Σοφοκλέους Οιδίπους

32
Σοφοκλέους Οιδίποδας Αρχαία Ελληνική Τραγωδία για παιδιά Επιμέλεια-μεταφορά: Βίλλυ Μπέλο 1/11/2009

Transcript of Σοφοκλέους Οιδίπους

Page 1: Σοφοκλέους Οιδίπους

Σοφοκλέους Οιδίποδας

Αρχαία Ελληνική Τραγωδία για παιδιά

Επιμέλεια-μεταφορά: Βίλλυ Μπέλο1/11/2009

Page 2: Σοφοκλέους Οιδίπους

ΣοφοκλέουςΟιδίπους

Αυτή την ιστορία την έγραψε κάποτε, πριν από πάρα πολλά χρόνια, ένας νεαρός που τον έλεγαν Σοφοκλή.

Η ιστορία του δεν μάθαμε ποτέ αν ήταν αληθινή ή αν ήταν μύθος. Μιλούσε, πάντως, για τον Λάιο, που ήταν βασιλιάς της Θήβας και για την γυναίκα του την Ιοκάστη κι έλεγε πως αυτοί οι δύο έλαβαν κάποτε τρομερό χρησμό από τον θεό Απόλλωνα. Σύμφωνα, μάλιστα, με αυτόν τον χρησμό ο Λάιος θα φονευόταν από τον γιο που θα έκανε με την Ιοκάστη.

Page 3: Σοφοκλέους Οιδίπους
Page 4: Σοφοκλέους Οιδίπους

Πολύ αργότερα, η Ιοκάστη γέννησε έναν γιο και ο Λάιος φοβήθηκε μήπως το μωρό μεγαλώσει και τον σκοτώσει. Για να γλιτώσει, λοιπόν, και τους δυο τους από το κακό, τρύπησε τους αστραγάλους του βρέφους κι αφού τους έδεσε σφιχτά αναμεταξύ τους με χοντρά σκοινιά, διέταξε έναν βοσκό υπηρέτη του να πάρει το παιδί και να το παρατήσει έρμαιο στο άγριο βουνό που το ‘λεγαν Κιθαιρώνα.

Ο βοσκός, πιστός σαν ήταν στον αφέντη του, πήρε το μωρό στην αγκαλιά του κι ανέβηκε στον Κιθαιρώνα. Καθώς περπατούσε, στεναχωριόταν για την κακή τύχη του παιδιού και λύση έψαχνε να βρει για να το γλιτώσει από τη πείνα, τη δίψα και τα αγρίμια του βουνού.

Page 5: Σοφοκλέους Οιδίπους
Page 6: Σοφοκλέους Οιδίπους

Τότε συνάντησε έναν φίλο του, βοσκό κι εκείνον από την Κόρινθο και πάνω στην απελπισία του, του έδωσε το μωρό και τον παρακάλεσε να το σώσει και να το μεγαλώσει. Τί να ‘κανε κι εκείνος ο φτωχός από τη Κόρινθο, έβαλε το μωρό μέσα στο πανωφόρι του να μην κρυώνει και ανέλαβε τη φροντίδα του.

Ο βοσκός, όμως, ήταν πολύ φτωχός και υπηρέτης. Έτσι, μόλις επέστρεψε στην Κόρινθο, έδωσε το παιδί στον βασιλιά της πόλης, τον Πόλυβο. Ο Πόλυβος και η γυναίκα του, η Μερόπη, δεν μπορούσαν να κάνουν δικά τους παιδιά, γι’ αυτό πήραν μεγάλη χαρά σαν άκουσαν τα μωρουδιακά κλάματα στο σπίτι τους.

Επειδή οι αστράγαλοι του βρέφους ήτανε τρυπημένοι και πρησμένοι, το ονόμασαν Οιδίποδα, από τη λέξη «οίδημα», που σημαίνει πρήξιμο, και από τη λέξη «πους» που σήμαινε πόδι.

Page 7: Σοφοκλέους Οιδίπους
Page 8: Σοφοκλέους Οιδίπους

Τον κράτησαν τον Οιδίποδα και τον μεγάλωσαν με αγάπη περίσσια και στοργή κι ο Οιδίποδας μεγάλωσε κι έγινε αγόρι άξιο και γερό. Ο Πόλυβος και η Μερόπη, όμως, από φόβο μη θυμώσει το παιδί και τους αφήσει, δεν του μαρτύρησαν ποτέ ότι δεν ήταν μωρό γεννημένο από τους ίδιους.

Για να το υποψιαστεί ο Οιδίποδας, πέρασε πολύς καιρός. Ώσπου μια μέρα βρέθηκε σ’ ένα συμπόσιο μαζί με άλλους άξιους άνδρες. Κι εκεί ενώ τρωγόπινε τ’ άτυχο παλικάρι, ένας μεθυσμένος τον αποκάλεσε υβριστικά νόθο κι ο νεαρός έτρεξε ταραγμένος στους γονείς του για εξηγήσεις.Κομπιασμένοι ο Πόλυβος και η Μερόπη έλεγαν πρόχειρες δικαιολογίες. «Μη σε ταράζουν, γιε μας, τα λόγια ενός μεθυσμένου», έλεγε η Μερόπη.

Page 9: Σοφοκλέους Οιδίπους
Page 10: Σοφοκλέους Οιδίπους
Page 11: Σοφοκλέους Οιδίπους

Του Οιδίποδα όμως η περιέργεια δεν καταλάγιασε με το πέρασμα των ημερών. Πήρε λοιπόν την απόφαση και περπάτησε ως τους Δελφούς για να ζητήσει χρησμό από το μαντείο και απαντήσεις.

«Να μη γυρίσεις στη πατρίδα σου, γιατί εκεί θα σκοτώσεις τον πατέρα που σε γέννησε και την καλή σου μάνα θα πάρεις για γυναίκα», απάντησε αόριστα ο χρησμός.

Ο Οιδίποδας σε μια στιγμή ξέχασε την περίπτωση να είναι υιοθετημένος και κατατρομαγμένος από τα μελλούμενα, αποφάσισε ποτέ να μην ξαναπατήσει το πόδι του στη Κόρινθο, μη τυχόν και ατιμάσει την οικογένειά του σκοτώνοντας τον πατέρα και παίρνοντας την μητέρα του για σύζυγο.

Φεύγοντας, τράβηξε τον αντίθετο δρόμο από την πόλη του και κίνησε προς τις πεδιάδες της Βοιωτίας. Στον δρόμο που πήγαινε, αλλοίμονο, που να ‘ξερε τι του ‘φερνε η τύχη! Σε ένα σταυροδρόμι συνάντησε μια βασιλική άμαξα με δούλους ολόγυρα ζωσμένη. Για κάποιον λόγο, ο Οιδίποδας και οι δούλοι λογομάχησαν. Εξοργισμένος ο Οιδίποδας τους σκότωσε όλους με μιας, εκτός από έναν δούλο.Γιατί συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια, οι άνθρωποι να τραβάνε σπαθί για ασήμαντες διαφωνίες.

Page 12: Σοφοκλέους Οιδίπους
Page 13: Σοφοκλέους Οιδίπους

Πού να ήξερε ο δύστυχος νεαρός ότι στην άμαξα βρισκόταν τώρα σκοτωμένος ο Λάιος, ο αληθινός του πατέρας κι ότι ο δούλος, ο μοναδικός που ξέφυγε από το σπαθί του, ήτανε ο βοσκός που τον έσωσε στον Κιθαιρώνα!

Ενώ, ο Οιδίποδας συνέχιζε το κακορίζικο δρόμο του προς τη Βοιωτία, ο δούλος έφθανε στη Θήβα κι έλεγε τα άσχημα μαντάτα στην Ιοκάστη. Έλεγε όμως πως ο Λάιος και οι δούλοι βρήκανε τον θάνατο από χέρι άπληστων ληστών που όρμησαν να λεηλατήσουν την άμαξα και πάνω στον κακό χαμό, χάθηκαν άδικα οι καλοί Θηβαίοι υπηρέτες και ο άξιος βασιλιάς τους.

Page 14: Σοφοκλέους Οιδίπους
Page 15: Σοφοκλέους Οιδίπους

Μερικές μέρες έπειτα, ο Οιδίποδας ενώ περπατούσε, έφτασε έξω από τα τείχη της Θήβας και εκεί είδε τους ανθρώπους να περιφέρονται τρομαγμένοι εξαιτίας της αινιγματικής Σφίγγας.

Η Σφίγγα ήταν ένα παράξενο πλάσμα, τεράστιο, με σώμα φτερωτού λιονταριού, ουρά ερπετού και κεφάλι γυναίκας. Αυτή καθόταν για πολύ καιρό πάνω σε έναν βράχο έξω από τις πύλες της Θήβας κι έβαζε στους περαστικούς πάντα το ίδιο αίνιγμα κι όσους δεν μάντευαν σωστά τη λύση, τους έπνιγε και τους γκρέμιζε από τον βράχο.

Σαν πέρασε από εκεί ο Οιδίποδας, εκείνη του έθεσε πάλι το ίδιο παλιό αίνιγμα, που κανένας άνθρωπος δεν είχε καταφέρει ως τότε να το λύσει: «Τί είναι αυτό που το πρωί στέκεται στα τέσσερα, το μεσημέρι στα δύο και το βράδυ στα τρία;»Ο Οιδίποδας στάθηκε για λίγο, το συλλογίστηκε κι ευθύς απάντησε: «Μα βέβαια, είναι ο άνθρωπος που όταν είναι μωρό μπουσουλάει στα τέσσερα, έπειτα μαθαίνει να περπατάει στα δύο του πόδια σαν ενήλικας κι όταν γεράσει στηρίζει το γέρικο σώμα του στα πόδια και στη μαγκούρα του».

Έκπληκτη η Σφίγγα που λύθηκε το αίνιγμα της και απελπισμένη που δεν είχε πια άλλο σκοπό, γκρεμίστηκε από τον βράχο της και σκοτώθηκε. Οι Θηβαίοι, από την άλλη, ευτυχισμένοι που γλίτωσαν από την μοχθηρία της, ευχαρίστησαν τον Οιδίποδα και του έδωσαν το έπαθλο που ο προσωρινός αρχηγός της Θήβας, ο Κρέοντας, είχε ορίσει για όποιον κατάφερνε να νικήσει τη Σφίγγα.

Page 16: Σοφοκλέους Οιδίπους
Page 17: Σοφοκλέους Οιδίπους

Ο Κρέοντας είχε ανακοινώσει πως θα έδινε ως έπαθλο το θρόνο και το χέρι της βασίλισσας Ιοκάστης, που είχε μείνει χήρα και δυστυχισμένη.

Ο Οιδίποδας παντρεύτηκε την Ιοκάστη και την αγάπησε πολύ. Από τον γάμο τους γεννήθηκαν τέσσερα παιδιά: ο Ετεοκλής, ο Πολυνείκης, η Αντιγόνη και η Ισμήνη, που ήταν ταυτόχρονα παιδιά του και αδέρφια του.

Πέρασαν χρόνια πολλά από τη μέρα που ο Οιδίποδας έγινε βασιλιάς της όμορφης Θήβας κι ο λαός αγαπούσε τη δικαιοσύνη του άρχοντα και η οικογένειά του ήταν από τις ζηλευτές της πόλης.

Ξαφνικά, όμως, μεγάλη συμφορά βρήκε τη Θήβα, αφού μια επιδημία έφερνε τον θάνατο στους

Page 18: Σοφοκλέους Οιδίπους

ανθρώπους και στα ζώα και οι γυναίκες δεν έκαναν υγιή παιδιά και τα φυτά μαραίνονταν χωρίς καρπούς. Πέρασαν από τότε εφτά χρόνια και η πόλη δεν είχε βρει σωτηρία κι ο κόσμος πέθαινε και μωρά δεν γεννιόντουσαν.

Page 19: Σοφοκλέους Οιδίπους

Για να σώσει την πόλη, ο Οιδίποδας, αφού δεν έβρισκαν πια λύση οι γιατροί και οι επιστήμονες, έστειλε τον Κρέοντα στο μαντείο των Δελφών να ζητήσει χρησμό για τη λύτρωση. Σαν γύρισε ο Κρέοντας ανακοίνωσε το μαντικό: «Ο χρησμός έδειξε για υπεύθυνο της επιδημίας τον φονιά του Λάιου. Μόνο αν τον βρούμε και τον εξορίσουμε θα ησυχάσουν οι θεοί και θα σωθεί η πόλη».

Τότε ο τραγικός Οιδίποδας έδωσε αυστηρή διαταγή: όποιος πολίτης γνώριζε κάτι για το φονικό αμέσως να το μαρτυρήσει και την ωραία πόλη Θήβα σαν ήρωας να σώσει. Τη διαταγή του μάλιστα τη στόλισε με κατάρες για τον φονιά του Λάιου και για όποιον τον καλύπτει.

Ύστερα πέρασε καιρός. Κανείς από τους πολίτες δεν ήξερε κάτι να μαρτυρήσει και η αρρώστια επέμενε και θέριζε τη πόλη. Απελπισμένος ο άρχοντας έστειλε αγγελιαφόρο και έφερε τον μάντη Τειρεσία, που ήταν αγαπητός απ’ τους θεούς και πάντα πιστή έδινε προφητεία. Κι ο Τειρεσίας, που αν και τυφλός, όλα σωστά τα μάντευε, αμέσως υποκλίθηκε μπροστά στον βασιλιά του.

Page 20: Σοφοκλέους Οιδίπους
Page 21: Σοφοκλέους Οιδίπους

«Άρχοντα κακορίζικε κακό λόγο θ’ ακούσεις και του Λάιου τον φονιά σ’ εσένα εγώ τον βλέπω». Γρήγορα ο Οιδίποδας εξοργίστηκε και έδιωξε τον μάντη, γιατί νόμιζε πως ο Κρέοντας έβαλε τον Τειρεσία να τον δείξει για φονιά με σκοπό να τον δικάσει κι έτσι τον θρόνο να του πάρει.

Σαν επέστρεψε, λοιπόν, ο Κρέων στο παλάτι, ξέσπασε άγριος καυγάς και κρύφτηκαν οι δούλοι. «Άτιμε σαν δεν ντρέπεσαι, που σε λογάριαζα για φίλο! Τον Τειρεσία έβαλες να πει για ‘μενα ψέμα και του Λαίου τον φονιά σ’ εμένα τώρα δείχνει! Άραγε δεν σου έδωσα μεγάλη εξουσία και επιθυμείς τον θρόνο μου που δίκαια τον πήρα;»

Κι απ’ τη μεριά του ο Κρέοντας ένιωθε αδικημένος, που ήταν από τους φίλους ο πιο πιστός και κακό ποτέ του δεν είχε σκεφτεί για τον Οιδίποδα. «Τρελάθηκες μωρέ;», ούρλιαζε θυμωμένος κι η πόλη όλη ξύπνησε από τις αγριοφωνάρες.

Αμέσως τότε έφτασε η ήσυχη Ιοκάστη και χώριζε τους άνδρες και ζήταγε εξηγήσεις. Αφού της διηγήθηκαν του μαντικού τον λόγο, η Ιοκάστη γέλασε και έλυσε τον ντόρο: «Ανόητε Οιδίποδα, ο Κρέων είναι φίλος. Τον Λάιο φόνεψαν ληστές και όχι ένας μόνο».

Page 22: Σοφοκλέους Οιδίπους
Page 23: Σοφοκλέους Οιδίπους

Όχι μόνον αυτό, αλλά για να τους βεβαιώσει πως οι χρησμοί και τα μαντικά ήταν παιχνίδια για παιδιά, αποκάλυψε στον Οιδίποδα τη παλιά μαντεία για τον μοναχογιό της, που θα σκότωνε τον Λάιο και θα την παντρευόταν. «Μα το παιδί», του έλεγε, «το έφαγαν τα αγρίμια στου Κιθαιρώνα την κορυφή απ’ τη χαζή κατάρα».

Ταράχτηκε ο Οιδίποδας και στην γυναίκα του είπε πως κάποιος τον ατίμασε πριν χρόνια στο συμπόσιο και πως τον είπε νόθο. Πως λίγο έξω από τη Θήβα χτύπησε βασιλικό αμάξι και με τη μυτερή τη σπάθα του σκότωσε τους διαβάτες.

Τότε η Ιοκάστη έστειλε να φέρουνε τον δούλο που μόνος επιβίωσε και μόνος ήταν μάρτυρας. Αν, λοιπόν, ο δούλος επέμενε πως πολλοί ήταν οι φονιάδες, τότε ο Οιδίποδας άλλον θα ‘χε φονέψει και θα ‘ψαχνε για τον φονιά σ’ άλλον άνθρωπο κι όχι στον εαυτό του.

Πριν έρθει ο δούλος, έφτασε ταχυδρόμος νέο θανάτου φέρνοντας από το πατρικό του. «Ο Πόλυβος απόθανε, μα εσένα μη σε μέλλει και τη περιουσία του κληρονόμησες χωρίς να είσαι αληθινό παιδί του».

Και τότε μόλις πάτησε το πόδι του στην αίθουσα του θρόνου ο δούλος που φωνάξανε, ο μόνος τότε μάρτυς. «Παιδί μου σ’ αναγνώρισα και σε θυμάμαι πάλι. Του Λάιου είσαι εσύ ο γιός και σίγουρα θυμάμαι. Μωράκι με διέταξε να σε εγκαταλείψω στου Κιθαιρώνα τη κορυφή σαν έρμαιο στα αγρίμια».

Page 24: Σοφοκλέους Οιδίπους
Page 25: Σοφοκλέους Οιδίπους

Τότε ο Οιδίπους έκλαψε και έτρεξε στη κρεβατοκάμαρα του. Την Ιοκάστη αντίκρυσε που άκουσε τα μαντάτα και κρεμασμένη από το λαιμό είχε αυτοκτονήσει. Κι εκείνος τώρα ο δύστυχος τα ίδια του μάτια βγάζει και λίγο πριν εξοριστεί, τον Κρέοντα τον κράζει. «Να μου προσέχεις τα παιδιά και ώρα καλή στον Άδη, που σκότωσα το αίμα μου, της μάνας μου το ταίρι και εκείνην την ατίμασα, τ’ αδέρφια μου παιδιά μου.»

Κι έτσι τυφλός έφυγε ο Οιδίποδας απ’ την ωραία πόλη. Στον Άδη μέσα χώθηκε με τους αποθαμένους. Διότι γι’ αυτό λένε οι άνθρωποι πως η περιέργεια σκοτώνει και πως η μοίρα των θνητών είναι καθορισμένη.

Page 26: Σοφοκλέους Οιδίπους

Σημείωση

Το φωτογραφικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την εικονογράφηση αυτού του μικρού βιβλίου, αντλήθηκε χωρίς εξαίρεση από το διαδίκτυο, όπως αυτό προσφέρεται κατά την «αναζήτηση εικόνων» της Google. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν δικαιωματικά και ασυζητητί στους σεβαστούς δημιουργούς- λήπτες τους.

Το μικρό βιβλίο του Οιδίποδα βασίζεται στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή. Η επιμέλεια του κειμένου έγινε με κύριο μέλημα την εκφραστική απλοποίηση, ώστε να είναι η εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας περισσότερο φιλική προς τον μικρό αναγνώστη. Αυτή η «φιλική εκμάθηση» απετέλεσε για την έκδοση αυτή έναυσμα και αυτοσκοπό, ελπίζω, λοιπόν, να υπηρέτησε επάξια τον στόχο της.