Social Biology

18
1 Κριτική για την Κριτική της Κοινωνιοβιολογίας Λευτέρης Ζούρος Ομότιμος Καθηγητής, Τμήμα Βιολογίας, Παν/μιο Κρήτης Το 2009 γιορτάστηκε ως έτος Δαρβίνου - συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από τη γέννηση του και 150 χρόνια από την έκδοση του μνημειώδους έργου του «Περί της Καταγωγής των Ειδών». Οι εκδηλώσεις σ’ ολόκληρο τον ανεπτυγμένο κόσμο ήταν πρωτοφανείς σε όγκο και ποιότητα. Αυτό δεν αποτέλεσε έκπληξη. Η Ελλάδα δεν υστέρησε - και αυτό αποτέλεσε έκπληξη για μια χώρα που δεν κρύβει το δισταγμό της να εισαγάγει τη διδασκαλία της εξέλιξης στην δημόσια εκπαίδευση. Στο σημείωμα αυτό θέλω να μεταφέρω μια από τις εμπειρίες που απεκόμισα από τη συμμετοχή μου σ’ αυτές τις εκδηλώσεις. Πρόκειται για την κριτική της Κοινωνιοβιολογίας, του μέρους της νεοδαρβινικής θεωρίας που επιχειρεί να ερμηνεύσει με εξελικτικούς όρους την οργάνωση και λειτουργία των βιοκοινωνιών , από τα απλά συναθροίσματα βακτηρίων έως τις οργανωμένες κοινωνίες των εντόμων και των ανωτέρων θηλαστικών. Επειδή κύριο στοιχείο της λειτουργίας των βιοκοινωνιών είναι η συμπεριφορά των ατόμων που τις συναπαρτίζουν, η Κοινωνιοβιολογία έγινε συνώνυμη με την ερμηνεία της κοινωνικής συμπεριφοράς. Ακόμη και του ανθρώπου; - θα διερωτηθεί ο αναγνώστης. Αν η απάντηση ήταν ένα απλό «ναι» ή ένα απλό «όχι», δεν θα υπήρχε λόγος για αυτό το δοκίμιο. Η σύγχρονη θεωρία της εξέλιξης είναι σχεδόν καθολικά αναγνωρισμένη ως η βασική προσέγγιση των φαινόμενων της ζωής. Όμως η αποδοχή της ως ερμηνευτική αρχή της κοινωνικής υπόστασης του

description

Lets Learn The Fun Way

Transcript of Social Biology

Page 1: Social Biology

1

Κριτική για την Κριτική της ΚοινωνιοβιολογίαςΛευτέρης Ζούρος Ομότιμος Καθηγητής, Τμήμα Βιολογίας, Παν/μιο Κρήτης

Το 2009 γιορτάστηκε ως έτος Δαρβίνου - συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από τη γέννηση του και 150 χρόνια από την έκδοση του μνημειώδους έργου του «Περί της Καταγωγής των Ειδών». Οι εκδηλώσεις σ’ ολόκληρο τον ανεπτυγμένο κόσμο ήταν πρωτοφανείς σε όγκο και ποιότητα. Αυτό δεν αποτέλεσε έκπληξη. Η Ελλάδα δεν υστέρησε - και αυτό αποτέλεσε έκπληξη για μια χώρα που δεν κρύβει το δισταγμό της να εισαγάγει τη διδασκαλία της εξέλιξης στην δημόσια εκπαίδευση.

Στο σημείωμα αυτό θέλω να μεταφέρω μια από τις εμπειρίες που απεκόμισα από τη συμμετοχή μου σ’ αυτές τις εκδηλώσεις. Πρόκειται για την κριτική της Κοινωνιοβιολογίας, του μέρους της νεοδαρβινικής θεωρίας που επιχειρεί να ερμηνεύσει με εξελικτικούς όρους την οργάνωση και λειτουργία των βιοκοινωνιών , από τα απλά συναθροίσματα βακτηρίων έως τις οργανωμένες κοινωνίες των εντόμων και των ανωτέρων θηλαστικών. Επειδή κύριο στοιχείο της λειτουργίας των βιοκοινωνιών είναι η συμπεριφορά των ατόμων που τις συναπαρτίζουν, η Κοινωνιοβιολογία έγινε συνώνυμη με την ερμηνεία της κοινωνικής συμπεριφοράς. Ακόμη και του ανθρώπου; - θα διερωτηθεί ο αναγνώστης. Αν η απάντηση ήταν ένα απλό «ναι» ή ένα απλό «όχι», δεν θα υπήρχε λόγος για αυτό το δοκίμιο. Η σύγχρονη θεωρία της εξέλιξης είναι σχεδόν καθολικά αναγνωρισμένη ως η βασική προσέγγιση των φαινόμενων της ζωής. Όμως η αποδοχή της ως ερμηνευτική αρχή της κοινωνικής υπόστασης του ανθρώπου δεν είναι εύκολη από το ευρύτερο κοινό, αλλά ακόμα και από μια μεγάλη μερίδα αυτών που υπηρετούν τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Ποιοί οι λόγοι;

Η σύντομη απάντηση είναι ότι αυτοί που απορρίπτουν την Κοινωνιοβιολογία έχουν παραμείνει στον Δαρβινισμό των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, ενώ η θεωρία της εξέλιξης - και μαζί της ολόκληρη η βιολογία - έχει περάσει στον Νεοδαρβινισμό. Μια από τις διαφορές μεταξύ Δαρβινισμού και Νεοδαρβινισμού, με ιδιαίτερη σημασία για το θέμα που πραγματευόμαστε, είναι το πέρασμα από το άτομο στις υπο-ατομικές και υπερ-ατομικές μονάδες οργάνωσης της ζωής. Για τον Δαρβινισμό το άτομο ήταν, σχεδόν αποκλειστικά, ο στόχος της φυσικής επιλογής. Γι’ αυτό και «ο αγώνας περί υπάρξεως» είχε θεωρηθεί - και πολλές φορές παρερμηνευθεί - ως το βασικό στοιχείο του. Ο Νεοδαρβινισμός δεν υποτιμά το άτομο ως το αντικείμενο πάνω στο οποίο δρα η φυσική επιλογή. Όμως αναγνωρίζει ότι η επιλογή δρα επιπροσθέτως στο επίπεδο του γονιδίου και του κυττάρου και, ακόμα,

Page 2: Social Biology

2

στο επίπεδο της ομάδας και της κοινωνίας. Κατά τον Νεοδαρβινισμό δυνάμεις που ευνοούν το άτομο μπορεί να βρίσκονται σε σύγκρουση με δυνάμεις που ευνοούν το γονίδιο ή την κοινωνία. Το αποτέλεσμα είναι ότι η εξέλιξη μπορεί να οδηγήσει σε καταστάσεις που ευνοούν το γονίδιο ή την κοινωνία σε βάρος του ατόμου. Το πέρασμα από τον Δαρβινισμό στον Νεοδαρβινισμό επιβάλλει επομένως το πέρασμα από τον «Κοινωνικό Δαρβινισμό», στον οποίο αρέσκονται να ανατρέχουν όσοι έχουν πρόβλημα με την Κοινωνιοβιολογία, στον «Κοινωνικό Νεοδαρβινισμό», τον οποίον αρέσκονται να παραβλέπουν. Στη συνέχεια θα αναφερθώ στις βασικές θέσεις της Κοινωνιοβιολογίας - που είναι συνώνυμη με τον Κοινωνικό Νεοδαρβινισμό - αναδεικνύοντας τα σημεία στα οποία θεωρώ ότι εστιάζονται οι διαφορές μεταξύ των υποστηρικτών και των αρνητών της.

Προκαθορισμός, πρόβλεψη και αιτιότητα. Μολονότι όλοι μας συμφωνούμε με τον ορισμό του προκαθορισμού, τον εννοούμε διαφορετικά ανάλογα με το χωροχρόνο στον οποίο αναφερόμαστε. Στη Φυσική η έννοια του προκαθορισμού μπορεί να πάρει την πιο ακραία μορφής της: όλα είχαν καθοριστεί από τη στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης (τουλάχιστον στο δικό μας Σύμπαν). Στην Βιολογία το αντίστοιχο χρονικό σημείο είναι η γέννηση της ζωής, στην Κοινωνιολογία η εμφάνιση των πρώτων ανθρώπινων κοινωνιών, στον Μπεχαβιορισμό η γέννηση του ατόμου. Ανάλογα ποικίλει και ο βαθμός της πρόβλεψης. Μεταξύ των φυσικών, ο ακραίος ντετερμινιστής θεωρεί ότι οποιοδήποτε φαινόμενο που συνέβη ή θα συμβεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε στην χρονική και χωρική απεραντοσύνη του Σύμπαντος είναι δυνητικά προβλέψιμο σε κάθε του λεπτομέρεια. Μην ψάχνετε για τον ακραίο ντετερμινιστή - φυσικό, βιολόγο ή κοινωνιολόγο- στα πανεπιστήμια ή στα ερευνητικά κέντρα. Κανονικά, ανήκει σε κάποιο μοναστήρι, θρησκευτικό ή ιδεολογικό. Γιατί ο απόλυτος προκαθορισμός είναι ταυτόσημος με τη μεταφυσική ερμηνεία του κόσμου.

Έλλειψη προκαθορισμού δεν ισοδυναμεί με έλλειψη αιτιότητας. Άλλωστε, επιστήμη είναι η αναζήτηση της αιτιότητας και αυτό ισχύει και για τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Αν και στο σημείο αυτό οι αρνητές της Κοινωνιοβιολογίας συμφωνούν με τους υποστηρικτές της, τότε που έγκειται η διαφορά τους; Οι ιδέες του γάλλου βιολόγου και νομπελίστα Jacques Monod για «τύχη και αναγκαιότητα» είναι χρήσιμες στο σημείο αυτό. Υπάρχουν φαινόμενα για τα οποία «ο Θεός παίζει ζάρια». Είναι αυτά των οποίων δεν μπορούμε να προβλέψουμε την έκβαση, όση πληροφορία και αν συλλέξουμε εκ των προτέρων. Το καλλίτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να απαριθμήσουμε όλες τις δυνητικές εκβάσεις και να υπολογίσουμε μια πιθανότητα για κάθε μια. Όμως από

Page 3: Social Biology

3

τη στιγμή που γνωρίζουμε το αποτέλεσμα, είναι δυνατόν, για πολλά τέτοια συστήματα, να προβλέψουμε την επόμενη κατάσταση με πιθανότητα που εγγίζει την βεβαιότητα. Για παράδειγμα, σε μια περίπτωση φυσικής σύλληψης είναι «δυνάμει» (μερικοί θα έλεγαν ακόμα και «φύσει») αδύνατο να γνωρίζουμε εκ των προτέρων αν το σπερματοζωάριο που θα γονιμοποιήσει το ωάριο θα είναι φορέας του Χ ή του Ψ χρωμοσώματος (η «τύχη» στη ρήση του Monod). Μπορούμε όμως να είμαστε βέβαιοι ότι αν είναι φορέας του χρωμοσώματος Ψ τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν μέσα στο ωάριο μετά την γονιμοποίηση του θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη ενός αρσενικού εμβρύου (η «αναγκαιότητα» στη ρήση του Monod). Είμαστε τώρα σε θέση να πούμε ότι μία από τις διαφορές μεταξύ των δυο σχολών έχει να κάνει με την αιτιότητα - πιο συγκεκριμένα τη χρονική στιγμή, το βαθμό και το είδος της αιτιότητας.

Γονότυπος και φαινότυπος. Στη προσπάθειά τους να εξοστρακίσουν τον βιολογικό καθορισμό από τη σφαίρα της συμπεριφοράς, οι αρνητές της Κοινωνιοβιολογίας παραβλέπουν το γεγονός ότι οι βιολόγοι ήταν οι πρώτοι που αντιδιέστειλαν τον γονότυπο από τον φαινότυπο, ορίζοντας τον δεύτερο ως το αποτέλεσμα μιας σύνθετης αλληλεπίδρασης του πρώτου με το περιβάλλον. Η συμβολή του περιβάλλοντος, φυσικού και κοινωνικού, στη διαμόρφωση του «φαινοτύπου» που ονομάζουμε συμπεριφορά αποτελεί βασική αρχή της Κοινωνιοβιολογίας. Η καινοτομία της Κοινωνιοβιολογίας - κατ’ άλλους το αμάρτημά της - είναι ότι τόλμησε να στρέψει τον προβολέα προς τις φυσικοχημικές αιτιότητες της συμπεριφοράς. Την ενδιαφέρει το «πώς» το περιβαλλοντικό ερέθισμα της οποιασδήποτε μορφής πυροδοτεί μια αλυσίδα από φυσικοχημικές αντιδράσεις μέσα στο άτομο με τελικό αποτέλεσα αυτήν ή την άλλη συμπεριφορά. Έχοντας επίγνωση της σχέσης γονοτύπου-φαινοτύπου, η Κοινωνιοβιολογία δεν μπορεί να αρνηθεί τη σημασία της κλασικής μελέτης της συμπεριφοράς μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον που μεγαλώνει το άτομο. Όμως αυτό δεν αρκεί για να μετριάσει την αποστροφή των επικριτών της για οποιοδήποτε ρόλο του γονιδίου στη συμπεριφορά.

Αναγωγισμός. Αυτή η αποστροφή μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε ότι στη βάση της επιχειρηματολογίας υπέρ ή κατά της Κοινωνιοβιολογίας βρίσκεται ο αναγωγισμός. Υπάρχουν αυτοί που θεωρούν ως νόμο της φύσης ότι σύνθετα φαινόμενα, όπως η λειτουργία των κοινωνιών, η συμπεριφορά, οι περιβαλλοντικές αλλαγές, ακόμα και η ανάπτυξη ενός γονιμοποιημένου ωαρίου σε ενήλικα, δεν μπορούν να αναχθούν σε απλές φυσικοχημικές αντιδράσεις. Είναι οι οπαδοί της ολιστικής προσέγγισης. Το «δεν μπορούν να αναχθούν» διαφέρει από το «δεν μπορούμε να τις

Page 4: Social Biology

4

αναγάγουμε». Η ολιστική αντιμετώπιση είναι και θα παραμείνει χρήσιμη, αλλά μόνο επειδή η αναγωγιστική προσέγγιση είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη για πολλά από τα φαινόμενα που θέλουμε να ερμηνεύσουμε. Όμως χωρίς κάποιο βαθμό αναγωγιστικής ανάλυσης, η ολιστική αντιμετώπιση είναι καταδικασμένη να παραμείνει αθεμελίωτη και λειψή, ακόμα και στείρα. Η βιολογία μπήκε στο χώρο των θετικών επιστημών από τότε που ενσωμάτωσε τη χημεία, μια πιο αναγωγιστική επιστήμη, στο ερμηνευτικό της πρωτόκολλο. Δεν απορροφήθηκε από τη χημεία, απλώς πάτησε επάνω της για να ανδρωθεί. Πιο κοντά στο θέμα μας, η ψυχανάλυση έδωσε σχεδόν ό,τι είχε να δώσει γύρω στα μέσα του περασμένου αιώνα και έπρεπε να αναζητήσει νέους δρόμους μέσα από τις νευροεπιστήμες. Οι προσκολλήσεις στη μια ή την άλλη άποψη αποτελούν, στην ουσία, ιδεολογικά πείσματα. Ευτυχώς στη πράξη είμαστε σοφότεροι. Όταν χαλάσει το αυτοκίνητο μας το πάμε σε έναν τεχνίτη που ξέρει από βίδες και γρανάζια - είμαστε αναγωγιστές. Όταν θέλουμε να σχεδιάσουμε ένα νέο μοντέλο αυτοκινήτου μελετάμε το πώς η αλλαγή του κυβισμού της μηχανής θα επηρεάσει τον σχεδιασμό του κιβωτίου ταχυτήτων και του σώματος του οχήματος. Είμαστε ολιστές.

Πολυπαραγοντισμός . Η Κοινωνιοβιολογία χαρακτηρίζεται συχνά - και ειρωνικά - ως μονοδιάστατη και απλουστευτική. Γιατί οι χαρακτηρισμοί αυτοί είναι εκ προοιμίου αρνητικοί; Η τέχνη των μαθηματικών είναι ακριβώς η δημιουργία του σύνθετου από λίγες βασικές αρχές. Αντιπαράλληλα, στη Φυσική το μεγάλο ζητούμενο είναι η ερμηνεία του σύνθετου με όσο το δυνατό λιγότερες ενοποιητικές αρχές. Η τέχνη της επιστήμης ήταν πάντα η ανάγνωση του σήματος μέσα από το θόρυβο, η διάκριση της τάξης μέσα στη φαινομενική αταξία. Η διαδρομή της βιολογίας είναι ένα πέρασμα από την ασύνδετη περιγραφή μεμονωμένων καταστάσεων στην διαμόρφωση γενικών ερμηνευτικών αρχών. Η Κοινωνιοβιολογία φέρνει αυτήν την προσέγγιση στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Δεν την ενδιαφέρουν τόσο οι διαφορές όσο οι ομοιότητες μεταξύ δυο κοινωνιών ή μεταξύ δυο ατόμων, γιατί θεωρεί ότι οι ομοιότητες προηγήθηκαν εξελικτικά και ακολούθησαν οι διαφορές. Αν αυτό αληθεύει, τότε οι διαφορές δεν μπορούν να κατανοηθούν αν δεν ερμηνευθούν οι ομοιότητες και κανείς δεν μπορεί να ερμηνεύσει τις ομοιότητες αν δεν επικεντρωθεί στα βασικά τους χαρακτηριστικά, στους λίγους και βασικούς λόγους. Για αυτό και η Κοινωνιοβιολογία θυσιάζει τον πολυπαραγοντισμό, που σκοπεύει στην όσο το δυνατό πληρέστερη ερμηνεία μιας συγκεκριμένης κατάστασης, μπροστά στον ολιγοπαραγοντισμό, που επιδιώκει την προσεγγιστική ερμηνεία ενός συνόλου καταστάσεων. Διατυπώνει προτάσεις που ισχύουν τόσο για τον έρωτα και τη γονική φροντίδα, που τις αντιστοιχίες τους βρίσκομε σε κάθε ζωική μορφή, όσο και για την αισθητική και την ηθική, που τις

Page 5: Social Biology

5

θεωρούμε αποκλειστικά ανθρώπινες ιδιότητες. Το ότι για τον έρωτα η ερμηνευτική της ισχύ φθάνει στο 95% και για την αισθητική μόνο στο 40% δεν την ενοχλεί. Στόχος της δεν είναι η ερμηνευτική πληρότητα, αλλά η ερμηνευτική ευρύτητα.

Η φυσιοκρατική ανατομία της συμπεριφοράς. Αυτήν την ευρύτητα η Κοινωνιοβιολογία την επιτυγχάνει με το να διατυπώνει λίγες και σαφείς αρχές. Η πρώτη αρχή έχει να κάνει με το άτομο. Η συμπεριφορά είναι ένα φαινοτυπικό χαρακτηριστικό που, όπως το βάρος ή το ανάστημα, δεν προσδιορίζεται από ένα σημείο αλλά από ένα συνεχές. Ο εγωισμός και ο αλτρουισμός, για παράδειγμα, αποτελούν τα άκρα ενός τέτοιου συνεχούς. Το εύρος μέσα στο οποίο θα κινηθεί το κάθε άτομο μέσα σ’ αυτό το συνεχές, το φαινοτυπικό φάσμα του ατόμου, καθορίζεται από τον γονότυπό του. Για μερικά άτομα το φάσμα μπορεί να βρίσκεται πλησιέστερα προς το εγωιστικό άκρο, για άλλα προς το αλτρουιστικό. Για μερικά άτομα το φάσμα μπορεί να είναι ευρύτερο και για άλλα στενότερο. Παραμένει όμως γεγονός ότι ο γονότυπος προσδιορίζει ένα φάσμα και όχι ένα σημείο. Το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο θα βρεθεί το άτομο μέσα σ’ αυτό το φάσμα, το ποιά θα είναι η αντίδρασή του σε μια δεδομένη στιγμή, εξαρτάται από μια σωρεία άλλων παραγόντων.

Η δεύτερη αρχή έχει να κάνει με το πληθυσμό. Ενώ η γονιδιακή υπόσταση του ατόμου είναι καθορισμένη και ουσιαστικά αμετάβλητη από την σύλληψή μέχρι το θάνατό του, η γονιδιακή δεξαμενή του πληθυσμού στον οποίον ανήκει μεταβάλλεται σύμφωνα με τους κανόνες της εξέλιξης, μεταξύ των οποίων ο ισχυρότερος είναι ο κανόνας της φυσικής επιλογής. Αν για μια μεγάλη σειρά γενεών το περιβάλλον, φυσικό και κοινωνικό, είναι τέτοιο που άτομα με φαινοτυπικό φάσμα κοντά στο αλτρουιστικό άκρο αφήνουν κατά μέσο όρο περισσότερους απογόνους σε σύγκριση με τα άτομα των οποίων το φάσμα είναι κοντά στο εγωιστικό άκρο, τότε στον πληθυσμό αυτό, κάποια στιγμή στο μέλλον, η αλτρουιστική συμπεριφορά θα γίνει πιο κοινή από την εγωιστική.

Η συμπεριφορά είναι, λοιπόν, σε ένα σημαντικό βαθμό προϊόν της εξέλιξης, μιας διαδικασίας που ξεπερνά όχι μονάχα την ιστορία του ατόμου αλλά ακόμα και του είδους μας, που ανάγεται στα προγονικά μας είδη και, μέσω αυτών, μας ενώνει με τα συγγενικά μας είδη, όπως ακριβώς και η όρασή μας. Η συμπεριφορά στηρίζεται και λειτουργεί χάρις σε ένα οικοδόμημα, το κεντρικό νευρικό σύστημα, που, όπως το μάτι, είναι το συναρμολόγημα μιας διαδικασίας δεκάδων εκατομμυρίων ετών. Όμως το συναρμολόγημα αυτό μπορεί να διαφέρει στις λεπτομέρειές από άτομο σε άτομο, όπως διαφέρει το χρώμα των ματιών.

Page 6: Social Biology

6

Η εξέλιξη «αρέσκεται» στη δημιουργία και τη διατήρηση της διαφορετικότητας πολύ περισσότερο από ό,τι στην επιβολή της ομοιομορφίας. Στα κοινωνικά χαρακτηριστικά, ειδικότερα, είναι χρήσιμο να διακρίνουμε τρεις μορφές διαφορετικότητας: την δια-πληθυσμιακή, όπου στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι διαφορές εντοπίζονται μεταξύ πληθυσμών (ο ένας πληθυσμός διαφέρει από τον άλλον), την δι-ατομική, όπου οι διαφορές εντοπίζονται μεταξύ ατόμων (μέσα στον ίδιο πληθυσμό το ένα άτομο διαφέρει από το άλλο) και την ενδο-ατομική, όπου το ίδιο άτομο δρα πότε με τον Α τρόπο και πότε με τον Β. Οι δυο πρώτες μορφές μας είναι γνωστές. Στον 20ο αιώνα η ανθρωπότητα έζησε τραγικές εμπειρίες όταν κάποιοι υπερτίμησαν την πρώτη σε βάρος της δεύτερης και θέλησαν να επιβάλουν με τη βία την «ανωτερότητα» της φυλής. Ο ίδιος αιώνα μας δίδαξε το αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί κάθε προσπάθεια ισοπέδωσης της δεύτερης μορφής στο όνομα της «κοινωνικής ισότητας». Δεν κερδίζει ποτέ κανείς πηγαίνοντας ενάντια στη φύση, μόνο συνεργαζόμενος με αυτή. Όμως εδώ μας ενδιαφέρει η τρίτη μορφή που είναι γνωστή και ως ατομική πλαστικότητα. Όσο και αν μας φαίνεται ως αμιγώς πολιτισμικό ιδίωμα, στο θεμέλιο της βρίσκεται μια βιολογική προδιάθεση. Κάτω από την επίδραση των γονιδίων του, το ίδιο άτομο μπορεί να συμπεριφέρεται πότε εγωιστικά και πότε αλτρουιστικά. Το να θεωρήσουμε την πλαστικότητα της συμπεριφοράς ως σημείο έλλειψης γενετικής επιρροής θα ήταν τόσο λάθος όσο το να ισχυρισθούμε ότι η αλλαγή χρωμάτων στον χαμαιλέοντα δεν έχει γενετικό υπόβαθρο.

Οι τρεις συνιστώσες της συμπεριφοράς. Το ότι η συμπεριφορά είναι προϊόν της εξέλιξης εξηγεί γιατί οι κοινωνιοβιολόγοι αρέσκονται στη μελέτη της συμπεριφοράς ανθρώπινων κοινωνιών με διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα, ακόμα και της συμπεριφοράς συγγενών ειδών του ανθρώπου. Μια συμπεριφορά που απαντιέται στο σύνολο των ανθρωπίνων κοινωνιών και της οποίας ομοιότητες βρίσκουμε σε συγγενή μας είδη, δύσκολα μπορεί να ερμηνευθεί με άλλο τρόπο εκτός από αυτόν του γενετικού προκαθορισμού: μοιάζουν γιατί έχουν όμοιο γενετικό υπόβαθρο. Όμως άλλο ομοιότητα και άλλο ταυτότητα. Φθάσαμε τώρα στο σημείο όπου μπορούμε να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Θα διακρίνουμε τις εξής συνιστώσες στην διαμόρφωση μιας συμπεριφοράς: τη φυλογενετική, την οντογενετική και μια τρίτη που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «στοχαστική». Η φυλογενετική συνιστώσα είναι αυτή που διαμορφώθηκε από την εξελικτική μας ιστορία. Για αυτήν μπορούμε να πούμε ότι είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου γενετική. Διαφέρει λίγο μεταξύ ατόμων του ίδιου είδους, δεν είναι όμως πανομοιότυπη. Η οντογενετική συνιστώσα είναι αυτή που διαμορφώνεται από τις εμπειρίες του ατόμου. Διαφέρει πολύ περισσότερο από άτομο σε άτομο απ’ ό,τι η φυλογενετική και ο βαθμός του γενετικού της προσδιορισμού είναι πολύ μικρότερος,

Page 7: Social Biology

7

όμως δεν είναι αμελητέος. Το νεογέννητο κατσικάκι μαθαίνει από τα πρώτα λεπτά της ζωής του τη λαλιά της μάνας του. Είναι γνώση οντογενετική, που όμως η δυνατότητα για την απόκτησή της είναι γενετικά προκαθορισμένη. Κάτι ανάλογο συμβαίνει, σε μικρότερο βαθμό, και με την οντογενετική συνιστώσα της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Η τρίτη συνιστώσα είναι κάτι ανάλογο με αυτό που στη στατιστική ανάλυση της ποικιλότητας ονομάζουμε «λάθος» (πιο σωστά «υπόλοιπο»), εννοώντας με αυτό ότι πάντα παραμένουν διαφορές που δεν μπορούν να αποδοθούν στους συστηματικούς παράγοντες που ενσωματώνουμε στην ανάλυση μας. Στην ανάλυση της συμπεριφοράς, η στοχαστική συνιστώσα περιλαμβάνει ό,τι δεν μπορεί να εξηγηθεί από την φυλογενετική και την οντογενετική συνιστώσα.

Στο σημείο αυτό ο αναγνώστης θα διαγνώσει ίσως ένα επιστημολογικό πρόβλημα. Αν ένα μέρος της συμπεριφοράς επηρεάζεται κυρίως από γενετικούς παράγοντες, αλλά όχι απολύτως. αν ένα άλλο μέρος επηρεάζεται κυρίως από περιβαλλοντικούς παράγοντες, αλλά όχι απολύτως. αν, επί πλέον, ένα μέρος παραμένει απροσδιόριστο. τότε μήπως έχουμε μια θεωρία που ταιριάζει σε κάθε περίπτωση και επομένως δεν μπορεί να ελεγχθεί; Η ένσταση θα ήταν πολύ σοβαρή αν δεν υπήρχε ισχυρή μαρτυρία περί του αντιθέτου. Σχεδόν κάθε χαρακτηριστικό, μορφολογικό (π.χ. βάρος) ή φυσιολογικό (π.χ. μεταβολισμός), για τη ποικιλότητα του οποίου έχουμε άμεση γνώση από το πείραμα ή την παρατήρηση, αποδεικνύεται να έχει μια φυλογενετική, μια οντογενετική και μια στοχαστική συνιστώσα, με τα αντίστοιχα γενετικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά που περιγράψαμε για την συμπεριφορά. Γιατί η τελευταία να αποτελεί εξαίρεση; Επί πλέον, τόσο η μελέτη της φυλογενετικής συνιστώσας της συμπεριφοράς μέσα από την σύγκριση με τα συγγενή μας είδη, όσο και της οντογενετικής συνιστώσας με τα μέσα που διαθέτουν οι νευροεπιστήμες, οδηγούν ακριβώς στην ίδια εικόνα. Το συμπέρασμα είναι ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε επιστημολογικό αδιέξοδο. Η Κοινωνιοβιολογία είναι θεωρητικά ελέγξιμη και η ικανότητά μας για τον εμπειρικό έλεγχο της αυξάνεται με ραγδαίο ρυθμό.

Το σχετικό βάρος των συνιστωσών. Η συμβολή κάθε συνιστώσας διαφέρει ανάλογα με τη συμπεριφορά στη οποία αναφερόμαστε. Ο έρωτας, η γονική φροντίδα, η ζήλια, η χωροκράτια, η διεκδίκηση, η άμυνα, ο φόβος είναι χαρακτηριστικά με ισχυρή φυλογενετική, άρα και γενετική, συνιστώσα. Αν και στο σημείο αυτό οι αμφισβητίες της Κοινωνιοβιολογίας διατηρούν επιφυλάξεις, τότε μάλλον «προς κέντρα λακτίζουν». Όμως για την οντογενετική συνιστώσα η διχογνωμία είναι πολύ πιο αξιοπρόσεκτη. Κατ’ αρχήν, υπάρχει και εδώ μια τάση εκ μέρους των αρνητών της Κοινωνιοβιολογίας αν όχι μηδενισμού τουλάχιστον

Page 8: Social Biology

8

ελαχιστοποίησης κάθε ρόλου για τα γονίδια. Αλλά πέρα από αυτό, υπάρχει κυρίως η διαφορά άποψης ως προς το «μαύρο κουτί». Οι αρνητές της Κοινωνιοβιολογίας θεωρούν ότι η μελέτη των συνθηκών που διαμορφώνουν την συμπεριφορά ενός ατόμου κατά τη διάρκεια της ζωής του είναι ό,τι καλλίτερο και πληρέστερο μπορούμε να κάνουμε για την ερμηνεία της. Οι υποστηρικτές της Κοινωνιοβιολογίας δεν αρκούνται σ’ αυτό. Για αυτούς η υπόθεση εργασίας είναι ότι οι εμπειρίες και τα ερεθίσματα που δέχεται ένα άτομο έχουν φυσικοχημικές συνέπειες και αλληλεπιδράσεις, ότι γίνονται μέρος μιας φυσικής αιτιότητας, η οποία δεν είναι εξ ορισμού ή εξολοκλήρου πέρα από τις δυνατότητες μας να την προσεγγίσουμε. Τα όσα λίγα γνωρίζουμε σήμερα για την μνήμη ή το άγχος δείχνουν ότι μπορεί να πέσει φως μέσα στο μαύρο κουτί. Το «πόσο φως» αποτελεί μια από τις μεγάλες προκλήσεις των ημερών μας. Όσο για την τρίτη συνιστώσα, τη στοχαστική, οι διαφορετικές απόψεις εστιάζονται στο πόσο μπορούμε να την ελαχιστοποιήσουμε. Με την έμφασή τους στο περιβάλλον, οι αρνητές της Κοινωνιοβιολογίας μπορούν να ισχυρισθούν ότι η αδυναμία μας να ερμηνεύσουμε μια συμπεριφορά στο ακέραιο οφείλεται στο ότι αγνοήσαμε αυτόν ή τον άλλον, η ακόμα κάποιον άγνωστο, παράγοντα. Πρόκειται για μια προσφυγή σε έναν απροσδιόριστο και ατέρμονα πολυπαραγοντισμό. Αντίθετα, η βιολογική ερμηνεία αναγνωρίζει ότι πάντοτε θα υπάρχει ένας βαθμός απροσδιοριστίας των συγκεντρώσεων των μορίων της μιας ή της άλλης ουσίας ή της έντασης των ηλεκτρικών πεδίων που επηρεάζουν την Α ή Β σύναψη του Γ ή Δ νευρώνα του Ε ή Ζ νευρωνικού συστήματος. Η βιολογική ερμηνεία έχει μέσα της ένα βαθμό μετρήσιμης, θα λέγαμε «προσδιορίσιμης», απροσδιοριστίας.

Βιολογικές και ηθικές επιπτώσεις. Η εμμονή στην ελαχιστοποίηση του γενετικού παράγοντα για θέματα κοινωνικής συμπεριφοράς ισοδυναμεί με άρνηση της εξελικτικής συνέχειας που, με τη σειρά της, οδηγεί σε αδιέξοδα, πολλές φορές με ηθικές αποχρώσεις. Αν επιμένουμε να αναζητούμε ένα χάσμα που χωρίζει τον άνθρωπο από όλες τις άλλες μορφές της ζωής - γιατί, υποτίθεται, μόνο αυτός έχει απελευθερωθεί από τα δεσμά του γενετικού προκαθορισμού - θα πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα αν υπήρξε ποτέ μια γέφυρα πάνω από το χάσμα. Αν ναι, πότε ακριβώς στην ιστορία της ζωής τοποθετούμε το πέρασμα του είδους μας από τη μια πλευρά του χάσματος στην άλλη; Με ποιά κριτήρια θα μπορούσαμε να το χρονολογήσουμε; Ή μήπως θα πρέπει να αναγνωρίσουμε διαβαθμίσεις στον «εξανθρωπισμό» μας με κριτήριο την απεξάρτηση μας από το γενετικό προκαθορισμό; Αν η απάντηση είναι θετική, τότε τίθεται το ερώτημα αν ο παλαιολιθικός προγονός μας ήταν λιγότερο «άνθρωπος» από τον νεολιθικό και αυτός λιγότερο από τον άνθρωπο του χαλκού. Και αν ήταν έτσι, γιατί να μην εφαρμόσουμε την

Page 9: Social Biology

9

ίδια διαβάθμιση στις σύγχρονες κοινωνίες; Ας μην ελπίζουν στο σημείο αυτό οι αρνητές της Κοινωνιοβιολογίας βοήθεια από τους βιολόγους. Αυτοί έχουν πάψει προ πολλού να μιλούν για αγριάνθρωπους ή υπανθρώπους και, πολύ πρόσφατα, συζητούν αν θα πρέπει να καλωσορίσουμε στο είδος μας τον άνθρωπο του Νεάντερνταλ. Η βιολογία έπαψε προ πολλού να είναι διαχωριστική και έγινε συνεκτική, δεν μιλά για διαβαθμίσεις αλλά για διαφορετικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι κοινωνίες που απορρίπτουν την θεωρία της εξέλιξης είναι ακριβώς αυτές που υποθάλπουν τις ανισότητες των φύλων και τις φυλετικές διακρίσεις. Και αυτό, γιατί αντιπαθούν τις γέφυρες που ενώνουν τα χάσματα. Το ίδιο ισχύει και για τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό με την εμμονή του στην «ειδική» δημιουργία του ανθρώπου.

Στη βιολογία δεν υπάρχουν χάσματα, υπάρχουν μόνο διακλαδώσεις. Οι διακλαδώσεις συνοδεύονται από γενετικές διαφοροποιήσεις. Υπάρχουν γενετικές διαφορές μεταξύ του χιμπατζή και του ανθρώπου, μεταξύ ανθρώπινων φυλών, όπως και μεταξύ των δύο φύλων. Οι διαφορές αυτές είναι πολύ λιγότερες απ’ ότι νομίζαμε μόλις πριν λίγα χρόνια και, ως ποσότητα, είναι συγκρίσιμες με τις διαφορές που συναντούμε μεταξύ δύο τυχαίων ατόμων του είδους μας. Είναι βέβαια χαρακτηριστικές του είδους, της φυλής ή του φύλου. Καθορίζουν μια σειρά από φαινοτυπικά χαρακτηριστικά, όπως το σχήμα του κρανίου στην περίπτωση των ειδών, το χρώμα της επιδερμίδας στη περίπτωση των φυλών, την ανάπτυξη των αναπαραγωγικών οργάνων στη περίπτωση των δύο φύλων. Γιατί κάποιες από αυτές τις διαφορές να μην έχουν να κάνουν και με την συμπεριφορά; Δεν βρίσκουμε στερεότυπες διαφορές μεταξύ των δύο φύλων στην ερωτοτροπία; Δεν το αρνιόμαστε, όμως «θέλουμε» να τραβήξουμε κάπου μια γραμμή. Δεν θέλουμε να υπάρχουν εγγενείς διαφορές μεταξύ φυλών ή φύλων στην ζήλια, την επιθετικότητα, την εξωστρέφεια, την τόλμη, τον αυθορμητισμό, την πρακτικότητα, τη φαντασία. Η πραγματικότητα μπορεί να συμφωνεί ή να μη συμφωνεί με την επιθυμία μας. Αλλά γιατί έχει αυτό το θέμα τόσο μεγάλη σημασία;

Το πρόβλημα και η πρόκληση. Η απάντηση βρίσκεται στην τάση μας να υποβαθμίζουμε τη διαφορά μεταξύ βεβαιότητας και πιθανότητας, μεταξύ προδιαγραφής και αποτελέσματος. Έχουμε ήδη τονίσει το γεγονός ότι ένας από τους πιο βασικούς νόμους της βιολογίας είναι ότι ο γονότυπος προδιαγράφει αλλά δεν καθορίζει τον φαινότυπο. Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ ανθρώπου και κάθε άλλης μορφής ζωής, των πιο συγγενών μας ειδών μη εξαιρουμένων: ο άνθρωπος έχει τη δύναμη να εμποδίσει τις βιολογικές προδιαγραφές από το να δημιουργήσουν κοινωνικά τετελεσμένα. Δεν μπορεί να τις εξαλείψει - αυτό απαιτεί τεράστιο εξελικτικό χρόνο - μπορεί όμως να τις χαλιναγωγήσει ή ακόμα

Page 10: Social Biology

10

και να τις ακυρώσει. Αυτό για τις γενετικές προδιαθέσεις που, αν αφεθούν να εκφραστούν, μπορεί να λειτουργήσουν αρνητικά για το κοινωνικό σύνολο. Για τον ίδιο λόγο, μπορεί να αναδείξει και να καλλιεργήσει τις γενετικές προδιαγραφές που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν θετικά για το κοινωνικό σύνολο.

Εθελοτυφλεί κανείς όταν αρνείται να μελετήσει ένα βακτήριο, αφού αυτός είναι ο μόνος τρόπος να σχεδιάσει ένα εμβόλιο εναντίον του ή να απομονώσει μια χρήσιμη ουσία του. Το ίδιο συμβαίνει και με τη βιολογική μας διαφορετικότητα. Αντί να την αγνοούμε ή να τη βλέπουμε σαν όχληση, θα πρέπει να τη δούμε σαν έναν πλούτο που πρέπει να αξιοποιήσουμε στο έπακρο. Η δυνατότητα του ανθρώπου να παρεμβάλλεται μεταξύ γονοτύπου και φαινοτύπου είναι μια δύναμη που πρέπει να μάθουμε πώς θα τη χρησιμοποιούμε. Η πρόκληση είναι να αποφασίσουμε σχετικά με το τι κοινωνία θέλουμε, και στη συνέχεια να κάνουμε σωστή χρήση αυτής της μοναδικής δύναμης.

Συμπέρασμα. Η Κοινωνιοβιολογία είναι ακόμα μια νέα επιστήμη. Το αντικείμενο της είναι ευρύ και αγγίζει πτυχές για τις οποίες ο καθένας μας έχει άποψη διαμορφωμένη από κάθε λογής εμπειρίες και επιρροές. Δεν θα πρέπει να μας ενοχλούν οι υπερβολές από τη μια ή την άλλη πλευρά - είναι αναμενόμενες. Οι βασιλικότεροι των βασιλέων της Κοινωνιοβιολογίας την έχουν εξωθήσει σε περιοχές όπου δεν μπορεί ή δεν είναι ακόμα ώριμη να αρθρώσει λόγο. Οι βασιλικότεροι των βασιλέων του «περιβαλλοντικού ολοκληρωτισμού» αρνούνται ότι ακόμα και ο έρωτας μπορεί να έχει γενετικά κίνητρα. Αλλά και όταν αγνοήσουμε τις ακρότητες, θα διαπιστώσουμε ότι η διαφωνία που παραμένει δεν στηρίζεται σε δεδομένα που αντέχουν εξονυχιστική ανάλυση. Η επιστημονική βάση της διαφωνίας είναι σαθρή. Ο κύριος λόγος έχει να κάνει με τη μεθοδολογία που υιοθετούν οι μεν και οι δε και με ιδεολογικές εμμονές αναφορικά με το βαθμό του προκαθορισμού, του αναγωγισμού και της δια-επιστημονικής επικονίασης που ο καθένας είναι έτοιμος να δεχθεί. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και μια γενικευμένη απαρέσκεια έναντι της πιθανότητας ότι μπορεί να γεννιόμαστε διαφορετικοί, όχι μόνο για το χρώμα των ματιών μας αλλά και για τη προδιάθεση ανταπόκρισής μας στις διάφορες κοινωνικές προκλήσεις. Η απαρέσκεια οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι, κατά τη διάρκεια της εξέλιξης μας, το «διαφορετικό» μεταξύ κοινωνικών ομάδων συνέπιπτε με το ξένο και το ξένο με το εχθρικό. Επίσης στο ότι, μέσα σε μια κοινωνία, η φυσική διαφορετικότητα συχνά μετουσιωνόταν, και μετουσιώνεται, σε κοινωνική ανισότητα. Η λύση, για την οποία κανείς δεν θα ισχυριστεί ότι είναι εύκολη, βρίσκεται στη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι

Page 11: Social Biology

11

διαφορετικές βιολογικές προδιαθέσεις μεταξύ ατόμων δεν θα προδικάζουν διαφορετικά κοινωνικά τετελεσμένα, αλλά αντίθετα θα χρησιμοποιούνται, ανάλογα με τη φύση τους, στη προαγωγή του κοινωνικού συνόλου.

ΒιβλιογραφίαΟ αναγνώστης μπορεί να βρει μια εκτεταμένη και ενημερωμένη βιβλιογραφία στη μονογραφία του Κ. Κριμπά «Κοινωνιολογία» (Κάτοπτρο, Αθήνα 20070). Οι παρακάτω αναφορές παραπέμπουν σε εισαγωγική ελληνόγλωσση βιβλιογραφία.

Axelrod, R. Η εξέλιξη της συνεργασίας. Καστανιώτης, 1998.Dawkins, R. Το εγωιστικό γονίδιο. Σύναλμα, 1998.Dawkins, R. Ο τυφλός ωρολογοποιός. Κάτοπτρο, 2001.Frank, R. Τα πάθη της λογικής. Καστανιώτης, 1999. Ζούρος, Λ. Ας συμφιλιωθούμε με τον Δαρβίνο. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2009.Halldor, S. Το μέλλον των βιοεπιστημών. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2005.Kandel, E. R. Αναζητώντας τη μνήμη. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2008.Κριμπάς, Κ. Β. Κοινωνιοβιολογία. Κάτοπτρο, 2007.Κριμπάς, Κ. Β. Δαρβινισμός και η ιστορία του έως τις μέρες μας. Ωκεανίδα, 2009.Lewontin, R. C. Η Βιολογία ως Ιδεολογία: το δόγμα του DNA. Σύναλμα, 2000.Lewontin, R. C. Δεν είναι απαραίτητα έτσι. Κάτοπτρο Αθήνα 2002.Monod, J. Η τύχη και η αναγκαιότητα. Κέδρος-Ράππα, 2008.Murphy, J. G. Ηθική, εξέλιξη και το νόημα της ζωής. Σύναλμα, 1997.Ridley, M. Οι ρίζες της αρετής. Καστανιώτης,1998.Shermer, M. Γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν σε παράξενα πράγματα; Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2004.Wilson, E.O. Για την ανθρώπινη φύση. Σύναλμα,1998.Wilson, E.O. Σύναλμα, 1999.Wilson, E.O. Κοινωνιοβιολογία. Σύναλμα, 2000.