Αναμνήσεις από τη Μικρά Ασία του Παναγιώτη Πάνου

9
1 του αειμνιςτου Παναγιϊτθ Ι. Πάνου (Επιμζλεια Γεωργίου Φ. Φυτςιλι) Ο Παναγιϊτθσ Ι. Πάνου Γεννικθκα ςτο Μαυρομάτι Καρδίτςασ το ζτοσ 1897. Πταν ιλκαν οι Τοφρκοι ιμουν τριϊν θμερϊν. Ο πατζρασ μου με διλωςε ζνα χρόνο μικρότερο, ιτοι το ζτοσ 1898. Το ζτοσ 1915 εγκαταςτάκθκα ςτθν Καρδίτςα και εργαηόμουνα ωσ υποδθματοποιόσ. Το ζτοσ 1918 κατατάχκθκα ωσ κλθρωτόσ ςτο 1/38 Σφνταγμα Ευηϊνων 1 θσ Μεραρχίασ Λαρίςθσ. Μετά τθν εκγφμναςθ, μασ ζςτειλαν αποςτολι ςτθν Καβάλα και από εκεί ςτθ Δράμα και ςυγκεκριμζνα ςτο χωριό Νικιςιανθ ςτο βουνό Ραγκαίο. Εκεί κακίςαμε όλο το χειμϊνα μζχρι το Ράςχα. Τοποκετικθκα ςτο 2 ο Λόχο του 3 ου Τάγματοσ. Διοικθτισ Συντάγματοσ ιταν ο Σταυριανόπουλοσ, Λοχαγόσ ο Καρβοφνθσ, Επιλοχίασ ο Δ. Κατςι-κογιάννθσ και Λοχίασ ο Στζργιοσ Κωςτόπουλοσ, που ιταν και κουμπάροσ μου. Τθν 25 θ Απριλίου 1919 θ Μεραρχία μασ κατόπιν διαταγισ αναχϊρθςε για τισ Ελευκερζσ. Εκεί ςτο λιμάνι είχαν αράξει επιβατικά και πολεμικά πλοία. Επιβιβαςτικαμε ςε αυτά και ξεκινιςαμε με προοριςμό το Γαλάηιο τθσ ουμανίασ. Στθ ςυνζχεια, πιγαμε ςτθ ωςία, που ιταν επαναςτατθμζνθ. Αφοφ προχωριςαμε λίγα χιλιόμετρα μάσ ζδωςαν διαταγι να γυρίςουμε πίςω και να περιμζνουμε νεότερθ διαταγι. Σε λίγο μασ δόκθκε εντολι να πάμε ςτθ Σμφρνθ. Τθν 1 θ Μαΐου 1919 ξθμερϊςαμε ςτθ Μυτιλινθ και βλζπαμε τον κόςμο να γιορτάηει τθν Ρρωτομαγιά. ΣΤΘ ΣΜΥΝΘ Τθν επομζνθ με καράβια φτάςαμε ςτθ Σμφρνθ και γφρω ςτισ 9.30 το πρωί αποβιβαςτικαμε. Στο κζντρο τθσ πόλθσ μάσ υποδζχκθκαν όλοι οι Ζλλθνεσ με ςάλπιγγεσ και κλαρίνα και οι τςολιάδεσ άρχιςαν το χορό. Από τα παρακφρια των ςπιτιϊν πετοφςαν λουλοφδια. Στθ ςυνζχεια, μασ δόκθκε διαταγι να πάμε ςτο Διοικθτιριο και ςτο άνω μζροσ τθσ πόλθσ, προκειμζνου να αναλάβουμε τθ φροφρθςι τθσ. Ρροχωροφςαμε ζχοντασ «εφ’ όπλου λόγχθ». Αποβίβαςθ ςτθ Σμφρνθ του πρϊτου Συντάγματοσ με Διοικθτι τον Σταυριανόπουλο. Ο Εφηωνασ Παναγιϊτθσ Πάνου ιταν από τουσ πρϊτουσ που ζφκαςαν ςτθ Σμφρνθ. (Φωτογραφία του Πολεμικοφ Μουςείου) Τθν ϊρα που προχωροφςε ο δικόσ μου λόχοσ οι Τοφρκοι πυροβόλθςαν. Ευτυχϊσ, δεν είχαμε κφματα παρά μόνο ζναν ελαφρά τραυματία. Εμείσ δεν είχαμε φυςίγγια, γιατί ιμαςταν κλθρωτοί και δεν είχαν κατεβάςει ακόμθ τα πυρομαχικά από το καράβι. Τότε εγϊ άρπαξα από τισ παλάςκεσ ενόσ άλλου ςτρατιϊτθ δφο δεςμίδεσ ςφαίρεσ. Εκείνθ τθ ςτιγμι άρχιςαν να χτυπάνε και τα πολυβόλα μασ. Τότε ιλκε ζνασ πολίτθσ Σμυρνιόσ και είπε ςτο Λοχαγό μασ ότι ςε κάποιο ςπίτι κρφβονται 3-4 Τοφρκοι Αξιωματικοί με πολιτικι περιβολι και είναι οπλιςμζνοι με πιςτόλια. Αμζςωσ ο Λοχαγόσ φϊναξε τον κουμπάρο μου Λοχία Στζργιο Κωςτόπουλο και του είπε να πάρει 5-6 άνδρεσ και να τρζξει. Αμζςωσ, ο λοχίασ Κωςτόπουλοσ πιρε λίγουσ ςτρατιϊτεσ, όμωσ εμζνα δεν με φϊναξε. Τότε εγϊ του είπα:

description

Αφηγήσεις στον Γιώργο Φυτσιλή

Transcript of Αναμνήσεις από τη Μικρά Ασία του Παναγιώτη Πάνου

Page 1: Αναμνήσεις από τη Μικρά Ασία του Παναγιώτη Πάνου

1

του αειμνιςτου Παναγιϊτθ Ι. Πάνου (Επιμζλεια Γεωργίου Φ. Φυτςιλι)

Ο Παναγιϊτθσ Ι. Πάνου

Γεννικθκα ςτο Μαυρομάτι Καρδίτςασ το ζτοσ 1897. Πταν ιλκαν οι Τοφρκοι ιμουν τριϊν θμερϊν. Ο πατζρασ μου με διλωςε ζνα χρόνο μικρότερο, ιτοι το ζτοσ 1898. Το ζτοσ 1915 εγκαταςτάκθκα ςτθν Καρδίτςα και εργαηόμουνα ωσ υποδθματοποιόσ. Το ζτοσ 1918 κατατάχκθκα ωσ κλθρωτόσ ςτο 1/38 Σφνταγμα Ευηϊνων 1θσ Μεραρχίασ Λαρίςθσ. Μετά τθν εκγφμναςθ, μασ ζςτειλαν αποςτολι ςτθν Καβάλα και από εκεί ςτθ Δράμα και ςυγκεκριμζνα ςτο χωριό Νικιςιανθ ςτο βουνό Ραγκαίο. Εκεί κακίςαμε όλο το χειμϊνα μζχρι το Ράςχα. Τοποκετικθκα ςτο 2ο Λόχο του 3ου Τάγματοσ. Διοικθτισ Συντάγματοσ ιταν ο Σταυριανόπουλοσ, Λοχαγόσ ο Καρβοφνθσ, Επιλοχίασ ο Δ. Κατςι-κογιάννθσ και Λοχίασ ο Στζργιοσ Κωςτόπουλοσ, που ιταν και κουμπάροσ μου. Τθν 25θ Απριλίου 1919 θ Μεραρχία μασ κατόπιν διαταγισ αναχϊρθςε για τισ Ελευκερζσ. Εκεί ςτο λιμάνι είχαν αράξει επιβατικά και πολεμικά πλοία. Επιβιβαςτικαμε ςε αυτά και ξεκινιςαμε με προοριςμό το Γαλάηιο τθσ ουμανίασ. Στθ ςυνζχεια, πιγαμε ςτθ ωςία, που ιταν επαναςτατθμζνθ. Αφοφ προχωριςαμε λίγα χιλιόμετρα μάσ ζδωςαν διαταγι να γυρίςουμε πίςω και να περιμζνουμε νεότερθ διαταγι. Σε λίγο μασ δόκθκε εντολι να πάμε ςτθ Σμφρνθ. Τθν 1θ Μαΐου 1919 ξθμερϊςαμε ςτθ Μυτιλινθ και

βλζπαμε τον κόςμο να γιορτάηει τθν Ρρωτομαγιά. ΣΤΘ ΣΜΥΝΘ Τθν επομζνθ με καράβια φτάςαμε ςτθ Σμφρνθ και γφρω ςτισ 9.30 το πρωί αποβιβαςτικαμε. Στο κζντρο τθσ πόλθσ μάσ υποδζχκθκαν όλοι οι Ζλλθνεσ με ςάλπιγγεσ και κλαρίνα και οι τςολιάδεσ άρχιςαν το χορό. Από τα παρακφρια των ςπιτιϊν πετοφςαν λουλοφδια. Στθ ςυνζχεια, μασ δόκθκε διαταγι να πάμε ςτο Διοικθτιριο και ςτο άνω μζροσ τθσ πόλθσ, προκειμζνου να αναλάβουμε τθ φροφρθςι τθσ. Ρροχωροφςαμε ζχοντασ «εφ’ όπλου λόγχθ».

Αποβίβαςθ ςτθ Σμφρνθ του πρϊτου Συντάγματοσ με Διοικθτι τον Σταυριανόπουλο. Ο Εφηωνασ Παναγιϊτθσ Πάνου ιταν από τουσ πρϊτουσ που ζφκαςαν ςτθ Σμφρνθ. (Φωτογραφία του Πολεμικοφ Μουςείου)

Τθν ϊρα που προχωροφςε ο δικόσ μου λόχοσ οι Τοφρκοι πυροβόλθςαν. Ευτυχϊσ, δεν είχαμε κφματα παρά μόνο ζναν ελαφρά τραυματία. Εμείσ δεν είχαμε φυςίγγια, γιατί ιμαςταν κλθρωτοί και δεν είχαν κατεβάςει ακόμθ τα πυρομαχικά από το καράβι. Τότε εγϊ άρπαξα από τισ παλάςκεσ ενόσ άλλου ςτρατιϊτθ δφο δεςμίδεσ ςφαίρεσ. Εκείνθ τθ ςτιγμι άρχιςαν να χτυπάνε και τα πολυβόλα μασ. Τότε ιλκε ζνασ πολίτθσ Σμυρνιόσ και είπε ςτο Λοχαγό μασ ότι ςε κάποιο ςπίτι κρφβονται 3-4 Τοφρκοι Αξιωματικοί με πολιτικι περιβολι και είναι οπλιςμζνοι με πιςτόλια. Αμζςωσ ο Λοχαγόσ φϊναξε τον κουμπάρο μου Λοχία Στζργιο Κωςτόπουλο και του είπε να πάρει 5-6 άνδρεσ και να τρζξει. Αμζςωσ, ο λοχίασ Κωςτόπουλοσ πιρε λίγουσ ςτρατιϊτεσ, όμωσ εμζνα δεν με φϊναξε. Τότε εγϊ του είπα:

Page 2: Αναμνήσεις από τη Μικρά Ασία του Παναγιώτη Πάνου

2

«Κουμπάρε, κα ζλκω και εγϊ». Αυτόσ όμωσ ιταν ανζνδοτοσ παρά τθν επιμονι μου και μου είπε: «Κουμπάρε, εγϊ πθγαίνω για επιχειριςεισ κι αν μου ςυμβεί τίποτε, να μθν ζχω ζναν δικό μου άνκρωπο να πλθροφοριςει το ςπίτι μου; Πιάςε ζναν τοίχο και πρόςεξε να μθ φασ καμιά ςφαίρα». Εν τω μεταξφ, μασ εφοδίαςαν με πολλά φυςίγγια. Δεν πζραςαν τρία τζταρτα τθσ ϊρασ και ο Λοχίασ Κωςτόπουλοσ μαηί με τουσ άνδρεσ του επζςτρεψε με αιχμαλϊτουσ τουσ Τοφρκουσ αξιωματικοφσ, που τουσ είχε ςυλλάβει και αφοπλίςει. Αφοφ τζλειωςε αυτό το περιςτατικό, ανεβικαμε ςτο βουνό πάνω από τθ Σμφρνθ και ςτιςαμε φυλάκια. Εκεί ιταν και μερικά τοφρκικα ςπίτια, που δεν μασ άνοιγαν, όταν κτυποφςαμε τισ πόρτεσ. Ευτυχϊσ, είχαμε ζνα δεκανζα από τθν Ελαςςόνα, που μιλοφςε τοφρκικα και όταν τουσ μίλθςε αυτόσ ςτθ γλϊςςα τουσ, τότε μασ ζδωςαν νερό και ό,τι άλλο τουσ ηθτιςαμε. Στθ κζςθ αυτι κακίςαμε 10-12 θμζρεσ . Επιλοχία είχαμε κάποιον Κατςικογιάννθ από τα Τρίκαλα, ο οποίοσ τότε πιρε προαγωγι και ζγινε Ανκυπαςπιςτισ. Φςτερα από διαταγι του Συντάγματοσ τοποκετικθκε ςτο Επιτελείο του 3ου Τάγματοσ. Θ διαταγι αυτι αφοροφςε και εμζνα που ζπρεπε να τοποκετθκϊ ςτο Επιτελείο. Αλλά εγϊ ικελα να μείνω ςτθν πρϊτθ γραμμι μαηί με τον κουμπάρο μου, το Λοχία Στζργιο Κωςτόπουλο. Θ επικυμία μου αυτι δεν ζγινε δεκτι από το Σφνταγμα και ζτςι πιγα ςτο Επιτελείο μαηί με τον Ανκυπαςπιςτι Κατςικογιάννθ. Κάποια μζρα κατζβθκα ςτθν πόλθ για ψϊνια και όπωσ προχωροφςα προσ το Διοικθτιριο, ζχαςα το δρόμο και μπικα μζςα ςτα Σκεπαςτά (τοφρκικοσ μαχαλάσ), όπου γινόταν παηάρι και είχαν πάγκουσ με γλυκά και πιλάφι. Ζνασ Τοφρκοσ περπατοφςε κοντά μου και με παρακολουκοφςε. Πταν αντελιφκθ ότι κατάλαβα τισ κινιςεισ του εξαφανίςτθκε αμζςωσ. Μετά δυο θμζρεσ ιλκε διαταγι να προχωριςουμε προσ το Αϊδίνι. Ρρϊτοσ ςτακμόσ μασ ιταν το Αγιοςολοφκ, δθλαδι θ παλαιά Ζφεςοσ, κοντά ςτθ Σμφρνθ. Εκεί ιταν ιταλικόσ ςτρατόσ και διατάχκθκε να το εγκαταλείψει. Σταματιςαμε 2-3 ϊρεσ. Επιτάξαμε 8-10 καμιλεσ, τισ οποίεσ φορτϊςαμε κάςεσ με πολεμοφόδια και φφγαμε. Θ παλαιά Ζφεςοσ

ιταν κωμόπολθ και ζχει εκκλθςία που θ μιςι είναι μζςα ςε βουνό και θ άλλθ μιςι ζξω. Ιταν πόλθ ωραία και κακαρι. Μπροςτά από τα μαγαηιά περνοφςε το τρζνο από τθ Σμφρνθ και πιγαινε ςτο Αϊδίνι. Το Σφνταγμά μασ μετά από τθν Ζφεςο πιγε ςτο Αηιηζ, μικρό ελλθνικό χωριό ςε πολφ καλό μζροσ. Εκεί πιάςαμε τον τομζα του Αηιηζ, για να μθν περνάνε οι Tςζτεσ (Τοφρκοι αντάρτεσ) προσ το Αϊδίνι. Τότε άρχιςαν οι μάχεσ του Αϊδινίου, το οποίο και καταλάβαμε. Τθν άλλθ θμζρα οι Τοφρκοι με αντεπίκεςθ ανακατζλαβαν το Αϊδίνι. Αμζςωσ, ζκανε νζα επίκεςθ ο Ελλθνικόσ Στρατόσ και ζδιωξε τουσ Τοφρκουσ από το Αϊδίνι. Στο Αηιηζ μάσ ενοχλοφςαν οι Τςζτεσ και ζνα ολόκλθρο βράδυ δϊςαμε μάχθ. Είχαμε λίγουσ ελαφρά τραυματίεσ και ςκοτωμζνο ζνα δεκανζα, φίλο μου από τθν Ελαςςόνα. Σε λίγεσ θμζρεσ ιλκε διαταγι να προχωριςουμε για το Αϊδίνι. Το δικό μασ Σφνταγμα ζπιαςε τον τομζα του Ομορλοφ, χωριοφ που απείχε μιάμιςθ ϊρα από το Αϊδίνι. Στον ποταμό Μαίανδρο ςτιςαμε τα φυλάκιά μασ. Ο Μαίανδροσ ιταν μεγάλο ποτάμι με πολφ νερό, όχι όμωσ ςαν τον Σαγγάριο. Εκεί ςτο Ομορλοφ κακίςαμε ςχεδόν ζνα χρόνο. Ενϊ βριςκόμαςταν ςτθν περιφζρεια του Αϊδινίου, μάκαμε πωσ ο Βενιηζλοσ ζκαμε εκλογζσ και τισ ζχαςε. Κυβζρνθςθ ςχθμάτιςε το Λαϊκό Κόμμα με Ρρωκυπουργό τον Γοφναρθ. Θ Αγγλία και θ Γαλλία δεν μασ ζδιναν πλζον δάνεια και αναγκάςτθκε ο Υπουργόσ Οικονομικϊν Ρρωτοπαπαδάκθσ να κάμει εςωτερικό δάνειο. Ζκοψε το χιλιάρικο ςτθ μζςθ (ςε αξία). Δεφτερθ φορά ξανά ζκοψε το πεντακοςάρικο ςτθ μζςθ (υποτίμθςθ). Γι’αυτό, τον ζλεγαν Ρρωτοψαλιδάκθ. ΡΟΣ ΤΘΝ ΚΛΟΥΤΑΧΕΛΑ ΚΑΛ ΤΟ ΕΣΚΛ-ΣΕΧΛ Κάποια θμζρα ιλκε θ διαταγι να αρχίςουν ξανά οι επιχειριςεισ. Συμπλθρϊςαμε τα ελλείμματά μασ, μασ δϊςανε και δφο χειροβομβίδεσ, μια αμυντικι και μια επικετικι. Ανζβθκε ςτα φυλάκια όλοσ ο ςτρατόσ. Ήλκε ο Πρωτοςφγγελοσ να μασ μεταλάβει και τότε εγϊ του είπα: «Πάτερ, μόλισ φάγαμε τθν καραβάνα με το κρζασ». Απάντθςε: «Δεν πειράηει παλικάρια μου. Το πρωί πάμε για τισ μάχεσ και πρζπει να είμαςτε ζτοιμοι απζναντι ςτο Θεό».

Page 3: Αναμνήσεις από τη Μικρά Ασία του Παναγιώτη Πάνου

3

Ώρα 4 το πρωί αρχίςαμε τισ επικζςεισ. Ζγινε μεγάλθ μάχθ με πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, χειροβομβίδεσ και κανόνια. Ενϊ προχωροφςαμε μετά δυςκολίασ ςε μια πλαγιά πίςω από το Αϊδίνι, ιλκε και θ ςειρά μου να προχωριςω. Φτάνω ςε μια πλαγιά που βαλλόταν από εχκρικό πολυβόλο. Βλζπω ζναν τραυματιοφορζα να φυλάει ζναν βαριά τραυματιςμζνο. Εκείνθ τθ ςτιγμι, όπωσ ο τραυματίασ ιταν κάτω, τον ζπιαςα από το λαιμό, τον γφριςα, για να τον αναγνωρίςω, και τότε είδα ότι ιταν ο Δθμιτρθσ Χαντοφμθσ από τθ Γελάνκθ. Είδα να βγάηει μαφρο αίμα από το ςτόμα και από τθ μφτθ του. Ιταν νεκρόσ. Στθ ςυνζχεια προχωρϊντασ φτάνουμε ςε ζναν κάμπο, όχι μεγάλο. Από κει αρχίηουν τα οχυρωμζνα βουνά. Ιταν απόγευμα και το νερό είχε τελειϊςει. Εκεί βρικαμε μεγάλθ αντίςταςθ και δφο φορζσ το πιραμε το μζροσ και άλλεσ δφο το χάςαμε. Ρολεμοφςαμε από το απόγευμα ωσ τθν επόμενθ μζρα. Αυτό ιταν το Φψωμα 997. Πταν το καταλάβαμε, βρικαμε όπλα Αγγλικά και Γαλλικά. Ο Ταγματάρχθσ Ευάγγελοσ Ραπαγεωργίου γφριςε ανιςυχοσ όλθ τθ γραμμι του Μετϊπου. Ιταν όμωσ πολφ ψφχραιμοσ και μασ ζδινε κάρροσ. Μετά από αυτι τθ μάχθ πιο κάτω προσ τθν κατεφκυνςθ τθσ Κιουτάχειασ ιταν ζνα χωριό, που είχε ςθκϊςει λευκζσ ςθμαίεσ, δθλϊνοντασ με αυτό ότι παραδίδεται. Κακϊσ βαδίηαμε ςτο δρόμο προσ αυτό το χωριό, είχαν τοποκετιςει οι χωρικοί καηάνια, τενεκζδεσ και ςτάμνεσ με νερό. Το βράδυ μείναμε ζξω από το χωριό, γιατί δεν μασ επζτρεψε θ Διοίκθςι μασ να μείνουμε μζςα. Τθν επόμενθ θμζρα περάςαμε αριςτερά τθσ Κιουτάχειασ και βαδίηαμε προσ το Εςκί Σεχίρ . Τα βουνά είχαν οχυρωκεί με χαρακϊματα από τουσ Τοφρκουσ. Είδα τον Ηλία Μυλωνι, Λοχία, τραυματιςμζνο ελαφρά ςτο κεφάλι. Εκείνθ τθ ςτιγμι μασ διατάξανε να πάμε από αριςτερά, ςε μια μεγάλθ χαράδρα, για να ενιςχφςουμε αυτοφσ που πολεμοφςαν. Μόλισ κατεβικαμε τθ χαράδρα, άρχιςε να βάηει το Βαρφ τοφρκικο Ρυροβολικό με τζςςερα κανόνια Σκόντα. Οι οβίδεσ περνοφςαν ςυνζχεια πάνω από τα κεφάλια μασ. Είδα να περνάει ζνα φορτωμζνο άλογο, που το ςυνόδευε ζνασ μεταγωγικόσ. Το άλογο κουβαλοφςε δφο κάςεσ φυςίγγια. Μόλισ απομακρφνκθκε από μζνα γφρω ςτα 8 με 10 μζτρα, ζςκαςε κοντά μια οβίδα και το γφριςε ανάποδα.

Άποψθ τθσ πόλθσ του Εςκί-Σεχίρ

Πταν κατακάκιςε θ ςκόνθ, είδαμε να ςθκϊνεται το άλογο μαηί με το ςτρατιϊτθ. Δεν είχαν πάκει τίποτα, γιατί θ οβίδα βοφλιαξε ςτθν άμμο και δεν ζςκαςε. Στθ ςυνζχεια, καταδιϊξαμε τουσ Τοφρκουσ και προχωριςαμε προσ το Εςκί-Σεχίρ. Πταν φκάςαμε εγϊ μαηί με ζνα γνωςτό μου Δεκανζα ,τον Λεντηάκθ Νικόλαο από τθν Ελαςςόνα, πιγαμε ςτο χαμάμι και πλυκικαμε. Τθν επόμενθ θμζρα μάσ είπαν πωσ κα ζλκει ο Βαςιλιάσ Κωνςταντίνοσ μαηί με το Υπουργικό Συμβοφλιο. Ζφταςαν το μεςθμζρι και πιγαν ςε ζνα κτίριο τθσ πόλθσ. Εμείσ περιμζναμε να μασ μιλιςει ο Βαςιλιάσ, να μάκουμε από αυτόν κανζνα καλό χαμπζρι ςχετικά με τθν απόλυςι μασ. Υπιρχαν άλλοι που ιταν 8-9 χρόνια ςτρατιϊτεσ. Αρχίςαμε να φωνάηουμε «ζξω, ζξω», για να μασ μιλιςει. Τότε βγικε ο Στρατθγόσ Ξενοφϊν και μασ είπε επί λζξει: « Ο Βαςιλιάσ είναι κουραςμζνοσ και κα ςασ δει αφριο». Εμείσ ςυνεχίηαμε να φωνάηουμε και τότε βγικε ο Ρρίγκιπασ Γεϊργιοσ και μασ είπε τα ίδια με το ςτρατθγό. Συνεχίηαμε να φωνάηουμε και κάποια φορά βγικε ο ίδιοσ ο Βαςιλιάσ και μασ είπε: « Παιδιά, μθν ανθςυχείτε και όλοι κα πάτε ςτα ςπίτια ςασ». Τθν επόμενθ θμζρα ο Βαςιλιάσ ζκαμε επικεϊρθςθ ςτο Στράτευμα. Μαηεφτθκε ο ςτρατόσ ζξω από το Εςκί-Σεχίρ ςτον κάμπο. Κάναμε ζνα τεράςτιο αλϊνι, ςτρατόσ και μεταγωγικά. Ιταν μεγάλθ ηζςτθ και κακίςαμε ϊρεσ, περιμζνοντασ να περάςει ο Βαςιλιάσ . Ιμαςταν πολφ κουραςμζνοι από τισ μεγάλεσ πορείεσ και από τθ μάχθ του Εςκί Σεχίρ τθσ προθγοφμενθσ θμζρασ . Μετά τθν επικεϊρθςθ κατά το βράδυ ςυνιλκε το Πολεμικό Συμβοφλιο με τον Βαςιλιά ,τον Ρρωκυπουργό Γοφναρθ, Υπουργοφσ και Στρατθγοφσ.

Page 4: Αναμνήσεις από τη Μικρά Ασία του Παναγιώτη Πάνου

4

ΡΟΕΛΑ ΡΟΣ ΤΘΝ ΑΓΚΥΑ Τθν άλλθ θμζρα το πρωί πιραμε εντολι να βαδίςουμε προσ τθν Άγκυρα. Μασ ςυμπλιρωςαν τισ ελλείψεισ ςε εφόδια. Δεν κακίςαμε οφτε τρεισ θμζρεσ ςτο Εςκί-Σεχίρ . Ξεκινιςαμε αμζςωσ και βαδίηαμε ςτον ανιφορο δεξιά τθσ χαράδρασ Ακ Μπουνάρ. Ιταν μια μεγάλθ χαράδρα, που ζφκανε ωσ τθν περιοχι που ιταν γνωςτι από τθν Αρχαιότθτα για το Γόρδιο Δεςμό, που τον «ζλυςε» με το ξίφοσ ο Μζγασ Αλζξανδροσ. Μόλισ φτάςαμε ςτθν κορυφι, μασ βάηουν οι Τοφρκοι με ζνα μικρό κανονάκι . Ευτυχϊσ, δεν είχαμε απϊλειεσ. Το 2ο Τάγμα είχε περάςει πριν από το δικό μασ. Εμείσ, το 3ο Τάγμα, ςυνοδεφαμε τθν ζδρα του Συντάγματοσ και όλεσ οι οβίδεσ ζπεφταν ςε μασ. Το 2ο Τάγμα, που είχε προχωριςει, ζκλειςε τθ χαράδρα. Από τα αριςτερά τθσ χαράδρασ οι φαντάροι μάχονταν με «εφ’ όπλου λόγχθ» και αναγκάςτθκε το 3ο Τάγμα των Τοφρκων να παραδοκεί ςε μασ. Ιταν γφρω ςτουσ 1060 Τοφρκουσ. Τουσ ςτείλαμε με ςυνοδεία ωσ αιχμαλϊτουσ. Αφοφ τελείωςε θ μάχθ, ςυνεχίςαμε να βαδίηουμε μζρα και νφχτα . Δεν βρίςκαμε αντίςταςθ πουκενά και αποροφςαμε. Ρεράςαμε τον Σαγγάριο και βαδίςαμε προσ τα βουνά και προσ το Γιάπηκ-Χαμάμ και Καλυκρότ, τα τελευταία οχυρά των Τοφρκων. Αφοφ ανεβικαμε επάνω ςτο βουνό, διακρίναμε κάτι ντουβάρια από πζτρεσ. Ιταν τα χαρακϊματα που είχαν ενιςχφςει με ξεροντοφβαρα. Δεν αντιλθφκικαμε κινιςεισ πουκενά. Κατεβικαμε κάτω και προχωριςαμε -εισ ακροβολιςμόν- γφρω από το βουνό. Ιταν θ ϊρα ςχεδόν 2 μ.μ. Μασ άφθςαν να πλθςιάςουμε μζχρι 50 μζτρα και τότε άρχιςε θ μάχθ. Ιταν αδφνατον να τουσ βγάλουμε. Τότε άρχιςε μια βροχι και ζνασ δυνατόσ αζρασ, που φυςοφςε προσ τα χαρακϊματα και βοθκοφςε εμάσ. Θ μάχθ ςυνεχίςτθκε όλθ τθ νφχτα και τα ξθμερϊματα οι Τοφρκοι άρχιςαν να υποχωροφν. Εμζνα με διζταξε ο Διμοιρίτθσ μου να μείνω εκεί που ιμουν με το τθλζφωνο και είπε πωσ κα μου τθλεφωνοφςε, για να μου πει ποφ κα πιγαινα. Εν τω μεταξφ, μου λζει ο Λοχαγόσ να πάω εκεί που ιταν Τοφρκοι ςκοτωμζνοι και να πάρω από ζνα ςκοτωμζνο Τοφρκο αξιωματικό τθν καινοφργια του εξάρτυςθ. Ρθγαίνω και τι να ιδϊ! Σε 120 τετραγωνικά μζτρα είδα περί τουσ

80 Τοφρκουσ ςκοτωμζνουσ. Ζψαξα με πολφ προςοχι, ςκυφτόσ για να μθ δίνω ςτόχο. Βρικα το Αξιωματικό. Τον πλθςίαςα και τον πρόςεξα μθ τυχόν και αιςκάνεται. Του ζβγαλα τθν εξάρτυςθ και τθν ζδωςα ςτο λοχαγό μου. Τα βουνά όπου βριςκόμαςταν ιταν ςπανά. Δεν υπιρχαν δζντρα. Στθ κζςθ όπου βριςκόμαςταν, ιμαςταν εκτεκειμζνοι. Δεξιά μασ πιο κάτω ςτθ χαράδρα ιταν 4 κανόνια δικά μασ, τα οποία είχαν καλό ςτόχο. Εκείνθ τθν ϊρα ζρχεται ζνα αεροπλάνο εχκρικό, για να δείξει ςτο τουρκικό Ρυροβολικό ποφ ακριβϊσ ιταν τα δικά μασ πυροβόλα. Αρχίηει το εχκρικό αεροπλάνο να βάλει ριπζσ πολυβόλου. Οι ριπζσ αυτζσ ζπεφταν επάνω μασ γιατί ιμαςταν κοντά ςτθν Ρυροβολαρχία. Φορζςαμε τισ κάςκεσ και κακόμαςταν ανακοφρκουδα, για να μθ δίνουμε ςτόχο. Ριο δεξιά μασ ιταν το 5ο Σφνταγμα Ευηϊνων τθσ Λαμίασ με Διοικθτι το Συνταγματάρχθ Νικόλαο Πλαςτιρα. Ιταν καταυλιςμζνο ςτα αντίςκθνα εκεί ςε ζνα μικρό κάμπο. Εμάσ ςτθν κορυφι του βουνοφ μασ είχαν αποκλειςμζνουσ οι Τοφρκοι. Φκάνει ο Μζραρχοσ ςτθ κζςθ τθ δικι μασ και ειδοποιεί τον Ρλαςτιρα με τον θλιογράφο ότι κινδυνεφουμε. Αμζςωσ, το Σφνταγμα Ρλαςτιρα μζςα ςε πζντε λεπτά ακροβολίςτθκε και διατάςςει δφο ιππείσ να προχωριςουν, για να διαπιςτϊςουν ποφ βρίςκεται ο εχκρόσ. Μόλισ τουσ πυροβόλθςαν οι Τοφρκοι τουσ ιππείσ και διαπιςτϊςαμε τισ κζςεισ του εχκροφ, διατάςςει ο Ρλαςτιρασ επίκεςθ με «εφ’ όπλου λόγχθ». Οι ςάλπιγγεσ άρχιςαν να θχοφν ¨προχωρείτε –προχωρείτε¨ και οι τςολιάδεσ να φωνάηουν ¨αζρα- αζρα¨ και να γυαλίηουν οι λόγχεσ . Τουσ πιραμε ςτα πόδια και προχωριςαμε βακιά προσ το Καλικρότ. Ζτςι μασ απελευκζρωςε ο Πλαςτιρασ. Αυτι τθ μάχθ τθν απολαφςαμε από το βουνό. Από κει βλζπαμε και τθν Άγκυρα, που ιταν περί τισ 7 ϊρεσ μακριά μασ. Πταν αποςφρκθκε ο εχκρόσ με διζταξε ο Διοικθτισ να πάω δίπλα ςε ζνα λόφο, όπου ιταν ζνα πολυβόλο δικό μασ ςαν παρατθρθτιριο. Από εκεί ζβλεπα κακαρά τισ κζςεισ του εχκροφ. Ο λόφοσ αυτόσ δεν είχε τίποτε άλλο εκτόσ από χόρτα. Δεν υπιρχε κάλυψθ από πουκενά παρά μόνο ςτο χαράκωμα του πολυβόλου, που ιταν πολφ μικρό.

Page 5: Αναμνήσεις από τη Μικρά Ασία του Παναγιώτη Πάνου

5

Ιμαςταν 5 οπλίτεσ, 3 πολυβολθτζσ, εγϊ με το τθλζφωνο και ζνασ τραυματιοφορζασ, όλοι με διπλωμζνα τα πόδια, για να χωράμε ςτο χαράκωμα. Μασ ζπιαςε ψιλι βροχι, που δε διιρκεςε πολφ. Κζλθςα να κατζβω λίγο πιο πίςω να πάρω τθν κουβζρτα μου, γιατί είχα κρυϊςει. Σθκϊκθκα, βγικα από το χαράκωμα και ζφταςα ςτο μζςον του λόφου ςκυφτόσ. Μου βάηουν μια ριπι πολυβόλου και πζφτω κάτω. Ευτυχϊσ, θ ριπι πζραςε μια ςπικαμι μακριά από το κεφάλι μου . Κακϊσ ιμουν μπροφμυτα, ςκζφτθκα «Τι κάκομαι εδϊ»! Τα πολυβόλα του εχκροφ ξφριηαν τα χόρτα και κινδφνευα. Άρχιςα να κορδοκυλάω προσ τα πίςω. Αφοφ ςταμάτθςα και ςυνιλκα άρχιςα να ςζρνομαι με τθν κοιλιά ςαν φίδι, για να γυρίςω ςτθ κζςθ μου ςτο χαράκωμα. Τθν επόμενθ μζρα είχα πυρετό και με κάλεςε το Σφνταγμα ςτο τθλζφωνο και μου είπε ότι με ικελε το Ρυροβολικό. Με ςφνδεςε με το Ρυροβολικό, γιατί δεν ζβλεπαν τισ κινιςεισ του εχκροφ. Μου είπαν: «Εμείσ τϊρα κα βάλουμε μια δοκιμαςτικι βολι και κα μασ απαντιςεισ δεξιά - αριςτερά». Μετά τθν οβίδα τουσ απάντθςα: «200 μζτρα δεξιά». Η οβίδα ζπεςε πάνω ςτουσ Τοφρκουσ και τουσ διζλυςε. Ριγαν ςτθν άλλθ πλευρά και το Ρυροβολικό μασ μου είπε: «Τϊρα τουσ βλζπουμε εμείσ». Και άρχιςαν να τουσ χτυποφν. Θ ΟΡΛΣΚΟΧΩΘΣΘ Τθν επόμενθ θμζρα το βράδυ μόλισ άρχιςε να νυχτϊνει, ιλκε διαταγι να οπιςκοχωριςουμε προσ το Εςκί-Σεχίρ. Να περάςουμε πάλι από κει που ιλκαμε και ο εχκρόσ να μασ ακολουκεί. Πμωσ, πάντοτε είχαμε τον Πλαςτιρα οπιςκοφυλακι και μασ γλίτωνε από πολλοφσ κινδφνουσ αυτόσ ο αείμνθςτοσ Πλαςτιρασ. Ζτςι, φτάςαμε ςτο Εςκί-Σεχίρ αλλά δεν μείναμε πολφ εκεί, γιατί ζπρεπε να πιάςουμε τα βουνά απζναντι από το Αφιόν-Καραχιςάρ. Στο Αγιατηίν (Αγία Ειρινθ) ιταν μια εκκλθςία ςτο βουνό και εκεί ςτιςαμε τα φυλάκια . Τθν άλλθ μζρα ζφκαςε το Σφνταγμα του Πλαςτιρα, το 5/42 των Ευηϊνων . Γνϊριηα πωσ ςτο Σφνταγμα αυτό υπθρετοφςε ο εξάδελφόσ μου Χρίςτοσ Ακαναςίου. Ζπιαςα μια γωνιά και περίμενα. Μόλισ τον είδα, τον άρπαξα από το λαιμό. Φιλθκικαμε και μιλιςαμε για όςα είχαμε τραβιξει. Το Σφνταγμα του Ρλαςτιρα ζςτθςε φυλάκιο πιο δεξιά από μασ.

Εμείσ ςυνταγματάρχθ είχαμε τον Σαχίνθ από το Βόλο. Ο εχκρόσ μάσ επιτζκθκε και ιμαςταν ςε μειονεκτικι κζςθ. Δεν μποροφςαμε να κάμουμε επίκεςθ, γιατί μασ ζβαηαν από τρεισ μεριζσ. Ο Σαχίνθσ ιξερε καλά τθν κατάςταςθ και παρόλο που ο Μζραρχοσ τον διζταξε από το τθλζφωνο να κάμει επίκεςθ, αυτόσ αρνικθκε.

Καταυλιςμόσ Πυροβολαρχίασ 35ου

Συντάγματοσ. Αφιόν –Καραχιςάρ, 3 Ιουλίου 1921

Του είπε « δεν κα ςκοτϊςω τα παιδιά, μόνο κα κρατιςω άμυνα μια–δυο θμζρεσ μζχρι να φτάςει θ 13θ Μεραρχία οπότε ο εχκρόσ δεν είναι δυνατόν να παραμείνει εκεί» . Ο Μζραρχοσ Φράγκου επζμενε να γίνει θ επίκεςθ. Τότε ο Σαχίνθσ του λζει: « Εγϊ παραιτοφμαι», και κλείνει το τθλζφωνο. Καβαλικεφει το άλογό του και φεφγει. Ο Φράγκου τότε καλεί τον Συνταγματάρχθ Κωτοφλα του 4ου Συντάγματοσ Ρεηικοφ και του ηθτάει να αναλάβει αυτόσ το Ευηωνικό και να κάμει επίκεςθ. Ο Κωτοφλασ ιρκε, επικεϊρθςε τα φυλάκια και μασ είπε: « Παιδιά, κα κάμουμε τθν επίκεςθ, για να απαλλαγοφμε από τον κίνδυνο». Οι Δικοί μασ αρνικθκαν να εκτελζςουν τθν απόφαςθ αυτοί και ζτςι παραιτικθκε και ο Κωτοφλασ. Τθν άλλθ θμζρα τθ Διοίκθςθ του Συντάγματοσ Ευηϊνων ανζλαβε ο Αντιςυνταγματάρχθσ Σωμιλασ ο οποίοσ μασ είπε: «Παιδιά, ανζλαβα τθ διοίκθςθ του Συντάγματοσ, για να ςασ ξεκουράςω και να πλυκείτε» . Είχαμε δφο μινεσ άπλυτοι και μασ είχε φάει θ λζρα και θ ψείρα. Τα εςϊρουχά μασ είχαν γίνει ςαν πρόβεια δζρματα. Εκεί κοντά υπιρχε ζνα ποταμάκι με αρκετό νερό και αρχίςαμε να πλυνόμαςτε, οπότε το νερό καλφφτθκε από τθ λζρα και τθν ψείρα. Μετά από τρεισ θμζρεσ ιρκε διαταγι να πιάςουμε τον τομζα πζρα από το Αφιόν-

Page 6: Αναμνήσεις από τη Μικρά Ασία του Παναγιώτη Πάνου

6

Καραχιςάρ. Εκεί κακίςαμε περίπου τρεισ μινεσ. Μετά προχωριςαμε προσ τα βουνά Ακάρ-Νταγ (Χιονιςμζνα βουνά), όπου παραμείναμε όλθ τθν Άνοιξθ και μζχρι τον Αφγουςτο του 1922. Κυμάμαι, ιταν 12 Αυγοφςτου 1922 και ηθτιςαμε 24ωρθ άδεια, εγϊ και ζνασ Δεκανζασ από το Βόλο, ο Ιω.Σακκοφλθσ, για να πάμε ςτο Αφιόν-Καραχιςάρ να ψωνίςουμε κάποια πράγματα για μασ και τουσ άλλουσ ςτρατιϊτεσ που γιόρταηαν ςτισ 15 Αυγοφςτου. Ριραμε τθν άδεια, κατεβικαμε ςτο ςτακμό του τρζνου και με το τρζνο φκάςαμε ςτο Αφιόν-Καραχιςάρ. Εκεί βρικα ζναν ςυγχωριανό μου, τον Χριςτο Σδράκα, ο οποίοσ υπθρετοφςε ςτο 1ο Σϊμα, που είχε ζδρα μζςα ςτθν πόλθ του Αφιόν Καραχιςάρ. Κοιμθκικαμε εκεί και ξθμζρωςε θ 13θ Αυγοφςτου. Είχε αρχίςει όμωσ θ επίκεςθ του Κεμάλ και όταν ξφπνθςα, άκουςα τουσ κανονιοβολιςμοφσ. Ιλκε ο Χρίςτοσ ο Σδράκασ και μαηί με το Δεκανζα βγικαμε ζξω και πιγαμε να πάρουμε το τρζνο. Εκεί ζξω από τθν πόλθ, όπου ιταν και ι ζδρα του Σϊματοσ, αντιλιφκθκα ότι θ κατάςταςθ ιταν ςοβαρι. Λζω ςτο Δεκανζα να πάμε μζςα ςτθν πόλθ, να ψωνίςουμε ό,τι κζλουμε και να φφγουμε γριγορα. Ο Δεκανζασ μοφ είπε πωσ δεν ιταν τόςο ςοβαρι θ κατάςταςθ. «Τι λεσ, βρε παιδί μου», του απαντϊ: «Δε βλζπεισ ότι ζρχονται τραυματίεσ και τουσ ςτζλνουν ςτο τρζνο»;. Εκεί που πθγαίναμε μζςα ςτθν πόλθ να ψωνίςουμε, μασ φτάνει ζνασ Υπολοχαγόσ και αφοφ είδε ότι ιμαςταν Εφηωνοι χωρίσ όπλα, κατάλαβε ότι είμαςτε αδειοφχοι. Μασ είπε τότε να πάμε ςτο Σφνταγμά μασ αμζςωσ. Εμείσ αφοφ ψωνίςαμε, πιγαμε γριγορα ςτο τρζνο. Εκεί οι Τοφρκοι άρχιςαν να μασ βάηουν με το Βαρφ Ρυροβολικό τφπου Σκόντα, με ςκοπό να καταςτρζψουν το Στακμό. Ευτυχϊσ, δεν πζτυχαν αυτό το ςκοπό . Κάποιοσ γνωςτόσ μου, που τον ςυνάντθςα εκεί, μου είπε ότι ςκοτϊκθκε ο αγαπθμζνοσ μου Λοχίασ από τθ Μαγουλίτςα , ο Γιάννθσ Παπαγιάννθσ, που ιταν απόφοιτοσ τθσ Λερατικισ ςχολισ τθσ Άρτασ. Ιμαςταν πολφ φίλοι από παιδιά. Δεν είχα όμωσ καιρό να πάω να τον ιδϊ, γιατί ςε λίγο ξεκίνθςε το τρζνο. Πταν φκάςαμε ςτα μιςά του δρόμου, ςυναντιςαμε μια μεγάλθ γζφυρα, που τθ φφλαγε ζνασ Λοχίασ με ζξι ςτρατιϊτεσ. Βγικε ο Λοχίασ ςτθ μζςθ τθσ γραμμισ με τα χζρια υψωμζνα, για να ςταματιςει το τρζνο, για να

τουσ πάρει και αυτοφσ, γιατί κινδφνευαν από μια ομάδα ζφιππων Τςετϊν. Εμείσ μζςα από το τρζνο καταλάβαμε τι ςυμβαίνει, γιατί είδαμε του Τςζτεσ να πλθςιάηουν τθ γζφυρα. Το τρζνο όμωσ δε ςταμάτθςε και κατεβικαμε ςτο ςτακμό που κζλαμε, για να πάμε ςτο Τάγμα μασ. Κζλαμε 2 ½ ϊρεσ, για να φτάςουμε και μασ πιρε θ νφχτα. Μόλισ φτάςαμε εκεί τα άλλα παιδιά απόρθςαν πϊσ ιλκαμε τόςο γριγορα. Τότε εγϊ τουσ είπα ποια ιταν θ κατάςταςθ. Εκείνθ τθ ςτιγμι χτφπθςε το τθλζφωνο. Καλοφςε το Σφνταγμα και με ρϊτθςαν ποιοσ είμαι. Εγϊ τουσ είπα ότι λζγομαι Ράνου Ραναγιϊτθσ. Μου λζνε: « Γράφε Πάνου, Σϊμα ςτρατοφ καταλαμβάνει νζεσ κζςεισ. Το παρόν να κοινοποιθκεί ςτουσ Λόχουσ και να καταςτραφεί δια πυρόσ». Δίπλα μου ιταν ο Ταγματάρχθσ, που μου είπε να του το διαβάςω και μετά να το κοινοποιιςω ςτουσ Λόχουσ. Ζτςι και ζγινε. Τθ επόμενθ θμζρα, 14 Αυγοφςτου 1922, μασ ζφκαςε ο εχκρόσ. Το βουνό είχε μεγάλο φψοσ και γι’ αυτό το ζλεγαν Ακάρ-Ντάγ (Χιονιςμζνο βουνό). Ριο πζρα προσ το εχκρικό ζδαφοσ είχαμε μια Διμοιρία ωσ προκεχωρθμζνο φυλάκιο, που το τθλζφωνό τθσ είχε πάκει βλάβθ. Ριγα εγϊ με ζναν άλλο τθλεφωνθτι, τον Ιωάννθ Καηι από τθν Καΐτςα, να μαηζψουμε τθν τθλεφωνικι γραμμι. Εκεί ιταν ζνα δάςοσ από πεφκα τόςο δαςφ, που δεν μποροφςαμε να προχωριςουμε. Τελειϊςαμε τθ δουλειά μασ και φφγαμε. Σε αυτό το δάςοσ μαηευόταν επί τρεισ θμζρεσ ο εχκρόσ. Πταν ζπαιρνα τθλζφωνο να ρωτιςω αν ζβλεπαν κινιςεισ του εχκροφ, μοφ απαντοφςαν πωσ άλλοτε ζβλεπαν και άλλοτε όχι λόγω του πυκνοφ δάςουσ. Εμείσ ξζραμε ότι ο εχκρόσ ιταν εκεί, γιατί είχαμε κάμει αναγνϊριςθ. Στισ 14 Αυγοφςτου με πιρε τθλζφωνο το Σφνταγμα γφρω ςτισ 10 το πρωί και μου είπε να μαηζψουμε τα πράγματά μασ και να φφγουμε προσ το Μπανάη. Δεν προλάβαμε να περάςουμε τον κατιφορο προσ τθ ςιδθροδρομικι γραμμι και μασ βάλανε με τα πολυβόλα. Οι ςφαίρεσ περνοφςαν πάνω από τα κεφάλια μασ. Πταν ζφκαςα κάτω ςτθ ςιδθροδρομικι γραμμι, είδα ότι ο ςτρατόσ υποχωροφςε, και γενικά υπιρχε ζνασ πανικόσ. Εκεί πζταξα το γυλιό μου και κράτθςα μόνο τισ κουβζρτεσ, το ςακίδιο, τα παγοφρια και το όπλο μου με τα φυςίγγια.

Page 7: Αναμνήσεις από τη Μικρά Ασία του Παναγιώτη Πάνου

7

Φκάςαμε ςτο Μπανάη το ςοφρουπο. Εκεί μαηεφτθκε πολφσ ςτρατόσ, μεταγωγικά, αραμπάδεσ και άλλα. Δεν γνϊριηε ο ςκφλοσ τον αφζντθ του. Τθν άλλθ θμζρα είδα το Λοχαγό μου. Εκεί ζγινε μια ςφςκεψθ από τουσ Αξιωματικοφσ. Σε λίγο ζφταςε και ο Ρλαςτιρασ και πιραν τθν απόφαςθ να προχωριςει το δικό μασ Σφνταγμα , το 138 των Ευηϊνων , αλλά να μθν πάμε από το δρόμο, γιατί υπιρχε κίνδυνοσ να ξεςθκωκοφν οι χωρικοί. Ζπρεπε να βαδίςουμε δεξιά, επάνω από τα βουνά. Μόλισ φτάςαμε ςε ζνα φψωμα, μασ ςταματάνε οι Αξιωματικοί και μασ λζνε να κακίςουμε, για να ςκεφτοφν και να πάρουν απόφαςθ. Ηιτθςαν να μθν υπάρχουν φωνζσ και τςιγάρα . Συηθτοφςαν δίπλα μου και τουσ άκουγα να λζνε ότι για να αποφφγουμε τον κίνδυνο, πρζπει να πθγαίνουμε δεξιότερα . Πλθ τθ νφχτα ιμαςταν ςτα βουνά και το πρωί πιάςαμε τον κάμπο και βαδίηαμε προσ το Σαλεχλί που όμωσ βρίςκονταν πολφ μακριά από εκεί. Ζβλεπα ςτρατό ςε φάλαγγεσ και μεταγωγικά. Ο δρόμοσ ιταν άςωτοσ. Ζξω από το Σαλεχλί είδα μια ιτιά και κάκιςα μαηί με άλλουσ να ξεκουραςτϊ. Ρζραςε ζνασ τθσ Διμοιρίασ μου και επζμενε να ςθκωκϊ, αλλά εγϊ αρνικθκα. Σε λίγο φκάνει ο Διμοιρίτθσ μου, Αξιωματικόσ Νάτςθσ Γεϊργιοσ από τθ Σκλάτενα. Άκουςε τθ φαςαρία και ρϊτθςε το ςτρατιϊτθ να μάκει ποιοσ είναι αυτόσ που δε ςθκϊνεται. «Είναι ο Παναγιϊτθσ Πάνου» του απάντθςε ο ςτρατιϊτθσ. Ρλθςιάηει τότε ο Αξιωματικόσ και μου λζει: «Σικω, Πάνου, και ζλα μαηί μου». Του απαντϊ: « Άφθςζ με, Γεϊργιε, δεν μπορϊ να βαδίςω». « Τι ζχεισ και δεν μπορείσ ;» με ρωτάει. «Κοφραςθ , νερό , ψωμί», του απαντϊ. Τότε μου είπε ο διμοιρίτθσ μου: «Εμείσ κα πάμε ςτο χωριό. Τι λόγο κα δϊςουμε; Ότι ςε είδαμε και ςε αφιςαμε εδϊ;». Τότε ςθκϊκθκα και τον ακολοφκθςα. Ρλθςιάςαμε ςτο Σαλεχλί και δεξιά όπωσ βαδίηαμε, είδαμε ζνα αγρόκτθμα με πραςινάδα. Τότε είπα ςτο Διμοιρίτθ μου ότι κα πάω μζχρι εκεί μιπωσ και βρω νερό. Ριγα, αλλά τθν ϊρα που γφριηα μασ πλθςίαςε ο Μπεχλιβάνθσ με τθν ζφιππθ πυροβολαρχία και άρχιςε να μασ χτυπάει με τα κανόνια. Τότε άρχιςαν να ςκορπάνε οι φάλαγγεσ, τα μεταγωγικά μασ και οι αραμπάδεσ με τουσ πρόςφυγεσ που μασ ακολουκοφςαν. Το τρζνο το είχαν καταλάβει φυγάδεσ φαντάροι. Ζφταςε όμωσ εκεί ό αξζχαςτοσ

Ήρωασ Νικόλαοσ Πλαςτιρασ, ο οποίοσ με το πιςτόλι ςτο χζρι ςχθμάτιςε αμυντικι γραμμι, για να ςταματιςει τον Μπεχλιβάνθ και να περάςει ο ςτρατόσ μασ. Ρζτυχε τθν καταδίωξθ του Μπεχλιβάνθ. Κατζβαςε τουσ φυγάδεσ από το τρζνο και ζβαλε μζςα τουσ πολίτεσ και τα γυναικόπαιδα. Εγϊ τον ζχαςα το Διμοιρίτθ μου, γιατί ζμεινα πίςω εξαιτίασ τθσ επίκεςθσ του Μπεχλιβάνθ. Μόλισ βγικα ζξω από το Σαλεχλί, βλζπω ζναν Ανκυπαςπιςτι με ζνα άλογο χωρίσ ςζλα, να πλθςιάηει. Εγϊ τον γνϊριςα, γιατί μαηί είχαμε καταταγεί ςτθ Λάριςα ωσ κλθρωτοί. Είχαμε αδερφικζσ ςχζςεισ και ιταν αδερφόσ του Διμοιρίτθ μου. «Βρε Τςολιά, τίνοσ ςυντάγματοσ είςαι;» μου φϊναξε. Του απάντθςα ότι είμαι του 1/38 Ευηϊνων. «Δε με γνωρίηεισ;» του λζω. «Όχι» μου λζει. Τότε του φϊναξα: « Να κατζβεισ από το άλογο να με γνωρίςεισ». Κατζβθκε, αλλά δε με γνϊριςε. Τότε του είπα: «Είμαι ο Πάνου, κφριε Νάτςθ». Αγκαλιαςτικαμε και κλαίγαμε από τθ ςυγκίνθςθ. Με ρϊτθςε να του πω ποφ είναι τα άλλα παιδιά: «Εκεί κα πάμε να ςε παρουςιάςω ςτον αδελφό ςου», του είπα. Ζτςι και ζγινε. ΡΛΣΩ ΣΤΘ ΣΜΥΝΘ Ρορευτικαμε προσ τθ Σμφρνθ. Μζςα ςτθ Σμφρνθ ςταματιςαμε για λίγα λεπτά, για να πάρουμε οδθγίεσ. Κακίςαμε ςτο δρόμο και μόλισ μασ πιρε ο φπνοσ από όλθ αυτι τθν ταλαιπωρία, δεν προλάβαμε να ξεκουραςτοφμε λιγάκι, οφτε ζνα τζταρτο τθσ ϊρασ, και μασ είπαν να προχωριςουμε προσ το Τςεςμζ, που απείχε 25 και πλζον χιλιόμετρα. Ρροχωροφςαμε όλθ τθ νφχτα και τθν άλλθ μζρα φτάςαμε ςτα Αλάτςια και βαδίηαμε προσ το Τςεςμζ, για να βγοφμε ςτθ Χίο με μαοφνεσ. Ο Τςεςμζσ και θ Χίοσ είναι πολφ κοντά. Ρροτοφ φκάςουμε ςτα Αλάτςια, κακϊσ βάδιηα, είδα αριςτερά μου ζνα αμπζλι. Σκζφτθκα να μπω μζςα μιπωσ και βρω κανζνα τςαμπί ςταφφλι, για να δροςίςω το ςτόμα μου. Αφοφ προχϊρθςα μζχρι τα μιςά του αμπελιοφ, είδα με ζκπλθξθ ζνα αλϊνι κακαρό, όπου λιάηαν ςταφίδα ςουλτανίνα. Εκεί ιταν 4-5 ςωροί ςταφίδασ και μάηεψα αρκετι, γζμιςα το ςακίδιό μου και τισ τςζπεσ μου. Ζδωςα και ςτα παιδιά που ζβριςκα ςτο δρόμο μου. Είπα επίςθσ ςε πολλοφσ

Page 8: Αναμνήσεις από τη Μικρά Ασία του Παναγιώτη Πάνου

8

ςτρατιϊτεσ να πάνε να πάρουν και αυτοί ςταφίδα , γιατί ιταν νθςτικοί από ψωμί.

Η καταςτροφι τθσ Σμφρνθσ – Η Σμφρνθ ςτισ φλόγεσ.

Φκάςαμε ςτο Τςεςμζ και με τισ μαοφνεσ φφγαμε για τθ Χίο. Εκεί ςυνάντθςα το χωριανό μου και φίλο μου Δθμιτρθ Ματηιάρα. Αυτόσ με είδε με τα χαλαςμζνα άρβυλα, που τα είχα από τθν εκςτρατεία ςτθν Άγκυρα. « Τι άρβυλα είναι αυτά, που φοράσ;», μου είπε. «Θα ςου φζρω εγϊ παποφτςια αναπαυτικά να φορζςεισ». Ο Ματηιάρασ ιταν ςτθ Μεραρχία Αρχιπελάγουσ και υπθρετοφςε ςτον εφοδιαςμό. Πταν μου ζφερε τα παποφτςια , τον ευχαρίςτθςα. Τα πόδια μου αλάφρωςαν. Εκεί ςτθ Χίο ςχθματίςτθκε θ Θγεςία τθσ επανάςταςθσ με τον Ρλαςτιρα, τον Κονδφλθ και τον Ράγκαλο. Μάκαμε πωσ άλλοι Συνταγματάρχεσ είχαν κάποια διαφωνία και ικελαν να αποφφγουν τον Ρλαςτιρα. Είπαν ςτον Ρλοίαρχο να φφγει με τον Ρλαςτιρα για τθν Μυτιλινθ. Ο Ρλαςτιρασ όμωσ μυρίςτθκε τθν παγίδα και με το πιςτόλι ςτο χζρι ανάγκαςε τον Ρλοίαρχο να παραμείνει ςτθ Χίο. Ζτςι, Αρχθγόσ τθσ ςτρατιωτικισ επανάςταςθσ ζγινε ο άξιοσ καβαλάρθσ Νικόλαοσ Ρλαςτιρασ. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΡΟΛΕΜΟΥ Δόκθκε διαταγι να γίνει αποςτράτευςθ και να μείνουν μόνο τα ςτελζχθ του Στρατοφ. Εγϊ με ζνα ςυγχωριανό μου, τον Ανδρζα Πουρνάρα βγικαμε ςτο Βόλο. Εκεί εργαηόταν ο αδελφόσ μου, Τθλζμαχοσ Πάνου ςε ζνα γραφείο ενόσ Γερμανοφ, του Παφλου Φίςερ. Ριγα εκεί και ηιτθςα τον αδελφό μου. Μου είπαν ότι τον είχαν ςτείλει ςε κάποια δουλειά και δεν κα αργοφςε να γυρίςει. Μου πρότειναν να κακίςω και να τον περιμζνω. Μόλισ με είδε ο Φίςερ, μου είπε: «Τι κακό είναι αυτό που πάκατε, βρε παιδιά;». Του απάντθςα «Τι να είναι κφριε Φίςερ, τθ ςτιγμι που οι Άγγλοι και οι Γάλλοι εξοπλίηουν τουσ Τοφρκουσ με άφκονο

οπλιςμό και εμείσ δεν ζχουμε από πουκενά βοικεια;». «Δεν είναι δυνατόν!» , απάντθςε ο Φίςερ. Τότε του είπα: «Ναι, κφριε Φίςερ ,το φψωμα 997 μζτρων προσ τθν Κιουτάχεια είχαμε δφο θμζρεσ να το πάρουμε και όταν το πιραμε, βρήκαμε όπλα Γαλλικά και Αγγλικά. Δεν ξζρω εγϊ που πολεμοφςα εκεί;». Ιλκε ο αδελφόσ μου και μαηί μείναμε το βράδυ ςε ξενοδοχείο τθσ πόλθσ του Βόλου. Το πρωί ξεκινιςαμε με το τρζνο για τθν Καρδίτςα και για το χωριό μου, το Μαυρομάτι. Φτάςαμε ςτο Δεμερλί. Εκεί βρικα τον εξάδελφό μου Χρίςτο Ακαναςίου. Αυτόσ ερχόταν από τθν Ακινα. Είχε υπθρετιςει με τον Ρλαςτιρα ςτο 5/42 Σφνταγμα Λαμίασ. Συνεχίςαμε το ταξίδι και κατεβικαμε ςτο ςτακμό που ιταν ςτα Καλφβια Λαηαρίνασ. Πταν πλθςιάςαμε ςτο Μαυρομάτι, μασ περίμεναν ζξω από το χωριό οι χωριανοί μασ, για να μάκει ο κακζνασ νζα για τουσ δικοφσ του. Μόλισ άρχιςε να ςουρουπϊνει, φάνθκε και θ μάνα μου. Γνϊριςε τον Χρίςτο Ακαναςίου και τον ρϊτθςε με ανθςυχία: «Ποφ είναι ο Παναγιϊτθσ;» Αυτόσ απάντθςε: «Νάτοσ, δεν τον βλζπεισ;». Δεν περιγράφεται θ χαρά τθσ μάνασ, που αγκαλιάηει το γιο τθσ μετά από τον πόλεμο. Στο χωριό ξεκουραςτικαμε, πλυκικαμε και κακαριςτικαμε από τθν ψείρα. Φάγαμε καλά και δυναμϊςαμε. Μετά από τρεισ μινεσ πιγα ξανά ςτο Βόλο, για να βρω κάποια δουλειά. Ριγα να δω τον αδελφό μου ςτο γραφείο του Φίςερ. Ζξω από το γραφείο ιταν ο γιοσ του Φίςερ. Μου είπε: «Εκείνοσ ο άλλοσ ο αδελφόσ ςασ που ιρκε από τθ Μικρά Αςία, τι γίνεται; Είναι καλά»; Του απάντθςα τότε: «Ναι, κφριε Φίςερ, εγϊ ο ίδιοσ είμαι». «Πολφ άλλαξεσ», μου είπε. Του απάντθςα: «Βεβαίωσ, ςτο ςπίτι μου βρικα ξεκοφραςθ, κακαριότθτα και το φαγθτό μου». Ο ΘΩΑΣ ΝΛΚΟΛΑΟΣ ΡΛΑΣΤΘΑΣ Κυμάμαι τϊρα ότι ο Πλαςτιρασ μασ ζςωςε και ςτο Μπανάδ και ςτο Σαλεχλί, όπου μασ είχε επιτεκεί ο Μπεχλιβάνθσ. Ζβγαλε τότε το πιςτόλι του, μάηεψε τουσ ςτρατιϊτεσ και κατεδίωξε τον Μπεχλιβάνθ. Μετά κατζβαςε τουσ φυγάδεσ από το τρζνο και ζβαλε τα γυναικόπαιδα. Οι φυγάδεσ δεν κατζβαιναν και διζταξε τον Υπαςπιςτι του να ςτείλει ζνα πολυβόλο να ρίξει μια ριπι ςτον αζρα.

Page 9: Αναμνήσεις από τη Μικρά Ασία του Παναγιώτη Πάνου

9

Μασ είδε ο Μζραρχοσ Φράγγου ςε αυτι τθν κατάςταςθ και ςυμβοφλευςε τον Ρλαςτιρα να μθν επιχειριςει με το ηόρι να κατεβάςει τουσ φυγάδεσ από το τρζνο. Ο Ρλαςτιρασ όμωσ δεν υπολόγιςε τον Μζραρχο και διζταξε τον υπαςπιςτι του να βάλει δυο ριπζσ ςτο αζρα. Ζτςι τουσ ανάγκαςε όλουσ να κατζβουν και μασ γλίτωςε ςτο Σαλεχλί. Πάντοτε ςε όλθ τθν υποχϊρθςθ ο Καραπιπζρθσ, όπωσ ζλεγαν οι Τοφρκοι τον Πλαςτιρα, ιταν οπιςκοφυλακι. Τον Ρλαςτιρα τον παρακολουκοφςαν ςτθν Μικρά Αςία άνκρωποι τθσ κυβζρνθςθσ Γοφναρθ. Ο Πλαςτιρα ιταν άνκρωποσ τίμιοσ και ειλικρινισ Αξιωματικόσ , άριςτοσ πολεμιςτισ και Στρατθγόσ. Ήξερε τι να κάνει ςτισ πιο δφςκολεσ ςτιγμζσ. Κατά τθν υποχϊρθςθ, μια μζρα του είχε κλείςει το δρόμο ζνα Σφνταγμα. Τουσ μίλθςε με δυνατά λόγια: «Βρε παιδιά, ποφ θζλετε να πεθάνουμε, εδώ ςτα κατςάβραχα ή ςτον κάμπο με τα λουλοφδια»; Διζταξε να τυλίξουν τα πόδια από όλα τα μεταγωγικά για να μθν ακοφγονται τα πζταλα. Να μθν ανάψουν τςιγάρα, οφτε να ακοφγονται φωνζσ. Μόλισ ζφταςαν ςε απόςταςθ που κανόνιςε ο Ρλαςτιρασ, διατάηει τον Υπαςπιςτι του να ςτιςει δφο πολυβόλα και να περιμζνει το ςφνκθμά του που ιταν μια πιςτολιά. Οι Τοφρκοι είχαν δεμζνα τα άλογα και κάκονταν ςε αναμμζνεσ φωτιζσ. Ζγινε τότε αιφνιδιαςτικι επίκεςθ και τουσ διζλυςαν τουσ Τοφρκουσ. Αυτόσ ιταν ο Πλαςτιρασ. Είχε πολλά ςτρατθγικά χαρίςματα. Η ιςτορία τθσ εκςτρατείασ προσ τθν Άγκυρα από το Εςκί-Σεχίρ, με εντολι τθσ Κυβζρνθςθσ Γοφναρθ και ζγκριςθ του Βαςιλζωσ Κωνςταντίνου, ιταν εξωφρενικι. Τι δουλειά είχε ο κουραςμζνοσ από τισ μεγάλεσ πορείεσ και μάχεσ ςτρατόσ να φκάςει ωσ τθν Άγκυρα, 500 χιλιόμετρα μακριά. Οφτε ιταν δυνατόν να μείνουμε ςτθν Άγκυρα. Κα γυρίηαμε πίςω πάλι. Ροια ιταν θ ζννοια τθσ απόφαςθσ αυτισ τθσ Κυβζρνθςθσ Γοφναρθ; Χάςαμε ζτςι τον Ελλθνιςμό τθσ Μικράσ Αςίασ και ακολοφκθςε μεγάλθ καταςτροφι. Αν θ τότε Κυβζρνθςθ ςκεφτόταν πιο ςυνετά και ζπαιρνε απόφαςθ αντί να βαδίςει προσ τθν Άγκυρα, να παραμείνει ςτα όρια που όριηε θ Συνκικθ των Σεβρϊν, τότε δε κα χάναμε τθ Μικρά Αςία και τον Ελλθνιςμό τθσ. Ο Ελλθνικόσ ςτρατόσ, παρ’ όλεσ τισ κακουχίεσ ζδειξε ανδρεία και προχϊρθςε επτά

ϊρεσ από τθν Άγκυρα. Τθν βλζπαμε από τα βουνά του Γιαπάπ-Χαμάμ και του Καλικρότ. Ήταν μεγάλο ζγκλθμα θ απόφαςθ αυτι τθσ Κυβζρνθςθσ Γοφναρθ. Αγαπθτοί μου ςυμπολίτεσ , με ςυγχωρείτε που δεν μπόρεςα να ςασ γράψω όλεσ τισ λεπτομζρειεσ, τισ τυράγνιεσ και τουσ κινδφνουσ που υπζφερε ο Ελλθνικόσ ςτρατόσ ςτθ Μικρά Αςία. ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στισ μάχεσ από το Αϊδίνι ωσ το Εςκί-Σεχίρ ο Παναγιϊτθσ Πάνου διακρίκθκε και τιμικθκε με τον Πολεμικό Σταυρό 3

θσ Ταξιαρχίασ –

Αριςτείο Ανδρείασ και εφφθμθ μνεία. Φυλλάδιο των Αναμνιςεων είχε παραδϊςει εν ηωι ο αείμνθςτοσ Παν. Πάνου ςτον Κακθγθτι Γεϊργιο Φυτςιλι για μελλοντικι δθμοςίευςι τουσ. Η επικυμία του αυτι πραγματοποιείται ςιμερα.