Download - TOMOS 6 ALLeirinichristinaki.com/photos/page16/files/dyotheletism.pdf · για τη λατρεία, συνθέσων. Από την άλλη µεριά, η ψαλτική παράδοση

Transcript
Page 1: TOMOS 6 ALLeirinichristinaki.com/photos/page16/files/dyotheletism.pdf · για τη λατρεία, συνθέσων. Από την άλλη µεριά, η ψαλτική παράδοση

345

!"#$%&'()*µ+,

τερη έκτακτη λατρευτική χρήση τέτοιων ψαλµάτων σε ιδιαίτερες περιπτώσεις (κυρίως πανηγύρεις ή αρχιερατικές λειτουργίες) έδωσε τη θέση της σε ευ-ρεία χρήση πολλών, πιθανώς εντυπω-σιακών από µουσικής και εκτελεστικής πλευράς αλλά όχι πάντα κατάλληλων για τη λατρεία, συνθέσων. Από την άλλη µεριά, η ψαλτική παράδοση του Οικουµενικού Πατριαρχείου απεδείχθη πιο προσεκτική, καθώς πράγµατι ψαλ-µώδηση συγκεκριµένων συνθέσεων του ∆ύναµις του τρισαγίου γίνεται µέχρι και σήµερα µόνο σε έκτακτες «επίσηµες» ηµέρες. Το παλαιότερο κλασικό µέλος του ∆ύναµις του Κορώνη, το οποίο λό-γω έκτασης δεν ήταν εύκολο να ψαλεί, υπέστη µουσική επεξεργασία και σύ-ντµηση από τον σπουδαίο Κωνσταντι-νουπολίτη µελοποιό Νηλέα Καµαράδο και συνέχισε να ψάλλεται µε τη νέα του µορφή, µεταφέροντας στα νεότερα χρόνια µια απήχηση της βυζαντινής καλοφωνίας. ΕΜΜ.ΓΙΑΝ.

!"#$"%&'()*(:Conomos, Dimitri E., Byzantine trisagia and cheroubika of the fourteenth and fifteenth centuries. A study of late Byzantine liturgical chant, Thessaloniki 1974. Γιαννόπουλος, Εµµ., «Η σύνθεση ∆ύναµις του Τρισαγίου ύµνου του πρωτοψάλτη Ξένου Κορώνη. Από τον 14ο στον 21ο αιώνα», στον τόµο International Musicological Conference. Crossroads. Greece as an intercultural pole of musical thought and creativity, Thessaloniki 6-10 June 2011.

!"#$#"%&'()* +,%-(.%(/%#*. +.0)1)(2* ()* 34#5#1&62* 78#52* (#" 9.%4:&-()µ/#" ;0)%'%. Γεννήθηκε στην πόλη των Πατρών το 1872. Μετά την εγκύκλιο παιδεία φοίτησε στη Ριζάρειο και ακολούθως στη Θεολογική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου, απ’ όπου έλαβε πτυχίο το 1896. Με-ταξύ των ετών 1899-1902 µετέβη στη Γερµανία για επιπλέον σπουδές στα Πα-νεπιστήµια της Λειψίας και της Χάλλης. Με την επάνοδό του στην Ελλάδα δί-δαξε κατ’ αρχάς σε σχολεία της µέσης εκπαίδευσης (1902-1914) και έπειτα στη Ριζάρειο (1915-1938). Ήδη όµως από το 1903 είχε διορισθεί και ως υφηγητής της Ιστορίας των ∆ογµάτων στη Θεολογική Σχολή, ενώ το επόµενο έτος του ανατέθηκε και η διδασκαλία της ∆ογµατικής. Τακτικός καθηγητής της ∆ογµατικής και της Χριστιανικής Ηθικής εξελέγη το 1919, διορίστηκε στη θέση αυτή τον Ιανουάριο του 1920 και παύθηκε τον ∆εκέµβριο του ιδίου έτους, µετά την, δια Νοµοθετικού ∆ιατάγµατος, επιστροφή του απολυθέντος καθηγητή Χρήστου Ανδρούτσου. ∆ύο έτη αργό-τερα, και δη στις 18 Αυγούστου 1922, διορίσθηκε εκ νέου στη β΄ προσωρι-νή έδρα ∆ογµατικής και Χριστιανικής Ηθικής. Όταν το 1923 ιδρύθηκε έδρα Ιστορίας των ∆ογµάτων και Συµβολικής, τοποθετήθηκε σε αυτήν, διδάσκοντας παράλληλα και τη ∆ογµατική και Χρι-στιανική Ηθική. Το δεύτερο γνωστικό αντικείµενο συνέχισε να το διδάσκει τόσο κατά τις περιόδους απουσίας του

Χρήστου Ανδρούτσου, όσο και µετά τον θάνατο αυτού το 1935. Επί δώδε-κα έτη (1905-1916), ο ∆υοβουνιώτης διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού Ιερός Σύνδεσµος, ενώ θήτευσε, επίσης ως διευθυντής, στο υπουργείο Παιδείας και Θρησκευµάτων από το 1927 µέχρι το 1930. Το 1928 εξελέγη ως µέλος της Ακαδηµίας Αθηνών και κατά τη διετία 1931-1931 χρηµάτισε πρύτανης του Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου. Οµότι-µος καθηγητής έγινε το 1938, Απεβίωσε πέντε έτη αργότερα. Η συγγραφική δραστηριότητα του ∆υ-οβουνιώτη ήταν εντυπωσιακή, αφού µέχρι τη συνταξιοδότησή του συνέ-γραψε πάνω από εκατό επιστηµονικές µελέτες και πολλά, ποικίλου περιεχο-µένου, πονήµατα, άρθρα και κείµε-να. Οι συγγραφές του αφορούσαν τη ∆ογµατική, µελέτες και µονογραφίες ιστορικού και πατρολογικού περιεχο-µένου, την Παλαιογραφία, ακόµα και το Κανονικό ∆ίκαιο. Ειδικότερα, πραγ-µατείες δογµατικής υφής ήταν οι εξής: α) «Ιωάννης ο ∆αµασκηνός» (1903), β) «Η µέση κατάστασις των ψυχών» (1904), γ) «Η ∆ογµατική του Χρήστου Ανδρούτσου κρινοµένη» (1907), δ) «Οφειλοµένη απάντησις» (1908), ε) «Τα µυστήρια της Ανατολικής Εκκλη-σίας εξ απόψεως δογµατικής» (1912), στ) «Περί της ενώσεως της Αγγλικανι-κής Εκκλησίας µετά της Ορθοδόξου και του κύρους των Αγγλικανικών χειρο-τονιών» (1932), και ζ) «Καθορισµός έξωθεν επιδράσεων επί της Ορθοδό-ξου Θεολογίας, ιδία από της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως» (1937). Το τελευταίο έργο αποτέλεσε ανακοίνωση στο Α΄ συνέδριο Ορθοδόξου Θεολογί-ας, µεταφρασθέν και στα γερµανικά. Σε σχέση µε τον ιστορικό και πατρολογικό τοµέα αναφέρονται ενδεικτικά οι εξής µελέτες και µονογραφίες: α) «Νικηφό-ρος Θεοτόκης» (1913), β) «Μελέτιος Συρίγος» (1914), γ) «Μητροφάνης Κριτόπουλος» (1915), δ) «Καλλίνι-κος Γ΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπό-λεως» (1916), ε) «Περί διδασκόντων και διδασκοµένων κατά Μ. Βασίλειον» (1923), στ) «Συµµετοχή του Κωνστα-ντίας Επιφανίου εις την καταδίκην του Ιωάννου Χρυσοστόµου» (1926), ζ) «Το δήθεν διπλωµατικόν απόρρη-τον του Ιωσήφ Βρυεννίου» (1929), η) «Ο Μ. Βασίλειος και Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός ως φοιτηταί του αρχαίου πανεπιστηµίου Αθηνών» (1931), θ) «Αναστασίου Γορδίου, απαρίθµησις απασών των εν τη πόλει της Ζακύνθου εκκλησιών» (1933), και ι) «Αι εκκλησι-αστικαί ειδήσεις των βραχέων χρονι-κών του Σπ. Λάµπρου» (1935). Γόνιµη ήταν η ενασχόληση του ∆υοβουνιώ-τη και µε την παλαιογραφία. Συνέταξε καταλόγους χειρογράφων, όπως αυ-τούς της βιβλιοθήκης Ζαγοράς (1916) και της βιβλιοθήκης Ξ.Α. Σιδερίδου, η οποία δωρήθηκε στην Ακαδηµία Αθηνών (1934), αλλά περιέγραψε και πολλά µεµονωµένα χειρόγραφα,

όπως τον κώδικα 108 της βιβλιοθήκης της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (1912), το χειρόγραφο 1346 της Εθνικής Βιβλιοθήκης (1934) και τα χειρόγραφα 117 και 356 του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνστα-ντινούπολη. Ταυτόχρονα δηµοσίευσε και αρκετά ανέκδοτα έργα, πατρολο-γικού κυρίως ενδιαφέροντος, µερικά

εκ των οποίων είναι και τα ακόλουθα: α) «Ιωάννου Χρυσοστόµου εκλογαί εξ αρχαίου χειρογράφου» (1912), β) «Ιω-άννου ∆αµασκηνού λόγοι ανέκδοτοι» (1914), γ) «Κοσµά Βεστίτορος ανέκδο-τα εγκώµια εις Χρυσόστοµον» (1925), δ) «Νεοφύτου Εγκλείστου ανέκδοτον εγκώµιον εις Ιωάννη Χρυσόστοµον» (1926), ε) «Ανέκδοτος ερµηνεία Μι-χαήλ Ακοµινάτου εις Αποκάλυψιν» (1928), και στ) «Ανθίµου Αθηνών λόγος ανέκδοτος περί των του αγί-ου πνεύµατος προόδων» (1930). Ο ∆υοβουνιώτης συνέγραψε ακόµα πέ-ντε πραγµατείες Κανονικού ∆ικαίου, περιέγραψε και εξέδωσε χειρόγρα-φα νοµοκανονικού περιεχοµένου, ενώ µετά τον θάνατο του Σπυρίδωνα Λάµπρου ανέλαβε την επιµέλεια εκδό-σεως των τελευταίων επτά τόµων του περιοδικού Νέος Ελληνοµνήµων (1921-1927). Α.ΖΑΧ.

!"#$"%&'()*(:ΘΗΕ 5 (1964) 233-238. Μπαλάνος, ∆.Σ., Εκα-τονταετηρίς 1837-1937. Α΄. Ιστορία της Θεολογικής Σχολής, Αθήνα 1937.

!"#045)(&-µ<*. = #>0<?#@) ?&?.--6.5/. :4>/ (,% ?A# 0452-4,% (#" B>&-(#A. Ο όρος χρησιµοποιείται σε αντιδιαστολή προς τον µονοθελητισµό. Απόρροια του δόγµατος περί των δύο τελείων φύσεων του Χριστού, της θείας και της ανθρώπινης, ο δυοθελητισµός εδράζεται αφενός στο ανθρωπολογικό αξίωµα ότι η θέληση είναι ιδιότητα της φύσεως, τόσον της θείας (Πλουτάρχου, Περί Ειµαρµένης 572 f-573c), όσο και της ανθρώπινης (Αριστοτέλους, Πολι-τικά, 1334b, 5-25. Γαληνού, De placitis

Hippocratis et Platonis, 4.2.35-36) και αφετέρου στο δόγµα της Εκκλησίας πε-ρί των δύο τελείων φύσεων του Χρι-στού, θείας και ανθρώπινης (Αγάθωνος Ρώµης, ACO ΙΙ.2.1, σ. 606-21). Το πρόβληµα της συνύπαρξης των δύο θε-λήσεων στο πρόσωπο του Χριστού, επι-λύεται µε τη διδασκαλία περί υποταγής της ανθρώπινης θέλησης στη θεία. Η βιβλική τεκµηρίωση του δόγµατος του δυοθελητισµού βασίζεται σε πληθώρα χωρίων, µε κορωνίδα την προσευχή του Ιησού στη Γεθσηµανή και ιδιαίτερα τις ρήσεις: «πάτερ µου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾽ἐµοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλήν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾽ ὡς σύ» (Μτ 26:39), «πλὴν µὴ τὸ θέληµά µου, ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω» (Λκ 22:42). Η Στ΄ Οικουµενική σύνοδος υιοθέτησε τη χρυσοστοµική ερµηνεία του χωρί-ου, η οποία χρησιµοποίησε το λογικό επιχείρηµα του ατόπου (Α. Γλάρος, Χρυσοστοµικές χρήσεις στα Πρακτικά της Έκτης Οικουµενικής Συνόδου, αδηµ.). Ο ιερός Χρυσόστοµος παρατηρεί ότι αν η ανωτέρω διατυπώσεις εκληφθούν «ἐπὶ τῆς θεότητος» είναι ακατανόητες, ενώ αντιθέτως είναι ευεξήγητες αν αναχθούν «ἐπὶ τῆς σαρκὸς» (Iωάννου Χρυσοστό-µου, Πρὸς τοὺς ἀπολειφθέντας τῆς συνά-ξεως, PG 48:766). Τούτο, διότι, το «µὴ θέλειν ἀποθανεcν» εἶναι «κατάγνωσις φύσεως» (ACO ΙΙ.2.1, σ. 861-2). Με την προσευχή Του στον κήπο της Γεθση-µανή ο Χριστός επιβεβαιώνει εµπρά-κτως το αποκαλυπτικό ρήµα του Ιω 6:38 («καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θεληµα τὸ ἐµόν, ἀλλὰ τὸ θέλη-µα τοῦ πέµψαντός µε» (πβ. Ιω 5:30). Ο Παύλος ονοµάζει τον Ιησού «ὑπήκοον µέχρι θανάτου» (Φιλ 2:8) και συνδέει την αναµαρτησία του Χριστού µε την αγιότητα της Εκκλησίας, η οποία δεν είναι υποστατική, αλλά βασίζεται στην υποταγή του θελήµατός Της ως σώµα Χριστού στο θέληµα της κεφαλής Αυτής (Εβρ 9:9-10. Εφ 4:12-16). O µοναχός Σωφρόνιος από τη ∆αµασκό κατά τον χρόνο της αναρρήσεώς του στον θρόνο του Πατριαρχείου Ιεροσολύ-µων (634) εξέδωσε θεολογική πραγµα-τεία υπό τη µορφή Συνοδικής Επιστολής προς τον Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο, στην οποία υπεραµύνεται του δυοθε-λητισµού (ΑCO Ι.2.2., σ. 5387-14, PG 87.3:3147-3200). Η σύνοδος του Λατερανού (649) µε πρωταγωνιστικές µορφές τούς πάπα Μαρτίνο και Μάξιµο Οµολογητή, όχι µόνο καταδίκασε την «καινοτοµία» του µονοθελητισµού, αλλά κατέδειξε, ότι κατ’ ουσίαν ως διδασκα-λία δεν ήταν κάτι νέο, αλλά αποτελούσε αναβίωση και συνδυασµό αρχαιοτέρων κακοδοξιών που είχαν καταδικαστεί από τις µέχρι τότε συγκληθείσες Οι-κουµενικές συνόδους (Κατερέλος, τ. Β΄, σ. 615). Η Στ΄ Οικουµενική σύνοδος (680), αφού καταδίκασε ρητώς τον µο-νοθελήτη πάπα Ρώµης Ονώριο, καθώς και τους οµοφρονούντες Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο, Πύρρο, Παύλο και Πέτρο, τον Αλεξανδρείας

Α.� Πολυκανδριώτης,� Κ.� Δυοβουνιώτης,� Συλλογή� ΕΚΠΑ� (©� ΕΚΠΑ)

Page 2: TOMOS 6 ALLeirinichristinaki.com/photos/page16/files/dyotheletism.pdf · για τη λατρεία, συνθέσων. Από την άλλη µεριά, η ψαλτική παράδοση

346

!"#-"*.(%,

Κύρο, τον Αντιοχείας Μακάριο, τον µα-θητή του Στέφανο και τον επίσκοπο Φα-ράν Θεόδωρο, εξέδωσε δογµατικό όρο εκφράζοντας την Ιερά Παράδοση και συνοψίζοντας τη θεολογική παρασκευή των θεολόγων Πατέρων, του Μ. Αθα-

νασίου, των Καππαδοκών, του Ιωάννη Χρυσοστόµου, του Κυρίλλου Αλεξαν-δρείας και άλλων, κυρίως δε, τη Χριστο-λογία του Μαξίµου του Οµολογητού. Το ανθρώπινο και θείο θέληµα υπάρχουν στο πρόσωπο του Χριστού «ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀµερίστως, ἀχωρίστως», χωρίς όµως να είναι «ὑπεναντία, ἀλλ’ ἑπόµενον τὸ ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέληµα [...] καὶ ὑποτασσόµενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καὶ πανσθενεc θελήµατι» (ΑCO ΙΙ.2.2, σ. 77416-24).Όπως εύστοχα αποδίδει ο Α. Θεοδώ-ρου τη διδασκαλία του Λεοντίου του Βυζάντιου, η ανθρώπινη φύση του Χριστού δεν είναι υπόσταση, αλλά εί-ναι ενυπόστατη, δηλαδή πλήρης και τελεία φύση, η οποία όµως δεν υπάρ-χει ανεξάρτητα από τη θεία, αλλά από την πρώτη στιγµή της συλλήψεως εν-θεωρείται στο Θεανδρικό πρόσωπο του Σαρκωθέντος Λόγου (βλ. Θεοδώρου, Η ουσία της Ορθοδοξίας, σ. 89-90). Λόγω της αντίδοσης των ιδιωµάτων των δύο φύσεων του Χριστού και της φυσικής Υιοθεσίας του ως Υιού του Θεού όχι µόνο κατά τη θεία, αλλά και κατά την ανθρώπινή Του φύση, η συζήτηση περί του αν η αναµαρτησία Του ήταν φυσι-κή ή ηθική (γνωµική) συνιστά, κατά τη γνώµη µας, ψευδο-ερώτηµα. Κατά τον Μάξιµο τον Οµολογητή, ο οποίος

επικαλείται τις αποφάσεις των Οικουµε-νικών συνόδων, το ανθρώπινο θέληµα του Ιησού ταυτίζεται φυσικώς µε το θείο (Μαξίµου Ὁµολογητοῦ, Πρὸς ΜαρNνον, PG 91:45C-D: «Oὐ γὰρ εἶπον οἱ θε-σπέσιοι Πατέρες ἐπὶ Χριστοῦ ποσότητα

γνωµικῶν θεληµάτων, ἀλλὰ φυσικῶν· τοὺς οὐσιώδεις τε καὶ φυσικοὺς τῶν ἑνωθέντων νόµους τε καὶ λόγους, θε-λήµατα καλῶς προσαγορεύοντες. Καὶ γὰρ φυσικὴν τῆς νοερῶς ἐµψυχωµένης σαρκός, ἀλλ’ οὐ τὴν γνωµικήν του τινος ἀνθρώπου, νοῦ κινήµασι διανοήσαντες ὄρεξιν, ἔχουσα τῆς τοῦ ὄντος φυσικῆς ἐφέσεως δύναµιν, φυσικῶς κινουµένην τε καὶ τυπουµένην ὑπὸ τοῦ Λόγου, πρὸς τὴν τῆς οἰκονοµίας ἐκπλήρωσιν, θέλη-µα σοφῶς προσηγόρευσαν»). Επειδή, η ιδιοφυής διατύπωση του Μαξίµου ότι «οὐ ταυτὸν τὸ πεφυκέναι θέλειν, καὶ θέλειν», διότι το «µὲν οὐσίας, τὸ δὲ τῆς τοῦ θέλοντος ὑπάρχει βουλῆς» (PG 91:48Α), αγγίζει το όριο των δυ-νατοτήτων της ανθρώπινης νοήσεως, η «ἀσύγχυτος και ἄτρεπτος συµφυΐα» (PG 91:48B) ανθρώπινου και θεϊκού θελή-µατος στο πρόσωπο του Χριστού, δεν εξηγείται περαιτέρω, αλλά υπηρετεί την αποκάλυψη του ακατάγνωστου βάθους του µυστηρίου της Ενανθρωπήσεως. Ο ίδιος ο Μάξιµος έχει επίγνωση των ορί-ων του, όταν οµολογεί ότι «ἡ σάρκωσις, ἐναργής ἐστι φύσεως καὶ οἰκονοµίας ἀπόδειξις» (PG 91:48C). ΕΙΡ.ΧΡ.

!"#$"%&'()*(: Bausenhard, G., "In allem uns gleich ausser der Sünde": Studien zum Beitrag Maximos᾽des Bekenners zur altkirlichen Christologie mit einer

kommentierten Übersetzung der "Disputatio cum Pyrro", Mainz: Grunewald 1992. Ματσούκας, Ν., ∆ογµατική και Συµβολική Θεολογία, Β΄, Θεσσαλονίκη 1996. Θεοδώρου, Α., Η ουσία της Ορθοδοξίας, επιµ. ∆. Μόσχου, Αθήνα 21998. Winkelmann, F., Der monoenergetish-monotheletische Streit, Frankfurt 2001. Bathrellos, D., The Byzantine

Christ: Person, Nature and Will in the Christology of st Maximus the Confessor, Oxford: University Press 2004. Κατερέλος, Κύριλλος, Η Σύνοδος του Λατερανού (649), τ. Α΄-Β΄, Θεσσαλονίκη 2006, όπου πλούσια βιβλιογραφία.

!"#C"-/(4*. Βλ. Νεστοριανισµός.

!">>D8&#. 9<5) ()* ;5$.%/.*. Το ∆υρράχιο είναι πόλη της Αλβανίας. Βρίσκεται στην Αδριατική θάλασσα,

περίπου 33 χµ. δυτικά των Τιράνων. Το ∆υρράχιο από την αρχαιότητα εί-ναι πόλη, γνωστή µε την ονοµασία Επίδαµνος. Η Επίδαµνος ιδρύθηκε το 627 π.Χ. ως αποικία των Κερκυραίων. Αρχηγός της ήταν ένας Κορίνθιος, ο Φαλίας Ερατοκλείδους. Η πόλη της Επι-δάµνου ήταν γνωστή για τις εµπορικές δραστηριότητές της. Επίσης οι διαµάχες της αποτέλεσαν µία από τις σηµαντι-κότερες αφορµές για το ξέσπασµα του Πελοποννησιακού πολέµου. Το 314 π.Χ., η Επίδαµνος κατελήφθη από τον βασιλιά της Μακεδονίας Κάσσανδρο, αλλά οι Κερκυραίοι προτίµησαν η πόλη να διοικείται από Ιλλυριούς. Εξεδίωξαν τον Κάσσανδρο και παρέδωσαν την Επί-δαµνο στον Ιλλυριό βασιλιά Γλαυκία. Η πόλη κατελήφθη από τους Ρωµαίους και το 229 π.Χ. οι Ιλλυριοί επανήλθαν για να τη διεκδικήσουν. Κατέλαβαν προσω-ρινά την Κέρκυρα και την Επίδαµνο, αλλά οι Ρωµαίοι αστραπιαία ανακατέ-λαβαν και τις δύο. Από τότε η πόλη έµεινε σε ρωµαϊκά χέρια και αναφέρεται στο εξής ως ∆υρράχιο. Υπό τη ρωµαϊκή κυριαρχία, το ∆υρράχιο γνώρισε µεγάλη ακµή. Ήταν το δυτικό άκρο της Εγνατί-ας Οδού, δρόµος ο οποίος οδηγούσε στην Κωνσταντινούπολη. Στα βυζαντινά χρόνια, κατά τον 7ο αι., το ∆υρράχιο, που προηγουµένως υπαγόταν στη Μα-κεδονία, έγινε πρωτεύουσα του θέµατος της Νέας Ηπείρου, το οποίο άρχιζε από τη Σκόδρα και κατέληγε στην Κέρκυρα, ενώ στα όρια του περιλαµβάνονταν οι λίµνες της Αχρίδας και της Πρέσπας. Το ∆υρράχιο πολλές φορές πολιορκήθηκε από Βουλγάρους, Νορµανδούς κ.ά. και πολλές φορές αιχµαλωτίστηκε. Το 1501 περιέρχεται στα χέρια των Οθωµανών. Η οθωµανική κυριαρχία θα διαρκέσει µέχρι το 1913, οπότε κηρύσσεται η ανεξαρτησία της Αλβανίας και ιδρύε-ται το αλβανικό κράτος µε πρωτεύουσα το ∆υρράχιο. !""#$%&'%(&") &%(*+,'. Οι κάτοικοι του ∆υρραχίου από νωρίς ασπάσθηκαν τον χριστιανισµό, χωρίς να είναι γνωστός ο

Andrea� Mantegna,� Ο� Ιησούς� προσεύχεται� στον� κήπο� της� Γεθσηµμανή� (1457-1460),� µμέρος� τριπτύχου,� βασιλική� του� Αγίου� Ζή-νωνος,� Βερόνα

Το� Δυρράχιο� σε� χάρτη� του� 1573� (από� το� βιβλίο� του� Simon� Pinargenti,� Isole che son da Venetia nella Dalmatia...,� Βενετία� 1573)