ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΕΙΨΩΝ ΟΙ ΛΕΙΨΟΙ -...

78
1 ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΕΙΨΩΝ ΟΙ ΛΕΙΨΟΙ του ΧΘΕΣ και του ΣΗΜΕΡΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ Συντονιστές Καθηγητές: ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ ΙΟΥΛΙΑ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΕΙΨΟΙ 2000

Transcript of ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΕΙΨΩΝ ΟΙ ΛΕΙΨΟΙ -...

  • 1

    ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΕΙΨΩΝ

    ΟΙ ΛΕΙΨΟΙ του

    ΧΘΕΣ και του

    ΣΗΜΕΡΑ

    ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

    Συντονιστές Καθηγητές: ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ ΙΟΥΛΙΑ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

    ΛΕΙΨΟΙ 2000

  • 2

    ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε η αναφορά στο παρελθόν

    και η επαφή μας με την παράδοση, ιδιαίτερα στο χώρο της Παιδείας,

    δεν είναι απλά ιστορική ενημέρωση, αλλά αξίωση της εθνικής μας ζωής,

    που επιβάλλει να γνωρίσουμε τον εαυτό μας, τις ρίζες μας.

    Ο ρυθμός, άλλωστε, των αλλαγών που συντελούνται στο

    ανθρώπινο περιβάλλον έχει αφάνταστα επιταχυνθεί, σε βαθμό που είναι

    αδύνατο να συλλάβουμε την έκταση και τη σημασία του για το μέλλον.

    Κανείς δεν μπορεί να μας πει με σιγουριά ποιά θα είναι η τύχη των

    μικρών λαών, μπροστά στην τεράστια αφομοιωτική δύναμη των

    καιρών.

    Γνωρίζοντας λοιπόν ότι κάθε λαός δημιουργεί, με τις ποικίλες

    εκδηλώσεις του, έναν πολιτισμό, που ξεχωρίζει εξ αιτίας των ιδιαίτερων

    χαρακτηριστικών της ψυχής του, στην εργασία μας αυτή θα

    προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε συνοπτικά και σε αυτοτελείς

    ενότητες, τις ιδέες, τα συναισθήματα, τις βιοτικές ασχολίες, τη λαϊκή

    πίστη και λατρεία, τα ήθη και τα έθιμα που αναφέρονται στην

    οικογενειακή και κοινωνική ζωή ενός τόπου πολύ κοντά στις εσχατιές

    της Ελλάδας.

    Οι Λειψοί, δεν είναι απλά μόνο ένα νησάκι ριζωμένο στ’

    ανατολικά του Αιγαίου, αλλά, όπως και κάθε άλλο κομμάτι της ελληνικής

    γης στη μακραίωνη ιστορία του, στέκεται φορέας πολιτισμού, μέσα σε

    μια αέναη, αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια.

    Στηριζόμενοι λοιπόν κι εμείς, η νεότερη γενιά αυτού εδώ του

    τόπου, στο στέρεο έδαφος που μας προσφέρει η εθνική μας

    κληρονομιά, θα προσπαθήσουμε μέσα στα πλαίσια της

    Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, να εκτιμήσουμε το παρόν και να

    προσανατολιστούμε δημιουργικά προς το μέλλον, έχοντας ως στόχο

    μας από τη μια να εγκολπωθούμε και να αξιοποιήσουμε τα ζωντανά

    στοιχεία της παράδοσής μας και από την άλλη να παρουσιάσουμε τη

    σύγχρονη εικόνα του νησιού, όπως αυτή διαμορφώνεται στο πέρασμα

    του Χρόνου.

  • 3

    ΛΕΙΨΟΙ

    Ε Λ Λ Α Σ Δ Ω Δ Ε Κ Α Ν Η Σ Α

  • 4

    ΛΕΙΨΟΙ Το νησί της Καλυψώς στο πέρασμα της Ιστορίας

    ΟΝΟΜΑΣΙΑ

    αρχαιότερη γραπτή μνεία του ονόματος του νησιού είναι «η Λεψία» και βρίσκεται σε μια επιγραφή σε μαρμάρινη πλάκα του 3ου ή 2ου αι. π.Χ., που είναι εντοιχισμένη σε εκκλησία του νησιού. Μεταγενέστερες ονομασίες αναφέρονται:

    «ο Λειψός», «ο Λιψός», «η Λειψώ» και (η επίσημη) «οι Λειψοί».

    ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

    Στην συνείδηση των κατοίκων οι Λειψοί είναι ταυτισμένοι με τη μυθική Ωγυγία, το νησί της Νύμφης Καλυψούς, όπου ο Οδυσσέας κατέφυγε κατά την διάρκεια των θαλάσσιων περιπετειών του. Η πεποίθηση αυτή προφανώς προήλθε από την ηχητική ομοιότητα ανάμεσα στο «Καλυψώ» και στο «Λειψώ».

    Ο Ερμής ζητά από την Καλυψώ να αφήσει τον Οδυσσέα να φύγει από το νησί της

    («Μηλιακός αμφορέας, 600 π.Χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο)

    Στο ε 57-76, ο Όμηρος περιγράφει την Ωγυγία ως εξής (μτφ. Ζ. ΣΙΔΕΡΗ): « Σαν έφτασε στ’ απόμακρο νησί, βγήκε όξω τότε

    απ’ το γαλάζιο πέλαγο και στη στεριά τραβούσε,

    όσο που βρήκε μια σπηλιά μεγάλη, όπου η νεράιδα καθόταν η λαμπρόμαλλη και μέσα εκεί την ήβρε.

    Φωτιά μεγάλη είχε στη στιά και μια ευωδιά απ’ αλάργα

    μοσχοβολούσε στο νησί, κέδρου κι αφράτης θούγιας που καίγουνταν. Κι η Καλυψώ μ’ ολόχρυση σαϊτα

    στον αργαλειό της ύφαινε και γλυκοτραγουδούσε.

    Φούντωνε γύρω στη σπηλιά δροσολουσμένο δάσος

    με κυπαρίσσια ευωδιαστά, με λεύκες και με σκλήθρα, όπου πλατύφτερα πουλιά φωλιάζανε εκεί πάντα,

    γεράκια κι ανοιχτόφωνες κουρούνες, βαρδολούπες,

    θαλασσοπούλια π’ αγαπούν τα πέλαγα να σκίζουν.

    Η

  • 5

    Κι ολόγυρα στην κουφωτή σπηλιά ήταν απλωμένη

    κληματαριά πολύβλαστη σταφύλια φορτωμένη. Τέσσερις βρύσες στη σειρά γλυκό νερό αναβρύζαν,

    κοντά – κοντά, κι άλλη απ’ αλλού κυλούσε τα νερά της.

    Κι ανθούσαν γύρω στη σειρά λιβάδια με γιοφύλια

    και σέλινα, που αν τά ‘βλεπε κι αθάνατος ακόμα, θα σάστιζε και μέσα του θα ξάνοιγε η καρδιά του…»

    ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ – ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ

    Από θραύσματα αγγείων και διάφορα άλλα ευρήματα συνάγεται ότι οι Λειψοί κατοικούνται από την εποχή του Χαλκού. Πιθανόν οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού να ήλθαν από τα απέναντι Μικρασιατικά παράλια. Κατά τον α΄ αποικισμό Δωριείς άποικοι κατοίκησαν το νησί και λίγο αργότερα Ίωνες από τη Μίλητο, όπως δηλώνει και μια επιγραφή σε μαρμάρινη πλάκα, η οποία φυλάσσεται στην Αρχαιολογική Συλλογή των Λειψών, η οποία αρχίζει ως εξής:

    «ΕΔΟΞΕΜΙΛΗΣΙΩΝΤΟΙΣΚΑΤΟΙΚΟΥΣΙΝΕΝΛΕΨΙΑΙ…»

    ΚΛΑΣΣΙΚΗ – ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ

    Η γενικότερη ακμή του Ελληνικού κόσμου κατά την κλασσική εποχή, φαίνεται ότι επηρέασε και τους Λειψούς. Υπάρχουν πολλά ευρήματα, που ανάγονται στην εποχή αυτή. «Πάνω στο ύψωμα «Κάστρο» που βρίσκεται Ν.Α. σε μικρή απόσταση από τον οικισμό των Λειψών, διατηρούνται λείψανα αρχαίας οχυρώσεως, κτισμάτων, κεραμίδια, όστρακα από αγγεία καλής ποιότητας, καθώς και καθημερινής χρήσεως. Φαίνεται, ότι κατά την εποχή αυτή, στο μεν ύψωμα «Κάστρο» υπήρχε ακρόπολη, ενώ

  • 6

    στη θέση του σημερινού οικισμού υπήρχε η πόλη. Μεταξύ ακροπόλεως και πόλεως και ειδικώτερα μεταξύ Αγίων Αναργύρων και Αγίου Ευσταθίου έκειτο εκτεταμένη Νεκρόπολη των κλασσικών χρόνων, η οποία συνεχίζει να είναι σε χρήση και κατά την ελληνορωμαϊκή εποχή. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.) συνέβη συχνά, ώστε τα πλοία και των δύο εχθρικών παρατάξεων να επισκεφθούν τους Λειψούς και να αγκυροβολήσουν στους ασφαλείς, φυσικούς όρμους τους»

    (Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης)

    ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ

    Ο Χριστιανισμός φαίνεται ότι ρίζωσε και άνθησε αρκετά πρώιμα στο νησί. Από τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους προέρχονται ερείπια δύο βασιλικών, μιας στο «Κουσέλιο» και μιας στην «Κατσαδιά», ενώ στην τοποθεσία «Παληόμαντρα» διατηρούνται λείψανα οικοδομήματος, της ίδιας εποχής. Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο χρονολογείται ο ιστορικότερος ναός του νησιού, η «Παναγιά του Χάρου». Με την οργάνωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε «θέματα», οι Λειψοί μαζί με τα νησιά: Κως, Τήλος, Νίσυρος, Πάτμος, Λέρος, Κάλυμνος, υπάγονται στο θέμα των Κιβυραιωτών. « Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός (1081-1118) εξέδωσε «Χρυσόβουλλο», με το οποίο εδώρησε την Πάτμο και τη Λειψώ στον Όσιο Χριστόδουλο. Ο Όσιος Χριστόδουλος γεννήθηκε σε χωριό στην περιοχή της Νίκαιας της Βιθυνίας. Μόνασε στο όρος Λάτρος ή Λάτμος της Μ. Ασίας. Κατόπιν ήρθε στα νησιά Λέρο και Κω και τέλος, κατά το έτος 1088 ίδρυσε την Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Στο Χρυσόβουλλο του Αλεξίου του Α΄ αναφέρεται ονομαστικά η νήσος «Λειψώ». Έκτοτε οι Λειψοί και τα γύρω απ’ αυτούς νησιά ανήκουν στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Πολλοί ήσαν οι μοναχοί, γεωργοί και κτηνοτρόφοι, οι οποίοι έρχονταν κάθε χρόνο από την Πάτμο στους Λειψούς».

    (Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης)

    ΙΠΠΟΤΟΚΡΑΤΙΑ - ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ Το 1308 τα Δωδεκάνησα, πλήν της Καρπάθου, Κάσου και Αστυπάλαιας, καταλαμβάνονται από τους Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ, ως το 1522, οπότε περνούν στα χέρια των Τούρκων. Απ’ ό,τι μαρτυρούν οι λίγες πηγές, που έχουμε για την περίοδο αυτή, οι Τούρκοι δεν εγκαταστάθηκαν στο νησί. Περιορίστηκαν αρχικά μόνο στην είσπραξη φόρων από τους κατοίκους και σε αλλεπάλληλες επιδρομές για αρπαγή ζώων και λεηλασία. Κατά τις επιδρομές αυτές φονεύθηκαν και οι 5 Νεομάρτυρες ασκητές

  • 7

    Νεόφυτος ο Αμοργινός, Ιωνάς ο Λέριος, Παρθένιος, Νεόφυτος και Ιωνάς ο Νισύριος, τους οποίους η Εκκλησία τοποθέτησε μαζί με τους χιλιάδες άλλους μάρτυρες που θυσιάστηκαν μη απαρνούμενοι την πίστη τους. Σημαντικές ανακατατάξεις στο νησί επέφερε η κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669. Πολλοί Kρητικοί μετανάστευσαν τότε στους Λειψούς, οι κάτοικοι των οποίων τους υποδέχθηκαν με πολλή αγάπη.

    Κατά την έκρηξη της Επανάστασης του 1821 οι Λειψιώτες έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα όλου του γένους κατά των κατακτητών. Το 1824 προσέφεραν φιλοξενία στον εξόριστο Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλο, αλλά και τους ναυάρχους Υδραίους, Σπετσιώτες και Ψαριανούς. Από τους Λειψούς ξεκίνησαν με τα πλοία τους οι ναύαρχοι Ανδρέας Μιαούλης και Γεώργιος Σαχτούρης για να συναντήσουν τον ενωμένο Τουρκοαιγυπτιακό στόλο στη ναυμαχία του κόλπου του Γέροντα, που έληξε με νίκη του Ελληνικού στόλου. («Η Λειψώ» Αρχιμ. Νικηφόρου Κουμουνδούρου)

    Η ναυμαχία του κόλπου του Γέροντα

    (πίνακας του Γ.Κ. Μιχαήλ)

    Δυστυχώς όμως, με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως το 1832 οι Λειψοί, όπως και πολλές άλλες περιοχές, έμειναν εκτός των ορίων του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους.

  • 8

    ΙΤΑΛΟΚΡΑΤΙΑ

    Οι Ιταλοί κατέλαβαν τα Δωδεκάνησα το 1912 και παρά τους πόθους των κατοίκων, τα διατήρησαν υπό την κατοχή τους ως το 1943, οπότε αυτά πέρασαν στα χέρια των Γερμανών. Το 1945 τα Δωδεκάνησα υπάγονται προσωρινά σε Αγγλική διοίκηση, ως την 7η Μαρτίου 1948, οπότε ένα μύχιο όνειρο των Δωδεκανησίων γίνεται – επιτέλους – πραγματικότητα: η ενσωμάτωσή τους στη μητέρα - πατρίδα.

    Λειψοί, παλιά φωτογραφία από την εποχή της Ιταλοκρατίας (1919)

  • 9

    ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ Με τη δύναμη της πίστης μας

    ο θρησκευτικό συναίσθημα των κατοίκων είναι έντονο, γεγονός που φαίνεται από το μεγάλο αριθμό εκκλησιών που υπάρχουν στο νησί και επιστατούνται με επιμέλεια από τις οικογένειες των κτητόρων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να

    τονιστεί η συμβολή του Αρχιμανδρίτη Νικηφόρου Κουμουνδούρου, πνευματικού ποιμένα του τόπου, στην ανακαίνιση και συντήρηση πολλών απ’ αυτές.

    H Αγία Μαρκέλλα

    (Ακολουθεί κατάλογος με τον ακριβή αριθμό των εκκλησιών και παρεκκλησιών του νησιού)

    Άγιος Αρτέμιος

    Αγία Αικατερίνη

    Άγιοι Ανάργυροι

    Ευαγγελίστρια

    Άη Γιώργης (του Κάμπου)

    Άγιος Δημήτριος (του Κουσέλιου)

    Άγιος Δημήτριος (στο Αεράκι)

    Οσία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου

    Προφήτης Ηλίας

    Άγιος Θεολόγος (του Μοσχάτου)

    Άγιος Ισίδωρος (της Λιεντού)

    Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος

    Άγιος Κωνσταντίνος (του Μύλου)

    Άγιος Κωνσταντίνος (στον Πλατύ Γιαλό)

    Κάτω Παναγιά ή Ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου

    Κοίμηση ή Πάνω Κοίμηση

    Κερά Λεούσα

    Αγία Μαρκέλλα

    Άγιος Νικόλαος της Παλαιής

    Άγιος Νικόλαος του Γνάτη

    Άγιος Νικόλαος του Νεκροταφείου

    Άγιος Νικηφόρος

    Άγιος Νεκτάριος

    Άγιος Παντελεήμονας (στην Κατσαδιά)

    Αγία Παρασκευή

    Τ

  • 10

    Παναγιά (του Κουσέλιου)

    Παναγιά του Σταυρού

    Άγιος Ραφαήλ

    Άγιος Σάββας

    Άη Στάθης

    Ο Σταυρός στο (Ρομάνι)

    Αγία Σκέπη

    Ταξιάρχης

    Υπαπαντή

    Χριστός (Πλάκα)

    Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος (Ενοριακός Ναός)

    Ιερό Ησυχαστήριο (κοντά στο οποίο βρίσκεται το Βαπτιστήριο)

    Ο υπό ανάγερσιν ναός των Οσίων Πέντε Μαρτύρων (Νεοφύτου του Αμοργινού, Ιωνά του Λερίου, Παρθενίου του αναχωρητού, Νεοφύτου και Ιωνά του Νισυρίου), που άθλησαν στο νησί κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.

    Παναγιά του Χάρου

    ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ Στα Ν.Α. του οικισμού και στο σημείο όπου το καταπράσινο της λειψιώτικης γης συναντά το βαθυγάλαζο του Αιγαίου, δεσπόζει το ιερό προσκύνημα της Παναγιάς του Χάρου. Ο ναός, τρίκλιτη τρουλλαία βασιλική, χτίστηκε γύρω στα 1600 μ.Χ. από μοναχούς που είχαν έρθει από το Μοναστήρι της Πάτμου, υπό την εποπτεία του οποίου βρίσκεται το νησί από το 1089 μ.Χ. με Χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού.

    Η «Παναγιά του Χάρου»

    Η εικόνα της Παναγιάς, στην οποία είναι αφιερωμένος ο ναός, ξαφνιάζει με την πρωτοτυπία της: Η Θεοτόκος κρατά το Χριστό εσταυρωμένο, κι επειδή ο νεκρός έχει σχέση με το Χάρο, η εικόνα ονομάζεται «Η Παναγιά του Χάρου».

    Ωστόσο δεν είναι μόνο η μοναδικότητά της που αποτελεί τον πόλο έλξης για χιλιάδες προσκυνητές που συρρέουν στο νησί κάθε χρόνο στις 23 Αυγούστου για να την τιμήσουν, αλλά και το θαύμα με τους κρίνους που επαναλαμβάνεται από τον Απρίλιο του 1943. Την άνοιξη τοποθετούνται κρίνοι πάνω στην εικόνα και αφήνονται εκεί μέχρι να ξεραθούν τελείως. Με τρόπο ανεξήγητο, τα ξερά κλαδάκια αρχίζουν να βγάζουν μπουμπούκια και ως την ημέρα της Γιορτής, τα Εννιάμερα από την Κοίμησή Της, αυτά ανοίγουν. Έτσι οι κρίνοι του Αυγούστου γίνονται σαν εκείνους του Απριλίου.

    Για τους κατοίκους του νησιού η μέρα έχει ιδιαίτερη σημασία. Όλοι οι προσκυνητές μετά τον Εσπερινό ξεχύνονται στις δύο πλατείες του χωριού για να γευθούν τα καλοφτιαγμένα λειψιώτικα φαγητά και να χορέψουν υπό τους ήχους τοπικών παραδοσιακών συγκροτημάτων, αποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό ότι στη

  • 11

    συνείδηση των ανθρώπων της θάλασσας η πίστη είναι αλληλένδετη με τη χαρά της ζωής.

    Η θαυματουργή εικόνα της «Παναγιάς του Χάρου»

    (Ωστόσο παλαιότερα η γιορτή της Παναγιάς ήταν συνδεδεμένη με τον τρύγο και γι’ αυτό στο πανηγύρι που γινόταν στον αυλόγυρο της εκκλησίας πρόσφεραν τσαμπιά με σταφύλι. Έτσι η χριστιανική γιορτή με τα εθιμικά κατάλοιπα της γεωργικής ζωής χωρίς να αποσυνδέει τον άνθρωπο από τις ζωτικές ασχολίες του έρχεται να δώσει ένα άλλο νόημα στο χρόνο και τους καιρούς. Εδώ η ευφορία της γης και οι αγροτικές συνήθειες που στην αρχαιότητα συνδέονταν με τη Δήμητρα και τον Διόνυσο αποκτούν ένα χριστιανικό υπόστρωμα που φανερώνει ότι ο απλός άνθρωπος δεν νιώθει το θεό σαν υψηλή μεταφυσική έννοια αλλά το θέλει άμεσο προστάτη και βοηθό στον καθημερινό αγώνα του).

    “Ω Παναγιά του Χάρου μας, κατέβα απ’ το θρονί σου και δες για σε πως χαίρεται το όμορφο νησί σου. Δίνε υγειά σε ούλους μας, Κυρά μου μαυροφόρα, σκέπαζε το νησάκι μας από την κάθε μπόρα. Κερά του Χάρου, που κρατάς το Γιό σου σταυρωμένο, φύλαε το παιδάκι μου που ‘ναι ξενιτεμένο.»

    ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ-ΑΓΙΟΙ Γύρω στο 1550 μ.Χ. έφτασαν στους Λειψούς οι πρώτοι μοναχοί (ασκητές) ερχόμενοι από το μοναστήρι της Πάτμου. Σκοπός τους ήταν η αναζήτηση ενός τόπου που θα γινόταν το ησυχαστήριό τους και επειδή η ζωή ενός ασκητή είναι ο πνευματικός και σωματικός αγώνας που θα οδηγήσει στην θέωση, επέλεξαν να κατοικήσουν σε έναν ορμίσκο με κατάξερη πλαγιά, τη «Σκάφη». Πρώτο τους μέλημα ήταν να κτίσουν το ναό του ησυχαστηρίου για να τοποθετηθεί μέσα η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που μετέφεραν μαζί τους. Χωρίς να βαρυγκoμήσουν ούτε για μια στιγμή εξαιτίας των φυσικών δυσκολιών που υπήρχαν, όπως ήταν η έλλειψη νερού και η άγονη γη, δημιούργησαν μια μικρή έκταση για να καλλιεργήσουν σιτάρι και αμπέλι και να εξασφαλίσουν έτσι τις υλικές προϋποθέσεις της Θείας Μετάληψης.

  • 12

    Για αρκετά χρόνια το ησυχαστήριο της Κοιμήσεως έγινε πόλος έλξης για πολλούς ασκητές που έφταναν στο νησί αναζητώντας τον κατάλληλο τόπο που θα τους βοηθούσε να έρθουν πιο κοντά στο Θεό μέσα από την αδιάλλειπτη προσευχή και το σωματικό μόχθο. Έτσι κάποια στιγμή έκαναν την εμφάνισή τους και μερικοί «κολλυβάδες» από το Άγιο Όρος που ίδρυσαν στην είσοδο μιας απότομης χαράδρας και κάπου 800 μέτρα από το ησυχαστήριο της Κοίμησης ένα δεύτερο με την ονομασία «Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου». Αυτοί ακολουθώντας το παράδειγμα των πρώτων ασκητών έκαναν με κόπο τη γη να καρπίσει καλλιεργώντας ελαιόδεντρα και εξασφαλίζοντας το απαραίτητο λάδι για να διατηρείται άσβεστη η φλόγα των καντηλιών μπροστά στις άγιες εικόνες. Όμως όλα τα χρόνια της άσκησης σ’ αυτόν τον αγιασμένο τόπο που επιλέχτηκε τόσο προσεκτικά από όλους αυτούς τους «αναχωρητές» δεν ήταν ειρηνικά. Κατά καιρούς η ιερότητα του χώρου παραβιάστηκε από τους Τούρκους δυνάστες και τους πειρατές που λυμαίνονταν τις θαλάσσιες περιοχές εξαντλώντας όλη τους τη βαρβαρότητα πάνω στους άκακους εκείνους γέροντες αναδεικνύοντας μεταξύ τους και πέντε οσιομάρτυρες που «άθλησαν» στο στίβο του μαρτυρίου το 16ο και 17ο αιώνα όπως μαθαίνουμε από το ληξιαρχικό βιβλίο - «Βραβείο» - της Ιεράς Μονής Πάτμου. Στα 1558 και 1561 μαρτύρησαν από τους «αγαρηνούς» οι μοναχοί Ιωνάς ο Λέριος και Νεόφυτος ο Αμοργινός για να ακολουθήσουν στα 1609 ο Νεόφυτος ο Φαζός που φονεύθηκε με σκεπάρνι, στα 1635 ο Ιωνάς Γαρμπής που άφησε την τελευταία του πνοή ύστερα από άγριο ξυλοδαρμό και τέλος το 1696 ο Όσιος Παρθένιος ο Αναχωρητής που «καμακώθηκε» στο λαιμό από αλλοφύλους εχθρούς της χριστιανικής πίστης. Σήμερα οι κάτοικοι του νησιού τιμώντας την μνήμη των οσίων αυτών μαρτύρων και υπό την εποπτεία του πνευματικού τους καθοδηγητή πατέρα Νικηφόρου Κουμουνδούρου έκτισαν ναό στην περιοχή Ρομάνι αφιερωμένο στη μνήμη τους σαν ελάχιστο δείγμα ευσέβειας στους άγιους εκείνους ασκητές που διατήρησαν την πίστη τους αμετάθετη κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Τέλος, παρά τις αντιξοότητες και τους κινδύνους ο ασκητισμός άνθησε στην περιοχή της Κοίμησης μέχρι το 1909 όπου και συναντάμε τους τελευταίους θεματοφύλακες της πίστης. Από το 1962 τα δύο ησυχαστήρια έγιναν ο τόπος ψυχικής αναζήτησης και θείας ενατένισης ενός «αναχωρητή» του Φίλιππου Γαβαλά, που αν και δεν έχει δεχτεί το μοναχικό σχήμα, ωστόσο επέλεξε τον άγριο τούτο τόπο για να ζήσει τη ζωή του μακριά από τον κόσμο και πολύ κοντά στο Θεό.

    ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Για τους Λειψιώτες ο Αη-Νικόλας είναι ο κυρίαρχος των ανέμων και της τρικυμίας, σαν άλλος Ποσειδώνας εξουσιάζει τις θάλασσες και γίνεται ο προστάτης των θαλασσινών. Γι’ αυτό και κάθε χρόνο στις 6 του Δεκέμβρη οι ντόπιοι του κάνουν τόσες λιτανείες, παρακλήσεις και αφιερώματα που ακόμα κι αν θεωρηθούν υπερβολικά δεν παύουν να καταδεικνύουν την έντονη ευσέβεια και την βαθιά πίστη των ανθρώπων της θάλασσας που την βιώνουν με τον δικό τους δυνατό τρόπο.

    Έτσι δεν προκαλεί καμιά εντύπωση το γεγονός ότι όλοι οι ψαράδες πριν τοποθετήσουν την εικόνα του προστάτη τους στις βάρκες και στα ψαροκάικα την αφήνουν για 40 ημέρες στο κεντρικό ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου για να «λειτουργηθεί» όπως λένε και έτσι από απλή προσωπογραφία του Αγίου να γίνει σύμβολο πίστης, καταφύγιο προστασίας, βοηθός και συμπαραστάτης στον καθημερινό αγώνα.

  • 13

    Ο Άγιος Νικόλαος «του Γνάτη»

    ΠΑΣΧΑ «Νῦν τά πάντα πεπλήρωται φωτός, Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν»

    Οι ‘Eλληνες και ιδιαίτερα οι νησιώτες δεν γιορτάζουν απλώς, αλλά βιώνουν ολόψυχα το Πάσχα όσο καμιά άλλη γιορτή. Κι αυτό γιατί συγκινούνται περισσότερο από την Ανάσταση παρά από την ίδια τη Γέννηση του Χριστού. Για τους ανθρώπους της γης και της θάλασσας δεν ανασταίνεται απλά ο Θεός αλλά η ίδια η φύση που ξυπνά από τη χειμερία νάρκη, νικώντας τη φθορά και το θάνατο. Άνοιξη της φύσης και άνοιξη των ψυχών, ένα συνταίριασμα διπλής χαράς που μας χαρίζει η μοναδικότητα της πασχαλινής γιορτής. Στους Λειψούς οι προετοιμασίες αρχίζουν από το Σάββατο του Λαζάρου όπου τα παιδιά κρατώντας βάγια πηγαίνουν από πόρτα σε πόρτα για να καλαντίσουν το “Λάζαρο” που ο θάνατος και η ανάστασή του είναι προανάκρουσμα της Ανάστασης του Χριστού.

    Σήμερον έρχετ’ ο Χριστός ο επουράνιος Θεός εις την πόλην Βυθανία Μάρθα κλαίει και Μαρία

    Η ανταμοιβή του κόπου τους δεν είναι τίποτε σημαντικό, αυγά ή “λαζαράκια”, (ψωμάκια ανθρωπόμορφα, μια πετυχημένη αναπαράσταση του σαβανωμένου Λάζαρου) αλλά αυτό δεν έχει καμιά σημασία, σκοπός τους είναι να γίνουν οι προάγγελοι της μυσταγωγίας που φέρνει μαζί της η Εβδομάδα των Παθών. Τις μέρες αυτές οι ντόπιοι συνηθίζουν να τις περνούν μέσα σε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα. Η νηστεία γι’ αυτούς δεν σημαίνει απλά αποχή απ’ ορισμένες τροφές αλλά κάθαρση της ψυχής και προετοιμασία για το μεγάλο γεγονός της Ανάστασης. Γι’ αυτό κι από μικρά παιδιά μαθαίνουν να λένε μια στροφή που σκοπό έχει να καταδείξει τη μεγάλη τους ευλάβεια.

    Με(γ)άλη Δευτέρα, ο Χριστός σε φοβέρα. Με(γ)άλη Τρίτη, ο Χριστός στο σπίτι. Με(γ)άλη Τετάρτη, ο Χριστός εταράχθη. Με(γ)άλη Πέφτη, ο Χριστός επαιδεύθη. Με(γ)άλη Παρασκευή, ο Χριστός στο καρφί. Με(γ)άλο Σαββάτο, ο Χριστός στο τάφο.

  • 14

    Από τη Μεγάλη Πέμπτη, οι προετοιμασίες μπαίνουν στην τελική ευθεία. Το πρωί οι νοικοκυρές αφού πρώτα ζωγραφίσουν με λάδι πάνω στα αυγά την Ανάσταση του Χριστού, τα βάφουν κόκκινα. Γι΄ αυτό και τη μέρα αυτή τη λένε κόκκινη Πέφτη.

    Παλαιότερα το βράδυ της ίδιας μέρας οι γερόντισσες του νησιού συνήθιζαν μετά την ακολουθία να κάθονται γύρω από τον Εσταυρωμένο Χριστό μέχρι το πρωί και μοιρολογούν, τραγουδώντας τα πάθη του Θεανθρώπου, συμμετέχοντας έτσι απλά στον πόνο της μάνας του θεού, της Παναγίας.

    Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα σήμερα ησταυρώσανε τον πάντων Βασιλέα οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι κάτω στα Ιεροσόλυμα, που ‘ ν’ μόσκοι φυτεμένοι. Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της την προσευχή της ήκανε για το Μονογενή της. Ακούει φωνές, ‘ κούει βροντές, βλέπ’ αστραπές μεάλες θωρεί τον ουρανό θολό μ’ αιματηρές ψιχάλες. -Φτάνουν, Κερά, οι προσευχές, σώσουνε κι οι μετάνοιες Οβριοί το Γιο σου πιάσανε κι εμάς πιάσαν’ έννοιες. Σαν κλέφτη τονε πιάσανε και σα ληστή τον πάνε και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυραννάνε. Η Παναγιά, σαν τ’ άκουσε, ήπεσε κι ηλι(γ)ώθη, ροδόσταμο της ρίξανε κι εκείνη ηγκαρδιώθη. -Όσες το Γιο μου αγαπούν, ούλες κλουθάτ’ εμένα είπε η Παναγιά σι(γ)ά με μάθια βουρκωμένα. Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα και του Γιακώβου η αδερφή κι οι τέσσερεις αντάμα πήρανε το στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι κι ηφτάσανε στ’ Ατσίγγανου, που ‘ τονε μ’ ένα μάτι. -Πες μας,μωρέ Ατσίγγανε, τι ‘ ναι τούτα που φτίανεις; με πυρωμένο σίδερο τι κάθεσαι και κάνεις; -Οβριοί μου παραγγείλανε καρφιά για να τους κάμω για να σταυρώσουν το Χριστό ταχιά σε ξύλο πάνω. Κείνοι μου ‘πανε τέσσερα, μα γω πέντε τους φτιάνω ψηλά να τον σηκώσουνε κει στο σταυρό απάνω. Τα δυο να μπούν στα πόδια του και τ’ άλλα δυο στα χέρια το πέφτο μέσα στην καρδιά, σαν κοφτερά μαχαίρια. Άμε, μωρέ Ατσίγγανε, ψωμί να μην ‘ ποτάξης κι ούτε διπλό πουκάμισο στη ράχη σου ν’ αλλάξης. Πήρανε πάλι το στρατί - μαύρο το όνομά του- και το στρατί τους ήβγαλε στην πόρτα του Πιλάτου. Βρίσκουν την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα και τα ψηλά παράθυρα σφιχτομανταλωμένα. Μα η πόρτα ηφοβήθηκε κι ήνοιξε μοναχή της ψάχνει παντού η Παναγιά για το Μονογενή της. Κανένας δε φαινούντανε, τα λογικά της χάνει! Βλέπει και προς τα δεξιά, θωρεί τον Αι-Γιάννη.

  • 15

    Αι μου Γιάννη Θεολό και μαθητή του γιού μου, πες μου, πού είν’ ο Γιούκας μου, να μη σαλέψ’ ο νους μου. Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω ούτε και χεροπάλαμο το Γιο σου να σου δείξω. -Όμως, αφού το ‘πεθυμώ, το Γιο μου θα μου δείξης κι έλα αντάμα μετά μας πικρά να τον θρηνήσης. -Θωρείς εκείνο το βουνό το μαυροραχλιασμένο; εκεί ‘χουνε το Γιούκα σου πιστάγκωνα δεμένο. Ανηφορίζ’ η Παναγιά κι αντάμα της οι άλλοι κι είχε φωθιές μες στην καρδιά, στην κεφαλή της ζάλη! Στέκει μακριά και βλέπει τον γδυμνό, ξεστηθωμένο και το κεφάλι μ’ αίματα στον ώμο του γερμένο. -Οχού! Θεέ και Κύριε, δύναμη δώσ’ μου θεία, για να κοντέψω στο σταυρό, είπε η Παναγία. Μα όντα ηπλησίασε κι αντίκρισε το Γιο της ‘νέβηκε το παράπονο σαν κόμπος στο λαιμό της. Τρυπιούνταν η καρδούλα της με τα καρφιά του Γιού της κι ηπαραλύσανε μεμιάς οι φλέβες του μυαλού της. Μα σαν ήρθ’ ο λογισμός, μίλησε στο Παιδί της μ’ αυτά τα λόγια που ‘βγαιναν μέσα απ’ την ψυχή της. -Ω, Γιε μου, που ‘σουν άνοιξη, χαμόγελο γλυκό μου, πού ‘ναι τώρα το κάλλος σου, σπλάχνο εσύ δικό μου; Ω, Γιε μου, που σε φύλα(γ)α μέσα στην αγκαλιά μου κι είχες της μάνας τη στοργή στα μητρικά φιλιά μου! Πού ΄ναι τώρα η νιότη σου, η θεϊκιά θωριά σου; Πού είναι η γλυκύτατη, η λάψη, η ομορφιά σου; Κι εκείνος με θολή μαθιά ήστρεψε και την είδε και με φωνή τρεμάμενη λυπητερά της είπε: -Μάνα μου, σ’ άκουσα σι(γ)ά μυρόλογα να λέης κι αφ’ της καρδιάς τα τρίσβαθα με βόγγους να με κλαίης. Μα έλα, πάψε, μάνα μου, κι έχε από τώρα γιό σου τον Ιωάννη μαθητή, προστάτη, βοηθό σου. Άμε τώρα στο σπίτι μας ν’ αναπαυτής, μανούλα, κι άμα της Κυριακής το φως ροδίση η αυγούλα, τότες κι εσύ θα χαίρεσαι για το Μονογενή σου. Μέσα σε φως θ’ ανεστηθώ με κάλλος Παραδείσου. Ούλοι που με πιστέψανε θα ‘χουν χαρές με(γ)άλες, σαν θα χτυπούν τα σήμαντρα και ψάλλουν οι παπάδες…

    Την Μεγάλη Παρασκευή πολλές από αυτές τις γυναίκες που μοιρολόγησαν τον Εσταυρωμένο περιδιαβαίνουν όλα τα παρεκκλήσια του νησιού για να κάψουν λίγο θυμίαμα μπροστά στις άγιες εικόνες και να προσευχηθούν για τις οικογένειές τους, ενώ οι κοπέλες του νησιού κρατώντας στα χέρια τους πανέρια μαζεύουν από τις ολάνθιστες αυλές τους λουλούδια για να στολίσουν τον Επιτάφιο. Πολλοί πιστοί λειψιώτες αυτή τη συγκεκριμένη μέρα συνηθίζουν να πίνουν μόνο ξύδι σε ανάμνηση των παθών του Κυρίου. Αυτή η πρωτότυπη αποχή από κάθε

  • 16

    είδους τροφή κρατάει μέχρι τον εσπερινό οπότε και γίνεται η περιφορά του Επιταφίου. Ο “τάφος” του Θεανθρώπου μετά το τέλος της περιφοράς οδηγείται στο σολέα μπροστά στην ωραία πύλη και την επόμενη μέρα χρησιμοποιείται ως Αγία Τράπεζα πάνω στην οποία τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, μια καινοτομία που οφείλεται στον πατέρα Νικηφόρο Κουμουνδούρο και υποδηλώνει την βαθιά θρησκευτικότητα των πιστών που βιώνουν κάθε ιερουργία ως πράξη ζωής και όχι σαν απλή τελετή. Στη λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου η παράδοση του τόπου απαιτεί από το εκκλησίασμα να χτυπούν τα “θρονιά” ευθύς μετά το “Ανάστα ο Θεός κρίνον την γην…” δημιουργώντας έτσι ένα τεχνητό σεισμό και αναπαριστώντας τη ρήση του Ευαγγελίου “Και ιδού σεισμός εγένετο μέγας”. Στη συνέχεια κρατώντας τις λαμπάδες στα χέρια βγαίνουν στο προαύλιο της εκκλησίας για να παρακολουθήσουν την τελετή της Αναστάσεως. Αλλά αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι το γεγονός ότι μετά το “Χριστός Ανέστη” κλείνει η πόρτα του ναού από τον ψάλτη που μένει μόνος μέσα ενώ ο ιερέας σαν άγγελος σταλμένος από το Θεό στέκεται μπροστά στην κλειστή πόρτα κρατώντας το ιερό Ευαγγέλιο και διατάζει τις πύλες να ανοίξουν. Στο αίτημα ο ψάλτης που παίζει το ρόλο του ανώνυμου πλήθους των απίστων ρωτά ποιος είναι ο Βασιλιάς της δόξας και ο ιερέας σπρώχνοντας τις πύλες δυνατά τις ανοίγει διάπλατα για να περάσει το εκκλησίασμα. Το χαρμόσυνο μήνυμα της ανάστασης του Κυρίου τη μέρα αυτή συνοδεύεται από δεκάδες φωτοβολίδες, εκρήξεις δυναμιτών και ρουκέτες, απόδειξη της ζωντάνιας που χαρακτηρίζει τους έλληνες και της ανάγκης που νιώθουν να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματά τους συμμετέχοντας έτσι στο θρίαμβο της ζωής πάνω στο θάνατο.

    ΕΘΙΜΑ ΛΑΪΚΟΥ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΥ

    Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Την παραμονή των Χριστουγέννων, μετά τον Εσπερινό, τα παιδιά ζευγαρωμένα πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι για να ψάλλουν τα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα, που αποτελούνται από 23 στροφές και περιγράφουν με γλαφυρότητα όλα τα γεγονότα που συνέβησαν την Άγια εκείνη Νύχτα της γέννησης του Θεανθρώπου, όπως αυτά αποτυπώνονται στη συνείδηση των ανθρώπων του λαού με το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα.

    Καλήν Εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας

    Χριστού την Θείαν Γέννησην να πω στ’ αρχοντικό σας

    Χριστός γεννάται σήμερον, εν Βηθλεέμ τη πόλει

    Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη

    Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων

    Ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων

    Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το «Δόξα εν Υψίστοις»

    κι ευθύς το «Άξιον Εστί» η των ποιμένων πίστις

    Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα,

    άστρο λαμπρό τους οδηγεί, χωρίς να λείψει ώρα.

    Φθάνουν εις Ιερουσαλήμ, με πόθο ερωτώσι

    πού εγεννήθη ο Χριστός να παν να τον ευρώσι.

  • 17

    Για το Χριστό ως άκουσε ο βασιλεύς Ηρώδης

    αμέσως εταράχθηκε κι έγινε θηριώδης

    γιατί πολλά φοβήθηκε δια την βασιλείαν

    μην του την πάρει ο Χριστός και χάσει την αξίαν.

    Κράζει τους Μάγους και ρωτά: «πού ο Χριστός γεννιέται,

    εν Βηθλεέμ ηξεύρομε ως η Γραφή διηγιέται».

    Τους είπε ευθύς να τρέξουνε και όπου Τόνε βρούνε

    να Τόνε προσκυνήσουνε, να ρθουν να του το πούνε.

    Δια να πάει και αυτός να Τόνε προσκυνήσει,

    με δόλο ο μισόθεος, για να τον αφανίσει.

    Βγαίνουν οι Μάγοι τρέχουνε και τον Αστέρα βλέπουν,

    φως θεϊκό κατέβαινε και με χαρά προστρέχουν.

    Και στην σπηλιά σαν φτάσανε, βρίσκουν τη Θεοτόκο

    που κράτει στις αγκάλες της τον Άγιό της Τόκο.

    Γονατιστοί Τον προσκυνούν και δώρα Του χαρίζουν,

    σμύρνα χρυσό και λίβανο, Θεό Τόνε φημίζουν.

    Τα σμύρνα ωσάν άνθρωπο, χρυσό σα βασιλέα,

    το λίβανο δε ως Θεό, σ’ όλη την ατμοσφαίρα.

    Αφού Τόνε προσκύνησαν, ευθύς πάλι μισεύουν

    και τον Ηρώδη μελετούν να πάνε για να εύρουν.

    Μα άγγελος απ’ ουρανό βγαίνει τους εμποδίζει,

    σ’ άλλη οδό να πορευτούν αυτός τους διορίζει.

    Και πάλι άλλος άγγελος τον Ιωσήφ προστάζει

    στην Αίγυπτο να πορευθεί κι εκεί να ησυχάζει.

    Να πάρει και τη Μαριάμ, μαζί με τον Υιό της

    γιατί ο Ηρώδης της ζητεί τον Τόκο τον δικό της.

    Ο βασιλιάς μη βλέποντας τους Μάγους να γυρίζουν

    στην Βηθλεέμ επρόσταξε παιδί να μην αφήσουν.

    Όσα παιδάκια εύρουνε δύο χρονώ και κάτου,

    όλα να τα περάσουνε ευθύς απ’ τα σπαθιά τους.

    Χιλιάδες δεκατέσσερεις σφάζουν σε μία μέρα,

    θρήνο, κλαυθμό και οδυρμό είχε κάθε μητέρα.

  • 18

    Και επληρώθη το ρηθέν προφήτου Ησαΐα,

    ως και των άλλων προφητών και του Ιερεμία.

    Και εις έτη πολλά…

    Στις ευχές των παιδιών οι νοικοκυρές απαντούν με χρήματα και χριστοκούλουρα, φτιαγμένα με βούτυρο, ζάχαρη και σησάμι.

    Πρωτοχρονιάτικα έθιμα

    Οι μέρες που ακολουθούν από τα Χριστούγεννα ως την Πρωτοχρονιά, είναι ένα χαρούμενο οκταήμερο, όπου την πρώτη θέση στο γιορτάσι κατέχουν το λειψιώτικο κρασί και τα παραδοσιακά γλυκά. Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς και ενώ οι νοικοκυρές ζυμώνουν με αλεύρι, γάλα, ζάχαρη, μαστίχα και βούτυρο τη βασιλόπιττα, ομάδες συγχωριανών με σαντούρι, βιολί και τσαμπούνα βγαίνουν στους δρόμους για να ψάλουν τον “Άη Βασίλη”, τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Η αμοιβή τους είναι κυρίως ρακί, γλυκά και χρήματα.

    Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά

    ψηλή μου δεντρολιβανιά

    κι αρχή καλός μας χρόνος

    εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνο

    Κι αρχή που βγήκε ο Χριστός

    σαν άγιος και θαυματουργός,

    μας δίδαξε καμπόσα

    μα οι Εβραίοι τον σταυρώσα(ν)

    Άγιος Βασίλης έρχεται

    και δε μας καταδέχεται

    από την Καισαρεία,

    την αρχόντισσα κυρία.

    Βαστά εικόνα και χαρτί

    ζαχαροκάντιο ζυμωτή

    χαρτί και καλαμάρι

    δες κι εμέ το παλικάρι.

    Το καλαμάρι έγραφε

    τη μοίρα μου την έγραφε

    και το χαρτί ομίλει

    άσπροι μου, χρυσοί μου κρίνοι.

    Βασίλη πούθε έρχεσαι

    και δε μας καταδέχεσαι;

    και πούθε κατεβαίνεις

    και δε μας εσυντυχαίνεις;

  • 19

    Από της μάνας μ’ έρχουμαι

    κι εγώ σας καταδέχουμαι

    και στο σκολειό μου πάω

    δε μου λέτε τι να κάνω;

    Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς,

    κάτσε τον πόνο σου να πεις,

    κάτσε να τραουδήσεις

    και να μας καλοκαρδίσεις.

    Εγώ γράμματα μάθαινα

    και να σας πω τι πάθαινα,

    τραούδια δεν ηξεύρω

    αντικρύ μου να σας εύρω.

    Και σαν ηξεύρεις γράμματα

    γιατί αρκινάς τα κλάματα;

    πες μας την αλφαβήτα

    κι έλα κόψε μας την πίτα.

    Τ’ Άγιου Βασίλη το δαβρί

    ήτονε από γιασιμί

    κι όποιον έβρισκε βλογούσε

    και τόνε πολυχρονούσε.

    Κι απάνω κει στο γιασιμί

    ένα πουλάκι κελαδεί

    πέρδικα τ’ όνομά του

    και χρουσά ‘ταν τα φτερά του.

    Κατέβηκε η πέρδικα,

    που πορπατεί λεβέντικα,

    να βρέξει το φτερό της

    στο νερό το δροσερό της.

    Κι ήβρεξε τον αφέντη μας,

    το ρήγα το λεβέντη μας,

    τον πολυχρονεμένο

    και στον κόσμο ξακουσμένο.

    Εσέν’ αφέντη, πρέπει σου

    για ν’ ακουμπάς τη μέση σου

    τη μαργαριταρένια

    μια καρέκλα καρυδένια.

    Και πάλι ξαναπρέπει σου

    για να κρατάς στην τσέπη σου

    ρολόι διαμαντένιο

    με το μάλαμα δεμένο.

  • 20

    Και πάλι πρέπει, αφέντη μου,

    τρανέ αετομάτη μου,

    στ’ άλογο να καθίζεις

    και τη γη να μην αγγίζεις.

    Πολλά ‘παμε τ’ αφέντη μας,

    του ρήγα του λεβέντη μας,

    ας πούμε της κεράς μας

    της σπιτονοικοκυράς μας.

    Κι εσέ, κερά μου, πρέπει σου

    και πάλι ξαναπρέπει σου

    λουτρό μες την αυλή σου,

    για να λούνεις το κορμί σου.

    Δούλες να φέρνουν τον καφέ,

    στον ασημένιο σου κεσέ,

    δούλες και το μποξά σου,

    για ν’ αλλάζεις τα παλιά σου.

    Κερά τη φρονιμάδα σου,

    που πήρες απ’ τη μάνα σου,

    πολλοί την εχτιμούνε

    και πολλοί τη συζητούνε.

    Πολλά ‘παμε και της κεράς

    και της σπιτονοικοκυράς,

    του γιου σας θα τα πούμε

    κι ύστερα αναχωρούμε.

    Έχεις και γιο μοναδικό.

    σαν το σγουρό βασιλικό,

    ‘γαπά τις μαυρομάτες

    κι ούλες τις τσακιρομάτες.

    Του λες να πάει στα γράμματα

    και σ’ αρκινά τα κλάματα,

    μον’ πάει στα παιχνίδια,

    σ’ ούλα τα χορευταλίδια.

    Πολλά ‘παμε στο γιούκα σου,

    στον ακριβό το δούκα σου,

    στις κόρες σου θα πούμε

    κι ύστερα αναχωρούμε.

    Έχεις και κόρες έμορφες,

    γαρουφαλιές λεβέντισσες,

    πολλοί τις αγαπούνε

    και πολλοί σου τις ζητούνε.

  • 21

    Μα όσοι κι αν τις θέλουνε,

    πολλά προυκιά γυρεύουνε,

    χωράφια με τα στάχυα

    και της Βενεθιάς παλάτια.

    Γυρεύουν σπίτια τρίπατα

    και μαρμαλοπελέκητα,

    μύλους και μυλωνάδες,

    πρόβατα εφτά χιλιάδες.

    Παινέματα, παινέματα,

    πονέσαμε τα στόματα,

    της βάγιας σου θα πούμε

    κι ύστερα αναχωρούμε.

    Σήκου, βάγια, φέρε κρασί,

    φέρε και ρόμι και ρακί

    κι έβγα να μας κεράσεις,

    που να ζεις και να γεράσεις.

    Με την αλλαγή του χρόνου, το πιο ηλικιωμένο μέλος της οικογένειας κουβαλά μια πέτρα μέσα στο σπίτι για το καλό της χρονιάς, θυμιατίζει με φύλλα ελιάς, για να φύγει το κακό, και ραντίζει όλους τους χώρους του σπιτιού με ζάχαρη. Η πέτρα διατηρείται στο σπίτι καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και φροντίζουν να μην την αγγίζει κανείς. Το ποδαρικό γίνεται από ένα παιδί που θεωρείται “καλοπόδαρο”. Ντυμένο γιορτινά και κρατώντας στο χέρι του ένα ρόδι μπαίνει μέσα στο σπίτι με το δεξί (πόδι). Μετά την ανταλλαγή ευχών ακολουθεί η “μπουλιστρίνα” του, δηλαδή το κέρασμά του, που είναι χρήματα και μια κουταλιά ζάχαρη.

    Τα “Φώτα” Τα κάλαντα των Φώτων ψάλλονται από παιδιά το απόγευμα της παραμονής και αφού έχει προηγηθεί η λειτουργία του Αγιασμού. Ο διάλογος του Ιωάννη με το Χριστό, που συνοψίζεται στις 19 στροφές που ακολουθούν, αν και διατυπωμένος με την απλή τοπική διάλεκτο, διακρίνεται για τη ζωντάνεια του και τη δογματική του ακρίβεια.

    Σήμερα ‘ν’ τα Φώτα κι ο φωτισμός

    και του Ιησού μας ο βαφτισμός

    Καλημέρα, καλησπέρα,

    καλή σου μέρα, αφέντη, με την κερά.

    Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό

    είν’ η Παναγιά μας με το Χριστό

  • 22

    και βαστά με σέβας η Δέσποινα

    πέντε θυμιατήρια στα δάχτυλα.

    Και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής

    τον Χριστό σαν είδε, είπε ευθύς:

    “Ο Μεσσίας ήρτε, λαοί, ιδού,

    λάψη θεϊκιά θωρώ πάνω Του”.

    Τότε ο Χριστός μας τον χαιρετά

    κι ένα λό (λόγο) του λέει σι(γ)ά σι(γ)ά:

    “Ιωάννη, ήρτα στον ποταμό

    θέλω από σένα να βαφτιστώ”.

    Και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος

    του απολοήθηκε τρέμουλος:

    “Να βαφτίσει πώς είναι μπορετό

    δούλος το Δεσπότη; Δεν ημπορώ!

    Έχω ‘γώ ανάγκη να βαφτιστώ

    από σε, Χριστέ μου, να βλοηθώ”

    Καλημέρα, καλησπέρα,

    καλή σου μέρα, αφέντη, με την κερά.

    Κι ο Χριστός απάντηση ταπεινή

    ήδωκε στον Άγιο Βαπτιστή:

    “Είναι τούτο θέλημα του Θεού,

    ποιητή της γης και του ουρανού”.

    Υπακούει τότε με σεβασμό

    και βαφτίντζει τρέμοντας το Χριστό.

    Το Άγιο Πνεύμα φτάνει με μιάς

    φαίνεται “εν είδει περιστεράς”.

    Και καθίντζει πάνω στον Ιησού

    κι η φωνή ακούστηκε του Θεού:

    “Τούτος είν’ ο Γιός μου ο αγαπητός,

    του λαού μου φως του και οδηγός

    και της οικουμένης ο ποθητός

    και στα δεξιά μου ο θρονιαστός”.

    Καλημέρα, καλησπέρα,

    καλή σου μέρα, αφέντη, με την κερά.

  • 23

    Την επόμενη μέρα η κάθε οικογένεια ραντίζει με αγιασμένο νερό το σπίτι, τα κτήματα, τα δέντρα και το πλεούμενό της, γιατί σύμφωνα με τη θρησκευτική αντίληψη των ντόπιων, αυτό κρύβει μεγάλη μυστηριακή δύναμη.

  • 24

    ΓΕΩΡΓΙΑ - ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ «Ο μόχθος της μάνας γης»

    ΓΕΩΡΓΙΑ

    νέκαθεν ο Λειψιώτης υπήρξε στενά δεμένος με τη γη του, σε σημείο που να ταυτίζεται μαζί της σε σχεδόν απόλυτο βαθμό. Άλλωστε οι Λειψοί, όπως και πολλά άλλα νησιά, μόλις τα τελευταία χρόνια γνώρισαν την

    τουριστική ανάπτυξη που είτε απλώς συμπλήρωσε το εισόδημα των κατοίκων είτε αντικατέστησε κάθε άλλη βιοποριστική ασχολία. Παλιότερα οι γεωργικές εργασίες στους Λειψούς σε λίγα διέφεραν από όσα μας περιγράφει ο Ησίοδος και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς. Τα χωράφια του νησιού είναι λίγα και άνυδρα με πολύ μικρές αποδόσεις και ο μόχθος του γεωργού μεγάλος. Αστάθμητοι και μεταβλητοί παράγοντες, όπως οι καιρικές συνθήκες ή η εμφάνιση ασθενειών, επιβλαβών ζώων είναι ικανοί να καταστρέψουν μια σοδειά και μαζί το όνειρο για μια σχετικά άνετη διαβίωση με εξασφαλισμένο το ψωμί της χρονιάς. Ο γεωργός παρακολουθεί τον κύκλο της Φύσης και των εποχών και συμμετέχει κι αυτός ως πρωταγωνιστής σε ένα θαυμάσιο δρώμενο συνυφασμένο με τη ζωή που γεννιέται από ένα μικρό σπόρο, θάλλει και καταλήγει στην ευλογημένη ώρα της συγκομιδής. Οι πιο συνηθισμένες καλλιέργειες στους Λειψούς ήταν των δημητριακών, της ελιάς, του αμπελιού και του καπνού. Δυστυχώς η τελευταία μεταπολεμικά εξέλιπε.

    Όργωμα με ζώα

    Όργωμα με γεωργικό ελκυστήρα

    Α

  • 25

    Η καλλιέργεια δημητριακών είναι μια σκληρή και επίπονη εργασία. Το φθινόπωρο, με τις πρώτες βροχές, το έδαφος μαλακώνει καθώς δέχεται τη ζωοποιό επίδραση του νερού και αναδίδει χίλιες δυο μυρωδιές. Είναι η εποχή που ο γεωργός θα πάρει το ζευγάρι του, συνήθως δύο βόδια, άλογα ή μουλάρια και το αλέτρι, για να οργώσει το χωράφι του. Τα βόδια όμως θεωρούνται καλύτερα γι’ αυτή τη δουλειά. Όταν τα ζώα είναι νέα και δεν έχουν ξαναζευτεί, για να τα συνηθίσουν τα ζεύουν χωρίς αλέτρι, ώστε να συνηθίσουν στο ζυγό. Το αλέτρι παλιότερα ήταν ξύλινο (ξυλάλετρο), με σιδερένιο υνί και λίγο διέφερε από το «Ησιόδειο άροτρο». Σήμερα είναι σιδερένιο.

    Στο όργωμα και τη σπορά συμμετέχει όλη η οικογένεια. Ο άντρας κρατώντας με το ένα χέρι τη βουκέντρα και το άλλο τη χερολάβα κατευθύνει τα ζώα, ώστε να οργώνουν κυκλικά το χωράφι, ενώ η γυναίκα ή ο μεγαλύτερος γιός με το δικέλι σκάβει τις «αγουράδες» δηλαδή το κομμάτι ανάμεσα σε δυο αραιές αυλακιές που δεν είναι οργωμένο, ή σπάει τους βόλους του χώματος, που είναι μεγάλοι. Αυτή η τελευταία δουλειά μπορεί να γίνει και με το «βολόσυρο», ένα δηλαδή χοντρό ξύλινο δοκάρι, που μπαίνει στη θέση του αλετριού και το σέρνουν τα ζώα.

    «Σβάρνισμα» με βολόσυρο

    Ακολουθεί η σπορά. Ο σπόρος ο οποίος χρησιμοποιείται έχει διαλεχθεί από

    το λίχνισμα στα αλώνια. Για να προστατευθεί από την υγρασία και να μην σαπίσει, τον αποθηκεύουν μαζί με στάχτη. Την ώρα της σποράς ο γεωργός περνά ένα δισάκι στον ώμο του με το σπόρο και με τα χέρια τον σπέρνει, προσέχοντας να είναι ομοιόμορφη η κατανομή του. Η δουλειά αυτή απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα και είναι καθοριστικός παράγοντας για μια καλή σοδειά. Στις αρχές του καλοκαιριού έρχεται η ώρα της συγκομιδής. Στο θερισμό συμμετέχει η ευρύτερη οικογένεια, γιατί χρειάζονται πολλά χέρια. Η εργασία κάτω από τον καυτό ήλιο είναι, βέβαια, σκληρή, αλλά γίνεται πιο εύκολη με την προσμονή της νέας σοδειάς και τα αστεία και χωρατά των ανδρών και γυναικών.

    Θέρισμα με δρεπάνι

  • 26

    Ο ιδιοκτήτης του χωραφιού κόβει τέσσερα στάχυα, που τα πλέκει σε σχήμα σταυρού και τα δίνει στη γυναίκα του να τα βάλει στο εικόνισμα. Ταυτόχρονα κάνει μια ευχή για καλή σοδειά. Κατόπιν οι θεριστές αρχίζουν το έργο τους. Ένας απ’ αυτούς είναι επιφορτισμένος να κάνει με τα μεγαλύτερα στάχυα «δεματικά», δηλαδή να τα χρησιμοποιήσει για το δέσιμο των δεματιών. Οι υπόλοιποι θερίζουν με τον εξής τρόπο: με το αριστερό χέρι πιάνουν ένα «χερόβολο», δηλαδή όσα στάχυα μπορούν, τα οποία και κόβουν με το δρεπάνι που κρατούν στο δεξί χέρι. Επειδή η δουλειά είναι αρκετά κουραστική, συνηθίζεται ο ένας να παρακινεί τον άλλο σ’ ένα ιδιόμορφο αγώνα δρόμου για το ποιός θα τελειώσει πρώτος.

    Φόρτωμα των δεματιών στα ζώα

    Τα στάχυα κατόπιν μεταφέρονται στο αλώνι. Το αλώνι είναι ένας κυκλικός τόπος στρωμένος με πέτρινες πλάκες και γύρω γύρω οριοθετείται από τον «αντράλικα» δηλαδή όρθιες πλάκες χαμηλού ύψους.

    Αλώνι

    Τα στάχυα τοποθετούνται σε θημωνιές στο αλώνι, το οποίο προηγουμένως έχει καθαριστεί. Για να είναι πιο εύκολη η δουλειά θα πρέπει τα στάχυα να έχουν μείνει εκτεθειμένα αρκετά στον καλοκαιριάτικο ήλιο, ώστε να θρυμματίζονται πιο εύκολα. Από ένα ξύλο στο κέντρο, στον «αφαλό» του αλωνιού δένονται τα ζώα, τοποθετημένα έτσι, ώστε τα πιο γερά και δυνατά να είναι προς το εξωτερικό μέρος και τα πιο αδύναμα προς το εσωτερικό μέρος. Τα ζώα με τις οπλές («καλίκια») πατούν τα στάχυα κι έτσι ξεχωρίζει ο καρπός από το άχυρο. Ο γεωργός πιάνει το «θερνάκι» (δικέλλι) και «συμπαλίζει», δηλαδή μαζεύει προς το κέντρο τα άχυρα και ρίχνει νέα στάχυα στο αλώνι. Όταν τελειώσει όλη αυτή η διαδικασία ακολουθεί το «λίχνισμα»: ο γεωργός με το «θερνάκι» πετά ψηλά τα άχυρα και το σπόρο μαζί. Ο αέρας παρασύρει πιο πέρα τα άχυρα ενώ ο σπόρος πέφτει σχεδόν κατακόρυφα κι έτσι τα ξεχωρίζει. Θα πρέπει όμως να φυσά ελαφρύ αεράκι για να μπορέσει να γίνει το λίχνισμα σωστά. Ο καθαρός σπόρος που μένει συγκεντρώνεται και για το καλό

  • 27

    τοποθετείται πάνω του ένα μπουκάλι με αγιασμό και ο γεωργός κάνει το σημείο του σταυρού. Το σιτάρι καταμετρείται με το «λουτσάκι», ένα δοχείο χωρητικότητας 20

    κιλών περίπου και αποθηκεύεται αυτό που θα χρησιμεύσει για την επόμενη σπορά αναμειγνύεται με στάχτη, για να μη σαπίσει και τοποθετείται σ’ ένα τσουβάλι μέσα στ’ άχυρα, ενώ αυτό που θα πάει για άλεσμα το βάζουν σε μεγάλες βαρέλες. Ο μύλος του χωριού, γνωστός και ως «μύλος του Αραβή», βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του και είναι ανεμόμυλος. Ο άνεμος κινεί τη φτερωτή, της οποίας η κίνηση μεταδίδεται μ’ ένα μηχανισμό από δοκάρια και γρανάζια στην πάνω μυλόπετρα (η κάτω είναι σταθερή). Ο μυλωνάς διοχετεύει το σιτάρι ανάμεσα στις μυλόπετρες μέσω μιας τρύπας που υπάρχει στην πάνω. Για τον κόπο του κρατάει το «(α)ξάϊ» δηλαδή το 1/10 του αλευριού που θα βγεί. Για το άλεσμα μικρότερων ποσοτήτων δημητριακών για οικιακή χρήση, υπάρχει και ο χερόμυλος με δύο πολύ μικρότερες μυλόπετρες, από τις οποίες η κάτω είναι επίσης σταθερή και η πάνω κινείται με το χέρι (συνήθως της νοικοκυράς).

    Ο μύλος του Αραβή

    Το ήπιο κλίμα των Λειψών, το άγονο έδαφος και η έλλειψη αρδεύσιμων εκτάσεων, είναι παράγοντες που ευνοούν την καλλιέργεια της ελιάς. Οι ελιές που ευδοκιμούν στο νησί παράγουν καρπό μικρό σε μέγεθος αλλά εξαιρετικής ποιότητας. Οι ελιές που μαζεύονται είτε με ράβδισμα είτε με δίχτυα καταλήγουν στο λιοτρίβι για την παραγωγή λαδιού.

    Μάζεμα ελιάς

  • 28

    Στο παλιό λιοτρίβι ακολουθούνταν η εξής διαδικασία: οι ελιές διοχετεύονται σε μια κοιλότητα πάνω στην οποία περιστρέφεται μια βαριά πέτρα (με τη βοήθεια ενός ζώου, συνήθως γαϊδάρου). Οι ελιές πολτοποιούνται και τυλίγονται σε χοντρά υφάσματα ποτισμένα με ζεστό νερό. Κατόπιν αυτά τοποθετούνται στον «εργάτη», ένα χειροκίνητο πιεστήριο, απ’ όπου έτρεχε λάδι και νερό μαζί σ’ ένα ξύλινο δοχείο με τρία χωρίσματα. Το νερό ως πιο βαρύ κυλά στο ένα χώρισμα και το λάδι στο άλλο. Το λάδι μετριέται με τα «φλασκιά» χωρητικότητας περίπου 2 κιλών και ο ιδιοκτήτης του ελαιοτριβείου κρατάει και αυτός, όπως ο μυλωνάς, το «(α)ξάϊ». Σήμερα στο νησί λειτουργεί σύγχρονο, μηχανικό ελαιοτριβείο.

    Παραγωγή λαδιού στο σύγχρονο ελαιοτριβείο

    Την παραγωγή της ελιάς απειλεί το σκουλήκι που φωλιάζει στον κορμό της και καταστρέφει το δέντρο και ο δάκος. Βασική μέριμνα των παραγωγών είναι η μικρή έως καθόλου χρήση χημικών προϊόντων για την καταπολέμησή τους ώστε να μην επηρεάζεται η ποιότητα του λαδιού. Το λάδι αυτό είναι που θα θρέψει την οικογένεια μια χρονιά, αλλά και θα τροφοδοτήσει τη φλόγα του καντηλιού στο εικόνισμα, δίπλα στην εικόνα της Παναγιάς. Στις ευάερες πλαγιές του νησιού οι Λειψιώτες καλλιεργούν τα αμπέλια τους, συνήθως σε χωράφια όπου πέτρινες τοιχοποιΐες, οι «πεζούλες» συγκρατούν το χώμα. Το λειψιώτικο κρασί προπολεμικά είχε πολύ καλή φήμη και κατά τη διάρκεια της Ιταλοκρατίας στελνόταν στο Βατικανό, ως άναμμα. Ο αμπελουργός ανοίγει με το λοστάρι στενές και βαθιές τρύπες στο χώμα για να το φυτέψει. Ωσότου το κλήμα μεγαλώσει χρειάζεται αρχικά αρκετό πότισμα και περιποίηση.

  • 29

    Τον Οκτώβριο περίπου ανοίγει ένα λάκο γύρω στη ρίζα, για να μπορεί το φυτό να πίνει το νερό της βροχής και ταυτόχρονα βάζει και κοπριά ως λίπασμα. Το Φεβρουάριο κάνει το κλάδεμα και στους διαδρόμους ανάμεσα στα κλήματα ψηλώνει το χώμα, για να αερίζεται καλύτερα. Τον Απρίλιο, ισιώνει ξανά το χώμα (κάνει δηλαδή το «δισκάφισμα») και ύστερα «θειαφίζει» τα κλήματα και τα ραντίζει με γαλαζόπετρα (θειϊκό χαλκό) για να τα προφυλάξει από διάφορα παράσιτα. Τα πρώτα σταφύλια γίνονται προς το τέλος Ιουλίου και συνηθίζεται ένα καλάθι μ’ αυτά να τα πηγαίνει στην γιορτή του Προφήτη Ηλία (20 Ιουλίου) για να τα ευλογήσει ο ιερέας. Στο καλάθι βάζει μια αναμμένη λαμπάδα και μετά μοιράζει τα σταφύλια στο εκκλησίασμα. Ο τρύγος γίνεται συνήθως στο τέλος Αυγούστου. Άντρες, γυναίκες και παιδιά τρυγούν το μεστωμένο καρπό και τον τοποθετούν σε καλάθια. Ο αμπελουργός σε μια άκρη του χωραφιού έχει διαμορφώσει τη «λιάστρα», το χώρο, δηλαδή, όπου τα σταφύλια εκτίθενται στον ήλιο για 1-2 μέρες για να «λιαστούν»˙ συγκεκριμένα καταβρέχει το χώμα, το ισοπεδώνει μ’ ένα κόπανο και το επιχρίζει με βρεγμένο κοκκινόχωμα ανακατεμένο με λίγο ασβέστη. Μετά τη λιάστρα τα τσαμπιά πηγαίνουν στο πατητήρι, όπου νέοι πατούν με τα πόδια τους τα σταφύλια για να προκύψει ο μούστος. Η διαδικασία του πατήματος των σταφυλιών είναι και η πιο διασκεδαστική και συμμετέχουν σ’ αυτή με κέφι όλοι. Ο μούστος διοχετεύεται σε κάδους για να «βράσει», να γίνει δηλαδή η ζύμωση, για 30-40 περίπου μέρες. Το αποτέλεσμα της ζύμωσης είναι το κρασί, που διοχετεύεται σε δρύινα βαρέλια, τα οποία σφραγίζονται αεροστεγώς και φυλάσσονται σε δροσερό και σκοτεινό μέρος. Σήμερα η εργασία του αμπελουργού έχει προσαρμοστεί στις σύγχρονες ανάγκες. Για να διαμορφωθεί ένα χωράφι σε αμπέλι, θα πρέπει πρώτα, αφού οργωθεί, να γίνει ανάλυση της σύστασης του εδάφους. Τα (άγρια) κλήματα που φυτεύονται προς τα τέλη Φεβρουαρίου, είναι συνήθως της ποικιλίας R 110 (που έχει το χαρακτηριστικό ότι οι ρίζες του κλήματος εισχωρούν βαθιά στο έδαφος) ή - σε μικρότερη κλίμακα - 41 Β (οι ρίζες της οποίας απλώνονται παράλληλα προς την επιφάνεια του εδάφους. Ακολουθεί στις αρχές του φθινοπώρου ο εμβολιασμός τους με «μάτι». Το σημείο του μπολιάσματος δένεται με ταινία για να προστατευτεί και κόβονται τα φύλλα και οι βλαστοί του άγριου κλήματος ώστε αυτό να ανεβάσει χυμούς και να τροφοδοτηθεί το μπόλι. Οι ποικιλίες σταφυλιών που καλλιεργούνται στους Λειψούς είναι το «φωκιανό», που ευδοκιμεί μόνο στα Δωδεκάνησα και στις Κυκλάδες και δίνει κόκκινο κρασί περιεκτικότητας 16-20 βαθμών αλκοόλης και το «βικτώρια» που είναι επιτραπέζιο κυρίως, αλλά μπορεί να δώσει λευκό κρασί. Τα πεδινά αμπέλια και αυτά που ποτίζονται δίνουν κρασί με χαμηλότερη περιεκτικότητα σε αλκοόλ ενώ τα άνυδρα και τα ορεινά, με υψηλότερη.

    Σύγχρονο πατητήρι

  • 30

    Μετά το πάτημα των σταφυλιών το οποίο γίνεται αρχικά με μηχανικά μέσα, για να μην σπάνε οι σπόροι και στυφίζει το κρασί και κατόπιν με τα πόδια, στο μούστο που προκύπτει προστίθεται μουστόλη για να διευκολυνθεί η ζύμωση. Όταν το κρασί πλέον μεταγγίζεται στα βαρέλια προσθέτουν σ’ αυτό οινόλη. Παρά τον εκμοντερνισμό των μεθόδων καλλιέργειας το Λειψιώτικο κρασί, λόγω της αποφυγής πρόσθεσης χημικών στοιχείων παραμένει αγνό και ευχάριστος σύντροφος των κατοίκων του νησιού στις χαρές και στα γλέντια τους.

    ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ Στις πλαγιές των λόφων των Λειψών, μπορεί να δει κανείς δεκάδες αιγοπρόβατα να βοσκούν και ν’ ακούσει τον ήχο από τα κουδούνια τους. Στο νησί εκτρέφονται αρκετά αιγοπρόβατα και βοοειδή. Ο βοσκός, με το ραβδί του, το καμπουριαστό στην άκρη, συνοδεύει τα πρόβατα ή τα γίδια και είναι άγρυπνος φύλακάς τους. Πολλές φορές για να περάσουν οι ατέλειωτες ώρες, παίζει το πιναύλι του, ένα είδος φλογέρας, ενώ τα ζώα βοσκούν. Τα πρόβατα είναι πιο εύκολα στη φύλαξη από τα γίδια, θα μας εξομολογηθεί, γιατί πηγαίνουν κοπαδιαστά, πίσω από το κριάρι και βοσκούν στο έδαφος. Αντίθετα οι κατσίκες διασκορπίζονται και τους αρέσουν οι τρυφερές κορφές των θάμνων. Γι’ αυτό και η ζημιά που κάνουν στα φυτά είναι μεγαλύτερη.

    Κάθε βοσκός είναι δεμένος με το κοπάδι του και γνωρίζει όλα του τα ζώα, ένα-ένα. Άλλωστε υπάρχουν ονόματα, ανάλογα με τη ράτσα και το χρώμα τους. Η μαρτέζα κατσίκα λ.χ. είναι μια ράτσα που προέρχεται από τη Μάλτα (μαλ[ρ]τέζα) και της οποίας το χαρακτηριστικό είναι τα μεγάλα αυτιά και η αρκετή ποσότητα γάλακτος. Η ψαρή, είναι η γίδα με γκρίζο τρίχωμα, η χελιαμπαδιά πάλι, είναι η μαύρη με άσπρες ραβδώσεις. Από το γάλα των ζώων ο βοσκός θα κάνει το τυρί. Για να παραχθεί το τυρί χρειάζεται η πυτιά ή πυ(η)θιά. Σήμερα η πυτιά είναι έτοιμη και πωλείται στο εμπόριο. Παλιότερα την έβγαζαν από το έντερο ενός νεογέννητου κατσικιού (έως τριών ημερών) το οποίο το λέγαν πηθιακό. Το έντερο του πηθιακού κατσικιού είναι γεμάτο από πρωτόαλη, δηλαδή το πρώτο γάλα που θήλασε. Ένα κουταλάκι πυτιά αρκεί για να πήξουν είκοσι κιλά περίπου γάλα και να γίνουν τυρί. Ο βοσκός με το «τυροβόλι» (καλαθάκι που παλιά φτιαχνόταν από βούρλα) στραγγίζει το τυρόπηγμα. Κατόπιν με τον «ταράχτη» χτυπά το πηχτό γάλα μέσα στο καζάνι για να γίνει χλωροτύρι. Έπειτα με τον «κερουλά» σφίγγει το τυρί για να στάξει ο «τσίρος» και κατόπιν το τοποθετεί

  • 31

    στα «φουκάδια» για να στραγγίξουν καλύτερα. Αυτή είναι η διαδικασία της παραγωγής τυριού στο νησί. Οι Λειψοί όμως φημίζονται και για το «τουλομοτύρι» τους. Λέγεται έτσι γιατί παλιά γινόταν μέσα στο τουλούμι, που είναι φτιαγμένο από προβιά κατσικιού. Εκεί ανακατεύεται φρέσκο γάλα και κομμάτια τυριού και προκύπτει ένα νόστιμο μείγμα. Η ζωή του κτηνοτρόφου όμως, δεν είναι πάντα ειδυλλιακή. Βρίσκεται μόνιμα εκτεθειμένος στις καιρικές συνθήκες, που πολλές φορές είναι ακραίες. Φροντίζει και ανησυχεί για το κοπάδι του. Αν αρρωστήσει κάποιο ζώο συμπάσχει κι αυτός μαζί του, γιατί το νιώθει σύντροφό του. Κι όταν τα ζώα διασκορπίζονται στα βοσκοτόπια, τότε καθισμένος σ’ ένα βράχο, με το πιστό σκυλί στα πόδια του, παίζει όμορφους σκ�