo ασημένια τους σπαθιά Και ωσάν τους είδαν κάνουν έτσι και σπάνε τις αλυσίδες

Και ―νά τοι― τρέχουν πετούν ξεχύνουνται με τσάπες και τσεκούρια με πριόνια και μυστριά με σίδερα που βρήκαν και κλαδιά που κόψαν

Αστράφτει στα μάτια τους η Αγάπη

Και γοργά χτυπά στις φλέβες το κόκκινο Ανθρώπινο αίμα Και ερχόμενοι εκείνα τα παλικάρια εχυθήκαν απάνω τους ωσάν λεοντάρια λυσσασμένα

Και τότες ―άι χα ―σηκώνουνται ψηλά τrsquo ατσάλινα μπράτσα Και πριν κατέβουν ξεψυχούν οι στρατιώτες-με-τα-χίλια-Σπαθιά Και σαν κατέβουν λιανίζουν πετσοκόβουν πελεκούν τους λυσσασμένους φύλακες των Αρχοντάδων

Όμως όσοι απομείναν από τα στρατεύματα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου ενωθήκανε τότες σrsquoένα μεγάλο στρατό κι ορμήσαν και πάλι καταπάνου στα παιδιά για να κόψουν τα ενωμένα τους χέρια και να πάρουν αυτοί για λογαριασμό τους μονάχα τα τρία ―ολόχρυσα― Μήλα

Και τότες και οι πατεράδες και όλες οι μητέρες των παιδιών που είδαν τον κίνδυνο αυτόν ορμήσανε καταμπρός άλλοι από μπροστά από τον εχθρό και άλλοι από την πίσω μεριά τους και εκάναν την καρδιά τους σκληρή και άπονη Και αρπάξαν τους κακούς αυτούς στρατιώτες από τα μαλλιά και γυρίσαν κατά πίσω την κεφαλή τους και τους εχτύπησαν με όλη τους τη δύναμη στο κεφάλι Kαι μετά τους εγύρισαν το χέρι και τους επήραν το

μαχαίρι όπου εκρατούσαν πριν μέσα στα δόντια τους για να σφάξουν οι κακούργοι αυτοί τα παιδιά Και με το ίδιο αυτό ατσάλινο μαχαίρι τούς χτυπήσαν με μεγάλη δύναμη ίσα μέσα στην καρδιά Έτσι σκληρά και άπονα τους εσκοτώσανε Και μένανε εκεί αυτοί πάνω στο χώμα ξαπλωμένοι ―δίχως να μπορούνε πια να κάνουν κακό σε κανέναν άνθρωπο― ούτε και σε κανένα από τα παιδιά που κυνηγούσανε πριν με κακία μεγάλη

Ετότες εφάνηκε κι ένας καβαλάρης με σπαθί ξεγυμνωμένο και άρματα λαμπερά Και άρχισε να σφάζει τους φύλακες όσοι είχανε απομείνει και τους επήρε κυνηγώντας πέρα από τη Χρυσή τη Μηλιά μέσα στα βουνά

Και εκεί έγινε άφαντος από τη γη

Και τα παιδιά βοηθώντας και με τη χάρη του Θεού εσταθήκανε νικητές

Πιάνουνε λοιπόν τrsquo Αρχοντόπουλα και τα κλείνουνε στις δικές τους σκοτεινές φυλακές

Και τους στρατιώτες τούς κόβουν ευτύς τα πολλά χέρια Και τους αφήνουνε μόνο δυο να δουλεύουν και να τρων

Kαι τους Φύλακες ―αυτούς τους πάνε και τους στήνουν μες στrsquo ανθισμένα αμπέλια να φυλούν τα σταφύλια με τα χίλια τους μάτια μην έρθει κάνα πουλάκι και τσιμπήσει τις γλυκές ζουμερές ρόγες

O χορός της χρυσής μηλιάς

Σκύβει τότες ο Σπιθοβολάκης μαζεύει τα ολόχρυσα Μήλα και τα φυτεύει βαθιά στα καρπερά σπλάχνα της γης

Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός μοιράζει σrsquo όλους τις χίλιες Ασημένιες τσάπες

Κι από πίσω ―νά την ―σκαλίζει μrsquo ένα σκαλιστηράκι κι η Γριά

Και σα βρίσκει παλιό κίτρινο κοντάρι το σιάχνει ευτύς δρεπάνι-δρεπανάκι Και σα βρίσκει παλιό σκουριασμένο κανόνι το ρίχνει ευτύς στη μεγάλη κόκκινη Φωτιά

Και το παίρνουν οι Σιδεράδες το χτυπούν στο δυνατό αμόνι και το σιάχνουν όμορφο αλέτρι

Και πιάνει ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης τrsquo αλέτρι κι οργώνει με μιας ολάκερη τη γης Κι απrsquo το γερό και βαθύ σκάψιμο πέφτουν οι ψεύτικοι Πύργοι γκρεμίζουνται οι ψηλοί μαύροι Τοίχοι γεμίζουν χώμα τα φιδωτά λαγούμια πέφτουν οι Σκοτεινές φυλακές και τίποτα πια δε χωρίζει όλα τα Παιδιά

Κι από πίσω ―νά κι ο Γέρος ρίχνει το στάρι

Και νά και τα Παιδιά ―αυτά θερίζουν τα κυματιστά ολόχρυσα στάχια

Μα φυτρώσαν και τα Μήλα Και βγήκαν παντού οι όμορφες αληθινές Μηλιές

Και όλοι όσοι βρίσκουνται τώρα κοντά στη Χρυσή Μηλιά πιάνουνται χέρι με χέρι σφιχτά κι αγαπημένα στον πιο λεβέντικο χορό που rsquoγινε ποτές

Και πιάνει ο Σπιθοβολάκης τον κάβο κι η Γριούλα την άλλη άκρη Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός κάνει έτσι και φωνάζει φωνάζει όλα τα Παιδιά απrsquo όλη τη Γης στο χορό της Χρυσής της Μηλιάς

Και βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια με σβέλτα μάτια και χλωμό πρόσωπο Αραπάκια με σγουρό μαλλί κι αστραφτερό χαμόγελο Ινδιανάκια με κόκκινο δέρμα και πολύχρωμα φτερά Εσκιμωάκια με λοξά μάτια και τολμηρό πρόσωπο

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Κι ο Μεγάλος Κύκλος απλώνει και μεγαλώνει και γυρνά και χορεύει και τραγουδά και σε λίγο αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη μας όπως ταξιδεύει φωτεινή κι όμορφη στο Γαλάζιο Άπειρο

Κι η Γης αναγαλλιάζει χαρούμενη όλα τα παιδιά αγαπημένα να χορεύουν απάνω της και να τραγουδούν

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη

Και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί άρχοντες

Κι ανθίζει ευτύς τα χαρούμενα δέντρα κι ωριμάζει άφθονους τους χρυσούς της καρπούς

Και βάζει τα ποτάμια να ποτίζουν και δένει το πιο όμορφο στάρι Και λέει στα ψηλά βουνά να κρατούν τrsquo άσπρο χιόνι να rsquoχουν και το καλοκαίρι νερό να ποτίζουν οι Άνθρωποι

Κι ο Ήλιος αυτός στέλνει τις πιο όμορφες Αχτίνες του Και γελούν και χορεύουν με όλα τα Παιδιά

Κι είναι όλοι δυνατοί ―και χαρούμενοι― και πολύ μα πολύ ευτυχισμένοι

Γιατί τα πουλάκια ξαναγύρισαν στα δάση Και τα τριαντάφυλλα ξανάνθισαν με το κελάηδημά τους Και τα Παιδιά είναι πολύ γερά και ροδοκόκκινα Κι οι καρπερές Ελιές ανθίζουν ξανά τον πιο όμορφο καρπό και χαρίζουν σrsquo όλους το χρυσό χρυσό λάδι της μιας Ατέλειωτης Ειρήνης των Ανθρώπων

Τα τρία ολόχρυσα Μήλα είχαν ανθίσει

Ψέματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθια

μήτε εγώ ήμουν εκεί μήτε σεις να το πιστέψετε

Τέλος του παραμυθιού Καλησπέρα σας

(από το βιβλίο Φώτης Kόντογλου H μηλιά με τα χρυσά μήλα Aθήνα 1947)

πηγή httpwwwsnhellgrkidscontentaspid=143ampcat_id=5

Page 5: Φώτης Κόντογλου, διήγημα

Και την ίδια μέρα βγάζει κι η μάνα του Στενόμυαλου το ματοβαμμένο χρυσό δαχτυλίδι του πατέρα του και του το φορά

Έτσι έγινε κι αυτός Άρχοντας

Τώρα οι άνθρωποι όχι μόνο δεν τολμούσαν να κόψουν το παραμικρό από τα δέντρα ή να σκάψουν με την τσάπα τους τη γης μα και μόνο να πουν ότrsquo είχαν στην καρδιά και στο μυαλό τους

Γιατί οι δυο νέοι άρχοντες έχουν κατάσκοπους σrsquo όλη τη χώρα

Και κιχ να rsquoκανες σού rsquoκοβαν το κεφάλι

Ύστερα βγήκε ένας λόγος που rsquoλεγε πως η Χρυσή Μηλιά θrsquo ανθίσει και θα κάνει τα Χρυσά Μήλα σε τρία χρόνια Και πως όποιος βρεθεί τη βλογημένη κείνη ώρα κοντά της και κόψει τα Χρυσά Μήλα αυτός θα εξουσιάζει με το σπαθί του και τις δυο χώρες

Κι ο κόσμος ―τότες― θα ζει ευτυχισμένος

Μόλις τrsquo άκουσαν αυτό οι δυο Άρχοντες γίνηκαν κίτρινοι σαν το φλουρί ―ο ένας από φόβο ο άλλος από έχθρητα και ζήλια

Κι αρχίζει τότες και τοιμάζεται ο Νέος Στενόμυαλος κρυφά να πάρει πίσω τα Χρυσά Μήλα που με τον παλιό τοίχο ήταν στη δική του μεριά

Κι ο Σκληρόκαρδος αυτός δεν κοιμάται πια από το φόβο του μην του πάρουν τα Χρυσά Μήλα γιατί με τον παλιό τοίχο μονάχα η ρίζα του δέντρου ήταν στη δική του τη μεριά

Βγάζει λοιπόν διαλαλητή και φωνάζει τους πιο καλούς μαστόρους απrsquo όλες τις χώρες

Και με την προσταγή του κόβουν οι ξυλοκόποι τις καρπερές ελιές να σιάξουν Φράχτες Κι οι μαραγκοί πριονίζουν τα όμορφα πεύκα και σιάχνουν χοντρές πόρτες Κι οι σιδεράδες λιώνουν το σκληρό σίδερο και σιάχνουν μεγάλες αμπάρες και χοντρά Kαρφιά Κι οι χτίστες δουλεύουν νύχτα μέρα και χτίζουν κάστρα πύργους πολεμίστρες Και στο τέλος γυρίζουν και το ποτάμι που πότιζε τη χώρα και το φέρνουν να περνά πλατύ κι αφρισμένο μπρος από τrsquo άπαρτο κάστρο που φυλάγει μέσα ο Άρχοντας τη Χρυσή τη Mηλιά

Μα ο πονηρός Στενόμυαλος αυτός φωνάζει ξένους τεχνίτες που δουλεύουνε μόνο τη νύχτα

Κρυμμένοι σrsquo ένα βαθύ λαγούμι σαράντα μπόγια κάτrsquo απrsquo τη γης κρυφά μαστορεύουν και ζητάνε να βρούνε νέες τέχνες τον άπαρτο τον πύργο να γκρεμίσουν και το παλιό το σύνορο άκοπα να διαβoύν

Και ξοδεύει το χρυσάφι ο Στενόμυαλος και σκορπά το μαργαριτάρι και σε λίγο αδειάζουν όλες οι αποθήκες που απrsquo τον καιρό του πατέρα του ήταν γεμάτες

Κι οι Άνθρωποι ζούνε ακόμα πιο δυστυχισμένoι

Γιατί τα πουλάκια φύγαν απrsquo τα δάση και τα τριαντάφυλλα μαράθηκαν δίχως το κελάηδημά τoυς και τα παιδιά είναι αδύνατα και πολύ χλωμά κι οι καρπερές ελιές κείτονται κομμένες στο χώμα

Κι όσοι δεν είναι στρατιώτες δουλεύουν μόνο για να γεμίζει τις αποθήκες και να ξοδεύει ο ένας άρχοντας ή για να χτίζει ψηλά κάστρα ο άλλoς

Και μια μέρα ακούγεται ένα φοβερό ποδοβολητό και τρέμει η γης και σιούνται συθέμελα τα Kάστρα Κι οι στρατιώτες με τα χίλια σπαθιά πετιούνται πάνω τρομαγμένοι και τι να δoυν

Ένα μεγάλο σύννεφο νrsquo απλώνεται ώσπου φτάνει το μάτι σου κι όλο να θολώνει και νrsquo αντριεύεται

Κι έρχεται ευτύς ο Σκληρόκαρδoς Και βαρούνε οι σάλπιγγες κι αυτός καβάλα απάνω στrsquo ολόλευκο άτι του που δαγκάνει τα σίδερα και χλιμιντρά να πολεμήσει προχωρά καταπάνου στο σύννεφο να δει

Και ξαφνικά αστράφτουν χίλιες αστραπές και πέφτουν χίλιοι κεραυνοί κι αντιβουίζουνε βουνά και κάμποι Και μέσrsquo απrsquo τη φωτιά πrsquo άστραψε απrsquo τον κουρνιαχτό φαίνουνται για πρώτη φορά οι σημαίες και τα μπαϊράκια τrsquo άρχοντα Στενόμυαλου

Και ξανατρέμει η γης και σκοτεινιάζει ο ουρανός και κρύβεται ο ήλιος

Κι αρχίζουν μέσα σrsquo ένα βουερό κι απαίσιο μούγκρισμα να σφυρίζουν και να rsquoρχουνται καταπάνου στο κάστρο μπάλες από καυτό σίδερο

Και τινάζουν τους πύργους στον αγέρα και πέφτουν οι τοίχοι σε συντρίμμια κι ουρλιάζουν οι στρατιώτες που το καυτό μολύβι τούς θερίζει τα ποδάρια τους κόβει κορμιά τους σφάζει ζωντανούς

Και το ποτάμι γίνεται κόκκινο απrsquo το πολύ γαίμα κι αφρίζει θυμωμένο τον ολοκόκκινον αφρό κι ορμά να πνίξει τrsquo άλογα και τα κανόνια και την κόκκινη απrsquo το αίμα μηλιά που κάνει τα Χρυσά Μήλα

Τρέχουν ευτύς οι μυριάδες στρατός μrsquo αμέτρητους κουβάδες σκύβουν στrsquo αφρισμένο το ποτάμι κι αδειάζουν στrsquo άσπλαχνο διψασμένο χώμα το κόκκινο αίμα

Κι από τότες ο παλιός ανθισμένος κάμπος έχει παντού κόκκινο χώμα Και κανένα λουλούδι δε φυτρώνει Ούτε δέντρο Κι ούτε πουλί δεν περνά ψηλά στον ουρανό

Λαχανιασμένος κουρασμένος μα φχαριστημένος γιατί νίκησε τρέχει ο Νέος Στενόμυαλος πάνω στrsquo ολόμαυρο άτι του περνά το κόκκινο ποτάμι βρίσκει το σκοτωμένο Σκληρόκαρδο του κόβει το κεφάλι και πάει και το κρεμά στη ματοβαμμένη Μηλιά

Κι έτσι πήρε εκδίκηση

Αλλrsquo άδικα περιμένει να πάρει και τα Χρυσά Μήλα

Περνάνε χίλιες μέρες εκατό βδομάδες πενήντα χρόνια βγάζει ψαρά γένια κι άσπρα μαλλιά όμως όχι δεν ανθίζει γιrsquo αυτόν η Μηλιά

Τότες φωνάζει πίσω τους ξένους τεχνίτες Kαι τους βάζει να σκάβουν βαθιά λαγούμια πέρα απrsquo τη Χρυσή Μηλιά

Ύστερα ξεζεύει μόνος του τα χίλια άλογα που rsquoσερναν τα κανόνια και τα στήνει όλα μαζί γυρισμένα καταπάνου στη χώρα του νικημένου Σκληρόκαρδου

Και με τα κανόνια και με τα λαγούμια πιστεύει πως έκλεισε μέσα και τη χρυσή του τύχη

Γιατί αν ανθίσει η Μηλιά μες στη δική του χώρα θα κάνει τα μήλα για τους δικούς του μονάχα τους γιους τrsquo αρχοντόπουλα

O Σπιθοβολάκης

Ύστερα αν πεις πως δε γέννησε πάλι η Αρχόντισσα θα rsquoλεγες ένrsquo άσκημο ψέμα Γιατί κι οι δυο Αρχόντισσες γεννούσανε όλο αγόρια το rsquoνα πιο άγριο και πιο κακό από τrsquo άλλο

Και κάθε ένας τους ήθελε για δική του μονάχα τη Μηλιά Έκανε λοιπόν νέον Πόλεμο να την πάρει πίσω Κι ο άλλος ―αυτός έκανε πόλεμο να τη φυλάξει

Και κάθε φορά λέγανε ψέματα ―πως όλο και θrsquo ανθίσει η Μηλιά όλο και θα κάνει τα όμορφα χρυσαφιά λουλούδια της Και πως τότες ο κόσμος θα ζει ευτυχισμένος

Όμως ήταν η πιο μεγάλη Πείνα κι η πιο φοβερή Δίψα ―απrsquo τον καιρό που ζούμε απάνω στη γης

Οι ανθρώποι τρώγαν και ποντίκια και γάτες και για να πιούνε νερό απλώναν στη γης απάνω κουβάδες και ντενεκέδες κι ότι άλλο είχαν μη ρίξει ο ουρανός καμιά στάλα να rsquoχουν να πιουν

Ε τότες λοιπόν μια καλομοίρα Γριά είχε ψάξει χίλιες φορές την αποθήκη της μη βρει μια σταλίτσα αλεύρι να ψήσει ψωμί

Και λέει laquoβρε δεν πάω να ψάξω μιαν ακόμαraquo Κι αδειάζει που λέτε όλα της τα σακιά και στο τελευταίο βρίσκει μια χουφτίτσα αλεύρι

Εκεί να δεις χαρά τη Γριά και τrsquo αυτιά της γελούσανε Πιάνει γλήγορα γλήγορα και το ζυμώνει και το πλάθει και σιάχνει ένα κουλουράκι και το σκεπάζει με την κάπα της όμορφα όμορφα να ζεσταθεί να φουσκώσει

Τώρα η Γριούλα αυτή είχε δεκατρία παιδιά και της είχαν πεθάνει όλα στον πόλεμο Κι ο πόλεμος βάστηξε δώδεκα χρόνια και κάθε χρόνο έχανε κι ένα παιδί κι έτσι της έμεινε μόνο το τελευταίο που το λέγανε Σπιθοβολάκη

Αυτός ήταν το πιο καλό παιδί της γειτονιάς μα τι τα θες ήταν και λίγο σκανταλιάρικο Κείνη τη μέρα είχε χωθεί στο πιθαράκι με το λάδι έτσι για να πεταχτεί από μέσα την ώρα που θα τρώγανε και να τους κάνει να γελάσουν

Μα σαν είδε το κουλουράκι ―ωπ δίνει μια και νά τον έξω απrsquo το πιθάρι Τσίμπα από δω τσίμπα από κει έφαγε δίχως να το καταλάβει όλο το ζυμάρι

Τι να κάνει τότε Κάθεται παίρνει χώμα σιάχνει λάσπη πλάθει ένα ολόιδιο κουλουράκι το πασπαλίζει με την αλευρόσκονη που rsquoχε μείνει και ―τσουπ ξανατρυπώνει στο πιθαράκι

Έρχεται ο Γέρος κι η Γριά να φάνε κι αρχίζουν τις φωνές

― Σπιθοβολάκη Πού rsquoσαι βρε Σπιθοβολάκη Έλα έλα να φας

Σαν είδαν κι απόειδαν που δεν ερχόταν ο προκομμένος ο γιος τους κάθονται να φάνε

Πιάνει ο Γέρος το κουλουράκι το δαγκώνει

― Χάι χάι Trsquo είνrsquo αυτό Φτου Xαφτού

Κι αρχίζει τα γέλια τότες ο Σπιθοβολάκης μέσrsquo απrsquo το πιθαράκι και ψάχνουν αυτοί θυμωμένοι να τον βρουν κι από δω τον έχουν από κει τους φεύγει

Κι από τα πολλά τα γέλια παίρνει δρόμο μαζί με το πιθάρι Και βλέπει η Γριά ένα κοτζάμ πιθάρι να το σκάει από την πόρτα και καταλαβαίνει πως κάποια διαολιά θα rsquoναι πάλι του Σπιθοβολάκη και πιάνει τη σκούπα κι αρχινά να τον κυνηγά

Τρέχει τρέχει ο Σπιθοβολάκης μέσα από το πιθάρι Κι έχει βγάλει όξω τα ποδάρια του μα το κεφάλι του μεγάλωσε απrsquo τα πολλά γέλια και δε βγαίνει

Τέλος φτάνει κοντά στη Χρυσή Μηλιά δίνει μια του πιθαριού στον κορμό το σπα και λευτερώνεται Μα η μάνα του τον έχει φτάσει κι απλώνει το χέρι της ―απ να τον τσακώσει

― Μηλιά μηλιά ανέβασrsquo με ψηλά λέει τότες ο Σπιθοβολάκης

Κι ευτύς σκύβει η Μηλιά κι ωσότου κλείσει η μάνα του τα χέρια της νά τον ο Σπιθοβολάκης ψηλά πάvω στα κλώνια της Μηλιάς και χοροπηδά και σκάει στα γέλια

Και βγάζει ένα σκοινί που rsquoχε δεμένο στη μέση του και δένει μια ψηλή κούνια κι αρχινά το γέλιο και το ξεφωνητό και το τραγούδι

Κι η γριούλα μια φοβάται μη της πέσει μια την πιάνουν τα γέλια με τη διαολιά και το κέφι του γιου της

Η Μηλιά χαίρεται κι αυτή κι αναγαλλιάζει ένα παιδί σκαρφαλωμένο απάνω της να παίζει και να τραγουδά

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί Άρχoντες

Κι ο Ήλιος χαίρεται κι αυτός που είδε τη χαρακαμένη μανούλα να γελάσει Και λίγο πριν δύσει στέλνει τις τρεις πιο όμορφες αχτίνες του να τους κρατήσουν συντροφιά να παίζουν κι όταν θα σκοτεινιάσει

Μα ξαφνικά ―τι ήταν αυτό ―οι τρεις φωτεινές ηλιαχτίνες γίνονται τρία χρυσαφιά όμορφα λoυλoύδια Αστράφτει Ανατολή και Δύση Και ―νά τα τα τρία ολόχρυσα Μήλα λάμπουν μέσα στα κλώνια της Mηλιάς

― Σπιθοβολάκη μου Σπιθοβολάκη φωνάζει τότες η Γριoύλα Κόψε κόψε τα Χρυσά Μήλα

― Θα μου τα δώσεις αν κατέβω λέει ο Σπιθoβoλάκης

― Ναι γιόκα μoυ

― Και δε θα με δείρεις για το κουλουράκι ξαναρωτά το σκανταλιάρικο

― Όχι γιόκα μoυ

― Ε τότες γιατί να κατέβω Άσε να τελειώσω πρώτα την κούνια μoυ Xoπ Και ξεκαρδίζεται να γελά όπως πετά ―όπλα λα κάτω από τα χρυσά τα Μήλα

― Σπιθοβολάκη Σπιθοβολάκη λέει τότες η Μανούλα τoυ Δως μου τα Χρυσά τα Μήλα κι εγώ θα σου δώσω την πιο Χρυσήν Ευχή της Mανoύλας Τότες ο Σπιθοβολάκης αφήνει γλήγορα το παιχνίδι σκαρφαλώνει ευτύς πιο ψηλά και ρίχνει τα Χρυσά Μήλα στη γλυκιά του Μανούλα Κι εκείνη του λέει ψιθυριστά στο μικρό έξυπνο αυτάκι του μια Μαγική Λέξη τρεις φορές laquoΕιρήνη-Ειρήνη-Ειρήνηraquo

Και κρατούσε στα χέρια της τα τρία ολόχρυσα Μήλα που θα φέρναν στον κόσμο την ευτυχία

Ξανασκαρφαλώνει τότες ο Σπιθοβολάκης πολύ ψηλά πάνω στη Χρυσή τη Mηλιά Κι αρχίζει να φωνάζει με μια φωνή που λυγίζανε τα δέντρα απrsquo την ανάσα που rsquoβγαζε κάθε φoρά

Και τον ακούν όλα τα παιδιά που ζούσαν χωριστά στη χώρα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου κι έρχουνται ευτύς να δουν τι τρέχει

― Παιδιά λέει τότες με τη βροντερή του φωνή ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης η Μηλιά άνθισε γιατί να κάνουμε πόλεμο για τα Χρυσά Mήλα Η Μηλιά άνθισε κι όλοι οι Σκληρόκαρδοι κι όλοι οι Στενόμυαλοι μήτε το πήραν χαμπάρι ούτε τη Χρυσήν Ευχή της Μανούλας έχουν μαζί τους Ειρήνη-Ειρήνη-Ειρήνη

― Ζήτω-ω-ω θα γίνει φωνάζουν τότες κι όλα μαζί τrsquo αγαπημένα παιδιά

Κι αρχίζουν ευτύς το τραγούδι και το χορό και πιάνουνται όλοι χέρι με χέρι κι αρχίζουν να χοροπηδούν και να χορεύουν γύρω γύρω -ώπα ωπ ούλοι μαζί ―γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά

Και το χαρούμενο τραγούδι τους γοργό σαν κρούσταλλο νεράκι έλεγε

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι Χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Πήδα -χόπλα Λύγα -χόπλα

Ίσια το κορμί -έι χο

Τρέξτε όλοι πιάστε όλοι

το Λεβέντικο Χορό

τράλα λάλα λο

τράλα λάλα λο

Oι Άρχοντες

Τότες ακούν οι κακοί Άρχοντες το τραγούδι των παιδιών Και γιομίζει η καρδιά τους φαρμάκι Και τρέμουν τα χέρια τους από θυμό και λυσσάνε πrsquo άνθισε για τα Παιδιά η Μηλιά και δεν άνθισε γιrsquo αυτούς

Κι αρπάζουν ευτύς τrsquo άγρια ασημένια σπαθιά και βγαίνουν όξω

Μα τι να δουν

Χιλιάδες ροδοκόκκινα Παιδιά πιασμένα χέρι χέρι να πηδούν ελεύτερα γύρω γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά και να τραγουδούν

Κι η Μηλιά ευτυχισμένη νrsquo απλώνει όσο μπορεί τα μεγάλα δυνατά της κλαδιά νrsquo αγκαλιάσει όλα τα παιδιά

Μα ξαφνικά― τι ήταν αυτό ―αστράφτει ο ουρανός Χαράζει η Ανατολή φωτάει η Δύση Κι ανθίζουν όλα τα κλώνια της Μηλιάς ―απrsquo Αγάπη Και χιλιάδες Χρυσά Μήλα αστράφτουν ψηλά πέφτουν σαν αστέρια και φυτρώνουν εκεί που πατούσαν τα ποδαράκια των παιδιών Κι οι Κακοί Άρχοντες αυτοί βλέπουν και λυσσούν ―και τρέμουνε τrsquo άσκημα χέρια τους

Γιατί άνθισαν για τα παιδιά τα μήλα κι είναι τα Μήλα Χρυσά κι είναι όμορφα και δεν είναι γιrsquo αυτούς

Ε τότες βγάζουν τrsquo Ασημένια Σπαθιά κι ορμούν και τα μάτια τους πετούν φωτιές

Και ζυγώνουν σαν άνεμος και σηκώνουν τrsquo άσπλαχνα σπαθιά και νά τα κατεβάζουν να κόψουν τrsquo αγαπημένα χεράκια να σφάξουν τα Παιδιά να φτάσουν τη Χρυσή Μηλιά νrsquo αρπάξουν αυτοί τα μήλα

Μα τα σπαθιά δεν κόβουν

Και τα χεράκια δε σπάνε

Και τα παιδιά τραγουδούν άφοβα και χορεύουν

Και σφίγγουν όλο πιο πολύ τrsquo αγαπημένα χέρια

Κι ο Μεγάλος Κύκλος που rsquoναι πιασμένα και χορεύουν όλα τα Παιδιά γίνεται τότες πιο δυνατός απrsquo τον πιο φοβερόν πολεμιστή πιο φοβερός κι απrsquo το ψηλό Κάστρο

Τότες θολώνουν τrsquo άγρια μάτια τους

Και τα κοφτερά Σπαθιά πέφτουν απrsquo τα χέρια τους

Και ζαλίζουνται πέφτουν χάμου Κι ανασηκώνουνται και ξαναπέφτουν

Και το φαρμάκι που rsquoχουνε στη μαύρη ψυχή τους έπηξε κι έγινε πηχτό κόκκινο γαίμα Και σταματά την άσπλαχνη καρδιά τους να μη χτυπά πια

Και παραλυούνε τα μακριά σουβλερά τους δαχτύλια Και δεν μπορούνε πια να σκοτώνουν

Ε σαν είδαν τrsquo Αρχοντόπουλα τους αγαπημένους τους άρχοντες σκοτωμένους φωνάζουν τους φύλακες με-τα-Χίλια-Μάτια

Κι από τους Μαύρους Τάφους ξεπηδούν οι Στρατιώτες με-τα-Χίλια Σπαθιά

Και όλοι μαζί οί οχτροί των παιδιών ζυγώνουν με πνιχτά βήματα με μάτι θολό κι αγριεμένα Σπαθιά Και θέλουν κι αυτοί να σφάξουν τα παιδιά νrsquo αρπάξουν τα Χρυσά τα Μήλα

Μα τα παιδιά δεν τους βλέπουν και δεν τους ακούν Και χαρούμενα σφίγγουν τα χέρια Κι όλο τραγουδούν

Και πετά το τραγούδι τους γοργό κι αντηχεί ως τον Κόκκινον Κάμπο κει που Πουλί δεν πετά και Λουλούδι δε φυτρώνει

Και τrsquo ακούν οι φτωχοί Περβολάρηδες που δεμένοι στις χρυσές αλυσίδες του Σκληρόκαρδου σκάβουν Τι δεν μπόρεσαν να κάνουν τη Μηλιά νrsquo ανθίσει

Και τrsquo ακούν οι Καλοί Χτίστες που δεμένοι στις βαριές αλυσίδες του Στενόμυαλου χτίζουν Tι δεν μπόρεσαν να φυλάξουν καλά τη Χρυσή Μηλιά

Και σηκώνουν τα μάτια και βλέπουν τον Ήλιο Μα ξαφνικά το τραγούδι ορμά στη μεγάλη κόκκινη φωτιά και τη σβήνει

Τότες σωπαίνουν τα μεγάλα νεροπρίονα στο δάσος Kι απrsquo τα βαθύσκια Δάση βγαίνουν οι ξυλοκόποι

Και φύλλο δεν τρέμει κι αγέρας δε φυσά

Κι όλοι οι ανθρώποι πrsquo αγαπούν τα Παιδιά βλέπουν τότες τους χίλιους μαύρους φύλακες που ζυγώνουν Tι άνοιξε ο ουρανός και φάνηκε ο Ήλιος κι ακούγονται τα βαριά τους πατήματα και γυαλίζουνε τrsquo ασημένια τους σπαθιά Και ωσάν τους είδαν κάνουν έτσι και σπάνε τις αλυσίδες

Και ―νά τοι― τρέχουν πετούν ξεχύνουνται με τσάπες και τσεκούρια με πριόνια και μυστριά με σίδερα που βρήκαν και κλαδιά που κόψαν

Αστράφτει στα μάτια τους η Αγάπη

Και γοργά χτυπά στις φλέβες το κόκκινο Ανθρώπινο αίμα Και ερχόμενοι εκείνα τα παλικάρια εχυθήκαν απάνω τους ωσάν λεοντάρια λυσσασμένα

Και τότες ―άι χα ―σηκώνουνται ψηλά τrsquo ατσάλινα μπράτσα Και πριν κατέβουν ξεψυχούν οι στρατιώτες-με-τα-χίλια-Σπαθιά Και σαν κατέβουν λιανίζουν πετσοκόβουν πελεκούν τους λυσσασμένους φύλακες των Αρχοντάδων

Όμως όσοι απομείναν από τα στρατεύματα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου ενωθήκανε τότες σrsquoένα μεγάλο στρατό κι ορμήσαν και πάλι καταπάνου στα παιδιά για να κόψουν τα ενωμένα τους χέρια και να πάρουν αυτοί για λογαριασμό τους μονάχα τα τρία ―ολόχρυσα― Μήλα

Και τότες και οι πατεράδες και όλες οι μητέρες των παιδιών που είδαν τον κίνδυνο αυτόν ορμήσανε καταμπρός άλλοι από μπροστά από τον εχθρό και άλλοι από την πίσω μεριά τους και εκάναν την καρδιά τους σκληρή και άπονη Και αρπάξαν τους κακούς αυτούς στρατιώτες από τα μαλλιά και γυρίσαν κατά πίσω την κεφαλή τους και τους εχτύπησαν με όλη τους τη δύναμη στο κεφάλι Kαι μετά τους εγύρισαν το χέρι και τους επήραν το

μαχαίρι όπου εκρατούσαν πριν μέσα στα δόντια τους για να σφάξουν οι κακούργοι αυτοί τα παιδιά Και με το ίδιο αυτό ατσάλινο μαχαίρι τούς χτυπήσαν με μεγάλη δύναμη ίσα μέσα στην καρδιά Έτσι σκληρά και άπονα τους εσκοτώσανε Και μένανε εκεί αυτοί πάνω στο χώμα ξαπλωμένοι ―δίχως να μπορούνε πια να κάνουν κακό σε κανέναν άνθρωπο― ούτε και σε κανένα από τα παιδιά που κυνηγούσανε πριν με κακία μεγάλη

Ετότες εφάνηκε κι ένας καβαλάρης με σπαθί ξεγυμνωμένο και άρματα λαμπερά Και άρχισε να σφάζει τους φύλακες όσοι είχανε απομείνει και τους επήρε κυνηγώντας πέρα από τη Χρυσή τη Μηλιά μέσα στα βουνά

Και εκεί έγινε άφαντος από τη γη

Και τα παιδιά βοηθώντας και με τη χάρη του Θεού εσταθήκανε νικητές

Πιάνουνε λοιπόν τrsquo Αρχοντόπουλα και τα κλείνουνε στις δικές τους σκοτεινές φυλακές

Και τους στρατιώτες τούς κόβουν ευτύς τα πολλά χέρια Και τους αφήνουνε μόνο δυο να δουλεύουν και να τρων

Kαι τους Φύλακες ―αυτούς τους πάνε και τους στήνουν μες στrsquo ανθισμένα αμπέλια να φυλούν τα σταφύλια με τα χίλια τους μάτια μην έρθει κάνα πουλάκι και τσιμπήσει τις γλυκές ζουμερές ρόγες

O χορός της χρυσής μηλιάς

Σκύβει τότες ο Σπιθοβολάκης μαζεύει τα ολόχρυσα Μήλα και τα φυτεύει βαθιά στα καρπερά σπλάχνα της γης

Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός μοιράζει σrsquo όλους τις χίλιες Ασημένιες τσάπες

Κι από πίσω ―νά την ―σκαλίζει μrsquo ένα σκαλιστηράκι κι η Γριά

Και σα βρίσκει παλιό κίτρινο κοντάρι το σιάχνει ευτύς δρεπάνι-δρεπανάκι Και σα βρίσκει παλιό σκουριασμένο κανόνι το ρίχνει ευτύς στη μεγάλη κόκκινη Φωτιά

Και το παίρνουν οι Σιδεράδες το χτυπούν στο δυνατό αμόνι και το σιάχνουν όμορφο αλέτρι

Και πιάνει ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης τrsquo αλέτρι κι οργώνει με μιας ολάκερη τη γης Κι απrsquo το γερό και βαθύ σκάψιμο πέφτουν οι ψεύτικοι Πύργοι γκρεμίζουνται οι ψηλοί μαύροι Τοίχοι γεμίζουν χώμα τα φιδωτά λαγούμια πέφτουν οι Σκοτεινές φυλακές και τίποτα πια δε χωρίζει όλα τα Παιδιά

Κι από πίσω ―νά κι ο Γέρος ρίχνει το στάρι

Και νά και τα Παιδιά ―αυτά θερίζουν τα κυματιστά ολόχρυσα στάχια

Μα φυτρώσαν και τα Μήλα Και βγήκαν παντού οι όμορφες αληθινές Μηλιές

Και όλοι όσοι βρίσκουνται τώρα κοντά στη Χρυσή Μηλιά πιάνουνται χέρι με χέρι σφιχτά κι αγαπημένα στον πιο λεβέντικο χορό που rsquoγινε ποτές

Και πιάνει ο Σπιθοβολάκης τον κάβο κι η Γριούλα την άλλη άκρη Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός κάνει έτσι και φωνάζει φωνάζει όλα τα Παιδιά απrsquo όλη τη Γης στο χορό της Χρυσής της Μηλιάς

Και βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια με σβέλτα μάτια και χλωμό πρόσωπο Αραπάκια με σγουρό μαλλί κι αστραφτερό χαμόγελο Ινδιανάκια με κόκκινο δέρμα και πολύχρωμα φτερά Εσκιμωάκια με λοξά μάτια και τολμηρό πρόσωπο

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Κι ο Μεγάλος Κύκλος απλώνει και μεγαλώνει και γυρνά και χορεύει και τραγουδά και σε λίγο αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη μας όπως ταξιδεύει φωτεινή κι όμορφη στο Γαλάζιο Άπειρο

Κι η Γης αναγαλλιάζει χαρούμενη όλα τα παιδιά αγαπημένα να χορεύουν απάνω της και να τραγουδούν

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη

Και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί άρχοντες

Κι ανθίζει ευτύς τα χαρούμενα δέντρα κι ωριμάζει άφθονους τους χρυσούς της καρπούς

Και βάζει τα ποτάμια να ποτίζουν και δένει το πιο όμορφο στάρι Και λέει στα ψηλά βουνά να κρατούν τrsquo άσπρο χιόνι να rsquoχουν και το καλοκαίρι νερό να ποτίζουν οι Άνθρωποι

Κι ο Ήλιος αυτός στέλνει τις πιο όμορφες Αχτίνες του Και γελούν και χορεύουν με όλα τα Παιδιά

Κι είναι όλοι δυνατοί ―και χαρούμενοι― και πολύ μα πολύ ευτυχισμένοι

Γιατί τα πουλάκια ξαναγύρισαν στα δάση Και τα τριαντάφυλλα ξανάνθισαν με το κελάηδημά τους Και τα Παιδιά είναι πολύ γερά και ροδοκόκκινα Κι οι καρπερές Ελιές ανθίζουν ξανά τον πιο όμορφο καρπό και χαρίζουν σrsquo όλους το χρυσό χρυσό λάδι της μιας Ατέλειωτης Ειρήνης των Ανθρώπων

Τα τρία ολόχρυσα Μήλα είχαν ανθίσει

Ψέματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθια

μήτε εγώ ήμουν εκεί μήτε σεις να το πιστέψετε

Τέλος του παραμυθιού Καλησπέρα σας

(από το βιβλίο Φώτης Kόντογλου H μηλιά με τα χρυσά μήλα Aθήνα 1947)

πηγή httpwwwsnhellgrkidscontentaspid=143ampcat_id=5

Page 6: Φώτης Κόντογλου, διήγημα

Μα ο πονηρός Στενόμυαλος αυτός φωνάζει ξένους τεχνίτες που δουλεύουνε μόνο τη νύχτα

Κρυμμένοι σrsquo ένα βαθύ λαγούμι σαράντα μπόγια κάτrsquo απrsquo τη γης κρυφά μαστορεύουν και ζητάνε να βρούνε νέες τέχνες τον άπαρτο τον πύργο να γκρεμίσουν και το παλιό το σύνορο άκοπα να διαβoύν

Και ξοδεύει το χρυσάφι ο Στενόμυαλος και σκορπά το μαργαριτάρι και σε λίγο αδειάζουν όλες οι αποθήκες που απrsquo τον καιρό του πατέρα του ήταν γεμάτες

Κι οι Άνθρωποι ζούνε ακόμα πιο δυστυχισμένoι

Γιατί τα πουλάκια φύγαν απrsquo τα δάση και τα τριαντάφυλλα μαράθηκαν δίχως το κελάηδημά τoυς και τα παιδιά είναι αδύνατα και πολύ χλωμά κι οι καρπερές ελιές κείτονται κομμένες στο χώμα

Κι όσοι δεν είναι στρατιώτες δουλεύουν μόνο για να γεμίζει τις αποθήκες και να ξοδεύει ο ένας άρχοντας ή για να χτίζει ψηλά κάστρα ο άλλoς

Και μια μέρα ακούγεται ένα φοβερό ποδοβολητό και τρέμει η γης και σιούνται συθέμελα τα Kάστρα Κι οι στρατιώτες με τα χίλια σπαθιά πετιούνται πάνω τρομαγμένοι και τι να δoυν

Ένα μεγάλο σύννεφο νrsquo απλώνεται ώσπου φτάνει το μάτι σου κι όλο να θολώνει και νrsquo αντριεύεται

Κι έρχεται ευτύς ο Σκληρόκαρδoς Και βαρούνε οι σάλπιγγες κι αυτός καβάλα απάνω στrsquo ολόλευκο άτι του που δαγκάνει τα σίδερα και χλιμιντρά να πολεμήσει προχωρά καταπάνου στο σύννεφο να δει

Και ξαφνικά αστράφτουν χίλιες αστραπές και πέφτουν χίλιοι κεραυνοί κι αντιβουίζουνε βουνά και κάμποι Και μέσrsquo απrsquo τη φωτιά πrsquo άστραψε απrsquo τον κουρνιαχτό φαίνουνται για πρώτη φορά οι σημαίες και τα μπαϊράκια τrsquo άρχοντα Στενόμυαλου

Και ξανατρέμει η γης και σκοτεινιάζει ο ουρανός και κρύβεται ο ήλιος

Κι αρχίζουν μέσα σrsquo ένα βουερό κι απαίσιο μούγκρισμα να σφυρίζουν και να rsquoρχουνται καταπάνου στο κάστρο μπάλες από καυτό σίδερο

Και τινάζουν τους πύργους στον αγέρα και πέφτουν οι τοίχοι σε συντρίμμια κι ουρλιάζουν οι στρατιώτες που το καυτό μολύβι τούς θερίζει τα ποδάρια τους κόβει κορμιά τους σφάζει ζωντανούς

Και το ποτάμι γίνεται κόκκινο απrsquo το πολύ γαίμα κι αφρίζει θυμωμένο τον ολοκόκκινον αφρό κι ορμά να πνίξει τrsquo άλογα και τα κανόνια και την κόκκινη απrsquo το αίμα μηλιά που κάνει τα Χρυσά Μήλα

Τρέχουν ευτύς οι μυριάδες στρατός μrsquo αμέτρητους κουβάδες σκύβουν στrsquo αφρισμένο το ποτάμι κι αδειάζουν στrsquo άσπλαχνο διψασμένο χώμα το κόκκινο αίμα

Κι από τότες ο παλιός ανθισμένος κάμπος έχει παντού κόκκινο χώμα Και κανένα λουλούδι δε φυτρώνει Ούτε δέντρο Κι ούτε πουλί δεν περνά ψηλά στον ουρανό

Λαχανιασμένος κουρασμένος μα φχαριστημένος γιατί νίκησε τρέχει ο Νέος Στενόμυαλος πάνω στrsquo ολόμαυρο άτι του περνά το κόκκινο ποτάμι βρίσκει το σκοτωμένο Σκληρόκαρδο του κόβει το κεφάλι και πάει και το κρεμά στη ματοβαμμένη Μηλιά

Κι έτσι πήρε εκδίκηση

Αλλrsquo άδικα περιμένει να πάρει και τα Χρυσά Μήλα

Περνάνε χίλιες μέρες εκατό βδομάδες πενήντα χρόνια βγάζει ψαρά γένια κι άσπρα μαλλιά όμως όχι δεν ανθίζει γιrsquo αυτόν η Μηλιά

Τότες φωνάζει πίσω τους ξένους τεχνίτες Kαι τους βάζει να σκάβουν βαθιά λαγούμια πέρα απrsquo τη Χρυσή Μηλιά

Ύστερα ξεζεύει μόνος του τα χίλια άλογα που rsquoσερναν τα κανόνια και τα στήνει όλα μαζί γυρισμένα καταπάνου στη χώρα του νικημένου Σκληρόκαρδου

Και με τα κανόνια και με τα λαγούμια πιστεύει πως έκλεισε μέσα και τη χρυσή του τύχη

Γιατί αν ανθίσει η Μηλιά μες στη δική του χώρα θα κάνει τα μήλα για τους δικούς του μονάχα τους γιους τrsquo αρχοντόπουλα

O Σπιθοβολάκης

Ύστερα αν πεις πως δε γέννησε πάλι η Αρχόντισσα θα rsquoλεγες ένrsquo άσκημο ψέμα Γιατί κι οι δυο Αρχόντισσες γεννούσανε όλο αγόρια το rsquoνα πιο άγριο και πιο κακό από τrsquo άλλο

Και κάθε ένας τους ήθελε για δική του μονάχα τη Μηλιά Έκανε λοιπόν νέον Πόλεμο να την πάρει πίσω Κι ο άλλος ―αυτός έκανε πόλεμο να τη φυλάξει

Και κάθε φορά λέγανε ψέματα ―πως όλο και θrsquo ανθίσει η Μηλιά όλο και θα κάνει τα όμορφα χρυσαφιά λουλούδια της Και πως τότες ο κόσμος θα ζει ευτυχισμένος

Όμως ήταν η πιο μεγάλη Πείνα κι η πιο φοβερή Δίψα ―απrsquo τον καιρό που ζούμε απάνω στη γης

Οι ανθρώποι τρώγαν και ποντίκια και γάτες και για να πιούνε νερό απλώναν στη γης απάνω κουβάδες και ντενεκέδες κι ότι άλλο είχαν μη ρίξει ο ουρανός καμιά στάλα να rsquoχουν να πιουν

Ε τότες λοιπόν μια καλομοίρα Γριά είχε ψάξει χίλιες φορές την αποθήκη της μη βρει μια σταλίτσα αλεύρι να ψήσει ψωμί

Και λέει laquoβρε δεν πάω να ψάξω μιαν ακόμαraquo Κι αδειάζει που λέτε όλα της τα σακιά και στο τελευταίο βρίσκει μια χουφτίτσα αλεύρι

Εκεί να δεις χαρά τη Γριά και τrsquo αυτιά της γελούσανε Πιάνει γλήγορα γλήγορα και το ζυμώνει και το πλάθει και σιάχνει ένα κουλουράκι και το σκεπάζει με την κάπα της όμορφα όμορφα να ζεσταθεί να φουσκώσει

Τώρα η Γριούλα αυτή είχε δεκατρία παιδιά και της είχαν πεθάνει όλα στον πόλεμο Κι ο πόλεμος βάστηξε δώδεκα χρόνια και κάθε χρόνο έχανε κι ένα παιδί κι έτσι της έμεινε μόνο το τελευταίο που το λέγανε Σπιθοβολάκη

Αυτός ήταν το πιο καλό παιδί της γειτονιάς μα τι τα θες ήταν και λίγο σκανταλιάρικο Κείνη τη μέρα είχε χωθεί στο πιθαράκι με το λάδι έτσι για να πεταχτεί από μέσα την ώρα που θα τρώγανε και να τους κάνει να γελάσουν

Μα σαν είδε το κουλουράκι ―ωπ δίνει μια και νά τον έξω απrsquo το πιθάρι Τσίμπα από δω τσίμπα από κει έφαγε δίχως να το καταλάβει όλο το ζυμάρι

Τι να κάνει τότε Κάθεται παίρνει χώμα σιάχνει λάσπη πλάθει ένα ολόιδιο κουλουράκι το πασπαλίζει με την αλευρόσκονη που rsquoχε μείνει και ―τσουπ ξανατρυπώνει στο πιθαράκι

Έρχεται ο Γέρος κι η Γριά να φάνε κι αρχίζουν τις φωνές

― Σπιθοβολάκη Πού rsquoσαι βρε Σπιθοβολάκη Έλα έλα να φας

Σαν είδαν κι απόειδαν που δεν ερχόταν ο προκομμένος ο γιος τους κάθονται να φάνε

Πιάνει ο Γέρος το κουλουράκι το δαγκώνει

― Χάι χάι Trsquo είνrsquo αυτό Φτου Xαφτού

Κι αρχίζει τα γέλια τότες ο Σπιθοβολάκης μέσrsquo απrsquo το πιθαράκι και ψάχνουν αυτοί θυμωμένοι να τον βρουν κι από δω τον έχουν από κει τους φεύγει

Κι από τα πολλά τα γέλια παίρνει δρόμο μαζί με το πιθάρι Και βλέπει η Γριά ένα κοτζάμ πιθάρι να το σκάει από την πόρτα και καταλαβαίνει πως κάποια διαολιά θα rsquoναι πάλι του Σπιθοβολάκη και πιάνει τη σκούπα κι αρχινά να τον κυνηγά

Τρέχει τρέχει ο Σπιθοβολάκης μέσα από το πιθάρι Κι έχει βγάλει όξω τα ποδάρια του μα το κεφάλι του μεγάλωσε απrsquo τα πολλά γέλια και δε βγαίνει

Τέλος φτάνει κοντά στη Χρυσή Μηλιά δίνει μια του πιθαριού στον κορμό το σπα και λευτερώνεται Μα η μάνα του τον έχει φτάσει κι απλώνει το χέρι της ―απ να τον τσακώσει

― Μηλιά μηλιά ανέβασrsquo με ψηλά λέει τότες ο Σπιθοβολάκης

Κι ευτύς σκύβει η Μηλιά κι ωσότου κλείσει η μάνα του τα χέρια της νά τον ο Σπιθοβολάκης ψηλά πάvω στα κλώνια της Μηλιάς και χοροπηδά και σκάει στα γέλια

Και βγάζει ένα σκοινί που rsquoχε δεμένο στη μέση του και δένει μια ψηλή κούνια κι αρχινά το γέλιο και το ξεφωνητό και το τραγούδι

Κι η γριούλα μια φοβάται μη της πέσει μια την πιάνουν τα γέλια με τη διαολιά και το κέφι του γιου της

Η Μηλιά χαίρεται κι αυτή κι αναγαλλιάζει ένα παιδί σκαρφαλωμένο απάνω της να παίζει και να τραγουδά

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί Άρχoντες

Κι ο Ήλιος χαίρεται κι αυτός που είδε τη χαρακαμένη μανούλα να γελάσει Και λίγο πριν δύσει στέλνει τις τρεις πιο όμορφες αχτίνες του να τους κρατήσουν συντροφιά να παίζουν κι όταν θα σκοτεινιάσει

Μα ξαφνικά ―τι ήταν αυτό ―οι τρεις φωτεινές ηλιαχτίνες γίνονται τρία χρυσαφιά όμορφα λoυλoύδια Αστράφτει Ανατολή και Δύση Και ―νά τα τα τρία ολόχρυσα Μήλα λάμπουν μέσα στα κλώνια της Mηλιάς

― Σπιθοβολάκη μου Σπιθοβολάκη φωνάζει τότες η Γριoύλα Κόψε κόψε τα Χρυσά Μήλα

― Θα μου τα δώσεις αν κατέβω λέει ο Σπιθoβoλάκης

― Ναι γιόκα μoυ

― Και δε θα με δείρεις για το κουλουράκι ξαναρωτά το σκανταλιάρικο

― Όχι γιόκα μoυ

― Ε τότες γιατί να κατέβω Άσε να τελειώσω πρώτα την κούνια μoυ Xoπ Και ξεκαρδίζεται να γελά όπως πετά ―όπλα λα κάτω από τα χρυσά τα Μήλα

― Σπιθοβολάκη Σπιθοβολάκη λέει τότες η Μανούλα τoυ Δως μου τα Χρυσά τα Μήλα κι εγώ θα σου δώσω την πιο Χρυσήν Ευχή της Mανoύλας Τότες ο Σπιθοβολάκης αφήνει γλήγορα το παιχνίδι σκαρφαλώνει ευτύς πιο ψηλά και ρίχνει τα Χρυσά Μήλα στη γλυκιά του Μανούλα Κι εκείνη του λέει ψιθυριστά στο μικρό έξυπνο αυτάκι του μια Μαγική Λέξη τρεις φορές laquoΕιρήνη-Ειρήνη-Ειρήνηraquo

Και κρατούσε στα χέρια της τα τρία ολόχρυσα Μήλα που θα φέρναν στον κόσμο την ευτυχία

Ξανασκαρφαλώνει τότες ο Σπιθοβολάκης πολύ ψηλά πάνω στη Χρυσή τη Mηλιά Κι αρχίζει να φωνάζει με μια φωνή που λυγίζανε τα δέντρα απrsquo την ανάσα που rsquoβγαζε κάθε φoρά

Και τον ακούν όλα τα παιδιά που ζούσαν χωριστά στη χώρα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου κι έρχουνται ευτύς να δουν τι τρέχει

― Παιδιά λέει τότες με τη βροντερή του φωνή ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης η Μηλιά άνθισε γιατί να κάνουμε πόλεμο για τα Χρυσά Mήλα Η Μηλιά άνθισε κι όλοι οι Σκληρόκαρδοι κι όλοι οι Στενόμυαλοι μήτε το πήραν χαμπάρι ούτε τη Χρυσήν Ευχή της Μανούλας έχουν μαζί τους Ειρήνη-Ειρήνη-Ειρήνη

― Ζήτω-ω-ω θα γίνει φωνάζουν τότες κι όλα μαζί τrsquo αγαπημένα παιδιά

Κι αρχίζουν ευτύς το τραγούδι και το χορό και πιάνουνται όλοι χέρι με χέρι κι αρχίζουν να χοροπηδούν και να χορεύουν γύρω γύρω -ώπα ωπ ούλοι μαζί ―γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά

Και το χαρούμενο τραγούδι τους γοργό σαν κρούσταλλο νεράκι έλεγε

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι Χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Πήδα -χόπλα Λύγα -χόπλα

Ίσια το κορμί -έι χο

Τρέξτε όλοι πιάστε όλοι

το Λεβέντικο Χορό

τράλα λάλα λο

τράλα λάλα λο

Oι Άρχοντες

Τότες ακούν οι κακοί Άρχοντες το τραγούδι των παιδιών Και γιομίζει η καρδιά τους φαρμάκι Και τρέμουν τα χέρια τους από θυμό και λυσσάνε πrsquo άνθισε για τα Παιδιά η Μηλιά και δεν άνθισε γιrsquo αυτούς

Κι αρπάζουν ευτύς τrsquo άγρια ασημένια σπαθιά και βγαίνουν όξω

Μα τι να δουν

Χιλιάδες ροδοκόκκινα Παιδιά πιασμένα χέρι χέρι να πηδούν ελεύτερα γύρω γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά και να τραγουδούν

Κι η Μηλιά ευτυχισμένη νrsquo απλώνει όσο μπορεί τα μεγάλα δυνατά της κλαδιά νrsquo αγκαλιάσει όλα τα παιδιά

Μα ξαφνικά― τι ήταν αυτό ―αστράφτει ο ουρανός Χαράζει η Ανατολή φωτάει η Δύση Κι ανθίζουν όλα τα κλώνια της Μηλιάς ―απrsquo Αγάπη Και χιλιάδες Χρυσά Μήλα αστράφτουν ψηλά πέφτουν σαν αστέρια και φυτρώνουν εκεί που πατούσαν τα ποδαράκια των παιδιών Κι οι Κακοί Άρχοντες αυτοί βλέπουν και λυσσούν ―και τρέμουνε τrsquo άσκημα χέρια τους

Γιατί άνθισαν για τα παιδιά τα μήλα κι είναι τα Μήλα Χρυσά κι είναι όμορφα και δεν είναι γιrsquo αυτούς

Ε τότες βγάζουν τrsquo Ασημένια Σπαθιά κι ορμούν και τα μάτια τους πετούν φωτιές

Και ζυγώνουν σαν άνεμος και σηκώνουν τrsquo άσπλαχνα σπαθιά και νά τα κατεβάζουν να κόψουν τrsquo αγαπημένα χεράκια να σφάξουν τα Παιδιά να φτάσουν τη Χρυσή Μηλιά νrsquo αρπάξουν αυτοί τα μήλα

Μα τα σπαθιά δεν κόβουν

Και τα χεράκια δε σπάνε

Και τα παιδιά τραγουδούν άφοβα και χορεύουν

Και σφίγγουν όλο πιο πολύ τrsquo αγαπημένα χέρια

Κι ο Μεγάλος Κύκλος που rsquoναι πιασμένα και χορεύουν όλα τα Παιδιά γίνεται τότες πιο δυνατός απrsquo τον πιο φοβερόν πολεμιστή πιο φοβερός κι απrsquo το ψηλό Κάστρο

Τότες θολώνουν τrsquo άγρια μάτια τους

Και τα κοφτερά Σπαθιά πέφτουν απrsquo τα χέρια τους

Και ζαλίζουνται πέφτουν χάμου Κι ανασηκώνουνται και ξαναπέφτουν

Και το φαρμάκι που rsquoχουνε στη μαύρη ψυχή τους έπηξε κι έγινε πηχτό κόκκινο γαίμα Και σταματά την άσπλαχνη καρδιά τους να μη χτυπά πια

Και παραλυούνε τα μακριά σουβλερά τους δαχτύλια Και δεν μπορούνε πια να σκοτώνουν

Ε σαν είδαν τrsquo Αρχοντόπουλα τους αγαπημένους τους άρχοντες σκοτωμένους φωνάζουν τους φύλακες με-τα-Χίλια-Μάτια

Κι από τους Μαύρους Τάφους ξεπηδούν οι Στρατιώτες με-τα-Χίλια Σπαθιά

Και όλοι μαζί οί οχτροί των παιδιών ζυγώνουν με πνιχτά βήματα με μάτι θολό κι αγριεμένα Σπαθιά Και θέλουν κι αυτοί να σφάξουν τα παιδιά νrsquo αρπάξουν τα Χρυσά τα Μήλα

Μα τα παιδιά δεν τους βλέπουν και δεν τους ακούν Και χαρούμενα σφίγγουν τα χέρια Κι όλο τραγουδούν

Και πετά το τραγούδι τους γοργό κι αντηχεί ως τον Κόκκινον Κάμπο κει που Πουλί δεν πετά και Λουλούδι δε φυτρώνει

Και τrsquo ακούν οι φτωχοί Περβολάρηδες που δεμένοι στις χρυσές αλυσίδες του Σκληρόκαρδου σκάβουν Τι δεν μπόρεσαν να κάνουν τη Μηλιά νrsquo ανθίσει

Και τrsquo ακούν οι Καλοί Χτίστες που δεμένοι στις βαριές αλυσίδες του Στενόμυαλου χτίζουν Tι δεν μπόρεσαν να φυλάξουν καλά τη Χρυσή Μηλιά

Και σηκώνουν τα μάτια και βλέπουν τον Ήλιο Μα ξαφνικά το τραγούδι ορμά στη μεγάλη κόκκινη φωτιά και τη σβήνει

Τότες σωπαίνουν τα μεγάλα νεροπρίονα στο δάσος Kι απrsquo τα βαθύσκια Δάση βγαίνουν οι ξυλοκόποι

Και φύλλο δεν τρέμει κι αγέρας δε φυσά

Κι όλοι οι ανθρώποι πrsquo αγαπούν τα Παιδιά βλέπουν τότες τους χίλιους μαύρους φύλακες που ζυγώνουν Tι άνοιξε ο ουρανός και φάνηκε ο Ήλιος κι ακούγονται τα βαριά τους πατήματα και γυαλίζουνε τrsquo ασημένια τους σπαθιά Και ωσάν τους είδαν κάνουν έτσι και σπάνε τις αλυσίδες

Και ―νά τοι― τρέχουν πετούν ξεχύνουνται με τσάπες και τσεκούρια με πριόνια και μυστριά με σίδερα που βρήκαν και κλαδιά που κόψαν

Αστράφτει στα μάτια τους η Αγάπη

Και γοργά χτυπά στις φλέβες το κόκκινο Ανθρώπινο αίμα Και ερχόμενοι εκείνα τα παλικάρια εχυθήκαν απάνω τους ωσάν λεοντάρια λυσσασμένα

Και τότες ―άι χα ―σηκώνουνται ψηλά τrsquo ατσάλινα μπράτσα Και πριν κατέβουν ξεψυχούν οι στρατιώτες-με-τα-χίλια-Σπαθιά Και σαν κατέβουν λιανίζουν πετσοκόβουν πελεκούν τους λυσσασμένους φύλακες των Αρχοντάδων

Όμως όσοι απομείναν από τα στρατεύματα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου ενωθήκανε τότες σrsquoένα μεγάλο στρατό κι ορμήσαν και πάλι καταπάνου στα παιδιά για να κόψουν τα ενωμένα τους χέρια και να πάρουν αυτοί για λογαριασμό τους μονάχα τα τρία ―ολόχρυσα― Μήλα

Και τότες και οι πατεράδες και όλες οι μητέρες των παιδιών που είδαν τον κίνδυνο αυτόν ορμήσανε καταμπρός άλλοι από μπροστά από τον εχθρό και άλλοι από την πίσω μεριά τους και εκάναν την καρδιά τους σκληρή και άπονη Και αρπάξαν τους κακούς αυτούς στρατιώτες από τα μαλλιά και γυρίσαν κατά πίσω την κεφαλή τους και τους εχτύπησαν με όλη τους τη δύναμη στο κεφάλι Kαι μετά τους εγύρισαν το χέρι και τους επήραν το

μαχαίρι όπου εκρατούσαν πριν μέσα στα δόντια τους για να σφάξουν οι κακούργοι αυτοί τα παιδιά Και με το ίδιο αυτό ατσάλινο μαχαίρι τούς χτυπήσαν με μεγάλη δύναμη ίσα μέσα στην καρδιά Έτσι σκληρά και άπονα τους εσκοτώσανε Και μένανε εκεί αυτοί πάνω στο χώμα ξαπλωμένοι ―δίχως να μπορούνε πια να κάνουν κακό σε κανέναν άνθρωπο― ούτε και σε κανένα από τα παιδιά που κυνηγούσανε πριν με κακία μεγάλη

Ετότες εφάνηκε κι ένας καβαλάρης με σπαθί ξεγυμνωμένο και άρματα λαμπερά Και άρχισε να σφάζει τους φύλακες όσοι είχανε απομείνει και τους επήρε κυνηγώντας πέρα από τη Χρυσή τη Μηλιά μέσα στα βουνά

Και εκεί έγινε άφαντος από τη γη

Και τα παιδιά βοηθώντας και με τη χάρη του Θεού εσταθήκανε νικητές

Πιάνουνε λοιπόν τrsquo Αρχοντόπουλα και τα κλείνουνε στις δικές τους σκοτεινές φυλακές

Και τους στρατιώτες τούς κόβουν ευτύς τα πολλά χέρια Και τους αφήνουνε μόνο δυο να δουλεύουν και να τρων

Kαι τους Φύλακες ―αυτούς τους πάνε και τους στήνουν μες στrsquo ανθισμένα αμπέλια να φυλούν τα σταφύλια με τα χίλια τους μάτια μην έρθει κάνα πουλάκι και τσιμπήσει τις γλυκές ζουμερές ρόγες

O χορός της χρυσής μηλιάς

Σκύβει τότες ο Σπιθοβολάκης μαζεύει τα ολόχρυσα Μήλα και τα φυτεύει βαθιά στα καρπερά σπλάχνα της γης

Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός μοιράζει σrsquo όλους τις χίλιες Ασημένιες τσάπες

Κι από πίσω ―νά την ―σκαλίζει μrsquo ένα σκαλιστηράκι κι η Γριά

Και σα βρίσκει παλιό κίτρινο κοντάρι το σιάχνει ευτύς δρεπάνι-δρεπανάκι Και σα βρίσκει παλιό σκουριασμένο κανόνι το ρίχνει ευτύς στη μεγάλη κόκκινη Φωτιά

Και το παίρνουν οι Σιδεράδες το χτυπούν στο δυνατό αμόνι και το σιάχνουν όμορφο αλέτρι

Και πιάνει ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης τrsquo αλέτρι κι οργώνει με μιας ολάκερη τη γης Κι απrsquo το γερό και βαθύ σκάψιμο πέφτουν οι ψεύτικοι Πύργοι γκρεμίζουνται οι ψηλοί μαύροι Τοίχοι γεμίζουν χώμα τα φιδωτά λαγούμια πέφτουν οι Σκοτεινές φυλακές και τίποτα πια δε χωρίζει όλα τα Παιδιά

Κι από πίσω ―νά κι ο Γέρος ρίχνει το στάρι

Και νά και τα Παιδιά ―αυτά θερίζουν τα κυματιστά ολόχρυσα στάχια

Μα φυτρώσαν και τα Μήλα Και βγήκαν παντού οι όμορφες αληθινές Μηλιές

Και όλοι όσοι βρίσκουνται τώρα κοντά στη Χρυσή Μηλιά πιάνουνται χέρι με χέρι σφιχτά κι αγαπημένα στον πιο λεβέντικο χορό που rsquoγινε ποτές

Και πιάνει ο Σπιθοβολάκης τον κάβο κι η Γριούλα την άλλη άκρη Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός κάνει έτσι και φωνάζει φωνάζει όλα τα Παιδιά απrsquo όλη τη Γης στο χορό της Χρυσής της Μηλιάς

Και βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια με σβέλτα μάτια και χλωμό πρόσωπο Αραπάκια με σγουρό μαλλί κι αστραφτερό χαμόγελο Ινδιανάκια με κόκκινο δέρμα και πολύχρωμα φτερά Εσκιμωάκια με λοξά μάτια και τολμηρό πρόσωπο

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Κι ο Μεγάλος Κύκλος απλώνει και μεγαλώνει και γυρνά και χορεύει και τραγουδά και σε λίγο αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη μας όπως ταξιδεύει φωτεινή κι όμορφη στο Γαλάζιο Άπειρο

Κι η Γης αναγαλλιάζει χαρούμενη όλα τα παιδιά αγαπημένα να χορεύουν απάνω της και να τραγουδούν

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη

Και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί άρχοντες

Κι ανθίζει ευτύς τα χαρούμενα δέντρα κι ωριμάζει άφθονους τους χρυσούς της καρπούς

Και βάζει τα ποτάμια να ποτίζουν και δένει το πιο όμορφο στάρι Και λέει στα ψηλά βουνά να κρατούν τrsquo άσπρο χιόνι να rsquoχουν και το καλοκαίρι νερό να ποτίζουν οι Άνθρωποι

Κι ο Ήλιος αυτός στέλνει τις πιο όμορφες Αχτίνες του Και γελούν και χορεύουν με όλα τα Παιδιά

Κι είναι όλοι δυνατοί ―και χαρούμενοι― και πολύ μα πολύ ευτυχισμένοι

Γιατί τα πουλάκια ξαναγύρισαν στα δάση Και τα τριαντάφυλλα ξανάνθισαν με το κελάηδημά τους Και τα Παιδιά είναι πολύ γερά και ροδοκόκκινα Κι οι καρπερές Ελιές ανθίζουν ξανά τον πιο όμορφο καρπό και χαρίζουν σrsquo όλους το χρυσό χρυσό λάδι της μιας Ατέλειωτης Ειρήνης των Ανθρώπων

Τα τρία ολόχρυσα Μήλα είχαν ανθίσει

Ψέματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθια

μήτε εγώ ήμουν εκεί μήτε σεις να το πιστέψετε

Τέλος του παραμυθιού Καλησπέρα σας

(από το βιβλίο Φώτης Kόντογλου H μηλιά με τα χρυσά μήλα Aθήνα 1947)

πηγή httpwwwsnhellgrkidscontentaspid=143ampcat_id=5

Page 7: Φώτης Κόντογλου, διήγημα

Και τινάζουν τους πύργους στον αγέρα και πέφτουν οι τοίχοι σε συντρίμμια κι ουρλιάζουν οι στρατιώτες που το καυτό μολύβι τούς θερίζει τα ποδάρια τους κόβει κορμιά τους σφάζει ζωντανούς

Και το ποτάμι γίνεται κόκκινο απrsquo το πολύ γαίμα κι αφρίζει θυμωμένο τον ολοκόκκινον αφρό κι ορμά να πνίξει τrsquo άλογα και τα κανόνια και την κόκκινη απrsquo το αίμα μηλιά που κάνει τα Χρυσά Μήλα

Τρέχουν ευτύς οι μυριάδες στρατός μrsquo αμέτρητους κουβάδες σκύβουν στrsquo αφρισμένο το ποτάμι κι αδειάζουν στrsquo άσπλαχνο διψασμένο χώμα το κόκκινο αίμα

Κι από τότες ο παλιός ανθισμένος κάμπος έχει παντού κόκκινο χώμα Και κανένα λουλούδι δε φυτρώνει Ούτε δέντρο Κι ούτε πουλί δεν περνά ψηλά στον ουρανό

Λαχανιασμένος κουρασμένος μα φχαριστημένος γιατί νίκησε τρέχει ο Νέος Στενόμυαλος πάνω στrsquo ολόμαυρο άτι του περνά το κόκκινο ποτάμι βρίσκει το σκοτωμένο Σκληρόκαρδο του κόβει το κεφάλι και πάει και το κρεμά στη ματοβαμμένη Μηλιά

Κι έτσι πήρε εκδίκηση

Αλλrsquo άδικα περιμένει να πάρει και τα Χρυσά Μήλα

Περνάνε χίλιες μέρες εκατό βδομάδες πενήντα χρόνια βγάζει ψαρά γένια κι άσπρα μαλλιά όμως όχι δεν ανθίζει γιrsquo αυτόν η Μηλιά

Τότες φωνάζει πίσω τους ξένους τεχνίτες Kαι τους βάζει να σκάβουν βαθιά λαγούμια πέρα απrsquo τη Χρυσή Μηλιά

Ύστερα ξεζεύει μόνος του τα χίλια άλογα που rsquoσερναν τα κανόνια και τα στήνει όλα μαζί γυρισμένα καταπάνου στη χώρα του νικημένου Σκληρόκαρδου

Και με τα κανόνια και με τα λαγούμια πιστεύει πως έκλεισε μέσα και τη χρυσή του τύχη

Γιατί αν ανθίσει η Μηλιά μες στη δική του χώρα θα κάνει τα μήλα για τους δικούς του μονάχα τους γιους τrsquo αρχοντόπουλα

O Σπιθοβολάκης

Ύστερα αν πεις πως δε γέννησε πάλι η Αρχόντισσα θα rsquoλεγες ένrsquo άσκημο ψέμα Γιατί κι οι δυο Αρχόντισσες γεννούσανε όλο αγόρια το rsquoνα πιο άγριο και πιο κακό από τrsquo άλλο

Και κάθε ένας τους ήθελε για δική του μονάχα τη Μηλιά Έκανε λοιπόν νέον Πόλεμο να την πάρει πίσω Κι ο άλλος ―αυτός έκανε πόλεμο να τη φυλάξει

Και κάθε φορά λέγανε ψέματα ―πως όλο και θrsquo ανθίσει η Μηλιά όλο και θα κάνει τα όμορφα χρυσαφιά λουλούδια της Και πως τότες ο κόσμος θα ζει ευτυχισμένος

Όμως ήταν η πιο μεγάλη Πείνα κι η πιο φοβερή Δίψα ―απrsquo τον καιρό που ζούμε απάνω στη γης

Οι ανθρώποι τρώγαν και ποντίκια και γάτες και για να πιούνε νερό απλώναν στη γης απάνω κουβάδες και ντενεκέδες κι ότι άλλο είχαν μη ρίξει ο ουρανός καμιά στάλα να rsquoχουν να πιουν

Ε τότες λοιπόν μια καλομοίρα Γριά είχε ψάξει χίλιες φορές την αποθήκη της μη βρει μια σταλίτσα αλεύρι να ψήσει ψωμί

Και λέει laquoβρε δεν πάω να ψάξω μιαν ακόμαraquo Κι αδειάζει που λέτε όλα της τα σακιά και στο τελευταίο βρίσκει μια χουφτίτσα αλεύρι

Εκεί να δεις χαρά τη Γριά και τrsquo αυτιά της γελούσανε Πιάνει γλήγορα γλήγορα και το ζυμώνει και το πλάθει και σιάχνει ένα κουλουράκι και το σκεπάζει με την κάπα της όμορφα όμορφα να ζεσταθεί να φουσκώσει

Τώρα η Γριούλα αυτή είχε δεκατρία παιδιά και της είχαν πεθάνει όλα στον πόλεμο Κι ο πόλεμος βάστηξε δώδεκα χρόνια και κάθε χρόνο έχανε κι ένα παιδί κι έτσι της έμεινε μόνο το τελευταίο που το λέγανε Σπιθοβολάκη

Αυτός ήταν το πιο καλό παιδί της γειτονιάς μα τι τα θες ήταν και λίγο σκανταλιάρικο Κείνη τη μέρα είχε χωθεί στο πιθαράκι με το λάδι έτσι για να πεταχτεί από μέσα την ώρα που θα τρώγανε και να τους κάνει να γελάσουν

Μα σαν είδε το κουλουράκι ―ωπ δίνει μια και νά τον έξω απrsquo το πιθάρι Τσίμπα από δω τσίμπα από κει έφαγε δίχως να το καταλάβει όλο το ζυμάρι

Τι να κάνει τότε Κάθεται παίρνει χώμα σιάχνει λάσπη πλάθει ένα ολόιδιο κουλουράκι το πασπαλίζει με την αλευρόσκονη που rsquoχε μείνει και ―τσουπ ξανατρυπώνει στο πιθαράκι

Έρχεται ο Γέρος κι η Γριά να φάνε κι αρχίζουν τις φωνές

― Σπιθοβολάκη Πού rsquoσαι βρε Σπιθοβολάκη Έλα έλα να φας

Σαν είδαν κι απόειδαν που δεν ερχόταν ο προκομμένος ο γιος τους κάθονται να φάνε

Πιάνει ο Γέρος το κουλουράκι το δαγκώνει

― Χάι χάι Trsquo είνrsquo αυτό Φτου Xαφτού

Κι αρχίζει τα γέλια τότες ο Σπιθοβολάκης μέσrsquo απrsquo το πιθαράκι και ψάχνουν αυτοί θυμωμένοι να τον βρουν κι από δω τον έχουν από κει τους φεύγει

Κι από τα πολλά τα γέλια παίρνει δρόμο μαζί με το πιθάρι Και βλέπει η Γριά ένα κοτζάμ πιθάρι να το σκάει από την πόρτα και καταλαβαίνει πως κάποια διαολιά θα rsquoναι πάλι του Σπιθοβολάκη και πιάνει τη σκούπα κι αρχινά να τον κυνηγά

Τρέχει τρέχει ο Σπιθοβολάκης μέσα από το πιθάρι Κι έχει βγάλει όξω τα ποδάρια του μα το κεφάλι του μεγάλωσε απrsquo τα πολλά γέλια και δε βγαίνει

Τέλος φτάνει κοντά στη Χρυσή Μηλιά δίνει μια του πιθαριού στον κορμό το σπα και λευτερώνεται Μα η μάνα του τον έχει φτάσει κι απλώνει το χέρι της ―απ να τον τσακώσει

― Μηλιά μηλιά ανέβασrsquo με ψηλά λέει τότες ο Σπιθοβολάκης

Κι ευτύς σκύβει η Μηλιά κι ωσότου κλείσει η μάνα του τα χέρια της νά τον ο Σπιθοβολάκης ψηλά πάvω στα κλώνια της Μηλιάς και χοροπηδά και σκάει στα γέλια

Και βγάζει ένα σκοινί που rsquoχε δεμένο στη μέση του και δένει μια ψηλή κούνια κι αρχινά το γέλιο και το ξεφωνητό και το τραγούδι

Κι η γριούλα μια φοβάται μη της πέσει μια την πιάνουν τα γέλια με τη διαολιά και το κέφι του γιου της

Η Μηλιά χαίρεται κι αυτή κι αναγαλλιάζει ένα παιδί σκαρφαλωμένο απάνω της να παίζει και να τραγουδά

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί Άρχoντες

Κι ο Ήλιος χαίρεται κι αυτός που είδε τη χαρακαμένη μανούλα να γελάσει Και λίγο πριν δύσει στέλνει τις τρεις πιο όμορφες αχτίνες του να τους κρατήσουν συντροφιά να παίζουν κι όταν θα σκοτεινιάσει

Μα ξαφνικά ―τι ήταν αυτό ―οι τρεις φωτεινές ηλιαχτίνες γίνονται τρία χρυσαφιά όμορφα λoυλoύδια Αστράφτει Ανατολή και Δύση Και ―νά τα τα τρία ολόχρυσα Μήλα λάμπουν μέσα στα κλώνια της Mηλιάς

― Σπιθοβολάκη μου Σπιθοβολάκη φωνάζει τότες η Γριoύλα Κόψε κόψε τα Χρυσά Μήλα

― Θα μου τα δώσεις αν κατέβω λέει ο Σπιθoβoλάκης

― Ναι γιόκα μoυ

― Και δε θα με δείρεις για το κουλουράκι ξαναρωτά το σκανταλιάρικο

― Όχι γιόκα μoυ

― Ε τότες γιατί να κατέβω Άσε να τελειώσω πρώτα την κούνια μoυ Xoπ Και ξεκαρδίζεται να γελά όπως πετά ―όπλα λα κάτω από τα χρυσά τα Μήλα

― Σπιθοβολάκη Σπιθοβολάκη λέει τότες η Μανούλα τoυ Δως μου τα Χρυσά τα Μήλα κι εγώ θα σου δώσω την πιο Χρυσήν Ευχή της Mανoύλας Τότες ο Σπιθοβολάκης αφήνει γλήγορα το παιχνίδι σκαρφαλώνει ευτύς πιο ψηλά και ρίχνει τα Χρυσά Μήλα στη γλυκιά του Μανούλα Κι εκείνη του λέει ψιθυριστά στο μικρό έξυπνο αυτάκι του μια Μαγική Λέξη τρεις φορές laquoΕιρήνη-Ειρήνη-Ειρήνηraquo

Και κρατούσε στα χέρια της τα τρία ολόχρυσα Μήλα που θα φέρναν στον κόσμο την ευτυχία

Ξανασκαρφαλώνει τότες ο Σπιθοβολάκης πολύ ψηλά πάνω στη Χρυσή τη Mηλιά Κι αρχίζει να φωνάζει με μια φωνή που λυγίζανε τα δέντρα απrsquo την ανάσα που rsquoβγαζε κάθε φoρά

Και τον ακούν όλα τα παιδιά που ζούσαν χωριστά στη χώρα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου κι έρχουνται ευτύς να δουν τι τρέχει

― Παιδιά λέει τότες με τη βροντερή του φωνή ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης η Μηλιά άνθισε γιατί να κάνουμε πόλεμο για τα Χρυσά Mήλα Η Μηλιά άνθισε κι όλοι οι Σκληρόκαρδοι κι όλοι οι Στενόμυαλοι μήτε το πήραν χαμπάρι ούτε τη Χρυσήν Ευχή της Μανούλας έχουν μαζί τους Ειρήνη-Ειρήνη-Ειρήνη

― Ζήτω-ω-ω θα γίνει φωνάζουν τότες κι όλα μαζί τrsquo αγαπημένα παιδιά

Κι αρχίζουν ευτύς το τραγούδι και το χορό και πιάνουνται όλοι χέρι με χέρι κι αρχίζουν να χοροπηδούν και να χορεύουν γύρω γύρω -ώπα ωπ ούλοι μαζί ―γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά

Και το χαρούμενο τραγούδι τους γοργό σαν κρούσταλλο νεράκι έλεγε

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι Χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Πήδα -χόπλα Λύγα -χόπλα

Ίσια το κορμί -έι χο

Τρέξτε όλοι πιάστε όλοι

το Λεβέντικο Χορό

τράλα λάλα λο

τράλα λάλα λο

Oι Άρχοντες

Τότες ακούν οι κακοί Άρχοντες το τραγούδι των παιδιών Και γιομίζει η καρδιά τους φαρμάκι Και τρέμουν τα χέρια τους από θυμό και λυσσάνε πrsquo άνθισε για τα Παιδιά η Μηλιά και δεν άνθισε γιrsquo αυτούς

Κι αρπάζουν ευτύς τrsquo άγρια ασημένια σπαθιά και βγαίνουν όξω

Μα τι να δουν

Χιλιάδες ροδοκόκκινα Παιδιά πιασμένα χέρι χέρι να πηδούν ελεύτερα γύρω γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά και να τραγουδούν

Κι η Μηλιά ευτυχισμένη νrsquo απλώνει όσο μπορεί τα μεγάλα δυνατά της κλαδιά νrsquo αγκαλιάσει όλα τα παιδιά

Μα ξαφνικά― τι ήταν αυτό ―αστράφτει ο ουρανός Χαράζει η Ανατολή φωτάει η Δύση Κι ανθίζουν όλα τα κλώνια της Μηλιάς ―απrsquo Αγάπη Και χιλιάδες Χρυσά Μήλα αστράφτουν ψηλά πέφτουν σαν αστέρια και φυτρώνουν εκεί που πατούσαν τα ποδαράκια των παιδιών Κι οι Κακοί Άρχοντες αυτοί βλέπουν και λυσσούν ―και τρέμουνε τrsquo άσκημα χέρια τους

Γιατί άνθισαν για τα παιδιά τα μήλα κι είναι τα Μήλα Χρυσά κι είναι όμορφα και δεν είναι γιrsquo αυτούς

Ε τότες βγάζουν τrsquo Ασημένια Σπαθιά κι ορμούν και τα μάτια τους πετούν φωτιές

Και ζυγώνουν σαν άνεμος και σηκώνουν τrsquo άσπλαχνα σπαθιά και νά τα κατεβάζουν να κόψουν τrsquo αγαπημένα χεράκια να σφάξουν τα Παιδιά να φτάσουν τη Χρυσή Μηλιά νrsquo αρπάξουν αυτοί τα μήλα

Μα τα σπαθιά δεν κόβουν

Και τα χεράκια δε σπάνε

Και τα παιδιά τραγουδούν άφοβα και χορεύουν

Και σφίγγουν όλο πιο πολύ τrsquo αγαπημένα χέρια

Κι ο Μεγάλος Κύκλος που rsquoναι πιασμένα και χορεύουν όλα τα Παιδιά γίνεται τότες πιο δυνατός απrsquo τον πιο φοβερόν πολεμιστή πιο φοβερός κι απrsquo το ψηλό Κάστρο

Τότες θολώνουν τrsquo άγρια μάτια τους

Και τα κοφτερά Σπαθιά πέφτουν απrsquo τα χέρια τους

Και ζαλίζουνται πέφτουν χάμου Κι ανασηκώνουνται και ξαναπέφτουν

Και το φαρμάκι που rsquoχουνε στη μαύρη ψυχή τους έπηξε κι έγινε πηχτό κόκκινο γαίμα Και σταματά την άσπλαχνη καρδιά τους να μη χτυπά πια

Και παραλυούνε τα μακριά σουβλερά τους δαχτύλια Και δεν μπορούνε πια να σκοτώνουν

Ε σαν είδαν τrsquo Αρχοντόπουλα τους αγαπημένους τους άρχοντες σκοτωμένους φωνάζουν τους φύλακες με-τα-Χίλια-Μάτια

Κι από τους Μαύρους Τάφους ξεπηδούν οι Στρατιώτες με-τα-Χίλια Σπαθιά

Και όλοι μαζί οί οχτροί των παιδιών ζυγώνουν με πνιχτά βήματα με μάτι θολό κι αγριεμένα Σπαθιά Και θέλουν κι αυτοί να σφάξουν τα παιδιά νrsquo αρπάξουν τα Χρυσά τα Μήλα

Μα τα παιδιά δεν τους βλέπουν και δεν τους ακούν Και χαρούμενα σφίγγουν τα χέρια Κι όλο τραγουδούν

Και πετά το τραγούδι τους γοργό κι αντηχεί ως τον Κόκκινον Κάμπο κει που Πουλί δεν πετά και Λουλούδι δε φυτρώνει

Και τrsquo ακούν οι φτωχοί Περβολάρηδες που δεμένοι στις χρυσές αλυσίδες του Σκληρόκαρδου σκάβουν Τι δεν μπόρεσαν να κάνουν τη Μηλιά νrsquo ανθίσει

Και τrsquo ακούν οι Καλοί Χτίστες που δεμένοι στις βαριές αλυσίδες του Στενόμυαλου χτίζουν Tι δεν μπόρεσαν να φυλάξουν καλά τη Χρυσή Μηλιά

Και σηκώνουν τα μάτια και βλέπουν τον Ήλιο Μα ξαφνικά το τραγούδι ορμά στη μεγάλη κόκκινη φωτιά και τη σβήνει

Τότες σωπαίνουν τα μεγάλα νεροπρίονα στο δάσος Kι απrsquo τα βαθύσκια Δάση βγαίνουν οι ξυλοκόποι

Και φύλλο δεν τρέμει κι αγέρας δε φυσά

Κι όλοι οι ανθρώποι πrsquo αγαπούν τα Παιδιά βλέπουν τότες τους χίλιους μαύρους φύλακες που ζυγώνουν Tι άνοιξε ο ουρανός και φάνηκε ο Ήλιος κι ακούγονται τα βαριά τους πατήματα και γυαλίζουνε τrsquo ασημένια τους σπαθιά Και ωσάν τους είδαν κάνουν έτσι και σπάνε τις αλυσίδες

Και ―νά τοι― τρέχουν πετούν ξεχύνουνται με τσάπες και τσεκούρια με πριόνια και μυστριά με σίδερα που βρήκαν και κλαδιά που κόψαν

Αστράφτει στα μάτια τους η Αγάπη

Και γοργά χτυπά στις φλέβες το κόκκινο Ανθρώπινο αίμα Και ερχόμενοι εκείνα τα παλικάρια εχυθήκαν απάνω τους ωσάν λεοντάρια λυσσασμένα

Και τότες ―άι χα ―σηκώνουνται ψηλά τrsquo ατσάλινα μπράτσα Και πριν κατέβουν ξεψυχούν οι στρατιώτες-με-τα-χίλια-Σπαθιά Και σαν κατέβουν λιανίζουν πετσοκόβουν πελεκούν τους λυσσασμένους φύλακες των Αρχοντάδων

Όμως όσοι απομείναν από τα στρατεύματα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου ενωθήκανε τότες σrsquoένα μεγάλο στρατό κι ορμήσαν και πάλι καταπάνου στα παιδιά για να κόψουν τα ενωμένα τους χέρια και να πάρουν αυτοί για λογαριασμό τους μονάχα τα τρία ―ολόχρυσα― Μήλα

Και τότες και οι πατεράδες και όλες οι μητέρες των παιδιών που είδαν τον κίνδυνο αυτόν ορμήσανε καταμπρός άλλοι από μπροστά από τον εχθρό και άλλοι από την πίσω μεριά τους και εκάναν την καρδιά τους σκληρή και άπονη Και αρπάξαν τους κακούς αυτούς στρατιώτες από τα μαλλιά και γυρίσαν κατά πίσω την κεφαλή τους και τους εχτύπησαν με όλη τους τη δύναμη στο κεφάλι Kαι μετά τους εγύρισαν το χέρι και τους επήραν το

μαχαίρι όπου εκρατούσαν πριν μέσα στα δόντια τους για να σφάξουν οι κακούργοι αυτοί τα παιδιά Και με το ίδιο αυτό ατσάλινο μαχαίρι τούς χτυπήσαν με μεγάλη δύναμη ίσα μέσα στην καρδιά Έτσι σκληρά και άπονα τους εσκοτώσανε Και μένανε εκεί αυτοί πάνω στο χώμα ξαπλωμένοι ―δίχως να μπορούνε πια να κάνουν κακό σε κανέναν άνθρωπο― ούτε και σε κανένα από τα παιδιά που κυνηγούσανε πριν με κακία μεγάλη

Ετότες εφάνηκε κι ένας καβαλάρης με σπαθί ξεγυμνωμένο και άρματα λαμπερά Και άρχισε να σφάζει τους φύλακες όσοι είχανε απομείνει και τους επήρε κυνηγώντας πέρα από τη Χρυσή τη Μηλιά μέσα στα βουνά

Και εκεί έγινε άφαντος από τη γη

Και τα παιδιά βοηθώντας και με τη χάρη του Θεού εσταθήκανε νικητές

Πιάνουνε λοιπόν τrsquo Αρχοντόπουλα και τα κλείνουνε στις δικές τους σκοτεινές φυλακές

Και τους στρατιώτες τούς κόβουν ευτύς τα πολλά χέρια Και τους αφήνουνε μόνο δυο να δουλεύουν και να τρων

Kαι τους Φύλακες ―αυτούς τους πάνε και τους στήνουν μες στrsquo ανθισμένα αμπέλια να φυλούν τα σταφύλια με τα χίλια τους μάτια μην έρθει κάνα πουλάκι και τσιμπήσει τις γλυκές ζουμερές ρόγες

O χορός της χρυσής μηλιάς

Σκύβει τότες ο Σπιθοβολάκης μαζεύει τα ολόχρυσα Μήλα και τα φυτεύει βαθιά στα καρπερά σπλάχνα της γης

Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός μοιράζει σrsquo όλους τις χίλιες Ασημένιες τσάπες

Κι από πίσω ―νά την ―σκαλίζει μrsquo ένα σκαλιστηράκι κι η Γριά

Και σα βρίσκει παλιό κίτρινο κοντάρι το σιάχνει ευτύς δρεπάνι-δρεπανάκι Και σα βρίσκει παλιό σκουριασμένο κανόνι το ρίχνει ευτύς στη μεγάλη κόκκινη Φωτιά

Και το παίρνουν οι Σιδεράδες το χτυπούν στο δυνατό αμόνι και το σιάχνουν όμορφο αλέτρι

Και πιάνει ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης τrsquo αλέτρι κι οργώνει με μιας ολάκερη τη γης Κι απrsquo το γερό και βαθύ σκάψιμο πέφτουν οι ψεύτικοι Πύργοι γκρεμίζουνται οι ψηλοί μαύροι Τοίχοι γεμίζουν χώμα τα φιδωτά λαγούμια πέφτουν οι Σκοτεινές φυλακές και τίποτα πια δε χωρίζει όλα τα Παιδιά

Κι από πίσω ―νά κι ο Γέρος ρίχνει το στάρι

Και νά και τα Παιδιά ―αυτά θερίζουν τα κυματιστά ολόχρυσα στάχια

Μα φυτρώσαν και τα Μήλα Και βγήκαν παντού οι όμορφες αληθινές Μηλιές

Και όλοι όσοι βρίσκουνται τώρα κοντά στη Χρυσή Μηλιά πιάνουνται χέρι με χέρι σφιχτά κι αγαπημένα στον πιο λεβέντικο χορό που rsquoγινε ποτές

Και πιάνει ο Σπιθοβολάκης τον κάβο κι η Γριούλα την άλλη άκρη Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός κάνει έτσι και φωνάζει φωνάζει όλα τα Παιδιά απrsquo όλη τη Γης στο χορό της Χρυσής της Μηλιάς

Και βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια με σβέλτα μάτια και χλωμό πρόσωπο Αραπάκια με σγουρό μαλλί κι αστραφτερό χαμόγελο Ινδιανάκια με κόκκινο δέρμα και πολύχρωμα φτερά Εσκιμωάκια με λοξά μάτια και τολμηρό πρόσωπο

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Κι ο Μεγάλος Κύκλος απλώνει και μεγαλώνει και γυρνά και χορεύει και τραγουδά και σε λίγο αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη μας όπως ταξιδεύει φωτεινή κι όμορφη στο Γαλάζιο Άπειρο

Κι η Γης αναγαλλιάζει χαρούμενη όλα τα παιδιά αγαπημένα να χορεύουν απάνω της και να τραγουδούν

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη

Και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί άρχοντες

Κι ανθίζει ευτύς τα χαρούμενα δέντρα κι ωριμάζει άφθονους τους χρυσούς της καρπούς

Και βάζει τα ποτάμια να ποτίζουν και δένει το πιο όμορφο στάρι Και λέει στα ψηλά βουνά να κρατούν τrsquo άσπρο χιόνι να rsquoχουν και το καλοκαίρι νερό να ποτίζουν οι Άνθρωποι

Κι ο Ήλιος αυτός στέλνει τις πιο όμορφες Αχτίνες του Και γελούν και χορεύουν με όλα τα Παιδιά

Κι είναι όλοι δυνατοί ―και χαρούμενοι― και πολύ μα πολύ ευτυχισμένοι

Γιατί τα πουλάκια ξαναγύρισαν στα δάση Και τα τριαντάφυλλα ξανάνθισαν με το κελάηδημά τους Και τα Παιδιά είναι πολύ γερά και ροδοκόκκινα Κι οι καρπερές Ελιές ανθίζουν ξανά τον πιο όμορφο καρπό και χαρίζουν σrsquo όλους το χρυσό χρυσό λάδι της μιας Ατέλειωτης Ειρήνης των Ανθρώπων

Τα τρία ολόχρυσα Μήλα είχαν ανθίσει

Ψέματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθια

μήτε εγώ ήμουν εκεί μήτε σεις να το πιστέψετε

Τέλος του παραμυθιού Καλησπέρα σας

(από το βιβλίο Φώτης Kόντογλου H μηλιά με τα χρυσά μήλα Aθήνα 1947)

πηγή httpwwwsnhellgrkidscontentaspid=143ampcat_id=5

Page 8: Φώτης Κόντογλου, διήγημα

O Σπιθοβολάκης

Ύστερα αν πεις πως δε γέννησε πάλι η Αρχόντισσα θα rsquoλεγες ένrsquo άσκημο ψέμα Γιατί κι οι δυο Αρχόντισσες γεννούσανε όλο αγόρια το rsquoνα πιο άγριο και πιο κακό από τrsquo άλλο

Και κάθε ένας τους ήθελε για δική του μονάχα τη Μηλιά Έκανε λοιπόν νέον Πόλεμο να την πάρει πίσω Κι ο άλλος ―αυτός έκανε πόλεμο να τη φυλάξει

Και κάθε φορά λέγανε ψέματα ―πως όλο και θrsquo ανθίσει η Μηλιά όλο και θα κάνει τα όμορφα χρυσαφιά λουλούδια της Και πως τότες ο κόσμος θα ζει ευτυχισμένος

Όμως ήταν η πιο μεγάλη Πείνα κι η πιο φοβερή Δίψα ―απrsquo τον καιρό που ζούμε απάνω στη γης

Οι ανθρώποι τρώγαν και ποντίκια και γάτες και για να πιούνε νερό απλώναν στη γης απάνω κουβάδες και ντενεκέδες κι ότι άλλο είχαν μη ρίξει ο ουρανός καμιά στάλα να rsquoχουν να πιουν

Ε τότες λοιπόν μια καλομοίρα Γριά είχε ψάξει χίλιες φορές την αποθήκη της μη βρει μια σταλίτσα αλεύρι να ψήσει ψωμί

Και λέει laquoβρε δεν πάω να ψάξω μιαν ακόμαraquo Κι αδειάζει που λέτε όλα της τα σακιά και στο τελευταίο βρίσκει μια χουφτίτσα αλεύρι

Εκεί να δεις χαρά τη Γριά και τrsquo αυτιά της γελούσανε Πιάνει γλήγορα γλήγορα και το ζυμώνει και το πλάθει και σιάχνει ένα κουλουράκι και το σκεπάζει με την κάπα της όμορφα όμορφα να ζεσταθεί να φουσκώσει

Τώρα η Γριούλα αυτή είχε δεκατρία παιδιά και της είχαν πεθάνει όλα στον πόλεμο Κι ο πόλεμος βάστηξε δώδεκα χρόνια και κάθε χρόνο έχανε κι ένα παιδί κι έτσι της έμεινε μόνο το τελευταίο που το λέγανε Σπιθοβολάκη

Αυτός ήταν το πιο καλό παιδί της γειτονιάς μα τι τα θες ήταν και λίγο σκανταλιάρικο Κείνη τη μέρα είχε χωθεί στο πιθαράκι με το λάδι έτσι για να πεταχτεί από μέσα την ώρα που θα τρώγανε και να τους κάνει να γελάσουν

Μα σαν είδε το κουλουράκι ―ωπ δίνει μια και νά τον έξω απrsquo το πιθάρι Τσίμπα από δω τσίμπα από κει έφαγε δίχως να το καταλάβει όλο το ζυμάρι

Τι να κάνει τότε Κάθεται παίρνει χώμα σιάχνει λάσπη πλάθει ένα ολόιδιο κουλουράκι το πασπαλίζει με την αλευρόσκονη που rsquoχε μείνει και ―τσουπ ξανατρυπώνει στο πιθαράκι

Έρχεται ο Γέρος κι η Γριά να φάνε κι αρχίζουν τις φωνές

― Σπιθοβολάκη Πού rsquoσαι βρε Σπιθοβολάκη Έλα έλα να φας

Σαν είδαν κι απόειδαν που δεν ερχόταν ο προκομμένος ο γιος τους κάθονται να φάνε

Πιάνει ο Γέρος το κουλουράκι το δαγκώνει

― Χάι χάι Trsquo είνrsquo αυτό Φτου Xαφτού

Κι αρχίζει τα γέλια τότες ο Σπιθοβολάκης μέσrsquo απrsquo το πιθαράκι και ψάχνουν αυτοί θυμωμένοι να τον βρουν κι από δω τον έχουν από κει τους φεύγει

Κι από τα πολλά τα γέλια παίρνει δρόμο μαζί με το πιθάρι Και βλέπει η Γριά ένα κοτζάμ πιθάρι να το σκάει από την πόρτα και καταλαβαίνει πως κάποια διαολιά θα rsquoναι πάλι του Σπιθοβολάκη και πιάνει τη σκούπα κι αρχινά να τον κυνηγά

Τρέχει τρέχει ο Σπιθοβολάκης μέσα από το πιθάρι Κι έχει βγάλει όξω τα ποδάρια του μα το κεφάλι του μεγάλωσε απrsquo τα πολλά γέλια και δε βγαίνει

Τέλος φτάνει κοντά στη Χρυσή Μηλιά δίνει μια του πιθαριού στον κορμό το σπα και λευτερώνεται Μα η μάνα του τον έχει φτάσει κι απλώνει το χέρι της ―απ να τον τσακώσει

― Μηλιά μηλιά ανέβασrsquo με ψηλά λέει τότες ο Σπιθοβολάκης

Κι ευτύς σκύβει η Μηλιά κι ωσότου κλείσει η μάνα του τα χέρια της νά τον ο Σπιθοβολάκης ψηλά πάvω στα κλώνια της Μηλιάς και χοροπηδά και σκάει στα γέλια

Και βγάζει ένα σκοινί που rsquoχε δεμένο στη μέση του και δένει μια ψηλή κούνια κι αρχινά το γέλιο και το ξεφωνητό και το τραγούδι

Κι η γριούλα μια φοβάται μη της πέσει μια την πιάνουν τα γέλια με τη διαολιά και το κέφι του γιου της

Η Μηλιά χαίρεται κι αυτή κι αναγαλλιάζει ένα παιδί σκαρφαλωμένο απάνω της να παίζει και να τραγουδά

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί Άρχoντες

Κι ο Ήλιος χαίρεται κι αυτός που είδε τη χαρακαμένη μανούλα να γελάσει Και λίγο πριν δύσει στέλνει τις τρεις πιο όμορφες αχτίνες του να τους κρατήσουν συντροφιά να παίζουν κι όταν θα σκοτεινιάσει

Μα ξαφνικά ―τι ήταν αυτό ―οι τρεις φωτεινές ηλιαχτίνες γίνονται τρία χρυσαφιά όμορφα λoυλoύδια Αστράφτει Ανατολή και Δύση Και ―νά τα τα τρία ολόχρυσα Μήλα λάμπουν μέσα στα κλώνια της Mηλιάς

― Σπιθοβολάκη μου Σπιθοβολάκη φωνάζει τότες η Γριoύλα Κόψε κόψε τα Χρυσά Μήλα

― Θα μου τα δώσεις αν κατέβω λέει ο Σπιθoβoλάκης

― Ναι γιόκα μoυ

― Και δε θα με δείρεις για το κουλουράκι ξαναρωτά το σκανταλιάρικο

― Όχι γιόκα μoυ

― Ε τότες γιατί να κατέβω Άσε να τελειώσω πρώτα την κούνια μoυ Xoπ Και ξεκαρδίζεται να γελά όπως πετά ―όπλα λα κάτω από τα χρυσά τα Μήλα

― Σπιθοβολάκη Σπιθοβολάκη λέει τότες η Μανούλα τoυ Δως μου τα Χρυσά τα Μήλα κι εγώ θα σου δώσω την πιο Χρυσήν Ευχή της Mανoύλας Τότες ο Σπιθοβολάκης αφήνει γλήγορα το παιχνίδι σκαρφαλώνει ευτύς πιο ψηλά και ρίχνει τα Χρυσά Μήλα στη γλυκιά του Μανούλα Κι εκείνη του λέει ψιθυριστά στο μικρό έξυπνο αυτάκι του μια Μαγική Λέξη τρεις φορές laquoΕιρήνη-Ειρήνη-Ειρήνηraquo

Και κρατούσε στα χέρια της τα τρία ολόχρυσα Μήλα που θα φέρναν στον κόσμο την ευτυχία

Ξανασκαρφαλώνει τότες ο Σπιθοβολάκης πολύ ψηλά πάνω στη Χρυσή τη Mηλιά Κι αρχίζει να φωνάζει με μια φωνή που λυγίζανε τα δέντρα απrsquo την ανάσα που rsquoβγαζε κάθε φoρά

Και τον ακούν όλα τα παιδιά που ζούσαν χωριστά στη χώρα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου κι έρχουνται ευτύς να δουν τι τρέχει

― Παιδιά λέει τότες με τη βροντερή του φωνή ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης η Μηλιά άνθισε γιατί να κάνουμε πόλεμο για τα Χρυσά Mήλα Η Μηλιά άνθισε κι όλοι οι Σκληρόκαρδοι κι όλοι οι Στενόμυαλοι μήτε το πήραν χαμπάρι ούτε τη Χρυσήν Ευχή της Μανούλας έχουν μαζί τους Ειρήνη-Ειρήνη-Ειρήνη

― Ζήτω-ω-ω θα γίνει φωνάζουν τότες κι όλα μαζί τrsquo αγαπημένα παιδιά

Κι αρχίζουν ευτύς το τραγούδι και το χορό και πιάνουνται όλοι χέρι με χέρι κι αρχίζουν να χοροπηδούν και να χορεύουν γύρω γύρω -ώπα ωπ ούλοι μαζί ―γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά

Και το χαρούμενο τραγούδι τους γοργό σαν κρούσταλλο νεράκι έλεγε

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι Χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Πήδα -χόπλα Λύγα -χόπλα

Ίσια το κορμί -έι χο

Τρέξτε όλοι πιάστε όλοι

το Λεβέντικο Χορό

τράλα λάλα λο

τράλα λάλα λο

Oι Άρχοντες

Τότες ακούν οι κακοί Άρχοντες το τραγούδι των παιδιών Και γιομίζει η καρδιά τους φαρμάκι Και τρέμουν τα χέρια τους από θυμό και λυσσάνε πrsquo άνθισε για τα Παιδιά η Μηλιά και δεν άνθισε γιrsquo αυτούς

Κι αρπάζουν ευτύς τrsquo άγρια ασημένια σπαθιά και βγαίνουν όξω

Μα τι να δουν

Χιλιάδες ροδοκόκκινα Παιδιά πιασμένα χέρι χέρι να πηδούν ελεύτερα γύρω γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά και να τραγουδούν

Κι η Μηλιά ευτυχισμένη νrsquo απλώνει όσο μπορεί τα μεγάλα δυνατά της κλαδιά νrsquo αγκαλιάσει όλα τα παιδιά

Μα ξαφνικά― τι ήταν αυτό ―αστράφτει ο ουρανός Χαράζει η Ανατολή φωτάει η Δύση Κι ανθίζουν όλα τα κλώνια της Μηλιάς ―απrsquo Αγάπη Και χιλιάδες Χρυσά Μήλα αστράφτουν ψηλά πέφτουν σαν αστέρια και φυτρώνουν εκεί που πατούσαν τα ποδαράκια των παιδιών Κι οι Κακοί Άρχοντες αυτοί βλέπουν και λυσσούν ―και τρέμουνε τrsquo άσκημα χέρια τους

Γιατί άνθισαν για τα παιδιά τα μήλα κι είναι τα Μήλα Χρυσά κι είναι όμορφα και δεν είναι γιrsquo αυτούς

Ε τότες βγάζουν τrsquo Ασημένια Σπαθιά κι ορμούν και τα μάτια τους πετούν φωτιές

Και ζυγώνουν σαν άνεμος και σηκώνουν τrsquo άσπλαχνα σπαθιά και νά τα κατεβάζουν να κόψουν τrsquo αγαπημένα χεράκια να σφάξουν τα Παιδιά να φτάσουν τη Χρυσή Μηλιά νrsquo αρπάξουν αυτοί τα μήλα

Μα τα σπαθιά δεν κόβουν

Και τα χεράκια δε σπάνε

Και τα παιδιά τραγουδούν άφοβα και χορεύουν

Και σφίγγουν όλο πιο πολύ τrsquo αγαπημένα χέρια

Κι ο Μεγάλος Κύκλος που rsquoναι πιασμένα και χορεύουν όλα τα Παιδιά γίνεται τότες πιο δυνατός απrsquo τον πιο φοβερόν πολεμιστή πιο φοβερός κι απrsquo το ψηλό Κάστρο

Τότες θολώνουν τrsquo άγρια μάτια τους

Και τα κοφτερά Σπαθιά πέφτουν απrsquo τα χέρια τους

Και ζαλίζουνται πέφτουν χάμου Κι ανασηκώνουνται και ξαναπέφτουν

Και το φαρμάκι που rsquoχουνε στη μαύρη ψυχή τους έπηξε κι έγινε πηχτό κόκκινο γαίμα Και σταματά την άσπλαχνη καρδιά τους να μη χτυπά πια

Και παραλυούνε τα μακριά σουβλερά τους δαχτύλια Και δεν μπορούνε πια να σκοτώνουν

Ε σαν είδαν τrsquo Αρχοντόπουλα τους αγαπημένους τους άρχοντες σκοτωμένους φωνάζουν τους φύλακες με-τα-Χίλια-Μάτια

Κι από τους Μαύρους Τάφους ξεπηδούν οι Στρατιώτες με-τα-Χίλια Σπαθιά

Και όλοι μαζί οί οχτροί των παιδιών ζυγώνουν με πνιχτά βήματα με μάτι θολό κι αγριεμένα Σπαθιά Και θέλουν κι αυτοί να σφάξουν τα παιδιά νrsquo αρπάξουν τα Χρυσά τα Μήλα

Μα τα παιδιά δεν τους βλέπουν και δεν τους ακούν Και χαρούμενα σφίγγουν τα χέρια Κι όλο τραγουδούν

Και πετά το τραγούδι τους γοργό κι αντηχεί ως τον Κόκκινον Κάμπο κει που Πουλί δεν πετά και Λουλούδι δε φυτρώνει

Και τrsquo ακούν οι φτωχοί Περβολάρηδες που δεμένοι στις χρυσές αλυσίδες του Σκληρόκαρδου σκάβουν Τι δεν μπόρεσαν να κάνουν τη Μηλιά νrsquo ανθίσει

Και τrsquo ακούν οι Καλοί Χτίστες που δεμένοι στις βαριές αλυσίδες του Στενόμυαλου χτίζουν Tι δεν μπόρεσαν να φυλάξουν καλά τη Χρυσή Μηλιά

Και σηκώνουν τα μάτια και βλέπουν τον Ήλιο Μα ξαφνικά το τραγούδι ορμά στη μεγάλη κόκκινη φωτιά και τη σβήνει

Τότες σωπαίνουν τα μεγάλα νεροπρίονα στο δάσος Kι απrsquo τα βαθύσκια Δάση βγαίνουν οι ξυλοκόποι

Και φύλλο δεν τρέμει κι αγέρας δε φυσά

Κι όλοι οι ανθρώποι πrsquo αγαπούν τα Παιδιά βλέπουν τότες τους χίλιους μαύρους φύλακες που ζυγώνουν Tι άνοιξε ο ουρανός και φάνηκε ο Ήλιος κι ακούγονται τα βαριά τους πατήματα και γυαλίζουνε τrsquo ασημένια τους σπαθιά Και ωσάν τους είδαν κάνουν έτσι και σπάνε τις αλυσίδες

Και ―νά τοι― τρέχουν πετούν ξεχύνουνται με τσάπες και τσεκούρια με πριόνια και μυστριά με σίδερα που βρήκαν και κλαδιά που κόψαν

Αστράφτει στα μάτια τους η Αγάπη

Και γοργά χτυπά στις φλέβες το κόκκινο Ανθρώπινο αίμα Και ερχόμενοι εκείνα τα παλικάρια εχυθήκαν απάνω τους ωσάν λεοντάρια λυσσασμένα

Και τότες ―άι χα ―σηκώνουνται ψηλά τrsquo ατσάλινα μπράτσα Και πριν κατέβουν ξεψυχούν οι στρατιώτες-με-τα-χίλια-Σπαθιά Και σαν κατέβουν λιανίζουν πετσοκόβουν πελεκούν τους λυσσασμένους φύλακες των Αρχοντάδων

Όμως όσοι απομείναν από τα στρατεύματα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου ενωθήκανε τότες σrsquoένα μεγάλο στρατό κι ορμήσαν και πάλι καταπάνου στα παιδιά για να κόψουν τα ενωμένα τους χέρια και να πάρουν αυτοί για λογαριασμό τους μονάχα τα τρία ―ολόχρυσα― Μήλα

Και τότες και οι πατεράδες και όλες οι μητέρες των παιδιών που είδαν τον κίνδυνο αυτόν ορμήσανε καταμπρός άλλοι από μπροστά από τον εχθρό και άλλοι από την πίσω μεριά τους και εκάναν την καρδιά τους σκληρή και άπονη Και αρπάξαν τους κακούς αυτούς στρατιώτες από τα μαλλιά και γυρίσαν κατά πίσω την κεφαλή τους και τους εχτύπησαν με όλη τους τη δύναμη στο κεφάλι Kαι μετά τους εγύρισαν το χέρι και τους επήραν το

μαχαίρι όπου εκρατούσαν πριν μέσα στα δόντια τους για να σφάξουν οι κακούργοι αυτοί τα παιδιά Και με το ίδιο αυτό ατσάλινο μαχαίρι τούς χτυπήσαν με μεγάλη δύναμη ίσα μέσα στην καρδιά Έτσι σκληρά και άπονα τους εσκοτώσανε Και μένανε εκεί αυτοί πάνω στο χώμα ξαπλωμένοι ―δίχως να μπορούνε πια να κάνουν κακό σε κανέναν άνθρωπο― ούτε και σε κανένα από τα παιδιά που κυνηγούσανε πριν με κακία μεγάλη

Ετότες εφάνηκε κι ένας καβαλάρης με σπαθί ξεγυμνωμένο και άρματα λαμπερά Και άρχισε να σφάζει τους φύλακες όσοι είχανε απομείνει και τους επήρε κυνηγώντας πέρα από τη Χρυσή τη Μηλιά μέσα στα βουνά

Και εκεί έγινε άφαντος από τη γη

Και τα παιδιά βοηθώντας και με τη χάρη του Θεού εσταθήκανε νικητές

Πιάνουνε λοιπόν τrsquo Αρχοντόπουλα και τα κλείνουνε στις δικές τους σκοτεινές φυλακές

Και τους στρατιώτες τούς κόβουν ευτύς τα πολλά χέρια Και τους αφήνουνε μόνο δυο να δουλεύουν και να τρων

Kαι τους Φύλακες ―αυτούς τους πάνε και τους στήνουν μες στrsquo ανθισμένα αμπέλια να φυλούν τα σταφύλια με τα χίλια τους μάτια μην έρθει κάνα πουλάκι και τσιμπήσει τις γλυκές ζουμερές ρόγες

O χορός της χρυσής μηλιάς

Σκύβει τότες ο Σπιθοβολάκης μαζεύει τα ολόχρυσα Μήλα και τα φυτεύει βαθιά στα καρπερά σπλάχνα της γης

Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός μοιράζει σrsquo όλους τις χίλιες Ασημένιες τσάπες

Κι από πίσω ―νά την ―σκαλίζει μrsquo ένα σκαλιστηράκι κι η Γριά

Και σα βρίσκει παλιό κίτρινο κοντάρι το σιάχνει ευτύς δρεπάνι-δρεπανάκι Και σα βρίσκει παλιό σκουριασμένο κανόνι το ρίχνει ευτύς στη μεγάλη κόκκινη Φωτιά

Και το παίρνουν οι Σιδεράδες το χτυπούν στο δυνατό αμόνι και το σιάχνουν όμορφο αλέτρι

Και πιάνει ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης τrsquo αλέτρι κι οργώνει με μιας ολάκερη τη γης Κι απrsquo το γερό και βαθύ σκάψιμο πέφτουν οι ψεύτικοι Πύργοι γκρεμίζουνται οι ψηλοί μαύροι Τοίχοι γεμίζουν χώμα τα φιδωτά λαγούμια πέφτουν οι Σκοτεινές φυλακές και τίποτα πια δε χωρίζει όλα τα Παιδιά

Κι από πίσω ―νά κι ο Γέρος ρίχνει το στάρι

Και νά και τα Παιδιά ―αυτά θερίζουν τα κυματιστά ολόχρυσα στάχια

Μα φυτρώσαν και τα Μήλα Και βγήκαν παντού οι όμορφες αληθινές Μηλιές

Και όλοι όσοι βρίσκουνται τώρα κοντά στη Χρυσή Μηλιά πιάνουνται χέρι με χέρι σφιχτά κι αγαπημένα στον πιο λεβέντικο χορό που rsquoγινε ποτές

Και πιάνει ο Σπιθοβολάκης τον κάβο κι η Γριούλα την άλλη άκρη Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός κάνει έτσι και φωνάζει φωνάζει όλα τα Παιδιά απrsquo όλη τη Γης στο χορό της Χρυσής της Μηλιάς

Και βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια με σβέλτα μάτια και χλωμό πρόσωπο Αραπάκια με σγουρό μαλλί κι αστραφτερό χαμόγελο Ινδιανάκια με κόκκινο δέρμα και πολύχρωμα φτερά Εσκιμωάκια με λοξά μάτια και τολμηρό πρόσωπο

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Κι ο Μεγάλος Κύκλος απλώνει και μεγαλώνει και γυρνά και χορεύει και τραγουδά και σε λίγο αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη μας όπως ταξιδεύει φωτεινή κι όμορφη στο Γαλάζιο Άπειρο

Κι η Γης αναγαλλιάζει χαρούμενη όλα τα παιδιά αγαπημένα να χορεύουν απάνω της και να τραγουδούν

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη

Και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί άρχοντες

Κι ανθίζει ευτύς τα χαρούμενα δέντρα κι ωριμάζει άφθονους τους χρυσούς της καρπούς

Και βάζει τα ποτάμια να ποτίζουν και δένει το πιο όμορφο στάρι Και λέει στα ψηλά βουνά να κρατούν τrsquo άσπρο χιόνι να rsquoχουν και το καλοκαίρι νερό να ποτίζουν οι Άνθρωποι

Κι ο Ήλιος αυτός στέλνει τις πιο όμορφες Αχτίνες του Και γελούν και χορεύουν με όλα τα Παιδιά

Κι είναι όλοι δυνατοί ―και χαρούμενοι― και πολύ μα πολύ ευτυχισμένοι

Γιατί τα πουλάκια ξαναγύρισαν στα δάση Και τα τριαντάφυλλα ξανάνθισαν με το κελάηδημά τους Και τα Παιδιά είναι πολύ γερά και ροδοκόκκινα Κι οι καρπερές Ελιές ανθίζουν ξανά τον πιο όμορφο καρπό και χαρίζουν σrsquo όλους το χρυσό χρυσό λάδι της μιας Ατέλειωτης Ειρήνης των Ανθρώπων

Τα τρία ολόχρυσα Μήλα είχαν ανθίσει

Ψέματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθια

μήτε εγώ ήμουν εκεί μήτε σεις να το πιστέψετε

Τέλος του παραμυθιού Καλησπέρα σας

(από το βιβλίο Φώτης Kόντογλου H μηλιά με τα χρυσά μήλα Aθήνα 1947)

πηγή httpwwwsnhellgrkidscontentaspid=143ampcat_id=5

Page 9: Φώτης Κόντογλου, διήγημα

Μα σαν είδε το κουλουράκι ―ωπ δίνει μια και νά τον έξω απrsquo το πιθάρι Τσίμπα από δω τσίμπα από κει έφαγε δίχως να το καταλάβει όλο το ζυμάρι

Τι να κάνει τότε Κάθεται παίρνει χώμα σιάχνει λάσπη πλάθει ένα ολόιδιο κουλουράκι το πασπαλίζει με την αλευρόσκονη που rsquoχε μείνει και ―τσουπ ξανατρυπώνει στο πιθαράκι

Έρχεται ο Γέρος κι η Γριά να φάνε κι αρχίζουν τις φωνές

― Σπιθοβολάκη Πού rsquoσαι βρε Σπιθοβολάκη Έλα έλα να φας

Σαν είδαν κι απόειδαν που δεν ερχόταν ο προκομμένος ο γιος τους κάθονται να φάνε

Πιάνει ο Γέρος το κουλουράκι το δαγκώνει

― Χάι χάι Trsquo είνrsquo αυτό Φτου Xαφτού

Κι αρχίζει τα γέλια τότες ο Σπιθοβολάκης μέσrsquo απrsquo το πιθαράκι και ψάχνουν αυτοί θυμωμένοι να τον βρουν κι από δω τον έχουν από κει τους φεύγει

Κι από τα πολλά τα γέλια παίρνει δρόμο μαζί με το πιθάρι Και βλέπει η Γριά ένα κοτζάμ πιθάρι να το σκάει από την πόρτα και καταλαβαίνει πως κάποια διαολιά θα rsquoναι πάλι του Σπιθοβολάκη και πιάνει τη σκούπα κι αρχινά να τον κυνηγά

Τρέχει τρέχει ο Σπιθοβολάκης μέσα από το πιθάρι Κι έχει βγάλει όξω τα ποδάρια του μα το κεφάλι του μεγάλωσε απrsquo τα πολλά γέλια και δε βγαίνει

Τέλος φτάνει κοντά στη Χρυσή Μηλιά δίνει μια του πιθαριού στον κορμό το σπα και λευτερώνεται Μα η μάνα του τον έχει φτάσει κι απλώνει το χέρι της ―απ να τον τσακώσει

― Μηλιά μηλιά ανέβασrsquo με ψηλά λέει τότες ο Σπιθοβολάκης

Κι ευτύς σκύβει η Μηλιά κι ωσότου κλείσει η μάνα του τα χέρια της νά τον ο Σπιθοβολάκης ψηλά πάvω στα κλώνια της Μηλιάς και χοροπηδά και σκάει στα γέλια

Και βγάζει ένα σκοινί που rsquoχε δεμένο στη μέση του και δένει μια ψηλή κούνια κι αρχινά το γέλιο και το ξεφωνητό και το τραγούδι

Κι η γριούλα μια φοβάται μη της πέσει μια την πιάνουν τα γέλια με τη διαολιά και το κέφι του γιου της

Η Μηλιά χαίρεται κι αυτή κι αναγαλλιάζει ένα παιδί σκαρφαλωμένο απάνω της να παίζει και να τραγουδά

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί Άρχoντες

Κι ο Ήλιος χαίρεται κι αυτός που είδε τη χαρακαμένη μανούλα να γελάσει Και λίγο πριν δύσει στέλνει τις τρεις πιο όμορφες αχτίνες του να τους κρατήσουν συντροφιά να παίζουν κι όταν θα σκοτεινιάσει

Μα ξαφνικά ―τι ήταν αυτό ―οι τρεις φωτεινές ηλιαχτίνες γίνονται τρία χρυσαφιά όμορφα λoυλoύδια Αστράφτει Ανατολή και Δύση Και ―νά τα τα τρία ολόχρυσα Μήλα λάμπουν μέσα στα κλώνια της Mηλιάς

― Σπιθοβολάκη μου Σπιθοβολάκη φωνάζει τότες η Γριoύλα Κόψε κόψε τα Χρυσά Μήλα

― Θα μου τα δώσεις αν κατέβω λέει ο Σπιθoβoλάκης

― Ναι γιόκα μoυ

― Και δε θα με δείρεις για το κουλουράκι ξαναρωτά το σκανταλιάρικο

― Όχι γιόκα μoυ

― Ε τότες γιατί να κατέβω Άσε να τελειώσω πρώτα την κούνια μoυ Xoπ Και ξεκαρδίζεται να γελά όπως πετά ―όπλα λα κάτω από τα χρυσά τα Μήλα

― Σπιθοβολάκη Σπιθοβολάκη λέει τότες η Μανούλα τoυ Δως μου τα Χρυσά τα Μήλα κι εγώ θα σου δώσω την πιο Χρυσήν Ευχή της Mανoύλας Τότες ο Σπιθοβολάκης αφήνει γλήγορα το παιχνίδι σκαρφαλώνει ευτύς πιο ψηλά και ρίχνει τα Χρυσά Μήλα στη γλυκιά του Μανούλα Κι εκείνη του λέει ψιθυριστά στο μικρό έξυπνο αυτάκι του μια Μαγική Λέξη τρεις φορές laquoΕιρήνη-Ειρήνη-Ειρήνηraquo

Και κρατούσε στα χέρια της τα τρία ολόχρυσα Μήλα που θα φέρναν στον κόσμο την ευτυχία

Ξανασκαρφαλώνει τότες ο Σπιθοβολάκης πολύ ψηλά πάνω στη Χρυσή τη Mηλιά Κι αρχίζει να φωνάζει με μια φωνή που λυγίζανε τα δέντρα απrsquo την ανάσα που rsquoβγαζε κάθε φoρά

Και τον ακούν όλα τα παιδιά που ζούσαν χωριστά στη χώρα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου κι έρχουνται ευτύς να δουν τι τρέχει

― Παιδιά λέει τότες με τη βροντερή του φωνή ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης η Μηλιά άνθισε γιατί να κάνουμε πόλεμο για τα Χρυσά Mήλα Η Μηλιά άνθισε κι όλοι οι Σκληρόκαρδοι κι όλοι οι Στενόμυαλοι μήτε το πήραν χαμπάρι ούτε τη Χρυσήν Ευχή της Μανούλας έχουν μαζί τους Ειρήνη-Ειρήνη-Ειρήνη

― Ζήτω-ω-ω θα γίνει φωνάζουν τότες κι όλα μαζί τrsquo αγαπημένα παιδιά

Κι αρχίζουν ευτύς το τραγούδι και το χορό και πιάνουνται όλοι χέρι με χέρι κι αρχίζουν να χοροπηδούν και να χορεύουν γύρω γύρω -ώπα ωπ ούλοι μαζί ―γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά

Και το χαρούμενο τραγούδι τους γοργό σαν κρούσταλλο νεράκι έλεγε

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι Χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Πήδα -χόπλα Λύγα -χόπλα

Ίσια το κορμί -έι χο

Τρέξτε όλοι πιάστε όλοι

το Λεβέντικο Χορό

τράλα λάλα λο

τράλα λάλα λο

Oι Άρχοντες

Τότες ακούν οι κακοί Άρχοντες το τραγούδι των παιδιών Και γιομίζει η καρδιά τους φαρμάκι Και τρέμουν τα χέρια τους από θυμό και λυσσάνε πrsquo άνθισε για τα Παιδιά η Μηλιά και δεν άνθισε γιrsquo αυτούς

Κι αρπάζουν ευτύς τrsquo άγρια ασημένια σπαθιά και βγαίνουν όξω

Μα τι να δουν

Χιλιάδες ροδοκόκκινα Παιδιά πιασμένα χέρι χέρι να πηδούν ελεύτερα γύρω γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά και να τραγουδούν

Κι η Μηλιά ευτυχισμένη νrsquo απλώνει όσο μπορεί τα μεγάλα δυνατά της κλαδιά νrsquo αγκαλιάσει όλα τα παιδιά

Μα ξαφνικά― τι ήταν αυτό ―αστράφτει ο ουρανός Χαράζει η Ανατολή φωτάει η Δύση Κι ανθίζουν όλα τα κλώνια της Μηλιάς ―απrsquo Αγάπη Και χιλιάδες Χρυσά Μήλα αστράφτουν ψηλά πέφτουν σαν αστέρια και φυτρώνουν εκεί που πατούσαν τα ποδαράκια των παιδιών Κι οι Κακοί Άρχοντες αυτοί βλέπουν και λυσσούν ―και τρέμουνε τrsquo άσκημα χέρια τους

Γιατί άνθισαν για τα παιδιά τα μήλα κι είναι τα Μήλα Χρυσά κι είναι όμορφα και δεν είναι γιrsquo αυτούς

Ε τότες βγάζουν τrsquo Ασημένια Σπαθιά κι ορμούν και τα μάτια τους πετούν φωτιές

Και ζυγώνουν σαν άνεμος και σηκώνουν τrsquo άσπλαχνα σπαθιά και νά τα κατεβάζουν να κόψουν τrsquo αγαπημένα χεράκια να σφάξουν τα Παιδιά να φτάσουν τη Χρυσή Μηλιά νrsquo αρπάξουν αυτοί τα μήλα

Μα τα σπαθιά δεν κόβουν

Και τα χεράκια δε σπάνε

Και τα παιδιά τραγουδούν άφοβα και χορεύουν

Και σφίγγουν όλο πιο πολύ τrsquo αγαπημένα χέρια

Κι ο Μεγάλος Κύκλος που rsquoναι πιασμένα και χορεύουν όλα τα Παιδιά γίνεται τότες πιο δυνατός απrsquo τον πιο φοβερόν πολεμιστή πιο φοβερός κι απrsquo το ψηλό Κάστρο

Τότες θολώνουν τrsquo άγρια μάτια τους

Και τα κοφτερά Σπαθιά πέφτουν απrsquo τα χέρια τους

Και ζαλίζουνται πέφτουν χάμου Κι ανασηκώνουνται και ξαναπέφτουν

Και το φαρμάκι που rsquoχουνε στη μαύρη ψυχή τους έπηξε κι έγινε πηχτό κόκκινο γαίμα Και σταματά την άσπλαχνη καρδιά τους να μη χτυπά πια

Και παραλυούνε τα μακριά σουβλερά τους δαχτύλια Και δεν μπορούνε πια να σκοτώνουν

Ε σαν είδαν τrsquo Αρχοντόπουλα τους αγαπημένους τους άρχοντες σκοτωμένους φωνάζουν τους φύλακες με-τα-Χίλια-Μάτια

Κι από τους Μαύρους Τάφους ξεπηδούν οι Στρατιώτες με-τα-Χίλια Σπαθιά

Και όλοι μαζί οί οχτροί των παιδιών ζυγώνουν με πνιχτά βήματα με μάτι θολό κι αγριεμένα Σπαθιά Και θέλουν κι αυτοί να σφάξουν τα παιδιά νrsquo αρπάξουν τα Χρυσά τα Μήλα

Μα τα παιδιά δεν τους βλέπουν και δεν τους ακούν Και χαρούμενα σφίγγουν τα χέρια Κι όλο τραγουδούν

Και πετά το τραγούδι τους γοργό κι αντηχεί ως τον Κόκκινον Κάμπο κει που Πουλί δεν πετά και Λουλούδι δε φυτρώνει

Και τrsquo ακούν οι φτωχοί Περβολάρηδες που δεμένοι στις χρυσές αλυσίδες του Σκληρόκαρδου σκάβουν Τι δεν μπόρεσαν να κάνουν τη Μηλιά νrsquo ανθίσει

Και τrsquo ακούν οι Καλοί Χτίστες που δεμένοι στις βαριές αλυσίδες του Στενόμυαλου χτίζουν Tι δεν μπόρεσαν να φυλάξουν καλά τη Χρυσή Μηλιά

Και σηκώνουν τα μάτια και βλέπουν τον Ήλιο Μα ξαφνικά το τραγούδι ορμά στη μεγάλη κόκκινη φωτιά και τη σβήνει

Τότες σωπαίνουν τα μεγάλα νεροπρίονα στο δάσος Kι απrsquo τα βαθύσκια Δάση βγαίνουν οι ξυλοκόποι

Και φύλλο δεν τρέμει κι αγέρας δε φυσά

Κι όλοι οι ανθρώποι πrsquo αγαπούν τα Παιδιά βλέπουν τότες τους χίλιους μαύρους φύλακες που ζυγώνουν Tι άνοιξε ο ουρανός και φάνηκε ο Ήλιος κι ακούγονται τα βαριά τους πατήματα και γυαλίζουνε τrsquo ασημένια τους σπαθιά Και ωσάν τους είδαν κάνουν έτσι και σπάνε τις αλυσίδες

Και ―νά τοι― τρέχουν πετούν ξεχύνουνται με τσάπες και τσεκούρια με πριόνια και μυστριά με σίδερα που βρήκαν και κλαδιά που κόψαν

Αστράφτει στα μάτια τους η Αγάπη

Και γοργά χτυπά στις φλέβες το κόκκινο Ανθρώπινο αίμα Και ερχόμενοι εκείνα τα παλικάρια εχυθήκαν απάνω τους ωσάν λεοντάρια λυσσασμένα

Και τότες ―άι χα ―σηκώνουνται ψηλά τrsquo ατσάλινα μπράτσα Και πριν κατέβουν ξεψυχούν οι στρατιώτες-με-τα-χίλια-Σπαθιά Και σαν κατέβουν λιανίζουν πετσοκόβουν πελεκούν τους λυσσασμένους φύλακες των Αρχοντάδων

Όμως όσοι απομείναν από τα στρατεύματα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου ενωθήκανε τότες σrsquoένα μεγάλο στρατό κι ορμήσαν και πάλι καταπάνου στα παιδιά για να κόψουν τα ενωμένα τους χέρια και να πάρουν αυτοί για λογαριασμό τους μονάχα τα τρία ―ολόχρυσα― Μήλα

Και τότες και οι πατεράδες και όλες οι μητέρες των παιδιών που είδαν τον κίνδυνο αυτόν ορμήσανε καταμπρός άλλοι από μπροστά από τον εχθρό και άλλοι από την πίσω μεριά τους και εκάναν την καρδιά τους σκληρή και άπονη Και αρπάξαν τους κακούς αυτούς στρατιώτες από τα μαλλιά και γυρίσαν κατά πίσω την κεφαλή τους και τους εχτύπησαν με όλη τους τη δύναμη στο κεφάλι Kαι μετά τους εγύρισαν το χέρι και τους επήραν το

μαχαίρι όπου εκρατούσαν πριν μέσα στα δόντια τους για να σφάξουν οι κακούργοι αυτοί τα παιδιά Και με το ίδιο αυτό ατσάλινο μαχαίρι τούς χτυπήσαν με μεγάλη δύναμη ίσα μέσα στην καρδιά Έτσι σκληρά και άπονα τους εσκοτώσανε Και μένανε εκεί αυτοί πάνω στο χώμα ξαπλωμένοι ―δίχως να μπορούνε πια να κάνουν κακό σε κανέναν άνθρωπο― ούτε και σε κανένα από τα παιδιά που κυνηγούσανε πριν με κακία μεγάλη

Ετότες εφάνηκε κι ένας καβαλάρης με σπαθί ξεγυμνωμένο και άρματα λαμπερά Και άρχισε να σφάζει τους φύλακες όσοι είχανε απομείνει και τους επήρε κυνηγώντας πέρα από τη Χρυσή τη Μηλιά μέσα στα βουνά

Και εκεί έγινε άφαντος από τη γη

Και τα παιδιά βοηθώντας και με τη χάρη του Θεού εσταθήκανε νικητές

Πιάνουνε λοιπόν τrsquo Αρχοντόπουλα και τα κλείνουνε στις δικές τους σκοτεινές φυλακές

Και τους στρατιώτες τούς κόβουν ευτύς τα πολλά χέρια Και τους αφήνουνε μόνο δυο να δουλεύουν και να τρων

Kαι τους Φύλακες ―αυτούς τους πάνε και τους στήνουν μες στrsquo ανθισμένα αμπέλια να φυλούν τα σταφύλια με τα χίλια τους μάτια μην έρθει κάνα πουλάκι και τσιμπήσει τις γλυκές ζουμερές ρόγες

O χορός της χρυσής μηλιάς

Σκύβει τότες ο Σπιθοβολάκης μαζεύει τα ολόχρυσα Μήλα και τα φυτεύει βαθιά στα καρπερά σπλάχνα της γης

Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός μοιράζει σrsquo όλους τις χίλιες Ασημένιες τσάπες

Κι από πίσω ―νά την ―σκαλίζει μrsquo ένα σκαλιστηράκι κι η Γριά

Και σα βρίσκει παλιό κίτρινο κοντάρι το σιάχνει ευτύς δρεπάνι-δρεπανάκι Και σα βρίσκει παλιό σκουριασμένο κανόνι το ρίχνει ευτύς στη μεγάλη κόκκινη Φωτιά

Και το παίρνουν οι Σιδεράδες το χτυπούν στο δυνατό αμόνι και το σιάχνουν όμορφο αλέτρι

Και πιάνει ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης τrsquo αλέτρι κι οργώνει με μιας ολάκερη τη γης Κι απrsquo το γερό και βαθύ σκάψιμο πέφτουν οι ψεύτικοι Πύργοι γκρεμίζουνται οι ψηλοί μαύροι Τοίχοι γεμίζουν χώμα τα φιδωτά λαγούμια πέφτουν οι Σκοτεινές φυλακές και τίποτα πια δε χωρίζει όλα τα Παιδιά

Κι από πίσω ―νά κι ο Γέρος ρίχνει το στάρι

Και νά και τα Παιδιά ―αυτά θερίζουν τα κυματιστά ολόχρυσα στάχια

Μα φυτρώσαν και τα Μήλα Και βγήκαν παντού οι όμορφες αληθινές Μηλιές

Και όλοι όσοι βρίσκουνται τώρα κοντά στη Χρυσή Μηλιά πιάνουνται χέρι με χέρι σφιχτά κι αγαπημένα στον πιο λεβέντικο χορό που rsquoγινε ποτές

Και πιάνει ο Σπιθοβολάκης τον κάβο κι η Γριούλα την άλλη άκρη Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός κάνει έτσι και φωνάζει φωνάζει όλα τα Παιδιά απrsquo όλη τη Γης στο χορό της Χρυσής της Μηλιάς

Και βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια με σβέλτα μάτια και χλωμό πρόσωπο Αραπάκια με σγουρό μαλλί κι αστραφτερό χαμόγελο Ινδιανάκια με κόκκινο δέρμα και πολύχρωμα φτερά Εσκιμωάκια με λοξά μάτια και τολμηρό πρόσωπο

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Κι ο Μεγάλος Κύκλος απλώνει και μεγαλώνει και γυρνά και χορεύει και τραγουδά και σε λίγο αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη μας όπως ταξιδεύει φωτεινή κι όμορφη στο Γαλάζιο Άπειρο

Κι η Γης αναγαλλιάζει χαρούμενη όλα τα παιδιά αγαπημένα να χορεύουν απάνω της και να τραγουδούν

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη

Και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί άρχοντες

Κι ανθίζει ευτύς τα χαρούμενα δέντρα κι ωριμάζει άφθονους τους χρυσούς της καρπούς

Και βάζει τα ποτάμια να ποτίζουν και δένει το πιο όμορφο στάρι Και λέει στα ψηλά βουνά να κρατούν τrsquo άσπρο χιόνι να rsquoχουν και το καλοκαίρι νερό να ποτίζουν οι Άνθρωποι

Κι ο Ήλιος αυτός στέλνει τις πιο όμορφες Αχτίνες του Και γελούν και χορεύουν με όλα τα Παιδιά

Κι είναι όλοι δυνατοί ―και χαρούμενοι― και πολύ μα πολύ ευτυχισμένοι

Γιατί τα πουλάκια ξαναγύρισαν στα δάση Και τα τριαντάφυλλα ξανάνθισαν με το κελάηδημά τους Και τα Παιδιά είναι πολύ γερά και ροδοκόκκινα Κι οι καρπερές Ελιές ανθίζουν ξανά τον πιο όμορφο καρπό και χαρίζουν σrsquo όλους το χρυσό χρυσό λάδι της μιας Ατέλειωτης Ειρήνης των Ανθρώπων

Τα τρία ολόχρυσα Μήλα είχαν ανθίσει

Ψέματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθια

μήτε εγώ ήμουν εκεί μήτε σεις να το πιστέψετε

Τέλος του παραμυθιού Καλησπέρα σας

(από το βιβλίο Φώτης Kόντογλου H μηλιά με τα χρυσά μήλα Aθήνα 1947)

πηγή httpwwwsnhellgrkidscontentaspid=143ampcat_id=5

Page 10: Φώτης Κόντογλου, διήγημα

Κι η γριούλα μια φοβάται μη της πέσει μια την πιάνουν τα γέλια με τη διαολιά και το κέφι του γιου της

Η Μηλιά χαίρεται κι αυτή κι αναγαλλιάζει ένα παιδί σκαρφαλωμένο απάνω της να παίζει και να τραγουδά

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί Άρχoντες

Κι ο Ήλιος χαίρεται κι αυτός που είδε τη χαρακαμένη μανούλα να γελάσει Και λίγο πριν δύσει στέλνει τις τρεις πιο όμορφες αχτίνες του να τους κρατήσουν συντροφιά να παίζουν κι όταν θα σκοτεινιάσει

Μα ξαφνικά ―τι ήταν αυτό ―οι τρεις φωτεινές ηλιαχτίνες γίνονται τρία χρυσαφιά όμορφα λoυλoύδια Αστράφτει Ανατολή και Δύση Και ―νά τα τα τρία ολόχρυσα Μήλα λάμπουν μέσα στα κλώνια της Mηλιάς

― Σπιθοβολάκη μου Σπιθοβολάκη φωνάζει τότες η Γριoύλα Κόψε κόψε τα Χρυσά Μήλα

― Θα μου τα δώσεις αν κατέβω λέει ο Σπιθoβoλάκης

― Ναι γιόκα μoυ

― Και δε θα με δείρεις για το κουλουράκι ξαναρωτά το σκανταλιάρικο

― Όχι γιόκα μoυ

― Ε τότες γιατί να κατέβω Άσε να τελειώσω πρώτα την κούνια μoυ Xoπ Και ξεκαρδίζεται να γελά όπως πετά ―όπλα λα κάτω από τα χρυσά τα Μήλα

― Σπιθοβολάκη Σπιθοβολάκη λέει τότες η Μανούλα τoυ Δως μου τα Χρυσά τα Μήλα κι εγώ θα σου δώσω την πιο Χρυσήν Ευχή της Mανoύλας Τότες ο Σπιθοβολάκης αφήνει γλήγορα το παιχνίδι σκαρφαλώνει ευτύς πιο ψηλά και ρίχνει τα Χρυσά Μήλα στη γλυκιά του Μανούλα Κι εκείνη του λέει ψιθυριστά στο μικρό έξυπνο αυτάκι του μια Μαγική Λέξη τρεις φορές laquoΕιρήνη-Ειρήνη-Ειρήνηraquo

Και κρατούσε στα χέρια της τα τρία ολόχρυσα Μήλα που θα φέρναν στον κόσμο την ευτυχία

Ξανασκαρφαλώνει τότες ο Σπιθοβολάκης πολύ ψηλά πάνω στη Χρυσή τη Mηλιά Κι αρχίζει να φωνάζει με μια φωνή που λυγίζανε τα δέντρα απrsquo την ανάσα που rsquoβγαζε κάθε φoρά

Και τον ακούν όλα τα παιδιά που ζούσαν χωριστά στη χώρα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου κι έρχουνται ευτύς να δουν τι τρέχει

― Παιδιά λέει τότες με τη βροντερή του φωνή ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης η Μηλιά άνθισε γιατί να κάνουμε πόλεμο για τα Χρυσά Mήλα Η Μηλιά άνθισε κι όλοι οι Σκληρόκαρδοι κι όλοι οι Στενόμυαλοι μήτε το πήραν χαμπάρι ούτε τη Χρυσήν Ευχή της Μανούλας έχουν μαζί τους Ειρήνη-Ειρήνη-Ειρήνη

― Ζήτω-ω-ω θα γίνει φωνάζουν τότες κι όλα μαζί τrsquo αγαπημένα παιδιά

Κι αρχίζουν ευτύς το τραγούδι και το χορό και πιάνουνται όλοι χέρι με χέρι κι αρχίζουν να χοροπηδούν και να χορεύουν γύρω γύρω -ώπα ωπ ούλοι μαζί ―γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά

Και το χαρούμενο τραγούδι τους γοργό σαν κρούσταλλο νεράκι έλεγε

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι Χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Πήδα -χόπλα Λύγα -χόπλα

Ίσια το κορμί -έι χο

Τρέξτε όλοι πιάστε όλοι

το Λεβέντικο Χορό

τράλα λάλα λο

τράλα λάλα λο

Oι Άρχοντες

Τότες ακούν οι κακοί Άρχοντες το τραγούδι των παιδιών Και γιομίζει η καρδιά τους φαρμάκι Και τρέμουν τα χέρια τους από θυμό και λυσσάνε πrsquo άνθισε για τα Παιδιά η Μηλιά και δεν άνθισε γιrsquo αυτούς

Κι αρπάζουν ευτύς τrsquo άγρια ασημένια σπαθιά και βγαίνουν όξω

Μα τι να δουν

Χιλιάδες ροδοκόκκινα Παιδιά πιασμένα χέρι χέρι να πηδούν ελεύτερα γύρω γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά και να τραγουδούν

Κι η Μηλιά ευτυχισμένη νrsquo απλώνει όσο μπορεί τα μεγάλα δυνατά της κλαδιά νrsquo αγκαλιάσει όλα τα παιδιά

Μα ξαφνικά― τι ήταν αυτό ―αστράφτει ο ουρανός Χαράζει η Ανατολή φωτάει η Δύση Κι ανθίζουν όλα τα κλώνια της Μηλιάς ―απrsquo Αγάπη Και χιλιάδες Χρυσά Μήλα αστράφτουν ψηλά πέφτουν σαν αστέρια και φυτρώνουν εκεί που πατούσαν τα ποδαράκια των παιδιών Κι οι Κακοί Άρχοντες αυτοί βλέπουν και λυσσούν ―και τρέμουνε τrsquo άσκημα χέρια τους

Γιατί άνθισαν για τα παιδιά τα μήλα κι είναι τα Μήλα Χρυσά κι είναι όμορφα και δεν είναι γιrsquo αυτούς

Ε τότες βγάζουν τrsquo Ασημένια Σπαθιά κι ορμούν και τα μάτια τους πετούν φωτιές

Και ζυγώνουν σαν άνεμος και σηκώνουν τrsquo άσπλαχνα σπαθιά και νά τα κατεβάζουν να κόψουν τrsquo αγαπημένα χεράκια να σφάξουν τα Παιδιά να φτάσουν τη Χρυσή Μηλιά νrsquo αρπάξουν αυτοί τα μήλα

Μα τα σπαθιά δεν κόβουν

Και τα χεράκια δε σπάνε

Και τα παιδιά τραγουδούν άφοβα και χορεύουν

Και σφίγγουν όλο πιο πολύ τrsquo αγαπημένα χέρια

Κι ο Μεγάλος Κύκλος που rsquoναι πιασμένα και χορεύουν όλα τα Παιδιά γίνεται τότες πιο δυνατός απrsquo τον πιο φοβερόν πολεμιστή πιο φοβερός κι απrsquo το ψηλό Κάστρο

Τότες θολώνουν τrsquo άγρια μάτια τους

Και τα κοφτερά Σπαθιά πέφτουν απrsquo τα χέρια τους

Και ζαλίζουνται πέφτουν χάμου Κι ανασηκώνουνται και ξαναπέφτουν

Και το φαρμάκι που rsquoχουνε στη μαύρη ψυχή τους έπηξε κι έγινε πηχτό κόκκινο γαίμα Και σταματά την άσπλαχνη καρδιά τους να μη χτυπά πια

Και παραλυούνε τα μακριά σουβλερά τους δαχτύλια Και δεν μπορούνε πια να σκοτώνουν

Ε σαν είδαν τrsquo Αρχοντόπουλα τους αγαπημένους τους άρχοντες σκοτωμένους φωνάζουν τους φύλακες με-τα-Χίλια-Μάτια

Κι από τους Μαύρους Τάφους ξεπηδούν οι Στρατιώτες με-τα-Χίλια Σπαθιά

Και όλοι μαζί οί οχτροί των παιδιών ζυγώνουν με πνιχτά βήματα με μάτι θολό κι αγριεμένα Σπαθιά Και θέλουν κι αυτοί να σφάξουν τα παιδιά νrsquo αρπάξουν τα Χρυσά τα Μήλα

Μα τα παιδιά δεν τους βλέπουν και δεν τους ακούν Και χαρούμενα σφίγγουν τα χέρια Κι όλο τραγουδούν

Και πετά το τραγούδι τους γοργό κι αντηχεί ως τον Κόκκινον Κάμπο κει που Πουλί δεν πετά και Λουλούδι δε φυτρώνει

Και τrsquo ακούν οι φτωχοί Περβολάρηδες που δεμένοι στις χρυσές αλυσίδες του Σκληρόκαρδου σκάβουν Τι δεν μπόρεσαν να κάνουν τη Μηλιά νrsquo ανθίσει

Και τrsquo ακούν οι Καλοί Χτίστες που δεμένοι στις βαριές αλυσίδες του Στενόμυαλου χτίζουν Tι δεν μπόρεσαν να φυλάξουν καλά τη Χρυσή Μηλιά

Και σηκώνουν τα μάτια και βλέπουν τον Ήλιο Μα ξαφνικά το τραγούδι ορμά στη μεγάλη κόκκινη φωτιά και τη σβήνει

Τότες σωπαίνουν τα μεγάλα νεροπρίονα στο δάσος Kι απrsquo τα βαθύσκια Δάση βγαίνουν οι ξυλοκόποι

Και φύλλο δεν τρέμει κι αγέρας δε φυσά

Κι όλοι οι ανθρώποι πrsquo αγαπούν τα Παιδιά βλέπουν τότες τους χίλιους μαύρους φύλακες που ζυγώνουν Tι άνοιξε ο ουρανός και φάνηκε ο Ήλιος κι ακούγονται τα βαριά τους πατήματα και γυαλίζουνε τrsquo ασημένια τους σπαθιά Και ωσάν τους είδαν κάνουν έτσι και σπάνε τις αλυσίδες

Και ―νά τοι― τρέχουν πετούν ξεχύνουνται με τσάπες και τσεκούρια με πριόνια και μυστριά με σίδερα που βρήκαν και κλαδιά που κόψαν

Αστράφτει στα μάτια τους η Αγάπη

Και γοργά χτυπά στις φλέβες το κόκκινο Ανθρώπινο αίμα Και ερχόμενοι εκείνα τα παλικάρια εχυθήκαν απάνω τους ωσάν λεοντάρια λυσσασμένα

Και τότες ―άι χα ―σηκώνουνται ψηλά τrsquo ατσάλινα μπράτσα Και πριν κατέβουν ξεψυχούν οι στρατιώτες-με-τα-χίλια-Σπαθιά Και σαν κατέβουν λιανίζουν πετσοκόβουν πελεκούν τους λυσσασμένους φύλακες των Αρχοντάδων

Όμως όσοι απομείναν από τα στρατεύματα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου ενωθήκανε τότες σrsquoένα μεγάλο στρατό κι ορμήσαν και πάλι καταπάνου στα παιδιά για να κόψουν τα ενωμένα τους χέρια και να πάρουν αυτοί για λογαριασμό τους μονάχα τα τρία ―ολόχρυσα― Μήλα

Και τότες και οι πατεράδες και όλες οι μητέρες των παιδιών που είδαν τον κίνδυνο αυτόν ορμήσανε καταμπρός άλλοι από μπροστά από τον εχθρό και άλλοι από την πίσω μεριά τους και εκάναν την καρδιά τους σκληρή και άπονη Και αρπάξαν τους κακούς αυτούς στρατιώτες από τα μαλλιά και γυρίσαν κατά πίσω την κεφαλή τους και τους εχτύπησαν με όλη τους τη δύναμη στο κεφάλι Kαι μετά τους εγύρισαν το χέρι και τους επήραν το

μαχαίρι όπου εκρατούσαν πριν μέσα στα δόντια τους για να σφάξουν οι κακούργοι αυτοί τα παιδιά Και με το ίδιο αυτό ατσάλινο μαχαίρι τούς χτυπήσαν με μεγάλη δύναμη ίσα μέσα στην καρδιά Έτσι σκληρά και άπονα τους εσκοτώσανε Και μένανε εκεί αυτοί πάνω στο χώμα ξαπλωμένοι ―δίχως να μπορούνε πια να κάνουν κακό σε κανέναν άνθρωπο― ούτε και σε κανένα από τα παιδιά που κυνηγούσανε πριν με κακία μεγάλη

Ετότες εφάνηκε κι ένας καβαλάρης με σπαθί ξεγυμνωμένο και άρματα λαμπερά Και άρχισε να σφάζει τους φύλακες όσοι είχανε απομείνει και τους επήρε κυνηγώντας πέρα από τη Χρυσή τη Μηλιά μέσα στα βουνά

Και εκεί έγινε άφαντος από τη γη

Και τα παιδιά βοηθώντας και με τη χάρη του Θεού εσταθήκανε νικητές

Πιάνουνε λοιπόν τrsquo Αρχοντόπουλα και τα κλείνουνε στις δικές τους σκοτεινές φυλακές

Και τους στρατιώτες τούς κόβουν ευτύς τα πολλά χέρια Και τους αφήνουνε μόνο δυο να δουλεύουν και να τρων

Kαι τους Φύλακες ―αυτούς τους πάνε και τους στήνουν μες στrsquo ανθισμένα αμπέλια να φυλούν τα σταφύλια με τα χίλια τους μάτια μην έρθει κάνα πουλάκι και τσιμπήσει τις γλυκές ζουμερές ρόγες

O χορός της χρυσής μηλιάς

Σκύβει τότες ο Σπιθοβολάκης μαζεύει τα ολόχρυσα Μήλα και τα φυτεύει βαθιά στα καρπερά σπλάχνα της γης

Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός μοιράζει σrsquo όλους τις χίλιες Ασημένιες τσάπες

Κι από πίσω ―νά την ―σκαλίζει μrsquo ένα σκαλιστηράκι κι η Γριά

Και σα βρίσκει παλιό κίτρινο κοντάρι το σιάχνει ευτύς δρεπάνι-δρεπανάκι Και σα βρίσκει παλιό σκουριασμένο κανόνι το ρίχνει ευτύς στη μεγάλη κόκκινη Φωτιά

Και το παίρνουν οι Σιδεράδες το χτυπούν στο δυνατό αμόνι και το σιάχνουν όμορφο αλέτρι

Και πιάνει ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης τrsquo αλέτρι κι οργώνει με μιας ολάκερη τη γης Κι απrsquo το γερό και βαθύ σκάψιμο πέφτουν οι ψεύτικοι Πύργοι γκρεμίζουνται οι ψηλοί μαύροι Τοίχοι γεμίζουν χώμα τα φιδωτά λαγούμια πέφτουν οι Σκοτεινές φυλακές και τίποτα πια δε χωρίζει όλα τα Παιδιά

Κι από πίσω ―νά κι ο Γέρος ρίχνει το στάρι

Και νά και τα Παιδιά ―αυτά θερίζουν τα κυματιστά ολόχρυσα στάχια

Μα φυτρώσαν και τα Μήλα Και βγήκαν παντού οι όμορφες αληθινές Μηλιές

Και όλοι όσοι βρίσκουνται τώρα κοντά στη Χρυσή Μηλιά πιάνουνται χέρι με χέρι σφιχτά κι αγαπημένα στον πιο λεβέντικο χορό που rsquoγινε ποτές

Και πιάνει ο Σπιθοβολάκης τον κάβο κι η Γριούλα την άλλη άκρη Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός κάνει έτσι και φωνάζει φωνάζει όλα τα Παιδιά απrsquo όλη τη Γης στο χορό της Χρυσής της Μηλιάς

Και βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια με σβέλτα μάτια και χλωμό πρόσωπο Αραπάκια με σγουρό μαλλί κι αστραφτερό χαμόγελο Ινδιανάκια με κόκκινο δέρμα και πολύχρωμα φτερά Εσκιμωάκια με λοξά μάτια και τολμηρό πρόσωπο

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Κι ο Μεγάλος Κύκλος απλώνει και μεγαλώνει και γυρνά και χορεύει και τραγουδά και σε λίγο αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη μας όπως ταξιδεύει φωτεινή κι όμορφη στο Γαλάζιο Άπειρο

Κι η Γης αναγαλλιάζει χαρούμενη όλα τα παιδιά αγαπημένα να χορεύουν απάνω της και να τραγουδούν

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη

Και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί άρχοντες

Κι ανθίζει ευτύς τα χαρούμενα δέντρα κι ωριμάζει άφθονους τους χρυσούς της καρπούς

Και βάζει τα ποτάμια να ποτίζουν και δένει το πιο όμορφο στάρι Και λέει στα ψηλά βουνά να κρατούν τrsquo άσπρο χιόνι να rsquoχουν και το καλοκαίρι νερό να ποτίζουν οι Άνθρωποι

Κι ο Ήλιος αυτός στέλνει τις πιο όμορφες Αχτίνες του Και γελούν και χορεύουν με όλα τα Παιδιά

Κι είναι όλοι δυνατοί ―και χαρούμενοι― και πολύ μα πολύ ευτυχισμένοι

Γιατί τα πουλάκια ξαναγύρισαν στα δάση Και τα τριαντάφυλλα ξανάνθισαν με το κελάηδημά τους Και τα Παιδιά είναι πολύ γερά και ροδοκόκκινα Κι οι καρπερές Ελιές ανθίζουν ξανά τον πιο όμορφο καρπό και χαρίζουν σrsquo όλους το χρυσό χρυσό λάδι της μιας Ατέλειωτης Ειρήνης των Ανθρώπων

Τα τρία ολόχρυσα Μήλα είχαν ανθίσει

Ψέματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθια

μήτε εγώ ήμουν εκεί μήτε σεις να το πιστέψετε

Τέλος του παραμυθιού Καλησπέρα σας

(από το βιβλίο Φώτης Kόντογλου H μηλιά με τα χρυσά μήλα Aθήνα 1947)

πηγή httpwwwsnhellgrkidscontentaspid=143ampcat_id=5

Page 11: Φώτης Κόντογλου, διήγημα

Ξανασκαρφαλώνει τότες ο Σπιθοβολάκης πολύ ψηλά πάνω στη Χρυσή τη Mηλιά Κι αρχίζει να φωνάζει με μια φωνή που λυγίζανε τα δέντρα απrsquo την ανάσα που rsquoβγαζε κάθε φoρά

Και τον ακούν όλα τα παιδιά που ζούσαν χωριστά στη χώρα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου κι έρχουνται ευτύς να δουν τι τρέχει

― Παιδιά λέει τότες με τη βροντερή του φωνή ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης η Μηλιά άνθισε γιατί να κάνουμε πόλεμο για τα Χρυσά Mήλα Η Μηλιά άνθισε κι όλοι οι Σκληρόκαρδοι κι όλοι οι Στενόμυαλοι μήτε το πήραν χαμπάρι ούτε τη Χρυσήν Ευχή της Μανούλας έχουν μαζί τους Ειρήνη-Ειρήνη-Ειρήνη

― Ζήτω-ω-ω θα γίνει φωνάζουν τότες κι όλα μαζί τrsquo αγαπημένα παιδιά

Κι αρχίζουν ευτύς το τραγούδι και το χορό και πιάνουνται όλοι χέρι με χέρι κι αρχίζουν να χοροπηδούν και να χορεύουν γύρω γύρω -ώπα ωπ ούλοι μαζί ―γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά

Και το χαρούμενο τραγούδι τους γοργό σαν κρούσταλλο νεράκι έλεγε

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι Χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Πήδα -χόπλα Λύγα -χόπλα

Ίσια το κορμί -έι χο

Τρέξτε όλοι πιάστε όλοι

το Λεβέντικο Χορό

τράλα λάλα λο

τράλα λάλα λο

Oι Άρχοντες

Τότες ακούν οι κακοί Άρχοντες το τραγούδι των παιδιών Και γιομίζει η καρδιά τους φαρμάκι Και τρέμουν τα χέρια τους από θυμό και λυσσάνε πrsquo άνθισε για τα Παιδιά η Μηλιά και δεν άνθισε γιrsquo αυτούς

Κι αρπάζουν ευτύς τrsquo άγρια ασημένια σπαθιά και βγαίνουν όξω

Μα τι να δουν

Χιλιάδες ροδοκόκκινα Παιδιά πιασμένα χέρι χέρι να πηδούν ελεύτερα γύρω γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά και να τραγουδούν

Κι η Μηλιά ευτυχισμένη νrsquo απλώνει όσο μπορεί τα μεγάλα δυνατά της κλαδιά νrsquo αγκαλιάσει όλα τα παιδιά

Μα ξαφνικά― τι ήταν αυτό ―αστράφτει ο ουρανός Χαράζει η Ανατολή φωτάει η Δύση Κι ανθίζουν όλα τα κλώνια της Μηλιάς ―απrsquo Αγάπη Και χιλιάδες Χρυσά Μήλα αστράφτουν ψηλά πέφτουν σαν αστέρια και φυτρώνουν εκεί που πατούσαν τα ποδαράκια των παιδιών Κι οι Κακοί Άρχοντες αυτοί βλέπουν και λυσσούν ―και τρέμουνε τrsquo άσκημα χέρια τους

Γιατί άνθισαν για τα παιδιά τα μήλα κι είναι τα Μήλα Χρυσά κι είναι όμορφα και δεν είναι γιrsquo αυτούς

Ε τότες βγάζουν τrsquo Ασημένια Σπαθιά κι ορμούν και τα μάτια τους πετούν φωτιές

Και ζυγώνουν σαν άνεμος και σηκώνουν τrsquo άσπλαχνα σπαθιά και νά τα κατεβάζουν να κόψουν τrsquo αγαπημένα χεράκια να σφάξουν τα Παιδιά να φτάσουν τη Χρυσή Μηλιά νrsquo αρπάξουν αυτοί τα μήλα

Μα τα σπαθιά δεν κόβουν

Και τα χεράκια δε σπάνε

Και τα παιδιά τραγουδούν άφοβα και χορεύουν

Και σφίγγουν όλο πιο πολύ τrsquo αγαπημένα χέρια

Κι ο Μεγάλος Κύκλος που rsquoναι πιασμένα και χορεύουν όλα τα Παιδιά γίνεται τότες πιο δυνατός απrsquo τον πιο φοβερόν πολεμιστή πιο φοβερός κι απrsquo το ψηλό Κάστρο

Τότες θολώνουν τrsquo άγρια μάτια τους

Και τα κοφτερά Σπαθιά πέφτουν απrsquo τα χέρια τους

Και ζαλίζουνται πέφτουν χάμου Κι ανασηκώνουνται και ξαναπέφτουν

Και το φαρμάκι που rsquoχουνε στη μαύρη ψυχή τους έπηξε κι έγινε πηχτό κόκκινο γαίμα Και σταματά την άσπλαχνη καρδιά τους να μη χτυπά πια

Και παραλυούνε τα μακριά σουβλερά τους δαχτύλια Και δεν μπορούνε πια να σκοτώνουν

Ε σαν είδαν τrsquo Αρχοντόπουλα τους αγαπημένους τους άρχοντες σκοτωμένους φωνάζουν τους φύλακες με-τα-Χίλια-Μάτια

Κι από τους Μαύρους Τάφους ξεπηδούν οι Στρατιώτες με-τα-Χίλια Σπαθιά

Και όλοι μαζί οί οχτροί των παιδιών ζυγώνουν με πνιχτά βήματα με μάτι θολό κι αγριεμένα Σπαθιά Και θέλουν κι αυτοί να σφάξουν τα παιδιά νrsquo αρπάξουν τα Χρυσά τα Μήλα

Μα τα παιδιά δεν τους βλέπουν και δεν τους ακούν Και χαρούμενα σφίγγουν τα χέρια Κι όλο τραγουδούν

Και πετά το τραγούδι τους γοργό κι αντηχεί ως τον Κόκκινον Κάμπο κει που Πουλί δεν πετά και Λουλούδι δε φυτρώνει

Και τrsquo ακούν οι φτωχοί Περβολάρηδες που δεμένοι στις χρυσές αλυσίδες του Σκληρόκαρδου σκάβουν Τι δεν μπόρεσαν να κάνουν τη Μηλιά νrsquo ανθίσει

Και τrsquo ακούν οι Καλοί Χτίστες που δεμένοι στις βαριές αλυσίδες του Στενόμυαλου χτίζουν Tι δεν μπόρεσαν να φυλάξουν καλά τη Χρυσή Μηλιά

Και σηκώνουν τα μάτια και βλέπουν τον Ήλιο Μα ξαφνικά το τραγούδι ορμά στη μεγάλη κόκκινη φωτιά και τη σβήνει

Τότες σωπαίνουν τα μεγάλα νεροπρίονα στο δάσος Kι απrsquo τα βαθύσκια Δάση βγαίνουν οι ξυλοκόποι

Και φύλλο δεν τρέμει κι αγέρας δε φυσά

Κι όλοι οι ανθρώποι πrsquo αγαπούν τα Παιδιά βλέπουν τότες τους χίλιους μαύρους φύλακες που ζυγώνουν Tι άνοιξε ο ουρανός και φάνηκε ο Ήλιος κι ακούγονται τα βαριά τους πατήματα και γυαλίζουνε τrsquo ασημένια τους σπαθιά Και ωσάν τους είδαν κάνουν έτσι και σπάνε τις αλυσίδες

Και ―νά τοι― τρέχουν πετούν ξεχύνουνται με τσάπες και τσεκούρια με πριόνια και μυστριά με σίδερα που βρήκαν και κλαδιά που κόψαν

Αστράφτει στα μάτια τους η Αγάπη

Και γοργά χτυπά στις φλέβες το κόκκινο Ανθρώπινο αίμα Και ερχόμενοι εκείνα τα παλικάρια εχυθήκαν απάνω τους ωσάν λεοντάρια λυσσασμένα

Και τότες ―άι χα ―σηκώνουνται ψηλά τrsquo ατσάλινα μπράτσα Και πριν κατέβουν ξεψυχούν οι στρατιώτες-με-τα-χίλια-Σπαθιά Και σαν κατέβουν λιανίζουν πετσοκόβουν πελεκούν τους λυσσασμένους φύλακες των Αρχοντάδων

Όμως όσοι απομείναν από τα στρατεύματα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου ενωθήκανε τότες σrsquoένα μεγάλο στρατό κι ορμήσαν και πάλι καταπάνου στα παιδιά για να κόψουν τα ενωμένα τους χέρια και να πάρουν αυτοί για λογαριασμό τους μονάχα τα τρία ―ολόχρυσα― Μήλα

Και τότες και οι πατεράδες και όλες οι μητέρες των παιδιών που είδαν τον κίνδυνο αυτόν ορμήσανε καταμπρός άλλοι από μπροστά από τον εχθρό και άλλοι από την πίσω μεριά τους και εκάναν την καρδιά τους σκληρή και άπονη Και αρπάξαν τους κακούς αυτούς στρατιώτες από τα μαλλιά και γυρίσαν κατά πίσω την κεφαλή τους και τους εχτύπησαν με όλη τους τη δύναμη στο κεφάλι Kαι μετά τους εγύρισαν το χέρι και τους επήραν το

μαχαίρι όπου εκρατούσαν πριν μέσα στα δόντια τους για να σφάξουν οι κακούργοι αυτοί τα παιδιά Και με το ίδιο αυτό ατσάλινο μαχαίρι τούς χτυπήσαν με μεγάλη δύναμη ίσα μέσα στην καρδιά Έτσι σκληρά και άπονα τους εσκοτώσανε Και μένανε εκεί αυτοί πάνω στο χώμα ξαπλωμένοι ―δίχως να μπορούνε πια να κάνουν κακό σε κανέναν άνθρωπο― ούτε και σε κανένα από τα παιδιά που κυνηγούσανε πριν με κακία μεγάλη

Ετότες εφάνηκε κι ένας καβαλάρης με σπαθί ξεγυμνωμένο και άρματα λαμπερά Και άρχισε να σφάζει τους φύλακες όσοι είχανε απομείνει και τους επήρε κυνηγώντας πέρα από τη Χρυσή τη Μηλιά μέσα στα βουνά

Και εκεί έγινε άφαντος από τη γη

Και τα παιδιά βοηθώντας και με τη χάρη του Θεού εσταθήκανε νικητές

Πιάνουνε λοιπόν τrsquo Αρχοντόπουλα και τα κλείνουνε στις δικές τους σκοτεινές φυλακές

Και τους στρατιώτες τούς κόβουν ευτύς τα πολλά χέρια Και τους αφήνουνε μόνο δυο να δουλεύουν και να τρων

Kαι τους Φύλακες ―αυτούς τους πάνε και τους στήνουν μες στrsquo ανθισμένα αμπέλια να φυλούν τα σταφύλια με τα χίλια τους μάτια μην έρθει κάνα πουλάκι και τσιμπήσει τις γλυκές ζουμερές ρόγες

O χορός της χρυσής μηλιάς

Σκύβει τότες ο Σπιθοβολάκης μαζεύει τα ολόχρυσα Μήλα και τα φυτεύει βαθιά στα καρπερά σπλάχνα της γης

Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός μοιράζει σrsquo όλους τις χίλιες Ασημένιες τσάπες

Κι από πίσω ―νά την ―σκαλίζει μrsquo ένα σκαλιστηράκι κι η Γριά

Και σα βρίσκει παλιό κίτρινο κοντάρι το σιάχνει ευτύς δρεπάνι-δρεπανάκι Και σα βρίσκει παλιό σκουριασμένο κανόνι το ρίχνει ευτύς στη μεγάλη κόκκινη Φωτιά

Και το παίρνουν οι Σιδεράδες το χτυπούν στο δυνατό αμόνι και το σιάχνουν όμορφο αλέτρι

Και πιάνει ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης τrsquo αλέτρι κι οργώνει με μιας ολάκερη τη γης Κι απrsquo το γερό και βαθύ σκάψιμο πέφτουν οι ψεύτικοι Πύργοι γκρεμίζουνται οι ψηλοί μαύροι Τοίχοι γεμίζουν χώμα τα φιδωτά λαγούμια πέφτουν οι Σκοτεινές φυλακές και τίποτα πια δε χωρίζει όλα τα Παιδιά

Κι από πίσω ―νά κι ο Γέρος ρίχνει το στάρι

Και νά και τα Παιδιά ―αυτά θερίζουν τα κυματιστά ολόχρυσα στάχια

Μα φυτρώσαν και τα Μήλα Και βγήκαν παντού οι όμορφες αληθινές Μηλιές

Και όλοι όσοι βρίσκουνται τώρα κοντά στη Χρυσή Μηλιά πιάνουνται χέρι με χέρι σφιχτά κι αγαπημένα στον πιο λεβέντικο χορό που rsquoγινε ποτές

Και πιάνει ο Σπιθοβολάκης τον κάβο κι η Γριούλα την άλλη άκρη Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός κάνει έτσι και φωνάζει φωνάζει όλα τα Παιδιά απrsquo όλη τη Γης στο χορό της Χρυσής της Μηλιάς

Και βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια με σβέλτα μάτια και χλωμό πρόσωπο Αραπάκια με σγουρό μαλλί κι αστραφτερό χαμόγελο Ινδιανάκια με κόκκινο δέρμα και πολύχρωμα φτερά Εσκιμωάκια με λοξά μάτια και τολμηρό πρόσωπο

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Κι ο Μεγάλος Κύκλος απλώνει και μεγαλώνει και γυρνά και χορεύει και τραγουδά και σε λίγο αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη μας όπως ταξιδεύει φωτεινή κι όμορφη στο Γαλάζιο Άπειρο

Κι η Γης αναγαλλιάζει χαρούμενη όλα τα παιδιά αγαπημένα να χορεύουν απάνω της και να τραγουδούν

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη

Και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί άρχοντες

Κι ανθίζει ευτύς τα χαρούμενα δέντρα κι ωριμάζει άφθονους τους χρυσούς της καρπούς

Και βάζει τα ποτάμια να ποτίζουν και δένει το πιο όμορφο στάρι Και λέει στα ψηλά βουνά να κρατούν τrsquo άσπρο χιόνι να rsquoχουν και το καλοκαίρι νερό να ποτίζουν οι Άνθρωποι

Κι ο Ήλιος αυτός στέλνει τις πιο όμορφες Αχτίνες του Και γελούν και χορεύουν με όλα τα Παιδιά

Κι είναι όλοι δυνατοί ―και χαρούμενοι― και πολύ μα πολύ ευτυχισμένοι

Γιατί τα πουλάκια ξαναγύρισαν στα δάση Και τα τριαντάφυλλα ξανάνθισαν με το κελάηδημά τους Και τα Παιδιά είναι πολύ γερά και ροδοκόκκινα Κι οι καρπερές Ελιές ανθίζουν ξανά τον πιο όμορφο καρπό και χαρίζουν σrsquo όλους το χρυσό χρυσό λάδι της μιας Ατέλειωτης Ειρήνης των Ανθρώπων

Τα τρία ολόχρυσα Μήλα είχαν ανθίσει

Ψέματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθια

μήτε εγώ ήμουν εκεί μήτε σεις να το πιστέψετε

Τέλος του παραμυθιού Καλησπέρα σας

(από το βιβλίο Φώτης Kόντογλου H μηλιά με τα χρυσά μήλα Aθήνα 1947)

πηγή httpwwwsnhellgrkidscontentaspid=143ampcat_id=5

Page 12: Φώτης Κόντογλου, διήγημα

το Λεβέντικο Χορό

τράλα λάλα λο

τράλα λάλα λο

Oι Άρχοντες

Τότες ακούν οι κακοί Άρχοντες το τραγούδι των παιδιών Και γιομίζει η καρδιά τους φαρμάκι Και τρέμουν τα χέρια τους από θυμό και λυσσάνε πrsquo άνθισε για τα Παιδιά η Μηλιά και δεν άνθισε γιrsquo αυτούς

Κι αρπάζουν ευτύς τrsquo άγρια ασημένια σπαθιά και βγαίνουν όξω

Μα τι να δουν

Χιλιάδες ροδοκόκκινα Παιδιά πιασμένα χέρι χέρι να πηδούν ελεύτερα γύρω γύρω απrsquo τη Χρυσή τη Μηλιά και να τραγουδούν

Κι η Μηλιά ευτυχισμένη νrsquo απλώνει όσο μπορεί τα μεγάλα δυνατά της κλαδιά νrsquo αγκαλιάσει όλα τα παιδιά

Μα ξαφνικά― τι ήταν αυτό ―αστράφτει ο ουρανός Χαράζει η Ανατολή φωτάει η Δύση Κι ανθίζουν όλα τα κλώνια της Μηλιάς ―απrsquo Αγάπη Και χιλιάδες Χρυσά Μήλα αστράφτουν ψηλά πέφτουν σαν αστέρια και φυτρώνουν εκεί που πατούσαν τα ποδαράκια των παιδιών Κι οι Κακοί Άρχοντες αυτοί βλέπουν και λυσσούν ―και τρέμουνε τrsquo άσκημα χέρια τους

Γιατί άνθισαν για τα παιδιά τα μήλα κι είναι τα Μήλα Χρυσά κι είναι όμορφα και δεν είναι γιrsquo αυτούς

Ε τότες βγάζουν τrsquo Ασημένια Σπαθιά κι ορμούν και τα μάτια τους πετούν φωτιές

Και ζυγώνουν σαν άνεμος και σηκώνουν τrsquo άσπλαχνα σπαθιά και νά τα κατεβάζουν να κόψουν τrsquo αγαπημένα χεράκια να σφάξουν τα Παιδιά να φτάσουν τη Χρυσή Μηλιά νrsquo αρπάξουν αυτοί τα μήλα

Μα τα σπαθιά δεν κόβουν

Και τα χεράκια δε σπάνε

Και τα παιδιά τραγουδούν άφοβα και χορεύουν

Και σφίγγουν όλο πιο πολύ τrsquo αγαπημένα χέρια

Κι ο Μεγάλος Κύκλος που rsquoναι πιασμένα και χορεύουν όλα τα Παιδιά γίνεται τότες πιο δυνατός απrsquo τον πιο φοβερόν πολεμιστή πιο φοβερός κι απrsquo το ψηλό Κάστρο

Τότες θολώνουν τrsquo άγρια μάτια τους

Και τα κοφτερά Σπαθιά πέφτουν απrsquo τα χέρια τους

Και ζαλίζουνται πέφτουν χάμου Κι ανασηκώνουνται και ξαναπέφτουν

Και το φαρμάκι που rsquoχουνε στη μαύρη ψυχή τους έπηξε κι έγινε πηχτό κόκκινο γαίμα Και σταματά την άσπλαχνη καρδιά τους να μη χτυπά πια

Και παραλυούνε τα μακριά σουβλερά τους δαχτύλια Και δεν μπορούνε πια να σκοτώνουν

Ε σαν είδαν τrsquo Αρχοντόπουλα τους αγαπημένους τους άρχοντες σκοτωμένους φωνάζουν τους φύλακες με-τα-Χίλια-Μάτια

Κι από τους Μαύρους Τάφους ξεπηδούν οι Στρατιώτες με-τα-Χίλια Σπαθιά

Και όλοι μαζί οί οχτροί των παιδιών ζυγώνουν με πνιχτά βήματα με μάτι θολό κι αγριεμένα Σπαθιά Και θέλουν κι αυτοί να σφάξουν τα παιδιά νrsquo αρπάξουν τα Χρυσά τα Μήλα

Μα τα παιδιά δεν τους βλέπουν και δεν τους ακούν Και χαρούμενα σφίγγουν τα χέρια Κι όλο τραγουδούν

Και πετά το τραγούδι τους γοργό κι αντηχεί ως τον Κόκκινον Κάμπο κει που Πουλί δεν πετά και Λουλούδι δε φυτρώνει

Και τrsquo ακούν οι φτωχοί Περβολάρηδες που δεμένοι στις χρυσές αλυσίδες του Σκληρόκαρδου σκάβουν Τι δεν μπόρεσαν να κάνουν τη Μηλιά νrsquo ανθίσει

Και τrsquo ακούν οι Καλοί Χτίστες που δεμένοι στις βαριές αλυσίδες του Στενόμυαλου χτίζουν Tι δεν μπόρεσαν να φυλάξουν καλά τη Χρυσή Μηλιά

Και σηκώνουν τα μάτια και βλέπουν τον Ήλιο Μα ξαφνικά το τραγούδι ορμά στη μεγάλη κόκκινη φωτιά και τη σβήνει

Τότες σωπαίνουν τα μεγάλα νεροπρίονα στο δάσος Kι απrsquo τα βαθύσκια Δάση βγαίνουν οι ξυλοκόποι

Και φύλλο δεν τρέμει κι αγέρας δε φυσά

Κι όλοι οι ανθρώποι πrsquo αγαπούν τα Παιδιά βλέπουν τότες τους χίλιους μαύρους φύλακες που ζυγώνουν Tι άνοιξε ο ουρανός και φάνηκε ο Ήλιος κι ακούγονται τα βαριά τους πατήματα και γυαλίζουνε τrsquo ασημένια τους σπαθιά Και ωσάν τους είδαν κάνουν έτσι και σπάνε τις αλυσίδες

Και ―νά τοι― τρέχουν πετούν ξεχύνουνται με τσάπες και τσεκούρια με πριόνια και μυστριά με σίδερα που βρήκαν και κλαδιά που κόψαν

Αστράφτει στα μάτια τους η Αγάπη

Και γοργά χτυπά στις φλέβες το κόκκινο Ανθρώπινο αίμα Και ερχόμενοι εκείνα τα παλικάρια εχυθήκαν απάνω τους ωσάν λεοντάρια λυσσασμένα

Και τότες ―άι χα ―σηκώνουνται ψηλά τrsquo ατσάλινα μπράτσα Και πριν κατέβουν ξεψυχούν οι στρατιώτες-με-τα-χίλια-Σπαθιά Και σαν κατέβουν λιανίζουν πετσοκόβουν πελεκούν τους λυσσασμένους φύλακες των Αρχοντάδων

Όμως όσοι απομείναν από τα στρατεύματα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου ενωθήκανε τότες σrsquoένα μεγάλο στρατό κι ορμήσαν και πάλι καταπάνου στα παιδιά για να κόψουν τα ενωμένα τους χέρια και να πάρουν αυτοί για λογαριασμό τους μονάχα τα τρία ―ολόχρυσα― Μήλα

Και τότες και οι πατεράδες και όλες οι μητέρες των παιδιών που είδαν τον κίνδυνο αυτόν ορμήσανε καταμπρός άλλοι από μπροστά από τον εχθρό και άλλοι από την πίσω μεριά τους και εκάναν την καρδιά τους σκληρή και άπονη Και αρπάξαν τους κακούς αυτούς στρατιώτες από τα μαλλιά και γυρίσαν κατά πίσω την κεφαλή τους και τους εχτύπησαν με όλη τους τη δύναμη στο κεφάλι Kαι μετά τους εγύρισαν το χέρι και τους επήραν το

μαχαίρι όπου εκρατούσαν πριν μέσα στα δόντια τους για να σφάξουν οι κακούργοι αυτοί τα παιδιά Και με το ίδιο αυτό ατσάλινο μαχαίρι τούς χτυπήσαν με μεγάλη δύναμη ίσα μέσα στην καρδιά Έτσι σκληρά και άπονα τους εσκοτώσανε Και μένανε εκεί αυτοί πάνω στο χώμα ξαπλωμένοι ―δίχως να μπορούνε πια να κάνουν κακό σε κανέναν άνθρωπο― ούτε και σε κανένα από τα παιδιά που κυνηγούσανε πριν με κακία μεγάλη

Ετότες εφάνηκε κι ένας καβαλάρης με σπαθί ξεγυμνωμένο και άρματα λαμπερά Και άρχισε να σφάζει τους φύλακες όσοι είχανε απομείνει και τους επήρε κυνηγώντας πέρα από τη Χρυσή τη Μηλιά μέσα στα βουνά

Και εκεί έγινε άφαντος από τη γη

Και τα παιδιά βοηθώντας και με τη χάρη του Θεού εσταθήκανε νικητές

Πιάνουνε λοιπόν τrsquo Αρχοντόπουλα και τα κλείνουνε στις δικές τους σκοτεινές φυλακές

Και τους στρατιώτες τούς κόβουν ευτύς τα πολλά χέρια Και τους αφήνουνε μόνο δυο να δουλεύουν και να τρων

Kαι τους Φύλακες ―αυτούς τους πάνε και τους στήνουν μες στrsquo ανθισμένα αμπέλια να φυλούν τα σταφύλια με τα χίλια τους μάτια μην έρθει κάνα πουλάκι και τσιμπήσει τις γλυκές ζουμερές ρόγες

O χορός της χρυσής μηλιάς

Σκύβει τότες ο Σπιθοβολάκης μαζεύει τα ολόχρυσα Μήλα και τα φυτεύει βαθιά στα καρπερά σπλάχνα της γης

Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός μοιράζει σrsquo όλους τις χίλιες Ασημένιες τσάπες

Κι από πίσω ―νά την ―σκαλίζει μrsquo ένα σκαλιστηράκι κι η Γριά

Και σα βρίσκει παλιό κίτρινο κοντάρι το σιάχνει ευτύς δρεπάνι-δρεπανάκι Και σα βρίσκει παλιό σκουριασμένο κανόνι το ρίχνει ευτύς στη μεγάλη κόκκινη Φωτιά

Και το παίρνουν οι Σιδεράδες το χτυπούν στο δυνατό αμόνι και το σιάχνουν όμορφο αλέτρι

Και πιάνει ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης τrsquo αλέτρι κι οργώνει με μιας ολάκερη τη γης Κι απrsquo το γερό και βαθύ σκάψιμο πέφτουν οι ψεύτικοι Πύργοι γκρεμίζουνται οι ψηλοί μαύροι Τοίχοι γεμίζουν χώμα τα φιδωτά λαγούμια πέφτουν οι Σκοτεινές φυλακές και τίποτα πια δε χωρίζει όλα τα Παιδιά

Κι από πίσω ―νά κι ο Γέρος ρίχνει το στάρι

Και νά και τα Παιδιά ―αυτά θερίζουν τα κυματιστά ολόχρυσα στάχια

Μα φυτρώσαν και τα Μήλα Και βγήκαν παντού οι όμορφες αληθινές Μηλιές

Και όλοι όσοι βρίσκουνται τώρα κοντά στη Χρυσή Μηλιά πιάνουνται χέρι με χέρι σφιχτά κι αγαπημένα στον πιο λεβέντικο χορό που rsquoγινε ποτές

Και πιάνει ο Σπιθοβολάκης τον κάβο κι η Γριούλα την άλλη άκρη Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός κάνει έτσι και φωνάζει φωνάζει όλα τα Παιδιά απrsquo όλη τη Γης στο χορό της Χρυσής της Μηλιάς

Και βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια με σβέλτα μάτια και χλωμό πρόσωπο Αραπάκια με σγουρό μαλλί κι αστραφτερό χαμόγελο Ινδιανάκια με κόκκινο δέρμα και πολύχρωμα φτερά Εσκιμωάκια με λοξά μάτια και τολμηρό πρόσωπο

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Κι ο Μεγάλος Κύκλος απλώνει και μεγαλώνει και γυρνά και χορεύει και τραγουδά και σε λίγο αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη μας όπως ταξιδεύει φωτεινή κι όμορφη στο Γαλάζιο Άπειρο

Κι η Γης αναγαλλιάζει χαρούμενη όλα τα παιδιά αγαπημένα να χορεύουν απάνω της και να τραγουδούν

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη

Και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί άρχοντες

Κι ανθίζει ευτύς τα χαρούμενα δέντρα κι ωριμάζει άφθονους τους χρυσούς της καρπούς

Και βάζει τα ποτάμια να ποτίζουν και δένει το πιο όμορφο στάρι Και λέει στα ψηλά βουνά να κρατούν τrsquo άσπρο χιόνι να rsquoχουν και το καλοκαίρι νερό να ποτίζουν οι Άνθρωποι

Κι ο Ήλιος αυτός στέλνει τις πιο όμορφες Αχτίνες του Και γελούν και χορεύουν με όλα τα Παιδιά

Κι είναι όλοι δυνατοί ―και χαρούμενοι― και πολύ μα πολύ ευτυχισμένοι

Γιατί τα πουλάκια ξαναγύρισαν στα δάση Και τα τριαντάφυλλα ξανάνθισαν με το κελάηδημά τους Και τα Παιδιά είναι πολύ γερά και ροδοκόκκινα Κι οι καρπερές Ελιές ανθίζουν ξανά τον πιο όμορφο καρπό και χαρίζουν σrsquo όλους το χρυσό χρυσό λάδι της μιας Ατέλειωτης Ειρήνης των Ανθρώπων

Τα τρία ολόχρυσα Μήλα είχαν ανθίσει

Ψέματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθια

μήτε εγώ ήμουν εκεί μήτε σεις να το πιστέψετε

Τέλος του παραμυθιού Καλησπέρα σας

(από το βιβλίο Φώτης Kόντογλου H μηλιά με τα χρυσά μήλα Aθήνα 1947)

πηγή httpwwwsnhellgrkidscontentaspid=143ampcat_id=5

Page 13: Φώτης Κόντογλου, διήγημα

Μα τα σπαθιά δεν κόβουν

Και τα χεράκια δε σπάνε

Και τα παιδιά τραγουδούν άφοβα και χορεύουν

Και σφίγγουν όλο πιο πολύ τrsquo αγαπημένα χέρια

Κι ο Μεγάλος Κύκλος που rsquoναι πιασμένα και χορεύουν όλα τα Παιδιά γίνεται τότες πιο δυνατός απrsquo τον πιο φοβερόν πολεμιστή πιο φοβερός κι απrsquo το ψηλό Κάστρο

Τότες θολώνουν τrsquo άγρια μάτια τους

Και τα κοφτερά Σπαθιά πέφτουν απrsquo τα χέρια τους

Και ζαλίζουνται πέφτουν χάμου Κι ανασηκώνουνται και ξαναπέφτουν

Και το φαρμάκι που rsquoχουνε στη μαύρη ψυχή τους έπηξε κι έγινε πηχτό κόκκινο γαίμα Και σταματά την άσπλαχνη καρδιά τους να μη χτυπά πια

Και παραλυούνε τα μακριά σουβλερά τους δαχτύλια Και δεν μπορούνε πια να σκοτώνουν

Ε σαν είδαν τrsquo Αρχοντόπουλα τους αγαπημένους τους άρχοντες σκοτωμένους φωνάζουν τους φύλακες με-τα-Χίλια-Μάτια

Κι από τους Μαύρους Τάφους ξεπηδούν οι Στρατιώτες με-τα-Χίλια Σπαθιά

Και όλοι μαζί οί οχτροί των παιδιών ζυγώνουν με πνιχτά βήματα με μάτι θολό κι αγριεμένα Σπαθιά Και θέλουν κι αυτοί να σφάξουν τα παιδιά νrsquo αρπάξουν τα Χρυσά τα Μήλα

Μα τα παιδιά δεν τους βλέπουν και δεν τους ακούν Και χαρούμενα σφίγγουν τα χέρια Κι όλο τραγουδούν

Και πετά το τραγούδι τους γοργό κι αντηχεί ως τον Κόκκινον Κάμπο κει που Πουλί δεν πετά και Λουλούδι δε φυτρώνει

Και τrsquo ακούν οι φτωχοί Περβολάρηδες που δεμένοι στις χρυσές αλυσίδες του Σκληρόκαρδου σκάβουν Τι δεν μπόρεσαν να κάνουν τη Μηλιά νrsquo ανθίσει

Και τrsquo ακούν οι Καλοί Χτίστες που δεμένοι στις βαριές αλυσίδες του Στενόμυαλου χτίζουν Tι δεν μπόρεσαν να φυλάξουν καλά τη Χρυσή Μηλιά

Και σηκώνουν τα μάτια και βλέπουν τον Ήλιο Μα ξαφνικά το τραγούδι ορμά στη μεγάλη κόκκινη φωτιά και τη σβήνει

Τότες σωπαίνουν τα μεγάλα νεροπρίονα στο δάσος Kι απrsquo τα βαθύσκια Δάση βγαίνουν οι ξυλοκόποι

Και φύλλο δεν τρέμει κι αγέρας δε φυσά

Κι όλοι οι ανθρώποι πrsquo αγαπούν τα Παιδιά βλέπουν τότες τους χίλιους μαύρους φύλακες που ζυγώνουν Tι άνοιξε ο ουρανός και φάνηκε ο Ήλιος κι ακούγονται τα βαριά τους πατήματα και γυαλίζουνε τrsquo ασημένια τους σπαθιά Και ωσάν τους είδαν κάνουν έτσι και σπάνε τις αλυσίδες

Και ―νά τοι― τρέχουν πετούν ξεχύνουνται με τσάπες και τσεκούρια με πριόνια και μυστριά με σίδερα που βρήκαν και κλαδιά που κόψαν

Αστράφτει στα μάτια τους η Αγάπη

Και γοργά χτυπά στις φλέβες το κόκκινο Ανθρώπινο αίμα Και ερχόμενοι εκείνα τα παλικάρια εχυθήκαν απάνω τους ωσάν λεοντάρια λυσσασμένα

Και τότες ―άι χα ―σηκώνουνται ψηλά τrsquo ατσάλινα μπράτσα Και πριν κατέβουν ξεψυχούν οι στρατιώτες-με-τα-χίλια-Σπαθιά Και σαν κατέβουν λιανίζουν πετσοκόβουν πελεκούν τους λυσσασμένους φύλακες των Αρχοντάδων

Όμως όσοι απομείναν από τα στρατεύματα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου ενωθήκανε τότες σrsquoένα μεγάλο στρατό κι ορμήσαν και πάλι καταπάνου στα παιδιά για να κόψουν τα ενωμένα τους χέρια και να πάρουν αυτοί για λογαριασμό τους μονάχα τα τρία ―ολόχρυσα― Μήλα

Και τότες και οι πατεράδες και όλες οι μητέρες των παιδιών που είδαν τον κίνδυνο αυτόν ορμήσανε καταμπρός άλλοι από μπροστά από τον εχθρό και άλλοι από την πίσω μεριά τους και εκάναν την καρδιά τους σκληρή και άπονη Και αρπάξαν τους κακούς αυτούς στρατιώτες από τα μαλλιά και γυρίσαν κατά πίσω την κεφαλή τους και τους εχτύπησαν με όλη τους τη δύναμη στο κεφάλι Kαι μετά τους εγύρισαν το χέρι και τους επήραν το

μαχαίρι όπου εκρατούσαν πριν μέσα στα δόντια τους για να σφάξουν οι κακούργοι αυτοί τα παιδιά Και με το ίδιο αυτό ατσάλινο μαχαίρι τούς χτυπήσαν με μεγάλη δύναμη ίσα μέσα στην καρδιά Έτσι σκληρά και άπονα τους εσκοτώσανε Και μένανε εκεί αυτοί πάνω στο χώμα ξαπλωμένοι ―δίχως να μπορούνε πια να κάνουν κακό σε κανέναν άνθρωπο― ούτε και σε κανένα από τα παιδιά που κυνηγούσανε πριν με κακία μεγάλη

Ετότες εφάνηκε κι ένας καβαλάρης με σπαθί ξεγυμνωμένο και άρματα λαμπερά Και άρχισε να σφάζει τους φύλακες όσοι είχανε απομείνει και τους επήρε κυνηγώντας πέρα από τη Χρυσή τη Μηλιά μέσα στα βουνά

Και εκεί έγινε άφαντος από τη γη

Και τα παιδιά βοηθώντας και με τη χάρη του Θεού εσταθήκανε νικητές

Πιάνουνε λοιπόν τrsquo Αρχοντόπουλα και τα κλείνουνε στις δικές τους σκοτεινές φυλακές

Και τους στρατιώτες τούς κόβουν ευτύς τα πολλά χέρια Και τους αφήνουνε μόνο δυο να δουλεύουν και να τρων

Kαι τους Φύλακες ―αυτούς τους πάνε και τους στήνουν μες στrsquo ανθισμένα αμπέλια να φυλούν τα σταφύλια με τα χίλια τους μάτια μην έρθει κάνα πουλάκι και τσιμπήσει τις γλυκές ζουμερές ρόγες

O χορός της χρυσής μηλιάς

Σκύβει τότες ο Σπιθοβολάκης μαζεύει τα ολόχρυσα Μήλα και τα φυτεύει βαθιά στα καρπερά σπλάχνα της γης

Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός μοιράζει σrsquo όλους τις χίλιες Ασημένιες τσάπες

Κι από πίσω ―νά την ―σκαλίζει μrsquo ένα σκαλιστηράκι κι η Γριά

Και σα βρίσκει παλιό κίτρινο κοντάρι το σιάχνει ευτύς δρεπάνι-δρεπανάκι Και σα βρίσκει παλιό σκουριασμένο κανόνι το ρίχνει ευτύς στη μεγάλη κόκκινη Φωτιά

Και το παίρνουν οι Σιδεράδες το χτυπούν στο δυνατό αμόνι και το σιάχνουν όμορφο αλέτρι

Και πιάνει ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης τrsquo αλέτρι κι οργώνει με μιας ολάκερη τη γης Κι απrsquo το γερό και βαθύ σκάψιμο πέφτουν οι ψεύτικοι Πύργοι γκρεμίζουνται οι ψηλοί μαύροι Τοίχοι γεμίζουν χώμα τα φιδωτά λαγούμια πέφτουν οι Σκοτεινές φυλακές και τίποτα πια δε χωρίζει όλα τα Παιδιά

Κι από πίσω ―νά κι ο Γέρος ρίχνει το στάρι

Και νά και τα Παιδιά ―αυτά θερίζουν τα κυματιστά ολόχρυσα στάχια

Μα φυτρώσαν και τα Μήλα Και βγήκαν παντού οι όμορφες αληθινές Μηλιές

Και όλοι όσοι βρίσκουνται τώρα κοντά στη Χρυσή Μηλιά πιάνουνται χέρι με χέρι σφιχτά κι αγαπημένα στον πιο λεβέντικο χορό που rsquoγινε ποτές

Και πιάνει ο Σπιθοβολάκης τον κάβο κι η Γριούλα την άλλη άκρη Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός κάνει έτσι και φωνάζει φωνάζει όλα τα Παιδιά απrsquo όλη τη Γης στο χορό της Χρυσής της Μηλιάς

Και βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια με σβέλτα μάτια και χλωμό πρόσωπο Αραπάκια με σγουρό μαλλί κι αστραφτερό χαμόγελο Ινδιανάκια με κόκκινο δέρμα και πολύχρωμα φτερά Εσκιμωάκια με λοξά μάτια και τολμηρό πρόσωπο

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Κι ο Μεγάλος Κύκλος απλώνει και μεγαλώνει και γυρνά και χορεύει και τραγουδά και σε λίγο αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη μας όπως ταξιδεύει φωτεινή κι όμορφη στο Γαλάζιο Άπειρο

Κι η Γης αναγαλλιάζει χαρούμενη όλα τα παιδιά αγαπημένα να χορεύουν απάνω της και να τραγουδούν

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη

Και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί άρχοντες

Κι ανθίζει ευτύς τα χαρούμενα δέντρα κι ωριμάζει άφθονους τους χρυσούς της καρπούς

Και βάζει τα ποτάμια να ποτίζουν και δένει το πιο όμορφο στάρι Και λέει στα ψηλά βουνά να κρατούν τrsquo άσπρο χιόνι να rsquoχουν και το καλοκαίρι νερό να ποτίζουν οι Άνθρωποι

Κι ο Ήλιος αυτός στέλνει τις πιο όμορφες Αχτίνες του Και γελούν και χορεύουν με όλα τα Παιδιά

Κι είναι όλοι δυνατοί ―και χαρούμενοι― και πολύ μα πολύ ευτυχισμένοι

Γιατί τα πουλάκια ξαναγύρισαν στα δάση Και τα τριαντάφυλλα ξανάνθισαν με το κελάηδημά τους Και τα Παιδιά είναι πολύ γερά και ροδοκόκκινα Κι οι καρπερές Ελιές ανθίζουν ξανά τον πιο όμορφο καρπό και χαρίζουν σrsquo όλους το χρυσό χρυσό λάδι της μιας Ατέλειωτης Ειρήνης των Ανθρώπων

Τα τρία ολόχρυσα Μήλα είχαν ανθίσει

Ψέματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθια

μήτε εγώ ήμουν εκεί μήτε σεις να το πιστέψετε

Τέλος του παραμυθιού Καλησπέρα σας

(από το βιβλίο Φώτης Kόντογλου H μηλιά με τα χρυσά μήλα Aθήνα 1947)

πηγή httpwwwsnhellgrkidscontentaspid=143ampcat_id=5

Page 14: Φώτης Κόντογλου, διήγημα

Και τrsquo ακούν οι Καλοί Χτίστες που δεμένοι στις βαριές αλυσίδες του Στενόμυαλου χτίζουν Tι δεν μπόρεσαν να φυλάξουν καλά τη Χρυσή Μηλιά

Και σηκώνουν τα μάτια και βλέπουν τον Ήλιο Μα ξαφνικά το τραγούδι ορμά στη μεγάλη κόκκινη φωτιά και τη σβήνει

Τότες σωπαίνουν τα μεγάλα νεροπρίονα στο δάσος Kι απrsquo τα βαθύσκια Δάση βγαίνουν οι ξυλοκόποι

Και φύλλο δεν τρέμει κι αγέρας δε φυσά

Κι όλοι οι ανθρώποι πrsquo αγαπούν τα Παιδιά βλέπουν τότες τους χίλιους μαύρους φύλακες που ζυγώνουν Tι άνοιξε ο ουρανός και φάνηκε ο Ήλιος κι ακούγονται τα βαριά τους πατήματα και γυαλίζουνε τrsquo ασημένια τους σπαθιά Και ωσάν τους είδαν κάνουν έτσι και σπάνε τις αλυσίδες

Και ―νά τοι― τρέχουν πετούν ξεχύνουνται με τσάπες και τσεκούρια με πριόνια και μυστριά με σίδερα που βρήκαν και κλαδιά που κόψαν

Αστράφτει στα μάτια τους η Αγάπη

Και γοργά χτυπά στις φλέβες το κόκκινο Ανθρώπινο αίμα Και ερχόμενοι εκείνα τα παλικάρια εχυθήκαν απάνω τους ωσάν λεοντάρια λυσσασμένα

Και τότες ―άι χα ―σηκώνουνται ψηλά τrsquo ατσάλινα μπράτσα Και πριν κατέβουν ξεψυχούν οι στρατιώτες-με-τα-χίλια-Σπαθιά Και σαν κατέβουν λιανίζουν πετσοκόβουν πελεκούν τους λυσσασμένους φύλακες των Αρχοντάδων

Όμως όσοι απομείναν από τα στρατεύματα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου ενωθήκανε τότες σrsquoένα μεγάλο στρατό κι ορμήσαν και πάλι καταπάνου στα παιδιά για να κόψουν τα ενωμένα τους χέρια και να πάρουν αυτοί για λογαριασμό τους μονάχα τα τρία ―ολόχρυσα― Μήλα

Και τότες και οι πατεράδες και όλες οι μητέρες των παιδιών που είδαν τον κίνδυνο αυτόν ορμήσανε καταμπρός άλλοι από μπροστά από τον εχθρό και άλλοι από την πίσω μεριά τους και εκάναν την καρδιά τους σκληρή και άπονη Και αρπάξαν τους κακούς αυτούς στρατιώτες από τα μαλλιά και γυρίσαν κατά πίσω την κεφαλή τους και τους εχτύπησαν με όλη τους τη δύναμη στο κεφάλι Kαι μετά τους εγύρισαν το χέρι και τους επήραν το

μαχαίρι όπου εκρατούσαν πριν μέσα στα δόντια τους για να σφάξουν οι κακούργοι αυτοί τα παιδιά Και με το ίδιο αυτό ατσάλινο μαχαίρι τούς χτυπήσαν με μεγάλη δύναμη ίσα μέσα στην καρδιά Έτσι σκληρά και άπονα τους εσκοτώσανε Και μένανε εκεί αυτοί πάνω στο χώμα ξαπλωμένοι ―δίχως να μπορούνε πια να κάνουν κακό σε κανέναν άνθρωπο― ούτε και σε κανένα από τα παιδιά που κυνηγούσανε πριν με κακία μεγάλη

Ετότες εφάνηκε κι ένας καβαλάρης με σπαθί ξεγυμνωμένο και άρματα λαμπερά Και άρχισε να σφάζει τους φύλακες όσοι είχανε απομείνει και τους επήρε κυνηγώντας πέρα από τη Χρυσή τη Μηλιά μέσα στα βουνά

Και εκεί έγινε άφαντος από τη γη

Και τα παιδιά βοηθώντας και με τη χάρη του Θεού εσταθήκανε νικητές

Πιάνουνε λοιπόν τrsquo Αρχοντόπουλα και τα κλείνουνε στις δικές τους σκοτεινές φυλακές

Και τους στρατιώτες τούς κόβουν ευτύς τα πολλά χέρια Και τους αφήνουνε μόνο δυο να δουλεύουν και να τρων

Kαι τους Φύλακες ―αυτούς τους πάνε και τους στήνουν μες στrsquo ανθισμένα αμπέλια να φυλούν τα σταφύλια με τα χίλια τους μάτια μην έρθει κάνα πουλάκι και τσιμπήσει τις γλυκές ζουμερές ρόγες

O χορός της χρυσής μηλιάς

Σκύβει τότες ο Σπιθοβολάκης μαζεύει τα ολόχρυσα Μήλα και τα φυτεύει βαθιά στα καρπερά σπλάχνα της γης

Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός μοιράζει σrsquo όλους τις χίλιες Ασημένιες τσάπες

Κι από πίσω ―νά την ―σκαλίζει μrsquo ένα σκαλιστηράκι κι η Γριά

Και σα βρίσκει παλιό κίτρινο κοντάρι το σιάχνει ευτύς δρεπάνι-δρεπανάκι Και σα βρίσκει παλιό σκουριασμένο κανόνι το ρίχνει ευτύς στη μεγάλη κόκκινη Φωτιά

Και το παίρνουν οι Σιδεράδες το χτυπούν στο δυνατό αμόνι και το σιάχνουν όμορφο αλέτρι

Και πιάνει ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης τrsquo αλέτρι κι οργώνει με μιας ολάκερη τη γης Κι απrsquo το γερό και βαθύ σκάψιμο πέφτουν οι ψεύτικοι Πύργοι γκρεμίζουνται οι ψηλοί μαύροι Τοίχοι γεμίζουν χώμα τα φιδωτά λαγούμια πέφτουν οι Σκοτεινές φυλακές και τίποτα πια δε χωρίζει όλα τα Παιδιά

Κι από πίσω ―νά κι ο Γέρος ρίχνει το στάρι

Και νά και τα Παιδιά ―αυτά θερίζουν τα κυματιστά ολόχρυσα στάχια

Μα φυτρώσαν και τα Μήλα Και βγήκαν παντού οι όμορφες αληθινές Μηλιές

Και όλοι όσοι βρίσκουνται τώρα κοντά στη Χρυσή Μηλιά πιάνουνται χέρι με χέρι σφιχτά κι αγαπημένα στον πιο λεβέντικο χορό που rsquoγινε ποτές

Και πιάνει ο Σπιθοβολάκης τον κάβο κι η Γριούλα την άλλη άκρη Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός κάνει έτσι και φωνάζει φωνάζει όλα τα Παιδιά απrsquo όλη τη Γης στο χορό της Χρυσής της Μηλιάς

Και βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια με σβέλτα μάτια και χλωμό πρόσωπο Αραπάκια με σγουρό μαλλί κι αστραφτερό χαμόγελο Ινδιανάκια με κόκκινο δέρμα και πολύχρωμα φτερά Εσκιμωάκια με λοξά μάτια και τολμηρό πρόσωπο

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Κι ο Μεγάλος Κύκλος απλώνει και μεγαλώνει και γυρνά και χορεύει και τραγουδά και σε λίγο αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη μας όπως ταξιδεύει φωτεινή κι όμορφη στο Γαλάζιο Άπειρο

Κι η Γης αναγαλλιάζει χαρούμενη όλα τα παιδιά αγαπημένα να χορεύουν απάνω της και να τραγουδούν

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη

Και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί άρχοντες

Κι ανθίζει ευτύς τα χαρούμενα δέντρα κι ωριμάζει άφθονους τους χρυσούς της καρπούς

Και βάζει τα ποτάμια να ποτίζουν και δένει το πιο όμορφο στάρι Και λέει στα ψηλά βουνά να κρατούν τrsquo άσπρο χιόνι να rsquoχουν και το καλοκαίρι νερό να ποτίζουν οι Άνθρωποι

Κι ο Ήλιος αυτός στέλνει τις πιο όμορφες Αχτίνες του Και γελούν και χορεύουν με όλα τα Παιδιά

Κι είναι όλοι δυνατοί ―και χαρούμενοι― και πολύ μα πολύ ευτυχισμένοι

Γιατί τα πουλάκια ξαναγύρισαν στα δάση Και τα τριαντάφυλλα ξανάνθισαν με το κελάηδημά τους Και τα Παιδιά είναι πολύ γερά και ροδοκόκκινα Κι οι καρπερές Ελιές ανθίζουν ξανά τον πιο όμορφο καρπό και χαρίζουν σrsquo όλους το χρυσό χρυσό λάδι της μιας Ατέλειωτης Ειρήνης των Ανθρώπων

Τα τρία ολόχρυσα Μήλα είχαν ανθίσει

Ψέματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθια

μήτε εγώ ήμουν εκεί μήτε σεις να το πιστέψετε

Τέλος του παραμυθιού Καλησπέρα σας

(από το βιβλίο Φώτης Kόντογλου H μηλιά με τα χρυσά μήλα Aθήνα 1947)

πηγή httpwwwsnhellgrkidscontentaspid=143ampcat_id=5

Page 15: Φώτης Κόντογλου, διήγημα

μαχαίρι όπου εκρατούσαν πριν μέσα στα δόντια τους για να σφάξουν οι κακούργοι αυτοί τα παιδιά Και με το ίδιο αυτό ατσάλινο μαχαίρι τούς χτυπήσαν με μεγάλη δύναμη ίσα μέσα στην καρδιά Έτσι σκληρά και άπονα τους εσκοτώσανε Και μένανε εκεί αυτοί πάνω στο χώμα ξαπλωμένοι ―δίχως να μπορούνε πια να κάνουν κακό σε κανέναν άνθρωπο― ούτε και σε κανένα από τα παιδιά που κυνηγούσανε πριν με κακία μεγάλη

Ετότες εφάνηκε κι ένας καβαλάρης με σπαθί ξεγυμνωμένο και άρματα λαμπερά Και άρχισε να σφάζει τους φύλακες όσοι είχανε απομείνει και τους επήρε κυνηγώντας πέρα από τη Χρυσή τη Μηλιά μέσα στα βουνά

Και εκεί έγινε άφαντος από τη γη

Και τα παιδιά βοηθώντας και με τη χάρη του Θεού εσταθήκανε νικητές

Πιάνουνε λοιπόν τrsquo Αρχοντόπουλα και τα κλείνουνε στις δικές τους σκοτεινές φυλακές

Και τους στρατιώτες τούς κόβουν ευτύς τα πολλά χέρια Και τους αφήνουνε μόνο δυο να δουλεύουν και να τρων

Kαι τους Φύλακες ―αυτούς τους πάνε και τους στήνουν μες στrsquo ανθισμένα αμπέλια να φυλούν τα σταφύλια με τα χίλια τους μάτια μην έρθει κάνα πουλάκι και τσιμπήσει τις γλυκές ζουμερές ρόγες

O χορός της χρυσής μηλιάς

Σκύβει τότες ο Σπιθοβολάκης μαζεύει τα ολόχρυσα Μήλα και τα φυτεύει βαθιά στα καρπερά σπλάχνα της γης

Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός μοιράζει σrsquo όλους τις χίλιες Ασημένιες τσάπες

Κι από πίσω ―νά την ―σκαλίζει μrsquo ένα σκαλιστηράκι κι η Γριά

Και σα βρίσκει παλιό κίτρινο κοντάρι το σιάχνει ευτύς δρεπάνι-δρεπανάκι Και σα βρίσκει παλιό σκουριασμένο κανόνι το ρίχνει ευτύς στη μεγάλη κόκκινη Φωτιά

Και το παίρνουν οι Σιδεράδες το χτυπούν στο δυνατό αμόνι και το σιάχνουν όμορφο αλέτρι

Και πιάνει ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης τrsquo αλέτρι κι οργώνει με μιας ολάκερη τη γης Κι απrsquo το γερό και βαθύ σκάψιμο πέφτουν οι ψεύτικοι Πύργοι γκρεμίζουνται οι ψηλοί μαύροι Τοίχοι γεμίζουν χώμα τα φιδωτά λαγούμια πέφτουν οι Σκοτεινές φυλακές και τίποτα πια δε χωρίζει όλα τα Παιδιά

Κι από πίσω ―νά κι ο Γέρος ρίχνει το στάρι

Και νά και τα Παιδιά ―αυτά θερίζουν τα κυματιστά ολόχρυσα στάχια

Μα φυτρώσαν και τα Μήλα Και βγήκαν παντού οι όμορφες αληθινές Μηλιές

Και όλοι όσοι βρίσκουνται τώρα κοντά στη Χρυσή Μηλιά πιάνουνται χέρι με χέρι σφιχτά κι αγαπημένα στον πιο λεβέντικο χορό που rsquoγινε ποτές

Και πιάνει ο Σπιθοβολάκης τον κάβο κι η Γριούλα την άλλη άκρη Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός κάνει έτσι και φωνάζει φωνάζει όλα τα Παιδιά απrsquo όλη τη Γης στο χορό της Χρυσής της Μηλιάς

Και βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια με σβέλτα μάτια και χλωμό πρόσωπο Αραπάκια με σγουρό μαλλί κι αστραφτερό χαμόγελο Ινδιανάκια με κόκκινο δέρμα και πολύχρωμα φτερά Εσκιμωάκια με λοξά μάτια και τολμηρό πρόσωπο

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Κι ο Μεγάλος Κύκλος απλώνει και μεγαλώνει και γυρνά και χορεύει και τραγουδά και σε λίγο αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη μας όπως ταξιδεύει φωτεινή κι όμορφη στο Γαλάζιο Άπειρο

Κι η Γης αναγαλλιάζει χαρούμενη όλα τα παιδιά αγαπημένα να χορεύουν απάνω της και να τραγουδούν

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη

Και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί άρχοντες

Κι ανθίζει ευτύς τα χαρούμενα δέντρα κι ωριμάζει άφθονους τους χρυσούς της καρπούς

Και βάζει τα ποτάμια να ποτίζουν και δένει το πιο όμορφο στάρι Και λέει στα ψηλά βουνά να κρατούν τrsquo άσπρο χιόνι να rsquoχουν και το καλοκαίρι νερό να ποτίζουν οι Άνθρωποι

Κι ο Ήλιος αυτός στέλνει τις πιο όμορφες Αχτίνες του Και γελούν και χορεύουν με όλα τα Παιδιά

Κι είναι όλοι δυνατοί ―και χαρούμενοι― και πολύ μα πολύ ευτυχισμένοι

Γιατί τα πουλάκια ξαναγύρισαν στα δάση Και τα τριαντάφυλλα ξανάνθισαν με το κελάηδημά τους Και τα Παιδιά είναι πολύ γερά και ροδοκόκκινα Κι οι καρπερές Ελιές ανθίζουν ξανά τον πιο όμορφο καρπό και χαρίζουν σrsquo όλους το χρυσό χρυσό λάδι της μιας Ατέλειωτης Ειρήνης των Ανθρώπων

Τα τρία ολόχρυσα Μήλα είχαν ανθίσει

Ψέματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθια

μήτε εγώ ήμουν εκεί μήτε σεις να το πιστέψετε

Τέλος του παραμυθιού Καλησπέρα σας

(από το βιβλίο Φώτης Kόντογλου H μηλιά με τα χρυσά μήλα Aθήνα 1947)

πηγή httpwwwsnhellgrkidscontentaspid=143ampcat_id=5

Page 16: Φώτης Κόντογλου, διήγημα

Και το παίρνουν οι Σιδεράδες το χτυπούν στο δυνατό αμόνι και το σιάχνουν όμορφο αλέτρι

Και πιάνει ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης τrsquo αλέτρι κι οργώνει με μιας ολάκερη τη γης Κι απrsquo το γερό και βαθύ σκάψιμο πέφτουν οι ψεύτικοι Πύργοι γκρεμίζουνται οι ψηλοί μαύροι Τοίχοι γεμίζουν χώμα τα φιδωτά λαγούμια πέφτουν οι Σκοτεινές φυλακές και τίποτα πια δε χωρίζει όλα τα Παιδιά

Κι από πίσω ―νά κι ο Γέρος ρίχνει το στάρι

Και νά και τα Παιδιά ―αυτά θερίζουν τα κυματιστά ολόχρυσα στάχια

Μα φυτρώσαν και τα Μήλα Και βγήκαν παντού οι όμορφες αληθινές Μηλιές

Και όλοι όσοι βρίσκουνται τώρα κοντά στη Χρυσή Μηλιά πιάνουνται χέρι με χέρι σφιχτά κι αγαπημένα στον πιο λεβέντικο χορό που rsquoγινε ποτές

Και πιάνει ο Σπιθοβολάκης τον κάβο κι η Γριούλα την άλλη άκρη Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός κάνει έτσι και φωνάζει φωνάζει όλα τα Παιδιά απrsquo όλη τη Γης στο χορό της Χρυσής της Μηλιάς

Και βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια με σβέλτα μάτια και χλωμό πρόσωπο Αραπάκια με σγουρό μαλλί κι αστραφτερό χαμόγελο Ινδιανάκια με κόκκινο δέρμα και πολύχρωμα φτερά Εσκιμωάκια με λοξά μάτια και τολμηρό πρόσωπο

Η Μηλιά μας έχει ανθίσει

και τα Μήλα είναι χρυσά

και σrsquo Aνατολή και Δύση

θα σκορπίσουν τη χαρά

τράλα λάλα λα

τράλα λάλα λα

Κι ο Μεγάλος Κύκλος απλώνει και μεγαλώνει και γυρνά και χορεύει και τραγουδά και σε λίγο αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη μας όπως ταξιδεύει φωτεινή κι όμορφη στο Γαλάζιο Άπειρο

Κι η Γης αναγαλλιάζει χαρούμενη όλα τα παιδιά αγαπημένα να χορεύουν απάνω της και να τραγουδούν

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη

Και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί άρχοντες

Κι ανθίζει ευτύς τα χαρούμενα δέντρα κι ωριμάζει άφθονους τους χρυσούς της καρπούς

Και βάζει τα ποτάμια να ποτίζουν και δένει το πιο όμορφο στάρι Και λέει στα ψηλά βουνά να κρατούν τrsquo άσπρο χιόνι να rsquoχουν και το καλοκαίρι νερό να ποτίζουν οι Άνθρωποι

Κι ο Ήλιος αυτός στέλνει τις πιο όμορφες Αχτίνες του Και γελούν και χορεύουν με όλα τα Παιδιά

Κι είναι όλοι δυνατοί ―και χαρούμενοι― και πολύ μα πολύ ευτυχισμένοι

Γιατί τα πουλάκια ξαναγύρισαν στα δάση Και τα τριαντάφυλλα ξανάνθισαν με το κελάηδημά τους Και τα Παιδιά είναι πολύ γερά και ροδοκόκκινα Κι οι καρπερές Ελιές ανθίζουν ξανά τον πιο όμορφο καρπό και χαρίζουν σrsquo όλους το χρυσό χρυσό λάδι της μιας Ατέλειωτης Ειρήνης των Ανθρώπων

Τα τρία ολόχρυσα Μήλα είχαν ανθίσει

Ψέματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθια

μήτε εγώ ήμουν εκεί μήτε σεις να το πιστέψετε

Τέλος του παραμυθιού Καλησπέρα σας

(από το βιβλίο Φώτης Kόντογλου H μηλιά με τα χρυσά μήλα Aθήνα 1947)

πηγή httpwwwsnhellgrkidscontentaspid=143ampcat_id=5

Page 17: Φώτης Κόντογλου, διήγημα

Κι ο Μεγάλος Κύκλος απλώνει και μεγαλώνει και γυρνά και χορεύει και τραγουδά και σε λίγο αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη μας όπως ταξιδεύει φωτεινή κι όμορφη στο Γαλάζιο Άπειρο

Κι η Γης αναγαλλιάζει χαρούμενη όλα τα παιδιά αγαπημένα να χορεύουν απάνω της και να τραγουδούν

Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη

Και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί άρχοντες

Κι ανθίζει ευτύς τα χαρούμενα δέντρα κι ωριμάζει άφθονους τους χρυσούς της καρπούς

Και βάζει τα ποτάμια να ποτίζουν και δένει το πιο όμορφο στάρι Και λέει στα ψηλά βουνά να κρατούν τrsquo άσπρο χιόνι να rsquoχουν και το καλοκαίρι νερό να ποτίζουν οι Άνθρωποι

Κι ο Ήλιος αυτός στέλνει τις πιο όμορφες Αχτίνες του Και γελούν και χορεύουν με όλα τα Παιδιά

Κι είναι όλοι δυνατοί ―και χαρούμενοι― και πολύ μα πολύ ευτυχισμένοι

Γιατί τα πουλάκια ξαναγύρισαν στα δάση Και τα τριαντάφυλλα ξανάνθισαν με το κελάηδημά τους Και τα Παιδιά είναι πολύ γερά και ροδοκόκκινα Κι οι καρπερές Ελιές ανθίζουν ξανά τον πιο όμορφο καρπό και χαρίζουν σrsquo όλους το χρυσό χρυσό λάδι της μιας Ατέλειωτης Ειρήνης των Ανθρώπων

Τα τρία ολόχρυσα Μήλα είχαν ανθίσει

Ψέματα κι αλήθεια έτσι είνrsquo τα παραμύθια

μήτε εγώ ήμουν εκεί μήτε σεις να το πιστέψετε

Τέλος του παραμυθιού Καλησπέρα σας

(από το βιβλίο Φώτης Kόντογλου H μηλιά με τα χρυσά μήλα Aθήνα 1947)

πηγή httpwwwsnhellgrkidscontentaspid=143ampcat_id=5

Page 18: Φώτης Κόντογλου, διήγημα

(από το βιβλίο Φώτης Kόντογλου H μηλιά με τα χρυσά μήλα Aθήνα 1947)

πηγή httpwwwsnhellgrkidscontentaspid=143ampcat_id=5