ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
β Υ Ζ Α Ν Τ Ι Α Κ Α
Τόμος 16ος
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1996
Τηλέμαχος Λουγγής
Η εξέλιξη της βυζαντινής πόλης
από τον τέταρτο στο δωδέκατο αιώνα \
1
\
Όταν ο ιστορικός εξετάζει συνολικά ένα φαινόμενο που διαρκεί αιώνες, είναι σχεδόν αδύνατο να αντισταθεί στον πειρασμό της γενίκευσης και της θεωρητικοποίησης. Την εξέλιξη της βυζαντινής πόλης από την Αρχαιότητα στο Μεσαίωνα που πραγματεύθηκαν τόσοι αξιόλογοι επιστήμονες, από τον Franz Dölger το 195ο1 ώς τον Jean Durliat το 19902 θα προσπαθήσω να συνοψίσω με όσο μπορώ πιο κατανοητό τρόπο. Αν, συνεπώς, η γενίκευση και η θεωρητικοποίηση που θα επιχειρήσω δεν γίνουν αποδεκτές, ευελπιστώ, ότι έχουν το προσόν της σαφούς διατύπωσης.
Το βασικότερο, ίσως, χαρακτηριστικό της κλασσικής ελληνορωμαϊκής Αρχαιότητας ήταν η άνθηση των πόλεων, σαν θεσμού και σαν οικονομικής μονάδας ταυτόχρονα. Ο θεσμός της πόλης έφτασε στο αποκορύφωμα του σαν πόλη-κράτος (City-State), δηλ. ένα κράτος, στο οποίο μια πόλη κυριαρχούσε πάνω στον άμεσο αγροτικό της περίγυρο που προσπαθούσε να μεγεθύνει με εδαφικές προσαρτήσεις.
Στην αρχή της ιστορίας της, η Ρώμη ήταν κι αυτή μόνο μια πόλη. Σύμφωνα με τον μεγαλόσχημο ποιητή Ρουτίλιο Ναματιανό, παλιό Magister Officiorum, με δράση στα χρόνια όπου το θέμα μας αρχίζει, η Ρώμη άλλαξε τον κόσμο επειδή "δημιούργησε μια κοινή πατρίδα για τα πιο διαφορετικά έθνη, ευεργέτησε έθνη που δεν είχαν νόμους με το να κυριαρχήσει πάνω τους. Και, "όσον καιρό" λέει απευθυνόμενος στην Αιώνια Πόλη "θα μοιράζεσαι τους νόμους σου με αυτούς που έχεις νικήσει, αυτό που ήταν πριν Οικουμένη εσύ το έκανες πόλη1*.
Αυτά,̂ ο Ρουτίλιος Ναματιανός, που έγραψε το μακροσκελές ποίημα De reditu suo, μάλλον το 417 μΧ. Φαίνεται όμως ότι, χωρίς να
1. F. Dölger, Die frUhbyzantinische und byzantinisch- beeinflusste Stadt (V- VIII Jh.), Spoleto 1956, Παρασπορά, Ettal 1961,107-139.
2. J. Durliat, De la ville antique à la ville byzantine. Le problème des subsistances (Collection de Γ école française de Rome 136), Rome 1990.
3. De reditu suo, 63- 67, εκδ. Duff, 768.
36 Τηλέμαχος Λουγγής
το καταλαβαίνει ο Ρουτίλιος, τα πράγματα είχαν αλλάξει ριζικά για την Αρχαία Πόλη γενικά, που μεταφερόταν έτσι όπως ήταν στο Μεσαίωνα. "Την εποχή της ειδωλολατρείας οι πόλεις ανθούσαν", παραπονιέται λίγο αργότερα από τον Ρουτίλιο Ναματιανό, γύρω στο 438 μ.Χ. ο ευσεβέστατος Θεοδώρητος, επίσκοπος της μικρής πόλης Κύρ-ρου, στη Συρία Ευφρατησία, "ενώ τώρα που θριαμβεύει ο Χριστιανισμός, οι πιο πολλές από αυτές βρίσκονται σε πτώση και ερήμωση"4. Το ότι ο Θεοδώρητος Κύρρου δεν υπερβάλλει στη διαπίστωση του αυτή επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία του τελευταίου, ίσως, ειδωλολάτρη ιστορικού, του Ζώσιμου, που υπήρξε cornes et exadvocatus fisci στην Κωνσταντινούπολη προς τα τέλη του πέμπτου πια αιώνα και που ανάγει την παρακμή των πόλεων της αυτοκρατορίας στην εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, δηλ. στις αρχές του τέταρτου αιώνα: "έπιμεινάσης γάρ καί μετά ΚωνοταντΙνον της απαιτήσεως (πρόκειται για τον περιβόητο φόρο χρνσάργυρον) έπί χρόνον σνχνόν, έξαντλονμένου κατά βραχύ τον πλούτου των πόλεων, Ερημοι τών οίκούντων al πλείστοι γεγόνασιν**5.
Ώς την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου (306-337), η μεγάλη έκταση της γης γύρω από κάθε πόλη θεωρείτο ιδιοκτησία τον κοινού της πόλεως (οί αγροί τής πόλεως, τό κτήμα της πόλεως, λένε συνήθως οι πηγές), αποτελούσε την πηγή των προϊόντων και των εσόδων που έμπαιναν σε κάθε πόλη και χρησιμοποιούνταν από τη διοίκηση της πόλης για τις κάθε είδους ανάγκες της. Η γη αυτή ανήκε κατά κύριο λόγο στους δημοτικούς άρχοντες-βουλευτές (decuriones-curiales), που αποτελούσαν με τη σειρά τους την αριστοκρατία των γαιοκτημόνων κάθε πόλεως επισήμου. Πόλις επίσημος είναι εκείνη στην οποία έχει απονεμηθεί το δίκαιον πόλεως (jus civitatis), έτσι ώστε, όταν βλέπουμε π.χ. στη Χρονογραφία του Θεοφάνη6, ότι οι Αβαροι κυριεύουν το Σίρμιον (Srpska Mitrovica) το 582, που είναι πόλις τής Ευρώπης επίσημος, ή ότι το Χαρράν, οι αρχαίες Κάρρες της Μεσοποταμίας είναι πόλις επίσημος7, να καταλαβαίνουμε αμέ-
4. Εκδ. Παπαδόπουλος- Κεραμεύς, Zapiski Istoriko- filologiCeskogo fakulteta, Sanktpeterburg 1895,125-126.
5. Ζώσιμος, Β \ 38, εκδ. Mendelssohn, 97. 6. Θεοφάνης, σ. 252, εκδ. de Boor. 7. Θεοφάνης, 414.
Η εξέλιξη της βυζαντινής πόλης 37
σως, ότι πρόκειται για πόλεις που έχουν κληρονομήσει έτοιμη την αρχαία αυτοδιοίκηση διαμέσου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η Τραπεζούντα π.χ. αναφέρεται σαν πόλις αρχαία, μεγίστη και επίσημος, που ύμνησε ο Ξενοφών8, ο δε αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ ' Πορφυρογέννητος (905-959) απαριθμεί στο έργο του Περί Θεμάτων9 τις αρχαίες και επίσημες πόλεις που υπήρχαν τον έκτο αιώνα ακόμα μέσα στα γεωγραφικά όρια κάθε βυζαντινού θέματος στη Μι-κρασία το δέκατο αιώνα. Με τον ίδιο τρόπο ο Ιωάννης Κίνναμος θα θυμηθεί, το δωδέκατο αιώνα, ότι η Σωζόπολις της Πισιδίας ίταν των èv Άσίφ πάλαι επισήμων πόλεων10,ώσιε σχεδόν όλες οι πηγές να παραπέμπουν σε μια συγκεκριμένη κατάσταση της Ύστερης Αρχαιότητας, που η βυζαντινή κρατική αρχή δοκίμασε να κρατήσει στη ζωή με κάθε τρόπο. Η Χρονογραφία του Ιοοάννη Μαλάλα τον έκτο αιώνα μας πληροφορεί ότι ο Κωνσταντίνος Α ' μετονόμασε την πολίχνη της Βιθυνίας Σουγάν σε Ελενούπολη προς τιμήν της μητέρας του και της απένειμε δίκαιον πόλεως11. Ο Θεοδόσιος Α'(379-395) ανύψωσε την παλαιά Επίδαμνο ή Δυρράχιο σε πόλη απονέμοντας της το δίκαιον πόλεως12, όπως και στην κωμόπολη Ραφαεινά της επαρχίας Οσροηνής που τη μετονόμασε σε Θεοδοσιούπολη13. Ο Αναστάσιος Α'(491-518) απένειμε το δίκαιον πόλεως στο φρούριο Δάρας της Μεσοποταμίας που το μετονόμασε, όπως είναι πασίγνωστο, σε Αναστασιούπολη14 και ο Ιουστινιανός Α' (527-565) μετονόμασε σε Θεοδωριάδα το άσημο φρούριο της Συρίας Ανάσαρθον, δίνοντας του το δίκαιον πόλεως15 και το ίδιο πρέπει να έκανε, σύμφωνα με τον Προκόπιο τον Καισαρέα, στο Ζεύγμα του Ευφράτη και στη γειτονική του μικρή Νεοκαισάρεια16 και στην Καπούτβαδα της επαρχίας Βυζακηνής, μετά την κατάλυση του βανδαλικού βασιλεί-
8. Fontes imperii Trapezuntini, εκδ. Παπαδόπουλος- Κεραμεύς, 55. 9. De Thematibus, εκδ. Pertusi, 65- 72. 10. Κίνναμος, 6, CSHB. ll.MaX<Uaç,323,CSHB. 12. Μαλάλας,347. 13. Μαλάλας,345. 14.Μαλάλας,399. 15.Μαλάλας,444. 16. Περί Κτισμ., Β ', 9,20, έκδ. Haury- Wirth, 75.
38 Τηλέμαχος Λουγγής
ου17. Σε τί συνίσταται ακριβώς αυτό το δίκαιον πόλεως, μας το λέει με επίσημο τρόπο ο ίδιος ο αυτοκράτορας το 535/536 στη Νεαρά του αρ. 3818: "Οι την πολιτείαν ήμΐν πάλαι καταστήσαντες ωήθησαν χρήναι κατά τήν της βασιλενούσης πόλεως μίμησιν άθροΐσαι καθ ' έκάστην πόλιν τους εϋ γεγονότας καί έκαστη σύγκλητον δοϋναι βονλήν, δι' fjç έμελλε τά τε δημόσια πράττεσθαι απαντά τε γίνε-σθαι κατά τάξιν τήν προσήκουσαν", για να συνεχίσει με λιγότερο ενθουσιασμό, αμέσως πιο κάτω: "ούτω τοίνυν τό πράγμα ήνθη-σεν, ούτως έφάνη λαμπρόν, ως τάς μεγίστας τε καί πολνανθρω-ποτάτας οικίας βονλεντών είναι, πλήθονς μέν δντος τοϋ βουλεύ-οντος, τής δέ δοκούσης είναι των λειτονργημάτων της βαρύτητος ούδενί παντελώς αφόρητου καθισταμένης". Δυστυχώς όμως, ορισμένοι βουλευτές "ήρξαντο εαυτούς έξαιρεΐν των βουλευτικών
[ λευκωμάτων... είτα κατ ' ολίγον ήλαττώθη τά βουλευτήρια μυρίων έπινοηθεισών προφάσεων... δια τούτο εις άνδρας ολίγους περί-στάντα τά λειτονργήματα κάκείνοις τάς ουσίας κατέσεισε καί τάς πόλεις ούτως ήλάττωσεν, ώστε υπό τούτους είναι τους ολέθριους μισθωτάς, οϋς βίνδικας καλοϋσι". Ο Ιουστινιανός λέει καθαρά, ότι ο νόμος του αυτός έχει σκοπό να θεραπεύσει, στο μέτρο του δυνατού, την ολέθρια κατάντια των βουλευτηρίων των πόλεων, ώστε να μπορέσουν οι πόλεις να ξαναγίνουν όπως στο λαμπρό παρελθόν. Το πόσο πέτυχε ο σκοπός αυτός του μεγάλου αυτοκράτορα φαίνεται από την μελαγχολική διαπίστωση του εκκλησιαστικού ιστορικού Ευάγριου από την Επιφάνεια της Συρίας που έγραφε στα τέλη του έκτου αιώνα, δηλ. σχεδόν εκατό χρόνια μετά τον ειδωλολάτρη Ζώσιμο που γνωρίσαμε πιο πάνω. Σύμφωνα με τον Ευάγριο λοιπόν ""Οθεν κατά πολύ τε ol φόροι διερρνησαν τά τε άνθη των πόλεων διέπεσεν. Έν τοις λευκώμααι γάρ τών πόλεων οι εύπατρίδαι πρόσθεν άνεγράφοντο, έκαστης πόλεως τους έν τοις βονλευτηρί-οις αντί όυγκλήτου τίνος έχούσης τε καί οριζόμενης"1^.
Αρκεί λοιπόν να πιστέψουμε τόσο τον ιστορικό της ορθόδοξης Εκκλησίας Ευάγριο, όσο και τον ειδωλολάτρη υπάλληλο Ζώσιμο, ώστε να μη χρειάζεται να παρακολουθήσουμε τα μέτρα που πήρε ο
17. Περί Κτισμ.,ΣΤ', 6,13, α 182-183. 18. Εκδ. Schoell- Kroll, 246. 19. Ευαγριος, Γ ', 42, έκδ. Bidez- Parmentier, 144.
Η εξέλιξη της βυζαντινής πόλης 39
Ιουστινιανός στη Νεαρά 38 για την αναζωογόνηση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Σε όλους τους σύγχρονους των εξελίξεων είναι οφθαλμοφανές, ότι οι ένδοξες πόλεις της Αρχαιότητας που κληρονομήθηκαν από τη ρωμαϊκή διοίκηση φεύγουν οριστικά. Δέκα μόλις χρόνια μετά την έκδοση της μεγαλεπήβολης Νεαράς 38, δηλ. το 545, ο Ιουστινιανός θα αναγκαστεί να διαπιστώσει κι αυτός την πραγματικότητα με τον ακόλουθο πολύ βραχυλογικό τρόπο: "έν ταϊς πόλεσιν, ήτοι κάστροις"20. Τί είναι κάστρον; Μια οχυρωμένη τοποθεσία που μοιάζει με το φρούριον, όπου εδρεύει φρουρά. "Πιτυοΰντα γάρ δη καί Σεβαστόπολιν έν φρονρίοις μάλλον άριθμητέον ή πόλεσιΫ\ λέει πάλι ο Ιουστινιανός στο προοίμιο της Νεαράς του αρ. 2821. Παρ' όλη την ποσοτική διαφορά που μπορεί να έχουν μεταξύ τους οι όροι φρούριον και κάστρον, εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ, δηλ. η μετάπτωση των πόλεων στην κατηγορία των κάστρων είναι απόλυτη στον αυτοκρατορικό νομοθέτη που προσπαθεί, όπως έκανε και σε τόσους άλλους τομείς, να παρατείνει την Αρχαιότητα σε μια τελείως διαφορετική εποχή.
Οι αρχαίες πόλεις δεν υποβιβάζονται μόνο στο επίπεδο των κάστρων. " Ή πόλις εις κώμης σχήμα κατέβη", θρηνεί ήδη από το τέλος του τέταρτου αιώνα ο ρήτορας Λιβάνιος από την Αντιόχεια22
και με τον όρο ή πόλις δεν εννοεί τη μεγαλούπολη γενέτειρα του που θα έχει ειδικό πολεοδομικό και δημογραφικό μέλλον, αλλά μια οποιαδήποτε μεσαία η μικρή πόλη της αυτοκρατορίας. Αυτές οι πόλεις μετατρέπονται σε κώμες και ο όρος κώμη έχει σε όλες τις πηγές της εποχής αγροτική έννοια. Οι πόλεις που δεν γίνονται κάστρα, δηλ. αυτές που δεν διαθέτουν τείχη για την προστασία τους αγροτο-ποιούνται.
Ο πληθυσμός των πόλεων αραιώνει, μαζί με τους βουλευτές: σύμφωνα με το ρήτορα Μάλχο από τη Φιλαδέλφεια, οι Οστρογότθοι θα καταλάβουν το 479 την πόλη Σκάμπα της Αλβανίας (επαρχία Ήπειρος νέα)... των οίκητόρων αυτής πάλαι έκλελοιπότων2*. Ο Λιβά-
20. Νεαρά 128, 20, σ. 212. 21.2.212. 22. Λόγος 49,31, έκδ. Norman, II, 436. 23. Απ. 18: FHG, IV, 127.
40 Τηλέμαχος Λουγγής
νιος θεωρεί, ότι η μετέπειτα επισκοπή του Θεοδώρητου Κύρρου — που βρίσκεται σε απόσταση περίπου 75 χμ. από την γενέτειρα του Λιβάνιου Αντιόχεια — πρότερον μέν μεγάλην, νυν δε μικράν24. Περιγράφοντας, τον έκτο αιώνα, τις πόλεις της Μεσοποταμίας από όπου πέρασε ακολουθώντας το Βελισάριο στους περσικούς πολέμους ο πολύς Προκόπιος από την Καισαρεία δεν κρύβει την απογοήτευση του: η Κωνσταντίνα ,.. πόλεως ή οϋτε λόγου αξία έστι, τους οϊκήτορας μόνους έχουσα, ανθρώπους οικτρούς25. Οι κάτοικοι της συριακής Χαλκίδας ... πόλιν ού λίαν εύδαίμονα φκουν26,χ\ Βάτνα της Μεσοποταμίας είναι πόλισμα βραχύ καί ούδενός λόγου άξιον27. Ο Ευάγριος θεωρεί την Απάμεια της Συρίας πάλαι μέν εύδαίμονα καί πολυάνθρωπον, τφ χρόνω δέ τά πολλά <5ιαρ-ρυεϊσαν28 και τα παραδείγματα αυτού του είδους θα μπορούσαν να είναι περισσότερα, καθώς οι νεότερες μαρτυρίες συμπληρώνουν τις παλιές. Στη βυζαντινή Βέρροια της Συρίας, το μετέπειτα αραβικό Χαλέπι "τόσο η μεταγενέστερη ρωμαϊκή όσο και η πρωτοβυζαντινή εποχή σημειώνουν, σε διαφορετικό βαθμό η κάθε μια, οπισθοχώρηση της αστικής ζωής"29. Το τί ακριβώς συμβαίνει από τον τέταρτο ως τον έβδομο αιώνα θα μπορούσε να συνοψιστεί κάπως έτσι:
Οι σχέσεις ανάμεσα ατούς ανθρώπους αρχίζουν να αλλάζουν ήδη νωρίτερα από τον τέταρτο αιώνα, τόσο μέσα στην πόλη, όσο και σε ό,τι αφορά την επικοινωνία της πόλης με τον αγροτικό της περίγυρο. Αρχικά ανεπαίσθητα, στη συνέχεια με όλο και πιο γοργούς ρυθμούς, το εμπόριο και η βιοτεχνία μετατοπίζονται προς την ύπαιθρο και οι πόλεις παύουν σιγά σιγά να είναι κέντρα αγοράς, καθώς έμποροι και βιοτέχνες τις εγκαταλείπουν. "Στερημένες από υπηρεσίες, οι πόλεις έχασαν την προηγούμενη τους λάμψη", παραπονιέται ένας αυτοκρατορικός νόμος το έτος 40030 "και πάρα πολλοί ειδικοί
\
24. Επ. 991,994, έκδ. Foerster. 25. Πολ. Β', 13,14, έκδ. Haury- Wirth, 1,211. 26. Πολ. Β', 12,2:1,204. 27. Πολ. Β',12,31:1,208. 28. Ευαγοιος, Ε ', 10, σ. 206. 29. J. Sauvaget, Alep, Paris 1941,66. 30. C. Th. XII, 19, 1: Destitutae ministeriis civitates splendorem, quo pridem
nituerant, amiserunt...
Η εξέλιξη της βυζαντινής πόλης 41
τεχνίτες (collegiata) εγκαταλείποντας την ομορφιά της πόλης ακολουθούν αγροτική ζωή κρυμμένοι". Γιατί αυτό; Επειδή στην ύπαιθρο, όπου κυριαρχεί και ενισχύεται ακόμα περισσότερο η μεγάλη ιδιοκτησία της γης εξαιτίας της πτώχευσης των μικρών, ελεύθερων καλλιεργητών, εγκαταλείπεται προοδευτικά η εργασία των δούλων και αντικαθίσταται βαθμιαία από την εργασία των κολόνων (coloni) που, τυπικά, είναι ελεύθεροι. Η μεγάλη μάζα του πληθυσμού στην ύπαιθρο αποκτά μια κάποια κοινωνική υπόσταση. Παλιότερα, οι αρχαίοι μεγάλοι βιοτέχνες-δουλοκτήτες προτιμούσαν να στέλνουν τα προϊόντα τους στις πόλεις, αλλά η ύπαιθρος αρχίζει τώρα για πρώτη φορά να έχει ανάγκη από τοπικές αγορές με προϊόντα πρώτης ανάγκης που, ως τώρα, διέθεταν μόνο οι πόλεις. Οι μικρές πόλεις, ιδιαίτερα, αρχίζουν να μαραζώνουν. Φυσικά, πρόκειται μόνο για μια πρώτη διαπίστωση, επειδή τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά στην πράξη: οι πόλεις εξακολουθούν να ανεφοδιάζουν την ύπαιθρο με σύνθετα, πολύπλοκα και εξειδικευμένα εργαλεία, επεξεργασμένα προϊόντα, αλλά και αυτή η τάση αρχίζει να αδυνατίζει. Καθώς μάλιστα η φυγή από τις πόλεις ενισχύεται και από τη γρήγορη αύξηση της περιουσίας της χριστιανικής Εκκλησίας από την εποχή του Κωνσταντίνου Α ', και η εκκλησιαστική γη αποτελεί νέα μορφή ιδιοκτησίας που τροφοδοτείται συνεχώς.
Έτσι, πρώτα στις μικρές πόλεις της αυτοκρατορίας, εμφανίζονται σημεία εγκατάλειψης και παρακμής. Οι επισκευαστικές εργασίες στα οικοδομήματα που επιτελούνται τώρα εμφανίζουν αισθητή οπισθοδρόμηση, σε σχέση με τους υψηλού επιπέδου αρχαίους πολεοδομικούς κανόνες. Αρκετά δημοτικά και δημόσια οικοδομήματα ανοικοδομούνται μετά από ζημιές και καταστροφές όχι με την προηγούμενη τους μορφή, αλλά με χειρότερης ποιότητας υλικά και, κάτι που δείχνει το μαρασμό τους, σε μικρότερες διαστάσεις. Φυσικά, ούτε οι επιδιορθώσεις, ούτε οι ανοικοδομήσεις σταματούν, ιδιαίτερα μάλιστα σε ορισμένες πόλεις της Θράκης που επηρεάζονται άμεσα από τη γειτνίαση της νέας πρωτεύουσας Κωνσταντινούπολης31, αλλά, γενικά, υποβαθμίζεται η δημοτική οικοδομική δραστηριότητα
31. V. Veikov, Das Schiksal der antiken Städte in den Ostbalkanländern. Wissenschaftliche Zeitschrift der Humboldt- Universität zu Berlin. Gesellschaft und Sprachwissenschaft, Reihe II, XXI, 1963,7- 8.
42 Τηλέμαχος Λουγγής
που είχε τη μορφή της αγαθοεργίας προς το λαό. Θεωρώ, ότι δεν είναι καθήκον της εργασίας αυτής να αναλύσει τη
~ διαδικασία αποσύνθεσης του αρχαίου, δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής στην ύπαιθρο, κάτι που είναι αντικείμενο σφοδρών και διαρ-
** κών διαξιφισμών εδώ και ενάμισυ τουλάχιστον αιώνα32. Πρέπει όμως να υπογραμμιστεί, ότι η αύξηση του πληθυσμού στην ύπαιθρο, όπου δεσπόζει η μεγάλη ιδιοκτησία της γης συγκεντρωμένη στα χέρια των curiales, αναγκάζει σε μεγάλο βαθμό και τους ίδιους τους atriales να αρχίσουν και αυτοί να φεύγουν από τις πόλεις τη στιγμή που όλες οι οικονομικές λειτουργίες της πόλης εξαρτώνται από αυτούς.
Οι λειτουργίες των βουλευτών ήταν πολλές: συμμετοχή σε αποστολές στην κεντρική κυβέρνηση στην πρωτεύουσα, υπεράσπιση των
' συμφερόντων της πόλης τους στα δικαστήρια, επίβλεψη των δημοσίων έργων στους δρόμους, μέσα και έξω από την πόλη, στις γέφυρες, υδραγωγεία και επίσημα κτίρια, έλεγχος τιμών των προϊόντων/ εμπορευμάτων, συντήρηση των ενόπλων δυνάμεων που ήταν επιφορτισμένος με την ασφάλεια της πόλης (militia) και, βέβαια, δίωξη
ί της ληστείας. Παράλληλα, οι τοπικοί βουλευτές φρόντιζαν για τη συλλογή, ακόμα και για την αύξηση των κρατικών φόρων και είχαν την επίβλεψη των κρατικών εργοστασίων/ βιοτεχνιών που υπήρχαν στην πόλη τους.
Οι υποχρεώσεις τους, γνωστές από τις πηγές με το γενικό όνομα "λειτουργίαΓ, προϋπέθεταν κατοχή μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας. Η πόλη περίμενε από τους βουλευτές της να διοργανώνουν πολυδάπανους αθλητικούς αγώνες και θεατρικές παραστάσεις, να συντηρούν τα δημόσια λουτρά στις αγορές, ενώ το κράτος τους ανέθετε να συντηρούν, πάντα με δικά τους έξοδα, την έφιππη ταχυδρομική υπηρεσία και να χρηματοδοτούν τη μεταφορά των σιτηρών από την ύπαιθρο στην πόλη τους, φυσικά για τη διατροφή του πληθυσμού.
Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, η φυγή των curiales προς την ύπαιθρο, μετά τους εμπόρους και τους βιοτέχνες και που η αυτοκρατορική νομοθεσία δεν μπορεί να ανακόψει με τίποτα33, παραλύει την
32. Βλ. π.χ. J. Karayannopulos, Das Finanzwesen des frühbyzantinischen Staates, München 1958. Fr. Tinnefeid, Die frUhbyzantinische Gesellschaft, München 1977.
33. Βλ. π.χ. C Th. XII, 1,33.
Η εξέλιξη της βυζαντινής πόλης 43
αστική και δημοτική ζωή, παράλληλα, με την όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση οικονομικών δραστηριοτήτων στην ύπαιθρο. Έτσι, οριστικοποιείται και η παρακμή των μικρών πόλεων. Σύμφωνα με τον Arnold Η. Μ. Jones34, τον έκτο αιώνα, από τις 500 περίπου πόλεις που υπήρχαν παλιά στη Μ. Ασία είχαν μείνει μόνο 330 και σχεδόν καμιά από τις πόλεις αυτές που έσβησαν δεν ήταν θύμα εχθρικών επιδρομών ή καταστροφών από άλωση μετά από πολιορκία. Χρησιμοποιώ εδώ μόνο το παράδειγμα της Μ. Ασίας, επειδή οι υπόλοιπες περιοχές της αυτοκρατορίας (Βαλκάνια, Ανατολή, Αφρική), όπου η εικόνα είναι αντίστοιχη, είχαν υποφέρει από εχθρικές εισβολές και επιδρομές ως τον έκτο αιώνα, οπότε γράφτηκε ο γνωστός Συνέκδη-μος του Ιεροκλέους (γύρω στο 530), μια απαρίθμηση των πόλεων της αυτοκρατορίας, που φαίνονται να είναι λίγο λιγότερες από 1.000.
Με βάση τόσο τις μαρτυρίες των γραπτών πηγών, όσο και των αρχαιολογικών δεδομένων μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη βαθμιαία πορεία της μικρής και μεσαίας αρχαίας πόλης; μετά από μια τελείως σχετική και πρόσκαιρη σταθεροποίηση μετά τις εισβολές του τρίτου αιώνα, αρχίζει ένας μακροχρόνιος μαρασμός που εντοπίζεται πρώτα στην εγκατάλειψη των λαμπρών ειδωλολατρικών ναών, ορισμένων δημοσίων κτιρίων και, στη συνέχεια, στον περιορισμό των πλούσιων ιδιωτικών κατοικιών-μεγάρων. Αυτή τη δύσκολη εποχή του τέταρτου αιώνα μαραζώνουν σιγά σιγά τα αρχαία δημόσια διδασκαλεία και σχολές, τα αρχαία θέατρα, οι παλαίστρες, αυτές μερικά. Στο δεύτερο μισό του τέταρτου αιώνα η νομοθεσία προσπαθεί, αν όχι να απαγορεύσει, τουλάχιστον να περιορίσει τη χρησιμοποίηση, τόσο από κρατικές αρχές όσο και από πλούσιους ιδιώτες, των οικοδομικών υλικών και των διακοσμητικών μελών και στοιχείων που προέρχονται από εγκαταλειμμένα οικοδομήματα των μικρών πόλεων Ααι προορίζονται για τις μεγαλύτερες, π.χ. τις πρωτεύουσες των επαρχιών35, επειδή όσοι από τους πλούσιους πολίτες δεν καταφεύγουν στα κτήματα τους στην ύπαιθρο, μετακομίζουν σε μεγαλύτερες πόλεις. Τότε επίσης αρχίζει και η χρησιμοποίηση αρχιτεκτονι-
34. Α. Η. Μ. Jones, The Later Roman Empire (284- 602), London 1964,717- 718. 35. Βλ. π.χ. C. Th. XV, 1,1. C. Th. XV, 1,14. G Th. IX, 17,5 και 15.
44 Τηλέμαχος Λουγγης
κών μελών από πολιτικά, αστικά κτίσματα στην ενίσχυση των τειχών της πόλης36, κάτι που θα πάρει μεγάλη έκταση αργότερα. Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο η τέλεια καταστροφή του αρχαίου αρχιτεκτονικού σχεδίου της πόλης, αλλά και ο εντονότερος διαχωρισμός ανάμεσα στο κέντρο της πόλης — όπου, στις απελευθερωμένες πια από δημόσια κτίρια πλατείες οι πλούσιοι πολίτες χτίζουν τεράστιες οικοδομές που καλύπτουν σε έκταση 2-3 προηγούμενα κτίρια, μερικές δε φορές καλύπτουν ακόμα και τις συμβολές των γύρω δρόμων στις παλιές πλατείες-και στις φτωχογειτονιές, με τα ευτελέστατα κτίσματα από πρόχειρο υλικό, κάτι που συνηγορεί υπέρ μιας ακόμα εντονότερης κοινωνικής διαφοροποίησης. Τα φτωχικά σπιτάκια από μαλακό υλικό αρχίζουν να μη διαφέρουν σχεδόν καθόλου από τα σπιτάκια των φτωχικών οικισμών στην ύπαιθρο. Όπως είναι γνωστό, το πρωτοβυζαντινό τούβλο είναι σημαντικά μικρότερο από το υστερορωμα ικό και αρκετά ευτελέστερο στην ποιότητα. Από τον τέταρτο αιώνα και εξής μειώνεται η χρήση του ισοπεδωτικού σκυροδέματος, ιδιαίτερα στις οικοδομές εκείνες, στις οποίες συμπλέκονται ακατέργαστα τούβλα και μέλη από αρχαία οικοδομήματα. Αρχίζει να κυριαρχεί η μαλακή οικοδομία (maçonnerie en moellons).
Τόσο από τη βασιλεία του Αναστάσιου Α ' (491-518), όσο και επι Ιουστίνου Α'(518-527) και Ιουστινιανού Α'(527-565) εμφανίζονται αρκετές κρατικές οικοδομικές δραστηριότητες, με αποκορύφωμα όχι τόσο την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης όσο τις 150 περίπου πόλεις που φέρεται να αναστήλωσε ο Ιουστινιανός, σύμφωνα με το διάσημο σύγγραμα Περί Κτισμάτων που συνέθεσε ο Προκόπιος Καισαρεύς, λίγο μετά το 550, όπως φαίνεται37. Ξεκινώντας από το υλικό της Αντιόχειας, ο Glanville Downey έδειξε την ρητορική υπερβολή του Προκόπιου, που ισχύει για όλες σχεδόν τις ανοικοδομού-μενες πόλεις που αναφέρει38 και που μπορεί κανείς να βρει στη μονογραφία tou Dietrich Claude39: κατά μέσον όρο, λοιπόν, οι ανοικο-
36. D. Claude, Die byzantinische Stadt im VI. Jh., München 1969,21- 22. 37. Τ. Λουγγής, Παραδείγματα έργων οδοποιίας στο Βυζάντιο, Δίπτυχα 6,1994-
95,37-48, εδώ, 41.
38. G. Downey, Procopius on Antioch: A Study of Method in the "De Aedificiis", Byzantion 14,1939,361- 378.
39. Claude, Stadt, 21-40.
Η εξέλιξη της βυζαντινής πόλης 45
δομικές εργασίες του Ιουστινιανού δεν ξεπερνούν το 1/3 της παλιάς έκτασης της πόλης της προϊουστινιάνειας εποχής και, ακόμα χειρότερα, φαίνεται ότι δεν αποσκοπούσαν καθόλου στο να ξαναδώσουν στις ερειπωμένες πόλεις την παλιά τους σημασία. Έτσι, το σύγγρα-μα Περί Κτισμάτων ασχολείται με τις μικρές πόλεις μόνο σε ό,τι αφορά τα τείχη και την ύδρευση, μερικές φορές ακόμα, αποθήκες και εκκλησίες, δηλ. ασχολείται με έργα στρατιωτικού, διοικητικού και εκκλησιαστικού χαρακτήρα και καθόλου παραγωγικού. Οι ανασκαφές που έφεραν στο φως αυτή την ιουστινιάνεια "σμίκρυνση" των πόλεων, από τη Sucidava στο Δούναβη ως τη Leptis Magna στην Κυ-ρηνα'ική αποκάλυψαν τους αρχιτέκτονες και μηχανικούς του έκτου μ.Χ. αιώνα σαν τους μεγαλύτερους χρήστες του αρχαίου οικοδομικού υλικού, ιδιαίτερα στις εγκαταλειμμένες συνοικίες των ερειπωμένων αρχαίων πόλεων, κάτι που, όπως είδαμε, η προηγούμενη νομοθεσία προσπαθούσε να αποτρέψει. Έτσι, για τη μεγάλη μάζα των μικρών και μεσαίων πόλεων η οικοδομική δραστηριότητα του Ιουστινιανού όχι μόνο δεν αποδίδει στις πόλεις την παλιά τους αίγλη και λάμψη, όπως μεγαλαυχεί σε αρκετά σημεία ο Προκόπιος, αλλά, αντίθετα, αποτελεί και σημειώνει ένα καθορισμένο στάδιο στην πτωτική τους πορεία προς τη μετατροπή τους σε κάστρα, όπως φανερώνει ο χαρακτήρας των έργων του μεγάλου Ιουστινιανού που ασφαλώς δεν έφταιγε για το ότι η Αρχαιότητα είχε πεθάνει.
Στις συνθήκες αυτές, καθώς εξαφανίζεται η εμπορική και βιοτεχνική σημασία των μικρών πόλεων, σημειώνεται, φυσικά, και φυγή ενός τμήματος του πλούσιου πληθυσμού τους προς τις μεγάλες πόλεις, έτσι ώστε η αυτοκρατορία να αντιμετωπίζει μια μεγάλη γενική δημογραφική ανακατάταξη με δύο σκέλη: δυνάμωμα του αγροτικού πληθυσμού στην ύπαιθρο και συρροή του υπόλοιπου πληθυσμού στα αστικά κέντρα που γίνονται πια τα μόνα επίκεντρα της πολιτικής ζωή§. Έτσι, μειώνονται ή μάλλον ελαττώνονται πολλά βασικά προϊόντα στις πόλεις, ιδιαίτερα εκείνα που ξεχώριζαν την πόλη από την ύπαιθρο και που συντηρούσαν στις πόλεις ιδιαίτερα εμποροβιο-τεχνικά στρώματα, όπως συμβαίνει π.χ. με το ψωμί και τους αρτοποιούς40. Εκκλησία, στρατός και αγροτικός πληθυσμός παρασκευά-
40. G. L. Kurbatov, Osnovnye problemy vnutrennego razvitija vizantiiskogo goroda ν IV- VII vv, Leningrad 1971,64.
46 Τηλέμαχος Λουγγης
ζουν μόνοι τους το ψωμί τους41 και η συνήθεια αυτή παίρνει όλο και μεγαλύτερη έκταση.
Από τον τέταρτο αιώνα που επικρατεί ο Χριστιανισμός, αρχίζει ένα συνεχές κτίσιμο εκκλησιών, πρώτα σε άμεση σχέση με την κατάργηση ή τη μετατροπή των αρχαίων ναών σε τόπους χριστιανικής λατρείας και, στη συνέχεια, αυτόνομα. Σιγά σιγά οι εκκλησίες αρχίζουν να αποτελούν το κέντρο της πόλης, με μια μικρή πλατεία μπροστά στην είσοδο, όπου, μερικές φορές, υπάρχει και το επισκοπικό μέγαρο42 και η Εκκλησία, όπως είναι γνωστό, αυτοσυντηρείται. Η ανάπτυξη της τοπικής αγροτικής και της εκκλησιαστικής/μοναστηρια-κής παραγωγής καθώς και η παρακμή της αρχαίας πόλης αποτελούν τις δυο βάσεις, πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η αγροτοποίηση της κοινωνίας το Μεσαίωνα και η μετατροπή της οικονομίας σε φυσική.
Τα πολλά κάστρα και φρούρια ξεχωρίζουν πια καθαρά από τις λίγες μεγάλες πόλεις, καθώς μάλιστα, σαν ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα τους, ορισμένες μικρές πόλεις "μετακομίζουν" κι αυτές από την πεδιάδα στα βουνά, χωρίς να ξέρουμε πότε ακριβώς μπορεί να άρχισε αυτή η διαδικασία43. Εκείνο όμως που είναι βέβαιο, είναι το ότι η αναδίπλωση αυτή δεν θα μπορούσε να είχε πραγματοποιηθεί, αν η πόλη ήταν εμποροβιοτεχνικό κέντρο για την ύπαιθρο, όπως παλιά και αν υπήρχε ανθηρό εμπόριο ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο.
Παράλληλα με την πτώση των μικρών πόλεων, ήδη από τα τέλη του τρίτου μ.Χ. αιώνα, παρατηρείται και μια έντονη οικοδομική δραστηριότητα για πλούσια ιδιωτικά κτίρια στις μεγάλες πόλεις44. Ιδιαίτερα ακμάζει ένα είδος "ρωμαϊκής βίλλας" με εμβαδόν γύρω στα 2.000 τ.μ. καθώς και η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική από το 350 και εξής, οπότε τοποθετείται και η πρώτη μεγάλη συγκέντρωση υλικής περιουσίας από την Εκκλησία σε όλες σχεδόν τις πωτεύουσες επαρχιών τής αυτκρατορίας. Θα έλεγε κανείς, ότι η βαθμιαία διάλυση
41. Βλ. π.χ. C.J. 1,27,2 (534). 42. Claude, Stadt, 36. 43. Ε. Kirsten, Die byzantinische Stadt. Akten des XI. internationalen
Byzantinistenkongresses, München 1958, München 1960,1- 52, 30. M. Ja. Sjuzjumov, Vizantiiskii gorod (seredina VII- seredina DCgo v.), Viz. Vrem. 27,1967,38- 40,46.
44. S. Mazzarino, Aspetti sociali del quarto secolo, Roma 1951,251- 256.
Η εξέλιξη της βυζαντινής πόλης 47
του κοινωνικού συστήματος της δουλοκτησίας που βασιζόταν κύρια στις πόλεις σε συνδυασμό με την ενίσχυση της μεγάλης ιδιοκτησία της γης έφερνε μια ριζική μεταβολή της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης. Σαν κοινωνική και πολιτική κατηγορία, η πόλη μεταβάλλεται, καθώς στις μεγάλες πόλεις συγκεντρώνονται αναγκαστικά η τοπική αριστοκρατία και η κρατική διοίκηση από τις πόλεις που χάνονται. Αυτές οι μεγάλες συγκεντρώσεις που ενισχύονται επι πλέον και από την ύπαρξη στρατιωτικών και εκκλησιαστικών αρχών ευνοούν την αναζωογόνηση βιοτεχνίας και εμπορίου. Στα μεγάλα αστικά κέντρα της επαρχίας, ιδιαίτερα στις πρωτεύουσες των επαρχιών που είναι και μητροπόλεις της Εκκλησίας οικοδομούνται μέγαρα διοικητών (proconsules, consulares), πολιτικά και στρατιωτικά κτίρια και αποθήκες, όπου συγκεντρώνεται η κρατική παραγωγή. Εδώ, οι νόμοι που αναφέρθηκαν προηγούμενα για την απαγόρευση χρήσης των αρχαίων οικοδομικών υλικών αποδείχνονται τελείως αναποτελεσματικοί ή ανενεργοί45. Η ανάπτυξη, συνεπώς, της μεγάλης πρωτοβυζαντινής πόλης οφείλεται σε αρκετά μεγάλο βαθμό στη συρροή της ανώτερης τάξης και των δραστηριοτήτων της από τις μικρές πόλεις.
Στις πολύ μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας τώρα, όπως η Αντιόχεια, η Αλεξάνδρεια, η Θεσσαλονίκη και η πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη όπου συγκεντρώνονται σχεδόν όλες οι αρχές τον πέμπτο αιώνα, ανακαινίζονται τα τείχη. Στη Θεσσαλονίκη το λιμάνι διευρύνεται και ανακατασκευάζεται το λιμάνι της Σελεύκειας, σαν επίνειο της Αντιόχειας. Οι μεγαλουπόλεις γεμίζουν από πλούσια ιδιωτικά μέγαρα. Σύμφωνα με τον Αντιοχέα Λιβάνιο46,... τό μέτρον ονχ ϊσταται τή πόλει, καθάπερ δέ έν ανθρώπου σώματι παρ' ήμέ-ραν αϋξεται, και αυτό συμβαίνει, επειδή "η πόλη βρίσκεται συνέχεια σε κατασκευή και άλλα κτίρια μόλις στεγάστηκαν, άλλα έχουν φτάσει ως τή μέση του ύψους τους, σε άλλα μόλις έχουν ρίξει θεμέλια, σε άλλα σκάβουν τη γη για τα θεμέλια και παντού ακούγονται φωνές που πιέζουν τους χτίστες να βιαστούν" {Ουκ άρα μάτην έν οίκοδο-μίαις ή πόλις άεί, καί τά μέν έρέπτεται, τά δέ προς μέσον ämat,
45.Kurbatov,84. 46. Λιβάνιος, Λόγος 11,195, έκδ. Foerster, 1,2,504.
48 Τηλέμαχος Λουγγης
τά δ' άρτι θεμέλιον δέδεκται, τά δέ προς τούτο όρύσσεται, καί των τους τέκτονας επειγόντων al φωναί πανταχού^7). Η Αντιόχεια, πάντα κατά το Λιβάνιο, αρχίζει να έχει τόσο πυκνή δόμηση, ώστε να καταργηθούν οι κήποι και οι αλλέες. Κατά το μεταγενέστερο Ευάγριο48 στα χρόνια του αυτοκράτορα Ζήνωνα (474-475 και 476-491) ακόμα και στον ειδυλλιακό δρόμο νότια της Αντιόχειας, που οδηγούσε προς το διάσημο προάστειο Δάφνη εξαφανίστηκαν τα χωράφια και τα κτήματα. Φαίνεται ότι όλα αυτά λήφθηκαν σοβαρά υπ' όψη από τις αρχές και έτσι, τον πέμπτο αιώνα, παρατηρείται επέκταση της πόλης, πέρα από το παλιό τείχος49.
Η αναζωογόνηση όμως αυτή των μεγάλων πόλεων δεν είναι τέτοια που να προκαλέσει και αναβίωση της δραστηριότητας των βουλευτών που υποφέρουν στις μεγάλες πόλεις, όπως υπέφεραν παλιότερα και οι βουλευτές των μικρών πόλεων. Πραγματικά, πουθενά ο ρόλος τους δεν δείχνει σημαντικός πια. Τα πάντα δείχνουν να βρίσκονται στα χέρια των ιδιωτών, της Εκκλησίας και της κρατικής διοίκησης, ενώ οι εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης θρηνούν: "άπολώλαμεν, ήμεν εξακόσιοι ή, νή Δία γε, δίς τοσούτοι, νυν δ1
ουδέ έξήκοντα", μας πληροφορεί ο πολυγραφότατος Αιβάνιος50, που οικτίρει την ελεεινή κατάντια των δημόσιων οικοδομημάτων51, και στρέφει την οργή του προς όλους αυτούς που στερούν από την πόλη το δικαίωμα να επανέλθει στην παλιά της ακμή, στερώντας την από τις παραδοσιακές πηγές πλούτου της. Η κατάσταση αυτή που θα πάρει τεράστιες διαστάσεις βαθμιαία θα οδηγήσει στην υποχώρηση του κράτους μπροστά στους ιδιώτες που ελέγχουν όλη την πλατιά καταναλωτική παραγωγή, καθώς μάλιστα, στις μεγαλουπόλεις συρρέουν τώρα και μεγάλες μάζες φτωχού πληθυσμού από τις μεσαίες πόλεις. Όπως είναι φυσικό να συμβεί, οι ιδιώτες, τόσο με την πολυτελή αυτοσυντήρηση τους, όσο και με τις οικονομικές τους δυνατότητες ουνθλίβουν τους μικρούς βιοτέχνες και εμπόρους των πό-
47. Λιβάνιος, Λόγος 11,227, σ. 516. 48. Ευάγριος, Γ ', 28, α 124. 49. G. Downey, The Wall of Theodosius at Antioch, AJP 52,1941,207- 213. 50. Λιβάνιος, Λόγος 48,4, έκδ. Norman, Π, 424. 51. Λιβάνιος, Λόγος 11,221, σ. 514.
Η εξέλιξη της βυζαντινής πόλης 49
λέων που, ξεκινώντας από τις μεσαίες πόλεις μετά την πτώση των μικρών, είχαν αρχίσει μια υποτυπώδη νέα εξάπλωση των δραστηριοτήτων τους.
Τα αποτελέσματα δεν θα αργήσουν να φανούν: από το δεύτερο ι
μισό του πέμπτου αιώνα στις μεσαίες πόλεις αρχίζουν να εγκαταλεί-1 πονται τα θέατρα, τα αμφιθέατρα, τα βουλευτήρια, οι αθλητικές ε- ' γκαταστάσεις, τα περισσότερα δημόσια λουτρά και, γενικά, τα δημόσια κτίρια. Ταυτόχρονα, ανεγείρονται τα συμπαγή σύνολα των εκκλησιαστικών και ιδιωτικών εγκαταστάσεων, μαζί με τις αποθήκες και τα εργαστήρια που αποτελούν παραρτήματα τους. Συνήθως χτίζονται στους μεγάλους δημόσιους χώρους, όπου καταλαμβάνουν την αγορά και τους γύρω δρόμους, όπως συμβαίνει στην Έφεσο52
επι Ιουστινιανού. Τον έκτο αιώνα θα πέσουν σε βαθιά παρακμή πόλεις, όπως η Σιδώνα της Φοινίκης, η Απάμεια, η Βέροια (Χαλέπι), η Τύρος και, τον έβδομο αιώνα, η πτώση θα είναι γενική. Ο Wolfram Brandes ξεχώρισε για τη Μ. Ασία που παραμένει η μόνη βυζαντινή ανατολική κτήση τον έβδομο αιώνα τέσσερις τύπους "πεπρωμένου", θα λέγαμε, των αρχαίων πόλεων, που είναι οι ακόλουθοι53:
1) Η σμίκρυνση (Reduktion), για πόλεις, όπως η Έφεσος, η Μαγνησία του Μαιάνδρου, οι Σάρδεις, η Μαιονία της Λυδίας, η Πριήνη (βόρεια της Μιλήτου), η Μίλητος, η Ηράκλεια του Λάτμου, η Αφροδίσιας της Καρίας, η Λαοδίκεια της Φρυγίας, η Ιεράπολις, επίσης στη Φρυγία, η Σαγαλασσός της Πισιδίας, τα Μύρα της Λυκίας, η Ξάνθος της Λυκίας, η Τλως της Λυκίας, η Απολλωνία της Λυκίας, τα Πίναρα της Λυκίας, τα Πάταρα της Λυκίας, η Φάσηλις της Παμφυλίας, η Σίδη της Παμφυλίας, η Πέργη της Παμφυλίας, η Αγκυρα της Γαλατίας, η Καισαρεία της Καππαδοκίας, η Νικόπολις της Αρμενίας, η Ηράκλεια Ποντική, η Ασσος της Τρωάδος και η αρχαία Πέργαμος.
2) Η μετατόπιση (Verlagerung), για πόλεις, όπως οι Κολοσσαί, οι Χώναι, τα Βάρατα, η Φαυστινόπολις-Λούλον, η Πρυμνησσός-Ακροηνόν, η Κύζικος, η Μωκησσός της Καππαδοκίας, τα Αρύκανδα
52. C. Foss, Ephesus after Antiquity. A Late Antique Byzantine and Turkish City, Cambridge 1979,44,52,56, 70,80,87- 90.
53. W. Brandes, Die Städte Kleinasiens im 7. und 8. Jahrhundert, Berlin 1989, 80-131.
50 Τηλέμαχος Λουγγής
της Λυκίας, η Τμώλος-Αυρηλιούπολις της Λυκίας. 3) Η πτώση/εξαφάνιση (Untergang), για πόλεις, όπως η Αυγούστα
της Κιλικίας, η Ελαιούσα-Σεβαστή, η Μάλλος, το Ανεμούριον, τα Τύανα της Καππαδοκίας, η Κνίδος της Καρίας, το Διός Ιερόν-Χρι-στούπολις Καύστρου, η Υδη της Λυκαονίας και μια ολόκληρη σειρά από τουρκικά χωριά, όπου βρέθηκαν αρχαιολογικά ευρήματα και λείψανα πρωτοβυζαντινών πόλεων, ακόμα αταύτιστα.
4) Η σχετική συνέχεια (relative Kontinuität), για πόλεις, όπως η Νίκαια, η Σμύρνη, η Αττάλεια, η Σέλγη της Παμφυλίας, η Τραπεζούντα, η Αμαστρις, δηλαδή, ελάχιστες πόλεις της Μικρασίας μπόρεσαν να επιβιώσουν από την οδυνηρή μετάβαση από την Αρχαιότητα στο Μεσαίωνα. Η ίδια διαδικασία που είχε ερημώσει τις μικρές πόλεις αναζωογονώντας πρόσκαιρα τις μεσαίες ερημώνει τώρα και τις μεσαίες πόλεις προς προσωρινό, πάλι, όφελος των τεσσάρων μόνο μεγαλουπόλεων, δύο από τις οποίες, η Αντιόχεια το 639/40 και η Αλεξάνδρεια το 641/42 θα πέσουν στα ;χέρια των Αράβων. Περιγράφοντας με όση συντομία μου ήταν δυνατή τη διαδικασία αποσύνθεσης και παρακμής της αρχαίας δουλοκτητικής πόλης που περιήλθε στη βυζαντινή αυτοκρατορία "σε έτοιμη μορφή", όπως λέμε54, είναι αναπόφευκτο να καταλήξω, όπως έκανε ο Paul Lemerle55, στο αν ο όρος παρακμή ταιριάζει καλύτερα στην αρχή της βυζαντινής ιστορίας, παρά στο τέλος της. Η παρακμή της Αρχαιότητας που οδήγησε στο Μεσαίωνα ήταν που έκανε τις πόλεις κάστρα, θα λέγαμε κάπως μεταφορικά56, μέσα σε μια τεράστια αγροτοποιημένη χώρα, όπου η πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη στέκει σχεδόν αντιμέτωπη με την υπόλοιπη αυτοκρατορία.
Με την έναρξη των σκοτεινών αιώνων, ίσως μάλιστα και από τον έκτο αιώνα, παράλληλα με την αγροτοποίηση της αυτοκρατορίας
χ
54. Α. P. Kazdan, Vizantiiskije goroda ν VII- XII νν, Sovetskaja Archeologia 21, 1954,164-188.
55. P. Lemerle, La notion de la décadence à propos de Γ empire byzantin. Classicisme et déclin culturel dans Γ histoire de Γ Islam. Actes du symposium international d' histoire de ia civilisation musulmane, Bordeaux, 25- 29 juin 1956, Paris 1957,263-277.
56. W. MUller- Wiener, Von der Polis zum Kastron, Gymnasium 93, 1986, 435-465.
Η εξέλιξη της βυζαντινής πόλης 51
που καλπάζει, παρατηρείται μια αυξανόμενη πόλωση του ελεύθερου πληθυσμού, ακόμα και στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη57, όπου περιορίζεται δραστικά ο αριθμός των domus, δηλ. των σπιτιών των πλουσίων και, ταυτόχρονα, πληθαίνουν και χτίζονται βιαστικά πολλά φτωχόσπιτα58, κάτι που είχε επισημάνει ήδη και ο Προκόπιος59. Προς τα τέλη του έκτου αιώνα, η κατάσταση των κατοίκων της συνοριακής πόλης Σιγγιδόνας (σήμερα Βελιγράδι) είναι περίπου τραγική, όπως τουλάχιστον απεικονίζεται αδιάφορα από τη λόγια γραφίδα του Θεοφύλακτου Σιμοκάττη60: για να διατηρηθούν στη ζωή, οι κάτοικοι της είναι υποχρεωμένοι, κάθε φορά που έχει λιακάδα, να βγαίνουν στους αγρούς για να μαζέψουν τη στοιχειώδη διατροφή τους. Η μεσαιωνική σκληρή ζωή του πληθυσμού των κάστρων απεικονίζεται με δημώδη λιτότητα στη Χρονογραφία του Θεοφάνη για τον όγδοο αιώνα: κάθε πρωί ανοίγουν οι πύλες του κάστρου και ò λαός εξέρχεται εις τόν κάματον61. Δεν υπάρχει πια ούτε ίχνος από την κάποτε υπέρλαμπρη τάξη (splendidissimus ordo) των επαρχιακών βουλευτών. Αντί γι' αυτούς, στις συρρικνωμένες πόλεις-κάστρα κυριαρχούν τώρα οι κτήτορες της πόλεωφ2 που ταυτίζονται συνήθως με τους έν τή χώρςι πρωτεύοντες?3, κάτι που, τελικά, πρέπει να αποτελεί βυζαντινή κοινωνιολογική ιδιομορφία και πρωτοτυπία: σχεδόν σε όλες τις εποχές οι μεγάλοι γαιοκτήμονες της υπαίθρου θα προτιμούν για τόπο διαμονής τους τις πόλεις, όπου και κυριαρχούν. Με την έναρξη των σκοτεινών αιώνων, στις μεγαλουπόλεις της αυτοκρατορίας που στέκουν ακόμα όρθιες, ξε-
57. Η. G. Beck, Grossstadt- problème: Konstantinopel vom 4 . -6 . Jahrhundert. Studien zur Frühgeschichte Konstantinopels (hsg) H. G. Beck, München 1973,1- 26.
58. D. Jacoby, La population de Constantinople à Γ époque byzantine, Byzantion 31,1961,94,101.
59. Περί Κτισμ. A', 11,25- 26, ο. 45. 60. Σιμοκάττης, A', 4,2, έκδ. de Boor, 46: των του αστεος τοις πλείστοις συ
μπαρομαρτεί έν τοις άγροΐς αύλιζομένοις, της αλω τοϋτο κατεπειγούσης ποιεϊν θέρους γαρ ώρα ύπην καί όσον αποζην έθησαυρίζοντο.
61. Θεοφάνης, 394, 7-8. 62. Νεαρά Ιουστινιανού 17,16: τους έν τέλει της πόλεως, σ. 126. 63. Νεαρά Ιουστινιανού 8, 8, σ. 72. Στον C.J.1,4, 17, έχουμε την έκφραση: ol έν
τοις κτήτορσι πρωτεύοντες.
52 Τηλέμαχος Λουγγής
σπούν λαϊκές εξεγέρσεις ενάντια σ' αυτούς: εμφυλίων πολέμων καί δημώδους ζάλης αναρίθμητα κύματα, λένε για τη Θεσσαλονίκη τα
- Θαύματα τού 'Αγίου Δημητρίου64· η άρχουσα τάξη της Θεσσαλονίκης δείχνει να είναι μισητή65. Την ίδια εποχή, στην παρακμασμέ-
- νη Αντιόχεια, ό δήμος έπανέστη νεωτέρων πραγμάτων αρξαι βέλων, λέει ο γνωστός μας Ευάγριος66. Από τα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού στην Αλεξάνδρεια σημειώνονται εξεγέρσεις του πληθυσμού67 που δεν θα σταματήσουν ως την αραβική κατάκτηση.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποστηρίξουμε ότι οι αρχαίες πόλεις μαραζώνουν και χάνονται, στο μέτρο που χάνουν την ιδιοκτησία της γης που πρωτύτερα τους ανήκε, ενώ τώρα ανήκει κύρια στους ιδιώτες και στην Εκκλησία, πρόκειται δηλ. για διάλυση της κοινωνικής και οικονομικής βάσης της αρχαίας πόλης68, η δε οποιαδήποτε
\ επιβίωση κάποιων πόλεων με αστική ζωή στο Βυζάντιο μετά τον έβδομο αιώνα δεν μπορεί, παρά να οφείλεται σε κάποιες εντελώς ιδιαίτερες συνθήκες που την ευνόησαν. "Νύχτα σκεπάζει την ύπαρξη της Αθήνας στο Μεσαίωνα", θα ισχυριστεί στην εισαγωγή του διάσημου βιβλίου του ο πολύς F. Gregorovius69, και έχει δίκιο, τουλάχι-
χ στον ως τον ενδέκατο αιώνα. Τη σκοτεινή πορεία της πιο φωτεινής, ίσως, πόλης της Αρχαιότητας θα ακολουθήσουν και οι λιγότερο φωτεινές.
Στην Ιστορία σύντομο που έγραψε ο Νικηφόρος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (806-815), ένα κείμενο που αποπνέει τόσο αρχαιοπρεπή λογιότητα, όσο και έντονη συναίσθηση της κατάπτωσης του λαμπρού αρχαίου παρελθόντος70, ολόκληρη η αυτοκρατορία δείχνει να διαθέτει, εκτός βέβαια από την Κωνσταντινούπολη, μόνο
64. P. Lemerle, Les plus anciens recueils des miracles de Saint Démétrius, I, Le texte, Paris 19V9,81-84, p. 112.
65. P. Lemerle, tome II, Commentaire, Paris 1981,118,135-136. 66. Ευάγριος, E ', 9, σ. 206. 67. Ευτύχιος Αλεξανδρείας, Annales ecclesiastici, PG 111,1069. 68. G. Ostrogorsky, Byzantine Cities in the Early Middle Ages, DOP 13,1959, 45-
66. 69. F. Gregorovius, Geschichte der Stadt Athen im Mittelalter (mit einem Nachwort
von Hans- Georg Beck), München 1980,19. 70. Νικηφόρος, 52, έκδ. de Boor: ή των λόγων ήφανίζετο παΐδευσις.
Η εξέλιξη της βυζαντινής πόλης 53
πέντε πόλεις στην Ευρώπη, κι αυτές ή στη Θράκη ή στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας, δηλ. λίγο-πολύ στον άμεσο περίγυρο της πρωτεύουσας: την Ηράκλεια Πέρινθο7 1, τη Σηλυμβρία72, τη Μεσημβρία73, την Αγχίαλο74 και τη Μήδεια75. Κάπως καλύτερα εμφανίζονται τα πράγματα στη Μ. Ασία, όπου ο Νικηφόρος αναφέρει δώδεκα (!) βυζαντινές πόλεις, δηλ. την Πέργαμο76, τη Νίκαια77, τη Νικομήδεια78, την Κύζικο79, την Αμαστρι80, τη Σινώπη81, την Έφεσο82, τη Χαλκηδόνα83, την Καισαρεία84, το Αμόριον85, τα Τύανα86 και το Σύλλαιον87. Σαν πόλεις έξω από την αυτοκρατορία αναφέρονται η Αλεξάνδρεια, η Καρχηδόνα, η Γερμανίκεια και η Με-λιτηνή (που πολιορκούνται και κατακτώνται μάλιστα από τον Κωνσταντίνο Ε ' ) και η Χερσώνα88. Τα συμπεράσματα είναι περισσότερο από προφανή σε ένα ιστορικό έργο που περιγράφει την εποχή από το 602 ως το 769, ιδιαίτερα μάλιστα αν συγκρίνουμε την κατάσταση αυτή με τις 500 περίπου αρχαίες πόλεις της Μικρασίας που μειώθηκαν σε 330 τον έκτο αιώνα, όπως ειπώθηκε πιο πάνω. Ακόμα πιο σκοτεινή εμφανίζεται η γενική κατάσταση στο ογκώδες τμήμα της
71. Νικηφόρος, 13,9.
72. Νικηφόρος, 13,14.
73. Νικηφόρος, 35, 8 και 73,16-17.
74. Νικηφόρος, 43,11 και 73,16-17.
75. Νικηφόρος, 67,17.
76. Νικηφόρος, 52,28- 29 και 53,2.
77. Νικηφόρος, 51,12. Επίσης 58,14 και 62,8- 9.
78. Νικηφόρος, 62,4- 5.
79. Νικηφόρος, 61,9.
80. Νικηφόρος, 45,17.
81. Νικηφόρος, 49- 50.
82. Νικηφόρος, 65- 66.
83. Νικηφόρος, 9,19.
84. Νικηφόρος, 5,2.
85. Νικηφόρος, 60,28.
86. Νικηφόρος, 43,22.
87. Νικηφόρος, 66,3.
88. Κατάλογος των μνειών στον I. S. CiCurov, Mesto "Chronografii" Feofana ν
rannevizantiiskoi istoriografiCeskoi traditsii (IV - naCalo DC v), Moskva 1981,145.
54 Τηλέμαχος Λουγγης
Χρονογραφίας του Θεοφάνη, από τον έβδομο αιώνα ως τις αρχές του ένατου (το έργο σταματάει το καλοκαίρι του 813) και όπου το χαρακτηρισμό πόλις δικαιούνται μόνο η εκτός αυτοκρατορίας Ιερουσαλήμ που, βέβαια, αποκαλείται "Αγία πόλις"89, η Νίκαια90, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και η Ιερουσαλήμ μαζί σε μια μνεία91, η Εμεσα (πάντα εκτός αυτοκρατορίας)92 και η μεγαλόπολις èv τφ Ίλλυρι%ώ Θεσσαλονίκη (μια και μοναδική)93. Τόσο ο Θεοφάνης, όσο
και ο Νικηφόρος συμφωνούν ότι η αραβική Συρία διαθέτει αρκετές πόλεις που αναφέρονται συνολικά94, κάτι που συνηγορεί στο ότι οι Άραβες με την κατάκτηση της ελληνορωμαϊκής Ανατολής τον έβδομο αιώνα, αναζωογόνησαν μια κοινωνική κατάσταση που έπνεε τα λοίσθια. Έτσι λοιπόν, ενώ στη Χρονογραφία του Θεοφάνη, σε τελική ανάλυση, οι βυζαντινές πόλεις τον έβδομο και όγδοο αιώνα είναι... μόνο δυο, η Θεσσαλονίκη στην Ευρώπη και η Νίκαια στην Ασία, υπάρχει ένας πραγματικός καταιγισμός των όρων κάστρον, φρούριον, καστέλλι(ο)ν, που εναλλάσσονται και επανέρχονται συνεχώς. Αν προσθέσουμε σ' αυτό ότι η αρχαΐζουσα Ιστορία σύντομος του πατριάρχη Νικηφόρου μπορεί να χρησιμοποιεί τον όρο πόλις και καταχρηστικά, ως προερχόμενο από το παρελθόν (κάτι που πιθανόν να είναι βάσιμο π.χ. για τη Μήδεια της Θράκης), τότε τα δεδομένα των πηγών δικαιώνουν τον Ostrogorsky και τον Kazdan, που όχι μόνο υποστήριξαν πρώτοι την πτώση των πόλεων εξαιτίας της αγροτοποίησης της αυτοκρατορίας στους λεγόμενους "σκοτεινούς αιώνες" (ο Ostrogorsky, είναι αλήθεια, διαφορετικά από τον Kazdan), αλλά, επι πλέον, διατηρούν την αξία τους, παρ' όλες τις επιθέσεις που δέχτηκαν από το 1959-1960 ως σήμερα, έστω και αν οι απόψεις του Kazdan μετριάστηκαν σε μεγάλο βαθμό, τόσο από τις αντιρρήσεις που εκφράστηκαν, όσο και από την πρόοδο της σχετικής έρευνας μετά το I96095.
89. Θεοφάνης, 452,22- 23. Επίσης 484,15 και 499,21- 22. 90. Θεοφάνης, 462,20 και 28. 91. Θεοφάνης, 434,4-5. 92. Θεοφάνης, 431,18. 93. Θεοφάνης, 461,5- 6. 94. CiCurov, 145. 95. Α. P. KaZdan, Derevnia i gorod ν Vizantii IX-X vv. OCerki po istorii
Η εξέλιξη της βυζαντινής πόλης 55
Οπωσδήποτε, σήμερα όλοι συμφωνούν στο ότι, από τον ένατο αιώνα και εξής, στο Βυζάντιο αρχίζει μια νέα άνθηση οικονομίας, παιδείας και πολιτισμού και ότι πρόκειται για έναν πολιτισμό που προέρχεται από τις πόλεις96, έστω και αν η οικονομία βασίζεται πάντα στην ύπαιθρο, στην οποία συσσωρεύονταν οι προϋποθέσεις γι' αυτή τη νέα άνθηση στη διάρκεια των "σκοτεινών αιώνων". Για να αρχίσουν και πάλι να ακμάζουν οι πόλεις, η τυπική προϋπόθεση είναι να ξεχωρίσει κάποια μαζική βιοτεχνική παραγωγή από την καθαρά αγροτική παραγωγή97 και να συγκεντρωθεί σε μαζικές κεντρικές αγορές. Στο Βυζάντιο όμως, όπου η μεσαιωνική άνθηση έρχεται νωρίτερα από ό,τι θα συμβεί στη Δύση (εκεί, μόλις από τον ενδέκατο αιώνα και εξής ανιχνεύονται σπέρματα οικονομικής ανάκαμψης και άνθηση πόλεων), οι αφηγηματικές πηγές δεν βοηθούν σχεδόν καθόλου να εντοπίσουμε την άνθηση των πόλεων τον ένατο αιώνα, ίσως εξαιτίας της κεκτημένης συνήθειας των πηγών να τονίσουν τον πολυδιάστατο ρόλο της πρωτεύουσας Κωνσταντινούπολης. Δεν είναι ίσως τυχαίο το ότι η Κωνσταντινούπολη αρχίζει να θεωρείται η μόνη και αποκλειστική "Πόλη", όπως λέμε ακόμα και σήμερα, μάλλον από την εποχή των "σκοτεινών αιώνων". Έτσι, οι επιστήμονες καταφεύγουν υποχρεωτικά στους θησαυρούς νομισμάτων και στα αρχαιολογικά ευρήματα, ιδιαίτερα στις ανασκαφές Καρίνθου και Αθηνών για να αποδείξουν αυτή τη νέα άνθηση98.
Η αγροτοποίηση και πτώχευση της βυζαντινής κοινωνίας από τον έβδομο αιώνα και έσπρωχναν αναπόφευκτα την πρωτοβυζαντι-νή επαρχιακή αριστοκρατία των πόλεων — στο βαθμό που επεδίω-
vizantiiskogo feodalizma, Moskva 1960, 123-191, 247. Μ. Ja. Sjuzjumov, Κ. voprosu ob osobenostjach genesisa i razvitija feodalizma ν Vizantii, Viz. Vrem. 17, 1960, 60 (άποψη για την ομαλή επιβίωση των παραθαλάσσιων πόλεων-"εμπορίων").
96. Μ. Ja. Sjuzjumov, Vizantiiskii gorod, 38-40,69-70. 97. A. P. Kazdan, Derevnia i gorod, 247,307. Sjuzjumov, Vizantiiskii gorod, 41-53. 98. Η βιβλιογραφία ως το 1980, για τον ελληνικό χώρο τουλάχιστον και χωρίς
τα δημοσιεύματα σε σλαβικές γλώσσες υπάρχει στο Ch. Bouras, City and Village: Urban Design and Architecture, JOB 31/ 2,1981,611-653. Παρ' όλη την τεράστια συναγωγή υλικού αυτού του είδους που προσκομίζει στο βιβλίο του Derevnia i gorod, 190-301, ο Kazdan είναι υποχρεωμένος να παραδεχτεί, ότι "σταματάει τους υπολογισμούς του στα όρια της ποσοτικής ανάλυσης των φαινομένων" (σ. 260).
56 Τηλέμαχος Λουγγής
κε να μην χάσει περιουσία και κοινωνική θέση — ή να καταφύγει στις τάξεις του κλήρου" (εφ* όσον η περιουσία της Εκκλησίας ήταν
"* αναπαλλοτρίωτη από τον πέμπτο αιώνα100), ή να συγχωνευθεί στην συγκλητική αριστοκρατία της πρωτεύουσας, του τελευταίου "αστικού" οχυρού της αριστοκρατίας. Τα χτυπήματα που δέχεται η άρχουσα τάξη συνολικά (σύγκλητος και Εκκλησία) από το 602 ως το 775 είναι κλιμακωτά και συγκεντρωτικά: ο όρος κοίνωσις, προϊόν της εποχής, συνοδεύει τόσο την Εποχή της λεγόμενης πρώτης Εικονομαχίας (727-775) όσο και τις μεταρρυθμίσεις του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α'(802-811). Δεν πρόκειται με κανέναν τρόπο για "αλλαγές εκ των άνω", επειδή τα χτυπήματα αυτά ανταποκρίνονται στα συμφέροντα της μεγάλης αγροτικής μάζας που είναι στρατευμένη
. στα λεγόμενα θέματα. Είναι κρίσιμο να καταλάβουμε, ότι η θεματική διοίκηση και ο θεματικός θεσμός γενικά ακμάζουν και αποδίδουν για όσον ακριβώς καιρό η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν διαθέτει ανθηρές πόλεις στην ύπαιθρο. Όταν ξαναγεννηθούν οι πόλεις, ο θεματικός θεσμός θα παρακμάσει οριστικά.
Οι παλιοί κτήτορες των πόλεων που εμφανίζονται για τελευταία \ φορά στη Χρονογραφία του Θεοφάνη να αντιμετωπίζουν με τρόμο
μια τοπική εξέγερση στην παρακμασμένη Αντιόχεια του 609101, εμφανίζονται κάπως απρόσμενα και πάλι, το 803/4 ως άρχοντες καί κτήτορες των θεμάτων αυτή τη φορά102. Τώρα θεωρούνται από το μεταρρυθμιστή και φιλόπτωχο αυτοκράτορα Νικηφόρο Α ' ένοχοι για συμμετοχή στην αριστοκρατική εξέγερση του στρατηγού Βαρδά-νη Τούρκου και φυλακίζονται. Είναι ίσως η τελευταία φορά που ο όρος κτήτορες εμφανίζεται με το παλιό του περιεχόμενο και τώρα δείχνει να προσεγγίζει ως προς την κοινωνική υπόσταση το γενικό μεσαιωνικό όρο άρχοντες, που, τώρα, εστιάζεται στην επαρχία, από όπου θα ποοέλθει κύρια η νέα ανερχόμενη κοινωνική τάξη: η αριστοκρατία της επαρχίας στο δρόμο προς τη φεουδαρχοποίηση.
99. Τις διαδοχικές φάσεις της βυζαντινής κοινωνίας την περίοδο 602-867, μπορεί να βρει κανείς στο "Δοκίμιο για την κοινωνική εξέλιξη στη διάρκεια των λεγόμενων "σκοτεινών αιώνων"", Αθήνα 1985.
100.CJ.,I,2,14(470). 101. Θεοφάνης, 296,21. 102. Θεοφάνης, 480,1-2.
Η εξέλιξη της βυζαντινής πόλης 57
Η μεταβολή πρέπει να τεκταίνεται ήδη από τις αρχές του ένατου αιώνα. Ο αυτοκράτορας Αέων Ε Ό Αρμένιος (813-820) ... κατά Θρφκην Μακεδονίαν τε πασαν καί έως των ορίων τής Σκυθών πόλεις άνενεώσατο, λένε οι πηγές103. Ιδιαίτερα οι πόλεις της Θράκης δείχνουν να προσχωρούν στη μεγάλη αγροτική εξέγερση του Θωμά του Σλάβου το 822/3104, η προσχώρηση τους όμως δεν φαίνεται να καλύπτει την ανάγκη που νοιώθουν οι επαναστάτες να κατακτήσουν μια πόλη: ουκ εις τοσούτον χρόνον έκταθήναι τήν αύτων έν τοις ύπαίθροις διατριβήν προσδοκήσαντες, λένε οι Συνεχιστές του Θεοφάνη105, παρ' όλο που κατέχουν τη γειτονική προς την Κωνσταντινούπολη Αρκαδιούπολη της Θράκης (την οποία ο ιστορικός Ιωσήφ Γενέσιος αποκαλεί πόλιν106, όπως και το Πάνιον107 και την Ηράκλεια Πέρινθο108). Στα εικοστά έτη του ένατου αιώνα, η Κρήτη φέρεται να έχει λιγότερες από 29-30 πόλεις109, στη δε έκτη δεκαετία, η Σικελία και Λογγοβαρδία προικίζονται από τον υπερβολικό Γενέσιο με ... 150 πόλεις110. Ο Γενέσιος όμως δείχνει να σέβεται τουλάχιστον τη μικρασιατική πραγματικότητα, όπου σαν πόλεις αναφέρει τη Σινώπη111, την Αμαστρι112, το Αμόριον113, η Σμύρνη114
και η Αγκυρα115. Οι Συνεχιστές του Θεοφάνη αναφέρουν επι πλέον και τη Μεσημβρία στον Εύξεινο Πόντο116, την Καισαρεία117 και τις
103. Γενέσιος, Α', 23, έκδ. LesmUUer-Werner και Thurn, 21. Συν. Θεοφ., 30, CSHB.
104. Γενέσιος, Β ' ,5, α 27. 105. Συν. θεοφ., 67. 106. Γενέσιος, Β ', 8, σ. 30 και 31. 107. Γενέσιος, Β ', 9, α 31. Συν. Θεοφ., 71. 108. Γενέσιος, Β ', 9, α 32. Συν. Θεοφ., 71. 109. Γενέσιος, Β',10,σ.33. Συν. Θεοφ.,72. 110. Γενέσιος, Δ', 32,σ. 82. 111. Γενέσιος, Γ', 3, α 38 και Γ', 5, σ. 4041. Συν. Θεοφ., 112. 112. Γενέσιος, Γ' ,5, σ. 40-41 και Γ', 8, σ. 43. Συν. Θεοφ., 136. 113. Γενέσιος, Γ', 11, σ. 45. Συν. θεοφ., 42. 114.Γενέσιος,Δ',5,σ.59. 115.Γενέσιος,Δ',36,σ.86. 116. Συν. Θεοφ. 24. 117. Συν. Θεοφ. 278.
58 Τηλέμαχος Λουγγης
Συρακούσες118. Εκείνο που είναι σημαντικό, φυσικά, στις μνείες αυτές δεν είναι ούτε ο αριθμός ούτε το μέγεθος των πόλεων που ανα-
- φέρονται, αλλά η εμφανής υποχώρηση του όρου κάστρον, καθώς και μια κρατική μέριμνα για τις πόλεις, που εμφανίζεται αποσπασματι-
1 κά, όπως στην περίπτωση του Λέοντα Ε '. Με την έναρξη του δέκατου αιώνα, οι πόλεις αναφέρονται με
στόμφο από τις πηγές: fjv δε αύτοϋ πατρίς ή περιφανής των πόλεων Κορώνη (sic), ή èv τφ Θέματι Πελοποννήσου διακείμενη, λέει — για όσους προφανώς αγνοούσαν την ακριβή τοποθεσία της Κορώνης — ο βιογράφος του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων119. Ίσως τη διάκριση αυτή η τελείως άσημη τότε Κορώνη να τη χρωστάει στο σχολείο που υπήρχε εκεί και στο οποίο πρωτοφοίτησε ο άγιος120. Μια Πελοπόννησος, όπου υπάρχουν σαν πόλεις η Μονεμβασία, η
^ Κορώνη, το Αργός και το Ναύπλιο121 και, φυσικά, η Πάτρα122 και η Κόρινθος123 αποτελεί οπωσδήποτε πρόοδο σε σχέση με την κατάσταση των προηγούμενων αιώνων, οπότε επικρατούσε η έκφραση άνά πάσαις ταΐς χώραις και πόλεσιν άπάσαις124, δηλ. οι χώρες (ύπαιθρος) έχουν μεγαλύτερη σημασία από τις πόλεις, κάτι που εξακο-
\ λουθεί πάντα να συμβαίνει, μόνο που τώρα ο συσχετισμός μεταξύ τους αρχίζει να μεταβάλλεται. Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Α ' Λακα-πηνός (920-944), στη βασιλεία του οποίου έζησε ο Αγιος Θεόδωρος Κυθήρων, πλείοταις πόλεσι κατά Μακεδονίαν καί Θρβκην, τάς μέν εκ βάθρων άνφκοδόμηοεν, τισί δέ καινιομονς έπενόησε125, μια δραστηριότητα που θυμίζει εκείνη του Λέοντα Ε ' στις αρχές του
118. Συν. Θεοφ., 309: την Σικελίας μητρόπολιν, τάς Συρακοΰσας φημί. 119. Ν. Α. Οικονομίδη, Ο Βίος του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων (10ος αι.), Πρα
κτικά τρίτου Πανιωνίου Συνεδρίου, τομ. Α', Αθήνα 1967,264-291, εδώ 283, στ. 46-47.
120. Οικονομίδης, στο ίδιο, 268. 121. Οικονομίδης, στο ίδιο, 268/ 9. Α. Σαββίδης, Τα προβλήματα σχετικά με το
βυζαντινό Ναύπλιο, Βυζαντιακά 14,1994,355-374. 122. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, 49, έκδ.
Moravcsik-Jenkins, 228. 123. Η Κόρινθος, κάστρον στο ίδιο, 43,14. Επίσης, 52,1-15, σ. 256. 124. Συν. Θεοφ., 242. 125. Συν. Θεοφ., 431.
Η εξέλιξη της βυζαντινής πόλης 59
ένατου αΐίόνα. Στο Βίο του Οσίου Λουκά του Στειριώτη (896/7-953) αναφέρονται η Πάτρα126, η Κόρινθος127, αρχίζουν δε να εμφανίζονται και πάλι η Αθήνα128 και η Θήβα129. Το 914 αναφέρονται οι οίκήτορες της "Ελλάδος καί των "Αθηνών, που εξεγείρονται ενάντια στην τυραννική διοίκηση κάποιου αξιωματούχου Χασέ130. Η Αθήνα, που θα ξαναρχίσει να δομείται πυκνά σε λίγο καιρό, βρίσκεται ανάμεσα σε δυο έδρες στρατηγών θεμάτων: την Κόρινθο,όπου εδρεύει ο στρατηγός Πελοποννήσου, και τη Θήβα, όπου εδρεύει ο στρατηγός Ελλάδος. Λίγο αργότερα επίσης, η Κόρινθος θα έχει εργαστήρια αξιόλογης υαλουργίας131 και η Θήβα θα γίνει πασίγνωστη το δωδέκατο αιώνα για τη μεταξουργία της132. Αλλά, για την ώρα τουλάχιστον, δεν πρόκειται τόσο γι' αυτό όσο για το ότι, το δέκατο αιώνα, θα αρχίσει και πάλι να διακρίνεται στις πηγές η Αδριανού-πολη133, η Νικόπολη, πρωτεύουσα του γνωστού θέματος134. Η Νίκαια της Βιθυνίας, πόλη που είχε επιζήσει στους σκοτεινούς αιώνες, μνημονεύεται τώρα ως πόλις άρχαιόπλοντος καί πολύανδρος125, ενώ η γειτονική της επίσης ένδοξη Νικομήδεια πρέπει να ήταν ερειπωμένη ήδη από τον ένατο αιώνα, σύμφωνα με τους Αραβες ibn
\ Chordadbeh και ai Djarmi136, χωρίς να ξέρουμε αν ανοικοδομήθηκε.
126. Βίος του Οσίου Λουκά του Στειριώτη, 43, έκδ. Σοφιανού, 183. 127. Βίος Λουκά, 42, σ. 182. Επίσης, 48, σ. 185.52, σ. 188 και 58, σ. 194. 128. Βίος Λουκά, 16, σ. 166. 129. Βίος Λουκά, 54, σ. 190: πρό της πόλεως Θηβών. Επίσης, 70, σ. 200: διαμο
νή στρατηγού στη Θήβα. 130. Συν. Θεοφ., 368. Ψευδοσυμεών, 723 CSHB. Ο Gregorovius, Geschichte der
Stadt Athen, 120, τον θέλει άρχοντα των Αθηνών. 131. Gladys Davidson, A Medieval Glass Factory at Corinth, AJP 44, 1940, 297-
324. 132. E. Kislinger, Demenna und die byzantinische Seidenproduktion, BS1 54, 1993,
43-52. 133. Συν. Θεοφ., 387. 134. Συν. Θεοφ., 420. Ρ. Soustal-J. Köder, Nikopolis und Kephalienia (TIB 3),
Wien 1981. 135. Συν. θεοφ., 464. 136. ... et la ville, actuellement ruinée, de Nicomédie (ibn Chordadbeh από τον al
Djarmi). πρβλ. Ostrogorsky, Byzantine Cities, DOP 13,1959,62.
60 Τηλέμαχος Λουγγής
Στην Αθήνα και στην Κόρινθο οι εγκαταλειμμένες αρχαίες αγορές θα αρχίσουν να καλύπτονται από πυκνή δόμηση από τα τέλη του δέ-
- κατου αιώνα137, αλλά η δόμηση αυτή, με τους στενούς μεσαιωνικούς δρόμους απέχει πολύ από την αρχαία. Το 1018, όταν ο Βασίλειος
- Β'επισκέφθηκε, μετά την οριστική υποταγή της Βουλγαρίας, την Αθήνα για προσκύνημα137α, η πόλη πρέπει να περνούσε τη φάση της μεσαιωνικής ελεύθερης επέκτασης της, πολύ περιορισμένης. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, από το 1018 ώς το 1186 που χρονολογείται η βυζαντινή κατοχή της Βουλγαρίας, οι βουλγαρικές πόλεις πρέπει να πέρασαν μια περίοδο ευημερίας138, σε αρκετή αντιστοιχία με τις υπόλοιπες πόλεις της αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Αττα-λειάτη, η παραθαλάσσια Ραιδεστός ήταν το κέντρο της συγκέντρωσης του σταριού της Θράκης και υπήρχε εκεί ανοιχτή αγορά139. Το
\ Ικόνιον στο κέντρο της Μικρασίας εμφανίζεται από τον ίδιο ιστορικό σαν κτηνοτροφικό κέντρο και αγορά τροφίμων και αποκαλείται στο κείμενο πολιτεία140. Ανάμεσα στη στρατιωτική ορολογία των κάστρων και φρουρίων που είναι πάντα προσφιλής σε έναν απόστρατο του ενδέκατου αιώνα, ο Κεκαυμένος στο Στρατηγικόν του α
ϊ ναγνωρίζει ότι Λημητριάς πόλις èau της 'Ελλάδος141, Σέρβεια πό-λις èoxtv οχυρά èv Βουλγαρία142, ή Ίδροϋντα πόλις έστι τής Ιταλίας143, όπως και η Βισινιανών144, Ίαδώρα καί Σάλων πόλεις
137. Βλ. τις παραπομπές στον Scranton, Corinth XVI, 34-83, στον Τραυλό, Πολεοδομική εξέλιξις 149-162 και στη μελέτη του Μ. Angold, The Shaping of the Medieval Byzantine "City", BF 10,1985,1-37,11.
137α. Σκυλίτζης, 364. 138. Str. LiSev, Buigarskijat srednevekoven grad, Sofia 1970, 64. P. TivCev, Sur les
cités byzantines aux Xle-XIIe siècles, Byz. Bulg. 1,1962,152-156. 139. ΑτταλεΙάτης, 201-202 CSHB. 140. Ατταλειάτης, 135. 141. Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, 31, έκΟ. Τσουγκαράκη, 109. Επίσης, 33, σ. 123. 142. Κεκαυμένος, 31, σ. 111. Όμως, στο κεφ. 74, α 227, αποκαλείται κάστρον
Σερβίων. 143. Κεκαυμένος, 32, σ. 113. Επίσης, 33, σ. 121: ήν τις πόλις έν Ελλάδι πο
λυάνθρωπος, αλλά το αμέσως προηγούμενο κενό στο κείμενο εμποδίζει να μάθουμε το όνομα της.
144. Κεκαυμένος, 33, σ. 127.
Η εξέλιξη της βυζαντινής πόλης 61
είσιν της Δαλματίας145. Για τον Κεκαυμένο δεν νοείται πόλη χωρίς τείχη και για το λόγο αυτό, όπως φαίνεται, οι όροι συγχέονται. Η επισκοπή των Ευχαΐτων στην Παφλαγονία όμως, γνωστή από παλιά, μοιάζει στο λόγιο επίσκοπο Ιωάννη Μαυρόποδα, που γράφει στον πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλλάριο (1Ö431058) έρημία πολλή, χώρα άοίκητος, άχαρις, άδενδρος, άχλοος, άξυλος, άσκιος, άγριότητος ολη καί άκηδίας μεστή, πολύ καί της φήμης καί της δόξης ένδέ-ουσα146, έτσι ώστε να μην μπορούμε να φανταστούμε μια ακμάζουσα πόλη. Με τέτοια παραδείγματα σαν των Ευχαΐτων, ο Σπύρος Βρυώνης έφτασε στο συμπέρασμα, ότι στη βυζαντινή Μικρασία τον ενδέκατο και το δωδέκατο αιώνα δεν υπήρξε οικονομική πρόοδος και, συνεπώς, οποιαδήποτε αναζωογόνηση των πόλεων επι Κομνηνών αυτοκρατόρων ήταν και βραχύβια και μικρής σημασίας147. Η Σμύρνη π.χ. συνεχίζει να είναι αστικό κέντρο, έστω και μικρό, η Έφεσος διατηρεί το λιμάνι της, αλλά οι κάτοικοι της διαρρέουν σι-γά-σιγά στους γύρω λόφους148, η Μίλητος και η Πριήνη, αλλά ιδιαίτερα η Πέργαμος, ανοικοδομούνται και εποικίζονται τον ενδέκατο και δωδέκατο αιώνα. Στην Πέργαμο, η ανοικοδόμηση επί Κομνηνών συνίσταται σε έναν οικισμό από ασύμμετρα μικρά σπίτια, εργαστήρια και μαγαζιά149. Οι Σάρδεις έχουν δυο βραχύβιες περιόδους ακμής, μια τον ενδέκατο και μια το δωδέκατο αιώνα150. Όπως φαίνεται, στη νότια Μικρασία ακμάζουν τα γειτονικά λιμάνια Ατάλεια151
και Σελεύκεια152. Παρ' όλες όμως τις ανοικοδομήσεις επί Κομνηνών, οι πόλεις της Μικρασίας δείχνουν περισσότερο φρούρια ή κά-
145. Κεκαυμένος (Παραινετικός), 90, σ. 281. 146. Ιωάννης Μαυρόπους, επ. 64, έκδ. Καρπόζηλου, 173 (CFHB 34). 147. S. Vryonis Jr., The Decline of Medieval Hellenism in Asia Minor and the
Process of ^slamization from the Eleventh through the Fifteenth Centuries, Berkeley-Los Angeles-London 1971,78-80.
148. Foss, Ephesus, 107. 149. W. Radt, Die byzantinische Wohnstadt in Pergamon. "Wohnungsbau im
Altertum", Berlin 1979,199-223. 150. C. Foss, Byzantine and Turkish Sardis, Cambridge Mass. 1976, 70-76. 151. Vryonis, 131. Α. Σαββίδης, Αττάλεια lloç-αρχές 14ου αιώνα, Η μετάβαση
από τη βυζαντινή στη μουσουλμανική εξουσία, ΒΔ 3,1989,121-162. 152. D. Goitein, A Letter from Seleucia (Cüicia) Dated 21 July 1137, Speculum 39,
1964,298-303.
62 Τηλέμαχος Λουγγής
στρα, παρά πόλεις. Όπως παλιότερα ο ιδρυτής της Μακεδόνικης δυναστείας Βασί-
_ λείος Α ' (867-886) είχε εποικίσει την κατακτημένη από τους στρατηγούς του νοτιοιταλική πόλη Καλλίπολη (Gallipoli)153, έτσι και ο
. Αλέξιος Α ' Κομνηνός (1081-1118), ιδρυτής κι αυτός μιας νέας δυναστείας, θεωρούσε τιμή του (έναβρύνετο) να χτίζει πόλεις. Όμως η Αλεξιούπολη που χτίζει στη Θράκη "πέραν του Εϋρου ποταμού", αποκαλείται και Νεόκαστρον154, ö καί μάλλον επεκράτησε, λέει με κατανόηση η αττικίστρια κόρη του Αννα Κομνηνή, που ισχυρίζεται ακόμα ότι ο Αλέξιος είχε σκοπό να επαναφέρει στην προηγούμενη τους κατάσταση όλες τις παράκτιες μικρασιατικές πόλεις, από τη Σμύρνη ως την Αττάλεια155. Αυτό που ο Αλέξιος μπόρεσε τελικά να κάνει φαίνεται από τις περιπτώσεις της Κωρύκου και της Αττάλει-
\ ας, που ανοικοδόμησε "διά τάχους" (προφανώς μόνο το τείχος τους)156. Η σημερινή έρευνα έχει, συνεπώς, αποδεχτεί τις απόψεις του Βρυώνη, με την έννοια ότι, επι Κομνηνών, το κέντρο βάρους της αυτοκρατορίας μετατοπίζεται από τη Μικρασία προς τα Ηλκάνια157, όπου βρίσκονται και τα μόνα βιοτεχνικά κέντρα, η Θήβα
\ με τα μεταξωτά, η Κόρινθος με την υαλουργία και, πάνω απ' όλα, ηι
Θεσσαλονίκη που, όμως, σύμφωνα πάντα με την Αννα Κομνηνή, παραχωρείται με έναν τρόπο που θυμίζει φεουδαρχία, στον καίσαρα Νικηφόρο Μελισσηνό (... δοθήναί δε οί καί την Θετταλοϋ μεγί-στην πόλιν, èv fj καί δ έπ' ονόματι του μεγαλομάρτυρος Δημητρίου περικαλλής ναός φκοδόμηται)158. Ένας άλλος ευγενής, ο Θεόδωρος Γαβράς, θα αποκτήσει ως ίδιον λάχος έαυτφ άποκληρωσά-μενος, την Τραπεζούντα1^. Αυτή η σχεδόν φεουδαρχική απονομή μεγάλων πόλεων της αυτοκρατορίας σε ισχυρούς ευγενείς οδηγεί κατευθείαν στο ερώτημα από ποιόν ή από ποιους διοικούνταν οι α-
153. Σκυλίτζης, 151. 154. Αννα Κομνηνή, ΙΔ ', 9,4, έκδ. Leib III, 184. 155. Αννα Κομνηνή, ΙΔ ', 1,2: ΠΙ, 142. 156. Αννα Κομνηνή, ΙΑ ', 10,9: III, 46. 157. Α. Kazhdan-Ann Wharton Epstein, Change in Byzantine Culture in the
Eleventh and Twelfth Centuries, Berkeley-Los Angeles-London 1985, 31-39. 158. Αννα Κομνηνή, Β ', 8,3:1,89. 159. Αννα Κομνηνή, Η' , 9,1: Π, 151.
Β εξέλιξη της βυζαντινής πόλης 63
ναγεννημένες βυζαντινές πόλεις τον ενδέκατο και το δωδέκατο αιώνα160.
Πιστεύεται γενικά, ότι ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ Ό Σοφός (886-912) κατάργησε τα -όσα υπήρχαν ακόμα-βουλευτήρια των αρχαίων πόλεων με τη Νεαρά του αρ. 46161, που εδραιώνει τη συγκεντρωτική διοίκηση, "ετέραν πολιτικήν κατάστασιν", όπως λέει ο αυτοκρατορικός νομοθέτης. Την εποχή που δημοσιεύθηκε η Νεαρά αυτή, γνωστό ήταν μόνο το παρελθόν των πόλεων και, έτσι, όταν ξανάνθησαν οι πόλεις, τα βουλευτήρια δεν ξανασυστάθηκαν. Καταδιώκοντας τον αντάρτη φράγγο μισθοφόρο Ουρσέλιο (Roussel de Bailleul), ο στρατο-πεδάρχης ακόμα Αλέξιος Κομνηνός φτάνει στην Αμάσεια162 και "αύγαζούσης ημέρας ουνεκαλεΐτο απαντάς τε καί μάλλον τους πρώτα φέροντας καί χρημάτων εϋποροϋντας"16*, κάτι που πρέπει να σημαίνει ότι τότε η Αμάσεια δεν είχε επίσημες αρχές, στις οποίες να απευθυνόταν ο στρατοπεδάρχης. Έτσι, σαν εκπρόσωπος της κεντρικής εξουσίας συγκαλεί γενική συνέλευση, όπου κυριαρχούν οι πρώτα φέροντες και οι πλούσιοι. Η κατάσταση αυτή που θυμίζει έντονα την παρακμή των βουλευτηρίων και τους πρωτεύοντες των ιουστινιάνειων χρόνων, αντανακλά μια παλιά αλήθεια σε νέες συνθήκες: την κυριαρχία των μεγάλων γαιοκτημόνων της υπαίθρου μέσα στις πόλεις.
Και φαίνεται ότι τα πράγματα έχουν έτσι: σύμφωνα με τον Κε-καυμένο (1078/9), η Δημητριάς της Θεσσαλίας έχει έναν δυνάστη από την Κωνσταντινούπολη με το όνομα Νώε164 και ο Κεκαυμένος έγραφε πριν από την φεουδαρχική κυριαρχία Νικηφόρου Μελισση-
160. Vera Hrochova, Les villes byzantines aux lle-13e siècles. Phénomène centrifuge ou centripète dans Γ évolution de la société byzantine? XVe Congrès internatiorial d* études byzantines. Rapports et co-rapports, I, Histoire, Athènes 1976, 1041.
161. Νεαρά Λέοντος ΣΤ', αρ. 46, έκδ. Noailles-Dain, 183-185, και τη σχετική της ερμηνεία από τη Βασιλική Βλυσίδου, Ο Λέων ΣΤ' αντιμέτωπος με την "αντιπολίτευση" του πατέρα του, Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, ΙΔ ' Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 1994,27-42, εδώ 31, σημ. 12.
162. Ατταλειάτης, 199. 163. Αννα Κομνηνή, Α',4,5:1,13. 164. Κεκαυμένος, 33, σ. 125.
64 Τηλέμαχος Λουγγης
νου και Θεόδωρου Γαβρά πάνω σε θεσσαλονίκη και Τραπεζούντα αντίστοιχα. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Κίνναμο, ο άρχων Αμασείας το
-1175 είναι ο Μιχαήλ Γαβράς165. Όπως είδαμε ήδη από το 803, ο τίτλος του άρχοντος έχει την προέλευση του από την επαρχιακή διοίκη-
- ση166. Τώρα, βλέποντας την προτίμηση των αρχόντων της επαρχίας και την τάση τους να κυριαρχήσουν στις επαρχιακές πόλεις, καταλαβαίνουμε καλύτερα για ποιο λόγο επι Κομνηνών αυτοκρατόρων οι επαρχιακές βυζαντινές δεν μπόρεσαν ούτε τώρα να αναπτύξουν βιοτεχνία και εμπόριο σε κάποιο ικανοποιητικό βαθμό, έτσι ώστε να μπορέσει η βυζαντινή οικονομία να αντισταθεί στην πίεση του ιταλικού εμποροναυτικού κεφαλαίου που εισβάλλει με ορμή την εποχή αυτή στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι άρχοντες-γαιοκτήμονες μιας ανερχόμενης φεουδαρχικής αριστοκρατίας είναι φυσικό να μην εν-
\ διαφέρονται οι ίδιοι για βιοτεχνία και εμπόριο, να φοβούνται την κοινωνική άνοδο και μεγέθυνση των εμποροβιοτεχνικών στρωμάτων και έτσι, σαν εξουσία πια, να αναθέτουν τη δραστηριότητα αυτή στους ξένους, Βενετούς, Γενοβέζους, Πισάτες κλπ.
Όταν λοιπόν στις πηγές της εποχής των Κομνηνών συναντάμε το i ρήμα άνοικίζω πόλιν ή πόλεις,, όπως π.χ. στον Κίνναμο167, πρέπει
να καταλαβαίνουμε ότι έγινε ανοικοδόμηση των τειχών. Στο Δορύ-λαιον π.χ. που αναφέρεται στο κείμενο του Κίνναμου σαν πόλη μεγάλη στο παρελθόν168, το τοπίο εμφανίζεται ειδυλλιακό, αγροτικό, τονίζονται οι φυσικές ομορφιές. Μόνο τα τείχη ανοικοδομούνται169. Ανάλογη εικόνα εμφανίζεται και στην ογκώδη Ιστορία του Νικήτα Χωνιάτη: όταν π.χ. ο Χωνιάτης αναφέρεται στην πάντα ταπεινή πολίχνη Ορεστιάδα της Θράκης, την διαφημίζει ως εξής: μία δ' αϋτη τών εύδαιμόνων καί κρατίστων παρά Μακεδόσι πόλεων110. Πρέπει να ανατρέξει κανείς στην Αννα Κομνηνή, για να διαπιστώσει ε
ι
165.Κίνναμος,296. 166. Βλ. Εισαγωγή 2 Τ \ α ' (Επαναγωγή, JGR Π, 247). 167.Κίνναμος,294. 168. Κίνναμος, 294: τό δέ Δορύλαιον τοϋτο ΐίν μέν Οτε πόλις fjv μεγάλη τε
εΐπερ τις τών έν 'Ασία, καί λόγου αξία πολλοϋ. 169. Κίνναμος, 295. 170. Χωνιάτης, 6, έκδ. van Dieten (CFHB 11/1).
Η εξέλιξη της βυζαντινής πόλης 65
κεί, ότι η Ορεστιάς δεν είναι παρά μια κωμόπολις171. Τόσο ο Κίνναμος172 όσο και ο Χωνιάτης173 αποδίδουν στο Μανουήλ Α ' Κομνηνό (1143-1180) την πρόθεση να ανακτίσει και να ανοικοδομήσει πόλεις. Βουλόμενος άνακτίσαι (τα τείχη), άνεπόλισε το Δορύλαιονκαι το Σούβλαιον114. Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί είναι το ότι οι βυζαντινές πόλεις της Μικρασίας βλέπουν τα τείχη τους να ανοικοδομούνται, ακριβώς επειδή βρίσκονται μέσα στη ζώνη των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Πάλι ο μεγαλεπήβολος Μανουήλ Α ' σχεδιάζει να ανοικοδομήσει τα τείχη των Άσιανών πόλεων, λέει πομπωδώς ο Χωνιάτης175. Ποιες είναι αυτές οι Ασιανές πόλεις, εφ' όσον η Νίκαια είναι Βιθυνών προκαθημένη176, η δε γειτονική της Νικομήδεια σαν επαρχία177, δηλ. σαν πόλη ανήκει πια στο παρελθόν; Πρόκειται για τις παραθαλάσσιες "πόλεις" του Αιγαίου, τα Χλιαρά, Πέργαμον και Ατραμύτιον178 που κακώς ϊπασχον υπό Περσών, δηλ. οι επιδρομές των Σελτζούκων φτάνουν πια ως την Ιωνία και τη θάλασσα. Βλέποντας την τειχισμένη Πέργαμο που άντεχε στις επιθέσεις, ο μετέπειτα αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Β ' ο Λάσκα-ρις (1254-1258) είχε, όπως φαίνεται, τις ίδιες αντιδράσεις με εμάς: ο βυζαντινός οικισμός δεν είχε σπίτια, αλλά ποντικότρυπες, μπροστά στα μεγαλοπρεπή ερείπια της πόλης των Ατταλιδών, που κείτονταν δίπλα179. Και, παρ' όλα αυτά, η Πέργαμος ήταν πόλη. Ανάμεσα στις πάμπολλες (αόριστα και γενικά) πόλεις που ανοίκισε ο μεγάλος αυτοκράτορας Μανουήλ ο Κομνηνός ήταν... και η πολίχνη Μελάγγεια180, ο παλιός στρατιωτικός σταθμός Μαλάγινα181. Η Ορε-
171. Αννα Κομνηνή, Β ', 8,10:1,84. 172. Κίνναμος, 36. 173. Χ^νιάτης, 176. 174. Χωνιάτης, 177. 175. Χωνιάτης, 150. 176. Χωνιάτης, 9 και 244 177. Χωνιάτης, 16 και 245. 178. Χωνιάτης, 150. 179. Theodori Ducae Lascaris Epistolae CCVII, ed. Ν. Festa, Fîorentiae 1898,107-108. 180. Κίνναμος, 36. 181. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί βασιλείου τάξεως, Ι, 444-445,
CSHB. Très tractatus militares, 80, Haidon....
66 Τηλέμαχος Λουγγής
στιάδα έχει τείχη, και γι' αυτό είναι πόλη. Σύμφωνα με έγγραφα που επεξεργάστηκε ο Gennadii G. Litavrin, στις αρχές του δέκατου τρίτου αιώνα η Λάμψακος έχει όλα-όλα 173 οικογενειακά νοικοκυριά, από τα οποία τα 60 (34%) είναι "πολιτικά", τα δε υπόλοιπα 113 (66%) αγροτικά. Όλος μαζί ο πληθυσμός της Λαμψάκου πρέπει να κυμαινόταν τότε από 850 ως 1000 άτομα το πολύ182. Και όμως, η Λάμψακος ήταν πόλη. Σύμφωνα με ένα χειρόγραφο του δέκατου πέμπτου αιώνα183, αν η περίμετρος των τειχών της Κωνσταντινούπολης είναι συνολικά 18.000 αντρικά βήματα, ο περίμετρος των τειχών της Αδρια-νούπολης είναι μόνο 6.000 βήματα, δηλ. γύρω στα 1.424 μέτρα, η κεντρική της πλατεία είναι 126, 740 τ.μ., όσο δηλ. ένα σύγχρονο μέσο διαμέρισμα. Η Αδριανούπολη δεν μπορεί με τις διαστάσεις αυτές να είχε περισσότερους από 1350 ως 1600 κατοίκους. Και, παρ' όλα αυτά η Αδριανούπολη ήταν πόλη. Σπουδαία πόλη.
Έτσι λοιπόν, βλέποντας την Πέργαμο της βυζαντινής αυτοκρατορίας που μας γνώρισε ο W. Radi, ανατρέχουμε στη Μονεμβασία, που όλοι λίγο-πολύ έχουμε δει, ανατρέχουμε στην Παλιαχώρα της πατρίδας μου Αίγινας, ανατρέχουμε ακόμα στη διστακτική περιγραφή που κάνει το δέκατο τέταρτο αιώνα για τα Σέρβια ο αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ ' Καντακουζηνός (1341-1354)184: αναρριχώμενα σπίτια σε πολλά επίπεδα, απόκρημνες κλιτύες, στενοί και γλιστεροί δρόμοι, τείχη, στρίμωγμα, οικονομία χώρου, φτώχεια, ολιγανθρωπία, φόβος. Από τη λαμπρή εικόνα των αγορών, των κιονοστοιχιών, των περί-κομψων ναών και των περιπάτων της Αρχαιότητας, φαίνεται σαν να επιχείρησα μια απότομη μεταφορά στο Μεσαίωνα του δέους και της ελπίδας για σωτηρία από τα δεινά του μάταιου αυτού κόσμου.
Η Ιστορία όμως είναι επιστήμη ακριβής, επειδή εκείνο που με κανένα τρόπο δεν χωράει στην Ιστορία είναι η ηθικολογία185. Γι' αυτό, τα πράγματα δεν είναι και τόσο τραγικά. Η ριζική δομική μεταβολή
182. G. G. Litavrin, ProvintsiaT nyi vizantiiskii gorod na rubeZe XH-XII1 vv, Viz. Vrem.37,1976,17-29,24,27.
183. Cod. Urbin. 151. Βλ. Νέος Ελληνομνήμων 1,1904,243. 184. Καντακουζηνός, Γ', 130-131, CSHB. 185.1. Καραγιαννόπουλος, Εισαγωγή στην Επιστήμη της Ιστορίας, Θεσσαλονί
κη, 1989.
Η εξέλιξη της βυζαντινής πόλης 61
της πόλης από την Αρχαιότητα στο Μεσαίωνα δεν αντανακλά τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από μεταβολή στις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους186. Στα πλαίσια της αρχαίας πόλης, οι ελεύθεροι πολίτες έβλεπαν την ενσάρκωση της κοινής αποστολής τους: τό κοινόν της πόλεως. Η άναρχη και στενή δόμηση στις πόλεις του Μεσαίωνα, αντίθετα, αποπνέει την έντονη εντύπωση, ότι, έστω κι αν εκεί ζουν οι άνθρωποι, ο φυσικός τους χώρος είναι άλλος, οι ταπεινοί άνθρωποι δεν μπορούν να ευτυχήσουν εκεί.
Το θέμα της σκιάς που ρίχνει το πλούσιο μέγαρο πάνω στο φτωχό σπίτι είναι παλιό στη λογοτεχνία: τον ένατο αιώνα, λέγεται ότι μια γριά χήρα έτρεξε να προσπέσει μπροστά στον αυτοκράτορα Θεόφιλο (829-842) που έφιππος πήγαινε με την ακολουθία του στις Βλαχέρνες. Τα παράπονα της: ο αυτοκρατορικός γυναικάδελφος Πετρωνάς είχε χτίσει ένα μέγαρο που σκίαζε το ταπεινό της σπιτάκι, κόβοντας της τελείως τη θέα, και αυτό ήταν παράνομο στην πρωτεύουσα. Ο Θεόφιλος όρισε αμέσως επιτροπή υπο τον κοιαίοτορα Ευστάθιο για να εξετάσει τις αιτιάσεις της ταπεινής γριάς και, όταν επαληθεύθηκαν, ο πρωτοσπαθάριος και δρουγγάριος της βίγλας Πε-τρωνάς, αδελφός της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, μαστιγώθηκε δημόσια. Το μέγαρο του κατεδαφίστηκε και ισοπεδώθηκε187. Το δωδέκατο αιώνα, οι πλούσιοι και νεόπλουτοι της Κωνσταντινούπολης με τα μέγαρα τους ρίχναν τόσο μεγάλη σκιά στους δρόμους, ώστε να επικρατεί σκοτάδι και, έτσι, οι δρόμοι κατάντησαν να είναι μόνο για τους εγκληματίες και τους περιπλανώμενους ταξιδιώτες188. Όπως έλεγε ο Λιβάνιος τον τέταρτο ακόμα αιώνα στην άναρχα δομούμενη τότε Αντιόχεια, όταν υψώνονται τα σπίτια ενίων ιδιωτών, τότε δεν υψώνεται η πόλις, το κοινόν189. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε, ότι, αυτή τη φορά, οι βυζαντινές πηγές εμφανίζουν θαυμαστή ομοφωνία διαμέσου των αιώνων.
\
186. F. Engels, Anti-Diihring. Herr Eugen DUhring umwälzt die Wissenschaft, Moskva6,1975,11,1,2,3 Kap.
187. Συν. Θεοφ., 93-94. Συν. Γεωργίου Μοναχού, 793-794, CSHB. Ψευδοσυμεών, 629, CSHB. Λέων Γραμματικός, 215-216, CHSB.
188. Odo of Deuil, De profectione Ludovici VII in Orientem. ed. V. G. Berry, New York 1948,65.
189. Λιβάνιος, Λόγος 48,26, σ. 444.
Top Related