ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 11 - agiazoni.gr · (Φώτης Κόντογλου) 3 (Στὸ κείµενο...

24
Μέρες µνήµης καί δόξας Οἱ µνῆµες καί ὅ,τι ἔχει θησαυρισθεῖ µέσα στήν συνείδησή µας ὡς ἐθνικό τοῦτες τίς µέρες ἀναδεύεται καί ἐπιδιώκει νά ἐκφρασθεῖ. Τά χρόνια πού ἡ ἐθνική ἐλευθερία δοκιµάσθηκε εἶναι χρόνια ἐθνικῆς αὐτογνωσίας καί ἔξαρσης. Γυρνᾶµε ἐκεῖ γιά νά πολεµήσουµε τήν λήθη, τήν αἰτία τοῦ κακοῦ µας ἑαυτοῦ. Ὡς σχόλιο στήν ἑορτή παρουσιάζεται ἡ ἐπιστολή - ἀπάντηση ἑνός πατέρα πρός τόν γιό του στό µέτωπο, ὁ ὁποῖος ἔχει ζητήσει νά µάθει τήν διεύθυνση τοῦ ἄλλου ἀδελφοῦ του, πού καί αὐτός πολεµοῦσε στό µέτωπο. Ἡ ἀπάντηση τοῦ πατέρα τῶν δύο αὐτῶν ἀγωνιστῶν συγκλονίζει. Ἐν Μαρτίνῳ τῇ 25 Νοεµβρίου 1940 “Παιδί µου, Μοῦ ζητᾶς τὴν διεύθυνση τοῦ ἀδελφοῦ σου. Σοῦ τὴν γράφω: “Πάνθεον Ἡρώων” Σφίξε τὴν καρδιά σου” Σὲ φιλῶ Ὁ πατέρας σου Νίκος Χαραλάµπους Ὢ παράδοξη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τόσο φτωχὴ καὶ ἀδύναµη καὶ ταυτόχρονα τόσο παραδοσιακὴ καὶ ἐλεύθερη, τόσο ἀρχαϊκὴ καὶ ὅµως τόσο ζωντανή, τόσο τελετουργικὴ καὶ ὅµως τόσο µυστικὴ στὸ προσωπικὸ ἐπίπεδο, Ἐκκλησία ὅπου διατηρεῖται τὸ πολύτιµο µαργαριτάρι τοῦ Εὐαγγελίου, µερικὲς φορὲς κάτω ἀπὸ ἕνα στρῶµα σκόνης, Ἐκκλησία πού, ἂν καὶ τόσο συχνὰ ἀποδείχτηκες ἀνίκανη νὰ δράσεις, γνωρίζεις ὅµως, ὅσο καµιὰ ἄλλη, νὰ ψέλνεις τὴ χαρὰ τοῦ Πάσχα. Ἀρχιµανδρίτου Lev Gillet περιεχόµενα Μέρες µνήµης καί δόξας Ἑορτὴ τῆς Ἁγ. Σκέπης Ὁ Μέγας Ιεροεξεταστής. Ὁµιλία Σεφέρη στὴ Στοκχόλµη Ὅ,τι δίνεις παίρνεις Ὁ Γαγάτος καί τό ἄλογο Παραµύθι ἀγάπης Ἐπίθεση κατὰ τοῦ οὐρανοῦ Ἡ διδασκαλία τῶν Θρησκευτικῶν Πνευµατικὴ Διαθήκη Μνηµόσυνα Τό σπουργίτι Ἐπιστηµονικές καί τεχνολογικές προβλέψεις Ποιήµατα Τοῦ γάµου Ἐνοριακές ἀνακοινώσεις 1 2 3 8 9 10 12 13 16 17 18 19 20 22 23 24 Α Γ Ι Α Ζ ΩΝΗ ΤΕΥΧΟΣ 11 ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΙΑΣ ΖΩΝΗΣ ΠΑΤΗΣΙΩΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2008

Transcript of ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 11 - agiazoni.gr · (Φώτης Κόντογλου) 3 (Στὸ κείµενο...

  • Μέρες µνήµης καί δόξας

    Οἱ µνῆµες καί ὅ,τι ἔχει θησαυρισθεῖ µέσα στήν συνείδησή µας ὡς ἐθνικό τοῦτες τίς µέρες ἀναδεύεται καί ἐπιδιώκει νά ἐκφρασθεῖ. Τά χρόνια πού ἡ ἐθνική ἐλευθερία δοκιµάσθηκε εἶναι χρόνια ἐθνικῆς αὐτογνωσίας καί ἔξαρσης. Γυρνᾶµε ἐκεῖ γιά νά πολεµήσουµε τήν λήθη, τήν αἰτία τοῦ κακοῦ µας ἑαυτοῦ.

    Ὡς σχόλιο στήν ἑορτή παρουσιάζεται ἡ ἐπιστολή - ἀπάντηση ἑνός πατέρα πρός τόν γιό του στό µέτωπο, ὁ ὁποῖος ἔχει ζητήσει νά µάθει τήν διεύθυνση τοῦ ἄλλου ἀδελφοῦ του, πού καί αὐτός πολεµοῦσε στό µέτωπο. Ἡ ἀπάντηση τοῦ πατέρα τῶν δύο αὐτῶν ἀγωνιστῶν συγκλονίζει.

    Ἐν Μαρτίνῳ τῇ 25 Νοεµβρίου 1940 “Παιδί µου,Μοῦ ζητᾶς τὴν διεύθυνση τοῦ ἀδελφοῦ σου.Σοῦ τὴν γράφω: “Πάνθεον Ἡρώων”Σφίξε τὴν καρδιά σου”

    Σὲ φιλῶὉ πατέρας σου

    Νίκος Χαραλάµπους

    Ὢ παράδοξη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τόσο φτωχὴ καὶ ἀδύναµη καὶ ταυτόχρονα τόσο παραδοσιακὴ καὶ ἐλεύθερη, τόσο ἀρχαϊκὴ καὶ ὅµως τόσο ζωντανή, τόσο τελετουργικὴ καὶ ὅµως τόσο µυστικὴ στὸ προσωπικὸ ἐπίπεδο, Ἐκκλησία ὅπου διατηρεῖται τὸ πολύτ ιµο µαργαρ ιτάρ ι τοῦ Εὐαγγελίου, µερικὲς φορὲς κάτω ἀπὸ ἕνα στρῶµα σκόνης, Ἐκκλησία πού, ἂν καὶ τόσο συχνὰ ἀποδείχτηκες ἀνίκανη νὰ δράσεις, γνωρίζεις ὅµως, ὅσο καµιὰ ἄλλη, νὰ ψέλνεις τὴ χαρὰ τοῦ Πάσχα.

    Ἀρχιµανδρίτου Lev Gillet

    περιεχόµενα

    Μέρες µνήµης καί δόξαςἩ Ἑορτὴ τῆς Ἁγ. Σκέπης Ὁ Μέγας Ιεροεξεταστής. Ὁµιλία Σεφέρη στὴ Στοκχόλµη Ὅ,τι δίνεις παίρνεις Ὁ Γαγάτος καί τό ἄλογο Παραµύθι ἀγάπης Ἐπίθεση κατὰ τοῦ οὐρανοῦ Ἡ διδασκαλία τῶν Θρησκευτικῶν Πνευµατικὴ Διαθήκη Μνηµόσυνα Τό σπουργίτι Ἐπιστηµονικές καί τεχνολογικές προβλέψεις Ποιήµατα Τοῦ γάµου Ἐνοριακές ἀνακοινώσεις

    1 2

    3 8 91012131617181920222324

    ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ ΤΕΥΧΟΣ 11 ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΙΑΣ ΖΩΝΗΣ ΠΑΤΗΣΙΩΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2008

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 11 (Όκτώβριος 2008)

    2

    Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἁγ. Σκέπης τῆς Θεοτόκου ξεκίνησε ἀπ’ τὴν Κωνσταντινούπολη µετὰ τὴ νίκη τῶν Βυζαντινῶν κατὰ τῶν Σλάβων, ποὺ εἶχαν πολιορκήσει τὴν βασιλίδα τῶν πόλεων. Σύµφωνα µὲ τὴν παράδοση, ὁ κόσµος ποὺ ἦταν συγκεντρωµένος στὸ Ναὸ κατὰ τῆς διάρκεια τῆς πολιορκίας, εἶδε τὴν Παναγία νὰ προσεύχεται γιὰ τὴν πόλη καὶ νὰ ἔχει ἁπλώσει τὸ πέπλο της πάνω ἀπ’ αὐτὴν προστατεύοντάς την.

    Εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς µάνας ποὺ µὲ ἀγωνία ἁπλώνει τὰ χέρια της νὰ ἀγκαλιάσει τὰ παιδιά της. Εἶναι ἡ ἴδια µάνα, ποὺ κάτω ἀπ’ τὸν Σταυρό, ὡς Μητέρα ὁλάκερης τῆς ἀνθρωπότητας, κουβαλᾶ στὴν καρδιά της, ὅλες τὶς στεναχώριες µας, ὅλα τὰ βάσανά µας, ὅλο τὸν πόνο τῆς ἐπίγειας ζωῆς µας. Εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια µάνα ποὺ στέκει δίπλα στὸ Σταυρὸ τοῦ Υἱοῦ της καὶ ἀναλαµβάνει ὅλο τὸν τροµακτικὸ πόνο καὶ τὴν συνοδύνη, συµµετέχοντας ὅπως κάθε µάνα στὴ θυσία τοῦ Υἱοῦ της. Αὐτὸ εἶναι τὸ δῶρο της γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ἕνα δῶρο Μητρικῆς Ἀγάπης, Μητρικῆς Φροντίδας, Μητρικῆς Συµπάθειας.

    Ὁ πρῶτος ποὺ εἶδε τὸ ὅραµα τῆς Ἁγίας Σκέπης ἦταν ὁ Ἁγ. Ἀνδρέας ὁ Σαλός, σύµφωνα µὲ τὴν παράδοση. Φώναξε δυνατὰ µέσα στὸ πλῆθος ποὺ προσευχόταν, ὅτι εἶδε τὴν Παναγία νὰ κλαίει γιὰ τὸν κόσµο «ἡ Θεοτόκος, εἶπε, προσευχόταν γονατισµένη». Τὰ δάκρυα ἔβρεχαν τὸ πρόσωπό της καὶ ἔφθαναν µέχρι τὰ γόνατα. Τὰ µάτια της ἦταν καρφωµένα στὸν οὐρανὸ καὶ µὲ τὰ χέρια ἁπλωµένα προσπαθοῦσε νὰ ἀγκαλιάσει ὁλόκληρη τὴν βασανισµένη ἀνθρωπότητα.

    Εἶναι ἡ ΜΑΝΑ ποὺ κλαίει καὶ ὀδύρεται γιὰ τὰ βάσανα τῶν παιδιῶν της. Δὲν προσευχήθηκε καὶ δὲν ἔκλαιγε µόνο τότε, ἀλλὰ προσεύχεται καὶ κλαίει ἐδῶ καὶ τώρα, σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ τόπο,

    καὶ θὰ τὸ ἐπαναλαµβάνει αὐτὸ µέχρι τοῦ τέλους τῶν αἰώνων. Τὸ πέπλο της δὲν προστατεύει µόνο αὐτοὺς ποὺ ἦταν τότε παρόντες στὸ Ναό, ἀλλὰ κάθε γενιὰ ἀπὸ τότε µέχρι σήµερα. Εἶναι Αὐτὴ ποὺ στέκεται ἀνάµεσα στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό, εἶναι ἀγάπη καὶ συµπάθεια, ἔλεος καὶ φροντίδα, µεσίτρια καὶ ὑπέρµαχος.. Δὲν κρίνει, µόνο ἀγαπᾶ. Δὲν καταδικάζει, µόνο ἐλεεῖ. Παρακαλεῖ ὅπως κάθε µάνα, γιὰ τὸ καλὸ τῶν παιδιῶν της. Στὰ λάθη µας, στὶς ἀδικίες µας, στὶς παραβάσεις µας, ἀπαντᾶ µὲ συµπάθεια καὶ ἀγάπη. Οἱ ἁµαρτίες µας εἶναι ἕνα ξίφος ποὺ διαπερνᾶ τὴν καρδιά της «Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴ διελεύσεται ροµφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισµοὶ » (Λούκ. 2,35). Αὐτὴ ὅµως µόνο ἀγαπᾶ, γιατί τὰ βάσανα καὶ ἡ στεναχώρια τοῦ κόσµου εἶναι δικά της.

    Εἶναι ἡ ΜΗΤΕΡΑ ποὺ δὲν µένει παγερὰ ἀδιάφορη στὰ προβλήµατα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἀπαντᾶ στὴν µοχθηρία µὲ ἀγάπη, στὴν ἁµαρτία µὲ δάκρυα, στὶς ὕβρεις µὲ εὐλογία. Ὁ κόσµος δὲν εἶναι ἐγκαταλελειµµένος στὰ βάσανά του. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι µόνος στὴ θλίψη. Ἡ καρδιὰ τῆς Μητέρας Θεοτόκου εἶναι καὶ αὐτὴ πληγωµένη, κλαίει µαζί µας. Θὰ ἔρθει ὅµως ἡ στιγµὴ ποὺ θὰ µάθουµε ποιανοῦ καρδιὰ πληγώνουµε µὲ τὶς ἁµαρτίες µας καὶ µὲ ποιανοῦ δάκρυα αὐτὲς ἀποπλύνονται.

    Ἡ ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τὸ ἔτος 1953 ἀποφάσισε ἡ ἑορτὴ τῆς Ἁγίας Σκέπης νὰ ἑορτάζεται τὴν 28η Ὀκτωβρίου ἑκάστου ἔτους καὶ νὰ συνεορτάζεται µὲ τὴν Ἐθνική µας ἑορτή.

    Ἡ Ἁγ. Σκέπη ἂς εἶναι τὸ πέπλο καὶ τὸ κάλυµµα προστασίας ἀπέναντι σὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἐπιβουλεύονται τὴν ἐλευθερία τῆς ψυχῆς µας. Ἀµήν.

    Ἡ Ἑορτὴ τῆς Ἁγ. Σκέπης

    π. Ἐµµανουήλ Ν. Νιράκη

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 11 (Όκτώβριος 2008)

    Σ’ αὐτὸ τὸ παράδοξο κείµενο τοῦ Ντοστογέφσκη, ὁ Ἱεροεξεταστὴς κάνει µιά µακρυὰ ἐξοµολόγηση στὸν Χριστό, ποὺ δὲν βγάζει µήτε µία λέξη ἀπὸ τὸ στόµα του γιὰ νὰ δώση ἀπάντηση στὰ ἐρωτήµατα τοῦ ἱεροδικαστῆ, καὶ γιὰ τοῦτο ἀποκρίνεται ὁ ἴδιος σὲ ὅσα ἐρωτᾶ. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅσα λέγει εἶναι ἕνας καταθλιπτικὸς µονόλογος ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόµα κάποιου πλάσµατος ποὺ θαρρεῖς πὼς ἀνέβηκε ἀπὸ τὴν κόλαση.

    Ὁ Ἱεροεξεταστὴς καταδίκασε κάποιους «αἱρετικούς» σὲ θάνατο µὲ τὴ φωτιά, κι’ ἀφοῦ ἔγινε θανάτωση στὴ µεγάλη πλατεία µιᾶς σπανιόλικης πολιτείας, γύρισε πίσω στὸ κελλί του, ποὺ βρισκότανε στὸ κτίριο τοῦ «Ἱεροῦ Δικαστηρίου», ἱκανοποιηµένος πὼς ἔκανε τὸ χρέος του, κατὰ τὸ σύστηµα ποὺ ὑπηρετοῦσε µ’ ἕναν φρικτὸν φανατισµό. Τὸ σύστηµά του ἤτανε ἕνας Χριστιανισµὸς ὄχι ὅπως τὸν δίδαξε ὁ Χριστός, ἀλλὰ παραµορφωµένος κι’ ἀγνώριστος ὁλότελα, µέχρι ποὺ νὰ µοιάζη µὲ θρησκεία τοῦ ἀντιχρίστου, κι’ αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ µποροῦνε οἱ ἄνθρωποι νὰ τὸν δεχτοῦνε, ἐπειδὴ ἐκεῖνα ποὺ παραγγέλνει καὶ ποὺ ζητᾶ ὁ Χριστὸς ἀπὸ τοὺς πιστούς του εἶναι, κατὰ τὴ γνώµη τοῦ Ἱεροξεταστῆ καὶ τῶν ὁµοίων του, ἀπόλυτα κι’ ἀνεφάρµοστα, ὑπεράνθρωπα κι’ ἀπάνθρωπα. Δηλαδὴ ὁ Χριστιανισµὸς ἔγινε ἕνα σύστηµα σὰν τὰ ἄλλα ἀνθρώπινα συστήµατα, µιά κοσµικὴ ἐξουσία ποὺ ἔχει στὴν ἐξουσία της τοὺς πιστούς της, καὶ ποὺ τοὺς διοικεῖ, τοὺς κρίνει καὶ τοὺς καταδικάζει, ὅπως ἡ πολιτικὴ ἐξουσία. Ἀπὸ τὸν Χριστὸ κράτησε µοναχὰ τὸ προσωπεῖο, κι’ ὅ,τι

    κάνει, λέγει πὼς τὸ κάνει στ’ ὄνοµα τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ τὸ κάνει στ’ ὄνοµα τοῦ σατανᾶ. Γιὰ τοῦτο ὁ Ἱεροεξεταστὴς ὁλοένα ἀναφέρει τὸν διάβολο µὲ σεβασµό, καὶ τὸν ὀνοµάζει «Αὐτός», «τὸ Μέγα καὶ Σοφὸ Πνεῦµα», «τὸ Σοφὸ καὶ ἰσχυρὸ Πνεῦµα».

    Ἀλλὰ ἀναπάντεχα, ἐνῶ ὁ Ἱεροεξεταστὴς ἤτανε ἱκανοποιηµένος ποὺ ἔκαψε τοὺς αἱρετικούς, ὑπηρετώντας τὸ σύστηµα τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας, ἀναπάντεχα φανερώνεται ὁ Χριστὸς µέσα στὸν δρόµο, κι’ ὁ κόσµος τρέχει ἀπὸ πίσω του, κλαίγοντας ἀπὸ συγκίνηση. Μὲ ὅλο ποὺ δὲν λέγει ποιὸς εἶναι, κι’ οὔτε βγάζει µιλιὰ ἀπὸ τὸ στόµα του, ὡστόσο ὅλοι καταλάβανε πὼς ἤτανε ὁ Χριστός. Τρέξανε λοιπὸν καὶ τοῦ πήγανε τοὺς ἀρρώστους τους, κι’ Ἐκεῖνος τοὺς θεράπευε, ἀνάστησε µάλιστα κι’ ἕνα πεθαµένο παιδάκι, µπροστὰ στὴν καθεδρικὴ ἐκκλησιὰ τῆς Σεβίλλιας, ἐκεῖ ποὺ καίγανε τοὺς «αἱρετικούς» στ’ ὄνοµά του.

    Ἐκείνη τὴ στιγµὴ πέρασε ἀπὸ κεῖ ὁ Ἱεροεξεταστής, ψηλός, κοκκαλιάρης, καραµουντζωµένος καὶ κατσουφιασµένος, ἴδιος σκιάχτρο, µὲ βαθουλωµένα µάτια ποὺ βγάζανε σπίθες, γέρος ἐνενήντα χρονῶν.

    Μόλις εἶδε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θαῦµα ποὺ ἔκανε, ἔδωσε διαταγὴ στὴν «ἁγία φρουρά», ποὺ τὸν φύλαγε, νὰ τὸν πιάσουνε. Πιάσανε λοιπὸν τὸν Χριστό, κι’ ὁ λαός, ποὺ λίγο πρὶν ἔκανε σὰν τρελλὸς ἀπὸ τὴ χαρά του γιὰ τὸν Χριστό, ἄνοιξε δρόµο, ταπεινὰ κι’ ὑπάκουα, γιὰ νὰ περάσουνε οἱ

    Ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής.

    Οἱ τρεῖς πειρασµοί

    (Φώτης Κόντογλου)

    3

    (Στὸ κείµενο ποὺ ἀκολουθεῖ ὁ Φώτης Κόντογλου παρουσιάζει συντοµευµένο τὸν πασίγνωστο µῦθο τοῦ µεγάλου ἱεροεξεταστῆ ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Ντοστογιέφσκι ΄΄Ἀδελφοὶ Καραµάζωφ.΄΄ Ὁ µῦθος αὐτός εἶναι ἔργο ἐξαίρετης δυναµικῆς,ἀποκάλυψη ἀκριβείας τοῦ βιώµατος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.)

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 11 (Όκτώβριος 2008)

    4

    στρατιῶτες µὲ τὸν κατάδικο τὸν Χριστό, κι’ ὅλοι σκύψανε ὡς τὴ γῆ µπροστὰ στὸν Ἱεροεξεταστή. Καὶ κεῖνος βλόγησε σιωπηλὰ τὸν λαό, καὶ γύρισε στὸ διαµέρισµά του, ὅπως εἴπαµε στὴν ἀρχή.

    Αὐτὴ τὴ διήγηση τὴν παρουσιάζει ὁ Ντοστογέφσκης σὰν λογοτεχνικὸ ἔργο τοῦ Ἰβάν Καραµάζωφ, ποὺ ἤτανε ἕνας ἀπὸ τοὺς γυιοὺς τοῦ γέρου Καραµάζωφ, σπουδασµένος στὴν εὐρωπαϊκὴ φιλοσοφία. Καὶ τὸ διαβάζει στὸν µικρότερο ἀδελφό του, τὸν Ἀλιόσα, ποὺ εἶχε γίνει καλόγερος, ὑποτακτικὸς σ’ ἕναν ἅγιο γέροντα ξοµολόγο, ἕναν «στάρετς», ὅπως τοὺς λέγουνε στὰ ρωσικά.

    Ὁ Ἀλιόσας, κάθε τόσο διακόπτει τὸν Ἰβάν ποὺ διαβάζει, καὶ κάνει κάποιες παρατηρήσεις.

    Σ τ ὸ ν µ ο ν όλογο π ο ὺ λ έγ ε ι ὁ Μέγα ς Ἱεροεξεταστὴς µπροστὰ στὸν Χριστὸ ποὺ στέκεται βουβός, γίνεται πολὺς λόγος γιὰ τοὺς τρεῖς πειρασµοὺς τοῦ Χριστοῦ. (Μάτθ. δ’, 1).

    Ὁ Ἱεροεξεταστὴς λέγει στὸν Χριστό: «Τὸ φ ο β ε ρ ὸ κ α ὶ π ο ν η ρ ὸ Πνεῦµα, τὸ πνεῦµα τῆς ἀνυπαρξίας καὶ τῆς αὐτοκαταστροφῆς, µίλησε µαζί Σου στὴν ἔρηµο καὶ γράφηκε στὸ Εὐαγγέλιο πὼς σὲ ἔβαλε σὲ δοκιµασία. Ἔτσι δὲν εἶναι; Εἶναι δυνατὸ νὰ εἰπωθῆ ἕνα πράγµα πιὸ ἀληθινὸ ἀπὸ τὸ νόηµα ποὺ ἔχουνε αὐτὰ τὰ τρία ἐρωτήµατα πού Σοῦ ἔβαλε καὶ ποὺ Ἐσὺ τὰ πέταξες, καὶ πού στὰ Εὐαγγέλια λέγονται πειρασµοί; Ἂν ἔγινε ποτὲ στὴ γῆ ἕνα ἀληθινὸ θαῦµα, τρανταχτὸ σὰν κεραυνός, αὐτὸ ἤτανε µοναχὰ ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε ἐκείνη τὴν ἡµέρα, τὴν ἡµέρα τῶν τριῶν πειρασµῶν. Ἂν συνάζαµε ὅλους τους σοφούς τοῦ κόσµου, τοὺς ἐξουσιαστές, τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς στοχαστές, τοὺς φιλοσόφους, τοὺς ποιητές, καὶ τοὺς λέγαµε: “Βρῆτε καὶ συνθέσετε τρία ἐρωτήµατα, ποὺ νάχουνε ἀνταπόκριση ὄχι µὲ τὸ ἄφθαστο ὕψος τῆς στιγµῆς ἐκείνης, ἀλλὰ µέσα σὲ τρεῖς φράσεις, σὲ τρεῖς λέξεις τῆς ἀνθρώπινης γλώσσας, νὰ κλείνεται ὁλόκληρη ἡ µελλοντικὴ

    ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, πιστεύεις, Ἐσύ, πὼς ὅλη ἡ σοφία τοῦ κόσµου µαζεµένη θὰ µποροῦσε νὰ συλλάβη κάποιο πράγµα ποὺ νὰ εἶναι σὲ δύναµη καὶ σὲ βάθος ἰσάξιο µὲ τὰ τρία ἐρωτήµατα πού Σοῦ πρότεινε τότε τὸ κραταιὸ καὶ πονηρὸ Πνεῦµα τῆς ἐρήµου;... Μέσα σ’ αὐτὰ τὰ τρία ἐρωτήµατα βρίσκεται ὁλόκληρο τὸ µέλλον κι’ ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας σὰν προφητεία, καὶ σ’ αὐτὲς τὶς τρεῖς εἰκόνες σµίγουνε ὅλες οἱ ἀξεδιάλυτες ἀντιφάσεις ποὺ ὑπάρχουνε στὸν κόσµο.

    Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ δὲν ἤτανε αὐτὸ τόσο ὁλοφάνερο, ἐπειδὴ τὸ µέλλον τῆς ἀνθρωπότητας ἤτανε ἄγνωστο. Σήµερα ὅµως, ὓστερ’ ἀπὸ

    δ ε κ α π έ ν τ ε α ἰ ῶ ν ε ς , µποροῦµε νὰ δοῦµε πὼς µὲ αὐτὰ τὰ τρία ἐρωτήµατα προφητευθήκανε τὰ πάντα, καὶ πὼς πόσο ἀληθινὰ βγήκανε, ποὺ ἐµεῖς νὰ µὴ µποροῦµε µήτε νὰ προσθέσουµε, µήτε ν’ ἀφαιρέσουµε τίποτα. Κρίνε τώρα καὶ µόνος Σου ποιὸς εἶχε δίκιο τότε; Ἐσύ, ἡ Ἐκεῖνος πού Σὲ ρωτοῦσε; Θυµήσου τὸ πρῶτο ἐρώτηµα. Ἡ ἔννοιά του ἤτανε τούτη: Θέλεις νὰ πᾶς στὸν κόσµο µὲ ἀδειανὰ χέρια, καὶ µοναχὰ µὲ µία ἀόριστη

    ὑπόσχεση γιὰ ἐλευθερία, ποὺ οἱ στενόψυχοι ἄνθρωποι δὲν µποροῦνε νὰ τὴν καταλάβουνε καθόλου, µάλιστα τὴν φοβοῦνται, γιατί γι’ αὐτοὺς δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ εἶναι πιὸ ἀνυπόφορο ἀπὸ τὴν ἐλευθερία. Βλέπεις ὅµως τὶς πέτρες σ’ αὐτὴ τὴν γυµνὴ καὶ φλογισµένη ἔρηµο; Κάνε τις ψωµιά, κι’ ἡ ἀνθρωπότητα θὰ σὲ ἀκολουθήση σὰν κοπάδι, γεµάτη εὐγνωµοσύνη. Ἀλλὰ Ἐσὺ δὲν ἤθελες νὰ πάρης ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἐλευθερία, καὶ δὲν παραδέχτηκες αὐτὸ πού σοῦ πρότεινε τὸ κραταιὸ Πνεῦµα, ἐπειδὴ σκέφθηκες τί εἴδους ἐλευθερία θὰ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀγοράζεται µὲ ψωµιά, καὶ τοῦ ἀποκρίθηκες: «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ µόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος». Ἀλλὰ γνωρίζεις πὼς ἐν ὀνόµατι αὐτοῦ τοῦ ἐπιγείου ἄρτου, τὸ πνεῦµα τῆς γῆς θὰ σηκωθῆ καταπάνω Σου καὶ θὰ Σὲ πολεµήση καὶ θὰ Σὲ νικήση;».

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 11 (Όκτώβριος 2008)

    Γιὰ τοὺς ἄλλους δυὸ πειρασµούς, ποὺ πρότεινε ὁ διάβολος στὸν Χριστό, δήλ. νὰ πέση ἀπὸ τὴν σκεπὴ τοῦ ναοῦ γιὰ νὰ τὸν ἁρπάξουν οἱ ἄγγελοι, καθὼς καὶ γιὰ τὸν ἄλλον, νὰ προσκυνήση τὸν σατανᾶ καὶ νὰ πάρη στὴν ἐξουσία του τὰ βασίλεια τῆς γῆς, µιλᾶ ὁ Ἱεροεξεταστὴς µέσα στὸ κείµενο τοῦ Ντοστογιέφσκη ποὺ βάζουµε παρακάτω.

    Εἴπαµε λοιπὸν πὼς ἡ «ἁγία φρουρά» ἔπιασε τὸν Χριστὸ κατὰ διαταγὴ τοῦ Ἱεροεξεταστῆ. Τὸν πήγανε καὶ τὸν κλείσανε σὲ µία στενή, θολωτὴ καὶ σκοτεινὴ φυλακὴ τοῦ Ἁγίου Δικαστηρίου.

    Σὰν νύχτωσε, ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής, µ’ ἕνα φανάρι στὸ χέρι, ξεκλειδώνει τὴ σιδερόπορτα καὶ µπαίνει µέσα. Σταµατᾶ καὶ κυττάζει κατάµατα τὸν φυλακισµένο, σὰν νὰ τὸν τρυπᾶ µὲ τὸ σουβλερὸ µάτι του. Ὕστερα βάζει τὸ φανάρι ἐπάνω στὸ τραπέζι, πλησιάζει τὸν Χριστό, καὶ τοῦ λέγει: «Εἶσαι Ἐσὺ ὁ ἴδιος;». Δὲν παίρνει καµµιὰ ἀπόκριση. Μὰ κατάλαβε πὼς εἶναι ὁ Χριστός, καὶ γι’ αὐτὸ τὸν ρωτᾶ: «Γιατί ἦρθες νὰ µᾶς ἐνοχλήσης;». Ὁ Χριστὸς στέκεται βουβός. Γιὰ τοῦτο, ὁ Ἱεροεξεταστὴς ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος στὰ ἐρωτήµατά του.

    Λέγει λοιπὸν στὸν Χριστό: «Πρὶν ἀπὸ χίλια πεντακόσια χρόνια ἦρθες νὰ διδάξης στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἐλευθερία. Μὰ ἐµεῖς, ἀφοῦ τοὺς ὑποδουλώσαµε, τοὺς κάναµε νὰ πιστεύουν πὼς εἶναι ἐλεύθεροι, ἂν καὶ φέρανε τὴν ἐλευθερία τους καὶ τὴν ρίξανε στὰ πόδια µας.

    Αὐτὸς ὁ δρόµος εἶναι ὁ µόνος ποὺ κάνει τοὺς ἀνθρώπους εὐτυχισµένους. Μὰ Ἐσὺ δὲν θέλησες νὰ τὸν ἀκολουθήσης. Εὐτυχῶς ὅµως πού µᾶς ἔδωσες τὴν ἐξουσία “τοῦ δεσµεῖν καὶ λύειν”, καὶ κάνουµε ἐκεῖνο ποὺ Ἐσὺ δὲν τὸ ἔκανες. Τώρα δὲ µπορεῖ νὰ σκέπτεσαι πὼς µπορεῖ νὰ µᾶς πάρης πίσω αὐτὴν τὴν ἐξουσία. Λοιπόν, γιατί ἦρθες νὰ µᾶς ἐνοχλήσης;

    Τὸ Μέγα Πνεῦµα Σοῦ ἔβαλε τρία ἐρωτήµατα, τότε ποὺ Σὲ πείραξε στὴν ἔρηµο. Μέσα σ’ αὐτὰ τὰ ἐρωτήµατα βρίσκεται ὅλη ἡ µέλλουσα ἱστορία τῆς οἰκουµένης καὶ τῆς ἀνθρωπότητας. Ἐνῶ τὸ κραταιὸ Πνεῦµα Σοῦ εἶπε νὰ τὸ προσκύνησης γιὰ νὰ γίνουν “οἱ λίθοι ἄρτοι”, Ἐσὺ τοῦ ἀποκρίθηκες:

    “Δὲν θὰ ζήση ὁ ἄνθρωπος µοναχὰ µὲ τὸ ψωµί”, δήλ. µόνο µὲ τὶς ὑλικὲς ἀπολαύσεις. Ἐσὺ δηλαδή, ἀντὶ αὐτὴ τὴ χεροπιαστὴ ὑλικὴ ἐπιτυχία, τοὺς ἔδινες µία ἐλευθερία ποὺ δὲν µποροῦν νὰ τὴν καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι, γιατί ὁ νοῦς κι’ ἡ καρδιὰ τους εἶναι περιωρισµένα. Ἡ ἐλευθερία ποὺ τοὺς ἔδωσες, εἶναι γι’ αὐτοὺς τὸ πιὸ ἀνυπόφορο πράγµα. Ἐνῶ ἂν ἔκανες τὶς πέτρες ψωµιά, ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα θὰ Σὲ ἀκολουθοῦσε µὲ εὐγνωµοσύνη. Ἐσὺ ὅµως εἶπες: “Δὲν θὰ ζήση µὲ ψωµὶ µοναχὰ ὁ ἄνθρωπος”. Ξέρεις λοιπὸν πώς ἐν ὀνόµατι αὐτοῦ τοῦ ἐπίγειου ψωµιοῦ θὰ σηκωθῆ καταπάνω Σου τὸ πνεῦµα τῆς Γῆς (τοῦ κόσµου); Ξέρεις ἀκόµα πὼς ἡ ἀνθρωπότητα µὲ τὸ στόµα τῶν σοφῶν της καὶ τῶν διανοουµένων της θὰ διακηρύξη, ὓστερ’ ἀπὸ αἰῶνες, πώς δὲν ὑπήρξανε µήτε ἁµαρτίες, µήτε ἐγκλήµατα, παρὰ µοναχὰ πεινασµένοι ἄνθρωποι; Ἐσὺ τὰ ξέρεις αὐτά. Ἡ σηµαία ποὺ θὰ σηκωθῆ καταπάνω Σου θὰ γράφη ἀπάνω: “Πρῶτα χόρτασέ µας, κι’ ὕστερα ζήτα ἀπό µᾶς νὰ κάνουµε τὸν λόγο Σου!”. Μὲ αὐτὴ τὴ σηµαία θὰ γκρεµίσουν τὸν ναό Σου, καὶ στὴ θέση του θὰ χτίσουνε ἕνα φοβερὸ πύργο τοῦ Βαβέλ.

    Ἐµεῖς ὅµως θὰ τοὺς χορτάσουµε, καὶ θὰ τελειώσουµε αὐτὸν τὸν πύργο τοῦ Βαβέλ. Καὶ θὰ τοὺς ποῦµε ψέµατα πὼς αὐτὸ ποὺ κάνουµε τὸ κάνουµε στ’ ὄνοµά Σου. Ἐσὺ τοὺς ὑποσχέθηκες “τὸν οὐράνιον ἄρτον”. Μπορεῖ αὐτὸ τὸ ψωµὶ νὰ συγκριθῆ µὲ τὸ χεροπιαστὸ ψωµί, µὲ τὸ ἐπίγειο ψωµί; Καλά, τέλος πάντων, γιὰ “τὸν οὐράνιον

    5

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 11 (Όκτώβριος 2008)

    6

    ἄρτον” θὰ Σὲ ἀκολουθήσουν χίλιοι, δέκα χιλιάδες, ἑκατὸ χιλιάδες. Ἀλλὰ τί θὰ γίνουνε τὰ ἑκατοµµύρια καὶ τὰ δισεκατοµµύρια πλάσµατα πού δὲν θάχουνε τὴ δύναµη νὰ περιφρονήσουν τὸ ἐπίγειο ψωµί, γιὰ νὰ λάβουν “τὸν οὐράνιον ἄρτον” Σου; Ἐµεῖς θὰ γίνουµε σωτῆρες γι’ αὐτὰ τὰ ἑκατοµµύρια, καὶ θὰ µᾶς θεοποιήσουνε, γιατί ἐµεῖς πήραµε ἀπάνω µας τὴν ἐλευθερία τους. Ἐµεῖς ὅµως θὰ ποῦµε πὼς ἔχουµε γιὰ ἀρχηγὸ Ἐσένα, καὶ πὼς πήραµε τὴν ἐξουσία ἀπὸ Ἐσένα. Θὰ λέµε ψέµατα, µὰ αὐτὸ θὰ εἶναι χρέος µας. Νά, αὐτὰ εἶχα νὰ πῶ γιὰ τὸ πρῶτο ἐρώτηµα τοῦ πειρασµοῦ, πού Σοῦ πρότεινε στὴν ἔρηµο. Περιφρόνησες τὸ µόνο µέσον ποὺ µ’ αὐτὸ θὰ µποροῦσες νὰ κάνης νὰ σὲ λατρεύουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, κι’ ὄχι µοναχὰ ἐκεῖνοι οἱ λίγοι (δήλ. ἐκεῖνοι ποὺ κρατοῦνε τὸν ἀληθινὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, Φ.Κ.). Οἱ ἄνθρωποι θέλουν νὰ παραδώσουν τὴν ἐλευθερία τους σὲ κάποιον. Κι’ Ἐσύ, ἀντὶ νὰ πάρης τὴν ἐλευθερία τους καὶ νὰ γίνης ἐξουσιαστής τους, τοὺς χάρισες ἀκόµα περισσότερη ἐλευθερία. Αὐτὸ ξεπερνᾶ τὴ δύναµή τους, καὶ γιὰ τοῦτο Ἐσὺ στάθηκες γι’ αὐτοὺς σκληρός, καὶ δὲν τοὺς ἀγάπησες µὲ τὸ νὰ τοὺς δώσης τὴν ἐλευθερία. Γι’ αὐτό, Ἐσὺ ὁ ἴδιος συνήργησες στὸ γκρέµισµα τῆς βασιλείας Σου, καὶ δὲν πρέπει νὰ κατηγορᾶς κανέναν γι’ αὐτὴ τὴν καταστροφή».

    Ὁ Ἱεροεξεταστὴς ἐξακολούθησε νὰ µιλᾶ δίχως νὰ παίρνη ἀπάντηση ἀπὸ τὸν Χριστό, ποὺ στεκότανε µπροστά του. Τοῦ µιλᾶ γιὰ τὸν δεύτερο πειρασµό:

    «Τὸ πονηρὸ καὶ ἰσχυρὸ Πνεῦµα Σοῦ εἶπε ἀκόµα νὰ πέσης ἀπὸ τὴν σκεπὴ τοῦ ναοῦ, γιὰ νὰ Σὲ σηκώσουν οἱ ἄγγελοι γιὰ νὰ µὴν πάθης τίποτα. Μὰ Ἐσὺ κι’ αὐτὸ δὲν τὸ παραδέχθηκες, καὶ τοῦ ἀποκρίθηκες: “Οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου”. Καὶ τότε ποὺ Σὲ σταυρώσανε καὶ Σοῦ φωνάζανε περιπαιχτικὰ “κατέβα, ἂν µπορῆς, ἀπὸ τὸν σταυρό”, Ἐσὺ δὲν κατέβηκες νὰ τοὺς κάνης νὰ σέρνονται µπροστά Σου, γιατί δὲν ἤθελες νὰ καταργήσης τὴν ἐλευθερία τους.

    Γι’ αὐτό, ὁ προφήτης καὶ µαθητής Σου ἔγραψε πὼς εἶδε στὴν πρώτη ἀνάσταση µοναχὰ δώδεκα χιλιάδες σωσµένους Λοιπόν, µοναχὰ αὐτοὶ οἱ λίγοι ἤτανε ἐκεῖνοι ποὺ βαστάξανε τὸν σταυρό Σου καὶ γινήκανε παιδιὰ τῆς ἐλευθερίας

    Σου, δηλαδὴ οἱ δυνατοί; Κι’ οἱ ἄλλοι; Τί θὰ γίνουν οἱ ἄλλοι; Ἦρθες λοιπὸν στὸν κόσµο µοναχὰ γιὰ τοὺς λίγους ἐκλεκτούς; Μὰ αὐτὸ εἶναι ἕνα µυστήριο ποὺ δὲν τὸ καταλαβαίνουµε.

    Λοιπόν, ἐµεῖς τελειοποιήσαµε τὸ ἔργο Σου, καὶ κάναµε ἕνα σύστηµα ποὺ νὰ µὴν χάνονται κι’ οἱ ἀδύνατοι. Ὥστε δὲν εἴχαµε δίκιο νὰ κάνουµε ὅπως κάναµε; Δὲν ἀγαπήσαµε ἐµεῖς τὴν ἀνθρωπότητα ὅπως φερθήκαµε; Γιατί λοιπὸν ἦρθες νὰ µᾶς τὸ χαλάσης;

    Ὅλα ὅσα Σοῦ λέγω γνωρίζω πὼς τὰ ξέρεις. Λοιπόν, γιατί νὰ Σοῦ κρύψω τὸ µυστικό µας; Ἀλλὰ ἄς Σοῦ τὸ πῶ, νὰ τ’ ἀκούσης ἀπὸ τὸ στόµα µου: “Λοιπόν, δὲν ἤµαστε µὲ Σένα, ἀλλὰ µ’ Αὐτὸν (τὸν διάβολο). Ἀπὸ ὀχτακόσια χρόνια πήγαµε µ’ Αὐτόν”.

    Ἀπὸ ὀχτὼ αἰῶνες δεχθήκαµε ἀπ’ Αὐτὸν τὸ τρίτο δῶρο πού Σοῦ πρόσφερε, δείχνοντάς Σου τὰ βασίλεια τῆς γῆς, κι’ Ἐσὺ δὲν τὰ δέχτηκες, τὰ πέταξες. Ἡ ἐξουσία εἶναι τροµερὴ δύναµη, καὶ Σοῦ τὴν πρόσφερε τὸ σοφὸ Πνεῦµα, κι’ Ἐσὺ δὲν τὴν πῆρες. Ἐµεῖς ὅµως τὴν πήραµε. Ναί. Πήραµε ἀπ’ Αὐτὸν τὴ Ρώµη καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ Καίσαρα, κι’ ἀνακηρύξαµε τοὺς ἑαυτούς µας ἐπίγειους αὐτοκράτορες, µάλιστα κοσµοκράτορες, ἂν καὶ τὸ ἔργο αὐτὸ δὲν τελείωσε ἀκόµα. Καὶ ποιὸς φταίει γι’ αὐτό; Τὸ ἔργο µας βρίσκεται ἀκόµα στὴν ἀρχή, ἀλλὰ θὰ βαστάξη στὸν αἰώνα, ὥς νὰ πεθάνη ἡ γῆ. Ὅπως καὶ νὰ εἶναι, ἐµεῖς θὰ τὸ τελειώσουµε, θὰ ἤµαστε Καίσαρες.

    Ἐσὺ ὅµως θὰ µποροῦσες νὰ ἀδράξης τὸ σπαθὶ τοῦ Καίσαρα ἀπὸ τότε πού Σοῦ τὸ πρόσφερε τὸ τροµερὸ καὶ σοφὸ Πνεῦµα, πρὶν ἀπὸ χίλια πεντακόσια χρόνια. Ἂν εἶχες ἀκούσει τὴ συµβουλή του, θὰ εἶχες πραγµατοποιήσει ὅσα ποθοῦν οἱ ἄνθρωποι. Θὰ εἴχανε γίνει ἕνα κοπάδι ποὺ θὰ σκέπαζε τὴ γῆ, ποὺ θὰ Σὲ προσκυνοῦσε. Γιατί ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει µέσα της τὴν ἐπιθυµία νὰ γίνη µιά παγκόσµια ὀργάνωση. Οἱ µεγάλοι κατακτητές, ὅπως ὁ Ταµερλάνος κι’ ὁ Τζέκις-Χάν, θελήσανε νὰ ὑποτάξουνε ὅλον τὸν κόσµο, φανερώνοντας ἔτσι κι’ αὐτοί, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζουνε, πὼς ὁ πόθος τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι νὰ κάνη µιά παγκόσµια ἕνωση.

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 11 (Όκτώβριος 2008)

    Ἂν εἶχες δεχθῆ τότε τὴν ἐξουσία τούτου τοῦ κόσµου καὶ τὴ χλαµύδα τοῦ Καίσαρα, θὰ εἶχες τώρα ἱδρύσει ἕνα παγκόσµιο κράτος καὶ θὰ εἶχες χαρίσει τὴν εἰρήνη σ’ ὅλον τὸν κόσµο. Γιατί, ποιὸς ἄλλος µπορεῖ νὰ κυριαρχήση ἀπάνω στοὺς ἀνθρώπους, παρὰ ἐκεῖνος πού ἐξουσιάζει τὰ ψωµιά τους, “τοὺς ἄρτους” τους; Ἐσὺ ὅµως ἔλεγες: “Ἡ βασιλεία ἡ ἐµὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσµου τούτου”. Ἀλλὰ ἐµεῖς δεχθήκαµε τὸ σπαθὶ τοῦ Καίσαρα, κι’ ἔτσι Σὲ πετάξαµε Ἐσένα, κι’ ἀκολουθήσαµε Αὐτόν, τὸ µέγα καὶ κραταιὸ Πνεῦµα. Οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ µπορέσουνε νὰ τελειώσουνε τὸν πύργο τοῦ Βαβὲλ ποὺ ἀρχίσανε νὰ χτίζουνε, ἂν δὲν ἀναλάβουµε ἐµεῖς, ἀλλοιῶς θὰ φαγώνουνται µεταξύ τους. Καὶ σὰν ἀναλάβουµε ἐµεῖς, τότε θὰ ἀνατείλει γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κράτος τῆς εἰρήνης καὶ τῆς εὐδαιµονίας.

    Ἐσὺ εἶσαι περήφανος γιὰ τοὺς λίγους ποὺ θὰ ἔχης (“τὸ µικρὸν ποίµνιον”, ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, Φ.Κ.), ἐνῶ ἐµεῖς θὰ χαρίσουµε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν εὐτυχία σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ποιὸς ξέρει ἂν κι’ αὐτοὶ οἱ διαλεχτοί Σου δὲν θὰ βαρεθοῦν νὰ Σὲ περιµένουνε, κι’ ἂν στὸ τέλος δὲν σηκωθοῦνε κι’ αὐτοὶ καταπάνω Σου! Ἔννοιά Σου. Θὰ τοὺς πείσουµε πὼς θὰ εἶναι ἐλεύθεροι καὶ εὐτυχισµένοι, ἂν ἀφοσιωθοῦν σέ µᾶς. Θὰ συρθοῦνε µπροστά µας καὶ θὰ κράζουνε: “Εἴχατε δίκιο� µοναχὰ ἐσεῖς γνωρίζετε τὸ µυστικὸ τοῦ Μεγάλου Πνεύµατος!”. Θὰ δοῦνε πὼς ἐµεῖς µπορεῖ νὰ µὴν κάνουµε ψωµὶ τὶς πέτρες, ἀλλὰ θὰ τὸ παίρνουνε ἀπὸ τὰ χέρια µας, καὶ θὰ θυµοῦνται πὼς πρὶν καὶ τὸ ψωµὶ στὰ χέρια τους γινότανε πέτρες.

    Ἐσὺ µπόδισες τοὺς ἀνθρώπους νάρθουνε σέ µᾶς. Ἐσὺ κοµµάτιασες τὸ κοπάδι καὶ τὸ ἔκανες νὰ σκορπίση σὲ ἄγνωστους δρόµους. Ἀλλὰ θὰ µαζευτῆ πάλι, καὶ θὰ γίνη ὑπάκουο σέ µᾶς. Κι’ αὐτὴ τὴ φορὰ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

    Θὰ τοὺς χαρίσουµε ἐµεῖς µιά εὐτυχία ταπεινὴ καὶ ἥσυχη, ποὺ εἶναι γιὰ ἀδύναµα πλάσµατα, ὅπως εἶναι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι. Θὰ τοὺς διδάξουµε τὴν ταπείνωση, ἐπειδὴ Ἐσὺ

    τοὺς σήκωσες πολὺ ψηλά, καὶ περηφανευθήκανε. Ἐµεῖς θὰ τοὺς δώσουµε νὰ καταλάβουνε πὼς εἶναι ἀδύνατα καὶ φοβιτσάρικα ἀνθρωπάρια.

    Θὰ µᾶς θαυµάζουνε καὶ θὰ εἶναι περήφανοι γιά µᾶς, ποὺ ἤµαστε τόσο δυνατοὶ καὶ τετραπέρατοι, καὶ γιατί µπορέσαµε καὶ δαµάσαµε ἕνα κοπάδι τόσο µεγάλο µὲ ἑκατοµµύρια κεφάλια ποὺ θὰ σκύβουν µπροστά µας, θὰ τρέµουνε τὸν θυµό µας. Μὰ θὰ µᾶς ἀγαποῦνε κιόλας, γιατί θὰ τοὺς δίνουµε συγχώρεση τῶν ἁµαρτιῶν, ἐπειδὴ θὰ τοὺς ποῦµε πὼς ἐµεῖς ἔχουµε τὴ δύναµη νὰ σβήσουµε τὶς ἁµαρτίες τους, καὶ πὼς µποροῦνε νὰ κάνουνε ἁµαρτίες, καὶ πὼς τὶς συγχωροῦµε ἀπὸ ἀγάπη.

    Ὅλα ὅσα λέγω θὰ γίνουνε, καὶ τὸ βασίλειό µας θὰ στεριωθῆ ἀπάνω σὲ γερὰ θεµέλια. Αὔριο θὰ δῆς αὐτὸ τὸ κοπάδι, ποὺ εἶναι ὑπάκουο σὲ κάθε χειρονοµία µου, νὰ πληµµυρίση τὸ µέρος ποὺ θὰ προστάξω νὰ Σὲ κάψουνε, καὶ νὰ συνδαυλίζη τὴ φωτιά. Γιατί, ἂν ὑπάρχη ἕνας ποὺ εἶναι ἄξιος νὰ καῆ, αὐτὸς εἶσαι Ἐσύ! Αὔριο θὰ Σὲ κάψω».

    Ἐδῶ τελειώνει αὐτὸς ὁ βασανιστικὸς µονόλογος κι’ ἡ καταχθόνια αὐτὴ ἱστορία. Μιά ἱστορία συµβολική, πού, ὅπως εἴπαµε, τὴν εἶχε γράψει ὁ Ἰβάν Καραµάζωφ καὶ τὴ διάβαζε στὸν ἀδελφό του Ἀλιόσα, τὸν καλόγερο, τὸν φανατισµένο Ὀρθόδοξο. Ὁ Ἀλιόσας κάθε τόσο ἔκοβε στὴ µέση τὸν Ἰβάν, γιὰ νὰ τοῦ κάνη κάποια παρατήρηση. Ἀνάµεσα σὲ ἄλλα, εἶπε καὶ τὰ παρακάτω:

    «Οἱ Ἰησουίτες εἶναι ὁ ρωµαϊκὸς στρατὸς γιὰ τὸ µελλοντικὸ ἐπίγειο κράτος, µ’ ἕναν Καίσαρα ἐπὶ κεφαλῆς, τὸν Πάπα, τὸν αὐτοκράτορα. Σκοπὸς τους εἶναι τὸ ν’ ἀποχτήσουνε δύναµη καὶ πρόστυχα ἐπίγεια πλούτη. Αὐτὸς εἶναι ὅλος-ὅλος ὁ σκοπός τους. Σὲ Θεὸ φαίνεται πὼς δὲν πιστεύουν. Τὸ µεγαλύτερο µυστικό τους, ποὺ θὰ τὸ κρύβουνε καλά, εἶναι ἡ ἀθεΐα τους. Ὁ Ἱεροεξεταστής σου, Ἰβάν, δὲν πιστεύει σὲ Θεό. Αὐτό εἶναι ὅλο τό µυστήριό του.

    7

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 11 (Όκτώβριος 2008)

    8

    Τούτη τὴν ὥρα αἰσθάνοµαι πὼς εἶµαι ὁ ἴδιος µιά ἀντίφαση. Ἀλήθεια, ἡ Σουηδικὴ Ἀκαδηµία, ἔκρινε πὼς ἡ προσπάθειά µου σὲ µία γλῶσσα περιλάλητη ἐπὶ αἰῶνες, ἀλλὰ στὴν παροῦσα µορφὴ της περιορισµένη, ἄξιζε αὐτὴ τὴν ὑψηλὴ διάκριση. Θέλησε νὰ τιµήσει τὴ γλώσσα µου, καὶ νὰ – ἐκφράζω τώρα τὶς εὐχαριστίες µου σὲ ξένη γλῶσσα. Σᾶς παρακαλῶ νὰ µοῦ δώσετε τὴ συγνώµη ποὺ ζητῶ πρῶτα – πρῶτα ἀπὸ τὸν ἑαυτό µου.

    Ἀνήκω σὲ µία χώρα µικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι µικρὸς ὁ τόπος µας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ πράγµα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι µᾶς παραδόθηκε χωρὶς διακοπή. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν ἔπαψε ποτὲ της νὰ µιλιέται. Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσµα. Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν ἀνθρωπιά, κανόνας της εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Στὴν ἀρχαία τραγωδία, τὴν ὀργανωµένη µὲ τόση ἀκρίβεια, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ξεπερνᾶ τὸ µέτρο, πρέπει νὰ τιµωρηθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες.

    Ὅσο γιὰ µένα συγκινοῦµαι παρατηρώντας πὼς ἡ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης εἶχε τόσο πολὺ διαποτίσει τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ὥστε νὰ γίνει κανόνας τοῦ φυσικοῦ κόσµου. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους µου, τῶν ἀρχῶν τοῦ περασµένου αἰώνα, γράφει: «... θὰ χαθοῦµε γιατί ἀδικήσαµε ...». Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀγράµµατος. Εἶχε µάθει νὰ γράφει στὰ τριάντα πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του. Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα τῶν ἡµερῶν µας, ἡ προφορικὴ παράδοση πηγαίνει µακριὰ

    στὰ περασµένα ὅσο καὶ ἡ γραπτή. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ποίηση. Εἶναι γιὰ µένα σηµαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σουηδία θέλησε νὰ τιµήσει καὶ τούτη τὴν ποίηση καὶ ὅλη τὴν ποίηση γενικά, ἀκόµη καὶ ὅταν ἀναβρύζει ἀνάµεσα σ’ ἕνα λαὸ περιορισµένο. Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁ σύγχρονος κόσµος ὅπου ζοῦµε, ὁ τυρρανισµένος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνησυχία, τὴ χρειάζεται τὴν ποίηση. Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα – καὶ τί θὰ γινόµασταν ἂν ἡ πνοή µας λιγόστευε; Εἶναι µία πράξη ἐµπιστοσύνης – κι ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἂν τὰ δεινά µας δὲν τὰ χρωστᾶµε στὴ στέρηση ἐµπιστοσύνης.

    Παρατήρησαν, τὸν περασµένο χρόνο γύρω ἀπὸ τοῦτο τὸ τραπέζι, τὴν πολὺ µεγάλη διαφορὰ ἀνάµεσα στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήµης καὶ στὴ λογοτεχνία. παρατήρησαν πὼς ἀνάµεσα σ’ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δράµα καὶ ἕνα σηµερινό, ἡ διαφορὰ εἶναι λίγη. Ναί, ἡ συµπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲ µοιάζει νὰ ἔχει ἀλλάξει βασικά. Καὶ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς νιώθει πάντα τὴν ἀνάγκη ν’ ἀκούσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ ὀνοµάζουµε ποίηση. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ σβήσει κάθε στιγµὴ ἀπὸ στέρηση ἀγάπης καὶ ὁλοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγηµένη, ξέρει ποὺ νὰ ’βρει καταφύγιο, ἀπαρνηµένη, ἔχει τὸ ἔνστικτο νὰ πάει νὰ ριζώσει στοὺς πιὸ ἀπροσδόκητους τόπους. Γι’ αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν µεγάλα καὶ µικρὰ µέρη τοῦ κόσµου. Τὸ βασίλειό της εἶναι στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς. Ἔχει τὴ χάρη ν’ ἀποφεύγει πάντα τὴ συνήθεια, αὐτὴ τὴ βιοµηχανία. Χρωστῶ τὴν εὐγνωµοσύνη µου στὴ Σουηδικὴ Ἀκαδηµία ποὺ ἔνιωσε αὐτὰ τὰ πράγµατα, ποὺ ἔνιωσε πὼς οἱ γλῶσσες, οἱ λεγόµενες περιορισµένης χρήσης, δὲν πρέπει νὰ καταντοῦν φράχτες ὅπου πνίγεται

    Ὁµιλία Σεφέρη στὴ Στοκχόλµη

    (11 ∆εκεµβίου 1963)

    κατὰ τὴν ἀπονοµὴ

    τοῦ Νόµπελ Λογοτεχνίας

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 11 (Όκτώβριος 2008)

    Σ’ ἕνα χωριὸ στὴ Σκοτία, ἀρχὲς τοῦ 1890. Μία βροχερὴ καὶ χειµωνιάτικη µέρα, ὅπως σχεδὸν ὅλες. Ὁ γεροδεµένος ἄντρας καταγινόταν στὸ χωράφι του, προσπαθώντας ἔτσι νὰ κερδίσει τὸν ἐπιούσιο γιὰ τὴν οἰκογένειά του. Ξαφνικὰ ἄκουσε µία φωνὴ νὰ καλεῖ σὲ βοήθεια ἀπὸ τὸ γειτονικὸ βάλτο. Ἀµέσως ὁ φτωχὸς ἀγρότης παράτησε τὰ ἐργαλεῖα του καὶ ἔτρεξε πρὸς τὰ ἐκεῖ, ὅπου βρῆκε ἕνα νέο ἀγόρι χωµένο ὡς τὴ µέση στὴ λάσπη νὰ κραυγάζει ἀπελπισµένα προσπαθώντας νὰ ἐλευθερωθεῖ.

    Ὁ ἀγρότης καθησύχασε τὸ ἀγόρι καὶ σὲ λίγο κατάφερε νὰ τὸ τραβήξει ἀπ’ τὴ λάσπη, σώζοντάς τὸ ἀπὸ βέβαιο θάνατο.

    Τὴν ἑπόµενη µέρα µία πολυτελὴς ἅµαξα ἔφτασε στὸ σπίτι του. Ἕνας πλούσιος καὶ ὅπως φαινόταν ἀπὸ ἀριστοκρατικὴ γενιὰ ἄντρας κατέβηκε καὶ συστήθηκε ὡς ὁ πατέρας τοῦ ἀγοριοῦ ποὺ εἶχε σώσει ὁ ἀγρότης.

    “Θέλω νὰ σᾶς ἀνταµείψω. Σώσατε τὴ ζωὴ τοῦ γιοῦ µου” εἶπε ὁ καλοντυµένος ἄντρας στὸν ἀγρότη. “Δὲν µπορῶ νὰ δεχτῶ πληρωµὴ γι’ αὐτὸ ποὺ ἔκανα”, τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος. Τὴν ἴδια στιγµὴ

    ὁ µικρὸς γιὸς τοῦ ἀγρότη βγῆκε στὴν πόρτα τοῦ φτωχικοῦ τους.

    “Εἶναι γιός σας;” Ρώτησε ὁ ἐπισκέπτης. “Μάλιστα” ἀπάντησε µὲ ὑπερηφάνεια ὁ ἀγρότης. “Τότε σᾶς προτείνω κάτι: Νὰ µοῦ ἐπιτρέψετε νὰ προσφέρω στὸ γιό σας τὴν ἴδια ἐκπαίδευση µὲ τὸ δικό µου, ποὺ χωρὶς τὴ δική σας παρέµβαση δὲ θὰ ζοῦσε”. Ὁ ἀγρότης δέχτηκε µὲ µεγάλη χαρὰ κι ἔτσι ὁ γιὸς του φοίτησε στὰ καλύτερα σχολεῖα καὶ στὸ τέλος πῆρε τὸ δίπλωµά του ἀπὸ τὴν Ἰατρικὴ Σχολὴ τοῦ Νοσοκοµείου St. Marie τοῦ Λονδίνου. Μέσα σὲ λίγα χρόνια ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ξακουστοὺς γιατροὺς τοῦ κόσµου.

    Πολὺ ἀργότερα ὁ γιὸς τοῦ ἀριστοκράτη ἄντρα ποὺ εἶχε σωθεῖ µικρὸς στὸ βάλτο, προσβλήθηκε ἀπὸ πνευµονία. Κόντεψε νὰ πεθάνει, ὅµως σώθηκε χάρη στὴν πενικιλίνη ποὺ εἶχε ἐφεύρει ὁ διάσηµος πλέον γιατρός, ὁ γιὸς τοῦ φτωχοῦ ἀγρότη. Τὸ ὄνοµά του; Ἀλέξανδρος Φλέµινκ. Τὸ ὄνοµα τοῦ γιοῦ τοῦ ἀριστοκράτη Ἄγγλου πού σωζόταν γιὰ δεύτερη φορά ἀπὸ τὴν ἴδια οἰκογένεια; Σὲρ Οὐίνστον Τσόρτσιλ. . .

    Περιοδικό “Ἀπαγορευµένη ἱστορία”

    ὁ παλµὸς τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ποὺ ἔγινε ἕνας Ἄρειος Πάγος ἱκανός νὰ κρίνει µὲ ἀλήθεια ἐπίσηµη τὴν ἄδικη µοίρα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ θυµηθῶ τὸν Σέλλεϋ, τὸν ἐµπνευστή, καθώς µᾶς λένε, τοῦ Ἀλφρέδου Νοµπέλ, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ µπόρεσε νὰ ἐξαγοράσει τὴν ἀναπόφευκτη βία µὲ τὴ µεγαλοσύνη τῆς καρδιᾶς του.

    Σ’ αὐτὸ τὸν κόσµο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας µας χρειάζεται ὅλους τούς ἄλλους. Πρέπει ν’ ἀναζητήσουµε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται.

    Ὅταν στὸ δρόµο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ ἔθεσε τὸ αἴνιγµά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουµε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουµε. Ἂς συλλογιστοῦµε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα.

    Ὅ,τι δίνεις παίρνεις

    9

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 11 (Όκτώβριος 2008)

    10

    Tὸ πῶς εἶχεν ἀποκτήσει τὰ χρήµατα ὁ Κώστας ὁ Γαγάτος, οὔτε αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν ἤξευρεν. Ἴσως τὸ ἤξευρε µόνον ἡ µάννα του, ἡ Μαγιάκω, ἡ ὁποία εἶχε πέντε προγόνια, καὶ τρία ἤ τέσσαρα δικά της παιδιά. Καὶ σὰν ἀπέθανε ὁ µακαρίτης ὁ σύζυγός της, αὐτὴ διηγεῖτο ὅτι ἔβλεπε διάφορα ὄνειρα ἀποκαλυπτικὰ περὶ τοῦ µέλλοντος καὶ τῆς τύχης τῶν τέκνων.

    —Ἀποψ’ εἶδα στὸν ὕπνο µ’, ἄχ! Μαριώ µ’, Μαριώ µ’! (διηγεῖτο εἰς τὴν προγονὴν της τὴν πρωτότοκον, ἴσην σχεδὸν µὲ αὐτὴν στὰ χρόνια) πὼς ἦρθ’ ἀφέντ’ς σ’ (δηλ. ὁ πατέρας σου) καὶ µοῦ ‘πε, ἄχ! Μαριώ µ’!

    Πέντε παιδιὰ θὰ προκόψ’νε, Μαριώ µ’, Μαριώ µ’!. . .

    Καὶ ἀπηρίθµει τίνες ἐκ τῶν ἀδελφῶν ἔµελλον νὰ προκόψουν, κατὰ τὴν ἀποκάλυψιν τὴν ὁποίαν τῆς εἶχε κάµει ἐν ὀνείρῳ ὁ τεθνεώς. Εἶτα ἐπέφερε πάντοτε λογαοιδικῶς καὶ ἐν ρυθµῷ, ὡς νὰ ἐµοιρολόγει, καὶ σείουσα τὴν κεφαλήν, ὡς διὰ νὰ κρατῇ τὸν χρόνον:

    —Ἡ στερηµέν’* ἡ Φράγκισσα, ἡ θυγατέρα µ’. .

    Εἶχε µίαν θυγατέρα, ἡ ὁποία ξενιτευθεῖσα µετὰ τοῦ συζύγου της, δηµοσίου ὑπαλλήλου ὄντος, εἶχεν ἀλλάξει τὴν ἐγχώριον ἐνδυµασίαν. Διὰ τοῦτο ἡ µήτηρ της τὴν ἐµίσει ὁλοψύχως, καὶ τὴν ὠνόµαζε, πάντοτε σχεδόν, «ἡ Φράγκισσα».

    —Ἡ στερηµέν’ ἡ Φράγκισσα, ἡ θυγατέρα µ’, κι ὁ ἀδερφὸς σ’, ὁ γκαβούλιακας, ὁ Παναγής, πφοὺ! στάχτ’ κι κορνιαχτὸς!. . .

    Ὅσον ἀφορᾷ τὸν µοναχογυιόν της, τὸν Κώσταν, αὐτή, ὡς φαίνεται, εἶχε βοηθήσει εἰς τὸ νὰ ἐπαληθεύσῃ ὁ χρησµός. Ὅταν ἐψυχοµαχοῦσε ὁ γέρων, αὐτὴ ἔλαβε, καθὼς ἔλεγε τουλάχιστον ὁ κόσµος, τὸ µέγα κοµπόδέµα, ἤτοι τὴν σακκούλαν µὲ τὶς λίρες, καὶ τὸ ἔρριψεν εἰς τὸ πηγάδι τῆς αὐλῆς, τὸ ὁποῖον εἶχε δυὸ ἡ τρεῖς σπιθαµάς νεροῦ. Μόλις δ’ ἐξεψύχησεν ὁ πατὴρ των, κ’ ἐνῶ ὁ νεκρὸς ἦτον ζεστὸς ἀκόµα, οἱ δὲ ἄλλοι υἱοὶ τοῦ τεθνεῶτος, οἱ πρόγονοί της, ἔψαχναν νὰ εὕρουν τὸ κοµπόδεµα, αὐτὴ ὑπέδειξε εἰς τὸν Κώσταν ποῦ εἶχε ρίψει τὴν σακκούλαν µὲ τὶς λίρες.

    Τὸ πῶς ἀνέσυρε τὴν σακκούλαν ἀπὸ τὸ πηγάδι ὁ υἱός της, οὔτε ἡ γραία Μαγιάκω δὲν τὸ ἤξευρεν, ἂν δηλαδὴ κατεβίβασεν ἁρπάγην µὲ σχοινίον, ἤ ἂν ὁ ἴδιος κατέβη µὲ σκάλαν ἤ χωρὶς σκάλαν, ἤ ἔδωκε βουτιάν, ἡ ἂν ἄδειασε τὸ πηγάδι µὲ τὴν ἀντλίαν ἤ µὲ τὸν κουβάν, διὰ νὰ φανῇ τὸ κοµπόδεµα εἰς τὸ βάθος, αὐτὸ µόνος ὁ Γαγάτος τὸ ἤξευρε.

    Ὁ Κώστας ὁ Γαγάτος τώρα ἦτον µέγας καὶ πολύς, τοκιστὴς εἰς τὸ χωρίον πότε 18 τοῖς ἑκατόν, πότε 16 ἡ 15, τὰ σίγουρα, καὶ «τὸ διάφορο κεφάλι»* Τὰ θαλασσοδάνεια, συνήθως 36 τοῖς ἑκατόν, πάλιν «τὸ διάφορο κεφάλι».

    Ἦτον δὲ πρόθυµος νὰ δανείζῃ, καὶ νὰ ἐνθαρρύνῃ πρὸς ἐργασίαν. Ἅµα ἔβλεπε χωρικὸν τινα ἔχοντα καλὰ κτήµατα, τὸν ἐκατάφερνε προσφερόµενος νὰ τοῦ δώσῃ χρήµατα, διὰ νὰ ἐπεκτείνῃ τὴν καλλιέργειαν. Ἅµα ἔβλεπεν ἄξιον τινα βαρκάρην, πάλιν ἦτο πρόθυµος νὰ τοῦ δώσῃ, διὰ νὰ ναυπηγήσῃ βρατσέραν, ἤ γολετί, ἤ κότερον.

    Ὁ Γαγάτος καί τό ἄλογο

    Ἀλεξάνδρου Παπαδιαµάντη

    (Ἐν µέσῳ τῆς παγκόσµιας οἰκονοµικῆς κρίσης ἕνα διήγηµα τοῦ Παπαδιαµάντη ἄκρως εὔστοχο. Οἱ µεγάλοι ἀσχολοῦνται µὲ τὰ µεγάλα ἐξ ἐνστίκτου.)

    * Ἀνατοκισµός* Ἡ στείρα

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 11 (Όκτώβριος 2008)

    Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον, εἶχε φάγει τὰ κεφάλια πολλῶν, χωρικῶν ἤ θαλασσινῶν, ἐνῶ αὐτὸς δὲν ἔχανε ποτὲ του τίποτε, οὔτε διάφορο, οὔτε κεφάλι. Ἂλλ’ ἦτον καὶ πράγµατι «γερὸ κεφάλι», ὁ Κώστας ὁ Γαγάτος. Ἂν διὰ τῆς µεθόδου ταύτης, δὲν ἀπέκτα δηµοτικότητα, ἂν ἐγίνετο µᾶλλον λαοµίσητος, πεντάραν δὲν ἔδιδε. Ἤρκει νὰ µὴ χάσῃ τὰ χρήµατα. Ἤξευρε πολὺ καλὰ ὅτι πᾶς τοκογλύφος, ἀρκεῖ νὰ ἔχῃ φιλοδοξίαν — καὶ ποῖος δὲν ἔχει; — θὰ ἒλθῃ ἡµέρα, ὥρα, ψυχολογικὴ στιγµή, ὁπού θὰ γίνῃ σύµβουλος, δήµαρχος, ἤ καὶ βουλευτής, ἀρκεῖ νὰ τὸ θέλῃ. Ἤξευρεν ὅτι, ὅσον µισεῖταί τις, τόσον φοβερὸς καὶ σηµαντικὸς γίνεται. Ἄλλ’ ὅταν φανῇ ἀνάξιος καὶ «µπόσικος», καὶ τοῦ φᾶν οἱ ἄλλοι τὰ λεπτά, τότε, εἰς τὸ τέλος, περιφρονεῖται, καὶ «τύφλα!» τοῦ φωνάζουν ὅλοι.

    Δι’ αὐτῆς τῆς µεθόδου, ὡς ἀνωτέρω, εἶχε καταφέρει καὶ τὸν Γιάννην τὸν Περιβόλαν, ἔχοντα ἀλογόµυλον, νὰ πωλήσῃ ἕνα παλιὸ ἄλογο ποὺ εἶχε, καὶ ν’ ἀγοράσῃ νέον. Τὸν ἐδάνεισε δὲ τριακοσίας δραχµάς.

    Τὸν πρῶτον χρόνον, ὁ Γιάννης ὁ Περιβόλας τοῦ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν τόκον, πρὸς 16 τοῖς ἑκατόν, καὶ µέρος τοῦ κεφαλαίου. Τὸν δεύτερον χρόνον δὲν εὐκολύνθη νὰ δώσῃ τίποτε ἀπὸ τὸ κεφάλαιον, µόνον ἤθελε νὰ δώσῃ ἀκριβῶς τὸν τόκον τοῦ ὑπολειποµένου κεφαλαίου. Ὁ Γαγάτος τοῦ εἶπε: «Φέρ’ ἐσύ, κ’ ἐγώ τὰ σβήνω. Κάνουµε καλά».

    Ἔλαβε τὰ δυὸ εἰκοσιπεντάρικα τὰ ὁποῖα ἐκράτει εἰς χεῖρας ὁ ἄνθρωπος, ζητῶν νὰ λάβῃ τὰ ρέστα, καὶ ὁ Γαγάτος τοῦ ἔδωκε µόνον δυὸ δραχµάς, κρατήσας 48 ἀπέναντι ἀκεραίου τοῦ κεφαλαίου, ἐνῶ ἐδικαιοῦτο νὰ λαµβάνῃ µόνον διὰ τὸ ὑπολειπόµενον κεφάλαιον. Τὸν τρίτον χρόνον, πάλιν ὁ Περιβόλας ἠµπόρεσε νὰ δώσῃ µέρος τοῦ κεφαλαίου, καὶ ὁ Γαγάτος εἶπεν ὅτι τὰ σβήνει, κι ἂς µὴν ἀνησυχῇ κτλ. Τὸν τέταρτον χρόνον ὁ Περιβόλας µόνον τόκον ἔδωσε «κουτουρού», ἐπειδὴ δὲν ἤξερε «πόσα κάνει».

    Τὸν πέµπτον καὶ ἕκτον χρόνον εἶχε πέσει δυστυχία, ἀφορία µεγάλη κτλ. Ἀσθένειαι καὶ θάνατοι

    καὶ γέννησις διδύµων εἶχον ἐνσκήψει εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Περιβόλα. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἠµπόρεσε νὰ δώσῃ οὔτε τόκον.

    Ὁ Γαγάτος τὸν εἶχε τυλίξει εἰς τρόπον ὥστε νὰ µὴ γνωρίζῃ πλέον πόσα ἐχρεώστει, καὶ πόσα εἶχε πληρώσει. Ἤρχισε δὲ νὰ τὸν πιέζῃ, ἀπαιτῶν τὴν πληρωµὴν τόκου καὶ κεφαλαίου, ἂλλ’ ἐκεῖνος δὲν εἶχεν, οὔτε ἦτον εὔκολον νὰ δανεισθῇ. Τέλος ὁ Γαγάτος τοῦ ἐκίνησεν ἀγωγήν, ἀπαιτῶν τοὺς τόκους δυὸ ἐτῶν, καὶ ὁλόκληρον τὸ κεφάλαιον.

    Ὁ Κώστας, ἐνῶ ἐξωδίκως ἔλεγεν ὅτι «τὰ σβήνει», ὅτι τὰ ἔχει σηµειωµένα εἰς τὸ κατάστιχόν του, κτλ., ἐπὶ δικαστηρίου µόνον τὸ ὁµόλογον ἐπαρουσίασε, καὶ µόνον τοὺς τόκους τῶν τεσσάρων

    ἐτῶν ἀνεγνώρισεν ὅτι εἶχε λάβει. Δὲν ἐβράδυνε νὰ ἐκδοθῇ ἀπόφασις «ἐκτελεστή».

    Τὴν ἄλλην ἡµέραν ὁ Ἀνδρέας τῆς Βασιλικῆς, δ ι κ α σ τ ι κ ὸ ς κ λ η τ ή ρ , φ ο υ σ τ α ν ε λ ο φ ό ρ ο ς , µ ε τ ὰ τοῦ τρίτου παρέδρου, κτλ., προέβησαν εἰς τὴν κατάσχεσιν τοῦ ἀλόγου τοῦ Περιβόλα. Τὸ ἄλογον ἦτον ἀκµαῖον ἀκόµη.

    Ἦτον ξεκούραστον ἀπὸ ἡµερῶν, καὶ ἐδέχετο ἀναβάτην, ἐπειδὴ τὰ ἀλέσµατα εἰς τὸν µύλον, κριθάρια ἤ καλαµβόκια, ἦσαν σπάνια ἐκείνην τὴν χρονιάν.

    Ὁ Γαγάτος, ἂν τὸ ἐπωλοῦσε, θὰ ἔπιανε βεβαίως τὰ χρήµατα, ἄλλα δὲν ἤθελε νὰ τὸ πωλήσῃ. Τὸ ἤθελε διὰ τὸν ἑαυτόν του. Εἶχε κτήµατα πολλά, καὶ φάµπρικες καὶ ἐλαιοτριβεῖα, ὁ Γαγάτος.

    Τὸ ἔλαβεν εἰς τὴν δικαιοδοσίαν του ὁ γυιὸς τοῦ Γαγάτου, ὁ Θοδωρής, ὁ ὁποῖος ἄλφα δὲν εἶχε µάθει, οὔτε εἰς ἄλλο τίποτε ἦτον χρήσιµος, µόνον εἶχε µανίαν νὰ τρέχῃ µὲ τὰ ζῶα, ὡς ἀγωγιάτης, νὰ χορταίνῃ τὴν καβάλα, ν’ ἀτακτῇ καὶ νὰ ὠρύεται τὴν νύκτα εἰς τὰ λιβάδια, ἐνίοτε καί εἰς τάς ὁδοὺς τῆς πολίχνης. Ἦτον πλασµένος διὰ νὰ γίνῃ ὀνηλάτης.

    Ὁ Θοδωρὴς τὸ ἔλαβε. Τὸ ἐκοίταξε, τὸ ἐκαµάρωσε, τὸ ἐχάιδευσε, καὶ εἶπε: — Μωρέ, κελεπούρι!... τεφαρίκι!... βρέ, πλιάτσικο.

    11

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 11 (Όκτώβριος 2008)

    12

    Μία φορά κι ἕναν καιρὸ ὑπῆρχε ἕνα νησὶ ὅπου ζοῦσαν ἡ Εὐτυχία, ἡ Λύπη, ἡ Γνώση, ἡ Ἀγάπη, ὁ Πλοῦτος, ἡ Ἀλαζονεία καὶ ἄλλοι.

    Μία µέρα ἔµαθαν ὅτι τὸ νησὶ θὰ βούλιαζε καὶ ὅλοι πῆγαν στὶς βάρκες τους καὶ ἄρχισαν νὰ φεύγουν.

    Η ΑΓΑΠΗ ἦταν ἡ µόνη ποὺ ἔµεινε πίσω. Ἤθελε νὰ εἶναι ἐκεῖ µέχρι τὴν τελευταία στιγµή. Ὅταν τὸ νησὶ ἄρχισε νὰ βουλιάζει ἡ ΑΓΑΠΗ ζήτησε βοήθεια. Βλέπει τὸν Πλοῦτο καὶ τοῦ λέει:

    -Μπορεῖς νὰ µὲ πάρεις µαζί σου

    -Ὄχι, δὲν µπορῶ! Ἔχω χρυσάφι καὶ ἀσήµι στὴ βάρκα µου καὶ δὲν ἔχω χῶρο!

    Δίπλα περνοῦσε ἡ Ἀλαζονεία.

    -Σὲ παρακαλῶ, βοήθησε µέ! τῆς εἶπε ἡ ΑΓΑΠΗ.

    -Δὲν µπορῶ, εἶσαι βρεγµένη καὶ θὰ µοῦ λερώσεις τὴν ὄµορφη βάρκα µου!

    Τελευταία πέρασε ἡ Εὐτυχία. Ἀλλὰ ἦταν τόσο εὐτυχισµένη ποὺ οὔτε ἄκουσε τὴν ΑΓΑΠΗ νὰ ζητάει βοήθεια.

    Ξαφνικὰ ἀκούστηκε µία φωνὴ ἀπὸ ἕναν ἡλικιωµένο κύριο ποὺ ἡ ΑΓΑΠΗ δὲν γνώριζε

    -Ἔλα ἐδῶ, θὰ σὲ πάρω ἐγὼ µαζί µου. τῆς εἶπε.

    Ὅταν ἔφτασαν στὴ στεριὰ ὁ κύριος ἔφυγε βιαστικὰ καὶ ἡ ΑΓΑΠΗ δὲν πρόλαβε νὰ τὸν εὐχαριστήσει.

    -Γνώση, ποιὸς µὲ βοήθησε ρώτησε ἡ ΑΓΑΠΗ.

    -Ὁ Χρόνος! τῆς ἀπάντησε ἡ Γνώση.

    -Γιατί µὲ βοήθησε ὁ Χρόνος ξαναρώτησε ἡ ΑΓΑΠΗ.

    Τότε ἡ Γνώση χαµογέλασε καὶ τῆς εἶπε:

    -Μόνο ὁ Χρόνος, µπορεῖ νὰ καταλάβει πόσο µεγάλη σηµασία ἒχει στή ζωή ἡ ΑΓΑΠΗ!

    Τὸ ἐκαβαλίκευσεν ἐν θριάµβῳ, κ’ ἐπῆγε νὰ τὸ βοσκήσῃ. Τὸ ἐπότισε. Πάλιν τὸ ἐβόσκησε. Τὸ ἐκαβαλίκεψε πάλιν, τὸ ἐπηλάλησε. Τὸ ἐκαµάρωνεν, ὡς καινούργιο κόσκινο δὲν ἤξευρε τί νὰ τὸ κάµῃ, τοῦ ἐφαίνετο ὡς λεία, ὡς λάφυρον, ὡς εὕρηµα, ὡς ἕρµαιον, ὡς κειµήλιον, ὡς θεόπεµπτον, ὡς οὐρανοκατέβατον, ὡς µυθῶδες πρᾶγµα.

    Τὸ βράδυ ἐπέστρεψε νύκτα, καὶ τὸ ἔκλεισεν εἰς τὸν σταῦλον, τὸν συνεχόµενον µὲ

    τὸ ἐλαιοτριβεῖον τοῦ πατρός του, ἐντὸς µεγάλου αὐλογύρου µὲ ὑψηλόν περίβολον.

    Τὴν πρωίαν τὸ ζῶον εὑρέθη νεκρόν. Τί εἶχε πάθει; Ἐκ ποίας τάχα ἀφορµῆς; Ἕνας γέρων, ὅστις ἦτον ὁ ἐµπειρικὸς κτηνίατρος τοῦ τόπου, ἀπεφάνθη: «Ἄν δὲν εἶναι ἀπὸ ἀβασκαµό, θὰ ἔσκασε ἀπ’ τὸ κακό του, γιατί ἄλλαξε ἀφέντη».

    Παραµύθι ἀγάπης

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 11 (Όκτώβριος 2008)

    Ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1917, ὅταν οἱ Μπολσεβίκοι κατέλαβαν τὴν ἐξουσία, µέχρι περίπου τὸ 1988, τὸ ἒτος ποὺ ὁ Ρωσικὸς Χριστιανισµὸς γιόρτασε τὴ χιλιετηρίδα του, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση ἔζησε σὲ µία κατάσταση πολιορκίας. Ἡ ἔνταση τοῦ διωγµοῦ διέφερε ἀπὸ ἐποχὴ σὲ ἐποχὴ σ’ αὐτὰ τὰ ἑβδοµήντα χρόνια, ἀλλὰ ἡ βασικὴ στάση τῶν Κοµµουνιστικῶν Ἀρχῶν παρέµεινε ἡ ἴδια: ἡ θρησκευτικὴ πίστη, σὲ ὅλες της τὶς ἐκφάνσεις, εἶναι ἕνα λάθος ποὺ πρέπει νὰ καταπνιγεῖ καὶ νὰ ξερριζωθεῖ. Σύµφωνα µὲ τὰ λόγια τοῦ Στάλιν, «Τὸ Κόµµα δὲν µπορεῖ νὰ παραµείνει οὐδέτερο µπροστὰ στὴ θρησκεία. Διεξάγει ἕναν ἀντιθρησκευτικὸ ἀγώνα ἐναντίον κάθε θρησκευτικῆς προκατάληψης». Γιὰ νὰ κατανοήσουµε τὴν πλήρη σηµασία ποὺ ἔχουν αὐτὰ τὰ λόγια, θὰ πρέπει νὰ θυµηθοῦµε πὼς τὸ Κόµµα, ὑπὸ τὸν Σοβιετικὸ Κοµµουνισµό, ἦταν ἐντελῶς ταυτισµένο µὲ τὸ Κράτος.

    Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀπὸ τὸ 1917 καὶ ἐφεξῆς, οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ ἄλλοι χριστιανοὶ βρέθηκαν µπροστὰ σὲ µία κατάσταση, ποὺ ὅµοιά της δὲν ὑπῆρξε ἄλλη στὴν ἱστορία τοῦ ἀρχέγονου Χριστιανισµοῦ. Ἡ Ρωµαϊκὴ Αὐτοκρατορία, ἂν καὶ κατὰ καιροὺς καταδίωκε τοὺς χριστιανούς, ὅµως

    δὲν ἦταν κατὰ καµία ἔννοια ἀθειστικό κράτος, προσανατολισµένο στὴν καταπίεση αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς θρησκείας. Οἱ Ὀθωµανοί Τοῦρκοι, πιστοὶ τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, ἂν καὶ δὲν ἦσαν χριστιανοί, φάνηκαν ἀρκετὰ ἀνεκτικοὶ ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία, καθὼς εἴδαµε. Ὁ Σοβιετικὸς ὅµως Κοµµουνισµός, λόγω τῶν βασικῶν του ἀρχῶν, ἦταν στραµµένος σὲ µιά ἐπιθετικὴ καὶ στρατευµένη ἀθεία. Δὲν τοῦ ἀρκοῦσε ἕνας οὐδέτερος χωρισµὸς µεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, ἀλλά ἐπεζήτησε µὲ ὅλα τὰ µέσα, εὐθέα καὶ πλάγια, νὰ ἀναποδογυρίσει ὅλη τὴν ὀργανωµένη ἐκκλησιαστικὴ ζωή, καὶ νὰ ἐξαλείψει κάθε θρησκευτικὴ πίστη.

    Οἱ Μπολσεβίκοι, µόλις κατέλαβαν τὴν ἐξουσία, ἔσπευσαν νὰ βάλουν σὲ ἐνέργεια τὸ πρόγραµµά τους. Ἡ Νοµοθεσία τοῦ 1918 ἀπέκλεισε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ κάθε συµµετοχὴ στὴν ἐκπαίδευση καὶ δήµευσε ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία. Ἡ Ἐκκλησία ἔπαυσε νὰ ἒχει ὁποιοδήποτε δικαίωµα� ἁπλῶς δὲν διέθετε καµιὰ νοµικὴ ὑπόσταση. Τὰ ἄρθρα τοῦ Σοβιετικοῦ Συντάγµατος ἔγιναν ὅλο καὶ πιὸ σκληρά.

    Τὸ Σύνταγµα τοῦ 1918 ἐπέτρεπε τὴν «ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς καὶ ἀντιθρησκευτικῆς

    Ἐπισκόπου ∆ιοκλείας Κάλλιστου Ware

    «Ἐπίθεση κατὰ τοῦ οὐρανοῦ»

    (Οἱ ἀντιδράσεις ἐξ ἀφορµῆς τῆς γνωστῆς ὑποθέσεως τῆς µονῆς Βατοπαιδίου, τὸ κλίµα ποὺ ἔχει δηµιουργηθεῖ, οἱ τρόποι ἔκφρασης ποὺ χρησιµοποιοῦνται, δηµιουργοῦν στὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ ἰδιαίτερα συναισθήµατα. Ἐν µέσῳ αὐτῶν τῶν συναισθηµάτων ἔπεσε στὰ χέρια µας τὸ θαυµάσιο βιβλίο τοῦ ἐπισκόπου Διοκλείας Κάλλιστου Ware «H ὀρθόδοξη Ἐκκλησία». Παραθέτουµε ἀπόσπασµα τοῦ βιβλίου ἀναφερόµενο στὸ τρόπο ποὺ ἔζησε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τὴν περίοδο 1917-1988. Εὐκαιρία γιὰ ἐκτίµηση τῆς σχέσης µας µὲ τά µεγάλα καί καίρια τῆς ζωῆς.)

    «Αὐτοί πού ἐπιθυµοῦν νά Μέ δοῦν, θά περάσουν µέσα ἀπό βάσανα καί ἀπελπισία» Ἐπιστολή τοῦ Βαρνάβα vii, 11.

    13

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 11 (Όκτώβριος 2008)

    14

    προπαγάνδας» (ἄρθρο 13), ἀλλά στὸν «Νόµο γιὰ τὶς θρησκευτικὲς Ἑνώσεις» ποὺ µπῆκε σ’ ἐφαρµογὴ τὸ 1929, αὐτὸ ἄλλαξε καὶ ἒγινε «ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς πίστης καὶ τῆς ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας». Εἶναι πολὺ σηµαντικὴ ἐδῶ ἡ διάκριση: στοὺς χριστιανοὺς ἐπιτρεπόταν -τουλάχιστον θεωρητικά- ἐλευθερία πίστης, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἐπιτρεπόταν καµιὰ ἐλευθερία προπαγάνδας.

    Η Ἐκκλησία ἐθεωρεῖτο ἁπλῶς ὡς µία λατρευτικὴ Ἕνωση. Οὐσιαστικά τῆς ἐπετράπη νὰ τελεῖ τὶς θρησκευτικὲς ἀκολουθίες καὶ στὴν πράξη -µετὰ µάλιστα ἀπὸ τὸ 1943-ἀποδόθηκαν ὁρισµένες ἐκκλησίες στὴ λατρεία. Ἐπίσης µετὰ ἀπὸ τὸ 1943 ἐπετράπη στὴν Ἐκκλησία νὰ διατηρεῖ λίγες ἱερατικὲς σχολὲς καὶ νὰ ἔχει κάποια περιορισµένη ἐκδοτικὴ δραστηριότητα. Ἀλλά πέρα ἀπ’ αὐτὰ δὲν τῆς ἐπετράπη οὐσιαστικὰ τίποτε ἄλλο.

    Μ’ ἄλλα λόγια οἱ ἐπίσκοποι καὶ ὁ κλῆρος δὲν µποροῦσαν ν’ ἀσχοληθοῦν µὲ τὸ φιλανθρωπικὸ ἤ τὸ κοινωνικὸ ἔργο.Ἡ ἐπίσκεψη τῶν ἀσθενῶν ἦταν πολὺ περιορισµένη. Ἦταν ἀδύνατο τὸ ποιµαντικὸ ἔργο στὶς φυλακές, στὰ νοσοκοµεῖα ἤ στὰ ψυχιατρεῖα. 0ἱ ἐνοριακοὶ ἱερεῖς δὲν µποροῦσαν νὰ ὀργανώσουν κανενὸς είδους νεανικὲς ὁµάδες ἤ κύκλους µελέτης. Δὲν µποροῦσαν νὰ ὀργανώσουν κατηχητικὰ γιὰ τὰ παιδιά. Ἡ µόνη κατήχηση ποὺ οὐσιαστικὰ µποροῦσαν νὰ προσφέρουν στὸ ποίµνιό τους ἦταν µέσω τοῦ κηρύγµατος κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἀκολουθιῶν. (Συχνὰ µάλιστα δὲν ἄφηναν ἀνεκµετάλλευτη µία τέτοια εὐκαιρία: θυµᾶµαι τὴ συµµετοχή µου στὴν τέλεση µιᾶς Λειτουργίας, στὴ δεκαετία τοῦ ‘70, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας ἔγιναν τέσσερα ἤ πέντε διαφορετικὰ κηρύγµατα. Τὸ ἐκκλησίασµα τὰ παρακολούθησε µὲ µεγάλη προσοχὴ καὶ στὸ τέλος εὐχαρίστησε τὸν κήρυκα µὲ ἐκδηλώσεις µεγάλης εὐγνωµοσύνης - ἦταν µιά ἐµπειρία ποὺ δὲν τὴν ἒχω συνήθως ὅταν κηρύττω στὴ Δύση!)

    Ὁ κλῆρος δὲν µποροῦσε νὰ ὀργανώσει κάποια ἐνοριακὴ βιβλιοθήκη, καθόσον τὰ µόνα βιβλία ποὺ ἐπιτρεπόταν νὰ ὑπάρχουν στὴν ἐκκλησία ἦσαν τὰ λειτουργικὰ βιβλία γιὰ λατρευτικὴ χρήση. Δὲν διέθεταν οὔτε φυλλάδια, οὔτε τὸ παραµικρότερο ἄλλο πληροφοριακὸ ὑλικό. Ἀκόµη καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ ἦταν σπάνιο εἶδος, ποὺ ἀνταλλασσόταν

    στὴ µαύρη ἀγορὰ σὲ τεράστιες τιµές. Τὸ χειρότερο δὲ ἀπ’ ὅλα ἦταν πὼς ὁ κάθε κληρικός, ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο µέχρι τὸν ταπεινότερο ἐνοριακὸ ἱερέα, χρειαζόταν νὰ ἒχει ἄδεια ἀπὸ τὸ Κράτος γιὰ νὰ ἐξασκήσει τὸ λειτούργηµά του, καὶ βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴ στενὴ καὶ ἀνελέητη παρακολούθηση τῆς µυστικῆς ἀστυνοµίας. Κάθε λέξη ποὺ ἔλεγε ὁ ἱερέας στὰ κηρύγµατά του σηµειωνόταν προσεκτικά. Ὁλόκληρη τή µέρα, κάποια ἐχθρικὰ καὶ παρατηρητικὰ µάτια θὰ παρακολουθοῦσαν ποιὸς ἐπισκεπτόταν τὴν ἐκκλησία γιὰ βαπτίσεις ἤ γάµους, γιὰ ἐξοµολόγηση ἤ ἁπλὴ προσωπικὴ συζήτηση.

    Τὸ ὁλοκληρωτικὸ κοµµουνιστικὸ καθεστὼς χρησιµοποίησε ὅλες τὶς δυνατὲς µορφὲς ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας, ἐνῶ εἶχε στερήσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κάθε δικαίωµα ἀνταπάντησης. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὑπῆρχε ἡ ἀθειστικὴ διδασκαλία ποὺ µεταδιδόταν συστηµατικὰ σὲ κάθε σχολεῖο. Οἱ δάσκαλοι ἔπαιρναν ἐντολές, σὰν αὐτή:

    ΄΄Ὁ Σοβιετικὸς δάσκαλος πρέπει νὰ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ ἐπιστηµονικοῦ πνεύµατος τοῦ Κόµµατος. Ὑποχρεοῦται ὄχι µόνον νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ἄπιστος, ἀλλά καὶ νὰ εἶναι ἕνας δραστήριος προπαγανδιστὴς τῆς Ἀθεΐας µεταξὺ τῶν ἄλλων, νὰ εἶναι φορέας τῶν ἰδεῶν τοῦ στρατευµένου προλεταριακοῦ ἀθεϊσµοῦ. Μὲ ἱκανότητα καὶ ἠρεµία, µὲ λεπτότητα καὶ ὑποµονὴ θὰ πρέπει ὁ Σοβιετικὸς δάσκαλος νὰ ἀποκαλύπτει καὶ νὰ ὑπερβαίνει τὶς θρησκευτικὲς προκαταλήψεις στὴ διάρκεια τῆς ἐργασίας του στὸ σχολεῖο ἀλλά καί ἔξω ἀπ’ αὐτό, κάθε µέρα΄ .́

    Ἔξω ἀπὸ τὸ σχολεῖο, µιά τεράστια ἀντιθρησκευτικὴ ἐκστρατεία διεξαγόταν ἀπὸ τὸν Σύνδεσµο Στρατευµένων Ἀθέων. Τὸν Σύνδεσµο αὐτὸν ἀντικατέστησε τὸ 1942 ἡ λιγότερο ἐπιθετικὴ «Πανενωσιακὴ Ἑταιρεία γιὰ τὴ διάδοση τῆς Ἐπιστηµονικῆς καὶ Πολιτικῆς Γνώσης». Ἡ ἀθεΐα καλλιεργεῖτο συστηµατικὰ µεταξὺ τῶν νέων ἀπὸ τὸν Σύνδεσµο Νέων Κοµµουνιστῶν. Δηµιουργήθηκαν Μουσεῖα Θρησκείας καὶ Ἀθεΐας, συχνὰ σὲ πρώην ἐκκλησίες, ὅπως στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν, στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Στὴ δεκαετία τοῦ ‘20 διοργανώνονταν στοὺς δρόµους ἀντιθρησκευτικὲς «λιτανεῖες» µὲ ὠµὸ καὶ προκλητικὸ χαρακτήρα, ἰδιαίτερα τὸ

  • ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ 11 (Όκτώβριος 2008)

    Πάσχα καὶ τὰ Χριστούγεννα. Ἐδῶ ἔχουµε µιά περιγραφὴ ἀπὸ κάποιον αὐτόπτη µάρτυρα: ΄Δ́ὲν ὑπῆρχαν διαµαρτυρίες ἀπό τούς σιωπηλοὺς δρόµους -τὰ χρόνια τοῦ τρόµου, εἶχαν κάνει καλὰ τὴ δουλειά τους — καὶ ὅλοι προσπαθοῦσαν νὰ παρακάµψουν τὸν δρόµο ὅταν συναντοῦσαν αὐτὴ τὴν προκλητικὴ «λιτανεία». Ἐγώ, προσωπικά, ποὺ παραβρέθηκα στὸ Καρναβάλι τῆς Μόσχας, µπορῶ νὰ διαβεβαιώσω πὼς δὲν ὑπῆρχε οὔτε µιά σταγόνα λαϊκῆς εὐχαρίστησης σ’ αὐτό. Ἡ πορεία ἐκινεῖτο σὲ ἄδειους δρόµους καὶ ἡ προσπάθειά της νὰ δηµιουργήσει γέλιο ἤ πρόκληση συναντοῦσε τὴ βαθιὰ σιωπὴ τῶν τυχαίων περαστικῶν.΄΄

    Ὄχι µόνο ἔκλεισε ἕνας µεγάλος ἀριθµὸς ἐκκλησιῶν στὶς δεκαετίες τοῦ ‘20 καὶ τοῦ ‘30, ἀλλά καὶ πάρα πολλοὶ ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, µοναχοί, µοναχὲς καὶ λαϊκοὶ κλείστηκαν σὲ φυλακὲς καὶ σὲ στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δὲν µποροῦµε νὰ ὑπολογίσουµε πόσοι ἐκτελέστηκαν ἤ πέθαναν ἀπὸ τὰ βασανιστήρια. Ὁ Νικήτας Στροῦβε µᾶς δίνει ἕναν κατάλογο µὲ 130 ὀνόµατα µαρτύρων ἐπισκόπων, ἀλλὰ ἀκόµη κι αὐτὸν τὸν ἀποκαλεῖ «προσωρινὸ καὶ ἀτελῆ». Ὁ συνολικὸς ἀριθµὸς τῶν ἱερέων ποὺ µαρτύρησαν πρέπει νὰ φτάνει σὲ δεκάδες χιλιάδες. Φυσικὰ οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἦσαν κατὰ κανένα τρόπο οἱ µόνοι ποὺ ὑπέφεραν κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς τροµοκρατικῆς ἐξουσίας τοΰ Στάλιν, ἀλλ’ ὑπέφεραν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον. Τίποτε δὲν θὰ µποροῦσε νὰ συγκριθεῖ µὲ ὅ,τι συνέβαινε στοὺς διωγµοὺς κατὰ τὴ Ρωµαϊκὴ περίοδο. Τὰ λόγια τοῦ Πρωτόπαπα Ἀββακούµ, ποὺ ἒζησε τὸν δέκατο ἕβδοµο αἰώνα, βγῆκαν ἀληθινὰ στὴν περίοδο τοῦ κοµµουνιστικοῦ καθεστῶτος, τρεῖς αἰῶνες ἀργότερα: «Ὁ Σατανᾶς ἀπέσπασε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ φωτεινὴ Ρωσία µας, γιὰ νὰ γίνει κόκκινη ἀπὸ τὸ αἷµα τῶν µαρτύρων».

    Πῶς ἐπηρέασε τὴν Ἐκκλησία ἡ κοµµουνιστικὴ προπαγάνδα καὶ οἱ διωγµοί; Σὲ πολλὲς περιοχὲς ὑπῆρξε µιά καταπληκτικὴ ἀναζωογόνηση τῆς πνευµατικῆς ζωῆς. Οἱ ἀληθινοὶ Ὀρθόδοξοι πιστοί, καθαρισµένοι ἀπὸ τὰ κοσµικὰ στοιχεῖα, ἐλευθερωµένοι ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ψευδῶν µελῶν τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἁπλῶς συµµορφώνονταν µὲ τοὺς τύπους γιὰ κοινωνικοὺς λόγους, «κεκαθαρµένοι ὡς διὰ πυρός», συγκεντρώθηκαν καὶ ἀντιστάθηκαν µὲ ἡρωισµὸ καὶ ταπείνωση. Ἕνας Ρῶσος τῆς

    διασπορᾶς ἒχει γράψει: «Ἐκεῖ ὅπου δοκιµάστηκε ἡ πίστη, ἡ χάρις ξεχύθηκε ἄφθονη, καὶ συνέβησαν τὰ πιὸ καταπληκτικὰ θαύµατα: εἰκόνες ποὺ ἀνακαινίστηκαν µπροστὰ στὰ ἔκθαµβα µάτια τῶν πιστῶν(1), θόλοι τῶν ἐκκλησιῶν ποὺ ἔλαµψαν µ’ ἕνα φῶς ποὺ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν κόσµο αὐτό... Μολαταῦτα, πολὺ λίγοι τὰ πρόσεξαν αὐτά. Ἡ ἔνδοξη πλευρὰ ὅσων συνέβησαν στὴν Ρωσία δὲν ἐνδιέφερε σχεδὸν καθόλου τὸ σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας... Ὁ σταυρωµένος καὶ ἐνταφιασµένος Χριστὸς πάντοτε θὰ κρίνεται ἔτσι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι τυφλοὶ στὸ φῶς τῆς ἀναστάσεώς Του». Τὸ ἐκπληκτικὸ δὲν εἶναι πὼς ἕνας τόσο µεγάλος ἀριθµὸς ἀνθρώπων ἐγκατέλειψε τὴν Ἐκκλησία στὴν ὥρα τοῦ διωγµοῦ, ἐπειδὴ αὐτὸ ἀνέκαθεν συνέβαινε, καὶ χωρὶς ἀµφιβολία θὰ ξανασυµβεῖ. Ἐκπληκτικότερο εἶναι τὸ γεγονὸς πὼς τόσοι πολλοὶ παρέµειναν �