Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

70

Transcript of Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

Page 1: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -
Page 2: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ ΤΑΣΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑΠοντικοπαγίδα 7

Παρασκευή, ώρα 9 ΛΑ 91Το Μαγικό Πεντάγωνο 111Η Χαμένη Διαθήκη 131Φόνος με Μεζούρα 143Ένα Παράξενο Αστείο 161

ΠΟΝΤΙΚΟΠΑΠΔΑΤρία τυφλά ποντικάκια, για κοίτα πως γυρνάνε, θαρρείς ροδάκια στα πόδια τους φοράνε, Και τη χωριάτα τώρα κυνηγάνε, με σκαλιστό μαχαίρι, την ουρά τους έχει κόψει σε χίλια μέρη, αχ! δεν ξανάδα στα μάτια μου τέτοιο χουνέρι, τρία τυφλά ποντικάκια, για στάσου και κοίτα, πως τρέχουν, πως φεύγουν, βολίδα, σαΐτα!ΚΥΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑΚυρία Κάσεη:Θυρωρός σε μία λαϊκή πολυκατοικία της οδού Κάλβερ, . ανοίγει ένα χειμωνιάτικο βράδυ την πόρτα σε έναν άγνωστο με βραχνή φωνή και μαύρο παλτό και ο άνθρωπος αυτός ψιθυρίζει κάτι για θάνατο!Μόλλυ Νταίηβις:Νεαρή και γλυκιά κληρονόμος, που μετατρέπει ένα παλιό κι ετοιμόρροπο αρχοντικό, το «Μόνσκουελ Μάνορ», σε πανσιόν πολυτελείας και έρχονται στιγμές που, όπως δείχνει, κινδυνεύει να σαλέψει το λογικό της.Τζάιλς Νταίηβις:Νεαρός και πολυπράγμων σύζυγος της Μόλλυ που φαινομενικά τη ζηλεύει και που, παρεμπιπτόντως, δεν πραγματοποιεί τη δουλειά για την οποία ξεκίνησε πριν τη χιονοθύελλα, προβάλλοντας μια σαθρή εξήγηση.Κρίστοφερ Ρεν:Νεαρός και ιδιότροπος αρχιτέκτονας, με άψογο παρουσιαστικό, πρώτος πελάτης της πανσιόν, που αναρωτιέται, με μακάβρια διάθεση, πως να αισθάνεται κάποιος όταν τον στραγγαλίζουν με τα χέρια...

Page 3: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

Κυρία Μπόυλ:Ηλικιωμένη και ενοχλητική κυρία που περιμένει να βρει ένα τέλεια εξοπλισμένο μοτέλ με επτά ολόκληρες λίρες που καταβάλλει, αλλά διαψεύδεται οικτρά, προς μεγάλη της απελπισία!Ταγματάρχης Μέτκαλφ:Απόστρατος στρατιωτικός, λιγομίλητος και προσηνής, που εντελώς τυχαία, σκαλίζει το μεγάλο ντουλάπι, κάτω από τη σκάλα, την ώρα που γίνεται το φονικό και, διατείνεται, πως δεν άκουσε τίποτα.Κος Παραβιτσίνι:Γραφικός Ιταλός, με μαύρη γενειάδα και μεφιστοφελικά φρύδια, που μπαίνει στη σκηνή εντελώς απρόοπτα, αλλά κανείς δεν ξέρει, όταν έρχεται η στιγμή, αν λέει την αλήθεια πως το αυτοκίνητο του ντεραπάρισε.Αρχιφύλακας Τρόττερ:Νεαρός για το βαθμό του αστυνομικός, πανέξυπνος και πολυμήχανος, που θα σοφιστεί και θα «σκαρώσει» ένα πείραμα και το πείραμα θα έχει, πέρα για πέρα, επιτυχία!Εκανε κρύο. Ο καιρός το είχε γυρίσει ξαφνικά στο χιονιά και ο ουρανός ήταν βαρύς και μολυβένιος.Ένας άνδρας με μαύρο παλτό, το γιακά ανασηκωμένο γύρω απ' το πρόσωπο του, και με το καπέλο κατεβασμένο μέχρι τα μάτια του, προχωρούσε στην οδό Κάλβερ. Στάθηκε μπροστά στο σπίτι με τον αριθμό 74 κι ύστερα ανέβηκε τα λίγα σκαλιά και χτύπησε το κουδούνι. Το κουδούνισμα κάτω στο υπόγειο έφτασε μέχρι τ' αυτιά του.Η κυρία Κάσεη, με τα χέρια της βουτηγμένα στο νεροχύτη, είπε γκρινιάρικα.—Πάλι το κουδούνι! Δε μπορείς να βρεις ησυχία, ούτε λεπτό, σ' αυτό το σπίτι!Ασθμαίνοντας λίγο, ανέβηκε τα σκαλιά του υπογείου και άνοιξε την πόρτα.Ο άνδρας, που διαγραφόταν σα σιλουέτα κόντρα στο γκρίζο φόντο του ουρανού, ρώτησε με χαμηλή, ψιθυριστή φωνή:—Η κυρία Λάιον;—Δεύτερο πάτωμα, είπε η κυρία Κάσεη. Περάστε. Σας περιμένει;Ο άνδρας κούνησε αργά το κεφάλι του.—Ε, λοιπόν, ανεβείτε και χτυπήστε.Τον παρακολούθησε καθώς ανέβαινε τα φθαρμένα σκαλιά. Αργότερα θα έλεγε πως «την έκανε να νοιώσει περίεργα». Αλλά το μόνο που είχε σκεφτεί τότε, ήταν πως αυτός ο άνθρωπος είχε αρπάξει ένα πολύ γερό συνάχι για να ψιθυρίζει έτσι και δεν ήταν διόλου παράξενο μ' αυτόν το βρομόκαιρο.Όταν ο άνδρας έστριψε πάνω στη σκάλα, άρχισε να σϊγοσφυρίζει. Ο σκοπός που σφύριζε ήταν «τα τρία τυφλά ποντικάκια». "Χ

···Η Μόλλυ Νταίηβις τραβήχτηκε λίγο προς τα πίσω και κοίταξε από το δρόμο την φρεσκοβαμμένη επιγραφή πάνω απ' την πόρτα.ΜΟΝΚΣΓΟΥΕΛ ΜΑΝΟΡ ΠΑΝΣΙΟΝΚούνησε το κεφάλι της με ικανοποίηση. Το ενέκρινε με την πρώτη ματιά. Έδειχνε πραγματικά εντελώς επαγγελματικό. Ή σχεδόν. Το τελικό «Ν» στη λέξη «πανσιόν» στράβωνε λίγο προς τα πάνω και τα τελευταία γράμματα στο «Μάνορ» ήταν κάπως στριμωγμένα· στο σύνολο όμως, η δουλειά που είχε κάνει ο Τζάιλς ήταν πολύ καλή. Ο Τζάιλς ήταν πραγματικά πολύ έξυπνος. Όχι απλώς έξυπνος. Ευφυέστατος. Ήταν ο τύπος του πολυτεχνίτη. Μπορούσε να κάνει σχεδόν το κάθε τι. Όλο κι ανακάλυπτε τα κρυφά ταλέντα του άνδρα της. Ο ίδιος συνήθιζε να μιλάει πολύ λίγο για τον εαυτό του κι έτσι η Μόλλυ σπάνια και που, κατόρθωνε να μάθει για τις ικανότητες του. Αλλωστε, δε λένε πως ο παλιός ο ναυτικός είναι πάντα χρήσιμος.Λοιπόν, ο Τζάιλς θα έπρεπε τώρα να επιστρατεύσει όλες του τις ικανότητες για το καινούργιο τους ρίσκο. Γιατί ήταν κι οι δυο τελείως άπειροι γΓ αυτή τη δουλειά. Θα ήταν όμως μεγάλη διασκέδαση και επιπλέον τους έλυνε το πρόβλημα στέγης.Αυτό, ήταν ιδέα της Μόλλυ. Όταν πέθανε η θεία Κατερίνα και οι δικηγόροι της έγραψαν για να την πληροφορήσουν πως της είχε αφήσει κληρονομιά το Μόνκσγουελ Μάνορ, η πρώτη τους σκέψη 'ήταν να το πουλήσουν.Ο Τζάιλς είχε ρωτήσει τότε:—Αλήθεια, πώς είναι;Και η Μόλλυ είχε απαντήσει:—Α, ένα ετοιμόρροπο παλιό σπίτι, γεμάτο παλιομοδίτικα βικτοριανά έπιπλα. Έχει έναν ωραίο κήπο, αλλά είναι παραμελημένος, γιατί απ' τον καιρό του πολέμου, δεν είχε μείνει παρά μόνο ένας ηλικιωμένος κηπουρός να τον περιποιείται.

Page 4: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

Έτσι αποφάσισαν να το βγάλουν στο σφυρί και να κρατήσουν μόνο ορισμένα έπιπλα για τον εαυτό τους, να επιπλώσουν ένα διαμέρισμα, ή ένα μικρό σπιτάκι.Αμέσως όμως τους παρουσιάσθηκαν δυο μεγάλες δυσκολίες. Πρώτο, δεν ήταν εύκολο να βρουν το μικρό σπιτάκι που ήθελαν και δεύτερο, όλα τα έπιπλα στο Μόνκσγουελ Μάνορ ήταν πελώρια.—Λοιπόν, τι να γίνει, είπε καρτερικά η Μόλλυ, τώρα θα πρέπει να τα πουλήσουμε όλα μαζί. Λέτε να βρούμε αγοραστές;Ο δικηγόρος την καθησύχασε και τη βεβαίωσε πως τα πάντα ήταν δυνατά.—Μπορεί να το αγοράσει κάποιος για να το κάνει ξενοδοχείο ή πανσιόν και σε μια τέτοια περίπτωση θα βολεύει μια χαρά να είναι μαζί με τα έπιπλα. Αλλωστε, το ίδιο το σπίτι βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση. Η μακαρίτισσα μις Έμορυ το είχε επιδιορθώσει και μάλιστα φρόντισε να το εκσυγχρονίσει, μόλις πριν τον πόλεμο κι έτσι έχει μόνο μικρή φθορά. Είναι σε πολύ καλή κατάσταση.Τότε ήταν που της ήρθε η ιδέα της Μόλλυ.—Τζάιλς, ρώτησε τον άντρα της, γιατί δεν το εκμεταλλευόμαστε εμείς οι ίδιοι σαν πανσιόν;Στην αρχή ο Τζάιλς είχε στραβομουτσουνιάσει με την ιδέα, αλλά η Μόλλυ επέμενε.—Δεν είναι ανάγκη από την αρχή να προσλάβουμε πολλούς ανθρώπους, είπε. Είναι βολικό σπίτι, έχει ζεστό και κρύο νερό σε κάθε κρεβατοκάμαρα, έχει κεντρική θέρμανση και γκάζι για μαγείρεμα. Και μπορούμε να φτιάξουμε ένα κοτέτσι με κότες και πάπιες κι έτσι να έχουμε τα αυγά μας κι ένα σωρό λαχανικά απ' τον κήπο.—Και ποιος θα κάνει όλες αυτές τις δουλειές, για να έχουμε καλό ρώτημα; έκανε ο Τζάιλς προκλητικά. Δε νομίζεις πως χρειάζονται υπηρέτες;—Α, όχι, είπε η Μόλλυ. Νομίζω πως θα τα καταφέρουμε οι δυο μας. Αλλά οπουδήποτε κι αν ζούσαμε θα έπρεπε να δουλέψουμε. Μερικοί άνθρωποι παραπάνω δεν θα σήμαινε βέβαια πως θα έπρεπε να κάνουμε και περισσότερη δουλειά. Ίσως πάρουμε μια γυναίκα αφού τακτοποιηθούμε. Για σκέψου, αν είχαμε μόνο πέντε ανθρώπους, που ο καθένας θα πλήρωνε επτά λίρες τη βδομάδα...Η Μόλλυ ξέφυγε στο βασίλειο μιας οτττιμιστικής αριθμητικής.—...και σκέψου, Τζάιλς, αποτελείωσε τη σκέψη της, πως αυτό θα είναι το δικό μας σπίτι. Με τα δικά μας πράγματα. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, μου φαίνεται πως θα περάσουν χρόνια μέχρι να βρούμε το κατάλληλο σπίτι για να μείνουμε.—Αυτό, παραδέχθηκε ο Τζάιλς, είναι αλήθεια.Είχαν μείνει τόσο λίγο μαζί, απ' τον καιρό του βιαστικού γάμου τους, έτσι που και οι δυο επιθυμούσαν να εγκατασταθούν μόνιμα σε ένα σπίτι.Το μεγάλο πείραμα, λοιπόν, πήρε το δρόμο του. Αποφασίσθηκε αμετάκλητα και οι δυο έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά. Διαφημίσεις μπήκαν στις τοπικές εφημερίδες και στους Τάιμς του Λονδίνου και άρχισαν να καταφτάνουν καθημερινά γράμματα που ζητούσαν περισσότερες λεπτομέρειες και πληροφορίες.Και τώρα, σήμερα, ο πρώτος απ' τους «επισκέπτες» επρόκειτο να φτάσει. Ο Τζάιλς είχε φύγει από νωρίς με το αυτοκίνητο για να προσπαθήσει να βρει μια κουλούρα στρατιωτικό συρματόπλεγμα, που ήταν για πούλημα στην άλλη άκρη της κομητείας. Και η Μόλλυ αποφάσισε να περπατήσει μέχρι το χωριό για να κάνει διάφορα ψώνια της τελευταίας στιγμής.Το μόνο πράγμα που ήταν άσχημο, ήταν ο καιρός. Τις δυο τελευταίες μέρες έκανε τσουχτερό κρύο και τώρα το χιόνι άρχισε να πέφτει. Η Μόλλυ τάχυνε το βήμα της. Οι νιφάδες του χιονιού έμοιαζαν με πούπουλα καθώς έπεφταν πάνω στους ώμους και στα μαλλιά της κι άλλαζαν τη μορφή στο τοπίο, ολόγυρα. Οι προβλέψεις για τον καιρό και τα δελτία της μετεωρολογικής υπηρεσίας έλεγαν πως η κακοκαιρία είχε ενσκήψει στη χώρα και από ώρα σε ώρα θα έπρεπε να περιμένουν πτώση της θερμοκρασίας και χιονοπτώσεις.Ανησυχούσε μόνο μήπως παγώσουν οι σωλήνες και έλπιζε πως δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Θα ήταν μεγάλη γρουσουζιά να χαλάσει κάτι, τώρα που μόλις άρχιζαν. Δεν έπρεπε τίποτα να πάει ανάποδα. Όλα θα έπρεπε να δουλέψουν σωστά, σα ρολόι.Κοίταξε το ρολόι της. Είχε περάσει η ώρα, για το τσάι τους. Άραγε, ο Τζάιλς θα είχε επιστρέψει; Και θα αναρωτιόταν που είχε πάει εκείνη;—Έπρεπε να ξαναπάω στο χωριό για κάτι που είχα ξεχάσει, θα του έλεγε εκείνη.Κι εκείνος τότε θα γελούσε και θα έλεγε:—Περισσότερα ντενεκέδια, ε;Τα «ντενεκέδια» ήταν ένα δικό τους αστείο. Προσωπικό. Πάντα είχαν τη μανία να ψάχνουν για κονσέρβες. Αυτές ήσαν τα ντενεκέδια που έλεγαν. Η αποθήκη τους ήταν τώρα πραγματικά καλοεφοδιασμένη για περίπτωση ανάγκης. Η Μόλλυ σκεπτόταν, κάνοντας μια γκριμάτσα με τα μάτια στυλωμένα στον ουρανό, πως αυτή η ώρα ανάγκης δεν φαινόταν να είναι και πολύ μακριά.Το σπίτι ήταν άδειο. Ο Τζάιλς δεν είχε γυρίσει ακόμα. Η Μόλλυ μπήκε πρώτα στην κουζίνα κι ύστερα ανέβηκε στο επάνω πάτωμα όπου υπήρχαν τα υπνοδωμάτια κι άρχισε να τα γυρίζει χωρίς συγκεκριμένο σκοπό.Η κυρία Μπόυλ θα έμενε στο δωμάτιο που βρισκόταν προς το νότο, με τα έπιπλα από μαόνι και το μεγάλο κρεβάτι με την οροφή. Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ στο γαλάζιο δωμάτιο με τα έπιπλα από βελανιδιά. Ο κύριος Ρεν στο ανατολικό δωμάτιο με το παράθυρο που βλέπει στις πικροδάφνες. Όλα τα δωμάτια έδειχναν πολύ όμορφα και, τι

Page 5: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

ευλογία, που η θεία Κατερίνα είχε τόσα πολλά σεντόνια και λινά υφάσματα.Η Μόλλυ συγύρισε ένα πάπλωμα και μετά κατέβηκε. Είχε σκοτεινιάσει πια. Το σπίτι ξαφνικά φαινόταν πολύ ήσυχο και άδειο. Ήταν ένα μοναχικό, ξεκομμένο σπίτι, δυο μίλια απ' το χωριό - δυο μίλια, όπως έλεγε η Μόλλυ χαριτολογώντας, από οπουδήποτε.Συχνά έμενε στο σπίτι μόνη, αλλά ποτέ πριν δεν της είχε φανεί τόσο μοναχικό.Το χιόνι χτυπούσε στα τζάμια των παραθύρων κι έκανε ένα σφύριγμα, έναν απειλητικό θόρυβο. Αρχισε να ανησυχεί. Υπέθεσε πως ο Τζάιλς δε θα μπορούσε να γυρίσει πίσω, πως το χιόνι του είχε φράξει το δρόμο και το αυτοκίνητο δε θα μπορούσε να περάσει. Υπέθεσε πως θα έμενε μόνη εδώ, κλεισμένη μέσα σ' αυτό το κρύο και σκοτεινό σπίτι, πως θα έμενε αναγκαστικά για μέρες, για πολλές ίσως μέρες.Κοίταξε γύρω της, στην κουζίνα. Ήταν μια μεγάλη άνετη κουζίνα που φαινόταν ν' αναζητά μια μεγαλόσωμη, παχιά μαγείρισσα να προεδρεύει γύρω απ' το μεγάλο ξύλινο τραπέζι, οι μασέλες της να κινούνται ρυθμικά την ώρα που θα έτρωγε κέικ ή θα έπινε μαύρο γλυκό τσάι, που θα περιστοιχιζόταν από μια ψηλή, ξερακιανή υπηρέτρια απ' τη μια μεριά κι από μια παχιά, ροδοκόκκινη υπηρετριούλα απ' την άλλη και με μια καμαριέρα στην άλλη άκρη του τραπεζιού, πέρα, που παρακολουθούσε τις λιχουδιές με τρομαγμένα μάτια. Κι αντί για όλα αυτά, υπήρχε μόνο εκείνη, η Μόλλυ Νταίηβις, παίζοντας ένα ρόλο, που δε φαινόταν ακόμα ικανή να παίξει, που δεν της πήγαινε τουλάχιστον. Όλη της η ζωή, αυτή τη στιγμή, της φαινόταν εξωπραγματική, ακόμα κι ο Τζάιλς. Έπαιζε ένα ρόλο, ναι, ακριβώς αυτό έκανε, έπαιζε ένα ρόλο.Ξαφνικά, μια σκιά πέρασε απ' το παράθυρο και η Μόλλυ τινάχθηκε ξαφνιασμένη. Ένας ξένος, άγνωστος άντρας, ερχόταν μέσα απ' το χιόνι. Ακουσε την πλαϊνή πόρτα ν' ανοίγει με δύναμη. Ο άγνωστος, ο ξένος, στεκόταν τώρα εκεί, μπροστά στο κατώφλι, τινάζοντας από πάνω του το χιόνι και προχωρώντας μέσα στο άδειο σπίτι.Και ξαφνικά η αυταπάτη διαλύθηκε.—Ω, Τζάιλς, ήρθες επιτέλους, φώναξε. Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που ήρθες!—Γεια σου, γλύκα μου! Τι απαίσιος καιρός, θεούλη μου, έγινα κατεψυγμένος.Άρχισε να χτυπάει τα πόδια του στο πάτωμα και χουχούλιζε τα παγωμένα του δάχτυλα.Αυτομάτως η Μόλλυ άρπαξε το παλτό του που το είχε ρίξει απερίσκεπτα στη βελανιδένια σιφονιέρα, το έβαλε στην κρεμάστρα, βγάζοντας απ' τις παραφουσκωμένες του τσέπες, ένα κασκόλ, μια εφημερίδα, ένα κουβάρι σπάγκο και την πρωινή αλληλογραφία που ο Τζάιλς την είχε στριμώξει μέσα εκεί φύρδην-μίγδην.Μπαίνοντας μετά στην κουζίνα, έβαλε τα χαρτιά στο μπουφέ και την κατσαρόλα στη φωτιά.Γύρισε προς το μέρος του.—Τι έγινε με το συρματόπλεγμα; τον ρώτησε. Το πήρες;—Όχι, δεν ήταν αυτό που θέλαμε. Δεν έκανε για τη δουλειά μας. Πήγα και σε μια άλλη αποθήκη, αλλά δε μπόρεσα να βρω πουθενά το κατάλληλο συρματόπλεγμα. Τι έκανες εσύ; Κανένας δε φάνηκε ακόμα, ε;—Η κυρία Μπόυλ δεν έρχεται ως αύριο, έτσι κι αλλιώς, είπε η Μόλλυ.—Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ, όμως, και ο κύρος Ρεν, θα έπρεπε να έχουν έρθει μέχρι τώρα.—Όχι, ο ταγματάρχης έστειλε ένα σημείωμα πως δεν θα μπορέσει να έρθει σήμερα.—Τότε είμαστε τρεις για το δείπνο. Οι δυο μας και ο κύριος Ρεν. Αλήθεια πως λες να είναι; Εγώ έχω τη γνώμη πως θα είναι κανένας τίμιος, μετρημένος και λιγομίλητος συνταξιούχος.—Όχι, μου φαίνεται πως είναι καλλιτέχνης.—Εν τοιαύτη περιπτώσει, είπε ο Τζάιλς, καλά θα κάνουμε να του πάρουμε προκαταβολικά μιας βδομάδας νοίκι.—Α, όχι, Τζάιλς. Θα φέρουν βέβαια μαζί τους βαλίτσες. Αν δεν πληρώσουν, θα τους κρατήσουμε τις βαλίτσες.—Και φαντάσου οι αποσκευές τους να είναι γεμάτες με πέτρες τυλιγμένες σε εφημερίδες. Η αλήθεια είναι πάντως, Μόλλυ, πως δεν ξέρουμε καθόλου τι μας περιμένει σ' αυτή την επιχείρηση. Ελπίζω να μην καταλάβουν πως είμαστε αρχάριοι στη δουλειά.—Η κυρία Μπόυλ θα το καταλάβει οπωσδήποτε, είπε η Μόλλυ. Είναι ο τύπος της γυναίκας που δεν της ξεφεύγει τίποτα.—Πώς το ξέρεις; Δε νομίζω να την έχεις δει ποτέ σου;Η Μόλλυ δεν απάντησε. Του γύρισε την πλάτη, άπλωσε μια εφημερίδα στο τραπέζι κι άρχισε να ξύνει ένα χοντρό κομμάτι τυρί.—Τι είναι αυτό; ρώτησε ο Τζάιλς.—Θα κάνω ένα σουφλέ, τον πληροφόρησε. Ψίχουλα ψωμιού, με πουρέ πατάτας και λίγο τυρί, μια σταλιά μόλις, έτσι για το όνομα.—Είσαι σπουδαία μαγείρισσα, Μόλλυ, είπε ο Τζάιλς με θαυμασμό.—Όχι, δεν είμαι, αλλά μπορώ να κάνω το κάθε πράγμα με τη σειρά του. Για να τους κάνεις να γλύφουν τα δάχτυλα τους, χρειάζεται αρκετά μεγάλη πείρα. Το πρόγευμα, όμως, θα είναι το πιο δύσκολο,

Page 6: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Γιατί;—Γιατί όλα γίνονται την ίδια ώρα. Αυγά και μπέικον και ζεστό γάλα και καφές και φρυγανιές. Το γάλα βράζει και χύνεται ή η φρυγανιά καίγεται ή το μπέικον ξεραίνεται ή τα αυγά γίνονται πολύ σφιχτά. Πρέπει να είσαι γάτα για να τα προλαβαίνεις όλα και να μη σου ξεφεύγει τίποτα...—Αύριο το πρωί, θα πρέπει να έρθω απαρατήρητος και να, παρακολουθήσω αυτή την προσωποποίηση της γάτας.—Η τσαγιέρα βράζει, είπε η Μόλλυ. Τι λες, να πάρουμε το δίσκο στη βιβλιοθήκη και να ακούσουμε ραδιόφωνο;Πλησιάζει η ώρα για τα νέα.—Μου φαίνεται πως πρόκειται να περνάμε όλη την ώρα μας στην κουζίνα και γι' αυτό θα έπρεπε να έχουμε κι ένα δεύτερο ραδιόφωνο εδώ μέσα.—Αλήθεια, έχεις δίκιο. Πόσο μ' αρέσουν οι κουζίνες, είπε η Μόλλυ. Εγώ τρελαίνομαι μ' αυτή την κουζίνα. Μου φαίνεται πως είναι το καλύτερο δωμάτιο του σπιτιού. Μ' αρέσει το ντουλάπι με τα πιατικά κι ακόμα μ' αρέσει το συναίσθημα που σου δίνει η ταξινόμηση μιας πελώριας κουζίνας - αν, εξυπακούεται, είμαι ευχαριστημένη που δεν θα έχω να μαγειρεύω πάνω της.—Μου φαίνεται όμως, ότι τα καύσιμα ενός χρόνου θα χάνονταν μέσα σε μια μέρα, είπε ο Τζάιλς.—Περίπου, συμφώνησε η Μόλλυ. Αλλά σκέψου και τα μεγάλα κομμάτια κρέας που ψήθηκαν μέσα εδώ, μοσχαρίσια φιλέτα και παϊδάκια. Πελώρια χάλκινα σκεύη με σπιτική φράουλα και οκάδες ζάχαρη. Τι έκτακτη, τι άνετη εποχή που ήταν η Βικτοριανή. Κοίτα τα έπιπλα επάνω, μεγάλα και στέρεα, γεμάτα σκαλίσματα, με αρκετό χώρο για τα ρούχα που συνήθιζαν να φοράνε τότε και κάθε συρτάρι να μπαινοβγαίνει με ευκολία. Θυμάσαι το μοντέρνο μικρό διαμέρισμα που νοικιάζαμε; Το κάθε τι μέσα εκεί ήταν φτιαγμένο να γλιστράει, μόνο που κανένα δεν γλιστρούσε, τα πάντα ήταν κολλημένα. Και οι πόρτες όταν τις έσπρωχνες να κλείσουν, δεν έκλειναν και όταν έκλειναν δε μπορούσαν ν' ανοίξουν πάλι.—Ναι, αυτό είναι το χειρότερο.—Λοιπόν, ας ακούσουμε τώρα τα νέα, είπε η Μόλλυ και γύρισε το κουμπί του ραδιοφώνου.Τα νέα αποτελούσαν, επί το πλείστον, βλοσυρές παρατηρήσεις για τον καιρό, οι συνηθισμένες πολιτικές επισκοπήσεις, διάφορες επερωτήσεις στη βουλή και ένας φόνος στην οδό Κάλβερ, στο Πάντινγκτον.—Ουφ, έκανε η Μόλλυ απελπισμένη και το έκλεισε. Δεν ακούς ποτέ τίποτα ευχάριστο, όλα είναι άθλια και μίζερα. Δεν πρόκειται να ξανακούσω εκκλήσεις για οικονομία στα καύσιμα. Τι περιμένουν επιτέλους αυτοί οι άνθρωποι; Να καθίσεις και να παγώσεις; Δεν είμαστε καλά. Νομίζω, Τζάιλς, πως δεν έπρεπε να ξεκινήσουμε την πανσιόν το χειμώνα. Έπρεπε να περιμέναμε μέχρι την άνοιξη.Και πρόσθεσεαλλάζοντας τόνο φωνής.—Αναρωτιέμαι τι είδους γυναίκα να ήταν, αυτή που δολοφονήθηκε;—Η κυρία Λάιον;—Αυτό ήταν το όνομα της; Αναρωτιέμαι ποιος θέλησε να τη δολοφονήσει και γιατί;—Ίσως να φύλαγε κανένα θησαυρό κάτω απ' τα σανίδια του πατώματος.—Όταν λένε ότι η αστυνομία θέλει να ανακρίνει κάποιον άνδρα που είδαν στην περιοχή, αυτό σημαίνει πως είναι ο δολοφόνος;—Συνήθως, ναι. Αυτός είναι ένας κάπως ευγενικός τρόπος για να το πεις.Το διαπεραστικό χτύπημα του κουδουνιού τους έκανε ν' αναπηδήσουν.—Είναι η μπροστινή πόρτα, είπε ο Τζάιλς.Και πρόσθεσε για να πειράξει τη Μόλλυ:—Μπαίνει ο φονιάς!—Αυτό θα έμοιαζε με κινηματογραφικό έργο. Έλα, Τζάιλς, κουνήσου. Θα είναι ο κύριος Ρεν. Τώρα θα δούμε ποιος είχε δίκιο, εσύ ή εγώ;Ο κύριος Ρεν μπήκε ορμητικά μαζί μ' ένα κύμα χιονιού. Η Μόλλυ, ακουμπισμένη στην πόρτα της βιβλιοθήκης, μπορούσε να δει, μόνο μια γκρίζα σιλουέτα μπρος απ' το άσπρο φόντο του χιονιού απ' έξω.Πόσο πολύ μοιάζουν οι άνδρες στο ντύσιμο τους, σκέφτηκε η Μόλλυ. Σκούρο παλτό, γκρι καπέλο και γύρω απ' το λαιμό ένα κασκόλ.Ο Τζάιλς έκλεισε αμέσως την πόρτα απομονώνοντας τα στοιχεία της φύσης, ενώ ο κύριος Ρεν, τράβηξε το κασκόλ του να ελευθερώσει το λαιμό του, άφησε τη βαλίτσα που κρατούσε με το άλλο του χέρι στο πάτωμα και συγχρόνως έβγαλε το καπέλο του, χωρίς να σταματήσει να μιλάει. Είχε μια τσιριχτή, σχεδόν ενοχλητική φωνή. Όταν στάθηκε στο φως, η Μόλλυ πρόσεξε πως ήταν ένας σχετικά νέος άνδρας, με ηλιοκαμένο πρόσωπο, σκούρα μαλλιά και με χλωμά, ανήσυχα μάτια.—Φοβερό πράγμα, είπε. Ο αγγλικός χειμώνας στο φόρτε του. Θαρρείς και ζεις σε κάποιο απόσπασμα απ' τον Ντίκενς, ο Σκρουτζ κι ο μικρός Τιμ. Νομίζω πως χρειάζεται να είναι κανείς φοβερά αισιόδοξος, για να τα αντέξει όλα αυτά. Τι λέτε και σεις; Και το ταξίδι μου απ' την Ουαλία ήταν φριχτό...

Page 7: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

Είστε η κυρία Νταίηβις; Χαίρομαι!Το χέρι της Μόλλυ πιάστηκε σε μια κοκαλιάρικη δαγκάνα.—Α! Δεν είστε καθόλου όπως σας είχα φαντασθεί. Σας έβλεπα, ξέρετε, κάπως σαν... κάπως σαν τη χήρα κάποιου στρατηγού από την Ινδία. Βλοσυρή και αγέρωχη... βικτοριανή, θα έλεγα. Πανέμορφα... Μήπως έχετε τίποτα κέρινα λουλούδια; Ή παραδείσια πουλιά; Α, είναι φανερό πως πρόκειται να τ' αγαπήσω αυτό το μέρος. Φοβόμουν ξέρετε πως θα ήταν παλιομοδίτικο και πολύ «καθώς πρέπει». Βρίσκω όμως ένα εξαιρετικό, πραγματικά γνήσιο Βικτοριανό κτίσμα, ανώτερο από κάθε πρόβλεψη. Αλήθεια, πέστε μου, έχετε κανέναν από κείνους τους ωραίους μπουφέδες τους φτιαγμένους από σκούρο μαόνι, με τα μεγάλα σκαλιστά φρούτα;—Μάλιστα, έχουμε, ψέλλισε η Μόλλυ με κομμένη ανάσα απ' τον ακατάσχετο χείμαρρο των λέξεων.—Όχι! έκανε κατάπληκτος ο κύριος Ρεν. Αλήθεια; Μπορώ να το δω; Αμέσως; Τώρα δα;Η βιασύνη του ήταν σχεδόν ανησυχητική. Είχε ήδη ανοίξει την πόρτα της τραπεζαρίας και άναψε το φως. Η Μόλλυ τον ακολούθησε καρτερικά, νιώθοντας την έντονη αποδοκιμασία που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο του Τζάιλς.Ο κύριος Ρεν στο μεταξύ χάιδευε απαλά με τα κοκαλιάρικα δάχτυλα του το πλούσιο σκάλισμα του ογκώδους μπουφέ, βγάζοντας επιφωνήματα θαυμασμού, σαν παπαγάλος.—Δεν υπάρχει κανένα μεγάλο τραπέζι από μαόνι; Τι είναι αυτά τα μικρά, σκορπισμένα τραπεζάκια;—Νομίζαμε πως οι άνθρωποι θα το προτιμούσαν έτσι, δικαιολογήθηκε η Μόλλυ.—Ω, αγαπητή μου κυρία, έχετε δίκιο, το αναγνωρίζω. Με συγχωρείτε, παρασύρθηκα απ' τα συναισθήματα μου για το πνεύμα της εποχής. Ασφαλώς, αν είχατε το τραπέζι, τότε θα έπρεπε να έχετε και την κατάλληλη οικογένεια γύρω απ' αυτό. Αυστηρός, συμπαθητικός μέσα στην απόκοσμη σοβαρότητα του, ο πατέρας, με γενειάδα, γόνιμη και κουρασμένη η μητέρα, έντεκα παιδιά," μια βλοσυρή γκουβερνάντα κι άλλο ένα πρόσωπο που το αποκαλούν "η καημένη η Ενριέττα" - η ατταραίτητη φτωχή συγγενής, που εκτελεί τώρα καθήκοντα γενικού βοηθού και είναι πολύ ευγνώμων γιατί έχει μια στέγη για να κουρνιάζει. Κοιτάξτε τη σχάρα εκεί στο τζάκι. Σκεφτείτε τις φλόγες να πετάνε απ' το τζάκι και να ζεσταίνουν την πλάτη της φτωχής Ενριέττας.—Θα πάρω τις βαλίτσες σας επάνω, είπε δυνατά ο Τζάιλς.Στράφηκε στη γυναίκα του.—Το ανατολικό δωμάτιο; ρώτησε.—Ναι, είπε η Μόλλυ.Ο κύριος Ρεν ξαναβγήκε στο χολ, καθώς ο Τζάιλς ανέβαινε τις σκάλες.—Έχει μεγάλο ξύλινο κρεβάτι με μικρά εμπριμέ τριανταφυλλάκια; ρώτησε.—Όχι, δεν έχει, απάντησε ο Τζά/λς φουρκισμένος κι εξαφανίσθηκε πίσω απ' τη στροφή της σκάλας.—Νομίζω πως δε θα με συμπαθήσει ο σύζυγος σας, παρατήρησε ο κύριος Ρεν. Που υπηρέτησε; Στο ναυτικό;—Μάλιστα.—Το φαντάστηκα. Είναι λιγότερο ανεκτικοί απ' τους άλλους του στρατού και της αεροπορίας. Έχετε πολύ καιρό παντρεμένοι; Είσαστε πολύ ερωτευμένη μαζί του;—Ίσως θα θέλατε ν* ανέβουμε επάνω να δείτε το δωμάτιο σας, είπε η Μόλλυ.—Ναι, ασφαλώς, ήταν αδιακρισία μου. Αλλά πραγματικά θα ήθελα να ξέρω, θέλω να πω, ότι είναι ενδιαφέρον να ξέρεις για τη ζωή των ανθρώπων με τους οποίους έρχεσαι σε καθημερινή επαφή. Δηλαδή, τι σκέφτονται και τι αισθάνονται κι όχι μόνο ποιοι είναι και τι κάνουν.—Υποθέτω, είπε η Μόλλυ με σοβαρή φωνή, πως είσθε ο κύριος Ρεν, έτσι δεν είναι;Ο νέος σταμάτησε απότομα, χούφτωσε τα μαλλιά του και με τα δυο χέρια και τα τράβηξε.—Μα τι φοβερό, ξεφώνισε, τι φοβερό! Ποτέ δεν βάζω τα πράγματα στη σειρά τους. Ναι, είμαι ο Κρίστοφερ Ρεν και μη γελάσετε γι' αυτό που θα σας πω. Οι γονείς μου ήταν ένα ρομαντικό ζευγάρι, Έλπιζαν να γίνω αρχιτέκτονας. Έτσι το νόμισαν τρομερά πρωτότυπο και σπουδαίο να με βαφτίσουν Κρίστοφερ, όπως τον διάσημο αρχιτέκτονα. Καταλαβαίνετε γιατί, ε;—Και είστε αρχιτέκτων; ρώτησε η Μόλλυ, μη μπορώντας να συγκρατήσει ένα χαμόγελο.—Ναι, είμαι, είπε ο κύριος Ρεν με κάποιο δισταγμό. Ή τουλάχιστον, σχεδόν είμαι. Λέω σχεδόν, γιατί, βλέπετε, δεν έχω ακόμα τελειώσει τις σπουδές μου. Πάντως, είμαι πραγματικά ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα οραματισμού, υπό εκτέλεση. Βέβαια το όνομα μου αποτελεί μειονέκτημα. Δεν θα γίνω ποτέ τόσο σπουδαίος όσο ο Κρίστοφερ Ρεν, αν και οι Προκατασκευασμένες Φωλιές του Κρις Ρεν, μπορεί ν' αποκτήσουν κάποτε φήμη.Ο Τζάιλς κατέβαινε εκείνη τη στιγμή τις σκάλες και η Μόλλυ είπε:—Ελάτε μαζί μου τώρα, να σας δείξω το δωμάτιο σας, κύριε Ρεν.Όταν λίγο αργότερα κατέβηκε πάλι, ο Τζάιλς τη ρώτησε.

Page 8: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Λοιπόν, του άρεσαν τα έπιπλα από βαλανιδιά;—Ήθελε πολύ ένα μεγάλο ξύλινο κρεβάτι κι έτσι αναγκάσθηκα να του δώσω το ροζ δωμάτιο.Ο Τζάιλς στραβομουτσούνιασε και μουρμούρισε κάτι που τελείωνε με τη λέξη "λεχρίτης".—Άκουσε, Τζάιλς, έκανε η Μόλλυ που είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της. Δεν κάνουμε κάποιο πάρτι για τους φίλους μας. Έχουμε επιχείρηση. Είτε σ' αρέσει ο Κρίστοφερ Ρεν, είτε όχι...—Όχι, δεν μ' αρέσει, τη διέκοψε ο Τζάιλς.—...δεν έχει σημασία, αποτελείωσε τη φράση της η Μόλλυ. Πληρώνει επτά λίρες τη βδομάδα και αυτό μας ενδιαφέρει. Κατάλαβες;—Αν πληρώσει, μάλιστα.—Συμφώνησε να πληρώσει. Έχουμε το γράμμα του. —Μετέφερες τη βαλίτσα του στο ροζ δωμάτιο; —Τη μετέφερε ο ίδιος, φυσικά.—Πολύ ευγενικό από μέρους του, είπε ειρωνικά ο Τζάιλς. Αλλά κι αν ακόμα τη μετέφερες μόνη σου, δε θα σε κούραζε. Αποκλείεται, δηλαδή να ήταν γεμάτη με πέτρες. Είναι τόσο ελαφριά που μου φαίνεται πως δεν έχει τίποτα μέσα.—Σςς, έρχεται, έκανε η Μόλλυ κοιτάζοντας την πόρτα.Ο Κρίστοφερ Ρεν μπήκε στη βιβλιοθήκη που ήταν, όπως τουλάχιστον νόμιζε η Μόλλυ, πραγματικά κομψή, με τις μεγάλες καρέκλες και τα αναμμένα κούτσουρα στο τζάκι. Το δείπνο θα ήταν έτοιμο σε μισή ώρα, όπως του είπε. Του εξήγησε ότι δεν υπήρχαν προς το παρόν άλλοι νοικάρηδες κι ότι στο σπίτι υπήρχαν μόνο οι τρεις τους. Τότε, ρώτησε ο κύριος Ρεν, πώς θα της φαινόταν αν ερχόταν στην κουζίνα και τη βοηθούσε;—Μπορώ να σας φτιάξω ομελέτα, αν θέλετε.Τελικά κατόρθωσε να παραμείνει στην κουζίνα και βοήθησε στο πλύσιμο.Οπωσδήποτε όμως, αυτό δεν ήταν καθόλου σωστό ξεκίνημα για μια συμβατική πανσιόν και στον Τζάιλς δεν άρεσε καθόλου. «Όλα πάντως θα αλλάξουν από αύριο», συλλογίστηκε η Μόλλυ, την ώρα που έπεφτε να κοιμηθεί.

···Το πρωί ο ουρανός ήταν ακόμα πιο σκοτεινός και χιόνιζε. Ο Τζάιλς ήταν μουτρωμένος και της Μόλλυ η καρδιά ήταν βαριά. Ο καιρός έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα.Η κυρία Μπόυλ έφθασε με το τοπικό ταξί, που είχε αλυσίδες στις ρόδες και ο σοφέρ, λες και ήταν βαλτός, έφερε τις πιο απαισιόδοξες ειδήσεις σχετικά με την κατάσταση των δρόμων και την κυκλοφορία.—Πριν σκοτεινιάσει, θα έχουμε πάγους, προφήτεψε.Η κυρία Μπόυλ δεν χαροποίησε καθόλου την ατμόσφαιρα. Ήταν μια μεγαλόσωμη απωθητική γυναίκα, με δυνατή φωνή και αυταρχικούς τρόπους. Η φυσική της επιθετικότητα είχε ενταθεί απ' τη στρατιωτική καριέρα, που της είχε επιτρέψει να διακριθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου.—Αν δεν είχα πιστέψει πως πρόκειται για μια ενεργή επιχείρηση, πιστέψτε με, πως ποτέ δεν θα είχα έρθει, είπε ξεφυσώντας. Φανταζόμουν πως ήταν ένας καλά οργανωμένος ξενώνας, με επαγγελματισμό.—Δεν είστε υποχρεωμένη να παραμείνετε, κυρία Μπόυλ, αν δεν είστε ευχαριστημένη, είπε ο Τζάιλς.—Όχι, και βέβαια δεν είμαι υποχρεωμένη και δεν νομίζω ότι τελικά θα παραμείνω.—Μήπως θέλετε να καλέσουμε ένα ταξί; επέμεινε ο Τζάιλς. Οι δρόμοι δεν έχουν αποκλειστεί ακόμη. Αν υπάρχει καμιά παρανόηση, νομίζω είναι καλύτερα να πάτε κάπου αλλού.Και πρόσθεσε με πείσμα:—Άλλωστε, έχουμε τόσες πολλές προσφορές για τα δωμάτια, που είναι εύκολο να βρούμε αμέσως, μια νέα κράτηση το δωμάτιο σας. Όσο γι' αυτό μη στεναχωριέστε καθόλου. Επιπλέον, στο μέλλον σκοπεύουμε να αυξήσουμε τις τιμές των δωματίων.Η κυρία Μπόυλ του έριξε μια κοφτερή ματιά.—Ασφαλώς, δεν πρόκειται να φύγω πριν δοκιμάσω αυτό το μέρος. Ίσως η κυρία Νταίηβις θα είχε την καλοσύνη να μου φέρει μια μεγαλύτερη πετσέτα του μπάνιου. Δεν είμαι, βλέπετε, συνηθισμένη να χρησιμοποιώ μαντιλάκι της τσέπης για να σκουπίζομαι.Ο Τζάιλς έστειλε ένα χαμόγελο στη Μόλλυ πίσω απ' την πλάτη της κυρίας Μπόυλ.—Αγάπη μου, ήσουν υπέροχος με τον τρόπο που την αντιμετώπισες, παραδέχτηκε η Μόλλυ.—Οι φωνακλάδες πάντα το βουλώνουν όταν τους δώσεις το γιατρικό τους, είπε ο Τζάιλς με περισπούδαστο ύφος.—Αναρωτιέμαι, έκανε η Μόλλυ, πως θα τα πάει με τον Κρίστοφερ Ρεν.

Page 9: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Δεν πρόκειται να τα πάνε καθόλου καλά, τη βεβαίωσε ο Τζάιλς.Και πράγματι, το ίδιο κιόλας απόγευμα, η κυρία Μπόυλ είπε στη Μόλλυ αποδοκιμαστικά:—Αυτός ο νέος είναι τρομερά αλλόκοτος!

···Ο διανομέας του ψωμιού, που έφθασε λίγο αργότερα, έμοιαζε με αρκτικό εξερευνητή. Άφησε το ψωμί λέγοντας, πως η επομένη επίσκεψη του, μετά από δύο μέρες, μπορούσε και να μην πραγματοποιηθεί.—Οι δρόμοι έχουν αποκλειστεί παντού, τους πληροφόρησε. Ελπίζω να έχετε γερές προμήθειες, ε;—Α, ναι, έχουμε αρκετές κονσέρβες, τον καθησύχασε η Μόλλυ. Πάντως, νομίζω πως πρέπει να προμηθευθώ και λίγο αλεύρι ακόμη, γιατί δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται.Σκέφτηκε πως στην ανάγκη θα μπορούσε να ζυμώσει εκείνο το ανεβατό ψωμί με τη σόδα, που απροσδιόριστα ήξερε ότι φτιάχνουν οι ιρλανδοί. Αν τα πράγματα έφθαναν στο απροχώρητο, θα το προσπαθούσε.Ο διανομέας είχε φέρει και τις εφημερίδες και η Μόλλυ τις έριξε πάνω στο τραπέζι του χολ. Οι διεθνείς ειδήσεις είχαν περάσει σε δεύτερη μοίρα. Ο καιρός και η δολοφονία της κυρίας Λάιον, έπιαναν όλη την πρώτη σελίδα.Η Μόλλυ έσκυψε και παρατηρούσε την ξεθωριασμένη φωτογραφία του θύματος, όταν η φωνή του κυρίου Ρεν πίσω απ' την πλάτη της είπε:—Τι φριχτό έγκλημα, τι λέτε και σεις; Μου φαίνεται για παλιογυναίκα κατ η γειτονιά δεν πάει πίσω. Δεν νομίζω πως μπορεί να κρύβεται τίποτ' άλλο.—Για μένα δεν υπάρχει αμφιβολία, είπε η κυρία Μπόυλ με αποδοκιμασία, πως αυτό το πλάσμα εισέπραξε αυτό που της άξιζε.—Α, έκανε ο κ. Ρεν και γύρισε απότομα προς το μέρος της. Υπονοείτε πως πρόκειται για σεξουαλικό έγκλημα, ε;—Δεν υπονοώ τίποτα, έκανε εμβρόντητη η κυρία Μπόυλ.—Μα την στραγγάλισαν! Ή μήπως κάνω λάθος;Άπλωσε τα μακριά, κοκαλιάρικα δάχτυλα του, που είχαν ένα κίτρινο αρρωστιάρικο χρώμα και είπε:—Άραγε πώς είναι να στραγγαλίσεις κάποιον;—Αρκετά, κύριε Ρεν, είπε η γυναίκα.Ο Κρίστοφερ την πλησίασε ακόμα περισσότερο, χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του:—Έχετε σκεφτεί ποτέ, κυρία Μπόυλ, πώς να αισθάνεται κάποιος τη στιγμή που τον στραγγαλίζουν;—Αρκετά, κύριε Ρεν, επανέλαβε η γυναίκα. Σταματήστε!Η Μόλλυ άρχισε να διαβάζει δυνατά:—«Ο άνδρας που αναζητείται από την αστυνομία είναι μετρίου αναστήματος, φορούσε σκούρο πανωφόρι, ανοιχτόχρωμο καπέλο και μάλλινο κασκόλ».—Τώρα μάλιστα, είπε ο Κρίστοφερ Ρεν. Μοιάζει ακριβώς σαν όλο τον κόσμο.Γέλασε.—Ναι, συμφώνησε η Μόλλυ. Μοιάζει ακριβώς σαν τον καθένα.Στο γραφείο του, στη Σκότλαντ Γυάρντ, ο επιθεωρητής Πάρμιντερ, στράφηκε προς τον αστυνόμο Κέιν. —Θα δω τώρα αυτούς τους δυο εργάτες, είπε. Ο Κέιν σηκώθηκε. —Θα σας τους φέρω αμέσως. —Πώς είναι;—Φαίνονται για τίμιοι άνθρωποι, αν και λιγάκι αργόστροφοι. Οπωσδήποτε, όμως, είναι αξιόπιστοι.Ο επιθεωρητής κούνησε το κεφάλι του ικανοποιημένος και του είπε:—Ωραία. Φέρ' τους μέσα.Οι δυο εργάτες μπήκαν στο γραφείο δειλά και συνεσταλμένα, φορώντας τα καλά τους ρούχα. Ο επιθεωρητής Πάρμιντερ τους έριξε μια γρήγορη ερευνητική ματιά. Είχε μια απαράμιλλη ικανότητα να κάνει τους ανθρώπους να νοιώθουν άνετα.—Ώστε νομίζετε ότι έχετε κάποια πληροφορία που μπορεί να μας φανεί χρήσιμη στην υπόθεση Λάιον, είπε. Κάνατε πολύ καλά που ήρθατε να μας το αναφέρετε. Καθίστε. Καπνίζετε;Τους έδωσε τσιγάρο και μετά τους πρόσφερε φωτιά.—Τι βρομόκαιρος, είπε σπάζοντας τη σιωπή.—Καλά λέτε, κύριε.—Λοιπόν, πείτε μου.

Page 10: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

Οι δυο άνδρες κοιτάχτηκαν. Ένιωθαν το θάρρος τους να τους εγκαταλείπει τώρα που έπρεπε να μιλήσουν.—Μίλησε Τζο, είπε ο πιο μεγαλόσωμος. Πέστα εσύ καλύτερα.Και ο Τζο άρχισε.—Βλέπετε, έγιναν κάπως έτσι τα πράγματα. Δεν είχαμε σπίρτα...—Πού ήταν αυτό;—Στην Τζάρμαν Στρητ, είπε αυτός. Δουλεύαμε στο δρόμο... Ανοίγουμε τάφρους για την κεντρική παροχή του γκαζιού.Ο επιθεωρητής Πάρμιντερ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Αργότερα, θα ζητούσε λεπτομέρειες για το ακριβές μέρος και ώρα. Ήξερε πως η Τζάρμαν Στρητ βρισκόταν κοντά στην οδό Κάλβερ, όπου είχε γίνει το έγκλημα.—Λοιπόν, δεν είχατε σπίρτα, είπε για να ενθαρρύνει τον εργάτη.—Μάλιστα. Είχε αδειάσει το σπιρτόκουτο που είχα και ο αναπτήρας του Μπιλ δεν άναβε κι έτσι αναγκάσθηκα να ζητήσω από έναν τύπο που περνούσε. «Μήπως έχετε ένα σπίρτο, κύριε,» τον ρώτησα. Δεν σκέφθηκα τίποτα το περίεργο εκείνη την ώρα, τουλάχιστον δεν το σκέφθηκα τότε. Απλώς περνούσε, όπως πολλοί άλλοι και έτυχε να τον ρωτήσω.Ο επιθεωρητής κούνησε το κεφάλι του.—Λοιπόν, σταμάτησε ο άνθρωπος και μας έδωσε ένα σπίρτο. Καλά ως εδώ. Δεν είπε τίποτα. Ο Μπιλ του λέει τότε: «Διαβολεμένο κρύο, ε;» και τότε ο φιλαράκος του απάντησε ψιθυριστά. «Ναι, πολύ κρύο.» Η φωνή του ήταν βραχνή και σκέφτηκα τότε πως είχε αρπάξει ένα γερό κρυολόγημα. Ήταν όλος κουκουλωμένος, εξάλλου. Του έδωσα πίσω τα σπίρτα του και τον ευχαρίστησα. Κι αυτός αμέσως έφυγε γρήγορα, τόσο γρήγορα, σα να τον κυνηγούσαν. Τότε πρόσεξα πως του είχε πέσει κάτι απ' την τσέπη, άλλα ήταν πολύ αργά να τον προλάβω. Ήταν ένα μικρό σημειωματάριο που του είχε πέσει τη στιγμή που έβγαζε να μου δώσει τα σπίρτα του. «'Ε, κύριε, κάτι σας έπεσε», του φώναξα, αλλά δε φάνηκε να με άκουσε, γιατί βιάστηκε να στρίψει απ' τη γωνιά και να εξαφανισθεί. Έτσι δεν έγινε, Μπιλ;—Έτσι ακριβώς, συμφώνησε ο Μπιλ. Έφυγε σαν κυνηγημένος λαγός.—Έστριψε στην οδό Χάρροου και δεν θα προλαβαίναμε να τον φτάσουμε έτσι που έτρεχε. Ύστερα, δεν άξιζε τον κόπο να τρέξουμε, γιατί δεν ήταν παρά ένα μικρό βιβλιαράκι, ένα απλό σημειωματάριο. Όχι κανένα παραφουσκωμένο πορτοφόλι, ή κι εγώ δεν ξέρω τι πράγμα αξίας. Μπορεί να το είχε και για πέταμα. «Περίεργος τύπος», είπα του Μπιλ. «Τον είδες; Το καπέλο κατεβασμένο μέχρι τα μάτια και κουμπωμένος ως το λαιμό, σα φονιάς, απ' αυτούς που βλέπουμε στα φιλμ». Έτσι δε σου είπα, Μπιλ;—Αυτό είπες αλήθεια, παραδέχτηκε ο Μπιλ.—Παράξενο να το πω αυτό, όχι δηλαδή που σκέφτηκα τίποτα εκείνη την ώρα. Ο άνθρωπος τουρτούριζε απ' το κρύο και βιαζόταν να γυρίσει σπιτάκι του και δεν τον κατηγορούσα. Με τέτοιο κρύο που έκανε!Ο Μπιλ κούνησε το κεφάλι του επιδοκιμαστικά.—Έτσι, λέω, του Μπιλ. «Ας κοιτάξουμε το βιβλιαράκι να δούμε αν είναι τίποτα σπουδαίο». Το άνοιξα και το κοίταξα, κύριε. «Μόνο δυο διευθύνσεις έχει», λέω του Μπιλ. «Κάλβερ Στρητ 74 και κάποια εξοχική κατοικία».—«Πλουσιόσπιτο», είπε ο Μπιλ ξεφυσώντας.Ο Τζο συνέχισε την ιστορία του, με ολοφάνερο κέφι τώρα που έφθανε στο πιο κρίσιμο σημείο.—«Οδός Κάλβερ 74,» λέω TOU Μπιλ. «Πρέπει να είναι εδώ δίπλα, μόλις στρίψουμε στη γωνία. Όταν τελειώσουμε από δω, θα πάμε μια βόλτα από κει». Και μετά βλέπω κάτι γραμμένο στο επάνω μέρος της σελίδας. «Τι είναι πάλι αυτό;» λέω του Μπιλ και το παίρνει και το διαβάζει φωναχτά. «Τρία τυφλά ποντικάκια». «Θα πρέπει να του έχει στρίψει,» είπε ο Μπιλ και τότε, εκείνη τη στιγμή ακριβώς, κύριε, ακούμε μια γυναίκα να στριγκλίζει, δυο δρόμους παρακάτω. «Φόνος!»Ο Τζο σταμάτησε σ' αυτό το κρίσιμο σημείο. Στράφηκε στον Μπιλ.—Έτσι δεν είναι στρίγκλιζε, Μπιλ; ρώτησε. Λοιπόν, λέω του Μπιλ. «Για πετάξου να δεις τι τρέχει.» Κι αυτός πηγαίνει και σε λίγο γυρνάει και μου λέει, πως είναι κόσμος μαζεμένος μπροστά σε μια πόρτα και έχει έρθει η αστυνομία κι ότι κάποιας γυναίκας της κόψανε το λαιμό ή τη στραγγάλισαν κι ότι η γυναίκα που στρίγκλιζε ήταν η σπιτονοικοκυρά της που τη βρήκε σκοτωμένη. «Που έγινε αυτό;» τον ρωτάω. «Στην οδό Κάλβερ», μου απαντάει. «Σε ποιο νούμερο;», τον ρωτάω πάλι και μου λέει πως δεν είδε.Ο Μπιλ έβηξε και μάζεψε τα πόδια του με το ύφος κάποιου που δεν του έκοψε να ενεργήσει σωστά.—Έτσι του λέω «Ας πεταχτούμε να κοιτάξουμε» κι όταν είδαμε πως ήταν ο αριθμός 74 καθίσαμε να το κουβεντιάσουμε. «Ίσως», μου λέει ο Μπιλ, «να μην έχει καμιά σχέση μ' αυτό, η διεύθυνση στο σημειωματάριο.» Εγώ πάλι λέω πως μπορεί να έχει, KJ όταν μάθαμε αργότερα πως η αστυνομία ζητάει κάποιον που έφυγε απ' το σπίτι εκείνη την ώρα περίπου, ε, τότε, ήρθαμε εδώ και ρωτήσαμε αν μπορούμε να δούμε τον κύριο που ανέλαβε αυτή την υπόθεση. Ελπίζω, κύριε, να μη σας απασχολήσαμε άδικα.—Κάθε άλλο, είπε ο επιθεωρητής Πάρμιντερ ζωηρά. Ίσα-ίσα που ενεργήσατε πολύ σωστά. Μήπως φέρατε μαζί σας εκείνο το σημειωματάριο;

Page 11: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

Ο Τζο το έβγαλε πρόθυμα απ' την τσέπη του και του το έδωσε.—Ευχαριστώ, είπε ο επιθεωρητής. Και τώρα θα ήθελα να σας ρωτήσω κι εγώ με τη σειρά μου ορισμένα πράγματα.Οι ερωτήσεις του ήταν κοφτές και καθαρά επαγγελματικές και αφορούσαν το μέρος, την ώρα, την ημερομηνία και άλλες παρόμοιες λεπτομέρειες. Κράτησε σημείωση για όλα αυτά, άλλα δεν κατόρθωσε να πάρει μια πιο ακριβή περιγραφή του αγνώστου που είχε χάσει το σημειωματάριο. Αντί γι' αυτή, πήρε την ίδια περιγραφή που είχε πάρει κι απ' την υστερική ιδιοκτήτρια, πως ο άγνωστος φορούσε ένα καπέλο χαμηλά μέχρι τα μάτια, βαρύ χειμωνιάτικο παλτό, κουμπωμένο καλά, ένα κασκόλ περασμένο σφιχτά στο κάτω μέρος του προσώπου και φορούσε γάντια. Κι ακόμα πως η φωνή του ήταν βραχνή και ψιθυριστή.Όταν οι δυο εργάτες έφυγαν, έμεινε στη θέση του, κοιτάζοντας το μικρό βιβλιαράκι που ήταν ανοιχτό μπροστά του. Σχεδίαζε να το πάει στη σήμανση για να διαπιστώσει αν υπήρχαν δακτυλικά αποτυπώματα, αλλά τώρα, όλη του η προσοχή ήταν συγκεντρωμένη στις δυο διευθύνσεις και στη φράση που υπήρχε ψηλά, στο επάνω μέρος της σελίδας.Γύρισε το κεφάλι του καθώς ο αστυνόμος Κέιν έμπαινε στο γραφείο.—Έλα εδώ, Κέιν. Κοίταξε αυτό.Ο Κέιν έσκυψε πάνω απ' τον ώμο του και διάβασε:—«Τρία τυφλά ποντικάκια!» Δεν καταλαβαίνω τίποτα.—Φυσικά, είπε ο επιθεωρητής. Αλλά για κοίταξε κι αυτόεδώ.Άνοιξε το συρτάρι του, έβγαλε μισή κόλα αναφοράς και την τοποθέτησε πάνω στο γραφείο του, πλάι στο σημειωματάριο. Είχε βρεθεί καρφιτσωμένη πάνω στο πτώμα της γυναίκας.Επάνω στο χαρτί έγραφε: «Αυτό είναι το ττρώτο». Από κάτω ήταν μια παιδική ζωγραφιά που απεικόνιζε τρία ποντικάκια και ένα πεντάγραμμο με νότες.Ο Κέιν σιγοσφύριξε το σκοπό: «Τρία τυφλά ποντικάκια για κοίτα πως γυρνάνε...»—Ώστε αυτό είναι, είπε ο επιθεωρητής. Έχει σημειωμένη τη μελωδία...—Αυτό είναι εξωφρενικό, έτσι δεν είναι;—Ναι, παραδέχτηκε ο Πάρμιντερ. Έγινε αναγνώριση του θύματος;—Βεβαίως. Εδώ είναι η αναφορά για τα δακτυλικά αποτυπώματα. Η κυρία Λάιον, όπως αυτοαποκαλείτο, ήταν στην πραγματικότητα η Μωρήν Γκρεγκ. Είχε αποφυλακισθεί εδώ και δυο μήνες απ' το Χολογουέη, αφού είχε εκτίσει την ποινή της.Ο Πάρμιντερ είπε σκεφτικά:—Πήγε στο 74 της Κάλβερ Στρητ, ως Μωρήν Λάιον. Είχε τη συνήθεια να πίνει που και που κανένα ποτηράκι κι έφερνε κάθε τόσο κάποιον άνδρα στο δωμάτιο της. Δεν έδειχνε να φοβάται κάτι ή κάποιον. Δεν υπάρχει κανένας λόγος που να μας κάνει να πιστέψουμε πως φοβόταν, ότι διατρέχει κάποιο κίνδυνο. Αυτός ο άνδρας έρχεται και χτυπά το κουδούνι, ζητάει την κυρία Λάιον και η σπιτονοικοκυρά της τον στέλνει επάνω, στον δεύτερο όροφο. Αυτή δεν μπορεί να τον περιγράψει. Λέει μόνο πως ήταν μετρίου αναστήματος και έδειχνε άσχημα κρυωμένος, γιατί μιλούσε με βραχνή φωνή, που μόλις ακουγόταν. Η ίδια ξαναγύρισε στο υπόγειο και δεν άκουσε τον παραμικρό ύποπτο θόρυβο. Δεν άκουσε ούτε τον άνδρα να φεύγει. Περίπου δέκα λεπτά αργότερα ανέβηκε επάνω για να πάει τσάι στην νοικάρισσά της και την βρήκε στραγγαλισμένη.—Αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο έγκλημα, Κέιν. Ήταν σχεδιασμένο προσεκτικά.Ο Πάρμιντερ σταμάτησε και πρόσθεσε απότομα:—Αναρωτιέμαι πόσα σπίτια στην Αγγλία, ονομάζονται Μόνκσγουελ Μάνορ.—Ίσως να είναι μόνο ένα, κύριε επιθεωρητά, παρατήρησε ο αστυνόμος.—Μακάρι. Τότε θα είχαμε τρομερή τύχη, Κέιν. Αλλά ας μη χάνουμε καιρό. Πρέπει να ενεργήσουμε γρήγορα.Ο Κέιν κοίταξε ξανά τις δυο διευθύνσεις: Κάλβερ Στρητ 74, Μόνκσγουελ Μάνορ.—Ώστε πιστεύετε, πως...Ο Πάρμιντερ είπε βιαστικά:—Βεβαίως. Έχεις καμιά αντίρρηση;—Ίσως. Μόνκσγουελ Μάνορ... κάτι μου λέει. Που να το είδα... Ξέρετε, παίρνω όρκο πως κάπου το είδα τώρα τελευταία.—Πού;—Αυτό προσπαθώ να θυμηθώ. Για σταθείτε... Στην εφημερίδα... στους Τάιμς. Στην πίσω σελίδα. Πα μια στιγμή... Ξενοδοχεία και πανσιόν. Ναι αυτό είναι. Έλυνα το σταυρόλεξο!Βγήκε βιαστικά απ' το δωμάτιο και ξαναγύρισε σε λίγο θριαμβευτικά κρατώντας μια εφημερίδα.

Page 12: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Το βρήκα, φώναξε. Εδώ είναι. Κοιτάξτε.Ο επιθεωρητής παρακολούθησε τον δείχτη του χεριού του αστυνόμου Κέιν.—Μόνκσγουελ Μάνορ, Χάρπλεντιν Μπερκς.Τράβηξε το τηλέφωνο προς το μέρος του.—Συνδέστε με, παρακαλώ, με το τμήμα του Μπερκσάιρ, είπε.

···Με την άφιξη του ταγματάρχη Μέτκαλφ, το Μόνκσγουελ Μάνορ άρχισε πλέον να λειτουργεί κανονικά. Ο ταγματάρχης δεν ήταν ούτε φοβερός, όπως η κυρία Μπόυλ, ούτε εκκεντρικός όπως ο Κρίστοφερ Ρεν. Ήταν απλώς ένας απαθής μεσόκοπος, με άψογο στρατιωτικό παράστημα, που είχε υπηρετήσει τον περισσότερο καιρό στις Ινδίες. Έδειχνε απ' την πρώτη στιγμή κατενθουσιασμένος με το δωμάτιο και τα έπιπλα του. Με την κυρία Μπόυλ δεν βρήκανε κοινούς φίλους, αλλά έτυχε να γνωρίζει κάποια ξαδέλφια φίλων της από το Γιορκσάιρ. Οι αποσκευές του όμως, δυο βαρείες δερμάτινες βαλίτσες από χοιρόδερμα, ικανοποίησαν ακόμα και τον Τζάιλς, που διατηρούσε πάντα μια κάπως επιφυλακτική και φιλύποπτη στάση απέναντι στους ενοίκους του.Η αλήθεια είναι πάντως, πως η Μόλλυ και ο Τζάιλς, δεν είχαν τον απαιτούμενο καιρό να σχολιάσουν τους ενοίκους τους. Ήταν αρκετά απασχολημένοι με τα καθήκοντα τους. Οι δυο τους μαγείρευαν, σερβίριζαν, έτρωγαν και καθάριζαν τα πιάτα. Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ δοκίμασε τον καφέ που του σερβίρισαν στο σαλόνι και δεν παρέλειψε να εκδηλώσει την ικανοποίηση του για την «εξαίσια γεύση». Αργότερα, όταν πια όλα είχαν τελειώσει και οι προσκεκλημένοι τους είχανε αποσυρθεί στα δωμάτια τους, η Μόλλυ έκλεισε την πόρτα της κουζίνας και ανέβηκαν με τον Τζάιλς στο δωμάτιο τους. Την ώρα που έπεφταν να πλαγιάσουν, ένοιωθαν αφάνταστα κουρασμένοι, αλλά συγχρόνως ένιωθαν μέσα τους και το γνωστό συναίσθημα του θριάμβου, που νιώθουν οι άνθρωποι όταν επιτελούν ένα δύσκολο έργο. Αλλά στις δύο μετά τα μεσάνυχτα ένα παρατεταμένο κουδούνισμα τους έκανε να τιναχθούν απ' το κρεβάτι τους.—Κατάρα, γρύλισε ο Τζάιλς. Είναι η εξώπορτα. Τι στο καλό...—Βιάσου, είπε η Μόλλυ. Πήγαινε να δεις.Ο Τζάιλς θυμωμένος τυλίχτηκε με τη ρόμπα του και κατέβηκε τα σκαλιά. Η Μόλλυ άκουσε το σύρτη να τραβιέται απ' την πόρτα και μετά συγκεχυμένες φωνές απ' το χολ. Γεμάτη περιέργεια σηκώθηκε απ' το κρεβάτι και πήγε να κρυφοκοιτάξει απ' το κεφαλόσκαλο. Κάτω στο χολ, ο Τζάιλς βοηθούσε κάποιον άγνωστο με γενειάδα να βγάλει το χιονισμένο του παλτό. Άκουσε μάλιστα και κάποια λόγια.—Μπρρρ, έκανε ο άγνωστος που είχε μια ολοφάνερα ξενική προφορά. Δε νοιώθω τα δάχτυλα μου απ' το κρύο. Και τα πόδια μου...Η Μόλλυ άκουσε το χτύπημα απ' τα πόδια του άγνωστου στο πάτωμα.—Περάστε από εδώ, είπε ο Τζάιλς ανοίγοντας την πόρτα της βιβλιοθήκης. Είναι ζεστά. Καλύτερα να περιμένετε εδώ, ώσπου να σας ετοιμάσω το δωμάτιο.—Είμαι πραγματικά τυχερός, είπε ο ξένος ευγενικά.Η Μόλλυ μετατοπίσθηκε και προσπάθησε να δει ανάμεσα απ' τα κάγκελα της σκάλας. Είδε έναν ηλικιωμένο άνδρα με μικρή μαύρη γενειάδα και μεφιστοφελικά φρύδια. Το βάδισμα του ήταν νεανικό και ζωηρό παρά τους γκρίζους του κροτάφους.Ο Τζάιλς έκλεισε πίσω του την πόρτα της βιβλιοθήκης κι ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά.Η Μόλλυ σηκώθηκε απ' την κρυψώνα της.—Ποιος είναι; ρώτησε.Ο Τζάιλς έκανε μια γκριμάτσα.—Κι άλλος νοικάρης, είπε χαρούμενος. Το αυτοκίνητο του ντεραπάρισε στη χιονοθύελλα. Ο ίδιος κατόρθωσε να βγει και προσπαθούσε να κρατήσει τον προσανατολισμό του - η χιονοθύελλα κρατάει ακόμα, άκουσε την! - όταν είδε την ταμπέλα μας, είπε πως ήταν η απάντηση στις προσευχές του.—Νομίζεις πως είναι... εντάξει;—Αγάπη μου, αυτή δεν είναι νύχτα κατάλληλη για να βγει ένας λωποδύτης στο δρόμο. —Είναι ξένος, έτσι δεν είναι;—Ναι, το όνομα του είναι Παραβιτσίνι. Είδα το πορτοφόλι του - νομίζω μάλλον ότι μου το έδειξε επίτηδες -παραγεμισμένο με χαρτονομίσματα. Ποιο δωμάτιο λες να του δώσουμε;—Το πράσινο. Είναι καθαρό και το έχω τακτοποιήσει εδώ και μέρες. Μόνο που πρέπει να του στρώσουμε τοκρεβάτι.—Θα πρέπει να του δανείσω και τίποτα πιτζάμες μου, παρατήρησε ο Τζάιλς. Όλα του τα πράγματα είναι στο αυτοκίνητο. Είπε πως αναγκάσθηκε να βγει απ' το παράθυρο.Η Μόλλυ έφερε αμέσως απ' τη ντουλάπα σεντόνια, . μαξιλαροθήκες και πετσέτες.

Page 13: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

Όπως έστρωναν βιαστικά το κρεβάτι, ο Τζάιλς είπε:—Άρχισε να το ρίχνει πιο πυκνά. Όπως πάνε τα πράγματα, Μόλλυ, νομίζω πως θα αποκλεισθούμε τελείως. Είναι συναρπαστικό πάντως από μια άποψη, τι λες;—Δεν ξέρω, απάντησε η Μόλλυ, διατηρώντας τις αμφιβολίες της. Νομίζεις, Τζάιλς, ότι είμαι ικανή να φτιάξω μόνη μου ανεβατό ψωμί;—Ούτε λόγος, είπε ο Τζάιλς με πεποίθηση. Εσύ μπορείς να φτιάξεις οτιδήποτε...—Ναι, μα δεν επιχείρησα ποτέ κάτι τέτοιο. Βλέπεις, δε χρειάσθηκε ποτέ να δοκιμάσω, αν μπορώ να το πετύχω. Μπορεί να είναι φρέσκο ή μπαγιάτικο, άλλα πάντα το φτιάχνει ο φούρναρης. Κι αν αποκλειστούμε όπως λες, δεν θα υπάρχει φούρναρης.—Ούτε χασάπης, ούτε ταχυδρόμος, ούτε εφημερίδες. Ούτε ίσως ακόμα και τηλέφωνο.—Ώστε δεν θα μας μείνει παρά μόνο το ραδιόφωνο;—Το ραδιόφωνο κι επιπλέον έχουμε και δικό μας ρεύμα.—Αλήθεια, πρέπει να δοκιμάσεις αύριο τη γεννήτρια. Και πρέπει να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα μην πάθει τίποτα η κεντρική, θέρμανση, γιατί πάμε χαμένοι, θα ξυλιάσουμε.—Σίγουρα θα μείνουμε και χωρίς κάρβουνα. Το αποθηκάκι μας είναι σχεδόν άδειο, έκανε ο Τζάιλς μοιρολατρικά.—Πω πω, είπε η Μόλλυ. Διαισθάνομαι πως μας περιμένουν άσχημες μέρες. Έλα, πήγαινε τώρα και φέρε αυτόν τον Παρα... πώς τον λένε... Εγώ πάω στο κρεβάτι.Οι προβλέψεις του Τζάιλς επαληθεύτηκαν το πρωί. Το χιόνι είχε ανέβει κάπου πέντε πόδια και συσσωρευόταν μπροστά στις πόρτες και τα παράθυρα. Εξακολουθούσε να χιονίζει ακόμα.Ο κόσμος ήταν λευκός, σιωπηλός και έκρυβε κάποια ακαθόριστη απειλή.

···Η κυρία Μπόυλ μπήκε στην τραπεζαρία και κάθισε στη θέση της για το πρόγευμα. Δεν ήταν κανείς άλλος εκεί. Στο διπλανό τραπέζι, όπου καθόταν ο ταγματάρχης Μέτκαλφ το σερβίτσιο είχε μαζευτεί, ενώ το τραπέζι του κυρίου Ρεν ήταν στρωμένο για το πρόγευμα. Αυτό μαρτυρούσε τις συνήθειες τους. Ο ταγματάρχης συνήθιζε να σηκώνεται πρωί, όπως αρμόζει άλλωστε σ' έναν απόστρατο στρατιωτικό, ενώ ο κύριος Ρεν αργά, όπως επιβάλλεται σ' έναν καλλιτέχνη κι αρχιτέκτονα. Η κυρία Μπόυλ όμως ήξερε, πως η μόνη κατάλληλη ώρά για το πρόγευμα, ήταν στις εννιά.Είχε τελειώσει την πραγματικά υπέροχη ομελέτα που της σερβίρισε η Μόλλυ και τώρα κριτσάνιζε με τα γερά, άσπρα δόντια της μια φρυγανιά. Ήταν μουτρωμένη και αναποφάσιστη. Ήταν αλήθεια πως το Μόνκσγουελ Μάνορ, δεν ήταν καθόλου όπως το είχε φανταστεί. Έλπιζε πως θα μπορούσε να παίξει μπριτζ, πως θα συναντούσε μαραμένες γεροντοκόρες στις οποίες θα μπορούσε να κάνει εντύπωση με την κοινωνική της θέση και τις γνωριμίες της. Θα μπορούσε να μιλάει ώρες τονίζοντας τη σπουδαιότητα και τη μυστικότητα της υπηρεσίας της στον πόλεμο.Με το τέλος του πολέμου, η κυρία Μπόυλ βρέθηκε ξαφνικά εγκαταλειμμένη σε κάποια έρημη ακτή. Ανέκαθεν ήταν μια δυναμική και πολυάσχολη γυναίκα, που μπορούσε να συζητήσει αδιάκοπα για αποτελεσματικότητα και οργάνωση. Το σφρίγος και η ενεργητικότητα της ανάγκαζαν τον κόσμο να μην έχει αμφιβολίες για τις οργανωτικές τηςικανότητες. Οι πολεμικές «ενέργειες» - ή για να είμαστε ακριβέστεροι - οι «στρατιωτικές», της πήγαιναν κουτί. Στις καλές της μέρες είχε τρομοκρατήσει κόσμο και κοσμάκη με τις φωνές της κι αρκούσε μόνο μια ματιά της για να βάλει τον καθένα στη θέση του. Οι γυναίκες του «τομέα της», έτρεχαν δεξιά κι αριστερά, στο παραμικρό της νεύμα. Και τώρα όλη αυτή η έντονη, η χαρισάμενη εποχή είχε τελειώσει. Ήταν και πάλι πολίτης, άλλα ξεκινούσε πάλι απ' την αφετηρία, αφού όλη η πρωτύτερη ιδιωτική της ζωή είχε χαθεί. Το σπίτι της που είχε επιταχθεί, κατά τη διάρκεια του πολέμου, απ' το στρατό, είχε πάθει σοβαρές ζημιές και χρειαζόταν τώρα ένα σωρό επισκευές και τροποποιήσεις. Για να μην αναφέρουμε κιόλας, που η έλλειψη υπηρεσίας, καθιστούσε την επιστροφή προβληματική, αν όχι αδύνατη. Οι φίλοι της είχαν σκορπιστεί στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Χωρίς αμφιβολία, θα εύρισκε πάλι το βάθρο της, αλλά όχι τώρα αμέσως, ήταν απλώς ζήτημα χρόνου. Επί του παρόντος, η μόνη επιβεβλημένη λύση ήταν ένα ξενοδοχείο ή μια πανσιόν. Και η κυρία Μπόυλ είχε διαλέξει το Μόνκσγουελ Μάνορ.Κοίταξε γύρω της περιφρονητικά.Μεγάλη ατιμία, σκέφθηκε, να μη μου αναφέρουν πως μόλις τώρα άρχιζαν.Έσπρωξε το πιάτο μακριά της. Το γεγονός ότι το πρόγευμα ήταν καλομαγειρεμένο και σερβιρισμένο με εξαιρετικό γούστο, ότι ο καφές ήταν ανόθευτος και μοσχομύριζε και η μαρμελάδα ήταν σπιτική, την πείραξε ακόμη πιο πολύ. Της αφαιρούσε το δικαίωμα να παραπονεθεί, έχοντας μια "καλή πρόφαση". Το κρεβάτι της επίσης ήταν μαλακό και αναπαυτικό, με κεντητά σεντόνια κι ένα απαλό, πουπουλένιο μαξιλάρι. Αλλά, αν στην κυρία Μπόυλ άρεσε η άνεση και η χλιδή, της άρεσε να βρίσκει και λάθη. Το τελευταίο μάλιστα ήταν το μεγαλύτερο πάθος της.Σηκώθηκε με αμφιτρυωνική μεγαλοπρέπεια απ' το κάθισμα της και βγήκε, απ' την τραπεζαρία. Στην πόρτα διασταυρώθηκε με εκείνον τον παράξενο νέο με τα κοκκινωπά

Page 14: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

μαλλιά. Η κυρία Μπόυλ πρόσεξε πως φορούσε καρό γραβάτα, μ' ένα φρικαλέο πράσινο χρώμα - μια μάλλινη πλεχτή γραβάτα.Κακόγουστος, τρομερά κακόγουστος, δεν μπόρεσε να αποφύγει τη σκέψη.Ο τρόπος πάλι που την κοίταξε λοξά με τα36Αγκάθα Κρίσηξεθωριασμένα του μάτια, χωρίς να μετακινήσει το κεφάλι του - δεν της άρεσε καθόλου. Υπήρχε κάτι ανησυχητικό και ασυνήθιστο, σ' αυτή την ελαφρώς κοροϊδευτική ματιά.Ανισόρροπος, σκέφτηκε η κυρία Μπόυλ. Δεν υπάρχει αμφιβολία, πνευματικά ανισόρροπος.Έγνεψε με το κεφάλι στο νεαρό καθώς εκείνος έκανε μια επιδεικτική υπόκλιση και μετά προχώρησε προς το μεγάλο σαλόνι. Η ατμόσφαιρα εδώ μέσα ήταν χλιαρή και ευχάριστη. Μεγάλες άνετες πολυθρόνες, ειδικά εκείνη η μεγάλη με το τριανταφυλλί βελούδο. Καλά θα έκανε να τους δώσει να καταλάβουν πως αυτή θα ήταν η πολυθρόνα της. Άφησε το πλεκτό της πάνω στην πολυθρόνα προληπτικά και προχώρησε προς το καλοριφέρ. Όπως είχε υποπτευθεί δεν έκαιγε. Ήταν μονάχα χλιαρό... Τα μάτια της κυρίας Μπόυλ έλαμψαν θριαμβευτικά. Θα είχε κάτι να παρατηρήσει τώρα!Έριξε μια ματιά έξω απ' το παράθυρο. Άσχημος καιρός, απαίσιος. Λοιπόν, το είχε αποφασίσει, δεν επρόκειτο να μείνει εδώ για πολλές μέρες, εκτός βέβαια αν ερχόταν περισσότερος κόσμος και έκανε το μέρος διασκεδαστικό.Λίγο χιόνι γλίστρησε απ' τη στέγη και χτύπησε το παραθυρόφυλλο.Η κυρία Μπόυλ τινάχθηκε.—Όχι, είπε δυνατά, σα να την είχαν ρωτήσει. Δεν θα μείνω εδώ πολύ.Κάποιος γέλασε πίσω της, ένα πνιχτό νευρικό κακάρισμα. Γύρισε απότομα το κεφάλι της. Ο νεαρός αρχιτέκτονας στεκόταν ακουμπισμένος στον παραστάτη της πόρτας και την κοιτούσε με εκείνα τα γελαστά, ειρωνικά του μάτια.—Όχι, είπε. Δεν νομίζω ότι θα μείνετε...

···Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ βοηθούσε τον Τζάιλς, που φτυάριζε το χιόνι απ' την πίσω πόρτα. Δούλευε με μεγάλο κέφι, φτυαρίζοντας χωρίς ανάσα κι ο Τζάιλς του ήταν ευγνώμων.—Καλή άσκηση, είπε ο ταγματάρχης. Πρέπει να εξασκούμαι κάθε μέρα. Για να διατηρούμαι πάντα σε φόρμα, πρόσθεσε.Ώστε ο ταγματάρχης είχε μανία με τη γυμναστική. Ο Τζάιλς το είχε διαπιστώσει. Ταίριαζε με την απαίτηση του να σερβιριστεί το πρωινό του στις επτάμιση το πρωί.Ο ταγματάρχης σα να κατάλαβε τη σκέψη του Τζάιλς καιείπε:—Πολύ ευγενικό εκ μέρους της κυρίας σας να μου ετοιμάσει το πρωινό μου νωρίς. Μου έδωσε μάλιστα κι ένα φρεσκότατο αυγό.Ο Τζάιλς είχε σηκωθεί λίγο πριν τις επτά, γιατί ήτανε υποχρεωμένος να σηκωθεί, για τις ανάγκες του ξενώνα. Είχαν βράσει αυγά με τη Μόλλυ και είχαν πάρει το δίσκο τους με το τσάι να το πιουν συζητώντας ήσυχα στο σαλονάκι. Όλα ήσαν καθαρά και λαμποκοπούσαν. Ο Τζάιλς σκέφθηκε πως αν τύχαινε να είναι νοικάρης στη δική του πανσιόν, τίποτα δεν θα τον σήκωνε απ' το κρεβάτι του, ένα τέτοιο πρωινό.Ο ταγματάρχης όμως είχε σηκωθεί και είχε προγευματίσει με μεγάλη όρεξη και τριγύριζε μέσα στο σπίτι, γεμάτος ενέργεια που προσπαθούσε να βρει κάπου διέξοδο.Ο Τζάιλς σκέφθηκε πως υπήρχε αρκετό χιόνι για φτυάρισμα κι έριξε μια κλεφτή ματιά στον ταγματάρχη. Δεν ήταν εύκολο να τον ψυχολογήσει. Ήταν ένας σκληραγωγημένος άνδρας, μεσήλικας με κάπως επιφυλακτικό βλέμμα. Ένας άνθρωπος που δεν φανέρωνε τίποτα. Ο Τζάιλς αναρωτήθηκε τι τον είχε φέρει στο Μόνκσγουελ Μάνορ. Αποστρατευμένος, προφανώς, και χωρίς δουλειά.

···Ο κύριος Παραβιτσίνι, κατέβηκε αργά. Ήπιε τον καφέ του κι έφαγε μια μικρή φρυγανιά, ένα λιτοδίαιτο ευρωπαϊκό πρόγευμα.Έφερε μάλιστα σε τρομερά δύσκολη θέση την Μόλλυ, που μόλις τον σερβίρισε, τινάχθηκε επάνω, υποκλίθηκε με κάπως θεατρικό τρόπο και αναφώνησε:—Η χαριτωμένη μου οικοδέσποινα; Εσείς δεν είσθε;Η Μόλλυ παραδέχθηκε μάλλον στεγνά πως αυτή ήταν. Δεν είχε καθόλου όρεξη για κομπλιμέντα τέτοια ώρα.—Μα, γιατί, είπε καθώς συσσώρευε τα σερβίτσια στο νεροχύτη, ο καθένας πρέπει να προγευματίζει σε διαφορετική ώρα; Αυτό είναι τρομερά κουραστικό...

Page 15: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

Τοποθέτησε βιαστικά τα πιάτα στα ράφια τους και ανέβηκε για να στρώσει τα κρεβάτια. Ήξερε πως δεν μπορούσε να περιμένει απ' τον Τζάιλς καμιά βοήθεια αυτό το πρωινό. Είχε να σκάψει ένα μονοπάτι μέχρι τον καυστήρα και το κοτέτσι.Η Μόλλυ έκανε τα κρεβάτια σα σίφουνας και υιοθετώντας τον πιο πρόχειρο τρόπο, τα έστρωσε τραβώντας τα σεντόνια χωρίς να τα αερίσει προηγουμένως.Είχε αρχίσει να καθαρίζει τα μπάνια όταν χτύπησε το τηλέφωνο.Στην αρχή γκρίνιασε που τη σταματούσε πάνω στη δουλειά της, αλλά μετά ανακουφίστηκε από τη σκέψη ότι βρισκόταν ακόμα σε λειτουργία και κατέβηκε τρέχοντας να το πιάσει.Έφθασε στη βιβλιοθήκη, μ' ένα μικρό λαχάνιασμα και το σήκωσε.—Εμπρός...Μια εγκάρδια φωνή μ' ένα ελαφρό, αλλά ευχάριστο επαρχιακό τόνο, ρώτησε;—Πανσιόν, Μόνκσγουελ Μάνορ; —Μάλιστα.—Μπορώ να μιλήσω στον πλωτάρχη Νταίηβις, παρακαλώ;—Φοβάμαι πως δεν μπορεί να έρθει στο τηλέφωνο αυτή τη στιγμή, απάντησε η Μόλλυ. Εδώ η κυρία Νταίηβις. Ποιος στο τηλέφωνο, παρακαλώ;—Υπαστυνόμος Χόγκμπεν από το αστυνομικό τμήμα του Μπερκσάιρ.Η Μόλλυ ένοιωσε ένα μικρό ξάφνιασμα.—Άστυ... ναι... μάλιστα, έκανε έκπληκτη.—Ακούστε, κυρία Νταίηβις, είπε ο αστυνόμος, υπάρχει κάποιο σημαντικό ζήτημα. Δεν θα ήθελα να σας εξηγήσω από τηλεφώνου, αλλά σας έχω στείλει έναν αστυνομικό, τον αρχιφύλακα Τρόττερ και θα βρίσκεται εκεί από στιγμή σε στιγμή.—Μα, δεν θα μπορέσει να έρθει. Έχουμε αποκλεισθεί τελείως. Οι δρόμοι είναι κλεισμένοι απ' το χιόνι.Η φωνή του αστυνόμου όταν απαντούσε, ήταν γεμάτη αυτοπεποίθηση.—Ο Τρόπερ θα έρθει, μη σας νοιάζει. Και σαςπαρακαλώ, κυρία Νταίηβις, πέστε στο σύζυγο σας πως πρέπει ν' ακούσει προσεκτικά τον αστυνόμο Τρόττερ και να ακολουθήσει τις οδηγίες του κατά γράμμα. Αυτό ήθελα να σας πω.—Αλλά, κύριε υπαστυνόμε, τι...Η Μόλλυ άκουσε το κλικ, καθώς έκλεινε η γραμμή. Ο αστυνόμος είπε καθαρά ότι είχε να πει και κατέβασε το ακουστικό. Η Μόλλυ ανοιγόκλεισε μια δυο φορές νευρικά το τηλέφωνο, κι έπειτα το κατέβασε κι εκείνη.Στράφηκε όταν η πόρτα άνοιξε πίσω της.—Ω, Τζάιλς, αγάπη μου, εδώ είσαι;Ο Τζάιλς είχε χιόνια στα μαλλιά του και μπόλικη καρβουνόσκονη στο πρόσωπο του. Έδειχνε αναψοκοκκινισμένος.—Τι είναι, γλυκεία μου; Γέμισα κάρβουνο τους κουβάδες κι έφερα μέσα ξύλα. Θα τακτοποιήσω μετά τις κότες και μετά θα ρίξω μια ματιά στο λέβητα. Φτάνουν αυτά για σήμερα; Μα, τι συμβαίνει Μόλλυ; Φαίνεσαι τρομαγμένη...—Τζάιλς, είπε η Μόλλυ ξέπνοα, ήταν η αστυνομία! Μόλις μου τηλεφώνησαν!—Η αστυνομία; έκανε ο Τζάιλς έκπληκτος.—Ναι, στέλνουν έναν επιθεωρητή ή κάτι τέτοιο...—Μα γιατί; Τι κάναμε;—Δεν ξέρω. Νομίζεις πως μπορεί να είναι για εκείνο το ιρλανδέζικο βούτυρο που πήραμε στη μαύρη αγορά;Ο Τζάιλς έμεινε σκεπτικός για λίγο, σμίγοντας τα φρύδιατου.—Μήπως είναι για το ραδιόφωνο; Θυμήθηκα να πάρω την άδεια, έτσι δεν είναι;—Ναι, βρίσκεται μέσα στο συρτάρι του γραφείου. Ξέρεις, Τζάιλς, η κυρά-Μπίντλοκ μου έδωσε πέντε απ' τα κουπόνια της για κείνο το παλιό τουΐντ παλτό μου που της πούλησα. Φαντάζομαι πως αυτό δεν είναι και τόσο νόμιμο, αλλά, στο κάτω της γραφής, είναι τίμια συναλλαγή, νομίζω. Αφού μου λείπει το παλτό, γιατί να μην πάρω τα κουπόνια; Μα, Τζάιλς, τι άλλο μπορεί να έχουμε κάνει;—Τις προάλλες τράκαρα λιγάκι με το αυτοκίνητο, είπε ο Τζάιλς. Αλλά το λάθος δεν ήταν δικό μου. Ήταν σίγουρο φταίξιμο του άλλου οδηγού.—Πάντως, δεν μου το βγάζεις από το μυαλό, κάτι πρέπει να έχουμε κάνει, κλαψούρισε η Μόλλυ.

Page 16: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Το κακό είναι, είπε ο Τζάιλς μουτρωμένα, που σχεδόν οτιδήποτε κάνει κανείς σήμερα είναι παράνομο. ΓΓ αυτό νιώθουμε πάντα ένα αίσθημα ενοχής. Να δεις που έχει κάποια σχέση με την επιχείρηση μας. Η λειτουργία μιας πανσιόν θα έχει διάφορα μπλεξίματα και διαδικασίες που δε θα μπορούσαμε να είχαμε φανταστεί.—Νόμιζα ότι το ποτό ήταν το μόνο πράγμα που πείραζε, παρατήρησε η Μόλλυ. Δεν έχουμε δώσει σε κανέναν να πιει. Επομένως, γιατί να μη μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε στο σπιτικό μας;—Έτσι είναι, έχεις δίκιο είπε συμβιβαστικά ο Τζάιλς, αλλά, τα πάντα είναι λίγο-πολύ απαγορευμένα στις μέρες μας!—Ω, Τζάιλς, αναστέναξε η Μόλλυ, μακάρι να μην είχαμε ποτέ αρχίσει αυτή τη δουλειά. Όπως δείχνουν τα πράγματα, θα είμαστε για μέρες αποκλεισμένοι εδώ μέσα και όλοι τους θα είναι μουτρωμένοι, σα να φταίμε εμείς για τη χιονοθύελλα, ξέχωρα που θα μας φάνε κι από πάνω όλες μας τις κονσέρβες...—Έλα ησύχασε, γλυκεία μου, είπε ο Τζάιλς. Μας παρουσιάσθηκε μια αναποδιά, άλλα δεν είναι τίποτα. Θα περάσει...Τη φίλησε, μάλλον αφηρημένα, στο μέτωπο και ύστερα τραβώντας την μακριά του την κοίταξε στα μάτια και είπε:—Ξέρεις, Μόλλυ, όσο το σκέφτομαι τόσο περισσότερο πιστεύω, πως για να στείλουν έναν αστυνομικό εδώ πάνω, με τέτοιο καιρό, θα πρέπει να συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό:Έδειξε με το χέρι του έξω απ' το παράθυρο και πρόσθεσε:—Θα πρέπει να είναι κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή!Καθώς κοιτούσαν ο ένας τον άλλον, άνοιξε η πόρτα και μπήκε η κυρία Μπόυλ.—Α, εδώ είσαστε, κυρία Νταίηβις, είπε. Ξέρετε όπ το σώμα του καλοριφέρ στο σαλόνι είναι εντελώς παγωμένο;—Λυπάμαι, κυρία Μπόυλ, είπε η Μόλλυ, αλλά, ξέρετε, έχουμε έλλειψη από κάρβουνο κι επειδή...Η κυρία Μπόυλ δεν την άφησε να συνεχίσει.—Πληρώνω επτά λίρες τη βδομάδα, έκανε με τσιριχτή φωνή, επτά ολόκληρες λίρες και δεν εννοώ να παγώσω.Ο Τζάιλς ένιωσε το θυμό να φουντώνει μέσα του. Προσπάθησε όμως να συγκρατηθεί και είπε αποφασιστικά καθώς γύριζε προς την πόρτα:—Θα τακτοποιήσω το ζήτημα αμέσως, κυρία. Θα πάω να το δυναμώσω.Βγήκε απ' το δωμάτιο και άφησε μόνες τις δυο γυναίκες. Η κυρία Μπόυλ στράφηκε αμέσως στη Μόλλυ.—Αν δεν σας πειράζει, κυρία Νταίηβις, έκανε σ' ένα τόνο κάπως εμπιστευτικό, παρατήρησα πως εκείνος ο νέος που τριγυρίζει εδώ μέσα, είναι κάπως ασυνήθιστος, θέλω να πω. Κατ' αρχήν οι τρόποι του είναι αλλόκοτοι, οι γραβάτες του το ίδιο, τα... Αλήθεια, κάθε πότε, λέτε, να χτενίζεται;—Είναι ένας πραγματικά ευφυέστατος αρχιτέκτονας, είπε η Μόλλυ.—Αλήθεια;... Τι μου λέτε!—Μάλιστα. Ο κύριος Κρίστοφερ Ρεν είναι ένας αρχιτέκτονας και...—Αγαπητή μου κοπέλα, πετάχτηκε η κυρία Μπόυλ, ασφαλώς και ξέρω ποιος είναι ο σερ Κρίστοφερ Ρεν. Και βεβαίως, ήταν αρχιτέκτων. Έχτισε μάλιστα τον Άγιο Παύλο. Εσείς οι νέοι, νομίζετε πως η μόρφωση επιτυγχάνεται αποκλειστικά και μόνο με τις σπουδές.—Εγώ σας μιλάω γι* αυτόν τον κύριο Ρεν. Το όνομα του είναι πραγματικά Κρίστοφερ. Οι γονείς του τον ονόμασαν έτσι, γιατί έλπιζαν ότι θα γίνει μια μέρα αρχιτέκτων. Και είναι... δηλαδή είναι σχεδόν... κι έτσι, μπορώ να πω, πραγματοποιήθηκε η ευχή τους.—Χουφ, έκανε η κυρία Μπόυλ. Κάπως τραβηγμένη απ' τα μαλλιά, μου φαίνεται όλη αυτή η ιστορία. Εγώ πάντως αν ήμουν στη θέση σας, θα ζητούσα πληροφορίες γι' αυτόν. Τι άλλο ξέρετε γι' αυτόν;—Όσα ξέρω και για σας κυρία Μπόυλ, είπε η Μόλλυ επιθετικά. Δηλαδή ότι και σεις όπως κι αυτός πληρώνετε επτά λίρες τη βδομάδα για τη διαμονή σας. Αυτό είναι όλο που χρειάζεται να ξέρω, έτσι δεν είναι; Αυτό με αφορά. Δε μου πέφτει λόγος αν μ' αρέσουν οι νοικάρηδές μου...Κοίταξε την κυρία Μπόυλ κατάματα και πρόσθεσε:—...ή όχι!Η κυρία Μπόυλ κοκκίνισε απ' το θυμό της.—Είστε νέα και άπειρη, και πρέπει να νιώθετε ευγνωμοσύνη για τους ανθρώπους που σας δίνουν μια συμβουλή, ιδίως όταν γνωρίζουν περισσότερα από σας. Κι αυτός ο περίεργος ξένος; Πότε έφτασε;—Στο μέσο της νύχτας.—Μάλιστα. Πολύ παράξενο αυτό. Μη μου πείτε πως είναι μια συνηθισμένη ώρα, ε;—Να διώξω έναν άνθρωπο που έρχεται και μου χτυπάει την πόρτα, μέσα στα βαθιά μεσάνυχτα, ενώ έξω χαλάει ο κόσμος; Το απαγορεύει ο νόμος, κυρία Μπόυλ.Και πρόσθεσε γλυκά:—Ίσως να μην το έχετε υπ' όψη σας αυτό.

Page 17: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Αυτό που έχω να πω εγώ είναι πως αυτός ο Παραβιτσίνι ή όπως αλλιώς αποκαλείται...—Προσέξτε, προσέξτε, αγαπητή μου κυρία. Μιλώντας για το διάβολο μπορεί...Η κυρία Μπόυλ τινάχθηκε, σα να της είχε μιλήσει ο ίδιος ο διάβολος, αυτοπροσώπως. Ο κύριος Παραβιτσίνι που είχε μπει, χωρίς να τον προσέξουν, γέλασε δυνατά και έτριψε τα χέρια του, ενώ τα μάτια του λαμπύριζαν γεμάτα σατανικότητα.—Με ξαφνιάσατε, είπε η κυρία Μπόυλ. Δεν σας άκουσα να μπαίνετε.—Μπαίνω στις μύτες των ποδιών, έτσι, είττε ο κύριος Παραβιτσίνι Κανείς ποτέ δε μ' ακούει να μπαίνω και να βγαίνω, συνέχισε. Το βρίσκω πολύ διασκεδαστικό. Καμιά φορά παίρνουν τ' αυτιά μου κουβέντες! Κι αυτό με διασκεδάζει.Κοίταξε την κυρία Μπόυλ και πρόσθεσε:—Αλλά ποτέ δεν ξεχνώ τι ακούω!Η κυρία Μπόυλ είπε σχεδόν ξεψυχισμένα:—Αλήθεια; Πρέπει να πάρω το πλεκτό μου. Το έχω αφήσει, νομίζω, στο σαλόνι.Προχώρησε βιαστικά προς την πόρτα και βγήκε.Η Μόλλυ κοίταξε τον κύριο Παραβιτσίνι αινιγματικά. Αυτός την πλησίασε με μικρά πηδηματάκια, σα να έπαιζε κουτσό και υποκλίθηκε.—Η χαριτωμένη μου οικοδέσποινα φαίνεται κάπως συγχυσμένη, παρατήρησε.Και πριν προλάβει να καταλάβει, της άρπαξε το χέρι και το έφερε στα χείλη του.—Τι σας συμβαίνει, αγαπητή μου;Η Μόλλυ, άθελα της, έκανε ένα βήμα πίσω. Δεν είχε ακόμα βεβαιωθεί πως τα αισθήματα της γι' αυτόν τον άνθρωπο ήταν φιλικά. Ο άντρας την στραβοκοίταξε, με εκείνη τη γνωστή έκφραση που έχουν οι γερο-σάτυροι.—Όλα είναι δύσκολα σήμερα το πρωί, είπε η Μόλλυ σα να ήθελε να δικαιολογηθεί. Θα φταίει προφανώς η κακοκαιρία.—Πραγματικά, συμφώνησε ο κύριος Παραβιτσίνι κοιτάζοντας έξω απ' το παράθυρο. Το χιόνι κάνει τα πάντα δύσκολα, αυτό δε θέλετε να πείτε; Ή μήπως τα διευκολύνει;—Δεν ξέρω τι εννοείτε.—Ασφαλώς και δεν ξέρετε, είπε ο κύριος Παραβιτσίνι σκεφτικά. Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν ξέρετε. Πρώτα απ' όλα, μου φαίνεται πως δεν ξέρετε και πολλά για τη διαχείριση μιας πανσιόν.Η Μόλλυ ύψωσε το σαγόνι της κάπως επιθετικά.—Το παραδέχομαι πως δεν ξέρουμε, αλλά κάνουμε το κάθε τι για να μάθουμε.—Μπράβο, μπράβο.—Κι εξάλλου, είπε η Μόλλυ, έχω την εντύπωση πως δεν είμαι και τόσο κακή μαγείρισσα.—Είσθε, χωρίς αμφιβολία, έκτακτη μαγείρισσα, πλειοδότησε ο κύριος Παραβιτσίνι.Τι μπελάς είναι αυτοί οι ξένοι, συλλογίστηκε η Μόλλυ.Ίσως ο κύριος Παραβιτσίνι να διάβασε τη σκέψη της. Πάντως ο τρόπος του άλλαξε. Κι όταν μίλησε, η φωνή του ήταν ήρεμη και σοβαρή.—Μπορώ να σας επιστήσω την προσοχή πάνω σε κάποιο ζήτημα, κυρία Νταίηβις; Δεν πρέπει, εσείς κι ο σύζυγος σας, να δίνετε πίστη σ' ότι σας λένε. Έχετε πληροφορίες για τα πρόσωπα που βρίσκονται εδώ; Ξέρετε από πού κρατάει η σκούφια τους;—Είναι απαραίτητο; έκανε η Μόλλυ με ανησυχία. Νόμιζα πως απλώς ο κόσμος έρχεται και φεύγει.—Είναι καλό πάντα να ξέρεις με ποιους ανθρώπους κοιμάσαι κάτω απ' την ίδια στέγη. Αυτό δείχνει φρόνηση.Έσκυψε μπροστά και τη χτύπησε απαλά στον ώμο, σα να τη μάλωνε.—Πάρτε εμένα, για παράδειγμα, είπε. Εμφανίζομαι μέσα στη νύχτα. Λέω πως το αυτοκίνητο μου ντεραπάρισε στη χιονοθύελλα και θρονιάζομαι του καλού καιρού μέσα το αρχοντικό σας. Τι ξέρετε για μένα; Τίποτα απολύτως. Ίσως να μην ξέρετε τίποτα και για τους άλλους σας ενοίκους.—Η κυρία Μπόυλ... άρχισε να λέει η Μόλλυ, αλλά σταμάτησε καθώς την είδε να ξαναμπαίνει κρατώντας το πλεκτό της.—Το σαλόνι είναι πολύ κρύο, είπε αυτή. Προτιμώ να μείνω εδώ μέσα.Προχώρησε προς το τζάκι που τριζοβολούσε, όταν ο κύριος Παραβιτσίνι έτρεξε γρήγορα προς το μέρος της.—Επιτρέψτε μου να σκαλίσω τη φωτιά για χάρη σας,είπε.Η Μόλλυ έμεινε κατάπληκτη, όπως και το προηγούμενο βράδυ, με τον τρόπο που κινήθηκε. Το κορμί του φανέρωνε μιαν απίστευτη νεανική ζωτικότητα. Είχε προσέξει ότι ήταν

Page 18: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

πάντα προσεκτικός και φρόντιζε να κρατάει διαρκώς την πλάτη του προς το φως και να κρύβει το πρόσωπο του. Και τώρα, καθώς τον είδε να γονατίζει μπροστά στο τζάκι και να σκαλίζει με την τσιμπίδα τη φωτιά, κατάλαβε την αιτία. Το πρόσωπο του κυρίου Παραβιτσίνι ήταν έξυπνα και, με μεγάλη τέχνη, μακιγιαρισμένο.Ώστε, ο ξεμωραμένος γέρος, προσπαθούσε να κάνει τον εαυτό του να φαίνεται νεώτερος απ' ότι ήταν. Ε, λοιπόν, δεν το πέτυχε. Έδειχνε τα χρονάκια του και μάλιστα με το παραπάνω. Το μόνο που δεν συμφωνούσε με την ηλικία του, ήταν το βάδισμα του. Σταθερό, άνετο, νεανικό. Αλλά μπορεί κι αυτό να ήταν ψεύτικο και επιτηδευμένο, να ήταν μια σκηνοθεσία.Η Μόλλυ συνήλθε απ' τις σκέψεις της και ξαναγύρισε στην πραγματικότητα, με την είσοδο του ταγματάρχη Μέτκαλφ, που μπήκε βαριά, με το γνωστό του στρατιωτικό βάδισμα.—Κυρία Νταίηβις, φοβάμαι ότι οι σωλήνες του...Είδε τον κύριο Παραβιτσίνι και την κυρία Μπόυλ και χαμήλωσε τη φωνή του.—...του μπάνιου κάτω, έχουν παγώσει! πρόσθεσε με συστολή.—Ω, θεέ μου, μουρμούρισε η Μόλλυ με απελπισία. Τι απαίσια μέρα. Πρώτα η αστυνομία και τώρα οι σωλήνες.Ο κύριος Παραβιτσίνι άφησε να του πέσει η τσιμπίδα του τζακιού πάνω στη σχάρα με θόρυβο. Η κυρία Μπόυλ σταμάτησε απότομα να πλέκει κι έμεινε ακίνητη. Η Μόλλυ κοιτάζοντας τώρα τον ταγματάρχη, απόρησε με την αλύγιστη ακινησία που είχε πάρει και η παραμικρότερη ίνα του προσώπου του, σα να μην ήταν αυτός ο ταγματάρχηςΜέτκαλφ, αλλά το εκμαγείο του. Το πρόσωπο του διατήρησε μιαν απερίγραπτη έκφραση, που για τη Μόλλυ δεν είχε κανένα νόημα. Δεν μπορούσε να την καταλάβει. Ήταν σα να είχε ξυλιάσει, αφήνοντας στη θέση του ένα τοτέμ από σκαλιστό αφρόξυλο. Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει και η φωνή που βγήκε απ' το λαρύγγι του, ήταν ένας βραχνός ψίθυρος:—Αστυνομία, είπατε;Η Μόλλυ όμως διαισθάνθηκε πως πίσω απ' την αλύγιστη ακινησία του προσώπου του, κρυβόταν κάποιο βίαιο συναίσθημα. Μπορεί να ήταν φόβος, διέγερση ή αναστάτωση. Εν πάση περιπτώσει, ήταν κάτι.Αυτός ο άνθρωπος, σκέφθηκε εκείνη τη στιγμή, μπορεί να είναι επικίνδυνος.—Τι είναι αυτό που είπατε; ρώτησε ξανά, αλλά αυτή τη φορά φρόντισε η φωνή του να είναι κοντρολαρισμένη και να δείχνει απλώς περιέργεια. Τι τρέχει με την αστυνομία;—Δεν ξέρω, ακριβώς, είπε η Μόλλυ, αλλά μόλις πριν λίγο, τηλεφώνησαν. Είπαν πως στέλνουν έναν αρχιφύλακα.Κοίταξε έξω απ' το παράθυρο.—...αλλά δε μου φαίνεται πως θα φθάσει ποτέ! πρόσθεσε, με ελπίδα.—Ναι, μα γιατί; επέμενε ο ταγματάρχης Μέτκαλφ. Γιατί στέλνουν έναν αστυνομικό εδώ;Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, άλλα πριν προλάβει η Μόλλυ ν' απαντήσει, άνοιξε η πόρτα και παρουσιάσθηκε ο Τζάιλς.—Αυτό το κοκκινωπό κάρβουνο που μας είχαν στείλει, είναι πιο βαρύ κι από πέτρα, είπε με θυμό.Πρόσεξε γύρω του τα πρόσωπα και ρώτησε:—Συμβαίνει τίποτα;Ο ταγματάρχης στράφηκε προς το μέρος του.—Άκουσα, κύριε Νται'ηβις, πως η αστυνομία έρχεται εδώ, είπε. Γιατί;—Α, μάλιστα, έκανε ο Τζάιλς, μην ανησυχείτε, κανείς δεν θα μπορέσει να περάσει. Το χιόνι είναι περισσότερο από πέντε πόδια κι όλες οι -διαβάσεις είναι κλεισμένες. Είμαστε απομονωμένοι. Είναι αδύνατο να έρθει κανείς σήμερα.Την ίδια στιγμή, ακούστηκαν τρία δυνατά χτυπήματα στο παράθυρο.Όλοι πατάχθηκαν ξαφνιασμένοι. Πα μια στιγμή κανείς δεν κατόρθωσε να προσδιορίσει από που είχαν έρθει τα χτυπήματα. Έμοιαζε σα να είχαν καλέσει κάποιο πνεύμα, που είχε έρθει και τους καλούσε απειλητικά. Ξαφνικά η Μόλλυ, αφήνοντας μια μικρή, πνιγμένη κραυγή, έδειξε προς την μπαλκονόπορτα, όπου η κουρτίνα ήταν παραμερισμένη.Ένας άνδρας στεκόταν εκεί, απ' έξω, χτυπώντας το παράθυρο και το μυστήριο της αφίξεώς του εξηγούταν από τα σκι που φορούσε.Με ένα επιφώνημα ο Τζάιλς έτρεξε αμέσως προς την μπαλκονόπορτα και την άνοιξε.—Ευχαριστώ, είπε ο νεοφερμένος και πέρασε μέσα.Η φωνή του ήταν εύθυμη και ζωηρή και το πρόσωπο του ηλιοκαμένο.—Αρχιφύλακας Τρόπερ, αυτοσυστήθηκε κάνοντας μια μικρή κλίση του κεφαλιού του.Η κυρία Μπόυλ τον λοξοκοίταξε πάνω απ' το πλεκτό της, με ολοφάνερη δυσαρέσκεια.—Δεν μπορεί να είσθε αρχιφύλακας, είπε αποδοκιμαστικά. Είστε πολύ νέος για τέτοιο βαθμό.Ο άνδρας, που έδειχνε πραγματικά πολύ νέος, κοίταξε την κυρία Μπόυλ για να αντιμετωπίσει το σκεπτικισμό της και είπε φανερά ενοχλημένος:

Page 19: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Δεν είμαι τόσο νέος όσο φαίνομαι, κυρία μου.Η ματιά του διέτρεξε τα πρόσωπα μέσα στο σαλόνι και στάθηκε στον Τζάιλς.—Είσθε ο κύριος Νταίηβις; ρώτησε. Μπορώ να ακουμπήσω κάπου τα σκι;—Ασφαλώς, ελάτε μαζί μου.Η κυρία Μπόυλ παρατήρησε με δηκτικότητα, καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω τους:—Υποθέτω πώς γι' αυτό πληρώνουμε την αστυνομία μας πλέον. Για να προσλαμβάνει κάτι τέτοιουςνεαρούς που τριγυρίζουν άσκοπα και διασκεδάζουν με τα χειμερινά σπορ.Ο κύριος Παραβιτσίνι στο μεταξύ είχε πλησιάσει τη Μόλλυ.—Γιατί ειδοποιήσατε την αστυνομία, κυρία Νταίηβις; ρώτησε και η φωνή του ακούστηκε σα σφύριγμα.Η Μόλλυ κάτω από εκείνη τη ματιά που ένιωθε να της πυρώνει το πρόσωπο, οπισθοχώρησε άθελα της. Αυτός δεν ήταν ο Παραβιτσίνι που ήξερε. Ήταν ένας άλλος άνθρωπος, που έβλεπε για πρώτη φορά. Ένιωσε ανυπεράσπιστη.—Μα, όχι, όχι, είπε τρομοκρατημένη. Δεν ειδοποίησα εγώ...Και τότε άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Κρίστοφερ Ρεν, που ρώτησε αμέσως με την τσιριχτή του φωνή:—Ποιος είναι αυτός ο άνδρας στο χολ; Από που ήρθε; Δείχνει καλόκαρδος κι είναι σκεπασμένος με χιόνι.Η φωνή της κυρίας Μπόυλ αντήχησε δυνατά πάνω από το χτύπο που έκαναν οι βελόνες της.—Πιστέψτε το ή όχι, αυτός ο άνθρωπος είναι αστυνομικός. Ένας αστυνομικός με σκι.Έδειχνε να το αντιμετωπίζει σα μια επανάσταση των πληβείων!Ο ταγματάρχης μουρμούρισε στη Μόλλυ: —Με συγχωρείτε, κυρία Νταίηβις, μπορώ να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνο; —Βεβαίως, ταγματάρχα.Ο Μέτκαλφ προχώρησε προς τη συσκευή, την ώρα που ο Κρίστοφερ Ρεν στρίγκλιζε:—Είναι όμορφος άνδρας, έτσι δεν είναι; Πάντα πίστευα πώς οι αστυνομικοί είναι τρομερά ελκυστικοί.—Εμπρός, εμπρός, φώναζε ο ταγματάρχης στο ακουστικό, κουνώντας τη συσκευή βίαια.Στράφηκε προς την Μόλλυ.—Κυρία Νταίηβις, το τηλέφωνο δεν λειτουργεί, είναι κομμένο, είπε με απελπισία.—Ήταν εντάξει μόλις τώρα, είπε η Μόλλυ. Εγώ η ίδια...Ο Κρίστοφερ Ρεν δεν την άφησε να τελειώσει τη φράση της. Άρχισε να γελάει δυνατά, διαπεραστικά, σχεδόν υστερικά.—Ώστε είμαστε τώρα εντελώς αποκλεισμένοι, είπε. Εντελώς αποκλεισμένοι. Αστείο δεν είναι;—Δεν βλέπω που είναι το αστείο, είπε ο ταγματάρχης παγερά.—Ούτε εγώ, πρόσθεσε απ' τη μεριά της η κυρία Μπόυλ.Ο Κρίστοφερ Ρεν εξακολουθούσε να γελάει.—Είναι ένα προσωπικό αστείο, είπε. Σςς, έκανε ξαφνικά φέρνοντας το δάχτυλο στα χείλη. Το λαγωνικό έρχεται...Ο Τζάιλς μπήκε με τον αρχιφύλακα Τρόττερ. Ο τελευταίος είχε απαλλαγεί απ' τα σκι και είχε φτιάξει μ' επιμέλεια την χωρίστρα του. Κρατούσε τώρα ένα μεγάλο μπλοκ κι ένα μολύβι.Η είσοδος του δημιούργησε μιαν παράξενα παγερή κι επιβλητική ατμόσφαιρα, σα να άρχιζε μια αργή, οδυνηρή δικαστική διαδικασία.—Μόλλυ, είπε ο Τζάιλς. Ο αρχιφύλακας θέλει να μιλήσει σε μας τους δυο ιδιαιτέρως.Η Μόλλυ τους ακολούθησε σιωπηλά, έξω απ' το δωμάτιο.—Θα πάμε στο γραφείο, είπε ο Τζάιλς.Πήγαν σ' ένα μικρό δωμάτιο πίσω απ' το χολ, που η ονομασία γραφείο το τιμούσε ιδιαίτερα. Ο αρχιφύλακας Τρόττερ έκλεισε πίσω του προσεκτικά την πόρτα.—Τι έχουμε κάνει, κ. αρχιφύλακα; ρώτησε, αμέσως η Μόλλυ, με παράπονο.—Τι έχετε κάνει; επανέλαβε ο αρχιφύλακας και την κοίταξε έκπληκτος.Έπειτα της χαμογέλασε.—Α, μην ανησυχείτε, είπε, δεν έχουμε τίποτα εναντίον σας. Λυπάμαι, αν δημιουργήθηκε κάποια παρεξήγηση. Όχι, κυρία Νταίηβις, είναι ένα ζήτημα τελείως διαφορετικό. Είναι μάλλον ζήτημα περιφρούρησης, αν με καταλαβαίνετε.Όχι, δεν καταλάβαιναν κι εξακολουθούσαν να τον κοιτάζουν και οι δυο ερωτηματικά.Ο αρχιφύλακας Τρόττερ συνέχισε:

Page 20: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Η αποστολή μου σχετίζεται με το φόνο της Μωρήν Λάιον που δολοφονήθηκε στο Λονδίνο, πριν από δυο μέρες. Ίσως έτυχε να διαβάσετε σχετικά.—Μάλιστα, είπε η Μόλλυ.—Ωραία. Λοιπόν, το πρώτο πράγμα που θέλω να μάθω είναι αν γνωρίζατε αυτή τη γυναίκα.—Ούτε που την είχαμε ακουστά, είπε ο Τζάιλς και η Μόλλυ το επιβεβαίωσε.—Αυτό ήταν αναμενόμενο, είπε ο αρχιφύλακας και συνέχισε. Αλλά όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ανακαλύψαμε πως το Λάιον δεν ήταν το πραγμαπκό όνομα της γυναίκας που δολοφονήθηκε. Είχε ποινικό μητρώο και υπήρχαν τα δακτυλικά της αποτυπώματα στην Σκότλαντ Γυαρντ. Έτσι, πιστοποιήσαμε χωρίς μεγάλη δυσκολία το πραγματικό της όνομα. Ήταν Γκρεγκ, Μωρήν Γκρεγκ. Ο τέως σύζυγος της, ο Τζων Γκρεγκ, ήταν γεωργός και έμενε στο αγρόκτημα Λόνγκριτζ, όχι πολύ μακριά από δω. Μπορεί να έχετε ακουστά για την υπόθεση της φάρμας Λόνγκριτζ.Το δωμάτιο ήταν παγερό και ήσυχο. Μόνο ένας αδύνατος ήχος έσπαζε τη σιωπή, το μαλακό, απροσδόκητο πήδημα του χιονιού, καθώς κυλούσε απ' τη στέγη στο έδαφος. Ήταν ένας απόκρυφος, σχεδόν καταχθόνιος ήχος.Ο αρχιφύλακας Τρόττερ συνέχισε:—Τρία ανήλικα ορφανά παιδιά είχαν ανατεθεί το 1940 στους Γκρεγκ, στο αγρόκτημα Λόνγκριτζ, για να απομακρυνθούν απ' τους βομβαρδισμούς. Το ένα απ' αυτά πέθανε από εγκληματική αμέλεια κι από κακή μεταχείριση. Ξέσπασε τότε ένα σκάνδαλο, που αναστάτωσε την κοινή γνώμη και οι Γκρεγκ συνελήφθησαν και καταδικάσθηκαν σε φυλάκιση. Εκείνος όμως, κατόρθωσε να δραπετεύσει καθώς πήγαινε στη φυλακή, έκλεψε ένα αυτοκίνητο και στην προσπάθεια του να ξεφύγει από την αστυνομία που τον καταδίωκε, τράκαρε. Έμεινε στον τόπο. Η γυναίκα του εξέτισε την ποινή της και πριν από δυο μήνες αποφυλακίσθηκε.—Και τώρα δολοφονήθηκε, πρόσθεσε ο Τζάιλς. Ποιος νομίζετε ότι το έκανε;Ο αρχιφύλακας Τρόττερ δεν ήταν καθόλου βιαστικός.—Μήπως θυμάστε την περίπτωση, κύριε Νταίηβις; ρώτησε κοιτάζοντας τον Τζάιλς.Αυτός κούνησε το κεφάλι αρνητικά.—Το 1940, είπε, υπηρετούσα στο Ναυτικό. Την εποχή εκείνη βρισκόμασταν στη Μεσόγειο.Ο υπαστυνόμος γύρισε προς την Μόλλυ.—Εγώ... θυμάμαι ότι έχω ακούσει γι' αυτό, είπε η Μόλλυ με κομμένη την ανάσα. Αλλά γιατί ήρθατε σε μας; Τι σχέση έχουμε εμείς μ' αυτή την υπόθεση;—Γιατί μπορεί να βρίσκεσθε σε κίνδυνο!—Σε κίνδυνο; έκανε ο Τζάιλς κατάπληκτος.—Είναι πολύ πιθανόν, κύριε Νταίηβις, βεβαίωσε ο αρχιφύλακας. Στον τόπο του εγκλήματος βρέθηκε ένα σημειωματάριο. Μέσα σ' αυτό ήταν γραμμένες δυο διευθύνσεις. Η πρώτη ήταν "Κάλβερ Στρητ 74".—Όπου δολοφονήθηκε η γυναίκα; έκανε ψιθυριστά η Μόλλυ.—Ακριβώς. Και η άλλη διεύθυνση ήταν... "ΜόνκσγουελΜάνορ".—Τι; πετάχτηκε η Μόλλυ, καχύποπτα. Απίστευτο! —ΜάλισταΙ Γι' αυτό και ο αστυνόμος Χόγκμπεν με επιφόρτισε να ανακαλύψω αν υπάρχει κανένας σύνδεσμοςανάμεσα στην υπόθεση του Λόνγκριτζ και σε σας ή στο σπίτι.—Όχι, δεν υπάρχει κανένας σύνδεσμος, ξέκοψε ο Τζάιλς. Τίποτα απολύτως. Πρέπει να είναι σύμπτωση.Ο αρχιφύλακας είπε ευγενικά:—Ο αστυνόμος Χόμπντεν, όμως δε νομίζει πως πρόκειται για σύμπτωση. Θα είχε έρθει εδώ κι ο ίδιος αν ήταν δυνατό. Αλλά μ' αυτή την κατάσταση του καιρού και επειδή συμβαίνει να είμαι καλός σκιέρ, έστειλε εμένα να κάνω μια γενική έρευνα για όλα τα πρόσωπα που βρίσκονται στο σπίτι και να του αναφέρω τηλεφωνικώς. Επίσης μου ανέθεσε να πάρω όλα τα μέτρα που νομίζω σκόπιμα, για την ασφάλεια του σπιτιού.—Την ασφάλεια; επανέλαβε ο Τζάιλς. Δε φαντάζομαι να νομίζετε ότι κάποιος θα δολοφονηθεί εδώ μέσα;Ο Τρόττερ απάντησε, σχεδόν απολογούμενος:—Δεν θα ήθελα να ανησυχήσω την κυρία Νταίηβις, αλλά δυστυχώς αυτό πιστεύει ο επιθεωρητής Χόμπντεν.—Μα, τι διάβολο, έκανε ο Τζάιλς. Για ποιο λόγο...Σταμάτησε και ο υπαστυνόμος είπε:—Γι' αυτό ακριβώς βρίσκομαι κι εγώ εδώ. Για να εξακριβώσω ορισμένα πράγματα.—Όλη αυτή η ιστορία φαίνεται το λιγότερο εξωφρενική.

Page 21: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Μα, γι' αυτό ακριβώς είναι και επικίνδυνη, αντέτεινε ο εκπρόσωπος του νόμου.—Υπάρχει κάτι ακόμα που δεν μας έχετε πει, παρατήρησε η Μόλλυ. Έτσι δεν είναι, κύριε αρχιφύλακα;—Μάλιστα, κυρία. Δεν σας είπα πως στο επάνω μέρος της σελίδας του σημειωματάριου όπου υπήρχαν οι δυο διευθύνσεις, έγραφε τη φράση: «Τρία τυφλά ποντικάκια». Καρφιτσωμένο πάνω στο σώμα της νεκρής γυναίκας, ήταν ένα χαρτί που έγραφε: «Αυτό είναι το πρώτο». Από κάτω ακριβώς υπήρχε ένα σκίτσο που παρίστανε τρεις ποντικούς και ένα πεντάγραμμο με νότες. Η μουσική ήταν από ένα παιδικό τραγουδάκι που λέγεται επίσης τα «Τρία τυφλά ποντικάκια».Η Μόλλυ τραγούδησε:Τρία τυφλά ποντικάκια, για κοίτα πως γυρνάνε, Και τη χωριάτα τώρα κυνηγάνε...Σταμάτησε μ' ένα βράχνιασμα.—Ω, μα είναι φοβερό, είναι φριχτό, ψέλλισε. Και τα παιδιά ήσαν τρία, έτσι δεν είπατε;—Μάλιστα, κυρία Νταίηβις. Ένα αγόρι δεκαπέντε χρόνων, ένα κορίτσι ένα χρόνο μικρότερο και το αγόρι που πέθανε, δώδεκα.—Και τι έγιναν τα άλλα δυο παιδιά;—Το κοριτσάκι, υιοθετήθηκε, νομίζω, από κάποιον. Δεν κατορθώσαμε να βρούμε τα ίχνη της. Το αγόρι θα πρέπει να είναι τώρα γύρω στα είκοσι τρία. Ούτε αυτόν κατορθώσαμε να τον βρούμε. Απ' ότι λεγόταν ήταν λιγάκι περίεργος. Υπάρχει ένα έγγραφο που πιστοποιεί την κατάταξη του στο στρατό, στα δεκαοκτώ του χρόνια. Αργότερα λιποτάκτησε και από τότε έχει εξαφανισθεί. Ο στρατιωτικός ψυχίατρος αναφέρει πως δεν ήταν φυσιολογικός.—Νομίζετε πως αυτός σκότωσε την κυρία Λάιον; ρώτησε ο Τζάιλς. Κι ότι είναι ένας επικίνδυνος μανιακός δολοφόνος, που μπορεί να επιστρέψει εδώ για κάποιο άγνωστο λόγο;—Νομίζουμε πως υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα σε κάποιον που βρίσκεται σ' αυτό το σπίτι και την υπόθεση του αγροκτήματος Λόνγκριτζ. Αν κατορθώσουμε να βρούμε ποια είναι αυτή η σχέση, τότε έχουμε στα χέρια μας ένα γερό όπλο. Εσείς, κύριε Νταίηβις, δηλώνετε ότι αποκλείεται να έχετε κάποια σχέση με εκείνη την υπόθεση; Το ίδιο ισχύει και για σας, κυρία;—Εγώ, α... ναι... βεβαίως και δεν έχω.—Τώρα θα έχετε την καλοσύνη να μου περιγράψετε ακριβώς ποιοι άλλοι μένουν εδώ;Του έδωσαν τα ονόματα. Η κυρία Μπόυλ. Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ. Ο κύριος Κρίστοφερ Ρεν. Ο κύριος Παραβιτσίνι. Τα έγραψε στο σημειωματάριο του.—Υπηρέτες;—Όχι, δεν έχουμε, είπε η Μόλλυ. Αυτό μου θύμισε πως πρέπει να πάω να βάλω τις πατάτες στη φωτιά.Βγήκε γρήγορα απ' το γραφείο.Ο αρχιφύλακας Τρόττερ γύρισε προς το μέρος του Τζάιλς.—Για πέστε μου, τώρα, τι ξέρετε γι' αυτούς τους ανθρώπους; ρώτησε κι έδειξε με το χέρι του τα ονόματα που είχε γράψει στο σημειωματάριο.—Ποιος, εγώ... έκανε ο Τζάιλς και για μια στιγμή φάνηκε να τα χάνει. Ειλικρινά, κύριε αρχιφύλακα, δεν ξέρουμε τίποτα γι' αυτούς. Η κυρία Μπόυλ μας έγραψε από κάποιο ξενοδοχείο στο Μπερνμάουθ. Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ απ' το Λήμινγκτον και ο κύριος Ρεν από κάποια πανσιόν στο Νότιο Κένσιγκτον. Όσο για τον κύριο Παραβιτσίνι, μας έπεσε απ' τον ουρανό. Το αυτοκίνητο του ντεραπάρισε απ' την χιονοθύελλα κάπου εδώ κοντά. Υποθέτω, ωστόσο, πως όλοι αυτοί θα έχουν μαζί τους ταυτότητες και δελτία τροφοδοσίας.—Καλά, αυτά θα τα ελέγξω αυτά βέβαια.—Πάντως, κατά κάποιο τρόπο, είναι ευχής έργον που ο καιρός είναι απαίσιος, παρατήρησε ο Τζάιλς. Ο δολοφόνος δεν θα μπορέσει να εμφανιστεί, έτσι δεν είναι;—Ίσως να μην χρειάζεται, κύριε Νταίηβις.—Τι εννοείτε; έκανε ο Τζάιλς απορημένος.Ο αρχιφύλακας δίστασε για μια στιγμή κι ύστερα του απάντησε:—Πρέπει να λάβετε υπόψη σας, κύριε Νταίηβις, πως ενδέχεται να βρίσκεται κιόλας εδώ. Ο Τζάιλς έμεινε να τον κοιτάει. —Τι θέλετε να πείτε;—Η κυρία Γκρεγκ δολοφονήθηκε πριν από δυο μέρες. Όλοι οι πελάτες σας έφθασαν εδώ μετά απ' αυτό, κύριε Νταίηβις.—Μάλιστα, αλλά μην ξεχνάτε πως είχανε «κλείσει» από πριν, αρκετό καιρό. Εκτός βέβαια απ' τον κύριο Παραβιτσίνι.Ο αρχιφύλακας Τρόττερ αναστέναξε βαθιά. Κι όταν μίλησε, η φωνή του ακούστηκε κουρασμένη. "—Αυτά τα εγκλήματα σχεδιάσθηκαν εκ των προτέρων, τόνισε.—Τα εγκλήματα; Μα, μόνο ένα έγκλημα έχει γίνει ακόμα. Πως είστε τόσο σίγουρος ότι θα γίνει και άλλο;—Ότι θα συμβεί, όχι, δεν είμαι καθόλου σίγουρος. Ελπίζω να το προλάβω αυτό. Αλλά, ότι θα γίνει απόπειρα, είμαι βεβαιότατος.—Μα τότε, αν δεν κάνετε λάθος, είπε ο Τζάιλς, μόνο ένα πρόσωπο θα μπορούσε να είναι. Γιατί μόνο ένα πρόσωπο έχει την κατάλληλη ηλικία. Ο Κρίστοφερ Ρεν!

Page 22: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

Ο αρχιφύλακας Τρόττερ έσπρωξε την πόρτα της κουζίνας και μπήκε.—Θα είχατε την καλοσύνη, κυρία Νταίηβις, να έρθετε μαζί μου στη βιβλιοθήκη; είπε ευγενικά. Θέλω να κάνω μια επίσημη δήλωση, που αφορά όλους... Ο κύριος Νταίηβις βρίσκεται ήδη εκεί για να προετοιμάσει το έδαφος.—Ευχαρίστως, απάντησε η Μόλλυ. Ένα λεπτό μόνο και τελειώνω με τις πατάτες. Καμιά φορά, ξέρετε, πρόσθεσε, εύχομαι να μην τις είχε ανακαλύψει ο σερ Γουόλτερ Ράλυ.Ο αρχιφύλακας Τρόττερ, όμως, δεν έδειξε να αλλάζει διάθεση. Διατήρησε τη σιωπή του.Η Μόλλυ στράφηκε και τον κοίταξε πάνω απ' τον ώμοτης·—Πραγματικά, δεν μπορώ να το πιστέψω. Είναι τόσο... τόσο αφάνταστο... είπε απολογητικά.—Όχι, κυρία Νταίηβις. Δεν είναι καθόλου αφάνταστο. Είναι ένα γεγονός που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.—Έχετε την περιγραφή του δράστη; ρώτησε η Μόλλυ.—Μετρίου αναστήματος, αδύνατος, φορούσε ένα σκούρο χειμωνιάτικο παλτό και ανοιχτόχρωμο καπέλο, μιλούσε βραχνά και ψιθυριστά και το πρόσωπο του ήταν κρυμμένο πίσω από ένα χοντρό χειμωνιάτικο κασκόλ. Βλέπετε, θα μπορούσε να είναι ο καθένας.Ο αρχιφύλακας σώπασε και μετά συμπλήρωσε:—Έξω στο χολ σας κρέμονται τρία σκούρα παλτά και τρία ανοιχτόχρωμα καπέλα.—Δε νομίζω πως κάποιος απ' αυτούς τους ανθρώπους έχει έρθει απ' το Λονδίνο, παρατήρησε η Μόλλυ.—Όχι; Έτσι λέτε;Με μια απότομη κίνηση ο αρχιφύλακας, πήγε μέχρι το μπουφέ και έπιασε μια εφημερίδα.—Ορίστε, είπε. Η "Ήβνιν Στάνταρτ" της δεκάτης ενάτης Φεβρουαρίου. Προχθεσινή, κυρία Νταίηβις. Κάποιος πρέπει να την έφερε μαζί του.—Μα αυτό που λέτε είναι συγκλονιστικό!Κάτι στη μνήμη της Μόλλυ ανακινήθηκε.—Μα πώς βρέθηκε αυτή η εφημερίδα στην κουζίνα; πρόσθεσε.—Δεν πρέπει, κυρία Νταίηβις, να κρίνετε τους ανθρώπους απ' το παρουσιαστικό τους. Δεν ξέρετε τίποτα σχεδόν για τα πρόσωπα που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στο σπίτι σας.Και πρόσθεσε:—Είναι η πρώτη φορά, που εσείς και ο σύζυγος σας, ασχολείστε με μια τέτοια δουλειά;—Μάλιστα, παραδέχθηκε η Μόλλυ κι ένιωσε ξαφνικά σαν ένα χαζό κοριτσόπουλο.—Και ίσως να μην έχετε πολύ καιρό που είστε παντρεμένοι, σωστά;—Μόλις ένα χρόνο, παραδέχτηκε η Μόλλυ. Όλα έγιναν τόσο απότομα.—Κεραυνοβόλος έρωτας, είπε ο υπαστυνόμος με συμπάθεια.> Η Μόλλυ ένιωσε τελείως ανίκανη να διαμαρτυρηθεί.—Ακριβώς, παραδέχτηκε, γνωριζόμασταν μόλις ένα δεκαπενθήμερο πριν παντρευτούμε.Οι σκέψεις της γύρισαν πίσω, σ' εκείνες τις αξέχαστες δεκαπέντε ήμερες. Όχι δεν είχαν αμφιβολίες, είχαν κι οι δυο την ίδια βεβαιότητα και επιθυμία. Μέσα σ' έναν κόσμο ανήσυχο και νευρωτικό, αυτοί είχαν την εξαίσια τύχη να συναντηθούν. Ένα αμυδρό χαμόγελο άνθησε στα χείλη της.Όταν ξαναγύρισε στην πραγματικότητα, μέσα στην κουζίνα, είδε τον αρχιφύλακα που την κοιτούσε με ανοχή.—Ο άνδρας σας δεν είναι απ' αυτά τα μέρη, έτσι δεν είναι; τη ρώτησε.—Όχι, είπε η Μόλλυ. Δεν κάνετε λάθος. Είναι απ' το Λίνκολνσαϊρ.Η ίδια δεν ήξερε πολλά πράγματα για τα παιδικά χρόνια και την καταγωγή του Τζάιλς. Οι γονείς του είχαν πεθάνει κι ο ίδιος απέφευγε να μιλάει για το παρελθόν του. Της είχε δημιουργηθεί η εντύπωση πως είχε περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια.—Είστε κι οι δύο πολύ νέοι ακόμα — αν μου επιτρέπετε το σχόλιο — για να φέρετε βόλτα μια τέτοια δουλειά, της είπε ο αρχιφύλακας—Αλήθεια; Μα δεν είμαι και τόσο μικρή. Είμαι είκοσι δύο και νιώθω...Κόπηκε καθώς η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Τζάιλς.—Εντάξει, είπε μπαίνοντας. Τους είπα μέσες άκρες περί τίνος πρόκειται. Ελπίζω πως έκανα καλά, κύριε αρχιφύλακα, ε, τι λέτε κι εσείς;—Πολύ καλά. Έτσι θα κερδίσουμε και χρόνο, είπε ο Τρόττερ. Λοιπόν, είσαστε έτοιμη, κυρία Νταίηβις;

Page 23: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

···Τέσσερις άνθρωποι μιλούσαν ταυτόχρονα, καθώς ο αρχιφύλακας Τρόττερ έμπαινε στη βιβλιοθήκη.Αυτός που φώναζε περισσότερο απ' όλους, τσιρίζοντας, ήταν ο Κρίστοφερ Ρεν, που έλεγε πως όλη αυτή ή ιστορία ήταν τόσο ανατριχιαστική και μακάβρια, που δεν θα τον άφηνε να κλείσει μάτι όλη τη νύχτα και μήπως θα μπορούσε να μάθει μερικές κάπως πιο τρομακτικές λεπτομέρειες;Η κυρία Μπόυλ τον ακομπανιάριζε με μπάσα φωνή:—Είναι εξωφρενικό, πλήρης αναξιότητα, έλεγε. Η αστυνομία δεν πρέπει ν' αφήνει δολοφόνους να τριγυρνούν στην εξοχή.Ο κύριος Παραβιτσίνι είχε αναπτύξει μια απαράμιλλη ευφράδεια - όπως αρμόζει σ' έναν Ιταλό - κυρίως χρησιμοποιώντας τα χέρια του. Οι χειρονομίες του ήταν πιο εκφραστικές από τα λόγια κι έβαζε κάτω ακόμα και το μέταλλο της φωνής της κυρίας Μπόυλ. Και τέλος ένα εξασκημένο αυτί στους μουσικούς ήχους, θα μπορούσε να ξεχωρίσει μέσα σ' εκείνη τη συναυλία, το βαρύ γάβγισμα του ταγματάρχη Μέτκαλφ, σ' ένα ρυθμικότατο οτακάτο. Απαιτούσε να μάθει γεγονότα.Ο Τρόττερ τους άφησε για λίγο να ξεθυμάνουν και μετά άπλωσε τα χέρια του για να επιβάλλει σιωπή. Περιέργως σώπασαν όλοι.—Ευχαριστώ, είπε. Ο κύριος Νταίηβις σας εξήγησε με λίγα λόγια για ποιο σκοπό έχω έρθει εδώ. Τώρα θέλω να μάθω ένα πράγμα μόνο και τίποτε άλλο κάτι και θέλω να το μάθω αμέσως. Ποιος από σας έχει σχέση με την υπόθεση της αγροικίας Λόνγκριτζ;Τους κοίταζε ερευνητικά και περίμενε. Κανείς όμως δεν άνοιξε το στόμα του να πει κάτι. Τέσσερα πρόσωπα τον κοιτούσαν ανέκφραστα. Θα έλεγε κανείς πως τα συναισθήματα που ένοιωθαν μόλις πριν λίγο, η έξαψη, η αγανάκτηση, η υστερία και η περιέργεια, ήταν γραμμένα στα πρόσωπα τους με κιμωλία και κάποιος τώρα τα είχε σβήσει μ' ένα σπόγγο.Ο αρχιφύλακας δεν έχασε την υπομονή του κι είπε εντείνοντας τον τόνο του:—Σας παρακαλώ, προσπαθήστε να με καταλάβετε, είπε συγκρατημένα. Κάποιος από σας, έχουμε σοβαρούς λόγους να πιστεύουμε ότι βρίσκεται σε κίνδυνο! Θανάσιμο κίνδυνο! Πρέπει να εξακριβώσω ποιος από σας είναι αυτός.Και πάλι κανείς δεν κινήθηκε, ούτε μίλησε.Η φωνή του αρχιφύλακα ακούστηκε αυτή τη φορά κάπως θυμωμένη:—Πολύ καλά θα σας ρωτήσω έναν-έναν, χωριστά. Εσείς κύριε Παραβιτσίνι, έχετε καμιά σχέση με την υπόθεση Λόνγκριτζ;Ένα αμυδρό χαμόγελο τρεμόπαιξε στο πρόσωπο του Ιταλού. Σήκωσε τα χέρια σε ένδειξη διαμαρτυρίας.—Εγώ είμαι ξένος σ' αυτά τα μέρη, επιθεωρητά, δήλωσε. Δεν ξέρω τίποτα, μα τίποτα για τις τοπικές υποθέσεις από το παρελθόν.Ο Τρόττερ δεν έχασε χρόνο. Στράφηκε στην κυρία Μπόυλ.—Εσείς, κυρία Μπόυλ;—Πραγματικά, δεν βλέπω που... θέλω να πω, δεν βλέπω με ποιο τρόπο θα μπορούσα να σχετίζομαι μ' αυτή την αποκρουστική υπόθεση.—Εσείς, κύριε Ρεν;—Την εποχή που αναφέρεστε, ήμουν παιδί, είπε αυτός με τη διαπεραστική του φωνή. Δεν θυμάμαι να άκουσα ποτέ να μιλάνε γι αυτήν.—Εσείς, ταγματάρχα;Ο ταγματάρχης απάντησε ξεκάθαρα:—Εγώ, έτυχε να διαβάσω σχετικά, στις εφημερίδες. Αλλά την εποχή εκείνη ήμουν διορισμένος στο Εδιμβούργο.—Αυτό είχατε να πείτε όλοι σας, ε;Σιωπή ξανά.Ο Τρόττερ αναστέναξε.—Αν κάποιος από σας δολοφονηθεί, τότε δεν θα πρέπει να μεμφθείτε παρά μόνο τον ίδιο σας τον εαυτό.Έκανε απότομη μεταβολή και βγήκε απ' το δωμάτιο.—Φίλοι μου, είπε ο Κρίστοφερ Ρεν, φοβερό μελόδραμα! Και πόσο καλοφτιαγμένος, δε συμφωνείτε; Πάντα θαύμαζα την αστυνομία. Η αυστηρότητα κι η εξυπνάδα σε συνδυασμό. Φοβερή αυτή η ιστορία. «Τα τρία τυφλά ποντικάκια».Αλήθεια, πώς είναι ο σκοπός;Έσμιξε τα χείλη του και προσπάθησε να βρει το σκοπό σφυρίζοντας, αλλά η Μόλλυ ξεφώνισε αθέλητα.—Μη!Στριφογύρισε κοντά της γελώντας.

Page 24: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Μα καλή μου, αυτό είναι το αγαπημένο μου τραγούδι, είπε. Δεν μου έτυχε ποτέ άλλοτε να με πάρουν για δολοφόνο και το φχαριστιέμαι πολύ.—Κουραφέξαλα, είπε η κυρία Μπόυλ. Δεν πιστεύω ούτελέξη.Τα μάτια του Κρίστοφερ Ρεν την κοίταξαν σκανταλιάρικα.—Τι είπατε, κυρία Μπόυλ; Κουραφέξαλα; Αλλά για να δούμε αν...Χαμήλωσε τη φωνή του και την πλησίασε απ' τηνπλάτη.—...αν έρθω αθόρυβα από πίσω σας και νιώσετε τα κρύα χέρια μου να σας στρίβουν το λαιμό...Η Μόλλυ οπισθοχώρησε έντρομη.—Φοβίζεις τη γυναίκα μου, Ρεν, φώναξε ο Τζάιλς νευριασμένος. Αυτά είναι ηλίθια αστεία.—Δεν είναι καθόλου αστείο, πρόσθεσε ο ταγματάρχης.—Κι όμως, είναι... επέμεινε ο Κρίστοφερ Ρεν. Μόνο που είναι το αστείο του μανιακού δολοφόνου! Αυτό είναι που το κάνει τόσο εξαίσια μακάβριο.Κοίταζε ολόγυρα τους άλλους κι όλο γελούσε πιο πολύ.—Αν μπορούσατε να δείτε τα πρόσωπα σας, έκανε αυτός και βγήκε απ' το δωμάτιο.Η κυρία Μπόυλ συνήλθε πρώτη.—Αυτός ο νεαρός είναι εξαιρετικά κακομαθημένος και νευρωτικός, δήλωσε. Μου θυμίζει αυτούς τους αντιρρησίες συνείδησης.—Μου έλεγε, είπε ο ταγματάρχης Μέτκαλφ, πως σε κάποια αεροπορική επιδρομή είχε καταπλακωθεί στα συντρίμμια ενός κτιρίου κι έμεινε θαμμένος σαράντα οκτώ ολόκληρες ώρες μέχρι τα συνεργεία διάσωσης να κατορθώσουν να τον βρουν και να τον ξεθάψουν. Αυτό νομίζω δεν είναι και μικρό πράγμα, ε;—Ο άνθρωπος μπορεί να βρίσκει ένα σωρό δικαιολογίες για τη νευρολογική του κατάσταση, είπε η κυρία Μπόυλ καυστικά. Εγώ, επί παραδείγματι, κατά τη διάρκεια του πολέμου, επωμίσθηκα τόσες φροντίδες, όσο κανείς άλλος κι ωστόσο, τα νεύρα μου εξακολουθούν να είναι υγιή.—Ίσως να είναι στην ίδια κατάσταση με εσάς, κυρία Μπόυλ, παρατήρησε ο ταγματάρχης.—Τι θέλετε να πείτε;Ο ταγματάρχης είπε σχεδόν αδιάφορα.—Νομίζω πως εσείς ήσασταν ο αξιωματικός στρατωνισμού σ' αυτή την περιοχή το 1940, κυρία Μπόυλ.Κοίταξε επίμονα τη Μόλλυ κι εκείνη κούνησε το κεφάλιτης.—Έχω δίκιο;Ο θυμός άστραψε στο πρόσωπο της κυρίας Μπόυλ.—Και τι μ' αυτό; τον ρώτησε.Ο Μέτκαλφ της είπε βαρύγδουπα:—Και μάλιστα είσαστε η υπεύθυνη για την αποστολή των τριών παιδιών στο αγρόκτημα Λόνγκριτζ.—Δε βλέπω βάσει ποίας λογικής θα μπορούσα να ήμουν υπεύθυνη για ότι συνέβη. Οι άνθρωποι του αγροκτήματος έδειχναν καλοί και ευγενικοί και ήθελαν να πάρουν τα παιδιά κοντά τους. Δεν βλέπω λοιπόν γιατί θα μπορούσε κανείς να με κατηγορήσει, ή γιατί αυτό με καθιστά υπεύθυνη...Η φωνή της πνίγηκε.—Και γιατί δεν τα είπατε όλα αυτά στον αρχιφύλακα Τρόττερ; ρώτησε ο Τζάιλς.—Αυτό δεν είναι δουλειά της αστυνομίας, απάντησε η κυρία Μπόυλ με έξαψη. Μπορώ να φροντίσω μόνη μου τον εαυτό μου.—Καλύτερα να προσέχετε, είπε ο ταγματάρχης ήρεμα.Δεν είπε τίποτα άλλο και βγήκε απ' το δωμάτιο.—Μα, ναι, βέβαια, εσείς ήσασταν υπεύθυνη για το συσσίτιο, είπε η Μόλλυ. Τώρα σας θυμάμαι πολύ καλά.—Ώστε, Μόλλυ, το ήξερες; είπε ο Τζάιλς κατάπληκτος.—Εσείς είχατε εκείνο το μεγάλο σπίτι, είπε η Μόλλυ. Έτσι δεν είναι;—Μου το είχαν επιτάξει, απάντησε αυτή με αξιοπρέπεια. Καταστράφηκε ολοσχερώς. Μου το επέστρεψαν σωστό ερείπιο.Και τότε, ξαφνικά, ενώ κανείς δεν το περίμενε ο κύριος Παραβιτσίνι άρχισε να γελά. Έγειρε το κεφάλι του πίσω και γελούσε σιγά, μα αχαλίνωτα.

Page 25: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Με συγχωρείτε, είπε, βρίσκω όλη αυτή την ιστορία διασκεδαστική. Τρομερά διασκεδαστική, μα την πίστη μου!Εκείνη τη στιγμή ο αρχιφύλακας Τρόττερ ξαναγύρισε στο δωμάτιο. Έριξε μια αποδοκιμαστική ματιά στον κύριο Παραβιτσίνι και είπε:—Είμαι ευτυχής που κάποιος εδώ μέσα τα βρίσκει όλα αυτά διασκεδαστικά.—Ζητώ συγνώμη, κ. επιθεωρητά. Καταλαβαίνω πως παρεμποδίζω το έργο σας και υποβιβάζω τη σοβαρότητα των προειδοποιήσεων σας.Ο Τρόττερ ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα.—Κάνω ότι μπορώ προκειμένου να ξεκαθαρίσω αυτή την κατάσταση και δεν είμαι επιθεωρητής, αλλά μόνο αρχιφύλακας.Στράφηκε στη Μόλλυ.—Θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνο σας, κυρία Νταίηβις;—Εγώ σας απαλλάσσω της ταπεινής παρουσίας μου, είπε ο κύριος Παραβιτσίνι.Σηκώθηκε και βγήκε αθόρυβα απ' το δωμάτιο με εκείνο το νεανικό και λιγάκι πηδηχτό του βάδισμα που έκανε πάντα εντύπωση στη Μόλλυ.—Πολύ παράξενος τύπος, παρατήρησε ο Τζάιλς.—Εγκληματική φυσιογνωμία, πρόσθεσε ο Τρόττερ. Δεν μου εμπνέει εμπιστοσύνη.—Ω, έκανε η Μόλλυ. Νομίζετε πως αυτός είναι που... μα είναι γέρος! Ή μήπως δεν είναι; Ξέρετε, χρησιμοποιεί μακιγιάζ. Και το βάδισμα του είναι νεανικό. Ίσως έχει μακιγιαριστεί για να φαίνεται γέρος. Νομίζετε πώς...Ο αρχιφύλακας την κοίταξε αυστηρά. - —Δεν θα μας οδηγήσουν πουθενά οι αβάσιμες εικασίες, δήλωσε.Προχώρησε προς το παράθυρο, όπου υπήρχε μια μικρή ροτόντα.—Πρέπει να αναφέρω στον αστυνόμο Χόγκμπεν, είπε και άπλωσε το χέρι του προς το τηλέφωνο.—Δεν θα μπορέσετε να τηλεφωνήσετε, είπε η Μόλλυ. Το τηλέφωνο είναι νεκρό.—Τι; είπε ο Τρόπερ και στράφηκε προς το μέρος της.Ο πανικός που χρωμάτισε τη φωνή του, τους ξάφνιασε όλους.—Νεκρό; Από πότε;—Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ προσπάθησε να τηλεφωνήσει λίγο πριν έρθετε και δεν μπόρεσε.—Μα, λειτουργούσε κανονικά πριν από λίγο. Εσείς δε μιλήσατε με τον αστυνόμο Χόγκμπεν;—Μάλιστα. Υποθέτω πως λειτουργούσε μέχρι τις δέκα κανονικά, αλλά μετά, με την κακοκαιρία, έπεσε η γραμμή.Το πρόσωπο του αστυνομικού παρέμεινε σκυθρωπό:—Περίεργο, είπε. Αναρωτιέμαι μήπως το έκοψε κανείς σκοπίμως.Η Μόλλυ ξαφνιάστηκε.—Πιστεύετε κάτι τέτοιο;—Σε λίγο θα ξέρω με βεβαιότητα, είπε αυτός.Όρμησε έξω και ο Τζάιλς, διστάζοντας για μια στιγμή, τον ακολούθησε.Η Μόλλυ έμπηξε τις φωνές.—Αυτό μας έλλειπε τώρα! Πλησιάζει η ώρα του φαγητού και δεν έχω ετοιμάσει τίποτα. Πρέπει να βιαστώ.Η κυρία Μπόυλ μουρμούρισε εκνευρισμένα, καθώς την είδε να βγαίνει απ' το δωμάτιο και να τρέχει στην κουζίνα.—Ανίκανο βρομοκόριτσο! Τι φριχτό μέρος. Δεν πληρώνω επτά λίρες για τέτοιο μέρος.Ο αρχιφύλακας Τρόττερ με σκυμμένο κεφάλι, παρακολουθούσε το καλώδιο του τηλεφώνου.—Είναι ντούμπλεξ; ρώτησε τον Τζάιλς.—Μάλιστα. Η δεύτερη συσκευή βρίσκεται στην κρεβατοκάμαρα μας. Θέλετε να πάω να δω αν λειτουργεί;—Αν δεν σας κάνει κόπο, απάντησε ο αστυνομικός.Άνοιξε το παράθυρο και έσκυψε προς τα έξω, καθαρίζοντας με το χέρι του το χιόνι που υπήρχε πάνω στο περβάζι.Ο Τζάιλς ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά.Ο κύριος Παραβιτσίνι καθόταν στο μεγάλο σαλόνι. Ήταν μόνος. Σηκώθηκε και προχώρησε προς το πιάνο. Κάθισε στο σκαμπό και άνοιξε το καπάκι. Σήκωσε το ένα του χέρι κι άρχισε να πατά τα πλήκτρα ένα-ένα, χρησιμοποιώντας μόνο το δείκτη.Τρία τυφλά ποντικάκια, για κοίτα πως γυρνάνε...

Page 26: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

Ο Κρίστοφερ Ρεν ήταν στο δωμάτιο του. Πηγαινοερχόταν δεξιά αριστερά, σφυρίζοντας δυνατά. Απότομα έπαψε και σωριάσθηκε στην άκρη του κρεβατιού. Έκρυψε το πρόσωπο μέσα στις παλάμες κι αναλύθηκε σε λυγμούς. Έκλαιγε σα μικρό παιδί κι ανάμεσα στους λυγμούς του μονολογούσε:—Δεν μπορώ άλλο. Δεν αντέχω.Απότομα πάλι άλλαξε. Σηκώθηκε και κράτησε τους ώμους του στητούς, το στήθος προτεταμένο.—Πρέπει να συνεχίσω, μονολόγησε. Πρέπει να φτάσω μέχρι το τέλος.Ο Τζάιλς στεκόταν μπροστά στο τηλέφωνο, μέσα στην κρεβατοκάμαρα τους. Έσκυψε στο πάτωμα. Δίπλα στο σοβαντεπί βρισκόταν πεσμένο ένα γάντι της Μόλλυ. Το πήρε στα χέρια του. Ένα ροζ εισιτήριο λεωφορείου γλίστρησε από μέσα. Ο Τζάιλς στάθηκε και το κοίταζε καθώς έπεφτε στο πάτωμα. Καθώς το έβλεπε, το πρόσωπο του άλλαξε. Ήταν άλλος άνθρωπος όταν περπάτησε αργά προς την πόρτα του δωματίου και την άνοιξε. Στάθηκε για λίγο στο κατώφλι, κοιτάζοντας προς το διάδρομο και το κεφαλόσκαλο.Η Μόλλυ, στην κουζίνα, καθάρισε τις πατάτες, τις έριξε στην κατσαρόλα και την έβαλε στη φωτιά. Έριξε μια ματιά στο φούρνο, να δει πως πηγαίνει το κρέας. Αναστέναξε ικανοποιημένη, όλα ήταν εντάξει.Στο τραπέζι της κουζίνας βρισκόταν η "Ήβνιν Στάνταρτ", δύο ημερών παλιά πλέον. Συνοφρυώθηκε καθώς την κοίταξε. Αν μπορούσε να θυμηθεί...Ξαφνικά έβαλε τα χέρια μπροστά στα μάτια της.—Ω! ξεφώνισε, όχι! Δεν είναι δυνατόν!Ύστερα από λίγο τα τράβηξε και κοίταξε γύρω της, σα να ήταν ξένη και να έβλεπε την κουζίνα για πρώτη φορά. Ήταν τόσο ζεστό το δωμάτιο... Και πλημμυρισμένο απ' την γαργαλιστική μυρωδιά των φαγητών που ψήνονταν στη φωτιά.—Ω, όχι! επανέλαβε άψυχα.Κινήθηκε αργά, σαν υπνοβάτης προς την πόρτα. Την άνοιξε και βγήκε στο χολ. Το σπίτι ήταν σιωπηλό, εκτός...από κάποιον που σφύριζε. Αυτός ο σκοπός...Η Μόλλυ ρίγησε κι επέστρεψε στην κουζίνα. Έμεινε για λίγο να κοιτάει αδιάφορα το οικείο της δωμάτιο. Ναι, όλα ήταν εντάξει. Ξαναπήγε στην πόρτα.Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ κατέβηκε αθόρυβα απ' τη σκάλα υπηρεσίας. Στάθηκε για λίγο στο βάθος του χολ και μετά άνοιξε τη ντουλάπα που υπήρχε κάτω απ' τη σκάλα και κοίταξε μέσα. Όλα έμοιαζαν να είναι, όπως έπρεπε. Κανείς δε βρισκόταν εκεί κοντά. Ήταν η καλύτερη στιγμή για να κάνει αυτό που σχεδίαζε...Η κ. Μπόυλ, στη βιβλιοθήκη, γύριζε με νευρικότητα τα κουμπιά του ραδιοφώνου.Έπιασε ένα σταθμό. Μια συζήτηση για τη σημασία και την προέλευση των νανουρισμάτων. Ότι χειρότερο. Γύρισε πάλι το κουμπί. Μια διανοουμενίστικη φωνή την πληροφόρησε: «Η ψυχολογία του φόβου οφείλει να γίνει πλήρως κατανοητή. Ας υποθέσουμε πως βρίσκεστε μόνος σ' ένα δωμάτιο. Μια πόρτα ανοίγει αθόρυβα πίσω σας...»Πραγματικά μια πόρτα άνοιγε εκείνη τη στιγμή.Η κυρία Μπόυλ έκανε μια απότομη κίνηση και γύρισε να δει ποιος ήταν.—Α, εσείς είστε; είπε με ανακούφιση. Τι ηλίθια προγράμματα που έχει αυτό το ραδιόφωνο! Δεν μπορώ να βρω κάτι της προκοπής!—Δεν πρέπει να σας σκοτίζει αυτό, κυρία Μπόυλ.Η κυρία Μπόυλ κάγχασε:—Και τι άλλο να κάνω; ρώτησε. Κλεισμένοι μέσα σ' ένα σπίτι με ένα πιθανό δολοφόνο ανάμεσα μας. Μεταξύ μας, ποτέ δεν θα την πίστευα αυτή την μελοδραματική ιστορία...—Αλήθεια, κυρία Μπόυλ;—Γιατί το λέτε αυτό; Τι εννοείτε;Η ζώνη του αδιάβροχου είχε κιόλας τυλιχτεί γύρω απ' το λαιμό της, προτού προλάβει να καταλάβει τι σήμαινε αυτό! Το χέρι του δολοφόνου έστρεψε το κουμπί του ραδιοφώνου και η φωνή του εκφωνητή ακουγόταν τώρα πολύ δυνατή. Η ομιλία περί ψυχολογίας του φόβου συνεχιζόταν στο δωμάτιο, με ευφυείς παρατηρήσεις, μα κανείς δεν ενδιαφερόταν πια να την ακούσει. Κυρίως η κυρία Μπόυλ.Δεν έγινε καμιά φασαρία.Ο δολοφόνος ήταν πολύ έμπειρος για κάτι τέτοιο.Ήταν όλοι μαζεμένοι στην κουζίνα. Οι πατάτες έβραζαν απολαυστικά στη φωτιά του γκαζιού. Μια κρεατόπιτα ροδοκοκκίνιζε στο φούρνο αφήνοντας ένα δυνατό άρωμα που άνοιγε την όρεξη.Τέσσερις άνθρωποι στέκονταν τρέμοντας και κοίταζαν ο ένας τον άλλον- ο πέμπτος, η Μόλλυ, άσπρη σαν το χαρτί, προσπαθούσε να πιει το ποτήρι με το ουίσκι που ο έκτος ο αρχιφύλακας Τρόττερ της είχε δώσει.Ο ίδιος ο αρχιφύλακας, με μια άγρια και θυμωμένη έκφραση, κοίταζε γύρω του. Είχαν περάσει μόλις πέντε λεπτά απ' τη στιγμή που οι στριγκλιές της Μόλλυ τον είχαν κάνει να επιστρέψει τρέχοντας, στη βιβλιοθήκη. Το ίδιο είχε συμβεί και με τους άλλους.

Page 27: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Θα πρέπει να είχε μόλις πεθάνει όταν την βρήκατε, κυρία Νταίηβις, είπε. Είσαστε βεβαία πως δεν είδατε ή ακούσατε κανέναν καθώς ερχόσασταν απ' το χολ;—Άκουσα κάποιον να σφυρίζει, είπε η Μόλλυ αχνά. Μα αυτό ήταν πιο πριν. Νομίζω... όμως, δεν είμαι βέβαιη...νομίζω ότι άκουσα μια πόρτα να κλείνει... πολύ απαλά, κάπου εδώ γύρω... τη στιγμή που έμπαινα στη βιβλιοθήκη.—Ποια πόρτα; ρώτησε ο αρχιφύλακας.—Δεν ξέρω.—Σκεφθείτε, κυρία Νταίηβις. Προσπαθήστε να θυμηθείτε. Πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά;—Δεν ξέρω, δεν ξέρω, σας λέω, κλαψούρισε η Μόλλυ. Δεν είμαι κιόλας βέβαιη αν άκουσα κάτι.---Θα πάψετε να τη βασανίζετε; φώναξε άγρια ο Τζάιλς. Δεν βλέπετε σε τι κατάσταση βρίσκεται;—Ψάχνω για ένα δολοφόνο, κύριε Νταίηβις, είπε ο αρχιφύλακας. Με συγχωρείτε, κ. πλωτάρχα Νταίηβις!—Δε μεταχειρίζομαι πια τον βαθμό που είχα στο ναυτικό κατά τον πόλεμο, είπε ο Τζάιλς.—Σωστά, κύριε Νταίηβις, είπε ο αρχιφύλακας σα να ξεκαθάρισε κάποιο σημείο. Όπως σας έλεγα και πριν, συνέχισε, ερευνώ μια υπόθεση δολοφονίας! Μέχρι τώρα κανείς δεν δείχνει να με έχει πάρει στα σοβαρά. Το ίδιο και η κυρία Μπόυλ. Μου έκρυψε πληροφορίες. Απέφυγε να με βοηθήσει. Το ίδιο κάνετε κι εσείς τώρα. Η κυρία Μπόυλ δεν το αντιλήφθηκε. Απέκρυψε πληροφορίες. Όλοι το κάνετε αυτό. Λοιπόν, η κυρία Μπόυλ είναι τώρα νεκρή! Μέχρι να ξεκαθαρίσουμε την υπόθεση και γρήγορα μάλιστα, σκεφθείτε ότι μπορεί να υπάρξει κι άλλος νεκρός!—Κι άλλος; Αδύνατον! Γιατί;—Γιατί τα τυφλά ποντικάκια ήταν τρία.Ο Τζάιλς φώναξε δύσπιστα:—Δηλαδή ένας θάνατος για κάθε ποντίκι; Αλλά τότε θα πρέπει να υπάρχει κάποια σχέση. Δηλαδή, θέλω να πω, κάτι που να συνδέεται με εκείνη την υπόθεση!—Έτσι πρέπει να είναι, αποκρίθηκε ο αρχιφύλακας.—Ναι, μα γιατί ειδικά εδώ;—Γιατί στο σημειωματάριο που βρήκαμε, αναφέρονταν μόνο δυο διευθύνσεις. Υπήρχε μόνο ένα υποψήφιο θύμα στην οδό Κάλβερ. Είναι νεκρό. Αλλά εδώ στο Μόνκσγουελ Μάνορ υπάρχει πολύ κυνήγι.—Ανοησίες, Τρόττερ είπε ο Τζάιλς. Θα ήταν η πιο απίθανη σύμπτωση να μπορούσαν να βρεθούν δυο άτομα μαζί, εδώ μέσα, που θα είχαν κάποια σχέση με το αγρόκτημα Λόνγκριτζ!—Κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, δεν θα αποτελούσε καμία σύμπτωση! Σκεφτείτε το κι αυτό, κύριε Νταίηβις! απάντησε ο αρχιφύλακας και γυρίζοντας προς τους άλλους, συνέχισε: Έχω τις καταθέσεις σας για το που βρισκόταν ο καθένας από σας όταν δολοφονήθηκε η κυρία Μπόυλ. Θέλω να τις επιβεβαιώσω. Είσαστε στο δωμάτιο σας, κύριε Ρεν, όταν ακούσατε τις φωνές της κυρίας Νταίηβις;—Μάλιστα, κ. αρχιφύλακα.—Εσείς, κύριε Νταίηβις, βρισκόσασταν επάνω στην κρεβατοκάμαρα κι εξετάζατε τη συσκευή του τηλεφώνου; —Ναι, είπε ο Τζάιλς.—Ο κύριος Παραβιτσίνι κατέθεσε πως βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο σαλόνι κι έπαιζε πιάνο. Κανείς δεν σας άκουσε, κύριε Παραβιτσίνι;—Μα, έπαιζα πολύ σιγά, κύριε αρχιφύλακα. Με το ένα δάχτυλο.—Και τι παίζατε;—"Τα τρία τυφλά ποντικάκια", είπε χαμογελώντας βιασμένα. Έπαιζα το σκοπό που σφύριζε επάνω ο κύριοςΡεν. Αυτό το τραγουδάκι στριφογυρίζει στη σκέψη όλων μας.—Φριχτός σκοπός, δήλωσε η Μόλλυ.—Τι έγινε με το τηλέφωνο; ρώτησε ο ταγματάρχης Μέτκαλφ. Είναι κομμένο επίτηδες;—Μάλιστα, ταγματάρχα, απάντησε ο αρχιφύλακας. Το καλώδιο είναι κομμένο, ακριβώς κάτω απ' το παράθυρο της τραπεζαρίας. Μόλις το είχα ανακαλύψει, όταν άκουσα τις στριγκλιές της κυρίας Νταίηβις.—Το θεωρώ ανόητο, είπε ο Κρίστοφερ Ρεν. Πως θα μπορούσε να ελπίζει ο δολοφόνος ότι θα γλιτώσει;Ο αρχιφύλακας τον κοίταξε εξεταστικά πριν απαντήσει.—Ίσως να μην τον ενδιαφέρει και τόσο. Ή πάλι να νομίζει ότι είναι πολύ πιο έξυπνος από εμάς. Οι δολοφόνοι συχνά πιστεύουν κάτι τέτοιο. Ξέρετε, παρακολουθούμε μαθήματα ψυχολογίας στην εκπαίδευση μας. Η ιδιοσυγκρασία ενός σχιζοφρενούς είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.—Δεν σταματάτε λέω εγώ τη φιλολογία! είπε ο Τζάιλς νευριασμένα.

Page 28: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

• —Βεβαίως, κύριε Νταίηβις. Αυτή τη στιγμή μας απασχολούν δυο λέξεις μόνο. Η μία είναι «φόνος» και η άλλη «κίνδυνος»! Σ' αυτές πρέπει να συγκεντρωθούμε τώρα! Λοιπόν, ταγματάρχα, ας ξεκαθαρίσουμε και τις δικές σας κινήσεις. Είπατε πως βρισκόσασταν στο κελάρι... Γιατί;—Έτσι, από περιέργεια, είπε αυτός. Κοίταζα εκείνη τη ντουλάπα που βρίσκεται κάτω απ' τη σκάλα και τότε πρόσεξα μια πόρτα εκεί δίπλα. Την άνοιξα και είδα μια σκάλα. Κατέβηκα. Ωραίο κελάρι, έχετε, είπε γυρίζοντας στον Τζάιλς. Μοιάζει με κρύπτη από μεσαιωνικό μοναστήρι.—Δεν κάνουμε αρχαιολογική έρευνα, ταγματάρχα, τον διέκοψε ο αρχιφύλακας. Κάνουμε έρευνα για φόνο! Θέλετε να με προσέξετε για λίγο, κύρια Νταίηβις; Θα αφήσω την πόρτα της κουζίνας ανοιχτή.Βγήκε έξω κι υστέρα από λίγο μια πόρτα έκλεισε απαλά με ένα ελαφρύ τρίξιμο.—Αυτό ακούσατε; την ρώτησε ξαναμπαίνοντας απ' την ανοιχτή πόρτα.-—Τι να σας πω; Δε νομίζω...—Ήταν η πόρτα της ντουλάπας κάτω απ' τη σκάλα, είπε ο αρχιφύλακας. Είναι πιθανό, ξέρετε, ο δολοφόνος αφού σκότωσε την κυρία Μπόυλ, να γλίστρησε στο χολ, να σας άκουσε όμως να έρχεσθε και έτσι να αναγκάσθηκε να κρυφτεί μέσα στη ντουλάπα, κλείνοντας πίσω του την πόρτα.—Τότε τα δακτυλικά του αποτυπώματα θα βρίσκονται στο εσωτερικό της ντουλάπας, φώναξε θριαμβευτικά ο Κρίστοφερ Ρεν.—Και τα δικά μου επίσης, συμπλήρωσε ήρεμα ο ταγματάρχης Μέτκαλφ.—Ακριβώς, παραδέχτηκε ο αρχιφύλακας. Έχουμε όμως μια ικανοποιητική εξήγηση γι' αυτά, έτσι δεν είναι;—Για ακούστε εδώ, κύριε αρχιφύλακα, είπε ο Τζάιλς. Ξέρω, έχετε αναλάβει την υπόθεση, αλλά βρίσκεσθε στο σπίτι μου και νοιώθω υπεύθυνος απέναντι στους ανθρώπους που μένουν εδώ. Δεν θα έπρεπε να λάβουμε προφυλακτικά μέτρα;—Δηλαδή, σαν τι, κύριε Νταίηβις;—Να, για να είμαι ειλικρινής, θέλω να σας προτείνω να θέσετε υπό περιορισμό το πρόσωπο που ενδείκνυται ξεκάθαρα ως κύριος ύποπτος.Το βλέμμα του στυλώθηκε πάνω στον Κρίστοφερ Ρεν.Αυτός ο τελευταίος χίμηξε μπροστά και η φωνή του ακούστηκε στριγκλιάρικη, υστερική.—Ψέματα! Ψέματα! Είσαστε όλοι εναντίον μου. Όλοι είναι πάντα εναντίον μου! Θέλετε να με ενοχοποιήσετε! Είναι παγίδα! Παγίδα!—Έλα, σύνελθε νεαρέ! είπε ο ταγματάρχης.—Μην ανησυχείς, Κρις, είπε η Μόλλυ. Δεν υπάρχει λόγος να ταράζεσαι.Ακούμπησε προστατευτικά το χέρι της στο μπράτσοτου.—Μη φοβάσαι, κανείς δεν πρόκειται να σε πειράξει.Και γυρίζοντας προς τον αστυνομικό, απαίτησε μια διαβεβαίωση.—Πέστε του πως κανείς δεν τα έχει βάλλει μαζί του.—Δεν παγιδεύουμε τον κόσμο, είπε αυστηρά ο αρχιφύλακας.—Πέστε του πως δεν πρόκειται να τον συλλάβετε!—Δεν σκοπεύω να συλλάβω κανέναν! Για να κάνω κάτι τέτοιο χρειάζομαι αποδείξεις. Και για την ώρα δεν υπάρχουν αποδείξεις.—Νομίζω πως τρελαθήκατε εσείς οι δυο, φώναξε ο Τζάιλς αγανακτισμένος κοιτάζοντας τη γυναίκα του και τοναρχιφύλακα. Μόνο ένα πρόσωπο εδώ μέσα, ταιριάζει απόλυτα...—Περίμενε, σε παρακαλώ, Τζάιλς, τον διέκοψε η Μόλλυ. Σε παρακαλώ, μη μιλάς. Αρχιφύλακα, μπορώ να σας μιλήσω ιδιαιτέρως;—Εγώ δεν πρόκειται να το κουνήσω από εδώ, δήλωσε ο Τζάιλς με πείσμα.—Όχι, σε παρακαλώ, Τζάιλς.Το πρόσωπο του Τζάιλς αναψοκοκκίνισε. Προσπάθησε να κρατήσει την αυτοκυριαρχία του.—Δεν ξέρω τι σε έπιασε, Μόλλυ, είπε.Ακολούθησε τελευταίος τους άλλους που έβγαιναν από το δωμάτιο και βρόντησε πίσω του την πόρτα.—Λοιπόν, κυρία Νταίηβις, τι συμβαίνει; ρώτησε ο αστυνομικός.Η Μόλλυ έπιασε το χέρι του.—Κύριε αρχιφύλακα, όταν μας μιλήσατε για την υπόθεση του αγροκτήματος Λόνγκριτζ, υποθέσατε πως θα έπρεπε να είναι το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας που... ευθύνεται για όλα αυτά. Το είπατε με βεβαιότητα, πλην όμως δεν το ξέρατε;

Page 29: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Αυτό είναι αλήθεια, κυρία Νταίηβις. Αλλά όλες οι ενδείξεις κατευθύνουν εκεί. Η αναφορά του ψυχίατρου μιλά για διανοητική αστάθεια και ακολουθεί η λιποταξία.—Το ξέρω, είπε η Μόλλυ, και όλα αυτά μοιάζουν να ταιριάζουν γάντι με τον Κρίστοφερ Ρεν. Αλλά δεν μπορώ να το πιστέψω πως είναι αυτός. Θα... θα υπάρχουν κι άλλες εκδοχές. Δεν είχαν αυτά τα παιδιά άλλους συγγενείς, θείους, ξαδέλφια, για παράδειγμα;—Και βέβαια είχαν, αποκρίθηκε ο αρχιφύλακας. Η μητέρα τους μόνο είχε πεθάνει, ο πατέρας τους όμως υπηρετούσε στο στρατό, κάπου στο εξωτερικό.—Ε, λοιπόν, τι γίνεται μ' αυτόν; Που είναι τώρα;—Δεν έχουμε καμιά πληροφορία, απάντησε ο αρχιφύλακας. Το μόνο που ξέρουμε γι' αυτόν, είναι ότι αποστρατεύθηκε μόλις πέρυσι.—Μα αν ο γιος είναι ανισόρροπος, μπορεί να είναι κι ο πατέρας επίσης, παρατήρησε η Μόλλυ.—Σωστά.—Έτσι ο δολοφόνος θα μπορούσε να είναι ηλικιωμένος ή και γέρος ακόμα. Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ, θυμάμαι ότι τρομοκρατήθηκε κυριολεκτικά, όταν του είπα πως είχαν τηλεφωνήσει από την αστυνομία. Έγινε κυριολεκτικά άνω-κάτω.Ο αρχιφύλακας είπε ήρεμα:—Σας παρακαλώ, κυρία Νταίηβις, πιστέψτε με ότι έχω υπόψη μου όλες τις πιθανότητες από την αρχή. Θέλω να πω, το αγόρι, τον Τζιμ δηλαδή, τον πατέρα, ακόμα και την αδελφή. Θα μπορούσε να ήταν ακόμα κι αυτή. Δεν αποκλείεται να είναι δράστης μια γυναίκα. Ξέρετε, τα σκεφτήκαμε όλα. Στο μυαλό μου υπάρχει μια βαρύνουσα σκέψη, αλλά ακόμα δεν είμαι σε θέση να πω υπεύθυνα ποιος κρύβεται πίσω απ' όλα αυτά. Είναι βλέπετε πραγματικά πολύ δύσκολο να ξέρεις το κάθε τι ή να γνωρίζεις πραγματικά κάποιον, από μέσα κι από έξω. Θα μένατε κατάπληκτη μ' όσα βλέπουμε στην αστυνομία. Κυρίως με τους γάμους. Βιαστικοί γάμοι λόγω του πολέμου. Χωρίς υπόβαθρο. Δεν υπήρχαν οικογένειες ή συγγενείς για να μάθεις τον άλλο. Οι άνθρωποι βασίζονταν στα λόγια. Ερχόταν κάποιος και σου έλεγε πως ήταν τάχα ιπτάμενος πιλότος που είχε παρασημοφορηθεί κατ' επανάληψη, ή ένας ανώτερος αξιωματικός του στρατού ή δεν ξέρω τι άλλο και το κορίτσι που είχε πλευρίσει τον πίστευε! Τις περισσότερες φορές δεν μάθαινε παρά ύστερα από δυο-τρία χρόνια πως ήταν ένας καταζητούμενος κακοποιός παντρεμένος με γυναίκα και παιδιά, ή κάποιος λιποτάκτης.Κοντοστάθηκε για λίγο και συνέχισε.—Καταλαβαίνω τι έχετε στο μυαλό σας, κυρία Νταίηβις. Υπάρχει όμως κάτι που θέλω να σας πω. Ο δολοφόνος, κυρία Νταίηβις, διασκεδάζει! Διασκεδάζει με την ψυχή του! Γι' αυτό το τελευταίο είμαι βέβαιος όσο για τίποτα άλλο.Προχώρησε προς την πόρτα και βγήκε,Η Μόλλυ στάθηκε για λίγη ώρα ακίνητη σαν άγαλμα, με ένα αιφνίδιο κοκκίνισμα στα μάγουλα. Μετά γύρισε αργά προς το φούρνο και τον άνοιξε. Της ήρθε η ευχάριστη μυρωδιά του φαγητού. Η καρδιά της ξαλάφρωσε. Σα να 'χε επιστρέψει ξαφνικά στο οικείο περιβάλλον των καθημερινών ασχολιών. Μαγείρεμα, συγύρισμα, καθάρισμα, η συνηθισμένη τετριμμένη ζωή.Αυτό που κάνουν όλες οι γυναίκες στον κόσμο, αιώνες και αιώνες τώρα. Ο τρόμος, ο αλόγιστος φόβος, εκείνο το αιχμηρό συναίσθημα του πανικού, έφυγαν. Η γυναίκα στην κουζίνα της είναι ασφαλής, ατέρμονα ασφαλής.Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε ξαφνικά και μπήκε βιαστικά ο Κρίστοφερ. Έδειχνε λαχανιασμένος.—Χαμός. Κλέψανε τα σκι του αρχιφύλακα, φώναξε.—Τα σκι του αρχιφύλακα; Μα γιατί να το κάνει κανείςαυτό;—Δεν μπορώ να καταλάβω κι εγώ, είπε ο Κρίστοφερ. Αν ο αρχιφύλακας ήθελε να φύγει και να μας αφήσει μόνους, αυτό μου φαίνεται πως θα ευχαριστούσε το δολοφόνο όσο τίποτε άλλο! Γι' αυτό δε βγαίνει νόημα. Εσένα ποια είναι η γνώμη σου;—Ο Τζάιλς τα είχε τοποθετήσει στη ντουλάπα, κάτω απ' τη σκάλα, είπε η Μόλλυ.—Σωστά, μα τώρα πια δεν είναι εκεί. Περίεργο, ε;. Γέλασε εύθυμα.—Να δεις τον αρχιφύλακα. Έχει γίνει θηρίο απ' το κακό του. Τα 'χει βάλλει με τον κακομοίρη τον ταγματάρχη. Αυτός ο δυστυχής δεν μπορεί να θυμηθεί αν τα είδε εκεί μέσα, όταν είχε ανοίξει τη ντουλάπα, πριν απ' την δολοφονία της κυρίας Μπόυλ. Ο αρχιφύλακας πάλι επιμένει πως θα έπρεπε να τα είχε προσέξει.Χαμήλωσε τη φωνή του κι έσκυψε προς το μέρος της Μόλλυ.—Αυτή η κατάσταση έχει σπάσει τα νεύρα του αρχιφύλακα, είπε. Δείχνει εξευτελισμένος. —Μας έχει πάρει όλους κάτω.—Έμενα όμως όχι. Λειτουργεί σαν τονωτικό. Η κατάσταση είναι εξαίσια εξωπραγματική. Η Μόλλυ του είπε απότομα:—Δεν θα το έλεγες αυτό, εάν... εάν την είχες βρει εσύ. Την κυρία Μπόυλ, εννοώ. Όλο το σκέφτομαι... δεν μπορώ να το ξεχάσω. Το πρόσωπο της... πρησμένο και πορφυρό...Ανατρίχιασε. Ο Κρίστοφερ πλησίασε προς το μέρος της και έβαλε το χέρι του στον ώμο της.—Το ξέρω, είπε. Με συγχωρείς. Είμαι ένας ηλίθιος! Δεν το σκέφθηκα...

Page 30: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό της Μόλλυ.—Μόλις τώρα ένιωθα καλά, μαγειρεύοντας... η κουζίνα...Συνέχισε μπλεγμένα, σχεδόν ακατάληπτα:—...ξαφνικά, όλα πίσω πάλι γυρίζουν... σαν εφιάλτης...Υπήρχε μια περίεργη έκφραση στο πρόσωπο του Ρεν, έτσι όπως έστεκε κοιτάζοντας το σκυμμένο, κεφάλι της γυναίκας.>—Καταλαβαίνω, της είπε. Καταλαβαίνω πολύ καλά. Απομακρύνθηκε λίγο.—Καλύτερα να σας αφήσω τώρα... να μη σας ενοχλώ, συνέχισε εκείνος.Προχώρησε προς την πόρτα κι είχε πιάσει την πετούγια, αλλά η Μόλλυ του φώναξε.—Όχι, όχι, μη φεύγετε!Στράφηκε και την κοίταξε ερωτηματικά, μετά επέστρεψε κοντά σιγά-σιγά.—Το πιστεύετε αυτό που λέτε; ρώτησε.—Ποιο; είπε η Μόλλυ.—Ότι πραγματικά δεν θέλετε να φύγω;—Όχι, δε θέλω. Δε θέλω να μείνω μόνη. Φοβάμαι να μείνω μόνη!Ο Κρίστοφερ κάθισε στο τραπέζι. Η Μόλλυ πήγε προς τον φούρνο, έσκυψε, τον άνοιξε, μετέφερε την πίτα πιο ψηλά, έκλεισε πάλι το πορτάκι και πήγε να σταθεί κοντά του.—Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, είπε ο Κρίστοφερ, με αδιάφορη φωνή—Ποιο;—Να, ότι δε φοβάστε να μείνετε μόνη μαζί μου. Δε με φοβάστε, έτσι δεν είναι;Η Μόλλυ κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.—Όχι, δε φοβάμαι, είπε.—Και γιατί δεν με φοβάσαι, Μόλλυ;—Δεν ξέρω. Απλώς δεν σε φοβάμαι.—Είμαι το μόνο πρόσωπο εδώ μέσα που ταιριάζει στην περιγραφή του δολοφόνου, είπε ο Κρίστοφερ.—Όχι, είπε η Μόλλυ. Υπάρχουν κι άλλες πιθανότητες. Έχω κουβεντιάσει με τον αρχιφύλακα γι' αυτές.—Και συμφωνεί μαζί σου;—Πάντως δεν διαφωνεί, του απάντησε η Μόλλυ.Σκόρπιες φράσεις στριφογύριζαν στο μυαλό της. Κυρίως η τελευταία που είχε πει ο αρχιφύλακας: «Ξέρω τι ακριβώς σκέφτεστε, κυρία Νταίηβις». Ήξερε, όμως; Ήταν δυνατόν να ξέρει; Κι ακόμα είχε πει πως ο δολοφόνος διασκέδαζε. Ήταν αλήθεια αυτό;—Δεν πιστεύω να διασκεδάζεις μ' όλη αυτή τηνκατάσταση, συνέχισε η Μόλλυ, παρόλο που κάτι τέτοιο είπες προηγουμένως.—Για όνομα του θεού, διαμαρτυρήθηκε ο Κρίστοφερ. Πώς είναι δυνατόν;—Ω, δεν το είπα εγώ. Ο αρχιφύλακας το είπε. Τον απεχθάνομαι αυτόν τον άνθρωπο! Σου βάζει ιδέες στο μυαλό, ιδέες που δεν είναι αληθινές που δε μπορεί να είναι αληθινές.Σκέπασε τα μάτια με τα δυο της χέρια. Ο Κρίστοφερ της έπιασε τα χέρια και τα κατέβασε απαλά.—Μόλλυ, πες μου τι συμβαίνει; ρώτησε.Τον άφησε να τη φέρει και να την καθίσει σε μια καρέκλα. Η συμπεριφορά του δεν ήταν πια ούτε υστερική, ούτε παιδιάστικη.—Έλα, Μόλλυ, πες μου τι σημαίνουν όλα αυτά;Η Μόλλυ τον κοίταξε μ' ένα απλανές βλέμμα, σα να μη τον έβλεπε. Μετά τον ρώτησε.—Αλήθεια, πόσες μέρες σε γνωρίζω, Κρίστοφερ; Δυο μέρες;—Ακριβώς, συμφώνησε αυτός. Σκέφτεσαι - έτσι δεν είναι; - πως αν και είναι πολύ μικρό το διάστημα για να γνωριστούν δυο άνθρωποι, εμείς είμαστε σα να γνωριζόμαστε καλά.—Ναι, είναι περίεργο, ε;—Ω, δεν ξέρω. Υπάρχει μια συμπάθεια μεταξύ μας! Ίσως γιατί και οι δύο αντιμετωπίζουμε την ίδια κατάσταση.Τα λόγια του δεν έμοιαζαν με ερώτηση, αλλά με διαπίστωση. Η Μόλλυ δεν έφερε αντίρρηση. Μίλησε λοιπόν στον ίδιο τόνο που της είχε μιλήσει κι εκείνος.—Το αληθινό σου όνομα δεν είναι Κρίστοφερ Ρεν.

Page 31: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Όχι, παραδέχτηκε αυτός.—Τότε γιατί...

—...το διάλεξα; Γιατί μου φάνηκε αστείο και εκκεντρικό για ψευδώνυμο. Στο σχολείο μου είχαν κολλήσει το παρατσούκλι Κρίστοφερ Ρόμπιν1. Έτσι μου κατέβηκε και το έκανα Ρεν. Ρόμπιν - Ρεν.—Και ποιο είναι το πραγματικό σου όνομα;Ο Κρίστοφερ χαμογέλασε βιασμένα.—Δε νομίζω πως έχει καμιά σημασία, είπε. Δεν θα σημαίνει τίποτα για σένα. Και δεν είμαι ούτε αρχιτέκτων... Για την ακρίβεια είμαι ένας λιποτάκτης!Για μια στιγμή τα μάτια της Μόλλυ γέμισαν πανικό.Ο Κρίστοφερ το πρόσεξε.—Ναι, όπως ο καταζητούμενος δολοφόνος, είπε. Στο είπα, η περιγραφή του ταιριάζει απόλυτα με μένα.—Μη γίνεσαι κουτός, είπε η Μόλλυ. Στο είπα: δεν πιστεύω ότι είσαι εσύ ο δολοφόνος. Έλα πες μου για τον εαυτό σου. Τι σ' έκανε να λιποτακτήσεις; Είχες ψυχολογικό πρόβλημα;—Θέλεις να πεις αν φοβόμουν; Όχι δεν φοβόμουν, τουλάχιστον όχι περισσότερο απ' τον καθένα. Αντίθετα, είχα αποκτήσει τη φήμη πως μπορούσα να κρατώ την ψυχραιμία μου την ώρα της μάχης. Όχι, ήταν κάτι άλλο, πολύ διαφορετικό. Ήταν η μητέρα μου!—Η μητέρα σου;—Ναι, σκοτώθηκε σε κάποια αεροπορική επιδρομή. Θάφτηκε κάτω απ' τα ερείπια. Όταν την έβγαλαν ήταν νεκρή. Το έμαθα δεν ξέρω τι ακριβώς έπαθα. Νομίζω ότι τρελάθηκα! Πίστεψα ότι συνέβη σε μένα προσωπικά. Ένιωσα την επιτακτική ανάγκη να γυρίσω στο σπίτι αμέσως. Έπρεπε να ξεθάψω τον εαυτό μου, δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις. Ήμουν μπερδεμένος...Ακούμπησε το σαγόνι στα χέρια του και συνέχισε σε χαμηλότερο τόνο:—Περιφερόμουν άσκοπα πολύ καιρό, ψάχνοντας για εκείνη, ή τον εαυτό μου, δεν ξέρω πια. Κι ύστερα, όταν το μυαλό μου καθάρισε, φοβόμουν να γυρίσω πίσω, ν' αποκαλυφθώ... Και να τους εξηγούσα, δεν θα μπορούσαν ποτέ να με καταλάβουν. Κι από τότε δεν είμαι εγώ... όχι, δεν είμαι εγώ... δεν είμαι παρά ένα τίποτα!Την κοίταξε, με το νεανικό του πρόσωπο χαμένο στην απελπισία.—Δεν πρέπει να αισθάνεσαι έτσι, είπε η Μόλλυ με τρυφερότητα. Μπορείς να ξαναρχίσεις τη ζωή σου.—Μπορεί άραγε κανείς να το κάνει αυτό; αναρωτήθηκε ο Κρίστοφερ.—Βέβαια. Είσαι ακόμα τόσο νέος.—Ναι, όμως είμαι ξοφλημένος. Βρίσκομαι πια στο τέλος...—Όχι, δεν βρίσκεσαι στο τέλος. Έτσι νομίζεις μόνο.Πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι νιώθουν σαν και σένα κάποτε στη ζωή τους, ότι τάχα έχουν φτάσει στο τέλος, ότι δεν μπορούν να προχωρήσουν...—Το έχεις νιώσει κι εσύ Μόλλυ, ε; Για να μιλάς μ' αυτό τον τρόπο, θα πρέπει να το έχεις νιώσει.—Ναι.—Τι σου συνέβη;—Τα δικά μου είναι τα συνηθισμένα- θα μπορούσαν να έχουν συμβεί σ' ένα σωρό ανθρώπους. Ήμουν αρραβωνιασμένη μ' έναν πιλότο που σκοτώθηκε.—Δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό.—Όχι. Υπάρχει κάτι ακόμα. Όταν ήμουν πιο νέα, είχα περάσει ένα σοκ. Αντιμετώπισα κάτι σκληρό και κτηνώδες. Μου δημιούργησε μια πεσιμιστική προδιάθεση για τη ζωή. Όταν σκοτώθηκε ο Τζακ, επιβεβαιώθηκε η άποψη μου ότι η ζωή είναι δόλια και σκληρή.—Καταλαβαίνω. Και τότε φαντάζομαι είναι που μπήκε στη ζωή σου ο Τζάιλς, είπε ο Κρίστοφερ.—Ναι, τότε...Ο Κρίστοφερ είδε το τρυφερό χαμόγελο που άνθησε στα χείλη της. \—Ο Τζάιλς ήρθε! Κι όλα άρχισαν πάλι να μοιάζουν ασφαλή και χαρούμενα. Ο Τζάιλς!Ξαφνικά το χαμόγελο έφυγε απ' το πρόσωπο της. Σοβάρεψε. Ρίγησε σα να κρύωνε.—Τι συμβαίνει, Μόλλυ; Τι σε φοβίζει; Γιατί φαίνεται καθαρά ότι κάτι φοβάσαι...

1 Αυτό το όνομα έχει το αγοράκι που πρωταγωνιστεί στις ιστορίες του Milne με ήρωα τη Γουίνι την αρκουδίτσα.

Page 32: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.—Έχει καμιά σχέση με τον Τζάιλς; Τίποτα που είπε ή έκανε;—Όχι, δεν είναι ο Τζάιλς, όχι! Είναι αυτός ο φριχτός άνθρωπος!—Ποιος φριχτός άνθρωπος; Ο Παραβιτσίνι; Ρώτησε ο Κρίστοφερ παραξενεμένος.—Όχι, όχι, ο αρχιφύλακας Τρόττερ! —Ο αρχιφύλακας;—Ναι, αυτός. Υπαινίσσεται διάφορα... βάζει τρομερές σκέψεις στο μυαλό και για τον Τζάιλς ακόμα... αμφιβολίες που δεν φανταζόμουν ότι μπορεί να υπήρχαν. Ω, τον μισώ! Τον μισώ αυτό τον άνθρωπο!Ο Κρίστοφερ ανοιγόκλεισε τα μάτια του έκπληκτος.—Ο Τζάιλς; αναρωτήθηκε. Ο Τζάιλς! Ναι, βέβαια, καταλαβαίνω. Είμαστε μάλλον της ίδιας ηλικίας. Μοιάζει κάπως μεγαλύτερος από μένα, αλλά μάλλον δεν είναι. Ναι, ταιριάζει κι ο Τζάιλς! Αλλά, Μόλλυ, δεν έχει καμιά σημασία. Ο Τζάιλς ήταν εδώ μαζί σου, την ήμερα που δολοφονήθηκε εκείνη η γυναίκα στο Λονδίνο.Η Μόλλυ δεν απάντησε.Ο Κρίστοφερ την κοίταξε ξαφνιασμένος.—Δεν ήταν εδώ;Η Μόλλυ απάντησε βαριανασαίνοντας. Τα λόγια της έβγαιναν δύσκολα.—"Ελλειπε όλη τη μέρα... με το αυτοκίνητο... είχε πάει μακριά για ν' αγοράσει ένα συρματόπλεγμα... τουλάχιστον αυτό μου είπε... αυτό νόμιζα κι εγώ μέχρι... μέχρι...—Μέχρι πότε;Η Μόλλυ άπλωσε το χέρι της αργά και του έδειξε την ημερομηνία στην 'Ήβνιν Στάνταρτ" που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.Ο Κρίστοφερ την κοίταξε και είπε:—Η 'Ήβνιν Στάνταρτ" του Λονδίνου. Αυτή η εφημερίδα είναι προχθεσινή.—Ήταν στην τσέπη του Τζάιλς όταν γύρισε. Θα πρέπει να ήταν στο Λονδίνο!Ο Κρίστοφερ κοίταξε μ' ένα ύφος απορημένο, μια την εφημερίδα και μια τη Μόλλυ. Ύστερα σούφρωσε τα χείλη του κι άρχισε να σφυρίζει, όμως σταμάτησε απότομα. Όχι, δεν έπρεπε να σφυρίζει αυτό το σκοπό!Διαλέγοντας προσεκτικά τα λόγια του κι αποφεύγοντας να την κοιτάξει κατάματα, τη ρώτησε:—Τι ακριβώς ξέρεις για τον Τζάιλς;—Μη, όχι, όχι, ούρλιαξε η Μόλλυ. Αυτό ακριβώς είναι που αυτός ο απαίσιος μπάτσος είπε ή θέλησε να υπαινιχθεί. Ότι οι γυναίκες δεν ξέρουν συχνά τίποτα για τους άνδρες που παντρεύονται, κυρίως, κατά τη διάρκεια του πολέμου! Είπε πως πιστεύουν αυτό που εκείνοι τους σερβίρουν.—Υποθέτω ότι αυτό είναι μάλλον σωστό.—Μη λες κι εσύ τα ίδια! Δεν μπορώ να το αντέξω. Φταίει αυτή η κατάσταση που είμαστε όλοι έτσι. Θα πιστεύαμε κάθε φανταστική υποψία, οσοδήποτε αβάσιμη κι αν είναι... Δεν είναι αλήθεια! Εγώ...Σταμάτησε. Η πόρτα της κουζίνας είχε ανοίξει.Ο Τζάιλς μπήκε μέσα. Είχε μια περίεργη έκφραση στο πρόσωπο του.—Μήπως διέκοψα κάτι; ρώτησε.Ο Κρίστοφερ σηκώθηκε από την καρέκλα του και είπε κάπως αμήχανα:—Μου έδινε μερικά μαθήματα μαγειρικής!—Αλήθεια; Λοιπόν, άκουσε εδώ Ρεν. Τα τετ-α-τετ δεν είναι και πολύ υγιεινά, τούτη την ώρα. Δίνε του από εδώ μέσα, μ' ακούς; Ξεκουμπίσου!—Ω, μα, βεβαίως, βεβαίως, εγώ...—Κρατήσου μακριά από τη γυναίκα μου. Δεν έχω σκοπό να την αφήσω να γίνει το επόμενο θύμα!—Αυτό είναι που κάνει και εμένα ν' ανησυχώ, είπε ήρεμα ο Κρίστοφερ.Αν υπήρχε κάποιο υπονοούμενο στα λόγια του, ο Τζάιλς δε φάνηκε να το κατάλαβε.Αναψοκοκκίνισε και είπε:—Άσε με εμένα ν' ανησυχώ. Μπορώ να φροντίσω τη γυναίκα μου μόνος μου. Και εσύ να πας στο διάβολο!—Σε παρακαλώ, Κρίστοφερ, φύγε, είπε η Μόλλυ παρακλητικά. Φύγε, σε παρακαλώ!Ο Κρίστοφερ προχώρησε αργά προς την πόρτα.

Page 33: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Δεν θα είμαι πολύ μακριά, είπε.Τα λόγια αυτά απευθύνονταν στη Μόλλυ και έκρυβαν ένα σαφές υπονοούμενο.—Θα ξεκουμπιστείς, επιτέλους; φώναξε ο Τζάιλς.Ο Κρίστοφερ έβγαλε μια στριγκλιάρικη φωνή, κοροϊδεύοντας τον Τζάιλς.—Αμέσως, κύριε διοικητά.Η πόρτα έκλεισε πίσω του και ο Τζάιλς στράφηκε στη Μόλλυ.—Για όνομα του θεού, Μόλλυ, δεν έχεις καθόλου μυαλό; Κλεισμένη εδώ μέσα μ' έναν επικίνδυνο μανιακό;—Δεν είναι ο... διαμαρτυρήθηκε η Μόλλυ, άλλαξε όμως αμέσως τη φράση της και πρόσθεσε... δεν είναι επικίνδυνος! Εξάλλου, Τζάιλς, μπορώ να φυλαχτώ. Ξέρω να φροντίζω τον εαυτό μου.Αυτός γέλασε σαρκαστικά.—Όπως η κυρία Μπόυλ;—Ω, Τζάιλς, σταμάτα.—Με συγχωρείς, αγάπη μου, αλλά έχω ανάψει. Είναι κι αυτό το βλαμμένο παιδί. Αναρωτιέμαι τι του βρίσκεις.—Τον λυπάμαι, Τζάιλς, είπε η Μόλλυ.—Λυπάσαι ένα μανιακό δολοφόνο;Η Μόλλυ του έριξε μια καταφρονετική ματιά.—Μπορώ να λυπηθώ κι ένα μανιακό, ξέρεις, είπε.—Και είναι ανάγκη να τον φωνάζεις με το μικρό του όνομα; Αλήθεια, από πότε, παρακαλώ, μιλάτε με τα μικρά σας ονόματα;—Ω, Τζάιλς, μη γίνεσαι γελοίος. Όλοι στις μέρες μας χρησιμοποιούν τα μικρά τους ονόματα. Το ξέρεις. Το κάνεις κι εσύ.—Όχι, όμως, και δυο μέρες μετά τη γνωριμία. Αλλά ίσως να υπάρχει κάτι περισσότερο απ' αυτό. Ίσως γνώριζες αυτόν τον Κρίστοφερ Ρεν, τον ψευτοαρχιτέκτονα από πριν, προτού έρθει εδώ. Πιθανόν μάλιστα εσύ να του πρότεινες ναι έρθει. Πιθανόν να τα έχετε κιόλας τακτοποιήσει μεταξύ σας.Η Μόλλυ τον κοίταξε εμβρόντητη.—Τζάιλς, μήπως έχασες το μυαλό σου; Τι διάβολο, φαντάζεσαι;—Φαντάζομαι ότι αυτός ο Κρίστοφερ Ρεν είναι ένας παλιός σου γνωστός, με τον όποιον είχες πολύ στενότερες σχέσεις, απ' αυτές που ήθελες να ξέρω.—Τζάιλς, πρέπει να σου έστριψε καμιά βίδα!—Υποθέτω πως θα επιμένεις ότι εδώ τον συνάντησες για πρώτη φορά. Περίεργο πάντως που ήρθε να μείνει σ' ένα τόσο απομακρυσμένο μέρος, όπως αυτό, στα καλά καθούμενα. Έτσι δεν είναι;—Δεν βλέπω γιατί θα έπρεπε να είναι περίεργο αυτό. Κι ο ταγματάρχης Μέτκαλφ κι η κυρία Μπόυλ είναι περίεργο που ήρθαν να μείνουν εδώ;—Διάβασα κάπου ότι αυτοί οι μυστήριοι παλαβιάρηδες, ελκύουν τις γυναίκες, σα μαγνήτης. Απ' ότι φαίνεται έτσι είναι. Μόλλυ, πες μου: πώς τον γνώρισες; Πότε άρχισε αυτή η ιστορία;—Είσαι τελείως ανόητος, Τζάιλς. Δεν είχα ξαναδεί τον Κρίστοφερ Ρεν. Τον γνώρισα για πρώτη φορά όταν ήρθε εδώ!—Και δεν ήσουν στο Λονδίνο πριν από δυο μέρες; Εκεί δεν τον συνάντησες και κανονίσατε να έρθει σαν πελάτης;—Ξέρεις, Τζάιλς, πολύ καλά ότι έχω να πάω στο Λονδίνο εδώ και πολλές εβδομάδες.—Αλήθεια; Πολύ ενδιαφέρον!Τράβηξε απ' την τσέπη του ένα γάντι και της το έδειξε.—Αυτό είναι ένα από τα γάντια που φορούσες προχθές, μη μου πεις όχι. Την ήμερα που εγώ είχα πάει στο Σέιλχαμ να πάρω το σύρμα.—Την ήμερα που είχες πάει στο Σέιλχαμ για ν' αγοράσεις το σύρμα, επανέλαβε η Μόλλυ, καρφώνοντας τον με το βλέμμα της ναι, φορούσα αυτά τα γάντια όταν βγήκα έξω.—Είπες ότι κατέβηκες στο χωριό. Αν είναι έτσι, τότε τι γυρεύει αυτό εδώ μέσα στο γάντι;Κατηγορηματικά της έδειξε ένα ροζ εισιτήριο λεωφορείου.Μονομιάς έπεσε σιωπή.—Πήγες στο Λονδίνο, είπε ο Τζάιλς με άγρια χαρά. —Πολύ καλά, απάντησε η Μόλλυ και σήκωσε το κεφάλι της προκλητικά. Πήγα στο Λονδίνο, μάλιστα.—Για να συναντήσεις αυτό τον ηλίθιο, τον ΚρίστοφερΡεν.

Page 34: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Όχι, δεν πήγα να συναντήσω τον Κρίστοφερ. —Τότε γιατί πήγες;—Για την ώρα, Τζάιλς, δεν σκοπεύω να σου πω, είπε παγερά η Μόλλυ.—Βέβαια, πρέπει να βρεις τον καιρό να σοφιστείς μια καλή ιστορία, ε;—Μου φαίνεται, Τζάιλς, έκανε απειλητικά η Μόλλυ, ότι αρχίζω να σε μισώ!—Εγώ δεν σε μισώ, ομολόγησε πικρά αυτός, όμως, δε σου το κρύβω, ότι σχεδόν θα ήθελα να νοιώθω έτσι. Αυτό που νοιώθω είναι ότι δε σε γνωρίζω πια... δεν ξέρω τίποτα για σένα!—Το ίδιο αισθάνομαι κι εγώ, είπε η Μόλλυ. Είσαι ένας ξένος. Ένας άνδρας που μου λέει ψέματα! —Πότε σου είπα ψέματα; Η Μόλλυ γέλασε.—Νομίζεις ότι πίστεψα ποτέ αυτή την ιστορία με τα σύρματα; Κι εσύ είχες πάει εκείνη την ήμερα στο Λονδίνο.—Υποθέτω ότι με είδες εκεί, είπε ο Τζάιλς και δε με εμπιστεύεσαι αρκετά για να...—Να σε εμπιστευθώ; Ποτέ δεν πρόκειται πια να εμπιστευθώ κανέναν! Ποτέ πια...78Άγκαθα ΚρίσιΚανείς τους δεν πρόσεξε το απαλό άνοιγμα της πόρτας,|Ο κύριος Παραβιτσίνι ξερόβηξε.—Νοιώθω αμήχανα! μουρμούρισε. Εσείς οι νέοι όταν μαλώνετε δεν ξέρετε τι λέτε. Είναι πολύ εύκολο να σοϋ ξεφύγει κάτι και να πεις μια κουβέντα παραπάνω σ' ένο ερωτικό καβγαδάκι.—Ερωτικό καβγαδάκι! είπε ο Τζάιλς περιφρονητικά.| Καλό κι αυτό!—Εντάξει, εντάξει, είπε ο κύριος Παραβιτσίνι που ήθελε| να καταπραΰνει τα πνεύματα. Καταλαβαίνω πως αισθάνεστε.^ Τα πέρασα κι εγώ όταν ήμουν νεώτερος. Αλλά αυτό που μεΐ έκανε να σας ενοχλήσω είναι ότι αυτός ο αστυφύλακας! επιμένει να συγκεντρωθούμε όλοι στο σαλόνι. Πιστεύει ότι| του ήρθε μια έξυπνη ιδέα!Ο κύριος Παραβιτσίνι ψευτοχαμογέλασε.—Αν η αστυνομία έχει κάποιο στοιχείο, ναι, βέβαια, το| ακούει κανείς με ενδιαφέρον. Αλλά μια ιδέα; Πολύ! αμφιβάλλω. Αναμφίβολα ο αρχιφύλακας Τρόττερ είναι ένας! επίμονος και δραστήριος, αστυνομικός, αλλά δε νομίζω ότι} είναι ιδιαίτερα προικισμένος με ευφυΐα!—Πήγαινε εσύ, Τζάιλς, είπε η Μόλλυ, εγώ πρέπει να| μαγειρέψω. Ο αρχιφύλακας μπορεί να κάνει τη δουλειά του| και χωρίς εμένα.—Μια και μιλάμε για μαγείρεμα, είπε ο κύριος| Παραβιτσίνι πλησιάζοντας τη Μόλλυ, μήπως έχετε δοκιμάσει! ποτέ συκωτάκια κοτόπουλου, σερβιρισμένα επάνω σε| φρυγανιά, με μια χοντρή στρώση από φουά-γκρα και μια] ψιλή φέτα μπέικον, πασαλειμμένο με γαλλική μουστάρδα| ντιζόν;—Δεν είναι εύκολο να βρεθεί φουά-γκρα στις μέρες μας, είπε ο Τζάιλς. Λοιπόν, πηγαίνουμε, κύριε Παραβιτσίνι;—Να μείνω να σας βοηθήσω, αγαπητή μου κυρία;—Θα έρθετε μαζί μου στο σαλόνι, Παραβιτσίνι, είπε ι νευριασμένος ο Τζάιλς.Ο κύριος Παραβιτσίνι χασκογέλασε.—Ο σύζυγος σας φοβάται για σας, είπε. Πολύ φυσικό. \ Δεν του αρέσει η ιδέα να σας αφήσει μόνη μαζί μου. Φοβάται | τις σαδιστικές μου τάσεις και όχι τις άνομες. Υποχωρώ προ J της δυνάμεως.Υποκλίθηκε ευγενικά μπροστά και έστειλε ένα φιλί με τις : άκρες των δακτύλων του.—Ω, κύριε Παραβιτσίνι, έκανε η Μόλλυ στεναχωρημένα. Είμαι βέβαιη ότι...Ο κύριος Παραβιτσίνι κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση. Γύρισε μετά προς τον Τζάιλς και είπε:—Είστε σοφός, νεαρέ. Μην αφήνετε τίποτα στην τύχη. Μπορώ να αποδείξω σε εσάς ή στον επιθεωρητή μας, ότι δεν είμαι εγώ ο μανιακός δολοφόνος; Σας το βεβαιώνω επίσημα. Θα με πιστέψετε; Ασφαλώς όχι. Η άρνηση είναι κάτι που δύσκολα μπορεί κανείς, να αποδείξει.Άρχισε να μουρμουρίζει χαρωπά.Η Μόλλυ τινάχτηκε.—Σας παρακαλώ, κύριε Παραβιτσίνι, πάψτε. Όχι, αυτό το φριχτό σκοπό!—Τα «Τρία τυφλά ποντικάκια», αυτό ήταν; Τι έχω πάθει! Αυτός ο σκοπός γυρίζει συνεχώς μέσα στο μυαλό μου. Τώρα που το σκέφτομαι, βρίσκω αυτό το τραγούδι αποκρουστικό. Δεν είναι κανένα ευχάριστο τραγουδάκι, αλλά τα παιδιά αγαπούν τα άγρια πράγματα. Δεν το έχετε παρατηρήσει; Αυτός ο σκοπός είναι καθαρά αγγλικός. Είναι η σκληρή, βουκολική εγγλέζικη φύση! «με σκαλιστό μαχαίρι, την ουρά τους έχει κόψει σε χίλια μέρη!» Τα παιδιά τρελαίνονται για κάτι τέτοια. Θα μπορούσα να σας πω πράγματα για τα παιδιά...

Page 35: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Όχι σας παρακαλώ, έκανε η Μόλλυ αδύναμα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είστε τόσο σκληρός.Ο τόνος της άρχισε ν' ανεβαίνει κι έγινε σχεδόν υστερικός.—Γελάτε και καγχάζετε. Σα μια γάτα που παίζει με τα ποντίκια... που παίζει μέχρι να... Άρχισε κι εκείνη να γελά.—Ηρέμησε, Μόλλυ, έκανε καθησυχαστικά ο Τζάιλς. Σύνελθε! Έλα, θα πάμε όλοι μαζί στο σαλόνι. Ο αρχιφύλακας θα ανυπομονεί πλέον. Άσε το μαγείρεμα. Ο φόνος είναι πιο σημαντικός απ' το φαγητό.—Δεν είμαι βέβαιος ότι συμφωνώ μαζί σας, είπε ο κύριος Παραβιτσίνι, όπως τους ακολουθούσε με τα μικρά, πηδηχτά του βήματα. Οι μελλοθάνατοι τρώνε πάντα καλά, πριν τους εκτελέσουν! Έτσι έχω ακούσει να λένε.Ο Κρίστοφερ Ρεν τους συνάντησε στο χολ, και εισέπραξε το σκυθρωπό βλέμμα του Τζάιλς. Έριξε στη Μόλλυ μια ανήσυχη ματιά, άλλα εκείνη, με το κεφάλι ψηλά, περπάτησε κοιτάζοντας κατευθείαν μπροστά της. Περπατούσαν όλοι μαζί, σαν σε πομπή, πηγαίνοντας στο σαλόνι. Τελευταίος πήγαινε ο κύριος Παραβιτσίνι με τα γατίσια βήματα του.Ο αρχιφύλακας και ο ταγματάρχης, περίμεναν στο σαλόνι. Ο ταγματάρχης έδειχνε συνοφρυωμένος. Ο αρχιφύλακας ήταν αναψοκοκκινισμένος και ζωηρός.—Εντάξει, είπε μόλις τους είδε. Σας ήθελα όλους μαζί. Θέλω να κάνω ένα πείραμα και χρειάζομαι τη συνεργασία σας.—Θα κρατήσει πολύ; ρώτησε η Μόλλυ. Έχω αρκετή δουλειά στην κουζίνα. Ξέρετε, πρέπει κάποτε και να φάμε.—Ναι, σωστά, έκανε ο αρχιφύλακας. Το καταλαβαίνω αυτό, κυρία Νταίηβις, αλλά θα πρέπει να με συγχωρήσετε γι' αυτό που θα σας πω. Υπάρχουν σπουδαιότερα πράγματα από το φαγητό. Η κυρία Μπόυλ, λόγου χάρη, δεν χρειάζεται πια φαγητό!—Αληθινά, κύριε αρχιφύλακα, παρατήρησε ο ταγματάρχης, αυτός είναι ένας εξαιρετικά άγαρμπος τρόπος για να βάζει κανείς τα πράγματα στη θέση τους.—Λυπάμαι, ταγματάρχα, αλλά χρειάζομαι τη συνεργασία όλων σας, σ' αυτό το πείραμα που σκοπεύω να κάνω.—Βρήκατε τα σκι σας; ρώτησε.η Μόλλυ.Ο αρχιφύλακας κοκκίνισε κι άλλο.—Όχι, δεν τα βρήκα, κυρία Νταίηβις. Μα μπορώ να πω, πιστέψτε με, ότι έχω βάσιμες υποψίες για το ποιος τα πήρε και γιατί. Δεν θέλω να πω τίποτα περισσότερο για την ώρα.—Κι εγώ σας παρακαλώ να μην πείτε. Είπε ο κύριος Παραβιτσίνι παρακλητικά. Πίστευα πάντοτε ότι οι εξηγήσεις πρέπει να φυλάγονται για το τέλος. Το συναρπαστικό τελευταίο κεφάλαιο!—Δεν πρόκειται για κανένα παιχνίδι, κύριε.—Δεν πρόκειται για παιχνίδι; Να, εδώ πιστεύω ότι γελιέστε. Εγώ έχω την πεποίθηση ότι πρόκειται για παιχνίδι. Κάποιος παίζει!—Ο δολοφόνος διασκεδάζει, μουρμούρισε μες απ' τα δόντια της η Μόλλυ.Όλοι την κοίταξαν απορημένοι. Η νέα γυναίκα ξαφνιάστηκε.—Επαναλαμβάνω μονάχα μια φράση που είπε ο αρχιφύλακας Τρόπερ, εξήγησε μουδιασμένη.Ο αρχιφύλακας δεν έμοιαζε και πολύ ευχαριστημένος.—Πολύ ωραία είναι όλα αυτά που ανέφερε ο κύριος Παραβιτσίνι, για "το τελευταίο κεφάλαιο", σα να έχουμε να κάνουμε με κανένα αστυνομικό μυθιστόρημα, παρατήρησε. Όμως, εδώ αντιμετωπίζουμε κάτι αληθινό. Κάτι που συμβαίνει!—Εγώ σας αφήνω, είπε ο Κρίστοφερ Ρεν κάνοντας μεταβολή. Εμένα δε μου συνέβη τίποτα.—Ελάτε τώρα, νεαρέ μου, είπε ο ταγματάρχης Μέτκαλφ. Περιμένετε να ακούσουμε τι έχει να μας πει ο αρχιφύλακας και κυρίως τι μας θέλει.Ο αρχιφύλακας ξερόβηξε να καθαρίσει το λαιμό του. Η φωνή του, είχε ένα ξερό, καθαρά υπηρεσιακό τόνο.—Πήρα τις καταθέσεις σας, πριν από λίγο, είπε. Αυτά τα στοιχεία αναφερόντουσαν στο που βρισκόταν ο καθένας σας την ώρα της δολοφονίας της κυρίας Μπόυλ. Ο κύριος Ρεν και ο κύριος Νταίηβις, βρισκόντουσαν ο καθένας στην κρεβατοκάμαρα του. Η κυρία Νταίηβις στην κουζίνα. Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ στο κελάρι. Ο κύριος Παραβιτσίνι εδώ, σ' αυτό το δωμάτιο...Κοντοστάθηκε και συνέχισε:—Αυτές ήταν οι δηλώσεις σας. Δεν έχω τη δυνατότητα να τις ελέγξω. Μπορεί να είναι η αλήθεια, μπορεί και όχι! Και για να είμαι πιο σαφής, τέσσερις από αυτές τις δηλώσεις είναι αληθινές και μία είναι ψεύτικη. Ποια απ' όλες;Τους κοίταζε όλους έναν-έναν, προσεκτικά. Κανείς δε μίλησε.—Τέσσερις από σας είπαν την αλήθεια, συνέχισε ο αστυνομικός, ένας λέει ψέματα! Έχω ένα σχέδιο που θα με βοηθήσει να ξεσκεπάσω τον ψεύτη! Και όταν ανακαλύψω αυτόν που είπε ψέματα, τότε θα έχω βρει και το δολοφόνο!—Αυτό δεν είναι απόλυτο, διαμαρτυρήθηκε ζωηρά ο Τζάιλς.Κάποιος μπορεί να είπε ψέματα, για κάποια άλλη απία!

Page 36: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Αμφιβάλω γι' αυτό, κύριε Νταίηβις.—Και τι είδους ιδέα είναι αυτή, άνθρωπε μου. Τώρα δεν μας είπες ότι δεν έχεις τη δυνατότητα να ελέγξεις πς καταθέσεις μας;—Ναι, αλλά αν ο καθένας σας επαναλάβει τις κινήσας που έκανε τότε;—Μπα, έκανε ρ ταγματάρχης Μέτκαλφ υποτιμητικά, Αναπαράσταση του εγκλήματος! Αλλόκοτη ιδέα!—Όχι, αναπαράσταση του εγκλήματος, ταγματάρχα. Αναπαράσταση των κινήσεων όλων των φαινομενικά αθώων; ανθρώπων.—Και τι περιμένετε να βγάλετε απ' αυτό;—Να με συγχωρείτε, αν δεν το ξεκαθαρίσω αυτό από τώρα.—Θέλετε μια ακριβή επανάληψη; ρώτησε η Μόλλυ.—Κατά το δυνατόν, κυρία Νταίηβις.Έγινε για λίγο σιωπή. Ήταν, θα μπορούσε να πει κανείς, μια ενοχλητική σιωπή.Είναι παγίδαΐ σκέφτηκε η Μόλλυ. Είναι παγίδα, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πώς...Θα νόμιζε κανείς πως υπήρχαν πέντε ένοχοι μέσα στο! δωμάτιο και όχι ένας και τέσσερις αθώοι! Έριχναν ο ένας στον άλλον πλάγια βλέμματα και κοίταζαν με απορία το χαμογελαστό αυτό όργανο του νόμου, που τους πρότεινε* αυτή τη φαινομενικά αθώα μανούβρα.Ο Κρίστοφερ δεν κρατήθηκε περισσότερο:—Μα, δεν καταλαβαίνω, δεν καταλαβαίνω τι ελπίζετε να; βρείτε. Δηλαδή τι θα βγει αν μας βάλετε να επαναλάβουμε τις κινήσεις που κάναμε τότε! Μου φαίνεται ακατανόητο!—Έτσι μοιάζει, κύριε Ρεν;—Εντάξει, είπε ο Τζάιλς, σκεπτικά. Θα γίνει όπως θέλετε, κύριε αρχιφύλακα. Θα συνεργαστούμε. Θα πρέπει vJ προσπαθήσουμε να κάνουμε ακριβώς ότι κάναμε και πριν, ε;1—Οι ίδιες πράξεις θα εκτελεστούν, είπε ο αρχιφύλακας.Υπήρχε κάτι το διφορούμενο στη φράση του, που έκαν" τον ταγματάρχη Μέτκαλφ να τον κοιτάξει περίεργα.Ο Τρόττερ συνέχισε:—Ο κύριος Παραβιτσίνι μας είπε ότι είχε καθίσε,, μπροστά στο πιάνο και έπαιζε ένα σκοπό. Μήπως θ:' μπορούσατε, κύριε Παραβιτσίνι, να μας δείξετε ακριβώς τι; κάνατε;—Ευχαρίστως, να σας δείξω.Κινήθηκε με μεγάλη ευκινησία προς το πιάνο και κάθισε; στο σκαμπό. |—Και τώρα ο μαέστρος θα σας παίξει στο πιάνο, ένα σκοπό που είναι το σήμα του δολοφόνου, είπε με στόμφο. $Μόρφασε και με θεατρικές κινήσεις άπλωσε το δείκτ.του στα πλήκτρα κι άρχισε να παίζει τα "Τρία τυφλά ποντικάκια".Διασκεδάζει, συλλογίστηκε σοκαρισμένη η Μόλλυ. Είναι ολοφάνερο πως διασκεδάζει!Μέσα στο μεγάλο δωμάτιο, οι χαμηλές νότες, ακούγονταν με ένα σχεδόν απόκοσμο εφέ.—Ευχαριστώ, κύριε Παραβιτσίνι, τον διέκοψε ο αρχιφύλακας. Παίξατε το σκοπό ακριβώς όπως και προηγουμένως;—Μάλιστα. Επανέλαβα τη στροφή τρεις φορές.Ο αρχιφύλακας στράφηκε στη Μόλλυ.—Παίζετε πιάνο, κυρία Νταίηβις;—Μάλιστα.—Μπορείτε να παίξετε το σκοπό που έπαιξε προηγουμένως ο κύριος Παραβιτσίνι, αλλά ακριβώς με τον ίδιο τρόπο;—Βεβαίως και μπορώ.—Τότε πηγαίνετε και καθίστε στο πιάνο. Να αρχίσετε να παίζετε μόλις σας πω.Η Μόλλυ φαινόταν αναστατωμένη. Προχώρησε αργά προς το πιάνο.Ο κύριος Παραβιτσίνι σηκώθηκε από το σκαμπό με μια φωνή διαμαρτυρίας.—Αλλιώς είχα καταλάβει εγώ. Ο. καθένας μας θα επαναλάμβανε τις κινήσεις που έκανε! Εγώ καθόμουν στο πιάνο.—Θα επαναληφθούν οι ίδιες πράξεις, ακριβώς την ίδια ώρα, αλλά δεν είναι αναγκαίο κι από τους ίδιους ανθρώπους!—Δεν καταλαβαίνω, είπε ο Τζάιλς. Τι θα βγει απ' αυτό;—Θα βγει, κύριε Νταίηβις, θα βγει! Είναι κι αυτός ένας τρόπος να εξακριβώσω την αλήθεια των κινήσεων σας και ιδίως την αλήθεια των κινήσεων ενός από σας! Και τώρα παρακαλώ! Θα σας υποδείξω τις θέσεις σας. Η κυρία Νταίηβις θα μείνει εδώ στο πιάνο. Κύριε Ρεν, θα είχατε την καλοσύνη να πάτε στην κουζίνα; Ρίξτε και μια ματιά στο

Page 37: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

φαγητό! Κύριε Παραβιτσίνι, μπορείτε να πάτε στο δωμάτιο του κυρίου Ρεν; Εκεί μπορείτε να εξασκηθείτε καλύτερα σφυρίζοντας τα τρία τυφλά ποντικάκια, όπως ακριβώς έκανε προηγουμένως και εκείνος. Ταγματάρχα Μέτκαλφ, θα πάτε σας παρακαλώ, επάνω στο δωμάτιο του κυρίου Νταίηβις. Εκεί θα εξετάσετε τη συσκευή του τηλεφώνου. Και σεις κύριεΝταίηβις, ρίχνετε μια ματιά στη ντουλάπα, στο χολ και μετά κατεβαίνετε στο υπόγειο.Για μια στιγμή σώπασαν. Κι έπειτα τέσσερα άτομα κινήθηκαν προς την πόρτα.Ο Τρόττερ τους ακολούθησε. Γύρισε το κεφάλι του για να πει στη Μόλλυ.—Μετρήστε μέχρι το πενήντα και μετά αρχίστε να παίζετε.Ακολούθησε τους άλλους έξω.Προτού κλείσει η πόρτα, η Μόλλυ άκουσε τη φωνή του κυρίου Παραβιτσίνι να λέει:—Ποτέ δε φανταζόμουν ότι η αστυνομία θα, τα κατάφερνε τόσο καλά στα παιχνίδια συναναστροφών!

···—Σαράντα οκτώ, σαράντα εννέα, πενήντα.Υπάκουα η Μόλλυ τελείωσε το μέτρημα και άρχισε να παίζει. Ξανά το απαλό, άγριο τραγούδι πλημμύρισε το γεμάτο ηχώ δωμάτιο.Τρία τυφλά ποντικάκια, για κοίτα πως γυρνάνε...Η Μόλλυ ένιωσε την καρδιά της να χτυπά όλο και πιο δυνατά, πιο άγρια. Όπως είχε πει ο κύριος Παραβιτσίνι, ήταν ένας αλλόκοτος και άγριος σκοπός. Είχε όλη την παιδική άγνοια για τον οίκτο, που είναι τόσο τρομερή κι απάνθρωπη, όταν την συναντά κανείς σε μεγάλους. Πολύ αμυδρά μπορούσε ν' ακούσει τον ίδιο σκοπό από το επάνω πάτωμα, που σφύριζε ο κύριος Παραβιτσίνι, παίζοντας το ρόλο TOU Κρίστοφερ Ρεν.Ξαφνικά, από τη βιβλιοθήκη δίπλα, ακούστηκε το ραδιόφωνο να παίζει. Βέβαια, θα το είχε ανοίξει ο αρχιφύλακας. Απ' ότι φαίνεται έπαιζε το ρόλο της κυρίας Μπόυλ. Αλλά γιατί; Τι θα έβγαινε απ' όλα αυτά; Που ήταν η παγίδα; Γιατί η Μόλλυ ήταν βεβαία ότι επρόκειτο για παγίδα.Ένα ρεύμα κρύου αέρα φύσηξε στο σβέρκο της. Έστρεψε απότομα το κεφάλι. Ασφαλώς κάποιος είχε ανοίξει την πόρτα. Κάποιος είχε μπει στο δωμάτιο.Μα, όχι, το δωμάτιο ήταν άδειο! Και ξαφνικά ένιωσε άσχημα. Φοβόταν. Αν έμπαινε κανείς; Αν ερχόταν ο κύριος Παραβιτσίνι, θα μπορούσε, να ξεγλιστρήσει από την πόρτα, να πλησιάσει αθόρυβα, προς το πιάνο και τα μακριά του δάχτυλα ν' αρχίσουν να σφίγγουν, να σφίγγουν...«Ώστε παίζετε το πένθιμο εμβατήριο για τη δική σας κηδεία, αγαπητή μου κυρία. Τι ευτυχής σκέψη!»Κουταμάρες... Μη γίνεσαι βλάκας... μη φαντάζεσαι πράγματα! Εξάλλου, τον ακούς από πάνω που σφυρίζει. Τον ακούς, όπως σ' ακούει κι εκείνος.Σήκωσε τα δάχτυλα της από τα πλήκτρα, καθώς μια ιδέα της πέρασε απ' το μυαλό. Κανείς δεν είχε ακούσει τον κύριο Παραβιτσίνι να παίζει. Αυτή ήταν η παγίδα; Μήπως ο κύριος Παραβιτσίνι δεν είχε παίξει καθόλου; Μήπως δεν ήταν στο σαλόνι, αλλά στη βιβλιοθήκη; Στη βιβλιοθήκη και στραγγάλιζε την κυρία Μπόυλ;Είχε φανεί αναστατωμένος, εξαιρετικά αναστατωμένος μάλιστα, όταν ο αρχιφύλακας της είχε ζητήσει να παίξει εκείνη στο πιάνο. Είχε επιμείνει ιδιαίτερα, ότι έπαιζε πολύ σιγά. Βέβαια, είχε τονίσει ότι έπαιζε σιγά, με την ελπίδα ότι δεν θα είχε ακουστεί έξω από το δωμάτιο. Γιατί αν κάποιος άκουγε τώρα το πιάνο και κανείς δεν το είχε ακούσει πριν... τότε, ο Τρόττερ θα είχε βρει αυτό που ήθελε... αυτόν που είχε πει ψέματα.Η πόρτα του σαλονιού άνοιξε. Η Μόλλυ, βέβαιη πως επρόκειτο να αντικρίσει τον κύριο Παραβιτσίνι, ήταν έτοιμη να ουρλιάξει. Αλλα δεν ήταν ο Ιταλός, ήταν ο αρχιφύλακας που μπήκε ακριβώς τη στιγμή που τέλειωνε την τρίτη στροφή του τραγουδιού.—Ευχαριστώ, κυρία Νταίηβις, είπε.Έμοιαζε ιδιαίτερα ικανοποιημένος με τον εαυτό του και οι κινήσεις του έδειχναν ζωντάνια και αυτοπεποίθηση.Η Μόλλυ σήκωσε τα χέρια της από το πιάνο.—Βρήκατε αυτό που γυρεύατε; ρώτησε.—Βεβαίως. Βρήκα ακριβώς αυτό που ήθελα.Η φωνή του έδειχνε θρίαμβο.—Τι; Ποιον;—Δεν ξέρετε, κυρία Νταίηβις; Ελάτε τώρα, δεν είναι τόσο δύσκολο. Μεταξύ μας τώρα, είστε, θα μπορούσα να πω, απερίσκεπτη! Με αφήνατε να ψάχνω για το τρίτο θύμα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι βρεθήκατε εσείς σε τρομερό κίνδυνο!

Page 38: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Εγώ; Δεν καταλαβαίνω τι λέτε! —Θέλω να πω ότι δεν μου φερθήκατε τίμια, κυρία Νταίηβις. Μου φερθήκατε, ακριβώς όπως η κυρία Μπόυλ. —Δεν καταλαβαίνω.—Ναι, ναι, καταλαβαίνετε! Όταν ανέφερα για πρώτη φορά την υπόθεση του αγροκτήματος Λόνγκριτζ, εσείς τα ξέρατε όλα! Ω, ναι τα ξέρατε! Αναστατωθήκατε! Και ήσασταν εσείς που βεβαιώσατε ότι η κυρία Μπόυλ ήταν ο αξιωματικός στρατωνισμού στην περιοχή. Και οι δυο σας ξέρατε! Κι έτσι όταν άρχισα να σκαλίζω για να βρω ποιο θα ήταν το τρίτο θύμα, αμέσως κατέληξα σε σας. Δείχνατε ότι γνωρίζατε την υπόθεση από πρώτο χέρι. Εμείς οι αστυνομικοί δεν είμαστε και τόσο ηλίθιοι όσο δείχνουμε, ξέρετε...Η Μόλλυ είπε με σπασμένη φωνή:—Δεν καταλαβαίνετε. Δεν ήθελα απλώς να θυμάμαι.—Αυτό μπορώ να το καταλάβω, της είπε με πιο γαλήνιο τόνο. Το πατρικό σας όνομα ήταν Γουεινράϊτ, έτσι δεν είναι;—Ναι.—Και είσαστε λίγο μεγαλύτερη από όσο θέλετε να δείχνετε. Το 1940, όταν συνέβη εκείνη η ιστορία, ήσασταν δασκάλα στο Άμπιβεηλ, έτσι;-Όχι!—Κι όμως, ήσασταν, κυρία Νταίηβις. —Δεν ήμουν σας λέω.—Το αγόρι που πέθανε, είπε ο αρχιφύλακας, κατάφερα να σας στείλει ένα γράμμα. Έκλεψε το γραμματόσημο. Στο γράμμα του ζητούσε βοήθεια από την καλή του δασκάλα. Είναι δουλειά της δασκάλας να μαθαίνει γιατί οι μαθητές απουσιάζουν από το σχολείο. Δεν ενδιαφερθήκατε, αδιαφορήσατε για το γράμμα ενός κακόμοιρου παιδιού.—Στοπ, φώναξε η Μόλλυ με πυρωμένα μάγουλα. Πρόκειται για την αδελφή μου. Αυτή ήταν δασκάλα. Και δεν αδιαφόρησε όπως λέτε για το γράμμα του παιδιού. Ήταν άρρωστη· είχε πνευμονία. Δεν βρήκε το γράμμα παρά μετά το θάνατο του παιδιού. Συγχύστηκε τρομερά, ήταν ευαίσθητος άνθρωπος. Όμως, δεν ήταν δικό της το λάθος. Επειδή το πήρε τόσο κατάκαρδα είναι και ο λόγος που δεν θέλω να μου θυμίζουν αυτή την ιστορία. Ήταν ένας εφιάλτης για μένα από τότε!Σκέπασε με τα χέρια της το πρόσωπο της. Όταν τα τράβηξε, είδε ότι ο Τρόττερ την κοιτούσε ειρωνικά.—Ώστε ήταν αδελφή σου! είπε με γλυκιά φωνή. Λοιπόν, όπως και να έχει το πράγμα...Ένα αδιόρατο χαμόγελο πλανήθηκε στο πρόσωπο του.—Δεν πειράζει και πολύ, ξέρεις... Πειράζει; Η αδελφή σου... ο αδελφός μου!Έβγαλε κάτι από την τσέπη του.Τώρα το χαμόγελο του ήταν ευτυχισμένο.Η Μόλλυ κοίταξε αυτό που βαστούσε.—Πάντα νόμιζα, είπε μηχανικά, πως οι αστυνομικοί δεν κρατούν μαζί τους πιστόλι.—Οι αστυνομικοί ασφαλώς όχι, είπε αυτός. Αλλά βλέπετε, εγώ δεν είμαι αστυνομικός. Είμαι ο Τζιμ. Ο αδελφός του Τζώρτζη. Πιστέψατε ότι είμαι αστυνομικός επειδή τηλεφώνησα απ' την τηλεφωνική καμπίνα στο χωριό και σας είπα ότι έρχεται ο αρχιφύλακας Τρόττερ. Αμέσως μετά, μόλις έφθασα εδώ, έκοψα το καλώδιο του τηλεφώνου κι έτσι δεν ήταν πια δυνατόν να επικοινωνήσετε με το τμήμα.Η Μόλλυ τον κοίταζε σα χαμένη. Το περίστροφο τη σημάδευε τώρα.—Μην κινείστε, κυρία Νταίηβις, και μην τολμήσετε να φωνάξετε γιατί θα τραβήξω τη σκανδάλη.Εξακολουθούσε να χαμογελά. Η Μόλλυ σκέφτηκε με τρόμο, πως αυτό ήταν χαμόγελο παιδιού. Κι η φωνή του ακόμα, γινόταν φωνή ενός μικρού παιδιού.—Τι με κοιτάτε έτσι; ρώτησε με ολοφάνερο σαρκασμό. Είμαι ο αδελφός του Τζώρτζη. Ο κακομοίρης ο Τζώρτζη, πέθανε στο Λόνγκριτζ. Αυτή η παλιογυναίκα μας έστειλε εκεί και η γυναίκα του αγρότη ήταν σκληρή με μας κι εσύ δε μας βοήθησες... τρία τυφλά ποντικάκια! Και τότε είπα πως μια μέρα θα σας σκοτώσω όλους άμα μεγαλώσω. Το εννοούσα. Από τότε το σκέφτομαι.Συνοφρυώθηκε και συνέχισε:—Πόσο με ταλαιπώρησαν στο στρατό. Εκείνος ο γιατρός δε σταμάταγε να ρωτάει... έπρεπε να ξεφύγω. Φοβήθηκα ότι θα με εμπόδιζαν να κάνω αυτό που θέλω. Αλλά τώρα μεγάλωσα πια! Είμαι μεγάλος κι οι μεγάλοι μπορούν να κάνουν ότι θέλουν-Η Μόλλυ προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της.Μίλα του, σκέφτηκε. Προσπάθησε να τον κρατήσεις απασχολημένο.—Δε θα μπορέσεις να ξεφύγεις, Τζιμ, είπε.Το πρόσωπο του συννέφιασε.—Κάποιος έκρυψε τα σκι μου και δε μπόρεσα να βρω που τα καταχώνιασε.Γέλασε με πείσμα.—Τολμώ όμως, να πω πως δεν ανησυχώ. Το: περίστροφο είναι του άντρα σου. Το πήρα από το συρτάρι του. Πιστεύουν ότι είμαι αστυνομικός και έτσι δεν θα δυσκολευθώ να

Page 39: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

τους πείσω ότι αυτός σε πυροβόλησε. Όπως και να 'χει, δεν με νοιάζει και πολύ. Ήταν τόσο αστεία όλα αυτά. Τόσο διασκεδαστικά. Υποκρινόμουν! Αυτή η γυναίκα στο Λονδίνο, να έβλεπες πως έγινε η μούρη της όταν με; αναγνώρισε. Κι αυτή η ηλίθια, η Μπόυλ, σήμερα το πρωί...Κούνησε το κεφάλι του με ικανοποίηση.Στάθηκε αίφνης κι αφουγκράστηκε.Ξεκάθαρα μ' ένα απόκοσμο εφέ ακούστηκε ένα σφύριγμα.Κάποιος σφύριζε τα "τρία τυφλά ποντικάκια".Ο Τρόττερ σάστισε και το πιστόλι κινήθηκε στο χέρι του.—Κάτω, κυρία Νταίηβις! φώναξε κάποιος.Η Μόλλυ έπεσε στο πάτωμα, καθώς ο ταγματάρχης Μέτκαλφ τινάχθηκε από την κρυψώνα του ττίσω απ' την πλάτη του καναπέ και όρμησε πάνω στον Τρόττερ.Το περίστροφο εκπυρσοκρότησε μα η σφαίρα πήγε και καρφώθηκε σε μια αδιάφορη ελαιογραφία που ήταν η αγαπημένη της μακαρίτισσας της μις Έμορυ.Μια στιγμή αργότερα, επικράτησε πραγματικό πανδαιμόνιο. Ο Τζάιλς όρμησε μέσα, ακολουθούμενος από τον Κρίστοφερ και τον κύριο Παραβιτσίνι.Ο ταγματάρχης κρατώντας το χέρι του Τρόπερ πίσω στην πλάτη του σε λαβή, άρχισε να μιλάει γρήγορα.—Μπήκα μέσα την ώρα που παίζατε - χώθηκα πίσω απ' τον καναπέ - εκεί βρίσκομαι απ' την αρχή - το ήξερα πως δεν ήταν αστυνομικός. Εγώ είμαι αστυνομικός. Επιθεωρητής Τάννερ. Συνεννοήθηκα με τον Μέτκαλφ να πάρω τη θέση του. Η Σκότλαντ Γυαρντ θεώρησε πως θα ήταν φρόνιμο να υπάρχει κάποιος εδώ.Ξέσφιξε το χέρι του νέου και του μίλησε μαλακά.—Και τώρα, παιδί μου, θέλω να έλθεις μαζί μου. Δεν πρόκειται να σε πειράξει κανείς, μη φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά. Θα σε φροντίσουμε...Ο γεροδεμένος νέος με το ηλιοκαμένο πρόσωπο και τααδρά χαρακτηριστικά, ρώτησε με μια γλυκιά, παιδική φωνή: —Δεν θα θυμώσει μαζί μου ο Τζώρτζη; —Όχι, δεν θα θυμώσει, είπε ο επιθεωρητής. Και καθώς ο Τζάιλς περνούσε πλάι του, του ψιθύρισε: —Είναι τελείως ανισόρροπος, ο δυστυχής. Βγήκαν μαζί έξω.Ο κύριος Παραβιτσίνι έπιασε τον Κρίστοφερ Ρεν από το μπράτσο και τον τράβηξε.—Και εσύ, φίλε μου, έλα μαζί μου.Ο Τζάιλς κι η Μόλλυ έμειναν μόνοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον κατάματα. Ξαφνικά ρίχτηκαν κι οι δυο, ο ένας στην αγκαλιά του αλλού.—Αγάπη μου, ρώτησε ο Τζάιλς, δεν σε πείραξε;—Όχι, όχι, είμαι εντάξει, Τζάιλς. Μόνο που είμαι μπλεγμένη. Πίστεψα, φαντάσου, πως... Αλλά γιατί πήγες στο Λονδίνο;—Αγάπη μου, ήθελα να σου πάρω ένα δώρο για την επέτειο των γάμων μας και δεν ήθελα να το μάθεις!—Τι απίστευτο! Κι εγώ γι' αυτό κατέβηκα στο Λονδίνο.—Γλύκα μου, θέλω να με συγχωρήσεις για τα λόγια που σου είπα. Ζήλεψα αυτόν τον ανόητο μαντράχαλο!Η πόρτα άνοιξε και ο κύριος Παραβιτσίνι έκανε την εμφάνιση του. Έλαμπε σαν πυροτέχνημα.—Συγνώμη για τη διακοπή, είπε γελώντας. Σας συγχαίρω πάντως για την υπέροχη σκηνή της συμφιλίωσης! Και τώρα φεύγω. Λυπάμαι που πρέπει να σας πω αντίο. Ένα τζιπ της αστυνομίας έρχεται σε λίγο. Θα με πάρουν μαζί τους.Έσκυψε και ψιθύρισε στο αυτί της Μόλλυ:—Ίσως συναντήσω κάποιες δυσκολίες στο εγγύς μέλλον... αλλά έχω τα μέσα να το κανονίσω, εάν λάβετε ένα πακέτο... με μια χήνα ή μια πάπια, λίγο φουά-γκρα, ζαμπόν... κάλτσες νάιλον, απ' όλα, ε; Θα είναι οι ευχαριστίες μου σε μια πολύ χαριτωμένη κυρία. Α, μην το ξεχάσω, κύριε Νταίηβις, τα χρήματα της διαμονής μου είναι στο χολ.Φίλησε το χέρι της Μόλλυ και προχώρησε προς την πόρτα.—Νάιλον κάλτσες; μουρμούρισε η Μόλλυ. Φουά-γκρα; Ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο Παραβιτσίνι; Ο Άγιος Βασίλης;—Όχι δα! Απλώς ένας μαυραγορίτης, είπε ο Τζάιλς γελώντας.Ο Κρίστοφερ Ρεν ξεπρόβαλε στην πόρτα.—Χρυσά μου, είπε. Ελπίζω να μην σας ενοχλώ, αλλά απ' την κουζίνα έρχεται μυρωδιά καμένου φαγητού. Να κάνω κάτι γι αυτό;Η Μόλλυ άφησε ένα ξεφωνητό ορμώντας προς την πόρτα.—Θεέ μου! Η πίτα μου!

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, ΩΡΑ 9 1/2—Και πρώτα απ' όλα, είπε ο γιατρός Μέυνελ, με τη γνωστή άνεση που έχουν οι γιατροί, πρέπει ν' αποφεύγετε τις στενοχώριες και τις συγκινήσεις.

Page 40: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

Η κυρία Χάρτερ, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους που ακούνε αυτά τα παρηγορητικά, μα χωρίς καμία ουσία λόγια, είχε πάρει μιαν έκφραση που έδειχνε περισσότερη αμφιβολία, παρά ανακούφιση.—Υπάρχει κάποια μικρή αδυναμία στην καρδιά, συνέχισε ο γιατρός με ευφράδεια, άλλα όχι κάτι τόσο σπουδαίο που να μας φοβίζει. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω γι' αυτό.Κοίταξε την κυρία Χάρτερ χαμογελώντας και πρόσθεσε.—Πάντως, δε νομίζω πως θα κάνατε άσχημα να τοποθετούσατε ασανσέρ. Ε; Τι λέτε γι' αυτό;Η κυρία Χάρτερ είχε πάρει ένα ύφος, που έδειχνε όλη της τη στενοχώρια.Ο γιατρός Μέυνελ, αντιθέτως, έδειχνε πως ήταν ευχαριστημένος απ' τον εαυτό του. Ο λόγος που προτιμούσε να παρακολουθεί πλούσιους ασθενείς κι όχι φτωχούς, ήταν ότι στους πρώτους μπορούσε ν' αναπτύξει τη φαντασία του, προτείνοντας τις πιο απίθανες θεραπείες για τις ασθένειες τους.—Ναι, βέβαια, το ασανσέρ, επανέλαβε, δοκιμάζοντας να σκεφθεί κάτι περισσότερο εντυπωσιακό, αλλά χωρίς και να το επιτύχει. Έτσι θα κατορθώσουμε να αποφύγουμε όλη την μυϊκή κόπωση, που δημιουργείται απ' την προσπάθεια που καταβάλετε για ν' ανεβοκατεβαίνετε όλα εκείνα τα αμέτρητα σκαλιά. Αυτό δε μας απαγορεύει βέβαια να εξασκούμεθα καθημερινώς. Αντιθέτως ενδείκνυται να κάνετε τη βόλτα σας στον κήπο ή στην έξοχη, υπό την προϋπόθεση βέβαια πως ο καιρός θα είναι καλός κι ότι δεν πρόκειται να επιδοθείτε σε αναρριχήσεις. Προσέξτε με, δεν θέλω να σας φοβίσω, γιατί, όπως σας τόνισα ήδη, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος για να το κάνω, άλλα απαγορεύεται να; σκαρφαλώνετε στα υψώματα, γιατί αυτό θα σας, δημιουργήσει ένταση. Κυρίως, όμως δεν πρέπει να παραμελήσετε τις πνευματικές ενασχολήσεις. Κυρία Χάρτερ, μην παίζετε με την υγεία σας, πρόσθεσε σοβαρά, προσπαθώντας να διατηρήσει κάποια προσποιητή ευθυμία.Στον ανιψιό της κυρίας Χάρτερ, τον Τσαρλς Ρίτζγουεη ο γιατρός ήταν πιο σαφής.—Δεν θέλω να παρεξηγήσετε το νόημα των λόγων μου, είπε. Η θεία σας μπορεί να ζήσει πολλά χρόνια ακόμη. Αλλά συγχρόνως δεν αποκλείεται κάποια ζωηρή συγκίνηση ή και η υπερβολική κόπωση ακόμη, να την φέρουν στο τέλος της και μάλιστα απροσδόκητα...Χτύπησε τα δάχτυλα του, δείχνοντας χαρακτηριστικά τις συνέπειες των συγκινήσεων.—Η θεία σας επιβάλλεται να κάνει μια πολύ ήρεμη ζωή. Όχι υπερβολές. Όχι κούραση. Δεν πρέπει όμως να αφεθεί να μελαγχολήσει. Να διατηρεί πάντα το κέφι της αμείωτο και να απασχολεί το μυαλό της με ευχάριστες δραστηριότητες.—Ευχάριστες δραστηριότητες, επανέλαβε ο Τσαρλς Ρίτζγουεη σκεφτικά.Ο Τσαρλς ήταν ένας έξυπνος νέος, που πίστευε πως πρέπει να αξιοποιούμε τις κλίσεις μας, όταν μας δίνετε η ευκαιρία.Εκείνο το ίδιο απόγευμα, πρότεινε να αποκτήσουν ένα ραδιόφωνο.Η θεία τού, που ήταν ακόμη ταραγμένη απ' τα λόγια του γιατρού κι απ' αυτή την ιστορία με το ασανσέρ, ενοχλήθηκε ακόμα περισσότερο και δεν είχε σκοπό να υποχωρήσει.—Δε νομίζω πως θα μ' αρέσει να έχω μέσ' το σπίτι μου ένα ραδιόφωνο, είπε η κυρία Χάρτερ, με ύφος αξιολύπητο. Τα κύματα, ξέρεις, τα ραδιοκύματα, θα μπορούσαν να με επηρεάσουν.Ο Τσαρλς τότε με περισπούδαστο ύφος αλλά ευγενικά, βάλθηκε να της αποδείξει πόσο αβάσιμη ήταν η ιδέα της.Η κυρία Χάρτερ, ωστόσο, που είχε ελάχιστες γνώσεις γύρω απ' αυτά τα πράγματα, αλλά που ήξερε να επιμένει με πείσμα στη γνώμη της, έμεινε ακλόνητη και αμετάπειστη.—Όλος αυτός ο ηλεκτρισμός, μουρμούρισε δειλά. Μπορείς να λες ότι θέλεις, Τσαρλς, αλλά πολλοί άνθρωποι επηρεάζονται απ' τον ηλεκτρισμό. Εγώ, π.χ., έχω πάντα ένα φοβερό πονοκέφαλο πριν από μια θύελλα. Το ξέρω καλά αυτό που σου λέω, γιατί το έχω παρατηρήσει πολλές φορές.Κούνησε το κεφάλι της θριαμβευτικά, που είχε κατορθώσει να φέρει ένα τόσο γερό επιχείρημα, αλλά ο Τσαρλς δεν φάνηκε διατεθειμένος να δεχθεί αδιαμαρτύρητα μια τέτοια κατηγορία.Ήταν υπομονετικός νέος, αλλά δεν ήξερε τι θα πει ανακωχή ή υποχώρηση. Ήταν μεθοδικός και πεισματάρης.—Αγαπητή μου θεία Μαίρη, είπε παρακλητικά, άφησε με να σου ξεκαθαρίσω αυτό το ζήτημα.Ήταν σχεδόν αυθεντία, πάνω στο θέμα. Ήξερε ότι αφορούσε τη συσκευή του ραδιοφώνου, απ' το σασί μέχρι και την τελευταία λυχνία, της μίλησε για τα ερτζιανά κύματα και για το ρόλο που έπαιζε η γείωση και όση ώρα μιλούσε, σ' ένα τόνο βαθύ και πειστικό, είχε ζεσταθεί κι ο ίδιος, είχε ανάψει και κουνούσε τα χέρια του εκφραστικά.Η κυρία Χάρτερ, που είχε αρχίσει να βουλιάζει μισοζαλισμένη μέσα στον ακατάσχετο αυτό χείμαρρο των λέξεων και μάλιστα μη καταλαβαίνοντας τίποτα, παρά την αξιέπαινη προσπάθεια που έκανε, αναγκάσθηκε τελικά να υποχωρήσει, περισσότερο για να απαλλαγεί απ' τον ανιψιό της, παρά γιατί την είχε μεταπείσει:—Φυσικά, Τσαρλς, μουρμούρισε η καημένη Αν πραγματικά νομίζεις...—Καλή μου θεία Μαίρη, είπε ο Τσαρλς με ασυγκράτητο ενθουσιασμό, το ήξερα εγώ πως θα δεχόσουν... Το ήξερα πως καταλαβαίνεις όταν σου εξηγώ... Άλλωστε είναι περισσότερο για σένα. Για να σου κρατάει συντροφιά, να μην πλήττεις, να έχεις έναν σύντροφο που να σε διασκεδάζει.Το ασανσέρ που είχε συστήσει ο γιατρός Μέυνελ τοποθετήθηκε σε λίγο καιρό δημιουργώντας μεγάλη σύγχυση στην καημένη την κυρία Χάρτερ, γιατί όπως οι περισσότερες γηραιές κυρίες, έτρεφε κι αυτή έντονο φόβο για τους ξένους που έμπαιναν στο σπίτι της. Τους υποπτευόταν όλους μαζί και τον καθένα χωριστά, πως εποφθαλμιούσαν να της

Page 41: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

αρπάξουν όλα της τα παλιά ασημικά.Μετά το ασανσέρ, ήρθε και το ραδιόφωνο. Η κυρία Χάρτερ το κοίταξε περιφρονητικά. ΓΓ αυτήν δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα άχαρο κουτί με κουμπιά που προεξείχαν.Ο Τσαρλς όμως βάλθηκε αμέσως να την εξοικειώσει μαζί του. Ο ίδιος βρισκόταν στο στοιχείο του, γυρίζοντας και ξαναγυρίζοντας τα διάφορα κουμπιά, εξηγώντας της τη λειτουργία τους.Η κυρία Χάρτερ, καθισμένη στην σκαλιστή πολυθρόνα της, τον άκουγε υπομονετικά και με ευγένεια, αλλά κατά βάθος σκεπτόταν πως όλα αυτά τα μοντέρνα πράγματα, αποτελούσαν μεγάλη ενόχληση.—Ακούστε, θεία Μαίρη, πιάσαμε Βερολίνο! Μα, δεν είναι υπέροχο; Ακούτε τον εκφωνητή;—Δεν ακούω τίποτα άλλο από βουητά και μουγκρίσματα, απάντησε η κυρία Χάρτερ.Ο Τσαρλς συνέχισε να γυρίζει το κουμπί.—Βρυξέλλες, ξεφώνισε με ενθουσιασμό.—Αλήθεια; έκανε η κυρία Χάρτερ αδιάφορα.Ο Τσαρλς έστρεψε πάλι το κουμπί και το δωμάτιο πλημμύρισε ένα απόκοσμο βουητό.—Και τώρα φαίνεται πως πιάσαμε το σταθμό του μαντρόσκυλου, είπε η κυρία Χάρτερ, που διέθετε κρυφά δείγματα ενός ανεπαίσθητου χιούμορ.—Χα, χα, γέλασε, ο Τσαρλς. Το λέτε το αστειάκι σας, θεία, ε; Πετυχημένο όμως. Α, όλα κι όλα...Η κυρία Χάρτερ δεν μπόρεσε να μην του χαμογελάσει. Τον λάτρευε τον ανιψιό της. Για κάμποσα χρόνια είχε ζήσει μαζί της κάποια άλλη ανιψιά της, η Μύριαμ Χάρτερ. Είχε σκοπό να την καταστήσει γενική κληρονόμο της, αλλά η Μύριαμ δεν βοήθησε καθόλου την κατάσταση. Ήταν ανυπόμονη και έδειχνε φανερά πως η συντροφιά της θείας της της ήταν κουραστική και ανυπόφορη. Διαρκώς γύριζε έξω και «νυχτοπερπατούσε» όπως έλεγε η κυρία Χάρτερ. Στο τέλος έμπλεξε με κάποιο νεαρό που δεν άρεσε καθόλου στη θεία της κι έτσι αναγκάσθηκε να την στείλει πίσω στη μητέρα της, μαζί με ένα λακωνικό σημείωμα, λες κι επρόκειτο για κάποιο αντικείμενο προς επιστροφή. Αργότερα η Μύριαμ είχε παντρευτεί το νεαρό και η θεία κατέληξε να της στέλνει κανένα μαντηλάκι ή ένα κεντητό τραπεζομάντιλο ψα τα Χριστούγεννα.Στο τέλος, η κυρία Χάρτερ απογοητευμένη απ' πς ανιψιές της, αναγκάσθηκε να στραφεί προς τους ανιψιούς της. Ο Τσαρλς, απ' την πρώτη στιγμή, έδειξε την μεγάλη του αξία. Ήταν πάντοτε ευχάριστος στη θεία του και άκουγε με ανυπόκριτο ενδιαφέρον τις διηγήσεις της απ' την πρώτη νεότητα της. Σ' αυτό παρουσίαζε μεγάλη αντίθεση με τηνΜύριαμ, που βαριόταν να ακούει τις εκμυστηρεύσεις της θείας της και το χειρότερο, δεν παρέλειπε να το δείχνει. Ο Τσαρλς δεν βαριόταν ποτέ. Ήταν πάντα εύθυμος, καλοδιάθετος και διασκεδαστικός. Δεν παρέλειπε μάλιστα να επαναλαμβάνει δυο τρεις φορές την ήμερα πως η θεία του ήταν πράγματι ένας ανεκτίμητος θησαυρός.Ικανοποιημένη περισσότερο απ' ότι θα μπορούσε να ελπίσει η κυρία Χάρτερ έγραψε στο δικηγόρο της, δίνοντας οδηγίες, για να συντάξει μια καινούργια διαθήκη. Η διαθήκη έφθασε σε λίγο, ακριβώς όπως την είχε ζητήσει. Την διάβασε, την επιδοκίμασε και την υπέγραψε χωρίς δεύτερη κουβέντα.Και τώρα ακόμα και μ' αυτή την υπόθεση του ραδιοφώνου, ο Τσαρλς είχε κερδίσει νέο δαφνοστέφανο.Η κυρία Χάρτερ, που καταπολέμησε στην αρχή αυτή την ιδέα, φάνηκε υπομονετική και στο τέλος έδειξε ενθουσιασμένη. Όταν μάλιστα ο Τσαρλς έλλειπε απ' το σπίτι, καθόταν κοντά στο ραδιόφωνο και τότε έδειχνε πόσο διασκέδαζε μαζί του. Όταν ήταν κι ο Τσαρλς στο σπίτι, δεν το άφηνε σε ησυχία. Η κυρία Χάρτερ καθόταν αναπαυτικά στην πολυθρόνα της και άκουγε κάποια συμφωνία, μια ομιλία για την Λουκρητία Βοργία, ή τη ζωή στη φύση, ευτυχισμένη και γαλήνια. Αυτό δεν συνέβαινε όμως όταν ο Τσαρλς έμενε στο σπίτι, Η αρμονία και η γαλήνη διαλύονταν από ραδιοφωνικά παράσιτα και συριγμούς, γιατί ο Τσαρλς προτιμούσε τους ξένους σταθμούς και αλάλαζε με πραγματικό μένος, όταν τύχαινε να πιάσει τη συχνότητα κάποιου απ' αυτούς. Τα βράδια που έβγαινε με τους φίλους του έξω για να διασκεδάσουν, τότε η κυρία Χάρτερ διασκέδαζε πραγματικά. Άνοιγε το ραδιόφωνο, καθόταν στη σκαλιστή πολυθρόνα της και απολάμβανε το βραδινό πρόγραμμα.Θα είχαν περάσει περίπου τρεις μήνες απ' την εποχή που το ραδιόφωνο μπήκε στο σπίτι, όταν συνέβηκε το πρώτο παράξενο περιστατικό. Ο Τσαρλς εκείνο το βράδυ έλλειπε. Είχε πάει να παίξει μπριτζ.Το πρόγραμμα είχε κάποιο κοντσέρτο με τραγούδια. Μια διάσημη σοπράνο, τραγουδούσε το «Άννυ Λώρη». Και στη μέση του τραγουδιού, έγινε αυτό το πράγμα. Μια ξαφνική διακοπή, η μουσική σταμάτησε,.ο βόμβος συνεχίστηκε για λίγο, για να σβήσει κι αυτός σιγά-σιγά. Ακολούθησε σιωπή, μαζί με έναν ανεπαίσθητο βόμβο απ' το βάθος.Η κυρία Χάρτερ είχε την εντύπωση - ούτε κι αυτή ήξερε το γιατί - πως το ραδιόφωνο είχε πιάσει κάποιον άλλο μακρινό σταθμό και τότε καθαρά και ευδιάκριτα ακούστηκε μια ανδρική φωνή, με ανεπαίσθητη Ιρλανδική προφορά, να λέει:«Μαίρη... με ακούς Μαίρη; Είμαι ο Πάτρικ... Σου μιλάει ο Πάτρικ, Μαίρη... Έρχομαι σύντομα για σένα. Θα είσαι έτοιμη; Έτσι δεν είναι, Μαίρη;»Κι αμέσως μετά, η άρια της «Άννυ Λώρη» ξαναγύρισε στο δωμάτιο.Η κυρία Χάρτερ ανακάθισε. Τα χέρια της είχαν αρπάξει τα μπράτσα της πολυθρόνας. Μήπως είχε ονειρευτεί; Ο Πάτρικ! Η φωνή του Πάτρικ! Ναι, ήταν η φωνή του Πάτρικ που είχε ακουστεί μέσα σ' αυτό το δωμάτιο και της μιλούσε! Όχι, δεν ήταν δυνατόν! Ήταν όνειρο, δεν μπορούσε παρά να είναι μια ψευδαίσθηση, θα πρέπει να είχε κοιμηθεί για λίγο. Αλλά τι παράξενο όνειρο. Να ακούσει, λέει, τη φωνή του Πάτρικ, να της μιλάει απ' τον άλλο κόσμο! Ένοιωσε για μια στιγμή το φόβο να την ζώνει. Αλήθεια τι είχε πει;

Page 42: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

«Έρχομαι σύντομα για σένα. Θα είσαι έτοιμη; Έτσι δεν είναι, Μαίρη;»Μήπως ήταν ένας οιωνός; Μια στιγμιαία αδυναμία της καρδιάς. Η καρδιά της. Στο κάτω της γραφής τα είχε τα χρονάκια της.—Είναι μια προειδοποίηση, οπωσδήποτε αυτό ήταν, μονολόγησε η κυρία Χάρτερ, καθώς σηκωνόταν αργά και επώδυνα απ' την πολυθρόνα της, προσθέτοντας:—Και να σκεφθείς πως ξόδεψα ένα σωρό χρήματα για να εγκαταστήσω αυτό το ασανσέρ!Δεν ανέφερε σε κανένα το περιστατικό, άλλα για τις δυο επόμενες μέρες ήταν λιγάκι σκεπτική και αφηρημένη.Και τότε ακολούθησε το δεύτερο περιστατικό. Ήταν και πάλι μόνη της στο δωμάτιο. Το ραδιόφωνο, που εκείνη την ώρα μετέδιδε αποσπάσματα από όπερες, σταμάτησε πάλι κατά τον ίδιο τρόπο, που της ήταν γνωστός και σιωπή απλώθηκε γύρω της. Η σιωπή, η αίσθηση του μακρινού και πάλι η φωνή του Πάτρικ, αλλά όχι έτσι όπως μιλούσε, την εποχή που ήταν κοντά της, τότε, ζωντανός, αλλά μια φωνή μακρινή κι απόκοσμη.«Σου μιλάει ο Πάτρικ, Μαίρη. Θα έρθω να σε βρω πολύ σύντομα τώρα...»Μετά οι γνωστοί θόρυβοι και το ραδιόφωνο συνέχισε το πρόγραμμα του.Η κυρία Χάρτερ κοίταξε το ρολόι. Όχι, αυτή τη φορά δεν είχε κοιμηθεί. Ήταν ξύπνια και κυρία όλων των αισθήσεων της. Ήταν βέβαιη πως δεν είχε παραισθήσεις. Είχε ακούσει τη φωνή του Πάτρικ. Ναι, ήταν σίγουρα η φωνή του Πάτρικ.Με το μυαλό κάπως θολωμένο απ' το υπερφυσικό γεγονός, προσπάθησε να θυμηθεί όλα όσα της είχε εξηγήσει ο Τσάρλς σχετικά με τα κύματα του ραδιοφώνου.Μα μπορούσε πραγματικά να της έχει μιλήσει ο Πάτρικ; Μπορούσε η ίδια του η φωνή να είχε μεταφερθεί κατά κάποιο ανεξήγητο τρόπο, απ' την ατμόσφαιρα μέχρι τ' αυτιά της; Να είχαν μπερδευτεί τα διάφορα κύματα η κάτι παρόμοιο τέλος πάντων; Θυμήθηκε τα λόγια του Τσαρλς, σχετικά με τις σχεδόν υπερφυσικές δυνάμεις που έχουν τα ερτζιανά κύματα. Μήπως τα κενά στις συχνότητες μπορούσαν τάχα να εξηγήσουν αυτά που συνηθίζουμε να αποκαλούμε, ψυχολογικά φαινόμενα; Όχι, δεν υπήρχε τίποτα το απίθανο σ' αυτή τη σκέψη. Ο Πάτρικ, ήταν γεγονός, πως της είχε μιλήσει. Είχε χρησιμοποιήσει τη σύγχρονη επιστήμη για να την προετοιμάσει για κείνο που έπρεπε να ερχόταν πολύ σύντομα.Η κυρία Χάρτερ χτύπησε το κουδούνι για την υπηρέτρια της την Ελίζαμπεθ.Η Ελίζαμπεθ ήταν μια ψηλόλιγνη ξερακιανή γυναίκα, γύρω στα εξήντα. Πίσω από ένα αλύγιστο και ψυχρό παρουσιαστικό, έκρυβε για την κυρία της μια απαράμιλλη στοργή και αδυναμία.—Ελίζαμπεθ, είπε η κυρία Χάρτερ, όταν παρουσιάσθηκε η πιστή της υπηρέτρια, θυμάσαι τι ακριβώς σου είπα; Το πάνω - πάνω αριστερό συρτάρι, του γραφείου μου. Είναι κλειδωμένο και το κλειδί είναι εκείνο το μακρύ με την άσπρη ετικέτα. Το κάθε τι είναι εκεί μέσα τακτοποιημένο όπως πρέπει.—Όπως πρέπει, κυρία;—Για την κηδεία μου, είπε ανυπόμονα η κυρία Χάρτερ. Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ, Ελίζαμπεθ. Εσύ η ίδια με βοήθησες να τα βάλουμε εκεί.Το πρόσωπο της υπηρέτριας πήρε ένα παράξενο ωχρό χρώμα.—Ω, κυρία, είπε θλιμμένα, μη μιλάτε για τέτοια πράγματα. Κι εγώ που νόμιζα πως πηγαίνατε καλύτερα τώρα.—Όλοι θα φύγουμε αργά ή γρήγορα, είπε πρακτικά η κυρία Χάρτερ. Έμενα που με βλέπεις τα έχω τα χρονάκια μου. Είμαι πάνω από εβδομήντα. Έλα τώρα, πάψε να γίνεσαι ανόητη κι αν θέλεις τόσο πολύ να κλάψεις, τότε κάνε μου τη χάρη να πας να κλάψεις κάπου άλλου, με την ησυχία σου.Η Ελίζαμπεθ γύρισε και βγήκε, τραβώντας δυνατά τη μύτη της.Η κυρία Χάρτερ την κοίταζε που έκλεινε την πόρτα και το βλέμμα της έδειχνε όλη την συμπάθεια που έτρεφε για την Ελίζαμπεθ.—Ανόητη χαζούλα, συλλογίστηκε, μα έντιμη και πιστή. Αλήθεια, να θυμηθώ, πόσα της έχω αφήσει; Πενήντα λίρες ή εκατό; Εκατό έπρεπε να της αφήσω. Την έχω κοντά μου τόσα χρόνια.Αυτή η λεπτομέρεια την στενοχώρησε και την επομένη έγραψε ένα γράμμα στο δικηγόρο της, ρωτώντας τον αν μπορούσε να της στείλει τη διαθήκη της, για να της ρίξει μια τελευταία ματιά. Ήταν ακριβώς την ίδια μέρα που ο Τσαρλς την ξάφνιασε μ' αυτό που είπε στο τραπέζι.—Α, μια και το θυμήθηκα, θεία Μαίρη, είχε πει, ποιος είναι αυτός ο αστείος ανθρωπάκος που το πορτραίτο του βρίσκεται σ' εκείνο το κλειστό δωμάτιο; Επάνω απ' το τζάκι. Ο νεαρός με το καστόρινο και τις γελοίες φαβορίτες.Η κυρία Χάρτερ τον κοίταξε αυστηρά.—Αυτός που λες, Τσαρλς, είπε, είναι ο θείος σου ο Πάτρικ σε νεαρή ηλικία.—Ω, με συγχωρείς θεία Μαίρη, δεν ήξερα... Δεν έπρεπε να φανώ αγενής. Είμαι ασυγχώρητος...Η θεία του δέχθηκε τη συγνώμη του μ' ένα αξιοπρεπές κούνημα του κεφαλιού.—Αναρωτιόμουνα μόνο, ποιος θα μπορούσε να είναι... Καταλαβαίνετε, βέβαια, τι θέλω να πω...Σταμάτησε, αφήνοντας τη φράση του μισοτελειωμένη και την ανάγκασε να δείξει κάπως περισσότερο ενδιαφέρον.

Page 43: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Όχι, δεν καταλαβαίνω, είπε, σκύβοντας προς το μέρος του. Για πες μου λοιπόν τι θέλεις να πεις;—Μα, τίποτα περισσότερο, θεία Μαίρη... Δηλαδή τίποτα που να έχει νόημα.Η κυρία Χάρτερ αποφάσισε να μην επιμείνει πάνω σ' αυτό το θέμα, αλλά αργότερα, όταν έμειναν μόνοι τους, ξαναγύρισε στο ίδιο θέμα.—Θα ήθελα, Τσαρλς, να μου πεις τι σ' έκανε να με ρωτήσεις για το πορτραίτο του θείου σου.Ο νέος την κοίταξε αμήχανα.—Μα, σας εξήγησα, θεία Μαίρη. Δεν ήταν παρά μια ανόητη φαντασία μου, εντελώς γελοία και εξωφρενική.—Τσαρλς! είπε η κυρία Χάρτερ με επιβλητική φωνή. Επιμένω να μάθω.—Πολύ καλά τότε, αφού επιμένετε, είπε ο Τσαρλς αποφασιστικά. Φαντάστηκα πως είδα, αυτόν τον άνθρωπο, να κοιτάζει έξω απ' το γωνιακό παράθυρο, την ώρα που γύριζα σπίτι, χθες το βράδυ. Υποθέτω όμως πως θα ήταν αντικατοπτρισμός ή κάποιο παιχνίδι που σκάρωσε το φως. Αναρωτήθηκα ποιος στην ευχή να είναι αυτός: Το πρόσωπο του μου φάνηκε σα να ερχόταν απ' τη βικτοριανή περίοδο, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Ύστερα που ρώτησα την Ελίζαμπεθ σχετικά, μου είπε πως κανείς επισκέπτης δεν βρισκόταν στο σπίτι κι ούτε είχε έρθει κανείς όλο το απόγευμα. Αργότερα όμως το βράδυ πήγα στο δωμάτιο και πρόσεξα το πορτραίτο πάνω απ' το τζάκι. Ο άνθρωπος μου που 'χε ζωντανέψει. Υποθέτω ότι εξηγείται εύκολα. Υποσυνείδητο και τα παρόμοια. Φαντάζομαι πως υποσυνείδητα είχα προσέξει τη φωτογραφία, χωρίς να το ξέρω και αργότερα νόμισα πως είδα εκείνο το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι του παραθύρου.—Στο ακριανό παράθυρο; ρώτησε η κυρία Χάρτερ.—Ναι. Γιατί;. —Έτσι ρώτησα, είπε η κυρία Χάρτερ.Παρόλα αυτά όμως ταράχτηκε. Εκείνο το παράθυρο ήταν το παράθυρο του πεθαμένου συζύγου της.Εκείνο το ίδιο βράδυ, ενώ ο Τσαρλς έλλειπε και πάλι, η κυρία Χάρτερ κάθισε στη θέση της κι άνοιξε το ραδιόφωνο, περιμένοντας με πυρετική ανυπομονησία. Εάν το «φαινόμενο» επαναλαμβανόταν και για τρίτη φορά και άκουγε πάλι τη μυστηριώδη φωνή, αυτό θα αποδείκνυε πως είχε έρθει σε επαφή με τον άλλο κόσμο!Αν και η καρδιά της, όσο περνούσε η ώρα, χτυπούσε και δυνατότερα, δεν της έκανε καθόλου εντύπωση όταν το ραδιόφωνο σώπασε και μετά από σύντομη διακοπή άκουσε τη φωνή του Πάτρικ με την έντονα Ιρλανδέζικη προφορά:«Μαίρη... πρέπει να είσαι έτοιμη τώρα... Την Παρασκευή θα έρθω να σε πάρω... Την Παρασκευή στις εννιά και μισή... Μη φοβάσαι... Δεν θα νοιώσεις πόνο... Ετοιμάσου...»Μετά, κόβοντας σχεδόν τα τελευταία λόγια, η μουσική ξεχύθηκε μέσα στο δωμάτιο, παράφωνη και με μεγάλη ένταση.Η κυρία Χάρτερ έμεινε ακίνητη για λίγο. Το πρόσωπο της είχε γίνει ωχρό και τα χείλη της μελανά και σφιγμένα.Απότομα σηκώθηκε και κάθισε μπροστά στο μικρό γραφείο της και με χέρι που έτρεμε έγραψε το παρακάτω σημείωμα:«Απόψε στις 9.15' άκουσα καθαρά τη φωνή του πεθαμένου συζύγου μου. Μου είπε πως θα 'ρθει να με πάρει την Παρασκευή στις 9.30'. Αν πεθάνω εκείνη τη μέρα και ώρα, θα ήθελα τα γεγονότα αυτά να γίνουν γνωστά, ώστε να αποδεικνύουν αναμφισβήτητα τη δυνατότητα επικοινωνίας με τον κόσμο των πνευμάτων.Μαίρη Χάρτερ»Η κυρία Χάρτερ διάβασε προσεκτικά τι είχε γράψει, μετά το έβαλε και το σφράγισε σ' ένα λευκό φάκελο κι έγραψε απ' έξω προσεκτικά τη διεύθυνση. Μετά σήμανε το κουδούνι και αμέσως σχεδόν παρουσιάσθηκε η Ελίζαμπεθ. Η κυρία Χάρτερ σηκώθηκε με κόπο απ' τη θέση της και της έδωσε το γράμμα που είχε γράψει.—Ελίζαμπεθ, είπε. Αν τύχει να πεθάνω την Παρασκευή το βράδυ, θα ήθελα να παραδώσεις στα χέρια του γιατρού Μέυνελ αυτό το γράμμα. Όχι, έκανε βλέποντας την υπηρέτρια της έτοιμη να διαμαρτυρηθεί, δεν θέλω αντιρρήσεις. Μην ξεχνάς πως εσύ η ίδια μου είχες πει πολλές φορές πως πιστεύεις στις προαισθήσεις. Και κάτι ακόμα. Στη διαθήκη μου σου αφήνω πενήντα λίρες, θα ήθελα να πάρεις εκατό. Αν δεν κατορθώσω να πάω εγώ η ίδια στην Τράπεζα προτού πεθάνω, θα φροντίσω να το τακτοποιήσει ο κ. Τσαρλς το ζήτημα.Όπως και προηγουμένως, η κυρία Χάρτερ έκοψε στη μέση τις δακρύβρεχτες διαμαρτυρίες της Ελίζαμπεθ.Την άλλη μέρα το πρωί, δεν λησμόνησε να μιλήσει για την απόφαση της αυτή στον ανιψιό της.—Σε παρακαλώ, Τσαρλς, να θυμηθείς, αν τύχει και μου συμβεί κάτι, πως επιθυμώ η Ελίζαμπεθ να πάρει επί πλέον πενήντα λίρες απ' αυτές που της έχω γράψει στη διαθήκη μου.Μα, τι είναι αυτά που λέτε; διαμαρτυρήθηκε ο Τσαρλς σα να την ψευτομάλωνε. Τι περιμένετε να σας συμβεί; Σύμφωνα με τα λόγια του γιατρού Μέυνελ, σε είκοσι τόσα χρόνια θα γιορτάζουμε την εκατοστή επέτειο των γενεθλίων σας!Η κυρία Χάρτερ χαμογέλασε καλόκαρδα, μα δεν είπε τίποτα. Μετά από λίγο, σα να την απασχολούσε κάτι άλλο ρώτησε:—Τι θα κάνεις, Τσαρλς, το βράδυ τις Παρασκευής;Ο Τσαρλς την κοίταξε λιγάκι έκπληκτος.

Page 44: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Είμαι καλεσμένος στους Γιούιν για μπριτζ, αλλά αν θέλετε μπορώ να μείνω μαζί σας...—Όχι, όχι, είπε η κυρία Χάρτερ αποφασιστικά. Ούτε λόγος. Εκείνη τη βραδιά, ειδικά εκείνη τη βραδιά, θέλω να την περάσω μόνη μου.Ο Τσαρλς την κοίταξε με περιέργεια, αλλά η κυρία Χάρτερ απέφυγε να του δώσει μιαν εξήγηση. Ήταν μια γυναίκα που δεν της έλλειπε το θάρρος και η αποφασιστικότητα. Ένοιωθε πως ότι ήταν να γίνει, έπρεπε να το αντιμετωπίσει στωικά μόνη της, ολομόναχη απέναντι στο μοιραίο.Το βράδυ της Παρασκευής βρήκε το σπίτι σιωπηλό. Η κυρία Χάρτερ καθόταν στην πολυθρόνα της κοντά στο τζάκι. Είχε τακτοποιήσει τα πάντα. Το πρωί είχε περάσει η ίδια απ' την Τράπεζα και είχε αποσύρει πενήντα λίρες. Όταν γύρισε τις έδωσε στην Ελίζαμπεθ παρά τις γοερές διαμαρτυρίες της. Είχε ξεχωρίσει και είχε τακτοποιήσει με μεγάλη μεθοδικότητα όλα της τα προσωπικά αντικείμενα και μερικά κοσμήματα της, που χάριζε σε φίλους ή σε συγγενείς· τα είχε βάλει μέσα σε φακέλους, γράφοντας απ' έξω τα ονόματα. Είχε επίσης αφήσει ένα μακρύ κατάλογο από οδηγίες, για τον Τσαρλς. Το σερβίτσιο Γουώρστερ, για το τσάι, το άφηνε στην ανιψιά της την Έμμα, τα βάζα των Σεβρών στον νεαρό Γουίλλιαμ, και ούτω καθεξής.Κοίταξε τώρα το μακρύ φάκελο που κρατούσε στα χέρια της και ανοίγοντας τον, έβγαλε από μέσα ένα καλοδιπλωμένο χαρτί. Ήταν η διαθήκη της, που της είχε στείλει ο κύριος Χώπκινσον, σύμφωνα με τις οδηγίες που του είχε δώσει. Την104Άγκαθα Κρίσηείχε διαβάσει προσεκτικά, αλλά τώρα της έριχνε μια τελευταία ματιά για να φρεσκάρει τη μνήμη της. Ήταν σύντομη και; περιεκτική. Κληροδότησις 50 λιρών στην Ελίζαμπεθ Μάρσαλ εις αμοκβήν των προσφερθεισών υπηρεσιών της. Δύο κληροδοτήσεις 500 λιρών έκαστη στην αδελφή της και στη πρώτη της εξαδέλφη και ολόκληρη την υπόλοιπη περιουσία της στον αγαπημένο της ανιψιό, τον Τσαρλς Ρίτζγουεη.Η κυρία Χάρτερ κούνησε πολλές φορές το κεφάλι της με ικανοποίηση. Ο Τσαρλς θα γινόταν πολύ πλούσιος, μόλις εκείνη έκλεινε τα μάτια της. Ε, ήταν πολύ καλό παιδί- το άξιζε. Πάντα καλός κι ευγενικός, με μια καλή κουβέντα για να την ευχαριστήσει; στο στόμα.Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. Ήθελε τρία λεπτά ακόμη για να γίνει και μισή. Ήταν λοιπόν έτοιμη. Κι ένοιωθε ήρεμη, πολύ ήρεμη. Αν και επαναλάμβανε αυτά τα λόγια στον εαυτό της, πολλές φορές, δε μπόρεσε να μη νοιώσει την καρδιά της να χτυπάει ακανόνιστα. Η ίδια δεν το συνειδητοποιούσε, αλλά τα νεύρα της ήσαν τεντωμένα σαν χορδές άρπας.Εννιά και μισή. Το ραδιόφωνο ήταν αναμμένο. Τι θα άκουγε άραγε; Μια γνώριμη φωνή να αναγγέλλει το μετεωρολογικό δελτίο, ή την απόμακρη φωνή του ανθρώπου που είχε πεθάνει εδώ και εικοσιπέντε χρόνια;Μα, δεν άκουσε τίποτ" απ' αυτά. Άκουσε όμως έναν άλλο ήχο, έναν ήχο που γνώριζε πολύ καλά, που όμως απόψε, την έκανε να νοιώσει σα να της είχε αρπάξει την καρδιά ένα παγωμένο χέρι. Κάποιος ψηλαφούσε την εξώπορτα...Ακούστηκε ξανά. Κι ύστερα ένας παγωμένος αέρας γέμισε το δωμάτιο. Η κυρία Χάρτερ δεν είχε πια καμιά αμφιβολία, για τις αισθήσεις της. Φοβόταν. Αυτό το συναίσθημα ήταν ακόμη πιο δυνατό απ' το φόβο... ήταν αληθινός τρόμος!Και ξαφνικά, της ήρθε μια σκέψη:Εικοσιπέντε χρόνια είναι πολύς καιρός! Ο Πάτρικ μου είναι πια ξένος!Ο τρόμος την είχε καταλάβει... Ένα μαλακό, ανάλαφρο βήμα έξω απ' την πόρτα. Μετά η πόρτα άνοιξε σιωπηλά...Η κυρία Χάρτερ ταλαντεύτηκε μια εδώ και μια εκεί, καθώς προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της, κοιτάζοντας την πόρτα που όλο και άνοιγε πιο πολύ. Κάτι γλίστρησε απ' το χέρι της κι έπεσε μέσ' τη φωτιά!Μια πνιχτή κραυγή σβήστηκε μες στο λαιμό της. Στο αμυδρό φως που ίσκιωνε πάνω απ' το φύλλο της μεγάλης, βαριάς πόρτας, ξεχώριζε αρκετά καθαρά μια γνωστή φιγούρα, με καστανά γένια και μακριές γυριστές φαβορίτες, φορώντας ένα παλιομοδίτικο βικτοριανό πανωφόρι.Ο Πάτρικ είχε έρθει να την πάρει!Η καρδιά της έκανε ένα τρομαγμένο χτύπο και μετά σταμάτησε. Γλίστρησε στο πάτωμα, ένας σάρκινος σωρός χωρίς ζωή.

···Μια ώρα αργότερα, η Ελίζαμπεθ, την εύρισκε στην ίδια θέση!Κάλεσε πρώτα το γιατρό Μέυνελ και αμέσως μετά τηλεφώνησε στον Τσαρλς. Όμως, τίποτε δε μπορούσε πια να γίνει. Η κυρία Χάρτερ δεν χρειαζόταν πια καμιά ανθρώπινη βοήθεια.

Page 45: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

Πέρασαν δυο μέρες για να θυμηθεί η Ελίζαμπεθ το σημείωμα που της είχε αφήσει η κυρία της, για τον γιατρό Μέυνελ.Ο γιατρός αφού το διάβασε με μεγάλο ενδιαφέρον το έδωσε στον Τσαρλς Ρίτζγουεη.—Μια πολύ περίεργη περίπτωση, είπε. Φαίνεται καθαρά πως η θεία σας είχε παραισθήσεις, όσον αφορά τη φωνή του πεθαμένου συζύγου της. Θα πρέπει να έθεσε τον εαυτό της κάτω από τόση πίεση που απέβη μοιραία και όταν έφθασε η στιγμή, το χτύπημα την Θανάτωσε!•—Αυθυποβολή, λοιπόν; ρώτησε ο Τσαρλς.—Κάτι τέτοιο. Θα σας γνωστοποιήσω τα αποτελέσματα της αυτοψίας, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, αν και δεν έχω αμφιβολία για τα αίτια του θανάτου. Επιβάλλεται στην περίπτωση μας να γίνει αυτοψία, αν και είναι απλώς ζήτημα τΰπών.Ο Τσαρλς κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση.Την προηγουμένη νύχτα, την ώρα που όλοι στο σπίτι κοιμόντουσαν, είχε βγάλει κάποιο σύρμα απ' το πίσω μέρος του ραδιοφώνου, που συνδεόταν με το επάνω πάτωμα όπου ήταν το δωμάτιο του. Κι από νωρίς, επειδή η βραδιά ήταν κρύα, είχε ζητήσει απ' την Ελίζαμπεθ να του ανάψει φωτιά, στην κρεβατοκάμαρα του, όπου έκαψε μια καστανή γενειάδα και κάτι μακριές, γυριστές φαβορίτες. Ύστερα, επέστρεψε τα ρούχα που άνηκαν στο θείο του, σε κάποιο μπαούλο που μύριζε καμφορά, στη σοφίτα.Απ' την εξέλιξη που είχαν πάρει τα πράγματα, θεωρούσε τον εαυτό του ασφαλή. Το σχέδιο του, που το είχε καταστρώσει την στιγμή που μάθαινε απ' το γιατρό Μέυνελ, πως η θεία του θα μπορούσε να ζήσει για πολλά χρόνια ακόμη, είχε επιτύχει. «Κάποια ζωηρή συγκίνηση», είχε πει ο γιατρός. Ο Τσαρλς, αυτός ο υπέροχος νέος, που ξετρελαινόταν με τη συντροφιά της ηλικιωμένης θείας του, χαμογέλασε ικανοποιημένος.Όταν ο γιατρός μάζεψε το βαλιτσάκι του κι έφυγε, ο Τσαρλς συνέχισε μηχανικά τα καθήκοντα του. Έπρεπε να τακτοποιήσει τις λεπτομέρειες της κηδείας. Διάφοροι συγγενείς που ερχόντουσαν από μάκρυνες περιοχές και οι φίλοι της θείας Μαίρης, έπρεπε να τύχουν της δεούσης περιποιήσεως. Ίσως κάποιοι απ' αυτούς να ήθελαν να παραμείνουν το βράδυ στο σπίτι. Ο Τσαρλς τα φρόντισε όλα αυτά με μεθοδικότητα και αποτελεσματικότητα, αναλογιζόμενος την επιτυχία του.Μια πρώτης τάξεως δουλειά! Αυτή ήταν η επωδός. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει σε πόσο δυσάρεστη κατάσταση είχε βρεθεί ο Τσαρλς. Και πιο ανίδεη απ' όλους υπήρξε η θεία του. Οι δραστηριότητες του, που τόσο μεγάλη προσπάθεια κατέβαλε για να τις διατηρεί κρυφές, τον είχαν φέρει στο κατώφλι της φυλακής.Η καταστροφή τον είχε κοιτάξει καταπρόσωπο. Ο μόνος τρόπος να γλιτώσει, θα ήταν η εξόφληση των γιγάντιων χρεών του, σε λίγους μόνο μήνες. Ευτυχώς τα πάντα κανονίζονταν τώρα. Ο Τσαρλς χαμογέλασε ευτυχισμένος. Χάρη σ' ένα ανώδυνο... αστειάκι, είχε τώρα καταφέρει να σωθεί. Ήταν πλέον πολύ πλούσιος. Δεν έτρεφε καμιά ανησυχία, γιατί η θεία Μαίρη, η καλή θεία Μαίρη, δεν είχε κρύψει τις προθέσεις της, να του κληροδοτήσει ολόκληρη την περιουσία της.Ενώ, εξακολουθούσε να είναι βυθισμένος σε σκέψεις και υπολογισμούς, η Ελίζαμπεθ έβαλε το κεφάλι της απ' την πόρτα και τον πληροφόρησε πως είχε έρθει ο κύριος Χώπκινσον και ζητούσε να τον δει.Πάνω στην ώρα, σκέφθηκε ο Τσαρλς. Πνίγοντας την επιθυμία του να σφυρίξει εύθυμα, έδωσε στο πρόσωπο του την πρέπουσα έκφραση, - συνισταμένη λύπης και καρτερικότητας - και κατευθύνθηκε στη βιβλιοθήκη.Εκεί χαιρέτησε τον ηλικιωμένο κύριο, που, για περισσότερο από ένα τέταρτο αιώνος, ήταν ο νομικός σύμβουλος της κυρίας Χάρτερ.Ο δικηγόρος, δέχθηκε την ευγενική προτροπή του Τσαρλς να καθίσει και μ' ένα μικρό, επαγγελματικό, βηχαλάκι, μπήκε αμέσως στον λόγο της επισκέψεως του.—Δεν κατάλαβα το πνεύμα του γράμματος σας, κύριε Ρίτζγουεη, είπε. Απ' ότι συμπεραίνω, έχετε την εντύπωση ότι η διαθήκη της κυρίας Χάρτερ βρίσκεται στα χέρια μας;Ο Τσαρλς τον κοίταξε.—Μα, ασφαλώς. Άκουσα τη θεία μου να το λέει.—Ω, ακριβώς, έχετε δίκιο. Η διαθήκη ήταν στην κατοχήμας.—Ήταν;—Μάλιστα. Η κυρία Χάρτερ μας έγραψε, ρωτώντας αν θα μπορούσαμε να της την στείλουμε την περασμένη Τρίτη.Μια ανησυχία τρύπωσε στην καρδιά του Τσαρλς. Ένοιωσε ένα δυσάρεστο προαίσθημα.—Αναμφιβόλως, θα βρεθεί μέσα στα χαρτιά της, είπε ο δικηγόρος μειλίχια.Ο Τσαρλς δεν μίλησε. Φοβόταν να ανοίξει το στόμα του. Είχε ψάξει τα χαρτιά της θείας του, με κάθε προσοχή, για να είναι σίγουρος πως η διαθήκη δεν υπήρχε ανάμεσα τους. Σε ένα-δυο λεπτά, όταν κατόρθωσε να ανακτήσει την ψυχραιμία του, το ανέφερε στο δικηγόρο· η φωνή του, αντήχησε στα ίδια του τ' αυτιά σαν ψεύτικη, σαν ξένη και ένοιωσε ένα παγωμένο φρικίασμα κατά μήκος της σπονδυλικής του στήλης.—Μήπως κανείς σκάλισε τα χαρτιά της; ρώτησε ο δικηγόρος.Ο Τσαρλς απάντησε τότε πως η Ελίζαμπεθ, τα είχε τακτοποιήσει. Ο κύριος Χώπκινσον πρότεινε να την καλέσουν. Η Ελίζαμπεθ παρουσιάσθηκε αμέσως μουτρωμένη και σοβαρή και απάντησε στις ερωτήσεις τους με ακρίβεια.

Page 46: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

Είχε τακτοποιήσει τα ρούχα και τα προσωπικά αντικείμενα της κυρίας της. Ήταν βεβαία πως δεν είχε βρει κανένα νομικό έγγραφο ή διαθήκη πουθενά. Ήξερε πολύ καλά για την ύτταρξη της διαθήκη. Η καημένη η κυρία της τη" κρατούσε την ίδια μέρα του θανάτου της! f—Είσαι βεβαία γι' αυτό; τη ρώτησε ο δικηγόρος. ι—Μάλιστα, κύριε. Έτσι μου είπε. Και μου έδωσβ μάλιστα πενήντα λίρες. Η διαθήκη βρισκόταν μέσα σε ένα μακρύ, μπλε φάκελο;—Ακριβώς, είπε ο κύριος Χώπκινσον.—Τώρα που το συλλογίζομαι, συνέχισε η Ελίζαμπεθ, εκείνος ο φάκελος βρισκόταν το επόμενο πρωί πάνω στ« τραπέζι, αλλά άδειος. Δεν είχε τίποτα μέσα. Τον ακούμπησ στο γραφείο.—Θυμάμαι πως τον είδα εκεί, είπε ο Τσαρλς.Σηκώθηκε και προχώρησε προς το γραφείο. Σε λίγ ξαναγύρισε κρατώντας έναν φάκελο που τον παρέδωσε στσ, κύριο Χώπκινσον. Αυτός τον εξέτασε και κούνησε το κεφάλί

του. ί—Μάλιστα, έκανε. Αυτός είναι ο φάκελος μέσα στογ όποιο έβαλα τη διαθήκη, την περασμένη Τρίτη.Κι οι δυο στράφηκαν απότομα και κοίταξαν αυστηρά τηνϊ' Ελίζαμπεθ.—Με θέλετε τίποτα άλλο, κύριε; ρώτησε αυτή μ σεβασμό.—Προς το παρόν όχι. Ευχαριστώ.Η υπηρέτρια προχώρησε προς την πόρτα.—Μια στιγμή, έκανε ο δικηγόρος. Μήπως υπήρχε φωτι στο τζάκι εκείνο το απόγευμα;—Μάλιστα, κύριε. Το τζάκι ανάβει συνεχώς τέτοι εποχή.—Σ' ευχαριστώ. Πήγαινε τώρα.Η Ελίζαμπεθ βγήκε. Ο Τσαρλς έσκυψε μπροστά" ακουμπώντας στο τραπέζι το χέρι του, που έτρεμε.—Τι σκέπτεστε; ρώτησε. Τι σας περνάει απ' το μυαλό;Ο κύριος Χώπκινσον κούνησε το κεφάλι του.—Ας ελπίσουμε, είπε, πως η διαθήκη θα βρεθεί. Tiatf αλλιώς... ■{—Αλλιώς; ρώτησε ο Τσαρλς ξεψυχισμένα. >—Φοβούμαι πως μόνο ένα πράγμα μπορεί να σημαίνε η απώλεια της. Ότι η θεία σας, τη ζήτησε από το γραφείο μα με σκοπό να την καταστρέψει. Και μη θέλοντας να αδικήσ την Ελίζαμπεθ, απέσυρε μόνη της τα χρήματα και της τ έδωσε.—Μα γιατί; φώναξε ο Τσαρλς άγρια. Γιατί να το κάνειαυτό;Ο κύριος Χώττκινσον έβηξε. Ένα ξερό βηχαλάκι. —Δεν είχατε, κάποια... ας πούμε, μικροδιαφωνία με την θεία σας, κύριε Ρίτζγουεη; μουρμούρισε. Ο Τσαρλς αναστέναξε.—Όχι, καθόλου, φώναξε με θέρμη αυτός. Είμαστε διαρκώς, μέχρι την τελευταία της στιγμή, αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον.—Α! έκανε ο κύριος Χώπκινς, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει.Ο Τσαρλς ένοιωσε ένα σοκ, όταν συνειδητοποίησε ότι ο δικηγόρος δεν τον πίστευε. Ποιος μπορούσε να ξέρει τι είχε ακούσει αυτό το χούφταλο; Ίσως να είχαν φτάσει στα αυτιά του διάφορες φήμες εις βάρος του Τσαρλς. Ποιος απέκλειε σε μια τέτοια περίπτωση το ενδεχόμενο να υπέθετε ότι οι ίδιες αυτές φήμες και διαδόσεις είχαν φθάσει στα αυτιά και της ίδιας της κυρίας Χάρτερ, που τώρα θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι θεία και ανιψιός, δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά και πως μπορεί να φιλονικούσαν;Αλλά δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ο Τσαρλς ήξερε πως τον περίμεναν πικρές στιγμές. Όσο καιρό έλεγε ψέματα και υποκρινόταν, τον πίστευαν όλοι. Τώρα που έλεγε την αλήθεια, κανείς δεν έδειχνε να τον πιστεύει. Τι ειρωνεία της τύχης!Φυσικά η θεία του ποτέ της δεν θα είχε διανοηθεί να κάψει τη διαθήκη της. Βέβαια...Οι σκέψεις του ξαφνικά σταμάτησαν επάνω σ' αυτό το «βέβαια». Τι ήταν αυτή η εικόνα που ορθωνόταν μπροστά στα μάτια του; Μια ηλικιωμένη γυναίκα, με το ένα χέρι της στην καρδιά... κάτι να πέφτει... ένα χαρτί... να κάθεται πάνω στα αναμμένα κάρβουνα, στο τζάκι!Το πρόσωπο του Τσαρλς έμοιαζε να μην έχει καθόλου αίμα. Άκουσε μια βραχνή, ξεσκισμένη φωνή - τη φωνή του -να ρωτάει:—Κι αν δεν βρεθεί η διαθήκη;—Υπάρχει μια προηγούμενη διαθήκη της κυρίας Χάρτερ. Έχει ημερομηνία Σεπτεμβρίου 1920. Σύμφωνα μ' αυτήν η κυρία Χάρτερ αφήνει όλη την περιουσία της στην ανιψιά της, Μύριαμ Χάρτερ, που σήμερα λέγεται Μύριαμ Ρόμπινσον.110

Page 47: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

Άγκαθα ΚρίσηΤι έλεγε αυτός ο γέρο-βλάκας; Η Μύριαμ με εκείνον το" αλλόκοτο σύζυγο και με τα τέσσερα μυξιάρικα; Όλη το λοιπόν η εξυπνάδα δεν είχε εξυπηρετήσει παρά τη Μύριαμ!Το τηλέφωνο άρχισε να κουδουνίζει πλάι του. Σήκωσ το ακουστικό. Ήταν ο γιατρός Μέυνελ.—Κύριε Ρίτζγουεη, εσείς; Σκέφθηκα πως θα θέλατε νά' το μάθετε. Μόλις τελείωσε η νεκροψία. Έχω το πόρισμα,; Αιτία του θανάτου, ότι είχα αποφανθεί. Η καρδιά! Μόνο, που όπως δείχνουν τα πράγματα, η κατάσταση της ήταν πολ σοβαρότερη απ' όσο είχα υποψιασθεί, όταν την είχα εξετάσει^ Με την μεγαλύτερη προσοχή, δεν θα ζούσε περισσότερο απ'1; ένα-δυο μήνες. Σκέφθηκα πως θα θέλατε να το μάθετε. Αυτό; μπορεί να σας παρηγορήσει κάπως...—Με συγχωρείτε, είπε ο Τσαρλς, θα μπορούσατε να r επαναλάβετε; *—Σας έλεγα, πως δεν θα ζούσε περισσότερο από δυο, μήνες, είπε ο γιατρός με φωνή κάπως δυνατότερη. Ήταν το| καλύτερο που μπορούσε να συμβεί, καταλαβαίνετε, φίλε* μου...Αλλά ο Τσαρλς είχε κρεμάσει το ακουστικό, χτυπώντα το με δύναμη στη συσκευή. Ένοιωθε τη φωνή του δικηγόρο να μιλάει από κάπου, πολύ μακριά.—Τι έχετε, κύριε Ρίτζγουεη; είστε άρρωστος; |Στο διάβολο, όλοι τους! Ο ξιπασμένος ο δικηγόρος, 0 κομπογιαννίτης ο Μέυνελ. Δεν υπήρχε καμιά ελπίδα μπροστά του. Μόνο η σκιά των τοίχων της φυλακής...Ένοιωσε πως κάποιος είχε παίξει μαζί του. Είχε παίξε| μαζί του, όπως η γάτα με το ποντίκι.Κάποιος, αυτή τη στιγμή, τώρα, γελούσε...

ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΠΕΝΤΑΓΩΝΟΣκέπτομαι συχνά, πως μια απ' τις πιο συγκλονιστικές και δραματικές περιπέτειες που μοιράσθηκα με τον Πουαρό, ήταν εκείνη η παράξενη υπόθεση μιας σειράς περιέργων θανάτων, που ακολούθησαν την ανακάλυψη και το άνοιγμα του τάφου, του βασιλιά Μεν-Χερ-Ρα.Η ανακάλυψη του τάφου του Τουτανγχαμών, έγινε σχεδόν τυχαία, απ' τον λόρδο Κάρναρβον, τον σερ Τζων Γουίλλαρντ και τον κύριο Μπλάιμπνερ απ' τη Νέα Υόρκη, που είχαν ενεργήσει ανασκαφές έξω απ' το Κάιρο, στην περιοχή της πυραμίδας της Γκίζας και έφερε στην επιφάνεια μια ολόκληρη σειρά από νεκρικούς θαλάμους.Το ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε την εποχή εκείνη, σχετικά με τις ανακαλύψεις αυτές, ήταν πολύ μεγάλο, γιατί ο βασιλιάς Μεν-Χερ-Ρα, ανήκε στους σκοτεινούς εκείνους βασιλείς της ογδόης δυναστείας, την εποχή που η αυτοκρατορία είχε αρχίσει να παρακμάζει. Μέχρι τότε πολύ λίγα πράγματα ήταν γνωστά γύρω απ' αυτή την περίοδο και οι ανακαλύψεις τους δημοσιεύονταν αναλυτικά στις εφημερίδες.Αλλά, ένα περιστατικό που συνέβη, λίγο καιρό αργότερα, αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον και την περιέργεια του κόσμου, στον μεγαλύτερο βαθμό. Ένα απ' τα τρία μέλη, της αρχαιολογικής αποστολής, ο σερ Τζων Γουίλλιαρντ, πέθανε ξαφνικά από συγκοπή.Οι εφημερίδες τότε βρήκαν ευκαιρία να ξαναζωντανέψουν όλες τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, σχετικά με την κακοτυχία που εύρισκε, όλους εκείνους που ανακάλυπταν Αιγυπτιακούς θησαυρούς. Η κακότυχη μούμια, που βρίσκεται στο Βρετανικό μουσείο, αυτό το αρχαίο φέρετρο από ξύλο καστανιάς, ξαναήρθε στην επιφάνεια με ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον,, παρά τις διαψεύσεις των αρχαιολόγων του Μουσείου. Οπωσδήποτε, όμως, αυτό κέντριζε και συγχρόνως ικανοποιούσε την δίψα του κοινού, που με απληστία ρουφάει ότι εντυπωσιακό του σερβίρει τύπος.Δεκαπέντε μέρες αργότερα είχε την ίδια τύχη και τ δεύτερο μέλος της αρχαιολογικής αποστολής. Ο κ Μπλάιμπνερ πέθανε από οξεία δηλητηρίαση του αίματος κ μετά από λίγες μέρες, αυτοκτονούσε στην Νέα Υόρκη ένα' ανιψιός του. «Η κατάρα του Μεν-Χερ-Ρα», έγινε αμέσως τ θέμα της ημέρας και η μαγική δύναμη της αρχαίας Αιγύπτο' ανυψώθηκε με φετιχισμό.Τότε ακριβώς ο Πουαρό έλαβε ένα σύντομο σημείωμ απ' τη λαίδη Γουίλλαρντ, χήρα του πεθαμένου αρχαιολόγου που του ζητούσε να την επισκεφθεί στο σπίτι της, στη1 πλατεία Κένσιγκτον. Φυσικά, πήγα κι εγώ μαζί του.Η λαίδη ήταν μια ψηλή, λεπτή γυναίκα, ντυμένη στ μαύρα. Το χλωμό, αδύνατο πρόσωπο της, αποτελούσε μι ευάλωτη μαρτυρία για το πρόσφατο πένθος της.—Πολύ ευγενικό από μέρους σας, να έρθετε τόσ γρήγορα, κ. Πουαρό, είπε στο φίλο μου με ευγνωμοσύνη. Πουαρό υποκλίθηκε ελαφρά.—Το γεγονός ότι με καλέσατε, αποτελεί για μένα μεγάλ τιμή. Θα θέλατε ίσως να με συμβουλευθείτε;—Είσαστε, κύριε Πουαρό, ένας ντετέκτιβ, όπως έχ μάθει, άλλα δεν χρειάζομαι απλώς τη βοήθεια ενός ντετέκτιβ Σας κάλεσα γιατί είσαστε ένας διορατικός, έξυπνο άνθρωπος, που διαθέτει ισχυρή φαντασία και μεγάλη πείρ; απ' τον κόσμο. Πέστε μου, κ. Πουαρό, ποια είναι η γνώμ σας, σχετικά με το υπερφυσικό;Ο Πουαρό δίστασε για μια-δυο στιγμές, πριν δώσει τη απάντηση. Η μικρή κάθετη φλεβίτσα στο μέτωπο του, έδειχνί πως σκεπτόταν. Τελικά, είπε: ]—Δεν θα ήθελα, κυρία μου, να υπάρξει καμι παρανόηση μεταξύ μας. Κατ' αρχήν, η ερώτηση σας δεν είν' απροσδιόριστη, αλλά περιέχει ένα προσωπικό βίωμ Αναμφισβήτητα αναφέρεσθε στον θάνατο του συζύγου σα Έχω δίκιο;—Μάλιστα, κ. Πουαρό, έτσι είναι. ( —Και θέλετε από μένα να ερευνήσω και να εξακριβώσ τις συνθήκες κάτω απ' τις οποίες πέθανε ο σύζυγος σας ;

Page 48: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Θέλω, κ. Πουαρό, να εξακριβώσετε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο μύθευμα και στο γεγονό Συγκεκριμένα, να εξακριβώσετε τι απ' όσα γράφουνεφημερίδες είναι φαντασιοττληξίες και τι αναμφισβήτητα γεγονότα. Τρεις θάνατοι, κ. Πουαρό, σε πρόσωπα που σχετίζονται μεταξύ τους και μάλιστα μέσα σ' ένα μήνα, απ' τη στιγμή που ανοίχθηκε ο τάφος, είναι μια υπερβολικά παράδοξη σύμπτωση, δεν βρίσκετε; Αν συμβαίνει να είναι μόνο μια λαϊκή πρόληψη ή η εκδικητική μανία των Φαραώ, που κατά κάποιο τρόπο την δέχεται η σύγχρονη επιστήμη, δεν νομίζω, έτσι ή αλλιώς, πως αλλάζει σε τίποτα η κατάσταση. Γεγονός παραμένει πάντως, πως τρεις άνθρωποι, βρήκαν τον θάνατο! Φοβάμαι, κ. Πουαρό, φοβάμαι πως ο κύκλος δεν έκλεισε!—Για ποιον φοβάσθε, κυρία μου;—Για τον γιο μου. Όταν πληροφορήθηκα το θάνατο του συζύγου μου, αρρώστησα. Ο γιος μου τότε, που μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του στην Οξφόρδη και είχε επιστρέψει στο σπίτι, έφυγε αμέσως για την Αίγυπτο, για να φέρει το πτώμα του πατέρα του και να το θάψει στον οικογενειακό μας τάφο. Μα, δεν έμεινε μετά την κηδεία. Έφυγε ξανά, παρά τις παρακλήσεις μου, γι' αυτή τη χώρα, που μας επεφύλαξε μια τόσο μεγάλη συμφορά. Είναι τόσο ξετρελαμένος με την αρχαιολογία, ώστε δεν σκέπτεται τίποτε άλλο, παρά μόνο να διαδεχθεί τον πατέρα του στην επιστήμη του. Είναι διατεθειμένος να συνεχίσει τις ανασκαφές και να φέρει σε πέρας το έργο του πατέρα του. Ίσως σκεφθείτε πως είμαι μια ανόητη, προληπτική γυναικούλα, αλλά, κ. Πουαρό, φοβάμαι. Αν υποθέσουμε πως η εκδικητική μανία των Φαραώ, δεν ικανοποιήθηκε ακόμα... Ξέρω πως σας φαίνονται κουταμάρες αυτά που λέω...—Όχι! καθόλου, είπε ο Πουαρό ήσυχα. Πιστεύω, βλέπετε πιστεύω κι εγώ στο υπερφυσικό, σε μια απ' τις μεγαλύτερες δυνάμεις που κατευθύνουν το Σύμπαν!Τον κοίταξα, μην πιστεύοντας στ' αυτιά μου. Ποτέ δε με είχε κάνει, να πιστέψω πως ήταν προληπτικός. Αλλά ο ανθρωπάκος αυτός, με το μακρουλό κεφάλι που θύμιζε αυγό σε μεγέθυνση, μιλούσε πολύ σοβαρά τη στιγμή εκείνη.—Και τι ακριβώς θέλετε από μένα; Να προστατεύσω το γιο σας; Εν τοιαύτη περιπτώσει, θα κάνω ότι είναι δυνατόν για να μην διατρέξει τον παραμικρό κίνδυνο...—Ναι, ναι, σας πιστεύω, είπε η λαίδη αλλά τι μπορείτε να κάνετε... με ποιο τρόπο θα τον προστατεύσετε απ' το υπερφυσικό;—Αν διαβάσετε, κυρία μου, τα διάφορα συγγράμματα που πραγματεύονται τη Μαύρη Μαγεία, θα βρείτε πολλά ξόρκια για να την καταπολεμήσετε. Εκτός αν οι μούμιες και τα ξωτικά, γνωρίζουν περισσότερα από εμάς, τους σημερινούς ανθρώπους κι απ' την φανφαρόνικη επιστήμη μας. Και τώρα ας στραφούμε στα γεγονότα, που θα με βοηθήσουν στην αποστολή μου. Ο σύζυγος σας ασχολείται με την αιγυπτιολογία εδώ και πολλά χρόνια. Έτσι δεν είναι;—Ανέκαθεν. Από μικρό παιδί, μελετούσε Αρχαιολογία. Ήταν αυθεντία στα ζητήματα που αφορούν την Αίγυπτο και τον αρχαίο της πολιτισμό.—Αλλά, όπως έμαθα, ο κύριος Μπλάιμπνερ, δεν ήταν επαγγελματίας αρχαιολόγος, αληθεύει αυτό;—Μάλιστα, κ. Πουαρό. Ο κ. Μπλάιμπνερ ήταν ένας βαθύπλουτος Αμερικάνος, που καταπιανόταν με όποια δουλειά μπορούσε να κεντρίσει τη φαντασία του. Ο σύζυγος μου ήταν εκείνος που τον μύησε στην αρχαιολογία και ο κ. Μπλάιμπνερ δεν δίστασε να χρηματοδοτήσει την αποστολή.—Και για τον ανεψιό; Τι γνωρίζετε, για τα γούστα του; Ήταν κι αυτός μαζί τους;—Δε νομίζω. Για να είμαι ειλικρινής, αγνοούσα και την ύπαρξη του ακόμα, μέχρι που διάβασα στις εφημερίδες για το θάνατο του. Έχω την εντύπωση πάντως πως θείος κι ανιψιός δεν είχαν μεταξύ τους ιδιαίτερες σχέσεις. Βλέπετε, ο κ. Μπλάιμπνερ, δεν αναφερόταν ποτέ στους συγγενείς του.—-Ποιοι άλλοι συμμετείχαν στην αποστολή;—Ο δόκτωρ Τόσγουιλ, υπάλληλος του Βρετανικού Μουσείου, ο κ. Σνάιντερ του Μουσείου Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, ένας νεαρός Αμερικανός γραμματέας, ο δόκτωρ Έημς, γιατρός της αποστολής και ο Χασσάν, ο πιστός ντόπιος υπηρέτης του συζύγου μου.-—Θυμάστε μήπως το όνομα του Αμερικανού γραμματέα;—Νομίζω, πως λέγεται, Χάρπερ, αλλά δεν είμαι και, βέβαιη. Έχω την εντύπωση, πως ο κ. Μπλάιμπνερ δεν τον είχε πολύ καιρό στην υπηρεσία του. Είναι ένας εμφανίσιμος, κι ευχάριστος νεαρός με ευγενικούς τρόπους,—Ευχαριστώ, είπε ο Πουαρό, που τα είχε καταγράψει όλα στο μυαλό του.—Αν θέλετε να μάθετε τίποτε άλλο...—Προς το παρόν τίποτα. Απ' αυτή τη στιγμή, λαίδη*Γουίλλαρντ, αναλαμβάνω την υπόθεση και να είσθε βεβαία, πως θα κάνω ότι είναι ανθρωπίνως δυνατόν για να προστατεύσω το γιο σας.Τα λόγια αυτά βέβαια δεν θα μπορούσαν να αποκοιμίσουν τους φόβους της λαίδης Γουίλλαρντ, γιατί παρατήρησα πως μόρφασε αυθόρμητα, καθώς τα ξεστόμιζε ο φίλος μου. Αλλά συγχρόνως, το γεγονός πως ο Πουαρό δεν είχε προσπαθήσει να υποτιμήσει την ανησυχία της, ρίχνοντας της στάχτη στα μάτια, την ανακούφιζε κάπως.Εγώ ο ίδιος πάλι, δεν μπορούσα να τό χωνέψω, πως ήταν δυνατό ό Πουαρό να πιστεύει στο υπερφυσικό και στις μεταφυσικές δυνάμεις, και να μην έχω ποτέ μου καταλάβει τίποτα. Έφερα με τρόπο τη συζήτηση σ' αυτό Το θέμα, καθώς γυρίζαμε σπίτι.—Ασφαλώς, Χάστιγκς και πιστεύω σ' αυτά τα πράγματα, μου είπε με σκυθρωπό ύφος. Δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάς τις υπερφυσικές δυνάμεις.—Και τι σκοπεύεις να κάνουμε τώρα;

Page 49: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Πάντα πρακτικός, ε; έκανε ο Πουαρό γελώντας. Τώρα, φίλε μου, Χάστιγκς, θα τηλεγραφήσουμε στη Νέα Υόρκη, ζητώντας λεπτομέρειες για το θάνατο του νεαρού Μπλάιμπνερ.Η απάντηση δεν άργησε να έρθει. Ήταν μια ττλήρης έκθεση, που 6 Πουαρό τη διάβασε με μεγάλη προσοχή. Ο Ρούπερτ Μπλάιμπνερ βρισκόταν τα τελευταία χρόνια σε άσχημη οικονομική κατάσταση. Αναγκάσθηκε να μπαρκάρει με σκοπό να εξοφλήσει τα χρέη του και για μερικά χρόνια έμεινε σε διάφορα νησιά των Νοτίων θαλασσών, όπου εξάσκησε το επάγγελμα του παραγγελιοδόχου και του ρακοσυλλέκτη, αλλά τελικά, πριν από δυο χρόνια περίπου, είχε ξαναγυρίσει στη Νέα Υόρκη, όπου η οικονομική του κατάσταση ήταν τώρα πολύ χειρότερη. Η πιο σημαντική λεπτομέρεια στην αναφορά έλεγε ότι είχε κατορθώσει να δανειστεί το χρηματικό ποσό που απαοαύνταν για να πάει στην Αίγυπτο. «Έχω ένα πολύ καλό φίλο, εκεί, είπε, απ' τον όποιον μπορώ να δανεισθώ». Αλλά το σχέδιο του απέτυχε και ο ίδιος ξαναγύρισε στη Νέα Υόρκη, βλαστημώνταζ ίο γερο-φιλάργορο θείο του, που ενδιαφερόταν περισσότερο για τα κόκαλα των νεκρών βασιλιάδων, απ' τη σάρκα και το αίμα του ζωντανού ανεψιού του. Στο διάστημα που είχε μείνει στην Αίγυπτο, πέθανε ο σερ Τζων Γουίλλαρντ. Ο Ροΰπερτ ξαναγυρίζοντας στη Νέα Υόρκη, είχε βυθιστεί πια μέχρι το λαιμό στα χρέη και ξαφνικά, αφήνοντας πίσω του ένα ακατανόητο γράμμα, είχε τινάξει τα μυαλά του στον αέρα. Φαίνεται πως το είχε γράψει μέσα σε μια κρίση συνειδήσεως. Στο γράμμα αναφερόταν στον εαυτό του σα να ήταν λεπρός και απόβλητος και κατέληγε δηλώνοντας πως τέτοιος που ήταν του άξιζε μόνο ο θάνατος!Μια σκέψη, μου πέρασε ξαφνικά απ' το μυαλό. Ποτέ μου, βλέπετε, δεν είχα πιστέψει στην εκδίκηση της μούμιας. Το έγκλημα, πίστευα, το είχε διαπράξει κάποιος σύγχρονος, και όχι κάποιος εκδικητικός βασιλιάς, που είχε ζήσει πριν από χιλιάδες χρόνια. Έκανα την υπόθεση πως ο νεαρός ίσως είχε αποφασίσει να βγάλει απ' τη μέση το θείο του και προτίμησε να χρησιμοποιήσει κάποιο δηλητήριο. Από λάθος του, όμως, το δηλητήριο το ήπιε ο σερ Τζων Γουίλλιαρντ. Ο νεαρός τότε, κυνηγημένος απ' το ίδιο του το έγκλημα, ξαναγυρίζει τρομοκρατημένος στην Νέα Υόρκη. Εκεί μαθαίνει το θάνατο του θείου του και βλέποντας πως το έγκλημα που είχε σχεδιάσει δεν του είχε χρησιμεύσει σε τίποτα και κυνηγημένος απ' τις Ερινύες, τερματίζει τη ζωή του.Δε δίστασα να πω τη θεωρία μου στον Πουαρό. Με άκουσε με μεγάλη προσοχή.—Υπάρχει μεγάλη αληθοφάνεια σ' αυτό που σκέφθηκες, μου είπε. Αναγνωρίζω πως είσαι ευφάνταστος κι ευφυέστατος. Δεν αποκλείεται βέβαια να έγιναν έτσι τα πράγματα, αλλά δεν έλαβες υπόψη σου την ολέθρια επίδραση του τάφου.Ανασήκωσα τους ώμους μου.—Πιστεύεις, λοιπόν, πως παίζει κάποιο ρόλο κι ο τάφος; ρώτησα προσπαθώντας να κρύψω την ειρωνική μου διάθεση.—Αν το πιστεύω; Και βέβαια, Χάστιγκς. Τόσο πολύ μάλιστα, που για να στο αποδείξω, φεύγουμε κιόλας αύριο για την Αίγυπτο.—Τι έκανε, λέει; φώναξα έκπληκτος.—Μα, αυτό που άκουσες, Χάστιγκς, είπε ο Πουαρό και στο πρόσωπο του απλώθηκε αποφασιστικότητα. Μα ξαφνικά του ξέφυγε ένα βογκητό.—Α, τι έπαθα! Η θάλασσα, θα ταξιδέψω πάνω στο; καταραμένο νερό.

···Μια βδομάδα αργότερα, πατούσαμε πάνω στην καυτή άμμο της ερήμου. Ένας πυρωμένος ήλιος μας χτυπούσε κατακέφαλα και μας έψηνε σα γαρίδες. Ο Πουαρό παρουσίαζε μια εικόνα αξιοθρήνητη. Ταλαιπωρημένος σε αφάνταστο βαθμό, αγριεμένος απ' την προσπάθεια και αξιολύπητος απ' τις ταλαιπωρίες, προχωρούσε πλάι μου, με την μοιρολατρική έκφραση του ανθρώπου που οδεύει προς το αναπόφευκτο. Δεν ήταν ο τύπος του ταξιδιώτη, ούτε καν του εκδρομέα. Τέσσερα ολόκληρα μερόνυχτα απ' τη Μασσαλία πάνω στη «σκυλοπνίχτρα» όπως έλεγε, αποτελούσαν γι' αυτόν παραμονή αιώνος στην Κόλαση. Όταν αποβιβαστήκαμε στην Αλεξάνδρεια, ο φίλος μου δεν ήταν παρά το φάντασμα του παλιού εαυτού του. Κι αυτή ακόμα η ατταράμιλλη κομψότητα του, είχε πάει περίπατο. Φθάσαμε τελικά στο Κάιρο και καταλύσαμε στο ξενοδοχείο "Μένα Χάουζ", στους πρόποδες των Πυραμίδων.Οι ομορφιές που συναντούσαμε στο διάβα μας, με άφηναν κατάπληκτο. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και με το Πουαρό. Ντυμένος όπως συνήθιζε να ντύνεται και στο Λονδίνο, έχοντας στην τσέπη του μια νάιλον βούρτσα των ρούχων, επιχειρούσε έναν πεισματάρικο πόλεμο με την άμμο, που του βρώμιζε το σκούρο, καλοραμμένο κοστούμι του.—Κοίτα τα μποτίνια μου, Χάστιγκς, μου παραπονέθηκε. Τα ωραία δερμάτινα μποτίνια μου, που λαμποκοπούσαν πάντα. Έχουν σκάσει τώρα απ' τον ήλιο και μέσα τα δάχτυλα μου έχουν κολλήσει απ' τον ίδρωτα και την άμμο. Αλλά το πιο χειρότερο, είναι το κακό που έπαθαν τα μουστάκια μου, Χάστιγκς. Δέστα. Έχουν μαραθεί και κρέμονται προς τα κάτω.—Κοίταξε τη Σφίγγα, Πουαρό, ξεφώνησα με δύναμη. Με γεμίζει δέος το μυστήριο, που περικλείει η χάρη του σμιλεμένου όγκου, απ' το αδύνατο ανθρώπινο χέρι. Η ύλη που

Page 50: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

δαμάστηκε απ' το πανίσχυρο πνεύμα.Ό Πουαρό έριξε μια κουρασμένη ματιά.—Χμ, έκανε. Δε λέει και πολλά πράγματα, φίλε μου. Δεν σου δημιουργεί το ανακουφιστικό συναίσθημα της ανέσεως, έτσι που είναι παραχωμένο μέσα στην άμμο, στην καταραμένη ζεστή άμμο.—Έλα τώρα, μην ξεχνάς πως άμμος υπάρχει και στο Βέλγιο, του υπενθύμισα, από κάποιες διακοπές που είχαμε περάσει εκεί.—Σύμφωνοι, όχι όμως και στις Βρυξέλλες, θριαμβολόγησε και κοιτάζοντας σκεπτικά τις πυραμίδες πρόσθεσε: Είναι αλήθεια, βέβαια, πως όσον αφορά τον όγκο του, δείχνει στέρεο και απόλυτα γεωμετρικό, μα η επιφάνεια του δεν είναι καθόλου λεία, λες και είναι διάτρητη από αμέτρητα τσιμπήματα. Κι όσο για τους φοίνικες, δεν είναι απ' τα δέντρα που συμπαθώ. Ξέχωρα που δεν είναι φυτεμένοι στη σειρά, αλλά όπου λάχει.Σταμάτησα τη γκρίνια του, λέγοντας του πως έπρεπε να ξεκινήσουμε για την κατασκήνωση.Οι καμήλες μας είχαν γονατίσει υπομονετικά και μας περίμεναν. Ο Πουαρό, ανέβηκε στη δική του και επικαλέστηκε τη βοήθεια όλων των αγίων που μνημονεύονται στο Κυριακοδρόμιο. Η αλήθεια είναι πάντως πως κι εγώ ο ίδιος, αναγνώριζα, ότι το ευγενικό αυτό τετράποδο, δεν είναι ένα και τόσο ευχάριστο μεταφορικό μέσο, τουλάχιστον για τους ευτραφείς πισινούς του Πουαρό.Επιτέλους, φθάσαμε κάποτε στην κατασκήνωση της αρχαιολογικής αποστολής. Ένας ηλιοκαμένος άνδρας, με γκρίζα γενειάδα, με λευκή κελεμπία και τουλπάνι στο κεφάλι του ήρθε και μας υποδέχθηκε.—Ο κ. Πουαρό και ο λοχαγός Χάστιγκς; Πήραμε το τηλεγράφημα σας. Μας συγχωρείτε που δεν ήρθε κάποιος από μας να σας υποδειχθεί στο Κάιρο, αλλά ένα απροσδόκητο γεγονός άλλαξε όλα μας τα σχέδια.Ο Πουαρό χλόμιασε. Το χέρι του, που ξεσκόνιζε το πέτο του έμεινε μετέωρο.—Κι άλλος θάνατος; ρώτησε.—Δυστυχώς.—Ο σερ Γκάυ Γουίλλαρντ; φώναξα. —Όχι, κύριε λοχαγέ. Ο Αμερικανός συνάδελφος μου, ο κ. Σνάιντερ.—Και η αίτια; —Τέτανος!Ένοιωσα μια μικρή αδιαθεσία. Όλα γύρω μου φάνηκαν αποπνιχτικά και δηλητηριασμένα. Μια σκέψη ξαφνικά μου σφηνώθηκε στο μυαλό. Κι αν ήμουν εγώ το επόμενο θύμα;—Mon Dieu, άκουσα τον Πουαρό να ψιθυρίζει. Δεν μπορώ να το καταλάβω. Είναι τρομερό! Πέστε μου, κύριε, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως επρόκειτο για τέτανο;—Νομίζω πως όχι. Ο δόκτωρ Έημς πάντως θα μπορέσει να σας δώσει περισσότερες λεπτομέρειες επί του θέματος...—Ασφαλώς, δεν είσαστε εσείς ο γιατρός...—Το όνομα μου είναι Τόσγουιλ.Ώστε αυτός ήταν ο Αγγλος ειδικός, για τον οποίον μας είχε πει η λαίδη Γουίλλαρντ, πως άνηκε στο επιτελείο του Βρετανικού Μουσείου. Μου φάνηκε για σοβαρός κι αξιοπρεπής άνθρωπος.—Αν θέλετε ελάτε μαζί μου, είπε, θα σας οδηγήσω στον σερ Γκάυ Γουίλλαρντ. Ανυπομονεί να πληροφορηθεί την άφιξη σας.Τον ακολουθήσαμε σε μια μεγάλη σκηνή. Ο δρ. Τόσγουιλ σήκωσε το κάλυμμα της πόρτας και περάσαμε. Τρεις άνδρες καθόντουσαν γύρω από ένα τραπέζι εκστρατείας.—Ο κ. Πουαρό και ο λοχαγός Χάστιγκς, σερ Γκάυ, είπε με τη γλυκεία, μπάσα φωνή του.Ο νεώτερος απ* τους τρεις άνδρες, σηκώθηκε αμέσως και έτρεξε να μας υποδειχθεί. Υπήρχε κάποιος αυθορμητισμός στον τρόπο του, που μου θύμισε τη μητέρα του. Δεν ήταν ηλιοκαμένος σαν τους άλλους, άλλα οι μαύροι κύκλοι γύρω απ' τα μάπα του, που είχαν δημιουργηθεί απ' την ένταση τόσων ήμερων, τον έκαναν να φαίνεται περισσότερο από είκοσι δύο χρόνων. Πάντως, ο νεαρός φαινόταν πως το έλεγε η καρδιά του.Μας σύστησε στους δυο συντρόφους του, τον δρ. Έημς, έναν δραστήριο άνδρα καμιά τριανταριά χρονών, με μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους και στον κ. Χάρπερ, τον γραμματέα, έναν ευχάριστο και καλοντυμένο νεαρό, με γυαλιά από ταρταρούγα.Ύστερα από μια συζήτηση περί ανέμων και υδάτων, ο κ. Χάρπΐρ έφυγε και σε λίγο τον ακολούθησε ο δρ. Τόσγουιλ. Μείναμε μόνοι με τον σερ Γκάυ και τον δόκτορα Έημς.—Λοιπόν, είμαστε έτοιμοι τώρα, κ. Πουαρό, να απαντήσουμε στις ερωτήσεις σας, είπε ο Γουίλλαρντ. Έχουμε μείνει κατάπληκτοι απ' αυτή την περίεργη σειρά των κακοτυχιών, που δεν είναι, που δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από ατυχήματα.Η νευρικότητα που υπήρχε στους τρόπους του, διέψευσε τα ίδια του τα λόγια. Παρατήρησα πως ο Πουαρό του έκανε «μικροσκοπική» εξέταση.—Εξακολουθείτε να εργάζεσθε με το ίδιο ενδιαφέρον, σερ Γκάυ; ρώτησε ο Πουαρό, θέλω να πω... μ' όλα αυτά τα δυσάρεστα συμβάντα;—Μάλλον. Ότι αναποδιά παρουσιάσθηκε κι όποια ακόμα μπορεί να παρουσιασθεί, δεν έχει να κάνει με τη δουλειά. Η δουλειά θα φθάσει οπωσδήποτε σε πέρας.Ο Πουαρό στράφηκε στον δόκτορα Έημς.

Page 51: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Τι λέτε κι εσείς; ρώτησε.—Δεν αφήνω τίποτα μισοτελειωμένο, είπε αυτός. Ο Πουαρό έκανε μια γκριμάτσα, σα να είχαν ανατριχιάσει... οι τρίχες απ' το περιβόητο μουστάκι του.—Τότε θα πρέπει να δούμε που βρισκόμαστε, είπε. Πότε πέθανε ο κ. Σνάιντερ;—Πριν τρεις μέρες.—Είστε βέβαιος πως πέθανε από τέτανο;—Κάτι περισσότερο από βέβαιος.—Αποκλείεται δηλαδή κάποιο άλλο αίτιο; Παραδείγματος χάρη να δηλητηριάστηκε με στρυχνίνη;—Όχι, κ. Πουαρό. Καταλαβαίνω που θέλετε να καταλήξετε, αλλά ο κ. Σνάιντερ πέθανε από τέτανο!—Του κάνατε αντιτετανικό ορρό;—Φυσικά, είπε ο γιατρός ξερά. Κάναμε ότι ήταν δυνατόν για να τον σώσουμε.—Είχατε αντιτετανικούς ορρούς μαζί σας;—Όχι. Προμηθευθήκαμε απ' το Κάιρο.—Παρουσιάσθηκε μήπως κι άλλη περίπτωση τετάνου στην κατασκήνωση;—Όχι, καμιά.—Είσαστε σίγουρος πως ο θάνατος του κ. Μπλάιμπνερ δεν οφειλόταν σε τέτανο;—Βεβαίως και δεν ήταν τέτανος, είπε ο γιατρός υψώνοντας τη φωνή του. Είχε μια γρατσουνιά στον αντίχειρα κι αυτό στάθηκε η αιτία να προκληθεί σηψαιμία. Για κάποιον που δεν είναι εδικός, μοιάζει να είναι το ίδιο πράγμα. Όμως κ. Πουαρό, μπορώ να σας βεβαιώσω, πως δεν είναι καθόλου το ίδιο.—Ώστε λοιπόν έχουμε τέσσερις θανάτους κι όλους από διαφορετική αιτία. Ο ένας από συγκοπή καρδιάς, ο άλλος από δηλητηρίαση του αίματος, ο τρίτος από αυτοκτονία και ο τέταρτος από τέτανο.—Ακριβώς, κ. Πουαρό.—Είσαστε σίγουρος πως δεν υπάρχει κάποιος κρίκος που να συνδέει αυτούς τους θανάτους; —Δεν σας καταλαβαίνω.—Θέλω να πω, μήπως αιτία όλων αυτών των θανάτων, δεν είναι παρά η περιφρόνηση που έδειξαν για το πνεύμα του Μεγάλου Μεν-Χερ-Ρα;Ο γιατρός κοίταξε τον Πουαρό κατάπληκτος.—Ασφαλώς αστειεύεστε, έκανε. Δεν φαντάζομαι πως μιλάτε σοβαρά κι ότι πιστεύετε κάτι τέτοιες ανοησίες.—Και κάτι περισσότερο από ανοησίες, πρόσθεσε ο νεαρός Γουίλλαρντ με έξαψη.Ό Πουαρό μισόκλεισε τα μάτια του.—Ώστε δεν πιστεύετε σ' αυτά τα πράγματα; ρώτησε τον δόκτορα.—Όχι, δεν πιστεύω, είπε με πάθος αυτός. Είμαι ένας επιστήμων και σαν επιστήμων δεν πιστεύω παρά μόνο αυτά που διδάσκει ο ορθολογισμός και η Επιστήμη.—Και δεν υπήρχε, την εποχή εκείνη, στην Αρχαία Αίγυπτο, επιστήμη; ρώτησε ο Πουαρό και βλέποντας τον δρ. Έημς να κοκκινίζει συνέχισε: Όχι, όχι, μη μου απαντήσετε σ' αυτό. Πέστε μου μόνο τι πιστεύουν οι ντόπιοι, που χρησιμοποιείτε στις ανασκαφές;—Νομίζω πως αφού και οι λευκοί πιστεύουν αυτές τις αρλούμπες, οι ντόπιοι δεν θα πηγαίνουν και πίσω. Παραδέχομαι, βέβαια, πως φοβούνται αυτά τα πράγματα, αλλά μέχρι τώρα δεν παρουσιάσθηκε λόγος να το δείξουν.—Περίεργο, έκανε Πουαρό, σα να μην το πίστευε. Ο σερ Γκάυ έσκυψε προς το μέρος του.—Ούτε και σεις πιστεύετε βέβαια, γιατί θα ήταν άνω ποταμών, φώναξε με δύναμη. Κι αν πραγματικά λέτε αλήθεια, ε, τότε φίλε μου δεν ξέρετε τίποτα για την αρχαία Αίγυπτο:Αντί άλλης απαντήσεως, ο Πουαρό έβγαλε απ' την τσέπη του ένα μικρό βιβλιαράκι, με ξεφτισμένο δέσιμο. Είδα τον τίτλο του. «Η Μαγεία των αιγυπτίων και των χαλδαίων».Μετά γύρισε και βγήκε απ' τη σκηνή,1 παραμερίζοντας το κάλυμμα. Ο δρ. Έημς με κοίταξε.—Τι σημαίνει άραγε, αυτό;724

Άγκαθα ΚρΙστίΧαμογέλασα γιατί ήταν μια ερώτηση που συνήθιζε να κάνει ο Πουαρό.—Μα, ούτε εγώ ξέρω, είπα. Υποπτεύομαι όμως πως έχει κάποιο σχέδιο για να ξορκίσει τα ττνεύματα.Βγήκα απ' τη σκηνή, αναζητώντας τον φίλο μου και τον βρήκα να συζητάει με τον γραμματέα του κ. Μπλάιμττνερ.—Οχι, έλεγε ο κ Χάρπερ, ανήκω στην αποστολή εδώ και έξη μήνες μόνο. Βεβαίως και ήξερα όλες τις υποθέσεις του κ. Μπλάιμπνερ.

Page 52: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Μπορείτε να μου πείτε όλο το ιστορικό του ανιψιούτου;—Παρουσιάσθηκε μια μέρα εδώ, χωρίς να τον περιμένει κανείς. Ήταν ένας χαριτωμένος νεαρός. Εγώ δεν τον είχα ξανασυναντήσει ποτέ, αλλά οι άλλοι τον γνώριζαν - ο Έημς και ο Σνάιντερ νομίζω. Ο γέρος δεν φάνηκε να ευχαριστήθηκε απ' τον ερχομό του. Δεν πέρασε λίγη ώρα, κι άρχισαν να μαλώνουν. «Δεν πρόκειται να σου δώσω ούτε πεντάρα τσακιστή», φώναζε ο γέρος έξω φρενών. «Ούτε τώρα ούτε μετά το θάνατο μου. Θα αφήσω όλη μου την περιουσία για το μεγαλύτερο έργο της ζωής μου: τις ανασκαφές. Μάλιστα, θα μιλήσω γι' αυτό το ζήτημα, με τον κ. Σνάιντερ σήμερα κιόλας». Είπε κι άλλα τέτοια στο ίδιο ύφος. Ο νεαρός Μπλάιμπνερ έφυγε αμέσως για το Κάιρο.—Κι ήταν καλά στην υγεία του, τότε;—Ποιος; Ο γέρος;-—Όχι, ο νεαρός.—Νομίζω πως παραπονέθηκε ότι δεν ένοιωθε καλά. Πρέπει όμως να μην ήταν τίποτα σοβαρό, γιατί αλλιώς θα το θυμόμουνα.—Κάτι ακόμα, κ. Χάρπερ. Μήπως ξέρετε αν ο κ. Μπλάιμπνερ άφησε διαθήκη;—Απ' ότι ξέρω, μάλλον όχι.—Θα παραμείνετε στην αποστολή, κύριε Χάρπερ; .—Όχι, όχι ,έκανε ο νεαρός τρομοκρατημένος, Θα φύγω αμέσως για τη Νέα Υόρκη, μόλις τακτοποιήσω τα χαρτιά μου. Μπορεί να γελάσετε με τους φόβους μου, αλλά δεν θα ήθελα να είμαι το επόμενο θύμα του Μεν-Χερ-Ρα. Γιατί θα έρθει και η σειρά μου, αν μείνω σ' αυτό το καταραμένο μέρος...Σκούπισε τον ίδρωτα απ' το μέτωπο του, με μια κίνηση που έδειχνε όλη του την νευρικότητα.Ο Πουαρό στράφηκε για να φύγει, αλλά είπε πάνω απ' τον ώμο του με ένα αδιόρατο χαμόγελο.—Μην ξεχνάτε όμως κ. Χάρπερ, πως ο Μεν-Χερ-Ρα ακολούθησε ένα από τα θύματα του, στη Νέα Υόρκη.—Ω, θεέ μου! ψιθύρισε ο νέος.Καθώς απομακρυνόταν, ο Πουαρό μου είπε:—Ο νεαρός έχει πάθει ψυχική κατάπτωση. Πολύ φοβούμαι πως μπορεί να κάνει καμιά κουταμάρα...Κοίταξα τον Πουαρό με περιέργεια, αλλά το αινιγματικό του χαμόγελο δε μου έλεγε τίποτα. Συντροφιά με τον σερ Γκάυ Γουίλλαρντ και τον δόκτορα Τόσγουιλ κάναμε μια βόλτα στο χώρο των ανασκαφών. Τα περισσότερα ευρήματα είχαν σταλεί στο Κάιρο, αλλά πολλά αντικείμενα που είχαν βρεθεί στους τάφους, παρουσίαζαν μεγάλο ενδιαφέρον. Ο ενθουσιασμός που κατείχε τον νεαρό Γουίλλαρντ ήταν αυθόρμητος, αλλά παρατήρησα κάποια αδιόρατη νευρικότητα στον τρόπο του, σα να μη μπορούσε να ξεφύγει απ' το αποπνιχτικό συναίσθημα, της μολυσμένης ατμόσφαιρας.Όταν μπαίναμε αργότερα στη σκηνή που μας είχαν παραχωρήσει, για να φρεσκαριστούμε για το δείπνο, μια ψηλή, σκούρα μορφή, με λευκή κελεμπία, παραμέρισε για να μπορέσουμε να περάσουμε. Μας έκανε μια ευγενική υπόκλιση και μας καλωσόρισε στα Αραβικά.—Είσαι ο Χασσάν, ο υπηρέτης του μακαρίτη σερ Τζων Γουίλλαρντ;—Υπηρέτησα τον σερ Τζων και τώρα υπηρετώ το γιοτου.Έκανε ένα βήμα προς το μέρος μας και χαμηλώνοντας τη φωνή του είπε:—Είσαστε ένας έξυπνος, σοφός άνθρωπος, έτσι λένε. Και ξέρετε τις επιθυμίες των πνευμάτων. Κάντε τον νεαρό μου κύριο να φύγει απ' αυτό το μέρος. Το πνεύμα του κακού πλανάται γύρω μας.Και με μια απότομη κίνηση, μη περιμένοντας απάντηση, βγήκε απ' τη σκηνή.—Το πνεύμα του κακού πλανάται γύρω μας, μουρμούρισε ο Πουαρό. Ναι, μου φαίνεται πως το νοιώθω...Στο φαγητό, όλοι ήταν κατηφείς και συλλογισμένοι. Έτσι ο δόκτωρ Τόσγουιλ μπόρεσε ανενόχλητα να μιλήσει για την αιγυπτιακή αρχαιολογία. Την ώρα που ετοιμαζόμαστε να αποσυρθούμε, ο σερ TKOU έπιασε ξαφνικά το μπράτσο τουΠουαρό και του έδειξε κάτι. Μια σκούρα σιλουέτα, ττου' προχωρούσε ανάμεσα στις σκηνές. Δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο: αναγνώρισα το σκυλίσιο κεφάλι που είχα δει. σκαλισμένο στον τοίχο ενός τάφου. )Το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου.—Mon Dieu ψιθύρισε ο Πουαρό, κάνοντας το σταυρό του τρεις φορές απανωτά. Ο «Ανουβις», ο θεός των νεκρών ψυχών, με κεφάλι τσακαλιού!—Κάποιος μας περιπαίζει, φώναξε ο δρ. Τόσγουιλ και τινάχθηκε όρθιος.—Πηγαίνει στη σκηνή σου, Χάρπερ, παρατήρησε ο νεαρός Γουίλλαρντ, με το πρόσωπο κάτωχρο.

Page 53: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Όχι, έκανε ο Πουαρό, κουνώντας το κεφάλι του. Μάλλον πηγαίνει στη σκηνή του δόκτορα Έημς.Ό Έημς τον κοίταξε με αμφιβολία, μετά φώναξε με δύναμη τα ίδια λόγια που είχε πει και ο δρ. Τόσγουιλ.—Κάποιος μας περιπαίζει. Επάνω του παιδιά να τον πιάσουμε.Όρμησε προς το μέρος που είχε κατευθυνθεί η υπερφυσική μορφή. Τον ακολούθησα, άλλα δεν μπορέσαμε να βρούμε κανέναν, ούτε τίποτα ίχνη απ' το πέρασμα κάποιου. Γυρίσαμε πάλι πίσω, ταραγμένοι ακόμα απ' το^ περιστατικό, για να βρούμε τον Πουαρό να παίρνει τα μέτρα; του, για την προσωπική του ασφάλεια. Είχε χαράξει διάφορα; σχέδια και καβαλιστικά διαγράμματα έξω απ' τη σκηνή μας,: στην άμμο. Ανάμεσα σ' αυτά, ξεχώρισα και ένα αστέρι, το «μαγικό πεντάγωνο», που επαναλαμβανόταν πολλές φορές. Σχεδιάζοντας ο Πουαρό, έδινε και μια μικρή διάλεξη για τη μαγεία· πως η Λευκή Μαγεία αντιτίθεται στη μαύρη, κάνοντας διάφορες αναφορές στο Κα και το βιβλίο των νεκρών.Ο δόκτωρ Τόσγουιλ στάθηκε αμέσως και κοίταξε τον Πουαρό, μ' ένα ειρωνικό βλέμμα. Δεν μπορούσε να ανεχθεί μια τέτοια συμπεριφορά, γι' αυτό δεν κρατήθηκε και μου είπε ιδιαιτέρως:—Χαζομάρες, κύριε. Ο άνθρωπος, είναι αγύρτης. "Δεν ξεχωρίζει τις προλήψεις του Μεσαίωνα από τις δοξασίες των αρχαίων αιγυπτίων. Πρώτη φορά βλέπω ένα τέτοιο ανακάτωμα αμάθειας και ευπιστίας.Προσπάθησα να κατευνάσω τα πνεύματα και για να αποφύγω ένα μάλωμα, πήρα τον Πουαρό και τον πήγα στη σκηνή μας. Το πρόσωπο του είχε φωτισθεί.—Επιτέλους, μπορούμε τώρα να κοιμηθούμε με ησυχία, μου είπε. Δεν διατρέχουμε κανένα κίνδυνο, απ' το πνεύμα του Μεγάλου Μεν-Χερ-Ρα. Και έχω τόση ανάγκη από ύπνο. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει... Έχω, φίλε μου Χάστιγκς, ένα φριχτό πονοκέφαλο. Και τι δεν θα έδινα για ένα φλιτζάνι τίλιο.Σαν απάντηση στην επιθυμία του, το κάλυμμα της σκηνής τραβήχτηκε και παρουσιάσθηκε ο Χασσάν, μ' ένα φλιτζάνι που το πρόσφερε στον Πουαρό. Ήταν ένα ζεστό χαμομήλι, και στον Πουαρό άρεσε το χαμομήλι, όσο τουλάχιστον και το κακάο. Ο φίλος μου τον ευχαρίστησε και το πήρε. Ο Χασσάν, πριν βγει, με ρώτησε αν θα ήθελα να μου φτιάξει και μένα ένα ζεστό. Αρνήθηκα με ευγένεια.Μείναμε μόνοι κι εγώ έμεινα για λίγο, μπροστά στην πόρτα της σκηνής, κοιτάζοντας έξω, την έρημο.—Τι υπέροχο μέρος, έκανα με έκσταση, και πόσο σπουδαία δουλειά. Λατρεύω τις ανασκαφές. Να ζεις, δηλαδή, στην έρημο και να καταγίνεσαι με τα λείψανα ενός χαμένου πολιτισμού. Ασφαλώς, Πουαρό, θα σ' αρέσει και σένα, ε;Δεν τον άκουσα και γύρισα να δω προς το μέρος του, με ένα κακό προαίσθημα. Η ανησυχία μου μεταβλήθηκε αμέσως σε πανικό. Ο φίλος μου ήταν ξαπλωμένος επάνω στο σιδερένιο κρεβάτι εκστρατείας, με το πρόσωπο παραμορφωμένο και μελανό. Πλάι του, στο τραπεζάκι, ήταν το φλιτζάνι άδειο. Όρμησα προς το μέρος του, μετά άλλαξα γνώμη και έτρεξα στη σκηνή του δόκτορα Έημς.—Ελάτε, τρέξτε αμέσως, του φώναξα.—Τι τρέχει; με ρώτησε, καθώς παρουσιαζόταν με τις πιτζάμες.—Ο φίλος μου. Είναι άρρωστος. Πεθαίνει... το χαμομήλι ... Μην αφήσετε τον Χασσάν να το σκάσει απ' τον καταυλισμό!Ο γιατρός τινάχθηκε αμέσως επάνω και βγήκε τρέχοντας απ' τη σκηνή. Ο Πουαρό ήταν στην ίδια στάση που τον είχα αφήσει.—Περίεργο! φώναξε ο δρ. Έημς. Μοιάζει σαν προσβολή.... μα τι είπατε ήπιε;Σήκωσε το άδειο φλιτζάνι και το έφερε στο φως για να το μελετήσει.—Μόνο που δεν το ήπια, είπε μια ήρεμη φωνή. Γυρίσαμε ξαφνιασμένοι. Ο Πουαρό, καθισμένος στο κρεβάτι του μας κοιτούσε, χαμογελώντας ειρωνικά.—Ναι, είπε, δεν το ήπια το τσάι. Την ώρα που ο φίλος μου ο Χάστιγκς θαύμαζε το σιωπηλό μεγαλείο της νύχτας, εγώ, βρήκα την ευκαιρία να χύσω το περιεχόμενο του φλιτζανιού σ' ένα μπουκαλάκι. Το μπουκαλάκι αυτό προορίζεται για χημική ανάλυση... Μη! Όχι γιατρέ, φώναξε καθώς τον είδε να κάνει μια απότομη κίνηση. Σα λογικός άνθρωπος που είστε, θα πρέπει να ξέρετε πως οι βιαιότητες δεν ωφελούν κανέναν. Μη με θεωρείτε τόσο κουτό. Την ώρα που ο Χάστιγκς, έτρεξε να σας φέρει, εγώ φρόντισα να κρύψω το μπουκαλάκι σ' ένα μέρος, που μόνο ο διάολος είναι ικανός να ξετρυπώσει. Το νου σου, Χάστιγκς, πιάστον! Εμπόδισε τον!Παρεξήγησα την ανησυχία του Πουαρό και νομίζοντας πως διατρέχει κάποιο κίνδυνο, στάθηκα μπροστά του, για να τον προστατεύσω. Αλλά η κίνηση του γιατρού είχε άλλη σημασία. Το χέρι του ανέβηκε στο στόμα του, μια έντονη μυρωδιά πικραμύγδαλου γέμισε την ατμόσφαιρα και ο γιατρός κλονίσθηκε κι έπεσε στο πάτωμα.—Άλλα ένα θύμα, είπε ο Πουαρό με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία, αλλά αυτό τουλάχιστον είναι το τελευταίο. Ο κύκλος έκλεισε. Ίσως έτσι είναι καλύτερα. Είχε διαπράξει τρεις φόνους μέχρι στιγμής...—Ο δόκτωρ Έημς; έκανα κατάπληκτος. Μα εγώ νόμιζα πως πίστευες στις υπερφυσικές δυνάμεις!—Με παρεξήγησες, Χάστιγκς. Εννοούσα ότι πίστευα στην τρομακτική δύναμη της προλήψεως. Όταν μια σειρά θανάτων αποδοθεί στο υπερφυσικό, τότε μπορείς να σκοτώσεις έναν άνθρωπο στο φως της ημέρας και να αποδοθεί πάλι ο θάνατος του σπς ίδιες υπερφυσικές δυνάμεις. Τόσο μεγάλη είναι η δύναμη τους. Υποπτεύθηκα αμέσως πως κάποιος μπορούσε να εκμεταλλευθεί μια τέτοια κατάσταση. Φαντάζομαι πως η ιδέα μπήκε στο μυαλό του δόκτορα Έημς, με το θάνατο του σερ Τζων Γουίλλαρντ. Αμέσως

Page 54: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

δημιουργήθηκε ο θρύλος της εκδικητικής μανίας των Φαραώ. Απ' ότι ξέρω, κάνεις δεν είχε να ωφεληθεί απ" τον θάνατο του σερ Τζων. Αλλά με τον κ. Μπλάιμπνερ τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Εκείνος ήταν πολύ πλούσιος. Οι πληροφορίες που έλαβα τηλεγραφικώς απ' τη Νέα Υόρκη, μου έδειχναν αρκετούς δρόμους που θα μπορούσα να ακολουθήσω. Άρχισα απ' τον νεαρό Μπλάιμπνερ, που είχε πει πριν ξεκινήσει απ' τη Νέα Υόρκη για να έρθει στηνΑίγυπτο πως είχε εδώ ένα καλό φίλο, απ' τον οποίον θα μπορούσε να δανεισθεί. Αλλά πρόσεξε, Χάστιγκς: όλοι φαντάστηκαν πως εννοούσε το θείο του, αλλά τότε γιατί να μην αναφέρει το όνομα του; Μάλλον τα λόγια του έδειχναν πως εννοούσε κάποιον άλλον, προσωπικό του φίλο. Και κάτι ακόμα μου έκανε εντύπωση. Πώς, αφού ο ίδιος είχε δανεισθεί μόνο τα χρήματα για να έρθει στην κατασκήνωση κι αφού ο θείος του τον έδιωξε κακήν κακώς, κατόρθωσε να ξαναγυρίσει στην Νέα Υόρκη; Κατάλαβες; Που βρήκε δηλαδή τα χρήματα της επιστροφής του; Άρα, θα πρέπει κάποιος να του δάνεισε πάλι. —Ε, λοιπόν;—Άκουσε και θα καταλάβεις-, Χάστιγκς. Καμιά φορά κάτι που λέμε ή γράφουμε μοιάζει να έχει μεταφορική σημασία, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχει. Ο νεαρός Μπλάιμπνερ, λοιπόν, είχε γράψει, στο γράμμα που άφησε: «Είμαι ένας λεπρός!» Αλλά κανείς δεν απέδωσε σ' αυτό την αυτοκτονία του. Κανείς δεν πίστεψε πως ο νεαρός τίναξε τα μυαλά του στον αέρα, γιατί πίστευε πραγματικά πως ήταν λεπρός, κι όχι για να δώσει μεταφορικά την έννοια της μοναξιάς του κι ότι όλοι τον απέφευγαν.—Πώς; αναφώνησα.—Ήταν μια έξυπνη επινόηση, ενός σατανικού εγκέφαλου. Ο νεαρός Μπλάιμπνερ είχε κάποια δερματική πάθηση. Είχε ζήσει, βλέπεις, στα νησιά της Νότιας θάλασσας, όπου αυτή η δερματική πάθηση είναι πολύ συνηθισμένη. Ο Έημς ήταν ένας παλιός του φίλος και ένας εξαιρετικός γιατρός, για τα λόγια του οποίου δεν θα αμφέβαλλε ποτέ. Μόλις έφθασα εδώ, οι υποψίες μου μοιράσθηκαν ανάμεσα στον Χάρπερ και στο γιατρό, αλλά γρήγορα κατάλαβα, πως μόνο ο γιατρός θα μπορούσε να καλύψει τα εγκλήματα του κι ύστερα, έμαθα απ' τον Χάρπερ, πως ο Έημς γνώριζε τον νεαρό Μπλάιμπνερ εδώ και πολλά χρόνια. Χωρίς αμφιβολία ο τελευταίος θα πρέπει κάποτε να είχε κάνει μια διαθήκη ή να είχε ασφαλίσει τη ζωή του προς όφελος του γιατρού. Ο γιατρός είδε τότε μια καλή ευκαιρία να πλουτίσει. Του ήταν πολύ εύκολο να κάνει μια ένεση στο φίλο του με μικρόβια, που δεν θα αργούσαν να τον οδηγήσουν στο θάνατο. Ο νεαρός τότε, πάνω στην απελπισία του, δεν διστάζει να αυτοκτονήσει. Ο κ. Μπλάιμπνερ που πεθαίνει χωρίς να αφήσει διαθήκη ολοκληρώνει τα σατανικά σχέδια του γιατρού. Γιατί η περιουσία περιέχεται στον ανεψιό του και απ' αυτόν στον ίδιο το γιατρό.—Και ο κ. Σνάιντερ;—Γι' αυτόν δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι. Γνώριζε κι αυτός τον νεαρό Μπλάιμπνερ και μπορεί να υποπτεύθηκε κάτι ή πάλι μπορεί ο γιατρός να σκέφθηκε πως ένας θάνατος ακόμα θα ισχυροποιούσε τη φήμη της υπερφυσικής μανίας, αν απ' αυτόν δεν είχε να ωφεληθεί κανείς. Μάθε, Χάστιγκς, πως ο δολοφόνος έχει τη ροπή να επαναλάβει το έγκλημα του. Η μορφή του Άνουβι, που είδες απόψε, ήταν ο Χασσάν, ντυμένος σύμφωνα με τις υποδείξεις μου, Ήθελα να δω αν θα τρόμαζε ο γιατρός. Αλλά γι' αυτόν, χρειαζόταν κάτι περισσότερο δραστικό απ' το υπερφυσικό, για να πτοηθεί. Η μικρή κωμωδία που του έπαιξα τον διασκέδασε και τον δίδαξε. Κατάλαβα πως με είχε γράψει στον κατάλογο, για το επόμενο θύμα. Αλλά χτύπησε βλέπεις Χάστιγκς, επάνω σε γρανίτη και έφαγε τα μούτρα του.Ο Πουαρό αποδείχθηκε για μια ακόμα φορά πως είχε δίκιο. Ο νεαρός Μπλάιμπνερ, πριν λίγα χρόνια, πάνω σε ένα μεθύσι του, είχε καθίσει και είχε γράψει μια ιδιόχειρη διαθήκη αφήνοντας «την ταμπακέρα μου, που τόσο πολύ θαυμάζει και ότι άλλο έχω στην κατοχή μου, όταν πεθάνω, στον αγαπητό μου φίλο Ρόμπερτ Έημς που με έσωσε κάποτε από βέβαιο πνιγμό».Η υπόθεση αποσιωπήθηκε όσο γινόταν πιο γρήγορα και μέχρι σήμερα, ο κόσμος μιλάει για εκείνη την περίεργη σειρά των θανάτων, που ακολούθησε το άνοιγμα του τάφου του Μεν-Χερ-Ρα, σα μια θριαμβευτική απόδειξη της εκδικητικής μανίας του βασιλέως, που του τάραξαν στον αιώνιο ύπνο του.

Η ΧΑΜΕΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ1 ο πρόβλημα που μας έθεσε η μις Βάιολετ Μαρς, έφερε μια ευχάριστη αλλαγή, στη συνηθισμένη μας ρουτίνα. Ο Πουαρό είχε λάβει ένα σύντομο σημείωμα με επαγγελματικό τόνο, από την κοπέλα, που ζητούσε ραντεβού κι εκείνος της είχε απαντήσει ζητώντας της να τον επισκεφτεί στις έντεκα το επόμενο πρωινό.Έφτασε στην ώρα της - μια ψηλή καλοφτιαγμένη νέα γυναίκα, απλά αλλά προσεκτικά ντυμένη, με σοβαρό ύφος. Έδειχνε γεμάτη αυτοπεποίθηση· μια γυναίκα υπεύθυνη και με απαιτήσεις απ' τη ζωή. Δεν μπορώ να πω ότι θαυμάζω αυτές τις σύγχρονες αμαζόνες κι έτσι, παρά την ομορφιά της, δεν της έδειξα ιδιαίτερη συμπάθεια.—Η υπόθεση μου, κύριε Πουαρό, είναι κάπως ιδιάζουσας μορφής, άρχισε να λέει, αφού κάθισε σε μία καρέκλα. Καλύτερα θα ήταν ν' αρχίσω απ' την αρχή και να σας διηγηθώ όλη την ιστορία.—Παρακαλώ, δεσποινίς.—Είμαι ορφανή. Ο πατέρας μου ήταν ο ένας απ' τους δύο γιους ενός αγρότη απ' το Ντέβονσαϊρ. Το αγρόκτημα ήταν φτωχό, κι έτσι ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Αντριου, μετανάστευσε στην Αυστραλία, όπου τα πήγε πολύ καλά και με επιτυχείς κτηματικές επενδύσεις κατάφερε να αποκτήσει μεγάλη περιουσία. Ο μικρότερος αδελφός, ο Ρότζερ - ο πατέρας μου - δεν είχε ιδιαίτερη κλίση για την αγροτική ζωή. Κατάφερε ν' αποκτήσει κάποια παιδεία, κι έτσι έγινε υπάλληλος σε μια μικρή εταιρία. Η γυναίκα που παντρεύτηκε προερχόταν από μια κάπως καλύτερη κοινωνικά τάξη- η μητέρα μου ήταν κόρη ενός φτωχού καλλιτέχνη. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν έξι χρονών. Η μητέρα μου τον ακολούθησε στον τάφο, όταν πια είχα φτάσει τα δεκατέσσερα. Ο μόνος ζωντανός συγγενής που μου είχε απομείνει ήταν ο θείος μου ο Αντριου, που είχε μόλις επιστρέψει από

Page 55: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

την Αυστραλία και είχε αγοράσει μια μικρή ιδιοκτησία, το Κράμτπρη Μάνορ, κοντά στη γενέτειρα του. Υπήρξε εξαιρετικά καλός με το ορφανό παιδί του αδελφού του· με πήρε στο σπίτι του και μου φέρθηκε σα να ήμουν δικό του παιδί. Το Κράμπτρη Μάνορ, παρά το πομπώδες του όνομα, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα παλιό αγρόκτημα. Η γη ήταν μες το αίμα του θείου μου και τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα οι πειραματικές μοντέρνες μέθοδοι καλλιέργειας. Αν και ήταν η καλοσύνη προσωποποιημένη για μένα, είχε βαθιά ριζωμένες κάποιες αντιλήψεις για την ανατροφή των γυναικών. Καθώς και ο ίδιος δεν είχε σχεδόν καθόλου γραμματικές γνώσεις, παρά την οξύνοια και τη διορατικότητα του, έδινε πολύ μικρή σημασία στα «βιβλία». Μάλιστα, ήταν κατηγορηματικά αντίθετος με την διαπαιδαγώγηση των γυναικών. Κατά τη γνώμη του, τα κορίτσια θα έπρεπε να διδάσκονται οικοκυρικά και πρακτικές δουλειές, ώστε να γίνονται χρήσιμα για το σπίτι και να μην ασχολούνται καθόλου με τα βιβλία και τη γνώση. Προσπάθησε, προς μεγάλη μου απογοήτευση και ενόχληση, να με κατευθύνει σ' αυτά τα πρότυπα. Επαναστάτησα. Ήξερα πως διαθέτω εγκέφαλο και δεν είχα καθόλου ταλέντο για τα οικιακά μου καθήκοντα. Ο θείος μου κι εγώ κάναμε σκληρές συζητήσεις γύρω απ' αυτό το θέμα, γιατί αν και αγαπιόμασταν πολύ, δεν ήμασταν και λιγότερο ισχυρογνώμονες. Ήμουν πολύ τυχερή που κέρδισα μια υποτροφία κι έτσι κατάφερα να περάσει το δικό μου. Η κρίση άρχισε όταν αποφάσισα να πάω στο Καίμπριτζ, στο κολέγιο του Γκίρτον. Είχα λίγα χρήματα δικά μου, που μου είχε αφήσει η μητέρα μου και ήμουν αποφασισμένη να χρησιμοποιήσω όσο μπορούσα καλύτερα τα δώρα που μου έδωσε ο θεός. Είχα έναν τελευταίο μεγάλο καυγά με το θείο μου. Μου έθεσε τα δεδομένα. Δεν είχε άλλους συγγενείς και σκόπευε να με ορίσει μοναδική του κληρονόμο. Όπως ήδη σας ανάφερα, ήταν πολύ πλούσιος. Εάν επέμενα στις μοντέρνες μου ιδέες, δεν επρόκειτο να πάρω τίποτε από εκείνον. Παρέμεινα ευγενική,, αλλά αποφασισμένη. Πάντα θα ένοιωθα στενά συνδεδεμένη μαζί του, του είπα, αλλά έπρεπε να αποκτήσω την δική μου ζωή. Χωρίσαμε σ' αυτούς τους τόνους: «Τα μυαλά σου έχουν πάρει αέρα, κορίτσι μου», ήταν τα τελευταία του λόγια, «δεν ξέρω γράμματα κι από βιβλία δε σκαμπάζω, μα άμα το θέλεις έτσι, θα βάλω κι εγώ τις δικές μου γνώσεις κόντρα στις δικές σου. Να το θυμάσαι αυτό που λέω.».Η μις Βάιολετ αναστέναξε και συνέχισε:—Αυτό έγινε πριν από εννέα χρόνια. Περιοδικά πήγαινα στο σπίτι, για να περάσουμε μαζί κάποιο σαββατοκύριακο, κι οι σχέσεις μας παρέμειναν εξαιρετικά φιλικές, αν και οι απόψεις του δε μετακινήθηκαν διόλου. Ποτέ δεν ξαναμιλήσαμε για τις σπουδές μου στις θετικές επιστήμες, ούτε όταν αποφοίτησα. Τα τρία τελευταία χρόνια η υγεία του είχε κλονιστεί και πέθανε πριν ένα μήνα.Η Βάιολετ κοντοστάθηκε και κοίταξε πιο έντονα τον Πουαρό.—Φτάνω τώρα στο λόγο της επίσκεψης μου. Ο θείος μου άφησε μια ιδιαίτερα περίεργη διαθήκη. Σύμφωνα με τους όρους της, το Κράμπτρη Μάνορ και τα κινητά που περιέχονται σ' αυτό, θα είναι στη διάθεση μου, για ένα χρόνο απ' το θάνατο του... «διάστημα στο οποίο, η έξυπνη ανιψιά μου θα πρέπει ν' αποδείξει την πονηριά της», όπως έγραφε. Μετά το πέρας αυτής της περιόδου, «εάν η δικιά μου πονηριά αποδειχτεί ανώτερη από τη δικιά της», τότε το σπίτι και η περιουσία του θείου μου, θα κληροδοτηθούν σε διάφορα ιδρύματα.—Αυτά μου ακούγεται αρκετά σκληρό, δεσποινίς, λαμβάνοντας υπόψη ότι ήσασταν η μόνη εξ' αίματος συγγενής του κυρίου Μαρς.—Εγώ δεν το βλέπω ακριβώς έτσι. Ο θείος μου με προειδοποίησε, κι εγώ διάλεξα το δρόμο μου. Καθώς δεν ικανοποίησα τις επιθυμίες του, είχε κάθε λόγο να αφήσει τα χρήματα του σ' όποιον ήθελε.—Η διαθήκη συντάχθηκε από κάποιο δικηγόρο;—Όχι- συμπληρώθηκε ένα υπόδειγμα για διαθήκες, έχοντας για μάρτυρες ένα ζευγάρι που ζούσε στο σπίτι κι εργαζόταν για το θείο μου.—Υπάρχει κάποιος τρόπος να προσβάλετε τη διαθήκη;—Δε θα επιχειρούσα να κάνω κάτι τέτοιο.—Το αντιμετωπίζετε, λοιπόν σα μια πρόκληση από το θείο σας;—Ακριβώς! Σαν ένα στοίχημα.—Βεβαίως θα μπορούσε να είναι κι έτσι, είπε ο Πουαρό σκεπτικός. Κάπου σ' αυτό το αγροτόσπιτο, ο θείος σας έχει κρύψει είτε κάποιο σημαντικό χρηματικό ποσό, είτε μια δεύτερη διαθήκη και σας έδωσε διορία ενός χρόνου για να εξασκήσετε την ευφυΐα σας και να τ' ανακαλύψετε.136Άγκαθα Κρίση—Έτσι είναι κύριε Πουαρό- κι απ' ότι καταλαβαίνετε υποθέτω πως η «πονηριά» σας είναι ανώτερη από τη δικιά μου—Ε... σας ευχαριστώ για το κομπλιμέντο. Τα φαιά μου κύτταρα είναι στη διάθεση σας. Δεν έχετε κάνει καμιά έρευνα μόνη σας;—Μονάχα μια βιαστική. Τρέφω, όμως μεγάλο σεβασμό στις ικανότητες του θείου μου, για να πιστέψω πως θα ήταν εύκολη δουλειά.—Έχετε μήπως τη διαθήκη, ή ένα αντίγραφο της, μαζίσας;Η μις Μαρς έτεινε ένα έγγραφο. Ο Πουαρό το διάβασε κάνοντας χαρακτηριστικές γκριμάτσες.

Page 56: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Γράφηκε εδώ και τρία χρόνια. Η ημερομηνία είναι 25 Μαρτίου· και αναφέρεται ακόμη και η ώρα: 11π.μ., αυτό μπορεί να δηλώνει κάτι. Περιορίζει το πεδίο της έρευνας. Προφανώς πρέπει να ψάξουμε για μια δεύτερη διαθήκη. Και μισή ώρα μετά απ' αυτήν να έχει γραφεί, αναιρεί την εφαρμογή της. Λοιπόν δεσποινίς μου, είναι χαριτωμένο και ευφυές το πρόβλημα που μου θέσατε. Θα έχω μεγάλη ευχαρίστηση να το λύσω για σας. Ο θείος σας μπορεί να ήταν πολυμήχανος, δε μπορεί όμως τα φαιά του κύτταρα να διέθεταν την ίδια ποιότητα με του Ηρακλή Πουαρό!(Αυτή η ματαιοδοξία του Πουαρό, είναι πραγματικά κραυγαλέα!)—Ευτυχώς, δεν υπάρχει καμία εκκρεμότης αυτή τη στιγμή. Ο Χάστιγκς κι εγώ θα πάμε στο Κράμπτρη Μάνορ απόψε κιόλας. Υποθέτω πως το ζευγάρι που φρόντιζε το θείο σας, βρίσκεται εκεί ακόμη;—Ναι. Λέγονται Μπαίηκερ.

···Το επόμενο πρωί, αρχίσαμε την έρευνα. Είχαμε φθάσει στο Κάμπτρη Μάνορ, αργά το προηγούμενο βράδυ. Ο κύριος Μπαίηκερ και η γυναίκα του, μας περίμεναν. Η μις Μαρς τους είχε τηλεγραφήσει. Ήταν ένα ταιριαστό ζευγάρι, ο άντρας ροζιασμένος με κατακόκκινα μάγουλα, σα μαραμένο μήλο και η γυναίκα του τεραστίων διαστάσεων και εκπληκτικής ηρεμίας.Κατάκοποι απ' το ταξίδι, πέσαμε αμέσως για ύπνο, αφού προηγουμένως φάγαμε ψητό κοτόπουλο, μηλόπιτα και κρέμα του Ντέβονσα'ίρ, φτιαγμένη από τα επιδέξια χέρια της κυρίας Μπαίηκερ. Και τώρα, καθισμένοι γύρω απ' το μεγάλο ξύλινο τραπέζι, που χρησίμευε για γραφείο του μακαρίτη του κυρίου Μαρς, παίρναμε το. πρωινό μας. Απέναντι μας υπήρχε ένα μεγάλο ρολ-τοπ γραφείο, μέσα στο οποίο υπήρχαν τακτοποιημένα διάφορα έγγραφα και μια ξεφτισμένη δερμάτινη πολυθρόνα έδειχνε ότι αποτελούσε τη μόνιμη θέση του ιδιοκτήτη της. Ένας μεγάλος καναπές με φθαρμένο εμπριμέ ύφασμα βρισκόταν μπροστά στο διπλανό τοίχο, καθώς και μερικές πολυθρόνες με το ίδιο παλιομοδίτικο ύφασμα.—Και τώρα φίλε μου, είπε ο Πουαρό ανάβοντας ένα από τα κοντά του βελγικά τσιγάρα, θα πρέπει να καταστρώσουμε το σχέδιο της εκστρατείας μας. Έριξα ήδη μια ματιά στο υπόλοιπο σπίτι, άλλα είμαι της γνώμης πως σ' αυτό το δωμάτιο θα βρούμε κάποιο ίχνος. Θα πρέπει να ψάξουμε ένα-ένα όλα αυτά τα έγγραφα που βρίσκονται μέσα στο γραφείο. Φυσικά δεν περιμένω να βρούμε τη διαθήκη εκεί μέσα, αλλά δεν αποκλείεται να υπάρχει κάποια ένδειξη. Πρώτα απ' όλα να πάρουμε μερικές συμπληρωματικές πληροφορίες. Χτύπησε το κουδούνι, σε παρακαλώ.Το έκανα. Ο Πουαρό σηκώθηκε και άρχισε να κόβει βόλτες γύρω μου, περιμένοντας κάποιον να έρθει.—Πολύ μεθοδικός άνθρωπος, ο κ. Μαρς, παρατήρησε. Δες με ποιο τρόπο είναι ταξινομημένα τα διάφορα χαρτιά του. Και κάθε κλειδί έχει από μια ετικέτα από ελεφαντόδοντο που υποδεικνύει σε ποιο συρτάρι ταιριάζει. Το ίδιο και το κλειδί της βιτρίνας με τα σερβίτσια. Δες και τα σερβίτσια με τι ακρίβεια είναι τακτοποιημένα. Είναι χάρμα. Τίποτε δεν προσβάλει την αισθητική...Σταμάτησε απότομα, κοιτάζοντας το κλειδί που ήταν βαλμένο στην κλειδαριά του γραφείου μπροστά του. Απ' την άκρη του κρεμόταν μια βρώμικη ετικέτα. Ο Πουαρό ζάρωσε τα φρύδια του και το έβγαλε από την κλειδαριά. Επάνω του έγραφε με κολλυβογράμματα: Κλειδί γραφείου ρολ-τοπ. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν πλαγιαστός κι ασύμμετρος και δεν έμοιαζε καθόλου με το επιμελημένο χαρακτήρα των άλλων κλειδιών.—Παράξενο γράψιμο, παρατήρησε ο Πουαρό, θα μπορούσα να ορκισθώ πως δεν έχει τη σφραγίδα της προσωπικότητας του κ. Μαρς. Αλλά ποιος άλλος θα μπορούσε να έχει έρθει στο σπίτι; Μόνον η μις Βάιολετ, αλλά κι αυτή, απ' ότι ξέρω είναι εξίσου μεθοδική και επιμελής.Ο Μπαίηκερ παρουσιάσθηκε εκείνη τη στιγμή.—Μήπως θα μπορούσατε να φωνάξετε και τη γυναίκα σας; ρώτησε ο Πουαρό ευγενικά, θα ήθελα να σας ρωτήσω μερικά πράγματα.Ο Μπαίηκερ πήγε να την φωνάξει και σε λίγο επέστρεψε με την κυρία Μπαίηκερ, που σκούπιζε τα χέρια στην ποδιά της.Με λίγα λόγια ο Πουαρό εξήγησε το σκοπό της επισκέψεως του και οι Μπαίηκερ έδειξαν πρόθυμοι να βοηθήσουν.—Δεν θα θέλαμε η δεσποινίς Βάιολετ να χάσει την περιουσία της, δήλωσε η γυναίκα. Κρίμα να της τα πάρουν τα νοσοκομεία.Ο Πουαρό άρχισε τις ερωτήσεις του. Ναι, επιβεβαίωναν πως είχαν υπογράψει ως μάρτυρες στη διαθήκη του κυρίου τους. Ο Μπαίηκερ ανέφερε πως είχε πάει στο χωριό για να φέρει δυο έντυπα διαθήκης.—Δύο; τόνισε ο Πουαρό.—Μάλιστα, κύριε, είπε ο Μπαίηκερ. Για περισσότερη ασφάλεια, υποθέτω. Αν τύχαινε να μουντζουρωθεί το ένα, θα μπορούσε ασφαλώς να χρησιμοποιήσει το άλλο. Εμείς υπογράψαμε μονάχα ένα...

Page 57: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

—Και τι ώρα έγινε αυτό;Ο Μπαίηκερ έξυσε το κεφάλι του, αλλά η γυναίκα του βιάστηκε να απαντήσει.—Μα ήταν η ώρα που έφτιαχνα την κρέμα, δεν θυμάσαι; Κατά τις έντεκα. Όταν ξαναγύρισα στην κουζίνα, το γάλα είχε φουσκώσει.—Και τι έγινε μετά;—Μας ξανακάλεσε επάνω, θα είχε περάσει κάπου μια ώρα. «Έκανα κάποιο λάθος», είπε, «την έσκισα τη διαθήκη, θα σας ξαναβάλω στον κόπο να υπογράψετε ξανά» κι έτσι έγινε. Ύστερα μας έδωσε από ένα φάκελο με λεφτά. «Δεν σας άφησα τίποτα στη διαθήκη μου,» είπε, «αλλά κάθε χρόνο, όσο ζω θα παίρνετε το χαρτζιλίκι σας», κι έτσι έκανε.Ο Πουαρό έμεινε σκεπτικός.—Κι αφού υπογράψατε για δεύτερη, φορά, τι έκανε ο κ. Μαρς μετά; Μήπως ξέρετε;—Πήγε στο χωριό να εξοφλήσει τους λογαριασμούςτου.Αυτό δεν του έλεγε πολλά πράγματα. Ο Πουαρό δοκίμασε κάτι άλλο. Πήρε το κλειδί του γραφείου.—Είναι αυτός ο γραφικός χαρακτήρας του κυρίου σας; ρώτησε.Ίσως να το φαντάστηκα, αλλά μου φάνηκε ότι ο κ. Μπαίηκερ δίστασε για μια στιγμή πριν απαντήσει:—Μάλιστα κύριε, είναι δικά του γράμματα.«Λέει ψέματα», συλλογίστηκα. «Αλλά γιατί άραγε;»—Μήπως νοίκιασε ο κύριος σας το σπίτι πρτέ;· ρώτησε. Ή μήπως ήρθε κανένας ξένος, τα τρία τελευταία χρόνια;—Όχι, κύριε, κανείς.—Ούτε επισκέπτες;—Μόνο η μις Βάιολετ.—Κανείς ξένος δε μπήκε σ' αυτό το δωμάτιο; —Κανείς.—Ξέχασες τους μαστόρους, Τζιμ, του υπενθύμισε η γυναίκα του.—Τους μαστόρους; έκανε ο Πουαρό. Τι είχαν έρθει να κάνουν;Η γυναίκα τότε του είπε πως πριν από δυόμισι χρόνια ο κ. Μαρς τους είχε φέρει στο σπίτι, για να κάνει κάποιες επισκευές. Δεν μπορούσε όμως να προσδιορίσει τι επισκευές είχαν γίνει. Θεωρούσε ότι ήταν κάποια παραξενιά του αφεντικού της και δεν ήταν διόλου απαραίτητη. Τον περισσότερο καιρό οι μαστόροι είχαν εργαστεί στο γραφείο, αλλά δεν ήξερε τι ακριβώς είχαν φτιάξει, γιατί δεν ο κύριος Μαρς δεν τους επέτρεψε, όλο το διάστημα που ήσαν οι εργάτες στο σπίτι, να μπουν μέσα στο γραφείο του. Δυστυχώς, δεν θυμόντουσαν ούτε την εταιρία που είχε αναλάβει τις επισκευές. Το μόνο που ήξεραν ήταν πως είχαν έρθει απ' το Πλύμουθ.—Κάναμε κάποια μικρή πρόοδο, Χάστιγκς, μου είπε ο Πουαρό, όταν μείναμε μόνοι μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως έκανε και μια δεύτερη διαθήκη και μετά έφερε τους μαστόρους να του φτιάξουν μια κρύπτη για να την καταχωνιάσει. Αντί να χάνουμε τον καιρό μας, ξηλώνοντας το πάτωμα και γκρεμίζοντας τοίχους, θα πάμε μέχρι το Πλύμουθ.Μετά από λίγη φασαρία καταφέραμε να βρούμε αυτό που ζητούσαμε. Μια δυο αποτυχημένες προσπάθειες και φτάσαμε στην εταιρία που είχε αναλάβει το έργο από τον κύριο Μαρς.Το προσωπικό της εταιρίας δεν είχε αλλάξει τα τελευταία χρόνια κι έτσι στάθηκε εύκολο να βρούμε τους δύο εργάτες που είχαν δουλέψει στο σπίτι. Θυμήθηκαν αμέσως την περίπτωση. Ανάμεσα σε διάφορες μικροεπισκευές που είχαν κάνει στο Κράμπτρη Μάνορ, είχαν αφαιρέσει ένα τούβλο από το τζάκι, έσκαψαν μια κοιλότητα από κάτω κι έκοψαν το τούβλο, ώστε να είναι αδύνατο να φανεί η σύνδεση. Πιέζοντας το δεύτερο τούβλο από κάτω, όλη η κατασκευή ανυψωνόταν. Ήταν μια αρκετά πολύπλοκη κατασκευή και ο γηραιός κύριος είχε φανεί ιδιαίτερα απαιτητικός. Ο άνθρωπος που μας έδωσε όλες αυτές τις πληροφορίες λεγόταν Κόγκαν, ένας αδύνατος άντρας με γκρίζο μουστάκι. Έδειχνε έξυπνος άνθρωπος.Χωρίς αργοπορία επιστρέψαμε στο σπίτι. Μπήκαμε φουριόζοι στο γραφείο και κλειδώσαμε την πόρτα. Βαλθήκαμε να θέσουμε σε εφαρμογή τις νέες γνώσεις που είχαμε αποκτήσει. Ήταν αδύνατο να διακρίνουμε κάποιο σημείο στα τούβλα που να μαρτυράει την κρυψώνα, αλλά μόλις πιέστηκαν στο κατάλληλο σημείο, αποκαλύφθηκε μια βαθιά κοιλότητα.Ανυπόμονα ο Πουαρό, έχωσε το χέρι του μέσα, αλλά η έκφραση της ανυπομονησίας στο πρόσωπο του χάθηκε. Έγινε έκφραση απογοήτευσης. Εκτός από ένα κομμάτι σκληρό καρβουνιασμένο χαρτί, δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Η κρύπτη ήταν άδεια.—Sacre! αναφώνησε ο Πουαρό. Κάποιος μας πρόλαβε!Εξετάσαμε με προσοχή το χαρτί. Ήταν φανερό πως αποτελούσε μέρος της διαθήκης που ψάχναμε. Αρκετά ευδιάκριτα υπήρχε το κομμάτι με το όνομα του Μπαίηκερ, αλλά δεν υπήρχαν οι όροι της διαθήκης.

Page 58: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

Ο Πουαρό έμεινε άναυδος. Η έκφραση του θα μπορούσε να θεωρηθεί κωμική, αν δεν ήμασταν τόσο εξαντλημένοι.—Δεν το καταλαβαίνω, μουρμούρισε. Ποιος την κατάστρεψε; Και ποιος ο λόγος, άραγε;—Μήπως οι Μπαίηκερ; πρότεινα εγώ.—Για ποιο λόγο; Καμιά διαθήκη δεν τους περιλαμβάνει και είναι πιο πιθανό να διατηρήσουν τη θέση τους, αν κληρονομήσει το σπίτι η μις Μαρς, παρά αν κληροδοτηθεί σε νοσοκομείο. Ποιος επομένως είχε συμφέρον αν καταστραφεί η διαθήκη; Το νοσοκομείο βέβαια, αλλά θα ήταν παράλογο να υποψιαζόμαστε ένα ίδρυμα.—Ίσως ο γέρος να μετάνιωσε και την κατέστρεψε μόνος του, έκανα μια νέα απόπειρα.Ο Πουαρό σηκώθηκε και τίναξε τη σκόνη απ' το πανταλόνι του, με το συνηθισμένο σχολαστικό του τρόπο.—Πιθανόν, παραδέχτηκε. Αυτή ήταν μια καλή παρατήρηση, Χάστιγκς. Λοιπόν, δε νομίζω πως μπορούμε να κάνουμε τίποτα περισσότερο. Κάναμε το κατά δύναμη. Ξεπεράσαμε την πονηριά του Άντριου Μαρς. Δυστυχώς, η ανιψιά του δεν μπορεί να επωφεληθεί από αυτή μας την επιτυχία.Πήγαμε με αυτοκίνητο μέχρι το σταθμό κι από κει πήραμε το αργό τρένο για το Λονδίνο, καθώς δεν υπήρχε εξπρές εκείνη την ώρα. Ο Πουαρό ήταν στεναχωρημένος και ανικανοποίητος. Εγώ κατάκοπος κούρνιασα στο κάθισμα μου και λαγοκοιμόμουν. Ξαφνικά την ώρα που το τραίνο έφευγε από το σταθμό του Τάουντον, ο Πουαρό έμπηξε τις στριγκλιές.—Γρήγορα, Χάστιγκς, ξύπνα και πήδα! Πήδα σου λέω!Πριν καταλάβω καλά-καλά τι έγινε, βρέθηκα στην πλατφόρμα του σταθμού, ακάλυπτος και χωρίς τις αποσκευές, ενώ το τρένο χανόταν μες στη νύχτα. Ήμουν έξαλλος, αλλά ο Πουαρό δεν έδινε σημασία.—Τι βλάκας που στάθηκα, φώναζε. Πανύβλακας! Πως μπορώ να περηφανεύομαι για τα φαιά μου κύτταρα!—Πες το ψέματα, του είπα πειρακτικά. Αλλά τι συμβαίνει;Όπως συνήθως, ο Πουαρό, όταν ακολουθούσε τον ειρμό των σκέψεων του, δεν έδειχνε καθόλου σημασία στα λόγια μου.—Τα βιβλία των εμπόρων... δεν τα υπολόγισα καθόλου! Ναι, αλλά που; Που; Α, όχι, δεν πέφτω έξω, αυτή τη φορά. Πρέπει να επιστρέψουμε αμέσως.Εύκολο να το λες, μα δύσκολο να το κάνεις. Βρήκαμε κάποιο νυκτερινό τραίνο που μας πήγε στο 'Εξετερ και από εκεί νοικιάσαμε ένα αυτοκίνητο. Φθάσαμε πίσω στο Κράμτττρη Μάνορ τα χαράματα. Οι Μπαίηκερ, όταν πλέον ξύπνησαν για να μας ανοίξουν, έμειναν με το στόμα ανοιχτό.Ο Πουαρό ούτε καταδέχτηκε να τους κοιτάξει. Έτρεξε αμέσως; στο γραφείο.—Δεν είμαι μόνο βλάκας, έλεγε και ξανάλεγε, αλλά και} θεόστραβος. Πώς δεν το πρόσεξα προηγουμένως...Προχώρησε κατευθείαν προς το γραφείο και ξεκόλλησε την ετικέτα απ' το κλειδί. Τον κοίταζα σα χαμένος. Τι ήλπιζε να βρει σ' αυτό το βρώμικο χαρτάκι; Το έκοψε προσεκτικά και το ξεδίπλωσε. Έπειτα άναψε τη φωτιά και κράτησε την εσωτερική επιφάνεια προς τη φωτιά. Σε λίγο άρχισαν να αχνοφαίνονται αμυδροί χαρακτήρες.—Κοίταξε, mon ami, μου είπε θριαμβευτικά.Κοίταξα. Σε λίγες γραμμές δήλωνε ότι όριζε μοναδική . κληρονόμο του την ανιψιά του, Βάιολετ Μαρς. Είχε ημερομηνία 25 Μαρτίου και ώρα 12.30' μ.μ. Μάρτυρες ήταν ο Άλμπερτ Πάικ, ζαχαροπλάστης και η γυναίκα του.—Μα είναι νόμιμη; ρώτησα.—Απ' ότι ξέρω, δεν υπάρχει νόμος που να απαγορεύει να συντάξεις τη διαθήκη σου με συμπαθητική μελάνη. Η πρόθεση του διαθέτη είναι φανερή και κληρονόμος η) μοναδική ζωντανή συγγενής. Αλλά τι πονηρός άνθρωπος! ? Πρόβλεψε κάθε ενέργεια που θα έκανε όποιος έψαχνε για τη ι διαθήκη... και που εγώ σαν βλάκας ακολούθησα. Φτιάχνει; δυο διαθήκες και βάζει τους υπηρέτες του να υπογράψουν| και στις δυο. Μετά κατεβαίνει στο χωριό και γράφει μια τρίτη ' στο εσωτερικό μέρος ενός χαρτιού με συμπαθητική μελάνη. Ζητάει με κάποια δικαιολογία απ' το ζαχαροπλάστη και τη γυναίκα του να βάλουνε τις υπογραφές τους κάτω από τη δική του και μετά κρεμάει το χαρτί σαν ετικέτα στο κλειδί του ? γραφείου του. Αν η ανιψιά του ήταν τόσο έξυπνη, όσο ο ίδιος, θα έκανε όλες τις σωστές κινήσεις και θα έβρισκε τη διαθήκη; που θα της άξιζε, παρά τη ζωή και τις σπουδές που επέλεξε! f

—Ναι, μα δεν τις έκανε, παρατήρησα. Δε νομίζω πως; ήταν έντιμο αυτό πού κάναμε. Αυτός που κέρδισε το παιχνίδι ί ήταν ο γέρος! Δεν της άξιζε, Πουαρό!—Της άξιζε και με το παραπάνω, φίλε μου, επέμενε ο';: Πουαρό. Γιατί ενώ ήταν μια γυναίκα μορφωμένη και έξυπνη, δεν καταπιάστηκε η ίδια να λύσει το αίνιγμα, άλλα το ανέθεσε στην μεγαλοφυία μου. Κατάλαβες; Βρήκε την ιδανική λύση. Μ' αυτό τον τρόπο απέδειξε ότι δικαίως κερδίζει τα χρήματα.Κατάλαβα, ενώ κατά βάθος, ακόμα και σήμερα, εξακολουθώ να έχω μερικές επιφυλάξεις!

ΦΟΝΟΣ ME ΜΕΖΟΥΡΑπ δεσποινίς Πόλιτ χτύπησε διακριτικά με το μπρούντζινο ρόπτρο την πόρτα της αγροικίας. Ύστερα από λίγο, χτύπησε πάλι. Το πακέτο κάτω από τη μασχάλη της γλίστρησε λίγο, Η δεσποινίς Πόλιτ το ξανάβαλε στη Θέση του. Μέσα στο πακέτο ήταν το καινούργιο χειμωνιάτικο φόρεμα της κυρίας Σπένλοου, έτοιμο για πρόβα. Από το αριστερό χέρι

Page 59: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

της δεσποινίδας Πόλιτ κρεμόταν ένα σακουλάκι από μαύρο μεταξωτό, που είχε μέσα μια μεζοΰρα, μια πελότα ,με καρφίτσες κι ένα μεγάλο ψαλίδι,Η δεσποινίς Πόλιτ ήταν ψηλή κι αδύνατη, .με σουβλερή μύτη, σφιγμένα χείλη και αραιά γκρίζα μαλλιά. Δίστασε πριν χτυπήσει τρίτη φορά. Κοιτάζοντας πάνω-κάτω το δρόμο, είδε μια σιλουέτα να πλησιάζει με γρήγορο βήμα. Η δεσποινίς Χάρτνελ, πρόσχαρη, ηλιοκαμένη πενηνταπεντάοα, φώναξε με τη δυνατή ρπάσα φωνή της:«Καλησπέρα, ρς Πόλιτ!»Η μοδίστρα απάντησε:«Καλησπέρα, ρς Χάρτνελ».Η φωνή της ήταν εξεζητημένα λεπτή. Είχε αρχίσει τη ζωή της σαν καμαριέρα.«Συγνώμη», συνέχισε, «μήπως ξέρετε αν η «ρία Σπένλοου λείπει;»«Δεν έχω ιδέα», απάντησε η δεσποινίς Χάρτνελ,«Είναι πολύ τταράξενο, ξέρετε. ΚρΒα να κάνω στην κυρία Σπένλοου ττρόβα, στο καινούργιο της φόρεμα. Στις τρεις και ρσή, είχε πει».Η δεσποινίς Χάρτνελ συμβουλεύτηκε το ρολόι tm χεριού της.«Έχουν περάσει οι τρεις και μισή»,«Ναι! Χτύπησα τρεις φορές, αλλά δεν πήρα καμιά απάντηση κι αναρωτιέμαι μήπως η κυρία Σπένλοου ξέχασε το ραντεβού για την πρόβα και βγήκε έξω. Γενικά, δεν ξεχνάει τα ραντεβού μας και θέλει να φορέσει το φόρεμα μεθαύριο».Η δεσποινίς Χάρτνελ μπήκε στον κήπο και πλησίασε τη δεσποινίδα Πόλιτ, έξω από την πόρτα του «Λάμπουρναμ Κότατζ».«Γιατί δεν ήρθε η Γκλάντις ν' ανοίξει την πόρτα;» ρώτησε. «Α, ναι, ξέχασα, είναι Πέμπτη κι η Γκλάντις έχει έξοδο. Φαντάζομαι πως η κυρία Σπένλοου θ' αποκοιμήθηκε. Ίσως δεν κάνατε αρκετό θόρυβο μ' αυτό το πράγμα».Αρπάζοντας το ρόπτρο χτύπησε πολλές φορές δυνατά, φωνάζοντας ταυτόχρονα με στεντόρεια φωνή:«Ε, δεν είναι κανείς μέσα!»Η δεσποινίς Πόλιτ μουρμούρισε:«Φαίνεται πως η κυρία Σπένλοου ξέχασε την πρόβα και βγήκε. Θα 'ρθω μιαν άλλη ώρα».Γύρισε να φύγει.«Κουταμάρες», τη σταμάτησε η δεσποινίς Χάρτνελ. «Δεν μπορεί να έχει βγει. Θα την είχα συναντήσει. Θα κοιτάξω από τα παράθυρα να δω αν υπάρχει ζωή εκεί μέσα».Γέλασε με το αστείο της κι έριξε μια γρήγορη ματιά από τα τζάμια του μπροστινού δωματίου - μια ματιά πολύ γρήγορη, γιατί ήξερε ότι ο κύριος και η κυρία Σπένλοου σπάνια κάθονταν στο μπροστινό δωμάτιο- προτιμούσαν το μικρό πίσω σαλόνι.Όσο γρήγορη κι αν ήταν η ματιά, είχε, ωστόσο, αποτέλεσμα. Η δεσποινίς Χάρτνελ, πραγματικά, δεν είδε να υπάρχει ζωή εκεί μέσα. Αντίθετα, είδε μέσα από τα τζάμια, την κυρία Σπένλοου ξαπλωμένη στο χαλί κι έδειχνε εντελώς νεκρή.

···«Φυσικά», έλεγε η δεσποινίς Χάρτνελ όταν διηγιόταν αργότερα την ιστορία, «εγώ κράτησα την ψυχραιμία μου. Αυτό το πλάσμα, η Πόλιτ, δε θα ήξερε τι να κάνει. «Πρέπει να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας», της είπα. «Εσείς να μείνετε εδώ κι εγώ θα πάω να ειδοποιήσω την αστυνομία». Η Πόλιτ τότε μου είπε πως δεν ήθελε να μείνει εκεί — ένοιωθε άσχημα — αλλά δεν της έδωσα σημασία. Μόλις είχα ξεκινήσει να φύγω, όταν είδα τον κύριο Σπένλοου να στρίβει από τη γωνία του σπιτιού».Εδώ η δεσποινίς Χάρτνελ έκανε μια στάση, για να δώσει στο ακροατήριο της την ευκαιρία να ρωτήσει με αγωνία:«Πέστε μας, πως ήταν το ύφος του;»Και τότε, η δεσποινίς Χάρτνελ συνέχιζε:«Ειλικρινά, αμέσως κάποιες υποψίες πέρασαν από το μυαλό μου. Ήταν πάρα πολύ ήρεμος. Δεν έδειξε καμιά έκπληξη. Πέστε ότι θέλετε, όμως, δεν είναι καθόλου φυσικό ένας άντρας ν' ακούσει πως η γυναίκα του είναι νεκρή και να μη δείξει κάποια συγκίνηση».Όλοι συμφώνησαν μ' αυτή τη δήλωση.Και η αστυνομία επίσης συμφώνησε. Τόσο ύποπτη θεώρησαν την απάθεια του κυρίου Σπένλοου, ώστε έσπευσαν να εξακριβώσουν ποια θα ήταν η κατάσταση του εν λόγω κυρίου μετά το θάνατο της γυναίκας. Όταν ανακάλυψαν πως η κυρία Σπένλοου ήταν που είχε τα χρήματα και πως θα τα κληρονομούσε ο άντρας της, σύμφωνα με τη διαθήκη που είχε κάνει αμέσως μετά το γάμο τους, οι υποψίες τους πολλαπλασιάστηκαν.

Page 60: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

···Η μις Μαρπλ, αυτή η ηλικιωμένη κυρία που έμενε στο σπίτι πλάι στο πρεσβυτέριο, δέχτηκε αμέσως την επίσκεψη της αστυνομίας - μισή ώρα μετά την ανακάλυψη του εγκλήματος. Την επισκέφτηκε ο αστυφύλακας Παλκ, κρατώντας με σπουδαιοφάνεια το σημειωματάριο του.«Αν δεν έχετε αντίρρηση, έχω να σας κάνω μερικές ερωτήσεις».«Σχετικά με το φόνο της κυρίας Σπένλοου;» ρώτησε η μις Μαρπλ.Ο αστυνομικός ξαφνιάστηκε.«Μπορώ να ρωτήσω, πως το μάθατε;»«Τα ψάρια», είπε η μις Μαρπλ.Η απάντηση ήταν απόλυτα κατανοητή για τον αστυφύλακα Παλκ. Κατάλαβε '- και πολύ σωστά - πως ο παραγιός του ψαρά είχε φέρει το νέο μαζί με την παραγγελία της μις Μαρπλ.Η μις Μαρπλ συνέχισε ήσυχα:«Ήταν πεσμένη στο πάτωμα του σαλονιού, στραγγαλισμένη - πιθανώς με μια πολύ στενή ζώνη. Αλλά ότι και να ήταν, ο δολοφόνος το πήρε μαζί του».Το πρόσωπο του Παλκ σκοτείνιασε. «Ήθελα να ξέρω πως τα καταφέρνει αυτό το παιδί και τα μαθαίνει όλα...»Η μις Μαρπλ γύρισε επιδέξια τη συζήτηση.«Έχετε μια καρφίτσα στο χιτώνιο σας», είπε.Ο αστυφύλακας Παλκ κοίταξε ξαφνιασμένος το χιτώνιοτου.«Η παροιμία λέει», είπε, «αν δεις καρφίτσα και τη μαζέψεις, θα σου φέρει γούρι όλη την ημέρα».«Σας εύχομαι η παροιμία να βγει αληθινή. Λοιπόν, τι θέλετε να σας πω;»Ο αστυφύλακας Παλκ έβηξε με ύφος. Συμβουλεύτηκε το σημειωματάριο του.«Σύμφωνα με δήλωση του κυρίου Σπένλοου, συζύγου τοϋ θύματος, στις δυο και τριάντα του τηλεφωνήσατε και του είπατε να περάσει από το σπίτι σας στις 3.15' γιατί θέλατε να τον συμβουλευτείτε για κάτι. Αληθεύει αυτό;»«Ασφαλώς όχι», είπε η μις Μαρπλ.«Δεν τηλεφωνήσατε στον κύριο Σπένλοου στις δυο και τριάντα;»«Ούτε στις δυο και τριάντα ούτε καμιά άλλη ώρα».«Α!» έκανε ο αστυφύλακας και μάσησε ικανοποιημένος το μουστάκι του.«Τι άλλο είπε ο κύριος Σπένλοου;» ρώτησε η μις Μαρπλ.«Η δήλωση του κυρίου Σπένλοου ήταν ότι ήρθε εδώ, όπως του είχε ζητηθεί, φεύγοντας από το σπίτι του στις 3.10 κι ότι όταν έφτασε εδώ, η υπηρέτρια τον πληροφόρησε πως η μις Μαρπλ δεν ήταν στο σπίτι».«Αυτό το σημείο αληθεύει», είπε η μις Μαρπλ. «Ήρθε εδώ, αλλά εγώ έλειπα. Ήμουν σ' ένα συμβούλιο του Ινστιτούτου Γυναικών».«Α,» έκανε πάλι ο αστυφύλακας Παλκ.

«Πέστε μου, αστυφύλακα», είπε η μις Μάρπλ, «α^^Ββκ «κυρ© Σ«&&οοι*>«Δεν «Μίΐ δική μου δουΜιά να !βγάλώ συμπεράαιματβ σ' αυτ$ τη φάση, αλλά -η γνώμη |fou είναι πως κάττοιος -ονόματα 1>ε λέμε ^^pm^^iWKamim'i/^mmi^.«Ο κώρ«*ς ΣπένλΡου;» έκανε σι^φ#ικά η ;μις Μαρπλ.Συμτίβθθύσε τον κύριο Σπένλοου. Ήταν ένας άντρας κοντός, λεπτός, επιφυλακτικός και λΊγορίλητος, υπόδειγμα ευπρέπειας. Ήταν περίεργο που είχε έρθει να ζήσει στην επαρχία, αφού σ' όλη του τη ζωή έμενε σε πόλεις. Στη μις Μαρπλ είχε εμπιστευτεί το λόγο. Είχε πει: «Από μικρό παιδί ονειρευόμουν να ζήσω κάποτε σε χωριό και να 'χω έναν κήπο δικό μου. Αγαπώ πολύ τα λουλούδια. Η γυναίκα μου, ξέρετε, είχε ανθοπωλείο. Εκεί την πρωτοείδα». Στεγνές φράσεις που άνοιγαν, όμως, μια προοπτική ρομαντισμού: Μια νεότερη, ομορφότερη κυρία Σπένλοου, πλαισιωμένη από λουλούδια.Ωστόσο, ο κύριος Σπένλοου δεν ήξερε τίποτα από λουλούδια. Δεν είχε ιδέα από σπόρους, μοσχεύματα, από μονοετή ή πολυετή φυτά. Το δικό του όνειρο ήταν ένας μικρός κήπος, φυτεμένος με λογής-λογής πολύχρωμα λουλούδια. Είχε ζητήσει σχεδόν ικετευτικά συμβουλές από τη μις Μαρπλ και σημείωνε προσεχτικά τις οδηγίες της σ' ένα μικρό

Page 61: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

βιβλιαράκι.Ήταν ένας άνθρωπος μεθοδικός. Και ίσως αυτό το χαρακτηριστικό ήταν που έκανε την αστυνομία να ενδιαφερθεί γι' αυτόν, όταν η γυναίκα του βρέθηκε δολοφονημένη. Με υπομονή κι επιμονή, έμαθαν πολλά για τη μακαρίτισσα κυρία Σπένλοου - και πολύ γρήγορα τα 'μαθε κι ολόκληρο το Σαιντ Μαίρη Μηντ.Η μακαρίτισσα κυρία Σπένλοου είχε αρχίσει τη ζωή της Οαν καμαριέρα σε μεγάλο σπίτι. Άφησε τη θέση αυτή, για να παντρευτεί έναν κηπουρό και μαζί άνοιξαν ένα μικρό ανθοπωλείο στο Λονδίνο. Το κατάστημα προόδευσε, όχι όμως και ο κηπουρός, ο οποίος ύστερα από λίγο καιρό αρρώστησε και πέθανε.Η χήρα του κράτησε το ανθοπωλείο και το μεγάλωσε. Εξακολούθησε να ευημερεί. Ύστερα, πούλησε την επιχείρηση σε πολύ καλή τιμή και παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, τον κύριο Σπένλοου, έναν μεσόκοπο κοσμηματοπώλη, που είχε κληρονομήσει μια μικρή, όχι και τόσο ανθηρή, επιχείρηση. Λίγο καιρό αργότερα, πούλησαν την επιχείρηση και ήρθαν να εγκατασταθούν στο Σαιντ Μαίρη Μηντ.Η κυρία Σπένλοου, ήταν πλούσια γυναίκα. Τα χρήματα από το ανθοπωλείο της, τα είχε επενδύσει «με την καθοδήγηση πνευμάτων», όπως εξηγούσε στους πάντες, και φαίνεται πως τα «πνεύματα» την είχαν καθοδηγήσει με καταπληκτικό «οικονομικό δαιμόνιο». Όλες της οι επενδύσεις έδιναν κέρδη, μερικές μάλιστα με πολύ εντυπωσιακό τρόπο.Ωστόσο, παρόλη την πίστη της στην αποδοτικότητα του πνευματισμού, η κυρία Σπένλοου εγκατέλειψε τα μέντιουμ και τις πνευματιστικές συνεδριάσεις και ρίχτηκε ολόψυχα, αν.και για σύντομο χρονικό διάστημα, σε μια ακατανόητη θρησκεία με Ινδικές τελετουργίες. Όταν, όμως, ήρθε στο Σαιντ Μαίρη Μηντ, είχε ξαναγυρίσει στην πίστη της ορθόδοξης Αγγλικανικής Εκκλησίας. Πήγαινε συχνά στις λειτουργίες, επισκεπτόταν το πρεσβυτέριο, ψώνιζε από τα καταστήματα του χωριού, ενδιαφερόταν για τα τοπικά συμβάντα κι έπαιζε τυπικό μπριτζ.Μια μονότονη, καθημερινή ζωή. Και ξαφνικά... βρέθηκε δολοφονημένη!Ο διοικητής της αστυνομίας Αστυνόμος Μέλτσετ, κάλεσε τον Επιθεωρητή Σλακ.Ο Επιθεωρητής Σλακ ήταν πολύ θετικός τύπος. Όταν έφτανε σε συμπέρασμα, ήταν απόλυτα βέβαιος. Ήταν απόλυτα βέβαιος και τώρα.«Ο άντρας της το 'κανε, κύριε», είπε.«Νομίζεις;»«Είμαι απόλυτα βέβαιος γι' αυτό. Δεν έχετε παρά να τον κοιτάξετε. Φανερά ένοχος. Δεν έδειξε ούτε στιγμή συγκίνηση ή λύπη. Όταν γύριζε στο σπίτι του, ήξερε πως η γυναίκα του ήταν νεκρή».«Και δεν θα προσπαθούσε τουλάχιστον να παίξει το ρόλο του απαρηγόρητου συζύγου;»«Όχι αυτός, κύριε. Είναι παρά πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Μερικοί άντρες, δεν μπορούν να προσποιηθούν».«Κάποια άλλη γυναίκα στη ζωή του;»«Δεν βρήκαμε τίποτα σχετικό, βέβαια, είναι πολύ πονηρός. Έχει φροντίσει να καλύψει τα ίχνη του. Κατά τη γνώμη μου, θα είχε βαρεθεί τη γυναίκα του. Εκείνη είχε το χρήμα και πιστεύω πως θα ήταν δύσκολη η ζωή μαζί της -πάντοτε ν' ακολουθεί τούτον ή εκείνον τον "-ισμό". Με πολλή ψυχραιμία, αποφάσισε να την ξεκάνει και να χαρεί μόνος του τα χρήματα».«Ναι, φαντάζομαι πως θα μπορούσε να είναι έτσι».«Έκανε προσεχτικά το σχέδιο του», συνέχισε ο επιθεωρητής. «Προσποιήθηκε πως του τηλεφώνησαν...»Ο Μέλτσετ τον διέκοψε:«Εξακριβώθηκε το τηλεφώνημα;»«Όχι, κύριε. Αυτό σημαίνει, είτε ότι είπε ψέματα, είτε ότι το τηλεφώνημα έγινε από τηλεφωνικό θάλαμο. Οι μοναδικοί δυο θάλαμοι που υπάρχουν στο χωριό, βρίσκονται ο ένας στο σταθμό και ο άλλος στο ταχυδρομείο. Είναι βέβαιο πως το τηλεφώνημα δεν έγινε από το θάλαμο του ταχυδρομείου. Η κυρία Μπλέηντ βλέπει όλους όσους μπαίνουν σ' αυτόν. Του τηλέφωνο σταθμού, αντίθετα, μπορεί να ήταν. Το τρένο φτάνει στις 2.27' και υπάρχει αρκετή κίνηση τότε. Αλλά το θέμα είναι πως αυτός λέει ότι η μις Μαρπλ ήταν που του τηλεφώνησε κι αυτό, βέβαια, δεν είναι αλήθεια. Το τηλεφώνημα δεν έγινε από το σπίτι της και, άλλωστε, η ίδια ήταν στο Ινστιτούτο».«Αποκλείεις την πιθανότητα κάποιος ν' απομάκρυνε επίτηδες τον σύζυγο από το σπίτι - κάποιος που ήθελε να δολοφονήσει την κυρία Σπένλοου;»«Σκέφτεστε το νεαρό Τεντ Τζέραρντ, έτσι δεν είναι, κύριε; Εξέτασα την περίπτωση του, αλλά σκοντάψαμε στην έλλειψη κινήτρου. Ο νεαρός δεν έχει να κερδίσει τίποτα απ' αυτό το φόνο».«Παρόλα αυτά, δε νομίζω ότι είναι καλός χαρακτήρας. Έχει κάποια κατάχρηση στο παθητικό του».«Δε λέω πως είναι αγγελούδι, κύριε. Απ' όσο ξέρω, πήγε στα αφεντικά του και ομολόγησε την κατάχρηση, οικειοθελώς. Και τ' αφεντικά του δεν το είχαν υποψιαστεί καθόλου. Μ' αυτό δεν θέλω να πω, πως δεν ήταν πονηριά από μέρους του. Φοβήθηκε φαίνεται, μήπως τον υποψιαστούν κι αποφάσισε να παίξει τον μετανοιωμένο».«Είσαι πολύ δύσπιστος, Σλακ. Αλήθεια, μίλησες καθόλου με τη μις Μαρπλ;»

Page 62: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

«Τι έχει να κάνει αυτή με την υπόθεση, κύριε;»«Ω, τίποτα. Αλλά ακούει διάφορα πράγματα. Γιατί δεν πας να συζητήσεις μαζί της; Είναι μια ηλικιωμένη κυρία πολύ έξυπνη».Ο Σλακ άλλαξε θέμα.«Υπάρχει κάτι που θα 'θελα να σας αναφέρω, κύριε», έκανε. «Η θέση της καμαριέρας στο σπίτι του σερ Ρόμπερτ Αμπερκρόμπυ, όπου η νεκρή είχε αρχίσει την καριέρα της. Εκεί ήταν που είχε γίνει εκείνη η ληστεία κοσμημάτων - αν θυμάστε βέβαια, γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια — σμαράγδια μεγάλης αξίας. Δε βρέθηκαν ποτέ. Άρχισα να ερευνώ αυτή την υπόθεση. Θα πρέπει να έγινε όταν ηΣπένλοου εργαζόταν εκεί, αν και ήταν πολύ νέα τότε. Δε νομίζετε πως μπορεί να ήταν μπλεγμένη στη ληστεία, κύριε; Ο Σπένλοου, ξέρετε, ήταν απ' αυτούς , τους μικρακοσμηματαπώλες. Ότι έπρεπε για κλεπταποδόχος».Ο Μέλτσετ κούνησε το κεφάλι του.«Δε νομίζω πως υπάρχει κάτι σ' αυτό. Ή γυναίκα δεν γνώριζε καν τον Σπένλοου εκείνη την εποχή, θυμάμαι την υπόθεση. Στους κύκλους της αστυνομίας υπήρχε η γνώμη ότι ένα μέλος της οικογένειας είχε κάνει την κλοπή - ο Τζιμ Αμπερκρόμπυ, ο άσωτος γιος της οικογένειας. Ήταν βουτηγμένος στα χρέη κι αμέσως μετά την κλοπή τα χρέη πληρώθηκαν. Κάποια πλούσια γυναίκα, έτσι είπαν, αλλά εγώ δεν το πιστεύωι Ο γέρο-Αμπερκρόμπυ προσπάθησε να καλύψει την υπόθεση».«Ήταν απλώς μια ιδέα, κύριε».Η μις Μαρπλ δέχτηκε φιλοφρονητικά τον επιθεωρητή Σλακ, και μάλιστα όταν έμαθε ότι τον έστελνε ο Μέλτσετ.«Πολύ ευγενικό απ' τον Αστυνόμο Μέλτσετ. Δε φανταζόμουν πως με θυμάται».«Σας θυμάται και μάλιστα πολύ καλά. Μου είπε πως ξέρετε πάντα τι συμβαίνει στο Σαιντ Μαίρη, Μηντ».«Ω, είναι πολύ ευγενικός, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω τίποτα απολύτως. Για τον φόνο, θέλω να πω».«Ξέρετε όμως τι λένε γι' αυτόν».«Α, ναι, αλλά δεν αξίζει να επαναλαμβάνουμε ανεύθυνες φλυαρίες, δε νομίζετε;»Q Σλακ είπε προσπαθώντας να φανεί φιλικός;«Η κουβέντα μας δεν έχει τίποτα το επίσημο, ας πούμε ότι είναι απλά φιλική».«Δηλαδή, θέλετε να μάθετε π λέει ο κόσμος; Αν υπάρχει κάποια αλήθεια σ' αυτά;»«Ναι, κάπως έτσι».«Φυσικά, λέγονται πολλά και υπάρχουν πολλές θεωρίες. Έχουν σχηματιστεί δυο στρατόπεδα, αν με καταλαβαίνετε. Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι ο σύζυγος έκανε το έγκλημα. Ο σύζυγος ή η σύζυγος, είναι κατά κάποιον τρόπο, ο πιο συνηθισμένος ύποπτος, δε νομίζετε;»«Μπορεί», έκανε επ^υλακτικά ο επιθεωρητής, «Ή στενή συμβίωση, βλέπετε. Και πολύ συχνά, το χρήμα·. Άκουσα πως η κυρία Σπένλοου είχε τα χρήματα κι επομένως ο κύριος Σπένλοου ωφελείται από το θάνατο της. Σε τούτο το διεφθαρμένο κόσμο, οι πιο απίθανες υποθέσεις βγαίνουν, δυστυχώς, αληθινές».«Θα κληρονομήσει ένα γερό ποσό», είπε ο επιθεωρητής.«Ακριβώς, θα ήταν λοιπόν πολύ πιθανό να την στραγγαλίσει, να φύγει από το σπίτι από την πίσω πόρτα, να 'ρθει μέσ' από τα χωράφια στο σπίτι μου και να με ζητήσει, λέγοντας πως του είχα τηλεφωνήσει και έπειτα να γυρίσει σπίτι του και να βρει τη γυναίκα του νεκρή, δολοφονημένη κατά την απουσία του, ελπίζοντας, φυσικά, ότι η αστυνομία — το δίχως άλλο — θ' απέδιδε το έγκλημα σε κάποιον διαρρήκτη».Ο επιθεωρητής έγνεψε καταφατικά.«Τι λέγεται για τα χρήματα; Και αν δεν τα πήγαιναν καλά τελευταία...»Αλλά η μις Μαρπλ τον διέκοψε.«Ω, μα δε συνέβαινε τίποτα τέτοιο».«Το ξέρετε θετικά;»«Ολόκληρο το χωριό θα το ήξερε αν καυγάδιζαν. Η Γκλάντις, η υπηρέτρια τους, πρώτη απ' όλους θα φρόντιζε να το διαδώσει».«Ίσως να μην είχε ακούσει...», μουρμούρισε ο επιθεωρητής κι έλαβε γι' απάντηση ένα συγκαταβατικό χαμόγελο.Η μις Μαρπλ συνέχισε:«Και υπάρχει, βέβαια, η άλλη άποψη. Ο Τεντ Τζέραρντ. Ένας πολύ όμορφος νέος. Θα έχετε προσέξει, υποθέτω, πως η ομορφιά επηρεάζει περισσότερο, από όσο θα έπρεπε. Ο προηγούμενος εφημέριος μας, για παράδειγμα· τι μαγική επίδραση! Όλες οι κοπέλες έρχονταν στην εκκλησία, στη βραδινή όπως και στην πρωινή λειτουργία. Και πολλές μεγαλύτερες γυναίκες, έδειξαν ξαφνικά μεγάλη δραστηριότητα στην ενοριακή εργασία. Και το τι παντούφλες και κασκόλ του έφτιαχναν! Ο φτωχός νέος είχε έρθει σε δύσκολη θέση.

Page 63: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

«Τι σας έλεγα όμως; Α... ναι, για το νεαρό Τεντ Τζέραρντ. Βέβαια, λέγονται πολλά γι' αυτόν. Πήγαινε πολύ συχνά να την επισκεφτεί. Αν κι απ' ότι η ίδια η κυρία Σπένλοου μου είχε πει, ήταν κι αυτός μέλος του ΌξφορντΓκρουπ - ενός θρησκευτικού κινήματος1. Η κυρία Σπένλοου είχε εντυπωσιαστεί πολύ από τα διδάγματα τους».Η μις Μαρπλ σταμάτησε να πάρει ανάσα κι αμέσως μετά συνέχισε:«Και είμαι βέβαιη πως δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε πως ήταν κάτι περισσότερο απ' αυτό, αλλά ξέρετε πως είναι ο κόσμος... Πολλοί πιστεύουν ότι η κυρία Σπένλοου ήταν ξετρελαμένη με το νεαρό και ότι του είχε δανείσει πολλά χρήματα. Και είναι απόλυτα αλήθεια, πως τον είδαν στο σταθμό αυτή την ημέρα. Στο τρένο που έφτασε εδώ στις 2.27'. Θα ήταν, βέβαια, πολύ εύκολο να βγει από την άλλη πλευρά του τρένου, να περάσει τις γραμμές, να πηδήσει τα κάγκελα και να βγει από το σταθμό, χωρίς να χρειαστεί να περάσει από την κεντρική έξοδο. Έτσι δεν θα τον έβλεπε κανείς να πηγαίνει στο Λάμπουρναμ Κότατζ. Και, φυσικά, ο κόσμος πιστεύει πως το ντύσιμο της κυρίας Σπένλοου ήταν παράξενο».«Ναι! Φορούσε κιμονό. Όχι φόρεμα».Η μις Μαρπλ κοκκίνισε:«Αυτό για μερικούς είναι, χμ, αποκαλυπτικό, ξέρετε».«Εσείς νομίζετε πως ήταν αποκαλυπτικό;»«Ω, όχι. Έχω δεν το νομίζω αποκαλυπτικό. Νομίζω πως ήταν απόλυτα φυσικό».«Νομίζετε πως ήταν φυσικό;»«Σύμφωνα με τις συνθήκες, ναι».Το βλέμμα της μις Μαρπλ ήταν σκεφτικό.«Τότε, έχουμε άλλο ένα κίνητρο για τον σύζυγο», είπε ο επιθεωρητής Σλακ. «Ζηλοτυπία».«Ω, όχι. Ο κύριος Σπένλοου ποτέ δε θα ζήλευε. Δεν ήταν ο τύπος του ανθρώπου που προσέχει τι γίνεται γύρω του. Αν η γυναίκα του τον εγκατέλειπε, αφήνοντας του ένα σημείωμα, θα ήταν η πρώτη φορά που θα μάθαινε πως κάτι συνέβαινε».Ηθικός Επσνεξοττλισμός. Ιδρύθηκε από τον Ευαγγελιστή Φρανκ Μπούκμαν (1878 -1961) το 1938 και διαδόθηκε σε περισσότερες από 60 χώρες. Δίδασκε σε τελειόφοιτους του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και υποστήριζε την πνευματική αναγέννηση και την εδραίωση της ηθικής πάνω σε συντηρητικές ηθικές αρχές. Το κίνημα έχει και την ονομασία Oxford Group, ή Moral Rearmament. Λέγεται και Μπουκμανισμός από το όνομα του ιδρυτή του.Ο επιθεωρητής απορούσε με τον έντονο τρόπο που τον κοίταζε η μις Μαρπλ. Είχε την εντύπωση πως όλη αυτή η φλυαρία της, σκοπό είχε να του υποδείξει κάτι που εκείνος δεν καταλάβαινε.«Βρήκατε καμιά ένδειξη, επιθεωρητά, θέλω να πω στον τόπο του εγκλήματος;»Ο τόνος που έγινε η ερώτηση ήταν κάπως εμφατικός.«Οι δολοφόνοι δεν αφήνουν τώρα πια αποτυπώματα και στάχτη από τσιγάρο, μις Μαρπλ».«Μα νομίζω πως αυτό που έγινε εδώ ήταν ένα παλιάς μόδας έγκλημα...»Ο Σλακ ρώτησε έντονα:«Τι θέλετε να πείτε μ' αυτό;»«Νομίζω», παρατήρησε αργά η μις Μαρπλ, «πως ο αστυφύλακας Παλκ θα μπορούσε να σας βοηθήσει. Ήταν ο πρώτος που πήγε στον τόπο του εγκλήματος».Ο κύριος Σπένλοου καθόταν σε μια πάνινη πολυθρόνα. Το ύφος του ήταν σαστισμένο. Είπε με τη λεπτή φωνή του: «Μπορεί, βέβαια, να το φαντάστηκα· η ακοή μου δεν είναι πια τόσο καλή όσο άλλοτε. Αλλά νομίζω πως άκουσα καθαρά μια παιδική φωνή να λέει πίσω μου: "Ε, ξέρουμε ποιος την ξέκανε..." Μου έδωσαν την εντύπωση, πως υπονοούσαν ότι εγώ, ναι, ότι εγώ σκότωσα τη γυναίκα μου».Η μις Μαρπλ έκοψε με προσοχή ένα μαραμένο τριαντάφυλλο.«Ασφαλώς, αυτό υπονοούσαν», είπε ήσυχα.«Μα πως μπορεί να πέρασε τέτοια ιδέα από το μυαλό ενός παιδιού;»Η μις Μαρπλ έβηξε ελαφρά.«Ίσως ακούγοντας τις συζητήσεις των μεγάλων».«Δηλαδή εννοείτε πως κι άλλοι το πιστεύουν αυτό;»«Σχεδόν οι μισοί κάτοικοι του Σαιντ Μαίρη Μηντ».«Αλλά... αγαπητή κυρία... Τι τους έκανε να πιστέψουν τέτοιο πράγμα; Ήμουν ειλικρινά αφοσιωμένος στη γυναίκα μου. Δυστυχώς, η ζωή στην επαρχία δεν της άρεσε όσο

Page 64: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

έλπιζα ότι θα της άρεσε, αλλά η απόλυτη συμφωνία σε όλα τα θέματα είναι κάτι το αδύνατο. Σας βεβαιώνω: η απώλεια της μου κόστισε πολύ».'«Ίσως. Αλλά, συγχωρέστε με γι' αυτό που θα πω, δε δείχνετε καθόλου να σας έχει κοστίσει».Ο κύριος Σπένλοου τέντωσε το ισχνό κορμί του σε όλο του το ύψος.«Αγαπητή κυρία, πριν πολλά χρόνια, διάβασα για κάποιον Κινέζο φιλόσοφο, ο οποίος όταν έχασε την αγαπημένη του γυναίκα, συνέχισε ήρεμα τη ζωή του, όπως πάντα. Ο κόσμος στην πόλη εντυπωσιάστηκε πολύ με την καρτερία του».«Ο κόσμος του Σαιντ Μαίρη Μηντ όμως αντιδρά διαφορετικά», είπε η μις Μαρπλ. «Η κινέζικη φιλοσοφία δεν σημαίνει τίποτα γι' αυτούς».«Αλλά εσείς καταλαβαίνετε... έτσι δεν είναι;»Η μις Μαρπλ έγνεψε καταφατικά. «Ο θείος μου ο Χένρυ», είπε, «ήταν ένας άνθρωπος με καταπληκτικό αυτοέλεγχο. "Μη δείχνεις ποτέ τα συναισθήματα σου", ήταν το γνωμικό του. Κι αυτός επίσης αγαπούσε πολύ τα λουλούδια».«Σκεφτόμουν», έκανε με συγκρατημένο ενθουσιασμό ο κύριος Σπένλοου, «πως θα ήταν όμορφο να βάλω μια πέργκολα στη δυτική πλευρά του σπιτιού, με ροζ τριαντάφυλλα και μια γλυσίνα ίσως. Κι εκείνο το φυτό με τα άσπρα λουλούδια σε σχήμα αστεριού - μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή η ονομασία του...»Με τον τόνο που θα μιλούσε στον πεντάχρονο μικρανηψιό της, η μις Μαρπλ είπε:«Έχω έναν πολύ ωραίο κατάλογο φυτών, με εικόνες. Κοιτάξτε τον με την ησυχία σας. Εγώ πρέπει να πάω για λίγο στο χωριό».Αφήνοντας τον κύριο Σπένλοου καθισμένο στον κήπο με τον κατάλογο των φυτών, η μις Μαρπλ ανέβηκε στο δωμάτιο της, δίπλωσε βιαστικά ένα φόρεμα σ' ένα χαρτί και βγαίνοντας από το σπίτι, πήγε με γρήγορο βήμα στο ταχυδρομείο. Η δεσποινίς Πόλιτ, η μοδίστρα, έμενε σ' ένα διαμέρισμα πάνω από το ταχυδρομείο.Η μις Μαρπλ δεν ανέβηκε αμέσως επάνω. Η ώρα ήταν ακριβώς δύο και μισή και ένα λεπτό, αργότερα, το -λεωφορείο του Ματς Μπένχαμ σταμάτησε μπροστά στην πόρτα του ταχυδρομείου. Η άφιξη του λεωφορείου ήταν ένα από τα καθημερινά συμβάντα του χωριού. Η διευθύντρια του ταχυδρομείου βγήκε φορτωμένη πακέτα, πακέτα σχετικά με την άλλη πλευρά της δουλειά της, γιατί στο ταχυδρομείο έβρισκε κανείς ν' αγοράσει γλυκά, βιβλία και παιχνίδια.Για τέσσερα λεπτά περίπου, η μις Μαρπλ ήταν μόνη στο ταχυδρομείο. Και μόνο όταν η διευθύντρια γύρισε στη θέση της, η μις Μαρπλ ανέβηκε επάνω κι εξήγησε στη δεσποινίδα Πόλιτ ότι ήθελε να διορθώσει το γκρίζο μεταξωτό φόρεμα της, ώστε να φαίνεται πιο μοντέρνο, αν γινόταν. Η δεσποινίς Πόλιτ υποσχέθηκε να κάνει ότι μπορούσε.

···Ο Αστυνόμος Μέλτσετ ξαφνιάστηκε όταν του ανήγγειλαν τη μις Μαρπλ, που μπήκε στο γραφείο με πολλές συγνώμες.«Συγνώμη, ω, συγνώμη που σας ενοχλώ, ξέρω πόσο απασχολημένος είστε, όμως, είσαστε πάντοτε τόσο καλός, Αστυνόμε Μέλτσετ, νόμισα πως ήταν καλύτερα να έρθω σε σας, αντί να ττάω στον επιθεωρητή Σλακ. Γιατί, ξέρετε, δεν θα ήθελα ο αστυφύλακας Παλκ να τιμωρηθεί. Επειδή, υποθέτω, δε θα έπρεπε ν' αγγίξει τίποτα».Ο Μέλτσετ την κοίταξε ξαφνιασμένος.«Ο Παλκ; Είναι ο αστυφύλακας του Σαιντ Μαίρη Μηντ, νομίζω; Τι έκανε;»«Μάζεψε μια καρφίτσα από το πάτωμα. Ήταν πάνω στο χιτώνιο του. Και σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή, ότι ήταν πολύ πιθανό να την είχε μαζέψει στο σπίτι της κυρίας Σπένλοου».«Σύμφωνοι, αλλά τι σημασία έχει; Η αλήθεια είναι πως τη βρήκε κοντά στο πτώμα της κυρίας Σπένλοου. Παρουσιάστηκε χτες στον Σλακ και του το είπε. Φαντάζομαι πως εσείς τον βάλατε να το κάνει αυτό. Δε θα 'πρεπε, βέβαια, ν' αγγίξει τίποτα, αλλά όπως είπα, τι σημασία έχει μια καρφίτσα; Ήταν μια πολύ κοινή καρφίτσα, απ' αυτές που χρησιμοποιούν όλες οι γυναίκες».«Λάθος, Αστυνόμε Μέλτσετ! Εδώ είναι το λάθος σας. Για έναν άντρα, ήταν ίσως μια συνηθισμένη καρφίτσα· στην •ουσία όμως δεν ήταν. Ήταν μια ειδική καρφίτσα, πολυ λεπτή και μακριά, απ' αυτές που πουλιούνται μέσα σε κουτί και που πς χρησίμοποιούν οι μοδίστρες».© Μέλτσετ την κοίταξε με ανοιχτό στόμα. Κάποιο φως είχε αρχίσει να γεννιέται στο μυαλό του. Η ρις Μσρττλ κούνησε πολλές φορές το κεφάλι της.«Μα, βέβαια. Είναι τόσο φανερό. Ήταν με το κιμονό επειδή θα έκανε πρόβα στο καινούργιο της φόρεμα και μπήκαν στο μπροστινό δωμάτιο. Η δεσποινίς Πόλιτ είπε κάτι για μέτρα και πέρασε τη μεζούρα γύρω στο λαιμό της κυρίας Σπένλοου· και τότε, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να σταυρώσει τις άκρες και να σφίξει. Πολύ εύκολο, όπως έχω ακούσει. Ύστερα, βγήκε από το σπίτι κι έκλεισε την πόρτα, στάθηκε απέξω χτυπώντας σα να είχε φτάσει μόλις εκείνη τη στιγμή. Αλλά η καρφίτσα δείχνει πως ήταν από πριν μέσα στο σπίτι.«Και η δεσποινίς Πόλιτ ήταν που τηλεφώνησε στον κύριο Σπένλοου;»«Ναι. Από το ταχυδρομείο, στις δύο και μισή, ακριβώς την ώρα που φτάνει το λεωφορείο και το ταχυδρομείο είναι άδειο».«Μα, αγαπητή μις Μαρπλ, γιατί; Για όνομα του θεού, για ποιο λόγο; Δε σκοτώνει κανείς χωρίς να έχει κίνητρο».

Page 65: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

«Από όλα όσα άκουσα, Αστυνόμε Μέλτσετ, νομίζω πως το έγκλημα έχει τις ρίζες του στο παρελθόν. Μου θυμίζει τα δυο ξαδέλφια μου, τον Άντονυ και τον Γκόρντον. Ότι έκανε ο Άντονυ πάντοτε του έβγαινε σε καλό- ενώ για τον φτωχό Γκόρντον συνέβαινε το αντίθετο. Άλογα στις κούρσες κουτσαίνονταν, οι μετοχές του έπεφταν και διαρκώς έχανε. Όπως φαντάζομαι, οι δυο γυναίκες ήταν μαζί στη δουλειά».«Σε ποια δουλειά;»«Στην κλοπή. Πολλά χρόνια πριν. Πολύτιμα σμαράγδια, έτσι έχω ακούσει. Η καμαριέρα της κυρίας και η μικρή υπηρέτρια. Γιατί, ένα πράγμα έμεινε ανεξήγητο: πως, όταν η μικρή υπηρέτρια παντρεύτηκε τον κηπουρό μπόρεσαν ν' ανοίξουν το ανθοπωλείο; Που βρήκαν τα χρήματα; Η απάντηση είναι: με το μερίδιο της από τη... πως το λένε να δείτε, α ναι, μπάζα - νομίζω αυτή είναι η έκφραση. Όλα πήγαν καλά. Το χρήμα έφερε χρήμα. Αλλά η άλλη, η καμαριέρα της κυρίας, δε στάθηκε τυχερή όπως φαίνεται. Κατέληξε μοδίστρα σ' ένα μικρό χωριό. Και τότε ξανασυναντήθηκαν. Στην αρχή τα πήγαιναν καλά, υποθέτω. Ώσπου εμφανίστηκε ο κύριος Τεντ Τζέραρντ. Η κυρία Σπένλοου θα υπέφερε από τύψεις και αυτό την έκανε να στραφεί στη θρησκεία. Χωρίς αμφιβολία, αυτός ο Τεντ Τζέραρντ θα την παρακινούσε ν' αντιμετωπίσει την πράξη της και να ομολογήσει· και θα 'λεγα πως ήταν έτοιμη να το κάνει. Αλλά η δεσποινίς Πόλιτ δεν έβλεπε έτσι τα πράγματα. Εκείνο που έβλεπε ήταν πως ίσως θα πήγαινε στη φυλακή, για μια κλοπή που είχε κάνει χρόνια πριν. Έτσι, αποφάσισε να πάρει την υπόθεση στα χέρια της. Πιστεύω πως ήταν πάντοτε κακή γυναίκα. Δε θα την ενδιέφερε καθόλου, αν θα καταδικαζόταν αυτός ο δύστυχος ο κύριος Σπένλοου».«Μπορούμε να επιβεβαιώσουμε τη θεωρία σας, ως ένα σημείο», είπε ο Αστυνόμος Μέλτσετ. «Μπορούμε να εξακριβώσουμε αν αυτή η δεσποινίς Πόλιτ είναι η παλιά καμαριέρα της λαίδης Αμπερκρόμπυ, αλλά...»Η μις Μαρπλ τον διέκοψε.«Μην ανησυχείτε. Είναι ο τύπος της γυναίκας που θα σπάσει αμέσως, όταν κατηγορηθεί. Άλλωστε, της πήρα τη μεζούρα, χτες, όταν πήγα για πρόβα. Όταν αντιληφθεί πως την έχασε, θα νομίσει πως την έχει η αστυνομία και πως είναι απόδειξη για το έγκλημα της».Του χαμογέλασε ενθαρρυντικά.«Δεν θα δυσκολευτείτε, σας βεβαιώνω».Για τον αστυνόμο, αυτός ήταν ο τόνος με τον οποίο η αγαπημένη θεία του τον είχε βεβαιώσει άλλοτε πως θα περνούσε μ' επιτυχία τις εξετάσεις του στη σχολή.Και τις είχε περάσει.

ΕΝΑ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΑΣΤΕΙΟ

κ, από δω», συμπλήρωσε τις συστάσεις η Τζέην Χήλιερ, «η μις Μαρπλ!»

Ήταν ηθοποιός κι επομένως μπορούσε να δημιουργεί εντυπώσεις. Ήταν το αποκορύφωμα, το θριαμβευτικό φινάλε! Ο τόνος της ήταν ένα κράμα από ευλαβικό δέος και θρίαμβο.Το παράξενο του πράγματος ήταν ότι το αντικείμενο αυτής της παρουσίασης ήταν απλώς μια γλυκιά ηλικιωμένη κυρία με κάπως Βικτοριανή εμφάνιση. Στα μάτια των δυο νεότερων ανθρώπων, που είχαν κάνει τη γνωριμία της χάρη στις καλές υπηρεσίες της Τζέην, φάνηκε μια έκφραση δυσπιστίας, μαζί και κάποια στενοχώρια. Ήταν δυο χαριτωμένα νέα παιδιά- η κοπέλα, η Τσάρμυ Στράουντ, λεπτή και καστανή, ο άντρας, ο Έντουαρντ Ρόσσιτερ, ένας ξανθός, αξιαγάπητος νεαρός γίγαντας.Η Τσάρμυ είπε λίγο ξέψυχα:«Ω! Χαρήκαμε πάρα πολύ για τη γνωριμία σας».Το ύφος της όμως έδειχνε αμφιβολία. Έριξε ένα γρήγορο, ερωτηματικό βλέμμα στη Τζέην Χήλιερ.«Χρυσή μου», είπε εκείνη απαντώντας σ' αυτό το βλέμμα, «είναι πραγματικά καταπληκτική. Αφήστε τα πράγματα επάνω της. Σας είχα υποσχεθεί ότι θα την έφερνα εδώ και την έφερα». Και πρόσθεσε γυρίζοντας στη μις Μαρπλ: «Θα τους βοηθήσετε, το ξέρω. Θα είναι εύκολο για σας».Η μις Μαρπλ γύρισε τα ήμερα, ανοιχτογάλανα μάτια της στον κύριο Ρόσσιτερ.«Θα μου πείτε για ποια υπόθεση πρόκειται;» ρώτησε.«Η Τζέην είναι φίλη μας», μπήκε στη μέση η Τσάρμυ.«Ο Έντουαρντ κι εγώ βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση. Η Τζέην μας είπε, ότι αν ερχόμαστε σπίτι της, θα μας γνώριζε σε κάποιον που είναι, που θα ήταν... που θα μπορούσε... να βρει τη λύση».Ο Έντουαρντ ήρθε σε βοήθεια της.«Η Τζέην μας είπε, ότι καταπιάνεστε με αστυνομικές υποθέσεις, μις Μαρπλ...»Τα μάτια της ηλικιωμένης κυρίας σπίθισαν.

Page 66: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

«Ω, όχι, όχι», διαμαρτυρήθηκε μετριόφρονα. «Τίποτα τέτοιο. Απλά, όταν ζει κανείς σε χωριό όπως εγώ, καταλήγει να μάθει πολλά για την ανθρώπινη φύση. Αλλά, πραγματικά, ξυπνήσατε την περιέργεια μου. Πέστε μου το πρόβλημα σας».«Φοβάμαι πως είναι πολύ κοινό: κρυμμένος θησαυρός», είπε ο Έντουαρντ.«Αλήθεια; Α, μα είναι πολύ ενδιαφέρον!».«Ναι, σαν τη Νήσο των θησαυρών. Όμως, από το πρόβλημα μας λείπουν τα ρομαντικά στοιχεία. Δεν υπάρχει χάρτης με σημάδια ούτε οδηγίες όπως: «Τέσσερα βήματα αριστερά, δυτικά προς βόρεια». Το δικό μας πρόβλημα είναι απελπιστικά πεζό: Πού πρέπει να σκάψουμε;».«Δοκιμάσατε καθόλου;»«Σκάψαμε οχτώ ολόκληρα στρέμματα. Ολόκληρη η περιοχή είναι έτοιμη να μεταβληθεί σε λαχανόκηπο. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε να φυτέψουμε λάχανα, μαρούλια ή πατάτες».Η Τσάρμυ ρώτησε κάπως απότομα.«Πρέπει να σας τα πούμε όλα;»«Μα φυσικά, αγαπητή μου».«Τότε ας βρούμε ένα ήσυχο μέρος. Έλα, Έντουαρντ».Τους οδήγησε έξω από το γεμάτο κόσμο και καπνούς σαλόνι, σ' ένα μικρό, ήσυχο δωμάτιο στο δεύτερο πάτωμα. Όταν κάθισαν, η Τσάρμυ άρχισε απότομα:«Λοιπόν, έτσι έχουν τα πράγματα: Η ιστορία αρχίζει με το θείο Μάθιου, θείο ή μάλλον μεγάλο θείο, και των δυο μας. Ήταν πάρα πολύ γέρος. Ο Έντουαρντ κι εγώ είμαστε οι μοναδικοί συγγενείς του. Μας αγαπούσε κι έλεγε πάντα πως όταν πέθαινε θ' άφηνε την περιουσία του σε μας. Πέθανε τον περασμένο Μάρτιο κι άφησε όλα όσα είχε να μοιραστούν, εξίσου σε μένα και τον Έντουαρντ. Το θέμα είναι, ότι "όλα όσα άφησε", στην ουσία ήταν τίποτα. Και για να είμαστε ειλικρινείς, αυτό ήταν ένα χτύπημα και για τους δυο μας, έτσι δεν είναι, Έντουαρντ;»Ο Έντουαρντ συμφώνησε.«Βλέπετε», είπε, «λογαριάζαμε σ' αυτήν την κληρονομιά, θέλω να πω, όταν ξέρει κανείς πως θα κληρονομήσει κάποτε αρκετά χρήματα, δεν - χμ - δεν ανασκουμπώνεται προσπαθώντας να τα κερδίσει μόνος του. Είμαι στρατιωτικός. Δεν έχω τίποτα αξιόλογο, εκτός από το μισθό μου και η Τσάρμυ δεν έχει δεκάρα. Εργάζεται σ' ένα θέατρο, βοηθός σκηνής - δουλειά ενδιαφέρουσα που της αρέσει πολύ, αλλά από χρήματα καθόλου. Είχαμε αποφασίσει να παντρευτούμε. Δε μας στενοχωρούσε η οικονομική πλευρά, αφού ξέραμε και οι δυο πως κάποια μέρα θα είχαμε αρκετά χρήματα».«Και τώρα δεν έχουμε!» ξέσπασε η Τσάρμυ. «Και το χειρότερο είναι ότι το Ανστεϋς, το οικογενειακό κτήμα, που το αγαπάμε πολύ ο Έντουαρντ κι εγώ, θα πρέπει ίσως να πουληθεί. Και η σκέψη αυτή μας είναι ανυπόφορη! Αν δεν βρούμε τα χρήματα του θείου Μάθιου, θ' αναγκαστούμε να το πουλήσουμε».«Αλλά δεν φτάσαμε ακόμη στο κύριο σημείο», πήρε τη σκυτάλη ο Έντουαρντ. «Συμβαίνει, βλέπετε, το εξής: Όσο ο θείος Μάθιου γερνούσε, γινόταν όλο και πιο δύσπιστος. Δεν εμπιστευόταν κανένα».«Πολύ σοφό από μέρους του», σχολίασε η μις Μαρπλ, «Η απληστία των ανθρώπων είναι κάτι το αφάνταστο».«Μπορεί να έχετε δίκιο. Φαίνεται πως ο θείος Μάθιου αυτό πίστευε. Είχε ένα φίλο που είχε χάσει όλα του τα χρήματα σε μια τράπεζα που χρεοκόπησε κι έναν άλλο που καταστράφηκε από έναν καταχραστή οικονομικό σύμβουλο και είχε χάσει κι ο ίδιος μερικά χρήματα σε μια εταιρεία που αποδείχτηκε απάτη. Έτσι είχε φτάσει στο συμπέρασμα, ότι ο μόνος τρόπος ν' ασφαλίσει κανείς τα χρήματα του ήταν να τα μετατρέπει σε χρυσό και να τα θάβει».«Α, αρχίζω να καταλαβαίνω», είπε η μις Μαρπλ.«Ναι. Οι φίλοι του έλεγαν πως μ' αυτόν τον τρόπο δε θα έπαιρνε τόκους, αλλά εκείνος υποστήριζε πως αυτό δεν είχε σημασία. "Όλο σου το χρήμα", έλεγε, "πρέπει να το φυλάς σ' ένα κουτί κάτω από το κρεβάτι ή θαμμένο στον κήπο". Αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια του».«Κι όταν πέθανε», πήρε το λόγο η Τσάρμυ, «δεν άφησε σχεδόν τίποτα σε ομόλογα, αν και ήταν πολύ πλούσιος. Γι' αυτό πιστεύουμε, ότι θα είχε κάνει αυτό που έλεγε».«Μάθαμε», εξήγησε ο Έντουαρντ, «πως είχε πουλήσει ομόλογα και είχε εισπράξει μεγάλα ποσά κατά καιρούς και κανείς δεν ξέρει τι τα είχε κάνει. Φαίνεται λοιπόν πιθανό ότι, πιστός στις αντιλήψεις του, αγόραζε χρυσό και τον έθαβε».«Δεν είπε τίποτα πριν πεθάνει; Δεν άφησε κανένα χαρτί; Κάποιο γράμμα;»«Όχι, κι αυτό είναι το εξοργιστικό. Ήταν σε κώμα μερικές ημέρες, αλλά συνήλθε πριν πεθάνει. Μας κοίταξε και τους δυο και χαχάνισε με ένα παράξενο, αδύνατο χάχανο. Είπε: "Θα είστε εντάξει, περιστεράκια μου". Ύστερα άγγιξε το μάτι του, το δεξί του μάτι, και μας έκανε ένα νόημα κι ύστερα... πέθανε. Ο καημένος ο θείος Μάθιου».«Άγγιξε το μάτι του», είπε σκεφτικά η μις Μαρπλ.«Σας δίνει κάποια ιδέα αυτό;» έκανε ζωηρά ο Έντουαρντ. «Εμένα μου θύμισε μια ιστορία του Αρσέν Λουπέν όπου κάποιος είχε κάτι κρυμμένο στο γυάλινο μάτι του. Αλλά ο θείος Μάθιου δεν είχε γυάλινο μάτι».

Page 67: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

Η μις Μαρπλ κούνησε το κεφάλι της.«Όχι, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα αυτή τη στιγμή».«Η Τζέην μας είπε πως θα μας λέγατε αμέσως που να σκάψουμε», είπε απογοητευμένη η Τσάρμυ.Η μις Μαρπλ χαμογέλασε.«Δεν είμαι ακριβώς ταχυδακτυλουργός, παιδί μου. Δε γνώριζα το θείο σας, τι είδους άνθρωπος ήταν και δεν ξέρω το σπίτι ή την περιοχή του».«Κι αν το γνωρίζατε;» ρώτησε η Τσάρμυ.«Τότε, μπορεί να ήταν πολύ απλό», είπε η μις Μαρπλ.«Απλό;» φώναξε η Τσάρμυ. «Ελάτε στο Άνστεϋς και τότε θα δείτε αν είναι απλό».Είναι ενδεχόμενο να μην περίμενε πως η μις Μαρπλ θα έπαιρνε την πρόσκληση στα σοβαρά, αλλά η ηλικιωμένη κυρία είπε ζωηρά:«Ω, πολύ ευγενικό, αγαπητό μου παιδί. Πάντα ήθελα να είχα την ευκαιρία να ψάξω για κάποιο θαμμένο θησαυρό. Και...», πρόσθεσε κοιτάζοντας τους δυο νέους με ένα φωτεινό χαμόγελο, «με αισθηματικό ενδιαφέρον μαζί!»«Βλέπετε!» είπε η Τσάρμυ με μια δραματική χειρονομία.Είχαν μόλις τελειώσει το γύρο του Άνστεϋς. Είχαν πάει στο λαχανόκηπο - βαθιά ανασκαμμένο. Είχαν διασχίσει το μικρό δάσος που το κάθε δέντρο του είχε σκαφτεί γύρω από τις ρίζες του και είχαν κοιτάξει μελαγχολικά τους λάκκους στην κάποτε στρωτή πελούζα. Είχαν ανεβεί στη σοφίτα, όπου παλιά μπαούλα και ντουλάπια είχαν αδειαστεί από το περιεχόμενο τους. Είχαν κατεβεί στο υπόγειο, όπου οι πλάκες είχαν βγει από τη θέση τους. Είχαν μετρήσει και χτυπήσει τους τοίχους και είχαν δείξει στη μις Μαρπλ όλα τα έπιπλα που είχαν - ή που υπήρχε υποψία πως είχαν -κρυφά συρτάρια. Σ' ένα τραπέζι στο καθιστικό ήταν ένας σωρός χαρτιά, όλα τα χαρτιά που είχε αφήσει ο μακαρίτης Μάθιου Στράουντ: λογαριασμοί, προσκλήσεις, αλληλογραφία για υποθέσεις. Η Τσάρμυ και ο Έντουαρντ τα είχαν κοιτάξει και ξανακοιτάξει χωρίς να βρουν την παραμικρή ένδειξη.«Νομίζετε πως υπάρχει κάποιο μέρος που δεν ψάξαμε;» ρώτησε η Τσάρμυ.Η μις Μαρπλ κούνησε το κεφάλι της.«Η έρευνα σας φαίνεται να ήταν πολύ λεπτομερής. Υπερβολικά λεπτομερής, θα έλεγα. Έχω πάντοτε τη γνώμη, ξέρετε, ότι πρέπει κανείς να έχει κάποιο πρόγραμμα. Όπως η φίλη μου, η κυρία Έλντριτς, είχε μια νεαρή υπηρέτρια πολύ καλή, που γυάλιζε πολύ όμορφα τα πλακάκια, αλλά ήταν τόσο υπερβολική στο γυάλισμα, ώστε τα πλακάκια γλιστρούσαν. Και μια μέρα, η κυρία Έλντριτς βγαίνοντας από τη μπανιέρα, γλίστρησε κι έπεσε κι έσπασε το πόδι της! Πολύ δυσάρεστο, επειδή η πόρτα του μπάνιου ήταν κλειδωμένη φυσικά και ο κηπουρός αναγκάστηκε να βάλει σκάλα και να μπει από το παράθυρο, πράγμα που ενόχλησε φοβερά την κυρία Έλντριτς, που είναι πολύ ντροπαλή γυναίκα».Ο Έντουαρντ έβηξε ελαφρά.Η μις Μαρπλ είπε γρήγορα:«Ω, με συγχωρείτε! Έχω πάντοτε την κακή συνήθεια να φεύγω από το θέμα. Αλλά το ένα πράγμα θυμίζει το άλλο. Κι αυτό μερικές φορές είναι χρήσιμο. Αυτό που ήθελα να πω ήταν, ότι αν προσπαθούσαμε ν' ακονίσουμε το μυαλό μας και να σκεφτούμε κάποιο πιθανό μέρος...»Ο Έντουαρντ είπε κάπως θυμωμένα:«Εσείς να σκεφτείτε, μις Μαρπλ, γιατί το δικό μας μυαλό είναι πια εντελώς άδειο!»«Ναι, ναι, έχετε δίκιο. Αν δεν έχετε αντίρρηση, θα 'θελα να ρίξω μια ματιά σ' αυτά τα χαρτιά, αν βέβαια δεν υπάρχει τίποτα προσωπικό ανάμεσα τους».«Όχι, δεν υπάρχει τίποτα προσωπικό. Αλλά φοβάμαι πως δεν θα βρείτε τίποτα».Η μις Μαρπλ κάθισε μπροστά στο τραπέζι και μεθοδικά εξέτασε τα χαρτιά. Όταν τελείωσε, έμεινε μερικά λεπτά ακίνητη κοιτάζοντας μπροστά της.Ο Έντουαρντ ρώτησε με κάποια δόση κακίας στη φωνήτου:«Λοιπόν, μις Μαρπλ;»Η μις Μαρπλ τινάχτηκε ελαφρά.«Συγνώμη, αφαιρέθηκα. Πολύ διαφωτιστικά όλα αυτά».«Βρήκατε κάτι σχετικό;»«Ω, όχι, τίποτα σχετικό, αλλά πιστεύω πως ξέρω τώρα τι είδους άνθρωπος ήταν ο θείος σας Μάθιου. Κάπως σαν τον δικό μου θείο Χένρυ. Του άρεσαν τα αστεία. Γεροντοπαλίκαρο, όπως φαίνεται - αναρωτιέμαι γιατί - ίσως κάποια απογοήτευση; Μεθοδικός ως ένα σημείο, αλλά δεν του άρεσαν οι δεσμεύσεις και, εδώ που τα λέμε, σε ποιο γεροντοπαλίκαρο αρέσουν...»

Page 68: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

Πίσω από τη ράχη της μις Μαρπλ, η Τσάρμυ έκανε στον Έντουαρντ μια χαρακτηριστική κίνηση, που σήμαινε: «Αυτή εδώ τα 'χει χαμένα».Η μις Μαρπλ, ωστόσο, συνέχιζε αμέριμνα την κουβέντα της, για το μακαρίτη θείο της Χένρυ.«Του άρεσαν πολύ τα καλαμπούρια, αλλά για μερικούς ανθρώπους τα καλαμπούρια είναι ενοχλητικά· ένα απλό λογοπαίγνιο μπορεί να τους κάνει να θυμώσουν. Και ήταν πολύ φιλύποπτος. Πίστευε πως οι υπηρέτες του τον έκλεβαν. Μερικές φορές τον έκλεβαν βέβαια, αλλά όχι διαρκώς. Του είχε γίνει έμμονη ιδέα, του καημένου. Προς το τέλος του βίου του, φανταζόταν ότι δηλητηρίαζαν το φαγητό του και τελικά δεν έτρωγε, παρά μόνο βραστά αυγά. Έλεγε πως τίποτα δεν μπορεί να μπει μέσα σε ένα βραστό αυγό. Ο αγαπητός θείος Χένρυ! Και ήταν τόσο εύθυμος άνθρωπος κάποτε...»Ο Έντουαρντ καταλάβαινε πως αν άκουγε ακόμη λίγο για τον θείο Χένρυ θα τρελαινόταν.«Κι αγαπούσε πολύ τους νέους», συνέχισε η μις Μαρπλ, «μόνο που του άρεσε να τους πειράζει. Συνήθιζε να κρύβει σακουλάκια με καραμέλες, σε μέρη που ένα παιδί δε θα μπορούσε να φτάσει».Αφήνοντας την ευγένεια στην άκρη, η Τσάρμυ είπε:«Νομίζω πως ήταν απαίσιος».«Ω, όχι, αγαπητή μου. Απλώς ήταν ένα γεροντοπαλίκαρο, που δεν ήξερε από παιδιά. Και δεν ήταν καθόλου ανόητος. Είχε πολλά χρήματα στο σπίτι και γι' αυτό έφτιαξε ένα χρηματοκιβώτιο. Μιλούσε πάρα πολύ γι' αυτό και για το πόσο σίγουρο ήταν. Αποτέλεσμα της φλυαρίας του ήταν, ότι μια νύχτα μπήκαν στο σπίτι κλέφτες κι άνοιξαν στο χρηματοκιβώτιο μια τρύπα με κάποια χημική ουσία».«Καλά έπαθε», είπε ο Έντουαρντ.«Ω, μα δεν υπήρχε τίποτα μέσα», είπε η μις Μαρπλ. «Βλέπετε, στην πραγματικότητα, φύλαγε αλλού τα χρήματα του: στη βιβλιοθήκη πίσω από μερικούς τόμους με κηρύγματα. Όπως έλεγε, κανείς δεν παίρνει από τα ράφια βιβλία αυτού του είδους».Ο Έντουαρντ τη διέκοψε ξαναμμένος.«Είναι μια ιδέα κι αυτό! Τι λέτε για τη βιβλιοθήκη;»Αλλά η Τσάρμυ είπε χαμογελώντας ειρωνικά:«Φαντάζεστε ότι δεν το σκέφτηκα αυτό; Ξεφύλλισα ένα-ένα όλα τα βιβλία, την περασμένη Τρίτη, που είχες πάει στο Πόρτσμουθ. Τίποτα!»Ο Έντουαρντ αναστέναξε. Ύστερα επιχείρησε να ξεφορτωθεί με τρόπο την απογοητευτική φιλοξενούμενη τους.«Ήταν πάρα πολύ ευγενικό που ήρθατε και προσπαθήσατε να μας βοηθήσετε. Λυπάμαι που σας κουράσαμε άδικα, θα φέρω το αυτοκίνητο και θα σας πάω στο σταθμό να προλάβετε το τρένο των τρεισήμισι».«Μα πρέπει να βρούμε τα χρήματα», είπε η μις Μαρπλ. «Μην απογοητεύεστε, κύριε Ρόσσιτερ. Αν δεν τα καταφέρετε την πρώτη φορά, προσπαθήστε ξανά και ξανά».«Θέλετε να πείτε πως θα συνεχίσετε;»«Για την ακρίβεια», είπε η μις Μαρπλ, «δεν άρχισα καν. Πρώτα πιάστε το λαγό, λέει η κυρία Μπήτον στο βιβλίο της μαγειρικής - περίφημο βιβλίο αλλά πολύ ακριβές οι συνταγές του· οι περισσότερες αρχίζουν: "παίρνετε ένα τέταρτο του κιλού κρέμα γάλακτος και μια δωδεκάδα αυγά για..." Τι έλεγα; Α, ναι. Λοιπόν, αφού πιάσαμε το λαγό μας, τον θείο Μάθιου δηλαδή, πρέπει τώρα ν' αποφασίσουμε που μπορεί να έχει κρύψει τα χρήματα. Θα πρέπει να είναι πολύ απλό».«Απλό;» απόρησε η Τσάρμυ.«Μα ναι, αγαπητή μου. Είμαι βέβαιη πως θα έχει κάνει κάτι εύκολο. Ένα μυστικό συρτάρι, αυτό είναι το συμπέρασμα μου».Ο Έντουαρντ είπε ψυχρά:«Δεν μπορείτε να βάλετε ράβδους χρυσού σ' ένα μυστικό συρτάρι»«Όχι, και βέβαια όχι. Αλλά δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε πως τα χρήματα είναι σε χρυσό».«Μα έλεγε πάντοτε...»«Το ίδιο έκανε και ο θείος μου ο Χένρυ για το χρηματοκιβώτιο του! Γι' αυτό υποψιάζομαι πως αυτά που έλεγε για χρυσό ήταν μόνο κάλυμμα. Διαμάντια... Αυτά κρύβονται εύκολα σε ένα μυστικό συρτάρι».«Μα ψάξαμε σε όλα τα μυστικά συρτάρια. Φωνάξαμε μάλιστα κι έναν επιπλοποιό να εξετάσει τα έπιπλα».«Ναι; Πολύ σωστά κάνατε, αγαπητή μου. Θα 'λεγα πως το πιο πιθανό είναι το γραφείο του θείου σας. Είναι εκείνο το σεκρεταίρ κοντά στον τοίχο;»«Ναι. Και θα σας δείξω».Η Τσάρμυ πήγε στο σεκρεταίρ και το άνοιξε. Μέσα ήταν μια σειρά θυρίδες και μικρά συρτάρια. Ανοιξε ένα μικρό πορτάκι στο κέντρο και πίεσε ένα ελατήριο στο εσωτερικό του αριστερού συρταριού. Ακούστηκε ένα κλικ και το πάτωμα της κεντρικής εσοχής γλίστρησε προς τα εμπρός. Η Τσάρμυ το τράβηξε έξω αφήνοντας να φανεί μια ανάβαθη κρύπτη από κάτω. Ήταν άδεια.

Page 69: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

«Τι σύμπτωση!» φώναξε η μις Μαρπλ. «Ο θείος Χένρυ είχε ένα ίδιο σεκρεταίρ, μόνο που εκείνο ήταν από καρυδιά ενώ ετούτο είναι από μαόνι».«Ότι και να 'ναι», έκανε νευριασμένη η Τσάρμυ, «δεν υπάρχει τίποτα κρυμμένο μέσα, όπως βλέπετε».«Φαντάζομαι», είπε η μις Μαρπλ, «πως ο επιπλοποιός σας ήταν νέος. Δεν ήξερε πολλά. Οι τεχνίτες ήταν πολύ πονηροί, όταν έφτιαχναν μυστικές κρύπτες εκείνο τον καιρό. Υπάρχει κάτι σαν μυστικό μέσα σε μυστικό».Έβγαλε μια φουρκέτα από τον καλοχτενισμένο κότσο της, την ίσιωσε και έχωσε την άκρη της σε κάτι που φαινόταν σαν μικροσκοπική τρύπα από σαράκι σε μια πλευρά της μυστικής κρύπτης. Με κάποια δυσκολία τράβηξε έξω ένα μικρό συρτάρι. Μέσα ήταν ένα πακέτο κιτρινισμένα γράμματα κι ένα διπλωμένο χαρτί.Ο Έντουαρντ και η Τσάρμυ όρμησαν ταυτόχρονα στο εύρημα. Με χέρια που έτρεμαν, ο Έντουαρντ ξεδίπλωσε το χαρτί. Αλλά το άφησε να πέσει με μια φωνή αηδίας.«Συνταγή μαγειρικής», είπε. «Ψητό χοιρομέρι!»Η Τσάρμυ έλυσε στο μεταξύ την κορδέλα, που ήταν δεμένα τα γράμματα. Ανοιξε ένα. «Ερωτικά γράμματα!» είπε.Η μις Μαρπλ αντέδρασε πιο ρομαντικά. «Πολύ ενδιαφέρον!» είπε. «Ίσως να είναι η αιτία που ο θείος σας δεν παντρεύτηκε ποτέ».Η Τσάρμυ διάβασε δυνατά:«Αγαπητέ μου Μάθιου, πρέπει να ομολογήσω ότι ο καιρός μου φάνηκε ατέλειωτος από τότε που πήρα το τελευταίο γράμμα σου. Προσπαθώ ν' απασχολώ το μυαλό μου με τα καθήκοντα μου και λέω διαρκώς στον εαυτό μου, πως πραγματικά είμαι πολύ τυχερή που ταξιδεύω και βλέπω τον κόσμο, αν και δεν το περίμενα καθόλου, όταν έφτασα στην Αμερική, ότι θα ερχόμουν σε τούτα τα μακρινά νησιά».Η Τσάρμυ διέκοψε το διάβασμα.«Μα, από που είναι; Ω, από τη Χαβάη!» Και συνέχισε:«Αλίμονο, όμως! Οι ιθαγενείς εδώ βρίσκονται ακόμη πολύ μακριά από το φως. Βρίσκονται σε άγρια κατάσταση, γυμνοί και περνούν τον καιρό τους κολυμπώντας και χορεύοντας, φορώντας μόνο γιρλάντες από λουλούδια. Ο μίστερ Γκρέυ κατόρθωσε να προσηλυτίσει μερικούς, αλλά η δουλειά είναι πολύ δύσκολη και ο μίστερ Γκρέυ και η γυναίκα του αισθάνονται απογοήτευση. Προσπαθώ να κάνω ότι μπορώ για να τον ενθαρρύνω, αλλά κι εγώ είμαι πολύ συχνά θλιμμένη, για κάποιο λόγο που μαντεύεις βέβαια, αγαπητέ μου Μάθιου. Ο χωρισμός είναι πικρός, για μια καρδιά που αγαπάει. Οι όρκοι σου και οι υποσχέσεις σου παντοτινής αφοσίωσης μου έδωσαν πολλή χαρά. Τώρα και πάντοτε η πιστή κι αφοσιωμένη καρδιά μου είναι δική σου, ακριβέ μου Μάθιου και μένω η αληθινή σου αγάπη.Μπέτυ ΜάρτινΥ.Γ. Στέλνω το γράμμα μου, όπως πάντα, στην κοινή φίλη μας Ματίλντα Γκρέηβς. Ελπίζω να μου συχωρεθεί αυτή η μικρή απάτη».ΟΈντουαρντ σφύριξε.«Γυναίκα ιεραπόστολος! Αυτό λοιπόν ήταν το ρομάντζο του θείου Μάθιου. Αναρωτιέμαι γιατί δεν παντρεύτηκαν».«Φαίνεται πως εκείνη γύρισε όλο τον κόσμο», είπε η Τσάρμυ, κοιτάζοντας τους φακέλους. «Άγιος Μαυρίκιος...κάθε είδους τόπος. Ίσως να πέθανε από κίτρινο πυρετό ή κάτι παρόμοιο».Ένα σιγανό γέλιο τους έκανε να στραφούν. Η μις Μαρπλ φαινόταν να διασκεδάζει.«Για φαντάσου!» έκανε μιλώντας στον εαυτό της. Διάβαζε τη συνταγή και βλέποντας την απορία στα πρόσωπα τους, διάβασε δυνατά: «Ψητό χοιρομέρι με σπανάκι. Παίρνετε ένα καλό κομμάτι χοιρομέρι, το γεμίζετε με σκελίδες σκόρδο και το καλύπτετε με χοντρή ζάχαρη. Το ψήνετε σε χαμηλό φούρνο. Σερβίρετε με πουρέ σπανάκι. Πως σας φαίνεται;»«Αρκετά αηδιαστικό», είπε ο Έντουαρντ.«Δεν ρωτάω αυτό», είπε η μις Μαρπλ. «Ρωτάω τι γνώμη έχετε γι' αυτή την υπόθεση».Μια ξαφνική λάμψη φώτισε το πρόσωπο του Έντουαρντ.«Νομίζετε πως πρόκειται για κάποιον κώδικα - κάποιο κρυπτογράφημα;» Πήρε τη συνταγή. «Μπορεί και να είναι! Διαφορετικά, γιατί να κρύψει μια συνταγή σε ένα μυστικό συρτάρι;»«Ακριβώς», είπε η μις Μαρπλ. «Πολύ σημαντικό αυτό».«Ξέρω τι μπορεί να είναι», είπε η Τσάρμυ. «Συμπαθητική μελάνη! Ας ζεστάνουμε το χαρτί. Αναψε την ηλεκτρική σόμπα!»Ο Έντουαρντ υπάκουσε, αλλά κανένα ίχνος γραφής δε φάνηκε κάτω από τις γραμμές.Η μις Μαρπλ έβηξε ελαφρά.«Νομίζω πως κάνετε την υπόθεση μάλλον δύσκολη», είπε. «Η συνταγή είναι μόνο μια ένδειξη. Νομίζω πως τα γράμματα είναι που έχουν σημασία».«Τα γράμματα;»«Ειδικά η υπογραφή», είπε η μις Μαρπλ.

Page 70: Άγκαθα Κρίστι - Η Ποντικοπαγίδα -

Αλλά ο Έντουαρντ δεν την άκουσε. Φώναξε αναστατωμένος.«Τσάρμυ! Έχει δίκιο! Κοίταξε... οι φάκελοι είναι όλοι παλιοί, αλλά τα γράμματα έχουν γραφτεί πολύ αργότερα».«Ακριβώς», είπε η μις Μαρπλ.«Είναι φτιαχτά. Στοιχηματίζω ότι θέλετε, πως τα έφτιαξε μόνος του ο θείος Μάθιου».«Ακριβώς», ξανάπε η μις Μαρπλ.«Ολόκληρη η ιστορία είναι ψεύτικη. Δεν υπήρξε ποτέ γυναίκα ιεραπόστολος. Πρέπει να είναι κάποιος κώδικας».«Αγαπητά μου παιδιά, δεν υπάρχει λόγος να κάνετε τα πράγματα δύσκολα. Ο θείος σας ήταν ένας πολύ απλός άνθρωπος· ήθελε όμως να κάνει το αστείο του, αυτό είναι όλο».Για πρώτη φορά οι δυο νέοι την πρόσεξαν πραγματικά. «Τι ακριβώς θέλετε να πείτε, μις Μαρπλ;» ρώτησε η Τσάρμυ.«Θέλω να πω, αγαπητή μου, ότι κρατάτε τα χρήματα στα χέρια σας αυτή τη στιγμή».Η Τσάρμυ κοίταξε τα χέρια της.«Η υπογραφή, αγαπητή μου. Αυτή δίνει την εξήγηση. Κι όσο για τη συνταγή, είναι απλώς μια ένδειξη. Αν αφαιρέσουμε τα σκόρδα και τη ζάχαρη κι όλα τα άλλα, τι μένει; Τίποτα. Επομένως είναι φανερό πως τα γράμματα είναι το σημαντικό στοιχείο. Κι αν λάβουμε υπόψη την κίνηση που έκανε ο θείος σας πριν πεθάνει - άγγιξε το μάτι του, μου είπατε. Λοιπόν, αυτό σας δίνει το κλειδί».«Μις Μαρπλ», είπε η Τσάρμυ, «ποιος από τους τρεις μας είναι τρελός;»«Καλό μου κορίτσι, δεν έχεις ακούσει ποτέ την έκφραση «Τα μάτια μου κι η Μπέτυ Μάρτιν», που σημαίνει πως κάτι δεν είναι αυτό που φαίνεται;»Ο Έντουαρντ ψιθύρισε κοιτάζοντας το γράμμα που κρατούσε:«Μπέτυ Μάρτιν...»«Ακριβώς, κύριε Ρόσσιτερ. Όπως είπατε τώρα μόλις, δεν υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο πρόσωπο. Τα γράμματα τα έγραψε ο ίδιος ο θείος σας και φαντάζομαι πως θα διασκέδασε πολύ γράφοντας τα. Όπως είπατε, το γράψιμο στους φακέλους είναι πολύ παλιότερο και οπωσδήποτε, τα γράμματα δεν είναι δυνατό ν' ανήκουν στους φακέλους, γιατί το γραμματόσημο στον φάκελο που κρατάτε είναι του χίλια οχτακόσια πενήντα ένα». Σταμάτησε. Ξάνάπε με έμφαση: «Χίλια οχτακόσια πενήντα ένα. Κι αυτό τα εξηγεί όλα, έτσι δεν είναι;»«Όχι σε μένα».«Ε, ναι, θα πρέπει να ομολογήσω», είπε η μις Μαρπλ, «ότι ούτε σε μένα θα εξηγούσε, αν δεν ήταν ο ανιψιός μου ο Λάινοελ. Χαριτωμένο παιδί και μανιώδης φιλοτελιστής. Ξέρει τα πάντα για τα γραμματόσημα. Αυτός μου έχει πει πολλά για τα σπάνια και πολύ ακριβά γραμματόσημα· κι ακόμη μουμίλησε για ένα πολύ σπάνιο, που βρέθηκε τελευταία και είχε προσφερθεί σε πλειστηριασμό - ένα του χίλια οχτακόσια πενήντα ένα, μπλε των δυο σεντς. Αξιζε περίπου είκοσι πέντε χιλιάδες δολάρια. Φανταστείτε! Πιστεύω πως και τα άλλα γραμματόσημα είναι το ίδιο σπάνια και ακριβά. Χωρίς αμφιβολία, ο θείος σας τα αγόραζε μέσω μεσιτών και πρόσεχε να "καλύπτει τα ίχνη του", όπως λένε στα αστυνομικά μυθιστορήματα».Ο Έντουαρντ βόγκησε. Κάθισε σε μια καρέκλα κι έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια.«Τι έπαθες;» τον ρώτησε η Τσάρμυ.«Τίποτα. Μόνο η φοβερή σκέψη πως χωρίς τη μις Μαρπλ, ίσως θα καίγαμε αυτά τα γράμματα, από σεβασμό στον μυστικό έρωτα του θείου!»«Α!», έκανε η μις Μαρπλ, «αυτό είναι που δεν σκέφτονται οι ηλικιωμένοι κύριοι, που τους αρέσουν οι φάρσες. Θυμάμαι πως ο θείος μου ο Χένρυ έστειλε σε μια ανιψιά του που αγαπούσε ιδιαίτερα, για Χριστουγεννιάτικο δώρο, ένα πεντόλιρο. Το έβαλε μέσα σε μια Χριστουγεννιάτικη κάρτα, κόλλησε τα δυο φύλλα κι έγραψε πάνω: «Με αγάπη και πολλές ευχές. Δυστυχώς αυτό είναι όλο που μπορώ να προσφέρω εφέτος». Και η καημένη η ανιψιά, θυμωμένη γι' αυτό που νόμισε ειρωνεία από μέρους του, πέταξε την κάρτα στη φωτιά. Ύστερα, βέβαια, ο θείος αναγκάστηκε να της δώσει ένα άλλο».Τα αισθήματα του Έντουαρντ για τον θείο Χένρυ πήραν εντελώς αντίθετη στροφή.«Μις Μαρπλ», φώναξε εύθυμα, «πηγαίνω να φέρω ένα μπουκάλι κρασί να πιούμε στη μνήμη του θείου σας του Χένρυ!»