Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα...

34
Ένα καλοκαίρι σ’ εκείνο το πλατάνι Μυθιστόρημα Μελίνα Χριστοδουλάκη

Transcript of Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα...

Page 1: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

Η Μελίνα Χριστοδουλάκη γεννήθηκε το 1981 στην Κρήτη. Σπούδασε νομικά στο Δημοκρίτειο Πανεπι-στήμιο Κομοτηνής. Σήμερα ζει και εργάζεται στο Ηράκλειο.

Το βιβλίο « Ένα καλοκαίρι σ’ εκείνο το πλατάνι» εί-ναι η πρώτη της εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα.

Υπάρχουν ανάμεσά μας κάποιοι που αρνούνται να υπακούσουν στις επιταγές της κοινωνίας – που περιφρονούν τους θεσμούς της και που δυσφορούν με τις συνήθειές της. Υπάρχουν ανάμεσά μας κάποιοι που αντιδρούν, που αναρωτιούνται, που ονειρεύονται, που τολμούν.

Ένας τέτοιος «κάποιος» είναι και ο Άκης. Ένα μικρό έφηβο μυρ-μήγκι, ανήσυχο, αθώο και ονειροπαρμένο που λαχταρά να γυρί-σει τον κόσμο και που ξεπερνώντας κάθε φαντασία γίνεται φίλος μ’ έναν τζίτζικα, καλοσυνάτο, σοφό και φύσει ελεύθερο.

Ο Άκης είναι ο αμφισβητίας «αλήτης» που υπήρξε σίγουρα κά-ποτε μες στον καθένα μας και που ίσως ακόμα να εξακολουθεί να κρύβεται και να στοιχειώνει κάποιες καρδιές. Πόσο περιπε-τειώδεις θα είναι οι βόλτες του μες στο τεράστιο δάσος μέχρι να καταφέρει ν’ ανακαλύψει τ’ όνειρό του; Και μετά; Θα το ακολου-θήσει τελικά; Θα το κυνηγήσει; Πόσο δύσκολο, ίσως ακόμα και τρομερό μπορεί να είναι;

Ένα μυθιστόρημα για τη φύση, τους ανθρώπους, τη ζωή γεμάτο συμβολι-σμούς, που θ’ αγαπηθεί από μικρούς, μεγάλους και από κάθε ευαίσθητο ανα-γνώστη.

Ένα

καλ

οκαί

ρι

σ’ ε

κείν

ο το

πλα

τάνι

Μελ

ίνα

Χρι

στοδ

ουλά

κη Ένα καλοκαίρι σ’ εκείνο το πλατάνι

Μυθιστόρημα

Μελίνα Χριστοδουλάκη

Εικονογράφηση εξωφύλλου: Γιώργος Σαριδάκης.

Page 2: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Σ’ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙΜελίνα Χριστοδουλάκη

Διορθώσεις: Δημήτρης ΧρήστουΣελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου

Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. ΚορίδηςΜακέτα εξωφύλλου: Κατερίνα Φωτιάδη

Εικονογράφηση εξωφύλλου: Γιώργος Σαριδάκης

© Copyright: Εκδόσεις «Ιωλκός» & Μελίνα ΧριστοδουλάκηE-mail: [email protected]

Οκτώβριος 2011 Α΄ Έκδοση

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΩΛΚΟΣ»• Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81

Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, Fax: 210-3304211E-mail: [email protected]

www.iolcos.gr

ISBN 978-960-426-637-1

Page 3: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Σ’ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ

Page 4: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα
Page 5: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

ΜΕΛΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗ

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΣ’ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ

Μυθιστόρημα

ΙΩΛΚΟΣ

Page 6: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα
Page 7: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

Στο μαμάκι

Page 8: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα
Page 9: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

1

Ήταν ένα καλοκαίρι που είχε διαδεχτεί έναν παράξενο χει-μώνα. Δεν είχε βρέξει όπως άλλοτε, δεν είχε χιονίσει όπως παλιά, δεν έκανε κρύο όπως συνηθιζόταν κατά τους χειμερι-νούς μήνες στις χώρες του βορείου ημισφαιρίου. Γι’ αυτό και η φύση ήταν ανάστατη.

Τα διαβατάρικα πουλιά που σ’ όλη τους τη ζωή διέσχιζαν τους αιθέρες διανύοντας χιλιάδες χιλιόμετρα απ’ το βορρά στο νότο κι απ’ το νότο στο βορρά, ατενίζοντας αφ’ υψηλού την ομορφιά του κόσμου, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Να φύγουν ή να μείνουν; Η διάρκεια της νύχτας είχε για τα καλά πια μεγαλώσει, σημάδι πως έπρεπε γρήγορα να ξεκινήσουν το ταξίδι τους γι’ αυτό μάλιστα είχαν εφοδιαστεί με παραπάνω βάρος, καύσιμο μοναδικό και απαραίτητο για τις πολύωρες, συνεχόμενες, αξιοζήλευτες πτήσεις τους, αλλά, εντούτοις ο καιρός ήταν παραπλανητικά καλός. Τόσο που τα έκανε ν’ ανησυχούν και να κοιτούν τον ουρανό προβληματισμένα. Ναι, να έφευγαν. Δεν ήταν ανάγκη να κρυώσει η ατμόσφαιρα για να πετάξουν, αλλά αν βρίσκονταν ενώπιον μιας κοσμοϊστο-ρικής αλλαγής κι εκεί που θα πήγαιναν αντί καλοκαίρι όπως πάντα, αυτήν τη φορά, τα περίμενε χειμώνας; Τότε μην έχο-ντας καμία επιλογή, αδυνατώντας να βρουν τροφή, κουρα-σμένα απ’ το μακρύ ταξίδι και ανήμπορα να γυρίσουν πίσω, θα πέθαιναν, αφήνοντας την τελευταία τους ανάσα μες στην κρύα αγκαλιά μιας χιονισμένης ερήμου. Μπρρρ! Και μόνο στη σκέψη ένιωθαν ρίγη να συγκλονίζουν το κορμί τους και να

Page 10: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

10

ΜΕΛΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗ

αποσυντονίζουν τις φτερούγες τους! Ε, τότε ας έμεναν. Ναι, να έμεναν, γιατί όχι; Θα την άραζαν πάνω στα δέντρα και στις ακροθαλασσιές και ερωτοτροπώντας αδιάκοπα, θ’ αφιέρωναν το ασταμάτητο τραγούδι τους σ’ ένα χειμώνα που δεν ήρθε ποτέ. Κι αν ο χειμώνας τελικά ερχόταν, καθυστερημένα και ξαφνικά και ήταν βαρύς κι ανελέητος όπως ήταν χρόνια τώρα από τότε που γνώρισαν τον κόσμο σ’ αυτά τα μέρη, τούτη την εποχή; Μα ήταν χελιδόνια κι αηδόνια και άλμπατρος κι ερω-διοί και τσαλαπετεινοί και πελαργοί και σκουφοβουτηχτάρια και βασιλαετοί και ασημόγλαροι και τσίχλες κι αγριόχηνες και κύκνοι και βραχοκιρκινέζια. Πώς ήταν δυνατόν να μην πετά-ξουν; Να μη φύγουν; Να μη διασχίσουν και πάλι τους αιθέρες περήφανα και χαμογελαστά; Να πουν όχι σ’ ένα ακόμα ταξίδι έστω κι αν ήταν το τελευταίο; Κι έχοντας ακριβώς αυτήν την υποψία, άνοιγαν ωστόσο ξανά τα φτερά τους με την ελπίδα, ο άνεμος να είναι όπως πάντα με το μέρος τους, αποφασισμένα ετούτη τη φορά ν’ απολαύσουν το ταξίδι περισσότερο από κάθε άλλη…

Οι αρκούδες, με τη σειρά τους, δεν ήξεραν αν θα έπρεπε να κουρνιάσουν στις σπηλιές τους και να πέσουν στον καθι-ερωμένο χειμέριό τους λήθαργο ή να συνεχίσουν να τρίβουν τις πλάτες τους στα δέντρα, να ρεμβάζουν στη φύση και πότε πότε ν’ αναστατώνουν τα πολύβουα μελίσσια, θέλοντας να γευτούν την αγαπημένη τους λιχουδιά. Ένιωθαν μια φυσική κόπωση, κάπως δυσκίνητες, βαριές, όχι λόγω του όγκου τους, που δεν τις εμπόδιζε να τρέξουν αν χρειαζόταν με ταχύτητα ακόμα και πενήντα χιλιομέτρων την ώρα και να σκαρφαλώ-νουν πάνω στα δέντρα, αλλά εξαιτίας του Μορφέα που άλλες χρονιές τέτοια εποχή είχαν ήδη παραδοθεί άνευ όρων και γεμάτες πάθος στην αγκαλιά του. Τώρα πότε θα κοιμόνταν; Αυτά τα πρωτόγνωρα καμώματα του καιρού τις είχαν απο-διοργανώσει. Μα τι στο καλό παράξενη εποχή ήταν ετούτη; Τα δέντρα είχαν ρίξει τα φύλλα τους και κάμποσα λουλούδια είχαν ανθίσει, τα ζουζούνια βούιζαν ενοχλητικά και στα πο-τάμια που στέρευαν αργοκυλούσε νερό μαυροπράσινο και αηδιαστικό. Κι αν ο χειμώνας είχε καθυστερήσει; Αν κάπου

Page 11: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Σ’ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ

11

είχε ξεχαστεί κι ερχόταν αργότερα βίαιος και σφοδρός; Γιατί δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα ερχόταν. Αν αυτές έπεφταν για ύπνο υπακούοντας στο από χρόνια έτσι ρυθμισμένο, βιολογι-κό τους ρολόι κι όταν ξυπνούσαν αντί για άνοιξη τις περίμενε χειμώνας; Τότε τι θα έκαναν; Θα έπεφταν και πάλι για ύπνο; Αδύνατον, αφού το λίπος τους θα είχε καταναλωθεί και γι’ αυτό θα έπρεπε, πάση θυσία, κάτι να βρουν να φάνε. Αλλά τι; Μες στο αφιλόξενο, παγωμένο τοπίο; Αυτές δεν ήταν σαν τις ξαδέρφες τους τις πολικές, συνηθισμένες στο κρύο και στα χιόνια. Βέβαια, ακόμα και εκείνες, οι μακρινές τους συγγε-νείς, ταλαιπωρούνταν, αφού έβλεπαν το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια τους να υποχωρεί ολοένα και περισσότερο συρρι-κνώνοντας απειλητικά το φυσικό τους περιβάλλον. Γιατί αν για τις εύκρατες, ο χειμώνας ήταν εχθρικός και η ύπαρξη του κρύου απαγορευτική για την επιβίωση τους για τις πολικές αρκούδες, οι χαμηλές θερμοκρασίες, οι πάγοι και τα χιόνια ήταν στοιχεία απαραίτητα προκειμένου να εξακολουθήσουν το αέναο μοναχικό τους βάδισμα μες στο χρόνο. Ωστόσο, για τις καφέ, σπίτι τους ήταν το καταπράσινο δάσος και μόνο στη σκέψη του χειμώνα ένιωθαν τη γούνα τους να σηκώνεται όρθια και το στομάχι τους να γουργουρίζει παραπονεμένο. Ε, τότε ας έμεναν ξύπνιες μέχρι και εφόσον έρθει ο χειμώνας. Σιγά το πράγμα. Κι όμως δεν ήταν εύκολο. Η μητέρα φύση τις είχε φτιάξει έτσι και μαζί της ούτε ήθελαν ούτε μπορούσαν να τα βάλουν. Ήταν τόσους μήνες σε δράση απολαμβάνοντας την άνοιξη και το καλοκαίρι και τώρα το σώμα και το πνεύμα τους είχαν ανάγκη από ύπνο, στη διάρκεια του οποίου θα γεννούσαν και τα μικρά τους, που θα τρέφονταν απ’ το γάλα της μαμάς τους ενώ αυτή θα κοιμόταν. Τι να έκαναν λοιπόν; Πρωτοφανές το δίλημμα για τα συμπαθέστατα, μα λιγοστά πια, θηλαστικά. Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότερες, αν όχι όλες, επέλεξαν να κάνουν αυτό που είχαν μάθει από τότε που γεν-νήθηκαν. Να κουλουριαστούν νωχελικά μες στις απόκρημνες φωλιές τους και ν’ αφεθούν έστω και καθυστερημένα στη γνώριμη αγκάλη του ύπνου, κουρασμένες, χορτάτες κι εγκυ-μονούσες, ελπίζοντας όταν θα ξυπνήσουν, η φύση που τόσο

Page 12: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

12

ΜΕΛΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗ

αγάπησαν και ήξεραν πόσο σοφή και στοργική ήταν με τα πλάσματά της να είναι αποπλανητικά οργιαστική, φροντίζο-ντας και προνοώντας για την επιβίωσή τους…

Μα και για τον υδάτινο κόσμο τα πράγματα δεν ήταν κα-λύτερα. Τεράστια παγόβουνα επέπλεαν αργά στην επιφάνεια της θάλασσας, κινούμενα προς διαφορετικές κατευθύνσεις ενώ οι αναρίθμητοι οργανισμοί που ζούσαν εντός της, χαρι-τωμένοι και ξέγνοιαστοι μέχρι τότε, έβλεπαν τον κόσμο τους ν’ αλλάζει ανεξήγητα και προς το χειρότερο. Τα κοράλλια μαραίνονταν μυστηριωδώς και ολόκληροι ύφαλοι κατέρρε-αν αφήνοντας άστεγα, απροστάτευτα και πανικοβλημένα, αμέτρητα πλάσματα του ζωικού και φυτικού βασιλείου, όλα τους μοναδικά και πανέμορφα θαύματα της ανεξάντλητης σε έμπνευση, φύσης. Τα κοράλλια, ο γηραιότερος θαλάσσιος οργανισμός του πλανήτη, πολλά απ’ αυτά συνομήλικα των πυραμίδων, τα τροπικά δάση των ωκεανών, μην αντέχοντας τη ζέστη, άφηναν την τελευταία τους πνοή, μετά από μια αιώνια ένδοξη ζωή, δηλητηριασμένα, αποτελώντας με την άψυχη πια παρουσία τους μια περίτρανη απόδειξη πως ο θάνατος δεν είναι τόσο αναπόφευκτος όσο φρικτός…

Στην ίδια κατάσταση βρέθηκαν όλα τα ζωντανά πλάσματα που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει πάνω στον έναν και μονα-δικό πλανήτη. Τα ζώα κοιτούσαν αμήχανα το ένα το άλλο, τα πουλιά ασφυκτιούσαν απ’ την αφύσικη καλοκαιρία, τα ψάρια αναζητούσαν καταφύγιο σε όλο και μεγαλύτερα βάθη, τα λουλούδια, μερικά άνθιζαν, κάποια μαραίνονταν κι ορισμένα, αμφιταλαντευόμενα, προτιμούσαν να παραμείνουν κρυμμένα μες στο χώμα ενώ τα σοφά δέντρα που οι ρίζες τους χαμένες στα άδυτα της γης είχαν δει και περάσει πολλά, υπέμεναν στωικά αυτήν την πρωτοφανή μεταλλαγή του καιρού, υψώ-νοντας παρακλητικά τα κλαδιά τους στον ουρανό, ζητώντας έτσι απ’ το δημιουργό τους, λίγη βροχή να ξεδιψάσουν, λίγη στοργή για να συνεχίσουν να υπάρχουν ατενίζοντας τη ζωή, ομορφαίνοντας κι οξυγονώνοντας τον κόσμο και λίγο ακόμα έλεος για τους μοναδικούς φταίχτες, τους μόνους ανυπάκου-ους στους νόμους της φύσης, τους ξεδιάντροπα ασεβείς, τα

Page 13: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Σ’ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ

13

αγαπημένα και γι’ αυτό κακομαθημένα παιδιά του Θεού, τους ανθρώπους…

Απ’ την άλλη μεριά, οι άνθρωποι, ως συνήθως, δε συμφω-νούσαν μεταξύ τους. Επομένως ο Θεός και να ήθελε δεν μπο-ρούσε να τους ακούσει. Από τις τόσες διαφωνίες, στ’ αυτιά του, έτη φωτός μακριά, έφτανε μόνο ένα ενοχλητικό βουητό. Άλλοι ήθελαν να βρέξει για να οργώσουν και να σπείρουν το χωράφι τους κι άλλοι πάλι όχι, γιατί επιθυμούσαν να βάψουν τον εξωτερικό χώρο του σπιτιού τους. Εκατομμύρια ήταν αυ-τοί που βλέποντας ηλιοφάνεια είχαν απλώσει ρούχα στις τα-ράτσες τους και στις αυλές τους και δεν ήθελαν να βρέξει για να μη λερωθεί η μπουγάδα τους ενώ αμέτρητοι άλλοι, την ίδια στιγμή, πέθαιναν αφυδατωμένοι εξαιτίας της έλλειψης νερού. Πολλοί είχαν πλύνει τ’ αυτοκίνητά τους και δεν επιθυμούσαν με κανέναν τρόπο μια καταραμένη βροχή να χαλάσει το γυά-λισμά τους ενώ ταυτόχρονα κάποιοι χοροπηδώντας απελπι-σμένα, σύμφωνα με πρωτόγονους ρυθμούς, προσπαθούσαν να εξευμενίσουν τα στοιχεία της φύσης, εκλιπαρώντας τα για λίγες σταγόνες. Κυρίες, έβγαιναν απ’ το κομμωτήριο περήφα-νες για την ακριβή τους χαίτη, μακαρίζοντας τον ασυννέφια-στο ουρανό που τις βοηθούσε να την επιδεικνύουν ανεμπόδι-στα ενώ σε άλλα σημεία, ευπαθείς ομάδες, έπεφταν θύματα φονικού καύσωνα. Αρκετοί αναστέναζαν, νοσταλγώντας τον παλιό, κλασικό χειμώνα με τις βροχές, τα κρύα και τα χιόνια του, μόνο και μόνο γιατί ήθελαν να νιώσουν το σώμα τους να τυλίγεται ξανά μέσα σε γνήσιες γούνες και δερμάτινα παλτά, αγνοώντας ότι παράλληλα στις φτωχογειτονιές, στα υπόγεια και στις παραγκουπόλεις, αναρίθμητοι κάποιοι, που οριακά φυτοζωούσαν, χαμογελούσαν βαριανασαίνοντας με την ελπίδα πως τουλάχιστον ίσως φέτος, θα γλίτωναν τις πλημμύρες. Σε διάφορα μέρη του πλανήτη, οι αστοί μειδιούσαν στη σκέψη ότι ετούτη τη χρονιά θα κατάφερναν επιτέλους να κάνουν οι-κονομία γλιτώνοντας χρήματα απ’ το πετρέλαιο θέρμανσης, τα οποία, ωστόσο, θα έχαναν οι λίγοι εκείνοι μεγιστάνες που για χάρη αυτού του μαύρου, αλλά διόλου ευκαταφρόνητου χρυσού, είχαν σημαδέψει με αίμα το κάθε τους βήμα, στο πέ-

Page 14: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

14

ΜΕΛΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗ

ρασμά τους απ’ την αιωνιότητα στην αθανασία. Οι ιδιοκτήτες πανάκριβων ορεινών σαλέ, στη θέα των έρημων άλλοτε χρυ-σωρυχείων τους, τραβούσαν τα μαλλιά τους σε αντίθεση μ’ εκείνους των παραθαλάσσιων τουριστικών επιχειρήσεων που έτριβαν τα χέρια τους απ’ τον απρόσμενο συνωστισμό στις παραλίες. Έτσι, ανάλογα με τις ανάγκες και τα συμφέροντά τους, αναρίθμητοι έκλαιγαν και αμέτρητοι γελούσαν…

Ανάμεσα σε όλους αυτούς υπήρχαν και κάποιοι λίγοι, που ένιωθαν ότι κάτι παράξενο συμβαίνει. Αντιλαμβάνονταν ότι γίνονταν μάρτυρες μιας αλλαγής που δε θα ερχόταν ίσως κάποτε, αλλά είχε ήδη πραγματοποιηθεί. Κι έβλεπαν πως η καταστροφή δεν ήταν πλέον πιθανή μα αναπόφευκτη κι ότι ο πλανήτης δεν προειδοποιούσε απλά, αλλά αιμορραγούσε ακατάσχετα. Καταλάβαιναν, βασισμένοι κυρίως στο φυσικό τους ένστικτο και στην κοινή τους λογική, τα οποία πολύπλο-κες επιστημονικές αναλύσεις έρχονταν να επιβεβαιώσουν ότι όλα αυτά τα ακραία καιρικά φαινόμενα, οι ζεστοί χειμώνες και τα παρατεταμένα καλοκαίρια, οι μακροχρόνιες ξηρασίες, οι υπερφυσικοί τυφώνες και οι απρόσμενοι ανεμοστρόβιλοι, τα σφοδρά κι εναλλασσόμενα κύματα ψύχους και καύσωνα, οι καταρρακτώδεις βροχές και οι ασυνήθιστες χιονοπτώσεις δεν ήταν παρά συμπτώματα μιας θανατηφόρας αρρώστιας που πια βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο.

Αυτοί, ανήσυχοι και φοβισμένοι έστρεφαν το βλέμμα τους στον ουρανό πασχίζοντας να μαντέψουν τις διαθέσεις τού δημιουργού τους. Υπήρχε άραγε ακόμα ελπίδα; Αναρωτιό-νταν και καθώς συνέχιζαν ν’ αναπνέουν δεν μπορούσαν να μην προσπαθούν, δέσμιοι της αγάπης τους για τη ζωή. Και αηδίαζαν όταν έβλεπαν τους μεγάλους του κόσμου φτάνο-ντας απ’ όλες τις γωνιές με ιδιωτικά τζετ και πολυτελείς λιμουζίνες και τρώγοντας σπάνια εδέσματα από είδη που απειλούνταν με εξαφάνιση να συνεδριάζουν για το καλό τής ανθρωπότητας και για τη σωτηρία του πλανήτη. Και δάκρυ-ζαν σαν άκουγαν πως η ιπτάμενη αλεπού των Σεϋχελλών και ο πυγμαίος ιπποπόταμος κι ο διάβολος της Τασμανίας και το γιγάντιο γατόψαρο της νοτιανατολικής Ασίας και η τεράστια

Page 15: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Σ’ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ

15

σαλαμάνδρα της Κίνας και τα σαλιγκάρια των Γκαλαμπάγκος ήταν ελάχιστα μόνο απ’ τα εκατομμύρια πλάσματα που σε λίγα χρόνια δε θα υπήρχαν. Και αγανακτούσαν, μαθαίνοντας πως εταιρίες προκειμένου να γλιτώσουν μερικά εκατομμύρια, ξεφορτώνονταν τα τοξικά τους απόβλητα στις θάλασσες και στις ακτές. Και ο καθένας με τον τρόπο του, αντιδρούσε και πάλευε. Και όλοι, μπροστά στην αδιαφορία των ανθρώπων, απελπίζονταν. Γιατί αν και το πρόβλημα ήταν ένα και αφο-ρούσε τους πάντες, αφού τώρα πια κινδύνευε αυτή η ίδια η ύπαρξη, η μία και η μοναδική, η οποιαδήποτε και η κάθε ζωή, ελάχιστοι, μόνο εκείνοι, αγωνιούσαν. Οι άλλοι, οι πολλοί, στην καλύτερη περίπτωση το άκουγαν απαθείς σαν να απειλούσε κακόμοιρους κομπάρσους κάποιας πολυδάπανης χολιγουντι-ανής παραγωγής, τους οποίους φυσικά, στο τέλος, θα κατόρ-θωνε να σώσει ο πρωταγωνιστής, σούπερ ήρωας…

Κι έτσι, οι λίγοι σκεπτόμενοι και ευαισθητοποιημένοι, συ-νέχιζαν τη μοναχική τους πορεία, αδυνατώντας να κάνουν αλλιώς, με το όνειρο πως κάποια μέρα οι άνθρωποι θα ξυπνή-σουν και τότε ακόμα ο ήλιος θα λάμπει στον ουρανό, ακόμα τα πουλιά θα κελαηδούν πάνω στα δέντρα που ακόμα θα είναι εκεί, πελώρια και καταπράσινα κι ακόμα στη θάλασσα θα κάνουν βουτιές τα δελφίνια και θα ερμηνεύουν το μυστηριακό τους τραγούδι οι φάλαινες ενώ αυτή θα λικνίζεται λάγνα, προ-καλώντας και καλώντας στην αγκαλιά της τους ρομαντικούς, τους ονειροπόλους και τους ποιητές που ακόμα θα υπάρχουν. Και τότε, ακόμα δε θα είναι αργά κι όλα θ’ αλλάξουν. Ελπίδα που τους παραμύθιαζε και που συνάμα τους κρατούσε στη ζωή και στον αγώνα να υφίστανται και να υπομένουν την ειρωνεία, την περιφρόνηση, την απόρριψη, την κατακραυγή και τον οίκτο σαν να μην ήταν άνθρωποι, λες και ήταν από άλλον πλανήτη σαν να ζούσαν σε άλλη εποχή, γραφικοί και παρακατιανοί, παρείσακτοι και ενοχλητικοί, τραγελαφικοί δον Κιχότες, αξιοθρήνητα κι ασήμαντα μυρμήγκια…

Page 16: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

16

2

Ο Άκης καθόταν αποκαμωμένος κάτω από τ’ απομεινάρια ενός ξεραμένου λουλουδιού και προσπαθούσε να περάσει απαρατήρητος προκειμένου να ξεκλέψει λίγες στιγμές ξεκού-ρασης και ξεγνοιασιάς.

Διότι μπορεί η φύση να είχε συγχύσει κι αποπροσανατολί-σει τα πλάσματά της μα ωστόσο τα πιο πολλά συνέχιζαν να ζουν και να δρουν έτσι όπως είχαν μάθει απ’ τους προγόνους τους, υποταγμένα στη συνήθεια και στους σκληρούς κώδι-κες του DNA τους. Εξάλλου, ακόμα κι αν ένιωθαν δυσφορία βλέποντας τον κόσμο τους, ανεξήγητα να μεταβάλλεται, τι θα μπορούσαν να κάνουν; Τα περισσότερα απ’ αυτά ήταν ανήμπορα ν’ αντιδράσουν και ν’ αλλάξουν την πορεία των πραγμάτων. Πόσο μάλλον αν το ταξίδι της ζωής το έκαναν ως ασήμαντα και αδύναμα μυρμηγκάκια.

Ένα τέτοιο μικροσκοπικό, έφηβο μυρμήγκι ήταν και ο Άκης. Ο βίος του ήταν προδιαγεγραμμένος και φυσικά ήταν αδιανόητο να τα βάλει είτε με τους νόμους της φύσης είτε με τις επιταγές και τους θεσμούς της κοινωνίας. Και γιατί άλλω-στε να συγκρουστεί μαζί τους; Όλα τα μυρμήγκια ένιωθαν ότι έκαναν κάτι χρήσιμο και γι’ αυτό ήταν ευχαριστημένα. Ποτέ δε βαρυγκομούσαν και αν καμιά φορά αναστέναζαν άθελά τους, έβηχαν αμήχανα και στρώνονταν με ακόμα μεγαλύτερο πάθος στη δουλειά προσπαθώντας να διώξουν ανεπιθύμητες κι ανησυχητικές για την ψυχική τους υγεία, σκέψεις. Γιατί τα μυρμήγκια δεν πρέπει να σκέφτονται. Και φυσικά η λέξη

Page 17: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Σ’ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ

17

«όνειρα» ήταν αν όχι άγνωστη, σίγουρα απαγορευμένη για το περιορισμένο λεξιλόγιό τους. Όνειρα; Χα! Τα όνειρα είναι για τους αργόσχολους και τα παράσιτα, για τους επικίνδυνους και τους ανίκανους. Μόνο τα τζιτζίκια κάνουν όνειρα και γι’ αυτό μόλις περάσει το καλοκαίρι ξεψυχούν. Αλλά ο Άκης, ευτυχώς, δεν ήταν τζιτζίκι. Ήταν ένα ακόμα τυχερό, κατα-δικασμένο σε ισόβια και εποικοδομητική για την κοινωνία, εργασία και γι’ αυτό χρήσιμο, μυρμήγκι.

«Άντε ρε γυναίκα! Πάρ’ τα πόδια σου! Με τους ρυθμούς που πάμε θα μας βρει ο χειμώνας» φώναξε ο πατέρας νιώθοντας ανυπομονησία μπροστά στη θέα ενός τεράστιου κουκουτσιού από βερίκοκο, το οποίο είχε ήδη αρχίσει να σκέφτεται πού θα το τοποθετήσουν, πώς θα το διατηρήσουν και για πόσο θα κρατούσε αυτή η πολύτιμη προμήθεια.«Μα είναι μόλις Ιούνης, μέρμηγκά μου! Κι όσο για το χειμώνα μην είσαι και τόσο σίγουρος. Δεν είδες φέτος;» αποκρίθηκε η μητέρα με ύφος απορημένο και παραπονιάρικο αδυνατώντας να συμμεριστεί την αγωνία και τη συγκίνηση του άντρα της.

«Δε μου λες; Κουβέντα θ’ ανοίξουμε; Τώρα είναι καλο-καίρι και ΔΟΥΛΕΥΟΥΜΕ...» τόνισε ο πατέρας, εκνευρισμένος απ’ την αδικαιολόγητη αργοπορία κι απ’ την απάντηση της γυναίκας του.

«Γιατί το χειμώνα μήπως καθόμαστε; Και τότε δουλεύου-με για το καλοκαίρι» τόλμησε να ξεστομίσει η μητέρα.

«Οχού! Μα την πίστη σου, όρεξη έχεις πρωί πρωί; Πού είν’ ο γιος σου; Φώναξέ τον γρήγορα να ’ρθει να βοηθήσει. Τι ανε-πρόκοπος, Θεέ μου!» αναφώνησε ο πατέρας οργισμένος γι’ αυτήν την άσκοπη σπατάλη χρόνου σε περιττές και ανόητες συζητήσεις.

«Άκη; Πού είσαι; Άκη, έλα παιδί μου να βοηθήσεις. Άκη πού είσαι; Δεν ακούς; Μα πού πήγε;» άρχισε να φωνάζει η μητέρα, όχι για να υπακούσει στον άντρα της, αλλά παρακι-νημένη από ανησυχία για το γιο της που είχε εξαφανιστεί.

«Ο ύπνος θα τον πήρε πάλι κάτω από καμιά μολόχα. Είδες ο παραχαϊδεμένος σου; Ούτε ένα ψίχουλο δεν είναι ικανός να

Page 18: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

18

ΜΕΛΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗ

σηκώσει και να φέρει μες στο σπίτι. Άντε, μην αρχίσω...» είπε ο πατέρας αναψοκοκκινίζοντας σκεπτόμενος την παράξενη και ασυνήθιστη συμπεριφορά του γιου του.

«Άκη, μα πού είσαι βρε παιδάκι μου;» ξαναφώναξε η μη-τέρα με μεγαλύτερη ανησυχία κάνοντας πως δεν άκουσε τον επικριτικό λόγο τού κατά τα άλλα, αγαπημένου της συζύγου.

Ο Άκης βρισκόταν ξαπλωμένος κάτω από μια ξεραμένη, νε-κρή πια κι έτοιμη να μαδήσει τριανταφυλλιά και κλείνοντας τα μάτια έφερνε στο νου του τη ζωντανή μορφή της. «Πόσο όμορ-φη ήταν! Τι μαγευτικά χρώματα είχαν τα ατελείωτα, βελούδινα πέταλά της και πόσο, μα πόσο μεθυστικό ήταν αυτό το άρω-μα...» αναλογιζόταν και ασυνείδητα κουνούσε τα ρουθούνια του προσπαθώντας να νιώσει έστω κάποια ίχνη από εκείνη, την ποθητή μυρωδιά της. «Λουλούδια! Τι όμορφα!» σιγοψιθύρισε συνεπαρμένος κι ένιωθε απόλαυση και γαλήνη.

«Ε, ψιτ! Ψιτ, ψιτ, καλέ! Ε, εσύ εκεί κάτω! Ε, μυρμηγκά-κι...».

Ο Άκης άκουσε μες στο ονειροπόλημά του μια φωνή και ξαφνιασμένος άνοιξε τα μάτια. Κοίταξε γύρω του ενοχλημένος που έτσι άγαρμπα κάποιος διέκοπτε το ταξίδι της φαντασίας του, αλλά δεν είδε ψυχή.

«Μάλλον θα μου φάνηκε» μονολόγησε και ξανάκλεισε τα μάτια γρήγορα για να μη φύγει απ’ το μυαλό του εκείνη η συγκινητική εικόνα.

«Ε, φιλαράκι! Τζι, τζι, τζι, ξύπνα! Τζι, τζι, τζι, τζι, τζι, τζι...».Ο Άκης άνοιξε και πάλι τα μάτια εκνευρισμένος αυτήν

τη φορά κι έτοιμος να αποπάρει τον αγενή που δε σεβόταν τίποτα και κανέναν.

«Τι είναι; Ποιος είναι; Πού;» φώναξε κοιτάζοντας ανήσυχα και θυμωμένα τριγύρω.

«Εδώ, εδώ πάνω, στο πλατάνι» άκουσε μια μυστηριώδη και παράξενη φωνή να του λέει.

Το βλέμμα του στράφηκε προς τον τεράστιο κορμό τού γέρικου δέντρου που υψωνόταν επιβλητικός, κάμποσα εκα-τοστά δίπλα του και απορημένος, άρχισε να τον εξερευνά. «Ποπό! Τι μεγάλος που είναι!» σκεφτόταν, καθώς η ματιά

Page 19: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Σ’ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ

1�

του τον είχε αγκαλιάσει και ανέβαινε όλο και πιο πάνω μέχρι να φτάσει και να θαυμάσει το πυκνό φύλλωμά του. «Και τι όμορφα που θα είναι εκεί πάνω! Τι θέα να έχει άραγε;» ανα-ρωτιόταν ανατριχιάζοντας από δέος και θαυμασμό. «Ε, γέρο πλάτανε; Εσύ είσαι; Μα μιλούν τα δέντρα;».

«Όχι βέβαια! Μα τι στο καλό; Χαζός είσαι;» ακούστηκε πάλι η φωνή.

«Μα ποιος είσαι τέλος πάντων;» ξεφώνισε το μυρμήγκι έξω φρενών, όχι τόσο για την αγενή προσφώνηση, όσο για την απότομη προσγείωση στην πραγματικότητα, ενώ την ίδια στιγμή το βλέμμα του διέκρινε ένα αλλόκοτο πλάσμα να κάθε-ται πάνω στο τρίτο κλαδί και εικοστό έβδομο παρακλάδι τού πλατάνου. Πλησίασε, τρίβοντας και γουρλώνοντας τα μάτια του και ψιθύρισε διστακτικά:

«Ποιος είσαι συ; Εσύ μου μιλάς;».«Ναι, εγώ. Μα τι έπαθες, κοιμήθηκες; Πρώτη φορά βλέπω

μυρμήγκι να κοιμάται μέρα μεσημέρι στην εξοχή! Τι έχεις; Μήπως είσαι άρρωστος;».

«Μπορείς να μου πεις ποιος είσαι και με ποιο δικαίωμα μ’ ενοχλείς;» είπε ο Άκης ξεθαρρεύοντας, αρνούμενος ν’ απα-ντήσει στις αδιάκριτες ερωτήσεις του μυστηριώδους εκείνου πλάσματος.

«Συγγνώμη, κύριε διά την ενόχλησιν!» απάντησε ο άλλος ειρωνικά αστειευόμενος και, καθώς το μυρμήγκι τον κοίταζε συνοφρυωμένο, συνέχισε:

«Είμαι ο τζίτζικας».«ΠΟΙΟΣ; Π… Π… Ποιος τζίτζικας;» τραύλισε φοβισμένα ο

Άκης.Σ’ όλη του τη ζωή είχε ακούσει φοβερές ιστορίες γι’ αυτά

τα ανόητα, ενοχλητικά κι επικίνδυνα πλάσματα που ευτυχώς βέβαια στο τέλος πάντα πέθαιναν μόνα και ηττημένα, εξαι-τίας του έκλυτου βίου τους, αλλά ποτέ δεν είχε δει ούτε ένα. Μα στ’ αλήθεια, εκείνη τη στιγμή έβλεπε μπροστά του και συνομιλούσε μ’ ένα τζιτζίκι; Αναρωτιόταν και αδυνατώντας να το πιστέψει έμεινε να το κοιτάζει μ’ ανοιχτό το στόμα.

«Ο ΤΖΙ-ΤΖΙ-ΚΑΣ Ο ΧΑ-ΡΗΣ» συλλάβισε το τζιτζίκι δυνατά,

Page 20: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

20

ΜΕΛΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗ

πεπεισμένο πια πως το μυρμήγκι που βρισκόταν μπροστά του ή έπασχε από κάποια ασθένεια ή τουλάχιστον ήταν βλαμ-μένο.

«Ο-τζί-τζι-κας ο Χά-ρης» επανέλαβε ο Άκης, έχοντάς τα τελείως χαμένα.

Ο τζίτζικας είχε αρχίσει πλέον να χάνει την υπομονή του, πράγμα βέβαια, εξαιρετικά ασυνήθιστο για την ήρεμη φύση του. «Τι θέλω κι ανακατεύομαι;» συλλογίστηκε μαλώνοντας τον εαυτό του για την τόση καλοσύνη του.

«Σε φωνάζει η μαμά σου» είπε στο μυρμήγκι εγκαταλείπο-ντας την ιδέα να συνεννοηθεί μαζί του και ανυπομονώντας να ξεμπερδεύει, επιτέλους, για να συνεχίσει το τραγούδι του.

«Η μαμά μου;» επανέλαβε ο Άκης, μην ξεκολλώντας τα μάτια του από πάνω του.

«Εδώ και ώρα...» του φώναξε ο τζίτζικας.«Εδώ και ώρα;» ξαναείπε αποσβολωμένο το μυρμήγκι.«Μα πού είσαι επιτέλους, Άκη παιδί μου; Δεν ακούς που

σου φωνάζω; Τι κάνεις μόνος σου εδώ πέρα;» εμφανίστηκε λέγοντας λαχανιασμένη η μητέρα του.

«Ανησύχησα τόση ώρα. Μην το ξανακάνεις αυτό, έτσι Άκη;» συνέχισε με προσποιητή αυστηρότητα, ενώ η στοργή ξεχείλιζε απ’ τα μάτια της.

Ο Άκης γύρισε και την κοίταξε χωρίς να πει τίποτα, δια-τηρώντας το χαμένο του ύφος, πράγμα που έκανε τη μητέρα του να τον αγκαλιάσει δακρυσμένη, σκεπτόμενη ότι αυτό το παιδί της δεν ήταν σαν τα άλλα και γι’ αυτό πονούσε και το αγαπούσε περισσότερο.

«Έλα, πάμε» του είπε και τον έπιασε τρυφερά απ’ το χέρι.«Ναι, πάμε» επανέλαβε αδύναμα ο Άκης ενώ φεύγοντας

γύρισε κι έριξε μια τελευταία ματιά στον τζίτζικα.«Ουφ επιτέλους!…» στέναξε ανακουφισμένα ο τζίτζικας,

συνεχίζοντας να τον κοιτάζει καθώς απομακρυνόταν κι αμέ-σως άρχισε να σιγοψιθυρίζει το τραγούδι του, που ολοένα δυνάμωνε σαν ξεμάκραινε ο μέρμηγκας κι έμοιαζε να τον αποχαιρετά.

«Τζι,τζι,τζι,τζι,τζι...».

Page 21: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

21

3

Όταν έπεσε η νύχτα, όλη η οικογένεια είχε ήδη μαζευτεί στη φωλιά της και συνέχιζε εκεί τις εργασίες της. Τα μυρμήγκια ήταν αεικίνητα μην αφήνοντας στιγμή να πάει χαμένη. Ο πατέρας ταχτοποιούσε τις προμήθειες που είχαν καταφέρει να συλλέξουν κατά τη διάρκεια της ημέρας με τη βοήθεια των γιων του, η μητέρα με τις κόρες της καταπιάνονταν με το οικιακό συγύρισμα και την ετοιμασία του βραδινού φαγητού και η γιαγιά αν και πάσχουσα από πρεσβυωπία, αστιγματι-σμό, καταρράκτη και λοιπές ασθένειες που προσβάλλουν την όραση στα προχωρημένα γεράματα, προσπαθούσε επίμονα και παθιασμένα να πλέξει με τα παραμορφωμένα απ’ τ’ αρθριτικά δάκτυλά της, ρούχα για το χειμώνα.

«Ουπς! Πάλι μου ξέφυγε ένας πόντος».«Κούλα, χαμήλωσε τη φωτιά και κόψε τη σαλάτα».«Σου είπα ότι είναι μεγάλο το κουκούτσι, πατέρα. Δε θ’

αντέξει η οροφή».«Σκασμός! Όσο ζω, εγώ κάνω κουμάντο εδώ μέσα. Αύριο

θα την ενισχύσουμε με υποστυλώματα. Σπρώχνε τώρα».Έξω, η φύση αναπαυόταν ειρηνικά και μονάχα το μονό-

τονο τραγούδι τής σοφής κουκουβάγιας αντηχούσε φτάνο-ντας κάπως υπόκωφα, ακόμα και στα έγκατα της Γης. Όμως κανείς δεν το αντιλαμβανόταν εκεί κάτω, καθώς όλοι ήταν απορροφημένοι με τις βραδινές τους εργασίες, καταβάλλο-ντας προσπάθειες να τις ολοκληρώσουν επιτέλους. Μονάχα ο Άκης που το μυαλό του ήταν πάντα αλλού, ούτε και ο ίδιος

Page 22: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

22

ΜΕΛΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗ

ήξερε καλά καλά πού, άκουγε πεντακάθαρα τη νυχτερινή μελωδία και η καρδιά του σφιγγόταν από μια ανεξήγητη θλίψη.

«Μα ούτε τα εργαλεία δεν είσαι άξιος να μεταφέρεις πια; Το σφυρί σου είπα, ανίκανε, όχι το κατσαβίδι!» ξεφώνισε ο πατέρας νευριασμένος για το λάθος τού γιου του.

Είχε πια κουραστεί όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί κι ήθελε γρήγορα να τελειώσει τη δουλειά του, να φάει και να ξαπλώσει. Η οργή του ένιωθε να τον πνίγει βλέποντας το σπόρο του άχρηστο να μην μπορεί να κάνει τίποτα σωστό. Μα ήταν γιος του αυτό το απολειφάδι; Αυτός ο βλάκας; Ο τεμπέλης; Αν δεν ήξερε καλά τη γυναίκα του θ’ αμφέβαλλε σοβαρά, όμως, καθώς ήταν σίγουρος ότι ετούτο το παράξενο μυρμήγκι ήταν παιδί του, θύμωνε κυρίως με τον εαυτό του και γι’ αυτό, ακόμα περισσότερο.

«Κουνήσου, ακαμάτη! Μα για όνομα του Θεού, επιτέλους, θέλεις να ξημερωθούμε;» συνέχισε να φωνάζει ανυπόμονα βλέποντας το γιο του να καθυστερεί, να μην τρέχει, να μην αγωνιά.

Αυτός πάντα βιαζόταν. Πάντα, όταν έκανε κάτι, ταυτό-χρονα σκεφτόταν, τι θα έκανε αμέσως μετά. Το καλοκαίρι φοβόταν μην τον βρει ο χειμώνας, άστεγο και νηστικό, το χειμώνα μην τον βρει το καλοκαίρι, αδύναμο κι ανοργάνωτο, την ημέρα μην τον βρει η νύχτα με μισοτελειωμένη δουλειά και τη νύχτα μην τον βρει η μέρα, ξάγρυπνο να δουλεύει. Έτσι ήταν ο πατέρας. Αδιάκοπα ανησυχούσε για το μετά και για το αύριο και για το μέλλον.

«Ορίστε το σφυρί σου, φωνακλά» είπε και του έδωσε το επίμαχο εργαλείο η γυναίκα του, κοιτώντας τον επιτιμητι-κά.

Εκείνος το πήρε και χωρίς να πει κάτι, αφοσιώθηκε στο έρ-γο του, ενώ η μητέρα στράφηκε στο τσουκάλι της σκεπτόμενη συνεχώς το γιο της. «Αχ αυτό το παιδί...» συλλογιζόταν και του έριχνε κλεφτές ματιές. Ήξερε ότι ο γιος της ήταν διαφο-ρετικός, αλλά τούτο δεν τον έκανε ούτε βλάκα ούτε άχρηστο εκτός ίσως, από δυστυχή. Αυτό το ένιωσε απ’ την πρώτη

Page 23: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Σ’ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ

23

στιγμή και το διαπίστωνε καθημερινά· μα τι θα μπορούσε να κάνει; Πώς να τον βοηθήσει; «Αχ…» αναλογιζόταν κι ένας βαθύς αναστεναγμός της ξέφυγε κι αμέσως έβηξε.

Επιτέλους, η οικογένεια βρισκόταν όλη μαζεμένη γύρω απ’ το τραπέζι κι απολάμβανε το βραδινό φαγητό που είχε κερδίσει με τον ιδρώτα τού προσώπου της. Και φυσικά, κανείς δεν είχε όρεξη για κουβέντες μια και ήταν όλοι πεινασμένοι και κατά-κοποι. Έτσι, έτρωγαν αμίλητοι, αδημονώντας να χορτάσουν και να ξεκουραστούν. Στο κάτω κάτω και τι να έλεγαν; Ποτέ δεν είχαν κάτι ιδιαίτερο να πουν…

Τώρα πια, η ώρα ήταν περασμένη και τα μυρμήγκια ξαπλω-μένα είχαν ήδη παραδοθεί σε έναν ύπνο βαθύ. Το μόνο που ερχόταν σαν άκουσμα να προστεθεί στη νυχτερινή σιγαλιά και να συνοδεύσει το μελαγχολικό τραγούδι της κουκουβάγιας, ήταν το ηχηρό και κάπως φάλτσο ροχαλητό τους. Όμως εκεί, στα βάθη της μυρμηγκοφωλιάς, μες στο απόλυτο σκοτάδι, ένα ζευγάρι μάτια παρέμεναν ακόμα ανοιχτά και μυστηριωδώς φωτεινά, ίσως γιατί ήταν δακρυσμένα…

Page 24: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

24

4

«Κύριε τζίτζικα… Ε, κύριε τζίτζικα...» ακούστηκε μια μι-κρή φωνούλα να λέει δυνατά μες στο δάσος και να φτάνει ανεπαίσθητα στ’ αυτιά του τζίτζικα που ήδη είχε αρχίσει το μεσημεριανό του τραγούδι.

Ο τζίτζικας σταμάτησε να τραγουδά και κοιτώντας κάτω διέκρινε το μυρμήγκι που είχε δει την προηγούμενη μέρα να ρεμβάζει, να τεμπελιάζει και εντέλει να αναστατώνει την οικογένειά του.

«Καλώς τον!» του είπε αμέσως φιλικά.«Πάλι εδώ, μικρούλη;».«Γεια σας, κύριε τζίτζικα» τον χαιρέτησε συνεσταλμένα

ο Άκης.«Γεια σου και σένα, κύριε μέρμηγκα» απάντησε ο Χάρης

περιμένοντας να μάθει τι ήθελε ετούτο το παράξενο μυρμήγκι, απολαμβάνοντας κάπως αυτήν την ασυνήθιστη γνωριμία.

«Θέλεις κάτι;».«Ναι. Όχι. Δηλαδή… Να… Έχω ακούσει πολλά για σας

και… και… θα ήθελα… να… να σας… να σας γνωρίσω».«Εμένα προσωπικά; Δε νομίζω. Είμαι παντελώς άγνωστος

κι ασήμαντος ακριβώς όπως και συ».«Όχι εσάς συγκεκριμένα. Γενικά… τα… τζιτζίκια. Δηλα-

δή… Χθες… Όταν σας είδα πάνω στο δέντρο… Θέλω να πω… Και το τραγούδι σας… Να… Αχ με εντυπωσιάσατε! Όλο το βράδυ δεν μπόρεσα καθόλου να σας βγάλω απ’ το μυαλό μου. Ουφ!».

Page 25: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Σ’ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ

25

«Πλάκα μου κάνεις!».«Όχι! Αλήθεια σας λέω! Δεν έκλεισα μάτι όλη νύχτα».«Και γι’ αυτό, φταίω ΕΓΩ;».«Μάλιστα! Η μορφή σας και το τραγούδι σας με κράτησαν

ξάγρυπνο μέχρι το πρωί».«Η δική μου. Για τη δική μου μορφή μιλάμε» είπε ο τζίτζι-

κας προσπαθώντας να σιγουρευτεί αν άκουγε ακόμα καλά, βασανιζόμενος από μια υποψία πως ή απ’ τα πολλά τζι, τζι, τζι, τα τύμπανά του είχαν υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη ή το μυρμήγκι δεν ήταν στα καλά του.

«Ξέρετε, κύριε τζίτζικα, σ’ όλη μου τη ζωή...» άρχισε να λέει ξεθαρρεύοντας ο μέρμηγκας «δηλαδή… στα παιδικά μου χρόνια, άκουγα τρομερές ιστορίες για σας. Για τα τζιτζίκια. Μ’ αυτές μεγάλωσα. Και ακόμα. Κάθε βράδυ. Ότι είστε πλά-σματα ανόητα, άχρηστα και βλαβερά για την κοινωνία, ότι κάνετε πράγματα κακά, ότι ζείτε εις βάρος των άλλων και διάφορα τέτοια...».

«Τώρα μάλιστα! Είπα κι εγώ...» σχολίασε ανακουφισμένος ο τζίτζικας και συνέχισε απότομα:

«Ωραία. Κι από μένα τι θες;».«Όχι, δε θέλω τίποτα… απλώς… να… δεν ξέρω πώς να

σας το πω. Σας το είπα δηλαδή… Χθες, όταν σας αντίκρισα για πρώτη φορά ένιωσα ότι… δεν ξέρω… δεν ξέρω τι… Κάτι ένιωσα… Κάτι όμορφο… Δεν μπορώ να το εκφράσω. Κύριε τζίτζικα, θέλω να σας γνωρίσω».

«Μα με γνώρισες. Χθες».«Χμ, να σας συναναστραφώ, εννοώ. Να κάνουμε παρέα,

κύριε τζίτζικα...».«Χα χα, ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας να κάνουν παρέα! Θεέ

και Κύριε! Θα τρίζουν τα κόκαλα του Αισώπου! Στ’ αλήθεια, σοβαρά μιλάς;».

«Σοβαρότατα!» απάντησε λίγο θιγμένος ο μέρμηγκας.«Σοβαρά; Και δε φοβάσαι τι θα πουν οι δικοί σου; Η οικο-

γένειά σου; Τα άλλα μυρμήγκια;».«Όχι» απάντησε αποφασιστικά ο Άκης. «Ό,τι και να πουν

δε με νοιάζει. Στο κάτω κάτω νομίζω ότι διαφέρω κατά πολύ

Page 26: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

26

ΜΕΛΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗ

απ’ την οικογένειά μου και σίγουρα αυτό δε θα είναι το μο-ναδικό θέμα για το οποίο θα διαφωνήσουμε και θα συγκρου-στούμε. Εγώ δε θέλω να ζήσω και να γίνω σαν κι αυτούς. Εγώ θέλω να ζήσω, κύριε τζίτζικα, καταλαβαίνετε; Να δω τον κόσμο, να ζήσω αλλιώς… ΝΑ ΖΗΣΩ… καταλαβαίνετε;» είπε το μυρμήγκι παθιασμένα.

«Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω» μουρμούρισε ο τζίτζικας και η φωνή του πρόδιδε μια απροσδόκητη συγκίνηση.

«Μα καλά, δεν έχεις φίλους; Γιατί προτιμάς τη δική μου παρέα απ’ των μυρμηγκιών».

«Όχι, δεν έχω» απάντησε θλιμμένα ο Άκης και χαμήλωσε το κεφάλι.

«Γιατί;».«Δεν ξέρω».«Δε σε παίζουν;».«Όχι. Μα δε με πειράζει γιατί ούτε και μεταξύ τους παί-

ζουν. Τα μυρμήγκια δεν παίζουν».«Χμ, χμ, ναι, ξέρω. Θλιβερό...» είπε πιάνοντας συλλογισμέ-

νος το πιγούνι του ο τζίτζικας.«Και δε φοβάσαι μήπως σε διαφθείρω; Μήπως όλες αυτές

οι ιστορίες με τις οποίες μεγάλωσες είναι αληθινές; Δε σκέ-φτεσαι ότι για σένα μπορεί να είμαι μια κακή παρέα; Ίσως κι επικίνδυνη;».

«Χμ, δεν είστε κύριε τζίτζικα» απάντησε το μυρμήγκι και χαμογέλασε ντροπαλά.

«Πού το ξέρεις;».«Δεν το ξέρω».«Τότε;».«Το βλέπω και...».«Και;».«Χμ, το νιώθω» ξεστόμισε ο Άκης και τον κοίταξε κατά-

ματα.Για πρώτη φορά στη ζωή του ο τζίτζικας ένιωσε προβλη-

ματισμένος. Αυτό το μικρό μυρμήγκι που είχε μπροστά του, ερχόταν να του ανατρέψει τα δεδομένα με τα οποία και αυτός είχε ανατραφεί. Βέβαια, τα τζιτζίκια δε σπαταλούσαν τις

Page 27: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Σ’ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ

27

πολύτιμες στιγμές της σύντομης ζωής τους συκοφαντώντας τα μυρμήγκια με ανόητες ιστορίες. Αντ’ αυτού, προτιμούσαν να τα παρατηρούν σαν πινελιές της πολύχρωμης φύσης και να διασκεδάζουν παρακολουθώντας τον αδιάκοπο αγώνα τους για επιβίωση. Όμως αυτό το μυρμήγκι δεν ήταν σαν τα άλλα και δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει μαζί του. Εντάξει, να του μιλήσει, να πουν μια κουβέντα, να συζητήσουν, αλλά να κάνουν και παρέα; Τι; Μήπως θα μπορούσαν να γίνουν και φίλοι; Γιατί όχι; Μα όχι, όχι, αυτό δε γινόταν. Μπορεί το μυρ-μήγκι να ήταν συμπαθές και καλοσυνάτο ακόμα και γλυκό, αλλά δεν έπαυε να είναι μυρμήγκι κι αυτός τζίτζικας. Αυτό δούλευε κι αυτός τραγουδούσε. Αυτό θα ζούσε μια μεγάλη ζωή γεμάτη αγωνία για την επιβίωση κι αυτός ένα και μόνο καλοκαίρι γεμάτο τραγούδι. Έτσι ήταν. Αυτή ήταν η φύση. Δεν μπορούσε ν’ αλλάξει. Και τι; Σάμπως αν έκαναν παρέα θα πήγαιναν ενάντια στους νόμους της φύσης; Το μυρμήγκι θα παρέμενε μυρμήγκι κι ο τζίτζικας, τζίτζικας. Θα έκαναν κάτι κακό ή έστω αφύσικο; Οχού, πολλές σκέψεις ξαφνικά είχαν στριμωχτεί στο κεφάλι του παλεύοντας για το ποια θα επικρατήσει κι αυτό ήταν από μόνο του αρκετό για να δυσφορήσει ο καημένος ο τζίτζικας. Μα τι να έλεγε σ’ αυτό το γλυκό μυρμηγκάκι; Να του αρνιόταν τη συντροφιά του; Που δεν είχε παρέες και όλη νύχτα έμεινε ξάγρυπνο, εντυ-πωσιασμένο απ’ αυτόν και το τραγούδι του; Αυτό πάλι; Βρε μήπως τον δούλευε κανονικά κι αυτός σκότιζε το μυαλό του άδικα; Όμως απ’ την άλλη, όχι. Αυτό το μυρμήγκι ήταν σίγου-ρα διαφορετικό. Γι’ αυτό δεν είχε καμιά αμφιβολία, καθώς μέρες τώρα το έβλεπε από εκείνο το κλαδί του πλατάνου, να απομονώνεται, να τριγυρνάει στη φύση και ν’ ατενίζει τον ουρανό μελαγχολικό. Ναι, ήταν διαφορετικό μα κι αν δεν ήταν, μια τέτοια συναναστροφή αν δεν μπορούσε σε τίποτα να τον ωφελήσει ήταν, άραγε, ικανή να τον βλάψει; Τι να του κάνει ένα τόσο δα μυρμήγκι; Και τι γενικά θα μπορούσε να κάνει ένα μυρμήγκι σ’ ένα τζιτζίκι; Το πολύ πολύ, ανάμεσα στις άλλες του προμήθειες, να προσπαθούσε να τοποθετήσει και το δικό του το κουφάρι, στις αρχές του φθινοπώρου. «Ε

Page 28: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

28

ΜΕΛΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗ

και; Ποιος νοιάζεται για το τότε και το μετά;» συλλογίστηκε ο τζίτζικας κι ευθύς αμέσως, κοιτάζοντας το μέρμηγκα που κρεμόταν απ’ τα χείλη του, του είπε:

«Εντάξει, μικρέ. Αν εσύ θέλεις να κάνουμε παρέα, εγώ δεν έχω κανένα λόγο να σου αρνηθώ. Είμαι ο τζίτζικας ο Χάρης που τραγουδάω δυνατά κι ενοχλητικά όταν ο ήλιος μεσου-ρανεί».

«Κι εγώ ο μέρμηγκας ο Άκης που κοιμάμαι αργά το βράδυ και μόλις και μετά βίας ξυπνάω το πρωί».

«Που έχω στέκι πάνω σ’ αυτόν εδώ το γεροπλάτανο και συγκεκριμένα στο τρίτο κλαδί και εικοστό έβδομο παρακλάδι του, κάτω από μια μεγάλη κι εγκαταλελειμμένη χελιδονοφω-λιά».

«Που χάνομαι κάνοντας βόλτες στο δάσος κι η μάνα μου με ψάχνει κι ο πατέρας μου φωνάζει».

«Που μ’ αρέσει να παρατηρώ τον κόσμο αποδώ και σπα-νίως μετακινούμαι γιατί βαριέμαι».

«Που απολαμβάνω να κάθομαι κάτω απ’ τη μεγάλη τρι-ανταφυλλιά και να φαντάζομαι τα χρώματα που είχε όταν ήταν ζωντανή».

«Που τραγουδάω!».«Που ονειρεύομαι!».«ΠΟΥ ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ!».«ΠΟΥ ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ!».

Page 29: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

2�

5

«Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν παιδιά μου, ένα καλό εργατι-κό μυρμήγκι κι ένας κακός, τεμπέλης τζίτζικας. Το μυρμήγκι που το έλεγαν...».

Ο Άκης άκουγε για ακόμα μία φορά τη γιαγιά του να εξιστορεί το παραμύθι της, τώρα, στα μικρά του αδέρφια. Μ’ αυτά είχε μεγαλώσει κι ο ίδιος και τα μεγαλύτερα αδέρ-φια του κι οι γονείς του κι οι παππούδες του. Μ’ αυτά θ’ ανατρέφονταν και τα μικρότερα και τα παιδιά του και τα εγγόνια του. Αμέτρητες γενιές είχαν μυηθεί στον τρόπο ζωής και τη φιλοσοφία τού μέρμηγκα με τούτες τις χαριτωμένες, διδακτικές ιστορίες. Και αναμενόμενα, τα μυρμήγκια υπέμε-ναν στωικά μια δύσκολη ζωή νιώθοντας ικανοποίηση επειδή έκαναν το καθήκον τους πεπεισμένα πως μ’ αυτόν τον τρόπο εκπλήρωναν το σκοπό για τον οποίο είχαν έρθει σε τούτο τον κόσμο. Και γι’ αυτόν, τον υπάκουο και συνετό τους βίο θα επιβραβεύονταν, εξασφαλίζοντας τη –μετά θάνατον– ευημε-ρία και γαλήνη…

Ο Άκης, ακούγοντας τις αφηγήσεις της γιαγιάς του ως παιδί, ποτέ δε συμμερίστηκε την αγαλλίαση των υπολοίπων. Αντιθέτως, όλες αυτές οι ιστορίες τού προκαλούσαν πολλές απορίες για την ουσία και για το θαύμα της ζωής που μαζί με τον ίδιο μεγάλωναν κι αυτές μέσα του, τόσο που στο εφηβικό παρόν του, είχαν μετατραπεί σε προβληματισμούς κι ανησυ-χίες. Προβληματισμούς που δεν τον άφηναν να κοιμηθεί, να συγκεντρωθεί, να εργαστεί κι ανησυχίες που τον έκαναν να

Page 30: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

30

ΜΕΛΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗ

φαίνεται στα μάτια των άλλων, διαφορετικός και γι’ αυτό πα-ράξενος και γι’ αυτό αλλοπρόσαλλος. Κι έτσι, τον απομάκρυ-ναν κι απομακρυνόταν, τον απομόνωναν κι απομονωνόταν, τον άφηναν μόνο κι έμεινε μόνος.

Εκείνο το βράδυ, ο Άκης δεν ένιωσε απορία ούτε ανησυχία για το παραμύθι της γιαγιάς, του οποίου, αν και δεν ήταν ο τελικός αποδέκτης, έφτανε αναγκαστικά στ’ αυτιά του μες στην ασφυκτική μυρμηγκοφωλιά. Άλλωστε, τον τελευταίο καιρό με το μυαλό του κατόρθωνε να ξεφεύγει απ’ τα στενά όρια του κλουβιού του, βιώνοντας ανείπωτες συγκινήσεις γι’ αυτό και, σπανίως, γίνονταν αντιληπτές απ’ την ακοή του, οι φωνές των γύρω του, αλλά ακόμα και τότε, ο Άκης, απλά, αδιαφορούσε. Μόνο που τώρα αυτό δε συνέβη. Το παραμύθι τής γιαγιάς αντηχούσε στ’ αυτιά του ενοχλητικό, διακόπτο-ντας βιαίως το ονειροπόλημά του. Το μυαλό του αδυνατούσε να απεγκλωβιστεί απ’ την οικεία φωνή και η αδιαφορία τον είχε εγκαταλείψει παραδίδοντας τη σκυτάλη στον εκνευρι-σμό. Ο Άκης την άκουγε συνοφρυωμένος να λέει στα παιδιά όχι παραμύθια, αλλά ψέματα κι ένιωθε αμηχανία γι’ αυτό το πρωτόγνωρο συναίσθημα που τον έκανε να δυσφορεί και να ασφυκτιά. Όχι, δεν ήταν αλήθεια. Τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν ήταν αλήθεια. Όλα ήταν ψέματα. Ούτε καν παραμύθια. Ψέμα-τα, ανήθικα κι αδικαιολόγητα. Γιατί; Γιατί; Γιατί; Αναρωτιό-ταν και μην μπορώντας ν’ απαντήσει, βγήκε έξω να ηρεμήσει, να ξεφύγει, ν’ αναπνεύσει ελεύθερα την ομορφιά και την αλή-θεια της φύσης. Η φύση ήταν η μόνη ειλικρινής όντας η ίδια το ομορφότερο παραμύθι. Η φύση. Η πιο στοργική αγκαλιά. Το μόνο του καταφύγιο…

Page 31: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

31

6

«Πάλι τραγουδάς, τζίτζικα;» είπε ο Άκης, που απολαμβάνο-ντας τη βόλτα του στο δάσος, βρέθηκε κάτω απ’ το γνώριμο, γέρικο πλατάνι.

«Κι εσύ, μέρμηγκα, πάλι ονειρεύεσαι;» ανταπέδωσε ο τζί-τζικας, χαμογελώντας γλυκά μόλις αντίκρισε το μικρό του φίλο.

«Δε βαρέθηκες το τραγούδι;» ρώτησε ο Άκης κεφάτα.«Ίσως να το βαρεθώ κάποτε. Όταν κι εσύ θα βαρεθείς το

ονειροπόλημα».«Κατάλαβα. Θα πεθάνεις τραγουδώντας».«Χα, όσο γι’ αυτό, είναι το μόνο σίγουρο» απάντησε κυνι-

κά ο τζίτζικας και νιώθοντας πικρία, συνέχισε:«Τι νομίζεις; Πως μόνο τα πουλιά έχουν αυτό το προνό-

μιο;».«Ναι, βέβαια» αποκρίθηκε αμήχανα ο Άκης και ξαπλώνο-

ντας πάνω στις ρίζες του πλατάνου αισθάνθηκε αμέσως μια γλυκιά δροσιά να τον χαϊδεύει και να διαπερνά όλο του το σώμα, προκαλώντας του ρίγη.

«Είναι ωραίο να πεθαίνει κανείς τραγουδώντας» εξέφρα-σε, κλείνοντας τα μάτια.

«Πάλι το έσκασες απ’ τη δουλειά;» ρώτησε ο τζίτζικας προσπαθώντας ν’ αλλάξει την ενοχλητική συζήτηση.

«Κι ακόμα πιο ωραίο να ΖΕΙ τραγουδώντας» εξακολού-θησε ο μέρμηγκας μην έχοντας ακούσει το λόγο τού τζίτζι-κα.

Page 32: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

32

ΜΕΛΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗ

«Τζι, τζι, τζι...» ξανάρχισε το τραγούδι του ο τζίτζικας συνοδεύοντάς τον στο ονειροπόλημά του.

«Θέλω κι εγώ να τραγουδήσω» δήλωσε ο Άκης κι άνοιξε τα μάτια του.

«Μάθε με να τραγουδάω, τζίτζικα» συνέχισε παρακλη-τικά.

«Να σου μάθω; Πώς; Δεν ξέρω».«Εσύ πώς έμαθες;».«Δε μου έμαθε κανένας. Από μόνος μου. Είμαι τζιτζίκι,

ξέρεις».«Κι εγώ μυρμήγκι. Τι θα πει δηλαδή αυτό; Επειδή είμαι

μέρμηγκας δεν πρέπει να τραγουδάω; Απαγορεύεται;».«Όχι βέβαια! Κανείς δεν είναι ικανός να απαγορέψει σε

κανέναν το τραγούδι. Μα δεν μπορώ εγώ να σου μάθω να τραγουδάς. Το τραγούδι είναι η φωνή της ψυχής σου, μικρέ μου φίλε και ποιος είναι αυτός που ξέρει τι κρύβει, τι νιώθει και τι θέλει να πει αυτή η ψυχή;».

Ο μέρμηγκας κοίταξε με απορία τον τζίτζικα. Τα λόγια του τον άγγιξαν βαθιά μες στην καρδιά του που τώρα συγκι-νημένη, χτυπούσε δυνατότερα. Η φωνή της ψυχής. Ναι, ναι, αυτό είναι το τραγούδι. Όμως αυτός δεν είχε τραγουδήσει ποτέ κι ούτε είχε ακούσει κανένα απ’ τ’ άλλα μυρμήγκια να το κάνουν.

«Και… δηλαδή… μπορώ κι εγώ;» ρώτησε ο μέρμηγκας τρέμοντας απ’ το καρδιοχτύπι που όλο και δυνάμωνε.

«Μα και βέβαια! Όλα τα πλάσματα της φύσης, όλα όσα είναι ζωντανά, όλα όσα υπακούουν στους νόμους της, όλα όσα γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν, μπορούν να τραγουδήσουν. Και τραγουδούν. Το καθένα με το δικό του τρόπο. Να κι αυτό εδώ το πλατάνι, τραγουδά. Να, τώρα δα, τραγουδάει, δεν το ακούς;».

«Όχι» ψιθύρισε ο μέρμηγκας και πλησίασε το δεξί του αυτί στον κορμό του δέντρου προσπαθώντας ν’ ακούσει το τραγούδι του.

«Και όμως, τ’ ακούς. Το άκουσες μόλις ξάπλωσες πάνω στις ρίζες του και το κορμί σου ένιωσε τη στοργική δροσιά

Page 33: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Σ’ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ

33

ν’ αναβλύζει μέσα απ’ τα κύτταρα του αθάνατου δέντρου. Το ακούς κάθε φορά που βρίσκεις καταφύγιο μες στο γεν-ναιόδωρο ίσκιο του. Το ακούς ακόμα κι όταν το βλέπεις από μακριά να στέκεται εδώ πέρα, αγέρωχο και περήφανο, μια σταθερή αξία μες στο χρόνο που σε γεμίζει σιγουριά για την ύπαρξη και τη σταθερότητα της ζωής και γι’ αυτό ευδαιμονία. Ολόκληρη η φύση μπορεί να τραγουδήσει φίλε μου, να είσαι σίγουρος γι’ αυτό και ξέρεις γιατί;».

«Γιατί;» ρώτησε με αγωνία ο μέρμηγκας.«Γιατί το τραγούδι είναι η φωνή της ψυχής...».

Page 34: Μελίνα Χριστοδουλάκη σ’ εκείνο το πλατάνιΈνα ...media.public.gr/Books-PDF/9789604266371-0764922.pdfήταν στοιχεία απαραίτητα

34

7

«Το τραγούδι είναι η φωνή της ψυχής...» αναλογιζόταν δι-αρκώς ο Άκης κι από κείνη τη στιγμή, η ζωή του είχε αλλάξει ριζικά. Το επόμενο διάστημα, ο μέρμηγκας περιπλανιόταν ακατάπαυστα στο δάσος παρατηρώντας αχόρταγα τον ποι-κιλόχρωμο πίνακα ζωγραφικής, του οποίου και ο ίδιος απο-τελούσε μια απειροελάχιστη, μα ωστόσο υπαρκτή, πινελιά προσπαθώντας με οξυμένες τις αισθήσεις του ν’ αφουγκρα-στεί αυτό το τραγούδι. «Όλα τα πλάσματα τραγουδούν» αντηχούσε συνέχεια στο μυαλό του η φωνή τού τζίτζικα και αν κατόρθωνε να τ’ ακούσει θα ένιωθε πραγματικά τον κόσμο γύρω του κι ίσως έτσι να καταλάβαινε τι συνέβαινε μέσα του και να κατόρθωνε κάποτε κι αυτός να τραγουδήσει.

Και μια μέρα, διαφορετική από κάθε προηγούμενη, ο μέρμηγκας, κατσούφης, επέστρεψε στη φωλιά του αργά το απόγευμα, μόλις λίγο πριν προλάβει η νύχτα ν’ απλώσει το σκούρο της μανδύα, για να σκεπάσει προστατευτικά όλη την ομορφιά τής φύσης, κρύβοντας συνάμα από αποτροπιασμό και μια ανεξήγητη, αλλά υπαρκτή ασχήμια…

Η Μελίνα Χριστοδουλάκη γεννήθηκε το 1981 στην Κρήτη. Σπούδασε νομικά στο Δημοκρίτειο Πανεπι-στήμιο Κομοτηνής. Σήμερα ζει και εργάζεται στο Ηράκλειο.

Το βιβλίο « Ένα καλοκαίρι σ’ εκείνο το πλατάνι» εί-ναι η πρώτη της εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα.

Υπάρχουν ανάμεσά μας κάποιοι που αρνούνται να υπακούσουν στις επιταγές της κοινωνίας – που περιφρονούν τους θεσμούς της και που δυσφορούν με τις συνήθειές της. Υπάρχουν ανάμεσά μας κάποιοι που αντιδρούν, που αναρωτιούνται, που ονειρεύονται, που τολμούν.

Ένας τέτοιος «κάποιος» είναι και ο Άκης. Ένα μικρό έφηβο μυρ-μήγκι, ανήσυχο, αθώο και ονειροπαρμένο που λαχταρά να γυρί-σει τον κόσμο και που ξεπερνώντας κάθε φαντασία γίνεται φίλος μ’ έναν τζίτζικα, καλοσυνάτο, σοφό και φύσει ελεύθερο.

Ο Άκης είναι ο αμφισβητίας «αλήτης» που υπήρξε σίγουρα κά-ποτε μες στον καθένα μας και που ίσως ακόμα να εξακολουθεί να κρύβεται και να στοιχειώνει κάποιες καρδιές. Πόσο περιπε-τειώδεις θα είναι οι βόλτες του μες στο τεράστιο δάσος μέχρι να καταφέρει ν’ ανακαλύψει τ’ όνειρό του; Και μετά; Θα το ακολου-θήσει τελικά; Θα το κυνηγήσει; Πόσο δύσκολο, ίσως ακόμα και τρομερό μπορεί να είναι;

Ένα μυθιστόρημα για τη φύση, τους ανθρώπους, τη ζωή γεμάτο συμβολι-σμούς, που θ’ αγαπηθεί από μικρούς, μεγάλους και από κάθε ευαίσθητο ανα-γνώστη.

Ένα

καλ

οκαί

ρι

σ’ ε

κείν

ο το

πλα

τάνι

Μελ

ίνα

Χρι

στοδ

ουλά

κη Ένα καλοκαίρι σ’ εκείνο το πλατάνι

Μυθιστόρημα

Μελίνα Χριστοδουλάκη

Εικονογράφηση εξωφύλλου: Γιώργος Σαριδάκης.