ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ -...

24
Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, Βιβλίο 2 ο Σοφοκλῆς Ἀπ. Μητρούσιας: Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάς - 1 - ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Κεφάλαια / Παράγραφοι Σελίδες 1 ο . §16 – 19 2 – 3 1 ο . §20 – 21 3 1 ο . §22 – 24 3 4 1 ο . §25 – 26 4 – 5 1 ο . §27 5 1 ο . §28 – 29 5 – 6 1 ο . §30 – 32 6 – 8 2 ο . §1 – 2 8 – 9 2 ο . §3 – 4 9 10 2 ο . §16 – 17 10 11 2 ο . §18 – 19 11 2 ο . §20 – 21 11 12 2 ο . §22 – 23 12 13 3 ο . §50 – 51 13 14 3 ο . §52 – 53 14 15 3 ο . §54 – 55 15 16 3 ο . §56 16 17 4 ο . §18 – 19 17 18 4 ο . §20 – 21 18 19 4 ο . §22 19 4 ο . §23 19 20 4 ο . §37 – 39 21 22 4 ο . §40 – 41 22 23 4 ο . §42 – 43 23 24 Κεφαλὴ Μέδουσας

Transcript of ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ -...

  • Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, Βιβλίο 2ο

    Σοφοκλῆς Ἀπ. Μητρούσιας: Σχολικός Σύµβουλος Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάς

    - 1 -

    ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Κεφάλαια / Παράγραφοι Σελίδες 1ο. §16 – 19 2 – 3 1ο. §20 – 21 3 1ο. §22 – 24 3 � 4 1ο. §25 – 26 4 – 5 1ο. §27 5 1ο. §28 – 29 5 – 6 1ο. §30 – 32 6 – 8 2ο. §1 – 2 8 – 9 2ο. §3 – 4 9 � 10 2ο. §16 – 17 10 � 11 2ο. §18 – 19 11 2ο. §20 – 21 11 � 12 2ο. §22 – 23 12 � 13 3ο. §50 – 51 13 � 14 3ο. §52 – 53 14 � 15 3ο . §54 – 55 15 � 16 3ο. §56 16 � 17 4ο. §18 – 19 17 � 18 4ο. §20 – 21 18 � 19 4ο. §22 19 4ο. §23 19 � 20 4ο. §37 – 39 21 � 22 4ο. §40 – 41 22 � 23 4ο. §42 – 43 23 � 24

    Κεφαλὴ Μέδουσας

  • Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, Βιβλίο 2ο

    Σοφοκλῆς Ἀπ. Μητρούσιας: Σχολικός Σύµβουλος Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάς

    - 2 -

    ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΡΗΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟ

    ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, ΒΙΒΛΙΟ 2ο, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

    ο

    §§ 16 – 19, σσ. 47 - 48 Ὁρµάω�ῶ, ὥρµων, ὁρµήσω, ὥρµησα, ὥρµηκα, ὡρµήκειν. Ὁρµάοµαι�ῶµαι, ὡρµώµην, ὁρµή(θή)σοµαι, ὡρµησάµην & ὡρµήθην, ὥρµηµαι, ὡρ�µήµην. Ποιέω�ῶ, ἐποίουν, ποιήσω, ἐποίησα, πεποίηκα, ἐπεποιήκειν. Ποιέοµαι�οῦµαι, ἐποιούµην, ποιή(θή)σοµαι, ἐποιησάµην & ἐποιήθην, πεποίηµαι, ἐ�πεποιήµην. Ἐπιπλέω, ἐπέπλεον, ἐπιπλεύσοµαι & ἐπιπλευσοῦµαι, ἐπέπλευσα, ἐπιπέπλευκα, ἐ�πεπεπλεύκειν. Παρασκευάζω, παρεσκεύαζον, παρασκευάσω, παρεσκεύασα, παρεσκεύακα, πα�ρεσκευάκειν. Παρασκευάζοµαι, παρεσκευαζόµην, παρασκευάσ(θήσ)οµαι, παρεσκευασάµην, πα�ρεσκευάσθην, παρεσκεύασµαι, παρεσκευάσµην. Ὑπάρχω, ὑπῆρχον, ὑπάρξω, ὑπῆρξα. Ὑπάρχοµαι, ὑπηρχόµην, ὑπάρξοµαι, ὑπηρξάµην, ὑπήρχθην, ὑπῆργµαι, ὑπήργµην. Προσαιρέω�ῶ, προσῄρουν, προσαιρήσω & προσελῶ, προσεῖλον, προσῄρηκα, προ�σῃρήκειν. Προσαιρέοµαι�οῦµαι, προσῃρούµην, προσαιρή(θή)σοµαι, προσειλόµην & προσῃ�ρέθην, προσῄρηµαι, προσῃρήµην. Ἐκπλέω, ἐξέπλεον, ἐκπλεύσοµαι & ἐκπλευσοῦµαι, ἐξέπλευσα, ἐκπέπλευκα, ἐξε�πεπλεύκειν. Ἀφίστηµι, ἀφίστην, ἀποστήσω, ἀπέστησα, ἀποστήσας ἔχω, ἀποστήσας εἶχον. Ἀφίσταµαι, ἀφιστάµην, ἀποστ(αθ)ήσοµαι, ἀπεστησάµην & ἀπέστην & ἀπεστάθην, ἀφέστηκα, ἀφε(ι)στήκειν. Ἀνάγω, ἀνῆγον, ἀνάξω, ἀνήγαγον, ἀνῆχα & ἀναγήοχα, ἀνήχειν & ἀνηγηόχειν. Ἀνάγοµαι, ἀνηγόµην, ἀνάξοµαι & ἀναχθήσοµαι, ἀνηγαγόµην, ἀνήχθην, ἀνῆγµαι, ἀνήγµην. Εἰµί, ἦν & ἦ, ἔσοµαι, ἐγενόµην, γέγονα, ἐγεγόνειν. Παραπλέω, παρέπλεον, παραπλεύσοµαι & παραπλευσοῦµαι, παρέπλευσα, παρα�πέπλευκα, παρεπεπλεύκειν. Πάρειµι, παρῆν & παρῆ, παρέσοµαι, παρεγενόµην, παραγέγονα, παρεγεγόνειν. Ἡγέοµαι�οῦµαι, ἡγούµην, ἡγή(θή)σοµαι, ἡγησάµην, ἡγήθην, ἥγηµαι, ἡγήµην. Προσβάλλω, προσέβαλλον, προσβαλῶ, προσέβαλον, προσβέβληκα, προσεβεβλή�κειν. Προσβάλλοµαι, προσεβαλλόµην, προσβαλοῦµαι & προσβληθήσοµαι, προσεβαλό�µην & προσεβλήθην, προσβέβληµαι, προσεβεβλήµην. Αἱρέω�ῶ, ᾕρουν, αἱρήσω, εἷλον, ᾕρηκα, ᾑρήκειν. Αἱρέοµαι�οῦµαι, ᾑρούµην, αἱρήσοµαι & αἱρεθήσοµαι, εἱλόµην, ᾑρέθην, ᾕρηµαι, ᾑ�ρήµην. Προσοχή: παθητικό του αἱρῶ (= συλλαµβάνω, για έµψυχα, κυριεύω, για άψυχα) είναι το ἁλίσκοµαι (= συλλαµβάνοµαι, κυριεύοµαι). Το αἱροῦµαι σηµαίνει εκλέ�

    γω – εκλέγοµαι, προτιµώ – προτιµώµαι.

    ∆ιαρπάζω, διήρπαζον, διαρπάσω & διαρπάσοµαι, διήρπασα, διήρπακα, διηρπά�κειν. ∆ιαρπάζοµαι, διηρπαζόµην, διαρπασθήσοµαι, διηρπασάµην & διηρπάσθην, διήρ�πασµαι, διηρπάσµην.

  • Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, Βιβλίο 2ο

    Σοφοκλῆς Ἀπ. Μητρούσιας: Σχολικός Σύµβουλος Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάς

    - 3 -

    Ἀφίηµι, ἀφίην, ἀφήσω, ἀφῆκα, ἀφεῖκα, ἀφείκειν. Ἀφίεµαι, ἀφιέµην, ἀφήσοµαι & ἀφεθήσοµαι, ἀφηκάµην, ἀφείµην, ἀφείθην, ἀφεῖ�µαι, ἀφείµην.

    Βιβλίο 2ο, Κεφάλαιο 1

    ο . §§ 20 – 21, σελ. 48

    Πλέω, ἔπλεον, πλεύσοµαι & πλευσοῦµαι, ἔπλευσα, πέπλευκα, ἐπεπλεύκειν. Ὁρµίζω, ὥρµιζον, ὥρµισα. Ὁρµίζοµαι, ὡρµιζόµην, ὁρµιοῦµαι, ὡρµισάµην & ὡρµίσθην, ὥρµισµαι, ὥρµίσµην. Ἀριστοποιέοµαι�οῦµαι, ἠριστοποιούµην, ἀριστοποιήσοµαι, ἠριστοποιησάµην, ἠρι�στοποιήµην. Ἀγγέλλω, ἤγγελλον, ἀγγελῶ, ἤγγειλα, ἤγγελκα, ἠγγέλκειν. Ἀγγέλλοµαι, ἠγγελλόµην, ἀγγελοῦµαι & ἀγγελθήσοµαι, ἠγγειλάµην & ἠγγέλθην, ἤγγελµαι, ἠγγέλµην. Ἀνάγω, ἀνῆγον, ἀνάξω, ἀνήγαγον, ἀνῆχα & ἀναγήοχα, ἀνήχειν & ἀνηγηόχειν. Ἀνάγοµαι, ἀνηγόµην, ἀνάξοµαι & ἀναχθήσοµαι, ἀνηγαγόµην & ἀνήχθην, ἀνῆγµαι, ἀνήγµην. Ἐπισιτίζω, ἐπεσίτισα. Ἐπισιτίζοµαι, ἐπισιτιοῦµαι, ἐπεσιτισάµην. ∆ιέχω, διεῖχον, διέξω & διασχήσω, διέσχον, διέσχηκα, διεσχήκειν. ∆ειπνοποιέω�ῶ, ἐδειπνοποίουν. ∆ειπνοποιέοµαι�οῦµαι, ἐδειπνοποιούµην, ἐδειπνοποιησάµην.

    Βιβλίο 2ο, Κεφάλαιο 1

    ο. §§ 22 – 24, σελ. 48

    Ἔπειµι & ἐπέρχοµαι, ἐπῇα & ἐπῄειν, ἔπειµι, ἐπῆλθον, ἐπελήλυθα, ἐπεληλύθειν. Εἰµί, ἦν & ἦ, ἔσοµαι, ἐγενόµην, γέγονα, ἐγεγόνειν. Σηµαίνω, ἐσήµαινον, σηµανῶ, ἐσήµανα & ἐσήµηνα, σεσήµαγκα. Ἀριστοποιέοµαι�οῦµαι, ἠριστοποιούµην, ἀριστοποιήσοµαι, ἠριστοποιησάµην, ἠρι�στοποιήµην. Εἰσβαίνω, εἰσέβαινον, εἰσβήσοµαι, εἰσέβην, εἰσβέβηκα, εἰσεβεβήκειν. Εἰσβαίνοµαι, εἰσεβάθην, εἰσβέβαµαι. Παρασκευάζω, παρεσκεύαζον, παρασκευάσω, παρεσκεύασα, παρεσκεύακα, πα�ρεσκευάκειν. Παρασκευάζοµαι, παρεσκευαζόµην, παρασκευάσ(θήσ)οµαι, παρεσκευασάµην, πα�ρεσκευάσθην, παρεσκεύασµαι, παρεσκευάσµην. Παραβάλλω, παρέβαλλον, παραβαλῶ, παρέβαλον, παραβέβληκα, παρεβεβλήκειν. Παραβάλλοµαι, παρεβαλλόµην, παραβαλοῦµαι & παραβληθήσοµαι, παρεβαλόµην & παρεβλήθην, παραβέβληµαι, παρεβεβλήµην. Προαγορεύω, προηγόρευον, προαγορεύσω & προερῶ, προηγόρευσα & προεῖπον, προηγόρευκα & προείρηκα, προηγορεύκειν & προειρήκειν. Κινέω�ῶ, ἐκίνουν, κινήσω, ἐκίνησα, κεκίνηκα. Κινέοµαι�οῦµαι, ἐκινούµην, κινή(θή)σοµαι, ἐκινήθην, κεκίνηµαι. Ἀνάγω, ἀνῆγον, ἀνάξω, ἀνήγαγον, ἀνῆχα & ἀναγήοχα, ἀνήχειν & ἀνηγηόχειν. Ἀνάγοµαι, ἀνηγόµην, ἀνάξοµαι & ἀναχθήσοµαι, ἀνηγαγόµην & ἀνήχθην, ἀνῆγµαι, ἀνήγµην. Ἀνίσχω, ἀνῖσχον. Ἀνίσχοµαι, ἀνισχόµην. Παρατάττω, παρέταττον, παρατάξω, παρέταξα, παρατέταχα, παρετετάχειν. Παρατάττοµαι, παρεταττόµην, παρατάξοµαι & παραταχθήσοµαι & παραταγήσο�µαι, παρεταξάµην & παρετάχθην & παρετάγην, παρατέταγµαι, παρετετάγµην.

  • Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, Βιβλίο 2ο

    Σοφοκλῆς Ἀπ. Μητρούσιας: Σχολικός Σύµβουλος Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάς

    - 4 -

    Ἀντανάγω, ἀντανῆγον, ἀντανάξω, ἀντανήγαγον, ἀντανῆχα & ἀνταναγήοχα, ἀ�ντανήχειν & ἀντανηγηόχειν. Ἀντανάγοµαι, ἀντανηγόµην, ἀντανάξοµαι & ἀνταναχθήσοµαι, ἀντανηγαγόµην & ἀντανήχθην, ἀντανῆγµαι, ἀντανήγµην. Ἀποπλέω, ἀπέπλεον, ἀποπλεύσοµαι & ἀποπλευσοῦµαι, ἀπέπλευσα, ἀποπέπλευκα, ἀπεπεπλεύκειν. Κελεύω, ἐκέλευον, κελεύσω, ἐκέλευσα, κεκέλευκα, ἐκεκελεύκειν. Κελεύοµαι, ἐκελευόµην, κελεύσ(θήσ)οµαι, ἐκελευσάµην & ἐκελεύσθην, κεκέλευ�σµαι, ἐκεκελεύσµην. Ἕποµαι, εἱπόµην, ἕψοµαι, ἑσπόµην. ’Εκβαίνω, ἐξέβαινον, ἐκβήσοµαι, ἐξέβην, ἐκβέβηκα, ἐξεβεβήκειν. Ἐκβαίνοµαι, ἐξεβάθην, ἐκβέβαµαι. Καθοράω�ῶ, καθεώρων, κατόψοµαι, κατεῖδον, καθεό(ώ)ρακα, & κατόπωπα, κα�θεωράκειν. Καθοράοµαι�ῶµαι, καθεωρώµην, κατοφθήσοµαι, κατειδόµην & κατώφθην, καθε�ό(ώ)ραµαι & κατῶµµαι, καθεωράµην, & κατώµµην. Ποιέω�ῶ, ἐποίουν, ποιήσω, ἐποίησα, πεποίηκα, ἐπεποιήκειν. Ποιέοµαι, ἐποιούµην, ποιή(θή)σοµαι, ἐποιησάµην & ἐποιήθην, πεποίηµαι, ἐπεποι�ήµην. Ἐξαγγέλλω, ἐξήγγελλον, ἐξαγγελῶ, ἐξήγγειλα, ἐξήγγελκα, ἐξηγγέλκειν. Ἐξαγγέλλοµαι, ἐξηγγελλόµην, ἐξαγγελοῦµαι & ἐξαγγελθήσοµαι, ἐξηγγειλάµην & ἐξηγγέλθην, ἐξήγγελµαι, ἐξηγγέλµην. Ἐκβιβάζω, ἐξεβίβαζον, ἐκβιβῶ & ἐκβιβάσω, ἐξεβίβασα. Ἐκβιβάζοµαι, ἐξεβιβαζόµην, ἐκβιβῶµαι, ἐξεβιβασάµην & ἐξεβιβάσθην, ἐκβεβίβα�σµαι. Ἥκω, ἧκον, ἥξω, (δι)ῆξε. Ἐπανάγω, ἐπανῆγον, ἐπανάξω, ἐπανήγαγον, ἐπανῆχα & ἐπαναγήοχα, ἐπανήχειν & ἐπανηγηόχειν. Ἐπανάγοµαι, ἐπανηγόµην, ἐπανάξοµαι & ἐπαναχθήσοµαι, ἐπανηγαγόµην & ἐπ�ανήχθην, ἐπανῆγµαι, ἐπανήγµην.

    Βιβλίο 2ο, Κεφάλαιο 1

    ο. §§ 25 – 26, σελ. 48

    Καθοράω�ῶ, καθεώρων, κατόψοµαι, κατεῖδον, καθεό(ώ)ρακα, & κατόπωπα, κα�θεωράκειν. Καθοράοµαι�ῶµαι, καθεωρώµην, κατοφθήσοµαι, κατειδόµην & κατώφθην, καθε ό(ώ)ραµαι & κατῶµµαι, καθεωράµην, & κατώµµην. Ὁρµέω�ῶ, ὥρµουν. Μέτειµι & µετέρχοµαι, µετῇα & µετῄειν, µέτειµι, µετῆλθον, µετελήλυθα, µετεληλύ�θειν. Ἔχω, εἶχον, ἕξω & σχήσω, ἔσχον, ἔσχηκα, ἐσχήκειν. Ἔχοµαι, εἰχόµην, ἕξοµαι & σχ(εθ)ήσοµαι ἐσχόµην, ἐσχέθην, ἔσχηµαι, ἐσχήµην. Φηµί, ἔφην, φήσω, ἔφησα. Μεθορµίζω, µεθώρµιζον, µεθώρµισα. Παραινέω�ῶ, παρῄνουν, παραινέσω & παραινήσω & παραινέσοµαι, παρῄνεσα & παρῄνησα, παρῄνεκα. Παραινέοµαι�οῦµαι, παρῃνούµην, παραινεθήσοµαι, παρῃνέθην, παρῄνηµαι, παρῃ�νήµην. Εἰµί, ἦν & ἦ, ἔσοµαι, ἐγενόµην, γέγονα, ἐγεγόνειν. Ναυµαχέω�ῶ, ἐναυµάχουν, ναυµαχήσω, ἐναυµάχησα, νεναυµάχηκα.

  • Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, Βιβλίο 2ο

    Σοφοκλῆς Ἀπ. Μητρούσιας: Σχολικός Σύµβουλος Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάς

    - 5 -

    Βούλοµαι, ἐ(ἠ)βουλόµην, βουλή(θή)σοµαι, ἐ(ἠ)βουλήθην, βεβούληµαι, ἐβεβουλή�µην. Ἄπειµι & ἀπέρχοµαι, ἀπῇα & ἀπῄειν, ἄπειµι & ἀπελεύσοµαι ἀπῆλθον, ἀπελήλυ�θα, ἀπεληλύθειν. Κελεύω, ἐκέλευον, κελεύσω, ἐκέλευσα, κεκέλευκα, ἐκεκελεύκειν. Κελεύοµαι, ἐκελευόµην, κελεύσ(θήσ)οµαι, ἐκελευσάµην & ἐκελεύσθην, κεκέλευ�σµαι, ἐκεκελεύσµην. Στρατηγέω�ῶ, ἐστρατήγουν, στρατηγήσω, ἐστρατήγησα, ἐστρατήγηκα. Στρατηγοῦµαι, ἐστρατηγήθην, ἐστρατήγηµαι. Οἴχοµαι, ᾠχόµην, οἰχήσοµαι, � , ᾤχηκα & ᾤχωκα & ᾤχηµαι & ᾤχωµαι.

    Βιβλίο 2ο, Κεφάλαιο 1

    ο. § 27, σσ. 48 – 49

    Ἐπιπλέω, ἐπέπλεον, ἐπιπλεύσοµαι & ἐπιπλευσοῦµαι, ἐπέπλευσα, ἐπιπέπλευκα, ἐ�πεπεπλεύκειν. Λέγω, ἔλεγον, λέξω & ἐρῶ, ἔλεξα & εἶπα & εἶπον, εἴρηκα, εἰρήκειν. Λέγοµαι, ἐλεγόµην, λέξοµαι & λεχθήσοµαι & ῥηθήσοµαι, ἐλεξάµην & ἐλέχθην & ἐρ�ρήθην, εἴρηµαι & λέλεγµαι, εἰρήµην & ἐλελέγµην. Ἕποµαι, εἱπόµην, ἕψοµαι, ἑσπόµην. Καθοράω�ῶ, καθεώρων, κατόψοµαι, κατεῖδον, καθεό(ώ)ρακα, & κατόπωπα, κα�θεωράκειν. Καθοράοµαι�ῶµαι, καθεωρώµην, κατοφθήσοµαι, κατειδόµην & κατώφθην, καθε�ό(ώ)ραµαι & κατῶµµαι, καθεωράµην, & κατώµµην. ’Εκβαίνω, ἐξέβαινον, ἐκβήσοµαι, ἐξέβην, ἐκβέβηκα, ἐξεβεβήκειν. Ἐκβαίνοµαι, ἐξεβάθην, ἐκβέβαµαι. Σκεδάννυµι & σκεδαννύω, σκεδῶ & σκεδάσω, ἐσκέδασα. Σκεδάννυµαι, ἐσκεδαννύµην, σκεδασθήσοµαι, ἐσκεδασάµην & ἐσκεδάσθην, ἐσκέ�δασµαι, ἐσκεδάσµην. Ποιέω�ῶ, ἐποίουν, ποιήσω, ἐποίησα, πεποίηκα, ἐπεποιήκειν. Ποιέοµαι, ἐποιούµην, ποιή(θή)σοµαι, ἐποιησάµην & ἐποιήθην, πεποίηµαι, ἐπεποι�ήµην. Ὠνέοµαι�οῦµαι, ἐωνούµην, ὠνήσοµαι, ἐπριάµην & ἐωνήθην, ἐώνηµαι, ἐωνήµην. Καταφρονέω�ῶ, κατεφρόνουν, καταφρονήσω, κατεφρόνησα, καταπεφρόνηκα. Καταφρονεόµαι�οῦµαι. Ἀντανάγω, ἀντανῆγον, ἀντανάξω, ἀντανήγαγον, ἀντανῆχα & ἀνταναγήοχα, ἀ�ντανήχειν & ἀντανηγηόχειν. Ἀντανάγοµαι, ἀντανηγόµην, ἀντανάξοµαι, ἀνταναχθήσοµαι, ἀντανηγαγόµην, ἀ�ντανήχθην, ἀντανῆγµαι, ἀντανήγµην. Ἀποπλέω, ἀπέπλεον, ἀποπλεύσοµαι & ἀποπλευσοῦµαι, ἀπέπλευσα, ἀποπέπλευκα, ἀπεπεπλεύκειν. Αἴρω, ᾖρον, ἀρῶ, ἦρα, ἦρκα, ἤρκειν. Αἴροµαι, ᾐρόµην, ἀροῦµαι, ἠράµην & ἤρθην, ἦρµαι, ἤρµην. Κελεύω, ἐκέλευον, κελεύσω, ἐκέλευσα, κεκέλευκα, ἐκεκελεύκειν. Κελεύοµαι, ἐκελευόµην, κελεύσ(θήσ)οµαι, ἐκελευσάµην & ἐκελεύσθην, κεκέλευ�σµαι, ἐκεκελεύσµην.

    Βιβλίο 2ο, Κεφάλαιο 1

    ο. §§ 28 – 29, σελ. 49

    Σηµαίνω, ἐσήµαινον, σηµανῶ, ἐσήµανα & ἐσήµηνα, σεσήµαγκα. Πλέω, ἔπλεον, πλεύσοµαι & πλευσοῦµαι, ἔπλευσα, πέπλευκα, ἐπεπλεύκειν.

  • Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, Βιβλίο 2ο

    Σοφοκλῆς Ἀπ. Μητρούσιας: Σχολικός Σύµβουλος Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάς

    - 6 -

    Συµπάρειµι & συµπαρέρχοµαι, συµπαρῇα & συµπαρῄειν, συµπάρειµι, συµπαρῆλ�θον, συµπαρελήλυθα, συµπαρεληλύθειν. Ἔχω, εἶχον, ἕξω & σχήσω, ἔσχον, ἔσχηκα, ἐσχήκειν. Ἔχοµαι, εἰχόµην, ἕξοµαι & σχ(εθ)ήσοµαι ἐσχόµην, ἐσχέθην, ἔσχηµαι, ἐσχήµην. Ὁράω�ῶ, ἑώρων, ὄψοµαι, εἶδον, ἑό(ώ)ρακα, & ὄπωπα, ἑωράκειν. Ὁράοµαι�ῶµαι, ἑωρώµην, ὀφθήσοµαι, εἰδόµην, ὤφθην, ἑό(ώ)ραµαι & ὦµµαι, ἑωρά�µην, & ὤµµην. Βοηθέω�ῶ, ἐβοήθουν, βοηθήσω, ἐβοήθησα, βεβοήθηκα, ἐβεβοηθήκειν. Βοηθοῦµαι, ἐβοηθούµην, βοηθήσοµαι, ἐβοηθήθην, βεβοήθηµαι, ἐβεβοηθήµην. ∆ιασκεδάννυµι & διασκεδαννύω, διεσκεδάννυον, διασκεδῶ & διασκεδάσω, διε�σκέδασα. ∆ιασκεδάννυµαι, διεσκεδαννύµην, διασκεδασθήσοµαι, διεσκεδασάµην & διεσκε�δάσθην, διεσκέδασµαι, διεσκεδάσµην. Εἰµί, ἦν & ἦ, ἔσοµαι, ἐγενόµην, γέγονα, ἐγεγόνειν. Ἀνάγω, ἀνῆγον, ἀνάξω, ἀνήγαγον, ἀνῆχα & ἀναγήοχα, ἀνήχειν & ἀνηγηόχειν. Ἀνάγοµαι, ἀνηγόµην, ἀνάξοµαι & ἀναχθήσοµαι, ἀνηγαγόµην & ἀνήχθην, ἀνῆγµαι, ἀνήγµην. Λαµβάνω, ἐλάµβανον, λήψοµαι, ἔλαβον, εἴληφα, εἰλήφειν. Λαµβάνοµαι, ἐλαµβανόµην, ληφθήσοµαι, ἐλαβόµην, εἴληµµαι, εἰλήµµην. Συλλέγω, συνέλεγον, συλλέξω, συνέλεξα, συνείλοχα. Συλλέγοµαι, συνελεγόµην, συλλέξοµαι & συλλεχθήσοµαι & συλλεγήσοµαι, συνελε�ξάµην & συνελέχθην & συνελέγην, συνείλεγµαι, συνελέγµην. Φεύγω, ἔφευγον, φεύξοµαι & φευξοῦµαι, ἔφυγον, πέφευγα, ἐπεφεύγειν. Γιγνώσκω, ἐγίγνωσκον, γνώσοµαι, ἔγνων, ἔγνωκα, ἐγνώκειν. Γιγνώσκοµαι, ἐγιγνωσκόµην, γνωσθήσοµαι, ἐγνώσθην, ἔγνωσµαι, ἐγνώσµην. ∆ιαφθείρω, διέφθειρον, διαφθερῶ, διέφθειρα, διέφθαρκα, διεφθάρκειν. ∆ιαφθείροµαι, διεφθειρόµην, διαφθεροῦµαι & διαφθαρήσοµαι, διεφθάρην, διέφ�θαρµαι, διεφθάρµην. Κατέχω, κατεῖχον, καθέξω & κατασχήσω, κατέσχον, κατέσχηκα, κατεσχήκειν. Κατέχοµαι, κατειχόµην, καθέξοµαι & κατασχ(εθ)ήσοµαι κατεσχόµην & κατεσχέ�θην, κατέσχηµαι, κατεσχήµην. Ἀποπλέω, ἀπέπλεον, ἀποπλεύσοµαι & ἀποπλευσοῦµαι, ἀπέπλευσα, ἀποπέπλευκα, ἀπεπεπλεύκειν. Ἀπαγγέλλω, ἀπήγγελλον, ἀπαγγελῶ, ἀπήγγειλα, ἀπήγγελκα, ἀπηγγέλκειν. Ἀπαγγέλλοµαι, ἀπηγγελλόµην, ἀπαγγελοῦµαι & ἀπαγγελθήσοµαι, ἀπηγγειλάµην & ἀπηγγέλθην, ἀπήγγελµαι, ἀπηγγέλµην.

    Βιβλίο 2ο, Κεφάλαιο 1

    ο. §§ 30 – 32, σσ. 49 – 50

    Ἀπάγω, ἀπῆγον, ἀπάξω, ἀπήγαγον, ἀπῆχα & ἀπαγήοχα, ἀπήχειν & ἀπηγηόχειν. Ἀπάγοµαι, ἀπηγόµην, ἀπάξοµαι & ἀπαχθήσοµαι, ἀπηγαγόµην & ἀπήχθην, ἀ�πῆγµαι, ἀπήγµην. Λαµβάνω, ἐλάµβανον, λήψοµαι, ἔλαβον, εἴληφα, εἰλήφειν. Λαµβάνοµαι, ἐλαµβανόµην, ληφθήσοµαι, ἐλαβόµην, εἴληµαι, εἰλήµµην. Κατεργάζοµαι, κατειργαζόµην & κατηργαζόµην, κατεργάσοµαι & κατεργασθήσο�µαι, κατειργασάµην & κατειργάσθην, κατείργασµαι, κατειργάσµην. Πέµπω, ἔπεµπον, πέµψω, ἔπεµψα, πέποµφα, ἐπεπόµφειν. Πέµποµαι, ἐπεµπόµην, πέµψοµαι & πεµφθήσοµαι, ἐπεµψάµην & ἐπέµφθην, πέπεµ�µαι, ἐπεπέµµην. Ἀπαγγέλλω, ἀπήγγελλον, ἀπαγγελῶ, ἀπήγγειλα, ἀπήγγελκα, ἀπηγγέλκειν.

  • Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, Βιβλίο 2ο

    Σοφοκλῆς Ἀπ. Μητρούσιας: Σχολικός Σύµβουλος Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάς

    - 7 -

    Ἀπαγγέλλοµαι, ἀπηγγελλόµην, ἀπαγγελοῦµαι & ἀπαγγελθήσοµαι, ἀπηγγειλάµην & ἀπηγγέλθην & ἀπηγγέλην, ἀπήγγελµαι, ἀπηγγέλµην. Ἀφικνέοµαι�οῦµαι, ἀφικνούµην, ἀφίξοµαι, ἀφικόµην, ἀφῖγµαι, ἀφίγµην. Ἀθροίζω, ἤθροιζον, ἀθροίσω, ἤθροισα, ἤθροικα, ἠθροίκειν. Ἀθροίζοµαι, ἠθροιζόµην, ἀθροισθήσοµαι, ἠθροισάµην & ἠθροίσθην, ἤθροισµαι, ἠ�θροίσµην. Κελεύω, ἐκέλευον, κελεύσω, ἐκέλευσα, κεκέλευκα, ἐκεκελεύκειν. Κελεύοµαι, ἐκελευόµην, κελεύσ(θήσ)οµαι, ἐκελευσάµην & ἐκελεύσθην, κεκέλευ�σµαι, ἐκεκελεύσµην. Βουλεύω, ἐβούλευον, βουλεύσω, ἐβούλευσα, βεβούλευκα, ἐβεβουλεύκειν. Βουλεύοµαι, ἐβουλευόµην, βουλεύσοµαι, ἐβουλευσάµην & ἐβουλεύθην, βεβούλευ�µαι, ἐβεβουλεύµην. Γίγνοµαι, ἐγιγνόµην, γενήσοµαι. ἐγενόµην, γέγονα & γεγένηµαι, ἐγεγόνειν & ἐγε�γενήµην. Παρανοµέω�ῶ, παρενόµουν, παρανοµήσω, παρενόµησα, παρανενόµηκα, παρενε�νοµήκειν. Παρανοµέοµαι�οῦµαι, παρενοµήθην, παρανενόµηµαι. Ψηφίζω, ἐψήφιζον, ψηφιῶ, ἐψήφισα, ἐψήφικα. Ψηφίζοµαι, ἐψηφιζόµην, ψηφιοῦµαι & ψηφισθήσοµαι, ἐψηφισάµην & ἐψηφίσθην, ἐψήφισµαι, ἐψηφίσµην. Ποιέω�ῶ, ἐποίουν, ποιήσω, ἐποίησα, πεποίηκα, ἐπεποιήκειν. Ποιέοµαι�οῦµαι, ἐποιούµην, ποιή(θή)σοµαι, ἐποιησάµην, ἐποιήθην, πεποίηµαι, ἐπε�ποιήµην. Κρατέω�ῶ, ἐκράτουν, κρατήσω, ἐκράτησα, κεκράτηκα, ἐκεκρατήκειν. Κρατέοµαι�οῦµαι, ἐκρατούµην, κρατηθήσοµαι, ἐκρατήθην, κεκράτηµαι, ἐκεκρατή�µην. Ἀποκόπτω, ἀπέκοπτον, ἀποκόψω, ἀπέκοψα, ἀποκέκοφα & ἀποκέκοπα, ἀπεκεκό�φειν & ἀπεκεκόπειν. Ἀποκόπτοµαι, ἀπεκοπτόµην, ἀποκόψοµαι & ἀποκοπήσοµαι, ἀπεκοψάµην & ἀπε�κόπην, ἀποκέκοµµαι, ἀπεκεκόµµην. Ζωγρέω�ῶ, ἐζώγρησα. Ζωγρέοµαι�οῦµαι, ἐζωγρήθην, ἐζώγρηµαι. Λαµβάνω, ἐλάµβανον, λήψοµαι, ἔλαβον, εἴληφα, εἰλήφειν. Λαµβάνοµαι, ἐλαµβανόµην, ληφθήσοµαι, ἐλαβόµην, εἴληµµαι, εἰλήµµην. Κατακρηµνίζω, κατεκρήµνισα. Κατακρηµνίζοµαι, κατεκρηµνίσθην, κατακεκρήµνισµαι. Εἰµί, ἦν & ἦ, ἔσοµαι, ἐγενόµην, γέγονα, ἐγεγόνειν. ∆ιαφθείρω, διέφθειρον, διαφθερῶ, διέφθειρα, διέφθαρκα, διεφθάρκειν. ∆ιαφθείροµαι, διεφθειρόµην, διαφθεροῦµαι & διαφθαρήσοµαι, διεφθάρην, διέφ�θαρµαι, διεφθάρµην. Λέγω, ἔλεγον, λέξω & ἐρῶ, ἔλεξα & εἶπα & εἶπον, εἴρηκα, εἰρήκειν. Λέγοµαι, ἐλεγόµην, λέξοµαι & λεχθήσοµαι & ῥηθήσοµαι, ἐλεξάµην, ἐλέχθην & ἐρ�ρήθην, εἴρηµαι & λέλεγµαι, εἰρήµην & ἐλελέγµην. ∆οκέω�ῶ, ἐδόκουν, δόξω, ἔδοξα, δεδόκηκα, ἐδεδοκήκειν. ∆οκέοµαι�οῦµαι, ἐδοκήθην, δεδόκηµαι. ∆οκεῖ, ἐδόκει, δόξει, ἔδοξε, δέδοκται, ἐδέδοκτο. Ἀποκτείνω, ἀπέκτεινον, ἀποκτενῶ, ἀπέκτεινα & ἀπέκτανον & ἀπέκτονα, ἀπέκτα�γκα & ἀπεκτόνηκα, ἀπεκτόνειν. Ἀποκτείνοµαι, ἀπεκτεινόµην, ἀπεκτάµην & ἀπεκτάνθην & ἀπεκτάνην

  • Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, Βιβλίο 2ο

    Σοφοκλῆς Ἀπ. Μητρούσιας: Σχολικός Σύµβουλος Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάς

    - 8 -

    Προσοχή!! Παθητικό του ἀποκτείνω είναι το ἀποθνῄσκω (= φονεύοµαι). Ἐπιλαµβάνω, ἐπελάµβανον, ἐπιλήψοµαι, ἐπέλαβον, ἐπείληφα, ἐπειλήφειν. Ἐπιλαµβάνοµαι, ἐπελαµβανόµην, ἐπιληφθήσοµαι, ἐπελαβόµην, ἐπείληµµαι, ἐπει�λήµµην. Αἰτιάοµαι�ῶµαι, ᾐτιώµην, αἰτιά(θή)σοµαι, ᾐτιασάµην, ᾐτιάθην, ᾐτίαµαι, ᾐτιάµην. Προδίδωµι, προεδίδουν, προδώσω, προέδωκα, προδέδωκα, προεδεδώκειν. Προδίδοµαι, προεδιδόµην, προδώσοµαι & προδοθήσοµαι, προεδόµην & προεδό�θην, προδέδοµαι, προεδεδόµην. Ἐρωτάω�ῶ, ἠρώτων, ἐρωτήσω & ἐρήσοµαι, ἠρώτησα, & ἠρόµην, ἠρώτηκα, ἠρωτή�κειν. Ἐρωτάοµαι�ῶµαι, ἠρωτήθην, ἠρώτηµαι. Πάσχω, ἔπασχον πείσοµαι, ἔπαθον, πέπονθα, ἐπεπόνθειν. Ἄρχω, ἦρχον, ἄρξω, ἦρξα, ἦρχα. Ἄρχοµαι, ἠρχόµην, ἄρξοµαι & ἀρχθήσοµαι, ἠρξάµην & ἤρχθην, ἦργµαι, ἤργµην. Ἀποσφάττω & ἀποσφάζω, ἀπέσφαττον & ἀπέσφαζον, ἀποσφάξω, ἀπέσφαξα, ἀπέ�σφακα, ἀπεσφάκειν. Ἀποσφάττοµαι & ἀποσφάζοµαι, ἀπεσφαττόµην & ἀπεσφαζόµην, ἀποσφαγήσοµαι, ἀπεσφαξάµην & ἀπεσφάχθην & ἀπεσφάγην, ἀπέσφαγµαι.

    Βιβλίο 2ο, Κεφάλαιο 2ο

    §§ 1 – 2, σελ. 63 Καθίστηµι, καθίστην, καταστήσω, κατέστησα, καταστήσας ἔχω. Καθίσταµαι, καθιστάµην, καταστ(αθ)ήσοµαι, κατεστησάµην & κατέστην & κατε�στάθην, καθέστηκα, καθε(ι)στήκειν. Πλέω, ἔπλεον, πλεύσοµαι & πλευσοῦµαι, ἔπλευσα, πέπλευκα, ἐπεπλεύκειν. ‘Υποδέχοµαι, ὑπεδεχόµην, ὑποδέξοµαι & ὑποδεχθήσοµαι, ὑπεδεξάµην & ὑπεδέ�χθην, ὑποδέδεγµαι, ὑπεδεδέγµην. Ἀφίηµι, ἀφίην, ἀφήσω, ἀφῆκα, ἀφεῖκα. Ἀφίεµαι, ἀφιέµην, ἀφ(εθ)ήσοµαι, ἀφείµην & ἀφείθην & ἀφηκάµην, ἀφεῖµαι, ἀφεί�µην. Προδίδωµι, προεδίδουν, προδώσω, προέδωκα, προδέδωκα, προεδεδώκειν. Προδίδοµαι, προεδιδόµην, προδώσοµαι & προδοθήσοµαι, προεδόµην & προεδό�θην, προδέδοµαι, προεδεδόµην. Φεύγω, ἔφευγον, φεύξοµαι & φευξοῦµαι, ἔφυγον & ἐφεύχθην, πέφευγα, ἐπεφεύ�γειν. Γίγνοµαι, ἐγιγνόµην, γενήσοµαι. ἐγενόµην, γέγονα & γεγένηµαι, ἐγεγόνειν & ἐγε�γενήµην. Ὁράω�ῶ, ἑώρων, ὄψοµαι, εἶδον, ἑό(ώ)ρακα, & ὄπωπα, ἑωράκειν. Ὁράοµαι�ῶµαι, ἑωρώµην, ὀφθήσοµαι, εἰδόµην, ὤφθην, ἑό(ώ)ραµαι & ὦµµαι, ἑωρά�µην, & ὤµµην. Ἀποπέµπω, ἀπέπεµπον, ἀποπέµψω, ἀπέπεµψα, ἀποπέποµφα, ἀπεπεπόµφειν. Ἀποπέµποµαι, ἀπεπεµπόµην, ἀποπέµψοµαι & ἀποπεµφθήσοµαι, ἀπεπεµψάµην & ἀπεπέµφθην, ἀποπέπεµµαι, ἀπεπεπέµµην. ∆ίδωµι, ἐδίδουν, δώσω, ἔδωκα, δέδωκα, ἐδεδώκειν. ∆ίδοµαι, ἐδιδόµην, δώσοµαι & δοθήσοµαι, ἐδόµην & ἐδόθην, δέδοµαι, ἐδεδόµην. Πλέω, ἔπλεον, πλεύσοµαι & πλευσοῦµαι, ἔπλευσα, πέπλευκα, ἐπεπλεύκειν. Οἶδα, ᾔδειν, ᾔδη, εἴσοµαι & εἰδήσω, ἔγνων, ἔγνωκα, ἐγνώκειν. Συλλέγω, συνέλεγον, συλλέξω, συνέλεξα, συνείλοχα.

  • Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, Βιβλίο 2ο

    Σοφοκλῆς Ἀπ. Μητρούσιας: Σχολικός Σύµβουλος Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάς

    - 9 -

    Συλλέγοµαι, συνελεγόµην, συλλέξοµαι & συλλεχθήσοµαι & συλλεγήσοµαι, συνελε�ξάµην & συνελέχθην & συνελέγην, συνείλεγµαι, συνειλέγµην. Εἰµί, ἦν & ἦ, ἔσοµαι, ἐγενόµην, γέγονα, ἐγεγόνειν. Καταλείπω, κατέλειπον, καταλείψω, κατέλειψα & κατέλιπον, καταλέλοιπα, κατε�λελοίπειν. Καταλείποµαι, κατελειπόµην, καταλείψοµαι & καταλειφθήσοµαι, κατελιπόµην & κατελείφθην, καταλέλειµµαι, κατελελείµµην. Ἀποπλέω, ἀπέπλεον, ἀποπλεύσοµαι & ἀποπλευσοῦµαι, ἀπέπλευσα, ἀποπέπλευκα, ἀπεπεπλεύκειν. Ἐπισκευάζω, ἐπεσκεύαζον, ἐπισκευάσω, ἐπεσκεύασα, ἐπεσκεύακα. Ἐπισκευάζοµαι, ἐπεσκευαζόµην, ἐπισκευάσ(θήσ)οµαι, ἐπεσκευασάµην & ἐπεσκευ�άσθην, ἐπεσκεύασµαι, ἐπεσκευάσµην.

    Βιβλίο 2ο, Κεφάλαιο 2

    ο. §§ 3 – 4, σελ. 63

    Ἀφικνέοµαι�οῦµαι, ἀφικνούµην, ἀφίξοµαι, ἀφικόµην, ἀφῖγµαι, ἀφίγµην. Λέγω, ἔλεγον, λέξω & ἐρῶ, ἔλεξα & εἶπα & εἶπον, εἴρηκα, εἰρήκειν. Λέγοµαι, ἐλεγόµην, λέξοµαι & λεχθήσοµαι & ῥηθήσοµαι, ἐλεξάµην, ἐλέχθην & ἐρ�ρήθην, εἴρηµαι & λέλεγµαι, εἰρήµην & ἐλελέγµην. ∆ιήκω, διῆκον, διήξω, διῆξε. Παραγγέλλω, παρήγγελλον, παραγγελῶ, παρήγγειλα, παρήγγελκα, παρηγγέλκειν. Παραγγέλλοµαι, παρηγγελλόµην, παραγγελοῦµαι & παραγγελθήσοµαι, παρηγγει�λάµην & παρηγγέλθην & παρηγγέλην, παρήγγελµαι, παρηγγέλµην. Κοιµάω�ῶ, κοιµήσω, ἐκοίµησα. Κοιµάοµαι�ῶµαι, ἐκοιµώµην, κοιµή(θή)σοµαι, ἐκοιµησάµην & ἐκοιµήθην, κεκοίµη�µαι, ἐκεκοιµήµην. Ἀπόλλυµι, & ἀπολλύω, ἀπόλλυν & ἀπόλλυον, ἀπολῶ & ἀπολέσω, ἀπώλεσα, ἀπο�λώλεκα, ἀπωλωλέκειν. Ἀπόλλυµαι, ἀπολλύµην, ἀπολοῦµαι, ἀπωλόµην, ἀπόλωλα, ἀπωλώλειν. Πενθέω�ῶ, ἐπένθουν, πενθήσω, ἐπένθησα, πεπένθηκα. Πενθέοµαι�οῦµαι. Πάσχω, ἔπασχον πείσοµαι, ἔπαθον, πέπονθα, ἐπεπόνθειν. Νοµίζω, ἐνόµιζον, νοµιῶ, ἐνόµισα, νενόµικα, ἐνενοµίκειν. Νοµίζοµαι, ἐνοµιζόµην, νοµιοῦµαι & νοµισθήσοµαι, ἐνοµίσθην, νενόµισµαι, ἐνενο�µίσµην. Ποιέω�ῶ, ἐποίουν, ποιήσω, ἐποίησα, πεποίηκα, ἐπεποιήκειν. Ποιέοµαι�οῦµαι, ἐποιούµην, ποιή(θή)σοµαι, ἐποιησάµην, ἐποιήθην, πεποίηµαι, ἐπε�ποιήµην. Εἰµί, ἦν & ἦ, ἔσοµαι, ἐγενόµην, γέγονα, ἐγεγόνειν. Κρατέω�ῶ, ἐκράτουν, κρατήσω, ἐκράτησα, κεκράτηκα, ἐκεκρατήκειν. Κρατέοµαι�οῦµαι, ἐκρατούµην, κρατηθήσοµαι, ἐκρατήθην, κεκράτηµαι, ἐκεκρα�τήµην. ∆οκεῖ, ἐδόκει, δόξει, ἔδοξε, δέδοκται, ἐδέδοκτο. Ἀποχώννυµι & ἀποχωννύω & ἀποχόω�ῶ, ἀπέχουν, ἀποχώσω, ἀπέχωσα, ἀποκέχω�κα. Ἀποχώννυµαι & ἀποχοῦµαι, ἀπεχούµην, ἀποχωσθήσοµαι, ἀπεχωσάµην & ἀπεχώ�σθην, ἀποκέχωσµαι. Εὐτρεπίζω, ηὐτρέπιζον, εὐτρεπιῶ, ηὐτρέπισα. Εὐτρεπίζοµαι, ηὐτρεπιζόµην & εὐτρεπιζόµην, ηὐτρεπισάµην, ηὐτρέπισται. Ἐφίστηµι, ἐφίστην, ἐπιστήσω, ἐπέστησα, ἐπιστήσας ἔχω.

  • Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, Βιβλίο 2ο

    Σοφοκλῆς Ἀπ. Μητρούσιας: Σχολικός Σύµβουλος Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάς

    - 10 -

    Ἐφίσταµαι, ἐφιστάµην, ἐπιστ(αθ)ήσοµαι, ἐπεστησάµην & ἐπέστην & ἐπεστάθην, ἐ�φέστηκα, ἐφε(ι)στήκειν. Παρασκευάζω, παρεσκεύαζον, παρασκευάσω, παρεσκεύασα, παρεσκεύακα. Παρασκευάζοµαι, παρεσκευαζόµην, παρασκευάσ(θήσ)οµαι, παρεσκευασάµην & παρεσκευάσθην, παρεσκεύασµαι, παρεσκευάσµην.

    Βιβλίο 2ο, Κεφάλαιο 2

    ο. §§ 16 – 17, σσ. 70 – 71

    Εἰµί, ἦν & ἦ, ἔσοµαι, ἐγενόµην, γέγονα, ἐγεγόνειν. Λέγω, ἔλεγον, λέξω & ἐρῶ, ἔλεξα & εἶπα & εἶπον, εἴρηκα, εἰρήκειν. Λέγοµαι, ἐλεγόµην, λέξοµαι & λεχθήσοµαι & ῥηθήσοµαι, ἐλεξάµην & ἐλέχθην & ἐρ�ρήθην, εἴρηµαι & λέλεγµαι, εἰρήµην & ἐλελέγµην. Βούλοµαι, ἐβουλόµην & ἠβουλόµην, βουλή(θή)σοµαι, ἐβουλήθην & ἠβουλήθην, βε�βούληµαι, ἐβεβουλήµην. Πέµπω, ἔπεµπον, πέµψω, ἔπεµψα, πέποµφα, ἐπεπόµφειν. Πέµποµαι, ἐπεµπόµην, πέµψοµαι & πεµφθήσοµαι, ἐπεµψάµην & ἐπέµφθην, πέπεµ�µαι, ἐπεπέµµην. Οἶδα, ᾔδειν, ᾔδη, εἴσοµαι & εἰδήσω, ἔγνων, ἔγνωκα, ἐγνώκειν. Ἥκω, ἧκον, ἥξω, (δι)ῆξε. Ἐξανδραποδίζω, ἐξηνδραπόδιζον, ἐξανδραποδιῶ, ἐξηνδραπόδισα. Ἐξανδραποδίζοµαι, ἐξηνδραποδιζόµην, ἐξανδραποδιοῦµαι & ἐξανδραποδισθήσο�µαι, ἐξηνδραποδισάµην & ἐξηνδραποδίσθην, ἐξηνδραπόδισµαι, ἐξηνδραποδίσµην. Ἀντέχω, ἀντεῖχον, ἀνθέξω & ἀντισχήσω, ἀντέσχον, ἀντέσχηκα, ἀντεσχήκειν. Ἀντέχοµαι, ἀντειχόµην, ἀνθέξοµαι & ἀντισχ(εθ)ήσοµαι ἀντεσχόµην & ἀντεσχέθην, ἀντέσχηµαι, ἀντεσχήµην. ∆ιατρίβω, διέτριβον, διατρίψω, διέτριψα, διατέτριφα, διετετρίφειν. ∆ιατρίβοµαι, διετριβόµην, διατρίψοµαι & διατριφθήσοµαι & διατριβήσοµαι, διε�τριψάµην & διετρίφθην & διετρίβην, διατέτριµµαι, διετετρίµµην. Ἐπιτηρέω�ῶ, ἐπετήρουν, ἐπιτηρήσω, ἐπετήρησα, ἐπιτετήρηκα, ἐπετετηρήκειν. Ἐπιτηρέοµαι�οῦµαι, ἐπετηρούµην, ἐπιτηρή(θή)σοµαι, ἐπετηρησάµην & ἐπετηρή�θην, ἐπιτετήρηµαι, ἐπετετηρήµην. Μέλλω, ἔµελλον & ἤµελλον, µελήσω, ἐµέλλησα. Μέλλοµαι. Ἐπιλείπω, ἐπέλειπον, ἐπιλείψω, ἐπέλειψα & ἐπέλιπον, ἐπιλέλοιπα, ἐπελελοίπειν. Ἐπιλείποµαι, ἐπελειπόµην, ἐπιλείψοµαι & ἐπιλειφθήσοµαι, ἐπελιπόµην & ἐπελείφ�θην, ἐπιλέλειµµαι, ἐπελελείµµην. Ὁµολογέω�ῶ, ὡµολόγουν, ὁµολογήσω, ὡµολόγησα, ὡµολόγηκα, ὡµολογήκειν. Ὁµολογέοµαι�οῦµαι, ὡµολογούµην, ὁµολογή(θή)σοµαι, ὡµολογησάµην & ὡµολο�γήθην, ὡµολόγηµαι, ὡµολογήµην. Ἀπαγγέλλω, ἀπήγγελλον, ἀπαγγελῶ, ἀπήγγειλα, ἀπήγγελκα, ἀπηγγέλκειν. Ἀπαγγέλλοµαι, ἀπηγγελλόµην, ἀπαγγελοῦµαι, ἀπαγγελθήσοµαι, ἀπηγγειλάµην & ἀπηγγέλθην & ἀπηγγέλην, ἀπήγγελµαι, ἀπηγγέλµην. Κατέχω, κατεῖχον, καθέξω & κατασχήσω, κατέσχον, κατέσχηκα, κατεσχήκειν. Κατέχοµαι, κατειχόµην, καθέξοµαι & κατασχ(εθ)ήσοµαι κατεσχόµην, κατεσχέθην, κατέσχηµαι, κατεσχήµην. Κελεύω, ἐκέλευον, κελεύσω, ἐκέλευσα, κεκέλευκα, ἐκεκελεύκειν. Κελεύοµαι, ἐκελευόµην, κελεύσ(θήσ)οµαι, ἐκελευσάµην & ἐκελεύσθην, κεκέλευ�σµαι, ἐκεκελεύσµην. Εἶµι & ἔρχοµαι, ᾖα & ᾔειν, εἶµι & ἐλεύσοµαι, ἦλθον, ἐλήλυθα, ἐλεληλύθειν.

  • Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, Βιβλίο 2ο

    Σοφοκλῆς Ἀπ. Μητρούσιας: Σχολικός Σύµβουλος Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάς

    - 11 -

    Ἐρωτάω�ῶ, ἠρώτων, ἐρωτήσω & ἐρήσοµαι, ἠρώτησα & ἠρόµην, ἠρώτηκα, ἠρωτή�κειν. Ἐρωτάοµαι�ῶµαι, ἠρωτήθην, ἠρώτηµαι. Αἱρέω�ῶ, ᾕρουν, αἱρήσω, εἷλον, ᾕρηκα, ᾑρήκειν. Αἱρέοµαι�οῦµαι, ᾑρούµην, αἱρήσοµαι, αἱρεθήσοµαι, εἱλόµην & ᾑρέθην, ᾕρηµαι, ᾑ�ρήµην.

    Βιβλίο 2ο, Κεφάλαιο 2

    ο. §§ 18 - 19, σελ. 71

    Πέµπω, ἔπεµπον, πέµψω, ἔπεµψα, πέποµφα, ἐπεπόµφειν. Πέµποµαι, ἐπεµπόµην, πέµψοµαι & πεµφθήσοµαι, ἐπεµψάµην & ἐπέµφθην, πέπεµ�µαι, ἐπεπέµµην. Ἀγγέλλω, ἤγγελλον, ἀγγελῶ, ἤγγειλα, ἤγγελκα, ἠγγέλκειν. Ἀγγέλλοµαι, ἠγγελόµην, ἀγγελοῦµαι & ἀγγελθήσοµαι, ἠγγειλάµην & ἠγγέλθην, ἤγ�γελµαι, ἠγγέλµην. Εἰµί, ἦν & ἦ, ἔσοµαι, ἐγενόµην, γέγονα, ἐγεγόνειν. Ἀποκρίνω, ἀπέκρινον, ἀποκρινῶ, ἀπέκρινα, ἀποκέκρικα, ἀπεκεκρίκειν. Ἀποκρίνοµαι, ἀπεκρινόµην, ἀποκρινοῦµαι & ἀποκριθήσοµαι, ἀπεκρινάµην & ἀπε�κρίθην, ἀποκέκριµαι, ἀπεκεκρίµην. Ἐρωτάω�ῶ, ἠρώτων, ἐρωτήσω & ἐρήσοµαι, ἠρώτησα & ἠρόµην, ἠρώτηκα, ἠρωτή�κειν. Ἐρωτάοµαι�ῶµαι, ἠρωτήθην, ἠρώτηµαι. Ἥκω, ἧκον, ἥξω, (δι)ῆξε. Λέγω, ἔλεγον, λέξω & ἐρῶ, ἔλεξα & εἶπα & εἶπον, εἴρηκα, εἰρήκειν. Λέγοµαι, ἐλεγόµην, λέξοµαι & λεχθήσοµαι & ῥηθήσοµαι, ἐλεξάµην & ἐλέχθην & ἐρ�ρήθην, εἴρηµαι & λέλεγµαι, εἰρήµην & ἐλελέγµην. Καλέω�ῶ, ἐκάλουν, καλῶ & καλέσω, ἐκάλεσα, κέκληκα, ἐκεκλήκειν. Καλέοµαι�οῦµαι, ἐκαλούµην, καλοῦµαι & καλέσοµαι & κληθήσοµαι, ἐκαλεσάµην & ἐκλήθην, κέκληµαι, ἐκεκλήµειν. Κελεύω, ἐκέλευον, κελεύσω, ἐκέλευσα, κεκέλευκα, ἐκεκελεύκειν. Κελεύοµαι, ἐκελευόµην, κελεύσ(θήσ)οµαι, ἐκελευσάµην & ἐκελεύσθην, κεκέλευ�σµαι, ἐκεκελεύσµην. Ποιέω�ῶ, ἐποίουν, ποιήσω, ἐποίησα, πεποίηκα, ἐπεποιήκειν. Ποιέοµαι�οῦµαι, ἐποιούµην, ποιή(θή)σοµαι, ἐποιησάµην, ἐποιήθην, πεποίηµαι, ἐπε�ποιήµην. Σπένδω, ἔσπενδον, σπείσω, ἔσπεισα, ἔσπεικα. Σπένδοµαι, ἐσπενδόµην, σπείσοµαι, ἐσπεισάµην & ἐσπείσθην, ἔσπεισµαι, ἐσπεί�σµην. Ἐξαιρέω�ῶ, ἐξῄρουν, ἐξαιρήσω, ἐξεῖλον, ἐξῄρηκα, ἐξῃρήκειν. Ἐξαιρέοµαι�οῦµαι, ἐξῃρούµην, ἐξαιρ(εθ)ήσοµαι, ἐξειλόµην & ἐξῃρέθην, ἐξῄρηµαι, ἐξῃρήµην.

    Βιβλίο 2ο, Κεφάλαιο 2

    ο. §§ 20 – 21, σελ. 71

    Φηµί, ἔφην, φήσω, ἔφησα. Ἀνδραποδίζω, ἠνδραπόδιζον, ἀνδραποδιῶ, ἠνδραπόδισα. Ἀνδραποδίζοµαι, ἠνδραποδιζόµην, ἀνδραποδιοῦµαι & ἀνδραποδισθήσοµαι, ἠν�δραποδισάµην & ἠνδραποδίσθην, ἠνδραπόδισµαι, ἠνδραποδίσµην. Ἐργάζοµαι, εἰργαζόµην & ἠργαζόµην ἐργάσ(θήσ)οµαι, εἰργασάµην & εἰργάσθην, εἴργασµαι, εἰργάσµην.

  • Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, Βιβλίο 2ο

    Σοφοκλῆς Ἀπ. Μητρούσιας: Σχολικός Σύµβουλος Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάς

    - 12 -

    Γίγνοµαι, ἐγιγνόµην, γενήσοµαι. ἐγενόµην, γέγονα & γεγένηµαι, ἐγεγόνειν & ἐγε�γενήµην. Ποιέω�ῶ, ἐποίουν, ποιήσω, ἐποίησα, πεποίηκα, ἐπεποιήκειν. Ποιέοµαι�οῦµαι, ἐποιούµην, ποιή(θή)σοµαι, ἐποιησάµην & ἐποιήθην, πεποίηµαι, ἐ�πεποιήµην. Καθαιρέω�ῶ, καθῄρουν, καθαιρήσω, καθεῖλον, καθῄρηκα, καθῃρήκειν. Καθαιρέοµαι�οῦµαι, καθῃρούµην, καθαιρ(εθ)ήσοµαι, καθειλόµην & καθῃρέθην, καθῄρηµαι, καθῃρήµην. Παραδίδωµι, παρεδίδουν, παραδώσω, παρέδωκα, παραδέδωκα, παρεδεδώκειν. Παραδίδοµαι, παρεδιδόµην, παραδώσοµαι & παραδοθήσοµαι, παρεδόµην & πα�ρεδόθην, παραδέδοµαι, παρεδεδόµην. Καθίηµι, καθίην, καθήσω, καθῆκα, καθεῖκα, καθείκειν. Καθίεµαι, καθιέµην, καθ(εθ)ήσοµαι, καθηκάµην & καθείµην & καθείθην, καθεῖµαι, καθείµην. Νοµίζω, ἐνόµιζον, νοµιῶ, ἐνόµισα, νενόµικα, ἐνενοµίκειν. Νοµίζοµαι, ἐνοµιζόµην, νοµιοῦµαι & νοµισθήσοµαι, ἐνοµίσθην, νενόµισµαι, ἐνενο�µίσµην. Ἕποµαι, εἱπόµην, ἕψοµαι, ἑσπόµην. Ἡγέοµαι�οῦµαι, ἡγούµην, ἡγή(θή)σοµαι, ἡγησάµην & ἡγήθην, ἥγηµαι, ἡγήµην. Ἐπαναφέρω, ἐπανέφερον, ἐπανοίσω, ἐπανήνεγκα & ἐπανήνεγκον, ἐπανενήνοχα, ἐπανενηνόχειν. Ἐπαναφέροµαι, ἐπανεφερόµην, ἐπανοίσ(θήσ)οµαι & ἐπανενεχθήσοµαι, ἐπανη�νεγκάµην & ἐπανηνέχθην, ἐπανενήνεγµαι, ἐπανηνενέγµην.

    Βιβλίο 2ο, Κεφάλαιο 2

    ο. §§ 22 – 23, σελ. 71

    Εἴσειµι & εἰσέρχοµαι, εἰσῇα & εἰσῄειν, εἴσειµι & εἰσελεύσοµαι, εἰσῆλθον, εἰσελή�λυθα, εἰσεληλύθειν. Περιχέω, περιέχεον, περιχέω, περιέχεα & περιέχυσα & περιέχευσα, περικέχυκα. Περιχέοµαι, περιεχεόµην, περιχέοµαι & περιχυθήσοµαι, περιεχεάµην & περιεχύθην, περικέχυµαι, περιεκεχύµην. Φοβέω�ῶ, ἐφόβουν, φοβήσω, ἐφόβησα. Φοβέοµαι�οῦµαι, ἐφοβούµην, φοβή(θή)σοµαι, ἐφοβησάµην & ἐφοβήθην, πεφόβηµαι, ἐπεφοβήµην. Ἥκω, ἧκον, ἥξω, (δι)ῆξε. Ἐγχωρέω�ῶ, ἐνεχώρουν, ἐγχωρήσω & ἐγχωρήσοµαι, ἐνεχώρησα, ἐγκεχώρηκα, ἐνε�κεχωρήκειν. Ἐγχωρέοµαι�οῦµαι, ἐνεχωρούµην, ἐγχωρηθήσοµαι, ἐνεχωρήθην, ἐγκεχώρηµαι, ἐνε�κεχωρήµην. Μέλλω, ἔµελλον & ἤµελλον, µελλήσω, ἐµέλλησα. Μέλλοµαι. Ἀπόλλυµι, & ἀπολλύω, ἀπόλλυν & ἀπόλλυον, ἀπολῶ & ἀπολέσω, ἀπώλεσα, ἀπο�λώλεκα, ἀπωλωλέκειν. Ἀπόλλυµαι, ἀπολλύµην, ἀπολοῦµαι, ἀπωλόµην, ἀπόλωλα, ἀπωλώλειν. Ἀπαγγέλλω, ἀπήγγελλον, ἀπαγγελῶ, ἀπήγγειλα, ἀπήγγελκα, ἀπηγγέλκειν. Ἀπαγγέλλοµαι, ἀπηγγελλόµην, ἀπαγγελοῦµαι & ἀπαγγελθήσοµαι, ἀπηγγειλάµην & ἀπηγγέλ(θ)ην, ἀπήγγελµαι, ἀπηγγέλµην. Ποιέω�ῶ, ἐποίουν, ποιήσω, ἐποίησα, πεποίηκα, ἐπεποιήκειν. Ποιέοµαι�οῦµαι, ἐποιούµην, ποιή(θή)σοµαι, ἐποιησάµην & ἐποιήθην, πεποίηµαι, ἐ�πεποιήµην.

  • Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, Βιβλίο 2ο

    Σοφοκλῆς Ἀπ. Μητρούσιας: Σχολικός Σύµβουλος Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάς

    - 13 -

    Προηγορέω�ῶ, προηγόρουν. Λέγω, ἔλεγον, λέξω & ἐρῶ, ἔλεξα & εἶπα & εἶπον, εἴρηκα, εἰρήκειν. Λέγοµαι, ἐλεγόµην, λέξοµαι & λεχθήσοµαι & ῥηθήσοµαι, ἐλεξάµην & ἐλέχθην & ἐρ�ρήθην, εἴρηµαι & λέλεγµαι, εἰρήµην & ἐλελέγµην. Χρή, (ἐ)χρῆν, χρήσει, ἔχρησε. Πείθω, ἔπειθον, πείσω, ἔπεισα & ἔπιθον, πέπεικα, ἐπεπείκειν. Πείθοµαι, ἐπειθόµην, πείσ(θήσ)οµαι, ἐπεισάµην & ἐπείσθην & ἐπιθόµην, πέπεισµαι & πέποιθα, ἐπεπείσµην & ἐπεποίθειν. Περιαιρέω�ῶ, περιῄρουν, περιαιρήσω, περιεῖλον, περιῄρηκα, περιῃρήκειν. Περιαιρέοµαι�οῦµαι, περιῃρούµην, περιαιρ(εθ)ήσοµαι, περιειλόµην, περιῃρέθην, περιῄρηµαι, περιῃρήµην. Συνεπαινέω�ῶ, συνεπῄνουν, συνεπαινέσω & συνεπαινήσω & συνεπαινέσοµαι, συ�νεπῄνεσα & συνεπῄνησα, συνεπῄνεκα. Συνεπαινέοµαι�οῦµαι, συνεπῃνούµην, συνεπαινεθήσοµαι, συνεπῃνέθην, συνεπῄνη�µαι, συνεπῃνήµην. ∆οκεῖ, ἐδόκει, δόξει, ἔδοξε, δέδοκται, ἐδέδοκτο. ∆έχοµαι, ἐδεχόµην, δέξοµαι & δεχθήσοµαι, ἐδεξάµην & ἐδέχθην, δέδεγµαι, ἐδεδέγ�µην. Καταπλέω, κατέπλεον, καταπλεύσοµαι & καταπλευσοῦµαι, κατέπλευσα, καταπέ�πλευκα, κατεπεπλεύκειν. Κάτειµι & κατέρχοµαι, κατῇα & κατῄειν, κάτειµι & κατελεύσοµαι, κατῆλθον, κα�τελήλυθα, κατεληλύθειν. Κατασκάπτω, κατέσκαπτον, κατασκάψω, κατέσκαψα, κατέσκαφα. Κατασκάπτοµαι, κατεσκαπτόµην, κατασκαφήσοµαι, κατεσκάφην, κατέσκαµµαι. Νοµίζω, ἐνόµιζον, νοµιῶ, ἐνόµισα, νενόµικα, ἐνενοµίκειν. Νοµίζοµαι, ἐνοµιζόµην, νοµιοῦµαι & νοµισθήσοµαι, ἐνοµίσθην, νενόµισµαι, ἐνενο�µίσµην. Ἄρχω, ἦρχον, ἄρξω, ἦρχα. Ἄρχοµαι, ἠρχόµην, ἄρξοµαι & ἀρχθήσοµαι, ἠρξάµην & ἤρχθην, ἦργµαι, ἤργµην.

    Βιβλίο 2ο, Κεφάλαιο 3ο

    §§ 50 – 51, σσ. 85 – 86 Λέγω, ἔλεγον, λέξω & ἐρῶ, ἔλεξα & εἶπα & εἶπον, εἴρηκα, εἰρήκειν. Λέγοµαι, ἐλεγόµην, λέξοµαι & λεχθήσοµαι & ῥηθήσοµαι, ἐλεξάµην & ἐλέχθην & ἐρ�ρήθην, εἴρηµαι & λέλεγµαι, εἰρήµην & ἐλελέγµην. Παύω, ἔπαυον, παύσω, ἔπαυσα, πέπαυκα, ἐπεπαύκειν. Παύοµαι, ἐπαυόµην, παύσοµαι & παυσθήσοµαι, ἐπαυσάµην & ἐπαύ(σ)θην, πέπαυ�µαι, ἐπεπαύµην. Γίγνοµαι, ἐγιγνόµην, γενήσοµαι. ἐγενόµην, γέγονα & γεγένηµαι, ἐγεγόνειν & ἐγε�γενήµην. Ἐπιθορυβέω�ῶ, ἐπεθορύβουν, ἐπιθορυβήσω, ἐπεθορύβησα. Θορυβέοµαι�οῦµαι, ἐθορυβούµην, θορυβηθήσοµαι, ἐθορυβήθην, τεθορύβηµαι, ἐτε�θορυβήµην. Γιγνώσκω, ἐγίγνωσκον, γνώσοµαι, ἔγνων, ἔγνωκα, ἐγνώκειν. Γιγνώσκοµαι, ἐγιγνωσκόµην, γνωσθήσοµαι, ἐγνώσθην, ἔγνωσµαι, ἐγνώσµην. Ἐπιτρέπω, ἐπέτρεπον, ἐπιτρέψω, ἐπέτρεψα & ἐπέτραπον, ἐπιτέτροφα. Ἐπιτρέποµαι, ἐπετρεπόµην, ἐπιτρέψοµαι & ἐπιτραπήσοµαι, ἐπετρεψάµην & ἐπε�τραπόµην & ἐπετρέφθην & ἐπετράπην & ἐπετράφθην, ἐπιτέτραµµαι, ἐπετετράµµην. ∆ιαψηφίζω, διεψήφιζον, διαψηφιῶ, διεψήφισα, διεψήφικα.

  • Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, Βιβλίο 2ο

    Σοφοκλῆς Ἀπ. Μητρούσιας: Σχολικός Σύµβουλος Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάς

    - 14 -

    ∆ιαψηφίζοµαι, διεψηφιζόµην, διαψηφιοῦµαι & διαψηφισθήσοµαι, διεψηφισάµην & διαψηφίσθην, διεψήφισµαι, διεψηφίσµην. Ἀναφεύγω, ἀνέφευγον, ἀναφεύξοµαι & ἀναφευξοῦµαι, ἀνέφυγον & ἀνεφεύχθην, ἀναπέφευγα, ἀνεπεφεύγειν. Ἡγέοµαι�οῦµαι, ἡγούµην, ἡγή(θή)σοµαι, ἡγησάµην & ἡγήθην, ἥγηµαι, ἡγήµην. Πρόσειµι & προσέρχοµαι, προσῇα & προσῄειν, πρόσειµι & προσελεύσοµαι, προσ�ῆλθον, προσελήλυθα, προσεληλύθειν. ∆ιαλέγω, διέλεγον, διαλέξω & διερῶ, διέλεξα & διεῖπα & διεῖπον, διείρηκα, διει�ρήκειν. ∆ιαλέγοµαι, διελεγόµην, διαλέξοµαι & διαλεχθήσοµαι & διαρρηθήσοµαι, διελεξά�µην & διελέχθην & διερρήθην, διείρηµαι, διειρήµην. Ἐφίστηµι, ἐφίστην, ἐπιστήσω, ἐπέστησα, ἐπιστήσας ἔχω. Ἐφίσταµαι, ἐφιστάµην, ἐπιστ(αθ)ήσοµαι, ἐπεστησάµην & ἐπέστην & ἐπεστάθην, ἐφέστηκα, ἐφε(ι)στήκειν. Κελεύω, ἐκέλευον, κελεύσω, ἐκέλευσα, κεκέλευκα, ἐκεκελεύκειν. Κελεύοµαι, ἐκελευόµην, κελεύσ(θήσ)οµαι, ἐκελευσάµην & ἐκελεύσθην, κεκέλευ�σµαι, ἐκεκελεύσµην. Ἔχω, εἶχον, ἕξω & σχήσω, ἔσχον, ἔσχηκα, ἐσχήκειν. Ἔχοµαι, εἰχόµην, ἕξοµαι & σχ(εθ)ήσοµαι ἐσχόµην, ἐσχέθην, ἔσχηµαι, ἐσχήµην. Νοµίζω, ἐνόµιζον, νοµιῶ, ἐνόµισα, νενόµικα, ἐνενοµίκειν. Νοµίζοµαι, ἐνοµιζόµην, νοµιοῦµαι & νοµισθήσοµαι, ἐνοµίσθην, νενόµισµαι, ἐνενο�µίσµην. Εἰµί, ἦν & ἦ, ἔσοµαι, ἐγενόµην, γέγονα, ἐγεγόνειν. ∆εῖ, ἔδει, δεήσει, ἐδέησε, δεδέηκε, ἐδεδεήκει. Ὁράω�ῶ, ἑώρων, ὄψοµαι, εἶδον, ἑό(ώ)ρακα, & ὄπωπα, ἑωράκειν. Ὁράοµαι�ῶµαι, ἑωρώµην, ὀφθήσοµαι, εἰδόµην, ὤφθην, ἑό(ώ)ραµαι & ὦµµαι, ἑωρά�µην, & ὤµµην. Ἐξαπατάω�ῶ, ἐξηπάτων, ἐξαπατήσω, ἐξηπάτησα, ἐξηπάτηκα, ἐξηπατήκειν. Ἐξαπατάοµαι�ῶµαι, ἐξηπατώµην, ἐξαπατή(θή)σοµαι, ἐξηπατήθην, ἐξηπάτηµαι, ἐ�ξηπατήµην. Ποιέω�ῶ, ἐποίουν, ποιήσω, ἐποίησα, πεποίηκα, ἐπεποιήκειν. Ποιέοµαι�οῦµαι, ἐποιούµην, ποιή(θή)σοµαι, ἐποιησάµην, ἐποιήθην, πεποίηµαι, ἐπε�ποιήµην. Φηµί, ἔφην, φήσω, ἔφησα. Ἀνίηµι, ἀνίην, ἀνήσω, ἀνῆκα, ἀνεῖκα, ἀνείκειν. Ἀνίεµαι, ἀνιέµην, ἀνήσοµαι, ἀνεθήσοµαι, ἀνηκάµην & ἀνείµην & ἀνείθην, ἀνεῖµαι, ἀνείµην. Λυµαίνοµαι, ἐλυµαινόµην, λυµανοῦµαι, ἐλυµηνάµην & ἐλυµάνθην, λελύµασµαι, ἐ�λελυµάσµην. Ἀποθνῄσκω, ἀπέθνῃσκον, ἀποθανοῦµαι, ἀπέθανον, τέθνηκα, ἐτεθνήκειν. Θανατόω�ῶ, θανατώσω, ἐθανάτωσα. Θανατόοµαι�οῦµαι, θανατώ(θή)σοµαι, ἐθανατώθην, τεθανάτωµαι. Ἐξαλείφω, ἐξήλειφον, ἐξαλείψω, ἐξήλειψα, ἐξαλήλιφα, ἐξηληλίφειν. Ἐξαλείφοµαι, ἐξηλειφόµην, ἐξαλείψοµαι & ἐξαλειφθήσοµαι, ἐξηλειψάµην & ἐξη�λείφθην, ἐξαλήλιµµαι, ἐξαληλίµµην. Συνδοκεῖ, συνεδόκει, συνδόξει, συνέδοξε, συνδέδοκται, συνεδέδοκτο.

    Βιβλίο 2ο, Κεφάλαιο 3

    ο. §§ 52 – 53, σελ. 86

    Ἀκούω, ἤκουον, ἀκούσοµαι, ἤκουσα, ἀκήκοα, ἠκηκόειν.

  • Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, Βιβλίο 2ο

    Σοφοκλῆς Ἀπ. Μητρούσιας: Σχολικός Σύµβουλος Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάς

    - 15 -

    Ἀκούοµαι, ἠκουόµην, ἀκουσθήσοµαι, ἠκούσθην, ἤκουσµαι, ἠκούσµην. Ἀναπηδάω�ῶ, ἀνεπήδων, ἀναπηδήσοµαι, ἀνεπήδησα, ἀναπεπήδηκα, ἀνεπεπηδή�κειν. Λέγω, ἔλεγον, λέξω & ἐρῶ, ἔλεξα & εἶπα & εἶπον, εἴρηκα, εἰρήκειν. Λέγοµαι, ἐλεγόµην, λέξοµαι & λεχθήσοµαι & ῥηθήσοµαι, ἐλεξάµην & ἐλέχθην & ἐρ�ρήθην, εἴρηµαι, εἰρήµην. Φηµί, ἔφην, φήσω, ἔφησα. Ἱκετεύω, ἱκέτευον, ἱκετεύσω, ἱκέτευσα. Εἰµί, ἦν & ἦ, ἔσοµαι, ἐγενόµην, γέγονα, ἐγεγόνειν. Ἐξαλείφω, ἐξήλειφον, ἐξαλείψω, ἐξήλειψα, ἐξαλήλιφα, ἐξηληλίφειν. Ἐξαλείφοµαι, ἐξηλειφόµην, ἐξαλείψοµαι & ἐξαλειφθήσοµαι, ἐξηλειψάµην, ἐξηλεί�φθην, ἐξαλήλιµµαι, ἐξαληλίµµην. Βούλοµαι, ἐβουλόµην & ἠβουλόµην, βουλή(θή)σοµαι, ἐβουλήθην & ἠβουλήθην, βε�βούληµαι, ἐβεβουλήµην. Γράφω, ἔγραφον, γράψω, ἔγραψα, γέγραφα, ἐγεγράφειν. Γράφοµαι, ἐγραφόµην, γράψοµαι & γραφήσοµαι, ἐγραψάµην & ἐγράφην, γέγραµ�µια, ἐγεγράµµην. Ἀγνοέω�ῶ, ἠγνόουν, ἀγνοήσω, ἠγνόησα, ἠγνόηκα, ἠγνοήκειν. Ἀγνοοῦµαι, ἠγνοούµην, ἀγνοή(θή)σοµαι, ἠγνοήθην, ἠγνόηµαι, ἠγνοήµην. Ἀρκέω�ῶ, ἤρκουν, ἀρκέσω, ἤρκεσα. Ἀρκέοµαι�οῦµαι, ἠρκούµην, ἀρκεσθήσοµαι, ἠρκεσάµην & ἠρκέσθην, ἤρκεσµαι. Ἐπιδείκνυµι & ἐπιδεικνύω, ἐπεδείκνυν & ἐπεδείκνυον, ἐπιδείξω, ἐπέδειξα, ἐπιδέ�δειχα, ἐπεδεδείχειν. Ἐπιδείκνυµαι, ἐπεδεικνύµην, ἀποδείξοµαι & ἀποδειχθήσοµαι, ἀπεδειξάµην & ἀπε�δείχθην, ἀποδέδειγµαι, ἀπεδεδείγµην. Εἰµί, ἦν & ἦ, ἔσοµαι, ἐγενόµην, γέγονα, ἐγεγόνειν. Θαυµάζω, ἐθαύµαζον, θαυµάσω & θαυµάσοµαι, ἐθαύµασα, τεθαύµακα, ἐτεθαυµά�κειν. Θαυµάζοµαι, ἐθαυµαζόµην, θαυµασθήσοµαι, ἐθαυµασάµην & ἐθαυµάσθην, τεθαύ�µασµαι. Βοηθέω�ῶ, ἐβοήθουν, βοηθήσω, ἐβοήθησα, βεβοήθηκα, ἐβεβοηθήκειν. Βοηθέοµαι�οῦµαι, ἐβοηθούµην, βοηθήσοµαι, ἐβοηθήθην, βεβοήθηµαι, ἐβεβοηθήµην. Γιγνώσκω, ἐγίγνωσκον, γνώσοµαι, ἔγνων, ἔγνωκα, ἐγνώκειν. Γιγνώσκοµαι, ἐγιγνωσκόµην, γνωσθήσοµαι, ἐγνώσθην, ἔγνωσµαι, ἐγνώσµην.

    Βιβλίο 2ο, Κεφάλαιο 3

    ο. §§ 54 – 55, σελ. 86 - 87

    Κελεύω, ἐκέλευον, κελεύσω, ἐκέλευσα, κεκέλευκα, ἐκεκελεύκειν. Κελεύοµαι, ἐκελευόµην, κελεύσ(θήσ)οµαι, ἐκελευσάµην & ἐκελεύσθην, κεκέλευ�σµαι, ἐκεκελεύσµην. Εἴσειµι & εἰσέρχοµαι, εἰσῇα & εἰσῄειν, εἴσειµι & εἰσελεύσοµαι, εἰσῆλθον, εἰσελή�λυθα, εἰσεληλύθειν. Ἡγέοµαι�οῦµαι, ἡγούµην, ἡγή(θή)σοµαι, ἡγησάµην & ἡγήθην, ἥγηµαι, ἡγήµην. Λέγω, ἔλεγον, λέξω & ἐρῶ, ἔλεξα & εἶπα & εἶπον, εἴρηκα, εἰρήκειν. Λέγοµαι, ἐλεγόµην, λέξοµαι & λεχθήσοµαι & ῥηθήσοµαι, ἐλεξάµην & ἐλέχθην & ἐρ�ρήθην, εἴρηµαι & λέλεγµαι, εἰρήµην & ἐλελέγµην. Παραδίδωµι, παρεδίδουν, παραδώσω, παρέδωκα, παραδέδωκα, παρεδεδώκειν. Παραδίδοµαι, παρεδιδόµην, παραδώσοµαι & παραδοθήσοµαι, παρεδόµην & πα�ρεδόθην, παραδέδοµαι, παρεδεδόµην. Φηµί, ἔφην, φήσω, ἔφησα.

  • Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, Βιβλίο 2ο

    Σοφοκλῆς Ἀπ. Μητρούσιας: Σχολικός Σύµβουλος Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάς

    - 16 -

    Κατακρίνω, κατέκρινον, κατακρινῶ, κατέκρινα, κατακέκρικα, κατεκεκρίκειν. Κατακρίνοµαι, κατεκρινόµην, κατακρινοῦµαι & κατακριθήσοµαι, κατεκρινάµην & κατεκρίθην, κατακέκριµαι, κατεκεκρίµην. Λαµβάνω, ἐλάµβανον, λήψοµαι, ἔλαβον, εἴληφα, εἰλήφειν. Λαµβάνοµαι, ἐλαµβανόµην, ληφθήσοµαι, ἐλαβόµην, εἴληµµαι, εἰλήµµην. Ἀπάγω, ἀπῆγον, ἀπάξω, ἀπήγαγον, ἀπῆχα & ἀπαγήοχα, ἀπήχειν & ἀπηγηόχειν. Ἀπάγοµαι, ἀπηγόµην, ἀπάξοµαι & ἀπαχθήσοµαι, ἀπηγαγόµην & ἀπήχθην, ἀπῆγ�µαι, ἀπήγµην. ∆εῖ, ἔδει, δεήσει, ἐδέησε, δεδέηκε, ἐδεδεήκει. Πράττω, ἔπραττον, πράξω, ἔπραξα, πέπραχα & πέπραγα, ἐπεπράχειν & ἐπεπρά�γειν. Πράττοµαι ἐπραττόµην, πράξοµαι & πραχθήσοµαι, ἐπραξάµην & ἐπράχθην, πέ�πραγµαι, ἐπεπράγµην. Ἔλκω & ἑλκύω, εἷλκον, ἕλξω & ἑλκύσω, εἵλκυσα & εἷλξα, εἵλκυκα, εἱλκύκειν. Ἕλκοµαι & ἑλκύοµαι, εἱλκόµην, ἑλκύσοµαι & ἑλκυσθήσοµαι & ἑλχθήσοµαι, εἱλκυ�σάµην & εἱλκύσθην & εἵλχθην, εἵλκυσµαι, εἱλκύσµην. Ἐπικαλέω�ῶ, ἐπεκάλουν, ἐπικαλῶ & ἐπικαλέσω, ἐπεκάλεσα, ἐπικέκληκα, ἐπεκε�κλήκειν. Ἐπικαλέοµαι�οῦµαι, ἐπεκαλούµην, ἐπικαλέσοµαι & ἐπικληθήσοµαι, ἐπεκαλεσάµην & ἐπεκλήθην, ἐπικέκληµαι, ἐπεκεκλήµην. Καθοράω�ῶ, καθεώρων, κατόψοµαι, κατεῖδον, καθεό(ώ)ρακα, & κατόπωπα, κα�θεωράκειν. Καθοράοµαι�ῶµαι, καθεωρώµην, κατοφθήσοµαι, κατειδόµην, κατώφθην, καθε�ό(ώ)ραµαι & κατῶµµαι, καθεωράµην, & κατώµµην. Γίγνοµαι, ἐγιγνόµην, γενήσοµαι. ἐγενόµην, γέγονα & γεγένηµαι, ἐγεγόνειν & ἐγε�γενήµην. Ἔχω, εἶχον, ἕξω & σχήσω, ἔσχον, ἔσχηκα, ἐσχήκειν. Ἔχοµαι, εἰχόµην, ἕξοµαι & σχ(εθ)ήσοµαι ἐσχόµην, ἐσχέθην, ἔσχηµαι, ἐσχήµην. Ἀγνοέω�ῶ, ἠγνόουν, ἀγνοήσω, ἠγνόησα, ἠγνόηκα, ἠγνοήκειν. Ἀγνοοῦµαι, ἠγνοούµην, ἀγνοή(θή)σοµαι, ἠγνοήθην, ἠγνόηµαι, ἠγνοήµην. Πάρειµ, παρῆν & παρῆ, παρέσοµαι, παρεγενόµην, παραγέγονα, παρεγεγόνειν.

    Βιβλίο 2ο, Κεφάλαιο 3

    ο. § 56, σελ. 87

    Ἀπάγω, ἀπῆγον, ἀπάξω, ἀπήγαγον, ἀπῆχα & ἀπαγήοχα, ἀπήχειν & ἀπηγηόχειν. Ἀπάγοµαι, ἀπηγόµην, ἀπάξοµαι & ἀπαχθήσοµαι, ἀπηγαγόµην & ἀπήχθην, ἀπῆγ�µαι, ἀπήγµην. ∆ηλόω�ῶ, ἐδήλουν, δηλώσω, ἐδήλωσα, δεδήλωκα, ἐδεδηλώκειν. ∆ηλέοµαι�οῦµαι, ἐδηλούµην, δηλώ(θή)σοµαι, ἐδηλωσάµην & ἐδηλώθην, δεδήλωµαι, ἐδεδηλώµην. Πάσχω, ἔπασχον πείσοµαι, ἔπαθον, πέπονθα, ἐπεπόνθειν. Λέγω, ἔλεγον, λέξω & ἐρῶ, ἔλεξα & εἶπα & εἶπον, εἴρηκα, εἰρήκειν. Λέγοµαι, ἐλεγόµην, λέξοµαι & λεχθήσοµαι & ῥηθήσοµαι, ἐλεξάµην & ἐλέχθην & ἐρ�ρήθην, εἴρηµαι & λέλεγµαι, εἰρήµην & ἐλελέγµην. Οἰµώζω, οἰµώξοµαι, ᾤµωξα. Σιωπάω�ῶ, ἐσιώπων, σιωπήσω & σιωπήσοµαι, ἐσιώπησα, σεσιώπηκα. Ἐπερωτάω�ῶ, ἐπηρώτων, ἐπερωτήσω & ἐπερήσοµαι, ἐπηρώτησα, & ἐπηρόµην, ἐπη�ρώτηκα, ἐπηρωτήκειν. Ἐπερωτάοµαι�ῶµαι, ἐπηρωτήθην, ἐπηρώτηµαι. Φηµί, ἔφην, φήσω, ἔφησα.

  • Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, Βιβλίο 2ο

    Σοφοκλῆς Ἀπ. Μητρούσιας: Σχολικός Σύµβουλος Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάς

    - 17 -

    Ἀποθνῄσκω, ἀπέθνῃσκον, ἀποθανοῦµαι, ἀπέθανον, τέθνηκα, ἐτεθνήκειν. Ἀναγκάζω, ἠνάγκαζον, ἀναγκάσω, ἠνάγκασα, ἠνάγκακα, ἠναγκάκειν. Ἀναγκάζοµαι, ἠναγκαζόµην, ἀναγκάσ(θήσ)οµαι ἠναγκάσθην, ἠνάγκασµαι, ἠνα�γκάσµην. Πίνω, ἔπινον, πίοµαι, ἔπιον, πέπωκα, ἐπεπώκειν. Πί(ν)οµαι, ἐπινόµην, ποθήσοµαι, ἐπόθην, πέποµαι. Λείπω, ἔλειπον, λείψω, ἔλειψα & ἔλιπον, λέλοιπα, ἐλελοίπειν. Λείποµαι, ἐλειπόµην, λείψοµαι & λειφθήσοµαι, ἐλιπόµην & ἐλείφθην, λέλειµµαι, ἐ�λελείµµην. Ἀποκατταβίζω, ἀπεκοττάβισα. Λέγω, ἔλεγον, λέξω & ἐρῶ, ἔλεξα & εἶπα & εἶπον, εἴρηκα, εἰρήκειν. Λέγοµαι, ἐλεγόµην, λέξοµαι & λεχθήσοµαι & ῥηθήσοµαι, ἐλεξάµην & ἐλέχθην & ἐρ�ρήθην, εἴρηµαι & λέλεγµαι, εἰρήµην & ἐλελέγµην. Εἰµί, ἦν & ἦ, ἔσοµαι, ἐγενόµην, γέγονα, ἐγεγόνειν. Ἀγνοέω�ῶ, ἠγνόουν, ἀγνοήσω, ἠγνόησα, ἠγνόηκα, ἠγνοήκειν. Ἀγνοοῦµαι, ἠγνοούµην, ἀγνοή(θή)σοµαι, ἠγνοήθην, ἠγνόηµαι, ἠγνοήµην. Κρίνω, ἔκρινον, κρινῶ, ἔκρινα, κέκρικα, ἐκεκρίκειν. Κρίνοµαι, ἐκρινόµην, κρινοῦµαι & κριθήσοµαι, ἐκρινάµην & ἐκρίθην, κέκριµαι, ἐ�κεκρίµην. Παρίστηµι, παρίστην, παραστήσω, παρέστησα, παραστήσας ἔχω. Παρίσταµαι, παριστάµην, παραστ(αθ)ήσοµαι, παρεστησάµην & παρέστην & παρε�εστάθην, παρέστηκα, παρε(ι)στήκειν.

    Βιβλίο 2ο, Κεφάλαιο 4ο

    §§ 18 – 19, σελ. 106 Λέγω, ἔλεγον, λέξω & ἐρῶ, ἔλεξα & εἶπα & εἶπον, εἴρηκα, εἰρήκειν. Λέγοµαι, ἐλεγόµην, λέξοµαι & λεχθήσοµαι & ῥηθήσοµαι, ἐλεξάµην & ἐλέχθην & ἐρ�ρήθην, εἴρηµαι & λέλεγµαι, εἰρήµην & ἐλελέγµην. Μεταστρέφω, µετέστρεφον, µεταστρέψω, µετέστρεψα, µετέστροφα. Μεταστρέφοµαι, µετεστρεφόµην, µεταστρέψοµαι & µεταστραφήσοµαι, µετεστρε�ψάµην & µετεστρέφθην & µετεστράφθην, & µετεστράφην, µετέστραµµαι, µετε�στράµµην. Ἔχω, εἶχον, ἕξω & σχήσω, ἔσχον, ἔσχηκα, ἐσχήκειν. Ἔχοµαι, εἰχόµην, ἕξοµαι & σχ(εθ)ήσοµαι ἐσχόµην, ἐσχέθην, ἔσχηµαι, ἐσχήµην. Παραγγέλλω, παρήγγελλον, παραγγελῶ, παρήγγειλα, παρήγγελκα, παρηγγέλκειν. Παραγγέλλοµαι, παρηγγελλόµην, παραγγελοῦµαι & παραγγελθήσοµαι, παρηγγει�λάµην & παρηγγέλθην & παρηγγέλην, παρήγγελµαι, παρηγγέλµην. Ἐπιτίθηµι, ἐπετίθην, ἐπιθήσω, ἐπέθηκα, ἐπιτέθεικα & ἐπιτέθηκα. Ἐπιτίθεµαι, ἐπετιθέµην, ἐπι(τε)θήσοµαι, ἐπεθέµην & ἐπετέθην, ἐπιτέθειµαι & ἐπί�κειµαι, ἐπετεθείµην & ἐπεκείµην. Πίπτω, ἔπιπτον, πεσοῦµαι, ἔπεσον, πέπτωκα, ἐπεπτώκειν. Τιτρώσκω, ἐτίτρωσκον, τρώσω, ἔτρωσα. Τιτρώσκοµαι, ἐτιτρωσκόµην, τρωθήσοµαι, ἐτρώθην, τέτρωµαι, ἐτετρώµην. Γίγνοµαι, ἐγιγνόµην, γενήσοµαι. ἐγενόµην, γέγονα & γεγένηµαι, ἐγεγόνειν & ἐγε�γενήµην. Ἡγέοµαι�οῦµαι, ἡγούµην, ἡγή(θή)σοµαι, ἡγησάµην, ἡγήθην, ἥγηµαι, ἡγήµην. Φηµί, ἔφην, φήσω, ἔφησα. Εἰµί, ἦν & ἦ, ἔσοµαι, ἐγενόµην, γέγονα, ἐγεγόνειν. Ἕποµαι, εἱπόµην, ἕψοµαι, ἑσπόµην.

  • Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, Βιβλίο 2ο

    Σοφοκλῆς Ἀπ. Μητρούσιας: Σχολικός Σύµβουλος Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάς

    - 18 -

    ∆οκεῖ, ἐδόκει, δόξει, ἔδοξε, δέδοκται, ἐδέδοκτο. Ψεύδω, ψεύσω & ψευσῶ, ἔψευσα. Ψεύδοµαι, ἐψευδόµην, ψεύσοµαι, ἐψευσάµην, ἐψεύσθην, ἔψευσµαι. Ἀναµβάνω, ἀνελάµβανον, ἀναλήψοµαι, ἀνέλαβον, ἀνείληφα, ἀνειλήφειν. Ἀναµβάνοµαι, ἀνελαµβανόµην, ἀναληφθήσοµαι, ἀνελαβόµην, ἀνείληµµαι, ἀνει�λήµµην. Ἄγω, ἦγον, ἄξω, ἤγαγον, ἦχα & ἀγήοχα, ἤχειν & ἠγηόχειν. Ἄγοµαι, ἠγόµην, ἄξοµαι & ἀχθήσοµαι, ἠγαγόµην & ἤχθην, ἦγµαι, ἤγµην. Ἐκπηδάω�ῶ, ἐξεπήδων, ἐκπηδήσοµαι, ἐξεπήδησα, ἐκπεπήδηκα, ἐξεπεπηδήκειν. Ἐµπίπτω, ἐνέπιπτον, ἐµπεσοῦµαι, ἐνέπεσον, ἐµπέπτωκα, ἐνεπεπτώκειν. Ἀποθνῄσκω, ἀπέθνῃσκον, ἀποθανοῦµαι, ἀπέθανον, τέθνηκα, ἐτεθνήκειν. Θάπτω, ἔθαπτον, θάψω, ἔθαψα. Θάπτοµαι, ἐθαπτόµην, ταφήσοµαι, ἐτάφην, τέθαµµαι, ἐτεθάµµην. Νικάω�ῶ, ἐνίκων, νικήσω, ἐνίκησα, νενίκηκα, ἐνενικήκειν. Νικάοµαι�ῶµαι, ἐνικώµην, νική(θή)σοµαι, ἐνικήθην, νενίκηµαι, ἐνενικήµην. Καταδιώκω, κατεδίωκον, καταδιώξω & καταδιώξοµαι, κατεδίωξα, καταδεδίωχα, κατεδεδιώχειν. Καταδιώκοµαι, κατεδιωκόµην, καταδιωχθήσοµαι, κατεδιώχθην, καταδεδίωγµαι. Σκυλεύω, ἐσκύλευον, σκυλεύσω, ἐσκύλευσα Σκυλεύοµαι, ἐσκυλευόµην, σκυλευθήσοµαι, ἐσκύλευµαι. Ἀποδίδωµι, ἀπεδίδουν, ἀποδώσω, ἀπέδωκα, ἀποδέδωκα, ἀπεδεδώκειν. Ἀποδίδοµαι, ἀπεδιδόµην, ἀποδώσοµαι & ἀποδοθήσοµαι, ἀπεδόµην & ἀπεδόθην, ἀποδέδοµαι, ἀπεδεδόµην. Πρόσειµι & προσέρχοµαι, προσῇα & προσῄειν, πρόσειµι & προσελεύσοµαι, προσ�ῆλθον, προσελήλυθα, προσεληλύθειν. ∆ιαλέγω, διαλέξω, διέλεξα. ∆ιαλέγοµαι, διελεγόµην, διαλέξοµαι & διαλεχθήσοµαι, διελεξάµην & διελέχθην & διελέγην, διείλεγµαι, διειλέγµην.

    Βιβλίο 2ο, Κεφάλαιο 4

    ο. §§ 20 - 21, σσ. 106 -107

    Εἰµί, ἦν & ἦ, ἔσοµαι, ἐγενόµην, γέγονα, ἐγεγόνειν. Κατασιωπάω�ῶ, κατεσιώπων, κατασιωπήσω & κατασιωπήσοµαι, κατεσιώπησα, κατασεσιώπηκα, κατεσεσιωπήκειν. Κατασιωπάοµαι�ῶµαι, κατεσιωπώµην, κατασιωπηθήσοµαι, κατεσιωπησάµην & κατεσιωπήθην, κατασεσιώπηµαι. Λέγω, ἔλεγον, λέξω & ἐρῶ, ἔλεξα & εἶπα & εἶπον, εἴρηκα, εἰρήκειν. Λέγοµαι, ἐλεγόµην, λέξοµαι & λεχθήσοµαι & ῥηθήσοµαι, ἐλεξάµην & ἐλέχθην & ἐρ�ρήθην, εἴρηµαι & λέλεγµαι, εἰρήµην & ἐλελέγµην. Ἐξελαύνω, ἐξήλαυνον, ἐξελῶ, ἐξήλασα, ἐξήλακα, ἐξηλάκειν. Ἐξελαύνοµαι, ἐξηλαυνόµην, ἐξελάσοµαι & ἐξελασθήσοµαι, ἐξηλασάµην & ἐξηλά�θην, ἐξελήλαµαι, ἐξεληλάµην. Ἀποκτείνω, ἀπέκτεινον, ἀποκτενῶ, ἀπέκτεινα & ἀπέκτανον & ἀπέκτονα ἀπέ�κταγκα & ἀπεκτόνηκα, ἀπεκτόνειν. Κτείνοµαι, ἐκτεινόµην, ἀπεκτάµην & ἐκτάνθην & ἐκτάνην. Βούλοµαι, ἐ(ἠ)βουλόµην βουλή(θή)σοµαι, ἐ(ἠ)βουλήθην, βεβούληµαι, ἐβεβουλήµην. Ποιέω�ῶ, ἐποίουν, ποιήσω, ἐποίησα, πεποίηκα, ἐπεποιήκειν. Ποιέοµαι�οῦµαι, ἐποιούµην, ποιή(θή)σοµαι, ἐποιησάµην & ἐποιήθην, πεποίηµαι, ἐ�πεποιήµην. Μετέχω, µετεῖχον, µεθέξω & µετασχήσω, µετέσχον, µετέσχηκα, µετεσχήκειν.

  • Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, Βιβλίο 2ο

    Σοφοκλῆς Ἀπ. Μητρούσιας: Σχολικός Σύµβουλος Φιλολόγων Π. Ε. Καστοριάς

    - 19 -

    Μετέχοµαι, µετειχόµην, µεθέξοµαι & µετασχ(εθ)ήσοµαι µετεσχόµην, µετεσχέθην, µετέσχηµαι, µετεσχήµην. Γίγνοµαι, ἐγιγνόµην, γενήσοµαι. ἐγενόµην, γέγονα & γεγένηµαι, ἐγεγόνειν & ἐγε�γενήµην. Κινδυνεύω, ἐκινδύνευον, κινδυνεύσω, ἐκινδύνευσα, κεκινδύνευκα. Κινδυνεύοµαι, ἐκινδυνευόµην, κινδυνεύ(θή)σοµαι, ἐκινδυνεύθην, κεκινδύνευµαι. Κοινωνέω�ῶ, ἐκοινώνουν, κοινωνήσω, ἐκοινώνησα, κεκοινώνηκα. Αἰδέοµαι�οῦµαι, ᾐδούµην, αἰδέσ(θήσ)οµαι, ᾐδεσάµην & ᾐδέσθην, ᾔδεσµαι, ᾐδέ�σµην. Παύω, ἔπαυον, παύσω, ἔπαυσα, πέπαυκα, ἐπεπαύκειν. Παύοµαι, ἐπαυόµην, παύσ(θήσ)οµαι & παυθήσοµαι, ἐπαυσάµην, ἐπαύ(σ)θην, πέ�παυµαι, ἐπεπαύµην. Ἁµαρτάνω, ἡµάρτανον, ἁµαρτήσω & ἁµαρτήσοµαι, ἡµάρτησα & ἥµαρτον, ἡµάρ�τηκα, ἡµαρτήκειν. Ἁµαρτάνοµαι, ἡµαρτανόµην, ἡµαρτάνετο, � , ἡµαρτήθη, ἡµάρτηται, ἡµάρτητο. Πείθω, ἔπειθον, πείσω, ἔπεισα & ἔπιθον, πέπεικα, ἐπεπείκειν. Πείθοµαι, ἐπειθόµην, πείσ(θήσ)οµαι, ἐπεισάµην & ἐπιθόµην & ἐπείσθην, πέπεισµαι, & πέποιθα ἐπεπείσµην & ἐπεποίθειν. ∆εῖ, ἔδει, δεήσει, ἐδέησε, δεδέηκε, δεδέηκε, ἐδεδεήκει. Πολεµέω�ῶ, ἐπολέµουν, πελεµήσω, ἐπολέµησα, πεπολέµηκα. Πολεµέοµαι�οῦµαι, ἐπολεµούµην, πολεµή(θή)σοµαι, ἐπολεµησάµην & ἐπολεµήθην, πεπολέµηµαι.

    Βιβλίο 2ο, Κεφάλαιο 4

    ο. § 22, σελ. 107

    Ἔξεστι, ἐξῆν, ἐξέσται, ἐξεγένετο. Πολιτεύω, ἐπολίτευον, πολιτεύσω, ἐπολίτευσα. Πολιτεύοµαι, ἐπολιτευόµην, πολιτεύσοµαι, ἐπολιτευσάµην & ἐπολιτεύθην, πεπολί�τευµαι, πεπολιτευµένοι ἦσαν. Παρέχω, παρεῖχον, παρέξω & παρασχήσω, παρέσχον, παρέσχηκα, παρεσχήκειν. Παρέχοµαι, παρειχόµην, παρέξοµαι & παρασχ(εθ)ήσοµαι παρεσχόµην, παρεσχέ�θην, παρέσχηµαι, παρεσχήµην. Ἐπίσταµαι, ἠπιστάµην, ἐπιστήσοµαι, ἠπιστήθην. Ἀποθνῄσκω, ἀπέθνῃσκον, ἀποθανοῦµαι, ἀπέθανον, τέθνηκα, ἐτεθνήκειν. Καταδακρύω, κατεδάκρυον, καταδακρύσω & καταδακρύσοµαι, κατεδάκρυσα, καταδεδάκρυκα. Καταδακρύοµαι, κατεδακρυόµην, καταδακρύσοµαι, κατεδακρυσάµην, καταδεδά�κρυµαι. Λέγω, ἔλεγον, λέξω & ἐρῶ, ἔλεξα & εἶπα & εἶπον, εἴρηκα, εἰρήκειν. Λέγοµαι, ἐλεγόµην, λέξοµαι & λεχθήσοµαι & ῥηθήσοµαι, ἐλεξάµην & ἐλέχθην & ἐρ�ρήθην, εἴρηµαι & λέλεγµαι, εἰρήµην & ἐλελέγµην. Προσακούω, προσήκουον, προσακούσοµαι, προσήκουσα, προσακήκοα, προσηκη�κόειν. Προσακούοµαι, προσηκουόµην, προσακουσθήσοµαι, προσηκούσθην, προσήκου�σµ�