ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

15
ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2, 2, 20-23 Οι Λακεδαιμόνιοι όμως είπαν ότι δε θα υποδουλώσουν μια ελληνική πόλη που είχε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στο μεγαλύτερο κίνδυνο που αντιμετώπισε η Ελλάδα, αλλά έκαναν ειρήνη με τον όρο οι Αθηναίοι, αφού γκρεμίσουν τα μακρά τείχη και τα τείχη του Πειραιά και αφού παραδώσουν τα καράβια εκτός από δώδεκα και φέρουν πίσω τους εξόριστους, να ακολουθούν τους Λακεδαιμονίους και στην ξηρά και στη θάλασσα, όπου τους οδηγούν, έχοντας τους ίδιους εχθρούς και φίλους. Ο Θηραμένης και οι πρέσβεις που ήταν μαζί του μετέφεραν αυτούς τους όρους στην Αθήνα. Όταν μπήκαν αυτοί στην πόλη κόσμος πολύς τους περικύκλωνε, γιατί φοβούνταν μήπως είχαν επιστρέψει άπρακτοι γιατί πλέον δεν μπορούσαν να καθυστερούν, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού αυτών που πέθαιναν από την πείνα. Την επόμενη μέρα οι πρέσβεις ανακοίνωναν τους όρους με τους οποίους οι Λακεδαιμόνιοι έκλειναν ειρήνη μιλούσε εκ μέρους τους ο Θηραμένης λέγοντας ότι πρέπει να υπακούσουν στους Λακεδαιμονίους και να γκρεμίσουν τα τείχη. Αφού κάποιοι του έφεραν αντιρρήσεις, αλλά οι περισσότεροι επιδοκίμασαν, αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη. Μετά από αυτά ο Λύσανδρος κατέπλευσε στον Πειραιά και οι φυγάδες επέστρεψαν και γκρέμιζαν τα τείχη ενώ αυλητρίδες έπαιζαν αυλό με μεγάλη προθυμία, επειδή νόμιζαν ότι εκείνη η ημέρα ήταν η αρχή της ελευθερίας για την Ελλάδα. ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2, 3, 50-56

Transcript of ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

Page 1: ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2, 2, 20-23

Οι Λακεδαιμόνιοι όμως είπαν ότι δε θα υποδουλώσουν μια

ελληνική πόλη που είχε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στο

μεγαλύτερο κίνδυνο που αντιμετώπισε η Ελλάδα, αλλά έκαναν

ειρήνη με τον όρο οι Αθηναίοι, αφού γκρεμίσουν τα μακρά τείχη

και τα τείχη του Πειραιά και αφού παραδώσουν τα καράβια εκτός

από δώδεκα και φέρουν πίσω τους εξόριστους, να ακολουθούν τους

Λακεδαιμονίους και στην ξηρά και στη θάλασσα, όπου τους

οδηγούν, έχοντας τους ίδιους εχθρούς και φίλους. Ο Θηραμένης

και οι πρέσβεις που ήταν μαζί του μετέφεραν αυτούς τους όρους

στην Αθήνα.

Όταν μπήκαν αυτοί στην πόλη κόσμος πολύς τους περικύκλωνε,

γιατί φοβούνταν μήπως είχαν επιστρέψει άπρακτοι γιατί πλέον δεν

μπορούσαν να καθυστερούν, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού αυτών

που πέθαιναν από την πείνα. Την επόμενη μέρα οι πρέσβεις

ανακοίνωναν τους όρους με τους οποίους οι Λακεδαιμόνιοι

έκλειναν ειρήνη μιλούσε εκ μέρους τους ο Θηραμένης λέγοντας ότι

πρέπει να υπακούσουν στους Λακεδαιμονίους και να γκρεμίσουν

τα τείχη. Αφού κάποιοι του έφεραν αντιρρήσεις, αλλά οι

περισσότεροι επιδοκίμασαν, αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη.

Μετά από αυτά ο Λύσανδρος κατέπλευσε στον Πειραιά και οι

φυγάδες επέστρεψαν και γκρέμιζαν τα τείχη ενώ αυλητρίδες

έπαιζαν αυλό με μεγάλη προθυμία, επειδή νόμιζαν ότι εκείνη η

ημέρα ήταν η αρχή της ελευθερίας για την Ελλάδα.

ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2, 3, 50-56

Όταν ο Θηραμένης αφού είπε αυτά τελείωσε και η βουλή φανερά με

φωνές τον επιδοκίμασε, ο Κριτίας, επειδή κατάλαβε ότι, αν

επιτρέψει στη βουλή να αποφασίσει με ψηφοφορία γι’ αυτόν, θα

γλιτώσει και επειδή αυτό το θεώρησε ανυπόφορο, πλησίασε τους

τριάκοντα, μίλησε λίγο μαζί τους και βγήκε και διέταξε αυτούς

Page 2: ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

που είχαν τα εγχειρίδια να σταθούν φανερά κοντά στα

κιγκλιδώματα της βουλής.

Και αφού μπήκε πάλι, είπε: « Εγώ, κύριοι βουλευτές, νομίζω ότι

είναι καθήκον του σωστού ηγέτη, όταν βλέπει τους φίλους του να

εξαπατώνται να μην το επιτρέπει. Και εγώ λοιπόν αυτό θα κάνω.

Γιατί και οι άνδρες που στέκονται εδώ λένε ότι δε θα μας

επιτρέψουν να αφήσουμε ελεύθερο έναν άνδρα που φανερά βλάπτει

την ολιγαρχία. Γράφεται βέβαια στους καινούριους νόμους να μη

θανατώνεται κανένας από όσους είναι στον κατάλογο των τριών

χιλιάδων χωρίς την ψήφο σας, να έχουν όμως οι τριάκοντα το

δικαίωμα να θανατώνουν αυτούς που είναι εκτός καταλόγου. Εγώ,

λοιπόν, είπε, διαγράφω αυτόν εδώ το Θηραμένη από τον κατάλογο,

με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας. Και αυτόν, είπε, εμείς τον

καταδικάζουμε σε θάνατο».

Όταν άκουσε αυτά ο Θηραμένης αυτά, πήδησε πάνω στο βωμό και

είπε: «Εγώ, είπε, άντρες, σας υποβάλλω την πιο νόμιμη παράκληση

από όλες, να μην έχει, δηλαδή, ο Κριτίας το δικαίωμα να διαγράφει

ούτε εμένα, ούτε όποιον θέλει από εσάς, αλλά σύμφωνα με το νόμο

τον οποίο αυτοί έγραψαν για όσους συμπεριλαμβάνονται στον

κατάλογο, σύμφωνα μ’ αυτόν και εσείς και εγώ να δικαζόμαστε.

Και δεν αγνοώ βέβαια αυτό, είπε, μα τους θεούς, ότι δηλαδή, αυτός

ο βωμός δε θα με βοηθήσει καθόλου, αλλά θέλω να αποδείξω και

αυτό, ότι δηλαδή αυτοί είναι όχι μόνο πάρα πολύ άδικοι απέναντι

στους ανθρώπους, αλλά και ασεβέστατοι απέναντι στους θεούς. Μ’

εσάς, όμως, καλοί μου άντρες, απορώ, αν δεν βοηθήσετε τον ίδιο

σας τον εαυτό, και μάλιστα ενώ γνωρίζετε ότι το ίδιο εύκολα με το

δικό μου όνομα διαγράφεται και το όνομα του καθενός σας».

Μετά από αυτό ο κήρυκας των τριάκοντα διέταξε τους έντεκα να

συλλάβουν το Θηραμένη. Όταν εκείνοι μπήκαν μαζί με τους

υπηρέτες, με αρχηγό το θρασύτατο και αναιδέστατο Σάτυρο, είπε ο

Page 3: ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

Κριτίας: «Σας παραδίδουμε, είπε, αυτόν εδώ το Θηραμένη που έχει

δικαστεί σύμφωνα με το νόμο. Εσείς οι έντεκα, αφού τον

συλλάβετε και τον οδηγήσετε όπου πρέπει, να εκτελέσετε τα

περαιτέρω».

Μόλις είπε αυτά, τον τραβούσε από το βωμό ο Σάτυρος, τον

τραβούσαν και οι υπηρέτες. Ο Θηραμένης, όπως ήταν φυσικό,

επικαλούνταν και θεούς και ανθρώπους να δουν καλά αυτά που

γίνονταν. Αλλά οι βουλευτές δεν αντιδρούσαν, γιατί έβλεπαν και

ότι αυτοί που στέκονταν στα κιγκλιδώματα ήταν ίδιοι με το

Σάτυρο και ότι ο χώρος μπροστά από το βουλευτήριο ήταν γεμάτος

φρουρούς και γιατί γνώριζαν ότι ήταν εκεί οπλισμένοι με

εγχειρίδια. Και εκείνοι απομάκρυναν τον άνδρα μέσα από την

αγορά ενώ αυτός με πολύ δυνατή φωνή δήλωνε τι πάθαινε.

Αναφέρονται μάλιστα κάποια λόγια, κι αυτά δικά του. Όταν ο

Σάτυρος του είπε ότι θα το πληρώσει, αν δεν σταματήσει, ρώτησε:

«Κι αν σταματήσω, μήπως, είπε, δε θα το πληρώσω;». Και όταν

έπινε το κώνειο, καθώς αναγκαζόταν να πεθάνει, είπαν πως

παίζοντας τον κότταβο με ό,τι απέμεινε είπε: « Στην υγειά του

όμορφου Κριτία!». Και ξέρω βέβαια ότι αυτά τα λόγια δεν είναι

αξιόλογα, αλλά κρίνω αξιοθαύμαστο αυτό το στοιχείο του

ανθρώπου, το ότι δηλαδή την ώρα που πλησίαζε ο θάνατος δεν

έλειψαν από την ψυχή του ούτε η αυτοκυριαρχία , ούτε το χιούμορ.

ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2,4,18-23

Page 4: ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

Αφού είπε αυτά ο Θρασύβουλος και γύρισε προς το μέρος των

εχθρών, περίμενε. Γιατί και ο μάντης τους συμβούλευε να μην

επιτεθούν προτού να σκοτωθεί ή να τραυματιστεί κάποιος

απ’αυτούς. «Όταν όμως γίνει αυτό, θα προχωρήσουμε μπροστά»

είπε, «εμείς, και εσείς που ακολουθείτε θα έχετε τη νίκη, εγώ όμως

θα βρω το θάνατο, καθώς προαισθάνομαι». Και δεν διαψεύσθηκε,

αντίθετα όταν πήραν τα όπλα, αυτός σαν να τον οδηγούσε κάποια

μοίρα αφού όρμησε πρώτος μπροστά και έπεσε πάνω στους

εχθρούς, σκοτώθηκε και έχει ταφεί στη διάβαση του Κηφισού. Οι

άλλοι όμως νικούσαν και καταδίωξαν τους αντιπάλους μέχρι το

ίσιωμα. Σκοτώθηκαν εκεί ο Κριτίας και ο Ιππόμαχος από τους

τριάκοντα, ο Χαρμίδης από τους δέκα άρχοντες του Πειραιά και

εβδομήντα περίπου από τους άλλους. Και τα όπλα τα πήραν, αλλά

από κανένα πολίτη δεν αφαίρεσαν το χιτώνα. Και όταν έγινε αυτό

και απέδωσαν τους νεκρούς μετά από συμφωνία, πολλοί

(ολιγαρχικοί και δημοκρατικοί) πλησιάζοντας μεταξύ τους

συζητούσαν.

Τότε ο Κλεόκριτος, ο κήρυκας των μυημένων, που είχε πολύ δυνατή

φωνή, αφού επέβαλε σιωπή, είπε: «Συμπολίτες, γιατί μας διώχνετε;

Γιατί θέλετε να μας σκοτώσετε; Αφού εμείς ποτέ ως τώρα δεν σας

κάναμε κανένα κακό, αντίθετα πήραμε μαζί σας μέρος στις πιο

σεβαστές ιεροτελεστίες και στις πιο όμορφες θυσίες και γιορτές

και υπήρξαμε και συγχορευτές και συμφοιτητές και συστρατιώτες

και έχουμε δώσει πολλούς αγώνες και στην ξηρά και στη θάλασσα

για την κοινή και των δυο μας σωτηρία και ελευθερία. Για τ’όνομα

των θεών των πατέρων και των μητέρων μας και της συγγένειας εξ

αίματος και εξ αγχιστείας και των συλλόγων μας - γιατί σε όλα

αυτά κι εσείς κι εμείς συμμετέχουμε - δείχνοντας σεβασμό και

στους θεούς και στους ανθρώπους πάψτε να βλάπτετε την πατρίδα

και μην υπακούετε στους ασεβέστατους τριάκοντα, οι οποίοι για

το προσωπικό τους συμφέρον έχουν σκοτώσει μέσα σε οχτώ μήνες

Page 5: ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

περισσότερους σχεδόν Αθηναίους απ’ό,τι οι Πελοποννήσιοι σε

δέκα χρόνια πολέμου.

Και ενώ ήταν δυνατόν να ζούμε ειρηνικά ως πολίτες, αυτοί μας

προκαλούν τον πιο αισχρό από όλους, τον πιο βαρύ, τον πιο ανόσιο

και πιο μισητό και για θεούς και για ανθρώπους πόλεμο. Αλλά

όμως να ξέρετε καλά πως και για κάποιους από αυτούς που τώρα

σκοτώσαμε όχι μόνο εσείς αλλά κι εμείς χύσαμε πολλά δάκρυα.

Έτσι μιλούσε ο κήρυκας. Οι άρχοντες που είχαν απομείνει και

επειδή άκουγαν τέτοια λόγια οδήγησαν ξανά τους άντρες τους

στην Αθήνα.

Την επόμενη μέρα οι τριάκοντα κάθονταν στην αίθουσα

συνεδριάσεων πολύ ταπεινωμένοι και μόνοι, ενώ οι τρεις χιλιάδες

πολίτες, όπου είχε τοποθετηθεί ο καθένας, παντού διαφωνούσαν

μεταξύ τους. Όσοι δηλαδή είχαν διαπράξει κάποιο πιο σοβαρό

αδίκημα και φοβούνταν, υποστήριζαν έντονα ότι δεν πρέπει να

υποχωρήσουν στους δημοκρατικούς του Πειραιά. Ενώ όσοι

πίστευαν ότι δεν είχαν αδικήσει σε τίποτα, και οι ίδιοι σκέφτονταν

και στους άλλους εξηγούσαν πως καθόλου δεν χρειάζονταν αυτές

τις συμφορές και έλεγαν πως δεν πρέπει να υπακούουν στους

τριάκοντα ούτε να τους επιτρέπουν να καταστρέφουν την πόλη.

Και τελικά ψήφισαν εκείνους να τους καθαιρέσουν και να

εκλέξουν άλλους. Και εξέλεξαν δέκα, έναν από κάθε φυλή.

ΣΙΚΕΛΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ

Page 6: ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

Όταν ο αθηναϊκός στόλος έφτασε στη Σικελία, έγινε δεκτός με

ψυχρότητα ακόμη και από τους συμμάχους των Αθηναίων. Οι

στρατηγοί, Αλκιβιάδης, Νικίας και Λάμαχος δεν είχαν

συγκεκριμένο σχέδιο και διαφωνούσαν μεταξύ τους. Το

σημαντικότερο πρόβλημα όμως προέκυψε, όταν στην Αθήνα έγινε

καταγγελία για τη συμμετοχή του Αλκιβιάδη στην ιεροσυλία των

Ερμοκοπιδών και ο Αλκιβιάδης διατάχθηκε να επιστρέψει για να

απολογηθεί ενώπιον του δικαστηρίου. Στους Θούριους βρήκε την

ευκαιρία να δραπετεύσει από το ίδιο του το πλοίο . Κατέφυγε στην

Ήλιδα και από κει στη Λακεδαίμονα.

Μετά την απομάκρυνση του Αλκιβιάδη, η σικελική εκστρατεία των

Αθηναίων έχασε την ψυχή της. Ύστερα από διάφορες ασυντόνιστες

ενέργειες, αποβιβάσθηκαν τελικά στο λιμάνι των Συρακουσών

(φθινόπωρο του 415) και σε μια πρώτη σύγκρουση ο Νικίας

κατατρόπωσε το στρατό της πόλης. Τότε ο Ερμοκράτης, ο

πολιτικός που κυβερνούσε τις Συρακούσες, ζήτησε εσπευσμένα

βοήθεια από την Κόρινθο και τη Σπάρτη, τις μεγάλες προστάτιδες

δυνάμεις των Δωριέων της Δύσης και τις παρότρυνε να κηρύξουν

τον πόλεμο κατά της Αθήνας στην Ελλάδα.

Οι Αθηναίοι αποβοβάσθηκαν για δεύτερη φορά στις Συρακούσες

(Μάιος του 414) και αφού κατέλαβαν ένα ύψωμα στα βόρεια της

πόλης άρχισαν να την πολιορκούν. Όταν οι Συρακούσιοι ήταν

πλέον σε πολύ δύσκολη θέση, η Σπάρτη έστειλε στη Σικελία το

Γύλιππο, έναν πεπειραμένο στρατηγό. Αυτός κατάφερε να σπάσει

τον κλοιό των Αθηναίων και να μπει στην πολιορκούμενη πόλη. Ο

αθηναϊκός στρατός δέχεται τώρα συνεχώς επιθέσεις και ο Νικίας

ζητά επιπλέον ενισχύσεις από την Αθήνα. Αν και στην Ελλάδα έχει

ξεκινήσει πάλι ο πόλεμος μεταξύ Αθήνας και Πελοποννησίων, οι

Αθηναίοι στέλνουν το Δεκέμβριο του 414 10 τριήρεις με τον

Ευρυμέδοντα και αργότερα άλλες 65 με το Δημοσθένη. Η άφιξη

των ενισχύσεων βελτίωσε προσωρινά τη θέση των Αθηναίων, αλλά

μια σύγκρουση με τους αντιπάλους τον Ιούλιο του 413 κατέληξε σε

Page 7: ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

πανωλεθρία. Η κρίσιμη κατάσταση έγινε χειρότερη λόγω

διαφωνίας ανάμεσα στο Νικία και το Δημοσθένη και οι Αθηναίοι

άφησαν να περάσουν πολύτιμες εβδομάδες μένοντας άπρακτοι,

μέχρι που αποφάσισαν τελικά να λύσουν την πολιορκία –που έτσι

κι αλλιώς δεν είχε κανένα νόημα –και να αποχωρήσουν.

ΒΙΒΛΙΟ 6. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30.

Μετά από αυτά, στη μέση πλέον του θέρους, ξεκίνησε η εκστρατεία

για τη Σικελία. Στους περισσότερους συμμάχους και στα πλοία που

μετέφεραν τρόφιμα και εφόδια και σε όσες άλλες υπηρεσίες

ανεφοδιασμού συνόδευαν το εκστρατευτικό σώμα είχε δοθεί

εντολή από πριν να συγκεντρωθούν στην Κέρκυρα για να

διασχίσουν από κει όλοι μαζί το Ιόνιο πέλαγος με προορισμό το

ακρωτήριο της Ιαπυγίας. Ενώ οι ίδιοι οι Αθηναίοι και όσοι

σύμμαχοι ήταν εκεί μαζί τους, αφού κατέβηκαν στον Πειραιά την

καθορισμένη μέρα τα ξημερώματα, επάνδρωναν τα πλοία για να

ξεκινήσουν. Μαζί τους κατέβηκε και όλος σχεδόν ο υπόλοιπος

πληθυσμός της πόλης, και οι πολίτες και οι ξένοι. Οι πολίτες

ξεπροβόδιζαν ο καθένας τους δικούς του, άλλοι φίλους, άλλοι

συγγενείς, άλλοι γιους και βάδιζαν με ελπίδες μαζί και κλάματα,

ελπίζοντας ότι θα κατακτήσουν τη Σικελία, ανησυχώντας όμως αν

θα ξαναδούν τους δικούς τους, γιατί σκέφτονταν σε πόσο μακρινό

από την πατρίδα ταξίδι τους έστελναν.

ΒΙΒΛΙΟ 6. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32, 1-2.

Όταν τα πλοία ήταν επανδρωμένα και είχαν φορτωθεί πλέον όλα

τα εφόδια που χρειάζονταν για να ξεκινήσουν, δόθηκε με τη

σάλπιγγα το παράγγελμα να σιωπήσουν και έκαναν τις

καθιερωμένες ευχές πριν από την αναχώρηση, όχι σε κάθε καράβι

ξεχωριστά, αλλά όλοι μαζί ακολουθώντας τον κήρυκα. Αφού

ανάμειξαν κρασί και νερό σε κρατήρες σε όλο το στράτευμα, τα

Page 8: ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

πληρώματα και οι άρχοντες έκαναν σπονδές από χρυσά και

ασημένια κύπελλα. Μαζί τους έκανε ευχές και το υπόλοιπο πλήθος

των πολιτών στη στεριά και όποιος άλλος φίλος των Αθηναίων

βρισκόταν εκεί. Όταν έψαλαν τον παιάνα και τέλειωσαν τις

σπονδές, ξεκίνησαν και αφού αρχικά έπλευσαν σε μονή παράταξη,

έπειτα συναγωνίζονταν μεταξύ τους μέχρι την Αίγινα. Εκείνοι

λοιπόν βιάζονταν να φτάσουν στην Κέρκυρα, όπου

συγκεντρωνόταν και το υπόλοιπο στράτευμα των συμμάχων.

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ 7,75.

[Οι Αθηναίοι, έχοντας αποφασίσει να εγκαταλείψουν τις

Συρακούσες, επιχείρησαν ναυμαχία με τους Συρακούσιους, για να

αποχωρήσουν δια θαλάσσης. Στη ναυμαχία όμως ηττήθηκαν κι

έτσι ετοιμάζονται να αποχωρήσουν δια ξηράς στο εσωτερικό του

νησιού, εγκαταλείποντας το στόλο τους.]

Τη μεθεπόμενη της ναυμαχίας, όταν ο Νικίας και ο Δημοσθένης

θεώρησαν ότι οι ετοιμασίες είχαν συμπληρωθεί, ο στρατός

ξεκίνησε. Η κατάσταση των Αθηναίων ήταν πράγματι τρομερή, όχι

μόνο γιατί έφευγαν, αφού είχαν χάσει όλο τους το στόλο και αντί

των μεγάλων ελπίδων με τις οποίες είχαν έλθει, δεν απέμεναν

σ’αυτούς παρά μόνο κίνδυνοι για το κράτος τους και τους ίδιους,

αλλά και επειδή, όταν εγκατέλειπαν το στρατόπεδο, καθένας και

έβλεπε θλιβερά πράγματα και με την ψυχή του τα αισθανόταν.

Γιατί επειδή οι νεκροί έμεναν άταφοι, κάθε φορά που κάποιος

Page 9: ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

έβλεπε στο χώμα το πτώμα κάποιου δικού του, βυθιζόταν στη λύπη,

αλλά και φοβόταν, ενώ οι ασθενείς και οι τραυματίες, που

απέμεναν πίσω, ήταν για τους ζωντανούς πολύ μεγαλύτερη αιτία

λύπης και πιο δυστυχισμένοι από τους νεκρούς. Γιατί με τις

ικεσίες και τους θρήνους τους έφερναν αυτούς που έφευγαν σε

φοβερή αμηχανία. Ζητούσαν να τους πάρουν μαζί τους και

καλούσαν κάθε φίλο ή συγγενή που έβλεπαν. Κρέμονταν επάνω

στους συντρόφους τους τη στιγμή που εκείνοι έφευγαν και τους

ακολουθούσαν όσο μπορούσαν, ενώ όταν οι σωματικές και ψυχικές

τους δυνάμεις τους εγκατέλειπαν, τους άφηναν, επικαλούνταν

τους θεούς και θρηνούσαν. Γι’αυτό, ολόκληρος ο στρατός με μάτια

γεμάτα δάκρυα και μη γνωρίζοντας τι να κάνουν, με δυσκολία

αποφάσιζαν να ξεκινήσουν, μολονότι επρόκειτο να αφήσουν χώρα

εχθρική και οι συμφορές που είχαν ήδη υποφέρει και οι συμφορές

που τους επιφύλασσε το άδηλο μέλλον ήταν τόσες που ούτε τα

δάκρυα δεν μπορούσαν να ανακουφίσουν. Νόμιζε κανείς,

πράγματι, ότι αποτελούσαν όχι στρατό, αλλά τον πληθυσμό μιας

πόλης, που παραδόθηκε μετά από μακρά πολιορκία, και μάλιστα

μιας πόλης μεγάλης. Γιατί όλο το πλήθος δεν ήταν μικρότερο των

σαράντα χιλιάδων. Και όχι μόνο οι άλλοι βάσταζαν ό,τι μπορούσε

ο καθένας, αλλά και οι οπλίτες και οι ιππείς, αντίθετα με ό,τι

συνηθιζόταν, σήκωναν οι ίδιοι τα τρόφιμά τους, άλλοι γιατί δεν

είχαν υπηρέτες κι άλλοι γιατί δεν τους εμπιστεύονταν, αφού

πολλοί από αυτούς είχαν αυτομολήσει και προηγουμένως, αλλά οι

περισσότεροι μετά την τελευταία ήττα. Αλλά και τα τρόφιμα αυτά

δεν ήταν αρκετά, γιατί οι τροφές του στρατοπέδου είχαν

εξαντληθεί. Και η δυστυχία τους τους φαινόταν αυτή τη στιγμή

αβάσταχτη, ιδίως όταν συλλογίζονταν από ποια λαμπρότητα και

δόξα των πρώτων ημερών είχαν καταλήξει σε τέτοια κατάπτωση.

Πράγματι, σε κανένα ελληνικό στράτευμα ποτέ δε σημειώθηκε

τέτοια μεταβολή κατάστασης. Ενώ είχαν έλθει για να

υποδουλώσουν άλλους, κατέληξαν να φεύγουν με το φόβο μήπως οι

ίδιοι υποδουλωθούν. Αντί των ευχών και των παιάνων με τους

Page 10: ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

οποίους είχαν ξεκινήσει από τον Πειραιά, τώρα αντίθετα

ξεκινούσαν ακούγοντας δυσοίωνους λόγους. Έφευγαν πεζοί, χωρίς

τα καράβια τους και έχοντας όλες τους τις ελπίδες στους οπλίτες

κι όχι στο στόλο. Κι ωστόσο μπροστά στους μελλοντικούς

κινδύνους, όλα αυτά τους φαίνονταν ανεκτά.

ΒΙΒΛΙΟ 7. ΚΕΦΑΛΑΙΑ 76-77.

Βλέποντας ο Νικίας το στρατό κυριευμένο από τέτοια κατάθλιψη

να παρουσιάζει τόσο διαφορετική εντύπωση απ' ό,τι ήταν άλλοτε,

πήγαινε από το ένα τάγμα στο άλλο και τους εγκάρδιωνε και τους

παρηγορούσε όσο γινόταν, ανάλογα με τις συνθήκες που

επικρατούσαν και υψώνοντας τη φωνή ακόμα περισσότερο σε κάθε

τμήμα του στρατού που έφτανε, από τον πολύ του ζήλο και τον

πόθο του να τους κάνει όσο πιο καλό μπορούσε με τη δυνατή του

ομιλία.

«Ακόμα κι από την τωρινή κατάσταση, Αθηναίοι και σύμμαχοι,

πρέπει ν' αντλείτε ελπίδες, (ως τώρα κι άλλοι έχουνε σωθεί από

χειρότερα) και να μη λέτε μέσα σας πως φταίτε σεις ούτε για τις

συμφορές, ούτε για τις ταλαιπωρίες που υποφέρετε τώρα, που δε

σας άξιζαν. Κι εγώ ο ίδιος που δεν είμαι πιο δυνατός από κανέναν

σας (γιατί βλέπετε πώς έχω καταντήσει από την αρρώστια), και

που θεωρούσα ότι ως προς την καλή τύχη δεν υστερούσα από

κανένα, τόσο στην ιδιωτική μου ζωή, όσο και στη σταδιοδρομία

μου γενικά, βρίσκομαι τώρα στον ίδιο κίνδυνο όσο κι οι πιο

ταπεινοί στρατιώτες· και όμως πάντοτε στη ζωή μου τίμησα τους

θεούς με όλες τις καθιερωμένες τιμές και στις σχέσεις μου με τους

ανθρώπους υπήρξα πάντα δίκαιος χωρίς να προκαλώ φθόνο. Και

για ολ' αυτά είναι οι ελπίδες μου για το μέλλον τολμηρά υψηλές,

ενώ οι συμφορές με φοβίζουν γιατί δεν τις αξίζατε. Μπορεί

άλλωστε να κοπάσουν· γιατί αρκετή καλοτυχία είχαν ως τώρα οι

εχθροί μας, κι αν, όταν ξεκινήσαμε για την εκστρατεία,

προκαλέσαμε το φθόνο κάποιου θεού, έχουμε κιόλας τιμωρηθεί

Page 11: ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

αρκετά. Κι άλλοι δηλαδή πριν από μας εκστράτευσαν σε ξένους

τόπους, κι αφού έκαναν αυτά (τα αδικήματα) που είναι στη φύση

του ανθρώπου, έπαθαν συμφορές, αλλά υποφερτές. Είναι λοιπόν

φυσικό κι εμείς τώρα να ελπίζουμε πως θα είναι πιο σπλαχνικοί οι

θεοί απέναντί μας(γιατί αξίζουμε από μέρους τους τώρα

περισσότερο τη λύπηση παρά το φθόνο), και βλέποντας τώρα το

δικό σας στρατό, τι γενναίοι στρατιώτες που είστε και πόσοι

πορεύεστε μαζί σε παράταξη μάχης, δεν πρέπει να νιώθετε τόσο

μεγάλη απελπισία, παρά να συλλογίζεστε πως αποτελείτε αμέσως

και μόνοι σας πολιτεία ολόκληρη όπου κι αν εγκατασταθείτε, και

άλλη καμιά από τις πολιτείες στη Σικελία δεν θα μπορούσε να σας

αντιμετωπίσει εύκολα αν της επιτεθείτε, ούτε αν εγκατασταθείτε

κάπου, θα μπορούσε να σας διώξει. Και για να πραγματοποιηθεί η

πορεία σας με ασφάλεια και τάξη, έχετε το νου σας εσεις οι ίδιοι,

κι ο καθένας ας μη στοχάζεται άλλο τίποτα παρά πως σ' όποιο

μέρος αναγκαστεί να πολεμήσει, αυτό, αν νικήσει, θα το 'χει και

για πατρίδα και για φρούριο. Και θα πορευόμαστε το ίδιο γρήγορα

και μέρα και νύχτα· γιατί οι προμήθειές μας είναι λιγοστές, κι αν

φτάσουμε σε κανένα μέρος των Σικελών φιλικό μας (γιατί αυτοί

μας έχουνε μείνει ακόμα σίγουροι φίλοι επειδή φοβούνται τους

Συρακούσιους) τότε να πιστέψετε πως είμαστε σε ασφαλές μέρος.

Τους έχουμε κιόλας στείλει μήνυμα και να μας συναντήσουν και

να φέρουν τρόφιμα.

Με δυό λόγια, καταλάβετέ το καλά, στρατιώτες μου, πως είναι

απόλυτη ανάγκη να φανείτε παλληκάρια, γιατί δεν υπάρχει κοντά

τόπος όπου αν δειλιάσετε, μπορεί να σωθείτε· κι αν ξεφύγετε τώρα

από τους εχθρούς, και οι άλλοι θα κατορθώσετε να ξαναδείτε ό,τι

επιθυμείτε κι όσοι είστε Αθηναίοι, θα ξαναστεριώσετε τη μεγάλη

δύναμη της πολιτείας μας, μόλο που τώρα έχει πέσει τόσο χαμηλά.

Γιατί το κράτος είναι οι άνθρωποι, κι όχι τα τείχη ή τα καράβια

που είναι άδεια από άντρες ».

Page 12: ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 84

Ο Νικίας όμως, σαν ξημέρωσε, άρχισε να οδηγεί το στρατό του· οι

Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους τους επιτέθηκαν πάλι κατά τον

ίδιο τρόπο, ρίχνοντας από όλες τις πλευρές πυκνά βέλη και

ακόντια. Και βιάζονταν οι Αθηναίοι να φτάσουν στον Ασσίναρο

ποταμό, τόσο γιατί τους βασάνιζε η αδιάκοπη επίθεση από παντού,

από τους πολλούς καβαλλάρηδες και το άλλο πλήθος των ελαφρά

οπλισμένων, καθώς νόμιζαν πως θα ήταν πιο εύκολα γι'αυτούς

άμα περνούσαν τον ποταμό, συγχρόνως όμως από την ταλαιπωρία

και την επιθυμία να πιούνε νερό. Και μόλις έφτασαν στην όχθη

του, όρμησαν μέσα στο ποτάμι χωρίς τάξη πια καμιά, αλλά και ο

καθένας που ήθελε να περάσει πρώτος αυτός και οι εχθροί,

κυνηγώντας τους, έκαναν το πέρασμα πολύ δύσκολο· γιατί έτσι

που ήταν αναγκασμένοι να προχωρούν πλήθος μαζί, έπεφτε ο ένας

πάνω στον άλλο και πατούσαν όποιον έπεφτε χάμω, κι άλλοι

χτυπιούνταν από τα ίδια τους τα κοντάρια και σκοτώνονταν

αμέσως, κι άλλοι μπερδεύονταν στην αρματωσιά τους και τους

έπαιρνε το ρέμα μακρυά. Στο μεταξύ οι Συρακούσιοι φάνηκαν στην

απέναντι όχτη του ποταμού, και χτυπούσαν από πάνω (γιατί ήταν

γκρεμός) τους Αθηναίους που έπιναν ακόμα νερό με λαχτάρα και

στριμώχνονταν και ανακατώνονταν μεταξύ τους μέσα στη βαθιά

κοίτη του ποταμού. Και οι Πελοποννήσιοι κατέβηκαν τον απέναντι

γκρεμό κι άρχισαν να σφάζουν όσους βρίσκονταν ακόμα μέσα στο

ποτάμι. Το νερό είχε αμέσως θολώσει, αλλά συνέχιζαν να πίνουν

νερό μαζί με ματωμένη λάσπη, κι ακόμα πολεμούσαν οι

περισσότεροι αναμεταξύ τους γι' αυτό.