Πανωλεθρίαμβοςexternal.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789600350883.pdf ·...

624
Πανωλεθρίαμβος TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 1

Transcript of Πανωλεθρίαμβοςexternal.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789600350883.pdf ·...

Πανωλεθρίαμβος

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 1

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΖΟΥΜΑ

ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

j

Ως εκ θαύματος, 2008

Complete unknown, 2009

Πανωλεθρίαμβος, 2010

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 2

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 3

© Copyright Κωνσταντίνος Τζούμας – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2010

Έτος 1ης έκδοσης: 2010

Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του μεοποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιον δήποτε τρό-πο αναπα ραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της ΔιεθνούςΣύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή τηςστοιχειο θεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου,με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε.Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα%210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31e-mail: [email protected]

www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-5088-3

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 4

Τα καλύτερα παιδιά κουράστηκαν,αλλά δεν γύρισαν στο σπίτι,γιατί δεν υπήρχε πια σπίτι.

Σαββοπουλοτζουμικό

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 5

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 6

ε ν α

ΤΟ ΕυρυχΩρΟ σπίτι της Τζίνας και του Γιώργου, πνιγμένοστο πράσινο του Ψυχικού, αντηχεί απ’ τις τσιρίδες και τα

τρεχαλητά του σκανταλιάρη μικρού Αλέξανδρου, που κουρ-ντίζει ακατάπαυστα την μπάνικη μπέιμπυ σίττερ του, αυτήτη μελαχρινή ιταλιάνικη Ντίνα –μια Κλαούντια Καρντινάλεαπ’ τα Πατήσια–, που όταν καταφέρνει να τον ησυχάσει γιαλί γο, βρίσκει χρόνο, ανάβοντας τσιγάρο, να μου εκμυστηρευ-τεί υπερήφανα ότι ανήκει στον αστερισμό του Ζυγού.

Έχει καταλάβει ότι τη γουστάρω και μάλλον βάζει τουςόρους της. Την πειράζω.

«Οι γυναίκες Ζυγοί», παίρνω ύφος, «είναι απαιτητικές, ο-τιδήποτε γενναιόδωρο κάνεις γι’ αυτές το θεωρούν δεδομένο,έχουν ένα κόμπλεξ ανωτερότητας, που πηγάζει και μόνο απ’το γεγονός ότι είναι γυναίκες. “Τι θα κάνεις για μένα;” είναιτο ρητό τους...»

Λέω ένα σωρό επιστημονικοφανείς μπούρδες, αλλά η μεσο-γειακή ζέση της με τη λαϊκή καχυποψία με αντιμετωπίζει σο-βαρά και ηρωικά, σαν να μάχεται για τα δικαιώματά της, πουδεν της τα αμφισβήτησε κανείς μας – άσε που δεν τα ξέρω.

Επειδή όμως είναι πολύ θηλυκιά, μ’ αρέσει να την τσι-γκλίζω, δεν έχει αντίρρηση για φλερτ, αλλά, να, θα ’θελε νατην πάρω πιο σοβαρά, πιο υπεύθυνα, να παραδεχτώ τη γυ-

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 7

ναικεία της σπανιότητα, τον αέρα της κυρίας που φέρει υπε-ρήφανα και ίσως να της εκμυστηρευτώ στα κρυφά ότι με α-ναστατώνει κι ότι δεν είμαι αδιάφορος όχι μόνο στην ομορφιάτης αλλά και στο ήθος της... Όμως δεν παίζω τέτοια παιχνί-δια, δεν τα ’παιξα ποτέ με κανέναν, δεν μ’ ενδιαφέρουν τα «Δενμπορώ να ζήσω χωρίς εσένα» ή «Είσαι για μένα το παν». Ηκαψούρα και τα ντέρτια δεν ήταν ποτέ του γούστου μου.

Απόψε θα φάμε με το ζεύγος Μουζενίδη, τηλεφώνησε καιη Αδριανή, μια φίλη ζωγράφος, θα ’ρθει κι αυτή. Δεν είμαστεοι μόνοι που ’χουμε γυρίσει στην Αθήνα ύστερα από χρόνιαστη Νέα υόρκη. Φίλοι και γνωστοί που ζούσαν στο Παρίσι,στο Λονδίνο, στη ρώμη, στην Αμερική γενικώς, στο Βερολίνοείναι εδώ και κάνουν παιχνίδι.

Οι πρόβες για τον Ερωτόκριτο πάνε μια χαρά, κυρίως μετα νέα παιδιά, απόφοιτοι του Εθνικού όλοι, με όρεξη για αυ-τοσχεδιασμούς, ζωντανές συζητήσεις και παρέα με γέλια απ’τα μυτιληνιάτικα τζαζέλια του Μπάμπη, την υπερκινητικό-τητα του Πατή απ’ το κενταύρειο Πήλιο, την αναλυτική πε-ρίσκεψη του Γιάννη, την προθυμία για πλάκες του Αλμπέρτο,το αλεξανδρινό δειλινό στο βλέμμα του Θόδωρου.

Ωραία ατμόσφαιρα, με την Ειρήνη να σχεδιάζει πάνω σ’όποιο πακέττο τσιγάρων πέφτει μπροστά της μονοχρωματι-κές μινιατούρες ονειρικών λουλουδιών και καλειδοσκοπικώνεστιάσεων, την Ουρανία με την πλέριας ευαισθησίας Αρετού-σα της, την επικολυρική μουσική του Λεοντή, τα παραμυθέ-νια κουστούμια του Αντώνη Κυριακούλη, με βοηθό του τηΜαιρούλα, μέλος των συνεργατών του σκηνοθέτη μας και φί-λου Γιώργου απ’ τη Νέα υόρκη.

Ξενυχτάμε στον ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΑυΛΟ με την παρέα του Μά-νου χατζιδάκι –Σφέτσα, Καβαλλιεράτου, Σακκά, Αργυρά-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 8

κη, Αντωνίου–, γέλια, αφηγήσεις, ιστορίες, απόψεις, διαξιφι-σμοί, σάλπισμα για εγρήγορση, «Ζήτω η Τέχνη και η τέχνητης ζωής».

Θα αφήσω τα γένια μου να μεγαλώσουν όλο το καλοκαίριμέχρι τον Σεπτέμβριο, που θ’ αρχίσουν τα γυρίσματα με τονΠαντελή Βούλγαρη για το Χάππυ Νταίη στη Μακρόνησο. Οσκηνοθέτης μου, του Ερωτόκριτου, δεν έχει αντίρρηση ναπαίξω τον Πολύδωρο με μούσια, αλλά τώρα στο τραπέζι δενπρολαβαίνει να απαντάει στις ερωτήσεις του Μουζενίδη γιατη νεοϋορκέζικη θεατρική πρωτοπορία –δεν τον ενδιαφέρειτο Μπρόντγουαιη– κι όλο το δείπνο κυλάει με περιγραφές α-πό παραστάσεις που είδαμε τελευταία στο Μανχάτταν, τιςπολύωρες εικαστικές του Μπομπ Γουίλσον, τις αυστηρά μο-ναστηριακές του χλωμού ανακριτικού Γκροτόφσκι, την ωμό-τητα του Όπεν Θήατερ, τη γύμνια του αφκιασίδωτου ΜερςΚάνινγκχαμ, την πιο πλούσια λιτότητα του Πήτερ Μπρουκ.

Η Αδριανή φτάνει καθυστερημένη, αλλά αλαφιασμένη, εί-ναι κάπως ανήσυχη καθώς ξύνει τη θαμπή παλέττα απ’ τοχρωματολόγιο των νυχιών της.

«Δώσ’ μου να καπνίσω ένα αμερικάνικο Μάλμπορο, έτσιγια αλλαγή...»

Της πασάρω ένα φαινομενικά κοινότατο Μάλμπορο, πουόμως είναι γεμιστάκι, χωρίς να της το διευκρινίσω, η συζήτη-ση για την αβάν γκαρντ συνεχίζεται, με τη ζωγράφο να έχειενστάσεις, να ζητάει λεπτομερείς εξηγήσεις, με συχνές εκρή-ξεις ξεκάρφωτου γέλιου.

«Έφερες και τίποτα καλό να πιούμε μετά;» μου ψιθυρίζειστ’ αυτί.

«Το πίνεις ήδη», ανταποδίδω στ’ αυτί της ψιθυριστά κι α-διάφορα.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 9

«Ααα... γι’ αυτό κάπως αισθάνομαι...»«Τι κάπως αισθάνεσαι, γλυκιά μου, λειώμα είσαι». Γελάμε.«Γιατί γελάτε εσείς οι δυο;» ενδιαφέρεται η Τζίνα. Όλοι μάς κοιτάνε.«Να», παίρνει φόρα η Αδριανή, «όλη αυτή η συζήτηση για

τη μοντέρνα τέχνη, την πρωτοπορία, το σουρρεαλιστικό υπο-συνείδητο, τα φροϋδικά συμπλέγματα, τα ταραγμένα όνειρα,που εδώ και χρόνια, έχει... στη ζωγραφική τουλάχιστον, στημουσική επίσης, έχει... στο θέατρο δεν ξέρω αν, τόσο, έχει...»

Έχει κολλήσει.«Λέγαμε», επεμβαίνω, «ότι πολύ συχνά η πρωτοπορία,

αγέλαστη συνήθως, βγάζει γέλιο ερήμην της, εξαιτίας αυτήςτης μανίας της για πρωτοτυπία, ιδιαιτερότητα και τα λοιπάκαι γελάγαμε».

Όλοι συμφωνούν και το γέλιο γενικεύεται.Η φίλη μου λάμπει ανακουφισμένη. Δεν έχει αλλάξει κα-

θόλου· εκρηκτική, σκοτεινή, μια γεύση δαμάσκηνου κι αυτήτην αίσθηση αποχρώσεων ηφαιστειακού ηλιοβασιλέματοςμεραβιλιόζο. Ζωντανή και κόντρα στο ρεύμα, χρόνια τώρα.

Η Ντίνα, που ’χε πάει να βάλει επιτέλους τον μικρό για ύ-πνο, επιστρέφει στο τραπέζι εξουθενωμένη και ακαταμάχη-τα επιθυμητή, καθώς διατηρεί την υπερήφανη θηλυκότητάτης βουλιάζοντας στην πολυθρόνα σαν σε θρόνο. Την παρατη-ρώ ανάμεσα από βάζα λουλουδιών και λαιμούς μπουκαλιών,αντανακλάσεις κρυστάλλινων ποτηριών και την καδράρω,μόνο το πρόσωπό της, να καπνίζει φχαριστημένη.

Είναι τόσο όμορφη.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 10

Μετά τη νεοϋορκέζικη αργκό για τέσσερα χρόνια το να απο-δώσω τον δεκαπεντασύλλαβο του κρητικού έπους μέσα απ’το ρόλο του Πολύδωρου έχει κάτι το σουρρεαλιστικό τόσοστις πρόβες στο θέατρο όσο και στα ξενύχτια, που αγγίζουντόνους διαπασών. Στα ενδοοικογενειακά του θιάσου έχουμεεξελίξεις καλλιτεχνικές και συντροφικές.

Ο χρήστος Πολίτης, ως Ερωτόκριτος, μου προτείνει στηνπρόβα να σβήσουμε όλα τα φώτα και μέσα στο σκοτάδι να ε-πιχειρήσουμε να επικοινωνήσουμε χωρίς συμβάσεις, γεγονόςπου θα φέρει πιο κοντά τον Ερωτόκριτο και τον Πολύδωρο,μια και το έπος του Κορνάρου τους θέλει φίλους καρδιακούς.Μου φαίνονται κάπως ξεπερασμένα όλα αυτά, αλλά δεν έχωαντίρρηση να δοκιμάσουμε διάφορες τεχνικές και αυτοσχε-διασμούς.

Η Τζίνα το ’χει ρίξει στην απαιτητική κινησιολογία και ό-λοι συμμετέχουν. Ο σκηνοθετικός τόνος του Γιώργου προς τοτημ των συνεργατών και των ηθοποιών του διαθέτει ετερό-κλητη πολυχρωμία και άνοιγμα προς εκλεκτικές συγγένειες·η Μαιρούλα σαρώνει τις αποθήκες υφασμάτων ως βοηθός τουΚυριακούλη, που ξαναμμένος ξεφυσάει το άτακτο τσουλούφιτου ανάμεσα σε νάρκισσους θεατρίνους και κουτσομπόλες μο-δίστρες, κάνοντας τη μοναδική του παράσταση συνεχώς καιακαταπαύστως, η Ειρήνη με τον Μπάμπη, αχτύπητο ντουέτ-το, βγάζουν πολύ γέλιο, η Εσθήρ είναι απόμακρη, θεϊκή, φλε-γόμενη και η Άβετ η Μάξγουελ της συντροφικότητας αρχειο -θετεί το ενδιαφέρον της για τους πάντες και τα πάντα.

Τα γραφεία παραγωγής του Χάππυ Νταίη είναι πάνω, σ’ έναναπ’ τους ορόφους της στοάς του ΑΠΟΤΣΟυ στην Πανεπιστη-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 11

μίου, απέναντι απ’ το μπακάλικο, καφενείο, ουζερί και μπαρτου ΟρΦΑΝΙΔΗ, στη σειρά με τα κλασσικά αρ ντεκώ ZONARSκαι ΦΛΟΚΑ, με τα γραφεία της CIA από πάνω και τις γκρι αρ-ζάν και γκρεζ ελεφάν γούνες του Ντεσέν Σιστοβάρη á côtèστη στοά.

Τα γυρίσματα θα γίνουν οριστικά τον Σεπτέμβριο – όσο κιαν το οριστικά στη γλώσσα των κινηματογραφιστών δεν ση-μαίνει και συμβόλαιο τιμής.

Περνάω πού και πού τα μεσημέρια από δω, τσιμπάμε κάτιμε τον Παντελή στο ισόγειο στου ΑΠΟΤΣΟυ ή απέναντι στουΦΛΟΚΑ, με τον ευφορικό έφηβο χατζιδάκι, τον δωρικό Γκά-τσο, το χιούμορ τους και τους αχνούς φίλους τους. Ξανοιγό-μαστε σε φευγάτες συζητήσεις με τον Γιώργο Πανουσόπουλο,το διευθυντή φωτογραφίας, φυσιογνωμία δαφνοστεφανωμένηαπό αισθητική, ροκ εντ ρολ αύρα, θαρραλέα κοινωνικά μπασί-ματα, ανατρεπτικές ανιχνεύσεις και ερευνητή της αιώνιας θη-λυκότητας σ’ αυτό το κύμα του γυναικόκοσμου της μεταχου-ντικής καθημερινότητας, που ελίσσεται απροσδιόριστα. Οφεί-λουμε να εντοπίζουμε πίσω και κάτω από ύφος, πόζα καιστυλ την αληθινή γυναίκα, λες και είμαστε σε αποστολή. ρί-χνει την ιδέα ν’ ανοίξω ένα γραφείο, μια agencia, που να εντο-πίζει και να προτείνει ωραίες –όχι απλώς όμορφες–, γιατί ε-μπιστεύεται το γούστο μου. Όσο κι αν με κολακεύει η πρότα-σή του, δεν έχω καμία διάθεση να τη δω ατζέντης. Αυτές τιςεκτιμήσεις τις έχω για να περνά η ώρα, δεν μπορώ να τις πά-ρω σοβαρά.

Το μεγάλο σόου στα γραφεία του Παντελή συμβαίνει όταν οΑλέκος Σακελλάριος καταφθάνει ζωηρότατος και σαν τον

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 12

Τρούμαν Καπότε –στο ύψος μιας καραμπίνας αλλά και τηςεκπυρσοκρότησής της–, για να παρουσιάσει το ηχητικό ρε-περτόριο μιας πλούσιας γκάμας ήχων μύγας, πολλών μυγών,που θα χρειαστούν στο σάουντρακ της ταινίας.

«Κύριοι, θέλετε ήχο από απλή κοινή μύγα που έχουμεσπίτια μας, που πετάει και τρίβεται πάνω στο τζάμι, μία ήδύο που κάνουν έρωτα, θέλετε ήχο από αλογόμυγα που ε-κνευρίζει το ζώο και την ουρά του και μετά σουλατσάρει στιςκοπριές, θέλετε ήχο από μύγα τσε-τσε...»

Τα κάνει όλα με το στόμα του. Πέφτουν γέλια. Τι ακρί-βεια, τι αλαφράδα!

Μετά έρχεται η σειρά του Τζακ δεν Νάιτ, που παρουσιάζειτο δικό του σόου από ήχους αεροναυμαχίας μ’ όλο του το σώ-μα. Γίνεται χαμός από τα τετερίσματα των οπλοπολυβόλων,τα συρίγματα απ’ τις χειροβομβίδες, τις ανατινάξεις και τιςκλανιές από τρόμο.

Τι κόσμος περνάει από μπροστά μας. Τι μορφές, τι συ-μπεριφορές, τι sui generis τύποι...

«Τόση ώρα σάς παρακολουθώ, όλα αυτά που λέτε για τιςπαραστάσεις στη Νέα υόρκη στα οφ-οφ Μπρόντγαιη θέα-τρα, τα πάρτυ, το ντύσιμο, τη μουσική... Αλλά η Νέα υόρκηδεν είναι μόνο αυτά, είναι και ομαδικά κινήματα από περιθω-ριοποιημένα γκέττο, μαχητικούς ομοφυλόφιλους, δραστήριοφεμινισμό... Γι’ αυτά γιατί δε λέτε;» μου κάνει αδρά και α-ντρίκεια μια μαυριδερή τύπισσα με σγουρά μαλλιά και λιπα-ρή επιδερμίδα.

«Γιατί κανένας αυτή τη στιγμή, εδώ, στον ΜΑΓΕΜΕΝΟΑυΛΟ, απ’ όλη την παρέα δε φαίνεται να ενδιαφέρεται γι’ αυ-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 13

τά, εκτός ίσως από σας. Αλλά εσείς ποια είστε;» ρωτάω μάλ-λον ρητορικά.

«Μια σκηνοθέτης. Ετοιμάζομαι ν’ ανεβάσω τις Βάκχες

στο Κρατικό Βορείου Ελλάδος. Αλλά παράσταση γεμάτη έ-νταση, αυτοσχεδιασμούς και γυμνό παρακαλώ...»

«Έχω κάνει γυμνό, δεν έχω κανένα πρόβλημα».«Γι’ αυτό το λόγο σε προσκαλώ ν’ ανέβεις στη Θεσσαλονί-

κη να παίξεις Διόνυσο».«Αποκλείεται. Για μένα αυτά τα έργα είναι κάτι... πώς να

σ’ το πω, μακρινό, άγνωστο, κλεισμένο σ’ έναν τύμβο και γιανα τον πλησιάσω, θα πρέπει να μεταμορφωθώ σε αρχαιοκά-πηλο που κάνει βιαστικές ανασκαφές, και μάλιστα γυμνός...Αποκλείεται».

«Εγώ σου μιλάω σοβαρά κι εσύ κάνεις πλάκα...»«Είναι μια απόδειξη για το πόσο μακριά είμαι απ’ την

τραγωδία, συν το γεγονός ότι δε σας ξέρω και θα μου είναιδύσκολο να ξανοιχτώ...»

«Μα γι’ αυτό σου λέω, έλα πάνω ν’ αρχίσουμε τους αυτο-σχεδιασμούς, να πετάξουμε τα ρούχα μας όλοι στην πρόβα,να βρούμε τους εαυτούς μας και τότε να δεις τι παράσταση θακάνουμε...»

«Δεν αμφιβάλλω, αλλά... θέλουμε όλοι να δούμε γυμνό οένας τον άλλον;»

«Καληζπέρα σας», εισβάλλει αναστατωμένη μια ψηλήξανθιά τουρίστρια, σαν να πετάχτηκε μόλις απ’ το κρεβάτιτης.

Κάθεται δίπλα στον Μίνω Αργυράκη και κάτι του λέει.Είναι πολύ σέξυ με τους αχυρένιους μπερδεμένους βοστρύ-χους, το αγουροξυπνημένο πρόσωπο, το μακρύ καμπυλωτόκορμί κάτω απ’ το ξεβαμμένο κομπιναιζόν, ξυπόλητη.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 14

«Λοιπόν είναι καταπληκτικό», κάνει ο Μίνως, «μένει στοδιαμέρισμα ενός φίλου, ο οποίος λείπει σε διακοπές και της το’χει παραχωρήσει της Ολλανδέζας, της χίλντε, για όσους δεντην ξέρουν, αλλά τα βράδια, όταν πέφτει να κοιμηθεί, ο θυρω-ρός, που έχει όλα τα κλειδιά, ένας χωριάτης, της την πέφτειγια να τη γαμήσει κι αυτή ταράζεται και παίρνει τους δρό-μους...»

«Και γιατί δε φωνάζει βοήθεια...»«Γκιατί ντεν τέλει γκζυπνήζει κόζμος...»Πέφτουν γέλια. Η χίλντε χαλαρώνει. Βρήκε παρέα.

Με το που φτάνουμε στο λιμάνι του Πειραιά το απόγευμα –θαταξιδέψουμε για Κρήτη–, μας υποδέχεται το μπούστο του Νί -κου χατζίσκου, που ακουμπώντας πάνω στην κουπαστή τηςπλώρης, καπνίζοντας και ατενίζοντας το ηλιοβασίλεμα, έχεικάτι από παλιά ελληνική ταινία· σαν αξιωματικός του Ναυτι-κού που ’χει ξεμείνει να αγναντεύει το πέλαγος.

Το ολονύχτιο ταξίδι έχει απ’ όλα: χοντρές πλάκες, μεθυ-σμένο ξενύχτι και ξέμπαρκο ύπνο στο κατάστρωμα. Η πε-ριοδεία του Ερωτόκριτου με παραστάσεις στα κάστρα τηςΚρήτης μέχρι το τέλος Αυγούστου είναι άνετη και ταξιδιάρι-κη, με φίλους που κάνουν τις διακοπές τους στο νησί και όπο-τε τους συναντάμε εδώ κι εκεί, ο εκτυφλωτικός ήλιος, το κο-λύμπι σε παραλίες και πισίνες ξενοδοχείων, μαζί με μπουγε-λώματα και τουρτομαχίες γενεθλίων –όλο και κάποιος γιορ-τάζει–, με τα τυρκουάζ φωτισμένα νερά να ξεπλένουν τις σα-ντιγύ και τις σοκολάτες, αναπάντεχοι έρωτες, ένα ξεσάλωμαπου τρομοκρατεί το ευαίσθητο στομάχι μου –αυτή την αχίλ-λειο πτέρνα μου–, που δεν σηκώνει μαγκιές και πρωταθλητι-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 15

σμούς σε κραιπάλες, γεγονός που κάνει τις πρώτες μέρες στηΣητεία να χλωμιάζουν ανάμεσα σε λαπάδες και χαμομήλια.

Έτσι κι αλλιώς τα μεσάνυχτα, μετά τις παραστάσεις, πουπάμε για φαγητό στη μόνη ξενύχτισσα ταβέρνα, δεν υπάρχεισχεδόν τίποτα. Μόνο αυγά, χόρτα, πατάτες τηγανητές και ηΕσθήρ, που θέλει ένα φιλέττο, κάποιο ψάρι, ένα σατωμπριάνγια δύο έστω, δεν τίθεται θέμα. Μα δεν έχουν τίποτα! Και τισέρβις της υπομονής είναι αυτό; Σχεδόν κανείς να σερβίρει.Κάνουμε συγκρίσεις με το νεοϋρκέζικο non-stop με τονΓιώργο και μπήζουμε τα γέλια. Μα ούτε ένα φρούτο! Ούτε έ-να πεπόνι;

Φαίνεται πως η απελπισία είναι δημιουργική, γιατί έναβράδυ με την Ειρήνη συνθέτουμε ένα τραγουδάκι με μελωδίακαι φωνητικά σε στυλ μπλουζ 50’s, που έμελλε να γίνει τοσουξέ της καλοκαιρινής μας περιοδείας:

Ουά-ουά-ουά-ουά-ουά-ουά...

(λυγμικά φωνητικά)έ-εενα πεπόοονι

θέλω πολύ

ένα πεπόνι (ουά-ουά-ουά)

για να μη μείνω νηστικός

και ούτε μόνη (ουά-ουά-ουά)

ένα πεπόνι

θέλω πολύ

ένα πεπόνιιι (ουά-ουά-ουά)

κάτι να φάω

μη μου πέφτει

το παντελόονι (ουά-ουά-ουά)

ε-ε-ένα πεπόνι (ουά-ουά-ουά).

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 16

Στον Άγιο Νικόλαο είναι κοσμοπολίτικα με το πέρασμααπ’ το σπίτι του Κούνδουρου, αλλά κάτι ταβέρνες σε αετορά-χες και η πλέρια ασφυχτική λεβεντιά, όπου ενώ σε φιλοξε-νούν, αισθάνεσαι έντονη την επιθυμία να το βάλεις στα πόδια,είναι σπαστικά. Κάτι επηρμένα πατριαρχικό, με ωμότητα α-πό Ζορμπά και κακοτράχαλα μονοπάτια μέσα από ξερολι-θιές. Φυσικά αυτά είναι γούστα.

Η Τζίνα έχει γονατίσει στην πίστα μιας οικογενειακής ταβέρ-νας και κρατάει σημειώσεις από τον απογειωτικό χορό των α-γοριών σερβιτόρων, που ’χουν ακουμπήσει πρόχειρα τους βα-ρυφορτωμένους δίσκους του σερβιρίσματος και πετάνε πάνωστα ακροδάχτυλά τους λες κι έχουν κάνει χρόνια πουέντ.

«Τζίνα, δεν υπάρχει περίπτωση να καταγράψεις χορογρα-φία. Δεν υπάρχει τεχνική, ούτε μπάρα ούτε ζέσταμα. χο -ρεύουν επειδή γουστάρουν, έχουν κέφια... Άμα τους κάτσεικαι καμιά τουρίστρια, η καλύτερή τους... Είναι όμως αυτόπου βλέπεις, είναι το δικό τους ντουέντε. Αλλά χορογραφία μετην έννοια των μητροπολιτικών κέντρων κλασσικού και μο-ντέρνου χορού ούτε κατά διάνοια».

Ο Μάνος χατζιδάκις, που μας έχει φέρει απόψε εδώ –κά-που έξω απ’ το Ηράκλειο–, συμφωνεί. Η Τζίνα αφήνει τιςσημειώσεις και πιάνουμε κουβέντα οι δυο μας· αυτά τα γκαρ-σόνια που πετάνε όταν χορεύουν δεν σημαίνει ότι αν βρεθούνσε συνθήκες μητροπολιτικών καλλιτεχνικών εργαστηρίων θααποδώσουν. Εδώ ο Γιώργος Εμιρζάς –με τέτοια παρουσία καιενέργεια όσο ήταν στην Αθήνα, τον φυσικό του χώρο, με τουςφίλους του, τα ξενύχτια του, έλαμπε, χόρευε, ζούσε, τι παρου -σία– με το που πήγε στης Μάρθας Γκράχαμ στη Νέα υόρκη,

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 17

με καθημερινή πειθαρχία, αυστηρά ωράρια και τον τελειομα-νή επαγγελματισμό, έχασε αυτό το κέφι, εγκατέλειψε, γύρι-σε πίσω, του έλειπε η ζωή της Αθήνας, τα πειράγματα, ηγλώσσα της, οι παρέες. Πολύ λίγοι Ευρωπαίοι καλλιτέχνες έ-νιωσαν άνετα στις αμερικάνικες συνθήκες του σόου μπιζ. Ιταλιάνοι, Γάλλοι, Ισπανοί, μπρος στη ρώμη, στο Παρίσι καιστη Μαδρίτη, κανένα χόλλυγουντ δεν λέει τίποτα.

Έχει πάει απόγευμα και η ζέστη ακόμα και στην πισίνα τουξενοδοχείου είναι αφόρητη. Κολύμπι σε χλιαρή σούπα. Έχωβουλιάξει σε μια σεζ λονγκ, ακίνητος, σκέτος βούδας, απουσίαοποιασδήποτε αντίδρασης, μόνο έτσι μπορεί να μην ανάψω, ναμην ιδρώσω, να μην πλακωθώ στις μπύρες, να μην οτιδήποτε.Είναι το δικό μου Ζεν. Δηλαδή Δεν. Τίποτα, καμία δράση.

Με φωνάζουν απ’ τη ρεσεψιόν, τυλίγομαι με μια τεράστιαπετσέτα και πάω μέσα. Στο ακουστικό είναι η Ίζαμπελ απόΝέα υόρκη και μπαίνει κατευθείαν στο θέμα.

«... πέρασε χτες το απόγευμα απ’ την μπουτίκ η Μπέκα,η χορεύτρια του Κάνινγκχαμ και... φίλη σου, έκλαιγε, είναι έ-γκυος και είναι από σένα... Έχεις σκοπό να κάνεις κάτι γι’αυτό; Σου ’γραψε δυο λόγια σε μια κάρτα και σου τη στέλ-νω... Ξέρω το ξενοδοχείο που μένετε απ’ την Τζίνα. Έχουνχωρίσει με τον Τζωρτζ ή μια μικρή απομάκρυνση;... Λοιπόντι θα κάνεις; Αυτό το κορίτσι, η Μπέκα, είναι πολύ αναστα-τωμένο... έκλαιγε...»

«Καλά, θα δω, θα της τηλεφωνήσω έτσι κι αλλιώς, οπότεευχαριστώ για την... ενημέρωση...»

«Να μην το ξεχάσω, θα γυρίσεις τέλη Σεπτεμβρίου ή νανοικιάσω το διαμέρισμα;»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 18

«Κάτι έχουμε αρχίσει να συζητάμε με τον χατζιδάκι γιαμια όπερα, Διδώ και Αινείας, από Οκτώβριο έως Δεκέμβριοστη Λυρική, εδώ, οπότε θα πρέπει να μείνω συνέχεια για πρό -βες, παραστάσεις και τα λοιπά, αν γίνει φυσικά...»

«Με τον χατζιντάκις, ουάου, γίνεσαι διάσημος δηλαδή».«Διασημότητα σε μια τόσο μικρή χώρα δεν είμαι σίγου-

ρος αν υπάρχει... Αλλά αν θέλεις να το νοικιάσεις οπωσδήπο-τε σύντομα, θα συνεννοηθώ με την Τζίνα για να μου στείλετετα ρούχα μου, και κυρίως αυτά τα πουλόβερ, τα ζακάρ ξέ-ρεις, τη μικρή μου συλλογή...»

«Ξέρω, ξέρω...»

Εν τω μεταξύ τα ξενύχτια, τα πιόματα κι αυτή η περηφάνιατων Κρητικών, «Η δική μας φούντα είναι η καλύτερη», μαςέχουν ξεθεώσει όλους. Και η ζέστη. Με τις μούρες που συνα-ντάμε και βγαίνουμε μαζί τους για ατέλειωτα φαγοπότια,χοντρά γέλια, ρακές, κράσους, ουισκιές, είναι σαν να κάνουμεπαράσταση είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο εντός καιεκτός σκηνής. Αρνιέμαι συνέχεια προσκλήσεις:

«Έλα στο σπίτι μας πάνω στο χωριό να πιεις ένα κρασίκαι μια τσικουδιά...»

«Δεν πίνω».«Καλά, θα σφάξω έναν κόκορα με μια μυζήθρα».«Δε μ’ ενδιαφέρει».«Έχουμε ένα κατσικάκι βραστό, το ζουμί του είναι βάλ-

σαμο...»«Δεν τρώω κρέας».«ρε συ, έχεις δοκιμάσει κολοκυθοκορφάδες, αχινοσαλά-

τες, κοχλιούς, βολβούς... γαμοπίλαφο...»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 19

«Δεν ήρθα στο νησί σας για να περιδρομιάσω και να μεθύ-σω. Μια γωνιά σ’ ένα μπαλκόνι με θέα το ηλιοβασίλεμα μουφτάνει...»

Πάνω στο κάστρο του Ηρακλείου, σούρουπο, αστραπές, βρο-ντές, μαστιγωτό ψιλόβροχο και αέρας που σηκώνει τα μανια-σμένα κύματα και σκάνε πάνω στις πολεμίστρες και κατα-βρέχουν τα κουστούμια εποχής του Κυριακούλη, με ιριδι-σμούς απ’ τα φώτα, και η ηρωική προσπάθεια ν’ ακουστούνεοι φωνές μας – να μια βραδιά που τα στοιχεία της φύσεως έ-καναν το θαύμα τους.

«Αυτή ήταν μαγική παράσταση, ό,τι καλύτερο», μας κά-νει εξομολογητικά ο χατζιδάκις στην ταβέρνα αργότερα.

Δεν ξέρω τι την έχει πιάσει τη Μαιρούλα, και παρά τηστενή σχέση με το σκηνοθέτη μας, μου κάνει νυχτερινές επι-σκέψεις στο δωμάτιο του ξενοδοχείου για αναπόφευκτα τρυ-φερά ενσταντανέ. Δεν ξέρω τι φάση περνάει η σχέση τους μετον Γιώργο, δεν γουστάρω εντάσεις, και κόντρες και μπερδέ-ματα, αλλά το κορμί έχει τους δικούς του νόμους...

Η ιλλουστρασιόν καρτ ποστάλ της Μπέκας απ’ τη Νέα υόρ-κη γράφει από πίσω:

Λατρεμένε, απολλώνιε και διονυσιακέ, το θεϊκό σου σπέρ-μα έκανε το θαύμα του... Τώρα να δω σε τι θα μεταμορφω-θείς... Λοιπόν; Τι λες; Love...

Φιλιά κι από την ΝτέμποραΜπέκα

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 20

Της τηλεφωνώ.«... είσαι σίγουρη ότι είναι δικό μου κι όχι της Ντέμπορα,

τρίο είμαστε», ψιλογελάμε. «Δε θα έχανες την ευκαιρία να γίνεις κυνικός, αλλά έχεις

σκοπό να κάνεις κάτι ή να το πάρω πάνω μου και να αποφα-σίσω εγώ τι θα κάνω;»

«Πάρ’ το πάνω σου τώρα και ό,τι αποφασίσεις πες μου,ό,τι μπορώ να κάνω θα το κάνω...»

«Σου είναι πιο βολικό...»«Δε μου είναι πιο βολικό, αλλά μου φαίνεται πιο... γυναι-

κείο. Και η Ντέμπορα τι λέει; Τι κάνει αλήθεια η Ντέμπη;Μήπως είναι κι αυτή έγκυος και το κρατάτε μυστικό;... Ήμήπως η Ντέμπορα φοράει διάφραγμα, ενώ εσύ όχι, οπότε έ-χουμε εκ μέρους σου κάποια σκοπιμότητα... Είχες αυτή τηβαθύτερη επιθυμία να γίνεις μητέρα;» μπήζω τα γέλια.

«Μακάρι να ’χα την όρεξή σου για χιούμορ, αλλά δεν...Λοιπόν, έτσι έχει το πράγμα, κάνω ό,τι αποφασίσω...»

«Και τα λέμε...»«Ή δεν τα λέμε».«Ε, ναιαιαι...»

Η Άβετ περιμένει απογευματινή επίσκεψη του Άρη, αδελφούτου Γιάννη – κολλητού της απ’ την Αθήνα, που η φήμη του σερέθυμνο και χανιά τον θέλει πρωταγωνιστή σε κραιπαλικέςεπιδόσεις στα γούστα και στις εντυπωσιακές αναλύσεις γιαοικονομικοπολιτικοκοινωνικά θέματα εν μέσω θολής αορι-στίας και απίστευτων αντοχών. Είναι όμορφα εδώ στο ξενο-δοχείο πάνω στο παλιό λιμάνι των χανίων, όντως κάτι βενε-τσιάνικο, και περιμένουμε και πανσέληνο.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 21

Πηδάμε από μπαλκόνι σε μπαλκόνι και πάμε να κανιβα-λίσουμε τον Αντώνη, που σίγουρα θα ’χει γλαρώσει απ’ την α-ντηλιά του απομεσήμερου. Μπαίνουμε απ’ την μπαλκονό-πορτα στην ήσυχη και σκοτεινή κάμαρη, σκεπασμένος ολό-κληρος κάτω από ’να λευκό σεντόνι, με μια τούφα μαύρο πρά-σο μαλλί να ξεμυτίζει πάνω και κάτω την πατούσα μέχρι τοναστράγαλο, μαυρισμένα απ’ τους ήλιους, τον ξυπνάμε.

«Καλέ, τρελαθήκατε, από πού μπήκατε;»«Μα ήρθαμε να σε ξυπνήσουμε», τον κόβει η Ειρήνη, «και

τι να δούμε. Μια τούφα μαλλιού σαν ρίζα από μανδραγόρα κιένα γκαγκανιασμένο ακροπόδι... ούτε βουντού να ήσουνα...»

Πέφτουν γέλια.«Έλα, σήκω, πάμε, περιμένουμε επισκέψεις».«Τι; Κραιπάλες, και ναρκωτικά και σεξ; Γατούλες μου, αμέ -

σως», πετιέται κουρντισμένος με τρομερή όρεξη, ενώ όλοι ξέ-ρουμε ότι δεν εννοεί τίποτε απ’ ό,τι δείχνει να τον ενθουσιάζει.

Απλωμένοι στις πλιαν του μπαλκονιού στον πρώτο όρο-φο, αιφνιδιαζόμαστε από την επίσκεψη του Άρη κι ενός φίλουτου, που εμφανίζονται μπροστά μας έχοντας σκαρφαλώσειαπ’ τα δυο δεντράκια της εισόδου, πηδώντας το κάγκελο τουμπαλκονιού με φόντο τη θάλασσα – πολύ ροκ εντ ρολ. Δενγουστάρουν τους τύπους της ρεσεψιόν και φορτωμένοι μετρίφυλλα προτίμησαν τη διαδρομή διά της προσγειώσεωςστο μπαλκόνι.

Παραγγέλνουμε τσάγια και καπνίζουμε, πέφτουν γέλια,χάνουμε την αίσθηση του χρόνου, δίκιο έχουν οι Κρητικοί πουκομπάζουν για τη φούντα τους. Έχει σουρουπώσει, πρέπει ναβιαστούμε για την παράσταση στο Κάστρο, η ώρα έχει περά-σει, μακιγιαριζόμαστε στα δωμάτιά μας για να κερδίσουμεχρόνο, να πάμε έτοιμοι, βγαίνουμε στην περατζάδα του λιμα-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 22

νιού τελετουργικά βαμμένοι, ανάμεσα σε τουρίστες και ντό-πιους, που μας χαζεύουν με φωνές και χειροκροτήματα, αλ-λά μπορεί να μας περνάνε και για ψώνια, ποτέ δεν ξέρεις...

Φτάνουμε στο Κάστρο και χωνόμαστε μέσα στα χωμάτι-να λαγούμια-καμαρίνια, να φορέσουμε τα ρούχα, να ολοκλη-ρώσουμε την προετοιμασία για την παράσταση, που έχει πο-λύ κόσμο κι έχει αρχίσει χωρίς να το πάρω χαμπάρι.

χαζεύω το φεγγάρι που βγαίνει απ’ τη θάλασσα ακουμπι-σμένος σε μια κουπαστή πάνω απ’ την ανεμόσκαλα του σκη-νικού. Ο δεκαπεντασύλλαβος απ’ τη φωνή του χρήστου Πο-λίτη φτάνει στ’ αυτιά μου, αλλά το φεγγάρι είναι μαγνητικό,το παρακολουθώ μαγεμένος να βγαίνει απ’ τη θάλασσα... Έ-χω να δω φεγγάρι τόσο μεγάλο και τόσο κόκκινα πυρπολημέ-νο τόσο κοντά μου, μου ’ρχεται ν’ απλώσω το χέρι μου και νατο πιάσω... Ακούω φωνές από συναδέλφους, «Έχεις βγει, α-γόρι μου, αττάκκαρε, είσαι μέσα στην παράσταση, προχώρα,πρέπει να αττακκάρεις...». Ο Ερωτόκριτος επαναλαμβάνειτους στίχους που αναγγέλλουν τον ερχομό του φίλου του Πο-λύδωρου και ο Πολύδωρος δεν πρέπει να κάνει χάσμα, οπό-τε... Λειώνω σ’ ένα σλόου μόσιον πάνω στην ανεμόσκαλα,γλιστράω μαστιχωτά σαν να πέφτω απ’ τον ουρανό κι ότανπατάω γερά στο σανίδι της σκηνής και βγάζω το σπαθί μου,η παράσταση κυλάει άψογα, εντάξει, αποφύγαμε το χάσμακαι με στυλ, τέλεια.

Όταν στο μεταμεσονύχτιο τραπέζωμα ο σκηνοθέτης μαςζητάει τη γνώμη του θείου του για την παράσταση, ο Μινω-τής τονίζει αργά, σαν να κάνει πρόβα τα λόγια του:

«Έχεις ωραία στοιχεία, η παράστασή σας έχει ρυθμό, αλ-λά θα έπρεπε ως σκηνοθέτης να υπογραμμίσεις και να εξελί-ξεις αυτό το μοναδικό στοιχείο του ραλαντί που εκτέλεσε α-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 23

λάνθαστα ο ηθοποιός σου... ο Πολύδωρος, αυτό είχε ενδιαφέ-ρον, αλλά ήταν λίγο, ήθελε πιο πολύ μέσα σ’ όλη την παρά-σταση, θα της έδινε το ιδιαίτερο ύφος...»

Κοιταζόμαστε με τον Γιώργο, άντε να εξηγήσεις τι ακρι-βώς συνέβη... Έρχονται στο μυαλό μου τα λόγια του δασκά-λου μου Άλβιν Νικολάις: Δεν έχει σημασία τι έχουμε προ-σχεδιάσει, αλλά το τι συνέβη σε μια συγκεκριμένη παράστα-ση, που ο θεατής έζησε τη μοναδικότητά της.

Είμαστε εδώ και μισή ώρα ξέπνοοι, παραλυμένοι απ’ την υ-γρή ζέστη του απομεσήμερου σ’ ένα καφέ, περιμένοντας ναπιούμε κάτι να στανιάρουμε... Η αφρικάνικη ζέστη έχει ανά-ψει το κλειστό λιμανάκι, που σιγοβράζει.

Κάτι Γερμανοί τουρίστες με μαύρα δερμάτινα στα διπλα-νά τραπέζια πίνουν απ’ τα παγούρια τους και ούτε που τουςνοιάζει για την απουσία γκαρσονιού. Σηκώνομαι και πάωμέσα να βρω κάποιον να παραγγείλω, δεν υπάρχει ψυχή...Στο βάθος μια μικρή καγκελωτή πορτούλα, μισάνοιχτη,βγάζει σε μια κλειστή αυλή. Γύρω από ένα τραπέζι πέντε έξιάνθρωποι τρώνε, πίνουν και τσουγκρίζουν.

«Συγγνώμη, είστε ανοιχτά ή κλειστά;»«Ανοιχτά είμαστε, αλλά τρώμε τώρα, θα ’ρθούμε σε λί-

γο».Γυρίζω στο τραπέζι μας.«Τι έγινε;» ανυπομονεί ο Γιώργος.«Τρώνε, θά ’ρθουν...»«Μα τώρα είναι επαγγελματίες αυτοί; Αυτό έτσι και συμ-

βεί σε μια Νέα υόρκη, το μαγαζί θα κλείσει το ίδιο βράδυ.Γιατί δεν το κλείνουνε να φάνε με την ησυχία τους και να α-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 24

νοίξουν μετά, να κάνουν τη δουλειά τους όπως πρέπει. Τι είναιαυτοί, ρε συ;»

«Ελληνικός τουρισμός. Άσχετοι...» «Τι έγινε, ρε παιδιά, πώς κάνετε έτσι; Καθίσαμε να φάμε

και εντάξει, εδώ είμαστε», μας την μπαίνει ενοχλημένος έναςηλιοκαμένος λεβεντονιός στιβαρά από πάνω μας.

«Μα μισή ώρα περιμένουμε, γιατί δε ρίχνετε και κάναν ύ-πνο να ξυπνήσετε πιο φρέσκοι;»

«Κι αυτό θα μπορούσε να γίνει, αλλά εντάξει...»«Μας κάνετε και χάρη δηλαδή που δεν κοιμηθήκατε κιό-

λας, σοβαροί επαγγελματίες είστε...» ανάβει ο Γιώργος.«Δεν είμαι επαγγελματίας, άνθρωπέ μου, ξέρεις τι δου-

λειά κάνω γω το χειμώνα που με βλέπεις τώρα και μου μιλάςζόρικα; Φοιτητής Πολυτεχνείου είμαι, δεν είμαι επαγγελμα-τίας γκαρσόνι, τι μας πέρασες, ρε μάγκα...»

«Τι σχέση έχει αυτό, η εργασία δεν είναι ντροπή, κι εμείςτο χειμώνα και το καλοκαίρι κάνουμε τη δουλειά μας, εγώσκηνοθέτης κι ο φίλος μου ηθοποιός, αλλά αυτή τη στιγμήβρισκόμαστε πελάτες σ’ ένα καφενείο και θέλουμε να πιούμεέναν καφέ. Ποιος θα την κάνει αυτή τη δουλειά; Θα ’ρθει κά-ποιος να μας σερβίρει ή...» ζοχαδιάζεται, «γιατί δεν το κάνετεσελφ σέρβις, όπως στα ελβετικά χιονοδρομικά κέντρα, να σερ-βιριζόμαστε μόνοι μας και ν’ αφήνουμε ό,τι έχει ευχαρίστησηο καθένας... Κι εσείς να ’στε αραχτοί κι εμείς φχαριστημένοι».

«Εντάξει τώρα, έγινε, τι καφέ;»«Ό,τι να ’ναι», σιχτιρίζει ο Γιώργος.«Ε, όχι κι ό,τι να ’ναι, τον καλύτερο, γιατί όχι;» τον συνε-

φέρνω καθώς το γκαρσόνι πάει μέσα.«Δίκιο έχεις... Να σου πω... με τη Μαιρούλα είναι μόνο

σωματικό ή τρέχει και τίποτ’ άλλο;» με αιφνιδιάζει.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 25

«Μόνο σωματικό... νομίζω».«Εντάξει τότε. Πάντως οι Κρητικοί είναι πολύ σπαστι-

κοί...»«Κι έχουν κι έναν αέρα, ούτε τους περνάει απ’ το μυαλό ότι

μπορεί να κάνουν λάθος».«Δε γουστάρουν, παιδί μου, τη δουλειά, είναι πολύ παρα-

κατιανή γι’ αυτούς, αυτοί είναι υπεράνω...»«Εμ, τότε γιατί ανοίγουν μαγαζί, αφού δεν τους πάει να

σερβίρουν και να εξυπηρετούν; Το βλέπουν με μισό μάτι, σανκάτι που δεν τους ταιριάζει, είναι μεγαλωμένοι απ’ την οικο-γένειά τους τα αρσενικά θρεφτάρια...»

«... που θα γαμήσουν και θα δείρουν κι όχι να σερβίρουν...» «... ξένους σε διακοπές...»Μας τη σπάει ο τρόπος τους, αλλά δεν γαμιέται... Έτσι κι

αλλιώς οι παραστάσεις τελειώνουν. Η Βίκυ μαυρισμένη και οΤσε σε απόχρωση κατράμι, πλάνητες και χαλαροί, αποφορ-τίζουν την ένταση της χοντροκομμένης αντρειοσύνης του Λι-βυκού πελάγους και τα νυχτερινά ταβερνεία πάνω στα ορεινά,με τα γυμνά μπάνια στις ακροποταμιές τα ξημερώματα μαςχαρίζουν αναζωογονητική ενέργεια και αέρινη διάθεση· θαγυρίσουμε στην Αθήνα ωραίοι.

Μια εντυπωσιακή φιγούρα σαν καρτούν μέρα μεσημέρι στηΒουκουρεστίου, με τονισμένα σκούρα μπλε μάτια, σαρκώδηχείλη, ασφυκτιούντες βύζους κάτω από σατινέ μαύρο μπου-στάκι, καμπυλωτούς γοφούς, που απειλούν να σκίσουν τησόκιν πινκ φουστίτσα, αποκαλυπτικά σκιστή αλά Σούζυ Βογκ,με σταματάει ξαναμμένη. Τα μαλλιά της είναι μαύρα, γυαλι-στερά, σαν Κορεάτισσας.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 26

«Είσαι ο μόνος τύπος που θέλω να βγω βράδυ μαζί του»,μου ρίχνει.

«Ποιος ξέρει τι σημαίνει αυτό», την πειράζω.«Γιατί, δε γουστάρεις; Έλενα με λένε...»«Και πού να πάμε;» τη φρενάρω.«Άσ’ το σ’ εμένα. Έχει κόλπα η Αθήνα που δεν μπορείς να

φανταστείς. Εσύ έλειπες κιόλας Νέα υόρκη... Τα ξέρω απ’τον αδελφό μου τον Άλεξ...»

Δεν πάει το μυαλό μου σε κανέναν Άλεξ.«Εντάξει, οπότε;» λέω.«Έγινε, δώσε και κάνα τηλέφωνο...» βγάζει κάτι να γράψει.«Φυσικά...»Λες και γνωριζόμαστε χρόνια. Πολύ νεοϋορκέζικη εξήγη-

ση από γυναίκα μέρα μεσημέρι στην Αθήνα. Την κοιτάζω νααπομακρύνεται, με τους ξέκωλους γλουτούς της να ’χουν στρι -μώξει το μαύρο τάνγκα, που διαγράφεται κάτω από την υπο-ψία φούστας, μια σπιντάτη καυλού ανάμεσα σε αντρικά κε-φάλια, που γυρίζουν για πλήρη εκτίμηση του πακέττου τηςσπαρταριστής σάρκας της.

Παίζει η Αθήνα, γουστάρω.

Το κλαμπ στη Γλυφάδα κάτω από δέντρα έχει κάτι από κα-λύβα του Μισσισσίππη όχι μόνο από το ντεκόρ και τη σόουλμουσική, τους γαλάζιους καπνούς και τους φλασάρικους φω-τισμούς, αλλά κι από την ιδρωμένη λαοθάλασσα νέγρων τηςαμερικάνικης Βάσης.

Οι μόνοι λευκοί ίσως είμαστε εμείς οι δύο. Η Έλενα φαί-νεται να ξέρει τους πάντες. Την πειράζουν, την κερνάνε, τηνμπαλαμουτιάζουν χορεύοντας μαζί της έξαλλα ή σφιχτά –

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 27

κάτι σαν ένα κρύο στο όρθιο–, η καύλα είναι διάχυτη, τα με-θυσμένα βλέμματα, τα υγρά χείλια, τα κάτασπρα δόντια καιη διάθεση για χούφτιασμα, είμαι έτοιμος για έξοδο. Η ομαδι-κή αδρεναλίνη με τρομάζει.

«Έλενα, το βλέπω να τη φεύγω».«Κι εγώ, την κάνουμε».Δεν είναι εύκολο καθώς φιλιέται και σφιχταγκαλιάζεται

σχεδόν με όλους. Περνάω την πόρτα σαλούν και την περιμέ-νω έξω. Δύο ντουλαποειδή γομάρια με ύφος δολοφονικούσωματοφύλακα δεξιά κι αριστερά της παλινδρομικής πόρταςσηκώνουν τις ποδάρες τους χιαστί φρενάροντας την αποθεω-τική έξοδό της.

«Love, αυτό ήταν γι’ απόψε; Δεν έχει άλλο σόου;» ρίχνουντρυφερά.

«Αγόρια, το σόου δε σταματάει ποτέ, αλλά χτύπησε κου-δούνι για διάλειμμα και πρέπει να πουδράρω τη μύτη μου.See you...»

Έχει τον τρόπο της. Με πιάνει σφιχτό αγκαζέ και την κά-νουμε για τη λεωφόρο.

«Δε σ’ άρεσε», μου κάνει.«Πολύ γκέττο...»«Είναι τα μόνα που είναι ζωντανά, όλα τ’ άλλα είναι...»«Είσαι συλλέκτης έντονων εμπειριών;»«υπάρχει κάτι καλύτερο; Να σου πω, φίλησέ με λίγο ακό-

μα, να πάρω πάλι φωτιά...»

Το ντουπ-ντουπ της βενζινάκατου που μας πήρε απ’ το Λαύ-ριο, με τον Πουλικάκο να ενορχηστρώνει πνευστά και μπάσ-σο, πιανάκι και κιθάρα, όλα με το στόμα –πότε στο ρυθμό και

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 28

πότε αντιστικτικά φτυστό κι εμένα να σιγοντάρω–, έχει αρ-χίσει να αραιώνει.

Βραδιάζει, με τη Μακρόνησο μπροστά μας αφώτιστη. Αποβιβαζόμαστε πάνω στην ξύλινη πλατφόρμα, ανάμεσα σεστρατιωτικά άρβυλα και φανούς των βοηθών παραγωγής, μεεπικεφαλής τον Κατσέλη, να φωτίζουν αμυδρά το μονοπάτιπου ανηφορίζει, τα αντίσκηνα με τις λάμπες θυέλλης, φαντά-σματα κτηρίων χωρίς στέγες και γέλια πίσω από τα απομει-νάρια παράθυρων με κουρελού –κάποιων, κάποτε– θαλάμωνκρατουμένων. Μια αντρική φωνή με γρέζι ωρύεται σε στε-ντόρειο κρεσέντο:

«Είστε μαλάκας, κύριε διευθυντά παραγωγής».Κάποιο σιγομουρμούρισμα μιας αχνής φωνής και πάλι:«Είστε μαλάκας, κύριε διευθυντά παραγωγής...»Ο Πουλικάκος κοντοστέκεται.«Κάπου την ξέρω αυτή τη φωνή», μου κάνει.«Σαν γνωστή ακούγεται...» συμφωνώ.«ρε συ, πάω στοίχημα, είναι ο Μοσχίδης...»«Λες;»«... ο οποίος προφανώς έχει συφιλιαστεί από κάποια μα-

λακία του διευθυντή παραγωγής και του τα ρίχνει».Γελάμε χοντρά.Αφήνουμε τους σάκους μας πάνω σε δύο κρεβάτια σ’ ένα

στενό δωμάτιο χωρίς πόρτα, περνάμε από ένα διάδρομο μεφαντάρους στο βάθος που χορεύουν ζεϊμπέκικο και την κά-νουμε για το μεγάλο αντίσκηνο του σκηνοθετικού επιτελείου.

Ο Παντελής Βούλγαρης χαίρεται που μας βλέπει, αλλάμπαινοβγαίνει συνέχεια, ο Τσε κάτι σημειώνει, η Μπέττυ Λι-βανού, ξένοιαστα όμορφη και οικεία, βράζει τσάι, ο Πανου-σόπουλος, που η πρότασή του για μοναδικό φωτισμό της ται-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 29

νίας από λάμπες θυέλλης δεν έχει εισακουστεί απ’ την παρα-γωγή για νεοπλουτίστικους λόγους, «Θα πούνε ότι δεν είχαμεηλεκτρικό!», και ο Μελέτης, που δεν ξέρουμε ποιος είναι καιτι κάνει, αλλά είναι εντάξει.

Ο Πουλικάκος αποφασίζει να κοιμηθεί σ’ ένα σλίπινγκμπαγκ με την παρέα.

Ο Στάθης Γιαλελής με την Σούζαν, μια Αμερικανίδα φίλητου μεταχίππικης αύρας, προσπαθούν να συνεννοηθούν, γιατίτο κορίτσι φοβάται να κοιμηθεί «... σ’ αυτό το έρημο νησί μ’όλους αυτούς τους άντρες και τους στρατιώτες, κι όλα αυτάτα φίδια...».

«Μα είδαμε κανένα;» προσπαθεί ο Στάθης.«Το λένε όλοι...»«Ναι, αλλά είδαμε κανένα φίδι; Όχι, τότε;» επιχειρημα-

τολογεί.«Κι ο αέρας που σφυρίζει συνέχεια;»«Έλα τώρα, με τον αέρα θα τα βάλουμε;»«Κι όλη αυτή η σκόνη... τα μάτια μου...»Η ενημέρωση της πρώτης βραδιάς, με προβλήματα προ-

σαρμογής, μουσικές, γέλια, πάνω στη Μακρόνησο για τοΧάππυ Νταίη. Πάω για ύπνο.

Το ξημέρωμα είναι σπάνιο. Όνειρο θα μπορούσες να πεις, ανοι εφιαλτικές ιστορίες του νησιού το επέτρεπαν. Φοράω συ-νέχεια το μπλε σατέν αντερί του ρόλου μου ως παπά, τυλίγωκαι τα μαλλιά μου μ’ ένα μαύρο μεταξωτό φουλάρι σαν τουρ-μπάν, για ν’ αποφύγω τον τρελό αέρα με το κοκκινόχωμα, καιζω τη ζωή του παπά του στρατοπέδου. Έχει πλάκα, οι κο-μπάρσοι, κάποιοι ζογκλέρ, οι φαντάροι νομίζουν ότι είμαι

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 30

πραγματικός παπάς –όχι ηθοποιός, και πού να το ξέρουν, ηπρώτη μου ταινία είναι–, οπότε στην τραπεζαρία στα δια-λείμματα μου κάνουν χώρο να προηγηθώ, να καθίσω κι ότανανταλλάσσουν χοντρά ανέκδοτα, ρίχνουν κι ένα «Συγγνώμη,πάτερ» για ξεκάρφωμα.

χαμογελάω, αλλά το αφήνω να κυλάει. Άμα πιστεύουν ό-λοι αυτοί ότι είμαι ο παπάς του στρατοπέδου, μπορεί να τοπιστέψω κι εγώ, καλό είναι αυτό για το ρόλο, την ταινία.

Παρακολουθούμε τον Γιώργο Μοσχίδη που τρέχει γύρω γύ-ρω στη μεγάλη αλάνα μπροστά στο Διοικητήριο, καθώς ξε-φυσάει σαν άλογο. Η ενέργειά του μαγνητίζει, ο Πανουσό-πουλος φιλμάρει με αφουγκραστική εγρήγορση, ο Παντελήςλάμπει από ένα συγκρατημένο θάμπος. Ωραίο πλάνο.

Και στο λιμανάκι, που βούτηξα με μάσκα για αχινούς, μετην κάμερα να ρολλάρει, πρόλαβα ν’ ακούσω «Πάμε λήψη»και ξαφνικά να τος ο βυθός, τόσο μαγικός, για πρώτη μουφορά... χάνομαι... αλλά πρέπει να πάρω ανάσα, βγαίνω στηνεπιφάνεια, φωνές με υποδέχονται απ’ το συνεργείο:

«Πάτερ, τι κάνετε τόση ώρα μέσα στο νερό και αργείτε,πιο γρήγορα, το θέλουμε πιο σφιχτό, πάτερ...» με πειράζουν.

«Παρασύρθηκα απ’ τη μαγεία του βυθού...»χαμογελάνε με συγκατάβαση. Πάμε πάλι. Μετά, καθώς

στεγνώνω χαζεύοντας μια κορυφογραμμή, ένας φαντάρος μερωτάει αν μπορώ να τον εξομολογήσω. Μου ’ρχεται να μπή-ξω τα γέλια, αλλά συγκρατιέμαι.

«Δε μου επιτρέπεται ακόμη», του κάνω αργά, «να εξομο-λογώ, αλλά μπορούμε να το κουβεντιάσουμε αν κάτι σε απα-σχολεί».

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 31

Καθόμαστε στο βραχάκι κρατώντας τις παλάμες μαςμπροστά απ’ τα μάτια μας για την αντηλιά.

«Ξέρεις, πάτερ... σε κοιτάζω καμιά φορά στα μάτια απόμακριά και μου φαίνεται ότι ταξιδεύεις... Τι παίρνεις καιφτιάχνεσαι; υπάρχει τίποτα και για μένα;»

«Δεν υπάρχει τίποτα για κανέναν. Είναι που έχω ένα σκο-πό, να παίξω το ρόλο, αυτό με ταξιδεύει».

«Μ’ αρέσει αυτό που λες, αλλά δεν το πολυπιάνω... Έχωδει πολλά... έχω γυρίσει πολύ... έχω κάνει μποξ, μικροκλο-πές από άντρες και γυναίκες που κοιμήθηκα σπίτι τους καιπαίξαμε, και... όλα, με πρεζάκια και τραβεστί... Αλλά αυτόδε μου λέει τίποτα πια. Θέλω μια αλλαγή, κάτι να κάνω... Έ-χεις καμιά δουλειά να με βάλεις, κάπου, να φύγω απ’ όλα αυ-τά... Εσύ δε χρειάζεσαι κάποιον να τρέχει να σου κάνει τιςδουλειές, να...»

«Όχι, κανέναν, τα κάνω όλα μόνος μου. Αλλά άμα πραγ-ματικά θέλεις ν’ αλλάξεις, να κάνεις κάτι άλλο, θα σου ’ρθειμπροστά σου, θα δεις, πρέπει όμως να το θέλεις στα ίσα, όχιγενικά...»

Ο Μελέτης μου φωνάζει για μουσικές, φούμες και γέλια,η εξομολόγηση –ή ό,τι ήταν αυτό– παίρνει τέλος.

Καθώς πάω προς τα αντίσκηνα, το ζευγάρι Στάθης – Σού -ζαν έχει τα νεύρα του.

«Εγώ αλλιώς την περίμενα τη Μακρόνηση. Σαν Λονγκ Άι -λαντ, που θα κολυμπούσαμε, θα πηγαίναμε σε καφέ, σε πάρ-τυ. Εδώ ζούνε μόνο άντρες σε δουλειά...»

«Σούζαν, ηρέμησε».«Δεν το πιστεύω... Τζίζους Κράιστ...» κάνει.Τους πλησιάζω· όρθιοι, με τον ήλιο και τον αέρα να ουρ-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 32

λιάζει, το ζευγάρι των Ελληνοαμερικάνων φαίνεται να έχει α-νάγκη από διαιτητή.

«Γιατί δεν πας να μείνεις σ’ ένα ξενοδοχείο στο Λαύριο,Σούζαν, και να ’ρχεται ο Στάθης όταν τελειώνει το γύρισμα;»μπαίνω στο χορό.

«Και τι θα κάνω όλη μέρα στο Λαβ ρίο, πώς το πες;»«Θα πετιέσαι στην Αθήνα και θα γυρίζεις εύκολα, είναι

κοντά...»Κάτι σφυρίζει, ιδιαίτερα γιατί συνοδεύεται από σούρσιμο

σε θάμνους. Η Σούζαν αναπηδάει με τα γόνατά της να βαράνετο σαγόνι της.

«Να το, σας το ’πα», ουρλιάζει «Το είδα, το είδατε; Το φίδι...σας το ’λεγα, έχει φίδια, Θε μου, δεν το πιστεύω, το είδα...»

«Οκέυ, Σούζαν, ηρέμησε...» γίνεται ψυχοθεραπευτικός οΣτάθης.

«Όλοι το είδαμε, γι’ αυτό σου λέω, Λαύριο», συμπληρώνω.«Απολύτως! Τώρα; Μετά απ’ αυτό; Πάω οπουδήποτε...»

ωρύεται.

Το άσπρο άλογο και το μαύρο πιάνο με ουρά, η πρόβα τουπαπά με τους κρατούμενους με αρχαίες στολές για τη γιορτήπου θα συνοδεύει την επίσκεψη της Φρειδερίκης-Ζωρζ Σαρ-ρή βρίσκεται στο φόρτε της. Αυτοσχεδιάζω χορευτικά βήμα-τα πάνω στο ρυθμό της μουσικής του Σαββόπουλου, με τηνκάμερα να ρολλάρει, όταν ένα ολόλευκο γιωτ αράζει σαν φό-ντο στην εγκαταλειμμένη προβλήτα. Ο κοκκινοτρίχης Βίκινγκμε το γκοφρέ σορτ και το χαβανέζικο πουκάμισο μας ανεμί-ζει το κασκέττο του. Έχουμε μείνει ταμπλώ βιβάν.

«χάι, περνάω τόσα χρόνια από δω με το σκάφος μου τέ-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

o

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 33

τοια εποχή και πρώτη φορά βλέπω τόσο ωραία εικόνα... Γύ-ρισμα λοιπόν, μ’ αρέσει. Είμαι παραγωγός του BBC, ξέρω τισημαίνουν όλα αυτά, πολύ καλό το όλο σκηνικό· λευκό άλογο,μαύρο πιάνο, ιερέας, αρχαίοι... Θα κάνετε ένα διάλειμμα ναπάρουμε κάτι όλοι μαζί; Ελάτε...»

Σουρρεάλ κοσμοπολίτικο μπρέικ για γεύμα σε σκάφος μεσέξυ στάρλετς και εξυπηρετικό πλήρωμα, ούζο, καμπάρι, λευ -κό κρασί, θαλασσινά, δροσερά σάντουιτς μ’ αγγούρι, σνακςκαι σιγκάρς, σανδάλια, περικεφαλαίες, το ράσο μου και με τοβλέμμα του Παντελή να υπενθυμίζει ότι το γύρισμα μας πε-ριμένει.

Ο αέρας έχει αγριέψει. Τέλος Σεπτεμβρίου. Πρέπει να τελειώ -νουμε με τη Μακρόνησο. υπάρχει κούραση και οι φαντάροι,που τα ’χουν παίξει, έχουν ξεσηκωθεί και φωνάζουν για έξτραφράγκα. Κάποιος πρέπει να ησυχάσει τα πνεύματα. Ο επικε-φαλής φυσικά, ο σκηνοθέτης, αναλαμβάνει το θέμα:

«Καταλαβαίνω την κούρασή σας απ’ τα νυχτερινά γυρί-σματα και τις ημερήσιες υπερωρίες, αλλά αφενός σε μια δυομέρες τελειώνουμε και αφετέρου, όπως διάβασα πρόσφατασε μια συνέντευξη της Τίνας Νιάρχου-Λιβανού, τα χρήματαδε φέρνουν την ευτυχία...»

Κοιτιόμαστε με τον Πανουσόπουλο.Η νυχτερινή προσευχή μου –μια σκηνή που με δυσκολεύει,

γιατί δεν νιώθω πού να την απευθύνω– και η αποθεωτική πα-ρέλαση απ’ όλους μέσα στο ροζ ξημέρωμα σημαίνει το τέλοςτων γυρισμάτων του Χάππυ Νταίη. Μερικά κοντινά πλάνατης γιορτής πάνω στη σκηνή γυρίζονται κάποιο βράδυ στονΛυκαβηττό με τον Γιάννη Φλερύ, τον Λάμπρο Λιαρόπουλο,

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 34

όλους γενικά σε τρελά κέφια και την απαραίτητη μελαγχολίατου τέλους.

Επί μία βδομάδα κάθε μέρα που λούζω τα μαλλιά μου, βγά-ζουν κόκκινο χώμα, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που ο διευ-θυντής παραγωγής, ο ράπτης, όταν με εξοφλεί, μου δίνει πα-ραπάνω χρήματα. Επειδή εκτιμήσανε την άψογη συμμετοχήμου στην ταινία. Ευχάριστη έκπληξη. Δεν συνηθίζεται. Άντενα ξεχάσεις αυτό το νησί και τα γυρίσματα.

χτυπάει το τηλέφωνο καθώς λούζομαι για πολλοστή φο-ρά, με τα νερά να στάζουν... Η Βίκυ, τέλεια. Θα πάω απ’ τοσπίτι της για φαγητό.

Οκτώβριος και είμαι ακόμη στην Αθήνα. Δεν το βλέπω ναγυρίζω στη Νέα υόρκη.

Θα αρχίσουν οι πρόβες στη Λυρική για το Διδώ και Αινείας

σε σκηνοθεσία του Γιώργου χριστοδουλάκη, κουστούμια Α-ντώνη Κυριακούλη και διεύθυνση ορχήστρας του ίδιου τουΜάνου χατζιδάκι, ε, τουλάχιστον για τη βραδιά της πρεμιέ-ρας, οπότε...

Η προσγείωση στην Αθήνα της μεταπολίτευσης, όπως τηλένε, έχει τα καλά της: τριαντάρηδες, σαραντάρηδες που κα-τά τη διάρκεια της χούντας ζούσαν στο Βερολίνο, στο Παρίσι,στη Στοκχόλμη, στη ρώμη, στο Λονδίνο, στην Αμερική, γιαπολλούς και διάφορους λόγους, τώρα έχουν επιστρέψει, με ό-λες τις συνήθειες, τους τρόπους και το στυλ των πόλεων που’χαν ζήσει –άλλοι πέντε, άλλοι δέκα χρόνια κι άλλοι μια ολό-κληρη ζωή– και το τοπίο στην Αθήνα είναι πολύχρωμο.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 35

Το μπαούλο με τα ρούχα μου απ’ τη Νέα υόρκη, που το περι-μένω κυρίως για τη μικρή συλλογή των ζακάρ πουλόβερ μουκαι το γκρι γούνινο πάτσγουερκ κιμονό –δώρο της Άλις ότανέφυγε για τη Φλόριντα–, είναι εδώ και περιέχει όλα τα άλλαεκτός των ζακάρ και του κιμονό. Γαμώτο... Τηλεφωνώ στηνΤζίνα, που έχει γυρίσει απ’ τη Νέα υόρκη.

«Ήσουνα εκεί στο πακεττάρισμα;»«Ναι και δε θυμάμαι πουλόβερ ή...»«Ποιος μένει εκεί τώρα;»«Ο Βέρνον».«Α, μάλιστα, ο Βέρνον είναι κομψός... Μπορεί να μπήκε

στον πειρασμό να... Αλλιώς οι μεταφορείς, τι να πω...»«Ειλικρινά δεν ξέρω...»Τηλεφωνώ στην Ίζαμπελ στη Νέα υόρκη.«Ο Βέρνον; Δε νομίζω, δεν είναι του στυλ του, άσε που εί-

ναι τρομερά περήφανος για να επιτρέψει στον εαυτό του ναφορέσει τα ρούχα κάποιου άλλου, και μάλιστα του πρώηνμου...»

«Μπορεί να τα πούλησε σαν σπάνια κομμάτια;»«Δεν έχω ιδέα. Περνάς ωραία στην Αθήνα; Θα μείνεις τε-

λικά;»

Ναι, θα μείνω, γιατί έχω την εντύπωση ότι κάτι κινείται· υ-δραίικες αύρες, βερολινέζικες ατμόσφαιρες, παριζιάνικες α-μπιάνς και ιταλιάνικες μανιέρες μ’ ένα τατς μυκονιάτικης α-νεμελιάς συναντιώνται ξενυχτώντας μεθυσμένα και ερωτικά,κάνοντας παράσταση την περιπέτεια της ζωής και τον εξω-τισμό της νύχτας των μητροπόλεων, με πρώτο στέκι ένα κα-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 36

φέ-μπαρ που λες και ξέμεινε ανοιχτό απ’ το ξεθυμασμένο κυ-κλαδίτικο καλοκαίρι της ρΑΤΚΑΣ στη χάριτος. Κέντρο διερ-χόμενων ταξιδευτών και τράνζιτο φιλελλήνων περιηγητών,με την όμορφη επιθυμητή Βουλγάρα αεικίνητη επικεφαλήςκαι το βοηθό της, τον Ζωρζ απ’ την Γκουαντελούπη, πουφτιάχνει κοκταίηλς καλοκαιριάτικων χαμόγελων και παρα-πονιέται στην Άννα Βέλτσου πως κάποιος τον είπε μαύρο.

«Εσείς μαύρος, κύριε Ζωρζ; Πώς είναι δυνατόν! Εσείς εί-στε μπρονζέ, σωστά;»

Η βερολινέζικη κομπανία –Αλέξης, Τάκος, Βασιλάκης–επιδίδονται σε ζόρικες φάσεις μεθυσιού με ακραία στοιχήματα.

«Μπορείς να τεντώσεις το πετσάκι του πούτσου σου, ναχύσεις βότκα μέσα στο λακκάκι και να το ρουφήξεις;»

«Μπορώ εγώ», πετιέται μια πρωτογαμήστρια της νύχταςαπό δίπλα, «αλλά μετά θα ρουφήξετε κι απ’ το δικό μου, αγό-ρια».

Με τις γυναίκες όμως είναι πρόβλημα, διότι άβυσσος τοαιδοίο, τι να ρουφήξεις...

Ο Αλέξης έχει καλύτερη πρόταση.«Ζωρζ», φωνάζει, «κάνε μου τη χάρη να ’ρθεις να σε κα-

τουρήσω».Ο βελούδινος νέγρος κομπλεξάρεται.«Ε, καλά, βρε Ζωρζ, πώς κάνεις έτσι, μετά θα με κατου-

ρήσεις κι εσύ».Πέφτουν γέλια, με κορυφαία τη ρίτα Μπεν Σουσάν, που

γουστάρει ξεσάλωμα και δεν έχει παραιτηθεί απ’ το μπουγέ-λωμα ευυπόληπτων φαλακρών και καθωσπρέπει ανερχόμε-νων ανθυπομουνάριων, με παγάκια σε σβέρκους, βραστέςσούπες σε δραματικές κουαφίρ και ντεκολτέ σολάριουμ καιπού και πού κανένα κατούρημα, αν δεν έχει τίποτα πιο εύκαι-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 37

ρο, ο Φέρρης λάμπει σαν κερί στο λαδάκι του και κυνηγάειμια απ’ τις νεκρούλες Μακ Κίναν Άντριου, η Βίκυ, η Ειρήνη,ο Αντώνης επιδίδονται σε επιγραμματικά σχόλια όπως: ο χο-ντρός ουμανιστής, ο σκεπτόμενος βλάκας, η αιγαιοπελαγίτι-κη κλαψομουνίαση, η συγκαμένη ευαισθησία, ο μουνάκιαςκοινωνιολόγος, ο προοδευτικός σπασαρχίδης και οι αυτοεξό-ριστες, τώρα της Δεξαμενής, με υφαντό, αξύριστη γάμπα καιεπαναστατικούς απόηχους πλέκουν προσέχοντας τα παιδιάτους, που τρέχουν ξέφρενα, ο Τζώνυ ρηντ ετοιμάζεται γιαμακρινά ταξίδια εκτός του και εντός του, ο Τσε μου παραπο-νιέται με χάρη ότι όλες οι φίλες του τον ρωτάνε για μένα...Σκέφτομαι ότι αυτή είναι μια καλή προσγείωση στην ελληνι-κή πραγματικότητα, το δεύτερο πολιτισμικό σοκ για όποιονεπιστρέφει στη χώρα του. Θα είναι υπέροχα ανάμεσα σε ω-ραίες γυναίκες, τρελές παρέες και φίνα τέχνη. Γιατί όχι; Α-φού έτσι πάει από μόνο του...

Η Ήβη έχει ξαναβρεί την ενεργειακή ροή της μετά τημουσουλμανική περιπέτειά της –που δεν ήταν ακριβώς χίλιεςκαι μία μαγικές νύχτες– και συμμετέχει στο άνοιγμα τουΜΑρΚΕΤ στο τέρμα της Τσακάλωφ, με ρούχα, εσπαντρίγ καιαξεσουάρ απ’ τους κοινοβιακούς ενοίκους, τη Μαιρούλα, τονΣτρατή, τον ρηντ, τους Πάουελ, που το στήνουν, τον Κλεομέ -νη στο καφέ-μπαρ, τον Λάζο να περιφέρεται κραιπαλιάρικακαι ντε λα μαγκέν, και την Τζέλλα, μ’ ένα καυλέ κομπιναιζόνγια φουστάνι, να κρυφοφλερτάρει τον γκόμενο της ρίτας ΜπενΣουσάν, που το πιάνει και της την πέφτει:

«Ωραίο φόρεμα, από τι είναι;»«Σατέν», ψιθυρίζει η Τζέλλα με στυλ.«Τέλεια», κάνει η ρίτα, «το σατέν και το μηδέν», το τρα-

βάει και το σκίζει μέχρι κάτω, αφήνοντάς τη γυμνή.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 38

Σέξυ γύμνια βέβαια, αλλά το σατέν και το μηδέν έμεινεσλόγκαν.

Διακοσμημένος από τουρμπάν, ρουμπινί σκουλαρίκι, ρώσικηπουκαμίσα, με παντελόνι χωμένο μέσα σε μπόττες ιππασίαςπεριπάτου από καραβόπανο και δέρμα, μ’ ένα σακίδιο στονώμο γεμάτο ιδρωμένα καλσόν, υγρά σπασουάρ, στραμπου-λιγμένα παπούτσια χορού και ακορντεονισμένες μάλλινεςγκέττες, κατηφορίζω απ’ τη Δεξαμενή στη Σκουφά και τηΜαυρομιχάλη για πρόβα στη Λυρική. Μια διαδήλωση ανε-βαίνει την Ακαδημίας, ο επικεφαλής με μια ντουντούκα κι έ-να κόκκινο κασκόλ να ανεμίζει έχει έναν αέρα και είναι ο...κοιτιόμαστε, με τους διαδηλωτές να χαζεύουν απορημένοι.

«Αδερφέ...»«Γιώργο...» Δεν το πιστεύω, ή μάλλον το πιστεύω... ο Κοτάν! Αγκα-

λιαζόμαστε, έχουμε να ιδωθούμε τόσο καιρό και ξαφνικά ε-δώ... Έχω μάθει για τις ταλαιπωρίες του απ’ τη χούντα. Ταλέμε σύντομα. Οι διαδηλωτές περιμένουν.

«Θα τα πούμε, έχω πρόβα...»«Έτσι είναι, αγόρι μου, εσύ στην πρόβα στη Λυρική με

τουρμπάν, μεγαλοπρεπής αρτίστας, κι εμείς στη διαδήλωσημε το χωνί...» με πειράζει.

«Μη δίνεις σημασία, συμπτωματικό είναι».Με καταπίνουν τα σκοτάδια του θεάτρου, τα φώτα της

σκηνής με την πολυχρωμία των κουστουμιών του Κυριακού-λη· εντυπωσιακό το ολόσωμο με τα μπαλάκια του πινγκ-πονγκ, αλλά κάθε φορά που κινείται στο πάτωμα, σκάνε ταμπαλάκια σαν στρακαστρούκες, κατ’ άλλους πορδές.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 39

Ο αυτοσχεδιασμός μου σε μια πλατφόρμα στη μια άκρητου προσκηνίου, πάνω απ’ τα κεφάλια των μουσικών, και τηνΚατερίνα Δήμα απέναντί μου, να κινιόμαστε σαν σε καθρέ-φτη, αενάως σλόου μόσιον, αναφορά στα biomechanics τουΜέγιερχολντ, κόντρα στη μουσική του Διδώ και Αινείας, είναιενδιαφέρον ως θέαμα –με τα ολόσωμα στο χρώμα του δέρμα-τος καλσόν, που πιο πολύ προβάλλουν το γυμνό παρά το κρύ-βουν–, αλλά οι συνάδελφοι δεν είναι σίγουροι για το τι είδουςυποδοχής θα τύχει. Μήπως είναι ανορθόδοξο για τα εδώ στά-νταρτς και ξενίσει; Κυκλοφορεί τέτοιος σκεπτικισμός.

Η παράσταση καταχειροκροτείται και οι θεατές είναι πο-λύ θερμοί στα καμαρίνια.

«Πάντως εγώ», μου αναγγέλλει μια γκραν νταμ των συ-ναναστροφών, «θα ήθελα να σε πάρω σπίτι μου, μ’ εξιτάρειτο κορμί σου».

Άγνωστες κυρίες με ρωτάνε αν τρώω αρκετά και πώς δια-τηρούμαι σε τέτοια φόρμα. Απίστευτος κόσμος.

Οι καλλιτέχνες της Λυρικής, οι τεχνικοί, οι φανατικοί τουλυρικού θεάτρου, όλα στη διαπασών. Και κάποιοι αδιάβαστοιειδικοί αναφέρονται στο ρώσικο αυτοσχεδιασμό μας σαν α-σκήσεις γενικώς και αορίστως γιόγκα.

Η ψαριά έχει απ’ όλα.

Με είδε στην παράσταση της Λυρικής και της έκανα εντύπω-ση. Μου τηλεφωνεί για να μου προτείνει να της κάνω κάποιεςασκήσεις και πόσο θα της κοστίσει για δύο τρεις φορές τηβδομάδα, τόσο χρόνο μπορεί να ξεκλέψει, γιατί είναι πολύ α-πασχολημένη.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 40

Την πρώτη φορά που είναι να συναντηθούμε, μου στέλνεισωφέρ για να με φέρει στο στούντιό της.

Στο ξύλινο πάτωμα η Λούλη, η συνεργάτης της Λίλη κι ε-γώ αναπνέουμε, τεντώνουμε, χαλαρώνουμε, εισπνέουμε, τ’ α-νοίγματα μαλακώνουν απ’ την αγκύλωση, αυτό ακριβώς πουθέλει να αποφύγει η Λούλη, για να μη νιώθει καθόλου σφιγμέ-νη στο λαιμό, στους ώμους, στον αυχένα, στο πάνω μέρος τουκορμιού της όταν διευθύνει τη συμφωνική ορχήστρα.

Καθώς πλησιάζουν τα χριστούγεννα, η chef d’ orchestreκαι η βοηθός της, που θα πάνε για σκι κάπου έξω απ’ το Σάλ-τσμπουργκ, με ρωτάνε αν θα ’θελα να τις συνοδεύσω, να μηχάσουν τις ασκήσεις γι’ αυτές τις δυόμισι εβδομάδες. Ως γκου -ρού χαλάρωσης του οπεραττικού ντουέττου σε μοτσάρτειεςχιονισμένες πλαγιές της Αυστρίας. Η πρόταση έχει κάτι τοεξτραβαγκάν, κολακεύομαι... Αλλά όχι, κάπως υπερβολικόμου φαίνεται, όχι, δεν γίνεται. Καλές γιορτές, κορίτσια.

Η Άλκηστη –παλιά αγάπη απ’ τα χρόνια της Ζουζούς– έχειένα στούντιο χορού στα Ιλίσια, δίπλα στο δασάκι του Αγίουχαραλάμπους, όπου διδάσκει η ίδια, αλλά έχει πολλές ώρεςκενές και άμα θα ήθελα να...

Η Μπέττυ, η Ειρήνη, η Μαρίνα, η Βίκυ, η Έλλη, η Βέρα,η Δέσποινα, η Μαίη κι άλλες φίλες και γνωστές τους ανταπο-κρίνονται για τρεις μέρες τη βδομάδα από μιάμιση ώρα, ξε-κινώντας με ζέσταμα και ανοίγματα. Με ένα ντέφι στο χέριδίνω το ρυθμό – ό,τι ασκήσεις χοροθεάτρου θυμάμαι απ’ τακαλλιτεχνικά εργαστήρια της Νέας υόρκης, στην πορείαβγαίνουν κι άλλες, γίνεται κάποια ατμόσφαιρα, μπαίνουμε σ’έναν κοινό ρυθμό, τα κορίτσια βγάζουν συγχρονιστικές στιγ-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 41

μές, το φχαριστιόμαστε. Κάθε φορά που επιμένω στα ανοίγ-ματα των μακριών καλλίγραμμων ποδιών της Μαρίνας, μ’αυτή τους τη θηλυκή αυτονομία, η Ειρήνη με ξεφωνίζει:

«Ξέρουμε πού το πας, δάσκαλε, και δήθεν της δίνεις συμ-βουλές για extensions και contractions και την πιάνεις συνέ-χεια... Θες να της τον φερμάρεις και μας παριστάνεις τον αυ-στηρό δάσκαλο...»

Πέφτουν γέλια.Δεν έχει άδικο, είμαι τόσο ανοιχτό βιβλίο; Λες να μ’ έχει

επηρεάσει η αμερικανική ωμότητα και να ’χω χάσει την ευ-ρωπαϊκή μου διακριτικότητα;

Απ’ την άλλη μεριά το φανερό κερδίζει έδαφος, σαν να ’χουνκουραστεί από κρυφά παιχνίδια και υπόγειες τακτικές και ναθέλουν τα πράγματα να γίνονται στα ίσα: Με γουστάρεις, σεγουστάρω, πάμε να τη βρούμε χωρίς πολλά λόγια.

υπάρχει μια ένταση καθώς κατεβαίνω τα ασφυκτικά γεμάτασκαλιά του EMBASSY από αχνίζοντες εξιταρισμένους φιλότε-χνους. Ο Θίασος του Θόδωρου Αγγελόπουλου έχει βγει στιςαίθουσες. Η Βίκυ δεν θέλει να ’ρθει:

«Θα σε δω μετά... έλα απ’ το σπίτι κάτι να τσιμπήσου-με...»

Μου κάνει εντύπωση, είναι η μόνη που βγάζει χαρακτήρααπέναντι σε ομαδικές υστερίες. Δεν θέλει να συγχυστεί.

Η ταινία μού φαίνεται αργή και καλλιτεχνίζουσα, δεν μεσυναρπάζει η πλανολαγνία της, γύρω μου έχει πέσει κατανυ-κτική προσοχή με βουρκωμένα μάτια. Τους ξύνει πληγές; Ό-λοι αυτοί υποφέρουν ακόμη απ’ τα φαντάσματα του Εμφυλίου;Ταυτίζονται με τον καραβοτσακισμένο λαό, νιώθουν ενοχικές

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 42

έλξεις για κάτι μαντράχαλους της αντίπαλης παράταξης; Δεντο πιάνω. Με κάνει να αισθάνομαι σαν αναίσθητος εν μέσω ό-λου αυτού του μαζοχισμού, πρέπει να πετάξω από πάνω μουαυτή την παθητική συντριβή των ξεγελασμένων, βιάζομαι ναβγω στο δρόμο, να βρεθώ στης Βίκυς για το κριθαράκι με τησάλτσα της φρέσκιας τομάτας, τη λιτή σαλάτα, το ποτήρι τοκρασί, το τέλειο αντίδοτο στην αποπληξία απ’ τον ιστορικόστοχασμό.

«Αυτό είναι κανιβαλισμός», ρίχνει η Βίκυ φουμάροντας.«Πολιτιστικός...»«Καλέ, κανονικά, τι πολιτιστικός και πράσινα άλογα, α-

φού μου ήρθες φλιπαρισμένος απ’ όλο αυτό τον κανιβαλισμόνα νιώσεις τι θα πει χολή, μίσος, βία...»

«Όλα αυτά με ωραιοποιημένα πλάνα, καρτποσταλικό στυ -λιζάρισμα, βαρύγδουπη σοβαροφάνεια».

«Και αυτό... που μιλάνε τόσο αφύσικα, με κάτι παύσειςσκεπτόμενης βλακείας...» πάει προς το παράθυρο η Βίκυ ξε-φυσώντας καπνό.

χαζεύω ένα σωρό βιβλία τσέπης σε μια γωνιά, τα ’χω δεικαι σ’ άλλα σπίτια: ιστορίες του Τζαίημς Τσέιζ, του ρέιμοντΤσάντλερ, Ντάσιελ χάμμετ, με δολοφονικές ξανθές και κου-ρελέ ήρωες, που όμως δεν τους ενδιαφέρει το χρήμα και τα α-ξιώματα, αλλά τους τραβάει η περιπέτεια, με μαύρο χιούμορκαι συναρπαστική δράση. Σούπερ.

Έχει γεμίσει η πόλη –στους τοίχους, στα πεζοδρόμια, στιςστάσεις λεωφορείων– από τη μαύρη φράση: χΑΣΑΜΕ ΤΗ ΘΕΙΑΣΤΟΠ.

Δεδομένης της νωπής ακόμη χουντοκατάστασης, η φράση

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 43

ερμηνεύεται σεναριοτρόπως, αλλά πρόκειται για την παρά-σταση του Θεάτρου Στοά στου Ζωγράφου με το έργο τουΓιώργου Διαλεγμένου, εμπνευστή και εκτελεστή του αποτε-λεσματικού γκράφφιτι, που όντως έχει κάνει τη δουλειά του.Το θέατρο, όποτε και να πας, είναι γεμάτο.

Βλέπω την παράσταση και μένω άφωνος απ’ την αμεσό-τητα και τη δύναμη της λιτότητας και τη συγκίνηση απ’ ταπιο ολοκληρωμένα πορτραίτα νεοελλήνων. Ο Παπαγεωργίουκαι η Πρωτοψάλτη, χωρίς να ’χουν πάρει μέρος σε διεθνή ερ-γαστήρια πρωτοπορίας, χωρίς να συχνάζουν σε μεγαλουπό-λεις για «καλλιτεχνική ενημέρωση», είναι σημερινοί και ανα-γνωρίσιμοι, εντελώς απτοί, σε οποιαδήποτε σκηνή του κό-σμου κι αν σταθούν.

Έχω παρακολουθήσει τις διαδρομές τους εδώ και χρόνια,από την εποχή της μαθητείας τους στον Βαχλιώτη και τονΚουν, με την εμμονή τους για ομαδική έκφραση, με έργα πουνοιάζονται για το τι γίνεται γύρω μας, συν την αποφυγή ο-ποιασδήποτε θεατρινίστικης υπερβολής. Κάνουν θέατρο καιμόνο θέατρο.

Αισθάνομαι πολύ ωραία που υπάρχουν και δίνουν το πα-ρών τους, γιατί το θεατρικό τοπίο ολόγυρα είναι ακόμη γεμά-το στόμφο, ψευτοσυγκίνηση, χοντρά γέλια με σχόλια ρατσι-στικής χαιρεκακίας, λατρεία στην καρικατούρα και τη δα-σκαλίστικη ηθοπλασία.

Ο κόσμος τρέχει με χίλια κι εδώ έχουν κολλήσει στη γρα-φικότητα και με τέτοιο αυτοναρκισσευόμενο στόμφο, που α-κόμα και σε πασίγνωστες τραγωδίες δεν καταλαβαίνεις τηνυπόθεση του έργου. Τα μπουλβάρ δεν έχουν ίχνος ελεγκά-ντσας. Σπάνια βλέπεις χαρακτήρα πάνω στη σκηνή. Κάτιξεκάρφωτες αυξομειώσεις ρυθμού, κάτι συνονθυλευματικοί

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 44

τονισμοί επιφανών αττακκαδόρων, καμία σχέση με το τι συμ -βαίνει σε κάθε έργο κάτω και πίσω από τις λέξεις, οι κατα-στάσεις έχουν πάει περίπατο και το λεκτικό πινγκ-πονγκ –ούτε καν βιρτουόζικο– ξεσαλώνει μηχανιστικά και άδεια.Κάποιοι έχουν ξαναπιάσει την επιθεώρηση –και όχι μόνο ηΕλεύθερη Σκηνή–, φέρνοντάς τη στα μέτρα τους, σαν να πα-ραδέχονται την ανημπόρια για σωστό τραγούδι, άψογο χο-ρευτικό, μοναδικό στυλ, και παίζουν με τη δυσκοιλιότητά τους,εισπράττοντας φανατική αφοσίωση από ένα κοινό με βαριέςλεκάνες, υψηλή νικοτινίαση, μπαρουτοκαπνισμένη πολιτικο-ποίηση, συμπλεγματική συνωμοσιολογία και απίστευτη προ -σήλωση σε άρρωστους έρωτες, μ’ ατελείωτα μεθυσμένα ξε-νύχτια, αγκαλιά με λεβεντομούνες κοπελιές και νταβραντι-σμένα μανάρια... Κι αυτές οι πονόψυχες χοντροκομμένες γυ-ναίκες με αέρα υδραυλικού να επιθυμούν αλαλιασμένο πάρσι-μο από ευαίσθητα θρεφτάρια με μάτια σουλτάνας και κορμίπου εκπέμπει τυρόγαλο και που όταν γίνονται τρυφεροί, ζη-τάνε την κατάθεση της ψυχούλας σου κι αισθάνεσαι τόσο ά-βολα απ’ όλους αυτούς που θέλουν να ’ναι μέσα σ’ όλα και ναχαίρονται μ’ άγρια χαρά.

Μέσα σ’ αυτή την αγαπησιάρικη σιχασιά οι Τρωάδες τουΤσαρούχη σε αστική αθηναϊκή γλώσσα, στο πάρκινγκ του οι-κοπέδου της οδού Καπλανών, με το έτοιμο απ’ την κατεδάφι-ση ντεκόρ αλά ρόθκο, να υπενθυμίζει χρωματικά απομεινά-ρια ανθρώπινης ζωής στους τοίχους. Είναι μοναδικό και γιαπρώτη φορά αισθάνομαι αυτό που λένε κάθαρση.

Το δείπνο στη Λουκιανού με τη Βίκυ και τον Δημήτρη έχεικάτι απ’ την ευφορικότητα της παράστασης. χαίρομαι μετην Όλια στο διπλανό τραπέζι –σύσσωμο το Θέατρο Τέχνηςσυνεστιάζεται–, όμως φαίνεται συγκρατημένη ανάμεσα σε

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 45

μαγκωμένους ανθρώπους, συνωμότες κάποιας σέχτας, μελυγισμένα γόνατα, σαν να τα ’χουν κάνει πάνω τους από κάποιοτρόμο –μεταφυσικό τον έχουν βαφτίσει οι κριτικοί–, παλεύο-ντας σαν τον Καραγκιόζη, έρμαια κάποιας ανελέητης μοίρας.Σφιγμένοι καλόγεροι σε κάποια μονή άγονης γραμμής, τηςΜονής του Εσφιγμένου, με τους άντρες σάτυρους σιδεράδεςκαι τις γυναίκες αστές νύμφες. Πολύ άσπρο-μαύρο μού κάνει,που λιμνάζει στη θολούρα του αδιευκρίνιστου, και δεν κατα-λαβαίνω προς τι όλα αυτά. Ναι, βέβαια, υπάρχει αυτό που λέ-νε μαγεία, αλλά έχει κάτι από ασφαλίτικο σασπένς, μ’ αυτήτη φοβιστική κράμπα και την απελέκητη σωματικότητα.

Μάλλον είμαι ακόμη επηρεασμένος απ’ τις πεντακάθαρες,φίνες παραστάσεις που έχω δει έξω και που αρμονικά συντο-νισμένα το έργο, οι ερμηνείες, τα κουστούμια, τα σκηνικά, ορυθμός με συνέπαιρναν και με ταξίδευαν. Αν όμως η Όλια εί-χε σηκωθεί να τρέξει στην αγκαλιά μου, αδιαφορώντας γιατο κρυφό σχολειό του υπογείου, θα είχα κάνει όλες αυτές τιςσκέψεις; Όχι βέβαια, δεν θα είχα κανένα λόγο.

Όσοι κάνουμε ακόμη παρέα απ’ την παράσταση του Ερωτό-

κριτου βρισκόμαστε πού και πού σ’ ένα αμερικάνικο μπαρ, ρε -στωράν πίσω απ’ το χΙΛΤΟΝ, αλλά απόψε ο επίτιμος συνδαι-τυμόνας Αλέξης Μινωτής –θείος του Γιώργου– μνημονεύειτο ένδοξο θεατρικό παρελθόν διόλου ωραιοποιημένο, με τονδικό του ξερό τρόπο:

«Στην Ελλάδα, αγαπητέ μου, αν θέλεις να διαπρέψεις, πρέ -πει να είσαι νταβατζής».

Δεν μπορώ να συγκρατήσω τη γλώσσα μου:«Δηλαδή εσείς που...»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 46

Δεν μ’ αφήνει να ολοκληρώσω.«Ακριβώς, νταβατζής έγινα, για να γίνει η δουλειά όπως

πρέπει...»Η στιγμή του λογαριασμού αφήνει τον μεγάλο παγερά α-

διάφορο, δεν ασχολείται με τέτοια. Σκέφτομαι αν όντως εν-νοεί αυτό που μόλις είπε, φυσικά δεν πρέπει να πληρώσει,τους νταβατζήδες τούς πληρώνουν. Αυτό βέβαια μας κάνει ό-λους εμάς που πληρώνουμε πουτάνες.

Το λέω στον Γιώργο, μπήζουμε τα γέλια.

Το κατάμαυρο δαχτυλιδένιο μαλλί, τα μπιρμπιλωτά μεγάλαμάτια –υγρά και αεικίνητα–, το μουστάκι που εμφανίζεται καιεξαφανίζεται, τα σαρκώδη ωμά χείλη, η αέρινη κίνηση, χρωμα-τισμένη απ’ τα χυτά ρούχα του μ’ αυτή την κοσμοπολίτικη αύ-ρα της λατινοαμερικάνικης ελεγκάντσας, τον κάνουν ιδιαίτερο.

Κολλητός φίλος της Ήβης, το εξαιρετικό ντουέττο τουςδιαλέγει υφάσματα, αντικείμενα τέχνης και εραστές με χιού-μορ και παιχνιδιάρικο μεταξένιο άγγιγμα.

Ο Εντουάρντο έχει γεννηθεί στη χιλή, αλλά έχει μεγαλώ-σει παντού. Γάτος επιβίωσης, αχόρταγος ηδονίστας και μα-γνήτης των απανταχού beautiful people, με εμμονή στην εξ-τραβαγκάντσα, ανάμεσα σε βαβέλ ισπανικών, ιταλικών, αγ-γλικών και γαλλικών, με προτίμηση στην αργκό. Δεν υπάρ-χει δείπνο, πάρτυ, ξενύχτι σε παραλία, ταξίδι στην Ινδία,στοιχειωμένο από μεταφυσική αοριστία χασισοκατάνυξηςκαι κοκαϊνολατρία που να μην είναι μέσα. Που να μην έχειβάλει το χέρι του για να συμβεί. Πρέπει να υπάρχει δράσησυνέχεια. Ποιος ξέρει τι πλήξη τον παραμονεύει αν δεν...

Ο Αντώνης τον μιμείται με άψογο στυλ:

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 47

«“Γεια σου, Εντουάρντο, τι κάνεις;” “Τουμόροου τιούσ-ντεη άι γκόου του Ινσταμπούλ, άι καμ μπακ Θέρσνταιη εντΦράινταιη άι γκόου του ρομ, άι καμ μπακ Σάνταιη, Μάνταιηάι γκόου του Κάιρο, φρομ δέαρ άι φλάι του Ίντια εντ άι καμμπακ του Άθενς αράουν δε εντ οφ δε μαντθ. Κι εσύ τι κάνει;”“Εγκώ, πονηρή μου γατούλα, Εντουάρντο γλυκέ μου, του-νταίη άι γκόου Μοναστηράκι, τουμόροου άι γκόου του Μαι-ρούλας χάουζ φορ ντίνερ, εντ άφτερ τουμόροου άι γκόυ μεΜανουέλα του Επιντάουρους ιν Μελίνας χάουζ”».

Αλλά του Εντουάρντο του αρέσουν όλα, «Άι εμ όπεν ιν τουένιθιγκ».

Οι περισσότερες παρέες που συναντώ και συναναστρέφομαισε καθημερινή βάση –ατέλειωτη κούρσα επισκέψεων που κα-ταλήγουν συχνά στο να κοιμάμαι οπουδήποτε, μια και το τέ-λος της νύχτας με βρίσκει λειώμα– είναι άνθρωποι κοσμογυ-ρισμένοι, με μια θρησκευτική σχεδόν αφοσίωση στη σπάνιαζωή, στις αόριστες εργασιακές σχέσεις, με τα ασταθή οικο-νομικά και στο ατελείωτο σύθαμπο παραισθησιακού φευγα-τιού. Δεν γίνεται να μην είσαι φτιαγμένος... Λειτουργείς κα-λύτερα χωρίς βία, πονετικές εντάσεις και δραματικά διλήμ-ματα. Η ανατολή και το ηλιοβασίλεμα, τα τσάγια και το ξη-μέρωμα, οι έρωτες, τα χρώματα, τα γούστα έχουν στήσειτρελό χορό με την επιθυμία για χάι. Κάποιοι –φανατικά κολ-λημένοι στη νοσταλγία για τις ρίζες της ελληνικότητας όπωςτην αντιλαμβάνονται οι ίδιοι– δεν γουστάρουν να τελειώσουνσύντομα το λαϊκό ταβερνάκι, τα αιγαιοπελαγίτικα υφαντά μετο σήμαντρο και το ξωκλήσι και τα ανεμοδαρμένα παρσίμα-τα με γερές δόσεις μπελκάντο.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 48

Ο Σταμάτης, παρά τη σπιρτάδα του και τα εύστοχα ευ-φυολογήματά του, είναι ένας απ’ αυτούς που τρέμουν στην ι-δέα ότι θα χάσουμε ό,τι μας έχει κρατήσει ως τώρα, για να γί-νουμε κάτι άλλο, διεθνές, παγκόσμιο ή δεν ξέρω τι... Του λέωπως ό,τι είναι να γίνει –γιατί είναι σαφές ότι κάτι αλλάζει– κα-λύτερα να γίνει γρήγορα κι αν τελείωσαν οι χοροί με τους λε-βεντονιούς και τις υφάντρες, τους λυράρηδες και την άγρια χα-ρά, ας πάνε από κει που ’ρθαν κι εμείς ας πάμε γι’ άλλα.

Μ’ αρέσουν τα ταξιδιάρικα παιδιά, ακόμα και με την τη-λεγραφική πολυγλωσσία τους, τις έθνικ συνήθειές τους, τα η-δονιστικά γούστα και την απόσταση από την αισθηματολο-γία, βαριέμαι την ελληνικούρα με το ιμάμ μπαϊλντί βλέμμακαι τη χύμα ηρωικότητα.

Βιάζομαι να δω μια Αθήνα κοσμοπολίτικη και φίνα, α-πλωμένη σ’ αυτό το χαρισματικό λεκανοπέδιο, μια πόλη σεάλλους ρυθμούς, καλοφτιαγμένα πράγματα, μέσα από απαλήδράση ανθρώπων με γούστο και, γιατί όχι, στυλ.

Ναι, βιάζομαι να σβήσουν οι κοκόνες και τα θρεφτάρια,για να φωτιστούν όλοι αυτοί οι ωραίοι τύποι, οι μαγευτικέςγυναίκες, οι ελαφροί ταξιδευτές, οι ευγενικοί νομάδες, που ανκαι παραμένουν σκόρπια δύναμη, έχουν δημιουργήσει ένα πο-λύχρωμο τοπίο, που είναι κρίμα να πάει χαμένο. υπάρχειδιάθεση για ανταλλαγές, λειτουργικότητα, ποιότητα ζωής...Φυσικά μέσα σ’ αυτή τη φλου αρτιστίκ φιέστα έχουν βολευτείατομιστές νάρκισσοι, ασύστολοι σπαστικοί εγωκεντρικοί, μεμόττο «ο σώζων εαυτόν» και η κόλαση είναι οι «άλλοι», τσι-γκούνηδες δήθεν αυστηρών αρχών, που τρέμουν να ξοδέψουνγια το κέφι, τρακαδόροι που τους έμεινε και καλά απ’ τα φοι-τητικά χρόνια, πλουσιόπαιδα που προτιμούν την παρεΐστικηστριμοκωλίαση από την άνετη πρώτη θέση, προδότες της

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 49

τάξης τους, λες και είναι υπέρτατο καθήκον να ταλαιπωρεί-σαι συντροφικώς. Πού είναι η γενναιοδωρία σας, ρε παίδες...

Κάποιος έλεγε τις προάλλες για το σπίτι της Ξένιας Καλογε-ροπούλου στις Μηλιές. Δεν είναι η μόνη. Ο Κώστας Τα-χτσής, ο Βασίλης και ο Διονύσης Φωτόπουλος, ο ΝικηφόροςΝανέρης πηγαινοέρχονται στο Πήλιο. Έχουν σπίτια εκεί, φί-λους, παρέες. Ο εποικισμός στην ουτοπία –μέσα στη φύση,ανάμεσα σε ανθρώπους της γης– από καλλιτέχνες με χρυσάόνειρα και κενταύρειες αντανακλάσεις, που σκηνοθετούν τηζωή τους με γούστο, ζωντάνια, αδρές γεύσεις, πανάρχαιουςχυμούς, λατρευτικές νύμφες και αγαλμάτινους έφηβους, βλά-σφημη αγιοσύνη και βυζαντινή σαγήνη, κάτι χρυσαφί πουλειώνει και κυλάει καυτό...

Οι μικρές καλλιτεχνικές κοινότητες· μακριά απ’ τις μη-τροπόλεις και το κυρίαρχο ρεύμα, πώς να μην αρπάξεις τηνευκαιρία να χαθείς, για να ξαναβρείς τον εαυτό σου.

Στο ΕΝΑ –το μπαρ του Γιώργου Κούνδουρου πάνω στην πλα -τεία Κολωνακίου, γωνία με Σκουφά, με την ξύλινη σκάλακαι τις τζαμαρίες του ορόφου να καδράρουν την κίνηση τουδρόμου και της πλατείας– έχεις την εντύπωση ότι όντως υ-πάρχει κίνημα κατά της εργασίας και όχι μόνο πουρ σοκέ λεμπουρζουά, αλλά και γιατί «έτσι μ’ αρέσει». Πολυτεχνίτες,μετεωριζόμενοι ηδονίστες, γενναία ξενύχτια αναλύσεων τουμικρόκοσμου της καθημερινότητας, μποέμικες αττάκκες υ-παρξιακής υπερηφάνειας και αισθητικού ρατσισμού, σκάκι,τάβλι, μια μακαρονάδα και έρωτες χωρίς νόημα, έτσι, per

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 50

l’amore del amore... Μου κάνει εντύπωση που ανάμεσα σ’ αυ-τό το μανιφέστο αργοσχολίας, σκεπτικισμού και μιας ζωήςστο φτερό, κυκλοφορεί μια γυαλιστερή μικρή με κόκκινοσκουφάκι, κόκκινο πλεχτό κολλητό μίνι, μακριά πόδια, γραμ-μωμένα από κόκκινες πλεχτές γκέττες, που ακουμπάνε πάνωσε σουρωτές ροκ εντ ρολ γόβες, κόκκινες κι αυτές. Κόντραστα ξεπλυμένα τζην, στα ξεχειλωμένα πουλόβερ και τα θα-μπά μακριά μαλλιά των σταθερών νυχτόβιων, αυτό το γλει-φιτζούρι σε συσκευασία Κοκκινοσκουφίτσας φαίνεται να ψά-χνει τον Λύκο ή τη γιαγιά του, καθώς τεντώνεται και τρίβε-ται πάνω στο σκαμπώ, βρέχοντας τα κουκλίστικα χείλη τηςμε βότκα πορτοκάλι.

Τη λένε Μαρίνα, το σπίτι που μένει με τη μητέρα της είναιστου Παπάγου, πατέρας δεν υπάρχει, μπορούμε να κοιμη-θούμε εκεί.

Το δωμάτιο δείχνει γαλακτερό, καθαρό και μεγάλο, κα-θώς ξυπνάω δίπλα της, θα πρέπει να ’χει ξημερώσει... Η πόρ-τα κάνει ν’ ανοίξει, κλείνω τα βλέφαρα, ίσα που διακρίνω μιακυρία να ρίχνει μια ματιά στο κρεβάτι μας και να εξαφανίζε-ται. Ίσως η μητέρα της. Βυθίζομαι ξανά στη ζεστασιά τουκορμιού της... σαν να το περίμενε... Λιγωνόμαστε χωρίς βιάση.

Ομελέττες, φρυγανιές, σπιτική μαρμελάδα φράουλα, σύκο,χυμός, τσάι, το πρωινό έχει σερβιριστεί, με το τρίφυλλο ναπεριμένει στριμμένο, όσο η Μαρίνα κάνει μπάνιο κι εμένα ναεπιταχύνω τη φάση.

«Ν’ ανάψω το γάρο;» φωνάζω.«Άναφ’ το, βγαίνω».Τραβάω δύο ρουφηξιές, όταν ακούω κλειδί στην πόρτα, τη

μητέρα της να εισβάλλει με κέφι, φορτωμένη με ψώνια, ίσαπου προλαβαίνω ν’ αφήσω το στριφτό στο τασάκι να καίει.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 51

«Αχ, αγόρι μου, τρέχω απ’ το πρωί να τα προλάβω όλακαι δεν είχα ούτε λεπτό να κάνω ένα τσιγάρο... Ελπίζω να μησε πειράζει να καπνίσω απ’ το δικό σου, μια και το βρήκαμπροστά μου...»

Η Μαρίνα βγαίνει απ’ το μπάνιο τυλιγμένη σ’ ένα μαύρομπουρνούζι, κοιτιόμαστε κουλαριστά όσο η μητέρα της τα-κτοποιεί τα ψώνια φουμάροντας με οίστρο και λαλίστατη

«Είναι καταπληκτικό το τι βρίσκεις στη λαϊκή... Α, νασας φτιάξω ένα κέικ πορτοκάλι ή να μαγειρέψω για μεσημέ-ρι, τι θα σας άρεσε; Βρε κορίτσι μου, το πιστεύεις ότι έχω χα-θεί με τον πατέρα σου λες και είμαστε ξένοι, καλά, εντάξει,χωρίσαμε... αλλά όχι κι έτσι. Λοιπόν, θα του τηλεφωνήσω ναβγούμε το βράδυ για φαγητό».

Πάει στο τηλέφωνο.«Άσ’ το να κυλάει...» κάνω της Μαρίνας.Συμφωνεί σηκώνοντας τους ώμους της.Η μητέρα επιστρέφει μετά από ένα οπεραττικό τηλεφώ-

νημα.«Αγόρι μου», μου χαμογελάει, «έφερες τη χαρά στο σπίτι

μου, ξέρεις πόσο καιρό έχω να αισθανθώ έτσι, να ’σαι καλά.Επιτέλους, Μαρίνα μου, αυτός είναι κύριος, όχι κάτι τύπουςπου μου κουβαλάς, αργούς, μαμούχαλους, δυσλεκτικούς,ντυμένους ίδια... Να ’σαι καλά, αγόρι μου, το σπίτι μου θα εί-ναι ανοιχτό όποτε θελήσεις. Ελπίζω να μη σας πειράζει πουθέλω να τραγουδήσω... Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά...» πιάνεινα κελαηδάει, «... και τις νύχτες ρωτάς αν κι εγώ σ ’ αγαπώ...

αλλ ’αυτό δεν μπορώ να σ ’το πω...»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 52

Το σεξ με φίλες χρόνων είναι ένα θέμα. Παρά την έλξη πουπροκύπτει, η σχέση δεν παίρνει εύκολα φωτιά, γιατί όταν κά-νουμε χρόνια παρέα, με το χιούμορ και τα γέλια να πρωτα-γωνιστούν στην καθημερινή μας συναναστροφή, πώς να κά-νω αυτά τα κόλπα και να παίξω αυτούς τους ρόλους που μουπροκύπτουν με άγνωστες, όταν η γοητεία και η λατρευτικό-τητα είναι το όνομα του παιχνιδιού. Εμείς οι δυο θα μπήξου-με τα γέλια. Ίσως μου λείπει η φαντασία, αυτή η παιδική πε-ριέργεια για το γυμνό κορμί της διπλανής μου... Μπορούμενα ’μαστε φίλοι όμως. Εντάξει, θα μείνουμε φίλοι λοιπόν. Τέ-λεια. Και θα τραγουδήσουμε μαζί, όπως εκείνο το βράδυ τουκαλοκαιριού στη Νέα Μάκρη, μέσα στο μισοσκόταδο μιαςμπουάτ, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος και η Άντζελα Μπρού-σκου, σκούροι σαν κατράμι, σιγοτραγουδούσαν συντονισμέ-νοι «θά ’ρθει άσπρη μέρα και για μας...».

Μένω σ’ ένα υπερυψωμένο ισόγειο-στούντιο στην Ξενοκρά-τους, στο ίδιο που το 1971, τον Ιούλιο, το μαροκινό ντεκόρτης Ήβης με τύλιξε ερωτευμένο στη γενναιόδωρη αγκαλιάτης, παρά τους πόνους της αγκυλωτικής δισκοπάθειάς της.

Τώρα το διαμέρισμα είναι σχεδόν άδειο, ιδεώδες κέντροδιερχόμενων ανέστιων, που προσφέρεται για αναλύσεις θεμά-των τα οποία όλο διαφεύγουν ανάμεσα σε σύθαμπα ροκιάςκαι μαγικής αοριστίας, αλλά εν τω μεταξύ το απόγευμα, τοβράδυ και η νύχτα έχουν περάσει. Μια τοιχογραφία ενός ερω-τικού συμπλέγματος σάτυρου και νύμφης, αντίγραφο κάποιουερυθρόμορφου αγγείου, δεσπόζει στον τοίχο πάνω απ’ το κρε-βάτι-πλατφόρμα, με τα τρία σκαλάκια να ακουμπάνε στο ξύ-λινο δάπεδο, τέλειο για άσκηση χορού, λευκόγκριζα μωσαϊκά

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 53

στο μπάνιο, θαμπή τερρακόττα στους τοίχους και δωματιά-κι-γκαρνταρόμπα το κάνουν ιδιαίτερο.

Μου έχει κάτσει και ως πολύ ερωτικό, με το μεγάλο κι-γκλιδωτό παράθυρο να καδράρει την κίνηση του δρόμου απ’το κρεβάτι, μ’ όλη την ένταση, τους ψίθυρους της νύχτας καιτα παθιάρικα αγκομαχητά που συνοδεύουν τα παρκαρίσματατης ασυγκράτητης καύλας, με τις πρωινές φωνές των μανά-βηδων κάθε Παρασκευή που έχει λαϊκή.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 54

δ υ ο

ΩρΑΙΑ ΠΕρΝΑΕΙ η Αθήνα τη φάση της μεταπολίτευσης. Α-φού πολιτικοκαπνιστήκαμε, τώρα ζούμε, είναι σαν να λέει.

Φυσάει ένα θετικό αεράκι για να γίνουν πράγματα, να προ-χωρήσει το παιχνίδι, που ’χε λιμνάσει από τις χουντικές εκ-κενώσεις και κάτι αδιέξοδους ηρωισμούς, έχουν επιστρέψειπρόσωπα που εμπιστεύεσαι και γουστάρεις, κάτι γίνεται.

Ακόμα και στο θέατρο διάφορες ομάδες, χωρίς σταριλίκιακαι προχειρότητες, κάνουν ενδιαφέρουσες ζωντανές παρα-στάσεις, ξαναεκτιμώντας τον τεχνίτη που είχε παραμεριστείαπ’ την καλλιτεχνικότητα της αόριστης ελευθερίας της έκ-φρασης ή τη λαϊκίστικη απήχηση με την απουσία καλλιτε-χνικού μεγαλείου.

Ο Θανάσης Παπαγεωργίου, ο Σπύρος Βραχωρίτης, ο Λευ -τέρης Βογιατζής τα έχουν εντοπίσει όλα αυτά και ο καθέναςτους με τον τρόπο του προσπαθεί να βρει το δρόμο για τη συ-νάντηση με τ’ όνειρό του.

Ο Ηλίας Λογοθέτης μπαινοβγαίνει σε διάφορους θίασουςπαίζοντας περίπου τα πάντα με σουρρεαλιστική ποιητικότη-τα, επτανησιακό καντσονετίσσιμο, κοσμοπολιτάνα απατεω-νιά και ποιότητα μύστη.

Ο Νίκος Σκυλοδήμος μέσα από μια φωτεινή διαδρομή

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 55

–Ελεύθερο Θέατρο, κινηματογραφικές και τηλεοπτικές εμ-φανίσεις ποιότητας– έχει εγκαταλείψει την Αθήνα με τονΣπύρο Βραχωρίτη –ένα σκηνοθέτη ανιχνευτή του ελληνοχρι-στιανικού ασυνείδητου, τόσο μακρινού και τόσο οικείου– καιμια ομάδα ηθοποιών ψάχνουν το δικό τους θέατρο στον Βόλο.

Η θεατρική Λέσχη Βόλου έχει κάνει αίσθηση και συζητιέ-ται· πολλοί ηθοποιοί από Αθήνα και Θεσσαλονίκη συμμετέ-χουν, συνεργάζονται, αποχωρούν, υπάρχει ένα ψάξιμο και μιαφήμη ότι κάτι γίνεται.

Όποτε συναντιόμαστε, στην Αθήνα, είναι πολύ ανοιχτοίκαι ζεστοί για συνεργασίες κι όλο λέμε να βρεθούμε κάποιαστιγμή, μπας και κάνουμε κάτι μαζί.

Ν’ ανέβω στον Βόλο, να ζω εκεί, κοινοβιακά σχεδόν... Δενμου πολυαρέσει η ιδέα, είμαι πολύ κοινωνικός για να απομο-νωθώ με μια θεατρική ομάδα στην Ανακασιά του Βόλου.

Απ’ την άλλη, αυτά που ακούω ότι κάνουν και ο τρόποςπου ψάχνουν και συνεργάζονται είναι ερεθιστικός, αποτελείσυνέχεια της καλλιτεχνικής μου ροής απ’ τα χρόνια της Νέαςυόρκης, αλλά και πριν, με την ομάδα της Ζουζούς Νικολού-δη· σωματικό θέατρο, ποιητικός λόγος σπάνιων μεταφρά -σεων, ακριβοί θεατρικοί θησαυροί, αλλά δεν το παίρνω από-φαση να ξεκόψω απ’ την Αθήνα, γιατί ανακατεύομαι μ’ ένασωρό πράγματα, από επιδείξεις μόδας που χορογραφώ μέχριφωτογραφίσεις σε περιοδικά στυλ, γιατί πρέπει από κάπουνα βγάλω χρήματα.

Μιλάω με πολλούς σκηνοθέτες, κυρίως ταινιών, λες και τοσινεμά με θεωρεί δικό του άνθρωπο.

Ο Κώστας Αριστόπουλος με σταματάει στη Δεξαμενήγια να μου προτείνει να παίξουμε ντουέττο με τον Θύμιο Κα-ρακατσάνη τους βασικούς ήρωες στην ιστορία του τραβεστί

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 56

Άγγελου, που έχω διαβάσει στις εφημερίδες και ακούσει ιστορίες, γι’ αυτό και μου ’χει κάνει εντύπωση.

Οι προτάσεις που μου γίνονται μέχρι στιγμής έχουν να κά-νουν με αινιγματικούς ιερωμένους, μπλαζέ διπλωμάτες, εκ-φυλισμένους ερωτομανείς και κυνικούς πάμπλουτους, διόλουκακές ζαριές για αρχή του παιχνιδιού.

Ο Άγγελος Δρούλιας με το σλόγκαν «Επιστροφή στις ρίζες ήστη γαλανή πατρίδα» έχει εγκαταλείψει τις αγχωτικές ακρι-βές μητροπόλεις του εξωτερικού και από ένα ρετιρέ της Μαυ-ρομιχάλη οργανώνει επιδείξεις μόδας, πάρτυ, στάιλινγκ φω-τογραφήσεων και το αρτ ντεκώ διαμέρισμά του, όπου η μου-σική δεν σταματάει ποτέ, γίνεται κέντρο διερχόμενων περιη-γητών της μόδας, των γκαλερί, των ταξιδιάρικων παιδιών τουήλιου και φυσικά των beautiful people. Μου προτείνει να φτιά -ξουμε μαζί την επίδειξη μόδας για την μπουτίκ της Ζωής Λά-σκαρη. Δεν το θέλουμε στημένο, προτιμούμε το χάππενινγκ.

Στις ΕΝΝΕΑ ΜΟυΣΕΣ του Κώστα Ζουγανέλη στην Ακαδη-μίας, με μουσική-τραγούδια του Πουλικάκου και μοντέλλα τηνΜπέττυ, τη Μυρτώ, τη Μαιρούλα, τη ράντυ, τη Δανάη, τηΝίκη και τον ξερακιανό μπαρουτοκαπνισμένο Στρογγύλη, ναπεριφέρεται ανάμεσα στη ροή απειλητικός, θα γίνει χαμός. Ό-ταν φτάνει στην είσοδο του κλαμπ ντυμένος επικίνδυνα γκάν-γκστερ –καπέλλο, καμπαρντίνα και όπλο να φουσκώνει στηντσέπη–, ο αθλητικός νεαρός της πόρτας τού κόβει τη φόρα:

«Για πού το ’βαλες εσύ;»«Μέσα».«Είναι πριβέ».«ρε αγόρι μου, παίζω στο φάσιον σόου...»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 57

«Σιγά μην είσαι μοντέλλο».«Για όχι, δεν είμαι ωραίος;» αρπάζεται ο Στρογγύλης.Κάνω σινιάλο να τον αφήσουν να περάσει και η παρουσία

του ως επικίνδυνου κακοποιού, τσαντισμένου που παρ’ ολίγοννα φάει πόρτα, προσθέτει ένταση, ανεβάζοντας την αδρεναλί-νη του σόου μέσα σε ροκάδικη οχλαγωγή και ξέφρενα χειρο-κροτήματα.

Ο Γιώργος χριστοδουλάκης με τη σκηνοθετική του σχο-λιαστικότητα εκτιμά την αυτοσχεδιαστική παρουσία τουΣτρογγύλη, genial.

Οι ΕΝΝΕΑ ΜΟυΣΕΣ, αυτό το κοσμοπολίτικο υπόγειο τηςοδού Ακαδημίας, δικαιολογεί τον τίτλο του πιο ιν κλαμπ τηςπόλης. Τις παρέες της νύχτας στα διπλανά τραπέζια τις συ-ναντάς στα αντίστοιχα στέκια του Λονδίνου και της Νέαςυόρκης, με τον μπάρμαν και τα γκαρσόνια να γνωρίζουν ταπάντα για τους ιντερνάσιοναλ θαμώνες. Ο Ντόναλντ Πλέ-ζανς, που αστειεύεται με τον Γιώργο Πάντζα και τις δύοπλατινέ ξανθιές, είναι στην Αθήνα για κάτι γυρίσματα σε μιαταινία του Κώστα Καραγιάννη και η φιγούρα με το γούνινοπαλτό και τα ψυχεδελικά τακούνια, που κάνει όλα τα κεφά-λια να γυρίσουν εκεί, στο χώρο της γκαρνταρόμπας, δίπλαστα σκαλιά της εισόδου, επιφυλάσσει εκπλήξεις.

«Κυρία μου, να κρεμάσω το παλτό σας;» σπεύδει το προ-θυμότατο γκαρσόνι.

«Ευχαριστώ, νεαρέ», κάνει κολακευμένος ο Ιόλας βγάζο-ντάς το.

«Με συγχωρείτε», τραυλίζει το γκαρσόνι.«Για ποιο πράγμα; Το κυρία δεν είναι μομφή, είναι κομπλι -

μάν», ολοκληρώνει τη μνημειώδη είσοδό του ο γκαλερίστας.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 58

Στο Δεύτερο Πρόγραμμα της ραδιοφωνίας κάνουν ακροάσειςφωνών για μια καθημερινή πρωινή ζωντανή –για πρώτη φο-ρά– εκπομπή. Φίλοι μού λένε να πάω να μ’ ακούσουν. Δενχάνω τίποτα.

Η διευθύντρια Σοφία Μιχαλίτση, μια μοντιλιανική φιγού-ρα με αλεξανδρινές φωτοσκιάσεις, δείχνει να ενθουσιάζεταιμε την περίπτωσή μου. Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Σαπρα-νίδης θα γράφει τα κείμενα, που θα εκφωνούμε με την παλιο-μοδίτικη ομορφιά της Μαίρης Ιγγλέση, ανάμεσα σε μουσικέςκαι απευθείας ανταποκρίσεις από διάφορες πόλεις της Ελλά-δας καθημερινά στον αέρα, και το Κάθε μέρα παντού ξεκινάειτις περιπετειώδεις, αγουροξυπνημένες πτήσεις του εφτά μεδέκα κάθε πρωί.

Δεν χαίρομαι ιδιαίτερα που ξυπνάω κάθε πρωί τόσο πρωί,γιατί οι νύχτες είναι ακόμη με το μέρος μου, και για την πρώ-τη παρθενική μας εκπομπή επιτάχτηκε ο Λουκιανός ροζάν,μια μνημειώδης φυσιογνωμία του ραδιοφώνου, ως άμεσοςδράση, γιατί με πήρε ο ύπνος.

Έτσι στις εξήμισι π.μ. ένα ταξί με περιμένει στην Ξενο-κράτους για να με πετάξει στην Αγία Παρασκευή. Συνήθωςέχουμε κέφια με τη Μαίρη και η εκπομπή βγάζει καλό όνο-μα, πέφτουν διάφορες προτάσεις για σπηκάζ και, το καλύτε-ρο, κάθε μέρα, με το που τελειώνει η εκπομπή, κατεβαίνωστο ταμείο στο ισόγειο και πληρώνομαι άμεσα. Ένα χιλιάρι-κο τη μέρα. Τέλεια, πολύ γουστάρω.

Ένα φθινοπωρινό πρωινό, καθώς βγάζουμε στον αέρα τον α-νταποκριτή μας απ’ το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλο-νίκης, μας πληροφορεί ότι το Χάππυ Νταίη βραβεύτηκε κι α-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 59

νάμεσα στους βραβευμένους ηθοποιούς είμαι κι εγώ, και εί-μαστε στον αέρα, η Μαίρη με φιλάει, ανεβάζουμε μουσικήκαι μου ψιθυρίζει συνωμοτικά:

«υπάρχει και χρηματικό βραβείο». Η εκπομπή πετάει.Έχουν περάσει τρεισήμισι μήνες καθημερινής ακροβασίας

στα ερτζιανά, με το σφιχτά ειρωνικά κείμενα του Σαπρανίδηνα χτυπάνε στο ψαχνό, και η Κάθε μέρα παντού να εισπράτ-τει υψηλή ακροαματικότητα, αλλά το συγκεκριμένο πρωινό,καθώς οι χλωμές αχτίνες του ήλιου γλιστράνε λοξά απ’ ταγαλακτερά τζαμωτά στους έρημους νοσοκομειακούς διαδρό-μους του μεγάρου της ραδιοφωνίας, αισθάνομαι παγιδευμέ-νος στα πρώτα πλάνα της ταινίας Η φωλιά του κούκου.

Εφ’ όρου ζωής... κάθε μέρα... Αυτό είναι επιτυχία; χρυσήφυλακή. Με το που κάνουμε αποφώνηση, πάω κατευθείανστο γραφείο της Σοφίας. Το βλέμμα της δείχνει κατανόηση.

«Θέλω να φύγω, κουράστηκα, έχει αλλάξει η ζωή μου, δεναντέχω κάθε μέρα...»

«Είσαι τρελός; Αυτή τη στιγμή η εκπομπή έχει τέτοια α-κροαματικότητα, που δεν το διανοείσαι... Η PIRELLI θέλει ναμπει χορηγός, αλλά είμαστε κρατικό ραδιόφωνο και δε γίνε-ται, ο Πατσιφάς με τον Λεφεντάριο κάτι θέλουν να σου προ-τείνουν. Ξέρεις τι σημαίνουν όλα αυτά;»

«Φαίνεται πως όχι, ξέρω όμως ότι θέλω να σταματήσω...»«Καλά, κοίταξε, σκέψου το λίγο και εν τω μεταξύ να

βρούμε κάποιον να κάτσει δίπλα σου όσο χρειαστεί, κι ότανείναι έτοιμος, φεύγεις... Τι λες;»

«Εντάξει».«Αχ, τρελάρες καλλιτέχνες, άντε να σας καταλάβει κα-

νείς... βρε, γίνεται χαμός με την εκπομπή».

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 60

«Είχα αυτό τον εφιάλτη πρωί πρωί στους διαδρόμους καιμου κακοφάνηκε...»

«Πάντως μπορείς να κάνεις εκπομπές άλλες ώρες της η-μέρας, που να τις ηχογραφείς από πριν, μια νυχτερινή ίσως,να μην έχεις να ξυπνάς πρωί».

«Ναι, αυτό ίσως...»«Δε θέλουμε να χάσουμε τέτοια φωνή, με τέτοιο στυλ...»«Δεν είναι και το παν στη ζωή, αγαπητή Σοφία», μελαγ-

χολώ ξαφνικά.«Αν το ’χεις, ναι, αν δεν το ’χεις, δεν είναι το ίδιο».χαμογελάμε.

Στις διάφορες εκδηλώσεις για την ενίσχυση του νέου ελληνι-κού σινεμά, την απελευθέρωση των Τούρκων κρατουμένων,την παγκόσμια μέρα της νύχτας και τα λοιπά, με παρουσιά-ζουν ως «ο θρυλικός παπάς του Χάππυ Νταίη», μου κάνει ε-ντύπωση, αλλά δεν ασχολούμαι με το θέμα. χαζεύω το κόκ-κινο σάλι της Μελίνας να σέρνεται στο γκαζόν του γηπέδουτης Νέας Σμύρνης, καθώς το διασχίζει για να ανέβει στο πάλ -κο της φιέστας, με τον Παράβα, την Ξένια κι άλλους απ’ τονκόσμο της μουσικής, της ποίησης και του πολιτισμού.

Παραδέχομαι ότι τυγχάνω ιδιαίτερης μεταχείρισης, αλλάκαι πριν το Χάππυ Νταίη οι άνθρωποι ήταν μαζί μου πάνταφιλικοί και γενναιόδωροι, δεν με ξενίζει. Πριν ήταν για μένα,τώρα είναι για τον ηθοποιό, άσ’ το να κυλάει...

Καθώς μπαίνω στου ΦΙΛΙΠΠΟυ για μεσημεριανό, πέφτω πά-νω σε μια έντονη διαφωνία ανάμεσα στον Ταχτσή και τον Βε-λισσαρόπουλο.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 61

Ο Αντρέας επιμένει ότι το γκέυ κίνημα –υπάρχει;– πρέπεινα συσπειρωθεί, να βροντοφωνάξει την ύπαρξή του στα ίσα,μέσα από περιοδικά, εκδηλώσεις και καθημερινές ζωντανέςπροκλήσεις, κόντρα στις σουσουδίστικες ευγένειες και τιςπαθητικές ευαισθησίες.

Μα υπάρχει τέτοια δραστηριότητα, σκέφτομαι.Ο Ταχτσής είναι αντίθετος σ’ όλα αυτά.«Πάτε να γκεττοποιηθείτε, πάτε να μπείτε σε κατηγορίες

και φακέλους, είναι λάθος. Η ομοφυλοφιλία πρέπει να παρα-μείνει αυτό που ήταν πάντα σ’ αυτή τη χώρα, ένα αντρικόπαιχνίδι, μια και μιλάμε για άντρες, να υπάρχει χωρίς σημαίεςκαι ταμπούρλα, να τη συναντάς παντού χωρίς ιδιαίτερο πάσ-σο και παράσημα διαφορετικότητας... Είναι καλύτερα για ό-λους. Δεν το καταλαβαίνετε αυτό; Σιγά μην κάνουμε καρριέ-ρα πούστη, λες και δε μας φτάνει η δουλειά του καθενός μας,να βάλουμε κι άλλους νταλκάδες στο κεφάλι μας», ξεφυσάει.

«Εσύ τι λες;» με ρωτάει ο Αντρέας, «τόσα χρόνια έξω, α-νήσυχος, ζωηρός, με χιούμορ, ποια είναι η γνώμη σου;»

Μ’ αρέσει η ορμητικότητά του.«Φυσικά τα διάφορα γούστα κάνουν πιο πολύχρωμη τη

ζωή, πιο συναρπαστική ίσως, αλλά η φανατική προσήλωσηκαι η επιθετική κοινωνικοποίηση δεν με τραβάνε καθόλου.Προτιμώ την άποψη Ταχτσή. Όλα ανοιχτά για όλους, χωρίςταυτότητες, είναι πιο παιχνιδιάρικο, πιο ερεθιστικό για μένα,όποτε και όπου μπορεί να συμβεί... ξεκάρφωτο, χωρίς να τοπεριμένεις· σ’ ένα οικογενειακό γλέντι, σε μια επαγγελματι-κή συνεργασία, σαν παιχνίδι, που όποτε προκύπτει, το απο-λαμβάνεις και μετά το ξεχνάς, χωρίς να το κάνεις θέμα πουθα στοιχειώσει την ύπαρξή σου... Βέβαια ξέρω ότι αυτή τηστιγμή μιλάω με δύο θρησκευτικά ταγμένους του αθλήμα-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 62

τος, οπότε οι δικές μου απόψεις θα ακούγονται μάλλον σαντουριστικές ή σαν παιδικές σκανταλιές απ’ τα χρόνια του Κα-τηχητικού...»

Γελάμε.Ο Βέλτσος, που σταματάει για λίγο πάνω απ’ το τραπέζι

μας, συμφωνεί με τον μιλιτάν Βελισσαρόπουλο.«Πρέπει σ’ όλους τους τομείς, σ’ όλες τις δράσεις μας να

γίνουμε πιο έντονοι, πιο διεκδικητικοί και ν’ απαιτούμε πράγ -ματα που μας στηρίζουν... Νομίζω ότι τώρα και στην Ελλά-δα πρέπει ν’ αρχίσουν να λέγονται τα πράγματα με τ’ όνομάτους και να επισημαίνεται η σημασία τους, αλλιώς θα μαςκαταπιεί το γαλάζιο του Αιγαίου και το σήμαντρο στο ξω-κλήσι...»

Σκέφτομαι ότι όλον αυτό τον καιρό δεν μου ’χει περάσειαπ’ το μυαλό να αφεθώ σε αντρικά χάδια. Τα κορίτσια είναιπολύ γενναιόδωρα, οι παρέες φίνες, με χιούμορ, ξενύχτια καιφίλους πειραχτήρια. Ο Γιώργος Εμιρζάς είναι κουρντιστήριμε αναπάντεχες γυριστές, ο Αντώνης Κυριακούλης λάμπει α-πό παιδικό σουρρεαλισμό, ο Γιώργος χριστοδουλάκης στήνειζωντανά χάππενινγκ στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, μιξά-ροντας ετερόκλητους αρτίστες και μουσικές, τον Πουλικάκονα ξεσαλώνει με φρανκζαππικές ροκιές, ριντικίλ χιτλερικό πα -ραλήρημα και το καζαντζίδειο «υπάρχω» ως χέβυ μέταλ,πλαισιωμένος απ’ τη ρίτα Μπεν Σουσάν, τη Φαίνη Ξύδη, τηνΜπέττυ Λιβανού, τη Μυρτώ Μακρή, να αυτοσχεδιάζουν σανgo-go girls, τις αδελφές Μακ Κίναν Άντριου, ράντη, ΔανάηΝίκη, να περιφέρονται ανάμεσα σε προγκρέσσιβ μουσικές,χυμούς λεμονιού, λιτά τοστ, κι όλες αυτές οι παραστάσεις νακαταλήγουν σε πάρτυ, ξενύχτικους έρωτες, με φωτογράφουςκαι βίντεο αρτίστ να μπαίνουν στο χορό· μια ζωντανή αβάν

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 63

γκαρντ σκηνή έχει προκύψει, χωρίς παραγωγό, μάνατζερ καιδημόσιες σχέσεις, απορώ πώς πληροφορείται ο κόσμος κι έρ-χεται και μας βλέπει, από στόμα σε στόμα, ούτε κρυφό σχο-λειό να είμαστε.

Γνωστοί και φίλοι επιμένουν να φτιάξω μια ομάδα χοροθεά-τρου, να δίνουμε παραστάσεις που θα είναι τελείως διαφορε-τικές απ’ όλες τις άλλες, αφού, να, υπάρχει κοινό.

Για μια ακόμα φορά οι φιλότεχνοι θέλουν να αφοσιωθώ σεκάτι. Δεν μπορώ να αναλάβω τέτοια ευθύνη. Δεν με απασχο-λεί πια ο χορός, αλλά και χωρίς χρηματοδότη, χώρο για πρό-βες και καλλιτέχνες για το συγκεκριμένο είδος, είναι δύσκο-λο, θέλει πολλή δουλειά κι εγώ δεν είμαι υπόδειγμα εργατι-κότητας και διδασκαλικίου.

Με τραβάνε ακόμη τα ατέλειωτα ξενύχτια με τα οριεντα-λίστικα γούστα και τους ξεχειλωμένους σεξουαλισμούς. Σταδείπνα και τα πάρτυ συναντώ κοσμογυρισμένους πάμπλου-τους, που έχουν κάποιο γενικό ενδιαφέρον για την τέχνη, αλ-λά όχι τόσο συγκεκριμένο ώστε να βάλουν το χέρι στην τσέ-πη και να χρηματοδοτήσουν ένα φιλμ, μια παράσταση, έναφεστιβάλ multimedia.

Ανάμεσα σε κριτσανιστές πλούσιες σαλάτες, αχνιστή λευ-κή ψίχα ψαριού, φιλέττα με το αίμα τους, τσουγκρίσματα λευ-κού και κόκκινου κρασιού, ακούγονται φυσικά ωραίες ιδέες, υ-πάρχει ευφορικότητα στις συναναστροφές, αλλά δράση μηδέν.

«Μουρλολαός δεν είμαστε, τι περιμένεις;» φτύνει η Κατε-ρίνα Γώγου.

«Σκόρπια δύναμη», σχολιάζει η Μαρία Μήτσορα.Δίκιο έχει. Ο καθένας διαθέτει ό,τι χρειάζεται για μια δη-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 64

μιουργική συνεργασία, αλλά δεν βρίσκεται κανείς να μας ε-νώσει για έναν κοινό σκοπό. Μήπως δεν παραδεχόμαστε κα-νένα για αρχηγό μας; Μήπως η έννοια της ομάδας έχει πάψειπια να μας συγκινεί;

Το διαμέρισμα της Ξενοκράτους που μένω ανήκει στη θείατου –μόνιμα κάτοικο Ιταλίας–, αλλά το διαχειρίζεται ο ανι-ψιός της Μανούσος, που βρίσκεται σε φάση προετοιμασίαςτης ταινίας του Οι άρχοντες.

Θέλει να παίξω έναν πρέσβη. Δεν υπάρχουν χρήματα γιαηθοποιούς και συνεργάτες. Όλοι γνωστοί και φίλοι, ο Πανου-σόπουλος, ο Πουλικάκος, ο Τσε, ο Κυριακούλης, ο Αργυρά-κης, ο Κοντολέων, η Μπεν Σουσάν, η Εσθήρ, η Λένωση, ηΓρίβα, η Άβετ, ο Μελέτης, αυτή η πολύχρωμη παρέα πράγ-ματι θα πάρει μέρος σαν φιλική συμμετοχή. Δεν μου αρέσεινα εργάζομαι τζάμπα και προτείνω στον Μανούσο να κλεί-σουμε την αμοιβή μου σε ενοίκια, που σημαίνει: Όποτε έχωδίνω, όποτε δεν... και θα τα βρούμε. Συμφωνεί.

Τον ρωτάω δυο τρία πράγματα για το ρόλο μου· πώς βλέ-πει τον πρέσβη; Κυνικό, απόμακρο, στεγνό τυπολάτρη, ηδο-νίστα, μονίμως μεθυσμένο με εκλάμψεις διαύγειας και ποίη-σης ή τι; Συμφωνεί με όλα. Κατάλαβα, καλά, θα τα βρούμε!

Ο βοηθός του Μανούσου, ο Μανώλης, μια αδιευκρίνιστη,ακατάταχτη φυσιογνωμία, που στις συναντήσεις μας ρίχνειάσχετες αττάκκες –«Μέσα είσαι» «Μπράβο, το ’πιασες»,«Τώρα είσαι σωστός»–, σηκώνεται να πεταχτεί στο περίπτε-ρο της πλατείας Βαρνάβα, παίρνει λεφτά απ’ όλους για τσιγά-ρα, σοκολάτες και βγαίνει.

Μιλάμε για την ταινία, ακούμε μουσικές, τσιμπάμε τηγα-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

o

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 65

νητά ψαράκια με τα χέρια, που λαδώνουν τις σελίδες του σε-ναρίου, πίνουμε καφέδες, αλλά ο Μανώλης δεν λέει να επι-στρέψει.

Έχουμε αρχίσει γυρίσματα, όταν ένα τηλεγράφημα απ’την Κωνσταντινούπολη πληροφορεί τον Μανούσο: «ΈρχομαιΑθήνα, στείλε λεφτά. Μανώλης».

Τα γυρίσματα στο χωριό, κοντά στον Ισθμό, έχουν κάτι απόπαιδική χαρά και μοντέρνο τρελοκομείο, με παραληρηματικήέκκριση ετερόκλιτης αδρεναλίνης και χοντρά γέλια.

Το χωριό είναι το μέρος απ’ όπου κρατάει η σκούφια τηςλεβεντογέννας τραγωδού με το αδρό προφίλ και τη γήινη ξυ-πολησιά, που ’χε δηλώσει απ’ το αεροδρόμιο του Ελληνικού,συγκινημένη απ’ την επιστροφή της στην Ελλάδα, όπως γρά-ψανε οι εφημερίδες: «Αισθάνομαι δύο χιλιάδων ετών».

«Και το μουνί δεινόσαυρος», πέταξε μια φίλη και πέσανγέλια.

Ίσως αυτό είναι που δίνει στο χωριό κάτι μνημειώδες, μεβαριά σκιά, αν και η ροκάδικη κινηματογραφική κομπανίαείναι εδώ για να χαρίσει στους κατοίκους ένα μοναδικό σόουτσίρκου και ασταμάτητου πανηγυριού. Οι σκηνές που γυρί-ζονται επί εικοσιτετραώρου βάσεως από την ευέλικτη δεκαε -ξάρα μηχανή, προέκταση του ξερακιανού ώμου του Πανου-σόπουλου, ανάμεσα σε χωμάτινους δρόμους, αποθήκες, γκα-ράζ, εκκλησίες, αχυρώνες, νυχτερινά πρωινά, με το γαλάζιογκρίζο αγιάζι που ροδίζει απ’ την ανατολή, μπλέκονται με τιςαποσπασματικές σκηνές των αρχόντων σε στυλ γκροττέσκο,και μ’ όλο το χωριό συνωστισμένο στην αποθήκη νυχτιάτικα,όπου θα γυριστεί ο βιασμός της Άβετ.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 66

«Α, ο εκβιασμός της Άβετ», αλαλάζει το αγουροξυπνη-μένο πλήθος.

«Ο βιασμός λέμε».«Το ίδιο δεν είναι, καλέ;»Ένας Νεοϋορκέζος κριτικός κινηματογράφου περιφέρεται

κρατώντας σημειώσεις απ’ το γύρισμα, φωτογραφίζει, πιάνεικουβέντα μ’ όλους μας.

«Τώρα όλες αυτές οι λήψεις που κάνετε είναι ένας πιλότος,υποθέτω, ένα βίντεο, για να το δείξετε στους παραγωγούς, νασυμφωνήσουν και να ξεκινήσετε τα γυρίσματα κανονικά»,προσπαθεί ο Μελ Σούστερ.

«Δεν κατάλαβες, Μελ. Αυτή είναι η ταινία. Αυτό που βλέ-πεις να φιλμάρεται συνεχώς στα πέριξ είναι η ταινία, θα βγειστις αίθουσες σύντομα...»

«Δεν το πιστεύω...»«Μήπως το πιστεύω εγώ;»

Ο Γιώργος Εμιρζάς φιλμάρει εικαστικούς και λογοτέχνες γιατην ΕρΤ, μια σειρά πορτραίτων ντοκυμανταίρ για την τέχνηκαι τον πολιτισμό, οι θεατρικές του παραστάσεις έχουν πά-ντα αυτή τη σουρρεαλιστική αύρα που δεν βάζει τελεία καιμετεωρίζεται ευφορικά, οι βραδινές συγκεντρώσεις στο σπίτιτους με την Ειρήνη κυλάνε ανάμεσα σε σκίτσα της πάνω σεπακέττα τσιγάρων, ενόσω η συναναστροφή κάνει παιχνίδι μεσυζητήσεις και γέλια, που προκύπτουν απ’ τη Βίκυ, που υ-πενθυμίζει το κανονικό, εντοπίζει το ακραίο και επισημαίνειτο γελοίο, με το σκηνοθέτη μας αραχτό πάνω στον καναπέ ναμισοκοιμάται, σαν μικρό αγόρι που ονειρεύεται ευτυχία, να

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 67

ξυπνάει ξαφνικά για να πετάξει ένα εύστοχο σχόλιο, μια ανα-τροπή, ενώ η κουβέντα συνεχίζεται, συχνά ερήμην του.

Σ’ αυτό τον οίκο μοντέρνας τέχνης, κατειλημμένο απόδώρα των καλλιτεχνών, όπως τα φωταγωγημένα νέον τουΜπουτέα και τα εκτός πλαισίου από άποψη σκουπίδια τουΤσόκλη, είναι ίσως που κάνουν την Ειρήνη κάθε φορά πουβγαίνουμε για φαγητό στον ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΑυΛΟ ή στου ΚΑρΑ-ΒΙΤΗ, να ρίχνει –αντί του κλασσικού «Σβήσε τα φώτα και κα -τέβασε τα σκουπίδια»– «Γιωργάρα, σβήσε τον Μπουτέα καικατέβασε τον Τσόκλη». Πέφτουν γέλια.

Πάει καιρός που έχουν τελειώσει τα γυρίσματα του Μανού-σου στον Ισθμό, αλλά, παρά το αυτοσχεδιαστικό και πειρατι-κό της εμπειρίας, έχουν αφήσει πίσω τους απίστευτες εικό-νες, αδιανόητα χάππενινγκς, παραληρηματικά σμιξίματα σεδωμάτια ξενοδοχείων, παραλίες και καβάντζες αυτοκινητό-δρομων.

Η απόμακρη θεά των γυρισμάτων ασκεί έντονο μαγνητι-σμό πάνω μου και ανταποκρίνομαι οποιαδήποτε ώρα της η-μέρας, και κυρίως της νύχτας, με καλεί. Οι μεταμορφώσειςτης –ρωμαία πατρικία, Βυζαντινή αμαρτωλή, σκλάβα του έ-ρωτα σ’ ανατολίτικους οντάδες, μ’ εμένα σε ρόλους ρωμαίουέκφυλου, κολασμένου ιερομόναχου, άμεσου πυροσβέστη τηςπυρπολημένης δίψας της– κάνουν το παιχνίδι συναρπαστικό,κάτω από μουσικές, κυρίως των Pink Floyd, που την κάνουννα βουρκώνει.

«Γιατί κλαις μ’ αυτή τη μουσική;» ρωτάω για πρώτη φο-ρά ύστερα από τόσο καιρό εθιστικής σωματικότητας.

«Για τη χαμένη μας γενιά...» ψιθυρίζει κοιτώντας στο κενό.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 68

Μπήζω τα γέλια, που στέλνουν τη μαγεία περίπατο, ό-πως και τη σχέση μας, που εξατμίζεται εν μιά νυκτί. Γέλιαστο μαγνητικό πεδίο του σεξ δεν χωράνε. Η πατρικία είναιδραματική και απόλυτη στις ηδονιστικές ανατριχίλες της τε-λετουργίας της. Δεν αστειεύεται.

Το διαμέρισμά μου στην Ξενοκράτους περνάει τη φάση τουκέντρου διερχόμενων κάζων, δαφνοστεφανωμένων ψώνιων,γλυκοαίματων πεζοπορούντων αγοροκόριτσων, αλλά και φί-λων από παλιά.

Ο Νίκας με τον κολλητό του τον Παλού μένουν δύο βδομά -δες, οπότε εγώ ξενοκοιμάμαι στης Ήβης, στον περιφερειακότου Λυκαβηττού, ή σε μια τύπισσα στη Γλυφάδα, που εξακο-λουθεί να μου θυμίζει Λονγκ Άιλαντ, μ’ όλους τους Αμερικά-νους απ’ τη βάση, τις συνήθειες, τα γούστα και τις διαλέκτους.

Έχει περάσει ένας χρόνος απ’ το βραβείο στο ΦεστιβάλΚινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που συνοδεύεται από κά-ποιο χρηματικό έπαθλο, αλλά το χρήμα δεν έχει προκύψει.Κωλυσιεργούν οι υπεύθυνοι. Δεν είναι κανένα τεράστιο ποσό,που θα μας κάνει εκατομμυριούχους, αλλά αυτό δεν είναι λό-γος να μην υπάρχει μια στοιχειώδης συνέπεια.

Σκέφτομαι πόσο χαμηλά αμείβονται οι ηθοποιοί στην Ελ-λάδα. Μικρή αγορά, πρέπει να κάνεις και τηλεόραση, και ρα-διόφωνο, και διαφημιστικά σπηκάζ και νυχτερινό κέντρο, για τίμε το μισθό του θεάτρου σκέτο δεν βγαίνει. Όλοι βέβαια σ’ αυτήτη χώρα κάνουν δύο και τρεις δουλειές, ασχέτως επαγγέλμα-τος. Αλλά αμείβεσαι «συμβολικά» –τι πατέντα–, όλα γίνονταιγια την τέχνη. Άμα τρέχεις όμως απ’ το πρωί ως το βράδυ γιαεπιβίωση, η τέχνη πάει περίπατο, άσε τη ζωή την ίδια...

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 69

Δεν έχω οικογένεια, είμαι μόνος και μπορώ να τη βγάζωμε πολύ λίγα, αλλά μ’ αρέσει η πλούσια κι ελεύθερη ζωή, καιχωρίς φράγκα δεν κυλάει. Εντάξει, μπορώ να δίνω μαθήματαχορού, να κάνω διαφημιστικά σποτ, να παίζω σε ταινίες, ναπαρουσιάζω γιορτινές χοροεσπερίδες, ν’ αποφεύγω την τηλεό -ραση –τη βρίσκω μπανάλ–, όλα αυτά για να έχω τη δυνατό-τητα να κάνω θέατρο με ανθρώπους όπως ο χριστοδουλά-κης, την πιθανότητα για συνεργασίες με τον Βραχωρίτη καιτον Παπαγεωργίου, αλλά και νέες ομάδες, που εν τω μεταξύσυσπειρώνονται.

Γκρινιάζω για τα διαφημιστικά σπηκάζ, αλλά ο Πανουσό-πουλος με βάζει στη θέση μου:

«Ξέρεις πολλούς ηθοποιούς που ζουν απ’ τη φωνή τους;Αναγνωρίσιμη φωνή, ούτε η Μαρία Κάλλας να ’σουνα», α-στειεύεται. «Λίγο το ’χεις; Να χαίρεσαι που με λυμένο το οι-κονομικό απ’ τη διαφήμιση θα μπορείς να κάνεις καλλιτεχνι-κά πράγματα που γουστάρεις. Αλλιώς θα πρέπει να λες ναι σ’όποια αρπαχτή, σ’ όποια εμπορική –και καλά– μαλακία χει-μώνα καλοκαίρι».

Δεν έχει άδικο. Θέλει βέβαια προσοχή να μη γίνεις ο κύ-ριος TIDE ή ο μίστερ Τσιπς, θέλει ξεγλίστρημα, μεταμορφώ-σεις, μια εγρήγορση, γιατί πρέπει να βγαίνουν χρήματα, πουεξυπηρετούν μια μορφή ελευθερίας, μια ποιότητα ζωής, τα-ξίδια, γεύματα, ρούχα, παρέες, γυναικεία συντροφιά, να ξο-δεύουμε το χρήμα μαζί τους, όλα αυτά θέλουν λεφτά, λεφτά,λεφτά...

Ο Τέντυ Παπαντίνας, κιθαρίστας, ροκ εντ ρολ, μια φυσιογνω-μία με την αμεσότητα του Τζαίημς Ντην και την αποστασιο-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 70

ποίηση της Γκρέτα Γκάρμπο –όπως αυτοσυστήνεται–, πουστροβιλίζεται από ταρακουνημένους έρωτες, ταξίδια στηΝέα υόρκη και στο Παρίσι, καταφθάνει για ένα Σαββατοκύ-ριακο κι αράζει για κάνα μήνα στο διαμέρισμα της Ξενοκρά-τους, με ένα φίνο γκρι φυμέ τζην, κλασάτα μπεζ σαυρέ μποτ-τίνια και το καινούργιο του παιχνίδι, ένα σούπερ κασσεττό-φωνο Nakamitsi. Οι μουσικές που κουβαλάει μαζί του είναιψαγμένες, εξαιρετικού γούστου, αλλά όταν μετακομίζει στοδιαμέρισμα μιας φίλης του πίσω απ’ το JE REVIENS, ξανασαίνω.

Έχουμε χαθεί με την Ντομινίκ. Πέρασε κάποια στιγμή, καλο-καίρι ήταν, με μια κολλητή της και φύγαν για να νησιά. Αυτόπέρυσι, πάει καιρός. Θα πρέπει να ’ναι στο Παρίσι, αλλά δενβρίσκω το τηλέφωνό της πουθενά. Τη σκέφτομαι πολύ μ’ αυ-τό τον ανοιξιάτικο καιρό, στις απογευματινές μου φούμες καισιέστες το μυαλό μου πάει συνέχεια σ’ αυτή.

... Στο πατρικό μου εξοχικό σπίτι, κάπου στην Πελοπόν-νησο, γεμάτο κόσμο. Έχουμε πάρτυ, πρόσωπα απ’ τη Νέαυόρκη, το Μεξικό, το Καράκας, το Παρίσι, την Αθήνα, πουέχω γνωρίσει όλα αυτά τα χρόνια, είναι εδώ, μεθυσμένοι, τρι-παρισμένοι, πολύχρωμα ντυμένοι, μουσικές, χάδια, φιλιά, χο -ροί, βλέπω μέσα στο πλήθος την Ντομινίκ, κι αυτή εδώ, τρέ-χω, αγκαλιές, φιλιά...

Το τηλέφωνο που χτυπάει με ξυπνάει, το σηκώνω. Είναι ηΝτομινίκ, απίστευτο.

«Σε βλέπω στο όνειρό μου αυτή τη στιγμή ύστερα απότόσο καιρό και... Κλείσε και πάρε με σε λίγο, δε θέλω να χά-σω τη συνέχεια...»

Ξαναβυθίζομαι στο πάρτυ και στο συνωστισμό του, αλλά

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 71

η ατμόσφαιρα έχει αλλάξει. Μεγάφωνα, αστυνομία έξω απ’ τοεξοχικό καλούν τον ιδιοκτήτη να παρουσιαστεί στο τμήμα χω -ροφυλακής της περιοχής. Οι καλεσμένοι μου με ξεντύνουν α-πό κιμονό και πυτζάμες, με ξεβάφουν απ’ το μακιγιάζ μου –θαμπορούσαν να παρεξηγηθούν απ’ τις αρχές– και μ’ ένα αυ-στηρό γκρι ριγέ κουστούμι του υβ Σαιν Λωράν, με θαμπήταμπά γραβάτα εμφανίζομαι στον ανακριτή, «Ένα πάρτυ έ-χουμε, παλιοί φίλοι και γνωστοί χρόνων, δεν κάνουμε τίποταεγκληματικό ή ακραίο, αν η μουσική είναι δυνατή και ενο-χλεί, να τη χαμηλώσουμε, αλλά ειλικρινά δεν κάνουμε τίποταπερίεργο...». Ο ανακριτής με κοιτάζει ήρεμα. «Κι αυτό τολαμέ παντοφλέ που φοράτε τι είναι;», κοιτάζω τα γκρίζα λου -στρίνια μου, που ξέχασα ν’ αλλάξω. Ξυπνάω φρικαρισμένοςαπ’ το καφκικό ενύπνιο και ιδρωμένος.

Φτιάχνω τσάι και το τηλεφώνημα της Ντομινίκ που ακο-λουθεί, γεμάτο αγάπη, διάθεση για παρέα και ταξίδια, με συ-νεφέρνει κι ο νους μου ταξιδεύει.

Δεν κάνω κανένα σχέδιο. Το αύριο δεν παίζει. Μόνο το τώρα.Κάθε μέρα που έρχεται φεύγει με απόηχους γέλιων, φλασιέςαπό βόλτες, επισκέψεις και ύπνους όπου λάχει.

Μια παρέα απ’ το Παρίσι, ο ζωγράφος Μηνάς και οι δίδυ-μες Αντιγόνη – Δήμητρα, ένα τρίο ταγμένης μποεμίας, με τιςφιγούρες των κοριτσιών, δωρικού προφίλ της μιας και μεσο-γειακού μελοδράματος της άλλης, ανάμεσα σε μαροκινά βρα-χιόλια που ντιντινίζουν, πλισεδαρισμένα παντελόνια, σόκιν πινκξώφτερνες γόβες του Κλερζερί, αυστηρά παριζιάνικα σακά-κια Ζωρζ ρες να εκπέμπουν κοσμοπολίτικες αντανακλάσειςκαι του ζωγράφου το φλερτ με το μεγαλείο. Κάνουμε παρέα,

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 72

οι δίδυμες είναι σπάταλες, γενναιόδωρες και φευγάτες, όλημέρα από καφέ σε σπίτια, και nine plus nine μέχρι αργά τηνύχτα, με όλους να τις φλερτάρουν, τον Μηνά να εκρήγνυται,καθότι η τρικυμία και η ορμή του παθιασμένου pas de deuxτους με την Αντιγόνη καλά κρατεί ακόμη, τον Εντουάρντο νατις λατρεύει και να παίζει ρόλο διαπραγματευτή Ερμή κάθεφορά που προκύπτουν εκρήξεις και τον Κώστα Ζουγανέλη ναμας περιποιείται σχεδόν κάθε βράδυ στο κλαμπ του σαν ναείμαστε στο καθιστικό του. Έχω την εντύπωση κάποια στιγ-μή ότι ο οικοδεσπότης μας φοράει πυτζάμες, όπως ο χιουχέφνερ, που όμως δεν συμβαίνει, αλλά έτσι μου φαίνεται.

Το ιταλικό φεστιβάλ σύγχρονης τέχνης φέτος θα γίνει στοΜπάρι. Ζωγράφοι και γλύπτες θα πάρουν μέρος με έργα τους,ο Θανάσης ρετζής θα γυρίσει ένα φιλμ μεσαίου μήκους, α-σπρόμαυρου αφαιρετικού στυλ, ο χάρης Ξανθουδάκης θασυνθέσει ένα ηλεκτρονικό κομμάτι κι εγώ θα αυτοσχεδιάσωπάνω στη μουσική του, με το φιλμ να προβάλλεται σε άσπροφόντο, όλα παράλληλα και ταυτόχρονα και με ερέθισμα τηνΟρέστεια, σε απόδοση ελεύθερων συνειρμών.

Θα φύγουμε απ’ την Πάτρα με το φερρυμπότ μία βδομάδαπριν την Κυριακή των Βαΐων. Οι τρεις γενικές δοκιμές μαςστο Μπάρι θα πρέπει να ’ναι σφιχτές, κυρίως ροής και συντο-νισμού με όλους τους τεχνικούς συντελεστές, για να αναμε-τρηθούν με το κοινό σ’ αυτές τις δύο παραστάσεις της εμφά-νισής μας στο Φεστιβάλ.

Αν είμαστε σε φόρμα, δηλαδή εγώ, γιατί το φιλμ και ημουσική θα είναι τελειωμένα, η παράσταση θα πρέπει να α-πογειωθεί, αλλιώς τι κάνουμε!

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 73

Οι Ιταλοί στέλνουν κάποια χρήματα και τα εισιτήρια μετ’επιστροφής. Το ξενοδοχείο θα το χρεωθούμε εμείς, αλλά υπο-θέτω ότι με την εξόφληση –μια και οι παραστάσεις μας κλεί-νουν το φεστιβάλ– θα είμαστε μια χαρά.

Ακούγοντας τη μουσική του χάρη και παρακολουθώνταςτο φιλμ του Θανάση σχεδόν τελειωμένα, μου βγαίνουν οι φι-γούρες της Κλυταιμνήστρας –μαύρη ολόσωμη ακινησία, μεθαμπό χρυσαφί τουρμπάν–, της Ηλέκτρας, ως γκριζοκόκκινητεντωμένη χορδή, και του Ορέστη – ένα γκρι μεταλλίκ αιλου-ροειδές με σκούρα γυαλιά ηλίου.

Το Μπάρι, μια παραλιακή πολίχνη υγρού τεφρίτη, με φαντα-σματικές παρακρούσεις απ’ την αρχιτεκτονική του φασισμού,μας ενσωματώνει στην πολυχρωμία των φεστιβαλιστών καιστο κατακερματισμένο κιαροσκούρο της σύγχρονης αβαν-γκουάρντια· το ακατέργαστο υλικό του υπαρξιακού αδιεξό-δου, το μπέρδεμα των φύλων και των φυλών, τις συγχυσμέ-νες μουσικές, τις εξεζητημένες ανθρώπινες φιγούρες ανάμεσασε άρτε πόβερα και λικνιστική επιθυμία για φιέστα.

Μια νύχτα αργά, μες στην ομίχλη και τη ζάλη απ’ τη δε-ξίωση και το πάρτυ στην ντίσκο, προσπαθώ να βρω το δρόμομου για το ξενοδοχείο, κοκαλώνω μπροστά σε μια γιγαντιαίαβιτρίνα με εκατοντάδες παπουτσάκια για μωρά. Δεν το πι-στεύω... το θέαμα έχει κάτι το απειλητικό. Φαντάσου όλααυτά τα παπουτσάκια ν’ αρχίσουν να ’ρχονται καταπάνω μου,απομακρύνομαι φρικαρισμένος. Εμπειρία σού λένε μετά.

Οι παραστάσεις μας γεμίζουν κόσμο: Η κόκκινη σατινέκορδέλλα, που ξετυλίγεται αργά μέσα από τ’ ανοιχτά χείλημιας ακινητοποιημένης μάσκας πάνω σ’ ένα τρίποδο και αργά

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 74

αργά κυλάει κάτω απ’ τα πόδια των θεατών και χύνεται στηναίθουσα –μια διάφανη πετονιά και το χέρι ενός τεχνικού έ-στησαν το εφφέ–, εντυπωσιάζει, όπως και η φιγούρα του με-ταλλικού Ορέστη, μπλεγμένη ανάμεσα σε ελαστικούς ιμά-ντες, που στην αρχή είναι παιχνίδι, μετά εμπόδιο και εντέλειασφυκτικός εφιάλτης, να καταλήγουν σε θερμό χειροκρότημα.

Μια Αμερικανίδα που θυμίζει Μπάουι μου λέει ότι με θυ-μάται απ’ του Άλβιν Νικολάις στη Νέα υόρκη, ένας Φιορε-ντίνος ντιλετάντε έχει πέσει σε παραλήρημα αναλύσεων deprofundis της παράστασής μας, δύο Ιταλίδες ροκ εντ ρολ έ-χουν διάθεση για ξενύχτι και το πρωί στα γραφεία του φεστι-βάλ διεκδικώ την εξόφλησή μου σε αγγλικά, που δεν μιλάνεεδώ, σε γαλλικά, που δεν διαθέτω άνεση, και ιταλικά, πουαυτοσχεδιάζω με διαλόγους που θυμάμαι απ’ τις αττάκκεςτου ιταλικού νεορρεαλισμού, ό,τι μου ’ρχεται, σ’ ένα ξέφρενοφανφαρόνικο μπρίο γύρω απ’ το χρήμα, που οι Ιταλοί επιμέ-νουν ότι λάθος κατάλαβα, δεν έχω να παίρνω και εν πάση πε-ριπτώσει είναι αδύνατον για την ώρα, το λογιστήριο πρέπεινα κλείσει βιβλία, θα πάρει μία βδομάδα, τότε ίσως μπορείκάτι να υπάρξει, αλλά ποιος θα καλύψει το ξενοδοχείο ενόσωθα περιμένω; Αποκλείεται.

Και πώς θα φύγω σήμερα, Μεγάλη Δευτέρα, απ’ το ξενο-δοχείο, που δεν έχω πληρώσει ούτε τη βδομάδα που έμεινα,μια και οι βιτρίνες της ελεγκάντσας εδώ και χρόνια με σαγη-νεύουν... Να το σκάσω, αλλά πώς θα βγάλω τα μπαγκάζιαμου απ’ το δωμάτιο του HOTEL ROMEO. Οι Rolling Stones κά-ποτε τα φυγάδευσαν απ’ το παράθυρο. Ύστερα, μέχρι να φτά -σω στην Αθήνα, εκτός απ’ το εισιτήριο επιστροφής και κάτιψιλά για σάντουιτς και τσιγάρα, δεν διαθέτω τίποτε άλλο.

ρωτάω τους εικαστικούς Μπουτέα, Ζουμπουλάκη, το

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 75

γλύπτη Θόδωρο, τη διοργανώτρια Έφη για δανεικά: Ο έναςθα πάει στη ρώμη, η άλλη θα πετάξει στο Παρίσι – κι εγώ θαγούσταρα κανένα ταξιδάκι μετά την επιτυχία μας στο φεστι-βάλ, αλλά η ρεσεψιονίστ στο χωλ του ξενοδοχείου, με ταμπαγκάζια μου δίπλα της, περιμένει να εξοφληθεί.

«Κρατήστε ό,τι νομίζετε και σας στέλνω τα λεφτά απ’ τηνΑθήνα», της πετάω αποφασιστικά.

Με κοιτάζει επαγγελματικά, ευγενικά και με κατανόηση.«Δε θα κρατήσουμε τίποτα, ελπίζω να μας τα στείλετε...

Καλό σας ταξίδι».Αυτό ήταν, ανασαίνω.Καθώς την κάνω βαρυφορτωμένος και αγχωμένος για τον

σιδηροδρομικό σταθμό, αισθάνομαι ότι η εβδομάδα των Πα-θών που μου έχει προκύψει ξεκινάει απολύτως εναρμονισμέ-νη με τον Γολγοθά που θα εξελιχθεί, καθότι ρέστος.

Οι καθολικές καλόγριες στο κουπέ του τραίνου μού φαίνονταιπολύ σουρρεάλ, νεαρά ερωτευμένα ζευγάρια τουριστών παίρ-νουν αποχρώσεις ρομαντικών ερωτευμένων μέσα στη νύχτα,στο φερρυμπότ ξετυλίγεται μια βαβυλωνιακή φάρσα από αμε-ρικανιδούλες λυκείου σε πολιτιστική εκδρομή στη Μεσόγειομέχρι μεθυσμένους φορτηγατζήδες βαρέων βαρών, με χοντρο-κομμένες επιθυμίες και ασυμμάζευτο καβάλλο, να ποτίζουνούζο τις τρεις μικρές, για να τις πάρουν νουμεράδα στην ομαδι-κή καμπίνα τους, εξομολογητικοί αλκοολικοί στο τσουχτερόαπριλιάτικο κατάστρωμα, ύποπτα χαμόγελα, θαλαμηπόλοιστους διαδρόμους· μάλλον βρίσκομαι στο ζενίθ μιας ακραίαςπαραίσθησης, προφανώς εξαιτίας του αναγκαστικού νηστευτι-κού μαραθώνιου μετ’ εμποδίων, που δεν λέει να πάρει τέλος.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 76

Στο τελωνείο της Πάτρας βραδύνοες υπάλληλοι μας κα-θυστερούν για να εξακριβώσουν ότι το φιλμ του ρετζή δεν εί-ναι πορνό και χάνουμε το πούλμαν-ανταπόκριση για Αθήνα.

Αν νοικιάσουμε ταξί, γίνεται εύκολο βέβαια, αλλά δεν έχωμία, συν τις δύο αγγλιδούλες –που μου πρόσφεραν μπρέκφαστστο πλοίο και τους υποσχέθηκα να τις φιλοξενήσω σπίτι μουμέχρι να φύγουν για τα νησιά– να έχουν γίνει κολλητές και ά-ντε να βρεις άκρη.

Εντέλει ο ρετζής θα πληρώσει για όλους και θα του ταχρωστάω, ο ταξιτζής έχει κέφια και η διαδρομή που μας πάει –χομ, σουίτ χομ– σκέφτομαι ότι αρχίζει να έχει κάτι α-πό ανακουφιστικό φινάλε, λουσμένο στο φως της Δαμασκού...Δεν ξέρω τι λέω, μάλλον.

Η Αθήνα μυρίζει ανοιξιάτικες πασχαλιές, οι αγγλιδούλες θαμείνουν τελικά σε μια φτηνή πανσιόν, θα τις πάει ο ταξιτζήςπου ξέρει.

Μπαίνω στο σπίτι μου στην Ξενοκράτους περασμένα με-σάνυχτα. Θα ξημερώσει Μεγάλη Τετάρτη, τηλεφωνώ σε φί-λους και γνωστούς, καμία απάντηση. Ή έχουν φύγει για Πά-σχα ή έχουν βγει γι’ απόψε. Πετυχαίνω την Κονσουέλο στοσπίτι της Ήβης στον περιφερειακό του Λυκαβηττού.

«Καλώς όρισες, είμαι μόνη, χαίρομαι που σ’ ακούω... Ω-ραία η Ιταλία; Σε περιμένω για φαγητό αν θέλεις...»

Αν θέλω... Τέλεια. Κάνω ένα μπάνιο και πάω για μακαρό-νια al dente, πράσινη σαλάτα και κόκκινο κρασί.

Η Ήβη τηλεφωνεί απ’ τη Μύκονο και η κόρη της μου πα-σάρει το ακουστικό.

«Σε είδα... ένα βράδυ με βροχή, είμαστε στο Πήλιο και

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 77

μπήκαμε με τον Πέτρο το δύτη σε μια ταβέρνα, καφενείο, κά-τι τέτοιο... και η τηλεόραση είχε ανταπόκριση απ’ την Ιταλίατου φεστιβάλ, η ΕρΤ, και μόλις σε είδαμε με το γκρι μεταλ-λικό ολόσωμο, τα γυαλιά και τα λουριά, πωπώ... δεν μπορείςνα φανταστείς τι μήνυμα εξέπεμπε η φιγούρα σου, πάθαμεπλάκα, κι η παρέα του ταβερνιάρη... Είχαμε βρεθεί τυχαίαστο πουθενά κι εσύ μας έστελνες μήνυμα...»

Η υπέροχη Ήβη, η γενναιόδωρη φίλη, και η ευγενική κόρητης, η Κονσουέλο, που με φροντίζει, για πρώτη φορά απόψεστο ρόλο της οικοδέσποινας Ήβης, που το πνεύμα της είναι ε-δώ ενώ το σώμα της στη Μύκονο, πιθανώς, ποτέ δεν ξέρειςμε την Ήβη, αλλά είναι κάτι στιγμές...

Φαίνεται ότι κάποιοι έρωτες δεν έχουν τελειώσει όταν χωρί-ζουμε. Περιμένουν να εκδηλωθούν με μια ένταση και ένα πά-θος που αναρωτιέσαι πώς και δεν το είχες πάρει ζεστά ότανμε σχετική άνεση απομακρυνόσουν απ’ τον έρωτά σου σαν ναμην έτρεχε τίποτα.

Είμαστε εδώ και δύο βδομάδες στην Τζια με την Ντομι-νίκ κι όλα γύρω μας, και κυρίως εντός μας, γιορτάζουν τοσμίξιμό μας ύστερα από τρία χρόνια, από τότε που αποχαι-ρετιστήκαμε στην πλατφόρμα στο Grand Central Station τηςΝέας υόρκης, προσποιούμενοι πως δεν ήταν ακριβώς χωρι-σμός αλλά μια πρακτική απομάκρυνση – εκείνη πίσω στο Πα -ρίσι κι εγώ επιστροφή στην Ελλάδα. Το βιβλίο που ’χει φέρειμαζί της έχει εντυπωσιακό τίτλο, Les girls de city Boom-Boom,και ο συγγραφέας πρέπει να ’ναι Έλληνας – Vassilis Alexakis.

Το σπίτι του παπά, πάνω στη χώρα της Τζια, με τη θέαστο φαράγγι και στη θάλασσα απ’ τη σκεπαστή βεράντα, τα

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 78

ηλιοβασιλέματα, το σάουντρακ απ’ τα νυχτοπούλια, με το ι-σοκράτημα και τα αντιστικτικά ατονάλ κρωξίματα, οι παρα-λίες όλη μέρα, με τις ώρες να απουσιάζουν, τα ταβερνάκια τωνλιτών γεύσεων και οι απρόοπτες συναντήσεις γνωστών πουούτε θα σου πήγαινε το μυαλό, πάνω σ’ αυτό το νησί, που δενείναι της μόδας, σιγοντάρουν τη σχέση μας με μια λατρευτι-κότητα συνέχειας από τη ροή κάποιας αστείρευτης πηγής.

Ο Ζακ Σαριέ παίζει τάβλι με τη Βελγίδα φίλη του, ο γιοςτου Νικολά απ’ την Μπαρντώ παλεύει όλη μέρα με ένα κανόκι ένα κουπί, ο Φασιανός, ο Μιγάδης και ο Παύλος απολαμ-βάνουν το ανακάτεμα της έμπνευσης με την ολιγοήμερη α-ποχή απ’ την παλέττα τους, κι όταν οι τρεις βδομάδες μας μετην Ντομινίκ, αυτές οι πυρπολημένες μέρες και θαμπωμένεςνύχτες, τελειώνουν, το «εις το επανιδείν» δεν είναι κάτι αόρι-στο αλλά πολύ συγκεκριμένο. Όποιος είναι πιο εύκαιρος επι-σκέπτεται τον άλλο στην πόλη του.

Ο Πατσιφάς, αυτή η μορφή της δισκογραφικής Λύρα, θέλεινα εκφωνώ τις παρουσιάσεις των νέων δίσκων και η συζήτη-ση στο γραφείο του είναι σφιχτή, χωρίς πολλά πολλά, και μεβρίσκει απροετοίμαστο.

«Και τι αμοιβή επιθυμείτε, αγαπητέ, για τέσσερις ημίω-ρες ραδιοφωνικές εκπομπές το μήνα;»

«Ένα εκατομμύριο», λέω ό,τι μου ’ρχεται.«Αυτά στο χόλλυγουντ, στη Νέα υόρκη, όπου ήσαστε ό-

λα αυτά τα χρόνια, εδώ είναι Βαλκάνια. Προσγειωθείτε πρώ-τα στη δική μας αγορά και πραγματικότητα, σκεφτείτε τοκαι τα ξαναλέμε. Τέτοιες αμοιβές εδώ δε στέκουν. Εν τω με-ταξύ θα έχετε όλο το χρόνο να κάνετε κλασσικό θέατρο, που

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 79

σας ταιριάζει, αποφεύγοντας να αναλωθείτε σε ευκολίες καιπροχειρότητες...»

Τι φυσιογνωμία! Ώστε εδώ είναι Βαλκάνια και μου ται-ριάζει το κλασσικό θέατρο... Ούτε πνευματικός μου πατέραςνα ’τανε. Αυτό είναι κάτι που το κρατάς, σκέφτομαι.

Αλλά είναι δυνατόν να πέφτω τόσο έξω στο θέμα της αμοιβήςόταν η πόλη γύρω μου ξενυχτά, ξεσαλώνει και καταναλώνειένα σωρό αξεσουάρ ευδαιμονισμού, που μέχρι πρότινος ήτανπολυτέλεια μόνο των μητροπόλεων του εξωτερικού; Κάτι δενκολλάει.

Καθώς διασχίζω την πλατειούλα της Δεξαμενής κάτω α-πό στοχαστικά βλέμματα αυτόκλητων μελών μιας ελίτ δια-νοουμένων, σημειολόγων εκ Παρισίων, επαναπατρισμένωναυτοεξόριστων απ’ τα χρόνια της χούντας –με τη χιονέ πιτυ-ρίδα σε πτωχοπροδρομικά αμπέχονα–, τα ταγάρια, σεγκού-νια, υφαντά, το πλέξιμο και τις αξύριστες γάμπες της εγχώ-ριας καραγκούνας, που αισθάνεται έτσι πιο κοντά στη μάναγη, και μπαλιές απ’ την πιτσιρικαρία κάτω από τιτιβίσματαπουλιών και ξενόγλωσσων μπέιμπυ σίττερ, ο Κώστας Αρι-στόπουλος μου υπενθυμίζει την πρότασή του για την ταινίαμε θέμα τον/την Άγγελο, που μαζί με το θαυματουργό νερότου Καματερού απασχολεί το πανελλήνιο καιρό τώρα. Μαςθέλει ζευγάρι με τον Θύμιο Καρακατσάνη, στο ρόλο του ντα-βατζή. Τον ενδιαφέρει άραγε να υπάρχει και κωμική πλευ ρά ήθα εστιάσει στο κοινωνικό δράμα και στην άβυσσο της ψυ-χής; Ποιος ξέρει; Δεν υπάρχει σενάριο ακόμη.

Συχνές ολονύχτιες συζητήσεις για σενάρια παντού. Ο Πα-ντελής Βούλγαρης έχει κάτι ωραίες ιστορίες, σαν κι αυτή για

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 80

ένα γκρουπ πενήντα ώριμων γυναικών πανεπιστημιακών απ’τη Σουηδία, που για τις διακοπές τους στη ρόδο το τουριστι-κό γραφείο που τις έχει αναλάβει θεωρεί υποχρέωσή του νατους βρει συνοδούς... Μια εθνική αντρών, που όλοι τους έχουνκάποια ηλικία, παλιοί κωμικοί, πρώην προπονητές, τέωςκαμάκια, ντυμένοι με μπλέιζερ ομοιόμορφα, όπως στις Ολυ-μπιάδες, να συνοδεύουν τις κυρίες με καλούς τρόπους, πουπρέπει να διαθέτουν, κάνοντας πρόβες ετικέττας. Δεν ξέρωαν θα γυριστεί ποτέ, όπως και οι μετέωρες ιδιαίτερες ιστορίεςπου ενθουσιάζουν τον Πανουσόπουλο στο χίππικο σπίτι τουμε την Μπέττυ στη Δεινοκράτους, ανοιχτό και πολύχρωμοσε επισκέψεις από φυσιογνωμίες και ξενύχτια, με τον εμβλη-ματικό ένοικο του ενός δωματίου Γιώργο Κούνδουρο, μια φι-γούρα πολυφορεμένου μαύρου τζην –που όλοι στοιχηματίζουνότι όταν το βγάζει, στέκεται όρθιο– και Γκωλουάζ νικοτινία-σης, στις καθημερινές ροκ εντ ρολ φιέστες με απόηχους αρ-χαίας Ελλάδας. Ο Αντρέας Θωμόπουλος παίζει συχνά κιθά-ρα, ο χρήστος Νομικός πηγαινοέρχεται στην επαρχία για πιοπαραδοσιακή ποιότητα ζωής, ο Βασίλης Αλεξάκης μένει στοΠαρίσι, αλλά εμφανίζεται πού και πού σαν μαγική εικόνα σ’αυτή την εκλεκτικιστική μονοκατοικία, ο Τσε συγκρατεί τονΠουλικάκο, που την πέφτει στον Σπανουδάκη για τη στροφήτου στη θρησκεία, και η Μπέττυ –αδυναμία όλων– ισορροπείόλα αυτά τα ξεσαλωμένα αγόρια με τις φλίπες τους και τομαύρο χιούμορ τους. Ωραία.

Αισθάνομαι ότι κάτι θα βγει απ’ όλες αυτές τις μουσικέςπου ακούμε καθημερινά, και τις έντονες συζητήσεις, και τουςέρωτες, και τις εντάσεις και τα φάουλ, όλα μέσα, δεν μπορεί,κάτι θα προκύψει.

Κολυμπάω σε μια κοινοβιακή ευτυχία, τρώω και κοιμά-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 81

μαι οπουδήποτε και τσεπώνω φράγκα όποτε τα βρίσκω μπρο -στά μου –με την επικάλυψη της κοινοκτημοσύνης–, γιατίμου είναι δύσκολο να ζητήσω δανεικά. Δεν μου είναι εύκολονα ζητάω, γενικώς. Προτιμώ να το παίρνω. Ξέρω ότι κάποτεθα το βάλω πίσω στη θέση του από μόνος μου. Αλλά για τηνώρα ο καιρός περνά κι εγώ τρέχω πίσω από λογαριασμούς.

Μήπως να εγκαταλείψω την Αθήνα και ν’ ανέβω στον Βόλο,να δω από κοντά πώς στήνουν τις παραστάσεις τους οι καλ-λιτέχνες της Θεατρικής Λέσχης Βόλου, που ακούω τόσα γι’αυτούς; Άμ’ έπος, άμ’ έργον.

Πίσω απ’ τα τζάμια του υπεραστικού που με πάει στονΠαγασητικό το τοπίο δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου, γιατί το κο-ρίτσι στην απέναντι θέση, με τα πλούσια μπουκλωτά μαύραμαλλιά και κάτι από βύσσινο, φαίνεται φοιτήτρια που πηγαι-νοέρχεται ταμένη σε κάποιο σκοπό με καρδιοχτύπι. Είναι ό-μορφη. Κοιτιόμαστε χαμογελαστά, σχεδόν παιδικά, ξαναγυ-ρίζω στο περιοδικό, που βρίσκεται ανοιγμένο πάνω στα γό-νατά μου, δεν διαβάζω τίποτα.

Το μυαλό μου πάει σε κάποιες Νεοϋορκέζες τύπισσες πουμ’ έκαναν πάσα η μία στην άλλη, σαν πειραματόζωο κάποιαςσυντεχνίας ηδονοθήρων, ένα οικογενειακό αστειάκι, ενώ εγώνόμιζα πως μπαινόβγαινα με ακατανίκητη χάρη και τα κομ-ψά μποττίνια μου στα κρεβάτια τους; Κανένας μας δεν είδε τονάλλο πραγματικά. Άλλα νόμιζε ο καθένας. Άλλη ζωή ζούσεμέσα στην αγκαλιά της άλλης, του άλλου, αν συναντηθήκαμεποτέ...

Άραγε αν δεν κάπνιζα μαριχουάνα ή χασίς, θα έκανα τις ί-διες σκέψεις; Λένε πως είναι ψυχοδηλωτικά, ό,τι έχεις από

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 82

κάτω αυτό σου βγάζουν πάνω, σ’ το τονίζουν... Δεν υπάρχειπερίπτωση δηλαδή να είσαι κουτός, θαμπός κι όταν καπνί-ζεις τρίφυλλα, να μεταμορφώνεται σε ευφυή και σπινθηροβό-λο. Ό,τι είσαι αυτό θα υπογραμμιστεί.

Τα ανιχνευτικά βλέμματά μου έξω απ’ το τζάμι του λεω-φορείου είναι γεμάτα ένταση καθώς ταξιδεύουμε εδώ καιτρεις ώρες κι ακόμη να φανεί ο Βόλος. Νόμιζα ότι θα ’ταν πιοκοντά. Θα ’πρεπε να μπορούσαμε να είμαστε στον προορισμόμας σαν αστραπή, με την άπιαστη κομψότητα του τρεχαλη-τού των grey hounds. Μα θα χάσεις το τοπίο, σου λέει ο άλ-λος. Από τοπία έχουν δει τα μάτια μας ένα σωρό, έχουμε γίνειτοπία οι ίδιοι.

Αλλά το Φυντανάκι που πάω να δω –παράσταση που παί-ζεται σε φυσική αυλή, με πηγάδι, δέντρα, λουλούδια και κά-μαρες γύρω γύρω– έχει ακουστεί στην Αθήνα σαν ένα θαύμακαλλιτεχνών και ερασιτεχνών με διαστάσεις αναχωρητισμού,κόντρας με το κατεστημένο, αντίδρασης στην καλλιτεχνικήπαρεξήγηση, αλλά στ’ αυτιά μου αυτό που μένει εντέλει είναιμια ομάδα που ψάχνει και καθημερινά ασκείται στη θεατρικήτέχνη έξω από συμβάσεις και επαγγελματική ρουτίνα. Καιμόνο που προσπαθούν να συνεργαστούν, σχεδόν κοινοβιακά,δεν είναι λίγο, αν σκεφτείς πόσο δύσκολη είναι σ’ αυτή τη χώ-ρα η συνεργασία.

Τι περίεργο! Στην Αμερική της αποξένωσης και του χαώ -δους ασυνείδητου οι άνθρωποι έχουν μάθει να συνεργάζονται,με εξαιρετικές επιδόσεις συνόλου· ηθοποιοί, μουσικοί, αθλη-τές, επιστήμονες. Εδώ, στη χώρα της φιλοξενίας, της φιλίαςκαι του γλεντιού, όταν οι άνθρωποι επιχειρήσουν να συνεργα-στούν... ξέχνα το, καταστρόφεν: ασυνεννοησία, ατομικισμός,φαταουλισμός. Γίνεται γκροττέσκο.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 83

Ο Βόλος, επιτέλους. Σε μια στροφή του αυτοκινητόδρο-μου φανερώνεται η πόλη κι από πάνω στο βουνό τα χωριά τουΠηλίου, τελευταία στιγμή της διαδρομής.

Μόλις το υπεραστικό φρενάρει στο σταθμό, πετιέμαι έξω,παίρνω το σακβουαγιάζ μου κι αρχίζω το περπάτημα στηνπαραλιακή ρωτώντας και μαθαίνοντας, ανάμεσα από καφε-νεία, καφετέριες, νεολαία, το παρκάκι του Αγίου Κωνσταντί-νου, τα τσιπουράδικα, φτάνω στο χώρο της παράστασης, νατη η αυλή με τις ξύλινες κερκίδες απ’ τη μια μεριά και το φυ-σικό σκηνικό απ’ την άλλη, κάποιοι απ’ τους ηθοποιούς καιτους συνεργάτες είναι ήδη εδώ κι ένα συνεργείο τηλεόρασης –ήταν ανάγκη, σκέφτομαι– στήνει γωνίες για την κάμερα, δο-κιμάζει φώτα και μουντζουρώνει το χορταριασμένο πλακό-στρωτο με σκούρα καλώδια.

Είπα να ’ρθω να δω την παράσταση των παιδιών και πέ-φτω πάνω σε συντονισμό καλλιτεχνικού γεγονότος. Άραγε ητηλεόραση θα πιάσει τις λεπτομέρειες της παράστασης ή θαείναι κάτι μουσειακό, από απόσταση, χωρίς δράση και ανάσες;

Ο Σπύρος Βραχωρίτης, ο Νίκος Σκυλοδήμος, η ΜαριλέναΣαπουντζή και ο Γιάννης Τράντας φτάνουν στο χώρο, πουφορτίζεται απ’ όλους. Τα φαρδιά παντελόνια με τα ξύλινατσόκαρα του Σπύρου και του Γιάννη μου κάνουν εντύπωση.

Ο Νίκος κάτι ψιθυρίζει στο βάθος, ισορροπώντας άχροναπάνω σ’ ένα αθέατο μονοπάτι. Το μπούστο της Μαριλέναςεμφανίζεται σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο σαν πίνακας εποχής, μεσκαλωτό μαλλί, μπελκάντο τραγούδι και λίγωμα στο μάτι,σαν τότε... Ο Πατής είναι εντελώς οικείος μέσα στη στολήτου μπάτσου της γειτονιάς, ο Τζέκας, φίλος φοιτητής, με το

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 84

κομπολόι του αράζει σαν η αυλή να ’ναι δική του, ο Τράνταςτρανταλίζεται από καυτή εφηβεία, με ματιές μορφονιού απότσαρουχικό φρέσκο και παζολινική ωμότητα, η Βίκυ κατα-βρέχει τα λουλούδια, τα φώτα –ποια φώτα–, διαθλώνται, κα-θώς ο Νίκος, ως ταχυδρόμος και κάτι από ιεροφάντη, εισχω-ρεί σε ένα χωρόχρονο ανησυχητικό και μαγικό, κόκκοι ενερ-γειακής αμμοβολής αιωρούνται αργά, άραγε η κάμερα τακατέγραψε όλα αυτά;

Μου συμβαίνει μια φουσκοθαλασσιά, αλλά μάλλον ευφο-ρική. Έχω διάθεση για κουβέντα, παρέα, τσουγκρίσματα κρα -σοπότηρων, αλμυρές και καυτερές γεύσεις.

Εξαιρετική παράσταση... Αφήνει βαθιά ίχνη, που η αχλήτους διαρκεί, έχει μια δύναμη κι ένα μετεωρισμό που κουβα-λάει ανησυχία και ορμή και κάτι ιδιαίτερα σπάνιο, όπως τοπαλιό θαμπό χρυσάφι.

Πάμε για ύπνο ξημερώματα με μια εγρήγορση ασίγαστη.Όταν μιλάμε για την πιθανότητα συνεργασίας, που ση-

μαίνει ν’ ανέβω στον Βόλο, να μένω μαζί τους στην Ανακα-σιά, λιτά και κάπως κοσμοκαλογερίσια, εστιάζοντας σε ρό-λους, παραστάσεις και σχεδόν κοινοβιακή ζωή, δεν είμαι σί-γουρος ότι μπορώ να το κάνω και κατεβαίνω στην Αθήνασκεφτικός.

Φαίνεται όμως ότι το τριήμερο μαζί τους έχει γράψει πάνωμου, γιατί όλοι με ρωτάνε «πού ήσουν», και «τι έγινε», «ωραίοςφαίνεσαι», κι «αυτό το αινιγματικό χαμόγελο» και τέτοια...

Έχουν περάσει δεκαπέντε μήνες απ’ το Φεστιβάλ Θεσσαλονί-κης, με το χρηματικό έπαθλο της διάκρισής μας να μας απο-φεύγει πεισματικά.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 85

Η συφιλιασμένη φωνή του Γιώργου Μοσχίδη στο τηλέ-φωνο με καλεί να περάσω απ’ το θέατρο Διονύσια, όπου συ-νεργάζεται με το θίασο του χορν σε κάποιο υπαρξιακό εγ-γλέζικο ψυχογράφημα. Έξω απ’ τα καμαρίνια ο Μοσχίδης ω-ρύεται έξω φρενών για την ανικανότητα του Φεστιβάλ να α-ποδώσει τα αυτονόητα, ο χορν επεμβαίνει μπας και ηρεμήσειτην ατμόσφαιρα:

«Γιώργο, προτιμώ να σας δώσω εγώ τα χρήματα τουβραβείου μέχρι να σας τα καταβάλουν...»

«Δεν μπορούμε να δεχτούμε χρήματα από σένα, Τάκημου».

«Γιώργο, μη χρησιμοποιείς πληθυντικό, γιατί εγώ μπορώνα δεχτώ χρήματα», ρίχνω για πλάκα.

«Αυτό που θέλω να πω είναι μήπως γίνεται εσύ, Τάκη,που γνωρίζεις όλες αυτές τις κυβερνητικές μούρες, να τηλε-φωνούσες για να επισπεύσουν», συνεχίζει ο Μοσχίδης.

«Ούτε γι’ αστείο», γελάει ο χορν, «τι σε κάνει να πιστεύειςότι όλοι αυτοί, οι μούρες, όπως λες, ξέρουν ποιος είμαι».

Πέφτουν γέλια, αλλά λύση δεν δίνεται.

Το υπερυψωμένο ισόγειο της Ξενοκράτους είναι παρελθόν,δεν μπορώ να πληρώνω κάθε μήνα το ενοίκιο με τα μετρημέ-να χρήματα που έρχονται άτακτα από ραδιοφωνικές εκπο-μπές και επιδείξεις μόδας. Δεν υπάρχει σταθερή ροή ρευ-στού, έχω μοιράσει δεξιά κι αριστερά ρούχα, βιβλία, δίσκουςκαι μένω ήδη σε ένα ευρύχωρο δώμα, πρώην σχεδιαστήριο–ευγενής παραχώρηση της Ίνγκριντ, μιας ωραίας Βιεννέζαςαρχιτεκτόνισσας– στην Αναγνωστοπούλου, μέχρι να... Τι;

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 86

Δεν διαφαίνεται καμιά προοπτική.Η Ντομινίκ μου τηλεφωνεί συχνά απ’ το Παρίσι, μήπως

να ερχόταν για τις γιορτές, χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, ε-δώ, μαζί στην Αθήνα. Ωραία ιδέα, αλλά θέλει χρήμα. Δεν γί-νεται να τη βγάλουμε στο χώρο της Ίνγκριντ, είναι κάπως υ-περβολικό... Όχι, θα μείνουμε στο ΣΑΙΝ ΤΖΩρΤΖ ΛυΜΑΜΠΕΤ -ΤΟυΣ HOTEL, κι όσο για φράγκα, θα... βρω.

Εν τω μεταξύ μια καταρρακτώδης βροχή βιβλικής κο-σμοχαλασιάς σκηνογραφεί το ντούπλεξ διαμέρισμα της Βιεν-νέζας Ίνγκριντ σε βενετσιάνικο πλημμυρισμένο παλάτσο. ΟΤζώνυ ρηντ προσπαθεί μαζί μας να βοηθήσει στο στέγνωματου διαμερίσματος –ξυπόλητοι κι οι τρεις μας, με ψαράδικουστυλ παντελόνια– αδειάζουμε κουβάδες νερού, πλατσουράμε,γελάμε, γλιστράμε, όλα έχουν μουλιάσει, τα καταφέρνουμε.

Σε πέντε μέρες χριστούγεννα. Ο γιορτινός στολισμός της Α-θήνας δεν έχει σχέση με τις παραμυθένιες μητροπολιτικέςφωταψίες, αλλά, όπως και να το κάνεις, αρχίζουν τα ρεβεγιόνκαι τα πάρτυ, σκέφτομαι, καθώς περιμένω την Ντομινίκ απ’το αεροδρόμιο του Ελληνικού στη ΛυΚΟΒρυΣΗ, κάτω από έ-να ηφαιστειακό δεκεμβριάτικο ηλιοβασίλεμα.

Με το ίδιο ταξί που έρχεται επιστρέφουμε στο αεροδρόμιογια να πετάξουμε με το τελευταίο αεροπλάνο για Θεσσαλονί-κη. Το σχέδιο έχει να κάνει με μια επιθετική αποστολή εί-σπραξης του χρηματικού βραβείου για το Χάππυ Νταίη αιφ-νιδιαστικά απ’ τα γραφεία του Φεστιβάλ.

Η Ντομινίκ δεν έχει αντίρρηση, περνάει τη φάση της φω-τογράφου και απαθανατίζει το τοπίο.

Στην πλατεία Αριστοτέλους πάμε κατευθείαν στο ΗΛΕ-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 87

ΚΤρΑ HOTEL. Μ’ αρέσει αυτή η καμπύλη της πρόσοψης στησυγκεκριμένη γωνιά της πόλης. Βγαίνουμε στη νύχτα, αλλάτο ξενύχτι τελετουργείται στο κλαμπ του ΚΑΛΚΑΝΑ και τηςπαρέας του, ένα μποέμικο υπόγειο στο κέντρο, ξενυχτάμε μεβότκα, μουσικές και γέλια απ’ την αντροπαρέα Γιωργούλα,Κατρακάλ, Φιλίππου και σία.

Όταν ξυπνάω, είμαστε πάνω στη μοκέττα με τα ρούχαμας, δεν ξυπνάω την Ντομινίκ, ρίχνω αθόρυβα λίγο νερό στημούρη, τακτοποιώ πάνω μου τα κρεμοειδή –κασκόλ, πουλό-βερ και βελούδινο παντελόνι– φοράω το καμηλό παλτό, βάζωτα σκούρα μου γυαλιά και καρφώνομαι στα γραφεία του Φε-στιβάλ.

Μια μπάνικη γραμματέας με αβόλευτη θηλυκότητα –σαννα τη στενεύει το σουτιέν, σαν να μπαίνει το κυλοττάκι ανά-μεσα– μου εξηγεί ότι τα χρήματα έχουν φύγει και βρίσκονταισε τράπεζα των Αθηνών, γιατί αυτές τις μέρες των γιορτώνείχαν αποφασίσει να μας πληρώσουν.

«Δε σας πιστεύω, θα ήθελα να δω το διευθυντή», της πε-τάω με άσπαστη μάσκα πίσω απ’ τα σκούρα γυαλιά.

«Δε νομίζω ότι είναι εδώ», σηκώνεται, «να δω κιόλας...»«Πείτε του ότι δε φεύγω αν δεν πληρωθώ, είμαι αποφασι-

σμένος, και δε θα είχα αντίρρηση να αρπάξω καμιά ακριβήγραφομηχανή, κάτι αξίας απ’ τα γραφεία σας...»

Επιστρέφει αναψοκοκκινισμένη.«Ο διευθυντής θα σας δει».Πάω στο γραφείο του με φόρα.«Ειλικρινά», επαναλαμβάνει πατρικά, «τα χρήματα είναι

όντως στην Αθήνα, κρίμα που δε συνεννοηθήκαμε».«Δε φεύγω», τον κόβω, «αν δεν πληρωθώ τώρα. Ακυρώ-

στε την επιταγή μου στην Αθήνα και ξοφλήστε με εδώ, ή μέ-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 88

νω στο ΗΛΕΚΤρΑ για καμιά βδομάδα και σας στέλνω το λο-γαριασμό».

Μένει μετέωρος και σηκώνει το ακουστικό.«Σύνδεσέ με με το ταμείο».Αυτό ήταν.Η Ντομινίκ κοιμάται ακόμη όταν μπαίνω στο δωμάτιο.

Κάνουμε μπάνιο μαζί και παίρνουμε πρωινό. Λιακάδα προ-παραμονής χριστουγέννων. Με φωτογραφίζει με φόντο τηνπαραλιακή. Μετά τις νοστιμιές του μεσημεριανού στο ΟΛυ-ΜΠΟΣ ΝΑΟυΣΑ πάμε στην Ολυμπιακή. Το βράδυ τσεκάρουμεστη ρεσεψιόν του ΣΑΙΝ ΤΖΩρΤΖ ΛυΚΑΜΠΕΤΤΟυΣ. Έχουμε ναπάμε σε κάποια πάρτυ, να περάσουμε από κλαμπ, να, να...

Πάνω απ’ τη Δεξαμενή, το δωμάτιο χαρίζει μια θέα της Α-θήνας με τον Σαρωνικό υπέροχη. Το ξημέρωμα είναι ροζ, έ-χουμε κοιμηθεί με ανοιχτές τις κουρτίνες, μόνο το τζάμι μάςχωρίζει απ’ τον χριστουγεννιάτικο ουρανό. Η μία απ’ τις χί-λιες και μία νύχτες, για την ακρίβεια των δέκα ημερών, στοξενοδοχείο έχουν ανεβάσει το λογαριασμό σε απλήρωτο. Πρέ -πει να βρω έναν τρόπο να αναβάλω την εξόφληση.

Φεύγω ένα πρωί με ύφος καθημερινής ρουτίνας για την η-χογράφηση κάποιας ραδιοφωνικής εκπομπής, σαν να μηντρέχει τίποτα. Αστειεύομαι με τα κορίτσια της ρεσεψιόν ό-πως κάθε μέρα.

Η Ντομινίκ θα βγει κατά τις έντεκα με τις τσάντες μας,θα τη συναντήσω στην πλατεία, θα πάμε στο αεροδρόμιο ναπετάξει για το Παρίσι κι εγώ θα γυρίσω στο στεγνωμένο πιαδώμα της Ίνγκριντ, μέχρι να δω τι θα κάνω. Όλα γίνονται έ-τσι ακριβώς, κανένα πρόβλημα.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 89

Ξενυχτάω τα βράδια στο NINE PLUS NINE –το παλιό ΕΝ-ΝΕΑ ΜΟυΣΕΣ στην Ακαδημίας έχει μεταφερθεί σ’ ένα λουσά-το χώρο μπροστά απ’ το Καλλιμάρμαρο και είναι το καινούρ-γιο στέκι–, με ένα σωρό γνωστούς και φίλους, αλλά η Αγγλί-δα Φιλίππα με τη χλωμάδα του τσιγαρόχαρτου είναι η αδυ-ναμία μου, τη χορεύω πολύ σφιχτά στο μέσο της συνωστι-σμένης πίστας, όταν ο αιμοβόρος Εγγλέζος γκόμενός της, οΤζούλιους, μου τραβάει μια γροθιά στο στομάχι· μου κόβεταιη ανάσα, παριστάνω ότι δεν τρέχει τίποτα, καθώς βλέπω τονΖουγανέλη και την παρέα να είναι έτοιμοι να πετάξουν τονζηλόφθονο έξω, η Φιλίππα μου ρίχνει ένα βλέμμα συνενοχι-κής τρυφερότητας, που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ μου, κιόλοι μαζί πάμε για βραστό στην κρεαταγορά.

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι άντρες αντιδρούν γκροττέσκαγια τον τρόπο που κυκλοφορώ και συμπεριφέρομαι, τους τησπάει το ελαφρύ παιχνίδι μου, είμαι το είδος που τους χαλάειτην πιάτσα – της μονοκόμματης χοντροκομμένης αντρίλας,που θεωρεί όλες τις γυναίκες πουτάνες, να λυσσάνε για πού-τσο, φοβέρες και δύναμη, κτητικότητα και παράδοση άνευ ό-ρων. Όχι ότι δεν υπάρχει κάποια δόση αλήθειας σ’ αυτό, πολ-λές γυναίκες ισχυρίζονται ότι λατρεύουν τους ευγενικούς καιβελούδινους τύπους, αλλά παραμένουν φρικτά σκλαβωμένεςσε βίαιους άντρες με μυρωδιά ζώου, που τους φοβούνται καιλίγο, πράγμα τρε καυλωτίκ, λένε.

Δεν αρέσει στους βαρείς κι ασήκωτους τύπους που είμαικαι φίλος των γυναικών, και μπορούμε να μιλάμε για ό,τι μαςκαπνίσει με τις ώρες, χωρίς να με νοιάζει να γαμήσω υποχρεω -τικά, σαστίζουν με την απελευθέρωση της θηλυκής μου πλευ -

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 90

ράς, απορούν και κοχλάζουν πώς γίνεται μ’ όλα αυτά να είμαιχωμένος σε μακριά φίνα πόδια ωραίων γυναικών. Δεν γου-στάρουν συντροφικότητα και συνεργασία με γυναίκα, αλλάαπόσταση, βίαια σμιξίματα, «Να τη χύσω θέλω μόνο», μεσκληρή αντροπαρεΐστικη δήθεν ιδεολογία.

Η ζωώδικη συμπεριφορά είναι σέξυ και έχει τη θέση τηςστο ερωτικό παιχνίδι σαν μια από τις μεταμορφώσεις τωννταλαβεριζόμενων, αλλά όχι ως μόνιμη αδιασάλευτη τεχνική.Ολωνών μάς βγαίνει το ζώο όταν τα κορμιά μας καλπάζουνστους αισθησιακούς πυρετούς ξέφρενα, αλλά δεν είναι γιαχόρταση, και σίγουρα ξέρουμε ότι πρόκειται για παιχνίδι, ρό-λο της στιγμής, χορό μεταμφιεσμένων.

Το να παίξεις ένα βράδυ σ’ ένα ακαταμάχητο τετ-α-τεττον εκατόνταρχο, την πόρνη, την παρθένα, το διαφθορέα είναιη ποικιλία που έχει την πλάκα της, αλλά τίποτα παραπάνω.

Μερικές στιγμές σκέφτομαι πως θα ’θελα να ’μαι πιο ω-μός, πιο ακατέργαστος, πιο σωματικός, να πίνω μπουκάλιαμπύρα, να καταβροχθίζω κρεατικά στα κάρβουνα και να χου-φτιάζω περαστικούς ξεσηκωτικούς κώλους, αδιαφορώνταςγια τις συνέπειες, όπως χιλιάδες αρσενικά κτήνη σ’ αυτό τονπλανήτη. Μου λείπει η ωμότητα των πραγμάτων, χωρίς φίλ-τρα, ευαισθησίες και φινιρίσματα, χωρίς εξηγήσεις και πολι-τισμένες διευκρινίσεις για το τι και πώς... Να παραμείνετε ά-γνωστοι, αν και ήρθατε τόσο κοντά για τόσο λίγο, που φάνη-κε τόσο πολύ.

Αν και έχει περάσει μήνας σχεδόν από τότε που εγκαταλεί-ψαμε την πανοραμική θέα της Αθήνας απ’ την ερωτική σουί-τα μας με την Ντομινίκ και παρά το γεγονός ότι το ξενοδο-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 91

χείο αποτελεί μέρος του τοπίου των καθημερινών διαδρομώνμου στη γειτονιά, ο υψηλός λογαριασμός των δέκα ημερώνστο ΣΑΙΝΤ ΤΖΩρΤΖ ΛυΚΑΜΠΕΤΤΟυΣ με έχει στην τσίτα. Πρέ -πει να μαζέψω ό,τι χρήματα μπορέσω από διάφορες ραδιο-φωνικές αμοιβές και να τελειώνω μ’ αυτό, οπωσδήποτε.

Η Σοφία Μιχαλίτση μου κάνει σινιάλο πίσω απ’ το γυαλίτης ηχογράφησης κάποιου θεατρικού ότι με ζητούν στο τηλέ-φωνο. Πάω με ανάμεικτα συναισθήματα, κυρίως ανησυχίαςγια την Ντομινίκ.

Σηκώνω το ακουστικό. Είναι ο μάνατζερ του ΣΑΙΝΤΤΖΩρΤΖ ΛυΚΑΜΠΕΤΤΟυΣ, που ακούγεται ευγενικός, πολιτι-σμένος και καθησυχαστικός. Δεν πήρε για να μου υπενθυμί-σει με καλυμμένη απειλητικότητα το χρέος μου. Με ρωτάεικανονικά, χωρίς φιοριτούρες, πότε μπορώ να το τακτοποιή-σω, απλά. Μου κάνει εντύπωση που καταφέρνει να με κάνεινα κοκκινίσω.

«Στο τέλος του μήνα», λέω ήσυχα και σίγουρα. Έτσι θα γίνει, πάει κι αυτό. Η διάθεσή μου έχει φτιάξει.Κατεβαίνω στο Κολωνάκι απογειωμένος.«Από πού έρχεσαι έτσι φορτσάτος και ιπτάμενος;» μου

πετάει ο Ταχτσής απ’ του ΜΠΟΚΟΛΑ.Δεν χρειάζεται να του αναφέρω το θέμα του ξενοδοχείου.«Είχα ηχογράφηση ενός θεατρικού με εξαιρετικούς συνα-

δέλφους και γι’ αυτό...»«Εξαιρετικούς; Ποιοι είναι αυτοί;»«Τον Λευτέρη τον Βογιατζή, τον Βασίλη Παπαβασιλείου,

την...»«Αυτούς τους θεωρείς εξαιρετικούς; Αυτοί είναι οι αυρια-

νοί Μυράτ και Μουσούρης, αυτοί δεν πρόκειται να ταράξουν

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 92

τα νερά, είναι εδώ για να κάνουν καρριέρα, να διεκδικήσουνκομμάτι απ’ την πίττα».

«υπερβολικός είσαι, εγώ τους βρίσκω πολύ εντάξει...»«Γιατί είσαι αλλού και δε σε αφορά τίποτε απ’ όλα αυτά.

Αλήθεια, τι σε αφορά; Τι ρόλο παίζεις;»«Τι εννοείς;»«Έλα τώρα, όλοι σ’ αυτή τη ζωή παίζουμε ένα ρόλο, εσύ

ποιον;»«Κανέναν».«Αποκλείεται τέτοια αδιαφορία. Αυτό είναι, το βρήκα,

παίζεις τον ωραίο αδιάφορο, δε με ξεγελάς εμένα», κάνει α-ναντίρρητα.

«Σχεδόν κολακευτικό, Κώστα», το προσπερνάω, «αλλάέχω πολύ καλή διάθεση και δε θα μου τη σπάσεις με επικρι-τικά σχόλια για το ποιόν των συναδέλφων μου. Ας κάνουνό,τι θέλουν. Όσο κάνω κι εγώ αυτό που μ’ αρέσει, ας κάνουνό,τι τραβάει η όρεξή τους. Δε μ’ ενοχλούν ούτε οι φιλόδοξοι,ούτε οι βιαστικοί, ούτε οι καρριερίστες, ούτε οι ιέρειες...»

«Σε μερικά χρόνια θα τα πούμε και τότε να δεις τι θα σ’ ε-νοχλεί», καγχάζει ο Ταχτσής.

Να πάρει η ευχή. υπεκφεύγοντας το μπέρδεψα. Αν του έ-λεγα ότι είχα μια πολύ εντάξει κουβέντα με το μάνατζερ τουξενοδοχείου και μου ’φυγε ένα βάρος από πάνω μου και γι’αυτό είμαι τόσο φορτσάτος και ιπτάμενος, θα είχα αποφύγειτη χολερική προφητεία του για τους συναδέλφους μου κι όλητην ένταση.

Κάποια βράδια γίνομαι τουρίστας, ξένος στην ίδια μου τηνπόλη και ψάχνω για στέκια που δεν συχνάζω.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 93

Η Γλυφάδα με τους Αμερικάνους απ’ τη Βάση μού θυμίζειαόριστα Λονγκ Άιλαντ, όπως και η Πλάκα, με τη χίππικη α-κόμη πολυχρωμία της – με κάνουν να ξεχνιέμαι. Νομίζω ότιείμαι αλλού. Και όντως είμαι, σ’ αυτή την παμπ, σε μια πά-ροδο της Αμαλίας, με τ’ ανοιχτά τζάμια, τη δροσιά της νύ-χτας, τη μουσική σόουλ, φουλ από άγνωστα πρόσωπα, πουμε τραβάνε μέσα.

Κι εδώ Αμερικάνοι, αλλά η χυμώδης καστανόξανθη τύ-που Άντζι Ντίκινσον στο σκαμπώ του μπαρ, με τις ραμφω-τές ρώγες, που σκίζουν το κοραλλί ζέρσεϋ μίνι φόρεμα, καιτους κρουστούς μηρούς χυμένους πάνω στις μακριές γάμπες,με μαγνητίζει.

«Θα μπορούσες να είσαι αδελφή της Άντζι Ντίκινσον, τηνξέρεις;» πάω δίπλα της.

«Αυτό μου το ’χουν ξαναπεί, αλλά ξέρεις ποιο είναι το α-στείο; Με λένε Άντζι».

«Κάποια σύμπτωση, μήπως έχεις ασφαλίσει και τις γά-μπες σου όπως η χολλυγουντιανή κυρία;»

«Όχι ακόμη, αλλά παίζει...» Τσουγκρίζουμε γελώντας. Ένας καφέ ωλέ νέγρος κάτι της

λέει στ’ αυτί, ανταλλάσσουν κλειδιά και η Άντζι με συστήνει:«Αυτός είναι ο Νταίηβ, παίζει μουσική στο ράδιο της Βά-

σης».«χάι», τσουγκρίζουμε κι οι τρεις.Ο μεγάλος καθρέφτης πίσω απ’ το μπαρ αχνίζει από ι-

δρωμένο πλήθος, που κουνιέται στο ρυθμό νέγρικου μπιτ.«Πάμε να πάρουμε λίγο αέρα;» μου κάνει με τη σίγουρη

θηλυκότητά της.«Πάμε».

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 94

χαιρετάμε τον Νταίηβ, βγαίνουμε, γουστάρω που με πιά-νει αμέσως σφιχτό αγκαζέ, είναι ωραία έξω στη νύχτα.

«Μένεις;» ρίχνω άνετα.«Γλυφάδα».«Ωραία».«Πάμε, ε;» τρίβεται στον ώμο μου.«Γιατί όχι;»«Κάπου έχω παρκάρει».Το αμερικάνικο σιέλ Φορντ οικογενειακών διαστάσεων

ρολλάρει σε Συγγρού και παραλιακή με την Άντζι στο βολάν,λίγο μεθυσμένη, πολύ επιθυμητή, που στα χείλη της βου -λιάζεις.

Καθώς παρκάρει έξω απ’ την μπροστινή πρασιά, ανάμεσασε φιλιά και χάδια το τριχωτό διάδημα πίσω από το διάφανοπερλέ οπάλιο της κυλόττας της φαντάζει θησαυρός. Την ακο-λουθώ με τα κρόσσια απ’ το σμαραγδί σάλι της να χαϊδεύουντις οινοπνευματί γόβες της.

Δυσκολεύεται με την κλειδαριά, δεν τρέχει τίποτα, κολλάειπάνω μου ρουφώντας με, περνάμε από έναν ξύλινο διάδρομοκολλημένοι, πετάει τσάντα, κλειδιά, σάλι και με τραβάει στοστρώμα του αιμάτινου σατινέ οντά με ουρανό. Δίνουμε τα ρέ-στα μας.

Όταν με καληνυχτίζει αργότερα ημίγυμνη στη μισάνοι-χτη πόρτα, μπαίνει ο Νταίηβ.

«Νομίζω ότι σας σύστησα, ο συγκάτοικός μου».«Ελπίζω να βρεθούμε καμιά φορά», κάνει ο Νταίηβ γλυκά. Είναι λειώμα.«Μετά χαράς».«Τηλεφωνιόμαστε, γεια...»Συγκάτοικοι λοιπόν, αλλά μάλλον άνετοι... Ωραίοι τύποι

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 95

δείχνουν και κουλ. Καμιά επίσκεψη στο σπίτι τους πού καιπού δεν είναι κακή ιδέα.

Την επόμενη φορά που καλπάζω φρενιασμένος πάνω στηνΆντζι, ένα ρεύμα με κάνει να κοιτάξω πίσω απ’ τον ώμο μου.Ο Νταίηβ είναι εκεί, όρθιος, γυμνός, στιλπνός και στημένοςγια δράση. Γονατίζει και μπλέκει ανάμεσά μας. Για μια ακό-μα φορά τρίο. Με το «Give me the night» του Τζωρτζ Μπέν-σον ως σάουντρακ της χορογραφίας των κορμιών μας.

Τα ’χω φτύσει, μάλλον. Τρεις μήνες τώρα δεν κάνω τίποτασυγκεκριμένο, η άνοιξη με βρίσκει σε ξενοδοχεία, που στηναρχή ήταν καλοβαλμένα αλλά όχι ακριβά στη Βαλαωρίτου,λίγο πιο φτηνά στη Μητροπόλεως, ακόμα πιο φτηνά στο Θη-σείο, με ακουστικούς οργασμούς από σεξουλιάρικα αγκομα-χητά, ζωώδεις βρυχηθμούς και καζανάκια που τρέχουν.

Τέλος Μαρτίου οι λιακάδες είναι εκτυφλωτικές και μιαβόλτα στον ήλιο ισοδυναμεί με θεραπεία. Οι επαγγελματικέςπροτάσεις για το καλοκαίρι έχουν να κάνουν με πρόχειρες πε-ριοδείες και Δελφινάρια. Τραγωδία δηλαδή. Η τραγωδία πά-λι δεν μ’ ενδιαφέρει, ώστε να τη βιώνω σε ψυχανέμισμα μετραγικούς και αρχαία θέατρα.

Το τρίο της Γλυφάδας, με Άντζι και Νταίηβ, παίζει αραιάκαι πού, αφήνοντας χώρο για απογεύματα και νύχτες με φευ-γάτες ιέρειες που μονάζουν σε μετέωρα ρετιρέ γύρω απ’ τηνΑκρόπολη και άγουρα κορίτσια, ταξιδεμένα σ’ Ανατολή καιΔύση, με βραχιόλια, διάφανες πουκαμίσες από χρωματιστήοπαλίνα, τσάγια που αχνίζουν, μουσικές που έρχονται και πά-νε με γαλάζιους καπνούς.

Αλλά τούτο δεν είναι δουλειά, κι αν είναι, χρήζει επιδόμα-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 96

τος ανθυγιεινής εργασίας, για να αντέχεις κάθε μέρα την ιε-ροτελεστική ρουτίνα τού «περνάω καλά».

Κατηφορίζω τη Μητροπόλεως τελείως αποκομμένος απ’τη μεσημεριανή κίνηση, τα κλάξον και τις αγριοφωνάρες.

Ο Σπύρος Βραχωρίτης, ο Νίκος Σκυλοδήμος, η ΜαριλέναΣαπουντζή λουσμένοι στη λιακάδα μού χαμογελούν.

Κατεβήκανε στο Μοναστηράκι για υλικά παράστασης.Θα στήσουν τον Ρήσσο – Κύκλωπα για το καλοκαίρι στονΒόλο.

«Θες να ’ρθεις πάνω να κάνουμε κάτι μαζί; Έχεις κάποιαάλλη υποχρέωση; Αν όχι, έλα πάνω να συνεργαστούμε, να α-ναλάβεις την κίνηση, να παίξεις κάποιο ρόλο, αν σ’ ενδιαφέ-ρει, έλα...»

«Να το σκεφτώ λίγο και να σας πω».«Έλα, θα κάνουμε ωραία πράγματα, μπορεί να περάσου-

με και ωραία...»

Με τη ζωή που κάνω σε Βόλο – Ανακασιά – Άφυσσο είμαι σεεξαιρετική φόρμα. Δεν καπνίζω, δεν πίνω καφέ και αλκοόλ,με αφορμή το στοίχημα με τον Νίκο Σκυλοδήμο, που το ’χεαποκλείσει.

«Μα τι είσαι, σαμουράι;»«Όχι, χαμουράι, αλλά θα το κρατήσω».Πέφτω για ύπνο στις δωδεκάμισι, σηκώνομαι εφτάμισι το

πρωί, παίρνω πρωινό, τρία τέταρτα άσκηση στο πάτωμα, κα -τεβαίνω στον Βόλο, συχνά με τα πόδια, μπαίνω στο λεωφο-ρείο για Άφυσσο και περνάω τη μέρα μου στη θάλασσα μ’ έναβιβλίο, φρούτα και νερό.

Στην παραλία μερικές φορές λειώνω από ξεχειλωμένα φι-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

o

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 97

λιά και παχύρρευστα σμιξίματα κάτω απ’ τον ήλιο, κάθε φο-ρά που το λιγνό κορίτσι με το τάνγκα λεοπάρ και τη μοναξιάτης ερήμου κάνει την εμφάνισή του. Δεν είμαι ο μόνος στονοποίο δίνεται, αλλά αυτό δεν με αφορά καθόλου.

Στις πέντε το καφενεδάκι με τις ψάθες πάνω στο κύμα,τσιμπάω κάτι ελαφρύ και πίσω στον Βόλο.

Εξίμισι με εννιά κάνω ασκήσεις σε καμιά δεκαπενταριάαγόρια απ’ την παιδούπολη, που τα προετοιμάζω για σατυρό-πουλα στον Κύκλωπα του Ευριπίδη, δίπτυχο με τον Ρήσσο

της τρίωρης παράστασης του Σπύρου Βραχωρίτη.Η δράση των ηθοποιών στους ρόλους αρχίζει γύρω στις

εννιά, όταν τα πνεύματα είναι έτοιμα για ανιχνευτική πρόβα–που ’χει σχέση περισσότερο με ανασκαφή–, ένα αχνοφέγγι-σμα αποκαλυπτικού τρόμου απ’ το ξύσιμο κάποιας χρυσαφίσκουριάς ενός πανάρχαιου μυστικού.

Κάποια βράδια μένω μέχρι αργά ρίχνοντας σλάιντς –επι-φάνειες θαμπών τοιχογραφιών– πάνω στα κορμιά των ηθο-ποιών, αλλά πιο συχνά κάνω βόλτες στην παραλιακή καιπάω για βραδινό.

Συναντιέμαι με όμορφα κορίτσια, με ξαφνιάζουν με το πό -σο ανοιχτά είναι στη γνωριμία και πόσο αβίαστα μπαίνουνστο παιχνίδι, ή μάλλον με βάζουν στο όνειρο. Το δικό τους.Δεν είναι πάντα ξεκάθαρο, λες και είναι ποτέ κανένα όνειρο,αλλά η αίσθηση είναι που μετράει, που αφήνει ίχνη και πά-ντως είναι οι γυναίκες εδώ οι πιο ανεξάρτητες, παιχνιδιάρεςκαι έτοιμες να κάνουν το δικό τους. Τα αγόρια μού φαίνονταικουμπωμένα, θρεφτάρια, παιδιά της μαμάς τους. Ωχ, αρχί-σανε οι γενικεύσεις.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 98

Η ψηλή καστανόξανθη με το άψογο πρόσωπο, τις φίνες γά-μπες, το στυλάτο φόρεμα και την αύρα της κεντροευρωπαίαςκαλλονής, που περνάει ανάμεσα απ’ τα τραπέζια του καφεζα-χαροπλαστείου ΜΙΝΕρΒΑ τα απογεύματα κάνει τα κεφάλιανα γυρίζουν. Πετιέμαι πάνω και την πλησιάζω:

«Πώς θα σου φαινόταν η ιδέα να εγκαταλείψουμε τα εγκό-σμια και να πάρουμε τα όρη και τα βουνά;»

Όχι ότι περιμένω απάντηση, αλλά έτσι μου ’ρθε.«Θα το σκεφτώ και θα σου πω», ψιθυρίζει και συνεχίζει

τη βόλτα της με τη μελαχρινή φίλη. Μάλλον θα γελάνε μαζί μου, σκέφτομαι, αλλά δεν τρέχει

και τίποτα.Την Κυριακή το πρωί που πίνω τον καφέ μου, πάλι στη

ΜΙΝΕρΒΑ, την παίρνει το μάτι μου να κάθεται παραδίπλα μ’ένα νεαρό αξιωματικό του Ναυτικού, που με την κολλαριστήστολή του και το σταθερό βλέμμα του δεν μου φαίνεται να α-στειεύεται.

Κρύβομαι πίσω από την κυριακάτικη εφημερίδα, αλλά ητύπισσα βρίσκεται όρθια μπροστά μου και σκύβει ευγενικά.

«Το σκέφτηκα αυτό που μου είπες και μου φαίνεται καλήιδέα. Για πότε λες;» ρωτάει.

Τι γενναιοδωρία, πόσο λίγος είμαι δίπλα της.«Δεν το εννοούσα, πλάκα έκανα», αισθάνομαι το βλέμμα

του αξιωματικού καρφωμένο πάνω μου, «εξάλλου η παρέασου σε περιμένει», βιάζομαι να αποφορτίσω την ένταση.

«Αυτό είναι δικό μου θέμα. Αλλά κρίμα που δεν το εννοού-σες, γιατί αυτές τις μέρες αναστατώθηκα. Ελπίζω να τα ξα-ναπούμε», απομακρύνεται και ησυχάζω.

Δεν είμαι εντάξει.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 99

Ένα βράδυ οι κούκλες στις βιτρίνες των εμπορικών της Ερμούσαν να κουνιούνται με μια διάθεση να βγούνε για περπάτημαστο δρόμο. Τελικά είναι σεισμός.

Ο Νίκος βγάζει αφρούς απ’ το στόμα, το πρόσωπο πανιά-ζει, τα μάτια γυαλίζουν και διαστέλλονται, η Μαριλένα σιγο-καίει σε εξομολογητική ολονυχτία κι εγώ αφουγκράζομαι τηνύχτα που καλπάζει.

Παρά τις όποιες παραισθήσεις η αποχή από τοξίνες συνε-χίζεται· ένα ρεύμα εγρήγορσης με διαπερνάει και το φχαρι-στιέμαι, οι άνθρωποι εδώ είναι πολύ εντάξει, με τα παιδιά τηςομάδας έχουμε γίνει φίλοι.

Ο Πατής, απ’ τα μέρη του Πηλίου, επιδίδεται σε κενταύ-ρειους αυτοσχεδιασμούς με αδρή σωματικότητα, η Βίκυ εκ-πέμπει δροσοσταλίδα που κάνει τα φύλλα του πρωινού δά-σους να ριγούν, η Μαριλένα τραγουδάει ονειροπαρμένα, οΤράντας απ’ τον Δομοκό –που φέρει μ’ υπερηφάνεια την πι-θανότητα να κατάγεται απ’ τους Μυρμιδόνες– τρανταλίζεταιμε χάρη σαλταρισμένου εφήβου, κι όλα αυτά περιτυλιγμένααπό μεταφυσικές ριπές του ιεροφάντη Νίκου και πίσω στοβάθος την ιχνηλατική σκηνοθετική ματιά του Σπύρου.

Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, που παλεύει με το ρόλο του Κύ-κλωπα, έχει σκάσει μόλις από Λονδίνο και Νέα υόρκη μεστέρεες ηθοποιίστικες προδιαγραφές, ενώ τα δάχτυλά τουπαίζουν με τις χορδές της κιθάρας του μπαλάντες του Ντύλανκαι στεγνά μπλουζ.

Δεν είναι μόνο η μουσική που μας φέρνει κοντά, αλλά καιοι φευγάτες πολύχρωμες ιστορίες με τις κοινές μητροπολιτι-κές αναφορές.

Το φρικασέ του περαστικού Αντρέα Στάικου με χόρτα τουβουνού, που μαζεύτηκαν τελευταία στιγμή για το μαγείρεμα

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 100

του αυτοσχέδιου συμποσίου στις παρυφές της Ανακασιάς,άγγιξε την εμπειρία.

Στριμωγμένοι τέσσερις σ’ ένα Ντεσεβώ και πέντε σ’ ένα Φια-τάκι πάμε για το πανηγύρι στο χωριό του Τράντα, κάπουστον Δομοκό, με ιστορίες για τους Μυρμιδόνες της επίλεκτηςφρουράς του Μεγαλέξαντρου, που βαστάει η σκούφια τουςαπ’ τα μέρη του· μπορεί να θέλει να μας πείσει ότι είναι χαρι-σματικός, αλλά μπορεί πάλι να πρόκειται για εγκυκλοπαιδι-κή παραμόρφωση.

Έχει σουρουπώσει, όταν το προπορευόμενο φορτηγό πάνωαπ’ τη γέφυρα έξω απ’ τη Λάρισα κάνει μια θεαματική βου-τιά σε σλόου μόσιον, τα φώτα διαθλώνται σε μικρούς πολύ-χρωμους κρυστάλλους, απ’ το παράθυρο του οδηγού πετιέταιένα αντρικό κορμί, καθώς το φορτηγό βυθίζεται στη χαράδρα.

«Γυρίζουν κάποια ταινία;» «Όχι, ρε παιδιά, τι λέτε, τροχαίο είναι», ουρλιάζει κάποιος. Βγαίνουμε πατείς με πατώ σε απ’ το Ντεσεβώ, τρέχουμε

προς τη γέφυρα, σκοντάφτω σε κάτι, ένα βογγητό, σκύβω.«Είμαι ο οδηγός... το φαντάρο κοιτάξτε, τον πήρα ωτο-

στόπ... κάτω απ’ τη γέφυρα... μαζί με το αμάξι...»Τον πιάνω απ’ τις μασχάλες για να τον ανασηκώσω, τα

δάχτυλα του δεξιού μου χεριού βυθίζονται στα σπλάχνα του,έχει κοπεί βαθιά, φρικάρω στιγμιαία, τον ακουμπάμε σ’ έναγιωταχί απ’ τα πολλά που μας έχουν περικυκλώσει, τρίβω ταδάχτυλά μου πάνω στο πέτρινο στηθαίο με τρόπο και κου-τρουβαλάμε στη χαράδρα για το φαντάρο με τον Νίκο, τονΣπύρο κι άλλους που ακολουθούν. Στην κατεβασιά του σχε-δόν κατακόρυφου κατσάβραχου κάτι αγκάθια μάς φρενάρουν

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 101

απ’ την κουτρουβάλα, πατάμε σε κάτι που τρίζει και γλι-στράει, το τοπίο γύρω μ’ έναν μπλε φωτισμό γυαλίζει σελη-νιακά. Δεν το πιστεύω, ρολλά από χαρτιά υγείας τυλιγμένασε σελοφάν, το φορτηγό μεταφέρει... τι περίεργο που είναι...Ένα βογγητό φτάνει από κάπου.

«Εδώ είμαι... έχω σφηνωθεί στο συμπλέκτη... πονάω...»Το φορτηγό είναι καρφωμένο με τη μούρη σε μια ξερολι-

θιά τεφρίτη. Σκαρφαλώνουμε πάνω απ’ το πλάι του τσακι-σμένου καπό, ισορροπούμε, τραβάμε την πόρτα, είναι σφη-νωμένη, απ’ το χάσκον παρμπρίζ προσπαθούμε να τον τρα-βήξουμε έξω, πονάει πολύ, θέλει προσοχή. Στήνεται ένα πρό-χειρο φορείο από ένα δοκάρι και κάτι κλαδιά σταυρωτά μεθάμνους, τον ξαπλώνουμε, το κεφάλι του περισσεύει, κρέμε-ται μπροστά μου, το ανασηκώνω για να το φέρω σε ευθεία μετο... Τα δάχτυλά μου βυθίζονται μέσα απ’ το σπασμένο τουκρανίο στα μυαλά του... Μου ’ρχεται να κλατάρω, αλλά η α-νηφόρα μπροστά μας απαιτεί αναρριχητικότητα αγριοκάτσι-κου και όχι συμπόνια και φρίκη. Αγκομαχώντας επιτέλουςπατάμε όλοι μαζί πάνω στην άσφαλτο, τον ακουμπάμε στοπίσω κάθισμα ενός γιωταχί με ανοιχτές πόρτες, άνθρωποιφωνάζουν εντολές για το νοσοκομείο της Λάρισας, που ’ναιπιο κοντά, αυτοκίνητα κορνάρουν, προβολείς από περιπολικάπου φρενάρουν τυφλώνουν, πάμε στην άκρη, κάποιος ανακά-λυψε μια πηγή με τρεχούμενο νερό, ξεπλενόμαστε απ’ τα αί-ματα, τα λάδια, τα γράσα, τις τσουκνίδες, τα γαϊδουράγκαθα.Κάποιοι κάτω απ’ τη γέφυρα κάνουν πλιάτσικο στα χαρτιάτουαλέττας μέσα στη νύχτα.

Είμαστε σιωπηλοί... Τι κάνουμε; Συνεχίζουμε και πάμεστο πανηγύρι ή γυρνάμε πίσω στη βάση μας, εσωστρεφείςκαι σαλταρισμένοι;

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 102

Ο Σπύρος είναι σαφής:«Πάμε στο πανηγύρι».Έχω καταπιεί τη γλώσσα μου, η φύση έξω μου είναι ά-

γνωστη, οι στροφές του Δομοκού είναι ζαλιστικές κι εκεί στοβάθος οι λευκές καμάρες μέσα στο σκοτάδι τραβάνε την προ-σοχή μου.

«Παιδιά, κοιτάξτε εκεί, αυτές τις άσπρες αψίδες, πάμε ναπεράσουμε από κάτω, έτσι σαν ωσαννά ύστερα απ’ όσα μαςτύχανε απόψε;»

«Ε, να του κάνουμε το χατίρι...»Και πάμε. Και κολλάμε. Οι αψίδες δεν είναι λουλουδένιες

καμάρες ή λευκοί φοίνικες, αλλά πίδακες νερού, που ποτίζουνμέσα στη νύχτα τα χωράφια. Είναι αργά και έχουμε κολλήσειστη λάσπη. Η θριαμβευτική παρέλαση προς τη γενέτειρατων Μυρμιδόνων κολλάει σε λασπόνερα, με απόηχους βε-ντούζας από τις σόλες μας· ανασκουμπωμένοι κουβαλάμεπέτρες για τους τροχούς ανάμεσα σε μουλιασμένα χορτάριανυχτιάτικα. Αντί για αποθέωση καταναγκαστικά έργα.

Το φωταγωγημένο πανηγύρι στην πλατεία του χωριού έ-χει απ’ όλα: κλαρίνα, χαρτούρα, παραγγελιές οικογενειακήςμαγκιάς, ντουφεκιές στον αέρα, κοψίδια, γίδα βραστή, κρά-σους...

Αισθάνομαι ξένος, την κάνω απ’ την ανηφορίτσα που πάειστ’ αλώνι με τα παρκαρισμένα αμάξια. χώνομαι στο πίσωκάθισμα του Ντεσεβώ και χαζεύω πίσω απ’ το θολό τζάμι τογλέντι από ψηλά, πλονζέ. Ωραία είναι έτσι.

Η ομάδα φαίνεται να με ψάχνει καθώς ανεβαίνουν, τουςχαμογελάω πίσω απ’ το τζάμι, τα σχόλιά τους φτάνουν στ’αυτιά μου:

«... θεία», ψιθυρίζει ο Σπύρος.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 103

«Ναι, ναι, θα μπορούσε να είναι μια θεία μας», πετάει οΠατής.

«Δεν κατάλαβες, εννοώ θεϊκιά φιγούρα, ντιβίνα», διευκρι-νίζει ο Σπύρος.

χαμογελώντας ξεθεωμένοι, με κάτι φακούς να ψάχνουντο χωματόδρομο που θα μας πάει στα κελιά κάποιας μονής,όπου επιτέλους θα ξεραθούμε. Τα ’χω παίξει.

Βυθίζομαι σε σκληρά χράμια. Όταν ανοίγω τα μάτια μου,είναι μεσημέρι κι ο εκτυφλωτικός ήλιος αντανακλά κοκκινό-χωμα.

Η ομάδα επιστρέφει στον Βόλο. Ο Αλέξανδρος πάει στο Λον-δίνο για μια συναυλία του Ντύλαν, που δεν θέλει να χάσει μετίποτα, κι εγώ κατεβαίνω στην Αθήνα. Το ’χω ανάγκη.

Θέλω να βρεθώ με την Άντζι και τον Νταίηβ στη Γλυφά-δα. Έχω πεθυμήσει τη σωματικότητα του τρίο μας. Κι αυτότο ξεμυάλισμα της Αθήνας είναι δώρο. Φίλοι και γνωστοίμού λένε πως έχω ένα φως σαν φωτοστέφανο γύρω απ’ τοπρόσωπό μου, νιώθω αρτίστας που ασκήτεψε, έκανε λουτρόψυχής και είναι έτοιμος για απαλή δράση.

Πίσω στον Βόλο το δίπτυχο Ρήσσος– Κύκλωπας κάνει εντύ-πωση στους έκθαμβους φίλους, στους ενθουσιώδεις γνω-στούς, στους σκεφτικούς φιλότεχνους που καταφθάνουν απόΑθήνα και Θεσσαλονίκη.

Έχω κέφια και οι ιταλικές παρλαπίπες που ρίχνω πού καιπού –τσέρτο, αμόρε, μεραβιλιόζο, περ σέμπρε, ντα μορίρε–φαίνεται να συναρπάζουν μια παντρεμένη τύπου Έλκε Σό-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 104

μερ, που βρίσκει τρόπο να βρεθούμε το Σαββατοκύριακο στοπαραλιακό ξενοδοχείο με ηλιοβασίλεμα.

ριχνόμαστε στην αγκαλιά μας με παθιάρικα ιταλιάνικααπό πλευράς της και ασυμμάζευτα γέλια εκ μέρους μου, κα-θώς τα τηλεγραφικά ιταλικά μου έχουν σωθεί και η μαγείατης μεντιτερανέ ρομαντικότητας έχει πάει περίπατο. Μου εί-ναι αδύνατον να σοβαρευτώ και να συγκεντρωθώ στο σεξ.

Το επόμενο Σαββατοκύριακο η φάση απογειώνεται από τηνεπίσκεψη της Ήβης με τον Γιώργο Μέρλο, που οδηγεί τοκόκκινο ανοιχτό τζιπ του σαφάρι τους, μια και την έχουν δειαποικιοκρατικμάν.

Είναι βελούδινα μαυρισμένοι, αβίαστα όμορφοι, λάμπουνκαι κάνουν αίσθηση στη γύρα. Ο Μέρλος κυκλοφορεί ημίγυ-μνος, σαν Νούβιος χορευτής, μ’ ένα ουρανί παρεό γύρω απ’ τημεταξένια μπρονζέ μέση του, και οι ντόπιοι ταράζονται.

Σε μια παραλία που η παρέα κολυμπάει εν αδαμιαία, εκτόςαπό μένα –δεν μ’ αρέσει το γυμνό–, οι παραθεριστές τσαντίζο-νται, πέφτουν εντάσεις και η φάση πάει για τσαμπουκά.

Ο Μέρλος δεν μασάει και τους τη βγαίνει αφ’ υψηλού, μετη ραφινέ σουά σωβάζ φωνή του:

«Είναι η αισθητική μας που σας τρομάζει, εξαιτίας της ά-γνοιας που σας δέρνει, γι’ αυτό κάνετε σαν κομπλεξικοί... Ζεί-τε εδώ στον παράδεισο και δεν ξέρετε πώς να τον χαρείτε».

«Γιώργο», τον κόβω, «ρίξε κάτι πάνω σου, έχουν κι αυτοίένα δίκιο, εσύ ήρθες στα μέρη τους, δεν είσαι στην αυλή σου...»

Η αδρεναλίνη καταλαγιάζει, αλλά ο Μέρλος έχει δίκιο. Τιζηλόφθονοι που είναι οι άνθρωποι για το όμορφο, το ωραίο, τοφίνο. Δεν κοιτάνε τα χάλια τους, τις σαπιοκοιλάρες, τις κυτ-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 105

ταρίτιδες, τη χαμηλοκωλίαση και την κακοτράχαλη ντοπιο-λαλιά τους, θέλουν να κοντράρουν κι από πάνω το καλόγου-στο και ξεχωριστό. Αντί να το καλωσορίσουν και –γιατί όχι–να το υιοθετήσουν, βγάζουν μια κακιασμένη επιθετικότηταφρουρών της ασχήμιας.

«Δεν έχει να κάνει με τη μόρφωση αλλά με την έλλειψηπνευματικότητας, αυτό το στοιχείο που κάθε άνθρωπος, α-σχέτως σπουδών ή κοινωνικής θέσης, το ’χει ή δεν το ’χει»,καταλήγει η Ήβη κι όλοι συμφωνούμε.

Η ειδυλλιακή παραλία της Αφύσσου από τη μια στιγμή στηνάλλη έχει μεταμορφωθεί σε πολύβουη πασσαρέλλα ανεξέλε-γκτου συνωστισμού και βάρβαρης επιδειξιομανίας νεόκοπωντων θαλάσσιων σπορ, που δεν αρκούνται στην ανοιχτή θά-λασσα, αλλά σπιντάρουν εξωλέμβια ανάμεσα σε κεφάλιαλουομένων.

Η άγρια χαρά σε χύμα εκδοχή από μουρόχαυλα θρεφτάρια,που με τα φράγκα τους θα γαμήσουν και θα δείρουν.

Ο χριστοδουλάκης και η Βίκυ, που ’χουν έρθει για τοΣαββατοκύριακο, γίνονται έξαλλοι με μια παρέα αφασικώνμαντράχαλων, κάτι ΚΔΟΑ της καλοπέρασης με τα φουσκωτάτους, και τους τη λένε.

«Μαζέψτε τα και φύγετε από δω, δεν καταλαβαίνετε ότιείναι επικίνδυνες όλες αυτές οι κούρσες ανάμεσα σε παιδιάκαι γονείς που κολυμπάνε, βγείτε έξω στ’ ανοιχτά και βγάλτετα μάτια σας, αλλά όχι εδώ».

Πρέπει να δίνεις καθημερινά μικρές μάχες. Άμα ο άλλοςείναι κανίβαλος, τι κάνεις;

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 106

Στο τηλέφωνο ο χρήστος Βαλαβανίδης είναι ζεστός και έχεινα μου κάνει και πρόταση.

«Θέλεις να είσαι σε μια παράσταση το χειμώνα στο θέα-τρο ριάλτο με κείμενα διαφόρων συγγραφέων;... Όχι ακρι-βώς επιθεώρηση... σάτιρα πιο πολύ θα το ’λεγα, μαύρη σάτι-ρα –όχι το Μαύρο Θέατρο της Πράγας–, χαχαχά, πλάκα κά-νω, σκηνοθετεί ο Κανέλλος Αποστόλου, που κάνει και τηνπαραγωγή... Θα είμαστε καλή παρέα».

Κουβεντιάζουμε με τα παιδιά της ομάδας την πιθανότητανα κατέβω στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο για θέατρο με φίλους,αλλά ο Βραχωρίτης έχει προτάσεις για άμεσα σχέδια. Να ε-τοιμάσουμε το Περιμένοντας τον Γκοντό και να το παίζουμετο χειμώνα απροειδοποίητα στα εναπομείναντα παμπάλαιακαφενεία των χωριών του Πηλίου, μακιγιαρισμένοι, ντυμένοιτους ρόλους των Βλαντιμίρ, Εστραγκόν, Ποτζό, Λάκυ, να ει-σβάλλουμε απ’ τα παγωμένα απογεύματα στο ραχάτι τους, μετην ξυλόσομπα και τις λάμπες γκαζιού, περιμένοντας τονΓκοντό... Ωραία ιδέα, και δεν είναι η μόνη. Ξεκινάμε αμέσωςκάποιες πρόβες, η χημεία μεταξύ μας είναι εξαιρετική, παί-ζουμε όλοι όλους τους ρόλους εναλλάξ, όπως και στις Δούλες

του Ζενέ, παράλληλες πρόβες μαγείας και πυκνής ενέργειας,αλλά μέσα στο ξεπαγιασμένο καταχείμωνο μου φαίνεται σανσκληρή δοκιμασία, με κάτι από ψυχικό γδάρσιμο.

Θα κατέβω στην Αθήνα. Ο Σκυλοδήμος δεν θέλει να το πιστέψει, είναι σίγουρος ό-

τι σε μία βδομάδα θα ’μαι πίσω μαζί τους. Το ίδιο και ο Σπύ-ρος. Τους κάνει εντύπωση που παίρνω αποφάσεις τόσο γρή-γορα. Εμένα μου βγαίνει πολύ κανονικό. Κατεβαίνω στην Α-θήνα.

Δεν έχω σπίτι να μείνω, με φιλοξενούν το ζεύγος Βαλα-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 107

βάν – Κράλλεν μέχρι να βρω κάτι, σε μία βδομάδα θα συνα-ντηθούμε για την πρώτη ανάγνωση με τον Κανέλλο Απο-στόλου.

Κάνουμε παρέα και με τη Σοφία Σεϊρλή στην Ακράτα, μετο ψαράδικο σπιτάκι πάνω στο νερό, τα κύματα μας λούζουνγυμνούς σ’ άδειες παραλίες. Στην κυριακάτικη Καθημερινή

διαβάζω: «... στην ορεινή Αρκαδία συνελήφθησαν σκηνοθέ-της και ηθοποιός για κατοχή εικονισμάτων που ’χαν αφαιρέ-σει από κάποιο ξωκλήσι τυλιγμένα σε σεντόνια, για να ταπροστατεύσουν, όπως δήλωσαν, από την απουσία συντήρη-σης και τους βάρβαρους εικονολάτρες».

Αυτό είναι είδηση, με πιάνουν τα γέλια, τέτοιες φυσιο-γνωμίες πρέπει να ’χουμε για συνεργάτες, που να εκτίθενται,όχι συμμαζεμένους και αναμάρτητους.

Κάθε φορά που κάποιος γλιστράει και πέφτει, μου βγαίνειμια τρυφερότητα.

Η παράσταση στο Βεάκειο μας άφησε άφωνους. Το κινέζικοακροβατικό, μ’ όλα αυτά τα πλάσματα, από δεκατριών ως δε -καοχτώ χρόνων, που συγχρονίζονται ισορροπώντας, υπερβαί -νουν νόμους βαρύτητας, μ’ ένα παιδικό χαμόγελο, σαν να μησυμβαίνει τίποτα, εκπέμπει μια ευφορικότητα παραδεισένια.

Μας έχουν αλαφρύνει και πετάμε λίγο κι εμείς καθώς κα-τηφορίζουμε για ψάρι στο Τουρκολίμανο. Στο διπλανό τρα-πέζι ο Κώστας Τσιάνος μ’ έναν σφιχτό μικροκαμωμένο –ξυ-ρισμένο κεφάλι, κοφτή κίνηση, βλέμμα Κινέζου ιεροεξεταστήπίσω από χοντρούς φακούς– είναι το ίδιο ενθουσιασμένοι μετο θέαμα στο Βεάκειο. Μας συστήνουν.

«Ο Κανέλλος Αποστόλου».

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 108

«χαίρομαι που η γνωριμία μας άρχισε με κινέζικο ακρο-βατικό», του πετάω για να σπάσω τον πάγο.

«Ας ελπίσουμε ότι δε θα τελειώσει με κινέζικα βασανι-στήρια», μου ανταποδίδει σαν μάσκα ευφορικής απειλής.

Πέφτουν γέλια. Τρομερός ο τύπος. Γουστάρω.

Ο σκηνοθέτης μας, όπως διατείνεται η συντεχνία, πληρώνειεξ ιδίων τις θεατρικές εξτραβαγκάντζες του, έχει σπαταλή-σει όλη την οικογενειακή περιουσία του στο θέατρο, αδιαφο-ρώντας για τις ισχνές εισπράξεις των οραμάτων του, φροντί-ζοντας να αναπτερώνει το ηθικό του με παρακρουσιακές ά-ριες ιταλικών, γερμανικών, γαλλικών, αγγλικών όπερων καιχαμηλοβλεπούσα μυστική λατρεία για βυζαντινές εικόνες.

Στην πρώτη ανάγνωση ο Κανέλλος διαβάζει και αποδίδειόλους τους ρόλους του σπονδυλωτού έργου των Ποντίκα,Ξανθούλη, Βαλαβανίδη, Παναγιωτόπουλου, Ανδρίτσου, Μα-νιώτη με πολύ σαφείς τονισμούς και αυξομειωτικές ρυθμικέςεντάσεις εντυπωσιακής ακρίβειας αυτής της κολορατούρικηςπαρτιτούρας.

Φαίνεται να κατέχει τη στρυφνή γοητεία του παλιού τε-χνίτη, όπου η ξερή πειθαρχημένη βεβαιότητα για το θεατρικόπαιχνίδι γίνεται ενοχλητική σ’ εμάς, τους νέους χρόνιους κο-λυμβητές φιλελεύθερων ρευμάτων και αόριστου ουμανισμού,που επιμένουμε στη χαλαρότερη εκδοχή της προσέγγισηςτου ρόλου και συγκεκριμένα στο όχι παίξιμο.

Κρυφογελάμε με το ύφος του, μας φαίνεται παλιομοδίτι-κο και ξεπερασμένο, σπεύδουμε να κάνουμε τα δικά μας κόλ-πα πάνω στη σκηνή, αλλά ύστερα από ένα μήνα πρόβας τα α-ποτελέσματα είναι αναιμικά.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 109

Ο αεικίνητα κουρντισμένος δάσκαλος κόβει σαν λαμαρίνατον αέρα, σφίγγει, τονίζει, ξανατονίζει, επιμένει, πιέζει, παί-ζει όλους τους ρόλους, με κάποια κλίση στους γυναικείους,γκρεμοτσακίζεται κάνα δυο φορές στην πρόχειρη ξύλινησκα λίτσα που ανεβοκατεβαίνει σπινταριστός –πλατεία-σκη-νή-πλατεία–, στο τρίτο στραβοπάτημα σπάει το πόδι του,του βάζουν γύψο, στηρίζεται σε πατερίτσες, συνεχίζει στο ί-διο τέμπο, αλλά η παράστασή μας αντιστέκεται.

«Πώς τα πάτε, ρε, με τον Κανέλλο;» μας ρωτάει ένα βρα-δινό κρασοκατάνυξης και ξενυχτιού μιας μεγάλης παρέας σταΠΕΝΤΕ ΑΔΕρΦΙΑ ο Μάνος Κατράκης με καζαντζάκειο εύρος.

«Είναι κάπως... ιδιαίτερος», κάνουμε συγκρατημένα.«Ναι, είναι ιδιαίτερος και πολύ καλός, και ξέρει θέατρο,

και έχει, με τον τρόπο του, κάποια πλάκα... Τρελαίνεται ναπαίζει τις γυναίκες, χαχαχά!» γελάει μπάσσα.

«Το διαπιστώσαμε», γελάμε κι εμείς λίγο πιο μπάσσα απ’όσο συνηθίζουμε.

Άλλος ενάμισης μήνας πρόβας και η παράσταση δείχνει επι-τέλους το πρόσωπό της: Είναι ακριβώς όπως η πρώτη ανά-γνωση του σκηνοθέτη μας, σαν παρτιτούρα που πρέπει ναπαιχτεί με σφιχτό, ξερό ρυθμό, χωρίς ναρκισσιστικές δεξιο-τεχνίες και ληθαργικές παύσεις, για να λειτουργήσει το μαύ-ρο χιούμορ της.

Μέρα με τη μέρα εκτιμώ πολύ τον Κανέλλο, αλλά δεν έχωβρει ακόμη τον τρόπο να δείχνω την εκτίμησή μου και παρα-μένουμε απόμακροι.

Σ’ ένα διάλειμμα μου προτείνει ν’ ανεβάσουμε έναν Αμλέ-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 110

το απελευθερωμένο, χωρίς ντροπές κι αναστολές, μια τολμη-ρή παράσταση, με γυμνό και νερά να τρέχουν, όλη η Δανιμαρ-κία ένας υπόνομος, ένας καταρρακτώδης οχετός.

«Σκέψου όμως τους θεατές που εξαιτίας του τρεχούμενουνερού θα τρέχουν συνέχεια στις τουαλέττες», τον πειράζω.

«Αυτό το αμερικάνικο χιούμορ αν σου ’λειπε, θα ’σουν...»σχολιάζει δασκαλίστικα. «Αρνείσαι τη θεατρινίστικη πλευράσου και παίζεις με κινηματογραφικούς ρεαλισμούς και χαϊ-δευτική ελαφρότητα».

«Α, ναι... λατρεύω το αχνό φαντασματικό παίξιμο, αυτότο σχεδόν απόν της Γκρέτα Γκάρμπο».

«Αυτά στο χόλλυγουντ... Εδώ κάνουμε θέατρο», κλείνειτο θέμα κι απομακρύνεται μ’ ανάλαφρο κούρντισμα.

Πέρα όμως απ’ τις περιπαικτικές αντιθέσεις μας η γνώσητου της μουσικής –κάθισε κάποια στιγμή στο πιάνο για ναπροτείνει κάτι στο συνθέτη Κυριάκο Σφέτσα, που συγκατέ-νευσε αμέσως με τον ενθουσιασμό της παραδοχής–, η διαί-σθησή του για την κίνηση και το χορό μού κάνουν εντύπωση,όπως και τα σκηνοθετικά «δυο λόγια» πίσω απ’ την κλειστήαυλαία της πρεμιέρας, με το θέατρο κατάμεστο από μορφέςτης τέχνης – φυσιογνωμίες των γραμμάτων, μούρες της πο-λιτικής και αγαλματοποιημένες προτομές της πινακοθήκηςτης σκεπτόμενης αοριστίας:

«Ύστερα από δυόμισι μηνών πρόβες, που είναι πολύ λίγοςχρόνος για ηθοποιούς που χρειάζονται περισσότερη δουλειάκαι λιγότερους εξυπνακισμούς, ναι, θα σηκώσουμε αυλαία α-πόψε. Δεν πιστεύω ότι είστε έτοιμοι, οι Εγγλέζοι και οι Αμε-ρικανοί συνάδελφοί σας είναι πολύ ανώτεροι στο συγκεκριμέ-νο θεατρικό είδος, αλλά ας ελπίσουμε ότι το δαιμόνιον τηςφυλής θα κάνει το θαύμα του... Άντε, πάμε, καλή επιτυχία

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 111

και... σκατά», προσθέτει δειλά, σαν να ντρέπεται για τη λέξη,βγαίνοντας από τη σκηνή.

«Σκατά κι απόσκατα», πέφτουν απανωτά απ’ το θίασο μ’οργή και φτύσιμο.

«Και σκατά στα μούτρα σου», ψιθυρίζουν οι πιο παλιοί,κοχλάζοντας απ’ το αδιανόητο σκηνοθετικό λογύδριο.

«Μα είναι ενθαρρυντική κουβέντα αυτή από σκηνοθέτη σεηθοποιούς λίγο πριν την πρεμιέρα;» κάνει σκασμένη η ΑλίκηΑλεξανδράκη.

«Τι του λες τώρα;» αγανακτεί η Σεϊρλή.«Σας το λέω καιρό τώρα, αλλά δε μ’ ακούτε», ξεφωνίζει η

Γιάνκα Αβαγιανού, «ο άνθρωπος ζει στα υψίπεδα του Γκο-λάν».

«Τι τέρας, θα του την κάνω», αναψοκοκκινίζει ο Βαλαβάν.«Απαράδεχτος», προσθέτει τελεσίδικα ο Τσιάνος, με το

κύρος του αρχαιότερου.Δεν λέω τίποτα, γιατί ο στραμπουλιγμένος μου αστράγα-

λος συν το πρωινό ψυχοβγάλσιμο στο προκρούστειο κρεβάτιτου ξεχωριστού οστεοπαθολόγου χειροπράκτη κυρίου χρι-στοδουλάρη –μου τον σύστησε ο Γιάννης Φέρτης, που του τονείχε συστήσει ο χορν– με έχουν καλοσυνέψει σε άκακο αρνά-κι. Άσε που την έχω καταβρεί με το ύφος του Κανέλλου.

Η μαύρη επιθεώρηση Στο κεφάλι σου μια γάτα κάνει αί-σθηση. Ύστερα από δύο μηνών παραστάσεις το θέατρο –ασυ-νήθιστο σε προπώληση– αρχίζει να γεμίζει.

χαιρόμαστε, ξενυχτάμε, λουζόμαστε κομπλιμέντα, η Α-σπασία γεννάει κοριτσάκι και είμαι σίγουρος ότι ο πατέραςΒαλαβάν, με το χιούμορ που τον διέπει, θα αισθάνεται μητρι-κή στοργή.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 112

Έχω νοικιάσει μια γκαρσονιέρα πάνω στη Δεξαμενή, αλλάσυχνά κοιμάμαι στης Σοφίας, με πρωινά δίπλα στο τζάκι, η-μέρες και νύχτες κρασιού και λουλουδιών από φίλους καιγνωστούς, επισκέψεις και γεύματα.

Ο Μάνος Κατράκης σπάει δύο καρύδια μες στην παλάμητου και γεύονται την ψίχα με την Άννα, ο Βαλαβάν ψήνει φι-λεττάκια και σερβίρει κόκκινο κρασί, η Ασπασία σε μετεγκυ-μοσυνιακό νιρβάνα εκπέμπει ένα είδος πληρότητας και η οι-κοδέσποινα με διακριτικό αλεξανδρινό μυστήριο ξεναγεί τοναδρό Κρητικό στο σπίτι της.

«Εδώ τι έχουμε;» ενδιαφέρεται ο Ψηλορείτης.«Σαν εργαστήριο-βιβλιοθήκη το έχω, δεξιά απέναντι η

κουζίνα με το πάσσο στο καθιστικό, αυτός εδώ είναι ένας διά-δρομος που πάει στο μπάνιο...»

«Κι αυτή η κλειστή πόρτα;» υπογραμμίζει η φωνή του.«Αυτή είναι η κρεβατοκάμαρη, είναι προσωπικό, δεν...»«Ωραίο το σπιτάκι σου, Σοφάκι», ψιθυρίζει η μπασσα-

δούρα με λίγο γρέζι.«Γιατί, έχεις σκοπό ν’ αράξεις;» του πετάω κάτω απ’ τον

ώμο του, καθώς τον έχω ακολουθήσει αθόρυβα πάνω στιςφλοκάτες, γιατί μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι ο μεγάλος τηςτην πέφτει.

Γελάει.«Εδώ είσαι, ρε Πειραιώτη ψηλέ... Είσαι μια μάρκα εσύ, κι

είσαι κι αθόρυβος... Αλλά για να μην ξεχνιόμαστε, ο Δον Κι-χώτης σε περιμένει, πρέπει κάποτε να τον παίξεις, το κου-στούμι σου είναι έτοιμο, φτιαγμένο απ’ τον Βασίλη Φωτό-πουλο, το φόρεσα κι εγώ και ξέρω τι σου λέω...»

«Μακάρι», ψιθυρίζω.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 113

Η απογευματινή παράσταση, που μόλις έχει αρχίσει, κυλάειρολόι. Ετοιμαζόμαστε για το ντουέττο των τραβεστί με τονΒαλαβάν στο καμαρίνι, όταν ο Κανέλλος εισβάλλει, αέρινοςκαι σφιχτός σαν γροθιά, κατευθείαν πάνω μου με εκδηλωτικήστοργή υπεύθυνης παρθεναγωγείου:

«Να σε φτιάξω λίγο, βρε παιδί μου, βάψου λίγο πιο έντο-να, τι μανία με το ρεαλισμό; Φτιάξε το στέμμα σου πουστραβώνει πάνω στην περρούκα και μη χρησιμοποιείς πολύμπάσσες νότες, να κυνηγάς τις ψιλές».

«Κανέλλο, σ’ το είπα και στις πρόβες, δεν παίζω γυναίκα,τραβεστί παίζω, έχεις ακούσει πώς μιλάνε, συνάντησες ποτέσου;»

«Δεν είχα την... τύχη, αν μπορεί κανείς να πει κάτι τέτοιο,αλλά και οι τραβεστί γυναίκες υποδύονται».

«Ναι, αλλά η μπασσαδούρα στη φωνή παραμένει».«Σαν κωλομπαράδες φωνάζουν μερικές», συμπληρώνει

κοινωνιολογικά ο Βαλαβάν.«Καλά, καλά, εσείς τα ξέρετε όλα». Μου διορθώνει το κολλιέ και βγαίνει. Πώς τα καταφέρνει

και μας φέρνει στο κέφι!Βγαίνουμε στη σκηνή με γκάζια, ο Βαλαβάν ως κουμμου-

νίστρια συνδικαλισμένη καλντεριμιτζού πετάει. Ο διάλογος,σε άψογα καλιαρντά, βγάζει πολύ γέλιο απ’ την πλατεία, ρί-χνουμε μια ματιά στην πολύχρωμη παρέα των έξι τραβεστίστην πρώτη σειρά, που δίνουν τα ρέστα τους. Μας πιάνει νευ-ρικό γέλιο, ο χρήστος δεν αντέχει, βγαίνει απ’ τη σκηνή, επι-στρατεύω όλη την αυτοκυριαρχία της βασιλικιάς μου μεταμ-φίεσης και τον ξαναβάζω στο παιχνίδι. Τελειώνουμε μέσα σ’έναν καταιγισμό χειροκροτημάτων και κραυγών, έρμαια μιαςντελιριακής γελοιότητας ανεξέλεγκτου γέλιου. Απ’ τον εξώ-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 114

στη πάνω απ’ τα μαγνητόφωνα και την κονσόλα των φώτωνο σκηνοθέτης μας εκπέμπει ενοχλημένη αδρεναλίνη.

Διάλειμμα. Με το που τον ακούμε στο διάδρομο έξω απ’τα καμαρίνια, περιμένουμε επιπλήξεις.

«Είναι μια παρέα γυναικών στο μπαρ», κάνει απορημένα,«ντυμένες σαν να βγήκαν απ’ τον βερολινέζικο Μεσοπόλεμο,που καπνίζουν και πίνουν με γάντια, και πίπες και μπριγιάν,μιλάνε όμως με κάτι αγριοφωνάρες σαν λιμενεργάτες...»

«Τραβεστί είναι, αγάπη μου», φωνάζει όλος ο θίασος.«Α, μάλιστα, μάθαμε και κάτι», υποψιθυρίζει, «όσο για

σας, συμμαζευτείτε», μας καρφώνει σαν αιχμηρή γκέισα, κα-θώς απομακρύνεται μ’ αλαφροπάτημα σουσπασιόν.

Κρατιόμαστε να μη γελάσουμε, αλλά η φιγούρα της αδελ-φής του Οστάνδης –φτυστός ο Κανέλλος με περρούκα άφρο–,που τον ακολουθεί με την αποστασιοποιημένη αξιοπρέπειατης υπεύθυνης των οικονομικών, τροφοδοτεί μια ακόμα α-φορμή για νευρικό γέλιο.

Η παράσταση έχει βγάλει καλό όνομα και ο κόσμος που έρ-χεται είναι ετερόκλητος. Κάποιες μούρες της νύχτας μάςπροτείνουν να μεταφέρουμε σε μεταμεσονύχτιες πίστες τονούμερο της βασιλικιάς με την κουμμουνίστρια τραβεστί πουμαλλιοτραβιούνται σε καλιαρντή ψιλοβελονιά του Μπαρ-Μπαρ Παναγιωτόπουλου.

Δεν μ’ ενδιαφέρει το ξεζούμισμα οποιουδήποτε γκελάτουρόλου, αλλά και ο χρήστος, που ’χε κάπως ενθουσιαστεί στηναρχή, κυρίως για τα φράγκα, εντέλει δεν, και αδιαφορούμε.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 115

Ένα μελαγχολικό απόγευμα υδατικής ψιχάλας ο σκηνοθέτηςμάς καλεί στη σκηνή.

«Έχουμε κόσμο, εσείς χαίρεστε, αλλά η παράσταση έχειξεχειλώσει, δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που στήσαμε, πα-ρασύρεστε απ’ τα εύκολα γέλια των θεατών και εκτρέπεστεσε μπανάλ εξυπνακισμούς, πρωτοστατούντος βεβαίως τουκυρίου Βαλαβανίδη, ναι, όχι ότι οι άλλοι πάτε πίσω σε ευκο-λίες... Ναι, τέλος πάντων, σκέφτομαι να την κατεβάσω».

«Δεν είσαι καλά, τώρα που σκίζει; Στα μέσα της σαιζόν,σκέψου κι εμάς τους ηθοποιούς, μέχρι περιοδεία σκεφτόμα-στε να την πάμε», τον φρενάρει ο Τσιάνος.

«Εσείς μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε, αλλά χωρίς την υ-πογραφή μου. Δεν αναγνωρίζω αυτή την παράσταση, αποσύ-ρω το όνομά μου, σας εξοφλώ και τελείωσε».

Το ’πε και το ’κανε, αλλά στην τελευταία παράσταση γίναντέρατα. Ο Κανέλλος, που έβρισκε το παραδοσιακό αλαλούμαπωθητικά κακόγουστο, ξέδομα χαμηλής υποστάθμης, απ’τον εξώστη έφτανε ως εμάς πάνω στη σκηνή ο εκνευρισμόςτου και η ανησυχία του, με το μάτι του λαγωνικού που εντο-πίζει μια περρούκα σε λάθος κεφάλι, ανάκατες αττάκκες νασφυρίζουν, αλλοπρόσαλλες εισόδους εξόδους, μια καπόττα ναφουσκώνει σαν μπαλόνι στο μωρουδιακό κουνιστό κρεβάτιαπ’ τον διαβολικό μπέμπη-ποιητή Βαλαβάν και τη Σεϊρλή,που έτσι κι αλλιώς έχανε τον προσανατολισμό της στο σκο-τάδι, να βρίσκεται καθισμένη στα γόνατα κάποιου θεατή τηςπρώτης σειράς, απόλυτα ενθουσιασμένου απ’ το κελεπούρι.

Πέσανε κόντρες στο διάδρομο των καμαρινιών, υψώθηκανφωνές, φούσκωσαν φλέβες, τσιτώθηκαν σβέρκοι, άστραψανματιές και ο σκηνοθέτης μάς εξόφλησε άλλους μέχρι το τέλοςτης σαιζόν κι άλλους μέχρι την τελευταία αλαλούμ παράστα-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 116

ση. Ήμουν απ’ τους ευνοημένους, σε αντίθεση με τον χρήστοκαι κυρίως τη Σεϊρλή, που εκνευρίστηκε με τον Κανέλλο,γιατί αποζημίωσε εμένα κι όχι αυτή. Του το πέταξε φουρκι-σμένη.

«Διότι κολυμπούσες γυμνή μαζί του στην Ακράτα το κα-λοκαίρι», της αντιγύρισε με μαρτυριάρικο μειδίαμα.

«Κι αυτός κολυμπούσε μαζί μου γυμνός», αγανάκτησε ηΣοφία, «γιατί λοιπόν αυτόν τον πληρώνεις μέχρι τέλους τηςσαιζόν;»

«Γιατί έχει καλύτερο σώμα», της χαμογελάει ενζενύ -στικα.

Πέσανε χοντρά γέλια και στο δικαστήριο, που παίχτηκε ητελευταία πράξη αυτού του γελοίου δράματος, με τον πρόε-δρο να προσπαθεί να πάρει μια απόφαση ημερομισθιακής φύ-σεως, αλλά να μπλέκεται όμως απ’ το γεγονός ότι ο ενάγωνηθοποιός κατά τη διάρκεια της παράστασης φούσκωσε έναπροφυλακτικό... Όντως;

«Μα ο κύριος Βαλαβανίδης είναι γνωστός για το χιούμορτου», σχολίασε στον εναγόμενο σκηνοθέτη, που ξεχάστηκεκάπου κι άργησε να εμφανιστεί στο δικαστήριο, χάνοντας έ-τσι τη δίκη.

Αλλά τι συζητάμε τώρα...

Ηχογραφούμε αποσπάσματα απ’ το Αδριανού απομνημονεύ-

ματα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ στο Τρίτο Πρόγραμμα γιατην εκπομπή της Κατερίνας Ζαρόκωστα.

Όταν η Γιουρσενάρ βρίσκεται στην Αθήνα, η Κατερίνατης πάει την κασσέττα να την ακούσει.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 117

«Ο καλύτερος Αδριανός που άκουσα ποτέ», είναι το σχό-λιο της συγγραφέως.

Ο Άλκης, που ’χει δώσει τέλος στο γάμο του με τη Μάχη, τηφίλη της Ντομινίκ, έχει γυρίσει από τη Νέα υόρκη στην Α-θήνα κάπως εσπευσμένα εξαιτίας της καλπάζουσας αρρώ-στιας του αδελφού του, του βελούδινου και ευγενικού Πάνου.Η ζωή της Αμερικής έχει γράψει πολύ πάνω του, πέρα απ’την ξανθή κοψιά του με την ξενική επιδερμίδα και την περιη-γητική αύρα του.

Στο τέρμα της Αναγνωστοπούλου, πάνω απ’ τα σκαλιάπου βγάζουν στη Διδότου, το κουδούνι της εισόδου που θαχτυπήσεις για ν’ ανέβεις στην γκαρσονιέρα-ρετιρέ γράφειTAKAO SUDO. Ο προηγούμενος ενοικιαστής ήταν μάλλον Για-πωνέζος. Του αρέσει ο εξωτισμός του Άλκη.

Απίθανος κόσμος περνάει αποδίδοντας φόρο τιμής στοφρεσκοφερμένο πρόσωπο, πέφτουν γέλια που κορυφώνονταιόταν ρωτάει τον Γκόλφη:

«Τι κάνει η αδελφή σου;»«Ποια αδελφή μου, δεν έχω...»«Η Γκόλφω, αγόρι μου».Όσο εμείς λυσσομανάμε με το Στο κεφάλι σου μια γάτα, ο

Άλκης, στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, παίζει στο Buffa-

lo Bill and the Indians με τη ζαφειρόχρυση αύρα της ΜυρτώςΠαράσχη, υπό την αιγυπτιώτικη παραμυθία της σκηνοθε-σίας του Κώστα Φέρρη.

Συναντιόμασταν συχνά μετά τις παραστάσεις μας –τοριάλτο και το Κεφαλληνίας είναι κοντά– και πάμε για τραπε-ζώματα και ξενύχτια, συζητώντας για το θέατρο γύρω μας,

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 118

που το βρίσκουμε συντηρητικό σε σχέση με τις τολμηρές πα-ραστάσεις που ’χουμε δει χρόνια έξω, την εκπαίδευση των ηθο-ποιών, τους ρυθμούς της Αθήνας, που είναι ακόμη τόσο αργοί.

Το ευφορικό τοπίο της καθημερινής μας φιέστας σκιάζε-ται συχνά από τις επισκέψεις του Άλκη στο νοσοκομείο, ό-που ο αδελφός του φθίνει, σβήνει απ’ την επάρατο, σε καλπά-ζουσα αντίστροφη μέτρηση.

Έχει κατέβει απ’ το Άμστερνταμ, που σπουδάζει σινεμά, στηνΑθήνα, για να κάνει μια ταινία μεσαίου μήκους με την ιστο-ρία του Εβδόμορου από ένα κείμενο του Ντε Κίρικο.

Ο νεαρός Γιάννης Κωστούλας με την πολύγλωσση συνερ-γάτη του Ίνγκεμποργκ, μια χυμώδη θελκτική Ολλανδέζα, έ-χουν δει το Χάππυ Νταίη και με θέλουν για το ρόλο του Ε-βδόμορου. Δεν κάνω πολλές ερωτήσεις –το αίνιγμα στην τέ-χνη κάνει καλό– και μπαίνουμε στην περιπέτεια των γυρι-σμάτων με διευθυντή φωτογραφίας τον Αντρέα Μπέλλη –α-θόρυβο παρά τα σουηδικά ξύλινα σαμπό με τις χοντρές κάλ-τσες των ποδιών του–, σε ρημαγμένα ακατοίκητα νεοκλασ-σικά της πλατείας Βάθη, σε χωμάτινα μονοπάτια της Αττι-κής, κόντρα στον ήλιο που πυρπολεί και αφήνει σκιές, παίζωμε τη σκιά μου πάνω σε τοίχους, την ανάσα μου, τις παύσεις,τις σιωπές, αφήνοντας χνάρια σε αμμουδερά περάσματα ανά-μεσα σε σχίνα, αλμυρίκια, λειχήνες και βρύα· η Ίνγκεμποργκ,η διευθύντρια παραγωγής, είναι το ερέθισμά μου για την πα-ράσταση που δίνω κι όταν ένα βράδυ μού χτυπάει την πόρταλεηλατημένη και σε απόγνωση, κάνω ό,τι μπορώ. Της έχουνκλέψει ρούχα, λεφτά, διαβατήριο, είναι μόνη, τα γυρίσματαέχουν τελειώσει και δεν ξέρει τι να κάνει και πού να σταθεί.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 119

Δεν θα είχα αντίρρηση ν’ ανοίξω την αγκαλιά μου σ’ αυτότο προκλητικό κορμί αυτού του υπέροχου πλάσματος, αλλά ηφιλοξενία είναι υπεράνω οποιασδήποτε επιθυμίας για σωμα-τικότητα. Τα ρούχα μου κι ένα μικρό χαρτζιλίκι είναι στηδιάθεσή της. Με ενοχλεί η πιθανότητα συμπόνιας επειδήβρέθηκα τυχαία σε πλεονεκτική θέση. Κοιμάμαι σε μια φίληστη γειτονιά και παραχωρώ την γκαρσονιέρα μου στην Ίν-γκεμποργκ. Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω.

Ο σκηνοθέτης θα ολοκληρώσει την επεξεργασία του Εβδό-

μορου στα εργαστήρια του Άμστερνταμ. Άραγε θα δω ποτέτην ταινία ή θα είναι σαν να μην έγινε ποτέ; Σαν ένα όνειρο;

Εξακολουθεί να πλανιέται μια χίππικη αχλή ανάμεσα σε φί-λους και γνωστούς αλλά και γνωστούς γνωστών αγνώστων.Στα σπίτια τους ακούγεται μουσική όλη μέρα και νύχτα,στρώματα στο πάτωμα, τσάγια και χασίς πλαστελινάτο,φούντα εξωτικής προέλευσης ή Πηνειού, Καλαμάτας, Πύρ-γου στην ημερήσια διάταξη. Το ζητούμενο είναι ελάχιστες ώ-ρες εργασίας –απασχόλησης μάλλον–, πολύς χρόνος για χα-βαλέ, άραγμα μέχρι το ξημέρωμα, ειδικά νύχτες πανσελήνουΠρωτοχρονιάς και Ανάστασης, που αγγίζουν παγανιστικέςυστερίες, λες και θα συμβεί κάποια αποκάλυψη και πρέπει ναπεριμένουμε το πρώτο φως της μέρας, μπας και προκύψεικάτι κοσμογονικό.

Οι περισσότεροι είναι παραμυθιασμένοι ότι κάνουν κάτι τοξεχωριστό, ότι διαφέρουν απ’ τους υπόλοιπους ανθρώπους,που κοιμούνται νωρίς και πάνε στη δουλειά τους κανονικά.

Αρκετοί εξομολογούνται μια συμπάθεια για τη 17η Νοέμ-βρη, μια εκδικητική οργάνωση που σκοτώνει εκμεταλλευτές

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 120

του λαού –τι λαός κι αυτός που επιτρέπει να τον εκμεταλλεύε -ται μια ατσούμπαλη άρχουσα τάξη κάθε φορά– και το όλοκλίμα βγάζει μια εφησυχασμένη μακαριότητα, πεπεισμένηαπ’ τη βλακώδη αντίληψη ότι κάνει το σωστό.

Είναι απίστευτη η ευκολία στη μεταφορά και την υιοθέ-τηση άσχετων πληροφοριών τύπου ράδιο-αρβύλα για επι-στημονικά, μεταφυσικά, καλλιτεχνικά θέματα. Ξανοίγομαισε συζητήσεις και διαπιστώνω ενθουσιώδη άγνοια, λαϊκίστι-κη παραπληροφόρηση και αμορφωσιά ποιητική αδεία σε τό-νους ηρωικούς και πένθιμους. Κανείς μας φυσικά δεν γεννή-θηκε σε Βερσαλλίες, κυριολεκτικά και μεταφορικά, όμως τονα βάλεις το μυαλό σου να δράσει με ευαισθησία και χιούμορδεν είναι δα και τόσο δύσκολο, αλλά είναι ενοχλητικό το να’χεις ζήσει σε μια μητρόπολη, όπου έχεις δει και έχεις πάθειτόσα και τόσα, που, όπου να ’ναι, δεν θ’ αργήσουν να ’ρθουν κιαπό δω, και να μην ενδιαφέρονται για τη γνώμη σου –την ο-ποία από ευγένεια δεν προβάλλεις–, αλλά να επιμένουν στημίζερη, τριτοκοσμική, συμπλεγματική δική τους.

υπάρχει μια λατρεία για το επιθεωρησιακό αγκάλιασματων γεγονότων, μια ευκολία που βγάζει γέλιο χαιρέκακο καιρατσιστικό και πάντως πάντα εις βάρος της χοντρής, του ψη-λού, του καρπαζοεισπράχτορα, του βραδύγλωσσου και τουθηλυπρεπούς. Λατρεύεται η ξανθιά τσαχπινίλα που τα κατα-φέρνει, η αδιαμφισβήτητη χοντράδα της αντρίλας, ο καλόςάνθρωπος που τρέχει και δεν φτάνει, σαν τον Καραγκιόζη, καιο μεγαλόστομος συμμαθητής του Αισχύλου, που στοχάζεταικοινοτυπικμάν με συγκαμένη –τραγική κατά τη γνώμη του–συντριβή.

Απληροφόρητα μυαλά παρασυρμένων υπάρξεων αποδί-δουν τα εντυπωσιακά καλλιτεχνικά επιτεύγματα στην επή-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 121

ρεια των ναρκωτικών –λες κι αν είσαι ατάλαντος και την πί-νεις, θα μεταμορφωθείς σε διονυσιακή προσωπικότητα–, χω-ρίς εσωτερική πειθαρχία και καθημερινή άσκηση, μόνο μετην επιφοίτηση και την έμπνευση όποτε σου κάνουν τη χάρηνα σε επισκεφτούν. Δεν έχω συναντήσει πιο παραπλανημέ-νους ανθρώπους εξαιτίας της βολής τους, της άσχετης ανα-τροφής από αντρομανάδες που ανάθρεψαν μουρόχαυλα αγό-ρια, για να γαμήσουν και να δείρουν όλους, και κοκόνες κορί-τσαρους σε άγρα αντρώνε που θα τις κάνουν βασίλισσες... τουπούτσου τους και της χαρτούρας τους. Βαθιά νυχτωμένη μα-καριότητα με μηδέν προσόντα, φόντα, οράματα, όπου η πει-θαρχία θεωρείται συνώνυμο του ναζισμού, το μέτρο ξενέρω-μα και η αρετή στην ηδονή ψιλά γράμματα. Κι όμως συνα-ντάω αστραφτερά μυαλά, κοσμοπολίτες γενναιόδωρους. Μή-πως βρίσκομαι σε μια χώρα ιδιοφυών ανθρώπων που απέτυ-χαν να κρατήσουν τη ζωή στο ύψος των καταβολών τους· τιςμεταμορφώσεις της μυθολογίας τους, τη λατρεία της ομορ-φιάς; Λες και ο χρυσός αιώνας έλαμψε εκεί σαν πυροτέχνη-μα, το πνεύμα απογειώθηκε και έκτοτε αγνοείται η τύχη του.

Κι αυτή η αξίωση να τους έχει όλη η υδρόγειος στα όπα ό-πα, διότι είναι περιούσιος λαός, με μοναδική ιστορία και ανε-πανάληπτο πολιτισμό και με τι παρωπιδική βεβαιότητα καιμουλαρωμένη σιγουριά να λυσσάνε για να επιβάλουν το στού-μπο εγώ τους.

Ένα απέραντο φρενοκομείο με βολική ψυχοθεραπεία: Ναξερνάς τον χειρότερο εαυτό σου στον διπλανό σου, που δεν υ-πολογίζεις καν την ύπαρξή του.

Δεν υπάρχει περίπτωση να αποφύγεις τη μισανθρωπία σ’αυτή τη χώρα, το ξέρω. Ίσως και σε κάθε χώρα, αλλά εδώζω...

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 122

Στα γυρίσματα του Ελευθέριος Βενιζέλος στο Δημοτικό Θέα -τρο του Πειραιά η συμμετοχή μου είναι μικρή, κάτι εμβόλιμαμουσικοχορευτικά επιθεωρησιακά σκετς εποχής σε χορογρα-φία του Γιάννη Φλερύ, με το διευθυντή φωτογραφίας ΓιώργοΑρβανίτη να συμπληρώνει βηματάκια, φιγούρες και λίκνι-σμα γοφών –πώς τα συγκρατεί όλα αυτά απ’ τη χρυσή εποχήτης επιθεώρησης– και την Άννα Καλουτά, απτόητη τότε καιτώρα, να αναθυμάται περασμένα μεγαλεία. Η ατμόσφαιραείναι ευφορική και ο Παντελής Βούλγαρης με τους βοηθούςτου συντονίζουν το ζόρικο εγχείρημα.

Ο Φλερύ δεν συμφωνεί με τις αναπολήσεις της Καλουτά,«Τις βγάζανε μπροστά να χορεύουνε με κοντά φουστάκια,για να ξερογλείφονται οι προύχοντες της πρώτης σειράς»,και στη διδασκαλία της χορογραφίας είναι στεγνός, με την α-ποστασιοποιημένη μάσκα του προσώπου του να επιμένειστην ακρίβεια. Ο πιο μικρός απ’ τους χορευτές του ακκίζεταιπολύ και θέλει να βγαίνει μπροστά, κέντρο, ελενίτσα.

«Βρε βούρλο, αν χόρευες το χορό του Ζαλόγγου, θα σ’ εν-διέφερε με τι σειρά θα πέσεις στον γκρεμό;» τον επαναφέρειστην τάξη.

Στο ΙΝΤΕΑΛ, που τρώμε ένα μεσημέρι μετά το γύρισμα,όλοι έχουμε δώσει παραγγελία στον κιμπάρη πενηντάρη σερ-βιτόρο με το μουστάκι, εκτός απ’ τον νεαρό, που ακκίζεταιγια μία ακόμα φορά.

«Τι να σας πω... δεν τρελαίνομαι για κρέας, κάτι ελαφρύ,αλλά πάλι μια σαλάτα; Ίσως κάτι σε πίττα ή σούπα, δεν ξέ-ρω... Τι λέτε κι εσείς;» του κάνει με κοριτσίστικο σκέρτσο.

«Εσείς θα μου πείτε», συγκρατείται ο σερβιτόρος.«Αυτό που προσπαθεί να σας πει εδώ και ώρα», λέει ο

Φλερύ, «είναι ότι είναι πούστης».

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 123

Πέφτουν γέλια.«Δεν κάνουμε εξαιρέσεις εδώ», το κλείνει ο σερβιτόρος. Τα γέλια ξεσαλώνουν.

Ξενυχτάμε καθημερινά με χαβαλετζήδες ενάντια στην εργα-σία, αινιγματικές κουκλάρες, οργισμένους αρτίστες, λιγομί-λητους αγιογράφους, φευγάτους μουσικούς, που ακούν καιπαίζουν ροκ και τζαζ, ο Πουλικάκος, ο Πολύτιμος, η ερωτεύ-σιμη Έφη, όλοι τους εύθραυστοι και στο βάθος γρανιτένιοι, α-κόμα και ο διάτρητος Παναγιώτης ή τζαζέλι, ή μουλάρ απ’τη Μυτιλήνη, με πατέρα στο Μαρόκο. Φυσικά τέτοιοι τύποικαι συμπεριφορές κυκλοφορούν σε κάθε παρέα, αλλά μας κά-νουν εντύπωση.

Ξενυχτάμε με την τοτεμική Τούλα, που παρέα με τα σκού -ρα της γυαλιά πίνει συνέχεια, την Τζέλα με γεύση λικέρ-ρο-δάκινο, που τρέχει πίσω από καλέσματα ανεμοδαρμένων ε-ρώτων, τον Κυριάκο Κρόκο με το βυζαντινό λίμνασμα του κε -ριού που τρεμοσβήνει από σύθαμπο ευαισθησίας και νικοτι-νίασης, τη ρίτα, σταθερή αξία κραξίματος, μπουγελώματοςκαι κατουρήματος αγνώστων, και σπανιότερα γνωστών, «Ά-μα δε βρεις κανέναν να κανιβαλίσεις, θα κανιβαλίσεις τον κολ -λητό σου», τη Μαιρούλα, που προσπαθεί να βάλει σε τάξη ταδιαλυμένα κομμάτια της με βρεφικό τρόμο, τον Γιώργο, πουκάνει ό,τι δεν έκανε στην εφηβεία του με φανατισμό επαγ-γελματία μαφιόζου, τη Μαρία με τον Κώστα –καθημερινέςαπούσες παρουσίες, σαν προβολές πάνω σε ρυζόχαρτο–, τονΑντώνη με το ξεσαλωμένο τσουλούφι, τη σουρρεάλ λογο-διάρροια και τις εστεμμένες αντίκες, τη Λυδία, ανάμεσα σεπατέρα και γιο να ακροβατεί σε ζόρικη ανισορροπία, και το

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 124

ζεύγος Μαρί-Λουίζ Μπαρτόλομιου – Νίκου Νικολαΐδη, σκη-νοθέτη του φιλμ Lacrima Rerum και της Ευρυδίκης, που μαςκαλούν συχνά στο σπίτι τους στην Πολιτεία για συνεργασίασε μια ταινία με τίτλο Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα.

Τους έχω συστήσει τον Άλκη ένα βράδυ στην ινδομαροκι-νή κιβωτό της Ήβης στον περιφερειακό του Λυκαβηττού, μεαχνιστό τσάι και σπιρίτσουαλ οριενταλιστικό φευγατιό, διαν -θισμένο από ροκ εντ ρολ θρύλους για γατίσια νυχτοπερπατή-ματα σε μητροπολιτικές ζόρικες γειτονιές.

Ο Νίκος ενθουσιάζεται με τις ιστορίες του φίλου μου, τιςπεριπέτειές του, το στυλ, τα ντραμς και τον χρήζει βασικόμέλος των Κουρελιών, συνδετικό κρίκο, που με την παιδικήαιχμηρότητα του Βαλαβάν, την ωμότητα της ρίτας, τη φα-ντασματική υγρασία της Όλιας και τον ακτινογραφικό μετεω -ρισμό μου, θα μπούνε στην περιπέτεια να τραγουδήσουν ακό-μα ντε κουρελέ.

Στις συναντήσεις μας, που όλες εξελίσσονται σε συμπόσιααπ’ τη συντονιστική μητρικότητα της Μαρί-Λουίζ σε θέματαροής, ευ ζην και ενδυματολογίας, ο σκηνοθέτης μας –αν καισυχνά αποσυντονίζεται απ’ τις καταιγιστικές ερωτήσεις τουσυνεπαρμένου Άλκη γύρω από χαρακτήρες, σχέσεις ηρώωνκαι δράση, και καλά κάνει, σαν παιδί που περιμένει απαντή-σεις στρίβοντας μηχανικά τις ξανθές φαβορίτες του– κατα-γράφει εντέλει υλικό, πλέκει διαλόγους, πλούσια συγκομιδήαπό τις προσωπικές ιστορίες όλων μας, και το σενάριο τωνΚουρελιών αρχίζει να παίρνει μορφή.

Ο Μάιος, λες και του το κάνει δώρο, βρέχει συνεχώς· ιδεώ -δης ατμόσφαιρα για την ταινία του. Ο διευθυντής φωτογρα-φίας Σταύρος χασάπης και οι βοηθοί στήνουν υποβλητικούςχώρους κάτω απ’ την μπαγκέττα του Νίκου, που ξέρει ακρι-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 125

βώς τι θέλει από κάθε πλάνο, επιμένει στη γωνία λήψης καιτην ακρίβεια του κάδρου που αντιστοιχεί σε κάθε ήρωα.

Συνεργαζόμαστε σφιχτά και με αποτελεσματικότητα ε-ντός των ημερών γυρίσματος, υπάρχει επικοινωνία ανάμεσάμας, έχουμε όλοι επαφή, κάνουμε παρέα καιρό –γεγονός κά-πως ζόρικο για το ηθοποιηλίκι, γιατί πρέπει να πείσεις τονάνθρωπο που τον βλέπεις κάθε μέρα διαφορετικά–, αλλά αυ-τό μπορεί να μας βγει σε καλό, όλοι μας είμαστε σε εγρήγορ-ση, συγκεντρωμένοι και συγκεκριμένοι, σε σημείο που σκη-νές προγραμματισμένες για εβδομαδιαίο γύρισμα –όπως τοδείπνο στο τραπέζι μ’ όλη την παρέα– να προκύπτει μέσα σεδύο νυχτερινά, γιατί οι ηθοποιοί, οι τεχνικοί, όλοι, είναι σε ε-τοιμότητα και πετυχαίνουν το ζητούμενο χωρίς πολλά πολλά,συχνά με την πρώτη λήψη.

Έχω στιγμές που αμφιβάλλω για τους ήρωες της ταινίας,μου φαίνονται όλοι φαντάσματα του Νικολαΐδη, του το λέω σ’ένα διάλειμμα, δεν λέει όχι.

«Τι άλλο είναι το σινεμά από ιστορίες φαντασμάτων;» χα-μογελάει.

Νομίζω ότι μεταξύ άλλων του αρέσουμε για το θάρροςτης γνώμης μας, απόδειξη ότι σ’ ένα διάλειμμα που μιλάμεγια τις αμοιβές μας και το φως κόβεται ξαφνικά –γεγονόςπου θα ανέβαλε την επίλυση του καυτού θέματος των χρημά-των–, επιμένω να συνεχίσουμε την κουβέντα μέσα στο σκο-τάδι, γιατί για τον Άλκη κι εμένα τα φράγκα είναι θέμα στοι-χειώδους επαγγελματικής συναλλαγής, δεν λέει όχι και ταβρίσκουμε και ερμηνευτικά και οικονομικά.

Όχι ότι θα γίνουμε εκατομμυριούχοι κάνοντας θέατρο ήσινεμά στην Ελλάδα, αλλά οπωσδήποτε αμοιβή και με συνέ-πεια. υπάρχουν ηθοποιοί που κάνουν δώρο την αμοιβή τους

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 126

στην ταινία, όταν τίθεται θέμα στενότητας παραγωγής, άλλοιείναι τόσο φευγάτοι, που το χρήμα δεν τους αφορά, είναι τόσοευτυχισμένοι με ποτό ή φούμες, κι άλλοι με σκληρή γλώσσακαι άκαμπτο ύφος διεκδικούν μέχρι την τελευταία δεκάρα μεαπειλές και νταηλίδικες διεκδικήσεις.

υπάρχει βέβαια και η απαλή δράση. Και κάνει δουλειά.

Η ρίτα, ως μπλε ελεκτρίκ νυχτερίδα με μάσκα και ωμή θη-λυκότητα, ο Άλκης με δερμάτινο τζάκετ πιλότου και ξανθόανησυχητικό αδιέξοδο, ο Βαλαβάν με παιδικό μοντγκόμερυκαι αλυσίδες στα χέρια να κροταλίζουν επικίνδυνα κι εγώ μεκόκκινο σατέν μπέιζμπολ τζάκετ και τις απροσδιόριστες δια-θέσεις μου πάμε μια βραδινή βόλτα μέχρι να ετοιμαστεί το επόμενο πλάνο, εκεί γύρω απ’ τον κήπο της βίλλας στην Πο-λιτεία.

χαζεύουμε τις πυκνές γκριζολαδί δενδροστοιχίες με τηνκαγκελωτή περίφραξη στο φόντο και τις φυμέ λιμουζίνες σεπρώτο πλάνο, μπροστά από λουλουδιασμένα πεζοδρόμια, ό-ταν ήχοι τζαζέ μουσικής φτάνουν στ’ αυτιά μας.

«Είναι ζωντανή ορχήστρα», αφουγκράζεται ο Άλκης. «Και παίζουν και καλά», συμπληρώνει ο Βαλαβάν.Πλησιάζουμε τον τεράστιο περίβολο μιας βίλλας πνιγμέ-

νης σε πρασινάδες, το χαμηλό πεζούλι είναι πρόκληση.«Ελάτε, ρε, τι κοιτάτε;» πηδάει πρώτη μέσα η νυχτερίδα. Σκαρφαλώνουμε, διασχίζουμε δρομάκια κήπων ανάμεσα

σε αποθήκες και ξενώνες, βρισκόμαστε πίσω απ’ τις πλάτεςτων μουσικών.

Μπροστά απ’ την εξέδρα το κατάμεστο γκάρντεν πάρ-τυ –τίγκα στα γκρι κουστούμια, στους κοντοκουρεμένους

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 127

σβέρκους, στα κοντά μπατζάκια πάνω από άσπρες κάλτσες,τις μπρονζέ ξανθιές με τις ντεκολτέ τουαλέττες και τις αλα-ζονικές γάμπες της προαστιακής αφθονίας, με τα καλοκουρ-ντισμένα γκαρσόνια– είναι στο φόρτε του.

Οι μουσικοί μάς κερνάνε ποτά και γουστάρουν τη νυχτε-ρίδα μας, που στροβιλίζεται κιόλας χορευτικά... Δεν μαςπαίρνει να ξεχαστούμε, έχουμε γύρισμα, την πιάνουμε αγκα-ζέ και πάμε για την έξοδο, κανονικά πια, έχουμε προσανατο-λιστεί, στα τελευταία βήματα πριν τη βαριά καγκελόπορτα,ανάμεσα σε σκοτεινά φυτά και περιγράμματα από κορμούςδέντρων δεξιά κι αριστερά μας, γυαλίζουν κάννες όπλων καιπόρπες, και κράνη, που μας παρακολουθούν σιωπηλά και μεένταση. Κάτι τρέχει; Μήπως μπήκαμε κάπου που δεν... Πούείμαστε;

«Ποιο, αυτό απέναντι διαγώνια;» μπήγει τα γέλια ο σκη-νοθέτης μας. «Πήγατε έτσι ντυμένοι, σαν συμμορία, στη βίλ-λα του σταθμάρχη της CIA επειδή είδατε πως έχει πάρτυ;Μαρί-Λουίζ, ακούς; Είστε τρελοί, ρε σεις;»

«Ναι είμαστε τρελοί, κι εμείς κι εσύ, και γι’ αυτό κάνουμεπαρέα και ταινία», λέμε.

«Άντε, ρε, CIA!» κάνει ο χρήστος. «Αν και στο τέλος κα-ταλάβαμε ότι κάτι έτρεχε με τους οπλισμένους φρουρούς στοσκοτάδι...»

«Απ’ την ορχήστρα φάνηκε, ρε σεις, Αμερικάνοι απ’ τηΒάση», το κλείνει ο Άλκης.

Πέφτουν αμάν και γέλια.

Έχω την εντύπωση ότι τα καμώματα και οι ιστορίες των Κου -ρελιών μπρος σ’ αυτά που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια των

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 128

γυρισμάτων φαντάζουν αστειάκια, μ’ αυτή την εμμονή στηνκουρελαρία· είμαι σκεφτικός. Συμμετέχω φυσικά, αλλά απόαπόσταση, δεν έχω πειστεί για το αν οι ήρωες αξίζουν τον κό-πο. Σ’ αντίθεση με τον Άλκη, που καταθέτει την αλήθεια τουκαι πιστεύει σ’ αυτό που κάνει, εγώ απέχω. Παίζω τον από-ντα έτσι κι αλλιώς –σεναριακά αυτοκτονώ– κάποια σύμπτω-ση. Αλλά σίγουρα ο σκηνοθέτης μας ξέρει από δοσολογία καιχημεία και λατρεύει το μοντάζ. Με το που τελειώνουν τα γυ-ρίσματα, σταματάνε και οι βροχές, με το καλοκαίρι να εισβάλ -λει καυτό, ταξιδιάρικο και ερωτικό.

Ο Άλκης πάει στη Νέα υόρκη μέσω Μαρόκου κι εγώ πηγαι-νοέρχομαι σε παραλίες παρέα με μια αγγλιδούλα, υπότροφοτης αρχαιολογικής βρετανικής κοινότητας, που της αρέσει ητέχνη και το σεξ καθ’ οιονδήποτε τρόπο, οποιαδήποτε ώρακαι στιγμή μέρας και νύχτας.

Ξεχνιέμαι εξερευνώντας το μισχοειδές κορμί της Τζωρ-τζίνας, με τους κυματισμούς, τα λακκάκια και τα λοφάκια, α -πολαμβάνοντας τα μακράς διαρκείας οργασμικά κοριτσίστι-κα επιφωνήματά της, τα νυχτερινά κυνηγητά στο δάσος τουΛυκαβηττού, νύμφη και σάτυρος εν δράσει, ξεγύμνωμα καιλαχανιαστό κατρακύλημα πάνω σε πευκοβελόνες και πετρα-δάκια που γρατζουνάνε, ξημερώματα, με τον ήλιο να ροζίζειτον ουρανό και να φωτίζει την ασορτί μεταξωτή επιδερμίδατης, που δίπλα στα μαυρισμένα μέλη μου η εικόνα με ξεση-κώνει άγρια: εκείνη ροζέ ξανθομελιά κι εκείνος σταρένιος καισκούρος, λειτουργώ ακόμη με εικόνες που ’χω δει στη σκηνή,στο σινεμά, στα περιοδικά...

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

o

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 129

Το τηλεφώνημα της Ντομινίκ απ’ το Παρίσι που ονειρεύεταιδιακοπές στα ελληνικά νησιά είναι καλή ιδέα, με βρίσκει ό-μως χωρίς φράγκα –και μάλιστα για διακοπές– συν το σω-ματικό δέσιμο με την Τζωρτζίνα.

Δεν το σκέφτομαι πολύ κι έτσι η αγγλιδούλα μου περνάειστα μαλακτικά χέρια του Πέτρου του δύτη, που τη γουστάρειτρελά για το άγουρο σεξαπήλ της, κι όσο για φράγκα, κάτιπρέπει να σκαρφιστώ.

Στης Ήβης, που λείπει στη Μύκονο, το απόγευμα που ταλέμε με τον Εντουάρντο για ταξίδια και φευγατιά, ρίχνω μιασπόντα για την αφραγκία μου και ο κομψός χιλιανός, με ά-νεση δεξιοτέχνη της τράπουλας, μου μοστράρει ένα χοντρόμάτσο δυόμισι εκατομμυρίων σε δολλάρια και χιλιάρικα,«Ευτυχώς μου φτάνουν για να κάνω με τα μισά διακοπές καινα με περιμένουν κι άλλα τόσα όταν γυρίσω», και κλείνονταςτην επίδειξη καβαντζώνει το μασούρι κάτω απ’ το στρώματου με ένα ψεύδισμα κοσμοπολίτικης ντροπαλοσύνης, αλλάχωρίς ίχνος γενναιοδωρίας.

Θα μπορούσε να μου κάνει πάσα ένα μικρό ποσό, μια καιβρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από μένα, κάποια στιγμήθα του τα επέστρεφα, σιγά το θέμα. Δεν εξυπακούεται; Γιανα του ζητήσω αποκλείεται, δεν μου βγαίνει. Ξέρω τι θα κά-νω. Θα τα πάρω μόνος μου, εκατόν πενήντα χιλιάδες μου εί-ναι αρκετά, και κάποια στιγμή θα τα βάλω πίσω στη θέσητους. Αυτό. Η Ντομινίκ έρχεται αύριο, Παρασκευή. Θα φύ-γουμε για χίο, Μυτιλήνη.

Η Δέσποινα μας παραχωρεί το λιτό δώμα της ταράτσας τουνεοκλασσικού που δεσπόζει στο κέντρο του λιμανιού της χίου

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 130

μαζί με την γκαλερί λόγου και τέχνης, ταξιδεύοντας φιλότε-χνους σε ψυχανέμισμα και μυστικιστική εμπειρία.

Επισκέψεις και δείπνα σε ερημωμένα αρχοντικά, που λει-τουργούν περιστασιακά από κάποιο εγγονό κληρονόμο, κά-τοικο Ζυρίχης, με σπουδές στη Φιλοσοφία της Θεολογίας, καιεπιδείξεις μασσάζ και ενεργειακής αποφόρτισης απ’ τον Μι-χάλη, με παράλληλες επιδόσεις στο ταμπουρέ, στη φλογέρακαι τη φωτογραφική μηχανή.

Αισθάνεται φωτισμένος, λέει, και μπορεί να φέρει εις πέ-ρας το φιλμάρισμα μιας ταινίας με κινηματογραφική μηχανή,χωρίς πείρα, γιατί αισθάνεται «ότι έχει ανοίξει ο ορίζονταςκαι μπορώ να κάνω πράγματα μαγικά, επειδή το πνεύμα μουείναι ανοιχτό... έχει να κάνει και με τα τσάκρας...». Με τηνΝτομινίκ μένουμε άφωνοι και καθηλωμένοι απ’ τη δύναμητης άγνοιάς του, αλλά και το θάρρος της γνώμης του. Άμακάποιος πιστεύει ότι είναι αναγεννησιακός από κάποια επι-φοίτηση, γιατί να του το χαλάσεις;

Λέμε να κοιμηθούμε στην παραλία με τα μαύρα βότσαλα έ-να βράδυ που μια παρέα Ελληνοαμερικάνων ανάβει φωτιές καιτραγουδάνε ανακατεμένοι με χύμα φαντάρους, που ψάχνουνγια περιπέτειες, αλλά τελικά το αφήνουμε για άλλη φορά.

Το καρπούζι και το ανθότυρο με μέλι στο λιμάνι, καθώς πε-ριμένουμε το πλοίο για τη Μυτιλήνη, νυχτιάτικο, είναι αξέ-χαστο. Κάποια γεύση.

Κοιμόμαστε στο κατάστρωμα, πάνω σε μια φαρδιά ξύλι-νη κασσέλα, αγκαλιά και φευγάτοι.

Ανοίγω τα μάτια μου απ’ τον ήλιο, με την Ντομινίκ μισο-ριγμένη πάνω μου, τα βλέφαρά μου τσιτώνουν απ’ τον καβάλ -

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 131

λο ενός γκριζόμαυρου τζην, τεζαρισμένου από ένα long sizeμαραφέτι, μάλλον σε διαδικασία στύσης, που μου κόβει τηθέα του καταστρώματος. Ο άντρας είναι σκούρος, με σκούραγυαλιά και μου μιλάει σε τηλεγραφικά αγγλικά.

«Σε βλέπουμε-με φίλο μου-να-κοιμάσαι-αγκαλιά-με κο-ρίτσι-και-ευχαριστιόμαστε», κατεβάζει τα γυαλιά του απ’τα υγρά μάτια με την πρωινή καύλα. «Φτάνουμε-Λέσβος-αν-δεν-έχει-δωμάτιο Hotel-εμείς, εγώ, έχω-σπίτι-στη θάλασ-σα-και σκάφος-μπορείτε-μείνετε-μαζί μας-να ευχαριστιόμα-στε-όλοι μαζί-εμείς- καλοί-Αιγύπτιοι...»

Η Ντομινίκ αναδεύει τις βλεφαρίδες της πάνω στο σαγόνιμου με μωρουδιακά μουρμουρητά. Της εξηγώ την κατάσταση.

«Δε μας ενδιαφέρει», μου πετάει και σφίγγεται πάνω μουβυθισμένη.

Η ογκώδης αιγυπτιακή φιγούρα απομακρύνεται αθόρυβαόπως εμφανίστηκε. Ήταν όνειρο; Έγινε στ’ αλήθεια;

Το μεγάλο πέτρινο σπίτι στον Μόλυβο με τις βεράντες καιτην καταπράσινη αυλή είναι καθαρό, με ευρύχωρα δωμάτιααπό ξύλο, πάνω κάτω όλα νοικιασμένα από πολύχρωμουςτουρίστες που εναλλάσσονται, αλλά σε κάνει ωτακουστή. Δενυπάρχει μόνωση, ακούγονται τα πάντα: ψίθυροι, καυγάδες,σκληρό σεξ, τρυφερότητες μαξιλαριών και φλασιές νερού απ’τα καζανάκια.

Η τοξωτή παραλία είναι υπέροχη, όλη μέρα μάς ψήνει ο ή-λιος, πάμε απ’ το πρωί και φεύγουμε αργά το απόγευμα, μετην Ντομινίκ να ρουφάει τα Εκατό χρόνια μοναξιάς στα γαλ-λικά και να ’χει ταυτιστεί με την ωραία ρεμέδιος, ένοπλοιφαντάροι πίσω από ξερολιθιές να την κιαλάρουν, γκαρσόνια

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 132

μόλις να ισορροπούν τους φορτωμένους δίσκους τους όποτεεμφανίζεται με το λευκό μαγιώ, που στεγνώνει πάνω στηνμπρονζέ κοριτσίστικη φιγούρα της.

Τη λατρεύω κι όταν κοντοστέκεται στις ανηφόρες για μιαστάση να συνέλθει, εύχομαι να είχα μαγικές ικανότητες ναρουφήξω και να φυσήξω μακριά αυτό το άσθμα που την τα-λαιπωρεί.

Η πανσέληνος φορτίζει τις νύχτες μας με ακαταλαβίστι-κες εντάσεις... Στην ντίσκο, ιδρωμένος από το χορό κι ακου-μπισμένος στο σκαμπώ του μπαρ για μια ανάσα με παγωμέ-νη βότκα, απολαμβάνω την ωραία ρεμέδιος, συνεπαρμένηαπ’ τη μουσική, μεταμορφωμένη και εξωτική, που χορεύειμόνη της, να μου κάνει σινιάλα και να μου στέλνει φιλιά απ’την πίστα, όταν ένας μαυριδερός, όρθιος μπροστά μου –μεγυαλιστερό σβέρκο, άσπρο σακάκι, γυμνός από μέσα και τοπλακέ μπουκαλάκι κονιάκ να ξεμυτίζει απ’ την κωλότσεπητου τζην του–, νομίζοντας ότι είναι γι’ αυτόν, της ανταποδίδειφιλιά και σινιάλα.

Καθώς η Γαλλίδα μου έρχεται προς το μέρος μου, ο άγνω-στος της φράζει το δρόμο μ’ ανοιχτή αγκαλιά κι έτοιμος γιαδράση, τον παραμερίζει έκπληκτη και παραπατώντας σφη-νώνεται ανάμεσα στα πόδια μου, ο τύπος μάς κοιτάζει σαν ναπροσπαθεί να λύσει κάποιο γρίφο, του χαμογελάμε και τηνκάνει. Πάλι καλά.

Επιστρέφοντας στον ξενώνα μας αργά, μέσα από χωμα-τόδρομους, κάτι φουρφουρίζει πίσω από ένα πυκνό, κοντόθα-μνο κηπάκι, το άσπρο σακάκι με το ιδρωμένο στήθος πουγυαλίζει πετιέται μπροστά μας· μιλάει σπαστά ελληνικά.

«Εγκώ αγκαπάω σας πολύ... είμαι Τούρκο... ντεν έχωχαρτιά... ήρτα κρυμμένος σ’ ένα φορτηγάκι... ντουλεύω λίγο

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 133

σε μία ταβέρνα, στην κουζίνα, για χαρτζιλίκι... Έχω ποτό μα-ζί μου και είναι φεγγάρι... είμαι πολύ καλός και σας αγαπάωπολύ και τους δυο, θέλω να μπω ανάμεσά σας... αγκαλιά κι ε-γώ... μαζί... μη μου πεις όχι... πάρτε με στο κρεβάτι σας...»

Μεταφράζω στην ασθμαίνουσα αγαπημένη μου.«Ο Τούρκος θέλει ménages à trois».«Μπορεί να είμαι λειώμα, αλλά όχι τόσο που να μην κατα-

λαβαίνω τι μου γίνεται, κι αυτά δε μ’ ενδιαφέρουν, μ’ έναν ά-γνωστο, τι λες τώρα...»

«Δεν προτείνω τίποτα, σου εξηγώ τι συμβαίνει».Αποφεύγουμε τον θερμόαιμο φυγάδα με πολύ κόπο μόλις

έξω απ’ την πόρτα του δωματίου μας.Πέφτουμε στο κρεβάτι με τα ρούχα, ξεθεωμένοι απ’ το

μεθύσι και την πανσέληνο. Δεν μιλάμε. Οι από πάνω δίνουνπαράσταση με σομιέδες που γρυλίζουν, ανάσες που αγκομα-χούν, κορμιά που πέφτουν στο πάτωμα, η καρέκλα με ταρούχα τους και τα κέρματα που κατρακυλάνε, το σούρσιμογονάτων, το σφήνωμα ανάμεσα σε κομοδίνο και σερβάν μάλ-λον, το πορτατίφ που γκρεμίζεται, αχ, όουχ, τι σου κάνω, τιμου κάνεις, ποιος σε τρώει, ποιος και το γκραν φινάλε με τοηδυπαθές γκάρισμα.

«Τη σκοτώνει;» ψιθυρίζει η Ντομινίκ σχεδόν τρομοκρα-τημένη.

«Τη γαμεί, ηρέμησε».

Παίρνουμε πρωινό στον κήπο. Είμαι περίεργος για τον χθεσι-νοβραδινό οργασμικό σεισμό. Ποιοι μπορεί να ’ναι;

Το ζευγάρι που κατεβαίνει απ’ την εξωτερική σκάλα κά-θεται στο διπλανό τραπέζι, μ’ εκείνον να παραγγέλνει και να

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 134

καταβροχθίζει τον άμπακο και την ξανθιά του ν’ ανεβαίνει ναπάρει τα γυαλιά της που ξέχασε.

Η Ντομινίκ πάει στην τουαλέττα. Ο νταβραντισμένος σα-ραντάρης, κατράμι απ’ την ηλιοθεραπεία και την καθολικήτριχοφυΐα, με καλημερίζει.

«Ξένη είναι η δικιά σου;»«Ναι, Γαλλίδα, εσείς;»«Εγώ κάνω τροφοδοσία κρεάτων σε κρουαζιερόπλοια, η

δικιά μου είναι γραμματέας σ’ ένα εφοπλιστικό γραφείο, εί-μαστε εδώ κάπως ινκόγκνιτο... για πάρτη της, όχι για μένα,έχω σκάφος, άμα γουστάρεις, πάμε καμιά βόλτα να παίξουμεκαι λίγο με τις γκόμενες, η δικιά μου κάνει ό,τι της πω, η δι-κιά σου είναι άνετη ή...»

«Μπα, δε γουστάρει, ευχαριστώ για την πρόταση, αλλάδεν... άσε που νόμιζε χτες τη νύχτα ότι σκοτωνόσαστε...»

«Ε, έτσι τη βρίσκουμε εμείς».«Καλά κάνετε, απλώς ακουγόταν σ’ όλο το σπίτι και...»«Στην καραπουτσακλάρα μου...»«Δεν αμφιβάλλω».Τι περίεργο, κάθε φορά που δένομαι ερωτικά με μια τύπισ-

σα και περνάμε καλά μαζί, μας γίνονται προτάσεις για τρίο,παρτούζες και παρσίματα... Άραγε εκπέμπουμε πρόσκλησηγια σεξ; Δείχνουμε ανοιχτοί και απελευθερωμένοι; Γκαρσό-νια, ταξιτζήδες, εύποροι μεσήλικες προτείνουν περιπέτειεςκρεβατάμπλ, «Είσαι να τη βρούμε όλοι μαζί, αγορίνα μου;».

Η τοξωτή παραλία είναι σχεδόν άδεια. Η Ντομινίκ ολόγυμνηκοιμάται με τον ήλιο να τη σιγοψήνει και το ανοιχτό βιβλίοτου Μαρκές πασαλειμμένο από αντιηλιακά, χυμούς φρούτων

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 135

και καφέδες, να σκιάζει το πρόσωπό της. Την πιτσιλάω μενερό απ’ τη θάλασσα και τραβάω φωτογραφίες από διάφορεςγωνίες, καθώς θυμάμαι το Μπλόου απ του Αντονιόνι.

Δύο φαντάροι εν πλήρη εξαρτύσει πηδάνε την ξερολιθιάμε τα γαϊδουράγκαθα και τα φραγκόσυκα και έρχονται προςτο μέρος μας.

«Γιου φώτογκραφς;» μου κάνει ο ένας.«Ναι, φωτογραφίες».«Μάγκαζινς φώτογκραφς;»«Όχι, δεν είμαι επαγγελματίας φωτογράφος, αλλά γιατί

μιλάτε ξενικά, Έλληνας είμαι...»Η γυμνή μου ξυπνάει και προσπαθεί πρόχειρα να καλύψει

το σπαρταριστό στήθος της με ένα μικροσκοπικό μπικίνι,χωρίς να τα καταφέρνει.

Πέφτουν γέλια, οι φαντάροι ξεμακραίνουν, έχω ιδρώσει.Λαχταράω λίγη δροσιά.

«Πάμε να χωθούμε κάπου σκιερά;»«Α, όχι, μ’ αρέσει το ψήσιμο κάτω απ’ τον ήλιο, γιατί δεν

ξαπλώνεις δίπλα μου για αγκαλιές και φιλιά...»«Γλυκιά μου, πάμε τουλάχιστον εκεί στην άκρη, που τα

βράχια κάνουν λίγη σκιά...»

Παρ’ όλες τις επιφυλάξεις μου για το πνεύμα της ταινίας τωνΚουρελιών, οι εκδηλώσεις του κόσμου στην πρεμιέρα τηςστο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι αποθεωτικές.

Ο Άλκης μου τηλεφωνεί και μου μεταφέρει το κλίμα, τονενθουσιασμό, τις αντιδράσεις, τη γενναιοδωρία των παλιώνηθοποιών, που συγχαίρουν με θαυμασμό, τη ροκ εντ ρολ φυ-λή της συμπρωτεύουσας που μας λατρεύει εν μιά νυκτί, κάτι

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 136

συγκαμένους φιλότεχνους που εντοπίζουν στα Κουρέλια έλ-λειψη ελληνικότητας και τα σχόλια του χρήστου Βακαλό-πουλου, που βρίσκει ότι το φιλμ του Νικολαΐδη από πλευράςαισθητικής και μυθοπλασίας προσώπων παραπέμπει στοστυλ της Λένυ ρίφενσταλ. Ε, και; Αυτό είναι μομφή; Δεν ξέ-ρω κανέναν κινηματογραφιστή που να μην έχει ενδώσει στηγοητεία του κάδρου της.

Όταν η ταινία βγαίνει στις αίθουσες φορτωμένη από βρα-βεία: Σκηνοθεσίας, Ερμηνείας Βαλαβάν, Μοντάζ, Ήχου,Κρατικό Βραβείο της Ένωσης Κριτικών, και το μύθο του ροκεντ ρολ, που και νεκρούς ανασταίνει, κάνει ουρές, πολλά εισι-τήρια για την εποχή, γίνεται σημείο αναφοράς, αττάκκες, διά -λογοι κυκλοφορούν ως σλόγκαν, με τους συνομήλικους καιτους νεότερους να μας έχουν έναν έρωτα που κρατάει.

Δεν την είχα εκτιμήσει στα γυρίσματα κι έπεσα έξω. Όχιαπό πλευράς σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας –αυτό ήταν σαφέςαπ’ το πρώτο πλάνο–, αλλά γι’ αυτή την άμεση επικοινωνίαμε τους θεατές! Τόσος κόσμος υπήρχε που ταυτιζόταν, γού-σταρε και ξαναζωντάνευε παρακολουθώντας τον ευαίσθητοκυνισμό, τον ξεσηκωτικό κανιβαλισμό και την κομψή αλη-τεία των Κουρελιών...

Έχω ν’ ακούσω τη φωνή της Ζουζούς Νικολούδη κάποια χρό-νια κι όταν μου τηλεφωνεί για να μου προτείνει να πάρω μέ-ρος σε μια επετειακή αναβίωση των χορογραφιών της, μένωάφωνος. Όταν συνέρχομαι, προσπαθώ να της εξηγήσω ότιδεν χορεύω πια, δεν έχω σχέση με το χορό, εδώ και δέκα χρό-νια μού ’χει τελειώσει. Δεν το πιστεύει και ορίζει ημερομηνίαπρόβας.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 137

Πηγαίνω σε ένα άνετο στούντιο πίσω απ’ το γήπεδο τουΠαναθηναϊκού, έχοντας ξεθάψει από παλιές βαλίτσες τα α-πομεινάρια της χορευτικής μου φάσης –μάλλινα ολόσωμα,γκριζόμαυρες γκέττες, ζαρωμένα μποττίνια τζαζ–, η Ζουζούπατάει το κουμπί στο μαγνητόφωνο για να θυμηθούμε... Δενθυμάμαι τίποτα, μου είναι αδύνατον να σηκώσω την παρτε-ναίρ μου, αισθάνομαι ξερός, δύσκαμπτος, χωρίς ρευστή ενέρ-γεια, μου λείπει τελείως ο μυϊκός τόνος.

Βρισκόμαστε δυο τρεις φορές μέσα στη βδομάδα, με τοκορμί να με πονάει παντού, έχω πιαστεί φριχτά, νιώθω σκου-ριασμένος.

Η χορογράφος μου δεν το πιστεύει, η Σοφία Σπυράτου,συνεργάτης της, που της έχω μιλήσει για την αποχή μου απ’το χορό, το καταλαβαίνει.

Βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να πρέπει να αποχωρήσωενώ έχω εισπράξει προκαταβολή απ’ τη γενναιόδωρη Ζουζού,που αρνείται την επιστροφή για ένα γεγονός μη γενόμενο.Σαν να μου χαρίζει το ποσό για να συνέλθω απ’ το πιάσιμο.

Αλλά σίγουρα βάζει τέλος σε οποιαδήποτε χορευτική μουπιθανότητα, γιατί είμαι τελείως αλλού. Μάλλον έχω εθιστείστον κακώς εννοούμενο θεατρικό ρεαλισμό, όπου ο χορός, ηκινησιολογική καλλιέργεια, η φίνα ροή θεωρούνται εξεζητη-μένα ντεζαβαντάζ, γιατί δεν έχουν καμία σχέση με την καθη-μερινότητα του ανθρώπου της διπλανής πόρτας και το σκε-πτικό αυτού του ρεαλισμού τον θέλει άξεστο, ακαλλιέργητο,άμουσο, τραχύ, μονοκόμματο και ωμό, αλλά τίμιο και ψυχο-πονιάρη, κάτω απ’ την επιστασία της Αριστεράς, μανούλα του«αγνού παρθένου λαού μας».

Επειδή όμως κάτι φαίνεται να αλλάζει, κάτι να τραβάει τοδρόμο του, τα γεγονότα τρέχουν με χίλια, πέφτουν σιγά σιγά

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 138

μάσκες, αναδύονται υπεροπτικές κάστες απόλυτης γνώσης,παραδοσιακές περήφανες στάσεις ζωής χλωμιάζουν, ο χορόςτους σβήνει, το τραγούδι τους δεν ακούγεται πια, προκύπτειμια ασυντονισία, ένας μετεωρισμός, κανείς δεν ξέρει πια τι α-κριβώς να κάνει και συχνά, συχνότατα, μονίμως διαφεύγει τοθέμα... Ποιο είναι το θέμα αλήθεια;

Και αν ο αντρικός πληθυσμός δείχνει σκεφτικός, κάπως α-μήχανος, η γυναικεία αύρα ξεχύνεται με συμφιλιωτική εγρή-γορση σε διευκόλυνση για προσέγγιση και λειτουργικότητα.Ναι, οι γυναίκες κάνουν παιχνίδι, τυλιγμένο από τρόμο για τοάγνωστο και αισιοδοξία για τη φάση.

Όχι, δεν έχω αισθανθεί ποτέ μου φεμινίστρια –δεν πρόκει-ται γι’ αυτό–, αλλά για το δικαίωμα να ζεις ασχέτως φύλου,ηλικίας, οικονομικής επιφάνειας και σπουδών, όπως αγαπάς,και μόνος και με άλλους.

ροκ συναυλίες σε Λυκαβηττό και Παναθηναϊκό, ταξιδιάρικαξενύχτια, περαστικοί έρωτες, έχω ξεχειλώσει. Λίγο συμμά-ζεμα δεν βλάπτει.

Ανεβαίνω στον Βόλο για πρόβες στις Δούλες του Ζενέ,φθινοπωρινές μπόρες, διαβάζουμε το έργο – ο Σκυλοδήμος, οΤράντας κι εγώ πότε Σολάνζ, πότε Κλαίρη, πότε Μαντάμ,τους τρεις ρόλους εναλλάξ. Ενδιαφέρον είναι. Η ερμηνευτικήμας σχέση με τον Νίκο περπατάει σε μονοπάτια αποκάλυ-ψης, με το σκηνοθέτη μας να φέγγει σιωπηλός.

Το σχέδιο παραμένει να το παίζουμε εναλλάξ με τον Γκο-

ντό, που σημαίνει ότι ο χειμώνας θα πρέπει να βγει εδώ πάνω,στα χιόνια, στις βροχές και στην καλογερίσια ζωή... Όχι, όχι,δεν γίνεται. Φεύγω. Ο Νίκος, που δεν το πιστεύει ότι με τέτοια

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 139

ευκολία εγκαταλείπω, μέχρι το σταθμό λεωφορείων μού κάνειστενό μαρκάρισμα. Ο Σπύρος, πιο χαλαρός, παραδέχεται ότιθα του λείψει η καλόγουστη επιστασία μου, αλλά «τη ζωή, βρεπαιδί μου, ο καθένας θα τη ζήσει όπως αυτός νομίζει...».

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 140

τ ρ ι α

ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ, σ’ ένα στούντιο χορού απέναντι απ’ το DE -CADANCE και τον ΒρΟυΤΟ –γκρίζα στέκια διαφορετικών

καπνών και ασμάτων–, σε μια ανηφόρα της Βουλγαροκτό-νου, ξαναρχίζω να δίνω όχι ακριβώς μαθήματα χορού αλλάμια σειρά από ασκήσεις που κρατάνε το σώμα σε φόρμα, μέ-σα από μια αίσθηση επιμήκυνσης των άκρων, ξεκλειδώματοςτων κλειδώσεων και απελευθέρωσης της μπλοκαρισμένης ε-νέργειας.

Έχω αρχίσει και πρόβες με τη Στοά στο σπονδυλωτό έρ-γο του Μάριου Ποντίκα Εσωτερικαί ειδήσεις και κάτι μουμυρίζει ότι πάμε για καλή παράσταση.

Κάθε Κυριακή πρωί, δηλαδή κατά τις δέκα δέκα και μισή,δώδεκα δωδεκάμισι, μία μιάμιση, συναντιόμαστε στο διαμέ-ρισμα της Λιλής Ναζίρογλου και του Γιώργου Δάμπασηστους Αμπελόκηπους, και ανάμεσα σε καφέδες, τσάγια, ομε-λέττες, φρυγανιές και στη συνέχεια μεσημεριανό γεύμα, γρά-φουμε, σβήνουμε και καταλήγουμε σε σατιρικά σκετς για τηνκρατική τηλεόραση μιας ημίωρης εκπομπής με τον φανταιζίτίτλο Σατυρικόν. Φανταχτερά κουστούμια εποχής και δια-

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 141

χρονικής ζαβαρακατρανέμιας εναλλάσσονται με γυναικείεςπερρούκες πάνω σε αξύριστα αντρικά πρόσωπα με μουστά-κια, γαλάζια ταφταδένια κρινολίνα με τριχωτό αντρικό πόδινα ξεπροβάλλει πάνω σε ατλαζένια γοβάκια, ξίφη, μπέρτες,καπελλαδούρα, όλα υπονομευτικά ενός ξεθωριασμένου μεγα-λείου πάνω σε ινδολαϊκά άσματα για ερωτικά συντρίμμια καιτο σαράκι του ξενιτεμού.

Ο Πάνος χατζηκουτσέλης με μπριόζικη αιώνια εφηβεία,ο Βαλαβάν με πούρο τραπεζίτη ή νυχτικιά σκανταλιάραςμπέμπας, η Γιάνκα Αβαγιανού ως κουκλίτσα του βωβού μετην κουρντισμένη σύγχυση, η Τζέσυ Παπουτσή σε πόζεςκαλλονής με μυωπικό βλεφάρισμα και την ελιά να αλλάζειθέση στο πρόσωπο, τον Κοντογιαννίδη με την ντε λα μαγκένσοβαροφάνεια, την Κράλλη ως εξπρεσσιονιστικό νιμπελού-γκεν κι εμένα να μπαινοβγαίνω σαν από άλλη ταινία, το απο-τέλεσμα έχει κάτι το σουρρεαλιστικό. Στα γυρίσματα υπάρ-χει κέφι, ακριβέστατη εκτέλεση, ανάσες ευφορικής σαχλα-μάρας και κρυφή λαχτάρα για το απρόβλεπτο.

Ο Πάνος και ο Βαλαβάν, τρομερά ετοιμόλογοι στιχοπλό-κοι, πλουτίζουν με αποτελεσματικές αττάκκες τα σφιχτά τα-χυδράματα και ο απίστευτος Λυκομήτρος, με όλη την υποδο-μή του ροντήρειου τραγικού λόγου και το στήσιμο του αρχαιο -πρεπούς Μινωτή, στήνει μεγαλειώδεις παλιοκαιρίσιες ατμό-σφαιρες, για να τις γκρεμίσει στη συνέχεια με κάποια ωμή α-νατροπή μπρανκαλεονικής κουρελαρίας.

Συνεννοούμαστε με το σκηνοθέτη μας –λάτρη της πα-ρεΐστικης φάρσας– να του κρατήσουμε μυστικό το φινάλε-έκπληξη μιας σκηνής, για να δούμε πώς θα αντιδράσει. Ο Λυ-κομήτρος, ως Γάλλος ευγενής, με βυρωνικό κουστούμι, ξίφοςκαι περρούκα, κυνηγάει να συλλάβει τον κόμη Δράκουλα, που

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 142

τρομοκρατεί την περιοχή κι όλο του ξεφεύγει. Όταν επιτέ-λους με γραπώνει και με ρίχνει πάνω σε ένα πηγάδι, ακου-μπάει τη μύτη του ξίφους του στο στήθος μου και μου λέει, ό-πως ορίζει το σενάριο –tres dramatic–, «Τώρα ετοιμάσου ναπεθάνεις, άθλιε κόμη», τότε παίρνω μπρος:

«Σκότωσέ με, πόνεσέ με, χτύπα με, κάνε με ό,τι θες, αλλάφώναζέ με Ελένη», του πλασάρω κοριτσίστικα, ανοίγονταςτη μαύρη μακριά μπέρτα μου, για να ζουμάρει η κάμερα στακόκκινα σέξυ γυναικεία εσώρουχα, με τις ζαρτιέρες να συ-γκρατούν τις διάφανες μακριές κάλτσες. Μένει στιγμιαία με-τέωρος και ξαφνικά:

«Κι εμένα Ευλαμπία», αυτοξεφωνίζεται.«Στοπ, το ’χουμε», ακούγεται η φωνή του Δάμπαση απ’

τα μεγάφωνα. Πέφτουν χοντρά γέλια. Η εκπομπή κόβεται. Πέφτουν α-

κόμα πιο χοντρά γέλια.Βιντεοσκοπούμε τελικά μερικές κομεντί ως remakes, με

τη χρύσα Σπηλιώτη στο ρόλο της Νίνοτσκα, μόνο που τημοναχική φιγούρα της Γκάρμπο την παίζω μάλλον εγώ, πουακόμα και στις παρεΐστικες εξόδους μας επιμένω στο «I wishto be left alone».

Ο Γιάννης, ο γαμπρός μου, που οφείλει να απομακρυνθεί απ’την αδελφή μου τη Μαίρη και τα δύο παιδιά τους κατόπιν ψυ-χιατρικής σύστασης, εξαιτίας της επικίνδυνης συμπεριφοράςτου –μια άβυσσος ζήλιας, καταδίωξης, απειλών με μαχαίριατης κουζίνας και απόπειρες για βουτιά στο κενό απ’ τον πέ-μπτο σκαρφαλωμένος στο κάγκελο της βεράντας, με τον πα-τέρα μου να τον εκλιπαρεί να συνέλθει και τα μάτια των παι-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 143

διών μέσα στον λυγμικό τρόμο– μετακομίζει για λίγο μαζίμου και καλμάρει μέσα απ’ την ξένοιαστη αντροπαρέα, σου-λάτσα στα μπαρ και φούμες κατά βούληση.

Η Μαίρη, πελαγωμένη και ταγμένη στην οικογενειακή ε-νότητα, έχει κλατάρει, γιατί πρέπει να προσποιείται ότι είναικι αυτή χάλια, με σπασμένα νεύρα και καθημερινή φαρμα-κευτική αγωγή. Φυσικά τα φτύνει κρυφά, αλλά η παράστασητης συμπαράστασης εξαιτίας της κοινής τους μοίρας παίζε-ται μήπως και επιτευχθεί κάποιος χωρισμός, μια απομά-κρυνση... Θα μπορούσε ο Γιάννης να μπαρκάρει στα καράβια,να είναι μακριά, ν’ ανασάνουμε; Ο ίδιος ούτε να τ’ ακούσει,πεσμένος στο πάτωμα μου σφίγγει τα πόδια κλαίγοντας:

«Δεν έχω κανέναν άλλον εκτός απ’ τη Μαίρη και τα παι-διά, πού να πάω; Μόνος είμαι, καταλαβαίνεις, αδερφέ, μό-νος...»

Καταλαβαίνω και τη μοναξιά, αλλά και τις επιπτώσειςτης διαταραγμένης νικοτινιασμένης συμπεριφοράς του Γιάν-νη πάνω σ’ όλους τους άλλους.

Η άλλη μου αδελφή, η Δέσποινα, έχει στρέψει την προσο-χή της στα παιδιά, τη Μερόπη και τον Λάκη, που έχουν ανά-γκη από συμπαράσταση και ανόρθωση.

Ύστερα από μία βδομάδα μποέμικης –όσο γίνεται– ζωής,ο ανανήψας σύζυγος και πατέρας, γλυκός και ήρεμος, εκπέ-μποντας υγεία και δοτικότητα, επιστρέφει στο σπίτι τουςστην Καλλιθέα.

Έχει ακόμη κάποιες κρίσεις, που ξεθυμαίνουν, σαν να μηνμπορεί να τις φέρει εις πέρας, σαν να μετανιώνει που δημιούρ -γησε πάλι ανησυχητικές εντάσεις, αλλά κάτι έχει αλλάξει.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 144

Στη Μονεμβασιά, στα γυρίσματα της τηλεοπτικής σειράςΣυνυπάρχοντες, σε σκηνοθεσία του Πάνου Κοκκινόπουλου καιμεθυσμένη παρέα με τον χρήστο Τσάγκα, συμμετέχω με ό-ρεξη, καθώς ξεδιπλώνω την αλκοολική φιγούρα ενός Εγγλέ-ζου φιλέλληνα, αλλά ο χώρος μού φέρνει ασφυκτική κλειστο-φοβία και δεν βλέπω την ώρα πότε να τελειώσουν τα γυρί-σματα για να γυρίσω στην Αθήνα.

Η Ντέμη ξενυχτάει με τον Σταύρο και τον Τάσο –που πίνουνκαι καπνίζουν πολύ–, λες και βιάζεται να αποκτήσει συνή -θειες όπως οι μούρες που κάνει παρέα, και μένει σ’ ένα διαμέ-ρισμα εκεί που τελειώνει η χάριτος, πάνω απ’ το ΛΟυΚΙ ΒΑRτου Αλέξη Γκόλφη, με τις ηχητικές αναθυμιάσεις να σκαρ-φαλώνουν μέχρι την κρεβατοκάμαρά της απ’ το μπαρ τηςροκ εντ ρολ ψυχεδέλειας.

Είναι σχεδόν εξωτικό να κάνεις έρωτα με τον δαμασκηνήαισθησιασμό της, καθώς φτάνουν στ’ αυτιά σου διακεκομμέ-νες φράσεις τριπαρισμένων μπαρόβιων, με την παρτεναίρ σουνα παίζει την κρεολή χωρίς αναστολές και σπαστικές διευ -κρινίσεις. Κατευθείαν σεξ.

Καθώς της χτυπάω το κουδούνι, με το «You can leave yourhat on» στη διαπασών απ’ το υπόγειο, αρχίζω το στριπτήζ κιόταν ανοίγει, με τραβάει αστραπιαία μέσα.

«Τι τρελός που είσαι». Την προτρέπω για πιο πουτανίστικες τεχνικές.«Πρέπει να μου χτυπήσεις μια νύχτα το κουδούνι μ’ ένα

γούνινο παλτό, από μέσα μόνο εσώρουχα, μπόττες, ένα στριμ -μένο τσιγάρο έτοιμο και να μου δοθείς...»

«Σιγά το δύσκολο», με κόβει.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 145

«Και να βρέχει», συμπληρώνω.«Ας περιμένουμε τη βροχή λοιπόν».

Το πέρασμα απ’ την πλατεία είναι καθημερινό, γιατί όταν φί-λοι και γνωστοί έχουν κέφια, πέφτουν χοντρά γέλια.

Ο Πουλίκας υπενθυμίζει γυμνασιακά αστειάκια:«Αυτά που λες εσύ εγώ τα σημειώνω και μ’ ένα κονταρό-

ξυλο στον κώλο σου τα χώνω. / Καλά μας τα πες, φίλε μου,και σε ευχαριστούμε, τ’ αρχίδια της παρέας μας στον κώλοσου να μπούνε. / Το ’ξερα πως θα μας τη σκάσεις, γι’ αυτό πά-ρε φόρα απ’ τον υμηττό κι έλα να μας τα κλάσεις».

Και τις νεότερες εκδοχές τους:«Στα τέτοια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς. / Σε γαμώ

και μένεις έγγυος, Αριστοτέλης Προβελέγγιος. / Σου κάνω έ-ρωτα και πλήττεις, Οδυσσέας Ελύτης».

Ο καιρός είναι γκρίζος απ’ το πρωί και ο Γιώργος Κούνδουροςφτάνει στη ΛυΚΟΒρυΣΗ μελαγχολικός, καθώς σωριάζεται σεμια καρέκλα με τα αιώνια μαύρα ρούχα του μέσα στις στά-χτες από τα πέντε μ’ εφτά πακέττα Γκωλουάζ άφιλτρα, πουσυνθέτουν την καθημερινή του νικοτινίαση. Συνήθως έχειπρόχειρη κάποια χρήσιμη τακτική για απολαύσεις του μπου-ντουάρ, όπως ότι πρέπει να έχεις μόνιμο στέκι, ώστε όταν οιγκόμενες χωρίζουν απ’ τους δικούς τους ή ψάχνουν για πα-ρέα, να ξέρουν πού να σε βρουν, ότι πρέπει πάντα να είσαιδιαθέσιμος κι άλλα τέτοια, αλλά σήμερα φαίνεται προβλημα-τισμένος.

«Ξύπνησα μ’ αυτή τη σκέψη κι έχει πάει μεσημέρι κι ακό-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 146

μη να συνέλθω: Κάθε λεπτό στον πλανήτη γεννιούνται τόσεςχιλιάδες παιδιά, απ’ αυτά τα μισά είναι αγόρια –δε μας αφο-ρά– και τ’ άλλα μισά κορίτσια. Απ’ αυτά τα μισά πάλι είναιτέρατα, οπότε δε μας αφορούν, τα μισά των μισών είναι κα-λούλες, όμορφες και ένα δέκα τοις εκατό καλλονές. Απ’ αυτέςτις τελευταίες εγώ δε θα προλάβω να αγγίξω ούτε μία, γιατίσε είκοσι χρόνια που θα τους πάρει να γίνουν γυναίκες, εγώθα έχω ήδη... φύγει. Γαμώτο...»

Έχει αρχίσει τις καζανόβειες πεισιθανάτιες διαπιστώσειςμαζί με μια βροχή που δεν λέει να σταματήσει.

Σκέφτομαι μεταξύ αστείου και σοβαρού την ηδονιστική φι-λοσοφία του κουνδούρειου παραληρήματος αργά το βράδυ σπί -τι μου, μόνος, με τη βροχή να συνεχίζεται, όταν χτυπάει τοκουδούνι. Ποιος να ’ναι με τέτοια καταρρακτώδη βροχή;

Όταν ανοίγω την πόρτα, η Ντέμη, μ’ ένα γούνινο παλτό α-νοιχτό, τα βρεγμένα μαύρα μαλλιά της να γυαλίζουν, όπωςκαι τα καφέ ωλέ περλέ εσώρουχά της. Κρατάει ένα στριμμέ-νο τρίφυλλο. Το ’πε και το ’κανε.

«Πώς ήρθες;»«Έχει σημασία; Είμαι εδώ».Ψάχνω για φωτιά και δεν βρίσκω ούτε ένα σπίρτο, τίποτα.

Απίθανο. ρίχνω κάτι πάνω μου και βγαίνω στο δρόμο. Βρέχεικαταρρακτωδώς, δεν υπάρχει ψυχή, αλλά και πώς να ζητή-σεις φωτιά από έναν άγνωστο για ν’ ανάψεις ένα τρίφυλλο...

Ο άντρας που παραπατάει μέσα στη βροχή φαίνεται λειώ-μα. Όταν καταφέρνει να βρει αναπτήρα ύστερα από μονόπα-ντη καταβύθιση σε κάποια τσέπη του, τον αρπάζω, του γυρί-ζω την πλάτη, ανάβω μια πλατιά καύτρα, την καλύπτω με

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 147

τις χούφτες μου, τον καληνυχτίζω όπως όπως επιστρέφοντάςτου τον μπρικέ, και χώνομαι μέσα στην πολυκατοικία.

Αποστολή εξετελέστη και πάμε για απόλαυση. Τι ωραία!

Στο θέατρο οι πρόβες είναι στην τελική ευθεία, γεμάτες ενέρ-γεια και αποτελεσματικούς ρυθμούς. Ο Θανάσης Παπαγεωρ -γίου, ηθοποιός χρόνων, σκηνοθέτης πια –μαθητής κάποτε τουεξαιρετικού χρήστου Βαχλιώτη– έχει κατακτήσει τη λιτό-τητα μετά από καθημερινή τριβή με την τέχνη του, χωρίς χαο -τικές αναλύσεις, ραϊνχαρτικά σεμινάρια στην κεντρική Ευ-ρώπη και δεξί χέρι κανενός, που δεν χρειάζεται περισσότεροαπ’ το ωφέλιμο τρίωρο που αποδίδει. Οι περιβόητες πεντάω-ρες, οχτάωρες και ολονύχτιες, τίγκα στις ψυχαναλυτικές διευ -κρινίσεις –λες και είναι δυνατόν– των διαταραγμένων ψυχο-λογιών και της ντουμανιασμένης νικοτινίασης εδώ δεν παίζουν.

Στο θέατρο Στοά είμαστε μόνο για σφιχτή πρόβα στιςσκηνές του σπονδυλωτού έργου του Μάριου Ποντίκα Εσωτε-

ρικαί ειδήσεις, που τώρα πια έχει βρει το ρυθμό του, εκτόςαπ’ την ερωτική σκηνή του ζευγαριού, στην οποία παίζω καιη παρτεναίρ αρνείται να την επιχειρήσει, τη μια γιατί πρέπεινα χάσει κιλά, την άλλη γιατί είμαι πολύ γυμνασμένος καιμαυρισμένος απ’ το καλοκαίρι, ενώ αυτή δεν, την παράλλη οιδύσκολες μέρες της περιόδου δεν της επιτρέπουν να εκτεθείκαι εντέλει, «Τι θα πουν τα πεθερικά μου αν με δουν να κάνωέρωτα πάνω στη σκηνή;». Δεν το πιστεύω, μου ’ρχεται ναουρλιάξω: «Έχεις τέτοια ταμπού κι αναστολές και έγινες η-θοποιός;» Μου τη σπάει χοντρά η σεμνοτυφία, τα παίρνω.

Ο σκηνοθέτης μας συνιστά ψυχραιμία. Η συγκεκριμένησκηνή είναι υποφωτισμένη απ’ το θαμπό γυαλί μιας τηλεόρα-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 148

σης, που εκπέμπει γκριζογάλαζη μικρομεσαία μπαναλαρία,τα γυμνά κορμιά μας πάνω στο χαμηλό ντιβάνι δεν πολυφαί-νονται, πιο πολύ ακούμε τις χαζοβιόλικες λιγωμένες κουβε-ντούλες, αντίλαλους των τηλεοπτικών διαλόγων με τα ζωώ-δικα αγκομαχητά και τις μηχανιστικές παλινδρομικές κινή-σεις, μπορούν να παρασυρθούν λοιπόν στο πάτωμα, ανάμεσαστο ντιβάνι και το χαμηλό μακρόστενο τραπεζάκι, που θατους καλύπτει, με μόνα τα κεφάλια τους και τις πατούσεςτους να φαίνονται, οπότε η ντροπαλοσύνη της ευαίσθητης ψυ-χής απέναντι στα πεθερικά της και τα λοιπά και τα λοιπά...Βρέθηκε η λύση. Ας είναι. Όλος ο θίασος όμως είναι πολύ α-ποτελεσματικός: Η Λήδα Πρωτοψάλτη ευφορική και δοτική,ο Αντώνης Αντωνίου εντυπωσιακά ωμός, κάνουμε παρέα στακαμαρίνια και τα λέμε συχνά, κυρίως για υψηλές ερμηνευτι-κές στιγμές Εγγλέζων και ρώσων ηθοποιών, που στη θύμη-σή τους η Λήδα βουρκώνει, αλλά και χιουμοριστικούς αυτοοι -κτιρμούς με τον Αντώνη, που κι αυτός έχει κάνει πολύ σινεμά–εκτός απ’ τη θρυλική ημιτελή συμφωνία της Παραγγελιάς

του Παύλου Τάσσιου– για το ότι σε οποιαδήποτε άλλη χώρατου κόσμου αν είχαμε τέτοια συμμετοχή σε ταινίες, θα απο-λαμβάναμε πιο άνετη ζωή, «Σε μικρή αγορά, αγόρι μου, α-πευθυνόμαστε, πόσα εισιτήρια να κόψεις, και στοιχίζει το σι-νεμά, και ποιος να πρωτοπάρει, γάμησέ τα», και η πρεμιέραπλησιάζει.

Η ρόη, που φέρνει σε Κορσικανή καλλονή και πρωταγωνί-στρια εξωτικών ταινιών με παχύρρευστα πομπηιανά όργια,μετά την προφεσσόρικη πατρικότητα του τεχνοκριτικού λό-γιου προστάτη της και τα ξενύχτικα κολύμπια της αλκοο-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 149

λούχας παραμυθίας του Μπάμπη της, είναι πάλι ελεύθερηκαι διαθέσιμη για ξεσαλωτικούς στροβιλισμούς και κοκέττι-κη αναστήλωση, με προπονητικές επιδόσεις όμως στον στο-ματικό έρωτα. Δεν μου πάει το άθλημα, ούτε να κάνω ούτε ναμου κάνουν, αλλά η ρόη είναι θεραπαινίδα του είδους και πα-ρά την αποστροφή μου για το ανεβοκατέβασμα των υπέρο-χων γυαλιστερών μαύρων μαλλιών της και των αυθάδικωνχειλιών της εκεί κάτω, ανάμεσα στα σκέλια μου, το παίζωκουλ, αποφεύγοντας να τη φιλάω στο στόμα μετά. Δεν τοκαταλαβαίνει. Παθαίνει πλάκα... Αυτή το κάνει για να μ’ ευ-χαριστήσει κι εγώ αηδιάζω... Μελαγχολεί.

Σε μια προσπάθεια για αναπτέρωση του ηθικού της και α-ναβάθμιση της κλάσης της, που σίγουρα διαθέτει, συχνάζου-με στο στούντιο του Άντζελο στη Μαυρομιχάλη, για ρετου-σάρισμα απ’ τον στυλίστα, που τρελαίνεται να τη βάφει καινα την ντύνει, για να τη μεταμορφώνει σε θεά, που της πάειτόσο. Ναι, η ρόη μπορεί να δείχνει εκθαμβωτική με το σω-στό στυλ.

χορεύω για χάρη της στο υγρό πεζοδρόμιο, το γκρι κα-στόρινο κρεπ παπούτσι μου γλιστράει και προσγειώνεταιπάνω στην πόρτα μιας μπλε νουί Μερσεντές που μόλις έχειπαρκάρει, με την κυρία του φίνου ταγέρ που βγαίνει και σεγκρο πλαν καδράρει το παπούτσι μου, με το γκρι βελούδινομπατζάκι, να σχολιάζει:

«Κάποιο στυλ». Ζητώ συγγνώμη για τον αλλόκοτο συγχρονισμό, ισορρο-

πώντας τελικά, και απομακρυνόμαστε με τη ρόη δαφνοστε-φανωμένοι.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 150

Οι Εσωτερικαί ειδήσεις του Μάριου Ποντίκα, έργο γραμμένοστέρεα και σφιχτά, μια γκροττέσκα καταγραφή ανατριχια-στικών εμμονών των μικρομεσαίων και των εκπροσώπωντους σε παρακρούσεις ντερλικώματος, διαπλοκών, διοικητι-κού λαϊκισμού και κουλτουριάρικης ασυνεννοησίας, απογειώ -νονται από μια παράσταση συναρπαστικών ρυθμών, βαβέλσυμπεριφορών και πολύχρωμου εφιαλτικού μπανάλ, που απότην πρεμιέρα κιόλας εκπέμπει το τέμπο της και το θέατρογεμίζει. Απολαμβάνουμε ζεστά φιλιά, γενναιόδωρα τραπε-ζώματα, καινούργιες γνωριμίες.

Παρά τα ερωτικά ξενύχτια και τα ξεχειλωμένα πάρτυ,κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, στις έντεκα το πρωί,φροντίζω για τη στυλάτη σωματικότητα δέκα φανατικώνθηλυκών της κινησιολογίας.

Τη Βέρα, τη φοιτήτρια, τη γνώρισα χτες στο ατελιέ τουΓιώργου του αρχιτέκτονα πάνω απ’ τη Δεξαμενή, με το χλω-μό της πρόσωπο, τα μυωπικά γυαλιά και το μαζεμένο θαμπόμαλλί, ένα κορίτσι που κρύωνε και που την ενδιέφερε ο χορός,ίσως για να τη ζεστάνει.

Πάω στο στούντιο με προσοχή, γιατί έχει ψιλοχιονίσει καιγλιστράει. Δεν εμφανίζεται καμία από τις σταθερές θεραπαι-νίδες μου κι όταν η τριτοετής του Ιστορικού-Αρχαιολογικούκαταφθάνει για το πρώτο της μάθημα, είναι η μόνη.

Όταν εμφανίζεται με το καλσόν απέναντί μου στο πάτω-μα, παθαίνω ίλιγγο... Αυτό το χτεσινό συμμαζεμένο κορμάκιπροβάλλει γλυπτό, μ’ αυτή τη δυσανάλογη υπεροχή των μα-κριών καλλίγραμμων ποδιών της και των ψηλά σκαρφαλω-μένων γλουτών, το χλωμό κορίτσι με τη διάφανη επιδερμίδα,τα μελιά μαλλιά, που ίσα που χαϊδεύουν τους κοριτσίστικουςοπάλινους ώμους, είναι πλάσμα και εκπέμπει τέτοια φυσική

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 151

θηλυκότητα με μυρωδιά από μέλι ανθέων, που παραδίνομαι.Μου είναι αδύνατον να συγκεντρωθώ στις ασκήσεις, κι εί-

μαστε οι δυο μας. Πάμε για τσάι σπίτι της. Μένει κοντά.

Το γκελ της παράστασής μας στη Στοά έχει κάνει το θέατροκέντρο διερχομένων προσωπικοτήτων, μορφών, φυσιογνω-μιών της τέχνης των γραμμάτων, ακόμα και της πολιτικής.

«Έμαθα ότι με κάνεις, ψηλέ», ακούω την μπλαζέ φωνήτης Μελίνας στο μισοσκόταδο των παρασκηνίων.

«Όχι ακριβώς, μια αυτοεξόριστη αντιστασιακή παίζω, υ-πήρξαν πολλές, όχι υποχρεωτικά εσάς...»

«Τότε μ’ αγαπάς;» με παίζει.«Δε μου ’χει περάσει απ’ το μυαλό τέτοιο ερώτημα».«Ε, τότε δε μ’ αγαπάς», κλείνει το θέμα η ακαταμάχητη.Πέφτουν γέλια. Με τη Λήδα είναι αλλιώς.«Τι μεγάλη ηθοποιός είσαι, αγάπη μου, μου είπανε πως ή-

σουνα κι εσύ στου Κουν, γιατί δεν ήρθες ποτέ να με βρεις...»«Γιατί εμείς είμαστε εδώ και κάνουμε θέατρο χρόνια τώ-

ρα με τον Θανάση και τα παιδιά και δε χρειάστηκε να...»«Τι λες, αγάπη μου, αυτό που κάνετε είναι μεγάλο θέα-

τρο... Δώσε μου ένα τσιγάρο, Μανουέλα...»Ο Γιάννης Τσαρούχης κάθεται προσοχή μπροστά στη Λή-

δα και υποκλίνεται. Είναι συγκινημένος και εντυπωσιασμέ-νος απ’ το επίπεδο της παράστασης.

«Πού είσαστε εσείς όλα αυτά τα χρόνια; Με ποιους συνερ-γαστήκατε, έχετε ζήσει έξω;»

υπάρχουν βέβαια και οι προβληματισμοί σκεπτόμενωνβλακών για το αν ο πολύς κόσμος θα καταλάβει το έργο –λεςκαι πρόκειται για εσωστρεφές, δυσνόητο ψυχογράφημα–, ό-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 152

ταν οι ίδιοι λίγο πριν είχαν στηθεί πίσω από μια ατέλειωτηουρά μπροστά στο ταμείο για να πάρουν την πρόσκλησή τουςκαι εν μέσω κατάμεστης αίθουσας παρατεταμένων ενθου-σιωδών χειροκροτημάτων.

Αλλά άμα δεν πληρώνεις, λες ό,τι σου κατέβει σ’ αυτή τηνκόλαση της δεκάρας που αποκαλείς μυαλό σου, όπως θα ’λε-γε κι ο Μπρεχτ και θα υπενθύμιζε ο Βαλαβάν.

Η Βέρα με περιμένει κάθε βράδυ μετά την παράσταση να πά-με για φαγητό –παρά τη δυσαρέσκειά της για τις ετοιματζή-δικες γεύσεις ξενυχτάδικων, που δεν μπορεί να μην τις συ-γκρίνει με τις φρέσκες σπιτικές νοστιμιές του πατρικού τηςέξω απ’ την Αθήνα– άλλοτε με συναδέλφους μου ηθοποιούς,σπάνια οι δυο μας, γιατί η φόρα της παράστασης μας κάνειπολύ κοινωνικούς, γεγονός που μας αδειάζει στο διπλό κρε-βάτι της κάπου στη Νεάπολη, με το ξημέρωμα να αχνοφέγ-γει πάνω στα συμπλέγματα των κορμιών μας, που η ξέφρενηκούρσα της λατρεμένης μου –γαζέλας εν δράσει– μας λειώνειξεθεωμένους αγκαλιά. Ξυπνάμε το μεσημέρι.

Συχνά η μητέρα της της τηλεφωνεί από την Πελοπόννησονα τσεκάρει αν οι κοπάνες της κόρης της παραμένουν σταθε-ρές, συνήθως εξαιτίας κάποιου γκόμενου. Το ακουστικό είναιδίπλα στ’ αυτί μου, καθώς η νωχελική γαζέλα παριστάνει τηνάρτι αφιχθείσα απ’ το αμφιθέατρο της σχολής και τη φωνήτης μάνας της να επιμένει:

«Άσ’ τα αυτά, εντεκάμισι η ώρα και είσαι ακόμη στο κρε-βάτι, αλλού αυτά, σε ξέρω τι σκλάβα των αντρών είσαι, έτσικαι βρεις χαρά στο κρεβάτι σου, το πανεπιστήμιο πάει περί-πατο...»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 153

Μερικές φορές τής μιλάει πολύ ωμά. Γουστάρω να κρυφα-κούω γυναικεία σολομωνική. Αλλά η αγάπη μου κλαίει μ’ α-ναφιλητά, που πυροδοτούν για μία ακόμα φορά το άγριο σμί-ξιμό μας. Τη λατρεύω. Όταν πετιέται το Σαββατοκύριακοστο πατρικό της, κάνω τον άνετο, αλλά εγώ ξέρω πόσο τη θέ-λω και πόσο μου λείπει.

Φίλοι και γνωστοί μάς λένε τι ωραίο ζευγάρι είμαστε καιτι ενέργεια εκπέμπουμε.

«Έχετε τέτοια αρμονία, είστε τόσο όμορφοι, αχ, μη χωρί-σετε», μου πετάει η Όλια συχνά.

Φαίνεται πως η σχέση μας μας έχει ομορφύνει, λάγναβλέμματα άγνωστων περαστικών μάς τυλίγουν με επιθυμίες,ένας βενζινάς στη γειτονιά της μας κάνει τα γλυκά μάτια, έ-νας ταξιτζής μού προτείνει ψιθυριστά να παρθούμε και οιτρεις μας, ο τεχνικός του ΟΤΕ που ’ρχεται να φτιάξει το τηλέ-φωνο τη γδύνει με τα μάτια όταν νομίζει πως δεν τον βλέπω,ο συνάδελφος απ’ το θέατρο δεν χάνει την ευκαιρία να της ε-πιδείξει πόσο ευάλωτος είναι στα βέλη του έρωτα, αλλά όλααυτά μας ρίχνουν όλο και περισσότερο στην αγκαλιά μας –πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, νύχτα.

Στο πάρτυ με τους συμφοιτητές της σε ένα αποπροσανατολι-στικό ρετιρέ στα Ιλίσια την ψάχνω από δωμάτιο σε δωμάτιο,μέχρι να την εντοπίσω αμυδρά σε ένα σύθαμπο από παλτά,κορμιά και καρναβαλίστικη παραζάλη, δεν βρίσκω καμιά άλ-λη ενδιαφέρουσα φάτσα να περάσω την ώρα μου και φεύγω.

Ότι έχω πετάξει τα ρούχα από πάνω μου στο δυάρι τηςΔεξαμενής, χτυπάει το κουδούνι. Ξέρω ότι είναι αυτή, αλλάτο παίζω ενοχλημένα απόμακρος.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 154

«Ποιος είναι τέτοια ώρα;» Το «τέτοια ώρα» με μάρανε.«Έλα τώρα, τι σ’ έπιασε κι έφυγες έτσι ξαφνικά, μαλακιού -

λες κάναμε, σιγά το θέμα, άνοιξέ μου τώρα, τι περιμένεις;...Άνοιξε σου λέω...»

Με το που μπαίνει, πετάει τσάντα, παλτό, φόρεμα, γόβεςδεξιά κι αριστερά, με σπρώχνει στο στρώμα στο πάτωμα,δεν της βγάζω τα εσώρουχα όπως συνήθως, κάνω τον ψυχρό,δεν την αγγίζω, τα βγάζει μόνη της, κολλάει πάνω μου, σφίγ -γεται πυρετικά, στάζει φωτιά.

«Έλα λοιπόν, μη μου αντιστέκεσαι, έλα, δική σου είμαι,αφού το ξέρεις, γιατί μου... έλα, έλα μου...»

«Αγάπη μου, άγριο μέλι», ψιθυρίζω και χάνομαι απ’ το α-τίθασο στριφογύρισμά της στο πάτωμα.

Πού τα ’χει μάθει όλα αυτά... Η χλωμή φοιτήτρια με ταγυαλιά που μεταμορφώνεται σε μαγνητική ερωτική θεά...Είναι κληροδοτημένο στο κύτταρό της ως θηλυκό ή προσω-πικό ταλέντο; Καλπάζω και λειώνω μέσα της, πάνω της,πλάι της, κάτω της, πόσο την ομορφαίνει ο έρωτας, δεν τηναφήνω στιγμή απ’ την αγκαλιά μου.

Πρέπει να ’χει λιακάδα, είναι μεσημέρι Κυριακής και πρέπεινα χτυπάει το κουδούνι, αυτό με έχει ξυπνήσει. Το εξαϋλωμέ-νο πλάσμα μου κάτι μουρμουρίζει κοκέττικα.

«Ποιος να ’ναι;»«Φίλος φυσικά, θ’ ανοίξω».Με βραχιόλια που κουδουνίζουν και πλισέ λευκά σαν μα-

ροκινή φιγούρα, η Αντιγόνη μπαίνει αεράτη.«Πέρναγα απ’ τη Δεξαμενή κι είπα να πω ένα γεια...»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 155

Η αγάπη μου προσπαθεί να καλύψει τη γύμνια της μ’ ένασεντόνι καθώς χώνεται στο μπάνιο.

«Ποια καλλονή είναι αυτή;» πετάει ψιθυριστά η φανατικήτης εκδίκησης του καλού γούστου.

«Μια φοιτήτρια που...»«Είναι έρωτας ή;...»«Θα δείξει...»Με παρατηρεί.«Εμένα έρωτας μου φαίνεται».

Στο θέατρο σκηνοθέτες μάς συγχαίρουν για την παράστασηκαι εκφράζουν την επιθυμία για συνεργασία, συγγραφείς μάςστέλνουν έργα τους και συνάδελφοι ηθοποιοί, με χρόνων πεί-ρα, είναι πολύ διαχυτικοί και με ξαφνιάζουν.

«Συγχαρητήρια, αν ποτέ κάνεις θίασο, θα ήθελα να είμαιμαζί σου, μπράβο, ωραία δουλειά, έχεις έναν αέρα...»

Δεν μου ’χει περάσει ποτέ απ’ το μυαλό να το παίξω θια-σάρχης, μάλλον πρόκειται για παρεξήγηση αν δίνω τέτοια ε-ντύπωση, αλλά και οι δημοσιογράφοι που ζητούν συνεντεύ-ξεις από μένα, όταν η Λήδα και ο Θανάσης κάνουν εξαιρετικόθέατρο εδώ και τόσα χρόνια, κι εγώ με τρεις ταινίες εισπράτ-τω τέτοια δημοσιότητα ή κάτι τέτοιο...

Με βάζει σε σκέψεις: Μήπως ο τρόπος που κάνει θέατροη Στοά δεν ενδιαφέρει την ελαφριά επικαιρότητα του σόουμπιζ, ενώ προβάλλεται η περίπτωσή μου, άραγε είμαι λάθος,κάτι φανταιζί, της μόδας που μπορεί να σβήσει σύντομα; Δενβαριέσαι, ακόμα κι αν ανήκω στην κατηγορία των πυροτε-χνημάτων, κάτι θα κάνω, θα επιβιώσω, δεν θα χαθώ.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 156

Το πρωτοχρονιάτικο πάρτυ του Ισίδωρου στο λαβυρινθώδεςδιαμέρισμα πάνω απ’ την πλατεία είναι στα χάι του.

Η αντροπαρέα γύρω απ’ τον οικοδεσπότη δίνει τα ρέστατης σε ουισκές και σφηνάκια τεκίλας· μεθυσμένα ξυπόλητακορίτσια με βακχικό φρένιασμα χορεύουν σε ρυθμούς των Stones και τζαζέ λάτιν. Η στρογγυλή σουλτανίστικη φιγούρατου Ντομένικο, με ύφος συνωμότη ηδονίστα, λάμπει απ’ τοφέγγος μιας μόνιμης εφίδρωσης, καθώς περιφέρεται από δω-μάτιο σε δωμάτιο, ψάχνοντας για δράση ανάμεσα σε προβο-λές από ροκ συναυλίες, τουλίπες καπνού, ρουφήγματα φι-λιών, που σβήνουν στο πάτωμα ή ανάβουν.

Ο Λάζος, ο γάτος, μόλις έχει κάνει τη μαγκιά της βραδιάςστην κουζίνα, όπου, μπαίνοντας καθυστερημένος, έχασε τογύρο του σνιφαρίσματος απ’ την αντροπαρέα, που φτιαγμένητον ατενίζει ευτυχισμένη.

«Καλά, ρε μάγκες, δεν έμεινε τίποτα για μένα;»«Ό,τι ήταν να γίνει έγινε», πάει να κλείσει το θέμα ο γελα-

στός traiteur.«Και δεν υπάρχει τίποτα, κάτι έστω τόσο δα, για μένα;»

απορεί ο γάτος.«Έχω κρατήσει ένα τίποτα για πάρτη μου, ειλικρινά δεν

περισσεύει για...»«Να το δω;»«Αφού σου λέω δεν...»«Ούτε να το δω;» επιμένει με ύφος θιγμένης σαύρας«Μυστήριος είσαι».«Να το δω λέμε...» ρίχνει μαφιόζικα.«Γαμώτο σου, ορίστε, δες και μόνος σου», το διπλωμένο

σαν φακελάκι χαρτάκι βγήκε απ’ το τσεπάκι και ξεδιπλώ -θηκε.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 157

«Να, δες, δεν είναι τίποτα το...»Αστραπιαία ο ριγμένος βούτηξε τη μύτη του σ’ ό,τι είχε

απομείνει και ρούφηξε με λύσσα, δεν έμεινε ούτε χαρτάκι ού-τε τίποτα.

Η στιγμιαία παρεΐστικη αφωνία εξελίχθηκε σε χοντρά γέ-λια κι ο Τζάγκουαρ την έκανε προς το μπαλκόνι ντε λα μα-γκέν για έξτρα φάσεις.

Δεν γίνεται να παρευρίσκομαι σε κάθε φάση της αντροπα-ρέας, γιατί με τη Βέρα είμαστε σχεδόν κολλημένοι. χορεύου-με μάμπο με τα κορμιά μας σε κοινό ρυθμό, λες κι έχουμε κά-νει πρόβες χρόνια μαζί.

Ο Άκης μέσα απ’ το βελούδινο χάσιμό του με ρωτάει ποιαείναι η κούκλα

«Η Βέρα; Νόμιζα ότι είχατε συστηθεί...»«Τι, Ελληνίδα είναι; Με τέτοιο στυλ!»«Φοιτήτρια, απ’ το ρίο».«Απ’ το ρίο, α, γι’ αυτό τόσο χορευταρού... Πηγαινοέρχε-

σαι συχνά;» τη ρωτάει.«Οι γονείς μου μένουν εκεί, εγώ πάω χριστούγεννα, Πά-

σχα, καλοκαίρι για λίγο», του πετάει ανάμεσα σε στροβιλι-σμούς.

«Ακριβά ταξίδια...»«Όχι ιδιαίτερα», του χαμογελάει.«Ε, πώς, είναι απ’ τα πιο ακριβά εισιτήρια, θα πρέπει να

’σαι πλουσία», την πειράζει.Καταλαβαίνω τι συμβαίνει, αλλά το αφήνω να εξελιχθεί.«Ε, δεν είμαστε εκατομμυριούχοι...» λικνίζεται μέχρι το

πάτωμα.«Και μιλάς ισπανικά; Ή μάλλον όχι, πορτογαλέζικα;»«Εγώ, όχι...»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 158

«Οι γονείς σου;»«Γιατί να μιλάνε πορτογαλέζικα;»«Αφού είναι αποικία των...»«Αγόρι μου», επεμβαίνω, «δεν πρόκειται για το ρίο ντε

Τζανέιρο. Για το ρίο Αντίρριο μιλάμε», γελάω ανεξέλεγκτα.«Α, τότε, άλλ’ αντ’ άλλων συζητάμε... Α, δεν είσαι Βραζι-

λιάνα, Πατρινιά είσαι, ε, δε λέει», ρίχνει απογοητευμένος καιπεριφρονητικός.

«Οι Πατρινιές λένε», του την μπαίνει ο ιδρωμένος ηδονί-στας.

«Ε, άμα το λέει ο Ντομένικο, λέει», το κλείνει ο Άκης.Η βερολινέζικη παρέα την έχει κάνει ψώνιο με τις χορευ-

τικές φιγούρες του Λάζου στο τσα-τσα, που στροβιλίζει τηΜαρίλλη Τσοπανέλλη, με τα σμαραγδί μάτια της σαν λάφυροπειρατικής αρπαγής.

Ο Ισίδωρος, δήθεν κρυφά, κάνει σινιάλα για καινούργιοκέρασμα στην κουζίνα, η παρέα γνέφει δήθεν σιωπηλά, γου-στάρουν να κουρντίσουν τον Λάζο, που όμως δεν μασάει καιτους φωνάζει.

«Το επόμενο κέρασμα θα είναι δικό μου, κι έτσι και τηνπιείτε, θα πέσετε στο πάτωμα σαν τη μαϊμού και θα κάνετεπίου-πίου, δε θα είναι απλό κέρασμα, θα είναι εμπειρία...»

Πέφτουν γέλια.

Έχω δέκα μέρες στο κρεβάτι από μια καραμπινάτη γρίπη, α-δύνατον να κινηθώ, δεν έχω ενέργεια καθόλου, με πονάνε τακόκαλά μου –λες κι έχω και τίποτ’ άλλο– και δεν έχω διάθεσηγια τίποτα.

Το να κλείνει ένα θέατρο όταν έχει ουρές στο ταμείο είναι

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 159

ζόρικο. Στα πρωινά καθημερινά τηλεφωνήματά του ο Θανά-σης Παπαγεωργίου δεν ακούγεται να ανησυχεί τόσο για τιςεισπράξεις όσο για το πεσμένο ηθικό μου: Του κάνει εντύπω-ση που δέκα μέρες τώρα δεν μπορώ να του πω «Θα ’ρθω από-ψε ή αύριο για παράσταση».

Πρέπει όμως σύντομα να πάρω απόφαση να βγω απ’ τοκρεβάτι και να γυρίσω στο μέτωπο. Αρκετά με την ανάπαυ-ση του πολεμιστή.

«Εντάξει η αδυναμία, αλλά υπάρχει και η φιλοτιμία», στι -χοπλοκούμε με τη Βέρα, που σιγοντάρει το δυνάμωμά μου ό-λο αυτό τον καιρό με βουνίσια ροφήματα, βότανα όλων τωνειδών, δυναμωτική τροφή και επισκέψεις φίλων, για να μηβυθίζομαι σε αυτολύπηση.

Ο φωτεινός γαλανομάτης της Ιατρικής, που διαπρέπειστους φοιτητικούς αγώνες και στα ψυχοστασιακά ξενύχτια,είναι ενθουσιασμένος που με γνωρίζει από κοντά –παρά τηνκλινήρη ανενεργό κοινωνικότητά μου–, σε βαθμό που επιτρέ-πει στον εαυτό του να φουμάρει το πρώτο του τσιγάρο μαζίμου.

Μου το εξομολογείται εκ των υστέρων, όταν τα γέλια, οιιστορίες και οι φάσεις απ’ την ανήσυχη ζωή μας έχουν δημιουρ -γήσει την ατμόσφαιρα της συντροφικότητας και τα μυαλάμας είναι ευέλικτα σε διαδρομές σουρρεάλ συγκρίσεων καιευφορικών παραλογισμών.

Η Βέρα τον ξέρει απ’ τις φωτεινές επιδόσεις του στα αμ-φιθέατρα και χαίρεται που τον εγκρίνω. Όλο δικούς μου φί-λους γνωρίζει. Ίσως οι επισκέψεις του καινουργιοφερμένου ναέπαιξαν ρόλο στο να σηκωθώ, να ντυθώ και να πάω στο θέα-τρο αποφασισμένος για παράσταση. Αλλά με το που φτάνωστα καμαρίνια, αισθάνομαι ότι καταρρέω. Μου φαίνεται βου-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 160

νό το εγχείρημα. Ήμουν τόσο ωραία αραχτός, με την καλήμου να με φροντίζει και τις ταξιδιάρικες επισκέψεις φίλων.Και τι ερωτισμό εισπράττεις όταν γίνεσαι ευάλωτος...

«Καταλαβαίνω ότι μπορεί να αισθάνεσαι χάλια», λέει οΘανάσης, «αλλά για το δικό σου καλό νομίζω ότι πρέπει ναπαίξεις, όχι για το θέατρο...»

«Άμα δεν μπορεί ο άνθρωπος», επεμβαίνει η Λήδα, «πώςνα φορτσάρει να παίξει;»

«Δε λέμε ούτε να φορτσάρει ούτε τίποτα», μας ηρεμεί οσκηνοθέτης μας, «αλλά είναι ένα στοίχημα που μπορεί να τοκερδίσει, και νομίζω ότι θα του κάνει καλό και του ίδιου. Εγώσου λέω να παίξεις απόψε, κάν’ το».

Έγινε θέμα, ό,τι σιχαίνομαι. «Εντάξει, έγινε».Πού τη βρήκα την ενέργεια και τη διάθεση για καλοκουρ-

ντισμένη παράσταση, ενώ αισθανόμουνα ξέπνοος, αδύναμοςκαι αλλού... Και πώς με το που τελείωσε, μου ’χουν φύγει ηαδιαθεσία, το σβήσιμο, το μη μου άπτου, λες και τα μάγιαξορκίστηκαν. Μα πέρασα πράγματι τόσες μέρες στο κρεβά-τι, πλέοντας σε μια υπαρξιακή θαμπάδα, ξένος, μακριά απ’την καθημερινότητα του θεάτρου, σαν να είμαι κατάσκοποςαπό άλλο επάγγελμα, όπως λέει με αισθαντική κακεντρέχειαη δεσποινίς Μαργαρίτα για το ρωμαλέο εκτόπισμα ενός πλέ-ριου πρωτοπαλλήκαρου της σκηνής.

Επειδή η Βέρα βρίσκεται στην Πάτρα από προχτές για τοκαρναβάλι, λέμε με τον Άλκη να πεταχτούμε μέχρι εκεί καινα την απαγάγουμε και καλά.

Περασμένα μεσάνυχτα Κυριακής, στην Εθνική δεν έχει

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

o

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 161

κίνηση, ψιλοβρέχει, ακούμε Weather Report, με τον Άλκη ναοδηγεί σαν σε αποστολή κι εμένα να προσπαθώ να διακρίνωέξω, μέσα στη νύχτα, στα δεξιά μας ένα κάτασπρο λιβάδι α-πό βαμβάκι... Στα δεξιά μας είναι ο Κορινθιακός με τον αφρότων κυμάτων, αλλά καθένας μπορεί να το βλέπει όπως γου-στάρει.

Οι δρόμοι της Πάτρας είναι άδειοι, υγροί, με τ’ απορριμ-ματοφόρα να ρουφάνε σερμπαντίνες, χαρτοπόλεμους και τορολόι των λουλουδιών να δείχνει τρισήμισι.

Στα κοντινά ξενοδοχεία δεν υπάρχει διαθέσιμο δωμάτιο,αλλά ο κόσμος πού είναι; Εμείς είχαμε φανταστεί ότι τελευ-ταία βραδιά θα γινόταν της τρελής στους δρόμους, θα μαςτραβάγανε σε ξεσάλωμα και αποθέωση, τίποτε απ’ αυτά, καιπού να βρω τη Βέρα τέτοια ώρα, να τηλεφωνήσω στους δι-κούς της δεν λέει.

Καθόμαστε σ’ ένα καφέ για πρωινό, να δούμε τι θα κάνου-με. Ο σερβιτόρος παίρνει την παραγγελία και πάει στο βάθος.Ο Άλκης ακουμπάει τα χέρια του πάνω στο τραπέζι και τοκεφάλι του πάνω στα χέρια του και, δεν το πιστεύω, κοιμά-ται... Τα ’φτυσε ο φίλος μου, πρώτη φορά αυτό, κάτι πρέπεινα κάνω. Πετιέμαι απέναντι στο ξενοδοχείο και την πέφτωστο ρεσεψιονίστ:

«Ξέρω ότι δεν υπάρχει τίποτα διαθέσιμο ούτε για δείγμα,αλλά ειλικρινά δεν βρίσκεται ένα δωμάτιο με δύο κρεβάτιαπουθενά;»

«Μισό λεφτό», πάει στο τηλέφωνο. ρίχνω μια ματιά απέναντι στο καφέ, ο φίλος κοιμάται με

το πρωινό δίπλα του ν’ αχνίζει.«Είναι λίγο έξω απ’ την πόλη, αλλά θα το βρείτε εύκολα»,

με χαροποιεί η φωνή απ’ τη ρεσεψιόν.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 162

Όταν ξυπνάμε, είναι μεσημέρι Καθαράς Δευτέρας στο νο-σοκομειακό δωμάτιο της παραθαλάσσιας πανσιόν.

Τηλεφωνώ στην καλή μου. Θα περάσουμε να την πάρουμεαπ’ το ρίο, όπου συγγενείς και φίλοι απολαμβάνουν τα κού-λουμα.

Η απογευματινή επιστροφή στην Αθήνα, με τη Βέρα να ’χειαφήσει σύξυλους τους δικούς της, έχει κάτι λίγο από απαγωγή,αλλά κυλάει αργά. Είμαστε μποτιλιαρισμένοι. Το αντίθετορεύμα προς Πάτρα είναι άδειο, μπαίνουμε στην εσωτερική τουλωρίδα και γκαζώνουμε ενθουσιασμένοι που παρανομούμε μεμουσικές και γέλια. Κοντά στον Ισθμό μια κουστωδία τροχο-νόμων μάς κάνει σήμα... Ωχ, μας πιάσανε... Όμως όχι... Ναπεράσουμε εννοούν, κοιτάμε δεξιά σαν χαμένοι και πίσω μας –έχει σχηματιστεί μια ατέλειωτη ουρά από γιωταχί, χαιρόμα-στε που ως πρωτοπόροι ανοίξαμε δρόμο, πετάει η ομάδα.

Δεν νομίζω, όχι, δεν θυμάμαι να μ’ έχει μαγνητίσει τόσο πολύσάρκα όσο της Βέρας, φτιαγμένη για να κάνει έρωτα, με τηνηδονιστική της δύναμη να με παρασύρει σε βαθμό ξελιγώμα-τος και τσούξιμου. Πάω στο γιατρό, μου προτείνει αποχή γιαλίγες μέρες και μετά σεξ με μέτρο, το ίδιο και στη γαζέλαμου, το παίζουμε για δυο τρεις μέρες πολιτισμένα συγκαμέ-νοι με αλοιφές και κολπικά υπόθετα και μετά λυσσάμε πάλι.

Στην έρημη παραλία στις ροβιές της Εύβοιας είμαστεσχεδόν μόνοι – το Πάσχα έπεσε νωρίς φέτος και κάνει ψύχρα.Η ψαροταβέρνα μαγειρεύει κάθε μέρα μόνο για μας, λες κι έ-χει βαλθεί να μας καρδαμώσει, για να απολαμβάνουμε σμιξί-ματα σε άδειους δασώδεις κολπίσκους και μυθολογικά βου-νίσια μονοπάτια.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 163

Λικνιζόμαστε σε γκρίζα βότσαλα, λειώνουμε αργά πάνωτους από καυτά φιλιά, που αργούν να σβήσουν, ακούμε φω-νές, τον ήχο απ’ το ρελαντί κάποιου τζιπ, «Κάποιοι μας φιλ-μάρουν», ψιθυρίζει η Βέρα, κοιτάμε το κινηματογραφικό συ-νεργείο.

«Συνεχίστε», ακούμε τη φωνή του Γιώργου Εμιρζά, «εί-στε υπέροχοι, δεν παίζονται αυτά στο σινεμά...»

Επιστρέφουν απ’ τη βίλλα κάποιου συλλέκτη που ’χαν πάειγια γύρισμα, τι σύμπτωση, πέφτουν γέλια ανάμικτα με τηδιαπίστωση ότι προσωπική ζωή δεν υπάρχει πια, μάλλον κο-μπάζοντας για την απώλεια, τρώμε όλοι μαζί και τσουγκρί-ζουμε εις υγείαν της τέχνης και της τέχνης της ζωής.

Στα γυρίσματα της τηλεοπτικής σειράς Οικογένεια Ζαρντή

του χατζηαργύρη, που σκηνοθετεί ο Κώστας Φέρρης, παίζο-ντας τα αδέλφια με τον Παύλο Σιδηρόπουλο του αυτοκατα-στροφικού πάθους που τα παρασύρει στη δίνη ενός καταρα-μένου τρίο με τη Σωτηρία Λεονάρδου, δενόμαστε και κάνου-με παρέα σαν να γνωριζόμαστε χρόνια, χωρίς εξηγήσεις καιδισταγμούς. Αυτό βγαίνει και στο γύρισμα και συχνά οι κο-μπάρσοι με τους τεχνικούς, όταν ολοκληρώνουμε μια ζόρικησκηνή, χειροκροτούν με ενθουσιασμό. Τι ικανοποίηση.

Το μεγαλειώδες και συναρπαστικό θέατρο της καθημερινό-τητας έχει απογειωθεί· σχέσεις που πνέουν τα λοίσθια φωτί-ζουν τους πρωταγωνιστές τους απ’ τη λάμψη της ανταγωνι-στικής κακεντρέχειας. Λάμπουν οι εραστές όταν χωρίζουν ά-γρια, χαρίζουν υλικό για σενάρια και νουβέλλες.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 164

Όπως αυτή του ζωγράφου με τη μούσα του, αυτή τη στυ-λάτη φιγούρα της ταξιδιάρικης πολυχρωμίας και της εκθαμ-βωτικής αυταρέσκειας, την αρχαιοτραγική μαχητικότητα ναδιαλύεται σε κατακερματισμένα σκίτσα οπερεττικών καυγά-δων, καρπουζώματα στο τοτεμικό κεφάλι της θεάς και άγριομπουνίδι εν μέσω αιγαιοπελαγίτικης ξερολιθιάς, με κοσμο-πολίτες αντίζηλους, ασυντόνιστα κυνηγητά απ’ την Πάτμοστη Μύκονο και από αεροδρόμια εσωτερικών πτήσεων σε φι-λικά γιωτ, με αποκορύφωμα το ναυάγιό της μ’ έναν κολλητότης και τη σωστική περισυλλογή τους απ’ το ρώσικο διερχό-μενο εμπορικό εν μέσω πελάγους... Φαίνεται σαν να πήραντην απόφαση να μείνουν μακριά ο ένας απ’ τον άλλον, ή ίσωςείναι μια φάση ανεφοδιαστικής ανακωχής, μια και ο ζωγρά-φος ψιλορίχνει από καιρού εις καιρόν τα βέλη του, με τη μού-σα του να τ’ αποκρούει επιγραμματικά:

«Δεν μασάω πια, μεγάλε, τέλειωσε».Η αιώνια διαμάχη αρσενικού – θηλυκού πάει για φινάλε

allegro ma non tropo. Σεσημασμένοι για τις ακραίες σκηνέςτους –μελοδραματικού αλληλοσπαραγμού σε λαϊκές γειτο-νιές και καταραμένες επαύλεις– ξεθυμαίνουν σε διαφορετικέςπαρέες, μια ενεργειακή κάλμα, ενώ το ηθικό τους αναπτερώ-νεται.

Ο ζωγράφος βγαίνει με το είδωλο της έφηβης Λωρήν Μπα -κώλ, λατρεμένης από υπερήλικες οφθαλμολάγνους παροι-κούντες à côté των ανακτόρων και αρτιστίκ φυσιογνωμιών υ-πογείων Τέχνης.

Η θεά ταξιδεύει με μαροκινά βραχιόλια μέχρι πάνω σταλεπτά μπράτσα της να ντιντινίζουν, αέρινα χυτά υφάσματα ναανεμίζουν και φούξια ξώφτερνες γόβες να ’χουν βγάλει φτερά.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 165

Το ΠΟρΤΟ ΚΑρρΑΣ στη χαλκιδική σε μια πρώτη ματιά μοιά-ζει με σταθμό ανεφοδιασμού για το διάστημα, όπως και σεδεύτερη και σε τρίτη ματιά· μια τεράστια έκταση με κτίσμα-τα όλων των ειδών, χώροι διαμορφωμένοι για να ξεχνιέσαι σεδραπετεύσεις, ίσως χωρίς επιστροφή. υπάρχει ερημιά καικάτι από εσχατιά. Είναι νωρίς ακόμη, Μάιος μήνας, τα σμήνηθα εφορμήσουν μετά τον Ιούνιο.

Η ρίτα, που σ’ αυτή τη φάση συζεί με τον Διαμαντή στηΘεσαλονίκη, μας τηλεφώνησε ν’ ανεβούμε για τριήμερο. Μετον Άλκη να οδηγεί το παλιό πράσινο Φολκσβάγκεν και τηΒέρα να ονειρεύεται στο πίσω κάθισμα, το τρίο είναι σε φόρμα.

Στο σκηνικό του χωριάτικου καφενείου των εγκαταστά-σεων ΠΟρΤΟ ΚΑρρΑΣ, δυο τραπέζια παραδίπλα, ένας αδρόςπενηντάρης Ζορμπάς επιδεικνύει τα θαλασσινά του κατορ-θώματα με άψογα μεταναστευτικά γερμανικά στις δύο ξερο-ψημένες με κρούστα ροζέ γουρουνόπουλου γάλακτος τουρί-στριες, μάλλον γοητευμένες.

Η ρίτα γουστάρει να του τη σπάσει και πετάει σκόρπιεςγερμανικές λέξεις, με τον Άλκη να συμπληρώνει απρόοπτεςγερμανικές καταλήξεις σε φράσεις όπως:

«Κι έχει τόσο πολύ κόσμο, που γίνεται καταστρόφεν, ανκαι μερικοί το βρίσκουν βούνταμπαχ...»

Ο Ζορμπάς δεν ξέρει από πού του ήρθε, αλλά και οι Γερ-μανίδες κοιτάνε γύρω.

«Κι ενώ θα μπορούσε να είναι βούνταμπαχ», συνεχίζει ηρίτα, «χρειάζεται κοντρολίρεν...»

Η φάμπρικα γοητείας του Ζορμπά έχει αρχίσει να ψιλορε-τάρει.

«Κρίμα, γιατί θα μπορούσε να είναι μια εμπειρία άους κετσάιχνετ», ρίχνω κι εγώ, για να μη μείνω έξω απ’ τη φάση.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 166

Η επιχείρηση ψηστήρι έχει αποδιοργανωθεί. Οι Γερμανί-δες σηκώνονται να πάνε για κολύμπι. Ο Ζορμπάς ανάβει τσι-γάρο. Το καμάκι του δεν έπιασε. Η ρίτα γελάει ευχαριστημέ-νη που του την έσπασε. Κλείνουμε μ’ ένα ομαδικό ντελίριο η-χοποίητου γερμανισμού.

«Βράζεν ρύζιν».«ρηχά είναι, ρε, μπείτε».«Άινε γκρόσεν καταστρόφεν».«Για, για, βράζεν ρύζιν».Δεν μας αρέσει το τοπίο, δεν είναι ζεστό, κάνει ψύχρα α-

κόμη, η χαλκιδική δεν είναι Κυκλάδες και Λιβυκό πέλαγος,και σίγουρα όχι τον Μάιο.

Στην επιστροφή η ρίτα με τον Διαμαντή έχουν να περάσουναπ’ το εξοχικό κάποιου φίλου τους, ο Άλκης, η Βέρα κι εγώπάμε για Θεσσαλονίκη με το πάσο μας. Κάνουμε μια στάσηγια να χαζέψουμε μέσα στο σούρουπο την επιβλητική μονή,σαν κυπαρίσσι πάνω στο ύψωμα, που δείχνει ακατοίκητη – ε-κτός από ένα ισχνό καμπάνισμα, καμία κίνηση, κανένα φως,καμία μακρινή ψαλμωδία.

Λέμε να φύγουμε, αλλά το αμάξι είναι ασφαλισμένο καιτα κλειδιά κρέμονται δίπλα στο βολάν. Δηλαδή είμαστε απ’έξω και κάπως πρέπει ν’ ανοίξουμε το αμάξι, όταν τα φώταενός αυτοκινήτου που μας λούζουν δίνουν ελπίδα. Ο τύποςπου φρενάρει δίπλα μας είναι πολύ εξυπηρετικός:

«Αν έχω τίποτα; Είστε πολύ τυχεροί, είμαι κλειδαράς, γιακοίτα εδώ».

Μια αρμαθιά κλειδιά κροταλίζουν λάμποντας. Πέφτει εν-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 167

θουσιασμός. Δοκιμάζει όλα του τα κλειδιά, ο γερμανικός σκα -ραβαίος τού αντιστέκεται.

«Ίσως κάνα σύρμα...» ψάχνει στο πορτμπαγκάζ του μεφακό.

«Τι συμβαίνει, τι ψάχνετε;» ακούγεται μια φωνή από ψηλά. Κοιτάμε το μοναχό με το φανάρι.«Ψάχνουμε για σύρμα ν’ ανοίξουμε το...»«Να, πάρτε αυτό», τραβάει τη συρμάτινη χειρολαβή του

φαναριού του και μας την πετάει.«Αυτό θα ’ρθει γάντι», κάνει ο κλειδαράς, «γιατί έχει κι έ-

τοιμα γαντζάκια στις άκρες».Το σηκώνει από κάτω, το τεντώνει, το λυγίζει, το γλι-

στράει απ’ το τζαμάκι του παραθύρου, γαντζώνει την ασφά-λεια, την τραβάει πάνω, του γλιστράει, ξαναπροσπαθεί, οΆλκης του φέγγει όσο γίνεται με το φακό, κλικ, έγινε.

Γυρνάμε Θεσσαλονίκη ολοταχώς. Θυμόμαστε το «Βράζενρύζιν» και μπήζουμε τα γέλια ανεξέλεγκτα, ερήμην, ακατά-παυστα.

Ακόμα και η Βέρα –που συνήθως σιχαίνεται οτιδήποτε έξωαπ’ το ζυμωτό ψωμί, το λάδι και τις μαγειρικές του πατρικούτης– δοκιμάζει απ’ όλα και τα βρίσκει εξαιρετικά, και τα δώ-δεκα πιάτα πολίτικης κουζίνας αυτού του γευστικού γεύμα-τος, που ξετυλίγει με τη συμπαράσταση της αστεφάνωτης α-δελφής της η μητέρα του Άλκη, με τον αδιαμφισβήτητο αέρατης οικοδέσποινας και το ανακτορικό παράστημα, αλλά δενπαραλείπει να μπήξει και τις φωνές στο γιο της:

«Καλά, σ’ αυτή τη μονή ο πατέρας σου έχει ψάλει τόσεςφορές, έτσι κι έλεγες το όνομά μας, θα σας εξυπηρετούσαν

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 168

στο πι και φι, θα μπορούσατε μέχρι και να διανυκτερεύσετε,αλλά πού μυαλό...»

Ο πατέρας του Άλκη, σταρ της ψαλτικής τέχνης, που τοβλέμμα του συνδυάζει τη γνώση της πιάτσας και την πνευ-ματικότητα των ιερών κειμένων, μου εκμυστηρεύεται ότι ε-νώ με τους φίλους του γιου του, τον Γιώργουλα, τον Σάκη,συνεννοείται μια χαρά, με τον ίδιο το γιο του δεν μπορεί ναπιάσει επαφή.

«Κανένας μας δεν τα πάει καλά με τους γονείς του, μας εί-ναι πιο εύκολο με τους γονείς των φίλων μας, ούτε εγώ με τονπατέρα μου έχουμε καμιά σπουδαία σχέση», αυτοσχεδιάζω.

Κατεβαίνοντας προς Αθήνα, περνώντας από Τέμπη καιΠλαταμώνα, όλα μας φαίνονται μοναδικά.

«Τι ωραία που είναι όλα ροζ», κάνω κάποια στιγμή εκ-στατικός.

«Πράσινα», ρίχνει ο Άλκης επίσης εκστατικός.«ροζ», τονίζω.«Πράσινα», επιμένει.«Μήπως έχεις αχρωματοψία;»«Μήπως να σε δει κανένας γιατρός;»«Τι λες, αγόρι μου».«Εσύ τι λες...»«Αντί να εκνευρίζεστε», πετιέται η Βέρα απ’ το πίσω κά-

θισμα, «βγάλτε τα γυαλιά που φοράτε και τότε θα δείτε ταπραγματικά χρώματα κι όλα, και θα συμφωνήσετε».

Δίκιο έχει, φοράω γυαλιά ηλίου με ροζ φακούς κι ο Άλκηςμε πράσινους. Τι ψώνια είμαστε, άλλα αντ’ άλλων. Συνερχό-μαστε και πέφτουν γέλια. Μας ισορρόπησε η Βέρα, θυμόμα-στε το «Βράζεν ρύζιν». Ό,τι ειρωνεύεσαι το λούζεσαι.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 169

Το πλοίο που θα μας πάει στην Αμοργό, μέσω άγονης γραμ-μής Κουφονήσια – Ανάφη, έχει φουλάρει μέσα κι έξω, πάνωκαι κάτω, από φοιτητόκοσμο που λες και πάει σε συναυλία,επισπεύδοντας το ζαβλάκωμα απ’ το λιοπύρι του καταστρώ-ματος, ως παίδες εν καμίνω, συν τα παραφερνάλια του λειώ-ματος.

Η Βέρα πηγαινοέρχεται γελώντας ανάμεσα σε ροκάδεςκαι πανκιά, μαντήλια φορεμένα σαν φούστες και πειρατικάτουρμπάν, χλωμά πρόσωπα με γυαλάκια και ακμή, κιθάρες,στριφτά τσιγάρα, μπύρες και φραππεδιές – ξέρει πολύ κόσμοαπ’ το Ιστορικό-Αρχαιολογικό, την Ιατρική, τη Γαλλική Φι-λολογία, τα πάρτυ της Νομικής και τις γκομενικές νεολαίες,όλο αυτό το ζωντανό κύμα με τη θαμπάδα της ομοιομορφίας,τον άγουρο τσαμπουκά, συνοδεία γονεϊκού χαρτζιλικιού, καιτο ενδόμυχο κόλλημα σε παγανιστικές μυσταγωγίες.

Θα την ακολουθήσω σ’ ό,τι γουστάρει, με ξεσηκώνει, δεντης αρνιέμαι τίποτα, τη λατρεύω.

Η θάλασσα γύρω μου είναι το σωστό φόντο στα σταρένιαστήθη με τις άτριφτες ρώγες και τα βαμβακερά κυλοττάκιαστο βάθος των πάλλευκων μηρών τριών τελειόφοιτων τηςΘεολογίας, που με παραμυθιάζουν με τη σχεδόν βιβλικήχνουδωτή θηλυκότητά τους, αθώα και αποκαλυπτική, πάνωσε μια άσπρη κασσέλα για καραβόσκοινα, το Κουφονήσι έχεικάτι από Βηθλεέμ –κοκκινόχρωμους λοφίσκους κι έναν φοί-νικα–, το ηλιοβασίλεμα μας βρίσκει γλαρωμένους αγκαλιάμε τη Βέρα κι αργά μετά τα μεσάνυχτα πατάμε στην προ-βλήτα μπροστά στο υποφωτισμένο από λάμπες γκαζιού κα-φενείο στα Κατάπολα.

Η καλή μου δεν ανησυχεί καθόλου για το πού θα κοιμη-θούμε.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 170

«Να δεις όλα τι ωραία που θα γίνουν...»Φιλιόμαστε μ’ εμπιστοσύνη.«Θέλετε δωμάτιο;» ρωτάει η ψηλή περήφανη κυρία μέσα

στο σκοτάδι. Την ακολουθούμε «κάπου κοντά», περπατάει με ορειβατι-

κό ρυθμό, ο φακός της δείχνει το μονοπάτι μέχρι το ύψωμα.υπάρχει λουλουδιασμένος κήπος, εξωτερική σκάλα και ταδύο δωμάτια στην ταράτσα. Θα κρατήσουμε και τα δύο, μετο κοινό μπάνιο, για την Ντομινίκ με τον Ζαν-Φρανσουά, πουθα ’ρθουν αύριο μεθαύριο. Τέλεια. Τι τύχη!

ριχνόμαστε στο διπλό κρεβάτι ξεθεωμένοι, νυσταγμένοι,άγρυπνοι από πόθο, γδυνόμαστε ξεχειλωμένα, συγχρονισμέ-νοι απ’ τον αναπόφευκτο καλπασμό μας, λειώνοντας σε καυ-τό ξελίγωμα.

Η κυρία Πρέκα είναι ωραία γυναίκα, μας φωνάζει κάτωστην αυλή της για πρωινό, τα τσάγια είναι του βουνού, τα αυ-γά, οι μαρμελάδες, το ζυμωτό ψωμί δικά της και η θέα απόπάνω στον κόλπο το όνειρο κάθε φωτογραφοθρεμμένου. Φω-τογραφίζουμε ό,τι μας φαίνεται να διαθέτει κάποιο κρυφόνόημα.

Η Ντομινίκ και ο Ζαν-Φρανσουά δεν το πιστεύουν... Έ-χουν έρθει όλα τόσο βολικά και ξένοιαστα, λες και το σπίτι ή-ταν δικό μας από χρόνια και το νησί των γονιών μας.

Η χώρα είναι δροσερή, οι παραλίες με τ’ αφρισμένα κύμα-τα πάνω στα βράχια ένας ύμνος στο γυμνισμό και στη Βέρα,μεταμορφωμένη σε γοργόνα, η χοζοβιώτισσα άσπρη αητο-φωλιά στα πενήντα μέτρα, στη μέση του πουθενά, και οστρογγυλούτσικος καλόγερος, που μιλάει αργά για να τονκαταλαβαίνουν οι δύο ελληνιστές Νεοζηλανδοί θεολόγοι, α-παντώντας σε όλα τα πρακτικά ερωτήματα μιας φλύαρης ε-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 171

πισκέπτριας, καθώς προπορεύεται στα ζιγκ-ζαγκ πέτρινασκαλιά –απ’ τη μια πέτρινος τοίχος κι απ’ την άλλη βράχος–αυτής της μοναστικής ανεμόσκαλας, ησυχαστήριο πνευματι-κού διαλογισμού αλλά και παρατηρητήριο ελέγχου του πελά-γους Βυζαντινών αυτοκρατόρων, με τον αέρα να σφυρίζει μέ-σα απ’ τα σφηνοειδή φινιστρίνια, τα λιγοστά καντήλια νατρεμοσβήνουν, όλα να λικνίζονται και τις ερωτήσεις της θεο-σεβούμενης περιέργειας, που πέφτουν απανωτές:

«Πόσους μοναχούς χωράει;»«Καμιά δωδεκαριά».«Και μπορούν να κοιμούνται, να τρώνε, να ψέλνουν, να

προσεύχονται και να εκτελούν τα καθήκοντά τους τέλος πά-ντων...»

«Ε, βέβαια...»«Και πάντα δώδεκα είσαστε;»«Παλιά...»«Κι ύστερα;»«Ύστερα δέκα».«Και μετά;»«Μετά έξι».«Και τώρα;»«Τώρα εγώ κι ένας βοηθός, που πηγαινοέρχεται και στη

χώρα».«Γιατί τόσο λίγοι;»«Ε, κυρά μου, γιατί βαριά η καλογερική...»Γελάμε με τη Βέρα, μεταφράζω όπως μπορώ στους Νεο-

ζηλανδούς, γελάνε κι αυτοί, ενώ πίνουμε κρυστάλλινο νερό α-πό την πήλινη στάμνα, που απορώ πώς ισορροπεί απ’ το σφυ-ριχτό ρεύμα μέσα απ’ το φινιστρίνι, γλυκαινόμαστε με μιαμπουκιά λουκούμι.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 172

«Έναν καφέ απ’ τα χέρια σου, πάτερ μου, θα τον έπινα, ναπούμε και δυο κουβέντες παραπάνω», επανέρχεται η περίεργη.

«Να σου φτιάξω». Σ’ ένα κοίλωμα του βράχου βάζει φωτιά στο καμινέττο.

Ο Κώστας –ο αρχιτέκτονας με το πλεούμενο, παρά τις σπου-δές του στην Ιταλία φέρνει περισσότερο σε καλλιφορνέζικο α-γόρι της αφθονίας, που απολαμβάνει τη μεσογειακή ραστώνηπαρέα με τη λιγνή μυστικιστική Αλίκη– αράζει στα Κατά-πολα, μας καλεί για τσάι στο ανατολίτικο καθιστικό του τρε-χαντηριού και μας προτείνει να πάμε βόλτα μέχρι τις τούρκι-κες ακτές «για κιλίμια και γενικά».

«Έχουμε παρέα την Ντομινίκ και τον Ζαν-Φρανσουά,σκεφτόμαστε αύριο να πάμε Αιγιάλη για αλλαγή, κι ύστερατόσες μέρες σε σκάφος... δεν είμαι λάτρης...»

Το ξημέρωμα φυσάει τρομερά, τα κύματα λυσσομανάνεστο λιμάνι και το τρεχαντήρι του Κώστα άφαντο. Θα την έ-κανε μάλλον νύχτα.

Με το καραβάκι της γραμμής για Αιγιάλη πέφτουμε σετρικυμία. Ενστικτώδικα αγκαλιασμένος με κάποιο κατάρτιστο κατάστρωμα, τη Βέρα, αυτή τη γοργόνα, να ’χει πανιά-σει από ναυτία και εμετό, μια Γαλλίδα γονατισμένη πίσω απόμια καρέκλα να προσεύχεται με λυγμούς, φωνές και τσιρίδεςαπ’ τα ανεβοκατεβάσματα του καρυδότσουφλου, πιάνει τομάτι μου το σκαφάκι του Κώστα καβαντζαρισμένο σ’ ένανκλειστό ορμίσκο, καθώς προσπερνάμε λουσμένοι ξαφνικά καιαπότομα από ηλιόλουστη νηνεμία. Η Αιγιάλη μας φαίνεταιπαραμυθένια, με τα γαλαζοπράσινα νερά και τη λευκή άμμο.

Το κεντρικό πανδοχείο με τη σκεπαστή εξωτερική καφε-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 173

τραπεζαρία έχει κάτι από χίππικο κοινόβιο, μ’ όλον αυτό τοφοιτητόκοσμο που μόλις έχει ξυπνήσει και απολαμβάνει τομεσημεριάτικο πρωινό του με φραππέδες, τσιγάρα, τάβλι καιτα χλωμά τους πρόσωπα αρπαγμένα απ’ τον ήλιο.

Ο Ζαν-Φρανσουά δεν ξεχνάει τη γραφιστική ρουτίνα του,σκιτσάρει σ’ ένα μπλοκ, η Ντομινίκ κι εγώ φωτογραφίζουμεστιγμιότυπα και λιμανίσια τοπία, η Βέρα συνέρχεται μ’ έναλαπά και ο Γάλλος φοιτητής δίπλα μας ξεσαλώνει σε ιντελε-κτουέλ αναλύσεις για το «Θάνατο στο σινεμά», που στοιχειώ -νει το διδακτορικό του και τον ίδιο. Η ρητορική του είναι ε-ντυπωσιακή, πολλές λέξεις με ελληνική ρίζα, μπορώ να τονπαρακολουθήσω κι έχω και κέφια.

«Αντί να αναλύουμε το “θάνατο στο σινεμά”, καλύτερα νακάνουμε σινεμά», τον πειράζω, «όσο για το θάνατο, γιατί αυ-τή η εμμονή; Σε σοκάρει η ιδέα του θανάτου;»

«Ίσως...» με κόβει, «αλλά όλα ξεκινάνε από ιδέες, φαντα-σία, πέταγμα του μυαλού, ελευθερία του πνεύματος, ελευθε-ρία έκφρασης, ελευθερία γενικώς, γιατί ο θάνατος...»

«Ναι, αλλά χωρίς έργο;» τον κόβω. «Αν δεν κάνουμε σινε-μά και αναλύουμε συνέχεια, είναι αμλέτεια λόγια, λόγια, λό-για, που λέει κι ο Σαίξπηρ, και σταμάτα αυτό το παραλήρη-μα για το θάνατο, είμαστε σε διακοπές...»

Πέφτουν γέλια, και χειροκροτήματα, και σφυρίγματα, προ -φανώς μας προέκυψε ακροατήριο.

«Καλά του ξηγήθηκες», μου κάνει ο Ζαν-Φρανσουά.«Και τα γαλλικά σου άψογα», γελάει σκασμένη η Ντο -

μινίκ.«Όταν γίνομαι ρόλος, τα καταφέρνω, αλλιώς τα γαλλικά

μου, όπως ξέρεις, είναι πάμφτωχα, επαναλαμβανόμενα καιτηλεγραφικά...»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 174

«Ναι, αλλά το στυλ...»«Από στυλ άλλο τίποτα», γελάει η Βέρα, έχει συνέλθει.

Κολυμπάμε καθημερινά γυμνοί, έχουμε βρει μια παραλία ξε-παρεού, καμιά δεκαριά όλοι κι όλοι, με τζαζ, ροκ μουσικές,καλοστημένα κορμιά και σχέσεις αδελφικής ευγένειας. Οι άν-θρωποι είναι διαφορετικοί χωρίς ρούχα, το βράδυ στη βόλταντυμένους δεν τους αναγνωρίζουμε, εκτός από ένα μελαχρινόκορίτσι, συνήθως μόνο του, που είτε ντυμένη είτε γυμνή, αυ-τό που σου μένει είναι το σπαθάτο κορμί της. Τη γουστάρω.

Οι γεύσεις στα ορεινά χωριά είναι σπάνιες, το κρέας στανησιά είναι πολύ πιο νόστιμο, οι πίττες του φούρνου είναι λι-χουδιές μητροπολιτικού ντελικατέσσεν και το ημιπαράλυτοαγόρι στην αναπηρική καρέκλα, που ’χει κολλημένο τ’ αυτίτου στο κασσεττόφωνο με τη χορευτική μουσική, μόνιμα α-ραγμένο έξω απ’ το μοναδικό νεοκλασσικό στην παραλία, εν-θουσιάζεται κάθε φορά που προσπερνώντας του ψιθυρίζω«ντίσκο» και κουνιέμαι στο ρυθμό. Είμαστε πλέον γείτονεςσε καθημερινή βάση.

Η Ντομινίκ κι ο Ζαν-Φρανσουά νομίζουν ότι ζουν ένα κι-νηματογραφικό παραμύθι.

«Γιατί δεν έρχεστε στο Παρίσι, με τη Βέρα φυσικά, περ-νάμε τόσο ωραία μαζί, ελάτε, θα ’ναι όμορφα...»

Το ξύλινο σκαρί του φίνου ιστιοφόρου μάς περιμένει στη μα-ρίνα του Πασαλιμανιού για μία βδομάδα πάνω σε σκάφος, μετις μαρινιέρες μας, τα εσπαντρίγ και τα μπαγκάζ από καρα-βόπανο, έχει κάτι από πλοίο της αγάπης. Η πρόσκληση από

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 175

την έφηβη Λωρήν Μπακώλ και το ζωγράφο φίλο «για μιαβόλτα στα νησιά», με τον περπατημένο καπετάνιο, συν το α-κούραστο πλήρωμα, έχει να κάνει με το κλείσιμο του καλο-καιριού, που συμπίπτουν γενέθλια και επέτειοι ειδυλλίων.

Είμαστε τρία ζευγάρια, με τον Δημήτρη να δίνει τον τόνοτου επικούρειου ευδαιμονισμού, αλλά πίσω απ’ τα σκούραγυαλιά ανιχνεύουμε ματιές με νόημα, παύσεις με σημασίακαι οι φωτογραφικές μηχανές απαθανατίζουν στιγμές έντα-σης ανάμεσα σε τσουγκρίσματα λευκών κρασιών, καλομα-γειρεμένα ελαφρά γεύματα και φούμες πούρων, σιγκάρς, μετην ένταση να παραμένει αξεδιάλυτη. Ίσως κανένας μας ναμην είναι τόσο θαλασσόλυκος όσο θα ’θελε να δείχνει, ίσως οπεριορισμένος χώρος του σκάφους, η υποχρεωτική συνύπαρ-ξη, τόσο δίπλα ο ένας στον άλλο, τόσο πολύ τετ-α-τετ κανείςμας δεν φαίνεται να το σηκώνει.

Όταν βγαίνουμε στην Τζια, είναι καλύτερα, μ’ αρέσει πουπερπατάω στη στεριά, το λίκνισμα στη θάλασσα μου φέρνειανησυχία. Η Βίκυ, η Μπακώλ, η Βέρα χαζεύουν μπροστά σεμια βιτρίνα με τουριστικά παραφερνάλια. Η αντροπαρέα δενχάνει την ευκαιρία. Ο ζωγράφος σχολιάζει το κορμί της Βέ-ρας ως σπέσιαλ και δεν είναι μόνο εικαστική εκτίμηση, εξ ουκαι η συνέχεια:

«Είστε ζευγάρι ή...»«Ζευγάρι».«Μάλιστα, τότε πρέπει να περιμένουμε».Αντροπαρεΐστικες πάσες.Στην Κύθνο έχω τόσο φλιπάρει απ’ το λίκνισμα, που πριν

το σκάφος αράξει σ’ έναν χίππικο ορμίσκο, πέφτω με τα ρού-χα στο νερό, βιάζομαι να πατήσω στεριά, τους φωνάζω απ’την παραλία στάζοντας:

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 176

«Θα σας δω πάνω στη χώρα, πάω με τα πόδια, ελάτε...»Η φαλακρή ανηφόρα με βγάζει σε άσφαλτο, ακολουθώ τη

ροή των αυτοκινήτων κι όταν φτάνω στη χώρα, τα ρούχαμου έχουν στεγνώσει απ’ τον ήλιο και την ολική πυρπόληση.

Πίνω μια λεμονάδα στο δροσερό παραδοσιακό καφενείοκαι πιάνω κουβέντα για τα χωριά και τις παραλίες του νησιού.υπάρχει λεωφορείο, αλλά γιατί όχι και ωτοστόπ.

Ένα μπλε φιατάκι με ιατρόσημο που πλησιάζει φαίνεταιπολιτισμένη περίπτωση.

«Πάω προς το Λουτρό, γίνεται;»«Περάστε μέσα, εκεί πάω, σ’ έναν ασθενή...» είναι ευγενι-

κός και μου κάνει και τον ξεναγό καθώς προσπερνάμε εκκλη-σίες, συνοικισμούς και κολπίσκους.

«Α, τώρα που το θυμήθηκα, μένει μια συνάδελφός μου ε-δώ, δεν ξέρω πού ακριβώς, αλλά θυμάμαι ότι η Άννα...»

«Μόλις το περάσαμε», με διακόπτει, «είμαι ο αδελφόςτης, σας ξέρω απ’ το θέατρο, παίζατε με την Άννα στην πα-ράσταση της Στοάς, απλώς δεν ήμουνα σίγουρος και... Αλλάμπορούμε στην επιστροφή, αν συναντηθούμε, ή αν πάρετε τολεωφορείο, θα σας πω πού να κατεβείτε...»

Η διαδρομή είναι όμορφη και το Λουτρό έχει κάτι από α-γκαλιά τούρκικου χαμάμ, είναι όμως γεμάτο πιτσιρικαρίακαι οικογένειες.

Προφταίνω το λεωφορείο της επιστροφής τελευταία στιγ-μή και κατεβαίνω σε ένα χωμάτινο παράδρομο που οδηγεί στοσπίτι της Άννας. Τη βλέπω με τη μητέρα της και τον πατέρατης στη βεράντα, καθώς ξεστρώνουν το μεσημεριανό τραπέζι,να μένουν άφωνοι απ’ την ξαφνική εμφάνισή μου –σίγουρα θαδείχνω αποξηραμένη αλυκή–, αλλά αμέσως το δροσερό νερό,το καρπούζι και το «Μήπως θες γεμιστά;» με καλωσορίζουν.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 177

«Πώς μας βρήκες, βρε θηρίο;»«Συνάντησα τον αδελφό σου, με ωτοστόπ».«Ε, αυτό πια, μόνο εσύ...»Πέφτουν γέλια.Είναι περασμένο απόγευμα όταν ξαναμπαίνω στο παρα-

δοσιακό καφενείο, με όλη την παρέα απ’ το σκάφος εκεί να τοδιασκεδάζει και τη Βέρα ανήσυχη.

«Σε ψάχναμε και φτάσαμε μέχρι εδώ...»«Πού χάθηκες;»«Δε φανταστήκαμε ότι το εννοούσες».«Τόσο πολύ σε πειράζει η θάλασσα, αγάπη μου;»«Ε, δεν είμαστε όλοι γοργόνες, αγάπη μου», ξεφυσάω.Τρώμε σε μια ψαροταβέρνα κάτω στο λιμάνι, σκέφτομαι

να κοιμηθώ γι’ απόψε σ’ ένα ξενοδοχείο.Η Βέρα αισθάνεται κάπως μαγκωμένη, αλλά όταν ξενυ-

χτάμε πάνω στο κατάστρωμα με ιστορίες και γέλια, χαλα-ρώνουμε στην καμπίνα μας τρυφερά.

Η θέα της Σερίφου απ’ το σκάφος προσφέρει ένα πέταγ-μα, με τη χώρα ψηλά και το λιμανάκι σαν πρόχειρο καταυ-λισμό, το πρόγραμμα της μέρας επιμένει στην επανάληψη:βόλτα στη χώρα, ελαφρύ γεύμα στο σκάφος, χαλαρή σιέστα,μια βουτιά απ’ την κουπαστή, ξέπλυμα, μπόντυ λόσιον, υδα-τικά σπρέυ, πανάλαφρο ντύσιμο, προσοχή στις ανεπιτήδευ-τες λεπτομέρειες, έξοδος για περπάτημα στο σούρουπο μεμελαγχολικό χάζι στο σουλάτσο, το ψάρι και το λευκό κρασί,η επιστροφή στο λίκνισμα της μεταξωτής γιαπωνέζικης αιώ -ρας στο κατάστρωμα, τα σιωπηλά τετ-α-τετ, στο διπλανόσκάφος έχουν πάρτυ...

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 178

Έχει αρχίσει να με ενοχλεί η σωματικότητα της σχέσης μας.Συναρπαστική η Βέρα, δεν λέω, πυρετική, λιγωτική, εξαϋ-λωτική, αλλά συνέχεια;

Μα να είναι σε πρώτο πλάνο το γυμνό κορμί, τα γεννητικάόργανα, το σμίξιμο, οι κολπικές υγρασίες, οι μυρωδιές καικυρίως η επαναληπτικότητά τους; Δεν μ’ αρέσει να κολλάωσε κανένα μουνί, σε κανέναν κώλο, σε κανένα βυζί και σε κα-νέναν πούτσο, όση ηδονή κι αν χαρίζουν, τα βρίσκω υπερεκτι-μημένα, το γαμήσι και το χύσι έχουν πάρει κοσμογονικές δια-στάσεις, οι άνθρωποι βλέπουν πυροτεχνήματα.

Ό,τι με τραβάει πολύ και πάει για εθισμό το κόβω μαχαί-ρι. Αυτό θα κάνω και τώρα. Λέω στη Βέρα ότι το βλέπω ν’ α-ραιώνουμε.

«Πολύ κολλητοί έχουμε γίνει και πολύ σεξ πέφτει, δε νο-μίζεις;»

«Εννοείς να χωρίσουμε;»«Εννοώ να χαλαρώσουμε, ένα μικρό διάλειμμα».«Είσαι σίγουρος ότι αυτό εννοείς;»«Σίγουρος δεν είμαι για τίποτα, αλλά αυτό θέλω σ’ αυτή

τη φάση, μην το παίρνεις προσωπικά...»«Πώς αλλιώς να το πάρω;»«Πρακτικά, σε δέκα μέρες θα φύγουμε με τη Στοά για μια

μίνι περιοδεία, οπότε ο Σεπτέμβριος θα κυλήσει και μετά θαδούμε...»

«Γιατί να γίνει έτσι, αφού μπορώ ν’ ανέβω στη Θεσσαλο-νίκη να ’μαστε μαζί...»

«... γιατί φορτώνομαι, θέλω μόνο παραστάσεις, ούτε έρω-τες ούτε τετ-α-τετ, αγκαλιές και χάδια, μπούχτισα, πώς τολένε, θέλω ν’ ανασάνω, κατάλαβες;»

«Κατάλαβα».

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 179

Είναι καθισμένη, με το λευκό κυλοττάκι της σφηνωμένοανάμεσα τους σφιχτούς ψηλούς γλουτούς της, ζουληγμένουςστο ξύλινο πάτωμα της Κλεομένους –μόλις μετακόμισα–, μετη γυμνή της πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο και τα αυτό-νομα μακριά πόδια της διπλωμένα μπροστά στο στήθος της,το υπόλευκο τριγωνάκι εξέχει μαγνητικά, οι γρίλιες απ’ τιςπερσίδες αφήνουν φωτοσκιαστικές λουρίδες πάνω στο περή-φανο κορμί, είναι σαν κινηματογραφική φαντασίωση, αλλάκλαίει.

«Δεν το πιστεύω, γιατί το κάνεις αυτό;»«Γιατί καταλαβαίνω... ότι θέλεις να χωρίσουμε...» ψιθυ -

ρίζει.Έρωτα, έρωτα θέλει για απάντηση, να τη σπρώξω στο

πάτωμα, να της ξεχειλώσω το κυλοττάκι, να μπω μέσα τηςπυρακτωμένο αμόνι, η ραχοκοκαλιά της και τα γόνατά μουνα γδαρθούν, το ιερό οστούν και των δυο μας να πονέσει απ’τα χτυπήματα. Αλλά δεν το κάνω. Τη συνοδεύω να πάρει τα-ξί. Θα φύγει, θα πάει στους δικούς της.

Όταν το ταξί απομακρύνεται, έχει γυρίσει και με κοιτάζειαπ’ το πίσω τζάμι συνέχεια, δεν χαμογελάει, δεν είναι βουρ-κωμένη, με κοιτάζει μέχρι που το ταξί στρίβει και χάνεται.

Στο Αντικαρκινικό του Πειραιά, πάνω απ’ τα βράχια της Πει -ραϊκής, σ’ ένα δωμάτιο με σφραγισμένα παράθυρα, ο γαμπρόςμου ο Γιάννης λειώνει απ’ τον καρκίνο των οστών.

«Εσύ που ’σαι μέσα στα κόλπα δεν μπορείς να μου βρειςλίγο όπιο να ’χω να παίρνω, να μην πονάω άλλο... Δεν αντέ-χω», φτύνει ξεψυχισμένα.

«Μα σου κάνουν ενέσεις οπιούχες απ’ ό,τι ξέρω...»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 180

«Δε φτάνουν, πονάω πολύ, μου ’ρχεται να πηδήξω απ’ τοπαράθυρο, αλλά δεν...»

«Δε γίνεται, πράγματι, δεν υπάρχουν παράθυρα, μόνο ε-πτασφράγιστες χοντρές τζαμαρίες, κι όσο για το όπιο, πού νατο βρω, δεν κυκλοφορεί στην Αθήνα, εκτός αν εννοείς να πάωστην Ασία να σου φέρω», τον πειράζω.

«Όχι, μωρέ, εντάξει, δεν, αλλά πονάω...»Έχει μείνει μισός μέσα στα άσπρα σεντόνια, σαν ξεφου-

σκωμένο ζαρωμένο μπαλόνι, και σίγουρα κάθε φορά που αλλά-ζει πλευρό, τα κόκαλά του θα θρυμματίζονται σαν φρυγανιές.

Το ’χω ξαναδεί αυτό στον Πάνο, τον αδελφό του Άλκη, λί-γο πριν φύγει.

«Τι λένε οι γιατροί;» ρωτάω τη Μαίρη στο διάδρομο.«Είναι άσχημα, θεωρούν μάταιη κάθε φαρμακευτική υπο-

στήριξη, εξαρτάται βέβαια πάντα από τον ασθενή, τον οργα-νισμό του, τη διάθεσή του, αλλά, αδελφούλη μου...»

«Αλλά τι;»«Τελειώνει και μου λένε να μην τρέχουμε στο εξωτερικό

με έξοδα και αγωνίες, γιατί δεν παίρνει γιατρειά, τελειώνει»,έχει βουρκώσει.

«Τότε τι συζητάμε; Άμα τελειώνει, τελειώνει. Αδελφούλαμου, τι να σου πω, καλή δύναμη».

Το τέλος Αυγούστου μας βρίσκει σε σφιχτές πρόβες με τηΣτοά για τη μίνι περιοδεία μας, κυρίως όμως για να μπειστην ατμόσφαιρα της παράστασης ο Άλκης, καθώς ο Αντώ-νης Αντωνίου έχει διακόψει τη συνεργασία του με το θέατροτου Ζωγράφου, για να κάνει πια τις δικές του παραστάσεις ήκάτι τέτοιο.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 181

Προβάρουμε διαλόγους και σκηνική δράση με τον Άλκη,που ’χει να παλέψει με το φάντασμα του αποχωρήσαντος αλ-λά και με το σύντομο χρόνο της αντικατάστασης, όπως γίνε-ται πάντα στο θέατρο, ακόμα και εν μιά νυκτί.

Ο εντυπωσιακός επαγγελματισμός του πλάνητα ξανθούφίλου καθαρίζει σύντομα με τα λόγια, μπαίνει γρήγορα στορυθμό –μουσικός γαρ– και η σκηνική του παρουσία δένει μ’όλους μας.

Οι Εσωτερικαί ειδήσεις στη Θεσσαλονίκη κάνουν αίσθη-ση. Η πόλη δεν έχει συνέλθει ακόμη απ’ τη χαλαρότητα τωνκαλοκαιρινών διακοπών, αλλά το Θέατρο του Κήπου γεμίζει,μ’ όλες τις ακουστικές δυσκολίες, εξαιτίας της θέσης του ανά-μεσα σε πάρκο με αναψυκτήρια, και λαϊκίστικα παρατράγου-δα και κορναρίσματα απ’ τις διασταυρούμενες λεωφόρους.

Έχουμε και απρόοπτα. Είμαστε όλος ο θίασος σ’ αυτό τοσκετς πάνω απ’ την κούνια ενός νεογέννητου και το βομβαρ-δίζουμε με μεγαλοστομίες που υπόσχονται ένα λαμπρό –στηνουσία γκροττέσκο– μέλλον, με τις αττάκκες στο φόρτε τους,όταν ένα αδέσποτο αγόρι με σημάδια μογγολισμού, εγκατά-λειψης και απλυσιάς διασχίζει το διάδρομο με φόρα και ανε-βαίνει στη σκηνή.

«Τι θέλεις;» του κάνω με τρόπο.«Να δω».«Τι;»«Το μωρό».«Δεν υπάρχει, αγόρι μου, κούκλα είναι, θέατρο παίζουμε».«... να δω...»«Ορίστε...» τον πιάνω μαλακά απ’ το χέρι, του απευθύνω

τις αττάκκες μου, σαν να είναι αυτός το μωρό στην κούνια,τον περπατάω πατρικά μέχρι την έξοδο.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 182

Οι θεατές, που μπορεί να το πήραν σαν σκηνοθετικό εύρη-μα, χειροκροτούν, με ανακουφισμένους ωστόσο όλους μας.

«Καλά το χειρίστηκες», σχολιάζουν η Λήδα και ο Θανά-σης στα παρασκήνια, «τι θα δούμε ακόμα...»

Μετά την παράσταση πάμε με τον Άλκη απ’ το μαγαζίπου εμφανίζεται η Τάνια Τσανακλίδου με τον χάρρυ Κλυνκαι πέφτουμε πάνω στην παρλάτα. Τι γερά που πατάει πάνωστη γη, τι τάιμινγκ, τι επικοινωνία με τον κόσμο. Η Τάνια εί-ναι τρομερή ξενύχτισσα, μέχρι στο ΦΙΛΙΠΠΕΙΟ πάνω στο βου-νό φτάνει η χάρη μας για την απόλαυση του ξημερώματος.

Ξενυχτάμε. Ο φιλήσυχος Διαμαντής έχει να ισορροπήσει α-νάμεσα στη δουλειά του –ενοικιάσεις σκαφών– και την ασυμ-μάζευτη ρίτα, με τα ακραία μεθυσμένα ξεσαλώματα της α-κυβέρνητης μήτρας της, που την πέφτει όποτε της καπνίσεισ’ όποιον να ’ναι, ακόμα και σ’ εμάς τους φίλους της. Τη συνε-φέρνουμε συχνά, άλλοτε με ζόρικο κυνισμό, που τη ρίχνει σεφάση κοτέξ ξεσπώντας σε λυγμούς, και άλλοτε με αφασικήα διαφορία, που τη συφιλιάζει, και τότε γίνεται καταστροφι-κή, κοπανάει το κεφάλι της στους τοίχους και στα βενετσιά-νικα έπιπλα, περνάει μέσα από γυάλινες πόρτες κόβοντας ταμπράτσα της, με το αίμα να στάζει νυχτιάτικα και το σύ-ντροφό της να τρέχει και να μη φτάνει σε διανυκτερεύοντα.Διαμαντή αγόρι μου, τι σου έλαχε... Πώς να κουμαντάρεις τηρίτα; Όταν ξεσπάει στα γυαλικά του σπιτιού, το πάτωμα γε-μίζει σπασμένα κομμάτια, καθώς τρέχει και κλείνεται στομπάνιο.

Μας αφήνει μόνους. Καλύτερα έτσι. Στρίβουμε τσιγάρομε την ησυχία μας. Άσε που μπορεί να κλαίει μπροστά στον

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 183

καθρέφτη, απολαμβάνοντας την πόζα του ειδώλου της. Ηθο-ποιός είναι.

Το κυριακάτικο γεύμα στο εξοχικό των Μοσκώφ στο Πλατα-μώνα, με τον Κωστή και την Πόπη, ανάμεσα σε γνωστούς,φίλους, πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, αρχαιολόγους,λευκά κρασιά, βόλτες στο ατέλειωτο κτήμα με τις σιδηρο-δρομικές γραμμές, τους πρασινωπούς λοφίσκους, τις δροσε-ρές πέτρινες κάμαρες τις δημοτικές μουσικές και τα ανεπιτή-δευτα ρέοντα σερβιρίσματα, είναι για να ξεχνιέσαι, χάρη στιςγενναιόδωρες αφηγήσεις του Ανδρόνικου σε μια παρέα μαγε-μένων γυναικών για την περιπέτεια της Βεργίνας, που η απο-καλυπτική ενόραση προμηνυματικών φωτεινών ονείρων καιοι σκοτεινές νύξεις για συλημένους τάφους από αρχαιοκάπη-λους της δίνει μια θεατρικότητα μοναδική – αλλά πρέπει ναγυρίσουμε στο θέατρο για την απογευματινή μας παράσταση.

Στο διάλειμμα πριν απ’ τη βραδινή παράσταση ο Θανάσηςκαι η Λήδα μου φαίνεται ότι με κοιτάνε κάπως.

«Μόλις τελειώσει η βραδινή, έλα να τα πούμε», λένε ευγε-νικά και συγκρατημένα.

Σκέφτομαι ότι μπορεί να έχει σχέση με το γαμπρό μου.Ξεβάφομαι όταν η Λήδα με τον Θανάση μπαίνουν στο κα-

μαρίνι.«Κοίταξε...»«Είναι για το γαμπρό μου τον Γιάννη;»«Ναι...»«Τηλεφώνησε η Μαίρη; Έφυγε, ε;»«Ναι...»«Αύριο Δευτέρα μπορεί να κατέβω στην Αθήνα».

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 184

«Φυσικά, αλλά πάρ’ την ένα τηλέφωνο πρώτα, έλα στογραφείο... Τα συλλυπητήριά μας».

«Το περιμέναμε, ήταν χάλια...»Η Μαίρη στο ακουστικό εκπέμπει μια ησυχία που μου

φέρνει λίγωμα στο στομάχι.«Δε χρειάζεται να κατέβεις, κάνε τη δουλειά σου... μη φορ-

τώνεσαι με... Ο Γιάννης ησύχασε... αναπαύτηκε απ’ τους πό-νους... Εμείς τώρα πρέπει να συνέλθουμε με τα παιδιά... Δενμε παίρνει να κλατάρω... πρέπει να συγκρατηθώ και να...»

«Αν χρειάζεσαι τίποτα;...»«Αγάπη, απ’ όλους μας για όλους μας, αδελφέ μου».

Έχω προσπαθήσει να μιλήσω με τη Βέρα στο τηλέφωνο κά-μποσες φορές, αλλά τη μια έχει πάει σινεμά, την άλλη γιαμπάνιο, μια βόλτα με το ποδήλατο, μόλις βγήκε με μια φίλη,έχω ανταλλάξει ευγένειες με τη φωνή της μητέρας της, τηςαδελφής της, του αδελφού της, αλλά τη φωνή της Βέρας δεντην πετυχαίνω ποτέ, και απόψε που βρέχει απ’ το απόγευμακαι η παράσταση θα αναβληθεί, αν και ελαφρά μακιγιαρισμέ-νος, πετιέμαι απέναντι απ’ το θέατρο, στο περίπτερο έξω απ’τη χΑΝ, για ένα ακόμα υπεραστικό. Στο πατρικό της δεν α-παντάει και το εξοχικό βουίζει. Περιμένω κάτω απ’ τη στενήτέντα για να μη γίνω μούσκεμα.

Ο φορτηγατζής που φρενάρει μπροστά μου τη φορτηγάρατου με τα μπιχλιμπίδια και τη λαϊκή μουσική στη διαπασώνφαίνεται να έχει κέφια.

«Έλα μέσα να μη βρέχεσαι, μελανούρι μου...» Η μυρωδιά του κράσου περνάει μέσα απ’ τη βροχή και

τρυπώνει κάτω απ’ την τέντα.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 185

«Περιμένω να τηλεφωνήσω...»«Έλα μέσα, ρε κούκλε μου, να πάμε στη Μηχανιώνα να

τη βρούμε», ρίχνει με τα συνενοχικά βλέφαρα βαριά, τα μά-τια κόκκινα και τη γλωσσάρα να γλείφει τις χειλάρες.

«Δεν ψάχνω για...»«Ψάχνω εγώ, πειράζει; Έλα πάνω, σου ’χω και παρέα,

κοίτα ομορφιά...» ανοίγει την πόρτα του για να δω. Δεν ξέρω τι εννοεί ομορφιά, το μελιτζανί χοντρό βαλλι-

στικό μαρκούτσι του σε πρώτο πλάνο ή τη Γενοβέφα, σκέτομαυροτσούκαλο, με την κόκκινη κυλόττα μόνο σε δεύτεροπλάνο που τσαχπινίζει, «Έλα, καλέ, μυγιάγγιχτος είσαι».

Μπήζω τα γέλια«Τώρα τι να σας πω...»«Γιατί; Δε γουστάρεις;» γίνεται πολιτισμένος. «Τρίο θα

’μαστε, πού κολλάς; Έλα, κούκλε μου, γουστάρεις να μαςπάρεις και τους δύο; Μέσα! Έχω ένα σπίτι στη Μηχανιώναμε πορνό με...»

«Πιο πορνό απ’ αυτό που βλέπω... Άσε, έχω δουλειά».Γυρίζω στο τηλέφωνο.«Κρίμα και σ’ είχα για προχωρημένο. Ακατάδεκτος είσαι

κι εσύ», ξεφυσάει θιγμένος και γκαζώνει. Το τηλέφωνο στο εξοχικό της Βέρας μιλάει ακόμη και πί-

σω μου βρέχει. Όταν ξαναπαίρνω, δεν απαντάει κανείς.

Στο κινηματοθέατρο της Κοζάνης, οι αφίσες μας απ’ τα Κου-

ρέλια στο φουαγιέ είναι σαν να μας περιμένουν με τον Άλκη.Η μεγάλη σάλα γεμίζει κυρίως από νεολαία και η μετωπι-

κή παράσταση, παρά τη στενότητα της σκηνής, μετά τοπρώτο αφουγκραστικό δεκάλεπτο απορίας, περιέργειας και

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 186

ηχηρής σιωπής εισπράττει σφυρίγματα, γέλια, ιαχές και χει-ροκροτήματα ειδωλολατρικού ενθουσιασμού.

«Σας παίρνει να παίξετε τουλάχιστον τρεις βραδιές ακό-μα;» ρίχνει άδεια για να πιάσει γεμάτα ο αιθουσάρχης.

Στο τραπέζωμα στην ταβέρνα, τα βλέμματα, τα κεράσμα -τα και οι διαθέσεις για συντροφιά μάς μεθάνε με το μπρούσκοκρασί που μας στέλνει σε βαθύ ύπνο.

Όταν ξυπνάμε, το κεφάλι μας είναι βαρύ. Οι θαυμαστέςκαι η αναγνώριση δεν είναι πάντα ευφορικοί σύμμαχοι φαί -νεται.

«Να πάτε απ’ τον παλιό δρόμο για Καρδίτσα – Τρίκαλα,θα σας μείνει ανφοργκέταμπολ», μας τονίζει ο καλλιτεχνίζωνρεσεψιονίστ, καθώς παίρνουμε πρωινό, σηκώνουμε μπαγκάζκαι κανονίζουμε λογαριασμούς.

Θα ’ρθουνε μαζί μας η Λήδα με την Άννα, που την πειρά-ζουμε γιατί φοράει όλο ίσια παπούτσια.

«Βάλε και καμιά γόβα, λίγο τακούνι, γυναίκα είσαι, καιμάλιστα ηθοποιός, ρε γαμώτο...»

Το πράσινο Φολκσβάγκεν ανεβαίνει σε ελικοειδή τοπίαπου σου κόβουν την ανάσα απ’ τους απότομους γκρεμούς καιη ψύχρα απ’ τα οροπέδια με τα κρουσταλλιασμένα νερά κάτωαπό αιωνόβια πλατάνια, με τα μπουφάν μας μέρα μεσημέρι,στην πλατεία στο κεφαλοχώρι σπετσοφάι, φασολάδα καικόκκινο κρασί, μας θυμίζουν καταχείμωνο σε χάνι, που ξεθυ-μαίνει καθώς ο σκαραβαίος κατηφορίζει σε φιδωτούς δρό-μους με πρασινοκίτρινες κοιλάδες και παραμυθένιες στροφές,σπιτάκια-ζωγραφιές, με περιβόλια και φράχτες, διάφανα ρυά -κια, καλοχτισμένες στέρνες απέναντι σε κατακόρυφα βράχια

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 187

με γεωλογικές ραβδώσεις πάλαι ποτέ αφρισμένης φουσκοθα-λασσιάς και πράσινο γκαζόν σαν γήπεδο γκολφ στην επίπεδηκορφή... Λες κι έχουν κοπεί με μαχαίρι και ψαλίδι και ταβράχια και η πρασινάδα.

Το λουκούμι και η παγωμένη κανάτα με το νερό έξω απ’το σπιτάκι-παγόδα, που στεκόμαστε για να το χαζέψουμε σανπαιδιά, και που η φιλόξενη κυρία μάς φιλεύει παίρνει διαστά-σεις βιβλικού επεισοδίου στην παρέα.

Αλλά αυτό που μας αφήνει άφωνους και απορημένους εί-ναι ο πλινθόκτιστος οικισμός στην άκρη μιας απλόχερης χω-μάτινης ανοιχτωσιάς, στρογγυλής σαν στόμιο ηφαιστείου,που τα ισχνά δεντράκια, οι νανώδεις θάμνοι και οι στέγες εί-ναι όλα ροζ. Dusty rose.

«Κάτι σαν Βηθανία, όχι ότι έχουμε πάει ποτέ στη Βηθα-νία, αλλά λέμε», ψιλογελάμε.

Βγάζουμε τα γυαλιά ηλίου που φοράμε, ξεκαθαρίζουμε ό-τι δεν έχουμε πάρει κανένα παραισθησιογόνο, αλλά αυτό τοροζ, σαν άχνη από κουραμπιέδες, αλλού παχύ αλλού λεπτό,παραμένει διάχυτο και μας έχει εξάψει την περιέργεια.

ρωτάμε μια περαστική ξερακιανή φιγούρα αδιευκρίνιστουφύλου, που μας φαίνεται κι αυτή ροζ.

«Α, έχουμε ένα λατομείο μαρμάρου που έχει αυτό το κοκ-κινωπό...»

Απίστευτο.«Λες κι έχουμε πάρει πακιτρύ», ψιθυρίζουμε με τον Άλκη

στα ποδανά.Η Λήδα και η Άννα πίσω έχουν πέσει σε θύμησες πατριδο-

γνωσίας.«Πάντως, κορίτσια, καλές οι παραλίες, τα νησάκια και το

Αιγαίο, αλλά η ενδοχώρα σ’ αυτή τη χώρα έχει μια μαγεία...

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 188

Και τι ποικιλία απ’ τις Πρέσπες μέχρι τα Μάταλα, αν το σκε-φτείς, είναι σαν μικρογραφία του πλανήτη γη...»

Πέφτουμε σε παραλήρημα.

Η Καρδίτσα μας φαίνεται θαμπή ύστερα απ’ αυτή τη μαγικήδιαδρομή. Ο καιρός είναι μουντός και ψιλοβρέχει. Εντάξει,Σεπτέμβριος είναι. Θα ματαιώσουμε την απογευματινή. Περ -νάμε το δίωρο στα καμαρίνια με τσάι και αναμνήσεις από ρω-σικές ταινίες και παραστάσεις με θαυμασμό για τις ερμηνείεςτων ρώσων ηθοποιών. Πρωτοστατεί η Λήδα.

Η βραδινή γεμίζει από κυριακάτικα ρούχα πάνω σε θρεμ-μένες γαλακτερές κορμάρες με παχιά μουστάκια και μυρω-διά από καπνιστό τουλουμοτύρι.

Στην κουρασμένη ερωτική μηχανιστική σκηνή που έχωμε την Άννα υπερβάλλω, της ψιθυρίζω στ’ αυτί τα κλασσικάμπανάλ «Τι σου κάνω, μάνα μου» και «Θα σου πετάξω ταμάτια έξω», τα κορμιά μας συσπώνται και περιπλέκονται μεπυρετό, πλάκα πλάκα η σκηνή απογειώνεται, όπως και τοχειροκρότημα, άμεση απόδειξη του γκελ.

«Τι ήταν αυτό;» μου κάνει η Άννα στο μισοσκόταδο τηςκουΐντας όσο αλλάζουμε. «Είδες τους επίσημους στην πρώτησειρά ενθουσιασμό και μπράβο και κακό...»

«Για σένα, κούκλα μου», την πειράζω, «που είσαι γυναίκακαι τους άναψες...»

«Μπα, μάλλον για σένα, αγόρι μου, οι κύριοι μου φαίνο-νται του οθωμανικού...»

«Γιατί όχι του αρχαιοελληνικού, Τούρκοι είναι; υπερβολι-κή είσαι, έλα τώρα, τι λες, στην επαρχία είμαστε...»

«Μπα, γιατί, έχεις την εντύπωση ότι η επαρχία κοιμάται;»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 189

«Όχι βέβαια, αλλά είναι αυτό που λέει ένας ποιητής: Δενέχω αντίρρηση να πεθάνω για το λαό, αλλά μη με βάλεις νακοιμάμαι μαζί του ή κάτι τέτοιο...»

Όταν βγαίνουμε στο πεζοδρόμιο για να αποφασίσουμεπού θα πάμε για φαγητό, τρεις μούρες της πρώτης σειράςμού σφίγγουν το χέρι σε στυλ χούφτωμα, καθώς συστήνονταιως νομάρχης, ενωμοτάρχης και γεωπόνος και με προσκα-λούν για τραπέζωμα.

«Ευχαριστούμε, αλλά είμαστε παρέα όλος ο θίασος, θαπάμε κάπου όλοι μαζί...»

«Τότε μετά, για ένα ποτό, έχουμε ένα σπίτι παραέξω πουείναι πολύ ωραία εκεί η θέα... Μπορούμε να πάμε με το αμά-ξι...»

«Θέα μέσα στη νύχτα;» χαμογελάω. «Είμαστε και κου-ρασμένοι, ίσως το πρωί για καφέ πριν φύγουμε για Τρίκαλα»,συμπληρώνω ξένοιαστος απ’ την απόσταση που χαρίζει οπληθυντικός.

Λες και δεν κατάλαβα τι παίζεται. Η Άννα είχε δίκιο πουτο μυρίστηκε. Οι μούρες εκπέμπουν γλυκόπιοτη αντρίλα, αλ-λά μου φαίνεται γκροττέσκο να ξημερωθώ ανάμεσα σε μεθυ-σμένες άχνες κρατικών υπαλλήλων της περιφέρειας.

Τα Μετέωρα στην Καλαμπάκα μας καλούν λες κι έχουμε ρα-ντεβού. Αφήνουμε τα μπαγκάζ στο ξενοδοχείο στα Τρίκαλα,συνεννοούμαστε με το θίασο για την πρόβα, μπαίνουμε μετον Άλκη στο Φολκσβάγκεν και καρφωνόμαστε στα μονα-στήρια πάνω στην κορφή. Όσο κρατάει η ανηφορική διαδρο-μή, είμαστε ξαναμμένοι κι όταν παρκάρουμε, περπατάμε μέ-χρι την πρώτη μοναστηριακή αυλή, που συναντάμε σαν α-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 190

στροναύτες σε προσελήνωση. Είναι απίστευτο πού μπορεί νασου προκύψει η έλλειψη βαρύτητας.

Η στεγνή γκρίζα φιγούρα του σκούρου καλόγερου στηνξύλινη σκάλα του σκεπαστού λιακωτού, με τον άκαμπτο α-γιογραφικό βυζαντινισμό, που πίσω απ’ τη μάσκα καιροφυ-λακτεί η αίσθηση μιας καταγραφής για το τι φοράμε, τα μαλ-λιά μας, τα χέρια μας, τις κινήσεις μας, μας ξενερώνει.

«Δεν έχουμε χρόνο για ξενάγηση κι εσείς, απ’ ό,τι ξέρου-με, έχετε γύρισμα, ίσως κάποια άλλη στιγμή να έχουμε χρόνογια το προσκύνημά σας, ούτως ειπείν...» εκφέρει σε τόνο ισο-κρατήματος, «αν και δε μου φαίνεται να ενδιαφέρεστε για τοτι σημαίνει ένα μοναστήρι, αρχαίες γραφές, απόπειρα επικοι-νωνίας με...»

«Με τον Θεό;» τον κόβω. «Μπορεί και όχι, αλλά εμείς ήρ-θαμε μια επίσκεψη, ένα...»

«... ένα προσκύνημα, πώς το λένε;» επεμβαίνει ο Άλκης.«Ίσως ένα τάμα», συμπληρώνω.«Δεν το νομίζω, αυτό φαίνεται, ίσως κάποια άλλη φορά»,

απομακρύνεται.«Κάπως απαράδεκτο», μου κάνει ο Άλκης, «είσαι να

μπούμε μέσα στις μονές, στα κελιά...»«... να σβήνουμε τα κεριά», ενθουσιάζομαι.«... να χτυπάμε τις καμπάνες, να μας κυνηγάνε», ολοκλη-

ρώνει.Γελάμε καθώς περπατάμε για την επόμενη μονή, που δεί-

χνει να έχει κίνηση. Άνθρωποι σκαρφαλωμένοι σε σκάλες, α-ναρτημένοι προβολείς, η κάμερα, το τράβελινγκ στημένο, φω -νές απ’ το συνεργείο σαν ιαχές φιλάθλων.

«ρε Κουρέλια, πώς από δω;»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 191

«Τι γίνεται, ρε παίδες, τι γύρισμα είναι;»«Τζαίημς Μποντ, ο ρότζερ Μουρ κάπου εδώ τριγυρνάει,

ωραίος τύπος. Θα ανατινάξουμε τη μονή, χαχά, ντεκόρ είναι,πήραμε άδεια με χίλια ζόρια, οι καλόγεροι είναι πολύ επαγ-γελματίες».

«Περίεργος ανακριτικός επαγγελματισμός», σχολιάζουμε.«Εσείς πώς από δω, αποφασίσατε να καλογερέψετε;»«Μόλις κάναμε αίτηση, αλλά μας απέρριψαν».Οι τεχνικοί γελάνε γενικώς, αλλά εμείς κυριολεκτικά.«Καταλαβαίνεις τι έγινε», λέω στον Άλκη καθώς ρολλά-

ρουμε στην κατεβασιά για το ξενοδοχείο.«Ε, βέβαια, ο καλόγερος νόμιζε ότι παίζουμε στην ταινία,

γι’ αυτό μας είπε για γύρισμα και μας τη βγήκε...»«... μ’ αυτό το εχθρικό ύφος σαν να επρόκειτο να μας αφο-

ρίσει...»«Αυτός είσαι».«... που σημαίνει ότι ήξερε πως είμαστε ηθοποιοί. Ένας

μοναχός απομονωμένος πάνω στις βουνοκορφές από πού κιως πού με το που μας είδε...»

«Τι νομίζεις, ρε συ, αφού σ’ τα λέω χρόνια, το ξέρω καλάτο παπαδαριό, παρακολουθούν τα πάντα».

«Μου το ’λεγε και ο Βασίλης Φωτόπουλος όταν τον ρώτη-σα σε ποιο πνευματικό πατέρα να απευθυνθώ, αν πάω ποτέστο Άγιο Όρος. Οι Φωτόπουλοι πήγαιναν συχνά κάποτε ε-κεί...»

«Και τι σου ’πε;»«Καταρχήν να μην πω ότι πάω εκ μέρους του, γιατί μπο-

ρεί και να με απελάσουν. Και δε χρειάζεται να πάω συστημέ-νος από κανέναν, γιατί με ξέρουν έτσι κι αλλιώς απ’ το Χάπ-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 192

πυ Νταίη που έπαιξα τον παπά. Ξέρουν πολύ καλά ποιος, πό-τε και γιατί. Παρακολουθούν τα πάντα».

«Σ’ το λέω, αγόρι μου, χρόνια τώρα, πατέρα ψάλτη έχω».

Το δωμάτιό μας στο ξενοδοχείο της Λάρισας, ένα δυάρι πάνωστην ταράτσα, θυμίζει διαμέρισμα εργένη, με τα πόστερςτων ημίγυμνων καλλονών, τα ξεραμένα λουλούδια στα βάζακαι τον ατμοσφαιρικό φωτισμό.

«Είναι του ιδιοκτήτη, μένει καμιά φορά εδώ πάνω, αλλάγια σας...» μας κολακεύει ο φιλότεχνος υπάλληλος της ρεσε-ψιόν.

Αφήνουμε τα πράγματά μας στις φλοκάτες και τριγυρνά-με μέσα στο δυάρι.

«Για γαμιστρώνα το κόβω».«Λες το αφεντικό να είναι μερακλής;»ρίχνω μια ματιά απ’ το ψηλό παράθυρο στην κεντρική

πλατεία με τα τραπέζια και τις καρέκλες των καφενείων καιστις πολυκατοικίες γύρω γύρω. Το κορίτσι στο λοξώς απένα-ντι ρετιρέ, με την κόκκινη πετσέτα τυλιγμένη γύρω του, σαννα ’χει βγει απ’ το μπάνιο, με τα μακριά μαύρα μαλλιά τουριγμένα πάνω απ’ την κουπαστή της βεράντας, που τ’ απλώ-νει αργά αργά για να στεγνώσουν.

«Άλκη, έλα να δεις μια μάλλον μπάνικη τύπισσα...» Έρχεται δίπλα μου και κοιτάζει κι αυτός.«Ξέρω ποια είναι».«Ποια;»«Η πρώην μου, αγόρι μου».«Η Ελληνίδα απ’ τη Γουάσινγκτον που χωρίσατε;»«Ναι σου λέω, είμαι σίγουρος».

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

o

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 193

«Τι κάνει στη Λάρισα;»«Από δω είναι, αγόρι μου».«Άντε, ρε...»«Δε με πιστεύεις; Στάσου, έχω το τηλέφωνό της εδώ, μι-

σό λεπτό», πάει στην τσάντα του.Το στέγνωμα απέναντι φαίνεται να ’χει αποδώσει, γιατί

τινάζει τα μαλλιά της δεξιά κι αριστερά, πάνω κάτω, αλα-φιασμένα και με πόζες θεατρικότητας στο καθρέφτισμα τηςτζαμαρίας πίσω της.

«Λοιπόν, την παίρνω τηλέφωνο. Εσύ κοίτα την, αν πάειμέσα, σημαίνει ότι...»

Σχηματίζει το νούμερο, τώρα θα πρέπει, αν είναι αυτό, νατην που πάει μέσα.

«Τι γίνεται;» τον ακούω.«...» «Ο Άλκης...»«...»«Έτσι μου ’ρθε να σου τηλεφωνήσω. Θες να σου πω τι κά-

νεις τώρα;»«...»«Στεγνώνεις τα μαλλιά σου στο μπαλκόνι τυλιγμένη με

μια πετσέτα κόκκινη...»«...»«Ναι, σωστά, τώρα μιλάς στο τηλέφωνο μαζί μου, το έχω

υπόψη μου, αλλά λίγο πριν...»«...»«Είχα ένα όραμα, σε είδα να στεγνώνεις το μαλλί σου... Ό-

χι, τώρα δε σε βλέπω, την έβγαλες την πετσέτα ή ακόμα...»«...»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 194

«Μήπως το πιστεύω εγώ, αλλά πλάκα κάνω, είμαστε α-πέναντι στο ξενοδοχείο, έχουμε παράσταση και γι’ αυτό...»

Όταν τα μεσάνυχτα μετά την παράσταση βγαίνουμε οι τρειςμας για ένα ποτό, η πρώην του είναι πολύ περίεργη. Οδηγείνευρικά, δεν τον αφήνει να την αγγίξει, λες και φοβάται μή-πως το πάθος τους ξαναφουντώσει, με μια αυστηρότητα θρη-σκομανούς, ταγμένης στην αποχή και στις αξύριστες γά-μπες, χωρίς αστεία και γελάκια, με βαθυστόχαστες κουβέ-ντες για τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων.

Όταν μας αφήνει μπροστά στο ξενοδοχείο, κοιτιόμαστεμε τον Άλκη σιωπηλοί.

«Έχει φύγει, αγόρι μου, σ’ το λέω, δε με πιστεύεις, έχειφύγει πολύ...»

Το ’χουμε συζητήσει και με την κολλητή της στο Παρίσι,την Ντομινίκ, όταν ο πατέρας της νεογέννητης κόρης τους τιςεγκατέλειψε για να κλειστεί σε μια σέχτα συναγωγής, όπουπροσεύχονται για τη σωτηρία του πλανήτη. Παραμύθι για νααποφύγει τις ευθύνες της πατρότητας. Σε αναστατώνει ότωντο αγαπημένο σου πρόσωπο έχει ξεφύγει, και μάλλον χωρίςεπιστροφή, γεγονός που παραλύει κι εσένα τον ίδιο και δενμπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό. Μπορεί να έχουμε πολλάακόμα να δούμε και να πάθουμε, αλλά θα μάθουμε και τίπο-τα; Μαθαίνει κανένας μας ποτέ;

Στο διαμέρισμα της Κλεομένους μπαινοβγαίνει κόσμος. Τουπερυψωμένο ισόγειο, δυο βήματα απ’ τη Δεξαμενή, δίπλαστα σκαλιά που βγάζουν στο τελεφερίκ για τον Λυκαβηττό,

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 195

το ’χε εντοπίσει η Αντιγόνη –όταν έψαχνε για να μείνει μόνη–,αλλά εβδομήντα τετραγωνικά τής φάνηκαν λίγα, «Τουλάχι-στον εκατό, θέλω χώρο».

Έμενα στο υπόγειο που έβγαινε στον ακάλυπτο δίπλα σταεργαστήρια του Πάρι και της Μερόπης Πρέκα, με τα πιο νό-στιμα βερίκοκα από τα οπωροφόρα της αυλής. Στην Κλεομέ-νους, απίστευτο.

Μετακόμισα στο υπερυψωμένο ισόγειο σε μία νύχτα, έ-στησα το ξύλινο κρεβάτι με το στρώμα –απ’ το ξήλωμα τουσπιτιού της Ήβης στον περιφερειακό–, τρεις σκηνοθετικέςπλιαν, ένα ντιβάνι στο καθιστικό κι ένα ξύλινο τραπέζι –πά-σα της Σεϊρλή–, με τις μουσικές μου, τα ξενύχτια μου και τατηλεφωνήματά μου στην Πάτρα, μπας και πετύχω τη Βέρα.

Όταν επιτέλους ακούω τη φωνή της, είναι κοφτή κι από-μακρη. Κάνει παρέα με κάποιο χαράκτη, είναι ζευγάρι, θαφύγουν για Νέα υόρκη, εκεί μένει αυτός.

«Και θα φύγεις έτσι ξαφνικά;»«Γιατί όχι, δε με κρατάει τίποτα εδώ, εσύ μου έδωσες να

καταλάβω ότι δεν... οπότε κι εγώ...»«Και πόσο θα μείνεις;»«Πού να ξέρω, λέω να κάνω χορό, όπως έκανες κι εσύ, να

ζήσω κι εγώ αυτή τη ζωή που μου περιέγραφες και μου κίνη-σε την περιέργεια· θέλω κι εγώ να δοκιμάσω διάφορα».

«Πολύ άνετη ακούγεσαι».«Πήρα από σένα».«Δε φαντάστηκα ποτέ ότι ήμουνα παράδειγμα προς μί-

μηση...»«Ούτε και προς αποφυγή. Κοίτα, έχω στο μυαλό μου, εάν

τα πράγματα πάνε καλά...»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 196

«Με τον τύπο;»«... με τον τύπο και γενικά να μείνω όλο το χειμώνα...»«Και να ’ρθεις ίσως για το Πάσχα...»«Ίσως, δεν ξέρω».«Και πότε φεύγεις;»«Φεύγουμε μεθαύριο».«Έτσι χωρίς...»«χωρίς τι; Έλα τώρα, κάνε μου μια χάρη, θέλω να κρα-

τήσω το διαμέρισμα στη Νεάπολη ούτως ώστε άμα γυρίσωστην Αθήνα, να έχω κάπου να μείνω. Κράτα τα κλειδιά καιπότιζε πού και πού κανένα λουλούδι, μια μικρή συντήρηση,να μην πιάσει αράχνες, θα μου κάνεις αυτή τη χάρη;»

Μ’ αρέσει που με εμπιστεύεται, αλλά σφίγγεται το στο-μάχι μου μ’ αυτό το «Φεύγουμε μεθαύριο», συγκρατούμαιγια να μη βάλω τα κλάματα. Γαμώτο μου. Πόσο καθυστερη-μένος είμαι... Κάθε φορά που απομακρύνομαι από κάποιασχέση, αντιλαμβάνομαι πόσο μου λείπει και τι ωραία που ή-ταν όσο ήμαστε μαζί... Κάθε φορά μεταχρονολογημένος πό-νος, κι άντε τώρα να βγω απ’ το λούκι. Να πάθεις για να μά-θεις, λένε, μαλακίες. Θα πάθεις πολλές φορές και δεν θα μά-θεις καμία φορά, ποτέ, τίποτα. Τι ηλίθια καλομαθημένος εί-μαι... Προέχει η άνεση βλέπεις –η δήθεν ευαισθησία φοριέταιτόσο πολύ σ’ αυτή τη χώρα, που σε πιάνει μπλιαχ απ’ τα κα-ταφρονεμένα αισθήματα της λεβεντομαλακίας και την υγρα-σία της–, ε, να τη βγαίνουμε ως πονεμένοι δεν λέει, μπα, κα-λύτερα να λειτουργήσουμε για μία ακόμα φορά ως παυσίπο-να, δεν γαμιούνται και τα αισθήματα, δεν θα ’ναι η πρώτη φο-ρά που θα τα σνομπάρω... Τελικά δεν έχω μάθει να απολαμ-βάνω την ευτυχία... Τρομάζω όταν τη συναντώ κι αλλάζωπεζοδρόμιο, για να μη δεθώ μαζί της και μετά πονέσω. Και

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 197

πονάω πάντα εκ των υστέρων για κάτι που θα ’πρεπε να γνω-ρίζω πια εκ των προτέρων. Είμαι ανίκανος να ζήσω.

Έτσι κι αλλιώς το σπίτι μου με την καθημερινή περατζάδαδεν αφήνει περιθώρια για εσωστρέφεια και πρέπει να ετοιμά-σω την επίδειξη για τη χειμερινή κολλεξιόν της Λουκίας. Δενείναι η πρώτη φορά. Συνεργαζόμαστε καλά, μ’ αρέσουν ταρούχα της, της αρέσει το γούστο μου, τα μοντέλλα είναι δεμέ-να σχεδόν συναισθηματικά μαζί της και τους κάνει τα χατί-ρια, με αποτέλεσμα ένα κομψό φόρεμα να μην αναδεικνύεταιπάνω σε αταίριαστα γόνατα ή λάθος γάμπες.

Στις επιλογές και τις πρόβες είμαι συγκεκριμένος, σχεδόντελειομανής, αλλά τα κορίτσια παραπονούνται στη συμπονε-τική σχεδιάστρια και γίνονται κάποιες παραχωρήσεις. Δεν μ’αρέσει, αλλά τα ρούχα είναι της Λουκίας, οπότε...

Ανάμεσα στα ημίγυμνα μαννεκέν είναι τόσο όμορφα –παρ’όλα τα τσιρότα, τα ταλκ και τα αποσμητικά– τα κρεμοειδή ε-σώρουχα, ασορτί με τα κορμιά, τα βραζιλιάνικα σκαριά, τιςαγγλικές επιδερμίδες βανίλιας, τους μεσογειακούς γλουτούςσυγκρατημένου σεξαπήλ να πηγαινοέρχονται πάνω σε σκλη-ρά ψηλοτάκουνα, μουσικές Ερίκ Σατί και Μπράιαν Φέρρυ,φωτισμός σαν από σελίδες της Vogue και τη Λουκία να προ-σθέτει το final touch των αξεσουάρ. Όταν τελειώνουν όλα, εί-μαστε ευχαριστημένοι, ξεθεωμένοι, γεμάτοι φιλιά και κο-μπλιμέντα, και παρά την εγγύτητα που μας έχει προκύψει, οισχέσεις με τα μοντέλλα παραμένουν επαγγελματικές. Εντά-ξει, τις περισσότερες φορές.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 198

Καθώς οι παραστάσεις στη Στοά με το Εσωτερικαί ειδήσεις

ξαναρχίζουν μέχρι την περίοδο των εορτών, το καθημερινόμου πρόγραμμα είναι γεμάτο. Στη Σχολή Βεάκη κάνω απλόαυτοσχεδιασμό στους πρωτοετείς και ολοκληρωμένες συνθέ-σεις αυτόνομων αυτοσχεδιαστικών κομματιών στους τριτοε-τείς, όπου η ιστορία, η δράση, το υπαινικτικό σκηνικό, ο στοι -χειώδης φωτισμός, η μουσική, τα ρούχα είναι όλα δουλειάκάθε τελειόφοιτου.

Είτε σόλο, είτε ζευγάρια, είτε σύνολα, είναι σχεδόν πάνταέτσι: Τρία τέσσερα παιδιά ξεχωρίζουν για διαφορετικούς λό-γους, αλλά τραβούν την προσοχή. Όλοι συμμετέχουν, όλοιχρησιμοποιούν τη φαντασία τους, αλλά λίγοι έχουν αυτή τηνιδιαίτερη αύρα που ελκύει. Σε μερικούς είναι μια φυσική χά-ρη, σε άλλους αποτελεσματική μιμική και σε άλλους, όπως ί-σως μόνο στον Άρη ρέτσο, είναι η παρθένα ενέργεια, που α-ναβλύζει εκπέμποντας την αλήθεια της στιγμής. Μου κάνειεντύπωση, μάλλον μαθαίνω απ’ τα παιδιά παρά τους διδά-σκω. Τι να διδάξεις στα παιδιά, που είναι τόσο ζωντανά, τόσοκαθαρά, τόσο γεμάτα και από βρέφη υποψιάζονται τα πάντα,χωρίς ίχνος απατηλής τεχνικής και λαϊκίστικης γοητείας...Τι ιστορία το θέατρο. Μαθαίνεις συνέχεια, σαν να μην ξέρειςτίποτα. Ανοίγονται μπροστά σου, κυρίως εξαιτίας των άλλων,τόσοι τρόποι, τόσες διαδρομές, τόσο απλά και τόσο άμεσα.

Φυσικά τα παιδιά έχουν τις ιδιαιτερότητές τους: σκοτεινήεσωστρέφεια, αγοραία εξωστρέφεια, θεατράλε μοναχικότητακαι φλερτατζήδικες μαγκιές. Ο Άρης προτιμά να αυτοσχε-διάζει μόνος του, γιατί οι άλλοι, και συγκεκριμένα η Αννίτα,τον αποδιοργανώνει. Αυτό όμως δεν γίνεται, το θέατρο είναιομαδικό άθλημα. Η αλήθεια είναι ότι η ασυμμάζευτη πληθω-ρικότητα της παρτεναίρ του δημιουργεί σκηνικό κομφούζιο,

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:58 ΜΜ Page 199

που βγάζει γέλιο εξαιτίας του χάους που διαχέεται, αλλά δενείναι για χόρταση, και μάλιστα όταν είναι ανεξέλεγκτο.

Ο αυτοσχεδιασμός δεν είναι ψυχοθεραπευτικό άσυλο όπουπαίρνεις φόρα κι όποιον πάρει ο χάρος. Έχει όρια, δεν είναιψυχωσική εκτροπή, ούτε αυνανιστικός οργασμός, έχει τουςκανόνες του και τις ανατροπές του, όπως όλα και στη ζωή καιτην τέχνη. Μόνο που τη ζωή τη ζεις –συχνά ερήμην σου–, ε-νώ το θέατρο το βιώνεις επιλεκτικά.

Ο Άντονι χόπκινς στα γυρίσματα του Πέτρου και Παύλου –μια τηλεοπτική σειρά για τα έργα και τις μέρες των δύο απο-στόλων στην πορεία τους για τη ρώμη– είναι οικείος, τρυφε-ρός και όποτε ξεχνάει τα λόγια του, ο αυτοσχεδιασμός τουκαι η εγρήγορση γίνονται στοιχεία του χαρακτήρα του Παύ-λου, που υποδύεται καθώς με προσηλυτίζει –ως Έλληνα ευ-γενή– στο χριστιανισμό. Κάνουμε παρέα στα διαλείμματα,ενδιαφέρεται για τη θεατρική μου πλευρά και εκφράζει την ε-πιθυμία να παρακολουθήσει την παράσταση Εσωτερικαί ει-

δήσεις που συμμετέχω, γιατί τον ιντριγκάρει απ’ τις αφηγή-σεις μου ο τρόπος δουλειάς του θεάτρου Στοά.

«Μου θυμίζει τα πρώτα χρόνια μου στο αγγλικό θέατρο,τότε που οι ηθοποιοί ανέβαζαν έργα χωρίς τη σκηνοθετική α-σφυκτική επιστασία», λέει.

«Είχα διαβάσει μια συνέντευξη του Πήτερ Ο’Τουλ», συ-μπληρώνω, «που έλεγε ότι τους σκηνοθέτες τούς είχαμε τότεγια να βρίσκουν τα λεφτά για την παραγωγή και να κάνουντους φωτισμούς...»

«Έχει πλάκα ο Πήτερ», χαμογελάει.Την Πέμπτη, που έχουμε κανονίσει να δει την παράσταση,

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 200

περνάω απ’ το CARAVEL για να πάμε μαζί στο θέατρο στουΖωγράφου. Μια κατακλυσμιαία βροχή, που ξεσπάει ξαφνικάκαι κρατάει ώρες, μας ακινητοποιεί στη σουίτα του, απ’ όπουτηλεφωνώ στο θέατρο για να πληροφορηθώ τη ματαίωση τηςπαράστασης και καθώς πίνουμε και τσιμπάμε παρέα και μ’άλλους ηθοποιούς απ’ τα γυρίσματα –Μπομπ Φόξγουερθ,Τζο Φιντς–, το μάτι του πέφτει στην τηλεόραση, όπου ο Κώ-στας χατζηχρήστος ξεσαλώνει στον Ηλία του 16ου.

«Ανοίξτε τον ήχο, τι τάιμινγκ είναι αυτό, ποιος είναι αυτόςο ηθοποιός, τι ενέργεια...» χαζεύουν όλοι.

Δίνω τις απαραίτητες εξηγήσεις για τα είδη των ασπρό-μαυρων ταινιών της εποχής και το αυτοσχεδιαστικό μεγα-λείο των ηθοποιών και η βραδιά κυλάει με κουβέντες για τηνετοιμότητα και τη χημεία των θεατρίνων, που συχνά κάνειθαύματα.

Ο Άντονι χόπκινς ξανοίγεται σε μια γενναιόδωρη πρόποση:«Αν ποτέ ακούσω για καμιά παραγωγή για τον Ντομίνι-

κους Τεοτοκόπουλος, θα σε προτείνω για το ρόλο, έχεις τοστυλ».

«Ευχαριστώ». Τσουγκρίζουμε όλοι σαν όρκο τιμής παλιόφιλων. Μιλάμε

για τη ζωή του στο θέατρο σε καθημερινή βάση και την επι-τυχία του της παράστασης Έκβους στη Νέα υόρκη, που ά-νοιξε το δρόμο για το χολλυγουντιανό σινεμά, την απεξάρτη-σή του απ’ το αλκοόλ και τη συμπαράσταση της συντρόφουτου, αυτής της κοκκινομάλλας μικροσκοπικής φιγούρας,φαινομενικά εύθραυστης –στο βάθος γρανίτης–, με τη λεκτι-κή ακρίβεια και την παρούσα σιωπή. Ωραίοι άνθρωποι.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 201

Στην αρχή νομίσαμε ότι ήταν βουητό από άρματα μάχης πουκατέβαιναν τη λεωφόρο, όπως την 21η Απριλίου του ’67, αλ-λά όταν κουνήθηκε όλο το σπίτι και πέσαν αντικείμενα, καισταμάτησε η τηλεόραση και βρεθήκαμε κάτω από τραπέζιακαι καναπέδες, τότε η λέξη σεισμός κυκλοφόρησε από στόμασε στόμα.

Το φλιπεράκι που έπαιζε ο Αντώνης Καφετζόπουλος πέ-φτει σε αφωνία, η Λίνα άρχισε να κελαηδάει, ο Βαλαβάν μετην Κράλλη φεύγουν πετώντας για να επιστρέψουν σπίτιτους, στη μικρή Κατερίνα, που τη φύλαγε η γιαγιά της, ο οι-κοδεσπότης μας και οδοντογιατρός μας Αγκοστίνο Βακόντιοπαραμένει ψύχραιμος, αλλά η Ντέμη έχει αποπροσανατολι-στεί μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του διαμερίσματος στονπρώτο όροφο πάνω στην πλατεία Κυψέλης. Την παίρνω χο-ρευτικά απ’ το χέρι, κατεβαίνουμε με μπαλεττικό ρυθμό ταδώδεκα σκαλιά και βγαίνουμε στο σκοτάδι της παγωμένηςνύχτας. Σκούροι άνθρωποι με νυχτικά, πυτζάμες, κουβέρτεςκαι μάλλινα σάλια έχουν ήδη κατασκηνώσει στην πλατεία μετρανζίστορ και φωνές. Τόσο πολλούς μαύρους έχει η Αθήνα!Ο οδηγός του τρόλλεϋ με τον ταξιτζή βρίζονται, χρεώνονταςο ένας στον άλλο το τρακάρισμα, αλλά μένουν ξεκρέμαστοι ό-ταν συνειδητοποιούν περί τίνος πρόκειται, με τον καυγά τουςνα εκπνέει σε αφλογιστία.

Πάω απ’ την γκαρσονιέρα της Νεάπολης να δω αν όλα εί-ναι εντάξει και πέφτω στο διπλό κρεβάτι αγκαλιά με τις μυ-ρωδιές της Βέρας. Προς το ξημέρωμα αισθάνομαι να κουνιέ-μαι, αλλά τραβάω το πουπουλένιο κουβερλί μέχρι πάνω, γυρ-νάω πλευρό μουρμουρίζοντας «Δε γαμιέται κι ο σεισμός» καιβυθίζομαι στον ύπνο.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 202

Κατά τις έντεκα πάω απ’ το σπίτι μου στην Κλεομένους, ηΤρικαλινή θυρωρός με την αψάδα του Ζαλόγγου και οι υπε-ρήλικοι ένοικοι είναι καθισμένοι, ξενυχτισμένοι, στα σκαλιάτης εισόδου, τυλιγμένοι σε ζακέττες, παλ μαξιλάρια, καρρώκουβέρτες και θαμπές ρομπ ντε σαμπρ. Σαν ντοκυμανταίρΜικρασιατικής Καταστροφής. Τόσο πολύ τρομάξανε;

Η πλατεία Κολωνακίου έχει κάτι από ματαιωμένη επίδει-ξη μόδας. Τα καφέ είναι γεμάτα κόσμο, που κολυμπάει σε α-γουροξυπνημένο λιγοψύχισμα.

Φίλοι και γνωστοί, που χτες το βράδυ την ώρα του σει-σμού στο υπόγειο του EMBASSY την είχαν βρει με το φιλμ τουΓκοντάρ Ο σώζων εαυτόν σωθήτω, μιλάνε για σημαδιακέςσυμπτώσεις και προφητική επικαιρότητα, πέφτουν προσκλή -σεις για γεύματα, επισκέψεις, δείπνα και κρεβατώματα. Α-πρόσιτες καλλονές γίνονται φιλικές και αφ’ υψηλού μοντέλλατηλεφωνούν για μια ζεστή βραδιά σπίτι, με μουσικούλα, σπι-τικό φαγητό –ξέρουν να μαγειρεύουν, τι νόμιζες;– και γιατίόχι αγκαλίτσες. Φοβούνται να μείνουν μόνες με τις μετασει-σμικές δονήσεις, αλλά δεν έχουν αντίρρηση για δονήσεις πουθα ξορκίσουν το φόβο και αν, ο μη γένοιτο, μας βρει το κακό,προτιμότερο να μας βρει αγκαλιά, παρά μόνους.

Ακόμα και οι ταξιτζήδες, αυτή η χατζιδάκειος κίτρινηλαίλαπα, έχουν γίνει ευγενικοί, εξυπηρετικοί έως και τρυφε-ροί. Είναι απίστευτο. Το διαφημιστικό σλόγκαν «Ο χρυσόςμάς φέρνει πιο κοντά» κολλάει γάντι στο «Ο σεισμός μάςφέρνει πιο κοντά», καθώς υπάρχει η αίσθηση ότι η πόλη ολό-κληρη ξεσαλώνει ερωτικά.

Στο βυσσινί μπαρ της ΒΕΓΓΕρΑΣ στην Αριστίππου οι κου-λαριστοί γάτοι τονώνουν το ηθικό της φρικαρισμένης γκόμε-νας σε φάση φτυσμάν απ’ το αλκοόλ και του φλιπαρισμένου

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 203

κολλητού, που προσπαθεί να αποφύγει το σαλτάρισμα με κα-τευναστικές δόσεις γαλαζωπών καπνών, ροζέ φυσαλίδων σα-μπάνιας και τζαζέ μουσικές Γκραπέλλι. Αν είναι να πάμε κα-τά διαόλου, ας πάμε με στυλ.

Στα περάσματα από την πλατεία ο Κοτάν υπενθυμίζει εδά-φια απ’ την Ιλιάδα και την Οδύσσεια στη γνωστή ασύδοτησκατολογική απόδοση:

«Κι είχαν αυτοί οι Κύκλωπες/ κάτι κωλοτρυπίδες,/ που έ-τσι και σε κλάνανε/ σου ισιώναν οι ρυτίδες,/ οπότε με το πουβλέπει ο Οδυσσεύς τον Κύκλωπα/ τύφλα εις το μεθύσι,/ η έ-μπνευση του έρχεται/ Κύκλωπα να γαμήσει».

Ο Κοτάν έχει στιγμές που εμφανίζεται σιωπηλός.«Τι συμβαίνει;» ρωτάμε.«Νιώθω εκπεπτωκός».«Πώς έτσι;»«Να, αισθάνομαι σαν τη δοτική που καταργήθηκε».

Έχω κατεβάσει τα ρολλά, δεν πουλάω και δεν αγοράζω τίπο-τα. Μ’ έχει ταράξει η ιστορία με τη Βέρα, συμπεριφέρομαιμηχανικά και από απόσταση, δεν θέλω τίποτα.

Ξεχνιέμαι κάπως κάθε Τετάρτη και Πέμπτη που παίζου-με στη Στοά, τώρα πια τα Εγκαίνια, με γενναίες επεμβάσειςπάνω στο κείμενο του Γιάννη χρυσούλη απ’ τον Θανάση Πα-παγεωργίου, αλλά και ετοιμότητα απ’ όλους μας για μια πα-ράσταση με ρυθμό, καλοζυγισμένες ερμηνείες και ακρίβειαστην εκτέλεση.

Ο επαρχιώτης μπλοφαδόρος Νάτσης, με το σένιο μουστα-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 204

κάκι του, με την επιστημονικοφανή κομπίνα και την κολπα-τζήδικη ίντριγκα, μου ’χει έρθει γάντι. Γουστάρω τη νομιμο-φανή απατεωνιά, την αμπελοφιλοσοφημένη πόζα μέσα απόπολυταξιδεμένη σιγουριά και στο βάθος του κολλάρου λίγδα.Το διασκεδάζω και συχνά εκτίθεμαι στην κόψη του ξυραφιού.

Καθώς ξεβάφομαι στα καμαρίνια, νιώθω απογειωμένος,αλλά κλείνομαι στον εαυτό μου και αποφεύγω τα τετ-α-τετ,εκτός από την κέρινη κούκλα, που αργά τη νύχτα μού τηλε-φωνεί, πάντα λειώμα, από κάποιο τεκέ, για να ’ρθει να ξεσκι-στούμε χωρίς κουβέντες και το πρωί που ανοίγω τα μάτιαμου, έχει εξαφανιστεί. Μάλλον παίρνουμε κι οι δυο μας ό,τιαξίζουμε σ’ αυτή τη φάση.

Όταν παίζεις στο θέατρο, συναντάς πολύ κόσμο κάθε βράδυ,και συχνά πλάσματα που έχουν ιδιαίτερη σχέση με το κορμίτους και δεν έχουν αντίρρηση να το μοιραστούν μαζί σου... ταυπόλευκα ατίθασα πόδια, τα φλαμένκο εσώρουχα, τις αιλου-ροειδείς λεκάνες, τόσο αποπλανητικές...

Οι καμουφλαρισμένες επιθυμίες των φιλότεχνων μοιά-ζουν λιμνάζοντα ύδατα για φυτά εσωτερικού χώρου, η υψηλήαισθητική δεν είναι το παν, η τέχνη είναι απατηλή, έχω τανεύρα μου. Γιατί όλα είναι σκηνοθετημένα, υπό έλεγχο, σοφι-στικέ, κομψά, καλλιτεχνία και πίπες... Μου λείπει η ωμότη-τα της ζωής, μια κάποια βαρβαρότητα, να γυρίσει ο κόσμοςανάποδα, να με τυφλώσει ένα φως, να πέσω στα γόνατα, ναμην ξέρω τι μου γίνεται, να σέρνομαι από κάποιο πάθος, έρ-μαιο, μια ταπείνωση, ένας ξεπεσμός, τέτοια...

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 205

Έχει γυρίσει απ’ το Λονδίνο, παραδίδει μαθήματα αγγλικών,κατάγεται απ’ την Ερμιόνη, μιλάει ωραία ελληνικά, τον εν-διαφέρει η στίξη, οι αναφορές του είναι κυρίως λογοτεχνικέςκαι διαθέτει μια καλοβαλμένη κομψότητα αστού.

Ο Τάκης Σπετσιώτης δεν έχει καμία σχέση με αμπέχονοκαι καμία κρυφή λατρεία για τη 17η Νοέμβρη. Τέλεια, γιατίαπεχθάνομαι τις λαϊκούρες και τα άξεστα παιδιά, οπότε ηλονδρέζικη αύρα του μου ’ρχεται γάντι.

Θέλει να γυρίσει μια τηλεταινία για τον Λαπαθιώτη και ναπαίξω τον ποιητή. Κολακεύομαι, αλλά όταν συνέρχομαι, σκέ-φτομαι ότι τέτοια πρόσωπα δεν παίζονται, αν μπορούσα όμωςνα έχω έστω κάποιες στιγμές ταύτισης, αυτό θα είναι κάτι.

Μ’ αρέσει που ο Τάκης στα γυρίσματα δεν ξεχνάει τη στί-ξη, τους χρόνους, το καδράρισμα. Επιδιώκει ό,τι ξεγλιστράει,αλλά με αίσθηση τάιμινγκ και ο ντιλεταντισμός του είναι α-δρά γειωμένος.

Όταν η ασπρόμαυρη λιτή κόπια προβάλλεται απ’ την ΕρΤ,εκπέμπει κλάση και η αθόρυβη φωτογραφία του ΦίλιππουΚουτσάφτη έχει συμβάλει στην αβίαστη ροή της σκηνοθε-σίας, που έχει σκοπό να επιχειρήσει «μεγάλου μήκους ταινία,όπου εκεί θα μπορέσουμε ίσως να κάνουμε κάτι ακόμα πιοδημιουργικό και για τους δυο μας».

Σκέφτομαι ότι ο Σπετσιώτης, με την αισθητική, την κουλ-τούρα, το χιούμορ που διαθέτει, θα είναι ενδιαφέρουσα περί-πτωση για το ελληνικό σινεμά, μια βισκοντική εκδοχή ίσως. Τονα συνεργάζεσαι με κομψούς ανθρώπους είναι τόσο ενθαρρυντι-κό. Φυσικά χωρίς μεγαλοαστική τάξη, χωρίς Αναγέννηση καιμαικήνες, χωρίς κεντροευρωπαϊκό μυθιστόρημα και τη διακρι-τική χάρη της μπουρζουαζίας, τέτοιες απεικονίσεις δεν αναδύο-νται στην οθόνη, αλλά, ονειροπολώντας, πιστεύω στο θαύμα.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 206

Τα συμπόσια Σαχλαμαράτας είναι ανοιχτά σε οποιονδήποτε,αλλά στους τακτικούς στοχαστές συμπεριλαμβάνονται ο Κο-τάν, η Δέσποινα, ο Αντρέας, ο Στέλιος και όποιος τυχαίνει ναέχει έμπνευση για στίχους με ρίμα. Εξοχικά στην Αίγινα καιδιαμερίσματα της Αθήνας, με αφορμή μια γιορτή ή ένα γενέ-θλιο –και όχι μόνον του Αγίου Πνεύματος ή του Ασώτου–,φιλοξενούν συμποσιαστές με οίστρο ή και χωρίς. Στην ανα-βίωση της ρίμας, που μετά τον Μποστ και εν μέρει τον Ευθυ-μιάδη με τους Προστάτες, έχει περιπέσει σε λήθαργο, πρέπεινα πούμε ότι ο Γιώργος Κοτάν είναι βασικός ξεσηκωτής. Αλ-λά ας μη φλυαρούμε αστόχως, όταν ο στίχος είναι ο στόχος.

Πώς είναι όμως δυνατόν, 23 του Απρίλη,

να εορτάζει Πόντιος, Μάο και Ζουγκασβίλι,

πώς τάσεις μεγαλοπρεπείς, ιστορικές και μη,

έρχονται και στριμώχνονται μέσα σε μια γιορτή!

Αν ίσως δεν το πιάσατε, σας διαφεύγει ο κρίκος

όπου συνδέει όλα αυτά – όπως μας λέει ο μύθος:

Η οικογένεια Κοτάν ή Κοτανώφ και ΣΙΑ

έχει μακρά παράδοση μέσα στην Ιστορία:

Γνωρίζουμε τους Κοτανώφ των σταύλων της Ρωσίας

–λέμε για σταύλους τσαρικούς, όχι προλεταρίας–

και τους Κοτάν τους ισχυρούς στη μακρινή Ασία,

πριν απ ’τον Μάο ήσαν αυτοί κι ήταν φεουδαρχία,

με τελευταίο απόγονο τον Γιώργο από τον Πόντο,

που κάποια μέρα με βροχή τα φόρτωσε στο βρόντο,

όταν πολύ εκπεπτωκός στη σκέψη οδηγήθηκε

πως νιώθει σαν τη δοτική, που πάει, καταργήθηκε.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 207

Παρά το κασμιρένιο πουλόβερ μου και το θερμαντικό après ski τζάκετ μου, τρέμω σύγκορμος μέσα στη μαρτιάτικη νύ-χτα, καθώς σηκώνω το χέρι μου για ταξί.

Τα σαγόνια μου χτυπάνε όταν χώνομαι στο πίσω κάθισμακαι ο οδηγός μού γνέφει να κάτσω μπροστά.

«Είναι πιο ζεστά, εσύ τρέμεις ολόκληρος, έλα».Κάθομαι δίπλα του, προσπαθεί να με ζεστάνει με χτυπη-

ματάκια στην πλάτη.«Μήπως έχεις πυρετό, πού μένεις, πού θες να σε πάω;»

γίνεται φιλικός. Μετασεισμικά αισθήματα, σκέφτομαι, καθώς με το ένα

χέρι οδηγεί και με τ’ άλλο ζεσταίνει την πλάτη μου. Έχω α-κόμη ρίγη, αλλά σιγά σιγά ζεσταίνομαι.

«Έχεις κανέναν να σε τρίψει;» Μπαίνουμε σπίτι μου για ένα ζεστό τσάι και μου κάνει

παρέα με τις αποτελεσματικές μαλάξεις του.«Είσαι μασέρ;»«Όχι, αλλά ξέρω απ’ αυτά».Δεν έχει πάει σε σχολεία, μεγάλωσε μικροπωλητής στου

Ψυρρή και στον Κεραμεικό, δούλεψε στις οικοδομές, χτύπη-σε άσχημα στο πόδι πέφτοντας από κάποιο γιαπί, τώρα δου-λεύει ταξί, ένεκα η οικογένεια, μ’ έχει ξαναδεί και μ’ έχει πά-ρει κούρσα, αλλά πάντα με παρέα ήμουνα, δεν έκατσε ποτένα με πετύχει μόνο μου και χαίρεται πολύ που απόψε έτυχεκαι μπορεί να μου φανεί χρήσιμος... Το κορμί του έχει κάτι α-πό παλαιστή, το γκριζοπράσινο βλέμμα του καιροφυλαχτεί,τα σκληρά μαλλιά είναι αραιά, τα χείλη τα ρουθούνια νέγρικα,η αφή του έχει την αψάδα του χειρώνακτα, σίγουρα ξέρει ναχουφτώνει.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 208

Περνάμε συχνά με τον Άλκη από το γραφείο του Βάργκα,που έχει αφήσει πίσω του την υγρασία των θεσσαλονικιώτι-κων ξενυχτιών, τα ντουμανιασμένα φοιτητικά παραληρήμα-τα με τις αντιεξουσιαστικές γροθιές –είχαν συναντηθεί με τονΚοτάν στη φυλακή επί χούντας– και κάνει ακριβώς τα ίδιακαι με μεγαλύτερη ένταση στην Αθήνα, ανάμεσα στα γρα-φεία της Πατριάρχου Ιωακείμ –όπου στεγάζουν τα αρτιστίκοράματά τους με τον Κώστα Αρζόγλου για την αεικίνητη τέ-ντα των υψηλών θεαμάτων, που θα περιοδεύει ανά την Ελλά-δα, γεγονός ανύψωσης του πολιτιστικού επιπέδου, χωρίς προ -νομιούχους πρωτευουσιάνους και άμοιρους επαρχιώτες, ό-πως στην Ιταλία, στην Ισπανία, που γίνεται απ’ το ’40, μ’ ό-λους τους θιάσους να δίνουν τις κλασσικές παραστάσεις τουςσ’ όλη τη χώρα– και στις παρέες με γούστα, εύστοχες οικονο-μικές αναλύσεις, ακριβείς κοινωνιολογικές παρατηρήσεις, ε-μπλουτισμένες από χυμούς ευφυολογηματικού κουτσομπο-λιού και αβίαστου περιρρέοντος γέλιου, ερήμην και κατά βού -λησιν, με συντονιστικό δόσιμο σε ρυθμούς τζαζ, ροκ μουσι-κής, της άτακτης καθημερινότητας, στο όριο του φτυσμάν.

Περνάμε συχνά με τον Άλκη απ’ τα γραφεία του ΑΕΙΚΙΝΗ-ΤΟυ, με τις αποχρώσεις του ξύλου, όπου ο Βάργκας, μεταξύτηλεφωνημάτων σε τράπεζες, δικηγόρους, δημοσιοσχεσίτεςκαι αρτίστες, έχει πάντα χρόνο για γέλια, πειράματα, διάλειμ -μα για καφέ, επισκέψεις στο διαμέρισμα του γενναιόδωρουζευγαριού Μάριου και Δανάης στην πλατεία Μαβίλη, με ενυ-πνιακές αναφορές στον Ηράκλειτο και γενναίες βουτιές στοσυλλογικό ασυνείδητο, συνοδεία ακατάπαυστου σέρφινγκ νι-κοτινίασης. Διότι Βάργκας ίσον: καπνός, ευέλικτη σκέψη καιγελαστικός ρυθμός· τσάκα του-τσάκα του-τσάκα του-τσακ.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 209

Με την άνοιξη να με βυθίζει σε υπνηλία τη μέρα και αϋπνία τηνύχτα, γεμάτη ασίγαστη ερωτική υπερδιέγερση, οι επισκέψειςτου άγνωστου που με ζέστανε γίνονται σχεδόν καθημερινές.

Με βρίσκει ακατάδεχτο, υπερήφανο και ονειροπαρμένο,αλλά του αρέσει που είμαι άτριχος, λεπτός και μεταξένιος.Δεν αντιστέκεται κανείς μας σε τίποτα, αφηνόμαστε άλλοτεαμίλητοι κι άλλοτε με τη βραχνή φωνή του να με στολίζει μεπαθιασμένα επίθετα, βγάζει κάτι από λιοντάρι που έχει βγειστη γύρα για σάρκα, με αιλουροειδείς ρυθμούς και αργκόμπορντέλλου. Είναι ακαλλιέργητος, αμόρφωτος, μοναδικά ε-λεύθερος στον έρωτα και ευαίσθητος στις παραμικρές αντιδρά -σεις μου. Δεν μου ’χει ξανατύχει τέτοιο δόσιμο από άγνωστο.

«Έχεις όνομα;» τολμάω.«Έχει σημασία;» ψιθυρίζει.«Στις πουτάνες όχι», χαμογελάω.«Γιατί, εμείς τι είμαστε;» χαμογελάει.

Γελάμε με τις μούρες στη ΒΕΓΓΕρΑ τα μεσάνυχτα που ο Βάρ-γκας εμφανίζεται ανάμεσα στη Λία, με το μελόξανθο κυμα-τιστό μαλλί, και την Κρίστυ, με το κατάμαυρο πάνκικο βιετ-ναμέζικο αβανγκουάρντια στυλ, ένα καλοβαλμένο θεσσαλονι-κιώτικο ροκ εντ ρολ τρίο ευρωπαϊκής πατίνας και μεσογεια-κού bon vivant. Ωραία παρέα, σαν δώρο, καινούργιοι φίλοι,διαβασμένοι, ψαγμένοι, ευγενείς, με υψηλές αναφορές καιδιάθεση για αυτογνωσία.

Με τη Λία μπαινοβγαίνουμε σε σινεμά, μπαρ, συναυλίεςκαι αξημέρωτες συζητήσεις, που δεν τις ξεχνάς όσος χρόνοςκι αν κυλήσει, μ’ αυτό της το ταλέντο της απαλής δράσης,που καταφέρνει χάρη στη φρέσκια κοριτσίστικη αύρα της να

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 210

ισορροπεί ανάμεσα στο ξενύχτι και το ωράριο του γραφείου,κάτω απ’ τις μεγαλομανείς άριες του Πολατώφ, που συχνάτην τσιγκλίζει για το ενθουσιώδες δόσιμό της στο χίππικοσουλάτσο.

«Μ’ αυτούς τους τύπους που κάνεις παρέα, δε σε βλέπωκαλά...»

«Αυτοί είναι οι φίλοι μου, δεν το συζητάω».«Καλά, καλέ, δε σ’ τους θίξαμε, αλλά είναι κάπως ακραίοι,

to say the least», επιμένει ο παρακρουσιακός στυλίστας.«Και ποιος δεν είναι en peux», τον παίζει.«Τu es raison, chéri».«Νaturlich», τον πειράζει βαγκνερικά.

Το Σαββατοκύριακο στο Πόρτο ράφτη, με τη ρωξάνη, τηνΚατερίνα και τη μητέρα τους να μας σερβίρουν λαχανικά καιλαδερά απ’ το περιβόλι τους, μαριναρισμένα φρέσκα ψάρια,κρασί και συζητήσεις, με αρχιοινοχόο τον Τάσο Φαληρέα, ξε-χνιόμαστε στο τραπέζι τους για κάνα εξάωρο.

Το βροχερό απόγευμα ο Τάσος μας παίρνει για μια επί-σκεψη στο σπίτι της εγγονής του Βενιζέλου, όπου πνευματι-στές χορτοφάγοι και ινδόπληκτα κορίτσια –με τη μοναχικό-τητα της πεζοπορίας και την ανάβαση σε κάποια κορφή πουθα εξαλείψει το εγώ– γιορτάζουν κάποια πανσέληνο.

Ο άγνωστος τηλεφωνεί πού και πού, αντιλαμβάνεται ότι εί-μαι αλλού και κρατάει τις αποστάσεις. Μ’ αρέσει όταν χωρίςπώς και τι συνεννοούμαστε. Είναι σημάδι καλού παίχτη.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 211

Είναι απογοητευμένη η Αντιγόνη απ’ το επίπεδο των αντρώνπου βλέπει γύρω της, ακόμα κι αυτό το φωτεινό μεσημέριστου ΜΠΟΚΟΛΑ.

«Και δεν είναι μόνο η κουλτούρα που σαφώς δε διαθέτουν,αλλά και το γεγονός ότι δεν είναι καν ωραίοι άντρες», προ-σθέτει αναντίρρητα.

«Έλα τώρα, είσαι υπερβολική, δε σ’ αρέσει κανείς; Τόσοςκόσμος γύρω στην πλατεία», την πειράζουμε.

«Όχι, κανείς εκτός... εκτός απ’ αυτόν που περνάει αυτή τηστιγμή».

Κοιτάζουμε, είναι ο Τζων Κασσαβέτης, που πάει στο δι-πλανό περίπτερο. Μπορώ να τον προσκαλέσω να πιει καφέμαζί μας, τον είχαμε γνωρίσει με τον Γιώργο Σκούρτη στηΝέα υόρκη ένα βράδυ μετά την πρεμιέρα της ταινίας του Mi-

ni & Moskvits, αν με θυμάται... Σηκώνομαι και πάω όσο πιοελαφρά γίνεται δίπλα του.

«Γεια σας, είμαστε μια παρέα καλλιτεχνών εδώ δίπλα καιαν θέλετε να καθίσετε μαζί μας για έναν καφέ...»

«Καλή ιδέα μού φαίνεται», χαμογελάει.«Τα ’χουμε πει παλιά στο DAILYS DANDELION στη Νέα υόρ -

κη μ’ έναν Έλληνα συγγραφέα, πού να θυμάστε...»«Να πάρω εφημερίδες και τσιγάρα κι έρχομαι».ρίχνω στην παρέα ένα βλέμμα ικανοποίησης.Δύο βοηθοί παραγωγής, που τους ξέρω απ’ τα γραφεία

του Δημητριάδη, πετιούνται από μια Μερσεντές ξαναμμένοι.«Κύριε Κασσαβέτη, πρέπει να πάμε στην πρόβα για τα

ρούχα...»«Τώρα;» τους χαμογελάει κοιτώντας με.«Είναι επείγον μας είπαν».«Κρίμα», ανασηκώνω τους ώμους.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 212

«Σόρρυ, ίσως κάποια άλλη φορά», κάνει σχεδόν απολογη-τικά.

«Μετά την Τρικυμία», χαριτολογώ καθώς θυμάμαι ότι βρί -σκεται στην Ελλάδα για τα γυρίσματα της ταινίας του Μα-ζούρσκι.

Να πάρει η ευχή, είπα κι εγώ να κάνω ένα δώρο στην πα-ρέα, και κυρίως στην Αντιγόνη, που απ’ όλους τους άντρεςτης πλατείας ο μόνος που της άρεσε ήταν ο ξεχωριστός, ο α-κριβοθώρητος –στην κυριολεξία– Τζων Κασσαβέτης, καικοίτα τώρα bad timing.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 213

τ ε σ σ ε ρ α

ΚΑΘΩΣ ΤΟ καλοκαίρι αργοκυλάει, η κατάστασή μου δεν έ-χει αλλάξει. Η παρέα με τη Λία με έχει συνεπάρει, αλλά

η επιστροφή της Βέρας στην Ελλάδα, και μάλιστα στην Πά-τρα, μόνη της, χωρίς τον δικό της, μ’ έχει αναστατώσει. Στατηλεφωνήματά μας ακούγεται ευγενική, πολιτισμένη και α-προσδιόριστη και όταν η Λία επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, ηεπιθυμία να βρεθώ με τη Βέρα κυριαρχεί.

Ένα αδιεξοδικό απόγευμα του υγρού μεσοκαλόκαιρου, φου -μάροντας εντατικμάν, σκέφτομαι να κατέβω στην Πάτρα γιανα παιχτεί μια γενναία παρτίδα με το πλάσμα των επιθυμιώνμου, όταν χτυπάει το τηλέφωνο. Η φωνή είναι γνωστή, τηςΜαρίκας Τζιραλίδου.

«... θέλεις να περάσεις απ’ το REX να σε δει ο Μάνος γιατην Πορνογραφία; Πέρασαν διάφοροι, δεν έδεσε και λέγαμεμήπως σ’ ενδιαφέρει να...»

Στο θέατρο REX ο Μάνος χατζιδάκις, πλαισιωμένος απ’τη Σαπφώ Νοταρά, τον Άρη Δαβαράκη, τη Μαρίκα Τζιρα-λίδου, τη Ναταλία Στεφάνου –που τους ξέρω εδώ και χρό-νια– και μουσικούς, τραγουδιστές –νέα αγόρια και κορίτσια,που δεν ξέρω κανένα τους–, κάτω απ’ τον γυμνό γλόμπο τηςπρόβας μού προτείνει ν’ ανέβω πάνω στην άδεια σκηνή και να

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 214

διαβάσω το μονόλογο του Σέρλοκ χολμς, γραμμένο απ’ τονΆρη, σαν ένα είδος οντισιόν.

«Μήπως θέλεις να του ρίξεις μια ματιά, μια μικρή προε-τοιμασία πριν...»

«Όχι, προτιμώ πρίμα βίστα».Ανεβαίνω στη σκηνή, αυτοσχεδιάζω· και το πάω προς μιού -

ζικαλ, με ρυθμό και πρόχειρο χορευτικό, που η ομήγυρις τοδέχεται με ενθουσιασμό και αποθεωτικό χειροκρότημα.

«Αγαπητέ μου, αυτό τον συφορικό εαυτό σου θέλουμε ε-δώ, προς Θεού, όχι ηθοποιίστικο επαγγελματισμό, ελπίζω ναπεράσουμε ωραία», με καλωσορίζει ο Μάνος.

Όταν μιλάμε για το οικονομικό, είναι γενναιόδωρος.

Οι πρόβες είναι φιέστα, έχουμε κάθε βράδυ γιορτή και μα-γεία. Τις στιγμές που διευθύνει τους μουσικούς του, γίνεταιπολύ αδρός και δεν σηκώνει φτηνές υγρασίες και ναρκισσι-στικά μπελκάντο. Με τους άγνωστους νεαρούς ηθοποιούς εί-ναι χαλαρός και φιλικός, δεν ενοχλείται αν κάποιος έρχεταικαθυστερημένα, μου φαίνεται αδιανόητο να αργείς σε πρόβατου Μάνου, αν και ο ίδιος συχνά, αντί στις έξι, καταφθάνεικεφάτος στις εννιά, φρέσκος σαν να ’χει βγει μόλις απ’ τομπάνιο.

«Κύριε χατζιδάκι, γιατί αργείτε;» του χαμογελάω, για ν’αλαφρύνω την ανακριτική ερώτηση.

«Γιατί, εσύ τι ώρα έρχεσαι;»«Ό,τι ώρα έχουμε πει, στις έξι».«Αγαπητέ μου, όποιος είναι συνεπής στα ραντεβού του εί-

ναι ύποπτος, κάτι μας κρύβει».

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 215

Πέφτουν γέλια.Θυμάμαι ότι κάπου το ’χω ξανακούσει αυτό. Ο Φελλίνι το

’χε πει σε μια συνέντευξη; Μπορεί... Δεν έχει οριστεί ημερομηνία πρεμιέρας και η αναψοκοκκι-

νισμένη ανησυχία του παλιού θεατρώνη εκδηλώνεται σε έναδιάλειμμα:

«Κύριε χατζιδάκι, μπορείτε να μου απαντήσετε σ’ αυτήτην ερώτηση που εδώ και δύο μήνες σάς κάνω και απάντησηδεν παίρνω; Πότε πάμε παράσταση;»

«Κι εγώ σας απαντάω, κύριε Μακρίδη, για μία ακόμα φο-ρά: Όταν είμαστε έτοιμοι».

«Όταν είστε έτοιμοι εσείς, γιατί εγώ είμαι έτοιμος, κύριεχατζιδάκι...»

«Όχι, δεν είστε, κύριε Μακρίδη, δεν έχετε τον τεχνικό ε-ξοπλισμό –φωτιστικό, ηχητικό και τα λοιπά– που απαιτεί ηΠορνογραφία...»

«Κύριε χατζιδάκι, είμαι θεατρικός παραγωγός όλη μουτη ζωή, έχω ανεβάσει τόσες πολυέξοδες παραστάσεις, με κο-ρυφαία ονόματα, με επιτυχίες...»

«Δεν έχετε ανεβάσει καλλιτεχνικές παραστάσεις, επιθεω-ρήσεις έχετε ανεβάσει και η υποδομή σας δεν είναι κατάλληληγια την Πορνογραφία».

«Αλήθεια; Τι είναι τότε;»«Σούπερ μάρκετ, κύριε Μακρίδη, αφήστε μας να κάνουμε

τη δουλειά μας όπως ξέρουμε...»«Εν τοιαύτη περιπτώσει εγώ δεν μπορώ να περιμένω πό-

τε θα δεήσετε...»«Εν τοιαύτη περιπτώσει θα πάρω την παράσταση και θα

πάω σ’ άλλο θέατρο».

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 216

«Οπότε...»«Οπότε θα ησυχάσουμε κι εμείς κι εσείς... Και αφήστε

μας τώρα να συνεχίσουμε την πρόβα μας». Παρακολουθώ τη διένεξη μ’ ενθουσιασμό.Οι πρόβες συνεχίζονται στο Σούπερ Σταρ της Αγίου Με-

λετίου.

Ξέρω ότι βρίσκομαι στην τελευταία κερκίδα του δυτικού πέ-ταλου στο γήπεδο του Παναθηναϊκού για τη συναυλία τωνTalking Heads με μεγάλη παρέα, αλλά όταν γυρίζω το κεφάλιμου πίσω, σε απόσταση αναπνοής απ’ τη βεράντα του ΝίκουΖερβού, έχω την εντύπωση ότι όλοι οι φίλοι και οι γνωστοίείναι εκεί, σ’ αυτό το μπαλκόνι, με χαμόγελα και σινιάλα. Κά-τι έχω καπνίσει που μου ’χει φύγει το κλαπέτο.

Οι Tom-Tom Club, που ξεκινάνε τη συναυλία με ανάλαφροντίσκο ρυθμό, δεν φαίνεται να αρέσουν στους φανατικούς ρο-κάδες των δυτικών συνοικιών, που βρίζουν, φτύνουν ροχάλες,πετάνε ντενεκεδάκια μπύρας και αναψυκτικών, μπουκάλεςνερού και φλόγες ιπτάμενων στουπιών, στο όριο του ανεξέλε-γκτου. Το γκρουπ τρομοκρατημένο αποσύρεται στα αποδυτή -ρια του γηπέδου, αστυνομικοί και φωνές απ’ τα μεγάφωνα ω-ρύονται για τάξη, αλλιώς θα ματαιωθεί η συναυλία, ένας ντα-βραντισμένος, της διοργάνωσης μάλλον, ανεβαίνει στη σκηνήκαι απευθύνεται λεβέντικα στις σαλταρισμένες κερκίδες:

«ρε παιδιά, μισό λεφτό, σας παρακαλώ, ακούστε με, εδώήρθαμε ν’ ακούσουμε ωραία μουσική, να χαρούμε, όχι γιαφασαρίες...»

Πατσαβούρες και γιουχαΐσματα τον διακόπτουν.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 217

«ρε μάγκες, άμα γουστάρετε να βγάλετε το άχτι σας, ε-μπρός, ορμάτε μου», φωνάζει ανοίγοντας το πουκάμισό τουγια να δεχτεί ό,τι σκουπίδι έχει απομείνει στις κερκίδες.

Νικημένος απ’ τον όχλο, καλύπτοντας το κεφάλι του, εξα-φανίζεται.

Στο πάλκο ανεβαίνει ένας ξανθωπός καλοφτιαγμένος ει-κοσιπεντάρης με χακί σορτσάκι, που χορεύει στον δικό τουρυθμό ανάμεσα σε καλώδια και ενισχυτές. Το ενδιαφέρον στιςκερκίδες ζωντανεύει. Καθώς τρεις αστυνομικοί, που κυκλω-τικά προσπαθούν να τον στριμώξουν, δεν τα καταφέρνουν,τους ξεγλιστράει πετώντας στη μούρη τους το καρρώ πουκά-μισό του, χαμογελαστός, μάλλον τριπαρισμένος, τώρα τρέχειμέσα στο χορτάρι, ομάδες αστυνομικών κινούνται προς το κέ-ντρο του γηπέδου, αλλά ο διονυσιασμένος έχει προλάβει κι έ-χει ανοίξει το νερό και με μια χοντρή μάνικα καταβρέχει τουςένστολους, που γλιστράνε με τραγελαφική χορευτικότηταμέσα στα νερά, ενόσω οι κερκίδες, με αναπτερωμένο ηθικό,σε φάση αποθέωσης, δίνουν τα ρέστα τους.

Και τότε παίρνει το μάτι μου στο κουλουάρ το στυλάτολευκό πουκάμισο με το γκρίζο παντελόνι του ΝταίηβιντΜπερν, επικεφαλής της τσακαλοπαρέας που έχει βγει σε α-ποστολή. Για πότε ανεβαίνουν στη σκηνή, για πότε παίρνουντα όργανα στα χέρια τους και με το «Οne, two, three, four»του Μπερν, όλο το γήπεδο, από αρνητική επιθετική ενέργεια,χοροπηδάει συντροφικά στο ρυθμό του «Psycho Killer», είναικάτι μαγικό που συμβαίνει, σαν να σου δίνεται ένα δώρο πουξεπερνάει τα όρια της συναυλίας και σου χαρίζει την αξέχα-στη εμπειρία.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 218

Εν τω μεταξύ το ΠΑΣΟΚ έχει σαρώσει στις εκλογές και με τοξεσηκωτικό σύνθημα «αλλαγή» έχει συνεπάρει την πλειοψη-φία, που το στέφει κυβέρνηση.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου με αργό τέμπο κύρους –που πα-ραπέμπει στην άργητα του Μάρλον Μπράντο όταν προσπα-θεί να θυμηθεί τις αττάκκες του– και τηλεγραφικές φράσεις,με παλλαϊκό εκτόπισμα, σαν να μεταφράζει απ’ τα αμερικά-νικα, τους κάνει να τον εμπιστεύονται, τον θεωρούν δικό τουςάνθρωπο.

Με τις πρόβες στο Σούπερ Σταρ της Αγίου Μελετίου να είναιστην τελική ευθεία για την πρεμιέρα της Πορνογραφίας καιτα νέα παιδιά, εξιταρισμένα απ’ την πρώτη τους επαφή μετον κόσμο του θεάτρου, να έχουν το ακαταλόγιστο, ρωτάω τηΣαπφώ Νοταρά:

«Στις μέρες σας οι νέοι ηθοποιοί ήταν τόσο άνετοι κι έρχο-νταν στις πρόβες όποτε ήθελαν ή τι, κι έκαναν πάνω στη σκη-νή ό,τι τους κατέβαινε;»

«Δεν μπορώ να σας απαντήσω επ’ αυτού», μου κάνει κο-κέττικα, «θα πρέπει να ρωτήσετε τον κύριο χατζιδάκι πουείναι αρχαιότερος».

Ο Φλερύ από δίπλα μορφάζει με κατανόηση. Η παρτεναίρμου Ντορίνα –λεπτή, ταλαντούχα, μελαχρινή– είναι λίγο αρ-γή στο τάνγκο, παρά τον χολλυγουντιανό φωτισμό του Πα-νουσόπουλου, τις διορθώσεις του χορογράφου μας και την α-νεκτική καλοσύνη του Μάνου, που μας διακόπτει:

«Σου ’χω έναν εξαιρετικό συνοδό, Ντορίνα, και αντί να α-φεθείς στο ρυθμό του, τον φρενάρεις. Δε λειτουργεί το κομ-μάτι σας...»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 219

«Ε, δεν ξέρω τι να κάνω, κύριε χατζιδάκι, δείξτε μου...»Ο Μάνος ανεβαίνει στη σκηνή.«Θα με χορέψεις;» μου χαμογελάει.«Θα προσπαθήσω».Σκέφτομαι ότι είναι σχετικά ευτραφής και ίσως... Και ό-

μως, δεν θυμάμαι να έχω χορέψει ποτέ μου με πιο ελαφριάπαρτεναίρ. Είναι υπέροχο, πέφτει χειροκρότημα.

«Ίσως θα ’πρεπε για την πρεμιέρα να χορέψετε εσείς», τονπειράζω.

«Τώρα πια ξέρουμε σε ποιο μάθημα ήσουν πρώτος στοσχολείο», μου πετάει καθώς κατεβαίνει απ’ τη σκηνή.

«Σε ποιο;»«Στην καζούρα».Αβίαστα γέλια απ’ όλους.Απ’ τα νέα παιδιά η κοκκινομάλλα Αθηνά Παπά, σαν

Μπλανς Επιφανί, με το ωμό σεξαπήλ της τραβάει την προ-σοχή μου, όπως και ο χρήστος Ευθυμίου, με την αφράτη ευ-φορικότητά του, ο χάρης ρώμας, για την ευγενική αχαροσύ-νη του, ο Σπύρος Μπιμπίλας, για το καρτουνίστικο κούρντι-σμά του, η χριστίνα Αλεξίου, που ξενυχτάει βάφοντας τοσκηνικό του Μίνου Αργυράκη, και η επίσκεψη του γκουρούτης δισκογραφίας Πατσιφά, που πρόχειρα σ’ ένα χαρτί απότσιγάρα γράφει τις παρατηρήσεις του από μια πρόβα μας, γιανα το διαβάσει ο Μάνος και να συμφωνήσει:

«Είναι ακριβώς οι αλλαγές που έχω σκοπό να κάνω».

Τα βράδια στον ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΑυΛΟ και στις γύρω ταβέρνες οΜάνος δεν αφήνει κανέναν να πληρώσει το λογαριασμό μαςκαι οι ιστορίες απ’ τη σύντομη επαφή του με το χόλλυγουντ

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 220

με τα σχολαστικά ωράρια και τις ασφυχτικά μαφιόζικες τα-κτικές στον μεσογειακό αρτίστα φέρνουν γέλια.

«Θέλανε να ηχογραφήσω τη μουσική μου για μια ταινία,στο στούντιο σε ώρες γραφείου, κάτι σαν εννέα με πέντε, εγώέπινα τον καφέ μου κατά τις δέκα και μισή σε μια καντίνα μέ-σα στα στούντιο, με πολύχρωμο πλήθος ντυμένο γουέστερν,καμπαρέ Μεσοπολέμου, σορτσάκια ριβιέρα, και με σηκώσα-νε άρον άρον –γιατί έπρεπε να κάθομαι στο μοναχικό σαλόνιτων VIPS, που ήταν η θέση μου, και όχι με τους κομπάρσους,που μου άρεσαν εμένα με την πολυχρωμία τους και τη ζωη-ρότητά τους–, για να με οδηγήσουν μέσα από κάτι έρημουςδιαδρόμους σε ένα γραφείο, όπου κλείδωσαν την πόρτα πίσωμου, ένας διευθυντής έβγαλε ένα τσεκ επιταγών ρωτώντας μετι ποσό να γράψει, του είπα ότι οι μουσικοί με περιμένουν στοστούντιο για ηχογράφηση, μου είπε ότι η ηχογράφηση γίνεταιήδη από άλλον, γιατί ο χρόνος είναι χρήμα, επέμενε τι ποσόθα ήθελα, ένα δολλάριο, απάντησα, με έβαλαν σε μια λιμου-ζίνα, που με πήγε πρώτα στο ξενοδοχείο μου και μετά στοαε ροδρόμιο για Νέα υόρκη. Αυτή ήταν η εμπειρία μου απ’ τοχόλλυγουντ. Είναι τρομερό να πρέπει ν’ αλλάξεις τη ζωή σουγια να κάνεις καρριέρα όπως την εννοούν αυτοί...»

Συμφωνώ απολύτως και γουστάρω την εμμονή του στηνευγένεια και στον εφηβικό έρωτα για την τέχνη, μακριά απόεπαγγελματίλα. Εκνευρίζεται με την αντικαλλιτεχνική σι-γουριά της δημοσιοϋπαλληλίας και το φανατισμό της συνδι-καλαρίας.

«Δεν είναι μόνο ότι επιμένουν για καλλιτεχνικά θέματαπου δε γνωρίζουν, έχουν και κάτι ονόματα... Άκου Περλέ-γκας, τι θα πει Περλέγκας;»

Πέφτουν γέλια και είτε κουβεντιάζει ξενυχτώντας με πα-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 221

ρέα είτε συνεργάζεται με ακρίβεια στην πρόβα, προκύπτειμαγεία.

χωρίς ίχνος παρακρουσιακού μεταφυσικού στόμφου, χω-ρίς να πικροθρηνωδεί και να αιματοστηθοδέρνεται, όπως οισυμμαθητές των τραγικών...

Μου κάνει εντύπωση γιατί όλα αυτά τα χρόνια, από από-σταση, το φαινόμενο χατζιδάκις μου φαινόταν ονειροπαρμέ-νο, ανάερο, λυγμικό, κοριτσίστικο τρεμοσβήσιμο. Του το λέω.

«Εσύ τι άκουγες με την παρέα σου;» ενδιαφέρεται.«ροκ, τζαζ, συμφωνικές, ποτέ ελληνικά τραγούδια».«Δεν είσαι ο μόνος, το καταλαβαίνω», χαμογελάει.Σκέφτομαι ότι μπορεί να υπήρξα ξενομανής και οτιδήπο-

τε εγχώριο να μου φαινόταν χλωμό, αλλά καθώς πλησιάζωτα σαράντα, αισθάνομαι ότι έχει αρχίσει η αποκαθήλωση τηςεφηβικής παραμυθίας, αυτό το ξήλωμα του προστατευτικούγκέττο, μαζί μ’ ένα γαργαλητό όρεξης για ξανακοίταγμα γύ-ρω μου, ίσως. Γιατί πολύ κράτησε η φάση σεξ, ντραγκς καιροκ εντ ρολ κι έγινε συνήθεια, και είναι νωρίς ακόμη για συ-νήθειες.

Έχουμε αποκαταστήσει κάποια επαφή με τη Βέρα στο τηλέφω -νο και λέμε να βρεθούμε, εν μέσω φθινοπώρου, με καμιά βρο-χή σε κανένα ξενοδοχείο... Ζητώ την άδεια του Μάνου να λεί-ψω ένα Σαββατοκύριακο απ’ την πρόβα με κάποιο δισταγμό.

«Θέλω πολύ να συναντήσω ένα...»«... πρόσωπο που προφανώς σε κάνει να λάμπεις», συ-

μπληρώνει σαν παλιός φίλος.«Ναι, ένα κορίτσι που πρέπει να δω οπωσδήποτε, είναι

προσωπικό...»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 222

«Σε περίμενα για πιο... περιπετειώδη... Αν σου αρκεί έναΣαββατοκύριακο... στο καλό».

Στο σκοτεινό δωμάτιο του μπαρόκ επαρχιακού ξενοδοχείου ηλατρεμένη μου θεά, που την κρατάω γυμνή στην αγκαλιά μου,με τα φώτα του δρόμου να χαϊδεύουν το περίγραμμα του λείουκορμιού με τη μεταξένια επιδερμίδα και τις ατέλειωτες λα-τρευτικές διαδρομές μου στην κλασσική μας στάση του πισω-κολλητού, γυρίζει ήσυχα, με το απαλό της βλέμμα να εκπέ-μπει συντροφική κατανόηση για την επίμονη αφλογιστία μου.

«Σ’ το είπα, είσαι σίγουρος ότι με θέλεις ακόμη; Έλα νακοιμηθούμε γλυκά...»

Γυρίζω στην Αθήνα μετέωρος: Ώστε νόμιζα ότι την ήθελαακόμη, ότι υπήρχε πάθος... αυτό ήταν... πάει, τέλειωσε; Τιμυστήρια όντα που είμαστε.

Οι παραστάσεις της Πορνογραφίας στο Σούπερ Σταρ συγκε-ντρώνουν περίεργους φιλότεχνους, αλλά το μεγάλο θέατροδεν γεμίζει. υπάρχουν και φανατικοί που φωνάζουν αίσχος ε-νάντια στο χατζιδάκειο πνεύμα που διέπει την παράσταση,παραβλέποντας τις λαϊκίστικες παρωπίδες τους. Η αδιαμφι-σβήτητη νεότητα του Μάνου τους αποδιοργανώνει.

Καθώς περιμένω τους συναδέλφους στη στοά για να πάμεγια φαγητό με τον Μάνο, ένας ροκάς, μάλλον συνομήλικος,με αστραφτερή μοτοσυκλέττα μού την πέφτει.

«Πώς εσύ, μετά τα Κουρέλια, τη Νέα υόρκη και τα κόλ-πα, είσαι σ’ αυτή την παράσταση, τι σχέση έχεις μ’ αυτά ταχαμένα;»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 223

«Γιατί, τι έχει η παράσταση; Ύστερα η συνεργασία με τονΜάνο είναι μοναδική... Α, να τον που βγαίνει με τα παιδιά, ω-ραία εικόνα είναι, πού κολλάς;»

«Να σου πω κάτι, μεγάλε, όλοι υπήρξαμε ωραίοι κάποτεκι όλοι υπήρξαμε τεκνά κάποτε, όλοι, αλλά αυτά τα παιδιά, τινα σου πω, πολύ υποτονικά τα κόβω, πολύ χλωμά, πολύ νε-κρόφιλα...»

«Έλα τώρα, είσαι υπερβολικός, πάω, φεύγω, με περιμέ-νουν για φαγητό...»

«Μην ξεχνάς, μεγάλε, ότι κάποτε τα τεκνά είχανε και τα-λέντο, αυτό σου λέω μόνο. Πέρνα κάνα βράδυ απ’ το NO NAME»,μου φωνάζει γκαζώνοντας με τη σπαθάτη μπαρμπαρέλλασφιχτή αγκαλιά στην πλάτη του.

Η παρέα μ’ έχει περικυκλώσει.«Είχαμε αντιρρήσεις, ενστάσεις και προτάσεις;» μου κά-

νει ο Μάνος.«Είχαμε απ’ όλα, το ροκ εντ ρολ έχει τις δικές του απόψεις

για το θέαμα...»«Πολύ φυσικό», χαμογελάει.

Τα Δευτερότριτα παίζουν επισκέψεις, δείπνα και ψιλοκραι-πάλες. Στον Άλκη έχει κάνει εντύπωση το χορευτικό μουστην παράσταση, με τα πόδια να πετάνε και τους αστραγά-λους να λικνίζονται σαν ξεβιδωμένοι, όπως και στην Αντιγό-νη, και με ψήνουν να τους το δείξω στο τρίπατο γυάλινο δια-μέρισμά της πάνω απ’ το Γαλλικό Ινστιτούτο, ένα βράδυφρουτώδους κόκκινου κρασιού και φουμαδόρικης φιέστας.Καθώς τους κάνω το χατίρι και επιδίδομαι, χωρίς ζέσταμα,

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 224

στο τσακιστό τίναγμα του απογειωμένου αστραγάλου, ξε-φωνίζω απ’ τον πόνο του στραμπουλήγματος.

«Γαμώτο σας, τι με βάζετε να κάνω δευτεριάτικα...»«Έλα, ρε συ, πού να φανταστούμε...»Ο οστεοπαθολόγος και χειροπράκτης την επομένη, με την

ωμότητα των ανατολίτικων τεχνικών, μου αποσπά ένα σιω-πηλό ουρλιαχτό, που όμως φέρνει ανακούφιση ενεργειακήςαναβάπτισης.

«Πάτα το, περπάτα το, χόρεψέ το, όχι ακινησία και σκού-ριασμα...»

«Μα δε νομίζω ότι μπορώ να...»«Μπορείς, κάν’ το».Την επομένη στην παράσταση φαίνεται ότι μπορώ. Δεν

χορεύω με την ίδια τρέλα, αλλά γίνεται μαλακά και με στυλ. Η Σαπφώ Νοταρά με φωνάζει στο καμαρίνι της.«Μαθαίνω ότι βγαίνετε με τα κορίτσια τα βράδια...»«Ναι, συχνά».«Εγώ γιατί δεν προσκαλούμαι;»«Δεν προσκαλείται κανείς, όποιος γουστάρει ακολουθεί,

αν θέλετε, ελάτε κι εσείς...»«Πότε;»«Κάποιο βράδυ, όποτε...»«Απόψε».«Γιατί όχι;.«Διότι ναι», χασκογελάει.

Στης ρΑΤΚΑΣ καθόμαστε μέχρι αργά, με την τρομερή προ-τομή να καπνίζει άφιλτρα Σαντέ, να πίνει, να τσιμπάει απ’ ό-λα, να χαιρετιέται με τα διπλανά τραπέζια, βάζοντας στη θέ-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

o

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 225

ση τους κάτι κοσμικές καμηλό συμπόνιας, «Αχ, πόσο σας συμ -μερίζομαι, κυρία Νοταρά, σ’ αυτή την ηλικία καλλιτέχνηςκαι μόνη», «Από επιλογή», να τους κόβει τη φόρα κι εμάς ναπροσπαθούμε να συνεννοηθούμε διακριτικά για το πού θα πά-με μετά.

Όταν σηκωνόμαστε και βγαίνουμε στη νύχτα, η Σαπφώείναι απτόητη.

«Αυτό ήτανε, τόσο νωρίς το διαλάτε, δεν πάμε σε κάνασπίτι μέχρι το ξημέρωμα; Τι θα κάνετε, θα πάτε για ύπνο α-πό τώρα, καλλιτέχνες άνθρωποι; Άντε γεια, καλό ξημέρω -μααα...»

Ένα απόγευμα με φωνάζει να τα πούμε οι δυο μας στο μικρόκαφέ δίπλα στο ταμείο του θεάτρου, στη στοά.

«Διάβασε αυτά τα κείμενα, για ένα γιορταστικό τηλεο-πτικό είναι, και πες μου τη γνώμη σου, γιατί δεν είμαι σίγου-ρη αν πρέπει να το κάνω».

«Τι να σας πω εγώ, εσείς είστε καλλιτέχνης χρόνων, ξέρε-τε καλύτερα απ’ τον καθένα μας...»

«Δεν έχουν σημασία τα χρόνια, έλα τώρα».«Ε, πώς, η πείρα σας, εγώ μόνο μια γνώμη θα μπορούσα

να έχω...»«Την εκτιμώ, γι’ αυτό σε ρωτώ».«Το μόνο που ίσως μπορέσω να σας πω είναι αν τα κείμε-

να μου φαίνονται καλόγουστα ή μπανάλ...»«Αυτό θέλω, γιατί τα ’χω λίγο χαμένα...»Μου κάνει εντύπωση μια καλλιτέχνης με τέτοια διαδρομή

και προσωπικότητα να θέλει τη γνώμη μου. Ακόμα κι αν μεθεωρούν καλόγουστο, μπρος στην αντοχή τους και στις καλ-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 226

λιτεχνικές επιδόσεις τους εγώ είμαι φτερό στον άνεμο. Έχουνπεράσει όλη τους τη ζωή στα καμαρίνια, μπροστά σε φαντα-σματικούς καθρέφτες, στοιχειωμένες σκηνές, επιθετικές κά-μερες κι εγώ, με τα μισά τους χρόνια, δεν είμαι σίγουρος α-κόμη και μπαινοβγαίνω.

Η Πορνογραφία μάλλον δείχνει να μη βγάζει τη σαιζόν.«Για ένα καλλιτεχνικό γεγονός ενάμισης μήνας είναι υπε-

ραρκετός χρόνος για ν’ ανθίσει. Από δω και πέρα αρχίζει οστείρος επαγγελματισμός. Δεν ανταποκρίθηκε και κανέναμεγάλο κοινό», σχολιάζει ο Μάνος.

Μ’ όλο αυτό το πλήθος των πασοκάριων –κατά τον χορν–που παραληρεί μεθυσμένο από εξουσία και το γουστάρει πουεπιτέλους θα γαμήσει και θα σκίσει, πώς ν’ αρέσει η Πορνο-

γραφία του Μάνου χατζιδάκι, με συνεργάτες τον μυθολογικόΑργυράκη, τον ταξιδιάρη Πανουσόπουλο, τον προαιώνιο Φλε -ρύ, τον αλεξανδρινό Δαβαράκη, τον σουρρεάλ Κυριακούλη.Το πλήθος θέλει ό,τι έχει στερηθεί όλα αυτά τα χρόνια, όλααυτά που κατά τη συγκαμένη τους αντίληψη ήταν προνόμιοτων ολίγων. Λες και γεννήθηκε κανένας μας στις Βερσαλ-λίες. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Πού ζούσαν όλοι αυτοίόλα αυτά τα διονυσιακά χρόνια, σε ποιο περιθώριο αυτολύπη-σης και λούμπεν κατατρεγμού, σε ποιο ηθελημένο σκοτάδι,και τώρα, με την κομματική υποστήριξη, θα πάρουν το αίματους πίσω και θα γελάσει κι ο κάθε πικραμένος.

Ο Μάνος δεν έχει αντίρρηση να μου καταβάλει όλο το πο-σόν μέχρι την Κυριακή των Βαΐων, ενώ η παράστασή μαςκατεβαίνει μέσα Δεκεμβρίου.

Αυτό δεν είναι κακή ιδέα, γιατί σκεφτόμαστε με τον Άλ-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 227

κη, τον Βαλαβάν, την Κράλλη και τη Σεϊρλή να στήσουμε μιαπαράσταση εκ των ενόντων – μετάφραση, σκηνοθεσία, παρα -γωγή δικά μας. Ίσως τα χρήματα του Μάνου πιάσουν τόπο.

Το ανώνυμο αιλουροειδές μου πυκνώνει τις επισκέψεις του,απόλυτα συντονισμένο με τις διαθέσεις μου, οποιαδήποτε ώ-ρα της νύχτας και της μέρας, για κυνηγητά στη ζούγκλα τωνεπιθυμιών μας. Με προκαλεί να παίξω με το σκληρό κορμίτου, να το κάνω ό,τι θέλω, να κάνει ό,τι του ζητήσω, αλλά εί-μαι τόσο χαμένος απ’ την ορμή του και τον ακολουθώ χωρίςσχέδια, αφήνοντάς τον να με παρασύρει σε ηδονιστικές φά-σεις στο πάτωμα, στον καναπέ, στην κόχη του κρεβατιού,μπροστά σε καθρέφτες, στην μπανιέρα, με τα νερά να μαςλούζουν.

Τις σπάνιες νύχτες που κοιμόμαστε μαζί, ψιθυρίζουμε ο έ-νας στ’ αυτί του άλλου σενάρια ερωτικής σκλαβιάς, είμαστεκλειδωμένοι, ξεκομμένοι απ’ όλα, κάποιος μας αφήνει φαγη-τό έξω απ’ την πόρτα, για να ’χουμε όλο το χρόνο για περι-πλάνηση στην έρημο του πόθου μας, αλλοπαρμένοι και οι δυομας, με τα κορμιά μας να βγάζουν φωτιές.

Επιτέλους αισθάνομαι έρμαιο ενός πάθους αδιαπραγμάτευ-του, παραλυμένος απ’ τον ζωώδικο μαγνητισμό μιας σωματι-κότητας ακαταμάχητης. Δεν έχω αντιστάσεις πια, τέλεια.

Ο παραγωγός Λεφάκης νομίζει ότι μας κάνει χάρη που θαπαίξουμε στην ταινία του Ο ρεπόρτερ και επιθυμεί να μας ρί-ξει στα οικονομικά.

«Κύριοι, τα λεφτά που ζητάτε είναι χόλλυγουντ. Δεν έ-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 228

χουμε τέτοια φράγκα εδώ. Ξέρετε πόσα θα πάρει ο ΝικήταςΤσακίρογλου, που είναι χρόνια ηθοποιός...»

«Όχι κι ούτε θέλουμε να μάθουμε», τον κόβω. «Δε μας α-φορά. Εμείς θέλουμε αυτά που ζητάμε και εξόφληση μέχρι τοτέλος των γυρισμάτων, όχι έναντι και τέτοια...»

«Πολύ ζόρικοι είστε εσείς; Συμμορία είστε;»«Γιατί, τρομοκρατήθηκες εσύ, με τέτοια μούρη, τέτοια

κρητική λεβεντιά και με το πιστόλι πάνω στο γραφείο σου;Άσ’ τα αυτά...»

«Τι να σας κάνω που σας έχω αδυναμία...»«Μη σκοτίζεσαι, απλά πέσε τα φράγκα».Είναι διασκεδαστικό να παίζεις τη μούρη και να παρα-

βγαίνεις με Πουλίκα και Άλκη σε αντροπαρεΐστικο κυνισμό.

Ανεβαίνω στη Θεσσαλονίκη για τις Απόκριες με την παρέατης Λίας και του Τσίγκου, ξενυχτώντας σε πάρτυ και κλαμπμε καινούργια πρόσωπα και θρυλικές μορφές της συμπρω-τεύουσας.

«Θέλω να με φιλήσεις», μου κάνει η μεθυσμένη φάτσατου γκριζομάλλη με τη βραχνή φωνή και την ντε λα μαγκένχειρονομία.

Είναι λειώμα και μυρίζει αλκοόλ και φίνα κολόνια.«Δε γίνεται να τ’ αποφύγουμε;»«Όχι, πρέπει να γίνει, για να ’χω να το λέω».«Ε, καλά, ένα φιλί δεν είναι και τόσο τρομερό».«Α, όχι ένα φιλί γενικώς, αλλά στο στόμα, να ’χω να το

λέω ότι με φίλησες».«Εγώ να μην ξέρω ποιον φιλάω;»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 229

«Τον Γιάννη. Δεν έχει ποιον και τα λοιπά... Ένας είναι οΓιάννης».

Πέφτουν γέλια.Φιλιόμαστε, στο στόμα. Πέφτουν ανεξέλεγκτα γέλια για το

κουφό της φάσης και η βραδιά λικνίζεται στις νοσταλγικές ιτα-λικές μελωδίες απ’ τα πλήκτρα του πιάνου, που χαϊδεύουν ταδάχτυλα αυτής της εμβληματικής φυσιογνωμίας της Θεσσα-λονίκης, εγκυκλοπαιδιστή των ιταλικών ταινιών, στυλάτο ιπ-πέα, επιδέξιο οδηγό μίνι Κούπερ, αδιαμφισβήτητο γνώστη τουγούστου και επιφανή αττακκαδόρου, Τζώρτζιο Γιωργούλα.

«Όλα παλιά τραγούδια, παίξε και κάτι καινούργιο».«Το μέλλον βρίσκεται πίσω μου, αγόρι μου».

Στο θέατρο Καρέζη, εκεί στη στροφή της Ακαδημίας για τηΒουλή, γίνεται μια τριήμερη συνάντηση καλλιτεχνών του θεά -τρου. Δεν ξέρω πώς μου ’ρχεται και πάω από κει τη δεύτερημέρα, για ν’ ακούσω συγκρατημένες ομιλίες πατριωτικού ε-παγγελματισμού διαφόρων, με εξαίρεση την «Περί επιθυμίας»του Λευτέρη Βογιατζή, όντως ενδιαφέρουσα, και να κάτσω ναγράψω δυο λόγια, μια μικρή παρέμβαση, που έχει το πρόγραμ-μα της επόμενης τρίτης και τελευταίας μέρας της συνάντησης.

Η αμφιθεατρική σάλα είναι ασφυχτικά γεμάτη από σκη-νοθέτες, ηθοποιούς, συγγραφείς. Ανεβαίνω στο βήμα και κά-θομαι πίσω απ’ τα μικρόφωνα.

Νομίζω ότι ένας απ’ τους λόγους που εδώ και μερικές μέ-ρες έχουμε μαζευτεί και τα λέμε είναι ότι ο καθένας μας, α-πό διαφορετικούς δρόμους ίσως, έχει διαπιστώσει ότι εί-μαστε μόνοι.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 230

Ο καθένας πάντα, αφού έκανε αυτή τη διαπίστωση, τηνκράτησε μέσα του κι έκανε τα αδύνατα δυνατά –δηλαδή ε-κείνα που δεν είναι– για να αποδείξει το αντίθετο. Οι άλλοιπάλι, που το ξέρανε και που κι αυτοί το κρύβανε, άρχισαντις υπερβολές. Αποτέλεσμα: χάος. Πρέπει να το παραδε-χτούμε, το άγνωστο μας έχει περικυκλώσει. Εντάξει, μπο-ρούμε να το πούμε στα ίσα. Ψυχραιμία.

Αν τώρα ανήκουμε στο κρυφό σχολειό του θεάτρου πουμε το ’να πόδι ακουμπάει στο παλιό και με τ’ άλλο στο ρευ-στό εκείνο υλικό που συνέχεια μας διαφεύγει, τότε νομίζωότι έχουμε την πιθανότητα να υπάρξουμε.

Οι σειρήνες του ναρκισσισμού και της καλλιτεχνίας εί-ναι πανέτοιμες να μας βάλουν τις πιο γοητευτικές τρικλο-ποδιές στο δρόμο για την Τέχνη.

Πρέπει ν’ ασκηθούμε στη σιωπή, στη μοναξιά, στον χα-μηλόφωνο τόνο. Πρέπει ν’ αντέξουμε στο χλωμό ταμείο,στις μοναχικές παραστάσεις με βροχή, στην παγίδα του«αδικημένου».

Αν η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριω-τισμό των Ελλήνων, το επίπεδο του θεάτρου οφείλει να εί-ναι προσωπική υπόθεση των ηθοποιών, πέρα από οποιεσ-δήποτε σαγηνευτικές παρεμβάσεις. Δεν είναι εύκολο. Τοξέρουμε όλοι.

Πράγματι, οι μεγάλοι παλιοί και οι μεγάλοι μοντέρνοιέχουν αρκετά κοινά: μπόλικο ταλέντο, στοχαστική κοινο-τοπία και δεξιοτεχνικά κρυμμένη μισαλλοδοξία.

Συναντάει κανείς λεβέντικο ταμπεραμέντο με κοριτσί-στικους ακκισμούς και ευαίσθητες ψυχές υγρών εξομολο-γήσεων πάνω απ’ τους λαχανοντολμάδες της μάνας τους,που είναι βεβαίως οι καλύτεροι. Πλήρης σύγχυση. Θέλειπροσοχή, είναι λεπτό το θέμα.

Η τεχνική πάλι χωρίς την ψυχή είναι σαν να βάζεις έναν

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 231

καθρέφτη μπροστά σ’ ένα χορό μεταμφιεσμένων βρικολά-κων. Δεν βλέπεις τίποτα μέσα στον καθρέφτη. Πρέπει ν’ α-ντέξουμε στον διεκπεραιωτικό κρατισμό, στην υπεροψία τωνσυμμαθητών του Αισχύλου, στον εγωκεντρισμό των νεωτε-ριστών, στον αγέλαστο κόσμο της αβανγκάρντ, στην τρομο-κρατία του υψηλού γούστου, στο συναισθηματικό ρεπερτό-ριο των συναδέλφων ενζενύ, στην υπερφίαλη διανομή...

Πρέπει ν’ αντέξουμε στα συστήματα, στις μεθόδους,στις επιτροπές, στις ακαδημίες, στους αποστειρωμένουςτεχνοχώρους, στη μυθοποίηση της πληροφορίας υπεράνωτης ευαισθησίας, στις λαϊκίστικες γενικεύσεις, στις βαρύ-γδουπες παραληρηματικές κριτικές, σούπερ τονωτικές γιατο εγώ μας και σούπερ κλανιές στον άνεμο.

Πρέπει ν’ αντέξουμε λέγοντας όχι πολλές φορές. Κρινό-μαστε κι απ’ αυτό σήμερα.

Είναι όντως περίεργη εποχή. Όλοι σε θέλουν δικό τουςκαι εν ονόματι της αλήθειας. Όλα. Οι ιδεολογίες, οι πρωτα-γωνίστριες, οι φιλότεχνοι, οι σωτήρες, το περιθώριο, όλοι...

Κι εσύ πρέπει να κάνεις παράσταση, κόντρα σ’ όλα αυ-τά, κόντρα και σ’ αυτή τη ρατσιστική υστερία που υπερε-κτιμά τη νεότητα, υποτιμά τη μέση ηλικία και απλώς ανέ-χεται τα γηρατειά.

Για να ξαναπάρουμε το φως απ’ το λυχνάρι με το λάδι.Οι νέοι στην καλύτερη περίπτωση υπόσχονται πολλά. Οιμεγαλύτεροι όμως δημιουργούν. Δεν πρόκειται περί γερο-ντολαγνείας, αλλά από βαθύτατη ανάγκη για ταυτότητα,για μια σκυτάλη που δίνεται από χέρι σε χέρι, μια αγωνίαγι’ αυτό το τυραννικό και αποκαλυπτικό πράγμα που είναιη γνώση και τα τέρατα που γεννάει η απόκρυψή της εν ονό-ματι του «μη δότε τα άγια τοις κυσί». Πρόκειται για την α-νατριχιαστική πράξη τού να ’χεις και να μη δίνεις. Στο Τέλος

του παιχνιδιού του Μπέκετ ο Κλοβ λέει στον χαμ:

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 232

ΚΛΟΒ Όταν η κυρα-Πεγκ σου ζητούσε λάδι για τη λά-μπα της και συ την έστελνες από κει που ’ρθε, τότεδεν ήξερες τι γινόταν; Ξέρεις από τι πέθανε η κυρα-Πεγκ; Από σκοτάδι!

χΑΜ Δεν είχα λάδι.ΚΛΟΒ Είχες και παραείχες.

Ευχαριστώ.

Ο ενθουσιασμός και το χειροκρότημα είναι απίστευτο, τό-σο πολύ, που το παίρνω σαν πλάκα. Συγκινημένοι συνάδελφοιμε σφίγγουν φιλώντας με και με σηκώνουν στα χέρια. Ο Βα-σίλης Παπαβασιλείου με ασπάζεται σχολιάζοντας:

«Δε φαντάζομαι να τίθεται θέμα για το ποιος είναι πρω-ταγωνιστής. Αλήθεια, έχεις κλείσει για την ερχόμενη σαιζόν;»

Γελάμε. Ανάβω ένα στριμμένο τρίφυλλο, συμβολικό τηςαπελευθέρωσης, αφιερωμένο στον «Άγνωστο ηθοποιό», καικατεβαίνουμε τα σκαλιά του θεάτρου θριαμβευτικά. Κάποιοιένστολοι απ’ τη διπλανή πρεσβεία μάς χαζεύουν μετέωροι.

Στον Ρεπόρτερ, με σκηνοθέτη τον Αντρέα Θωμόπουλο, η α-τμόσφαιρα είναι και επαγγελματική και παρεΐστικη. Τα πρωι -νά γυρίσματα ξεκινάνε με ρουφήγματα καυτών καφέδων καιτσαγιών, εκτός της μανίας του Πουλικάκου για παγωμένηκόκα κόλα.

«ρε Μήτσο, πρωί πρωί κόκα;» τον πειράζει ο Άλκης.«Για να ’χω άνεση στο ρέψιμο».Το εννοεί. Συχνά, σε σκηνές έντασης κι ενώ η κάμερα ρολ-

λάρει, ο Πουλικάκος ρίχνει ένα ηχηρότατο ρέψιμο στη μούρητου Νικήτα Τσακίρογλου, που δυσανασχετώντας στρέφεταιστο σκηνοθέτη.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 233

«Μ’ αρέσει», φωνάζει ο Θωμόπουλος, «θα το κρατήσω, ε-σείς συνεχίστε».

Συγκρατιόμαστε απ’ τα γέλια με δυσκολία. Ο Πουλικά-κος είναι απτόητος, σιχαίνεται τη σοβαρότητα και κάνει τααδύνατα δυνατά για δράση και γέλια. Είναι και ο Τσαχιρίδηςπου δεν έχει μέτρο στις σκηνές βίας κι έχουμε το νου μας μημας έρθει καμιά ξώφαλτση.

Τα κυριακάτικα μεσημεριανά τραπεζώματα με τον πατέρα,τη μητριά μου και τις αδελφές μου δεν διαθέτουν, εκτός τουπαραδοσιακού σπιτικού φαγητού, καμία πρωτοτυπία.

Ο πατέρας θα φάει, θα πιει, θα βυθιστεί στην πολυθρόνατου, θα τον ψιλοπάρει με γυρτό το κεφάλι και μισάνοιχτα ταβλέφαρα, για να μπαινοβγαίνει μ’ ευκολία στη συζήτηση, ε-παναλαμβάνοντας για πολλοστή φορά ιστορίες οικογενεια-κών κατορθωμάτων, δημοκρατικής αντρειοσύνης και θυμο-σοφικά αποφθέγματα, με μια εμμονή στα «Παιδί μου, είσαικουτό», «ντενεκές ξεγάνωτος», «Τον αράπη κι αν τον πλέ-νεις, το σαπούνι σου χαλάς», «Στου κουφού την πόρτα όσοθέλεις βρόντα», «Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα» και τοπαραλίγο αισώπειο «Η αλεπού εκατό, τα αλεπόπουλα εκατόνδέκα».

Καθώς το μεσημέρι της Κυριακής έπεται της χασισοκα-τάνυξης του σαββατόβραδου, φτάνω στο τραπέζι φτιαγμένοςκαι διασκεδάζω με τα καμώματα του πατέρα μου, που έχειαρχίσει να γλιστράει σε χρονικά διάκενα, με αποτέλεσμα νααποδίδει μνημειώδεις αττάκκες του Γεωργίου Παπανδρέουστον Αντρέα, τον μπερμπάντη πρωθυπουργό.

Όταν τον διορθώνουμε, προσποιείται ότι αναφέρεται γενι-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 234

κώς στους Παπανδρέου, μ’ αρέσει που την κάνει γυριστή καιπαίρνω το μέρος του:

«Ο λόγος του μπαμπά έχει κάτι το υπερβατικό κι αυτόπου μας λέει είναι ότι ο Γιώργος και ο Αντρέας είναι ένα καιτο αυτό πρόσωπο, γιατί η εξουσία είναι μία και δεν αλλάζει,δεν είναι θέμα προσώπων...»

Πέφτουν γέλια, αλλά όταν προσπαθεί να μας κάνει κήρυγ-μα, «Εγώ που σ’ όλη μου τη ζωή θυσίασα και θυσιάστηκα»και τέτοια, εκνευρίζομαι.

«Αν είχες φροντίσει να διαχειριστείς την περιουσία σου μεσωστό τρόπο, θα είμαστε όλοι καλύτερα τώρα και δε θα ή-μουνα αναγκασμένος να συμμετέχω σε μέτριες ταινίες τουνέου ελληνικού κινηματογράφου και να κάνω εκπτώσεις στηντέχνη μου. Άλλο να ’σαι μόνος σου –κάν’ τα ό,τι γουστάρειςτα φράγκα, ξέσκισέ τα για πάρτη σου– κι άλλο να ’χεις οικο-γένεια με τρία παιδιά. Κόψε την πλάκα λοιπόν περί αυτοθυ-σίας, γιατί κανείς δεν είναι τέλειος, κι άσε μας ήσυχους».

Έχει αγαλματώσει.«Και κάτι ακόμα, δε θα σ’ τα ’λεγα όλα αυτά αν δεν ήμου-

να μαστουρωμένος».Δεν λέει κουβέντα, η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη, δεν εν-

νοούσα να τον στριμώξω, αλλά έτσι μου βγήκε. Τους χαιρε-τάω και βγαίνω να περπατήσω, μια βόλτα απόγευμα τηςΚυριακής στην ξεθωριασμένη παλιά γειτονιά.

Στο τηλέφωνο το βράδυ οι αδελφές μου βάζουν τις τελευ-ταίες πινελιές του οικογενειακού ταχυδράματος.

«Όταν έφυγες ο μπαμπάς έβαλε τα κλάματα...»«... και σου έδινε δίκιο...»«Δεν ξέρω κι εμένα τι μ’ έπιασε, πρώτη φορά που...»«Καλά έκανες και του τα πες», συμφωνεί η Μαίρη.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 235

«Άμα πρέπει να το βγάλεις από μέσα σου...» σχολιάζει ηΔέσποινα.

«Ξέρω, είναι ψυχοθεραπευτικό. Ανακουφίζεσαι, όπως λέεικι η μητέρα ενός φίλου μου, η κακία είναι γλυκιά, παιδί μου.Έχει δίκιο, αρκεί να μη σου γίνει συνήθεια κι έχουμε κάθε τό-σο κόντρες, και εντάσεις, και οργή και στομαχόπονους. Ζόρι-κο πράγμα η συνήθεια, κυρίως για να την αποφύγεις...»

Το να παριστάνεις τον ινστρούχτορα που προσπαθεί να προ-σηλυτίσει τον Τραμπάκουλα συνοδεία συμπαθέστατου γαϊ-δάρου στα υψώματα πάνω απ’ τον Πλαταμώνα έχει κάποιαπλάκα, ειδικά αν στο ρόλο του χωριάτη ημιονηγού βρίσκεταιο χάρρυ Κλυν αυτοπροσώπως.

Ο σκηνοθέτης μας Αποστολίδης, με κινηματογραφικήπαιδεία στο Λος Άντζελες και καθημερινή προπόνηση στηδιαφήμιση, είναι ευέλικτος, έχει ρυθμό, ξέρει τι θέλει καιπροσπαθεί να συμμαζέψει τον ασυγκράτητο αυτοσχεδιασμότου χάρρυ να παίζει με τη φωνή του Τραμπάκουλα, εντός καιεκτός πλάνου, και να επιδίδεται σε πολλαπλές εκδοχές κάθεφορά που αλλάζει η γωνία λήψης.

«Μην κάνεις τόσο πολλά πράγματα, χάρρυ, θα πελαγώ-σει ο μοντέρ και δε θα μπορούμε να δέσουμε τα πλάνα...»

Πέφτουν γέλια, φυσικά ανεξέλεγκτα, ακόμα και στο φιλό-ξενο τραπέζωμα του δημάρχου της περιοχής στην πλατείατου εγκαταλειμμένου χωριού, που παραδόξως είναι τίγκα α-πό βουνίσιους, που ’χουν έρθει να δουν από κοντά τον Κλυν, υ-ποθέτω.

Ο παραγωγός Κώστας Λεφάκης προτρέπει τον χάρρυ ναβγάλει λόγο ως τιμώμενο πρόσωπο.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 236

«Έχεις καμιά έτοιμη αττάκκα για ομιλία;» μου ψιθυρίζειστο αυτί ο τιμώμενος.

«Αφενός “Xωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει” κι αφε-τέρου “O γάμος είναι ωραίο πράγμα”, όπως είπε κι ο Πολάν-σκι σαν πρόποση στο γάμο του με τη Σάρον Τέητ στο PLAY-BOY CLUB του Λονδίνου».

«Κύριοι», υψώνει το ποτήρι του με φωνή Τραμπάκουλα,«όπως λέει κι ο συνάδελφος από δω, ο γάμος είναι ωραίοπράμα, άντε γεια μας».

Πέφτουν ασυνάρτητες ματιές, γέλια, τσουγκρίσματα καιτο τσιμπούσι θεριεύει.

Το ηλιοβασίλεμα στην παραλία είναι ωραία, με τα ζευγάριανα κολυμπάνε. Ο οικογενειάρχης από δίπλα κορδώνεται επι-δεικτικά. Η γυναίκα του είναι χοντρή, με κυτταρίτιδα καιφλεβίτιδα, και τρέχει συνέχεια γύρω απ’ τα άτακτα τρία παι-διά τους, ενόσω ο πάτερ φαμίλιας σουλατσάρει με διάθεσηγια περιπέτειες. Η κουβέντα που πιάνει με κάτι καλλίγραμματραβεστί κάνει τη σύζυγο να ξεσπάσει.

«Eίσαι πατέρας εσύ; Άσε το σύζυγος, είσαι πατέρας; Τονεβλέπετε πώς βολτάρει πάνω κάτω;» με ρωτάει για συμπα-ράσταση.

«Ίσως θα ’πρεπε να χάσετε μερικά κιλά», την πειράζω.Ο άντρας της χοντρογελάει φχαριστημένος.«Δε σ’ τα ’λεγα;» της πετάει λεβέντικα.«Eίστε όμως οι άντρες, συνεννοημένοι, ε; Για πότε κάνετε

κόμμα», ξεφυσάει σκασμένη.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 237

Παρότι τα γυρίσματά μου έχουν τελειώσει μέσα σε πέντε μέ-ρες, ο χάρρυ με θέλει να μείνω για παρέα και ο παραγωγόςμας αναγκάζεται να του κάνει τη χάρη, οπότε αράζω για έναακόμα πενθήμερο κάνοντας διακοπές.

Ο Κλυν έχει πολλή πλάκα, μιλάμε για την Αμερική, θέλεινα κάνουμε θέατρο μαζί, διασκεδάζουμε πειράζοντας τουςπάντες. Περιστοιχίζεται από κάτι γάτους με γρήγορα κά-μπριο, που διαχειρίζονται τα ποδοσφαιρικά του ενδιαφέροντακαι τις εμφανίσεις του στα νυχτερινά μαγαζιά.

Ένα βροχερό κυριακάτικο απόγευμα που ο Απόλλων Κα-λαμαριάς τους καλεί στη Θεσσαλονίκη, ο Κώστας Λεφάκηςμε απαγάγει σχεδόν με το σπορ αμάξι του και μ’ αφήνει στηΛάρισα, για να κατέβω στην Αθήνα. Γελάω μ’ όλα αυτά πουμου συμβαίνουν κι αποφασίζω να κάνω ωτοστόπ.

Ο φορτηγατζής δείχνει κουρασμένος κι από φόβο μην κοι-μηθεί, μιλάει για ό,τι του κατέβει. Στην Ελευσίνα μ’ αφήνεικαι παίρνω ταξί.

Στο τιμόνι κάθεται ο ανώνυμος σύντροφος των απρογραμ -μάτιστων συναρπαστικών μας περιπτύξεων.

«Aπό πού έρχεσαι;» ρωτάει χαμογελώντας, λες και μουτην έχει στημένη.

Η αοριστία της Αλλαγής, που για τον καθένα σημαίνει ό,τιτον συμφέρει, έχει ανοίξει τον ασκό του Αιόλου, με το σύνδρο-μο «εκδίκηση της γυφτιάς» να συναγωνίζεται την αιθαλομί-χλη. Όσοι δεν είχαν μέχρι τώρα θέση στο παιχνίδι, από ανικα-νότητα, αμορφωσιά και ΚΔΟΑ, αποκτούν αυτοπεποίθηση. Σεθέσεις-κλειδιά εντοπίζει κανείς ατάλαντους ανθρώπους με δι-πλώματα στο λαϊκισμό, στον αντιεξουσιαστικό τσαμπουκά και

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 238

στην αδελφοσύνη που δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί και κολυ-μπάει σε χαζοβιολίαση. Ήδη απ’ τον πρώτο καιρό οι διαφω-νούντες απομακρύνονται είτε αφ’ εαυτών είτε από συντροφι-κές εκπαραθυρώσεις. Η ουμανιστική γενικότητα μπορεί να εί -ναι περιστασιακά καθησυχαστική, αλλά σε αδειάζει γρήγορα,ειδικά όταν διαπιστώνεις την παντελή απουσία αξιοκρατίας.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η πολιτική σκηνή επιδίδεταισε γκροττέσκο παρασκήνιο, αλλά ο τρόπος τους έχει ένα θρά-σος: Όλοι κλέβουν και εξαπατούν και το κρύβουνε, αλλά αυ-τοί το κάνουν στα ίσα, γιατί είναι ειλικρινείς και λειτουργούνμε διαφάνεια και δημοκρατικές διαδικασίες, δηλώνεται μετην ξύλινη γλώσσα ανθρώπων των σπηλαίων, ντυμένων πιαμε πανάκριβες κασμιρολινάτσες και χοντροκομμένα αρβυλοει -δή, εργατοπατέρες και συνδικαλαρία, κι αυτό το ζιβάγκο.

Πώς να μην αποφανθεί ο λευκός γέρων της γαλλοσεραϊκήςδιαλέκτου και της ατσούμπαλης κερδοφόρας αντιπαροχής σεμια αναλαμπή αυτογνωσίας:

«Η Ελλάδα είναι ένα απέραντο φρενοκομείο».

Η εκπομπή που έχουμε με τον Βαλαβάν στο Δεύτερο Πρό-γραμμα της κρατικής ραδιοφωνίας, σε κείμενα του ΜάριουΠοντίκα, σκληρής κοινωνικής ματιάς, με τηλεφωνικές συνο-μιλίες καθαρμάτων, επιστολές φυλακισμένων, ημερολόγιαιερόδουλων, είναι ποτισμένα με μαύρο χιούμορ, στεγνά ρε-μπέτικα και μπλουζ, και πού και πού κάνα μάμπο, για να μηνξεχνιόμαστε.

Η βραδινή εκπομπή αρέσει, αλλά ενοχλεί το αναρχικό τηςσχόλιο και η ωμότητα της γλώσσας. χαιρόμαστε γι’ αυτόκαι ηχογραφούμε με τρέλα.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 239

Η Λία, που συζεί με τον Τσίγκο ανάμεσα στο σπίτι της Θεσ-σαλονίκης και το κτήμα στους πρόποδες του Ολύμπου, βρί-σκεται στο Παρίσι για να τελειοποιήσει τα γαλλικά της και ηπροοπτική μίας βδομάδας εκεί και μίας βδομάδας στηνΜπαρτσελόνα, εξιδανικευμένης απ’ τις ρεμπετοροκάδικες πε -ριγραφές του Τάσου Φαληρέα, φαντάζει συναρπαστική.

Το χίππικο και μονίμως καλοκαιρινό διαμέρισμα της Ντο -μινίκ με τον Ζαν-Φρανσουά βλέπει σε μια αυλή και στη ruede Vaugirard. Μπορείς να τους φωνάξεις απ’ έξω και να σ’ α-κούσουν στο υπερυψωμένο ισόγειο, γεμάτο παράθυρα καιφως. Τα γραφιστικά σκίτσα του Ζαν-Φρανσουά είναι τριπα-ριστές φλασιές ροκ καθημερινότητας, που για την Ντομινίκμεταφράζεται σε πολλές ώρες στα γραφεία του Marie-Claire

για φωτογραφήσεις και σελιδοποίηση.Τα βραδινά μας έχουν κάτι από τις διακοπές μας στην Α-

μοργό, με τους δυο τους αραχτούς στους καναπέδες, μουσι-κές Steely Dan, Kid Creole & The Coconats, Talkikg Heads, τομάτι αδιευκρίνιστα αλλού, μια ξεκάρφωτη ομιλητικότηταπού και πού, με παρεΐστικη ζέση και μετά κομψή ψύχρα.

ρωτάνε τι κάνει η Βέρα και αν τη βλέπω, γευματίζουμεκαι φουμάρουμε με στυλ, τους γνωρίζω τη Λία, μιλάμε γιακαλοκαίρια και ταξίδια εξωτικά, πάμε στη συναυλία τουΓουίλλυ ντε Βιλ στο OLYMPIA και η βδομάδα κυλάει χωρίς νατο καταλάβω, εκτός από το πόσο ακριβό είναι το Παρίσι καιτι τσουχτερό κρύο κάνει για αρχές Μαΐου.

Το orange bus, που έρχεται από Λονδίνο και πάει Μπαρτσε-λόνα το μεσημέρι της Παρασκευής, είναι γεμάτο χίππικεςμορφές, η Λία είναι συνεπαρμένη απ’ το τοπίο του νότου κι ε-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 240

γώ στρίβω το τσιγαράκι μου ξένοιαστα απενοχοποιημένος,μια και η ατμόσφαιρα στο πούλμαν έχει κάτι από κοινόβιο.

Όταν η νύχτα έχει καλύψει τη θέα, η Λία κοιμάται στιςθέσεις μας κι εγώ πάω πίσω για ξάπλα, με το λίκνισμα τουλεωφορείου να με κοιμίζει.

Ανοίγω τα μάτια μου επειδή με σκουντάνε, κάποιος μεστολή κάτι λέει στα ισπανικά για έλεγχο. Φοράω τα καστό-ρινα μποττίνια στον υποφωτισμένο διάδρομο, βγάζω με τρό-πο το μαυράκι, τυλιγμένο σε διάφανη ζελατίνα, απ’ το τσε-πάκι του τζην μου και το κρατάω στο χέρι. Μας κατεβάζουνμε τη Λία, παίρνουμε τα μπαγκάζ μας και ακολουθούμε δύοένστολους στο τελωνείο στα σύνορα με την Ισπανία. Έξω α-πό κάτι σκουπιδοτενεκέδες αφήνω τη ζελατίνα να γλιστρήσειαπ’ το χέρι μου και το ψάξιμο στο τελωνείο το αντιμετωπί-ζουμε χαμογελαστοί.

Όταν επιστρέφουμε στο πούλμαν, μαζεύω τη ζελατίνα α-πό κάτω και ξαναπαίρνουμε θριαμβευτικά τις θέσεις μας. Εί-μαι σίγουρος ότι ο συνοδηγός με κάρφωσε, που κατασκοπεύειτα πάντα μέσα απ’ το καθρεφτάκι, αλλά θα τον κάνω να φλι-πάρει. Στρίβω στα γρήγορα ένα τσιγαράκι και το φουμάρωφυσώντας τον καπνό ανάμεσα απ’ τα κενά των μπροστινώνθέσεων προς το μέρος του, ρίχνει ματιές απ’ το καθρεφτάκι,αλλά κάνω τον Σουηδό. Ξημερώματα μπαίνουμε στην Μπαρ -τσελόνα.

Ο πρωινός καφές στην πανσιόν δίπλα στα ράμπλας είναι ό,τιχρειαζόμαστε, η λιακάδα μάς καλεί για σουλάτσο. ΕίναιΣάββατο και στους δρόμους ο πολυφυλετικός συνωστισμόςμάς καλωσορίζει. Τα κτήρια έχουν αυτό το παλιοκαιρίσιο με-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 241

γαλείο και τα πρόσωπα είναι ζωντανά και φιλικά. Πολλή νεο -λαία. Όρθιοι στο μπαρ τσιμπάμε ποικιλίες θαλασσινών τά-πας με μια μπύρα ή ένα ποτήρι κρασί και τα σκουπίδια στοπάτωμα. Κάθε μία ώρα ένα γκαρσόνι με πριονίδια και σκού-πα καθαρίζει το δάπεδο. Έχει κάτι το αυτοκρατορικό αυτή ηπεριφρόνηση προς την αστική καθωσπρεποσύνη, που τα θέ-λει όλα στη θέση τους, γόπες στα τασάκια, τα κόκαλα σταπιάτα και λοιπά, μ’ αρέσει η άνεσή τους και η διευκολυντικήπληροφόρηση απ’ τον μπάρμαν όταν τον ρωτάω πού θα βρωλίγο μαυράκι.

«Τσοκολάτο», μου κάνει, «στην πιάτσα ντελ ρεάλ, αρι-στερά απ’ το καφέ L’ OPERA, δίπλα στα ράμπλας».

Η ατελείωτη εκκλησία της ιερής οικογένειας του Γκαουντίείναι απίστευτη, τα καμπαναριά-μανιτάρια με επίστρωση α-πό πολύχρωμα σπασμένα πλακάκια μπάνιου θυμίζουν τιςσκηνές από το Επάγγελμα ρεπόρτερ του Αντονιόνι. Η στέγη,όταν ολοκληρωθεί, θα ακουμπάει στον ουρανό; Οι σπιράλκλειστοφοβικές σκάλες, που πάνε πάνω ψηλά στους τρούλους,χαρίζουν μια θέα υψοφοβικά απογειωτική και τα αετώματα,όπως και η πρόσοψη, μια αναπαράσταση όλων των ιστοριώντης Βίβλου σε γλυπτική μικρογραφία. Ιεροεξεταστικός κα-θολικισμός και καλλιτεχνικό πέταγμα.

Η Λία έχει πάθει πλάκα, βαδίζει σαν υπνωτισμένη, αλλάμε περιέργεια μικρού παιδιού για τα πάντα. Μπροστά σε μιαπολυκατοικία του Γκαουντί, με τα προεξέχοντα κυματιστάμπαλκόνια και τη ρουτίνα της μεσογειακής μάνας που φωνά-ζει τα μικρά της και απλώνει την μπουγάδα, αποφασίζει ναχτυπήσει ένα κουδούνι για να μπούμε μέσα, να χαζέψουμε τοεσωτερικό ενός διαμερίσματος και τη λειτουργικότητά του,με την οικοδέσποινα –μάλλον συνηθισμένη σε ξεναγήσεις– να

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 242

μας δείχνει τους δαιδαλώδεις διαδρόμους, τα ανισόπεδα πα-τώματα με τα οβάλ σκαλοπάτια, τους φωταγωγούς, μυστη-ριακά υποφωτισμένους από βιτρώ και λάκα ονειρικής ψυχο-στασίας στο λυκόφως του όρθρου. Μαγικό αλλά και βιώσιμο.

Η πόλη έχει τέτοιο ρυθμό, που ξεχνάς να γυρίσεις στο ξε-νοδοχείο. Στα ράμπλας όλη μέρα μια ξεχειλωμένη κίνησηπλήθους ανάμεσα σε χιλιάδες ισπανόφωνα περιοδικά για ξε-φύλλισμα, ωδικά πτηνά, ένα χαλί πολυχρωμίας, πτυσσόμε-νες καρέκλες να κάτσεις να πιεις ένα χυμό, ψιλολοείδια, φτη-νά κοσμήματα, με την αέναη ροή που ξεκινάει απ’ το ZURICHCAFÉ της Πιάτσα ντελ Καταλίνα, κατεβαίνει και στροβιλίζε-ται γύρω απ’ το άγαλμα του Κολόμβου, για να κολυμπήσειστο σκηνικό του παλιού λιμανιού.

Απέναντι απ’ το θέατρο Lyseo το CAFÉ OPERA, γωνιακό καιπολυσύχναστο, με παλιούς καθρέφτες αντανακλάσεων ευγε-νούς μποεμίας και αναρχικής εξτραβαγκάντσας, και γύρωαπ’ τα πολυκαιριασμένα τραπέζια η σύγχρονη Βαβέλ, κάθεγούστου, μεγέθους και χρώματος, να ρουφάει καφέδες, τσά-για και κοκαΐνα από καλαμάκια αναψυκτικών, αλλά ο ρόλοςτης αναμφισβήτητης θεάς σήμερα παίζεται απ’ την Κλαού-ντια –μια μελαχρινή κούκλα, που προφανώς εξαιτίας του η-δονοβλεπτικού κορμιού της είναι πληρωτέα άμα τη εμφανί-σει–, καθώς τεντώνει τις σταρένιες ευγονικές γάμπες της καιβάζει φωτιά από ’να χρυσό αναπτήρα στο τσοκολάτο που’βγαλε απ’ το μενταγιόν-εκκρεμές ανάμεσα στα κρουστά στή -θη, με το χρυσό κολλιέ γύρω απ’ τον περήφανο λαιμό, να πλά -θει το μείγμα, να το τυλίγει σ’ ένα χαρτάκι, να το στερεώνειστην άκρη της κρεμ πίπας από ελεφαντοστούν και να το φου-μάρει με ηδυπάθεια.

Το μαγνητικό ντεκολτέ και τα ατίθασα πόδια με την κοκ-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 243

κινωπή θαμπάδα του τριγωνικού τούννελ της κάνουν παρά-σταση και χαρίζουν θέα που τσιγκλάει τη λίμπιντο. υπέροχη.

Το σαββατόβραδο, το πρώτο μας σ’ αυτή τη μεθυστική πόλη,αφηνόμαστε στο ρεύμα των ξενύχτηδων, που ρέει μπρος απ’την πανσιόν μας, πηγαίνοντας προς κάπου ομαδικώς, με ταρούχα και το στυλ τους να υπόσχονται ότι αν τους ακολουθή-σουμε, θα βρεθούμε εκεί που πρέπει.

Διασχίζουμε στενά δρομάκια, κλειστές πλατείες, με κα-τεντράλ και ξαφνικά, μπροστά σε ένα παλαιοπρεπές κτήριοπου φέρνει σε σιδηροδρομικό σταθμό, με μακρόστενα βιτρώ,υπάρχει συνωστισμός. Πάνω απ’ την κεντρική είσοδο μεγάλαπανώ μάς καλωσορίζουν: FREE DRINKS – FREE DRUGS. ρωτάμεδεξιά κι αριστερά πού είμαστε και τι συμβαίνει.

«Είναι ο παλιός σιδηροδρομικός σταθμός κι απόψε έχουνπάρτυ οι λεσβίες και οι γκέυ της πόλης, αλλά είναι ανοιχτόγια όλους...»

«Σοβαρά;»χωνόμαστε στην ανθρωποθάλασσα, που κινείται παχύρ-

ρευστα στις πάνω και κάτω πλατφόρμες και στα σκαλιά,μπροστά από τα μυτερά πρόχειρα στημένα περίπτερα γύρωγύρω, και στο μέσον, εκεί που κάποτε θα ήταν η μεγάληπλατφόρμα, εκατό μέτρων μήκους, τρεις ορχήστρες σε από-σταση μεταξύ τους, να παίζουν η μία ροκιές, η άλλη παραδο-σιακά και η άλλη τζαζ, και να γίνεται της τρελής.

Τόσο ελεύθερα είναι όλα εδώ στην Ισπανία! Δίκιο είχε οΤάσος Φαληρέας που παραληρούσε στο DOLCE:

«Πηγαίνετε τώρα, όσο είναι καιρός, γιατί μετά μπορεί νατην ανακαλύψουν οι γιάππηδες και να χαλάσει το πράγμα».

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 244

Όταν αργά τη νύχτα γυρνάμε στην πανσιόν, το σκηνικό σταράμπλας έχει αλλάξει: μπάνικες πόρνες, έκπαγλα τραβεστίκαι φλεγόμενοι γκέυ λικνίζονται στην πασσαρέλλα ψωνιστήρι.

Ο Καμού, που κάθεται με την παρέα του στο διπλανό τραπέζιτα μεσημέρια στο CAFE OPERA, είναι δημοφιλής εδώ εξαιτίαςτης εβδομαδιαίας παρουσίας του σε μια εφημερίδα μέσω ενόςκόμικ σε συνέχειες με θέμα τη μετά Φράνκο οικογένεια –ό-που η κόρη είναι λεσβία, ο γιος ναρκομανής, η μαμά τεκνα-τζού και μόνο ο πατέρας φανατικά πιστός στις παραδόσεις, μ’όλα τα ευτράπελα που προκύπτουν απ’ τις καθημερινές τουςσχέσεις– έχει φανατικούς αναγνώστες, είναι πολύ κοινωνι-κός, λαλίστατος και απαντά σ’ όλες μας τις ερωτήσεις.

«Έχουμε πολλούς τουρίστες όλο το χρόνο, διπλάσιοι τουπληθυσμού μας, και δεν τους επιβάλουμε να αφήνουν τις συ-νήθειές τους στα σύνορα. Ίσα ίσα που τους διευκολύνουμε, κιέτσι έχουμε κι εμείς την άνεση να καπνίζουμε, να σνιφάρουμεκαι γενικά να ζούμε το ροκ εντ ρολ μας νύχτα μέρα. Μετά τοθάνατο του Φράνκο όλα τα δημοτικά συμβούλια της χώραςείναι επανδρωμένα από νέους ανθρώπους, μέχρι τριάντα ε-τών, και ό,τι προτάσεις πέφτουν στο τραπέζι είναι ζωντανές,ευφάνταστες και μας αφορούν όλους, εξ ου και το πάρτυ τουσαββατόβραδου... Ναι, ναι, όλοι οι άνθρωποι, ασχέτως ιδιαι-τεροτήτων, μπορούν να νοικιάσουν ή να τους παραχωρηθεί έ-νας δημοτικός χώρος για να γιορτάσουν τη φιέστα τους».

Ο Καμού, με εμφάνιση καλοβαλμένου Γάλλου και αμεσό-τητα μεσογειακού κοσμοπολίτη, μας συστήνει σε φίλους καιγνωστούς του, μας μπάζει στο ζιγκ-ζαγκ μπαρ και στο DIAGO -NAL CLUB, μας κάνει εντύπωση που ξενυχτάει τόσος κόσμος με

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 245

αμφίεση ρωμαίου πατρικίου, Νούβιου μονομάχου, ευγενούςκονκισταδόρ, αιγυπτιακής θεότητας και κρυοπαγικού εξωγή-ινου. Στο CLUB 54 οι εμφανίσεις, τα ντεκόρ και οι συμπεριφορέςξεπερνούν σε φαντασία και φάσεις τα νεοϋορκέζικα ξεσαλώ-ματα. Στο PALOMITA, παλιό ball room, με την ηλικιω μένη ορ-χήστρα με τα πράσινα σατέν σακάκια και τα φούξια πουκάμι-σα μπροστά απ’ τη χρυσή αχιβάδα και τη ζωγραφιστή οροφή,όταν χορεύουμε με τη Λία μάμπο, τσα-τσα, μπόσα νόβα καιτανγκό, το τραπέζι μας γεμίζει σαμπάνιες από διάφορες πα-ρέες, που νομίζουν πως είμαστε Μαδριλένοι. Όταν τους εξη-γούμε ότι δεν έχουμε καμία σχέση με τη Μαδρίτη κι ερχόμα-στε απ’ την Ελλάδα, δεν το πιστεύουν· έχουν άλλη εικόνα γιατους Έλληνες και μάλλον δεν μοιάζουμε ναυτικοί, έχει πλάκα.

Κρίμα που μας τελειώνουν τα λεφτά, περνάμε τόσο ω-ραία. Η Λία πουλάει κάτι σκουλαρίκια κι ένα βραχιόλι για ναμείνουμε μερικές μέρες παραπάνω. Πετάω από ενθουσιασμόκαι έχω διάθεση να εξασκήσω την τέχνη του ελαφροχέρη,που έχει αποδώσει στο παρελθόν, αλλά η φίλη με συγκρατεί,δεν γουστάρει αγωνίες και μπλεξίματα.

χαζεύουμε μια διαδήλωση φοιτητών με χρυσόμαυρα λά-βαρα και κατακόκκινα πανώ συνθημάτων κι όταν σταματάμεένα περιπολικό για να μας πετάξει σ’ έναν παραδοσιακό οικι-σμό, επειδή δεν βρίσκουμε ταξί, η Λία την πέφτει στους μπά -τσους, που στριμώχνουν τους ευφάνταστους διαδηλωτές.

«Δε μας συνδέει τίποτα μαζί τους», απαντάει ο νεαρός υ-παστυνόμος, «αυτοί είναι Καταλανοί, εμείς είμαστε άλλη ρά-τσα. Στην Ισπανία σε κάθε περιοχή οι αστυνομικοί κατάγο-νται από αλλού, για να μη δημιουργούνται σχέσεις, και χατί-ρια και βόλεμα συγγενών».

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 246

Το ενδιαφέρον της Λίας για τα μουσεία και τις πινακοθήκεςκαι η συμπάθειά μου για μια Γαλλίδα χορεύτρια της Όπεραςτου Παρισιού, που δίνει παραστάσεις στο LYCEO, χωρίζουν τιςεξόδους μας. Με την παρέα των χορευτριών ανακαλύπτω άλ-λες γειτονιές της πόλης. Στα στενά υποφωτισμένα καλντερί-μια της παλιάς συνοικίας, με τα φτηνά μπορντέλλα, τις σκλη -ρές σημαδεμένες μούρες παντού και πάντα στις γωνίες και τοπαμπάλαιο καφενείο με το μπιλιάρδο να σερβίρει ακόμη αψέ-ντι, χαϊδεύοντας την παρακμή, με ταξιδεύουν στην Τρούμπατου Πειραιά, στην Πλάκα της Αθήνας, στα Λαδάδικα της Θεσ -σαλονίκης, μόνο που εδώ όλα έχουν κάτι από απομεινάρια αυ-τοκρατορικών παρακρούσεων μιας αραβομεσογειακής απο-θέωσης, συν το εντυπωσιακό μωσαϊκό του αέναου τουριστι-κού ρεύματος. Μια διεθνής νεολαία που έχει βρει επιτέλουςμια φτηνή μεσογειακή πόλη με ωραίο καιρό, πλούσιες γεύ-σεις και πράγματα να δεις και να κάνεις.

Καθώς απολαμβάνω τη θέα της πόλης απ’ το ύψωμα ενόςπάρκου με φοίνικες, χωμάτινα μονοπάτια, μυθολογικές σφίγ-γες και ονειρικά αιλουροειδή να φτύνουν νερό, όλα απ’ τονΓκαουντί, σαν αντανάκλαση βιβλικής Εμμαούς, σκέφτομαιότι η εκπομπή στο κρατικό ραδιόφωνο δεν με χωράει πια.

Η Λία επιστρέφει στο Παρίσι κι εγώ στην Αθήνα. Είμαι στοχωλ με τη βαλίτσα στο χέρι, όταν χτυπάει το τηλέφωνο.

«Ξέρεις», μ’ ενημερώνει ο Βαλαβάν, «μας έκοψαν την εκ-πομπή. Κανόνισα να μιλήσουμε με τον Καμπανέλλη, δενπρέπει να τ’ αφήνουμε όλα στην τύχη...»

«Τι να πούμε, φίλε μου, άσε που ’χα μια διαίσθηση ότι θαμας κόβανε...»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 247

Ο διευθυντής ραδιοφωνίας μάς υποδέχεται με ένα ευγενι-κό χαμόγελο καθισμένος πίσω απ’ το γραφείο του και μπαίνεικατευθείαν στο θέμα:

«Έχετε μια άνεση που δεν μπορώ να καταλάβω, πού πα-τάει, με ποιον επικοινωνεί, τι κοινό υπόγειο ρεύμα μοιράζε-ται, με ποια κοινωνική ομάδα... Η γενιά μου όταν μιλούσε γιασφεντόνες που σπάνε γλόμπους της ΔΕΗ, κάτι σήμαινε, ε-σείς;»

«Δεν έχουμε έναν και μοναδικό τρόπο να εκφραζόμαστε,κύριε Καμπανέλλη», του ανταποδίδω το χαμόγελο, «η εκπο-μπή μας μπαινοβγαίνει σ’ ένα σωρό στυλ και αναφορές, όπωςκι εσείς άλλωστε αυτή τη στιγμή συνδυάζετε ένα εγγλέζικοτουήντ σακάκι περιπάτου μ’ ένα αιγαιοπελαγίτικο μαντήλιστο λαιμό και μια χαρά ταιριάζει».

Μάλλον κολακεύεται απ’ το ενδυματολογικό σχόλιο, αλλάόταν επιδίδεται σε ένα επιμελημένο λογύδριο για ήθος, εγρή-γορση και παραδοσιακές αρχές, σαν να θέλει να μας βάλει σετάξη, σηκωνόμαστε να φύγουμε.

«Πολύ σκουριά, αδελφέ μου», ρίχνει ο Βαλαβάν τινάζο-ντας τα ρούχα του.

Ο διευθυντής της ραδιοφωνίας δεν το σχολιάζει.«... πανάρχαια σκουριά», συμπληρώνω βγαίνοντας.Με την υπερηφάνεια του καλλιτέχνη που δεν τον καταλα-

βαίνουν για το ελεύθερο πνεύμα του, που δεν μπαίνει σε κα-λούπια και δεν παίζει το υποταγμένο μαθητούδι, γεμάτο σε-βασμό και ταπεινότητα μπρος στους παλιούς, διασχίζουμετους γαλακτερούς διαδρόμους της ΕρΤ, που εξακολουθούν ναθυμίζουν τη Φωλιά του κούκου.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 248

Το τηλέφωνό μου χτυπάει από γραφεία παραγωγής αλλά καιαπ’ τον ανώνυμο με το κορμί του κούρου και την ενέργεια τουλιονταριού, μ’ αυτή την απίστευτη διαίσθησή του για το πούμπορεί να βρίσκομαι όταν δεν είμαστε μαζί. Με πετυχαίνειστο αεροδρόμιο να επιστρέφω από ταξίδια, να βγαίνω νύχτααπό κάποιο πάρτυ στην Κηφισιά ή στο Καβούρι, να περπα-τάω στην παραλιακή ατενίζοντας το ηλιοβασίλεμα ή στηνΚωνσταντινουπόλεως, χαζεύοντας τα τραίνα να περνούν.

Με μαζεύει με το ταξί του και με φέρνει σπίτι, σαν να μεβάζει στον ίσιο δρόμο, προφυλάσσοντάς με απ’ τους πειρα-σμούς της ξεσαλωμένης μεγαλούπολης, σιωπηλός, χωρίς ναμ’ αγγίζει, σαν σε αποστολή, και συνεχίζει τη δουλειά του.

Έχει τον τρόπο του να με κάνει να τον εκτιμώ. Δεν διεκ-δικεί κτητικότητα, παρά το παθιασμένο δόσιμό του, έχει μιααξιοπρέπεια αυτή του η αντίφαση. Σίγουρα έχω την άνεση νακάνω τη ζωή μου όπως γουστάρω.

Τη Μαριάννα την ξέρω από μικρή, όταν η φίνα διαφάνεια τηςάγουρης εφηβείας της φωτογραφιζόταν για εξώφυλλα καιλατρευόταν από ντισκόβιους και θύματα της μόδας. Σταπάρτυ και στην πίστα του ΤΖΑΚυ Ο το συντονισμένο ντουέτ-το τους με τον χάρη, έναν ψιλόλιγνο χορευτή με πυκνές βλε-φαρίδες αλεξανδρινής απώλειας, στροβιλίζεται μέχρι να ξη-μερώσει. Σε στιγμές ήσυχων περιπάτων, η μικρή θεότητα μετο αδέξιο σεξαπήλ με σφίγγει πάνω της και με ψάχνει σ’ όλομου το κορμί, σαν να θέλει να βεβαιωθεί ότι είμαι πραγματι-κός, και μου εκμυστηρεύεται σοβαρά:

«Εσένα κάποια μέρα θα σε παντρευτώ οπωσδήποτε, τοξέρω».

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 249

«Ποτέ μου δε σκέφτηκα κάτι τέτοιο».«Εσύ. Εγώ όμως κάθε φορά που σε βλέπω, αυτό σκέφτο-

μαι», επιμένει.«Για να δούμε», χαμογελάω.

Ευχαριστώ τον κύριο Μεσθεναίο για την πρόταση, αλλά δενθα το κάνω. Δεν έχω σχέση με τις μορφές του ρεμπέτικου καιη παρουσία μου στο τηλεοπτικό Μινόρε της αυγής, στο ρόλοτου Παπαϊωάννου, μου φαίνεται σαν φάλτσο. Δεν έχω πιάσειποτέ στα χέρια μου μπουζούκι ή μπαγλαμά, δεν παίζω μεχάντρες κομπολογιού, δεν έχω αφήσει μουστάκι –εκτός από’να σύντομο πέρασμα στους Απέναντι του Πανουσόπουλου,αυτή την ταινία που έκανε αίσθηση και με την ερμηνεία τουΆρη ρέτσου– και γενικά είμαι αλλού.

Για την ακρίβεια έχω γνωρίσει τη Θέμιδα, που ’χει κατέ-βει απ’ τη Θεσσαλονίκη αποφασισμένη να κάνει πράγματα,και απολαμβάνω την παρέα της, με την εκρηκτική θηλυκό-τητά της, την ακαταπόνητη ενέργειά της και την ευρηματι-κότητά της σε μαγνητικά συμπλέγματα που χαρίζουν ονειρι-κή απόδραση. Η Θέμις παίρνει μέρος τελευταία στιγμή στοΜινόρε της αυγής και ξεχωρίζει.

Το καλοκαίρι, που λειώνω απ’ τους καύσωνες και τη σω-ματικότητά της, που με βγάζουν νοκάουτ –της κάνει εντύ-πωση γιατί ακόμα και στον ύπνο της είναι διαθέσιμη για αν-θρώπινη επαφή– και παρά τις αισθησιακές νύχτες μας σε ε-ξοχικά φίλων, αποφασίζουμε να απομακρυνθούμε και η Θέ-μις πετιέται στη Μύκονο και κάνει παρέα με φίλες και φί-λους. Δεν θα κρατήσει πολύ αυτό, γιατί η ιδέα να πάρει μέροςσε ταινίες που πρόκειται να γυριστούν την αναγκάζει να επι-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 250

στρέψει κι όταν πάω για επίσκεψη στον Φέρρη και στη Λεο -νάρδου, που έχουν γράψει το σενάριο για το Ρεμπέτικο, η Θέ-μις έρχεται παρέα.

Η Σωτηρία, σαν νωχελική γάτα πάνω στον καναπέ, εκπέ-μπει ανατολίτικη σοφία και ο Φέρρης, που πηγαινοέρχεταιστα τηλέφωνα, φαίνεται να ταχυδακτυλουργεί παραμυθία.Ξέρω ότι με θέλουν για το ρόλο του μάγου, αλλά το θέμα είναιαν υπάρχει ρόλος για τη Θέμιδα.

«Ο μόνος γυναικείος ρόλος που δεν έχει δοθεί ακόμη σε η-θοποιό είναι ο ρόλος της Αντριάνας, μάνας της Νίνου, που υ-ποδύεται η Σωτηρία. Κι έχουμε σκεφτεί να βρούμε μια ηθο-ποιό που έπαιζε στο Μινόρε της αυγής του Μεσθεναίου καιμας έκανε τρομερή εντύπωση. Αυτή θα θέλαμε».

«Την έχετε μπροστά σας, εγώ είμαι», πετιέται η Θέμις.«Τέτοια μεταμόρφωση, αυτό είναι απίστευτο και σημα-

διακό, φαίνεται πως οι θεοί είναι με το μέρος μας», αλαλάζουνη Σωτηρία με τον Κώστα.

Τι ακρίβεια σε γούστα και στιγμή. Η Θέμις θα παίξει τορόλο.

«Είσαι το γούρι μου», μου λέει και με φιλάει στο στόμα. Άμα ο άνθρωπος έχει επιθυμία για κάτι, δίψα για ζωή και

πολύ συγκεκριμένο στόχο, σπάνια να αποτύχει. Πότε κατέ-βηκε απ’ τη Θεσσαλονίκη, για πότε συμμετέχει και διακρίνε-ται σε ταινίες, για πότε έμεινε για λίγο μαζί μου, βρήκε σπίτι,πετάχτηκε στη Μύκονο, ξεσάλωσε, γύρισε έτοιμη για δου-λειά, είναι καταπληκτική.

Η Θέμις Μπαζάκα, ή Μπαζ, δεν έλαβε ποτέ μέρος σε συμπό-σιο Σαχλαμαράτας. Ωστόσο:

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 251

Ενέσκηψε με όρεξη απ ’τη Θεσσαλονίκη,

πολύ συχνά στριμώχτηκε να δώσει και το νοίκι,

αλλά με ψηλοτάκουνα, ποτέ με δεκανίκι.

Όμως η δίψα για ζωή κι η τρέλα για την Τέχνη

και μ ’ όλο αυτό το σουρρεάλ που τη διακατέχει

παράξενο δεν θα φανεί αν ζήσει στην Οζάκα,

γιατί –ας μην ξεχνιόμαστε– μιλάμε για Μπαζάκα.

Τυλιγμένος σφιχτά σε ένα μαύρο κασμιρένιο μακρύ κιμονό,κατεβαίνω τα σκαλιά που βγάζουν στην Καλλιδρομίου αργάκαι ανιχνευτικά μέσα στη νύχτα ψάχνοντας. Το κουνούπι πουζουζουνίζει μπροστά στα μάτια μου συνθλίβεται μέσα στηχούφτα μου, που το φέρνει στο στόμα μου για να ρουφήξει τοαίμα του.

«Cut, το ’χουμε, τυπώνεται», κραυγάζει ο Ζερβός.Το ότι θα έπαιζα τον Δράκουλα, και μάλιστα των Εξαρ-

χείων, δεν μου ’χε περάσει απ’ το μυαλό.Ο Σπύρος Νουνέσης κάνει προσεγμένη κινηματογράφη-

ση, ο Βαβούρας είναι ανεκδιήγητος, ο Τζίμης Πανούσης, πουτον συναντώ για πρώτη φορά στο γύρισμα, είναι μοναδικόςστον τρόπο που εκπέμπει το μαύρο χιούμορ του, όλα τα παι-δία παίζει γενικώς, αλλά και το γύρισμα είναι αποδοτικό.

Ο αρειμάνιος ταξιτζής που με πάει για το γύρισμα ξημε-ρώματα με χιόνι στο ΕρΓΟΣΤΑΣΙΟ των αδελφών Μελετόπου-λου επί της Βουλιαγμένης είναι η προσωποποίηση του ορεσί-βιου, καθώς οδηγεί κοτσονάτα, με τα παράθυρα ανοιχτά, σφυ -ρίζοντας δημοτικά και κλέφτικα.

«Κλείσε, άνθρωπέ μου, τα τζάμια, θα παγώσω, για δου-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 252

λειά πάω», τολμάω να διακόψω την αναπόλησή του ποιος ξέ-ρει ποιων χιονισμένων βουνοκορφών της Τριπολιτσάς.

«ρε, το χιόνι είναι υγεία, πότε θα αναπνεύσεις ξανά τέτοιοκαθαρό αέρα», μ’ απαξιώνει.

Άντε να βρεις άκρη. Ο Ζερβός βιάζεται να τελειώσει το αργότερο στις γιορτές

των χριστουγέννων, για να προλάβει να μοντάρει και να βγειστις αίθουσες ή στην αίθουσα το συντομότερο.

Το πρωτοχρονιάτικο πάρτυ των αδελφών Μελετόπουλου στοΕρΓΟΣΤΑΣΙΟ, με τον Άρη στην είσοδο σε ρόλο φυσιογνωμι-στή, που μπορεί και να σου ξηγηθεί πόρτα, τα στυλάτα σμό-κιν, που τώρα συνδυάζονται με τζην και τισέρτ, τα τρανσπα-ράν βραδινά με τις μπόττες ιππασίας, τα λευκά σπαστά κολ-λάρα, τις μακριές φυμέ από τα κολλάν γάμπες και την υπό-λευκη σαν βανίλια επιδερμίδα της Γαλλοαγγλίδας ΦλοράνςΠαρκέρ, μαννεκέν του Ντιόρ, με ταξιδεύει απ’ τα σκαμπώτου μπαρ στους καναπέδες του βάθους και μετά στο ντιβάνιδίπλα στις τουαλέττες του φρεσκαρίσματος, σφιχτά με το μι-σχοειδές γλιστερό πλάσμα με τα γκριζοπράσινα πειρατικάμάτια, την Ηλέκτρα, τόσο ευτυχισμένη, τόσο ευτυχισμένοικαι οι τρεις μας με το «Do you think I am sexy» του ροντΣτιούαρτ να μας λικνίζει.

ρίχνει χιονόνερο καθώς γυρνάμε σπίτι μου, με τη Φλοράνςνα προσπαθεί να κουμαντάρει το άτακτο Ντεσεβώ της, λειώ-μα κι οι δυο μας από αφρούς σαμπάνιας, ασπρόμαυρη ελε-γκάντσια και νυσταγμένη επιθυμία για τρυφερότητα. Το χά-σιμο που ακολουθεί επιτρέπει στον πρωινό ήλιο να γλιστρή-σει απ’ το παράθυρο στον καναπέ του καθιστικού, που μας

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 253

βρίσκει αγουροξυπνημένους, με τα βραδινά μας ρούχα, με τοστυφό ξενέρωμα να γλυκαίνει από παιδικά ευτυχισμένα φι-λιά, που προσπαθούν να κολυμπήσουν σε στεγνά στόματα.

Ξυρίζομαι καθημερινά, με αποτριχώνουν στο σώμα, με μακι-γιάρουν, μου προσθέτουν βλεφαρίδες, μου φοράνε σέξυ εσώ-ρουχα και καστανοκόκκινη περρούκα, γιατί ο ρόλος στην ται-νία του Παύλου Τάσσιου Βαποράκια με θέλει τραβεστί. ΟΆλκης, που παίζει το αρχιβαποράκι του έμπορου Δάνη Κα-τρανίδη, με την επιρρεπή μαιτρέσσα του Αντιγόνη Αμανίτου,είχε επιμείνει στο σκηνοθέτη και το σεναριογράφο ΜπάμπηΤσικληρόπουλο ότι ο ρόλος της χαμένης Ούρσουλας είναι δι-κός μου, ότι θα κάνουμε καλό ντουέττο στις πολλές σκηνέςπου έχουμε μαζί.

Ο μακιγιέρ χαρίτος, με ύφος Φου Μαντσού, κάθε μέρα σετρίωρη βάση με σοβατίζει με στυλ. Τα ψηλοτάκουνα έχουντον τρόπο τους. Βαδίζεις με το βάρος μπροστά, στα δάχτυλατου ποδιού, τα τακούνια ίσα που ακουμπάνε στο έδαφος, ανθες να ’χεις ισορροπία.

Το νυχτερινό γύρισμα σε μια ξεχασμένη γέφυρα πάνω απ’τον ηλεκτρικό, όπου η Ούρσουλα έχει υπαρξιακά προβλήμα-τα και είναι έτοιμη να σαλτάρει στο διερχόμενο τραίνο, προε-τοιμάζεται απ’ το απόγευμα. Το μακιγιάζ μάσκας, το ολό-σωμο δαντελωτό μπόντυ, οι δικτυωτές μαύρες κάλτσες μετις κόκκινες ζαρτιέρες, ασορτί με το σατέν κυλοττάκι, τιςκόκκινες γόβες, το γούνινο παλτό της καροτί μαδημένης αλε-πούς, όλα με τη σειρά τους, ακουμπάνε πάνω μου και με α-μπαλλάρουν σε πλάσμα της ξεσαλωμένης νύχτας, του ντρο-γκαρισμένου πεζοδρομίου και του πληρωμένου σεξ.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 254

Το ταξί που περνάει απ’ το σπίτι μου στην Κλεομένους γιανα με πάει στο Γκάζι είναι μισθωμένο από την παραγωγή καιθα παίξει ρόλο τροχόσπιτου για όσο διαρκέσει το γύρισμα,δηλαδή όλη τη νύχτα, μια και η συνέχεια της σκηνής του τραί -νου θα παιχτεί στο ΚΑΝ-ΚΑΝ

Ο τριχωτός ταξιτζής με την τσακαλίστικη πείρα, πεπει-σμένος ότι είμαι αυτό που φαίνομαι, με πιάνει στο λακριντί.

«Επικίνδυνη δουλειά κάνεις, ρε κούκλα, και καλά τώρα,σε πήρανε για την ταινία, αλλά κάθε βράδυ σ’ αυτό το πόστο,δε φοβάσαι μόνη...»

«Δεν ξέρεις τι λες, ηθοποιός είμαι που κάνω την τραβεστί,όχι τραβεστί που κάνω τον ηθοποιό», γελάω μόνος μου.

«Σ’ εμένα τώρα αυτά δεν περνάνε. Εμένα το μάτι μου κό-βει, αυτά τα πόδια, τα χείλια, το κορμί, όλα δεν είναι αντρικά,κι εγώ έχω δει πολλά...»

«Όχι τόσο πολλά όμως, αφού εξακολουθείς να τα μπερ-δεύεις».

«Εμένα, κούκλα μου, δε με γελάνε τα μάτια μου, γιατί ά-μα πιάσω το χέρι σου και το ακουμπήσω στον καβάλλο μου,τώρα, θα καταλάβεις τι εννοώ... Τα μυρίζομαι εγώ αυτά, ά-κου με λοιπόν...»

«Σ’ ακούω», ξεφυσάω.«Δε θες κάποιον να σε προστατεύει τις νύχτες απ’ τα ζό-

ρια, τους τσαμπουκάδες και τους ανώμαλους, που είναι ψω-μοτύρι σε τέτοιες δουλειές;»

«Δε μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό να αποκτήσω προστά-τη, είναι παράλογο», καγχάζω.

«Για σκέψου το τώρα που σ’ το λέω. Είμαι εντάξει άνθρω-πος εγώ, το καλό σου θέλω, παιδιά σαν κι εσένα πάνε χαμένασυνέχεια... Η νύχτα είναι ζόρικη...»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 255

«Πράγματι», χασκογελάω.Όταν πάμε στο ΚΑΝ-ΚΑΝ για το υπόλοιπο γύρισμα της

βραδιάς, συνεννοούμαι μ’ ένα βοηθό κι ο αμετάπειστος ταξι-τζής πληρώνεται απ’ την παραγωγή και βάζει μπρος να φύγει.

«Καληνύχτα, κούκλα, θα τα ξαναπούμε εμείς οι δυο, είναιγραφτό, είναι μικρός ο κόσμος. Τέτοια πόδια δεν ξεχνιούνται».

«Γεια».Μπαίνω στην ντίσκο, τίγκα στους ξέφρενους κλάμπερς,

στροβιλίζομαι στο ρυθμό του «Gasoline» του Μπάουι και κα-ταλήγω να χαζεύω τα φλιπεράκια, καθώς η κάμερα φιλμάρει.

Στην άκρη του μπαρ η στεγνή κομψή φιγούρα του Πανα-γιώτη Κανελλάκη –δικηγόρου του Πόλε– με κιαλάρει ανι-χνευτικά. Σύντομα στέκεται δίπλα μου, μάλλον δεν έχει α-ντιληφθεί ότι γίνεται γύρισμα, μου ρίχνει εξεταστικές ματιέςκαι καθώς τα μάτια του διαστέλλονται, ξεσπάει:

«Ε, όχι, κάθε φορά που συναντιόμαστε στα μπαρ και ταπάρτυ, όλες οι τύπισσες που συνοδεύω σε ξέρουν και τις ξέρειςκι απόψε απ’ την άλλη άκρη χαζεύω την ψηλή εντυπωσιακήκουκλάρα κι έρχομαι καρφί για καμάκι, για να διαπιστώσω ό-τι είσαι εσύ. Ε, όχι, ρε, δεν το πιστεύω. Πολύ πάει...»

Γελάμε, αλλά σοβαρά τώρα, υπάρχουν επιθυμίες, ξελό-γιασμα, ξεγέλασμα και τέτοια; Μου κάνει εντύπωση. Αν υ-πάρχει λέει, τι κάνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι τις νύχτες στηΣυγγρού, στη Σόλωνος, στην Αθηνάς... Και πώς γίνεται κά-θε βράδυ να μεταμφιέζεσαι, να φτιάχνεσαι και να βγαίνεις γιαψωνιστήρι... Κάθε βράδυ.

Τα περισσότερα γυρίσματά μου στο Ρεμπέτικο φιλμάρονταιμέσα στο στούντιο: σε εσωτερικές αυλές, σε μικρές σκηνές,

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 256

στο αραγμένο κάρο, και η ατμόσφαιρα έχει κάτι θεατρι κό, μετο μακιγιάζ και το κουστούμι του θαυματοποιού, το προαιώ-νιο βλέμμα της Σωτηρίας Λεονάρδου και την επιβεβαιωτικήματιά του Κώστα Φέρρη.

Ο ανεύθυνος τσαρλατάνος, που προπονημένος σε θεατρινί-στικες εξαπατήσεις, έχει στεγνώσει από αγαπησιάρικά αι-σθήματα και για μία ακόμα φορά πρέπει να κάνει την παρά-στασή του με ραγισμένη φωνή και άσπαστο πρόσωπο, παρα-τώντας τη Μαρίκα έγκυο... Τον τρομάζει η ευτυχία; Είναι α-τομιστής, καλοπερασάκιας, ευθυνόφοβος, με κρυφή ευαισθη-σία και φαινομενικό κυνισμό. Του σκηνοθέτη μου του αρέσουναυτοί οι συνειρμοί. Τα γυρίσματά μου ολοκληρώνονται χωρίςνα το καταλάβω.

Η συμμετοχή μου στη Γλυκιά συμμορία του Νίκου Νικο-λαΐδη –με τη Δέσποινα Τομαζάνη, τη Δώρα Μασκλαβάνου,τον Τάκη Μόσχο, τον Τάκη Σπυριδάκη στους βασικούς ρό-λους, τον Άλκη Παναγιωτίδη σε ένα ενισχυτικό ισοκράτημαξανθής απειλής και αιμορραγούσης μάσκας, τη Λένα σε κα-ραμελένιο γυμνό απενοχοποιημένου σεξαπήλ και την μπαρόκατμόσφαιρα με το αιχμηρού λούσου περιθώριο της Μαρί-Λουίζ– με ξαναβάζει στην οικεία νικολαΐδειο εξτραβαγκάν -τσα. Τα παιδιά παίζουν επικίνδυνα παιχνίδια, πανάκριβα ω-στόσο, που τα ξεπετάνε με καταναλωτική περιφρόνηση κά-τω από μεταλλικές γκριζόμαυρες μουσικές και ατσάλιναβλέμματα.

Καθώς υποδέχομαι τη συμμορία στο πάρτυ μου, ρωτάω(σύμφωνα με το σενάριο) πώς πάει η επανάσταση, για να πά-ρω την απάντηση από την Τομαζάνη: «Γαμιέται, γαμιέται».

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

o

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 257

Δεν ακούω στοπ απ’ το σκηνοθέτη μας, οπότε ξανανοίγω τηνπόρτα, κοιτάζω γύρω, καθώς η κάμερα ρολλάρει, και το ρίχνω:

«Καμία άλλη ανωμαλάρα;»«Στοπ, εντάξει», κάνει ο Νικολαΐδης γελώντας για τον

αυτοσχεδιασμό μου εν μέσω σκασμένων στα γέλια τεχνικώνκαι συνεργατών.

Η επίδειξη μόδας στο CARAVEL μόλις τελείωσε· η μουσική, οφωτισμός, τα ρούχα, τα κορίτσια λειτούργησαν άψογα. Μπο-ρώ να ξανασάνω ανακουφισμένος και να κατέβω στο μπαρτου ισογείου για ένα ποτό. Δεν θέλω παρέα.

Διασχίζει το κυκλικό μπαρ σαν αφρικάνικο αιλουροειδές,σκούρος και βελούδινος, μ’ αγγίζει περνώντας και ηλεκτρίζο-μαι. Κάθεται ακριβώς απέναντί μου, ακουμπάει το κλειδί τουδωματίου του με τον αριθμό μπροστά του αργά και παραγ-γέλνει ποτό. Το κατεβάζει μονορούφι, σαν να σβήνει τη δίψατου, με το βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου, αφήνει κάτι ψι-λά και πάει αργά προς τα ασανσέρ. Γυρίζει και με κοιτάζει.Πληρώνω και πάω κοντά του. Μέσα στο ασανσέρ κολλάειπάνω μου, στο χωλ με κρατάει σφιχτά και στο δωμάτιό τουδεν μ’ αφήνει να πάρω ανάσα. χάνομαι στη ζούγκλα του κρε-βατιού του.

Θέλει να με βλέπει κάθε μέρα και να με λατρεύει σαν το-τέμ κάποιας θεότητας. Καλύπτει τη γύμνια μου με δολλάρια,που τ’ αφήνω τσαλακωμένα πάνω στο κρεβάτι του. Με θέλειστα ταξίδια μαζί του. Δεν με ρωτάει τι δουλειά κάνω, πόσωνχρόνων είμαι, τι σόι άνθρωπος είμαι, τίποτα. Μόνο να φύγω,να πάω να ζήσω μαζί του στη Λιβύη, να μ’ έχει κλεισμένοσπίτι του, αυτός να πηγαινοέρχεται σε γραφεία επιχειρήσεων

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 258

και να ’ρχεται σπίτι να κάνουμε έρωτα, εγώ να μην έχω άλληζωή, να ζω μόνο για τον απογειωτικό έρωτά του. Μαγεμένοςκαι τρομαγμένος κάνω πίσω. Ο εξωτικός αισθησιασμός μεπαραλύει. Απομακρύνομαι.

«Θα σε αντιμετωπίσει αφ’ υψηλού».«Θα είναι απόμακρος».«Πατριαρχικός».«Πολύ σοβαρός».Ο ζήλος των συναδέλφων για το επικείμενο ραντεβού μου

με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, που θέλει να τα πούμε στογραφείο του για την καινούργια του ταινία, έχει πυροδοτήσεισενάρια. Δεν πιστεύω τίποτε απ’ αυτά. Ξέρω ότι οι άνθρωποισυμπεριφέρονται ανάλογα και με ποιον έχουν απέναντί τους,οπότε...

Με περιμένει έξω απ’ το κτήριο των γραφείων του, κάνειψύχρα.

«Είναι κάπως δαιδαλώδες το κτήριο και γι’ αυτό κατέβη-κα να σε προϋπαντήσω», λέει.

Στο καφέ σκούρο λιτό γραφείο του, οριακά φωτισμένο, μετους τρεις βοηθούς συνεργάτες του στο φόντο, μου δίνει ναδιαβάσω ένα μονόλογο, σε πρώτη ματιά ποιητικό.

«Αυτό το κομμάτι», μιλάει αργά και στρογγυλά, «είναι ηπρώτη μεγάλη σεκάνς της ταινίας Κύθηρα. Αυτός ο ρόλος θαπαιχτεί γυμνός, χωρίς ρούχα, είναι ο μονόλογος του αυτόχει-ρα, μόλις ειπωθεί, βουτάει στο κενό».

«Γυμνός μέσα στο χειμώνα, σε κάποια ταράτσα, μπαλκό-νι, θα παγώσω», ανησυχώ με ελαφρότητα.

«υπάρχει το λίπος της φάλαινας», μου εξηγεί.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 259

«Αλείβονται οι δύτες, είναι θερμαντικό», συμπληρώνουνοι βοηθοί.

«Και το πήδημα στο κενό πώς...»«Ε, καλά, θα υπάρχει στημένο έτοιμο τραμπολίνο, άνθρω-

ποι της Πυροσβεστικής, μη σε ανησυχεί αυτό, είναι δική μαςδουλειά το τι θα κάνουμε», σχολιάζουν οι βοηθοί.

«Πες μου για το κείμενο, πώς σου φαίνεται, τι σου κάνει;»ενδιαφέρεται ο Θόδωρος.

«Όντως είναι ποιητικό, όντως προετοιμάζει το πέταγμα...για την ακρίβεια, ύστερα απ’ αυτά που άκουσα, την εκτόξευ-ση στο διάστημα, το σάλτο μορτάλε, το λέω αυτό επειδή μου’ρχεται να σας κάνω την ερώτηση που βρίσκεται στα στόματατων συναδέλφων μου, άσχετα αν διατυπώνεται ή όχι, στα πό-σα μέτρα έχετε σκοπό να με φιλμάρετε;»

Οι βοηθοί συνεργάτες σκάνε στα γέλια και αποσύρονταιστην κουζίνα για καφέ.

Ο Θόδωρος χαμογελάει με την ευγένεια κάποιας επιεί -κειας.

«Ναι, εντάξει έχεις χιούμορ εσύ, το ξέρουμε, αλλά πρέπεινα σου πω ότι απ’ αυτή την ταινία, ίσως και απ’ την προηγού-μενη, έχω αρχίσει να πλησιάζω το ανθρώπινο πρόσωπο...»

«Αναφερόμουνα μόνο στην περίπτωση της κουκκίδας καιόντως αστειεύτηκα...»

«Όχι, όχι, μπορούμε να μιλήσουμε και με πιο συγκεκρι-μένη γλώσσα. Μπορούμε να ξεκινήσουμε μ’ ένα γενικό, ναπεράσουμε σε μεσαίο και φυσικά να πάμε στο πρόσωπο...»

«Προς Θεού, δεν εννοούσα να εκμαιεύσω το ντεκουπάζκαι τον τρόπο γυρίσματός σας...»

«Γιατί όχι, επαγγελματίες είμαστε, μπορούμε να συνεν-νοηθούμε».

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 260

«Φυσικά, τι μένει να πούμε;»«Το οικονομικό το συζητάς με το διευθυντή παραγωγής.

Ημερομηνίες και λοιπά θα ειδοποιηθείς...»«Ε, καλά, αυτό έχει να κάνει με το χρόνο, που είναι πολύ

ρευστή έννοια, οπότε...»Γελάει.Ο χρόνια στην πιάτσα διευθυντής παραγωγής μένει σιω-

πηλός όταν του λέω στο τηλέφωνο ότι θέλω ένα εκατομμύριοδραχμές.

«Ξέρετε στις ταινίες του Θόδωρου...»«... υπάρχουν ηθοποιοί που έρχονται τζάμπα», συνεχίζω.«... και ξένα ονόματα...»«... παίρνουν πολύ λιγότερα απ’ ό,τι θα παίρνανε σε μια

χολλυγουντιανή παραγωγή και τα λοιπά και τα λοιπά», συ-μπληρώνω.

«Μάλιστα, θα δω τι μπορώ να κάνω...»«Καλά, μη ζοριστείτε πολύ. Κι αν δεν γίνει, δεν πειράζει

και πάλι φίλοι...»

Παρ’ όλα τα γυρίσματα των ταινιών, της μιας πίσω απ’ τηνάλλη, τις αμοιβές, το ξόδεμα της ενέργειας, δεν ξέρω τι μουγίνεται, πότε έρχεται και φεύγει το χρήμα –που ή θα με απο-φεύγει συστηματικά ή θα μου δίνεται με ξεγελαστική συχνό-τητα και δεν θα ξέρω πώς να το διαχειριστώ–, οπότε είτε έχωείτε δεν έχω, είναι το ίδιο.

Στις συζητήσεις με τον Βαλαβάν, την Κράλλη, τον Άλκη,τον Κοτάν, τα καλλιτεχνικά όνειρα δίνουν και παίρνουν, πουσ’ αυτή τη φάση, υπό το φως της αρχαιολατρίας που μας διέ-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 261

πει, εστιάζουν στην ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμουως μιούζικαλ.

Ο Δημήτρης Σαπρανίδης καταγράφει το ιστορικό πλαίσιομε δεδομένους τους ήρωες: αφηγητής Θουκυδίδης (εγώ),Καρβουνιάρης (Βαλαβάν), Γιος του (χατζηκουτσέλης), ιδιο-κτήτης γραφείου Τελετών (Παναγιωτίδης,) Αθηναίες ευγε-νείς (Κράλλη – Σεϊρλή,) Περικλής (Κοτανίδης), θεατρίνοι,φρουρά φρυκτωριών κ.ά.

Αρχές Μαΐου το πυκνογραμμένο υλικό του Σαπρανίδη τα-ξιδεύει με το ζεύγος Βαλαβάν – Κράλλη κι εμένα στο σπίτιτους στο Πανόραμα της Θεσσαλονίκης. Δουλεύουμε καθημε-ρινά πάνω στο κείμενο: σφίξιμο, μεταφορές, μικρολειτουργι-κές προσθήκες, το θέλουμε σφιχτό, ρυθμικό και με πολλές αλ-λαγές σκηνικών χώρων. Τηλεφωνιόμαστε με τους συναδέλ-φους του αυτονόητου θιάσου στην Αθήνα για την κατάστασηπου έχει διαμορφωθεί κάπως και υπόσχεται ενδιαφέρουσες ε-ξελίξεις. Ο Αντρέας Βουτσινάς θέλει να το σκηνοθετήσει –κα-λό αυτό– με τον Σοφιανό να κάνει την παραγωγή – κάπως α-νησυχητικό, γιατί δεν είναι σίγουρο ότι θα το φέρει εις πέρας.

Όταν γράφουμε τους στίχους με τον χρήστο, που οφείλουννα ρέουν αβίαστα πάνω σε οικεία αρχαιοπρεπή επιγράμματα–«Τα παιδία παίζει», «Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον», «Μη -δένα προ του τέλους μακάριζε»–, αυτοσχεδιάζουμε σε τζαζέμουσικές και πολεμοχαρή εμβατήρια για το πώς περίπου τοβλέπουμε και μ’ ενθουσιασμό, ανάμεσα σε γέλια, τσουγκρί-σματα ποτηριών, γευστικό μπουφέ, δίνουμε ένα πάρτυ, πουσυμπίπτει με γιορτές και γενέθλια τριών από μας, για ναγιορτάσουμε το θεατρικό μας έργο, που το ανέβασμά του θακαλπάσει μέχρι το Μπρόντγουαιη, σύμφωνα με την υψιπετήοραματική πίστη μας.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 262

Όποιος θίασος βρίσκεται αυτή την εποχή στη Θεσσαλονί-κη είναι απόψε εδώ· ηθοποιοί, σκηνοθέτες, συγγραφείς, ηθο-ποιοί, μαζί με φιλότεχνες μικρές, περαστικούς γνωστούς καιτις φράουλες απ’ το κτήμα των φίλων στους πρόποδες του Ο-λύμπου, στροβιλίζονται στο γλέντι, με τα πειράγματα τουΛαζόπουλου στον Βογιατζή, που ανταποκρίνεται κάλμα τέ-μπο στην αυλή, τον Καφετζό να σέρνει για καμιά φάση και ναμε τσιγκλίζει μπας και ρίξω κανένα χαοτικό, τον Κοτάν νααπαγγέλλει λουσμένος από σαμπάνια και οίστρο, τον Άλκηνα γελάει με κάτι μούρες Θεσσαλονικιούς, λάτρεις του θεά-τρου και της όπερας, του μπελκάντο και του αντροπαρεΐστι-κου κυνισμού, τον Βαλαβάν να επιστατεί στις μουσικές καιστο μπάρμπεκιου, τη Σοφία να σεϊρλίζει χαμένη στο διάστη-μα, βοηθώντας την οικοδέσποινα Κράλλεν να φέρει εις πέραςτο ανεξέλεγκτο της βραδιάς, με πυροβολισμούς απ’ τον εν-θουσιώδη αδελφό της, που βροντάνε μέσα στη νύχτα, για ναμη μας λείψει ο απόηχος της πασχαλιάτικης αντρειοσύνηςκαι η φιέστα με το χάι της να μη λέει να τελειώσει.

Κατεβαίνοντας στην Αθήνα, η κατάσταση είναι διαφορε-τική. Ο Σοφιανός αδυνατεί να αναλάβει την παραγωγή, δενβρίσκεται κανένας άλλος να χρηματοδοτήσει το ακριβό εγ-χείρημα –τα μιούζικαλ δεν είχανε καλή τύχη εδώ– και ο Πε-λοποννησιακός πόλεμος με τον φανταιζί τίτλο Αρχίδαμε, go

home μπαίνει στο συρτάρι.

Το καλοκαίρι με τους καύσωνες κυλάει με την ξεχειλωμένημου διάθεση να με περιφέρει χωρίς αντιστάσεις σε μακρινούςπεριπάτους βραδινής ερημιάς, ανίκανο να πω όχι σε οτιδήπο-τε μου προτείνεται από περαστικούς, επίσης περιπατητι-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 263

κούς, με καλή διάθεση και όρεξη για κουβέντες, μπύρα, κρα-σί, σαν γείτονες που ξανοίγονται και λένε μερικά απ’ τα προ-σωπικά τους. Θα πρέπει να είμαι μάλλον τυχερός, γιατί δενμου τυχαίνουν ζόρικες καταστάσεις, παρά το γεγονός ότι μετην παραλυσία που με δέρνει θα συνεργούσα και σε ληστεία.

Τη νύχτα αργά που επιστρέφω σπίτι, μια εικόνα με στοι-χειώνει: Είμαι έξω απ’ την πολυκατοικία μου, ετοιμάζομαινα βάλω το κλειδί στην εξώπορτα, όταν ένα αμάξι, που προ-σπερνάει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, εκτοξεύει έναν άσπρο σάκοξεχειλισμένο δεσμίδες χαρτονομισμάτων μπρος στα πόδιαμου και με τη σειρήνα του περιπολικού που το καταδιώκειτραβιέμαι μέσα, με το σάκο αγκαλιά.

Σκέφτομαι ότι οι αστυνομικοί θα χτενίσουν την περιοχήμπας και βρουν τίποτα, που σημαίνει πως θα πρέπει να τοπαίξω πολύ cool. Αν μου συμβεί ποτέ. Αν, λέμε...

Έχω τελειώσει μια πρόβα ενός χορευτικού για κάποια διαφη-μιστική βραδιά και βγαίνω ιδρωμένος στην Αχαρνών, έξωαπ’ το στούντιο χορού, με τα φούτερ και τη ριχτή ζακέττα α-κόμη υγρά. Κάνω μια βόλτα για να ξεσκάσω απ’ τη θαμπή ά-πνοια, σε κάποια πάροδο ένα ρευματάκι πολύ ευχάριστο μεδιαπερνάει, που όμως συνοδεύεται από κόψιμο στην κοιλιάκαι που ξέρω ότι θα εξελιχθεί σε ευκοιλιότητα... Έχω μιαευαι σθησία στο παραμικρό ρεύμα, που αντιμετωπίζεται ότανείμαι σπίτι ή κάπου μέσα, αλλά όταν προκύπτει έξω, στοδρόμο, δεν βρίσκεσαι πάντα δίπλα σε κάποιο μαγαζί με τουα -λέττα για να κάνεις χρήση της άμεσης ανάγκης σου, με απο-τέλεσμα να αυτοσχεδιάζεις με ό,τι βρεις: τσουκνιδιασμένεςμάντρες, αραχνιασμένες εσοχές, εγκαταλειμμένα ημιφορτη-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 264

γά, ό,τι λάχει, όπως τώρα... Ό,τι ετοιμάζομαι να ξαλαφρώσωμέσα στο σκοτάδι ανάμεσα σε δύο ασάλευτες λιγδιασμένεςκαρότσες, οι προβολείς ενός περιπολικού με λούζουν σ’ αυτήτη στάση της ντροπής, σηκώνω τα μπατζάκια μου και τηνκάνω πίσω απ’ τις καρότσες, ψιλοτρέχοντας στο πεζοδρόμιο,η σειρήνα παίρνει μπρος, στη στροφή πριν το στενάκι μούκλείνουν το δρόμο.

«Τι κάνεις εδώ; Έχεις ταυτότητα; Τι ρούχα είναι αυτά;» Τα βλέμματά τους με ψάχνουν παντού.«Τίποτα, από πρόβα βγήκα, μου έτυχε μια σωματική α-

νάγκη, πώς να σας το εξηγήσω, δεν είναι κάτι που μπορείς νατο πεις με άνεση».

Ένα φλας αστράφτει.«Είσαι και καλλιτέχνης, αχάααα», κάνει κάποιος πίσω

απ’ το φλας.«Εντάξει, πήγαινε και πρόσεχε...» το περιπολικό απομα-

κρύνεται.«Γεια σας...»Άντε να εξηγήσεις και να καταλάβουν.«Δε γαμιέται», καγχάζω ταραγμένος καθώς σηκώνω το

χέρι μου για ταξί.Ούτε ραντεβού να είχαμε. Είναι το ανώνυμο πάθος, μπαί-

νω μέσα.«Βρε, καλώς τον, από γύρισμα έρχεσαι; Έχεις μια έκφρα-

ση πολύ...»«Ναι, μπορώ να πω ότι έρχομαι από γύρισμα».Γελάμε σαν να ’χουμε συνεννοηθεί, μπορεί και να ’χουμε.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 265

Όταν μια αγγλοαμερικανική παραγωγή μού αναθέτει να τουςπροτείνω Έλληνες ηθοποιούς που μιλάνε αγγλικά για να πά-ρουν μέρος σε μια τηλεοπτική σειρά για την ιστορία τωνπρώτων Ολυμπιακών Αγώνων, με το θρύλο του ΣπύρουΛούη, τους βασιλείς και τους ξένους επίσημους, θυμάμαι τονΠανουσόπουλο που μου ’λεγε κάποτε ότι είμαι κυνηγός ταλέ-ντων και χαμογελάω στην Αγγλίδα υπεύθυνη του καστ ΈσταΤσάρκαμ, που θα μπορούσε να είναι αδελφή της Σεμίνας Δι-γενή, ετεροθαλής φυσικμάν.

Η Έστα είναι πολύ του γέλιου.«Ποιος είναι ο αγαπημένος σου Άγγλος ηθοποιός;» με ρω-

τάει στην πρώτη μας συνάντηση στα γραφεία του Δημητριά-δη πίσω απ’ το HILTON.

«Πήτερ Ο’Τουλ».«Ο γλυκός Πήτερ, ξέρεις, έκοψε το αλκοόλ...»«Α, τέλεια».«... κι άρχισε την κόκα...»«Kι ο Ντερκ Μπόγκαρτ;»«Έκλεψε τον άντρα της Γκύνις Τζόουνς και ζούνε στη νό-

τια Γαλλία. Γράφει μυθιστορήματα...»

Στην οντισιόν για το ρόλο του Αμαρουσιώτη ήρωα στη σουί -τα του Aμερικάνου συμπαραγωγού Γκάρυ Άλλισον στο INTER -CONTINENTAL, η βιντεοκάμερα ζουμάρει στο πρόσωπο τουΝίκου Ζιάγκου, του Φίλιππου Σοφιανού, του Μιχάλη Μα-νιάτη και του Άρη ρέτσου.

Τους κάνει μεγάλη εντύπωση η αύρα του Άρη, μ’ αυτό τοτσίκεν φέις, όπως τονίζουν, αλλά προτιμούν το φυσίκ τουΖιάγκου.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 266

Ψιλοπιάνω κάτι αντιπαλότητες ανάμεσα στην αγγλικήκαι την αμερικάνικη πλευρά της παραγωγής, αλλά δεν δίνωσημασία.

Στο Καλλιμάρμαρο, ο Λουί Ζουρντάν, πίσω απ’ τα φυμέ τζά-μια της θερμαινόμενης λίμο, ξεφυλλίζει περιοδικά και τρώεισοκολάτες ακούγοντας κλασσική μουσική, ο Πουλικάκος ο-δηγεί την παρέλαση της μπάντας στα κολουάρ του πέταλου,ο Άλκης και η Αντιγόνη στο βασιλικό θεωρείο καδράρονταιιδιαίτερα, ο Θέμης Μάνεσης δεν πιστεύει ότι για μια αττάκ-κα «ε λέτερ φορ γιου», θα πάρει τόσα λεφτά, αλλά ο διαχωρι-σμός ανάμεσα στην άνεση των ηθοποιών και την αγελοποίη-ση των κομπάρσων μάς βάζει σε σκέψεις για το ρατσιστικόσύστημα του χόλλυγουντ, με ουμανιστικές κουβέντες στουςκοιτώνες του Σταδίου και στα τροχόσπιτα στο προαύλιο τηςΦωκιανού, όπου την περνάμε σταντ μπάι, παίζοντας τάβλι,χαρτιά, πίνοντας καφέδες και τσάγια, φουμάροντας και απο-λαμβάνοντας το αμερικάνικο γύρισμα, με τα τραπεζώματατων διαλειμμάτων και την καλοπληρωμένη διαθεσιμότη τάμας.

Με πηγαινοφέρνουν με λιμουζίνα για συναντήσεις, γεύμα-τα εργασίας και στο δείπνο με τον Γκάρυ Άλλισον, πλαισιω-μένο από μια σωματική γραμματέα και δύο χρυσά αγόρια,που μπορεί και να ’χουν ανατραφεί δίπλα σε πισίνες.

Το βραδινό ξεκινάει ανάλαφρα, με τον Γκάρυ να θυμάται ι-στορίες από τότε που ήταν μορφωτικός ακόλουθος της αμε-ρικανικής πρεσβείας στην Αθήνα. Μάλιστα...

«Έχετε μια θαυμάσια ιστορία, πώς και δεν κάνετε ταινίεςόχι μόνο για την αρχαιότητα, αλλά και για το ’21, τη Μικρα-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 267

σιατική Καταστροφή, τόσες περιπέτειες έχετε περάσει ωςλαός...»

«υποθέτω ότι τέτοια θέματα στοιχίζουν και η ελληνική α-γορά είναι πολύ μικρή».

«Ναι, αλλά με συμπαραγωγές και αμερικανική διανομή,τέτοιες ταινίες θα μπορούσαν να κόψουν πολλά εισιτήρια. Τοκάνατε δύο φορές: Ζορμπάς και Ποτέ την Κυριακή, γιατί όχικαι τώρα;»

«Τι να σας πω, εγώ είμαι μόνο ένας ηθοποιός».«Δε συμφωνώ, γνωρίζεις πρόσωπα, έχεις ζήσει στη Νέα

υόρκη, ξέρεις τη δουλειά, δε σ’ ενδιαφέρει να μπεις πιο μέ-σα;»

«Δηλαδή;»«Να συνεργαστείς σε σενάρια με τις ιδέες σου και το ταλέ-

ντο σου. Μερικοί από μας τους Αμερικανούς μπορεί να ενδια-φέρονται, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι είσαι μ’ εμάς...»

«Τι θα πει αυτό;»«Δεν πιστεύω ότι δεν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Είσαι

μαζί μας ή με τους άλλους;»«Ποιοι είναι οι άλλοι, εμένα μου ζητήθηκε να προτείνω η-

θοποιούς που να μιλάνε αγγλικά, τίποτ’ άλλο».«Σοβαρά; Δεν ξέρεις δηλαδή, αυτοί οι ηθοποιοί, οι συνά-

δελφοί σου, τι πιστεύουν, τι συνήθειες έχουν, τι ιδεολογία, τιγούστα...»

«Ξέρετε», τον κόβω προσπαθώντας να καλύψω το ανα-τρίχιασμά μου, «δεν έχω ιδέα για την προσωπική ζωή τωνσυναδέλφων μου».

«Έλα τώρα, δεν ξέρεις αν είναι κομμουνιστές, αλκοολικοί,γκέυ, αν παίρνουν ναρκωτικά...»

Μπήζω τα γέλια.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 268

«Ακόμη κι αν ήξερα, τι σας κάνει να πιστεύετε ότι θα σαςτο έλεγα;»

«Το γεγονός ότι δουλεύεις για μας».«Δε μου πέρασε απ’ το μυαλό αυτή η... παράμετρος».«Δεν είναι παράμετρος, είναι βασικό».«Εν τοιαύτη περιπτώσει, μέχρι εδώ ήτανε υποθέτω... κα-

λή σας νύχτα».Από την επομένη δεν με μεταφέρει καμία λιμουζίνα, τα

γυρίσματά μου στριμώχνονται σε μία ημέρα, με δώδεκα κά-μερες να με στοχεύουν, όπου δεν είμαι σίγουρος αν η αδρενα-λίνη μου έχει να κάνει με τον πυρετό του γυρίσματος ή τοντρόμο απ’ την περικύκλωση, που ολοκληρώνεται στο ταμείοτους με την άμεση εξόφλησή μου.

Η ρενέ Πάπας, που έχει εγκατασταθεί στην Αθήνα και αξιο-ποιώντας τις γνωριμίες της απ’ την αμερικάνικη σόου μπίζ-νες έχει ανοίξει μια μικρή ατζενσία για ηθοποιούς, μου τηλε-φωνεί να πάω σε μια οντισιόν του Πήτερ Γέιτς στο ξενοδοχείοΜΕΓΑΛΗ ΒρΕΤΑΝΙΑ, έξι ώρα το απόγευμα και χαμογελάωκαθώς το ραντεβού συμπίπτει με την ημέρα της γιορτής μου.Γιορτάζω πάντα του Ασώτου.

Σφίγγουμε τα χέρια ζεστά πάνω απ’ το σκούρο γραφειάκιμε το σκηνοθέτη του θρυλικού Μπούλιτ και πρόσφατα τουΑμπιγιέρ, με τον Άλμπερτ Φίννεϋ και τον Τομ Κόρτνεϋ στουςβασικούς ρόλους, και οι δύο βοηθοί του –ήρεμη δύναμη– κά-νουν θέση στην ατζέντισσά μου δίπλα τους, στον μπεζ κανα-πέ της σουίτας.

Το κείμενο που μου δίνουν να διαβάσω στ’ αγγλικά είναιαπό μια σελίδα του σεναρίου της Ελένης του Γκατζογιάννη,

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 269

που μπορεί να γυριστεί στην Ελλάδα, αν η αριστερή ευθιξίατων νεοελλήνων το επιτρέψει. Συγκεντρώνομαι στο μονόλο-γο ενός ήρωα που μου φαίνεται σκοτεινός και διλημματικός.Όταν τελειώνω, το σκηνοθετικό τημ είναι πολύ θερμό μέσααπό καλλιτεχνική παραδοχή.

«Καθαρή, τίμια ηθοποιία», ακριβολογεί ο Γέιτς.«Και κάποιο στυλ», σχολιάζουν οι βοηθοί.«Αυτό το ’χει φυσικό...»«Σας ευχαριστώ», λέω.«Εμείς. Τώρα αν το φιλμ πάρει την έγκριση της Μελίνας

–πέφτουν χαμόγελα– και γυριστεί εδώ, θα έχεις το ρόλο. Ανόχι, η Ισπανία, που είναι η επόμενη επιλογή, θα απαιτήσει Ι-σπανούς ηθοποιούς, οπότε...»

«Δε θα παίξω το ρόλο».«Όχι ακριβώς, ποτέ δεν ξέρεις, γιατί ήταν πολύ καλό αυ-

τό που έκανες, αλλά κάπως έτσι λειτουργεί το πλαίσιο τωνσυμπαραγωγών».

«Ξέρω, μπορώ να πηγαίνω;»«Βιάζεται», διευκρινίζει η ρενέ, «γιατί σήμερα έχει την

ονομαστική του εορτή».«Α, ναι; Βεβαίως, χρόνια πολλά», ξαναδίνουμε τα χέρια

με τον Γέιτς.«Σας ευχαριστώ και επί τη ευκαιρία, συγχαρητήρια για

τον Αμπιγέρ σας, υπήρξε θαυμασμός εδώ...»«Μάθαμε ότι δεν πήγε πολύ καλά εδώ».«Εννοώ κυρίως από πλευράς Ελλήνων ηθοποιών...»«Ωραίο είναι αυτό, αλλά, πιστέψτε με, δεν έκανα τίποτα

παραπάνω απ’ το να φιλμάρω αυτούς τους υπέροχους συνα-δέλφους σας».

Ακούω καλά; Τι ευγένεια.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 270

Αν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον στις αθηναϊκές νύχτες με τηνκαυτή άπνοια είναι οι συναυλίες. Στο γήπεδο της Νέας Φιλα-δέλφειας ο Μπράιαν Φέρρυ· η πολυκοσμία μάς αναγκάζει μετη Θέμιδα να πηδήξουμε κάποιο συρμάτινο φράχτη, με απο-τέλεσμα η μία γόβα της να μείνει απ’ την άλλη πλευρά, οπότεπετώντας και την άλλη να χορεύει ξυπόλητη, αλλά ντυμένη vintage όλη νύχτα.

Στο HILTON, δίπλα στην πισίνα, ο Μπράιαν μας εξομολο-γείται ότι δεν βλέπει την ώρα να τελειώσει η περιοδεία τουγια να αποσυρθεί στο σπίτι του στην αγγλική εξοχή και ναζωγραφίσει, μ’ αυτό τη βρίσκει.

Παρά τον προχωρημένο Αύγουστο οι καύσωνες εξακολου-θούν να με σμπαραλιάζουν, τα απογεύματα που μεταφράζου-με τα δύο μονόπρακτα του Βέτσλαβ χάβελ, Ακρόαση και Ε-

γκαίνια, με τον Βαλαβάν και τον Άλκη στο διαμέρισμά μουτης Κλεομένους, οπότε αποφασίζουμε να κατέβουμε στην Α-κράτα, στο καλοκαιρινό της μητέρας του Βαλαβάν, για να συ-γκεντρωθούμε στο κείμενο και να συντομεύουμε με τις πρό-βες, ώστε στις γιορτές να κάνουμε πρεμιέρα στο Αυλαία τηςΘεσσαλονίκης.

Είναι τέλη Αυγούστου, η μέχρι πριν μία βδομάδα πολυσύ-χναστη παραλία της Ακράτας έρημη, μ’ αέρηδες και γαυγί-σματα σκυλιών καθώς βραδιάζει, παφλασμούς κυμάτων καιηλεκτρική σόμπα στο δωμάτιο της θεατρικής διασκευής τωνκαλογραμμένων μονόπρακτων του Τσέχου συγγραφέα, μουπροκύπτει στερητικό σύνδρομο πολυκοσμίας και μποτιλιαρί-σματος μεγαλούπολης. Το βράδυ, που δεν αντέχω τόση ερη-μιά, πάω βόλτα στον αυτοκινητόδρομο και χαζεύω τα λεω -

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 271

φορεία, τα φορτηγά, τα γιωταχί να προσπερνάνε και να χάνο-νται, μου ’ρχεται διάθεση για ωτοστόπ στο... πουθενά. Γυρί-ζω πίσω στην παρέα ισορροπημένος.

Στην Ακρόαση ο Βαλαβάν παίζει τον προσωπάρχη της ζυ-θοποιίας, με τον Άλκη στο ρόλο του συγγραφέα, που έχει ανά-γκη για δουλειά και περνάει από εξέταση κι εγώ προσπαθώ νασκηνοθετήσω (;) τους συναδέλφους μου. Στα Εγκαίνια του και-νούργιου μας διαμερίσματος –με τις Σεϊρλή – Κράλλη να εναλ-λάσσονται– είμαστε το ζευγάρι που δέχεται την επίσκεψη τουφίλου τους συγγραφέα Άλκη και μας σκηνοθετεί ο Βαλαβάν.

Θα πρέπει να ηχογραφήσουμε χώρο ζυθοποιίας και μου-σικές σε κάποιο στούντιο, κουστούμια – σκηνικά φιλοτεχνείο Γιώργος Ζιάκας, την αφίσα η Βωβούλα.

Ψάχνουμε για τίτλο της μικρής μας ομάδας, πέφτουν διάφο-ρες ιδέες... Ο κόσμος μάς ξέρει απ’ τα Κουρέλια, γιατί όχιΚουρέλια από Μετάξι. Αυτό είναι.

Ο αιθουσάρχης του Αυλαία, ο κύριος Κάσσης, αφηγείταιωραίες ιστορίες παλιών θεατρίνων, με έμφαση στην ευγένεια,στο κομψό χιούμορ και το μοναδικό τους στυλ, ανάμεσα σεκωνσταντινουπολίτικα τραπεζώματα –στην απέναντι ταβέρ-να, με επιμονή στη γεύση του ολόκληρου βραστού κουνουπι-διού– και τσουγκρίσματα κρασιών, που του φέρνουν θύμησεςαπό περιοδείες στην Αίγυπτο, στην Πόλη και στο χαρτούμ,με δώρα θαυμαστών και έρωτες, βαλίτσες με πλούσια γκαρ-νταρόμπα, δείπνα σε ποταμόπλοια και δεξιώσεις σε αποικιο-κρατικούς κήπους.

«Ξέρετε ποιος ήταν ο ηθοποιός με το απαράμιλλο στυλ,που έκανε και τον χορν να χλωμιάζει;»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 272

«Ποιος;»«Ο Δενδραμής, εάν δεν τον έχετε δει, δεν ξέρετε τι θα πει

στυλ».«Κι ο Παππάς, απ’ ό,τι ξέρουμε...»«Και ο Παππάς, αλλά ο Δενδραμής ήταν το κάτι άλλο...

Αποσύρθηκε όμως νωρίς».«Λες να έπασχε απ’ το σύνδρομο Γκρέτα Γκάρμπο;»«Δεν ξέρω, ήτανε πολύ αγαπημένοι με τη γυναίκα του και

ίσως αυτή η ευτυχία να είναι πιο πάνω απ’ το θέατρο...»«Εις υγείαν του Δενδραμή λοιπόν».«Εις υγεία του έρωτα για τη ζωή».«Και per l’ amore del arte, που λέει κι ο χορν».«Μέσα...» τσουγκρίζουμε γενικώς ψιλομεθυσμένοι.

Εξαιτίας της ασχετοσύνης όλων μας σε θέματα πλασαρίσμα-τος και διακίνησης της παράστασης, δεν έχουμε πολύ κόσμοστο θέατρο. Οι παραστάσεις μας είναι άνισες. Τα πρακτικά,όταν προσπαθείς να στήσεις μια παράσταση σε ξένη πόληχωρίς προπομπό και τα λοιπά, δεν είναι εύκολη υπόθεση –ό-λοι μας και όλοι οι συνεργάτες θα πληρωθούμε απ’ τα έσοδαεάν και εφόσον–, με αποτέλεσμα ο Βαλαβάν, σε μια κρίσηβοναπαρτισμού, να κάνει τα πάντα, μέχρι και ντουντούκα στιςγειτονιές, οπότε στην παράσταση η ενέργειά μας δεν είναι εκ-θαμβωτική, έχει συχνά συναρπαστικότητα, αλλά της λείπειη πυκνότητα της ωμότητας, υπάρχουν στιγμές ντελιριακούρυθμού και υπαρξιακού αδιεξόδου, αλλά δεν απογειώνεται.

Ο Αντρέας Βουτσινάς, που μας επισκέπτεται ύστερα απότην παράσταση στα καμαρίνια, χαριτολογώντας μας προτείνεικαλλιτεχνικές ανταλλαγές: Θα μας δώσει το βοηθό του Μηνά

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 273

Κωνσταντόπουλο εάν πάω εγώ στο ΚΘΒΕ για κάποιον επώνυ-μο ρόλο. Ο Δημήτρης Μαρωνίτης συγχαίρει τον Άλκη για τηνκυριαρχία και την ευαισθησία του προσώπου του, αλλά ουράστο ταμείο δεν στήνεται και μια Δευτέρα που πάμε επίσκεψηστο κτήμα του Τσίγκου και της Λίας, στους πρόποδες του Ο-λύμπου, η θέα ενός κρεμασμένου σε μια καμάρα της γέφυραςτου Λουδία ποταμού, με το πτώμα να αιωρείται, μας ταράζει.

Τα μαντάτα απ’ την Αθήνα τα φέρνουν ο Ντίνος και ο ντεντί-στα Παπαδογεωργό, που μας επισκέπτονται για χαβαλέ. Έ-να περιοδικό έχει μια φωτογραφία μου σε ένα πολυσέλιδο ρε-πορτάζ πορνείας και ναρκωτικών στην αθηναϊκή νύχτα, μεγκροττέσκα ενσταντανέ από πουτάνες, τραβεστί, πρεζόνιακαι φλιπαρισμένους αλκοόλες. Το συζητάμε όλοι μαζί και ησύσταση του Βαλαβάν γίνεται δεκτή απ’ όλους:

«Όπως έλεγε ο πατέρας μου, που ήταν δημοσιογράφος, ό-ταν σου ρίχνουν λάσπη, η καλύτερη αντίδραση είναι η σιωπή.Άμα αρχίσεις και δίνεις εξηγήσεις και απαντάς σε ανακριτι-κές ερωτήσεις, είναι σαν να ανακατεύεσαι με τα πίτουρα, ο-πότε θα σε φάνε οι κότες. Γάμησέ τα, αγνόησέ τους».

Φτάνει στ’ αυτιά μου ότι συνάδελφοι και γνωστοί –Σαντα -μούρ, Κιμούλης, Μάνεσης κι άλλοι– με υπερασπίζονται κο-ντράροντας τους φτωχοδιάβολους του κίτρινου Τύπου και ότιο Μάνος χατζιδάκις τηλεφώνησε στο διευθυντή του κουτσο-μπολίστικου περιοδικού για να βάλει τα πράγματα στη θέσητους. Καλοσύνη τους βέβαια, αλλά δεν μου πέρασε απ’ τομυαλό να ζητήσω την υπεράσπιση κανενός. Και πώς να υπε-ρασπιστείς μια παρ’ ολίγον αφόδευση εν τω μέσω της νυκτός.Έτσι κι αλλιώς δεν έχω μάθει να ζητάω. Άσ’ το, ξέχνα το.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 274

Ευτυχώς, τα ξενύχτια με Κίκη, Μαρωνίτη στου ΓιάννηΜπουτάρη, ανάμεσα σε βακχίδες φοιτήτριες, δεν αφήνουν τί-ποτα να μας πτοήσει.

Την πρώτη φορά που τη βλέπω στο μπαρ με το φίλο της Κο-σμά, έχει κάτι από αντικαθρέφτισμα της Κλαιρ Μπλουμ, μ’αυτό το φέγγος απ’ το σελιλόιντ και παρά την υγρασία απ’τον Θερμαϊκό, τους λιγοστούς θεατές, τα περιορισμένα οικο-νομικά, όλα σβήνουν μπρος της, γιατί τώρα κολυμπάμε σ’ έ-να παραμυθένιο χωρόχρονο με την Κλαιρ και χορεύουμε σελατρευτική λήθη.

Κατεβαίνουμε στην Αθήνα αρχές Φεβρουαρίου, χωρίς να έ -χου με χάσει ή κερδίσει απ’ τις παραστάσεις μας στο Αυλαία,ο Άλκης, η Σοφία κι εγώ δεν έχουμε αντίρρηση για μερικέςπαραστάσεις στην Αθήνα, αλλά το ζεύγος Βαλαβάν – Κράλ-λη δεν έχουν καμία διάθεση για συνέχεια, διαλυόμαστε.

Ο Αλέκος Σακελλάριος, που μου τηλεφωνεί για να συνερ-γαστούμε σε κάτι θεατρικά του για την τηλεόραση, σχολιάζειτη θεατρική μας απόπειρα ασυλλόγιστη.

«Πήγατε στη Θεσσαλονίκη ως θίασος για πρώτη φορά μεέργο Τσέχου συγγραφέα; Να είμαστε σοβαροί, έχετε ποτέ α-κούσει τσεχοσλοβάκικο αστείο, υπάρχει τέτοιο πράγμα; Τιλέμε τώρα, εσείς, άνθρωποι με χιούμορ, να κάνετε τέτοια ε-πιλογή;»

Πέφτουν γέλια και τηλεφωνήματα απ’ τη Θεσσαλονίκημε την Κλαίρη, συζητάμε την πιθανότητα να κατέβει να μεί-νουμε μαζί. Ο Γιάννης Μπουτάρης θέλει ν’ ανέβω στη Θεσσα-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 275

λονίκη για ένα αποκριάτικο πάρτυ σε κάποιο παλιό κλωστή-ριο και μια και δεν έχω τίποτα να κάνω στην Αθήνα άμεσα,θα ξανανέβω στη συμπρωτεύουσα.

Η Ολυμπιακή και ο ΟΤΕ μας τα παίρνουν χοντρά. Μόνοπου αυτή είναι μία απ’ τις φορές που η Ολυμπιακή έχει απερ-γία, αλλά ο έρωτας για την Κλαίρη δεν κολλάει σε τέτοια ε-μπόδια. Της τηλεφωνώ για να το κανονίσουμε.

«Άμα ανέβεις με λεωφορείο, ό,τι ώρα κι αν φτάσεις, θασου έχω αφήσει το κλειδί κάτω απ’ το χαλάκι της εξώπορ-τας, έλα...»

Τρελαίνομαι για τέτοια. Το τελευταίο νυχτερινό λεωφορείογια Θεσσαλονίκη δεν το προλαβαίνω. Απτόητος αλλάζω τρίαφορτηγά σ’ ένα ντελίριο ωτοστόπ, ξημερώματα γλιστράω στοδιαμέρισμά της σαν κλέφτης. Εξαιρετική αίσθηση. Την έχειπάρει ο ύπνος. Ύστερα από ένα γρήγορο, αθόρυβο μπάνιο, χώ -νομαι κάτω απ’ το πάπλωμα και κολλάω τη θερμότητά τηςστην αγκαλιά μου.

«Ποιος; Τι;» κάνει ταραγμένη και συνέρχεται. «Αγάπημου, εσύ είσαι...»

χανόμαστε.

Το πάρτυ έχει κάτι από κεντροευρωπαϊκή μασκαράττα, μετη χρυσόσκονη και τις φυσαλίδες να στραφταλίζουν και τοκουφετί σατινέ της Κλαίρης να θροΐζει παραμυθένια ανάμεσασε τυρκουάζ και χρυσαφί αντανακλάσεις στο αχνοφέγγισματου μπουντουάρ της.

«Γλυκιά μου Μαρτινίκ», ψιθυρίζω συνεπαρμένος.«Μαρτινίκ, πώς σου ’ρθε;»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 276

«Βγάζεις κάτι από δαμασκηνί κρεολή, κάποιο εξωτικόπαρακλάδι στο σόι σας ίσως...»

«Καμία σχέση, οι ρίζες μας είναι από Σμύρνη και Μά-νη...»

«Τι να σου πω, αυτή την αίσθηση έχω...»

Το πρωί που μας επισκέπτεται ο Μάνεσης με τον Κιμούλη,που βρίσκονται για παραστάσεις στην πόλη, πετάμε με τηνΚλαίρη σε σύννεφα παραμυθίας.

«Εδώ είσαι, μωρή κουφάλα, ευτυχισμένος κι άρχοντας, κιεμείς λέμε στην Αθήνα τι γίνεσαι, πού είσαι και πού χάθη-κες;» ρίχνει ο Θέμης.

«Δεν αμφέβαλλα ποτέ ότι ο συνάδελφος θα καλοπερνούσε,και μάλιστα με τέτοια παρέα», σχολιάζει ο Κιμούλης.

Τους αρέσει η παρέα της Κλαίρης, ξενυχτάμε πειράζονταςο ένας τον άλλο και το τηλέφωνο χτυπάει και για δουλειές.

Ο Γιώργος Αρβανίτης, που κάνει τη διεύθυνση φωτογραφίαςστην ταινία του Σταύρου Τσιώλη Μια τόσο μακρινή απουσία,μου προτείνει να κατέβω για γυρίσματα, να μου στείλουν τοεισιτήριο για το αεροπλάνο, το συντομότερο να γίνουν όλα αυ-τά... Μου κάνει εντύπωση η βιασύνη και το γεγονός ότι ενώ έ-χω ακούσει από Πανουσόπουλο, Νικολαΐδη κι άλλους τα κα-λύτερα για τις σκηνοθετικές ικανότητες του Τσιώλη, δεν έχου-με συναντηθεί ποτέ, άσε που δεν ξέρω για τι ρόλο με θέλουν.

Στην Αθήνα, που κατεβαίνω άρον άρον, ο για δεκαπέντεχρόνια απών κινηματογραφιστής, στην επίσκεψή του στοσπίτι μου είναι άμεσος:

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 277

«Σε ξέρω, όταν ρώτησα για σένα, μου είπαν: “Είτε αυτόνπάρεις είτε την Γκρέτα Γκάρμπο, τα ίδια θα σου στοιχίσει,και θα σου κάνει και τη ζωή δύσκολη με τις κόνξες του, στοΚολωνάκι μένει, τι περιμένεις; Κυνικοί αμερικανοθρεμμένοιόλη η παρέα του, μια μποέμικη σνομπαρία, στ’ αχνάρια τουςκι αυτός ο μικρός ο Μόσχος, κι άντε να τους πιάσεις τώρα αυ-τούς, να τους πληρώσεις και να τους πειθαρχήσεις...”»

Δεν μένω άφωνος, γιατί τα ’χουμε ξανακούσει αυτά, χα-μογελάω δαφνοστεφανωμένος.

«Για να είσαι εδώ όμως και να τα λέμε, μάλλον δεν πιάσα-νε τόπο όλα αυτά που σου είπανε...» γελάμε κι οι δυο σχεδόνπαιδικά.

Στο άμεσο γύρισμα στο CARAVEL, σε μια αίθουσα συνε-δρίων κάποιας χριστιανικής οργάνωσης, ξεπροβοδίζω τις ενχριστώ αδελφές –κυριούλες φιλανθρωπικής σεμνοτυφίας–και κατεβαίνω τη στριφογυριστή σκάλα –με την κάμερα στονώμο του Αρβανίτη να ρολλάρει–, που με πάει στο υποφωτι-σμένο μπαρ, όπου η εσωστρεφής αδελφή (Πέμυ Ζούνη) τηςδιαταραγμένης ηρωίδας (Δήμητρα χατούπη) ζητά πνευμα-τική συμπαράσταση απ’ την αφεντιά μου. Το γύρισμα, μονο-πλάνο στην ουσία, κυλάει σφιχτά και αποτελεσματικά.

Με την Κλαιρ, το καινούργιο πρόσωπο στην πόλη, οι καθη-μερινοί ρυθμοί παίρνουν τ’ απάνω τους. υψηλές πτήσεις εν-θουσιασμού, έρωτα, γέλιων, επισκέψεων, γευμάτων, πάρτυ,συχνά ευφορικών παραισθητικών αποκαλύψεων μέχρι τη νύ-χτα, που αν και κολλημένος δίπλα της, αν και γυμνοί, αισθά-νομαι μια παγωμένη αστρική απομάκρυνση, είμαστε μαζίκαι είμαι τόσο μακριά κι έχω παγώσει. Και η Κλαίρη γίνεται

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 278

θερμαντικό σώμα θετικής ενέργειας, όπως κάνει κάθε μέρα,ακόμα κι όταν για πρώτη φορά πέφτει πάνω σε σπιντάτεςδιασημότητες –Βλάσσης, Σταμάτης, Αλίκη–, σ’ αυτούς τουςβελούδινους κόκκινους καναπέδες της ΒΕΓΓΕρΑΣ ψηλά στηνΑριστίππου, κοντά στο τελεφερίκ, το φόντο όπου μπρος τουκάθε βράδυ μέχρι το ξημέρωμα ανισορροπούν αχόρταγοι η-δονίστες, με μεθυσμένες εξομολογήσεις, τριπάτες ματιές καιμάγκικες γυριστές. Δύσκολες οι ανηφόρες και οι κατηφόρεςτου Λυκαβηττού για αλκοόλες ξενύχτηδες, αλλά αν το μαγα-ζί είναι στ’ απάνω του...

Απίθανοι τύποι περνάνε για ένα ποτό, που ποτέ δεν είναιαρκετό, καθένας με τα γούστα του, τα τικ του, την τρέλα του,με κοινή επιθυμία για αντροπαρεΐστικες φάσεις με κυνικούςκλαυσίγελους.

Σκηνοθέτες και φωτογράφοι ενδιαφέρονται για την Κλαί-ρη. Δεν είναι η πρώτη φορά που το κορίτσι που κάνω παρέατο γουστάρουν όλοι. Επίδοξοι γκόμενοι. Λες και τους έχουμεανάγκη. Λες και ζητήσαμε συμπαράσταση. Ισχυρίζονται ότιτις γυναίκες που κυκλοφορώ πρέπει να είσαι πολύ μάγκαςγια να τις κουμαντάρεις, σε βαθμό που να απαιτείς απ’ το υ-πουργείο Πρόνοιας επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, διότι είσαισυνοδός μιας γυναίκας που γεννήθηκε για την καταστροφή,κι εσύ επιτελείς κοινωνικό έργο που την τιθασεύεις. Διπλω-ματούχοι όλοι της μεγάλης σχολής ΚΔΟΑ.

Φυσικά έχει πλάκα, αλλά πόσο αντέχεις την ασχετοσύνη,που σε καταβρέχει με κεράσματα, αγκαλιάσματα και λεβέ-ντικη αβερτοσύνη. Αφόρητη η πατριωτική αντρίλα, όπως καιη πατριωτική γυναικίλα, κατάλληλες μόνο για ένα Σώμα πουσβήνει φωτιές σε φλεγόμενα σκέλια, σαν άμεση δράση, τί-ποτ’ άλλο.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 279

Το καλλιτεχνικό σινάφι –συμπεριλαμβανομένων των αρσα-κειάδων της δημοσιογραφίας και των τεχνοκριτικών ευνού-χων του χαρεμιού– με βλέπει άλλοτε με σκεπτικισμό, άλλοτεμε χιούμορ κι άλλες φορές με εκδηλώσεις λατρείας. Αλλά πο-τέ δημόσια. Αισθάνομαι σαν οικογενειακό μυστικό, παραδέ-χονται την όποια αξία μου, τα χαρίσματά μου, το ταλέντομου, αλλά κατ’ ιδίαν, ποτέ στις συνεντεύξεις τους, ποτέμπροστά σε άλλους, ποτέ στις κριτικές τους. Εκεί με το στα-γονόμετρο. Τι τσιγκουνιά, τι μισαλλοδοξία. Ξέρω γιατί όλααυτά. Το ’χει εκφράσει εξαιρετικά ο Μικ Τζάγκερ στο «Sym-pathy for the devil»: I am a man of wealth and taste, what is

dazzling you is the nature of our game.

Έχουν περάσει πέντε χρόνια που έχω κόψει το τσιγάρο, τονκαφέ και το έστω και λίγο αλκοόλ που έπινα και μάλλον «πρό-κειμαι» για ένα είδος ούφο, όπου όλοι ρωτάνε πώς το κάνω.Είναι εκνευριστικό. Για μένα αυτά είναι απλά. Άμα κολλάω σεκάτι μετά μανίας, τότε απομακρύνομαι, το αποφεύγω, το κό-βω. Κι αυτός ο συνεχής θαυμασμός, λες και είμαι κανένα α-ξιοπερίεργο ον, σε κάποιο μουσείο ανθρωπολογικής ιστορίας,είναι πολύ βαρετός, κι όλες αυτές οι κλισέ ερωτήσεις: «Mαπώς;» «Ούτε λίγο δεν;» «Τι λες, ρε συ!» Με ενοχλεί που γίνε-ται θέμα. Δεν γουστάρω που το υπογραμμίζουν και γίνεται α-ξιοπρόσεχτο, μου φαίνεται κάπως ανόητο... Ίσως θα πρέπεινα καπνίζω πού και πού, να πίνω λίγο, έτσι για να μην αποτε-λώ παραφωνία στην παρέα, και να περνάω απαρατήρητος.Αυτό θα κάνω, γούστα με μέτρο, ούτε ηρωισμούς και πρωτα-θλητισμό, ίσα για να περνάει η ώρα, χωρίς να γίνεται θέμα.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 280

Φιλότεχνοι και καλλιτέχνες, γνωστοί και άγνωστοι με σπρώ-χνουν να βγω μπροστά.

«Τι σ’ έχει πιάσει και επιμένεις στις δουλειές συνόλου καιπράσινα άλογα; Τέτοιο στυλ, τέτοια φυσιογνωμία, και μένειςχωμένος ανάμεσα σε θαμπά πρόσωπα και σκηνοθετικές με-τριότητες. Δεν το βλέπεις;»

Όχι, δεν το βλέπω. Τα θαμπά πρόσωπα –σας διαφεύγει–μπορούν να λάμψουν, αλλά εμφανίζονται χαμηλόφωνα, γιατίκάνουν καλύτερα τη δουλειά τους χωρίς ανάγκη για πρωτιέςκαι σουξέ και είναι παρέα μου. υπάρχει πιο δυνατό αίσθημααπ’ αυτό της ομάδας; Όποιος δεν έχει χορέψει, παίξει μουσι-κά όργανα, αθλήματα ομαδικά, δεν έχει νιώσει τι σημαίνει να’σαι μαζί με κάποιον σ’ έναν κοινό ρυθμό. Όπως οι συμφωνι-κές ορχήστρες, τόσοι άνθρωποι με δεξιοτεχνία, και σίγουραμε κάποιο εγώ, κάτω από τη διεύθυνση ενός αρχιμουσικού,για να πετύχουν το μεγαλείο του ενός και μοναδικού ήχου.Δεν βλέπω το λόγο να βγω μπροστά για να κάνω καρριέρα.Πού; Σ’ αυτή τη χώρα; Σιγά το μεγαλείο! Να με μάθουν κι οιπέτρες, για ποιο λόγο; Για να μη μου μείνει ίχνος προσωπικήςζωής, για να σε αναγνωρίζουν όλοι και να περιμένουν να συ-μπεριφερθείς με την εικόνα που ’χουν στο μυαλό τους; Με α-γνώστους περνάω καλύτερα. υπάρχει πιο απολαυστική φάσηαπ’ την ανωνυμία;

υπάρχει φυσικά και ο κομπλεξικός υπάνθρωπος, που κρύ-βεται μέσα στην ανωνυμία για να κάνει τις ασχήμιες του, ό-πως οι φανατικοί της αντρίλας, κάτι μαμούχαλοι των δυτι-κών προαστίων, που ενώ η μουσική κυριαρχούσε το διήμεροστο Καλλιμάρμαρο με τους Depeche Mode, Stranglers, Νίναχάγκεν, Cure, Clash, τους ενόχλησε η κοριτσίστικη εμφάνισητου Μπόυ Τζωρτζ, λες και θα δώσει λογαριασμό σ’ αυτά τα

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 281

θρεφτάρια, μεγαλωμένα με λαχανοντολμάδες και γιουβαρλά-κια – κι άρχισαν να του πετάνε ροχάλες, κουτάκια μπύρας,φιάλες νερού, σφυρίγματα αποδοκιμασίας. Ποιος τους είπε ό-τι το ροκ εντ ρολ είναι για ΚΔΟΑ; Γαμιόληδες, κανίβαλοι, χού -λιγκανς. Ευτυχώς ήταν ετοιμόλογος και λίγο πριν εγκατα-λείψει το πάλκο, τους την είπε με χάρη:

«Μια και είστε τόσο θερμόαιμοι, γιατί δεν ανεβαίνετε πά-νω στη σκηνή να μου φιλήσετε τον κώλο;»

Απ’ όλες τις σχολές αυτοεξορίας και εθελοντικής αποδημίας σεΙταλία, Βερολίνο, Παρίσι, Λονδίνο, Αμερική κατά τη διάρκειατης τραγελαφικής δικτατορίας, η γαλλική σχολή είναι η πιοφαντασμένη. Σε όλους μας έχουν μείνει συνήθειες ή συμπερι-φορές απ’ τις μεγάλες μητροπόλεις, αλλά οι άνθρωποι πουσπούδασαν και βόλταραν στο Παρίσι, σαν να μη φτάνει ότι αρ-γούν στα ραντεβού τους, χωρίς να νοιάζονται γι’ αυτό, διαθέτουναυτό τον εκνευριστικό εγωκεντρισμό να θεωρούν τις εμπειρίεςτους unique –οι έρωτές τους σπάνιες ζεύξεις συμπαντικών α-στεροειδών–, ενώ τα συμβάντα, παρά τις εκστασιασμένες ανα-μεταδόσεις τους, να παραμένουν καθημερινότατες κοινοτοπίες.

Το λούστρο του κοσμοπολιτισμού μπορεί να βοηθάει να περ-νάει καλύτερα η ώρα συν «le plaisir des yeux», αλλά σε καμίαπερίπτωση δεν είναι μοναδικά και το καλό γούστο δεν είναι τοπαν στη ζωή, και σίγουρα όχι με εισαγγελικό τρόπο... Φαίνεταιότι μας έχει προκύψει η τρομοκρατία του καλού γούστου, οπλι-σμένη με διπλώματα επί της συγκριτικής των θρησκειών, οικο-νομοεθνικών μελετών και σημειολογικής αποδόμησης. Μάλλοντο άγνωστο μας έχει περικυκλώσει, αλλά δεν πτοούμεθα.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 282

Η ιστορία αρέσει πολύ στον Νίκο Νικολαΐδη και τη βάζωπρόχειρα στο χαρτί.

Μια ροκ εντ ρολ παρέα κατεβαίνει σε ένα νησί του Σαρω-νικού με αφορμή το γάμο ενός γνωστού τους. Θα φιλοξενηθούνόλοι σε γειτονικά μπανγκαλόους, μέρος της γενναιοδωρίαςτου γαμπρού και του κουμπάρου του – νεόπλουτου επιχειρη-ματία, που δεν τρελαίνεται κανείς τους να τον έχει στην παρέατου. Στο εκκλησάκι πάνω στο κύμα θα ξεκινήσει η απέριττητελετή, με κάτι πιτσιρικάδες, φίλους του γαμπρού, που τρα-τάρουν απόσταγμα λευκής παπαρούνας, σαν σπονδή στη διο-νυσιακή φιέστα που πρόκειται να ακολουθήσει. Τα πρώτα α-νακατέματα στα προπονημένα στομάχια της παρέας τωνπροσκεκλημένων δεν πτοούν κανένα. Το πάρτυ στον κήπο τηςβίλλας, ανάμεσα στους μπουχτιστικούς μπουφέδες, τα εξω-τικά κοκταίηλ και τον ασταμάτητο χορό, ανακατεύει τους πά -ντες ανεξέλεγκτα. Ένας απ’ την παρέα έχει βάλει στο μάτι μιαξυπόλητη καλλονή και χορεύει σαν να είναι αυτός ο γαμπρός,ο άλλος, που από κάποια παρεξήγηση μια σαραντάρα με σμα-ραγδένια μάτια τού άδειασε μια κανάτα με λευκό κρασί καιπαγάκια στο σβέρκο, δεν μπορεί να συνέλθει απ’ την ψυχρο-λουσία και συμπαραστέκεται στο βετεράνο της παρέας, πουστο διπλανό οικόπεδο εκτοξεύει ρουκέττες απ’ την αναγούλατου οπιούχου αφεψήματος, δηλώνοντας «Μας έχει πιάσει ό-λους σπαβέντο». Ο τέταρτος της παρέας το ’χει ρίξει στη βου-διστική ακινησία, για να αποφύγει τη ναυτία, και ο πέμπτοςδεν έχει αντίρρηση να τους οδηγήσει όλους πίσω στα μπαν-γκαλόους για να καλμάρουν. Ο τύπος που χορεύει ασταμάτη-τα σε συνδυασμό με την ξυπόλητη καλλονή δανείζει το αμάξιτου στην παρέα, με τη συμφωνία να γυρίσει κάποιος στο πάρ-τυ αργότερα για την επιστροφή στο μπανγκαλόου.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 283

Έχει πανσέληνο, οι τέσσερις μέσα στο αμάξι είναι λειώμακαι στη διαδρομή προκύπτουν παγανιστικές σκηνές, μ’ έναζευγάρι γυμνό να κάνει έρωτα στο ρείθρο της ασφάλτου, μετον ιδρώτα τους να γυαλίζει, κάτι μηχανόβιοι επιδίδονται σεεπικίνδυνες σούζες, με τα μαντήλια τους φορεμένα πειρατικάνα ανεμίζουν, μια παρέα περιπατητών με σαλβάρια την πίνειαπό ’να μπουρί με χοντρή καύτρα, κάτι πιτσιρίκες που μυρί-ζουν αλάτι σκύβουν στα παράθυρα, μπας και υπάρχει χώροςνα τις πάρουν μαζί τους, η παρέα των τεσσάρων καταλήγειστις καμπάνες τους, ξεθεωμένοι και άυπνοι. Ο οδηγός φεύγεινα πάει να φέρει τον χορευταρά φλερτατζή και πέφτει κάποιαηρεμία, που σε λίγο διακόπτεται από κορώνες οργής:

«Όταν φύγατε, ύστερα από λίγο, το πάρτυ τελείωσε, είχεμείνει μόνο το υπηρετικό προσωπικό, ψάχναμε τα παπούτσιαμου, αναγκάστηκα να γυρίσω με τη μηχανή του Αντρέα τρι-πλοκάβαλο, δεν είναι κατάσταση αυτή. Μου πήρατε το αμάξικαι εξαφανιστήκατε, ε, όχι, η φιλία πέθανε».

Πέφτει κάποια σιωπή, καθώς όλοι που ακούνε βέβαια τησκηνή συγκρατούν τα γέλια τους κι αμέσως μετά αρχίζουν οιδιευκρινίσεις και οι απόπειρες συμφιλίωσης. Κάποια στιγμήόλα ησυχάζουν.

Το πρωί, δηλαδή προς το μεσημέρι, τους περιμένουν και-νούργιες περιπέτειες. Μια σφήκα έχει τσιμπήσει έναν απ’ τηνπαρέα ανάμεσα στα φρύδια και το αιμάτωμα γύρω απ’ τα μά -τια του έχει πάρει σχήμα μελιτζανί μάσκας. Ο καύσωνας εί-ναι αφόρητος, η φιλία έχει πεθάνει, ο πρησμένος και όλοι τουςκάνουν τους άνετους, αλλά η ένταση από κάτω σιγοβράζει.

Αυτή η ιστορία θα μπορούσε να είναι η ελληνική απάντησηστα Παντρολογήματα του Άλτμαν. Άρεσε στην παρέα τωνΚουρελιών, αλλά δεν γυρίστηκε ποτέ για τους γνωστούς λό-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 284

γους: Ποιος θα γράψει το σενάριο, τους διαλόγους, θα φροντί-σει για τη χρηματοδότηση και τα λοιπά και τα λοιπά.

Το να λειτουργήσει για πρώτη φορά το Άλσος του Οικονομί-δη χωρίς τον χαρισματικό κομφερασιέ, στιχουργό, ηθοποιό,με τις μουσικές και τα σόου και τη θέση του μπροστά στο μι-κρόφωνο να την πάρω εγώ, είναι ένα θέμα.

Όταν μου το προτείνουν ο χρήστος Οικονομίδης με τοζεύγος ρομπέρτο Καρέρα – Μαριαλένα παραμυθένια, το σκέ-φτομαι.

Καταρχήν δεν θα είναι για όλο το καλοκαίρι, ας είμαστε ε-πιφυλακτικοί, μπορεί να μη λειτουργήσει από πλευράς μου.Πρώτη φορά, κάθε βράδυ, μπροστά σε τόσο ετερόκλητο κό-σμο όλων των ηλικιών, που ρουφάει γρανίτες και δροσίζεταιμε παγωτά...

Προβάρω ελληνικούς στίχους πάνω σ’ ένα τραγούδι τωνManhattan Transfer, που προσφέρεται για χορευτικό έναρξηςκαι για το δεύτερο μέρος φοράω ελληνικούς στίχους πάνω σ’έναν Μπράιαν Φέρρυ.

Κάποτε ηθοποιός

σήμαινε πάθος, σήμαινε φως,

τώρα πια

τα καρτούν και τα video,

το μοντάζ, το μιξάζ και το ζουμ,

τώρα

δεν είναι πια το ίδιο...

Στο τέλος της πρώτης βδομάδας αισθάνομαι ότι πατάωσταθερά και αυτοσχεδιάζω αβίαστα. χορεύτριες και μάγοι,

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 285

παιδιά του λαού και ψώνια του συρμού, που παρελαύνουνρυθμικά με αναχρονιστική απήχηση και νεολαιίστικη αψάδα,έχουν πλάκα, κυρίες και κύριοι, θα σας τραγουδήσω τώρα ένατραγούδι που όταν πρωτοκυκλοφόρησε, κέρδισε ένα Όσκαρ,δύο ρόθμανς και τρία Μάλμπορο, αστειεύεται ο Νίκος Ξαν-θόπουλος και πιάνει το «Πετραδάκι πετραδάκι». Εκτός απόμένα δεν γελάει κανείς. Σαν να μην περιμένουν απ’ το παιδίτου λαού τέτοιο αυτοϋπονομευτικό χιούμορ; Ποιος ξέρει.

Το τρίο των παραγωγών έχουν κάποια προβλήματα με ταοικονομικά. Εντάξει, κανείς δεν ελπίζει απ’ τις πρώτες παρα-στάσεις να γίνει εκατομμυριούχος, αν και δεν θα ’ταν άσχημαστη συγκεκριμένη περίσταση, που ως συνήθως δεν υπάρχειάνεση ρευστού.

Συμφωνούμε να μείνω άλλες δύο βδομάδες και να φύγωμετά για διακοπές. Το γύρο της Πελοποννήσου με την Κλαίρη.

Με τον Κοτάν στο βολάν ξεκινάμε για τα μέρη του Σάββα –που αν και προέρχεται από οικογένεια λαογράφων, με ιδιαί-τερες επιδόσεις στη γλώσσα, ο ίδιος επιμένει σε πιο λακωνι-κή προφορική αποτελεσματικότητα με τις τηλεγραφικέςφράσεις: «Λέω να την κάτσω», «Μπορεί και να τη φύγω»,«Κάτι είναι κι αυτό», που κολλάνε παντού και κάνουν τη δου-λειά τους. Έξω απ’ την Αμαλιάδα το περιβόλι του, πλημμυ-ρισμένο από φανταχτερά λουλούδια, σαν καρτ ποστάλ απ’ τηνΙνδία, να χρωματίζουν τα βαρέλια με τα τουρσιά στο χρώματης γης, δίνει πάσα στην Ολυμπία, όπου τρέχουμε στο στάδιογυμνοί, όπως στην αρχαιότητα, με τους τουρίστες να το θεω-ρούν δρώμενο αναπαράστασης και να μας φωτογραφίζουν μεχειροκροτήματα, κι όταν λουζόμαστε στα ριπιδωτά κύματα

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 286

της Κυλλήνης, η Κλαίρη έχει διάθεση για ρόλους ενάλιων μυ-θολογικών ερώτων, που μας σπρώχνει να συνεχίσουμε οι δυομας με λεωφορεία της γραμμής για Καλαμάτα και Δυρό, ε-κείνη μπαινοβγαίνει στα σπήλαια μόνη της, γιατί εγώ παθαί-νω ασφυξία, διασχίζουμε τη Σπάρτη κι αράζουμε στη Νεά-πολη, απέναντι στην Ελαφόνησο, στην απίστευτη χρυσαφίτυρκουάζ πισίνα Σίμο πέφτω απ’ τη βενζινάκατο με τα ρούχαστο νερό, κάτι πιτσιρίκια με σουρωτήρια απ’ την κουζίνα τηςμάνας τους πιάνουν ψαράκια στις παραλίες, στη Νεάπολη, σεγειτονικά χωριά και συνοικισμούς, τσιμπολογάμε ντόπιες νο-στιμιές και κάτω, στην ατέλειωτη αμμουδερή ευθεία, κόντραστον στροβιλιστό αέρα, με το κύμα να μας μπατσίζει, πετάμετα ρούχα μας, τελείως μόνοι, ψυχή στον ορίζοντα...

Η ωραιότητα μπορεί να είναι η απαρχή του αποτρόπαιου,έχει πει κάποιος ποιητής, κι έχει δίκιο, γιατί αυτός που πλη-σιάζει φαίνεται ντόπιος, αναψοκοκκινισμένος σαν κόκκινοκρεμμύδι, με βαθιές χαρακιές να αυλακώνουν την πετσια-σμένη μούρη του κι έτοιμος για κόντρες:

«Καπούτ, άουτ, εδώ φαμίλια, νο, νο, νο...»«Τι λες, άνθρωπέ μου, Έλληνες είμαστε».«Ναι, αλλά κάνετε σαν ξένοι, ρίξτε κάτι πάνω σας, εμείς

έχουμε παιδιά...»«Άμα δεν το κάνετε θέμα, τα παιδιά μια χαρά είναι, αλλά

όταν τα τρομοκρατείτε με απαγορεύσεις και απειλές, θα γί-νουν χειρότερα από σας. Σοβαρά τώρα, σ’ ενοχλήσαμε σταδιακόσια τόσα μέτρα που ’χετε αράξει; Πήγαινε στην οικογέ-νειά σου κι άσε μας ήσυχους».

«Θα ειδοποιήσω τη χωροφυλακή, το μητροπολίτη...» πει-σμώνει.

«Κι είχαμε μια σκασίλα, για φαντάσου, θα μας φέρεις και

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 287

την αστυνομία επειδή κολυμπάμε γυμνοί, είσαι με τα καλάσου, άνθρωπέ μου;»

Δύο πιτσιρίκια έρχονται τρέχοντας με γέλια και μπερδεύο -νται γύρω απ’ τα μπατζάκια του, τα γραπώνει και μας γυρί-ζει την πλάτη.

«Φτου σας, ρε, είστε Έλληνες εσείς; Έτσι κάνουν οι Έλ-ληνες, φτου σας...»

«Από αρχαιοτάτων, άντε γεια σου, ογκώδη άγνοια, καλότο υπόλοιπό του καλοκαιριού, chiao, brutti, sporci e cattivi»,παραληρούμε σκασμένοι στα γέλια, «chiao, ακαλλιέργητοagricolo...»

Αμάν, μ’ αυτό τον μουρόχαυλο, αστοιχείωτο εθνικισμόσας, σκάστε πια!

Έχουμε στρωθεί με τον Σταύρο Τσιώλη και τον χρήστο Βα-καλόπουλο να γράψουμε ένα σενάριο για έναν καθηγητή κοι-νωνιολογίας σε κρίση, με χαμένη πίστη, να ψάχνει μια γυναί-κα – αφορμή για περιπλανήσεις σε μπιλιαρδάδικα, ξωκλήσιακαι κρυοπαγιασμένα οροπέδια που σου κόβουν την ανάσα. Ό-ταν το ολοκληρώνουμε και το διαβάζουμε ευχαριστημένοι τό-σο, που ο χρήστος να γλυκοκοιτάζει την Κλαίρη, ο Σταύροςχαμογελαστός μας προτείνει να το ξεχάσουμε και να γυρί-σουμε την ταινία Σχετικά με τον Βασίλη χωρίς την τρομο-κρατία του σεναρίου.

Ο σκηνοθέτης μας δεν με βλέπει στο ρόλο του παραιτημέ-νου καθηγητή, θέλει και κάποια ηλικία ο ρόλος, κάποια φθο-ρά, διάφορα ονόματα ηθοποιών πέφτουν στο τραπέζι, δενστεριώνει ούτε ο Νικήτας Τσακίρογλου ούτε ο σκηνοθέτηςΝίκος Παναγιωτόπουλος, που καταλήγουν με τον Τσιώλη ότι

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 288

είναι δύσκολο να βρεις ηθοποιούς – δεν συμφωνώ, πώς τα κα-ταφέρνουν ο Μπέργκμαν, ο Ταρκόφσκι κι ο Κουροσάουα. Τε-λικά ο ποιητής Τάσος Δενέγρης είναι ο άνθρωπός του, μια καιτον ενοχλεί ο επαγγελματισμός και η μανιέρα των ηθοποιών.Πιστεύει στην αύρα των ερασιτεχνών, των ποιητών, μερικώνσπάνιων ποδοσφαιριστών, του προέδρου του Πανιωνίου κυ-ρίου Αμανίτη, που πρότεινε σε κάποιο διεθνές συνέδριο νακαταργηθεί η διαιτησία, και κάποιων αγιογράφων σε ενύπνιαπαραισθητική έμπνευση.

Για τον νεαρό της σκηνής στο μπιλιάρδο ψάχνει κάποιονπου να εκπέμπει αυτή την ακατέργαστη ενεργειακή αύρα τουρέτσου, αλλά να μην είναι ο ρέτσος.

Πάμε με την Κλαίρη βράδυ από DADA, μπας και πετύχου-με τον Αντρέα Βάιο –σκάσανε μύτη την ίδια περίοδο με τονΆρη, πλάνητες στον ανήσυχο μετεωρισμό– και πράγματι οΑντρέας είναι στο μπαρ και χαίρεται που τον κερνάμε κάναδυο μπύρες, και χαίρεται που έρχεται μαζί μας για βραδινόστην αγορά, και χαίρεται που έρχεται να κοιμηθεί στο σπίτιμας, γιατί κοιμάται όπου βρει, και χαίρεται που ξυπνάει τοπρωί και κάνει μπάνιο, παίρνει πρωινό και πάει βόλτα στηΔεξαμενή, για να ’ρθει αργά το μεσημέρι να συναντήσει τοσκηνοθέτη να τα πούνε.

Ο Καμπέρ, που εν τω μεταξύ περνάει για ένα γεια, αράζειστο διπλανό δωμάτιο με την Κλαίρη, σε ένα φευγατιό μυθο-λογίας και ποίησης, καθώς ο Τσιώλης ξεκινάει να αφηγείταιτο σενάριο στον άνετο πια Βάιο, που ακούει την ιστορία παί-ζοντας μ’ ένα μπαλάκι του τέννις, που το στέλνει πάτωμα-τοίχο-ταβάνι και πάλι πίσω, με την ξενοιασιά αγοριού της α-φθονίας και της ζωής σε γυμναστήρια.

Ο σκηνοθέτης εκνευρίζεται και εκρήγνυται:

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

o

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 289

«Πολύ τους άνετους μου παριστάνετε όλοι και πολύ τα α-μερικανάκια, σου διηγούμαι μια ιστορία που γράφτηκε με αί-μα από τους τρεις μας κι εσύ μ’ έχεις γραμμένο. Μ’ αυτά πουκάνετε θα μ’ αναγκάσετε να κλειστώ σε κανένα ψυχιατρείοκαι τότε να δω ποιος μάγκας από σας θα ’ρχεται να με δει...»

«Εγώ θα ’ρχομαι να σε δω, εσύ να δω αν θα με αναγνωρί-σεις», του πετάει ο Βάιος, στέλνοντας το μπαλάκι για μια ύ-στατη γυροβολιά.

Πέφτω στο πάτωμα απ’ τα γέλια κι ακούω από μέσα τονΚαμπέρ με την Κλαίρη να κάνουν το ίδιο.

Ο Τσιώλης, αναγκαστικά μάλλον, γελάει κι αυτός.

Το άλλο θέμα είναι ποιος θα παίξει τον αγιογράφο. Και πάλιονόματα ηθοποιών παρελαύνουν, αλλά ο σκηνοθέτης μας θαήθελε τον Μινωτή. Μια και είμαι ο μόνος απ’ την παρέα πουέχει πρόσβαση, μου πέφτει ο κλήρος.

Στην οδό Λυκείου την επομένη το μεσημέρι ο θυρωρός εί-ναι διευκολυντικός:

«Ο κύριος Μινωτής έχει βγει, αλλά όπου να ’ναι θα επι-στρέψει».

Πράγματι σε λίγο ο ευθυτενής τραγωδός, ντυμένος σ’ έναγκρι θαμπού μαρμάρινου μνημείου, μπαίνει στο χωλ. χαιρε-τιόμαστε.

«Είμαι εδώ εκ μέρους του σκηνοθέτη Σταύρου Τσιώλη,που θα ήθελε τη συμμετοχή σας στην ταινία του, στο ρόλοτου αγιογράφου...»

«Αγαπητέ μου, το σινεμά κι εγώ έχουμε πάρει διαζύγιο ε-δώ και χρόνια».

«Το έχουμε υπόψη μας, αλλά επειδή ο συγκεκριμένος ρό-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 290

λος έχει ένα κύρος και μια πνευματικότητα, η επιλογή σας εί-ναι σχεδόν μοναδική. Από οικονομικής και πρακτικής πλευ-ράς ό,τι ζητήσετε θα...»

«Δεν έχω χρόνο», με κόβει μπεκέτεια.«Κάνετε πρόβα για το θέατρο;»«Όχι».«Γράφετε κάτι;»«Ούτε».«Τότε; Τι κάνετε που δεν σας επιτρέπει να...»«Κωλυσιεργώ, αγαπητέ μου, κωλυσιεργώ».Μεγαλειώδης αττάκκα, σκέφτομαι καθώς απομακρύνο-

μαι άπραγος.

Ο Τσιώλης έχει έτοιμη τη λύση. Θα παίξω τον αγιογράφο.Δεν έχω βρεθεί χειμώνα στην ορεινή Αρκαδία και παρά τημαγεία του σκουριασμένου ασημιού της Στεμνίτσας και τηνυποβλητικότητα που εκπέμπουν οι θολές αγιογραφίες στο βυ -ζαντινό ξωκλήσι, το κρύο με περονιάζει και τρέμω ολόκληρος.Τα δόντια μου χτυπάνε, το τουρτούρισμα περνάει στην ηχο-ληψία, η πρόχειρη σομπίτσα που αχνοφέγγει δεν ζεσταίνει κα -θόλου. Κάθε φράση και διακοπή, κάθε πρόταση και ζέσταμα μ’ό,τι τσάι και κονιάκ βρίσκεται. Όταν επιτέλους καταφέρνου-με να το ολοκληρώσουμε, μου φαίνεται σαν άθλος.

Στην ταβέρνα με τις λαϊκές ζωγραφιές τύπου Θεόφιλου,το ζυμωτό ψωμί, το γιουβέτσι στη γάστρα με το κόκκινο κρα -σί και τα χόρτα του βουνού συνέρχομαι, για να υποστώ σκλη-ρή κριτική απ’ το σκηνοθέτη μου.

«Ξέρεις γιατί δεν μπορείς να συγκεντρωθείς στον αγιο-γράφο;»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 291

«Επειδή το κρύο...»«Όχι, δεν μπορείς να ολοκληρώσεις κάτι τόσο υπερβατικό

όσο η βυζαντινή αγιογραφία γιατί είσαι αμαρτωλός».«Έλα τώρα...»«Είσαι περίπτωση οριστικής απώλειας δυτικού ανθρώ-

που και να ξέρεις ότι όσο περνάει ο καιρός, θα δυσκολεύεσαι.Η Κλαίρη, να μου το θυμηθείς, θα ’ναι η τελευταία σου γυναί-κα, θα μείνεις μόνος και τότε να δω τι εφόδια διαθέτεις για νατη βγάλεις καθαρή...»

«Σταύρο, παραληρείς, έλα να τσουγκρίσουμε».«Εις υγείαν...»Σκέφτομαι ότι η έκρηξη του σκηνοθέτη μου δεν είναι εντε-

λώς παράλογη. Το χθεσινό απόγευμα, γυρνώντας στο ξενοδο-χείο ύστερα από μια σύντομη βόλτα στο σούρουπο της τριπο-λιτσιώτικης παγωνιάς, η αγχωτική επιτήρησή του αγωνιού-σε μήπως κραιπαλιάσω, γεγονός που θα με οδηγούσε στο γύ-ρισμα φορτωμένο απομεινάρια αλήτικης συναναστροφής, ναεμποδίζουν το απερίσπαστο της απόδοσής μου στον ρημαγ-μένο αναχωρητισμό του αγιογράφου. Έχει δίκιο, μου έλειπεη νηστεία.

Με ξενίζει το ενδιαφέρον του, που εκδηλώνεται μ’ αυτότον ανησυχητικό βυζαντινισμό. Ο Τσιώλης έχει κάτι απ’ τηναυστηρότητα παλιάς συντεχνίας, μια συνωμοτικότητα κρυ-φού σχολειού. Με γοητεύει αυτό, πρέπει να το παραδεχτώ,αλλά είναι ψυχοβγάλτης μ’ όλους: με την αγκύλωση του Δε-νέγρη, τη θηλυκότητα της Κλαίρης, την ήρεμη δύναμη της α-παλής δράσης του φευγάτου διευθυντή φωτογραφίας ΒασίληΚαψούρου, τη μικρή του κόρη, που τον βοηθάει σ’ όλα. Τοντρελαίνει η ιδέα ότι κάποιος γελάει ξένοιαστα, μισεί το γέλιο,συχνά με ιδρυματικό τρόπο, αλλά τον αγαπάμε, γιατί η κα-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 292

ραβοτσακισμένη του υγεία και η πεζοπορούσα ψυχή του λα-χταράει σινεμά υψηλού επιπέδου, ένα ψυχανέμισμα, μια φέτααλήθειας, τραχιά, ωμή, κατευθείαν στο μεδούλι. Δύσκολαπράγματα.

Διασκεδάζουμε φυσικά όταν υποστηρίζει σοβαρότατος ό-τι η πατάτα είναι βασικό αγαθό, ευέλικτη, την κάνεις ό,τι θέ-λεις –τηγανητή, βραστή, ψητή–, με λίγο λάδι, ελιά, τυρί, ντο -μάτα, λίγο κρασί, μπορείς να έχεις πλήρες γεύμα. Η πατάταείναι το θέμα και η κάμερα-σκουλαρίκι, που καταγράφει ταπάντα με εγρήγορση, καιροφυλακτώντας για αποκαλύψεις,είναι το άλλο. Όπως και η καταλυτική φράση:

«Νομίζεις ότι είναι μακριά το σκοτάδι; Κλείσε τα μάτιασου και να το, το συνάντησες».

Η Κλαίρη αρέσει σε όλους όσους γνωρίζουμε και δεν γνωρί-ζουμε μέσα στο καλλιτεχνικό σινάφι, αλλά και στις ξεσαλω-μένες, επί το πλείστον, συναναστροφές μας με διάφορες φυ-σιογνωμίες, μορφές και μούρες – επίδοξοι μνηστήρες της κα-λής μου.

Τελευταία κάνει παρέα με τη ρίβα Λάβα –εκρηκτική πε-ρίπτωση θηλυκής ακυβερνησίας–, που συζεί με το σύντροφότης απέναντί μας στην Κλεομένους.

Με αρέσει που η Κλαίρη μπαινοβγαίνει με άνεση σε παρέες,παίζει σε ταινίες (Σχετικά με τον Βασίλη, Νύχτες με τη Σιλέ-

να), μαγειρεύει εξαιρετικά κι έχει την υπερηφάνεια να αντι-παρέρχεται τις κακές γλώσσες, που της γανώνουν το όμορφοκεφάλι της με την αμφισεξουαλικότητά μου και την καλλονήτης, που της ταιριάζει ένα πιο αδιαμφισβήτητο αρσενικό. Γε-λάμε φυσικά και σμίγουμε με πάθος ακόμη, κόντρα στις εν-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 293

στάσεις τους και τις λιγούρικες τακτικές τους. Δεν μας τησπάει τίποτα.

Ανεβαίνει για το Σαββατοκύριακο στη Θεσσαλονίκη, ναδει τη γιαγιά της, που μάλλον σώζεται το λαδάκι της κι έχειπάντα θησαυρούς ν’ αποκαλύψει σ’ εγγόνια και συγγενείς –θησαυρούς σοφίας απ’ την πολύχρονη ζωή της, τώρα που έχειξαναγίνει παιδί κι ακούει φωνές. Την Κυριακή το απόγευμαμου τηλεφωνεί για να παρατείνει την παρέα στη γιαγιά, επει-δή οι κουβέντες της είναι αποκαλυπτικές και συχνά παραμυ-θένιες.

Όταν επιστρέφει στην Αθήνα, λάμπει φωτισμένη από μέ-σα της, με ίχνη κάποιας συνειδητοποίησης στο πρόσωπό της,τρυφερό και αποστασιοποιημένο.

«Η γιαγιά έχει φύγει... οδεύει προς... Ξέρεις τι μου ’πεμεταξύ άλλων; Όταν ήταν νέα, κλέφτηκε μ’ έναν άντρα καιζήσανε καμιά δωδεκαριά χρόνια στη Μαρτινίκ, μετά χωρίσα-νε, γύρισε στην Ελλάδα και τα λοιπά... Θυμήθηκα που μου’χες πει τότε “γλυκιά μου Μαρτινίκ” και μου ’χε φανεί κάπωςξεκάρφωτο και τώρα...»

«Για φαντάσου», κάνω μετέωρος.

Η ιδέα ν’ ανέβουμε με το Φουέγκο του Τσιώλη στο Πήλιο γιανα συναντήσω την Κλαίρη, που κολυμπάει με τη ρίβα Λάβαστην παραλία του Αϊ-Γιάννη, κάτω απ’ το σπίτι της Λαμπέ-τη και τώρα του Δόξου Αποστολιάδη, δεν λειτουργεί πολύκαλά.

Ο Σταύρος, με συνοδηγό την κόρη του Κατερίνα, οδηγείτο κόκκινο σπορ αμάξι με εκνευριστική βραδύτητα και η Βί-κυ με σκουντάει στο πίσω κάθισμα.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 294

«Δεν μπορούμε να πάμε πιο γρήγορα;»«Μα πάω αργά γιατί ο δρόμος έχει πολλές στροφές και δε

θέλω να ζαλιστείτε, κυρίως οι γυναίκες της παρέας, από ευ-γένεια».

«Μα η ζαλάδα απ’ την ταχύτητα θα τελειώσει γρήγορα, ενώτώρα η ζαλάδα απ’ την κλεισούρα τόσες ώρες δε λέει να πάρειτέλος», διευκρινίζει συγκρατώντας τον εκνευρισμό της η Βίκυ.

υπάρχει ένταση, διάλογος δεν φαίνεται να προκύπτει ανά-μεσα στον «αψυχολόγητο» και στη «σκληρό πρόσωπο» –αυτάείναι τα πρόχειρα ψυχογραφήματα του ενός για τον άλλο– καιπρέπει να παριστάνω το θεό Ερμή, για να μην παρατεντωθείτο σκοινί και σπάσει, και άντε να μαζεύεις εν μέσω Πηλίουκομμάτια και θρύψαλα.

Τα κύματα στον Αϊ-Γιάννη είναι ζόρικα και παρασύρουν,θέλει προσοχή. Ανεβαίνουμε στο σπίτι της Δέσποινας, πουμας χωράει όλους. Η Κλαίρη, αναζωογονημένη, λάμπει. ΟΤασούλης, με τη στάμπα του ανερχόμενου αρχιτέκτονα, και η Ειρήνη, με την κεντροευρωπαϊκή πατίνα της τάξης της, εί-ναι ωραίοι για παρέα και οι συζητήσεις του Τάσου με τονΣταύρο για ιδεώδη οδήγηση του Φουέγκο στην παραλιακή Ιταλίας, Γαλλίας, Μονακό παίρνει διαστάσεις επαγγελματιώντων ράλλυ. Αναπάντεχη συνεννόηση, αν πρόκειται για συνεν-νόηση.

Ο Ντέγκας με το σουρρεάλ βρετανικό χιούμορ και η ωραίαΔέσποινα, με τις επιδόσεις στην έμμετρη μποσταντζόγλειασαχλαμαράτα, μας παρασύρουν στο σπιτάκι του δάσους γιακολοκυθοκορφάδες, χόρτα του βουνού και ομελέττα με μανι-τάρια, το τραγούδι τους φουντώνει, όλοι τραγουδούν λαϊκά, ε-παναστατικά, μπελκάντο, προσκοπικά, μιουζικαλίστικα, ε-πτανησιακά τραγούδια, περασμένα μεσάνυχτα, ο Τσιώλης κο-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 295

ντεύει να εκραγεί, έχει φλιπάρει, βγαίνουμε για μια βόλτα στηνύχτα του δάσους, ούτε εγώ μπορώ τόσο τραγούδι, αλλά δενθα κλατάρω κιόλας, βιάζεται να φύγει για Αθήνα με την κόρητου, αυτή τη στιγμή ει δυνατόν, άρον άρον, τον καθησυχάζωνα φύγει το πρωί, χωρίς άγχος, πιο ήρεμα. Εντάξει, γίνεται. ΗΚλαίρη, η Βίκυ κι εγώ θα κατεβούμε με τον Τασούλη και τηνΕιρήνη, χωρίς εντάσεις και εκνευρισμούς.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 296

π ε ν τ ε

ΜΕ ΤΗ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ζαβαρακατρανέμια να ’χει ανακα-τέψει τα πάντα, θολώσει τα νερά και τα μυαλά, εξαγο-

ράσει συνειδήσεις και αποτρελάνει με κομματικές πάσες τουςευνοούμενους, η πόλη νύχτα μέρα τού δίνει και καταλαβαίνειμε ξεσαλωτικές συνευρέσεις, κραιπαλιάρικα γούστα και λα-χτάρα για το μοίρασμα των κοινοτικών κονδυλίων. Ατσού-μπαλα σκέλια, προπονημένα σε κατσάβραχα, ενσκήπτουν μεάγρια ασυμμάζευτη χαρά σε εύθραυστα πλάσματα με μηδα-μινές αντιστάσεις, βορά στο κανιβαλιστικό τσιμπούσι. Γκροτ -τέσκοι πατινέρ τραχανοπλαγιών, ντυμένοι τώρα πια με φυμέκασμιρολινάτσες, τσουγκρίζουν λεβέντικα τα ποτήρια τουςμε τις ουισκιές, ξεφυσώντας τον καπνό απ’ τα πούρα τουςστα σιλικονούχα χείλη και τα βυζιά αγκιστρωμένων αιδοίωνσε αρσενικά που γαμούν και δέρνουν, ξανθές γαλανομάτες υ-πάρξεις, με εμφάνιση Βιεννέζας πιανίστας και ντοπιολαλιάαγρινιώτικου τσαμπουκά, σμίγουν με τσογλάνια του χρημα-τιστηρίου, παρά τις υγρές επιθυμίες τους για σχέσεις με ά-ντρες ευαίσθητους, τρυφερούς, με χιούμορ και κατανόηση,και κάτι παλιά απομεινάρια χίππικου μετεωρισμού – μια πο-λύχρωμη θαμπάδα με ανεξέλεγκτο μυστικισμό, που λικνίζο-νται σ’ ένα ινδικό σλόου μόσιον, κάτω από αποξηραμένες του-λίπες εκπέμποντας ομιχλώδη άλω.

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 297

Στους δρόμους τις νύχτες τα τραβεστί μεταμορφώνονταισε πλάσματα γκλόσι επιθυμιών για άντρες βορείων και νο-τίων και γενικώς προαστίων, που ρίχνονται στην περιπέτειαεξερεύνησης των ορίων τους, αρνούμενοι παραδοσιακούς ρό-λους. Δεν είναι άσχημα, είναι όμως πολύ ξαφνικό και σαστίζει.Θα χαλαρώσουν τα κορμιά και θα πάψουν να ’ναι σφιγμένα,θα βγουν κρυμμένες αρετές, θα παραμεριστούν κόμπλεξ κι α-πωθημένα και τελειώνοντας μ’ αυτά, θα πάμε γι’ άλλα. Ίσως.

Στα πάρτυ που στήνει ο Άντζελο με γούστο, χιούμορ και ευ-φορική ροή ύστερα από επιδείξεις μόδας, σε γκαλερί και ρε-στωράν λακαρισμένης τερρακόττας και καφεμαύρης σοκολά,όπως το BAROLLO, οι φιγούρες είναι κοσμοπολίτικες και η βε-ντάλια της συμπεριφοράς επιφυλάσσει εκπλήξεις. Ο Άλκης,που ’χει καιρό να συναντηθεί με την Ήβη, πέφτει στα πόδιατης με επιφωνήματα «divina», και πράγματι η θεϊκή Αλε-ξανδρινή λάμπει, ο Γιώργος σ’ ένα υπόλευκο σμόκιν του Μι-λανέζου Τζώρτζιο αστράφτει μετάξι πανηδονισμού, ο Μα θιάνκαι η Κατερίνα, που παντρεύονται, με την κρητική κουζίνατους μ’ αυτές τις γεύσεις του βουνού και της θάλασσας και τασφηνάκια –σκέτο οινόπνευμα– απογειώνουν τους μαραθωνο-δρόμους ηδονίστες σε βαθμό φτυσμάν, η Αγλαΐα χρυσίζει καιη Αντιγόνη τυλιγμένη σε γλυπτικά ταγέρ του Αλάια, με τοσύντροφό της, που ’χει αναδυθεί σε διπλωματούχο χιουμορί-στα, να μεθάει για πάρτη της, με αποτέλεσμα η καλή του ναστροβιλίζεται σε σαμπανιζέ χορούς ανενδοίαστης χάσης, μηνμπορώντας να εξηγήσει evidement πώς ξυπνάει την επομένηστο κρεβάτι της κανονικμάν.

Είναι η περίοδος όπου ο μπασκετμπωλλίστας Γκάλης α-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 298

νεβάζει την αδρεναλίνη με την αποτελεσματική προσποίη-ση –αυτό το διπλό τίναγμα της μέσης του με ακρίβεια και ευ-θυβολία, αυτή την παρατεινόμενη άρση βαρύτητας– σε εκλε-κτική συγγένεια με τις επιδόσεις του ρώσου χορευτή Μπα-ρίσνικωφ στο μητροπολιτικό Μανχάτταν.

Είναι η περίοδος που ’χουμε χωρίσει με την Κλαίρη καικάνει παρέα με τον Βακαλόπουλο και στη συνέχεια με τον Α-ντρέα Στάικο. Δεν βλεπόμαστε συχνά, αλλά μιλάμε στο τη-λέφωνο μ’ αγάπη. Τώρα, από απόσταση, μου φαίνεται ακόμαπιο όμορφη, πιο αστραφτερή και πιο σέξυ.

Η Κλαίρη έλαβε μέρος σε συμπόσια Σαχλαμαράτας σε ρόλοευφορικής ακροάτριας.

Την πρωτογνώρισα σε μπαρ,

που ήταν και κουτούκι,

καθόντουσαν σε δυο σκαμπώ

με τον Κοσμά Φουντούκη.

Το μέρος ήταν σκοτεινό

και θύμιζε μπουντρούμ,

εκείνη όμως έφερνε

κάπως στην Κλαίρη Μπλουμ.

Ήτανε σκούρα, όμορφη,

έμοιαζε Μαρτινίκ,

την έβρισκε με ροκ εντ ρολ

και άντρες εξαντρίκ.

Λάτρευε το καλό φαΐ,

τα ευγενή κοράλλια

και πού και πού την έπιανε

και τα ’κανε σμπαράλια.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 299

Δεν έχω διάθεση για έρωτες, σχέσεις και τετ-α-τετ. Τα βα-ριέμαι όλα αυτά. Στο μόνο που μπορώ να ανταποκριθώ είναιτο μαγνητικό κάλεσμα της σάρκας χωρίς πολλή συμμετοχή.Μ’ αρέσει όταν λατρεύομαι σαν είδωλο κάποιας θεότητας, ό-που το λείο κορμί μου ερεθίζει λυσσασμένες επιθυμίες. Όχιδικές μου, των άλλων. Οι άντρες είναι πιο λατρευτικοί, μουείναι πιο εύκολο, οι γυναίκες θέλουν και λίγο κυνήγι, και δενκυνηγάω, απολαμβάνω όσες, άγνωστο υπό ποία επήρεια,μου δίνονται έτσι, χωρίς νόημα ή διάθεση για συνέχεια, κάτιεξωπραγματικά πλάσματα, σαν κούκλες βιτρίνας, αποστα-σιοποιημένες καλλονές με επιδερμίδα βανίλιας και κρουστόκορμί, χωρίς παθιασμένη συμμετοχή μεσογειακού καρδιο-γραφήματος, με ιδρώτες και κολπικά υγρά, μακριά από στο-ματικό σεξ, που το σιχαίνομαι. Λατρεύω τη στεγνότητα τωναγαλμάτων. Με τους άντρες μού είναι πιο εύκολο να απολαμ-βάνω την ηδονή και να είμαι και απών. Οι γυναίκες θέλουν νασυνδέεσαι κιόλας, ν’ αγαπιέσαι. Εγώ όχι. Πολύ χριστιανικόμού κάνει.

Γουστάρω στο απώτατο σημείο της ξέφρενης κούρσας τουοργασμού, παρακινούμενος από μια ώθηση υπέρτατης ελευ-θερίας, να εκτινάζω το σπέρμα εκτός, στον αέρα, και με ταρούχα στο χέρι κιόλας να απομακρύνομαι στο πουθενά.

Πρέπει να παραδεχτώ ότι σ’ όλα αυτά έχει βάλει το χέριτου, και όχι μόνο, το πάθος που επιμένει να υπερασπίζεταιτην ανωνυμία του, ως άγνωστος που εμφανίζεται κυρίως τιςνύχτες, σαν μέσα σ’ όνειρο, για να μοιραστεί μαζί μου τηνπυρπόλησή του.

Δεν έχω αντίρρηση, γιατί έχει ξεκλειδώσει το κορμί μου,αν ήταν ποτέ κλειδωμένο, που εκπέμπει τώρα πια προς κάθεκατεύθυνση τέτοια σήματα, που άγνωστοι περαστικοί μου

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 300

προτείνουν Σαββατοκύριακα στα εξοχικά τους, το γύρο τηςΕυρώπης με φορτηγό, περίπλου στο Ιόνιο με σκάφος, ταξίδιστη Μακεδονία κι όπου μας βγάλει. Μου κάνει εντύπωση,αλλά δεν ανταποκρίνομαι. Σπάνια το κουνάω απ’ την Αθήνακαι δεν μπορώ τα πολλά τετ-α-τετ με άγνωστες μούρες συ-νεχώς. χωρίς πολύ κόπο οι μέρες και οι νύχτες μου στην Α-θήνα είναι γεμάτες φευγαλέους έρωτες με παραμυθιασμένακορίτσια και λατρευτικούς άντρες.

Γουστάρω που χωρίς επαγγελματική επωνυμία γίνομαιαντικείμενο πόθου. Να μη σε ξέρει κανείς, αυτό είναι το θέμααν θες να χαρείς το κορμί σου. Λίγη δουλειά, ίσα ίσα να συ-ντηρούμαι, και όχι στην πρώτη γραμμή, μια ζωή μακριά απόπρωταθλητισμούς, χωρίς στριμώγματα, αγκωνιές και τρι-κλοποδιές, καλές παρέες μ’ αναπάντεχο χιούμορ και κομψάμπινελίκια, δεν την αλλάζω με καμιά περιπέτεια στην επαρ-χία, που όποτε έχω βρεθεί εκεί, λόγω θεάτρου ή γυρισμάτων,δεν μου έκαναν καμία εντύπωση ο γραφικός εξωτισμός τηςκαι οι μυρωδιές των κορμιών – ένα ανακάτεμα γάλακτος καικατοικίδιων ζώων απ’ το παχνί, δεν μου είναι ευχάριστα. Κιαυτή η αδιαφορία των βουνών, των ποταμιών και των δασών,της φύσης γενικά, για τα μητροπολιτικά μου παραφερνάλια,τις φίνες μουσικές, τα κομψά ρούχα, που μέσω αυτών εγώεκφράζομαι και υπάρχω, όχι, όχι, δεν το διαπραγματεύομαι.Προτιμώ τις αθηναϊκές αναθυμιάσεις, τα φίνα γυναικεία ε-σώρουχα, τις χλωμές διάφανες επιδερμίδες με τις κολώνιεςκαι τα αφρόλουτρα, τις κομψές γάμπες με τα φυμέ κολλάνστα καφέ των στραφταλιστών λεωφόρων και τις ψηλοτάκου-νες γόβες τους να γυαλίζουν μέσα στη νύχτα, κάτω απ’ το ψι-λόβροχο.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 301

Η Λόρνα ήταν εξαφανισμένη. Είχα ακούσει ότι είχε φύγει γιαΙνδία μ’ έναν τύπο που την είχε παραμυθιάσει, διόλου σπάνιογια την περίπτωσή της. Ένα μουντό απόγευμα κάποιες μού-ρες την είχαν πάει για μια βόλτα στην Πάρνηθα κι αφού τηνέγδυσαν, την έσπρωξαν έξω, πάτησαν γκάζι κι εξαφανίστη-καν. Της την κάνανε γιατί τους την είχε κάνει, λέγανε.

Γυμνή μέσα στο ψιλόβροχο κατέβηκε ως την Εθνική οδό,έκανε ωτοστόπ και γύρισε σπίτι της τυλιγμένη στο extralarge σακάκι του οδηγού, που άκουγε μουσική ζεν σιωπηλός.Ένα μήνα αργότερα έφυγαν ερωτευμένοι για Βομβάη. Πέρα-σαν διάφορα, χώρισαν άσχημα και γύρισε στην Αθήνα μόνητης, χωρίς μία.

Τώρα, Σάββατο απόγευμα, το τελευταίο της Αποκριάς,μου μιλούσε στο τηλέφωνο, κυρίως για να μου πει ότι θα περ-νούσε να ντυθούμε και να πάμε σ’ ένα σούπερ μασκέ πάρτυ κά-που στην Κηφισιά. Καθόλου κακή ιδέα. Μπήκα στο μπάνιο.

Σταρένια, με χαλκόχρυσα μαλλιά και κεχριμπαρένιο βλέμ -μα, κατέφθασε μία ώρα αργότερα μ’ ένα φίλο της Σπανιόλο,τον χεσούς, που μόλις είχε προσγειωθεί από Ταϊλάνδη και ε-πειγόταν να χρησιμοποιήσει το μπάνιο μου. No problem.

Η θεά Κάλι άραξε τις χυμώδεις καμπύλες της στο κρεβά-τι, έστριψε τσιγάρο κι άρχισε να μου εξηγεί ότι το πιο ενδια-φέρον πράγμα που ’χε μάθει απ’ τις χίλιες και μία νύχτες τηςήταν να χρησιμοποιεί με πολύ σπέσιαλ τρόπο τα κάτω χείλητης... Το σπούδασε αυτό, πρόσθεσε, ήταν, πώς να το πούμε,ιέρεια του έρωτα.

Θα πρέπει να έδειξα τρομερό ενδιαφέρον για το θέμα, για-τί αμέσως μετά βρεθήκαμε εγώ ν’ αγκομαχάω πάνω της κιεκείνη να με ρωτάει:

«Είδες που σου ’λεγα;»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 302

Δεν είδα, δεν με είχε πείσει. Διατηρώντας τις αμφιβολίεςμου και με την υπόσχεση για μία ακόμα ευκαιρία, έφτιαξατσάι με μέλι. Σερβιριστήκαμε χαμογελώντας με σημασία.

Ο χεσούς φρεσκαρισμένος πίνει κονιάκ, φλυαρούμε καικαταλήγουμε να ντυθούμε ανδρόγυνες φιγούρες Rocky Hor-ror Show, με μακιγιάζ, στενά σατέν παντελόνια, κόκκινα καιμπλε ηλεκτρίκ τζάκετ, μποττίνια από λουστρίνι και φίδι, γά-ντι, σκουλαρίκι και σκούρα κραγιόν στα χείλη.

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα μπαίνουμε σε ένα περαστικό ταξίσυνεχίζοντας να μιλάμε πολύ κανονικά για το τι γίνεται καιπώς πάει, όλα αυτά στα αγγλικά με ολίγη από σπανιόλικα. Οταξιτζής ρίχνει ματιές μέσα απ’ το καθρεφτάκι, στήνει αυτίκαι με κοιτάζει λοξά –μια και κάθομαι δίπλα του–, μάλλοντον έχουμε εντυπωσιάσει, με συνέπεια κάποια αστάθεια στοοδήγημα. Όταν φτάνουμε έξω απ’ το πάρτυ στην Κηφισιάκαι μέχρι να μου δώσει τα ρέστα, ρωτάει:

«Θα το ξενυχτήσετε στο πάρτυ;»«Δεν ξέρω, τι, θες να παίξεις το ρόλο του σωφέρ και να μας

περιμένεις; Θα πληρωθείς φυσικά», αστειεύομαι και βγαίνω.«Οκέυ», ρίχνει και γελάμε.χωθήκαμε το τρίο στην τζαμένια σάλα με τις σούπερ μου -

σικές από δύο ντιτζέι, τις δύο οθόνες με τα εξωτικά σλάιντς,τον ανατροφοδοτούμενο μπουφέ, την αστείρευτη κάβα, πουμας τύλιξαν μεθυστικά μαζί με καμιά διακοσαριά μασκαρε-μένους τέλεια. Δύσκολο ν’ αναγνωρίσεις κάποιον γνωστό.

Ένας Σαουδάραβας με τσιμπάει λάγνα στο ανύπαρκτοστήθος μου, μια κουφετί χορεύτρια μπαλλέττου με τριχω-τούς ώμους με δαγκώνει στο αυτί, παριστάνοντας το λιοντάριτης Metro Goldwin Mayer, ένας ναζί μού κλείνει το μάτι κάθεφορά που συναντιόμαστε στον μπουφέ κι ένας βαθύτατα κου-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 303

φιοκεφαλάκης, που ’χει ντυθεί γραμματοκιβώτιο, χαμογελάειακατάπαυστα με ανησυχητική βλακεία. Η Λόρνα κι ο χεσούςέχουν εξαφανιστεί ανάμεσα στις μάσκες και στα κουστούμια.Κάποιος καταβρέχει κάποια με σαμπάνια, το ίδιο κάνει κι έ-νας άλλος, αρχίζει ένα κυνηγητό γεμάτο αφρούς, νερά, παγά-κια και γλιστρήματα, κάποιοι πέφτουν με τα ρούχα στην πι-σίνα και τότε παίρνει το μάτι μου τη Λόρνα να πλέει θεϊκά, μετα μάτια της να λάμπουν καλειδοσκοπικά.

Έχει περάσει η ώρα, αισθάνομαι το μακιγιάζ να βαραίνειπάνω μου κι αποφασίζω να φύγω. Στο δρόμο, ύστερα από λί-γο περπάτημα, ένα ταξί φρενάρει δίπλα μου.

«Ωραία πέρασες;»Τον κοιτάζω.«Δεν είναι δυνατόν, περίμενες όλη αυτή την ώρα; Το εν -

νοούσες», ρίχνω μπαίνοντας.«Ααα, δεν αφήνω εγώ τέτοια παιδιά να κυκλοφορούνε μό-

να τους, κρίμα είναι, θα σας φάνε...»«Ποιος θα μας φάει;» καγχάζω.«Ε, τώρα, κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις; Τραβεστί δεν εί-

σαστε;»«Όχι, παιδί μου, μασκαράδες είμαστε, Απόκριες είναι...»«Μη μου λες εμένα ψέματα», με κόβει σχεδόν πατρικά.

«Δε σε ξαναπήρα άλλη μια φορά βράδυ, πάει καιρός, και σεπήγα κάπου εκεί κοντά στις γραμμές του ηλεκτρικού και...»

«Εμένα;» κάνω, και θυμάμαι. Μ’ αφορμή τα Βαποράκια, που έπαιζα την Ούρσουλα, μα-

κιγιαρισμένος, με καροτί περρούκα, γούνινο παλτό, σέξυ ε-σώρουχα και κόκκινες γόβες, είχα μπει σ’ ένα ταξί αγκαζαρι-σμένο απ’ την παραγωγή, που θα με πήγαινε στο γύρισμα κο-ντά στο Γκάζι. Ο ταξιτζής μού την είχε πέσει νομίζοντας ότι

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 304

είμαι τραβεστί που τη φωνάξανε να εμφανιστεί στην ταινία.Τότε είχα καταφέρει να απαλλαγώ απ’ το στενό μαρκάρισμάτου. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αυτός ο άν-θρωπος με είχε πάρει με το ταξί του δύο φορές ντυμένο αλάπουτανέσκ, για διαφορετικούς λόγους, αλλά άντε να το απο-δείξεις.

Εν τω μεταξύ γλιστρούσαμε στη λεωφόρο, με φώτα, κορ-ναρίσματα, μασκαράδες κι άγρια χαρά. Επιμένει ότι είναι ε-πικίνδυνο να κυκλοφορώ μόνη μου, ότι θα με φάνε κι ότι χρειά -ζομαι κάποιον να με προστατεύει. Γελάω με το παράλογο τουπράγματος, γεγονός μάλλον ενθαρρυντικό, αφού απλώνει ταχέρια του για χουφτιάσματα και χάδια. Στο κόκκινο φανάρι,που μου κάνει τη χάρη να του κόψει τη φόρα, πετιέμαι έξωκαι χώνομαι βιαστικά σε ένα μισοσκότεινο δρομάκι με δέ-ντρα και κοιμισμένες μονοκατοικίες, κάθετα στη λεωφόρο.

Ανασαίνω και περπατάω για λίγο κοιτάζοντας τα ρούχαπου φορούσα και είχαν γίνει αφορμή για όλα αυτά. Με πιά-νουν τα γέλια, αλλά ο σκούρος όγκος κάποιου άντρα που ελα-φρώς παραπατάει με προσγειώνουν απότομα. Έρχεται κα-ταπάνω μου φωνάζοντας ασυνάρτητα.

«Τι παιδί είσαι εσύ, από πού έρχεσαι; Θε μου, τι θέλεις,πες μου, ό,τι θες...» τέτοια γρυλίσματα.

Αγαλματώνω, δεν έχω περιθώρια για εξηγήσεις.«Θα σου κοστίσει», με ακούω να λέω με στυλ.«Πόσα; Όσα θες», μου κάνει ο άγνωστος που μυρίζει

μπέκρα.«Πολλά, άσ’ το καλύτερα», ρίχνω, σίγουρος ότι θα τον ξε-

φορτωθώ.«Μέσα...» μουγκρίζει, «και τα λεφτά μπροστά».Βγάζει κάτι χαρτονομίσματα και τα χώνει στην τσέπη του

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 305

τζάκετ μου με απίστευτη ακρίβεια για μεθυσμένο εξηντάρη,καθώς με αγκαλιάζει απ’ τη μέση κι αρχίζει να τρίβει το πρό-σωπό του στο στήθος, στην κοιλιά, ανάμεσα στα σκέλια.

Δεν μου ’χει ξανατύχει τέτοιο μπάσιμο και δεν έχω κανένασχέδιο δράσης όταν μου κατεβάζει το φερμουάρ και χώνει ταχείλη του μέσα. Δεν τρελαινόμουν ποτέ για στοματικό έρωτακαι πάντα έβρισκα τρόπο να ξεγλιστράω, αλλά τώρα έχω σα-στίσει, γιατί το λίγωμα μ’ έχει ερεθίσει.

Βλέπω το πίσω μέρος του ασημένιου κεφαλιού του να ανε-βοκατεβαίνει με πείσμα, χαρίζοντάς μου ένα ακυρωτικό μού-διασμα. Όταν τραβιέται, του ρίχνω μια προσεχτική ματιά,γιατί κάτι βάζει στο στόμα του που γυαλίζει, μασέλα, άρα μετα ούλα... Σκουπίζει τα χείλη του, με κοιτάζει στα μάτια.

«Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου, λόγω ηλικίας δεν έχω συχνάτην ευκαιρία, καταλαβαίνεις, να σ’ έχει ο Θεός καλά...»

Ανέβασα το φερμουάρ του παντελονιού μου.«Τα χρήματα, δεν...»«Ούτε να το συζητάς», μ’ έκοψε, «νέος είσαι, χρειάζονται,

άντε γεια», απομακρύνεται μονοκόμματα.ρίχνω μια ματιά γύρω. Ένας σκύλος έχει σταθεί και με

χαζεύει, βγαίνω στη λεωφόρο, χώνομαι σ’ ένα ταξί και γυρίζωσπίτι. Πετάω τα ρούχα στο πάτωμα και μπαίνω στο μπάνιο.

Κοιτάζω τη γύμνια μου κάμποση ώρα στον καθρέφτη.

Η φυσιογνωμία της δισκογραφικής Λύρα επιθυμεί να ταπούμε στο γραφείο του. Το ραντεβού από τηλεφώνου το κα-νονίζει η Ντέμη, η γραμματέας του αυτό τον καιρό, με πιθα-νή μεσολάβηση του Τάσου Φαληρέα, που παίζει παντού.

Όταν είχαμε συναντηθεί πριν από χρόνια με τον κύριο Πα-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 306

τσιφά –κατόπιν σύστασης του Λεφεντάριου–, ήθελε να πα-ρουσιάζω σε ραδιοφωνική εβδομαδιαία εκπομπή τις δισκο-γραφικές παραγωγές της Λύρα. Μου είχε κάνει εντύπωση οξερός, περιεκτικός λόγος του και η αντίδρασή του όταν τουζήτησα το χρηματικό ποσό που είχα κατά νου.

«Εδώ δεν είναι χόλλυγουντ. Εδώ είναι όχι μόνο Βαλκάνιααλλά και Ελλάδα. Δε δίνονται τέτοια λεφτά εδώ. Ελπίζω νααντιληφθείτε σε ποια χώρα ζούμε και να συνεργαστούμε κά-ποτε...»

Τώρα όμως δεν είναι για μπίζνες.Πίνουμε φρεσκοστυμμένο γκραίηπφρουτ και πριν στε-

γνώσει στα στενά χείλη του, μπαίνει κατευθείαν στο θέμα:«Αναρωτιέμαι γιατί ένας προικισμένος καλλιτέχνης σαν

κι εσένα επιμένει σε σαχλαμάρες του νέου ελληνικού κινημα-τογράφου –όπως τον λένε, αυτές τις προχειρότητες με τονΖερβό και τον Φέρρη και τους άλλους– και δεν εκτίθεταιστους κλασσικούς, στη μεγάλη αλήθεια, στα αριστουργήμα-τα που εξακολουθούν να μας φωτίζουν...»

Το σαν μακιγιαρισμένο σταχτί πρόσωπό του έχει κάτι απ’την ακινησία της μάσκας.

«Κύριε Πατσιφά, πώς να σας το πω, πλήττω με τουςκλασσικούς, μου φαίνονται πολύ μακρινοί, δεν αισθάνομαικαμία έλξη γι’ αυτούς τους τραγικούς ήρωες. Είναι όπως τααγάλματα στα μουσεία, που μπορεί να είναι τέλεια, αλλά δενέχω να κάνω τίποτα μ’ αυτά...»

«Κι έχεις να κάνεις μ’ αυτά τα σκουπίδια, τα υποπροϊό-ντα;»

«Αυτά τα σκουπίδια, όπως τα λέτε, είναι το τώρα, το σή-μερα, αυτό με το οποίο περνάει ο καιρός, οι μέρες μου, ο χα-μένος χρόνος μου...»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 307

«Ο χαμένος χρόνος!»«Ναι, ο χαμένος χρόνος, δε θέλω να σκαρφαλώσω σε ψη-

λές κορφές επιτύμβιου κλασσικού ρεπερτορίου και να μου ξε-φύγει η ζωή, η ροή της καθημερινότητας της εποχής μας, αυ-τό θέλω, να γίνω ένα με το τοπίο».

«Δε θα τα καταφέρεις, η διαφορά είναι αισθητή».«Καλοσύνη σας». Η Ντέμη με συνοδεύει στην πόρτα μ’ ένα φιλί, απ’ τα πα-

λιά καλά.Καθώς ανηφορίζω για την παρέα μου στη ΛυΚΟΒρυΣΗ,

σκέφτομαι ότι δεν μου ’χει ξανατύχει ένας άνθρωπος που δενυπήρξε δάσκαλός μου, σκηνοθέτης μου, χορογράφος μου ναμπει στον κόπο να σκεφτεί την περίπτωσή μου και να μουπροτείνει ανύψωση της καλλιτεχνικής μου υπόστασης.

Τι φυσιογνωμία ο Πατσιφάς! Έχει δίκιο ο Τάσος Φαλη -ρέας που αναφέρεται σ’ αυτόν με δέος.

Σίγουρα δεν έχω σε καμία εκτίμηση το νέο ελληνικό σινε-μά, που δεν έχει καταφέρει τόσα χρόνια τώρα να πετάξει, κά-νω τη μια ταινία μετά την άλλη χωρίς σκέψη, επειδή το εύκο-λο χρήμα, οι παρέες, το ξόδεμα σε ταξίδια και ξενύχτια καιξένοιαστους έρωτες, όλα αυτά για το ξεγέλασμα του χρόνου.Δεν φτάνει που τον καθορίσαμε από μόνοι μας, μας καταπιέ-ζει και μας λεηλατεί κιόλας.

Δεν ξέρω αν θα πρέπει να στραφώ αποκλειστικά στο κλασ -σικό ρεπερτόριο, γιατί ακόμη παραμένω λάτρης της δράσηςτων δρόμων, αλλά οπωσδήποτε θα πρέπει να γίνω πιο επιλε-κτικός και να λέω ακόμα περισσότερα όχι.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 308

Καθώς ανεβαίνω στον Βόλο για να δω την παράσταση τηςΘεατρικής Λέσχης Η γυναίκα της Ζάκυνθος, στην παλιά Η-λεκτρική, αισθάνομαι ένα προμήνυμα ανησυχίας.

Ο Νίκος Σκυλοδήμος στο ρόλο του ιερομόναχου βγάζει α-πόκοσμες κραυγές, κρωξίματα από νυχτοπούλια και συρίγ-ματα του δάσους. Η όλη εμπειρία –γιατί περί αυτού πρόκει-ται– εξελίσσεται σε ανατριχιαστική ψυχοστασία, που αλυ-χτάει νυχτιάτικα πέραν των ορίων, με φόντο φοβιστικά κρέ-πια, υποφωτισμένα από ούλτρα βιολέ.

Ταράζομαι και στο τραπέζωμα που ακολουθεί λέω ταπράγματα με το όνομά τους για τις ανεξέλεγκτες φωνητικέςατραπούς, με σκοπό το πρωτόγονο ουρλιαχτό της εκπαιδεύ-τριας, που στην περίπτωση του Σκυλοδήμου υποθάλπουν τοφευγιό του... Γιατί έχει φύγει και στην παράσταση και τώραστο τραπέζι, σ’ αυτό το μάλλον μυστικό δείπνο, που κάτιτραβάει το δρόμο του ερήμην μας. Ο Νίκος είναι αλλού, δενχρειάζεται να ’σαι ψυχογνώστης, σου δίνει την εντύπωση ότιέχει στενές σχέσεις με τον αόρατο κόσμο.

Τους το λέω, κυρίως στον Σπύρο.«Παιδιά, ειλικρινά σας μιλάω, τα όρια ανάμεσα στο θέα-

τρο και το ψυχοθεραπευτήριο έχουν σβήσει, έχει ένα τρόμο τοόλο θέαμα... Είναι ανησυχητικό και ακατονόμαστο...»

Ο Βραχωρίτης, που θα πρέπει να ξέρει καλύτερα από μέ-να, εκπέμπει ηπιότητα, αλλά όταν μου λένε ότι ο Νίκος πρινξημερώσει τη βγάζει στο φαράγγι της Ανακασιάς και επικοι-νωνεί με τα πουλιά και τους ήχους του δάσους, η ανησυχίαμου φουντώνει.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 309

Κάνω αυτό που νομίζω ότι ξέρω να κάνω και μου αρέσει, δενείμαι πάντα σίγουρος και ίσως αυτό είναι που με κάνει επι-κοινωνιακό με κόσμο διάφορων τάξεων, τάσεων και γούστων.

Έχω συνηθίσει όπου πάω να ’μαι καλοδεχούμενος, μπορείβέβαια να με περνάνε για κάποιον άλλο –ποιος ξέρει, συμβαί-νουν αυτά–, αλλά δεν έχω αναρωτηθεί ποτέ γιατί οι άνθρωποιμου ανοίγονται άμα τη εμφανίσει. Αυτό είναι ερώτημα μεσα-ζόντων ειδικών, που πιστεύουν ότι χρήζω επεξηγηματικήςερμηνείας και αναλαμβάνουν την ευθύνη να με μεταφράσουν,για να μην παρερμηνευθώ απ’ τον πολύ κόσμο. Λες και μ’ έ-νοιαξε ποτέ. Αλλά οι ειδικοί διακατέχονται απ’ την εμμονήτης ουμανιστικής υπόδειξης στην όντως περιπετειώδη ζωήμας, που όμως δεν χρειάζεται καμία αποσαφήνιση ή υπο-γράμμιση, είναι καθαρή, ανοιχτό βιβλίο, χρόνια τώρα...

Νομίζουν ότι επειδή χειρίζονται μια γλώσσα που κυρίωςκρύβει παρά αποκαλύπτει, θα καταφέρουν να αλλοιώσουν τηνπραγματικότητα, λες και είχε την ανάγκη τους. Η παραχά-ραξη ποτέ δεν είναι τόσο τέλεια που να μην μπορείς να την ξε-μπροστιάσεις.

Έχουν αφήσει για λίγο τις πρόβες στην παλιά Ηλεκτρική τουΒόλου και τις βόλτες στην παραλία κι έχουν κατέβει για πα-ραστάσεις στο Εθνικό της φημισμένης Αντιγόνης τους, στοαρχαίο ελληνικό κείμενο του Σοφοκλή. Τους πετυχαίνω σταΠΑΠΑΚΙΑ, που συχνάζουμε εδώ και καιρό, στο μπαρ ή στατραπέζια. Είναι όλοι τους εδώ, όλη η ομάδα της ΘεατρικήςΛέσχης Βόλου.

Το να παίζεις μια τραγωδία στ’ αρχαία ελληνικά με βυζα-ντινό μέλος, ξετυλίγοντας και τη διαδρομή του πολιτισμού με

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 310

τις παρηχήσεις και τους συνειρμούς που το μετρικό όνειροτου αρχαίου στίχου εκπέμπει, είναι ένα ταξίδι στο χρόνο απί-στευτου μεγαλείου, μιας μοναδικής εμπειρίας που επιτέλουςσου προσφέρθηκε – μαγεία. Η Λήδα Πρωτοψάλτη κλαίει απόευτυχία για την παράσταση του Σπύρου Βραχωρίτη, με τουςηθοποιούς του σε εγρήγορση.

Αλλά ακόμα κι εδώ στο μπαρ κουβαλάνε όλη την πυκνήάλω της παράστασής τους, με τον Νίκο Σκυλοδήμο λουσμέ-νο από ένα υπέρλαμπρο, εξωπραγματικό φως, που όμως τονφωτίζει από μέσα του, σαν να έχει έρθει σε απόλυτη αρμονίαμε το είναι του, να ’χουν ξορκιστεί οι δαίμονες και τα φαντά-σματά του. χωρίζουμε γλυκά και με χαμόγελα. Θα βρεθούμε.

«Σίγουρα», επιβεβαιώνει ο Νίκος.Καθώς απομακρύνομαι μέσα στη μαγιάτικη νύχτα, αι-

σθάνομαι ότι αυτό το φως του Νίκου κάπου το ’χω ξαναδεί,μπορεί; Πότε όμως κι από ποιον;

Την επομένη όλοι ξέρουν και την παραμικρή λεπτομέρεια:που τύλιξε το καλώδιο μ’ ένα φουλάρι, για να μην του γδάρειτο λαιμό, που στον τοίχο πάνω στην κάπνα απ’ το καλοριφέρβρίσκεται αποτυπωμένο το περίγραμμά του, σαν ακτινογρα-φία του ξεψυχίσματός του... Το σημείωμα για το τέλος τουπαιχνιδιού, για το θείο βρέφος, «Δεν φταίει κανείς, παρά ηφαντασία μου». Τη μέρα των γενεθλίων του, στα τριάντα ο-χτώ του.

«Οργισμένος θάνατος, πολύ επιθετικός», σχολιάζει ο Γιώρ -γος Κούνδουρος.

Δεν θέλω να κλάψω με κανέναν μαζί, στην κηδεία του πε-ριφέρομαι σαν σκιά στη σιωπή. Τα δάκρυα και οι λυγμοί για

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 311

την απώλεια παντρεύτηκαν με τη συγκίνηση απ’ τη μεγαλειώ -δη Αντιγόνη τους.

«Ματοβαμμένη παράσταση», στοχάζονται μερικοί.«Στοίχειωσε από ανθρωποθυσία», ριγούν κάποιοι.«Εγώ δε θέλω να τη δω τώρα, ίσως κάποια άλλη φορά»,

ξεφυσάνε άλλοι φουμάροντας λυσσασμένα.Η φήμη της παράστασης ταξιδεύει πολύ, όπως και η ίδια

η παράσταση, σε φεστιβάλ θεάτρου, αμφιθέατρα πανεπιστη-μίων και συνεδριακές ημερίδες.

Έχω πειστεί ότι έτσι πρέπει να παίζονται οι τραγωδίες,στ’ αρχαία. Σαν θαμπό πολύτιμο χρυσάφι που λάμπει καθώςέρχεται στο φως.

Η Βέρα, που αυτό τον καιρό απασχολείται στα γραφεία τουΦεστιβάλ Δελφών, με προσκαλεί σε ένα τριήμερο με θεατρο-λογικές ομιλίες, ανοιχτές συζητήσεις καλλιτεχνών με φιλότε-χνους και συντροφικές συνεστιάσεις στη γύρω περιοχή.

Πάμε με τον Κουτέλ και βρισκόμαστε για μία ακόμα φο-ρά σε φορτισμένους χώρους, μυθικά ιερατεία και προαιώνιεςπηγές. Ο Μπομπ Γουίλσον με τους κρωγμούς των πουλιών,που σφυρίζει σε κάθε ευκαιρία, μου θυμίζει νεοϋορκέζικη α-βανγκουάρντια, ο Τσικβαντζέ, ο Γεωργιανός ηθοποιός, που’χε μαγέψει τους θεατρόφιλους με τον Ριχάρδο Γ ΄ και τον Κύ-

κλο με την κιμωλία, επιδίδεται σε θεατρινίστικες διαδρομέςαυτοσυγκέντρωσης στο βάθος κάποιου περιστύλιου, με τηνοπεραττική σύζυγο-μάνατζέρ του να φροντίζει για τις δημό-σιες σχέσεις του, κάποιοι Γερμανοί αρχαιολάτρες υπογραμ-μίζουν το φως στην αρχαία τραγωδία και ο Γιάννης Τσαρού-χης σε μια βεράντα με τον Διονύση Φωτόπουλο, εν μέσω με-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 312

γάλης καλλιτεχνικής συντροφιάς, έχουν στήσει μια γελαστι-κή παρέα στη δροσερή γωνιά.

«Πάντως αυτή η παράσταση του Οιδίποδα είναι καταπλη-κτική», τονίζει με ζέση η Εύα Κοταμανίδου, «νομίζω ότιπρέπει να τη δούμε όλοι, είναι πολύ ιδιαίτερη».

«Γιατί, τι έχει;» υποψιθυρίζει ο Τσαρούχης.«Ο χορός είναι τυλιγμένος σε γάζες, το θέαμα είναι εκπλη-

κτικό, παραπέμπει σε φασκιωμένα έμβρυα, δε βλέπουμε συ-χνά στο θέατρο τέτοια...»

«Στο θέατρο, αγαπητή μου, όλα επιτρέπονται, ό,τι μπο-ρείς να φανταστείς», κάνει σχεδόν παιδικά ο δάσκαλος, «αρ-κεί να έχουν σχέση με το έργο».

Μου ξεφεύγουν κάτι χοντρά γέλια, ο Τσαρούχης φαίνεταινα το απολαμβάνει, μου προσφέρει το χέρι του παλιομοδίτι-κα για να πάμε βόλτα. Τον υποβαστάζω μέχρι την άκρη τηςβεράντας, που τελειώνει σύντομα.

«Δεν υπάρχει καμία τουαλέττα εδώ γύρω...» ψιθυρίζειξαφνικά, ίσα που ακούω τη φωνή του.

«Θέλετε να σας συνοδεύσω;» κάνω σαστισμένος. «υπάρ-χει ανάγκη;»

«Μην τρομάζεις», μου χαμογελάει, «αστειευόμουν».Επιστρέφουμε στην παρέα παίζοντας με το αγκαζέ που

μας έχει προκύψει και ο Διονύσης Φωτόπουλος μας τραβάειμια πολαρόιντ.

Η ιδέα να κάνω το πτώμα μέσα στη νεκροφόρα με οδηγό τονΠαύλο Κοντογιανίδη στο ταινιάκι του Έβρη Παπανικόλα έχειπλάκα και το αποτέλεσμα είναι μια σφιχτή μαύρη κωμωδίανεκρανάστασης και κυνισμού, με διακρίσεις σε ξένα φεστιβάλ.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 313

Γελάμε πολύ και με τον Θανάση Παπαγεωργίου όταν μουπροτείνει να παίξω το ατυχές ριτσάκι που το ’φαγαν οι γάτεςστη Φαύστα του Μποστ.

Η Στοά έχει διάθεση για σουρρεάλ παράσταση, που μέσααπ’ τη λογική του παραλόγου θα απογειώσει σκηνή και πλα-τεία μ’ αυτή την ιλαροτραγωδία εν μέσω σαλόνος. Όταν προ-τείνω στον πατρικό Μποστ, κατά τη διάρκεια των προβών,το ριτσάκι να περιφέρεται στο σπίτι ως φάντασμα μιλώνταςξένες γλώσσες, γίνεται επιφυλακτικός και αντιδρά συγκρα-τημένα.

«Πάνε πολλά χρόνια που ’χω γράψει αυτό το έργο, δεν εί-μαι σίγουρος αν χρειάζεται να προσθέσω τίποτα, μπορεί καινα ’χεις δίκιο...»

«Ωραία ιδέα είναι», σιγοντάρει ο σκηνοθέτης μας.«Και τα τραγούδια ίσως πιο τζαζέ αντί για μαντολινάτα»,

προτείνω στον Βασίλη Δημητρίου, που κάθεται αμέσως στοπιάνο και αυτοσχεδιάζει.

«Κάτι τέτοια γουστάρεις, ψηλέ».«Ναι, νομίζω ότι μου πάει καλύτερα».Φαίνεται ότι αυτό το ανέβασμα έχει κάνει το συγγραφέα

μας σκεφτικό.«Είμαι περίεργος πώς θ’ αντιδράσει ο κόσμος μ’ αυτές τις

παραξενιές», σχολιάζει ο άνθρωπος που ’χει γράψει αυτό τοτόσο ακραίο έργο.

Όμως απ’ την πρόβα τζενεράλε ξεχνάει όλες τις ενστάσειςτου και βλέποντας το θέατρο να γεμίζει με ευφορικά γέλιακαι εγκωμιαστικά σχόλια από παντού για όλους μας, λάμπειαπό πατρική στοργή.

Η παράσταση τραβάει και νεόπλουτους, ευνοημένους απόκομματικές πάσες, που διασκεδάζουν μεν, αλλά «αυτή η κα-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 314

θαρεύουσα του Μποστ, κάπως δύσκολη, βρε παιδί μου». Γε-λάμε με την ασχετοσύνη τους, αλλά όταν μια παράσταση έχειγκελ, ελκύει και εθισμένους στην αγραμματοσύνη. Δεν πει-ράζει, δεν χάθηκε ο κόσμος, το αντίθετο μάλιστα, κόβει εισι-τήρια.

Ένα κεφάτο κατάμεστο σαββατόβραδο παραπατάω –ευτυχώςμε χάρη– απ’ το προσκήνιο και προσγειώνομαι στην αγκαλιάκάποιου ευφορικότατου θεατή, που –ποιος θα το ’λεγε– είναιο κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο οποίος όχι μόνο δενενοχλείται, αλλά στην κριτική του γράφει παραληρηματικάγια τη σουρρεαλιστική ερμηνεία μου και την αξία της υπερβο-λής στην τέχνη, ελπίζω όχι γιατί με φιλοξένησε για μερικάδευτερόλεπτα στην αγκαλιά του ερήμην μου και ερήμην του.

Παρά το υπονομευτικό μεγαλείο και τη χαριτωμένη γε-λοιότητα που εκπέμπω ως ριτσάκι, με τα τυρκουάζ μακριάμαλλιά μέχρι τον πισινό, το δίχτυ με τους αστερίες και τα κο-χύλια, που τονίζουν τη γύμνια του μακρύκανου κορμιού μου,αυτού του αχαρακτήριστου υβριδίου που τραγουδάει με τρα-γανιστό ρο και στροβιλίζεται με προστυχιά λιμανίσιων κα-ταγωγίων, υπάρχουν θεατές που παραμυθιάζονται και με προ -σκαλούν σε τετ-α-τετ. Απίστευτο μου φαίνεται η ακραία σκη -νική εικόνα μου να αναστατώνει σκέλια και να υγραίνει μά-τια. Μπορεί δηλαδή η εμφανής καρικατούρα να γίνει αντικεί-μενο πόθου; Δεν είναι σαφές ότι είναι για γέλια;

Μια κυρία, μάλλον τραγικά φιλότεχνη, με ρωτάει μ’ έναβλέμμα ανεξέλεγκτης υγρασίας στο διάδρομο των καμαρινιών.

«Πώς τα καταφέρνετε και φέρνετε τους ρόλους στα μέτρασας;»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 315

«Τώρα σοβαρά μιλάτε ότι το δωδεκαετές κοριτσάκι μιαςοικογένειας που το κατάπιε ένα ψάρι και ύστερα από χρόνιαξεβράζεται στην κουζίνα του σπιτιού του για να το κατασπα-ράξουν εντέλει οι γάτες είναι κάτι που μπορεί να το φέρει οκαθένας στα μέτρα του; Αυτό κι αν είναι παράλογο».

«Μα το κάνετε όμως τόσο απτό, που σου ’ρχεται να τοπάρεις στην αγκαλιά σου, να το σφίξεις, να μη σου το φάνε οιγάτες...»

«Α, μιλάμε για αρέσκεια, καλοσύνη σας, αλλά, αγαπητήκυρία, δεν είμαι σίγουρος αν το να βρεθώ στην αγκαλιά σαςθα μας χαροποιήσει ή θα μας δυσκολέψει. Άσε που δεν ξέρωαν είστε γάτα με διάθεση για ξεκοκάλισμα, όχι και τόσο δύ-σκολο για το κοκαλιάρικο σκαρί μου...»

Πέφτουν γέλια.Άλλοι πάλι έχουν άλλου είδους ενστάσεις και απορίες: «Πώς ένας ευγενής ταλαντούχος άνθρωπος σαν κι εσάς

κάνει παρέα μ’ ανθρώπους που δε φαίνονται καλόγουστοι καισυμπεριφέρονται τόσο αντιπαθητικά και κακότροπα;»

Σκέφτομαι ότι τα ίδια μπορεί να λένε και για μένα στουςγνωστούς μου και αντιπαρέρχομαι.

Άμα διαθέτεις φαρδείς ώμους, μακριά χέρια, δαχτυλίδι μέση,έχεις ένα και ογδόντα οχτώ ύψος και ζυγίζεις εξήντα οχτώκιλά, δύσκολα βρίσκεις έτοιμα ρούχα στα μέτρα σου· με λαι-μό medium, μανίκια, παντελόνια extra long, οπότε τα πουκά-μισα γίνονται επί παραγγελία στον κύριο Παπαγεωργίου –οοποίος επιμένει ότι οι καλλιτέχνες δεν πρέπει να αφήνουμετους εαυτούς μας στη φυσική φθορά, αλλά να επεμβαίνουμεμε ό,τι διαθέτει η επιστήμη και η αισθητική για τη διατήρη-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 316

ση του ειδώλου–, στον Γιάννη Φαράντο για τα κουστούμιατου θεάτρου, στον κύριο Παπαδάκη για τα κουστούμια τηςπροσωπικής μου γκαρνταρόμπας και στους νεωτερισμούςτου κυρίου χρηστάκη για αξεσουάρ.

«Μήπως σας βρίσκεται η κλασσική αντρική λουστρινένιαγόβα με τον γκρο φιόγκο, που συνοδεύει το φράκο ή το σμό-κιν;» ρωτάω τον παλιό έμπορο με τη μεζούρα γύρω απ’ τολαιμό.

«Αγαπητέ μου, από τότε που έφυγαν οι βασιλείς και βγή-κε το ΠΑΣΟΚ, πουλάμε μόνο ζιβάγκο», μου χαμογελάει σκύ-βοντας πάνω στα ασυναρμολόγητα κομμάτια ενός βραδινούπικεδένιου πουκαμίσου με πλαστρόν.

Ο Σταύρος Μπουζάνης είναι στην Αθήνα όχι τόσο συχνά πια,όσο του επιτρέπουν οι μετακινήσεις του από τη διευθυντικήθέση του Ελληνικού Γραφείου Τουρισμού στη Μαδρίτη. Μουκάνει εντύπωση ο ήρεμος κοσμοπολιτισμός του, με το κυβερ-νητικό του πόστο. Φυσικά οι πολιτικές πεποιθήσεις ενός αν-θρώπου σπάνια –ευτυχώς– επηρεάζουν την κοινωνική συνα-ναστροφή, την ευγένεια και τη διαχείριση της φιλίας, και οΣταύρος είναι φίλος και πολύ καλός μάγειρας.

Όταν με προσκαλεί να με φιλοξενήσει στη Μαδρίτη τηΜεγάλη Βδομάδα, αντί να περάσω ένα ακόμα ελληνικό Πά-σχα, μια ακόμα επιβεβλημένη κατάνυξη για το πάθος τουΘεανθρώπου, με προσδοκία για ανάσταση νεκρών, μετά τηντελευταία παράσταση της Φαύστας την Κυριακή των Βαΐων,πετάω πρωί πρωί Μεγάλης Δευτέρας για Μαδρίτη, από σύ-μπτωση δίπλα στη Βίκυ Μοσχολιού, ντυμένη στα λευκά, μετον αθλητικό σύντροφό της, για να διαπιστώσω ότι η λαοφι-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 317

λής τραγουδίστρια τρέμει τα αεροπλάνα και προσεύχεται σιω -πηλά καθ’ όλη τη διάρκεια της πτήσης, όταν δεν κουβεντιά-ζουμε, κι όταν συζητάμε για ν’ απαλλαγεί απ’ το άγχος· οι ι-στορίες της επιφυλάσσουν εκπλήξεις.

«Ξέρετε πόσο δύσκολο πράγμα είναι η ανατροφή των παι-διών; Έχω δύο κόρες, όταν ήταν δεκατριών δεκαπέντε χρό-νων, τις είχα πάρει μαζί μου σε μια περιοδεία και ένα από-γευμα στο Άμστερνταμ πήγαμε να δούμε ένα πορνό οι τρειςμας, χωρίς φόβο και απωθημένα... Στα δέκα λεπτά προβο-λής, τα κορίτσια μου από μόνα τους γύρισαν και μου είπανε:“Mαμά, πάμε να φύγουμε από δω, τι είναι αυτά τα αηδιαστι-κά πράγματα που βλέπουμε;” και φύγαμε. Όταν όμως πή-γαμε επίσκεψη στην αδελφή μου σε ένα γυναικείο μοναστήριστην Ελλάδα, δε θέλανε να ξεκολλήσουνε από κει. Τα παιδιάαπό μόνα τους, χωρίς κήρυγμα, ξέρουν να ξεχωρίζουν το κα-λό απ’ το κακό...»

Σκέφτομαι ότι κι εγώ αν πήγαινα με τον πατέρα μου σε έ-να πορνό θα του ’λεγα να πάμε να φύγουμε και ότι δεν μ’ εν-διαφέρει, αλλά με φίλους, στα πλαίσια μιας αντροπαρεΐστι-κης μπουρδελλότσαρκας, μπορεί και να χαζεύαμε το θέαμαχασκογελώντας.

Ο Σταύρος μένει στο κέντρο της Μαδρίτης, ξέρει καλά ταστέκια, τις γεύσεις, τα γούστα και τη νύχτα της μητροπολι-τικής πρωτεύουσας του ισπανόφωνου κόσμου. Δεν το είχασκεφτεί πριν. Οι βόλτες μου στις λεωφόρους με τις παλατια-νές προσόψεις, τα θαλερά πάρκα, τις βασιλικές επαύλεις τηνavenida Serrano της ελεγκάντσας και τις ντίσκο του διεθνούςερμαφροδιτισμού, με αποκορύφωμα το Mουσείο Πράδο, αυτό

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 318

το λαβυρινθώδες ιεροεξεταστικό τέμενος, με τους Βελάσκεθ,τους Γκόγια, τους Μπος και τους Μπρύγκελ, μ’ αφήνουν μετο στόμα ανοιχτό.

Όλα αυτά τα χρόνια, με την Ιταλία, τη Γαλλία, την Αγγλίακαι την Αμερική να μονοπωλούν γούστα και να επιβάλλουνσυμπεριφορές, έχω ξεχάσει την τεράστια και μεγαλειώδη πα -ράδοση της ισπανικής τέχνης.

Κάθε μέρα περνάω οπωσδήποτε απ’ το Πράδο για μία δύοώρες και με τον Θανάση Παπαγεωργίου, που έχει προστεθείστην παρέα απ’ τη Μεγάλη Πέμπτη, σε καθημερινή βάση, μιακαι το ξενοδοχείο του είναι απέναντι στο διαμέρισμα του Σταύ -ρου. Συζητάμε για τους πίνακες του Βελάσκεθ, που έχουν κι-νηματογραφικές αρετές πολύ πριν εφευρεθεί το σινεμά.

Προσπαθώ να βρω ένα υποδηματοποιείο για να μου φτιά-ξει την κοφτή μαύρη γόβα των ταυρομάχων, που μαζί με τοτζάκετ τους, από μουαρέ ταφτά, τα ψηλοκάβαλλα εφαρμο-στά παντελόνια, την κρεατί κάλτσα –αυτή την απόχρωση τουανθρώπινου κορμιού στους πίνακες του Φράνσις Μπέικον– α-ποτελούν το πιο στυλάτο αντρικό ντύσιμο που ’χει απομείνειστη μεταβιομηχανική εποχή.

Στο Μοναστηράκι τους της Κυριακής χαζεύω απίστευτακομμάτια αραβοϊσπανικής λεπτοδουλειάς, από χορούς με-ταμφιεσμένης αριστοκρατίας και αιχμηρά αντικείμενα μο-χθηρών ευγενών.

Έχω κέφια κι όταν μαθαίνω ότι ο Γιώργος Βέλτσος είναιστη Μαδρίτη, σε κάποιο φιλικό σπίτι, τον παίρνω τηλέφωνομιλώντας του αγγλικά, του συστήνομαι ως Τόνυ Κέρτις, ναι,ο γνωστός, που ενδιαφέρομαι για κάποιο απ’ τα βιβλία του,μήπως θα μπορούσε να γίνει ταινία.

Απαντάει κολακευμένος μεν αλλά με σαστισμένη επιφυ-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 319

λακτικότητα, που εξελίσσεται σε ελληνικότατη παρωδία χο-ντρού γέλιου. Δίνουμε ραντεβού σε ένα τζαζ κλαμπ της πιά-τσα ντελ Μαγιόρ. Στην ντίσκο PASHA, παλιό λυρικό θέατρο,όπου στη θέση της σκηνής προβάλλει έναν ορίζοντα στη φάσητου ηλιοβασιλέματος, που περνώντας κατά τη διάρκεια τηςνύχτας στη μαγεία του έναστρου ουράνιου θόλου, θα καταλή-ξει το ξημέρωμα σε κάποια παραλία της Ίμπιζα, την ώραπου ανατέλλει ο ήλιος, μια αχαλίνωτη κουκλάρα σε γκρι σουάσωβάζ αποφασίζει να μου μιλάει ιταλικά και να μου δώσειραντεβού σε κάποια πλατεία.

Ο Σταύρος, που σπεύδει να εξυπηρετήσει με τα ισπανικάτου, κόβεται απ’ την καλλονή, που, εμφανώς φευγάτη απόποιος ξέρει τι, με αγκαλιάζει ξεκάρφωτα.

«You never touch my friend», της συστήνει μαφιόζικα οΣταύρος, «he doesn’t like it».

Η τύπισσα αποδιοργανώνεται, πέφτουν γέλια, χορεύω μετις ώρες, καθώς οι μίξεις του γενναιόδωρου κοκαϊνομανούςντιτζέι είναι σούπερ και το ξενύχτικο τοπίο απ’ τα ταξιδεμέναβλέμματα στα αυτοκρατορικά θεωρεία, με φόντο τα θαμπάβελούδα, εκπέμπει παρακρουσιακή κραιπάλη.

Στο κομψό τρίπατο μπαρ-ρεστωράν-κλαμπ, ο Μαδριλένοςευγενής με το χλωμό πρόσωπο, τα επικίνδυνα μεσαιωνικάδαχτυλίδια, τα σατινέ μοκασίνια του χωρίς κάλτσες και τασαλβατορνταλικά αγγλικά του μας προτείνει να ανταλλάξου-με τη μεσογειακή Λένα της παρέας μας –φίλη του Σταύρου–με την πορσελάνινη Κρίστυ της συντροφιάς του, για να κυλή-σει η βραδιά με περισσότερο ενδιαφέρον. Γελάμε και τσου-γκρίζουμε με σαμπάνια.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 320

Στο Τολέδο, στο μικροσκοπικό σπίτι του Γκρέκο, μπρο-στά στον πίνακα της ταφής του κόμητος Οργκάθ, με το απί-στευτο φως που ξεχύνεται από μέσα του, μια Γιαπωνέζακλαίει και μια Γαλλίδα προσεύχεται.

Πάντα μου κάνει εντύπωση όταν η τέχνη γίνεται τόσο α-πτά σωματική.

Δεν μ’ αρέσει να εργάζομαι τα καλοκαίρια κάθε βράδυ, με ά-πνοια και καύσωνες σε ιδρωμένα θέατρα, σε ό,τι προτάσειςμού γίνονται για μιούζικαλ, χαριτωμένα μπουλβάρ ή Αριστο-φάνη λέω όχι. Δεν έχω αντίρρηση για ταινίες ή ελαφρά σή-ριαλ, που τελειώνουν γρήγορα, παίρνεις τα χρήματα και τρέ-χεις σε διακοπές, κομψή αλητεία και ξενύχτια.

Όταν όμως μου τηλεφωνεί ο Γιώργος Μεσσάλας για τρειςπαραστάσεις στον Λυκαβηττό και στο Ηρώδειο με τον Κώ-στα Βουτσά στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη, λέωναι. Ο ρόλος του Αγάθωνα που μου προτείνει είναι πολύ φα-νταιζί, βεβαρημένος από ερμηνευτικά επιτεύγματα προγενέ-στερων. Οι πρόβες έχουν και νεύρο και χιούμορ, ο Βουτσάς έ-χει κέφια, άλλοτε κεντάει κι άλλοτε σταυροβελονιάζει, πάνταμε ρυθμό κι αμείωτο κέφι, είτε τον επισκέπτεται η κόρη τουγια χαρτζιλίκι είτε οι κοινωνικές του υποχρεώσεις τον καλούνσε ξενύχτικες συναναστροφές.

Με βλέπει που ταλαιπωρούμαι με την περικεφαλαία στοκεφάλι μου και σπεύδει να με διευκολύνει:

«Αγόρι μου, κάνε την είσοδό σου με την περικεφαλαία, νακάνει το κομμάτι του κι ο ενδυματολόγος μας, και μετά τηβγάζεις και παίζεις τη σκηνή σου με άνεση. Αφού σε ενοχλείβγάλ’ τη. Μη σκας».

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

o

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 321

Σωστός.Τις Θεσμοφοριάζουσες ανεβάζει και το Θέατρο Τέχνης σε

σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και οι συγκρίσεις σαν προγνωστι-κά ντέρμπυ είναι εις βάρος μας.

Όταν οι πρόβες σφίγγουν κι αρχίζω να έχω μια ιδέα της πα-ράστασής μας, μου θυμίζει κάτι από Μουζενίδη, Σολωμό,αλλά αυτό δεν με απασχολεί τόσο όσο το γεγονός ότι η συ-ναυλία του Μάιλς Νταίηβις στον Λυκαβηττό το βράδυ που έ-χουμε γενική πρόβα όλος ο θίασος, σε ένα χώρο κοντά στηνΠατησίων, πώς θα γίνει να... Πάω στην πρόβα σκοτισμένος,ο Βουτσάς σαν να με περιμένει.

«Άκου να δεις», με παίρνει κατά μέρος, «απόψε έχουμεΜάιλς Νταίηβις, δεν είναι να το χάνουμε αυτό...»

«Ακούς Μάιλς;»«Έχω όλους τους δίσκους του, είναι πολύ μεγάλος, δε συ-

ζητάμε αυτό, θα κανονίσω να φύγουμε απ’ την πρόβα, άσ’ τοπάνω μου».

Ο σκηνοθέτης μάς καλεί όλους.«Γιώργο, προτείνω να περάσουμε όλο το έργο μία κι έξω

απ’ την αρχή και μετά δουλεύεις εσύ με το χορό επιμέρουςκομμάτια, γιατί εγώ με τον Αγάθωνα από δω έχουμε να πάμεκάπου, οπότε πάμε πρόβα να μη χάνουμε χρόνο», ρίχνει α-διαπραγμάτευτα ο Βουτσάς.

Αυτό ήταν.Έχουμε μπλοκαριστεί απ’ το μποτιλιάρισμα του περιφε-

ρειακού, αλλά όταν οι αστυνομικοί βλέπουν τον Βουτσά στοβολάν της Μερσεντές του, μας καλησπερίζουν και μας ανοί-γουν το δρόμο μέχρι πάνω. Παρκάρουμε έξω απ’ την είσοδο

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 322

του θεάτρου. χωνόμαστε στη λαοθάλασσα, που τη διαπερνάειη αύρα της μυσταγωγίας, με την μπάντα να εκπέμπει απί-στευτη έλξη απ’ τον μοναδικό ήχο του Μάιλς, που με τη χρυ-σή κορνέττα και το μαύρο μουαρέ ταφταδένιο τζάκετ με τουςχρυσοκεντημένους δράκους, κοντό σαν ταυρομάχου, πάνωαπ’ το χυτό αραβικό παντελόνι και τα θαμπά χρυσαφιά οριε-νταλίστικα πασούμια είναι μαγικός.

Έχουμε μείνει όρθια αγάλματα με τον Κώστα, εκεί μπρο-στά, στο έμπα της σκηνής, ανάμεσα στα παραδομένα πρόσω-πα και στις ανήσυχες φλιπαρισμένες μούρες, ειδικά του δι-πλανού μας, που θυμίζει τον κουφιοκεφαλάκη Σωτηράκη απ’το PICCOLO.

«Α, ρε, να ’χα την κορνέττα του», αναστενάζει.«Γιατί, ξέρεις να παίζεις;»«Όχι, αλλά απ’ τα χείλη του», συνεχίζει εκστατικός.«Παιδί μου, ψώνιο είσαι; Αφού δεν ξέρεις, τι να το κάνεις

το όργανο; Δε λες να σου πετάξει το τζάκετ του, να το φορέ-σεις, να κάνεις φιγούρα σε καμιά γκόμενα καλύτερα».

Κουνάει το κεφάλι του αχνά.«Δίκιο έχεις».Ο Κώστας γελάει.«Τον ξέρεις;»«Όχι, τώρα μιλήσαμε».«Αχαχαχά, είσαι απίθανος».

Σε μια γενική μας δοκιμή στον Λυκαβηττό, η Βέρα κάθεταιστις πάνω κερκίδες κι εγώ πετιέμαι για να χωθώ δίπλα της,αγκαλιά. Ο Βουτσάς, που κάνει μια βόλτα για να ξεσκάσει, μετο που εντοπίζει τον ενσταντανέ, μας στολίζει με ενθουσιασμό:

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 323

«Τέτοια θέλω να βλέπω, τέτοια».Στην παράσταση στο κατάμεστο Ηρώδειο, κι ενώ το τρί-

το κουδούνι αρχίζει να σημαίνει, η Αντιγόνη με τον Γιώργομπαίνουν φουριόζοι στα καμαρίνια.

«υπάρχει καμία πρόσκληση;»«Τέτοια ώρα τέτοια λόγια, εγώ δεν έχω, αλλά για κάτσε,

δίπλα, εδώ στο καμαρίνι του σκηνοθέτη μας μήπως... να έναςφάκελος, πρόσκληση είναι, πάρτε την...»

Καθώς τρέχουν να προλάβουν, το μάτι μου πιάνει κάτιγραμμένο πάνω στο φάκελο: «Κύριον Ευάγγελο Αβέρωφ».Αμάν, λες να γίνει κανένα μπέρδεμα στην είσοδο;

Καθώς βγαίνω στη σκηνή του ρωμαϊκού ωδείου –σ’ αυτήτη χοάνη που σε καταπίνει– με την έννοια των φίλων μου, τομάτι μου πιάνει την Αντιγόνη στην πρώτη σειρά, απαστρά-πτουσα εν μέσω των μνημειακών επισήμων, συνέρχομαι, αλ-λά καθυστερώ τις αττάκκες μου, ο Βουτσάς αυτοσχεδιάζειάμεσα και με βγάζει απ’ τη δύσκολη, παρασύροντάς με στοκυνήγι κάποιας αόρατης μπάλας του μπάσκετ με κόλπα καιπροσποιήσεις και δήθεν τρίποντο, προς μεγάλη ευχαρίστησητων οπαδών θεατών, με γέλια και χειροκροτήματα ασχέτωςέργου, ασχέτως Αριστοφάνη, ασχέτως ιερότητας του χώ-ρου...

Με το που βραδιάζει, ντύνομαι νύχτα και παίρνω τους δρό-μους. Έχω αποκτήσει τη συνήθεια να περπατάω τις νύχτεςμόνος, χωρίς παρέα, που τη συναντώ σ’ αυτές τις νυχτερινέςβόλτες στα νεκρά βλέμματα κοριτσιών χωρίς εσώρουχα καιχυμούς, που κραυγάζουν άφωνα για τρυφερότητα, ριγμένα ό-πως όπως στα σαρακοφαγωμένα ερημικά παγκάκια, με το α-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 324

ραφινάριστο σεξαπήλ τους χύμα, να επιθυμεί γενναιοδωρία,στα θολά αντρικά βλέμματα, που σε γδύνουν καθώς οι προ-βολείς των αυτοκινήτων τους σε λούζουν στους υποφωτισμέ-νους παράδρομους υποβαθμισμένων γειτονιών, στα ξεπετάγ-ματα εκτονωτικής καύλας πάνω σε καπό, στο πίσω κάθισμα,ανάμεσα σε δύο παρκαρισμένα ημιφορτηγά, κάτω από θα-μπούς λαμπτήρες βιομηχανικής ζώνης, σε άνυδρα παρκάκια,ξεχασμένα στέγαστρα από στάσεις λεωφορείων, πίσω απόακυρωμένα περίπτερα και καφάσια λαχαναγορών. Τι κόσμος,τι ακατάτακτοι χαρακτήρες, τι μασκαρεμένες μούρες. Ντα-βραντισμένοι αρχισιδηρουργοί με δαντελωτά παστέλ εσώ-ρουχα, αγκιστρωμένα σε ζαρτιέρες, κάτω από γκαγκανια-σμένες στολές εργασίας, μποντυμπιλντεράδες ταξιτζήδες μεκοριτσίστικη διάθεση να σε γλείψουν απ’ την κορυφή μέχριτα νύχια των ποδιών και να ρουφήξουν το μεταξένιο γιαταγάνισου, παντρεμένοι που επιτέλους δοκιμάζουν κάτι το διαφορε-τικό, εντυπωσιακά αλλά αδέξια κτήνη και τρυφεροί γίγαντες,χωρίς πολλές συστάσεις και εξομολογητικές αναλύσεις.

Με ένα βλέμμα η απόλυτη συνεννόηση. υπάρχουν και οιφανατικοί του στοματικού έρωτα, που τους αποφεύγω, όπωςκι όσους το βλέπουν ως ανωμαλία ή αμαρτία, βαριέμαι τουςψυχανώμαλους. Πού και πού πέφτω σε σκεφτικούς οικογε-νειάρχες, που με παίρνουν στα ακριβά τους γιωταχί καθώςψάχνω για ταξί μες στο ψιλόβροχο, για να με πάνε σπίτι μου,μακριά από πειρασμούς και αμαρτίες, μιλώντας μου με εντι-μότητα, σαν σε παραστρατημένο απολωλότα, που είναι όμωςκαλή πάστα παιδιού και πρέπει να σωθεί.

Από τι; Πλήττω καθώς τους ακούω σιωπηλός, εκνευρίζο-μαι που δεν ξεσκιστήκαμε –κάποιοι είναι μπάνικοι, καλοχτι-σμένοι, με ταλέντο στο χούφτιασμα κι όχι σε ηθικολογίες και

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 325

κηρύγματα–, χωρίζουμε με μια αύρα κατηχητικού ανάμεσάμας και τα ανικανοποίητα σκέλια μου σ’ αναβρασμό. Καλη-νύχτα.

Τρώω τα σεντόνια και τα μαξιλάρια μέχρι να με πάρει ο ύ-πνος, να χαθώ σε όνειρα με γειτονιές, όπου πίσω από μισά-νοιχτες πόρτες και κουφωτές περσίδες παραμονεύουν λαί-μαργα μάτια κι άγριες επιθυμίες για σμίξιμο, χωρίς κουβέ-ντες, μόνο με τον πόθο και το περαστικό κορμί για λεηλασία.

Όταν χτυπάει το τηλέφωνο τα ξημερώματα, είναι ή το α-νώνυμο πάθος, που δεν λέει να ξεθυμάνει, ή κάποια ντρογκα-ρισμένη κουκλίτσα, απομεινάρι ποιος νοιάζεται ποιας κραι-πάλης, που έρχονται να σβήσουν τη φωτιά τη δική τους καιτη δική μου. Τέλεια. Αυτό θα πει άμεσος δράση. Όχι μόνο πε-ριπολίες.

Είμαι άραγε έρμαιο της εποχής μου; Έχω νιώσει τη μελαγχολία της αφθονίας και των εορτα-

στικών αργιών, την αστρική μοναξιά των υπερατλαντικώνπτήσεων, τη ζήλια για το πιάτο του διπλανού τραπεζιού σταεστιατόρια, τις ψυχοθεραπευτικές ιδιότητες του shopping,την επιθυμία για σεξ στο ασανσέρ, στο αεροπλάνο, μέσα στηθάλασσα ή πάνω στην άμμο, με τους ερεθισμένους περαστι-κούς να απλώνουν χέρι για συμμετοχή... Τόσα πράγματα πουείχαμε δει σε ταινίες, είχαμε διαβάσει σε μυθιστορήματα, εί-χαμε εικονοποιήσει από στίχους ροκ και τζαζ τραγουδιών,που κάποτε μας φαίνονταν μακρινά, εξωτικά και μυθικά καιτώρα εδώ, γύρω μας, δίπλα μας, εντός μας...

«Το βλέπω να ’ρχεται», μου ’λεγε ένας ηθοποιός ένα εξο-μολογητικό βράδυ στο μπαράκι των Μακράκη – Σεϊρλή, α-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 326

πέναντι στης ρΑΤΚΑΣ, «και θέλω να κάνω ό,τι είναι δυνατόνγια να καθυστερήσει».

«Με τη νοσταλγία δε γίνεται τίποτα, όπου να ’ναι οι παλιοίχοροί και τα τραγούδια τελειώνουν, κι εγώ βιάζομαι να ’ρθειό,τι είναι να ’ρθει, να τελειώνουμε και μ’ αυτό».

Τι σου είναι όμως οι ηθοποιοί... Όπου τους φωνάξουν, μέ-σα είναι. Δεν λένε ποτέ όχι, τους είναι πολύ δύσκολο. Θέλουννα έχουν φήμη καλού παιδιού κι αυτή η παραμορφωτική ει-κόνα του εαυτού τους μεταφέρεται και στους ρόλους. Η άρ-χουσα τάξη παρουσιάζεται πάντοτε γκροττέσκα και απάν-θρωπη, χωρίς τη δεξιοτεχνία, την ευελιξία και την ευφυΐατου κακού, και ο λαός πάντα αγνός, παρθένος, αφελής, πουσίγουρα θα πάει στον παράδεισο.

Εκτίθενται σε άσχετα έργα θολών σκηνοθεσιών, επιδερ-μικής διανομής –η διανομή οφείλει να γίνεται με βάση την ι-διοσυγκρασία και όχι το σωματότυπο– και άτεχνης παραγω-γής, με αμφίβολες αμοιβές, κι όταν τα βρίσκουν σκούρα, επι-στρατεύουν το Σωματείο, που έτσι κι αλλιώς, μια και διοι-κείται απ’ τους ίδιους, διεκδικεί υποτονικά, συμβιβαστικάκαι με πτωχοπροδρομική συνδικαλίτιδα. Άλλα αντ’ άλλων.

Ο κλάδος χαίρει ανυποληψίας κι είναι υπεύθυνοι οι ίδιοι οιηθοποιοί, πασίγνωστοι για τους δημοκρατισμούς ηρωισμούςτους, αλλά ανεπαρκέστατοι επαγγελματίες. χωρίς χαρακτή-ρα, τους λείπει το θάρρος της γνώμης και η αδιαπραγμάτευ-τη δεοντολογία της συντεχνίας. Η ιδέα της υψηλής κάσταςούτε που τους περνάει απ’ το μυαλό. Παραδομένοι σε μπανάλθιασαρχίνες, βαθύτατου ναρκισσισμού, σε σωματεμπορικούςπαραγωγούς καταφερτζήδικης λαϊκότητας κι ένα κοινό πουδεν έχει μάθει να περιφρονεί τη συμπλεγματική γοητεία ε-πηρμένων ψώνιων, ένα κοινό που νομίζει πως θεατρίζεται

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 327

συγχέοντας την καλλιτεχνική ενημέρωση με την εμπειρίατης πατημένης παντόφλας.

Έχει αρχίσει βέβαια να κάνει έντονη την παρουσία του έ-νας άλλος κόσμος, που συρρέει σε θεατράκια πρώην αποθή-κες, μηχανουργεία και γκαράζ, κάτω από γέφυρες, που όμωςέχει βιαστεί να εγκλειστεί στη συγκαμένη δυσκοιλιότητα,στο αυτιστικό ψυχοβγάλσιμο και στον αγέλαστο κόσμο τηςπρωτοπορίας. Εδώ δεν γελάνε. Το γέλιο όχι μόνο δεν επι -διώκεται, αλλά και ενοχλεί όταν προκύπτει από θεατές με χιούμορ.

Η χρυσή τομή ωστόσο διαφεύγει.

Ο Γιώργος Κούνδουρος δεν γράφει πια ποίηση, αλλά μαζί μειστορίες για σενάρια ταινιών απ’ το καφέ-μπαρ του ΕΝΑ, δίνεικαθημερινά –και κυρίως τις νύχτες– μαθήματα στυλ ζωής,χωρίς καμία ιδιότητα, κανένα αποκλειστικό επάγγελμα, μετη γνώση να μεταδίδεται μέσω φιλίας, ερώτων και συνανα-στροφών. Οι περισσότεροι θαμώνες συμφωνούν, αν και δενείναι τόσο προπονημένοι όσο ο ίδιος, με αποτέλεσμα καμιάφορά οι παίχτες, τόσο οι ατζαμήδες όσο και οι έμπειροι, να υ-περβαίνουν τα εσκαμμένα.

Συχνά ρηξικέλευθος και αιρετικός, ο νεαρός Γιώργος Κα-κουλίδης, με την αμφισβήτηση και την υπονόμευση πρόχειρηστο τσεπάκι του και στο φεγγοβολημένο βλέμμα του απ’ τονεκστατικό πυρετό της ποίησης, βγάζει τον πολυτεχνίτη Γιώρ -γο Κούνδουρο απ’ τα ρούχα του.

«Κάτσε καλά, γιατί θα ειδοποιήσω το εκατό να ’ρθει να σεμαζέψει».

«Το ίδιο θα κάνω κι εγώ, για να δούμε λοιπόν τι θα γίνει».

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 328

Όταν το περιπολικό καταφθάνει, ο Κούνδουρος ρωτάειτον Κακουλίδη:

«Τώρα αυτό είναι το δικό σου εκατό ή το δικό μου;»Σε άλλη επίσκεψη των αστυνομικών για έλεγχο της άδειας

λειτουργίας του ΕΝΑ, επισημαίνεται στον ιδιοκτήτη η απου-σία εξόδου κινδύνου, που προβλέπει ο νόμος.

«Κι αυτή εδώ τι είναι;» ρωτάει ο Κούνδουρος τους ένστο-λους.

«Αυτή είναι η κυρία είσοδος του μαγαζιού».«Όχι, αυτή είναι η έξοδος κινδύνου, ο νόμος επιμένει στην

ύπαρξη εξόδου κινδύνου, δεν αναφέρει πουθενά για είσοδο, ά-ρα...»

«Ελάτε τώρα, κύριε...» γελάνε και οι αστυνομικοί.

Ποτέ δεν θεώρησα τις ηρωίδες του Τεννεσσή Ουίλλιαμς γυ-ναικείους ρόλους, ποτέ. Αντρογύναια ναι, θηλυπρεπή τέραταναι, αλλά γυναίκες ΟχΙ. Όπως έχει πει και ο ίδιος ο δημιουρ-γός τους, η καλύτερη Μπλανς ήταν η Κάντυ Ντάρλιγκ, μιαεγχειρισμένη καραμελένια αχνοζάχαρη, πρώην αγόρι. Οι ο-μοφυλόφιλοι συχνά νομίζουν ότι ξέρουν τις γυναίκες και ότιέχουν κάτι απ’ την ψυχολογία τους, αλλά δεν είναι αλήθεια,δεν έχουν καμία σχέση.

Εύχομαι πάντως να μη μου τύχει να βρεθώ ποτέ τετ-α-τετ με γυναίκες όλο λεβεντιά και αντρική ντομπροσύνη, γιατίδεν ξέρω τι να κάνω, τρομάζω με το είδος. Οι γυναίκες μ’ α-ρέσουν σαν κορίτσια, όπως τις βλέπω στα περιοδικά, πάνωστη σκηνή, στα αραμπέσκ των χορευτριών, στα μοντέλλα τωνεσωρούχων, τη στιγμή που απαθανατίζονται στο άσπιλο τηςτελειότητας, τότε εξάπτομαι, είναι τόσο τραβηχτικές –ερή-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 329

μην τους ή εν γνώσει τους–, όπως και οι άντρες με τη στολήτης όποιας δουλειάς τους εκπέμπουν ερωτισμό, ενώ όταν σανκύριοι, στρογγυλοκαθισμένοι με τα άχρωμα ρούχα τους, δια-λεγμένα απ’ τα υποταγμένα γούστα των συμβίων τους, τόσοβαρετά, τόσο καθωσπρέπει, δεν, δεν ξέρουν ότι άμα συστη-θούμε και έχοντας βάλει τα καλά τους, άντρες και γυναίκεςθα είναι κάπως, δεν θα είναι σέξυ, όπως τις στιγμές που τις ε-ντοπίζω να διορθώνουν το κυλοττάκι τους που ’χει χωθεί α-νάμεσα στους γλουτούς και τις κόβει, να τεντώνουν τις κάλ-τσες τους γύρω απ’ τα μακριά τους πόδια, μόνες σε κάποιοδιάδρομο, και τότε θέλω να μπω μέσα τους. Μικροί σκεφτό-μαστε τι ωραία που θα ’ταν να γινόμαστε αόρατοι, για ναμπαινοβγαίνουμε όποτε γουστάρουμε στις κρεβατοκάμαρεςμοναχικών καλλονών. Τώρα προσδοκούμε στο διακτινισμό.

Αφού ύψωσε το γιγαντιαίο μακεδονικό του σκαρί κάτω απόμπασκέττες και τη μεστή φωνή του, το εξαγριωμένο βλέμματου και εντέλει το βαρύ χέρι του σε στυφούς προϊσταμένουςκαι ξενέρωτους διευθυντές πρεσβειών και γραφείων Τύπουστην Ευρώπη και την Αφρική, ο Φίλιππος πέρασε μια γεν-ναία φάση κουλαρίσματος και διαλογισμού στην Ινδία, με ό-λες τις ηδονιστικές επιδόσεις που συνεπάγεται ο αισθησιακόςεξωτισμός με το μεταφυσικό φεύγα, και κατέληξε σε μια μο-νοκατοικία με κήπο στα σύνορα Εξαρχείων και Νεάπολης,με Ινδό υπηρέτη.

Η φυσική ροπή του Φίλιππου για τσαμπουκά κάθε φοράπου οι περιστάσεις τον έκαναν να ασφυκτιά δεν μου είναι κάτιάγνωστο. Οι αυτοκαταστροφικές φλίπες της ρίτας, που πά-ντα την άφηναν τραυματισμένη, αλλά και οι στιγμές που η

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 330

οργή του Άλκη χτύπαγε κόκκινο δεν με φρίκαραν. Μπορείσυχνά το πράγμα να ξέφευγε απ’ τα όρια –ποια είναι τα ό-ρια;–, σίγουρα όμως ο καθένας είχε τον τρόπο του, και κυ-ρίως το στυλ του.

Το σπίτι του Φίλιππου είναι ανοιχτό και σου χαρίζεται. Οραμές ρωτάει πριν κάνει οτιδήποτε.

«Να ετοιμάσω φαγητό, μάστερ;»«Ναι».«Για πόσους, μάστερ;»«Για όλους υποθέτω».Κανείς δεν έχει αντίρρηση.

Ο Μήτσος Ευθυμιάδης μου προτείνει να ανεβάσουμε τους Εμιγκρέδες του Μπρόζεκ σε ένα καινούργιο θέατρο εκατό θέ-σεων στα Γιάννενα, σε ένα χώρο τέχνης, το ΠΟΛυΘΕΑΜΑ, μεσινεμά και φουαγιέ για μικρά μουσικά γκρουπάκια, όλα πα-ραγωγή του Δημήτρη και της Ναυσικάς, πολιτικών μηχανι-κών-αρχιτεκτόνων, επικεφαλής μιας τεχνικής εταιρείας που’χει «χτίσει τα μισά Γιάννενα» και έχει όλη την καλή διάθεσηνα κάνει δώρο στην πόλη της, πολιτισμό. Δεν θα είναι μίζεροοικονομικά το εγχείρημα, ο Μήτσος θα διδάξει τους ρόλουςτου εργάτη και του διανοούμενου στον Γιαννιώτη ηθοποιόχάρη Αναστασίου και σ’ εμένα.

Όταν μας διαβάζει για πρώτη φορά το έργο του Μπρόζεκ,με το γρέζι της νικοτινίασης στη στακάτη μπασσαδούρα του,είναι αδρός, ακριβής, αναδεικνύοντας το κείμενο, και εξαιρε-τικά σαφής στη γραμμή που πρέπει να κρατήσουμε αν θέλου-με να ’χουμε παράσταση. Του βγάζω το καπέλλο.

Δεν έχω κανένα λόγο να αρνηθώ. Εκτιμώ τον Μήτσο και

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 331

διασκεδάζουμε μαζί συχνά, μ’ αρέσουν οι αρχαιολατρικές πύ-θειες αναθυμιάσεις του και οι καλπασμοί του, καθημερινοίσχεδόν, σε μεγαλειώδη κουρελαρία και επιβιωτικό miracolo.

Παρά το κοντό και επιβιωτικά πολυμήχανο παρουσιαστι-κό του, να παραπέμπει σε Οδυσσέα, ο Μήτσος έχει στιγμέςπου η γενναιοδωρία των φίλων του τον στολίζει με το σύν-δρομο «Μπλανς Ντυμπουά – καλοσύνη των ξένων».

Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς για έναν άνθρωπο που α-ποφεύγει οποιαδήποτε εργασία εκτός του ατέλειωτου δια-νοητικού σκαψίματος, με μόττο: «Αν η εργασία είναι καλόπράγμα, τότε γιατί μας πληρώνουνε για να την κάνουμε, κάτιύποπτο...» όπως του ’χε πει κάποτε ένας αποφυλακισμένοςφίλος του.

Οι αναγνώσεις μας ξεκινάνε στο διαμέρισμά του, το περι-βόητο υποϊσόγειο, για το οποίο ο Αντώνης –εξαιρετικό ντουέτ -το με τον Μήτσο– έχει σχολιάσει:

«Τώρα εσύ αν θελήσεις ποτέ να αυτοκτονήσεις, θα πρέπεινα βγεις απ’ το παράθυρο και να πηδήξεις προς τα μέσα».

Γελάμε όλοι με διάφορα γύρω απ’ τον Μήτσο και τις υψι-πετείς αναγωγές του σύγχρονων φυσιογνωμιών της πολιτι-κής και της τέχνης σε μυθικά πρόσωπα της αρχαιότητας.Ψάχνει για ομοιότητες και εκλεκτικές συγγένειες.

Οι επισκέψεις του πάνω στο λόφο του Λυκαβηττού για ε-σώτερες συνομιλίες με τον Δία –έχοντας προηγηθεί σπονδήστο θεό καπάκ– κάνουν αίσθηση. Όταν αλλοπαρμένος προ-σγειώνεται στο DADA για τη νυχτερινή ενατένιση του επέκει-να, ο Γιώργος ρήγας τον ρωτάει ανήσυχος:

«Πού ήσουνα, σου τηλεφωνούσα...»«Στην κορυφή».«Και;»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 332

«Μιλούσα με τον Δία».«Αλήθεια, τι κάνει, πώς είναι;»«Κανονικά».

Πέφτουν γέλια παντού, αλλά δεν μας έχει ξανατύχει επί πε-ντέμισι βδομάδες να βρέχει συνέχεια και τα νεύρα μας σταΓιάννενα είναι ρετάλια.

Καθώς οι παραστάσεις αρχίζουν με την παρουσία της πα-νεπιστημιακής κοινότητας να ζεσταίνει το μικρό θεατράκι,χαλαρώνουμε και κάνουμε τη δουλειά μας, εκτός του δασκά-λου μας, που περιφέρεται από μπαρ σε ξενυχτάδικο κι απόπιοτί σε φούμες, υποβάλλοντας άυπνες φοιτήτριες, πρωθιέ-ρειες της κραιπάλης, σε ερωτήσεις του τύπου:

«Εδώ σε θέλω, μάγκισσα, τι είπαν η Πηνελόπη και ο Ο-δυσσέας όταν του έπλενε τα πόδια, ποιο ήταν το κοινό μυστι-κό τους; Εδώ σε θέλω, μάγισσα πλανεύτρα».

Δεν παίρνει καμία απάντηση ποτέ και το κάνει θέμα.«Εσύ δηλαδή το ξέρεις;» του την μπαίνω.«Το ξέρω, δηλαδή νομίζω ότι το ξέρω».«Πες μας το λοιπόν κι εμάς».«Δεν είστε ακόμη έτοιμοι για τέτοια μύηση...»«Καλά, άσε μας, πες το σε καμιά γυναίκα που την εμπι-

στεύεσαι».«Δεν ξέρω καμία τέτοια στα Γιάννενα».«Ξέρεις γιατί;» το γυρίζω σε σοφός.«Γιατί;» ξαφνιάζεται.«Επειδή όλες τους, αν έχεις προσέξει, τη νύχτα φωσφορί-

ζουν, δε φοράνε εσώρουχα κι όπως σταυρώνουν τα πόδια τους,εκεί κάτω κάτι φέγγει, το έχεις προσέξει;»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 333

«Τι λες, ρε αδελφέ;»«Εντάξει, μπορεί να οφείλεται στην υγρασία, αλλά εκπέ-

μπουν το φέγγος φαντάσματος και πώς να τις εμπιστευ-τείς...»

«Φαντάσματος! Τρομερό είναι αυτό, τι λες, ρε συ...»Έχουμε χαθεί μέσα στο ίδιο μας το παιχνίδι, ούτε ξέρουμε

τι λέμε. «Οι γυναίκες των Ιωαννίνων φωσφορίζουν τη νύ-χτα», πού μου ’ρθε.

Κάνουμε παρέα με ενδιαφέρουσες μορφές εδώ και τα ξενύ-χτια μας στο μπαρ του Βαγγέλη του Απολλώνιου, που ζω-γραφίζει, με την καλή του να παίζει πιάνο, και του Νίκου, αει -κίνητου πρώην φωτογράφου στα Εξάρχεια, με επιδόσεις σεδωρικά κείμενα και την άναρχη ενέργειά του να κουρντίζειτους πάντες, τις βραδιές ποίησης και μονόπρακτων στο μπαρ,αλλά και με εκδρομές σε αγιογραφούντες αναχωρητές, καβα-ντζωμένα καπηλειά ντόπιων γεύσεων και αφρώδη κρασιά.

Το τοπίο γύρω απ’ τα Γιάννενα σου κόβει την ανάσα. Γιαμας, τα χλωμά παιδιά της πόλης, επιβιώσασες κατσαρίδεςτων υπονόμων και των υπόγειων στοών, η φύση εδώ πάνωείναι απίστευτη, μ’ όλα αυτά τα νερά στις αποχρώσεις του τε-φρίτη, τα χιόνια και το μυστήριο της αλπικής δρακολίμνης,με την παγωνιά και τα μονοπάτια του κάτω κόσμου, αλλάκαι την απουσία παρουσίας στους υγρούς δρόμους γύρω απ’τη βεβαρημένη αχλή της λίμνης, με το φάντασμα της κυρα-Φροσύνης και τον αυστηρό μητροπολίτη, που εξαιτίας του ό-λα συμβαίνουν μέσα, κλειστά και σφαλισμένα. Ψυχή έξω.

«Είμαστε μερακλήδες, αλλά δε μας αρέσουν οι εξαλλοσύ-νες που γουστάρετε εσείς οι Αθηναίοι, δε γουστάρουμε κου-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 334

δούνια εμείς», μας πετάει περήφανα ένας ξερακιανός μάγκας,γερό ποτήρι και καλός συζητητής.

Όποτε, Δευτερότριτα, κατεβαίνω Αθήνα με το αεροπλά-νο, μου φαίνεται σαν να προσγειώνομαι στο Κάιρο και οι λου-σάτες φυμέ γάμπες των γυναικών, ακόμα και δίπλα σε αντρι-κές κασμιρολινάτσες, έχουν κάτι το κοσμοπολίτικο, εντάξει,στο περίπου.

Οι φοιτήτριες στα Γιάννενα –αραφινάριστη, ωμή, δροσερήσάρκα– από μανάδες Ελληνοαμερικάνες, Βελγίδες, Γερμανί-δες και πατεράδες Μακεδόνες, Μανιάτες και Κρητικούς, συν-θέτουν ωραία ράτσα, σχεδόν εξωτική.

Οι δύο τύπισσες που μοιραζόμαστε το τραπέζι του πολυ-σύχναστου DRUGSTORE το απόγευμα είναι δίμετρες, θεσσαλο-νικιώτικου ταμπεραμέντου και ημίγυμνης ταραχής.

«Θέλουμε να πάμε σε μια ταβέρνα πιο έξω απ’ την πόλη,αλλά είναι γεμάτη φορτηγατζήδες και για να αποφύγουμε τομπέρδεμα, θα μας συνοδέψεις; Έχει ωραίο φαγητό...»

«Καμιά αντίρρηση αν ντυθείτε λιγότερο αποκαλυπτικά».«Τι κακό έχει το ντύσιμό μας;»«Δεν είπα αυτό, αλλά το πρώτο πράγμα που θα τους έρθει

στο μυαλό όλων αυτών είναι: “Πόσο πάει, κορίτσια;” Κατα-λαβαίνω ότι μια και δε ζείτε στην πόλη σας, γουστάρετε νακάνετε ό,τι σας καπνίσει, αλλά υπάρχουν και αντιδράσεις, έως ανεξέλεγκτες...»

«Και τι δηλαδή, θα ζούμε όπως γουστάρουν οι άλλοι;»«Έλα τώρα, αφήστε τις αγορίστικες ροκιές, αλλά άμα

μπουκάρετε στα στέκια τους σαν αχαλίνωτες μήτρες, τους α-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 335

νάβετε, είναι σαν να τους προκαλείτε, και δε γουστάρω ναπαίζω το ρόλο του προστάτη ή του κράχτη».

«Έλα, ρε γαμώτο, κι έχει ωραίο φαγητό...»«Ε, ρίξτε κάτι πάνω σας και πάμε».

Η καθημερινότητα στα Γιάννενα, παρά τη μουλιασμένη υπο-δοχή των πρώτων βδομάδων, έχει εξελιχθεί σε καλή κατά-σταση και όχι μόνο εξαιτίας του πρώτου ρίγους της άνοιξης.Το διαμέρισμα που μας έχει παραχωρηθεί, πάνω απ’ τα γρα-φεία της τεχνικής εταιρείας των ευεργετών μας, είναι στο κέ-ντρο, ανάμεσα σε μπουτίκ, πεζόδρομους, αποθήκες μονοπω-λίου μεταμορφωμένες σε πίστες ντίσκο και γευστικά ουζερί.Όπου υπάρχουν φοιτητές και φοιτήτριες... Είναι τέλεια πουκυκλοφορούμε όλο το εικοσιτετράωρο με τόσες φιγούρες γύ-ρω μας πρόθυμες για περιπέτειες. Οι παραστάσεις μας πάνεκαλά και οι παραγωγοί μας δεν έχουν καμία σχέση με ξενέ-ρωτους χρηματοδότες.

Είναι μέσα σ’ όλα, εκτός των πολύ αινιγματικών καλλιτε-χνικών υποθέσεων, που σ’ αυτή τη φάση συνίστανται στηνευρική εσωστρέφεια του Μήτσου, που δεν μπορούν να εξη-γήσουν και που για μας είναι απλό: Του ’χει τελειώσει τοφουμάρειν.

Όποιες ροκ εντ ρολ μούρες συναντάμε στη γύρα τις επι-στρατεύουμε για να κάνει κεφάλι. Ο δάσκαλος έχει τελειώσειμε τη δουλειά του στην παράσταση ως σκηνοθέτης και παρα-μένει μαζί μας για παρέα, καλό είναι να ’χει και κάτι να πιει.

«Κύριοι», τους κάνει με την ένθεη φωνή του στα γραφείατους «... το θέμα είναι σοβαρό. Σας παρέδωσα την παράστα-ση, είδατε, όπως έπρεπε... Κάντε κι εσείς κάτι τώρα να αι-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 336

σθανθώ ωραία. Δεν μπορεί να μην έχετε κάποιο συμφοιτητή,φίλο που να την έπινε από παλιά, να μας εξυπηρετήσει, τόσοσπουδαίο είναι; Η καθημερινότητα είναι ζόρικο πράγμα, τοκαταλαβαίνουμε όλοι αυτό, κάντε κάτι, αλλιώς να τα μαζέψω–όχι ότι έχω και τίποτα δηλαδή– και να κατέβω Αθήνα. Τικάνω εδώ ξενέρωτος;»

Ο χάρης με κοιτάζει συνωμοτικά. Μπορεί και να μπήξου-με τα γέλια απ’ το μεγαλείο της εξομολόγησής του. Η Ναυ-σικά, που ’χει φτιάξει το λειτουργικό σκηνικό και τα φορεμέ-να κουστούμια, χαμογελάει με γιαπωνέζικη κατανόηση. ΟΔημήτρης αναψοκοκκινίζει κι ανάβει τσιγάρο.

«Θα κοιτάξουμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε», ξεφυσάει λεςκι έχει βουρκώσει ή ιδρώσει.

Καθώς τελειώνουν οι παραστάσεις των Εμιγκρέδων, ο Κου-τέλ και η Πέμυ έρχονται στα Γιάννενα, μαζί και η Κλαίρη,μπας και πάμε καμιά βόλτα τη Μεγάλη Βδομάδα σε Πάπιγ-γο, Βοϊδομάτη, Ζαγόρια, Δρακολίμνη. υπάρχει μια έντασηανάμεσα στην Πέμυ και στον Κουτέλ, αλλά και ποια σχέσηδεν έχει ένταση.

Σε μια νυχτερινή βόλτα με το αμάξι τους μέσα σ’ ένα λαβυ-ρινθώδες δασάκι έξω απ’ την πόλη, αισθάνομαι ότι η Πέμυ κά-πως είναι και πριν κυλήσουμε σε καμιά ατμόσφαιρα Γεθσημα-νής, τους το λέω και το συζητάμε, αλλά την επομένη το πρωί,και με την Κλαίρη να συμπληρώνει το καρρέ, φεύγουμε για ταΖαγοροχώρια, με το τοπίο να τραβάει την προσοχή μας τόσοπολύ, που οι εύθραυστες σχέσεις και των τεσσάρων μας –κα-κά τα ψέματα– παραμερίζονται. Αυτή η διόλου τουριστικήπλευρά της Ελλάδας και εντελώς υπερήφανη μας μαγεύει.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 337

Είναι Μεγάλη Πέμπτη και τα φουσκωμένα νερά των πο-ταμών, τα στενά ομιχλώδη φαράγγια και τα εφ’ ενός ζυγούμονοπάτια μάς ταξιδεύουν –ποιος ξέρει πού τον καθένα–, σαννα παίρνουν μέρος στο πένθος των ημερών. Τα κατσίκια καιτα πρόβατα με το πονεμένο βέλασμα στην πλατεία ενός βου-νίσιου χωριού, που ο καυχησιάρης χασάπης τα πάει για σφα-γή, ανατριχιάζουν τα ευαίσθητα κορίτσια μας –όχι ότι εμείςτελούμε εν αφασία– και αντί ν’ ανεβούμε στη Δρακολίμνη καιίσως να διανυκτερεύσουμε εκεί, με την ανησυχητική πιθανό-τητα να μείνουμε άυπνοι από τα ξωτικά, τα τελώνια και τουςκαλικάντζαρους, όπως μας προειδοποιεί ένας κακοτράχαλοςαλλά ευγενικός βοσκός, ξωτικό ο ίδιος, μας κάνουν να μπού-με στο αμάξι και να γυρίσουμε σχεδόν σιωπηλοί στα Γιάννενα.

Για να περάσει πιο ευχάριστα η βραδιά, καθόμαστε σ’ έναristorante italiano πάνω στην πλατεία, με την αναπάντεχησυντροφιά του Δόξου Αποστολιάδη και της Πάσιας Βανοπού -λου, που επιστρέφουν από κάποιο κατανυκτικό προσκύνημασε βυζαντινό μοναστήρι –άλλα της η Πάσια–, τσουγκρίζο-ντας κόκκινα κρασιά, τσιμπώντας σαλάτα πριμαβέρα και ευ-χές για καλή Ανάσταση, που για τις εύθραυστες σχέσεις μαςαποκτά ιδιαίτερη σημασία, και κατεβαίνουμε στην Αθήνα γιαΠάσχα.

Στο ξενοδοχείο ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΟ των Σπετσών, τα γυρίσματατου Κουτέλ για το Χωρίς φλας, σε σενάριο της ΚατερίναςΜαρινάκη, είναι ξένοιαστα, όπως ταιριάζει σε διακοπές στονΑργοσαρωνικό, με ένα στοιχείο θρίλλερ, καθώς η περιστα-σιακή καμαριέρα Πέμυ Ζούνη –φωτογράφος στο επάγγελμα,σε διάσταση απ’ το σύντροφό της στην Αθήνα Γιάννη Φέρτη–

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 338

τρυπώνει στα δωμάτια των παραθεριστών του αρχοντικούξενοδοχείου, φωτογραφίζοντας την ιδιωτική καθημερινότητάτους χωρίς φλας.

Ο σκηνοθέτης μας ξέρει τι θέλει ακόμα και όταν αντί γιαονόματα ηθοποιών αναφέρεται σε χρώματα απ’ τα ρούχα τωνρόλων τους και χωρίς αμφιβολία καταλαβαίνουμε πολύ καλάτι εννοεί, ασχέτως γέλιων.

Στα διαλείμματα παίζουμε μονά ζυγά και παραδόξως έ-χω ρέντα. Πάμε ένα βράδυ σε μια ντίσκο να κεράσω τα κερ-δισμένα. ρωτάω τον Φέρτη αν όλα αυτά τα χρόνια που ήτανθιασάρχες με την Ξένια, τη Μιμή είχαν κάποιο όφελος, καλ-λιτεχνικό ή οικονομικό.

«Έπαιξες ρόλους που ήθελες, κέρδισες εκατομμύρια, τι;»«Δεν έπαιξα πάντα ρόλους που ήθελα, έμπαινε στη μέση

το ταμείο, ο παραγωγός...»«Ναι, αλλά, Γιάννη μου», κάνει ευγενικά η Σοφία Ολυμπίου,

«στο Αφροδίτη και ο ντετέκτιβ του Σάφερ, που έπαιξες κό-ντρα ρόλο, κι όχι τον αναμενόμενο, ήσουνα εξαιρετικός».

«Ναι, έχεις δίκιο, το θυμάσαι, ε; Ναι».«Αν το θυμάμαι...»«Και από κέρδη, Γιάννη, βγάλατε λεφτά;»«Κοίταξε, αν θέλεις να είσαι εντάξει με τους συνεργάτες

σου, πρέπει να τους πληρώσεις όλους: σκηνοθέτη, βοηθούς,μεταφραστή, σκηνογράφο, ενδυματολόγο, φωτιστή, φυσικάτους ηθοποιούς, το προσωπικό του θεάτρου...»

«Ναι, καταλαβαίνω, έμενε τίποτα στις τσέπες σας;»«Ένα χαρτζιλίκι, αυτό, σε βαθμό που δεν έχει κανένα νόη-

μα να μπαίνεις σ’ όλη αυτή την ιστορία, ενώ μπορείς κάλλιστανα είσαι απλώς ένας ηθοποιός που καλείται, όπως όλοι οι ηθο-ποιοί, να παίζει ρόλους. Αυτό μόνο. Το καλύτερο δηλαδή».

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 339

Έχω την εντύπωση ότι η Πέμυ στα γυρίσματα είναι αλ-λού, αλλά μπορεί να πέφτω έξω.

Η παραγωγή του Ταυρίδη, παρά τα λουσάτα γραφεία της στηΒασιλίσσης Σοφίας, με τις μαρμάρινες σκάλες και τη σαμπά-νια της γνωριμίας μας, δημιουργεί προβλήματα στην ομαλήεξέλιξη των γυρισμάτων –και πότε δεν–, ίσως εξαιτίας αυτήςτης ενθουσιαστικής επίδοσής τους στις δημόσιες σχέσεις, αλ-λά άγουρης σχεδόν ανεπάγγελτης διεκπεραίωσης για την ο-λοκλήρωση μιας μίνι σειράς έξι επεισοδίων για την ελληνικήτηλεόραση! Οι ηθοποιοί αργούν να εξοφληθούν –εγώ συ-μπτωματικά όχι–, ο Κουτέλ φέρει εις πέρας τον ασυντόνιστομηχανισμό με αβίαστη ροή και καλοδιάθετη αύρα διακοπών,που είμαι σίγουρος ότι θα τον ζορίσει στο μοντάζ, καθώς ησύντροφός του, μετά το τέλος των γυρισμάτων στις Σπέτσες,αρμενίζει γι’ άλλα λιμάνια.

Όταν πάμε ένα Σαββατοκύριακο στο θέατρο της Επιδαύ-ρου για κάποια ακραία τραγική ανεδαφικότητα, το βράδυ,μετά τους ΛΕΩΝΙΔΕΣ και τα ΚΑΠΑΚΙΑ, τον ακούω απ’ το α-πέναντι κρεβάτι, μέσα στη νύχτα, να πνίγεται και παίζονταςτον ψύχραιμο αδελφό τού υποβάλλω να σηκωθεί, να πάει στοανοιχτό παράθυρο, να πάρει βαθιές εισπνοές, να πιει νερό καινα γυρίσει ήσυχος να βυθιστεί στον ανακουφιστικό ύπνο του.

Δεν είναι καμιά απ’ τις αδελφές μου στην Αθήνα –η Μαίρηστα Κύθηρα, η Δέσποινα στην Αστυπάλαια–, όταν το τηλε-φώνημα της μητριάς μου με πετυχαίνει κάθιδρο στο διαμέρι-σμα της Κλεομένους, για να μου αναγγείλει το εγκεφαλικό

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 340

του πατέρα μου και τη μεταφορά του στο νοσοκομείο τηςΤρίπολης, βάζοντας τέρμα στις διακοπές τους στο παραλιακόΆστρος.

Παίρνω ταξί και κατεβαίνω στο νοικοκυρεμένο νοσοκο-μείο. Ο πατέρας είναι σε ληθαργική παρατεινόμενη υπνοθε-ραπεία. Έχει συνέλθει απ’ το κώμα, αλλά είναι αλλού.

«Α, ήρθες...»«Ναι, τι γίνεται, πώς πάει;» ρίχνω ανάλαφρα.«Τα ίδια και τα ίδια», μου κάνει και γυρίζει πλευρό.Πολύ μπεκετικό μου ακούγεται, «Τα ίδια και τα ίδια»,

αλλά λίγο αργότερα στέλνει τη συμβία του στο διάδρομο καιμου ψιθυρίζει:

«Αν σβήσω, υποσχέσου μου ότι θα αναλάβεις να τη στηρί-ξεις και οικονομικά και...»

«Και γενικά, ξέρω, μείνε ήσυχος».«Ησύχασα», ξεφυσάει, κλείνει τα μάτια του και βυθίζεται

ξανά.Ο γιατρός του μου λέει ότι έχει γερό οργανισμό, απίθανη

κράση, να μας θάψει όλους, αλλά το ηθικό του είναι πολύ πε-σμένο.

«Ξέρω, πλήττει...»«Ίσως θα ’πρεπε κάτι να κάνετε για να ζωντανέψει, ν’ α-

ποκτήσει ενδιαφέροντα».«Μακάρι να ’ξερα τι...»

Ο Άλκης, που μετά τη Γλυκιά συμμορία έχει δέσει με τη Λέ-νια και ενώ φαινομενικά είναι ένα ακόμα ζευγάρι με τις αγά-πες του και τις κόντρες του, τις σιωπές και τις αξέχαστες ατ-τάκκες, όπως όλες οι σχέσεις εδώ, χρωματίζεται από καρα-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 341

μελένια θηλυκότητα και παιχνιδιάρικο κυνισμό, ένα κοκταίηλπου απελευθερώνει το θάρρος της γνώμης μέσα από κάτιστροβιλισμούς ευφορικότητας για τον ηθοποιό, που δεν θαχάσει την ευκαιρία για παράσταση μπροστά στην παρέα, πουπαρακολουθεί απογειωμένη, για να ’χει να θυμάται.

Κάνουμε συχνά εξαιρετικό ντουέττο με τον Άλκη υψιπε-τούς αυτοϋπονόμευσης σε εσχατολογική ρε μείζονα.

«Είμαστε ξένοι σ’ αυτή την πόλη», δραματικά.«Ναι, είμαστε ξένοι», λυγμικά.«Ήταν μια ψαροκασσέλα», με αξιοπρεπή αυτολύπηση.«... που δεν την ξέρει κανείς», με τραγικό μετεωρισμό.

Στο τηλεοπτικό Ποιος είναι ο κύριος Αλεξίου του Βασίλη Νε-μέα, σε σκηνοθεσία Νίκου Κουτελιδάκη, με τον Γιώργο Πά-ντζα στον επώνυμο ρόλο –όπου μαθαίνουμε ότι η γιαγιά τουείναι συγγενής του Λουκίνο Βισκόντι–, ο δημοσιογράφος –Άλ -κης Παναγιωτίδης– παίρνει συνέντευξη από ένα φτασμένο σκη -νοθέτη –εμένα– σε μια μικρή σκηνή καθ’ ολοκληρίαν αυτο-σχεδιαστική.

Ο σκηνοθέτης μας, για όλους Κουτέλ, έχει δώσει το οκέυκαι καθώς ρολλάρουν οι κάμερες, ο διάλογος εξελίσσεται κά-πως έτσι:

ΑΛΚΗΣ Οι ταινίες σας διαφέρουν σε στυλ των άλλων σκη-νοθετών. Θα λέγατε ότι εκπροσωπείτε κάποια σχολήτου διεθνούς σινεμά;

ΕΓΩ Όντως, ο ιταλικός νεορρεαλισμός, το εγγλέζικο φρησίνεμα, οι Γάλλοι των Cahiers du Cinéma είναι χαρα-κτηριστικές σχολές κινηματογράφησης, αλλά η δική

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 342

μου περίπτωση έχω την εντύπωση ότι ανήκει στη σχο-λή Κουτέλ.

ΑΛΚΗΣ Η οποία συνίσταται...ΕΓΩ Σε αβίαστη ροή, κομψό καδράρισμα, σφιχτό μοντάζ

και μια διάθεση για γεύσεις γαλλικής κουζίνας...

Είμαστε ικανοί να κουβεντιάζουμε με τις ώρες, αλλά τοστοπ του Κουτέλ, με τα ευχαριστώ και τις διαβεβαιώσεις ότι«το ’χουμε», μας φρενάρει.

Ο σινεφίλ βοηθός, ένα φρικιό της παγκόσμιας κινηματο-γραφικής εγκυκλοπαίδειας, μας την πέφτει με τρομερή πε-ριέργεια:

«Ξέρω τόσα πράγματα για το σινεμά, αλλά ειλικρινά αυτήη σχολή Κουτέλ...»

«Σου διαφεύγει», τον διακόπτω, «ρίξε μια πιο προσεκτι-κή ματιά στα ημερολόγια του ντε Μπροκά, του Μελβίλ, τουΑλμπικοκό, του Αλαίν ρομπ Γκριγιέ και θα δεις...»

«Θα το κοιτάξω, ευχαριστώ».Αυτό είναι με τα γυρίσματα. Έχουν απ’ όλα.

Ο Δημήτρης και η Ναυσικά απ’ το ΠΟΛυΘΕΑΜΑ Ιωαννίνων ε-πανέρχονται με τη δελεαστική πρόταση για παράσταση τουΠεριμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ.

Στις πρόβες μας στη σχολή του Γιώργου Θεοδοσιάδη, στοτρίτο έτος, με δάσκαλο τον Γρηγόρη Γρηγορίου, έπαιζα τονΠοτζό, αν παίζεται ένας τέτοιος ρόλος από έναν εικοσιτετρά-χρονο ροκεντρολλίστα, με τα μισά μυαλά πάνω απ’ το κεφάλιτου και τα μακριά μαλλιά του γύρω απ’ αυτό.

Αυτό που θυμόμουνα απ’ αυτό το έργο του λεγόμενου πα-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 343

ραλόγου ήταν το πόσο οικείο και κανονικό μου ’χε φανεί, ακρι-βώς εξαιτίας της ξερής τραγικότητας που εκπέμπει η αλήθειατου. Δεν το θεώρησα ποτέ παράξενο ή περίεργο, αλλόκοτο ή...

Τώρα, στην κουβέντα με τον Μήτσο Ευθυμιάδη, αυτό πουυπογραμμίζεται είναι ότι μια καλή μετάφραση είναι σκηνοθε-τική πρόταση, ιδιαίτερα με τα έργα των κλασσικών, σκηνο-θετημένα από γραφής τους, με ακρίβεια, χωρίς επεξηγηματι-κές φροϋδικότητες και παραφερνάλια καλλιτεχνικότητας. Έ-χουμε ακούσει για τη μετάφραση του Μίνου Βολανάκη και,ευκαιρίας δοθείσης, ένα μεσημέρι στη Σκουφά τον σταματάωαπ’ τη σχεδόν καθημερινή κατεβασιά του προς Εξάρχεια, πά-ντα απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο του DOLCE:

«Κύριε Βολανάκη, με τον Μήτσο Ευθυμιάδη λέγαμε ανγίνεται να διαβάσουμε τη δική σας μετάφραση του Περιμένο-

ντας τον Γκοντό, έχουμε ακούσει γι’ αυτήν...»«Τι θα παίξεις;» μ’ αιφνιδιάζει.«Τον Βλαντιμίρ».«Πρόκειται ν’ ανεβάσω το έργο με πολύ μεγάλους πρωτα-

γωνιστές και σε θέλω για την παράστασή μου...»«Κοιτάξτε, δεν υπάρχει περίπτωση ν’ αφήσω την ομάδα

για οποιαδήποτε πρόταση, έτσι κι αλλιώς για τη μετάφρασήσας σας σταμάτησα, αλλά αφού ετοιμάζεστε ν’ ανεβάσετε τοέργο, υποθέτω ότι οι δρόμοι μας...»

«Ακριβώς».Εντάξει, δεν θ’ ανεβάσουμε τη μετάφραση του Μίνου. Ο

Μήτσος έχει ήδη καταλήξει στη μετάφραση της Ελένης Βα-ρίκα, λιτή, δωρική, χωρίς περιγραφικότητες και υγρασίεςμπελκάντο, μας πάει πολύ.

Με τον χάρη Αναστασίου Εστραγκόν, τον Γιώργο Σαμπά-νη Ποτζό, τον Ηλία χριστόπουλο Λάκυ κι ένα αγόρι, ένα αγο-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 344

ροκόριτσο, την Ελένη. Δεν μου πολυαρέσει η ιδέα του κοριτσιούστο ρόλο του αγοριού σε ένα τόσο αυστηρά αντρικό έργο, αλλάκανείς δεν είναι τέλειος, γιατί να ’ναι μια παράσταση...

Στις πρόβες υπάρχει μια κοντρίτσα δημιουργικού τύπουανάμεσα στον Γιώργο και τον Μήτσο, με τον ηθοποιό να επι-δίδεται σε χρωματισμούς, τονισμούς και υπογραμμίσεις καιτο δάσκαλο-σκηνοθέτη να επιμένει σε ένα ισοκράτημα ξενυ-χτισμένου εωθινού. Ο Γιώργος δεν έχει πειστεί ακόμη ότι τοκείμενο του Ιρλανδού διαθέτει από μόνο του τρομερή δύναμη,δυναμιτικές σιωπές, εξαιρετικό εκτόπισμα, μετέωρες παύ-σεις, χωρίς κανένα παιχτικό στολίδι, που πετάει έξω όλα ταπεριττά...

Καθώς οι πρόβες προχωρούν, όλοι συντονιζόμαστε, παρά τιςσυμποσιακές επιδόσεις του Σαμπάνη στην κίτρινη τεκίλα, ταμισόγελα του χάρη για τις μπάσσες εκρήξεις του Μήτσου απ’τη σκοτεινή πλατεία, μέσα στο σύθαμπο της μπαρουτοκα-πνισμένης τελετουργίας, και τη δική μου καλογερίστικη πει-θαρχία: Μου φαίνεται ο καλύτερος τρόπος για να ανταποκρι-θώ στις απαιτήσεις του έργου στο ρόλο του Βλαντιμίρ, συνε-χώς παρόντα, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος –εκτός των στιγ-μών που πάει προς νερού του–, με κάτι μονολόγους, και κάτιαντιδράσεις και μια καλοκουρντισμένη φάμπρικα, που όποτεπάει να ρουτινιάσει, ξαναπαίρνει μπρος, γιατί το μόνο που έ-χει απομείνει είναι το παιχνίδι.

Τι έργο... Δυο μούρες, απομονωμένοι στην ξέρα μιας ερη-μιάς, περιμένουν τις συζύγους τους, ενώ δεν είναι καν πα-ντρεμένοι, όπως έγραψε κάποιος τεχνοκριτικός.

Οι φωτογραφίες της Μαριάννας Οικονόμου απ’ τις τελευ-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 345

ταίες πρόβες μας είναι εξαιρετικές. Η βιβλική χρωματικήγκάμα τους, καδραρισμένη ζωγραφικά, βγάζει μια θρησκευ-τικότητα αυτής της υπαρξιακής ψυχοστασίας, ό,τι καλύτεροέχω δει.

Και ενώ οι πέντε τελευταίες πρόβες μας αρχίζουν να γίνο-νται αποκαλυπτικές, πληροφορούμαστε ότι δεν μπορούμε νακάνουμε τις λίγες παραστάσεις που είχαμε προγραμματίσειστο Αμόρε, πριν τα Γιάννενα, διότι ο κύριος Βολανάκης, που’χει τα δικαιώματα του έργου για παραστάσεις στην Αθήνα,θα μας κάνει ασφαλιστικά μέτρα, που σημαίνει ότι μπορούμενα παίξουμε μόνο στα Γιάννενα. Μας φαίνεται απίστευτο, ξε-νέρωτο και αντικαλλιτεχνικό. Τα έργα είναι για όλους. Τι θαπει «με μεγάλους πρωταγωνιστές» σε έργο του Μπέκετ;

Οι μεγάλοι πρωταγωνιστές σ’ αυτή τη χώρα, σ’ αυτή τηφάση κάνουν σαχλαμάρες στα Δελφινάρια και στις βιντεο-κασσέττες. Είναι όλοι τους πολύ ταλαντούχοι, αλλά «αν ήξε-ραν και τι παίζουν», σχολίασε κάποτε ο οσκαρουαλδίζων Δη-μήτρης Κωνσταντινίδης. Όχι, θα ανεβάσουμε την παράστασηκαι θα πάμε σε δίκη.

Η πρεμιέρα μας στο Αμόρε είναι η πρώτη μας παράστασηχωρίς σκηνοθετικά στοπ, μια κι έξω, και μας βγαίνει συναρ-παστική. Το καταλαβαίνουμε από την αφουγκραστική σιωπήτης πλατείας και το ενθουσιώδες χειροκρότημα. Τα καμαρί-νια γεμίζουν ικανοποιημένους γνωστούς, χωρίς ντροπές καιυπεκφυγές, κάτι ξέρουμε απ’ αυτά, για το έργο που αποδόθη-κε όπως του έπρεπε. Επιτέλους.

Ύστερα από δυόμισι βδομάδες παραστάσεων με κόσμο, έναπρωινό του Δεκέμβρη με λιακάδα μπαίνουμε στα δικαστή-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 346

ρια. Ο κύριος Βολανάκης εκπροσωπείται από δύο νεαρούς δι-κηγόρους, η απουσία του σχολιάζεται απ’ τον πρόεδρο, πουμε καλεί απ’ το έδρανο με βρετανική γκρι σιελ διαύγεια.

«Τι έχετε να πείτε;»«Εκ μέρους της ομάδας, ένα ερώτημα: Δεν έχουμε το δι-

καίωμα να ανεβάσουμε ένα έργο επειδή το έχει στο συρτάριτου κάποιος μεγάλος Βολανάκης, Κουν, Μινωτής για όποτεαποφασίσει; Εμείς δεν είμαστε καλλιτέχνες; Δε μας ενδιαφέ-ρουν τα μεγάλα έργα;»

«Καταλαβαίνω. Πόσο θέλετε να το παίξετε ακόμα στηνΑθήνα;»

«Μέχρι τέλος Ιανουαρίου, μετά έτσι κι αλλιώς ανεβαίνου-με στα Γιάννενα. Είναι κανονισμένο».

«Έτσι να κάνετε. Γεια σας. χάρηκα».«Ευχαριστούμε».Μου κάνει εντύπωση που κατάλαβε και που χάρηκε. Δεν

μπορώ να υποθέσω τίποτ’ άλλο πέρα απ’ το ότι η αλήθεια έ-χει δύναμη.

Στο Αμόρε το βράδυ, πριν και κυρίως μετά την παράστα-ση, πέφτουν τσουγκρίσματα ποτηριών και γέλια απογειωμέ-νης συντροφικότητας, σαν να παίξαμε σε κατάμεστο γήπεδοκαι κερδίσαμε την εκτίμηση των φιλάθλων.

Ο Γιώργος Σαμπάνης αποδίδει κάθε βράδυ τον Ποτζό τουταχυδακτυλουργικά και αβίαστα, για να συνεχίσει μετά μέσαστη νύχτα το ταξίδι της κίτρινης τεκίλας.

Κάνει πολύ κρύο σήμερα το απόγευμα καθώς ετοιμάζο-μαι για το θέατρο. Η πρώτη παράσταση του ’89, κι έχουμεκόσμο, θα μπορούσαμε να το πάμε μέχρι τέλους της σαιζόν,

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 347

ίσως αντέχει, αλλά πρέπει να ανέβουμε στα Γιάννενα τον Φε-βρουάριο.

χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνω, η αδελφή μου η Μαίρη.«Ο μπαμπάς...»«Μάλιστα...»«Έφυγε...»«Ναι, θα κατέβω μετά την παράσταση απ’ το σπίτι...»«... ναι...»Όχι πως δεν το περιμέναμε, αλλά ποτέ δεν είσαι έτοιμος

για... Είχε παραιτηθεί. Γερό σκαρί, αλλά βαριότανε. Τα τε-λευταία χρόνια... Εβδομήντα οχτώ χρόνων...

Πρέπει να μου φαίνεται, γιατί με το που μπαίνω στο γε-μάτο φουαγιέ του θεάτρου, ο Σαμπάνης κι ο Μήτσος με ακο-λουθούν στα καμαρίνια.

«Τι τρέχει;»«Τι έχεις;»«Τίποτα».«Είσαι σίγουρος;»«Δε μου φαίνεσαι ίδιος».«Άλλος μου είσαι σήμερα».«Έλα, τι είναι;»«Πέθανε ο πατέρας μου».«Και...»«Ε, ήρθα να παίξω και μετά θα κατέβω στο σπίτι στον

Πειραιά...»«Και θα παίξουμε; Τρελός είσαι, ρε;» ωρύεται ο Σαμπά-

νης. «Τι είμαστε εδώ; Εθνικό Θέατρο; Πήγαινε στον πατέρασου, φίλε μου, κι άσε το θέατρο γι’ απόψε».

«Έχει πολύ κόσμο και...»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 348

«Θα τη ματαιώσουμε, αγόρι μου, πάω τώρα αμέσως νατο ανακοινώσω, θέλει και ρώτημα!»

Κατεβαίνω στον Πειραιά.

Οι μέρες που ακολουθούν και κυρίως οι παραστάσεις φορτί-ζονται απ’ την απουσία του πατέρα μου. Όταν λέω τα λόγιατου ρόλου «Καβάλα στον τάφο, δύσκολη γέννα. Στο βάθοςτης τρύπας, ονειροπολώντας, ο νεκροθάφτης θάβει τα εργα-λεία του. Έχουμε καιρό να γεράσουμε. Ο αέρας είναι γεμάτοςαπό τις κραυγές μας. Αλλά η συνήθεια είναι μεγάλος σιγα-στήρας. Δεν μπορώ να συνεχίσω. Τι έλεγα;», πράγματι δυ-σκολεύομαι να συνεχίσω, πρέπει να αποφύγω τα δάκρυα, πρέ -πει να παίξω αυτό το παιχνίδι μέχρι το τέλος.

Είμαστε πια στα Γιάννενα όταν μου προκύπτει μεταχρο-νολογημένο πένθος. Όλα αυτά τα χρόνια δεν κατάφερα να πωστον πατέρα μου –όπως ούτε και στη μητέρα μου τότε– ότιτον αγαπούσα, και ας μην έδειχνα να τον εκτιμάω και πολύκαι ότι η συχνή ειρωνεία μου δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι γιανα δείχνω ότι δεν τον είχα ανάγκη, ότι ήμουνα ανεξάρτητος,ελεύθερος, απογαλακτισμένος από πολύ μικρός.

Κάνω βόλτες μόνος μου μέχρι κάτω στη λίμνη και σκέ-φτομαι πως πολύ δύσκολα θα πω ναι σε καλλιτεχνικές προ-τάσεις, μετά το έργο του Μπέκετ όλα μου φαίνονται μικρά κιασήμαντα.

Το συζητάμε με ένα νεαρό μπροστά στα μικρόφωνα τηςραδιοφωνικής του εκπομπής εδώ στα Γιάννενα. Το τηλέφωνοκαλεί και μας μεταφέρει ερωτήματα, κυρίως φοιτητριών, κυ-ρίως για το έργο του Μπέκετ, μια αχνή κοριτσίστικη φωνήθέλει να μιλήσει μαζί μου κατ’ ιδίαν.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 349

«Μόλις τελειώσετε, θα σας περιμένω έξω απ’ το κτήριο».«Πώς θα σε...»«Θα με καταλάβεις, θα είμαι μ’ ένα πράσινο σπορ αμά-

ξι...»χαμογελάω, σαν πλάκα μού φαίνεται, αλλά όταν βγαίνω,

ένα πλάσμα σε μελί αποχρώσεις, σαν να ’χει βγει απ’ τις σε-λίδες του εγγλέζικου Vogue, ακουμπισμένο πάνω σ’ ένα κυ-παρισσί MG, διθέσιο, μου κάνει σινιάλο με συγκρατημένη ευ-γένεια.

«Εδώ είμαι, με λένε Έρη».«Aπό πού είσαι;»«Aπό δω, απ’ τα Γιάννενα».«Δεν το πιστεύω, με τέτοιο στυλ...»«Γιατί όχι;»Πάμε βόλτα στο κάστρο και γύρω απ’ τη λίμνη, παρκά-

ρουμε έξω απ’ το ξενοδοχείο μου, δίπλα στην αγορά, είναι αρ-γά, προβολείς από φορτηγά μάς λούζουν καθώς φιλιόμαστεαγκαλιά. Το κορμί της μυρίζει εξοχή την άνοιξη, την κρατάωαγκαλιά μέχρι να ξημερώσει, χωρίζουμε υπνωτισμένοι. Όλημέρα τηλεφωνιόμαστε, το απόγευμα έρχεται απ’ το δωμάτιόμου, λιγώνομαι απ’ την ομορφιά της και το γούστο της, τημυρωδιά της, την επιδερμίδα της, την αγαλμάτινη στεγνήαύρα της.

Το βράδυ, μετά την παράσταση που βγαίνουμε για φαγη-τό, ο Σαμπάνης, που τη βρίσκει πολύ όμορφη για να ’ναι αλη-θινή, τη ρωτάει:

«Εσύ τώρα είσαι ζωντανή;»«Ζωντανή για τους ζωντανούς, για τους άλλους δεν ξέρω».«Και ετοιμόλογη! Μπράβο, κι είσαι εδώ για καλό ή για

κακό;»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 350

«Εξαρτάται...»«Άλα της, μπράβο, ο συνάδελφος και φίλος μου πρέπει να

’ναι πολύ τυχερός».«Θα δείξει», του χαμογελάει ατάραχη. Τη λατρεύω.

Η τελευταία μας παράσταση την Κυριακή των Βαΐων είναιπολύ φορτωμένη. Η Βάνα με την Ηλέκτρα, που βρίσκονταιστα Γιάννενα για το Πάσχα, περνάνε απ’ το θέατρο και μετάτην παράσταση βγαίνουμε όλοι μαζί για φαγητό, και ποτά,και ντίσκο, κάποιος μου πασάρει ένα στριφτό, μου φεύγει τοκεφάλι, η Έρη και οι χορευτικές φιγούρες της ντίσκο με το«Pretty woman» του Νηλ Σεντάκα στριφογυρίζουν μέσα κιέξω, λιποθυμάω μπροστά απ’ το παρκαρισμένο MG, η Έρημε συνεφέρνει, οδηγεί μέχρι το ξενοδοχείο, βγαίνουμε στο πε-ζοδρόμιο, ξαναλιποθυμάω, συνέρχομαι αμέσως με γέλια, παίρ -νουμε το κλειδί απ’ τη ρεσεψιόν, ξαναπέφτω μπροστά στο α-σανσέρ, όλα θολώνουν, καταφέρνουμε να φτάσουμε στο δω-μάτιο, ο ίλιγγος έρχεται και φεύγει, η Έρη μου κρατάει συ-ντροφιά με αλατισμένο νερό και κομπρέσσες, είναι τόσο ό-μορφη καθώς σκύβει πάνω μου, κάνω να της ρουφήξω ταχείλη, αλλά το δωμάτιο γυρίζει ανάποδα και νιώθω σαν ναβυθίζομαι σε βάραθρο, το ανασηκωμένο μαξιλάρι με ηρεμεί,η Έρη φεύγει το ξημέρωμα, λίγο πριν βυθιστώ σ’ έναν ξύπνιούπνο.

Όταν συνέρχομαι, είναι μεσημέρι, τηλεφωνώ σπίτι της, ημητέρα της μου λέει πως κοιμάται, μαζεύω τα πράγματά μουμε οικονομία κινήσεων, αποφεύγω το σκύψιμο, πληρώνω τοξενοδοχείο, σηκώνω την τσάντα, μου ’χουν φωνάξει ταξί, με

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 351

πάει στο σταθμό υπεραστικών λεωφορείων, κατεβαίνω στηνΑθήνα.

Νωρίς το βράδυ την παίρνω στο τηλέφωνο, δεν ξέρουμε τινα πούμε, είναι συγχυσμένη. Εντάξει, αύριο θα πάω σ’ έναγιατρό.

υπερκόπωση, στομαχικός ίλιγγος, ορθοστατική υπότα-ση, μαθαίνω ότι είμαι υποτασικός, τονωτικές ενέσεις, βιταμί-νες τζινσένκ, έχω τρομοκρατηθεί, αλλά δεν είναι αυτό το θέ-μα. Μου λείπει η Έρη. Τα τηλεφωνήματά μου και τα γράμ-ματα που γράφω, αλλά δεν της στέλνω, κραυγάζουν την αδυ-ναμία που της έχω.

Κατεβαίνει στην Αθήνα να τα πούμε από κοντά, έχει πε-ράσει ένας μήνας, έχω συνέλθει, αλλά είμαι προσεχτικός.Μακριά από μαριχουάνα σε συνδυασμό με λευκό κρασί.

Την πρώτη βραδιά που βγαίνουμε και πάμε στο πάρτυ τηςΣίας –με τον πιο βελούδινο καλλιφορνέζικο τρόπο ζωής πουσυνάντησα στην Αθήνα–, μένει άφωνη, όλοι είναι λειώμα, άλ-λος από αλκοόλ άλλος από ντρόγκα, φλογισμένα πάθη και αι-σθηματικές αδυναμίες, όλα αυτά τα πρόσωπα που τους ανα-γνωρίζει απ’ τα περιοδικά και την τηλεόραση, με τους τονι-σμούς τους και το στυλ τους, δεν το πιστεύει.

Όταν γυρίζουμε σπίτι, τραβιέται στην άλλη άκρη του με-γάλου κρεβατιού απομονωμένη.

«Έτσι ζεις;» μου ψιθυρίζει μέσα στο ριγωτό ημίφως απ’τις περσίδες.

«Έτσι και χειρότερα, κάθε μέρα και κάθε νύχτα».

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 352

Τη βδομάδα που περνάει μαζί μου, της κλείνω δουλειά στηνμπουτίκ του Αρμάνι –τους αρέσει πολύ–, αλλά παραμένει ξά -γρυπνη, ανόρεχτη και βγάζει κοκκινίλες στο φίνο πορσελάνι-νο πρόσωπό της. Η γλυκιά μου ανθίζει μόνο στα Γιάννενα. Ε-δώ μαραίνεται.

«Δε νομίζω ότι μπορώ να μείνω μαζί σου εδώ στην Αθή-να».

«Και τι προτείνεις, να χωρίσουμε;»«Όχι, να έρθεις να περάσουμε φέτος το καλοκαίρι μαζί

στην Πάργα, σ’ ένα σπίτι που δε μένει κανένας, θα είμαστε οιδυο μας πάνω στην παραλία, θα είναι ωραία...»

«Και τι θα κάνω τρεις μήνες; Θα μπαινοβγαίνω στη θά-λασσα, θα σε κοιτάζω στα μάτια, θα χαζεύουμε το ηλιοβασί-λεμα, θα περπατάμε πιασμένοι τρυφερά πάνω στην αμμοθά-λασσα, θα κάνουμε έρωτα, ως πότε, για πόσο καιρό; Ηθοποιόςείμαι, η θέση μου είναι στην πόλη, όχι στην εξοχή...»

Επιστρέφει στα Γιάννενα. Στα τηλεφωνήματά μας ακού-γεται σαν να περνάει κρίση, σαν να έμαθε τρομερά πράγματαγια μένα, πόσο αχαλίνωτος σεξουαλικά είμαι, πόσο βουτηγ-μένος στην ντρόγκα και στις κραιπάλες, συνοδός κυριών καικυρίων επί χρήμασι, δεν ξέρει τι να κάνει μ’ όλα τα αισθήμα-τα που νιώθει για μένα, για την έλξη μας, για τη σχέση μας,αλλά και με τον κολακευμένο καγχασμό μου για όλα αυτά τακουτσομπολιά. Ώστε είμαι τέτοια πολυσχιδής φυσιογνωμία,με τόσες πλευρές, εφτάψυχη γάτα, για φαντάσου. Άσ’ το νακυλάει, ό,τι είναι να γίνει θα γίνει.

Έχω αρχίσει να ενοχλούμαι απ’ την τηλεόραση, όχι ότι τηνπήγαινα και ποτέ μου, αλλά όσο περνάει ο καιρός, μου φαίνε-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

o

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 353

ται πολύ καθυστερημένη. Αυτός ο φλατ φωτισμός, να καδρά-ρει άτσαλα καρικατούρες των σήριαλ, κληρονομημένες απ’την επιθεώρηση και τον παλιό κινηματογράφο, το ξεφωνητό,το ρατσισμό για τον κοντό, τον ψηλό, τον χοντρό, τον βραδύ-γλωσσο, τον χίππη, την αδελφή – αισθάνομαι βαθύτατη πε-ριφρόνηση. Όποτε μου προτείνουν ρόλους σε τηλεοπτικέςσειρές που υποψιάζομαι ότι πάνε για λαϊκίστικες επιτυχίες,φεύγω τρέχοντας. Να γίνω δημοφιλής από μπαναλαρίες καιχοντροκοπιές; Να μου λείπει. Προτιμώ χαμηλόφωνος καικομψός παρά επιτυχημένος τηλεοπτικά.

Κάπως γίνεται εδώ και οι επιτυχημένοι, ιδίως του θεάμα-τος, έχουν κάτι το γκροττέσκο, χαίρονται άγρια, είναι κακο-ντυμένοι, κάτι ευαίσθητες με οπισθοβαρή χαμηλοκωλίαση,κάτι στραβοχυμένοι με γλοιώδη ανθρωπιά, φαρδιές αντιερω-τικές λεκάνες, που πιάνουν πολύ χώρο, τους ενδιαφέρει ο πα-ραγοντισμός, δεν έχουν αντίρρηση να πολιτευτούν, βλαχοδή-μαρχοι, εργατοπατέρες, λιμασμένοι, ατσούμπαλοι, δεν γου-στάρω καθόλου.

Παρακολουθούμε με τον Κουτέλ την πρόβα τζενεράλε τωνΦοινισσών στην Επίδαυρο. Η γεωμετρική κίνηση των ηθο-ποιών στην ορχήστρα είναι εντυπωσιακή. Ο Αλέξης Μινωτήςδιευθύνει την πρόβα καθισμένος στον μαρμάρινο θώκο, μιακουβερτούλα της Ολυμπιακής τον καλύπτει ελαφρά ριγμένηπάνω στους ώμους του.

Έχουμε έρθει κυρίως για να δούμε το φίλο μας τον Αντώ-νη, που παίζει στην παράσταση, που μ’ όλο τον γερμανικόκλασσικισμό της μας τραβάει την προσοχή. Όταν ο Μινωτήςσηκώνεται για να μπει στη δράση, ο βοηθός του Μεσσάλας

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 354

παίρνει τη θέση του. Η Αντιγόνη-Σκούντζου περιμένει τοντυφλό πατέρα της Οιδίποδα-Μινωτή, που ’χει αρχίσει τα μα-κρόσυρατα υποβλητικά «ώου» στον τελετουργικό γύρο τηςορχήστρας. Απλώνοντας το χέρι του για να ακουμπήσει τονώμο της κόρης του, ο τραγικός γέρων, που προφανώς κάποιοφλέμα του ’χει σταθεί στο λαρύγγι, το φτύνει μεγαλόπρεπα,χωρίς να μειωθεί η ένταση της τραγικότητας των αθάνατωνστίχων απ’ το στόμα του.

Κουτρουβαλιόμαστε όσο πιο αθόρυβα γίνεται στις κερκί-δες με τον Κουτέλ, πνιγμένοι στα γέλια. Πολύ μας αρέσουν οιμεγαλειώδεις κουρελαρίες τύπου μπρανκαλεόνε.

Μια μακρυμαλλούσα ιέρεια της τέχνης, κάτι ανάμεσα σεΙσαάκ και θεραπαινίδα με νεκρική ωχράδα, μας πλησιάζειφαντασματικά και μας επιπλήττει με συνειδησιακό ψυχο-βγάλσιμο εσπερινού:

«Δεν είναι σωστό να γελάτε».«Δε γελάμε ούτε με το έργο ούτε με την πρόβα. Γελάμε με

την αντιστικτική ροχάλα».Σιωπή, μάλλον την έχει μπερδέψει το αντιστικτική.«Όμως ο κύριος Μινωτής», παίρνει μπρος, «παρά την η-

λικία του, είδατε τι αντοχές, και τι μνήμη και τι...»«Μη συνεχίζετε, αναφέρεστε σε προσόντα τσίρκου».Η ιέρεια σβήνει στο σύθαμπο.

Στου ΛΕΩΝΙΔΑ όλοι οι ηθοποιοί της πρόβας τρώνε σ’ ένα μα-κρόστενο τραπέζι και ο μεγάλος μόνος του. Τον πλησιάζω.

«Καλησπέρα σας, κύριε Μινωτή».«Θα πρέπει να σας θυμάμαι από κάπου...»«Απ’ τη Νέα υόρκη, απ’ τα βαφτίσια του Αλέξανδρου.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 355

Για να σας διευκολύνω, ήμουν εκεί με την Αγγλίδα σύζυγόμου, που σας είχε κάνει εντύπωση...»

«Α, η Αγγλίδα, τι απέγινε;»«Ε, καλά, χωρίσαμε, έχουν περάσει χρόνια...»«Είδατε πρόβα;»«Ναι και γέλασα με το φτύσιμο...»«Έχεις χιούμορ εσύ, το θυμάμαι», αρθρώνει άψογα, ρί-

χνοντας μια ματιά στο τραπέζι των ηθοποιών.Μέσα στο συνωστισμό της αυλής του ΛΕΩΝΙΔΑ ο Διονύσης

Φωτόπουλος με τον Τζώρτζιο Αρμάνι και τη Μίκυ Μπρούνιτσιμπάνε νοστιμιές. Παριστάνω το γκαρσόνι που παίρνει πα-ραγγελία στα ιταλικά, ενδυματολογικού περιεχομένου, τι θαπάρετε, έχουμε αποικιοκρατικό παντελόνι στην απόχρωσητης ερήμου, λινή ρώσικη πουκαμίσα, σαφάρι τζάκετ, εσπα-ντρίγ αφρικαίν... Ο μπρονζέ ασημένιος Μιλανέζος μες στα γέ-λια ρωτάει ποιος είμαι. Ο Διονύσης κάνει τις συστάσεις.

«Ωραία ντυμένος είναι», σχολιάζει ο μαιτρ.«Αυτή η λινή ζακέττα στην απόχρωση της ερήμου είναι

απ’ την μπουτίκ σας», χαμογελάω.«Όχι αυτή, το σατινέ σακάκι στην απόχρωση του βούτυ-

ρου φαίνεται φινιρισμένο στο χέρι».«Α, ναι, βέβαια, είναι του ράφτη μου, του κυρίου Παπα -

δάκη».«Μην τον αφήσεις ποτέ».«Δεν το ’χω σκοπό».Γελάμε.

Ο Σπύρος Παγιατάκης μου τηλεφωνεί απ’ τον ΑΝΤΕΝΝΑ Θεσ -σαλονίκης για να αναλάβω την καθημερινή ραδιοφωνική ζώ-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 356

νη έντεκα με μία, στη θέση του Άρη Δαβαράκη, που ’φυγε γιατο Άγιο Όρος κλαταρισμένος. Μου φαίνεται καλή ιδέα να ξε-καλοκαιριάσω σε Θερμαϊκό και χαλκιδική και ανεβαίνω μεδιάθεση να συνέλθω και απ’ τα απομεινάρια του πατατράκτης ορθοστατικής υπότασης κι απ’ τους κλυδωνισμούς του α-συντόνιστου έρωτά μας με την Έρη, αυτή την παραδεισένιαζωή σε θάλασσα μέσα στη φύση, σαν κρίνα του αγρού, καιβλέμματα που σμίγουν κάτω από εκρήξεις ηφαιστειακού η-λιοβασιλέματος. Δεν είμαι πλασμένος για τέτοια ευτυχία.Κάθε φορά που προκύπτει η πιθανότητα κάποιου παράδει-σου, κάνω πίσω. Μάλλον δεν έχω εμπιστοσύνη στους παρά-δεισους, για παγίδες τούς βλέπω.

Αυτό το καλοκαίρι στη Θεσσαλονίκη δείχνει να έχει απ’ όλα.Καθημερινές εκπομπές του Café Society, με γκελάτη αντα-πόκριση, μπαρ στην Αρετσού με εκκωφαντικές κουκλάρεςκαι κόκκινο κρασί που «κάνει καλό στην υπόταση», αισθη-σιακά απομεσήμερα, τρυφερά τηλεφωνήματα στην Έρη σταΓιάννενα και υπέροχες ξαφνικές σύντομες τροπικές βροχές.

Τα άσπρα φουστάνια να κολλάνε πάνω στα μαυρισμένακορμιά των κοριτσιών, με τις ρώγες, τους γλουτούς, το λα-στιχάκι του τάγκα να υπογραμμίζονται καυλωτικά, καθώς ε-σύ είσαι παγιδευμένος απ’ τη βροχή σε μια εσοχή ενός κατα-στήματος, ανάμεσα σε βιτρίνες γυναικείων εσωρούχων – τιδώρο.

Η Τζένη να διασχίζει ανέμελη την καταρρακτώδη βροχή,τα τριπαρισμένα μάτια της να ταξιδεύουν, το εκτεθειμένοντεκολτέ της να μαζεύει βροχή στο λακκάκι, οι χρυσές γόβεςνα πλατσουράνε στα νερά και τα φώτα του απορριμματοφό-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 357

ρου να διαφανίζουν το Τζενάκι, το φευγάτο καυλοράπανο, μετους σκουπιδιάρηδες να χαζεύουν ξεχασμένοι το miracolo μεςστη βροχή.

Είναι κι αυτός στο παραλιακό μπαρ, ο μεθυσμένος ροκάς,λάτρης των Κουρελιών, να χουφτιάζει όλες τις μινιφορούσεςκαι μπαλκονάτες, που μου ζητάνε να επέμβω.

«Άραξε, μικρέ», του κάνω.«Μεγάλε, είδες σήμερα στις ειδήσεις το αεροπλάνο που έ-

πεσε στη Σάμο κι έγιναν όλοι στάχτες; Έχασα την πτήση, εί-χα εισιτήριο, αλλά με πήρε ο ύπνος, ευτυχώς, και μου λες νακάτσω καλά;»

Είναι στα πρόθυρα του κλαυσίγελου.«Αγόρι μου, να ζήσεις να το χαρείς, έλα τώρα να κεράσου-

με τις θιγμένες...»«Μέσα».Όταν εξηγώ στις τύπισσες την κατάσταση, δείχνουν κα-

τανόηση και τον συγχωρούν.«Δεν είστε γενναιόδωρες όμως... Κανονικά θα ’πρεπε να

πάτε κι οι πέντε, πόσες είστε, και να του δοθείτε ερωτικά, ε-πειδή είναι σωσμένος. Εδώ σας θέλω, αυτό είναι γενναιοδω-ρία, όχι μόνο λόγια...»

«Ε, καλά», γελάνε, «η νύχτα είναι μπροστά μας...»

Τα τηλεφωνήματα με την Έρη στα Γιάννενα τα διαπερνάειμια ουμανιστική νηνεμία, με την ανάγκη για επιβεβαίωσητου έρωτά μας να καιροφυλακτεί.

Τα μεσημέρια, μετά τα τηλεφωνήματα των κομπλιμέ-ντων, του χιούμορ και του φλερτ από ακροατές και ακροά-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 358

τριες έξω καρδιά, που ούτε φαντάζομαι, αράζω στο DE FACTO,με τη θεατρικότητα του Νίκου Ναομίδη να συντονίζει τουςθαμώνες σε μια μεγάλη παρέα, έναν πολύχρωμο μπαξέ πουέχει απ’ όλα.

Η χάρις ακουμπάει το αέρινο ποδήλατό της στον τοίχο δί-πλα στο καφέ και με τον αέρα της θεάς του κυνηγιού και τωνδασών εισβάλλει στη σάλα, πάντα συναρπαστική. Έχει τε-λειώσει με τα μαθηματικά και μπαινοβγαίνει στα εργαστήριακαι στις παραδόσεις της Αρχιτεκτονικής, μια κι αυτό είναι τοκαινούργιο της παιχνίδι.

Ίσως η Μαγνησία, απ’ όπου κατάγεται, της έχει σμιλέψειένα κοριτσίστικο πείσμα με μια ενεργειακή αντοχή θηλυκούαίγαγρου. Η έννοια χρόνος στην περίπτωσή της είναι το πιοσχετικό και αόριστο πράγμα που έχω νιώσει ποτέ δίπλα σεάνθρωπο. Τα ραντεβού της με την ανεξέλεγκτη ρευστότητα,δηλαδή τις σπαστικές καθυστερήσεις, σε φέρνουν στο σημείονα θες να εκραγείς, για να καταλήξεις εντέλει να συμπεριφερ-θείς με συμπονετική τρυφερότητα εξομολόγου σε ένα ονειρο-παρμένο παιδί.

Αλλά τα μακριά της παλλόμενα πόδια με τις γραμμωτέςγάμπες αρχετυπικής θηλυκότητας μέσα στην υπερκινητικό-τητά τους μου βάζουν καλοδεχούμενες τρικλοποδιές.

Το απόγευμα που κάθομαι στο μπαλκόνι του τρίτου ορόφου,αυτού του άνετου διαμερίσματος που μου ’χουν παραχωρήσειη Λία με τον Τσίγκο, έχει δροσιά. Στο απέναντι ζαχαροπλα-στείο οι δύο χυμώδεις κουκλίτσες που ρουφάνε γρανίτα δεί-χνουν επικοινωνιακές. Τα σινιάλα που τους κάνω πιάνουν κιέρχονται πάνω. Φτιάχνω τσάι, καπνίζουμε και τα λέμε, είναι

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 359

πολύ όμορφες και γαργαλιστικές, γεμάτες περιέργεια γιαό,τι ήθελε προκύψει.

Όταν χτυπάει το κουδούνι, επειδή δεν περιμένω κανέναν,βγαίνω στο διάδρομο, έξω απ’ το ασανσέρ, κι όταν ανοίγει ηπόρτα και η Έρη απ’ τα Γιάννενα, κομψή και ροζέ σαν ρομά-ντζο, με τη μικρή της βαλιτσούλα από κρεμ καραβόπανο, ρί-χνεται στη σαστισμένη αγκαλιά μου, νομίζω ότι ακούγονταιοι χτύποι της καρδιάς μου και δεν λέω τίποτα, για να την α-φουγκραστώ. Καθώς πάμε μέσα, το μυαλό μου στροβιλίζε-ται σαν μπίλια από φλιπεράκι.

Τα κορίτσια σηκώνονται, κάνω τις συστάσεις. Η αγαπη-μένη μου πάει στο μπαλκόνι με μια υπερηφάνεια πολύ μεγα-λύτερη από τα είκοσι τέσσερα χρόνια της, η γλυκιά μου, οιΘεσσαλονικιές τα μαζεύουν και φεύγουν.

ρίχνομαι στον καναπέ αποφασισμένος να μην παίξω κα-νένα ρόλο, να μην πω απολύτως τίποτα... Ό,τι θέλει ας υπο-θέσει, ας πιστέψει, ας κάνει ό,τι νομίζει. Δεν διαθέτω αντι-στάσεις, για επεξηγήσεις αυτής της κουφής σύμπτωσης, ενόςκαταραμένου τάιμινγκ, δεν γαμιέται... Μπορείς να υποθέσειςό,τι θες, κορίτσι μου, έρωτά μου, πιστή, αφοσιωμένη Έρη...που φέγγεις σαν μοναχικό κερί, μ’ αυτό τον αέρα της γοητείαςκαλυμμένης από αφοσίωση και λεπτή αφηρημάδα, όλα τόσοερωτεύσιμα.

Φεύγει την επομένη για τα Γιάννενα σιωπηλή, προδομένη,αφήνοντας πίσω το δώρον άδωρον της ομορφιάς της να στοι-χειώνει τη μετέωρη επιθυμία μου.

Η ραδιοφωνική μου εκπομπή στον ΑΝΤΕΝΝΑ κάθε μεσημέριδέχεται πολλά τηλεφωνήματα, σε βαθμό που θα πρέπει να τα

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 360

αποφεύγω αν θέλω να κάνω εκπομπή – και όχι λατρευτικάσυγχαρητήρια, ναρκισιστικά λιβανιστήρια εκ βαθέων αναθη-μιάσεων, που δεν γουστάρω, αλλά και που ποτέ δεν ξέρεις τισου επιφυλάσσει ο εαυτός σου, και μάλιστα στον αέρα.

Με τη χάρι βολτάρουμε σε δροσερά αλσύλλια για παγανιστι-κές ερωτικές σπονδές και χαοτικές συζητήσεις, μια και ο χω-ροχρόνος, σε συνδυασμό με τη λίμπιντο, συμβάλλουν σε αρ-χαιολατρικές τελετές, που υποβάλλει το αποθεωτικό κορμίτης θεάς μου.

Η κολλητή της, ένα κλειστό αναγεννησιακό μπουμπούκι,που αδημονεί να ανοίξει τα πέταλά του εν μέσω αποχαυνωτι-κού απομεσήμερου, εξελίσσοντας το ντουέττο μας σε τρίο,δεν με βρίσκει σύμφωνο, απεχθάνομαι την ιδέα του διαφθο-ρέα άτριφτων μωρών, θέλω να συμβαίνουν τυχαία, χωρίς τηδεξιοτεχνία του έμπειρου γαμιά που δεν χάνει την ευκαιρία –οκαλός μύλος όλα τ’ αλέθει–, μπλιαχ, μπανάλ μου φαίνεται.Δεν διαθέτω γραφείο παροχής υπηρεσιών, δεν είμαι άμεσοςδράση και προτιμώ να διαφθείρουν και να αποπλανούν εμένακι όχι εγώ άλλους. Το μπουμπούκι δεν χρειάζεται ν’ ανθίσειστον κήπο μας, μπορούμε να το απολαμβάνουμε από από-σταση, όπως τόσα και τόσα έργα τέχνης.

Η χάρις βρίσκει τη συμπεριφορά μου «εστετίστικη, υπε-ροπτική και εντέλει απάνθρωπη».

«Τι, θα ’πρεπε να δινόμαστε σε οποιονδήποτε επιθυμεί;»«Δεν είναι οποιοσδήποτε, είναι φίλη μου και είναι πολύ ό-

μορφη, κούκλα είναι...»«Καλά, δεν είπα ότι είναι αγγαρεία, αλλά πρέπει να το θέ-

λω κι εγώ, it takes two to tango, πολλώ μάλλον τρίο, άσ’ το

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 361

καλύτερα, μου φαίνεται πολύ αλλοπαρμένη η δικιά σου και θαμπερδευτούμε. Εμείς μια χαρά παίζουμε, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, εμείς παίζουμε...» χαμογελάει σκεφτική με το γκρι -ζοκεχριμπαρένιο βλέμμα της να παίρνει απόχρωση γαλαζό-πετρας.

«Ωραία...»

Στο Διάπορο, αυτή τη βραχονησίδα στη Βουρβουρού, η με-γάλη παρέα του ζεύγους Αθηνάς – Γιάννη απολαμβάνει τηλιτή κατασκηνωτική άπλα –χωρίς ηλεκτρικό, τηλέφωνο καιτσουμπλέκια πόλης– μιας ξένοιαστης καθημερινότητας, μεπρωινά γεύματα που διαρκούν, βουτιές στα νερά, παγωμένακρασιά, γυαλιστερές και φρούτα της θάλασσας, σιέστα, κα-φέδες, τσάγια, βόλλεϋ, μπάσκετ, εξωλέμβια, κανό και δείπναμε λάμπες γκαζιού κάτω απ’ τον νυχτερινό θόλο.

Ο Γιάννης γέρνει προς το μέρος μας, νομίζω πως θα πέσει,αλλά όχι.

«Έχετε κοιμηθεί ποτέ κάτω από αμπέλια, στο χώμα, ναστάζει το πρωί στο πρόσωπό σας η δροσοσταλίδα, όχι; Δενέχετε ζήσει τίποτα...»

«Κι εδώ όμως», ψιθυρίζει η χάρις, «αυτή τη στιγμή, μ’αυτή τη θάλασσα σαν λάδι, κι αυτή τη νυχτερινή ησυχία εί-ναι... και στις δύο περιπτώσεις η στιγμή, ο χρόνος είναι...»

«Α, ο χρόνος...» σιγοντάρει ο Γιάννης καθώς σβήνει στηνξαπλώστρα του.

Όταν πρωτοείδα την Αθηνά, μου ’κανε εντύπωση το λε-πτό σκαρί, η φίνα κίνηση, το ευφορικό πρόσωπο με τα στιλ-πνά σκούρα μαλλιά και τα αθόρυβα κλασάτα ρούχα της φο-ρεμένα με αβίαστη κομψότητα. Εδώ, σ’ αυτό το ερημονήσι,

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 362

μοιραζόμαστε τη λατρεία μας για το τσάι, τις ελαφρές γεύ-σεις των φρέσκων λαχανικών, το κολύμπι μέρα νύχτα –σπά-νια ρίχνει ρούχο πάνω της–, τις ξενύχτικες συζητήσεις γιαταινίες, μυθιστορήματα και μουσικές, τα πειράγματα μεστόχο παρεΐστικα πρόσωπα, συχνά εύστοχα, γέλιο αβίαστο,όπως και το πέρασμά της από οικοδέσποινα σε τεχνίτη πουπαλεύει με σιδερόβεργες και γυαλιά.

Το μεσημέρι, που η χάρις με εξαιρετικό στυλ στο κανό μεμονό κουπί εξαφανίζεται στον ορίζοντα, η παρέα με πειράζει:

«Σε βαρέθηκε».«Σ’ εγκατέλειψε μάλλον».«Έφυγε πολύ αποφασισμένη και δείχνει να ξέρει και το ά-

θλημα».«Ηρεμήστε, κανίβαλοι, κάτι φίλους συμφοιτητές της πή-

γε να επισκεφθεί απέναντι».Όταν όμως συννεφιάζει, έρχεται απόγευμα και ψιλοβρέ-

χει, αρχίζω ν’ ανησυχώ, αλλά το κρατάω μέσα μου. Ξέρω ότιη χάρις και ο χρόνος έχουν πολύ ειδική σχέση, και πράγματιμέσα απ’ τα σκούρα σταχτιά σύννεφα που ακουμπάνε τη θά-λασσα προβάλλει σαν ακρόπρωρο τοτέμ κάποιας νηρηίδαςκυνηγημένης από ποσειδώνεια μπουρίνια. Είναι εντυπωσια-κή όταν για φινάλε πετάει το κουπί και γλιστράει στο νερόμέχρι την παραλία, σαν καρτουνίστικο νερομπλούκι, όπως θα’λεγε κι η ίδια. Πέφτουν χειροκροτήματα και παρά την έμφυ-τη συστολή της, που συχνά ακυρώνει τα παραληρήματα προςτο πρόσωπό της, χαμογελάει αθώα.

Έχω κι εγώ συνέλθει απ’ την παραζάλη της ορθοστατικήςυπότασης κι αισθάνομαι αναζωογονημένος.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 363

Απόψε εδώ, σ’ αυτή τη βραχονησίδα, έχουμε τα γενέθλια τηςΑθηνάς κι απέναντι στη Νικίτη το πάρτυ του αδελφού τουΓιάννη, όπου θα έχουν στήσει ολόκληρη φιέστα. Ποιοι θα μεί-νουν εδώ και ποιοι θα πάνε απέναντι; Κανένα πρόβλημα. Στοπάρτυ έτσι κι αλλιώς θα πάμε, όσοι είναι να πάμε, μετά τιςδώδεκα, οπότε και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι.

Η Αθηνά σβήνει το συμβολικό ένα κερί της τούρτας της,μ’ άλλους να της ευχόμαστε χρόνια πολλά, χρόνια καλά και μ’άλλους το γνωστό τσαρούχειο «Να τα μηδενίσεις».

Το φουσκωτό που μας πάει απέναντι, οδηγημένο με στυλαπ’ τον Γιάννη, προοιωνίζεται γκελάτη βραδιά, που εξελίσ-σεται σε θρίλλερ οδήγησης της κόκκινης Άλφα ρομέο του,που της μιλάει τρυφερά καθησυχάζοντας τον Τσίγκο, τη χά-ρι κι εμένα, όλους μας χαμογελαστά τρομοκρατημένους.

«Η ρόζα μου ξέρει το δρόμο, αυτή μας πάει στο πάρτυ, ε-μένα με βλέπετε, είμαι λειώμα, η ρόζα είναι οδηγός μας...»

Το τρομερό είναι ότι έχει δίκιο.Το πάρτυ, απλωμένο πάνω στο καλοκουρεμένο γκαζόν

της καταπράσινης πλαγιάς που κατηφορίζει στον κόλπο, εί-ναι καλοστημένο απ’ τους οικοδεσπότες Αλεξάνδρα και Κων-σταντίνο κι έχει απ’ όλα.

Ο μπουφές, η κάβα, η μουσική, οι Ευρωπαίες φιλενάδεςτων εγγονών, οι σπορτίβ αντροπαρέες των γιων, οι μεγαλέ-μποροι φίλοι των γονιών και αποσυρθέντες κτηματίες, υπε-ραιωνόβιοι φίλοι παππούδων και γιαγιάδων διασκεδάζουν μετην πείρα των ασημένιων μαλλιών και την εγκράτεια που ε-πιβάλλουν το σάκχαρο, ο προστάτης και οι καρδιακές αρρυθ-μίες. Κυλάει ωραία, τα κορίτσια με τ’ αγόρια βουτάνε με ταρούχα στον κόλπο κι ανηφορίζουν στάζοντας μέσα στη ζεστήνύχτα σαν σε τελετή. Να ’χα μια κάμερα... Έχω αφήσει την

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 364

παρέα σ’ ένα δροσερό διάδρομο κάτω από ’να παράθυρο να ταπίνουν.

Η χάρις, ριγμένη σε μια ασιατική μαξιλάρα, προσπαθείνα εξηγήσει κάτι σ’ ένα γιάππη, που είναι έτοιμος να την κατα -βροχθίσει, ο Γιάννης, πάντα αραχτός στο μωσαϊκό, έχει φο-ρέσει στο αριστερό του πόδι το γυναικείο σανδάλι με τα χρυ-σά λουριά μέχρι το γόνατο και το δικό του πάνινο παπούτσιείναι φορεμένο απ’ τη μακρόταλη κεντροευρωπαϊκή θηλυκήφιγούρα δίπλα του, ο Τσίγκος χαμογελάει μοιραία, αδυνατώ-ντας να βρει λέξεις, τρέχουμε με τη χάρι σ’ έναν ξέφρενο χορόέξω στο γρασίδι παρασύροντας κόσμο, και μετά είναι η φρε-νήρης κούρσα επιστροφής με τη ρόζα και το φουσκωτό, πουαναπνέουμε στάχτη από καμένα δάση στο μέσο του σιωπη-λού Διάπορου, όπου ακούγονται τα πάντα, ακόμα και το ανα-κουφιστικό κατούρημα, την Αθηνά γυμνή μέσα στη νύχτα ναβοηθάει τον σερνάμενο Γιάννη να βρει το μονοπάτι μέχρι τοκρεβάτι τους, τον Τσίγκο ν’ ακουμπάει το κεφάλι του στα γό-νατα της Λίας στη βεράντα, τη χάρι να ντύνεται κατανυκτι-κά κι εμένα να ανησυχώ για το μαύρο γκρο σπανιόλικο πα-ντελόνι μου, που σίγουρα το θαλασσινό νερό, η άμμος και κά-ποια παραστρατημένα παγάκια θα το ’χουν μουσκέψει καιτσιτώσει.

Ξυπνάμε με τη μυρουδιά καμένου δάσους να στριφνίζει ταρουθούνια μας. Όταν παίρνουμε πρωινό, ο καπνός και οι φλό-γες στην απέναντι κορυφογραμμή δημιουργεί ένταση και ε-κνευρισμούς που δεν ξεθυμαίνουν ούτε με βουτιές στο νερόούτε με βόλτες του φουσκωτού γύρω απ’ το προκλητικό κό-τερο κάποιου μεγαλόσχημου, που ο οικοδεσπότης μας, με-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 365

ταμφιεσμένος παραπλανητικά, διαπραγματεύεται αμερικά-νικα τσιγάρα με το πλήρωμα, καλοπαιγμένη φάρσα, ούτε μετο γύρο της βραχονησίδας απ’ τη σεληνιασμένη χάρι, με τασχίνα και τ’ αγκάθια να της γδέρνουν τις κρουστές γάμπες,ούτε και με την απόπειρα για σιέστα.

Έχει σκοτεινιάσει, οι φλόγες κατηφορίζουν στο δάσος τηςαπέναντι πλαγιάς, η χάρις ξεφυσάει φουρτουνιασμένη.

«Μα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα;»«Σαν τι;»«Και τι, θα καθόμαστε εδώ σαν ρωμαίοι να παρακολου-

θούμε το θέαμα;»«Τι προτείνεις;»«Πάμε να φύγουμε, δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω, μου ’ρχεται

να βάλω τα κλάματα».«Εντάξει, πάμε να φύγουμε».Είναι τρεισήμισι τη νύχτα, ξημερώνει Δεκαπενταύγου-

στος και η χάρις, που τη λένε και Μαρία, γιορτάζει. Ακου-μπάει το κεφάλι της στον ώμο μου, με τα πυρόξανθα βοστρυ-χωτά μαλλιά της να μυρίζουν μέλι και αγριολούλουδα, ριγμέ-νοι κι οι δυο μας στις αναποδογυρισμένες καρέκλες του καφε-νείου που μόλις έκλεισε. Δεν έχουμε συναντήσει ούτε ένα τα-ξί. Όλα τα τοπικά είναι σε πανηγύρια.

Το πρώτο λεωφορείο της γραμμής για Θεσσαλονίκη περ-νάει πέντε η ώρα. Λίγη υπομονή, κάνει ψύχρα, οι βαμβακερέςζακέττες μας δεν εμποδίζουν το σύγκρυο, καπνίζει σιωπηλή,προσπαθώ να κρατηθώ ξύπνιος.

Το λεωφορείο είναι γεμάτο. Τα κυριακάτικα ρούχα τους,οι ροδοκόκκινες μούρες και η μυρωδιά σκορδογαλακτερήςτραγίλας με ζαλίζουν. Η χάρις με πειράζει:

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 366

«Πολύ μη μου άπτου είσαι, χρυσέ μου».«Ε, τι να κάνουμε; Δεν είμαστε τόσο προπονημένοι όσο

εσύ».Στην πρώτη στάση κατεβαίνουμε μπροστά σ’ ένα βενζινά-

δικο για να πάρουμε το επόμενο σε κάνα μισάωρο.Το σκηνικό αλλάζει· ρέγγε μουσικές πρωί πρωί, τριπαρι-

σμένα μάτια, πολύχρωμα παρεό, ένα λεωφορείο γεμάτο χιπ-ποφρικιά, που γυρίζουν στην πόλη ύστερα από ένα ρέιβ πάρ-τυ, είμαστε πολύ τυχεροί.

Στο σπίτι της στην Καμάρα αποφασίζουμε να συντονιστού-με. Θα λουστούμε, θα πάρουμε ένα γερό πρωινό και θα φύ-γουμε με το πρώτο υπεραστικό λεωφορείο για τον Βόλο. Θαγιορτάσουμε με τη μητέρα της και λίγους γνωστούς στο σπί-τι τους στο Μαλάκι, με νόστιμα σπιτικά φαγητά, γλυκά.

Η εορτάζουσα αργεί. Έχω λουστεί, έχω πάρει πρωινό καιείναι ακόμη στο μπάνιο, παίζοντας με μπουρμπουλήθρες κιαφρούς, τεντώνοντας τα μακριά της πόδια προς το μέρος μου.

«Λοιπόν, πάω στο σταθμό λεωφορείων να κλείσω εισιτή-ρια για τη μία, είναι έντεκα, έχεις χρόνο να ετοιμαστείς, εντά-ξει; Μην ξεχαστείς, είναι μεσημέρι Δεκαπενταύγουστου, οιδρόμοι άδειοι...»

Στα ΚΤΕΛ παίρνω εισιτήρια, κάνω βόλτες να περάσει η ώ-ρα, το υπεραστικό αρχίζει να γεμίζει κόσμο και αποσκευές,έχει πάει μία παρά δέκα, προσπαθώ να κερδίσω χρόνο μιλώ-ντας στον οδηγό, δεν είναι κακός άνθρωπος, αλλά μία και πέ-ντε βάζει μπρος.

Όταν πια έχει χαθεί στη στροφή της λεωφόρου, η χάρις

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 367

έχει πηδήξει έξω από ’να ταξί, ψάχνει για ψιλά στο τσαντάκιτης, που μοιάζει σαν παγούρι, τη σπρώχνω πάλι μέσα καιμπαίνω κι εγώ.

«Κυνήγα το λεωφορείο», φωνάζω στον ταξιτζή.Δεν έχει αντίρρηση, αλλά όταν στρίβουμε κι εμείς, το υπε-

ραστικό δεν φαίνεται πουθενά.«Μη σκάτε, θα το προλάβουμε, έχω να πάρω μια βαφτιστή-

ρα μου, εδώ πάνω στο δρόμο είναι, να τηνε, στα κόκκινα, να τηναφήσω πιο κάτω στη γιαγιά της, όλα θα γίνουν, μη σκάτε...»

Η κοκκινοσκουφίτσα κάθεται δίπλα του μασώντας τσιχλό-φουσκα, το ραδιόφωνο παίζει δημοτικά, αλλά το λεωφορείο ά-φαντο. Η βαφτιστήρα κατεβαίνει κι όταν σταματάμε στονΠλαταμώνα, υπάρχουν πέντε έξι υπεραστικά, αλλά ποιο απ’ ό-λα ήτανε; ρωτάω τον πρώτο οδηγό που βρίσκω μπροστά μου.

«Εγώ, κύριε καλλιτέχνη μου, διότι σε γνωρίζω, πάω στονΒόλο έτσι κι αλλιώς και δεν έχω επιβάτες, μετά χαράς να σαςπάρω».

Πληρώνουμε τον ταξιτζή κι ανεβαίνουμε στο άδειο, εκτόςυπηρεσίας, υπεραστικό. Καθόμαστε μπροστά «για να λέμεκαι καμιά κουβέντα» με τον φιλότεχνο και λαλίστατο οδηγό.

«Και ποια είναι η γνώμη σου για τον Νίκο Καλογερόπου-λο, είναι συγγενής μου και θέλω τη γνώμη σου...»

«Γιατί ειδικά τη δική μου, και τι σημασία έχει; Δεν είμαικανένας τεχνοκριτικός...»

«Όχι, δε θέλω τεχνοκριτικούς, τη δική σου τη γνώμη θέ-λω, γιατί σ’ εκτιμάω».

«Είναι ταλαντούχος, έχει ψυχή, είναι πολύ άμεσος κι αν α-ποφύγει μεγαλώνοντας τη γραφικότητα, θα γίνει εξαιρετικός».

«Σ’ ευχαριστώ, αυτό είναι μια γνώμη που λέει αλήθεια,αυτό ήθελα».

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 368

Δεν μιλάμε πολύ στη συνέχεια και μου δίνει την ευκαιρίανα διαπιστώσω για μία ακόμα φορά, παρατηρώντας τα αυτο-κίνητα μπροστά μας, πόσο πολύ βγαίνει ο χαρακτήρας τωνανθρώπων στο οδήγημα. Τι ανισορροπία, τι ξαφνικά πετάγ-ματα απ’ τη μια λωρίδα στην άλλη, τι άτσαλα σταματήματαγια κάτι που ψάχνουν στα ασφυκτικά συμπράγκαλα του πί-σω καθίσματος, τι άσχετο γκάζωμα, σαν το αμάξι να αυτο-σχεδιάζει από μόνο του επιτάχυνση και ρελαντί, τι χάος.

Έχει βραδιάσει όταν μπαίνουμε στο σπίτι της. Η μητέρατης είναι καλοστεκούμενη, μιλάει λόγια ελληνικά και οι μυ-ρωδιές μ’ ανοίγουν την όρεξη. Τρώμε οι τρεις μας, οι συγγε-νείς κι οι φίλοι είδαν κι αποείδαν περιμένοντας και φύγανε.

Είναι ωραία στο μπαλκόνι με τα καντήλια, πάνω στη θά-λασσα.

Το απόγευμα που επιστρέφουμε στη Θεσσαλονίκη, όλοι στοDE FACTO μιλάνε για τη συναυλία του Μάνου με τη Νάνα στοΘέατρο Δάσους απόψε. Η χάρις θέλει πολύ να πάμε, τέτοιαώρα εισιτήρια, θα ’ναι δύσκολα, είμαι έτοιμος για δράση τηςτελευταίας στιγμής, παλιά μου τέχνη.

Πάω κατευθείαν στο καμαρίνι του Μάνου, έχω καιρό νατον δω, γελάμε και χωρίς πολλά πολλά βρισκόμαστε καθι-σμένοι στην τρίτη κερκίδα, στο κέντρο του κατάμεστου ανοι-χτού θεάτρου, απ’ τα δέντρα απ’ έξω κρέμονται άνθρωποι, α-πίστευτο, οι φωτογράφοι δεν λένε να σταματήσουν να φλασά-ρουν, έχει ανέβει η ορχήστρα και παίζει ήδη την εισαγωγή, οΜάνος με τη Νάνα μπροστά στα μικρόφωνα, τα φλας αρνού-νται να πάψουν. Ο Μάνος σκύβει απ’ το προσκήνιο:

«Εντάξει, τελειώστε να κάνουμε κι εμείς τη δουλειά μας».

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 369

Πέφτουν γέλια.Το πρώτο τραγούδι είναι στα γαλλικά, το δεύτερο στα αγ-

γλικά, το τρίτο στα γερμανικά, «Και κάνα ελληνικό, ρε, “Ταπαιδιά του Πειραιά”», ακούγονται φωνάρες ψηλά απ’ τα δέ-ντρα. Πάει να πέσει γέλιο, αλλά ο Μάνος διακόπτει την εισα-γωγή του τέταρτου τραγουδιού και πάει στο μικρόφωνο:

«Τα αγγλικά τραγούδια θα αποδοθούν στα αγγλικά, ταγαλλικά στα γαλλικά και ούτω καθεξής, το καθένα στη γλώσ -σα του. Ακούστε μας με τον ίδιο σεβασμό που ετοιμαστήκα-με για σας».

Καθηλωτική σιωπή και μετά χειροκρότημα.«Πώς τους έβαλε στη θέση τους», θαυμάζει μια κυρία δί-

πλα μας.«Σαν κυρία», τονίζει η διπλανή της με ύφος σκεπτόμενης

κατίνας.«Σκασμός, ζώον», ρίχνει μια βραχνή αντρική φωνή πίσω

μας, που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του μαέστρου.Καθώς η συναυλία πετάει και με τα ελληνικά τραγούδια να

διαδέχονται το ένα το άλλο, η χατζιδάκειος αύρα τούς διαπερ-νάει όλους μαγικά, κατηφορίζουμε για την πόλη σαν παιδιά...

Τι φυσιογνωμία ο Μάνος. Τι καλλιτέχνης! Κρίμα που στοθέατρο δεν έχουμε μια τέτοια μορφή, ευαισθησίας παιχνιδιούκαι μαγείας.

Τι κρίμα που δεν θα γυρίσω ποτέ ούτε μια σκηνή απ’ τοΜπάρυ Λίντον του Κιούμπρικ, που δεν θα παίξω σε κανέναμιούζικαλ του Μπομπ Φόσι, που δεν θα πάρω μέρος σε καμιάκομψή ταινία του Τζαίημς Άιβορυ.

Δεν με γοητεύουν οι γραφικές γειτονιές του ελληνικού κι-νηματογράφου και οι νταλκαδιασμένες αυλές της θεατρικής

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 370

ηθογραφίας, δεν μ’ αρέσει ο Kαραγκιόζης, που επιβιώνει μεπονηριές και φάπες, ούτε ο άνθρωπος που τρέχει και δεν φτά-νει. Τους ξέρω όλους αυτούς τους τύπους, στον Πειραιά μεγά-λωσα, σε γειτονιά, κι έφυγα μακριά για να μην τους συναντή-σω ποτέ μου, γιατί δεν μου λέγανε τίποτα.

Ήταν οι άνθρωποι που πήραν τη ζωή τους λάθος και κό-ντρα στο τραγούδι, που συχνά τραγουδούσαν με πάθος, δεναλλάξανε ζωή.

Η εκπομπή στον ΑΝΤΕΝΝΑ τελειώνει, όπως είχαμε αόριστασυμφωνήσει με το τέλος του καλοκαιριού, ανάμεσα σε τηλε-φωνήματα «Aχ, γιατί;» και «Πότε θα σας ξαναέχουμε κοντάμας;» και τις διακριτικές απόπειρες του Σπύρου Παγιατάκηγια πιθανή παράταση. Δεν γίνεται όμως, γιατί στην Αθήναμε περιμένουν οι πρόβες στο θέατρο Στοά με το έργο του Θα-νάση Παπαγεωργίου 89,90 FM stereo, που ευτυχώς θα τύχεικαι της σκηνοθετικής του ανάδειξης.

Πρόκειται για μια σάτιρα της ελεύθερης ραδιοφωνίας, μετον άγαρμπο ενθουσιασμό που τη διέπει στους πρώτους τηςακροβατισμούς, την αβάσταχτη ελαφρότητά της, τη ζαβα-ρακατρανέμια της πολυφωνίας και την γκροττέσκ καταγγελ-τικότητα της μαχόμενης δημοσιογραφίας, σε εθνοτζαζέ ντι-ριντάχτα μουσικές του Πλάτωνα Ανδριτσάκη, μ’ ένα σκληρόραπ για φινάλε του πρώτου μέρους απ’ το ραδιοφωνατζή του89,90 FM stereo που μου έχει ζητηθεί να παίξω.

Το να κάνεις στο θέατρο αυτό που κάνεις κάθε μέρα μπρο-στά στο μικρόφωνο έχει μια μικρή παγίδα, επειδή ως ραδιο-φωνατζής μπορεί ν’ αράξεις στο ρόλο και να μην κάνεις παρά-σταση. Στη σκηνή μπορεί να είσαι ο εαυτός σου, πράγμα που

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 371

δεν είναι τιποτένιο, αλλά αν λείπει το γκάζι της παράστασης,το σαρδάμ στον αέρα, η παράλληλη δράση χεριών, ποδιών,κορμιού, βλεμμάτων, άσ’ το, ξέχνα το.

Οι πρόβες στου Ζωγράφου είναι σφιχτές και αποτελεσμα-τικές, η παράσταση θα ξεκινάει απ’ το φουαγιέ, ανάμεσα στουςθεατές, μια γύφτισσα με φασκιωμένο μωρό στην αγκαλιά θαζητάει βοήθεια, μια παρακρατική μούρη με σκούρα γυαλιάκαι καμπαρντίνα θα την πετάξει έξω, κάποιες μικρές φοιτη-τικού πείσματος θα υποστηρίζουν τη γύφτισσα, με τον FM ναεκπέμπει μουσικές, όλα αυτά θα σιγοβράζουν, για να μας μπά -σουν σε μια νευρώδη παράσταση μαύρου και κόκκινου πάνελμπανάλ προσωπικοτήτων, σκόρπιας αιχμηρής νεότητας, εκ-κωφαντικής σκεπτόμενης βλακείας και παραλυτικής ανατρι-χιαστικότητας. Να καγχάζει, να απειλεί, να εκμαυλίζει ωμά,χωρίς φιοριτούρες καλλιτεχνίας. Να γυρίζει την πλάτη στοκοινό, όπως ο Μπομπ Ντύλαν στο γήπεδο της λεωφόρου Α-λεξάνδρας, που τελειώνει τη συναυλία του χωρίς χαμόγελακαι παρεΐστικα σχόλια ενδιάμεσα στα τραγούδια του.

Η χάρις ανεβοκατεβαίνει Αθήνα – Θεσσαλονίκη, μένει τριή-μερα, πενθήμερα, στην αρχή, κι έχει πλάκα, γιατί μεταβάλ-λει το καθιστικό σε λαμπορατόριο, όπου φωτογραφίζει σεπολύ γκρο πλαν γυαλάκια από χοντρό σπασμένο τζάμι με συρ -ματάκι μέσα, τα καλώδια και οι πρίζες, τα πόμολα, οι γλό-μποι και το ακουστικό του ντους επιστρατεύονται για εικα-στικές φωτοσκιάσεις. Απίστευτη χρήση όλων αυτών για μέ-να, που από φόβο μήπως βυθιστώ στο σκοτάδι ή μείνω χωρίςνερό με χάσκοντα παράθυρα, μόλις που τ’ αγγίζω. Αλλά ηχάρις διαθέτει μια άνεση, δεξιοτεχνία σχεδόν, καθώς κινείται

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 372

ακατάπαυστα, πάντα κάτι κάνει, φαινομενικά άνευ νοήμα-τος, περισσότερο σαν μια εμμονή ή μόνιμη διαταραχή, συν ταξαφνικά σβησίματά της, που συνεπάγονται το τρέξιμό μουστην απέναντι ΕΒΓΑ για μια πλάκα σοκολάτας, που θα τηντονώσει, θα της φύγει ο πονοκέφαλος, θα ξαναρχίσει η ενέρ-γειά της να ρέει, ώστε το εργαστήριο του καθιστικού να μεπεριορίσει στην κρεβατοκάμαρα, και δεν είμαι καθόλου τύ-πος του κρεβατιού. Προτιμώ να περπατάω, να μπαινοβγαί-νω, αλλά βαριέμαι το άραγμα στο κρεβάτι και τελευταία τομπελκάντο των τετ-α-τετ.

Το μυαλό μου είναι στις πρόβες, καθημερινές και αποδοτι-κές, και η δεκαπενθήμερη αυτή τη φορά παραμονή της ιέρειαςτου εργαστηρίου και της άμεσης ανταπόδοσης ερωτικών βε-λών μού μυρίζουν εκπυρσοκρότηση ναρκοθετημένου πεδίου,έχω τα νεύρα μου.

Το μόνο που θέλω είναι να εξαφανιστεί η χάρις, ει δυνατόντώρα, με μαγικό τρυκ, διακτινισμό, δεν ξέρω, τώρα όμως,αυτή τη στιγμή.

Είναι νωρίς το απόγευμα όταν γίνομαι λακωνικά σαφής,γιατί έχει την τάση να κάνει ότι δεν καταλαβαίνει ρωτώνταςπαιδικά:

«Εννοείς σήμερα;»«Εννοώ τώρα αμέσως, δηλαδή μαζεύεις τα πράγματά

σου, τηλεφωνείς σ’ ένα ταξί και πας σε τραίνο ή σε αεροδρό-μιο για Θεσσαλονίκη ή για όπου αλλού γουστάρεις».

«Ε, καλά, μπορεί να θέλω να μείνω και στην Αθήνα, αλλάκάπου αλλού, σε μια φίλη, σ’ ένα ξενοδοχείο...»

«Κάν’ το».«Πώς έτσι ξαφνικά;»«Ε, δεν είναι ξαφνικά, μέρες τώρα μαζεύονται, είμαι μα-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 373

θημένος σε αδιασάλευτη τάξη και μ’ όλο αυτό το χάος εδώμέσα...»

«Σε τρομάζει το χάος, μην το φοβάσαι, μπορούμε να παί-ξουμε μ’ αυτό, δεν είναι...»

«Παιδί μου, τι αστροφυσική εκτίμηση είναι αυτή, πάω γιαπρεμιέρα στο θέατρο και θέλω να συγκεντρωθώ εκεί και μό-νον εκεί».

«Και ποιος σ’ εμποδίζει;»«Το φωτογραφικό λαμπορατόριο που ’χει κυριεύσει το κα-

θιστικό, το μπάνιο που παίζει ρόλο ενυδρείου και...»«Και...» κάνει κοριτσίστικα.«... και το ασίγαστο μουνί σου».Συγκρατεί ένα χαμόγελο.«Αυτό δεν ήθελες ν’ ακούσεις; Αλλά εννοώ τώρα, όχι αύ-

ριο, ούτε γενικά...»«Μάλιστα, καταλάβαμε».«Εμπρός λοιπόν».«Καλά, καλέ, πώς κάνεις έτσι;»Κάθομαι σε μια γωνιά κοιτάζοντας το πάτωμα σαν ιδρυ-

ματικό ψώνιο. Μαζεύει τα πράγματά της σιγά σιγά, λες καιτο κάνει επίτηδες, με ματιές προς τη μεριά μου, ρουφώνταςτο τσιγάρο της με σύριγμα, δεν αναπνέω, τηλεφωνεί για τα-ξί, πάω μέχρι το μπάνιο.

Όταν γυρίζω, χτυπάει το τηλέφωνο και μια και στέκομαιαπό πάνω του, το σηκώνω.

«Ναι».«Καλησπέρα, αγαπημένε», η φωνή της.«Μη μου πεις...»«Ναι, η Έρη».«Πού είσαι;»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 374

«Στην πλατεία, κατέβηκα να δω μια ξαδέλφη μου και...»«Και...» πάει να μου προκύψει κλαυσίγελος.«Και πήρα να δω τι κάνεις, μήπως βρεθούμε, μπορώ να

έρθω από κει;»«Ναι, βέβαια, γιατί όχι», κλείνω.Κοιτάζω τη χάρι που εκπνέει δαχτυλίδια καπνού, και το

κάνει καλά.«Τι ώρα θα έρθει το ταξί;»«Σε κάνα εικοσάλεπτο, γιατί;»«Τίποτα».Πέφτει σιωπή, στρίβω τσιγάρο και το ανάβω κάνοντας ό-

τι ακούω ένα κομμάτι του Μάιλς Νταίηβις που ’ρχεται απ’ τοφωταγωγό.

χτυπάει το κουδούνι. Η Έρη. Κάνω τις συστάσεις.«Έχουμε να κάνουμε με μια αναχώρηση και μια άφιξη,

ούτε αεροδρόμιο να ’μαστε», παίζω τον κουλ.Η γιαννιώτικη αύρα απ’ το στυλάτο λουλακί φόρεμα με

τις κόκκινες γόβες πάει προς το παράθυρο.Το θεσσαλονικιό νερομπλούκι σταυρώνει τις γυαλιστερές

υπερκινητικές γάμπες με το υπόλευκο τριγωνικό φεγγοβόλη-μα στο βάθος, καθώς αράζει σε μια πολυθρόνα δίπλα σταμπαγκάζια της και την πόρτα και πάλι σιωπή. Το κορνάρι-σμα απ’ έξω είναι απ’ το ταξί της.

«Γεια».«Καλό ταξίδι».«Γεια σας», η χάρις βγαίνει.ρουφάω την τελευταία καυτή απ’ το τσιγάρο μου.Η Έρη κάθεται δίπλα μου στο ντιβάνι. Τα σιωπηλά ανι-

χνευτικά βλέμματα, η στυφή συνεννόηση.«Είναι η δεύτερη φορά...» λέει.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 375

«... που αποδεικνύει ότι δεν είμαι καθόλου πιστός και α-φοσιωμένος», συμπληρώνω.

Κοιταζόμαστε. Απλώνω το χέρι μου κι ακολουθώ το πε-ρίγραμμα του προσώπου της, μια ανάσα απ’ τη διάφανη σανβανίλια επιδερμίδα της, το μελί καρρέ των μαλλιών, τους φί-νους οπάλινους ώμους, το χρυσό χνούδι των μπράτσων, πουκατηφορίζουν δίπλα στους αγορίστικους σφιχτούς γοφούς.Της χαράζω αυτή την ενεργειακή γραμμή κολλητά σχεδόνστο κορμί της κι αισθάνομαι την ακτινοβολία του. Τη λα-τρεύω σαν έργο τέχνης.

«Θες να βγούμε;»«Ναι...»«Έχεις κάποια προτίμηση;»«Το ROCK N ROLL καφέ».Οι μουσικές που παίζουν ο Ισίδωρος και ο Μάκης Μηλά-

τος είναι σούπερ, κουνιόμαστε στο ρυθμό τους, αλλά δεν μι-λάμε. Καθόμαστε στο πατάρι και κοιταζόμαστε πιο πολύ καιενώ τα βλέμματά μας εκπέμπουν επικοινωνία και τρυφερό-τητα, νιώθω ότι αυτό το πρόσωπο της Έρης ξεμακραίνει σανφωτογραφία με κόκκο, και θα ξεμακραίνει, παραμένονταςθελκτικό, αγαπημένο, μέρος του είναι μου και ανέφικτο.

Στο γραφείο της στην οδό Ιπποκράτους, με τη ζακέττα τηςεργαστηριακής λιτότητας και το βλέμμα νευρωσικού αγιο-γράφου, η Τώνια Μαρκετάκη μου μιλάει για το ρόλο του Ερ-μή που θέλει να παίξω στην ταινία επιστημονικής φαντασίαςπου ετοιμάζεται να γυρίσει στη δυτική Ήπειρο. Μ’ αρέσει ηιδέα και προχωράω στο θέμα της αμοιβής.

«Δεν υπάρχουν χρήματα για να πληρωθούν οι ηθοποιοί»,

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 376

μου εξηγεί με τόνο απρόσωπου επαγγελματισμού, «ό,τι χρή-ματα καταφέρω να συγκεντρώσω θα πάνε στα γυρίσματα, ε-ξάλλου κοίτα τι γράφει εκεί».

Πάνω στο τζάμι, γραμμένο με μαύρο μαρκαδόρο, διαβά-ζω: Η ΤΕχΝΗ ΔΕΝ ΕχΕΙ ΤΙΜΗ. χαμογελάω.

«Ναι η τέχνη γενικώς μπορεί να μην έχει τιμή, αλλά εγώέχω».

«Ειλικρινά δεν έχω χρήματα για ηθοποιούς».«Θέλεις να πεις ότι αυτό το δερμάτινο καφέ πορτοφόλι

πάνω στην μπεζ τσάντα δίπλα σου είναι άδειο;»«Όχι, αλλά αυτά είναι προσωπικά μου λεφτά».«Δώσε μου απ’ αυτά, δεν τρέχει τίποτα».Μπήζει τα γέλια. Φεύγω γελώντας κι εγώ. Ο Πουλίκας,

που τον συναντώ στη Διδότου, μου λέει ότι θέλει να το κάνειχωρίς λεφτά για την πλάκα του πράγματος, για την περιπέ-τεια των γυρισμάτων εκτός Αθηνών και τα λοιπά.

Μήπως βιάστηκα να πω όχι; Πόσες φορές θα σου δοθεί ηευκαιρία να παίξεις μια εκδοχή του θεού Ερμή; Αλλά χωρίςαμοιβή; Τι ντροπή, μέσα σε ένδεια και εξαιτίας της στέρησηςνα έχεις παραισθήσεις, οι οποίες θα παίξουν ρόλο ένθεης με-ταμόρφωσης, που θα σε ανυψώσουν στην ερμηνευτική υπέρ-βαση... Τι πτωχοπροδρομισμός. Την τελευταία φορά που βρέ -θηκα με άδειο στομάχι σε κατανυκτική απογείωση, περιμέ-νοντας να κοινωνήσω σε κάποιο μοναστήρι στον Παρνασσό,έναν μαρτυρικό όρθρο ανάμεσα σε κεριά και λιβάνια, λιποθύ-μησα. Οι άμεσες περιποιήσεις απ’ τις καλόγριες στα δροσεράκελιά, πάνω στα λευκά χράμια, με φρέσκο γάλα, ζυμωτόψωμί, τυρί και σταφύλια ήταν εξαγνιστικές. Άξιζε τη νηστείαπου με οδήγησε στη γεύση του παραδείσου εξαιτίας της ακυ-ρωμένης μετάληψης.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 377

Αλλά τώρα έχει κανένα νόημα να παίξεις σε μια ταινία μεαβέβαιη αποδοχή χωρίς αμοιβή; Έχει κάτι το ηθελημένα πα-ράλογο.

Τρεις βδομάδες αργότερα βλέπω τον Πουλικάκο πάλι στηΔιδότου, αυτή τη φορά με τη συννεφένια Θεκλίτσα.

«Δεν είσαι στα γυρίσματα της Τώνιας;»«Πάει αυτό, τελείωσε, πάμε γι’ άλλα».«Δηλαδή;»«Σταμάτησε, μωρέ καημένε, δεν υπήρχε φράγκο, πάμε γι’

άλλα σου λέω».

Έχουμε κόσμο κάθε βράδυ στο θέατρο, το 89,90 FM Stereo

φαίνεται να αρέσει, ειδικά στο τέλος, που η σκηνή μεταβάλ-λεται σε πάλκο ελαφρολαϊκού μπουζουκομάγαζου, πολλοίταυτίζονται, και είναι σαν συνέχεια της παράστασης όταν έναβράδυ ο Θανάσης Παπαγεωργίου μας βγάζει έξω όλο το θία-σο και πάμε στ’ ΑΣΤΕρΙΑ της Γλυφάδας, που δεν είναι ακρι-βώς μπουζουκομάγαζο, με την αδρή παρουσία του ευαίσθη-του Νίκου Δημητράτου πάνω στο πάλκο, να τραγουδάει λαϊκά.

Μια ζωή μέσα στους δρόμους και στις νύχτες,

μια ζωή με παρανόμους και ξενύχτες,

μια ζωή τα ίδια λόγια να μου λένε,

έχω βαρεθεί τον κόσμο κι όλα μου φταίνε.

Για πρώτη φορά δίνω προσοχή στους στίχους, καθώς συ-νειδητοποιώ ότι ταιριάζουν απόλυτα στη φάση που περνάω.

Όταν απ’ το διπλανό τραπέζι μια ολόκληρη οικογένεια, μεαξιοπρέπεια και δωρική λιτότητα, σηκώνονται να χορέψουν,

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 378

πρώτα τα αγόρια, μετά η κόρη με τον αρραβωνιαστικό, ύστε-ρα ο πατέρας και τελικά η μητέρα, μ’ όλη την οικογένεια γο-νατισμένη γύρω στην πίστα να σιγοντάρουν με ρυθμικά πα-λαμάκια, συγκινούμαι απ’ την τελετουργία. Όχι δήθεν μα-γκιές, φιγούρες και τηλεοπτικά ντιριντάχτα.

Σίγουρα έχω χάσει πολλά εξαιτίας της ξενομανίας μου. Ί-σως τα καλύτερά μας.

Έχουμε πάρα πολύ καιρό να βρεθούμε με τη ρίτα Μπεν Σου-σάν, και βλέποντάς τη να με περιμένει έξω απ’ το θέατρο,χαίρομαι. Τη συστήνω στα παιδιά και την αφήνω με τη Μα-ρίκα του μπαρ.

«Αν πιει, ό,τι πιει χρέωσέ τα σ’ εμένα».Πάω στα καμαρίνια να ετοιμαστώ και για να διαπιστώσω

ότι καθ’ όλο το πρώτο μέρος της παράστασης η ρίτα δεν είναιστην αίθουσα. Λες να...

Στο διάλειμμα, με το ακουστικό της ενδοεπικοινωνίας στ’αυτί, τη χαλαρωμένη φωνή της Μαρίκας απ’ το μπαρ και τοκαμπανιστό γέλιο της ρίτας στο βάθος, επαληθεύεται ό,τι υ-ποπτεύομαι. Τα ’χουνε πιει, είναι λειώμα και τραγουδάνε ευ-τυχισμένες τσα-τσα-τσα.

Καθώς το δεύτερο μέρος αρχίζει μ’ εμένα να παίρνω συνέ-ντευξη απ’ την ντίβα (Λήδα) και τον σκοτεινό συνοδό της(Θανάση) με την ομπρέλλα, τα παγάκια από κάποιο ποτήρικουδουνίζουν και η ρίτα κατηφορίζει στην πρώτη σειρά, τε-ντώνοντας τα θρασύτατα πόδια με τα ψηλοτάκουνα στο προ-σκήνιο, δίπλα στο ποτήρι με το ουίσκυ.

Κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του ο Θανάσης, η μεθυ-σμένη φίλη μου εκτοξεύει αντιδράσεις.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 379

«Μωρέ, τι μας λες...»Δεν το πιστεύουμε.«Ποιος νομίζεις πως είσαι, ρε;»Ξεφυσάμε.«Τι το θες το μουστάκι, μωρέ καημένε;»Έχουμε ψιλοπαγώσει, όταν ο Θανάσης πάει στο προσκήνιο: «Μήπως θα θέλατε να επιστρέψετε στο μπαρ κι εμείς να

κάνουμε τη δουλειά μας κι εσείς τη δική σας;»«Άσε μας, μωρέ κουμμουνιστή, που θα μας βάλεις στη

θέση μας και καλά, ξενέρωτε», ξερνάει το καταιγιστικό πα-ραλήρημά της.

Τα βλέμματα που ανταλλάσουμε με τη Λήδα και τον Θα-νάση σημαίνουν δράση, οπότε πάω προς το μέρος του σκαν-δάλου.

«Νομίζω, αγαπητή μου, ότι έχει τελειώσει το ποτό σαςκαι είναι η τέλεια στιγμή για ανεφοδιασμό, ακολουθήστε με ανδεν έχετε αντίρρηση», της πετάω σε τόνο βελούδινου μπουλ-βάρ προτείνοντας το χέρι μου.

Μ’ ένα χαμόγελο ευτυχίας με πιάνει αγκαζέ.«Είσαι πολύ μεγάλος, αγάπη μου, γι’ αυτό σε γουστάρω»,

τρελογελάει καθώς πάμε για το φουαγιέ, με τον Θανάση, πουακολουθεί μαζί με τον ηχολήπτη και τη Μαρίκα του μπαρ,που ’χει συνέλθει.

«Βάλτε τη σ’ ένα ταξί και στείλτε τη στην Καλλιθέα, ξέρειαυτή», τους σφυρίζω.

Ξαναγυρίζουμε στη σκηνή, με τους θεατές να χειροκρο-τούν, λες και το ακραίο χάππενινγκ ήταν σκηνοθετημένο.

«Πολύ αποτελεσματική η επέμβασή σου», μου φωνάζειμια κυρία με φωνή Μαρίας ρεζάν.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 380

«Ήταν συμπτωματικό, θα μπορούσε να με είχε μπουγε-λώσει».

Πέφτουν γέλια και ξαναρχίζουμε το δεύτερο μέρος.

Το Πάσχα, που ανεβαίνουμε στη Θεσσαλονίκη, στο θέατρο α-πέναντι απ’ την Καμάρα, είναι ωραία με τόση νεολαία να σου-λατσάρει κάτω απ’ τις ανοιξιάτικες τσουχτερές νύχτες, και-νούργια πρόσωπα να μπαίνουν στη ζωή μας, σαν να επιβε-βαιώνουν το μύθο της πόλης που τη θέλει ερωτική.

«Θες παρέα;» μου κάνει μια τραβεστί απίστευτης καλλο-νής νύχτα στα Λαδάδικα.

«Είσαι πολύ κούκλα για τα γούστα μου», ρίχνω πρόχειρα.«Τερατολάγνε, απ’ την Αθήνα είσαι; Φαίνεται. Έχω κάνει

κι εγώ στην Αθήνα, στην Ιντεραμέρικαν».«Ως τηλεφωνήτρια, γραμματεύς, τι;»«Καλέ, απ’ έξω, τη νύχτα, πιάτσα».Γελάμε.

Η χάρις παίρνει πρωτοβουλίες που μας βρίσκουν αργά τη νύ-χτα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου, μ’ εμένα πεισματικάαπόμακρο και την ιέρεια να σιγοβράζει το μέλι της, για ναλειώσουμε μέσα σ’ αυτό λιγωμένοι ως τα ξημερώματα. Έχειμια αλήθεια αυτή της η ασίγαστη ενέργεια. Το θέλω της είναιπολύ δυνατό, παρά το φαινομενικό χάος της, της παραδίνο-μαι. Αργά τη νύχτα, μέσα απ’ το τζάμι του δωματίου της πά-νω απ’ την Καμάρα, με σβηστά τα φώτα χαζεύουμε την κί-νηση στους δρόμους. Ωραία είναι.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 381

Όταν κατεβαίνω στην Αθήνα, τέλος Μαΐου, έχουν πιάσειζέστες. Η αρχιτεκτόνισσα του Αριστοτελείου έχει εργασία ναπαραδώσει και στα τηλεφωνήματά της με απειλεί με κατε-βασιά στην Αθήνα για μέρες. Γελάμε.

Στην Κύπρο, που παίζουμε για μία βδομάδα, και κυρίωςστην ξενύχτισσα Λεμεσό, κάτι από ανατολίτικο μπορντέλλομε ταγκίλα στο λάδι της σαλάτας, ιδρωμένη σωματίλα καιτην ασφυκτική υγρασία μέρα νύχτα, που με αποδιοργανώνει,θέλω να τελειώσουν οι παραστάσεις, να φύγουμε αμέσως, δενβρίσκω τίποτα του γούστου μου να ψωνίσω ή να κάνω, εκτόςτων δύο κομψών γυναικών που απασχολούνται στην ελληνικήπρεσβεία και που με ξεναγούν σε γουστόζικα στέκια και κο-σμοπολίτικες συζητήσεις, ωραίες, φίνες τριανταπεντάρες.

Κάνει τόση ζέστη και στην Αθήνα, που «οι δημοτικές πλαζθα παραμείνουν ανοιχτές μέρα νύχτα για το πενθήμερο τουκαύσωνα», διαβάζω στην εφημερίδα. Έχει πάει έντεκα τοβράδυ όταν βγαίνω ντυμένος για παραλία και παίρνω το πρώ-το ταξί που βρίσκω για τον Άλιμο. Εντάξει είναι στην άμμο,δίπλα στο νερό, σκόρπιες παρέες ακούνε ρέγγε, ψήνουν κάτισε σιγανή φωτιά, απ’ την άλλη μεριά τραγουδάνε Πάριο, όσοπερνάει η ώρα δροσίζει. Ξαπλώνω πάνω στην ψάθα και σκε-πάζομαι μ’ ένα παρεό. Βυθίζομαι. Αγριοφωνάρες και σπρω-ξίματα στη θάλασσα με τα ρούχα μιας μεγάλης παρέας μεθυ-σμένων ξενύχτηδων που κανιβαλίζουν τους πάντες με ξυπνά-νε. Το ρολόι μου δείχνει τρεισήμισι το πρωί, μαζεύω τα πράγ -ματά μου γρήγορα και περνάω απέναντι στη λεωφόρο για ταξί.

Ο πιτσιρικάς με τη νικελένια μηχανή κάνει σούζα και φρε-νάρει μπροστά μου σφυρίζοντας με ενθουσιασμό.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 382

«Κουρέλι, μεγάλη στιγμή να σε πετύχω εδώ. Έχω δει ταΚουρέλια με την παρέα μου ούτε ξέρω πόσες φορές... Α, εί-μαι πολύ τυχερός, πού γουστάρεις να σε πάω;»

Ό,τι θέλω ν’ αποφύγω, αφενός γιατί δεν εμπιστεύομαι τιςμηχανές και αφετέρου επειδή δεν εμπιστεύομαι τον ενθουσια-σμό του, που δεν συγκρατείται με τίποτα.

«Περιμένω κάποια παρέα μ’ ένα αμάξι», ρίχνω πρόχειρα.«Α, μη μου το χαλάς, γουστάρω να σε πάω όπου πας, πει-

ράζει;»«Όχι, καθόλου, απλώς δεν...»«Φοβάσαι; Είμαι πολύ καλός οδηγός, μεγάλε».Η επιμονή του με φέρνει σε δύσκολη θέση. Καβαλάω πί-

σω του και τον πιάνω απ’ τη μέση. Το τσογλάνι λες και τοκάνει επίτηδες, γκαζώνει με χίλια, στις στροφές αισθάνομαιτο μάγουλό μου να γλύφει την άσφαλτο. Δεν το πιστεύω, έχωαγκαλιά έναν τρελαμένο ροκά, που ανεβαίνει ήδη τη Συγγρούσαν σε ράλλυ. Έχω πανιάσει και ξαφνικά απέναντι απ’ το Πά -ντειο η μηχανή του ρετάρει. Φρενάρει και κατεβαίνουμε. Πα-τάω προσεχτικά, για να συνέλθω απ’ την αγαλμάτωση.

«Γαμώτο, θέλει μαστοριλίκι το γαμημένο, τέτοια ώρα»,ανασκουμπώνεται.

«Εμένα με συγχωρείς, θα την κάνω», του πετάω καθώςσταματάω ένα ταξί.

«Ναι, καταλαβαίνω, γεια... πολύ το χάρηκα».«Κι εγώ, ό,τι και να σου πω, θα σε γελάσω, γεια».Γελάμε.Ο ταξιτζής μοιάζει σαν να ’χει ξωμείνει από κάποιον τεκέ,

οδηγεί πολύ αργά. Από ένα δρομάκι ένα αγοροκόριτσο, πλά-σμα της νύχτας, πετιέται τρέχοντας, μ’ έναν ήρεμο ελιγμό ομερακλαντόν αποφεύγει το ατύχημα, βγάζει το κεφάλι του

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 383

κάτι να φωνάξει, αλλά σαν να το μετανιώνει και γυρίζει στοαραχτό οδήγημα.

«Καλά το απέφυγες», λέω.«Γι’ αυτό πάω στο ρελαντί».«Ήθελες κάτι να φωνάξεις σ’ αυτό το πλάσμα και το με-

τάνιωσες;»«Είχε σπάνιο κώλο, αλλά αυτό θέλει εργαλείο εικοσάρη κι

όχι εξηντάρη, που ’μαι εγώ».«Μπα, μερικά παιδιά δεν έχουν πρόβλημα να πάνε με με-

γάλους».«Παιδί ήτανε, αλλά το ρισκάρεις; Τα βαράς κλαίνε, τα γα-

μάς πάν‘ και το λένε».Τι μαθαίνει κανείς άμα νυχτοπερπατάει... Σωσμένος επιτέλους σπίτι, αργεί να με πάρει ο ύπνος και

πάνω που γλαρώνω, χτυπάει το τηλέφωνο, σκέφτομαι να μηναπαντήσω, αλλά τελικά το σηκώνω. Η χάρις.

«Εσύ μας έλειπες».«Γιατί τι έγινε, έπαιρνα απ’ το βράδυ νωρίς».«Τίποτα. Καύσων».«Α, καλά, εγώ κατεβαίνω Αθήνα, παντρεύεται σε δέκα

μέρες μια συμφοιτήτριά μου στην Πάτρα κι έλεγα να πάμεμαζί στο πάρτυ της...»

Έχει περάσει μία βδομάδα με την αμαζόνα του Θερμαϊκούστην Κλεομένους, χαλαροί κι οι δυο μας, ερωτικοί και συνερ-γάσιμοι, με το μπάνιο μου να έχει γίνει και πάλι ενυδρείο, αλ-λά με τέτοια ζέστη να το βλέπω ως δώρο. Η χάρις πετιέταιστο φούρνο της γειτονιάς για πρωινά κρουασάν, τα βράδιατρώμε στην Πεντέλη για δροσιά με τον Άλκη και το νέο αμό-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 384

ρε του Τίνα, περνάει κόσμος απ’ το σπίτι, η Κρίστη και ο Σπύ-ρος συμπαθούν τη χάρι και μας προσκαλούν στο χόρτο τουΠηλίου, για μια θεατρική συνάντηση με Ινδούς ηθοποιούς πουγνώρισαν σε μια περιοδεία τους με την Αντιγόνη του Σοφοκλήστο Τριβάντρουμ της Κεράλα, ο Σταύρος Τσιώλης βρίσκει τηχάρι πολύ όμορφη αλλά πολύ παιδική για τα είκοσι πέντεχρόνια της, αλλά ο περαστικός γιάππης το πρωινό στα σκαλιάτης Μαρασλή, που χώνει το χέρι του κάτω απ’ την οπάλινηπουκαμίσα μου, που ’χει ρίξει πάνω της πρόχειρα η καλή μουγια να πεταχτεί στην ΕΒΓΑ, τη στέλνει ερήμην του ξαναμμένηστο κρεβάτι μας, χαρίζοντάς μας ένα συναρπαστικό στροβίλι-σμα στο πάτωμα, με τη σαλταρισμένη κάψα της να τσιτσιρί-ζει σανσκριτικά γρυλίσματα κάποιας παγανιστικής φιέστας ε-νός τελετουργικού ρίτσουαλ στο μέσον του πουθενά.

Το Σάββατο το απόγευμα, ντυμένος σε ένα κρεμ κουστούμιαπό ελβετική βαμβακερή καμπαρντίνα, με την απογειωμένηπαράνυφο της ελατηριακής κινητικότητας σε στυλ «το κορί-τσι με το χιτώνιο και τα σανδάλια με τα λουριά μέχρι το γό-νατο απ’ την τελετή αφής της φλόγας στην αρχαία Ολυμπία»,καθόμαστε δίπλα στο παράθυρο του υπεραστικού με το αιρ-κοντίσιον, δροσεροί και κεφάτοι, παρά τον δύστροπο μαγκίτηοδηγό, που ακούει σκυλοτράγουδα στη διαπασών και μου ρί-χνει κακόβουλα βλέμματα μέσα απ’ τον καθρέφτη, και φτά-νουμε στην Πάτρα γρήγορα, καθότι εξπρές.

Στο πρώτο καφέ οι λεμονάδες και το παγωμένο της ε-σπρέσσο σβήνουν τη στέγνα απ’ το ταξίδι και στις επτάμισιτο απόγευμα, ευχαριστημένος απ’ την ακρίβεια του συντονι-σμού μας για πρώτη φορά, μπαίνουμε στη μητρόπολη.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

o

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 385

Δεν υπάρχει ψυχή. Δηλαδή υπάρχει, μια καντηλανάφτισ-σα που σβήνει κεριά πάνω σε μια ξύλινη σκαλίτσα. Μας κοι-τάζει.

«Τι ώρα είναι ο γάμος;» βγαίνει η φωνή μου με έκο.«Ποιος γάμος;» απορεί.«Δεν έχει ένα γάμο σήμερα;»«Όχι, κάτι βαφτίσια ήτανε, μόλις τελειώσανε».«Είστε σίγουρη;»«Μισό λεφτό να δούμε τι γράφει το...» Κατεβαίνει και έρχεται προς το παγκάρι με τα κεριά. Ένα

χοντρό μπλε βιβλίο, σαν αυτά που είχαμε για βιβλία αναφο-ράς στο στρατό, είναι ανοιχτό δίπλα. Βάζει το δάχτυλό τηςστις γραμμές.

«Όχι, δεν έχει κανένα γάμο σήμερα...»«Μάλιστα», γυρίζω προς τη χάρι, που φαίνεται να εξετά-

ζει κάποια λεπτομέρεια μιας εικόνας.«Τι να σου πω;» ανασηκώνει τους ώμους της.«Να ξεφυλλίσουμε λίγο το βιβλίο;» ρωτάω την αναμαλ-

λιασμένη καντηλανάφτισσα, που μάλλον οικτίρει την ασυ-ντονισία μας με το εξωφθαλμικό βλέμμα της.

«Να το κοιτάξουμε...» γυρνάει τις σελίδες, «να, ο γάμοςείναι εδώ, το άλλο Σάββατο, όνομα;»

«χάρι, δε ρίχνεις μια ματιά στα ονόματα;»Έχει μεταμορφωθεί σε πνεύμα που πεταρίζει από αγιογρα-

φία σε αγιογραφία μέχρι ψηλά στον τρούλο κι όταν επιτέλουςπλησιάζει στο παγκάρι, είναι για να πάρει το τσαντάκι της.

«Την έκανα, ξέρω», μου σφυρίζει καθώς βγαίνουμε στηνπλατεία πολιτισμένα.

Δεν μιλάω. Η χολή που σιγοβράζει χύνεται σε γέλιο, αλλάτο γέλιο που υποψιάζεσαι ότι πάει για ανεξέλεγκτη έκρηξη.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 386

Στο περίπτερο η ξεχασιάρα αγαπημένη μου πάει κατευ-θείαν στο τηλέφωνο. Είναι πολύ όμορφη καθώς μιλάει στο α-κουστικό, λάμπει απ’ το αρμένισμα στο υποβρύχιο μαγικόχάος της, έχει ταλέντο στην αποδιοργάνωσή μου –ψάρι αυτή,παρθένος εγώ λένε–, αλλά δεν με χαλάει.

«Πάμε στο ρίο, εκεί, στο ξενοδοχείο με την πισίνα, θα κά-νουνε πρόβα σε κάτι διακοσμητικά νούφαρα που θα πλέουν,θα είναι όλοι, εντάξει, ο γάμος είναι το επόμενο Σαββατοκύ-ριακο, αλλά οι προετοιμασίες έχουν αρχίσει από τώρα, είναιπολλοί φίλοι, μεγάλη παρέα, πάμε», φέγγει από ενθουσιασμό.

Μου περνάει απ’ το μυαλό να μπω σ’ ένα ταξί και να γυρί-σω στην Αθήνα, να πάω στο πάρτυ του Μελετόπουλου, εκείστο φράχτη του αεροδρομίου, Σάββατο βράδυ, θα ’ναι τέλεια,ο πολύς κόσμος θα λείπει στα νησιά... Αλλά το ενεργειακόπεδίο της μελένιας ανακατωσούρας της με τραβάει στο ρίο,στα νούφαρα από γκλασέ χαρτί που πλέουν, στους χαρταε-τούς που ζυγιάζονται, στα γκοφρέ φαναράκια που ακορντεο-νίζονται και στα μενεξεδιά μάτια της Λίλας, που ’χω να τηδω απ’ το χειμώνα στη ΒΕΓΓΕρΑ.

Ξεχνιόμαστε με τη χάρι σε κρασιά, γεύσεις, βόλτα στηνπαραλία με τα πόδια στο νερό μέσα στη νύχτα, υγρή αϋπνίαστο δωμάτιο του ξενοδοχείου –άμα θέλει η γλυκιά μου, γιαπότε τα κανονίζει όλα και με τι γενναιοδωρία– την πυρόξαν-θη πηγή της να αχνίζει δίπλα μου, κολλημένη στο ιδρωμένομου μεθύσι.

Το πρωινό μας στου ΒΟΣΙΝΑΚΗ αερίζεται απ’ το τιτίβισμαενός αγοριού σαν νεράιδα, φίλο φίλου της καλής μου, που έχειμια απογευματινή εκπομπή σ’ έναν τοπικό ραδιοσταθμό ταΣαββατοκύριακα και επιθυμεί να μου πάρει μια συνέντευξητυλιγμένη σε άριες της Μαρίας Κάλλας, του Κλάους Νόμι,

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 387

της Νίνα χάγκεν και του Νταίηβιντ Μπάουι. Ο Θωμάς, μ’ ό-λη τη χαριτωμένη αύρα της «φούστας μπλούζας», είναι ευγε-νικός και έχει πλάκα, αλλά βιάζομαι να επιστρέψω σπίτι μου.Αρκετά με το χάος.

Δεν καθόμαστε πολύ στην Αθήνα. Ανεβαίνουμε Θεσσαλονίκηκαι με οδηγό τον Φίλιππο κατεβαίνουμε προς το χόρτο τουΠηλίου ακούγοντας Dead can Dance. Έχει κάτι το μαγικό ηδιαδρομή μας για το μίνι φεστιβάλ της Πίας χατζηνίκου, τηνξέρω από τότε που οργάνωνε τις περιοδείες μας με τη Ζουζού.

Ο Σπύρος Βραχωρίτης και οι Ινδοί ηθοποιοί με το σκηνοθέ-τη τους θα συνεργαστούν μαζί μας σε μετρική απόδοση τηςτρίτης ραψωδίας της Ιλιάδας στο αρχαίο κείμενο και στο αντί-στοιχο της Ραμαγιάνα. Ωραία ατμόσφαιρα, είναι κι ο Γιάγκος,που διευθύνει ένα εργαστήριο σπουδαστών αρχαίου δράματος.

Μια αλλοπαρμένη φιλότεχνη βαλκυριακής αψάδας επιμέ-νει να κοιμηθεί μαζί μας, η χάρις συγκατανεύει με παιδικήμεγαλοψυχία, λες και είναι κολλητή μας.

Ύστερα από το βαρυχειμωνιάτικο δείπνο στην κατακαλόκαι-ρη Μηλίνα ξεραίνομαι στον ύπνο και το πρωινό μου ξύπνημααπ’ το μεγαλείο της Πέμπτης του Μπετόβεν, που προβάρει ηορχήστρα νέων κάτω απ’ το ψαθωτό σκέπαστρο, είναι το κα-λύτερό μου ξύπνημα εδώ και... αιώνες. Καμιά φορά σκέφτο-μαι ότι μπορεί και να ’μαι τριών χιλιάδων ετών.

Πάω να μοιραστώ την ευφορικότητα που με διαπερνάει μετον Φίλιππο, αλλά φαίνεται απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα τουμπανγκαλόου να κοιμάται με δύο χνουδωτά γραμμωτά πόδια

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 388

κάποιου καστανόξανθου αγοριού ανάμεσα στα δικά του. ΟΦίλιππος, απ’ ό,τι ξέρω, δεν... Όχι, τελικά είναι κορίτσι πουαπλώς δεν έχει ξυρίσει τις γάμπες του, ένα κορίτσι αγριοκά-τσικο, αθλήτρια και ζωγράφος. χαμογελάω καθώς σκέφτο-μαι ότι ίσως προβάλλουμε πάνω στους άλλους δικές μας φα-ντασιώσεις.

Στα εργαστήρια αυτοσχεδιάζουμε σε στάσεις ακρωτηρια-σμένων αγαλμάτων, ο Ινδός σκηνοθέτης ενθουσιάζεται και ημετρική ομηρική απόδοση απ’ όλους μας κάνει αίσθηση.

Κολυμπάμε και παίζουμε με τα νερά για ώρες. Στην επι-στροφή για Θεσσαλονίκη αράζουμε στο κτήμα των φίλωνμας στους πρόποδες του Ολύμπου –και το παράθυρο του δω-ματίου μας καδράρει την κορυφή–, μου τηλεφωνούν απ’ ταΓιάννενα, δηλαδή η δωρική φωνή του Μήτσου Ευθυμιάδη.

«SOS, έλα για πρόβες στο Τέλος του παιχνιδιού του Μπέ-κετ. Δεν τα βρήκαμε μ’ έναν ηθοποιό και δεν έχουμε Κλοβ, μηρωτάς τι και πώς, έλα...»

Δεν ήθελα να κάνω θέατρο φέτος το χειμώνα. Κολυμπάωτόσο ξένοιαστα αυτό τον γλυκό Σεπτέμβρη, που τελειώνει μεβόλτες στο Δίον και στη Βεργίνα, με βουτιές σε κρουσταλ-λιασμένες βάθρες και κατρακύλες σε αρχαιολατρικές δασο-πλαγιές... Η αλήθεια είναι ότι έχω πελαγώσει απ’ τις άτακτεςβουτιές στο χάος της θεάς μου και η προοπτική να χαθώ μα-κριά της, στη μεγαλειώδη πρόζα του πολύτιμου Ιρλανδού,δεν είναι καθόλου κακή ιδέα.

Απομακρυνόμαστε για μία ακόμα φορά με τη χάρι και κα-θώς μπαίνω στην έρημη χώρα του Τέλους του παιχνιδιού, σ’αυτό τον ανησυχητικό μετεωρισμό της επόμενης μέρας, με

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 389

την εσχατολογική ωμότητα, νιώθω το τέλος της ανταρια-σμένης σχέσης μας, που ξέρω ότι θα δώσει πάσα σ’ ένα ίσωςσυντροφικό ισοκράτημα.

Είναι και η Κλαίρη στις πρόβες, παίζει τη Νελ μέσα στοσκουπιδοτενεκέ, ζευγάρι με τον Ναγκ του Θόδωρου Ντόβα,που τις ελεύθερες ώρες του κάνει θέατρο κι όλες τις άλλεςπλέκει ζακέττες, σάλια, κασκόλ, με χρωματικό γούστο καικάτι από αρτιζάνικα έθνικ μοττίβα.

Ο χάρης Αναστασίου στο ρόλο του χαμ στην αναπηρικήκαρέκλα κάνει κάποιες απόπειρες ερμηνευτικής αναρχίας,αλλά, όπως πάντα, η μπεκέτεια περιεκτική στέγνα τις πετάειέξω. Βυθίζομαι σ’ ένα σιγοβράσιμο που καιροφυλακτεί να τι-νάξει το καπάκι στον αέρα. Ο Κλοβ κι εγώ πλησιαζόμαστε μεμέτρο: η συσσωρευμένη οργή, το σκληρό μποξ, η τελεσίδικητελεία, όλο αυτό το αναπόδραστο ταξίδι της αποκάλυψης.

Το άνετο δυάρι που μοιραζόμαστε με την Κλαίρη και τον κε-ραμιδόγατο σε απόχρωση τζίντζερ, που έφερε απ’ την Αθή-να, έχει στιγμές παιδικής χαράς και ακροβασίας τσίρκου, μιακαι ο Ζόργκε κάνει τρέλες. Επιμένει να κοιμάται πάνω στοκρεβάτι, ανάμεσα στα κεφάλια μας. Δεν είμαι συνηθισμένοςνα ανοίγω τα μάτια μου απ’ το γλείψιμο κατοικίδιων στην α-γουροξυπνημένη μούρη μου και η ζωοφιλία μου δεν είναι γεν-ναιόδωρη. Τον κλείνω έξω απ’ την κρεβατοκάμαρη, στο διά-δρομο, αλλά γρατζουνίζει, και νιαουρίζει και υποδαυλίζει αϋ-πνία. Όταν κρεμιέται με τα μπροστινά του πόδια απ’ το πό-μολο, σπρώχνοντας την πόρτα με τα πισινά και βρίσκεταιμετέωρος στο ημίφως, με τα μάτια του, σκέτο κεχριμπάρι,να γυαλίζουν απ’ τις ανταύγειες του πορτατίφ, φωνάζω «Ζόρ -

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 390

γκε, είσαι πολύ μεγάλος, αγόρι μου», και τον επιβραβεύω α-φήνοντάς τον να κοιμάται στα πόδια μας πάνω στο πάπλωμα.

Διατηρούμε μια αρμονία οι τρεις μας, που αναταράζεταιαπό σαλταρισμένες επισκέψεις κρυφών και φανερών θαυμα-στών της Κλαίρης, που δεν φαίνεται να την ενδιαφέρει το θέ-μα, πράγμα που τους τσαντίζει με μεθυσμένες εκρήξεις καικακοτράχαλες εξομολογήσεις.

Δεν ξέρω αν οφείλεται στο έργο που παίζουμε, αλλά μεξαναπιάνει αυτή η απομάκρυνση από συνήθειες και γούστα,σαν να κάνω σούμα και απολογισμό.

Μαθαίνω ότι η πανεπιστημιακή κλινική των Ιωαννίνωνθεωρείται έγκυρη και κάνω τεστ αίματος για AIDS.

Ο πρότερος άτακτος, ασυμμάζευτος, ηδονοθηρικός βίος–τόσα χρόνια εδώ κι εκεί, μέσα έξω– με βάζουν σε σκέψεις.Το δεκαήμερο που περιμένω τα αποτελέσματα του τεστ εί-μαι τρομοκρατημένα απών.

«Συμβαίνει τίποτα;» με κοιτάζει η Κλαίρη.«Τα κλασσικά άνω κάτω της διάθεσης...»«Πιο ζόρικα κάπως αυτή τη φορά».«Μεγαλώνουμε...»«Έλα, καλέ».χαμογελάμε.Τα αποτελέσματα είναι αρνητικά, δεν έχω τίποτα, ανασαί-

νω. Πάλι καλά.

Μου κάνει εντύπωση που ο Γιάννης Φλερύ –χορογραφεί κάτιστο Δημοτικό– έρχεται δύο φορές και βλέπει την παράστασήμας.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 391

«Σαν μηχανισμός έτοιμος να εκραγεί είναι, πώς τα κατα-φέρνετε, μπράβο σας...»

«Είναι επειδή είσαι ευαίσθητη ψυχή και μόλις βλέπεις νέους, ανθίζεις», τον πειράζω στην ταβέρνα που τσιμπάμε με -τά την παράσταση.

«Α, καλά τώρα, όλοι νομίζετε ότι έχω ζήσει μια ζωή με έ-ρωτες φοβερούς και τρομερούς, σε αγκαλιές μικρών θεών καιπράσινα άλογα... Κάτι χαμένοι, άφραγκοι, μισοριξιές πάνταμου τυχαίνανε και τελικά ήμουνα η μάνα του λόχου κι ο εξο-μολόγος, και τους χαρτζιλίκωνα κι από πάνω».

«Είναι δυνατόν;»«Αλήθεια λέω, δεν έζησα μεγάλους έρωτες, με λούσα σε

διακοπές και ακριβά ταξίδια με γυμνασμένα τεκνά και τέ-τοια, ποτέ μου...»

Σκέφτομαι τη φράση του Κλοβ απ’ το έργο: «Όλοι υπήρ-ξαμε ωραίοι κάποτε». Αλλά για μία ακόμα φορά ένας άνθρω-πος με φανερωμένη τη γυναικεία του πλευρά είναι πιο αληθι-νός και πιο αδρός από οποιονδήποτε ομορφονιό, φανατικό τηςαρσενικότητάς του.

Η καταρρακτώδης βροχή μάς έχει αποκλείσει στο DRUG-STORE πάνω στην κεντρική οδό των Ιωαννίνων, με τη Βενε-τία, μια καστανομελάχρινη σοφιστικέ φοιτήτρια, που με δρα-στηριοποιεί κάθε φορά που συναντιόμαστε για καφέ, ενώ πί-νουμε τσάι. Η βροχή δεν λέει να σταματήσει και η απτόητηαναψοκοκκινισμένη τύπισσα έχει διάθεση για δράση:

«Είσαι να περπατήσουμε μέσα στη βροχή μέχρι τη λίμνη;Θα σε πάω σ’ ένα καφενείο που ήταν παλιά χάνι και είναι α-κόμη μαγικό...»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 392

Γινόμαστε λούτσα, αλλά είναι ωραία που περπατάμε μέσαστη βροχή χωρίς να μας νοιάζει.

«Πώς το λένε το καφενείο;»«Δεν το ξέρω, εμείς πάντως, δηλαδή κάποιοι φοιτητές που

πάμε εκεί, το λέμε Νιου Γιορκ».«Πώς έτσι;»«Θα δεις». Μ’ αρέσει που η Βενετία με πάει στη Νέα υόρκη.Ένα σκονισμένο τρανζιστοράκι ξερνάει γρέζι, η ξεναγός

μου ψάχνει σβέλτα να πετύχει κάνα σταθμό της προκοπής,πέφτει πάνω σε μια γερή ροκιά, που σβήνει σε λίγο απ’ ταπαράσιτα. Στα τραπέζια παίζει τάβλι, πρέφα, σκάκι και τασάουντρακ από ’να ξεκούρντιστο φλιπεράκι πνέει τα λοίσθια.

Τα παιδιά καπνίζουν πολύ και το ντουμάνι σε κοκταίηλ μετην υγρασία στάζει αργά σαν ρετσίνι.

«Δύο τσάγια», φωνάζει η Βενετία πίσω από ’ναν πάγκο-ψυγείο, με το μηχανάκι του να πορδίζει.

Στο τσίγκινο τραπεζάκι μας το χαμόγελό της έχει κάτι α-πό παιδική σκανταλιά.

«Θες ένα αυγό;»«Όχι, πώς σου ’ρθε;»«Ένα φρεσκότατο νεογέννητο αυγό όμως;»«Τι εννοείς;»«Κοίτα», τραβάει ένα χαλκά απ’ το ξύλινο πάτωμα, που

αποκαλύπτει μια καταπακτή με κότες, σανά και αυγά. Σκύβει, πιάνει δύο αυγά, κατεβάζει το καπάκι και σηκώ-

νεται.«Είναι πολύ δυναμωτικά, θες να μας τα βράσουνε σφιχτά,

μελάτα, τι, πάω να φέρω τα τσάγια...»«Ό,τι να ’ναι, ξέρω γω...»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 393

Έχω σαστίσει.Τα ρούχα μας έχουν αρχίσει κι αχνίζουν.

Λέω να μην κατέβω στην Αθήνα αυτό το Δευτερότριτο, ναπάρω ένα υπεραστικό για Τρίκαλα ή Μεσολόγγι, έτσι γιαβόλτα, να δω κάτι άλλο.

Κατεβαίνω στο Αγρίνιο, σ’ ένα ξενοδοχείο, για δύο βρα-διές, το δωμάτιο βλέπει σε ένα παρκάκι και η βόλτα στουςδρόμους, με απογευματινή χειμωνιάτικη λιακάδα είναι ό,τικαλύτερο. Από ’να οβάλ τζαμένιο καφέ με το «If you can’trock me» των Stones στη διαπασών, με φωνάζουν.

«Κουρέλι, ρε μεγάλε, έλα κι από μας».«Τι γίνεται, ρε παίδες;»«Έλα μέσα να σε κεράσουμε κάτι...»«Δεν πίνω».«Εσύ, αποκλείεται».«Είπα δεν πίνω, όχι δεν την πίνω...»«Τώρα μιλάς, μεγάλε», πέφτουν γέλια, ενθουσιασμός και

συνωμοτικότητα. «Πάμε από Γάκη, θα σκάσει κι ο Τέλης και θα γίνει η δου-

λειά», ανταλλάσσουν μεταξύ τους με τηλεγραφικό κούρντισμα.Στου Γάκη στρίβονται τρία τρίφυλλα, αλλά δεν ανάβει κα-

νένα. Δεν πολυκαταλαβαίνω, αλλά εντάξει. Κατεβαίνουμε τασκαλιά με συντονισμό τσακαλοπαρέας, μπαίνουμε σ’ ένα αγρο-τικό κι ένα Όπελ ανά τρεις, κορνάρουμε έξω από μια αυλή, έναςχακί Τάκης προστίθεται στο κονβόι και να ’μαστε παρκαρισμέ-νοι δίπλα δίπλα, μ’ ανοιχτά τα παράθυρα, για την άνετη κυκλο-φορία των τρίφυλλων, χαζεύοντας στην οθόνη ενός drive-in τοαπίστευτο πορνό σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο Γαμείτε αλά ελ-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 394

ληνικά, όπου βλαχοπούλες και τσοπαναραίοι με φουστανέλες,κάπες, γκλίτσες και πρόβατα πηδιούνται σε πη γές, παχνιά, ρε-ματιές απαγγέλλοντας ξαναμμένοι στίχους του τύπου:

«Τι σπρώχνεις τόσο, Λάμπρο μου, μην έμπεις παραμέσα;»«Όχι, βρε Γκόλφω μου γλυκιά, μέσα σου δε θα χύσω».«Μήπως είν’ προτιμότερο να έμπεις από πίσω...»Τα τρίφυλλα με την καύτρα τους φέγγουν τα σκασμένα

στα γέλια πρόσωπά μας.Στην ταβέρνα που καταλήγουμε πεινασμένοι, στο διπλανό

τραπέζι μια παρέα νταβραντισμένων αντρών και τσολιάδωνγυναικών χαίρονται που με βλέπουν στην πόλη τους και μαςπροσκαλούν στη σπιταρόνα ενός απ’ την παρέα τους για έναμεταμεσονύχτιο ποτό. Τα μάτια τους γυαλίζουν και όπωςγλείφουν τα χείλια τους απ’ τα κοψίδια, τα κρασιά και τα ουί -σκια, βγάζουν μια ανυπόμονη φούντωση για παρτούζα.

Δεν γουστάρω ζωώδικα πανηγύρια με νεόκοπους της σε-ξουαλικής απελευθέρωσης. Αποκλείεται. Θα μ’ ενοχλήσουνοι μυρωδιές τους, το χοντροκομμένο λεξιλόγιο, το άτσαλοχούφτωμα και τα σαλιάρικα φιλιά από αλκοολούχες ανάσες.Όχι, ούτε γι’ αστείο, γυρνάω στο ξενοδοχείο.

Ευτυχώς υπάρχει πάντα στο κομοδίνο μια Πατρίσια χάι-σμιθ, ένας Μπουλγκάκωφ, που το Μαιτρ και η Μαργαρίτα

του, όπως και οι Γάμοι του Κάδμου και της Αρμονίας του ρο-μπέρτο Καλάσσο, μπορώ να τα διαβάζω ξανά και ξανά και ναταξιδεύω όπως εγώ γουστάρω.

«Μ’ αρέσει που κάνουμε παρέα, αλλά να μην υπάρχουν κιένας δυο ακόμα κομψοί άντρες εδώ στα Γιάννενα», μου κάνειη Βενετία στο DRUGSTORE των απογευματινών μας ραντεβού.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 395

«Στο πανεπιστήμιο δεν κυκλοφορεί κανείς;»«Ποιοι, οι φοιτητές, όλο τζην και μπουφάν, τίποτα, κι οι

ντόπιοι δεν... Εκτός απ’ αυτή τη φιγούρα που περνάει τώρααπέναντι».

Κοιτάμε απ’ το τζάμι τον στυλάτο άντρα με το μελιτζανίσακάκι, το γκρι σουρί παντελόνι και τα σκούρα καφέ καστό-ρινα μποτίνια, που κατηφορίζει χαλαρός.

«Λοιπόν, ξέρεις ποιος είναι... ο... ο Μαρτσέλλο Μαστρο-γιάννι», μου ’ρχεται.

«Α, βέβαια, έχει γυρίσματα με τον Αγγελόπουλο στον...»συμφωνεί η Βενετία.

«... στον Βυσσινόκαμπο», πετιέται μια φανατική της ενη-μέρωσης από δίπλα.

«Στον Μελισσοκόμο, ανόητη».Γελάμε, έχει πλάκα στο καφέ.

Το επόμενο πρωί που κατεβαίνω στη λίμνη και βλέπω διάχυ-τη αυτή την ομιχλώδη ηλιοφάνεια, είμαι σίγουρος ότι θα τουςπετύχω. Και πράγματι είναι όλοι εδώ. Ο Αρβανίτης, ο Αγγε-λόπουλος, η Νάντια Μουρούζη –τι ταξιδιάρικα μάτια–, οιβοηθοί, οι τεχνικοί και ο Μαρτσέλλο με τραγιάσκα και ντρί-λινα. Καμία σχέση με τη χτεσινή βισκοντική εξτραβαγκά-ντσα. Είναι όμως καλό σκαρί, γιατί ακόμα κι αυτά τα ρούχατου ρόλου πέφτουν πάνω του σαν δικά του. Έχουν διάλειμμακαι κάνουν τις συστάσεις.

Ο Θόδωρος μας παίρνει με τον Μαρτσέλλο και καθόμαστεσ’ ένα καφενεδάκι. Καφέδες και τσάι, μιλάμε αγγλικά με τονευγενικό Ιταλό, που φουμάρει ασταμάτητα. Κάποιος φωνά-ζει το σκηνοθέτη. Μένουμε οι δυο μας.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 396

«Δουλεύεις αυτό τον καιρό;» με ρωτάει.«Είμαι εδώ για παραστάσεις στο θέατρο».«Ποιο έργο;»«Το τέλος του παιχνιδιού του Μπέκετ».«Ω, μ’ εντυπωσιάζει αυτό, ποιο ρόλο;»«Κλοβ».«Τι τύχη, τι συγγραφέας, ε;»«Ναι, ναι...»«Έχεις δουλέψει ποτέ με τον Αγγελόπουλο;»«Όχι».«Πώς κι έτσι;»Όχι αυτή την ερώτηση, σκέφτομαι.«Δεν έχει τύχει, δε με τραβάνε και πολύ οι ταινίες του...»«Μου ’λεγε ένας άλλος ηθοποιός», χαμογελάει, «Έλλη-

νας, που έπαιζε σε κάποιο γύρισμα, είναι και ροκ σταρ, μουείπαν...»

«Α, βέβαια», ενθουσιάζομαι, «ο Πουλικάκος».«Αυτός, ναι, συζητούσαμε για τον Αγγελόπουλο ότι παίρ-

νει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά και...»«Δε θα διαφωνήσω». Γελάμε όταν μπαίνει ο Γιώργος Αρβανίτης, που έρχεται

να τον πάρει για πρόβα με την κάμερα.«Τα λέτε», με πειράζει. Έχει χιούμορ ο διευθυντής φωτογραφίας, ασχέτως ιστο-

ρικού στοχασμού και μεταφυσικής ψιχάλας. Ο Μαρτσέλλοσηκώνεται.

Στο γύρισμα που ακολουθεί το φορτηγάκι του μελισσο-κόμου έρχεται μέσα απ’ την πάχνη της λίμνης, κατεβάζει δί-πλα σε κάτι απόνερα τη Νάντια και μου κάνει εντύπωση που

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 397

η κάμερα δεν καταγράφει τη σπάνια έκφραση που ’χει τοπρόσωπό της, αλλά παρακολουθεί την εξάτμιση του αγροτι-κού, που απομακρύνεται στη λασπώδη ομίχλη. Ίσως οικολο-γικό σχόλιο. Άλλα γούστα.

Σκέφτομαι τις μοναδικές ερμηνευτικά στιγμές από συνα-δέλφους σε υπέρβαση που δεν θα δούμε ποτέ και μου ’ρχεταιη φράση από μια συνέντευξη του Μπράντο: «Οι ταινίες φτιά-χνονται στο μοντάζ».

Από την πρώτη μέρα που ήρθαμε στα Γιάννενα, στις παρέεςμας με τους ζωγράφους, μουσικούς, ξενύχτηδες, αιώνιουςφοιτητές, φουμαδόρους και λουφαδόρους, το μπαρ του Σαλα-μπασίνα αναφέρεται σαν κάτι μυθικό. Κάποτε οικογενειακόκέντρο διασκέδασης, λίγο πιο έξω απ’ το κέντρο της πόλης,με ορχήστρες, χορούς και γλέντια, μες στα χρόνια ξέπεσε σεανυπόληπτο καταγώγιο, με θαμώνες τις σκιές των εθισμένωνσε αυτοκαταστροφή μέσω ακραίων βίτσιων, λένε. Όλο λέμενα πάμε, αλλά δεν έχει προκύψει. Ίσως οι ντόπιοι γνωστοίμας να μη θέλουν να τους πάρει κάνα γνωστό μάτι σε τέτοιοκωλάδικο. Το βράδυ όμως που στραμπουλάω τον αστράγαλοκαι παίρνω ταξί για να βρω διανυκτερεύον φαρμακείο, με α-κούω να λέω:

«Στου Σαλαμπασίνα».«Είστε σίγουρος;» μου κάνει προστατευτικά ο οδηγός.

«Εσείς; Εκεί είναι τελευταίας υποστάθμης...»«Γιατί όχι, μια ματιά θέλω να ρίξω, να με περιμένεις, θα

μπω και θα βγω».Διασχίζω με τον αστράγαλο σε επιφυλακή τη χορταρια-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 398

σμένη αυλή, με τη στρογγυλή τσιμεντένια πάλαι ποτέ πίσταγλιστερή από λειχήνες και βρύα και στο βάθος σκουριασμένατραπέζια, καρέκλες σε στοίβα κάτω από ’να ξεχαρβαλωμένουπόστεγο, απ’ όπου έρχονται βογγητά πόθου και ρόγχου σα-δομαζοχιστικής τοναλιτέ.

Η μικρή σκευρωμένη πόρτα με το θολό τζάμι ανοίγει στημακρόστενη ωχρή κάμαρα, με φωτισμό νέον, που παραμορ-φώνει τα χαρακτηριστικά της κοκκινομάλλας με τα πράσιναξεπλυμένα μάτια, το ξεχειλωμένο ντεκολτέ και τ’ ανοιχτάπόδια της, με το χοντρό χέρι ενός ψωμωμένου κτήνους να τηςσφίγγει το μουνί. Από την άλλη πλευρά τρεις τέσσερις λιγνέςμούρες με κινησιολογία τσάτσας ξεπεσμένου μπορντέλλουμού χαμογελούν με όσα σαπισμένα δόντια τούς έχουν απο-μείνει.

«Κλείσαμε, κύριε», έρχεται η φωνή απ’ τον υπόλευκοβούδα με την ελαφριά εφίδρωση και τα μάτια σαν κεφαλάκιακαρφίτσας.

Έχει ακουμπήσει το χέρι του πάνω στο γοφό του, σε μιαπόζα σουλτάνας που με ανιχνεύει από πάνω μέχρι κάτω.

«Δε σερβίρουμε, κλείσαμε», μου κάνει πουτανίστικα κι οιάλλοι γελάνε.

«Έψαχνα κάποιον, αλλά δεν τον βλέπω, οπότε γεια σας»,λέω για να πω κάτι.

Κλείνω την πόρτα και αποχωρώ ψύχραιμα.Εντάξει, πήρα μια γεύση από κόλαση. Έχω βάλει το ένα

πόδι στο ταξί, όταν κάποιος φωνάζει:«Έλα, ρε ηθοποιέ, τώρα σε θυμήθηκα, έλα να σε κεράσου-

με κάτι».«Άσ’ το, άλλη φορά, φεύγουμε».

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 399

«Λοιπόν;» μου κάνει ο ταξιτζής.«Δίκιο είχες, και χειρότερα», χαμογελάω.

Στα Τρίκαλα, που πάω λίγο πριν τελειώσουν οι παραστάσειςένα Δευτερότριτο στο πλαίσιο του προγράμματός μου «Γνω-ρίστε την Ελλάδα», μου κάνουν εντύπωση οι καθαροί πεζό-δρομοι, η πωλήτρια καλλυντικών με το πρόσωπο φαγιούμκαι το διάφανο κορμί αναγεννησιακής αμαρτίας, που μου δί-νει ραντεβού το βράδυ σε κάποιο μπαράκι, τα πολύχρωμακαφέ της πιτσιρικαρίας, οι γέφυρες πάνω απ’ το ξοφλημένοποτάμι και η τραγουδιστική κομπανία των μόρτηδων, πουτσιμπάει και τα πίνει έξω από ’να συνεργείο πάνω σε καφά-σια, κάτω απ’ την πανσέληνο. Γουστάρουν να με κεράσουν έναμεζέ, ένα κρασί, προσπερνάω ευγενικά και σε λίγο βρίσκομαινα περπατάω δίπλα δίπλα με τον πιο μάγκα, που μου ρίχνειματιές υποθετικής καύλας, αλλά ουσιαστικού λειώμα. Είναισίγουρα χύμα και τα χέρια του κινούνται αιφνιδιαστικά καιανεξέλεγκτα, όπως και η ισορροπία του, καταλήγοντας νατον υποβαστάζω σ’ αυτή την αυθαίρετη ξενάγησή του στηνπόλη του, μ’ αυτή την κουφή βραδινή βόλτα, που τη συντο-μεύω μπρος στο ξενοδοχείο μου καληνυχτίζοντάς τον. Θέλειν’ ανέβει στο δωμάτιό μου για ένα ποτό, δεν έχω τίποτα νακεράσω και δεν πίνω, προσπαθώ να του εξηγήσω, με αποτέ-λεσμα να επιμένει στο ρεσεψιονίστ να του επιτρέψει ν’ ανέβεικαι να μας στείλει ποτά απ’ το μπαρ. Δεν γίνεται, ευτυχώς,ανασαίνω.

Όταν βρίσκομαι στην ασφάλεια του δωματίου μου, η ιδέανα ξαναβγώ για να πάω στο ραντεβού με το κορίτσι φαγιούμ,που δεν είναι σίγουρο ότι θα με περιμένει, ακυρώνεται απ’ το

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 400

μεθυσμένο μπελκάντο του φεγγαροχτυπημένου κάτω απ’ τοπαράθυρό μου, με τις αντιστικτικές αγριοφωνάρες γειτόνων,που του συνιστούν να βγάλει το σκασμό και τη σειρήνα τουπεριπολικού που δίνει τέλος στη χορωδία Τρικάλων, λίγο πρινΤο τέλος του παιχνιδιού του Μπέκετ.

«Δε θα μου πεις τελικά πώς σε λένε;» ξαναρισκάρω την ε-ρώτηση.

«Έχει σημασία. Λέγε με ό,τι θες».Για μία ακόμα φορά το ανώνυμο πάθος παραμένει άγνω-

στος. Τι περίπτωση!Απόψε δεν πέταξε τα ρούχα του στο πάτωμα με το που

μπήκε. Κάθεται και καπνίζει σιωπηλός με αυτή την τόσο α-βίαστη δύναμη, που δεν την πτοεί τίποτα και που με απωθείκαι με τραβάει ταυτόχρονα.

«Πάμε κάπου να φάμε», σηκώνεται.Στο απόμερο αλλά γευστικό λαϊκό ταβερνείο, με τις ανα-

ψοκοκκινισμένες φάτσες απ’ τα διπλανά τραπέζια να προ-σπαθούν να μαντέψουν το είδος της σχέσης μας, ο σταθερά ά-γνωστός μου τρώει με όρεξη και πίνει πολύ, χωρίς να μεθύ-σει. Κάποιος χαρακτήρας.

Όπως και ο Νίκας, που σ’ ένα δείπνο κάπου πίσω απ’ τ’ α-νάκτορα, η οικοδέσποινα ενδιαφέρθηκε για τη ζωγραφική τουκαι τη ζωή του στο Παρίσι.

«Και πού ακριβώς μένετε, πού είναι το ατελιέ σας;»«Στην Πλας Πιγκάλ».«Απ’ ό,τι έχω ακούσει, είναι πολύ κακόφημη περιοχή, γε-

μάτη από...»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 401

«... πόρνες, τραβεστί», ανέλαβε τη συνέχεια ο Νίκας, «ο-μοφυλόφιλους, ναρκομανείς, αλκοολικούς, ζιγκολό, τεκνά...»

«Ακριβώς», τον διέκοψε.«... και είμαι ένας εξ αυτών», ολοκλήρωσε.υπερήφανοι άντρες. Σπάνιο είδος στη δεκαετία του ογδόντα.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 402

ε ξ ι

Μ ’ ΟΛΗ ΑυΤΗ την αναξιοκρατία, ασχετοσύνη και γκροτ-τέσκα αντρίλα να περικυκλώνει το τοπίο των συνεργα-

σιών και των συναναστροφών –όλα ένας πολτός κάτω απ’ τονοδοστρωτήρα σοσιαλισμού και εκδίκησης της γυφτιάς–, δενείχα καμία διάθεση για καλλιτεχνική δράση. Για ποιον καιγιατί; Φαινόταν άχρηστο. Αφέθηκα στην ευκολία κινηματο-γραφικών γυρισμάτων μέσα σε ατμόσφαιρα παιδικής χαράςή ποιοτικής θεατρικότητας. Έπαιζες μια ντελικάτη σκηνήκαι η κάμερα απομακρυνόταν, για να εστιάσει σε κάποιο νεο -κλασσικό μπαλκόνι, στην ερημιά του αυτοκινητόδρομου, στουγρό τοπίο, χαμένο στην ομίχλη. Ευαίσθητη σκηνοθετικήματιά και τι φωτογραφία, όνειρο.

Το όνειρο είναι πολύ ωραίο πράγμα να το κυνηγάς, αλλάαφενός πρέπει να το διαθέτεις και αφετέρου να ξέρεις τι νακάνεις μ’ αυτό μέσα απ’ τη συγκεκριμένη αφηγηματικήγλώσσα. Αυτό συνέβαινε σ’ όλη τη δεκαετία του ογδόντα, μεαποτέλεσμα οι ταινίες να δημιουργούν στους θεατές –ότανκαι όποτε προβάλλονταν– κόμπλεξ ανωτερότητας και ναβγάζουν αντιγέλιο. Δηλαδή γέλαγαν με το εμφανές και τηγραφικότητα των ταινιών, αισθανόμενοι ανώτεροι απέναντιστα καμώματα καθυστερημένων παιδιών που έχουν κάποια

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 403

πλάκα. Εντάξει, εύκολα γίνεται κανείς κυνικός, όπως και μι-σάνθρωπος σ’ αυτή τη χώρα, αλλά...

Η έννοια της ομάδας έχει χλωμιάσει. Ο σώζων εαυτόνσωθήτω; Σε προσωπικό επίπεδο, εξαιτίας των ακυρωτικώνεπισκέψεων της ματαιότητας, αδιαφόρησα για σχέσεις, καιαγάπες, και αφοσίωση και ρίχτηκα στο στρόβιλο, σ’ αυτό τοφούντωμα που σε διαπερνάει όταν ο άγνωστος που δεν σε ξέ-ρει, που σε βλέπει για πρώτη φορά, σε ποθεί – με τους προ-βολείς του αυτοκινήτου να σε λούζουν μέσα στη νύχτα καθώςσουλατσάρεις, τα βλέμματα να σε γδύνουν από καυτή επιθυ-μία, να μαγνητίζεσαι απ’ τη ζωώδη ενέργεια που ψάχνει νασμίξει με το σκοτεινό και φωσφορίζον αντικείμενο του πόθου.Στην καύλα του κυνηγού με το θήραμα, που αν και οι δυο τοθέλουν πολύ, μπορεί να τους αφήσει εκστατικούς.

Επειδή όμως η κοινωνία άλλαζε, το παιχνίδι χόντρυνε, γι-νόταν πολύπλοκο, σκληρό, γεμάτο βίαιες ανατροπές και άβο-λες εκπλήξεις, πήγαινες γι’ άλλο και σου ’βγαινε άλλο. Ξαφ-νικά βρισκόσουνα εκτεθειμένος σε ψυχικές αβύσσους, με αν-θρώπους εθισμένους στην ψυχανωμαλία και στον κανιβαλι-σμό. Δεν ήταν πια παιχνίδι. Γινόταν κόλαση. Έβγαινες απ’ ταηδονιστικά, υποφωτισμένα τούννελ ανασαίνοντας ταραγμέ-να, ευτυχής που ήσαν σωσμένος, επιβιώσας. Η ζωή συνεχί-ζεται, πάλι καλά. Όλη αυτή η δεκαετία της νύχτας κι όποιονπάρει ο χάρος πήρε πολλά παιδιά της νύχτας με λύσσα γιαζωή, χάθηκαν ερωτικά πλάσματα, αισθησιακά κορμιά, γλυ-κές αύρες κάηκαν απ’ την ίδια τους τη φλόγα, σ’ ένα ακραίοπαιχνίδι εύθραυστων ορίων, να ζεις την έκσταση ασταμάτη-τα, σώθηκε το λαδάκι τους, είχε εμφανιστεί και το AIDS, αλλάκαι χωρίς αυτό...

Ευτυχώς που υπάρχουν και οι συναυλίες, όπως αυτή του

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 404

Κάρλος Σαντάνα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, που μας τα-ξιδεύουν μακριά απ’ όλα αυτά. Τι δώρο...

Ο ραμές, ο Ινδός μπάτλερ του Φίλιππου –η πιο ζωντανή υ-πενθύμιση των αναμνήσεών του απ’ την εμπειρία των Ιν-διών–, έχει ετοιμάσει τα σπρινγκ ρολς, το τσίκεν κάρυ, το ρύ-ζι με σαφράν και τα γλυκόξινα βραστά λαχανικά. Το τσάι μετο γάλα και το τζίντζερ σιγοβράζει, τα αναψυκτικά και τοαλκοόλ, όλα έτοιμα προς χρήση.

Η άνετη μονοκατοικία του Φίλιππου στη Νεάπολη είναι ι-δεώδης για το πάρτυ μου –γιορτάζω πάντα του Ασώτου–,που στο δυάρι μου με τόσους καλεσμένους... δεν τίθεται θέ-μα. Εγώ το τίθω, θα ’λεγε ο Γιώργος Κούνδουρος.

Οι μουσικές, οι αναθυμιάσεις, τα τσουγκρίσματα και οιγεύσεις ανεβάζουν την ένταση και ξεχειλώνουν τη νύχτα. ΗΑντιγόνη διηγείται μια αστεία ιστορία από κάποιο γύρισμαμε Ιταλογάλλους ηθοποιούς, που φλέρταραν την υπερήφανηθηλυκότητά της μάταια, με τη φράση ενός:

«Αγαπητή μου, είσαι τόσο παλαιών αρχών ερωτικμάν,που για σένα ο Ταρζάν είναι Αναγέννηση».

Ο πολυτεχνίτης Μίμης –που ’χε φανεί χρήσιμος στην επί-λυση κάποιου τεχνικού προβλήματος σε σχέση με τις εμφα-νίσεις του ρούντολφ Νουρέγιεφ στο Ηρώδειο– με τη μικρήαιχμηρή αλεπουδίτσα του αγκαλιά γίνεται η μασκώτ τηςβραδιάς, η Άννα με τα πράσινα μάτια και το πλαστελινάτομελί κορμί ξεδίνει απ’ την εργαστηριακή μικροσκοπιακή ανί-χνευση της ερωτικής συμπεριφοράς των μυγών, κάποιεςκουκλίτσες του λικνίσματος και του δοσίματος πίνουν κι αλ-λού πατάνε κι αλλού βρίσκονται, ηθοποιοί και δημοσιογραφί-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 405

νες χαϊδεύονται, ο διονυσιασμένος Κοτάν παρασύρει σε χο-ρευτικούς στροβιλισμούς μια ηδυπαθή χίππισσα εμφανώς ε-κτός ισορροπίας και ο Άλκης, ως μάσκα οριενταλίστικης θεα -τρικότητας, αποδιοργανώνει κάτι άψητους ντε λα μαγκέν, πουείναι και καλά μέσα σ’ όλα. Ο Φίλιππος, στον διπλό ρόλο τουοικοδεσπότη μου και του προσκεκλημένου μου, φαίνεται νατο διασκεδάζει παίζοντας με τα σλάιντς του από εξωτικά η-λιοβασιλέματα στο δωμάτιο των φουμαδόρων.

Όπως κάθε φορά που γιορτάζω, μου προκύπτει το σύν-δρομο της υπηρέτριας και μπαινοβγαίνω απ’ την κουζίναστην αυλή κουβαλώντας τασάκια, ποτήρια, μπουκάλες καιρουφώντας περιστασιακά από τρίφυλλα εν δράσει.

Στον καθρέφτη του χωλ το κολλάρο του κρεμ πουκαμίσουμου, το σαγόνι και ο λαιμός είναι τίγκα στα κραγιόν και κάτιφωνές που ακούγονται απ’ τη μεσοτοιχία με ξαναβγάζουνστον κήπο. Στον ψάθινο ανατολίτικο καναπέ με τα ασιατικάφαναράκια ο Νίκος Ζερβός και η παρέα του έχουν μπουγελω-θεί και καπελλωθεί από καρπουζόφλουδες. Το θέαμα έχει πλά -κα, αλλά η γιαγιά που φωνάζει από ’να μπαλκόνι του ακάλυ-πτου είναι τσαντισμένη.

«Εγώ δεν έχω ψυχή δηλαδή; Έχετε χορό και δε με καλέ-σατε; Κάθομαι μόνη μου δω, μες στο σκοτάδι, κι εσείς πίνετεκαι γλεντάτε...»

«Έλα κι εσύ», της φωνάζω.«Τώρα τι να το κάνω, είναι πολύ αργά...»«Κι έπρεπε να μας πετάξεις καρπουζόφλουδες και να γί-

νουμε χάλια;» συγχύζεται ο Ζερβός, καθώς σκουπίζει ταζουμιά ιδρωμένος.

«Νίκο μου», του κάνω, «ας είμαστε ψύχραιμοι, όφειλες ναείχες μπουγελωθεί για τις ταινίες που κάνεις χρόνια τώρα,

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 406

στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στις αίθουσες, τι να κάνουμε,σου έλαχε εδώ, στο πάρτυ μου, δίκαιο το βρίσκω κάπως...»

Πέφτουν γέλια, η μουσική δυναμώνει, στα γειτονικά μπαλ -κόνια υπάρχει κόσμος που ξενυχτάει μαζί μας.

Το περιπολικό που σταματάει για λίγο μπρος στην αυλό-πορτα το μόνο που συνιστά μάλλον φιλικά είναι:

«Την ένταση λίγο πιο... Γεια σας».Ο Φίλιππος με το ευφορικό βουδιστικό χαμόγελο έχει ήδη

χαμηλώσει τη μουσική. Η Λυδία χορεύει σόλο, κάτι ανάμεσασε ζεϊμπέκικο και Ισιδώρα Ντάνκαν, σαν να το κάνει επίτη-δες, πλάκα έχει, και μας πάει μέχρι το ξημέρωμα. Ο ραμές ε-τοιμάζει πρωινό.

Το ραντεβού με τη Λυδία και τη Μαρίνα που περνάνε τη φάση«She is the boss» είναι στο BRIGHT SHOE του Θάνου, εκεί δίπλαστο Καλλιμάρμαρο, πίσω απ’ τις εκδόσεις Άγρα.

Πάντα τίγκα μέσα κι έξω στο κατηφορικό δρομάκι ως κά-τω, γερές μουσικές, καλό ποτό και beautiful people. Κάνει ζέ-στη, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα: Περίεργο, εδώ και κάμποσηώρα κοιτάζω το πρόσωπο της Τζίνυ, με τα καστανοκίτριναμάτια της να φέγγουν σαν υπόλευκο κερί κάτω απ’ τα αγορί-στικα μαλλιά της, που με κοιτάζει κι αυτή σαν να περιμένει νακάνω κάτι. Την ξέρω χρόνια, αλλά γιατί αυτό το χάσιμο τώρα;Όταν πάω δίπλα της, χαϊδεύει την εβένινη σκύλα της.

«Σε κοιτάζω τόση ώρα, να μου μιλήσεις, να φιληθούμε, νατα πούμε κι εσύ αλλού...» συλλαβίζει κοριτσίστικα και εξε-ρευνητικά.

«Δεν ξέρω γιατί έγινε αυτό, πώς από δω; Δεν είσαι στηΜύκονο;»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 407

«Ήρθα για κάτι, εσύ θα μείνεις Αθήνα συνέχεια;» με τρυ-πάει μ’ ένα βλέμμα.

«Εξαρτάται», κάτι μας συμβαίνει, κάτι μας τυλίγει.Στα πόδια του κρεβατιού μου φέγγει η καφεμαύρη γυαλι-

στερή Μουνίτσα –απίστευτο όνομα για τη φίνα αιχμηρότηταενός ντόμπερμαν–, που τινάζεται στο παραμικρό, φύλακας έ-ξω απ’ το μπουντουάρ της κυρίας της σε ώρα υπηρεσίας.

Το σπίτι της Τζίνυ στη Μύκονο είναι σε άγονη γραμμή, σ’ έναύψωμα στην ενδοχώρα, στο πουθενά. Θες αμάξι, αλλά το μη-χανάκι της, με τη σταθερότητα της ανεμόσκαλας, μας πάεικαι μας φέρνει σε παραλίες, σε σπίτια, στ’ ΑΣΤρΑ του Μπά-μπη, στο σουλάτσο στην περατζάδα.

Οι ρυθμοί της Τζίνυ είναι σε απόλυτη συμφωνία με την αί-σθηση που έχω για τον αέναο μετεωρισμό στο σιωπηλό σύ-μπαν. Κοιμάται και ξυπνάει ασχέτως μέρας και νύχτας, μετο δικό της βιολογικό ρολόι, ρουφάει χυμούς, τσιμπάει λίγοκαι φουλάρει συχνά από αναμονή. Τη λατρεύω για την πα-ρούσα απουσία της ή την απούσα παρουσία της, στεγνή πορ-σελάνινη πούδρα...

«Eίσαι unreal», μου ψιθυρίζει ευτυχισμένα σ’ ένα ξεχει-λωμένο πρωινό σύθαμπο, με τη Μουνίτσα σε εγρήγορση.

Γίνομαι προστατευτικός, λες και πρόκειται να σπάσει, ενώξέρω τι γρανίτης είναι στο βάθος, αλλά μου τη λέει το βράδυέξω απ’ τη ΒΕΓΓΕρΑ, που τρώει τα νύχια της και πηγαινοέρ-χεται νευρική, επειδή διασκεδάζω με δύο Nεοϋορκέζες.

«Δεν μπορείς να μη φλερτάρεις; Τόσο δύσκολο σου είναι;»«Πώς θα περάσει η ώρα;... Εσύ είσαι αλλού, πας, έρχε-

σαι...»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 408

«Κι εσύ είσαι τόσο τέλειος;»«Ποιος είπε κάτι τέτοιο;»«Μα ναι, βέβαια, αυτό είσαι, unreal...»«Εξαιρετική διαπίστωση από πλευράς σου», καγχάζω.«Πώς επιτρέπεις, αγόρι μου», πετιέται ο Πήτερ περαστι-

κός, «σ’ αυτή την ανόητη μικρή, όπως θα ’λεγες κι εσύ, να σουμιλάει μ’ αυτό το ύφος;»

«Βρε, άντε από δω κι εσύ», βγάζει νύχια η Τζίνυ, «κωλο-πήτερ, μας πετιέται στη μέση σαν... κωλοπήτερ, μη σε φτύ-σω, κωλοπήτερ, ε, κωλοπήτερ...»

«Έχε χάρη που ’ναι φίλη σου», ξεφυσάει ο Πήτερ, με τολευκό λινό πουκάμισό του να κάνει ρεφλέ στο μπρονζάρισμάτου.

Ανάμεσα σε χοντρά γέλια απ’ όλους, η Τζίνυ παρατάει τοχυμό της και εξαφανίζεται με τη συντονισμένη Μουνίτσα της.

Ξενοκοιμάμαι. Την επομένη, μέχρι αργά το μεσημέρι, στομπρέκφαστ της ΒΕΓΓΕρΑΣ και στο μπραντς στ’ ΑΣΤρΑ δεν τηβλέπω πουθενά.

Νωρίς το απόγευμα παίρνω ένα ταξί, περνάμε απ’ το έρη-μο σπίτι, μαζεύω τα μετρημένα πράγματά μου κι αφήνω ση-μείωμα:

Ωραία ήτανε, δεν είναι για χόρταση, αλλά ούτε και για φι-νάλε. Θα είμαι στην Αθήνα, σε απόσταση από τον αποδιορ-γανωτικό μαγνητισμό σου.

Φιλιά.

Ο ταξιτζής, φανατικός των Stones, μ’ αφήνει στο αεροδρό-μιο. Δεν υπάρχει εισιτήριο, εκτός κι αν θέλω να περιμένω...Λες κι έχω άλλη επιλογή.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 409

Έχει σουρουπώσει όταν πετάμε σε φόντο από αποχρώ-σεις ηφαιστείου, που απολαμβάνω πανοραμικά στο κόκπιτπίσω απ’ τους πιλότους. Προνομιακή θέση. Δώρο μού κάνανε.

Κάποια πρωινά ή απογεύματα, στο πάτωμα του υπερυψωμέ-νου ισογείου μου κάνω τεντώματα, ανοίγματα, χωρίς μουσι-κή, ένα ζέσταμα για κάνα μισάωρο, που κρατάει σε εγρήγορ-ση τον μυϊκό τόνο. Οι μαριχουάνες και τα χασίσια έχουν τηντάση να με χαλαρώνουν στο όριο του σβησμάν, οπότε ο ενερ-γειακός ανεφοδιασμός είναι απαραίτητος.

Ο μάγκας απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο, που έχει σταθείκαι χαζεύει τις κινήσεις μου, διασχίζει αλαφροπάτητα τοδρόμο, κρεμιέται απ’ το περβάζι του ανοιχτού παράθυρου καιρωτάει με αφοπλιστική παιδικότητα:

«Μ’ αρέσει αυτό που κάνεις, να ’ρθω μέσα να κάνω κι ε-γώ;»

«Και δεν έρχεσαι;»Μ’ ένα σάλτο προσγειώνεται στο πάτωμα, βγάζει αμέσως

τα πάνινα παπούτσια και κάνει ό,τι κάνω, καθώς πετάει καιτην μπλούζα του και ύστερα από ’να συγκατανευτικό βλέμμαμου και το τζην του, μένοντας με το σφιχτό κόκκινο μποξε-ράκι, να προβάλλει το μπετονένιο γραμμωτό κορμί του. Ει-κοσιεφτάρης δείχνει.

«Μάκη με λένε», μου κάνει καθησυχαστικά, λες και είχαανησυχήσει.

Έχει σκοτεινιάσει όταν κυλιόμαστε στο πάτωμα, σαν συ-νέχεια της απροσχεδίαστης χορογραφίας μας, λέει λόγια πουμπορεί να ’χει ακούσει από ταινίες ή ξεσηκώσει από περιοδι-κά, δεν έχει αποφασίσει τι ρόλο θέλει να παίξει για την ώρα,

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 410

το παιδί για όλες τις δουλειές μάλλον, αλλά η σάρκα του, ερή-μην όλων αυτών, είναι μαγνήτης.

Ένας γδούπος ακούγεται στο πεζοδρόμιο, απ’ αυτούς πουσε βάζουν σε υποψίες για το χειρότερο. Ακούγονται φωνές απόανθρώπους που μαζεύονται, κάτι κακό πρέπει να ’χει συμβεί,με τρώει η περιέργεια και ύστερα από φρεναρίσματα, κορναρί-σματα και τη σειρήνα του ασθενοφόρου, ρίχνω μια ζακέττα πά-νω μου, πετιέμαι στο παράθυρο, στάζοντας καύλα απ’ τη μέσηκαι κάτω, αφήνοντας ξεκρέμαστο τον Μάκη στο πάτωμα.

«Τι έγινε;» φωνάζω σε μια γκριζόλευκη κυρία με γκριζό-λευκη καπιτονέ ρόμπα.

«Μια κοπέλα έπεσε απ’ το ρετιρέ, την πάνε στο νοσοκο-μείο, αλλά μάλλον έχει... σβήσει».

Στο ρετιρέ της διπλανής πολυκατοικίας, μένει η φίλη μου,η Βίκυ. Λες να... Να τηλεφωνήσω; Κι αν ναι; Φρικάρω. Γυ-ρίζω στον Μάκη.

«Ντύσου και κάν’ τηνε, μη ρωτάς λεπτομέρειες, είναι προ-σωπικό το θέμα».

υπακούει. Τέλεια.Μόνος πια, παίρνω βαθιά ανάσα και σχηματίζω το νούμε-

ρο της Βίκυς. Δεν απαντάει. Γαμώτο, τι να σημαίνει τώρααυτό;

Ντύνομαι και πάω μέχρι το καφενείο της γωνίας, μπαςκαι ξέρουν κάτι.

Αυτό το κορίτσι που έμενε με τους γονείς του στον τέταρ-το... Αυτό το λεπτό κορίτσι, σαν με τη διάφανη βαριά σκιά,που άλλοτε μου χαμογελούσε και μου μίλαγε κι άλλοτε μεπροσπερνούσε σιωπηλή σαν να μη μ’ έβλεπε, αυτό το ωραίο,συχνά ταραγμένο κορίτσι, με τα σαλταρισμένα σκοτεινοφω-τεινά μάτια του, πήδηξε στο κενό...

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 411

«Ναι, είχε προβλήματα», μου λέει αργότερα η Βίκυ στοτηλέφωνο, «έπαιρνε κάτι χάπια, όχι ότι εξηγεί τίποτα αυ-τό...»

«Όχι».

Ο ιδιοκτήτης του υπερυψωμένου ισογείου της Κλεομένους έ-χει γίνει πιεστικός και εξαιτίας της ιδιοχρησίας, όπως ισχυ-ρίζεται, και για τις καθυστερήσεις του ενοικίου από πλευράςμου, και μου τη σπάει το γεγονός ότι βαριέμαι τις μετακομί-σεις. Δεν πρόκειται για καμιά πληθώρα αντικειμένων και οι-κοσκευής, μετρημένα είναι τα υπάρχοντα, αλλά πρέπει να ψά-ξω για ένα δυάρι, κατά προτίμηση υπερυψωμένο ισόγειο, γιανα έχω εύκολη πρόσβαση στο δρόμο, αν ποτέ μας την πέσου-νε, και ποτέ ρετιρέ, γιατί το βρίσκω αυτοκτονικό. Πρέπει να’ναι εδώ γύρω, Κολωνάκι – Λυκαβηττό, τη μόνη περιοχή πουγουστάρω, για να πηγαίνω παντού με τα πόδια, σκέφτομαι τοβράδυ, που αποφασισμένος βγαίνω στο δρόμο για να βρωδιαμέρισμα.

Στον αποκάτω δρόμο, στο ίδιο ύψος με το διαμέρισμα τηςΚλεομένους, το υπερυψωμένο ισόγειο, με ανθρώπους να βά-φουν και να τραγουδάνε λαϊκά, φαντάζει σαν πρόσκληση. Έ-νας πενηντάρης, ακουμπισμένος στο περβάζι καπνίζοντας,με καλησπερίζει.

«Το νοικιάζετε;»«Ναι, το βάφουμε για να το νοικιάσουμε».«Να το δω;»«Φυσικά, ελάτε».

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 412

Από τότε που γύρισα απ’ τη Νέα υόρκη, γύρω στα δεκαπέντεχρόνια, έχω την εντύπωση ότι όλο κάτι πάει να γίνει και όλοκάτι γίνεται και δεν... Κάθε φορά που ο Βούλγαρης, ο Νικο-λαΐδης, ο Πανουσόπουλος, ο Περάκης, ο Τσεμπερόπουλος, οΑλεξάκης, ο Παναγιωτόπουλος ή ο Κουτελιδάκης –παιδιάτης πόλης όλοι τους–, ετοιμάζουν κάτι, εύχομαι να ’χει να κά-νει με την πόλη που ζούμε και την ξέρουν πολύ καλά, την Α-θήνα. Νομίζω ότι αυτό που λείπει είναι το σινεμά της πόλης α-πό ανθρώπους που έχουν ζήσει έντονα, ακούνε πολλές και δια-φορετικές μουσικές, συναναστρέφονται ετερόκλητα πρόσω-πα, με ματιά και δράση. Στις παρέες είναι εξαιρετικοί, οι ι-στορίες τους έχουν χιούμορ, συχνά μαύρο, ψαγμένη αισθητικήκαι παιχνιδιάρικη πείρα. Κάθε φορά που βλέπεις μια ταινίαπου εστιάζει στη Νέα υόρκη, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, μυρί-ζεις τις πόλεις, νιώθεις το στυλ τους, κάτι τέτοιο θα ’ταν ω-ραίο να υπάρχει κι εδώ. Η Αθήνα που ξέρουμε στις ταινίες μας.

Αλλά είναι ευγενείς σε σχέση με τους βιαστικούς παρα-τρεχάμενους με τις αγκωνιές και τις τρικλοποδιές, που τρέ-χουν να στρογγυλοκαθίσουν τις ευτραφείς λεκάνες τους σε διοι -κητικές θέσεις, με επιτροπές που μοιράζουν την πίττα καιδιαπλέκονται για το συμφέρον τους. Κάθε φορά που η ευγέ-νεια κάνει στην άκρη, γιατί δεν θεωρεί τη βιασύνη και τίποτασπουδαίο, η λαϊκίστικη ατσούμπαλη επιθυμία για χοντρο-κομμένη επιτυχία καλπάζει κακοτράχαλα, με τα πιο λαοφιλήβλήτα να θρονιάζονται στην τηλεόραση, κάτι μυαλοπώληδεςτης περιαυτολογίας, που περνάνε για opinion makers, με πού -ρα, κασμιρολινάτσες και χοντρόσολα παπούτσια, σαν πλατυ-ποδικές βεντούζες, παρασυρμένοι από τη χρηματιστηριακήμπίλια και τον ιδρώτα των καψουροτράγουδων, που τα γκα-ρίζουν ομαδικά με τις γυναίκες ισχυρών αντρών. Ήταν άραγε

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 413

παραμελημένοι στην παιδική ηλικία; Δεν τους επαίνεσε ποτέκανείς; Οι γυναίκες τούς περιφρονούσαν; Δεν είχαν πνευμα-τικούς δασκάλους; Ποιες είναι οι αναφορές τους, με τι πρότυ-πα μεγάλωσαν; Ποιος ξέρει... Γκροττέσκο είδος. Κι όλοι τουςεμφανώς αντιερωτικοί, γυναίκες τσολιάδες και άντρες τωνσπηλαίων, όλοι επιτυχημένοι. Αυτό κι αν είναι συνωμοσία. Τοειρωνικό είναι ότι απ’ όλους αυτούς τους τύπους, που δεν θα’θελες ούτε ένα λεπτό για παρέα, να περιμένεις συχνά να χρη-ματοδοτηθείς για να κάνεις τη δουλειά σου. Σου ’ρχεται νατους πετάξεις την αττάκκα της Λούλας Αναγνωστάκη απ’ τοΔιαμάντια και μπλουζ: «Θα σου ’λεγα ότι είσαι πολύ κάθαρ-μα, αν δεν σ’ έβρισκα τόσο γελοίο».

Φυσικά αυτό το είδος των επιτυχημένων ΚΔΟΑ σε θεωρείχαμένο μαλάκα. Αλλά δεν βαριέστε, καλύτεροι άνθρωποι μαςέχουν προσάψει πολύ χειρότερους χαρακτηρισμούς, όπως α-πάντησε κάποτε ο ευγενικός Πιερ Τρυντώ σ’ ένα μπανάλ σχό-λιο του ρίτσαρντ Νίξον.

Στο Cafe Society, την καθημερινή μου εκπομπή έντεκα μεμία το μεσημέρι στο Κανάλι 15 –καλοπληρωμένη και άνετη,δυο βήματα απ’ το σπίτι μου–, ταυτίζομαι με αιρετικές από-ψεις συνεντευξιαζομένων από εφημερίδες και περιοδικά, α-δρά και εύστοχα δοκίμια του Παπαγιώργη και του επικού-ρειου Ποταμιάνου, διαβάζω δεξιοτεχνικές παραγράφους απόστυλίστες της πρόζας, μαργαριτάρια ασχετοσύνης και θάρ-ρους της γνώμης τηλεοπτικών σουργέλ και μνημειώδη απο-φθέγματα σκεπτομένων βλακών, ανάμεσα σε τζαζ – ροκμουσικές και μπλαζέ φτύσιμο της ματαιότητας, αλλά μουκάνει εντύπωση η ανταπόκριση των ακροατών. Τόσο πολλοί

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 414

είμαστε που εκφράζουμε τη γνώμη μας χωρίς πολιτικές σκο-πιμότητες και οικονομικές διαπλοκές; χαίρομαι όταν πέ-φτουν έξω οι μετρήσεις των μυαλοπώληδων για διαμόρφωσητης κοινής γνώμης που κατέχουν τι πουλάει και τι όχι. Ηχη-ρότατα χαστούκια στους επιπόλαια σπουδαγμένους στο μάρ-κετινγκ και στην επικοινωνία. Δεν είναι όμως το μόνο πουκάνει εντύπωση εδώ στο Κανάλι 15.

Ο ρούσσος Κούνδουρος –που με την αρωγή των Κυριακό-πουλων – Βωξίτες Παρνασσού, έχει στήσει έναν καλόγουστοραδιοσταθμό στην πλατεία Μαβίλη να εκπέμπει εδώ και δύοχρόνια με σπάνιες μουσικές για τα γούστα της εγχώριας δι-σκογραφίας, απ’ τον Μηλάτο ανοιχτό στο νέο, τον Δασκαλό-πουλο της σοφιστικέ ψυχεδέλειας, τον Πουλικάκο με κορώ-νες Φρανκ Ζάππα, τον Μανίκα με τα γκαζωμένα αγορίστικαγκρουπ, τον Φίλιππο Πετρίδη με την άμεση χαλαρότητα, τονΤάσο Φαληρέα γνώστη της πιάτσας, την Αντιγόνη με το κα-λοδεχούμενο ντεσαφινάτο της και το τεχνικό επιτελείο τωνΣτέλιου Λαμπούρη, Θανάση Κυνηγάρη– έχει παραιτηθεί, για -τί το κανάλι, παρά τους φανατικούς ακροατές, οικονομικμάνμπαίνει μέσα.

Ο κύριος Μακρυκώστας, ένας ευφορικός οικονομολόγοςμε καταγραφικό βλέμμα, διαπιστευμένη αποτελεσματικότη-τα από κεντροευρωπαϊκές λέσχες υψηλού IQ και διακριτικήενδυματολογία Εγγλέζου διπλωμάτη, θα φροντίσει να κλεί-σει το κανάλι με το λιγότερο δυνατό κόστος.

Είναι εξαιρετικός στη συνεργασία μας, με τη γερμανικήτου παιδεία να επεμβαίνει κάθε φορά που η θητεία μου στηνεοϋορκέζικη και αθηναϊκή αργκό αστοχεί στην εκφορά γερ-μανικών λέξεων από μικροφώνου, να τον ευχαριστώ –πάνταμ’ άρεσε η σωστή προφορά σαν παιχνίδι της γλώσσας– και να

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 415

συνεχίζω απτόητος για το επόμενο σφάλμα μου. Του κυρίουΜακρυκώστα δεν του αρέσουν οι χοντράδες, απ’ όποιο ιδεο-λογικό ή παρεΐστικο επίχρισμα κι αν πλαισιώνονται, επιμένειστη σύνταξη και την εκφορά σωστών ελληνικών, που ανεβά-ζουν τον πήχη. Σχολιάζουμε με την Αντιγόνη πόσο λειτουρ-γική είναι η συμπεριφορά του και τι αβίαστη η ροή του σταθ-μού. Κάποια κλάση.

Στο σπίτι της στο Μετς η Φλορίκα Κυριακοπούλου σ’ έναδείπνο για συνεργάτες και με τη μητέρα της δίπλα της, μαςανακοινώνει το κλείσιμο του Καναλιού 15. υπάρχει μια με-λαγχολία απ’ το ανέφικτο του εφηβικού ονείρου για ένα ρα-διόφωνο μαγικό, αλλά τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας κάτωαπό όχι πολύ γνωστούς πίνακες ζωγραφικής, πολύ ιδιαίτερουγούστου, και αντικείμενα τέχνης. υπάρχει μια παρεΐστικηευφορία απ’ όλους μας, κόντρα στα μπλουζ, που λικνίζουν τοεπερχόμενο τέλος.

Ο Τάσος Φαληρέας πετάει κάτι κοινωνιολογικές υπο-γραμμίσεις για το ρόλο που έπαιξαν στην εξέλιξη της ροκ καιτου λαϊκού τραγουδιού οι αντρικές φιλίες και οι αντρικοί έρω-τες, ο Μανίκας είναι υπ’ ατμόν γιατί κάπου έχει να πάει, ό-πως εδώ και χρόνια άλλωστε, ο Μάκης Μηλάτος σκέφτεταιτι θα μπορούσε να γίνει για να μην πάει χαμένο όλο αυτό τοδυναμικό και η κυρία μητέρα της οικοδέσποινας με την Αντι-γόνη κάτι συζητάνε στον καναπέ, απ’ όπου σε μια συμπτω-ματική σιωπή ακούγεται:

«Παιδί μου, το παν στη ζωή είναι η οικογένεια».

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 416

Κάθε φορά που στο κέντρο της Αθήνας, στα Εξάρχεια καιστους γύρω δρόμους, γίνονται επεισόδια, πυρκαγιές, δακρυ-γόνα, σπάσιμο βιτρινών και ανατινάξεις αμαξιών, οι φίλοι καιγνωστοί απ’ τα βόρεια προάστια τηλεφωνούν με θρίλλερ κερ-κίδας για το τι τρέχει και τι γίνεται, «Κόλαση, ε;». Πάντατους διαβεβαιώνω ότι δεν τρέχει τίποτα, εκεί ήμουν πριν μι-σή ώρα, μόλις μπήκα, αράξτε, βιάζεστε να επιβεβαιωθεί οΌργουελ;

Η εθελούσια απομόνωσή τους μυθοποιεί συμβάντα πουγια μας του κέντρου είναι καθημερινά, επαναλαμβανόμενα, α-ναγκαία για εκτόνωση. Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που γου-στάρουν να πετροβολούνται μ’ αστυνομικούς, να ορμάνε πά-νω σε κάγκελα γηπέδων κι άλλοι να τρέχουν τσιτσίδι μέσα σεστάδια, επευφημούμενοι απ’ το πλήθος στις κερκίδες, αλλάδεν πρόκειται ούτε για κάποια καταστροφή ούτε για κοσμο-γονική ανατροπή. Και εν πάσει περιπτώσει αν συμβαίνει στηγειτονιά σου, δεν είναι το ίδιο. Η απόσταση και η τηλεόρασηείναι που το μεγεθύνει.

Ο Τόμας μένει στο σπίτι ενός σκηνοθέτη. Πληρώνεται ένα χι-λιάρικο τη μέρα, τρώει και κοιμάται σ’ ένα μικρό δωματιάκιμέσα στη μονοκατοικία, όπου παριστάνει τον μπάτλερ, καθα -ρίζει, βγάζει το σκύλο βόλτα, ποτίζει τις γλάστρες, μαγει-ρεύει κάτι πρόχειρο, για να δίνει την ευκαιρία στον αρτίστανα κάνει τις πρωτοποριακές ραδιοφωνικές του εκπομπές καιτις ένθεες διαλέξεις του σε ιδιωτικά πανεπιστήμια γύρω απ’το αγαπημένο του θέμα: «Έρως καλός».

Το απόγευμα, που γυρίζει σπίτι, βρίσκοντας το σκύλο λυ-τό να αλητεύει στο δρόμο, την πόρτα ορθάνοιχτη, το σπίτι α-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

o

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 417

ταχτοποίητο και τον Τόμας αραχτό στον καναπέ, χαζεύονταςτηλεόραση σε κατάσταση νιρβάνα, δεν ξέρει τι να υποθέσει.Όταν, ανοίγοντας το μαγικό του ξύλινο κουτάκι, διαπιστώνειότι η στάθμη της λευκής πούδρας έχει κατέβει, συνιστά στονΤόμας να μην το επαναλάβει, «γιατί αυτά είναι ακριβά γού-στα και δεν ταιριάζουν σ’ όλους».

Όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται, ο Τόμας πρέπει να ψά-ξει κάπου αλλού για κάποια απασχόληση ή δουλειά. Η Άβετδεν έχει αντίρρηση να τον φιλοξενήσει μέχρι να βρει κάτι νατακτοποιηθεί.

Το σούρουπο, γύρω απ’ τις ανηφόρες κατηφόρες της Δε-ξαμενής, η φιγούρα του Τόμας απολαμβάνει τη χαλαρή βόλ-τα που φαίνεται να τον έχουν βγάλει τα τρία σκυλιά της Άβετ.

Μου τυχαίνουν κάτι περιπτώσεις στα αραιά πια νυχτοπερπα-τήματά μου, υλικό για φτηνή εγκυκλοπαίδεια σεξουαλικώνηθών.

Ένας συνεσταλμένος ζωνάς είναι διατεθειμένος να μου δί-νει ένα πεντοχίλιαρο κάθε φορά που θα τον αφήνω να μουγλείφει τα δάχτυλα των ποδιών μου. Ο νταβραντισμένος φορ -τηγατζής, με στολή παραλλαγμένου κομάντο καταδρομών κιαπό κάτω λευκά δαντελωτά εσώρουχα με ζαρτιέρες να τονί-ζουν το γραμμωτό κορμί του, γουστάρει να κάνουμε μια ο-μορφιά. Η ξανθιά πενηντάρα των βορείων προαστίων αναστε -νάζει που δεν της χυμάω, καθώς παρκάρει το ασημί κάμπριονυχτιάτικα σ’ έναν παράδρομο της Κηφισίας, με τη σπαρτα-ριστή γύμνια της κάτω απ’ το φλούο φούξια μαγιώ της. Ο θεο -σεβούμενος ηλικιωμένος, με τις εικονίτσες και τα σταυρου-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 418

δάκια στο παρμπρίζ και πάνω του, με προσκαλεί στην αγοράτου ρέντη, στην αποθήκη του, ανάμεσα σε φρούτα και λαχα-νικά, όπου, υποθέτω, μόνο εκεί τη βρίσκει. Ο συνταξιούχοςαστυνομικός με τα γκρίζα μάτια θαυμάζει την αέρινη κορμο-στασιά μου, αλλά λυπάται που δεν διαθέτει το σφρίγος για νατην τιμήσει. Ένας μεθυσμένος ψαρέμπορος στην κρεαταγοράβγάζει ένα βιβλιάριο επιταγών και μου ξανοίγεται: «Πες μουτι ποσό να γράψω, αστέρι μου, για πάρτη σου». Ευτυχώς οφίλος του τον συμμαζεύει. Μια ροδακινή μπέμπα σ’ ένα σκο-νισμένο παγκάκι της Αχιλλέως μοστράρει το ξανθωπό στε-γνό μουνάκι της, ατενίζοντάς με σαν θεόσταλτη αποκάλυψη,με τα διασταλμένα τριπαρισμένα λαδιά μάτια της.

Δεν ανταποκρίνομαι στο κάλεσμά τους, μ’ ενοχλεί που’χουν αποθεώσει το γαμήσι με υπέρτατη επιδίωξη το χύσιμοκαι θεοποιήσει όλες τις εσοχές και εξοχές του κορμιού, τησάρκα με τις εκκρίσεις και τις γεύσεις της. Δεν γουστάρωτον εθισμό σε καμία εκδοχή του και λίγο πριν το ξημέρωμαχαμηλά στον Ερμού –δεν υπάρχει ψυχή– ένας πιτσιρικάς μετο μηχανάκι του καρφώνεται πάνω σε μια κολώνα της ΔΕΗκαι μένει στον τόπο, με τα μυαλά χυμένα στο κράσπεδο... Ά-δοξο, μοναχικό τέλος. Φρικάρω. Μια κράμπα μού σφίγγει τομέσα μου και προσπαθώντας ν’ απαγκιστρωθώ, συνειδητο-ποιώ ότι η μαγεία της νύχτας μού ’χει τελειώσει.

Έχω στείλει ένα γράμμα στην Ίζαμπελ –τη δυόμισι χρόνιασύντροφό μου στη Νέα υόρκη και μοναδική μου εμπειρία συ-ζυγικής ζωής–, μια απόπειρα υπαρξιακής σούμας, επιβιωτι-κής αναδρομής και τρομοκρατημένης αισιοδοξίας, αλλά απά-ντηση δεν έχω πάρει. Έχουμε καιρό να αλληλογραφήσουμε ή

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 419

να μιλήσουμε στο τηλέφωνο. Ξέρω ότι ζει εδώ και δέκα χρό-νια στο Λονδίνο, κάνουν παρέα με την Πωλίν, τη βοηθό της,στη μικρή μπουτίκ που διευθύνει στο Τσέλσυ, η ετεροθαλήςαδελφή της Άλις είναι κι αυτή στη γύρα σ’ ένα προάστιο, αλ-λά όταν παίρνω το φάκελο με τη διεύθυνση της Άλις, αντί τηςΊζαμπελ που περίμενα, παραξενεύομαι. υποθέτω ότι η πρώηνμου ίσως φιλοξενείται στης αδελφής της μέχρι να βρει κάτιδικό της.

Το γράμμα είναι όντως απ’ την Άλις: «... η Ίζαμπελ έφυγε... από καρκίνο εδώ και δέκα μήνες...»Σχηματίζω αμέσως στο τηλέφωνο το νούμερο της επι-

στολογράφου με τα κακά μαντάτα:«Και μου το λέτε τώρα;»«Σε καταλαβαίνω, αλλά στο κομφούζιο που ξεσηκώνει έ-

νας θάνατος, ξεχάσαμε...»«Πάλι καλά που απάντησες στο γράμμα που της έστει-

λα...»«Έλα τώρα...»«Θα ’ρθω στο Λονδίνο».«Οκέυ, θα σε περιμένω».

Συμβαίνουν διάφορα. Η Λυδία, που ’χει τελειώσει τα γυρί-σματα του Ρούμπυ Κάιρο, στη σκονισμένη υπερπληθυσμιακήπρωτεύουσα, με την Άντυ ΜακΝτάουελ και τον Λίαμ Νήσον,ύστερα από δύο βδομάδες για ντουμπλάζ στο Λος Άντζελεςθα πετάξει στο Λονδίνο και λέμε να συναντηθούμε. Με τη γεν -ναιοδωρία της, συν τα δολλάρια της αμοιβής της, αναλαμβάνειπρω τοβουλίες για κρατήσεις εισιτηρίων και ξενοδοχείου καιη διάθεσή μου, που σερνόταν εδώ και μέρες, παίρνει μπρος.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 420

Μια φίλη μου, που βρίσκεται σε νοσοκομείο του Λονδίνουέχοντας εμπιστευτεί τη λεηλατημένη υγεία της στα χέρια τουρηξικέλευθου Γκόλντστοουν, με πίστη σε μια βομβαρδιστικήθεραπεία του νωτιαίου μυελού, ένα στοίχημα επιβίωσης, σανθαύμα, είναι ένας άλλος λόγος που θέλω να πάω εκεί, εκτόςτων περισσότερων λεπτομερειών για το θάνατο της Ίζαμπελ.Ίσως αυτό που θα ισορροπήσει τις μάλλον πένθιμες μέρεςμου στο Λονδίνο να είναι η καλλιφορνέζικη αύρα της αφθονίαςπου θα φυσήξει η Λυδία.

Στη συνωστισμένη Όξφορντ Στρητ που βολτάρω, κάτω απ’το ατσάλινο φως μιας κρουσταλλιασμένης ηλιοφάνειας, συ-ναντώ τον χρήστο χωμενίδη. Έχει κάνει αίσθηση ως Σοφό

παιδί, η μεταπτυχιακή περιπατητική του στοχαστικότητα ενεγρηγόρσει μας πάει μερικά τετράγωνα πιο κάτω, για να α-ποχαιρετιστούμε με την άνεση που χαρίζει η συνήθεια τωνκαθημερινών μας συναντήσεων στη Σκουφά.

Με τη Λυδία σε πλήρη άνθηση μπαινοβγαίνουμε σε σοκο-λατί σιωπηλές τράπεζες για συνάλλαγμα, σε ντιζαϊνάτες μπου -τίκ για ρούχα, καπέλλα, γάντια, η αγαπητή φίλη είναι σε κα-ταναλωτικό παραλήρημα και το γεύμα στο HARD ROCK CAFÉέχει πλάκα. Ο καθένας νομίζει ότι στα διπλανά τραπέζια θαπρέπει να τσιμπάει, να πίνει και να χαμογελάει κάποια δια-σημότητα, κι έτσι οι ματιές και τα βλέμματα ανταλλάσσουνμια σπινθηροβόλα συνενοχή, που όμως μένει μετέωρη.

Η Βίκυ, που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο –γιατί έτσι επι-τάσσουν οι περιστάσεις της δοκιμασίας της–, μας κάνει το

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 421

τραπέζι στο μοναστηριακό πάτιο, ύστερα απ’ την επίσκεψήμας στο μουσείο με τα ανάλαφρα αγάλματα του Παρθενώνα,μιλάει για το χρόνο και την αντοχή κάποιων έργων του αν-θρώπου, που ακόμη εκπέμπουν μια συγκίνηση, ένα αίσθημα.

Η Λυδία ανταποκρίνεται μ’ ένα μεθυστικό στρόβιλο για τοπνεύμα των ανθρώπων όλης της γης, για να μη μιλήσουμεγια την ενέργεια και τα μηνύματα που μας έρχονται απ’ τοσύμπαν.

Η φίλη μου στο νοσοκομείο δεν θέλει επισκέψεις, γιατίτης έχουν πέσει τα μαλλιά απ’ τη χημειοθεραπεία, όσοι τηςσυμπαραστέκονται –σύζυγος, αδελφές, γνωστοί– τρέχουν καιδεν φτάνουν, δεν θα τη δω.

Στο προάστιο που πάω για να συναντήσω την Άλις ψιλο-βρέχει σαν σπρέυ. «υδατική λοσιόν», αστειευόμασταν με τηνΊζαμπελ τότε. Το καλοσχεδιασμένο πάρκο με τον καλοβαλ-μένο οίκο ευγηρίας και την άψογη ρεσεψιονίστ σε αποχρώ-σεις λεβάντας να με κοιτάζει σαν να με ξέρει εκπέμπει ευγο-νική θαλπωρή.

Η Άλις έχει αλλάξει. Φυσικά δεν περίμενα να ξαναβρώ τηστιλπνή ξανθιά με το κρουστό κορμί της γκο γκο γκερλ φι-γούρας της, αλλά τώρα βλέπω μια άλλη, ίσως εξαιτίας τουτουήντ καφέ ταγέρ της συνοδού ηλικιωμένων που φοράει, μετα καστανομελιά θαμπά μαλλιά της, τώρα πια, να σκιάζουντο άβαφο πρόσωπό της. Η θηλυκότητά της είναι εδώ, αλλάαφρόντιστη.

Πάμε στο διαμέρισμά της, καθώς μου μιλάει προσεχτικάγια το... «λειώσιμο της αδελφής μέσα σ’ ένα εξάμηνο από κα-θολικό καρκίνο». Την ακούω αμίλητος, μια κοκκινομάλλα α-ναγεννησιακή εντεκάχρονη ανοίγει την πόρτα, ο ευγενικόςΓάλλος πατριός της είναι μουσικός και η χειραψία του συ-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 422

ντροφική. Ο Ζαν βγαίνει όταν βρίσκομαι μπροστά στη φωτο-γραφία της Ίζαμπελ στο δωμάτιο που έμενε. Η Άλις τον α-κολουθεί. Μόνο η μικρή Ελεωνόρα στέκεται δίπλα μου. Δενξέρω πώς ακριβώς συμβαίνει... υπάρχει τέτοιο πράγμα; Ε-τεροχρονισμένα δάκρυα... κι ένα λίγωμα στο στομάχι, που α-νεβαίνει και αχνίζει σε συγκρατημένο λυγμό.

Τη φωνάζουν και η μικρή Ελεωνόρα πάει κι αυτή δίπλα.Δεν έχω ξεκολλήσει τα μάτια μου απ’ τη φωτογραφία της Ί-ζαμπελ, με την πουδραρισμένη φιλντισένια επιδερμίδα, τακυματιστά μαλλιά στο βαθύ μπλε του μεσονυχτίου, τα σκού-ρα μαργαριτάρια των ματιών της, με το καλόβουλο βλέμμακαι το κρυμμένο κοριτσίστικο πείσμα... Άτυχη.

Η Ελεωνόρα με συνοδεύει ως το μετρό, που κάθε Πέμπτητο παίρνει για να πάει στην άλλη άκρη της πόλης, να δει τονμπαμπά της. χρυσό μου πλάσμα, έντεκα χρόνων...

«Άμα θέλεις να έρθεις ποτέ στην Αθήνα, θα χαρώ πολύ νασε ξαναδώ», λέω για να βγω απ’ το λούκι της συγκίνησης.

«Ευχαριστώ», χαμογελάει η προραφαηλική ομορφιά. Την κοιτάζω καθώς απομακρύνεται, με τα κόκκινα μαλ-

λιά της να κατρακυλάνε πάνω στο πράσινο κοτλέ άνορακ, μετις τζίντζερ κάλτσες χωμένες στα γρατζουνισμένα δαμασκη-νί μποτίνια, αυτή την εντεκάχρονη ακριδούλα, που την κατα-πίνει το σκληρό σκούρο πλήθος και που μόνη της κάθε Πέ-μπτη διασχίζει το χαοτικό Λονδίνο για να βρεθεί με τον πα-τέρα της.

Ούτε η Μποντ Στρητ με τα ανδρογυνικά ρούχα της ΝικόλΦαρή, την ξένοιαστη ελεγκάντσα του ραλφ Λώρεν και το α-θόρυβο φινίρισμα του Αρμάνι, ούτε η Τζέρμιν Στρητ με τακαστόρινα μοκκασίνια του Έντουαρντ Γκρην, τα καπέλλα καιτις ιππευτικές μπόττες του Τζων Λομπ, τα μποττίνια για

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 423

περιπάτους στην εξοχή των Κρόκετ & Τζόουνς καταφέρνουννα μου φτιάξουν τη διάθεση, που έχει γλιστρήσει σε μετα-χρονολογημένο πένθος με σκέψεις για τη σύντροφό μου... Ησυμπαράστασή της, η δοτικότητά της, που με είχε μαζέψειαπ’ τους δρόμους, που με εμπιστευόταν και με στήριζε, πουδιασκέδαζε με τους μικρούς σνομπισμούς μου και που τρίαχρόνια μαζί της ήταν μέρες κρασιού και λουλουδιών, και έ-ρωτα, και στυλ με beautiful people παρέα... Η Ίζαμπελ, άτυ-χη, στα τριάντα οχτώ της χρόνια, όπως και η μητέρα μου, τισύμπτωση...

Μόλις έχω ακουμπήσει την ασφυκτιούσα βαλίτσα μου στογκριζοπράσινο μωσαϊκό, δίπλα στους ριγμένους φακέλουςλογαριασμών φυσικά, όταν χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνω.

«Όποιος κι αν είσαι, μόλις μπήκα από Λονδίνο, οπότε κα-λώς σας βρήκα», ρίχνω άμεσα.

«Ο Τάκης χρυσικάκος είμαι, τηλεφώνησα μια δυο φορές,αλλά δεν... Και τώρα, καλώς όρισες».

Γελάμε.«Πώς κι έτσι;»«Άκου. Ένας εγγλέζικος θίασος περιοδεύει στην Ιταλία

με το έργο Αι δύο ορφαναί, το μελόδραμα, ξέρεις, μόνο με ά-ντρες και γίνεται χαμός. Είσαι να το κάνουμε μαζί;»

«Πότε;»«Τώρα, να ξεκινήσουμε πρόβες, να το έχουμε έτοιμο για

το καλοκαίρι κι από κει και πέρα όπου μας πάει».«Έχεις μια πρώτη διανομή στο κεφάλι σου ή...»«Βέβαια, τις δύο ορφανές, εσύ την Εριέτη κι εγώ την τυ-

φλή Λουίζα, τη συμμορία των ζητιάνων, τους ευγενείς, τον α-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 424

στυνομικό διευθυντή, την κόμισσα, όλος ο θίασος που συνερ-γαζόμαστε τόσα χρόνια».

«Α, τα παιδιά, ο χάρης, ο Αργύρης, ο Μιχάλης, ο Μπά-μπης, ο Λουκαδής, ο Βερτσώνης, ο ρήγας, α, ωραία, συντρο-φικό ακούγεται...»

«Ναι, και ο Τζων Μοδινός θα μπαινοβγαίνει στην παρά-σταση με σχολιαστικές άριες, που προχωράνε τη δράση...»

«... με την παλιομοδίτικη χάρη του μπελκάντο...»«Ακριβώς».«ρούχα εποχής;»«Φυσικά, αλλά χωρίς φόρτωμα, όσο χρειάζεται...»«Και οικονομικά πώς το βλέπεις;»«Ε, κοίταξε, σε καλούμε για σύμπραξη, συνεργασία, ό-

πως θες πες το, εξυπακούεται ότι θα τύχεις ιδιαίτερης μετα-χείρισης, γιατί εμείς είμαστε ομάδα κι έχουμε άλλους κανό-νες, αλλά εσύ...»

«Όχι, Τάκη, δεν εννοώ καθόλου συμβόλαιο με ειδικούς ό-ρους και πράσινα άλογα και... Μόνο να αισθάνομαι ότι η συμ-μετοχή μου, το δόσιμό μου, μιας και μίλησες για συνεργασία,θα αμειφθεί. Αυτό, τίποτ’ άλλο».

Οι πρώτες αναγνώσεις γίνονται σπίτι μου, με το καθιστικόνα περνάει φάσεις καπνιστήριου, καντίνας, αναψυκτήριου,θυμάμαι τις παραστάσεις του Θεάτρου της Γελοιότητας στηΝέα υόρκη και προτείνω να δοκιμάσουμε διάφορα, άλλα λει-τουργούν, άλλα όχι, όμως το στυλ είναι το θέμα. Εδώ ίσως θα’πρεπε να είμαστε όλοι ηθοποιοί του παλιού Εθνικού, με τοστόμφο μας, τη μανιέρα μας, το πλασάρισμα, για να το υπο-νομεύσουμε όλο αυτό και να προκύψει το μπρανκαλεόνειο

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 425

κουρελέ μεγαλείο ή το υγρό λυγμικό μελόδραμα σε τόνους υ-ψηλούς. Δοκιμάζουμε τους ευγενείς να τονίζουν τις λέξεις στηληγουσά αλά γαλλικά και τους λαϊκούς σε πιο χύμα αργκό.

Έχει καλοκαιριάσει μετά το Πάσχα και οι πρόβες γίνο-νται σ’ ένα δημοτικό γήπεδο έξω απ’ την Καισαριανή, πάνωσε καταβρεγμένα χώματα, ανάμεσα σε προπονήσεις εφήβωντης τοπικής ομάδας και στα τρεχαλητά του σκυλιού του Αρ-γύρη, που αλυχτά στην ανοιχτωσιά φχαριστημένο.

Συνάδελφοι, που περνάνε απ’ τις τελευταίες μας πρόβες,απολαμβάνουν το εγχείρημα, αλλά έχουν επιφυλάξεις για τοαν οι θεατές θα ανταποκριθούν σε ένα τέτοιου είδους χιούμορ.Από ένστικτο, χωρίς επιχειρήματα, έχω την αίσθηση ότι όχιαπλώς θα αρέσει, αλλά θα κάνει και γκελ.

Η Ντιάνα, ένα λεπτό αιχμηρό κλαράκι, που μοιραζόμαστετην απέχθειά μας για τη ζωώδικη σωματικότητα, κάνονταςκολλητή παρέα εδώ και κάμποσο καιρό, βρίσκει το θέαμάμας εξαιρετικό, αλλά η Ντιάνα είναι σοφιστικέ, με ιδιαίτεραγούστα, που δεν έχουν σχέση με το κυρίαρχο ρεύμα, και στοΛονδίνο θα ’κανε παρέα με την Τουίγκυ, τη Σρίμπτον και τοφωτογράφο Μπέιλυ.

Οι πρώτες παραστάσεις στον Λυκαβηττό, αυτό το αντιθεα-τρικό ανεμοδαρμένο τερραίν πάνω στην κορυφή του λόφου,κυλάνε με αλαλάζοντα πλήθη, χειροκροτήματα και υστερι-κούς εναγκαλισμούς από στυλίστες λάιφ στάιλ περιοδικών,ραδιοφωνιτζήδες της μόδας και κουτσομπόλες παρακαλλιτε-χνικών στηλών σε παραλήρημα. Ούτε το πιο οργανωμένογραφείο δημοσίων σχέσεων δεν θα πετύχαινε τέτοια ανταπό-κριση. Είναι απίστευτο κι έχει πλάκα. Και τι τίτλος: Αιδοίο

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 426

Ορφαναί. Οι συνάδελφοι που βλέπουν την παράσταση είναισίγουροι ότι έχω βάλει το χέρι μου.

«Συνεργαστήκαμε, ρε παίδες, αλλά η σκηνοθεσία υπο-γράφεται απ’ τον Τάκη, δεν είναι σαφές;»

Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου το θέμα. Έχω μάθει να συνερ-γάζομαι, να φέρνω ιδέες στην πρόβα, να αυτοσχεδιάζουμε, ναψάχνουμε, αλλά δεν μου περνάει απ’ το μυαλό να υπογραμμί-σω την καλλιτεχνική μου υπόσταση, το όνομα. Να ’χουμε ι-δέες να κάνουμε πράγματα... Περνάω μια φάση όπου θα γού-σταρα να μη βγαίνουμε για υπόκλιση στο χειροκρότημα τουφινάλε, να παίζουμε με άσχετα ονόματα στη μαρκίζα Τακίςντ’ Αρζαντέ, Μπαμπής Σαρηζάν, Μισέλ Γκουναρό, έτσι ώ-στε το μόνο αληθινό να είναι η παράσταση, τίποτ’ άλλο.

Για μία ακόμα φορά αμφισβητώ την αναγκαιότητα τηςΤέχνης. Σ’ αυτή τη φάση μού φαίνεται δώρον άδωρον.

Με την Ίζαμπελ άτυχη, τη μια φίλη μου να βομβαρδίζε-ται στο νοσοκομείο από χημειοθεραπεία, το γιο της άλλης φί-λης μου να ακυρώνεται απ’ τη νεφρική ανεπάρκεια, το υποτι-θέμενο μεγαλείο της Τέχνης δεν επηρεάζει καθόλου τα γεγο-νότα της ζωής. Η ζωή είναι αλλού, το ίδιο και η Τέχνη. Ναρ-κισσευόμενος ανθρωποκεντρισμός και πρωταθλητική καλλι-τεχνικότητα... Ποιος θα κάνει την επιτυχία με το πιο δαφνο-στεφανωμένο βιογραφικό... Τι νόημα έχει, και κυρίως όταν οκόσμος πάει απ’ το κακό στο χειρότερο. Τόσα ουμανιστικά α-ριστουργήματα στο χώρο της Τέχνης... Κανένας μας δεν άλ-λαξε, δεν έγινε καλύτερος άνθρωπος, ο ρατσισμός είναι ακόμηεδώ, οι σχέσεις ανάμεσά μας παραμένουν κανιβαλιστικές καιοι αρχιερείς κάνουν πράγματα για τα οποία ντρεπόμαστε κιανατριχιάζουμε.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 427

Ο Σταύρος Μπουζάνης, που φλερτάρει με την παραγωγήφρέσκων άμεσων θεαμάτων, μπαίνει στο παιχνίδι. Κλείνει τηΣΦΕΝΤΟΝΑ, δίνοντας μπροστά ενάμισι εκατομμύριο δραχμέςγια έξι εβδομάδες παραστάσεων και βλέπουμε. Είναι μια σε-μνή τιμή, διακόσες πενήντα χιλιάδες τη βδομάδα, που σίγου-ρα έπαιξε το ρόλο του το τηλεφώνημα της Άννας Παναγιω-τοπούλου στον επιχειρηματία.

Θα προηγηθούν κάποιες παραστάσεις στη Ζάκυνθο, σταΓιάννενα, σε ένα κάστρο στην Άρτα και νωρίς το φθινόπωροστη ΣΦΕΝΤΟΝΑ της λεωφόρου Αλεξάνδρας.

Ο δήμαρχος της Ζακύνθου μας παρακαλεί στα καμαρίνιανα παίξουμε άλλη μία βραδιά, αλλά ο Τζον Μοδινός επιμένειγια μίνιμουμ γκαραντί και δεν φαίνεται να συνεννοούνται.

«Μεσιέ δημαρχέ», φωνάζει ο βαρύτονος με τη ρομπ ντεσαμπρ και τα βαμβάκια του ντεμακιγιάζ, «παρλέ βου φρανσέ;»

«Όχι, μεσιέ Μοδινέ», αντιγυρίζει ο δήμαρχος.«Ε, ντεν γκαμιεσαί;»Πέφτουν χοντρά γέλια κι ο βετεράνος της όπερας ξανοίγε-

ται γύρω απ’ το τραπέζι στον κήπο της κυρίας Καποδίστριαμε ιστορίες απ’ τα ταξίδια του, τα παρασκήνια, το μόδιστροΠολατώφ, που ξεμυάλισε την Τζένη του, και τους επισή-μους, που τον έχουν αναγγείλει ως κύριο Μοδιανό, Βοδινό,αλλά ποτέ χοιρινό.

Στα Γιάννενα, σε μια όντως κωμικοτραγική παράστασηεξαιτίας ενός γλιστερού ψιλόβροχου, μια ογδοντάρα εκατομ-μυριούχος συγκινείται απ’ την ιστορία των δύο ορφανών καιστέλνει το δικηγόρο της στα καμαρίνια με πρόταση υιοθε-σίας, για να πάρουν τέλος τα βάσανά μας.

«Εγώ δεν έχω πρόβλημα να υιοθετηθούμε», πετάω στονΤάκη, «εσύ;»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 428

«Το σκέφτομαι».Γελάμε.

Αργά τη νύχτα ψάχνουμε με τον χάρη τους παλιούς μου φί-λους και ξημερώματα πια πετυχαίνουμε τον αγουροξυπνημέ-νο Βαγγέλη, για τσάγια, ακόρντα στο πιάνο και χάζι απ’ τηνταράτσα του την ανατολή.

Στην Άρτα η παράσταση παραπαίει σ’ ένα κλειστοφοβικόκάστρο, αλλά κυρίως εξαιτίας της ασφυκτικής άπνοιας καιτις διακοπές της ΔΕΗ, που καταλήγουν σ’ ένα μπλακάουτ στοξενοδοχείο, που έχει κάτι από μπορντέλλο στο χονγκ Κονγκ.Μεθυσμένοι άγνωστοι βαράνε πόρτες, ημίγυμνες τραγουδιά-ρες μπαινοβγαίνουν στα μπαλκόνια, ανεβοκατεβαίνουν τασκαλιά, συνοδεία αγκομαχητών και σφυριγμάτων αγροτικήςκαύλας, που πολιορκεί το σκοτεινό ξενοδοχείο.

Όλα αυτά είναι όμως άνευ σημασίας, γιατί στην Αθήνα,στο θέατρο Λυκαβηττού, η συναυλία του Νταίηβιντ Μπερν μετους μουσικούς του απ’ τη Λατινική Αμερική και τους χρυ-σούς φωτισμούς είναι μαγική.

Στη ΣΦΕΝΤΟΝΑ της λεωφόρου Αλεξάνδρας απ’ το πρώτοΣαββατοκύριακο γίνεται χαμός. υπάρχει ουρά στο ταμείο κιο θεατρώνης, που βιάστηκε να μας κλείσει για διακόσιες πε-νήντα χιλιάδες τη βδομάδα, αλλάζει γνώμη και θέλει και-νούργια διαπραγμάτευση. Δεν του κάνουμε τη χάρη. Βάζειλυτούς και δεμένους, κολακεύει, προσεταιρίζεται, επιμένει σεπαράταση –που σημαίνει μετάθεση των προσυμφωνημένωνεμφανίσεων του Βασίλη Παπακωνσταντίνου για συγκεκριμέ-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 429

νες ημερομηνίες–, αλλά εμείς δεν γουστάρουμε μπερδέματακαι η παράσταση μεταφέρεται στο Γκλόρια της Ιπποκράτους.

Συνήθως η μεταφορά μιας παράστασης σε άλλο θέατρομπερδεύει τον κόσμο, λένε, είναι σαν να ξαναρχίζεις, αλλά έ-χουμε κέφια και αδιαφορούμε για τους άγραφους νόμους τηςπιάτσας. Όσο για τους γραμμένους, δεν είμαι σίγουρος αν ισχύουν πια.

Στήνουμε μια ιστορία για να τσιγκλήσουμε τον Μοδινό,ότι στο καινούργιο θέατρο Γκλόρια η παράσταση θα αναβαθ-μιστεί, θα εμπλουτιστεί και τα σκηνικά του Σάββα Πασχα-λίδη θα αντικατασταθούν από πιο οπεραττικά κουστούμιακαι σκηνικά του Μισέλ Πολατώφ, που και μόνο στο άκουσματου ονόματος, ο Τζων φεύγει απ’ την πρόβα, με τον ταμία καιτον Λουκαδή να τρέχουν να τον προλάβουν στην Ιπποκράτουςγια να τον φέρουν πίσω.

ρωτάει συνέχεια όλους ποιος έστησε αυτή τη φάρσα, αυτότο δούλεμα, κάποιος του το σφυρίζει κάποια στιγμή και μουκρατάει μούτρα. Δεν δίνω σημασία κι οι άλλοι τον κουρντί-ζουν ανάμεσα σε παρτίδες σκάκι στο καμαρίνι του με τον επί-σης βαρύτονο ηθοποιό Μπάμπη Σαρηγιαννίδη.

Αποφεύγει να με συστήσει στην Τζένη Δριβάλα τη βρα-διά που έρχεται να μας δει, αλλά η επιμονή της να γνωρίσειτον ηθοποιό που παίζει την Εριέτη τον αναγκάζει να μουχτυπήσει την πόρτα του καμαρινιού και να μου ξαναχαμογε-λάσει. Διασκεδάζω.

Όταν οι ηθοποιοί παίζουν γυναικείους ρόλους, φουντώνει μιαπεριέργεια από πλευράς των γυναικών θεατών, λένε οι παλιοίθεατρίνοι. Δεν έχουν άδικο. Στα παρασκήνια κυκλοφορούν α-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 430

πίστευτες κουκλάρες και ο Τάκης, που ανταποκρίνεται σε ξε-νύχτια και μεθύσια, ζαλίζεται από υπερκόπωση πάνω στησκηνή, το βολεύει παίζοντας την τυφλή Λουίζα –που δικαιο-λογείται αλλού να πατάει κι αλλού να βρίσκεται αφενός καινα τη συνοδεύω προστατευτικά αφετέρου– αλλά η ξεσαλω-μένη διάθεση των θεατών μεταφράζει τα πάντα σε αυτοσχε-διαστικά ευρήματα. Φυσικά η περρούκα που πέφτει, η ουράτης μπελ επόκ φούστας που πατιέται και αποκαλύπτει τοσώβρακο του ηθοποιού είναι απόρροια προβών και καλοστη-μένων στιγμών, αλλά συχνά θεατές και τεχνοκριτικοί σαστί-ζουν και δεν ξέρουν ποιο είναι σκηνοθετημένο και ποιο γελοίοατύχημα της στιγμής, σαν να μη φτάνει η επιβεβαίωση τουκαταιγιστικού γέλιου των θεατών κάθε βράδυ.

Η κούκλα με τα πράσινα μάτια, την καστανόξανθη βοστρυ-χωτή χαίτη και το κορμί στριπτηζέζ μπαίνει στο καμαρίνιμου καθώς αλλάζω ιδρωμένος, αποφασισμένη για όλα. Έχειπεριέργεια για το αν όλα πάνω μου βρίσκονται στη θέση τους,το ψηλάφισμά της μας στροβιλίζει στο πάτωμα, τη βρίσκεινα με ξεβάφει καθισμένη πάνω στα γόνατά μου μπροστάστον καθρέφτη, κολακευμένη απ’ τη ζέστη του καβάλλου πουσκληραίνει, με τα μισάνοιχτα χείλη της σε πόζα ρουφήγμα-τος και τις ρώγες να διεκδικούν το μερίδιό τους στη λατρεία,μια καλοκουρντισμένη κούκλα από καουτσούκ, που πήρεμπρος πριν καν πέσει το κέρμα στη σχισμή.

Τη λένε Ντορέτα, είναι απ’ την Πάτρα, κάτι σπουδάζει,που δεν φαίνεται να παίζει κανένα ρόλο.

Πάμε σ’ ένα πάρτυ στο MERCEDES. Η παρέα της είναι κάτινεόκοποι της νύχτας, που υπερβάλλουν σε άγρια χαρά. Ευτυ-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 431

χώς κάτι φίλοι μου πίνουν στο μπαρ και πάμε κοντά τους.Κάτω απ’ το ζαλιστικό φωτορυθμικό με τις ντίσκο μουσικές,το γυμνό της πόδι λυγισμένο πάνω στο σκαμπώ είναι σαν σεαναμονή. Δεν θυμάμαι τι έκανε με την κυλόττα της στο κα-μαρίνι κι αν τη φοράει και δεν αντιδρώ όταν το χέρι κάποιουαπ’ την παρέα τής χαϊδεύει το γυμνό γόνατο. Η αναύτρα τρα-βιέται κι έρχεται και σφίγγεται πάνω μου.

Το απόγευμα της επομένης στήνουμε μια πλάκα στο φίλοπου άπλωσε το χέρι του στο γόνατο της Ντορέτας.

«Δεν ξηγήθηκες εντάξει χτες βράδυ με την Πατρινιά, τηνΝτορέτα. Οι φίλοι δεν κάνουν τέτοια», του κάνει ο Άλκης.

«Και η τύπισσα είπε ότι αν δεν ήσουνα φίλος μας, θα σου’χε ρίξει μια μπούφλα να τη θυμάσαι σ’ όλη σου τη ζωή».

«Κι εσείς τι της είπατε;» μας αιφνιδιάζει.«Ότι θα ’μενε στην ιστορία», γελάμε.«Είστε πολύ στενόμυαλοι, ρε μάγκες», ενίσταται, «πρώ-

τον επιδοκίμαζα το γούστο του φίλου μας και δεύτερον καικυριότερον: Είμαι πολύ ευάλωτος στον έρωτα αυτή την άνοι-ξη».

Άμα έχεις τέτοιους φίλους... Πέφτουν γέλια.

Η Ντορέτα είναι χαμένη στο διάστημα, μπαινοβγαίνει απίθα-νες ώρες, πάει σε παραδόσεις μαθημάτων; Το τηλέφωνό τηςχτυπάει, όπως και το κουδούνι στο διαμέρισμά της στο βάθοςτου ισογείου στην Πανόρμου, αντρικές και γυναικείες φωνέςαπ’ το θυροτηλέφωνο την προσκαλούν σε ξενύχτια και τρυ-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 432

παριστά γουηκέντ. Έχει κάτι απ’ τη γύμνια της Μπλανς Ε-πιφανί, που όλοι την κυνηγάνε για να της τον χώσουν, ενώαυτή με μωρουδίστικους ακκισμούς προσπαθεί να αποφύγειτην αρσενική βία, αλλά ξεχνάει να φοράει κυλοττάκι και τομίνι της συχνά αποκαλύπτει το ροδακινί λοφάκι του πυρετούτης. Φαντασιώνεται σκηνές άγριου παρσίματος από ταινίεςπου έχει δει ή ακούσει από αφηγήσεις μεγαλυτέρων. Έχωτην αίσθηση ότι από κάπου κρυμμένη μια κάμερα μάς κατα-γράφει, το διασκεδάζω.

Το ξεσαλωμένο γλειφιτζούρι εξαφανίζεται όπως ξαφνικάείχε εμφανιστεί μαζί με την πυρόκαυλη αύρα της.

Η Ντιάνα, που από τακτ είχε κρατηθεί σε απόσταση, ξα-ναμπαίνει στο παιχνίδι με χιούμορ:

«Τι έγινε, η κούκλα ξαναγύρισε στη βιτρίνα της;»

Ο Στέλιος Κούλογλου με περιμένει μετά την παράσταση έξωαπ’ το καμαρίνι με μια εκρηκτική κοκκινομάλλα, με τα κε-χριμπαρένια μάτια της να φωτίζουν το τραπέζι που ακολου-θεί στο ΠΑρΤΙ και την εγκωμιαστική κριτική για την παρά-στασή μας με τα τραχιά αγγλικά της και τις λεπτομέρειες ει-δικού:

«Μπορεί να μην ξέρω την ελληνική γλώσσα, αλλά ο τρό-πος που παίζεις είναι τόσο καθαρός και κάνεις όλα αυτά ταδύσκολα πράγματα να μοιάζει με παιδικό παιχνίδι, δε χρειά-ζεται καμία μετάφραση, εξήγηση, μπορεί να σταθεί οπουδή-ποτε, είναι καταλαβαινικό και μαγικό...»

Αυτή είναι καταλαβαινική και μαγική, μ’ αυτή τη σλάβικη(;) θηλυκότητά της που σ’ ακουμπάει.

Την ευχαριστώ για τη γενναιόδωρη ματιά της και όταν

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 433

πάει στην τουαλέττα, η ασυμμάζευτη περιέργειά μου κάνειτον Στέλιο να πάρει μπρος.

«Ναι, είναι Σλάβα, πρωταγωνίστρια του θεάτρου στη Γιου -γκοσλαβία, με κλασσικό ρεπερτόριο, ζει στην Αθήνα τώραλόγω της διάλυσης της χώρας της και εργάζεται σε μια οικο-γένεια στη Γλυφάδα σαν μπέιμπυ σίττερ για τα μικρά παιδιάτους, μένει σ’ ένα δωμάτιο στον κήπο τους, πολύ στριμωγμέ-νη, χωρίς κανέναν».

«Ύστερα από τέτοια μεγαλεία...»«Καταλαβαίνεις...»Αν καταλαβαίνω· είναι μόνη, ερωτεύσιμη, καλλονή μ’ αυ-

τή τη σλάβικη δοτικότητά της, τόσο ελκυστική, θα ’θελα νατην πάρω να ζήσουμε μαζί, να μην αισθάνεται ριγμένη, ναλάμψει ο καλύτερός της εαυτός, κι έπειτα... Ένα απόγευμαπου δεν θα ’χω κέφια, παρά μόνο για χαβαλέ με την αντροπα-ρέα, η Γιουγκοσλάβα αρτίστα δεν θα ’χει πού να πάει. Πώς θατη βγάλει...

Ακατάλληλο αίσθημα η συμπόνια στον έρωτα και ποιοςείμαι εγώ που θα επιδείξω συμπόνια σ’ ένα εξαιρετικό αλλάάτυχο πλάσμα –θύμα ανίκανων πολιτικών–, που δώρο μου έ-κανε και μόνο που τη γνώρισα.

Η λατρευτική αύρα που θα της στέλνω από μακριά ελπί-ζω να παίξει ρόλο προστατευτικής ασπίδας απ’ τις κακοτο-πιές, αλλά όταν τη συναντώ τυχαία στην Αθηνάς ένα ηλιό-λουστο μεσημέρι του ψυχρού Μάρτη, η επιθυμία να βρεθούμεφουντώνει. Ανταλλάσσουμε τηλέφωνα και χωρίζουμε με μιααιωρούμενη υπόσχεση. Δεν χωράει αμφιβολία, είναι σαγη-νευτική.

Όταν τηλεφωνώ, η κακοαναθρεμμένη αγορίστικη φωνή μ’εκνευρίζει.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 434

«Δεν υπάρχει καμιά τέτοια εδώ...»«Τι λες, ρε μαμμόθρεφτο, κανίβαλε, μαμούχαλο θρεφτάρι,

ζητάω τη Γιουγκοσλάβα ηθοποιό που κάνει την μπέιμπυ σίτ-τερ στα μικρά αδελφάκια σου, ψώνιο, ε, ψώνιο...»

«Α, αυτή...» συλλαβίζει.«Ναι, αυτή την καλλονή, την ταλαντούχα ύπαρξη, που ού-

τε στ’ όνειρό σου δε θα την έβλεπες και μου παριστάνεις το α-φηρημένο αφεντικό, ακαλλιέργητη ελληναρία, άντε φώναξέτη, μην κατέβω κάτω και γελάσουμε εις βάρος σου...»

Σπεύδει να τη φωνάξει, πάλι καλά που δεν μου το ’κλεισε.Καμιά φορά συφιλιάζομαι απ’ την κωλοπαιδεία των κολο-ζανφάν με την αφασική νεοπλουτίτιδα. Απ’ την άλλη παιδιάείναι, θα μάθουν κι αυτά, όπως όλοι, με κόστος.

Ναι, οι κριτικοί είναι αμήχανοι με την παράσταση Αιδοίο Ορ-

φαναί. Δεν είναι σίγουρο –όπως το εξέφρασε η κεντροευρω-παϊκής θεατρολογικότητας ιέρεια με το καροτί μαλλί– ότι τοκαλλιτεχνικό αποτέλεσμα είναι σκηνοθετημένο και όχι τυ-χαίο.

Είναι απίστευτο. Ο αγέλαστος κόσμος της πρωτοπορίαςδεν εγκρίνει παιχνίδια. Θέλει ιδρωμένη σοβαρότητα, κατάθε-ση ψυχούλας, υπαρξιακή ανημπόρια, συγκαμένα σκέλια πουπενθούν για τη ζωή που δεν έζησαν.

Μόνο ο Γιάννης Βαρβέρης με γενναιοδωρία ανοίγει τη βε-ντάλια της ευαίσθητης και διαισθητικής ματιάς του. Παίζειρόλο ποιος σε κρίνει και με ποιο τρόπο, γιατί ο τρόπος λέειπολλά για το ποιόν του κριτικού.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 435

Οι πέντε καλλίγραμμες τραβεστί της πρώτης σειράς με τατιγρέ εσώρουχα –ναι, φαίνονται–, τις ατίθασες γάμπες, πουόταν σταυρώνουν, εκπέμπουν χάδι και κλωτσιά, τα ξεχειλω-μένα κατακόκκινα χείλη και το προτεταμένο ντεκολτέ, πουκραυγάζει για χούφτωμα, εκπέμπουν φλασιές φιλάρεσκηςσωματίλας με μπάσσες φωνές και ψηλοτάκουνη ετοιμότητα,καθώς μας προσκαλούν στο πάρτυ τους του Σαββάτου.

Λέμε με τον Τάκη να πάμε επίσκεψη σε ανταπόδοση ευ-γένειας, αλλά το Σαββατόβραδο ο συνάδελφος είναι ζαλισμέ-νος απ’ τη διπλή παράσταση –το να παίζεις απογευματινή καιβραδινή την τυφλή Λουίζα δεν είναι και λίγο–, η Ντιάνα έχεινα πάει στο δείπνο μιας φίλης της και πάω μόνος μου μ’ έναμπουκάλι κονιάκ για το ρετιρέ της Καλλιρρόης, στο ύψος τουΦιξ. Μου κάνουν εντύπωση τα ακριβά αμάξια και οι νικελέ-νιες αστραφτερές μηχανές που είναι παρκαρισμένες απ’ έξω,αλλά μπορεί να μην έχουν σχέση με το πάρτυ.

Έχουν όμως. Το σκηνικό με τα υπόλευκα κεριά, τα βαθου-λωτά πουφ, τους θαμπούς, χαμηλούς καναπέδες-ντιβάνια, ταχαλιά με σκηνές ζούγκλας, τις κουρτίνες από χρυσόσκονη,τις μακριές ροζ περλέ γάμπες με το σαράντα τρία νούμεροσατινέ γόβες με στρας, τα μπόντυ με τις παγιέτες που πιέ-ζουν έτοιμα να εκραγούν τα σιλικονούχα μπαλόνια, τα που-δραρισμένα πρόσωπα, τις πόζες από σεξοβόμβες του βωβούκινηματογράφου, αυτή τη χιονάτη με την ανατριχιασμένηγούνα, το μακρύ γάντι και τη μακριά πίπα... Και οι συνοδοίτους... οι στρουμπουλοί βουτυρένιοι μπούληδες βορείων προα -στίων, με τις Μπε-εμ-βε, την αφράτη λεκάνη, και τα λαϊκάτεκνά με τ’ ακριβά δερμάτινα, που καβαλάνε τις μηχανές τρε-λαμένα μέσα στη νύχτα, με το ψηλοκάβαλλο πλάσμα κολλη-μένο πίσω τους, που κάθε βράδυ φτιάχνεται για ν’ αρέσει,

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 436

φουντώνοντας επιθυμίες για ξέσκισμα. Μια εγχειρισμένησοφιστικέ μιλάει στο τηλέφωνο αγγλικά και γαλλικά μ’ ανα-φορές στον Ζενέ, «Την αλήθεια σε κανέναν, ούτε στον εαυτόσου», και στον Καμύ, «Η μόνη αλήθεια που μας δόθηκε είναιτο κορμί». Όταν μου πιάνει κουβέντα, μαθαίνω ότι απασχο-λείται ως κοινωνική λειτουργός σε μονάδα απεξάρτησης. Ταελληνικά της είναι καλοβαλμένα, ασορτί με τα ρούχα τηςκομψής βιβλιοθηκάριου σε αποχρώσεις γης. Οι κορίτσαροικαι οι αγορίνες έχουν διάθεση για ξενύχτι και πλησίασμα, αλ-λά δεν νομίζω ότι μπορώ να ανταποκριθώ στο όλο σκηνικόκαι αισθάνομαι ότι πρέπει να την κάνω. Συγκρατημένα –ξε-νέρωτα στα μάτια τους– καληνυχτίζω.

«Να τα ξαναπούμε...»«Γιατί όχι;»«Ελπίζω αν μας συναντήσεις στο δρόμο, να μην ντραπείς

να μας χαιρετήσεις».«Μπορεί να κομπλάρω απ’ τον τρόπο που διεκδικείτε το

κορμί σας, αλλά να ’στε σίγουρες ότι άμα σας συναντήσω...»«Θα καθίσεις μαζί μας να πιούμε καφέ και να τα πούμε,

εντάξει;»«Φυσικά».Το ταξί που πετυχαίνω έξω απ’ την πολυκατοικία τους εί-

ναι σαν να με περιμένει. Το ανώνυμο πάθος μού χαμογελάει...Ε, καλά, το τάιμινγκ αυτού του ανθρώπου έχει να κάνει μεμέντιουμ.

«Ούτε ραδιοταξί να ’σουνα...»«Γι’ αυτό σε χάσαμε, κάνεις παρέα και με τραβεστί τώ-

ρα», με πειράζει.«Δε με χαλάει, αλλά μη βιάζεσαι να βγάλεις συμπερά-

σματα».

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 437

«Ξέρω τι κόσμος μπαινοβγαίνει σ’ αυτή την πολυκατοι-κία, μην ξεχνάς τι δουλειά κάνω...»

«Όχι, δεν το ξεχνώ, μόνο που καμιά φορά τα φαινόμενα α-πατούν...»

«Ό,τι πεις. Σπίτι σε πάω;»«Ναι».Μ’ αρέσει που οδηγεί σιωπηλός.

Οι παραστάσεις έχουν κόσμο, οι ηθοποιοί κάνουν τρέλες καιΑιδοίο Ορφαναί δέχονται προτάσεις απ’ όλη την Ελλάδα γιαπεριοδεία. Πάντα μ’ άρεσε η ιδέα ενός περιπλανώμενου θιά-σου, μιας νομαδικής ζωής, θέατρο για όλους, χωρίς μόνιμηστέγη, αλλά κάθε φορά ο ένας δεν μπορεί ν’ αφήσει την οικο-γένειά του, ο άλλος έχει γυρίσματα καθημερινά στην τηλεό-ραση, ο τρίτος αποφεύγει τις άθλιες συνήθως συνθήκες τωνπεριοδειών και δεν προκύπτει ούτε και τώρα. Δεν είναι βέ-βαια πολύ ευέλικτο ένα σχήμα δεκαπέντε δεκαοχτώ εγωκε-ντρικών ανθρώπων κι όσο για οργάνωση, κανείς δεν γουστά-ρει να μπει στον κόπο.

υπάρχει κι ένα άλλο θέμα που με ξαφνιάζει. Οι περισσότε-ροι απ’ το θίασο δεν εγκρίνουν την ιδιαίτερη αμοιβή μου, πουέχει όμως προσυμφωνηθεί με τον επικεφαλής τους Τάκη χρυ-σικάκο. Επιμένουν ότι όλοι είμαστε ίδιοι, ότι οι ιδιαίτερεςσυμφωνίες δεν έχουν θέση στην ομάδα τους. Μου φαίνεται κο-μπλεξικό. Ουδέποτε αναρωτήθηκα γιατί παίρνει τόσα ο τάδεή η δείνα κι αν υπήρχαν ατζέντηδες, ούτε που θα το συζητού-σαμε. Αλλά ποσώς με ενδιαφέρει πόσα παίρνει ποιος και για-τί. Όπως πολύ σωστά απάντησε παλιά καραβάνα του σανι -διού στην ερώτηση «Γιατί απ’ τον άλλο παίρνεις τόσα λίγα και

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 438

από μένα ζητάς πιο πολλά;», «Α, δεν το ξέρεις, ο άλλος με γα-μεί». Μόνο ο Μιχάλης Γούναρης, με χιούμορ σε μια έκρηξηκοινής λογικής, πάει να βάλει τα πράγματα στη θέση τους:

«Καλά, δεν το βλέπετε; Είμαστε το ίδιο εμείς με το συνά-δελφο που έχουμε απέναντί μας, έναν καλλιτέχνη φίνο, με χιού -μορ, με προπόνηση στο συγκεκριμένο είδος που παίζουμε, μετις ιδέες που έφερε στις πρόβες και το γκελ στην παράστασηκαι δε βλέπετε τη διαφορά; Και πες ότι δε βλέπετε τον ίδιο,τις γυναίκες που κυκλοφορεί, τους τύπους που κάνει παρέαδεν τους βλέπετε;»

«Έλα τώρα, Μιχάλη, τι σχέση έχει...» κάνω να πω.«Για μένα έχει, βλέπω έναν άνθρωπο με γούστο, που ό,τι

αναλαμβάνει το φέρει εις πέρας άψογα, χωρίς υπερβολές καιαυτοθαυμασμούς, συν το γεγονός ότι έχει γίνει συμφωνία απ’την αρχή με τον Τάκη...»

Οι συζητήσεις φουντώνουν, αλλά οι διευκρινίσεις και ο φι-λικός τόνος κάνουν τη δουλειά τους. Συμφωνούμε με τον χά-ρη και τον Αργύρη ότι το θέμα δεν είναι ίσως το χρήμα αλλάη διάκριση, που τους φαίνεται κάπως.

Οι παραστάσεις συνεχίζονται με κέφι. Η βραδινή, μετάτην απογευματινή του Σαββάτου, τονώνεται στο διάλειμμαμε λουκουμάδες απ’ το ΑΙΓΑΙΟΝ, τσάγια, ντουμανιασμένα κα -μαρίνια κι έτσι η παράσταση απογειώνεται επαφιόμενη στονπατριωτισμό όλων μας.

Πλησιάζει το Πάσχα και είναι κρίμα που δεν θα πάμε πε-ριοδεία, γιατί ο Τάκης δέχεται τηλεφωνήματα από παντού.Η τηλεόραση θέλει κι αυτή να εντάξει στη ροή της μια σειράΑιδοίο Ορφαναί και οι περιπέτειές τους, που θα είχε ενδιαφέ-ρον με κάποιο θεατρολόγο του μελοδράματος, μια συρραφήσκηνών εποχής, ηθικολογικών λυγμών, διεθνών απατεώνων,

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 439

ακόλαστων ευγενών και υπερφίαλης κουρελαρίας, αλλά ποιος,πότε, δεν.

Τον βλέπω στη Σκουφά Δευτέρα μεσημέρι, ανάμεσα στονπαραγωγό Δημητριάδη και το σκηνοθέτη Στέλιο Πουλίδη.Όντως ο χρόνος τον έχει λεηλατήσει, αλλά είναι ο Πιερ Κλε-μεντί, αυτή η φιγούρα του εκπεπτωκότος αγγέλου, με γού-στα που αφήσανε τα σημάδια τους στο ψηλόλιγνο σκαρί του.Μας συστήνουν και με ρωτάει τι κάνω τώρα. Του λέω. Θέλεινα ’ρθει να δει την παράσταση των «δύο ορφανών».

«Έλα το Σάββατο το βράδυ και μετά θα πάμε σ’ ένα πάρ-τυ».

«Μ’ αρέσει αυτό, ευχαριστώ».Θα ’χει πλάκα να εμφανιστούμε στο πάρτυ της Ντιάνας

ντουέττο με τον Κλεμεντί.Την Τετάρτη το απόγευμα ο Δημητριάδης με παίρνει στο

τηλέφωνο.«Μην τον αφήσεις να ξεσαλώσει στο πάρτυ, γιατί πίνει

πολύ και θα τον χάσουμε»,Την Πέμπτη ο σκηνοθέτης Στέλιος Πουλίδης μου τηλε-

φωνεί:«Σε παρακαλώ, ακύρωσε το ραντεβού σας με τον Κλεμε-

ντί, γιατί τον έχω με σφιχτό συμβόλαιο κι έτσι και μου εξο-κείλει μία μέρα από αλκοόλ ή από κι εγώ δεν ξέρω τι στοπάρτυ σου, θα μου τινάξει την ταινία στον αέρα...»

«Μα είναι τόσο ανεξέλεγκτος; Πώς κάνετε έτσι, ρε παί-δες; Να του πω ότι το πάρτυ ματαιώνεται και δεν ξέρω τι δι-καιολογίες; Όχι, ούτε γι’ αστείο...»

«Βρε αγόρι μου, προχτές το βράδυ μέσα στο γραφείο τον

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 440

είχαμε και πήγε στο μπάνιο και ήπιε κολόνια, τι συζητάς... οάνθρωπος είναι...»

«Κάντε ό,τι νομίζετε, εγώ πάντως δεν του τηλεφωνώ γιανα ακυρώσω τίποτα».

«Άσ’ το σ’ εμένα, σε παρακαλώ».«Μη με παρακαλείς, κάνε ό,τι νομίζεις, ό,τι είναι καλύτε-

ρο για την ταινία σου, ξέρω κι εγώ τι να πω...»Ώρες ώρες πέφτω πάνω σε κάτι καταστάσεις, ούτε μου

’χε περάσει απ’ το μυαλό ότι θα μου ζητηθεί να προφυλάξωκάποιον απ’ την πιθανότητα παρεκτροπής. Δεν έχει μια α-πρέπεια το να παρέμβεις για τον εθισμό κάποιου στο αλκοόλή στα ναρκωτικά, ή πρέπει να κάνεις κάτι; Δεν ξέρω. Παρε-κτρέπομαι συχνά κι εγώ, αλλά δεν επηρεάζει τη συμμετοχήμου στην καθημερινή ροή, ούτε στο να φέρω εις πέρας ό,τι α-ναλαμβάνω. Όλα τα προλαβαίνω. Διαθέτω μέτρο; Ή είναιτρόμος για κόλλημα; Ή απλώς αυτός είναι ο χαρακτήρας μου;

Το συζητάμε με την Ντομινίκ στην πλας ντε Βοζ ένα με-σημέρι με λιακάδα τριήμερης παριζιάνικης προμενάντ. Γελά-με καθώς σταματάμε στην ταμπέλα ενός αντικατζίδικου: ΑΙΔυΟ ΟρΦΑΝΑΙ, για φαντάσου, μόλις πριν ένα μήνα χαλούσε οκόσμος στο θέατρο και τώρα είμαστε πια αντίκες σε παλαιο -πωλείο.

Στην Αθήνα κάνει ζέστη και η Ντιάνα προτείνει να πάμε στηΜύκονο, στης Ανν Κόλμαν, που τόσες φορές στο τηλέφωνομας έχει προσκαλέσει.

Το σπίτι της, φωτογραφημένο απ’ την αμερικάνικη Vogue

ως υπόδειγμα διακριτικής μείξης του παραδοσιακού νησιώ-τικου με τη σύγχρονη χρηστικότητα, είναι όντως λιτό, λει-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 441

τουργικό και κλασάτο, οι εσοχές, οι εξοχές, τα φινιστρίνια έ-χουν αξιοποιηθεί σαν να ήταν για χρόνια έτσι, σαν να μηνμπορούσες να φανταστείς άλλο χώρο για γκαρνταρόμπα, γιαμπάνιο, για το φανάρι που αερίζει τα τρόφιμα, με τις ψάθεςστο πάτωμα για διαλογισμό και γιόγκα, σε φυσικές βερά-ντες, και με κάτι από πειρατική ελεγκάντσα.

Κοιτάζω κάτω στην ελιά το μοναστηριακό ερημητήριοτου Νίκα με τον Παλού. Στην παραλία κολυμπάνε γυμνοί,βαριέμαι το γυμνό, δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου.

Η Ανν είναι πολύ όμορφη και πολύ κανονική, ούτε το μό-ντελινγκ στη Νέα υόρκη ούτε τα φιλμ στο Λος Άντζελες κα-τάφεραν να την απομακρύνουν απ’ την αμεσότητα και τη φι-λικότητα της επικοινωνίας της. Σαν να έχουμε μεγαλώσειμαζί, με γούστα, συνήθειες και κουλτούρα, μουσικές, συγ-γραφείς, φιλμ, ρούχα, γεύσεις. Επιβιωτικές εκλεκτικές συγ-γένειες.

Πιστεύουμε στις μαγικές στιγμές, αρκεί να μην το κάνου-με θέμα. Ωραία είναι με την Ανν και την Ντιάνα, που παράτους πόνους απ’ τη μηνιαία επίσκεψη της κατάρας της μού-μιας, διασκεδάζει, κόντρα στο γεγονός ότι η πανσέληνος δενείναι με το μέρος της. Σκαλισμένο στην ξερολιθιά της κουζί-νας της Ανν, το μαροκινό ποίημα μας κάνει εντύπωση.

Εσύ πας σιγά,

αλλά αν πήγαινες πιο γρήγορα,

θα είχες χάσει τα μισά.

Στην Αθήνα το τηλέφωνο χτυπάει ασταμάτητα. Οι προσκλή -σεις για διακοπές με εκνευρίζουν. Να διακόψω από τι;

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 442

Το τηλεφώνημα απ’ τη χίο είναι διαφορετικό. Η φίλη μου,μετά το αίσιο χημειοθεραπευτικό βομβαρδισμό του Γκόλ-ντστοουν στο νοσοκομείο του Λονδίνου, είναι στο νησί και δέ-χεται επισκέψεις.

Η μονοκατοικία με κήπο και μπαλκόνια πάνω στη θάλασ-σα των Βροντάδων είναι σαν από παλιά καρτ ποστάλ. Ο σύ-ζυγός της πηγαινοέρχεται με το κόκκινο μίνι μοκ, η μητέρατης ρολλάρει με τη θρησκευτική υγιεινή της τα του σπιτιούκαι η νεκραναστημένη φίλη μου, με το κοντό λαμπερό σκούρομαλλί, ρίχνει βλέμματα που σε διαπερνάνε.

Τούρκικοι ραδιοσταθμοί εκπέμπουν τζαζέ έθνικ μουσικές.Ο Νώε Παρλαβάτζα, που παρουσιάζεται ξαφνικά μπροστάμου σαν ψυχοπομπός, με πληροφορεί ότι σε μια σπηλιά σταβορειανατολικά του νησιού γίνονται τελετές μυστηρίων. Δενθα πάω, η εθνολογική μου περιέργεια αρκείται στην πληρο-φορία και κυρίως στο ονοματεπώνυμό του, Νώε Παρλαβά-τζα, μεγαλειώδες.

Σε μια πρωινή βόλτα μου στην πόλη, ένα κάμπριο που φρενά-ρει δίπλα μου –με το ξανθό αγόρι στο βολάν και δίπλα του τηΜαίρη, μια κομψή φοιτήτρια που ξέρω απ’ τη Σκουφά, με ταγυαλιά αλά Τζάκυ Ο να καλύπτουν τα αμυγδαλωτά μάτιατης με το σκούρο μεσογειακό βλέμμα– με πάει στον κάμπομε τα αρχοντικά.

Μπαίνουμε στο οβάλ ανοιχτό προαύλιο, με τα βοτσαλωτάδρομάκια να στεφανώνουν το άνυδρο σιντριβάνι, κι ανεβαί-νουμε τις τοξωτές σκάλες, για να συναντήσουμε στη σκιά τουξυλόγλυπτου στέγαστρου το κοτσονάτο γέρικο ζευγάρι πουσυντηρεί το παλάτσο και σίγουρα φιλοξενεί και τους ιδιο -

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 443

κτήτες του, όποτε το επισκέφτονται από την Ελβετία πουμένουν.

Οι σκιεροί διάδρομοι με τις κεχριμπαρένιες λάμπες και τιςγαλακτερές απλίκες, τα ρουμπινί ανθοδοχεία και οι γαλαζο-πράσινες πιατέλες, ακουμπισμένες πάνω στα μαονένια τρα-πεζάκια με τα σκαλιστά πόδια και το φίλντισι στις εσοχές,τα πορτραίτα στους τοίχους και τα μπελ επόκ συμπλέγματατης οροφής... Τι ζωή κάποτε...

Στο μεγάλο σαλόνι μια τοιχογραφία μ’ όλα τα πρόσωπατης οικογένειας, που μας ατενίζουν με αυστηρότητα και λού-σο, εκπέμπει μεσοπολεμική ευμάρεια. Σε μια αψίδα ενόςσκοτεινού περάσματος ένας ανισόρροπος καλόγερος, με τριμ-μένα αδιάβροχα, ξεθωριασμένες ομπρέλλες και κάτι κυνηγε-τικό, μισοκρύβει τη ζωγραφισμένη πάνω στον κοίλο τοίχο ο-λόσωμη φιγούρα μιας αφροθαλάσσιας καλλονής:

«Ποια είναι αυτή;» ρωτάω.«Παλιά πράματα», κάνει η γερόντισσα κι απομακρύνεται.«Η φιλενάδα του παππού», ψιθυρίζει ο γέρος, «που ’χε ό-

λη την περιουσία κι ήταν ο αρχηγός εδώ μέσα... Έδωσε εντο-λή να ζωγραφίσουν τη φιλενάδα του μέσα στο ίδιο του το σπί-τι κι όποιος τόλμαγε ας μίλαγε...»

«Μεγάλος ο παππούς, πατριάρχης», ρίχνω.«Ε, βέβαια, άλλα χρόνια», αναψοκοκκινίζει συγκινημένος.Η Μαίρη κι ο ξανθός της μου δίνουν ραντεβού και για νυ-

χτερινές βόλτες, αλλά τα πρώτα πλάνα της Dolce vita τουΦελλίνι, που προβάλλει η τηλεόραση, με καθηλώνουν με τηνασπρόμαυρη γοητεία της για πολλοστή φορά, μου αποκαλύ-πτονται στιγμές που δεν τις είχα αντιληφθεί πριν, ξεχνιέμαιαπ’ την ελεγκάντσα ρομάνα κι όταν θυμάμαι το ραντεβού, εί-ναι πολύ αργά πια.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 444

Βολτάρουμε με την Ντιάνα στην άδεια Αθήνα παραμονή Δε-καπενταύγουστου και ακούμε την ηχώ των βημάτων μας. Ε-πιβιώσαντα φαντάσματα κάποιας κλαπαταγής που εξαφάνι-σε το ανθρώπινο είδος.

«Ωραία που είναι...» ονειροπολεί η Ντιάνα.«Μπα, για μελαγχολικό απόγευμα το κόβω και μου τη

σπάει που υπολειτουργεί, γουστάρω πόλεις που δεν κλείνουνποτέ».

Το σχέδιο είναι να γυρίσω σπίτι και να περιμένω την καλήμου να φέρει μαγειρευτό φαγητό απ’ τη μητέρα της. ΒράδυΔεκαπενταύγουστου με σπιτικό φαγητό, λέει.

Πίνοντας τσάι και φουμάροντας για να περάσει η ώρα,χτυπάει το κουδούνι και σίγουρος για το ποια είναι ανοίγω.Ε, όχι... Η Λίντα Λούνα... Έχω να τη δω από εκείνο το καυτόμεσημέρι πριν δύο δυόμισι χρόνια που μου είχε σφυρίξει έξωαπ’ το κουφωτό παράθυρό μου, για να με πάρει να φύγουμεγια Άμστερνταμ, να πάμε να τσακίσουμε τις πιστωτικές κάρ -τες του πρώην της, που αυτά τουλάχιστον τα δικαιούνταν,μιας και ο χωρισμός τους ήταν μάλλον κακόγουστος σαν πα-λιά ελληνική ταινία και μια μικρή ρεβάνς τη χρειαζόταν.

Πάντα γούσταρα την παρέα της Λίντας, όπως και το κα-μπυλωτό κορμί της, με το χακί σορτσάκι και την αντηλιάπου δημιουργούσε παραισθήσεις, αλλά με τον πρώην της μέ-ναμε απέναντι εδώ και χρόνια, γνωριζόμαστε, τα λέγαμε, α-στειευόμαστε, πώς να... Και καλά η τύπισσα, γούσταρε ναπάρει την εκδίκησή της, εγώ ως τι;

«Σου προτείνω να πας στο Άμστερνταμ μόνη σου, έτσι κιαλλιώς λάμπεις, γουστάρεις να διασκεδάσεις το χωρισμό σουκαι θέλεις και κάπως να του την κάνεις. Πιστεύω ότι θα πε-ράσεις υπέροχα, εκπέμποντας όλη αυτή τη διάθεση για πα-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 445

ρέα, λες να νιώσουν μοναξιά οι μαστιχωτές καμπύλες σου στοΆμστερνταμ, τι λέμε τώρα;»

Πήγε και γύρισε μ’ έναν ινβαιρομενταλίστ αρχιτέκτονααπ’ τη Ζυρίχη, μετά έφυγε για Νέα υόρκη, περάσανε δυόμισιχρόνια και τώρα εδώ μπροστά μου λάμπει.

«Καλώς όρισες, θαύμα του Δεκαπενταύγουστου», λέω.«Καλώς σε βρήκα, θαύμα του Δεκαπενταύγουστου, που

επιτέλους βρίσκω κάποιον στην Αθήνα, δεν υπάρχει ψυχή».«Ξέρω...»Φιλιά κι αγκαλιές, τσάγια και φούμες, τα εργαστήρια αρ-

χιτεκτονικής της Νέας υόρκης, η πλατωνική σχέση μ’ ένανμποξέρ μουσουλμάνο, τα σεμινάρια στα κείμενα του Μπέκετπετάνε γύρω απ’ τα ξυπόλητα πόδια της, ακουμπισμένα πά-νω στο τραπέζι και την τζην φούστα της ανασηκωμένη, νακαδράρουν το τριγωνικό χνούδι, ραντισμένο απ’ το κερί καιτο μέλι των σταρένιων σκελιών της.

Παρ’ όλο το μαγνητικό και αποδιοργανωτικό τοπίο, κου-βεντιάζουμε χωρίς κενά, αλλά όταν εμφανίζεται η Ντιάνα μετα φαγητά και το ξάφνιασμα απ’ την απίστευτη παρουσίατης χυμένης Λίντας, έχω την αίσθηση ότι το κενό που δια-γράφεται είναι στο χείλος του γκρεμού, αλλά το αφήνω να κυ-λήσει χωρίς παρεμβολές, διευκρινίσεις και επεξηγήσεις.

Τσιμπάμε νοστιμιές και πίνουμε κόκκινο κρασί, η Λίνταέχει πλακωθεί στις μπύρες, διαβάζοντας όποτε της καπνίσειτηλεγραφικές φράσεις απ’ το ημερολόγιό της, στιγμές απόμια σεξιστική νυχτερινή περφόρμανς πάνω στο μπαρ κάποιουνησιού, για να τη σπάσει στους αρσενικούς μαλάκες που τηγδύνανε με τα βοϊδίσια βλέμματά τους και τις μεθυσμένες ά-χνες τους.

Η Ντιάνα δείχνει να διασκεδάζει, αλλά το πρόσωπό της

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 446

είναι σαν μάσκα πριν πετρώσει και το λεπτεπίλεπτο σκαρίτης λίγο πριν την αγκύλωση.

Είμαι λειώμα και χασμουριέμαι.«Να ξαπλώσουμε», τεντώνεται η Λίντα, «δεν είναι κακή

ιδέα, η σειρά του κρεβατιού...»«Έχεις σκοπό να κοιμηθείς εδώ;» τη ρωτάει η Ντιάνα σε

τονικότητα απίστευτου.«Γιατί όχι, αν θες μείνε κι εσύ, δεν υπάρχει πρόβλημα».Πετάει την μπλούζα της σαν στο σπίτι της και πάει ημί-

γυμνη στο μπάνιο.«Α, έτσι, κι εσύ τι λες;» με καρφώνει στα μάτια με θιγμέ-

νη αθωότητα.Νυστάζω, αλλά αυτοσχεδιάζω.«Ντιάνα, απ’ ό,τι είδα, μια χαρά τα κανονίσατε οι δυο σας,

άρα δεν έχετε παρά να μείνετε κι οι δυο σας, και όντως δεν υ-πάρχει πρόβλημα...»

«Αλήθεια; Καληνύχτα λοιπόν από μένα και καλή βρα-διά», ανεβάζει τον τόνο ανάμεσα σε καγχασμό και λυγμό,καθώς παίρνει την τσάντα της και βγαίνει.

«Τσαντίστηκε η δικιά σου;» σχολιάζει απ’ το βάθος ανά-μεσα σε νερά που τρέχουν. «Ξέρω, μωρέ, εγώ της την έσπα-σα, αλλά τι να κάνω, οι Ελληνίδες είναι πολύ κτητικές... Όουπώς γουστάρω την ορμή του νερού να μπαίνει μέσα μου...»

Όταν με ιππεύει, της κάνει εντύπωση που δεν ανταποκρί-νομαι, άλλα έχει ακούσει για μένα απ’ την Κλαίρη, πιο συναρ-παστικά, πιο αισθησιακά και φευγάτα. Αλλά όχι απόψε πουείμαι αλοιφή.

«Είσαι πολύ κακομαθημένος», μου ψιθυρίζει έμπειρα,«δώσε’ μου την παλάμη σου, η γραμμή της ζωής σου είναιδιακεκομμένη αλλά πολύ μακριά...»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 447

«Εκ της τέφρας αναγεννάται ο φοίνιξ», συλλαβίζω.«Επίσης έχεις χαϊδευτεί πολύ και υπάρχει παιδί, μάλλον

κορίτσι...»«Έλα, ρε συ», ψιλοζωντανεύω.«Ναι, είμαι σχεδόν σίγουρη, αλλά το θέμα δεν είναι αυτό,

αλλά το ότι επειδή έχεις λατρευτεί, μιλάμε για πολλά χάδια,έχεις χάσει το μέτρο, είσαι καλοκακομαθημένος και ξέρεις τισημαίνει αυτό...»

«Ότι θα μείνω μόνος».«Το ’χεις μάθει το μάθημά σου».«Εδώ και χρόνια».«Και τι προτείνεις γι’ απόψε;»«Να κοιμηθούμε σαν παιδιά».«Επιτέλους κι ένας άγγελος», κατρακυλάει σαν πλαστελί-

νη στο μαξιλάρι δίπλα μου.

Τα βράδια στο ΠΑρΤυ μετά την παράσταση πέφτουν γέλια,με Σιάφκο, Μοσχίδη, Κουτέλ, που έχει γυρίσει απ’ τα εξωτι-κά γυρίσματα του Άφρικα, αλλά κυρίως εξαιτίας του αερο-πόρου, ο οποίος τη μια ξέρει από αιλουροειδή, γιατί έχει με-γαλώσει με τρία λιονταράκια από κάποιο τσίρκο που μπατί-ρισε και τα παράτησε έξω απ’ την Καρδίτσα, την άλλη κατα-φθάνει οργανωμένος με εμβόλια για τις γάτες της γειτονιάςκαι το βράδυ που κάποιος πόλεμος κάπου είναι στις φλόγεςκαι το ξενύχτικο ρεστωράν σε ρεπορταζιακό πυρετό, όταν ηΤζόυς Ευείδη χαϊδεύει ένα κεραμικό ινδιάνικο μενταγιόν πουκρέμεται απ’ το λαιμό της κι έχει μαγικές ιδιότητες, τη ρω-τάει αν πιάνει CNN. Κάποια φυσιογνωμία.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 448

Κάνω ζάππινγκ στην τηλεόραση, που την ανοίγω στη χάσηκαι τη φέξη. Το τοπίο έχει αλλάξει και δεν έχω πάρει χαμπά-ρι: Καθημερινοί άνθρωποι, φωτισμένοι σκληρά, επιδίδονταισε μίζερους απολογισμούς μιας ρημαγμένης ζωής, σέξυ α-θλητές με βιονικές προδιαγραφές πετυχαίνουν τρίποντα καιαπίστευτους χρόνους σε κούρσες ταχύτητας, μαζί με υψη-λούς τραπεζικούς λογαριασμούς και ξανθά γλειφιτζούρια, α-γόρια που κινούνται σαν τις μανάδες τους, με φαρδείς γοφούςαπ’ το πολύ γιουβαρλάκι, επιχειρούν πολιτικές αναλύσεις,διάφανα κορίτσια που περιφέρονται μελαγχολικά, μπλέκουνμε σκοτεινές μούρες αντρίλας, όπλων και ντρόγκας, ακατέρ-γαστοι άνθρωποι των σπηλαίων χαίρονται άγρια στη θέα κα-θρεφτόβιων παγωμένων μοντέλλων, εκπληκτικά ντοκυμα-νταίρ για τη μυστική ζωή των φυτών και των ζώων, δυσλε-κτικοί αθλητικοί παράγοντες, ευκίνητα καρτούνς, δυσκοίλιοιαναλυτές υψίστης σημασίας ηλιθιοτήτων και νευρωσικών τικροκανίζουν το χρόνο μας, μπας και προλάβουν πριν μας ροκα-νίσει εκείνος, φανατικοί θρησκόληπτοι και ρατσιστές πάσηςφύσεως μπερδεύονται με μειονότητες ιδιαιτεροτήτων που’χουν το θάρρος της γνώμης τους και το λίκνισμα της φού-στας μπλούζας, καυτά ρεπορτάζ για πληρωμένο σεξ –πότεήταν τζάμπα–, απάνθρωπες εξώσεις μάς κανιβαλίζουν καικαραβοτσακισμένοι απεργοί με ξεκρέμαστη λεβεντιά διεκδι-κούν μαζί με υστερικούς φιλάθλους και χαροκαμένες μάνεςμια θέση στο ΛΟΤΤΟ. Οι ντίβες αναδιπλώνουν τις σιλικονού-χες υπάρξεις τους ρουφώντας φυσικούς χυμούς.

Δεν βαριέσαι, όλοι υπήρξαμε ωραίοι κάποτε... Άσε τηντηλεόραση να παίζει.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

o

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 449

Όταν μπαίνω στην καλλιφορνέζικη έξτρα έξτρα λαρτζ σουί-τα του INTERCONTINENTAL για το ραντεβού μου με τον ΝίκοΜαστοράκη, χαμογελάω, γιατί το όλο σκηνικό έχει κάτι απόσόου μπίζνες in the USA.

Ο άνθρωπος, που έχει μπει στη μαύρη λίστα των προο-δευτικών συνειδήσεων αυτής της χώρας εξαιτίας μιας τηλεο -πτικής εκπομπής που εξέθετε αντιφρονούντα πνεύματα κρα-τουμένων απ’ τη χούντα, είναι καθισμένος απέναντί μου, πί-σω από ένα μακρύ λακαρισμένο τραπέζι εργασίας, με ξανθέςδιάφανες βοηθούς και μια φίνα μελαχρινή, βραχνά τηλέτυπακαι χάι τεκ τηλεφωνία, αίθουσες μοντάζ, οθόνες τηλεόρασηςαντί για τοίχους με εικόνες από δορυφορικά κανάλια και αί-σθηση πυρετώδους προετοιμασίας. Στήνει το κανάλι STAR.Είναι άμεσος, με τα μάτια του στην πρίζα.

«Θέλω να μου παρουσιάζεις το δελτίο καιρού με τον δικόσου μοναδικό τρόπο και ή ένα τηλεπαιχνίδι ή μια παρουσίασητης ιστορίας της διαφήμισης με τα καλύτερα σποτς όλων τωνεποχών, τι προτιμάς;»

«Τα διαφημιστικά».«Γιατί όχι το τηλεπαιχνίδι, που ’χει μεγαλύτερη τηλε -

θέαση;»«Το βρίσκω μπανάλ».«Το τηλεπαιχνίδι ή την τηλεθέαση;»«Both». Γελάμε.«Μ’ αρέσεις, μόνο έτσι μπορώ να συνεργαστώ», σχο -

λιάζει.«Και πώς θα λέγεται η εκπομπή με τις διαφημίσεις;»«Μ Δ Τ Δ Γ Ν Δ Τ Π».«Δηλαδή;»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 450

«Μη διακόπτετε τις διαφημίσεις για να δείξετε το πρό-γραμμα».

«Πλάκα, έχει κάτι από γλωσσοδέτη».«Συμφωνείς μ’ αυτό το ποσό;»ρίχνω μια ματιά στο νούμερο που ’ναι γραμμένο σ’ ένα κα-

τριγιέ χαρτί. «Κάθε μήνα», συμπληρώνει.Τέτοια χρήματα δεν έχω πάρει ποτέ μου, κάθε μήνα.«Εντάξει», σιγοντάρω.«Θέλεις τίποτ’ άλλο; Πες το, μην...»«Μπορεί να γελάσεις, αλλά θα ήθελα ένα ποσό, έτσι για το

κλείσιμο της συμφωνίας, να το γιορτάσω με την παρέα μου...»«Το καταλαβαίνω αυτό, πολύ ανθρώπινο. Αλέξη, για δες

τι θέλει ο σταρ μας».«Θα μπορούσες να περάσεις αύριο το πρωί...» κάνει να

μου προτείνει ο συνεργάτης του.«Τι λες, παιδί μου;» τον κόβει. «Τι αύριο και πράσινα άλο-

γα, τώρα τα θέλει ο άνθρωπος, είναι σαφές».«Όχι, απλώς αυτή τη στιγμή δεν έχω εύκαιρο ρευστό, γι’

αυτό...»«Πάρε απ’ τα δικά μου ό,τι χρειαστεί και τα βάζεις αύριο

στο λογαριασμό μου».Μου κάνει εντύπωση ο τρόπος που χειρίζεται το όλο θέμα.

Γουστάρω τη γενναιοδωρία, ακόμα κι αν αποβλέπει στο νακάνει εντύπωση.

Φεύγω ανάλαφρος με φουσκωμένες τσέπες και περνάω α-πέναντι, δίπλα στο Πάντειο, στο δώμα του Μηνά, που φου-μάρει ασταμάτητα, με τον βαρύθυμο Άργο και τη φασαριό-ζικη Κόκα να πηδάνε πάνω μου και να μου στραπατσάρουντο χυτό παντελόνι μου. Ωραίος τύπος ο Μηνάς, αν και αυτή η

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 451

καθημερινή του συμβίωση με τα σκυλιά, ακόμα και στον ύ-πνο αγκαλιά... Έχει μαγειρέψει φακές με αλμυρά, αλλά τοχαμηλό τραπέζι με την ουρά του Άργου να βουτιέται στησούπα και να σκουπίζεται πάνω στο κανελλί καστόρινο μποτ -τίνι μου μου τη σπάει.

«Μόλις πριν λίγα λεπτά μού πάσαραν ένα καλό συμβόλαιοσε μια χολλυγουντιανή σουίτα κι ήρθα μ’ όλη μου την καλήδιάθεση να τηλεφωνηθούμε με την παρέα, να βγούμε να τογιορτάσουμε και τώρα...»

«Ποιος θα σου γράφει τα κείμενα;» ρωτάει για να με κου-λάρει.

«Κάποιος απ’ το τημ του υποθέτω».«Αν θες εγώ, θα μ’ άρεσε να το κάνω, έχω γράψει, όπως

ξέρεις, για τον Γιώργο Μαρίνο, την Άννα Παναγιωτοπούλου...»«Μα ναι, βέβαια, θα ρωτήσω και θα σου πω, αλλά το μποτ -

τίνι, αγόρι μου», επανέρχομαι, «πώς θα βγει αυτή η λαδιάπάνω στο καστόρι;»

«Άκουσε, φίλε μου», το σοβαρεύει, «όποιος δεν αγαπάειτα ζώα δεν αγαπάει ούτε τους ανθρώπους», και ξανανάβειτσιγάρο.

«Ε, καλά, τώρα, Μηνά, λες μαλακίες, γουστάρεις τα ζώαεπειδή δεν υπάρχει αντίλογος».

«Κάνεις λάθος, γιατί εγώ με τον Άργο τα λέμε συχνά,κουβεντιάζουμε...»

«Μιλάει ο Άργος;»«Φυσικά».«Γιατί δεν τον βγάζεις στο τσίρκο;»«Γιατί, εδώ πού είμαστε;»«Αυτό να μου πεις...»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 452

Με το που πληροφορούνται φίλοι και γνωστοί για τη συνερ-γασία μου με τον Μαστοράκη, μου την πέφτουν. Στην αρχήδεν με πολυαπασχολούν οι ενστάσεις και οι αντιρρήσεις τους,αλλά όταν ένα μεσημέρι στο DOLCE, που έχει ξανανοίξει ωςΦΙΛΙΟΝ –σαν μπουτίκ κοριτσίστικων καλλυντικών ακούγε-ται– μου γίνεται στενό μαρκάρισμα απ’ την ευρύτερη παρέα,τα παίρνω.

«ρε παίδες, ο Μαστοράκης πήρε αυτές τις συνεντεύξειςαπ’ τους φυλακισμένους φοιτητές όχι από ιδεολογική στρά-τευση αλλά από αχαλίνωτη δημοσιογραφική επιθυμία να κά-νει ΤΟ ρεπορτάζ, όπως κάνουν έξω, τολμηρό, άμεσο, ωμό, ευ-καιρία για επιτυχία. Απολιτίκ είναι ο άνθρωπος. Εντάξει, δενήμουν εδώ, ζούσα έξω τότε και ίσως εσείς να ξέρετε περισσό-τερες λεπτομέρειες... Αλλά να σας πω κάτι; Αν ήμουν φυλα-κισμένος και μου την έπεφτε ο οποιοσδήποτε Μαστοράκηςμε το συνεργείο του, αφού δε θα τον είχα σε υπόληψη, αφούθα τον θεωρούσα πράκτορα, χαφιέ ή τσογλάνι του συστήμα-τος, όπως τον αποκαλείτε όλοι σας, πώς εγώ, ένας μαρξιστής,προοδευτικός άνθρωπος, κρατούμενος για τις ιδέες μου, θασυνεντευξιαζόμουν με ένα κάθαρμα; Θα τον έστελνα από κειπου ’ρθε κι αυτόν και τη γαμημένη εκπομπή του. Δε θα ’βγαι-να να κάνω τον ήρωα, κι ύστερα, βοηθάτε, αδέρφια, γιατί μαςβαράνε. Πού είναι η περηφάνια και η περιφρόνηση προς το α-ντίπαλο στρατόπεδο; Αυτό δεν το λέει κανένας σας. Άσε πουτου Μαστοράκη ο εγωκεντρισμός είναι τίποτα μπροστά στολαϊκισμό των δήθεν προοδευτικών, συγκαμένων των γραμ-μάτων και των τεχνών, που τη βγάλανε στο μουλωχτό με τηχούντα και τώρα κάνουν καρριέρα αντιστασιακού. Για σκε-φτείτε το λιγάκι. Βρήκαμε τώρα τον Μαστοράκη και του τηνπέσαμε όλοι, και μόνο το γεγονός ότι όλοι είναι εναντίον του,

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 453

αυτό θα πρέπει να τον κάνει πιο συμπαθή στα μάτια μας, έτσισαν υγιή αντίδραση στη χύμα προκατάληψη...»

Παραδόξως και ο αναψοκοκκινισμένος Παπαχρήστος –πουόποτε του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, θυμίζει την οργή τουΙησού όταν διώχνει με το μαστίγιο τους εμπόρους απ’ το ναότου Πατρός– και ο σκεφτικός Αντώνης, εξαιτίας της έκρη ξήςμου μάλλον, παρά των απόψεών μου, χαμηλώνουν τους τό-νους.

«Εξάλλου, φίλε μου», συγκατανεύουν, «εσύ επαγγελμα-τίας ηθοποιός είσαι, τη δουλειά σου κάνεις, θα πληρωθείς πο-λύ καλά γι’ αυτό, τι σχέση έχεις με το τι έκανε κάποτε αυτόςο αμερικανοθρεμμένος ρεπόρτερ, κινούμενος ποιος ξέρει απότι έπαρση...»

«Τώρα μιλάτε».«Ελπίζω άμα χρειαστούμε τίποτα δανεικά, να φανείς άρ-

χοντας», αστειεύεται ο Παπαχρήστος.

Η ιδέα είναι του Μηνά Κωνσταντόπουλου. Το Loot του ΤζοΌρτον με ροκάδικη διανομή. Στους ρόλους του χήρου μεσή-λικα, της σατανικής νοσοκόμας και του αιχμηρού ντετέκτιβο Πουλικάκος, η Αμανίτου κι εγώ. Στους ρόλους των σκλη-ρών εφήβων ο Μάνος κι ένας πάνκικης εμφάνισης στυλίστας,όχι ηθοποιός, αλλά σωστή φιγούρα για το έργο.

Ο Μηνάς στο ρόλο του σκηνοθέτη είναι ευέλικτος, χιουμο-ρίστας και αποτελεσματικός. Έχει κλείσει το καφεθέατρο ΑχΜΑρΙΑ, το γκελάτο εξαρχειώτικο στέκι – και όχι μόνον εξαι-τίας του Ζουγανέλη, του Μπουλά και σία, που απανωτές σαι-ζόν ξεσάλωναν στη μικρή σκηνή σκορπώντας γέλιο, συχνάσουρρεάλ, συχνά μέχρι δακρύων. Ο επιχειρηματίας Καρα-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 454

γιάννης με την ήρεμη παρουσία είναι συνεργάσιμος και ανοι-χτός για οποιαδήποτε καινοτομία.

Αλλά ο πατριάρχης του ροκ εντ ρολ δεν περνάει την πιοσυντονισμένη φάση του. Έρχεται αργοπορημένος στις πρό-βες κι αφού τακτοποιήσει το μικρόκοσμό του πάνω στο τρα-πεζάκι με το κείμενο, συχνά χάνεται σε ληθαργικές απουσίες,που όταν συνέρχεται, μπαίνει στην πρόβα με εξαιρετικό τάι-μινγκ –προσόν της μουσικής του πλευράς– και άμεσο ξερόσερβίρισμα της αττάκκας. Αλλά αργούμε πολύ, πλησιάζουνχριστούγεννα, θέλουμε να κάνουμε πρεμιέρα πριν τις γιορ-τές. Έχουμε ολοκληρώσει σχεδόν την απομνημόνευση με τηνΑντιγόνη και τα παιδιά, είμαστε όλοι σε εγρήγορση, κάτι έχειαρχίσει να σχηματίζεται, εκτός των βιόρρυθμων του Μή-τσου, που εκπέμπουν σε άλλη συχνότητα. Ναι, υπάρχει το χιούμορ, αλλά έχουμε μια παράσταση να στήσουμε με χιού-μορ, και μάλιστα μαύρο, όμως οι μέρες περνάνε και δεν είμα-στε έ τοιμοι.

«Αν κάποιος θεατής φωνάξει κάτι από κάτω, με παίρνεινα πάω κοντά του και να γίνει παιχνίδι;» διακόπτει μια μάλ-λον ζεστή πρόβα ο Μήτσος.

«Στο θέατρο δε συνηθίζεται αυτό», χαμογελάει ο σκηνο-θέτης μας.

Για να μη χαλαρώσουμε απ’ τα γέλια, επεμβαίνω με υπερ-βάλλοντα επαγγελματισμό:

«Να συνεχίσουμε καλύτερα την πρόβα, γιατί έρχονταιγιορτές και παράσταση ακόμη δεν έχουμε».

«Θα παίζουμε και τις γιορτές;» ξανακόβει ο Μήτσος.«Τι εννοείς;» απορούμε.«Καλά, όλες τις μέρες των γιορτών, δυο τρεις βδομάδες,

πόσες είναι, θα παίζουμε; Δε θα κλείσουμε;»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 455

«Κυρίως όχι τις μέρες των γιορτών», του πετάμε συνερ-χόμενοι.

«Το θέμα είναι ότι γνώρισα κάτι πανκιά Αυστριακούς τοκαλοκαίρι στα Μάταλα και θα ’θελα να πάω επίσκεψη με χιό-νια στο Τυρόλο...»

«Και να κλείσουμε το θέατρο;»«Γιατί όχι, βρε παιδί μου...»«Θα το κανονίσεις εσύ με τον επιχειρηματία;»«Γιατί, πόσα θέλει; Να του τα δώσουμε εμείς. Πόσα είναι,

μωρέ καημένε;»Εντάξει, μπορεί να γελάμε, αλλά το χιούμορ μας, όπως κι

ο επιχειρηματίας μας, έχουν τα όριά τους. Πέφτουν βεβια-σμένες προτάσεις για αντικατάσταση απ’ τον Άλκη Πανα-γιωτίδη ή τον χρήστο Βαλαβανίδη, όποιος είναι εύκαιρος,αλλά έχουμε χάσει χρόνο και οι πρόβες διαλύονται. Κρίμα,χαμένη ζαριά που δεν ρίχτηκε καν. Και είχε ενδιαφέρον, απόχέρι. Αλλά ο Δημήτρης Πουλικάκος, ή Μήτσος ή Πουλίκας,χαίρει μεγάλης εκτίμησης εκ μέρους των συμποσιαστών τηςΣαχλαμαράτας, εξ ου και η ακόλουθη αφιέρωση:

Τραγούδια έφτιαχνε καλά,

αλλ ’ έπαιζε και πόκερ,

ήταν καλός ηθοποιός,

μα και μεγάλος ρόκερ.

Τώρα όπου μεγάλωσε,

μα και σαν ήταν νέος,

ήτανε πάντα εκκεντρικός

σαν βέρος Αθηναίος.

Και δεν υπάρχει θυρωρός

κι υπάλληλος του ΙΚΑ

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 456

που να μην είναι θαυμαστής

του Μήτσου του Πουλίκα.

Καθώς πηγαινοέρχομαι καθημερινά σχεδόν στον Ταύρο σταστούντιο του STAR για το λάιβ του Ο καιρρρρός και τις μα-γνητοσκοπήσεις για το ΜΔΤΔΓΝΔΤΠ, το ανώνυμο πάθος έχειγίνει ο προσωπικός σωφέρ μου. Μου κορνάρει έξω απ’ το πα-ράθυρο μήπως θέλω να με πετάξει κάπου, μας οδηγεί σε λι-μάνια και αεροδρόμια για γουηκέντ με τις παρέες μου, έχειαυτή την απίστευτη επαφή, συντονισμό με τις δραστηριότη-τές μου, τις μετακινήσεις μου, συχνά αρνείται τα χρήματα τηςκούρσας, σαν να γουστάρει που εξυπηρετεί έναν καλλιτέχνη.

Μ’ αρέσει αυτό, αλλά δεν έχω καιρό για να το απολαύσωαναλύοντάς το, γιατί το πρόγραμμά μου είναι απολύτως πει-θαρχημένο, απίθανοι άνθρωποι με σταματάνε στο δρόμο γιανα με κομπλιμεντάρουν για τον Καιρρό και τις διαφημίσεις,η Λούλα Αναγνωστάκη μου στέλνει με τη Μαρίκα Τζιραλί-δου την αγάπη της, που της φτιάχνω το κέφι κάθε φορά πουμε βλέπει στο γυαλί, άγνωστοι οδηγοί φρενάρουν να περάσω,όμορφες γυναίκες με πιάνουν για να διαπιστώσουν αν είμαιπραγματικός, μάλλον, ένας κοκκινοτρίχης εβδομηντάρης μεαδρό προφίλ, τυρκουάζ λάγνα μάτια και καθωσπρεποσύνη Ελ -βετίδας νταντάς ερυθριάζει κάθε φορά που συναντόμαστε στηΣκουφά και «Αχ, πείτε μου τον καιρό», αναστενάζει.

Η τηλεοπτική εικόνα έχει βάλει το χέρι της για όλα αυτά,αλλιώς γιατί όλοι αυτοί να θέλουν να με διευκολύνουν με χα-μόγελα;

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 457

Οι τρεις φίλες με τα σούπερ κορμιά στα σκαμπώ του SUIGENERIS πίσω απ’ το HILTON –το ξενοδοχείο με τα πιο ευρύ-χωρα οπίσθια, όλοι μένουν πίσω απ’ το HILTON ξαφνικά– εί-ναι πολύ τραβηχτικές, όλα τους παίζουν και σπουδάζουν Θεο -λογία. Η Νάνσυ, δίπλα μου, με το κόκκινο πλισσέ φόρεμα καιτα άτακτα μακριά πόδια πάνω σε κόκκινες γόβες, μπορεί νασκέφτεται να πάει Λονδίνο για ντιζάιν στους υπολογιστές,αλλά είναι έτοιμη να λειώσει απόψε με την πανσέληνο.

Στο δασάκι δίπλα στο σπίτι μου, ριγμένοι στο παγκάκι,αναδεύει το κεφάλι της ανάμεσα στα πόδια μου και ακου-μπάει τα δικά της πάνω στη σανιδωτή ράχη, με το πλισσαρι-σμένο κόκκινο να γλιστράει προς τη μέση της. Δεν φοράει τί-ποτα από κάτω, μυρίζει όμορφα και γυαλίζει.

«Θέλω να μπει μέσα μου το φεγγάρι», ψιθυρίζει.Τη χαζεύω μαγεμένος, όπως είναι ριγμένη με το κεφάλι

κάτω και τα πόδια πάνω, να εκπέμπει... αστρική μοναξιά.Ένα ημίγυμνο κορμί ανεστραμμένο, χωρίς ταυτότητα, χυμέ-νο στο πουθενά, που θέλει τι; Να λατρευτεί; Να ταξιδέψει μό-νο του; Να κάνει εντύπωση; Τι;...

Αγκαλιά στο κρεβάτι γυμνοί, «Δεν το πιστεύω ότι θέλειςκι εσύ ό,τι όλοι οι άλλοι», ξεσπάει ξαφνικά και μου γυρίζειτην πλάτη.

Της γυρίζω κι εγώ τη δική μου προσπαθώντας να κοιμη-θώ, βάζει τα κλάματα.

«Είναι αδύνατον να μ’ αφήνεις έτσι, είσαι τόσο σκληρός...»«Είσαι με τα καλά σου; Εσύ δε μου ’κανες σκηνή πριν;»«Γαμώτο μου, δεν αξίζω εγώ μια αγάπη;» κλαίει με λυγ-

μούς. «Το κλάμα δεν το καταλαβαίνω, το κάνεις επίτηδες για να

με ερεθίσεις και να πέσω πάνω σου να σε φάω, του τύπου

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 458

“Πάρ’ τα, μωρή ανώμαλη, που θες και δε θες, για ποιον μεπέρασες”... δεν παίζω τέτοια παιχνίδια, κορίτσι μου. Δε βλέ-πεις με ποιον έχεις να κάνεις;»

Σηκώνομαι, πάω στο καθιστικό και την πέφτω στο ντι-βάνι μέσα στο σκοτάδι, μπας και κοιμηθώ... Μάλλον πήραμια πρώτη γεύση απ’ το χάσμα των γενεών... και η διαπί-στωση μόνο υπνωτιστική δεν είναι.

Το χαλαρό τριήμερο στην Ακράτα με τον Τσαγαρές και τοδεκαήμερο των διακοπών στον Άγιο Νικήτα της Λευκάδαςμε την Ντομινίκ και την πεντάχρονη κοκέττα Λεά με κάνουννα αισθάνομαι σαν οικογενειάρχης. Συνήθως πηγαίνουμε στηνΤζια, αλλά φέτος είπαμε ν’ αλλάξουμε. Αρκετά με την αιγαιο -πελαγίτικη ξερολιθιά.

Η παρέα με τον Γιάννη, τη Ναταλία και την κόρη τους, τηΛουκία, με τον αδιανόητο πιλότο και τα μικρά τους, ο υπέρο-χος φευγάτος πατέρας της Λουκίας –μια φιγούρα ΒιττόριοΓκάσμαν απ’ το Αγρίνιο–, ο Κουτέλ με την Ελένη, συνδυαζό-μαστε σε βόλτες με τη βάρκα, ψήσιμο ψαριών στη θράκα καιξενύχτια κατά βούλησιν.

Η μικρή Λεά εκνευρίζεται επειδή η μητέρα της κι εγώ μι-λάμε αγγλικά και επιμένει σε γαλλικές διευκρινίσεις με οργι-σμένες ερωτήσεις.

«Πότε ένα παιδί μπορεί να φύγει απ’ το σπίτι του;»«Όταν είναι έτοιμο να ζήσει τη δική του ζωή», την κουλά-

ρει η Ντομινίκ.«Πότε δηλαδή;» ανεβάζει τον τόνο η πεντάχρονη.«Όταν μεγαλώσει, αύριο μεθαύριο, μπορεί να φύγει», ε-

πιμένει αόριστα η μαμά της.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 459

«Αύριο; Να φύγω λοιπόν αύριο το πρωί».«Και πού θα πας, έχεις χρήματα, πώς θα ταξιδέψεις μόνη

σου, σε ποιο μέρος;» επεμβαίνω.«Α, δεν ξέρω», σηκώνει τους ώμους της.«Λεά, είσαι απροετοίμαστη, άσ’ το για άλλη φορά», ρίχνω. Δεν ησυχάζει. Της κάνω δώρο ένα ζευγάρι φούξια σαμπό

κι όλοι της λένε πόσο όμορφη είναι και χαίρεται. Ο πιλότοςτην πάει βόλτα για παγωτό, λες κι έχουν βγει ραντεβού οι δυοτους, η φιλαρέσκειά της λάμπει στα μάτια της, το περπάτη-μά της γίνεται αυτάρεσκο, μοναδικός συνδυασμός με την αλ-λοπρόσαλλη συμπεριφορά του πιλότου συνοδού της, που συ-μπεριφέρεται στους πάντες σαν δημοφιλής περιφερειάρχης,στρατευμένος στην επίλυση οποιονδήποτε προβλημάτων τους,έτοιμος να κινητοποιήσει ελικόπτερα που θα μεταφέρουν ε-πείγοντα περιστατικά, να διορίσει χαραμοφάηδες εγγονούςσε κάποια θέση, να καθαρίσει για να μην κοστίσει μια περιου-σία η επίσκεψη σε κάποιον πανεπιστημιακό γιατρό.

Ο Γιωργάκης, που τον συναντάμε τυχαία με την κάμπριοΜερσεντές του –δώρο του πατέρα του για την επιστροφή τουασώτου–, μας πάει βόλτα το γύρο του νησιού. Όταν καταφθά -νει ο Τσαγαρές, πάμε στο Πόρτο Κατσίκι. Το τοπίο, με τοπου κατεβαίνουμε τα υψοφοβικά σκαλοπάτια του βράχου,μας στέλνει σε άλλο χωρόχρονο. Ο Τσαγαρές θα αράξει γιαμέρες. Το στυλάτο κάμπριο του Γιωργάκη, ένας σαλταρισμέ-νος που το πήρε για μια βόλτα το στούκαρε σε μια χαράδρα.

Όταν ξεκινάμε για Αθήνα, περνώντας απ’ το Μεσολόγγι,με την Ντομινίκ στο βολάν και τη Λεά να κοιμάται στο πίσωκάθισμα, δίνουμε την εντύπωση ζευγαριού με παιδί.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 460

«Πολύ ωραία οικογένεια έχετε, κύριε καλλιτέχνη», μουκάνει ο εστιάτορας στο μαγειρείο που τσιμπάμε κάτι ελαφρύ.

«Η μικρή δεν είναι κόρη μου».«Όπως και να ’χει, να σας έχει ο Θεός καλά», με θέλει οι-

κογενειάρχη.Διασχίζουμε κάτι ατέλειωτες ξέρες –πολύ μπεκετικό το-

πίο–, με το οργισμένο Ιόνιο στα δεξιά μας, περνάμε απ’ τονΑστακό, τη Ναύπακτο, το Γαλαξίδι, την Ιτέα, τους Δελ-φούς... Νέοι άνθρωποι με χαιρετάνε και μας κερνάνε γιατί τοΜΔΤΔΓΝΔΤΠ που παρακολουθούν φανατικά στο STAR, το θεω -ρούν συλλεκτικό. Πώς νόμιζα ότι μόνο στην Αθήνα μας βλέ-πουν...

Οι Γαλλίδες μου πετάνε στο Παρίσι και ξαναρχίζω τα καθη-μερινά πηγαινέλα στο κανάλι του Ταύρου, με τους διευθυντέςν’ αλλάζουν από Νίκο Μαστοράκη σε Νίκο ρίζο και από Ψίλορίζο σε Πέτρο Κωστόπουλο, που καταφθάνει με τον αέρα τηςεπιτυχίας των περιοδικών του και του ραδιοφώνου του, μπαςκαι φυσήξει κάτι πιο νεανικό και ψυχαγωγικό στο βραδυφλε-γές κανάλι, παρά τη γενναιόδωρη υποστήριξη του ΘόδωρουΒαρδινογιάννη.

Αμφιβάλλω αν όλοι αυτοί ξέρουν από τηλεόραση όπως οΜαστοράκης, γεγονός που επιβεβαιώνεται από ένα μήτινγκμε το τημ των συνεργατών του Κωστόπουλου για το χρι-στουγεννιάτικο και πρωτοχρονιάτικο σόου. Δεν φαίνεται ν’ α-ντιλαμβάνονται τι σημαίνει ζωντανό εορταστικό πρόγραμμαστην T.V.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 461

Ο Παντελής Βούλγαρης, που ’χει αρχίσει προετοιμασίες γιατα γυρίσματα του Ακροπόλ, μου τηλεφωνεί για να βρεθούμε.Δεν μπόρεσαν να τα βρούνε με τον Λαζόπουλο και τον Παπα-δόπουλο, κυρίως στις ημερομηνίες των γυρισμάτων, που θαγίνουν όλα στη Βουλγαρία.

Ο ρόλος του Πλάτωνα είναι ο αναγνωρίσιμος, επιτυχημέ-νος πρωταγωνιστής μουσικός επιθεωρησιακών παραστά -σεων, το πρώτο όνομα στη μαρκίζα, με το καλοκακομαθημέ-νο εκτόπισμα, την αλαζονική ανωτερότητά του και την καλο-κρυμμένη μισαλλοδοξία για όποιον πάει να λάμψει. Ξενέρω-τος κατά τη γνώμη μου.

Αν ακολουθήσω τον Παντελή για ένα μήνα γυρισμάτωνστη Σόφια, θα πρέπει να εγκαταλείψω το STAR. Έχει περάσειήδη ένας χρόνος, άνετα ήτανε, αλλά δεν είναι για χόρταση.Νομίζω πως φτάνει, πάμε γι’ άλλα.

Αρχίζω πρόβες με την Γκαίη χόλντεν στα χορευτικά καιο Διονύσης Φωτόπουλος μου κάνει δώρο μια δαμασκηνί ρομπντε σαμπρ κι ένα μεταξωτό μπροκάρ γιλέκο για σμόκιν απ’την γκαρνταρόμπα του χατζηκυριάκου-Γκίκα.

«Ποιος άλλος να τα βάλει;» μου χαμογελάει μπλαζέ.

Οι τρεις κυρίες στο ΦΙΛΙΟΝ με τα τουήντ ταγέρ, τις χαμηλέςκαφετί γόβες, τα λουλακί μαλλιά και τα γαλλικά Μεσοπολέ-μου φέρνουν σε φιγούρες του Αντώνη Κυριακούλη. Η πιο ξε-ρακιανή έχει ύφος τεχνοκριτικού.

«Μα γιατί οι σκηνοθέτες στο σινεμά, στην τηλεόραση δεμας δείχνουν ποτέ το προφίλ σας, μ’ αυτή την αριστοκρατικήμύτη που διαθέτετε κι εσείς και ο συνάδελφός σας, φίλος σας,τι είναι...»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 462

«Εννοείτε τον Κοτάν... Τι σύμπτωση, να τος! Πείτε του ε-σείς η ίδια, για να μη νομίσει ότι του κάνω πλάκα».

Ο Κοτάν πλησιάζει, οι κυρίες χαίρονται.«Γεια σας, τώρα μόλις έλεγα στο φίλο σας για τους σκη-

νοθέτες σας, που μας στερούν την αισθητική απόλαυση τωνυπερήφανων προφίλ σας, μ’ αυτές τις αρχοντικές μύτες σας...Γιατί όλο ανφάς; Κι όλοι τους με κάτι μυτούλες, λες και οιΈλληνες γίναμε όλοι γαλλιδούλες, με μυτούλα γυριστή προςτα πάνω, τι είναι αυτό;»

«Αγαπητές κυρίες, είναι δύσκολοι καιροί για πρίγκηπες,άρχοντες, ευγενείς, και οι σκηνοθέτες μας δε φαίνεται να το έ-χουν συνειδητοποιήσει αυτό», πετάει μεταξύ αστείου και σο-βαρού.

Και διότι, σκέφτομαι, υπερτιμούν τη νεότητα, υποτιμούντη μέση ηλικία και απλώς ανέχονται τα γηρατειά, όπως κυ-ρίως οι Αμερικανοί ομότεχνοί τους.

Η ρένια περνάει να με πάρει για φαγητό. Μπαινοβγαίνει στοσπίτι μου μέρες τώρα. Μια ακόμη αρχιτεκτόνισσα –θα πρέ-πει να την ενδιαφέρω ως σχεδιασμός κοκάλων, κάτοψη σχε-δίου ή κάτι τέτοιο–, με ασίγαστη ενέργεια, που σκορπίζει α-καταστασία και υγρασία στο στεγνό τακτοποιημένο τοπίομου, με το κοφτερό της μυαλό να αποφορτίζει την όποια μουτσαντίλα για το χάος της παιδικής χαράς που αφήνουν πίσωτης τα ξεχειλωμένα γουηκέντ μας.

Πρώτη Ιανουαρίου πετάω για Σόφια. Κάνει παγωνιά, με λα-σπωμένο χιόνι παντού, η καλλονή της Βουλγάρας γυναίκας,

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 463

που τόσα έχω ακούσει, είναι εξαφανισμένη κάτω από χοντρά,φθαρμένα ρούχα, οι γαλότσες και τα άρβυλα αποκλείουν τηνπιθανότητα κάποιας θηλυκής γάμπας και το πρόγραμμα έχειγύρισμα κάθε μέρα, απ’ το πρωί ως το βράδυ.

Στο ξενοδοχείο που μένουμε, απατεώνες της δεκάρας καιΒαλκάνιοι φτωχοδιάβολοι πλασάρουν πουτανίτσες, νοθευμέ-νη ντρόγκα και μπανάλ αντρίλα στα ασανσέρ, στην εσωτερι-κή πισίνα, στα μπαρ, στο ρεστωράν και στα κλαμπ.

Τα βράδια, μετά το γύρισμα στο τεράστιο μουσικοχορευ-τικό θέατρο ρωσικής υποδομής και σοσιαλιστικής εγκατά-λειψης, κάνουμε παρέα η Σωτηρία Λεονάρδου, η ΆντζελαΓκερέκου, ο Σταύρος Παράβας και η Θέμις Μπαζάκα, όταν οΛευτέρης Βογιατζής δεν την παρασύρει σε κάποια παράστα-ση υψηλών ερμηνειών και κατεψυγμένων θεάτρων.

Ένα παγωμένο μεσημέρι με χλωμή λιακάδα που δεν έχω γύ-ρισμα, κάνω μια βόλτα γύρω απ’ το ξενοδοχείο SHERATON. Ε-δώ συχνάζουν κεντροευρωπαίοι πλασιέ με αντιανεμικά άνο-ρακ, Aμερικανοί αντιπρόσωποι με μάλλινα ψαροκόκαλα, Σλά -βες πολυτελείας με γερά σκαριά και ντόπιοι μαφιόζοι με σκού -ρα ιταλιάνικα κουστούμια.

Στην ξεπαγιασμένη πλατεία απλώνεται παζάρι· εικονί-τσες και σταυρουδάκια, κομπολόγια και παλιά κοσμήματααλλάζουν χέρια με τσαλακωμένα θαμπά χαρτονομίσματα.Στον ορίζοντα χρυσοί τρούλοι, χρωματιστές εσοχές, καφα-σωτά βιτρώ και ξυλόγλυπτες πόρτες ξεμυτίζουν κάτω απόχιόνια, παραμονεύοντας να λάμψουν το καλοκαίρι.

Μια ξανθιά με γκριζόλευκη γούνα γλιστράει στο παγωμέ-νο ρείθρο και προσγειώνεται μπρος στα πόδια μου μ’ ανοιχτά

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 464

τα οπάλινα μπούτια της, την περλέ κυλόττα με το ασορτίτρανσπαράν κομπιναιζόν –επιτέλους μπάνικη σάρκα– και ταροδί κάλλη της ν’ αχνίζουν. Τη βοηθάω να σηκωθεί, μ’ ευχα-ριστεί στα αγγλικά και μου εμπιστεύεται ότι συχνάζει στηνκαφετέρια του SHERATON.

Στο γύρισμα ο Λευτέρης θέλει τουλάχιστον εφτά πρόβεςμε την κάμερα για να ζεσταθεί πριν την τελική λήψη, ο Πα-ντελής δεν έχει αντίρρηση, όπως και ο αειθαλής Ντίνος Κα-τσουρίδης, σκαρφαλωμένος πάνω στο γερανό, ενώ εγώ επι-θυμώ να φιλμάρουν ει δυνατόν την πρόβα μου, για να είναιπιο φρέσκια. Ο ένας φλερτάρει με την τελειομανία ο άλλος μετον αυτοσχεδιασμό, συνεννοούμαστε μια χαρά.

Άμα υπάρχει καλή διάθεση και ατμόσφαιρα συνεργασίαςαπ’ το σκηνοθέτη, το πράγμα λειτουργεί. Και δεν είναι μόνο ταφτηνά εργατικά στη Σόφια που κάνουν την ολοκλήρωση τηςταινίας εφικτή, αλλά κυρίως το γεγονός ότι όλοι, ηθοποιοί καισυνεργάτες, είμαστε συνέχεια συγκεντρωμένοι στο φουαγιέ,στα καμαρίνια, στην καντίνα του θεάτρου, έτοιμοι για δράση.

«Στην Αθήνα θα είμαστε διασπασμένοι και τα γυρίσματαθα έπαιρναν διπλάσιο χρόνο», σχολιάζει ο Παντελής σε ένακινέζικο δείπνο στο ρουφ γκάρντεν του ξενοδοχείου μας.

Ο Αντώνης, γιος μιας φίλης απ’ τη Θεσσαλονίκη, που διευθύ-νει το τμήμα δημοσίων σχέσεων μιας ελληνικής τράπεζας ε-δώ στη Σόφια, μας πάει σ’ ένα πριβέ μπαρ ρεστωράν με μπη-μποπ τζαζ και το φλούο περίγραμμα της Νέας υόρκης στοπανοραμικό φρέσκο γύρω απ’ το κυκλικό μπαρ.

Τα ποτά είναι μεθυστικά, το φλερτ ωμό, οι ιντερνάσιοναλκουκλάρες άμεσες, οι γεύσεις κυμαίνονται από αγριογούρου-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 465

να σε ζαρκάδια και στρουθοκάμηλους και οι τιμές στο ύψοςτης αθηναϊκής ακρίβειας.

Όταν τελειώνουν τα γυρίσματα και περνάω απ’ τη ρεσεψιόντου ξενοδοχείου για ένα γεια, ο νεαρός υπάλληλος χαμηλώνειτη φωνή του και μιλάει ελληνικά:

«χαίρομαι που φεύγετε χωρίς κανένα πρόβλημα, γιατίσας είχαν βάλει στο μάτι».

«Ποιοι;» χαμογελάω.«Οι... πώς να σας πω... οι μαφιόζοι του ξενοδοχείου...»«Γιατί;»«Σας περνάνε για ρωσοεβραίο μ’ αυτό το στυλ σας, τα

παλτά και τους γούνινους σκούφους σας και σας παρακολου-θούσαν...»

«Για να μου κάνουν τι;» Από τη μια μου φαίνεται κουφό, απ’ την άλλη με τρώει η

περιέργεια.«Να σας κλέψουν, να σας... ξέρω γω...»«Σοβαρά;»«Ναι, μισούν τους ρώσους».«Κοίτα σύμπτωση, η μητέρα μου είχε καταγωγή απ’ την

Οδησσό...»«Ναι, έχετε κάτι από...»«Σ’ ευχαριστώ, μου τονώνεις την αυτοπεποίθησή μου».Γελάμε.

Οι άντρες του νότου έχουν την τάση να υποτιμούν τους βό -ρειους ως ψυχρούς και αδιάφορους, κυρίως στα ερωτικά, εκεί

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 466

όπου οι ίδιοι δίνουν τα ρέστα τους. Βασίζονται στο υγρόβλέμμα και στη φαγούρα των σκελιών τους για σχέσεις πουμε την ίδια ευκολία ανάβουν και σβήνουν και η αδρεναλίνη τηςφάσης τούς κάνει υπερήφανους. Τα πιστεύω τους για τη θεμε -λιώδη σημασία του οργασμού και του χυσίματος συγχέουν τηνευγένεια και τον πολιτισμό με την αδυναμία και την κρυοκω-λία. «Η γυναίκα θέλει να τη βάλεις κάτω και να της αλλάξειςτον αδόξαστο», είναι το μόττο τους και τίποτα δεν έχει αλλά-ξει απ’ την εποχή των σπηλαίων, με το ζωώδικο κυνηγητό α-νάμεσα στο αρσενικό – θηλυκό. Έχουν σε μεγάλη υπόληψη τ’αχαμνά τους, τα παίρνουν πατριωτικά, όπως κι ένα σωρό άλ-λα θέματα. Τους βαριέμαι.

Δεν θέλω να ’χω καμία σχέση με τον τύπο του γαμιά. Μουφέρνει γέλιο το σοβαρό τους ύφος, ότι επιτελούν κάποιο υ-πέρτατο καθήκον, καθώς χώνουν τη μύτη τους στην καυλω-τική δυσοσμία των φύλων των συντρόφων τους. Δεν αντέχωτη μυρωδιά των σκελιών, όσο φυσική κι αν είναι, ούτε τηνψυχοπαθολογική ενατένισή τους.

Οι προβληματικές και βίαιες σχέσεις γυναικών και αν-δρών στις μεταφυσικές ανατριχίλες του μπεργκμανικού βό-ρειου σέλας δεν με κάνουν να θέλω να πηδήξω κάθε Σκανδι-ναβή για να βρει την υγειά της.

Με μαγνητίζουν βέβαια οι αποστασιοποιημένες υπάρξεις,μ’ αυτή τη διάφανη απάθεια, σαν από κάποια μαγγανεία, μετραβάνε σε φαντασιώσεις μυθολογικής αρπαγής, συχνά μουπερνάει απ’ το μυαλό ότι είναι επίτηδες αλλού, για να με ερε-θίσουν, αλλά δεν σκέφτηκα ποτέ ότι με τον συναρπαστικόκαλπασμό μου θα τις ταρακουνήσω, ξαναχαρίζοντάς τους τηχαρά της ζωής.

Το να μη σ’ ενδιαφέρει η διαιώνιση του είδους, αλλά να φα-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 467

νατίζεσαι μ’ αυτή τη συγκεκριμένη περιοχή του καβάλλου,των ούρων και των σκατών –ανάμεσα στα οποία γεννιόμαστεέτσι κι αλλιώς, αλλά που δεν έχω καμία διάθεση να μου το υ-πενθυμίζουν– μου κάνει εκστατική αναπηρία. Δεν το βλέπωγια στοχαστικές ενατενίσεις και πρωτόγονες εκσκαφές, αλλάγια να το κάνεις, όποτε προκύπτει, απολαμβάνοντάς το καινα πηγαίνεις γι’ άλλα.

Παρά τις στενόχωρες διαπιστώσεις μου για τη συντηρητικό-τητα του σιναφιού –δεν κρατάνε τίποτα απ’ το θάρρος και τηγενναιοδωρία των ηρώων που υποδύονται–, αλλά και για τηνανεπάρκεια της τέχνης σήμερα, μ’ όλο το μετεωρισμό της,τον αυτισμό της και τα αδιέξοδά της, σκέφτομαι όμως ότι αυ -τή η τέχνη μου είναι το μόνο κέντρο που έχω και στο οποίοπάντα επιστρέφω ύστερα από πλαγιοδρομήσεις, κραιπάλεςκαι τα συναφή, και είναι αυτό που με συγκρατεί και μου βάζειφρένο πριν τη βουτιά στο κενό. Είμαι επιβιώσας επειδή έχωτην τέχνη μου, και είναι η πρώτη φορά που της το αναγνωρίζω.

Αισθάνομαι ότι πρέπει να της δείξω μεγαλύτερη προσοχή,ένα είδος αναγνώρισης, μια τρυφερή ευγνωμοσύνη, που μ’ έ-χει προφυλάξει απ’ το χάος της ζωής, ακόμα κι αν με τυλίγεισυχνά στο δικό της χάος, που, όπως και να το κάνουμε, είναιελεγχόμενο.

Στο σπίτι του Κοτάν στα Εξάρχεια ο ερυθρωπός κτηνίατροςμε το σουλούπι στρατοκόπου φαίνεται να ’χει κάνει πολλά χι-λιόμετρα στη ζωή του με άλογα, σκύλους, γάτες, πρόβατα, κα-τσίκες, χελώνες, εν είδει κιβωτού, καταγράφοντας τη συμπερι-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 468

φορά των ζώων μεταξύ τους αλλά και προς τον άνθρωπο, ξα-ναμμένος απ’ τις καταγγελτικές οικολογικές του υπογραμμί-σεις, καθώς προβάλλει ντοκυμανταίρ που με γκροττέσκο τρόποαποκαλύπτουν βάρβαρες γενοκτονίες θηλαστικών, επεμβάσειςτων ανθρώπων για λεία μουρουνέλαιου, ελεφαντοστού, ταρτα-ρούγας, δέρματος, τρίχας για μαλλί και πιννέλ λα ξυρίσματος,όλα αιματοβαμμένα, ακρωτηριαστικά και γε νοκτονιακά.

Οι εικόνες είναι όντως σοκαριστικές, αν και δεν είμαι σίγου-ρος ότι αυτός είναι ο λόγος που παραμένω σιωπηλός, όταν μετάτην προβολή η συζήτηση καλπάζει ανησυχητικά για το μέλλοντου οικοσυστήματος απ’ τον Μήτσο, τον Καμπέρ, τον Άλκη,που εντείνουν τη φούντωση του στρατευμένου οικολόγου με ε-ρωτήσεις, διευκρινίσεις και αναλυτικές επεξηγήσεις για τον ά-γνωστό μας κόσμο των ζώων: το πετάρισμα των ρουθουνιώντου κούνελου σημαίνει πολλαπλούς οργασμούς, το πιο γκέυζώο είναι ο ταύρος –ό,τι κάνει είναι προς εντυπωσιασμό του αρ-σενικού–, οι ογκώδεις ελέφαντες μπορεί να γίνουν απροσδόκη-τα τρυφεροί και με μνήμη, οι καμήλες επικίνδυνα μνησίκακες...Όταν σταματάει για ένα ποτήρι κρασί, με κοιτάζει.

«Έχω ακούσει τόσα για σας και μου κάνει εντύπωση πουτόση ώρα παραμένετε σιωπηλός, μ’ αυτό βέβαια το υπέροχοβελούδινο ταμπά σακάκι».

«Ύστερα από τόσα που είδαν τα μάτια μου....»«Όλων μας...»«Ναι, πώς να τολμήσω να πω κουβέντα, όταν τα κουμπιά

αυτού του υπέροχου βελούδινου ταμπά σακακιού μου είναι α-πό ταρταρούγα;»

Γελάμε, τσουγκρίζουμε και πίνουμε σαν ειρηνόφιλοι σε ε-πετειακή βραδιά.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 469

Ένα ψιχάλισμα σαν υδατικό σπρέυ μάς δροσίζει πάνω στημηχανή του Φίλιππου, που οδηγεί χαλαρά για το μπαρ τουΦερνάντο. Μ’ αρέσει το ψιλόβροχο, δεν θέλω να μπω μέσα,βαριέμαι τα μπαρ πια. Προτιμώ ν’ ακουμπάω πάνω στην πα-λιομοδίτικη χάρλεϋ –συλλεκτική σχεδόν– έξω απ’ το κλαμπκαι να κόβω κίνηση.

Ο Φίλιππος έχει πάει μέσα να βρει μια τύπισσα που θατου δώσει κάποια σπάνια CD. Όταν βγαίνει, παρέα με τον αέ-ναα εκτροχιασμένο Φερνάντο, πέφτουν γέλια· το ντουέττοτους, με τη χοντρή διαφορά σε όγκο και τρέλα, έχει πολλήπλάκα. Οι ξενύχτηδες κάνουν ουρά και ο γκουρού ιδιοκτήτηςπιάνει δράση: Θα σπρώξει μέσα τις πιο φλάσυ φιγούρες τηςΑπολλωνίας και του Άντζελο, με την γκλόσσυ παρέα τους,τη χίππικη μυκονιάτικη σέχτα με την οριενταλίστικη πολυ-χρωμία της και θα εξαφανιστεί για λίγο.

Μια κομψή καστανή με μπλε νουί ταγέρ σαν των αεροσυ-νοδών της Ολυμπιακής στέκεται μπροστά μου, χαμογελάειμε τη γαλήνη κεριού που σιγοκαίει και την άχνα Σανέλ.

«Δε με θυμάσαι;» ψιθυρίζει.«Από πού;»«Απ’ την Πάτρα, στου ΒΟΣΙΝΑΚΗ, με τη φίλη σου τη χά-

ρι, ένα πρωί, τότε βέβαια ήμουν αγόρι...»«Μα βέβαια, θυμάμαι, που ’χες μια εκπομπή στο ραδιό-

φωνο της Πάτρας και...»«Όχι πια, τώρα είμαι η Φινές, από δω ο φίλος μου, είμα-

στε αρραβωνιασμένοι».Ένα ντροπαλό αγόρι, εικοσιτετράχρονο μάλλον, μου σφίγ -

γει το χέρι αμήχανα όσο κι εγώ.«Και πώς είναι... η νέα... κατάσταση;» αρθρώνω επιτέλους.«Πολύ ωραία, εργάζομαι σ’ ένα εφοπλιστικό γραφείο ως

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 470

γραμματέας, κάποια στιγμή θα παντρευτούμε με τον Μανουέ -λο –έτσι τον λέω–, μένουμε ήδη σε μια μονοκατοικία στο ΝέοΨυχικό και γενικώς οι προοπτικές είναι θαυμάσιες».

Τυλίγει τα μελί καρρέ μαλλιά της μέσα στα κάτασπρα δά-χτυλά της, που φέγγουν απ’ το ροζέ περλέ βερνίκι των νυχιώντης.

«Κι αυτό είναι; Θέλω να πω, αυτό ήθελες πάντα;»«Α, ναι, δεν έκανα εγχείρηση για να βγαίνω τις νύχτες για

ψωνιστήρι, να ζω τη ζωή μιας καμπαρετζούς, άσε που δεν εί-μαι καθόλου πολυγαμική», σοβαρεύεται με μια παιδική αθωό -τητα.

«Σ’ αρέσει ο ρόλος της κυρίας;»«Μ’ αρέσει ο ρόλος της συζύγου», μου κάνει εμπιστευτι-

κά. «Που τη λατρεύει ο αιώνια αφοσιωμένος σύζυγός της,που την προστατεύει σ’ όλη της τη ζωή και του αφοσιώνεταικι αυτή. Αυτό μ’ αρέσει, αυτό ήθελα πάντα...»

«Και τα βαμπίρ την αιώνα αγάπη ψάχνουν», την πειράζω.«Τέρας», με σκουντάει καθώς διορθώνει το φιόγκο του

σαμπανιζέ μεταξωτού πουκαμίσου της με τα θαμπά πουάκαι είναι σαν να βάζει τελεία στη συνέντευξη, που μ’ ευγένειααστής μού παραχώρησε και τώρα απομακρύνεται κομψή κιαέρινη, περήφανη και αγκαζέ με το προφίλ του Μανουέλο της.

Ο Φίλιππος έχει μια έκφραση βουδιστή ιερωμένου. Δενλέμε τίποτα, καμιά κουβέντα, κανένα σχόλιο. Για ακόμα μίαφορά η ζωή κάνει να χλωμιάσουν τα κινηματογραφικά σενά-ρια των φευγάτων, και καλά, φαντασιώσεών μας.

Μου βγαίνει μια κούραση από χτες που κάναμε πρεμιέρα στοθέατρο Λυκαβηττού. Καλά πήγε, κατάμεστο ήτανε, γέλια

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 471

πέσανε, θερμά χειροκροτήματα, φίλοι, λουλούδια. Έχουμεμια καλοκουρντισμένη παράσταση φάρσας του Αμφιτρύωνα

του Μολιέρου, σε παραγωγή του Δημήτρη και της ΛέλαςΠιατά, με Γάλλο σκηνοθέτη και μάλλον αποτελεσματική δια-νομή, τη Γιώτα Φέστα (Αλκμήνη), τη Μαρία Κανελλοπούλου(Tροφό), τον Πιατά (Σωσία), τον Φώτη Σεργουλόπουλο (Ερ-μή), τον Στάθη Κακαβά (Αμφιτρύωνα) κι εμένα Δία, πουπαίρνει τη μορφή του Αμφιτρύωνα για να αποπλανήσει τηνπιστή Αλκμήνη. Άμα οι θεοί έχουν κέφια...

Οι τρίμηνες πρόβες στον Ακάδημο για να βρούμε το ύφοςτης παράστασης, που τη θέλουμε με σασπένς και υπονόμευση,μεγαλόσχημη και μπρανκαλεονική, έχουν αποτέλεσμα. Ο Γάλ-λος, με τη μεταφραστική βοήθεια του Φώτη, είναι ανοιχτόςκαι μας σπρώχνει στα άκρα με ευγένεια και αμεσότητα, επι-κοινωνεί με όλους μας. Καλή εμπειρία.

Αλλά τώρα, μεσημέρι στο ΦΙΛΙΟΝ, την επομένη της πρε-μιέρας, η κούραση μ’ αφήνει εκτεθειμένο χωρίς αντιστάσειςστο βλέμμα του μελαχρινού κοριτσιού απ’ το τραπέζι στο βά-θος της πυλωτής, με τις δύο φίλες της, όλες κούκλες, σε συνε-νοχική έξαψη. Καθώς με προσπερνάει για το περίπτερο, τα α-διάφορα νεολαιίστικα ρούχα της δεν μπορούν να κρύψουν τηνκαμπυλωτή λεκάνη, υπογραμμισμένη από υπερήφανους γλου-τούς, να λικνίζεται σίγουρη για την υπεροχή της πάνω στα α-γαλμάτινα μακριά πόδια, που πατάνε στα ψηλοτάκουνα πέδι-λά της, επιβεβαιώνοντας την αδιαμφισβήτητη θηλυκότητα.

Έχει κάτι από γειτονιά. Τα μαύρα μάτια της δεν είναι μπουχτι-σμένα, το χυτό γυαλιστερό μαύρο μαλλί βουρτσίζει τους στα-ρένιους ώμους και τα χείλη της σκουραίνουν σαν μούρα.

Έχει λατρευτεί, φαίνεται, της βγαίνει αβίαστα.Από την πρώτη επίσκεψη της Κορίνας, το ίδιο βράδυ, στο

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 472

καθιστικό μου, στον καναπέ, κι ενώ μιλάμε για τις σπουδέςτης Ιατρικής στη Βουδαπέστη, την επιστροφή στο πατρικότης στα Λιόσια, την αναμονή για το αγροτικό, η χημεία μαςκάνει τη δουλειά της.

Καθαρή, γενναιόδωρη θηλυκότητα, τα εσώρουχά της δια-λεγμένα για να εξάπτουν. Τρελαίνομαι για το πλαϊνό τόξοτης, απ’ τη μέση ως το γόνατο, η μυρωδιά της περιβόλι δίπλασε θαλασσινό νερό, το δόσιμό της σαν να μ’ ευχαριστεί πουτης δόθηκα. Με είδε χτες το βράδυ στο ρόλο του πλανευτήΔία και αισθάνεται τη συνέχεια της θεϊκής εύνοιας, υπέροχοιμυθολογικοί έρωτες.

Η περιοδεία του Αμφιτρύωνα –σε Κρήτη, Κω, Κάλυμνο, Ι-καρία, Μυτιλήνη, Καβάλα, σε κάστρα και χώρους πολιτιστι-κών εκδηλώσεων– είναι πλούσια σε φουρτουνιασμένα πελά-γη, αέρηδες εξορίας, καλντερίμια τουριστικής κραιπάλης καινυχτιάτικα τραπεζώματα με γαμοπίλαφα και κολοκυθοκορ-φάδες, γαλατόπιττες και βολβούς. Η Κανελλό έχει πολλή πλά -κα· στην ικαριακή φουσκοθαλασσιά με τη Γιώτα βρίσκονταιστο πάτωμα της καμπίνας τους σε συντριβή.

«Κλαίτε, κορίτσια;» παριστάνω τον άνετο.«Προσευχόμαστε, ανόητε, να κοπάσει η τρικυμία».Στους ασίγαστους ανέμους του νησιού η Κανελλό μονο -

λογεί:«Τώρα κατάλαβα γιατί εξόριζαν τους συντρόφους κουμ-

μουνιστές σ’ αυτά τα ανεμοδαρμένα νησιά».Ο Στάθης είναι γενναιόδωρος και αυτοσαρκαστικός. Όταν

είπε στη μάνα του κάποτε να τον δει στην Επίδαυρο, όπου θαέπαιζε τον Ορέστη, εκείνη του είπε:

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 473

«Τον αδερφό της Ηλέκτρας λες, που ’ναι μαυροντυμένηκαι κλαίει σαν τρελή έξω από κάτι αρχαίες πόρτες; Το ’χωδει, γιε μου».

Το ζεύγος Πιατά λατρεύει τα ψάρια, σαν γάτες, η Γιώτακαι η κόρη της Δάφνη είναι η αφορμή για σκαμπρόζικο δεκα-πεντασύλλαβο και ο Φώτης βελούδινα διακριτικός.

Κάθε φορά που γυρνάμε στην Αθήνα, η Κορίνα μπαινο-βγαίνει σπίτι μου –έχει χρόνο περιμένοντας το αγροτικό– κιαυτό μας φέρνει πολύ κοντά. Όταν φεύγουμε για Μυτιλήνη,έρχεται μαζί μου.

Το ανώνυμο πάθος, που μας πάει στο λιμάνι με το ταξίτου, την κόβει απ’ το καθρεφτάκι με όρεξη. Όταν κατεβάζειτα μπαγκάζια μας έξω απ’ το πλοίο, μου ψιθυρίζει:

«Τι παιδί είναι αυτό, κανόνισε να την πάρουμε μαζί, ρε με-γάλε, είναι κούκλα...»

«Α, αυτό δεν είναι στο χέρι μου, είναι δικό της θέμα».«Ε, καλά, δεν είπαμε με το ζόρι, αλλά ρίξε καμιά σπόντα».«Άσ’ τα αυτά, άντε γεια».«Καλό σας ταξίδι», χαμογελάει στην κούκλα μου, καθώς

πάμε για την μπουκαπόρτα.«Ευγενικός άνθρωπος», σχολιάζει η δικιά μου.Πού να ’ξερες, σκέφτομαι.

Στη Μυτιλήνη στο ξενοδοχείο γύρω απ’ την πισίνα διαβάζου-με μια κριτική που δεν συμφωνεί με την υπονόμευση τωνκλασσικών κειμένων. Ακόμα κι αν πρόκειται για φάρσα;Στενόμυαλο σχόλιο.

Στην Καβάλα η Κορίνα μελαγχολεί ανεξήγητα και μου α-νεβάζει τη λατρευτικότητα. Δεν τη συνεφέρνει ούτε το βλε-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 474

φάριασμα του κάπελα και της αντροπαρέας του στο παρα-λιακό μεζεδοπωλείο, ούτε τα υγρά βλέμματα στη ρεσεψιόντου ξενοδοδχείου κι όταν στο δωμάτιο την κλείνω στην αγκα-λιά μου προστατευτικά, είναι παραδομένη στον αρχαίο γυ-ναικείο ρόλο της, αφημένη στη μοίρα της, σκλάβα που που-λήθηκε σε κάποιο παζάρι για να χαρίζει ηδονή και τίποτ’ άλ-λο. Εκτός κι αν παίζει το θύμα από βίτσιο, γιατί έτσι τη βρί-σκει...

Στους Φιλίππους, στη Θεσσαλονίκη, στα Λαδάδικα, στονΒόλο, όπου κάνουμε παράσταση, διανυκτερεύουμε και ξενυ-χτάμε, τη λατρεύω γι’ αυτό το ανιδιοτελές δόσιμό της, πουδεν περιμένει τίποτε από μένα.

«Σου αρέσω;» με ρωτάει.«Πολύ».«Για τι;»«Για το κορμί σου».«Μόνο γι’ αυτό;»«Έλα τώρα».

Στην Αθήνα ένα μελαγχολικό ασυντόνιστο βράδυ τής βγαίνειένας εαυτός που με παραλύει, έχει κάτι το αυτοκτονικό, στοχείλος της αβύσσου, ο τρόμος που βγαίνει στην επιφάνεια α-νεξέλεγκτος, η τρικυμία στα μάτια της κι αυτή η μαγνητικήσκοτεινιά της με κάνουν να την αγκαλιάσω σφιχτά στη Λυ-καβηττού, για να μην ξεγλιστρήσει μέσα στη νύχτα και μουχαθεί.

Δεν υπάρχει περίπτωση να σου προκύψει σκέτος παράδει-σος μόνο με ουράνια τόξα. Δίπλα, κολλητά, να και η κόλαση,το ψηλάφισμα στο σκοτάδι, το μούδιασμα της πτώσης.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 475

Με έχει αναστατώσει ο σκοτεινός της εαυτός, που ξαπο-στέλνει την επιβιωτική μου τεχνική ως παυσίπονου, μου φαί-νομαι άδειος, μετέωρος, ένα τίποτα.

Στο Ζάππειο έχουν Έκθεση Βιβλίου, είναι Σαββατόβραδο,δεν έχω διάθεση και η Κορίνα δεν είναι καλή με τις λέξεις. Τομάτι μου πέφτει στα Άπαντα του Καβάφη. Παίρνουμε από έ-να και απ’ τις δέκα η ώρα, που γύρισα σπίτι μόνος και άνοιξατο βιβλίο με τα ποιήματα του Αλεξανδρινού, έχει πάει μεσά-νυχτα και η διάθεσή μου είναι ευφορική, συμφιλιωτική, αι-σθάνομαι συνεργάσιμος και συντροφικός, της στέλνω φιλιάαπ’ το τηλέφωνο, έρχεται μέσα στη νύχτα ν’ αγαπηθούμε... Ηποίηση δεν είναι μόνο λόγια ωραία του αέρα, μπορεί να σε το-νώσει, να αποκαταστήσει το τσακισμένο ηθικό σου, να σε ξα-ναβάλει στο παιχνίδι της ζωής, να φανεί χρήσιμη. Πρώτη φο-ρά το διαπιστώνω αυτό. Η ποίηση...

Μπήκαν στο σπίτι του –ανοιχτό για όλους– ένα μεσημέρι.Τον βρήκαν αραχτό ανάμεσα στα μαξιλάρια και τα σεντόνιατου κρεβατιού. Δεν χρειάστηκε να ψάξουν το οριενταλίστικοδιαμέρισμα. Έβγαλε ένα σκαλιστό μαονένιο κουτί κάτω απ’το κρεβάτι και τους το έδωσε, «Εδώ είναι», δεν ήθελε ν’ ανα-στατώσουν τον μαγικό του χώρο.

Η κατάθεσή του –λέει η δικηγόρος Λίνα– υπήρξε άψογη.Δεν ανακάτεψε κανέναν. Το πήρε όλο πάνω του. υπερήφανοςκοσμοπολίτης. Σιγά μην απολογιόταν.

Στον Κορυδαλλό φώτισε με το γούστο του και το μαστο-ριλίκι των χεριών του την πτέρυγα που τον κρατούσαν. Όταν

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 476

βγήκε με αναστολή «ως χρήστης προς ανάρρωση», μια με-γάλη μυκονιάτικη παρέα φίλων, ευεργετημένων χρόνια απ’τις δημιουργικές του επιδόσεις –σε εσπαντρίγ, ζώνες, λιτούςαλλά κλασσικούς διάκοσμους, μπόττες που τις συναντάς σεχολλυγουντιανά πλατό, ρούχα σαφάρι στυλάτων αποικιοκρα-τών, παπούτσια, γάντια και καπέλλα χειροποίητα–, συσπει-ρώθηκε για τη διευκόλυνσή του. Η Μάουζυ, ο Μπάμπης, οΛουκάς, πολλοί φίλοι και φίλες τσούγκρισαν στην υγειά τουκαι φρόντισαν για τα εξωτικά του ταξίδια στην αιώνια λια-κάδα, ίσως με διαβατήριο σ’ άλλο όνομα.

Και τώρα που τον βλέπω καθισμένο στην πλατεία με τονΆλκη και τον Παπαντίνα, είναι σαν να μην έχουν περάσει ταχρόνια, σαν να ήτανε εδώ μαζί μας πάντα ο Τζώνυ ρηντ.

Το μεσημεριανό στου ΦΙΛΙΠΠΟυ και το απογευματινό τσάισπίτι μου μας πάνε μπρος πίσω σε φάσεις και εποχές και οΤζώνυ εκπέμπει μια ευγένεια που ξαποσταίνει απ’ το αίσιοτέλος κάποιας περιπέτειας.

Ο Άλκης φεύγει για πρόβα στο θέατρο κι ο Παπαντίνας έ-χει να δει τον αδελφό του, μας αφήνουν να μιλάμε για υφαντά,μετάξια, θαμπά σαυροειδή, σαμουά σαν τσιγαρόχαρτα, γενο-κτονικά σουανκαρά, ανεπαίσθητα σατούς και πλήρη παραδο-χή του φινιρίσματος των υποδηματοποιών Τζων Λομπ, Έ-ντουαρντ Γκρην, Κρόκετ & Τζόουνς και Ζεράρ Σενέ.

«Θέλω να μου κάνεις μια χάρη».«Γες, μίστερ», τον πειράζω.«Θέλω να μου δείξεις τα παπούτσια σου, όχι τις φίρμες,

αλλά τα χειροποίητα, από παπουτσήδες, ξέρεις, αυτά πουσου πήρανε μέτρα για να τα φτιάξουνε».

χαϊδεύει την ντυμένη αγκράφα απ’ το καστόρι στην από-χρωση του δαμάσκηνου, το δετό σεβρό σε τόνο πράσινο οινό-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 477

πνευμα, ένα κρεμ σαμουά με κρεπ σόλες του κυρίου Δεσύπρηκαι το βισκοντικό μποττίνι στο χρώμα του ξύλου με τα χια-στί λουριά των αδελφών Θεοδοσιάδη. Τον κοιτάζω, είναι απί-στευτο, έχει συγκινηθεί.

Ίσα που φυσάει τέλη Σεπτέμβρη. Τρώμε μ’ ένα φίλο στην τα-βέρνα του ΨΑρΑ πάνω στα σκαλιά στην Πλάκα. Αραιός κό-σμος, λίγοι τουρίστες, λέμε ασυναρτησίες, γιατί το μυαλό τουφίλου είναι στη φωτογράφιση της δικιάς του, που αργεί νατελειώσει, και κάθε τόσο τρέχει μέσα για ένα ακόμα τηλεφώ-νημα.

Ένα καυτό ρεύμα στο πίσω μέρος του λαιμού μου με κά-νει να λοξοκοιτάξω στο διπλανό τραπέζι το ηλιοκαμένο πρό-σωπο ενός εξηντάρη κοντοκουρεμένου με ξεπλυμένα γκριζο-γάλαζα μάτια και σκασμένα χείλια, που φωτίζεται από ’ναχαμόγελο. Κάνω ότι δεν το πρόσεξα και χασκογελάμε με τοφίλο μου για το στυλ του πλανόδιου φιστικά με την πολαρόιντκαι τη διαφημιστική εκφώνηση:

«Είναι έγχρωμη, είναι αυτόματη και σας τη βγάζω αμέ-σως».

Μια κυρία με κότσο από ένα ακριανό τραπέζι, που ακούειμόνο τη φωνή του πίσω απ’ τον ώμο της, σταυροκοπιέται:

«Θεέ και κύριε, τι άλλο θ’ ακούσουμε ακόμα».«Κυρία μου, παρεξηγήσατε, για φωτογραφία μιλάμε».«Α, είπα κι εγώ».Πέφτουν ομαδικά γέλια, ακόμα κι απ’ τους τουρίστες.Ο ανήσυχος φίλος πάει μέσα για ένα ακόμα τηλεφώνημα.

Και τότε συμβαίνει· με τυλίγει από πίσω, γυρίζω, τα χείλητου κολλάνε σαν βεντούζα στα δικά μου, δεν μπορώ ν’ ανα-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 478

πνεύσω, δεν ξέρω πόσο κρατάει, όταν ξεκολλάει κάνοντας πί-σω, ανασαίνω και μου ψιθυρίζει:

«Πέρνα κάνα απόγευμα απ’ το κολυμβητήριο, μ’ άναψεςπολλές φωτιές...»

«Μπας και πέσουμε στην πισίνα και τις σβήσουμε;» συ-νέρχομαι.

«Μπα, θ’ ανάψουν χειρότερα».Αφήνει κάτι λεφτά στο τραπέζι του κι απομακρύνεται μ’

ένα τελευταίο σινιάλο για να βρεθούμε.Κοιτάζω γύρω μου. Δεν με προσέχει κανείς. Τώρα αυτό έ-

γινε ή όχι; Ο φίλος επιστρέφει φχαριστημένος. Λέμε να πάμενα πάρουμε τη δικιά του, που τρελαίνεται για παγωτό. Δεν έ-χω καμιά ιδιαίτερη προτίμηση στα γλυκά και τα παγωτά,αλλά η στυφή γεύση απ’ το φιλί του άγνωστου είναι ακόμηστα χείλη μου, οπότε γιατί όχι.

Ο αρχιτέκτονας και ο αυτοκράτορας της Ασσυρίας του Φερνά-ντο Αρραμπάλ είναι το θεατρικό έργο που συνοδεύεται απόσουρρεαλιστικές δάφνες για το ντουέττο με την αρχέγονη ω-μότητα και τον παρακρουσιακό καθολικισμό του, όλα στηδιαπασών απ’ τον ακραίο Ισπανό αβανγκαρντίστα. Αναφέρε-ται συχνά στους κύκλους των ηθοποιών και σκηνοθετών ωςανέφικτο, όλο και κάποιος μεγάλος ήταν να το παίξει και τε-λικά δεν ευοδώθηκε. Κάτι σαν στοίχημα με το διπλοκλειδω-μένο κουτί και το δυσεύρετο κλειδί του.

Όταν μου τηλεφωνεί η Αννέτα Παπαθανασίου για το εγ-χείρημα, σπεύδω να ανταποκριθώ. Το μακροσκελές κείμενοέχει όντως δυσκολίες απόδοσης στη γλώσσα μας και στα ψυ-χογραφήματα του κώδικα των ηθοποιών, που επιβαρύνονται

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 479

απ’ την επιθυμία της Αννέτας να παίξει το ρόλο του αρχιτέ-κτονα.

Θεωρώ γενικά τους συγγραφείς μεγάλες φυσιογνωμίες,σκεπτόμενους, ευφυείς και ψαγμένους. Όταν γράφουν ένα έρ-γο για άντρες, δεν τρελαίνομαι για αλλαγές φύλου. Διότι αν οένας ρόλος παιχτεί από γυναίκα, ο άλλος κάτι θα πρέπει νακάνει μ’ αυτό, στο έργο δεν υπάρχει κάτι τέτοιο... Η Αννέταεπιμένει ότι αν ο ρόλος του αρχιτέκτονα παιχτεί από μέρουςτης, ως πλάσμα του δάσους, παίρνει άλλη διάσταση. Ναι, βέ-βαια, αλλά γίνεται θολά συμβολικό, ζόρικο για παράστασηδυόμισι ωρών –μ’ όλες τις φιλότιμες επεμβάσεις για σφίξι-μο– και τελείως έξω απ’ το σκεπτικό του συγγραφέα.

Ο Αργύρης Παυλίδης, που παίζει το ρόλο του σκηνοθέτη,προτείνει να δοκιμάσουμε κι αν δεν λειτουργήσει, σταματά-με. Μπορεί να μου φάνηκε προς στιγμήν σαν προσωπικό κα-πρίτσιο της Αννέτας, αλλά η παραγωγή της είναι καλοστημέ-νη, καμιά τσιγκουνιά, ούτε συζήτηση για έκπτωση σε σκηνι-κά, κουστούμια, ήχους, φωτισμούς και αμοιβή όλων μας.

Η Κορίνα βρίσκεται στη Σκόπελο για το αγροτικό της κι εγώανασκουμπώνομαι και πέφτω στα βαθιά. Μέσα σε τρεις βδο-μάδες αναγνώσεων απομνημονεύω ένα μεγάλο μέρος του α-τέλειωτου ρόλου του Αυτοκράτορα της Ασσυρίας, με τους ο-ριακούς σε αντοχή μονολόγους, κι όταν αρχίζει η δράση στοστούντιο της Πλάκας που ’χει νοικιαστεί για τις πρόβες, κάθεβράδυ απλώνονται δίχτυα με ικανοποιητική απ’ όλους ψαριά.Ο Αργύρης, σε ρόλο διακριτικού συνοδοιπόρου, βάζει λάδιστα καντήλια μας και συντηρεί τις φλογίτσες που αρχίζουννα αχνοφέγγουν.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 480

Στον Φούρνο, που παίζουμε για ένα μήνα, έχουμε πολύ κό-σμο, όσο γίνεται στα περιορισμένα τετραγωνικά του παλιούαρτοποιείου με το υψηλό ενοικιοστάσιο.

Τα παιδιά απ’ τον ΜυΛΟ της Θεσσαλονίκης μας κλείνουνγια μετά το Πάσχα. Η Αννέτα έχει διάφορες υποχρεώσειςστην Αθήνα, δεν μπορεί ν’ ανέβει στη Θεσσαλονίκη, και τορόλο θα τον παίξει ο Αργύρης, που σαν σκηνοθέτης το ξέρειπια απ’ την καλή και την ανάποδη. Μπορεί να είναι πιο στέ-ρεο έτσι.

Κάνουμε πρόβες με τον Αργύρη κι έχω την αίσθηση ότικάτι ωμό, δυνατό και συχνά παραισθητικό αναδύεται, πουμου το επιβεβαιώνουν οι κομμένες ανάσες του κόσμου στοθέατρο του ΜυΛΟυ, παρ’ όλη την υγρή ζέστη του Μαΐου, πουμας τσακίζει και μας αναγκάζει να συντομεύσουμε τις πέντεβδομάδες που είχαμε προγραμματίσει σε τρεισήμισι.

Ξεθεωμένοι από ιδρωμένη αγιοσύνη, μας παίρνει κάμπο-ση ώρα να συνέλθουμε έξω απ’ την ατμόσφαιρα της παρά-στασης, στα δείπνα με τις παρέες που ακολουθούν είμαι αλ-λού, άγνωστοι άνθρωποι μας λένε ότι δεν είναι θεατρόφιλοι,δεν πάνε στο θέατρο σχεδόν ποτέ, αλλά αυτή η εμπειρία κάτιτους έκανε, ποιος ξέρει...

Είναι τέλος Μαΐου όταν αποχαιρετάμε τη βαριά θεσσαλονι-κιώτικη αχλή, με τον χάρρυ Κλυν, που από σύμπτωση συνα-ντάμε στην αυλή του πολυχώρου, όπου θα παρουσιάσει μιαποιητική του συλλογή να σχολιάζει συντροφικά:

«Άκουσα ότι πήγατε πολύ καλά, φαίνεται, έχεις αγιάσει,φωτοστέφανο βλέπω...»

Κατεβαίνουμε χωρίς βιάση στην Αθήνα.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

o

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 481

Ο Αργύρης είναι πολύ γενναιόδωρος, θέλει να μου παρα-χωρήσει όλες τις εισπράξεις, το βρίσκω αδιανόητο και εντέλεικανονίζουμε τα μερίδιά μας χωρίς θυσίες και παρορμητικέςαπλοχεριές. Ο Αργύρης είναι ευγενής, είδος εν ανεπαρκεία, υ-πό εξαφάνιση.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 482

ε φ τ α

ΜΟυ ΣυΜΒΑΙΝΕΙ συχνά γνωστοί και φίλοι να ζητάνε τηγνώμη μου, τη συμπαράστασή μου στην ανάγκη τους να

εκδικηθούν τον έρωτα που τους εγκατέλειψε, το φίλο πουτους πρόδωσε, που τους έκανε να πονέσουν και δεν έχουν αυ-τοί το πάνω χέρι. Έχω μάθει πια και αρνούμαι να πάρω μέροςσε συνωμοσίες και εκδικητικές τακτικές, γιατί όταν εξαφα-νίζονταν για πολύ καιρό –έτσι γινόταν–, δεν ήταν επειδή δεντους βοήθησα στη δύσκολη, αλλά επειδή εκτέθηκαν μπροστάμου, μην μπορώντας να κρύψουν την αδυναμία τους, τηνπτώση τους. Κι όταν τα ξανάβρισκαν με το μισητό ταίριτους, εγώ πάλι ήμουνα ο κακός που παραλίγο να χωρίσουν.Τρομερό λούκι το ζευγάρι. Δεν το πάω καθόλου. Προτιμώ ναχωρίζουν. Ξαναβρίσκουν τον εαυτό τους και λάμπουν. Τοζευγάρωμα τους χαλάει. Και υιοθετούν ρόλους –που μπορείνα ποικίλλουν το παιχνίδι της αποπλάνησης για μερικές στιγ -μές, για όσο κρατάει η ηδονή– ως μόνιμους ρόλους στις σχέ-σεις τους: βιαστής, σαδιστής, μαζοχιστής, θύτης, θύμα. Κάτιμαλακίες. Ένα παιχνίδι είναι γαμώτο και τίποτ’ άλλο. Απόπαιδιά είχαμε αυτή την περιέργεια για το κορμί των άλλωνκαι μαζί με το μαγνητισμό και τη χημεία στήνουν παιχνίδιγια τη χαρά της ζωής. Όχι για να κυριαρχήσει πάνω σ’ όλα

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 483

και να αποτελεί τη μοναδική ειδικότητα του γαμιά ή της γα-μιόλας.

Έχω ακόμη στ’ αυτιά μου τη βραχνή φωνή τραγικής πρω -ταγωνίστριας του θεάτρου:

«Καλέ, αυτόν τον είχαμε για να μας γαμεί και τώρα κάνεικαρριέρα;»

Ανηφορίζω την έρημη πλατεία Δεξαμενής αργά, γιατί η ά-πνοια της καλοκαιρινής νύχτας σε συνδυασμό με την κραιπά-λη που προηγήθηκε με σέρνουν σαν κουρασμένο στρατοκόποστο κονάκι μου της Δεινοκράτους.

Είναι στημένη έξω απ’ την πόρτα της και φωσφορίζει ηνεαρή αμαζόνα του δράματος, ριχνόμαστε στις μυρωδιές τουλαιμού, του μάγουλου, των χειλιών και του στήθους, νιώθωτο δεξί της πόδι να σηκώνεται και ν’ αγκαλιάζει τη μέση μουσφιχτά. Εντυπωσιακό, αισθησιακό άνοιγμα, αλλά όχι, δεν θαμείνω. Είμαι λειώμα. Η τρυφερή απομάκρυνσή μου την κα-θίζει στα μαρμάρινα σκαλοπάτια, ίσως για να δροσιστεί απ’την κάψα του κορμιού και την αγρύπνια της καύλας. Τα ξέ-ρω, τα ’χω περάσει και καθώς πέφτω ξέπνοος στο στρώμα,τα χέρια μου τυλίγονται σαν να την έχω αγκαλιά και ονειρεύο -μαι μαζί της.

Ο Άλκης είναι η αποθέωση του επαγγελματισμού. Σαν καλ-λιτέχνης που πρέπει να επιβιώσει, δεν έχει αντίρρηση να κά-νει θέατρο, σινεμά, τηλεόραση, αλλά κάθε φορά με τη γνώσηαπ’ την πείρα και την αύρα της τέχνης του συνεχώς ρέουσα.Αυτό δεν είναι εύκολο. Καλλιτέχνες προστατευμένοι από ο-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 484

μάδες, μόνιμα τυλιγμένοι στο κουκούλι του κλασσικού ρε-περτορίου κα των επιχορηγήσεων, αναγνωρίζουν, εκτιμούνκαι θαυμάζουν τον καλλιτέχνη που επιβιώνει στην ελεύθερηαρένα, κόντρα στη νεοπλουτίστικη μαρκίζα και την μπανάλεφησύχαση.

Αλλά έχει να κάνει με τον άνθρωπο, την αισθητική ηθικήτου και τις αντοχές του.

Κουβεντιάζω με τον Παντελή Βούλγαρη για την άρνησήμου σε επιθεωρησιακά καλοκαιρινά θεάματα.

«Μην το βλέπεις έτσι... Είσαι πια ένας καλλιτέχνης, έναςάνθρωπος που οτιδήποτε κι αν κάνεις, όσο ελαφρύ και πρό-χειρο κι αν είναι το περιβάλλον, εσύ δεν υπάρχει περίπτωσηνα εκτεθείς, γιατί θα ’χεις πάντα αυτό το γούστο, το χιούμορ,την ευγένεια, τη χάρη...»

Ενθαρρυντική ανθρώπινη κουβέντα, που δεν με στέλνειστη σκηνή κάποιου Δελφινάριου ή των εγχώριων μιούζικαλ–που γουστάρω σαν είδος με εντελώς διαφορετικές προδια-γραφές–, αλλά μ’ αρέσει που το ακούω.

Έτσι κι αλλιώς οι προτάσεις που έχω για συνεργασίες εί-ναι ιδιαίτερες, όπως αυτή του Πέρη Μιχαηλίδη για το ανέβα-σμα της Ίρμα Βεπ του Τσαρλς Λάντλαμ, αυτής της φυσιο-γνωμίας του νεοϋορκέζικου θεάτρου της γελοιότητας. Ο τί -τλος του έργου, Ίρμα Βεπ, είναι αναγραμματισμός του «βα-μπίρ» και παραπέμπει σε ατμόσφαιρα Δάφνης ντυ Μωριέ,με δύο ηθοποιούς να παίζουν οχτώ ρόλους σε φρενήρεις πα-ρασκηνιακμάν αλλαγές κουστουμιών και αξεσουάρ, προσ-βλέποντας σε ρυθμούς θριλλερικού σασπένς και εξωφρενικούκλαυσίγελου, μέσα απ’ το απόλυτο ασπρόμαυρο του ιλλου-στρασιόν μελοδράματος.

Ποιος το σκηνοθετεί είναι το πρώτο που συζητάμε με τον

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 485

Πέρη. Προτείνω τον Κανέλλο Αποστόλου, που ξέρει πολύ κα-λά τις παλιές τεχνικές και διαθέτει μαύρο χιούμορ, αλλά ο α-ποσυρμένος σκηνοθέτης αρνείται. Κάνουμε κάποιες αναγνώ-σεις με τον χατζηπαπά, αλλά δεν πολυκολλάει. Περνάει κι οΑλέξανδρος Μυλωνάς, όμως χρηματοδότηση της παράστα-σης δεν φαίνεται εντέλει, όπως την είχε υπολογίσει ο Πέρης,κι αποφασίζει να το σκηνοθετήσει ο ίδιος.

Στον διπλό ρόλο του σκηνοθέτη και ηθοποιού που αντι-λαμβάνεται τον όγκο δουλειάς του συγκεκριμένου έργου,σκαρφίζεται μια μίνιμαλ εκδοχή των μεταμορφώσεών μας,τελείως υπαινικτική, μια κι έτσι επιβάλλουν οι περιστάσεις.Του αναγνωρίζω την ευελιξία και τη λειτουργικότητά του,αλλά θα προτιμούσα να παίξουμε τις μεταμορφώσεις τωνπροσώπων που θα επιδοθούμε, κανονικά, με ανθρώπους σταπαρασκήνια να συμβάλλουν στο συντονισμό μας μέσα από τιςαιφνιδιαστικές αλλαγές και όχι πατώντας πάνω στη σύμβα-ση που επιβάλλει η ένδεια. Το ανεβάζει τελικά με τον Γιάννηχατζηγιάννη στο μικροσκοπικό BOOZE, ενώ έχω αρχίσει πρό-βες στο αργεντίνικο τανγκό του ρομπέρτο Κόσσα La nona.

Σινεμά δεν θα κάνω πια, ούτε τηλεόραση. Δεν έχει κανένανόημα. Ούτε ρόλοι της προκοπής, ούτε καλλιτεχνική δόξα,ούτε χρήμα, δεν θέλω.

Ο σκηνοθέτης Βασίλης Νικολαΐδης, με φαλστάφειες διαστά-σεις και οπεραττικές αναφορές, θα σκηνοθετήσει τo La nona,που παρουσιάζει μια μικρή αστάθεια στη διανομή. Ο Δημή-τρης Πιατάς έχει κάνει έναρξη παραστάσεων στο Πολύτεχνοαπ’ τον Οκτώβριο με ένα έργο του Ντάριο Φο, ντουέττο μετην Κανελλό και σκηνοθετημένο με γενναιόδωρη διακριτικό-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 486

τητα απ’ τον Γιώργο. Οικονόμου, για να παιχτεί μέχρι τιςγιορτές, όπου και η πρεμιέρα του La nona.

Αλλά η Λουκία Πιστιόλα, ιδεώδης φιγούρα για την Αργε-ντίνα ηρωίδα Μαρία, είναι και πάλι έγκυος –ο πιλότος σύ-ντροφός της φλερτάρει με την ιδέα του πολύτεκνου–, η Μα-ρία Τζομπανάκη είναι αγκαζαρισμένη πολιτιστικά λόγω κρη -τικής καταγωγής και την ενίσχυση της παράδοσης από ευ-ρωπαϊκά κονδύλια και η Λυδία Λένωση, που ’χει βγει ρημαγ-μένη οικονομικμάν και υπαρξιακμάν από μια δονκιχωτικήπεριπέτεια per l’ amore dell’ arte ενός θεατρικού πα ντε ντε μετον Τάκη Μόσχο, βρίσκεται διαθέσιμη τη σωστή στιγμή στοσωστό μέρος. Θα είναι μαζί μας με τον Ορκόπουλο, τον Ζιό-βα, την Κανελλοπούλου, την Καμινάρη.

Μ’ αρέσει η αρτίστικ αργοσχολία του ρόλου μου Τσίτσο, ηαμπελοφιλοσοφούσα τεμπελχανίτιδα που σέρνεται κάτω απ’τις μάταιες επιδόσεις του σε συνθέσεις τανγκό που δεν θαπαιχτούν ποτέ, συν το επιβιωτικό του ταλέντο, αμφίβολης η-θικής, στη ρέστη οικογένεια εξαιτίας της καταβόθρας Νόνας.

Στη σκηνή του αδιανόητου γάμου της γραίας, η σκηνοθε-τική έμπνευση εντάσσει ένα τανγκό και η ακρίβεια της χορο-γράφου Έφης Καρακώστα, με αύρα από σπανιόλικο ντουέ-ντε, παίρνει φωτιά. Το τανγκό που χορεύεται απ’ τη Μαρία μετον Τσίτσο προστίθεται στα συν της παράστασής μας, με τηλυγμική ανύπαντρη Ανιούλα (Κανελό), τον φιλότιμο Καρ-μέλλο (Ορκό), την ελαφρά τη καρδία καυλοράπανο Μάρτα(Καμινάρη) και τη γαργαντούικη Νόνα του Πιατά.

Ο σκηνοθέτης μας βυθίζεται σε ρονρονικούς ληθάργουςπαχυσαρκίας στη σκοτεινή πλατεία κατά τη διάρκεια τωνπροβών και μ’ ένα κλείσιμο του ματιού επιταχύνουμε το ρυθ-μό για να τον επαναφέρουμε –και λειτουργεί– στο καθήκον.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 487

Έχει χιούμορ και εμμονή στις λεπτομέρειες του μικρόκοσμουτης καθημερινότητας, της οικείας ατμόσφαιρας απ’ τις ται-νίες του ιταλικού νεορρεαλισμού αυτών των βίαιων, βρόμικωνκαι κακών φτωχοδιάβολων της μεγαλειώδους κουρελαρίας.

Η παράστασή μας βγαίνει με σφιχτό ρυθμό και μαύρο χιού -μορ και απ’ τη ρέουσα απτή απόδοση της Ιρένε Ιωαννίδου-Α-δαμίδου και το σπιτένιο σκηνικό με τα φορεμένα κουστούμιατης αθόρυβης Αφροδίτης Κουτσουδάκη, και το τηλέφωνοστο ταμείο χτυπάει ασταμάτητα.

Η ζωή στα καμαρίνια ένα όνειρο. υπάρχει ενθουσιασμόςστο θίασο και σκαρώνω κάτι μικροφάρσες πού και πού, κα-θώς μπαίνω λαχανιασμένος φωνάζοντας θριαμβευτικά:

«Ουρές...»«Στο ταμείο;» ενθουσιάζονται οι συνάδελφοι.«Όχι, στις στάσεις των λεωφορείων, κάποια απεργία...»«Τι τέρας», μορφάζει η Λυδία καθώς μακιγιάρεται.«Τι ανόητος», σιγοντάρει η Κανελλό.«Μεγάλε», κραυγάζει ο Ζιόβας.Ο Ζιόβας μιμείται τον Κατράκη και κάτι ντοπιολαλιές με

πολύ γούστο, οι Λυδία, Κανελλό, Καμινάρη έχουν μεταβάλειτο καμαρίνι τους σε ευαίσθητο καφενείο δημοκρατικών γυ-ναικών, με υγρά μάτια για τους βομβαρδισμένους Γιουγκοσ -λάβους, τ’ αδέλφια μας, και οδύνη για την απανταχού αδικία,ο Πιατάς κι εγώ συναδελφιζόμαστε με απόψεις για μελλοντι-κές συνεργασίες και ο Ορκό καταφθάνει εξαντλημένος απότηλεοπτικά γυρίσματα και ξαπλώνει για λίγη ξεκούραση στοκρεβάτι του σκηνικού. Η Λέλα στο ταμείο κάνει καλό κουμά-ντο, τα Δευτερότριτα παρουσιάζονται χάππενινγκ του Βασί-λη Αλεξάκη, κοντσέρτο του φλαουτίστα Στηβ Λέισυ, αφιέ-ρωμα στον Κουρτ Βάιλ, με συμμετοχή λυρικών καλλονών ό-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 488

πως η ιντερνάσιοναλ Ντελ Μαρ και η μοιραία Μιλολιδάκη,βραδιά ποίησης του Γιώργου Ζιόβα, έκθεση γλυπτών του Α-ντώνη Ταβάνη, και η παράσταση θα συνεχιστεί και την ερχό-μενη σαιζόν.

Το απόγευμα που φτάνω στο θέατρο και βλέπω τον Πιατάβουτηγμένο στα λάδια και τα στουπιά να μυρίζει πετρέλαιο,προσπαθώ να το ρίξω στην πλάκα:

«Κάνεις πρόβα σε κάτι;» «Ναι, αγόρι μου, στο πετρέλαιο. Πίστεψέ με, ένα ρόλο πά-

νω στη σκηνή, ε, κάπως ξέρω πώς να τον παίξω, αλλά στοκαλοριφέρ και το ντεπόζιτο με το πετρέλαιο είμαι...»

«Καλώς όρισες στο κλαμπ», του πετάω.«... σκράπας», συμπληρώνει, καθώς πετάει τα ρούχα του

υδραυλικού κι αρχίζει το σχολαστικό μακιγιάζ και το προ-σθετικό ντύσιμο της μεταμόρφωσής του σε αφασική γκροτ-τέσκα Νόνα.

Ο σκηνοθέτης μας περνάει να δει πώς πάμε. Είναι ενθου-σιασμένος απ’ την ανταπόκριση του κόσμου και τα σχόλιάτου, συχνά συντροφικά.

«Παιδί μου, τόσο νέος και συμπεριφέρεσαι μερικές φορέςσαν κουρασμένος ηλικιωμένος», ενδιαφέρεται.

«Λάθος, είμαι ένας κουρασμένος ηλικιωμένος που συμπε-ριφέρεται μερικές φορές σαν νέος», το αντιστρέφω.

Πάντως τα αποτελέσματα της διατροφικής αγωγής, κα-τόπιν της αφοσιωτικής συμπαράστασης της Λυδίας, έχουναρχίσει να γράφουν πάνω του.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 489

Ένα βράδυ που ’χουν απεργία τα ταξί, καθώς κατηφορίζω τηΣόλωνος, ένα τζιπ μ’ ένα ζευγάρι, που έρχεται στο θέατρογια την παράστασή μας, με παίρνουν μαζί τους.

Οι αντιδράσεις συναδέλφων καλλιτεχνών για την παρά-σταση του La nona ποικίλλουν. Όσο κόσμο κι αν έχεις κάθεβράδυ, όση προπώληση για τα Σαββατοκύριακα, πάντα θεςν’ ακούσεις τη γνώμη του σιναφιού.

Ο Άλκης απ’ την πρεμιέρα προέβλεψε την επιτυχία τηςπαράστασης, ο Νίκολας Γεωργιάδης του Κόβεντ Γκάρντεν,φίλος του σκηνοθέτη μας, βρίσκει την παράσταση ζωντανή,άμεση, ξεχωρίζει το ασφυχτικό εκτόπισμα της Νόνα, την κο-σμοπολίτικη φιγούρα του Τσίτσο και τη θηλυκότητα τηςΜαρίας, που του θυμίζει Άβα Γκάρντνερ. Ο Αντώνης Ζέρβαςεντοπίζει συγκινητική ανθρωπιά μέσα στην καθημερινότητατου έργου. Ο Θύμιος Καρακατσάνης απορεί που ο Πιατάς α-διαφόρησε για τα κωμικά –ευτυχώς–, η Σμάρω Στεφανίδουβρίσκει το έργο καθόλου κωμωδία, αλλά μαύρη βαθύτατητραγωδία με απλωμένα τα πέπλα του τρόμου, η Μαρινέλλαείναι βουρκωμένη κι ο Αλέξης Σολωμός, τυφλός τα ώτα καιτα όμματα, αλλ’ όχι και τον νουν, με διερμηνέα τη ΒιβέταΤσιούνη μας συγχαίρει ευθαρσώς.

Η ΕρΤ με τις κάμερές της καλωδιώνει για μία βδομάδα τοΠολύτεχνο και έχουμε την αίσθηση ότι γίνεται σωστή δου-λειά. Θέλουμε οι σκηνές μας να μπορούν να αποδοθούν στογυαλί με τις αντιδράσεις τους, τις ανάσες τους, το ρυθμότους, με κινηματογραφικό ντεκουπάζ και όχι με βιντεοσκο-πημένη στατική θεατρικότητα. Τον Οκτώβριο θα ανέβουμεμε το La nona στη Θεσσαλονίκη.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 490

Στο ρεστωράν ΓΕρΟΦΟΙΝΙΚΑΣ η Αντιγόνη παραγγέλνει φα-σιανό κατόπιν της εγκωμιαστικής σύστασης του μαιτρ. Τοπιάτο που της σερβίρουν δεν της γεμίζει το μάτι και η πρώτημπουκιά την κάνει έξαλλη.

«Αυτό δεν είναι τίποτα το σπέσιαλ, αλλά απλός κόκορας».«Κάνετε λάθος», επιμένει ο σερβιτόρος.«Τυλίξτε μου το τότε να το πάω για έλεγχο στην αγορα-

νομία», εξανίσταται η μαχητική μου φίλη.Καταφθάνουν ο σεφ, ο μαιτρ, ο μάνατζερ, για να μας διευ-

κρινίσουν ότι πρόκειται περί λάθους. Ήταν η τελευταία μερί-δα, πίστευαν ότι ήταν φασιανός, αλλά η πελάτις έχει δίκιο.

Παρά τη δυσφορία που αισθάνομαι κάθε φορά που η Αντι-γόνη οργίζεται όταν πιάνει επαγγελματίες αδιάβαστους καιμε πρόθεση εξαπάτησης, της αναγνωρίζω την επιμονή στηνακρίβεια, στην ποιότητα και τη σωστή πληροφορία, μόλοπου η εισαγγελική της αιχμηρότητα δημιουργεί συχνά μι-κροεπεισόδια σε εστιάτορες δήθεν υψηλής γαστρονομίας,πωλήτριες σινιέ ρούχων και ταξιτζήδες με προτρέχοντα τσα-μπουκά.

Έχει στιγμές που μεταμορφώνεται σε τραγική ηρωίδα, α-πευθείας απόγονο του σοφόκλειου συμβόλου, που εξανίσταταικαι παλεύει για το σωστό. Λες τα ονόματα να μας κληρονομούντις προαιώνιες αρετές και συμπλέγματα των ηρώων τους;

Στο πατσατζήδικο της Αγίου Κωνσταντίνου, με τον Άλ-κη κι εμένα να χαζεύουμε τις μούρες της μεταμεσονύχτιαςμέθης, και συγκεκριμένα τον πολλά βαρύ τύπο να γκαρίζειστη δικιά του «Πανί, τουμπεκιάσου», η Αντιγόνη γίνεται μαι -νάδα στο άκουσμα της υποτιμητικής αργκό.

«Μου ’ρχεται να πάω να του ρίξω μια χοντρή φάπα να συ-νέλθει».

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 491

Εμείς γελάμε με το ύφος του κτηνάνθρωπου, που απτόη-τος συνεχίζει:

«Άμα μιλάει ο άντρας σου, εσύ, πανί, τουμπεκιάζεσαι».Έχει πλάκα που λέει «πανί», που ’ναι πιο κόσμιο από «μου -

νόπανο». Η φίλη μας όμως είναι έξαλλη, μόλις που τη συ-γκρατούμε.

«Μα μπορεί κάτι να του ’κανε κι αυτή και γι’ αυτό να τηςξηγιέται έτσι».

«Και θα τ’ αφήσουμε να περάσει;» οργίζεται.«Κι αν σηκωθεί ο τύπος και σε πλακώσει που επεμβαί-

νεις, τι γίνεται, φιλενάδα;»«Εσάς γιατί σας έχω εδώ; Δε θα καθαρίσετε; Θα μ’ αφή-

σετε στο έλεος αυτού του ζώου;»Γελάμε και τη συγκρατούμε. Το ζώον έχει καλμάρει. Αλ-

λά η Αντιγόνη βράζει απ’ την εκδίκηση που δεν πάρθηκε καιτην περιφρόνηση για τους ελληναράδες εγωιστές, αυτά τα ά-ξεστα κτήνη. Έχει δίκιο.

Πώς γκαζώνουν σαν τρελοί μόλις ανάψει το πράσινο. Ει-δικά τα δίτροχα. Ούτε έξοδος του Μεσολογγίου να ήτανε. Τό-σο καταπιεσμένοι είναι;

Καμία απ’ τις επιδόσεις και τις εμμονές των ελληναράδων δενμε αφορά. Ούτε το χρηματιστήριο, ούτε ο φανατισμός τουςγια τα γήπεδα, ούτε τα σκάφη τους, ούτε τα εξοχικά τους,ούτε τα τηλεοπτικά σούργελα είδωλά τους που επαγγέλλο-νται τις συζύγους τους. Οι σαπιοκοιλιές τους είναι αποκρου-στικές και η μπουχεσίαση που εκπέμπουν οι λεκάνες τουςταιριάζει απόλυτα με τις κιτσάτες επαύλεις της κοινωνικήςανόδου τους. Δεν μ’ αρέσει πώς καταβροχθίζουν τα κρέατα

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 492

και τις ψαρούκλες και πώς γλαρώνουν τα μάτια τους όταν σε-ξουαλίζονται. Εύκολες φιλίες, εύκολες προδοσίες από παθο-λογικούς βολεψάκηδες, ανίκανους για ρυθμική ροή καθημε-ρινότητας, ομολογημένη λατρεία της τρομοκρατίας από τσά-μπα μαγκιά, οχλέ ρύπανση στο να μεταβάλουν ένα ειδυλλια-κό τοπίο σε σκουπιδότοπο, τυραννικοί εργοδότες, σαδομαζο-χιστικοί στις σχέσεις οικογένειας και ερώτων, η πειθαρχίασυνώνυμο των ξενέρωτων Γερμανών σ’ αυτή την κόλαση τηςδεκάρας που αποκαλούν μυαλό τους, ρατσιστές απέναντι σ’ό,τι διαφέρει απ’ την ατζαμοσύνη τους και τον αμπλαουμπλι-σμό τους, δηλαδή το ευγενικό, φίνο και ντιλετάντικο, ζόρικησυμπεριφορά στις αντροπαρέες και κοτούλες μπροστά στηνηλίθια εξουσία οποιασδήποτε μορφής, δεν θέλω να έχω καμίασχέση με τη φυλή των ελληναράδων.

Συχνά εγκαταλείπω μπάνικες κουκλάρες στο έλεός τουςαπό περιφρόνηση και ίσως για τιμωρία, όταν αντιληφθώ –ευ-τυχώς πάντα πολύ νωρίς– ότι οι κορμάρες τους ορέγονταικτήνη, και αντρίλα και εκφοβισμό, αντί της ευγένειας και τηςφινέτσας που υποτίθεται ότι τις τράβηξε κοντά μου. Και ηζωή φυσικά συνεχίζεται μ’ όλες τις παρεξηγήσεις, τους επα-ναπροσδιορισμούς και τη σύγχυση, ναι, γιατί υπάρχουν άν-θρωποι που πιστεύουν ότι η όλη στάση μου στη ζωή έχει νακάνει με μαχητικότητα και αντίσταση, ενώ μπορεί να ’ναι ηαπλούστατη επιθυμία μου να μ’ αφήνουν ήσυχο για να κάνωτι; Τίποτα.

Όταν πρωτοδιάβασα Το επάγγελμα της μητρός μου του Μποστ,αυτό το σφιχτό διήγημα, μου ’κανε εντύπωση και η ιστορίακαι το γέλιο που προκαλούσε. Του τηλεφώνησα μήπως και

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 2:59 ΜΜ Page 493

τον ενδιαφέρει να το αναπτύξει σε θεατρικό, για να ανέβει στησκηνή με τη δέουσα ακρίβεια και στυλ, που θα αναδείκνυε τομαύρο χιούμορ του με τη σουρρεάλ συντακτικοσύνη. Η ιστο-ρία μιας μητέρας που, επειδή τα οικονομικά της οικογένειάςτης πάνε απ’ το κακό στο χειρότερο, παίρνει την απόφαση ναεργασθεί ως πόρνη, για να ανακουφιστεί η στενάχωρη καθη-μερινότητά τους, με το ύφος του Μποστ, είναι σαν να ρίχνειςδίχτυα για τη χρυσή ψαριά.

Ο συγγραφέας όμως δεν είχε κέφια – το συγκεκριμένοδιήγημα, όταν το είχε πρωτοδημοσιεύσει, έγινε αφορμή νατον απολύσει η κυρία Ελένη Βλάχου απ’ την εφημερίδα, διότιτο περιεχόμενο του αφηγήματος ανατίναζε τον ιερό θεσμότου γάμου, τα χρόνια είχαν περάσει και του φαινόταν κάτιπολύ μακρινό.

Κι έτσι όλο το καλοκαίρι στρώθηκα και έγραψα μόνος μουΤο επάγγελμα της μητρός μου σε στίχο εις μνήμην του Μποστ,για το μικροαστικό σπιτικό που μεταλλάσσεται σε μπορντέλ-λο, με τις επιπτώσεις στη γριά υπηρέτρια, στα τρία παιδιά,στον πατέρα και τον κολλητό του, που θα ’χει το ελεύθερο ναπηδάει τζάμπα, ως αντίδωρο στην υποστήριξη της οικογε-νειακής επιχείρησης, και με πρωταγωνίστρια τη μάνα, πουεπειδή εργάζεται ξαπλωμένη, όταν ξεκουράζεται και κοιμά-ται, στέκει όρθια.

Γίναν κάποιες αναγνώσεις, πέσαν κάτι γέλια και τώρα α-ναπαύεται σε κάποιο σκονισμένο ράφι.

Ως εκπρόσωπος της Σαχλαμαράτας δεν μπορούσα να λείψωαπ’ την επετειακή βραδιά προς τιμήν του Μποστ στο θέατροΣτοά.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 494

Έφτασα εις το θέατρο, η πρόβα ν ’αρχινήσει

για μια βραδιά τιμητική, τον Μποστ που θα τιμήσει

και ξέμεινα διστακτικός, την είσοδο δεν βρίσκω,

«Δεν διακρίνω τίποτα, την κρύπτουν κάτι χόρτα,

επίσης εν δενδρύλλιον που είχαμε στην πόρτα»,

ο ταξιτζής που μ ’ έφερε στέκεται κι απορεί,

θα σκέφτεται: Οι ηθοποιοί είναι τρελοί πολύ.

Το ερώτημα αναπάντητο κι η πρόβα περιμένει,

δεν είναι να καθυστερείς, ηθοποιοί στημένοι,

εκνευρισμοί, κουτσομπολιά, τσιγάρα, υστερίες,

μικρές κακίες της στιγμής και άλλες αυνανίες...

Η πρόβα αμέσως αρχινά: κέφι, ρυθμός, γκολπόστ

– δεν έχει σχέση φυσικά, ταιριάζει με τον Μποστ.

Σε πρόβες έργων σαν του Μποστ ξεχνάς ό,τι μαθαίνεις,

άμα Ριτσάκι έπαιξα εγώ, όλα τα περιμένεις,

δεν είναι μόνο η πλοκή, ο στίχος που ανατρέπεται,

παράδοξο το νόημα κι η γλώσσα που εκτρέπεται,

πρόσωπα ετερόκλητα απ ’άλλες εποχές

μπερδεύονται όλα μαζί, γέλια οι θεατές,

ο Σαίξπηρ πάει στο καμπαρέ, η Μήδεια μαγειρεύει,

κι αφού σκοτώσει τα παιδιά, λόγο μάς αγορεύει,

πως έτσι είναι το σωστό, έτσι να κάνουν όλοι,

άμα μες στα σκατόπαιδα έχουνε μπει διαβόλοι.

Δεν βγάζουν νόημα όλα αυτά, αλλά εν τω μεταξύ

έχει παρέλθει δίωρο χωρίς τη λογική

και η ψυχή ελαφριά, χωρίς προκαταλήψεις,

ταμπού και άλλα συναφή, που είναι «ω της πλήξης»,

να το λοιπόν όπου ο Μποστ σου δίνει ευκαιρία

ν ’ αλλάξεις λίγο της ζωής τη βαρετή πορεία.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 495

Οι παραστάσεις του La nona τον Οκτώβριο στη Θεσσαλονί-κη, στο θέατρο της Σταυρούπολης –όπου πάμε για τρεις βδο-μάδες και μένουμε έξι–, έχουν μεγάλη απήχηση. Μας ζητάνενα μείνουμε μέχρι τις γιορτές των χριστουγέννων. Μας προ-σκαλούν σε γεύματα και δείπνα, ιδίως σε ψαροταβέρνες, καιπάρτυ με καινούργια πρόσωπα, ξενυχτάμε με βόρειες τύπισ-σες και φουμαδόρους με δικαίωμα στην τεμπελιά. Το σαλόνιτου ξενοδοχείου που μένουμε έχει στιγμές που θυμίζει κέντροδιερχόμενων φιλότεχνων, μπάνικες δημοσιογραφίνες του λάιφστάιλ, κουκλάρες από γειτονιές ξανθές σαν τηλεπαρουσιά-στριες, ονειροπαρμένες μικρές που επιθυμούν να παραδοθούνσε φιγούρες τανγκό, παλαιοπώλες, θαυματοποιοί, χορεύτριεςτης απωλείας και των περιοδειών και αγοροκόριτσα έκδοτουηδονισμού που ’χουν κάνει τη νύχτα μέρα.

Τέλη Νοεμβρίου ξαναρχίζουμε παραστάσεις στο Πολύτε-χνο της Μαυρομιχάλη. Όπως και πέρσι, η γλυκιά ζωή τωνκαμαρινιών έχει κάτι από χαμένη αθηναϊκή γειτονιά.

Διαπιστώνω ότι η παρτεναίρ μου στο τανγκό μού πέφτειβαριά ξαφνικά.

«Έχεις πάρει κάποια κιλά;»«Εγώ, θα αστειεύεσαι, με μια σαλάτα κάθε βράδυ εί-

μαι...»Συχνά τρώμε μαζί μετά την παράσταση σε διάφορα ρε-

στωράν της μόδας και πάντα τσιμπάει κάτι ελαφρύ απ’ τηνουβέλ κουζίνα τους. Τότε;

Όταν το ξανακάνω θέμα, γίνεται αφοπλιστική:«Μου συμβαίνει να σηκώνομαι τη νύχτα, να πηγαίνω στο

ψυγείο και να πλακώνομαι στις τούρτες...»«Βουλιμική υπνοβάτισσα, λαίδη Μάκβεθ της τούρτας

πρώτη φορά ακούω, αλλά εν πάση περιπτώσει, για να υπάρ-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 496

χουν τούρτες στο ψυγείο από πριν, σημαίνει προσχεδιασμένηκατάχρηση».

«Μη μου τη λες κι εσύ τώρα, γιατί θα το κόψω».«Από πότε; Από Δευτέρα που λένε όλοι...» «Να σε ρωτήσω κι εγώ κάτι που ήθελα πάντα. Γαμείς το

ίδιο καλά όσο ντύνεσαι;»Γελάμε.«Όποιος ξέρει να ντύνεται ξέρει και να γδύνεται», θα έ-

κλεινε αυτή τη σκηνή ο Νίκος Νικολαΐδης.

Ο Τόμας θα προτιμούσε να έχω γίνει εκατομμυριούχος και οίδιος να με εξυπηρετεί κάνοντάς μου μικροδουλειές, πληρώ-νοντας τους λογαριασμούς, κρατώντας το σπίτι σε τάξη καιστρίβοντάς μου τσιγάρα. Δεν είναι ο μόνος, κι άλλοι περιμέ-νουν από μένα να είμαι ο άνετος φίλος που θα τους χαρτζιλι-κώνει και θα τους διευκολύνει στις δύσκολες. Όταν τους προ-τείνω να γίνουν αυτοί πάμπλουτοι κι εγώ να τους διευκολύνωστην κατασπατάληση του πλούτου τους με στυλ, δεν τους α-ρέσει, δεν συμφωνούν.

Ο Τόμας εργάζεται τώρα σε ένα φτηνό ξενοδοχείο τηςπλατείας Βάθη, τρεις το μεσημέρι με έντεκα το βράδυ, στηρεσεψιόν, ανάμεσα σε μαρμαρωμένα πρεζόνια, αντρειωμένατραβεστί, σαβουρογάμηδες πλασιέ και κομπιναδόρους της ε-πιβίωσης. Τα καταφέρνει μια χαρά, με έναν απόμακρο επαγ-γελματισμό που δεν σηκώνει πολλά πολλά και παλιομοδίτι-κη αξιοπρέπεια γεροντοπαλλήκαρου, που ρουφάει αργά τονκαφέ και τα τσιγάρα του σαν προαιώνιος Αιγύπτιος, χρόνιαστην πιάτσα.

Κάνουμε καμιά βόλτα μετά τη δουλειά του και όταν τον

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 497

ρωτάω πώς θα ’θελε να ζήσει όσα χρόνια τού μένουν ακόμη,δεν το σκέφτεται πολύ.

«Στην Ολλανδία, αλλά ξανθός, με γυμνασμένο κορμί δί-πλα σε πισίνες, αυτή η εικόνα μ’ αρέσει για τον εαυτό μου».

Σκέφτομαι ότι ίσως ψάχνει για αλλαγή ταυτότητας, όπωςο ήρωας του Αντονιόνι στο Επάγγελμα ρεπόρτερ. Άραγε οφίλος μου έχει φτάσει στο αμήν με τη μέχρι τώρα ζωή του;Κι εγώ; Θέλω ν’ αλλάξω ζωή;

Μου ’χει περάσει απ’ το μυαλό να μένω σ’ ένα απομονωμέ-νο σπιτάκι δίπλα σ’ έναν έρημο αυτοκινητόδρομο, για να κάνωπαρέα σε άγνωστες μελοδραματικές γυναίκες που άφησανπίσω τους ασφυχτικές σχέσεις, μοναχικούς άντρες που το’χουν ρίξει στην περιπλάνηση, μικρά κορίτσια που το ’σκασαναπ’ το σπίτι τους και θέλουν να πάνε κόντρα σε όλα, να είμαιεκεί, με κορμί σε φόρμα και πνεύμα σε ετοιμότητα, προς λεη -λασία περαστικών πειρατών της περιπέτειας...

Αλλά αυτά είναι εικόνες που έρχονται και φεύγουν, δενμου κρατάνε πολύ, είναι όπως οι ρόλοι στο σεξ: ρωμαίος πα-τρίκιος, πόρνη στην αρχαία Αίγυπτο, καλπάζων στρατηλά-της, αινιγματική θεά, λιοντάρι που κατασπαράζει αντιλόπη,λατρευτικό ανδρογύναιο, όλοι αυτοί οι ρόλοι που παίζονταιστις κρεβατοκάμαρες, σε αυτοκίνητα και ασανσέρ, σκαλω-σιές οικοδομών, εσοχές κτηρίων, απομονωμένα αλσύλλια, α-χρησιμοποίητα υπόστεγα, έρημες παραλίες, με κορμιά πουλειώνουν από ανεξέλεγκτο πόθο, εκατομμυρίων ανθρώπωνπάνω στη γη, εδώ και εκατομμύρια έτη φωτός.

Αλλά τώρα δεν έχω καμία επιθυμία να γοητεύσω ή να α-ποπλανηθώ –ποτέ να κατακτήσω–, βαριέμαι.

«Είσαι παραιτημένος», μου πετάει κάποιος γνωστός.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 498

Μια μικροκαμωμένη αναύτρα μ’ όλα στη θέση τους, σ’ έναμπαρ της παραλιακής, με παίζει και της χαμογελάω παιδικάόταν μου προτείνει να φέρει το αγόρι της να τη βρούμε κι οιτρεις μαζί, δεν νιώθω κολακευμένος απ’ την πιθανή φήμη μου.Μα φαντάζεται πως θα αποπλανηθεί απ’ τον έκφυλο συλλέ-κτη παραστρατημένης εφηβείας; Και δεν έχει να κάνει με τηνπιθανότητα να τους διαφθείρω –σιγά τα χρηστά ήθη της νεο-λαίας–, αλλά με την έλλειψη ενδιαφέροντος από πλευράς μουγια συμμετοχή.

Παρ’ όλα αυτά στο ταξί που παίρνουμε κι οι τρεις μας δη-μιουργείται μια ατμόσφαιρα αισθησιασμού, με τη μίνι φού-στα της, που φέρνει σε γκρο πλαν το φουσκωτό τριγωνάκιτης κοκκινωπής πυρπολημένης κυλόττας της, και τον ταξιτζήνα χαϊδεύει τον καβάλλο του, αλλά τους αφήνω να κατέβουνκάπου στη Νέα Σμύρνη, με τα περσικά μάτια του φίλου τηςγλαρά από χαμηλοβλεπούσα προσμονή και παρά τη διαθεσι-μότητα του ζωηρού οδηγού, καταλήγω σπίτι μόνος.

Διαπιστώνω για μία ακόμα φορά ότι εδώ και κάμποσοκαιρό μού ’χει ξεθυμάνει αυτό που για πολλούς ανθρώπους ι-σχύει μέχρι να φύγουν απ’ αυτή τη ζωή: καλπάζουσα όρεξηγια μουνάκια, πούτσους κωλαράκια, βύζους, ρουφήγματα, ξε -σκίσματα, χυσίματα, όλα καλέσματα της σάρκας, της φύ-σης... αλλά δεν νιώθω μελαγχολικός.

Αισθάνομαι σαν να ξαναπερνάω την προεφηβική φάση, πουόλα μου ήταν άγνωστα –ή έχω ξεχάσει πώς γίνονται;– και δενβιάζομαι καθόλου να μου αποκαλυφθούν. Σαν να ’χω ξεφορτω-θεί περιττά βάρη και ελαφρύς πια, σίγουρα πολύ ελαφρύτεροςαπό πριν, τραβάω το δρόμο μου μέσα από κάτι έρημα μονοπά-τια, με την προσδοκία του παιδιού για κάτι μαγικό.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 499

Στη δεύτερη σαιζόν του La nona με την ίδια διανομή, η παρά-σταση υπογραμμίζεται από κριτικούς, σχολιαστές παρακαλ-λιτεχνικών στηλών, γκλόσσυ περιοδικών, ο Πρόεδρος της Δη -μοκρατίας Στεφανόπουλος καταφθάνει ένα βράδυ, με τη φρου -ρά του να ασφαλίζει το θέατρο απ’ το απόγευμα.

Σκέφτομαι ότι θα ’χει πλάκα να πω στον κύριο Στεφα-νόπουλο την ιστορία με το σπίτι στην Πάτρα, όπου βρέθηκατυχαία ένα βράδυ, όταν μια φίλη με εμφάνιση Βιεννέζαςπιανίστας και προφορά από πατρινό τσαμπούκι μού πρό-τεινε «Πάμε Πάτρα;», «Πότε;», «Τώρα, με το σκαραβαίομου, εγώ οδηγώ, εσύ απολαμβάνεις το τοπίο... Έλα, πά-με...».

Φτάσαμε βράδυ σε μια πλατεία της Πάτρας, παρκάραμε,βγήκαμε, μπήκαμε σε μια πολυκατοικία, ανεβήκαμε με τοασανσέρ στο διαμπερές ρετιρέ, φίλοι, γνωστοί της, γέλια,τσουγκρίσματα, κάτι τσιμπούσαμε, νύσταξα, με πήγαν σεμια μεγάλη σκοτεινή κρεβατοκάμαρα, έπεσα σχεδόν με ταρούχα στο κρεβάτι.

Όταν ξύπνησα, έμπαινε φως ημέρας μέσα από κουρτίνεςκαι οι κορνιζαρισμένες φωτογραφίες στους τοίχος ήταν πορ-τραίτα βασιλιάδων, πολιτικών... Πού ήμουνα; Στην κουζίναπου κατέφυγα για πρωινό, έμαθα απ’ τους άλλους ότι κοιμή-θηκα στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού του Προέδρου τηςΔημοκρατίας στην Πάτρα και ήμουν παρέα με τα παιδιά τουκαι τους φίλους τους.

Απόψε στο θέατρο θα είχε πλάκα μετά τα συγχαρητήριαγια την παράσταση:

«Κύριε Στεφανόπουλε, πρέπει να σας πω ότι έχω κοιμηθείστο κρεβάτι σας».

«Στο κρεβάτι μου;»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 500

«Εννοώ χωρίς εσάς βεβαίως, ερήμην σας, εν τη απουσίασας, φιλοξενήθηκα κάποιο βράδυ πριν από καιρό».

Ε, σίγουρα θα πέσουν γέλια. Έχει χιούμορ ο πρόεδρος νο-μίζω. Αλλά ο Πιατάς, όταν του το ανακοινώνω, είναι ανέν -δοτος:

«Αχ, σε παρακαλώ, καλέ μου φίλε, χιουμορίστα, αδελφέμου, μη, γιατί, εντάξει, θα πέσουν γέλια, σκέψου όμως τιςκάμερες, τους φωτογράφους, τα σχόλια στις ειδήσεις, σταπεριοδικά, σε παρακαλώ, ξέχνα το, αγάπη μου γλυκιά, μη».

Γελάμε και το ξεχνάω.Δεχόμαστε χειραψίες, κομπλιμέντα και φλας όσο πιο σε-

μνά γίνεται, με τον Πιατά να λάμπει από ευχαρίστηση μέσαστο μπλε ρουαγιάλ του κουτιού χνουδωτό μπουρνούζι του.

Η παράσταση έχει θεατές όλων των ηλικιών, τάξεων και α-ντιδράσεων. Μια καστανόξανθη του βουτύρου εκπάγλου υ-γείας, από χλωροφύλλη βορείων προαστίων, τρελαίνεται μετο κτήριο του θεάτρου μας.

«Πόσο θα ’θελα να μένω σ’ έναν τέτοιο χώρο, σαν λοφτ,ξέρεις. Τι τέλεια...»

Η Αλίκη Περωτή-Κωνσταντοπούλου συγκινείται και παρ’όλα τα κοσμοπολίτικα πηγαινέλα της, ξανάρχεται και ξανάρ-χεται με φίλες της σε αποχρώσεις μπεζ τουήντ. Ο ΓιώργοςΜέρλος δεν παραλείπει να εμφανιστεί με Γιαμαμότο στυλ.Ένας Σουηδός προφέσσορας, συνδιοργανωτής κάποιου γα-στρονομικού συνεδρίου, μας προτείνει μέσω του διερμηνέατου να εμφανιστούμε στη Λουντ. Λες να το εννοεί; Και γιαπότε; Το συνέδριο είναι αρχές Οκτωβρίου κι έχουμε άνοιξη,μέχρι τότε, καλά, θα δούμε.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 501

Ο Τάσος Φαληρέας περνάει σχεδόν κάθε βράδυ –μένει πο-λύ κοντά– και γουστάρει να βγαίνουμε με την πρώην του,Λυδία, που εξακολουθούν να πειράζονται.

«Είναι πολυέξοδη κυρία, το πήρε απ’ τη μάνα της».Γελάω με τον Τάσο όταν αναφέρεται σε ιστορίες ερώτων

καλλιτεχνών τραγουδιού με ποδοσφαιριστές και πόσο μεγά-λη είναι η αγκαλιά του λαϊκού τραγουδιού ακόμα και σε α-ντρικούς έρωτες. Και για το χασίσι και τη φούντα, που όλοιτο φουμάρουνε, και για τον νηφάλιο χιώτη σε στούντιο ηχο-γράφησης της Νέας υόρκης με τους φτιαγμένους μουσικούςτου, που δεν καταφέρνουν να συντονιστούν ο ένας απ’ το αλ-κοόλ, ο άλλος από τσιγαριλίκια κι ο τρίτος από σκόνες, νατους λέει:

«Κύριοι, για σήμερα γεια σας. Φροντίστε να πιείτε όλοιαπ’ το ίδιο κέρατο απόψε, για να μπορέσουμε αύριο να συντο-νιστούμε και να ηχογραφήσουμε».

Μια καστανή με σκούρο, ατμοσφαιρικό βλέμμα και καλο-βαλμένο σκαρί με περιμένει μετά την παράσταση για να ταπούμε. Στο κοντινό ρεστωράν της Αλεξάνδρας μου ξετυλίγεισιγά σιγά το αρχιτεκτονικό της θέμα. Κάνει μια εργασία γιατο πώς θα μπορούσε να είναι το διαμέρισμα ενός καλλιτέχνηκαι διάλεξε εμένα για μελέτη, που θα οδηγήσει στο σχεδια-σμό του ιδανικού χώρου για την περίπτωσή μου.

«Που σημαίνει συζητήσεις, επισκέψεις μεταξύ μας προ-κειμένου να;...» ρωτάω.

«Να δω κι εγώ τι θα κάνω».«Με ποιο πράγμα;»«Με το σχεδιασμό».

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 502

«χαίρομαι όταν απ’ την αρχή με βλέπουν ως πειραματό-ζωο», γελάω.

«Μια συνεργασία ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου βγάλει...»«Φυσικά, αγαπητή μου, εκτός κι αν έχεις αποκλείσει τις

ερωτικές σχέσεις, που είναι η περίπτωσή μου...»«Σοβαρά; Δε σε αφορά καθόλου;»«Καθόλου».«Μου κάνει τρομερή εντύπωση».«Ξεπέρασέ το και ρίξου στο σχεδιασμό του ιδανικού δια-

μερίσματος για την περίπτωσή μου. Θα έχω ένα αντίγραφοτης μακέττας για ενθύμιο;»

«Φυσικά».«Και θα έρχεσαι να με μελετάς και τις ώρες που θα κοιμά-

μαι, θα κάνω μπάνιο και τέτοια;» Γελάμε.Ο χρήστος χωμενίδης λατρεύει τα αυτοσχέδια στιχάκια

που συνθέτει ο Τσίτσο στο La nona και με παρακαλάει να τουτα τραγουδάω στα καφέ και τα ρεστωράν όποτε συναντιόμα-στε, χαίρεται σαν μικρό παιδί.

Η Σάσα Γάλη κατεβαίνει στην Αθήνα, την περιμένω απόψε.Όταν με σταμάτησε ένα μεσημέρι στην Τσιμισκή της Θεσ-σαλονίκης και μου συστήθηκε, νόμιζα ότι ήταν ψευδώνυμο η-ρωίδας του Γιάννη Μαρή. Η συλλογή μου πλουτιζόταν ρίβαΛάβα, Νώε Παρλαβάτζα και τώρα Σάσα Γάλη. Μου ’κανε ε-ντύπωση ο τρόπος της με το που γνωριστήκαμε.

«Θέλω πολύ να κατέβω στην Αθήνα, θα με πάρεις μαζίσου;»

«Πώς σου ’ρθε;»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 503

«Σε πάω πολύ, γι’ αυτό, δεν έχω καλύτερο...»«... τρόπο να κατέβεις στην Αθήνα;» συμπληρώνω.«Πάρ’ το κι έτσι, ρε μεγάλε, γουστάρω όμως να ’μαστε

παρέα».Η αιχμηρή στυλάτη μελαχρινάδα της είναι εντυπωσιακή.

Θυμίζει την Κριστίν Κίλλερ απ’ το σκάνδαλο Προφιούμο.«Εντυπωσιακή πρόταση από μια άγνωστη καλλονή. Από

πού είσαι;» Έχω μπει στο παιχνίδι της.«Απ’ την Καβάλα, αλλά πηγαινοέρχομαι Θεσσαλονίκη,

κάνω παρέα με Καραδιάκο, Μεγακλή». «Κάποιες φυσιογνωμίες».«Παίζω και μουσική ως ντιτζέι σε κλαμπ».«Εξαιρετικές συστάσεις και μοιάζεις στην Κριστίν Κίλ-

λερ, μια μοιραία σπαθάτη απ’ το Λονδίνο, ένα σκάνδαλο κά-ποτε, θα ’σουν αγέννητη».

«Δεν είμαι και τόσο μικρή».«Ούτε γι’ αστείο, για αγοροκόριτσο σε κόβω».«Μάγος είσαι; Έχω όμως κι ένα γιο».«υπάρχει πατέρας;»«Στο Λονδίνο, δεν έχουμε σχέση».«Κάνα φράγκο στέλνει;»«Ναι, εντάξει, η οικογένειά του είναι άνετη...»«Και τον μικρό τον κρατάει η μητέρα σου».«Τώρα ναι, σίγουρα. Του ’χα μια μπέιμπυ σίττερ, μια χα-

μένη, δεν ήξερε τι της γινότανε, έπινε κρυφά κι έλεγε κάτι α-συναρτησίες στο παιδί...»

«Ο μικρός θα διασκέδαζε...»«Δεν είμαι σίγουρη, μάλλον φρίκαρε, γάμησέ τα, μεγά-

λε».

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 504

Έχει περάσει κάνα τρίμηνο με γελαστικά τηλεφωνήματακαι απόψε, γύρω στις εντεκάμισι, στην πλατφόρμα του Σταθ -μού Λαρίσης βολτάρω δίπλα στα βαγόνια του συρμού που α-δειάζουν, χωρίς να καταφέρνω να διακρίνω τη Σάσα, όταν στοτέλος του άδειου υπόστεγου ένας μαύρος αχθοφόρος σπρώ-χνει σαν παιδικό παιχνίδι ένα φαρδύ τρέιλερ, φορτωμένο βα-λίτσες, βαλιτσούλες, σακβουαγιάζ, καπελλιέρες, συντονισμέ-νο με το προσεγμένο ταξιδιωτικό στυλ της σπαθάτης καλλο-νής, που μου χαμογελάει ανιχνευτικά.

«Πολλά μπαγκάζ, ούτε η Ελίζαμπεθ Ταίηλορ να ’σουνα,ελπίζω το περιεχόμενο να ’ναι πιο καλόγουστο απ’ τη χολλυ-γουντιανή κιτσαρία», της πετάω.

«Σκέφτηκα ότι επειδή είσαι φίνος, να μην εμφανιστώ μετζην και αρβυλάκια».

Στο ταξί που τα φορτώνουμε, ο μαύρος αχθοφόρος τήςπασάρει ένα χαρτάκι.

Στο καθιστικό της Δεινοκράτους μου περιγράφει με κάθελεπτομέρεια τον τύπο που της την έπεσε στο μπαρ του τραί-νου, και που ευτυχώς κατέβηκε στη Λάρισα, τη φοιτήτριαπου πιάσανε κουβέντα και της είπε, αν δεν έχει πού να μείνει,να πάει μαζί της στα Πατήσια και τον μαύρο, που δεν ήταν α-χθοφόρος, απλώς τη βοήθησε και προθυμοποιήθηκε να τηςπουλήσει μαύρο.

«Πάλι καλά που δε σου πάσαρε άσπρη, να παίξουμε σεμαυρόασπρο».

«Μου πάσαρε το τηλέφωνό του, αλλά δεν έχω σκοπό νατον ψάξω».

«Τώρα βέβαια όλα αυτά τα μπαγκάζ θα μείνουν εδώ, στημέση, γιατί δεν υπάρχει χώρος και έξτρα ντουλάπες για τόσοβεστιάριο...»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 505

«Στο τηλέφωνο μου έδωσες την εντύπωση ότι το σπίτι ή-ταν μεγάλο...»

«Επειδή μιλούσα για πισίνα, ανατολικά και δυτικά διαμε-ρίσματα, υπηρετικό προσωπικό, μακριούς διαδρόμους πουθα πολλαπλασιάζουν την ηχώ των γέλιων μας και τέτοια...Ένα δυάρι είναι...»

«Άνετο όμως, ε;»«Ναι, κάπως...»Η Σάσα ανοιγοκλείνει την κομψή φλατ κυπαρισσί βαλι-

τσούλα με τα CD της, τα περισσότερα σάουντρακ ταινιών, πουπαίζουν ασταμάτητα, καπνίζει ακατάπαυστα –όχι στην κρε-βατοκάμαρα–, ανεβαίνει για να λουστεί στο φως της αυγήςστον Λυκαβηττό, όλη μέρα γυρίζει στο Μοναστηράκι καιστην Πλάκα, τα βράδια πάει σε κλαμπ, μπαρ, πάρτυ, δεν συ-ναντιόμαστε συχνά, εγώ με το ραδιόφωνο το πρωί στον RockFM και το θέατρο το βράδυ, δεν έχω χρόνο για χαβαλέ, βόλτεςκαι ξενύχτια, η ατμόσφαιρα φορτίζεται, η Σάσα είναι αλλούκι έχω την έννοια της, μια Κυριακή μεσημέρι την κάνει γιαΘεσσαλονίκη – Καβάλα.

Το βράδυ στην παράσταση είμαι σκοτισμένος και σε μια αλ-λαγή φωτισμού, μέσα στο σκοτάδι παραπατάω απ’ το προ-σκήνιο στο κενό, προσγειώνομαι με τα ευτυχώς μακριά κανιάμου στα σιδερένια χερούλια δύο άδειων καθισμάτων, το αρι-στερό μου γόνατο με λιγώνει στον πόνο, μπουσουλώνταςπαίρνω τη θέση μου, τα φώτα ανάβουν, όλοι πήραν χαμπάριτο γκρεμοτσάκισμα, αλλά παίζω τον ατάραχο. Όσο προχω-ράει η παράσταση, το χτυπημένο γόνατο πονάει, το τανγκότο χορεύω με δυσκολία, στο διάλειμμα λίγος πάγος το μου-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 506

διάζει, με το που τελειώνουμε, κουτσαίνοντας ανάμεσα στονΠιατά και στη Λέλα διανυκτερεύω στον Ερυθρό Σταυρό. Νυ-χτερινή ακτινογραφία: μερική ρήξη του έσω πλαγίου, μπα-ντάρισμα με ελαστικό επίδεσμο και οστεοπαθολογική σύ-σταση για ακινησία. Δεν το πιστεύω, στην εποχή μας η ακι-νησία μού ακούγεται πολύ αναχρονιστικό.

Ύστερα από δύο ημερών εκνευριστική ακαμψία και α-νταλλαγές τηλεφωνημάτων με φίλους και γνωστούς, κατα-λήγω στο φυσιοθεραπευτήριο του αθλίατρου Παπαδήμα, στούψος του ΦΛΟΚΑ στην Κηφισίας. Έχω μια ανεξήγητη εκτί-μηση σε στρατιωτικούς γιατρούς και αθλίατρους, μ’ αρέσειπου σε σπρώχνουν σε δράση εδώ και τώρα. Με την καθημε-ρινή άσκηση και τις κινέζικες ακτινοβολίες το πόδι θα αποκα-τασταθεί, αλλά το τανγκό για τρεις βδομάδες αναβάλλεταικαι κάποια στιγμή επιτέλους ξαναχορεύω με την αδημονούσαπαρτεναίρ μου.

Την Πρωτομαγιά στο πολύχρωμο περιβόλι, όπου ευδαιμονι-ζόταν η παρέα της Κλαίρης με τον Τόνυ, αγγλοθρεμμένος μεπλούτη και γούστα τύπου sympathy for the devil, η Τίσσαμάζεψε λουλούδια ξυπόλητη, έπλεξε στεφάνι και με στεφά-νωσε. Οι διονυσιασμένοι συνδαιτυμόνες χειροκροτούσαν.

Της είχα κάνει εντύπωση όταν πρωτογνωριστήκαμε πουδεν τη χούφτωσα με το καλησπέρα σας, παρά το ωμό, κρου-στό σεξαπήλ της, και μετά την πρώτη νύχτα του αναγνωρι-στικού τανγκό μας, το πρωί, καθώς έφευγε, μου πέταξε μετην υπερηφάνεια της ιόνιας κορμοστασιάς της.

«Σας ευχαριστώ, αγαπητέ μου, που συμπεριφερθήκατεστη μήτρα μου με ευγένεια».

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 507

Πρωτάκουστο αλλά παραμυθένιο. Λατρεύω τον πληθυ-ντικό στις πολύ ιδιωτικές στιγμές.

Μετά έγιναν διάφορα, βόλτες, και ξενύχτια, και ποτά, καιόταν έβρεχε και οι κεραυνοί άστραφταν και φώτιζαν τον στα-χτή θόλο, της άρεσε να λειώνουμε σε υπόστεγα λεωφορείων,τηλεφωνικούς θαλάμους, κάτω από τέντες κλειστών περι-πτέρων, μισό βήμα απ’ το πιτσίλισμα της βροχής. Τι τρέλα...Δεν γουστάρει έρωτα σε καναπέ και κρεβατοκάμαρη, τα θεω -ρεί χωρίς φαντασία, δήθεν πολιτισμένα. Έχει μεγαλώσει μεγιαγιά και παππού, ευγενικούς παραμυθάδες, και η χάρη τουαγίου Σπυρίδωνα την προφυλάσσει απ’ τις κακοτοπιές, τοπιστεύει αυτό.

Βρίσκει τον έναν πολύ ογκώδη για το γούστο της, τον άλ-λο πολύ κοντό που της κάνει τον έξυπνο για να του κάτσει,μόνο στον Αντώνη αναγνωρίζει ευγένεια και σε κάποια φάσητου αφοσιώνεται με εσωστρέφεια μοναχής των πρώτων χρι-στιανικών χρόνων.

Είναι τρομερό: θεσμοί, οργανισμοί, δημόσια πρόσωπα, καλ-λιτέχνες, διανοούμενοι, πολιτικοί είναι όλοι και όλα σε ανυπο-ληψία.

Ακούς ή βλέπεις σε μια δημόσια συζήτηση κάποιον να ξε-χωρίζει. Πας να ενθουσιαστείς κι αρχίζουν οι ενστάσεις· ποιοςαυτός; Ο πατέρας του δωσίλογος επί Γερμανών, ο ίδιος ανα-κατεμένος σε μια υπεξαίρεση. Ο τάδε πολιτισμένος πολιτι-κός καρριέρας έφαγε την περιουσία της γυναίκας του, την ά-φησε και με τρία παιδιά και πάει γι’ άλλα. Αυτό τον καλλιτέ-χνη τον συντηρεί μια πλουσία απ’ την επαρχία, ο χαριτωμέ-νος ζεν πρεμιέ είναι τεκνό του τάδε μεγαλόσχημου, ο ιδιοκτή-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 508

της του μπιστρό της μόδας γκομένιζε με τη σύζυγο κάποιουεφοπλιστή, την ξανθιά που κάνει καρριέρα στην τηλεόρασητη στηρίζουν κάτι καθάρματα του χρηματιστηρίου, τη σύζυ-γο του μεγαλοπαράγοντα, ε, αυτή την έχουν πάρει όλοι... Κιόλοι αυτοί είναι ακόμη εδώ και κάνουν παιχνίδι καθημερινά.

Και ο συνθέτης Γιάννης χρήστου, ο ζωγράφος Λευτέρηςρόρρος, ο αρχιτέκτονας Κυριάκος Κρόκος, ο Βασίλης Λα-μπρόπουλος, μεταφραστής του Τζων Ντος Πάσος, η μετα-φράστρια του Μπέκετ Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, γιατίέφυγαν τόσο νωρίς;

Μου τηλεφωνεί συχνά στον Rock FM, που κάνω εκπομπή κά-θε πρωί, για να μου πει πόσο με ξεχωρίζει και εκτιμάει καιπόσο ονειρεύεται εξαιτίας μου. Στο ραντεβού που επιμένει ναδώσουμε στο ΦΙΛΙΟΝ, είναι όμορφη, σπουδάζει φιλοσοφίατης Θεολογίας, διατυπώνει τις σκέψεις της σε καλά ελληνικάκαι επιμένει ότι χαραμίζω το ταλέντο που μου έδωσε ο Θεόςσε ευτέλειες. Τη διαβεβαιώνω ότι είναι επιλογή μου ό,τι κά-νω, όποιος είμαι, δεν με παρέσυρε κανένας, μ’ αρέσει η ζωήπου ζω.

Στα επίμονα τηλεφωνήματά της, τώρα πια και στο σπίτιμου, ξεδιπλώνει ανενδοίαστα και ασφυχτικά τις αγγελικέςτης φτερούγες για να με προστατέψει απ’ το παραστράτηματης απώλειας που με έχει παρασύρει.

Στην αρχή διασκεδάζω με το ενδιαφέρον της, μετά ενο-χλούμαι με τη συχνότητα των τηλεφωνημάτων της και στησυνέχεια εκνευρίζομαι κάθε φορά που μου ζητάει να βρεθού-με για εκ βαθέων διάλογο. Προσπαθώ να την πείσω ότι δεν μ’ενδιαφέρουν τα τετ-α-τετ αυτογνωσίας, οι αποκαλυπτικές ε-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 509

ξομολογήσεις και το ουμανιστικό ενδιαφέρον της. Η φανατι-κή εμμονή της μ’ αφήνει συχνά άφωνο, όπως το θράσος. Εί-ναι κακομαθημένη, απ’ τους γονείς της προφανώς, μια κοκό-να μεσοαστικής αφθονίας και θεοσεβούμενης αγαμίας, και τογεγονός ότι είναι αφράτη και προσφέρεται για λεηλασία τηςβουτυρένιας ροζέ σάρκας της δεν με ερεθίζει καθόλου, απενα-ντίας μου τη σπάει, ιδίως γιατί έχει ανασκουμπωθεί για ναφέρει εις πέρας τη σωτήρια της ψυχής μου· ερήμην μου.

Παρά την ομολογημένη αδιαφορία μου για τη σωτηρίατης ψυχής μου και το γνώθι σαυτόν μου, είναι καθημερινάπαρούσα με τηλεφωνήματα σε άσχετες ώρες και κουδουνί-σματα της εξώπορτάς μου σε ακατάλληλες στιγμές –ξέρω ό-τι είναι αυτή και δεν ανοίγω–, λουλούδια, κάρτες, επιστολέςκαι τούρτες –μήπως είναι δηλητηριασμένες;– με περιμένουνέξω απ’ την πόρτα, λες και της έχει ανατεθεί άνωθεν η απο-στολή της επαναφοράς μου στον ίσιο δρόμο. Μου περνάει απ’το μυαλό να τη συνεφέρω με κανένα βίαιο σοκ, αλλά αν είναιαυτό που κατά βάθος επιθυμεί, την πάτησα.

Όταν ύστερα από ένα δεκάμηνο ενοχλήσεων μου ανακοι-νώνει ότι φεύγει για μεταπτυχιακό στην Ευρώπη, ανασαίνω.Όχι για πολύ όμως, γιατί τα τηλεφωνήματά της απ’ την κα-θεδρική πανεπιστημιούπολη ξαναγίνονται καθημερινά καιμακράς διαρκείας. Θα πρέπει να πληρώνει πολλά, αλλά γι’αυτό σκασίλα μου, το στενό μαρκάρισμα είναι το θέμα. Κά-ποιος συμφοιτητής της τη φλερτάρει μου εκμυστηρεύεται.

«Και γιατί δεν του δίνεσαι σκέτα, σωματικά;»«Γιατί δεν αισθάνομαι τίποτα γι’ αυτόν».«Αισθάνεται όμως προφανώς εκείνος, οπότε μέσα απ’ την

επιθυμία του μπορεί κι εσύ να νιώσεις ηδονή...»«Μα δε μ’ ενδιαφέρει η ηδονή ως αυτοσκοπός...»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 510

Προσπαθώ να γίνομαι κυνικός, ωμός, ακραίος μαζί της,αλλά δεν πιάνει τίποτα.

Η επόμενη σεκάνς τηλεφωνημάτων της έχει να κάνει μεκάποιον προφέσσορά της που τον εκτιμά, αλλά που της τηνπέφτει.

«Και δεν του προσφέρεσαι;»«Όχι βέβαια».«Δεν είναι σωστό», το παίζω σοφός.«Γιατί;»«Διότι είναι πανάρχαια ιστορία η έλξη δασκάλου – μαθή-

τριας».«Μα εγώ δεν...»«Δεν έχει σημασία. Σε θέλει εκείνος και οφείλεις να αντα-

ποκριθείς».«Τι να κάνω;»«Να πέσεις στα γόνατα και να του πάρεις πίπα, να ταπει-

νωθείς, να πηγαίνεις στη βιβλιοθήκη του και να του δίνεσαιανάμεσα σε συγγράμματα και επιστημονικές περγαμηνές...»

«Μα τι λες τώρα;»«Βεβαίως, να γίνεις σκλάβα του πέους του, να μάθεις τι

σημαίνει ερωτική αιχμαλωσία, μόνο έτσι θα ανυψωθείς. Θεο -λογία σπουδάζεις, ο ταπεινών εαυτόν... ξέρεις...»

Λέω ό,τι μου κατέβει στο κεφάλι για να απαλλαγώ απ’την ψυχωσική ασφυξία της. Δεν το βάζει κάτω.

Ένα απόγευμα υγρού καύσωνα που τα ’χω φτύσει, πάωστο αστυνομικό τμήμα. Ο αξιωματικός υπηρεσίας είναι φα-νατικός φουμαδόρος και υπηρεσιακά σαφής.

«Παγιδεύουμε το τηλέφωνό σας κι όταν εμφανιστεί τοπαρενοχλητικό τηλεφώνημα, επεμβαίνει ο εισαγγελέας».

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 511

«Ε, όχι κι έτσι, πάει μακριά η βαλίτσα».«Τι θέλετε, κύριε;»«Να γίνει μια σύσταση, όχι εισαγγελείς και νόμοι... Δε θέ-

λω να φτάσει στην οικογένειά της το θέμα...»«Ακούστε, κύριε, δεν έχουμε χρόνο να ασχοληθούμε με τις

αισθηματικές σας ιστορίες, έχουμε πιο σοβαρά προβλήματαπου μας απασχολούν».

Φεύγω άπραγος.Στο επόμενο τηλεφώνημά της γίνομαι βίαιος, βρόμικος

και κακός.«Δεν πας να γαμηθείς μπας και συνέλθεις, αν σε πετύχω

πουθενά, σε προειδοποιώ, θα πέσουνε κλωτσιές. Άι στο διάο -λο, μουνόπανο. Αν θες το πειραιώτικο ντε λα μαγκέν θα το έ-χεις και με το παραπάνω, άι γαμήσου, ιεραποστόλισσα τουκώλου...»

Κατεβάζει το ακουστικό μέσα σε λυγμούς.Αυτό ήταν, ησύχασα.

Τη βλέπω για πρώτη φορά στο BANANA MOON –ένα μπαρ α-πέναντι στο Καλλιμάρμαρο, ανάμεσα στα δέντρα και πίσωαπ’ τις μπασκέτες της Φωκιανού–, με πανσέληνο και τηνπερνάω για καρτούν. Το ολόγραμμα της Τζέσσικα ράμπιτ,με τις καμπύλες, τα μακριά πόδια και την ντυμένη γύμνιαπάνω σε ροζ ψηλοτάκουνα και με το χέρι μου να έχει αυτονο-μηθεί και να θέλει να χωθεί κάτω απ’ το κοντό, εφαρμοστόφόρεμα, για να χουφτιάσει το... Σαν να με διαβάζει, έρχεταιδίπλα μου και πιάνουμε τηλεγραφική κουβέντα. Κολλάω πά-νω της κάνα δυο φορές, υποβοηθούντος του συνωστισμού, για

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 512

να διαπιστώσω ότι όντως δεν φοράει εσώρουχα. Γύρω μαςμεθυσμένα βλέμματα τη γδύνουν και ξανθιές πρωτογαμή-στριες ακριβοπληρωμένων αθληταράδων ποζάρουν αλά που-τανέσκ ντε λουξ, για να αποσπάσουν την προσοχή τους. Ημούνα στο κούτελο και το ξέκωλο παραδομένο στο χοντρόέμβολο του αρχιπαιχταρά, τυλιγμένο σε εκατοσταδόλλαρα.Μπας και κάτσει και κάνας γάμος. Το καρτούν είναι άλλοςτύπος. Διδάσκει μπαλλέττο σε μικρά παιδιά, τρώει μόνο χορ -ταρικά και πίνει χυμούς, δεν φοράει εσώρουχα για να μη μο-λύνει το ιερό φύλο της, το φυλάει για τον ένα και μοναδικό πουθα της υποδείξει η θρησκευόμενη διαίσθησή της.

Στο δωμάτιό της μου κρατάει το ένα χέρι συνέχεια, σαντελετή αφοσίωσης, το άλλο μου μπορεί να χαϊδεύει το κρου-στό κορμί της, αγαλμάτινο, και τα λόγια της έχουν κάτι απόχρησμοδοτική παραζάλη. Απίστευτο κάζο. Από τη μια ονει-ρική και βιβλική κι απ’ την άλλη ακυβέρνητη μήτρα, μ’ αυτήτην καθηλωτική σωματικότητά της.

Όταν καθόμαστε στο πίσω κάθισμα των ταξί, με τα γραμ -μωτά της πόδια να οριοθετούν γαλακτερούς διαδρόμους, πουκαδράρουν το φουντωτό αξύριστο λόφο της, μια ρόδινη αχνο-φεγγιά, κινδυνεύουμε να τρακάρουμε απ’ τους ξαναμμένουςταξιτζήδες και τα γκαρσόνια στα εστιατόρια ξεχνάνε παραγ -γελίες, όρθια, πάνω απ’ το απροκάλυπτο ντεκολτέ της ή τουςαπαιτητικούς σφιχτούς γλουτούς της.

Παρά το γεγονός ότι οτιδήποτε κι αν φοράει παραμένειγυμνή, παρά το παναγιότατο ύφος της, τις κουβέντες της πουπαραπέμπουν σε μυθολογικές μεταμορφώσεις και βιβλικέςπαραβολές, το φως που τη λούζει απ’ την αθώα ενέργεια τωνπαιδιών που τους διδάσκει μπαλλέττο, και που η επιθυμίατης να γεννήσει πολλά είναι μεγάλη, αν και μ’ εμένα παρέα οι

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

o

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 513

πιθανότητες ελαχιστοποιούνται, παραμένει αχαρτογράφητη. Ένα βράδυ, με την πρώτη ψύχρα του φθινοπώρου να ριγεί

ο γλυπτός κώλος της στη μαρίνα του Φαλήρου, όρθιοι, δίπλαστα αφρισμένα σκοτεινά κύματα, με το πιτσίλισμα της αλμύ-ρας ανάμεσα στους μηρούς της και το συννεφιασμένο φεγγάρινα μαγνητίζει το βλέμμα της, αφήνω τα προσχήματα καικαρφώνομαι πισωκολλητά στο νοτισμένο τρίγωνό της με τηνελαστικότητα του πινέλλου, καθώς όλη της η κρουστή σάρκαείναι δοσμένη στο κάλεσμα της σκοτεινής σελήνης και στο ά-φρισμα της μαύρης θάλασσας, με το χρόνο να καταργείται.Κάποιοι προβολείς με συνεφέρουν, για να διαπιστώσω ότιπίσω μας έχουν παρκάρει αυτοκίνητα με ζευγάρια των περι-πτύξεων και αντροπαρέες του χαβαλέ, που τους προσφέρου-με προφανώς έξοχο θέαμα.

Η ρέπλικα της Τζέσσικα ράμπιτ παραμένει ατάραχη μέ-σα στην αγκαλιά μου –τι θεϊκή ακινησία–, δοσμένη στην υ-περκόσμια τελετουργία με το νυχτερινό σύμπαν. Τη λατρεύωγι’ αυτή την εξωπραγματική της αορατότητα.

Η τρίτη σαιζόν του La nona στο θέατρο Πολύτεχνο θα παι-χτεί με άλλη διανομή. Στους ρόλους του Ορκόπουλου, τηςΚανελοπούλου, του Ζιόβα και της Καμινάρη θα είναι ο Κώ-στας Μεσσάρης, η Ελισάβετ Ναζλίδου, ο Γιώργος Μελισσά-ρης και η άγουρη μικρή Έλενα.

Οι πρόβες ενσωμάτωσης των νεοφερμένων μέσα στο κα-λοκαίρι δεν βαραίνουν εξαιτίας της ζέστης –το Πολύτεχνο εί-ναι δροσερό–, αλλά απ’ το γεγονός ότι οι καινούργιοι πρέπεινα συντονιστούν με μια ήδη καλοστημένη παράσταση, πουγια τους παλιούς –Πιατά, Λυδία κι εμένα– αποτελεί άγραφο

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 514

νόμο, συν τα φαντάσματα των προηγουμένων, που άφησαντα ίχνη τους πάνω στο σώμα της παράστασης.

Παρ’ όλα αυτά, και μ’ όλες τις υπόγειες εντάσεις απ’ τη ζό-ρικη προσωπικότητα του Κώστα, την ανταριασμένη υπερευαι -σθησία της Ελισάβετ, τον καλότροπο επαγγελματισμό τουΓιώργου, η παράσταση δένει και πάλι, αποκτά ρυθμούς καιείναι έτοιμη για την εξόρμηση στη Σουηδία, σαν κερασάκιστην τούρτα του γαστρονομικού συμποσίου της Λουντ.

Αλλά σε μια μίνι περιοδεία που προηγείται, σε Κοζάνη,Βέροια, Κατερίνη, Βόλο, επιστρατεύεται η Λουκία Πιστιόλαστη θέση της Ναζλίδου, που πενθεί με αποχή το θάνατο τουπατέρα της, και ο Πιατάς, πελαγωμένος ανάμεσα σε επαγ-γελματίας θιασάρχης –που δεν είναι– και συγκινησιάρης πο-νόψυχος –που είναι–, σηκώνει τα χέρια ψηλά. Η Λέλα βάζεικάποια τάξη στο παρ’ ολίγον χάος κι όταν κατεβαίνουμε στηνΑθήνα για να ετοιμάσουμε τις βαλίτσες μας για Σουηδία, έ-νας μεσημεριάτικος σεισμός αναστατώνει την πόλη.

Ο Καλλατζής κι ο Ντίνος πετιούνται πρώτοι μακριά απ’το τραπέζι μας, ακάλυπτο απ’ την πυλωτή του ΦΙΛΙΟΝ, καισπεύδουν στη γύρα του διπλανού περιπτέρου, όπου συνωστί-ζονται και οι τυχαίοι περαστικοί, με τους καθημερινούς ζη-τιάνους, τις χορεύτριες απ’ την Ακαδημία της Ομήρου, ταμοντέλα και τις λουξ δικηγορίνες της Σκουφά.

Εγκαταλείπω το τραπέζι με το πάσο μου, μ’ αυτή τη φαι-νομενική αδιαφορία μου απέναντι σε έκτακτα φαινόμενα, συ-μπεριφορά που μου ’χει χαρίσει τον αμφίσημο τίτλο τουμπλαζέ πρόσφατα και παλιότερα Κινέζου ή φαντάσματος, ήκαι πτώματος. Η χορογράφος Έρση Πίττα έχει τρομοκρα-τηθεί, με το κέρινο μυστικιστικό πρόσωπό της να αλλοιώνε-ται από λυγμούς.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 515

«Να πάρει ευχή... είναι ο τρίτος σεισμός που μου τυχαίνει...δεν το πιστεύω... σαν να με κυνηγάει... με κάνει ράκος...»

Την παρηγορούμε όσο πιο ψύχραιμα γίνεται.

Στην πόλη η ατμόσφαιρα γυρίζει σε αγαπησιάρικη. Την επο-μένη το πρωί που πετάμε για Κοπεγχάγη, το μυαλό μου τα-ξιδεύει στην επίσκεψη με τον Πιατά στο Μουσείο της Βεργί-νας, σ’ αυτό τον τύμβο με τα μετέωρα φωτισμένα ευρήματακαι το μεταφυσικό ρίγος. Το ημίφως ήταν υποβλητικό, σε τα-ξίδευε στο τότε, και ο συμπτωματικός συνωστισμός από γυ-μνάσια θηλέων με έβαλε στον πειρασμό να σκεφτώ τι θα γι-νόταν ξαφνικά αν όλο αυτό το σκηνικό βυθιζόταν στο σκοτάδιαπό κάποιο μπλακάουτ. Άραγε όλα αυτά τα κορίτσια θα με-ταμορφώνονταν σε βακχίδες και θα επιδιδόμαστε σε κάτιδιονυσιακό ή θα περιμέναμε ψύχραιμα ν’ ανάψουν τα φώτα;Σενάρια, ίσως μόνο αυτό μπορούμε να σκαρώνουμε πια, σε-νάρια ευσεβών πόθων και ακραίων επιθυμιών, με την πολιτι-σμένη σκόνη σε ετοιμότητα να σκεπάσει τα πάντα, μπας καιμπει κάποια τάξη σ’ αυτό τον ξεσαλωμένο έκκεντρο πλανήτη.Το όνειρο όμως, άπιαστο απ’ την πολιτισμένη μοχθηρία, θαδιαφύγει και πάλι, και μαζί του κι εμείς.

Απ’ το αεροδρόμιο της Δανιμαρκίας μεταφερόμαστε με έ-να φέρρυμποτ σε ένα εικοσάλεπτο στο τελωνείο του Μάλμε,στο νοτιότερο λιμάνι της Σουηδίας, καθώς βραδιάζει. Με έναπουλμανάκι διασχίζουμε κεντρικές φωταγωγημένες λεωφό-ρους, μπροστά από αυτοκρατορικές προσόψεις μυθικών κινη-ματογραφικών ξενοδοχείων –δεν θα μείνουμε σε κανένα απ’αυτά δυστυχώς–, γοτθικών δημόσιων κτηρίων και μοναχι-κών κατεντράλ.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 516

Πάνω στη λεωφόρο έξω απ’ την πόλη με το διάφανο πούσικαι τις λάμπες ομίχλης, οι προαστιακές μονοκατοικίες, φω-τισμένες εσωτερικά σαν έκθεση λυόμενων, με τα καθιστικάτους, τις κουζίνες τους, τους διαδρόμους τους, όλα άδεια, ψυ-χή ζώσα, μας κάνουν εντύπωση.

«Άλλες κοινωνίες, καθαρές, διάφανες, δεν έχουν τίποτα νακρύψουν», σχολιάζει κάποιος.

«Ίσως δεν έχουν και τίποτα να δείξουν», μου ξεφεύγει, «ε-νώ στη χώρα μας έχουμε και να κρύψουμε και να φανερώσου-με ένα σωρό, ε;»

Στο τέλος μιας διαδρομής μίας ώρας στο ξέφωτο ενός δά-σους, χωριζόμαστε σε ξυλόσπιτα για διανυκτέρευση, μας ξε-νίζει, αλλά οι σόμπες είναι αναμμένες και τα σεντόνια στακρεβάτια είναι από χαρτί, για να πετιούνται ύστερα από κάθεκατάκλιση. Κάτι ανάμεσα σε οικολογική συνείδηση και ά-σκηση ετοιμότητας σε περίπτωση πολέμου. Ο θίασος δεν εί-ναι ευχαριστημένος. Η προπομπός μας, η φίνα κυρία Λιδωρί-κη, θα μείνει σε ξενοδοχείο στο κέντρο... Α, ώστε έτσι. υπο-θέσεις και σενάρια... Νυστάζω.

Όταν ξυπνάω, το πρωινό έχει μια κρυστάλλινη διαύγεια καιβγαίνω στο δάσος. Διασχίζω χωμάτινο μονοπάτι, προσπερ-νάω μακρινή στενή άσφαλτο που κάτι μου θυμίζει, προχω-ράω ανάμεσα από τροχόσπιτα, ποδηλατάκια, παρκαρισμέναστέισον βάγκον και βγαίνω στην παραλία με την γκριζόλευκηάμμο, τις ξύλινες προβλήτες, με τους αρμυρισμένους πάσσα-λους, αγκαλιασμένους από θάλασσα και φύκια σε απόχρωσησκουριάς πάνω στον ρηχό βυθό.

Η επιστροφή μου στον καταυλισμό συμπίπτει με το σερ-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 517

βίρισμα του πλούσιου πρωινού. Ναι, εδώ ήταν παλιές κατα-σκηνώσεις, στη συνέχεια στέγασαν άστεγους οικονομικούςμετανάστες και τώρα, άστεγους μάλλον, σεισμόπληκτους θεα -τρίνους.

Με τον Δημήτρη ξανακάνω την ίδια βόλτα μέσα απ’ το δα-σάκι. Μας ακολουθούν ένας οπερατέρ που φιλμάρει και ο ηχο-λήπτης, που καταγράφει ό,τι κουβεντιάζουμε, ό,τι μας κατέ-βει – μέρος κάποιας συμφωνίας του Πιατά με τον ALPHA. Στονστενό ασφαλτοστρωμένο δρόμο, αυτό το μακρινάρι, τη στενω-πό με τα ψηλά, σκιερά δέντρα δεξιά κι αριστερά, να το πάλι τοντεζαβύ. Πού το ’χουμε ξαναδεί, γιατί κάτι μας θυμίζει;

«Είναι το πλάνο απ’ τις Αγριοφράουλες του Μπέργκμαν»,μας υπενθυμίζει ο οπερατέρ.

Βέβαια, είναι η γεωγραφία του σινεμά που μας χαρίζει αυ-τή τη χωροταξική μνήμη ενός οικείου τοπίου, που το συνα-ντούμε για πρώτη φορά, αλλά είχε προλάβει να το στοιχειώ-σει η σεκάνς του Μπέργκμαν.

Όταν περπατάμε στην παραλία, είναι διαφορετικά απ’ ταδικά μας αιγαιοπελαγίτικα νερά και τοπία, αλλά το βαλτικότοπίο έχει τη δική του ομορφιά, με τα πεύκα και τους αμμό-λοφους.

Στο κέντρο του Μάλμε, που κατεβαίνω σε ένα τέταρτο μ’ένα ταξί, έχει λιακάδα, πεζόδρομους για σουλάτσο, καφέ καιάραγμα στον ήλιο, μουσικές ροκ εντ ρολ και μπρονζέ κορί-τσια κι αγόρια της αφθονίας του βορρά με συνήθειες ιταλικούνότου, ανεπιτήδευτη ελεγκάντσα, σαν ο χρόνος να είναι με τομέρος τους.

Η μαντόνα Ιταλίδα γκαρσόνα μού προτείνει να περάσωκαι το βράδυ, που στο μπαρ σερβίρει μια Ελληνίδα φοιτή-τρια, «σωστή Ελληνίδα θεά».

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 518

«Εννοείς μαύρο μαλλί, σμιχτοφρύδα, περήφανη μύτη, δυ-νατό βλέμμα και αδρή κορμοστασιά;» την πειράζω.

«Ακριβώς».«Εμείς στην Αθήνα τον συγκεκριμένο τύπο γυναίκας τον

θεωρούμε Βεληγκέκα λουκ».«Που σημαίνει;»«Πού να σου εξηγώ, οπλαρχηγός, ορεσίβιος, με λεβεντιά

και πίσω και σας έφαγα...»χαμογελάει διστακτικά. Εντάξει, πού να καταλάβει και

σιγά το σχόλιο.

Η παράστασή μας, ως κλείσιμο του γαστρονομικού συνε -δρίου με την πολύγλωσση συμμετοχή στο νοικοκυρομένο κι-νηματοθέατρο βγάζει πολύ γέλιο –παίζουμε αργεντίνικο έρ-γο στα ελληνικά σε ένα κοινό βαβέλ–, η επικοινωνία φαντάζειμοναδική.

Στο τραπέζωμα που ακολουθεί στη γειτονική ταβέρνα τουησυχαστηριακού παραθαλάσσιου συνοικισμού, οι γεύσεις εί-ναι βόρειες λιχουδιές μουλιασμένες σε μελάνι θαλασσινών,σβησμένες σε φυμέ κρασιά, που αχνίζουν πάνω από κεραμικάτηγάνια.

Οι γάμπες της κυρίας Λιδωρίκη είναι φίνες και μια Δανέ-ζα σύνεδρος, με μελιτζανί ταγέρ, εντυπωσιακή αντοχή στηνοινοποσία και διδακτορικό στην αρετή της ηδονής, επιμένεισε λεπτομέρειες αισθητικής φύσεως γύρω απ’ τη μεταμορ-φωτική ερμηνευτική επίδοσή μου και δεδομένου του βαλκυ-ριακού εκτοπίσματός της και της αλκοολούχας άχνας της,σπεύδω να τη φρενάρω:

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 519

«Δεν κάνω καμία ερμηνεία. Αυτό που είδατε είναι και οχαρακτήρας μου, δεν έχει άλλο...»

«Δεν το πιστεύω», χαμογελάει.«Δε θα σε θεωρήσω κακό άνθρωπο, ούτε θα επιδιώξω να

σε πείσω. Μπορούμε όμως να τσουγκρίσουμε».Τσουγκρίζουμε. «Μαζί στον ουρανό», της πετάω σουηδικά. «Πού το έμαθες αυτό;» σκάει στα γέλια.

Στο κέντρο του Μάλμε το επόμενο πρωί, σε μια μπουτίκπροβάρω ένα αφοδράριστο μποττίνι Κρόκετ & Τζόουνς στηναπόχρωση του ξύλου. Δεν έχουν το νούμερό μου.

Στο αεροδρόμιο της Κοπεγχάγης ο θίασος θα πετάξει γιαΑθήνα, το ζεύγος Πιατά θα φιλοξενηθεί από ένα γνωστό τουςζευγάρι εδώ κι εγώ έχω άλλα σχέδια.

Βγάζω ένα εισιτήριο τραίνου για το Άμστερνταμ και κά-νω μια μεγάλη βόλτα στο πεζοδρομημένο κέντρο της Κοπεγ-χάγης. Οι βιτρίνες έχουν γούστο και όλα είναι ακριβά. Μ’ α-ρέσει αυτό. Οι γυναίκες στους δρόμους σοφιστικέ και ιδιαίτε-ρες. Εξαιρετικές επιδερμίδες, ξένοιαστα μακριά πόδια, κά-ποια κλάση.

Το ταξίδι για το Άμστερνταμ θα κρατήσει έντεκα ώρες,θα αλλάξω τρία τραίνα διασχίζοντας τη Γερμανία, σε κάποιαφάση το τραίνο θα μεταφερθεί με ποταμόπλοιο στην άλλη ό-χθη του ρήνου, θα ξαναδιασχίσει καφεπράσινες εκτάσεις γερ -μανικού ρομαντισμού, θα προκύψει κάποια καθυστέρηση σεκάποιο σταθμό, αφορμή για ένα μικρό διάλειμμα στο παγκά-κι της πλατφόρμας με την καλοβαλμένη πενηντάρα που δια-βάζει Το ημερολόγιο της Ήντιθ της Πατρίσια χάισμιθ κι ό-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 520

ταν αλλάζει τις γόβες της με κάτι μπαλαρίνες, για πιο άνετα,η αρχινημένη κουβέντα μας φουντώνει:

«... μπρος στις γόβες όλα τα άλλα παπούτσια χλωμιάζουν»,σχολιάζω.

«Συμφωνώ, αγαπητέ μου, αλλά κάποιες στιγμές η ανα-κούφιση επείγει», χαϊδεύει τις γάμπες της.

«Εσείς είστε κλασσική κυρία, δεν πτοείστε από τα τακού-νια, έτσι δεν είναι;»

«Ίσως σας διαφεύγει ότι είμαι και γιαγιά που επισκέπτε-ται το γιο της στο Άμστερνταμ, την κόρη της στην Μπαρ-τσελόνα και την εγγονή της στην Κοπεγχάγη...»

«Ενώ εσείς μένετε;» την κόβω.«Στη Γενεύη».«Πολλά χιλιόμετρα ζωής;»«Είμαι λοιπόν εβδομήντα πέντε χρόνων».«Δε σας φαίνεται όμως».«Τι εννοείτε;»«Εννοώ ότι δε φαίνεστε πάνω από πενήντα, πώς γίνεται;»«Δεν το ’χω σκεφτεί, αλλά τώρα που το λέτε, ίσως επειδή

μιλάω με οποιονδήποτε για οτιδήποτε, όπως τώρα...» Γελάμε.Το τρίτο τραίνο έχει κάτι το αποικιοκρατικό, με τις ξύλι-

νες διαχωριστικές περσίδες των κουπέ τίγκα σε στρατευμέ-νες λεσβίες, αμετανόητους χίππις, ράστα κρεολούς και γαλα-νομάτικα ξανθά αγόρια, συλλέκτες εμπειριών.

Μια σιωπηλή τύπισσα με ψιλόλιγνη σιλουέττα, ντυμένησε τόνους θαμπού ασημιού και βλέμμα ερμητικά ανοιχτό,διαβάζει Το χρήμα του Ζολά στα γαλλικά.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 521

Εντεκάμισι η ώρα το βράδυ αφήνω πίσω μου τις πλατφόρμεςτου σταθμού και βγαίνω στην πλατεία με τις γέφυρες, τα κα-νάλια και την ξενύχτικη πολυχρωμία. Μυρίζει μαριχουάνα,τέλεια, κάτι από Νέα υόρκη... Κράχτες και νταλαβεριτζήδες,πόρνες και τεκνά πασάρουν τις προσφορές τους. Δεν μ’ ενδια-φέρει τίποτε απ’ όλα αυτά, αλλά αισθάνομαι ωραία που υπάρ-χουν γύρω μου και κάνουν την παράστασή τους.

Το πρώτο πράγμα είναι ν’ αφήσω κάπου την τσάντα μου –ευτυχώς ταξιδεύω όλο και πιο ελαφρύς. Σ’ ένα γωνιακό μπαρενός παράδρομου που παίζει γερές ροκιές, η χαλκόχρυση τύ-πισσα, με το μπούστο της να θυμίζει ακρόπρωρο, σερβίρει μεμπρίο και γενική εποπτεία.

«Πάνω απ’ το μπαρ όλος ο όροφος είναι διαμέρισμα, αλλάεσύ θα πληρώσεις για ένα άτομο».

«Που σημαίνει;»Δεκαοχτώ χιλιάδες δραχμές μού φαίνεται αστείο ποσό

για διαμέρισμα πέντε δωματίων με θέα στα κανάλια. Παίρνωτο κλειδί που μου πασάρει κι ανεβαίνω την κλειστοφοβικήστριφογυριστή σκάλα.

Το διαμέρισμα με τα γοτθικά παράθυρα και τα φώτα απ’έξω είναι φαντασμαγορικό. Ένα βιαστικό ντους και στο δρό-μο. Ίσως θα ’πρεπε να κάνω πάρτυ στο άδειο διαμέρισμα,προσκαλώντας ευγενικά πλάσματα για ξενύχτι. Όπως τοζευγάρι δίπλα στο μικρό σκάφος, που κάθεται στο κράσπεδοπίνοντας τη σαμπάνια του και τσιμπώντας θαλασσινά με πα-ραδεισένια γαλήνη. Από ’να ανοιχτό καφέ το γκέυ ζευγάρι,που ακουμπάει στο μπαρ, μου στέλνει παρεΐστικα βελάκιακαι με προσκαλεί για ένα ποτό.

«Είμαι του αντιαλκοολικού», αντιπαρέρχομαι.«Με τέτοιο στυλ δε θα το ’λεγα», τιτιβίζουν.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 522

Είναι όλα εδώ γύρω μου· οι σέξυ νέγροι, τα λευκά χρυσά α-γόρια, το απενοχοποιημένο ψωνιστήρι, οι φανταχτερές πόρνες,οι θεατράλε τραβεστί, τα καφέ με την προκλασσική μουσική καιτην ποικιλία τσαγιών και μαριχουάνας, τα αγοροκόριτσα πουποδηλατούν, οι βιτρίνες με τα καυλωτίκ γιούνισεξ εσώρουχα, οιμυρωδάτες καύτρες των περαστικών ανάμεσα στα υποφωτι-σμένα κανάλια με τις αντανακλάσεις απ’ το ρίγος των σκουρό-χρωμων νερών, όλα αυτά, Νέο Άμστερνταμ, Νέα υόρκη.

Ξημερώνει ευφορική κυριακάτικη λιακάδα. Το μπρέκφαστείναι πλούσιο και η μουσική Βιβάλντι. Δεν θα επισκεφτώ ταμουσεία, δεν θα χαζέψω τουλίπες, δεν θα περάσω απ’ τα κο-ρίτσια της βιτρίνας. Κατηφορίζω προς το σταθμό και σε λίγοτο τραίνο σε ρυθμό εξπρές ρολλάρει για το Παρίσι.

Η Ντομινίκ φιλοξενεί την αδελφή της, που ζει στην Αθήνα,και δεν υπάρχει χώρος για μένα. Θα μείνω στης Φλοράνς, δί-πλα στο δάσος της Μπουλόν. Η φίλη της ρούμπυ θυμίζειΠερσίδα πριγκήπισσα, σπουδάζει στη Σορβόννη, μπαινο-βγαίνει στου HERMÉS, μένει στο Τροκαντερό, κατάγεται απ’την Πελοπόννησο και όποτε περνάει απ’ την Αθήνα, διανυ-κτερεύει στη Νέα Σμύρνη.

Ο ρυθμός των κοριτσιών έχει κάτι από μικρά καρρέ περι-πετειώδους κόμικ. Με πονάει το στομάχι μου, αδυνατώ να α-κολουθήσω τα κοκέττικα ξενύχτια τους και με το που παίρνειτο μάτι μου το πρώτο διανυκτερεύον φαρμακείο, την πέφτωγια Ζαντάκ. Συνέρχομαι λίγο, πέφτουν κάποια ανακουφιστι-κά γέλια με τη Φλοράνς – τελειώνει το διδακτορικό της στημοναστηριακή μουσική του Μεσαίωνα και το φίνο σκαρί τηςτυλιγμένο σε διακριτική ελεγκάντσα υβ Σαιν Λωράν, που

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 523

τονίζει την καστανή κοψιά της, με την υπόλευκη σαν τσιγα-ρόχαρτο επιδερμίδα της να φεγγίζει εύθραυστη και με τηναιχμηρή αύρα της να ακονίζει τα δόντια της, που αφήνουν ση-μάδια στην αγρύπνια της νύχτας.

Πρωί πρωί με ένα ταξί φτάνω στο Γκαρ ντυ Νορ και παίρ -νω το Γιουροστάρ για Λονδίνο. Θέλω να περάσω κάτω απ’ τηΜάγχη. Να το δούμε κι αυτό.

Το βαγόνι μου διαθέτει πορτοκαλί άρε κρίσνα, γκρι αμιά-ντου καλόγριες, μια μπλε νουί παρέα Γιαπωνέζων, μπίζνε-σμεν κι ένα ζευγάρι κωφάλαλων σε αποχρώσεις της γης.

Έξω η γαλλική εξοχή ξετυλίγεται πράσινη, με αγελάδεςκαι αποθήκες γαλακτοκομικών, το πέρασμα κάτω απ’ τηΜάγχη κρατάει είκοσι λεπτά –κάτι αλλάζει στο φωτισμό–και η αγγλική εξοχή, σε άλλο τόνο πράσινου, σκουραίνει κα-θώς μπαίνουμε στο τούννελ για το σταθμό του Γουότερλοου.Λες να είναι το Βατερλώ μου;

Με ένα ταξί καρφώνομαι σ’ ένα ξενοδοχειάκι μιας παρόδουτης Όξφορντ Στρητ που ’χω τσεκάρει σε κάποιο τουριστικόοδηγό. Ευτυχώς κλείνω δωμάτιο και βγαίνω στην ΜποντΣτρητ, κατηφορίζοντας για την Τζέρμιν. Γουστάρω μια βόλ-τα στην αντρική ελεγκάντσα. Στο σαλόνι του ραλφ Λωρέν,με τους καφέ δερμάτινους καναπέδες, το τσάι και τα περιοδι-κά, με τους πωλητές να κουβεντιάζουν μαζί σου περί ανέμωνκαι υδάτων, είναι πολύ άνετα. Στην καινούργια μπουτίκ τηςΝτόννα Καράν, παρά την εξυπηρετική αμεσότητα της μιγά-δας πωλήτριας έχω τάση λιποθυμίας, ακουμπάω σε έναν πά-γκο με ρούχα, το χέρι μου χαϊδεύει μια φυμέ μπλούζα μεκρεμ ρίγες που μ’ αρέσει.

«Αυτό», ψιθυρίζω στη σπεύδουσα εξωτική τύπισσα, «κιένα ποτήρι νερό».

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 524

«Τι σας συμβαίνει;» ανησυχεί καθώς ψιλοσβήνω.«Δε λιποθύμησα απ’ το στυλ των ρούχων σας, ούτε απ’ τις

τιμές σας», αρθρώνω, «μάλλον έχω στομαχικό ίλιγγο, αλλάτην μπλούζα τη θέλω».

χαμογελάει ανακουφισμένη.Το στομάχι μου ξαναχτύπησε. Δεν μου επιτρέπει να ολο-

κληρώσω την απόλαυση του καταναλωτικού μου σουλάτσουμε στάσεις στα δαμασκηνί καστόρια του Έντουαρντ Γκρην, τααφοδράριστα μποττίνια περιπάτου των Κρόκετ & Τζόουνς,τα στυλάτα καπέλλα του Τζον Λομπ.

Στην Ολυμπιακή πετυχαίνω ένα εισιτήριο για Αθήνα το ί-διο βράδυ. Δεν νιώθω καλά, ζαλίζομαι.

Την επομένη στο υΓΕΙΑ πάω κατευθείαν για στομαχοσκόπη-ση. Λοιπόν: Το ελικοβακτηρίδιο θα βομβαρδιστεί με δεκαή-μερη αντιβίωση Λοζέκ. Για δύο εβδομάδες αισθάνομαι παρα-δομένο πειραματόζωο σε πρόβα για ζόμπι. Θα περάσει.

Η πισίνα του ζεύγους Νικολαΐδη στα Λεγραινά είναι πα-ραπλανητική, καθώς ο ίλιγγος και το γλίστρημα παρ’ ολίγοννα με πνίξουν –πολύ κινηματογραφικό–, αλλά εντάξει, η ζωήσυνεχίζεται.

Στο τηλέφωνο ο Νικολαΐδης προσκαλεί τον Ζερβό να ’ρθειστο εξοχικό, να είμαστε παρέα, να πέσουν γέλια, αλλά εκείνοςδεν μπορεί, γιατί περνάει ήχο στην τελευταία του ταινία.

«Μπα, θα βάλει και ήχο, δεν κάνει ταινίες του βωβού;»φωνάζω, τ’ ακούει ο Ζερβός και ξεσπάει:

«Ορίστε, ακόμη δεν ήρθα κι αρχίσαν τα καρφιά, δεν έρχο-μαι».

Πέφτουν γέλια κι έρχεται.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 525

Στα καμαρίνια του Πολύτεχνου και με τις παραστάσεις τουLa nona για τρίτη σαιζόν να ολοκληρώνονται γύρω στις γιορ-τές των χριστουγέννων, η επιθυμία του Δημήτρη Πιατά ναπαίξει Εστραγκόν απ’ το Περιμένοντας τον Γκοντό είναι πει-στική, για να με κάνει να ξαναμπώ στην περιπέτεια του Βλα-δίμηρου. Το μόνο μου κράτημα είναι ότι το έργο κατέβηκεπριν από λίγους μήνες χωρίς μεγάλη ανταπόκριση, παρά τηνυπολογίσιμη διανομή με Καζάκο, Φιλιππίδη, Μποσταντζό-γλου, Τζελέπη, είναι κάπως νωπό και ίσως δυσκολέψει το εγ-χείρημά μας.

Ο Δημήτρης όμως έχει πίστη και η διανομή με τον Περι-κλή Μουστάκη Ποτζό, τον Γιάννη Κοτσαρίνη Λάκυ και τοννεότατο Γιάννη Τσιμιτσέλη Αγόρι είναι ενδιαφέρουσα.

Κάθε μεσημέρι στο σπίτι του Βασίλη Νικολαΐδη, που θατο σκηνοθετήσει, επεξεργαζόμαστε τη δική μας απόδοση τουέργου απ’ το αγγλικό και το γαλλικό κείμενο, παρότι φλερ-τάρουμε για λίγο με τη μετάφραση της Αλεξάνδρας Παπα-θανασοπούλου, που τη βρίσκουμε εξαιρετική. Πειράζω τονΔημήτρη ότι θα τα βρει σκούρα με τον Μπέκετ και να οπλι-στεί με υπομονή και διάθεση για αφαίρεση. Δεν έχει αντίρρη-ση, στις πρόβες είναι ξυπόλητος, ανασκουμπωμένος και πλέεισε πελάγη καλλιτεχνικής ευφορίας, μια ευφορική μπαλίτσαέτοιμη για γκελ.

Το σχέδιο Πιατά είναι να προλάβουμε τη βραδιά του μιλ-λένιουμ να τη γιορτάσουμε με το έργο του προφητικού Ιρ -λανδού.

Την παραμονή του 2000 δίνουμε παράσταση ανοιχτής πρό -βας, που εξελίσσεται σε ερωτήσεις των θεατών προς το σκη-νοθέτη μας και γιορτινό τσιμπούσι στο μπαρ. Το σχέδιο τουΠιατά ήταν επίσης και τα τρία θέατρα της γειτονιάς να γιορ-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 526

τάσουν με ένα χάππενινγκ την παραμονή της εμβληματικήςΠρωτοχρονιάς στο δρομάκι της Μαυρομιχάλη, όπου ο κό-σμος να μπαινοβγαίνει στον Φούρνο, στο Πολύτεχνο και στονΤεχνοχώρο του Κακλέα, μια φιέστα καλωδιωμένη απ’ το εο -ρταστικό πρόγραμμα του BBC για την γκλόμπαλ υποδοχή του2000 ανά τον πλανήτη γη. Δεν συντονίστηκε, δεν λειτούργη-σε, δεν έγινε.

Ο κόσμος όμως, ο ενθουσιασμός και το μεθύσι μέχρι τοξημέρωμα της πολλά υποσχόμενης νέας χιλιετίας είχαν όλατα παραφερνάλια της χρυσής ψευδαίσθησης.

Κατά τη διάρκεια των ζόρικων προβών αυτού του πολύτιμααυστηρού έργου, οι κόντρες, η οργή, οι εντάσεις με το σκηνο-θέτη και τους εαυτούς μας εντέλει δυναμώνουν την παράστα-ση, που μας προκύπτει με ωρολογιακό ρυθμό, υπαρξιακή γύ-μνια και μαύρο χιούμορ.

Το λειώσιμο του Δημήτρη στον Εστραγκόν, η ντιλετάντι-κη φεουδαρχικότητα του Περικλή στον Ποτζό, το μηχανάκιγνώσεων που ρετάρει στον Λάκυ του Κοτσαρίνη, το αλαφρο-πάτητο αγόρι του Τσιμιτσέλη και η ξερακιανή μου φιγούρα,χρόνια πλανημένη σε υπαρξιακά βαλτοτόπια, χαρίζουν στοφαινομενικά στατικό έργο την αιλουροειδή εγρήγορση. Έχου-με κόσμο κάθε βράδυ και τα σχόλια είναι επαινετικά για το α-νέβασμά μας.

Ο κριτικός του Ριζοσπάστη με τα γυαλίζοντα μεγεθυντικάγυαλιά του, καθισμένος στην πρώτη σειρά, παρακολουθεί τοκείμενο απ’ τις σελίδες του προγράμματος λέξη προς λέξη, μετο γύρισμα των σελίδων να μας σπάει τα νεύρα, καθώς δυ-σκολεύει τη συγκέντρωσή μας. Είμαι έξαλλος, όπως και οι

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 527

συνάδελφοι. Στα καμαρίνια μας, όπου εμφανίζεται για καλ-λιτεχνική κουβεντούλα, δεν μπορώ να συγκρατηθώ.

«Ως τι καθίσατε στην πρώτη σειρά, ακριβώς μπροστάμας, και φυλλομετρούσατε το πρόγραμμα; Παρακολουθού-σατε την ακρίβεια της απομνημόνευσής μας; Το αν παραλεί-πουμε σελίδες; Τι παριστάνετε; Δεν καταλαβαίνετε πόσο α-ποδιοργανωτικό είναι για τους ηθοποιούς πάνω στη σκηνή;Τι ρόλο παίζατε ακριβώς, του θεματοφύλακα του κειμένουκαι της αλήθειας μας;»

«Γιατί όχι;»«Γιατί δεν το έχουμε ανάγκη και γιατί το θέμα είναι η πα-

ράσταση. Το κείμενο μπορείς να το απολαύσεις σπίτι σου, έ-λεος».

Ο Περικλής μου κάνει σινιάλο «Πες τα, μεγάλε». Ο κριτικός φεύγει μουδιασμένος, αλλά η κριτική του στον

Ριζοσπάστη είναι επαινετική. Πάλι καλά.

Βυθίζομαι στον Βλαδίμηρο συχνά κι αυτή τη φορά η αναμο-νή, το παιχνίδι και το τίποτα του Μπέκετ διαγράφεται καθα-ρά. Και κάθε φορά σού αποκαλύπτονται πλούσια τα ελέη.

«... Ας μη χάνουμε τον καιρό μας σε άσκοπες κουβέντες.Ας κάνουμε κάτι τώρα που μας δίνεται η ευκαιρία. Δεν είναικάθε μέρα που έχουν την ανάγκη μας. Και να πεις ότι έχουνανάγκη ειδικά εμάς, ο καθένας θα μπορούσε να κάνει το ί-διο... αν όχι καλύτερα. Αυτό το “βοήθεια” που ακούσαμε α-πευθύνεται μάλλον σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα, αλλά αυτήτη στιγμή, σ’ αυτό τον τόπο η ανθρωπότητα είμαστε εμείς,είτε το θέλουμε είτε όχι. Ας επωφεληθούμε πριν είναι αργά.Μια φορά στη ζωή μας ας αντιπροσωπεύσουμε αξιοπρεπώς

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 528

αυτή τη φάρα, όπου μας πέταξε η δυστυχία. Τι λες; Η αλή-θεια είναι ότι κι έτσι που καθόμαστε, με σταυρωμένα χέρια,ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά, δεν παύουμε να ’μαστε άξιοιτου γένους μας. Η τίγρη ορμάει να βοηθήσει την άλλη τίγρηχωρίς την παραμικρή σκέψη κι άλλοτε το βάζει στα πόδια καιχάνεται στα βάθη της ζούγκλας. Αλλά το θέμα δεν είναι αυτό.Τι κάνουμε εμείς εδώ, αυτό είναι το θέμα. Κι έχουμε την τύχηνα το γνωρίζουμε. Μάλιστα, μέσα σ’ αυτό το τρομερό κομ-φούζιο, ένα πράγμα μονάχα είναι καθαρό. Περιμένουμε να ’ρθειο Γκοντό. Ή να πέσει η νύχτα. Έχουμε ραντεβού, τελεία καιπαύλα. Δεν είμαστε άγιοι, αλλά είμαστε συνεπείς. Πόσοι άν-θρωποι μπορούν να το πουν αυτό;»

Τι πεντακάθαρη, λιτή, γεμάτη εγρήγορση πρόζα είναι αυ-τή για τους ηθοποιούς. Τι τυχεροί που είμαστε!

Τηλεφωνούν απ’ το θέατρο του ΜυΛΟυ της Θεσσαλονίκης.Μας θέλουν εκεί τον Μάιο.

Οι παραστάσεις μπαίνουν στην καθημερινότητά μου. Λέωπολλά όχι για συνεργασίες που μου φαίνονται ανούσιες μετάτην εκ νέου εμπειρία μου απ’ το κείμενο του Ιρλανδού. Δεν έ-χω διάθεση για ξενύχτια, τηλεοπτικά αστειάκια, κυνήγι σάρ-κας. Μοιάζουν χωρίς νόημα. Βλέπω από πριν το άδειασμα τουτέλους των σχέσεων, των συναναστροφών και των γλεντιών.

Αλλά οι επισκέψεις της ματαιότητας και οι μελαγχολικέςδιαπιστώσεις για το μέλλον δεν με ρίχνουν. Οι πρωινές ραδιο-φωνικές εκπομπές μου στον ΕΝ ΛΕυΚΩ με κρατάνε σε ισορ-ροπία.

Ο Τάσος Φαληρέας έκανε τις συστάσεις με το ζεύγος Κα-βαθά. Η Σόφη έχει μια τρέλα, σαν να μην πατάει στη γη, αλ-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 529

λά η αποτελεσματικότητά της είναι λειτουργική, μ’ αρέσει. ΟΚώστας, έξω απ’ τις ραλλίστικες και αεροπλανικές του επι-δόσεις, έχει αυτό το κοίταγμα στο προχώρημα, στην εξέλιξη,μ’ έναν πολιτισμό που προσφέρεται για συνεργασία. Ξέρουνκαι ξέρω, τέλεια. Αλλά είναι κι όλα τα καλά παιδιά γύρω, οΜηλάτος, η Καφετζή, ο Βέκιος, η Αμανίτου, ο Τερζής, πουμε την υποστήριξη της τεχνογνωσίας των Λαμπούρη και Κυ-νηγάρη πάει για καλή φάση.

Οι παραστάσεις μίας βδομάδας στον ΜυΛΟ της Θεσσαλο-νίκης προπωλούνται και προσθέτουμε έξτρα απογευματινές.Μόχθος για το συγκεκριμένο έργο. Ας είναι. Κατεβαίνουμεστην Αθήνα κουρασμένοι αλλά με φωτοστέφανο. «Όταν θαπέσω κάτω, θα κλάψω από ευτυχία», που λέει κι ο Κλοβ απ’Το τέλος του παιχνιδιού. Η παράστασή μας θα συνεχιστεί καιτην επόμενη σαιζόν.

Με στοιχειώνει η φράση: «Μήπως κοιμόμουνα όταν οι άλλοιυποφέρανε;» Γιατί η Ντιάνα μου εξομολογείται ότι όταν επι-διδόμαστε στον κυνισμό και στους καγχασμούς με την α-ντροπαρέα διασκεδάζοντας, η ίδια δυσφορούσε και καταπιε-ζόταν και ο Μηνάς Κωνσταντόπουλος μου υπενθυμίζει ότι ταπαρατσούκλια των ξενυχτιών της εφηβείας μας με τα πει-ράγματα «τι μούρη» και «τι ψαροκασσέλα» τον πλήγωναν.Και ο Αποστό μου αποκαλύπτει την αποστροφή του για τηνωμότητα των πασαλιμανιώτικων παιχνιδιών και πόσο τονχαρακώσανε.

Δεν είχα ιδέα, δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό όταν διασκέ-δαζα με γέλια, πειράγματα και ίσως την αλαζονεία του κα-λού γούστου... Μήπως λοιπόν όντως κοιμόμουνα όταν οι άλ-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 530

λοι υποφέρανε; Γιατί έτσι συνέβαινε, δεν αντιλαμβανόμουνααμέσως ένα γεγονός που ενδεχομένως να προσπαθούσε ναμου περάσει ένα μήνυμα, μια προειδοποίηση, μια επιφοίτη-ση, πάντα ετεροχρονισμένα, αυτό εν τω μεταξύ έκανε τη δου-λειά του και τότε συνειδητοποιούσα ότι πρόκειται για απώ-λεια ή για φωτεινό μονοπάτι αυτογνωσίας. Έτσι έχει πάει.Οι αντροπαρέες της εφηβείας, το στρατιωτικό, η Ζουζού Νι-κολούδη με τους συνεργάτες της Νικηφόρο ρώτα και Γιάννηχρήστου, οι περιοδείες, οι παραστάσεις, τα καλλιτεχνικά ερ-γαστήρια στα χρόνια της Νέας υόρκης, όλα εκτιμήθηκαν κα-τόπιν εορτής, όπως και το σάλτο μορτάλε του Θάνου και τουΝίκου, λουσμένοι λίγο πριν απ’ αυτό το υπερκόσμιο φως πουέμελλε να είναι η τελευταία αναλαμπή. Δεν το ’πιασα αμέ-σως, όπως ούτε το βλέμμα της αγαπημένης μου απ’ το πίσωτζάμι του ταξί που την έπαιρνε μακριά, όλα σαφέστατα ση-μάδια επερχόμενης οδυνηρής απώλειας.

Ούτε κι εκεί γύρω στα τριάντα, που αισθάνθηκα μετέωροςκαθώς διαπίστωνα ότι όλα αυτά που γοητευμένος ζούσα ξαφ-νικά χλώμιασαν, θάμπωσαν, δεν είχαν κανένα νόημα... Καιτώρα τι γίνεται; Τι θα κάνεις μ’ όλες αυτές τις ώρες που μέχριχθες τις γέμιζες με πράγματα που φάνταζαν συναρπαστικάκαι τι κάνει κανείς με την επίσκεψη της καθηλωτικής ματαιό -τητας;

«... Μήπως κοιμάμαι τώρα, αυτήν εδώ τη στιγμή; Καβά-λα στον τάφο, δύσκολη γέννα... Έχουμε καιρό να γεράσουμε.Ο αέρας είναι γεμάτος απ’ τις κραυγές μας... Αλλά η συνή-θεια είναι μεγάλος σιγαστήρας... Δεν μπορώ να συνεχίσω...Τι έλεγα;»

Κάθε βράδυ πάνω στη σκηνή του θεάτρου, αλλά και καθ’όλη τη διάρκεια της μέρας και της νύχτας, αυτές οι φράσεις,

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 531

οι σκέψεις, ο μετεωρισμός, η διάθεση για επαναπροσδιορι-σμούς, το χαμήλωμα της πόζας και κυρίως έργα κι όχι λό-για...

Στη δεύτερη σαιζόν της παράστασης έχουμε κάποιες αλλα-γές. Στο ρόλο του Ποτζό ο Μπάμπης Σαρηγιαννίδης, στέρεοςηθοποιός, γενναιόδωρο εκτόπισμα, κάποια παρουσία που πυ-ροδοτεί την παράσταση με την απειλή σαγηνευτικού φεου-δάρχη και το γκρεμοτσάκισμα στα ερέβη του αδυσώπητουχρόνου:

«Θα σταματήσετε επιτέλους να με βασανίζετε με τον κα-ταραμένο χρόνο σας; Είναι αφόρητο. Πότε! Πότε! Μια μέρα!Δε σας αρκεί αυτό; Μια μέρα σαν όλες τις άλλες, μια μέραμουγγάθηκε, μια μέρα τυφλώθηκα, μια μέρα θα κουφαθούμε,μια μέρα γεννηθήκαμε, μια μέρα θα πεθάνουμε, την ίδια μέ-ρα, την ίδια στιγμή. Αυτό δε σας αρκεί; Γεννάνε καβάλα στοντάφο, λάμπει το φως μια στιγμή κι έπειτα πάλι έρχεται η νύ-χτα...»

Θα ’θελα κάποτε, όταν βαρύνω λίγο πριν την οριστικήπτώση, να παίξω τον Ποτζό. Το άνοιγμα της βεντάλιας τουαγγίζει αποκαλυπτικό μεγαλείο.

Το θέμα που συζητάμε συχνά στο καμαρίνι με τον Πιατάείναι: Τι παίζεις μετά τον Μπέκετ;

Τα έργα που μας προτείνονται έχουν χιούμορ, ίσως σα-σπένς, αλλά είναι για πιο νέους και κάνα δυο απ’ αυτά ο Δη-μήτρης τα κάνει πάσα στον Βλαδίμηρο Κυριακίδη, ο οποίοςτα αξιοποιεί, και με επιτυχία.

Ψάχνουμε για ένα έργο που να διαθέτει ενδιαφέροντες ρό-λους και για τους δυο μας, μιλάμε για τον Αλχημιστή του

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 532

Μπεν Τζόνσον ή το μιούζικαλ Βίβα Ρόμα, αλλά και τα δύο,αβάσταχτα πολυπρόσωπα, ακυρώνουν την όποια σκέψη. Ί-σως ένα έργο του Βασίλη Αλεξάκη...

Παράλληλα ο Δημήτρης στήνει το παιδικό όνειρο του Μι-

κρού ήρωα με νεαρότατους ηθοποιούς, υπέροχα ταλαντούχακορίτσια κι αγόρια, που περνάνε από οντισιόν, με τραγούδι,χορό, πολεμικές τέχνες και ξένες γλώσσες. Γνωρίζουμε νέαπρόσωπα. Ο Δημήτρης έχει κι άλλα σχέδια. Μου προτείνει ναετοιμάσω το μονόλογο του Μπέκετ Η τελευταία μαγνητο-

ταινία του Κραπ.

«Βρες το σκηνοθέτη, η παραγωγή θα είναι δική μας με τηΛέλα».

«Το μυαλό μου πάει στον Σπύρο Βραχωρίτη», λέω. «Μακάρι», εύχεται ο Δημήτρης.

Αλλά το μακρύ ταξίδι του Γκοντό –δύο σαιζόν– δεν τελειώνειστο Πολύτεχνο της Μαυρομιχάλη. Μας προσκαλούν στηνΑρμενία για δύο παραστάσεις. Πετώντας για το Εριβάν, είναισαν να πηγαίνω πίσω στο χρόνο. Παρά την περιέργεια για τοκαινούργιο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» –συμπί-πτουμε με την πρώτη μέρα λειτουργίας του–, απογειωνόμα-στε για μια χώρα που οι εναέριοι συνειρμοί, καθ’ όλη τη διάρ-κεια της πτήσης, έχουν να κάνουν με την κιβωτό πάνω στηνκορυφή του Αραράτ, τον Σαρλ Αζανβούρ, το ζωγράφο ΜηνάΣεμερτζιάν, κάτι Αρμεναίους γείτονες που ’χαν οι πρόσφυγεςσυγγενείς μας απ’ την Οδησσό, τη στοιχειωμένη γενοκτονίατους, κι όλα αυτά ταιριάζουν με τις πρώτες ματιές στους α-ραχνιασμένους χώρους του αεροδρομίου του Εριβάν, υποφω-τισμένο, σε απόχρωση σέπιας προπολεμικού ντοκυμανταίρ.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 533

Το πουλμανάκι που μας πάει στο ξενοδοχείο ρεύεται σαν νακαίει γκαζόζα. Λάμπες ομίχλης στους φανοστάτες των υγρώνδρόμων, αραιή κίνηση, ελάχιστοι πεζοί, το χωλ του ξενοδο-χείου σαν να ’ταν κλειστό και μόλις άναψαν τα φώτα για μας.

Πλανταγμένοι μεσήλικες στους άχρωμους καναπέδες καιζόρικοι τριαντάρηδες ανεβοκατεβαίνουν με το ασανσέρ σανγάτοι επιβίωσης με συνωμοτικότητα φτωχοδιάβολων. Μο-ναχικές άλαλες καλλονές με του που εμφανίζονται, εξαφανί-ζονται. Αύριο θα πάμε να δούμε το θέατρο που θα παίξουμε.Απόψε βγαίνουμε στο κέντρο της πόλης με ψιλόβροχο.

Μακρόστενες σκούρες λιμουζίνες με αδιαπέραστα σκούρατζάμια στρίβουν και φρενάρουν κοφτά, σαν να προστατεύουνπρόσωπα γενικής κατακραυγής. Ακριβά ξενοδοχεία με θο-λωτές τέντες στην είσοδο, πορτιέρης με λιβρέα, γάντια και ο-μπρέλλα, Γερμανοί και Άγγλοι καλοθρεμμένοι μπίζνεσμεν,λιγνοί Ιταλιάνοι με σκούρα αψάδα στα λουξ ρεστωράν καικοσμοσυρροή ξενομανούς πιτσιρικαρίας στην πιτσαρία πουκαθόμαστε.

Η μελένια επικοινωνιακή γκαρσόνα με τις χιονάτες κα-μπύλες είναι ρωσίδα και η μισχοειδής δαμασκηνί αθόρυβητύπισσα κρατάει απ’ την Περσία.

Ασχέτως σωματότυπου και συμπεριφοράς, άντρες και γυ -ναίκες κουβαλάνε στο βάθος των ματιών τους και στο κατα-κάθι της αύρας τους μια αίσθηση ότι ατύχησαν στη ζωή τους,κάποιο τρεμοσβήσιμο αισιοδοξίας στο βλέμμα τους επισκιά-ζεται απ’ το μόνιμο κουβάλημα της μοίρας τους.

Μελαγχολώ και εκνευρίζομαι επειδή η παρουσία μου στουςδρόμους, στα καφέ, στα ρεστωράν εκλαμβάνεται σαν εύπορηδυτική φιγούρα που ’ρθε για ξένοιαστες διακοπές στη γραφικό-τητα της πάμπτωχης Ανατολίας. Δεν μ’ αρέσει καθόλου αυτός

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 534

ο ρόλος. Προτιμώ φτωχός ηδονίστας σε εύπορες κοι νωνίες πα-ρά συμπονετικός εύπορος σε κατατρεγμένους συνοικισμούς.

Κυκλοφορούν ωραίες γυναίκες, αλλά πώς να φλερτάρειςόταν η καστανή ευγένεια της Μούρα, που σπουδάζει Ιστορίακαι μεταφράζει απ’ τα γαλλικά και τα αγγλικά για να επι-βιώσει, συντηρεί τους ανήμπορους γονείς της που δεν έχουνκανέναν και τίποτα, η ροζάνα, η υπερήφανη σπαθάτη αμαζό-να –που δεν έχω αντίρρηση να φιλοξενήσω στην Αθήνα– είναιεπιφυλακτική και καχύποπτη απέναντι σε οποιοδήποτε ευ-γενικό αίσθημα, που όταν εξατμιστεί, θα μπορούσε να την ο-δηγήσει σε ιντερνάσιοναλ πορνεία κι έτσι αρκείται στον κάτωαπό πενήντα χιλιάδες μηνιαίο μισθό της πωλήτριας καλλυ-ντικών, η Έλεν που πηγαινοέρχεται στο κεντρικό εμπορικόγια να πετύχει ένα κουμπί που έχασε απ’ το τρίκουμπο βυσ-σινί μαδημένο μπουκλέ παλτό της και δεν είναι σίγουρο αν θατο φέρουν στο μαγαζί; Πώς να φλερτάρεις; Τα κορίτσια στηρεσεψιόν του ξενοδοχείου δουλεύουν για ένα δολλάριο το ο-χτάωρο της ανεπίδοτης οργής.

Το μεσημέρι ο ήλιος καίει, χίλια διακόσια υψόμετρο είναιεδώ, το απόγευμα η ψιλή βροχή ραντίζει τα πρόσωπα υδατι-κά και τη νύχτα η ψύχρα σε διαπερνά όπως στα κορφοβούνια.

Ο Μπάμπης βιντεοσκοπεί συγκινήσεις χαμένων πατρίδων σεγειτονιές καταφρονεμένων, ο Γιάννης εξαφανίζεται απ’ το με-σημέρι και ανησυχούμε ξαγρυπνώντας, αλλά τέλος καλό όλακαλά, κι εγώ πάω στην όπερα τη στιγμή του φινάλε και χαζεύωτο πλήθος που ξεχύνεται απ’ την τσαρική σάλα να κατηφορίζειτα σκαλιά σκορπίζοντας στις λεωφόρους. Μυρίζει πετρέλαιο.

Το Σαββατοκύριακο, το παζάρι –βερνισάζ το λένε εδώ–

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 535

δεν έχει τίποτα σπάνιο και εντυπωσιακό, σαν ανταποδοτικήσυναλλαγή μοιάζει: «Σου δίνω ένα παλιό ακορντεόν, μου δί-νεις ένα κλειδί με κατσαβίδι για να σφίγγω τις βίδες απ’ ταξεχαρβαλωμένα καλοριφέρ...»

Το μάτι μου πέφτει σ’ ένα λακαρισμένο κουτί – μια γυμνήΜάγια στο καπάκι, ωραίο είναι, ας το πάρει ο Αχιλλέας, οφροντιστής μας, δώρο στο κορίτσι του.

Δεν θέλω τίποτα για πάρτη μου από δω. Εγώ τουρίσταςσε χώρα λιμοκτονούντων; Με τίποτα. Ν’ αρχίσω να βουρκώ-νω όπως με τα παλιά λαϊκά τραγούδια; Όχι.

Η ψηλή κοκκινωπή γαζέλα με το ασημί κολλητό παντελόνι,το στητό στήθος, τους σούπερ γλουτούς και τα διεκδικητικάμακριά πόδια διασχίζει τον κεντρικό δρόμο με τον ρυθμικόβηματισμό που επιστρατεύεται για την εκτέλεση κάποιας α-ποστολής, ίσως του αρχαιότερου επαγγέλματος.

Τη χαζεύω ρουφώντας το τσάι μου αραχτός στο δυτικό-τροπο καφέ τους, με την πελατεία των όμορφων αγοριών καικοριτσιών, σκέτη πασσαρέλλα, κάτω απ’ την οθόνη της διε-θνούς πασσαρέλλας, που προβάλλει συνεχώς η γιγαντιαία έγ-χρωμη τηλεόραση ως δώρον άδωρον, όλες αυτές οι τελευταίεςκρεασιόν απ’ τη Φλόριντα και το Μιλάνο για ανθρώπους τουΕριβάν που δεν θα ντυθούν ποτέ έτσι – αν και ποτέ δεν ξέρεις.

Μπορεί να εμφανιστεί και σήμερα στο διπλανό τραπέζι ε-κείνος ο Αμερικανός τουρίστας που έγλειφε το παγωτό τουσαν σανίδα σωτηρίας απ’ το αρμένικο πολιτισμικό σοκ πουτου ’χε προκύψει.

Στη νυχτερινή βόλτα μας μετά τη μεξικάνικη καυτερήπαέγια στα υπαίθρια λουλουδάδικα, οι φρέζες μυρίζουν όπως

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 536

παλιά –η Λέλα θα ’θελε ν’ ανοίξει ένα υπαίθριο λουλουδάδικοπου να ξενυχτάει τις νύχτες με βροχή και χιόνι– και στα φω-τισμένα ενυδρεία-βιτρίνες μιας ψαροταβέρνας οι πέστροφες,οι οξύρρυγχοι κι ένα καβούρι μόνο του κολυμπάνε αενάωςστη ρουτίνα της αβέβαιης κατανάλωσης.

Μπροστά απ’ το χαλκοπράσινο άγαλμα ενός ζητιάνου δύοέφηβοι απομακρύνονται γατίσια. Μυρίζει χασίς.

Η πρώτη παράστασή μας στη χαοτική σκηνή του θεάτρου μετη σοβιετική υποδομή εκτοξεύεται σε ένα μεγαλειώδη, ασύλ-ληπτο χωρόχρονο, που αγγίζει τη μαγεία. Η παράσταση τηςεπόμενης μέρας ξεκινάει με ένα πολύβουο πλήθος, που σχο-λιάζει, μεταφράζει και μασουλάει, με την πιτσιρικαρία ναμπαινοβγαίνει στο φουαγιέ και όταν βάζουμε τα δυνατά μας, τοδεύτερο μέρος εξελίσσεται σε κατανυκτική εμπειρία.

Στα παρασκήνια Αρμένιοι ηθοποιοί και διάφοροι καλλιτέ-χνες μάς συγχαίρουν για την ευελιξία μας. Είχαν δει το Πε-

ριμένοντας τον Γκοντό παιγμένο από ρώσους, σε ένα ακαδη-μαϊκό ανέβασμα, κι από Πέρσες με μοντέρνα ματιά, που θά-μπωνε το έργο. Η παράστασή μας τους κάνει εντύπωση γιατο μαύρο χιούμορ της, τις αδιέξοδες υπαρξιακές σιωπές τηςκαι τις παιχνιδιάρικες σχέσεις της. Έχουμε καταφέρει ναπαίζουμε το έργο με καραβοτσακισμένη αισιοδοξία.

Ο φιλότεχνος διευθυντής μιας ελληνικής τράπεζας, εδώστο Εριβάν, μας τραπεζώνει στο CESAR’S PALACE, μια μαφιό-ζικη κιτσαρία σε κακέκτυπο τηλεοπτικής μπαναλιτέ, αλλάτο φαγητό γευστικό. Τα γκαρσόνια, τι μούρες! Θα πρέπει νακάνουν οπωσδήποτε κι άλλες δουλειές, πολύ πιο ζόρικες, αλ-λιώς από πού προκύπτει αυτό το ύφος πληρωμένου δολοφό-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 537

νου, με παλιοκαιρισμένο σμόκιν και χοντροδάχτυλα που με-ταφέρουν πορσελάνινες ντελικάτες πιατέλες με σαλάτες τουΚαίσαρα. Οι αρτίστες –έχει ορχήστρα– επιδίδονται σε κοντι-νένταλ μπελκάντο. Βγαίνουμε στη νύχτα.

Ο πλανόδιος ακορντεονίστας δεν δέχεται το φιλοδώρημα.«Περήφανος άνθρωπος», σχολιάζουμε.«Μπα, του φάνηκε λίγο το πουρμπουάρ», μας προσγειώ-

νει ο τραπεζικός.χωρίζουμε με ευχές που δεν πρόκειται να επαληθευθούν,

ανάμεσα σε ξενύχτηδες παροχής υπηρεσιών κάθε είδους.Περπατάμε μέχρι το ξενοδοχείο μας, με την πόλη να φα-

ντάζει σαν σκηνικό από φθαρμένη ασπρόμαυρη ταινία προ-πολεμικής επιστημονικής φαντασίας.

Ξημέρωμα πετάμε για Αθήνα. Πίσω στη χώρα που δεν θα ω-ριμάσει ποτέ, που όλοι θέλουν να παραμείνουν κολλημένοι στηνεφηβεία. Θα τηλεφωνήσω μόλις φτάσω στην Αλεξάνδρα να ταπούμε. Έχει ζήσει κι αυτή χρόνια έξω και έχει ταλαιπωρηθείαπ’ όλους αυτούς που δεν διαθέτουν άλλα εφόδια πέρα απ’ ταβασικά ελαττώματα της σύγχρονης νεοελληνικής ζαβαρακα-τρανέμιας: ξεπερασμένη παιδική επιθετικότητα, αποθεωτικήτάση προς τεμπελιά, τη μαγκιά και την περηφάνια της απει-θαρχίας και την παρωπιδική εμμονή στην παραβατικότητα.Επιμένουν να παραμένουν παλίμπαιδες, όχι με την έννοια τηςπαιδικής αθωότητας αλλά της κουφιοκεφαλακίασης, των χα-ζοχαρούμενων που αποφεύγουν να ωριμάσουν, γιατί τους αρέ-σει να γεύονται τα πάντα στη ζωή, επαγγελματικά, γονεϊκά,σχέσεις, γούστα, αλλά χωρίς τις συνέπειές τους.

«Μπαρμπούτσαλα», θα κλείσει το θέμα η Αλεξάνδρα.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 538

Ο Σπύρος Βραχωρίτης –αν και πρώτη φορά θα σκηνοθετήσειμονόλογο– δεν έχει αντίρρηση να μπει στην περιπέτεια τηςTελευταίας μαγνητοταινίας του Κραπ του Μπέκετ.

Στις πρώτες αναγνώσεις η παλιά μετάφραση του ΚώσταΣταματίου μας φαίνεται ανεπαρκής.

«Διάβασέ το σε παρακαλώ στα αγγλικά όλο το κείμενο,με τις σημειώσεις του συγγραφέα, τις παύσεις, τις σιωπές,την κίνηση, όλα», προτείνει.

Το κάνω: Είναι απόλαυση, δωρική συμφωνία, στακάτηγλώσσα, χαρακτήρας πλήρης ημερών, μ’ απίστευτο ρυθμό.Μας συνεπαίρνει.

«Στ’ αγγλικά θα το κάνουμε. Ως έχει...» Με κολακεύει κι ανασκουμπώνομαι. Παρά τις διαφορετι-

κές αναγνώσεις από πλευράς μου στις πρόβες, ο δρόμος είναιένας, διαρκεί σαράντα πέντε λεπτά και εκπέμπει μεστή στιλ-πνότητα. Μαγευόμαστε.

Το ζεύγος Πιατά ενθουσιάζεται με την εκδοχή του έργουστα αγγλικά.

«Σπάνιο δώρο, ανεβάζεις τον πήχη», σχολιάζει ο Δημή-τρης.

Αρχίζω την απομνημόνευση. Άμα το πας σαν να το γρά-φεις εσύ ο ίδιος αυτή τη στιγμή, γίνεται πιο φυσικό, με τα α-κριβέστατα σχόλια και τις οδηγίες του συγγραφέα.

Ενθουσιώδεις φιλότεχνοι μας προτρέπουν για παραστά-σεις σε ξένα φεστιβάλ. Η καλλιτεχνική κοινότητα με τονώνειστο θέμα της γλώσσας.

«Καιρός ήτανε, έχουμε ηθοποιούς που μπορούν να εκφρα-στούν στα αγγλικά, στα γαλλικά, στα γερμανικά, γιατί ό-χι...»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 539

Ο Γιώργος Γραμματικάκης σχολιάζει ενθαρρυντικά:«Να κάτι που αξίζει τον κόπο».

Ξεκίνησε σαν ένα ακόμα κυριακάτικο μεσημέρι που θα τσι-μπούσαμε νοστιμιές στο CAPRI της παραλιακής με τον Μηνάκαι τον Κουτέλ.

Ο Μηνάς έβγαζε πάντα πολύ γέλιο με τις αλλόκοτες ιστο-ρίες για ακραία περιστατικά που του ’χαν συμβεί, όπως σ’ έ-ναν ουρανοξύστη του Σικάγο, όπου αποφάσισε να φύγει απ’το μεθυσμένο, ομιχλώδες και κραιπαλιάρικο πάρτυ και να ε-πιστρέψει στο διαμέρισμα του αδελφού του, που τον φιλοξε-νούσε. Ήταν απ’ τις πρώτες του νύχτες στην Αμερική καιστο πάρτυ είχε βρεθεί από μια τυχαία γνωριμία σε ένα μπαρ.Στον τεσσαρακοστό όροφο μπήκε στο ασανσέρ, οι πόρτες έ-κλεισαν, δεν ήξερε ποιο κουμπί να πατήσει όλα αυτά –L, P, SP–του φαίνονταν κινέζικα, το ασανσέρ άρχισε να κατεβαίνει, οΜηνάς πατούσε στην τύχη κουμπιά, το ασανσέρ σταματού-σε, οι πόρτες άνοιγαν, οι πανομοιότυποι μακρινοί διάδρομοιυποφωτισμένοι δεν έβγαζαν πουθενά, τρομοκρατημένος άρ-χισε να φλιπάρει καθώς ο κλειστοφοβικός πια θαλαμίσκος α-νεβοκατέβαινε, του ’ρθε να βάλει τα κλάματα στη σκέψη ότικάποιος ψυχοπαθής δολοφόνος με πριόνι μπορεί να τον είχεπαγιδεύσει και πέφτοντας στα γόνατα άρχισε να τραγουδάειμε ηρωικούς λυγμούς τον εθνικό ύμνο «Σε γνωρίζω απ’ τηνόψη του σπαθιού την τρομερή...», που λες –τι παραλογισμός–και καλούσε το δολοφόνο με τη χατζάρα σε επίκληση.

Και στο Παρίσι, που πήγε επίσκεψη στο σπίτι ενός γνω-στού του, κάποια στιγμή μπήκε στο μπάνιο για την ανάγκητου, άκουσε ξαφνικά φωνές άγριες και φασαρία απ’ το καθι-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 540

στικό, δεν κουνήθηκε, δεν έβγαλε κιχ κι όταν γύρισε στο σιω-πηλό καθιστικό, ο γνωστός του ήταν αιμόφυρτος, νεκρός στοπάτωμα.

Ή τότε που σε μια θεατρική περιοδεία, πιεσμένος όπωςκαι οι υπόλοιποι συνάδελφοί του απ’ τη συμπεριφορά της θια-σαρχίνας τραγωδού, της πρότεινε οργισμένος να πάει στηνΚαζαμπλάνκα να βάλει μουνί, μπας και συνέλθει και η παρά-στασή τους από τραγωδία εξελίχθηκε σε σατιρικό δράμα.

Σήμερα ο φίλος μας σαν να ’χει κάτι να μας πει, φωτίζε-ται από μέσα του λες και του έχει αποκαλυφθεί κάποιο μυ-στικό, φουμάρει με πάθος.

Ο Κουτέλ μιλάει για τα σημεία των καιρών· πόσοι άσχε-τοι άνθρωποι παίρνουν αποφάσεις για θέματα και συντεχνίεςπου δεν γνωρίζουν, για την κρίση ταυτότητας και τη θολούρατων σχέσεων άντρα – γυναίκας.

«Παιδιά, αυτά δεν είναι τίποτα», χαμογελάει ο Μηνάς,«μελετούσα τα άστρα στον κομπιούτερ μου κι αυτό που μέλ-λει να έρθει είναι απίστευτο και πρωτοφανές, θα ’ρθουν ταπάνω κάτω, θα γίνουν τρομερές αλλαγές...»

«Εννοείς απ’ τη θέση των πλανητών, την τροχιά τους κι ό-λα αυτά...»

«Ναι, όλα αυτά, θα επιδράσουν πάνω μας, θ’ αλλάξουν συ-μπεριφορές, θα πέσουν μάσκες...»

«Έχουν ήδη αρχίσει να πέφτουν...»«Μα γι’ αυτό σας είπα, είναι μόνο η αρχή, θα γίνουν τέρα-

τα», καγχάζει ανάβοντας κι άλλο τσιγάρο.«Μ’ αρέσει που δεν πανικοβάλλεσαι».«Όχι, γιατί έχω την περιέργεια να το δω...»«Και όλη αυτή η ζόρικη ασυντονισιά και το μπέρδεμα θα

βγάλουν σε κάποια αρμονία ή αργεί αυτό;»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 541

«Αργεί αυτό μάλλον. Δεν ξέρω αν θα το προλάβουμε ε-μείς».

Πώς ρουφάει τον καπνό με τέτοια λύσσα.Παρά την ελαφρότητα της παρέας, χωρίζουμε σκεφτικοί

και το ύφος του Μηνά χαράζεται στη μνήμη μας σαν στοργι-κή προειδοποίηση. Όπως κάθε φορά που το ταρακούνημα τηςλογικής μας παραδινόταν στη μαγεία της γυναικείας διαί-σθησης για την εμφάνιση των UFO απ’ τη Μάρω, την ύπαρξηνερού στο υπέδαφος απ’ τη Βίκυ και την πτώση αεροπλάνωνμέσα από πρωθύστερα όνειρα της Έφης.

Η σπαθάτη μελαχρινή νοικιάζει αμάξια και πάμε βόλτες. υ-πάρχει έλξη, διάθεση για παιχνίδι, ματιές με βάθος πεδίου, ό-σο ερωτικός μπορεί να ’ναι κανείς στα χρόνια του AIDS. Μ’ αυ-τά τα γερά μακριά πόδια, τον στέρεο σκελετό και μια νοτιοα -νατολική Μεσόγειο να σιγοκαίει στα μάτια της –μπορεί οιπρόγονοί της να είχαν συναναστραφεί μεσοποταμιακές καλ-λονές– μεταμορφώνεται κάθε βράδυ σε μεγεθυσμένη μπέ-μπα, Αιγύπτια μάγισσα και ψωνισμένη φευγάτη ροκού, πουόμως δεν παραλείπει να αργεί στα ραντεβού της.

Σπεύδω να ακουμπήσω τα χείλη μου εκεί στο μάγουλο,σαν να θέλω να προλάβω την κατρακύλα της μαύρης ελιάςτης απ’ το σκούρο περίγραμμα των αμυγδαλωτών ματιώντης. Το βασικό της εισόδημα προέρχεται απ’ το μόντελινγκ,αποφεύγει την αγαλματώδη αγκύλωση των εξωφύλλων, πη-γαινοέρχεται, γελάει, ακούει μουσικές, μασάει τσίχλες, ιπ-πεύει άλογα, πέφτει με τα ρούχα στα νερά και διασχίζει μι-λανέζικες πασσαρέλλες τυλιγμένη ή ατύλιχτη σε δημιουργίεςευαίσθητων σχεδιαστών. Της αρέσουν τα ζώα, ζει με τρεις

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 542

γάτες και δεν θα ’χε αντίρρηση να συγκατοικεί με φίδια –τατόσο παρεξηγημένα–, σκύλους, πτηνά και κάποιον να την α-γαπά χωρίς να της τα πρήζει.

Γουστάρει το ροκ εντ ρολ, τις νύχτες ξεχνιέται σε πίστεςνάιτ κλαμπ και ρέιβ πάρτυ σε θερμοκήπια, χορεύοντας σανμεταξωτό ύφασμα που πέφτει αργά.

Διασκεδάζει τη μοναχικότητα της ομορφιάς της ανάμεσασε παρέες που σου επιτρέπουν να είσαι μόνος κι ανάμεσαστους συνανθρώπους σου, σαν να προετοιμάζεται για το ρόλοτης μοναχικής μητρότητας που την περιμένει.

Όλα συμβαίνουν ξαφνικά. Το Πολύτεχνο θα γίνει σούπερμάρκετ. Δεν έχουμε θέατρο, ο Δημήτρης θα περιοδεύσει μετον Μικρό ήρωα. Οι πρόβες του Κραπ με τον Σπύρο Βραχω-ρίτη σταματάνε. Κανένας μας δεν είναι τόσο φιλόδοξος για νατρέξει να κλείσει κάποιο άλλο θέατρο ή παραγωγό, ή...

Για μία ακόμα φορά η ακυρωτική ματαιότητα με παραλύει.Δεν είναι μόνο καλλιτεχνική η απομάκρυνση. Είναι η απο-στροφή για τις χαρές της ζωής. Δεν γουστάρω ξενύχτια,φούμες, ερωτικά τετ-α-τετ, με ενοχλεί και μόνο η ιδέα τουσεξ. Μια προεφηβική συστολή έχει αναδυθεί και με κρατάειμακριά απ’ το κορμί μου, και των άλλων.

Δεν θα πάω καλοκαιρινές διακοπές, κολύμπι και ηλιοβα-σιλέματα. Αισθάνομαι εξουθενωμένος. Κουράζομαι εύκολα,με σμπαραλιάζει ο καύσωνας και γλιστράω σε ακηδία.

Στις ειδήσεις στην τηλεόραση η θερμοκρασία στην Αλε-ξανδρούπολη είναι γύρω στους είκοσι οχτώ βαθμούς, ενώ ε-γώ βράζω εδώ και μία βδομάδα σε ακατέβατα σαραντάρια. Ο

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 543

Σταύρος, που του τηλεφωνώ στο ταξιδιωτικό του γραφείο,μου κλείνει μια θέση στο αεροπλάνο της Ολυμπιακής που πε-τάει απόψε το βράδυ.

Είναι δέκα και τέταρτο όταν το ταξί με πάει απ’ το αερο-δρόμιο σε ένα κεντρικό ξενοδοχείο απέναντι απ’ το ρυθμικόαναβοσβήσιμο του φάρου της Αλεξανδρούπολης. Κάνει δρο-σιά και το τοπίο έχει κάτι από εσχατιά συνοριακού ορίζοντα.Αφήνω την τσάντα μου σε ένα δωμάτιο του πέμπτου ορόφουκαι βγαίνω στην παραλιακή.

Οικογενειακές βόλτες, νεολαιίστική περατζάδα, απόμεροψωνιστήρι, καφετέριες και μπαράκια με ματιές που καλωσο-ρίζουν. Δεν ήρθα εδώ για καυτή επικοινωνία και τρυφερές ά-χνες, αλλά για δροσιά μέσα από ακινησία και αποχή. Ο μόνοςτρόπος για να μην ιδρώνω. Αποστασιοποίηση. Το ανατολίτι-κο ζεν στη νεοελληνική εκδοχή του δεν.

Στις πλιαν πάνινες πολυθρόνες του ξενοδοχείου μπροστάστην είσοδο, μετά τα μεσάνυχτα χαζεύω το κενό. Μια οικο-γένεια που επιστρέφει από διακοπές στην Κωνσταντινούποληκαι κατεβαίνει χωρίς να βιάζεται στην Αθήνα ακούγεται πο-λιτισμένη και ήσυχη απ’ το διπλανό τραπέζι. Η σύζυγος μετα δύο μικρά και τα φιλάκια της καληνύχτας ανεβαίνουν σταδωμάτια για ύπνο.

Ο καλοχτισμένος εξηντάρης με το μετρημένο μαύρισμα,το αδρό μπούστο και την πατρική αύρα με καλησπερίζει.

«Σας έχω παρακολουθήσει, όχι μόνο ως καλλιτέχνη επίσκηνής αλλά και από συνεντεύξεις σας και μου ’χει κάνει ε-ντύπωση ο τρόπος που εκφράζετε τις απόψεις σας κι αυτή ηαίσθηση ελευθερίας που σας διέπει».

«Καλοσύνη σας που υπέπεσα στην αντίληψή σας...»«Δεν εννοώ να κάνω κατάχρηση της συμπτωματικής γνω -

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 544

ριμίας μας, αλλά νιώθω ότι θα μπορούσα να κάνω μαζί σαςμια ειλικρινή συζήτηση...»

«Για ποιο θέμα;»«Έχω την οικογένειά μου, έχω φροντίσει τα οικονομικά

μας να μας καλύπτουν με άνεση, οι δουλειές μου είναι εδώ καιχρόνια υπό έλεγχο και προσοδοφόρες, αλλά έχω ένα κενό...»

«Του τύπου;» μου κάνει εντύπωση η αβίαστη αμεσότητάτου και ο τίμιος τόνος της φωνής του.

«Δεν είχα την τύχη να πάω στο κρεβάτι μ’ έναν άντρα μέ-χρι τώρα, κι αυτό σκέφτομαι ότι ίσως με κάνει ανολοκλήρω-το ως άνθρωπο...»

Μέσα μου μένω άφωνος, έξω μου χαμογελάω.«Είναι θέμα τύχης», κάνω τον άνετο, «δεν είναι για να του

δίνουμε ιδιαίτερη σημασία, εξάλλου μπορεί να σας τύχει, ηζωή συνεχίζεται...»

«Φυσικά, αλλά φοβάμαι μήπως κάνω κάποιο λάθος πουαπομακρύνει την πιθανότητα να μου συμβεί».

Είμαι συνήθως ετοιμόλογος, αλλά μ’ έχει καταλάβει εξ α-προόπτου και μάλλον έχω κομπλάρει.

«Α, γι’ αυτό», κάνω σκεφτικός, «δεν ξέρω τι να σας πω...»Ανεβαίνω στο δωμάτιό μου ταραγμένος. Τόσο εξομολογη-

τική κουβέντα από άγνωστο δεν μου ’χει ξανατύχει, το θάρ-ρος των ανθρώπων για την εξομολόγηση των πολύ προσωπι-κών τους με αναστατώνει.

Το μεσημέρι παίρνω το λεωφορείο για την Καβάλα. Θα τηλε-φωνήσω στη Σάσα Γάλη να βρεθούμε, να γελάσουμε, να κά-νουμε βόλτες, να τα πούμε, να βγούμε με την παρέα της, να

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

o

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 545

πειράξουμε καμιά πιτσιρίκα θύμα της μόδας, που κυκλοφο-ρούν παντού πια.

Στην ΩρΑΙΑ ΜυΤΙΛΗΝΗ τσιμπάω νοστιμιές περιμένονταςτην Καβαλιώτισσα ντιτζέι. Ένα κουαρτέττο ευτραφών Τούρ-κων, με τους άντρες να θυμίζουν γκριζόλυκους Ατατούρκ καιτις γυναίκες αφράτες σουλτάνες –μες στα σκουλαρίκια, στακολιέ, στα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια–, που μόλις αποβι-βάστηκαν απ’ το μοντέρνο γιωτ κι έχουν απλωθεί στα διπλα-νά τραπέζια, παραγγέλνουν όλα τα ορεκτικά, τις τεράστιες σα -λάτες, τα φρέσκα μεγάλα ψάρια, τα λευκά κρασιά, το μπου-κάλι με το λάδι για να βουτάνε τα φρυγανισμένα ψωμιά τουςστο ζουμί απ’ τις ντομάτες, τις πιπεριές, τα αγγούρια, τις ε-λιές, τη φέτα με τη ρίγανη. Δεν χορταίνουν με τίποτα.

Απ’ την άλλη μεριά το κεντροευρωπαϊκό καστανό ξανθόζευγάρι με τη φίνα επιδερμίδα, τα ρούχα σε τόνους λινούμπεζ της ερήμου, με τη μία χωριάτικη σαλάτα, τη μία καλα-μαράκια και τη μικρή Δεμέστιχα υπογραμμίζει το μίνιμαλ.Η ακομπλεξάριστη σωματικότητα της Ανατολής απ’ τη μια,η μετρημένη απόλαυση της Δύσης απ’ την άλλη, και η ΣάσαΓάλη, που φτάνει εκθαμβωτική και κάνει όλα τα κεφάλια ναγυρίσουν προς το μέρος της.

Η παραλία με τα μαύρα βότσαλα στη χίο είναι όντως ασυνή-θιστο τοπίο, οι ελικοειδείς στροφές της ορεινής Αρκαδίας σουκόβουν την ανάσα, το Πόρτο Κατσίκι στη Λευκάδα σε μετα-φέρει σε μαγικό χωρόχρονο, αλλά και μια απλή παραλία, ό-πως το Βουρκάρι της Κέας, μπορεί να σε τυλίξει με μαγεία.

Ήταν μια βραδιά με πανσέληνο, η Ντομινίκ με περίμενεστο σπίτι πάνω στη χώρα, αλλά εγώ είχα ξεμείνει στο σκα-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 546

μπώ του μπαρ μιας τύπισσας στην παραλία και το λειώμαπου μου ’χε προκύψει με άδειασε σε ένα ντιβάνι κάποιου άδειουσπιτιού στο λιμάνι, για να συνέλθω με την αινιγματική αί-σθηση ότι κάποιος ή κάποια είχε μόλις σηκωθεί απ’ το κρε-βάτι και είχε εξαφανιστεί κι οι κουρτίνες της βεράντας, παράτην άπνοια, λικνίζονταν. Σεξ με κουρτίνα; Πρωτότυπο.

Περπάτησα μέσα στη νύχτα κι αποφάσισα να την πέσωστην παραλία στο Βουρκάρι, αυτοσχεδιάζοντας με μια πε-τσέτα κι ένα παρεό πάνω σε ξερά φύκια, στρώθηκα σε μια ά-κρη χαζεύοντας την πανσέληνο, ανάμεσα από ισχνούς θά-μνους και καχεκτικά αλμυρίκια. Θα πρέπει να κοιμήθηκα ε-λαφρά, αλλά τα μάτια μου άνοιξαν από μηχανή αυτοκινήτουστο ρελαντί, όταν όλα γύρω ρόδιζαν, μαζί με τη γαλάζια δρο-σιά του ξημερώματος. Το κλείσιμο της πόρτας με ξύπνησε ε-ντελώς, γύρισα μπρούμυτα προς την άλλη άκρη της άδειαςπαραλίας. Μια γυμνή όμορφη γυναίκα κατέβαινε στην άμμοξυπόλητη μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, μια μεγάλη πάνινη τσά-ντα κι ένα μπουκάλι νερό. Έστρωσε τη φαρδιά ψάθα στηνάμμο, άπλωσε μια πλούσια πετσέτα από πάνω, ακούμπησετο μωρό στο κέντρο, έφτιαξε γύρω γύρω μια μικρή περίφρα-ξη από τσάντες, πετσέτες και παιχνίδια και βούτηξε στη θά-λασσα. Φαινόταν πανέμορφη. Έλαμπε καθώς απολάμβανε τονερό, ρίχνοντας ματιές στο μωρό, που ’χε αρχίσει να καβαλάειτον πρόχειρο φράχτη των αξεσουάρ και να κυλιέται στην άμ-μο. Η μητέρα βγήκε απ’ το νερό στάζοντας αλμύρα, το πήρεστην αγκαλιά της, κάθισε πάνω στην πετσέτα και χαϊδεύο-ντάς το του πρόσφερε το στήθος της. Το μωρό απογειώθηκεαπό ευτυχία.

Δεν έκανα την παραμικρή κίνηση, συνεπαρμένος από ένατόσο συνηθισμένο γεγονός, που όμως στο πρωινό μου ξύπνη-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 547

μα έπαιρνε άλλες διαστάσεις. Το τοπίο με τον ήλιο που μόλιςρόδιζε την παραλία όπου μια ωραία γυναίκα θηλάζει το ευτυ-χισμένο μωρό της θα μπορούσε να ήταν αισθησιακό, αλλά γι-νόταν βιβλικό.

Με πήρε το μάτι της καθώς τη χάζευα μαγεμένος και τοβλέμμα της στάθηκε πάνω μου με ένταση και μετεωρισμό. Μεένα νεύμα την καθησύχασα. Γύρισα στο πλευρό μου ευχαρι-στημένος. Για μια στιγμή είχα πιάσει επαφή με κάτι μα γικό.

Συχνά μέλη της θεατρικής συντεχνίας, παλιές καραβάνες συ-ντηρητισμού και προγονολατρίας, προέβλεπαν το Βατερλώμου, απ’ την πρώτη στιγμή. Ο τρόπος που ήθελα να κάνω αυ-τό το επάγγελμα ή λειτούργημα τους φαινόταν αδιανόητος.«Πού νομίζει ότι βρίσκεται;», «Ποιος νομίζει πως είναι;» καιτέτοια.

Όλα αυτά τα προσπερνούσα. Από το ’να αυτί έμπαιναν, α-πό τ’ άλλο έβγαιναν. Δεν μπορούσα να τα πάρω στα σοβαρά–όπως σχεδόν τίποτα–, αλλά μου έκανε εντύπωση το γεγο-νός ότι οι άνθρωποι όταν επιδίδονται στην κακία, γίνονται πιοελκυστικοί. Η καλοκρυμμένη μισαλλοδοξία, η ευφυολογημα-τική κακιούλα, το γαντοφορεμένο θάψιμο, η έκκριση χολήςτούς ταρακουνάνε, τους ζωντανεύουν απ’ το εκρού κενοτάφιοπου στρογγυλοκάθονται και τους κάνει να λάμπουν για λίγο.

Αλλά ’πεσαν έξω. Το στοίχημα είχε μπει ερήμην όλωνμας, και γίνεται κι αλλιώς, όχι μόνο με τον τρόπο τους. Τασχόλια και οι κριτικές τους δεν είχαν να κάνουν με τις επιδό-σεις μας στην τέχνη, αλλά με τον τρόπο που ζούσαμε. Μετάτην προβολή του Ακροπόλ ξεσάλωσαν. Για μας τους ίδιους.Αυτό τους μπέρδευε. Την ίδια στιγμή που εμείς –δεν ήμουνα

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 548

ο μόνος– ζούσαμε μια πλούσια και ελεύθερη ζωή, αυτοί συ-σχέτιζαν κουτά. Για εμπειρίες μιλάμε και όχι για πλούτοχρημάτων. Γι’ αυτή μας την περιέργεια που μας έχριζε μέλημιας ελίτ, όχι απ’ αυτές των γνωστών προνομιούχων αλλάτην ελίτ της περιέργειας για το κορμί του άλλου, για τις από-ψεις του άλλου, για το παιχνίδι με τον άγνωστο άλλο.

Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη μου τηλεφωνεί για να με ρωτή-σει αν θέλω να παίξω σ’ ένα εγγλέζικο έργο του χάουαρντΜπάρκερ, Scenes from an execution, με σκηνοθέτη τον Κων-σταντίνο Αρβανιτάκη.

«Eμείς εδώ σ’ εκτιμάμε και σ’ αγαπάμε πολύ και πιστεύου -με ότι ο ρόλος του Δόγη της Βενετίας είναι για σένα...»

Τι φίνα πρόσκληση. Την Καρυοφυλλιά την ξέρω χρόνια, απότότε που πρωτοκατέβηκε στην Αθήνα απ’ το βορρά για τοΑει κίνητον και που όταν μας σύστησαν, τη ρώτησα: «Και Κα-ρυοφυλλιά και Καραμπέτη;» Πέσανε γέλια, της έχω μια αδυ-ναμία από μακριά, σαν έρωτας με ένα έργο τέχνης, όχι μόνο ε-ξαιτίας του ταλέντου της και των εντυπωσιακών επιδόσεών τηςσε κλασάτο ρεπερτόριο, αλλά και για το ταμπεραμέντο της,που εκπέμπει όνειρο και ερωτισμό, συχνά μου δίνει την εντύ-πωση ότι έχει χρόνια τώρα ζωντανέψει από κάποιο προαναγεν-νησιακό πίνακα, μοιραία αμαρτωλή και ενάρετη ηδονίστρια.

Στις πρόβες για το ρόλο της ζωγράφου Γαλάκτιας είναιξυπόλητη, ανεβοκατεβαίνει ασταμάτητα σε ανισόρροπες σκα -λωσιές, στις σκηνές με όλους μας εκρήγνυται εξπρεσσιονι-στικά, το βλέμμα της αστραποβολάει ανάμεσα σε τρικυμίακαι ορμή, το χιονάτο κρουστό κορμί της συχνά φωσφορίζου-σα οπτασία.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 549

Η παράσταση του Ένα καινούργιο κόκκινο –μ’ αυτό τοντίτλο θα παιχτεί– στήνεται με κέφι απ’ όλους, καθώς μπαινο-βγαίνει σε ατελιέ ζωγράφων με γυμνά κορμιά και παγιδευτι-κούς διαδρόμους βενετσιάνικης εξουσίας και αγέλαστης εκ-κλησιαστικότητας. Κάποιο έργο! Σε στιλπνή μετάφραση τηςσουίνγκιν Μαριλένας Παναγιωτοπούλου και σχολαστική δια-τύπωση του Αρβανιτάκη. Με την Κλαίρη Μπρέηζγουελ πουσχεδιάζει τα κουστούμια συμφωνούμε ότι η αισθητική τουΤζων Γκαλλιάνο ταιριάζει στην άποψή μας για την ενδυμα-τολογία του Δόγη και προς αυτή την κατεύθυνση ο τεχνίτηςΓιάννης Φαράντος φινίρει με στυλ.

Ο παραγωγός μας Γιώργος Κυπραίος είναι πολύ γενναιό-δωρος μαζί μου. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ στο θέμα καιτα χρήματα είναι έτοιμα μέσα σε φάκελο και με περιμένουν.Ξέρω, δεν συνηθίζεται.

Με πείραξε η 11η Σεπτεμβρίου της Νέας υόρκης... Όλα εκεί-να τα χρόνια στη μητρόπολη, ερωτικά, καλλιτεχνικά, απενο-χοποιημένα, ανώνυμα, και τώρα η συμφορά απ’ το χτύπημα.Δεν μου λένε τίποτα τα σενάρια για εκδίκηση φανατικώνστην αλαγονική Δύση ή χτύπημα από μέσα, ή...

Αν είχε συμβεί στην Αθήνα, στο πιο κοσμοπολίτικο κομ-μάτι της πόλης, ανάμεσα στην Ακρόπολη και στον Λυκαβητ-το, τότε θα καταλάβαιναν μερικοί που διαθέτουν ευχέρειαστη συνωμοσιολογία πόσο μπορεί να σου στοιχίσει η Αλε-ξάνδρεια που χάνεται, η πόλη που δεν θα ’ναι ποτέ η ίδια, ευ-φορική, ηδονική, ευκαιρία για έναν παράδεισο που δόθηκε καιπου για μία ακόμα φορά χάθηκε.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 550

Γνωρίζω ηθοποιούς που ίσως τους βλέπω για πρώτη φοράκαι με εντυπωσιάζουν: Ο Κρατερός παίζει κι ακούει μουσι-κή, καβαλάει τη μοτοσυκλέττα του και ξενυχτάει τους έρω-τές του, της Μαρίας Σολωμού της ξεφεύγει ταμπεραμεντόζαθηλυκότητα κι έχει πλάκα. Ο Συμεωνίδης πορεύεται χρόνιαστον αγέλαστο κόσμο της πρωτοπορίας, ο Φαλελάκης επινοείκατασκευές και εμπνέεται απ’ την εικαστικότητα, ο χαζαρά-κης εντρυφεί σε αναλύσεις και ιστορικοκοινωνιολογικές απο-κωδικοποιήσεις, η ακατέργαστη ενέργεια του νεαρού Κακα-τσίδη έχει μια ωμότητα που μετεωρίζει και η σοφιστικέ φι-γούρα της Εύας Κοτανίδη στα πρώτα της βήματα υπόσχεταιπαρουσία, που κορυφώνεται στον αιχμηρό μονόλογο της τε-χνοκριτικού που υποδύεται και συχνά ταυτίζεται:

«Ωραία είναι εδώ μέσα, μ’ όλα αυτά τα κεριά! Δεν ντρέπο-μαι που φέρνω τον κόσμο της ντεκαντάνς στο κατώφλι σας.Κοιτάξτε με, φοράω κομψά ρούχα και περιφέρομαι στις γκα-λερί. Εκ πρώτης όψεως είμαι μια γυναίκα άψογα ντυμένηστα λευκά. Όμως και η κριτική είναι βαμμένη στο αίμα. Μα-χαίρια ακονισμένα κατακρεουργούν καρριέρες, τρυπούν τηναναπνευστική οδό της έκφρασης. Προσπαθώ να είμαι εμφα-νίσιμη, αν και στην ουσία το επάγγελμά μου είναι δολοφόνος.Καληνύχτα».

Αλλά κάποιες στιγμές που η γαλακτερή λάβα της Καρυο-φυλλιάς μαίνεται μπροστά στον καθρέφτη του καμαρινιούτης, παλεύοντας με το ανυπότακτο πυροκόκκινο μαλλί της,το πιστολάκι και τη βούρτσα, με τα μάτια διασταλμένα ναχάνονται στην ενατένιση του μεταμορφωμένου σε Γαλάκτιαειδώλου της, με παφλασμούς κυμάτων και ηφαιστειακές α-στραπές, τέτοιες στιγμές τη βρίσκω αστρικά ελκυστική καιμου περνάει απ’ το μυαλό να τη ρίξω στο πάτωμα, να κυλι-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 551

στούμε αγκαλιά ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο κουδούνι,για να το κάνει αξέχαστα συναρπαστικό... Όχι όμως, είμαστεεπαγγελματίες των αισθημάτων και αρνητές των σχέσεων μεσυναδέλφους, αλλά η έλξη, ο μαγνητισμός είναι εδώ, και συ-χνά με ένταση...

Ξημερωνόμαστε τσουγκρίζοντας ποτήρια με κόκκινο κρα -σί σε γαστρονομικά στέκια και μεταμεσονύχτιες προβολές·είναι αποθεωτική μ’ αυτή τη φαντασματική γοητεία της καιτη θεατρινίστικη αφοσίωση στη φλόγα της τέχνης της.

«Δύο διαφορετικές σχολές ερμηνείας που δε συναντιού-νται», σχολιάζει ο Θανάσης Παπαγεωργίου με τη Λήδα Πρω -τοψάλτη στο τραπέζωμα μετά την παράσταση στο γευστικόστέκι του ΒΛΑΣΣΗ της πλατείας Μαβίλη.

Το ’χω νιώσει κι εγώ. Οι συχνές φουρτουνιασμένες σκηνι-κές επιδόσεις της Καρυοφυλλιάς δεν ευνοούν την επικοινωνίαανάμεσά μας, το λειώσιμο του ενός μέσα στον άλλο, τη χρυσήψαριά, που λέει ο Πήτερ Μπρουκ, αλλά υπογραμμίζουν τηντοτεμική υπερηφάνεια του ειδώλου που προσφέρεται για θαυ -μασμό και λατρεία, με χρωμάτισμα του λόγου, πρωταθλητι-κές αναπνοές και μνημειακό σφράγισμα. Σαν θεσμός εν δρά-σει. Δεν είναι το είδος της θεατρικής ακροβασίας που εκτιμώτώρα πια, παρά την υπόκλιση στις αντοχές και στο ελεγχό-μενο πάθος. Καθώς περνάει ο καιρός, αυτό που μ’ ενδιαφέρειστην Τέχνη είναι η ωμότητα και η συγκίνηση που εκπέμπει ηάπιαστη αλήθεια της, που συχνά νομίζεις ότι την κρατάς κιόλο σου ξεγλιστράει.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 552

Η παράστασή μας όμως έχει ενδιαφέρον. Οι δέκα επιφάνειεςτης Μανωλιδάκη, που αλλάζουν θέση και με το φωτισμό κα-θορίζουν χώρους, είναι εντυπωσιακές με τη λιτότητά τους καιτη λειτουργικότητά τους, αλλά και το ίδιο το έργο, που αρνεί-ται να πάρει θέση στη διαμάχη Τέχνης και Εξουσίας και αλ-λάζοντας γωνίες καταγράφει τα υπέρ και τα κατά και τωνδύο πλευρών, δεν είναι κάτι συνηθισμένο. Ενδιαφέρουσα φυ-σιογνωμία ο χάουαρντ Μπάρκερ, είναι και ο ίδιος εικαστικός,κάτι ξέρει απ’ αυτά, συν το γεγονός ότι, όπως και ο Μποντ,ζει εκτός Αγγλίας, τονίζοντας την αντίθεσή του με το λονδρέ-ζικο κυρίαρχο ρεύμα.

Μια ακραία χιονόπτωση, απ’ αυτές που ’χει να δει χρόνια ηΑθήνα, ακυρώνει συγκοινωνίες, συνεργασίες, ραντεβού καιτις παραστάσεις μας για τρεις μέρες. Η Καρυοφυλλιά μουτηλεφωνεί για ν’ ανεβούμε στον Λυκαβηττό και να κυλιστού-με στις χιονισμένες πλαγιές του.

«Τρελή θα ’σαι, χλωμό παιδί της πόλης, εγώ να κουτρου-βαληθώ στο χιόνι, να στραμπουλήξω κανέναν αστράγαλο καινα κάνω να εμφανιστώ στο θέατρο για μέρες, ούτε να το σκέ-φτεσαι...»

«Πώς κάνετε έτσι με λίγο χιόνι οι Αθηναίοι, εμείς πάνωστον Έβρο ένα μεγάλο μέρος του χειμώνα θαβόμαστε κάτωαπ’ το χιόνι κι έπρεπε κάθε πρωί να σηκώνεται ο πατέρας μουνα φτυαρίζει δρομάκια για να πηγαίνουμε σχολείο, αλλιώς θα’χα μείνει αγράμματη».

Όταν το χιόνι γίνεται βρόμικο και λειώνει, ξαναρχίζουμεπαραστάσεις.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 553

Ο Λεωνίδας Κύρκος έρχεται στο καμαρίνι και με ρωτάει ανπαίζοντας τον Δόγη είχα υπ’ όψη μου τους Ζντάνωφ και Λου-νατσάρσκι. Έχω ακούσει τα ονόματα απ’ τους φανατικούςτου μαρξισμού, αλλά δεν πιάνω την αναφορά του.

«Για να είμαι ειλικρινής, όχι».«Έτσι χειρίζονταν τα καλλιτεχνικά θέματα οι ιδεολογικοί

ινστρούχτορες, κι αυτές τις φυσιογνωμίες μού φέρατε στονου...»

«Δεν πήγε το μυαλό μου καθόλου σ’ αυτούς...»«Δείχνετε όμως να χειρίζεστε με πολύ δεξιοτεχνικό τρόπο

το “ρεάλ πολιτίκ” και την ασφυξία της εξουσίας...»«Θα πρέπει να ’ναι συμπτωματικό κι ελπίζω να μη σας υ-

πενθύμισα “οικεία κακά”».χαμογελάμε καθώς τον συνοδεύω στο καμαρίνι της Κα-

ρυοφυλλιάς.Μια κοσμοπολίτικη παρέα διπλωματών μάς συγχαίρουν

με βρετανική ακρίβεια και άμεσα ελληνικά.«Σας ακούω και στο ραδιόφωνο το πρωί όποτε είμαι στην

Αθήνα», μου ξανοίγεται η κομψή σαρανταπεντάρα με τις γήι -νες αποχρώσεις εγγλέζικης εξοχής, «σας έχω θαυμάσει στoLa nona, στον Μπέκετ, παλιότερα στις Δύο αδελφές...»

«Ορφανές».«Σωστά».«Βλέπω παρακολουθείτε τα πάντα».«Όχι τα πάντα, εσάς».«Σχεδόν απειλητικό». Γελάμε.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 554

Στο μεσημεριανό άραγμα στα τραπέζια του ΦΙΛΙΟΝ στο πε-ζοδρόμιο της Σκουφά, με την αντροπαρέα να βαθμολογείπρόχειρα, αλλά συχνά εύστοχα, περαστικές καλλονές και τηνπιθανότητα διαθεσιμότητάς τους, δύο όμορφες με μακριάμαύρα μαλλιά και ευγένεια παλιάς ασπρόμαυρης φωτογρα-φίας, ίσως αδελφές, ίσως μάνα κόρη, φωτισμένες από ένα ε-σωτερικό φως ωραιότητας, μας κινούν την προσοχή.

Τα βλέμματά τους προς την παρέα μας είναι φιλικά κι ό-ταν αρχίζουμε να χαιρετιόμαστε και να κουβεντιάζουμε λίγο,είναι ευχάριστα και ανάλαφρα, σαν παιδιά που συναντιόμα-στε στο προαύλιο του σχολείου και φχαριστιόμαστε που κά-νουμε νέες γνωριμίες.

Δεν είναι γυναίκες που έχουν σχέση με τη μόδα, το σύγ-χρονο άγχος ή τις σεβαστές νευρώσεις και η σχέση τους με τοχρόνο έχει κάτι από γαλλικό μυθιστόρημα του προηγούμενουαιώνα. Είδος εν ανεπαρκεία και ίσως υπό εξαφάνιση. Η μικρήσπουδάζει Αγγλική Φιλολογία με άνεση χρόνιας βιβλιοθηκά-ριου και επιδίδεται σε άγουρους βηματισμούς φρενιασμένουφλαμένγκο. χτυπά τα πόδια της με πείσμα κόντρα στο κα-θημερινό της πειθαρχημένο φοιτητικό ισοκράτημα. Διαβάζεικαι μεταφράζει και από γαλλικά, που αποφεύγει να τα μιλά,η σχεδόν παζολινική ομορφιά της, μ’ αυτή την ανοιχτή στα-ρένια ωχρότητα της αέναης παρθενικότητας, την κάνει να ξε-χωρίζει. Περιζήτητη μικρή μαντόνα –πάντα με τη μαμά της,την ταγμένη στην ενότητα των μελών της οικογένειας– λα-τρεύει την τέχνη. Μιλάμε στα αγγλικά για τον Μπέκετ, τονΤζόυς, τον Ουάιλντ τον Τ. Σ. Έλλιοτ, τις σύγχρονες σκοτει-νές ποιήτριες της απώλειας.

Η σοφή αθωότητά της δεν εκπέμπει καμία σκανταλιάρι-κη σαρκικότητα, σαν να είναι αφοσιωμένη κάπου έξω από το

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 555

καλλίγραμμο σώμα της, που ίσως ερήμην της παραμένει επι-θυμητό, τόσο απ’ τις αναγεννησιακές καμπύλες του όσο καιαπ’ την ευωδιαστή μυρωδιά του. Είναι αλλού και είναι ερω-τεύσιμη.

Είναι βέβαια μια εικοσάχρονη μικρή. Δεν έχει ακόμη απο-γαλακτιστεί· ένα λουλούδι δωματίου, ένα πολύτιμο μπιζούκάπως κρυμμένο, σαν μυστικό. Όταν τη βλέπουμε στο παρά-θυρο του δωματίου της κάτω απ’ τον Λυκαβηττό, με τα μα-κριά της μαλλιά χυμένα πάνω στους διάφανους ώμους, μεκάποια προκλασσική μουσική απ’ το βάθος, μας θυμίζει ζω-γραφιά απ’ τις Χίλιες και μία νύχτες.

Όταν έρχεται στην παράστασή μας Ένα καινούργιο κόκκινο,το καμαρίνι μου αποκτά κάτι από βενετσιάνικο μπουντουάρμε μια αγκαλιά από τα πιο βελούδινα και βαθυκόκκινα τρια-ντάφυλλα που έχω δει ποτέ μου. Κοίτα γούστο και γενναιο-δωρία η μικρή.

Όταν περπατάμε τη νύχτα κάτω απ’ το ψιλόβροχο, είναιτόσο ξαναμμένη και ενεργειακή, παρά το φρένο που φαίνεταινα βάζει στα όριά της. Αλλά ποια όρια; Τίνος πράγματος; υ-πάρχει θέμα; Μήπως μοιράζεται μαζί μου μια ξεροκεφαλιάγια την εκλεκτική μας συγγένεια ή μια απλή πεισματάρικηαποστροφή για την καθημερινή ζωή των άλλων;

«Από μικρή τρεις ηθοποιοί μ’ άρεσαν απ’ όλο τον κόσμο».«Ποιοι;»«Ο Μάικλ Κέιν, ο Τζέφρυ ρας κι εσύ».«Εγώ; Τόσο μικρή και... Δηλαδή όλοι αυτοί οι νέοι ηθο-

ποιοί, χορευτές, αθλητές, όπως τους λένε τέλος πάντων, δεσου λένε τίποτα;»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 556

«Ποτέ».«Τόσο νέα και τέτοια γούστα! Μήπως έχουμε να κάνουμε

με γεροντοφιλία», την πειράζω, «ή μήπως είστε αντικέρ; Ό-πως είπε κάποτε ο χορν στον Κοτάν;»

«Μ’ αρέσει ο χορν, έχω δει όλες του τις ταινίες κι ακούωκαι τα τραγούδια που έχει τραγουδήσει ο Τάκης...» κάνει χα-ριτωμένα.

Η παράσταση απ’ το θέατρο Πόρτα μετακομίζει για μία βδο-μάδα παραστάσεων στην Κύπρο. Η φιλοξενία τους αγγίζειτα όρια της μελαγχολίας της αφθονίας. Τηλεφωνιόμαστε μετη μικρή αγαπημένη στην Αθήνα και αστειευόμαστε με τηνκυπριακή διάλεκτο.

Η Καρυοφυλλιά έχει τις κλειστές της. Της κάνω παρέα, μ’αρέσει που αποφεύγει τον ήλιο, την πισίνα, τα ξενύχτια, είναιπολύ κοντά στις δικές μου αποχές.

Καθώς πετάμε πίσω στην Αθήνα, κανονίζουμε να πάμεστο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου.

«... αυτά τα είσαι χαρισματικός, ιδιαίτερος, μοναδικός,αλλά δεν έχουμε χρήματα και το μόνο που διαθέτουμε για τοταλέντο σας είναι ένα “συμβολικό ποσό” να πάτε να τα πείτεαλλού. Στα μανάρια σας που κατέβηκαν από κι εγώ δεν ξέρωπού για να κατακτήσουν την Αθήνα, όχι σ’ εμένα. Δε χορεύωτους χοντροκομμένους χορούς σας, δεν τραγουδάω τα άμου-σα τραγούδια σας, δε λαχταράω τα ανταριασμένα σκέλιασας, ούτε την παραγοντίστικη εύνοιά σας. Είμαι αλλού, άλ-λου, δεν έχουμε σχέση. Θέλω να κάνω καλά την τέχνη μου,

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 557

και μόνο αυτή, και να αμείβομαι γι’ αυτό ως αυτονόητο. Δεντο διαπραγματεύομαι, αν δεν το αντιλαμβάνεστε, ξεχάστε το».

Αυτοσχεδιάζω κάθε πρωί μπροστά στο μικρόφωνο τουΕΝ ΛΕυΚΩ, μου φτιάχνει κι εμένα τη μέρα –δεν ξυπνάμε κα-θημερινά μες στην καλή χαρά– και συχνά βγαίνω στον αέραχωρίς συγκεκριμένο σχόλιο, και ω του θαύματος, μ’ ακούωνα λέω:

«... πλήττω με τη σοβαρότητα, διασκεδάζω με τη σοβα-ροφάνεια –εξαιτίας της σκεπτόμενης βλακείας που εκπέ-μπει– και μελαγχολώ με την εκμαίευση του γέλιου των κω-μικών. υπάρχουν και άνθρωποι που με θέλουν λιγομίλητο,στοχαστικό, μνημειώδη, να επιδίδομαι σε ασκήσεις απο-φθεγμάτων εμβληματικής μούμιας. Μουχλιάζω μόνο που τοσκέφτομαι. Στο κινέζικο ωροσκόπιο είμαι μαϊμού, μ’ αρέσειαυτό: ευέλικτη κινητικότητα, ακραία γκριμάτσα –κοφτή σανλαμαρίνα– και ροζ πισινό, για φαντάσου... Γιορτάζω του Α-σώτου, ένας πνευματώδης φίλος γιορτάζει του Αγίου Πνεύ-ματος και μια γνωστή περσόνα της τηλεόρασης που τραβή-χτηκε σε πλαστικούς χειρούργους γιορτάζει της Μεταμορ-φώσεως...»

Η Κατερίνα Καφετζή ανεβάζει την ένταση του «Starman»του Μπάουι:

There ’s a starman waiting in the sky

He ’d like to come and meet us

But he thinks he ’d blow our minds...

Το ξενοδοχείο μας στο Εδιμβούργο έχει κάτι από εντευκτή-ριο γιαπωνέζικης σπουδής στο μίνιμαλ, οι φιγούρες που μπαι -

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 558

νοβγαίνουν όλες έχουν σχέση με το Φεστιβάλ, και κυρίως μετην πιο πειραματική εκδοχή του Fringe, μίνιμαλ παραστά-σεις, σε μίνιμαλ χώρους, με μίνιμαλ φωτισμό και μίνιμαλ ρου -χισμό, μάξιμουμ προσέλευση φιλότεχνων, μίνιμαλ αποδοχή,τους αρκεί η πληροφορία. υπάρχουν βέβαια και οι οπεραττι-κές σάλες με τα κλασσικά ψυχοβγαλτικά αριστουργήματα αι -ματοβαμμένων καθαρμάτων, όπως ο Μακμπέθ από Ολλανδούςμύστες, Η λίμνη των κύκνων υπονομευμένη αλλά αργόσυρταληθαργική και μπεκετικοί μονόλογοι του ξερού τίποτα.

Η Καρυοφυλλιά είναι φανατική, θέλει να παρακολουθήσειόσο γίνεται περισσότερα, εμένα μ’ αρέσουν οι βόλτες στουςπεζόδρομους γύρω απ’ το κάστρο, ασφυκτικά γεμάτο απότουρίστες, θεατές των χάππενινγκ στους δρόμους και τωνχαμένων στο διάστημα αυτοσχεδιασμών, σε κλειστές πλα-τειούλες με φόντο σκωτσέζικες κατεντράλ.

Συναντούμε τον Αλέξη Σταμάτη, που είναι εδώ για τηνπαρουσίαση των βιβλίων του, και κάνουμε παρέα. Μας μιλάειμ’ ενθουσιασμό για τον Τέρενς Σταμπ σε μια συζήτηση με τοκοινό για τον Φελλίνι, «Άλλη εικόνα για τον Ιταλό μαέστροαπ’ αυτή που ξέρουμε», δοκιμάζουμε τα ιταλικά ρεστωράν,ξανοίγομαι σε ανταλλαγές τηλεφώνων και προσκλήσεων σεΙσπανία και Ελλάδα, με το κορίτσι που μας σερβίρει –μια Ά-ντζελα Μολίνα όπως την είχαμε επιθυμήσει στην πρώτη τηςεμφάνιση στην ταινία του Μπουνιουέλ το Σκοτεινό αντικεί-

μενο του πόθου–, τη νύχτα κάνει ψύχρα, αλλά τα ημίγυμναγαλακτερά κορμιά των βόρειων νεράιδων με τις κοκκινωπέςφακίδες εκπέμπουν κάψιμο πάγου, η μικρή αγαπημένη στηνΑθήνα ακούγεται ριγμένη απ’ το τηλέφωνο που εγώ ρουφάωτον αφρό των ημερών στο Εδιμβούργο με παρέα κι αυτήστην Αθήνα βαριέται, η Καρυοφυλλιά και ο Αλέξης πάνε στο

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 559

Στρίψιμο της βίδας και εμφανίζονται για βραδινό στην μπρα-σερί εκστασιασμένοι απ’ την παράσταση, το υδατικό ψιλό-βροχο κάνει το ρεύμα απ’ το συνωστισμένο πλήθος μέσα στηνύχτα να λάμπει διαθλαστικά –δεν είναι μόνο η Αθήνα ξενύ-χτισσα– και η Ιταλίδα απ’ το διπλανό τραπέζι, αυτή η φίνατριανταπενάρα του ρουμπινί ταγέρ με τη χαλκόχρυση τρέσσατου ρομέο Τζίλι, καθυστερεί στο μάζεμα της τσάντας της,χαμογελάει καθώς σηκώνεται ύστερα από την έντονη ανταλ-λαγή των ανιχνευτικών μας βλεμμάτων και ίσως απορώνταςγια την αδράνειά μου, απομακρύνεται όσο πιο αργά γίνεται.

Είναι αστείο, έχει παραμείνει η συνήθεια του κυνηγιού,αλλά απουσιάζει ο σκοπός... Δεν ξέρω γιατί ξεκινάω πάνταμια παρτίδα, για να βγω όσο γίνεται πιο γρήγορα απ’ το παι-χνίδι. Σαν να γίνεται από κεκτημένη ταχύτητα, εις ανάμνησιντων παλιών φλερτ, που κατέληγαν με τις μπόττες στα κρε-βάτια των γυναικών, ίσως όχι από κατακτητικό επίτευγμα,αλλά από την πιθανότητα να ήμουν για όλες αυτές τις τύπισ-σες ένα αξιοπερίεργο πειραματόζωο, ένα κάζο για το ανθρω-πολογικό εργαστήρι τους.

Η ημερήσια εκδρομή στη σκωτσέζικη εξοχή με τα παλάτια καιτους κήπους των σαιξπηρικών αιμομειξιών, φαντάσματα ιστο-ριών εκδίκησης και εξουσιομανίας, που ζωντανεύουν απ’ τον ξε-ναγό μας και σχολιάζονται απ’ την Καρυοφυλλιά με πλήρηγνώση του αντικειμένου, είναι εντυπωσιακό, αλλά η φύση η ίδιακαι ο σεβασμός των Σκωτσέζων για τη γη, τα δέντρα, τα ζώα,τις αγροικίες μέσα σ’ αυτό το τοπίο μ’ όλους τους τόνους τουπράσινου, τα νερά και τα ψαροπούλια μού μένουν αξέχαστα.

Στην Αθήνα η μικρή μαντόνα μού κρατάει μούτρα, αλλά

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 560

όταν προβάρει το μαύρο κασμιρένιο πουλόβερ, που ήμουνασίγουρος ότι θα της πήγαινε, χαμογελάει σαν αγιογραφία.

Εξακολουθούμε να ζούμε τη ζωή μας όπως θέλαμε να τη ζή-σουμε όταν είμαστε νέοι; Όχι φανατική εργασία, είτε ως τε-λειομανία είτε ως ψυχοθεραπεία, να μη μας πάρουν από κάτωοι έννοιες, οι ευθύνες και τρέχουμε και δεν φτάνουμε, να πα-ραμείνουμε ευγενείς, να επιμείνουμε σ’ αυτό, να μας περνάειαπ’ το μυαλό το κακό, αλλά να κάνουμε το καλό, οι γυναίκεςνα είναι γενναιόδωρες μαζί μας και με μακριά πόδια –πολ-λούς από μας η χαμηλοκωλίαση μας ακύρωνε–, να απασχο-λούμαστε με την Τέχνη, δεν θέλαμε καμία σχέση με συνερ-γεία αυτοκινήτων και τράπεζες, προτιμούσαμε να φουμάρου-με και να ξανοιγόμαστε σε ανερμάτιστες συζητήσεις, σαν σπον -δή στην ιντερνάσιοναλ σχολή της ασυναρτησίας. Οι έντονες σω -ματικές μυρουδιές μάς απομάκρυναν, συχνά λατρεύαμε άγνω -στες καλλονές από απόσταση, κάναμε καλές σκέψεις γι’ αυ-τές και ελπίζαμε να παίζουν ρόλο προστατευτικής ασπίδας,κόντρα στις λεηλασίες τους, μας περνούσε απ’ το μυαλό ότι ηζωή ήταν αλλού κι αυτό χλώμιαζε το τώρα μας, λατρευτήκα-με όμως όλοι μας αρκετά και κάναμε κόνξες, ναρκισσευτή-καμε με την ιδέα ότι είμαστε μοναδικοί, μιας και μας το υ-πενθύμιζαν και οι άλλοι, μερικοί αποφύγαμε το κώλυμα, ό-πως όμως και την αφοσίωση. Δεν καταφέραμε ν’ αλλάξουμετον κόσμο, ελπίζουμε να μη μας αλλάξει αυτός, όπως θα ’λε-γε και ο Σταύρος Σταυρόπουλος. Δεν ξέρω αν μ’ όλες αυτέςτις αφαιρέσεις και τις υπεκφυγές γίναμε εντέλει άνθρωποιχωρίς ιδιότητες και δεν είμαι σίγουρος αν αυτό είναι υπέρτα-τη εξιλέωση ή ύπουλη βολεψιά.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 561

Αλλά τώρα ξέρω ότι δεν θέλω να μου γίνεται καμία χάρη.Αρκετά ευνοήθηκα. Αρκετά επιδόθηκα στην τέχνη τού ναπαίρνω, να μου χαρίζονται. Εδώ και καιρό θέλω να δίνω, ναπληρώνω για όλα, σαν τάμα, αλλά χωρίς προσδοκίες ανταπό-δοσης. Καιρός ήταν.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 562

ο χ τ ω

ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ατομικές περιπτώσεις που διαπρέπουν στο ε-ξωτερικό, εδώ το παιχνίδι παίζεται από διαπλεκόμενους

παραγοντίστες και μυαλοπώληδες του μάρκετινγκ, που μι-λάνε συχνά για υψηλό επίπεδο επιτευγμάτων και το δαιμόνιοτης φυλής.

Εφόσον δεν είχαμε όλα αυτά τα χρόνια μεγαλοαστική τά-ξη και γούστο Ντε ρότσιλντ, Βιτγκεστάιν, Κρουπ, Γκόλ-ντσμιθ, ούτε μητροπόλεις –όπως η Νέα υόρκη, το Λονδίνο,το Βερολίνο, η Μόσχα– μας προέκυψαν ποτέ, πώς να ανθήσειτο μεγάλο μυθιστόρημα –Μπαλζάκ Φλωμπέρ, Ντοστογιέφ-σκι, Τολστόι, Τζόυς, Προυστ, Μπροχ, Μούζιλ και Ναμπό-κωφ–, πώς να εμφανιστούν Βελάσκεθ, Πικάσσο, Μπαίηκον,πώς να υπάρξει σκηνοθετικό όραμα ενός Γουέλλς, Κουρο -σάουα, Μπέργκμαν, Μπουνιουέλ, Ταρκόφσκι και Μπρουκ;Όταν δεν υπάρχει κινηματογραφία, πώς να ξεπηδήσουν συ-ναρπαστικές ερμηνείες τύπου Σμοκτουνόφσκι, Σκόλφιντ,χόπκινς, Φίνεϊ, ρεντγκραίηβ και Στριπ και... και..., ούτε Οξ-φόρδη, χαϊδελβέργη, Σορβόννη, Μοτζαρτέουμ. Πώς θα γίνειχωρίς υψηλή παιδεία –για να μπορείς και να την αμφισβητή-σεις–, μόνο με το δαιμόνιο της φυλής; Την τρέλα, που εξαι-τίας της κάνουμε άλματα, για να καλύψουμε τα κενά απ’ τα

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 563

μεγάλα λόγια συμπλεγματικών γονιών; Να γίνουμε πρώτοι,να σκίσουμε, με τέτοια λόγια μάς χάιδεψαν, κι ούτε κουβένταγια τα βασικά της ζωής και τα μυστικά της, για τη φιλία, τιςγυναίκες, τη λειτουργικότητα, τις απαραίτητες τεχνικές γιατην τέχνη μας, μόνο κάτι ουμανιστικές αοριστίες, που πρώτηκαι καλύτερη η πατριαρχική τους καταστολή αναιρούσε. Δενμας πείσανε για τίποτα. Κι αυτά, ότι είμαστε στοιχειωμένοιαπ’ τη συνείδηση του εφήμερου της ύπαρξης και γι’ αυτό συ-μπεριφερόμαστε σαν παιδιά που δεν λένε να μεγαλώσουν, μιακαι νιώθουμε περιούσιος λαός, άσ’ τα καλύτερα. Είμαστε πί-σω, δεν έχουμε ούτε την ευφορική μαγεία της Ανατολής ούτετο ακομπλεξάριστο τεχνολογικό παιχνίδισμα της Δύσης, κιόλοι και όλα συνωμοτούν εναντίον μας! Αυτό πια...

Αν κάποιος άνθρωπος σ’ αυτή τη χώρα είχε πέσει σε πενη-ντάχρονη νάρκη με την επέμβαση της κρυοπαγικής και ξυ-πνούσε ένα πρωί στις μέρες μας, με τα ίδια ονόματα να παρα-μένουν στα πόστα εξουσίας, θα διαπίστωνε ότι όντως ο χρό-νος είναι πολύ σχετική έννοια και ότι η γλώσσα που διαρρέειενισχύει την επιγραμματική δήλωση του στυλάτου εθνάρχηκάποτε: «Η Ελλάς είναι ένα απέραντο φρενοκομείο».

Οι νεότεροι πολιτικοί διαφέρουν οι μεν από τους δε απότον τρόπο που χειρίζονται τη γλώσσα. Οι μεν όταν μιλάνε ελ-ληνικά στις δημόσιες εμφανίσεις τους είναι άμεσοι και έχουνροή, αλλά όταν χρησιμοποιούν ξένη γλώσσα, μεταφράζουν α-δόκιμα απ’ τα ελληνικά, οι δε όταν στηλιτεύουν το αντίπαλοφάουλ, τα ελληνικά τους ακούγονται σαν μετάφραση από τααμερικάνικα.

Οι καλλιτέχνες των νεωτερισμών εκφράζονται μέσα απόναρκισσιστικές αβύσσους και ακαταλαβίστικη μεταφυσικό-τητα και οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι, στην αγωνιώδη προ-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 564

σπάθειά τους να μην κάνουν λάθος, εκπέμπουν υπνηλιακό ι-σοκράτημα σκεπτόμενης βλακείας. Έχουν όμως βελτιωθείλεκτικά οι αθλητές.

Αλλά εξακολουθεί να απουσιάζει, μετά την κατάργησητης γειτονιάς, ο τύπος του υπερήφανου φτωχού. Παρ’ όλα αυ-τά η χώρα λειτουργεί ως εκ θαύματος ακόμη και με τη συ-μπαράσταση του ευρώ, που από λίγο πλούσιους μας τακτο-ποίησε σε πολύ νεόπτωχους, μέσα σε μια πανικόβλητη αισιο-δοξία, όπου οι πτωχοί εδώ διαθέτουν ιδιόκτητα σπίτια και ε-ξοχικά –αν και αυθαίρετα–, ενώ έξω είναι συνήθως άστεγοι.Παρ’ όλα αυτά ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο Λευτέρης Βογια-τζής, ο Στάθης Τσακαρουσιάνος ό,τι πιάνουν στα χέρια τουςγίνεται πολύτιμο, ο Βαρβέρης, ο Αλεξάκης, η Μήτσορα γρά-φουν αποκαλυπτικά και η Ζατέλη παραμυθένια, ο ΣπύροςΒραχωρίτης, σαν φλόγα που τρεμοσβήνει στο βάθος της σπη -λιάς, φέγγει θαμμένο χρυσάφι, ανήσυχα διονυσιακά μυαλά α-κροβατούν με ιλιγγιώδη χάρη, ο Ποταμιάνος ξανακοιτάζειτον Επίκουρο, ο Παπαγιώργης μας εξοικειώνει με τις μανίεςμας και εξορκίζει τους δαίμονές μας, ο Γραμματικάκης απο-φορτίζει τον τρόμο του απείρου, το παραλήρημα του Βέλτσουέχει κάτι από διακτινισμό, μακρινοί γνωστοί επαφίενται στονινδικό μυστικισμό, υπάρχουν πάντα οι άνθρωποι που κυνηγά-νε τον ήλιο, κοσμοπολίτες στρατοκόποι, εναρμονισμένοι μ’Ανατολή και Δύση, που κολυμπάνε ανάμεσα σε ροφήματαβοτάνων, γήινη διατροφή και ηρεμιστικό διαλογισμό, και ε-νοχλητικά πολλοί που καταναλώνουν ακόμη πολλή τηλεόρα-ση από κόμπλεξ ανωτερότητας, που τους επιτρέπει να γελάνεεις βάρος των εκτεθειμένων στο γυαλί, αναλύοντας στα κινη-τά τους τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης, χαϊδεύονταςτον καβάλλο τους εις ανάμνηση του χτεσινοβραδινού ξέκω-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 565

λου, με την ανακουφιστική πίπα απ’ τα σιλικονούχα χείλη,χοντροκομμένοι νεόπλουτοι εμφανούς κασμιρολινάτσας, βα-θύτατα ταπεινωμένοι που δεν τους παίζουν τα φλας των κο-σμικογράφων και οι ακυβέρνητες μήτρες που δεν μπορούν νατο χωνέψουν ότι δεν βρέθηκε ούτε ένας της προκοπής –αλλάεκατομμυριούχος– να τις κάνει βασίλισσες, έστω του ανενερ-γού πούτσου του; Τι το ’χουν το αιδοίο τους σε περίοπτη θέσηκαι το περιφέρουν, γαμώτο, γαμώτο, τους έρχεται να βάλουντα κλάματα, αλλά πρέπει να συγκρατηθούν, γιατί θα ξεκολ-λήσουν τα πρόσθετα νύχια, θα διαλυθούν οι βλεφαρίδες κά-γκελο, και πάει, χάθηκε η πιθανότητα καταξίωσης του υπέρ-τατου χαρίσματός τους, του φύλου τους. Ποιος νοιάζεται γιακλαμένο μουνί όταν υπάρχουν και άντρες ενζενύ και γυναίκεςμπετατζήδες.

Είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς κρίσεις μισανθρωπίαςή αισθητικού ρατσισμού, διότι αν κατέβηκες στην πρωτεύου-σα, βρε παιδί μου, από κάποια τραχανοπλαγιά, κουβαλώνταςτην ευαισθησία της χωριατοπούλας του θεσσαλικού κάμπουστα σκέλια της χαμηλοκωλίασής σου, με την επιδερμίδα τυ-ρόγαλου και τον εύκολο εκστασιασμό για οποιαδήποτε κατά-θεση ψυχούλας –μια και η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ με-γάλο πράγμα–, είναι επόμενο, στα μάτια τα ίσως μπλαζέ αλ-λά οπωσδήποτε ασκημένων παιδιών της μεγαλούπολης, ναφαίνεσαι μεταχρονολογημένη αρσακειάδα, ευαίσθητη βλάχα,παρά την αρσενική σου αψάδα και την ερυθρίαση της μοσχα-ροκεφαλής σου.

Ξέρω πόση σημασία έχει το ν’ αγαπάει κανείς τους συναν-θρώπους του, και ιδίως τον απλό λαό. Αλλά γιατί θεωρούμαιεγώ ρατσιστής, που ενίσταμαι στην ατσούμπαλη άγρια χαράγια επιτυχία του ακαλλιέργητου, και όχι ο αστοιχείωτος, που

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 566

απλώνει με άνεση τη ζωώδικη σωματικότητά του στο εδώκαι χρόνια στοίχημά μου ενάντια στη χοντράδα, στην αγέ-νεια, στην απληστία και την απανθρωπιά του φαταουλισμού.

Η Εουτζένια κάνει το πρώτο της πολύωρο ταξίδι στο βολάν.Διανυκτερεύουμε στον Βόλο και βολτάρουμε στην παραλίαπέρα απ’ τον Άγιο Κωνσταντίνο και πάλι πίσω, στο ανακαι-νισμένο παλιό ξενοδοχείο, με τον απόηχο απ’ τις φωνές τωνταξιδιωτών για Συρία να μας νανουρίζουν.

Την επομένη στο κτήμα του Τσίγκου και της Λίας στουςπρόποδες του Ολύμπου με τα χρυσαφιά άλογα, το αστείο πό-νυ, τα γερμανικά τσομπανόσκυλα και τα θερμοκήπια με τιςφράουλες και τα ακτινίδια όσο πιάνει το μάτι σου είναι το φό-ντο για νόστιμα γεύματα, ατέλειωτα αφεψήματα, ονειρεμέ-νες βουτιές σε κρυσταλλιασμένες βάθρες του Ολύμπου, θά-μπωμα απ’ τα ταφικά ευρήματα της κοντινής Βεργίνας καιαρχαιολογική κοινωνικότητα στις ανασκαφές του Δίον.

Όταν τους διηγούμαι την ομορφιά της φύσης στη Σκωτία,με το σεβασμό και την αγάπη των κατοίκων της απέναντίτης, τα καθαρά χωρισμένα αγροτεμάχια, τους λιτούς φρά-χτες, τα ασορτί καφάσια, κάτι ποτάμια και ψαροχώρια σανζωγραφιές, έχω την εντύπωση ότι ο Τσίγκος βουρκώνει.

«Τι συμβαίνει;»«Σ’ ακούω να μιλάς για όλα αυτά και σκέφτομαι εμάς ε-

δώ, κάθε φορά που στις βόλτες μου με το άλογο ή το ποδήλα-το ανακαλύπτω στην περιοχή του Ολύμπου ένα μικρό κομ-μάτι παράδεισου, την επόμενη φορά που το επισκέπτομαι εί-ναι σκουπιδότοπος. Τι ασχήμια είναι αυτή...»

Το ελληνικό σήμερα πονάει κι έτσι η ελληνική μυθολογία

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 567

και οι υπαρξιακές ταξιδευτικές ενοράσεις μονοπωλούν τιςσυζητήσεις μας και το βύθισμα σε εύστοχα δοκίμια και συ-ναρπαστικά μυθιστορήματα υπογραμμίζεται απ’ το γύρισματων σελίδων και την αποδελτιωτική υπογράμμιση εννοιώνκαι νοημάτων εκ μέρους της μικρής Εουτζένια, που μας κάνειεντύπωση.

«Ξέρει να διαβάζει», σχολιάζει η Λία, «έχει έναν τρόπο ναεντοπίζει το καίριο...»

«Ίσως η πανεπιστημιακή της παιδεία», λέω.«Ξέρω κάτι πανεπιστημιακά ντουβάρια... Δεν έχει να κά-

νει», χαμογελάει, «είναι ταλέντο αυτό και θέλει και μυαλό,και η Εουτζένια τα ’χει».

Όταν γυρίζουμε στην Αθήνα, λάμπουμε. Μας συνοδεύειφωτοστέφανο, σίγουρα απ’ το λουτρό στις αστείρευτες πηγέςτου Ολύμπου. Ποιος θα το ’λεγε για μας, τα ωχρά, μελαγχο-λικά παιδιά της πόλης, ότι θα γυρίζαμε ξαναγεννημένοι, και-νούργιοι, σαν από κάποιο ελβετικό σπα ευζωίας, ύστερα απόμία βδομάδα σ’ ένα φιλικό κτήμα.

«Κύριε Ναμπόκωφ», με πειράζει ο Σπύρος Παπαγιαννό-πουλος όποτε τον πετυχαίνω στη Δεξαμενή ανάμεσα στην ω-μή δημιουργικότητα των σκίτσων του και την παραισθητικήμέθη του, παραδομένο σ’ αυτή την πυρκαγιά που τον πυρπο-λεί χωρίς να της αντιστέκεται.

Λες στα διεισδυτικά μάτια του να φαίνομαι ένας πορνόγε-ρος, κυνηγός της αιώνιας Λολίτας, ένα ακόμα κλισέ για με-σήλικες;

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 568

Η αδελφή μου η Δέσποινα με καθησυχάζει:«Η σχέση σου με την Εουτζένια δεν παραπέμπει καθόλου

σε τέτοια πρότυπα, είναι μάλλον ιδανική, από την άποψη ότικαι οι δυο σας ζείτε το είδος της σχέσης που έχετε εξιδανι-κεύσει, γιατί ούτε εσένα, απ’ όσο ξέρω, σε τραβάει η κατά-κτηση της παρθενίας, ούτε εκείνη τη γοητεύει η γεροντολα-γνική αποπλάνηση. Το αντίθετο, σας έχει γίνει δώρο μιασπάνια σχέση, χαρείτε τη όσο πάει!»

Οι αδελφές μου πιστεύουν ότι, όσο περνάει ο καιρός, μοιάζωστον πατέρα μας. Στις σιωπές του, στη βαριεστιμάρα του,στα γεροντόπαχα που ’χαν αράξει γύρω απ’ τη μέση του,στην ανορεξία του για γλέντια και στο κλείσιμό του απέναντισε καινούργια πράγματα...

Μάλλον έχουν δίκιο, φαίνεται πως ό,τι ειρωνευόμαστε καιαποφεύγουμε νέοι το λουζόμαστε μεγαλώνοντας. Είμαστερόλοι, προαιώνιοι, χαρακτήρων και συμπεριφορών, που α-σχέτως χρυσής αρχαιότητας, ελληνιστικής παρακμής μεσαιω -νικής σκοτεινιάς, βυζαντινής αυστηρότητας και σύγχρονης α-πώλειας ταυτότητας, παίζει ο καθένας μας την τάξη του καιτην αταξία του, την πίστη του ή τον αγνωστικισμό του, τοσυντηρητισμό ή την προοδευτικότητα, την τιμιότητα και τηναπατεωνιά, τον βαρύ ή τον ελαφρύ, τον ευαίσθητο και τον α-φασικό, τον αρριβίστα ή τον οσιομάρτυρα.

Σε κάθε οικογένεια, σε κάθε παρέα, σε κάθε σχέση, κά-ποιος τραβάει το κουπί και φορτώνεται το σταυρό και κανέ-νας δεν επιθυμεί να τον απαλλάξει απ’ αυτό. Έτσι γίνεται.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 569

«Ξυπόλητοι στο πάρκο; Πού το θυμήθηκες, Όλια!»«Έχει αυτή τη φωτεινότητα και τον αυθορμητισμό των

60’s...»«Ναι, πράγματι.»«... με τις μουσικές του ονείρου...»«... she’s a rainbow...»«... απ’ το “Their satanic majesties request” των Stones...»«Nομίζω ότι θα ’ναι ωραία για όλους μας, τι λες, το κάνου-

με;»«Mέσα, μ’ αρέσει που θα με σκηνοθετήσεις».

Στο θέατρο Λαμπέτη το ζεύγος Λεμπέση, καθ’ όλη τη διάρ-κεια των δίμηνων προβών, μας περιποιείται με καθημερινόμπουφέ και η σκηνοθεσία της Όλιας έχει τον τρόπο της με ό-λους. Ο ρόλος μου του Βίκτωρ Βελάσκο –κάποιο όνομα– γί-νεται ο αφηγητής του έργου, που μπαινοβγαίνει στην παρά-σταση με τη φρέσκια σφιχτή πρόζα του Νηλ Σάιμον. Η Όλ-γα Δαμάνη, που παίζει τη μητέρα, διαθέτει όλες τις ανασφά-λειες και τις εκλάμψεις των πανάρχαιων θεατρίνων, με το βύ-θισμα στην κατάσταση και στο πνεύμα του χαρακτήρα. Οευφορικός Κωνσταντινουπολίτης Στάθης Νικολαΐδης, πουμπλέκεται συχνά σε ατέλειωτα μέτρα καλωδίων-αξεσουάρτου ρόλου του, γίνεται οικείος και άμεσος, ο Άκης Σακελλα-ρίου αυτοσχεδιάζει στην κόψη του ξυραφιού αποφεύγονταςτα γνωστά και η ροκ εντ ρολ φιγούρα της Θεοδώρας Τζήμουεκπέμπει άγριο μέλι και ατίθαση νύμφη.

Η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, που κάνει σκηνικό καικουστούμια, έχει κάτι από παλιά συμμαθήτρια απ’ τα αγγλι-κά, ο Δημήτρης Πολιτάκης διαλέγει μουσικές που ξυπνούν

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 570

ιστορίες, ο Αντρέας Μπέλλης φωτίζει σαν έγχρωμη ταινία τουεξήντα και η Άννα Νικολαΐδου, ως βοηθός σκηνοθέτη, παρα-μένει χαμογελαστός γρανίτης.

Στους παρεΐστικους θιάσους φυσάνε ίσως περισσότερα υπό -γεια ρεύματα από τους ξερά επαγγελματικούς, αλλά η χημείατης παρέας είναι κερδισμένη από χέρι και κάνει αίσθηση.

Η Εουτζένια πηγαινοέρχεται στο θέατρο, την αγαπάνε ό-λοι, αλλά όταν ανεβαίνουμε στη Θεσσαλονίκη με την παρά-σταση τον Μάιο, η σχέση μας έχει αραιώσει.

Η ξανθή τηλεπαρουσιάστρια του καλλιτεχνικού μαγκαζίνοσε κάποιο θεσσαλονικιώτικο μεσημεράδικο μας ρωτάει, τηΘεοδώρα κι εμένα, πώς μας φαίνεται η νύμφη του Θερμαϊκού.

«Καθόλου νύμφη», παίρνω το λόγο, «οπωσδήποτε τουΘερμαϊκού, μ’ αυτή την υγρασία και τις απογευματινές ανα-θυμιάσεις του αποχετευτικού δικτύου...»

«Δεν τη βρίσκετε ερωτική;»«Όχι περισσότερο απ’ το Μεσολόγγι, την Καβάλα ή την

Τρίπολη».«Επειδή συνήθως οι Αθηναίοι όταν ανεβαίνουν στη Θεσ-

σαλονίκη...»«Ξέρω, και τους πιστεύετε; Η Θεσσαλονίκη ήταν κάποτε

μια πόλη μ’ ατμόσφαιρα, τέχνη...»«Καλό φαγητό...»«Αυτό μπορείς να το βρεις παντού, ακόμα και στη χαοτι-

κή Αθήνα, αλλά η πόλη σας αλώθηκε απ’ την τηλεόραση, έ-χασε αυτά τα υπέροχα λαϊκά κορίτσια απ’ τις γειτονιές, πουτα επιθυμούσαμε όλοι».

«Έχουμε ωραία κορίτσια...»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 571

«Και όλες ξανθές; Σαν τις τηλεπαρουσιάστριες; Το χειρό-τερο είδος, με σκούρα γυαλιά νυχτιάτικα, τσοκαροειδή ξώ-φτερνα, διαφανιζόμενο στρινγκ και γκροττέσκο μακιγιάζ απ’τα ξημερώματα!»

Η Θοδώρα με σκουντάει διακριτικά.«Είναι σαν να τα λες γι’ αυτήν», μου ψιθυρίζει.Δεν έχουμε κόσμο στις παραστάσεις μας, αλλά τα τραπε-

ζώματα και η καλή διάθεση δεν μας εγκαταλείπουν.

Πότε λες ναι και πότε όχι σε μια επαγγελματική πρόταση;Το ίδιο όπως και στις ερωτικές προτάσεις. Εξαρτάται ποιοςσε πλησιάζει και τι προτείνει.

Έχω πει πολλά όχι, κυρίως στην τηλεόραση, για να αποφύ-γω την αναγνωρισιμότητα που προσφέρει, και που στην περί-πτωσή μου θα ήταν εναντίον της πλούσιας και ελεύθερης προ-σωπικής ζωής, από πλευράς εμπειριών, που ήθελα να ζήσω.Στην πρόταση όμως της Σοφίας Σπυράτου, που θα χορογρα-φούσε το αποκριάτικο εορταστικό πρόγραμμα της Λυρικής,με την Όλια, τη Σία Κοσκινά κι άλλους ευγενικούς και ικανούςσυναδέλφους, γιατί να πω όχι. Και τι κόσμος, τι ανταπόκριση!

Και τώρα στο Γκάζι το καλοκαίρι, ως κομφερασιέ, που ξε-κινήσαμε για μία βδομάδα και παίξαμε τρεις –τόσος κόσμος–τι ενθουσιασμός για το δροσερό θέαμα τύπου αναψυκτήριο,με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και την ορχήστρα του, τη Μελί-να Τανάγρη, τον Δημήτρη Πιατά να μπαινοβγαίνει με χιουμο-ριστικά σκετς, το μπαλλέττο, τους ταχυδακτυλουργούς, καιπόσοι άνθρωποι κάθε βράδυ – ακόμα κι απ’ τον αγέλαστο κό-σμο της πρωτοπορίας είχαμε θεατές. Απ’ αυτούς που λα -τρεύουν το στοχασμό εκ βαθέων και το εσώψυχο.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 572

Αλλά τα αυτιά μου και η μύτη μου έχουν βουλώσει. Πρέπεινα πάω σε κάνα γιατρό. Ελπίζω να μην είναι τίποτα σοβαρό.

Στην Αθήνα έχουν πιάσει ζέστες και στο πρώτο κύμα καύ-σωνα πετάω για Δουβλίνο. Προσκύνημα-φόρος τιμής στονΟυάιλντ, στον Μπέκετ, στον Τζόυς, τι τους θαύμαζα όλα αυ-τά τα χρόνια; Και είναι όλα εδώ: Το Τρίνιτυ Κόλλετζ με τηνεσωτερική αυλή, το σπουδαστικό πήγαινέλα, ένας τελετουρ-γικός γάμος στο παρεκκλήσι, με τον λεπτό ξανθό άγουρο γα-μπρό στα γκρι ν’ ακουμπάει στο αμάξι εποχής και τη νύφη,με τις ιταλιάνικες καμπύλες, το κοντό μπροστά, μακρύ πίσωνυφικό, το λευκό μπουκέττο στο ένα χέρι και το τσιγάρο στοάλλο, τους καλεσμένους τους, που με κερνάνε κι εμένα σα-μπάνια λες κι είμαι προσκεκλημένος. Και το θέατρο απέναντιπου παίζει The importance of Being Ernest, η αίθουσα τσα-γιού που σύχναζε ο Τζόυς με την παρέα του...

Και μετά είναι η παμπ με τη διεκδικητική Όπρα –θηλυ-κότερη εκδοχή της Νικόλ Κίντμαν–, που σπουδάζει βιομη-χανικό ντιζάιν και ιστορία της τέχνης, που κολυμπάει ανάμε-σα σε πέντε κανατοπότηρα βαρελίσιας μπύρας και που ότανεπιστρέφει απ’ την τουαλέττα, μου κάνει σκηνή γιατί κου -βεντιάζουμε χαμογελαστοί με την κολλητή της, αντί να περι-μένω σιωπηλός την επιστροφή της.

«Όλοι ίδιοι είστε σε πρώτη ευκαιρία... Και η φίλη μου, μηνομίζεις, το ’χει ξανακάνει, την έχει πέσει σε διάφορους πρώηνμου...»

«Μα δεν τίθεται τέτοιο θέμα, Όπρα», προσπαθώ να αρ-θρώσω, κυρίως επειδή μ’ αρέσει να προφέρω τ’ όνομά της,αλλά παίζει στο γήπεδό της και κυριαρχεί.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 573

«... κυνικά ευφυολογήματα και υπεκφυγές, όμως η αφο-σίωση απουσιάζει, αυτό σας λείπει ολωνών, γαμώτο», φω -νάζει.

Γυρίζουν και μας κοιτάνε. Η φίλης της την κάνει.«Ξέρω πού πάει... Δεν είναι η πρώτη φορά, πάω να τη μα-

ζέψω και θα γυρίσω. Όσο για σένα, καλύτερα να περιμένεις,μην εξαφανιστείς».

Απομακρύνεται σαν σε αποστολική αποστολή.Παραγγέλνω ένα δεύτερο ποτήρι κόκκινο κρασί και χα-

ζεύω τον μεθυσμένο συνωστισμό, συγχρονισμένο με το «Inthe days before rock & roll» του Βαν Μόρισσον. Σε ένα μεγά-λο τραπέζι εφτά τύπισσες γελάνε και σοβαρεύονται, κουβε-ντιάζουν και διαφωνούν, χωρίς να ακούγονται οι φωνές τους,δύο τύποι απ’ την απέναντι πλευρά του στρογγυλού μπαρ κα-τεβάζουν το δέκατο κανατοπότηρο μπύρας κι εγώ κάθομαικαι φυλάω Θερμοπύλες. Δεν έχει νόημα.

Πάω προς το ξενοδοχείο ψιλογελώντας, με τον τσαμπου-κά της Όπρα να μου θυμίζει ρίτα Μπεν Σουσάν... Πάλι καλάπου δεν με μπουγέλωσε.

Στη φωτισμένη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου η φιγούρα του Όσκαρ με το λιλά βελούδινο κουστούμι, απ’ το εξώφυλλο τηςογκώδους βιογραφίας του, στέλνει ειρωνικό μειδίαμα. Στηνντίσκο του ξενοδοχείου γίνεται χαμός. Πώς πίνουν έτσι! Καιδεν είναι όλοι Ιρλανδοί. Όλοι αυτοί οι τουρίστες, και οι γυναί-κες με τι πάθος κατεβάζουν το ’να ποτήρι μετά το άλλο, καιπώς φωσφορίζει η λευκοροζέ επιδερμίδα τους και το ανε-στίαστο βλέμμα σε απόχρωση χαλαζίτη.

Η πρωινή δροσιά στον πεζόδρομο φαίνεται να αναδεικνύει

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 574

το διάφανο πρόσωπο της Δουβλινέζας ξεναγού, μ’ ένα γκρουπΙταλών κολλεγιόπαιδων, και απορεί που βρίσκομαι τέλοςΙου λίου στην πόλη της, καθώς πιάνουμε κουβέντα.

«Πού θα ’πρεπε να είμαι;»«Σε κάποιο ελληνικό νησί, έχετε τόσο αισθησιακό καλο-

καίρι και τ’ αφήνεις για να...»«Δεν αντέχω τη ζέστη».«Τη λατρεύω, έχω καθίσει στα σκαλιά για το τελεφερίκ

του Λυκαβηττού μία ολόκληρη νύχτα κι ήμουν τόσο ευτυχι-σμένη...»

«Τυχερή, θες τα καλοκαίρια να ’ρχεσαι να μένεις σπίτι μουστην Αθήνα κι εγώ στο δικό σου στο Δουβλίνο, μετά χαράςθα το άλλαζα...»

«Αυτό, αν το εννοείς, συζητιέται».

Ο ηλικιωμένος πωλητής στο κατάστημα με τα τουήντ και τακοτλέ είναι σαφής, αλλά εγώ επιμένω.

«Τι εννοείτε δεν έχετε λινό ύφασμα;»«Μόνο σε χονδρική θα βρείτε».«Σοβαρά; Εσείς δε φοράτε κουστούμια απ’ το διάσημο ιρ-

λανδέζικο λινό;»«Έχουμε μικρό καλοκαίρι, δύο τριών εβδομάδων, ό,τι λι-

νά υφάσματα βγάζουμε φεύγουν για τη Μεσόγειο και όπουαλλού υπάρχει μακρύ καλοκαίρι...»

«Απίστευτο μου φαίνεται, και είχα έρθει με τη σιγουριά ναψωνίσω το σπάνιο σατινέ λινό, ιδεώδες για αφοδράριστο...»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 575

Στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου υπάρχει πολυκοσμία και κα-θυστέρηση της πτήσης μου για Μιλάνο, οπότε ένα τσάι δενθα ’ταν άσχημη ιδέα. Πάω για το ξύλινο μπαρ, αλλά όταν τηβλέπω με τα σκιστά γαλάζια μάτια, το αγαλμάτινο μπούστο,τα χαλκόχρυσα καρρέ μαλλιά, τα ζωηρά μακριά πόδια πάνωστα στυλάτα ψηλοτάκουνα, πάω δίπλα της.

«Να μοιραστούμε το τραπέζι;»«Γιατί όχι;» χαμογελάει καθώς καθόμαστε.«Με τι ασχολείσαι; Ξέρω η ερώτηση είναι κάπως, αλλά

είναι το στυλ σου που με κάνει περίεργο...»«Τι συμβαίνει με το στυλ μου;»«Είναι το σκαρί σου που παραπέμπει σε μοντέρνο χορό,

στριπτηζέζ, μοντέλλο για μαγιώ ή συνοδό...»«Δεν το πιστεύω αυτό», λέει στον εαυτό της.«Δεν τα λέω όλα αυτά ως μομφή αλλά ως χαρίσματα...»«Κοίτα, θα έχεις αντιληφθεί ότι εδώ και κάποια χρόνια οι

γυναίκες έχουμε απελευθερωθεί και δεν ανταποκρινόμαστεπια σε αντρικές φαντασιώσεις και σενάρια».

«Γι’ αυτό σε ρώτησα με τι ασχολείσαι εξαρχής», το γυ -ρίζω.

«Εντάξει», χαμογελάει με τα άψογα δόντια της, «συμμε-τέχω σε μια έρευνα του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης –ε-κεί πετάω, εκεί μένω– για τις επιπτώσεις της τροφικής αλυ-σίδας στη ζωή των ανθρώπων».

«Απίστευτη ασχολία για ένα τόσο απίστευτο σώμα»,σφυρίζω, «μπορεί να λειτουργώ αναχρονιστικά, αλλά μη μουπεις ότι δεν επικοινωνούμε. Θα σου πρότεινα μάλιστα το κα-λοκαίρι να έρθεις στην Ελλάδα, σαν μια επέκταση της έρευ-νάς σου σε σχέση με την αιγαιοπελαγίτικη διατροφή...»

«Όταν ήμουν μικρή, οι γονείς μου με έπαιρναν μαζί τους

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 576

για διακοπές στην Κρήτη και σ’ άλλα νησιά, όπου κατάλαβαπολύ νωρίς ότι τα ενδιαφέροντα των ανθρώπων εκεί, και κυ-ρίως των αντρών, είναι εστιασμένα αλλού».

«Και συγκεκριμένα πάνω σου, καταλαβαίνω, ξέρεις λοι-πόν για τι πράγμα μιλάμε...»

«Φυσικά, και το βρίσκω διασκεδαστικό...»«Άρα δε θα σου φανεί ακραίο αν σου πρότεινα ν’ ανταλλά-

ξουμε τηλέφωνα, ούτως ώστε αν ένας απ’ τους δυο μας βρεθείστην πόλη του άλλου, να τηλεφωνήσει για να βρεθούμε...»

«Συμφωνώ».Άψογη τύπισσα. Καθώς πετάω για Μιλάνο, σκέφτομαι

πώς γίνεται να συναντάς τόσο ενδιαφέρουσες προσωπικότη-τες, τέτοιες καλλονές όταν φεύγεις από ένα μέρος και είναιπολύ χλωμό να ξαναβρεθείτε. Εκτός κι αν τα βροντήξεις όλακάτω και ακολουθήσεις το πρόσωπο των επιθυμιών σου...Να πάρει ευχή, δεν το ’χω κάνει ποτέ. Παρά τις ευκαιρίες πουδόθηκαν.

Η κούκλα στο μπαρ με τα θαλασσινά, σέρβις για VIPS του μι-λανέζικου αεροδρομίου, ακουμπάει ένα τσιγάρο στα καλο-βαμμένα χείλη της και σπεύδω να της το ανάψω.

«Μη μου το χαλάς όταν δουλεύω», ρίχνει ψιθυριστά κα-θώς γυρίζει στον διπλανό της, που φαίνεται επιχειρηματίαςκαι ανταποκρίνεται στο καμάκι της.

Την ίδια μέρα δύο διαφορετικές περιπτώσεις γυναικών, μεκοινό παρονομαστή την ομορφιά. Όμως κάτι τα εσχατολογι-κά έργα του Μπέκετ, κάτι οι μελαγχολικές διαπιστώσεις γιατο μέλλον του πλανήτη από ευαίσθητους ουμανιστές, κάτι τοτέλος εποχής από σύγχρονους στοχαστές, νόμισα κάποια στιγ -

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

o

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 577

μή ότι έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση και όλα οδεύουνπρος το τέλος. χώθηκα σε μια σκιερή κερκίδα για να παρα-κολουθήσω τις τελευταίες φάσεις του παιχνιδιού, πιστεύο-ντας ότι η αδιάφορη παράσταση θα με βύθιζε στον ύπνο τονμακρύ, χωρίς ξύπνημα.

Αλλά δεν είναι έτσι. Παρ’ όλη τη διαπλοκή, τη διαφθορά,τη σαπίλα των σύγχρονων κοινωνιών μας σε τροφική αλυσί-δα, περιβάλλον και ανθρώπινες σχέσεις, η ζωή συνεχίζεται.Οι άνθρωποι εξακολουθούν να ερωτεύονται, να συμβιώνουν,να κάνουν παιδιά, να κυνηγάνε καρριέρες με μέλλον... Για μίαακόμα φορά έπεσα έξω. Δεν είμαι σίγουρος για το τέλος, ει-δικά όταν σκέφτομαι ότι όλο αυτό μπορεί να ’ναι η αρχή μιαςεπόμενης, άγνωστης φάσης.

Όμως οι καλλιτέχνες και οι φιλότεχνοι λειτουργούν με α-ναμνήσεις επιτυχιών, συνεργασιών, μαγικών στιγμών, μεεμμονή σε περασμένα μεγαλεία και χρυσές εποχές. Δεν νο-σταλγώ, δεν λυπάμαι για τους χαμένους παραδείσους –αν υ-πήρξαν ποτέ–, ούτε για τις ελεύθερες πτήσεις του γλυκούπουλιού της νιότης που λεηλατήθηκε απ’ το χρόνο. Αισθάνο-μαι εντελώς ψυχρός και γεμάτος αδιαφορία για τις απολαύ-σεις των άλλων.

Το Café society στον ΕΝ ΛΕυΚΩ παίρνει μπρος στα μικρόφω-να κάθε πρωί στις εννιά, παρά τα απροσδιόριστα καιρικάφαινόμενα. Ο θάλαμος του σταθμού είναι στην ταράτσα τωνγραφείων Καβαθά και η πανοραμική θέα απ’ τον υμηττό, τονΛυκαβηττό, την Ακρόπολη και τον Σαρωνικό προτρέπει σευψιπέτειες. Η καθημερινή ερτζιανή πτήση, αυτή η μαγική ει-κόνα χωρίς εικόνα, ψεκάζει αμφιλεγόμενες πληροφορίες από-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 578

πειρας για συναρμολόγηση του κατακερματισμένου συλλογι-κού υποσυνείδητου –ασυνείδητου και συνειδητού τώρα πια–κουφές εξομολογήσεις υγρών διασημοτήτων, αιρετικές από-ψεις για την κόλαση του καθημερινού μικρόκοσμου, αδιέξο-δες άριες του υπαρξιακού μας κενού, μοχθηρή ελεγκάντσααυτοκρατορικών παρακρούσεων, αβέβαιη εξτραβαγκάντσατης σπάνιας γεύσης, τρομοκρατία του υψηλού γούστου, αβά-σταχτη ελαφρότητα κοκετταρίας, οργασμική μοναχικότητααυτοπροσωπολατρίας, κομψή αλητεία, μελαγχολία της α-φθονίας.

Μπορεί να φαίνεται ότι έχει συνέπειες πάνω στην εύθραυ-στη ισορροπία ευαίσθητων ακροατών, αλλά αποφεύγονταςτην ψυχοβγαλσία και το de profundis αγκομαχητό, επιδίδε-ται στην ευφορική αλαφράδα – οι μουσικές της Κάφκα ανοί-γουν τη βεντάλια των επιλογών της από το παλιό μέχρι τοκαινούργιο, κι εγώ εξακολουθώ να βλέπω τη ζωή με αισιοδο-ξία, αν και κάπως τρομοκρατημένος, ασκούμαι στο μέτροκαι στο ρυθμό, έχω πολύ καιρό να γευτώ μεγάλη Τέχνη, δεντρελαίνομαι για τους κλασσικούς –ο κάθε υψιπετής σωτήραςμπορεί να τους ερμηνεύσει όπως νομίζει και γίνεται απάν-θρωπο–, επιδίδομαι στη λειτουργικότητα περισσότερο απ’ τηγοητεία, πάσχω απ’ το σύνδρομο του παυσίπονου, μου δια-φεύγει το να συμπάσχω και η αφοσίωση, αλλά ούτε και αξί-ζω την αφοσίωση κανενός, ασκούμαι στο πινγκ πονγκ τηςσυναναστροφής, επιμένω στη φιλία, ίσως η μόνη αλήθεια πουμας δόθηκε να είναι το κορμί, η ομοφυλοφιλία είναι ένα παι-χνίδι που συχνά συνεπάγεται κώλυμα, όπως η πρέζα ή το αλ-κοόλ, το τάνγκο είναι ο χορός που ξαναθυμίζει τους ρόλουςτου αρσενικού – θηλυκού, με συναρπάζουν ακόμη τα βιρτουό -ζικα μυθιστορήματα και απολαμβάνω θαρραλέες βιογραφίες,

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 579

παρακολουθώ σχεδόν τα πάντα, παρά την αμυντική μου ει-ρωνεία και την αποστασιοποίηση εκ του ασφαλούς, δεν νομί-ζω ότι διαθέτω αντοχές για ερωτικές τρικυμίες και ορμές, μετρομάζει το γυμνό ξαφνικά, μαγνητίζομαι όμως από θηλυκέςαύρες, όχι ακόμη, δεν έχω κάνει τη σοφή αφαίρεση, προτιμώνα μην ξέρω. Μπορεί να ζήσω καλύτερα...

Η Κάφκα ανεβάζει την ένταση της μπαλάντας «Οf a thinman» του Ντύλαν:

Because something is happening here

But you don ’t know what it is.

Do you, Mister Jones?

Οι προτάσεις για θέατρο είναι ενδιαφέρουσες, αλλά δεν αντέ-χω πια ολόκληρη σαιζόν, από φθινόπωρο μέχρι Πάσχα. Όχι,δεν θέλω κάποιο ρόλο, μου λείπει η επιθυμία.

Ο Βασίλης Αλεξάκης έχει κέφια. Η παρουσίαση του βι-βλίου του Οι ξένες λέξεις στο Γαλλικό Ινστιτούτο, με τη Μά-νια Παπαδημητρίου να διαβάζει αποσπάσματα, εμένα το μο-νόλογο Εγώ δεν... και τον ίδιο τον Βασίλη να συνδιαλέγεταιμε την κατάμεστη σάλα, μιλώντας άμεσα και με χιούμορ γιατις περιπέτειές του με τη ζωή και το γράψιμο, με προσωπι-κές αποκαλυπτικές λεπτομέρειες, είχε εξαιρετική ανταπό-κριση.

Ίσως είναι ο ενθουσιασμός του κόσμου που μας κάνει νασκεφτούμε την πιθανότητα να κάνουμε κάτι με το μονόλογοΕγώ δεν..., που είναι μέρος ενός σπονδυλωτού έργου, χρόνιατώρα στο συρτάρι του συγγραφέα αλλά και στα γραφεία τουΠαπαβασιλείου, όσο ήταν διευθυντής του Κρατικού Βορείου

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 580

Ελλάδος, και του Παπαγεωργίου της Στοάς, χωρίς καμιά τύχη.

Ο Βασίλης προτείνει τέσσερις μονολόγους, ο Γιώργος, πουθα κάνει τη σκηνοθεσία, κι εγώ συμφωνούμε με τον ΓιώργοΚυπραίο να μας παραχωρήσει προς το τέλος της σαιζόν τοθέατρο Προσκήνιο, σχεδιασμένο κάποτε απ’ τον Μίνωα Βο-λανάκη για τη φωτεινή αλλά ελλειπτική τροχιά του αστερι-σμού της Νίκης Τριανταφυλλίδη –ίσως το πιο ζωντανό γκροπλαν του ελληνικού σινεμά–, ξέχωρα απ’ το σκηνικό της με-γαλείο.

Οι αναγνώσεις των τεσσάρων μονόπρακτων, που κάποιαστιγμή γίνονται πέντε, ξεκινάνε χωρίς άγχος, με τη φρέσκιασυμμετοχή της Βασιλικής Κυπραίου, μικρής το δέμας αλλάθαρραλέας στην ψυχή, και οι σκηνοθετικές προτάσεις τουΓιώργου Οικονόμου δεν διεκδικούν τίποτε άλλο απ’ το «πά-τημα της γάτας», πάτημα ωστόσο αιλουροειδούς, χαράς ευαγ -γέλια για την περίπτωσή μου. Ο σκηνικός χώρος και τα κου-στούμια του Κώστα Βελινόπουλου, οι ατμοσφαιρικοί φωτι-σμοί του Γιάννη Δρακουλαράκου, αλλά κυρίως η σκηνοθεσία,που δεν ενδιαφέρεται να διακριθεί –τι ανακούφιση–, ο σφι-χτός ρυθμός του ρέοντος κειμένου, όλα γίνονται ένα, όλα στηνώρα τους και αβίαστα, προς μεγάλη έκπληξη του πολύπαθουπαραγωγού μας, που έχουν δει τα μάτια του από κόνξες καιτσιριτζάντζουλες άλλο τίποτα. Όλα εναρμονίζονται σε μιαπαράσταση μίας ώρας, που αφήνουν τους ενθουσιασμένουςθεατές απ’ την πρεμιέρα κιόλας με την αίσθηση «Αχ, να ’τανλίγο ακόμα». Το καλύτερό μου. Η απώλεια μνήμης, η διαλυ-μένη αφήγηση μιας καθημερινής ιστορίας, η σημασία του αλ-φάβητου, η αυτονόμηση των χεριών με ευτράπελες συνέπειεςκαι η αδυναμία ολοκλήρωσης μιας φράσης κατεβαίνουν απ’

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 581

τη σκηνή στην πλατεία με λιτή ακρίβεια και αποφυγή συναι-σθηματικών επεξηγήσεων και φαίνεται πως αυτή η ωμή αλα-φροΐσκιωτη μεταθεατρικότητα λειτουργεί καίρια. Πρόκειταιμάλλον για ευτυχή σύμπτωση. Έχουμε πολύ κόσμο, διαφο-ρετικό απ’ αυτόν που συχνάζει στα θέατρα, ισχυρίζεται τοπροσωπικό του Προσκήνιου. Δεν μας φτάνουν οι έξι βδομά-δες μέχρι το Πάσχα και λέμε να το επαναλάβουμε την ερχό-μενη σαιζόν.

Στο θέατρο οι καθυστερημένοι θεατές είναι ενοχλητικό. Δενέχω καμιά αντίρρηση να τους αφήνουμε έξω. Θέλω να ευχα-ριστήσω τους συνεπείς, αυτούς που ήρθαν στην ώρα τους, όχιτους άλλους. Νομίζω ότι η ανεκτικότητα αυτής της κοινω-νίας σε καθυστερήσεις ραντεβού, επαγγελματικών και προ-σωπικών σχέσεων, είναι αφόρητη, μ’ αυτή τη συμπόνια τηςπατημένης παντόφλας, κι αυτή η ανθυγιεινή πρωτοτυπία ναβγαίνουν για δείπνο μετά τις έντεκα το βράδυ...

Η επανάληψη... Συχνά μου λένε «Πώς μπορείτε κάθε βρά -δυ να παίζετε το ίδιο έργο;». Δεν είναι το ίδιο· η διάθεσή μας,οι διαθέσεις των θεατών είναι διαφορετικές. Φαινομενικά έχειτα εξωτερικά χαρακτηριστικά μιας ρουτίνας. Συγκεκριμένηώρα, μακιγιάζ, κουστούμι, συγκεκριμένα λόγια, οργανωμένηκίνηση, ίσως κάποιος στιγμιαίος αυτοσχεδιασμός μέσα απόσίγουρα κολπάκια για το ξετίναγμα της ύπουλης πλήξης, αλ-λά είναι όπως ο συγγραφέας, ο ζωγράφος, οποιοσδήποτε άν-θρωπος στο χώρο δουλειάς του φαινομενικά ρουτινιάρικης–γραφομηχανή, λευκή σελίδα, καβαλέττο, πινέλλα– οτιδήπο-τε, όμως κάθε φορά το αποτέλεσμα είναι άλλο· η φαντασία, ηεν τω μεταξύ πείρα, ο αναζωογονητικός αυτοσχεδιασμός α-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 582

πομακρύνουν την πιθανότητα της μουσειακής διεκπεραίω-σης που μας γερνάει, ίσως όχι πάντα, αλλά αν βολευτείς μ’αυτό...

Σκέφτομαι συχνά και το κουβεντιάζω με φίλους στο ΦΙΛΙΟΝπόσο αθώοι είμαστε τελικά σε σχέση με προοδευτικούς σκη-νοθέτες παραγωγούς, που δεν πληρώνουν τους συνεργάτεςτους, επώνυμους που απέκτησαν φήμη με παρασκηνιακές α-γκωνιές και τρικλοποδιές, πνευματικούς ανθρώπους αβυσ-σαλέων ψυχώσεων, σαδομαζοχιστικών επιδόσεων και τερα-τολαγνικών εμμονών, τηλεοπτικούς αστέρες ασυμμάζευτουναρκισσισμού, θιασάρχες που πρόδωσαν φιλίες και προώθη-σαν παρακοιμώμενους, διανοούμενους που ενέδωσαν στονπαραγοντισμό, ατέλειωτη λίστα κακογουστιάς και μισαλλο-δοξίας. Συζητάμε και γελάμε που μας θεωρούσανε κάποτε α-κραίους, αιρετικούς και ατίθασους, χαμένους οριστικά καιδαφνοστεφανωμένους εντέλει απ’ το βυρωνικό «άσωτος ενμέσω λογίων, λόγιος εν μέσω ασώτων».

Δεν εμποδίσαμε κανέναν βιαστικό φιλόδοξο καβαλάρη, δενπαραβλέψαμε το ταλέντο κανενός, δεν δυσκολέψαμε την έκ-φραση οποιουδήποτε προσπαθούσε, ίσως άτσαλα, να την ξε-τυλίξει. Κρατήσαμε τους εαυτούς μας μακριά απ’ την απλη-στία, τα χοντρά φράγκα, την απάνθρωπη επιστασία, σκεφτό-μαστε συχνά το κακό σαν μια μικρή σπουδή στη βία, κυρίωςτη λεκτική, αλλά με τις πράξεις μας –γιατί αυτό με τράει– κά-ναμε το καλό. Μας ένοιαζε το μέτρο. Μεγαλώσαμε δίπλα σ’ έ-ναν κόσμο που δεν πολυκαταλαβαίναμε και σίγουρα δεν γου-στάραμε, σαν ένα στοίχημα επιβίωσης –κόντρα στον άγριοπλειοψηφικό φανατισμό–, που ως εκ θαύματος κερ δήθηκε.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 583

Όλοι; Όχι όλοι, γιατί στην πορεία κάποιοι κολλήσανε σεεφηβικές εμμονές, μοιάζουν γραφικοί και μυρίζουν σπέρμα,ντρόγκα και κλεισούρα. Ο χρόνος έχει κάνει προφανώς τηδουλειά του, αλλά του ενός του βγαίνει ένας εαυτός που ξερ-νάει χολή για τα πάντα, η άλλη περιαυτολογεί, ο άλλος από ε-ρυθροφρουρός έχει μεταλλαχτεί σε χολλυγουντιανή κουτσο-μπόλα και περνάμε σε παθολογικούς τσιγκούνηδες, τρακαδό-ρους κατ’ εξακολούθηση –«Επειδή προσπαθώ να κόψω τοκάπνισμα να πάρω απ’ τα δικά σας;»–, στη μέχρι πρότινοςφανέλα του πούστη και τώρα βαθύτατα συντηρητική, που δενανέχεται άντρες να φιλιούνται στο στόμα, στον ελεύθερο κιωραίο που κυνηγάει ν’ ανέβει κοινωνικά κρυφά και γλείφει,στην τύπισσα που απορεί πώς δεν της τηλεφωνείς όταν η ίδιαδεν κάνει ούτε ένα τηλεφώνημα, στον αναποφάσιστο για το τιθα κάνετε το βράδυ, επειδή ελπίζει σε κανένα πιο συναρπα-στικό ραντεβού, στις γυναίκες-έπαθλα που προδόθηκαν απότα είδωλά τους όταν ομολογήθηκε η αμφισεξουαλικότητά τουςκαι στους τύπους που απ’ τον πολύ ευδαιμονισμό και νωχέ-λεια, το κεφάλι τους ξεκόλλησε απ’ το πολύ χασμουρητό καιέκτοτε αγνοείται η τύχη του, όπως θα ’λεγε κι ο Μπέκετ.

Τι κάνει η λεηλασία του χρόνου...Στην Τέχνη ή λιμοκτονείς ως αγέλαστος και αυτιστικός

πρωτοπόρος ή θεωρείς τον εαυτό σου κέντρο του σύμπαντοςκαι πλουτίζεις, μετακομίζοντας απ’ τα κατσάβραχα στηνπροαστιακή αποστείρωση. Η κατάθεση της ψυχούλας σουπροβάλλεται από κάτι αρσακειάδες της δημοσιογραφίας. Τηφήμη σου την αναλαμβάνουν άσχετοι μυαλοπώληδες, πουσπούδασαν μάρκετινγκ, επικεφαλής καναλιών και παλιοίχωροφύλακες σε φτιαξιά και νοοτροπία, τώρα διευθυντές ι-δρυμάτων με πανελλαδική εμβέλεια. Η συμπεριφορά τους

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 584

μονοκόμματη, το εγώ τους υπερτροφικό και η εκδικητικήτους μανία για ανθρώπους που τους εγκαταλείπουν απαυδι-σμένοι ισοπεδωτική. Άραγε είχαν δυστυχισμένα παιδικάχρόνια, δεν τους έδινε κανείς σημασία και τώρα, ενήλικοι πιακαι σε πόστα εξουσίας, παίρνουν το αίμα τους πίσω; Ακούωιστορίες από ανθρώπους που ’χαν σχέση μαζί τους και μουσηκώνεται η τρίχα.

Οι επιτυχημένοι σ’ αυτή τη χώρα είναι πολύ γκροττέσκοι.Λες και τα αποτελέσματα της ατζαμοσύνης τους –διατροφι-κή αλυσίδα, κυκλοφοριακό, μόλυνση περιβάλλοντος– δεν θατα λουστούν κι αυτοί και τα παιδιά τους.

Όλοι τους φυσικά στις αντροπαρέες παριστάνουν τουςθαρραλέους, τους άνετους, τους ήρωες και στο σπιτάκι τουςτους περιμένει η οικογενειακή ταφόπλακα, το δώρον άδωροντης πρωτιάς τους και η αιχμαλωσία των αέναα ζωώδικωνσκελιών τους. Όχι, δεν μεγαλώνουν όλοι όμορφα. Ξέρω κάτιομορφόπαιδα στα νιάτα τους που όσο περνάει ο καιρός ασχη-μαίνουν. Μάλλον δεν θα ήταν ωραίοι μέσα τους. Και χαμογε-λάνε για μία ακόμα φορά λουσμένοι από φλας και κραυγές,που μπορεί και να ’ναι φτύσιμο και αποδοκιμασίες, χαμογε-λάνε που για μία ακόμα φορά κολάκεψαν το κοινό τους τόσοκοντά στο κενό τους. Όχι, δεν έχουμε μάθει να μεγαλώνουμεόμορφα. Γιατί όλοι παίζουμε κάποιους ρόλους χωρίς τα φό-ντα, τη γνώση και την πείρα, σαν μια παράσταση που στήθη-κε πρόχειρα, που δεν θα κρατήσει πολύ, που είναι κάτι εφή-μερο, όπως όλα. Ίσως λοιπόν αυτή η κληρονομημένη αίσθησητης ματαιότητας των πάντων μας κάνει να συμπεριφερό -μαστε τόσο ανώριμα, τόσο άσχετα. Μέχρι που θα πέσουν ό-λες οι μάσκες, θα σβήσουν τα φώτα, θα αφανιστούν τα μαγέ-ματα και μπροστά στον καθρέφτη, χωρίς το καθρέφτισμα

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 585

του ειδώλου μας, θα διαπιστώσουμε το βαμπίρ της αορατό-τητάς μας.

Η Πιάτσα ντελλά Σινιορία στη Φλωρεντία με τις ρεπλίκεςτων μαιτρ της Αναγέννησης, αυτής της μυθολογικής επιβλη-τικότητας μέσα από αδρή γύμνια και υπόμνηση βίαιης ρωμα-λεότητας, είναι πολύ δημοφιλής. Ανάμεσα στα γυμνά σκέλιατου στεφανωμένου Ποσειδώνα τρεις άντρες φυσάνε κεράτι-νους αυλούς κι από κάτω τέσσερα άλογα –τα δύο άσπρα, α-νάμεσα στ’ άλλα δύο της μωσαϊκής επιφάνειας– χοροπηδάνεμέσα στα νερά της υδρόβιας νεπτούνειας συνοδείας, σε επί-κληση γύρω απ’ τη στρογγυλή μαρμάρινη φοντάνα. Λιοντά-ρια με πολεμοχαρές ύφος εποπτεύουν σε στάση εγρήγορσηςτην πλατεία.

Μια σκοτεινή όρθια Μαντόνα, σε τόνους γκριζοπράσινουτεφρίτη, με υψωμένο γιαταγάνι, έχει καθηλώσει μια μορφήανάμεσα στις πτυχές του ποδήρη χιτώνα της. Απέναντι συ-μπλέγματα με νύμφες και αντρικά κορμιά με γλουτούς σεπρόκληση τραβάνε το βλέμμα της ιντερνάσιοναλ γκέυ κοινό-τητας, που στήνεται για φωτογράφιση κάτω απ’ τα σκέλιατου Δαβίδ.

Η Αναγέννηση σε μπουχτιστικές δόσεις μπορεί να ’χει α-νησυχητικές επιπτώσεις στη σύγχρονη ψυχολογία. Όλη αυτήη λατρεία της υψηλής τέχνης σε τέτοια μεγέθη μπορεί να σετσακίσει. Το μεγαλείο μπορεί να γίνει απειλητικό. Στα σκιε-ρά στενά καλντερίμια ίσως αισθανθείς ασφυξία. Συχνά άλογαπου σέρνουν άμαξες με ευτυχισμένους τουρίστες αφήνουν α-χνιστές κοπριές στο πλακόστρωτο, υπενθυμίζοντας πώς ή-ταν η ζωή κάποτε. Έτσι για να μην ξεχνιόμαστε.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 586

Το ξενοδοχείο που μένω το βρήκαμε τυχαία σε ένα προ-σπέκτους με τον Διονύση το βράδυ πριν πετάξω για Ιταλία.Τηλεφώνησε –είχε ζήσει οχτώ χρόνια στη Φλωρεντία– σε τέσ -σερα ξενοδοχεία, αλλά ήταν όλα κατειλημμένα· κάποιο συνέ-δριο καρδιοχειρουργικής. Ο φίλος μου με τα άψογα ιταλικάτου επέμεινε. Τελικά μου έκλεισε δίπλα στην πιάτσα ΣάνταΚρότσε, στο DANTE HOTEL, που δεν ξεπερνάει τα εκατό ευρώτη βραδιά και με πρωινό. Και κοίτα τώρα, σ’ αυτή την παν-σιόν του Δάντη η ρεσεψιόν είναι γεμάτη φωτογραφίες των οι-κείων Ιταλών θεατρίνων: Βιττόριο ντε Σίκα, Γκάσμαν, Το-νιάτσι, Αλίντα Βάλλι, Μανιάνι, Μανφρέντι, Αλμπέρτο Σόρ-ντι, Τζώρτζιο Αλμπερτάστι, Εντουάρντο ντε Φίλιππο... Ό-ποτε περνούν θίασοι απ’ τη Φλωρεντία, μένουν εδώ στοDANTE, είναι η αγαπημένη τους πανσιόν. Τι σύμπτωση. Ο ρε-σεψιονίστας απορεί που τους αναγνωρίζω όλους.

«Τι φαντάζεσαι ότι βλέπαμε στην Αθήνα στα χρόνια της ε-φηβείας μας, είμαστε λάτρεις του ιταλικού νεορρεαλισμού...»

«Εσείς με τι ασχολείστε;»«Ηθοποιός».«Δώστε μας μια φωτογραφία σας να την έχουμε εδώ, με

αφιέρωση φυσικά».«Δεν έχω πάνω μου».«Κρίμα...»«Όχι δα...»Ένας πενηντάρης –φτυστός ο Αρμάνι σε εμφάνιση, μαύ-

ρισμα, μαλλιά, ρούχα, κιλά– περιφέρεται στην Πιάτσα ντελ-λά Σινιορία μ’ ένα κομψό σάκο στον ώμο του από καραβόπα-νο με το λογότυπο ARMANI, πλάκα έχει το fake.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 587

Συχνές καμπανοκρουσίες –πολλές εκκλησίες–, ξαναμμένοιτουρίστες και ψύχραιμοι ντόπιοι, γλωσσική και ενδυματολο-γική βαβέλ, γυμνές γάμπες που στηρίζουν εύγλωττους γλου-τούς, φίνες δέσποινες με πόζα παρελθόντος και διαθεσιμότη-τα μέλλοντος, πολλά πιτσιρίκια που σβουρίζουν ασταμάτητα,παραλήρημα δερμάτινων ειδών, φτηνών και πανάκριβων, ου-ρές έξω από τις κατεντράλ, το παλάτσο Πίττι και την πινα-κοθήκη Ουφφίτσι, ξεναγοί με προεξέχοντα σημαιάκια και ο-μπρέλλες, παντομίμες πουδραρισμένης αγαλματοποίησης,ταχυδακτυλουργοί και ξυλοπόδαροι, Αφρικανοί πλανόδιοι,ρεπροντιξιόν τέχνης στους πεζόδρομους, κουκλίτσες με ροζέχιονάτες επιδερμίδες υπογραμμισμένες από αχαλίνωτα μίνι,χαμογελαστά αγόρια με χαχόλικο βάδισμα και τη νωχέλειατου χαμηλοκάβαλλου. Παντού τα πάντα.

Δεν πήρε το μάτι μου ούτε ένα καμάκι, ούτε ένα ψωνιστή-ρι. Έχω μεγαλώσει και μπορεί να έχω χάσει τη συνέχεια, ί-σως γίνεται μέσω κινητών...

Κεραμίδια και ώχρα σε διώροφες λιτές μονοκατοικίες μο-ναστηριακού τύπου στις παρυφές της Φλωρεντίας, πιάνει τομάτι μου πάνω σε λόφους ανάμεσα σε δέντρα, καθώς τα βα-γόνια της Trenitalia Eurostar γλιστράνε συριχτά. ρίχνω μα-τιές σε κωμοπόλεις και συνοικισμούς. Κυριακή μεσημέρι, ί-διο παντού. Απουσία, ερημιά, εσχατιά. Τι βαρετή μέρα η Κυ-ριακή... Μια καμπυλωτή ξανθιά τύπου Σάντρα Μίλο, καθι-σμένη στο παγκάκι του άδειου σταθμού, φαίνεται σκεφτικήκαι μόνη μέσα στην αφράτη σάρκα της. Μου ’ρχεται να κατέ-βω να την πάρω αγκαλιά, μπας και αλλάξει η διάθεσή της...Κι αν τρομάξει; Άσ’ το καλύτερα. Chiao, πλατινέ πενηντάρα,Σάντρα Μίλο, chiao... Δεν θα συναντηθούμε ποτέ, μόνο στασενάριά μου, που δεν θα γίνουν ταινίες ποτέ. Chiao.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 588

Είναι μέσα Μαΐου του 2004 και η Αθήνα είναι στην τελικήευθεία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Μ’ αρέσει που κόντρασε στενόχωρες κριτικές, δυσοίωνες προβλέψεις και συνωμο-σιακή καταστροφολογία, τα έργα έχουν ολοκληρωθεί και τοηθικό είναι ψηλά.

Μπαινοβγαίνω σε νοσοκομεία και ιατρικά κέντρα με τηνπαρεΐστικη συμπαράσταση των αδελφών μου Μαίρης καιΔέσποινας, καθώς οι γιατροί και κυρίως η ακριβέστατη διά-γνωση της παθολογοανατόμου του Ευαγγελισμού κυρίας ρο -ντογιάννη έχουν εντοπίσει λέμφωμα στο ρινοφάρυγγα. Μόνο;Ηπατίτιδα; AIDS; Όλα παίζουν άμα το ηθικό είναι τσακισμέ-νο... Με πέτυχε παραιτημένο, στα κάτω μου και μου την έκα-νε, σκέφτομαι. Αλλά στα πλαίσια μιας καλπάζουσας ζωής εί-ναι και μια καλπάζουσα αρρώστια. Να μην ξέρεις αν θα βγειςζωντανός. Αλλιώς δεν έχεις ζήσει τίποτα.

Η θεραπευτική αγωγή από τη Νέα υόρκη έως το χονγκΚονγκ είναι ίδια: χημειοθεραπεία ή ακτινοβολία, ή και ταδύο. Ο ωτορινολαρυγγολόγος του Ερρίκος Ντυνάν, καθηγη-τής κύριος Δοκιανάκης, που μας δέχεται ένα απόγευμα –κα-τόπιν άμεσης κινητοποίησης του Διονύση Φωτόπουλου μέσωΜαριάννας Λάτση– είναι ευγενής και θυμίζει καθηγητή απόταινία του Μπέργκμαν. Στις συστάσεις, υπό μορφήν επιστο-λής, που προτείνει στους γιατρούς του Ευαγγελισμού που θαμε αναλάβουν –πρώην φοιτητές του– υπογραμμίζει τον τρό-πο θεραπευτικής αγωγής.

«Έχουμε έναν καλλιτέχνη που τόσα χρόνια ψυχαγωγεί μεφίνο χιούμορ και καλό γούστο και ως εκ τούτου η θεραπείατου οφείλει να είναι ανάλογη της λεπτότητας και των αντο-χών του, δηλαδή να αποφευχθεί ο ανηλεής βομβαρδισμός τηςαγγλικής θεραπευτικής αγωγής, που ακολουθείται προς α-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 589

φανισμό του λεμφώματος, με ακρίβεια στη δοσολογία χημειο -θεραπείας κατ’ αρχάς και, αν είναι αναγκαίο, ακτινοβολίας εκτων υστέρων...»

Μου ’ρχεται να κλάψω από ευτυχία που οι επιστήμονες έ-χουν τέτοια ευαισθησία, και μάλιστα ασχολούνται ιδιαίτεραμε την περίπτωσή μου.

Φίλοι και γνωστοί σπεύδουν να συμπαρασταθούν, να διευ-κολύνουν, να προτείνουν μέτρα σίγουρης θεραπείας, ασχέτωςκόστους, αλλά επειδή η αρρώστια είναι μοναχικό ταξίδι, ό-πως ίσως και κάθε ταξίδι, προσπαθούμε με τις αδελφές μουνα κρατηθούμε έξω από συμπαράσταση –γιατροσόφια, ταξί-δια στο εξωτερικό για δεύτερη και τρίτη διάγνωση– και ναφέρουμε εις πέρας σαν ομάδα την περιπέτεια της υγείας μου.

Είσαι μόνος, παρά το ενδιαφέρον των φίλων και γνωστών,την αποτελεσματικότητα των γιατρών, τη συνέπεια του νο-σηλευτικού προσωπικού. Και θυμάσαι κάτι ιστορίες...

Λίγο πριν το τέλος της η γιαγιά μου θέλησε να με δει. Τηνεπισκέφθηκα, με ρώτησε αν ήρθα απ’ τον ουρανό, της είπααπ’ τον Λυκαβηττό. «Και πέταξες μέχρι εδώ;» επέμεινε. «Ό -χι, πήρα ταξί». Μου είπε ότι ακούει φωνές να την καλούν καιόταν σηκώθηκα να φύγω, με τράβηξε απ’ το μανίκι για νατης υποσχεθώ ότι θα πήγαινα στην κηδεία της. χαμογέλασαμε τις εμμονές της. Μια κατακλυσμιαία βροχή, απ’ αυτές πουπεριμένεις να παρασύρουν ολόκληρη την πόλη, με εμπόδισενα βρεθώ στο νεκροταφείο τη μέρα της ταφής της.

Στο δωμάτιό μου του Ευαγγελισμού διαβάζω τις αυτοβιο-γραφίες του Ναμπόκωφ, του Κανέττι, της Μαργκερίτ Ντυ-ράς, οι νοσοκόμες και οι γιατροί δείχνουν ενδιαφέρον, είναι φι-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 590

λότεχνοι, επισκέψεις δεν θέλω, τα έξι πενθήμερα σχήματαχημειοθεραπείας ξεκινάνε με τον ορό στη φλέβα, κάποια ναυ-τία, ενοχλητική συχνοουρία, καλωδιωμένη παρακολούθησηακόμα και στον ύπνο, κι αυτό τον αχό στο κεφάλι –σαν ντού-κου-ντούκου από κάποιο εργοστάσιο υπερωριακής λειτουρ-γίας–, εξαιτίας του φαρμάκου υποθέτω, που με βομβαρδίζειχαρίζοντάς μου υποψηφιότητα για ζόμπι, αλλά όταν απομα-κρύνομαι απ’ το νοσοκομείο, για δυόμισι βδομάδες κάθε φο-ρά, δραστηριοποιούμαι και μπροστά στα μικρόφωνα του ΕΝΛΕυΚΩ εκπέμπω σαν να μην τρέχει τίποτα, συχνά παραληρη-ματικμάν.

«... αποφεύγω τις πολιτικές τοποθετήσεις. υποθέτω ότιαφορούν ομάδες ανθρώπων με συμφέροντα. Δεν περιμένωποτέ απ’ την πολιτική να μου λύσει κανένα απ’ τα προβλήμα-τά μου, που στην περίπτωσή μου έχουν να κάνουν με το να εί-μαι λειτουργικός και χρήσιμος, αν και τρομοκρατημένα αι-σιόδοξος» (η ένταση της μουσικής μ’ ένα τζαζέ κομμάτι ανε-βαίνει για λίγο και μετά γίνεται χαλί) «... οι πολιτικές αναλύ-σεις, ένα σύθαμπο σκουριάς που κατακάθεται, με επιπτώσειςστη ροή της όποιας ισορροπίας μας, βαλλόμενης από σενα-ριακές υποθέσεις υποθετικών σεναρίων σε άχαρη γλώσσα καιεμφορούν στα πρόσωπά μας την έκφραση σκεπτομένου βλα-κός. Αφόρητο».

Το «Nothing is gonna change my world» του Μπάουι κλεί -νει το θέμα και βγαίνω στο δρόμο για σόπινγκ θέραπυ.

Στο δωμάτιο του Ευαγγελισμού το πενθήμερο της χημειο-θεραπείας, που συμπίπτει με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, χα-ζεύω την αξέχαστη έναρξη του Δημήτρη Παπαϊωάννου και

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 591

των συνεργατών εθελοντών του. Παρακολουθώ τη δουλειάτου απ’ τα χρόνια της Ομάδας Εδάφους. Αν καταφέρει αυτήη τελειομανία του να μην του στεγνώσει την καρδιά, τυχερόςθα ’ναι.

Μπορεί να ’χει να κάνει με τα φάρμακα που καταπίνω,βλέπω υπέροχα όνειρα. Βολτάρω σε πλατείες λουσμένες στοφως, γεμάτες γνωστούς και φίλους, σαν να απολαμβάνουν κά-ποια φιέστα, με καλούν κι εμένα, μου δημιουργείται η πεποί-θηση ότι είμαι καλά, ότι δεν έχω τίποτα και απορώ όταν ανοί-γοντας τα μάτια, βρίσκομαι στο κρεβάτι του νοσοκομείου μετον ορό στη φλέβα, που δεν αντέχει και όπου να ’ναι θα καεί.

«Δεν πονάτε;» ενδιαφέρεται μια νεαρή ασκουμένη.«Κάποιες στιγμές...»«Γιατί δεν το δείχνετε ποτέ;»«Αυτό είναι δικό μου θέμα».«Έτσι κάνετε πάντα; Και στα προσωπικά σας; Συγγνώ-

μη για την ερώτηση...»«Κανένα πρόβλημα, είναι θέμα χαρακτήρα. Εσείς κάνετε

τη δουλειά σας κι εγώ τη δική μου».«Η οποία είναι;» ενδιαφέρεται σοβαρά.«Η αδιαφορία, πώς να σας το πω, δε θεωρώ την ύπαρξή

μου άξια ανησυχίας και προβληματισμού, ιδιαίτερης σημα-σίας, κάτι τέτοιο...»

«Καταπληκτικό...» ψιθυρίζει.

Ο Νικήτας Κακλαμάνης μου τηλεφωνεί –προς μεγάλη μουέκπληξη–, στην αρχή νομίζω ότι πρόκειται για κάποιο αστείοφίλου, του Κοτάν ή του Κακουλίδη, αλλά όχι είναι ο υπουργόςυγείας.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 592

«Πληροφορήθηκα απ’ το συνάδελφό σας Τάκη χρυσικάκογια την περιπέτεια της υγείας σας και οτιδήποτε μπορούμενα κάνουμε προκειμένου να διευκολυνθείτε...»

«Ευχαριστώ πολύ κι εσάς και τον Τάκη. Δεν υπάρχει κάτιπου να μην έχει γίνει εδώ στον Ευαγγελισμό, όλα μου δίνο-νται με τον καλύτερο τρόπο, καλοσύνη σας που προσφερθή-κατε...»

Μια μικρή νεράιδα, που σίγουρα λουζόταν κάποτε γυμνήστα νερά του Έβρου και η αδυναμία της να εστιάσει το μυω-πικό της βλέμμα χαρίζει φλερτατζήδικο ξεγέλασμα, εισβάλ-λει στο δωμάτιό μου με ασυγκράτητη σωματικότητα. Τηνευχαριστώ και της προτείνω να επιστρέψει στα δικά της. Δενδέχομαι επισκέψεις. Είναι καλύτερα για όλους.

Τα πρωινά στον ΕΝ ΛΕυΚΩ συνεχίζονται απτόητα, με τη συ-μπαράσταση της Άννας Βλαβιανού, που τον διευθύνει σ’ αυτήτη φάση, και όλων των συνεργατών αυτού του σταθμού μετους αφοσιωμένους ακροατές, που δεν ανέχονται ίχνος πα-ρέκκλισης από το στυλ που έχει καταφέρει να εκπέμπει ο ΕΝΛΕυΚΩ.

«... δεν μπορώ τα καψουροτράγουδα βουτηγμένα στην υ-γρασία, με την άγρια χαρά, το κόλλημα στο ντέρτι, τον εθι-σμό στην καψούρα, τον αυτοοικτιρμό μιας παθητικής μα-ντραχαλίασης. Είναι χρήσιμο να σνομπάρεις πού και πού τααισθήματά σου. Κι αυτή η γλαρή ευλάβεια στην κατάθεσητης ψυχούλας και το μάτωμα της δημιουργίας έχει κάτι απόπλατσούρισμα στην κοριτσίστικη ντροπαλοσύνη λιμναζό-ντων ενηλίκων, αλλά τα αθηναϊκά διαμερίσματα πολυκατοι-κιών δε διαθέτουν καλή μόνωση και με ενοχλεί συχνά ο θόρυ-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

o

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 593

βος απ’ το καζανάκι κάποιας τουαλέττας, αν και μου υπενθυ-μίζει συνειρμικμάν για εκατομμυριοστή φορά ότι κάποιοςσυνάνθρωπος ξαλάφρωσε».

Μουσική. Ένα κομμάτι του Φρανκ Ζάππα κάνει τη δου-λειά του.

Στα πολύχρωμα όνειρα του Ευαγγελισμού προκύπτει μιατρυφερότητα για γνωστά πρόσωπα που όλοι ισχυρίζονται ότιμοιάζουμε, περισσότερη κι απ’ όση διαθέτω για τον εαυτόμου και σκόρπιες φλασιές απ’ τις νύχτες του ξεσαλώματος,όταν χωρίς συναίσθημα αφηνόμουνα σε λατρευτικές τελετέςμε γαζέλες και λιοντάρια της νύχτας, τα αρπαχτικά χάδια,τους ψίθυρους της καύλας, που για κάποια πλάσματα ήτανταξίδι χωρίς επιστροφή. Κάηκαν από ευγένεια.

Τη θυμάμαι να έρχεται αργά τη νύχτα λειώμα, να πέφτειστο κρεβάτι μέσα στο σκοτάδι, να κάνω έρωτα σαν σε κού-κλα βιτρίνας και το πρωί που ξυπνάω να μην υπάρχει. Τοβροχερό βράδυ που πέρασε με μια φίλη της, μουσκεμένες, τιςκυνηγούσε ένα περιπολικό, «Ευτυχώς ο Αλέξης ξέφυγε με τοαμάξι του», κι άδειασαν τις τσάντες τους πάνω στο τραπέζι,σκόρπισαν γύρω τριπάκια, φούντες, ροζέ σκονάκια κόκας καισταρένια χάπια οπίου.

Ωραίες τύπισσες, χωθήκανε σ’ εμένα για ν’ αποφύγουν τοκυνηγητό της αστυνομίας φορτωμένες ντρόγκα. Μπήκανεκαι βγήκανε στο μπάνιο, μάζεψαν τα ασυντόνιστα κομμάτιατους και φύγανε τρεκλίζοντας πάνω σε ψηλοτάκουνη θηλυκό-τητα.

Την επομένη που τηλεφώνησα σπίτι της, η φωνή της μη-τέρας της μ’ έστειλε για τα καλά. Ο Αλέξης τράκαρε και σκο-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 594

τώθηκε και η κόρη της είχε σκίσει το πορσελάνινο πρόσωπότης απ’ το στόμα μέχρι το αυτί, τα καστανόχρυσα μάτια τηςείχαν μπλαβίσει, ήταν σε κώμα και θα έπρεπε να μεταφερθείστη Γερμανία για πλαστική αποκατάσταση.

Η κούκλα μου, αυτό το εξωπραγματικό μπιζού που τρε-λαινόμουνα να λατρεύω, παρά την παραδομένη απουσία της...

Ξαναδιαβάζω το Μουσική για χαμαιλέοντες του Καπότε. Ξα-νοιγόμαστε σε αποκαλυπτικές συζητήσεις με τις αδελφές μου.

Από μικρός μεγάλωνα ανάμεσα σε γυναίκες, οι άντρες δενέπαιζαν σπουδαίο ρόλο και παρά τη ροπή σε κυνικές αντρο-παρέες, με τη σωματικότητα των αποδυτηρίων και τη συ-ντροφικότητα του αγορίστικου ροκ εντ ρολ, η πλευρά τουεαυ τού μου που είχε ενδιαφέρον και με έκανε δημοφιλή στιςπαρέες, τον ωραίο τύπο των ξενυχτιών και των περιπάτων,ήταν η θηλυκή μου πλευρά, που μου ’χε προκύψει από τη συ-ναναστροφή μ’ όλες αυτές τις υπέροχες γυναίκες.

Δεν ζήλεψα, ούτε ταυτίστηκα με αντρειωμένους λεβέντες,πατριάρχες, τσαμπουκάδες, γαμιάδες ούτε λεπτό. Και στουςρόλους της καθημερινότητας και στους ρόλους στο θέατρογοητευόμουνα απ’ την απαλή δράση, το ενεργειακό ισοκρά-τημα, το να φέρω εις πέρας κάτι χωρίς να το κάνω θέμα, ακό-μα και με την περιστασιακή αιχμηρότητά μου ή την αμυντι-κή ειρωνεία μου.

Η αδελφή μου η Δέσποινα τα ’χει όλα αυτά πιο ψηλά απόμένα, σαν φυσικό χάρισμα, θείο δώρο, της βγαίνει σαν φερμέ-νο απευθείας απ’ την αθωότητα, παρά τις περιπέτειες της ε-νηλικίωσής της και την τρικυμισμένη γυναικεία φύση της.

Η Μαίρη, κόντρα στα ζόρικα γεγονότα και στο χλώμια-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 595

σμα της αντοχής της, έχει καταφέρει μια ροή που δεν έχει νακάνει με εφησύχαση αλλά με ευέλικτη διεκπεραίωση με όσογίνεται λιγότερο κόστος.

Όποτε προκύπτει κάποια αρρώστια ή κάτι επείγον, λει-τουργούμε σαν τρίο που, χωρίς να το κάνει θέμα, προσπαθείνα φέρει εις πέρας μία ακόμα αποστολή. Μετά γυρνάμε ο κα-θένας στη ζωή του, στον κόσμο του.

Ναι, είμαι τυχερός, ακόμα κι αν αυτή τη στιγμή τελειώ-σουν όλα. Είμαστε όλοι υποψήφιοι από μια καλπάζουσα επά-ρατο, από κάποιο τροχαίο –σ’ αυτή τη χώρα– ή επειδή δενπάει άλλο. Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει.

Ο Δήμος σάλταρε από τον πέμπτο, τα καλώδια των τρόλ-λεϋ φρέναραν την πτώση του και τον πάσαραν στην πράσινητέντα του μανάβικου, που διαπερνώντας τη καρφώθηκε με τοκεφάλι ανάμεσα στα φρούτα και τα ζαρζαβατικά. Όταν συ-νήλθε απ’ το κώμα, μιλούσε μόνο γαλλικά.

Δεν έχω ναυτίες, τάση προς εμετό –με τη βοήθεια απ’ τοστριφτό τσιγαράκι με τσάι πού και πού– κι έχω τρομερή όρε-ξη για λουκούλλεια γεύματα.

Οι γιατροί δίνουν το οκέυ και παίρνω δέκα κιλά – καλή α-ντίδραση άμυνας του οργανισμού. Αρχές Δεκεμβρίου γυρίζωοριστικά στο διαμέρισμά μου και η όλη περιπέτεια καταχω-νιάζεται στη σφαίρα του ταραγμένου ονείρου που θαμπώνει.

Η Ζωή Λάσκαρη μου παραχωρεί το θέατρο της Αθηναΐδας γιαπαραστάσεις του Εγώ δεν... μετά τις γιορτές, μέχρι τέλους τηςσαιζόν. Γιατί όχι; Εκ της τέφρας αναγεννάται ο φοίνιξ.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 596

Αλλά αυτό θα είναι και το τέλος του παιχνιδιού με το θέα-τρο. Και ταιριάζει. Εγώ δεν...

Δεν θέλω να γυρίσω σ’ αυτό τον ανθυγιεινό χώρο, τον μα-ταιόδοξο, όπου κοστίζει τα πάντα και δεν έχει κανένα νόημα.Μ’ όλα αυτά τα αιμοβόρα καθάρματα των κλασσικών, πουσκοτώνουν πατεράδες, γαμούνε μανάδες, στραγγαλίζουν παι -διά, για να κάτσουν στο θρόνο και να φορέσουν το στέμμα κά-ποιας εξουσίας χωρίς τη συγχώρεση. Όπως έλεγε κι ο Μή-τσος Ευθυμιάδης, στην Ελλάδα, σύμφωνα με τους τραγι-κούς, τη μάνα σου ή θα τη γαμήσεις, Οιδίποδας, ή θα τη σκο -τώσεις, Ορέστης.

Δεν θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου υπερασπίζοντας ή-ρωες που δεν εκτιμώ, που στη ζωή μου περιφρονώ και απο-φεύγω. Γοητευτικά καθάρματα, μαιτρ της εξαπάτησης.

Όλη η χρεοκοπία του δυτικού κόσμου είναι εκεί, στη συ-μπεριφορά των ηρώων των κλασσικών. Πάλι καλά που τουςτρώνε οι τύψεις, τους καταδιώκουν οι ερινύες και επέρχεταικάθαρση, αν ισχύει...

Μόνο οι ήρωες του Μπέκετ, απ’ όλο το θεατρικό πάνθεον,μου ’καναν εντύπωση. Μόνοι, αβοήθητοι, παλεύουν για μιααγιοσύνη δίχως Θεό. Αυτούς θυμάμαι απ’ όλο το θέατρο. Αλ-λά και στη ζωή οι μόνοι άνθρωποι που όλα αυτά τα χρόνια ξε-χώρισαν ήταν όσοι δεν υπηρέτησαν κάτι στο οποίο δεν πί-στευαν και προσπαθούσαν να εκφράσουν τον εαυτό τους, μεκάποιο τρόπο ζωής ή τέχνης, όσο γινόταν πιο ελεύθερα και ο-λοκληρωμένα, χρησιμοποιώντας για άμυνα τα μόνα όπλαπου επέτρεπαν στον εαυτό τους: τη σιωπή, την εξορία, τηνπονηριά, όπως το ’χει διατυπώσει ο Τζαίημς Τζόυς.

Εξακολουθώ να μην έχω ανάγκη τα κηρύγματα από ε-παγγελματίες ηθικολόγους για να μάθω να πορεύομαι. Και

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 597

οπωσδήποτε δεν έχω ανάγκη κανενός θεού. Είμαι απολύτωςικανός να υπάρξω –έμεινα μόνος από πολύ μικρός και έμαθα–,η αισθητική που με φύλαγε από χυδαιότητες έγινε η ηθικήμου και τώρα πια ξέρω ότι για οποιαδήποτε κατάχρηση ή υ-περβολή πλήρωσα και εξακολουθώ να πληρώνω όχι μόνο τοαντίτιμο αλλά και τους τόκους της μεταμέλειας. Κι αν έχω α-φαιρέσει από κάποιον οτιδήποτε, θα το βάλω πίσω στη θέσητου. Αυτός είναι ο χαρακτήρας μου.

Έχω συναντήσει καλοκρυμμένους χαρακτήρες ένα σωρό.Ο τρυφερός παράνομος, ο τυραννικός προοδευτικός, ο εγω-παθής ψυχοβγάλτης, ο μισαλλόδοξος αρχιερέας των τεχνών,ο πληκτικός ουμανιστής, ο συναρπαστικός αντικοινωνικός, ογενναιόδωρος τρακαδόρος, ο συντροφικός ατομιστής, αυτοίπου δεν έχουν εχθρούς, αλλά ούτε και φίλους, κι αυτοί με πε-ρίοπτες θέσεις σε ακαδημίες γραμμάτων και τεχνών αλλά μεκαμία θέση στο κρεβάτι κανενός κι αυτοί που η μανία τουςγια την τέλεια φράση, πινελλιά, νότα τούς έχει στεγνώσει τηνκαρδιά. Ατέλειωτη λίστα.

Δεν συντάχτηκα ούτε με τους μεν ούτε με τους δε. Κινή-θηκα κάπου ανάμεσα και μου ’μεινε ό,τι ήταν να μείνει. Μπο-ρεί και τίποτα.

Περνάνε καθημερινά απ’ τα τραπέζια του ΦΙΛΙΟΝ στο πεζο-δρόμιο της Σκουφά οι πιστοί της επαιτείας: εξαρτημένοι χλω -μοί νεαροί, ηλικιωμένες θεούσες με εικονίτσες και βότανα,πλανόδιοι μουσικοί βαλκανικών πανηγυριών και μεσογεια-κής ακορντεονίτιδας, ανακατεμένοι με καινούργιες ράτσεςβορειοκεντρικών και λατινοαμερικάνικων μοντέλλων, λουσά-τες δικηγορίνες, στην πλειοψηφία τους ξανθές, με επώνυμα

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 598

ρούχα, και εναλλακτικά ντυμένες χορεύτριες απ’ τη γειτονικήΚρατική Σχολή χορού με εμμονή στις ενεργειακές υγιεινέςδιατροφές. Η παρέα έχει αραιώσει. Οι λίγοι φίλοι που περνά-νε βιάζονται να πάνε κάπου αλλού, να κάνουν άλλα. Κι εγώδεν συχνάζω πια, αποφεύγω όσους δημιουργούν εντάσεις, ε-πιθυμώ βελούδινη ροή.

Ο Γιώργος Κακουλίδης, πέρα απ’ τις ποιητικές του επιδό-σεις ακόμα και στη ζωγραφική, μεταφέρει από καφέ σε καφέπερήφανες στιγμές απ’ τις ρηξικέλευθες ζωές οριακών καλλι-τεχνών, επισκέπτεται ευρωπαϊκές πόλεις και ελληνικά νησιά,σπρωγμένος ίσως και από την ατέλειωτη δίψα για ζωή τηςσυντρόφου του Λητώς, ο Άλκης, που πάντα ήταν περιηγη-τής, ταξιδεύει σε οριενταλίστικους παραδείσους για όσο κρα-τάνε ακόμη, ο Καμπέρ απολαμβάνει τη θεϊκότητα των εγγο-νών του και παίζει ακόμη στο θέατρο, ο Κοτάν ασχολείται μεπαραστάσεις, έτσι για να προλάβει να ανεβάσει στη σκηνήπέντε έργα που του ’καναν εντύπωση όλα αυτά τα χρόνια, υ-πάρχουν γνωστοί που κυνηγάνε ρόλους που δεν τους έκατσαν,συντάξιμα ένσημα και μονολογούν ανημποριά, «What a dragit is getting old», τους συμπαραστέκεται ο Τζάγκερ, στονΚουτέλ δεν δίνεται η ευκαιρία να κάνει μια ταινία, ενώ είναισίγουρο ότι θα την κάνει καλά, ο Διονύσης έχει κάνει οικογέ-νεια, με τον πλάνητα βίο να είναι πια παρελθόν, ο Νώε Παρ-λαβάντζα παραμένει σταθερή ονομαστική αξία, ο ΓιάννηςΜπέζος διαθέτει πλούσιο ρεπερτόριο ρόλων αλλά και αστείωνιστοριών των παρασκηνίων και ο Βασίλης Βασιλικός, με τονχρόνιο κοσμοπολιτισμό, τα βιβλία και τα καπέλλα, περνάειγια λίγο σαν ένας ήρωας κάτω απ’ το ηφαίστειο, πριν ανέβειστο γραφείο που στεγάζει το όραμα της συντρόφου του Βά-σως Παπαντωνίου για μια Λυρική Ακαδημία υψηλών προ-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 599

διαγραφών. Ο Βασίλης Αλεξάκης, όποτε δεν είναι στο Παρί-σι, στην Τήνο, στην Αφρική ή στην Αυστραλία, απ’ όπου έχειευφορικές ιστορίες να αφηγηθεί, κάθεται για έναν καφέ, τρο-φοδοτώντας αντροπαρεΐστικα σενάρια με χιούμορ. Περνάνεκαι οι ταγμένοι στην εκδίκηση του καλού, στην άλλη Ελλάδα,σ’ αυτή του διαλόγου, της δημιουργίας, όπως ο Στάθης Τσα-καρουσιάνος, ο Λάκης Παπαστάθης, ο Γιώργος Γραμματικά-κης, με την άμεση παραμυθία για τα μυστήρια του Σύμπα-ντος, ο Κώστας Βεργόπουλος –όποτε δεν είναι στο Παρίσι–,με ερωτήματα κρίσεως καταργημένα εδώ και χρόνια απ’ τιςγυμνασιακές εξετάσεις, που δίνουν έναν τόνο ανοιχτού πανε-πιστήμιου. Ο Τάκης χατζόπουλος με τη συντροφικότητάτου μας τσιγκλίζει πού και πού και ο Κλέων Αρζόγλου, ότανδεν είναι στην Ινδία –δεν έχει κατακτήσει ακόμη τη σαμανικήαμφιτοπία–, μοιράζεται μαζί μας μαξιμαλιστική πολιτισμι-κότητα και μινιμαλιστικό υλισμό. Αλλά έχουμε αποδεκατι-στεί. «Ορφανέψατε, Κουρέλια», σχολίασε ο Νίκος Παναγιω-τόπουλος στην κηδεία του Νίκου Νικολαΐδη.

Δεν ήταν ο μόνος που έφυγε.Ο Νώντας, ο Θάνος, ο Νίκος, ο Κώστας αυτοκτόνησαν. Ο

Παύλος έσβησε από υπερβολική δόση, ο Ισίδωρος είχε παραι-τηθεί πριν... ο Τζόνυ από ολοκλήρωση του κύκλου της αυτο-καταστροφής του, ο Σαμπάνης το πρόβλεψε, «Μέχρι τιςγιορτές τη βγάζω, μετά γεια», ο Εμιρζάς έσκυψε να πιάσειτα χάπια του που κύλησαν στο πάτωμα της χτικιασμένηςΕρΤ κι έμεινε από ανακοπή. Τον χριστοδουλάκη τον πρόδω-σαν οι αντοχές του και η κύρωση του ήπατος τον έστειλε. ΟΜηνάς έλειωσε από απατηλή εφησύχαση, εξαιτίας του γραμ-μωμένου κορμιού του. Λίγο πριν το τέλος παρακάλεσε μια ε-ρωτική φίλη να πλαγιάσει μαζί του, ο αλτρουισμός της δεν α-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 600

νταποκρίθηκε κι έφυγε μόνος του. Ο Μήτσος από αφροντισιάγια στοιχειώδεις κανόνες επιβίωσης, «Όλη μου τη ζωή έπαι-ξα με το θάνατο, παίξτε κι εσείς τώρα μαζί του», πέταξεστους γιατρούς στα τελευταία του. Ο Μάο, που το τελευταίοκαιρό παρουσίαζε συμπτώματα σαλταρισμένης κατακόμβηςμε παρακρούσεις αυτοταπείνωσης, πήγε το βράδυ του Επι-ταφίου χαμηλά στην Αγίου Μελετίου να συναντήσει έναν Ιρα-νό φίλο του κι εξαφανίστηκε. Άνοιξε η γη και τον κατάπιε. ΟΤάσος βαρέθηκε, ξεκόλλησε απ’ τα σωληνάκια της αιμοκά-θαρσης, πήγε κι άραξε σ’ έναν καναπέ και «Φτάνει, δεν πάειάλλο». Κι άλλοι ο Λάζος, ο Κανελλάκης, ο Βλάσσης, η ΣούλαΦρίκη.

Οι γυναίκες της παρέας φαίνεται να ’χουν μεγαλύτερηδιάρκεια. Η Βίκυ, η Ειρήνη, η Ήβη, η Άμπυ, η Εύα, η Θέμις,η Τζίνα, η Αντιγόνη, η Ντομινίκ, η ρίβα, η Λυδία, η Μαριάν-να... Δεν τους έλειψαν οι τρέλες, τα ξεσαλώματα και οι κατα-χρήσεις, αλλά όλες σχεδόν απέφυγαν την παραμόρφωση καιδεν τις εγκατέλειψε το στυλ. Παραμένουν ανοιχτές και έτοι-μες για δράση, ειδικά τώρα πια που η επιθυμία να χωθώ ανά-μεσα στα σκέλια τους έχει εξατμιστεί, τις βλέπω μ’ άλλο μά-τι, για την ακρίβεια τις παρατηρώ και με τα δυο μου μάτια,τις ακούω προσεχτικά, διαθέτουν κατανόηση, όρεξη για έρ-γα, μου βγάζουν την πιο ενδιαφέρουσα πλευρά του χαρακτή-ρα μου για συνεργασία, λειτουργικότητα και γενναιοδωρία.

Η συριακή μελαγχολία της Αφροδίτης –της κάνει εντύ-πωση που ποτέ δεν ζητάω τίποτα–, ο κοσμοπολιτισμός τηςΔέσποινας, η φινέτσα της Κάτιας, η παγωμένη φλόγα τηςΛουΐζας και η Μαργαρίτα, που μου ’χει χαρίσει το ρόλο τουμαιτρ, με κάνουν να τις ατενίζω σαν έργα τέχνης παρά το ε-πιτακτικό κάλεσμα της σάρκας τους. Ναι, θα μ’ άρεσε πού

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 601

και πού, σπρωγμένοι από ακατανίκητες έλξεις, να καλπάζου-με οργασμικά κι ύστερα να γυρίσουμε στη συντροφικότητασαν να μην τρέχει τίποτα. Έτσι, ως βίοι παράλληλοι. Λα-τρεία από απόσταση. Με τρομάζει η πιθανή ευτυχία που θαμου προκύψει αν χωθώ στην αγκαλιά τους –εφόσον με δε-χτούν–, μια ευτυχία για την οποία δεν είμαι ώριμος και ως εκτούτου δεν δικαιούμαι, και φυσικά δεν θα μου προκύψει ποτέ.Όχι, δεν θα πέσω στα πόδια τους σε λατρευτικές γονυκλισίεςτου μαγνητικού φύλου τους. Τι με κρατάει σε απόσταση; Οτρόμος τού να μεταμορφωθώ σε έρμαιο ενός πάθους, στον α-ναπόφευκτο πόνο της απώλειας, στη συνειδητοποιημένη μουπια απουσία αφοσίωσης και πίστης;

Δεν θα ήθελα να κυριαρχήσει στις σχέσεις μου το ξύπνηματου κτήνους, που υποτίθεται ότι φωλιάζει μέσα μας. Περι-φρονώ τους χαρισματικούς λαοπλάνους, τους κατακτητές,τους πατερούληδες των λαών, όλα αυτά κτήνη και δεν θα ’χακαμία αντίρρηση να θαφτούν κάτω απ’ τα μπάζα της Ιστο-ρίας και να τους ξεχάσουμε. Επιμένω σε χαμηλόφωνη συ-μπεριφορά, μακριά από επικίνδυνες γοητείες και απατηλέςλάμψεις. Προτιμώ να μένω σιωπηλός, να κάνω το σωστό,που περνάει απαρατήρητο, παρά να κλέψω την παράστασηκερδίζοντας τις εντυπώσεις.

Η Κωνσταντινούπολη δεν με εντυπωσίασε, την περίμενα πιοεξωτική και ούτε σκέψη για επίσκεψη στα μεγαλεία των Ελ-λήνων τα αλλοτινά, που σήμερα διηγώντας τα να κλαις.

Στο Βερολίνο η αρχιτεκτονική του παλιού με το σύγχρο-νο, οι νησίδες πρασίνου, τα ποδήλατα, τα πέντε μουσεία πουπλέουν πάνω στα κανάλια, οι καλλονές ετοιμόλογες πόρνες, η

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 602

άμεση επικοινωνία με την Ανούκ και την Γκρέυς του διπλα-νού τραπεζιού, που προθυμοποιούνται να με ξενυχτήσουν με-θυσμένες.

«Με περιμένει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα στο δωμά-τιο του ξενοδοχείου μου», υπεκφεύγω.

«Κι εγώ μόνη μου είμαι», ψιθυρίζει η Γκρέυς.Η Βιέννη μου φάνηκε μουσειακή. Θα ’χει σίγουρα κρυφή

ζωή, αλλά δεν τη συνάντησα και δεν τρελαίνομαι για τούρτεςκαι γλυκά.

Το όφειλα αυτό το ταξίδι στη συγκινητική Έλσα Καστέλ-λα, τη λυρική καλλιτέχνιδα κάποτε και τώρα καθηγήτριαφωνητικής, ετεροθαλή αδελφή της Λήδας Πρωτοψάλτη. Τιςμακρινές και κοντινές ξαδέλφες μου.

Παντού βλέπω καλλονές φίνες, διάφανες να συνοδεύονται απόχοντρανθρώπους. Όπως και στην Αθήνα. Παλιά τα κτήνη ή-ταν το κυρίως πιάτο μιας μεγάλης μερίδας αδελφών. Οι γυ-ναίκες τούς απέφευγαν. Αλλά τα σημερινά ευγονικά κορί-τσια, μεγαλωμένα με τηλεοπτικές γκέυ χαριτωμενιές, έχουναποκτήσει την ψυχολογία του πούστη. Τώρα που οι γκέυζουν τα όνειρα νεαρών κοριτσιών για συμβίωση και γάμο μεένα σύντροφο που σέβεται, τα κτήνη κάνουν παρέα με τιςσυλφίδες. Τις γνωρίζουν με τις φίνες σπουδές τους, το πιάνο,το χορό, το διάφανο κορμί τους, εξαιτίας όλων αυτών είναι ε-ρωτεύσιμες, και ύστερα απ’ τη συναναστροφή με τον κανίβα-λο, τον δήθεν μάγκα, που δεν μασάει από σαλόνια, η συλφίδααρχίζει να φτύνει τις λέξεις, να καβαλάει μηχανές γκαζώνο-ντας, το λεξιλόγιο συρρικνώνεται στα κλισέ της αντροπαρέας,συναγωνίζεται σε τσιγαριλίκια και μυτιές τον γκόμενο, αυτό

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 603

το έρμαιο που πιστεύει ότι είναι το κέντρο του σύμπαντος ε-πειδή τη σκίζει με βρυχηθμούς ζέχνοντας από την απλυσιάτου, που φέρει υπερήφανος, φτύνοντας το παρφουμάρισμαπου δεν ταιριάζει στον άντρα τον σωστό, τον πρόστυχο. Μυ-ρίζουν σπέρμα και ιδρώτα και χαίρονται για τη ζωώδικηπλευρά τους, λες κι έχουν κι άλλη.

Την έχετε πατήσει, κορίτσια, πολλές φορές, γιατί ο κανί-βαλος φαντάζει εξωτικός, η τραγίσια μυρωδιά του τεστοστε-ρόνη και η ατσουμπαλοσύνη του ελευθερία, μπρος στους κα-λούς σας τρόπους και στην αρετή της ηδονής που διδαχτήκα-τε απ’ τις κλασσικές σπουδές σας. Μασήσατε επειδή παρι-στάνει τον φευγάτο και τον προοδευτικό, χύμα στο κύμα, καιεπειδή είχατε την εντύπωση ότι οι κανίβαλοι είναι μια φυλήπου ζει σε ακραίες μαγικές συνοικίες, σε γειτονιές της εσχα-τιάς, ενώ είναι ο φίλος του φίλου σας, ο γείτονας δίπλα σας, ολαϊκός μορφονιός που τα κατάφερε στο χρηματιστήριο, οπροσωπάρχης στο γραφείο, ο ψιλικατζής της γωνίας, που α-κούει μουσικές από δικές του κασσέττες, ο εδώ και τώρα μα-χόμενος δημοσιογράφος, ο ηθοποιός που σας γοήτευσε, τηνπατήσατε και του δοθήκατε μ’ όλο σας το είναι, και τώρα κα-νιβαλισμένες και κουβαλώντας τις εκφράσεις απ’ την εγγύ-τητα και τη μυρωδιά του, πιστέψτε με, μυρίζετε κι εσείς...

«... and I can go on and on and on... but who cares...» συ-ντονίζομαι με τους στίχους των Gnarls Barkley.

Η καλοκαιρινή μπόρα στο ΦΙΛΙΟΝ ύστερα από τεσσάρων βδο-μάδων ακατέβατους καύσωνες είναι μια ανάσα για όλους μαςακόμα και για τους φανατικούς της αποχαύνωσης του απο-μεσήμερου. Καθόμαστε στα γωνιακά τραπέζια, κάτω απ’

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 604

την πυλωτή. Ο Διονύσης μάλλον μας κάνει μούτρα και πάειμέσα απ’ το τζάμι, γιατί η άφιξή του χαιρετίστηκε απ’ την α-ντροπαρέα με την ακριθάκεια προσφώνηση «Δε μας φτάναντα μουνιά, μας ήρθαν κι απ’ την Πέργαμο», οπότε το παίζειαπόμακρος, καπνίζει τα εγγλέζικα τσιγάρα του, ξεφυλλίζειιταλικό Τύπο, μιλάει στο κινητό.

Ένας νεαρός ζητιάνος (;) σκύβει από πάνω μας.«χαίρετε, είμαι η βασίλισσα της Αγγλίας».Στην παύση που ακολουθεί κάνω σινιάλο στον Διονύση,

που έρχεται έξω.«Ισχυρίζεται ότι είναι η βασίλισσα της Αγγλίας», του

σφυρίζω.«Ενδιαφέρον», πιάνει θέση.«Από πότε;» πέφτει η πρώτη αττάκκα από Άλκη.«Από πάντα ήμουν και είμαι, αλλά επειδή έκανα παράνο-

μη ερωτική σχέση με τον μπάτλερ, ξέρετε, πρέπει να περά-σουν κάποια χρόνια έτσι όπως είμαι, σαν αγόρι, μέχρι να λυ-θούν τα μάγια δηλαδή».

Φοράει κρεμ μακρυμάνικο τίσερτ, χιπ-χοπ μπεζ παντε-λόνι, βγάζει το κόκκινο τζόκεϋ καπελλάκι του και τ’ αφήνειστο τραπέζι, δίπλα στο κέρμα τους ενός ευρώ που έχει προ-λάβει να του πασάρει ο Πέτρος.

«Πόσα χρόνια είχες σχέση με τον μπάτλερ;» ενδιαφέρεταιο Διονύσης.

«Δεκατρία χρόνια, κρυφά. Και πρέπει να περάσουν άλλαδεκατρία για να ξορκιστεί το κακό».

«Ο μπάτλερ ήταν καλός εραστής;»«Εξαιρετικές επιδόσεις... μου ’λεγε κάτι ιστορίες, με τα-

ξίδευε...» κοκκινίζει, «μισό λεπτό...» κάθεται πάνω στις φτέρ -

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 605

νες του, όπως στις τούρκικες τουαλέττες και φέρνει το χέριτου στο κεφάλι.

Τον κοιτάμε σιωπηλοί, δεν γελάει κανείς πια.«Εντάξει, πέρασε...» ακουμπάει στην καρέκλα.«Ποιος αντιλήφθηκε τον κρυφό σας έρωτα και επέβαλε

αυτή την τιμωρία;» ρίχνει ο Άλκης.«Ο επικεφαλής του... παλατιού, στο Μπάκιγχαμ... ή-

ταν... ένας...»«Ποιος ήταν;»Μας κοιτάζει όλους προσεχτικά. Να δεις που θα μου πέσει

ο κλήρος, σκέφτομαι.«Σαν ποιον;» επιμένει ο Άλκης.«Να, αυτός εκεί».Δείχνει εμένα.«Φυσικά, ποιος άλλος;» καγχάζω. Πέφτουν γέλια.«Πώς γίνεται μια ζωή να μαγνητίζουμε τους αλλοπαρμέ-

νους;» ψιθυρίζω στον Άλκη, που το προχωράει.«Εσύ τώρα, ως βασίλισσα Ελισάβετ, έχεις κάποια πε -

ριουσιακά στοιχεία απ’ το Μπάκιγχαμ;»«Βέβαια, το μισό είναι δικό μου».«Και το άλλο μισό;»«Του άλλου», απαντάει απόλυτα και αδιευκρίνιστα.Δεν παίζεται. Το άσπαστο πρόσωπό του, η ευγενική με-

λαγχολία του, το πόσο καθαρός είναι μέσα κι έξω... Μας δεί-χνει ένα καλοδιπλωμένο χαρτί που βγάζει από μια τσεπούλαμε φερμουάρ στο γόνατο. Ο Άλκης το ξετυλίγει και διαβάζειδιακεκομμένα.

«Δημόσιο ψυχιατρείο, μμμ... ψυχωσικής εκτροπής... μμμ...φαρμακευτικής αγωγής...»

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 606

«Να σου πω, καλά, εσύ ΕΙΣΑΙ η βασίλισσα της Αγγλίας,αλλά εδώ πώς σε φωνάζουν οι άνθρωποι;»

«Γιάννη».«Μάλιστα, το γράφει εδώ».«Παίρνω τρακόσια ευρώ το μήνα απ’ τον ΟΓΑ, αλλά δε

φτάνουν», διπλώνει το χαρτί και το βάζει στη θέση του.«Και πού μένεις;»«Στη Στενή Ευβοίας, πάνω στο βουνό, έχει χιόνια, κατε-

βαίνω στην Αθήνα με το λεωφορείο για φάρμακα... και ζη-τάω χρήματα από... τους ανθρώπους. Συγγνώμη μισό λε-πτό...»

Ξανά στις φτέρνες, με το χέρι στο μέτωπο. Ο Άλκης κάνειτο ίδιο, ίσως θα ’πρεπε όλοι μας. Η βασίλισσα του ρίχνει έναβλέμμα σαν σαϊτιά.

«Εντάξει, μου πέρασε», ξεφυσάει ο Άλκης καθώς ξανα-κάθεται στην καρέκλα.

«Κι εμένα», του χαμογελάει συντροφικά, καθώς αναση-κώνεται κι ακουμπάει στο τραπέζι.

«Μήπως ζαλίζεσαι επειδή πεινάς;» ρωτάει ο Διονύσης.«Ναι, πεινάω, χμ... μάλλον».«Θες να φας κάτι εδώ;»«Σαν τι;»«Κανένα σάντουιτς...»«Ε, όχι και σάντουιτς κοτζάμ βασίλισσα της Αγγλίας, και

μάλιστα εδώ...»Πέφτουν εκκωφαντικά γέλια.«Πού θα ’θελες;»«Στη Μεγάλη Βρετανία».«Τι;»«Ελάφι, κυνήγι, μπον φιλέ...»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 607

Είναι απίστευτο αυτό που μας συμβαίνει, είμαστε χωμέ-νοι μέσα στο παιχνίδι του.

«Όλα αυτά τα φαγητά που λες είναι πολύ ωραία», επιση-μαίνει ο Άλκης, «αλλά στο χωριό, εκεί πάνω στο βουνό, πώς...ποιος μαγειρεύει;»

«Εγώ. Μένω με την αδελφή μου, οι γονείς έχουν πεθάνει,αλλά μαγειρεύω εγώ».

Και τι φτιάχνεις;»«Κατσικάκι, αρνί, στιφάδο...» «Καλά, κοτζάμ βασίλισσα της Αγγλίας με τα χέρια μέσα

στα κρεμμύδια, δεν...»«Φοράω γάντια». Γελάμε άφωνοι απ’ την ετοιμότητά του.«Πρέπει να ’χει περάσει από μοναστήρι», ψιθυρίζει ο Πέ-

τρος.«Έχεις πάει στο Άγιον Όρος;»«Ναι, μισό λεπτό...»Πάλι η φάση του διαλογιζόμενου στον καμπινέ και μετά

το ακούμπισμα στο τραπέζι.«Ναι, είχα πάει στον πατέρα Νικόδημο... αυτός μου βρή-

κε... ότι ήμουνα η βασίλισσα Ελισάβετ, και τη σχέση με τονμπάτλερ, διότι είμαι γυναίκα, αυτό είναι τελειωμένο».

«Αχάαα...» Κουτσομπολίστικα σενάρια για ξεσαλωμένη μοναστηρια-

κή λίμπιντο περνάνε απ’ το μυαλό μας... Λες κάποιος αβυσ-σαλέος καλόγερος να του έστησε το παραμύθι της αυτογνω-σίας του για να... Η παράστασή του φαίνεται να ’χει φτάσειστο τέλος της. Καθώς φοράει το κόκκινο τζόκεϋ, σαν συνεν-νοημένοι του πασάρουμε τον έξτρα λαρτζ οβολό μας. Οι κα-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 608

λές παραστάσεις αμείβονται αδρά. Ευχαριστημένος, σαν να’χει μικρύνει, μας αποχαιρετάει.

«χάρηκα πάρα πολύ σήμερα...»«Κι εμείς...»«Αν περάσετε ποτέ απ’ το Μπάκιγχαμ, ελάτε να σας πε-

ριποιηθούμε, άλογα, υπηρέτες, ξέρετε...»«Κι εσύ, όποτε ξαναβρεθείς στην Αθήνα, πέρνα».«Γεια σας».«Γεια σου».Ξεμακραίνει διάφανος στο ψιλόβροχο που ’χει ξαναρχίσει.

Κοιταζόμαστε.

Μα δεν θα βραδιάσει λοιπόν ποτέ;... Οι λευκές νύχτες της Α-γίας Πετρούπολης, με τους κρεμμυδόσχημους πολύχρωμουςτρούλους των κατεντράλ, οι αυτοκρατορικές παρακρούσειςστις προσόψεις των παλατιών, που αντανακλώνται στα νεράτων καναλιών του Νέβα γύρω απ’ το Ερμιτάζ, τα χειμερινάανάκτορα των τσάρων με ατέλειωτα λάφυρα βαρβαρικήςχλιδής και ατέλειωτη ουρά επισκεπτών, οι όμορφες ρωσίδες–πανσπερμία φυλετικών προσμίξεων– στους δρόμους πάνωσε ψηλοτάκουνα προς αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης, οιμονοκόμματοι άντρες αγκαλιά με μπουκάλια αλκοόλ απ’ τοπρωί, η κατοικία των Ναμπόκωφ, το σπίτι της Αχμάτοβα,το υπόγειο του Ντοστογιέφσκι, το μουσείο Πούσκιν, τα ημί-γυμνα κορίτσια πάνω στ’ άλογα τις νύχτες που δεν λέει να νυ-χτώσει... Οι σκούρες λιμουζίνες με τις μούρες, τα πανάκριβαoutlet όλων των επώνυμων υπογραφών, αλλά οι ουρανοί, αυ-τοί οι ουρανοί... Πάνω απ’ την αυτοκρατορική πόλη, χτισμένημε πείσμα και κόντρα στην επαρχιώτικη ρωσία, με φιλοδο-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 609

ξίες για παγκόσμιο πόλο έλξης, που άντεξε πολιορκίες και α-ποκλεισμούς, παρά το φαντασματικό της μετείκασμα, εκπέ-μπει μαρμαρυγή, αλλά είναι ο ουράνιος θόλος που ενώνεταιμε τον ατέλειωτο ορίζοντα.

Η καθημερινή ζωή εδώ όμως δεν φαίνεται και πολύ συ-ναρπαστική. Ίσως γι’ αυτό γυρίζω στην Αθήνα μελαγχο -λικός.

Και τότε συμβαίνει. Ένα παλαιοπωλείο με ταμπέλλα που γρά -φει «Ο αιώνας που φεύγει», το ρολό που κατεβαίνει από κά-ποιο τηλεκοντρόλ κρατημένο απ’ τα λεπτά δάχτυλα μιας φί-νας πενηντάρας με τη θηλυκή θαμπάδα της Ανούκ Εμέ και τοιταλιάνικο λίκνισμα απ’ τις λεπτές γάμπες της.

«Ο αιώνας που φεύγει, το μαγαζί που κλείνει, η γυναίκαπου μόνη απέρχεται...» σπεύδω να ψιθυρίσω.

«Και γιατί όχι ψάχνει...» συνεχίζει και με πιάνει αγκαζέ.Και με στέλνει πίσω στη γλυκιά εφηβεία, με ξενύχτια και

πυρόκαυλες νύχτες στα αλσύλλια γύρω απ’ την Ακρόπολη,μια σωματικότητα άμεση και αναπόφευκτη, μια συνεχής ροήδοτικότητας, τόσο ωραία, βασισμένη στην προαιώνια έλξη α-νάμεσα σε δύο άγνωστες ψυχές, που μια ματιά κι ένα τηλε-φώνημα στέλνουν το μήνυμα αυτόματα, αλλά, αλλά... πώςφέρεσαι σε μια παντρεμένη;

Είναι πολιορκημένη απ’ τον αιώνιο σύζυγο, δεν ζούνε στηνΕλλάδα, προτείνω να συναντηθούμε οι τρεις, μπας και συμ-φωνήσουμε όποτε βρίσκεται στο εξωτερικό να ’ναι μαζί τουκι όποτε έρχεται στην Ελλάδα να ’μαστε μαζί, αλλά δεν πιά-νει. Παρότι είμαι ασκημένος σε χωρισμούς, αυτή τη φορά τολίγωμα στο στομάχι μου δεν λέει να εξανεμιστεί κάθε φορά

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 610

που τη σκέφτομαι. Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα, είναι ο τίτλος ε-νός βιβλίου του Βασίλη Αλεξάκη, κι αυτό μου συμβαίνει.

Στον ΕΝ ΛΕυΚΩ ο Μάιλς τζαμάρει με τους μουσικούς του. «... έχω φίλες και φίλους που κάνουν πολύ καλά τη δουλειά

τους και με γούστο. Τους κάνει εντύπωση που δεν υπάρχει α-νταπόκριση. Μα δεν υπάρχει κανόνας παιχνιδιού, ο καθέναςκάνει ό,τι του καπνίσει κι αυτό δε συνιστά αγορά. Όποιος κά-νει τη δουλειά του με συνέπεια και ευγένεια θεωρείται ξενέρω-τος. Κάνε καμιά τσαμπουκαλίδικη επίδειξη, παντρέψου καμιάπάμπλουτη για ν’ αναρριχηθείς, κάν’ της και δυο τρία παιδιάνα ’χει ν’ ασχολείται και χώρισέ τη μετά, να δεις σουξέ. Θα γί-νεις είδωλο. Κάτι άλλο όμως είχα κατά νου να πω, αλλά οι ε-λεύθεροι συνειρμοί... Α, ναι, δεν έχω υπάρξει φανατικός κανε-νός γκέττο, καμιάς ιδιαιτερότητας και ιδεολογίας. Αυτό πουμου παραδόθηκε από γονείς και δασκάλους, από καλλιτέχνεςκαι επιστήμονες που μου έδειξαν ένα δρόμο και στήριξαν τιςαναφορές μου είναι να είμαι ανοιχτός, απαξιώνοντας τις προ-καταλήψεις, όσο κομπλικέ κι αν γίνεται αυτό κάποιες στιγ-μές, να μιλάω με οποιονδήποτε για οτιδήποτε, να θεωρώ ταπαιδιά όλου του κόσμου και δικά μου, επικοινωνώντας μαζίτους με σαφή πληροφόρηση και αβίαστη τρυφερότητα. Δεν ε-πιθυμώ να κατακτήσω τίποτα και να αποπλανήσω κανέναν,αλλά δε θα είχα αντίρρηση να αποπλανηθώ. Διεκδικώ να φέρωεις πέρας ό,τι αναλαμβάνω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.Προσπαθώ να απαλλαγώ απ’ το στυλ, δεν τα καταφέρνω πά-ντοτε, μάλλον το χούι δεν κόβεται. Είμαι αντιφατικός, γιατί ε-νώ οι διαπιστώσεις μου για το μέλλον του πλανήτη και τωνανθρώπινων σχέσεων είναι μελαγχολικές και δυσοίωνες, όπο-

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 611

τε βρεθώ μπρος σε μικρόφωνο ή πάνω σε σκηνή, καλπάζω α-πό ουρανοκατέβατη αισιοδοξία... Παρ’ όλα αυτά η αξιοπρέ-πεια για μένα είναι πάνω απ’ την ανάγκη να κάνω τέχνη. Αν δεσας αρέσουν οι απόψεις μου, έχω κι άλλες, όπως λέει και οΓκράουτσο Μαρξ. Και κάτι ακόμα, που μου διαφεύγει...»

Η Κάφκα ανεβάζει την ένταση του «Nothing» του Ληχέιζλγουντ.

Δεν έχω αντοχές για τα γούστα και τις νύχτες του Άμστερ-νταμ και της Μπαρτσελόνα. Αλλά η Στοκχόλμη, μ’ αυτές τιςφιγούρες της ωραίας ράτσας στους δρόμους, τη ροή της κα-θημερινότητας με οικολογική συνείδηση κι αυτή την ομορφιάαπ’ το καθρέφτισμα των νερών, με γοητεύει.

«Ξέρεις», μου κάνει η Κατερίνα με τα λευκόχρυσα μάτια,την αριστοκρατικότητα της αντιλόπης και την εμπιστοσύνητων παιδιών, «ο λόγος που δε θέλεις σχέσεις είναι ίσως για νααποφύγεις τον πόνο, που σίγουρα σου προξένησε η πρόωρηαπώλεια της μητέρας σου».

Είναι απλό, αλλά δεν το ’χω ξανασκεφτεί. Ίσως να μην α-ντέχω τους χωρισμούς και γι’ αυτό αποφεύγω τις σχέσεις.Μου κάνει εντύπωση που μου το λέει ένα κορίτσι που θα μπο-ρούσε να ’ναι κόρη μου.

«... Ποτέ δεν είπα ότι είμαι βαθύς, αλλά είμαι βαθύταταρηχός...» τραγουδάει ο Τζάρβις Κόκερ.

Όταν κυκλοφόρησαν το Ως εκ θαύματος και το Complete Un-

known, παρά την ανταπόκριση του κόσμου, κυρίως αναγνω-στριών –όχι μόνο φιλολόγων που εκτίμησαν το στυλ της

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 612

γλώσσας και το ρυθμό της αφήγησης–, υπήρξαν δυσαρεστη-μένοι και δύσθυμοι γνωστοί και φίλοι που δεν αναφέρθηκαν ήπου δεν εκτιμήθηκαν όσο θα ήθελαν. Αλλά το πώς βλέπει οκαθένας τη ζωή και τις περιπέτειες του βίου έχει να κάνει μετη ματιά του κι όταν τα βάζει στο χαρτί, είναι ο τρόπος γρα-φής που μετράει και όχι η απαρίθμηση κατορθωμάτων. Άσετη μνήμη...

Απεχθάνομαι τα μυστικά. Νομίζω ότι ο παραμορφωμέ-νος κόσμος μας έχει να κάνει με την απόκρυψη. Κρύβουμε ταπολλά και ενδιαφέροντα της ανθρώπινης συμπεριφοράς καικατασκευάζουμε τέρατα ηρώων. Δεν έχω σε μεγάλη εκτίμη-ση το όποιο έργο μου ή τον τρόπο ζωής μου, αλλά να το απο-κρύψω κιόλας, είναι σαν να αφανίζω εντελώς αυτό τον τόσομικρό μου θησαυρό. Και μη μου πείτε ότι το να μη μιλάς γιατον εαυτό σου δεν είναι μια ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη μορφή υ-ποκρισίας, όπως το ’χει διατυπώσει ο Νίτσε.

Στις παρουσιάσεις των βιβλίων είχαμε και ευτράπελα.Στο ρουφ γκάρντεν του ΣΑΙΝ ΤΖΩρΤΖ ΛυΚΑΜΠΕΤΤΟυΣ, οΣτέλιος ήρθε να παρουσιάσει το βιβλίο αδιάβαστος –ευτυχώςτο γενναιόδωρο σχόλιο της Όλιας σκόρπισε ευφορία– και στηΛέσχη Αναγνωστών της Ιωνιδείου ο Νίκος, που θα έκανε τηνπαρουσίαση, ξεχάστηκε με κάτι άλλο. Αλλά επειδή είναι όλοιτόσο εύθικτοι, είπα να μην το κάνω θέμα, για μία ακόμα φο-ρά. Γιατί την έχουμε την αδιαφορία;

Ο ρένος κάτι φαίνεται να ψάχνει. Η ρούμπη έρχεται και φεύ-γει πολυάσχολη και εκθαμβωτική. Ο Γιώργος θέλει να τονλέω ραλφ. Μοναχικές καλλονές, καλωδιωμένες, φαίνεται ναμιλούν χωρίς να βγάζουν ήχο.

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 613

Οι τοίχοι στους δρόμους είναι γεμάτοι συνθήματα. Μερι-κά είναι κομπλεξικά, άλλα έχουν χιούμορ: «Για να φας φρέ-σκο αυγό σήμερα, πρέπει να ’χεις γκόμενα την κότα», «Ήτον κόκορα, καλέ...», «Το μουνάκι μου είναι πιο καυτό απ’ τημολότωφ σου», «Βρήκα τον τοίχο, αλλά ξέχασα το σύνθημα».

Και ο ουρανός κάτι απογεύματα χρωματίζεται από ένα α-νησυχητικό γκριζοκίτρινο απόκοσμο φως, με την αφρικάνικηάμμο να πουδράρει ασφυχτικά τα πάντα.

Ο καιρός αλλάζει σαν κάποιος να χειρίζεται τηλεκοντρόλ.Η πόλη έχει γίνει ένας δυσανάγνωστος χάρτης.

Το τηλέφωνό μου χτυπάει, αλλά για λόγους που δεν μπορώνα κατανοήσω. Ο Τόμας μου τηλεφωνεί για να μου πει ότι ηθέση του ρεσεψιονίστα στο ξενοδοχείο της πλατείας Καραϊ-σκάκη, που ήταν υποψήφιος, τσάκισε.

«Και τώρα τι γίνεται;»«Μου πρότειναν μια θέση σ’ ένα ξενοδοχείο στη Θεσσαλία,

αλλά δεν...»«Γιατί δεν πας;»«Στη Θεσσαλία; Έχει περίεργα καιρικά φαινόμενα».Δεν το πιστεύω.Η ρίτα Μπεν Σουσάν τηλεφωνεί από ’να καφέ, όπου πίνει

μεσημεριάτικα, καθώς περιμένει να περάσει η ώρα για ναπάει σε μια οντισιόν στο θέατρο Δημήτρης χορν.

«Τ’ όνομά σου και τα χρόνια πείρας σου στο θέατρο δεχρειάζεται να περάσουν από καμία οντισιόν», λέω.

«Ε, κάτι να κάνω, μωρέ, έχω χρόνια να παίξω στο θέατροκαι γουστάρω... Η τηλεόραση δε με νοιάζει, αλλά το θέα-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 614

τρο... αν υπάρχει κάτι... Θα ’παιρνα την Άβετ την ατζέντισσαστην Αίγινα, αλλά δε μιλάμε...»

Δεν καταλαβαίνω σε τι μπορώ να βοηθήσω.Μια φωνή νεόκοπης δημοσιογραφίνας με ρωτάει ποια εί-

ναι η γνώμη μου για τη γυναίκα στην κουζίνα, τα καπέλλακαι τα παγωτά. Μπήζω τα γέλια.

Ο Νικολά αναλύει τις επαγγελματικές του αναποδιές μελεπτομέρειες εγκληματολογικής αναφοράς.

Η νεαρή στάρλετ παραπονείται ότι εξαιτίας των φωτο-γραφίσεων, των νυχτερινών της εμφανίσεων και των γυρι-σμάτων, δεν έχει καθόλου χρόνο για μια σχέση.

«Δε θα το πιστέψεις, είμαι ένα χρόνο αγάμητη».«Το πιστεύω, κούκλα μου»,Μια ευαίσθητη φωνή κάποιου νεαρού από free press θέλει

τη γνώμη μου για τους γάμους μεταξύ ανδρών.«Είχα μια σκασίλα για το ποιος και με ποιον θα παντρευ-

τεί, ποιος θα βάλει το νυφικό, αν θα υπάρξει προίκα, δεν πά’να κάνουνε ό,τι γουστάρει ο καθένας, δε μου καίγεται καρφί.Δε μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό να συζήσω σαν ζευγάρι μ’έναν άντρα. Το χιούμορ μου δεν το επιτρέπει. Εδώ δεν μπορώνα συζήσω με γυναίκα για πολύ καιρό κι εσύ μου προβλημα-τίζεσαι για γκέυ γάμους, ανόητη μικρή», τον πειράζω.

Ο παραγωγός βιντεοταινιών θέλει τη φωνή μου για μιασειρά μεταγλωττίσεων. Δεν έχω κέφια.

«Πρόκειται για καλοπληρωμένη δουλειά», μου υπογραμ-μίζει.

«Ειλικρινά βαριέμαι τις μεταγλωττίσεις».«Κι όμως ό,τι έχετε κάνει είναι εξαιρετικό, η φωνή σας εί-

ναι χαρακτηριστική, και τα στούντιό μας είναι σύγχρονα...»

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 615

«Πού είναι;»«Στην Παλλήνη».«Σ’ αυτή τη βεβαρυμένη περιοχή απ’ τους σατανιστές; Α-

ποκλείεται».«Σοβαρά; Θα σας πηγαινοφέρνουμε εμείς. Εσείς δεν...»«Ακούστε. Είμαι ηθοποιός του ιστορικού κέντρου της Α-

θήνας και δε μ’ αρέσει να απασχολούμαι στην περιφέρεια».«Τι να σας πω, έχω ακούσει διάφορα για σας, αλλά αυτό

με ξεπερνάει. Κρίμα».Απ’ το τηλέφωνο πάντα πληροφορούμαι τον ανακουφιστι-

κό θάνατο του πατέρα κάποιου φίλου ύστερα από χρόνια τα-λαιπωρίας, το ελαφρύ σβήσιμο της μητέρας μιας φίλης, τογιο μιας γνωστής που κατέβαινε με τη μοτοσυκλέττα τουστην Αθήνα για κάποια συναυλία και σε μια στροφή... Γιατην εσπευσμένη ενηλικίωση μιας μικρής φίλης που στηρίζειτη μάνα της σε κάποια κρίση, το δεκαεξάχρονο αγόρι πουπροσπαθεί να βάλει σε κάποια τάξη το χάος απ’ τις παράλυ-τες ζωές των χωρισμένων γονιών του, την καραβοτσακισμέ-νη εξηντάρα καλλονή που τραυλίζει πικρές, μεθυσμένες λέ-ξεις για την προδοσία που της έγινε απ’ όλους... Δεν έχω τί-ποτα να πω για όλα αυτά, δεν μπορώ να κάνω τίποτα, μουκάνει τρομερή εντύπωση αυτό, σωπαίνω.

Η Άννα Μπούμπα Καρντινάλε και ο Αλεξάντρ Αρχιμανδρί-της, που του βγαίνει μια μοναξιά στις ζωγραφιές του, θαβγούνε απόψε για ψάρι με την ερευνήτρια Ξεμαντήλωτου κιένα σκηνοθέτη της όπερας της Ζυρίχης σε μια ερημωμένη πε-ριοχή που κάποτε τρέχαν άλογα και τις νύχτες του καλοκαι-ριού τα νερά του δέλτα αντανακλούσαν ντόλτσε βίτα.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 616

Σήμερα το μεσημέρι έπεσα πάνω στην εύθραυστη φιγού-ρα της Φινές. Είναι γύρω στα είκοσι χρόνια που άφησε πίσωτο αντρικό κορμί και ζει τη ζωή της σοφιστικέ, ανάμεσα σταυπερατλαντικά ταξίδια και στην αφοσιωμένη συμπαράστασηστον ημιπαράλυτο σύντροφό της. Καμία σχέση με ακριβήπορνεία, ξενύχτια και νύχτες Σατυρικόν. Αυτό ήθελε, γι’ αυτόέκανε εγχείρηση αλλαγής φύλου· για το ρόλο της πιστής, α-στής συζύγου με την αιώνια αγάπη.

Βγαίνω για μια βόλτα στο αλσύλλιο με το ατελιέ στη μέ-ση. Η Εβίτα κατάφερε να ζωγραφίζει με τέτοιο τρόπο ώστεη λευκότητα των πινάκων της να μην εκθέτει σε πρώτη ματιάτα σπάνια χρώματα και το κρυσταλλικό φως, που θα σου α-ποκαλυφθούν μόνον όταν συντονιστείς μέσω ρινοχρονικήςμεταφοράς και συνειδητοποίηση της αορατότητας.

Ξαναδιαβάζω το Όταν οι προσευχές εισακούονται του Τρού-μαν Καπότε, όταν χτυπάει το τηλέφωνο. Μια φιλότεχνη λο-λίτα επιθυμεί να βρεθούμε απόψε, τέλεια. Ντύνομαι θαμπάσατινέ, με ρουμπινί μανικεττόκουμπα και λουστρινένια μποτ -τίνια ακούγοντας Μπράιαν Φέρρυ: «Sweet and lovely».

Ανοίγει την πόρτα του υποφωτισμένου άδειου σχεδόν χώ-ρου της στο Μετς, ντυμένη αβίαστη θηλυκότητα και βαμμέ-νη μαγικά, αλλά επειδή είναι λαϊκό κορίτσι και στέλνει το μή-νυμα άμεσα, λειώνουμε στο πάτωμα με γδαρσίματα και τσού -ξιμο.

Ξένοιαστοι μέσα στο ταξί, ο οδηγός χαζεύει τα φλύαραπόδια της κούκλας μου απ’ το καθρεφτάκι ξαναμμένος καιστραβολαιμιάζει όταν τον αφήνουμε για να μπούμε στο φίνορεστωράν Η ΑχΟρΤΑΓΗ, με το γευστικό μενού, το φρουτώδες

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 617

κρασί και τις φίνες φιγούρες στα διπλανά τραπέζια· της ΒίναςΤουτουρουτούτου, με τη βενετσιάνικη μάσκα και τη γενναιό-δωρη αύρα, της Ούμα Θέρμαν με γκρο δαμασκηνί γόβες ναχαϊδεύει το σουά σωβάζ φουλάρι του Γιώργου Μέρλου, πουαστειεύεται με τη Βανέσσα Παραντί, εξωπραγματικά διάφα-νη μέσα στο καστόρινο συκλαμέν τζάκετ της. Δίπλα, το φυμέταγέρ Αλάια, σαν γλυπτό εν κινήσει, της Αντιγόνης Αμανί-του κάνει παρέα στην αγιογραφική σκιά της Ελεωνόρας Στα-θοπούλου και η λάτιν ελεγκάντσια του χοσέ Λουίς ντε Βιλα-λόνγκα –ζει ακόμη;– φλερτάρει με την παρούσα απουσία τηςΜαρίας Μπερνάρ Μήτσορα, αυτού του θηλυκού Μικ Τζά-γκερ, τυλιγμένης σε γοτθικά πάτσγουερκ. Απέναντι η Σαρ-λότ ράμπλινγκ με βλέμμα γκρίζου τεφρίτη χαμογελάει αχνάστον Πήτερ Ο’Τουλ, εντελώς μεθυσμένο, που του πάει τόσοπολύ. Στο μπαρ ο Άλκης με το ζωγράφο Μηνά τα λένε com -me de garçons, πειράζοντας την γκλόσσυ Απολλώνια, που α-πόψε το παίζει χόλογκραμ φτερωτού Ερμή. Στην οβάλ εσο-χή η Φρόσω, με την καλλιφορνέζικη αύρα της αφθονίας καιτη μεσογειακή αφράτη σωματικότητα, περιστοιχίζεται απόαραχτούς γόητες, που ο ένας «Μπορώ να λειώσω και δεκαο-χτώ καναπέδες για πάρτη σου» κι ο άλλος «Δούλος σου, κυράμου, αρχόντισσά μου, εσύ».

Στο τζαμωτό του κήπου η έκπαγλη ακτινοβολία του προ-σώπου της Μπαζ σκιάζεται απ’ το χαλκόχρυσο τουρμπάν, α-πομεινάρι της ταινίας Αληθινή ζωή, καθώς συνδιαλέγεται μετην κλασάτη διαφάνεια της Μαριάννας, ίσως για το ανέβα-σμα της μοντέρνας όπερας Φρίντα Κάγιο, ίσως για τη γοη-τεία του Κόλιν Φερθ και του Γκάμπριελ Μπερν.

Ο Κουτρ παραπονιέται γιατί δεν μπορεί να κραιπαλιάσειεξαιτίας της πειθαρχίας που επιβάλλει το γύρισμα των ται-

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 618

νιών στον Νίκα, που με ένα ενδυματολογικό τίποτα έχει σα-στίσει την επιτομή της εκζήτησης Γάκη Λαβαγά. Η τύπισσαμε το πρόσωπο καλλονής του βωβού κινηματογράφου είναιτρομερά φλύαρη δίπλα στο ταιριαστό ζευγάρι, που, παρ’ όλατα παράσημα του καλού γούστου, δεν έχει ανταλλάξει κουβέ-ντα, ίσως λόγω αποπνικτικής συμφωνίας χαρακτήρων.

Βγαίνουμε στη νύχτα βολτάροντας στην παλιά βιομηχα-νική ζώνη, ανάμεσα σε ημίγυμνη καρτουνίστικη σάρκα δίμε-τρων αγοροκόριτσων... Γιορτάζουν τα Σατουρνάλια πεζοδρο-μιακμάν, ρουφώντας δερμάτινα αιλουροειδή αγόρια, που σφυ -ρίζουν αδιάφορα, κολλημένα πάνω σε νικελένιες μηχανές.

Στην αγορά του ρέντη, στο άντρο των μανάβηδων καιτων κρεατέμπορων, κατεβαίνουμε τα βελουτέ σκαλιά τουκλαμπ ΜΟΚΑΜΠΟ, τίγκα σε ματ σμόκιν, τρανσπαράν τουα-λέττες και μπήμποπ τζαζ – χορεύοντας μάμπο, τσα-τσα, μπό -σα νόβα και σφιχτά μπλουζ, με λυγμικά σαξόφωνα, μπλαζέπιανίσσιμα και σαμπάνια που αφήνει την κάψα παγωμένηςστάχτης, να μας απογειώνουν, καθώς το ντουέντε φλαμένκοτης Ειρήνης Φρεζάδου εναλλάσσεται με το αφρικανικό τοτε-μικό ντουέττο της Ήβης Μαυρίδη Μαρκατσίνι δίπλα στηΜάγδα Βαν ντε Βαλ. χλωμοί αριστοκράτες με μυρωδιά φιο-ρεντίνικης μούχλας, μπρονζέ καλλονές υγρές από ιππασία,καλειδοσκοπικά φευγάτα βλέμματα, μάτια σε απόχρωση κο-βαλτίου και οπιούχα εσάνς καταργούν το χωροχρόνο.

Στο καινούργιο γυάλινο μπιστρό πάνω στη Δεξαμενή –στη θέση της παλιάς παράγκας– στρογγυλοκαθόμαστε γιαμπρέκφαστ.

Δεν μας περιμένει κανένα σπίτι κανέναν μας. Έξω στον κήπο, κάτω απ’ το αγιάζι του ροζέ πρωινού, τα

μικρά τρέχουν γύρω απ’ τον νομπελίστα ποιητή, υπό την προ -

ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 619

τεσταντική επιτήρηση Σκανδιναβών μπέμπυ σίττερ με βου-τυρένιους κρουστούς γλουτούς.

Ανεβαίνουμε στο ΣΑΙΝ ΤΖΩρΤΖ ΛυΚΑΜΠΕΤΤΟυΣ για νακοιμηθούμε –χωρίς να καταφέρουμε να πετάξουμε τα βραδι-νά μας παραφερνάλια– πάνω στον καναπέ, δίπλα δίπλα κι α-πόμακρα σαν παιδιά, με τον ήλιο να μας λούζει χρυσά όνειρα.

Από κάπου φτάνει η φωνή του ρίτσαρντ χάλεϋ, που τρα-γουδάει «I can’t see your face no more...».

Άνοιξε λοιπόν την πόρτα σου,

την αγάπη είναι δύσκολο να συναντήσεις

και ακόμη πιο δύσκολο

να την προσδιορίσεις...

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΟΥΜΑΣ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 620

Ευχαριστώ τους Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ, ρομπέρτο Καλάσσο, ΜιχαήλΜπουλγκάκωφ, Τεννεσσή Ουίλλιαμς, Τρούμαν Καπότε, Πατρίσια χάι-σμιθ, Τζαίημς Τσαίηζ, ραίημον Τσάντλερ, Ντάσιελ χάμμετ, Τζων ντοςΠάσσος, Μπρους Τέλτουιν, Άιρις Μέρντοχ, Μαργκερίτ Γιουρσενάρ,Κάρεν Μπλίξεν, Άρθουρ Μίλλερ, Τζόζεφ Κόνραντ, Μαρσέλ Προυστ,Τζαίημς Τζόυς, Σάμουελ Μπέκετ, Έζρα Πάουντ, Όσκαρ Ουάιλντ, ΣκοτΦιτζέραλντ, Ονορέ ντε Μπαλ ζάκ, Γκυστάβ Φλωμπέρ, Φραντς Κάφκα,Ελίας Κανέττι, Τομάζο ντι Λαμπεντούζα, Σαντόρ Μαράι, ΓκαμπριέλΓκαρσία Μάρκες, Κάρλος Φουέντες, Μάριο Βάργκας Λιόσσα, ΠωλΜπόουλς, Φραν σουάζ Σαγκάν, Πωλ Όστερ, Μίλαν Κούντερα, ΤόμαςΜαν, ρέυμοντ Κάρβερ, Ίαν Μακ Γιούαν, Τζων Μπάνβιλ, Τζων Απ -ντάικ, Φίλιπ ροθ, Σαλμάν ρουσντί, Σελίν, Τζόζεφ ροτ, Κολλέτ, ΤόμαςΠίντσον, Βασίλη Αλεξάκη, Μαρία Μήτσορα, Σώτη Τριανταφύλλου κ.ά.και τους σκηνοθέτες Κουροσάουα, Μπέργκμαν, Ταρκόσφκι, Γουέλς,Μπουνιουέλ, Ντε Σίκα, Βισκόντι, Μελβίλ, Πολάνσκι κ.ά. Αν όλα αυτάτα χρόνια δεν μου κρατούσαν μαγευτική συντροφιά με τη συναρπαστι-κή αφήγηση, τη δεξιοτεχνική γραφή, τις θαρραλέες συνεντεύξεις τους,τις ωμές αυτοβιογραφίες της τρικυμισμένης ζωής τους, με τη ζόρικη ι-σορροπία στο χείλος της αβύσσου, δεν νομίζω ότι θα είχα καταφέρει ναμεταφέρω ψήγματα της τέχνης τους –ως καλόγουστος κλέφτης ελπί-ζω– στις ραδιοφωνικές μου εκπομπές και στα μάλλον ανοικονόμηταγραφτά μου, για την επιμέλεια και τις διορθώσεις των οποίων ευχαρι-στώ την Αλέκα Πλακονούρη, την Έφη Κορομηλά και την αδελφή μουΔέσποινα. Για τη δε εξαιρετική πληκτρολόγηση των χειρογράφων μουτη Βασιλική Κούρου.

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 621

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 622

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟυ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟυ ΤΖΟυΜΑ

Π Α Ν Ω Λ Ε Θ Ρ Ι Α Μ Β Ο Σ

ΜΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΑΛΕΚΑΣ ΠΛΑΚΟΝΟυρΗ

ΣΤΟΙχΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΜΕ ΑΠΛΑ, DIDOT & PORSON

ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΕΠΙΤρΑΠΕΖΙΟ ΕΚΔΟΤΙ

ΚΟ ΣυΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ. ΤΗ

ΜΑΚΕΤΑ ΤΟυ ΕΞΩΦυΛΛΟυ ΣχΕΔΙΑΣΕ Ο ΑΝΤΩΝΗΣ

ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ, ΤΑ ΦΙΛΜ ΚΑΙ ΤΟ ΗΛΕΚΤρΟΝΙΚΟ ΜΟ

ΝΤΑΖ ΕΓΙΝΑΝ ΑΠΟ ΤΟ «ΑΝΑΓρΑΜΜΑ». Η ΠρΩΤΗ ΕΚ

ΔΟΣΗ ΤυΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗ «ΓΙΩρΓΟΣ ΣυΚΑρΗΣ ΓρΑ

ΦΙΚΕΣ ΤΕχΝΕΣ Α.Ε.Β.Ε.» ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ

ΑΠΟ ΤΗ «Θ. ΗΛΙΟΠΟυΛΟΣ – Π. ρΟΔΟΠΟυΛΟΣ Ο.Ε.»

ΤΟΝ ΜΑΪΟ ΤΟυ 2010 ΓΙΑ ΛΟΓΑρΙΑΣΜΟ ΤΩΝ

ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 623

TZOUMAS_THRIAMBOS_DD_Layout 1 06/05/2010 3:00 ΜΜ Page 624