28η οκτωβρίου

Post on 11-Mar-2016

221 views 3 download

description

Παρουσίαση για την 28η Οκτωβρίου.

Transcript of 28η οκτωβρίου

Σαν σήμερα…

πριν από 72 χρόνια…

28 Οκτωβρίου 1940

Τι είναι πόλεμος; ΄΄πόλεμος, ο πάντων πατήρ και

πάντων βασιλεύς΄΄

Ηράκλειτος

Τήν ελευθερίαν ελοίμην ανθ'ών έχω καί άλλων πολλών.

Την ελευθερία θα προτιμούσα με αντάλλαγμα όσα έχω

καί άλλα πολλά. Ξενοφών

Ιστορική αναδρομή…

1922:ανταλλαγή πληθυσμών (Έλληνες Μ. Ασίας). Ανασχηματίζεται το Ελληνικό κράτος, τα σύνορά του και η ζωή των Ελλήνων γίνεται αξιοπρεπής και αρμονική.

1925: Ο Μουσολίνι στην Ιταλία κηρύσσει Δικτατορία, με τη ματαιοδοξία του οραματίζεται μια νέα Ρωμαϊκή αυτοκρατορία….

1939:ο Αδόλφος Χίτλερ κατακτά την Πολωνία… Ματαιόδοξος κι αυτός, οραματίζεται να κατακτήσει όλον τον κόσμο….προετοιμάζει την πιο θανατική φρουρά στην ιστορία….

1940:η τρομερή φρουρά του Χίτλερ κατακτά Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Λουξεμβούργο και Γαλλία. Τώρα, τα όνειρα του Μουσολίνι μοιάζουν εφικτά…

1941: οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την Ελλάδα και διανύουμε δύσκολους καιρούς ΚΑΤΟΧΗΣ.

1944: οι Γερμανοί αποχωρούν.

Στην αρχή η χώρα μας έμεινε ουδέτερη, αν και ο Ιταλός δικτάτορας Μουσολίνι δεν έχανε ευκαιρία να μας δείξει τις εχθρικές του προθέσεις. Έτσι, στις 15 Αυγούστου του 1940, τορπίλισε στο λιμάνι της Τήνου και βύθισε το ελληνικό πλοίο

«Έλλη». Η ελληνική κυβέρνηση μη θέλοντας να μπλέξει τη χώρα σε περιπέτειες, προσποιήθηκε πως δεν γνώριζε ποιοι βύθισαν το πλοίο για να αποφύγει τη σύγκρουση. Οι Ιταλοί όμως δεν το έβαλαν κάτω.

ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΑΣΥΡΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΡΠΙΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΣ

Δευτέρα, 28 Οκτώβρη 1940.

Ώρα: 3 τα ξημερώματα.

Ο κόμης Γκράτσι, πρεσβευτής της Ιταλίας φέρνει στον Έλληνα πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά τελεσίγραφο.

Τα Ιταλικά στρατεύματα θα καταλάβουν στρατηγικά σημεία της Ελλάδας. Οποιαδήποτε αντίσταση συναντήσουν, θα καμφθεί δια των όπλων….Οι Έλληνες ενωμένοι, το ίδιο ξημέρωμα απορρίπτουν το τελεσίγραφο και το λόγο παίρνουν τα όπλα.

Ο Ιωάννης Μεταξάς, πρωθυπουργός της χώρας απορρίπτει το τελεσίγραφο

Ο Μουσολίνι ματαιόδοξος οραματίζεται να φτιάξει μια νέα Αυτοκρατορία. .

Ο Μουσολίνι επιθεωρεί τμήμα του ιταλικού στρατού.

Όλος ο λαός είχε βγει στους δρόμους με ενθουσιασμό. Οι φαντάροι με πραγματική χαρά σαν σταφύλια κρεμασμένοι πάνω στα τρένα ξεκινούσαν για τον πόλεμο. Ο στρατός βάδιζε χωρίς τα αναγκαία μέσα στα άγρια βουνά της Πίνδου, σε λασπωμένα μονοπάτια με βροχή και χιόνι και με ελάχιστα τρόφιμα. Οι οβίδες σφύριζαν δίπλα τους, τα αεροπλάνα τους βομβάρδιζαν και αυτοί συνεχώς προχωρούσαν. M’ ένα όνειρο. Να ελευθερώσουν την πατρίδα από τον κατακτητή

Οι οικογένειες αποχαιρετούν τους άντρες τους

ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΞΕΚΙΝΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ (Απ’ το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη) Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε

πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με

κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία - μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα.

Γιάννης Ρίτσος Ανοίγουν τα παράθυρα κι όσοι μένουν χαιρετούν αυτούς που φεύγουν. Και φεύγουν όλοι. Γέμισαν οι πόλεις τύμπανα και σημαίες. Ορθή η αυγή σημαιοστολίζει τα όνειρά μας και η Ελλάδα λάμπει μες στα φώτα των ονείρων

μας. Ο ήλιος πλυμένος με το καθάριο πρόσωπο στραμμένο στον άνθρωπο χαιρετάει τους δρόμους που τραβούν στη μάχη. Αυτοκίνητα περνούν γεμάτα πλήθος. Αποχαιρετιούνται στις πόρτες και γελούν.

Ύστερα ακούγονται τ’ άρβυλα στην άσφαλτο, το μεγάλο τραγούδι των αντρίκιων βημάτων, που μακραίνει και σβήνει στο βάθος του δρόμου ως το βραδινό σταθμό με τα χαμηλωμένα φώτα. Εκεί τα τρένα περιμένουν. Σφυρίζουν για λίγο έξω από την πόλη. Ακούγονται οι αποχαιρετιστήριοι πυροβολισμοί. Κι ύστερα όλα σωπαίνουν και περιμένουν. Νικούμε. Νικούμε. Πάντα νικάει το δίκιο! Μια μέρα θα νικήσει ο άνθρωπος. Μια μέρα η λευτεριά θα νικήσει τον πόλεμο. Μια μέρα θα νικήσουμε για πάντα.

Ξεκινά ο πόλεμος.

Ο παπάς ευλογεί τους φαντάρους πριν φύγουν για τη μάχη

ο Σαλπιγκτής του πολέμου, καλεί τους Έλληνες να συγκεντρωθούν. Η κούραση, η πείνα, ο φόβος, η αγωνία δεν επιτρέπονται…

Ο εναέριος ελληνικός χώρος παραβιάζεται απ’ τα πρώτα ιταλικά αεροσκάφη. Ηχεί ο κρότος της πρώτης πτώσης ενός βομβαρδισμένου αεροπλάνου. Τα ελληνικά στρατεύματα αμύνονται όπως μπορούν. Οι άνθρωποι όλο και περισσότερο τρομοκρατούνται από τα άγρια πυροβόλα.

Οι οικογένειες φοβούνται για τα μονάκριβα παιδιά τους.

Γυναίκες βοήθησαν τους ήρωές

μας στέλνοντάς τους τρόφιμα, ρούχα, γράμματα χαράς και λύπης, μια φωτογραφία της οικογένειας τους και μερικά από τα αγαπημένα τους αντικείμενα.

Οι γυναίκες της Βόρειας Ηπείρου εργαζόμενες για τη

διάβαση του Στρατού μας.

Οι γυναίκες της Ηπείρου κουβαλούν τρόφιμα και πολεμοφόδια στους φαντάρους μας.

Οι στρατιώτες μας ξέρουν γιατί πολεμούν.

Για να προστατεύσουν τα σπίτια τους, τις οικογένειές τους και την πατρίδα τους.

Ήταν γενναίο παιδί

Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του

Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά

Και με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι

δεν εγνώρισε κακό ποτέ του

Με τους στρατιώτες του ζερβά-δεξιά

Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του

Δεν έκλαψαν

Γιατί να κλάψουν

Ήταν γενναίο παιδί! (Οδυσσέας Ελύτης)

1

4 Νοεμβρίου 1940. Κάπου στο μέτωπο …» «Αγαπημένοι μου, Περπατώ και σας σκέφτομαι, σας σκέφτομαι και περπατώ. Μέρες τώρα περπατάμε για να φτάσουμε στα σύνορα. Που να φανταζόμουν τι πεζοπορία με περίμενε, όταν άπλωνα τις αρίδες μου στην πολυθρόνα του σαλονιού.

Έχω να βγάλω τις μπότες μου από τότε που τις έβαλα στην Αθήνα. Δε βρίσκω τον καιρό. Μόλις καθίσω ή γείρω λιγάκι το κορμί μου, με παίρνει ο ύπνος από την κούραση. Η μεγαλύτερη επιθυμία μου αυτή τη στιγμή που σας γράφω είναι να μπορούσα να κάνω ένα ζεστό ποδόλουτρο, μα ποιος ξέρει πότε θα έχω την τιμή… Αχ, πόσο μου λείπουν τα χάδια σας και ιδίως εκείνες οι μεσημεριάτικες φωνές σας, όταν χτυπούσα το κουδούνι κι άκουγα από μέσα τον οικογενειακό συναγερμό: «Ο μπαμπάς! Ήρθε ο μπαμπάς!»

« Μακάρι να δώσει ο θεός να γυρίσω γρήγορα. Να χτυπήσω το κουδούνι και πάλι, να μ’ ακούσει όλη η γειτονιά: «Ανοίξτε! Ήρθε ο μπαμπάς!». Να με ρωτήσετε: «Μπαμπά, τι μας έφερες;» Και να σας αποκριθώ: «Σας έφερα τη Νίκη!...»

ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΑΣΥΡΜΑΤΟΣ

Έπειτα από

σκληρές μάχες ο

ελληνικός στρατός

κατάφερε όχι μόνο

να αμυνθεί αλλά

και να αναγκάσει

τους Ιταλούς να

οπισθοχωρήσουν.

Έλληνες οπλίτες πανηγυρίζουν γύρω από ιταλικά λάφυρα.

Οι εικαστικοί καλλιτέχνες επιστρατευμένοι κι αυτοί,

στο μέτωπο ή στα μετόπισθεν, απεικόνισαν την

εξάμηνη ελληνοϊταλική σύγκρουση, που κατέληξε

σε θρίαμβο για την Ελλάδα και εξευτελισμό του

φασιστικού καθεστώτος και του Μουσολίνι.

Οι Ιταλοί έφυγαν γελοιοποιημένοι και ντροπιασμένοι

Και τότε στα αφτιά μας ήχησε το σκληρό εμβατήριο των Ναζί

6 Απριλίου του 1941

Παρά την υπεροχή των Ιταλών σε πολεμικό υλικό και στρατό οι Έλληνες πολέμησαν με εξαιρετική γενναιότητα και θάρρος και όχι μόνο νίκησαν τους Ιταλούς, αλλά και τους γελοιοποίησαν. Τα αλβανικά βουνά γνώρισαν μεγάλες ελληνικές νίκες και ο ιταλικός στρατός κατεστραμμένος, απογοητευμένος και με πολλές απώλειες αναγκάστηκε να υποχωρήσει.

Η Ελλάδα όμως ήταν ζωτικής σημασίας για τον περίφημο «Άξονα». Έτσι τους Ιταλούς έσπευσαν να βοηθήσουν οι

Γερμανοί ΝΑΖΙ, οι οποίοι στις 6 Απριλίου του 1941 κήρυξαν τον πόλεμο στη χώρα μας. Νέες ηρωικές μάχες αρχίζουν στα ελληνικά σύνορα αλλά η μικρή Ελλάδα δεν μπόρεσε να αντέξει την συντονισμένη επίθεση της πανίσχυρης τότε Γερμανίας και έτσι τα ελληνικά εδάφη πατήθηκαν απ’ τους Γερμανούς.

ο Μεταξάς είχε πεθάνει. Ο βασιλιάς και η κυβέρνηση κατέφυγαν στην Κρήτη αλλά οι Γερμανοί δεν άργησαν να κυριέψουν και αυτήν. Έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν στην Μέση Ανατολή όπου συνεργάστηκαν στενά με τους συμμάχους και προσπαθούσαν να απελευθερώσουν όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και κάθε χώρα που βρισκόταν κάτω απ’ την φασιστική γερμανική κατοχή.

Η άνοδος του φασισμού και

νεοναζισμού στην Ευρώπη, 72

χρόνια μετά την έναρξη του Β΄

Παγκοσμίου πολέμου είναι ένα

κοινωνικό φαινόμενο που δεν

πρέπει να περνάει απαρατήρητο.

Ας προβληματιστούμε κι ας

κάνουμε τον προβληματισμό

ενεργό πράξη, ώστε να μην

ξαναζήσει η ανθρωπότητα τις ίδιες

φρίκες ενός όχι και τόσο

μακρινού παρελθόντος.

Η περίοδος απ’ την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα το 1941 μέχρι το 1944, που σταμάτησε ο πόλεμος, ονομάσθηκε Κατοχή και είναι μία απ’ τις πιο μαύρες σελίδες της νεοελληνικής ιστορίας εξαιτίας των δεινών που υπέστησαν οι Έλληνες απ’ τους κατακτητές, αλλά ταυτόχρονα και μια από τις πιο ένδοξες εξαιτίας της ηρωικής αντίστασης των Ελλήνων σε όλη τη διάρκειά της για να πετύχουν την πολυπόθητη απελευθέρωση. Κι ήταν τριπλή αυτή η Κατοχή αφού κατείχαν την Μακεδονία και την Θράκη οι Βούλγαροι, σύμμαχοι τότε του Άξονα, ενώ την υπόλοιπη χώρα κατείχαν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί.

Στη διάρκεια της Κατοχής χιλιάδες Έλληνες, κυρίως γυναικόπαιδα εκτελέστηκαν απ’ τους κατακτητές ,

και πολλοί ήταν αυτοί που πέθαιναν από την πείνα. Ο λαός αργοπέθαινε και το κράτος δεν λειτουργούσε.

Η καταστροφή και η ερήμωση βασίλευε παντού.

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΜΕ ΚΟΠΟ ΒΡΙΣΚΟΥΝ ΛΙΓΟ ΦΑΓΗΤΟ

ΟΙ ΚΑΤΑΚΤΗΤΕΣ ΛΕΗΛΑΤΗΣΑΝ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η πείνα τους έχει εξαντλήσει

ΜΑΖΙΚΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ-Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΑΠΌ ΤΟΥΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ

Οι Γερμανοί στην Ακρόπολη

Ουρά για συσσίτιο Στην Αθήνα τα τρόφιμα λιγοστεύουν.

«…Ένας στρατιώτης που επέστρεφε με την κουραμάνα στο χέρι ήλθε προς το μέρος μας.

Ήταν μούσκεμα. Η βροχή γυάλιζε στο μέτωπό του και γλιστρούσε στα μάγουλά του.

Ήταν βουτηγμένος στη λάσπη ως τα γόνατα. Δώδεκα ώρες τώρα οδηγούσε ένα μουλάρι και μόλις τώρα

σταματούσε να πάρει συσσίτιο. Έριξε μια ματιά μέσα στ’ αυτοκίνητό μας και είδε ότι δεν τρώγαμε. Μας έτεινε τότε ένα καρβέλι, που είχε βραχεί κι αυτό από τη βροχή,

και μ’ ένα ολόλαμπρο χαμόγελο ξεχυμένο σ’ όλο το πρόσωπό του μας είπε:

Το θέλετε; Δυστυχώς δεν έχω τίποτε άλλο να σας προσφέρω. …Σκεφτείτε τον απλό εκείνο στρατιώτη που μας πρόσφερε το ψωμί

του μέσα στη βροχή. Αυτός είναι η Ελλάς! ..»

Παρ’ όλ’ αυτά ο ελληνικός λαός δεν κάμφθηκε και συνέχισε μ’ όλες του τις δυνάμεις να οργανώνεται και να κτυπά τους κατακτητές με κάθε τρόπο και σε κάθε σημείο.

Τελικά, μετά απ’ τις αλλεπάλληλες γερμανικές ήττες στα διάφορα μέτωπα του εξωτερικού από τις συμμαχικές δυνάμεις, ο γερμανικός στρατός αναγκάστηκε στις

18 Οκτωβρίου του 1944

να εγκαταλείψει την Ελλάδα.

Την μέρα αυτή της απελευθέρωσης ο ελληνικός λαός

ξεχύθηκε και γιόρτασε με ξέφρενο ενθουσιασμό, το γεγονός.

Με σύμμαχό μας το μεγάλο ΟΧΙ που βροντοφώναξε ο ελληνικός λαός, αγωνιστήκαμε και νικήσαμε.

ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΙΝΑΞΗ ΤΗΣ ΓΕΦΥΡΑΣ ΤΟΥ ΓΟΡΓΟΠΟΤΑΜΟΥ

Η υποχώρηση…

Η επιστροφή από το μέτωπο…

Υποδεχτήκαμε την Ελευθερία

Μόνο που είχαμε πολλές πληγές Κι οι Γερμανοί υποχώρησαν με πολύ θυμό

Πριν αποχωρήσουν, εκτέλεσαν και κρέμασαν όσο περισσότερους Έλληνες μπόρεσαν…

Οι Έλληνες ξεχύθηκαν στους δρόμους και αγκαλιάστηκαν για να μετρήσουν τις απώλειές τους

Κατεβάσαμε τη Γερμανική σημαία από την Ακρόπολη

Και ανεβάσαμε τη γαλανόλευκη σε κάθε πόλη και χωριό

Ο Τσόρτσιλ, πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας, μετά το τέλος του πολέμου είπε:

«…λέγαμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες…

Τώρα, θα λέμε ότι οι ήρωες πολεμάνε σαν Έλληνες…»

Τα χρόνια πέρασαν.

72 χρόνια.

Πολλοί ξέχασαν.

Εμείς όμως δε ξεχνάμε!

Καταθέτουμε ένα φρέσκο λουλούδι στα πόδια του αγνώστου στρατιώτη που μας κοιτά με πείσμα σε κάθε πλατεία…

« Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία »

Α. Κάλβος

Και κάποιοι την έχουν μέσα τους!

Χάριν σ’ αυτούς, είμαστε εμείς

τώρα ελεύθεροι …

Αν τελικά σημαίνει κάτι η

ελευθερία, αυτό είναι να μπορώ

να σου πω, όσα δεν θέλεις

να ακούσεις.

Ελεύθερος είναι μόνο αυτός

που ονειρεύεται!

Που έχει κάτι να περιμένει, κάτι να ελπίζει

και κάτι να κατακτά.

Ελεύθερος είναι αυτός που

δημιουργεί …

Μη με ρωτάς Στίχοι: Λ. Παπαδόπουλος Μουσική: Μάνος Λοΐζος Τα πολυβόλα σωπάσαν, οι πόλεις αδειάσαν και κλείσαν, ένας βοριάς παγωμένος σαρώνει την έρημη γη. Στρατιώτες έρχονται, πάνε, ρωτάνε γιατί πολεμήσαν κι εσύ ησυχάζεις, το δάχτυλο βάζεις να δεις την πληγή. Μη με ρωτάς, δεν θυμάμαι, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς. Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι, μη με κοιτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς. Στην πολιτεία βραδιάζει, το χιόνι τις στέγες σκεπάζει ένα καμιόνι φορτώνει και κόβει στα δυο τη σιγή. Περιπολία στους δρόμους και κάποια φωνή που διατάζει κι εσύ ησυχάζεις, το δάχτυλο βάζεις να δεις την πληγή.