Σοφοκλέους Αντιγόνη

20
Σοφοκλέους Αντιγόνη Στην αρχαία Αθήνα ζούσε ένας χαρισματικός νέος που τον ‘λεγαν Σοφοκλή. Ο λόγος που ακόμη θυμόμαστε τον Σοφοκλή είναι ο εξής: ο νέος αυτός έπαιρνε τις ιστορίες που άκουγε από τους μεγαλύτερους, που εκείνα τα χρόνια μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα, και τις έκανε κείμενα θεατρικά. Τα θεατρικά του Σοφοκλή είχαν τότε μεγάλη επιτυχία, γιατί το θέατρο ήταν ένας τρόπος να μορφώνονται οι άνθρωποι, μιας και δεν μπορούσαν όλοι να έχουν δασκάλους και βιβλία. Τα θεατρικά που έγραφε ο Σοφοκλής λέγονταν «τραγωδίες» γιατί είχαν πάντοτε τραγικό τέλος. Βέβαια, εκείνος δεν ήταν ο μόνος «τραγικός ποιητής» της αρχαιότητας, αλλά υπήρξαν κι άλλοι εξίσου ξακουστοί και τιμημένοι. Σε μια από τις τραγωδίες του, ο Σοφοκλής, έλεγε για τέσσερα αδέρφια, που ήταν όλα τους παιδιά του Οιδίποδα. Τα δύο παιδιά ήταν κορίτσια και τα έλεγαν Αντιγόνη και Ισμήνη. Τα άλλα δύο, που ήταν δίδυμα αγόρια, λέγονταν Ετεοκλής και Πολυνείκης.

Transcript of Σοφοκλέους Αντιγόνη

Page 1: Σοφοκλέους Αντιγόνη

Σοφοκλέους Αντιγόνη

Στην αρχαία Αθήνα ζούσε ένας χαρισματικός νέος που τον ‘λεγαν Σοφοκλή. Ο λόγος που ακόμη θυμόμαστε τον Σοφοκλή είναι ο εξής: ο νέος αυτός έπαιρνε τις ιστορίες που άκουγε από τους μεγαλύτερους, που εκείνα τα χρόνια μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα, και τις έκανε κείμενα θεατρικά.

Τα θεατρικά του Σοφοκλή είχαν τότε μεγάλη επιτυχία, γιατί το θέατρο ήταν ένας τρόπος να μορφώνονται οι άνθρωποι, μιας και δεν μπορούσαν όλοι να έχουν δασκάλους και βιβλία.

Τα θεατρικά που έγραφε ο Σοφοκλής λέγονταν «τραγωδίες» γιατί είχαν πάντοτε τραγικό τέλος. Βέβαια, εκείνος δεν ήταν ο μόνος «τραγικός ποιητής» της αρχαιότητας, αλλά υπήρξαν κι άλλοι εξίσου ξακουστοί και τιμημένοι.

Σε μια από τις τραγωδίες του, ο Σοφοκλής, έλεγε για τέσσερα αδέρφια, που ήταν όλα τους παιδιά του Οιδίποδα. Τα δύο παιδιά ήταν κορίτσια και τα έλεγαν Αντιγόνη και Ισμήνη. Τα άλλα δύο, που ήταν δίδυμα αγόρια, λέγονταν Ετεοκλής και Πολυνείκης.

Page 2: Σοφοκλέους Αντιγόνη
Page 3: Σοφοκλέους Αντιγόνη

Όταν πέθανε ο Οιδίποδας, που ήταν βασιλιάς της Θήβας, αποφασίστηκε να δοθεί η εξουσία της πόλης στα δύο δίδυμα αγόρια από τον θείο τους τον Κρέοντα. Ο Κρέοντας, επειδή δεν ήθελε να αδικήσει κανέναν από τους ανιψιούς του, διέταξε να δίνεται η εξουσία σε κάθε αγόρι για έναν χρόνο. Έτσι, τον έναν χρόνο θα ήταν βασιλιάς ο ένας και τον άλλο χρόνο θα βασίλευε ο άλλος.

Τον πρώτο χρόνο πήρε τη βασιλεία ο Ετεοκλής και κυβέρνησε καλά. Όταν, όμως, ήρθε η σειρά του Πολυνείκη, ο Ετεοκλής δεν του ‘δινε τη βασιλεία. Γι’ αυτό τον λόγο, τα δύο αδέλφια μάλωσαν κι ο Πολυνείκης έφυγε στο Άργος και εκεί παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά.

Πέρασε καιρός κι ο Πολυνείκης, αναθυμούμενος την αδικία του αδελφού του, έκανε πόλεμο ενάντια στους Θηβαίους για να πάρει πίσω τον θρόνο.

Page 4: Σοφοκλέους Αντιγόνη
Page 5: Σοφοκλέους Αντιγόνη

Ο κόσμος πολεμούσε και σκοτωνόταν. Τα σπίτια της Θήβας καίγονταν και τα παιδιά έκλαιγαν και πεινούσαν. Για να σταματήσει ο πόλεμος, λοιπόν, πάρθηκε η απόφαση να μονομαχήσουν τα αδέλφια μεταξύ τους κι ο νικητής να πάρει τον θρόνο.

Στην μονομαχία πάνω σκοτώθηκαν και τα δύο αδέλφια, έτσι επιτέλους σταμάτησε ο πόλεμος. Την βασιλεία πήρε ο θείος τους, ο Κρέοντας, ο οποίος εξοργισμένος καθώς ήταν από τα κακά που έφερε η εκστρατεία του Πολυνείκη ενάντια στη Θήβα, απαγόρευσε στους πολίτες να θάψουν το σώμα του. Ανακοίνωσε, μάλιστα, για όποιον παρακούσει την εντολή πως θάνατος θα ‘ναι η τιμωρία.

Το θάψιμο των νεκρών ήταν τότε, όπως και σήμερα, μεγάλη τιμή και η Αντιγόνη, η μια αδελφή των σκοτωμένων, δεν μπορούσε να υπακούσει στην διαταγή του Κρέοντα, γιατί ήτανε μεγάλη ατίμωση να αφήσει τον ένα αδελφό άθαφτο έρμαιο στα αγρίμια.

Page 6: Σοφοκλέους Αντιγόνη
Page 7: Σοφοκλέους Αντιγόνη

Στην αρχαία Αθήνα το να είσαι γυναίκα δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι γυναίκες θεωρούνταν κατώτερες και συχνά έβλεπαν και οι ίδιες τον εαυτό τους ως κατώτερο. Γι’ αυτό γρήγορα η Αντιγόνη έτρεξε στην αδελφή της την Ισμήνη να ζητήσει τη βοήθεια της για να θάψουν τον Πολυνείκη. Η Ισμήνη σαν άκουσε τα λόγια της Αντιγόνης, τρόμαξε: «Είσαι τρελή αδελφή μου; Άμα το μάθει ο Κρέοντας, είμαστε κι οι δυο χαμένες! Μην πας, αδύναμες είμαστε οι γυναίκες μπροστά στις διαταγές των ανδρών», της απάντησε.

Από αυτή την αντίδραση η Αντιγόνη, που ήταν γενναία, απογοητεύτηκε πολύ. Εκείνη, βλέπεις, δεν λογάριαζε τιμωρία μπροστά στη τιμή του αδερφού της, από την άλλη η Ισμήνη έμενε δειλή και φοβισμένη κι απόφαση δεν έπαιρνε θαρραλέα.

Κι ήρθε το βράδυ τ’ ολοσκότεινο κι η Αντιγόνη έθαψε κρυφά τον Πολυνείκη.

Page 8: Σοφοκλέους Αντιγόνη
Page 9: Σοφοκλέους Αντιγόνη
Page 10: Σοφοκλέους Αντιγόνη

Το επόμενο πρωί ο Κρέοντας βγήκε στην πόλη ντυμένος με τα πλουμιστά φορέματα που φοράνε οι βασιλιάδες κι αφού ανέβηκε σε ψηλό βήμα, έβγαλε επίσημο λόγο για τα γεγονότα.

«Λαέ της Θήβας, ο εχθρός της Θήβας πρέπει πάντα να πληρώνει. Γιατί δεν είναι δίκαιο ούτε τα παιδιά μας να σκοτώνει κάποιος για τις δικές του σκοτούρες, ούτε τη πόλη μας να τη χαλάει. Τώρα ο εχθρός φάνηκε στο πρόσωπο του ανιψιού μου του Πολυνείκη. Τη Θήβα την πολιόρκησε για μέρες και μέρες. Χθες κιόλας χάθηκε σκοτωμένος από το χέρι του αδερφού του. Σήμερα κανείς να μην τον θάψει. Κι όποιος παρακούσει, θα πω πως τον λόγο μου δεν τον σεβάστηκε κι η τιμωρία θα ‘ναι ο θάνατος.»

Αυτά είπε ο Κρέοντας και έκανε να φύγει..

Page 11: Σοφοκλέους Αντιγόνη
Page 12: Σοφοκλέους Αντιγόνη

Όμως προτού αποχωρήσει ο βασιλιάς, τον προφταίνει ξυπόλυτος ένας ταχυδρόμος κακά μαντάτα φέρνοντας. Κι αφού μαθαίνει ο Κρέων πως κάποιος έθαψε τον νεκρό παρά τη διαταγή του, ποίος τον είδε και δεν τον φοβήθηκε! Λένε από τότε πως ακούστηκε σ’ όλη τη γύρω χώρα και πως φώναζε ότι θα τιμωρηθεί ο ένοχος, αυτός κι όποιος τον ξέρει.

Πέρασε λίγη ώρα κι ο Κρέοντας στριφογύριζε στο θρόνο του απάνω, γιατί, βλέπεις, του είχαν αμφισβητήσει την εξουσία και ο λαός θα έπαιρνε θάρρος και θα παράκουγε τις εντολές του, αν τον έβρισκε μαλακό. Έτσι βολόδερνε στο παλάτι εξαγριωμένος, περιμένοντας νέα από τους φύλακες του πως τάχα θα έχουνε βρει τον υπαίτιο.

Και να σου, μπαίνει στο παλάτι φύλακας τον ένοχο κρατώντας σφιχτά από το μπράτσο. Κάνει να δει ο Κρέοντας το πρόσωπο του δράστη και έκπληκτος την ανιψιά του την Αντιγόνη αντικρίζει.

«Παιδάκι μου τί σε έπιασε και σε κακό με βάζεις; Δεν άκουσες τάχα τις εντολές μου ή βάλθηκες να κάνεις την ηρωίδα στον ίδιο σου τον θείο;», τη ρώτησε ευθέως.

«Βασιλιά και θείε μου, όλα τα άκουσα όσα διέταξες. Μα οι άγραφοι νόμοι είναι στη καρδιά μου πιο ισχυροί και σεβάσμιοι, πώς ν’ άφηνα το σώμα του πεθαμένου μου του συγγενή να το φάνε τα αγρίμια; Παράκουσα, μα το ‘χω για καμάρι», του ανταποκρίθηκε η Αντιγόνη με πείσμα και με θάρρος.

Page 13: Σοφοκλέους Αντιγόνη
Page 14: Σοφοκλέους Αντιγόνη

Ο Κρέοντας έμεινε άφωνος, μα τί να κάνει πλέον; Αφού όρισε θάνατο μπροστά σε όλο το πλήθος. Πώς να τον πουν αδύναμο και πώς να γίνει φονιάς της συγγενούς του;

Στην αίθουσα μπαίνει η αδελφή η Ισμήνη με βήμα σταθερό κι έτοιμο τον λόγο. Πώς ήτανε συνένοχη κι αυτή της αδελφής της, πώς μαζί παράκουσε τις άγριες διαταγές του, μαζί της να τιμωρηθεί κι ας πάει στον Κάτω Κόσμο, αυτά του είπε του Κρέοντα και σώπασε για λίγο.

Η Αντιγόνη, όμως, δίκαιη σαν ήταν και θαρραλέα, τη διέψευσε λέγοντας: «Καθόλου δεν βοήθησες δυστυχισμένη αδελφή μου, μα δειλή. Τις πράξεις των άλλων μην τις λες για δικές σου. Τώρα που είμαι εγώ χαμένη, θυμήθηκες κι εσύ να χαθείς στο πλευρό μου. Τον αδερφό σου όμως τον νεκρό ξέχασες να τον τιμήσεις». Μ’ αυτά τα λόγια αρνήθηκε τη βοήθεια η γενναία γυναίκα κι ο Κρέοντας διέταξε να τις οδηγήσουν στο παλάτι.

Page 15: Σοφοκλέους Αντιγόνη
Page 16: Σοφοκλέους Αντιγόνη

Καθόταν τώρα ο Κρέοντας στον θρόνο και στεναχωριόταν πολύ για το κακό, μα άλλη λύση δεν έβρισκε. Τότε κάθισε δίπλα του ο γιός του, που το όνομά του ήταν Αίμωνας και του πρότεινε να μην θανατώσει την Αντιγόνη γιατί ο λαός θα εξοργιστεί και ποιος να τον δαμάσει.

Ο Αίμωνας τα έλεγε αυτά γιατί ήταν κρυφά ερωτευμένος με την Αντιγόνη. Όμως ο Κρέοντας δεν λογάριαζε πολλά λόγια και οι φύλακες ήδη την έσερναν στον τόπο του αφανισμού.

Ούτε όταν έφτασε ανήσυχος ο μάντης Τειρεσίας, που όλα τα προφήτευε σωστά, λέγοντας πως οι θεοί θα θυμώσουν αν δεν ελευθερωθεί η Αντιγόνη και δεν θαφτεί καλά ο Πολυνείκης, ούτε τότε έβαλε ο Κρέοντας μυαλό.

Το είχε βάλει πείσμα ο Κρέοντας, κρατώντας στην επιφάνεια τον πληγωμένο του εγωισμό. Στην εντολή του επέμεινε κι έλεγε: «Τιμωρία!».

Έτσι, η νύχτα βρήκε φονευμένη την Αντιγόνη, τιμωρημένη για τη γενναιότητά της να παρακούσει τον νόμο για χάρη της αδελφικής αγάπης. Στα πόδια της κείτεται νεκρός ο Αίμωνας, σκοτωμένος από το ίδιο του το χέρι, προσπαθώντας να πάει να βρει την αγαπημένη του στον Άδη. Γιατί σαν έτρεξε και βρήκε την Αντιγόνη νεκρή από τους φύλακες του γονιού του, δεν άντεξε ο δόλιος και αυτοκτόνησε.

Όταν ξημέρωσε το φρικτό βράδυ, φέρνοντας μαζί του δυο θανατικά, γρήγορα φάνηκε πως το κακό που έφερε του βασιλιά η επιμονή δεν χόρτασε με τούτα. Του Αίμωνα η μάνα , κόρη αρχοντικής γενιάς με τα’ όνομα Ευρυδίκη, έμαθε τα άσχημα νέα γρήγορα, έτσι το χάραμα την βρίσκει κι εκείνη πεθαμένη από οργή και θρήνο μέσα στο παλάτι.

Κι ο Κρέων στα πατώματα αιώνες τώρα κλαίει, γιατί οι άνθρωποι πρέπει να είναι μαλακοί στις εντολές και στο καθήκον να ‘ναι οι πιο γενναίοι.

Page 17: Σοφοκλέους Αντιγόνη