ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ...

420

description

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΟΤΗΤΑΣ ΑΘΗΝΑ 17 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1997

Transcript of ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ...

Page 1: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
IAEN / Creative Commons
Άδεια CC
Αυτό έργο χορηγείται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial Greece 3.0 (Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση) http://creativecommons.org/licenses/by-nc/3.0/gr/
Page 2: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 3: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 4: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 5: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΟΤΗΤΑΣ

LES TEMPS DE L'HISTOIRE EN VUE D'UNE HISTOIRE DE L'ENFANCE ET DE LA JEUNESSE

Page 6: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ACTES DU COLLOQUE INTERNATIONAL

LES TEMPS DE L'HISTOIRE EN VUE D'UNE HISTOIRE

DE L'ENFANCE ET DE LA JEUNESSE

ATHÈNES, 17-19 AVRIL 1997

ARCHIVES HISTORIQUES DE LA JEUNESSE GRECQUE SECRÉTARIAT GÉNÉRAL À LA JEUNESSE

33

ATHÈNES 1998

IAEN / Creative Commons
Άδεια CC
Αυτό έργο χορηγείται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial Greece 3.0 (Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση) http://creativecommons.org/licenses/by-nc/3.0/gr/
Page 7: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ

ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΟΤΗΤΑΣ

ΑΘΗΝΑ, 17-19 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1997

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ

33

ΑΘΗΝΑ 1998

IAEN / Creative Commons
Άδεια CC
Αυτό έργο χορηγείται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial Greece 3.0 (Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση) http://creativecommons.org/licenses/by-nc/3.0/gr/
Page 8: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ

ΣΠΥΡΟΣ I. ΑΣΔΡΑΧΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ,

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟς Ε. ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗς

COMITÉ DES ARCHIVES HISTORIQUES DE LA JEUNESSE GRECQUE

SPYROS ASDRACHAS, TRIANTAFYLLOS SKLAVENITIS,

YANNIS YANNOULOPOULOS

© ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ Αχαρνών 417, Αθήνα, τηλ. 25 30 872 και 25 30 873

SECRÉTARIAT GÉNÉRAL À LA JEUNESSE 417, rue Acharnon, Athènes, tél. 25 30 872, 25 30 873

ISBN 960-7138-21-x

IAEN / Creative Commons
Άδεια CC
Αυτό έργο χορηγείται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial Greece 3.0 (Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση) http://creativecommons.org/licenses/by-nc/3.0/gr/
Page 9: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Σπύρος Ασδραχάς

Γιάννης Γιαννουλόπουλος Βάσω Μανωλά

Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης

ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ Μαρία Θεοδώρου

Δέσποινα Καρακατσάνη

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς

Διεύθυνση Κοινωνικής Συμμετοχής, Τμήμα Παιδείας Αχαρνών 417, Τ.Θ. 1048, 11143 Αθήνα, τηλ. 25 32 465, φαξ 25 31420

Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/ΕΙΕ Βασ. Κωνσταντίνου 48, Αθήνα 11635, τηλ. 7273554, 7273588, φαξ 7246212

COMITÉ D'ORGANISATION Spyros Asdrachas

Vasso Manola Triantafyllos Sklavenitis Yannis Yannoulopoulos

SECRÉTARIAT Despina Karakatsani

Maria Theodorou

RENSEIGNEMENTS Secrétariat Général à la Jeunesse

417, bd. Acharnon, B.P. 1048, 11143 Athènes, tél. 2532465, fax 2531420

Centre de Recherches Néohelléniques/FNRS 48, bd. Vas. Constantinou, Athènes 116 35,

tél. 72 73 554, 72 73 588, fax 72 46 212

Page 10: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ

ΠΕΜΠΤΗ 17 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 9.00 Υποδοχή Συνέδρων. 9.30 Προσφωνήσεις:

— Πέτρος ΣΦΗΚΑΚΗΣ, Γενικός Γραμματέας Νέας Γενιάς. — Βασίλης ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Διευθυντής του Κέντρου Νεοελλη-

νικών Ερευνών του Εθνικού ιδρύματος Ερευνών. — Τριαντάφυλλος ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ, Εκπρόσωπος της Επιτροπής Ι-

στορικού Αρχείου Ελληνικής Νεολαίας της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς.

Π Ρ Ω Ι Ν Η Σ Υ Ν Ε Δ Ρ Ι Α ΟΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ

Πρόεδρος: Τριαντάφυλλος ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ 10.00 Γιάννης ΚΟΚΚΩΝΑΣ, Ημέρες, εβδομάδες και σχολικά έτη των μαθη-των του Κεντρικού Σχολείου (1830-1834). 10.15 Αγγελική ΦΕΝΕΡΛΗ, Ο γεροδάσκαλος και οι μαθητές του. Τα πρώτα

βήματα της χαρακτικής στο Πολυτεχνικό Σχολείο (1843-1864). 10.30 Κωνσταντίνα ΖΟΡΜΠΑΛΑ, Έλληνες φοιτητές στη Γερμανία (19ος αι.). 10.45 Βαγγέλης ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗΣ, Η διδασκαλία της Ιστορίας στο Πα-

νεπιστήμιο Αθηνών (19ος αι.): ο χρόνος των μαθημάτων και ο χρόνος των φροντιστηρίων.

11.00 Συζήτηση. 12.00 Δ ι ά λ ε ι μ μ α .

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΤΟΥ ΙΑΕΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΟΥΣ

12.30 Anna ANGELOPOULOU - Aegli BROUSKOU, Catalogue raisonné des Contes Grecs: types et versions AT 700-749 (Archives Georges A. Mégas. Catalogue du Conte Grec - 2), 1995.

12.40 Βασιλική ΜΠΟΜΠΟΥ-ΣΤΑΜΑΤΗ, Τα καταστατικά του Σωματείου (Na-zione) των Ελλήνων φοιτητών του Πανεπιστημίου της Πάδοβας (17ος-18ος αι.), 1995.

12.50 Μαρία ΚΟΡΑΣΙΔΟΥ, Oι άθλιοι των Αθηνών και οι θεραπευτές τους. Φτώχεια και φιλανθρωπία στην ελληνική πρωτεύουσα το 19ο αιώνα, 1995.

13.00 Μιχάλης ΡΗΓΙΝΟΣ, Μορφές παιδικής εργασίας στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία (1870-1940), 1995.

13.10 Λία ΠΑΠΑΔΑΚΗ, Το εφηβικό πρότυπο και η Δελφική προσπάθεια του Αγγέλου Σικελιανού, 1995.

13.30 Προσφορά των εκδόσεων στους συνέδρους.

Page 11: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

PROGRAMME DU COLLOQUE

JEUDI 17 AVRIL 9.00 Accueil des congressistes. 9.30 Allocutions:

— Petros S F I K A K I S , Secrétaire Général à la Jeunesse. — Vassilis PANAYOTOPOULOS, Directeur du Centre de Recherches

Néohelléniques de la Fondation Nationale de la Recherche Scientifique.

— Triantafyllos SKLAVENITIS, Représentant du Comité des Ar-chives Historiques de la Jeunesse Grecque auprès du Secréta-riat Général à la Jeunesse.

S É A N C E DU MATIN LES MÉCANISMES DE L'ÉDUCATION

Président: Triantafyllos SKLAVENITIS

10.00 Giannis KOKKONAS, Jours, semaines et années scolaires des élèves de l'École Centrale (1830-1834).

10.15 Angéliki FENERLI, Le vieux maître et ses élèves. Les premiers pas de la gravure à l'École Polytechnique (1843-1864).

10.30 Constantina ZORBALA, Étudiants grecs en Allemagne au 19ème s. 10.45 Vangélis KARAMANOLAKIS, L'enseignement de l'histoire à l 'Uni-

versité d'Athènes (19ème siècle): le temps des cours et le temps des séminaires.

11.00 Discussion. 12.00 P a u s e .

PRÉSENTATION DES RÉCENTES PUBLICATIONS DES AHJN PAR LEURS AUTEURS

12.30 Anna A N G É L O P O U L O U - Aegli B R O U S K O U , Catalogue raisonné des contes grecs: types et versions AT 700-749 {Archives Georges A. Mégas, Catalogue du Conte Grec - 2), 1995.

12.40 Vassiliki B O B O U - S T A M A T I , Gli s tatuti dell'Assoziazione (Nazione) degli studenti greci dell'Università di Padova (XVII-XVIII sec.), 1995.

12.50 Maria KORASSIDOU, Les misérables d'Athènes et leurs thérapeu-tes. Pauvreté et philanthropie dans la capitale grecque au XIXe siècle, 1995.

13.00 Michalis RlGINOS, Formes de travail enfantin dans l'industrie et l 'artisanat en Grèce (1870-1940), 1995.

13.10 Lia PAPADAKI, L'archétype de l'éphèbe et le mouvement Del-phique d'Angélos Sikélianos, 1995.

13.30 Distribution des éditions aux participants.

Page 12: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΠΕΜΠΤΗ 17 ΑΠΡΙΛΙΟΥ

Α Π Ο Γ Ε Υ Μ Α Τ Ι Ν Η Σ Υ Ν Ε Δ Ρ Ι Α

ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Πρόεδρος: Βασίλης ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ

18.00 Μαρία ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Οικονομικές δραστηριότητες των παιδιών στα φτωχά στρώματα: για μια μικροϊστορία της παιδικής ηλικίας στην Ευ-ρώπη.

18.15 Ζιζή ΣΑΛΙΜΠΑ, Η πολυτέλεια του φτωχού: η καθαριότητα της νέας εργάτριας στον πατερναλιστικό λόγο του 19ου αι.

18.30 Μαρία ΚΟΡΑΣΙΔΟΥ, Η προστασία της υγείας των παιδιών τον 19ο αι. 18.45 Δ ι ά λ ε ι μ μ α .

19.15 Τασούλα ΒΕΡΒΕΝΙΩΤΗ, Η αναδιευθέτηση του χώρου και του χρόνου των νέων στο Μεσοπόλεμο. Από τη σκοπιά των κοριτσιών. 19.30 Riki Van BOESCHOTEN, Τα παιδιά του Εμφυλίου. Ο χρόνος της εμ-

πειρίας και ο χρόνος της μνήμης. 19.45 Στρατής ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ, Στρατόπεδο Μακρονήσου (1947-1954): πε-

ριεχόμενο της «αναμόρφωσης» και εθνική ιδεολογία. 20.00 Συζήτηση. 20.30 Λήξη της Συνεδρίας.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ

Π Ρ Ω Ι Ν Η Σ Υ Ν Ε Δ Ρ Ι Α

ΣΤΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΝΟΟΤΡΟΠΙΩΝ

Πρόεδρος: Βασίλης ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

9.30 Αλεξάνδρα ΜΠΑΚΑΛΑΚΗ, Ανθρωπολογικές προσεγγίσεις στην ηλικία. 9.45 Μαρία ΜΗΤΣΟΥ, Παραμυθιακή άφήγηση: η πορεία προς τον αρχέγονο

χρόνο. 10.00 Δέσποινα ΔΑΜΙΑΝΟΥ, Το λαϊκό και λόγιο παραμύθι και οι επιλογές

των Δημοτικιστών. 10.15 Τόνια ΚΙΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ, Η μέτρηση του χρόνου στους βυζαντινούς

Βίους άγιων. 10.30 Αναστασία ΠΑΠΑΔΙΑ-ΛΑΛΑ, Παιδί και Διοίκηση στις βενετοκρατού-

μενες ελληνικές περιοχές.

Page 13: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

JEUDI 17 AVRIL

S É A N C E DE L ' A P R È S - M I D I

TRAVAIL ET POLITIQUE Président: Vassiiis KREMMYDAS

18.00 Maria PAPATHANASSIOU, Activités économiques des enfants dans les couches pauvres: pour une microhistoire de l'enfance en Europe.

18.15 Zizi SALIMBA, Le luxe du pauvre: la proprété de la jeune ouvrière dans le discours paternaliste du 19ème siècle.

18.30 Maria KORASSIDOU, La protection de la santé des enfants au 19ème siècle.

18.45 P a u s e .

19.15 Tassoula VERVENIOTI, Le réaménagement de l'espace et du temps des jeunes entre les deux guerres du point de vue des filles.

19.30 Riki Van BOESCHOTEN, Les enfants de la Guerre Civile: les temps de l'expérience et le temps de la mémoire.

19.45 Stratis BOURNAZOS, Le camp de Makronissos (1947-1954): con-tenu de la «réformation» et idéologie nationale.

20.00 Discussion.

20.30 Fin de la séance.

VENDREDI 18 AVRIL

S É A N C E DU MATIN

AUX TEMPS DE L'ANTHROPOLOGIE ET DES MENTALITÉS

Président: Vassilis PANAYOTOPOULOS

9.30 Alexandra BACALAKI, L'âge à travers les approches anthropolo-giques.

9.45 Maria MlTSOU, Le néant du Conte: la marche vers le temps pri-mordial.

10.00 Despina DAMIANOU, Le conte populaire, le conte littéraire et le choix des adeptes de la langue populaire.

10.15 Tonia KΙOUSSOPOULOU, La mesure du temps dans les vies des Saints byzantines.

10.30 Anastassia PAPADIA-LALA, Enfant et administration dans les ré-gions grecques sous la domination vénitienne.

Page 14: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

10.45 Μιχάλης ΒΑΡΛΑΣ, Οι παράλληλοι χρόνοι: ο κύκλος της ζωής στο πλαί-σιο της Κοινότητας (Χίος, 17ος-18ος αι.).

11.00 Αντώνης Α. ΑΝΤΩΝΙΟΥ, Παιδική ηλικία και επιβίωση: στάσεις και συμπεριφορές των Καραγκούνηδων της Δυτικής Θεσσαλίας.

11.15 Δ ι ά λ ε ι μ μ α . 11.45 Άννα ΜΑΤΘΑΙΟΥ, Οι διάρκειες των συμβόλων γύρω από την παιδική

ηλικία. 12.00 Γιώργος ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, Νεανικές αυτοκτονίες (1890-1936). 12.15 Έ φ η KANNEΡ, Φιλανθρωπικός λόγος, ορφανά και αποκρυστάλλωση κοι-

νωνικών ταυτοτήτων στην Ελληνορθόδοξη Κοινότητα της Κωνσταντι-νούπολης (1861-1912).

12.30 Αίγλη ΜΠΡΟΥΣΚΟΥ, Η διακίνηση των παιδιών στην ελληνική κοι-νωνία: σκιά και φως στα τοπία της συγγένειας.

12.45 Συζήτηση.

13.30 Λήξη της Συνεδρίας.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ

ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ

ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Πρόεδρος: Φίλιππος ΗΛΙΟΥ

18.00 Ηλίας ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ, Παιδαριογέρων: η απεικόνιση της πρώιμης σοφίας.

18.15 Μαριέττα ΣΕΡΒΟΥ, Ανήσυχος και νέος γύρω στα 1845. 18.30 Ράνια ΠΟΛΥΚΑΝΔΡΙΩΤΗ, Οι χρόνοι της Ιστορίας στα αναγνωσμα-

τάρια και τα παιδικά διηγήματα του Αριστοτέλη Κουρτίδη. 18.45 Δ ι ά λ ε ι μ μ α . 19.15 Αγγέλα ΚΑΣΤΡΙΝΑΚΗ, Νεαροί καλλιτέχνες στην ελληνική πεζογραφία. 19.30 Ελίζα-Άννα ΔΕΛΒΕΡΟΥΔΗ, Οι νέοι διασκεδάζουν: ελεύθερος χρόνος

και ψυχαγωγία στις κωμωδίες του ελληνικού κινηματογράφου. 19.45 Χάρης ΚΑΜΠΟΥΡΙΔΗΣ, Πλασματική πραγματικότητα (virtual rea-

lity) και Ιστορία. Επιδράσεις του Internet και των CD-ROM στην πρόσληψη του παρελθόντος και του επικειμένου χρόνου.

20.00 Συζήτηση. 20.45 Τέλος της Συνεδρίας.

21.00 Δεξίωση.

Page 15: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

10.45 Michalis VARLAS, Les temps parallèles: le cycle de la vie au sein de la communauté (Chio, XVIIe-XVIIIe s.).

11.00 Antonie A. ANTONIOU, Enfance et survivance: attitudes et com-portements des Caragounis en Thessalie occidentale.

11.15 P a u s e .

11.45 Anna MATTHAIOU, La durée des symboles concernant l'enfance. 12.00 Géorgios MARGARITIS, Suicides juvéniles (1890-1936). 12.15 Efi KANNER, Discours philanthropique, orphélins et cristallisation

d'identités sociales au sein de la communauté grecorthodoxe de Constantinople (1861-1912).

12.30 Aegli BROUSKOU, Le mouvement des enfants dans la société grec-que: ombre et lumière dans les paysages de la parenté.

12.45 Discussion.

13.30 Fin de la séance.

VENDREDI 18 AVRIL

S É A N C E DE L ' A P R È S - M I D I

DANS LE MONDE DE L'ART

Président: Philippe ILIOU

18.00 Elie ANTONOPOULOS, L'enfant-vieillard: l'iconographie de la sa-gesse prématurée.

18.15 Marietta SERVOU, Être inquiet et jeune autour de 1845. 18.30 Rania POLYCANDRIOTI, Les temps de l'histoire dans les livres de

lectures et les nouvelles pour les enfants d'Aristotelis Courtidis. 18.45 P a u s e .

19.15 Angéla CASTRINAKI, Jeunes artistes dans la prose grecque. 19.30 Eliza-Anna DELVEROUDI, Les jeunes s 'amusent: temps libre et

plaisirs dans les comédies du cinéma grec. 19.45 Charis CAMBOURIDIS, Réalité virtuelle et histoire. Impact de l 'In-

ternet et des CD-ROM sur la perception du temps passé et du temps à venir.

20.00 Discussion. 20.45 Fin de la séance.

21.00 Réception.

Page 16: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΣΑΒΒΑΤΟ 19 ΑΠΡΙΛΙΟΥ

ΠΡΩΙΝΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Πρόεδρος: Γιάννης ΓΙΑΝΝΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

10.00 J. Α. MANGAN, Από τους χούλιγκανς στους ήρωες — από τον εθνικό έλεγχο στη διεθνή καταδίκη: οι βρετανικές ρίζες των νεότερων σπορ σε παγκόσμια κλίμακα.

10.30 Χριστίνα ΚΟΥΛΟΥΡΗ, Η ώρα του σώματος. Αθλητισμός, άσκηση και ψυχαγωγία στο ελληνικό κράτος (1870-1922).

11.00 Δ ι ά λ ε ι μ μ α .

11.30 Μηνάς ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Ο σχολικός αθλητισμός κατά την Οθωνική πε-ρίοδο (1833-1862). Ανατομία μιας ατελούς απόπειρας μεταφύτευσης

του γερμανικού γυμναστικού συστήματος. 11.45 Φίλιππος ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Στο δρόμο για την αναβίωση των Ολυμπια-

κών αγώνων: τα «Ολύμπια» του Ευαγγέλη Ζάππα (1858-1888). 12.00 Ελένη ΦΟΥΡΝΑΡΑΚΗ, Η σωματική αγωγή των δύο φύλων στην Ε λ -

λάδα (19ος αι.). 12.15 Γιώργος ΚΟΚΚΙΝΟΣ, Υγεία, καλοκάγαθία, αλκή: η σωματική αγωγή

στο λόγο της Ορθοδοξίας, του εθνικισμού και του εκπαιδευτικού δη-μοτικισμού.

12.30 Συζήτηση.

13.15 Λήξη της Συνεδρίας.

ΣΑΒΒΑΤΟ 19 ΑΠΡΙΛΙΟΥ

ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΟΤΗΤΑΣ: ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΟΠΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΥΣ

18.00 Στρογγυλή Τράπεζα. Συντονιστής: Σπύρος ΑΣΔΡΑΧΑΣ Εισηγητές : Φίλιππος ΗΛΙΟΥ

Didier LETT Ελεωνόρα ΣΚΟΥΤΕΡΗ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ

Bernard VERNIER

20.30 Λήξη των εργασιών του Συμποσίου.

Page 17: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

SAMEDI 19 AVRIL

S É A N C E D U M A T I N

TEMPS LIBRE ET SPORTS

Président: Yannis YANNOULOPOULOS

10.00 J. A. MANGAN, From Hooligans to Heroes — From National Con-trol to International Conviction: The British Origins of Modern World Sport.

10.30 Christina KOULOURI, Le temps du corps. Athlétisme, exercice physique et loisir dans l 'État grec (1870-1922).

11.00 P a u s e .

11.30 Minas DlMITRIOU, L'athlétisme scolaire pendant le règne d'Othon (1833-1862). Anatomie d'une tentative inachevée de transplanta-tion du système gymnastique allemand.

11.45 Philippos ICONOMOU, Vers la résurection des Jeux Olympiques: les «Olympia» de Evangélis Zappas (1858-1888).

12.00 Hélène FOURNARAKI, L'éducation physique de deux sexes en Grèce (19ème siècle).

12.15 Georges KOKKINOS, Santé, bienveillance, vigueur: l'instruction physique dans le discours de l'Orthodoxie, du nationalisme et du démoticisme éducatif.

12.30 Discussion.

13.15 Fin de la séance.

SAMEDI 19 AVRIL

S É A N C E DE L ' A P R È S - M I D I

HISTOIRE DE L'ENFANCE ET DE LA JEUNESSE: LES OPTIQUES HISTORIOGRAPHIQUES ET LEURS TEMPS

18.00 Table Ronde. Coordinateur: Spyros ASDRACHAS Rapporteurs : Philippos ILIOU

Didier LETT Eléonora SKOUTERI-DlDASKALOU Bernard VERNIER

20.30 Clôture des t ravaux du Colloque.

Page 18: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΕΔΡΩΝ LISTE DES PARTICIPANTS

Αθανασία ΑΒΔΑΛΗ, φιλόλογος, Λεωφ. Παπάγου 116, 157 72 Ζωγράφου. Έ φ η ΑΒΔΕΛΑ, Επίκουρος Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Μ. Κα-

τράκη 6-7, 157 71 Αθήνα. Δημήτρης ΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου,

Καλλιπόλεως 75, Λευκωσία, 1678 Κύπρος. Άννα ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, εθνολόγος, 141 bis, quai de la Velmy, 75010 Paris. Σάββας ΑΓΟΥΡΙΔΗΣ, Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευ-

φράνορος 12, 11635 Αθήνα. Νίκος ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ, ιστορικός, Χρυσίππου 30, 157 73 Ζωγράφου.

Ευρυδίκη ΑΝΤΖΟΥΛΑΤΟΥ-ΡΕΤΣΙΛΑ, Επίκουρος Καθηγήτρια Ιονίου Πανε-πιστημίου, Νυμφαίου 24, 115 28 Αθήνα.

Αντώνιος ΑΝΤΩΝΙΟΥ, φιλόλογος, Προϊστάμενος Γ.Α.Κ. - Αρχεία Ν. Καρδί-τσας, Ρήγα Φεραίου 18, 431 00 Καρδίτσα.

Δαυίδ ΑΝΤΩΝΙΟΥ, φιλόλογος, Ζαΐμη 14, 106 83 Αθήνα. Ηλίας ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ, Επίκουρος Καθηγητής Ιονίου Πανεπιστημίου, Πο-

λυμνίας 10, 11361 Αθήνα. Σπύρος ΑΣΔΡΑΧΑΣ, Professeur associé στο Paris I, Διευθυντής Ερευνών

στο ΚΝΕ/Ε.Ι.Ε., Σεβαστείας 14, 171 22 Νέα Σμύρνη. Μυρτάλη ΑΧΕΙΜΑΣΤΟΥ-ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ, βυζαντινολόγος, Χατζηκώστα 11,

115 21 Αθήνα.

Αλίκη ΒΑΞΕΒΑΝΟΓΛΟΥ, ιστορικός, Ψαρών 3, 154 51 Ν. Ψυχικό. Μιχάλης ΒΑΡΛΑΣ, ιστορικός, Αιλιανού 10, 112 54 Αθήνα. Μαρία ΒΕΛΙΩΤΗ-ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ, κοινωνική ανθρωπολόγος, Α γ . Κυρια-

κής, Άρεια, 211 00 Ναύπλιο. Λίνα ΒΕΝΤΟΥΡΑ, Λέκτωρ Πανεπιστημίου Θράκης, Παν. Τσαλδάρη 52, 69100

Κομοτηνή. Τασούλα ΒΕΡΒΕΝΙΩΤΗ, ιστορικός, Δεριγνύ 19, 104 34 Αθήνα.

Ιόλη ΒΙΓΓΟΠΟΥΛΟΥ, Ερευνήτρια Κ.Ν.Ε./Ε.Ι.Ε., Πατρ. Ιωακείμ 24,171 23 Νέα Σμύρνη.

Στοιχεία 1997.

Page 19: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Άγγελος ΒΛΑΧΟΣ, ιστορικός, Μπιζανίου 6, 152 32 Χαλάνδρι. Riki Van BOESCHOTEN, historienne, 10, rue Peumont, 1324 Chaumont-

Gistoux, Belgique. Σοφία BOYPH, Επίκουρος Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ά γ γ . Χα-

τζή 5, 453 33 Ιωάννινα.

Σοφία ΓΕΛΑΔΑΚΗ, ιστορικός, Ψυχάρη 32, 111 41 Αθήνα. Αριάδνη ΓΕΡΟΥΚΗ, νομικός, ιστορικός, Βιζουκίδου 23, 546 36 Θεσσαλονίκη. Μαρία ΓΙΑΝΝΗΣΟΠΟΥΛΟΥ, ανθρωπολόγος, Στασίνου 13, 116 35 Αθήνα. Γιάννης ΓΙΑΝΝΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, ιστορικός, Ναυαρίνου 25, 152 32 Χαλάνδρι.

Αθανάσιος ΓΚΟΤΟΒΟΣ, Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Δομπόλη 30, 45110 Ιωάννινα.

Γεωργία-Κλειώ ΓΚΟΥΓΚΟΥΛΗ, κοινωνική ανθρωπολόγος, Α γ . Αλεξάνδρου 54, 175 61 Αθήνα.

Αγλαΐα ΓΚΡΕΤΣΙΚΟΥ, ιστορικός, Λεωφ. Κηφισίας 172, 151 24 Μαρούσι. Αντώνης ΓΛΥΤΖΟΥΡΗΣ, ιστορικός, Αν. Μεταξά 12, 106 81 Αθήνα.

Βερονίκη ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ, ερευνήτρια, Αμειψίου 12, 111 43 Αθήνα. Δέσποινα ΔΑΜΙΑΝΟΥ, φιλόλογος, Αγίας Παρασκευής 80, 111 44 Αθήνα.

Ελίζα-Άννα ΔΕΛΒΕΡΟΥΔΗ, Επίκουρος Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Κρή-της, Σαλαμίνος 12, 153 43 Αγία Παρασκευή.

Μηνάς ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ιστορικός αθλητισμού, Μιαούλη 19, 546 42 Θεσσαλο-νίκη.

Δημήτρης ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ιστορικός, Αδριανοθυρών 21, 172 37 Υμητ-τός.

Αντωνία ΔΙΑΛΛΑ, ιστορικός, Σκουφά 45, 106 72 Αθήνα. Ελευθέριος ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ιστορικός, Καλυψούς 93, 161 61 Καλλιθέα. Αικατερίνη ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, θεατρολόγος, ιστορικός, Ρόδου 31-33, 104 46

Αθήνα, Τ.Θ. 3850 Αθήνα 102 10. Βασίλης ΔΩΡΟΒΙΝΗΣ, δικηγόρος, πολιτικός επιστήμονας, ιστορικός, Ξενίας

28, 115 28 Αθήνα.

Στυλιανός ΕΥΑΓΓΕΛΙΝΟΣ, ιστορικός, Πριάμου 14, 175 64 Αμφιθέα.

Ιωάννα ΖΑΜΠΑΦΤΗ, φιλόλογος, Τυμφρηστού 13, 117 43 Αθήνα. Αλέξανδρος ΖΑΝΝΑΣ, κοινωνιολόγος, Πινότση 17β, 117 41 Αθήνα. Σταματούλα ΖΑΠΑΝΤΗ, ιστορικός, Γερμενή 1, 281 00 Αργοστόλι. Αικατερίνη ΖΑΡΙΔΗ-ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ιστορικός, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Νεοφ.

Δούκα 6, 453 32 Ιωάννινα. Κορνηλία ΖΑΡΚΙΑ, αρχιτέκτονας, εθνολόγος, Ήρωνος 6, 116 35 Αθήνα.

Page 20: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Ελευθερία ZEH, ιστορικός, Σπ. Τρικούπη 11, 106 38 Αθήνα. Σιδηρούλα ΖΙΩΓΟΥ-ΚΑΡΑΣΤΕΡΓΙΟΥ, Επίκουρος Καθηγήτρια Πανεπιστη-

μίου Θεσσαλονίκης, Θερμαϊκού 65, 543 52 Θεσσαλονίκη. Κωνσταντίνα ΖΟΡΜΠΑΛΑ, μαθηματικός, ειδικός επιστήμονας Πανεπιστημίου

Κύπρου, Σκύρου 49, 113 63 Αθήνα.

Φίλιππος ΗΛΙΟΥ, ιστορικός, Αλφειού 9, 115 22 Αθήνα.

Βίκυ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ, ιστορικός, Μελίνας Μερκούρη 14, 131 22 Ν. Ηρά-κλειο.

Μαρία ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Προϊσταμένη Γραμματείας Κ.Ν.Ε./Ε.Ι.Ε., Βασ. Κων-σταντίνου 48, 116 35 Αθήνα.

Μαρία ΙΑΚΩΒΟΥ-ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, φιλόλογος, Αγίας Άννης 17, 340 06 Αμά-ρυνθος Εύβοια.

Στέφανος ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης, Χίου 17, 165 61 Γλυφάδα.

Κάλλια ΚΑΛΛΙΑΤΑΚΗ-ΜΕΡΤΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, ιστορικός, Ερευνήτρια Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεοτέρου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθη-

νών, Αναγνωστοπούλου 61, 106 72 Αθήνα. Χάρης ΚΑΜΠΟΥΡΙΔΗΣ, τεχνοκριτικός, επικοινωνιολόγος, μέλος της Acade-

mia Europea, Τ.Θ. 64019, Ζωγράφου 157 10. Ευθυμία ΚΑΝΝΕΡ, ιστορικός, Παραδείσου 5, 151 25 Αθήνα. Δέσποινα ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗ, ιστορικός, Ά γ γ . Σικελιανού 11, 153 43 Αγία

Παρασκευή. Βαγγέλης ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗΣ, ιστορικός, Αλ. Παναγούλη 59, 163 75 Η-

λιούπολη. Νίκος ΚΑΡΑΠΙΔΑΚΗΣ, Επίκουρος Καθηγητής Ιονίου Πανεπιστημίου, Μα-

ρασλή 36-40, 106 73 Αθήνα. Ιωάννης ΚΑΡΑΧΡΗΣΤΟΣ, ιστορικός, Paulinengasse 18-20/2/14, Βιέννη,

Α-1180. Κατερίνα ΚΑΡΒΕΛΑ, ιστορικός, Αρματολών και Κλεφτών 37, 114 71 Αθήνα.

Αγγέλα ΚΑΣΤΡΙΝΑΚΗ, φιλόλογος, ειδικός επιστήμονας Πανεπιστημίου Κρή-της, Αγίου Ιωάννου 14, 741 00 Ρέθυμνο.

Όλγα ΚΑΤΣΙΑΡΔΗ-HERING, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών, Χρυσοστόμου Σμύρνης 6, 176 71 Καλλιθέα.

Ειρήνη ΚΑΤΣΙΜΠΡΗ, φιλόλογος, Δοϊράνης 28, 113 63 Αθήνα. Η ρ ώ ΚΑΤΣΙΩΤΗ, φιλόλογος, Κώστα Κρυστάλλη 43, 162 31 Βύρωνας. Βαγγέλης ΚΕΧΡΙΩΤΗΣ, ιστορικός, Παπαδιαμάντη 20, 144 52 Μεταμόρφωση

Αττικής.

Page 21: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Παναγιώτης ΚΙΜΟΥΡΤΖΗΣ, ιστορικός, Σκουφά 45, 106 72 Αθήνα. Τόνια ΚΙΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ, Λέκτωρ Πανεπιστημίου Κρήτης, Παναγή Μπενάκη

13, 114 71 Αθήνα. Πασχάλης ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗΣ, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Κυδαθη-

ναίων 11, 105 58 Αθήνα. Άντα ΚΛΩΝΗ, κοινωνική ανθρωπολόγος, Αγίων Αποστόλων 3, 113 62 Α -

θήνα. Γιώργος ΚΟΚΚΙΝΟΣ, ιστορικός, Ν. Νικηφορίδη 5, 162 31 Βύρωνας. Γιάννης ΚΟΚΚΩΝΑΣ, ιστορικός, Αιθαλιδών 7-9, 118 51 Αθήνα. Ξενοφώντας ΚΟΚΟΛΗΣ, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονί-

κης, Καρόλου Ντήλ 23, 546 23 Θεσσαλονίκη. Γιώργος ΚΟΚΟΡΕΛΗΣ, ιστορικός, Μπουμπουλίνας 21, 111 46 Αθήνα.

Αμαλία ΚΟΛΩΝΙΑ, Λέκτωρ Πανεπιστημίου Μιλάνου, Monte Grappa 11, 28 100 Novara.

Κώστας ΚΟΜΗΣ, Λέκτωρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Γοργοποτάμου 20, 452 21 Ιωάννινα.

Αγγελική ΚΟΝΤΙΝΗ-ΜΠΟΜΠΟΥ, πολιτικός επιστήμονας, ιστορικός, 28ης Ο-κτωβρίου 22, 152 35 Βριλήσια.

Βασιλική ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ, Επίκουρος Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Θράκης, Δημοκρατίας 76-78, Νέα Χηλή, 681 00 Αλεξανδρούπολη.

Μαρία ΚΟΡΑΣΙΔΟΥ, Λέκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου, Χατζηχρήστου 14, 114 72 Αθήνα.

Χριστίνα ΚΟΥΛΟΥΡΗ, Επίκουρος Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Θράκης, Ξαν-θίππου 34, 155 61 Χολαργός.

Αικατερίνη ΚΟΥΜΑΚΗ, φιλόλογος, Αδριανουπόλεως 42-44, 161 21 Καισα-ριανή.

Αγγελική ΚΟΥΦΟΥ, ιστορικός, Κ. Βάρναλη 11, 146 71 Νέα Ερυθραία. Ευγενία ΚΡΕΜΜΥΔΑ, ιστορικός, Α γ . Ισιδώρου 14-16, 114 71 Αθήνα. Βασίλης ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Α γ . Ισιδώρου

14-16, 114 71 Αθήνα. Κώστας ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ, ιστορικός, Θεμιστοκλέους 34, 106 78 Αθήνα.

Αναστασία ΚΥΡΚΙΝΗ, ιστορικός, Αυγής 31, 141 21 Ν. Ηράκλειο. Βασίλειος ΚΥΡΚΟΣ, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Λάμπρου Πορφύ-

ρα 23, 154 51 Ν. Ψυχικό. Δημήτρης ΚΥΡΤΑΤΑΣ, Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης,

Τ.Θ. 75, 741 00 Ρέθυμνο. Αλέξανδρος-Ανδρέας ΚΥΡΤΣΗΣ, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Α -

θηνών, Χερσώνος 7, 106 72 Αθήνα. Αγγελική ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Επίκουρος Καθηγήτρια Πανεπιστημίου

Ιωαννίνων, Γλυκήδων 17, 452 21 Ιωάννινα.

Page 22: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Χρήστος ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, ιστορικός, Υψηλάντου 27, 151 22 Μα-ρούσι.

Χρήστος ΛΑΖΟΣ, συγγραφέας, ιστορικός, Νικηταρά 6, 106 18 Αθήνα. Κώστας ΛΑΠΠΑΣ, ιστορικός, Ερευνητής του Κέντρου Ερεύνης του Μεσαιω-

νικού και Νέου Ελληνισμού Ακαδημίας Αθηνών, Πανσελήνου 20,111 41 Αθήνα.

Ιωάννης ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Ο-ρεινής Ταξιαρχίας 9, 157 71 Ζωγράφου.

Γεώργιος ΛΕΟΝΤΣΙΝΗΣ, Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Βαλανείου 6-8, 185 36 Πειραιάς.

Didier LETT, Maître de Conférences à l'Université de Versailles, 10, rue de Panama, 75018 Paris, France.

Σπύρος ΛΟΥΚΑΤΟΣ, ιστορικός, Ιω. Δροσοπούλου 204, 112 55 Αθήνα.

Δήμητρα ΜΑΚΡΥΝΙΩΤΟΥ, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Πα-τρών, Δημάκη 8, 106 52 Αθήνα.

Χρύσα ΜΑΛΤΕΖΟΥ, Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών, Λυκαβηττού 7, 106 72 Αθήνα.

Φίλιππος ΜΑΝΔΗΛΑΡΑΣ, φιλόλογος, Κ. Παλαιολόγου 28, 145 63 Κηφισιά. J. Α. MANGAN, Professor, Director International Research Centre for

Sport Socialisation Society, University of Strathclyde, 76, Soyth-brae Drive, Glasgow, G13, 1PP.

Βάσω ΜΑΝΩΛΑ, Διευθύντρια Κοινωνικής Συμμετοχής Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, Αχαρνών 417, Τ.Θ. 1048, 114 73 Αθήνα.

Γιώργος ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης, 741 00 Ρέθυμνο.

Δώρα ΜΑΡΚΑΤΟΥ, ιστορικός της τέχνης, Καισαρείας 26-28, 115 27 Αθήνα. Άννα ΜΑΤΘΑΙΟΥ, ιστορικός, Ιατρίδου 6, 115 21 Αθήνα. Κώστας ΜΕΚΚΑΣ, ιστορικός, Τύχης 17, 112 53 Αθήνα.

Αντωνία ΜΕΡΤΥΡΗ, πολιτικός επιστήμονας, Πελοποννήσου 3, 153 43 Αγία Παρασκευή.

π. Γεώργιος ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Πίνδου 11, 154 51 Νέο Ψυχικό.

Γιάννης ΜΕΤΑΞΑΣ, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Περικλέους 18, 155 61 Χολαργός.

Μαρία ΜΗΤΣΟΥ, φιλόλογος, Αλατσάτων 63, 122 41 Αιγάλεω. Μαριλίζα ΜΗΤΣΟΥ', φιλόλογος, Βασ. Κωνσταντίνου 19, 151 22 Αθήνα.

Άννα ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Ερευνήτρια Κ.Ε.Ρ.Α./Ε.Ι.Ε., Βασ. Κωνσταντίνου 48, 11635 Αθήνα.

Page 23: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Κωνσταντίνα ΜΠΑΔΑ, Επίκουρος Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Σπ. Λάμπρου 53, 453 33 Ιωάννινα.

Αλεξάνδρα ΜΠΑΚΑΛΑΚΗ, Επίκουρος Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αιγαίου, Σκουφά 75, 106 80 Αθήνα.

Χρήστος ΜΠΑΛΟΓΛΟΥ, οικονομολόγος Τ.Ε.Ι. Αθηνών, Σχολή Ικάρων, Αν-τιγόνης 4, 141 22, Ν. Ηράκλειο.

Αθανασία ΜΠΑΛΤΑ, Λέκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου, Μαυροκορδάτου 9, 152 33 Χαλάνδρι.

Χάρης ΜΠΑΜΠΟΥΝΗΣ, ιστορικός, Ελασιδών 22, 118 54 Αθήνα. Γιάννης ΜΠΑΦΟΥΝΗΣ, ιστορικός, Ραιδεστού 66, 171 22 Αθήνα. Νικόλαος ΜΠΙΡΓΑΛΙΑΣ, ιστορικός, Αστυπάλαιας 59, 113 64 Αθήνα. Βασιλική ΜΠΟΜΠΟΥ-ΣΤΑΜΑΤΗ, φιλόλογος, Ρωμανού του Μελωδού και Α-

ποκαύκων 21, 114 71 Αθήνα. Ιφιγένεια ΜΠΟΤΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, φιλόλογος, Αρρύβου 9, 116 33 Αθήνα.

Ευστράτιος ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ, ιστορικός, Αρχύτα 11, 116 35 Αθήνα. Αθανάσιος ΜΠΟΧΩΤΗΣ, ιστορικός, Αλ. Παναγούλη 47, 163 43 Αθήνα.

Αίγλη ΜΠΡΟΥΣΚΟΥ, ανθρωπολόγος, Α. Μιχαηλίδη 19, 546 40 Θεσσαλονίκη.

Γεωργία ΝΕΖΗ, εκπαιδευτικός, Πύργου 11α, 123 51 Αγία Βαρβάρα Αιγά-λεω.

Νίκος ΟίΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Διευθυντής Κ.Β.Ε./Ε.Ι.Ε., Βασ. Κωνσταντίνου 48, 116 35 Αθήνα.

Φίλιππος ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ιστορικός αθλητισμού, Αρδάσης 46, 176 76 Καλλι-θέα.

Ανδρομάχη ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, εθνολόγος, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Κυβέλης 32-34, 111 46 Αθήνα.

Ευδοκία ΟΛΥΜΠΙΤΟΥ, ιστορικός, Ψαρών 25, 153 43 Αγία Παρασκευή.

Ελένη ΠΑΜΠΟΥΚΗ, ιστορικός, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Ιθάκης 42, 112 51 Αθήνα.

Βασίλης ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Διευθυντής Κ.Ν.Ε./Ε.Ι.Ε., Νίκης 32, 10557 Αθήνα.

Στέφανος ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Ίδρυμα Ερευνών για το παιδί, Αμαλίας 42, 105 58 Αθήνα.

Γεώργιος ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ολυμ-πιάδος 25, 453 33 Ιωάννινα.

Νώντας ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, φιλόλογος, Κανάρη 51, 153 43 Αγία Παρασκευή. Γιάννης ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ιστορικός, Αθαν. Πία 43, 173 42 Α -

θήνα.

Page 24: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Λυδία ΠΑΠΑΔΑΚΗ, ιστορικός, Κουντουριώτου 41, 141 22 Νέο Ηράκλειο. Λία ΠΑΠΑΔΑΚΗ, φιλόλογος, Καρυατίδων 9, 174 55 Αθήνα.

Αναστασία ΠΑΠΑΔΙΑ-ΛΑΛΑ, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών, Κουμουνδούρου 24, 153 41 Αθήνα.

Μαρία ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ιστορικός, Αμαλίας 3δ, 145 61 Αθήνα. Θεόδωρος ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου

Αθηνών, Πρωτέως 1, 113 64 Αθήνα. Κατερίνα ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ιστορικός, Αιμιλιανού Γρεβενών 13, 171 24

Ά ν ω Νέα Σμύρνη. Παναγιώτης ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων,

Δομπόλη 30, 45110 Ιωάννινα. Κώστας ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ, φιλόλογος, Σαμάρα 22, 154 52 Ψυχικό. Λήδα ΠΑΠΑΣΤΕΦΑΝΑΚΗ, ιστορικός, Βατάτζη 61, 114 73 Αθήνα.

Αγγελική ΠΑΣΣΙΑ, φιλόλογος, Νεόφρονος 8, 161 21 Αθήνα. Γεράσιμος ΠΕΝΤΟΓΑΛΟΣ, Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ηλία

Ζερβού 13, 281 00 Αργοστόλι. Στέφανος ΠΕΣΜΑΖΟΓΛΟΥ, Επίκουρος Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου,

Καψάλη 3, 106 74 Αθήνα. Αργύρης ΠΕΤΡΟΝΩΤΗΣ, Καθηγητής Πολυτεχνικής Σχολής Θεσσαλονίκης,

Σόλωνος 89, 542 48 Θεσσαλονίκη. Κωνσταντίνος ΠίΤΣΑΚΗΣ, Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Θρά-

κης, Άλκιβιάδου 128, 185 35 Πειραιάς. Γεώργιος ΠΛΟΥΜΙΔΗΣ, Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Δομπόλη 30,

45110 Ιωάννινα. Πόπη ΠΟΛΕΜΗ, ιστορικός, Πατριάρχου Στέργιου 20, 114 71 Αθήνα. Ράνια ΠΟΛΥΚΑΝΔΡΙΩΤΗ, φιλόλογος, Ερευνήτρια Κ.Ν.Ε./Ε.Ι.Ε., Ανθειας

2, 145 65 Εκάλη. Πέτρος ΠΟΛΥΧΡΟΝΗΣ, παιδοψυχίατρος, Ευριπίδου 6β, 152 35 Αθήνα.

Αννίτα ΠΡΑΣΣΑ, ιστορικός, Προϊσταμένη Γ.Α.Κ. - Αρχεία Ν. Μαγνησίας, Γαμβέτα 12, 382 21 Βόλος.

Μαρία ΡΕΠΟΥΣΗ, ιστορικός, Ήβης Αθανασιάδου 4, 175 62 Π. Φάληρο. Μιχάλης ΡΗΓΙΝΟΣ, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Μυ-

στρά 14, 114 75 Αθήνα.

Γιάννης ΣΑΪΤΑΣ, αρχιτέκτονας, εθνολόγος, Ήρωνος 6, 116 35 Αθήνα. Ζιζή ΣΑΛΙΜΠΑ, ιστορικός, Θαν. Σιώκου 9, 153 41 Αγία Παρασκευή. Μαριέττα ΣΕΡΒΟΥ, ιστορικός, Οδυσσέως 45, 166 73 Ά ν ω Βούλα.

Αλόη ΣΙΔΕΡΗ, φιλόλογος, Αστυδάμαντος 7-9, 116 34 Αθήνα. Μαρία ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗ, ιστορικός, Συνεσίου Κυρήνης 20-22, 114 71 Αθήνα.

Page 25: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Δημήτρης ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ, φιλόλογος, Αγίου Φανουρίου 25-27, 116 33 Α-θήνα.

Τριαντάφυλλος ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ, Διευθυντής Ερευνών στο Κ.Ν.Ε./Ε.Ι.Ε., Ανακρέοντος 24, 162 31 Αθήνα.

Ελεωνόρα ΣΚΟΥΤΕΡΗ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ, κοινωνική ανθρωπολόγος, Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 540 06 Θεσσαλονίκη.

Χρήστος ΣΟΛΔΑΤΟΣ, φιλόλογος, Σοφοκλέους 33, 176 71 Καλλιθέα. Ιωσήφ ΣΟΛΟΜΩΝ, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών, Αγγέ-

λου Βλάχου 10, 105 56 Αθήνα. Κώστας ΣΟΦΙΑΝΟΣ, δικηγόρος, Δημοχάρους 29, 115 21 Αθήνα. Μαρία ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, ιστορικός, Κέντρον Ερεύνης της Ιστορίας του

Νεοτέρου Ελληνισμού Ακαδημίας Αθηνών, Αναγνωστοπούλου 14,106 72 Αθήνα.

Πηνελόπη ΣΤΑΘΗ, ιστορικός, Ερευνήτρια Κέντρου Ερεύνης του Μεσαιωνι-κού και Νέου Ελληνισμού Ακαδημίας Αθηνών, Κρυστάλλη 95, 162 31

Αθήνα.

Γιώτα ΤΖΙΒΑΡΑ-ΚΑΡΥΔΗ, Μονής Σέλτσου 5, 111 43 Αθήνα. Ειρήνη ΤΟΥΝΤΑΣΑΚΗ, κοινωνική ανθρωπολόγος, Κέντρον Ερεύνης της Ελλη-

νικής Λαογραφίας Ακαδημίας Αθηνών, Ειρήνης 38, 185 47 Ν. Φάληρο. Κατερίνα ΤΡΙΜΗ-ΚΥΡΟΥ, ιστορικός, Μαρκορά 41, 111 41 Αθήνα. Λύντια ΤΡΙΧΑ, νομικός, ιστορικός, Βασ. Παύλου 25, 154 52 Π. Ψυχικό. Κωνσταντίνος ΤΣΙΑΝΤΗΣ, ιστορικός, Καρτάλη 7, 115 28 Αθήνα. Φανή-Μαρία ΤΣΙΓΚΑΚΟΥ, Επιμελήτρια Μουσείου Μπενάκη, Κουμπάρη 1,

106 74 Αθήνα. Κωνσταντίνος ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ, ιστορικός, Ερευνητής Κ.Β.Ε./Ε.Ι.Ε., Νικαίας

61, 171 22 Νέα Σμύρνη.

Στέριος ΦΑΣΟΥΛΑΚΗΣ, Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Ρήγα Φεραίου 47, 161 22 Καισαριανή.

Αγγελική ΦΕΝΕΡΛΗ, ιστορικός, Νίκης 32, 105 57 Αθήνα. Ευτυχία ΦΙΩΤΑΚΗ, νηπιαγωγός, Πυθαγόρα 28, 153 44 Κάντζα Αττικής.

Νικόλαος ΦΟΡΟΠΟΥΛΟΣ, φιλόλογος, Γ. Μαριδάκη 7, 111 43 Αθήνα. Ελένη ΦΟΥΡΝΑΡΑΚΗ, ιστορικός, ειδικός επιστήμονας Πανεπιστημίου Κρή-

της, Τροίας 3, 171 21 Νέα Σμύρνη. Άννα ΦΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ, Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών, Ηπίτου 21,

105 57 Αθήνα.

Μαρία-Χριστίνα ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ, Ερευνήτρια Κ.Ν.Ε./Ε.Ι.Ε., Πηγάσου 13, 154 52 Π. Ψυχικό.

Page 26: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Στέλιος ΧΙΩΤΑΚΗΣ, Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου, Βερ-γίνας 88, 851 00 Ρόδος.

Θανάσης ΧΡΗΣΤΟΥ, ιστορικός, Αμισού 28, 111 42 Αθήνα. Γεώργιος ΧΩΡΑΣ, θεολόγος, Αλ. Ραγκαβή 42, 114 74 Αθήνα.

Bernard VERNIER, Professeur à l'Université de Lyon I, 4, rue Castex, 75004 Paris.

Page 27: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Εναρκτήρια Συνεδρία

Πέμπτη 17 Απριλίου 1997

Πρωινή συνεδρία

Πρόεδρος: ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ

Page 28: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 29: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΠΕΤΡΟΣ Χ. ΣΦΗΚΑΚΗΣ, Γενικός Γραμματέας Νέας Γενιάς

Έχουν περάσει ήδη 14 χρόνια από τότε που η Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς ξεκίνησε το μεγάλο πρόγραμμα του Ιστορικού Αρχείου της Ελληνικής Νεολαίας. Ένα έργο που, αναγνωρισμένο πλέον με τα αυστηρότερα κριτήρια από Έλλη-νες και ξένους, έχει αποδώσει μέχρι σήμερα 80 έρευνες - έργα υποδομής, που συγκεντρώνουν διαρκώς όλο και περισσότερες παραπομπές, γεγονός που απο-τελεί έγκυρη απόδειξη της επιστημονικής τους αξίας.

Το έργο αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας αναγκαίας προσπάθειας για την έρευνα και μελέτη του ιστορικού χάρτη της νεολαίας, ως μιας μεταβαλλόμενης κοινωνικά κατηγορίας. Μιας προσπάθειας που εμπλουτίζει τόσο τη γνώση μας όσο και τη συνείδηση μας.

Η ανίχνευση της πορείας της νεολαίας μέσα στο χρόνο, χρησιμεύει παράλ-ληλα και για την αναζήτηση μιας σύγχρονης απάντησης στα προβλήματα και τις ανάγκες των νέων της εποχής μας. Των νέων, που ως αποδέκτες των αντι-φάσεων και αντινομιών της εποχής μας, νιώθουν πιο αισιόδοξοι και σίγουροι όταν το ιστορικό νήμα είναι ορατό και ευδιάκριτο. Γιατί γνωρίζοντας το πα-ρελθόν ορίζουν ευκολότερα το παρόν και σχεδιάζουν καλύτερα το μέλλον.

Το Ιστορικό Αρχείο της Ελληνικής Νεολαίας: — καλύπτει περιοχές της Ιστορίας που δεν είχαν απασχολήσει συστηματικά

τους μελετητές, ενώ η νέα γενιά ήταν απούσα από την κοινωνιολογική και ιστο-ρική έρευνα-

— συμβάλλει στην ενίσχυση των ιστορικών σπουδών στη χώρα μας και καλ-λιεργεί ένα γόνιμο έδαφος διεπιστημονικού διαλόγου, αφού οι μελετητές δεν προέρχονται αναγκαστικά από το χώρο της Ιστορίας αλλά επίσης από το χώρο των κοινωνικών επιστημών

— επιχειρεί τη συγκρότηση της ιστορικής ταυτότητας της νεολαίας, διαγρά-φοντας την πορεία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, όπως αυτή διαφο-

Page 30: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

διαφοροποιείται και εξελίσσεται μέσα από την αλλαγή συμπεριφορών, αξιών, ηθικών κωδίκων, ιδεολογιών.

Η προσφορά του ΙΑΕΝ είναι αναμφισβήτητα πολύπλευρη. Είναι σημαντικό για εμάς να επισημάνουμε μία διάστασή της. Αυτή που ορίζεται από την εμπι-στοσύνη που η Γραμματεία μας δείχνει προς τους νέους επιστήμονες και πανε-πιστημιακούς, που θέλουν να δοκιμάσουν και να πειραματιστούν έξω από τα καθιερωμένα σχήματα. Μέσα σε ένα κλίμα επιστημονικής ελευθερίας, χωρίς κα-νενός είδους παρεμβάσεις, το έργο του ΙΑΕΝ διέπεται από πνεύμα πάντα ανοι-χτό στο διάλογο, πάντα ανοιχτό στην αδογμάτιστη επιστημονική έρευνα, που επιζητεί πολλές φορές να αμφισβητήσει ακόμα και τις δικές της κατακτήσεις και βεβαιότητες.

Οι επιστήμονες που αποτελούν την επιτροπή του ΙΑΕΝ, με συνέπεια, αξιο-σύνη και επιστημονική προσφορά υψηλού επιπέδου, δημιούργησαν τις ιδανικές συνθήκες γέννησης ενός νέου επιστημονικού πληθυσμού που δημιούργησε ση-μαντικά έργα υποδομής. Μια σειρά πολύτιμων βιβλίων, που κτίζουν μια γερή βάση τεκμηρίωσης για την ιστορία της νεότητας στη νεότερη Ελλάδα, θα βρί-σκεται πάντα στη διάθεση του επιστημονικού κόσμου αποτελώντας μια ανε-κτίμητη πηγή για τις επόμενες εργασίες.

Τελειώνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω την Επιτροπή του Ιστορικού Αρ-χείου της Ελληνικής Νεολαίας για την αφοσίωση της σε μια κοινή υπόθεση και τη μεγάλη της προσφορά.

Καλωσορίζοντας τους εισηγητές και συνέδρους από την Ελλάδα και το εξωτερικό, πιστεύοντας ότι και αυτό το Συμπόσιο θα είναι εξίσου αποδοτικό με τα προηγούμενα και θα μας φέρει πιο κοντά στο σκοπό μας, σας εύχομαι καλή επιτυχία στις εργασίες σας.

Page 31: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Διευθυντής ΚΝΕ/ΕΙΕ

Αγαπητοί φίλοι, Ολοι εμείς που υπηρετούμε, με οποιονδήποτε τρόπο επιλέγει ο καθένας,

την ιστορική έρευνα, αισθανόμαστε μια ιδιαίτερη σχέση με το θέμα του ιστο-ρικού χρόνου και φυσικά αδημονούμε να γίνουμε κοινωνοί των προβληματισμών που νέοι κυρίως ερευνητές έρχονται να μας μεταδώσουν. Γι' αυτό με μεγάλη χαρά υποδεχόμαστε σήμερα τη νέα επιστημονική προσφορά του Προγράμμα-τος «Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας» της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, το Συμπόσιο δηλαδή που φέρει τον ελκυστικό και πολυδύναμο τίτλο «Οι χρόνοι της ιστορίας. Για μια ιστορία της παιδικής ηλικίας και της νεό-τητας».

Ωστόσο, στον δικό μου χαιρετισμό, θέλω να θίξω ένα διαφορετικής τά-ξεως ζήτημα, οργανωτικό και θεσμικό, που πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να αναδειχθεί εδώ σήμερα. Θέλω δηλαδή να αναφερθώ στην έννοια, και στην πραγ-ματικότητα βεβαίως, ενός φιλοξενουμένου προγράμματος εντός ενός δημόσιου ερευνητικού Ινστιτούτου.

Στην περίπτωση μας λοιπόν ένα ερευνητικό πρόγραμμα της Γενικής Γραμ-ματείας Νέας Γενιάς, με την δική του χρηματοδότηση, με δική του επιστημο-νική επιτροπή, η οποία διαμορφώνει την ερευνητική στρατηγική και παρακο-λουθεί την πραγμάτωση του έργου, βρίσκει υποδοχή στο πλαίσιο ενός ερευνη-τικού Ινστιτούτου (του ΚΝΕ/ΕΙΕ) με θετικά νομίζω αποτελέσματα, όπως το μαρτυρεί η συμμετοχή σας στο παρόν Συμπόσιο.

Θα μπορούσε, βέβαια, ο κάθε καλόπιστος ακροατής να βρει τις δικές του ερμηνείες, τόσο των απαρχών αυτής της συνεργασίας, όσο και της επιτυχημέ-νης πορείας της. Η οικονομική λιτότητα που οδηγεί το ερευνητικό Ινστιτούτο στην αναζήτηση οποιασδήποτε προέλευσης πόρων, οι φιλικές σχέσεις των εμ-πλεκομένων προσώπων και άλλα συναφή, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι απο-τελούν το υπόβαθρο αυτής της φιλοξενίας.

Page 32: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Δεν πρόκειται όμως περί αυτού, έστω κι αν αυτές οι εξηγήσεις δεν είναι ολότελα άσχετες προς το φυσικό γεγονός. Πρόκειται για μια πολύ βαθύτερη αλλαγή που κυοφορείται σε πολύ ευρύτερη κλίμακα, σε ευρωπαϊκή σίγουρα αλλά ίσως και σε παγκόσμια" μια αλλαγή που μερικές φορές την βλέπουμε να γεν-νιέται μπροστά στα μάτια μας και δεν τολμούμε να το πιστέψουμε.

Κάτι έχει αλλάξει λοιπόν, η, έστω, κάτι βρίσκεται σε διαδικασία μεταλ-λαγής στο χώρο της έρευνας. Η οργάνωση, η μεθοδολογία και η πρακτική της βρίσκεται σε μια καταφανή κινητικότητα, που αξίζει τον κόπο νομίζω να την επισημάνουμε, τουλάχιστον.

Το ερευνητικό Ινστιτούτο, που νομίστηκε ότι θα εκτελούσε το έργο που το βεβαρημένο από τις διδακτικές ευθύνες Πανεπιστήμιο δυσκολευόταν να προ-σφέρει, περνάει κι αυτό με τη σειρά του τη δική του κρίση. Κρίση αυθεντίας, κρίση αξιοπιστίας και κυρίως κρίση ταυτότητας.

Μια διάχυση ερευνητικών προθέσεων και προσδοκιών παρατηρείται στο σύνολο του κοινωνικού σώματος, που αναζητά νέους τρόπους έκφρασης και πραγμάτωσης. Και φυσικά διαμορφώνονται αντιστοίχως και οι χρηματοδοτι-κές ροές. Ευεργετισμός, χορηγίες, φορολογικές ελαφρύνσεις, έμμεσες πρακτι-κές ενίσχυσης, προσανατολισμένες έρευνες του παραγωγικού τομέα, ευρωπαϊ-κά η άλλα διεθνή προγράμματα, αποτελούν ένα μόνο μέρος των πολλαπλών μορ-φών χρηματοδότησης και συνακόλουθα οργανωτικής αναδιάταξης της έρευνας, που κανείς πια δεν μπορεί να αγνοήσει. Στην εποχή των δικτύων και των δια-πλοκών τους, η έρευνα δεν θα μπορούσε να μείνει στην αυτάρεσκη ενδοστρέφεια των μεγάλων κρατικών επιστημονικών οργανισμών της μεταπολεμικής περιό-δου 1950-1970.

Σ ' αυτή τη νέα ερευνητική αρχιτεκτονική, πιστεύω ότι αντιστοιχεί η έν-νοια του φιλοξενουμένου προγράμματος, σ' αυτή τη νέα ανάγκη απαντήσαμε θετικά, εμείς στο ΚΝΕ/ΕΙΕ, η πολιτική ηγεσία και το προσωπικό της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς και, ανάμεσά μας, η επιστημονική ομάδα του ΙΑΕΝ (επιστημονική επιτροπή και ερευνητές), συγκροτώντας ένα δίκτυο συνεργασίας, του οποίου ο απολογισμός, θα συμφωνήσετε πιστεύω όλοι, φαίνεται να είναι θετικός.

Αυτού του νέου ερευνητικού τοπίου το πρόγραμμα του παρόντος Συμπο-σίου αποτελεί ένα εύγλωττο τεκμήριο.

Page 33: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ Ε. ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ, Εκπρόσωπος Επιτροπής ΙΑΕΝ

Κύριε γενικέ γραμματέα Νέας Γενιάς, Κυρίες και Κύριοι, Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι,

Η Επιτροπή του Ιστορικού Αρχείου Ελληνικής Νεολαίας με χαρά σας υπο-δέχεται στην έναρξη του Γ' Διεθνούς Συμποσίου «Οι χρόνοι της Ιστορίας για μια ιστορία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας».

Εισηγηθήκαμε την οργάνωση αυτού του Συμποσίου ύστερα από τρία χρό-νια δραστηριότητας του ΙΑΕΝ από την επαναλειτουργία του το 1994 και αφού έχουν περάσει δέκα χρόνια σχεδόν από το Β' Συμπόσιο μας. Οι δεκαοκτώ νέες έρευνες που ανέλαβαν περισσότεροι από είκοσι ερευνητές και ερευνήτριες απο-τελούσαν καλή αφετηρία για να αναζητηθούν και άλλοι τόσοι ομότεχνοι ώστε να οργανωθεί το Συμπόσιο μας. Προστέθηκαν και οι ξένοι μας, που θα θέλαμε να είναι περισσότεροι, όπως έγινε και στα δύο προηγούμενα Συμπόσια, ιδίως στο πρώτο, αλλά λόγοι κυρίως οικονομικοί, που συνδυάστηκαν και με την ανα-βολή του Συμποσίου, δεν το επέτρεψαν θυμάστε ότι το Συμπόσιο μας είχε ορι-στεί αρχικά για τον Σεπτέμβριο του 1996. Οι προσδοκίες μας από το Συμ-πόσιο είναι να ξετυλιχτούν πολύμορφες προτάσεις, με πρωτεύουσα αναφορά στους χρόνους της Ιστορίας, σε ζητήματα των εκπαιδευτικών μηχανισμών, των εργασιακών σχέσεων, της Ανθρωπολογίας και των νοοτροπιών, της εργασίας και της πολιτικής, της τέχνης, του ελεύθερου χρόνου και του αθλητισμού.

Ας σταθούμε λίγο στα τρία τελευταία χρόνια λειτουργίας του ΙΑΕΝ, που είναι συγχρόνως και πρώτα ύστερα από την επαναλειτουργία του, σε μια δεκα-ετία αρκετά διαφορετική από την προηγούμενη. Ενδιάμεσα βέβαια συναντηθή-καμε πριν από δύο ακριβώς χρόνια, στις 14.4.1995, στον ίδιο χώρο, όταν πα-ρουσιάσαμε τις τρεις εκδόσεις (αρ. 21, 23, 24) και τις τέσσερις νέες έρευνες του 1994. Παρόλο που το έργο του ΙΑΕΝ σας είναι γνωστό από τις σχετικές δη-μοσιεύσεις στο «Ενημερωτικό Δελτίο» του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών κυ-

Page 34: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

κυρίως, αλλά και από τις δημοσιεύσεις σε περιοδικά και εφημερίδες και πρό-σφατα από το σχετικό δίφυλλο που λάβατε (Απολογισμός ΙΑΕΝ, Συμπλήρωμα 1995-1997), επιτρέψτε μας να αναφερθούμε συνοπτικά στα πεπραγμένα του ΙΑΕΝ, αν και καλύτερη εικόνα θα σχηματίσετε παρακολουθώντας τις παρου-σιάσεις των βιβλίων από τους συγγραφείς τους και αργότερα μελετώντας αυτά τα βιβλία και κυρίως από τις ανακοινώσεις του Συμποσίου μας και το γόνιμο διάλογο που ελπίζουμε να ακολουθήσει.

Το 1995 ήταν σημαντική χρονιά για το ΙΑΕΝ. Η Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, παρ' όλες τις δημοσιονομικές στενότητες μπόρεσε να μας εξασφαλίσει τα χρήματα για την ανάθεση δεκατεσσάρων ερευνών σε δεκαεπτά ερευνητές, από τους οποίους οι επτά ήταν γραμμένοι σε μεταπτυχιακά τμήματα Πανεπι-στημίων. Ηταν μια ευχή που διατύπωσε ο τότε γενικός γραμματέας Νέας Γε-νιάς κ. Παναγιώτης Τσιλιγκαρίδης για συμβολική ενίσχυση των μεταπτυχια-κών σπουδών μέσω και του ΙΑΕΝ.

Από τις δεκατέσσερις έρευνες οι πέντε αναφέρονται σε θέματα παιδείας και εκπαίδευσης, τρεις σε θέματα νεολαίας σε σχέση με την πολιτική και το στρατό, τρεις έρευνες μελετούν ζητήματα κοινωνικής ενσωμάτωσης των νέων, δύο έρευνες αναφέρονται σε ζητήματα νοοτροπιών και συμπεριφορών και τέλος μία έρευνα δόθηκε σε δύο ερευνήτριες, που υπομονετικά συνεχίζουν με τη βοή-θεια συνεργατριών τους, τη σημαντική προσπάθεια ολοκλήρωσης του επιστη-μονικού καταλόγου των ελληνικών παραμυθιών.

Για να βοηθηθούν οι ερευνητικές προσπάθειες του ΙΑΕΝ και να ενισχυθούν οι θεωρητικές και πρακτικές προύποθέσεις των ερευνητών του, οργανώσαμε από το Νοέμβριο του 1995 ως το Μάιο του 1996, δεκατρείς σεμιναριακές συ-ναντήσεις στους φιλόξενους χώρους του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών, με εισηγητές τους ερευνητές και τις ερευνήτριες του ΙΑΕΝ. Τη συζήτηση πλαι-σίωναν καλεσμένοι ειδικοί συζητητές για κάθε θέμα.

Είμαστε ευχαριστημένοι αφού όλες οι έρευνες (τέσσερις του 1994 και δε-κατέσσερις του 1995) παραδόθηκαν σύμφωνα με τις συμβατικές υποχρεώσεις των ερευνητών και έχουμε αρχίσει τη διαδικασία για την ολοκλήρωση των βι-βλίων που θα πάρουν σειρά για έκδοση. Όπως είπαμε, όλες σχεδόν οι έρευνες αντιπροσωπεύονται με ανακοινώσεις στο Συμπόσιο.

Τα πέντε βιβλία του ΙΑΕΝ που εκδόθηκαν το 1995 (άνοιξη 1996 στην πραγματικότητα) προέρχονται από τις έρευνες που είχαν ανατεθεί κατά την πρώτη περίοδο λειτουργίας του ΙΑΕΝ (1983-89). Πριν από την έκδοσή τους ενημερώθηκαν και αναθεωρήθηκαν από τους συγγραφείς, ύστερα από συνερ-γασία των συγγραφέων με την Επιτροπή. Ανάμεσά τους και η έκδοση του κα-ταλόγου των παραμυθιών και σε γαλλική γλώσσα, όπως το επιβάλλουν οι ανάγ-κες χρήσης ενός τέτοιου έργου από τη διεθνή κοινότητα.

Η Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς μας ανακοίνωσε το οικονομικό πλαί-

Page 35: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθούμε το 1997. Η χρηματοδότηση του Συμποσίου είναι από τον προύπολογισμό του 1996.

Όπως γνωρίζετε από τη σχετική ανακοίνωση μας, ως τις 9 Μαΐου θα δε-χόμαστε ερευνητικές προτάσεις για την ανάθεση τεσσάρων ερευνών για το 1997. Ως το φθινόπωρο θα έχουν ετοιμαστεί για τα τυπογραφεία τρία η τέσσερα βι-βλία που θα κυκλοφορήσουν σε ένα χρόνο από τώρα. Κατά το ακαδημαϊκό έτος 1997-1998 θα λειτουργήσει και πάλι το Σεμινάριο του ΙΑΕΝ και θα ετοιμα-στούν για έκδοση τα πρακτικά αυτού του Συμποσίου καθώς και τα βιβλία που θα εκδοθούν το 1999.

Όλα αυτά τα οφείλουμε στην Πολιτεία, που, έστω και δύσκολα, μπορεί να μας εξασφαλίζει αυτούς τους πόρους και να μας ενισχύει ηθικά δείχνοντάς μας εμπιστοσύνη με την ανάθεση αυτού του έργου.

Ο γενικός γραμματέας Νέας Γενιάς κ. Πέτρος Σφηκάκης εκφράζει αυτή τη συνέχεια στη βούληση της Πολιτείας και έχει τις ευχαριστίες μας. Οι εργα-ζόμενοι στη Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς βοηθούν όπως πάντα το έργο του ΙΑΕΝ και ας δεχθούν άλλη μια φορά τις ευχαριστίες μας στο πρόσωπο της διευθύντριας Κοινωνικής Συμμετοχής της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς κυρίας Βάσως Μανωλά που είναι και μέλος στην οργανωτική επιτροπή του Συμποσίου μας.

Το ΙΑΕΝ, τρία χρόνια τώρα, είναι φιλοξενούμενο πρόγραμμα στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού ιδρύματος Ερευνών. Πέρα από τα αυτο-νόητα και χάρη στη βούληση της διεύθυνσης, των ερευνητών, των διοικητικών και τεχνικών του ΚΝΕ αλλά και ολόκληρου του EIE, το ΙΑΕΝ λειτουργεί σε κλίμα στήριξης και ελευθερίας.

Αφησα τελευταία την επιστημονική κοινότητα και όλους σας, που συγκεν-τρωθήκατε σήμερα με φιλική διάθεση, όπως γίνεται δεκαπέντε χρόνια τώρα. Εμείς προσβλέπουμε στην ενισχυτική ανταπόκριση σας, όπως και στα κριτικά σας σχόλια, γραπτά η προφορικά, για τα έργα του ΙΑΕΝ, που προσπαθούμε να μη τα στερούμε από τις ευεργεσίες του διαρκούς και οργανωμένου διαλόγου. Αυτού του διαλόγου υψηλότερος αναβαθμός είναι αυτό το Συμπόσιο, στο οποίο σας υποδεχόμαστε και σας ευχαριστούμε για την παρουσία σας.

Page 36: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 37: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Oι εκπαιδευτικοί μηχανισμοί

Πέμπτη 17 Απριλίου 1997

Πρωινή συνεδρία

Πρόεδρος: ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ

Page 38: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 39: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Ο «ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ ΚΑΙΡΟΣ» ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΩΝΑΣ

Το καλοκαίρι του 1830 αναμενόταν στην Αίγινα ένας Ελβετός ωρολογοποιός και ενόψει της άφιξής του ο Ανδρέας Μουστοξύδης, πρόεδρος της επί του

Ορφανοτροφείου Επιτροπής, Διευθυντής και Έφορος του Εθνικού Μουσείου και έφορος του Κεντρικού Σχολείου, ζητούσε από την κυβέρνηση την άδεια να

διαθέσει κάποια χρήματα, που είχαν δωρηθεί στο Ορφανοτροφείο, για την εισαγωγή στο νησί μιας καινοτομίας, για την κατασκευή ενός εργαλείου που

θα βοηθούσε όσους ζούσαν εκεί, και ιδιαίτερα τους μαθητές και τους διδασκά-λους, να οργανώσουν καλύτερα την ζωή τους, να εργασθούν αποδοτικότερα: «Δια να εξοδευθή η ποσότης αύτη εις όφελος όχι μόνον του Καταστήματος, εις

το οποίον αφιερώθη, αλλά και εις το Κεντρικόν Σχολείον, και εις όλην την πό-λιν, προβάλλω να παραγγελθή εν μεγάλον ωρολόγιον δια να στηθή επάνω εις

την πύλην του Ορφανοτροφείου. Αν εις όλας τας πράξεις του βίου, περισσό-τερον όμως εις την σπουδήν, και εις την διαγωγήν των παίδων είναι αναγκαία

η καταμέτρησις του χρόνου, διά να γίνεται καλή χρήσις αυτού»1. Η «καλή χρήσις» του χρόνου εκ μέρους των διδασκάλων και των μαθη-τών, που βεβαίως δεν θα εξασφαλιζόταν μόνο με το στήσιμο του «μεγάλου

ωρολογίου», ήταν ένα από τα ζητήματα που απασχολούσαν τον Μουστοξύδη ως διευθυντή του ανώτερου τότε δημόσιου εκπαιδευτικού ιδρύματος, του Κεν-

τρικού Σχολείου, το οποίο είχε ήδη λειτουργήσει ένα εξάμηνο χωρίς ικανοποιη-τικά άποτελέσματα2. Η θέση του συγκεκριμένου σχολείου στο εκπαιδευτικό σύστημα και η σπουδαιότητα του ρόλου, η μάλλον των ρόλων, που του είχαν άνατεθεί3, σε συνδυασμό με την κρισιμότητα της περιόδου εκείνης για την συγ-

1. ΓΑΚ, Καποδιστριακόν Αρχείον, Γραμματεία Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Παι-δεύσεως, φ. 29 (17.7.1830).

2. Βλ. τις σχετικές εκτιμήσεις του σπουδαιότερου διδασκάλου Γ. Γενναδίου και του Μουστοξύδη στο Απ. Β. Δασκαλάκης, Κείμενα-Πηγαί της Ιστορίας της Ελληνικής Επα-ναστάσεως. Σειρά τρίτη: Τα περί Παιδείας, τ. Β', Αθήνα 1968, σ. 951, 992.

3. Στο Κεντρικό Σχολείο θα φοιτούσαν μέλλοντες διδάσκαλοι και ανώτεροι κρατικοί

Page 40: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

συγκρότηση του ελληνικού κράτους και γενικά για την τύχη του έθνους, έκαναν όσους αναφέρονταν στον χρόνο της σπουδής στο Κεντρικό Σχολείο, να χρησι-μοποιούν συνήθως την φράση «πολύτιμος καιρός»· πολύτιμος, σύμφωνα και με

τις εναρκτήριες ομιλίες του Μουστοξύδη και του Ιωάννη Βενθύλου, ενός νεα-ρού διδασκάλου σπουδαγμένου στην Γερμανία, γιατί το Κεντρικό Σχολείο προ-οριζόταν να συμβάλει στην επίτευξη στόχων με μεγάλη εθνική σημασία: οι

ευνοημένοι από την Ιστορία μαθητές του ξεχωριστού αυτού εκπαιδευτηρίου δεν ήσαν μόνο τυχεροί, που η εφηβεία ή η νεότητά τους συνέπιπτε με την εποχή

της εθνικής παλιγγενεσίας, είχαν και πολύ μεγάλες και βαριές ευθύνες: η Ε λ -λάδα, ελεύθερη υστέρα από 20 αιώνων δουλεία, θα τους έδινε τα εφόδια για

να συνεχίσουν σε άλλο πεδίο το έργο των γενναίων πατέρων τους, πολεμώντας αυτοί κατά της αμάθειας και της εκβαρβάρωσης, στηρίζοντας την λειτουργία

του ελεύθερου ελληνικού κράτους και, κυρίως, αποδεικνύοντας στα άλλα έθνη, με την καλλιέργεια των κληρονομημένων από τους προγόνους φυσικών προτε-

ρημάτων, ότι είναι γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων διδασκάλων της ανθρωπότη-τας. Αν αυτός ο τελευταίος στόχος δεν επιτυγχανόταν και οι ξένοι κατέληγαν

στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες «ενοθεύθησαν τον νουν και την καρδίαν», τότε καλύτερα να άνοιγε η γη να τους καταπιεί όλους, αναφώνησε ο Βενθύλος στην τελετή με την οποία υποδέχθηκε επίσημα η Πολιτεία τους μαθητές, στις 8

Ιανουαρίου 18304.

Οι διανοούμενοι που είχαν την ευθύνη για την οργάνωση και την λειτουρ-γία του Κεντρικού Σχολείου προσπάθησαν από την αρχή να κεντρίσουν το φι-λότιμο, να διεγείρουν την φιλομάθεια και να εξασφαλίσουν την ευπείθεια ενός δυσήνιου και από πολλές πλευρές ανομοιογενούς πλήθους εφήβων και νέων, το-νίζοντας επίμονα την θέση του νέου και πολλά υποσχόμενου εκπαιδευτηρίου στο σχήμα με το οποίο η ελληνική λογιοσύνη διαιρούσε τον χρόνο της ελληνικής

Ιστορίας: Το απώτερο λαμπρό παρελθόν του έθνους, που εξασφάλιζε προνό-μια αλλά και επέβαλλε υποχρεώσεις, η μεγάλη όσο και επώδυνη παρένθεση της δουλείας, που είχε κλείσει ως προς το πολιτικό της σκέλος, το κρίσιμο παρόν, δηλαδή ο «πολύτιμος καιρός», με την ορθή αξιοποίηση του οποίου η νέα, η μέλλουσα να μορφωθεί σε συνθήκες πολιτικής ελευθερίας γενεά θα κατοχύρωνε

τα κερδισμένα με την Επανάσταση εθνικά δικαιώματα και θα προετοίμαζε την λαμπρότητα του —άλλως αβέβαιου— μέλλοντος. Ο καιρός ήταν πολύτιμος όταν άρχιζε να λειτουργεί το Κεντρικό Σχολείο γιατί αν υπήρχε κάποιος δικός μας d'Azeglio5 τότε ακριβώς θα διακήρυσσε η θα σκεφτόταν: «Κάναμε την Ελ-

υπάλληλοι - για λεπτομέρειες ας μου επιτραπεί να παραπέμψω, Γιάννης Κόκκωνας, Οι μα-θητές τον Κεντρικού Σχολείου (1830-1834), Αθήνα, ΙΑΕΝ 31, 1997, σ. 25, 68-69.

4. Και οι δύο ομιλίες δημοσιεύθηκαν στην Γενική Εφημερίδα, φ. 4 (11.1.1830). 5. Πιεμοντέζος συγγραφέας και πολιτικός, που είπε στην πρώτη συνεδρίαση του κοι-

Page 41: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Ελλάδα, τώρα πρέπει να κάνουμε και Έλληνες»· οι φτωχοί, μέτρια η κακά γραμ-ματισμένοι, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, και ταλαιπωρημένοι από τις περι-πέτειες της Επανάστασης νέοι, που έσπευδαν να γραφτούν στο νέο μεγάλο κρα-τικό σχολείο με την ελπίδα να ζήσουν καλύτερα μισθοδοτούμενοι από το Δη-μόσιο Ταμείο, έπρεπε όσο το δυνατόν γρηγορότερα να μεταμορφωθούν σε κα-λούς εκπαιδευτικούς, συνειδητούς δηλαδή και ικανούς αποστόλους του νέου και

ακόμη αδύναμου εθνικού κράτους, και σε αποδοτικά στελέχη της υπό διαμόρ-φωση κρατικής μηχανής. Θέμα μας είναι η διαχείριση αυτού του «πολυτίμου καιρού».

Από την υπογραφή του ιδρυτικού διατάγματος του Κεντρικού Σχολείου ως την έναρξη των μαθημάτων πέρασαν τρεις μήνες προετοιμασίας6- στο διά-στημα αυτό μεταξύ των λογίων που είχαν αναλάβει την ευθύνη της οργάνωσης

του σχολείου και της εκπόνησης των προγραμμάτων εκδηλώθηκαν ενδιαφέρου-σες για εμάς διαφωνίες: οι διδάσκαλοι Γεώργιος Γεννάδιος και Ιωάννης Βενθύ-λος, προβάλλοντας το επιθυμητό, ζητούσαν ένα πρότυπο σχολείο με πολλούς

και καλά καταρτισμένους διδασκάλους, μεγάλη βιβλιοθήκη και πλούσιο πρό-γραμμα, σύμφωνα με το οποίο οι μαθητές στα τρία χρόνια της φοίτησής τους

θα διδάσκονταν συνολικά δεκαοκτώ μαθήματα7, ενώ ο μέλλων έφορος Ανδρέας Μουστοξύδης, εμμένοντας στο εφικτό, έκρινε ότι οι μαθητές που επρόκειτο να φοιτήσουν στο συγκεκριμένο σχολείο, κατά την συγκεκριμένη περίοδο και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ούτε χρειάζονταν, ούτε ήσαν σε θέση να παρακο-λουθήσουν από την αρχή τόσα μαθήματα —ποιος θα τα δίδασκε άλλωστε— και πρότεινε να περιληφθούν στο πρόγραμμα εννέα μαθήματα8, για την διδασκαλία

των οποίων χρειάζονταν έξι διδάσκαλοι.

Η κυβέρνηση υιοθέτησε την πρόταση του Μουστοξύδη, που χωρίς αμφι-βολία ήταν η πιο ρεαλιστική: το πρόγραμμα που δημοσιεύθηκε στις 22 Ια-νουαρίου 1830, δέκα ημέρες δηλαδή πριν αρχίσουν οι παραδόσεις, περιλάμβανε Οκτώ μαθήματα για όλες τις τάξεις, που θα τα παρέδιδαν πέντε διδάσκαλοι'

Αρχαία Ελληνικά (Γεννάδιος, Βενθύλος και ένας υποδιδάσκαλος που επρό-κειτο να προσληφθεί), Γεωγραφία (Γεννάδιος), Ιστορία (Γεννάδιος), Αριθμητική

κοινοβουλίου του ενοποιημένου ιταλικού κράτους την περίφημη φράση: «Κάναμε την Ιταλία, τώρα πρέπει να κάνουμε και Ιταλούς». Βλ. Παντελής Ε. Λέκκας, Η εθνικιστική ιδεολογία. Πέντε υποθέσεις εργασίας στην Ιστορική Κοινωνιολογία, Αθήνα 1992, σ. 116.

6. Το διάταγμα υπογράφτηκε την 1.11.1829, τα μαθήματα άρχισαν στις 3.2.1830. 7. Αρχαία Ελληνικά, Λατινικά, Ιστορία, Γεωγραφία, Μαθηματικά, Φυσική, Χημεία,

Ιχνογραφία, Μουσική, Γυμναστική, Μυθολογία, Παλαιογραφία, Ρητορική, Ποιητική, Φιλο-σοφία, Ξένες Γλώσσες (Γερμανικά και Γαλλικά), Παιδαγωγικά και Διαιτητική. Βλ. Απ. Β. Δασκαλάκης, ό.π., τ. Α', σ. 505-507.

8. Τα κατά τον Μουστοξύδη απαραίτητα μαθήματα ήσαν: Αρχαία Ελληνικά, Ιστο-ρία, Γεωγραφία, Φιλοσοφία, Γαλλικά, Θρησκευτικά, Μαθηματικά, Ιχνογραφία και Ποιητική.

Page 42: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

τική (Βενθύλος), Γαλλικά (Βενθύλος), Μουσική (Αθανάσιος Αβραμιάδης) και Ιχνογραφία (Πέτρος Χαλικιόπουλος). Τα μαθήματα του δημοσιευμένου προ-

γράμματος είναι εκείνα που είχε προτείνει ο Μουστοξύδης, πλην των Θρησκευ-τικών και της Ποιητικής, που αντικαταστάθηκαν με την Μουσική9.

Όταν άνοιξε το Σχολείο, και αφού οι μαθητές χωρίσθηκαν σε τρεις τα-ξεις10 με βάση το επίπεδο των γνώσεών τους στα Αρχαία Ελληνικά, αποδεί-χθηκε πως ούτε αυτό το πρόγραμμα ήταν δυνατό να εφαρμοσθεί άμέσως· τον πρώτο μήνα, τα μόνα μαθήματα που διδάχτηκαν ήσαν τα Αρχαία Ελληνικά, τα Γαλλικά και η Αριθμητική. Η χαλαρή στάση της κυβέρνησης στο ζήτημα του ωραρίου των διδασκάλων, η επίσημα δηλωμένη επιθυμία των τελευταίων να διδάσκουν λίγες ώρες, επειδή ήσαν επιφορτισμένοι και με την συγγραφή σχο-λικών εγχειριδίων και επειδή υπέθεταν ότι θα είχαν να κάνουν με μαθητές προ-χωρημένους τόσο στις γνώσεις όσο και στην ηλικία, οι περιορισμοί που επέ-βαλλε το σχετικά μικρό κτήριο που διατέθηκε για την στέγαση του Σχολείου 11, οι απόψεις του υπουργού Παιδείας για τον αριθμό των μαθημάτων που μπο-ρούσε ένας μαθητής να παρακολουθήσει ή, αλλιώς, για τα όρια της αφομοιω-τικής ικανότητας των μαθητών12, η δεσπόζουσα θέση των Αρχαίων Ελληνι-κών τόσο στα προγράμματα των περισσότερων προεπαναστατικών σχολείων

όσο και στην συνείδηση των διδασκάλων και των μαθητών, ο προαιρετικός χα-ρακτήρας της παρακολούθησης ορισμένων μαθημάτων, όλοι αυτοί οι παράγον-τες συντέλεσαν ώστε το πρόγραμμα κατά το πρώτο εξάμηνο, δηλαδή από τον

9. Ίσως η κυβέρνηση έκρινε ότι η διδασκαλία των Θρησκευτικών θα έπρεπε να ολο-κληρώνεται στα κατώτερα του Κεντρικού σχολεία" όσο για την Ποιητική, όπως την εννοούσε ο Μουστοξύδης (βλ. Απ. Β. Δασκαλάκης, ό.π., σ. 659-661), θεωρήθηκε προφανώς περιττή πολυτέλεια.

10. Στην αρχή οι τάξεις ήσαν τρεις: η Πρώτη, στην οποία κατατάχθηκαν όσοι δήλω-σαν η κρίθηκαν αρκετά προχωρημένοι ώστε να παρακολουθήσουν τα κείμενα που σκόπευε να παραδώσει ο Ιωάννης Βενθύλος, η Δευτέρα με τους λιγότερο προχωρημένους τους οποίους

ανέλαβε ο Γεννάδιος, και η Τρίτη με τους αρχάριους, στους οποίους θα παρέδιδε ο υποδι-δάσκαλος Ιωσήφ Διστομίτης" όσοι θεωρήθηκαν εντελώς ανέτοιμοι να παρακολουθήσουν τα μαθήματα των δύο διδασκάλων και του πρώτου υποδιδασκάλου, κατατάχθηκαν σε μια προ-καταρκτική τάξη, την Τετάρτη, που την ανέλαβε ένας δεύτερος υποδιδάσκαλος, ο Κωνσταντί-νος Οικονομίδης.

11. Για τα τρία αυτά ζητήματα βλ. Γιάννης Κόκκωνας, ό.π., σ. 21. 12. Τις απόψεις του Ν. Χρυσόγελου για το ζήτημα αυτό βρίσκουμε σε έγγραφό του

προς τον Καποδίστρια, γραμμένο στην Αίγινα λίγο πριν ιδρυθεί το Κεντρικό Σχολείο, στις 5.10.1829: «[...] oι διδάσκαλοι δεν πρέπει να τους συγχωρούν να καταγίνωνται συγχρόνως εις πολλά, όταν δεν έχωσιν αληθινήν επιμέλειαν και κλίσιν, ή δυνάμεις αναλόγους, ώστε να

αντιλαμβάνωνται τα διδασκόμενα. Δυσκόλως ημπορεί ο πλέον ευφυής νέος να διδάσκηται συγχρόνως την Ελλ. Γλώσσαν, την Θεωρητικήν Αριθμητικήν, Γεωμετρίαν και Γεωγρα-φίαν, μαθήματα τα οποία απαιτούσι πολλήν επιμέλειαν και επιμονήν, διά να φυλάξη μίαν σειράν αλληλουχουμένων ιδεών ή εννοιών [...]». Βλ. Απ. Β. Δασκαλάκης, ό.π., σ. 320.

Page 43: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Φεβρουάριο ως και τον Ιούνιο του 1830, να είναι μάλλον ελαφρύ, ειδικά για όσους θεώρησαν καλό να παρακολουθήσουν μόνο τα υποχρεωτικά μαθήματα,

που ήσαν και οι περισσότεροι. Η Αριθμητική, τα Γαλλικά και η Ιχνογραφία ήσαν, κατά την διάρκεια αυτού του πρώτου εξαμήνου, μαθήματα προαιρετικά

και διδάσκονταν μόνο στις δύο τάξεις των, υποτίθεται, προχωρημένων είναι ενδιαφέρον όσο και χαρακτηριστικό το γεγονός ότι λιγότεροι από τους μισούς

μαθητές των τάξεων αυτών, της Α' και της Β', μόλις το 38%, επέλεξαν να ακούσουν Αριθμητική, πολύ λιγότεροι (19%) ενδιαφέρθηκαν για την Ιχνογρα-

φία, ελάχιστοι (13%) για τα Γαλλικά. Τον πρώτο μήνα, δηλαδή τον Φεβρουά-ριο του 1830, ένας μαθητής της Α' η της Β' τάξεως ήταν υποχρεωμένος να

ακούει μόνο δύο ώρες την ημέρα Αρχαία Ελληνικά, και αν ανήκε στους λί-γους που παρακολουθούσαν τα προαιρετικά μαθήματα του χρειάζονταν άλλες δύο ώρες, δηλαδή τέσσερις την ημέρα. Φαίνεται πως περίσσευε χρόνος, ο οποίος καταναλωνόταν από μερικούς με τρόπο που θα μπορούσε να προκαλέσει το εν-διαφέρον του νεοδιορισμένου αστυνόμου- οι μαθητές ήσαν οι πρώτοι στο νησί

της Αίγινας που αισθάνθηκαν το χέρι του κράτους να τους ανακαλεί στην τάξη, απαιτώντας αφοσίωση στην σπουδή13.

Υπολειτούργησε το Κεντρικό Σχολείο καθ' όλο το πρώτο εξάμηνο: Λίγοι οι διδάσκαλοι από τους οποίους μόνον ο ένας, ο Γεννάδιος, διέθετε το απαραί-

τητο για την στήριξη ενός τέτοιου σχολείου κύρος, μόλις δύο αίθουσες διδα-σκαλίας, φτωχό πρόγραμμα με λίγα μαθήματα, από τα οποία μόνο τα Αρχαία Ελληνικά διδάσκονταν σχετικώς ικανοποιητικά" ελλείψει ειδικού διδασκάλου,

η Αριθμητική είχε ανατεθεί καταρχάς στον νεαρό φιλόλογο Ιωάννη Βενθύλο και λίγο αργότερα στον άπειρο και ανήμπορο να επιβληθεί στους μαθητές Γε-

ράσιμο Ζωχιό, τα Γαλλικά είχε αναλάβει επίσης ο Βενθύλος αλλά φαίνεται χω-ρίς πολλή προθυμία: «Δύο φοραίς ταύτην την εβδομάδα δεν επήγετε διά το μά-θημα της Γαλλικής γλώσσης εις την τεταγμένην τρίτην ώραν μετά το μεσημέ-ριον" όθεν και μέρος των μαθητών βαρυνθέντες να σας περιμένωσιν άφησαν το σχολείον [...]», του σημείωνε ο αποδέκτης των μαθητικών παραπόνων Μουστο-ξύδης, για να του συστήσει στην συνέχεια να τροποποιήσει και την διδασκαλία

των Αρχαίων Ελληνικών λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις του προγράμ-ματος, την ευγενικά εκφρασμένη δυσαρέσκεια των μαθητών του και τις δυνα-

13. «Την δε εσωτερικήν της Νήσου ευταξίαν και ασφάλειαν της τιμής, και καταστά-σεως του πολίτου καθ' όλα δεν ημέλησα [...]. Έκαμα δε αρχήν από τους υποτρόφους και

τους διδασκομένους τους οποίους επεριόρισα εις μόνα τα σπουδαστήριά των, εμποδίζων εις αυτούς πάσαν διεφθαρμένην συγκοινωνίαν, και ενεργών παν ό,τι ελκύει το σέβας αδιαφόρων [= ανιδιοτελών] ανθρώπων, διά την πατρικήν προς αυτούς της Κυβερνήσεως περίθαλψιν,

και αυτούς τους ιδίους καθιστά παράδειγμα εις τους άλλους νέους. Εδίωξα όλας τας διε-φθαρμένας πόρνας και μαστροπούς από την νήσον [...]». Απόσπασμα αναφοράς (29.2.1830)

του αστυνόμου Αιγίνης Γ. Φωτοπούλου, ΓΑΚ, Γραμματεία του Δικαίου, φ. 72.

Page 44: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

δυνατότητές τους, «διά να μή χάνωσιν αυτοί μεν τον πολύτιμον καιρόν, η δε Κυβέρ-νησις τα δίδακτρα και τον σκοπόν της εκπληρώσεως των χρηστοτάτων ελπί-δων της φίλης πατρίδος [,..]»14.

Μελετώντας το φιλόδοξο αναλυτικό πρόγραμμα, που εκπονήθηκε για το Κεντρικό Σχολείο τον Ιούλιο του 1830 από τους Ανδρέα Μουστοξύδη, Γρη-γόριο Κωνσταντά, Γεώργιο Γεννάδιο και Ιωάννη Κοκκώνη15 και υποθέτοντας ότι ο εκ των συντακτών του διδάσκαλος Γεννάδιος, που αναμφισβήτητα είχε

τα πρωτεία μεταξύ των ολίγων συναδέλφων του, θα φρόντιζε για την κατά το δυνατόν πιστή εφαρμογή του, όπως βεβαίως και ο έφορος Μουστοξύδης, γνω-ρίζοντας ότι οι αίθουσες διδασκαλίας αυξήθηκαν καθώς χτίστηκε μέσα στο κα-λοκαίρι του 1830 νέο προς χρήσιν του Κεντρικού Σχολείου κτήριο, έχοντας, τέλος, υπόψη ότι στα τέλη Ιουλίου του 1830 είχε διορισθεί ειδικός διδάσκαλος

για τα Γαλλικά, ο Αναστάσιος Ερκουλίδης, θα μπορούσε να εικάσει κανείς ότι τόσο οι διδάσκαλοι όσο και οι μαθητές εργάσθηκαν ενδεχομένως περισσό-τερο από τον Σεπτέμβριο του 1830 και εξής· οι λιγοστές ωστόσο πληροφο-ρίες που έχουμε δείχνουν ότι το νέο πρόγραμμα δεν εφαρμόσθηκε ως είχε και ότι, όσο και να βελτιώθηκε η λειτουργία του καταστήματος, που δεν φαίνεται

να βελτιώθηκε ιδιαίτερα, εξακολουθούσε αυτό να απέχει πολύ και από ό,τι προσ-δοκούσαν οι μαθητές, μία μερίδα τους τουλάχιστον, και από ό,τι θα περίμενε κανείς πως θα ήταν το σπουδαιότερο σχολείο της χώρας: Καταξιωμένος διδά-σκαλος για τα σχετιζόμενα με τις θετικές επιστήμες μαθήματα δεν είχε ακόμη βρεθεί16, τα εποπτικά μέσα για την διδασκαλία της Γεωγραφίας έλειπαν, όπως

και τα βιβλία σχεδόν για όλα τα μαθήματα" αν δεν κάνω λάθος, ως το τέλος του 1830 είχαν τυπωθεί μόνο δύο βιβλίδια με τρία έργα του Λουκιανού17, ξερό

14. Γιάννης Κόκκωνας, ό.π., σ. 431-432. 15 .Ό.π.,σ. 482-489. 16. Ο Μουστοξύδης, διαπιστώνοντας την αδυναμία του νεαρού Γεράσιμου Ζωχιού

να εμπνεύσει τον απαιτούμενο σεβασμό, εισηγήθηκε στις 2 Αυγούστου 1830, να διορισθεί ως διδάσκαλος των Μαθηματικών και της Φυσικής ο Γεώργιος Γλαράκης, «όστις ενώ έχει

έμφυτον ευκρίνειαν λόγων και ιδεών, είναι εμπειρότατος εις τας μαθηματικάς και φυσικάς επιστήμας, ως το μαρτυρούσι αι παρ' αυτού εκδοθείσαι διατριβαί». Βλ. Δαυίδ Αντωνίου,

Οι απαρχές του εκπαιδευτικού σχεδιασμού στο νεοελληνικό κράτος : Το σχέδιο της επιτρο-πής του 1833, Αθήνα 1992, σ. 186. Ο Γλαράκης αρνήθηκε επειδή «είχε δεχθή το πολιτι-κόν επάγγελμα»· δεν ήταν φταίξιμο της κυβέρνησης, εξηγούσε ο Μουστοξύδης στους δυσα-ρεστημένους μαθητές μερικούς μήνες αργότερα, «η εις την Ελλάδα στέρησις ανθρώπων άξιων του διδασκαλικού επαγγέλματος και ότι, αν άλλοι επροτίμησαν τα πολιτικά παρ' αυτό». Βλ. Απ. Β. Δασκαλάκης, ό.π., τ. Γ', σ. 1607.

17. Λουκιανού Σαμοσατέως Τόξαρις ή Φιλία μετατυπωθείς προς χρήσιν των μαθη-τών του εν Αιγίνη Κεντρικού Σχολείου, Αίγινα, Εθνική Τυπογραφία, 1830 (ΓΜ *1956) και Λουκιανού Σαμοσατέως Λόγος περί του μή ραδίως πιστεύειν διαβολή και Βίος Δημώ-

νακτος, μετατυπωθέντες προς χρήσιν του εν Αιγίνη Κεντρικού Σχολείου, Αίγινα, τυπογρα-φία Ορφανοτροφείου, 1830 (ΓΜ *1955).

Page 45: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

το κείμενο, που είχε παραδώσει η θα παρέδιδε ο Γεννάδιος στην τάξη του. Δεν θα ήταν υπερβολή αν υποστήριζε κανείς, σημειώθηκε ήδη παραπάνω, ότι τόσο

κατά το πρώτο εξάμηνο όσο και, κυρίως, κατά το δεύτερο και το τρίτο αλλά και ως το τέλος, ο δυναμισμός και το κύρος του Γεννάδιου στήριζαν την λει-

τουργία του Κεντρικού Σχολείου, όσο αποτελεσματικά μπορούσαν να την στη-ρίζουν ο γιος του Σκοπελίτη δημογέροντα Μοναχάκη Σκαβέντζου Ιωάννης λό-γου χάρη, που είχε διδαχτεί στο νησί του κάμποσα Αρχαία Ελληνικά, την Λογική του Σοαυίου, και —με βάση τα γνωστά βιβλία του Κούμα— Μαθημα-τικά, Φυσική και Γεωγραφία, δεν έμεινε παραπάνω από δέκα ημέρες στο Κεν-τρικό Σχολείο: γράφτηκε στις 23 Σεπτεμβρίου του 1830 και «Έπαυσεν από

το ν' ακολουθεί», σημειώνει στο μαθητολόγιο ο Γεννάδιος ίσως με κάποια θλί-ψη, «ως μή έχων ανάλογα των δυνάμεών του μαθήματα την 3 Οκτωβρίου 1830»18.

Τί άλλο, έκτος από όσα είπαμε, είδε και έφυγε για να μην χάνει τον καιρό του ο νεαρός ευκατάστατος νησιώτης το φθινόπωρο του 1830, ποιά ήταν η κα-τάσταση των πραγμάτων στο ανώτερο εκπαιδευτήριο της επικράτειας οκτώ με

εννέα μήνες αφότου άρχισε αυτό να λειτουργεί; Α ς συμπληρώσουμε τις πλη-ροφορίες που έχουμε ήδη: Μαθητές 350, —στρογγυλεύω λίγο τους αριθμούς—

από τους οποίους οι περισσότεροι, οι 230, είτε επειδή ήσαν μικροί στην ηλι-κία είτε επειδή δεν ήξεραν αρκετά γράμματα, είχαν καταταχθεί σε δύο προ-

παρασκευαστικές τάξεις όπου οι δύο «υποδιδάσκαλοι» Ιωσήφ Διστομίτης και Κωνσταντίνος Οικονομίδης εδίδασκαν «τα στοιχεία της Ελληνικής γλώσσης,

της Ιστορίας και την Αριθμητικήν», και οι υπόλοιποι 120 αποτελούσαν μία τάξη19, στην οποία ο Γεννάδιος παρέδιδε Αρχαία Ελληνικά και Ιστορία,

ο Ερκουλίδης Γαλλικά και ένας τρίτος διδάσκαλος20 Μαθηματικά. Αυτό ήταν

18. Γιάννης Κόκκωνας, ό.π., σ. 269. 19. Είδαμε παραπάνω (σημ. 10) ότι το Κεντρικό Σχολείο άρχισε να λειτουργεί τον

Φεβρουάριο του 1830 με τρεις τάξεις, στις οποίες προστέθηκε λίγο αργότερα μια τέταρτη, προκαταρκτική. Τον Σεπτέμβριο του 1830 ο Βενθύλος παραιτήθηκε, η Πρώτη τάξη δια-λύθηκε και από τους λίγους μαθητές της άλλοι έφυγαν από το Σχολείο και άλλοι εντάχθηκαν

στην τάξη του Γενναδίου, ενώ οι προπαρασκευαστικές τάξεις Τρίτη και Τετάρτη ονομάσθη-καν Πρώτη και Δευτέρα Προκαταρκτικού αντίστοιχα" έτσι, το φθινόπωρο του 1830 το Κεν-τρικό Σχολείο ξεκίνησε με μία και μόνη κανονική τάξη και με δύο προκαταρκτικές.

20. Αν και μου ήταν γνωστό ότι ο Μουστοξύδης είχε προτείνει στην κυβέρνηση την απομάκρυνση του Γεράσιμου Ζωχιού από το Κεντρικό Σχολείο τον Αύγουστο του 1830,

στηριζόμενος σε έγγραφο των διδασκάλων του Κεντρικού Σχολείου συνταγμένο στις 12.8.1832 και ρητά αναφερόμενο στον χρόνο και τις συνθήκες απόλυσης του εν λόγω διδασκάλου, θεώ-

ρησα ότι τελικά αυτός ήταν ο μαθηματικός του οποίου την αντικατάσταση αξίωσαν οι μα-θητές τον Ιανουάριο του 1831. Τώρα προσέχω ότι από δύο άλλα έγγραφα, στα οποία όμως

δεν αναφέρονται ονόματα, προκύπτει πως ο Ζωχιός αντικαταστάθηκε στις αρχές του φθι-νοπώρου του 1830 από άλλον επίσης «ανάξιο» διδάσκαλο, για τον οποίο το μόνο στοιχείο

Page 46: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

όλο, και μάλιστα τα Γαλλικά και τα Μαθηματικά, αν και είχε αυξηθεί εντυ-πωσιακά ο αριθμός των μαθητών που τα παρακολουθούσε21, εξακολουθούσαν, όπως φαίνεται, να είναι προαιρετικά μαθήματα22. Η γνώση των συνθηκών αυ-

τών μας βοηθά να κατανοήσουμε γιατί αρκετοί μαθητές23 «απεπλανήθησαν», κατά τον έφορο Μουστοξύδη, «από 5 η 6, ήδη προβεβηκότας την ηλικίαν και χαρακτήρος ταραχώδους», και έκαναν την πρώτη αποχή στην Ιστορία της ελ-

ληνικής Μέσης Εκπαίδευσης τον Ιανουάριο του 1831, ζητώντας καλύτερους και περισσότερους διδασκάλους, μ' έναν τρόπο βέβαια που δεν έπειθε την κυ-

βέρνηση για την αγνότητα των προθέσεων τις οποίες είχαν οι ύποκινητές24. Αν κατά το πρώτο εξάμηνο του σχολικού έτους 1830-1831 το πρόγραμ-

μα εξακολουθούσε να είναι φτωχό και οι διδάσκαλοι λίγοι, κατά το δεύτερο εξάμηνο ήταν μάλλον φτωχότερο, αφού για μεγάλο διάστημα οι διδάσκαλοι

ήσαν κατά έναν λιγότεροι" μολονότι η κυβέρνηση δεν δέχτηκε την παραίτηση του διδασκάλου των Μαθηματικών25, ο οποίος είχε έντονα αποδοκιμασθεί από

μερίδα των μαθητών, αυτός φαίνεται ότι σταμάτησε να παραδίδει, και το Κεν-τρικό Σχολείο έμεινε χωρίς Μαθηματικά σχεδόν τέσσερις μήνες, αφού ο για-τρός Νικόλαος Χορτάκης, που ανέλαβε να διδάξει μαθήματα θετικής κατεύ-θυνσης, έφτασε από την Σμύρνη στην Αίγινα αρχές Μαΐου 1831 και άρχισε

να παραδίδει περί τα μέσα του ίδιου μήνα. Πάντως, παρόλο που για διάφορους λόγους η λειτουργία του Σχολείου δεν είχε ακόμη τα χαρακτηριστικά που θα επιθυμούσαν η κυβέρνηση, οι διδάσκαλοι και οι πιο απαιτητικοί μαθητές, πα-

που δίδεται είναι ότι είχε σπουδάσει, όπως και ο Ζωχιός, στην Ιόνιο Ακαδημία. Βλ. Γιάν-νης Κόκκωνας, ό.π., σ. 30, 60, 621, 633, 714. Από άλλη πηγή μαθαίνουμε ότι αντικαταστά-της του Ζωχιού ήταν ο νεαρός γραμματέας του Νομισματοκοπείου, που δίδασκε με υπερ-βολικά γρήγορο ρυθμό την Αριθμητική. Βλ. Σύμμικτα Ελληνικά, I, Παρίσι 1831, σ. 14.

21. Για τα Γαλλικά 62%, για τα Μαθηματικά 68%" όπως είδαμε παραπάνω, τα αντί-στοιχα ποσοστά τον Μάρτιο του 1830 ήσαν 13 και 38%.

22. Ο Μουστοξύδης βέβαια σε έκθεση της 31.12.1830 ανέφερε ότι «Εις ταύτα τα μαθήματα καταγίνονται όλοι οι μαθηταί χωρίς εξαίρεσιν», όμως σε πιο αξιόπιστο, ή πιο ακριβές, έγγραφο που υπογράφει επίσης ο Μουστοξύδης διαβάζουμε ότι τα μαθήματα

του Γενναδίου τα παρακολουθούσαν όλοι, εν συνόλω 117, ενώ στα Γαλλικά είχαν γραφτεί 72 και στα Μαθηματικά 80. Απ. Β. Δασκαλάκης, ό.π., σ. 1588 και 1661.

23. Όταν άρχισε η αποχή συμμετείχαν 80 από τους 350 μαθητές" οι 230 των προ-καταρκτικών τάξεων και 40 από την τάξη του Γενναδίου δεν συμμερίσθηκαν είτε τα αιτή-ματα είτε τον τρόπο της προβολής τους και έμειναν αμέτοχοι.

24. Για την αποχή του Ιανουαρίου 1831 βλ. Ελένη Ε. Κούκκου, Ο Καποδίστριας και η Παιδεία 1827-1832, Β' Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Αιγίνης, Αθήνα 1972, σ. 145-

150, Αλέξης Δημαράς (επιμ. ), Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε (Τεκμήρια Ιστορίας) Α' 1821-1894, Αθήνα 1973, σ. κθ', 30-44, Χρήστος Λούκος, Η αντιπολίτευση κατά του κυβερνήτη

Ιω. Καποδίστρια 1828-1831, Αθήνα 1988, σ. 283, Γιάννης Κόκκωνας, ό.π., σ. 59-61. 25. Έγγραφο της 4.2.1831, ΓΑΚ, Καποδιστριακά, Γραμματεία Εκκλησιαστικών και

Δημοσίου Παιδεύσεως, φ. 36.

Page 47: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

παρόλο που η αντιπολίτευση έκανε ό,τι μπορούσε για να αμφισβητήσει τις κα-λές προθέσεις της κυβέρνησης και να δυσφημήσει το Σχολείο υποστηρίζοντας ότι οι μαθητές του, ακόμα και τα μαθήματα του Γεννάδιου παρακολουθώντας, «φθείρουσι τον πολύτιμον καιρόν»26, ο αριθμός των μαθητών αυξανόταν αν είναι σωστοί οι βασισμένοι στο μαθητολόγιο υπολογισμοί μου, οι μαθητές όλων των τάξεων πλησίαζαν τους 450 τον Ιούλιο του 1831. Φυσικά δεν ήταν η φήμη

για την εύρυθμη λειτουργία του σχολείου που οδηγούσε όλους αυτούς τους νεα-ρούς στην Αίγινα, αλλά η προσδοκία της ένταξης στις ομάδες των εγγραμμά-των Ελλήνων, που θα εξασφάλιζαν τα προς το ζην καταλαμβάνοντας δημόσιες θέσεις στους χώρους της εκπαίδευσης και της διοίκησης.

Στο τέλος του σχολικού έτους 1830-31 φαινόταν ότι το Κεντρικό Σχολείο βρισκόταν σε καλό δρόμο: Υπήρχαν πάντα οι δύο υποδιδάσκαλοι για τις προ-καταρκτικές τάξεις, ένας καλός φιλόλογος, ένας καλός μαθηματικός και ένας διδάσκαλος των Γαλλικών όχι ιδιαίτερα αρεστός στους μαθητές αλλά αρκετά

ικανός, όπως δείχνει ένα διδακτικό βιβλίο του που είχε τυπωθεί ή ετοιμαζόταν να βγει από το πιεστήριο της Εθνικής Τυπογραφίας27- κι ακόμα, τα επεισόδια του Ιανουαρίου είχαν αναγκάσει τον έφορο και την κυβέρνηση να καλύψουν ένα

σημαντικό κενό, να συντάξουν δηλαδή και να εκδώσουν έναν κανονισμό λειτουρ-γίας του Κεντρικού Σχολείου, προκειμένου να καθορισθούν με ακρίβεια τα κα-θήκοντα του εφόρου, των διδασκάλων, των μαθητών και των επιστατών, να θεσμοθετηθεί η παρακολούθηση της φοίτησης, να ορισθούν οι αργίες και να προσδιορισθεί η διαδικασία των προαγωγικών και των απολυτηρίων έξετά-σεων28.

Το επόμενο, όμως, σχολικό έτος 1831-32 άρχισε, προχώρησε και τελείω-σε άσχημα: Καθώς το καλοκαίρι του 1831 η δράση των αντιπολιτευομένων είχε ενταθεί και υπήρχαν πληροφορίες ότι ορισμένοι μαθητές συμμετείχαν στην αντι-πολίτευση, η κυβέρνηση διέταξε την παράταση των διακοπών του Κεντρικού Σχολείου κατά ένα μήνα. Τα μαθήματα άρχισαν στις 21 Σεπτεμβρίου, ημέρα κατά την οποία συνέβη να υπογράψει ο Καποδίστριας το τελευταίο σχετικό με

το Κεντρικό Σχολείο έγγραφο, συμμετέχοντας σε ένα παράξενο παιγνίδι της τύχης: με το έγγραφο αυτό διατασσόταν η Γραμματεία της Οικονομίας να δώ-σει στον Μανιάτη μαθητή Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, που σπούδαζε στην Αί-γινα με έξοδα της κυβέρνησης, 77 φοίνικες που είχε ξοδέψει για ρούχα και παπούτσια29. Μια εβδομάδα μετά την έναρξη των μαθημάτων ο Καποδίστριας

26. Σύμμικτα Ελληνικά, ό.π., σ. 7-36" η συγκεκριμένη φράση στη σ. 13. 27. Εισηγητής της Γαλλικής γλώσσης [...] υπό Α. Ερκουλίδου, διδασκάλου της Γαλ-

λικής γλώσσης κατά το εν Αιγίνη υπό την άμεσον προστασίαν της Κυβερνήσεως Κεντρικόν Σχολείον. Αίγινα, Εθνική Τυπογραφία, 1831.

28. Το κείμενο του Κανονισμού βλ. στο Απ. Β. Δασκαλάκης, ό.π., σ. 1690-1696. 29. Βλ. Γιάννης Κόκκωνας, ό.π., σ. 608.

Page 48: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

δολοφονήθηκε" πόσο επηρεάσθηκε η λειτουργία του Σχολείου από το κλίμα που διαμορφώθηκε μετά την δολοφονία δεν μάς είναι γνωστό, το βέβαιο είναι ότι

στα τέλη Οκτωβρίου η Διοικητική Επιτροπή αποφάσισε να περικόψει προσω-ρινά τις εκπαιδευτικές δαπάνες, και η απόφαση αυτή επηρέασε και το Κεντρικό Σχολείο, αφού στο πλαίσιο των περικοπών καταργήθηκαν από 1ης Δεκεμβρίου 1831 οι υποτροφίες και το μάθημα των Γαλλικών" όταν ερωτήθηκε, φαίνεται,

ο Μουστοξύδης από την Διοικητική Επιτροπή, πως να μειωθεί το ποσόν που διετίθετο για τους μισθούς των διδασκάλων, εισηγήθηκε την απόλυση του Ανα-στάσιου Ερκουλίδη, κρίνοντας ότι η διακοπή της διδασκαλίας των Γαλλικών ήταν η μικρότερη δυνατή ζημία για την λειτουργία του Σχολείου, και προφα-νώς θεωρώντας ότι οι πολιτικά ζωηροί μαθητές δεν θα αντιδρούσαν, μιας και ένα χρόνο πριν είχαν ζητήσει επίμονα την αντικατάστασή του. Στις αρχές του 1832 οι ενταγμένοι στο αντικαποδιστριακό στρατόπεδο μαθητές συμμετείχαν

απροκάλυπτα στις αντιπολιτευτικές δραστηριότητες που εκδηλώνονταν στην Αί-γινα, και σ' αυτό θα πρέπει να οφείλεται η απόφαση που πάρθηκε στο Ναύ-πλιο τον Ιανουάριο για την διακοπή των μαθημάτων. Το Κεντρικό Σχολείο

δεν μπορούσε να μην έχει το μερίδιο του στην μεγάλης έκτασης αποδιοργά-νωση που προκάλεσαν οι πολιτικές συγκρούσεις του 1832: ο «πολύτιμος και-ρός» πέρασε από τα μέσα Ιανουαρίου έως τις αρχές Ιουνίου με τους δύο δι-δασκάλους, που είχαν απομείνει μετά την απόλυση του Ερκουλίδη, να περι-μένουν αργοί την έκβαση της επώδυνης πολιτικής περιπέτειας του τόπου ελπί-ζοντας ότι θα ανοίξει πάλι το Σχολείο, με τα τέσσερα πέμπτα των μαθητών

να εγκαταλείπουν σιγά-σιγά την Αίγινα, και με τους δύο υποδιδασκάλους να παραδίδουν στους λίγους, απογοητευμένους, απρόθυμους και σποραδικά εμφα-νιζόμενους μαθητές των προκαταρκτικών τάξεων30.

Η Διοικητική Επιτροπή αποφάσισε να ξαναδιορίσει τον διδάσκαλο των Γαλλικών και να διατάξει την «άνοιξιν» του Σχολείου, στις αρχές Ιουνίου 1832. Καθώς έμπαινε το καλοκαίρι, για να μή χάσουν και τους λίγους μαθητές που βρίσκονταν ακόμα στην Αίγινα, οι τρεις διδάσκαλοι Γεννάδιος, Χορτάκης και

Ερκουλίδης πρότειναν, και η πρόταση έγινε δεκτή από τον υπουργό Παιδείας Ιάκωβο Ρίζο, να καλύψουν ένα μέρος του χαμένου καιρού διδάσκοντας τους

θερινούς μήνες λίγες ώρες ο καθένας: Ο Γεννάδιος Μυθολογία, ο Χορτάκης

30. Η κυβερνητική απόφαση για τη διακοπή των μαθημάτων δεν αφορούσε στις προ-καταρκτικές τάξεις. Σε έγγραφο της 5.5.1832 οι Γεννάδιος, Χορτάκης, Διστομίτης και Οι-κονομίδης ανέφεραν ότι «Οι μαθηταί του Προκαταρκτικού Σχολείου, μην έχοντες πλέον ελπίδα να προβιβασθώσιν εις το ανώτερον σχολείον, εψυχράνθησαν τόσον, ώστε διεσκορπί-σθησαν οι περισσότεροι, και οι μείναντες με πολλήν δυσαρέσκειαν και αμέλειαν επισκέπτον-ται εκ διαλειμμάτων τας παραδόσεις των διδασκάλων, οι οποίοι εξακολουθούν να παραδί-δουν». Βλ. Ξενοφών Αναστασιάδης [=Ιωάννης Γεννάδιος], Γεωργίου Γενναδίου βίος, έργα, επιστολαί, Παρίσι 1926, σ. 306-307 και Γιάννης Κόκκωνας, ό.π., σ. 624-625.

Page 49: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

στοιχεία Φυσικής Πειραματικής μέχρι το τέλος Ιουνίου και κατόπιν Ανθρω-πολογία, ο Ερκουλίδης αποσπάσματα ποιητικών και πεζών γαλλικών κειμένων.

Το σχολικό έτος 1832-1833 έδειξε ότι τα προβλήματα και οι ελλείψεις, που δημιουργούσαν την δικαιολογημένη αίσθηση ότι στο Κεντρικό Σχολείο δεν

αξιοποιείται όπως θα έπρεπε ο πολύτιμος για τους μαθητές και για το έθνος χρόνος, δεν οφείλονταν, η τουλάχιστον δεν οφείλονταν μόνο, στις υποτιθέμενες σκοτεινές προθέσεις της καποδιστριακής κυβέρνησης και στην τακτική του Μου-στοξύδη που ήθελε «να μεταβληθώσιν οι δυστυχείς μαθηταί εις ευπειθέστατα υποζύγια», υπηρετώντας «το καταχθόνιον φωτοσβεστικόν σύστημα της Κυβερ-νήσεως», η οποία ήταν «κρυφή πολέμιος της ηθικής βελτιώσεως», όπως έγρα-φαν την άνοιξη του 1832 διδάσκαλοι και μαθητές, χαρούμενοι που μπορούσαν

να διακηρύξουν ότι «οι φωτοσβυστήρες δεν υπάρχουσι πλέον»31. Το πολιτικό κλίμα άλλαξε, το καποδιστριακό καθεστώς δεν υπήρχε πλέον, υπουργός Παι-δείας ανέλαβε ο Ιάκωβος Ρίζος και έφορος του Κεντρικού Σχολείου διορίσθηκε ένας από τους μαχητικότερους διανοουμένους του αντικαποδιστριακού στρατο-πέδου, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, το Κεντρικό Σχολείο ωστόσο παρέμεινε σε γενικές γραμμές το ίδιο για δύο ακόμη εξάμηνα ως και το φθινόπωρο του 1833"

με λίγους διδασκάλους32 ανήμπορους να εφαρμόσουν ικανοποιητικά το αναλυ-τικό πρόγραμμα που είχαν καταστρώσει τον Αύγουστο του 1832, χωρίς αρ-κετά τυπωμένα βιβλία για τους μαθητές, χωρίς πλέον την αίγλη του ανώτερου κεντρικού εθνικού εκπαιδευτηρίου που είχε προσελκύσει εκατοντάδες εφήβους

και νέους πριν το 1831: γύρω στους 90 ήσαν οι μαθητές με τους οποίους άρχι-σαν τα μαθήματα τον Σεπτέμβριο του 1833. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουρ-γούσε το Κεντρικό Σχολείο καθοριζόταν λιγότερο από την πολιτική βούληση

και τις προθέσεις του εφόρου, και περισσότερο από την στενότητα των περι-θωρίων: οι άνθρωποι που θα μπορούσαν και θα ήθελαν να διδάξουν έλειπαν,

τα βιβλία που θα συντελούσαν στην οικονομία του χρόνου απαλλάσσοντας τους μαθητές από την κοπιαστική και χρονοβόρα αντιγραφή δεν ήταν εύκολο να πα-ραχθούν, η ανισότητα των εφοδίων με τα οποία κατά καιρούς και ατάκτως προσέρχονταν οι μαθητές από διάφορα σημεία της χώρας είχε ως αποτέλεσμα μιαν επιζήμια, για την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας, ανομοιομορφία.

31. Φράσεις από αναφορές των μαθητών (18.4.1832) και των διδασκάλων (5.5.1832). Βλ. Γιάννης Κόκκωνας, ό.π., σ. 622, 624.

32. Ο Αναστάσιος Ερκουλίδης δεν δίδαξε παρά μόνο τον Ιούλιο και μερικές ημέρες του Αυγούστου του 1832" η αντιπαράθεσή του με μία ομάδα μαθητών, που είχαν εξασφα-

λίσει την ανοχή του Γεννάδιου και του Φαρμακίδη, εξελίχθηκε σε σύγκρουση που τον απο-μάκρυνε οριστικά από το Κεντρικό Σχολείο. Έτσι, έμειναν πάλι οι Διστομίτης και Οικονο-μίδης για τις προκαταρκτικές τάξεις και οι Γεννάδιος και Χορτάκης για τις τάξεις των προ-χωρημένων, ο τελευταίος μάλιστα ανταποκρινόταν με δυσκολία στις διδακτικές του υπο-χρεώσεις, επειδή έπασχε από άσθμα.

Page 50: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Τόσο ο Γεννάδιος από τον Αύγουστο του 1832 όσο και ο Φαρμακίδης αμέ-σως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, φρόντισαν για την καλύτερη αξιοποίηση του διαθέσιμου χρόνου προτείνοντας μεταξύ των άλλων και τον εμπλουτισμό του προγράμματος με νέα μαθήματα, πράγμα το οποίο προϋπέθετε την πρόσληψη κι άλλων διδασκάλων33. Οι προσ-πάθειές τους απέδωσαν εν μέρει έναν ολόκληρο χρόνο αργότερα, με το ξεκί-νημα του σχολικού έτους 1833-1834, που έμελλε να είναι και το τελευταίο για

το Κεντρικό Σχολείο· τότε διορίσθηκαν τρεις νέοι διδάσκαλοι, γεγονός που επέ-τρεψε για πρώτη φορά αφενός να καταρτισθεί και να εφαρμοσθεί ένα πρόγραμ-μα που απαιτούσε την παρουσία των μαθητών στις αίθουσες 5-6 ώρες την

ημέρα, και αφετέρου να διδαχθούν 5-7 μαθήματα σε κάθε τάξη, στον βαθμό που το επέτρεπαν οι γενικότερες συνθήκες. Το πρόγραμμα «ακολουθείται», ση-

μείωνε ο Γεννάδιος τον Ιούνιο του 1834, «όσον δηλαδή η ακολούθησις αυτού δεν εμποδίζεται από έλλειψιν μέσων, μαθητών και εν μέρει διδασκάλων»34.

Επίσης για πρώτη φορά, κατά την διάρκεια αυτού του σχολικού έτους φαί-νεται ότι έγινε υποχρεωτική η παρακολούθηση όλων των προσφερόμενων μα-θημάτων έχει ενδιαφέρον ο σχετικός, σύντομος διάλογος διδασκάλων και Υ -πουργείου: «Τους τοιούτους», τους καινούριους μαθητές δηλαδή, «κατατάττον-τες εις την μικροτέραν τάξιν του Κεντρικού Σχολείου, υποχρεόνομεν να ακούω-σιν όχι μόνον το Ελλ. μάθημα [τα Αρχαία Ελληνικά], καθώς θέλουσιν οι πε-ρισσότεροι από κακήν συνήθειαν, αλλά και την Γερμ. και Λατ. Γλώσσαν, την Γεν. Ιστορίαν, τα Μαθηματικά, την Ανθρωπολογίαν, και την Φυσικήν, διά να συμπροοδεύωσιν όλοι εις τας αυτάς γνώσεις, και να γείνωσιν άξιοι και τελειο-τέρας παιδείας, ή καν να μην εξέρχωνται πλέον από το σχολείον μόνον ορθο-γράφοι και τίποτε άλλον» ανέφερε ο Γεννάδιος τον Δεκέμβριο του 1833, περι-γράφοντας έτσι ένα από τα πιο αδύνατα σημεία της λειτουργίας του Σχολείου'

αντίθετα με όσα είδαμε να υποστηρίζει ο καποδιστριακός υπουργός Παιδείας

33. Ο Γεννάδιος στις 16.8.1832 πρότεινε την πρόσληψη του Χρήστου Μπάφα (η Βάφα ή Βάφη), ενός νεαρού διδασκάλου που βρισκόταν στην Αίγινα από το καλοκαίρι του 1831, και θα μπορούσε να διδάξει Λατινικά και Γεωμετρία. Η Γραμματεία δέχθηκε την πρόταση

και. τον διόρισε, ο Μπάφας όμως προτίμησε να διδάξει στο σχολείο του Κιγγ στην Αθήνα και άρνήθηκε τον διορισμό. Βλ. Δαυίδ Αντωνίου, ό.π., σ. 179-180 και Γιάννης Κόκκωνας,

ό.π., σ. 656. Ο Φαρμακίδης υιοθετώντας και προτάσεις του Γεννάδιου εισηγήθηκε στις 11.10.1832 την πρόσκληση του Κωνσταντίνου Ασωπίου που βρισκόταν στην Κέρκυρα και

του Δημητρίου Παύλου που βρισκόταν στο Παρίσι, προσθέτοντας ότι εκτός από αυτούς θα πρέπει να «προσκληθώσι και άλλοι διδάσκαλοι, όπου και αν ευρεθώσι, διά να κατασταθή

τουλάχιστον προς το παρόν το εδώ Λύκειον τελειότερον». Βλ. ΓΑΚ, Καποδιστριακά, Γραμ-ματεία Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως, φ. 53. Η πρόταση επαναλήφθηκε στις 28.10.1832· βλ. Γιάννης Κόκκωνας, ό.π., σ. 657.

34. Αρχείο 1ου Πειραματικού Λυκείου Αθηνών, Βιβλίο εξερχομένων του Κεντρικού Σχολείου.

Page 51: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Χρυσόγελος, ο Κωνσταντίνος Σχινάς απαντούσε: «Ορθώς ποιούντες υποχρεό-νετε όλους τους μαθητάς ν' ακολουθούν όλα τα μαθήματα ανεξαιρέτως, διότι όλα είναι επίσης άφευκτα εις όλους όσοι πρόκειται να γένουν μέτοχοι ελευθέ-ρας αγωγής. Εις άγνοιαν μόνον ή εις αμέλειαν δύναται ν' αποδοθή η διαγωγή των ζητούντων να εξαιρεθώσιν από την μίαν ή την άλλην παράδοσιν»35.

Φαίνεται ότι τα πράγματα άλλαζαν θεαματικά, ήταν όμως ήδη αργά για το Κεντρικό Σχολείο: οι περιπέτειες της χώρας και του ίδιου του καταστήμα-τος είχαν, όπως είπαμε, απομακρύνει τους περισσότερους μαθητές, ο κεντρι-κός σχεδιασμός για την αναδιοργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος προχω-ρούσε και στο εξής η Αίγινα θα έπρεπε ούτως η άλλως να μοιράζεται όσους εξαντλούσαν τις βαθμίδες της κρατικής εκπαίδευσης με το Ναύπλιο και την Ερμούπολη, όπου ιδρύονταν Γυμνάσια' η πρωτεύουσα, τέλος, μεταφερόταν στην

Αθήνα, που αναπόφευκτα θα αποκτούσε το δικό της Γυμνάσιο — και ποιοί θα δίδασκαν σ' αυτό αν όχι ο Γεννάδιος και οι συνδιδάσκαλοί του στο ανώτερο ως τότε εκπαιδευτήριο της χώρας; Το σχολικό έτος 1834-35 το Κεντρικό Σχολείο δεν υπήρχε πλέον' όσοι μαθητές του μπόρεσαν, ακολούθησαν τους διδασκάλους στην νέα πρωτεύουσα, ως μαθητές του Βασιλικού Γυμνασίου Αθηνών.

Το Κεντρικό Σχολείο λειτούργησε μετ' εμποδίων οκτώ εξάμηνα, από τις αρχές Φεβρουαρίου του 1830 ως το καλοκαίρι του 1834' ήταν ανοιχτό καθημερινά, εκτός βέβαια από τις Κυριακές, και έκλεινε 4 ημέρες τα Χριστούγεννα, μία εβδομάδα το Πάσχα και 30 περίπου ημέρες σε άλλες μεγάλες θρησκευτικές εορτές' συνολικά η παρακολούθηση του εκκλησιαστικού έτους έτσι όπως οριζό-ταν από τον κανονισμό του Σχολείου απαιτούσε κάθε χρόνο 40 ημέρες αργίας, χωρίς να λογαριάζονται αυτές που σήμερα θα ονομάζαμε ημιαργίες: σύμφωνα πάλι με τον κανονισμό, κατά τις εορτάσιμες ημέρες που δεν περιλαμβάνονταν στις αργίες, οι μαθητές με τους διδασκάλους παρακολουθούσαν πρώτα την λει-τουργία και κατόπιν έπιαναν δουλειά. Θερινές διακοπές για το Κεντρικό Σχο-λείο δεν προβλέπονταν ούτε από τον κανονισμό ούτε από τα σχετικά διατά-γματα' κάθε χρόνο όμως οι μαθητές και οι διδάσκαλοι τις ζητούσαν από τον έφορο, εκείνος έκανε την σχετική εισήγηση και το Υπουργείο αποφάσιζε.

Το πρώτο καλοκαίρι, αυτό του 1830, ο έφορος Ανδρέας Μουστοξύδης, που θεωρούσε λόγω της συγκυρίας άσκοπες και επιβλαβείς τις θερινές διακο-πές, και απορούσε με τους διδασκάλους γιατί δεν συλλογίζονταν «πόσον είναι αναγκαία το συνεχές του χρόνου και εύχρηστον», διαβίβασε τα αιτήματα στην κυβέρνηση και, υποστηρίζοντας ότι «δι' αγάπην της ακηδείας» και όχι λόγω του επερχόμενου καύσωνα ζητούν διδάσκοντες και διδασκόμενοι «ανακωχάς», πρότεινε στην κυβέρνηση να μή σταματήσουν τα μαθήματα αλλά να μειωθούν

35. Βλ. Γιάννης Κόκκωνας, ό.π., σ. 716-717, 721.

Page 52: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

οι ώρες παρουσίας στο Σχολείο με περικοπές στο εφαρμοζόμενο πρόγραμμα36. Πριν φθάσει όμως η απάντηση του Κυβερνήτη, που έλεγε να διακοπούν οι πα-

ραδόσεις για 25 ημέρες, οι οποίες όμως θα έπρεπε να αφιερωθούν σε επανα-ληπτικά μαθήματα, οι μαθητές που είχαν την δυνατότητα, με την άδεια των διδασκάλων, άρχισαν να φεύγουν για τα σπίτια τους· έτσι ο Μουστοξύδης εκ

των πραγμάτων αναγκάσθηκε να παραχωρήσει διακοπές των παραδόσεων από τις 21 Ιουλίου ως τις 15 Αύγουστου. Από τις 25 αυτές ημέρες, οι πρώτες 15 θα αφιερώνονταν στην μελέτη των παραδοθέντων μαθημάτων και κατά την διάρ-

κεια των υπολοίπων 10 ημερών, δηλαδή από τις 5 ως τις 15 Αυγούστου θα γίνονταν οι έξετάσεις37- αν και πως εκτελέσθηκαν οι σχετικές με τις επαναλή-ψεις εντολές, μας είναι άγνωστο.

Το επόμενο, δεύτερο, καλοκαίρι πριν τελειώσει ο Ιούνιος οι μαθητές είχαν κιόλας ζητήσει από τον έφορο καλοκαιρινές διακοπές. «Ο καιρός είναι πολύ-τιμος και η ανάγκη της εκπαιδεύσεως μεγίστη»38, τόνιζε ο Μουστοξύδης δια-βιβάζοντας το αίτημα στην κυβέρνηση, για να προτείνει με βαριά καρδιά ένα μήνα διακοπή των παραδόσεων μετά τις ετήσιες εξετάσεις, από τις 20 Ιου-λίου έως τις 20 Αυγούστου. Αυτή την φορά όμως η διάρκεια των διακοπών έμελλε να είναι μεγαλύτερη, όπως σημειώθηκε παραπάνω" η κυβέρνηση, που

αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα από την δράση της αντιπολίτευσης, δεν ήθελε προφανώς τους θερμόαιμους νεαρούς μαθητές συγκεντρωμένους στο Σχολείο και διέταξε να παραταθούν οι διακοπές ως τις 20 Σεπτεμβρίου" έτσι, τα μαθήματα άρχισαν μια εβδομάδα πριν την δολοφονία του Κυβερνήτη.

Το καλοκαίρι του 1832 δεν ζητήθηκαν διακοπές όπως είδαμε, αφού το Σχολείο άνοιξε στις αρχές Ιουνίου, ύστερα από την οφειλόμενη στην πολιτική

αναστάτωση πεντάμηνη αναστολή της λειτουργίας του. Ο Φαρμακίδης, που διαδέχθηκε τον Μουστοξύδη ως δεύτερος και τελευταίος έφορος, δεν ήταν τόσο φειδωλός όσο ο προκάτοχός του στο ζήτημα των θερινών διακοπών, το αντί-θετο μάλιστα" όταν το καλοκαίρι του 1833 διαβίβαζε το σχετικό αίτημα των μαθητών και των διδασκάλων, κακά πληροφορημένος για τα προηγούμενα κα-λοκαίρια η εν γνώσει του ύπερβάλλοντας39, πρότεινε στην κυβέρνηση να κλεί-

36. Κάτι ανάλογο ίσχυε για τα αλληλοδιδακτικά σχολεία, που δεν είχαν «διακοπάς τελείας», αλλά από την 20ή Ιουλίου ως την 1η Σεπτεμβρίου δεν λειτουργούσαν τις απο-γευματινές ώρες. Βλ. Ιωσήφ Σολομών, Εξουσία και τάξη στο νεοελληνικό σχολείο. Μια τυ-πολογία των σχολικών χώρων και πρακτικών 1820-1900, Αθήνα 1992, σ. 136.

37. Για τις θερινές διακοπές του Κεντρικού Σχολείου κατά την καποδιστριακή πε-ρίοδο βλ. Ελένη Ε. Κούκκου, ό.π., σ. 139-141, όπου και παραπομπές στις σχετικές πηγές.

38. Απ. Β. Δασκαλάκης, ό.π., σ. 1973. 39. «Συνήθεια κρατεί εις τα εν Αιγίνη δημόσια σχολεία, το Κεντρικόν και το Προ-

καταρκτικόν, απ' αυτής της συστάσεώς των», έγραφε σε αναφορά του της 22.6.1833, «να γίνεται διακοπή των μαθημάτων περί τους δύο μήνας, τον Ιούλιον και τον Αύγουστον». Βλ. ΓΑΚ, Γραμματεία Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως, φ. 115, θυρίδα 10.

Page 53: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

κλείσει το Σχολείο για δύο μήνες σχεδόν, από τις 10 Ιουλίου ως τις 30 Αυγούστου, αλλά ο αρμόδιος υπουργός θεώρησε ότι 40 ημέρες ήσαν άρκετές40.

Αφαιρώντας τις Κυριακές, τις αργίες, τις διακοπές και τις ημέρες η τις περιόδους κατά τις οποίες το Σχολείο παρέμεινε για διάφορους λόγους κλειστό, υπολογίζω ότι όσοι μαθητές είχαν γραφτεί εξαρχής, δεν απουσίασαν ποτέ και φοίτησαν έως τότε που έγινε η μεταφορά στην Αθήνα (ελάχιστοι ήταν βεβαίως αυτοί) θα πρέπει να κάθισαν στα θρανία περί τις 1000 ημέρες. Ό π ω ς είδαμε,

σε συνθήκες ομαλής λειτουργίας το Σχολείο ήταν ανοιχτό καθημερινά έκτος Κυριακής. Οι παραδόσεις άρχιζαν το φθινόπωρο και τον χειμώνα στις 8 το πρωί, την άνοιξη και το καλοκαίρι στις 7, διακόπτονταν το μεσημέρι στις 12

η στις 11 αντιστοίχως, και συνεχίζονταν το απόγευμα για δύο η τρεις, σπα-νίως για τέσσερις ώρες. Οι μαθητές των προκαταρκτικών τάξεων παρακολου-θούσαν, ανάλογα με την τάξη και το εξάμηνο, 12 έως 24 ώρες παραδόσεων

την εβδομάδα, διδάσκονταν δηλαδή μία η δύο ώρες Αρχαία Ελληνικά πριν το μεσημέρι, και το απόγευμα μία έως δύο ώρες —μέρα παρά μέρα η δύο φορές

την εβδομάδα— από δύο έως τρία «δευτερεύοντα» μαθήματα, όπως Ιερά Ιστο-ρία, Κατήχηση, Ιστορία, Γεωγραφία, Αριθμητική ή Καλλιγραφία. Στους μα-θητές των κανονικών τάξεων, ανάλογα πάλι με την τάξη, την περίοδο και την

επάρκεια σε διδασκάλους, προσφέρονταν από 24 έως 36 ώρες παραδόσεων την εβδομάδα, οι μισές από τις οποίες ήσαν αφιερωμένες στα Αρχαία Ελληνικά

η γενικά σε αρχαιογνωστικά μαθήματα. Οι ώρες πάντως που βρίσκονταν στο Σχολείο οι μαθητές, η τουλάχιστον αυτοί που θα τους ονομάζαμε επιμελείς μα-θητές, θα πρέπει να ήσαν πολύ περισσότερες από αυτές των παραδόσεων, αφού

η έλλειψη τυπωμένων εγχειριδίων τους ανάγκαζε να αντιγράφουν όπως φαίνε-ται πολλά επί πολλές ώρες, και πάλι να μην προλαβαίνουν41.

Α ν κανείς μελετήσει τα προγράμματα με βάση τα οποία λειτούργησε η θα έπρεπε να λειτουργήσει το Κεντρικό Σχολείο, θα παρατηρήσει ότι το πιο

ξεχωριστό από τα κοινά χαρακτηριστικά τους είναι η κυρίαρχη θέση των Αρ-χαίων Ελληνικών: διδάσκονταν κατά κανόνα από 8 έως 12 ώρες την εβδομάδα

σε κάθε τάξη, σε καθημερινή βάση και πάντα τις καλύτερες ώρες της ημέρας,

40. Την σχετική εισήγηση του Σπ. Τρικούπη στην Αντιβασιλεία (1.7.1833) και την απάντησή του στον Φαρμακίδη (6.7.1833) βλ. επίσης στα ΓΑΚ, ό.π.

41. «Ανεβλήθη η παράδοσις της Γεωγραφίας διότι μόλις εξαρκούσι των μαθητών αι δυνάμεις διά την αντιγραφήν των κειμένων», ανέφερε ο Μουστοξύδης τον Μάρτιο του 1830

και τρία χρόνια αργότερα ο Φαρμακίδης πάλι τα ίδια: «Μαθήματα τινά των εν τω προγράμ-ματι δεν εδιδάχθησαν, τα μεν διά την παντελή έλλειψιν των βιβλίων, τα δε, διότι οι μαθη-ταί δεν εδύναντο να προφθάσωσι την αντιγραφήν», τα ίδια και ο Γεννάδιος τον Ιανουάριο

του 1834: «[...] οι μαθηταί αναγκάζονται να γράφωσιν όλα των τα μαθήματα εκτός του ελλ. κειμένου. Αλλά και αυτό εις την ερχομένην εξαμηνίαν λείπει [...]». Βλ. Γιάννης Κόκ-

κωνας, ό.π., σ. 408-409, 709, 724.

Page 54: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

και είτε μόνα τους είτε μαζί με άλλα αρχαιογνωστικά μαθήματα απορροφού-σαν τουλάχιστον τον μισό χρόνο στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα" τα άλλα αντικεί-μενα ασφυκτιούσαν συνήθως σε μονόωρα απογευματινά μαθήματα που παρα-δίδονταν μέρα παρά μέρα, και πριν από τον Σεπτέμβριο του 1833, που έγιναν υποχρεωτικά, δεν τα παρακολουθούσαν όλοι οι μαθητές. Απ' όσα γνωρίζω κα-νένας δεν αμφισβήτησε τότε την επιλογή αυτή· όσοι επέκριναν είτε τις σχετι-ζόμενες με το Κεντρικό Σχολείο κυβερνητικές επιλογές είτε τον τρόπο με τον

οποίο εφαρμόζονταν, μπορεί να ζητούσαν περισσότερα μαθήματα και διδασκά-λους και να είχαν αντιρρήσεις για την επιλογή των κειμένων η για τη μέθο-δο διδασκαλίας τους, ποτέ όμως δεν έδειξαν ενοχλημένοι από το ότι στο ανώ-τερο των σχολείων της χώρας, που ήταν προορισμένο να ετοιμάσει διδασκάλους

για την Μέση Εκπαίδευση, ανώτερους υπαλλήλους και φοιτητές για τα ευρω-παϊκά πανεπιστήμια, κυριαρχούσαν τα Αρχαία Ελληνικά μαζί με τα μαθή-ματα που τα συμπλήρωναν. Προφανώς ο Γεννάδιος και ο Βενθύλος εξέφραζαν ολόκληρη την ελληνική διανόηση όταν από την μια δήλωναν στις οργανωτικές προτάσεις τους για το Κεντρικό Σχολείο ότι πρέπει αυτό «να έχη εναρέτους

και αρκετούς διδασκάλους εις όλα τα είδη των γνώσεων, όσας εξάπαντος μέλ-λουν να μανθάνωσιν όσοι θέλουν εις το εξής ν' αναδεχθώσιν εις την ελευθέραν Ελλάδα το διδασκαλικόν επάγγελμα», από την άλλη όμως τόνιζαν πως «Κα-τήντησε πλέον να εκλαμβάνεται ως αξίωμα, ότι η κλασική λεγομένη παιδεία, διευθυνομένη ευμεθόδως και με φρόνησιν, είναι η πλέον επιτηδεία εις μόρφω-σιν του νοός και της καρδίας των νέων αν τοιούτον ήναι το αποτέλεσμά της εις όλα τα πεπολιτισμένα της γης έθνη, διά πολλούς άρα λόγους, ημείς οι Έλ-ληνες πρέπει να προσκολλώμεθα εις την σπουδήν της προπατορικής σοφίας, μετ' αγαθών ελπίδων»42.

Η παρούσα ανακοίνωση δεν μπορεί να χωρέσει μια καλή απάντηση στο ερώτημα τι ακριβώς εσήμαινε σπουδή της «προπατορικής σοφίας» στο φορτω-

μένο με πολλές προσδοκίες Κεντρικό Σχολείο" μπορούμε όμως να πούμε ότι στην διδασκαλία του μαθήματος, στο οποίο αναλώθηκε το μεγαλύτερο ποσο-στό του «πολυτίμου καιρού», τον τόνο έδινε ο εμπνευσμένος Γεννάδιος, που πά-

σχιζε με πολλούς τρόπους, και με επιτυχία όπως φαίνεται, να κατασκευάσει γέφυρες πάνω από το δυσθεώρητο χάσμα των «είκοσι αιώνων δουλείας», για

να επικοινωνούν οι μαθητές του με τους αρχαίους διδασκάλους της ανθρωπότη-τος και να αισθάνονται απόγονοί τους. Όσο και να τον εξιδανίκευαν αργότερα

οι μαθητές του, φαίνεται πως οι παραδόσεις του ήσαν ασυνήθιστα πλούσιες και συναρπαστικές: «[...] αναλύων τους Έλληνας συγγραφείς εξηγείτο την έννοιαν, μετά ταύτα ανέλυε την σύνταξιν, το κάλλος της γλώσσης, την σαφήνειαν, την λογικήν αυτής, και μετά ταύτα τας λέξεις και τους τύπους, παραβάλλων την

42. Απ. Β. Δασκάλης, ό.π., τ. Α', σ. 506 και 483.

Page 55: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

αρχαίαν προς την νέαν, και διδάσκων πως πρέπει να γράφωμεν και να ομιλώ-μεν και ημείς. Μετά ταύτα ελάμβανεν ανά μίαν φράσιν και μίαν λέξιν, ανέ-πτυσσε την παραγωγήν και έννοιαν αυτής, παρεμβάλλων ανέκδοτα και αστεία, δι' ων πάσα παρατήρησις ενετυπούτο ανεξίτηλος εις την μνήμην των ακροατών. Μετά ταύτα ελάμβανε τα πράγματα και τας εννοίας πατριωτικώς, και τότε η

ακρόασις μετεβάλλετο εις μύησιν Ελευσίνιων Μυστηρίων, εις διδασκαλίαν Σω-κρατικήν, ή εις δημηγορίαν Δημοσθένους. Διά φωνής ήτις εισέδυεν εις τα μύ-χια της ψυχής των ακροατών, ενεστάλαζε την αγνοτάτην ηθικήν, ης αυτός ήτο εμψύχωσις, ή εξέκαιε τας ψυχάς διά του πυρός της φιλοπατρίας, ης υπήρξεν ο αγνότατος ήρως. Όταν ανέφερε τα Περσικά, και μάλιστα τα του Ιερού Α γ ώ -

νος, ιερά φρίκη κατελάμβανε το ακροατήριον και δάκρυα έρρεον από των οφ-θαλμών [...]»43.

43. Μαρτυρία του Κρητικού Ιωάννου Ξενουδάκη, μαθητή του Γεννάδιου στο Γυμνά-σιο Αθηνών. Βλ. Ξενοφών Αναστασιάδης, ό.π., σ. 133.

Page 56: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 57: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΣΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΖΟΡΜΠΑΛΑ

Στην Ευρώπη του 19ου αιώνα, των πολιτικών και κοινωνικών διεκδικήσεων και επαναστατικών αλλαγών και ρήξεων, οι νέοι αποτελούν εμπροσθοφυλακή. Το ελληνικό κράτος ιδρύεται το 1830, μετά από μακρόχρονη οθωμανική κυ-ριαρχία, και από την αρχή κιόλας της ίδρυσής του μπαίνουν οι βάσεις για την οργάνωση του εκπαιδευτικού του συστήματος. Τους νέους της ελεύθερης Ελ-λάδας, μαζί με τους νέους της διασποράς αλλά και των εδαφών της Οθωμανι-κής Αυτοκρατορίας, τους συναντάμε πλέον τόσο στο πρώτο ελληνικό Πανεπι-στήμιο, που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1837, όσο και στα Πανεπιστήμια της Ευρώπης.

Ο ακριβής αριθμός των Ελλήνων νέων που σπουδάζουν σε ξένα πανεπι-στήμια κατά τον 19ον αιώνα είναι ακόμη μία άγνωστη πτυχή της ιστορίας μας. Ορισμένες πηγές, αναφερόμενες στο σύνολο των ξένων Πανεπιστημίων, τους υπολογίζουν για το 1892 στις 13.500, για το 1914 σε μερικές χιλιάδες 1. Από την στιγμή όμως που δεν είναι ξεκάθαρο ποια πανεπιστήμια και ποιες χώρες αφορούν οι παραπάνω αριθμοί, είναι καλό να θεωρηθούν μόνο υποκειμενικοί υπολογισμοί.

Η ασαφής αυτή εικόνα έχει αρχίσει να ξεκαθαρίζει λίγο τα τελευταία χρό-νια. Αναφέρουμε ενδεικτικά τρεις αξιόλογες έρευνες: της Αλόης Σιδέρη για τους Έλληνες φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Πίζας2, του Konstantin Kotso-wilis για τους Έλληνες φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου3 και της Elena Siupiur για τους Έλληνες φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Βόννης από

1. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα, Αθήνα 1977, σ. 433 κ.ε.

2. Αλόη Σιδέρη, Έλληνες φοιτητές στο Πανεπιστήμια της Πίζας (1806-1861), τ. Α'-Β', Αθήνα 1989,1994.

3. Konstantin Kotsowilis, Die griechischen Studenten in München unter König Ludwig I. von Bayern (von 1826 bis 1844). Wedergang und späteres Wirken beim Wiederaufbau Griechenlands, Μόναχο 1995.

Page 58: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

το 1824 μέχρι το 18704 και στο Πανεπιστήμιο της Γοττίγγης από το 1801 μέχρι το 18796. Υπάρχουν επίσης αρκετά άρθρα, που δίνουν αποσπασματικές πληροφορίες σχετικά με τους Έλληνες φοιτητές στη Γερμανία όπως του Zier-bar th 6 η του Μπακαλάκη7. Ας σημειωθεί ότι τα περισσότερα άρθρα και βι-βλία που γράφονται για τα ελληνικά εκπαιδευτικά πράγματα της εποχής εκεί-νης αναφέρουν ονόματα Ελλήνων νέων που σπούδαζαν στα Πανεπιστήμια της Γερμανίας. Ένα πολύ αξιόλογο βιβλίο για την προεπαναστατική Ελλάδα, όπου δίνονται πολλές πληροφορίες εκτός των άλλων για Έλληνες σε γερμανικά σχο-λεία και ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, είναι του Carl Iken8.

Αντιμέτωποι λοιπόν κι εμείς, στα πλαίσια της βασικής ερευνητικής μας δραστηριότητας στην Ιστορία των Μαθηματικών, με την ανεπάρκεια αυτή των στοιχείων ειδικότερα σε ό,τι αφορά τους Έλληνες φοιτητές των Μαθηματικών στα γερμανικά Πανεπιστήμια κατά τον 19ον αιώνα, ανατρέξαμε στους κατα-λόγους των τότε γερμανικών Πανεπιστημίων.

Καταγράψαμε λοιπόν όχι μόνο τους Έλληνες φοιτητές των Μαθηματικών αλλά όλους τους Έλληνες που φοίτησαν στα 19 Πανεπιστήμια του τότε γερ-μανικού βασιλείου κατά το χρονικό διάστημα 1820 μέχρι 1900. Η καταγραφή έγινε από τους καταλόγους του συνόλου των φοιτητών που εξέδιδε το κάθε Πανεπιστήμιο ανά εξάμηνο. Έτσι, από τους 160 καταλόγους που εξέδωσε το κάθε Πανεπιστήμιο στα 80 χρόνια —τα γερμανικά Πανεπιστήμια είχαν εξά-μηνα— καταγράψαμε όλους τους Έλληνες από οποιοδήποτε μέρος του κόσμου και αν προέρχονταν.

Η έρευνά μας κατέληξε σε συγκεκριμένα ποσοτικά συμπεράσματα, που, μεταξύ άλλων, αφορούν το συνολικό αριθμό των Ελλήνων φοιτητών στο σύ-νολο των γερμανικών Πανεπιστημίων και ανά Πανεπιστήμιο, την επιλογή σχο-λής, τη διάρκεια σπουδών κάθε φοιτητή, και την τυχόν μετακίνηση του από Πανεπιστήμιο σε Πανεπιστήμιο η από σχολή σε σχολή, κατά το εξεταζόμενο χρονικό διάστημα.

Η παρουσίαση της έρευνάς μας στη συνέχεια θα χωριστεί σε τρία μέρη: Στο πρώτο θα γίνει μία σύντομη αναφορά στους λόγους που ώθησαν Έλληνες

4. Ε. Siupiur, «Die Intellectuellen aus Rumänien und den südosteuropäischen Ländern in den deutschen Universitäten im 19. Jahrhundert», I. Teil, Revue des Études Sud-Est Européennes 33 (1995) 83-100.

5. E. Siupiur, «Die Intellectuellen ...», Π. Teil, ό.π., 251-265. 6. Ε. Zierbarth, «Griechische Studenten auf deutschen Hochschulen (1817-

1821)», Hellas-Jahrbuch 3 (Αμβούργο 1936) 40-43. 7. Γ. Μπακαλάκης, «Πόσοι Έλληνες σπούδαζαν στο Μόναχο στα 1874», Μακεδονι-

κόν Ημερολόγιον 1938, σ. 87-89. 8. C. Iken, Leucothea. Eine Samlung von Briefen eines geborenen Griechen über

Staatswesen, Literatur und Dichtkunst des neuren Griechenlands, 2 τ., Λιψία 1825.

Page 59: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

νέους να σπουδάσουν σε γερμανικά Πανεπιστήμια. Στο δεύτερο μέρος θα δοθεί μία σκιαγράφηση του γερμανικού Πανεπιστημίου του 19ου αιώνα, αφού η έρευ-να αφορούσε αποκλειστικά το γερμανικό χώρο. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος θα παραθέσουμε ορισμένα συμπεράσματα, που αφορούν τους Έλληνες φοιτη-τές στα γερμανικά Πανεπιστήμια.

1. ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΩΘΗΣΑΝ ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΝΑ ΦΟΙΤΗΣΟΥΝ ΣΕ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ

Καταρχήν λόγοι οικονομικοί, που έχουν να κάνουν με τις οικονομικές σχέσεις που είχε αναπτύξει η τότε ανερχόμενη ελληνική αστική τάξη με τις εμπορικές πόλεις της γερμανικής επικράτειας. Ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων εμπόρων που εγκαταστάθηκαν με τις οικογένειές τους στις πόλεις αυτές, δημιούργησαν πρόσθετους, πολύ ισχυρούς οικονομικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς δεσμούς με τη Γερμανία. Ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα οι Έλληνες είχαν ανα-πτύξει έντονη οικονομική δραστηριότητα στη Λιψία, στο Μόναχο, στη Βιέν-νη, στο Βερολίνο και στη Δρέσδη. Ας σημειωθεί ότι η ελληνική κοινότητα της Λιψίας λειτουργούσε από τα 17449.

Στους πολιτικούς λόγους συγκαταλέγονται: Η εγκαθίδρυση της απόλυτης μοναρχίας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος με βασιλιά τον Όθωνα από την Βαυαρία, που παρέμεινε στην Ελλάδα για 30 περίπου χρόνια, και ο ερχομός ενός σημαντικού αριθμού Γερμανών συμβούλων, διανοουμένων και επιστημό-νων, προορισμένων για την οργάνωση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους σε όλα τα επίπεδα10 και τη στελέχωση νευραλγικών υπηρεσιών του. Η επίδραση, όπως είναι φυσικό, στα εκπαιδευτικά ζητήματα ήταν καταλυτική, και οι δε-σμοί με το εκπαιδευτικό σύστημα της Γερμανίας άμεσοι.

Η μέση εκπαίδευση στο ελληνικό κράτος οργανώθηκε με φανερή την βαυα-ρική σφραγίδα11. Το πρώτο ελληνικό Πανεπιστήμιο ιδρύθηκε το 1837 υιοθε-τώντας νεοουμανιστικές αντιλήψεις για την δομή, λειτουργία και φιλοσοφία του πανεπιστημιακού θεσμού12, κάτω από την καθοδήγηση Γερμανών διανοουμένων

9. I. Καιροφύλας, Έλληνες στη Γερμανία 1700-1966, Αθήνα 1966. 10. Τ. Βουρνάς, Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας 1821-1909, Αθήνα 1974. 11. S. Leonidas, Der bayerische Einfluss auf das griechische Schulwesen im, 19.

Jahrhundert. Ein Beitrag zur Schulgeschichte Griechenlands, Βιέννη 1976 (Διδακτορική διατριβή).

12. Κ. Zormbala, «Die Gründung der Athener Universität 1837 durch die Ba-yern— Nach welchem'deutschen'Model?», Gerd Schubring (εκδ.), «Einsamkeit und Freiheit» neu besichtigt. Universitätsreformen und Disziplinenbildung in Preussen als Model für Wissenschaftspolitik im Europa des 19. Jahrhunderts, Στουτγκάρδη 1991, σ. 268-273.

Page 60: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

νων και επιστημόνων, όπως του Friedrich Thiersch (1784-1860), καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και βασικού εκπροσώπου του Νεοουμανισμού, και κυρίως του Christian August Brandis (1790-1867), καθηγητή στο Πανε-πιστήμιο της Βόννης. Ήδη από το 1815 μέχρι το 1821 είχαν σταλεί στη Γερ-μανία από την Φιλόμουσο Εταιρεία Έλληνες υπότροφοι13, ενώ στα 1827 είχαν προσκληθεί 30 Έλληνες νέοι στο Μόναχο14, φαινόμενο που συνεχίστηκε και εν-τάθηκε με τον ερχομό των Βαυαρών στην Ελλάδα15.

Η ανεπάρκεια του ίδιου του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, που στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα επιβεβαιώνεται επίσημα από τους ιθύνοντες των ελληνικών εκπαιδευτικών πραγμάτων16, οδήγησε στην αποστολή Ελλήνων νέων στα γερμανικά Πανεπιστήμια για την απόκτηση φιλοσοφικών και κυρίως παι-δαγωγικών γνώσεων17· εξάλλου η αίγλη που ασκούσε το γερμανικό Πανεπιστή-μιο, ιδίως κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, προσέλκυε νέους όχι μόνο από τον ελληνικό χώρο αλλά και απ' όλο τον κόσμο18.

2. ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

Το 19ον αιώνα τα γερμανικά Πανεπιστήμια γνώρισαν βαθιές αλλαγές τόσο στη δομή όσο και στις αντιλήψεις που τα διαπερνούσαν για την εκπαίδευση. Αυτές οι αλλαγές εκφράζονται από τη μία με την ίδρυση νέων Πανεπιστημίων, όπως του Βερολίνου το 1809, τη διάλυση υπαρχόντων η την ένωση άλλων, όπως του Λάντσχουτ με του Μονάχου, γεγονός που συναρτάται με τις πολιτι-κές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στις αρχές του 19ου αιώνα κατά την εποχή του Ναπολέοντα. Από την άλλη με τη διαμόρφωση και εξάπλωση μιας καινούρ-γιας αντίληψης για την εκπαίδευση, που εκφράζεται σε μεγάλο βαθμό από δύο φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής, τον Νεοουμανισμό, με κύριους εκπροσώπους τον F. Α. Wolff (1679-1754), F. Ε. Schleiermacher (1768-1834) και Wilhelm von Humboldt (1767-1835), και τον Φιλοσοφικό ιδεαλισμό, με εκφραστές τους

13. St. Ν. Derwissis, Die Geschichte des griechischen Bildungswesens in der neueren Zeit mit besonderen Berücksichtigung der Eintflussen der deutschen Pädagogik. Φρανκ-φούρτη 1976, σ. 176.

14. E. Zierbarth, «Griechen in Deutschland», Hellas-Jahrbuch 4 (Αμβούργο 1937) 71-81.

15. St. N. Derwissis, ό.π., σ. 239 και P. Kipper, Geschichte des neugriechischen Schulwesens, Λιψία 1897, σ. 51.

16. Αλέξης Δημαράς (επιμ.), Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε (Τεκμήρια ιστορίας), τ. Α' 1821-1894, Αθήνα 1973, σ. λη'.

17. Χρήστος Λέφας, Ιστορία της Εκπαιδεύσεως, Αθήνα 1942, σ. 217. 18. R. S. Turner, «Universitäten», στο: Κ. Ε. Jeismann - P. Lundgreen (εκδ.),

Handbuch der deutschen Bildungsgeschichte, III, 1800-1870, Von der Neuordnung Deutschlands bis zur Gründung des deutschen Reiches, Μόναχο 1987, σ. 221-249.

Page 61: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

J. G. Fichte (1762-1814), F. W. Schelling (1775-1854) και Η. Steffens (1773-1845).

Στο γερμανικό χώρο λειτουργούν στα τέλη του 19ου αιώνα 19 Πανεπιστή-μια (βλ. χάρτη): το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου (1809) αποτελεί το κέντρο της νεοουμανιστικής φιλοσοφίας, είναι ένα από τα τρία μεγαλύτερα γερμανικά Πανεπιστήμια δίπλα σε αυτά του Μονάχου και της Λιψίας. Τα Πανεπιστήμια της Βόννης, του Μπρέσλαου, του Ερλάγκεν, του Φράιμπουργκ, της Γοττίγγης, που αποτελεί κέντρο της νομικής επιστήμης και των φυσικών επιστημών, όπως και της Χαϊδελβέργης, το αρχαιότερο Πανεπιστήμιο της Γερμανίας (έτος ιδρύ-σεως 1386). Το Πανεπιστήμιο της Χάλλε αποτέλεσε πρότυπο Πανεπιστήμιο στη μεταρρύθμιση που πρότεινε ο Humboldt και της Ιένας το κέντρο του Φι-λοσοφικού ιδεαλισμού. Η εικόνα συμπληρώνεται με τα μικρά σε αριθμό φοι-τητών Πανεπιστήμια του Γκράιφσβαλντ, Κιέλου, Καινιξβέργης, Μάρμπουργκ, Ρόστοκ, Τυβίγης και Βίρτσμπουργκ.

3. ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΣΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ

Η έρευνά μας για τους Έλληνες φοιτητές τον 19ον αιώνα αγκάλιασε τα 19 αυτά Πανεπιστήμια. Μπορούμε λοιπόν ενδεικτικά να παραθέσουμε ορισμένα αριθμητικά στοιχεία απ' αυτά που συλλέξαμε και να παρουσιάσουμε ορισμένα συμπεράσματα που συνάγονται.

Ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών, από την ελεύθερη Ελλάδα και τη δια-σπορά, που φοιτούν στο σύνολο των 19 γερμανικών Πανεπιστημίων για το χρο-νικό διάστημα 1820 μέχρι 1900 ανέρχεται στους 1.330 περίπου.

Τα Πανεπιστήμια του Μονάχου, του Βερολίνου και της Λιψίας συγκεν-τρώνουν το μεγαλύτερο αριθμό Ελλήνων. Συγκεκριμένα το Μόναχο κατέχει την πρώτη θέση με 434 φοιτητές, ποσοστό 33%, ακολουθεί το Βερολίνο με 288, ποσοστό 22%, και την τρίτη θέση έχει η Λιψία με 178, ποσοστό 13%. Με μεγάλη διαφορά από τα τρία πρώτα ακολουθούν τα Πανεπιστήμια της Χαϊδελ-βέργης με 74 φοιτητές, ποσοστό 6%, και τέλος τα Πανεπιστήμια της Ιένας με 60, της Χάλλε με 55 και του Ερλάγκεν με 50 φοιτητές και ποσοστό 4% περίπου το καθένα.

Σχολές προτίμησης στο σύνολο των γερμανικών Πανεπιστημίων για όλο το εξεταζόμενο διάστημα είναι: Ιατρική (339 φοιτ.) με 24%, Νομική (318) 24%, Φιλοσοφία (308) 22%, Φιλολογία (217) 16% και Θεολογία (87) 6%. Οι υπόλοιπες σχολές όπως Αρχαιολογία, Διοίκηση, Μαθηματικά, Φυσικές Επι-στήμες, Ιστορία, Παιδαγωγικά, Αρχιτεκτονική, Γεωγραφία προτιμούνται από το 1% περίπου του συνόλου των Ελλήνων φοιτητών19.

19. Θα θέλαμε σε αυτό το σημείο να τονίσουμε ότι καταγράψαμε τους Έλληνες που φοίτησαν σε Πανεπιστήμια και όχι σε άλλα ανώτερα και ανώτατα ιδρύματα, όπως πολυτε-

Page 62: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Πανεπιστήμια στο Γερμανικό Βασίλειο (1871-1918) και αριθμός Ελλήνων φοιτητών κατά τον 19ο αιώνα

Βεβαίως το περιεχόμενο κάθε μιας από τις σχολές που προαναφέραμε είναι διαφορετικό από το σημερινό. Η σχολή της Φιλοσοφίας βρίσκεται στο κέντρο των αντιπαραθέσεων όλο τον 19ον αιώνα. Οι διαμάχες αφορούν την ίδρυση του νέου Πανεπιστημίου, ενός Πανεπιστημίου που διαπερνάται από διαφορετική, από εκείνο του 18ου αιώνα, αντίληψη τόσο για την εκπαίδευση, όσο και για το ρόλο του στην κοινωνία και για τη σχέση του με την Εκκλησία. Ετσι μπορού-με να πούμε ότι η σχολή της Φιλοσοφίας μέχρι το 1900 αλλάζει αρκετές όψεις. Για παράδειγμα, από το 1 8 3 0 μέχρι το 1 8 6 7 περίπου υπάγονται στη σχολή της Φιλοσοφίας η Φιλοσοφία, Φιλολογία, Ιστορία, τα Μαθηματικά, οι Φυσικές Επι-στήμες, η Αγρονομία, η Διοίκηση, η Εθνική Οικονομία, η Φαρμακευτική και η Οδοντιατρική. Τα Μαθηματικά αποχωρίστηκαν και αυτονομήθηκαν ως σχο-λή για πρώτη φορά στην Τυβίγη το 1863. Κάτω από αυτή την οπτική πρέπει

πολυτεχνικές σχολές και ακαδημίες. Αυτός είναι ο λόγος π.χ. που συναντάμε μόνο δύο Έλληνες στην Αρχιτεκτονική, τους Τσέτσο και Κάλκο, στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Οι υπόλοιποι με-τέπειτα αρχιτέκτονες που σπούδασαν στη Γερμανία θα ήσαν γραμμένοι σε Πολυτεχνείο.

Page 63: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

να ιδωθεί και το ποσοστό 22% προτίμησης που έχει η σχολή της Φιλοσοφίας κατέχοντας έτσι την 3η θέση μεταξύ των Ελλήνων φοιτητών.

Οι σχολές του Διοικητικού, Πολιτικής Επιστήμης, Οικονομίας, στις οποίες σπούδασαν περί τους 38 Έλληνες νέοι, είχαν υποστεί καθόλο τον 19ον αιώνα μεγάλες αλλαγές τόσο στη δομή τους όσο και στο περιεχόμενό τους. Καταρ-χήν να ειπωθεί ότι η σχέση μεταξύ τους δεν ήταν απόλυτα ξεκαθαρισμένη. Παράδειγμα αποτελεί το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου όπου στους καταλόγους γίνονταν εγγραφές φοιτητών στο Διοικητικό μέχρι περίπου το 1886 και από εκεί και μετά γίνονταν εγγραφές στην Πολιτική Επιστήμη. Το Διοικητικό απο-σκοπούσε στην εκπαίδευση μελλοντικών διοικητικών υπαλλήλων και βασικά για το σύνολο των γερμανικών Πανεπιστημίων αποτέλεσε βοηθητική επιστήμη για τους φοιτητές της Νομικής.

Οι φοιτητές της Ιατρικής, Νομικής και Φιλοσοφίας είναι συγκεντρωμένοι στα δύο μεγάλα Πανεπιστήμια, του Μονάχου και του Βερολίνου, κάτι που δι-καιολογείται από το γεγονός ότι τα ποσοστά φοίτησης στον συνολικό αριθμό των σπουδαζόντων σε αυτά τα Πανεπιστήμια είναι πολύ υψηλά σε σύγκριση με όλα τα υπόλοιπα Πανεπιστήμια. Ενδεικτικά παρουσιάζουμε την κατανομή των Ελλήνων φοιτητών στις σχολές Ιατρική, Νομική και Φιλοσοφία ανά Πα-νεπιστήμιο:

Ιατρική Νομική Φιλοσοφία

Μόναχο 129 Μόναχο 100 Μόναχο 117 Βερολίνο 78 Βερολίνο 84 Βερολίνο 76 Λιψία 27 Χαϊδελβέργη 48 Τυβίγη 32 Γοττίγγη 19 Λιψία 36 Λειψία 28 Χάλλε 16 Γοττίγγη 25 Γοττίγγη 22 Φράιμπουργκ 15 Χάλλε 16 Ιένα 11 Χαϊδελβέργη 15 Τυβίγη 10 Χάλλε 10 Ερλάγκεν 11 Βόννη 8 Ερλάγκεν 6 Ιένα 9 Ιένα 7 Φράιμπουργκ 3 Βίρτσμπουργκ 3 Φράιμπουργκ 2 Χαϊδελβέργη 2 Κίελο 3 Ερλάγκεν 1 Μάρμπουργκ 1 Βόννη 2 Μάρμπουργκ 1

Ενώ η Λιψία στο σύνολο των σπουδαζόντων σε όλα τα γερμανικά Πανε-πιστήμια κατέχει την τρίτη θέση, αντίθετα στις σχολές της Νομικής και Φι-λοσοφίας —όπως φαίνεται στον παραπάνω πίνακα— βρίσκεται στην 4η θέση. Ένας λόγος είναι π.χ. ότι η Χαϊδελβέργη ήταν το κέντρο των νομικών σπου-δών στην Γερμανία και συγκέντρωνε φοιτητές απ' όλο τον κόσμο. Επίσης υπάρ-

Page 64: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

υπάρχουν σχολές που είχαν αποκτήσει φήμη στις περισσότερες περιπτώσεις λόγω γνωστών επιφανών καθηγητών, όπως του παιδαγωγού Rein στο Πανεπιστή-μιο της Ιένας η των μεγάλων μαθηματικών David Hilbert (1862-1943) στο Πανεπιστήμιο της Γοττίγγης, Felix Klein (1849-1925) στο Ερλάγκεν και Karl Weierstass (1815-1897) στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Έτσι συναντάμε και τους 6 Έλληνες φοιτητές που σπουδάζουν Παιδαγωγικά στο Πανεπιστή-μιο της Ιένας και από τους 12 συνολικά φοιτητές Μαθηματικών 5 βρίσκουμε στο Βερολίνο, Γοττίγγη και Ερλάγκεν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα σε αυτή την περίπτωση είναι ο μετέπειτα υφηγητής των Μαθηματικών στο Πανεπιστή-μιο της Αθήνας και καθηγητής στο Αρσάκειο, Αθανάσιος Καραγιαννίδης, που ήταν εγγεγραμμένος στο Μαθηματικό του Ερλάγκεν για ένα εξάμηνο, στη Γοτ-τίγγη για ένα χρόνο και στη συνέχεια στο Βερολίνο για δύο χρόνια.

Ένα άλλο βασικό στοιχείο είναι οι μετακινήσεις Ελλήνων φοιτητών από Πανεπιστήμιο σε Πανεπιστήμιο. Οι αναλύσεις μας έδειξαν ότι το 10% περί-που μετακινείται από η προς ένα από τα τρία μεγάλα γερμανικά Πανεπιστήμια.

Ένα μικρό ποσοστό της τάξεως του 6% του συνόλου των Ελλήνων φοι-τητών μεταγράφεται σε άλλη σχολή. Από τους 80 περίπου φοιτητές που αλλά-ζουν σχολή οι 75 μετακινούνται από η προς τη Φιλοσοφική. Ενδεικτικά ανα-φέρουμε ότι από αυτούς οι 26 φοιτούν και στη Φιλολογία, οι 23 και στη Νο-μική, και οι 14 και στη Θεολογία. Ελάχιστοι γράφτηκαν εκτός της Φιλοσοφι-κής και στην Ιατρική, Αρχαιολογία και στο Διοικητικό. Μοναδική χαρακτη-ριστική περίπτωση μεταγραφής από την Ιατρική στη Νομική υπήρξε ο μετέ-πειτα καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Περικλής Μπιζουκίδης, που παρακολούθησε στην Ιένα ιατρικές σπουδές και στη συνέχεια μετεγράφη στα Πανεπιστήμια του Μονάχου και Βερολίνου στη Νομική σχολή.

Ένα τελευταίο στοιχείο που θα θέλαμε να αναφέρουμε είναι ότι ο χρόνος φοίτησης ήταν 3 εξάμηνα, κατά μέσο όρο, δηλαδή 1,5 έτος περίπου.

Τα στοιχεία που έχουν συλλεχθεί και επεξεργαστεί κατά την διενέργεια αυτής της έρευνας είναι φυσικά πολύ περισσότερα από αυτά που παραθέσαμε σε αυτήν την ομιλία. Στο μέλλον θα δοθεί η ευκαιρία να παρουσιαστεί αυτή η μελέτη με το σύνολο των στοιχείων και των συμπερασμάτων της.

Page 65: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗΣ

...να παρασκευάση διά τούτου του τρόπου ιστοριοδίφας και καλούς διδασκάλους της πατρίου ιστορίας.

Σ Π Υ Ρ Ι Δ Ω Ν Λ Α Μ Π Ρ Ο Σ

Στις 3 Οκτωβρίου 1880 τη συνέλευση των καθηγητών της Φιλοσοφικής Σχο-λής του Πανεπιστημίου Αθηνών απασχολεί το αίτημα του υφηγητή της Γενι-κής Ιστορίας Σπυρίδωνα Λάμπρου1 να προταθεί από τη Σχολή στο Υπουργείο Παιδείας ο διορισμός του ως τακτικού καθηγητή της2. Στη σχετική συζήτηση ο γηραιός καθηγητής του μαθήματος της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους Κων-σταντίνος Παπαρρηγόπουλος εκφράζει τις επιφυλάξεις του για την ετοιμότητα του νεαρού διδάσκοντα: «Καλός και ικανός [...] αλλά εσκόρπισε τον νουν του

εις πολλά μαθήματα». Και πράγματι ο Λάμπρος, σε μια εποχή κρίσης του θε-σμού της υφηγεσίας διδάσκει με εξαιρετική συνέπεια δύο και τρία μαθήματα εβδομαδιαίως: Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Ιστορία των πηγών και για πρώτη φορά ιστορικές ασκήσεις. Διδάσκει ακόμη με τη σύμφωνη γνώμη της Σχολής, και ύστερα από απαίτηση των φοιτητών, όπως υποστηρίζει ο ίδιος3, ασκήσεις Επιγραφικής και «Γραφογνωσίας» (Παλαιογραφίας) εκτός της ύλης του Φιλο-λογικού Φροντιστηρίου4. Στις ασκήσεις χρησιμοποιεί υλικό προς τεκμηρίωση από το σύνολο της ελληνικής γραμματείας, σε αντίθεση με τον αρχαιοκεντρι-σμό του Φιλολογικού Φροντιστηρίου. Η σύγκριση είναι αναπόφευκτη με τον

1. Για τη συμβολή του Λάμπρου στη συγκρότηση της ιστορικής επιστήμης στην Ελ-λάδα βλ. την πρόσφατη διδακτορική διατριβή της Έφης Γαζή, Spyridon Lambros (1851-1919): «Scientific» History in national perspective in nineteenth-century Greece, Ευρω-παϊκό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας, 1996.

2. Πρακτικά Συνεδριάσεων της Φιλοσοφικής Σχολής από 13 Σεπτεμβρίου 1876 - 30 Απριλίου 1881, Συνεδρίαση 3ης Οκτωβρίου 1879, σ. 262.

3. Ό.π., Συνεδρίαση 29ης Οκτωβρίου 1879, σ. 173. 4. Το Φιλολογικό Φροντιστήριο είναι το πρώτο και μόνο μέχρι το 1886 φροντιστήριο

του Πανεπιστημίου. Η σύστασή του ανάγεται στο 1842 και στόχευε στην εξάσκηση των φοιτητών στην αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα. Τα επόμενα χρόνια στο πρόγραμμά του προστίθενται οι αρχαιολογικές και στο τέλος της δεκαετίας του 1870 οι παιδαγωγικές ασκήσεις. Παραμένει, όμως, προσανατολισμένο στην κλασική φιλολογία και τη διδασκαλία της στη μέση εκπαίδευση.

Page 66: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

συγγραφέα της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, ο οποίος τα σαράντα χρόνια παρουσίας του στη Σχολή διδάσκει σχεδόν αποκλειστικά το ομώνυμο τρίωρο μάθημα.

Η απάντηση της Σχολής στο αίτημα του υφηγητή της παραπέμπεται στις καλένδες. Εκείνος συνεχίζει την πολυπράγμονα και συνεπή διδακτική του δρά-ση, σημαντικό μέρος της οποίας καταλαμβάνουν οι ασκήσεις. Το 1886 εκλέγε-ται καθηγητής της Αρχαίας Γενικής Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή, συνεχί-ζοντας με την ίδια ένταση τις πολυπληθείς δραστηριότητές του. Δύο χρόνια αργότερα, το 1888, η φροντιστηριακή διδασκαλία στην Ιστορία αποκτά θεσμική υπόσταση. Με βασιλικό διάταγμα6 προστίθενται οι ιστορικές ασκήσεις στο πρό-γραμμα του Φιλολογικού Φροντιστηρίου. Σκοπός τους είναι η εκγύμναση των φοιτητών στη χρήση των πηγών και η προετοιμασία τους για τη διδασκαλία της Ιστορίας στη μέση εκπαίδευση. Ειδικότερα για τους πρωτοετείς και δευ-τεροετείς φοιτητές προβλέπεται η εκμάθηση της Επιγραφικής και Παλαιογρα-φίας και οι ασκήσεις σε διάφορα συστήματα χρονολόγησης. Οι φοιτητές των άλλων ετών εξασκούνται στην έρευνα ειδικών ιστορικών ζητημάτων από τις πη-γές και στην εκμάθηση της μεθόδου της διδασκαλίας της Ιστορίας. Η στοχοθε-σία του διατάγματος προσεγγίζει τη φιλοσοφία της διδασκαλίας του Λάμπρου.

Οι ιστορικές ασκήσεις είναι υποχρεωτικές για όλους τους φοιτητές του Φιλολογικού Τμήματος, όμως το συγκεκριμένο μέτρο δεν συμφωνεί με τα ειω-θότα στο ευρωπαϊκό παράλληλο, όπου τα φροντιστήρια παρακολουθεί ένας στε-νός κύκλος φοιτητών της απόλυτης επιλογής του διδάσκοντος. Διδάσκων ορί-ζεται ο αρχαιότερος καθηγητής Ιστορίας. Ο διευθυντής του Φροντιστηρίου αμεί-βεται με ειδικό επιμίσθιο, ενώ υποχρεούται να συντάσσει ετήσιο απολογισμό των φροντιστηριακών μαθημάτων του προς τον Πρύτανη. Το μέτρο τηρείται σποραδικά. Από όσους απολογισμούς δημοσιεύονται στις πρυτανικές λογοδο-σίες, αντλούμε κυρίως τα στοιχεία για τη διδασκαλία στα φροντιστήρια.

Η νομοθετική ρύθμιση ενεργοποιείται το 1892, τέσσερα χρόνια μετά τη θέσπισή της, και συμπίπτει με το θάνατο του Παπαρρηγόπουλου, του αρχαιό-τερου μέχρι τότε καθηγητή. Στην απροθυμία του Παπαρρηγόπουλου να διδά-ξει σε φροντιστήριο οφείλεται ενδεχομένως και η προαναφερθείσα καθυστέρηση. Πάντως, το 1892 αρχίζει, ως αρχαιότερος καθηγητής, τη διδασκαλία ιστορι-κών ασκήσεων στο Φιλολογικό Φροντιστήριο ο Σπ. Λάμπρος, με τον τίτλο «Ιστορικαί ασκήσεις εν τω Φροντιστηρίω». Το ίδιο έτος νομοθετείται νέος κα-νονισμός λειτουργίας του Φιλολογικού Φροντιστηρίου6. Συγχωνεύονται σε αυτό

5. Νόμοι και διατάγματα περί του Εθνικού Πανεπιστημίου (από τον έτους 1886-1895) εκδιδόμενα επί της πρυτανείας Αν. Διομήδους Κυριακού, Αθήνα 1896, σ. 70-72.

6. Νόμοι και Διατάγματα ..., ό.π., Κανονιστικό» Περί κανονισμού του εν τω Εθνικώ Πανεπιστήμιω φιλολογικού φροντιστηρίου, 21.3.1895, σ. 57-65.

Page 67: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

το Φιλοσοφικό, Ιστορικό και Γλωσσολογικό Φροντιστήριο, ενώ προβλέπεται και η ίδρυση και ενσωμάτωση Παιδαγωγικού. Στην πραγματικότητα τα επό-μενα χρόνια το Ιστορικό Φροντιστήριο θα αυτονομηθεί πλήρως και οι τρεις καθηγητές Ιστορίας της Φιλοσοφικής Σχολής θα εμφανισθούν ως διευθυντές στα δικά τους φροντιστήρια. Το χειμερινό εξάμηνο 1895-1896 θα προσφέρει «Ασκή-σεις εν τω ιστορικώ φροντιστηρίω» ο Παύλος Καρολίδης, διάδοχος του Πα-παρρηγόπουλου στην έδρα της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, ενώ το επό-μενο χειμερινό εξάμηνο θα εγκαινιάσει τη φροντιστηριακή διδασκαλία του και ο τρίτος καθηγητής Ιστορίας, στην έδρα των Μέσων και Νεωτέρων Χρόνων, ο Δημήτριος Πατσόπουλος.

Εκτός από τον Λάμπρο, κανένας από τους άλλους δύο διδάσκοντες δεν ασχολείται με πρωτότυπη αρχειακή εργασία. Ο Παύλος Καρολίδης διδάσκει μία η δύο ώρες την εβδομάδα, με ακροατήριο τριτοετείς και τεταρτοετείς φοι-τητές. Κύριο αντικείμενο του Φροντιστηρίου του, το οποίο χαρακτηρίζει ως «Ιστορικοφιλολογικόν», είναι η μελέτη των πηγών της Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας. Στη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους 1894-1895 ασχο-λείται με μεμονωμένα προβλήματα της θέσης του ελληνισμού στη διαχρονία, όπως το νοτιοσλαβικό, η κουτσοβλαχική εθνότητα, η παρουσία των Ελλή-νων στην Ιλλυρική χερσόνησο. Διδάσκει μέθοδο διδασκαλίας Βυζαντινής Ιστο-ρίας, ενώ εστιάζει το ενδιαφέρον του σε ζητήματα μεθοδολογίας και θεωρίας της Ιστορίας, με αιχμή το έργο του Ηροδότου και του Θουκυδίδη. Ο Καρολί-δης θα ασχοληθεί με μεθοδολογικά και θεωρητικά ζητήματα της Ιστορίας, σε αντίθεση με τον Λάμπρο, που θα αφιερωθεί στην «τεχνολογία» της ιστορικής επιστήμης. Όταν από τα πρώτα χρόνια της κοινής παρουσίας τους στο Πανε-πιστήμιο θα συγκρουστούν, συμπλέκοντας υπαρκτές σημαντικές επιστημονικές διαφωνίες και επαγγελματικές στοχεύσεις7, ο πρώτος θα διακηρύξει την πίστη του στη Φιλοσοφία της Ιστορίας και στην άρρηκτη σύνδεση Ιστορίας-Φιλοσο-φίας, ενώ ο δεύτερος θα διεκδικήσει μια επιστημονική Ιστορία βασισμένη σε τεκμήρια.

Ο Δημήτριος Πατσόπουλος, σύμφωνα με το μοναδικό του απολογισμό που συμπεριλαμβάνεται στην πρυτανική λογοδοσία του 1898-99, έχει αναλάβει τη διδασκαλία των πρωτοετών και δευτεροετών φοιτητών. Παρά όμως τις σχε-τικές προβλέψεις του κανονισμού, το Φροντιστήριο περιορίζεται, λόγω των γνω-στικών ελλείψεων των φοιτητών κατά το διδάσκοντα, στη συζήτηση και την

7. Βλ. την εισήγηση του Λάμπρου στη συνεδρίαση της 17ης Απριλίου 1892 στα Πρα-κτικά Συνεδριάσεων της Φιλοσοφικής Σχολής από 5 Μαΐου 1881 - 10 Σεπτεμβρίου 1885, και Παύλου Καρολίδη, Διαμαρτυρία προς τον κοσμήτορα της Φιλοσοφικής Σχολής Κύ-ριον Κυπάρισσον Στεφάνου εναντίον Σπυρίδωνος Π. Λάμπρου καθηγητού, Αθήνα 1892, σ. 7-8. Για τη σύγκρουση των δυο ιστορικών βλ. και Έφη Γαζή, ό.π., σ. 113-118.

δ

Page 68: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

επίλυση αποριών αναφορικά με θέματα μέσης και νεότερης ευρωπαϊκής Ιστο-ρίας, που έχει αναπτύξει ο ίδιος στο μάθημά του. Το ελάχιστο ενδιαφέρον που επιδεικνύει ο Πατσόπουλος για τη φροντιστηριακή διδασκαλία, δίκαια, νομίζω, μας αποκαλύπτει μία διαφορετική πραγματικότητα, εκείνη της υιοθέτησης ενός μέτρου, λόγω οικονομικών ωφελειών.

Ο Λάμπρος συνεχίζει και ως καθηγητής την εργασία του με πρωτότυπο αρχειακό υλικό. Το ακροατήριο του αποτελείται από τριτοετείς και τεταρτοε-τείς φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής, ενώ μνημονεύεται, όπως και στο Φρον-τιστήριο του Καρολίδη, η μεμονωμένη παρουσία μικρού αριθμού φοιτητών της Θεολογικής. Διδάσκει ασκήσεις συστηματικής χρονολόγησης, μελέτη μεσαιω-νικών επιγραφών και χαραγμάτων, ανάγνωση και ερμηνεία χειρογράφων, σύν-ταξη καταλόγου κωδίκων από μοναστηριακές, σχολικές και άλλες βιβλιοθήκες της Αθήνας, εκτός της Εθνικής, προετοιμασία πηγών προς έκδοση. Εργάζεται για τη σύνταξη βιβλιογραφίας του 1821 από τους φοιτητές, με τη χρήση ειδι-κών εντύπων δελτίων. Παράλληλα με την άσκηση των φοιτητών στη χρήση και αξιοποίηση του αρχειακού υλικού, στο Φροντιστήριο παραδίδεται και υπο-δειγματική διδασκαλία της Ελληνικής Ιστορίας στο Ελληνικό Σχολείο και Γυ-μνάσιο. Για πρώτη φορά καθηγητής Ιστορίας, πραγματοποιεί διδασκαλία εκτός Πανεπιστημίου: «Σύνταξις καταλόγων των χειρογράφων των εν Αθήναις βι-βλιοθηκών φροντιστηριακώς» και «Χρονολογικαι ασκήσεις εν τω φροντιστη-ρίω και αρχειακαί μελέται εν τω αρχείω της Ιστορικής και Εθνολογικής Εται-ρείας». Για τις ανάγκες των φοιτητών του τυπώνονται λιθογραφημένα αντί-τυπα ασκήσεων. Δημιουργεί ακόμη ειδική βιβλιοθήκη για το Φροντιστήριο. Περιλαμβάνει βιβλία, ξενόγλωσσα περιοδικά και χάρτες. Χρησιμοποιεί ακόμη για πρώτη φορά σε διδασκαλία στο Πανεπιστήμιο φωτογραφημένα χειρόγραφα και κώδικες, από ξένες βιβλιοθήκες και αρχεία. Ο ίδιος άλλωστε εισάγει και στο ακαδημαϊκό μάθημα σημαντικές διδακτικές καινοτομίες, όπως τη χρήση χαρτών και φωτεινών διαφανειών. Τη γενικότερη πίστη του στην εξέλιξη της τεχνολογίας και τη βοήθεια που αυτή προσφέρει στην ιστορική έρευνα, θα εκ-φράσει ο Λάμπρος και από το πλέον επίσημο βήμα, εκείνο του πρύτανη, το 19058. Στη φροντιστηριακή διδασκαλία αφιερώνει κι ένα σημαντικό μέρος του κεφαλαίου του για την ιστορική διδασκαλία στο ανέκδοτο έργο του «Αι ιστο-ρικαί μελέται εν Ελλάδι κατά τον πρώτον αιώνα της Παλιγγενεσίας μετά προ-εισαγωγής περί των Ελληνικών ιστορημάτων επί τουρκοκρατίας» (Αρχείο Σπυ-ρίδωνα Λάμπρου, Ιστορικό Σπουδαστήριο του Τμήματος Αρχαιολογίας και Ι-στορίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθήνας). Εκεί αναφέρεται και στη σημασία

8. Σπ. Λάμπρος, Νέοι ορίζοντες εν τη ιστορική ερεύνη. Λόγος απαγγελθείς εν τω Εθνικώ Πανεπιστημίω την 15η Ιανουαρίου 1905 υπό Σπ. Λάμπρου αναλαμβάνοντος επι-σήμως την Πρυτανείαν του ακαδημαϊκού έτους 1904-5, Αθήνα 1905, σ. 25.

Page 69: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

των πανεπιστημιακών εκδρομών, στη διοργάνωση των οποίων πρωτοστατεί. Οι φοιτητές επισκέπτονται τόπους αρχαιολογικού και ιστορικού ενδιαφέροντος με συμμετοχή και καθηγητών, ώστε η διδασκαλία να εμπλουτίζεται από την αυτοψία. Οι εκδρομές αυτές θα πολλαπλασιασθούν ιδιαίτερα την τελευταία δε-καετία του 19ου αιώνα, με τη συμμετοχή των πρυτανικών αρχών, των τριών καθηγητών Ιστορίας αλλά και συναδέλφων συναφών κλάδων.

Σε απολογιστικό κείμενο του προς τον πρύτανη, ο εισηγητής της φροντι-στηριακής διδασκαλίας στην Ιστορία αναφέρεται με υπερηφάνεια στον κύκλο των μαθητών του, με τους οποίους συνεργάστηκε σε σημαντικές ιστορικές εργα-σίες, εκκινώντας από το Φροντιστήριο (έκδοση καταλόγων αγιορείτικων χειρο-γράφων, σύνταξη καταλόγου των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης κ.ά.)9. Η σύνδεση του Λάμπρου με τους φοιτητές του, ο τρόπος οργάνωσης του Φροντι-στηρίου, η χρήση αρχειακού υλικού, παραπέμπουν στον θεσμό του ιστορικού φροντιστηρίου, όπως διαμορφώθηκε στη Γερμανία και στη Γαλλία. Η διδασκα-λία του Λάμπρου βρίσκεται πολύ πιο κοντά στο ευρωπαϊκό παράλληλο από εκείνη των άλλων δύο διδασκόντων. Η γνώση και η προσήλωσή του σε αυτό το πρότυπο συνδέεται με τις τριετείς μεταπτυχιακές σπουδές του στη Γερμα-νία, τις πλέον ολοκληρωμένες συγκριτικά με τους δύο άλλους διδάσκοντες. Η δ η το 1878 με τον εισιτήριο λόγο που εκφωνεί ως υφηγητής επαινεί τις μελέτες που προκύπτουν από τη συλλογή και επεξεργασία των πηγών και την αυτο-ψία, ενώ αναφέρεται στους μεγάλους Γερμανούς ιστορικούς, όπως τους Boeckh, Ritter, Niebuhr, Grotte, Droysen, Curtius, θυμίζοντας και τις σχέσεις μα-θητείας που τον συνδέουν με τους δύο τελευταίους10.

Η τόσο γρήγορη επικράτηση της φροντιστηριακής διδασκαλίας με τις ποι-κίλες εκφάνσεις της, δεν αποτελεί ένα ιδιαίτερο φαινόμενο στην Ιστορία, παρά μόνο μια γενικότερη εξέλιξη του τέλους του 19ου αιώνα στο πανεπιστημιακό πρόγραμμα σπουδών: την εκτεταμένη εισαγωγή της φροντιστηριακής και εργα-στηριακής διδασκαλίας. Από το ένα και μοναδικό Φροντιστήριο, το Φιλολογικό, που θεσμοθετείται λίγα χρόνια μετά την ίδρυση του Πανεπιστημίου, τις δυο τελευταίες δεκαετίες του αιώνα δημοσιεύονται κανονισμοί πλήθους φροντιστη-ρίων και εργαστηρίων στη Φιλοσοφική και στην Ιατρική11, ενώ στο πρόγραμμα

9. Εθνικόν Πανεπιστήμιον. Τα κατά την Πρυτανείαν Αλκιβιάδου Κρασσά Τακτικού καθηγητού του Ρωμαϊκού Δικαίου Πρυτανεύσαντος κατά το ακαδημαϊκόν έτος 1899-1900, Αθήνα 1901, σ. 115-123.

10. «Εισιτήριος εις το μάθημα της ελληνικής ιστορίας», στο Σπ. Λάμπρος, Λόγοι και άρθρα, Αθήνα 1902, σ. 147-173.

11. Βλ. τους κανονισμούς των φροντιστηρίων και των εργαστηρίων στις συναγωγές νόμων του Πανεπιστημίου Νόμοι και διατάγματα ..., ό.π., και Νόμοι και διατάγματα περί του Εθνικού Πανεπιστημίου (από του έτους 1895-1900) εκδιδόμενα επί της πρυτανείας Κ. Μητσοπούλου, Αθήνα 1901.

Page 70: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

της Θεολογικής και Νομικής Σχολής περιλαμβάνονται, χωρίς όμως θεσμική υπόσταση, φροντιστήρια. Το 1888 εκτός από τον κανονισμό του Ιστορικού Φρον-τιστηρίου δημοσιεύονται και εκείνοι του Φιλοσοφικού και του Μαθηματικού Φροντιστηρίου και του Ανατομικού Εργαστηρίου. Τα επόμενα χρόνια, μέχρι το τέλος του αιώνα, τα παραρτήματα και τα φροντιστήρια πυκνώνουν: Φροντι-στήριο Μικροβιολογίας και Πειραματικής Παθολογίας (1889), Παθολογικό Α-νατομείο (1889), Γλωσσολογικό Φροντιστήριο (1892), Εργαστήριο Πειραματι-κής Φυσικής (1894), Βοτανικό Εργαστήριο (1894), Φροντιστήριο Ζωολογίας στο Φυσιολογικό Μουσείο (1895), Φροντιστήριο στο Ορυκτολογικό και Γεω-λογικό Μουσείο (1895), Ακαδημαϊκό Γυμναστήριο (1899), Παιδαγωγικό Φρον-τιστήριο (1899), Εγχειρητικό Φροντιστήριο (1900), Εργαστήριο Υγιεινής και Μικροβιολογίας (1900) και Φαρμακευτικό Χημείο (1900).

Το 1895, εικοσιοκτώ καθηγητές όλων των σχολών (περίπου το 1 / 2 του διδακτικού προσωπικού) αμείβονται για φροντιστηριακή διδασκαλία12. Οι πε-ρισσότεροι έχουν εκλεγεί στην πανεπιστημιακή τους έδρα μετά το 1882. Ανα-φέρω ενδεικτικά, εκτός από τους καθηγητές Ιστορίας, τους Νικόλαο Πολίτη, Γεώργιο Χατζιδάκη, Ιωάννη Χατζιδάκη, Αντώνιο Μηλιαράκη, Εμμανουήλ Ζο-λώτα και Αναστάσιο Δαμβέργη. Πρόκειται για σημαντικές προσωπικότητες της ελληνικής πνευματικής ζωής, με σπουδές στην Ευρώπη, και κυρίως στη Γερ-μανία τη δεκαετία 1870-1880. Κατά τη διάρκεια των σπουδών τους έχουν έλθει σε επαφή με τα ρεύματα της σύγχρονης επιστημονικής σκέψης και με το θε-σμό της φροντιστηριακής διδασκαλίας, ο οποίος στο πλαίσιο του θετικισμού, γνωρίζει μια σημαντικότατη διάδοση. Μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα, μαζί με καθηγητές όπως ο Αναστάσιος Χρηστομάνος, που ήδη από το 1863 έχει συστήσει άτυπα το πρώτο Χημείο13, πρωτοστατούν στην καθιέρωση της φροντιστηριακής και εργαστηριακής διδασκαλίας, ενώ συγχρόνως διεκδικούν την γενικότερη αναδιάταξη του προγράμματος σπουδών.

Στις δύο τελευταίες δεκαετίες του αιώνα μια σειρά από νομοθετικές ρυθμί-σεις, που στην πλειοψηφία τους συνάδουν με τα αιτούμενα της νέας γενιάς κα-θηγητών που στελεχώνουν το Πανεπιστήμιο τη δεκαετία αυτή, μεταβάλλουν

12. «Περί επιμισθίων των εν Φροντιστηρίοις διδασκόντων Καθηγητών του Εθνικού Πανεπιστημίου» στο Νόμοι και διατάγματα ..., 1896, ό.π., σ. 4-5.

13. Βλ. Πρυτανεία Α. Κ. Χρηστομάνου, Λόγοι και Ευθύναι Αναστασίου Κ. Χρηστο-μάνου καθηγητού της Χημείας Πρυτάνεως του Εθνικού Πανεπιστημίου κατά το ακαδημαϊ-κόν έτος 1896-1897 παραδίδοντος την Πρυτανείαν εις τον διάδοχον αυτού Σπυρίδωνα Μαγγί-ναν καθηγητήν της Χειρουργικής Πρύτανιν του Εθνικού Πανεπιστημίου κατά το ακαιδη-μαϊκόν έτος 1897-1898, Αθήνα 1898, σ. 118-119, όπου ο Χρηστομάνος δεν περιορίζεται στην υποστήριξη του θεσμού αλλά αναφέρεται και στις διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους εκ-προσώπους των θετικών και θεωρητικών επιστημών, με σαφώς υποτιμητικό λόγο προς τους δεύτερους.

Page 71: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

τους προσανατολισμούς της ανώτατης εκπαίδευσης14. Σημαντικότερη θεσμικά τροποποίηση είναι η κατάργηση του διορισμού των καθηγητών από την εκτε-λεστική εξουσία και η συμμετοχή της οικείας σχολής στην εκλογή τους15. Επι-βάλλονται τα δίδακτρα, έστω και εάν μετά από λίγα χρόνια καταργούνται16. Συντελείται ακόμη μια ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση του προγράμματος, την ώρα που ο φοιτητικός πληθυσμός συνεχώς αυξάνει: το ωρολόγιο πρόγραμ-μα διευρύνεται, θεσμοθετούνται νέες έδρες διδασκαλίες, εκλέγονται καθηγητές που τις στελεχώνουν, αυξάνουν οι ώρες διδασκαλίας και εισάγονται νέα γνω-στικά αντικείμενα και θεματικές. Προσπάθειες γίνονται και για την ορθολογικο-ποίηση και την εφαρμογή του προγράμματος στην κατεύθυνση της αυτονόμη-σης και της εξειδίκευσης. Νομοθετούνται μηχανισμοί ελέγχου της παρουσίας των διδασκόντων. Καθορίζεται ο αριθμός των εδρών, ο οποίος μέχρι τότε προέ-κυπτε από το σχετικό ποσό που διέθετε το Υπουργείο Παιδείας στον ετήσιο

προϋπολογισμό του, ενώ η απόπειρα να καθοριστούν και τα γνωστικά τους αντι-κείμενα αποτυγχάνει 17. Τέλος, αναδιοργανώνονται οι εξετάσεις των φοιτητών με στόχο τον πληρέστερο έλεγχο των γνώσεων που αποκτούν κατά τη διάρ-κεια της φοίτησής τους18. Οι ρυθμίσεις αυτές στην πλειοψηφία τους προέρχονται από τους υπουργούς Παιδείας τρικουπικών κυβερνήσεων της περιόδου. Σημειώ-νω ενδεικτικά ότι τα πρώτα οκτώ φροντιστήρια, ιδρύονται την τριετία 1886-1889 (υπουργοί Παιδείας Π. Μανέτας - Γ. Ν. Θεοτόκης), ενώ ο θεσμός στη-ρίζεται με δύο άλλα μέτρα της τριετίας αυτής, την αμοιβή με επιμίσθια όλων

14. Για τις αλλαγές στο πανεπιστημιακό πρόγραμμα σπουδών εκτός από τα σχετικά νομοθετήματα στις συναγωγές των νόμων βλ. και Κώστας Παπαπάνος, Χρονικό-Ιστορία της Ανώτατης μας Εκπαιδεύσεως, Αθήνα 1970, σ. 104-130 για την περίοδο 1864-1911.

15. Για το διδακτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου βλ. Κώστας Λάππας, «Το δι-δακτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου Αθηνών τον ΙΘ' αιώνα», Πανεπιστήμιο: ιδεολογία και Παιδεία. Ιστορική διάσταση και Προοπτικές. Αθήνα 21-25 Σεπτεμβρίου 1987, τ. Α', ΙΑΕΝ 19, Αθήνα 1989, σ. 137-147.

16. Βλ. Κ. Λάππας, «Το ζήτημα των διδάκτρων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κατά το 19ο αιώνα», Προσεγγίσεις στις νοοτροπίες των βαλκανικών λαών, 15ος-20ός αι. Οικονο-μικές αντιλήψεις και συμπεριφορές, Αθήνα 1988, σ. 131-152.

17. Πρόκειται για την μεταρρυθμιστική προσπάθεια της κυβέρνησης Τρικούπη το 1893, η οποία όμως αντικαθίσταται από την επόμενη κυβέρνηση με τον επανακαθορισμό απλώς του αριθμού των διδασκόντων βλ. Νόμοι και Διατάγματα..., 1896, ό.π., σ. 1-5 και 2 1 - 2 2 .

18. Στην περίπτωση της ιστορίας εισάγονται νέα γνωστικά αντικείμενα (Ιστορική Γεω-γραφία, Ιστορία του πολιτισμού), αλλά και νέες ιστορικές περίοδοι (Φραγκοκρατία, Επανά-σταση του 1821) ενσωματώνονται η αυτονομούνται στο ωρολόγιο πρόγραμμα. Σε αντίθεση με τους πρώτους καθηγητές Ιστορίας, στο τέλος του αιώνα οι έδρες αποκτούν χαρακτήρα δεσμευτικό για το διδάσκοντα. Ο Σπ. Λάμπρος π.χ. λόγω της έδρας που κατέχει (Αρχαίων Λαών), διδάσκει μόνο Αρχαία Ιστορία και ποτέ Βυζαντινή η Νεότερη παρά μόνο στα φρον-τιστήρια.

Page 72: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

των καθηγητών που διδάσκουν σε φροντιστήρια και την υποχρεωτική συμμε-τοχή των φοιτητών στα φροντιστήρια.

Η εκτεταμένη εισαγωγή της φροντιστηριακής και εργαστηριακής διδα-σκαλίας στο τέλος του 19ου αι. προσδίδει νέους προσανατολισμούς στην πανε-πιστημιακή εκπαίδευση. Παράλληλα με την ακαδημαϊκή διδασκαλία, που δεν παύει να κυριαρχεί στο πρόγραμμα σπουδών, τα φροντιστήρια και τα εργαστή-ρια δημιουργούν μια νέα δυναμική. Ακόμα και στις περιπτώσεις των καθηγη-

τών εκείνων, για τους οποίους η φροντιστηριακή διδασκαλία μεταφράζεται σε επιπλέον πηγή εσόδων, η ίδια η οργάνωση και φιλοσοφία των φροντιστηρίων συγκροτεί μια σημαντική τομή, στο χώρο, στο χρόνο και τους συμμετέχοντες στη διδακτική πράξη. Η έννοια της φοίτησης διαφοροποιείται. Από την από-λυτη σχεδόν ελευθερία επιλογής μαθημάτων, χαρακτηριστικό των φοιτητικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, δη-μιουργείται τώρα ένας κύκλος φροντιστηρίων και εργαστηρίων υποχρεωτικών στην παρακολούθηση. Οι σχέσεις φοιτητών-διδάσκοντος μεταβάλλονται: η έν-νοια της μαθητείας εμπλουτίζεται, αποκτά προσωπική χροιά, ξεφεύγει συχνά από τα στενά πλαίσια της αίθουσας, μεταφέρεται σε εξωπανεπιστημιακές ενα-σχολήσεις. Η διδακτική πράξη διαφοροποιείται: δίπλα στο χρόνο της συνε-χούς αφήγησης η ανάγνωσης, εμφανίζεται τώρα εντονότερα ο διακεκομμένος χρόνος της ερωταπάντησης, δίπλα στη λεκτική δραματοποίηση, η αυτοψία και το πείραμα. Η γνώση εξειδικεύεται: δίπλα στα σχολικά βιβλία και στα γενικά συγγράμματα που οι περισσότεροι καθηγητές διαβάζουν στις ακαδημαϊκές πα-ραδόσεις, διανέμονται τα ειδικά εγχειρίδια και οι πολυγραφημένες ασκήσεις, τις οποίες καλούνται να λύσουν οι φοιτητές. Ο χώρος αλλάζει: δίπλα στα ανοικτά αμφιθέατρα, η πραγματικότητα του εργαστηρίου, της κλειστής αίθουσας. Μια νέα παιδαγωγική πειθαρχία δημιουργείται, όπου η δυνατότητα της επιλογής και οργάνωσης της προσφερόμενης γνώσης περιορίζεται μαζί με την ελευθερία δια-χείρισης του χρόνου του φοιτητή. Οδηγούμαστε σταδιακά στην έννοια της φοί-τησης ως συμμετοχής σε κλειστά σχήματα επιστημονικής και επαγγελματικής κατάρτισης. Οι εξελίξεις αυτές, θα συναντήσουν την αντίδραση των φοιτητών, σε ένα κατά παράδοση εξαιρετικά φιλελεύθερο και ανεκτικό Πανεπιστήμιο, ώστε το πρόβλημα της συνεπούς παρακολούθησης να αναδειχθεί σε ένα από τα μεί-ζονα προβλήματα των πανεπιστημιακών αρχών.

Σε αυτό το πλαίσιο η ίδια η λειτουργία του Πανεπιστημίου αλλάζει. Από «εθνικό διδακτήριο», όπου πολυπληθή ακροατήρια συρρέουν να ακούσουν τις παραδόσεις των καθηγητών19, μεταβάλλεται σταδιακά σε φυτώριο νέων επιστη-

19. Βλ. τη μαρτυρία του περιηγητή Henry Μ. Baird, «Modern Greece: A narra-tive of a Residence and Travels in that Country», Νέα Υόρκη 1856, σ. 80-5 ανθολογημένη

Page 73: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

μόνων, σε κλειστό ίδρυμα παροχής υψηλής εξειδικευμένης γνώσης. Προς αυτή την κατεύθυνση, άλλωστε, έχουν συντελέσει τα μέγιστα η λειτουργία του «Παρ-νασσού» και των άλλων συλλόγων με τις εκλαϊκευτικές διαλέξεις προς το πλατύ κοινό, των οποίων η παρουσία πυκνώνει στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Στην περίπτωση της Ιστορίας, η φροντιστηριακή διδασκαλία θα εμφανι-στεί δυναμικά στα προγράμματα σπουδών των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυ-μάτων Ευρώπης και Αμερικής, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Συνδεδε-μένη με τα αιτούμενα του γερμανικού ιστορικισμού θα καθιερωθεί μαζί με την αρχειακή εργασία ως το κατ' εξοχήν στάδιο διαμόρφωσης ενός νέου ιστορικού20. Στην κλειστή ιεραρχημένη κοινότητα του Ιστορικού Φροντιστηρίου οι σχέσεις μαθητείας θα συνυπάρξουν με τις σχέσεις συναδέλφωσης ανάμεσα στους φοιτη-τές, σχέσεις αναγνώρισης της κοινής ιδιότητάς τους αλλά και ανταγωνισμού για την επιβράβευση από το διδάσκοντα. Οι πλέον ικανοί θα διακριθούν, πέρα από το χώρο της τάξης, δημόσια με την υπόμνηση του ονόματος τους στους ετήσιους απολογισμούς. Ο δάσκαλος-μύστης θα προσφέρει στους νεαρούς μα-θητευόμενους τις απαραίτητες γνώσεις, τις κατάλληλες δεξιότητες και τις εξει-δικευμένες τεχνικές. Η επιτυχής κατάκτηση της γνώσης και η έμπρακτη από-δειξή της μέσω της πρωτότυπης εργασίας, θα οδηγήσει σε συμμετοχή στην κοινότητα των επαγγελματιών, στην ιστορική επιστημονική κοινότητα. Εάν όμως στις χώρες της Ευρώπης δημιουργούνται ταυτόχρονα τα δίκτυα των σχο-λών και των ιδρυμάτων για την Ιστορία και την αρχειακή εργασία, με απο-τέλεσμα τη δημιουργία ειδικευμένων θέσεων εργασίας, στην ελληνική κοινω-νία, καθώς δεν έχουν διαμορφωθεί οι κατάλληλοι υποδοχείς, οι περισσότεροι από τους μαθητές των φροντιστηρίων θα απορροφηθούν στη μέση εκπαίδευση, συγκροτώντας κύκλους λογίων, που θα στηρίξουν εγχειρήματα όπως εκείνο της συλλογής παροιμιών και παραδόσεων από το Νικόλαο Πολίτη. Θα συντελέσουν όμως και ενεργά στη συγγραφή τοπικών κυρίως ιστοριών τη δεκαετία του 1920, ιστοριών όμως οι οποίες διαθέτουν αρκετές από τις αρετές που διδάχθηκαν δί-πλα στο Λάμπρο. Μια μικρή ομάδα θα συνεχίσει το πανεπιστημιακό έργο των διδασκάλων τους (αναφέρω ενδεικτικά: Αδαμάντιος Αδαμαντίου, Φαίδων Κου-κουλές, Σωκράτης Κουγέας, Νίκος Βέης, Ιωάννης Καλιτσουνάκης, Δημήτριος Μπαλάνος) η, γενικότερα, θα αναμιχθεί στην πνευματική ζωή (Φίλιππος Γεωρ-

γημένη στο Αλέξης Δημαράς (επιμ.), Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε (Τεκμήρια ιστορίας), τ. Β', 1895-1967, Αθήνα 1990, σ. 326.

20. Bonnie G. Smith, «Gender and the Practices of Scientific History: The Se-minar and Archival Research in the Nineteenth Century», The American Historical Review, vol. 100, 4 (October 1995) 1150-1176. Βλ. ακόμη Georg G. Iggers, The Ger-man Conception of History. The national tradition of historical thought from Herder to the present, revised edition, Wesleyan University Press, Middletown, Connecti-cut, 1983.

Page 74: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Γεωργαντάς, Δημήτριος Γληνός, Παναγιώτης Αραβαντινός, Ιωάννης Βογιατζίδης). Η εξέλιξη προς έναν αυτόνομο θεωρητικά και μεθοδολογικά ιστορικό λόγο,

ακόμη κι αν κυριαρχεί στο τέλος του αιώνα, δεν είναι η μόνη. Την ίδια εποχή ο Πατσόπουλος συνεχίζει την παράδοση της διδασκαλίας μεγάλων περιόδων με γενικούς τίτλους και χωρίς συγκεκριμένες τομές και διδάσκει την αξιολογική αποτίμηση του παρελθόντος, βασισμένη στα μεγάλα αφηγήματα και όχι στις πηγές και στην αρχειακή μελέτη.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην αρχή, στον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο. Όταν το 1892 ο Λάμπρος προτείνει, πρόταση που τελικά απορρίπτεται, τη μετατροπή της έδρας της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους σε έδρα μελέτης των πηγών της ελληνικής ιστορίας, έχει κυλήσει ήδη πολύ νερό στ' αυλάκι21. Η ιστο-ρία δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως εν δυνάμει έργο όλων των ανθρώπων, όπως την αντιλαμβάνονταν ο εισηγητής της αδιάσπαστης συνέχειας της ιστορίας του ελληνικού έθνους, αλλά μεταβάλλεται σε δυνατότητα ολίγων, επαρκώς εκπαι-δευμένων. Κι όμως ο στόχος παραμένει ο ίδιος. Ακόμα και στην πλέον σοβαρή, στα πλαίσια του θετικισμού, απόπειρα φροντιστηριακής διδασκαλίας, εκείνης του Λάμπρου, το ενδιαφέρον εστιάζεται στην ανάδειξη του αρχειακού υλικού, το οποίο θα βοηθούσε καλύτερα την εγκόλπωση των αμφισβητούμενων ακόμη χρονικών περιόδων στο εθνικό αφήγημα. Όπως υποστηρίζει άλλωστε ο ίδιος, από το πλέον επίσημο πανεπιστημιακό βήμα, εκείνο του πρύτανη, ζητώντας την οικονομική στήριξη των ιστορικών ερευνών, «δεν υπάρχει πράγματι αλ-ληλεγγύη μεγαλειτέρα της μεταξύ του γραφείου του ιστοριογράφου και της σκη-νής του στρατοπέδου. Επ' αμφοτέρων μετεωρίζεται μία και η αυτή σημαία, η σημαία της πατρίδος»22.

21. Πρακτικά Συνεδριάσεων της Φιλοσοφικής Σχολής, Συνεδρίαση 17 Απριλίου 1892, σ. 190-191.

22. Σπ. Λάμπρος, Νέοι ορίζοντες..., ό.π., σ. 28.

Page 75: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Εργασία και πολιτική

Πέμπτη 17 Απριλίου 1997

Απογευματινή συνεδρία

Πρόεδρος: ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ

Page 76: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 77: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΑ ΦΤΩΧΟΤΕΡΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ (1880-1940)

Σ Κ Ε Ψ Ε Ι Σ Γ Ι Α ΜΙΑ Μ Ι Κ Ρ Ο Ϊ Σ Τ Ο Ρ Ι Α Τ Η Σ Π Α Ι Δ Ι Κ Η Σ Η Λ Ι Κ Ι Α Σ Σ Τ Η Σ Χ Ε Σ Η Τ Η Σ ΜΕ Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Σ Χ Ρ Ο Ν Ο Υ Σ

Μ Α Ρ Ι Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ι Ο Υ

Αφετηρία και βάση της ανακοίνωσης αυτής αποτελεί η διδακτορική διατριβή μου, η οποία μελετά την οικονομική λειτουργία των παιδιών των φτωχότερων στρωμάτων στην Αυστρία1 από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και την εποχή του Μεσοπολέμου. Καταρχήν και σύμφωνα με τον τίτλο της ανακοίνωσης θα αναφερθώ στην, τόσο θεματικά όσο και μεθοδολογικά, εν πολλοίς πρωτότυπη, διαφορετική προσέγγιση της ιστορίας της παιδικής ηλικίας που ακολούθησα στην εργασία. Στη συνέχεια και σύμφωνα με το ειδικότερο ενδιαφέρον του Συμ-ποσίου θα επικεντρώσω το λόγο μου σε ζητήματα ιστορικού χρόνου.

Στον τίτλο της ανακοίνωσης γίνεται λόγος για μικροϊστορία της παιδικής ηλικίας. Κατά τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ιστορία της καθημερινής ζωής των παιδιών, για ιστορία της παιδικής ηλικίας από χαμηλά

η από κάτω (σε μια προσπάθεια να μεταφράσουμε τον διάσημο πλέον αγγλικό

1. Ο όρος «φτωχότερα στρώματα» δηλώνει την ποικιλία εκείνη των κοινωνικών ομά-δων, που συγκροτούσαν τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις στην ύπαιθρο και τα αστικά κέντρα. Τα όρια ανάμεσά τους ήταν διακριτά αλλά συγχρόνως, πολλές φορές, ρευστά. Στα φτωχότερα στρώματα ανήκαν τόσο οι οικογένειες των αγρεργατών, των ακτημόνων χωρι-κών, των ανειδίκευτων εργατών, των μεροκαματιάρηδων, όσων εργατών εργάζονταν και πλη-ρώνονταν (κατά κανόνα πολύ χαμηλά) κατ' αποκοπή, των ανέργων, όσο και οι οικογένειες των αγροτών που καλλιεργούσαν αποκλειστικά στα πλαίσια μιας οικονομίας αυτοκατανά-λωσης, των μικροκτηματιών με κάποιο πλεόνασμα παραγωγής, των καλοπληρωμένων ειδι-κευμένων εργατών αλλά και των χαμηλόμισθων υπαλλήλων, όπως ήταν οι περισσότεροι σι-δηροδρομικοί υπάλληλοι. (Βλ. Μ. Papathanassiou, Zwischen Arbeit > Spiel und Schule. Die ökonomische Funktion der Kinder ärmerer Schichten in Österreich 1880-1939, München 1999, κεφ. 3. Στη μελέτη η οικονομική λειτουργία των παιδιών εξετάζεται, στο βαθμό που το επιτρέπουν οι πηγές, και κατά κοινωνικές ομάδες. Ο κλασικός διαχωρισμός ανάμεσα σε στρώματα της πόλης και στρώματα της υπαίθρου απασχολεί τη μελέτη και είναι αναμφισβήτητα σημαντικός αλλά δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένος, αφού, όπως θα αναφέρω και παρακάτω στο κυρίως κείμενο, τα όρια ανάμεσα στις οικογενειακές οικονο-μίες των αστικών κέντρων και σε εκείνες της υπαίθρου ήταν πολλές φορές ρευστά.

Page 78: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

όρο history from below η ακόμη τον λιγότερο γνωστό γερμανικό όρο Geschi-chte von unten2), για μια ιστορική ανθρωπολογία της παιδικής ηλικίας. Μπο-ρεί οι παραπάνω όροι να μην είναι ταυτόσημοι, τα όρια ανάμεσά τους είναι ωστόσο ρευστά αφού όλοι λίγο ως πολύ παραπέμπουν σε μια μικροσκοπική ιστορική ανάλυση, στα πλαίσια της οποίας το παιδί αντιμετωπίζεται και ως ιστορικό υποκείμενο.

Η μικροσκοπική ιστορική ανάλυση και η αντιμετώπιση του παιδιού ως ιστορικού υποκειμένου αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της εργασίας μου. Με βάση αυτοβιογραφικά κείμενα προσπάθησα με μικρότερη η μεγαλύτερη επι-τυχία να παρουσιάσω και να αναλύσω αφενός τους τρόπους με τους οποίους τα παιδιά συνέβαλλαν στο οικογενειακό εισόδημα αλλά και στην αυτοσυντήρησή τους, αφετέρου τη θέση αυτής της οικονομικής λειτουργίας των παιδιών μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της οικογενειακής, μικροκοινωνικής, σχολικής τους κοι-νωνικοποίησης.

Η διατριβή στηρίχθηκε κυρίως στο Αρχείο Αυτοβιογραφικών Μαρτυριών (Dokumentation lebensgeschichtlicher Aufzeichnungen) του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Οικονομικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Βιέννης. Το αυ-τοβιογραφικό υλικό το συμπλήρωσα στέλνοντας γραπτές ερωτήσεις σε και παίρ-νοντας συνεντεύξεις από ορισμένους συγγραφείς, των οποίων τα κείμενα κίνη-σαν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον μου και οι οποίοι ήταν σε θέση και είχαν τη διά-θεση να συνεργαστούν. Τα αυτοβιογραφικά κείμενα αποτελούν πολύτιμη, μονα-δική θα έλεγα, πηγή για τη συμμετοχή των παιδιών στις αγροτικές και οικιακές εργασίες, για την ηλικιακή, διαφυλική κλπ. κατανομή της εργασίας στα πλαί-σια της οικογένειας, του νοικοκυριού, για τις μη εργασιακές μορφές της οικο-νομικής λειτουργίας των παιδιών, για τον τρόπο με τον οποίο ο οικονομικός ρόλος των παιδιών επηρεάζει και επηρεάζεται από τις σχέσεις γονιών-παιδιών, το σχολείο, το παιχνίδι, για τα παιδικά βιώματα και τη στάση των παιδιών α-πέναντι στον οικονομικό τους ρόλο και γενικότερα την κοινωνικοποίηση τους.

Φυσικά η εργασία δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά σε αυτοβιογραφικές αφη-γήσεις αλλά και σε άλλου είδους πηγές, σε ψυχολογικές-κοινωνιολογικές έρευ-νες της εποχής3, σε έρευνες που διεξήχθησαν κατά το πρώτο τρίτο του 20ού

2. Βλ. Ch. Ehalt, «Geschichte von Unten», στο Ch. Ehalt (επιμ.), Geschichte von Unten, Wien 1984, a. 11-39.

3. Πρόκειται κυρίως για μελέτες της περίφημης σχολής ψυχολογίας που αναπτύχθηκε στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου' την επιστημονική αυτή ομάδα απασχόλησε έντονα η καθημερινή ζωή και κοινωνικοποίηση παιδιών και νέων από τα εργατικά στρώματα της Βιέννης. Βλ. λ.χ. Η. Hetzer, Das volkstümliche Kinderspiel, Berlin-Wien-Leipzig-New York 1927· της ίδιας, Kindheit und Armut. Psychologische Methoden in Armutsforschung und Armutsbekämpfung, Leipzig 1929· P. F. Lazars-feld (Hg.), Jugend und Beruf, Jena 1931· M. Rada, Das reifende Proletariermädchen.

Page 79: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

αιώνα από κρατικές στατιστικές υπηρεσίες στην Αυστρία4 , στις εκθέσεις των επιθεωρητών εργασίας6. Εξαιρετική πηγή υπήρξε άλλωστε μια εκτενέστατη «Έρευνα για την Παιδική Εργασία στην Αυστρία», που διεξήχθη το 19086

και βασίστηκε σε συστηματικά συλλεγμένες απαντήσεις και αναφορές σχολικών διευθύνσεων και δασκάλων. Οι αυτοβιογραφικές μαρτυρίες παρέμειναν ωστόσο η βασική πηγή της μελέτης. Το πρόβλημα με τις μαρτυρίες αυτές είναι ότι καλύπτουν κυρίως τον 19ο και τον 20ό αιώνα, ενώ σπανίζουν όλο και περισ-σότερο όσο πιο μακρινή είναι η εποχή την οποία ερευνά ο ιστορικός. Τόσο στον αγγλόφωνο όσο και στο γερμανόφωνο χώρο υπάρχει ωστόσο σχετική αφθονία τέτοιων πηγών, οι οποίες όμως για την ιστορία της παιδικής ηλικίας παραμέ-νουν σχετικά ανεκμετάλλευτες στο ιστοριογραφικό επίπεδο7 . (Η προφορική ιστο-ρία στους ίδιους χώρους έχει βεβαίως εκτεταμένα συλλέξει και χρησιμοποιήσει

Ein Beitrag zur Umweltforschung. (Aus dem psychologischen Institut Wien), Wien-Leipzig 1931.

4. Αναφέρομαι κατά κύριο λόγο στη συλλογή και ανάλυση στοιχείων για τα έσοδα και έξοδα εργατικών οικογενειών της Βιέννης τόσο στις παραμονές του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου όσο και στη μεσοπολεμική περίοδο. Βλ. Wirtschaftsrechnungen und Lebensver-hältnisse von Wiener Arbeiterfamilien in den Jahren 1912 bis 1914 (Erhebung des k.k. Arbeitsstatistischen Amtes im Handelsministerium), Wien 1916· Wirtschaftsstatisti-sches Jahrbuch, Hrsg. von der Kammer für Arbeiter und Angestellte in Wien, τ. 3/1927, Wien 1928 - τ. 7/1930, 1931, Wien 1932 - τ. 9/1932, 1933, Wien 1934 - τ. 10/1933, 1934, Wien 1935 - τ. 11/1936 (αφορά όμως στα έτη 1934, 1935), Wien 1936 - τ. 12/1937, Wien 1937.

5. Bericht der k.k. Gewerbeinspektoren über die Heimarbeit in Österreich (Hrsg. vom k.k. Handelsministerium), Wien 1901, Bd. 1, 2, 3· Berichte der k.k. Gewerbein-spektoren über ihre Amtstätigkeit , 1884-1916, Wien 1885-1917' Berichte der Gewerbe-Inspektoren ( Österreichs ) über ihre Amtstätigkeit, 1917-1926, Wien 1918-1927" Die Amtstätigkeit der Gewerbe-Inspektorate in den Jahren 1927-1937, Wien 1928-1938.

6. Erhebung über die Kinderarbeit in Österreich im Jahre 1908, Teil I/Teil II (Textliche Darstellung, Hefte 1 und 2), Wien 1911.

7. Έχουν εκδοθεί και εξακολουθούν να εκδίδονται σημαντικές επιστημονικές συλλογές αυτοβιογραφικών κειμένων που αφορούν στην ιστορία της παιδικής ηλικίας. Το Αρχείο Αυ-τοβιογραφικών Μαρτυριών στη Βιέννη προωθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 την επιστημονική έκδοση υλικού του (στη σειρά Damit es nicht verlorengeht... υπό την επο-πτεία των Μ. Mitterauer και P. P. Kloss)· ορισμένοι τόμοι της σειράς συγκεντρώνουν ανα-μνήσεις από την παιδική ηλικία που αφορούν σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό, γεωγραφικό, θεσμικό χώρο η μία πολύ συγκεκριμένη περίοδο (την περίοδο του Πρώτου Παγκόσμιου Πο-λέμου λ.χ.). Βλ. ακόμη ενδεικτικά: I. Hardach-Pinke, G. Hardach (Hg.),Deutsche Kind-heiten. Autobiographische Zeugnisse 1700-1900, Kronberg/Ts. 1978" J. Schlumbohm (Hg.), Kinderstuben. Wie Kinder zu Bauern, Bürgern, Aristokraten wurden 1700-1850, München 1983" D. Vincent, Bread, Knowledge and Freedom. A Study of nineteenth century Working Class Autobiography, London-New York 1981 (το βιβλίο του Vincent δεν αφορά μόνο στην παιδική ηλικία).

Page 80: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

αυτοβιογραφικές αφηγήσεις και για την έρευνα της παιδικής ηλικίας, χωρίς όμως να επικεντρώνει το ενδιαφέρον της σε αυτήν)8.

I. ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Πολύ περιληπτικά, τρεις είναι οι θεματικοί άξονες, οι θεμελιώδεις προβλημα-τισμοί της εργασίας:

— Καταρχήν ο χαρακτήρας της οικονομικής λειτουργίας των παιδιών: Οικο-νομική λειτουργία δεν σημαίνει μόνο οικονομικές δραστηριότητες και οι οικο-νομικές δραστηριότητες δεν έχουν απαραίτητα εργασιακό χαρακτήρα. Η οικο-νομική λειτουργία των παιδιών αναφέρεται και στην καταναλωτική τους συμ-περιφορά (παρόλο που οι πηγές δεν είναι ιδιαίτερα βοηθητικές σε αυτό το ση-μείο), αναφέρεται επίσης και στην αποδοχή κάποιων δώρων από τα παιδιά, δώρων που ενίσχυαν σημαντικά το πενιχρό εισόδημα μιας εργατικής (με την ευρύτερη σημασία του όρου) οικογένειας. Οικονομική δραστηριότητα αποτελεί και η επαιτεία, και η συμμετοχή σε κάποια έθιμα, όπως τα κάλαντα των Χρι-στουγέννων, και η ανταλλαγή αγαθών ανάμεσα στα παιδιά στο σχολείο η κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Παραθέτω —ενδεικτικά— από τη δραματική αφή-γηση ενός άντρα, που γεννήθηκε στη Βιέννη το 1898 και σε ηλικία επτά ετών μετακόμισε με την οικογένεια του στο χωριό, από το οποίο καταγόταν η μη-τριά του:

«Στο σχολείο μας έρχονταν και παιδιά από τρία γειτονικά χωριά [...]. Παίρνανε μαζί τους απ' το σπίτι φαί για το μεσημέρι. Όταν έφευγαν μερικά παιδιά αφήνανε στο θρανίο κομμάτια ψωμί η γλυκό. Όταν τελείωνα το μάθημα ξεχνούσα επίτηδες κάτι στην τάξη· γυρνούσα κι έψαχνα τα θρανία γι' αποφά-για...»9.

— Δεύτερο βασικό θεματικό άξονα αποτελεί η θέση της οικονομικής λειτουρ-γίας στα πλαίσια της κοινωνικοποίησης των παιδιών. Ας δούμε ένα παράδειγμα που αφορά στην έμφυλη πλευρά της κοινωνικοποίησης: Οι οικιακές εργασίες εντάσσονταν, όπως θα περίμενε κανείς, θεωρητικά-νοοτροπιακά, στα καθαρά

8. Για την Αυστρία του ύστερου 19ου και, κυρίως, του πρώιμου 20ού αιώνα βλ.: I. Bauer, «Tschikweiber haum's uns g'nennt...», Frauenleben und Frauenarbeit an der «Peripherie ». Die Halleiner Zigarrenfabriksarbeiterinnen, 1869 bis 1940, Wien 1987" N. Ortmayr, «Ländliches Gesinde in Oberösterreich 1918-1938», στο J. Ehmer/M. Mit-terauer (Hg.), Familienstruktur und Arbeitsorganisation in ländlichen Gesellschaften, Wien 1986, σ. 325-416· R. Sieder, Zur alltäglichen Praxis der Wiener Arbeiterschaft im Ersten Drittel des 20. Jahrhunderts, Habil., Wien 1988.

9. Dokumentation lebensgeschichtlicher Aufzeichnungen (στο εξής Doku), Franz Stadler, Lebenserinnerungen, 6.

Page 81: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

γυναικεία καθήκοντα και μέσα από τη συμμετοχή τους στα του οίκου τα κορί-τσια προετοιμάζονταν για τα μελλοντικά βάρη σαν ενήλικες πια. Όταν ωστόσο μια φτωχή οικογένεια δεν είχε κορίτσια η τα κορίτσια ήταν πολύ μικρά, τότε συχνά τα αγόρια συμμετείχαν στα του οίκου, κάποιες φορές μάλιστα επωμί-ζονταν δυσβάσταχτα βάρη. Το θεωρητικό-νοοτροπιακό επίπεδο δεν συμπίπτει επομένως αναγκαστικά με την πράξη και ανακύπτουν ερωτήματα για το επί-πεδο στο οποίο διαμορφώνεται το κοινωνικό φύλο κατά την παιδική ηλικία. Ο μεγαλύτερος γιος μιας εργατικής οικογένειας με έξι παιδιά, έξι αγόρια, στη Βιέννη, γεννημένος το 1922, γράφει:

«Όσο μπορούσα βοηθούσα τη μητέρα μου η προσπαθούσα να τη βοηθήσω. Τακτοποιούσα το δωμάτιο, έφερνα με την κανάτα νερό από τη βρύση, άδειαζα τον κουβά στη λεκάνη της τουαλέτας και πήγαινα για ψώνια στο μπακάλη. Όταν έστρωνα τα κρεβάτια προσπαθούσα να τα στρώνω ομοιόμορφα. Για βοη-θό μου είχα το κοντάρι της σκούπας...»10.

— Τρίτο θεματικό άξονα αποτελεί ο χαρακτήρας της οικογενειακής οικονο-μίας. Την περίοδο που εξετάζουμε στην Αυστρία —αλλά φαντάζομαι και γενι-κότερα στην Ευρώπη— οι φτωχές οικογένειες, όχι μόνον στην ύπαιθρο αλλά και στην πόλη, παρήγαν εν μέρει την τροφή τους, καλλιεργώντας ένα κομμάτι γης, συντηρώντας κάποια ζώα, συλλέγοντας τρόφιμα και ζωοτροφή από τα δάση κλπ. Μέσα από οικογενειακούς δεσμούς η λόγω της ιδιαιτερότητας των επαγγελμάτων των γονιών τα όρια ανάμεσα στην οικογενειακή οικονομία της πόλης και σε εκείνη της υπαίθρου γίνονταν ρευστά. Η ανάγνωση και ανάλυση ορισμένων αυτοβιογραφικών κειμένων έδειξε για παράδειγμα ότι παιδιά εργα-τικών οικογενειών της Βιέννης, που περνούσαν το καλοκαίρι τους στο χωριό όπου ζούσαν οι παππούδες τους, ήταν υποχρεωμένα να συμμετέχουν σε διάφο-ρες αγροτικές εργασίες. Παραθέτω —πάλι ενδεικτικά— φράσεις από την αυτο-βιογραφία μιας γυναίκας γεννημένης το 1920 στη Βιέννη:

«Τις μεγάλες διακοπές του καλοκαιριού τις περνούσα πάντα με τη μη-τέρα μου στο Δάσος της Βοημίας στο χωριουδάκι Νέσπιτσε, εκεί που είχε γεν-νηθεί η μητέρα μου και ζούσε η μητέρα της, η γιαγιά μου [...]. Πηγαίναμε συ-χνά στο δάσος πολύ πρωί, ήταν ακόμα σκοτάδι. Βοηθούσαμε τη γιαγιά να μα-ζέψει μανιτάρια, μούρα και ξύλα [...]. Μερικά μανιτάρια τα ξεραίναμε και τα παίρναμε μαζί μας στη Βιέννη [...]. Ο,τι περίσσευε [...] το πουλούσαμε [...]. Κι όσα μούρα δεν καταναλώναμε εμείς, κι αυτά τα πουλούσαμε [...]. Τα λεφτά τα κράταγε πάντα όλα η γιαγιά [...]. Ζούσα όπως τα παιδιά του χωριού. Πή-γαινα μαζί με τα παιδιά να βοσκήσω τις χήνες η τις αγελάδες [...]. Την εποχή

10. Doku, Sepp Mahler, In meinem. Park spielen Neger, 44.

Page 82: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

του θερισμού η μητέρα μου πήγαινε να βοηθήσει το γείτονα. Πήγαινα κι εγώ μαζί της να βοηθήσω»11.

II. Ο ΧΡΟΝΟΣ - ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Στα πλαίσια μιας τέτοιας μελέτης ο χρόνος αποτελεί φυσικά και αναγκαστικά αντικείμενο της ιστορίας. Πώς συνδέονται οι θεματικοί άξονες, για τους οποίους έγινε λόγος παραπάνω, με το είδος αυτό του ιστορικού χρόνου; Η ιστορία της οικονομικής λειτουργίας των παιδιών είναι και ιστορία του χρόνου. Στην αρχή θέτει κανείς απλά, ευνόητα ερωτήματα σε σχέση με οικονομικές δραστηριότη-τες, οι οποίες έχουν έντονα συστηματικό, υποχρεωτικό και επομένως εργασιακό χαρακτήρα: Σε ποια ηλικία αναλάμβαναν τα παιδιά αυτή η εκείνη την εργα-σία- σε ποια εποχή του χρόνου, πότε μέσα στην ημέρα, πόσες ώρες εργάζονταν τα παιδιά; Από την εκτεταμένη έρευνα του 1908 για την παιδική εργασία στην Αυστρία μαθαίνουμε λ.χ. ότι ένα έκτο των παιδιών από έξι ως οκτώ ετών, ένα τρίτο των εννιάχρονων και δεκάχρονων παιδιών, ένα δεύτερο των εντεκάχρο-νων και δωδεκάχρονων και πάνω από τα μισά παιδιά που ήταν 13 και 14 ετών εργάζονταν12. Μαθαίνουμε ακόμη ότι τα τρία πέμπτα περίπου από τους μαθη-τές που απασχολούνταν στη γεωργία (και που αποτελούσαν το 62,4% των ερ-γαζόμενων μαθητών στις «Χώρες του Αυστριακού Στέμματος») εργάζονταν πάνω από τέσσερις ώρες τη μέρα13 η ότι τα κορίτσια εργάζονταν, τόσο κατά τη χειμερινή όσο και κατά τη θερινή περίοδο, συνολικά περισσότερες ώρες από ó,τι τα αγόρια14, μια και η απασχόλησή τους στον τομέα των «οικιακών εργα-σιών» ήταν κατά κανόνα δεδομένη. Τέτοιου είδους στατιστικές πληροφορίες είναι χρήσιμες γιατί βοηθούν να σχηματίσουμε μια γενική εικόνα για την παι-δική εργασία και προσφέρουν ένα μέτρο σύγκρισης των σκόρπιων πληροφοριών, που αντλούμε από τις αυτοβιογραφικές πηγές για τα αντίστοιχα θέματα.

Μέσα από τη μελέτη των αυτοβιογραφικών αφηγήσεων γίνεται ωστόσο φανερό σε ποιο βαθμό ο χρόνος ως ιστορικό αντικείμενο είναι υποκειμενικός, σχετικός, συμβατικά μετρήσιμος, σε ποιο βαθμό τελικά ο χρόνος είναι ιστορι-κός. Οι μορφές που παίρνει η οικονομική λειτουργία των παιδιών —ο πρώτος άξονας της μελέτης— εκφράζουν τους τρόπους με τους οποίους τα ιστορικά υποκείμενα ρυθμίζουν το χρόνο, και η κοινωνικοποίηση των παιδιών μέσα από την οικονομική τους λειτουργία —ο δεύτερος άξονας— δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από τους τρόπους με τους οποίους τα ιστορικά υποκείμενα ρυθμί-ζουν αλλά και βιώνουν το χρόνο. Αλλά και ο χαρακτήρας της οικογενειακής

11. Doku, Franziska Meritz, Lebenserinnerungen, 10. 12. Erhebung über die Kinderarbeit in Österreich, Teil II, Heft 1,15. 13. Ό.π., Heft 11,128,175. 14. Ό.π., Heft 1,153.

Page 83: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

οικονομίας αποκτά μέσα από την προσεκτική ανάλυση των αυτοβιογραφικών πηγών και μάλιστα μέσα από την ανάλυση του ρόλου των παιδιών στα πλαίσιά της μια χρονικότητα διαφορετική, πιο σύνθετη από εκείνη που όπως θα δούμε του προσδίδουν τα μοντέλα των ιστορικών.

Ρυθμίζοντας το χρόνο Ο χρόνος των παιδιών ρυθμίζεται τόσο έξωθεν, από κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές δομές και συγκυρίες, από θεσμούς και πολιτικές επιλογές όσο και ένδοθεν, συνειδητά, από τα μέλη ενός σπιτικού, κυρίως από τους ενήλικες αλλά και από τα παιδιά τα ίδια, με βάση υλικές αναγκαιότητες και ανάγκες, νοο-τροπίες αλλά και ψυχικές ανάγκες. Άλλωστε ο καταμερισμός της εργασίας και γενικότερα ο καταμερισμός καθηκόντων είναι στην ουσία καταμερισμός χρόνου.

Ας πάρουμε για παράδειγμα μια τυπική παιδική εργασία, τη βοσκή των ζώων15. Η βοσκή των ζώων είναι μια εξαιρετικά χρονοβόρα εργασία, που όμως δεν απαιτεί ιδιαίτερη επιδεξιότητα η σωματική δύναμη. Δεν είναι λοιπόν τυ-χαίο το ότι —όπως προκύπτει από τις αυτοβιογραφικές αλλά και τις υπόλοιπες πηγές μας— η εργασία αυτή ανατίθεται από τους ενήλικες κατά προτίμηση σε παιδιά, και μάλιστα —στα πλαίσια της οικογενειακής οικονομίας— σε νεότερα παιδιά. Το ότι τώρα μια τέτοια χρονοβόρα εργασία συναντάται εκτεταμένα ακό-μη στην εποχή του Μεσοπολέμου συνδέεται με την σχετικά αργή διάδοση της σταυλικής εκτροφής των ζώων κατά τη διάρκεια του θέρους και κατ' επέκταση με τον αργό ρυθμό εκμηχανισμού της αγροτικής οικονομίας στην Αυστρία. Το ότι φτωχές οικογένειες στην ύπαιθρο και την πόλη εξέτρεφαν λ.χ. κατσίκες και ανέθεταν στα παιδιά τη βοσκή τους συνδέεται με τις πολιτικές και οικονομι-κές κρίσεις (με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, την οικονομική κρίση του Με-σοπολέμου, τη φοβερή ανεργία), οι οποίες εμπόδιζαν τον απόλυτο εκχρηματι-σμό της οικονομίας και επέβαλλαν στις φτωχές οικογένειες να αρχίσουν, η να συνεχίσουν, να παράγουν εν μέρει την τροφή τους. Ο χρόνος των παιδιών κα-θορίζεται έξωθεν αλλά και έσωθεν (αφού οι γονείς κρίνουν πως η εργασία αυτή πρέπει να ανατεθεί στα παιδιά). Τα ίδια τα παιδιά από την πλευρά τους ρυθμί-ζουν το χρόνο αυτόν, όταν λ.χ. —όπως μαθαίνουμε από τις αυτοβιογραφικές μαρτυρίες— μακριά από την επιτήρηση των ενηλίκων επιλέγουν κάποιες φο-ρές να παίξουν ξεχνώντας την ύπαρξη των ζώων κι αφήνοντάς τα στην τύχη τους16.

Αλλο παράδειγμα: Πολλά παιδιά αναλάμβαναν τη φύλαξη και φροντίδα των μικρότερων αδελφών τους17 γιατί η μητέρα έπρεπε να εργαστεί στα χω-

15. Βλ. M. Papathanassiou, ό.π., κεφ. 4. 16. Ό.π., α. 274. 17. Ό.π., σ. 98-106.

Page 84: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

χωράφια των χωρικών, σε κάποια σπίτια σαν παραδουλεύτρα κλπ. «Όταν η μη-τέρα μου πήγαινε στο χωριό την εποχή του θερισμού, όταν έπρεπε να πάει εδώ

η εκεί για να δουλέψει [...]», για τι άλλο μιλούν οι φράσεις αυτές, που συναντάμε στα αυτοβιογραφικά κείμενα, αν όχι για καταμερισμό της εργασίας και επο-μένως του χρόνου; Κι όταν μελετήσουμε το σύνολο μιας αυτοβιογραφικής μαρ-τυρίας και λάβουμε υπόψη μας βιβλιογραφικές πληροφορίες, τότε βλέπουμε πως η ανεργία, η ελλιπής κοινωνική πρόνοια, η δομή της οικογένειας και ο αριθμός των μελών της καθόριζαν το χρόνο των παιδιών. Όταν όμως διαβάζουμε, πως κάποια παιδιά κουβαλούσαν τα μικρότερα αδέλφια τους στην πλάτη για να πάνε να παίξουν στο δρόμο, τότε βλέπουμε, πως το ίδιο το παιδί οργανώνει το χρόνο.

Βιώνοντας το χρόνο Ο χρόνος μέσα στην ιστορία δεν ρυθμίζεται μόνο από συλλογικές διαδικασίες, ομάδες και άτομα, συγχρόνως βιώνεται. Η ιστορική-ανθρωπολογική, η μικρο-ιστορική προσέγγιση της ιστορίας της παιδικής εργασίας και γενικότερα του οικονομικού ρόλου των παιδιών, μελετά και το χρόνο ως βίωμα, ως εμπειρία. Ο βιωματικός, θα έλεγα, χρόνος, είναι μια μορφή του ιστορικού χρόνου-αντι-κειμένου της ιστορίας.

Συγγραφείς που πέρασαν την παιδική τους ηλικία στην ύπαιθρο αναφέ-ρουν πως έπρεπε να βιαστούν να γυρίσουν από το σχολείο προκειμένου να ταΐ-σουν τα ζώα πριν σκοτεινιάσει η να εκτελέσουν τις δουλειές που τους είχε ανα-θέσει συνήθως η μητέρα τους18. Μιλούν έτσι για τα γεμάτα ένταση και άγχος χρονικά βιώματά τους, για τον τρόπο με τον οποίο η, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, κυρίως όμως από το 1869, υποχρεωτική σχολική παρακολούθηση, οι οικονομικές ανάγκες των φτωχών οικογενειών και ο χαρακτήρας της αγρο-τικής οικονομίας εντατικοποιούσαν το ρυθμό της ζωής τους.

Η μελέτη του βιωματικού χρόνου δείχνει πόσο επιφυλακτικά πρέπει να αντιμετωπίζουν οι ιστορικοί τις αξιολογήσεις εκείνες, που βασίζονται σε αριθ-μητικά δεδομένα. Δάσκαλοι, διανοούμενοι και κρατικοί παράγοντες στην Αυ-στρία του πρώιμου 20ού αιώνα θλίβονταν λ.χ. βλέποντας πως τα παιδιά περ-νούσαν συχνά οχτώ και δέκα ώρες στα βοσκοτόπια, φυλάγοντας απλώς τα ζώα. Πάρα πολλές φορές ωστόσο ο χρόνος αυτός φαινόταν στα ίδια τα παιδιά, που έρχονταν σε επαφή με άλλα παιδιά, σύναπταν φιλίες, έπαιζαν, κάθε άλλο παρά μακρύς και αργός.

Ορίζοντας το χρόνο Μελετώντας την οικογενειακή οικονομία στον ευρωπαϊκό χώρο οι ιστορικοί ανα-γνώρισαν στάδια τα οποία χαρακτήρισαν μακρές περιόδους της ευρωπαϊκής

18. Ό.π., σ. 255-260.

Page 85: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ιστορίας. Η επιστημονική αυτή πρόταση συμπυκνώθηκε στο μοντέλο που πρό-τειναν στα τέλη της δεκαετίας του '70 δύο γνωστές Αμερικανίδες ερευνήτριες, οι οποίες μελέτησαν τη σχέση των γυναικών με την εργασία και την οικογέ-νεια στην Αγγλία και τη Γαλλία, η Louise Tilly και η Joan Scott (Women , Work and Family , New York 1978). Οι Tilly και Scott υποστήριξαν ότι από την οικονομία της αυτοκατανάλωσης κατά την προβιομηχανική περίοδο (την οποία χαρακτηρίζουν απλά «οικογενειακή οικονομία» - family economy), περ-νάμε κατά τη βιομηχανική περίοδο στην οικογενειακή οικονομία, στην οποία το κέντρο βάρους μετατίθεται στους μισθούς (family wage economy) και, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, στην οικογενειακή οικονομία που κυριαρχείται από τις καταναλωτικές ανάγκες και απαιτήσεις των μελών της οικογένειας (family consumer economy). Οι πηγές μας δείχνουν όμως ότι στον κεντρο-ευρωπαϊκό χώρο η οικογενειακή οικονομία μέχρι τουλάχιστον τις πρώτες δεκα-ετίες του 20ού αιώνα ήταν μεικτή, σύνθετη, κι ότι, όσον αφορά τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις, διατήρησε σε μεγάλο βαθμό τον αυτοκαταναλωτικό της χαρακτήρα. Και είναι σχεδόν βέβαιο ότι μια ιστορική μελέτη που θα ανέλυε τον οικονομικό ρόλο των παιδιών, προχωρώντας πέρα από το κλασικό θέμα της παιδικής εργασίας στα εργοστάσια κατά το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, θα έδειχνε ότι γενικότερα στον ευρωπαϊκό χώρο οι οικογενειακές οικο-νομίες έπλευσαν στα νερά (για να χρησιμοποιήσω τη γνωστή ποιητική έκφραση του Braudel) ενός πολλαπλού χωρόχρονου 19, όπου τα όρια ανάμεσα στην αυτο-κατανάλωση και τον εκχρηματισμό, την ύπαιθρο και την πόλη ήταν ρευστά.

Η μελέτη της οικονομικής λειτουργίας των παιδιών, για την οποία οι θεω-ρητικοί της οικονομίας της οικογένειας έχουν δείξει πολύ περιορισμένο ενδια-φέρον, είναι με άλλα λόγια, κατά τη γνώμη μου, απαραίτητη, για να κατανοή-σουμε τους πολλαπλούς χρόνους της οικογενειακής οικονομίας και να μην την προσδέσουμε αυτόματα στο άρμα ενός γραμμικού οικονομικού χρόνου μακράς διάρκειας, που βρίσκει την έκφρασή του στο τρίπτυχο προβιομηχανική, βιομη-χανική, μεταβιομηχανική περίοδος (για ορισμένους ιστορικούς, ιδιαίτερα στο γερμανόφωνο χώρο, υπάρχει και μια «πρωτοβιομηχανική» περίοδος, που προη-γείται της βιομηχανικής, και συνακόλουθα μια «πρωτοβιομηχανική» οικογέ-νεια - protoindustrielle Familie20).

19. Διότι «ο χώρος και ο χρόνος είναι μεταβλητές" δεν αποτελούν α-ιστορικές, αμε-τάβλητες καταστάσεις». Βλ. G. Dressel, Historische Anthropologie, Eine Einführung, Wien-Köln-Weimar 1996, σ.134.

20. Θεμελιώδες το άρθρο του Η. Medick, «Zur strukturellen Funktion von Haus-halt und Familie im Übergang von der traditionellen Agrargesellschaft zum industri-ellen Kapitalismus: die protoindustrielle Familienwirtschaft», στο W. Conze (Hg.), Sozialgeschichte der Familie in der Neuzeit Europas, Stuttgart 1976, σ. 254-282. Εντω-μεταξύ ο Medick και γενικά η ομάδα ιστορικών του Göttingen που έχει ασχοληθεί με τα

Page 86: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

III. Ο ΧΡΟΝΟΣ - ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ

Στο επίπεδο των πηγών Ο ιστορικός της καθημερινής ζωής των παιδιών δεν μπορεί να αγνοήσει τη θέση και στάση του παιδιού μέσα στο πλάσμα του χρόνου. Συγχρόνως και ο ιστορικός αυτός καλείται να «χρονολογήσει» τις πηγές του, για να μπορέσει να εμβαθύνει σε αυτές, να προχωρήσει κάτω από την επιφάνεια της βιογραφι-κής αφήγησης. Είναι γνωστό ότι ο ιστορικός που δουλεύει με αυτοβιογραφι-κές μαρτυρίες βρίσκεται αντιμέτωπος με τη χρονική απόσταση που χωρίζει τον αφηγητή από την αφήγηση. Κι η απόσταση είναι ιδιαίτερα μεγάλη όταν πρόκειται για μνήμες από τις πρώτες δεκαετίες της ζωής. Αναλύοντας και συγ-κρίνοντας τις πηγές του ο ιστορικός προσπαθεί να τοποθετήσει —όσο αυτό είναι δυνατό— τις συνήθως άτακτες πληροφορίες των αυτοβιογραφικών μαρτυριών σε μια χρονική σειρά και να αποφασίσει σε ποιο βαθμό θα δεχθεί τις μαρτυ-ρίες ως έκφραση του τότε, των σκέψεων και συναισθημάτων της παιδικής ηλι-κίας η ως αντικατοπτρισμό, εκούσιο η ακούσιο, του σήμερα στο τότε. Πολλές φορές τον βοηθούν οι ίδιοι οι αφηγητές όταν —και τούτο, νομίζω, χαρακτηρίζει πρώτιστα τον νηφάλιο, αξιόπιστο μάρτυρα— «συνδιαλέγονται» με τις μνήμες τους, αναρωτιούνται πάνω σε όσα λένε, στοχάζονται, διορθώνουν, η ακόμη όταν δηλώνουν καθαρά ότι κάτι το θυμούνται πολύ η όχι και τόσο καλά.

Στο ερώτημα λ.χ. ποια συναισθήματα γεννούσαν στα παιδιά τα διάφορα καθήκοντα τα οποία αναλάμβαναν στα πλαίσια της οικογενειακής οικονομίας, αν αντλούσαν χαρά και ικανοποίηση από τη δουλειά, αν κάποτε η δουλειά γι-νόταν πηγή άγχους και φόβου, και πότε, αν τα παιδιά είχαν την αίσθηση ότι γίνονταν αντικείμενο εκμετάλλευσης η όχι ο ιστορικός έχει ελπίδες με μια μι-κροσκοπική ανάλυση των πηγών να διακρίνει ανάμεσα στη σύγχρονη αξιολο-γική κρίση του πληροφοριοδότη του και την ανάμνηση αλλοτινών συναισθημά-των. Ας δούμε ένα παράδειγμα που προέρχεται από μια θαυμάσια αυτοβιογρα-φία, εκείνη που αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο του βιεννέζικου αρχείου, έγινε βι-βλίο και γνώρισε μεγάλη επιτυχία, την αυτοβιογραφία της Maria Gremel, κό-ρης φτωχών ακτημόνων χωρικών, γεννημένης στην «Κάτω Αυστρία» (Nieder-österreich) στην καμπή του αιώνα. Στα εννέα της χρόνια η συγγραφέας μπήκε, όπως τα περισσότερα παιδιά των ακτημόνων χωρικών, στην υπηρεσία ενός εύ-πορου σχετικά αγρότη. Ο πατέρας της του ζήτησε να της αγοράσει ένα ζευγάρι

θέματα αυτά έχουν δεχθεί και καταδείξει με εμπειρικές μελέτες ότι η «πρωτοβιομηχανι-κή» οικογένεια, η οικογένεια δηλαδή εκείνη που στηριζόταν οικονομικά στην κατ' αποκοπή εργασία για λογαριασμό μεσαζόντων, εμπόρων, επιχειρηματιών, από το 15ο μέχρι και το 18ο αιώνα, είχε στην πραγματικότητα έναν πολύ πιο σύνθετο οικονομικό χαρακτήρα, από εκείνον που αφήνει να εννοηθεί το επίθετο «πρωτοβιομηχανική».

Page 87: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

παπούτσια. «Ο αγρότης αρνήθηκε και είπε: Έτσι κι αλλιώς το παλιοκόριτσο πρέπει να το ταΐζουμε». Τα λόγια τούτα έκαναν στη δεκάχρονη τότε Μαρία «βαθειά εντύπωση» και της προκάλεσαν «πόνο στα βάθη της ψυχής» της. Στη συνέχεια της αφήγησης της η Gremel γράφει:

«Με τον καιρό κατάλαβα και τις δυο πλευρές και κατάλαβα ακόμη με πι-κρία, ότι η παιδική εργασία δεν πληρώνεται ποτέ. Όλα όσα έκανα, θα έπρεπε να τα κάνει ένας ενήλικας, που μάλιστα θα κέρδιζε και κάτι γι' αυτό, όχι όμως ένα σχολιαρόπαιδο» 21.

Οι σκέψεις τούτες μοιάζουν αξιολογικές κρίσεις εκ των υστέρων. Δεν είναι διόλου ξεκάθαρο πότε κατάλαβε η συγγραφέας «ότι η παιδική εργασία δεν πλη-ρώνεται ποτέ». Ωστόσο ο χρονικός προσδιορισμός «με τον καιρό» και η ανά-μνηση του ψυχικού πόνου που της προκάλεσαν τα λόγια του αγρότη δείχνουν νομίζω στον ιστορικό ότι μια αργή διαδικασία κοινωνικής αυτο-συνειδητοποίη-σης είχε δρομολογηθεί από τα παιδικά χρόνια.

Επίσης ο ιστορικός καλείται να ορίσει για μεθοδολογικούς λόγους τη διάρ-κεια της παιδικής ηλικίας. Τούτο είναι σχετικά εύκολο για την εποχή της υπο-χρεωτικής σχολικής εκπαίδευσης. Στην εργασία μου θεώρησα πως η παιδική ηλικία σταματά στα 14 χρόνια, οπότε και τελείωνε η υποχρεωτική σχολική εκ-παίδευση. Σχεδόν όλα τα παιδιά, στις περιπτώσεις που εξέτασα, άφηναν το σχολείο στα 14 είτε για να εργαστούν συστηματικά, είτε για να μαθητεύσουν κοντά σε κάποιον τεχνίτη. Οι εξουσιαστικές σχέσεις μέσα στην οικογένεια δεν άλλαζαν σημαντικά, μια και τα περισσότερα παιδιά ελέγχονταν οικονομικά από τους γονείς τους, ωστόσο οι σχέσεις αυτές με την ένταξη σε έναν επαγγελμα-τικό χώρο χαλάρωναν σιγά-σιγά. Η διάρκεια της παιδικής ηλικίας έχει αναμ-φισβήτητα και κοινωνικό-πολιτισμικό χαρακτήρα και πιστεύω, πως σε πολύ γενικές γραμμές, με κάθε επιφύλαξη, η χαλάρωση των εξουσιαστικών σχέσεων ανάμεσα σε ηλικιακές ομάδες μπορεί να αποτελέσει κριτήριο στην οριοθέτηση της κοινωνικής-πολιτισμικής διάρκειας της παιδικής ηλικίας.

Στο ιστοριογραφικό επίπεδο Στο ιστοριογραφικό επίπεδο τώρα είναι ευνόητο, πως ένα θέμα όπως η οικο-νομική λειτουργία του παιδιού αναφέρεται εν πολλοίς στη μακρά διάρκεια. Τα παιδιά φύτευαν και μάζευαν πατάτες ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα (με τη μεγάλη εξάπλωση της καλλιέργειας της πατάτας), έβοσκαν ζώα και μάζευαν μούρα και μανιτάρια στο δάσος από αιώνες. Η βοσκή των ζώων τους έδινε προφανώς ανέκαθεν την ευκαιρία να παίξουν μακριά από την επιτήρηση των

21. Μ. Gremel, Mit neun Jahren im Dienst. Mein Leben im Stübi und am Bauern-hof, 1900-1930, ( Damit es nicht verlorengeht..., Bd. 1), Wien-Köln-Weimar 1991, σ. 188.

Page 88: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ενηλίκων και να ανακαλύψουν τη σεξουαλικότητά τους, κι ανέκαθεν παιδιά που δούλευαν στην ύπαιθρο ένιωθαν φόβο όταν ξεσπούσε καταιγίδα η συναντούσαν φίδια. Και είναι νομίζω σημαντικό να προσπαθεί ο ιστορικός να τοποθετεί μια αφήγηση που αφορά τη μέση διάρκεια μισού περίπου αιώνα στα πλαίσια της μακράς διάρκειας, επισημαίνοντας συνέχειες και ασυνέχειες. Κατά παράδοξο όμως τρόπο ο ιστορικός που δουλεύει με αυτοβιογραφικές αφηγήσεις δουλεύει φυσικά και αναγκαστικά και με μια βραχεία διάρκεια, οι πηγές που χρησιμο-ποιεί για να αφηγηθεί τη μέση και μακρά διάρκεια ιστορούν καθεμιά καταρχήν τη μικρή διάρκεια, την παιδική ηλικία η καλύτερα στιγμές από την παιδική ηλικία ενός ανθρώπου σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Η βραχεία αυτή διάρ-κεια δεν είναι απαραίτητα γραμμική· συνήθως είναι μάλιστα κυκλική, με την έννοια ότι ο αφηγητής επανέρχεται σε περιόδους η στιγμές της ζωής του, στις οποίες είχε προαναφερθεί.

Στη δομή της εργασίας δεν υπάρχει κάποιο χρονικό, που παίζει το ρόλο εκείνης της ραχοκοκαλιάς, πάνω στην οποία εξετάζονται ερωτήματα της μα-κράς και της μέσης διάρκειας, όπως συμβαίνει συχνά σε μικροϊστορικές μελέ-τες22 . Κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατό, μόνον αν το θέμα της οικονομικής λειτουρ-γίας των παιδιών αναπτυσσόταν στη βάση τριών, τεσσάρων περιπτώσεων, οι οποίες θα επιλέγονταν από το υλικό ως αντιπροσωπευτικές. Θα μπορούσε λ.χ. κανείς να επιλέξει ιδιαίτερα πλούσια και αξιόπιστα αυτοβιογραφικά αφηγήματα ανθρώπων που μεγάλωσαν σε διαφορετικού τύπου οικογένειες —π.χ. σε μια οικογένεια ακτημόνων χωρικών, στην οικογένεια ενός άνεργου εργάτη, στην οικογένεια ενός σιδηροδρομικού— και με βάση τα χρονικά της ζωής τους, εμ-βαθύνοντας στο καθένα χωριστά, να αντιπαραθέσει, να συγκρίνει, να εντάξει τις περιπτώσεις σε γενικότερες δομές. Στη συγκεκριμένη μελέτη προτίμησα να εκ-μεταλλευτώ τον πλούτο του σπάνιου υλικού που είχα στα χέρια μου, εξετά-ζοντας σε χωριστές ενότητες τις διάφορες μορφές της οικονομικής λειτουργίας των παιδιών και την οικονομική αυτή λειτουργία στη σχέση της με το σχολείο, το παιχνίδι, τους γονείς, τα συναισθήματα και τη στάση των ίδιων των παι-διών. Μια τέτοια δόμηση της μελέτης ίσως εμπεριέχει τον κίνδυνο μιας, για να το πω έτσι, χρονικά ακίνητης αφήγησης23. Ωστόσο, επιτρέπει μια ιστορία

22. Βλ. λ.χ. το περίφημο έργο του Ginzburg, που παρακολουθεί χρονολογικά την ιστο-ρία του «αιρετικού» μυλωνά Mennochio γράφοντας συγχρόνως με αριστοτεχνικό τρόπο μια ιστορία της κουλτούρας στην ιταλική ύπαιθρο του ύστερου 16ου αιώνα (C. Ginzburg, Der Käse und die Würmer. Die Welt eines Müllers um 1600, Berlin 1993, γερμανική μετά-φραση από τα ιταλικά Κ. F. Hauber).

23. Αναφερόμενοι στη μακρά διάρκεια, στην ιστορία των δομών, μεγάλοι ιστορικοί, όπως ο Fernand Braudel και ο Emmanuel le Roy Ladurie, έχουν κάνει λόγο για ακί-νητη η σχεδόν ακίνητη ιστορία. Κατά τον διάσημο μεσαιωνιστή και θεωρητικό της ιστορίας Jacques le Goff τέτοιοι όροι συσκοτίζουν την ουσία της ιστορικής επιστήμης: «Πρέπει να

Page 89: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

των δυνατοτήτων, των παραλλαγών, τη σύγκριση και αντιπαράθεση πολλών παρόμοιων και συγχρόνως διαφορετικών περιπτώσεων. Άλλωστε, το αν μια αφήγηση ενταχθεί στο χρόνο, ιστορικοποιηθεί, εξαρτάται, πιστεύω, από τη βού-ληση του συγγραφέα-ιστορικού, από το βαθμό στον οποίο συνειδητοποιεί τον κίνδυνο και καταβάλλει προσπάθεια, να εξετάσει την οικονομική λειτουργία του παιδιού και στη σχέση της με την οικονομική, τη δημογραφική, την πολιτική, την κοινωνική, με την ευρύτερη έννοια του όρου, ιστορία.

μελετήσουμε αυτό που μεταβάλλεται με αργούς ρυθμούς [...]. Όχι, η ιστορία κινείται» (J. le Goff, «L'histoire nouvelle», στο J. le Goff (επιμ.), La nouvelle histoire, Paris 1988, σ. 35-75, 55). Παρόμοιους φόβους εκφράζουν ορισμένοι ιστορικοί για την ιστορική ανθρωπο-λογία, η τουλάχιστον για ορισμένα είδη της: «Ο ορίζοντας του ιστορικού περιορίζεται σ' ένα ακίνητο παρόν, δεν υπάρχει πλέον γίγνεσθαι...» (François Dossé, Η ιστορία σε ψίχουλα. Από τα Annales στη «Νέα Ιστορία», μετάφρ. από τα γαλλικά Α. Βλαχοπούλου, επιμ. Χ. Χατζηιωσήφ, Ηράκλειο 1993, σ. 181).

Page 90: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 91: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Η ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ: Η ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΡΓΑΤΡΙΑΣ

ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΝΑΛΙΣΤΙΚΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

ΖΙΖΗ ΣΑΛΙΜΠΑ

Προσπαθώντας να ανασυνθέσουμε με βάση τις πέντε αισθήσεις το τοπίο της ελληνικής πόλης στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, ανακαλύπτουμε δύο αντί-θετες εικόνες: Στη μια κυριαρχούν ο βόρβορος, στον οποίο βυθίζονται μέχρι τα γόνατα οι λαϊκές τάξεις1, οι αναθυμιάσεις των βόθρων και των σφαγείων, οι υπαίθριοι κοπριστές και οι ρυπαροί μαχαλάδες του Βαθρακονησίου, της Βάθειας, των Καμινιών, ενώ στην άλλη κυριαρχούν δρόμοι και μαγαζιά με ευρωπαϊκή όψη, η κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα του Φαλήρου, τα σκιερά μονοπάτια του Βα-σιλικού Κήπου και οι βίλες της Κηφισιάς. Δημοσιογράφοι, λογοτέχνες, όπως ο Ροΐδης και ο Μητσάκης, καθώς και φιλανθρωπικοί σύλλογοι, ανακαλύπτουν και καταγράφουν το τοπίο με τις αντιθέσεις του2. Οι συζητήσεις για τον εξωραϊ-σμό των πόλεων και των ανθρώπων κορυφώνονται με τις προετοιμασίες για την τέλεση των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων. Για την ελληνική κοινωνία η αποκατάσταση της καθαριότητας αποτελεί σημάδι ευημερίας, υγείας και πο-λιτισμού3.

1. Ανώνυμος, «Τα έργα σας», Εφημ. Ποσειδών, αρ. 1163, 21.3.1879. 2. Από τη λογοτεχνία και τους περιηγητές μπορούμε να αναζητήσουμε πολλά στοι-

χεία που βοηθούν στην ανάπλαση της εικόνας της πόλης. Συγκεκριμένα αναφέρω τα εξής δημοσιεύματα που περιέχουν χαρακτηριστικές εικόνες της Αθήνας: Εμμανουήλ Ροΐδης, «Α-θηναϊκοί περίπατοι. Α', Οι Αθηναϊκοί δρόμοι», εφημ. Εστία, 22.5.1896 και «Οδός Βουλής»,

ό.π., 2.6.1896 (= Εμμανουήλ Ροΐδης, Αφηγήματα, Αθήνα 1988, σ. 223-233) και Μιχαήλ Μητσάκης, «Το θέρος», εφημ. Εστία, 24.5.1887 (= Μιχαήλ Μητσάκης, Πεζογραφήματα, Αθήνα 1988, σ. 69-83). Βλ. επίσης Henri Belle, Ταξίδι στην Ελλάδα 1861-1874, Αθήνα 1993, σ. 111-115.

3. Ο Georges Vigarello, στηριζόμενος στο έργο του Γερμανού κοινωνιολόγου Nor-bert Elias, Über den Prozess der Zivilisation. Soziogenetisehe und psychogenetische Untersuchungen, Ζυρίχη 1939 (Ελληνική μετάφραση: Η εξέλιξη του πολιτισμού. Κοινω-νιογενετικές και ψυχογενετικές έρευνες, τ. Α'-Β', Αθήνα, Νεφέλη, 1997), επικεντρώνει το εν-διαφέρον του στο θέμα της καθαριότητας, συσχετίζοντάς το απολύτως με την έννοια του πολιτισμού. Βλ. Georges Vigarello, Le propre et le sale. L'Hygiène du corps depuis le Moyen Age, Παρίσι, Ed. du Seuil, 1991.

Page 92: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Ο Γεώργιος Τυπάλδος, αρθρογράφος του περιοδικού «Οικονομική Επι-θεώρησις», μας μυεί στις συνήθειες της καθαριότητας που επικρατούσαν στην Αθήνα στα 1874. Οι κάτοικοι της πόλης είχαν να επιλέξουν ανάμεσα στο λου-τρό με κρύο νερό (ψυχρολουσία), με χλιαρό νερό, με θερμό ατμό στα βαλανεία, καθώς και στα θαλάσσια λουτρά στις παραλίες4. Ωστόσο, η εφαρμογή των συ-νηθειών της καθαριότητας συσχετιζόταν με τις κοινωνικές διαβαθμίσεις και την οικονομική ευμάρεια.

Ας δούμε όμως από κοντά τις εμπλεκόμενες ομάδες. Είναι οι νεοφερμένοι της νεοελληνικής πόλης που συνιστούν δύο αντίθετους κοινωνικούς πόλους" οι ομογενείς της διασποράς και οι φτωχοί των πόλεων. Για τους ομογενείς, που αποτελούν την κυρίαρχη αστική τάξη, η καθαριότητα αποδεικνύει την οικονο-μική και κοινωνική τους υπεροχή, γιατί απαιτεί χρόνο, κατάλληλη υποδομή (χώρο και νερό), εξοπλισμό (σαπούνι και ρούχα) και συνήθειες καλής αγωγής. Η πρόοδος της σωματικής υγιεινής που συντελείται στα κυρίαρχα αστικά στρώ-ματα προϋποθέτει την εξάλειψη της σωματικής μυρωδιάς. Ετσι, για τους φτω-χούς η έλλειψη καθαριότητας, που αναγνωρίζεται από τον ιδρώτα, τις μυρω-διές και τα ντρίλινα ρούχα, αποτελεί ένα σημάδι βαθιάς διαφοροποίησης ακόμη και περιθωριοποίησης από τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα της πόλης5. Η εικόνα τους προκαλεί ανησυχίες και επιβάλλει την αντιμετώπισή τους. Ένα μέσο για την αντιμετώπιση αυτής της ανησυχίας είναι η διαπαιδαγώγηση των φτω-χών στην καθαριότητα. Γιατί η καθαριότητα του φτωχού είναι η εγγύηση για την ηθικότητά του. Οι φιλανθρωπικοί σύλλογοι αναλαμβάνουν τη διάδοση της καθαριότητας, μιας καθαριότητας που ακολουθεί διαβαθμίσεις: από τον δρόμο στην κατοικία και από την κατοικία στο ανθρώπινο σώμα. Ως προς τις εργα-ζόμενες γυναίκες των κατωτέρων στρωμάτων η προσοχή τους εστιάζεται στη νέα εργάτρια, η οποία σύμφωνα με τις διακηρύξεις τους διατελεί σε «ημικτη-νώδη κατάστασιν εκ της παντελούς ελλείψεως στοιχειώδους μορφώσεως και

ανατροφής»6. Οι υπηρέτριες και οι τροφοί, λόγω της συγκατοίκησης τους με τις αστικές οικογένειες, μπορούν να μυηθούν και να εξοικειωθούν με την καθα-ριότητα χωρίς να χρειάζονται ειδικό εκπαιδευτικό πλαίσιο.

Η νέα εργάτρια, ως ηθικός αρχηγός της μελλοντικής της οικογένειας, πρέ-πει να λάβει την κατάλληλη αγωγή και εκπαίδευση ώστε να εφαρμόσει και να

4. Γεώργιος Τυπάλδος, «Κοινωνική καθαριότης», Οικονομική Επιθεώρησις 19 (1874) 318-319.

5. Για την έννοια της καθαριότητας και τη σύνδεσή της με τα κοινωνικά στρώματα βλ. Alain Corbin, Le miasme et la jonquille, Παρίσι 1986" Constance Classen, David Howes and Anthony Synnott, Aroma, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 1994, σ. 165-169" Phi-lippe Perrot, Le travail des apparences Le corps féminin XV ΙΙ e-XIXe siècle, Παρίσι, ed. du Seuil 1984, σ. 107-116.

6. Ανώνυμος, «Θεραπαινίδες και τροφοί», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 250, 24.1.1893.

Page 93: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

μεταδώσει καλές αρχές στα παιδιά της7. Από τα αρχεία των Κυριακών Σχο-λείων, που είχα την ευκαιρία να μελετήσω, συγκεκριμένα του Κυριακού Σχο-λείου που ίδρυσε η Καλλιρρόη Παρρέν, του Κυριακού Σχολείου του Πειραιά και του Κυριακού Σχολείου του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, που ιδρύεται αργό-τερα από την Αύρα Θεοδωροπούλου, παρατήρησα ότι τόσο στις λογοδοσίες τους όσο και στα έντυπά τους επαναλαμβάνεται τακτικά η έκφραση «εκπολιτισμός της εργάτριας». Εδώ ανακύπτει ένα ερώτημα: τι ακριβώς σημαίνει εκπολιτίζω τις εργάτριες; Η απάντηση μας δίνεται από τις ίδιες τις πηγές: Σημαίνει ότι οι σύλλογοι αυτοί έχουν σκοπό την ηθική διαπαιδαγώγηση και εκπαίδευση της εργάτριας· και πιο συγκεκριμένα την παροχή στοιχειωδών γνώσεων, δηλαδή αυτών που αντιστοιχούν στην κοινωνική τους τάξη και στο επάγγελμά τους8.

Εκτός από τα βασικά μαθήματα (ανάγνωση, γραφή, Αριθμητική, Ιερά Κα-τήχηση) οι εργάτριες διδάσκονται υγιεινή και καθαριότητα. Και στα τρία Κυ-ριακά Σχολεία, τον περισσότερο καιρό το μάθημα της Υγιεινής γίνεται από την Αννα Κατσίγρα-Μελά, γιατρό και συγγραφέα βιβλίων που έχουν σχέση με τη διαπαιδαγώγηση. Στο μάθημα της Υγιεινής οι μαθήτριες-εργάτριες διδάσκον-ται να λαμβάνουν προφυλακτικά μέτρα για την αποφυγή ασθενειών, κυρίως της φυματίωσης, της ευλογιάς και της ελονοσίας, καθώς και κανόνες για την κα-θαριότητα του σώματος τους και την ευπρεπή τους εμφάνιση. Η έννοια της υγιεινής, όπως διδάσκεται, συμπεριλαμβάνει την καθαριότητα και την υγεία. Για να γίνουμε πιο σαφείς η καθαριότητα αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανά-μεσα στην υγιεινή και την υγεία.

Εκτός από τα Κυριακά Σχολεία των εργατριών και τα φιλανθρωπικά σω-ματεία που ασχολούνται με τη διάδοση της υγιεινής και της καθαριότητας, από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα παρατηρείται το φαινόμενο της ίδρυσης συλλόγων «Υγιεινής». Συγκεκριμένα ο «Σύλλογος Υγιεινής Σύρου» διοργανώ-νει «λαϊκές διαλέξεις» για τη διαφώτιση του κοινού περί του τρόπου μολύν-σεως του οργανισμού και των μέσων της άμυνας και προφύλαξης από τη φυ-ματίωση9. Στη μάχη κατά των ασθενειών που αποδεκατίζουν κυρίως τα εργα-τικά στρώματα ένα καινούργιο όπλο προστίθεται: η απολύμανση. Η απολύ-μανση, ως προέκταση της καθαριότητας, δεν αποτελεί μόνο κεκτημένο πεδίο των νοσοκομείων, των ιατρείων, των εργαστηρίων, των ιατρών και των μαιών αλλά γίνεται προσπάθεια για τη διάδοση της και την εφαρμογή της στις μη

7. Ελένη Γεωργιάδου, «Αι εργαζόμεναι γυναίκες», Εφημερίς των Κυριών, αρ. 690, 13.1.1902.

8. Βλέπε τις ετήσιες λογοδοσίες του «Εν Πειραιεί Συνδέσμου των Κυριών προς προ-στασίαν της εργάτιδος» από το 1907 έως και το 1923 τα άρθρα που αναφέρονται στο πε-ριοδικό Εφημερίς των Κυριών, Αύρα Θεοδωροπούλου, «Το Κυριακό Σχολείο Εργατριών», Ανατύπωση από το Δελτίο τον Εκπαιδευτικού Ομίλου 1915, Αθήνα 1916.

9. Σύλλογος Υγιεινής Σύρου, Τα πεπραγμένα κατά το 1920, Ερμούπολη 1921, σ. 14.

Page 94: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

προνομιούχες τάξεις. Μέχρι τότε η περισσότερο διαδεδομένη πρακτική απολύ-μανσης ήταν το ασβέστωμα των τοίχων, του εξωτερικού της κατοικίας, της αυλής η του στενού δρόμου που χρησίμευε ως προέκταση της κατοικίας. Στην απολύμανση της κατοικίας προστίθενται νέα μέσα πιο αποτελεσματικά, όπως το διάλυμα φαινικού οξέως, η άχνη υδραργύρου. Το κάψιμο των ρούχων και των μολυσμένων αντικειμένων του ασθενούς αντικαθίσταται σε αρκετές περι-πτώσεις από τη μέθοδο απολύμανσης που γίνεται με το βράσιμο του νερού10, ενώ το πλύσιμο των χεριών με ζεστό νερό και σαπούνι θεωρείται η πανάκεια για την πρόληψη όλων των ασθενειών.

Η καθαριότητα συνδέεται και με την ηθική, προστίθεται στις αρετές, γιατί εξασφαλίζει την τάξη. Στον κανονισμό των Κυριακών Σχολείων αναγράφεται ότι η εργάτρια, για να γίνει δεκτή, πρέπει να είναι «καθαρά εις την κεφαλήν

και το σώμα της, τακτική εις τα φορέματά της»11. Στον έλεγχο των μαθη-τριών η καθαριότητα βαθμολογείται. Σε αντίθεση με τα σχολεία τακτικής φοί-τησης που το μάθημα της Υγιεινής είναι δευτερεύουσας σημασίας, τα Κυριακά Σχολεία δίνουν μεγάλη σημασία στην προπαγάνδα υπέρ της υγιεινής, που, σύμ-φωνα με τις δηλώσεις των υπευθύνων γυναικών, για τις εργάτριες είναι terra incognita12. Μεταξύ των γυναικών που ασχολούνται με την εκπαίδευση και αγωγή των εργατριών και της ίδιας της εργάτριας-μαθήτριας υποβόσκει η κοινωνική αντιπαράθεση του «πολιτισμένου» και του «απολίτιστου». Βεβαίως δεν πρόκειται για αντίθεση της μορφής «καλό-κακό», αλλά για τις βαθμίδες της εξελικτικής πορείας που ακολουθούν οι πρακτικές της καθαριότητας. Η καθαριότητα είναι μια διαδικασία που εκδηλώνεται αποκλειστικά μέσα στο πλαί-σιο μιας ορισμένης «πολιτισμένης» συμπεριφοράς. Με τις πρακτικές της καθα-ριότητας εισβάλλει σταδιακά ο πολιτισμός στον κόσμο των αισθήσεων. Η κα-ταστολή, η περιθωριοποίηση, η απόκρυψη της αίσθησης της οσφρήσεως είναι ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του «πολιτισμένου ανθρώπου»13.

Η μύηση της εργάτριας στην καθαριότητα της χαρίζει υγεία, ευρωστία, την απαλλάσσει από τη βαρβαρότητα, την εξοικειώνει με νέες συμπεριφορές, όπως είναι η υγιεινή, η απλότητα και η τάξη. Όμως, το οικονομικό χάσμα που δημιουργείται ανάμεσα στα κυρίαρχα αστικά στρώματα και στους φτωχούς των πόλεων έχει πολιτιστικά επακόλουθα.

Έχοντας ως δεδομένη την οικονομική κατάσταση της εργάτριας, ας διε-

10. Βλ. Υπουργείο Εσωτερικών, Τμήμα Υγειονομικών, Βασιλικό Διάταγμα της 2.12. 1911, Περί υγειονομικών μέτρων προς περιστολήν της ευλογιάς, Αθήνα 1911, σ. 20, 22, 25-26.

11. Κυριακόν Σχολείον Εργατριών, Κανονισμός (μονόφυλλο), Αθήνα 23 Αυγούστου 1912.

12. Βλ. Αύρα Θεοδωροπούλου, ό.π., σ. 5-6. 13. Constance Classen, David Howes, Antony Synnott, ό.π., σ. 89.

Page 95: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

διερευνήσουμε γιατί η καθιέρωση της καθαριότητας αποτελεί γι' αυτήν πολυτέλεια. Ο χώρος που αναλογούσε στην κάθε εργάτρια ήταν ένα κοινό δωμάτιο

ύπνου για όλη την οικογένεια, και ένα κοινό πλυσταριό για όλους τους συνοί-κους της αυλής14. Δημόσια γυναικεία λουτρά δεν είχε ούτε η Ερμούπολη15, ούτε η Αθήνα. Τα δημόσια γυναικεία λουτρά στη συνοικία της Μουνιχίας, στον Πει-ραιά ήταν τα μοναδικά. Στα λουτρά αυτά το μπάνιο αποτελούσε πρόβλημα για τις γυναίκες. Από την εφημερίδα «Σφαίρα» πληροφορούμαστε ότι οι «πετρομαχούντες παίδες» έσπαγαν τα τζάμια των λουτρών, με αποτέλεσμα η διεξαγωγή του μπάνιου να παρουσιάζει εξαιρετικές δυσκολίες για τις γυναί-κες16. Θα έπρεπε να έχει κανείς μεγάλη δόση εφευρετικότητας για να κατορ-θώσει με τα μέσα αυτά να κάνει ένα γενικό λουτρό. Το 1903 η Ευγενία Ζω-γράφου προτείνει στους ιδιοκτήτες βιομηχανικών καταστημάτων να δημιουρ-γήσουν λουτρά και πλυντήρια ενδυμάτων για τις εργάτριες. Το θερμό νερό που εξέρχεται από τις μηχανές κατά την εξάτμιση θα μπορούσε να κατευθυνθεί σε ειδική αίθουσα και να χρησιμοποιηθεί για λουτρό των εργατριών. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία μου η πρόταση της δεν εισακούσθηκε. Εκτός όμως από τον χώρο για το λουτρό οι εργάτριες δεν διέθεταν ούτε τον απαραίτητο χρόνο, ούτε νερό, ούτε σαπούνι. Στην καλύτερη περίπτωση η τροφοδοσία του νερού γινό-ταν από τη βρύση του δρόμου που βρισκόταν πολλές φορές σε μεγάλη από-σταση από την κατοικία. Στη χειρότερη περίπτωση αντλούσαν νερό από τα πη-γάδια η από δεξαμενές. Το νερό ήταν περιορισμένο λόγω της λειψυδρίας κατά τους θερινούς μήνες. Ακόμα και το νερό από τη βρύση του δρόμου διοχετευό-ταν κάθε δεύτερη μέρα κατά το χειμώνα και κάθε 3, 4, 5 ημέρες κατά το θέ-ρος17. Πώς οι γυναίκες αυτές θα εξοικονομούσαν νερό, ώστε η οικογένεια να κάνει άφθονη χρήση και να περισσέψει για το λουτρό τους;

Το «κοινό σαπούνι» και το χτένι για τα μαλλιά αποτελούσαν είδη πολυ-τελείας. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τα Κυριακά Σχολεία των Ερ-γατριών κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και στις εξετάσεις του Ιουνίου προσφέρουν ως δώρα η ως βραβεία στις εργάτριες σαπούνια και χτένια. Η Ένωσις των Ελληνίδων διανέμει σαπούνια και χτένια στις οικογένειες των λαϊ-κών συνοικιών.

14. Ευγενία Ζωγράφου, Δημοσιεύματα, Σειρά Δευτέρα, Τόμος Τέταρτος, Αθήνα 1903, σ. 50' Αύρα Θεοδωροπούλου, «Τα Λουτρά των Εργατίδων», εφημ. Εστία, 18.11.1911· Αθα-νάσιος Τσακαλώτος, Περί της Δημοσίας Υγείας εν Σύρω και ιδία της Φυματιώσεως, Αθή-να 1914.

15. Αθανάσιος Τσακαλώτος, ό.π., σ. 29. 16. Ανώνυμος, εφημ. Σφαίρα, αρ. 1287, 16.3.1885. 17. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας και Κοινωνικής Προνοίας,

Επιθεώρησις Εργασίας, Έρευνα επί των Συνθηκών της Εργατικής Κατοικίας των Πόλεων Αθηνών Πειραιώς 1921, Αθήνα 1922.

Page 96: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Οι πρακτικές καθαριότητας βασίζονται στην οικονομία: του χώρου, του χρόνου, του νερού, των υλικών, και των κινήσεων. Μια πήλινη γαβάθα με χλια-ρό νερό, ένας άδειος κάδος που χρησίμευε και για την μπουγάδα, μια βούρτσα απ' αυτές που τρίβουν τα πατώματα η ένα σφουγγάρι και ένα κομμάτι φανέ-λας ήταν τα απαραίτητα υλικά για το λουτρό. Πριν από το μπάνιο έπρεπε να τρίβουν το σώμα τους για να ανέβει η θερμοκρασία και να ανοίξουν οι πόροι, μετά με τη φανέλα έπρεπε να σκουπιστούν. Οσον αφορά την υγιεινή των μαλ-λιών έπρεπε να βρέχονται και να κτενίζονται καθημερινά, να λούζονται τακτικά (δύο φορές την εβδομάδα), έτσι ώστε να μην αναπτύσσουν παράσιτα (ψείρες, τριχοφάγο, ψώρα κ.ά.). Η περιποίηση των δοντιών προστίθεται πολύ αργό-τερα στις πρακτικές καθαριότητας. Το 1911 προσφέρεται σκόνη για τον κα-θαρισμό των δοντιών ως βραβείο στις εξετάσεις του Κυριακού Σχολείου του Εργατικού Κέντρου Αθηνών.

Το πλύσιμο των ρούχων είναι επίπονο, χρονοβόρο και δαπανηρό, αφού θα πρέπει να θυσιάσουν την Κυριακή, να εξοικονομήσουν σαπούνι, στάχτη και ξύλα, είδη που δεν βρίσκονται εν αφθονία, για να πλύνουν τα ρούχα τους. Ετσι, θεω-ρείται κατόρθωμα για τις εργάτριες να πλένουν τα ρούχα τους μία φορά το μήνα18.

Η διαδικασία του λουτρού με το πρωτόκολλο συμπεριφοράς αποτελεί έναν ισχυρό αυτοκαταναγκασμό. Οι εργάτριες πρέπει να αναπτύξουν τέτοιου τύπου συνήθειες ώστε να χαλιναγωγηθούν. Μέσω της καθαριότητας και της ευπρέ-πειας διακόπτεται η συμβολική βία που ασκούν οι βρώμικοι και οι ατημέλη-τοι. Η εργάτρια για να ενταχθεί κοινωνικά, να ξεφύγει από τις αγροτικές της καταβολές, πρέπει να αισθανθεί απέχθεια προς τη βρώμα, σεβασμό προς την καθαριότητα, την αίσθηση του καθήκοντος και της εργασίας.

Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, ας αποπειραθούμε να εντοπίσουμε τα συ-στατικά της μυρωδιάς του αέρα γύρω από το σώμα μιας «καθωσπρέπει αστής»: μυρωδιές από τα αγνά υλικά και τα μπαχαρικά της κουζίνας, άρωμα από λου-λούδια και σπανιότατα, σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως είναι οι χοροί η οι γιορτές, μια υποψία από φίνο παρισινό άρωμα19. Από το 1888 λειτουργεί στην Αθήνα το μυροποιείο των αδελφών Λιάπη. Οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιεί είναι ακατέργαστα χόρτα και άνθη της Ελλάδας. Πάνω από 200 είδη αρωμά-των διοχετεύονται όχι μόνο στη αγορά της Αθήνας αλλά και στην Ανατολή" τα περισσότερα από αυτά φέρουν ονόματα ανθέων όπως: ίρις, ηλιοτρόπιο των

18. Βλ. Ευγενία Ζωγράφου, ό.π., σ. 50. 19. Η καθιέρωση των αρωμάτων συμβαδίζει με την παρισινή «Haute Couture». To

1858 ο Worth ιδρύει την «Haute Couture». Την ίδια χρονιά όχι μόνο στο Παρίσι αλλά και στο Λονδίνο υπάρχουν ήδη μεγάλοι οίκοι αρωματοποιίας: Atkinson, Lubin, Chardin, Violet, Legrand, Piesse και ιδίως ο Guerlain, βλ. Alain Corbin, ό.π., σ. 232.

Page 97: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Παρισίων, βιολέτα, γιασεμί, νερατζιά, πορτοκαλιά, λεβάντα. Στο μυροποιείο κατασκευάζονται αρωματικά σαπούνια, πούδρες καθώς και σκόνες δοντιών. Για την κατασκευή του αρωματικού σαπουνιού χρησιμοποιούνται ποτάσα, λίπη βοο-ειδών και χοίρων και καθόλου φυτικά έλαια20.

Στον αστικό λόγο η μυρωδιά της μούχλας που αποπνέει το σώμα της ερ-γάτριας φαίνεται ότι επισκιάζει τα πάντα. Η μούχλα αναγνωρίζεται αμέσως από όλους όσοι εισέρχονται στην εργατική κατοικία. Το τοπίο της μυρωδιάς στο περιβάλλον της εργάτριας εμπλουτίζεται και με την έντονη μυρωδιά του ξυδιού. Ένα βρεγμένο πανί με ξύδι στο μέτωπο του ασθενούς διώχνει τον ιδρώ-τα. Η καθημερινή επάλειψη με ξύδι στα μαλλιά θεωρείται το καταλληλότερο όπλο κατά της ψείρας. Η μυρωδιά του ξυδιού είναι τόσο έντονη που σβήνει όλες τις υπόλοιπες: «Οπόταν ουν ο αέρας ήναι ζεστός, κυβερνού με ψυχρά πρά-γματα, ήγουν ράντιζε το σπήτι με κρύον νερόν, και ξύδι- ότι το ξύδι με την φυσικήν του ψυχρότητα διώκει την φθοράν του αέρος, και την κακήν αναθυμία-σιν [,..]»21.

Αντίθετα με τη μυρωδιά της μούχλας που συμβολίζει τη σήψη, τη στα-σιμότητα και τη φτώχεια ενός κόσμου που ζει στο περιθώριο, ο ιδρώτας του σώματος όχι μόνο δεν ενοχλεί, αλλά κατέχει περίοπτη θέση ανάμεσα στα σύμ-βολα του κόσμου του μόχθου και της εργασίας. Ο ιδρώτας του σώματος στις κυρίαρχες αντιλήψεις προσλαμβάνεται εξαγνισμένος από την κακοσμία —η αί-σθηση της όσφρησης λες κι έχει απαλειφθεί εντελώς— ενώ λειτουργεί μόνο η όραση. «Χρυσές σταγόνες» στάζει ο ιδρώτας των εργατών της «φάμπρικας» και των εργατριών στα υφαντουργεία22. Ο ιδρώτας αποδεικνύει τη σκληρή δου-λειά: «Αχ, είμαστε δυστυχισμένοι άνθρωποι. Τρέχει όπως το ποτάμι ο ιδρώ-τας μας» έλεγε ο μιναδόρος στον εισαγγελέα όταν άρχισαν οι ανακρίσεις των εργατών στις απεργίες που έγιναν τον Απρίλη του 1896 στο Λαύριο23. Το υπο-κείμενο των προκηρύξεων που βγάζουν τα εργατικά κέντρα είναι «ο λαός του ιδρώτος και της εργασίας». Έτσι υπογράφουν οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι

των εργαζομένων24.

20. Για το μυροποιείο των αδελφών Λιάπη βλ. Μποέμ, «Αι εργαζόμεναι Αθήναι. Μυρεψοί και μυροποιεία», εφημ. Άστυ, αρ. 1198, 26.3.1894.

21. Βλ. Γεωπονικόν, Συντεθέν παρά Αγαπίου Μοναχού του Κρητός, Βενετία 1870, σ. 43.

22. «Φράγκο δε δίνουνε για μεγαλεία, / έχουν μάθει να ζουν απλά, στάζ' ο ιδρώτας τους χρυσές σταγόνες/γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά».

Από τους στίχους του γνωστού ζεϊμπέκικου του Τσιτσάνη «Οι φάμπρικες» (δίσκος του 1950). 23. «Τα θύματα της Εργασίας - Ο κόσμος του Λαυρίου - Δεσπόται και ανδράποδα»,

εφημ. Ακρόπολις, φ. 22, 14.4.1896. 24. «Προκήρυξις προς τον έργαζόμενον λαόν [...] Ελάτε αδελφοί, ας αποδείξωμεν ότι ζη ο λαός και δεν απέθανε. Οι αδελφοί κα-

Page 98: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Πόσο αγεφύρωτο άραγε είναι το χάσμα ανάμεσα στην εικόνα της σιδε-ρώτριας με το μικρό λεκέ στη μασχάλη και το χέρι στο μέτωπο να σκουπίζει τον ιδρώτα της και σ' αυτήν που απεικονίζει την αστή κρατώντας την ομπρέλ-λα της, να περπατάει στις πρασιές του κήπου με το ατσαλάκωτο, «άσπιλο», άσπρο φόρεμα χωρίς ίχνος λεκέ;

Όσον αφορά την αισθητική εμφάνιση, στα ανύπαντρα κορίτσια της αστι-κής τάξης αυτή αποτελεί απόδειξη της κοινωνικής και οικονομικής τους κατά-στασης, και χρησιμεύει κυρίως ως επένδυση για την ανεύρεση συζύγου. Αντί-θετα, οι εργάτριες με την εμφάνιση τους, πρέπει συνεχώς να αποδεικνύουν ότι εργάζονται για να ζήσουν και όχι για να «ντυθούν».

Σύμφωνα με τα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα, οι νέες εργάτριες με την εμφάνιση τους δεν πρέπει να μπορούν να επιδείξουν τίποτε άλλο εκτός από την καθαριότητά τους. Πρέπει να φορούν ρούχα απλά —όχι πολυτελή— και άνετα, ώστε να διευκολύνονται οι κινήσεις. Η καθαριότητα των ρούχων απαιτεί την αφαίρεση των λεκέδων και των οσμών. Τα εσώρουχα των γυναικών πρέπει να αλλάζονται μία η δύο φορές την εβδομάδα25. Όμως, αυτό αποτελεί ένα πρό-βλημα γιατί οι γυναίκες δεν έχουν χρήματα για να αγοράσουν λευκό ύφασμα και να ράψουν εσώρουχα. Το λευκό βαμβακερό ύφασμα —κατάλληλο για τη ραφή εσωρούχων— εθεωρείτο ένα πολύτιμο χριστουγεννιάτικο δώρο για τις ερ-γάτριες που φοιτούσαν στα Κυριακά Σχολεία.

Τα ρακώδη βαμβακερά ενδύματα της νεοαφιχθείσας στην πόλη εργάτριας έπρεπε να αντικατασταθούν με καθαρά, ατσαλάκωτα και καλομπαλωμένα ρού-χα. Η διδασκαλία στοιχειωδών γνώσεων κοπτικής, ραπτικής και εμβαλωματι-κής στα Κυριακά Σχολεία είχε ως πρωταρχικό σκοπό τη βελτίωση της εξω-τερικής εικόνας της εργάτριας.

Αντίθετα, για τις εργάτριες που ντύνονται πολυτελώς, παραβαίνοντας τα πρότυπα της σεμνότητας και της νοικοκυροσύνης, δημιουργείται ένα κλίμα κα-χυποψίας και απόρριψης. Το φαινόμενο παρατηρείται στις νέες που εργάζονται στα εργαστήρια μοδιστρικής και στα καπελάδικα. Προφανώς, η επαφή με τις αστές, με τους τρόπους τους και τις νοοτροπίες τους, δημιουργεί στις εργάτριες την επιθυμία της μίμησης. Η πολυτέλεια της νέας εργάτριας προκαλεί ανα-στάτωση σε όλους γιατί ανατρέπει αποδεκτούς κώδικες και συμπεριφορές. Φα-νερώνει σπατάλη και υπονοεί ανηθικότητα. Το 1920 η επιθεωρήτρια εργασίας Αννα Μακροπούλου σημειώνει ότι αρκετές εργάτριες «διαθέτουν τα περισσεύματά

καλούν σήμερον τους αδελφούς. Ο λαός, τον λαόν. Oι δυστυχισμένοι τους δυστυχισμένους. Οι καταπιεζόμενοι τους καταπιεζομένους. Οι κατάδικοι της πείνας και της δυστυχίας. Ο λαός του ιδρώτος και της εργασίας [...]». Προκήρυξη του Εργατικού Κέντρου Βόλου, Σεπτέμ-βριος 1909.

25. Παναγιώτης Χριστόπουλος, Μαθήματα Υγιεινής, Αθήνα 1920, σ. 79.

Page 99: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ματά των εις είδη πολυτελείας, αδιαφορούσαι παντελώς διά το μέλλον των»26. Πραγματικά, η εικόνα της καθαρής εργάτριας φανερώνει την εκπαίδευση της και την υποταγή της στις νέες αρχές που βασίζονται στην υγιεινή του σώμα-τος και στη σεμνότητα της ενδυμασίας. Το πνεύμα της νοικοκυροσύνης και της αποταμίευσης κυριαρχεί. Η ένταξή της στον κόσμο της εργασίας διευκολύνε-ται. Κάθε άλλη συμπεριφορά —κυρίως η υιοθέτηση της πολυτέλειας— αποτελεί παραβίαση των κυρίαρχων στην κοινωνία αναπαραστάσεων.

Η ιδιοκτήτρια του μεταξοϋφαντήριου Καρασταμάτη διευκρινίζει τι ακρι-βώς θεωρείται πολυτέλεια για τη νέα εργάτρια και αποκαλύπτει τις ανησυχίες της: « Η ελληνίς εργάτις ουδέν άλλο ιδανικόν έχει, δι' ουδέν άλλο φροντίζει ή πως να αμείβεται καλώς, να έχη μεταξωτόν φόρεμα, ωρολόγιον της χειρός, να φορή την καλυτέραν κάλτσαν, να περιποιήται τους όνυχας, το πρόσωπον και την κόμην της, και να φροντίζη πώς να εύρη ένα σύζυγον, όστις θα εξασφαλίση εις αυτήν άνετον βίον και αποχήν από πάσης εργασίας εν τω μέλλοντι»27.

Ας ερμηνεύσουμε τον λόγο της: Για την εμφάνιση-πρότυπο της εργάτριας έχει δημιουργηθεί ένα ηθικό, οπτικό και αισθητικό σύστημα αναπαραστάσεων, το οποίο βασίζεται στη διαφοροποίηση της από τα κυρίαρχα αστικά στρώματα. Γι' αυτό η κατάκτηση της καθαριότητας από τις νέες εργάτριες θα είναι πάν-τοτε μισή αρχοντιά και ποτέ ολόκληρη.

26. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Εργασίας, Εκθέσεις του προσωπι-κού Επιθεωρήσεως Εργασίας επί της εφαρμογής των εργατικών νόμων, έτος 1921, Αθήνα 1923, σ. 83.

27. Σπάρτη Καρασταμάτη, «Αι Ελληνίδες της σήμερον», περ. Εργασία, τεύχος II, 22.3.1930.

Page 100: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 101: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ

ΜΑΡΙΑ ΚΟΡΑΣΙΔΟΥ

Ανάμεσα σε εκείνους που ασχολούνται τον περασμένο αιώνα με την προστασία της παιδικής ηλικίας, πεζογράφους, φιλανθρώπους, νομικούς και πολιτικούς, οι γιατροί κατέχουν μια ξεχωριστή θέση.

Με τον λόγο που αναπτύσσουν, την κοινωνική τους πρακτική και την εξά-σκηση της ιατρικής τους τέχνης, οι γιατροί θα επιχειρήσουν να αναδείξουν την υγεία των παιδιών σε ζήτημα πρωταρχικής σημασίας και αντικείμενο ιδιαίτε-ρης μέριμνας στους κόλπους της οικογένειας, του σχολείου και των φιλανθρω-πικών θεσμών.

Η παρέμβαση τους προς την κατεύθυνση των παιδιών είναι βέβαια συνυ-φασμένη με τη γενικότερη διαδικασία συγκρότησης υγειονομικών θεσμών μέσα από την οποία οι επιστήμονες γιατροί αναδεικνύονται σε κύριους διαχειριστές της υγείας του ελληνικού πληθυσμού από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια.

Το Ιατροσυνέδριο, ένας νέος κεντρικός θεσμός που δημιουργείται το 18341

και αναλαμβάνει την ορθολογική οργάνωση της δημόσιας υγείας και την επέ-κταση της επιστημονικής ιατρικής γνώσης, θα σηματοδοτήσει και την απαρχή συγκρότησης του ιατρικού σώματος. Ο κεντρικός πολιτικός ρόλος τον οποίο διαδραματίζει το παραπάνω όργανο θα φανεί κυρίως μέσα από την οργάνωση εξετάσεων για τη χορήγηση άδειας άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος, κα-θώς και μέσα από την αντιμετώπιση του πλήθους των εμπειρικών θεραπευτών που μέχρι τα χρόνια της Ανεξαρτησίας ήταν οι μοναδικοί φορείς της θεραπευ-τικής τέχνης. Χαρακτηριστική είναι η αντιπαράθεση των επιστημόνων γιατρών με τους κουρείς, που ασκούσαν τότε και χρέη πρακτικών θεραπευτών.

Η διαδικασία επικράτησης της επιστημονικής ιατρικής θα προσλάβει πολ-λαπλές διαστάσεις: νομοθετικές ρυθμίσεις, ίδρυση της Ιατρικής Σχολής Αθη-νών το 1837 και ιατρικών εκπαιδευτικών σχολείων, σύσταση επαγγελματικών οργανώσεων, έκδοση εντύπων, δημιουργία νοσηλευτικών ιδρυμάτων. Μια πα-

1. Β.Δ. «Περί συστάσεως Ιατροσυνεδρίου», 13(25) Μαΐου 1834, E.τ.K. 24 (12 Ιου-λίου 1834).

Page 102: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

παρόμοια διαδικασία, με μικρότερη όμως ένταση, θα ακολουθηθεί και για τη δη-μιουργία ενός σώματος επιστημόνων μαιών σε βάρος των εμπειρικών.

Παράλληλα όμως με τη διερεύνηση της διαδικασίας επικράτησης των επι-στημόνων γιατρών και της οργάνωσης θεσμών δημόσιας υγείας στο ελληνικό κράτος, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εξέταση των αντιλήψεων που διαμορφώ-νονται κατά τον 19ο αιώνα γύρω από την υγεία, την αρρώστια και τον θάνατο.

Η υγεία θα προβάλει ως θεμελιακό φυσικό ανθρώπινο αγαθό, ως αδιά-σπαστη ενότητα σωματικών και πνευματικών δυνάμεων για τη διατήρηση της οποίας απαιτείται η τήρηση βασικών κανόνων υγιεινής. Κανόνων υγιεινής που οφείλουν να βρουν πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης στο εσωτερικό της οικογένειας και του σπιτιού με την αποφασιστική συμβολή των γυναικών. Η διατήρηση της υγείας θα προσλάβει και μια άλλη διάσταση, εκείνη της προαγωγής της ευεξίας του ελληνικού πληθυσμού, για την επίτευξη της οποίας, καθοριστικής σημασίας παράγοντες θεωρούνται η απαγόρευση της αιμομιξίας, αλλά και η νομοθετική απαγόρευση της σύναψης πρόωρων γάμων, η γάμων των ατόμων που πάσχουν από ασθένειες θεωρούμενες ως κληρονομικές. Η επιδίωξη των γιατρών να επιβάλουν νομοθετικές ρυθμίσεις περιοριστικές της ελευθερίας των αρρώστων, βασισμένες στις αντιλήψεις τους (σε μεγάλο βαθμό εσφαλμένες, όπως αποδείχθηκε αργότερα) περί κληρονομικότητας ορισμένων ασθενειών είναι χα-ρακτηριστική της προσπάθειάς τους να αναβαθμίσουν τον κοινωνικό τους ρόλο και την κοινωνική τους θέση στο πλαίσιο της νεοελληνικής κοινωνίας.

Η επιβίωση πάντως θρησκευτικών αντιλήψεων σχετικά με την υγεία και την αρρώστια είναι ιδιαίτερα αισθητή. Η διατήρηση της υγείας η διαφορετικά η καταπολέμηση της ασθένειας αντιμετωπίζεται ως έργο στηριζόμενο στη συν-δυασμένη δράση της θείας πρόνοιας και της ατομικής ευθύνης. Συχνές είναι οι αναφορές στις ηθικές αρετές που κερδίζει το άτομο μέσα από τη δοκιμασία της αρρώστιας. Ταυτόχρονα βέβαια η αρρώστια είναι πάντοτε ένα κακό που πρέπει να καταπολεμηθεί, και τα μέσα που προβάλλονται για τον αγώνα κατά της αρρώστιας, εκτός από την ευεργετική επίδραση της θείας πρόνοιας, είναι και η προφύλαξη από την άγνοια και τις προλήψεις και η αυστηρή τήρηση των κανόνων της υγιεινής. Μόνο έτσι μπορεί να αποτραπεί προσωρινά ο αναπόφευ-κτος θάνατος, που η επέλευσή του εναπόκειται τελικά στη θεϊκή σοφία και δικαιοσύνη.

Όπως είναι προφανές, οι προσπάθειες για την προστασία της υγείας των παιδιών δεν είναι αποκομμένες από τις γενικότερες προσπάθειες που καταβάλ-λονται για την οργάνωση της μέριμνας για την υγεία του ελληνικού πληθυσμού τον 19ο αιώνα. Η παιδική προστασία θα επιχειρηθεί στα πλαίσια μιας γενικής προβληματικής για τη σημασία της αύξησης του πληθυσμού, αλλά και της ευ-ρωστίας και «καλλιτεκνίας» της ελληνικής φυλής, η οποία θεωρείται ότι συμ-βάλλει στην οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική πρόοδο του κράτους. Για

Page 103: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

την επίτευξη όμως της κοινωνικής προόδου, η σπουδαιότητα της οικογένειας και συνακόλουθα των παιδιών που γεννιούνται, ανατρέφονται και μεγαλώνουν στους κόλπους της, προβάλλει σαν ζήτημα αποφασιστικής σημασίας. Ολη η συ-ζήτηση για την ευρωστία και ευεξία του ελληνικού έθνους επικεντρώνεται στα παιδιά, αφού αυτά θα αποτελέσουν τους μελλοντικούς πολίτες του. Έτσι τεκμη-ριώνεται το ενδιαφέρον που στρέφεται προς την εμβρυακή, βρεφική και παιδική ηλικία. Ετσι αιτιολογούνται οι προσπάθειες που γίνονται για την καταγραφή των ασθενειών που πλήττουν την παιδική ηλικία και που πολύ συχνά επιφέ-ρουν το θάνατο των παιδιών. Έτσι δικαιολογούνται τέλος τα μέτρα που προ-τείνονται και λαμβάνονται για την προστασία της υγείας των παιδιών στην Αθήνα του περασμένου αιώνα.

Ο Αναστάσιος Ζίννης, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώτος διευθυντής του Βρεφοκομείου Αθηνών υπήρξε αναμφίβολα ένας από τους σημαντικότερους ερευνητές της παιδικής νοσολογίας της επο-χής του. Από τη μονογραφία του με τίτλο «Étude sur les principales causes léthifères chez les enfants audessous de cinq ans et plus spécialement chez ceux de 0-1 an à Athènes», που δημοσιεύτηκε το 1880, προκύπτει, ότι από το σύνολο των θανάτων που καταγράφηκαν στους «νεκρικούς καταλόγους» της πόλης της Αθήνας, καταλόγους που κρατούσε η αστυνομία, για τη δεκα-ετία 1869-1878, το 46% ήταν θάνατοι παιδιών ηλικίας 0-5 ετών και από αυτούς το 68,5% ήταν θάνατοι βρεφών ηλικίας 0-12 μηνών.

Ως την πλέον θανατηφόρα ασθένεια, που πλήττει την πρώτη παιδική ηλι-κία, ο Α. Ζίννης καταγράφει τη διάρροια: το 34% των περιπτώσεων θανάτων παιδιών και το 80% των περιπτώσεων θανάτων βρεφών οφείλονται στη διάρροια.

Για τη δεκαετία 1880-1890, ο Αλκιβιάδης Παπαπαναγιώτου, υφηγητής της Παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντής της πανεπιστημια-κής κλινικής στο Βρεφοκομείο Αθηνών, αναφέρει ότι από το σύνολο των θα-νάτων στην πόλη της Αθήνας, το 48,13% ήταν θάνατοι παιδιών ηλικίας 0-10 ετών και από αυτούς το 66,19% ήταν θάνατοι βρεφών ηλικίας 0-12 μηνών. Για την ίδια χρονική περίοδο, σύμφωνα πάντα με τον Α. Παπαπαναγιώτου, το 32,37% των περιπτώσεων θανάτων παιδιών και το 85,8% των περιπτώ-σεων θανάτων βρεφών οφείλεται σε νοσήματα του γαστρεντερικού σωλήνα2.

Τόσο ο Α. Ζίννης όσο και ο Α. Παπαπαναγιώτου θεωρούν ότι η κύρια αιτία που συντελεί στο να μετατραπεί η διάρροια στο «κοινότερον και φονι-κώτερον νόσημα της βρεφικής ηλικίας»3 είναι η «πρόληψις» που επικρατεί κυ-ρίως στους κόλπους των λαϊκών στρωμάτων της εποχής, «ότι η επερχομένη

2. Αλκιβιάδης Παπαπαναγιώτου, «Η θνητότης των παίδων εν Αθήναις», Ημερολό-γιον Εφημερίδος των Κυριών του 1891, Αθήνα 1890, σ. 36.

3. Α. Ζίννης, Η εν Αθήναις θνησιμότης των βρεφών, Αθήνα 1877, σ. 4.

Page 104: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

τοις βρέφεσι διάρροια μετά τον έκτον μήνα απότοκος ούσα της οδοντοφυΐας ουδεμιάς δείται θεραπείας»4.

Ο Α. Ζίννης και ο Α. Παπαπαναγιώτου υποστηρίζουν ότι η οδοντοφυΐα συμβάλλει σίγουρα στην εκδήλωση διάρροιας των παιδιών. Οι παράγοντες όμως που, κατά τη γνώμη τους, συμβάλλουν αποφασιστικά στην επιδείνωση της ασθέ-νειας, είναι κυρίως ο πρόωρος απογαλακτισμός και η διατροφή των βρεφών με τροφές ακατάλληλες για την ηλικία τους.

Ετσι, τα μέσα που ο Α. Ζίννης θεωρεί ως τα πλέον αποτελεσματικά για την καταπολέμηση της παιδικής θνησιμότητας είναι: «να εκριζωθή εκ της κε-φαλής των μητέρων η ολεθρία πρόληψις» ότι η διάρροια η οποία εμφανίζεται μετά τον 6ο μήνα είναι «ωφέλιμος παροχέτευσις, ήτις συμφέρει να μένη αθε-ράπευτος»5. Ακόμη, να εξαφανισθεί η «μωρά συνήθεια»6 του πρόωρου απογα-λακτισμού και της διατροφής των βρεφών με τροφές ακατάλληλες για την ηλι-κία τους.

Για την εκπλήρωση του στόχου αυτού, ο Α. Ζίννης προτείνει την οργά-νωση μιας «αληθούς σταυροφορίας», στην οποία καλεί την κυβέρνηση, τους εφη-μέριους και τους γιατρούς να συμμετάσχουν ενεργά, «ανενδότως», «ειλικρι-νώς» και «ευσυνειδήτως»7.

Παράλληλα με την οργάνωση της «σταυροφορίας» για το ξερίζωμα των προλήψεων και των πρακτικών που αφορούν τη διατροφή των βρεφών στους κόλπους των λαϊκών στρωμάτων, οι γιατροί θα επιδιώξουν με όλα τα μέσα να πείσουν τις μητέρες των εύπορων οικογενειών να αναλάβουν οι ίδιες το θηλα-σμό των παιδιών τους.

Από τη στιγμή που οι γιατροί διαπιστώνουν ότι οι σοβαρές διαταραχές, που προκαλούνται στην υγεία των παιδιών, είναι αποτέλεσμα κυρίως του πρό-ωρου απογαλακτισμού και της κακής διατροφής των παιδιών, θα αρχίσουν να αποδίδουν μια αυξημένη σημασία στον τρόπο διατροφής τους, και να στρέφον-ται κατά του θηλασμού τους από τις τροφούς, πρακτική ευρύτατα διαδεδομένη στους κόλπους των εύπορων οικογενειών της πρωτεύουσας.

Ο μητρικός θηλασμός θα θεωρηθεί ως το πρωταρχικό μέσο στον αγώνα για την καταπολέμηση των παιδικών ασθενειών, ως η σημαντικότερη απόδειξη της ευθύνης των μητέρων απέναντι στην υγεία των παιδιών τους, ως το «πρώ-τιστον των μητέρων καθήκον»8, το οποίο πρέπει να ενισχυθεί με όλα τα δυ-

4. Στο ίδιο, σ. 8 και Α. Zinnis, Étude sur les principales causes léthifères chez les enfants au-dessous de cinq ans et plus spécialement chez ceux de 0-1 an a Athènes Αθήνα 1880, σ. 13.

5. Α. Ζίννης, Η εν Αθήναις θνησιμότης..., ό.π., σ. 14. 6. Στο ίδιο, σ. 14. 7. Στο ίδιο, σ. 15. 8. «Το πρώτιστον καθήκον της μητρός», Πανδώρα, 1858, σ. 187.

Page 105: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

δυνατά μέσα. Ετσι, η παραμέληση η εγκατάλειψη του θηλασμού καταγγέλλεται και στιγματίζεται έντονα, στο βαθμό που θεωρείται ότι αποτελεί εκδήλωση μιας ανεύθυνης, επιπόλαιας και εγωιστικής συμπεριφοράς των γυναικών εκείνων που δεν συνειδητοποιούν το μητρικό «προορισμό» τους, «προορισμό» που ο ιδεο-λογικός λόγος του 19ου αιώνα μετέτρεψε σε συνώνυμο της ίδιας της ύπαρξης των γυναικών.

Αν ο μητρικός θηλασμός θεωρήθηκε αναμφίβολα το σημαντικότερο μέσο για την προστασία των παιδιών από τις διάφορες ασθένειες που τα έπλητταν θανάσιμα, δεν αποτέλεσε ωστόσο το μοναδικό μέσο. Η «τεχνητή γαλουχία» θα εισέλθει σιγά-σιγά στις συνήθειες. Στις περιπτώσεις της «τεχνητής γαλουχίας», οι γιατροί προσπαθούν να εξηγήσουν στις μητέρες την ύπαρξη στοιχειωδών κα-νόνων υγιεινής που αφορούν τη χρήση του ζωικού γάλατος: ποσότητα του γά-λατος για κάθε γεύμα ανάλογα με την ηλικία του παιδιού, αραίωση και απο-στείρωση του γάλατος, συγκεκριμένες ώρες γευμάτων, απόλυτη καθαριότητα του θηλάστρου, κ.ά. Τους κανόνες αυτούς οφείλουν να γνωρίζουν και να εφαρ-μόζουν όλες οι μητέρες, προκειμένου να επιτύχουν τη σωστή διατροφή των παι-διών τους. Η κύρια προσπάθεια των γιατρών συνίσταται στο να αποτρέψουν τις μητέρες από το να «παρακολουθώσιν ως προς την υγιεινήν των παίδων αλ-λοκότους πολλάκις ιδέας των αμαθών», και να τις προτρέψουν να «προβαίνω-σιν επιστημονικώς εις την εν γένει δίαιταν του νηπίου»9.

Εκτός από τα παραπάνω, οι γιατροί προτείνουν στις μητέρες και άλλους κανόνες υγιεινής, κανόνες, που, όπως υποστηρίζουν, πρέπει να υιοθετούνται και να εφαρμόζονται καθημερινά από τις μητέρες όλων των κοινωνικών στρωμά-των. Οι κανόνες αυτοί αφορούν κυρίως την ένδυση, τη σωματική φροντίδα και καθαριότητα των μικρών παιδιών, καθώς και τους χώρους και τις γενικές συν-θήκες διαμονής τους.

Είναι φανερό ότι το σύνολο των ιατρικών οδηγιών, υποδείξεων και συμ-βουλών αποβλέπουν πρωταρχικά στην εισαγωγή και εφαρμογή των καθημερι-νών κανόνων υγιεινής στους κόλπους της οικογένειας. Οι γιατροί, επιχειρούν να καταπολεμήσουν τις πρακτικές, τις συνήθειες και τις αντιστάσεις που στη-ρίζονται στην «άγνοια», τις «προλήψεις», τις «σφαλερές και στρεβλές ιδέες» που συντηρούνται από τις μητέρες των φτωχών οικογενειών και, στη θέση τους, να επιβάλουν νέους ορθολογικούς κανόνες παιδικής υγιεινής, κανόνες που υπα-γορεύονται από την επιστημονική γνώση.

Στην προσπάθειά τους αυτή θα βρουν στήριγμα τόσο στο εσωτερικό της οικογένειας, και κυρίως στις μητέρες που αναλαμβάνουν τη φυσική επιβίωση και τη σωματική και ηθική ανατροφή των παιδιών τους, όσο και στους εξω-

9. «Υγιεινά παραγγέλματα. Υγιεινή των παίδων», Ημερολόγιον Οικογενειακόν του 1900, Αθήνα 1899, σ. 152.

Page 106: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

εξωοικογενειακούς θεσμούς, όπως το σχολείο και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα που αναλαμβάνουν την εκπαίδευση και περίθαλψη των παιδιών. Με αυτή την έν-νοια μπορούμε να μιλήσουμε για μια προσπάθεια «ιατρικοποίησης» τόσο των οικογενειών όσο και ολόκληρου του κοινωνικού σώματος, που χρησιμοποιεί ως μέσο την καθολική εξάπλωση των κανόνων υγιεινής.

Μέσα από τη διαδικασία αυτή εδραιώνεται η θέση της επιστημονικής ιατρικής στην ελληνική κοινωνία, αναβαθμίζεται η κοινωνική θέση και ο κοινωνικός ρό-λος των γιατρών, οι μητέρες αναδεικνύονται σε φυσικούς και ηθικούς στυλο-βάτες της οικογένειας και του έθνους και οι φιλανθρωπικοί θεσμοί σε κηδεμό-νες της οικογενειακής ζωής.

Page 107: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Η ΑΝΑΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ

ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ ΤΩΝ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ

ΤΑΣΟΥΛΑ ΒΕΡΒΕΝΙΩΤΗ

Στο Μεσοπόλεμο, ακόμα και στην Αθήνα, μια γυναίκα που καθόταν μόνη της σε ένα καφενείο η έστω ζαχαροπλαστείο, που μέσα σε μια συντροφιά εξέθετε ανοιχτά τις απόψεις της για την πολιτική κατάσταση η που δεν είχε να επι-δείξει δικά της εργόχειρα, δεν αντιπροσώπευε το κοινώς αποδεκτό πρότυπο1. Κυρίαρχη ήταν η πεποίθηση ότι η θέση της γυναίκας ήταν στο σπίτι και ότι ο προορισμός της ήταν να κάνει παιδιά και να τα φροντίζει. Ακόμα και ο Δη-μήτρης Γληνός, ένα από τα πιο λαμπρά μυαλά της εποχής, μιλώντας στα εγ-

καίνια της Ανωτέρας Γυναικείας Σχολής υπέδειξε ένα νέο τύπο γυναίκας μορ-φωμένης και εργαζόμενης, η οποία όμως δε θα προσπαθούσε «ν' αλλάξει τη φύση της» ούτε «να καταργήση τον προορισμό της»2.

Η κίνηση των ανθρώπων στο χώρο —με την κυριολεκτική και τη συμ-βολική του έννοια— όσο και η διάθεση του χρόνου τους εξαρτάται από την εποχή και τη χώρα στην οποία ζουν, από την κοινωνική τους θέση, την ταξική τους προέλευση, την οικονομική τους κατάσταση, την ηλικία, αλλά και το φύλο τους. Στο Μεσοπόλεμο ο χώρος μέσα στον οποίο κινούνταν οι γυναίκες, αλλά και οι ενέργειες, ο τρόπος, με τον οποίο διέθεταν η «κατανάλωναν» το χρόνο τους, υπέστησαν βασικές αλλαγές. Οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές αλ-λαγές οδήγησαν σε μια αναδιευθέτηση του χώρου και του χρόνου, η οποία αφο-ρούσε κυρίως τους νέους και ιδιαίτερα τις νέες. Η κοινωνική θέση της γυναί-κας χωρίς να αμφισβητείται συνολικά και ανοιχτά, υποσκάπτεται από τις κοι-νωνικές αναγκαιότητες. Αυτές έχουν την αφετηρία τους στην προηγούμενη ιστο-ρική φάση, εντείνονται όμως με τον ερχομό των προσφύγων και την ένταξη τους στην ελληνική κοινωνία, τον εντυπωσιακό ρυθμό βιομηχανικής ανάπτυξης

1. Το κείμενο εκτός από τις γραπτές πηγές στηρίζεται και σε προφορικές μαρτυρίες. Πρόκειται για 158 συνεντεύξεις που πήρα από το 1987 έως σήμερα από 96 γυναίκες σε 220 κασέτες. Στην περίπτωση που αναφέρεται μέρος της συνομιλίας καταγράφεται και το όνομα και η ημερομηνία της συνέντευξης.

2. Δημήτρης Γληνός, «Γυναικείος Ανθρωπισμός», Εκλεκτές Σελίδες, τ. 1, Αθήνα, εκδόσεις Στοχαστής, 1982, σ. 35-61.

Page 108: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

στη δεκαετία 1920-30, την οικονομική κρίση, την άνοδο του φασισμού και την απειλή του πολέμου, τα νέα πρότυπα που εισάγονται μέσω του κινηματογρά-φου...

Αυτή την εποχή όλο και περισσότερα κορίτσια ξεφεύγουν από την ιδιω-τική σφαίρα και πορεύονται —έστω και επιτηρούμενα— στο δρόμο προς τη μι-σθωτή εργασία3 και την πολιτική, χώρους από τους οποίους ήταν λίγο ως πολύ αποκλεισμένες. Την πορεία τους αυτή προς μια αξιοπρεπή μισθωτή εργασία και τη δειλή τους εμφάνιση στο χώρο της πολιτικής διευκόλυνε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η οικονομική κρίση. Η εκπαίδευση δημιούργησε ένα χώρο μισθωτής εργασίας επίζηλο, ενώ η οικονομική κρίση τους επέτρεψε να αποδεί-ξουν ότι μπορούν να ξοφλήσουν μόνες τους το χρέος της γέννησής τους, να πλη-ρώσουν μόνες τους την προίκα τους. Όλη αυτή η πορεία «έξω από το σπίτι» επέφερε τεράστιες αλλαγές ως προς τον τρόπο με τον οποίο διέθεταν το χρόνο τους.

Η εκπαίδευση θα αποτελέσει ένα από τα βασικά κλειδιά που θα χρησιμοποιή-σουν οι γυναίκες για να ανοίξουν την πόρτα της δημόσιας σφαίρας. Γι' αυτό το 1929, χρονιά της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης4, μπορεί να θεωρηθεί ως συμβατική τομή. Επιπλέον πρέπει να σημειώσουμε (παρόλο που το θέμα δεν αφορά άμεσα την Ελλάδα) ότι την ίδια χρονιά ξεσπά η μεγάλη οικονομική κρίση και την επόμενη δίνεται στις γυναίκες το εκλογικό δικαίωμα με περιορισμούς για τις δημοτικές εκλογές. Ανάμεσα στις δύο δεκαετίες του Μεσοπολέμου τα ποσοστά αύξησης των μαθητριών και των φοιτητριών είναι εκπληκτικά. Στη δεκαετία του '20, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, τα αγόρια ήταν τέσσερις φορές περισσότερα από τα κορίτσια. Μετά την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1929, στο τέλος της δεκαετίας του '30, αποτελούσαν το 45% των μαθη-

τών στην Πρωτοβάθμια, και το 33% στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Χαρα-κτηριστικό είναι το γεγονός ότι το ποσοστό αποτυχίας τους στις εξετάσεις, στη

3. Αυτό σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι οι γυναίκες μέχρι τότε δεν εργάζονταν. Το μεγαλύτερο μέρος του γυναικείου πληθυσμού, το οποίο ζούσε στην ύπαιθρο, εργαζόταν σκληρά στα πλαίσια του αγροτικού νοικοκυριού. Μεγάλο μέρος από τις γυναίκες των πό-λεων εκτελούσαν εργασίες, στο περιθώριο της οικονομικής δραστηριότητας, που δεν κατα-γράφονται στις στατιστικές: οικιακές βοηθοί (υπηρέτριες και ψυχοκόρες), πλύστρες, παρα-μάνες, όσες φρόντιζαν άρρωστους η ηλικιωμένους και πληρώνονταν σε είδος η σε χρήμα, εργάτριες της σπιτικής βιομηχανίας (φασόν), αλλά και ελεύθερες επαγγελματίες, που δια-τηρούσαν ραφείο, μανταριστήριο η καφενείο" ακόμα πολλές γυναίκες δούλευαν στην επι-χείρηση του άντρα τους ως συμβοηθούντα και μη αμειβόμενα πρόσωπα κτλ.

4. Η εκπαίδευση χωρίστηκε σε δύο ισόχρονους κύκλους και καθιερώθηκε η συνεκπαί-δευση στην υποχρεωτική πια στοιχειώδη εκπαίδευση. Βλ. Αλέξης Δημαράς, «Εκπαίδευση 1913-1941», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΕ', σ. 493.

Page 109: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Μέση Δημόσια Εκπαίδευση, ήταν μικρότερο από των αγοριών. Η προφανής εξήγηση είναι ότι για να τους δοθεί η δυνατότητα να συνεχίσουν τις σπουδές τους, έπρεπε η απόδοσή τους να ήταν εξαιρετικά καλή. Στην ιδιωτική εκπαί-δευση ο αριθμός των κοριτσιών ήταν λίγο μεγαλύτερος από των αγοριών, γε-γονός που υποδηλώνει ότι οι γονείς με υψηλό εισόδημα σπούδαζαν τα κορίτσια τους. Ήδη από τα μέσα του περασμένου αιώνα η «διακοσμητική» εκπαίδευση (πιάνο, τραγούδι, ξένες γλώσσες) λειτουργούσε ως ένα συμπλήρωμα της προί-κας των κοριτσιών των εύπορων οικογενειών. Οσον αφορά την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, το σχολικό έτος 1919-20 φοιτούσαν στο Πανεπιστήμιο 77 κοπέ-λες. Στο τέλος της δεκαετίας του '30, οι κοπέλες αποτελούσαν το 10% των φοιτητών και σε απόλυτους αριθμούς ήταν περίπου 1.0005.

Η πλειοψηφία των κοριτσιών που είχε τη δυνατότητα να σπουδάσει κα-ταγόταν η κατοικούσε στις πόλεις. Εκεί υπήρχαν περισσότερες δυνατότητες πρόσβασης στα εκπαιδευτικά ιδρύματα αλλά και στη μισθωτή εργασία, την εξαρτημένη από το κράτος6. Υπήρχαν βέβαια και γυναίκες που εργάζονταν με μισθό στον ιδιωτικό τομέα: εργάτριες, νοσοκόμες, ταξιθέτριες, σερβιτόρες, εμ-ποροϋπάλληλοι. Όλες όμως αυτές οι κατηγορίες εργαζομένων γυναικών, ασκού-σαν το επάγγελμά τους κάτω από την πίεση μιας αδήριτης ανάγκης, με απώ-τερο στόχο να παντρευτούν και να πάψουν να εργάζονται. Οι συνθήκες δου-λειάς, ιδίως στα εργοστάσια, μπορούσαν να προσελκύσουν μόνο ανθρώπους απελ-πισμένους που δεν είχαν άλλη διέξοδο. Η εκπαίδευση όμως άνοιξε ένα χώρο μισθωτής εργασίας επίζηλο και άρα διεκδικήσιμο από τα γυναικεία σωματεία του Μεσοπολέμου7. Επιπλέον διεύρυνε το πρότυπο της «αξιοπρεπούς» γυναι-

5. Οι περισσότερες φοιτούσαν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το ακαδημαϊκό έτος 1937-1938 φοιτούσαν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών 679 κορίτσια: στη Φιλοσοφική 188, στη Νο-μική 167, στην Ιατρική 134, στην Οδοντιατρική 107, στο Φυσιογνωστικό 77, στη Φαρμα-κευτική 34, στο Χημικό 16, στο Φυσικό 12, στο Μαθηματικό 11 και στη Θεολογική 6. Στο Πολυτεχνείο φοιτούσαν 6 κοπέλες. Από αυτές 3 σπούδαζαν πολιτικοί μηχανικοί και 3 Αρχιτεκτονική. Στη Σχολή Καλών Τεχνών φοιτούσαν 44 σε σύνολο 147. Στην Πάντειο 95 και στην ΑΣΟΕΕ 57. Βλ. Γ.Σ.Υ.Ε., Στατιστική της Εκπαιδεύσεως, 1932-33, 1937-39. Naval Intelligence Division, τόμ. 1, σ. 306. Για τη «διακοσμητική εκπαίδευση» βλ. Ελένη Βαρίκα, Η εξέγερση των Κυριών. Η γέννηση μιας φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα 1833-1907, Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1987, σ. 46.

6. Για τις γυναίκες δημόσιους υπάλληλους βλ. Έφη Αβδελά, Δημόσιοι υπάλληλοι γέ-νους θηλυκού, Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθή-να 1990, σ. 37, passim.

7. Για το θέμα της γυναικείας εργασίας στο Μεσοπόλεμο βλ. Efi Avdela, «Contested Meanings: Protection and Resistance in Labour Inspectors' Reports in Twentieth-Century Greece», Gender and History 9, 2 (Αύγουστος 1997) 310-332. Τασούλα Βερ-βενιώτη, Η γυναίκα της Αντίστασης. Η είσοδος των γυναικών στην πολιτική, Αθήνα,

Page 110: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

γυναικείας εργασίας, που ήδη είχε κατακτηθεί από τις δασκάλες8. Διευρύνθηκαν επί-σης τα κοινωνικά στρώματα που επιδίωκαν να στείλουν τα κορίτσια τους να σπουδάσουν για να δουλέψουν. Δε θα σπουδάζουν πια μόνο οι κόρες των εύπο-ρων οικογενειών η των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά ακόμα και οι νεαρές αγρό-τισσες. Η εκπαίδευση θα πάψει να είναι διακοσμητική. Θα αλλάξει χρήση. Θα αποτελέσει το εφαλτήριο για την πρόσβαση στη δημοσιοϋπαλληλία και τις υπη-ρεσίες της πόλης. Και τελικά δε θα δώσει μόνο στις κοπέλες τη δυνατότητα να φτιάξουν μόνες τους την προίκα τους, να ξοφλήσουν μόνες τους το «γραμ-μάτιο» της γέννησής τους, αλλά θα θεωρηθεί αυτή καθεαυτή ως προίκα.

Η πορεία αυτή δεν ήταν ευθύγραμμη. Στις πόλεις, κυρίως στην Αθήνα, η μετάβαση έγινε πιο ομαλά, και γιατί όσο η κοινωνία εκσυγχρονιζόταν βαδίζον-τας το δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπου όλα μετατρέπονταν σε εμπο-ρεύματα, τόσο πιο πολύ υποτιμάτο ο ρόλος της νοικοκυράς, επειδή δεν απέφερε χρήματα, και μαζί του και το οικιακό ιδεώδες. Όσο όμως οι γυναίκες προχω-ρούσαν προς την κατάκτηση του χώρου της μισθωτής εργασίας, τόσο οι αντι-δράσεις πλήθαιναν. Το 1930 η Συντακτική Επιτροπή Αστικού Κώδικα θεσμο-θέτησε ότι χρειάζεται η συναίνεση του συζύγου για να μπορέσει η γυναίκα να εξασκήσει οποιοδήποτε επάγγελμα. Φυσικά την άποψη αυτή ενστερνίσθηκε και ο Κώδικας που φτιάχθηκε στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά και ίσχυ-σε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 19809. Ετσι κι αλλιώς για την ελληνική άρχουσα τάξη ο εργαζόμενος και μάλιστα ο μισθωτός δεν υπήρξε ποτέ πρό-τυπο. Όσον αφορά τις γυναίκες «επιτρεπόταν» να δουλεύουν μόνον εφόσον ο πατέρας η ο σύζυγος ήταν ανύπαρκτοι η ανίκανοι να τις συντηρήσουν. Επι-πλέον στα μέσα της δεκαετίας του '30 θεσμοθετούνται και συγκροτούνται απα-γορεύσεις, που δεν υπήρχαν πριν, ώστε να προσδιοριστεί και να περιοριστεί το εργασιακό πλαίσιο δράσης των γυναικών10.

Οδυσσέας, 1994, σ. 49-52, 56-59. Έφη Αβδελά - Αγγέλικα Ψαρρά, Ο Φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Αθήνα, Γνώση, 1985, σ. 74-92.

8. Η μόρφωση της δασκάλας και η βασική εκπαίδευση ήταν οι μόνες εκπαιδευτικές ανάγκες της Ελληνίδας που αναγνωρίστηκαν από την Πολιτεία και κατοχυρώθηκαν νομο-θετικά. Το επάγγελμα της δασκάλας ενώ αρχικά είχε οριστεί ως προέκταση της «γυναι-κείας φύσης» μετατράπηκε από τις ίδιες τις γυναίκες σε μοχλό που τους επέτρεψε να μετα-τοπίσουν τα εμπόδια που τις απέκλειαν από τη δημόσια σφαίρα. Το 1907 που προσλήφθη-καν οι πρώτες γυναίκες στην Ταχυδρομική και Τηλεγραφική Υπηρεσία ως απαραίτητο προ-σόν θεωρήθηκε το χαρτί της δασκάλας. Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου, «Εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και Μέση Εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα (1830-1929)», στο Αν-δρέας Καζαμίας, Μιχάλης Κασσωτάκης (επιμ.), Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελ-λάδα (προσπάθειες, αδιέξοδα, προοπτικές). Πανελλήνιο Παιδαγωγικό Συνέδριο, Ορθόδο-ξος Ακαδημία Κρήτης, 11-13 Ιουλίου 1982, Ρέθυμνο 1986, σ. 89-99.

9. Τασούλα Βερβενιώτη, ό.π., σ. 49. 10. Έφη Αβδελά, ό.π., σ. 47, 49-59.

Page 111: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Στην ύπαιθρο οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Ωστόσο, επειδή όλο και πε-ρισσότερο το κράτος ισχυροποιείται και η εκτελεστική εξουσία ενισχύεται, επει-δή όλες οι αποφάσεις και οι δραστηριότητες εκπορεύονται από την Αθήνα, οι αγρότες προοδευτικά εκτίθενται στην επιρροή των πρακτικών και των συμπε-ριφορών της πόλης. Η ζωή στο χωριό θεωρείται κατώτερη, ενώ η ζωή στην πόλη αποτελεί για τους αγρότες ιδανικό και πρότυπο. Η επιθυμία να «πια-στούν απ' το κράτος», να έχουν κάποιον δικό τους στην πόλη, σε συνδυασμό με το πελατειακό σύστημα καθώς και την έλλειψη τεχνολογικής υποδομής που δεν επέτρεπε να τραφούν όλα τα παιδιά από τη γη, αλλά και οι δυσκολίες διευ-θέτησης του θέματος της κληρονομιάς οδήγησαν αρκετούς νέους στην Αθήνα για σπουδές. Τα κορίτσια όμως, που έτσι κι αλλιώς θα έπαιρναν το μερτικό τους στην πατρική περιουσία με τη μορφή της προίκας, δεν είχαν λόγους να τα σπουδάσουν. Το ποσοστό των γυναικών που κατάφεραν να «δραπετεύσουν» από τη μονότονη και πληκτική ζωή του χωριού ήταν πολύ μικρότερο από των αντρών και συνήθως συνδυαζόταν με το γάμο και όχι με την εκπαίδευση11. Η παντελής αδυναμία όμως προικοδότησης οδήγησε και αυτή τα κορίτσια στην εκπαίδευση. Μια μάνα τριών κοριτσιών από την Καλαμπάκα έστειλε τα κορί-τσια της στο Γυμνάσιο παρόλο που «Και ο θείος μου ο δικηγόρος διαφώνησε που μας πήγε η μάνα μου στο Γυμνάσιο. Τότε είχαν βιάσει μια δασκάλα και είχε πεθάνει. Η μάνα μου τους έλεγε ότι "Σεις έχετε χρήματα και προίκες. Εγώ θα τα σπουδάσω για να ζήσουν, να παντρευτούν"»12.

Στην ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου, οι σπουδές δεν ταυτίζονται με τη «χαρά της γνώσης» αλλά με ένα καλύτερο μέλλον, έναν καλύτερο γάμο, τη δυνατότητα μιας καλύτερης ζωής, και οι γονείς κόπιαζαν σκληρά για να την εξασφαλίσουν στα παιδιά τους. Στις αγροτικές οικογένειες που αποτελούσαν πε-ρίπου το 70% του πληθυσμού η παραγωγή σε χωράφια χωρίς άρδευση, τρα-κτέρ και λιπάσματα απαιτούσε αφάνταστο μόχθο από όλα τα μέλη της οικο-γένειας. Στις προσφυγικές οικογένειες η φυλετική διάκριση στο θέμα των σπου-δών φαίνεται ότι λειτουργούσε σε μικρότερο βαθμό από ό,τι στις παλιοελλαδί-τικες. Οι πρόσφυγες σπούδαζαν το ίδιο και τα αγόρια και τα κορίτσια τους. «Όποιο μάθαινε, αυτό θα πήγαινε» μου δήλωσε κατηγορηματικά μια γυναίκα.

Όσοι κατοικούσαν στις πόλεις εκτός από τη διαφορετική νοοτροπία που έφε-ραν μαζί τους, είχαν στραμμένη την προσοχή τους κυρίως στα προβλήματα επι-

11. Keith Legg, «The Nature of the Modern Greek State» στο Greece in Transi-tion, London 1977, σ. 289-290. J. K. Campbell - Phillip Sherrard, Modern Greece, Lon-don 1968, σ. 357-8. Αλέξης Δημαράς, ό.π., σ. 485. Ernestine Friedl, «Kinship, class and selective migration» στο J. G. Peristiany (ed.), Mediterranean Family Structures, Cam-bridge University Press 1976, σ. 366-8. Ernestine Friedl, Vasilika, a village in Modern Greece, New York, Holt, Rinehart and Winston, 1962, σ. 48-51, 103-104.

12. Συνέντευξη Λουίζα Τσιάρα, 20.5.1989 και 15.10.1990.

Page 112: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

επιβίωσης και στην επούλωση των πληγών τους, πράγμα που επέτρεπε στα κορί-τσια μια μεγαλύτερη ανεξαρτησία κινήσεων. Στην ύπαιθρο η επιθυμία της δρα-πέτευσης από τη σκληρή ζωή στα χωράφια καλλιεργείται από τους ίδιους τους γονείς και ιδίως τις μητέρες. «Από μικρή μπήκα στη δουλειά. Δεν θυμάμαι πότε έγινε αυτό ακριβώς. Πάντα δούλευα. Και ο πατέρας μου και η μάνα μου και εμείς τα παιδιά. Η μάνα μου και η φίλη της που ήταν μπασμένη μου έλε-γαν." Έίδες τι τραβάμε στα χωράφια; Σπούδασε να γίνεις κάτι για να γλυτώ-σεις". Εγώ τόδεσα κόμπο αυτό. Όταν έπεφτα το βράδυ, δεν κοιμόμουνα και έλεγα: "Τίποτα δε θέλω στον κόσμο, μόνο να περάσω στο Γυμνάσιο"». Πέρα-σε στο Γυμνάσιο αλλά η πραγματικότητα στην πόλη ήταν σκληρή: «Εκλαιγα, στεναχωριόμουνα και έλεγα: "Γιατί με έστειλε η μητέρα μου, δε με αγαπάει;" παρόλο που καταλάβαινα πως έπρεπε. Ύστερα ήρθαν και τα αδέρφια μου. Εγώ πήγαινα στο Γυμνάσιο, η αδελφή μου στο Αστικό και ο αδερφός μου στην Εμπο-ρική. Μέναμε και οι τρεις μαζί και πηγαίναμε στο χωριό με τα πόδια»13.

Οι «παλιοελλαδίτες» που ζούσαν στην επαρχία και διέθεταν σημαντική κτη-ματική περιουσία η εκτός από αυτήν το μισθό του πατέρα συνήθως μετακι-νούνταν στην πόλη για να σπουδάσουν τα αγόρια τους και γιατί όχι και τα κορίτσια τους. Υπάρχει και μια άλλη περίπτωση. Μια κοπέλα από τη Σπάρτη την έστειλαν στην Αθήνα για να πλένει, να μαγειρεύει και να φροντίζει τον αδελφό της που σπούδαζε γιατρός. Ετσι έγινε γιατρίνα.

Όσο προχωρούμε προς το τέλος της δεκαετίας του '30, τόσο και αυξάνον-ται οι καλοστεκούμενες οικογένειες των επαρχιακών πόλεων, που, ακολουθών-τας το πρότυπο των Αθηναίων, θεωρούσαν ότι έπρεπε να στείλουν τα κορίτσια τους τουλάχιστον στο Γυμνάσιο. Η Μαρία από την Ιστιαία, που πήγε στο Δη-μοτικό μετά την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση φοβόταν να δώσει εξετάσεις στο Γυμνάσιο. Παρακαλούσε λοιπόν τη μάνα της να την κρατήσει σπίτι και της υποσχόταν ότι θα κάνει όλες τις δουλειές. Οι παρακλήσεις της δεν εισακού-σθηκαν και ο πατέρας της την έστειλε σε ένα φροντιστήριο, όπως έκαναν και οι άλλοι γονείς. Πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις και ήρθε και δεύτερη.

13. Συνέντευξη Λίζα Θεοδωρίδου-Σωζοπούλου, 2.5.1990 και 3.5.1990. Τα νομοσχέ-δια του 1913, συντάκτης των οποίων υπήρξε ο Δημήτρης Γληνός, καθιέρωναν τρία είδη σχολείων: το εξαετές Δημοτικό, το τριετές Αστικό και το εξαετές Γυμνάσιο. Εξομοίωναν την εκπαίδευση των κοριτσιών με των αγοριών καθώς και την επαγγελματική μόρφωση του δασκάλου με της δασκάλας. Στα Αστικά είχαν προστεθεί μόνο μερικά μαθήματα, όπως Ρα-πτική, Μαγειρική, Βρεφοκομία. Και τα Γυμνάσια των κοριτσιών περιείχαν στο πρόγραμμά τους Οικιακή Οικονομία, Νοσηλευτική, Βρεφοκομία κ.τ.τ. Στην πράξη λειτούργησαν μόνο τα Αστικά σχολεία θηλέων, τα οποία υπήρξαν τα πρώτα δημόσια σχολεία μέσης βαθμίδας για κορίτσια και φιλοδοξούσαν να αντικαταστήσουν τα 8τάξια Παρθεναγωγεία. Επειδή όμως δεν υπήρχε αντιστοιχία με τη Μέση Εκπαίδευση των αγοριών, οι περισσότερες μαθήτριες προτιμούσαν τη φοίτηση σε μέσα σχολεία αγοριών. Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου, ό.π.

Page 113: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Είναι τόσο ισχυρή η κοινωνική πραγματικότητα που ακόμα και η ίδια οικογένεια διαφοροποιεί τις αποφάσεις της, όσον αφορά το μέλλον των κορι-τσιών της. Οι δυο μεγαλύτερες αδελφές της Μαρίας από τις Μηλιές του Πη-λίου δεν στέλνονται για σπουδές. Η ίδια όμως θα φοιτήσει στο Γυμνάσιο του Βόλου και το 1936 θα γραφτεί στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. «Έπεσα σε μια αλλαγή της νοοτροπίας» θα πει. «Η μάνα μου δεν μπορούσε να σκεφτεί πως μια πηλιορείτισσα νοικοκυρά θα άφηνε τα κορίτσια της να πάνε για σπου-δές. Αυτή ήταν η νοοτροπία. Θα την κατηγορούσαν και οι άλλες νοικοκυρά-δες. [...] Δεν διανοούνταν ένα κορίτσι από καλή οικογένεια ότι θα πήγαινε "σαπέρα" να σπουδάσει μ' αυτές τις ξεβγαλμένες»14.

«Ξαβγαλμένες» είναι όσες βγαίνουν έξω από τον οικιακό χώρο: όσες φεύ-γουν από το χωριό τους η έστω από το σπίτι τους. Πολλές φορές η έλλειψη συγκοινωνίας η η αδυναμία να πληρώσουν το εισιτήριο τις υποχρέωνε να περ-νούν πολλές ώρες στους δρόμους. Ο δρόμος όμως ήταν ο χώρος δράσης των γυναικών ελευθερίων ηθών. Γι' αυτό η κοπέλα που έβγαινε έξω από το σπίτι θεωρείτο πόρνη. Αρχικά ακόμα και το να πάει στο σχολείο ερχόταν σε αντί-θεση με τις επικρατούσες αντιλήψεις περί τιμής και ηθικής. Παρόλο όμως που με την πάροδο του χρόνου το γεγονός της σχολικής φοίτησης γινόταν όλο και περισσότερο αποδεκτό, ποτέ δε σταμάτησε η επιτήρηση των κοριτσιών. Ο φό-βος μήπως «παραστρατήσουν» (αλλάξουν δηλ. στράτα = δρόμο) και τους βγει «κακό όνομα» ήταν δεσμευτικός. Το κακό όνομα ενός κοριτσιού δεν έπληττε μόνο την τιμή της οικογένειας, αλλά είχε και οικονομικές επιπτώσεις. Μπο-ρούσε να αντισταθμισθεί μόνο με επιπλέον προίκα, με το πανωπροίκι το λεγό-μενο, το οποίο βάρυνε τον προϋπολογισμό της οικογένειας. Ίσως γι' αυτό τα φτωχά κορίτσια σέβονταν περισσότερο τους κανόνες της τιμής και της ηθικής. Η Ελένη από τα Τρίκαλα, που αργότερα έγινε δασκάλα, αφηγείται: «Όταν έγινα 12 χρονών όλοι έπεσαν πάνω στους γονείς μου για να μη συνεχίσω το σχολείο. [...] Φοβόνταν ότι αν σπουδάσω θα γύρναγα και θα έχανα την ηθική μου. Εγώ όμως τους είπα: "Αφήστε με να πάω στο σχολείο και δε θ' ακούσετε τίποτα κακό για μένα". Κι αυτό το τήρησα. Στους συμμαθητές μου δεν έλεγα ούτε καλημέρα για να μην με παρεξηγήσουν»15.

Οι σπουδές είναι αποδεκτές η έστω ανεκτές. Αυτό που απαγορεύεται είναι να κάνουν παρέα με τα αγόρια. Η απαγόρευση αυτή δεν ίσχυε στη διάρκεια της φοίτησής τους στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, όπου και το κράτος είχε θεσπίσει τη συνεκπαίδευση. Η απαγόρευση έμπαινε με την εφηβεία, γιατί τότε διακυβευόταν η βασική ιδιότητα μιας κόρης, η παρθενιά. «Στο Γυμνάσιο δεν είχαμε επαφές με τα αγόρια. Είμασταν χωριστά τα αγόρια από τα κορίτσια.

14. Συνέντευξη Μαρία Καραγιώργη, 24.10.1988 και 22.8.1989. 15. Συνέντευξη Ελένη Φαλιάγκα, 26.2.1987.

Page 114: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Παρόλο που είμασταν λίγες δε μιλάγαμε με τα αγόρια εκτός αν μας βάζανε σε κάποια εκδήλωση σε κανένα έργο που μας βάζανε στο σχολείο. Αλλά δεν είχαμε παρέες ούτε βγαίναμε με τα αγόρια. Μόνο στην τάξη μέσα. Στο διά-λειμμα είμασταν χωριστά και στις βόλτες μας το ίδιο. Ήταν νόμοι άγραφοι οι οποίοι ίσχυαν και ήταν και η ψυχολογία έτσι φτιαγμένη που δεν είχαμε επαφή. Ήταν γύρω από την τιμιότητα αυτό το πράγμα»16. Η απαγόρευση αυτή είχε επιπτώσεις και στο είδος των σπουδών που θα ακολουθούσαν. Μια —τότε— κοπέλα διηγείται: «Εγώ ζήτησα να πάω στη Χημεία γιατί μ' άρεσε η Χημεία. Δεν μ' αφήσανε να πάω επειδή ήταν πολλά αγόρια, ενώ στη Φιλολογία ήταν περισσότερα τα κορίτσια»17.

Οσον αφορά τη διάθεση του χρόνου τους είναι περιττό να πούμε ότι και στο σπίτι αλλά και στο σχολείο τα κορίτσια μάθαιναν κέντημα, ράψιμο, καρί-κωμα, μπάλωμα, κουμπότρυπες και τις άλλες «καλές» τέχνες που απαιτούν-ταν για την άσκηση των γυναικείων τους καθηκόντων. Η τεχνολογία όμως δυ-νάμωνε όλο και περισσότερο τη θέση των κοριτσιών που δεν τους άρεσε να κεντούν. Η Σίγγερ, τόσο στην Αθήνα όσο και στα χωριά, πουλούσε μηχανές (και έστελνε και δασκάλες για να εκπαιδεύσουν τις κοπέλες) που όχι μόνο έραβαν αλλά και κεντούσαν. Ελάχιστες μηχανές υπήρχαν όμως για τις δουλειές του σπιτιού. Γι' αυτό τα «καλά κορίτσια» πάντα έπρεπε να βρίσκουν χρόνο για να βοηθούν τη μητέρα τους. Ακόμα και αν σπούδαζαν δεν απαλλάσσονταν από αυ-τές. Έπρεπε να εκπαιδευτούν για να γίνουν αργότερα καλές νοικοκυρές, σύζυγοι και μητέρες. «Εγώ το απολυτήριο του Γυμνασίου το πήρα πάνω από τη σκάφη και την κατσαρόλα» θα πει μια γυναίκα από τη Ζάκυνθο18. Το ίδιο συνέβαινε και στις αγροτικές οικογένειες. «Πριν το σχολείο πήγαινα στο άρμεγμα, έφερνα το γάλα και μετά πήγαινα στο σχολείο. Εκεί όμως, στο δρόμο, έκανα επανά-ληψη στα μαθήματα»19. Υπήρχαν πολλές περιπτώσεις που οι γονείς δεν έστελ-ναν τα παιδιά τους στο σχολείο. «Μικρή που ήμουνα ο πατέρας μου είχε κα-φενείο και μου έδινε το δίσκο στα χέρια και μου έλεγε: "Τρέχα μάζεψε τα φλυ-τζάνια", όταν χτύπαγε το κουδουνάκι του σχολείου. Μέχρι να πάω να μαζέψω φλυτζάνια, μπουκάλια, ποτήρια ερχόταν το διάλειμμα πια του σχολείου και έμπαινα πάντα στο διάλειμμα. Κι έτσι λοιπόν δεν κατάφερα, με το ζόρι πήγα τρίτη δημοτικού, χωρίς καν να κάνω και σχολείο. Μόνη μου ό,τι μπόρεσα και έμαθα ας πούμε από γράμματα και μπορώ να γράφω, διαβάζω [...] πια άνετα. Από κει κι ύστερα όταν έφτασα 11 χρονών με βάλανε σ' ένα εργοστάσιο, λε-γότανε Σβολόπουλου-Κουτρουμπή, μεταξουργείο ήταν, κάπου στην οδό Μιλέ-

16. Συνέντευξη Ελένη Κουμπουλή, 30.8.1988. 17. Συνέντευξη Σάσα Τσακίρη, 10.3.1988 και 10.11.1992. 18. Συνέντευξη Κατερίνα Χαριάτη, 23.6.1987. 19. Συνέντευξη Ελένη Φαλιάγκα, ό.π.

Page 115: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Μιλέρου στον Κεραμεικό»20. Σε πολλά χωριά οι δάσκαλοι έπρεπε να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και να φοβερίζουν τους γονείς για να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο και έδιναν σκληρές μάχες για να τους πείσουν να στείλουν τα πιο «φωτισμένα» στο Γυμνάσιο. Η μόρφωση ήταν μια κοινωνική αξία, βρισκόταν όμως σε κατώτερη μοίρα από την «ηθική και την τιμιότητα» που έπρεπε να διακρίνουν ένα «καλό κορίτσι».

Αποκλίσεις από το πρότυπο του «καλού» κοριτσιού αποτελούσαν τα αγο-ροκόριτσα, που νικούσαν ακόμα και τα αγόρια στα παιγνίδια, αλλά και οι μι-κρές κομψευόμενες κυρίες που περνούσαν την ώρα τους στις μοδίστρες χαζεύον-τας τα φιγουρίνια. Ένα ολόκληρο σύστημα ελέγχου του χρόνου των νέων και ιδίως των κοριτσιών που είχε ως στόχο να τα «συμμαζέψει» και να τα «βάλει στο σωστό δρόμο» φαίνεται ότι λειτουργούσε αποτελεσματικά. Στις γειτονιές των πόλεων, αλλά και των χωριών, η συμπεριφορά, μέσα στην οποία ενέπι-πταν και οι είσοδοι-έξοδοι από το σπίτι, ελεγχόταν με το κουτσομπολιό. Μέσα στην οικογένεια ακόμα και η εργαζόμενη κόρη ήταν υποχρεωμένη να υπακού-σει στις εντολές του πατέρα που απαιτούσε να βρίσκεται στο σπίτι στις 8.20 αφού σχόλασε στις 8 από τη δουλειά της. Έτσι η νεαρή κοπέλα κατέθετε στο όνομα της τιμής της οικογένειας μαζί με τα χρήματα που κέρδιζε και την οποία ανεξαρτησία αποκτούσε φεύγοντας από το σπίτι. Το «τι θα πει ο κόσμος, άμα σε δει να γυρνάς στους δρόμους» έκανε τη μητέρα να στέλνει το μικρό αδελφό να κατασκοπεύει τις κινήσεις της αδελφής του. Μέσα σε αυτό το σύστημα εν-τάσσονταν και οι δάσκαλοι και οι καθηγητές που έκαναν παρατηρήσεις η επέ-βαλαν κυρώσεις στις μαθήτριες που είδαν να συνομιλούν με αγόρια η που «χά-ζευαν» στο δρόμο και δεν τον διέσχιζαν τρέχοντας και με σκυφτό το κεφάλι. Η περίπτωση που ένας καθηγητής είδε κάποιες μαθήτριες παρέα με αγόρια και δεν το ανέφερε θεωρείται σπάνια. Αυτό δε σημαίνει ότι τα κορίτσια δεν έζη-σαν αρκετές μέρες μέσα στην αγωνία και το φόβο.

Ο φόβος δεν ανέστειλε σε όλες τις νέες κοπέλες την επιθυμία να κάνουν παρέα με τα αγόρια και να γνωρίσουν το μεγάλο έρωτα, τον άντρα των ονεί-ρων τους, που θα τις απελευθέρωνε από όλες αυτές τις απαγορεύσεις και θα τις οδηγούσε στην ευτυχία, όπως ακριβώς στα ρομάντζα και στις ταινίες του σινεμά. Βέβαια το σινεμά δεν ήταν προσιτό σε όλες. Κάποιες πήγαν μόνο μία φορά με τη μητέρα τους για να δουν τα πάθη του Χριστού. Αλλες, τους επέ-τρεπαν να δουν μόνο Χοντρό Λιγνό και τη Σίρλεϊ Τεμπλ. Ωστόσο ένα από τα αγαπημένα παιγνίδια —συνήθως στη διάρκεια των σχολικών διακοπών— ήταν «να παίζουν τους ηθοποιούς». Ακόμα και αν δεν μπορούσαν να πάνε σινεμά, όλα σχεδόν τα κορίτσια των πόλεων είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν με τρεις

20. Συνέντευξη Βιολέττα Λαλοπούλου, 1.9.1989.

Page 116: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

δραχμές από το περίπτερο τις «βιογραφίες» των αστέρων του Χόλιγουντ, όπου περιγράφονταν οι έρωτές τους. Εξάλλου μπορούσαν από το «Θεατή», το «Μπου-κέτο», την «Οικογένεια» και από το 1934 από το «Ρομάντζο» —που η κυκλο-φορία του έφτανε τα 30.000 φύλλα21— να ενημερωθούν για τα «ακατάλληλα» της ζωής της Μαίρη Πίκφορντ, της Λίλιαν Χάρβεϊ, της Πόλα Νέγκρι, της Τζόαν Κράουφορντ, της Μπέττυ Νταίηβις, της Ολίβια ντε Χάβιλλαντ, του Μπίλ-λυ Φριτς ή του Κλαρκ Κέημπλ. Γι' αυτή την «ακατάλληλη» όμως ανάγνωση δεν έπρεπε να βρεθεί μόνο ο χρόνος αλλά και ο κατάλληλος χώρος. Συχνά γι' αυ-τές τις δραστηριότητες χρησιμοποιούσαν το «μέρος», το αποχωρητήριο, από όπου συνήθως τις έβγαζαν σηκωτές.

Στα καθωσπρέπει κορίτσια δεν επιτρεπόταν η ανάγνωση λαϊκών περιο-δικών. Αυτά διάβαζαν βιβλία. Οι Ρώσοι κλασικοί ήταν πολύ της μόδας. Τα γαλλικά μυθιστορήματα στην ημερήσια διάταξη. Ωστόσο ο Καραγάτσης θεω-ρείτο σόκιν. Για τις φτωχές κοπέλες δεν υπήρχε η έννοια του ελεύθερου χρό-νου. Μόνο αφάνταστος καθημερινός μόχθος. Το θέατρο, το σινεμά, ακόμα και ο περίπατος ήταν κάτι πολύ μακρινό. «Επειδή δουλεύαμε συνέχεια και επειδή δεν είχαμε καιρό να κάνουμε περίπατους δεν μας χρειαζόντουσαν τα ρούχα (γέλια)»22. Η συναυλία ήταν άγνωστη λέξη. Ακουγαν όμως μουσική από τα γραμμόφωνα και αργότερα τα ραδιόφωνα. Αυτό δεν τους εμπόδιζε στη δουλειά.

Έξω από το σπίτι, η διάθεση του χρόνου που σήμερα ονομάζουμε ελεύ-θερο, ανάλογα βέβαια με την κοινωνική τους τάξη, το μορφωτικό επίπεδο των γονιών τους και τον τόπο κατοικίας τους, διατίθετο στον εκκλησιασμό και το κατηχητικό, σε βόλτες στο νυφοπάζαρο και στα πανηγύρια στην ύπαιθρο, τους περιπάτους και τα πάρτυ με τα γραμμόφωνα στις πόλεις καθώς και τις εκδρο-μές που γίνονταν ομαδικά, μεταξύ συγγενών, γειτόνων αλλά και συλλόγων οδοι-πορικών, ορειβατικών, φυσιολατρικών, αθλητικών η εκπολιτιστικών, που ιδρύον-ται τη δεκαετία του '20 συνήθως από πρόσφυγες, και με τη δικτατορία του Μεταξά στην Εθνική Οργάνωση Νεολαίας.

Σε όλες αυτές τις εκδηλώσεις οι νέοι για να μπορέσουν να ξεφύγουν από τον έλεγχο της οικογένειας, της γειτονιάς, του χωριού, των συγγενών η των καθηγητών κατέστρωναν απίθανες στρατηγικές και εφεύρισκαν αληθοφανή ψέ-ματα. Όλα έπρεπε να γίνουν κρυφά. Γι' αυτό ο κατάλληλος χρόνος ήταν το βράδυ, όπου τους έκρυβε το σκοτάδι. Ακόμα και στην Αθήνα δεν είχαν όλες οι συνοικίες ηλεκτρικό, και λιγοστοί δρόμοι ήταν ηλεκτροφωτισμένοι. Γι' αυτό οι γονείς θεωρούσαν ότι το «κακό» μπορεί να συμβεί στα κορίτσια τους μόνο νύ-χτα. Η επιταγή τους ήταν ρητή: να μαζευτούν νωρίς. Ένα κορίτσι που αργο-πορούσε άκουγε από τα ίδια τα μέλη της οικογένειάς του βρισιές όπως «Τσού-

21. Η πληροφορία προέρχεται από τον Αντώνη Νικολόπουλο. 22. Συνέντευξη Βιολέττα Λαλοπούλου, ό.π.

Page 117: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Τσούλα! Πόρνη! Πού γυρνάς;»23. Ο δε πατέρας, ο μεγαλύτερος αδελφός, μερικές φορές και η μάνα συνήθιζαν να τη χτυπούν. Το σώμα ήταν αυτό που θα διέ-πραττε την αμαρτία και έπρεπε να τιμωρηθεί. Όσο το ψέμα ήταν κυρίαρχο από την πλευρά των κοριτσιών άλλο τόσο ήταν και το ξύλο από την πλευρά των αρσενικών μελών της οικογένειας. Ξύλο με το χέρι, με τη λουρίδα η με οποιοδήποτε αντικείμενο βρισκόταν πρόχειρο. Ακόμα και η μάνα της Μαρίας από την Αθήνα που διάβαζε βιβλία ψυχολογίας και θεωρούσε τον εαυτό της γνώστη της νεότερης παιδαγωγικής έριχνε «ανάποδες» στις κόρες της.

Η προσπάθεια των νέων να ξεφύγουν από την επιτήρηση, με την εκπαί-δευση, την εργασία, ακόμα και με το ψέμα, και η προσπάθεια των ενηλίκων να τους επαναφέρουν και να τους περιορίσουν ακόμα και με τη σωματική βία δείχνει ανάγλυφα τις αντιθέσεις της μεσοπολεμικής κοινωνίας. Ενώ οι κοινω-νικές ανάγκες είχαν αλλάξει και οι κοινωνικές δομές μετασχηματίζονταν λόγω της εισαγωγής της τεχνολογίας οι νοοτροπίες και οι αρχές της αγροτικής κοι-νωνίας εξακολουθούσαν να είναι ισχυρές. Για τα νέα κορίτσια όμως που ήταν ευαίσθητοι δέκτες των νέων μηνυμάτων η αποκλειστική ενασχόληση με το νοι-κοκυριό και το σπίτι φάνταζε όλο και πιο ανούσια και ανιαρή, ενώ αντίθετα η δημόσια σφαίρα, το «μεϊντάνι», που περιλάμβανε το δρόμο, την πλατεία, το κα-φενείο όπου διεξάγονταν οι πολιτικές συζητήσεις σε συνδυασμό με το κάπνι-σμα και το ποτό, φάνταζε δελεαστική.

Η πολιτική όμως ήταν χώρος κατεξοχήν ανδρικός. Η δυνατότητα πρό-σβασης σε αυτόν θα παρουσιάσει πολύ μεγαλύτερα προβλήματα και δυσκολίες από ό,τι ο χώρος της μισθωτής εργασίας. Οι κοπέλες που ριζοσπαστικοποιούν-ται, κυρίως στη δεύτερη δεκαετία του Μεσοπολέμου, θα ενταχθούν στο Κομ-μουνιστικό Κόμμα. Είναι βέβαια λίγες αλλά το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, μιας κοινωνίας όπου και οι ίδιες θα είναι ισότιμες εταίροι των ανδρών, θα τις ενθουσιάσει. Δε φαίνεται να συμβαίνει το ίδιο και με τους συντρόφους. Η ένταξή τους αποδεικνύεται προβληματική. «Η Ο.Κ.Ν.Ε. τότε στα Τρίκαλα δεν ήθελε να έχει γυναίκες μέσα. Δεν πέρασα από νεολαιίστικη οργάνωση, πήγα κατευθείαν στο κόμμα. Μέσα σε δυο τρεις βδο-μάδες. Δεν ξέρω γιατί δεν το θέλανε. Μπήκα κατευθείαν στο κόμμα»24.

Η κοινωνία θα τις χαρακτηρίσει, όπως και τις πρώτες εργαζόμενες, ως πόρνες. Οι ίδιες θα αντιδράσουν όπως η κοπέλα που για να τη στείλουν σχο-λείο, δεν έλεγε καλημέρα στους συμμαθητές της. «Εάν ήταν δυνατόν να ντυθώ μόνο στρατιωτικά θα ντυνόμουν. Τόσο πολύ. Βέβαια αυτό ήταν μια ακρότητα, αλλά το κάναμε αυτό, και άλλες κοπέλες το κάνανε αυτό το πράγμα. Προσπα-θούσαμε να μην έχουμε τίποτα επάνω μας που να θεωρηθεί προκλητικό, γυ-

23. Συνέντευξη Δανάη Αντωνοπούλου, 26.5.1989. 24. Συνέντευξη Αλέγρα Σκίφτη, 21.6.1995 και 20.11.1995.

Page 118: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

γυναικείο. Να είμαστε, δηλαδή να μας βλέπουν οι σύντροφοι της Ο.Κ.Ν.Ε. σαν τον εαυτό τους. Να μη βλέπουν ότι υπάρχει θηλυκό δίπλα τους και να μη δίνουμε την εντύπωση ότι πήγαμε εκεί πέρα γιατί είμαστε πόρνες η οτιδήποτε, είχαμε φτάσει στο άλλο άκρο».

Κάποιες από αυτές στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά θα συλλη-φθούν, θα φυλακισθούν και θα εξοριστούν για τις ιδέες τους, όπως και οι άντρες σύντροφοι τους. «Μόλις πήγα στην Φολέγανδρο παίζανε βόλεϊ οι άντρες. Εγώ ήμουνα αθλήτρια, ε, και πήγα κι έπαιξα. Αμέσως μετά με φωνάζουνε. Μου λένε "Τώρα θα έρθει ο γραμματέας και..." "Γιατί" λέω "τι έκανα;" "Γιατί παίζεις με τους άντρες". "Ε, και τι είναι αυτό;" Πραγματικά ήρθε ο γραμ-ματέας και... Πού να τολμήσω να παίξω ξανά βόλεϊ»25.

Οι δύο δεκαετίες του Μεσοπολέμου ήταν καθοριστικές για την πορεία των γυναικών στο δημόσιο χώρο. Τότε έγινε κοινά αποδεκτό ότι έχουν το δικαίω-μα να βγουν από το σπίτι για να πάνε στο σχολείο η να εργασθούν. Η εκπαί-δευση σε συνδυασμό με την εργασία τους πρόσφερε τη δυνατότητα μιας οικο-νομικής ανεξαρτησίας. Η άποψη ότι οι γυναίκες είναι μόνο για το σπίτι και το νοικοκυριό άρχισε να εξασθενεί. Στη συνέχεια οι δύσκολες συνθήκες του πο-λέμου και της Κατοχής έδωσαν ένα αποφασιστικό χτύπημα σε αυτές τις αντι-λήψεις.

Όσον αφορά το χώρο της πολιτικής η εμφάνιση αυτών των —έστω και ελάχιστων— γυναικών που έδρασαν με στόχο την κοινωνική αλλαγή ήταν ση-μαντική, επειδή, παρ' όλες τις απαγορεύσεις και παρόλο που δεν είχαν τη δυ-νατότητα να αλλάξουν τους όρους του παιγνιδιού μπήκαν στο παιγνίδι διατε-θειμένες να παίξουν και συμμετείχαν ενεργητικά. Εξάλλου αυτές θα αποτελέ-σουν τη μαγιά και το πρότυπο για τις χιλιάδες γυναίκες της Αντίστασης.

25. Συνέντευξη Αλέγρα Σκίφτη, ό.π.

Page 119: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΥ, 1947-1950 ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ

Αγαπητοί συνάδελφοι και συμμαθηταί τον σχολείου Μακρονήσου, Σας χαιρετώ αδελφικά. Με υπερηφάνειαν σας γνωρίζω ότι ετραυματίσθην

εις την μάχην του Γράμμου, αφού έλαβα μέρος σε πλείστας μάχας. Φαντάζομαι ότι και σεις είσθε υπερήφανοι ότι ανήκω εις το ηρωικόν Τάγμα του σχολείου

Μακρονήσου. Εμείς που λάβαμε μέρος στις μάχες των μεγαλύτερων εχθρών της φιλτάτης και πανενδόξου Πατρίδος μας, είδαμε τί ζητούν και τί πράττουν αυτοί που θέλουν να μας υποδουλώσουν στους Σλαύους' ανήκουστα, ούτε επί Νέρωνος. Αυτήν θεωρούν ισότητα που διακηρύττουν στους ανοήτους.

Άμα αξιωθήτε και εξέλθετε της σχολής και ενταχθήτε εις μάχιμους υπη-ρεσίας, εκεί θα εννοήσετε τί εστί κομμουνισμός και τί έχει μέσα το αυγό που λέγουν έχει χρυσάφι. Αλλά όταν βλέπει κανείς τί πράττουν αντιλαμβάνονται

ότι είναι κλούβια και έχει βρώμα μέσα. Σας βεβαιώ, αγαπητοί συνάδελφοι, ότι ο αιμοβόρος κομμουνισμός (ο εστίν διάβολος) έβγαλε το προσωπείον και εφά-

νη η κακουργία του και τί ζητεί. Οι δε ονομαζόμενοι Έλληνες κομμουνισταί είναι οι πιο αισχροί των άλλων εθνών, [που] ζητούν διά τα έθνη τους να μεγα-λώσουν, ενώ οι Ελληνοσλαύοι ζητούν να χαθή το ενδοξότερον όνομα που λέ-γεται Ελλάς.

Φαντασθήτε εις όλας τας επιθέσεις των και ψυχορραγούντες εφώναζον: «Ζήτω ο Στάλιν και ο Δημητρώφ».

Θεωρούν ανώτερον τον Στάλιν από το ενδοξότατον ανά τους αιώνας, το όνομα Ελλάς.

Αυτοί είναι οι καταλυταί της Θρησκείας, της Πατρίδος, της οικογενείας. Σας χαιρετώ με αγάπη

Στ. Αρ . Στρατιώτης 617 Τ.Π., 1ος λόχος ΣΤΓ 92.

Την επιστολή αυτή, δίπλα στη μεγεθυμένη φωτογραφία του συντάκτη της, ενός «ανανήψαντος» Μακρονησιώτη που πολεμά στο μέτωπο, αντικρύζει ο επισκέπτης

Page 120: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

πτης, τον Απρίλιο του 1949 στο Ζάππειο, στην είσοδο της φωτογραφικής έκ-θεσης για τη Μακρόνησο που οργανώνεται τότε στις αίθουσες του Μεγάρου.

Προχωρώντας στις επόμενες αίθουσες, ο επισκέπτης θα συναντήσει πολ-λές ανάλογες επιστολές «ανανηψάντων», που μιλούν κι αυτοί με θαυμασμό και ευγνωμοσύνη για το «μεγάλο σχολείο» το οποίο τους μεταμόρφωσε από αμε-τανόητους «σλαυοκομμουνιστές» σε φλογερούς Έλληνες και ορκισμένους εχθρούς του κομμουνισμού. Έτσι, άλλοι στρατιώτες, στις συγκεντρώσεις των Ταγμά-των τους αναφέρονται στο «μεγαλειώδες έργον της ηθικής και εθνικής αναπλά-σεως που συντελείται» και στον «κόκκινο Σατανά» που νίκησαν, ενώ ένας ακό-μη «φανατικός τέως κομμουνιστής», «απολυθείς εκ Μακρονήσου», μιλάει «ενώ-πιον χιλιάδων λαού πόλεως και περιχώρων» της Ηγουμενίτσας, τον Ιούλιο του 1948, με θέμα «Οι προδόται του Έθνους και το Εθνικόν Πανεπιστήμιον της Μακρονήσου».

Σε άλλες αίθουσες της έκθεσης, διάσημοι Έλληνες και ξένοι που έχουν επισκεφθεί το νησί έρχονται να επαυξήσουν το θαυμασμό: «Όλοι όσοι επεσκέ-φθησαν την Μακρόνησο έμειναν κατάπληκτοι μπροστά στο θαύμα της πλήρους

εθνικής αναγεννήσεως Ελλήνων εθνικώς νεκρών η τραυματισμένων», διαβά-ζουμε στον κατάλογο της έκθεσης. Έτσι, ο Βρετανός δημοσιολόγος Φ. Α. Βόιτ «ως παλαιός παιδαγωγός» «έμεινε εκστατικός από την γνησίαν παιδαγωγικήν» η οποία εφαρμόζεται, ο αντιπρόεδρος της Βουλής των Λόρδων Τέινχαμ κάνει λόγο για «το υπέροχο αυτό πείραμα» «το οποίον θα μπορούσαν να μιμηθούν πολλαί χώραι», ενώ ο ναύαρχος Αλέξανδρος Σακελλαρίου, πρώην υπουργός Ναυτικών, θα ευχηθεί «Μακάρι να γινόταν όλη η χώρα μας Μακρόνησος» — για να περιοριστούμε σε λίγες μόνο από τις δηλώσεις οι οποίες περιλαμβάνονται στα εκθέματα του Ζαππείου.

Στόχος της έκθεσης, η οποία οργανώνεται από το Γενικό Επιτελείο Στρα-τού (ακριβέστερα από την αρμόδια για τη Μακρόνησο διεύθυνση του, την ΒΧΙ)

και η οποία εγκαινιάζεται από το βασιλικό ζεύγος στις 14 Απριλίου 1949, πα-ρουσία πλήθους επισήμων, είναι να προσφέρει στους επισκέπτες της, το αθη-ναϊκό κοινό που την κατακλύζει, μια ολοκληρωμένη εικόνα του «θαύματος» που συντελείται στο νησί1:

«Δίνει στον πολύ κόσμο μια ιδέα του επιτελεσθέντος άθλου. Μας εισάγει στον λαβύρινθο των προσπαθειών, των εκδηλώσεων, των αποτελεσμάτων, των διαδοχικών φάσεων της ανανήψεως, της ανασυγκροτήσεως και της δράσεως των Μακρονησιωτών. [...] Γυμναστικαι ασκήσεις, διδασκαλίαι στο ύπαιθρο, ψυχα-

1. «Μακρόνησος», Φωτογραφική έκθεσις, Ζάππειον, [Αθήνα], Απρίλιος 1949" πρό-κειται για το προπαγανδιστικό φυλλάδιο που εκδίδει, εν είδει αναλυτικού καταλόγου, της έκθεσης η διεύθυνση ΒΧΙ του ΓΕΣ.

Page 121: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ψυχαγωγία των ανδρών, φόρτωσις και εκφόρτωσις εφοδίων, αθλητικές παιδιές, εκ-κλησιασμός, ευλογία των συσσιτίων, ομιλίες διαφωτίσεως, ραδιοφωνικές εκ-πομπές, υποδοχές επισήμων, παρελάσεις, λογχομαχίες, θεατρικές παραστάσεις, διδασκαλία των προγραμμάτων, πολεμικές επιχειρήσεις με σκηνές παρμένες από

του πυρός, παράδοσις σημαιών, ορκωμοσίες [...]. Έτσι σχηματίζει κανείς μια ολοκληρωμένη εντύπωσι του εθνικού έργου που

επετελέσθη και επιτελείται στη νέα αυτή κολυμβήθρα του Σιλωάμ [...]»2.

Δεν πρόκειται για ακρότητες, υπερβολές η γραφικές εκδηλώσεις — αν και πολλά από τα παραπάνω μπορεί να φαντάζουν έτσι στα μάτια του σημερινού αναγνώ-στη, για τον οποίο η Μακρόνησος σε άλλα συμφραζόμενα παραπέμπει και δια-φορετικού τύπου πραγματικότητες ανακαλεί. Αντιθέτως, δηλώσεις, άρθρα και επιστολές όπως αυτές που προηγήθηκαν συνοψίζουν με ακρίβεια και απεικονί-ζουν με πιστότητα τη γενική, εμπεδωμένη και, εν πολλοίς, αδιαμφισβήτηση δημόσια εικόνα για το εγχείρημα της Μακρονήσου.

Δεν είναι άνευ σημασίας, για παράδειγμα, ότι η πρώτη φωτογραφία την οποία αντικρύζει ο επισκέπτης είναι αυτή ενός «ανανήψαντα» και μάλιστα ενός από αυτούς που έχουν τραυματιστεί πολεμώντας στον Γράμμο εναντίον των πα-λαιών συντρόφων και νυν άσπονδων εχθρών τους. Το περιεχόμενο της επιστο-λής εν συνεχεία, παρά την αφέλειά του —η, σωστότερα, χάρη σε αυτή— συνο-ψίζει με εύγλωττο τρόπο ορισμένα από τα κεντρικά μοτίβα του προπαγανδι-στικού λόγου για τη Μακρόνησο: η προσφώνηση προς τους «αγαπητούς συμ-μαθητάς», όπως και ο χαρακτηρισμός «Εθνικόν Πανεπιστήμιον», δεν συνι-στούν εμπνεύσεις της στιγμής η αυτοσχέδιες επινοήσεις του συντάκτη, αλλά, όπως θα δούμε στη συνέχεια αναλυτικά, συμβολισμούς με μεγάλη διάδοση και σημασία για την οργάνωση της προπαγάνδας.

Η Μ Α Κ Ρ Ο Ν Η Σ Ο Σ Α Ι Χ Μ Η Τ Η Σ Κ Ρ Α Τ Ι Κ Η Σ Α Ν Τ Ι Κ Ο Μ Μ Ο Υ Ν Ι Σ Τ Ι Κ Η Σ Π Ρ Ο Π Α Γ Α Ν Δ Α Σ

Η έκθεση του Ζαππείου αποτελεί μια από τις κορυφαίες στιγμές σε ένα ευρύ-τερο σύνολο: η Μακρόνησος συνιστά, κατά τα χρόνια 1947-1950, αντικείμενο μιας πολύ μεγάλης και συστηματικά οργανωμένης κρατικής προπαγανδιστικής εκστρατείας, που εκτείνεται σε όλη την Ελλάδα. Ενταγμένη στη συνολικότερη αντικομμουνιστική καμπάνια, η προβολή του συντελούμενο έργου, η «αναμόρ-φωση» και η «ανάνηψη» των κρατουμένων παρουσιάζεται ως ένα από τα μεγα-λύτερα επιτεύγματα της κυβέρνησης και του στρατού, απόδειξη της ανθρωπι-στικής μεταχείρισης των αντιπάλων και, ταυτόχρονα, μεγάλη εθνική επιτυχία στη μάχη κατά του κομμουνισμού.

2. Κ. Καλλονάς, «Η έκθεσις της Μακρονήσου», Η Βραδυνή, 18.4.1949.

Page 122: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Δεν κατέχουμε, με την ακρίβεια που θα ήταν επιθυμητό, αυτό καθ' εαυτό το συνολικό σχέδιο της προπαγανδιστικής εκστρατείας για τη Μακρόνησο- γνω-ρίζουμε όμως πολλά από τα επιμέρους σημεία του, τα αποτελέσματα και τα «ίχνη» του τα οποία είναι πολλά, εύγλωττα και χαρακτηριστικά: Στην ίδια τη Μακρόνησο, οι επισκέψεις επισήμων, Ελλήνων και ξένων, οι εγκωμιαστικές δη-λώσεις των οποίων τυγχάνουν, εν συνεχεία, ευρύτατης προβολής στον Τύπο. Στην Αθήνα, μια σειρά εκδηλώσεις, όπως η κατάθεση στεφάνου από «ανανή-φοντες» στη μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη, με αποκορύφωμα τις τελε-τές στο Καλλιμάρμαρο και τους στύλους του Ολυμπίου Διός, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1948, όταν ο βασιλιάς παραδίδει τη σημαία στα τάγματα «αναμορφωμένων» κατά την αναχώρηση τους για το μέτωπο. Στην επαρχία, η ανάγνωση από άμβωνος των επιστολών αποκηρύξεως του κομμουνισμού στα χωριά των «ανανηψάντων» η οι συγκεντρώσεις που οργανώνονται, παρουσία των αρχών και όπου οι ίδιοι οι «ανανήψαντες» μιλάνε για την αποστολή της Μακρονήσου. Τέλος, στην ίδια τη Μακρόνησο και την Αθήνα, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην παραγωγή κατάλληλου προπαγανδιστικού υλικού' μεταξύ άλλων, καρτ ποστάλ με αγγλικούς υπότιτλους για το εξωτερικό, ημερολόγια με φωτο-γραφίες από τη ζωή των Ταγμάτων, η κινηματογράφηση του στρατοπέδου από συνεργείο της τηλεόρασης του BBC τον Απρίλιο του 1949 — ενώ την ίδια χρο-νιά αρχίζει τη λειτουργία του και ο ραδιοφωνικός σταθμός Μακρονήσου, με πανελλαδική εμβέλεια. Το κύριο σώμα, όμως, του προπαγανδιστικού υλικού απαρτίζεται από τις εφημερίδες και τα περιοδικά που εκδίδονται στη Μακρό-νησο με ευθύνη των Γραφείων Ηθικής Αγωγής των Ταγμάτων, όπως ο «Σκα-πανεύς», η «Αναμόρφωσις», η «Μακρόνησος», η «Φωνή της Πατρίδος».

ΤΟ ΕΥΡΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ: ΕΝΑ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΚΡΑΤΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ

Αρκεί ένα απλό ξεφύλλισμα του «Σκαπανέως» —του διασημότερου εκπροσώ-που του «αναμορφωτικού» Τύπου, οργάνου αρχικά των «ανανηψάντων» του Γ' Τάγματος και στη συνέχεια και των τριών μακρονησιώτικων Ταγμάτων— για να αποκτήσει κανείς μια ιδέα του εύρους και της ποικιλίας των προσώπων και των φορέων που εμπλέκονται στο εγχείρημα της προβολής της Μακρονήσου.

Από τις σελίδες του περιοδικού παρελαύνουν εκπρόσωποι όλης σχεδόν της ελληνικής κοινωνίας, και ιδιαίτερα της υψηλής κοινωνίας της εποχής: γνωστοί λογοτέχνες και ηθοποιοί, ακαδημαϊκοί, καθηγητές και πρυτάνεις, διαπρεπείς διανοούμενοι, ιεράρχες, ανώτεροι και ανώτατοι στρατιωτικοί, το βασιλικό ζεύ-γος, εκπρόσωποι συλλόγων, «εργατικών σωματείων» και της ΓΣΕΕ, υπουργοί, βουλευτές —οι πολιτικές τοποθετήσεις των οποίων κυμαίνονται από την άκρα δεξιά μέχρι το κέντρο, τους μετριοπαθείς πρώην και νυν φιλελεύθερους, με λίγα λόγια καλύπτουν όλο το φάσμα του επίσημου πολιτικού κόσμου— συναγωνίζονται

Page 123: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ζονται μεταξύ τους σε δηλώσεις θαυμασμού για το συντελούμενο στο νησί έργο:

«Εδώ ευρίσκεται εν πραγματική λειτουργία η δημοκρατία του Περι-κλέους», διαπιστώνει ο καθηγητής της Ανωτάτης Γεωπονικής Θεσσαλονίκης Π. Αναγνωστόπουλος. «Όλοι στη ζωή μας πρέπει να περνάμε μια Μακρόνη-σο», λέει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος· « Η ιστορία θα γράψη πως η στροφή της παγκοσμίου καταστάσεως εδώ άρχισε, στη Μακρόνησο. Στο ξερονήσι αυτό εβλά-στησε σήμερα η Ελλάς ωραιοτέρα παρά ποτέ», δηλώνει ο Παναγιώτης Κα-νελλόπουλος, ενώ ο δικηγόρος Ρίκος Αγαθοκλής αποφαίνεται ότι «ξαναζεί το 1821 με τους καινούργιους του φιλικούς, τους Μπαϊρακτάρηδες και Τζαννε-τάτους»3.

Η εμβέλεια και η κυριαρχία της προπαγανδιστικής εικόνας για τη Μακρόνησο μπορεί να επιβεβαιωθεί όχι μόνο από το ευρύτατο φάσμα των υποστηρικτών, αλλά και διαμέσου της αντιστρόφου οδού: οι οποίες φωνές διαφοροποίησης, δια-μαρτυρίας η καταγγελίας, μέχρι το 1950 τουλάχιστον, είναι, αν όχι ανύπαρκτες, πάντως αυστηρά περιχαρακωμένες, καθώς περιορίζονται αποκλειστικά στο χώ-ρο της αριστεράς και των «συνοδοιπόρων». Πέραν του χώρου αυτού, οι υπό-λοιποι, όσοι διαθέτουν λόγο και πρόσβαση στο δημόσιο χώρο, επαινούν μεγα-λοφώνως ή, στην καλύτερη περίπτωση, σιωπούν.

Συνοψίζοντας, πρέπει να τονιστεί ότι η προβολή του έργου της Μακρο-νήσου δεν αποτελεί υπόθεση της κυβέρνησης η του ονομαζόμενου «κράτους της δεξιάς» μόνο, αλλά ένα συνολικό κρατικό εγχείρημα όπου μετέχει το σύνολο του κρατικού μηχανισμού, με την ευρύτερη έννοια του όρου: σύσσωμη η πο-λιτική ηγεσία και ο επίσημος πολιτικός κόσμος, η πλειονότητα της διανόησης, ο στρατός και η Εκκλησία, οργανώσεις και φορείς, στο πλαίσιο του «υπέρ πάντων αγώνα» κατά του κομμουνισμού που διεξάγεται τα χρόνια εκείνα.

Η ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ: ΕΝΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ

Προχωρώντας στο κεφάλαιο της έρευνας των συγκεκριμένων μηχανισμών με τους οποίους διαδίδεται και διαχέεται, ανά την Ελλάδα και το εξωτερικό, η προπαγάνδα για τη Μακρόνησο, διαπιστώνουμε ότι τα κενά στη γνώση μας παραμένουν, και εδώ, σημαντικά. Όμως μια σειρά από διάσπαρτες πληροφορίες και αναφορές μας υποδεικνύουν την ύπαρξη ενός δικτύου με αξιόλογο μέγεθος και πανελλαδική εμβέλεια.

3. Για τη δήλωση του Ρ. Αγαθοκλή, βλ. Ζοάννος - Σαρρής, Η αλήθεια για τη Μα-κρόνησο, Αθήνα 1950, σ. 68" οι δηλώσεις των Π. Αναγνωστόπουλου, Κ. Τσάτσου και Π. Κανελλόπουλου δημοσιεύονται στον Σκαπανέα, στη στήλη με τις κρίσεις «διαπρεπών επι-σκεπτών διά την Μακρόνησον», στο τχ. 10 (Φεβρουάριος 1950), τχ. 4 (Αύγουστος 1949) και τχ. 1 (Μάιος 1949), αντίστοιχα.

Page 124: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Ο «Σκαπανεύς», για παράδειγμα, το 1949 κυκλοφορεί σε 15.000 τεύχη σε όλη την Ελλάδα, ενώ το ημερολόγιο του Β' Τάγματος, την ίδια χρονιά, σε 25.000 αντίτυπα τσέπης και 1.000 τοίχου, τα οποία διανέμονται σχεδόν απο-κλειστικά εκτός Μακρονήσου, και το μεγαλύτερο μέρος τους μάλιστα (τα 3 /5 του συνόλου) σε υπηρεσίες και φορείς εκτός του στρατού. Ανάμεσα στους παρα-λήπτες, εκτός από τα υπουργεία, τις πρεσβείες και τις στρατιωτικές μονάδες αξίζει να σημειωθούν: η Ακαδημία, τα Πανεπιστήμια Αθηνών και Θεσσαλο-νίκης καθώς και «τα 14 εισέτι Ανώτατα Πνευματικά ιδρύματα», τα εμπο-ρικά και επαγγελματικά επιμελητήρια, οι εφημερίδες και τα περιοδικά Αθη-νών και επαρχιών, οι «72 συνομοσπονδίες και εργατικά κέντρα της χώρας», τα γυμνάσια και οι παιδαγωγικές Ακαδημίες των επαρχιών, οι τοπικές εφο-ρίες προσκόπων και, τέλος, τα «συνεργεία» συγκεκριμένων —λαϊκών— συνοι-κιών της Αθήνας4.

Οσον αφορά τώρα πιο ενεργές μορφές ενίσχυσης, στον κατάλογο της έκ-θεσης του Ζαππείου εκφράζονται οι θερμές ευχαριστίες των οργανωτών στους κάτωθι: Τράπεζα Ελλάδος, Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, Συνεταιρισμό Ξυλεμπόρων Αθηνών, Συνεταιρισμό Ξυλεμπόρων Πειραιώς, Με-λη Συνδέσμου Ξυλεμπόρων Αθηνών-Πειραιώς, Σύνδεσμο Βιομηχάνων, Κρίτω-να Δηλαβέρην Α.Ε., Ιούλιον Πόππερ: Μόντρεαλ-Καναδά, Μιχαήλ Χρήστον.

Λίγους μήνες πριν, το Μάρτιο του 1948, ο «Σκαπανεύς» ευχαριστεί το Δήμο Καστοριάς, τους νομάρχες Σερρών, Φλωρίνης, Αττικής, Εύβοιας, καθώς και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης «για την υλική και ηθική υποστήριξή τους»5. Τον Οκτώβριο του 1949 το περιοδικό εκφράζει τις ιδιαίτερες ευχαρι-στίες του προς «τα Διοικητικά Συμβούλια, τους προϊσταμένους και λοιπούς φί-λους μας των ΣΕΚ, ΟΛΠ, Ελληνικής Εριουργίας και άλλων οργανισμών ως

και τους υπαλλήλους των Υπουργείων και Τραπεζών που δείχνουν ξέχωρη στοργή στο περιοδικό»6. Οι συγκεκριμένοι τρόποι με τους οποίους εκδηλώνε-ται αυτή «η ξέχωρη στοργή» δεν διευκρινίζονται αλλά και η απλή καταγραφή των ονομάτων των φορέων αποτελεί, από μόνη της, ένα πρώτο κέρδος.

Μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με τη δημιουρ-γία ενός νέου δικτύου, αλλά με την αξιοποίηση, σε γενικές γραμμές, του ήδη υπάρχοντος μηχανισμού που υπηρετεί τις ευρύτερες ανάγκες του αντικομμου-νιστικού αγώνα. Μια πρώτη σύγκριση, από τις διάσπαρτες και πάλι γνώσεις μας, δείχνει ότι βασικοί κόμβοι του δικτύου που καταγράφηκαν πιο πάνω —όπως η Ακαδημία Αθηνών και τα Πανεπιστήμια, τα εργοδοτικά και εργατικά σω-

4. Υπηρεσία Στρατιωτικών Αρχείων, Β' Τάγμα, φάκ. 81, Ημερήσια Διαταγή Προ-σωπικού, 6.2.1949.

5. Σκαπανεύς 4 (25.3.1948) 4. 6. Σκαπανεύς 6 (Οκτώβριος 1949) 27.

Page 125: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

σωματεία, οι οργανώσεις των προσκόπων, οι δήμοι και οι νομαρχίες, μεγάλες βιο-μηχανίες και τράπεζες— απαντούν σταθερά στους καταλόγους μιας σειράς ανά-λογων εκστρατειών τα ίδια χρόνια, όπως το «Παιδοφύλαγμα», η «Πρόνοια Συμ-μοριοπλήκτων» και η «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών Ελλάδος» η η «Εθνική Εβδομάδα διά την Εργασίαν και την Νίκην».

ΟΙ «ΑΝΑΝΗΨΑΝΤΕΣ» ΒΑΣΙΚΟΣ ΚΟΜΒΟΣ ΣΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ

Οι ίδιοι οι «ανανήψαντες» κατέχουν έναν ξεχωριστό ρόλο στο όλο εγχείρημα: εν ολίγοις, η ενεργός συμμετοχή τους αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο όπου στη-ρίζεται όλο το προπαγανδιστικό οικοδόμημα, εντός και εκτός του στρατοπέδου.

Βασικοί φορείς της «αναμορφωτικής αγωγής» εντός του στρατοπέδου (αυ-τοί και όχι τα μόνιμα στελέχη του στρατού), όπου απευθύνονται στους παλιούς συντρόφους και συναγωνιστές τους με στόχο να «ανανήψουν» και αυτοί, οι ανα-νήψαντες, με το λόγο τους, τις πράξεις, με αυτή καθαυτή την ύπαρξή τους εν τέλει, θα αποτελέσουν τους καλύτερους διαφημιστές του επιτελούμενου έργου, την πιο λαμπρή και αδιαμφισβήτητη απόδειξη της επιτυχίας της Μακρονήσου. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, καθώς ο «αναμορφωτικός» λόγος ξεπερνά σαφώς τα όρια του στρατοπέδου και μετατρέπεται σε προπαγανδιστικό λόγο με πολύ ευρύτερη απήχηση, οι «ανανήψαντες» ενεργοποιούνται σε δύο επίπεδα.

Το πρώτο επίπεδο είναι αυτό του λόγου. Εδώ συμπεριλαμβάνονται οι διη-γήσεις, οι ομολογίες, οι αποκαλύψεις, οι μετάνοιες, οι εξομολογήσεις, από τις απλές δηλώσεις αποκήρυξης του κομμουνισμού μέχρι τις μακροσκελείς ομιλίες. Η συγγραφή και εκφώνηση λόγων στους οποίους ο συντάκτης αποκαλύπτει τα «ύπουλα τεχνάσματα» του κομμουνισμού, διεκτραγωδεί την προσωπική του πε-ριπέτεια και μετατρέπεται σε διαπρύσιο κήρυκα του σωτηρίου έργου της Μα-κρονήσου αποτελεί βασικό καθήκον των «ανανηψάντων» ως έμπρακτη απόδειξη της μεταμέλειάς τους, εντός και εκτός της νήσου7. Άλλη μια βασική υποχρέωση

7. Στη μπροσούρα του Κ. Π. Ροδοκανώκη, συμβούλου του υπουργείου Τύπου, που εκ-δίδεται στα αγγλικά το 1949, έχουμε την καταγραφή των τίτλων μιας σειράς τέτοιων δια-λέξεων «ανανηψάντων» που πραγματοποιούνται στη Μακρόνησο: «Η οικονομική και κοι-νωνική σημασία των διεθνών και ελληνικών πραγματικοτήτων», «Ο κομμουνισμός από οικο-νομικής απόψεως», «Οι στρατιώτες της Μακρονήσου και η μάχη του Γράμμου», «Θρησκεία και κομμουνισμός», «Η φυλή μας και η σλαβική επίθεση», «Η Ελλάδα προμαχώνας της ελευθερίας», «Το μαρξιστικό λάθος», «Τι είδα στη Ρωσία»: C. P. Rodocanachi, A great work of civic readaptation in Greece , Αθήνα 1949, σ. 10-11.

Ο Σκαπανεύς, επίσης, περιλαμβάνει πληθώρα άρθρων παραπλήσιου περιεχομένου" ακό-μη, στο βιβλίο που εκδίδουν οι «ανανήψαντες» Ζοάννος και Σαρρής, στελέχη του Γραφείου Ηθικής Αγωγής του Β' Τάγματος, παρατίθενται τα κείμενα δύο ομιλιών «ανανηψάντων» που εκφωνούνται παρουσία επισκεπτών στη Μακρόνησο, με τίτλους «Το αρχαίο πνεύμα σε

Page 126: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ση είναι η αποστολή επιστολών με ανάλογο —αν και περισσότερο σύντομο και τυποποιημένο κατά κανόνα— περιεχόμενο προς τους ιερείς και τις διοικητι-κές αρχές του τόπου καταγωγής, όπου και αξιοποιούνται καταλλήλως με την ανάγνωσή τους από άμβωνος η σε δημόσιες συγκεντρώσεις8.

«Έχουν εκφωνηθεί υπό στρατιωτών και αξιωματικών άνω των τριών χι-λιάδων διαλέξεων εθνικού κοινωνικού, ηθικού και θρησκευτικού περιεχόμενου και άνω των τριών χιλιάδων παρωδίες και ποιήματα εθνικά και αντισυμμοριακά. Έχουν δε αποσταλεί εκείθεν πολλές δεκάδες χιλιάδων επιστολές εθνικού πε-ριεχομένου»9, όπως πληροφορούμαστε και πάλι από τον κατάλογο της έκθεσης του Ζαππείου. Από την ίδια πηγή προέρχεται και η καταγραφή του τυπικού μιας «εκτός Μακρονήσου» συγκέντρωσης, την οποία γνωστοποιεί τηλεγράφημα του νομάρχη Ηγουμενίτσας της 5ης Ιουλίου 1948:

«Απογευματινάς ώρας χθες ενώπιον χιλιάδων λαού πόλεως και περιχώ-ρων ωμίλησεν απολυθείς εκ Μακρονήσου φανατικός τέως Κομμουνιστής Λ.Κ.

με θέμα Οι προδόται του Έθνους και το Εθνικόν Πανεπιστήμιον της Μα-κρονήσου". Ο ειρημένος επί μακρόν διακοπτόμενος, υπό ζωηρών χειροκροτη-μάτων και ζητωκραυγών, εξιστόρησε τας προδοσίας και τα κακουργήματα των προδοτών του ΚΚΕ, οίτινες είναι πληρωμένοι από τους εχθρούς της Ελληνι-κής Φυλής, εξύμνησε την ζωήν των Ελλήνων στρατιωτών εις Μακρόνησον, την

οποίαν εχαρακτήρισεν ως Εθνικόν Πανεπιστήμιον και τελευτών έκαμεν έκ-κλησιν εις τους παραπλανημένους όπως προσέλθωσιν εις τας αγκάλας της μη-τρός Ελλάδος, η οποία θέλει δεχθή [εις τους] κόλπους της ως τους υιούς, όταν ούτοι ολοψύχως και με εθνικόν παλμόν αποκηρύξωσι τους πληρωμένους από

τους Σλαύους προδότας του Έθνους. ΣΤΟΠ. Ομιλία ανανήψαντος κομμουνι-στού, η οποία έληξε εν μέσω ζωηρών ζητωκραυγών και χειροκροτημάτων υπέρ Άνακτος, Κυβερνήσεως και Εθνικού Στρατού, παρηκολούθησεν υποφαινόμε-νος, προϊστάμενοι δημ. υπηρεσιών, Δήμαρχος και Δημοτικόν Συμβούλιον, Πρό-εδροι οργανώσεων και συλλόγων, εργάται, μαθηταί σχολείων και ιδρυμάτων, αξιωματικοί Στρατού, Χωροφυλακής και άλλοι»10.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, οι πράξεις πλέον των «ανανηψάντων»), και ειδικά η συγκρότηση από αυτούς ειδικών ταγμάτων τα οποία πολεμάνε στο μέτωπο στο

νέους αγώνας» και «Πλανήθηκα στα δώματα του κομμουνισμού, αλλά σώθηκα»: Ζοάννος -Σαρρής, ό.π., σ. 47-54.

8. Ένα σώμα τέτοιων επιστολών «ανανηψάντων» από νομούς -της Μακεδονίας, είναι προσιτό σήμερα στις συλλογές των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ).

9. «Μακρόνησος», Φωτογραφική έκθεσις..., ό.π., σ. 18. 10. Ό.π., σ. 29-30. Το ίδιο τηλεγράφημα του νομάρχη Ηγουμενίτσας, το οποίο κοινο-

ποιείται από το ΓΕΣ, περιλαμβάνεται αυτούσιο και στο C. P. Rodocanachi, ό.π., σ. 13-14.

Page 127: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

πλευρό του εθνικού στρατού, συνιστούν την έσχατη απόδειξη και επισφράγιση της επιτυχίας. Η σημασία της αποστολής τέτοιων ταγμάτων στο μέτωπο δεν είναι μόνο στρατιωτική (διόλου αμελητέα, καθώς ο αριθμός τους υπολογίζεται σε 16.000, σε διάστημα ενός περίπου χρόνου11), αλλά και συμβολική, καθώς αποτελεί την πιο θριαμβευτική επιβεβαίωση της επαναφοράς τους στις αγκά-λες της πατρίδας. Το σύνθημα «Όπλα θέλουμε» κυριαρχεί κατά την άφιξη και την αναχώρηση επισήμων στη Μακρόνησο: αυτό το σύνθημα φωνάζουν με εν-θουσιασμό οι «αναμορφωμένοι» σκαπανείς, ενώ το ίδιο έχει γραφτεί με μεγάλα γράμματα, στους λόφους του νησιού.

«ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ» ΚΑΙ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΙΣΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Η «ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ»

Στο πλαίσιο που έχει ήδη περιγραφεί, η «αναμορφωτική» διαδικασία της Μα-κρονήσου και η προπαγανδιστική εκστρατεία για τη Μακρόνησο συμπλέκονται τόσο στενά, έτσι ώστε είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουμε τη μία από την άλλη. Αν καταρχάς ο «αναμορφωτικός» λόγος απευθύνεται στους εγκλείστους της Μακρονήσου, ενώ ο προπαγανδιστικός προς την λοιπή, εκτός Μακρονήσου, ελ-ληνική κοινωνία, στην πράξη ο διαχωρισμός αυτός αίρεται.

Ο «αναμορφωτικός» λόγος, διαμέσου των «ανανηψάντων», εξάγεται εξαρ-χής εκτός νήσου, καθώς αποτελεί, όπως είδαμε, ένα από τα βασικά προπαγαν-διστικά επιχειρήματα για την επιτυχία του έργου" ταυτόχρονα, ο προπαγανδι-στικός λόγος των εξωτερικών παρατηρητών, λ.χ. τα εγκωμιαστικά άρθρα του Τύπου η οι ανάλογες δηλώσεις των διανοουμένων, μεταφέρονται στη Μακρό-νησο και μεταβάλλονται σε ουσιώδη συνιστώσα της αναμορφωτικής αγωγής.

Δεν πρόκειται μόνο για την αμφίδρομη αυτή διαδικασία, αλλά και για τα εγγενή, τα ειδολογικά χαρακτηριστικά του ίδιου του υλικού μας, που κάνουν δυσδιάκριτα τα όρια «αναμορφωτικού» και προπαγανδιστικού λόγου. Ουσια-στικά, πρόκειται για έναν κοινό λόγο, ο οποίος, και στις δύο εκδοχές του, βα-σίζεται στις ίδιες παραδοχές, συγκροτείται πάνω στα ίδια στερεότυπα και άξο-νες. Είναι δύσκολο, πολλές φορές, να διακρίνουμε τον ομιλητή, να καταλάβουμε αν πρόκειται για κάποιον «ανανήψαντα» που βγάζει φλογερούς λόγους, τον Στράτη Μυριβήλη, τον Ανδρέα Καραντώνη η κάποιον άλλον «άνθρωπο των γραμμάτων» που απευθύνεται προς τους «ανανήφοντες», έναν υπουργό που προ-

11. Για 16.200 Μακρονησιώτες (15.400 οπλίτες και 800 έφεδρους αξιωματικούς) που «εξυγιάνθησαν» και εστάλησαν στο μέτωπο κάνει λόγο, ο υπουργός Στρατιωτικών Π. Κα-νελλόπουλος, στη Βουλή στις 14 Ιουλίου 1950: Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, πε-ρίοδος Α', σύνοδος Α', 30 Μαρτίου - 30 Ιουλίου 1950, τ. Α'-Β', Αθήνα 1952, σ. 188, 314. Τους ίδιους αριθμούς δίνει και ο Δ. Ζαφειρόπουλος (Ο αντισυμμοριακός αγών, Αθήνα 1956, σ. 212), ο οποίος αντλεί κατά κανόνα τις πληροφορίες του από στρατιωτικές πηγές.

Page 128: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

προβαίνει σε δηλώσεις, τον τμηματάρχη της ΒΧΙ η τον αρχισυντάκτη του «Σκαπα-νέως». Έτσι, ο όρος «αναμορφωτική προπαγάνδα» θα μπορούσε να περιγρά-ψει τόσο τη σύγκλιση των δύο διαδικασιών («αναμόρφωσης» και προπαγάν-δας) όσο και το σώμα αυτό του λόγου που συγκροτείται περί τη Μακρόνησο: αφενός το λόγο που παράγεται εντός του στρατοπέδου και αφετέρου το λόγο που αναπτύσσεται εκτός με αντικείμενο τη Μακρόνησο.

Αναζητώντας, τώρα, τα συστατικά, τα δομικά χαρακτηριστικά και τις πη-γές του λόγου αυτού, μπορούμε να διακρίνουμε στο εσωτερικό του τρία δια-δοχικά υποσύνολα: πρώτον, την «εθνική και ηθική αγωγή» του στρατεύματος· δεύτερον, την αντικομμουνιστική φιλολογία της εποχής· και, τέλος, μια στε-νότερη ενότητα που αναφέρεται στην αποστολή και το ρόλο της Μακρονήσου.

Ενότητα πρώτη: Η «εθνική και ηθική αγωγή» του στρατεύματος Μελετώντας την «αναμορφωτική» αγωγή, συναντάμε, καταρχάς, τις βασικές ιδεολογικές σταθερές και τα κανονιστικά πρότυπα που συνιστούν το περιεχό-μενο της «εθνικής και ηθικής αγωγής του στρατεύματος» —όπως επιγράφεται το σχετικό αντικείμενο στα στρατιωτικά εγχειρίδια— για μια μακρά χρονική περίοδο, που εκτείνεται τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960.

Ο «ανανήψας», ως αποτέλεσμα της «αναμορφωτικής» διαδικασίας, απο-βάλλει το πρότερο αρνητικό αξιακό σύνολο και εγκολπώνεται ένα νέο σύστημα αξιών. Συναντάμε εδώ όλες τις κλασικές αξίες οι οποίες επιβάλλονται από το σύστημα της στρατιωτικής αγωγής και πειθαρχίας. Ξεκινώντας από τις γενι-κότερες, το τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια, καταλήγουμε στα πιο συγ-κεκριμένα καθήκοντα, τα οποία εξειδικεύουν σε καθημερινό επίπεδο τις πρώ-τες: ευπείθεια, υπακοή, πειθαρχία, αντοχή στις κακουχίες, καθαριότητα, γεν-ναιότητα, θάρρος, πίστη κ.ο.κ.

Έτσι, ο «ανανήψας», ο «νέος άνθρωπος» της Μακρονήσου, είναι τελικά ο «παλαιός», ο προ της διαβρώσεως του κομμουνισμού, που έχει ανακτήσει όλες τις παλαιές αξίες. Κατά κάποιον τρόπο, δηλαδή, πρόκειται για μια «επιστροφή» — ας μην ξεχνάμε και το κυριολεκτικό νόημα της λέξης «ανάνηψη». Όμως, οι «ανανήψαντες» είναι πιο στέρεοι στην πίστη τους, αφού έχουν περάσει το στά-διο της δοκιμασίας και έχουν αναβαπτισθεί στα εθνικά νάματα: το σημαντικό δεν είναι μόνο οι υγιείς εθνικές αξίες που επανακτώνται, αλλά κυρίως η διαδι-κασία της επανεγκόλπωσης των αξιών αυτών από τους τροφίμους της Μακρο-νήσου, που γι' αυτόν το λόγο είναι όχι απλώς Έλληνες, αλλά «αναβαπτισμένοι στην Ελληνική ιδέα», «σαράντα φορές Έλληνες»12:

12. Η διατύπωση από άρθρο της Ευγενίας Περρωτή, προϊσταμένης της Διευθύνσεως Μελετών του υπουργείου Τύπου και Πληροφοριών, με τον τίτλο «Ηχώ από την Μακρό-νησον, ένα έργο εμπνεύσεως και αγάπης». Βλ. Ζοάννος - Σαρρής, ό.π., σ. 68-71.

Page 129: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

«Την είχαν ξεχάσει τόσο, είχε τόσο δηλητηριαστεί το είναι τους από το κακούργο Κομμουν. Κόμμα, που νοιώθουν την ανάγκη να αναπληρώσουν όσα είχαν βάλει στο περιθώριο και τα είχαν σκεπάσει με το πέπλο της λησμονιάς. Έζησαν και τις δύο καταστάσεις. Τη μία της πορώσεως και της απομακρύν-σεως από καθετί που είχε σχέση με την Ελλάδα, μακρυά από κάθε ηθική άξια,

και τώρα ζουν την κατάσταση του ξαναγυρισμού τους κοντά σ' αυτά που είχαν ξεχάσει. Τί χαρά νοιώθει κανείς όταν, αφού ζήσει κάμποσο καιρό στο σκοτάδι ψάχνοντας ψηλαφιστά να βρει το καθετί, έλθει μια στιγμή που κάποιο ευεργε-τικό χέρι, κάποιος Θεός της αγάπης τον βγάλει και τον φέρει στο φως, στην καθάρια ατμόσφαιρα που όσα βλέπει γύρω του είναι λαμπικαρισμένα και μι-λούν μόνα τους για την άλήθεια»13.

Από το σύνολο των στερεότυπων αξιών και των υποχρεώσεων του στρα-τιώτη ορισμένες, στη Μακρόνησο, αναβαθμίζονται. Η ευταξία, η καθαριότητα, η νοικοκυροσύνη, για παράδειγμα, διευρυνόμενες, συνιστούν πλέον μια νέα αξία, τη δημιουργικότητα, το ζήλο προς εργασία, αξία η οποία προβάλλεται με ιδιαί-τερη έμφαση στην περιγραφή τόσο των χώρων του στρατοπέδου όσο και της συμπεριφοράς των Μακρονησιωτών.

Οι λόγοι είναι λίγο πολύ ευεξήγητοι: η τάξη, η κοσμιότητα και η έφεση για εργασία, αφενός αντιδιαστέλλονται με την «αρνητικότητα» του κομμουνι-σμού, την καταστροφική και διαλυτική μανία που τον χαρακτηρίζει, και αφετέ-ρου συμβολίζουν τη ζωτικότητα, τη δημιουργική ορμή η οποία διακατέχει τον Έλληνα, και δη τον αναγεννημένο Έλληνα:

«Μ' όλον τον πλούτον της η ελληνική γλώσσα στην προκειμένη περίπτωση είναι πολύ φτωχή και αδυνατεί να μάς δώσει μια λέξη που να χαρακτηρίζει

με ακρίβεια το Τάγμα μας. [...]. Αυτός που το επισκέπτεται μένει κατάπληκτος μπροστά σ' αυτό που βλέ-

πει κι αδυνατεί να πιστέψει στα μάτια του. [...] Βλέπει στρατιώτες που με νοικοκυρίστικο πνεύμα τακτοποιούν το καθετί. Μια εκκλησούλα που κτίζεται δείχνει τον πόθο των Σκαπανέων μας να έλθουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα κοντά στον Θεό. Πιο εκεί ένα θεατράκι αντιγραφή της Επιδαύρου χτίστηκε

για την ψυχαγωγία τους. Δρόμοι και κατακάθαρα δρομάκια με σκορπισμένες έδώ κι εκεί πρασιές από λουλούδια του νησιού. Κι ένας κόσμος που κινείται μέσα σ' αυτά γεμάτος ζωή, χαρά κι εθνικό ένθουσιασμό»14.

Ενότητα δεύτερη: Ο ευρύτερος αντικομμουνιστικός λόγος Το δεύτερο «επάλληλο στρώμα», το οποίο όμως τέμνεται σε πολλά σημεία με

13. Από άρθρο του Μάκη Δόγκα, αρχισυντάκτη του «Σκαπανέως», με τίτλο «Γ' Τα-γμα Σκαπανέων», Σκαπανεύς 1 (28.10.1947) 5-7.

14. Στο ίδιο.

Page 130: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

το σύνολο της «εθνικής αγωγής», είναι ο ευρύτερος αντικομμουνιστικός λόγος, κυρίαρχος λόγος του κράτους τα χρόνια μετά την απελευθέρωση, ο οποίος και έρχεται, σε πολλά σημεία, να συμπληρώσει και να προσαρμόσει τις αρχές της «εθνικής διαπαιδαγώγησης» στις ανάγκες του αγώνα κατά του κομμουνισμού.

Η «εθνικοφροσύνη», η νέα αξία που κατασκευάζεται τα χρόνια αυτά, συγ-κερνά τις παραδοσιακές «εθνικές αξίες» με το μαχητικό αντικομμουνισμό15. Ετσι, το παραδοσιακό τρίπτυχο «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» επανασημα-σιοδοτείται ταυτιζόμενο ουσιαστικά με τον αντικομμουνισμό, καθώς το περιε-χόμενο, αλλά και η μόνη απόδειξη της φιλοπατρίας είναι εν τέλει ο μαχητικός και αδιάλλακτος αντικομμουνισμός. Η συμβιβαστικότητα, η μετριοπάθεια, η ουδετερότητα —που ανάγονται ευθέως στα συνθήματα του ΚΚΕ για «συμφι-λίωση»— αναγορεύονται σε κύριο εχθρό, θεμελιώνοντας την κατηγορία της «συ-νοδοιπορίας», ενώ η αδιαλλαξία αναγορεύεται σε βασική αρετή και καθήκον του «εθνικόφρονα».

Ο «Δεκάλογος του Μακρονησιώτη», που δημοσιεύεται στον «Σκαπανέα» το 1950, και συμπυκνώνει τα βασικά «πιστεύω» του «αναμορφωμένου» οπλί-τη, είναι ενδεικτικός για το συγκερασμό αυτόν εθνικής και αντικομμουνιστι-κή ς αγωγής:

«Ο ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΑΚΡΟΝΗΣΙΩΤΗ

Μόνο στην Ελλάδα ανήκω και γι' αυτήν αγωνίζομαι, μισώ τον κομμουνισμό γιατί απεργάζεται την καταστροφή μου.

Ακατάσχετη είν' η ορμή μου στον αγώνα για τη διάσωση των ιερών και των οσίων της Φυλής.

Κρατώντας ψηλά τον πυρσό της ελευθερίας βαδίζω σταθερά προς το μέλλον που προσμένει από μένα πολλά. Ρωμαλέος στο σώμα και στην ψυχή θα ανταποκριθώ στις προσδοκίες της με-

γάλης μου πατρίδος. Οδηγός στις πράξεις μου στέκει η πείρα του παρελθόντος και τα διδάγματα της Μακρονήσου. Νίκησα την αμφιβολία και τον δισταγμό. Τα νέφη της πλάνης μου διαλύθηκαν. Η ζωή μου είναι συνδεδεμένη με τις ιερές έννοιες της Πατρίδος, της Θρησκείας και της Οικογένειας.

15. Για την «εθνικοφροσύνη», βλ. Άγγελος Ελεφάντης, «Εθνικοφροσύνη: η ιδεολο-γία του τρόμου και της ενοχοποίησης», στα πρακτικά του συνεδρίου Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945-1967), Αθήνα, Ίδρυμα Σ. Καράγιωργα, 1993, σ. 645-654.

Page 131: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Στη Μακρόνησο γνώρισα τη στοργή της Πατρίδος, ατσάλωσα την πίστη μου στα εθνικά ιδανικά και έγινα τέλειος Έλλην.

Ορκίζομαι να φανώ αντάξιος της Πατρίδος και να σταθώ άγρυπνος φρουρός της ειρήνης και πρωτεργάτης της Ανοικοδομήσεις. Σεβαστή στους φίλους και τρομερή στους εχθρούς. Έτσι υπόσχομαι την Ε λ -

λάδα μας»16.

Η ιδεολογία του αντικομμουνισμού, έτσι, μέσα από τη μορφή της «εθνικοφρο-συνης» αναδεικνύεται στο βασικό συνεκτικό ιστό, τη ραχοκοκαλιά που δια-περνά όλη την «αναμορφωτική προπαγάνδα». Το οπλοστάσιο του ελληνικού μεταπολεμικού αντικομμουνισμού θα αποτελέσει τη βασική δεξαμενή από όπου αντλούνται τα επιχειρήματα και τα θέματα τα οποία συγκροτούν το σύστημα αγωγής των Μακρονησιωτών: ο εμφύλιος ως πόλεμος Ελλήνων εναντίον ξένων, και συγκεκριμένα των Σλάβων· ο κομμουνισμός ως μέγα ψεύδος, ως μέθοδος απάτης και ξεγελάσματος των πολλών ο κομμουνισμός ως φοβερή ασθένεια που προσβάλλει τον ανθρώπινο και κοινωνικό οργανισμό" ο βίαιος και εγκλη-ματικός χαρακτήρας του κομμουνισμού" η απόλυτη ταύτιση κομμουνισμού και σλαβισμού· η υπεροχή της ιδέας στη μάχη εναντίον της ύλης.

Η πραγμάτευση των θεμάτων γίνεται κατά κανόνα σε άμεσο, εφηρμοσμένο επίπεδο όπου κυριαρχεί η βιωματική διάσταση, μέσα από τις διηγήσεις των «ανανηψάντων» για τον πρότερο «ανέντιμο» βίο τους" οι κακουργίες των κομ-μουνιστών, οι αποδείξεις της συνεργασίας τους με τους Σλάβους, τα ψεύδη της προπαγάνδας τους κ.ο.κ. Δεν απουσιάζουν όμως, παρ' όλο που υπολείπονται σε συχνότητα, και οι θεωρητικότερες η ιδεολογικές πραγματείες εναντίον του μαρξισμού και του υλισμού17.

Ενότητα τρίτη: Η αποστολή της Μακρονήσου Τέλος, το τρίτο —και ίσως το πιο ενδιαφέρον για μας— σύνολο που μπορούμε να διακρίνουμε εντός της «αναμορφωτικής προπαγάνδας» είναι αυτό το οποίο αναφέρεται στην αποστολή της Μακρονήσου. Ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο στο εσωτερικό του «αναμορφωτικού» και προπαγανδιστικού λόγου περιγράφεται

ι 6. Σκαπανεύς 10 (Φεβρουάριος 1950) 3. 17. Βλ. Γεώργιος Κοκκώνης, Ο κομμουνισμός στην Ελλάδα, ΒΧΙ/ΓΕΣ, Αθήνα 1948

καθώς και Πότης Κολλιτσίδας, Από τον εθνικόν συναγερμόν. Ο δικηγορικός σύλλογος Αθη-νών εις το μέτωπον και την Μακρόνησον. Το έργον της διαφωτίσεως, Αθήνα 1948" και τα δύο έργα, θυμίζοντας σε πολλά αντίστοιχες προπολεμικές πραγματείες, αποτελούν μια συ-νολική ιδεολογική και πολιτική αναίρεση του κομμουνισμού, με αναφορές στους Μαρξ, Λέ-νιν, Στάλιν, τα σοβιετικά καθεστώτα και την ελληνική πραγματικότητα, χωρίς να ασχο-λούνται με τον Εμφύλιο, τη δράση των Ελλήνων κομμουνιστών η με άμεσα ζητήματα της προπαγάνδας.

Page 132: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ται η ίδια η Μακρόνησος, οι όροι με τους οποίους γίνεται αντιληπτό και ανα-λύεται το εγχείρημα από τους πάσης φύσεως συντελεστές του, είτε αυτοί είναι οι «ανανήψαντες» είτε οι θαυμαστές του, που το εκλαϊκεύουν και το γνωστο-ποιούν, είτε οι διανοούμενοι που αναλαμβάνουν να το ερμηνεύσουν και να το θεωρητικοποιήσουν.

Από το πλήθος των συμβολισμών που χρησιμοποιούνται για να περιγρα-φεί το έργο και η αποστολή της Μακρονήσου, ξεχωρίζουν δύο, οι οποίοι κυ-ριαρχούν και είναι κεφαλαιώδεις για την κατανόηση της αναπαράστασης της Μακρονήσου στον επίσημο λόγο: οι συμβολισμοί του «σχολείου» και του «αναρ-ρωτηρίου».

Η εικόνα της Μακρονήσου ως σχολείου αποτελεί την πρώτη μεγάλη ενό-τητα: «σχολείον», «εθνικόν σχολείον», «μέγα αναμορφωτικό σχολείο», «εθνι-κόν αναμορφωτήριον», «πρότυπον εκπαιδευτήριον», «εθνικόν διδακτήριον», « Ε -θνικό Πανεπιστήμιο», «Κοινωνικό Πανεπιστήμιο», «Πανεπιστήμιο του Γέ-νους», «μεγάλη του γένους σχολή», «πρότυπος κοινωνική ακαδημία», είναι ορι-σμένοι από τους συνηθέστερους χαρακτηρισμούς που κυριαρχούν στο λόγο «ανα-νηψάντων» και επισκεπτών.

Ο συμβολισμός του σχολείου είναι τόσο έντονος, ώστε η ονομασία «σχο-λείον Μακρονήσου» γίνεται όχι απλώς συνώνυμη αλλά ταυτόσημη με τη Μα-κρόνησο. Σταδιακά, στο πλαίσιο του κρατικού λόγου, το «σχολείο» αναγορεύε-ται σε αποκλειστική ονομασία του εγχειρήματος, εκτοπίζοντας τη λέξη «στρα-τόπεδο».

Η εικόνα της Μακρονήσου ως σχολείου και της «αναμορφώσεως» ως παι-δευτικής διαδικασίας παραπέμπει ευθέως στην —κυρίαρχη για την ελληνική και διεθνή αντικομμουνιστική γραμματεία— ερμηνεία του κομμουνισμού ως πλά-νης και ψεύδους. Καθώς ο κομμουνισμός συνιστά ένα τερατώδες ψέμα, ένα έν-τεχνο σχέδιο απάτης, με το οποίο οι «σατανικοί ηγέτες» εξαπάτησαν τους —λίγο πολύ αφελείς— οπαδούς, έτσι και οι «πλανηθέντες» της Μακρονήσου, με την κατάλληλη διαφώτιση και «διδασκαλία», επανέρχονται στον «ορθό» εθνικό δρόμο.

Επιπροσθέτως, τα εργαστήρια και η εκμάθηση τεχνών, οι θεατρικές πα-ραστάσεις, οι ψυχαγωγικές εκδηλώσεις, οι αθλητικοί αγώνες, αλλά και το όλο πνεύμα νοικοκυροσύνης, ευταξίας και κοσμιότητας που διέπει το στρατόπεδο, συναρμόζονται και εντάσσονται σε αυτή την εικόνα, διευρύνοντας ουσιαστικά την έννοια του σχολείου: το σχολείο, με τη στενή έννοια, μετασχηματίζεται σε ένα αληθινό εκπαιδευτήριο ψυχών και συνειδήσεων, που αγκαλιάζει και δια-παιδαγωγεί όλη την ανθρώπινη ύπαρξη.

Η δεύτερη μεγάλη ενότητα συμβολισμών έλκει την καταγωγή της από το χώρο της ιατρικής. Η Μακρόνησος αποτελεί το «θεραπευτήριο», το «αναρρωτήριο»,

Page 133: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

το «χειρουργείο», το «εθνικό σανατόριο», ενώ η «αναμόρφωση» την «αποτο-ξίνωση» από το «κόκκινο δηλητήριο», την καταπολέμηση του «διηθητού ιού» του κομμουνισμού.

Αν η εικόνα του σχολείου παραπέμπει στην αντίληψη του κομμουνισμού ως ψεύδους και μεθόδου απάτης, η εικόνα του θεραπευτηρίου αντιστοιχεί στην, επίσης κρατούσα, ερμηνεία του κομμουνισμού ως νοσήματος, ως ψυχικής και σωματικής ασθένειας:

«Πρό ετών προσετέθη εις τα μέχρι τούδε γνωστά, νέον λίαν τοξικόν, επι-κινδύνως μολυσματικόν μικρόβιον ίσως το καταστρεπτικώτερον εξ όσων μέχρι σήμερον εγνώρισεν η ανθρωπότης, το κομμουνιστικόν, το οποίον διά των το-ξινικών του δοξασιών προσβάλλει όχι μόνον το σώμα όπως τα άλλα μικρόβια

αλλά και το πνεύμα το οποίον συσκοτίζει και το οδηγεί θολώνοντάς το εις αντι-πατριωτικάς πράξεις, και την ψυχήν την οποίαν προσβάλλοντας διαφθείρει διά

των λαοφθόρων πεπλανημένων και αντεθνικών κηρυγμάτων του, υπονομεύοντας ούτω και υποσκάπτοντας την σωματικήν και ψυχικήν υγείαν, ήτοι την ακεραιό-τητα και ανεξαρτησίαν της Πατρίδος.

[...] η Πατρίς, σαν στοργική μητέρα πονούσα διά την προσβολήν των τέ-κνων της εδημιούργησε ένα Ασκληπιείον, Εθνικόν Σανατόριον, το Γ' Τάγμα Σκαπανέων, όπου γίνεται η αποτοξίνωσις, η αποβολή των κομμουνιστικών ι-

δεών, ο εμβολιασμός Εθνικών Ιδεωδών και η αποκατάστασις της Εθνικής μας Υγείας. [...]

Εξερχόμενοι λοιπόν από το Γ' Τάγμα, αναγεννημένα λευκά αιμοσφαίρια, εμψυχωμένοι στρατιώται διά της συνεχούς θεραπείας των πατριωτών ιατρών Διοικητού και αξιωματικών εις τους οποίους Αύτη [η Πατρίς] ενεπιστεύθη την ίασίν των, θα δοθούν υγιείς το σώμα και την ψυχήν, πιστοί εις τα ιδανικά της Πατρίδος, θα δοθούν ολοκληρωτικά εις τον αγώνα τούτον τον οποίον διεξάγει

η Πατρίς μας εναντίον των τοξικών και υπονομευτικών της ακεραιότητός της βακτηριδίων και των συνοδών των μικροβίων Σλαυοβουλγάρων»18.

Με αυτές τις λογικές προϋποθέσεις, η «αναμόρφωση» θεμελιώνεται ταυ-τοχρόνως ως διαφωτιστική-μορφωτική και ψυχοθεραπευτική διαδικασία, ενώ η Μακρόνησος συνολικά ως αναμορφωτικό ίδρυμα και εκπαιδευτήριο που συν-δυάζει αρμονικά και τις δύο λειτουργίες.

18. Π. ΔΑΝ, «Ωφέλιμες συγκρίσεις. Ένας παραλληλισμός», Σκαπανεύς 6 (Ιούνιος 1948) 16.

Page 134: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΥΛΗ ΦΥΣΕΙ ΑΝΤΙΠΑΛΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ

Η επιτυχία του «αναμορφωτικού» έργου —η οποία, όπως έχουμε δει, εμφανί-ζεται ως «πρωτοφανής»— πρέπει, με τη σειρά της, να ερμηνευθεί- και ερμη-νεύεται με ποικίλους τρόπους, όπως η ικανότητα και ο ζήλος των επικεφαλής, το περιβάλλον στοργής και αγάπης, η η ρηχότητα του ψεύδους του κομμουνι-σμού. Ανάμεσα όμως σε αυτές τις επιμέρους εξηγήσεις ξεχωρίζει μία, όχι μόνο λόγω της συχνότητάς της, αλλά, κυρίως, λόγω των ιδεολογικών προϋποθέσεων και συνεπαγωγών της: η «αναμόρφωση» των πρώην κομμουνιστών υπήρξε εφι-κτή, και μάλιστα ευχερής, επειδή η ελληνική φυλή είναι φύσει αντίθετη με τον κομμουνισμό.

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, σε μια συνέντευξή του στον «Σκαπανέα», τον Οκτώβριο του 1949, αφού διευκρινίσει ότι «οι τουφεκισμοί είναι συχνά αναγ-καίοι», αλλά γεννούν αντιδράσεις, αναπτύσσει την παιδευτική λειτουργία της Μακρονήσου και μας παρέχει μια αναλυτική διατύπωση του επιχειρήματος:

«Εχρειάσθηκε καιρός για να καταλάβουν οι πολλοί, ότι ήταν τόσο αντί-θετη με την φύση των πραγμάτων η προσχώρησις των Ελλήνων στον κομ-μουνισμό, ώστε η επιστροφή τους προς την Ελλάδα ήταν εύκολα κατορθωτή, αν βρίσκονταν πρόσφορος δρόμος. Ο δρόμος αυτός βρέθηκε σε λίγους μήνες

στη Μακρόνησο. [...] η Μακρόνησος ήταν τόπος όχι μαρτυρίου, αλλά κατευνα-σμού, όχι τόπος άντεκδικήσεως ενός φανατισμένου δυναμικού κράτους, αλλά ένας τόπος ψυχοθεραπείας που προσφέρει με τη μεγαλύτερη ηπιότητα ένα κρά-τος δημοκρατικό.

Όταν στο σχολείο ο καθηγητής αναγκάζει τον μαθητή να μάθη την αλγε-βρά του η την γραμματική του, κανείς δεν Ονομάζει τον εξαναγκασμό αυτό βία.

Το ίδιο συμβαίνει και στην Μακρόνησο. Διδάσκεται η αλήθεια και οι τρόφιμοί της πρέπει να την μάθουν. Διδάσκεται μια αλήθεια απλή, γιατί και οι περισ-σότεροι τρόφιμοί της είναι και αυτοί απλοί. Και επειδή το ψέμμα που τους είχε δηλητηριάσει είναι εύκολο να αποκαλυφθή, επειδή είναι ρηχό και αντί-θετο με τη φύση του Έλληνος, η απλή διδαχή της Μακρονήσου αποδείχθηκε ικανή να το εξοβελίση σε σύντομο διάστημα και να βάλη κάποια τάξη στις έν-νοιες και στις συνειδήσεις. [...] Εις την Μακρόνησον την καταδίωξιν υποκαθι-

στα η αγωγή, η έξις, η θεραπεία. [...] δεν πρόκειται περί μεθόδου βίας, αλλά αντιθέτως περί μεθόδου προς

απόδοσιν της ελευθερίας εις νέους που είχαν ψυχικώς υποδουλωθή εις ξένα δόγ-γματα. Αυτό ακόμα αποδεικνύει την ποιότητα του Έλληνος, ο οποίος αποβάλ-λει με ευκολίαν τας πλάνας και επανεντάσσεται με απαράμιλλον ευλυγισίαν εις

τον κόσμον όπου φύσει ανήκει. Η επιτυχία της εφαρμοζομένης εις την Μακρόνησον μεθόδου είναι διά τους

γνωρίζοντας τον κομμουνιστικόν ιόν το πλέον ευοίωνον σημείον της προσφάτου

Page 135: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

του ιστορίας μας, η σαφεστέρα ένδειξις ότι η φυλή μας είναι ποιοτικώς υπερ-τέρα των συνθημάτων και των τεχνασμάτων του κομμουνισμού και του σλαυι-σμού και ότι αν ημπορή να πέση θύμα μιας φανεράς επιθέσεως, δεν πρόκειται όμως να πέση θύμα του πειρασμού χαμηλής ποιότητος που επισείει ο κομμου-νισμός και που δι' αυτού κατακτά τους άλλους λαούς.

Με αυτήν την αισιόδοξον σκέψιν φεύγει κανείς κάθε φορά από την Μα-κρόνησον, την γενέτειραν τόσων καλών και τιμίων Ελλήνων. [...] Η Μακρό-νησος είναι προ παντός ένα μεγάλο εκπαιδευτήριο και γυρεύει να στηριχθή εις

τον ορθόν λόγον»19.

Η ασυμφιλίωτη αντίθεση «ελληνισμού και κομμουνισμού» αποτελεί στα-θερό και επαναλαμβανόμενο μοτίβο, το οποίο θα αναπτυχθεί σε ποικίλες εκδο-χές της «αναμορφωτικής προπαγάνδας»:

«Όλες τις άξιες κι όλους τους πόθους που λάτρεψε ο άνθρωπος πάνω στη γη, όλα τα ιδανικά για τα οποία η ζωή οπισθοχωρεί, θυσιάζεται και γίνεται

ολοκαύτωμα τα ενσαρκώνει η Ελληνική Πατρίδα. Ποτές οι πιο τρανές αξίες δεν αντιπροσωπεύτηκαν τόσο, όσο στην έννοια της Ελλάδος. Αλλά και ποτές

ο βαρβαρισμός δεν βρήκε εντονώτερη και επιστημονικώτερη έκφραση, όσο στην έννοια του κομμουνισμού. [...]

Δεν υπάρχει συνεπώς χαρακτηριστικώτερος αντίποδας του κομμουνισμού από την Ελλάδα. [...] Η χώρα της λευτεριάς παρ' όλο το μαρτύριο και την

περιπέτεια με την αντοχή και το ψυχικό της μεγαλείο δεν αποτελεί πια σή-μερα τον αντίποδα απλώς του κομμουνισμού, αλλά και τον ΤΡΟΜΕΡΩΤΕΡΟ ΤΟΥ ΑΝΤΙΜΑΧΟ. Ελληνικά ας σκεφθή όλος ο κόσμος αντλώντας θάρρος από

τη ματωποτισμένη τούτη έπαλξη της γης, για να οδηγηθή γρηγορώτερα ο νέος Αττίλας στα Καταλανικά πεδία»20.

Αυτή καθαυτή «η ελληνοχριστιανική ψυχή», «η ζωτικότητα» την οποία «ο Ελληνικός λαός αντλεί από το φυλετικό του κύτταρο, που είναι βιολογικά Ισχυρό»21 συνιστά όχι μόνο την εξήγηση της επιτυχίας, αλλά και την πηγή από την οποία, με ένα είδος αυτοματισμού, ξεπηδά αυτούσιο το «αναμορφωτικό» σύστημα: «Ένας Ταγματάρχης είναι επί κεφαλής του Β' Τάγματος που μας φιλοξένησε. Ούτε ψυχανάλυση ήξερε, ούτε Φρόυντ διάβασε, ούτε παιδαγωγικές μελέτες έκαμε ποτές του. Ό π ω ς ο Μπαϊρακτάρης, έτσι και ο Διοικητής του Β'

ανακάλυψε μέσα στην Ελληνοχριστιανική ψυχή του τη μέθοδο και το σύστημά

19. «Ο υπουργός της Παιδείας ο κ. Τσάτσος ομιλεί διά την Μακρόνησον», συνέντευξη στον Σκαπανέα 6 (28.10.1949) 9.

20. Τάκης Πανταζής, «Αντίποδας και αντίμαχος», Σκαπανεύς 3 (Ιούλιος 1949) 6. 21. Στράτης Μυριβήλης, «Η σημαία της ανθρωπιάς», Σκαπανεύς 4 (25 Μαρτίου

1948) 5.

Page 136: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

του. Πηγαίνουν οι ξένοι δημοσιογράφοι και απορούν. Πηγαίνουμε κι εμείς οι Έλληνες που ξέρουμε τις απεριόριστες δυνατότητες της φυλής και απλώς κα-μαρώνουμε», εξηγεί ο Στράτης Μυριβήλης, ένας από τους πλέον ένθερμους και σταθερούς υμνητές της Μακρονήσου.

Καθώς η ελληνική αντικομμουνιστική φιλολογία αναπαράγει πιστά, σχεδόν εξ ολοκλήρου, την αντίστοιχη ευρωπαϊκή και αμερικανική, η αντίθεση ελληνισμού -κομμουνισμού αποτελεί και την πρωτότυπη, τρόπον τινά, συμβολή των Ελλή-νων θεωρητικών του αντικομμουνισμού. Πρωτότυπη μέχρι ενός σημείου βέ-βαια, καθώς κατασκευάζεται πάνω στη μήτρα ενός κοινότατου στη διεθνή αντι-κομμουνιστική παραγωγή σχήματος: της αντίθεσης ιδέας και ύλης, ευρωπαϊ-κού πνεύματος και ασιατικού δεσποτισμού — με τη μόνη διαφορά ότι, στην καθ' ημάς εκδοχή, τη θέση της ιδέας και του ευρωπαϊκού έχουν καταλάβει η Ελλάδα και ο ελληνισμός.

Πρωτότυπη ίσως σε σχέση με το διεθνή αντικομμουνισμό, η αντιπαλό-τητα ελληνισμού και κομμουνισμού δεν είναι διόλου καινοφανής η ρηξικέλευθη για το εγχώριο ιδεολογικό τοπίο. Καλλιεργείται βέβαια και γνωρίζει ιδιαίτερη διάδοση ως ιδεολογικό εργαλείο του αντικομμουνιστικού αγώνα, αποτελεί όμως μια κατασκευή με πολύ ευρύτερες διαστάσεις, θεωρητικές προϋποθέσεις και μακρά προϊστορία — και από το γεγονός αυτό αντλεί εν πολλοίς την αποτελε-σματικότητα και τη σημασία της.

Ετσι, η εγγενής αντιπαλότητα ελληνισμού και κομμουνισμού συνάπτεται με πολύ παλαιότερα, κεντρικά για τη συγκρότηση του «εθνικού μύθου» του νεό-τερου ελληνικού κράτους ιδεολογήματα: την υπερχρόνια και πανανθρώπινη απο-στολή του ελληνισμού, την ιδιαιτερότητα, μοναδικότητα και εν τέλει ανωτερό-τητα της ελληνικής φυλής, του ελληνισμού ως υλικού και πνευματικού θεματο-φύλακα και υπερασπιστή της ελευθερίας εναντίον των βαρβάρων.

Στο έργο των Ελλήνων νεοκαντιανών, και κατεξοχήν του Κ. Τσάτσου, όπως και στον κύκλο του περιοδικού «ιδέα» του Σπύρου Μελά, μπορούμε να εντοπίσουμε, ήδη από το μεσοπόλεμο, τις φιλοσοφικές και θεωρητικές προϋπο-θέσεις ενός ολόκληρου συμπλέγματος ιδεών που θα αξιοποιηθεί μετά τον πό-λεμο στον αντικομμουνιστικό αγώνα, τη θεωρητική και ιδεολογική θεμελίωση του ελληνικού αντικομμουνισμού: ανάμεσά τους, και την αντιπαλότητα ελλη-νισμού - κομμουνισμού (που ανάγεται στην αντίθεση ελληνισμού - μαρξισμού και εν τέλει ελληνισμού - υλισμού), καθώς ο ελληνισμός συνιστά την υποστα-σιοποίηση της ιδέας, του παγκοσμίου πνεύματος, ενώ ο κομμουνισμός τον εκ-πρόσωπο του ασιατικού δεσποτισμού και βαρβαρισμού22.

22. Το έργο του Κ. Τσάτσου αποτελεί μια από τις συστηματικότερες, σε φιλοσοφικό,

Page 137: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Με αυτό το ιδεολογικό υπόβαθρο μεταπολεμικά, η ανυπέρβλητη αντίθεση ελληνισμού και κομμουνισμού θα αναδειχθεί σε κεντρική ιδέα της αντικομμου-νιστικής προπαγάνδας, γνωρίζοντας ιδιαίτερη διάδοση και δόξα. Οι πνευματι-κοί ταγοί της εθνικοφροσύνης, με προεξάρχοντες τον Κ. Τσάτσο η τον Κ. Δ. Γεωργούλη και έντυπα όπως η «Ελληνική Δημιουργία» του Σπύρου Μελά η η «Εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου» 2 3 θα αναλάβουν να θεωρητικοποιήσουν και να εκλαϊκεύσουν ταυτόχρονα την ασυμφιλίωτη αυτή αντιπαλότητα, συνδέοντάς τη με δύο άλλες κεντρικές ιδέες του ελληνικού αντικομμουνισμού: την περιγραφή του Εμφυλίου ως αγώνα των Ελλήνων εναντίον των Σλάβων και την ερμηνεία του κομμουνισμού ως σλαβικού «δούρειου ίππου» για την καθυπόταξη της υφη-λίου γενικά και της Ελλάδας ειδικότερα. Ο ελληνισμός θα αναδειχθεί στο μεγα-λύτερο εχθρό του μαρξισμού και του κομμουνισμού, στη βάση συχνά μιας κα-θαρά φυλετικής-βιολογικής επιχειρηματολογίας.

Ο φιλόσοφος και παιδαγωγός Κ. Δ. Γεωργούλης θα αναπτύξει επανειλημ-μένα τις ιδέες αυτές σε μαθήματα της Σχολής Γενικής Μορφώσεως, της Σχο-λής Διαφωτιστών και του ΓΕΣ καθώς και σε σειρά διαλέξεων σε αξιωματι-κούς του στρατού, που θα εκδοθούν εν συνεχεία από το ΓΕΣ.

«Όπως αι δυνάμεις του σκότους απομακρύνονται και φεύγουν ενώπιον των δυνάμεων του φωτός, έτσι και αυτοί [οι μπολσεβίκοι] όταν ακούουν το όνομα

του Ελληνισμού, καταλαμβάνονται από τρόμον και προσπαθούν να εξοστρακί-σουν την διδασκαλίαν της Ελληνικής γλώσσης, διότι γνωρίζουν ότι ο Ελληνι-σμός, η Ελληνική θεωρία είναι ακριβώς αντίθετος προς την μαζοποίησιν. Ε λ -ληνισμός θα ειπή να παύση να είναι ο άνθρωπος άτομον βιολογικόν και να γίνη

ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, πολεμικές κατά του μαρξισμού στον χώρο της ελληνικής διανόησης. Από τη συλλογή δοκιμίων του Ελληνική Πορεία, Αθήνα 1952, γραμμένη σε ένα επίπεδο «υψηλής εκλαΐκευσης», ο αναγνώστης μπορεί να αποκτήσει μια πρώτη, αντιπρο-σωπευτική εικόνα βασικών ιδεών και επεξεργασιών για τη θεωρητική θεμελίωση του ελλη-νικού αντικομμουνισμού: Η εγελιανή θεωρία περί ιστορικών και μη ιστορικών λαών, π.χ., μετατρέπεται σε πολιτικο-ιδεολογικό όπλο για την απόδειξη της ανωτερότητας του ελλη-νικού λαού σε αντίθεση με τους Σλαύους. Η βάση της επιχειρηματολογίας συνίσταται, εν τέλει, σε ένα είδος εκλεπτυσμένου, αλλά ξεκάθαρου, πολιτισμικού ρατσισμού, καθώς η φυλή ορίζεται με βάση όχι το αίμα αλλά τον πολιτισμό. Ας σημειωθεί, επίσης, η αναγωγή του μαρξισμού στο «ασιατικό πάθος» και τον μυστικισμό των ανατολικών λαών, και η ταύτιση του κλασικού με το ελληνικό- το «ελληνικό πνεύμα», τέλος, καθοδηγούσα αρχή και βασική μέριμνα των δοκιμίων, αναδεικνύεται σε αυταξία, πολύ ανώτερο όχι μόνο από το ασιατικό αλλά και από ποικίλες άλλες εκδοχές, όπως το δυτικό, το μοντέρνο κ.ο.κ.

23. Η εγκυκλοπαίδεια Ήλιος εκδίδεται με την αμέριστη κυβερνητική υποστήριξη, στα τέλη της δεκαετίας του '40 και τις αρχές του '50 (και επανεκδίδεται στα 1960) σε μια προσπάθεια να υποκαταστήσει τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια: Βλ. Κ. Τσουκαλάς, «Η ιδεολογική επίδραση του εμφυλίου πολέμου», στο Κράτος, κοινωνία, εργασία στη μετα-πολεμική Ελλάδα, Αθήνα, Θεμέλιο, 1986, σ. 47.

Page 138: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

άτομον πνευματικόν. Ε π ί αιώνας ολοκλήρους η Ελληνική φυλή ακολουθεί τον δρόμον αυτόν, διά μέσου τραχυτάτων αγώνων. [...]

Βέβαια εις τους Σλαβικούς λαούς και την Ρωσίαν ουδέποτε υπήρξεν ελευ-θερία, ούτε θα υπάρξη. Τούτο οφείλεται εις την φύσιν του εδάφους. Εις την

απέραντον Σλαβικήν στέππαν ο άνθρωπος είναι εν ασήμαντον σημείον. Εξαφα-νίζεται μέσα εις τον απέραντον ορίζοντα και γίνεται απλή αριθμητική μονάς άνευ άξιας. Αλλά το έδαφος επιδρά επί της διαμορφώσεως του ανθρώπου μέ-χρι ενός σημείου. Προ των Ελλήνων εγκατεστάθησαν εις τα Ελληνικά εδάφη άλλοι λαοί, αλλά δεν παρήγαγον πολιτισμόν, ωσάν τον Ελληνικόν. Η επίδρα-σις του εδάφους εσημειώθη μόνον εις την Ελληνικήν φυλήν»24.

Η ίδια η Μακρόνησος, με την επιτυχία της «αναμορφωτικής» της μεθόδου, έρ-χεται να προσφέρει μια ακόμη επιβεβαίωση για το ότι η ελληνική φυλή είναι φύσει ασυμβίβαστη με τον κομμουνισμό, αποδεικνύοντας έτσι την πανανθρώ-πινη αποστολή του ελληνικού πνεύματος, τη δύναμη και τη συμβολή του ελ-ληνισμού στο διεθνή αντικομμουνιστικό αγώνα. Ετσι η Μακρόνησος αναδει-κνύεται σε πρότυπο με διεθνή εμβέλεια, σε μια δημιουργία του ελληνικού πνεύ-ματος με παγκόσμια ακτινοβολία:

« Η Μακρόνησος έπαυσε προ πολλού ν' αποτελεί απλώς περιορισμένον γεωγραφικόν χώρον [...] κατέλαβε ιδιαιτέρως τιμητικήν θέσιν εις την συνείδη-σιν του Έθνους και ετέθη επί κεφαλής του ιδεολογικού αγώνος, τον οποίο διε-ξάγει η Ελλάς εναντίον του παγκοσμίου κομμουνισμού. [...]

Η Μακρόνησος είναι σήμερον γνωστή εις ολόκληρον τον κόσμον όχι πλέον ως σημείον γεωγραφικόν, ασήμαντον άλλωστε καθ' εαυτό, αλλά ως σύστημα Εθνικής και Κοινωνικής Αναμορφώσεως με αξιώσεις παγκοσμίου εφαρμογής», για να ολοκληρώσουμε με τα λόγια ενός από τους βασικούς, ιθύνοντες συντε-λεστές του όλου εγχειρήματος της Μακρονήσου25, του λοχαγού Ευστάθιου Που-λαντζά, τμηματάρχη και υπεύθυνου διαφωτίσεως της ΒΧΙ26.

24. Κ. Δ. Γεωργούλης, Το ιδεολογικόν περιεχόμενον του αγώνος. Στενογραφημέναι διαλέξεις προς αξιωματικούς γενόμενοι από της 5ης Απριλίου -16 Μαΐου 1949, Αθήνα, ΓΕΣ, 1950, σ. 22, 40. Πβ. επίσης, του ιδίου, Προβλήματα φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας τον πολέμου. Μαθήματα προς τους αξιωματικούς της Σχολής Διαφωτίσεως διδαχθέντα κατ' Απρίλιον και Μάιον 1950, Αθήνα, ΓΕΣ, 1950, καθώς και Η φιλοσοφία του ελληνοχρι-στιανικού ιδεώδους, Αθήνα, ΓΕΣ, 1950.

25. Πρέπει να καταγραφούν, παρ' όλο που αποτελούν σαφώς την μειοψηφία, μια σειρά άρθρα και πολεμικές, που προσπαθούν να θεμελιώσουν έναν πιο «ρεαλιστικό» και «επιστη-μονικό» αντικομμουνισμό" έτσι, η αδυναμία του κομμουνισμού να αναπτυχθεί στην Ελλάδα, θα εξηγηθεί με κάποιου τύπου κοινωνιολογικά επιχειρήματα, όπως η ανυπαρξία μεγάλης ιδιοκτησίας, η απουσία τάξεων στην ελληνική κοινωνία κ.ο.κ. Για την τάση αυτή, βλ. από τα «αναμορφωτικά» έντυπα, Γεώργιος Κοκκώνης, ό.π.

26. Κύριο άρθρο στον Σκαπανέα 6 (Οκτώβριος 1949) 3.

Page 139: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Συνοψίζοντας, είναι σαφές από όσα προηγήθηκαν ότι η «αναμορφωτική προ-παγάνδα» δεν είναι πρωτότυπη δημιουργία ούτε αποτελείται από καινούργια στοιχεία, αλλά επαναλαμβάνει κατά κανόνα, εξειδικεύοντας η εμπλουτίζοντας, τις βασικές αρχές της «εθνικής και ηθικής αγωγής» του στρατεύματος και της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας της εποχής. Όμως, σε αυτό ακριβώς το ση-μείο, της έλλειψης πρωτοτυπίας, έγκειται και ένα από τα κύρια ενδιαφέροντα της σπουδής μας.

Αν ο αρχικός λόγος που μας επιβάλλει να ασχοληθούμε με την «αναμορ-φωτική προπαγάνδα» είναι ότι αυτή αποτελεί ουσιώδες, εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο της σύνθετης πραγματικότητας που ονομάζεται «στρατόπεδο Μακρο-νήσου», στη συνέχεια, μέσα ακριβώς από τη μελέτη της αναδεικνύεται ένας ακόμη λόγος: ο «αναμορφωτικός» και προπαγανδιστικός λόγος της Μακρονή-σου συνιστά μία πρόσφορη περίπτωση για να προσεγγίσουμε, γενικότερα, την εθνική και αντικομμουνιστική αγωγή της μεταπολεμικής περιόδου, την ιδεο-λογία της «εθνικοφροσύνης», όπως αυτές κωδικοποιούνται και εφαρμόζονται στο «πρότυπο σχολείο» της Μακρονήσου.

Page 140: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 141: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Στους χρόνους της Ανθρωπολογίας και των νοοτροπιών

Παρασκευή 18 Απριλίου

Πρωινή συνεδρία

Πρόεδρος: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Page 142: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 143: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΑΛΑΚΗ

Στο κείμενο αυτό θα προσπαθήσω να παρουσιάσω ορισμένες όψεις της ανθρω-πολογικής προβληματικής για την ηλικία. Αν η ανθρωπολογία στο σύνολό της είναι σε κάτι αποτελεσματική, αυτό είναι η κατάδειξη του πολιτισμικού προσ-διορισμού της ανθρώπινης ύπαρξης και δράσης — άλλωστε αυτό είναι και το αντικείμενο της. Διαφορετικοί πολιτισμοί κατατέμνουν την ανθρώπινη ζωή σε περισσότερα η λιγότερα κομμάτια, τα οποία ορίζουν με διαφορετικούς τρόπους. Σε γενικές γραμμές, πάντως, ζητήματα που αφορούν τις αντιλήψεις για την ηλικία και τη συγκρότηση ηλικιακών ομάδων και κατηγοριών έχουν απασχο-λήσει τους ανθρωπολόγους κυρίως ως όψεις της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας συγκεκριμένων κοινωνιών η πολιτισμικών περιοχών και λιγότερο ως «αυτόνο-μο» αντικείμενο έρευνας και θεωρητικής επεξεργασίας1. Ωστόσο, αυτό δεν ση-μαίνει ότι η ανθρωπολογική προβληματική για την ηλικία είναι ενιαία. Από την εποχή της συγκρότησης της στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, η κοινωνική η πολιτισμική ανθρωπολογία χαρακτηρίζεται από μια πολυφωνία. Στο εσωτερικό των ανθρωπολογικών σχολών που συγκροτήθηκαν στην Ευρώ-πη και στις Η.Π.Α., και οι οποίες διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους, διάφορες θεωρητικές τάσεις και προσεγγίσεις διαδέχθηκαν η μια την άλλη αλλά και συ-

1. Αντίστοιχα, δεδομένης της έμφασης της ανθρωπολογίας στην πολιτισμική διαφορά, το ζήτημα του φύλου έμεινε έξω από το πεδίο της θεωρίας της κλασικής ανθρωπολογίας, βλ. Marylin Strathern, «An awkward relationship: the case of feminism and anthro-pology», Signs 12 (1987) 276-292. Ωστόσο, ενώ το φύλο αναδείχθηκε σε κεντρικό αντι-κείμενο έρευνας και θεωρητικής επεξεργασίας κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δε-καετιών, κάτι ανάλογο δεν έχει συμβεί με την ηλικία. Για θεωρητικές προσεγγίσεις στο φύλο, βλ. Αλεξάνδρα Μπακαλάκη, «Εισαγωγή: από την ανθρωπολογία των γυναικών στην ανθρωπολογία των φύλων», στο Αλεξάνδρα Μπακαλάκη (επιμ.), Ανθρωπολογία, Γυναίκες και Φύλο, Αθήνα 1994, σ. 13-74 και Ευθύμιος Παπαταξιάρχης, «Εισαγωγή: Από τη σκο-πιά του φύλου: ανθρωπολογικές προσεγγίσεις της σύγχρονης Ελλάδας», στο Ευθύμιος Πα-παταξιάρχης και Θεόδωρος Παραδέλλης (επιμ.), Ταυτότητες και Φύλο στη Σύγχρονη Ελ-λάδα, Αθήνα 1992, σ. 11-42.

Page 144: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

συνυπήρξαν, όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα2. Οι θεωρήσεις της ηλικίας λοιπόν ποικίλουν ανάλογα με το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο εγγράφονται αλλά και με τις γεωγραφικές περιοχές στις οποίες κυρίως αναφέρονται.

Η παρουσίαση που ακολουθεί είναι αναγκαστικά επιλεκτική και σχημα-τική. Οι προσεγγίσεις στις οποίες θα εστιάσω περισσότερο εντάσσονται σε δια-φορετικές ανθρωπολογικές παραδόσεις, αλλά συγκλίνουν ως προς το ότι αντι-μετωπίζουν τις αναφορές της έννοιας της ηλικίας, τόσο στο πλαίσιο του λεξι-λογίου των ανθρωπολόγων η των ιστορικών όσο και στο πλαίσιο του λεξιλο-γίου των κοινωνιών που αυτοί μελετούν, ως ζητούμενα και όχι ως δεδομένα. Πιστεύω ότι μια τέτοια θεώρηση της ηλικίας γενικά αποτελεί γόνιμη αφετη-ρία για τη συγκρότηση μιας αναλυτικής προσέγγισης κάποιας επιμέρους ηλι-κιακής κατηγορίας, όπως είναι αυτή των παιδιών η των νέων σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα. Μολονότι λοιπόν τα όσα ακολουθούν δεν αφορούν αποκλειστικά τη μελέτη της παιδικής ηλικίας η της νεότητας, ελπίζω ότι θα έχουν κάποιο ενδιαφέρον από τη σκοπιά μιας ιστορίας που εστιάζει σ' αυτές τις κατηγορίες.

Η μελέτη της ηλικίας ως βιολογικού φαινομένου είναι βέβαια κάτι που δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες των ανθρωπολόγων. Από τη σκοπιά της ανθρωπο-λογίας ωστόσο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ευρύτατα διαδεδομένη αντί-ληψη σύμφωνα με την οποία η ηλικία αποτελεί μια οικουμενική διάσταση της ενσώματης ύπαρξης όλων των ζωντανών, η οποία βασίζεται σε αντικειμενικά βιολογικά δεδομένα. Η αντίληψη αυτή εντάσσεται σε μια ευρύτερη θεώρηση του κόσμου που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό. Στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης η βιολογική υποδομή και η φύση γενικότερα, στην οποία παραπέμπει, αναγνωρίζεται ως αδιαμφισβήτητη, πρωταρχική και αντικειμενική πραγματικότητα πάνω στην οποία θεμελιώνεται η ανθρώπινη ατομικότητα. Αν-τίστοιχα, ο πολιτισμός προσλαμβάνεται ως ένα σύνολο συμβάσεων οι οποίες αποσκοπούν στον έλεγχο και τη χειραγώγηση τόσο της εγγενούς ανθρώπινης φύσης όσο και του φυσικού περιβάλλοντος. Θεωρούμε την ηλικία, όπως και το φύλο, φυσικό δεδομένο το οποίο οι άνθρωποι προσλαμβάνουν και βιώνουν σύμ-φωνα με κάποιες πολιτισμικές συμβάσεις, οι οποίες επιτρέπουν τον μέχρις ενός σημείου μετασχηματισμό η τη διαχείριση του, αλλά δεν είναι σε θέση να το υποκαταστήσουν η να το αναιρέσουν. Γνωρίζουμε ότι η παιδική ηλικία η τα γηρατειά δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε, ότι οι άνθρωποι σήμερα ζούνε πε-

2. Βλ. Sherry Ortner, «Theory in anthropology since the sixties», Comparative Studies in Society and History 26 (1) (1984) 126-165, όπου παρουσιάζονται οι βασικές θεωρητικές κατευθύνσεις στην ανθρωπολογία, οι οποίες σε γενικές γραμμές εξακολουθούν να κυριαρχούν και σήμερα. Για τις ποικίλες εκδοχές της έννοιας του πολιτισμού στο πλαί-σιο διάφορων ανθρωπολογικών σχολών, βλ. Αλεξάνδρα Μπακαλάκη, «Εκδοχές της έννοιας του πολιτισμού στην ανθρωπολογία», Σύγχρονα Θέματα 62 (1997) 55-68.

Page 145: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

περισσότερο γενικά, αλλά επίσης ότι οι πιθανότητές τους να μακροημερεύσουν εξαρτώνται από το που και πότε είχαν την τύχη (η την ατυχία) να γεννηθούν, και ότι η ίδια η «αντικειμενική» ηλικία επιδέχεται διαφορετικές διαχειρίσεις — αυτό που κανείς «είναι» και αυτό που «φαίνεται» μπορεί να είναι δύο δια-φορετικά πράγματα. Ωστόσο, ακόμα και όταν τονίζουμε την κοινωνική διά-σταση της ηλικίας θεωρούμε ότι αυτή είναι δευτερεύουσας σημασίας καθώς ο ρόλος της περιορίζεται σε κάποια όρια τα οποία προδιαγράφονται από τη βιο-λογική ηλικία.

Όμως τα όρια που θέτει η βιολογική ηλικία δεν είναι τα ίδια για όλους. Έτσι, μολονότι θεωρούμε τη βιολογική ηλικία οικουμενικό γνώρισμα, στην πρά-ξη την αποδίδουμε σε ορισμένες μόνο κατηγορίες — κυρίως στα παιδιά, στους εφήβους και στους γέρους. Πρόκειται για κατηγορίες η ίδια η ύπαρξη των οποίων προσλαμβάνεται συχνά ως πρόβλημα, που η επίλυσή του συνιστά ευ-θύνη των «υπόλοιπων»3. Το κριτήριο με βάση το οποίο εξομοιώνουμε τα μέλη αυτών των κατηγοριών μεταξύ τους, η ηλικία, θεωρείται κλειδί για την κατα-νόηση της συμπεριφοράς και του ψυχισμού τους αλλά και παράγων που υπα-γορεύει το είδος της αντιμετώπισης η και του ελέγχου που επιδέχονται. Τονί-ζοντας τη σημασία της βιολογικής ηλικίας των γέρων και των παιδιών, ταυτί-ζουμε τις κατηγορίες αυτές περισσότερο με τη φύση. Αντίστροφα, ταυτίζουμε τους «υπόλοιπους» στους οποίους αποδίδουμε την ευθύνη της φροντίδας και της ένταξής τους στην «κοινωνία» περισσότερο με τον πολιτισμό4. Στην περίπτωση αυτή η φύση αναδεικνύεται σε πρωταρχικό πεδίο το οποίο επιδέχεται την πα-ρέμβαση του πολιτισμού αλλά ταυτόχρονα προσδιορίζει και τα όρια της απο-τελεσματικότητας μιας τέτοιας παρέμβασης. Ο ρόλος της φύσης αναδεικνύε-ται ακόμα καθοριστικότερος στο πλαίσιο της ρητορικής σύμφωνα με την οποία τα παιδιά αποτελούν την αυριανή κοινωνία, καθώς η κοινωνία αυτή εμφανίζε-ται ως ένα παράγωγο της προ-πολιτισμικής φύσης η οποία ήδη ενυπάρχει στα παιδιά. Αντίθετα με την κυρίαρχη σύγχρονη δυτική λογική, οι «πρωτόγονοι»

3. Για την αντίληψη σύμφωνα με την οποία οι ηλικιωμένοι, οι οποίοι αποτελούν ένα ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, προσ-λαμβάνονται ως «βάρος» για τους οικείους τους και την κοινωνία, βλ. Peter Laslett, A Fresh Map of Life: the Emergence of the Third Age, Κέημπριτζ, Μασσαχουσέτη 1991, σ. 1-7.

4. Για την ταύτιση των ηλικιωμένων με τη φύση, βλ. Robert Rubinstein, «Nature, culture, gender, age: a critical review», στο Robert Rubinstein κ.ά. (επιμ.), Anthro-pology and Aging: Comprehensive Reviews, Ντόρντρεχτ 1990, σ. 109-128 και Δήμητρα Μακρυνιώτη, «Εισαγωγή», στο Δήμητρα Μακρυνιώτη (επιμ.), Παιδική Ηλικία, Αθήνα 1997, σ. 14-15. Βλ. επίσης στο παραπάνω κείμενο για μια γενική επισκόπηση προσεγγί-σεων στην παιδική ηλικία από διάφορους γνωστικούς χώρους, πολλές από τις οποίες απο-τυπώνονται στο ανθολόγιο.

Page 146: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

φαίνεται να θεωρούν ότι τα κριτήρια για τη διάκριση των ανθρώπων μεταξύ τους δεν είναι εγγενή, δηλαδή φυσικά, και γι' αυτόν τον λόγο αναλαμβάνουν οι ίδιοι να παράγουν τις διακρίσεις μεταξύ κοινωνικών κατηγοριών —ανδρών και γυναικών, παιδιών και ενηλίκων η ζωντανών και πεθαμένων— με τελετουργι-κούς τρόπους, τους οποίους θεωρούν τόσο εγγενείς και δεδομένους όσο εμείς θεωρούμε το βιολογικό φύλο, την ηλικία η το θάνατο5.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις εντάσσονται στο πλαίσιο μιας προβληματικής της πολιτισμικής κυρίως ανθρωπολογίας, η οποία ερμηνεύει τις κυρίαρχες δυ-τικές αντιλήψεις για την ηλικία σε συνάρτηση με τις αντιλήψεις για τη φύση και τον πολιτισμό6. Ωστόσο, δεδομένου ότι η ανθρωπολογική οπτική δεν ήταν και εξακολουθεί να μην είναι ενιαία, πρέπει να επισημάνουμε ότι ορισμένες από τις αντιλήψεις αυτές λανθάνουν τόσο σε πρωτοποριακές αναλύσεις όσο και σε ορισμένες τουλάχιστον μεταγενέστερες προσεγγίσεις. Το 1927 ο Μαλινόφσκι περιέγραψε με λεπτομέρειες τη ζωή των παιδιών και των εφήβων στη μητρο-γραμμική κοινωνία των νησιών Τρόμπριαντ της Μελανησίας σε αντιδιαστολή με την αστική και την εργατική Ευρώπη, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο που παίζει το πολιτισμικό πλαίσιο στη διαμόρφωση διαφορετικών ψυχοσυμ-πλεγμάτων7. Ένα χρόνο αργότερα η Μάργκαρετ Μήντ υποστήριξε ότι η εμπει-ρία της εφηβείας στη Σαμόα ήταν πολύ ομαλότερη και λιγότερο συγκρουσιακή απ' ό,τι στις Η.Π.Α. και συνεπώς οι θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες οι δια-δεδομένες διαταραχές στη συμπεριφορά των αμερικανών εφήβων οφείλονταν σε

5. Βλ. Roy Wagner, The Invention of Culture, 1981. 6. Σύμφωνα με τον Lévi-Strauss οι έννοιες της φύσης και του πολιτισμού εκφράζον-

ται με διαφορετικούς τρόπους και προσλαμβάνουν διαφορετικό περιεχόμενο σε διάφορα συμ-φραζόμενα. Ωστόσο, μολονότι δεν αντιπροσωπεύουν οντολογικές η φυσικές κατηγορίες, συνι-στούν μια οικουμενική δυαδική αντίθεση. Για κριτικές αυτής της θεώρησης και ειδικότερα της αντίληψης ότι το ζεύγος πολιτισμός - φύση είναι ομόλογο του αρσενικού - θηλυκού, βλ. τα άρθρα του τόμου που επιμελήθηκαν οι Carol MacCormack και Marylin Strathern, Nature , Culture and Gender, Κέημπριτζ 1980. Για γενικότερες ανθρωπολογικές θεωρή-σεις των κυρίαρχων δυτικών αντιλήψεων για τη σχέση μεταξύ της φύσης και του πολιτι-σμού βλ. Marshall Sahlins, Culture and Practical Reasons, Σικάγο 1976 και Χρήσεις και Καταχρήσεις της Βιολογίας: μια ανθρωπολογική απάντηση στην Κοινωνιοβιολογία, Αθήνα 1997 [1976], Marylin Strathern, «Ούτε φύση ούτε πολιτισμός: η περίπτωση Hagen», στο Αλεξάνδρα Μπακαλάκη, Ανθρωπολογία..., ό.π., σ. 109-184, και Roy Wagner, The In-vention of Culture , ό.π. Για τη βιολογία (με την καθημερινή έννοια του όρου που παρα-πέμπει στη βιολογική υποδομή) ως βασικού πρίσματος μέσα από το οποίο οι σύγχρονοι δυ-τικοί άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη συγγένεια και τις σχέσεις μεταξύ γονιών και παιδιών ειδικότερα, βλ. David Schneider, American Kinship: A Cultural Account, Ένγκλγουντ Κλιφς 1968 και Marylin Strathern, After Nature: English Kinship in the Late Twentieth Century, Κέημπριτζ 1992.

7. Μπρονισλάβ Μαλινόφσκι, Σεξουαλικότητα και Καταπίεση στην Πρωτόγονη Κοι-νωνία, Αθήνα 1982 [1927],

Page 147: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

οργανικά αίτια ήταν αναξιόπιστες8. Οι μελέτες αυτές αμφισβητούσαν πολλές από τις κυρίαρχες αντιλήψεις για τους βιολογικούς προσδιορισμούς της παιδι-κής και της εφηβικής ηλικίας. Ωστόσο, η σύγκριση μεταξύ αυτών των ηλικιών, όπως βιώνονται σε διάφορες κοινωνίες, προϋπέθετε την παραδοχή ότι αυτές είναι καταρχήν συγκρίσιμες, καθώς αφορούν κοινωνικές κατηγορίες τα μέλη των οποίων μοιράζονται το βασικό χαρακτηριστικό της βιολογικής ηλικίας.

Η παραδοχή ότι η ηλικία είναι μια οικουμενική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στο χρόνο και ότι αναγνωρίζεται από λίγο-πολύ όμοια παντού βιολογικά «συμπτώματα», δεν οδηγεί βέβαια αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι οι εμπειρίες των ανθρώπων σε διάφορες ηλικιακές φάσεις ανάγονται σε οικου-μενικές ψυχο-βιολογικές εξελίξεις. Οι παραπάνω μελέτες απέρριπταν ρητά αυ-

τήν την άποψη. Αντίστοιχα, ο Meyer Fortes9 αμφισβήτησε την ιδέα ότι η έν-νοια της χρονολογικής ηλικίας μπορεί αυτονόητα να αποτελέσει αναλυτική κα-τηγορία για τη μελέτη μεμονωμένων «άλλων» κοινωνιών η τη δια-πολιτισμική σύγκριση, όχι γιατί θεωρούσε ότι ο χρόνος δεν έχει μια αντικειμενική διάσταση, αλλά γιατί ο χρόνος λειτουργεί με διαφορετικούς τρόπους στο πλαίσιο της κοι-νωνικής δομής10. Ετσι, παρατηρεί ότι η έννοια της χρονολογικής ηλικίας απου-σιάζει παντελώς από κοινωνίες στις οποίες οι σχέσεις εξουσίας συγκροτούνται και εκφράζονται μέσω του ιδιώματος της συγγένειας, δηλαδή χωρίς τη διαμε-σολάβηση εξειδικευμένων πολιτικών θεσμών. Η ένταξη των ανθρώπων σε γε-νιές υπηρετεί την αναπαραγωγή αυτών των κοινωνιών, αυτή τη διαδικασία, κα-θώς επιτρέπει την αναγνώριση μιας συνέχειας. Ο διαχωρισμός κατά γενιές έχει συχνά ως αποτέλεσμα φανερές συγκρούσεις η λανθάνουσες εντάσεις μεταξύ εκ-προσώπων διαφορετικών γενιών. Ταυτόχρονα όμως παρέχει το πλαίσιο και τους

8. Margaret Mead, Coming of Age in Samoa, Νέα Υόρκη 1928. To έργο αυτό αποτελεί μέρος μιας τριλογίας που περιλαμβάνει επίσης το Growing Up in New Guinea, Νέα Υόρκη 1931 και το Sex and Temperament in Three Primitive Societies, Νέα Υόρκη 1935 — βιβλία που εστιάζουν και αυτά σε ζητήματα που αφορούν την παιδική και την εφη-βική ηλικία, το φύλο και τη σεξουαλικότητα. Η Margaret Mead, μια από τις κυριότερες εκπροσώπους της αμερικανικής σχολής «πολιτισμός και προσωπικότητα», υπήρξε πολυ-γραφότατη, και ασχολήθηκε με τα ζητήματα αυτά σε πολλά άλλα βιβλία και άρθρα.

9. Meyer Fortes, «Age, generation and social structure», στο David Kertzer και Jennie Keith (επιμ.), Age and Anthropological Theory, Ίθακα 1984, σ. 99-122. Βλ. επίσης, Eugene Hammel, «Age in the Fortesian coordinates», στο David Kertzer και Jennie Keith (επιμ.), Age..., ό.π., σ. 141-158.

10. Βλ. Meyer Fortes, «Time and social structure: an Ashanti case study» στο Meyer Fortes, Time and Social Structure and Other Essays, Λονδίνο 1970, σ. 1-33 (και ειδικότερα 1-5), όπου ο Fortes διακρίνει τις λειτουργίες του χρόνου ως προς την απόδοση διάρκειας στα κοινωνικά γεγονότα, τη σηματοδότηση της συνέχειας η των τομών στην εξέ-λιξη των κοινωνικών φαινομένων η την ανάπτυξη, δηλαδή τον συνδυασμό σταθερότητας και μη αναστρέψιμης αλλαγής.

Page 148: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

κανόνες για τη διαχείρισή τους. Οπωσδήποτε πάντως, η ένταξη σε γενιές δεν είναι συνάρτηση της χρονολογικής ηλικίας, αλλά της θέσης των ανθρώπων σε δίκτυα συγγενειακών σχέσεων. Όταν μια μέρα, κατά τη διάρκεια της επιτό-πιας έρευνάς του στους Ταλλένσι της Γκάνα, ο Fortes ρώτησε έναν εικοσά-χρονο άντρα γιατί αρκέστηκε να μαλώσει ένα εξάχρονο αγόρι για ένα παρά-πτωμα το οποίο θα έπρεπε λογικά να τιμωρήσει με ξύλο, εκείνος απάντησε έκπληκτος, «Μα, δεν ξέρεις ότι είναι πατέρας μου»; Επρόκειτο για το μικρό γιο της νεότερης συζύγου του παππού του — ένα πρόσωπο που, σύμφωνα με το τοπικό σύστημα, ταξινομείται ως «πατέρας» του νέου, παρόλο που έχει γεν-νηθεί πολλά χρόνια μετά απ' αυτόν11. Συνεπώς, συμπεραίνει ο Fortes, είναι λά-θος να μεταφράζουμε τη σχετική η κοινωνική ηλικία στους όρους της χρονο-λογικής και εξίσου λάθος να προδικάζουμε την κοινωνική σημασία των δια-φόρων ηλικιακών φάσεων με βάση τα βιολογικά τους γνωρίσματα12.

Γενικά πάντως, στο πλαίσιο των κλασικών δομολειτουργιστικών προσεγγί-σεων, οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι ομαδοποιούνται και διαχωρίζον-ται κατά γενιές η ηλικίες ενδιαφέρουν κυρίως ως προς το ρόλο που παίζουν στη διατήρηση και την αναπαραγωγή της κοινωνικής δομής, π.χ. στην ομαλή δια-δοχή των γενεών. Ετσι, ο Radcliffe-Brown αναλύει τις θεσμοθετημένες σχέ-σεις οικειότητας και αστεϊσμού μεταξύ παππούδων και εγγονών σε διάφορες αφρικανικές κοινωνίες ως ένα ιδίωμα το οποίο συντελεί στην άμβλυνση της ση-μασίας της ηλικιακής διαφοράς μεταξύ τους και το οποίο αντανακλά την απου-σία ανταγωνισμού που χαρακτηρίζει τις σχέσεις μεταξύ μελών αλληλοδιάδο-χων γενεών13. Γενικότερα, πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες ασχολήθηκαν με τα θεσμοθετημένα συστήματα που διαχωρίζουν τους ανθρώπους κατά ηλικιακές ομάδες η βαθμίδες ως συστατικά στοιχεία της δομής των φυλετικών κυρίως κοινωνιών14. Το εντυπωσιακότερο παράδειγμα τέτοιου συστήματος ήταν αυτό της αφρικανικής κοινωνίας των Nyakyusa, όπου, κατά τη διάρκεια της παι-

11. Βλ. Meyer Fortes, «Age...», ό.π., σ. 102. 12. Δεδομένου ότι η χρονολογική ηλικία δεν αποτελούσε κριτήριο ταξινόμησης των

ανθρώπων στις παραδοσιακές αφρικανικές κοινωνίες, η τάση των σύγχρονων αφρικανικών ελίτ να γιορτάζουν τα γενέθλια των παιδιών κατά τη συνήθεια των ευρωπαίων αποίκων εν-τάσσεται στο πλαίσιο μιας γενικότερης ευθυγράμμισης του τρόπου της ζωής με δυτικά πρό-τυπα. Βλ. Jack Goody, Cooking Cuisine and Class, Κέημπριτζ 1982, σ. 181.

13. A. R. Radcliffe-Brown, «On joking relationships» στο A. R. Radcliffe-Brown, Structure and Function in Primitive Societies, Λονδίνο 1979 [1940], σ. 90-104 (και ειδι-κότερα 95-97).

14. Βλ. S. Ν. Eisenstadt, «Ηλικιακές ομάδες και κοινωνική δομή: το πρόβλημα», στο Δήμητρα Μακρυνιώτη, Παιδική Ηλικία, ό.π., σ. 174-183. Στην ανθρωπολογία ο όρος ηλικιακές τάξεις αναφέρεται σε ομάδες στις οποίες τα μέλη, συνήθως άνδρες, μπαίνουν σε κάποια ηλικιακή ομάδα στην οποία και παραμένουν έως το θάνατό τους. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται κυρίως στην Ανατολική Αφρική, την Κεντρική Βραζιλία και τη Νέα Γουινέα.

Page 149: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

παιδικής τους ηλικίας ακόμα, τα μικρά αγόρια εγκατέλειπαν τα χωριά των πα-τέρων τους για να εγκατασταθούν σε ένα δικό τους χωριό (age village), όπου αργότερα έφερναν τις κατά πολύ νεότερες συζύγους τους και όπου έμεναν μέ-χρι το τέλος της ζωής τους15. Ένα από τα θεωρητικά ζητήματα που έχει απα-σχολήσει ιδιαίτερα τους ανθρωπολόγους είναι η συνάρθρωση των ηλικιακών συ-στημάτων με τα συστήματα της συγγένειας16. Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, οι προσεγγίσεις αυτές αφορούν τη δομή και την οργάνωση κοινωνιών οι οποίες δεν έχουν εξειδικευμένους πολιτικούς θεσμούς και όχι την πολιτισμική κατα-σκευή και την εμπειρία της ηλικίας αυτή καθαυτή. Αντίστοιχα, στο πλαίσιο της αμερικανικής ανθρωπολογικής σχολής «πολιτισμός και προσωπικότητα» η μελέτη της εμπειρίας των παιδιών σε διάφορες κοινωνίες υπηρετούσε ένα ευρύ-τερο θεωρητικό ενδιαφέρον που αφορούσε τις διαδικασίες της μεταβίβασης πο-λιτισμικών προτύπων της συμπεριφοράς και τον καθορισμό του ψυχισμού από

17 αυτα .

Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του '70 οι ανθρωπολόγοι άρχισαν να στρέφονται ολοένα και περισσότερο στη μελέτη διαστάσεων της ύπαρξης, όπως το φύλο, το συναίσθημα, το σώμα, αλλά και η ηλικία, οι οποίες, από μια δυ-τική σκοπιά, θεωρούνται μεταιχμιακές ως προς τις αναφορές τους τόσο στη φύση όσο και στον πολιτισμό. Οι κυριότερες θεωρητικές προσεγγίσεις αναδύ-θηκαν μέσα από αμφισβητήσεις των θεωρητικών κατευθύνσεων της κλασικής ανθρωπολογίας. Σύμφωνα μ' αυτές, η έμφαση στην αναπαραγωγή της κοινωνικής

Ο όρος ηλικιακές βαθμίδες αναφέρεται στη συμμετοχή του ατόμου σε μια σειρά από αλληλο-διάδοχες ηλικιακές ομάδες κατά τη διάρκεια της ζωής του. Η είσοδος σε κάθε μια από αυτές προϋποθέτει μια ειδική τελετουργία, σκοπός της οποίας είναι να μυήσει τους συμμε-τέχοντες σε ένα ανώτερο στάδιο μυστικο-θρησκευτικής γνώσης. Βλ. Roger Keesing, Cul-tural Anthropology , Νέα Υόρκη 1981, σ. 275-278. Για βαθμίδες μύησης, βλ. Frederic Barth, «Τελετουργία και γνώση στους Μπακταμάν της Νέας Γουινέας», στο Δήμητρα Μα-κρυνιώτη (επιμ.), Παιδική Ηλικία, ό.π., σ. 386-409.

15. Βλ. την κλασική εθνογραφία της Monica Wilson, Good Company : A Study of Nyakyusa Age-Villages, Βοστόνη 1951.

16. Βλ. π.χ. David Mayburry Lewis, «Age and kinship: a structural view», στο David Kertzer και Jennie Keith (επιμ.), Age..., ό.π., σ. 123-140, όπου εξετάζονται οι τρό-

ποι με τους οποίους η θεσμοθετημένη ομαδοποίηση των ανδρών κατά ηλικιακές κατηγορίες σε ινδιάνικες φυλές της Βραζιλίας συντελεί στη συγκρότηση δεσμών αλληλεγγύης και ταύ-τισης μεταξύ ανθρώπων που ανήκουν σε οικογένειες και δίκτυα συγγένειας.

17. Με τη διαδικασία μεταβίβασης της πολιτισμικής γνώσης ασχολήθηκε επίσης ο Meyer Fortes στη μελέτη του «Social and psychological aspects of education in Tal-leland», στο Meyer Fortes, Time..., ό.π., σ. 201-259, που εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους τα αγόρια και τα κορίτσια των Ταλλένσι, ηλικίας τριών με δεκαπέντε ετών, διδά-σκονται τον τρόπο της ζωής της φυλής τους μέσω του παιχνιδιού και της συμμετοχής σε καθημερινές δραστηριότητες. Ωστόσο, το κείμενο αυτό δεν αποτελεί «τυπικό» δείγμα των ενδιαφερόντων του Fortes και των δομολειτουργιστών γενικότερα.

Page 150: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

νικής δομής και στην ομαλή λειτουργία των θεσμών συντελεί στη συγκάλυψη των σχέσεων ανισότητας στο εσωτερικό μιας κοινωνίας καθώς και στην επι-λεκτική προσήλωση των ανθρωπολόγων στο λόγο των κοινωνικά κυρίαρχων ομάδων, με αποτέλεσμα να μη λαμβάνεται υπόψη η δράση και κυρίως η σκο-πιά υποκειμένων που κατέχουν μια περιθωριακή θέση. Ακόμη, ορισμένοι αν-θρωπολόγοι έχουν επισημάνει ότι οι περισσότερες ανθρωπολογικές αναλύσεις και οι αφηρημένες θεωρητικές έννοιες στις οποίες αυτές βασίζονται συχνά δεν διευκολύνουν την κατανόηση της εμπειρίας των ανθρώπων όπως οι ίδιοι τη ζουν, η υποβαθμίζουν την πολυπλοκότητά της1 8 και αγνοούν το συναισθηματικό και ενσώματο τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βιώνουν τον εαυτό τους και τον κόσμο19. Τέλος, στο πλαίσιο της σήμερα κυρίαρχης αντι-ουσιοκρατικής θεω-ρητικής τάσης, τονίζεται η ανάγκη να αποδεσμευτεί η έννοια της ηλικίας από τις βιολογικές η χρονολογικές της αναφορές. Κατ' αναλογία με θεωρήσεις που αφορούν τη σχέση του βιολογικού με το κοινωνικό φύλο, ορισμένοι ανθρωπολό-γοι όχι μόνον εξετάζουν την κοινωνική ηλικία με όρους ανεξάρτητους από τη βιολογία, αλλά προσεγγίζουν την ίδια τη βιολογική ηλικία ως πολιτισμική κα-τασκευή20.

Σε γενικές γραμμές, οι θεωρητικές τάσεις που διαμορφώθηκαν με βάση τις παραπάνω κριτικές επισημάνσεις συγκλίνουν ως προς τρία τουλάχιστον ση-μεία: αντιμετωπίζουν την ηλικία ως μια διάσταση της ταυτότητας που δια-πλέκεται με άλλες, θεωρούν ότι αυτή δεν αντιπροσωπεύει κάποια σταθερή ιδιό-τητα η ουσία αλλά συνιστά κοινωνική σχέση και αναγνωρίζουν ότι οι σημασίες

18. Βλ. Lila Abu-Lughod, «Writing against culture», στο Richard Fox (επιμ.), Recapturing Anthropology : Working in the Present, Σάντα Φε 1991, σ. 137-162.

19. Βλ. Thomas Csordas, «Embodiment as a paradigm for anthropology», Ethos 18 (1) (1990) 6-47 και Unni Wikan, «Toward an experience-near anthropology», Cul-tural Anthropology 6 (3) (1991) 285-305.

20. Βλ. Lawrence Cohen, «Old age: cultural and critical perspectives», Annual Reviews in Anthropology 23 (1994) 137-146. Ωστόσο, η κυριαρχία των παραπάνω προ-σεγγίσεων δεν είναι απόλυτη. Η σχετικά πρόσφατη ειδικότητα της γερο-ανθρωπολογίας, έχει γίνει αντικείμενο έντονων κριτικών που επισημαίνουν ότι η ειδικότητα αυτή θεμελιώ-νεται σε τρέχουσες δυτικές αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες η «τρίτη» ηλικία αποτελεί ενιαία κατηγορία που ορίζεται με βιολογικά κριτήρια. Η τάση να μελετώνται οι γέροι ως ξεχωριστή κατηγορία συμβάλλει στη νομιμοποίηση της κοινωνικής τους απομόνωσης, ενώ η ρητορική πολλών γεροανθρωπολόγων αντανακλά την τρέχουσα αμφιθυμία απέναντί τους ως πρόσωπα σεβάσμια αλλά εξαρτημένα και αναπαράγει μια συγκαταβατική ηθικολογική στάση. Βλ. Lawrence Cohen, «Old age...», ό.π., Jenny Keith και David Kertzer, «In-troduction», στο David Kertzer και Jenny Keith Age..., ό.π., σ. 48-50 και Robert Ru-binstein, «Nature...», ό.π., σ. 115-116. Ενδεχομένως οι δεσμεύσεις της γερο-ανθρωπολο-γίας σε τρέχοντες κοινούς τόπους να οφείλονται στο ότι πρόκειται για μια ειδικότητα της εφαρμοσμένης κυρίως ανθρωπολογίας, η οποία σχετίζεται περισσότερο με τη διαμόρφωση και τη διεκπεραίωση κοινωνικής πολιτικής και λιγότερο με την ανθρωπολογική θεωρία.

Page 151: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

που αποδίδονται στην ηλικία συγκροτούνται με βάση κυρίαρχες συμβολικές έν-νοιες στις οποίες θεμελιώνονται διαφορετικές κοσμοθεωρίες.

Οι πολλαπλές όψεις της ταυτότητας των ανθρώπων δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, αλλά αλληλο-προσδιορίζονται ακόμα και όταν οι ιδιότητες στις οποίες αναφέρονται δεν ανάγονται η μια στην άλλη. Είναι γνωστό ότι στις πε-ρισσότερες κοινωνίες τα στάδια της ζωής ορίζονται διαφορετικά όταν αφορούν άντρες και γυναίκες αλλά και βιώνονται διαφορετικά από τα υποκείμενα ανά-λογα με το φύλο τους. Τα παραδείγματα που μπορεί να επικαλεστεί κανείς είναι πολλά. Μυητικές τελετουργίες που εισάγουν τα παιδιά στην εφηβεία γίνονται πολύ συχνότερα για αγόρια από ό,τι για κορίτσια. Επιπλέον, οι τελετουργίες αυτές που διαχωρίζουν τους ανθρώπους ανάλογα με τις ηλικίες η τα στάδια ωρίμανσης τους, τους διαχωρίζουν ταυτόχρονα και από το άλλο φύλο21. Οι θε-σμοθετημένες ηλικιακές ομάδες αφορούν συχνότερα τους άνδρες από ό,τι τις γυναίκες22. Η διαφορά της ηλικίας μεταξύ συζύγων αποτελεί πολύ συχνά αυτο-νόητα θετική προϋπόθεση για έναν επιθυμητό γάμο όταν πρεσβύτερος είναι ο άνδρας. Οι περιπτώσεις όπου ισχύει το αντίστροφο εκπλήσσουν ακόμα και αν-θρωπολόγους, οι οποίοι συχνά θεωρούν ότι πρέπει να αναζητήσουν κάποια ειδι-κή εξήγηση23. Τέλος, πολλές κοινωνίες αναγνωρίζουν μια «ηλικία της εμμηνό-παυσης» για τις γυναίκες, στην οποία αποδίδουν άλλοτε θετικές και άλλοτε αρ-νητικές σημασίες, ενώ δεν αναγνωρίζουν ένα αντίστοιχο ηλικιακό στάδιο για

21. Βλ. ενδεικτικά, Μωρίς Γκοντελιέ, «Το σεξ σα βασικό θεμέλιο της κοινωνικής και κοσμικής τάξης στους Μπαρούγια της Νέας Γουινέας: Μύθος και πραγματικότητα», στο Armando Verdillone (επιμ.), Σεξ και Πολιτική: Διεθνές Συνέδριο Σημειωτικής και Ψυ-χανάλυσης, Αθήνα 1975, G. Herdt, Guardians of the Flutes, Νέα Υόρκη 1980, Jean La Fontaine, Initiation, Χάρμοντσγουόρθ 1978 (και για τη μεγαλύτερη συχνότητα των μυη-τικών τελετουργιών για αγόρια, σ. 114-118), Audrey Richards, «Chisungu», στο Δήμη-τρα Μακρυνιώτη (επιμ.), Παιδική Ηλικία, ό.π., σ. 369-385 και Michelle Rosaldo και Jane Collier, «Politics and gender in simple societies», στο Sherry Ortner, Harriet White-head (επιμ.), Sexual Meanings: The Cultural Construction of Gender and Sexuality, Κέημπριτζ 1981, σ. 275-329. Βλ. επίσης, Tamara Dragadze, «The notion of adult-hood in rural Soviet Georgian society», στο Paul Spencer (επιμ.), The Riddle of the Sphinx: Paradoxes of Change in the Life Course, Λονδίνο 1990, σ. 89-101, όπου το φύλο περιγράφεται ως συστατικό στοιχείο της ταυτότητας των ενηλίκων σε μια σύγχρονη κοινωνία.

22. Paul Spencer, «The riddled course: Theories of age and its transformations», στο Paul Spencer (επιμ.), The Riddle..., ό.π., σ. 11. Η λειτουργία ηλικιακών ομάδων στις οποίες συμμετέχουν άνδρες μάλιστα φαίνεται να συνδέεται με την περιθωριοποίηση των γυ-ναικών και την αδυναμία πρόσβασής τους σε θέσεις εξουσίας. Αυτό τουλάχιστον είναι ένα από τα κεντρικά σημεία της ανάλυσης της Monica Wilson, Good Company, ό.π.

23. Judith Okely, «Women readers: other Utopias and own bodily knowledge», στο Jeremy Mac Clancy και Chris McDonaugh (επιμ.), Popularizing Anthropology, Λονδίνο 1996, σ. 187.

Page 152: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

τους άνδρες24. Σε πολλές περιπτώσεις το πέρασμα στη γεροντική ηλικία ση-μαίνει την έναρξη μιας περιόδου αυτονομίας μεγαλύτερης από αυτήν που είχαν ως έφηβοι η κατά τη διάρκεια των αναπαραγωγικών τους χρόνων και μιας αυ-ξημένης δυνατότητας συμμετοχής στο δημόσιο χώρο. Αντίστροφα, για τους άν-δρες σημαίνει την παραίτηση από δραστηριότητες οι οποίες τους προσέδιδαν γόητρο και κύρος στο παρελθόν25. Τέλος, οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ της ηλι-κίας και του φύλου είναι ιδιαίτερα έντονες σε πολιτισμικά συστήματα στο πλαί-σιο των οποίων το φύλο προσλαμβάνεται όχι ως μια σταθερή βιολογική ιδιό-τητα με την οποία κανείς γεννιέται και πεθαίνει, αλλά ως διαδικασία η οποία συγκροτείται σταδιακά τόσο με τελετουργικά μέσα όσο και με τη συμμετοχή σε διάφορες δραστηριότητες και κοινωνικές σχέσεις. Ετσι, σε πολλές περιο-χές της Μελανησίας οι καθ' ημάς βιολογικά αρσενικοί η θηλυκοί άνθρωποι θεω-ρούνται ότι συγκεντρώνουν ουσίες και χαρακτηριστικά και των δύο φύλων τα οποία τροποποιούνται τόσο ποσοτικά όσο και ως προς τη σημασία τους για την ταυτότητα των ανθρώπων καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής τους26.

Αν λάβουμε υπόψη το φύλο λοιπόν, αμέσως εμφανίζεται ένα ρήγμα στην ομοιομορφία που θα προσδοκούσαμε ανάγοντας την ηλικία σε μοναδικό κριτή-ριο ταξινόμησης. Τα πράγματα βέβαια γίνονται περισσότερο πολύπλοκα αν ταυ-τόχρονα λάβουμε υπόψη και άλλους παράγοντες, όπως τη θέση των ανθρώπων στην κοινωνική ιεραρχία, το βάρος των οποίων, όπως άλλωστε και το βάρος που δίνεται στην ηλικία η στο φύλο, ποικίλει από κοινωνία σε κοινωνία. Πριν από μερικά χρόνια ο Derek Freeman αμφισβήτησε την περιγραφή της Μ. Mead σύμφωνα με την οποία η εφηβεία στη Σαμόα ήταν μια περίοδος ελεύθερης σε-ξουαλικής έκφρασης27. Η διαφορετική εικόνα που εκείνος αποκόμισε οφειλόταν στο γεγονός ότι τα δεδομένα του αφορούσαν κυρίως τις κόρες υψηλά ιστάμε-νων στην κοινωνική ιεραρχία οικογενειών για τις οποίες ίσχυαν διάφοροι περιορισμοί

24. Βλ. Dona Lee Davis, Blood and Nerves: An Ethnographic Focus on Meno-pause, Νιούφαουντλαντ 1988, σ. 27-35.

25. Βλ. Judith Brown, «Cross-cultural perspectives on middle-aged women», Cultural Anthropology 23 (1982) 143-156. Βλ. επίσης το άρθρο του ψυχολόγου David Gutmann, «Parenthood: A key to the comparative psychology of the life cycle» στο Nancy Datan και L. Ginsberg (επιμ.), Life-Span Development Psychology : Normative Life Crises, Νέα Υόρκη 1975, όπου υποστηρίζεται ότι η άμβλυνση της έμφυλης διαφοράς αποτελεί συστατικό στοιχείο της πορείας προς τα γηρατειά διαπολιτισμικά.

26. Βλ. ενδεικτικά, Gilbert Herdt, Guardians of the Flutes, ό.π., Anna Meigs, Food, Sex and Pollution: A New Guinea Religion, Μπώλτιμορ 1983, και John Fitz Porter Poole, «Transforming 'natural' woman: female ritual leaders and gender ideology among Bimin-Kuskusmin», στο Sherry Ortner και Harriet Whitehead (επιμ.), Sexual Meanings..., ό.π.,σ. 80-115.

27. Derek Freeman, Margaret Mead and Samoa: The Making and Unmaking of an Anthropological Myth, Νέα Υόρκη 1984.

Page 153: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ρισμοί και απαγορεύσεις, ενώ εκείνη είχε εστιάσει στη μελέτη «λαϊκών στρω-μάτων». Επίσης, εξετάζοντας την εφηβεία στην αριστοκρατική Πολυνησία, η Sherry Ortner έδειξε ότι το περιεχόμενο της ήταν διαφορετικό από εκείνο της εφηβείας των μη αριστοκρατών. Ακόμα, η ζωή των αγοριών αριστοκρατικών οικογενειών ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη των κοριτσιών. Τα μεν ενθαρ-ρύνονταν να έχουν διάφορες ερωτικές περιπέτειες (με κορίτσια «χαμηλότερης» καταγωγής), ενώ τα δε έπρεπε να κρατούν την «αγνότητά» τους, η οποία και συμβόλιζε την αξία που τα κορίτσια αυτά αντιπροσώπευαν για τις οικογένειές τους28. Αντίστοιχα, σύμφωνα με τη μελέτη του Paul Willis, η εφηβεία αγο-ριών της αγγλικής εργατικής τάξης είναι πολύ διαφορετική τόσο από την εφη-βεία των κοριτσιών όσο και από την εφηβεία των παιδιών της μεσαίας τάξης29. Ανάλογα παραδείγματα θα μπορούσε να φέρει κανείς και από τη σύγχρονη ελ-ληνική κοινωνία, όπου η ζωή και η εμπειρία των παιδιών και των εφήβων της μεσαίας τάξης είναι πολύ διαφορετική από αυτή των τσιγγάνων, των μετανα-στών που δουλεύουν στους δρόμους, αλλά και από αυτή των παιδιών που ασχο-λούνται με αγροτικές και άλλες εργασίες στα χωριά. Πιθανότατα μάλιστα, συ-στηματική έρευνα θα αποκάλυπτε ότι ούτε οι παραπάνω κατηγορίες είναι ομοιο-γενείς, όπως δεν είναι ομοιογενής η κατηγορία των «παιδιών του δρόμου» των μεγαλουπόλεων της Νότιας Αμερικής30. Φυσικά η κοινωνική τάξη αποτελεί πα-ράγοντα που διαφοροποιεί όχι μόνο τις κατηγορίες των παιδιών και των εφή-βων στο εσωτερικό τους, αλλά και άλλες, όπως αυτήν των γερόντων, που συ-χνά θεωρούνται ομοιογενείς31.

Όπως το φύλο, η κοινωνική τάξη, η εντοπιότητα η άλλες διαστάσεις της ταυτότητας με τις οποίες διαπλέκεται, η ηλικία δεν αποτελεί μια ουσία η ένα σταθερό χαρακτηριστικό του εαυτού το οποίο προϋπάρχει των κοινωνικών σχέ-σεων, αλλά αποτελεί η ίδια μια κοινωνική σχέση. Ατομικά, η ως μέλος μιας κατηγορίας, κανείς ορίζεται ως παιδί, νέος, μεσήλικας η γέρος ως προς κά-ποιους άλλους. Φυσικά η εικόνα του υποκειμένου για τον εαυτό του και την ηλικιακή κατηγορία στην οποία ανήκει μπορεί να διαφέρει από αυτήν που του αποδίδουν οι άλλοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι ισχυρισμοί των παι-διών ότι είναι μεγάλοι, οι οποίοι μάλιστα γίνονται τόσο περισσότερο επίμονοι

28. Βλ. Sherry Ortner, «Gender and sexuality in hierarchical societies: the case of Polynesia and some comparative implications», στο Harriet Whitehead και Sherry Ortner (επιμ.), Sexual Meanings..., ό.π., σ. 359-409.

29. Paul Willis, Learning to Labor: How Working-Class Kids Get Working-Class Jobs, Τίκφηλντ 1977.

30. Βλ. Bruno Glauser, «Street children: deconstructing a construct», στο Alli-son James και Alan Prout (επιμ.), Constructing..., ό.π., σ. 138-156.

31. Βλ. Judith Okely, «Clubs for 'le troisième age': communitas or conflict», στο Paul Spencer (επιμ.), The Riddle..., ό.π., σ. 194-212.

Page 154: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

όσο περισσότερο οι «μεγάλοι» τους αμφισβητούν. Ωστόσο, ακόμα και στις πε-ριπτώσεις όπου οι εικόνες των υποκειμένων για τον εαυτό τους και οι εικό-νες των άλλων γι' αυτούς διαφέρουν, τόσο οι πρώτες όσο και οι δεύτερες συγ-κροτούνται στο πλαίσιο μιας σχέσης της οποίας αποτελούν αναπόσπαστο κομ-μάτι. Επιπλέον η επιλεκτική απόδοση ηλικίας σε ορισμένες κατηγορίες δεν είναι απλώς ζήτημα ταξινόμησης, αλλά εμπεριέχει προσδοκίες και κανόνες που αφο-ρούν τόσο τη συμπεριφορά τους όσο και τη συμπεριφορά των άλλων. Οι κανο-νιστικές αντιλήψεις που εμπεριέχονται στα εκάστοτε πρότυπα του παιδιού η της παιδικής ηλικίας αφορούν όχι μόνο τη δική τους συμπεριφορά, αλλά και τη συμπεριφορά των άλλων. Στο σύγχρονο δυτικό κόσμο τουλάχιστον, οι σχε-τικές αντιλήψεις συμβάλλουν στην αναπαραγωγή της ταύτισης των γυναι-κών με τη μητρότητα — ταύτιση, που έχει καθοριστικές επιπτώσεις όχι μό-νο ως προς τη σχέση τους με τα παιδιά, αλλά και ως προς την υπόλοιπη ζωή τους32.

Αν θεωρήσουμε ότι η ηλικία συνιστά κοινωνική σχέση, και συνήθως σχέση εξουσίας, τότε οι τρόποι με τους οποίους τα υποκείμενα ορίζουν τον εαυτό τους σε σχέση με κάποιους ιεραρχικά ανώτερους φαίνεται να είναι σε μεγάλο βαθμό συνάρτηση των ορισμών που εκείνοι τους αποδίδουν. Συνεπώς, παρά τις κατά καιρούς επισημάνσεις ότι τα παιδιά δεν πρέπει να θεωρούνται παθητικοί δέ-κτες της δράσης των ενηλίκων33, η προσέγγιση της παιδικής ηλικίας από τη σκοπιά των παιδιών δεν είναι πάντοτε αυτονόητα εφικτή. Γίνεται μάλιστα ιδιαί-τερα δύσκολη όταν τα διαθέσιμα ανθρωπολογικά η ιστορικά δεδομένα δεν απο-τυπώνουν το λόγο των ίδιων των παιδιών, αλλά των μεγάλων για τα παιδιά. Γενικότερα, πάντως, από τη σκοπιά της θεωρίας της κατασκευής η έμφαση στην εμπειρία είναι προβληματική, καθώς οι έννοιες της εμπειρίας και του αυτο-καθοριζόμενου ενιαίου υποκειμένου δεν έχουν οικουμενικές αναφορές και συνε-πώς δεν μπορούν να θεωρηθούν αυτονόητες αναλυτικές κατηγορίες. Ετσι, ορι-σμένες κριτικές εθνογραφικών περιγραφών της εμπειρίας της γεροντικής ηλικίας

32. Βλ. Nancy Chodorow, The Reproduction of Mothering: Psychanalysis and the Sociology of Gender, Μπέρκλεϋ 1978.

33. Βλ. Δήμητρα Μακρυνιώτη, «Εισαγωγή», στο Δήμητρα Μακρυνιώτη (επιμ.), Παι-δική Ηλικία, ό.π., σ. 17-21 και, Allison James και Alan Prout, «Α new paradigm for the sociology of childhood? Provenance, promise and problems», στο Allison James και Alan Prout (επιμ.), Constructing and Reconstructing Childhood: Contemporary Issues in the Sociological Study of Childhood, Λονδίνο 1990, σ. 7-34. Για ένα πολύ καλό παράδειγμα μελέτης που κατά τη γνώμη μου πετυχαίνει να αποδώσει την οπτική των ίδιων των παιδιών, βλ. Olga Nieuwenhuys, Childrens Lifeworlds: Gender, Welfare and Labour in the Developing World, Λονδίνο 1994, η οποία βασίζεται σε επιτόπια έρευνα στην Ινδία, και περιγράφει τη ζωή παιδιών που βοηθούν οικονομικά τις οικογένειές τους εργαζόμενα στην αλιεία η σε βιοτεχνίες νημάτων.

Page 155: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

κίας επισημαίνουν την απουσία της ανάλυσης των θεσμικών πλαισίων μέσα στα οποία αυτή συγκροτείται34.

Ωστόσο, το γεγονός ότι η απόδοση ηλικίας σε κάποιες κατηγορίες εγγρά-φεται σε πλέγματα σχέσεων εξουσίας συχνά συγκαλύπτεται καθώς οι άνθρω-ποι που έχουν την εξουσία να αποδώσουν ηλικία στους άλλους εμφανίζονται σαν να μην έχουν οι ίδιοι ηλικία. Ετσι η Φρανσουάζ Εριτιέ-Ωζέ επισημαίνει ότι η ηλικία των ανδρών, και ιδιαίτερα των μεσήλικων, αυτών δηλαδή που στον κόσμο μας αλλά και αλλού ασκούν εξουσία, έχει απασχολήσει ελάχιστα τους ανθρωπολόγους, και υποστηρίζει ότι η σιωπή γύρω από το θέμα συμβάλλει στη νομιμοποίηση της ανδρικής εξουσίας35. Γενικότερα, όπως έχουν επισημάνει πολ-λές φεμινίστριες ανθρωπολόγοι, η κατηγορία του φύλου αποδίδεται πολύ συ-χνότερα στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες. Στο πλαίσιο του παραδοσιακού ανθρωπολογικού λόγου ο άνδρας αντιπροσωπεύει τον οικουμενικό «Ανθρωπο» ακριβώς γιατί το ανδρικό του φύλο προσλαμβάνεται ως μια απουσία του φύ-λου — απουσία ενός χαρακτηριστικού που καθιστά όσους το φέρουν λιγότερο αντιπροσωπευτικά μέλη της κοινωνίας στην οποία ανήκουν αλλά και του αν-θρώπινου είδους γενικότερα. Αντίστοιχα, η «μέση ηλικία» των ανδρών προσ-λαμβάνεται ως απουσία ηλικίας.

Η επίγνωση ότι η ηλικία είναι ένα χαρακτηριστικό που αποδίδεται σε ορι-σμένες κατηγορίες ανθρώπων συμβάλλει στη θεώρησή της ως κοινωνικής σχέ-σης οι αναφορές της οποίας είναι σε μεγάλο βαθμό εξω-ηλικιακές. Οπωσδή-ποτε πάντως, η μελέτη της ηλικίας από ανθρωπολογική η ιστορική σκοπιά δεν είναι δυνατό να συμμερίζεται την παραδοχή ότι ορισμένοι έχουν ηλικία και άλλοι όχι και να εστιάζει σ' αυτούς που «έχουν» σαν αυτό που «έχουν» να είναι μια ιδιότητα η ουσία που τους αφορά αποκλειστικά. Στη διαιώνιση αυτής της προ-κατάληψης στο πλαίσιο της ανθρωπολογίας φαίνεται να έχει συντελέσει το γε-

34. Βλ. Lawrence Cohen, «Old age...», ό.π., σ. 144-146. Η έμφαση στο λόγο ως πλαίσιο στο οποίο συγκροτούνται τα υποκείμενα παραπέμπει κυρίως στο έργο του Φουκώ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάλυσης της παιδικής ηλικίας όπως αυτή συγκροτείται και ορίζεται μέσα από κοινωνικούς θεσμούς οι οποίοι υπερβαίνουν τα υποκείμενα είναι βέβαια η μελέτη του Φιλίπ Αριές, Αιώνες Παιδικής Ηλικίας, Αθήνα 1990. Το ζήτημα της έμφασης στο λόγο η στην εμπειρία δεν αφορά φυσικά μόνο τη μελέτη της ηλικίας, αλλά κατέχει κεν-τρική θέση στο πλαίσιο της κοινωνικής θεωρίας. Για μια θεώρησή του ως προς τις θεωρη-τικές διαστάσεις της ιστοριογραφίας του φύλου, βλ. Τζόουν Σκοτ, «Το φύλο: μια χρήσιμη κατηγορία της ιστορικής ανάλυσης» στο Έφη Αβδελά και Αγγέλικα Ψαρρά (επιμ.), Σιω-πηρές Ιστορίες: Γυναίκες και Φύλο στην Ιστορική Αφήγηση, Αθήνα 1997, σ. 285-328. Μια σύνθεση αυτών των δύο κατευθύνσεων αντιπροσωπεύει το έργο του Pierre Bourdieu, Out-line of a Theory of Practice, Κέημπριτζ 1977. Πολλές από τις εθνογραφικές μελέτες των τελευταίων ετών ακολουθούν αυτήν τη θεωρητική προσέγγιση.

35. Φρανσουάζ Εριτιέ-Ωζέ, «Για την αμφίβολη εξουσία των γυναικών», στο Georges Duby και Michelle Perrot (επιμ.), Γυναίκες και Ιστορία, Αθήνα 1995, σ. 137-138.

Page 156: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

γεγονός ότι η ηλικία του ανθρωπολόγου-ερευνητή σπάνια γίνεται αντικείμενο ανα-στοχασμού36. Οι μελέτες για παιδιά και γέρους συχνά γίνονται από ανθρώπους που στέκονται απέναντι στα αντικείμενα της μελέτης τους σαν να μην είχαν οι ίδιοι ηλικία, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει τη σχέση με τους πληροφο-ρητές τους αλλά και να συντελέσει σε μια οπτική εξίσου μερική με τη δική τους. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι η συνηθισμένη πρακτική σύμφωνα με την οποία οι ανθρωπολόγοι διεξάγουν την επιτόπια έρευνά τους σε σχετικά νεαρή ηλικία έχει ελάχιστα σχολιαστεί 37. Γενικότερα, η αποσιώπιση της ηλικίας των ερευνητών πιθανόν συνδέεται με την παράδοση σύμφωνα με την οποία οι αν-θρωπολόγοι χρησιμοποιούν τον λεγόμενο «εθνογραφικό ενεστώτα», περιγράφουν δηλαδή τις κοινωνίες που μελετούν σαν να μένουν στατικές και αναλλοίωτες στο χρόνο38. Πιθανόν επίσης αποτελεί συνέπεια του γεγονότος ότι, αντίθετα με το φύλο, η ηλικία δεν έχει αποτελέσει πολιτική κατηγορία και βάση για συ-σπείρωση στις δυτικές κοινωνίες από τις οποίες κατά κανόνα προέρχονται οι ανθρωπολόγοι39.

Τέλος, η ηλικία ως κοινωνική σχέση συγκροτείται σύμφωνα με τα εκά-στοτε πολιτισμικά πρότυπα με βάση τα οποία οι άνθρωποι προσλαμβάνουν τον κόσμο και οργανώνουν και ερμηνεύουν τη δράση τους. Όπως είδαμε ήδη, οι σημασίες που αποδίδονται στις διάφορες ηλικίες διαμορφώνονται στο πλαί-σιο ευρύτερων ερμηνειών και θεωριών για τη σχέση μεταξύ της φύσης και του πολιτισμού, αλλά και για τη φύση του χρόνου, για το που αρχίζει και που τε-λειώνει —αν τελειώνει ποτέ— η ανθρώπινη ζωή και για το τι συνιστά «χρή-

36. Για ενδιαφέρουσες εξαιρέσεις, βλ. John Blacking, «Growing old gracefully: physical, social and spiritual transformations in Venda society, 1955-56», στο Paul Spencer (επιμ.), The Riddle..., ό.π., σ. 121-123, Margaret Kenna, «Changing places and altered perspectives: research on a Greek island in the 1960s and in the 1980s», στο Judith Okely και Helen Callaway (επιμ.), Anthropology and Autobiography, Λον-δίνο 1992, σ. 147-162 και Paul Spencer, «Automythologies and the reconstruction of aging», στο Judith Okely και Helen Callaway (επιμ.), Anthropology..., ό.π., σ. 50-63.

37. Βλ. Renato Rosaldo, Culture and Truth, Βοστόνη 1989, σ. 9. 38. Σχετικά με την παράδοση αυτή, βλ. Johannes Fabian, Time and the Other,

Νέα Υόρκη 1983. 39. Γενικά οι περισσότερες μελέτες για παιδιά και γέροντες έχουν γραφεί από αν-

θρώπους οι οποίοι δεν ανήκουν οι ίδιοι στις κατηγορίες αυτές. Εξαίρεση αποτελεί ο Peter Laslett, ο οποίος στο βιβλίο του The Emergence of the Third Age..., ό.π., ταυτίζει τον εαυτό του ως μέλος της τρίτης ηλικίας και επιχειρεί μια ανάλυση των παραγόντων που συν-τελούν στην περιθωριοποίηση αυτής της κοινωνικής κατηγορίας στο σύγχρονο κόσμο με ρητό στόχο την «απελευθέρωση» των ηλικιωμένων. Ακόμα, η Olga Nieuwenuys εξηγεί ότι τόσο η πρόθεσή της να καταγράψει την οπτική των ίδιων των εργαζόμενων παιδιών όσο και η σχετική δυνατότητά της να το κάνει με επιτυχία οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι και η ίδια είχε ανάλογες εμπειρίες ως παιδί. Βλ. Olga Nieuwenuys, Childrens' Lifeworlds, ό.π., σ. 7.

Page 157: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

χρήσιμη» ζωή. Στην περίπτωση των «σύγχρονων» κοινωνιών, οι αντιλήψεις για την ηλικία εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις ιδέες μας για τη «βιολογία» και την τεχνολογία. Οι σημασίες και οι συμβολικές ταυτίσεις και φορτίσεις της ηλικίας δεν απορρέουν από την ίδια τη χρονολογική η τη βιολογική της πραγ-ματικότητα, αλλά συνδέονται με άλλες έννοιες και σύμβολα. Έτσι, σε πολλά μέρη του κόσμου οι έφηβοι, όπως και τα νεογέννητα και οι λεχώνες, που θεω-ρούνται ότι διανύουν μια ευαίσθητη φάση, που συνοδεύεται από έντονες σωμα-τικές διαδικασίες, υπόκεινται σε τελετουργίες που επιταχύνουν το μετασχημα-τισμό τους από «ωμά» πρόσωπα σε «μαγειρεμένα», δηλαδή σε μέλη μιας ανα-γνωρισμένης κοινωνικής κατηγορίας. Αντίστοιχα, οι Xhosa της Ν. Αφρικής ταύτιζαν τα αγόρια με τον άγριο χώρο, το ζωικό στοιχείο και την αχαλίνωτη σεξουαλικότητα, ενώ τους άνδρες με τον οικισμό, το ανθρώπινο στοιχείο και την ελεγχόμενη σεξουαλικότητα40. Το γεγονός ότι στο πλαίσιο του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού στα παιδιά δεν αποδίδεται παρόν, με την έννοια ότι προσ-λαμβάνονται ως προς αυτό που ήταν στο παρελθόν και κυρίως αυτό που θα γίνουν στο μέλλον41, σχετίζεται με ευρύτερες αντιλήψεις για τη γραμμική πο-ρεία του χρόνου και για την ανθρώπινη ζωή ως διαδικασία παραγωγής. Στο πλαίσιο της εθνικιστικής ιδεολογίας «το παιδί» ταυτίζεται με το μέλλον του έθνους, η ισχύς του οποίου συχνά δανείζεται τη μορφή ενός ρωμαλέου νεανι-κού σώματος. Αντίστοιχα, σε διάφορες περιοχές του κόσμου η ευημερία και η ακεραιότητα των βασιλείων δανειζόταν την εικόνα του υγιούς σώματος του βασιλιά42.

Μολονότι αυθαίρετες, στα πολιτισμικά πλαίσια στα οποία εντάσσονται οι

40. Βλ. Claud Lévi-Strauss, The Raw and the Cooked: Introduction to a Science of Mythology, τ. 1, Νέα Υόρκη 1969, σ. 334-339, Philip Mayer και Iona Mayer, «The dangerous age: from boy to young man in Red Xhosa youth organizations», στο Paul Spencer, The Riddle..., ό.π., σ. 35-44, και για τις μεταφορές της εφηβείας στην αρχαία Ελλάδα, Pierre Vidal-Naquet, «Οι νέοι, το ωμό, ο Έλληνας παις και το ψημένο» στο Jacques Le Goff και Pierre Nora (επιμ.), Το Έργο της Ιστορίας, τ. 2, Αθήνα 1975, σ. 196-233.

41. Βλ. Allison James και Alan Prout, «Re-presenting childhood: Time and transition in the study of childhood» στο Allison James και Alan Prout (επιμ.), Con-structing..., ό.π., σ. 217-237.

42. Κατά τη διάρκεια του ελληνικού δέκατου ένατου αιώνα οι εκδοχές της έννοιας «παιδί», που αναφέρεται σε μια υποθετικά ομοιογενή κατηγορία, συγκροτούνται σε συνάρ-τηση με άλλες συμβολικά και ιδεολογικά φορτισμένες έννοιες, όπως είναι ο «λαός», η «πρόο-δος», η «Ευρώπη», η «Ανατολή» και προπαντός το «έθνος» και το «κράτος». Βλ. Αλεξάν-δρα Μπακαλάκη, «Εμπειρίες και συμπεράσματα από το Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεο-λαίας», στο Ελένη Γεωργοπούλου-Αγάθωνος (επιμ.), Οικογένεια - Παιδική Προστασία -Κοινωνική Πολιτική, Αθήνα 1993, σ. 53-59. Για τις μεταφορικές σημασίες και αξίες που αποδίδονταν στο σώμα του βασιλιά, βλ. David Cannadine και Simon Price (επιμ.), Rituals of Royality: Power and Ceremonial in Traditional Societies, Κέημπριτζ 1987.

Page 158: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

συμβολικές αυτές ταυτίσεις είναι εξίσου δεσμευτικές για τη ζωή των ανθρώ-πων όσο και τα αντικειμενικά φυσικά δεδομένα. Η ισχύς των μεταφορών στις οποίες θεμελιώνονται μάλιστα γίνεται ακόμα μεγαλύτερη όταν αυτές είναι «νε-κρές», δηλαδή όταν δεν αναγνωρίζονται καν ως μεταφορές. Σε πολλές αφρι-κανικές κοινωνίες η φυσική επιβίωση των διδύμων και η αποδοχή τους από την κοινότητα εξαρτώνταν από τις εκάστοτε πολιτισμικές αντιλήψεις σχετικά με την ενότητα και την πολλαπλότητα, των οποίων τα δίδυμα θεωρούνταν μετα-φορές, και με το αν και πως η αντίφαση μεταξύ αυτών των καταστάσεων μπο-ρεί να επιλυθεί η να διαμεσολαβηθεί43. Αντίστοιχα, φαίνεται ότι η απουσία τε-λετουργιών και συμβολικών μέσων, που ερμηνεύουν τα γηρατειά και επιτρέ-πουν στους ανθρώπους να βιώσουν τις απώλειες που συχνά αυτά φέρνουν ως μέρος μιας εμπειρίας που είναι ταυτόχρονα προσωπική και συλλογική, εγκό-σμια και μυθική, συμβάλλει στην περιθωριοποίηση και στον κοινωνικό απο-κλεισμό των γερόντων, όπως συμβάλλει και η θεώρηση της κατάστασης τους ως ασθένειας αλλά και η συμβολοποίησή της σε εικόνες, όπως αυτή του φθι-νοπώρου η του ηλιοβασιλέματος, που μεταφορικά παραπέμπουν στην παρακμή44.

43. Βλ. Victor Turner, «Το παράδοξο της διδυμίας στις τελετουργίες των Ndembu» στο Δήμητρα Μακρυνιώτη (επιμ.), Παιδική Ηλικία, ό.π., σ. 349-356.

44. Βλ. Barbara Myerhoff, «Rites of ripening: the interwining of ritual, time and growing older» στο David Kertzer και Jennie Keith, Age..., ό.π., σ. 305-330 και Stuart Thompson, «Metaphors the Chinese age by», στο Paul Spencer (επιμ.), The Riddle..., ό.π., σ. 102-120. Για «αρνητικές» μεταφορές της γεροντικής ηλικίας, βλ. Peter Laslett, The Εmergence..., ό.π., σ. 6 και 99-101.

Page 159: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΠΑΡΑΜΥΘΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΡΧΕΓΟΝΟ ΧΡΟΝΟ

ΜΑΡΙΑ ΜΗΤΣΟΥ

Η σχέση ανάμεσα στην παραμυθική αφήγηση και στο χρόνο χαρακτηριστικά δηλώνεται στα λόγια του Τόλκιεν, που είπε πως τα παραμύθια «ανοίγουν την πόρτα σ' έναν Αλλο Χρόνο, και αν διαβούμε αυτή την πόρτα, έστω και για μια στιγμή, βρισκόμαστε έξω από τον δικό μας χρόνο, έξω ίσως από τον ίδιο τον Χρόνο»1.

Αυτή τη διαχρονικότητα-αχρονικότητα του παραμυθιού που κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα, τυπικά στο συμβατικό και ουσιαστικά στον «άλλο χρόνο», στο «απόλυτο αλλού», στο «επέκεινα», μπορούμε να τη συμπεράνουμε και από τα λόγια του Β. Γ. Προπ, ο οποίος στη μελέτη του για την Μορφολογία του Παραμυθιού, τονίζει το «διπλό χαρακτήρα που παρουσιάζει η παράσταση του Χρόνου, σε όλα τα μυθικά συστήματα: η διήγηση είναι, συγχρόνως, "μέσα στον χρόνο" (συνίσταται σε μια διαδοχή γεγονότων) και "έξω από τον χρόνο" (η αξία της σημασίας της είναι πάντοτε επίκαιρη)»2 και παρακάτω «μπορούμε εδώ να θυμίσουμε ότι στο παραμύθι κυριαρχεί μια αντίληψη του χρόνου, του χώρου και του αριθμού εντελώς διαφορετική από εκείνη με την οποία είμαστε συνηθισμένοι, και έχουμε την τάση να θεωρούμε απόλυτη»3.

Η παραμυθική αφήγηση συχνά αναφέρεται στην πάροδο του χρόνου και μάλιστα πολλές φορές καθοριστικά για την εξέλιξη της ιστορίας (εκατό χρό-νια στην Κοιμωμένη Βασιλοπούλα, τα μεσάνυχτα στη Σταχτοπούτα). Ωστόσο οι ίδιοι οι παραμυθικοί ήρωες βιώνουν το χρόνο μέσα από ένα πρωταρχικό κοί-ταγμα, μια αυθεντική θεώρηση που τους κρατά σωματικά και συναισθημα-τικά ανέπαφους από την αντικειμενική ροή του χρόνου, τους οδηγεί σε σύγ-κρουση με τη δεδομένη πραγματικότητα και, πίσω από το φανταστικό και την

1. Τζ. Σ. Κούπερ, Ο θαυμαστός κόσμος των Παραμυθιών, μτφρ. Θ. Μαλαμόπουλος, Αθήνα, εκδ. Θυμάρι, 1983, σ. 113.

2. Β. Γ. Προπ, Μορφολογία του Παραμυθιού, μτφρ. Α. Παρίση, Αθήνα, εκδ. Καρ-δαμίτσα, 1987, σ. 234.

3. Ό.π., σ. 264.

Page 160: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ψευδαίσθηση, τους αποκαλύπτει μια εντελώς αυτόνομη πραγματικότητα και μια βαθιά, προσωπική αλήθεια. Εδώ βρίσκεται ο ανατρεπτικός χαρακτήρας του παραμυθιού που παραβιάζει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και αποκαθιστά τη φυσική νόρμα καταφεύγοντας σε μια αντισυμβατική χρήση της γλώσσας.

Ο μόνος ικανός βέβαια να απελευθερώσει την πραγματικά ανατρεπτική δυ-ναμική του παραμυθιού είναι ο αναγνώστης όταν αποφασίσει ν' αφεθεί στην απόλαυση της παραμυθικής αφήγησης που «καταστέλλει την αμεσότητα του πραγματικού», κατά την έκφραση του Herbert Marcuse, βασικού εκπροσώ-που της φιλοσοφικής σχολής της Φρανκφούρτης, τον βάζει αντιμέτωπο με το όνειρο και την επιθυμία και φέρνει στην επιφάνεια τη σύγκρουση ανάμεσα στο υπάρχον και το δυνατόν να υπάρξει.

Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε ίσως να συσχετίσουμε το παραμύθι με τη γραφή του παραλόγου, σημειώνοντας ως κυρίαρχη διάκριση την τάση του παραμυθιού να εντάξει, όσο διαρκεί η κυρίως διήγηση, το υπερφυσικό γεγο-νός στη φυσική πραγματικότητα θεωρώντας, μέσα από μια πρωτογενή αφέ-λεια, τα δύο αξεδιάλυτα, σε μια άρρηκτη ενότητα και σε αντίθεση με τις δια-νοητικές προσπάθειες των συγγραφέων του παραλόγου που διαφοροποιούν ανά-μεσα σε δυο πραγματικότητες και ανατρέπουν τη μια χάρη στην άλλη.

Άλλωστε, θα μπορούσαμε να πούμε, συμφωνώντας με τον Ρολάν Μπαρτ, πως «εκείνο που αποκαθιστά ο μύθος, είναι η φυσική εικόνα της πραγματι-κότητας»4.

Ο ίδιος, αναφερόμενος στην αναγκαιότητα και τα όρια της μυθολογίας, υποστηρίζει: «Με την έννοια αυτήν, η μυθολογία είναι μια αρμονία με τον κό-σμο, όχι με τον κόσμο όπως είναι, αλλά με τον κόσμο όπως ο ίδιος θα ήθελε να γίνει (Ο Μπρεχτ χρησιμοποιεί σχετικά έναν όρο αποτελεσματικά αμφισή-μαντο: το "Einverständnis" που σημαίνει ταυτόχρονα την κατανόηση της πρα-γματικότητας και τη συνέργεια μ' αυτήν)»5.

Το παραμύθι επομένως συλλαμβάνει το χρόνο και την πραγματικότητα μ' έναν ιδιαίτερο, δικό του τρόπο. Η συμβατική έννοια του χρόνου δεν υφίστα-ται στην παραμυθική αφήγηση, το παραμύθι είναι ελεύθερο από το χρόνο αφού «στη θέση του χρόνου και του χώρου μπαίνει η ουσιαστικότητα»6, όπως παρα-τηρεί ο Ελβετός μελετητής της αισθητικής του παραμυθιού Max Lüthi.

Παρόμοια θεώρηση του χρόνου στο παραμύθι κάνει και ο Τζ. Σ. Κούπερ

4. Ρ. Μπαρτ, Μυθολογίες. Μάθημα, μτφρ. Κ. Χατζηδήμου - I. Ράλλη, Αθήνα, εκδ. Ράππα, 1979, σ. 244.

5. Ό.π., σ. 262. 6. Max Lüthi, So Leben sie noch Leute: Betrachtungen zum Volksmärchen, Got-

tingen 1969, σ. 17, όπως το παραθέτει ο Μ. Μερακλής, «Η αισθητική του παραμυθιού», Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας 3 (1988) 20.

Page 161: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ο οποίος, στη σημαντική μελέτη του «Ο θαυμαστός κόσμος των Παραμυθιών», τονίζει: «Ο Χρόνος υπάρχει μόνο στο συνειδητό κόσμο»7. Αντίθετα, στο πα-ραμύθι ο χρόνος λειτουργεί παραισθησιακά. «Η παραισθησιακή φύση του χρό-νου φαίνεται και από το γεγονός ότι ο χορός των ξωτικών μπορεί να διαρκέσει έναν ολόκληρο χρόνο η και περισσότερο. Υπάρχει μια ιστορία όπου ο χορός κρατάει μεν έναν ολόκληρο αιώνα, αλλά οι χορευτές μένουν με την εντύπωση ότι κράτησε μόνο μερικές ώρες»8.

Έτσι, «Ο αρχέτυπος χαρακτήρας και η συμβολική μορφή τους κάνει τα παραμύθια κατανοητά σε άτομα διαφορετικών ηλικιών, εποχών και πολιτι-σμών και παρέχει τις γέφυρες και ένα μέσον αναγωγής από τον ένα βαθμό κα-τανόησης στον επόμενο, όχι μόνον ανάμεσα στους πολιτισμούς αλλά και ανά-μεσα στα διαφορετικά επίπεδα του ίδιου ανθρώπου, στη φωτεινή και σκοτεινή πλευρά του, στις πνευματικές και συναισθηματικές του συγκρούσεις. Τα αρχέ-τυπα σύμβολα του γένους επιβάλλονται και μέσα από αυτά εκφράζονται οι ανάγ-κες του ανθρώπου»9, διαπιστώνει ο ίδιος- και αλλού: «Η γοητεία του παραμυ-θιού βρίσκεται στον τρόπο που εκείνο αποκαλύπτει την εσωτερική μας φύση, με τις άπειρες ηθικές, ψυχικές και πνευματικές της δυνατότητες. Είναι η ανα-ζήτηση για το νόημα της ζωής»10.

Ωστόσο η νοηματοποίηση που προτείνει το παραμύθι ως αφηγηματικός λόγος θεωρείται σήμερα ότι παρεμποδίζει το πέρασμα στην πράξη, ότι καταρ-γεί τη δράση κι ο σημερινός άνθρωπος είναι πρωτίστως ο άνθρωπος της δρά-σης, της διαδρομής μέσα στο χώρο. Αισθάνεται ενοχικός όταν ονειροπολεί, δεν έχει το διαθέσιμο χρόνο να αφεθεί στην απόλαυση της αφήγησης. «Ο χρόνος βρίσκεται σήμερα υπό διωγμό», διαπιστώνει ο Π. Μαρτινίδης σε Συνέδριο που έγινε με θέμα το παραμύθι στην Αλεξανδρούπολη το Νοέμβρη του 1994. «Είμα-στε παιδιά του χώρου και όχι του χρόνου», συνεχίζει στο ίδιο Συνέδριο, «γι' αυτό το παραμύθι σήμερα δεν είναι αυτό που ήταν στο παρελθόν».

Βέβαια ο Καντ ορίζει το χρόνο ως τη «μορφή της εσωτερικής αίσθησης, δηλαδή της εποπτείας του εαυτού μας και της εσωτερικής μας κατάστασης. Διότι ο χρόνος δεν μπορεί να ορίζει τα εξωτερικά φαινόμενα»11 και τον δια-φοροποιεί από το χώρο τον οποίο αποδίδει ως τη μορφή όλων των φαινομένων που μπορούμε να συλλάβουμε με τις αισθήσεις.

Έτσι, θεωρεί ότι ο χρόνος υπερέχει έναντι του χώρου με το σκεπτικό ότι

7. Τζ. Σ. Κούπερ, ό.π., σ. 114. 8. Ό.π., σ. 116. 9. Ό.π., σ. 17. 10. Ό.π., σ. 21. 11. Δες Κ-Υ Α33/Β49, στο Γ. Τζαβάρας, Ο καντιανός χρόνος κατά τον Χάιντεγγερ,

Αθήνα-Γιάννινα, εκδ. Δωδώνη, 1989, σ. 38.

Page 162: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ο χρόνος ριζώνει βαθύτερα μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη από όσο ο χώρος. Αυτό δεν σημαίνει ότι αναγνωρίζει το χρόνο αποκλειστικά στην υποκειμενική του διάσταση. Παράλληλα με την «εσωτερική» του υφή ο Καντ αποδέχεται και την «εξωτερική» αναγκαιότητα του χρόνου. Βέβαια, κατ' αυτόν, ως ουσια-στικό και αναπόσπαστο συστατικό της, ο χρόνος απελευθερώνει την ανθρώ-πινη ύπαρξη και αναδεικνύει την πορεία προς την εκπλήρωση της. Μέσα από μια τέτοια δυναμική ενατένιση, οι εσωτερικές μας διεργασίες αποκτούν τη βα-ρύτητα εξωτερικών πράξεων που οδηγούν στην προσωπική μας ολοκλήρωση.

Ο Ernst Cassirer αναφερόμενος σ' αυτή την προσωπική δυναμική που μπο-ρεί να προκύπτει μέσα από μια φαινομενικά στατική όψη, διαβεβαιώνει: «Ολες μας οι παθητικές καταστάσεις μετατρέπονται τώρα σε δραστικές ενέργειες: οι μορφές που κοιτάζω δεν αποτελούν μόνο καταστάσεις μου αλλά και πράξεις μου»12.

Παρόλο λοιπόν που ο χρόνος καταξιώνεται μέσα από μια φιλοσοφική ου-σιαστική θέαση του κόσμου, στη σύγχρονη κοινωνία η εξέλιξη του ανθρώπου διαγράφεται μέσα στο χώρο σαν μια διαρκής κατακτητική διάθεση στόχων που βρίσκονται έξω από τα όρια της ύπαρξής του και δε διαγράφεται μέσα στο χρόνο σα μια διαρκής αναζήτηση του «πρώτου του εαυτού», σα μια πραγμα-τική εσωτερική διαδρομή.

Κι όμως, η αφηγηματική τέχνη του παραμυθιού μπορεί ν' αποτελέσει σή-μερα προσπάθεια να δοθεί ρυθμός σε μια ζωή που διαρκώς απορρυθμίζεται, αντίσταση στην άλογη ταχύτητα και στην ασυνειδησία των σύγχρονων κοινω-νιών. Μόνο αν αποδεχτούμε το χρόνο στην καθημερινότητά μας, θα μπορέ-σουμε ίσως να υπερβούμε κι αυτόν και τη συγκεκριμένη πραγματικότητα σε κάποιες σπάνιες στιγμές προσωπικής περισυλλογής. Αυτή η δυνατότητα περι-συλλογής και ωρίμανσης προσφέρεται μέσα από την καταφυγή στη συμβολική γλώσσα του παραμυθιού. Γιατί ενώ «στη ζωή της ανθρωπότητας το "μυθικό" είναι ένα αρχαϊκό και πρωτόγονο στάδιο, στη ζωή του ατόμου είναι ένα όψιμο και ώριμο στάδιο»13, όπως διαβεβαιώνει ο Thomas Mann, προσεγγίζοντας μ' αυτό τον τρόπο την αντι-φροϋδική θέση του Jung, σύμφωνα με την οποία οι μύθοι είναι «το πιο ώριμο προϊόν της νέας ανθρωπότητας»14.

Με βάση την αρχή της επιθυμίας, η παραμυθική αφήγηση δημιουργεί έναν άλλο κόσμο, μιαν άλλη πραγματικότητα, μακριά από φυσικούς η κοινωνικούς

12. Ernst Cassirer, Η παιδευτική αξία της τέχνης, μτφρ. Γ. Λυκιαρδόπουλος, Α-θήνα, εκδ. Έρασμος, 1994, σ. 37.

13. Thomas Mann, Δοκίμια πάνω σε Τρεις Δεκαετίες - Essays of Three Decades, Λονδίνο 1947, σ. 422. Την παραπομπή δανείζομαι από τη μελέτη Κ. Κ. Ruthyen, ο Μύθος, μτφρ. I. Ράλλη - Κ. Χατζηδήμου, Αθήνα, εκδ. Ερμής, 1976, σ. 86.

14. C. G. Jung, Collected Works, V, σ. 24, στη μελέτη Κ. Κ. Ruthyen, ό.π.

Page 163: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

καταναγκασμούς και σύμφωνα με τις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου λει-τουργώντας μ' αυτό τον τρόπο ψυχοθεραπευτικά. Γιατί η παραμυθική αφήγηση αναγνωρίζει στη δοσμένη πραγματικότητα κάθε προοπτική και με μια τέτοια δυναμική θέαση του κόσμου κατασκευάζει έναν άλλο χρόνο στον οποίο η επι-θυμία αποβαίνει πράξη, η πραγματικότητα παύει να είναι κοινή και μονοσή-μαντη, αποδίδεται το βάθος των πραγμάτων, τα πάντα τοποθετούνται στην πρωταρχική τους διάσταση.

Δεν πρόκειται επομένως για τον ευθύγραμμο χρόνο, όπως βιώνεται ομοιό-μορφα από όλους, αφού ο παραμυθικός χρόνος είναι ένας χρόνος που δημιουργεί μιαν άλλη πραγματικότητα, διορθώνει την παρούσα και αποκαθιστά την πρω-ταρχική τάξη. Ένας χρόνος ανακωχής με την παρούσα πραγματικότητα της αλλοτρίωσης, ο λυτρωτικός χρόνος της αποενοχοποίησης του ακροατή, χρόνος πρωτογενούς αφέλειας και αθωότητας. Πρόκειται για μια διαδικασία «αντικει-μενικοποίησης του υποκειμενικού κόσμου»15 κατά την έκφραση του Μ. Με-ρακλή.

Η παραμυθική αφήγηση υπερβαίνει λοιπόν τα στενά περιοριστικά όρια της πραγματικότητας και του χρόνου, προβάλλοντας την υποκειμενική πραγματι-κότητα, το βιωματικό χρόνο. Μόνο αν υπερβούμε την πραγματικότητα μπο-ρούμε να συλλάβουμε τη βαθύτερη ουσία της, το «δυνάμει» που κλείνει μέσα της. «Μόνο καταργώντας την πραγματικότητα μπορεί η αφηρημένη σκέψη να τη συλλάβει, και κατάργηση, άρση της πραγματικότητας, σημαίνει τη μετα-τροπή της σε δυνατότητα. Ολα όσα λέγονται για την πραγματικότητα στη γλώσσα της αφαίρεσης και μέσα στη σφαίρα της αφηρημένης σκέψης, λέγον-ται μέσα στη σφαίρα της δυνατότητας»16, υποστηρίζει ο Kierkegaard. Έτσι, κατά τον υπαρξιστή φιλόσοφο, το παραμύθι είναι απλώς «μια υποθετική φράση που γράφεται στην οριστική»17. «Αυτή η δυνατότητα ακολουθεί σαν σκιά τον καθένα και αλλάζει το χαρακτήρα της ζωής του διότι κάθε νέα δυνατότητα που έχει η ύπαρξη, ακόμα και η λιγότερο πιθανή, μεταμορφώνει ολόκληρη την ύπαρξη», διαβεβαιώνει ο Κούντερα στο τελευταίο έργο του «Η βραδύτητα»18.

Μέσα από τον παραμυθικό λόγο μας δίνεται ο χρόνος στον οποίο αναγνω-ρίζουμε στην επιθυμία μας το δικαιωμα να πραγματοποιηθεί, ανιχνεύουμε το

15. Μ. Μερακλής, «Η αισθητική του παραμυθιού», στο Έντεχνος λαϊκός λόγος, Α-θήνα, εκδ. Καρδαμίτσα, 1993, σ. 155.

16. Σ. Κίρκεγκααρντ, «Ύπαρξη και πραγματικότητα», μτφρ. Ν. - Χ. Μπανάκου-Κα-ραγκούνη, Ευθύνη 166 (Οκτ. 1985) 544.

17. J. Mollehave, Η. C. Andersens Salt, σ. 34 στο Μ. Γεωργίου-Νίλσεν, Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας Άντερσεν, Αθήνα, εκδ. Καστανιώτης, 1994, σ. 169.

18. Μίλαν Κούντερα, Η βραδύτητα, μτφρ. Σεραφείμ Βαλέντζας, Αθήνα, εκδ. Εστία, 1996, σ. 46-47.

Page 164: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

«Είναι που-απαιτεί-να-ειπωθεί (un être-à-dire)»19 σύμφωνα με τη φαινομε-νολογική προσέγγιση του Paul Ricoeur, το θαύμα που μπορεί να κρύβεται μέσα στην καθημερινότητα. Γιατί, όπως παρατηρεί ο Ι. Θ. Κακριδής, ο ποιη-

τής, ο λαός και τα παιδιά παίρνουν τον κόσμο σα θάμα και θέλουν να χαρούν τα πάντα ανυπότακτα. Τότε τίποτε δεν υποτάσσεται σε κάτι άλλο, αλλά τα πάντα προβάλλουν μπροστά μας παρατακτικά, ελεύθερα από υπόταξη και η κάθε στιγμή ξεδιπλώνει αυτόνομα τη δυναμική της.

Πρόκειται για τη «στιγμή του πάθους και της δράσης, τη στιγμή όταν το δρων πρόσωπο γνωρίζοντας, με ένα μη αντιπροσωπευτικό τρόπο, τι αυτός

η αυτή μπορεί να κάνει, στην πραγματικότητα το κάνει»20, επισημαίνει ο Paul Ricoeur αναφερόμενος στον αφηγηματικό χρόνο και την «κατασκευή παρόν-τος» των αφηγήσεων. Αυτή είναι «η στιγμή, κατά την οποία, η πράξη που ήταν δυνατή γίνεται πιο υπαρκτή, κινούμενη προς την ολοκλήρωσή της»21. Στο σημείο αυτό αρχίζει η προσωπική μας πορεία προς τον αρχέγονο χρόνο, το χρόνο της αθωότητας, της υπαρξιακής εμβάθυνσης, που αποβαίνει τελικά ο χρό-νος της επικοινωνίας με τους άλλους, ο χρόνος κατά τον οποίο περνάμε απ' το «εγώ» στο «εμείς» και η ατομική ψυχή συνδέεται με την ψυχή του συνόλου.

Πρόκειται για τον κοινό, το «δημόσιο χρόνο», κατά τον Ricoeur, που υπο-στηρίζει: «Η τέχνη της αφήγησης δεν προφυλάσσει μόνο τη μέσα-στο-χρόνο ύπαρξη από την ισοπέδωση της από τον μετρημένο, ανώνυμο και μεταμορφω-μένο σε πράγμα χρόνο, αλλά ότι προκαλεί επίσης την κίνηση από τον αντικει-μενικό χρόνο προς τη γνήσια χρονικότητα» 22- και αλλού: «Αυτός ο δημόσιος χρόνος, όπως διαπιστώσαμε, δεν είναι ο ανώνυμος χρόνος της συνήθους αναπα-ράστασης, αλλά ο χρόνος της αλληλεπίδρασης. Με τη σημασία αυτή ο αφηγη-ματικός χρόνος είναι εξαρχής χρόνος του είναι-με-τους-άλλους»23.

Στο ίδιο άλλωστε φιλοσοφικό ρεύμα της φαινομενολογικής σχολής σκέ-ψης κινούμενος ο Γάλλος Maurice Merleau-Ponty διαπιστώνει πως «η ρι-ζική συνείδηση της υποκειμενικότητας με κάνει να ανακαλύψω ξανά άλλες υπο-κειμενικότητες»24. Αυτή η ριζική συνείδηση της υποκειμενικότητας υποστασιο-ποιημένη στο παραμύθι, καταργεί το χρόνο στη στατική του αντίληψη (παρελθόν-

19. Paul Ricoeur, Περί ερμηνείας, μτφρ. Στέφανου Ροζάνη, Αθήνα, εκδ. Έρασμος, 1988, σ. 29.

20. Paul Ricoeur, Η αφηγηματική λειτουργία, μτφρ. Β. Αθανασόπουλος, Αθήνα, εκδ. Καρδαμίτσα, 1990, σ. 113-114.

21. Βλ. Claude Bremond, «La logique des possibles narratifs» (H λογική των δυνατών αφηγήσεων), Communications 8 (1966) 60-76, στο Ρ. Ricoeur, ό.π.

22. Paul Ricoeur, ό.π., a. 133. 23. Ό.π., σ. 147-148. 24. M. Merleau-Ponty, «Το φάντασμα μιας καθαρής γλώσσας», μτφρ. Καλλίας, Επο-

πτεία 49 (1980) 599.

Page 165: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

θόν-παρόν-μέλλον) και μέσα απ' την αυθεντική ενατένιση ενοράται τον αρχέ-γονο χρόνο. Γιατί το παραμύθι έχει θεωρηθεί ως το «αρχέτυπο της ανθρώπι-νης αφηγηματικής τέχνης» 25.

Αυτός ο αρχέγονος χρόνος, σύμφωνα με τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο Χάιντεγκερ, μπορεί να τοποθετηθεί στο μέλλον οπότε τα πάντα εξιδανικεύον-ται και ενοποιούνται χάρη στη δημιουργική δύναμη της φαντασίας που υπερ-βαίνει τις χρονικές συμβάσεις. «Ο χρόνος χρονίζεται πρωταρχικά με βάση το μέλλον»26, σύμφωνα με τη χαϊντεγκεριανή διαπίστωση. «Ο Χάιντεγκερ πιστεύει ότι αναδείχνοντας το συνθετικό έργο της υπερβασιακής φαντασίας ως αρχέ-γονο ενοποιητικό πλάσιμο (Ein-bilden) των τριών χρονικών διαστάσεων —πα-ρόντος, παρελθόντος και μέλλοντος— έχει φτάσει στη ρίζα όπου θεμελιώνεται η ίδια η υπερβασιακή φαντασία: αυτή η ρίζα είναι ο αρχέγονος χρόνος ιδωμέ-νος ως καθαρός αυτοεπηρεασμός»27, διαπιστώνει ο Γ. Τζαβάρας επιχειρώντας να προσεγγίσει ψυχαναλυτικά τον φιλόσοφο.

Αυτόν τον αρχέγονο χρόνο ως αποτέλεσμα φαντασιακής σύλληψης και αυ-τοεπηρεασμού, εκφράζει η παραμυθική αφήγηση καταργώντας τα σύνορα του χρόνου. Ετσι, το παραμύθι αρχίζει αρνούμενο να προσδιορίσει το χρόνο («Μια φορά κι έναν καιρό...»).

Ο παραμυθικός λόγος, με τις «ολισθηρές του λέξεις», για να μεταχειρι-στούμε την επιτυχημένη έκφραση «slippery words»28 που χρησιμοποιεί ο Α γ -γλος θρησκειολόγος Rogerson περιγράφοντας το μύθο, διολισθαίνει λοιπόν στην άλλη πραγματικότητα, στον άλλο χρόνο. Πρόκειται για το χρόνο των αυθεντι-κών επικοινωνιακών σχέσεων, της νομιμοποίησης της επιθυμίας, χρόνο κάθαρ-σης και εξαγνισμού, αναγνώρισης της μοναδικότητας του ατόμου.

Γιατί ο χρόνος της παραμυθικής αφήγησης είναι ο χρόνος που αποκαθι-στά μια βιωματική σχέση με τα πράγματα, παρέχει στον άνθρωπο την ελευ-

θερία να κινητοποιεί ολόκληρη την ύπαρξή του, να στοιχειοθετεί την ταυτότητά του, να βάζει τάξη στον κόσμο γύρω του. Είναι ο χρόνος που «δίνει όνομα στο Ακατανόμαστο»29 καθώς μέσα από τον παραμυθικό λόγο αναγνωρίζεται το «δυ-νάμει» των πραγμάτων.

25. R. Retsch, Wesen und Formen der Erzählkunst, Halle 1942, σ. 53, στο Ε. Αυ-δίκος, Το λαϊκό παραμύθι - Θεωρητικές προσεγγίσεις, Αθήνα, εκδ. Οδυσσέας, 1994, σ. 29.

26. «Kant und Metaphysik», σ. 181, Sub σ. 326-331. στο Γ. Τζαβάρας, Ο καντια-νός χρόνος..., ό.π., σ. 84.

27. Γ. Τζαβάρας, ό.π. 28. J. Rogerson, «Slippery Words: Myth», στο Sacred Narrative. Reading in the

theory of Myth (εισαγωγή-επιμέλεια A. Dundes), Berkeley-Los Angeles-London 1984, σ. 62. Την παραπομπή δανείζομαι από το βιβλίο Ε. Αυδίκος, ό.π., σ. 110.

29. Η. Marcuse, «Η τέχνη, Μορφή της πραγματικότητας», μτφρ. Σ. Μπεκατώρος, Εποπτεία 76 (1983) 157.

Page 166: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Γιατί, όπως λέει ο Τζέιμς Τζόις (James Joyce) στο «Αγρύπνια του Φί-νεγκαν», «καθώς όλα αυτά τα συμβάντα είναι εντελώς αδύνατα, πιθανόν να είναι σαν και εκείνα που ίσως έχουν συμβεί καθώς και κάποια άλλα που ίσως κά-ποτε γίνουν, τα οποία όμως ποτέ δεν έλαβαν σάρκα και οστά».

Καταφεύγουμε επομένως στον παραμυθικό χρόνο προκειμένου να επιβά-λει ο άνθρωπος το ουσιαστικό του πρόσωπο μέσα στο σύγχρονο πολιτισμό και να ξανακερδίσει το χαμένο χρόνο.

Page 167: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΙΣΜΟΥ

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΔΑΜΙΑΝΟΥ

Το παραμύθι πολύ νωρίς άτυπα η μέσα από το σύστημα εκπαίδευσης χρησι-μοποιήθηκε ως μέσο συναισθηματικής αγωγής και παιδαγωγικής πρακτικής. Αλλοτε διατηρήθηκε στη λαϊκή του διατύπωση ως «απλή μορφή»1, όπως λει-τούργησε πρωτογενώς στις αγροτικές κοινωνίες, και άλλοτε μεταπλάστηκε σε έντεχνες μορφές λόγου η άλλα συνθετότερα είδη. Οι παιδαγωγοί πάντως που ασχολήθηκαν μ' αυτό, ανεξάρτητα από τον τρόπο που πρότειναν για την προ-σέγγιση και την αξιοποίηση του, συμφώνησαν ότι είναι το είδος του λαϊκού λόγου που προσιδιάζει στην παιδική ηλικία.

Στην Ελλάδα πνευματικοί άνθρωποι και παιδαγωγοί αντιμετώπισαν το πα-ραμύθι ως παιδαγωγικό μέσο, όπως και γενικότερα την παιδεία, μέσα από το πρίσμα των γενικότερων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που καθόριζαν τις εκ-παιδευτικές συντεταγμένες και τον επιστημονικό τους προσανατολισμό.

Στα μέσα του 19ου και μέχρι τις αρχές του 20ού αι. κύριος στόχος της κρατικής παιδείας ήταν η διδασκαλία της γλώσσας μέσα από τη λειτουργία της κάθε εκπαιδευτικής βαθμίδας ως προπαρασκευαστικής της επόμενης2. Η δ η όμως στο τέλος του 19ου αι. πνευματικοί άνθρωποι διακρίνουν την ανάγκη της αναμόρφωσης και του εκσυγχρονισμού της ελληνικής παιδείας. Τα νέα επιστη-μονικά επιτεύγματα της Δύσης και γενικά η πρόοδος των επιστημών αποτε-λούν το στόχο μιας νέας οπτικής της εκπαίδευσης, η οποία μπορεί να εκφρα-στεί μόνο μέσω ενός «νέου» γλωσσικού οργάνου απαλλαγμένου από το βάρος του κλασικισμού και της θεωρητικολογίας. Οι δημοτικιστές πράγματι γίνον-ται οι εκφραστές της νέας προοπτικής της παιδείας με τις συγκεκριμένες θέ-σεις τους για το περιεχόμενο και τους στόχους της εκπαίδευσης.

Θεμελιώδες αίτημα του Δημοτικισμού είναι η είσοδος της δημοτικής γλώσ-σας στο σχολείο και η αναμόρφωση της παιδείας, ξεκινώντας από το Δημο-

1. Ο όρος ανήκει στον Andre Jolies, γαλλ. μετάφραση του Α. M. Buguet, Formes Simples, Paris 1972.

2. Το Αλφαβητάρι με τον ήλιο, επιμέλεια Αλ. Δημαρά, Αθήνα, Ερμής, 1987, σ. ιβ'.

Page 168: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Δημοτικό. Η αλλαγή έπρεπε να συνοδευτεί από νέα βιβλία με ιδιαίτερο βάρος στο αλφαβητάριο και τα αναγνωστικά του Δημοτικού3.

Το 1905 το περιοδικό «Νουμάς» προκηρύσσει διαγωνισμό για τη συγ-γραφή αλφαβηταρίου στη δημοτική4. Το βραβευμένο «Αρφαβητάρι», που προ-κύπτει, είναι γραμμένο στη δημοτική αλλά δεν ξεφεύγει πολύ από τα καθιερω-μένα. Ωστόσο είναι το πρώτο που περιέχει αινίγματα και παροιμίες σε παρα-δοσιακό λόγο. Το επίσημο κράτος με νόμο του 1907 καθιερώνει τη μονοπώ-ληση των διδακτικών βιβλίων από το κράτος και την έγκριση ενός μόνο βι-βλίου κατά τάξη. Το 1910 εγκρίνεται το πρώτο κρατικό αλφαβητάριο, το οποίο δεν διαφέρει στη μέθοδο και το περιεχόμενο από τα παλαιότερα.

Το 1910 συστήνεται επίσης ο Εκπαιδευτικός Όμιλος5 ως αποτέλεσμα της ώριμης απόφασης πνευματικών ανθρώπων για την πρακτική εφαρμογή επιστη-μονικών απόψεων γύρω από την εκπαίδευση με την ίδρυση ενός πρότυπου δη-μοτικού σχολείου στην Αθήνα. Στο ιδρυτικό του κείμενο διατυπώνονται οι γε-νικές αρχές του Ε.Ο. μεταξύ των οποίων «να δώση στον τόπο μας, μαζί με

την καταλληλότερη για τα ελληνόπουλα παιδαγωγική μέθοδο, το πρότυπο αλφα-βητάριο, τα πρότυπα διδακτικά βιβλία και τα μορφωτικά και βοηθητικά του δασκάλου βιβλία [...] και στο τέλος [...] παιδιά μ' ανεπτυγμένο χαρακτήρα και νόηση με όρεξη και τη δύναμη να μάθουν γιατί θα κατέχουν και το όργανο κάθε προόδου, τη μητρική γλώσσα»6. Παράλληλα προγραμματίζεται έκδοση βιβλίων, εφημερίδας και περιοδικού στη δημοτική γλώσσα.

Στις απόψεις των δημοτικιστών ιδιαίτερη θέση κατέχει ο λαϊκός (παρα-δοσιακός) λόγος ως ανεκτίμητη και ανεξάντλητη πνευματική δεξαμενή, από όπου τροφοδοτείται η δημοτική γλώσσα7. Οι αρχές του 20ού αι. είναι η εποχή της αναγνώρισης και επίσημα της λαϊκής έκφρασης με τη δημιουργία έδρας της Λαογραφίας —ως νέας επιστήμης— στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από τον Ν. Πολίτη το 1904. Σε σύντομο χρονικό διάστημα δημιουργείται το Λαογρα-φικό Αρχείο (1908) και εκδίδεται το περιοδικό «Λαογραφία» (1909) στο οποίο, όπως και σε άλλα της εποχής, αποθησαυρίζονται δημιουργήματα του λαϊκού λόγου.

3. Ευαγγ· Κοκκίνη, Δημήτρης Γληνός, 1882-1943 - Τα αναγνωστικά τον Δημοτικού Σχολείον, 1910-1920, Αθήνα, Φιλιππότης, 1989, σ. 45.

4. Την κριτική επιτροπή του περιοδικού αποτελούν ο Ψυχάρης, ο Πάλλης και ο Πα-λαμάς.

5. Για τον Εκπαιδευτικό Όμιλο βλ. Μάρκου Τσιριμώκου, Ιστορία τον Εκπαιδευτι-κού Ομίλου, Αθήνα 1927. Από τα ιδρυτικά του μέλη ο Δελμούζος, ο οποίος με τον Δ. Γληνό και τον Μ. Τριανταφυλλίδη αποτέλεσε τον βασικό πυρήνα που εισηγήθηκε εκπαιδευτικές αλλαγές.

6. Δελτίο Εκπαιδευτικού Ομίλου 1 (1911) 3 κ.ε. 7. Δ. Γληνού, Έθνος και γλώσσα, Αθήνα, Αθηνά, 1976, σ. 20.

Page 169: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Από τα είδη του λαϊκού λόγου το παραμύθι ιδιαιτέρως ήταν εκείνο που είχε επανειλημμένα απασχολήσει τους παιδαγωγούς ως μέσο διαπαιδαγώγησης της παιδικής ψυχής μέσα και έξω από το σχολείο. Στη Γερμανία κατ' αρχάς με τους αδελφούς Grimm ξεκινά η προσπάθεια συλλογής και καταγραφής λαϊ-κών παραμυθιών. Το έργο των Grimm πρόσφερε ένα σώμα παραμυθιών από το οποίο προέκυψαν μεταγενέστερες εκδόσεις προσαρμοσμένες για παιδιά. Στην Ελλάδα η πρώτη προσπάθεια καταγραφής λαϊκών παραμυθιών έγινε από τον Αυστριακό Georg von Hahn το 1864, που εξέδωσε στη Λιψία ελληνικά και αλβανικά παραμύθια. Ακολούθησαν οι συλλογές του Jean Pio (Κοπεγχάγη 1879), του Σακελλαρίου «Κυπριακά» (1891) κ.ά., καθώς και η δημοσίευση πα-ραμυθιών σε περιοδικά της εποχής όπως το «Δελτίον της Ιστορικής και Εθνο-λογικής Εταιρείας της Ελλάδος», τα «Νεοελληνικά Ανάλεκτα Παρνασσού» κ.ά. Παράλληλα με τη συλλογή άρχισε και η μελέτη των παραμυθιών ως μέσου για τη διαμόρφωση της παιδικής ψυχής.

Στη Γερμανία αξιόλογοι παιδαγωγοί όπως ο Ziller και ο Rein8 υποστη-ρίζουν με ζήλο την παιδαγωγική αξία του παραμυθιού και την είσοδό του στο δημοτικό σχολείο. Ο Ziller συγκεκριμένα επέλεξε από τη συλλογή των αδελ-φών Grimm δώδεκα παραμύθια, τα οποία θεώρησε κατάλληλα για τη συναι-σθηματική ωριμότητα και αντιληπτική ικανότητα των παιδιών και τα πρότεινε να διδάσκονται στο πρώτο έτος της εκπαίδευσής τους. Ο Rein στη συνέχεια βελτίωσε το corpus αυτό επιμένοντας στην ίδια άποψη της σχολικής διδασκα-λίας9.

Στην Ελλάδα μαθητές και οπαδοί των Γερμανών υποστηρικτών των πα-ραμυθιών, δημοτικιστές δάσκαλοι ακολουθούν το παράδειγμά τους. Το 1909 εκδίδεται στη Σμύρνη από τους Δ. Γεωργιακάκι και Δ. Παυλίδη το σχολικό βιβλίο «Παραμύθια ήτοι αναγνωστικόν βιβλίον δια το β' εξάμηνον του Α' σχο-λικού έτους και το α' εξάμηνον του Β' σχολ. έτους», όπου περιλαμβάνονται ελληνικά και ξένα —μεταφρασμένα βεβαίως— παραμύθια, ως αποκλειστική γλωσσική ύλη. Το βιβλίο αυτό λειτουργεί πολύ καλά στο σχολείο. Ο Γεωργια-κάκις σε άρθρο του υποστηρίζει ότι «ουδεμία υπάρχει αμφιβολία ότι το κάλ-λιστον όπερ έχομεν να παράσχωμεν εις παίδας του πρώτου Σχολικού είναι τα παραμύθια [διότι είναι ύλη] καθαρώς παιδική, [ανάλογη με την αντιληπτική δύναμη του παιδιού] εκ της πατρίδος του μαθητού ειλημμένη, ως περιέχουσα ζώα, φυτά, αντικείμενα, ενεργείας και καταστάσεις τελείως τας αυτάς η κατά

το πλείστον όμοιας προς τας εν τη πατρίδι του μαθητού, ηθικώς μορφωτική,

8. W. Ziller, Jahrbuch des Vereins für wissenschaftliche Pädagogik, 1869 και T. Rein, Theorie und Praxis des Volkschulunterrichts, Das erste Schuljahr, Dresden 1885.

9. Χαρίσιου Παπαμάρκου, Τα αναγνωστικά βιβλία των μικρών ελληνοπαίδων, Α-Β, Αθήνα 1897. Οι σ. 373-420 του Β' τ. αφιερώνονται στο παραμύθι.

Page 170: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

διδακτική, κλασική και κατά την αρχήν των σταδίων του πολιτισμού έκλελε-γμένη»10. Ο Δ. Γληνός στη βιβλιοκρισία του στο «Δελτίο Εκπαιδευτικού Ομί-λου» για το ίδιο βιβλίο φαίνεται μάλλον επιφυλακτικός για το αν «τα παρα-μυθία είναι η πιο κατάλληλη, η μόνη όλη που πρέπει να διαβάζουν τα παιδιά» και επισημαίνει ότι από τα δώδεκα περιλαμβανόμενα στο βιβλίο παραμύθια μόνο τα δύο είναι «καθαρώς ελληνικά». Ο ίδιος προτιμά τα «καθαρώς ελληνικά» και υπογραμμίζει ως σοβαρό μειονέκτημα της ελληνικής παιδείας την απουσία ενός έργου ανάλογου με τη συλλογή των Grimm απ' όπου θα μπορούσε ο Έλληνας συγγραφέας αναγνωστικού βιβλίου να επιλέξει. Ευελπιστεί στον Ν. Πολίτη για το έργο αυτό11.

Παρά τις κάποιες επιφυλάξεις που διακρίνονται στη βιβλιοκρισία του Γλη-νού, ο Εκπαιδευτικός Ομιλος σε υπόμνημα που υποβάλλει προς το Κεντρικό Εποπτικό Συμβούλιο της Δημοτικής Εκπαιδεύσεως σχετικά με τα αναγνωστικά προτείνει: «Στη διδασκαλία της αναγνώσεως, μάλιστα στα πρώτα χρόνια, κυ-ριότερος σκοπός δεν είναι ν' αυξηθούν οι γνώσεις του παιδιού, παρά η πρόοδος του στην τέχνη της αναγνώσεως. Γι' αυτό το αναγνωστικό πρέπει πιο πολύ να υπηρετεί τη συγκέντρωση και την επανάληψη είτε στα φρονηματιστικά είτε στα πραγματικά μαθήματα, αφίνοντας έτσι καιρό στην κυρίως ανάγνωση και τη γλωσσική επεξεργασία του περιεχομένου. Θα μπορούσε λοιπόν να δοθεί η ύλη της αναγνώσεως στην Α' τάξη το Β' εξάμηνο (και το Α' εξάμηνο στην Β' τάξη) παραμύθια»12.

Τη γνώση του και το συγκεκριμένο ενδιαφέρον του για το παραμύθι εκ-δηλώνει και ο Α. Δελμούζος όπως αποκαλύπτεται από την αλληλογραφία του με την Π. Δέλτα. Όταν εκείνη του ζητά πληροφορίες για τα παραμύθια, ο Δελ-μούζος της γράφει ότι έδωσε «υλικό έτοιμο για το β' μέρος του Αλφαβητά-ριου, το Αναγνωστικό, δημοτικά παραμύθια»13, υιοθετώντας τις απόψεις των Ziller και Rein.

Το ελληνικό κράτος από την άλλη μεριά αγνοεί εντελώς τη λαϊκή λογοτε-χνία στα επίσημα κρατικά βιβλία. Μετά βίας συγκατανεύει στη χρήση της γνή-σιας δημοτικής γλώσσας «μόνον εις τα ποιήματα και τας παροιμίας»14 στην προκήρυξη για το πρώτο κρατικό αλφαβητάριο του 1907.

Αμφιταλαντευόμενες ωστόσο είναι οι απόψεις του Χαρ. Παπαμάρκου, γενικού γραμματέα του ΥΠΕΠΘ και επιθεωρητή σχολείων στο τέλος του 19ου

10. Επετηρίς του Ελληνογερμανικού Λυκείου Σμύρνης, Β' (Σμύρνη 1907-8) 17-21. 11. [Δ. Γληνός], «Παιδαγωγική Φιλολογία», Δελτίο Εκπαιδευτικού Ομίλου 2 (1912)

142-146. 12. Δελτίο Εκπαιδευτικού Ομίλου, ό.π., 212. 13. Αλληλογραφία της Π. Σ. Δέλτα, 1906-1940, επιμέλεια Ξ. Λευκοπαρίδη, Αθήνα,

Εστία, [1957], σ. 214. Το ίδιο επιβεβαιώνει και ο [Δ. Γληνός], ό.π., 144. 14. Ευαγγ. Κοκκίνη, ό.π., σ. 53.

Page 171: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

αι., ο οποίος εκφράζεται άλλοτε θετικά για τα παραμύθια και άλλοτε εξαπο-λύει έντονη κριτική. Στο Αναλυτικό Πρόγραμμα των μαθημάτων του πλήρους Δημοτικού σχολείου το 1890 προκειμένου περί της Α' Δημοτικού, γράφει: «οι μαθηταί οφείλουσι να ονομάζωσιν ορθώς τα πράγματα, να παρατηρώσιν ακρι-βώς [...]. Ένθα δε παρέχεται αφορμή δέον να παρενείρωνται μικρά διηγήματα, μύθοι, παραμύθια, αινίγματα, στίχοι και άσμάτια»15. Λίγα χρόνια αργότερα όμως, το 1897, στο αναλυτικό έργο του «Τα αναγνωστικά βιβλία των μικρών ελληνοπαίδων» είναι απολύτως αρνητικός για την παιδαγωγική αξία του πα-ραμυθιού, πολύ περισσότερο δε της εισαγωγής του στο σχολείο, η οποία θα μετέβαλε το δάσκαλο «εις γραΐδιον υπόσαθρον παραμυθολόγον και το σπου-δαίον και σοβαρόν έργον της διδασκαλίας εις έργον παιγνιώδες»16. Το μόνο που παραδέχεται ο Παπαμάρκου είναι η αφήγηση του παραμυθιού να γίνεται στο σπίτι το πολύ από τη μητέρα, γιαγιά η τροφό17.

Εκτός από τη σχολική χρήση, το παραμύθι χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα από τους δημοτικιστές και ως εξωσχολικό βιβλίο. Τα μέλη του Εκπαιδευτικού Ομί-λου αναγγέλουν το 1911 τη δημιουργία επιτροπής για την έκδοση «βιβλίων

για τους έλληνόπαιδες»18. Με τη γενική εποπτεία του Μανόλη Τριανταφυλλίδη19

λειτουργεί η «Παιδική Βιβλιοθήκη», η οποία ολοκληρώνει την έκδοση εννέα βιβλίων για τα παιδιά. Σ' αυτά περιλαμβάνονται: «Τα κοράλλια» του Δανού Έβαλτ, σε μετάφραση Αλ. Δελμούζου το 1913, τα οποία χαρακτηρίζονται «πα-ραμυθάκι», και τα «Παραμύθια» επίσης του Έβαλτ σε μετάφραση Δελμού-ζου το 1915. Τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο είναι φυσιογνωστικού περιε-χομένου ιστορίες σύμφωνες με το πνεύμα των δημοτικιστών. Στην ίδια σειρά ανήκει επίσης της Π. Δέλτα το «Παραμύθια και άλλα» (1915) που περιλαμ-βάνει ιστορίες φρονηματιστικού χαρακτήρα και εκτός «Βιβλιοθήκης» το «Πα-ραμύθι χωρίς όνομα» (1910), μια αλληγορική ιστορία για το ιστορικό παρελ-θόν της Ελλάδας με εξωτερικά χαρακτηριστικά παραμυθιού.

Από όσα μέχρι τώρα εκτέθηκαν φαίνεται ότι ο χαρακτηρισμός παραμύθι δίνεται αδιακρίτως σε παιδικά αναγνώσματα με εύληπτο και παιδαγωγικό πε-ριεχόμενο, χωρίς να πρόκειται υποχρεωτικά για λαϊκά παραμύθια. ·

Η Π. Δέλτα, που τα βιβλία της χαρακτηρίζονται επιτυχημένα την εποχή

15. Χαρίσιου Παπαμάρκου, Αναλυτικόν πρόγραμμα των μαθημάτων του πλήρους Δη-μοτικού Σχολείου των Αρρένων κατά τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια, Αθήνα 1890, σ. 22.

16. Χαρίσιου Παπαμάρκου, Τα αναγνωστικά..., ό.π., τ. Β', σ. 412. 17. Ό.π., σ. 377. 18. Δελτίο Εκπαιδευτικού Ομίλου 3 (1911) και Αλ. Δημαρά, «Βιβλία για τα ελληνό-

πουλα: η παιδική βιβλιοθήκη του Εκπαιδευτικού Ομίλου», συλλογικός τόμος «Μνημοσύνης θρέμματα» - Αφιέρωμα στη μνήμη του Α. Μωραΐτη, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πο-λιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1993, σ. 295.

19. Ό.π., σ. 292.

Page 172: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

αυτή, ενδιαφέρεται για «δημοτικά παραμύθια που μπορούν να διορθωθούν για παιδιά»20, και ζητεί τις υποδείξεις του Δελμούζου, που την παραπέμπει σε συλ-λογές λαϊκών παραμυθιών της εποχής 21. Ωστόσο η Π. Δέλτα χαρακτηρίζει το υλικό των «Παραδόσεων» του Πολίτη «βρώμικο ή αχρείο ή κουτό»22, εξηγών-τας ότι το υλικό αυτό δεν είναι κατάλληλο για παιδιά.

Ωστόσο, αν και κάποιοι δεν διέκριναν στο παραμύθι φρονηματιστικό πε-ριεχόμενο και καταλληλότητα, άλλοι θεώρησαν το λαογραφικό υλικό, που ήταν συγκεκριμένο την εποχή αυτή, ως πηγή έμπνευσης για το παιδικό βιβλίο. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη στο άρθρο της «Τί διαβάζουν τα παιδιά μας» προτρέ-πει: «Οι πλούσιοι τόμοι της 'Λαογραφίας' του Ν. Πολίτη θα μάς δώσουν χίλια θέματα για διηγήματα βγαλμένα από τη φυλή μας, από το πνεύμα το ελλη-νικό [,..]»23. Η συνηθέστερη περίπτωση πράγματι είναι ο δανεισμός στοιχείων από το λαϊκό παραμύθι η η ελεύθερη μετάπλαση τους σε παιδαγωγικές ιστορίες. Τέτοια είναι η περίπτωση του Δημοσθένη Ανδρεάδη, ο οποίος το 1914 εκδίδει «Τα παραμύθια της γριάς-Στάθαινας» στα οποία περιλαμβάνονται λαϊκές πα-ραδόσεις και παραμύθια μεταπλασμένα24. Παρόμοια συμβαίνει και με το «Σαν παραμύθι» του Α. Δελμούζου (1911), τα «Παιδικά παραμύθια» του Γ. Δρο-σίνη (3 εκδόσεις) κ.ά.

Το 1917 είναι μια χρονιά επιτυχίας για τον εκπαιδευτικό δημοτικισμό. Η κυβέρνηση Βενιζέλου εγκρίνει την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η οποία περιο-ρίζεται στη δημοτική εκπαίδευση. Με νομοθετικό διάταγμα καθιερώνεται η δι-δασκαλία της δημοτικής στις τέσσερις πρώτες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου και γράφονται τα νέα αναγνωστικά. Τα κορυφαία στελέχη του Εκπαιδευτικού Ομίλου Γληνός, Δελμούζος και Τριανταφυλλίδης τοποθετούνται σε επιτελικές θέσεις του Υπουργείου Παιδείας. Οι επιδιώξεις της νέας ηγεσίας του Υπουρ-γείου Παιδείας διατυπώθηκαν στο πρακτικό της Επιτροπής που συγκροτήθηκε το 1918 για να προχωρήσει στη σύνταξη των αναγνωστικών βιβλίων του Δη-μοτικού. Τα αναγνωστικά βιβλία πρέπει να έχουν λογοτεχνική αξία, να αναφέ-ρονται στην εθνική ζωή και το φυσικό κόσμο. « Η πραγμάτωσις του εθνικού

20. Αλληλογραφία..., ό.π., σ. 214 . 21. Ό.π., σ. 215: «Τελειώτερη συλλογή είναι του Jean Pio" έχουν βγη μόνο 100 αντί-

τυπα και θα τα βρήτε μόνο σε μεγάλη βιβλιοθήκη. Ίσως στο Μόναχο. 2) Hahn: Griechi-sche und Albanesische Märchen 3) Νεοελληνικά ανάλεκτα Παρνασσού (τόμος Β' νομίζω) 4) Κυπριακά Σακελλαρίου 5) Ζωγράφειος αγών 6) Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής

Εταιρείας τόμος Α' 7) Παραδόσεις Α' τόμος Ν. Πολίτη». 22. Ό.π., σ. 214. 23. Γαλάτεια Καζαντζάκη, «Τι διαβάζουν τα παιδιά μας», Δελτίο Εκπαιδευτικού

Ομίλου 3 (1913) 229. 24. Ο Δημ. Ανδρεάδης είναι μέλος της επιτροπής των συγγραφέων του βιβλίου «Το

Αλφαβητάρι», βλ. Το Αλφαβητάρι με τον ήλιο, ό.π., σ. κη'-κθ'.

Page 173: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

σκοπού [...] ιδιαιτέρως επιτυγχάνεται και εμμέσως με το να αντλήσωμεν το περιεχόμενον των βιβλίων κυρίως από την εθνικήν ζωήν, την χώραν και την φύσιν της πατρίδος μας, από τα ήθη και τα έθιμα τα ελληνικά, και από τα πα-ραμύθια, τους θρύλους, τις εθνικές παραδόσεις και αμέσως διά καθαρώς φρο-νηματιστικής και πατριωτικής διδασκαλίας στηριζομένης κυρίως επί της εθνι-κής ιστορίας»25. Στους ίδιους τόνους κινούνται και οι ομιλίες του Δελμούζου προς τους ανώτερους επόπτες και επιθεωρητές των δημοτικών σχολείων (1919)26.

Το 1919 εκδίδεται το νέο αναγνωστικό της Α' Δημοτικού το γνωστό ως «το Αλφαβητάρι με τον ήλιο». Σ' αυτό, αν και απευθύνεται σε μικρά παιδιά, δεν υπάρχουν αυτούσια λαϊκά παραμύθια αλλά κάποια ιστορία μόνον στο ύφος του λαϊκού παραμυθιού. Αντιθέτως, σε άλλο αναγνωστικό της ίδιας εποχής (Δ' Δημοτικού) της Γαλάτειας Καζαντζάκη υπάρχει μετάπλαση λαϊκών παραδό-σεων και παραμυθιών μαζί με άλλες παιδαγωγικού χαρακτήρα ιστορίες.

Παράλληλα, συνεχίζεται η έκδοση έντεχνων παραμυθιών και συλλογών λαϊ-κών παραμυθιών. Στις πρώτες ανήκουν «Οι γύροι της ανέμης» του Γ. Βλαχο-γιάννη (1923), οι «Παραδόσεις και παραμύθια» της Ιουλίας Δραγούμη (1929) —και οι δύο είναι μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου— η επανέκδοση των «Πα-ραμυθιών» του Έβαλτ (1935) κ.ά. Από τις συλλογές λαϊκών παραμυθιών ξε-χωρίζουν αυτές του R. Dawkins27, του Δ. Γρ. Καμπούρογλου (1912) και της Α. Αθανασούλα (1929).

Το 1927 ο Εκπαιδευτικός Ομιλος διαλύεται αλλά τα μέλη του συνεχίζουν τη δημιουργική τους δράση σε δρόμους χωριστούς. Η εκπαιδευτική μεταρρύθ-μιση του 1929 αποκατέστησε τη συνέχεια της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας του 1917 που είχε διακοπεί. Το πνεύμα που διέπει την Εκπαίδευση είναι το ίδιο με του 1917, ενώ τα βήματα της προόδου για ένα αστικό σχολείο γίνονται με αργούς ρυθμούς και παλινδρομήσεις. Οι διατάξεις που ισχύουν για το Δημο-τικό Σχολείο και τα αναγνωστικά είναι σε γενικές γραμμές οι ίδιες με τα ισχύον-τα το 1917 και η χρήση του λαϊκού λόγου και του παραμυθιού ανάλογη.

25. Το Αλφαβητάρι με τον ήλιο, ό.π., σ. 92-93 (Το πρακτικό της επιτροπής του 1918). 26. Αλ. Δελμούζος, Μελέτες και Πάρεργα, 2 τ., Αθήνα 1958: «Πρέπει να χρησιμο-

ποιηθούν οι λαογραφικοί θησαυροί του Πολίτη [...]» και να αξιοποιηθούν από τις δασκάλες του Πειραματικού σχολείου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σ. 163' και προς τους συ-νέδρους του συνεδρίου επιθεωρητών των δημοτικών σχολείων, Αθήνα 1919, «να νιώσουν

οι δάσκαλοι την αξία της δημοτικής και ακόμα ότι με την άγνοια η την περιφρόνησή της το σχολείο δε χάνει μόνο τη γλώσσα του, αλλά και μορφωτικό υλικό πολυτιμότατο για το σκοπό του», από τα «Μαθήματα των ανωτέρων εποπτών», ό.π., σ. 177.

27. Ο R. Μ. Dawkins ασχολήθηκε πολύ νωρίς με το ελληνικό λαϊκό παραμύθι (βλ. «The Twelve Months: A Folk tale from Pontos», Λαογραφία 7 (1923) 285-291) μέσα από τα αρχαιολογικά και γλωσσικά του ενδιαφέροντα. Βασικές συλλογές του: Forty-five stories from the Dodekanese, Cambridge 1950, Modern Greek Folktales, Oxford 1953, More Greek Folktales, Oxford 1953.

Page 174: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Οι δημοτικιστές του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, υποστήριξαν την παι-δευτική αξία του παραμυθιού. Το χρησιμοποίησαν αυτούσιο, στη λαϊκή του έκ-φραση, ως μέσο συναισθηματικής διάπλασης αλλά και ως αναγνωστική άσκηση. Η εκτεταμένη μορφή του λαϊκού παραμυθιού αγνοήθηκε από το σχολικό βιβλίο, πιθανώς παραλείφθηκε και από την προφορική αφήγηση του δασκάλου, παρά τις παραινέσεις του Δελμούζου. Ίσως έφταιξε το γεγονός ότι έλειπε μια αυτο-τελής πλούσια συλλογή λαϊκών παραμυθιών, που περίμεναν οι δάσκαλοι από τους λαογράφους. Ωστόσο το παραμύθι δάνεισε τη φόρμα και τη δομή του σε έντεχνες ιστορίες που χρησιμοποιήθηκαν για τη μετάδοση απλουστευμένων επι-στημονικών γνώσεων στις μικρές ηλικίες. Και πάντως υποστηρίχθηκε από τους δημοτικιστές και στην έντεχνή του μορφή ως εξωσχολικό βιβλίο.

Page 175: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΣΤΙΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΑΠΑΔΙΑ-ΛΑΛΑ

Οι ιστορικές κατηγορίες «παιδί» και «διοίκηση» στην τυπική μορφή τους εμ-φανίζονται ασύγχρονες. Χωρίς να λείπουν περιπτώσεις που παιδιά διατέλεσαν επικεφαλής πολιτικών οργανισμών, κυρίως στο πλαίσιο του θεσμού της κλη-

ρονομικής διαδοχής1, η άσκηση εξουσίας, και μάλιστα αιρετής, σπανίως υπήρξε συμβατή προς την παιδική ηλικία. Ειδικότερα στη Βενετία, η επί αιώνες αναλ-λοίωτη δομή του βενετικού πολιτεύματος, με τα Ισόβια η βραχυχρόνια, αλλά πάντοτε αιρετά και μή κληρονομητά αξιώματα, απέκλειε εκ των πραγμάτων τη διείσδυση στους διοικητικούς μηχανισμούς ατόμων έξω από αυστηρά προ-καθορισμένα κατώτερα όρια ηλικίας2. Πρόκειται για πάγια αρχή, που απαρέγ-κλιτα εφαρμόσθηκε σε όλο το φάσμα της διοικητικής Ιεραρχίας στη μητροπο-λιτική περιφέρεια και αυτούσια μεταφυτεύθηκε στο βενετικό αποικιακό κράτος

στην Ανατολή. Κάτω από τους όρους αυτούς το θέμα «παιδί»3 και «διοίκηση»4 στο βε-

1. Βλ. Jacques Le Goff, «Ο βασιλιάς παιδί στη μοναρχική ιδεολογία της Μεσαιω-νικής Δύσης» (Μετάφραση: Ν. Μαυροκορδόπουλος, Β. Πάτσιου, Ρ. Μπενβενίστε και Π. Πο-λέμη), Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Πρακτικά του Διεθνούς Συμ-ποσίου, Αθήνα 1-5 Οκτωβρίου 1984, τ. Α', Αθήνα 1986, σ. 227-248.

2. Για το βενετικό πολιτικό σύστημα και ειδικότερα τη βενετική πολιτική θεωρία, καθώς και την επίδρασή τους στον ευρωπαϊκό χώρο, βλ., ενδεικτικά, Myron Gilmore, «Myth and reality in Venetian political theory», Renaissance Venice, edited by J. R. Hale, Λονδίνο 1973, σ. 431-444, και William Bouwsma, «Venice and the political education of Europe», στο ίδιο, σ. 445-466.

3. Για την παιδική ηλικία βλ. Φιλίπ Αριές, Αιώνες παιδικής ηλικίας, Αθήνα 1990 (μετάφραση με ορισμένες συντομεύσεις από τα γαλλικά της Γιούλης Αναστοπούλου του πρωτοτύπου: Philippe Ariès, L'enfant et la vie familiale sous Γ Ancient Regime, Παρίσι 21973), Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας..., ό.π. Ειδικότερα για τη θέση του παιδιού στο χώρο της ελληνοβενετικής Ανατολής βλ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, «Το παιδί στην κοινωνία της βενετοκρατούμενης Κρήτης», Κρητικά Χρονικά 27 (1987) 214-227.

4. Για το διοικητικό σύστημα στις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές βλ. συν-θετικά, Αγγελική Πανοπούλου, «Οι Βενετοί και η ελληνική πραγματικότητα. Διοικητική,

Page 176: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

βενετοκρατούμενο ελληνικό χώρο ουσιαστικά περιορίζεται στο ζήτημα της προ-ετοιμασίας ενός παιδιού για την ανάληψη διοικητικών ευθυνών και συνδέεται

άρρηκτα με το βενετικό πολιτικοκοινωνικό σύστημα, και μάλιστα με τα ιδιό-μορφα στοιχεία της εφαρμογής του στις κτήσεις. Χαρακτηριστικό γνώρισμα

του συστήματος, σε σχέση με το ερευνητικό ζητούμενο, υπήρξε η σταδιακή απαγόρευση συμμετοχής του ατόμου στην άσκηση διοίκησης, αν προηγουμέ-

νως δεν παρεμβαλλόταν μια ενδιάμεση διαδικασία, αυτή της αναγνώρισής του ως μέλους των κατά περιοχές ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και, συνακο-

λούθως, της εισαγωγής του στα τοπικά κοινοτικά όργανα, υπό την επωνυμία των συμβουλίων η κοινοτήτων. Επομένως, στους δυο κυρίους ερευνητικούς άξο-

νες, «παιδί» και «διοίκηση», προστίθεται ένας τρίτος, εκείνος των οργανωμέ-νων συλλογικών σωμάτων, που τα μέλη τους, αυτά και μόνο, μπορούσαν να μετέχουν στα διοικητικά πράγματα. Στη συνέχεια και πριν από την τελική σύν-θεση των τριών παραμέτρων, «παιδί», «συλλογικά σώματα», «διοίκηση», σε ένα κοινό σχήμα, θα επιχειρηθεί η συνοπτική παρουσίαση ορισμένων κύριων

χαρακτηριστικών τους. Καταρχάς, η κατηγορία του παιδιού ως μελλοντικού διαχειριστή της εξου-

σίας, οποιουδήποτε βαθμού, δεν κάλυπτε το σύνολο των μελών της κοινωνίας που διένυαν το στάδιο της παιδικής ηλικίας, αλλά περιοριζόταν περίπου στο

ήμισύ τους, καθώς πρόσβαση στους διοικητικούς μηχανισμούς είχαν μόνο οι άρρενες. Επομένως, το παιδί θηλυκού φύλου στη συγκεκριμένη περίπτωση μέ-

νει έξω από το ερευνητικό ενδιαφέρον μας5. Από την άλλη πλευρά, τα χρονικά όρια της «παιδικής ηλικίας» και των ενδιάμεσων σταδίων ως και την «ενηλι-κιότητα», σε σχέση με διάφορα επίπεδα αναφοράς, υπήρξαν ασαφή και όχι ενιαία κατά τόπους και εποχές. Συμβατικά, στο βενετοκρατούμενο ελληνικό χώρο η «παιδική ηλικία» για τα άρρενα μέλη της κοινωνίας έληγε στα δεκα-τέσσερα χρόνια τους. Ωστόσο, τα αγόρια σε ορισμένες περιοχές θεωρούνταν στρατεύσιμοι και υποχρεώνονταν να υπηρετούν στα σώματα των τοπικών πο-λιτοφυλακών από τα δώδεκα μόλις χρόνια, ενώ η καθεαυτή ενηλικιότητα το-ποθετούνταν γενικά στο 18ο ετος6. Από την άλλη, θεσμοθετημένο κατώτερο

εκκλησιαστική, οικονομική οργάνωση — Η διοικητική οργάνωση του βενετοκρατούμενου ελληνικού χώρου», Όψεις της Ιστορίας του βενετοκρατούμενου ελληνισμού. Αρχειακά τε-

κμήρια, επιστημονική επιμέλεια Χρύσα Α. Μαλτέζου, Αθήνα 1993, σ. 281-288. ΣτΙς σ. 306-313 επιλογή της σχετικής βιβλιογραφίας.

5. Για τη θέση της γυναίκας στον υπό εξέταση χώρο βλ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, «Η παρουσία της γυναίκας στις νοταριακές πράξεις της περιόδου της Βενετοκρατίας», Κρητο-λογία 16-19 (1983-1984) 62-79, και της ίδιας, «Η γυναίκα στη βενετοκρατούμενη Κρήτη

με βάση τις νοταριακές πηγές», Αρχαιολογία 21 (Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 1986) 37-40. 6. Βλ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, «Το παιδί...», ό.π., 215-216, όπου και αναλυτικότερα

στοιχεία για την περίοδο της «παιδικής ηλικίας» και της «νεότητας» των αγοριών. Ειδικά

Page 177: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

όριο ηλικίας για τη συμμετοχή του ατόμου στα διοικητικά πράγματα και στην ευρύτερη πολιτική ζωή δεν υφίσταται. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό ενυ-πήρχε, καθώς ταυτιζόταν με εκείνο της εισαγωγής του στο συλλογικό σώμα, που τα μέλη του, κατ' αποκλειστικότητα, είχαν το νομικό δικαίωμα του διοι-κείν. Πρόκειται για τη θεσμική διαδικασία της επίσημης απονομής του οικο-γενειακού η μή τίτλου ευγένειας η αστικότητας, ανάλογα με την περιοχή, και τη συνακόλουθη ένταξη του νέου «τιτλούχου» στα τοπικά συμβούλια η στις το-πικές κοινότητες.

Τα συλλογικά σώματα των ευγενών η πολιτών στις βενετικές κτήσεις της Ανατολής, δημιουργημένα κατ' αναλογία με το Μείζον Συμβούλιο της Μητρό-πολης, περιέλαβαν στους κόλπους τους λιγοστές οικογένειες των εγχώριων κοι-νωνιών, συντελώντας, έτσι, στη διαμόρφωση ενός κλειστού, ισόβιου και κλη-ρονομικού κοινωνικού καθεστώτος, συχνά ανεξάρτητου από τη συγκυριακή οικο-νομική θέση τους. Συστατικό στοιχείο της λειτουργίας των σωμάτων αυτών

αποτελούσε η δυνατότητα πρόσβασης των μελών τους στους διοικητικούς μη-χανισμούς, τα «πολιτικά δικαιώματα», δηλαδή το δικαίωμα να απευθύνονται συλλογικά στις βενετικές Αρχές, να εκλέγουν τους αξιωματούχους της τοπι-κής διοίκησης και να εκλέγονται οι ίδιοι στα κυριότερα από τα τοπικά αξιώ-ματα7.

Κατ' ακολουθία με το μητροπολιτικό και το κατά περιοχές κοινωνικό σχή-μα, και η διοίκηση στο βενετοκρατούμενο ελληνικό χώρο χωρίσθηκε σε δύο επί-πεδα: Στο ανώτερο, στο οποίο μετείχαν αποκλειστικά μέλη του βενετικού Μεί-ζονος Συμβουλίου, και στο κατώτερο, που περιλάμβανε τη σειρά των έμμισθων και άμισθων αξιωμάτων, στην άσκηση των οποίων μετείχαν εγχώριοι, απο-κλειστικά από το ολιγάριθμο προνομιούχο στοιχείο των ενταγμένων στα κατά τόπους συλλογικά σώματα, συμβούλια η κοινότητες8. Με το δεδομένο αυτό γί-νεται φανερό ότι η κατηγορία «παιδί», στην προοπτική της μελλοντικής ανά-ληψης διοικητικών καθηκόντων, εμφανίζεται αριθμητικά εξαιρετικά περιορι-σμένη. Οριοθετείται μέσα στον κύκλο των αρρένων ανήλικων μελών των ευά-ριθμων οικογενειών, που ανήκαν στους θεσμοθετημένους συλλογικούς φορείς των βενετικών κτήσεων στην Ανατολή, σε ένα ταξικά διαχωρισμένο σχήμα,

για τις ηλικίες ένταξης στις πολιτοφυλακές βλ. Ιωάννης Δ. Ψαράς, Ο θεσμός της πολιτο-φυλακής στις βενετικές κτήσεις του ελληνικού χώρου ( 16ος-18ος αι.), Θεσσαλονίκη 1988, σ. 16,33.

7. Συνοπτικά για το θεσμό των συμβουλίων και κοινοτήτων βλ. Αναστασία Παπα-δία-Λάλα, «Οι Έλληνες και η βενετική πραγματικότητα. ιδεολογική και κοινωνική συγ-κρότηση — Η κοινωνία», στο Όψεις..., ό.π., σ. 186-190. Στις σ. 208-214 επιλογή της σχε-τικής βιβλιογραφίας.

8. Βλ. Αγγελική Πανοπούλου, ό.π.

Page 178: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

που υπερέβαινε και συνάμα συνένωνε τις, τυχόν, εθνικές και δογματικές δια-φορές τους9.

Με βάση τα παραπάνω, η πορεία ενός παιδιού προς τη «διοίκηση» προ-υπέθετε την πλήρωση των όρων συμμετοχής του στα τοπικά συλλογικά σώ-

ματα. Οι όροι αυτοί συνδέονταν όχι με προσωπικές πνευματικές η και σωματι-κές ικανότητες, αλλά με στοιχεία άνωθεν προσδιορισμένα και ανυπέρβλητα από

το «άτομο»: το κοινωνικό καθεστώς της οικογένειάς του και τη «νομιμότητα» του γάμου από τον οποίο είχε προέλθει, με το συνακόλουθο αποκλεισμό από την τοπική κοινοτική οργάνωση των νόθων10. Η πιστοποίηση των παραπάνω

γινόταν με βάση αποδεικτικά έγγραφα, που όφειλαν να έχουν συνταχθεί υπέρ των υποψηφίων κατά την παιδική ηλικία τους αλλά και πριν ακόμη από τη γέν-

νηση τους, με τη μέριμνα των γονέων και κηδεμόνων τους. Μεταξύ αυτών, κύ-ρια θέση κατείχαν οι καταγραφές τόσο των γάμων των ήδη μελών των συλλο-γικών σωμάτων όσο και των γεννήσεων και των βαπτίσεων των παιδιών τους

σε ειδικά επίσημα βιβλία. Καθυστερήσεις η παραλείψεις στις καταγραφές μπο-ρούσαν να αποβούν μοιραίες για τη μετέπειτα κοινωνική θέση του παιδιού, με

αποτέλεσμα τον αποκλεισμό του από τη δυνατότητα μελλοντικής συμμετοχής του στα τοπικά διοικητικά πράγματα. Χαρακτηριστικά, ο Βιτσέντζος Κορνά-ρος του Ιακώβου, ο πιθανολογούμενος ως ο ποιητής του «Ερωτόκριτου», από

τη μεγάλη ευγενή βενετοκρητική οικογένεια των Κορνάρων, κινδύνευσε να μην ενταχθεί στην ευγένεια, καθώς γεννήθηκε στα 1553 στην Τραπεζόντα, χωριό

της Σητείας, μακριά από το διοικητικό κέντρο του Χάνδακα, και ο θάνατος του πατέρα του, λίγες ημέρες μετά τη γέννησή του, δεν επέτρεψε την κατα-

γραφή της, σύμφωνα με τις νόμιμες διατάξεις. Ένδεκα χρόνια αργότερα, στα 1564, ο μεγαλύτερος αδελφός του Ιωάννης Φραγκίσκος, μετά και τη δική του ενηλικίωση, μερίμνησε ώστε να κινηθεί η σχετική διαδικασία της «νομιμοποίη-

σης» του Βιτσέντζου, που ολοκληρώθηκε μόλις στα 1566, με την παρέμβαση και του άλλου αδελφού του, του Ανδρέα, γνωστού λογίου και ιδρυτή της Α-

καδημίας των Stravaganti στο Χάνδακα11. Οι κανόνες των καταγραφών των γάμων και των γεννήσεων-βαπτίσεων

συστηματοποιήθηκαν στα τέλη του 16ου αιώνα, στο πλαίσιο των προσπαθειών

9. Βλ. Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, «Ο ποιητής του " Ερωτοκρίτου"», Πεπραγμέ-να του Δ' Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ηράκλειο 29.8-3.9.1976), τ. Β', Αθήνα 1981, σ. 331-338 (αναδημοσίευση στο: Ο ποιητής του «Ερωτοκρίτου» και άλλα βενετό -κρητικά μελετήματα, Ηράκλειο 1989, σ. 259-266).

10. Για τα νόθα παιδιά και τη θέση τους στην κρητική κοινωνία βλ. Χρύσα Α. Μαλ-τέζου, «Το παιδί...», ό.π., σ. 220-222. Βλ. ακόμη, Αναστασία Παπαδία-Λάλα, Ευαγή και νοσοκομειακά ιδρύματα ατή βενετοκρατούμενη Κρήτη, Βενετία 1996, σ. 115-116.

11. Βλ. Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, ό.π., σ. 342-343, 356-372 και 270-271, 284-300.

Page 179: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

για πλέον ορθολογική οργάνωση των κοινοτικών θεσμών σε ολόκληρο σχεδόν το βενετοκρατούμενο ελληνικό χώρο. Χαρακτηριστικά, στα 1590 στην Κρήτη

ορίσθηκε η αυστηρή κωδικοποίηση των παλαιότερων αποσπασματικών διατά-ξεων. Σύμφωνα με αυτήν, στο εξής οι πράξεις των γάμων των Βενετών ευγε-νών του νησιού και των γεννήσεων-βαπτίσεων των παιδιών τους θα έπρεπε να καταχωρίζονται κατά πόλεις σε βιβλία από περγαμηνή, που αποστέλλονταν από

τη Βενετία και φυλάσσονταν στις τοπικές γραμματείες. Επιπλέον, οι πράξεις θα καταγράφονταν και σε ειδικά τετράδια, τα οποία μετά τη λήξη της θητείας

τους οι ανώτατοι αξιωματούχοι των κτήσεων μετέφεραν στη Μητρόπολη και κατέθεταν στην αρμόδια υπηρεσία. Σύμφωνα με τις βενετικές διατάξεις, οι γά-μοι δηλώνονταν υποχρεωτικά, ανάλογα με την περιοχή, σε διάστημα από 40

ως 55 ημέρες από την τέλεσή τους στις εκεί ανώτατες βενετικές Αρχές, με την παρουσία τεσσάρων μαρτύρων, που είχαν παρευρεθεί στο γεγονός, και η

έγκυρη καταγραφή της πράξης στα βιβλία προϋπέθετε την προσυπογραφή της σε διάστημα ενός μήνα από Βενετούς αξιωματούχους, που ήταν παρόντες στη

δήλωση. Ειδική διαδικασία ενώπιον Βενετών αξιωματούχων στην πόλη του Χάν-δακα προβλεπόταν σε περίπτωση που η νύφη ήταν μη ευγενής, αλλά όχι και ταπεινής καταγωγής, ενώ, αν ανέκυπταν αμφισβητήσεις ως προς το κοινωνικό καθεστώς αυτής, η υπόθεση παραπεμπόταν στους Avogadori της Βενετίας.

Αντιστοίχως και αφού είχε προηγηθεί η βάπτιση, μέσα στα ίδια χρονικά όρια και ενώπιον των ίδιων Βενετών αξιωματούχων και τεσσάρων μαρτύρων, δη-

λώνονταν και καταγράφονταν στα ορισμένα βιβλία οι γεννήσεις των παιδιών των Βενετών ευγενών της Κρήτης. Σε περίπτωση μη έγκαιρης δήλωσης, για την αναγνώριση του καθεστώτος του παιδιού προβλεπόταν, σε αποκλειστικές και πάλι προθεσμίες, η δυνατότητα προσφυγής σε Βενετούς αξιωματούχους των

κτήσεων και σε δεύτερο βαθμό στους Avogadori της Βενετίας12. Η συστημα-τοποίηση των καταγραφών στα 1590, καθώς και η συλλογή των διατάξεων

για την ευγένεια, που πραγματοποιήθηκε με δουκική εντολή στα 159613, συνέ-τειναν στη διασφάλιση της «καθαρότητας» της κοινωνικής κατηγορίας των Βε-νετών ευγενών. Κυρίως, όμως, κατοχύρωναν τα μελλοντικά δικαιώματα των

12. Τα στοιχεία για τα βιβλία γάμων και γεννήσεων-βαπτίσεων στην Κρήτη έχουν ληφθεί από τη μελέτη της Ασπασίας Παπαδάκη, «Οι Βενετοί ευγενείς της Κρήτης κατά το 16ο αιώνα (εξασφάλιση τίτλων»), Πεπραγμένα του ΣΤ' Διεθνούς Κρητολογικού Συνε-δρίου, τ. Β', Χανιά 1991, σ. 431-438.

13. Βλ. στο ίδιο, σ. 437. Η συλλογή των νόμων περί ευγένειας του 1596 παρουσιά-σθηκε εκτενέστερα από την Ασπασία Παπαδάκη σε ανακοίνωσή της στο Η' Διεθνές Κρη-τολογικό Συνέδριο, Ηράκλειο, 9-14 Σεπτεμβρίου 1996, με τίτλο: «Συλλογή διατάξεων για

τη βενετική ευγένεια στη βενετοκρατούμενη Κρήτη» (υπό εκτύπωση στα Πρακτικά του Συνεδρίου).

Page 180: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

γόνων τους στην ανώτερη βαθμίδα της κοινωνικής Ιεραρχίας και, παράλληλα, στην άσκηση της διοίκησης.

Την ίδια περίοδο το παράδειγμα της Κρήτης υιοθετήθηκε με παραλλαγές και από άλλες περιοχές της ελληνοβενετικής Ανατολής. Ενδεικτικά, στην Κέρ-

κυρα, μεταξύ των κριτηρίων ένταξης στο Γενικό Συμβούλιο του νησιού, στα 1599 θεσπίσθηκε ο αποκλεισμός των νόθων. Προς απόδειξη της γέννησης των υποψήφιων μελών από νόμιμο γάμο, ορίσθηκε και στην περίπτωση αυτή η κα-ταγραφή των γάμων των Κερκυραίων πολιτών και των βαπτίσεων των παι-διών τους σε ειδικά βιβλία που τηρούσαν ο πρωτοπαπάς και οι εφημέριοι των ενοριών, ενώ σε άλλο βιβλίο ο γραμματέας του Συμβουλίου όφειλε να κατα-

γράφει τις γεννήσεις που συνέβαιναν στην αλλοδαπή14. Σύμφωνα με το βενετικό σύστημα, τα άρρενα τέκνα των μελών των συλ-

λογικών σωμάτων, συμβουλίων-κοινοτήτων, μπορούσαν να υποβάλουν αίτηση εισαγωγής τους στους κόλπους τους, προσκομίζοντας τα προβλεπόμενα από το νόμο πιστοποιητικά, μετά την πλήρωση των κατά περιοχές θεσπισμένων κα-τώτερων ορίων ηλικίας. Τα όρια αυτά, όπως άλλωστε και τα ίδια τα κριτήρια εισαγωγής, δεν υπήρξαν ενιαία σε όλες τις βενετικές κτήσεις της Ανατολής

και διαμορφώθηκαν σταδιακά, με βάση τις τοπικές πραγματικότητες. Ωστόσο, στη συνηθέστερη εκδοχή κυμαίνονταν μεταξύ των 20 και 25 ετών15 . Ενδιαφέ-

ρον παρουσιάζει η σπάνια περίπτωση υπέρβασης των επίσημων κανόνων, λόγω ατομικών επιδόσεων, αλλά πάντοτε μέσα στον κύκλο της δεδομένης κοινωνικής οργάνωσης. Ενδεικτικά, τουλάχιστον από το 17ο αιώνα και πέρα, η παιδεία εμφανίζεται να ανάγεται σε κοινωνική και ηθική αξία, που ακολούθως αναγνω-

ρίζεται και σε θεσμικό επίπεδο. Έτσι, στο Γενικό Συμβούλιο της Κέρκυρας παρεισάγονταν όλα τα παιδιά των «ευγενών», που είχαν συμπληρώσει το εικο-

στό έτος της ηλικίας, και κατ' εξαίρεση και οι νεότεροι, κάτοχοι του πανεπι-στημιακού τίτλου του διδάκτορα, με την αιτιολογία ότι «την έλλειψη της ηλι-

κίας αναπλήρωνε το πλεονέκτημα της μάθησης»18. Από την άλλη, πρέπει να επισημανθεί ότι λιγοστοί, έστω, κάτοικοι των

βενετοκρατούμενων ελληνικών περιοχών αποκτούσαν το δικαίωμα συμμετοχής τους στα διοικητικά πράγματα σε μεγαλύτερη ηλικία, μέσω της κατάκτησης

ενός τίτλου ευγένειας είτε με εξαγορά είτε κατ' απονομή, λόγω εξαιρετικών

14. Βλ. Ερμάννος Λούντζης, Η Ενετοκρατία στα Εφτάνησα (φωτομηχανική ανα-τύπωση του πρωτοτύπου με τίτλο: Περί της πολιτικής καταστάσεως της Επτανήσου επί

Ενετών, Αθήνα 1856), Αθήνα 1969, σ. 116. 15. Ενδεικτικές είναι αντιστοίχως οι περιπτώσεις της Κέρκυρας (βλ. Ερμάννος Λούν-

τζης, ό.π., σ. 120) και της Κύπρου (βλ. Αικατερίνη Χ. Αριστείδου, Ανέκδοτα έγγραφα της Κυπριακής Ιστορίας από το Αρχείο της Βενετίας, τ. Α'(1474-1508), Λευκωσία 1990, σ. 90).

16. Βλ. Ερμάννος Λούντζης, ό.π., σ. 119-120.

Page 181: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

υπηρεσιών προς την Πολιτεία, η και με την εκλογή τους σε χηρεύουσες θέσεις στις τοπικές κοινότητες17.

Από το σημείο της ένταξης στα συλλογικά σώματα και πέρα, η γενική δυνατότητα της πρόσβασης στη διοίκηση προσέκρουε σε νέα σειρά ορίων ηλι-

κίας, τα οποία εξειδικεύονταν κατά αξίωμα. Στις κοινωνίες της ελληνοβενετι-κής Ανατολής, που περιέβαλλαν την ωριμότητα ως προς την ηλικία με ιδιαί-τερη εκτίμηση, η βαρύτητα κάθε διοικητικής θέσης διαμόρφωνε αναλόγως και

το ύψος των κατώτερων ηλικιών για την κατάληψή της18 . Ακολούθως, τα αιρε-τά και, συνήθως, βραχυχρόνια τοπικά διοικητικά αξιώματα, πολιτικά, στρα-

τιωτικά, οικονομικά, δικαστικά, καθώς δεν απαιτούσαν ειδική επαγγελματική κατάρτιση, θεωρητικά μπορούσαν να ασκηθούν εναλλακτικά και διαδοχικά από όλα τα μέλη των τοπικών συμβουλίων-κοινοτήτων. Σύμφωνα, ωστόσο, με τε-λευταίες έρευνες, κατά τη διαδικασία των εκλογών σημαίνοντα ρόλο διαδραμά-τιζε ένας άλλος σημαντικός «συλλογικός» παράγοντας, η αριθμητική και πο-λιτική δύναμη των οικογενειών-μελών του εκλογικού σώματος, που ευλόγως προωθούσαν όσους ανήκαν στους κόλπους τους. Έτσι, μέσα στα ήδη ασφυκτικά όρια της δεδομένης κλειστής κοινοτικής οργάνωσης αναφαίνεται ένα νέο δυνα-μικό, μη θεσμοθετημένο μόρφωμα, όπως η «οικογένεια», που και αυτό, με τη σειρά του, περιόριζε τις δυνατότητες δράσης και ανάδειξης του μεμονωμένου

ατόμου στο διοικητικό πεδίο19. Συμπερασματικά, στις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές η προετοι-

μασία για την ένταξη ενός παιδιού στη διοίκηση αφορούσε ευάριθμο τμήμα του εκ «νομίμου γάμου» προερχόμενου άρρενος πληθυσμού από συγκεκριμένα κοι-

νωνικά στρώματα, και μάλιστα από τις Ισχυρότερες οικογένειες. Το παιδί που πληρούσε λόγω καταγωγής τους όρους αυτούς ήταν προορισμένο αλλά και υπο-χρεωμένο να ασκήσει μελλοντικά διοίκηση, σε μια αργή πορεία αναμονών και

αποκλεισμών. Μέσα στα περιορισμένα πλαίσια του ολοένα και πιο κλειστού, ολιγάνθρωπου αυτού κύκλου, δινόταν πλέον η δυνατότητα ανάδειξης στα διοι-

κητικά πράγματα και της «προσωπικότητας», του άριστου μεταξύ των ίσων, με κριτήρια τα ιδιαίτερα, έμφυτα η καλλιεργημένα από την παιδική ηλικία του

17. Στο ίδιο, σ. 142-149. 18. Ενδεικτικά βλ. στο ίδιο, σ. 126-129. 19. Για τη σχέση κερκυραϊκών οικογενειών, μελών της τοπικής κοινότητας, με τη

διοίκηση, και μάλιστα με ειδικές κατηγορίες αξιωμάτων, βλ. Νίκος Καραπιδάκης, «Η κερ-κυραϊκή ευγένεια των αρχών του ιζ' αιώνα», Τα Ιστορικά 2, τχ. 3 (1985) 115-122, και Του ίδιου [= Nicolas Karapidakis], Civis fidelis. L'avènement et l'affirmation de la cito-

yenneté corfiote ( XVIème-XVIIème siècles), Frankfurt am Main 1992, σ. 223-259. Βλ., ακόμη, Αναστασία Παπαδία-Λάλα, «Το Συμβούλιο των Δεκαοκτώ στον Χάνδακα. Συμ-

βολή στη διοικητική και κοινωνική Ιστορία της βενετοκρατούμενης Κρήτης», στο Άνθη Χαρίτων, Βενετία 1998, σ. 520.

Page 182: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ατομικά χαρίσματα, τις δεξιότητες, τη μόρφωση, το ήθος, την οξύνοια. Για τα υπόλοιπα —και περισσότερα— μέλη της κοινωνίας η πρόσβαση στη διοίκηση ήταν απαγορευμένη και τα ανυπέρβλητα θεσμικά εμπόδια τα έστρεφαν προς

άλλες κατευθύνσεις, προκαθορίζοντας το διαφορετικό ρόλο τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι από τα πρώτα κιόλας στάδια της ζωής τους.

Page 183: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ ΧΡΟΝΟΙ Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ (ΧΙΟΣ 17ος-18ος αι.)

Μ Ι Χ Α Η Λ Β Α Ρ Λ Α Σ

Η διαδικασία οργάνωσης της κοινωνίας με βάση τον ενιαίο γραμμικό χρόνο 1

μας κληροδότησε την ανάγκη του προσδιορισμού της νεότητας σε σχέση με τη συσσώρευση ετήσιων κύκλων στην πλάτη μιας πληθυσμιακής ομάδας που δη-μογραφικά θα μπορούσε να αποτελεί μία η περισσότερες κοόρτεις2. Η καθολική εκπαίδευση, η γραφειοκρατική οργάνωση, η στρατιωτική θητεία ορίζουν για τους νέους τα πλαίσια αναγνώρισης μιας σειράς κοινών εμπειριών τα οποία δί-νουν τη θέση τους σε πρότυπα κατανάλωσης, οργανωσιακά μοντέλα αστικών (προσκοπικών) η ριζοσπαστικών (κομμουνιστικών) ομάδων, μουσικά ρεύματα8.

1. Norbert Elias, On Time. An Essay (1987), Oxford, Basil Blackwell, 1992. Β. Adam, Time and Social Theory, Cambridge, Polity Press, 1990. Ιωάννα Καυτατζό-γλου, Ο κύκλος και η γραμμή. Οψεις του κοινωνικού χρόνου, Αθήνα, Εξάντας, 1995.

2. Η ανακοίνωση οφείλει πολλά στο έργο του Michael Mitterauer και της Tamara Hareven, όπως επίσης στις εργασίες που έχουν δημοσιευθεί στη σειρά του Ιστορικού Αρ-χείου Ελληνικής Νεολαίας, ιδιαίτερα τα Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, Αθήνα 1-5 Οκτωβρίου 1984, Α-B, Αθήνα 1986. Για τους ορισμούς της νεότητας και τα χρονικά όριά της βλ. Michael Mitterauer, Sozial-geschichte der Jugend, Φρανκφούρτη/Μάιν, Suhrkamp, 1986, ιδιαίτερα τα κεφάλαια I και II. Για τη χρήση όρων όπως οι κοόρτεις βλ. Hareven Tamara, «Cycles, Courses and Cohorts: Reflections on Theoretical and Methodological Approaches to the Historical Study of the Family Development», Journal of Social History 12.1 (1978) 97-109 και Louis Henry, Population. Analysis and Models, Λονδίνο 1976. Για τη χρήση της κοόρ-της ως κατηγορίας ανάλυσης για τη μελέτη ενός ελληνικού πληθυσμού στην πορεία του χρόνου βλ. Ματούλα Τομαρά Σιδέρη - Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Η δημογραφική τύχη της νεότητας, Αθήνα, ΙΑΕΝ αρ. 4,1986.

3. Για την εξέλιξη της νεότητας ως έννοιας και ως κοινωνικής ομάδας στην νεότερη Ευρώπη βλ. John Gillis, Youth and History. Tradition and Change in European Age Relations 1770-Present, London-New York, Academic Press, 1974. Για τη σύνδεση στη σύγχρονη εποχή της έννοιας της νεότητας με την έννοια της γενιάς βλ. Mitterauer,

ό.π., σ. 247 κ.ε. Για έναν ορισμό της γενιάς βλ. Gert Dressel - Günter Müller, «Nach-wort. Neun Lebensbilder-Eine Generation?», στο Gert Dressel - Günter Müller (εκδ.), Geboren 1916. Neun Lebensbilder-Eine Generation, Βιέννη-Κολωνία-Βαϊμάρη, Boehlau Verlag, 1996 (σειρά Damit es nicht verlorengeht... 38), σ. 372 κ.ε. Ένα καλό παράδειγμα

Page 184: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Πίσω από τις επιμέρους διαφορές μπορούμε να διακρίνουμε μια κοινή συνι-στώσα. Η νεότητα δεν ορίζεται παρά μόνο συγκυριακά και επιφανειακά κα-θεαυτήν (an sich). Περισσότερο ορίζεται σε σχέση με μια ειδική θέση απέ-ναντι στις άλλες ηλικιακές κατηγορίες που διατηρούν τα δικά τους βιολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά.

Η αναγνώριση κοινών χαρακτηριστικών σε ομάδες με κοντινή χρονολογία γέννησης μπορεί να παρατηρηθεί σε πολλές ιστορικές εποχές. Οι ανθρωποι επι-χειρούν να κανονικοποιήσουν τα χρονικά όρια κάθε ηλικίας (στην αρχική ση-μασία του όρου = ηλικιακή φάση) και να αποδώσουν σε κάθε μια από αυτές ψυχικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά που πρέπει να αναμένονται για κάθε μέ-λος της αντίστοιχης ομάδας. Σωματικά χαρακτηριστικά, όπως η τριχοφυία, η μυοσκελετική ανάπτυξη κ.ά., αποτελούν ενδείξεις για την κατάταξη σε ηλι-κιακές κλάσεις, προτού μια αυστηρή γραφειοκρατική καταγραφή να μπορέσει να οριοθετήσει τις ηλικιακές ομάδες με βάση την απόλυτη χρονολογική αρί-θμηση4.

Στην υστεροβυζαντινή και την οθωμανική περίοδο για τους ελληνικούς πλη-θυσμούς μπορούμε να αποδώσουμε την έλλειψη γραφειοκρατικά οργανωμένων στοιχείων σε ατυχή σύμπτωση και όχι στην αδιαφορία των αντίστοιχων κοι-νωνιών για τον προσδιορισμό ηλικιακών ομάδων. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ολόκληρο το φάσμα των κοινωνικών και τοπικών υποομάδων είχε γνώση των στοιχείων που ανακαλύπτει η έρευνα σήμερα. Στην καμπή όμως από το 17ο στο 18ο αιώνα οι πληθυσμοί με μια γραπτή —ελληνική κυρίως— κουλ-τούρα διαθέτουν τη δυνατότητα μιας σχηματικής αναπαράστασης της ακολου-θίας των ανθρωπίνων ηλικιών με σαφή χρονικά όρια, που θα μπορούσε να αξιο-ποιηθεί για την καταγραφή και τη γραφειοκρατική διαχείριση στοιχείων για δημοσιονομικούς και διοικητικούς σκοπούς.

Τα νομικά κείμενα της μεταβυζαντινής περιόδου παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον γιατί αποτυπώνουν και διαμορφώνουν συγχρόνως μια αντίληψη για

συνεξέτασης των ιδεών για μια ηλικιακή ομάδα και της ιστορικής της πορείας είναι το βι-βλίο του Hugh Cunningham, Children and Childhood in Western Society since 1500, London & New York, Longman, 1995.

4. Ένα παράδειγμα ηλικιακής κλίμακας από την αρχαιότητα από τον J. Fr. Boisso-nade (εκδ.), «Περί των Ηλικιών του Ανθρώπου», στο Anecdota Graeca e codicibus Regiis, II, Hildesheim, Georg Olms Verlagsbuchhandlung, 1982, σ. 454-457. Για το Βυζάντιο βλ. Αντωνία Κιουσοπούλου, Χρόνος και ηλικίες στη βυζαντινή κοινωνία. Η κλίμακα των η-λικιών από τα αγιολογικά κείμενα της μέσης εποχής (7ος-11ος αι.), Αθήνα, ΙΛΕΝ αρ. 30, 1997, όπου περιλαμβάνεται η προγενέστερη βιβλιογραφία. Η αποφασιστική τομή είναι η κα-νονική απογραφή του πληθυσμού με στατιστικές μεθόδους. Για το ξεκίνημα της Στατιστι-κής στην Ελλάδα βλ. Στατιστική της Ελλάδος. Πληθυσμός του έτους 1861, Προλεγόμενα-επιμέλεια ανατύπωσης Γιάννης Μπαφούνης, Αθήνα, ΕΜΝΕ, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυ-μα ΕΤΒΑ, 1991, σ. 9-27, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.

Page 185: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

τα όρια και τα χαρακτηριστικά των ηλικιακών φάσεων. Ας στρέψουμε την προ-σοχή μας στις διάφορες εκδοχές της Εξαβίβλου, νομικής συναγωγής αρκετά διαδεδομένης κατά την Τουρκοκρατία και σε ελληνικά συμπιλήματα που επε-ξηγούν το οθωμανικό [κληρονομικό] δίκαιο, όπως αυτό που δημοσίευσε ο Γκί-νης5. Οι αναφορές στην παιδική και νεανική ηλικία αφορούν σε τρία ζητήματα κυρίως. Πρώτον στο ζήτημα της νομικής ευθύνης και της ικανότητας προς δι-καιοπραξία, σημαντικό για μια κουλτούρα που διαφυλάττει κεντρική θέση στους νοταρίους και στην πράξη της καταγραφής των ιδιωτικών συμφωνιών6. Η συ-νηθισμένη διάκριση σε ανευθυνότητα, περιορισμένη και πλήρη ευθύνη και ικα-νότητα προς δικαιοπραξία αντιστοιχεί στις τρεις ηλικιακές φάσεις, ανήλικος, αφήλικος και ενήλικος που για τους άρρενες κλιμακώνονται από τα 6 ή 7 στα 14 και τα 25 ετη7 . Στα νοταριακά έγγραφα της περιόδου που μας ενδιαφέρει παραμένει αδιευκρίνιστο εάν η χειραφέτηση των νέων επικυρώνεται από μια ει-δική δικαιοπραξία. Μεταγενέστερα έγγραφα μαρτυρούν την ισχύ της πατρικής εξουσίας και ευθύνης αντί των υιών σε ποινικά ζητήματα8. Στην καμπή από το 17ο στο 18ο αιώνα συναντούμε τη μεταβίβαση των δημοσιονομικών υπο-χρεώσεων από πατέρα σε γιο σε ειδική συμφωνία με την κοινότητα9.

Δεύτερον οι αναφορές αφορούν στο ζήτημα των ηλικιών του γάμου, την ελάχιστη απαιτούμενη ηλικία για μια νόμιμη σύζευξη η αρραβώνα. Είναι ση-μαντικό ότι η ηλικία του γάμου αναφέρεται για τους άρρενες και τα θήλεα με

5. Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος, Πρόχειρον νόμων η Εξάβιβλος, επιμέλεια Κωνσταντί-νος Γ. Πιτσάκης, Αθήνα 1971, όπου ο επιμελητής παρουσιάζει τη διαδρομή του έργου ως τη σύγχρονη εποχή. Μια εναργή εικόνα των δικαιϊκών πηγών μάς παρέχει ο Δημήτριος Γκίνης, Περίγραμμα ιστορίας του μεταβυζαντινού δικαίου, Αθήνα 1966. Βλ. και του ίδιου, «Ανέκδοτον εγχειρίδιον περί της αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής κατά το οθωμανικόν δί-καιον», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 27 (1957) 272-291. Είναι δύσκολο να αποδώσουμε στην Εξάβιβλο μια καθολική ισχύ για τα χρόνια της «Τουρκοκρατίας» παρα-βλέποντας αλλες νομικές συναγωγές, όπως η Βακτηρία αρχιερέων η η Νομική συναγωγή του Δοσιθέου. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε βάσιμα την κυριαρχία που υπαινίσσονται οι απλουστευμένες εκδόσεις της Εξαβίβλου από τον 18ο αιώνα, όπως του Σπανού το 1744. Είναι προφανές ότι ασφαλέστερες μαρτυρίες αποτελούν για τις κατά τόπους παραλλαγές οι τοπικές συναγωγές εθίμων, όπου και όταν εμφανίζονται, οι διατάξεις της Εκκλησίας και οι ad hoc ρυθμίσεις σε ζητήματα που ανέκυπταν.

6. Για τα νοταριακά έγγραφα στον αιγαιακό χώρο και την σημαντικότητά τους ως πηγών για την κοινωνική ιστορία σημαντική συμβολή αποτελεί το άρθρο της Εύας Καλ-πουρτζή, «Στα μονοπάτια των πηγών: προτάσεις για την ανάγνωση του νοταριακού υλι-κού των Κυκλάδων», Εθνολογία 4 (1995) 5-29.

7. Βλ. Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος, ό.π., σ. 69 κ.ε. 8. Στέφανος Καββάδας, Θυμιανούσικα έγγραφα, Χίος 1956, σ. 66-67. 9. Στις 29 Ιουλίου του 1701 ο Μιχάλης Μουνεζάκης μεταβιβάζει στο γιο του Στε-

φανή όλα τα τέλη που οφείλει να πληρώνει στην κοινότητα διατηρώντας την υποχρέωση της συμμετοχής σε «κανέναν αναπάντεχον βάρος από τον βασηληά», στον κώδικα 124, φ. 137r-v της Βιβλιοθήκης Χίου «Ο Κοραής» (στο εξής ΒιΧιΚο).

Page 186: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

μια μικρή απόκλιση αφού για τις δεύτερες η δυνατότητα σύζευξης ξεκινά στα 12 ενώ για τους πρώτους στα 14 ετη1 0 .

Τρίτο έρχεται το ζήτημα της διαδοχής και της διάθεσης, της διαδικασίας δηλαδή μεταβίβασης των αγαθών και των ευθυνών διαχείρισης τους από γενιά σε γενιά. Η ηλικιακή κατηγοριοποίηση ακολουθεί και εδώ τις τομές που ήδη αναφέραμε, με μια κλιμάκωση από τη δυνατότητα αποδοχής και διάθεσης πε-ριουσίας στο αναπότρεπτο της αποδοχής της πατρικής κληρονομιάς από τα 12 στα 25 ετη για τους ανδρες11. Είναι σημαντικό ότι οι ηλικιακές κατηγορίες ανα-γνωρίζονται με τομές που σχετίζονται με τους βασικούς σταθμούς για τη δη-μιουργία ενός αυτόνομου νοικοκυριού άρα και την καταγραφή του από τις Αρ-χές και την παρουσία του ατόμου στο δημόσιο χώρο.

ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ανάλογη ταξινόμηση των ηλικιακών ομάδων παρουσιάζεται στις καταστιχώσεις και τις απογραφές της οθωμανικής και της βενετικής διοίκησης. Στην Πελοπόννησο για παράδειγμα διακρίνουμε στις βενετικές απογραφές της περιόδου 1683-1715 μια τομή στα 16 χρόνια και τα 30 και για τα δυο φύλα12, ενώ, έναν αιώνα μετά, σε μια αντίστοιχη για την Πρέβεζα στα 1780 ως ενήλικες καταγράφονται οι άρρενες

άνω των 14 ετών13. Γύρω στα 6 με 7 και στα 15 ετη τοποθετούνται οι τομές που απαντούν αντίστοιχα και στις οθωμανικές καταγραφές, όπου λόγω της δη-μοσιονομικής τους λειτουργίας η δημιουργία αυτόνομου νοικοκυριού αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τη συμπερίληψη κάποιου στους καταλόγους14.

10. Για τη νόμιμη ηλικία σύζευξης στο Βυζάντιο βλ. Αντωνία Κιουσοπούλου, Ο θε-σμός της οικογένειας στην Ήπειρο κατά τον 13ο αιώνα, Αθήνα, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1990, σ. 27 κ.ε. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα όρια με βάση το δίκαιο παραμένουν τα ίδια κατά την Τουρκοκρατία.

11. Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος, ό.π., σ. 277 και 298. 12. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου. 13ος-

18ος αιώνας, Αθήνα 1985, σ. 202-203 και Παράρτημα III, «Απογραφή Grimani (1700)», σ. 231 κ.ε.

13. Κώστας Κόμης, «Η διαδικασία δημογραφικής ανάπτυξης μιας μικρής πόλης: Επτανήσιοι και άλλοι έποικοι στην Πρέβεζα (18ος αι.)», στο Εταιρεία Λευκαδικών Μελε-

των, Πρακτικά Δ' Συνεδρίου Επτανησιακού Πολιτισμού (Λευκάδα, 8-12 Σεπτεμβρίου 1993). Από την τοπική ιστορία στη συνολική: το παράδειγμα της Λευκάδας, 15ος-19ος αι., Αθήνα 1996, σ. 257-299, 265. Επίσης ένα παράδειγμα από τη Λευκάδα στον ίδιο τόμο, Σεβαστή Λάζαρη, «Δημογραφικές πληροφορίες για τη Λευκάδα (1760, 1788, 1824)», σ. 211-255, στις σελίδες 230-234 με στοιχεία για την κατανομή κατά φύλο και ηλικία αλλά με μια λανθασμένη χρήση του όρου «γενιά».

14. Σχετικά με τις οθωμανικές πηγές βλ. Ceza David, «The age of unmarried male children in the Tahrir-Deiters (Notes on the Coefficient)», Acta Orientalia Aca-demiae Scientiarium Hungaricae 31/3 (1977) 347-357, Eugenie Elifoglu, «Ottoman defters containing ages of children: a new source for demographic research», Archi-vimi Ottomanicum 9 (1984)321-328.

Page 187: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Μπορούμε λοιπόν συνοψίζοντας να παρατηρήσουμε ότι, τόσο στην αντί-ληψη για τα όρια των ηλικιών, όσο και στα πρότυπα της καταγραφής τους,

ό,τι θα μπορούσε να ταυτισθεί με τη νεότητα παρουσιάζεται αρκετά ασαφές, αλλά εξαρτημένο από δυο βασικές παραμέτρους. Πρώτον, από τη συμπλήρωση ορισμένων ετησίων κύκλων από τη γέννηση ενός ανθρώπου. Δεύτερον από την εξέλιξή του στον κύκλο της ζωής, σε σχέση με τους ρόλους που αναλαμβάνει στα πλαίσια της οικογένειας και με τη δυνατότητα αυτόνομης παρουσίας του στον εξωοικιακό χώρο δράσης και σε ό,τι αφορά στη Διοίκηση15.

Στις πηγές που αφορούν στο τοπικό επίπεδο εξετάζουμε με ποιον τρόπο παρουσιάζονται οι ηλικιακές κατηγορίες και ποιο τμήμα της κοινωνικής τους εμπειρίας καταγράφεται. Το σημαντικότερο ζήτημα σε αυτή τη διερεύνηση αφο-ρά το κατά πόσο κατηγορίες όπως η νεότητα αναφέρονται ενιαία στο σύνολο ενός πληθυσμού η πρέπει διαφορετικές κατηγορίες να χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν την εμπειρία της ανατροφής και της ένταξης στην κοινωνία για επιμέρους τμήματα του πληθυσμού αυτού.

Αφετηρία για τις σκέψεις που εκτίθενται αποτελεί η μελέτη των νοτα-ριακών πράξεων και των κοινοτικών καταστίχων από τη μαστιχοφόρα περιοχή της Χίου (μέσα 17ου - αρχές 18ου αι.) με στόχο να σκιαγραφήσει τις δυνατό-τητες ατομικής εξέλιξης των υποκειμένων στα πλαίσια της οικογένειας και της κοινότητας16. Είναι αναγκαίο λοιπόν να αναζητήσουμε το πως εμφανίζεται η νεότητα σε αυτά τα πλαίσια. Καταρχάς οι ηλικιακές κατηγορίες παρουσιά-ζονται στους καταλόγους της κοινότητας με την καταγραφή τους σε ξεχωρι-στές φορολογικές ομάδες: «τα πεδήα οπου ηνε του νόμου δηα χαράτζην», «τα μηκρά», «η μηκρή», «τα παληκάρια», «τα παληκάρια τα μεγάλα» κ.ο.κ.17

15. Για τον κύκλο ζωής βλ. Tamara Hareven, «The historical study of the life course», στον τόμο που εκδίδει η ίδια, Transitions : The Family and the Life Course in Historical Perspective, Νέα Υόρκη, Academic Press, 1978 και Jean Cuisener (εκδ.), The Family Life Cycle in European Societies, Paris 1977. Για την εφαρμογή του με έμφαση στις σχέσεις εντός της οικογένειας και στον έλεγχο της οικογενειακής περιουσίας,

Karl Lutz Berkner, «The Stem Family and the Developmental Cycle of the Peasant Household: An Eighteenth-Century Austrian Example», American Historical Review 77 (1972) 398-418 και Michael Mitterauer και Reinhard Sieder, «The Reconstruction of the Family Life Course: Theoretical Problems and Empirical Results», στο Richard Wall, Peter Laslett και Jean Robin (επιμ.), Family Forms in Historic Europe, Cam-bridge, Cambridge University Press, 1983.

16. Η μελέτη αφορά μια σειρά κωδίκων από το Μόνιμο Τοπικό Ιστορικό Αρχείο Χίου (στο εξής ΜΤΙΑΧ) και τη ΒιΧιΚο με επίκεντρο τους κώδικες από τα χωριά Καλα-μωτή, Αρμόλια και Πυργί που αναφέρονται στα χρόνια 1680-C. 1750. ιδιαίτερα σημαντικοί είναι οι κώδικες ΜΤΙΑΧ 69-71 και ΒιΧιΚο 124 της Καλαμωτής γιατί συνδυάζουν σειρά νοταριακών εγγράφων με κοινοτικούς φορολογικούς καταλόγους για τα έτη 1696-1711.

17. ΜΤΙΑΧ 69, φ. 31r-v, lllv-112r, 114r, 35v-36r, 58r-v, για λογαριασμούς της περιόδου 1703-1710.

Page 188: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Επίσης καταγράφονται οι καταβολές των φόρων που τους αναλογούν και πληρώνονται από τον πατέρα τους η τον κηδεμόνα τους. Στη θέση του κηδε-μόνα περιέρχονται και όσοι προσλαμβάνουν υπηρέτες (κοπέλια) αναλαμβάνον-τας να καλύψουν και τη φορολογική τους υποχρέωση18. Σπανιότερα αναφέρε-ται ηλικιακός προσδιορισμός στις νοταριακές πράξεις σε θέματα κληρονομικά και επιτροπείας ορφανών. Οι περισσότερες αναφορές σχετίζονται με ζητήμα-τα διαχείρισης της περιουσίας και με την ανάληψη διαφόρων ευθυνών έναντι της κοινότητας κατά το σχήμα που γνωρίζουμε από τη νομική παράδοση: Ανευθυνότητα = παιδική ηλικία* περιορισμένη ευθύνη = αφηλικίωση" πλήρης νομική ευθύνη = ενηλικίωση19.

Μπορούμε λοιπόν να χαράξουμε μια αδρή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα πρόσωπα που εμφανίζονται αυτόνομα και στα άλλα που δικαιοπρακτούν υπό την επίβλεψη η με τη συμφωνία άλλων και μέσω άλλων. Χαρακτηριστικά εδώ είναι τα στοιχεία που προκύπτουν από τις συμβάσεις υπηρεσίας και μα-θητείας. Πολλοί υπηρέτες δεν συνάπτουν οι ίδιοι τα συμβόλαιά τους αλλά συμ-βάλλονται αντί για αυτούς οι μητέρες η οι πατέρες τους, όπως συμβαίνει και με τις συμβάσεις μαθητείας. Στην αντίθετη περίπτωση μπορούμε να υποθέ-σουμε ότι ο υπηρέτης είναι ενήλικος και συμπράττει αυτοτελώς20.

Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουμε με τις πράξεις υιοθεσίας. Ο συμβα-τικός χαρακτήρας και η άμεση σύμπραξη του ψυχοπαιδιού τις απομακρύνει από τις συνηθισμένες εικόνες της συνωμοτικά κρυφής ένταξης ενός νηπίου στις σύγχρονες οικογένειες. Περισσότερο θυμίζουν ένα συμβόλαιο, την ανταπόδοση από τα δύο μέρη υπηρεσιών που διατηρούν τη χρονική προοπτική μιας σχέ-σης ζωής. Στην προοπτική ενός ολοκληρωμένου οικογενειακού κύκλου το ψυ-

18. Για παράδειγμα ο Νικόλας Καζάδην αναλαμβάνει έναντι στον πατέρα του υπη-ρέτη του από την Άνδρο να καλύψει κατά το ήμισυ το φόρο που θα του αναλογεί το 1713, Στέφανος Καββάδας, Οι κώδικες της Χίου, Χίος 1950, σ. 88, ενώ ο Μιχάλης Κατάκαλος αναλαμβάνει να δώσει το χαρατσοχάρτι στα χέρια του κοπελιού που συμβάλλεται μόνο του στα 1703, ΜΤΙΑΧ 71, φ. 33ν.

19. Ένα καλό παράδειγμα προσφέρει η πράξη του 1703, ΜΤΙΑΧ 71, φ. 34v-35r, όπου ο παππούς της ανήλικης, όπως αναφέρεται, ορφανής αναλαμβάνει για μια εξαετία την επιτροπεία της και τη διαχείριση της περιουσίας της έως να μπορεί να παραλάβει «το πε-δήν το έχην του». Χαρακτηριστική είναι και η διαφορά ανάμεσα στις δυο συμβάσεις υπη-ρεσίας της προηγούμενης σημείωσης.

20. Ο Peter Laslett, «Characteristics of the Western Family Considered over Time», Journal of Family History 2 (1977), και ο John Hajnal, Two Kinds of Pre-industrial Household Formation System στο R.Wall κ.α., Family Forms, ό.π., θεω-ρούν μια καθολική φάση υπηρεσίας κριτήριο για τη διάκριση του δυτικοευρωπαϊκού τύπου σχηματισμού του νοικοκυριού. Οι υπηρέτες των παραδειγμάτων δε φαίνεται να εντάσσονται με μια κανονικότητα σε αυτό το πρότυπο αλλά περισσότερο στις στρατηγικές επιβίωσης κάποιων τμημάτων του πληθυσμού.

Page 189: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ψυχοπαίδι αναλαμβάνει (να παίξει) το ρόλο του τέκνου που κληρονομεί τη γονική περιουσία και παρέχει φροντίδα και περίθαλψη τόσο στη ζωή όσο και μετά θάνατον στους γονείς του21.

Οι δυνατότητες και η ευθύνη ποικίλουν από δικαιοπραξία σε δικαιοπρα-ξία, δίνοντάς μας μιαν ακόμα εικόνα κλιμάκωσης των ηλικιακών φάσεων ζωής. Τα παρεπόμενα της ένταξης σε μια ηλικιακή κατηγορία φωτίζουν μια άλλη πλευρά της πορείας της ζωής που αφορά στη διαδικασία κοινωνικής ένταξης. Αναφέρομαι στους διαφορετικούς σταθμούς στη ζωή των ατόμων, τους κοινω-νικούς ρόλους που καλούνται να αναλάβουν και στην κοινωνική κατηγοριοποίηση των ατόμων ανάλογα με την ηλικιακή φάση νεότητας στην οποία μπορεί να καταταγούν.

Στο παράδειγμα της φορολογίας η ένταξη στη φορολογική ομάδα αντι-στοιχεί σε μια μορφή κοινωνικής ένταξης και υποδηλώνει μια κοινωνική προ-οπτική. Τα υπόχρεα σε φόρο πρόσωπα βρίσκονται υπό την εξουσία η την ευ-θύνη κάποιου, ο οποίος εξυπηρετεί τη φορολογική υποχρέωση. Μερικά από αυτά θα εγκαταλείψουν το χωριό και θα εξαφανισθούν από τις καταγραφές με το τέλος της θητείας τους ως κοπελιών (υπηρετών). Είναι χαρακτηριστικό ότι στη συντριπτική τους πλειονότητα οι υπηρέτες προέρχονται από άλλα χωριά από αυτά στα οποία υπηρετούν. Προσδιορίζουν λοιπόν διαφορετικά πρότυπα εντοπισμού και κινητικότητας από τον υπόλοιπο πληθυσμό για ένα τμήμα, τουλάχιστον, των νέων22.

Κάποιοι θα αποσυρθούν από το προσκήνιο ως αναχωρητές η απόδημοι. Αλλοι θα παραμείνουν για να εξελιχθούν μέσα στα πλαίσια της κοινότητας, να διαδεχθούν τους πατεράδες τους ως αρχηγοί οικογενειών, να γίνουν πάροι-κοι, να αναλάβουν κοινοτικές υπηρεσίες η λειτουργίες. Η πορεία αυτή παρου-σιάζεται εναργέστερα στις συμβάσεις υιοθεσίας. Σε αυτή την περίπτωση η προ-οπτική, η διαδοχή δηλαδή και η γηροκομία αποτελούν το τελικό αίτιο (raison d'etre) της σχέσης ψυχοπαιδιού και αναδόχου.

21. Για τη νομική πλευρά βλ. Γεώργιος Βαλάσσης, «Η υιοθεσία κατά το δίκαιο του μετά την Άλωσιν Ελληνισμού», Μνημόσυνον Περικλέους Βιζουκίδου, Επιστημονική Επε-τηρίς της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 8 (1960-63) 547 κ.ε. Ένα καλό παράδειγμα μιας πράξης υιοθεσίας στα 1743 δημοσιεύει από τα Αρμόλια ο Στέφανος Καββάδας, Αρμολούσικα, Αθήνα 1976, σ. 133-134. Για τα καθήκοντα του γιου κληρονόμου μέχρι, κατά και μετά θάνατον βλ. το παράδειγμα του 1722 από τα Αρμόλια, ό.π., σ. 53. Σε τριετή σύμβαση υπηρεσίας με τη μητέρα και τον αδελφό του Κωσταντή, που αναφέρεται ως «πολλά μηκρόν πεδήν», καταφεύγει στα 1705 ο Κώστας Μονομάχος μέχρι να βεβαιωθεί «αν τερηάσουν εις τα χνότα» και προχω-ρήσει σε κανονική πράξη υιοθεσίας, ΜΤΙΑΧ 71, φ. 98v.

22. Το παράδειγμα του υπηρέτη από την Άνδρο της σημ. 18 είναι χαρακτηριστικό. Εντυπωσιακό πάντως είναι ότι κανένας υπηρέτης στην Καλαμωτή δεν προέρχεται από το ίδιο το χωριό.

Page 190: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Μπορούμε λοιπόν να προσδιορίσουμε περισσότερα από ένα επίπεδα χρο-νικής εξέλιξης. Τα επίπεδα αυτά διαφοροποιούνται ανάλογα με τις παραμέ-τρους που προσδιορίζουν τα όρια, τα χαρακτηριστικά αλλά και την έκταση του πληθυσμού που καλύπτει η νεότητα ως διακριτή φάση της ζωής των ανθρώ-πων. Περισσότερο εμφανής και πρόδηλη είναι η διαφορά ανάμεσα στον από-λυτο προσδιορισμό της νεότητας με βάση την ηλικία και στον πρακτικά ασα-φέστερο για μας καθορισμό με βάση την ανάληψη ρόλων στα πλαίσια της οικο-γένειας και την εμπλοκή στις κοινοτικές λειτουργίες23.

Μια δεύτερη διαφοροποίηση γίνεται αντιληπτή από όσα είπαμε παραπάνω για τις διαφορετικές τύχες των νέων ανάλογα με την κοινωνική θέση, την οικο-νομική κατάσταση, το φύλο και ακόμη τυχαία συμβάντα που ανατρέπουν την κανονικότητα μιας πορείας ζωής. Εδώ μπορούμε να μιλήσουμε για το ακορ-ντεόν των χρονικών διαστημάτων που η νεότητα καλύπτει στη ζωή των αν-θρώπων24.

Σε κάποιες περιπτώσεις, τα χαρακτηριστικά στοιχεία που προσδιορίζουν τη νεότητα ως κοινωνική κατηγορία παρατείνονται η επεκτείνονται πέρα από τα συνηθισμένα η προβλεπόμενα από το δίκαιο χρονικά όρια. Η παρατεταμένη θητεία των υπηρετών, η αδυναμία δημιουργίας αυτοτελούς νοικοκυριού ή η αγα-μία επιμηκύνουν τη φάση προς την πλήρη ένταξη στην κοινωνία των αποκα-τεστημένων ενηλίκων25. Αντίθετα η ορφάνια η η πρώιμη σύζευξη συντομεύουν την περίοδο της νεότητας με την ταχεία ανάληψη κυρίως φορολογικών υπο-χρεώσεων και κοινοτικών λειτουργιών.

Τα χαρακτηριστικά στοιχεία της αρσενικής νεότητας, όταν αφορούν το γυναικείο φύλο δεν περιορίζονται σε μια περίοδο ανάμεσα στην παιδική ηλικία

23. Μια προσπάθεια συνδυασμού χρονολογικού και κοινωνικού προσδιορισμού επι-χειρεί η Αγγελική Λαΐου-Θωμαδάκη, Η αγροτική κοινωνία στην ύστερη βυζαντινή εποχή, μετάφραση Αγλαΐα Κάσδαγλη, Αθήνα 1987, σ. 351 κ.ε. Έχει ενδιαφέρον να παρακολουθή-σουμε πως αλλάζει το φορολογικό καθεστώς για το γιο και τον πατέρα στο παράδειγμα της σημ. 9, όταν θα νυμφευθεί ο πρώτος και ο δεύτερος θα απολαύσει μια πλήρη φορολο-γική απαλλαγή.

24. Τη σημασία της περιόδου από την παιδική ηλικία στην κεφαλή ενός νοικοκυριού τονίζει για την εξέλιξη της οικογένειας στην Ευρώπη ο Michael Anderson, «What is New about the Modern Family?», στο Michael Drake (εκδ.), Time , Family and Community. Perspectives on Family and Community History , Oxford 1994, σ. 67-90, ιδίως 81 κ.ε.

25. Στην Κεντρική Ευρώπη ανάλογες περιπτώσεις συνδέονται με το θέμα των αγρο-τικών υποστρωμάτων (Unterschichten), όπως παρουσιάζονται στο Michael Mitterauer, «Arbeitsteilung im ländlichen Raum», στου ίδιου, Familie und Arbeitsteilung, Βιέννη κ.α., Boehlau, 1992, σ. 15 κ.ε. Στα παραδείγματά μας είναι χαρακτηριστικό ότι και τα «παληκάρηα», αλλά και τα «πεδία» (ΜΤΙΑΧ 69, 35v-36r και 31r-v) ενοποιούνται φορολο-γικά με την, κατώτερη κοινωνικά σε σχέση με τους πάροικους, κατηγορία των «κουτσου-φλών», φορολογικά ατελών μονάδων του χωριού.

Page 191: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

και το γάμο. Η περιορισμένη ευθύνη, η δικαιοπραξία μέσω τρίτων και η απο-χή από το κοινοτικό παιχνίδι δείχνουν ότι η θέση της γυναίκας είναι πολύ κοντά στην, υποδεέστερη, θέση του νέου. Η συμμετοχή γυναικών αυτεξούσιων σε δικαιοπραξίες και η συμπερίληψη, κυρίως χηρών, στους καταλόγους της κοινότητας αποτελούν δειλά βήματα προς τον εξωοικιακό χώρο που αντανα-κλούν ενδοοικογενειακές ανακατανομές ρόλων και δύναμης. Νεότητα, όπως και θηλυκότητα, ενδύονται ένα κοινωνικό δίπλα στο βιολογικό περιεχόμενο που δια-μορφώνεται στη συνάντηση της πορείας των ανθρώπων στο οικογενειακό και το κοινωνικό πεδίο.

Μέχρι τώρα τα φαινόμενα που περιγράφουμε διατηρούν έντονο το χαρα-κτήρα της επανάληψης. Τα περισσότερα εντάσσονται σε μια ροή αναπαραγω-γής των νοικοκυριών μέσα από την εξέλιξη του οικογενειακού κύκλου με τονι-σμένη τη σημασία της διαδοχής και της συγκρότησης με το γάμο αυτοτελών νοικοκυριών. Φαινόμενα καθημερινά και ανθρώπινα δείχνουν στο πέρασμα των αιώνων να μην έχουν μεταβληθεί. Πόσο όμως αυτό αντιστοιχεί στην πραγμα-τικότητα που καταγράφεται; Η ίδια η τροχιά που διαγράφει μια οικογένεια συνδέεται με τις προσπάθειες, είτε του κράτους, είτε τοπικών θεσμών, όπως η κοινότητα, να κανονικοποιήσουν τη μεταβίβαση των αγαθών και την ανατρο-φοδότηση του κοινοτικού πληθυσμού με νέα μέλη. Στην περίπτωση της Ν. Χίου η προσπάθεια της κοινότητας αφορά στη διατήρηση σταθερού αριθμού φορο-λογικών εστιών δημιουργώντας τυπικά πλασματικά νοικοκυριά, που δεν αντι-στοιχούν στην κοινωνική εξέλιξη26.

Η διάσπαση των κλήρων και οι δημογραφικές περιπέτειες αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες ανισορροπίας του συστήματος. Σ' αυτήν την ανισορ-ροπία το χρήμα και η δυνατότητα επέκτασης των πηγών πλούτου εξω από τα όρια της κοινότητας αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες σταθερότητας μέσα από μια διαδικασία συσσώρευσης πλούτου και γνώσης και ανάπτυξης των δυ-νατοτήτων διασύνδεσης. Εδώ είναι που διαφοροποιούνται οι τύχες των νέων και η κοινωνική τους εμπειρία. Καμιά εμπειρία νεότητας δεν μπορεί να εντα-χθεί παρά μόνο αποσπασματικά σε κοινά επαναλαμβανόμενα πρότυπα.

Η ένταξη των νέων στην εξέλιξη μιας οικογενειακής γραμμής διαδοχής μπορεί να ανατρέπει την καθολικότητα και την κυκλική διάσταση της επανά-ληψης που χαρακτηρίζει την εμπειρία της νεότητας. Ο συσσωρευμένος πλού-τος, η κοινωνική θέση της οικογένειας, τα δίκτυα των συνεργασιών που ανα-πτύσσονται κληροδοτούνται στους γόνους που ζουν μια διαφορετική νεότητα

26. Ο προβληματισμός μας εδώ συναντά τα βασικά ζητήματα που θέτει ο Σπύρος Ασδραχάς, «Νησιωτικές κοινότητες: οι φορολογικές λειτουργίες (Ι)», Τα Ιστορικά 5, τχ. 8 (1988) 3-36, με τη φιλοδοξία να φωτίσει περισσότερο τα σκοτεινά σημεία των φορολογι-κών καταστιχώσεων.

Page 192: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

από τους συνομηλίκους τους, που καλούνται να εγκαταλείψουν την πατρογο-νική τους εστία, να εργαστούν στο μεροκάματο, η και να αναλάβουν την κά-λυψη των φορολογικών υποχρεώσεων27. Το χρήμα και το σωρευμένο κεφάλαιο από την άλλη απορροφούν τους κραδασμούς από τις ατυχίες της ζωής, όπως η ορφάνια η η χηρεία εξομαλύνονται στους κύκλους ζωής των ευποροτέρων.

Η ένταξη στην κοινότητα διαφοροποιεί την εμπειρία της νεότητας όχι μόνο λόγω των ατομικών περιπετειών αλλά και της ίδιας της εξέλιξης της ορ-γάνωσης της κοινότητας. Με τη σταδιακή κρυστάλλωση κοινοτικών ιεραρχιών το εσωτερικό των κοινοτήτων μεταλλάσσεται. Μεταβάλλεται προς πιο αυστηρά οργανωτικά πρότυπα σε περιόδους κρίσης, επιστρέφει στη χαλαρότητα σε πε-ριόδους ευημερίας κ.ο.κ. Μεταβάλλεται λοιπόν και ο χαρακτήρας και το νόημα της φάσης της νεότητας ως μιας ενδιάμεσης κατηγορίας περιορισμένης εμπλο-κής και ευθυνών28. Θα λέγαμε ότι η νεότητα είναι μια βολική φάση ζωής που μπορεί να προσαρμοσθεί στις ανάγκες των περιστάσεων.

Είναι ανάγκη λοιπόν να ανασκευάσουμε την οπτική μας για το χρόνο. Η δεξίωση της έννοιας της «διάρκειας» του Braudel (που έχει την αφετηρία της στις αντιλήψεις του Bergson για το βιωμένο χρόνο) αποτέλεσε μια ανανεω-τική πνοή αλλά και μια παράταση ζωής για την ιστορία των μεγάλων πεδίων. Είδαμε ότι μια χρονική διάσταση δεν είναι αρκετή. Η ιστορία είναι μια συ-νάντηση από πολλές διάρκειες και γι' αυτό το timing, η ιδιοχρονία (Eigen-zeit), οι καμπές είναι το κρίσιμο για τον ιστορικό. Τα νήματα του χρόνου συν-δέουν το μεμονωμένο γεγονός με διαδρομές από το βάθος του παρελθόντος στην προοπτική του μέλλοντος. Γι' αυτό η μελέτη της νεότητας πρέπει να διατρέχει πολλά επίπεδα χρόνων και να καλύπτει από τα μακρόβια πρότυπα καταγραφής και εννοιολόγησης της νεότητας μέχρι τις μικρές περιπέτειές της στις μέρες της κρίσης. Στα πλαίσια της κοινότητας η μικροϊστορική επιλογή για τη με-λέτη των ατομικών περιπτώσεων στα ιστορικά τους πλαίσια και η χρήση των εννοιών της πορείας της ζωής, της προοπτικής στο χρόνο και των προσδοκιών ως διαφοροποιητικών παραγόντων για την εμπειρία της νεότητας, μπορεί να προσφέρει καινούρια στοιχεία και ιδέες.

27. Εντυπωσιάζει η επιμέλεια του νοταρίου της Καλαμωτής να καταγράφει στα 1706 και 1707 «όσους αργάτες μου πιάνουν του [...] τα πεδιά» σε αντιστάθμισμα κάποιων οφει-λών σε χρήμα, στο οποίο μπορεί να μεταφρασθεί η μονάδα εργασίας που χρησιμοποιεί ανά ημέρα (ΜΤΙΑΧ 69,107r).

28. Δεν διαψεύδεται όμως η άποψη του John Gillis, Youth and History, ό.π., σ. 9, 21, για τη νεότητα ως μια μακρά διαδικασία ημιεξάρτησης από φυσικούς γονείς, civil parents, και πνευματικούς (spiritual) γονείς, στους οποίους περιλαμβάνονται οι οικονο-μικοί «πατέρες» (μάστορες κλπ.).

Page 193: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΟΙ ΔΙΑΡΚΕΙΕΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΩΝ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

ΙΣΤΟΡΙΑ - ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

ΑΝΝΑ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Τα κείμενα της περιόδου της οθωμανικής κατάκτησης που άμεσα ή έμμεσα μνημονεύουν την παιδική ηλικία, μπορούν να διακριθούν, με βάση τις λογικές σύνταξης τους, σε τρεις ενότητες. Μία πρώτη προφανή κατηγορία αποτελούν

τα κανονιστικά-κατασταλτικά κείμενα που απευθύνονται κυρίως στους γονείς και σπανιότερα στα παιδιά, ιδίως στα αγόρια και τα κορίτσια της εφηβικής ηλικίας. Η θέση και η εικόνα του παιδιού καθορίζονται, λοιπόν, αρχικά από το σύστημα αξιών του εκκλησιαστικού λόγου και του κηρύγματος, ενώ από τον

18ο αιώνα και μετά, και από τους αστικούς οδηγούς κοινωνικής συμπεριφοράς, τις χρηστοήθειες, των οποίων η ανθοφορία θα κρατήσει όλον τον 19ο αιώνα1.

Η δεύτερη κατηγορία συμπεριλαμβάνει το σώμα των τεκμηρίων στα οποία η παιδική ηλικία καταγράφεται και κωδικοποιείται ως ιδιαίτερη κατηγορία, για λόγους διοικητικής και εκκλησιαστικής οργάνωσης και ελέγχου (στις πράξεις βαπτίσεων, λόγου χάριν, η στις πράξεις υιοθεσίας). Μια τρίτη ομάδα, τέλος, αποτελούν τα έντυπα που, συνήθως σε ένα προοιμιακό η επί μέρους κεφάλαιο,

σκιαγραφούν το πρόσωπο του παιδιού σε σχέση (φανερή η λανθάνουσα) με τον γνωσιολογικό και ψυχολογικό κόσμο παρατήρησης του ενήλικου αφηγητή, όπως συμβαίνει στα αυτοβιογραφικά έργα και την ταξιδιωτική φιλολογία.

Στις τρεις αυτές ενότητες λόγων, οι οποίες αποτελούν προϊόντα του λό-γιου γραπτού πολιτισμού (με μόνη εξαίρεση, μερικές φορές, το κήρυγμα και

ορισμένες διοικητικές πράξεις, στις οποίες ο προφορικός λόγος διεισδύει στον λόγιο, γραπτό, και όπου μέσα από τα συλλογικά στερεότυπα αναδύονται οι υπο-κειμενικότητες), η αποκωδικοποίηση του λαϊκού στοιχείου γίνεται δύσκολα, σχεδόν ψηλαφιστά.

Η χρήση του λαογραφικού υλικού θεωρείται ότι συμπληρώνει ορισμένες

1. Βλ. Έμη Βαϊκούση, «Χρηστοήθειες και διαμόρφωση της συμπεριφοράς των νέων στην ελληνική κοινωνία (18ος-19ος at.)», Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορικότητα

της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, Αθήνα 1-5 Οκτωβρίου 1984, τ. Α', Αθήνα 1986, σ. 287-288.

Page 194: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

από τις σιωπές (και αποσιωπήσεις) της Ιστορικής μαρτυρίας. Η ελληνική Λαο-γραφία από τα πρώτα της βήματα ασχολήθηκε και συγκέντρωσε έναν σημαν-τικό αριθμό καταγραφών, χρησιμοποιώντας ως πεδίο προνομιακής παρατήρη-σης τις συμπεριφορές γύρω από την αναπαραγωγή, τη γέννηση και τα υπό-λοιπα βιολογικά(-κοινωνικά) γεγονότα του πρώτου χρόνου από τη ζωή του παιδιού στις παραδοσιακές κοινωνίες. Η αφετηρία, ωστόσο, της ενασχόλησης

της Λαογραφίας με ορισμένες θεματικές που αφορούν τη βρεφική-παιδική ηλι-κία, εντάσσεται στον γενικότερο «αρχαιολογικό» προσανατολισμό της ελληνι-

κής Λαογραφίας των αρχών του 20ού αιώνα, αλλά και μεταγενέστερα — σχε-δόν μέχρι σήμερα2. Το γεγονός της γέννησης, λόγου χάριν, θεωρείται ότι απο-τυπώνει τα κατάλοιπα (με τους όρους της εποχής «τα επιβιώματα») των αρ-χαίων αντιλήψεων, θρησκευτικών και μαγικών: «διότι ακριβής εξέτασις κατα-δεικνύει τινάς μεν των τρόπων τούτων ως περιλείμματα αρχαίων θρησκευτι-κών νομίμων, άλλους δε ως απόρροιαν εκλειπουσών θρησκευτικών δοξασιών

και άλλους ως παρεφθαρμένας εκ παρανοήσεως και δυσεξηγήτους μαγικάς πρά-ξεις, εις ας αποδίδεται υπερφυσική δύναμις»3.

Η θεματική του κύκλου της παιδικότητας στη Λαογραφία αναφέρεται άμε-σα στη μητέρα και το βρέφος για την περίοδο μέχρι το σαράντισμα και, αρκετά συχνά, επεκτείνεται στις τελετουργίες ένταξης του βρέφους στο πλαίσιο της κοινότητας (στη βάπτιση, τα πρώτα γενέθλια η την ενδεχόμενη υιοθεσία). Οι διάρκειες της γέννησης ανάγονται στην αρχαιότητα, τα βυζαντινά χρόνια και

την περίοδο της τουρκοκρατίας, η οποία θίγεται περιστασιακά, μέσα από τη χρήση ορισμένων ταξιδιωτικών κειμένων4.

Η κατασκευή ενός ενιαίου (εθνικού) χρόνου στη Λαογραφία της γέννησης, μέσα από τη γεωγραφία των παραλλαγών ως προς τις διάφορες τελετουργίες, είχε ως επακόλουθο τον πολλαπλασιασμό των καταγραφών που αφορούν τη

2. Βλ. Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, «Πηγές για το λαϊκό πολιτισμό της Τουρκο-κρατίας», Λαογραφικά μελετήματα II, Επιμέλεια Νόρα Σκουτέρη-Διδασκάλου, Κυρ. Ντε-λόπουλος, Μαρία Καΐρη, Αθήνα, Πορεία, 1993, σ. 127" Ch. Stewart, «Ηγεμονισμός η

ορθολογισμός ; Η θέση του υπερφυσικού στη σύγχρονη Ελλάδα» στο Ευθ. Παπαταξιάρ-χης - Θ. Παραδέλλης (επιμ.), Ανθρωπολογία και παρελθόν. Συμβολές στην κοινωνική Ιστο-ρία της νεότερης Ελλάδας, Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1993, σ. 158-166.

3. Ν. Γ. Πολίτης, «Ωκυτόκια», Λαογραφικά Σύμμεικτα, τ. Β', Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών - Δημοσιεύματα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας αρ. 13, 21975,

σ. 341 (Η921). 4. Κύριοι εκπρόσωποι είναι οίΝ. Γ. Πολίτης, «Ωκυτόκια», ό.π., σ. 341-383' 6 ϊδιος,

«Τα κατά την γέννησιν», Λαογραφικά Σύμμεικτα, τ. Γ', Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών - Δη-μοσιεύματα Λαογραφικού Αρχείου αρ. 6, 1931, σ. 206-221' Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών βίος

και πολιτισμός, τ. Δ', Αθήνα 1951, σ. 9-69· Γ. Κ. Σπυριδάκης, «Τα κατά την γέννησιν, την βάπτισιν και τον γάμον έθιμα των Βυζαντινών εκ των αγιολογικών πηγών», Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου 7 (1952) 102-147.

Page 195: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

βρεφική ηλικία, σε αντίθεση με τον περιορισμένο αριθμό αυτών που αναφέρον-ται στην παιδική. Ακόμα και στις περιπτώσεις που η μελέτη είχε ως θεμα-τική και τίτλο τη θέση του παιδιού, οι παραστάσεις γύρω από τη γέννηση και

τους πρώτους μήνες από τη ζωή του βρέφους καταλάμβαναν το μεγαλύτερο τμήμα της μελέτης. Δεν νομίζω ότι η βρεφοκεντρική αυτή οπτική της Λαογρα-φίας εκφράζει μια αξιολογική άποψη για τη θέση (και την αναγνώριση) της παιδικής ηλικίας, ως αυτόνομης ηλικιακής και κοινωνικής κατηγορίας στις πα-ραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες5- αντίθετα, ο βρεφοκεντρισμός αυτός κυρίως επιβάλλεται μέσω των ιδεολογικών κριτηρίων, στα οποία προσανατολίζουν την έρευνα τα ερωτηματολόγια και οι καταγραφές. Μελετώντας ο Θεόδωρος Πα-

ραδέλλης τις λαογραφικές αρχειακές πηγές και μελέτες γύρω από τη γέννηση, αναφέρεται στην ομοιομορφία των κριτηρίων, με τα οποία η «πραγματικό-

τητα» καταγράφεται από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα6. Η ανά-γνωση του λαογραφικού υλικού πιστοποιεί ότι η βάση των αναπαραστάσεων

της γέννησης η της παιδικής ηλικίας, συχνά προσλαμβάνει τη θέση μιας αφή-γησης γύρω από τις πραγματικότητες του παρελθόντος διά μέσου της αναπα-ραγωγής των προκαταλήψεων και των στερεοτύπων εκείνων που άμεσα εγ-γράφονται στον χώρο της παράδοσης, όπως και της κυρίαρχης ιστοριογραφίας

της εποχής 7. Και προφανώς, η τελική μεταφορά στο γραπτό λόγο των προ-φορικών «εξιστορήσεων», καθώς και η άμεση εξάρτηση και η (εκ των προ-τέρων) θεωρητική σύνδεση της εμπειρικής έρευνας με την αναζήτηση της εθνι-κής συνέχειας και ταυτότητας φέρουν τη σφραγίδα των νοητικών παραστάσεων

του κυρίαρχου, κοινωνικά και πολιτισμικά, κώδικα. Αναμφισβήτητα τα κατάλοιπα των συμβόλων και των προκαταλήψεων της

γέννησης που ενσωματώνονται άμεσα ως αρχαϊκά επιβιώματα (δηλαδή ως μό-νιμες διάρκειες) στο σώμα των χειρόγραφων ή έντυπων καταγραφών, αποτε-λούν για πολλές δεκαετίες το κυρίαρχο πλαίσιο της Λαογραφίας, στο οποίο η πραγματικότητα και οι αναπαραστάσεις της συνδηλώνονται, χωρίς να διακρί-

5. Ουσιαστικά η συζήτηση για την αναπαράσταση της παιδικής ηλικίας (και της παι-δικής ιδιαιτερότητας) στις παραδοσιακές κοινωνίες αρχίζει λίγα χρόνια μετά την έκδοση του πολυσήμαντου βιβλίου του Philippe Ariès, L'Enfant et la Vie familiale sous l'Ancien Régime, Παρίσι, Pion, 1960. Για την εξέλιξη της συζήτησης και της ιστοριογραφίας της παιδικής ηλικίας, ιδιαίτερα κατατοπιστική και ευσύνοπτη είναι η εισαγωγή των Egle Begghi και Dominique Julia, «Histoire de l'enfance, histoire sans paroles?» στο Histoire de l'Enfance en Occident, τ. 1, Παρίσι, Éditions du Seuil, 1998, σ. 7-39.

6. Θ. Π. Παραδέλλης, Από τη βιολογική γέννηση στην κοινωνική. Πολιτισμικές και τελετουργικές διαστάσεις της γέννησης στον ελλαδικό χώρο του 19ου αιώνα, Αθήνα 1995, σ. 8,12 (διδακτορική διατριβή, δακτ. αντίτυπο).

7. Για τη χρήση του στοιχείου της παράδοσης (και των προκαταλήψεων) στην ιστο-ριογραφία μετά τον ρομαντισμό βλ. Η. G. Gadamer, Truth and Method, Λονδίνο, Sheed and Ward, 1988, σ. 245-247.

Page 196: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

διακρίνεται άμεσα ο γεωγραφικός, ο κοινωνικός, ο πολιτισμικός η ο χρονολογικός τους προσδιορισμός. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα σημεία στο σώμα των λαο-γραφικών καταγραφών και μελετών, τα οποία διασταυρώνονται με το Ιστο-ρικό υλικό. Η παραβολή αυτών ακριβώς των σημείων θέτει το πρόβλημα της πρόσληψης των διαφορετικών διαρκειών τόσο στις έννοιες (ως ιστορικά ση-μαινόμενα) όσο και στη συμβολική τους αποτύπωση (μέσα από το μετασχη-ματισμό του προφορικού λόγου σε γραπτή παράδοση).

Πολύ σύντομα θα αναφερθώ σε δύο από αυτά τα σημεία διασταύρωσης της Ιστορίας με τη Λαογραφία. Το πρώτο αφορά την αναπαραγωγή και τις συ-ζυγικές ερωτικές επαφές (και την επιβαλλόμενη μεταξύ τους «αναγκαία σχέ-ση»). Στις λαογραφικές καταγραφές και μελέτες η τεκνοποιία θεωρείται η βα-σική φυσική επιθυμία του ζευγαριού. Η επιθυμία της τεκνογονίας, μέσα από την καταγραφή των τοπικών τελετουργιών που ασκούνται για την ευόδωσή της, έχει προσλάβει περιεχόμενο οικουμενικό, αχρονικό και, συγχρόνως, έντονα ψυ-

χολογικό. Στα θρησκευτικά, αντίθετα, κείμενα (του ανατολικού και του δυτι-κού δόγματος) που αφορούν το γάμο και την αναπαραγωγή, η έννοια της επι-θυμίας συνδέεται ρητά με τον κοινωνικό κανόνα της αναπαραγωγής του έγγα-μου ζευγαριού8. Ο κανόνας της αναπαραγωγής οργανώνεται μέσα από την τή-ρηση των επιμέρους θρησκευτικών κανόνων και απαγορεύσεων όπως είναι γνω-

στό, και ο εκκλησιαστικός λόγος και το κήρυγμα επεδίωξαν να επιβάλουν τα πλαίσια του περιορισμού της ερωτικής ζωής των υπηκόων τους στο χώρο της οικογένειας, μαζί με τον παράλληλο έλεγχο των συμπεριφορών στο ζήτημα της

αναπαραγωγής, είτε με τις απαγορεύσεις γάμου σε συγγενείς εξ αίματος, εξ αγχιστείας η από πνευματική σχέση (βάπτιση και υιοθεσία), είτε με τον κα-θορισμό του ορίου στον αριθμό των επιτρεπόμενων γάμων, είτε, τέλος, με τη θέσπιση των πολυάριθμων ημερών της ερωτικής αποχής, κατά τις οποίες απα-γορεύεται, για θρησκευτικούς λόγους, η επαφή των συζύγων (σαρακοστές, νη-στείες, χριστιανικές γιορτές)9.

8. Βλ. ενδεικτικά J. - L. Flandrin, Familles. Parenté, maison, sexualité dans l'an-cienne société, Παρίσι, Éditions du Seuil, 1984, σ. 170-176.

9. J. Goody, The Development of the Family and Marriage in Europe, Καίμπριτζ, Cambridge University Press, 51988, σ. 134-146· για την απαγόρευση της αιμομειξίας

και τους κανόνες της συγγένειας και του γάμου: Cl. Lévi-Strauss, Les structures élémen-taires de la parenté, Παρίσι, Mouton, 21971" για την παρέμβαση της Δυτικής Εκκλησίας

στο ζήτημα της αναπαραγωγής: J.- L. Flandrin, L'Eglise et le Contrôle des naissances, Παρίσι, Flammarion/Questions d'histoire, 1970· για τη σύγκριση της λειτουργίας της βυζαντινής και δυτικής μεσαιωνικής Εκκλησίας στις γαμήλιες πρακτικές: Τόνια Κιουσο-πούλου - Ρίκα Μπενβενίστε, «Γαμήλιες στρατηγικές και παρεκκλίσεις στον οικογενειακό βίο: Βυζάντιο και Μεσαιωνική Δύση», Μνήμων 13 (1991) 255-278" για τον κανονιστικό λόγο στην περίοδο της τουρκοκρατίας: Αγάπιος ιερομόναχος - Νικόδημος αγιορείτης, Πη-

Page 197: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Το σώμα, προϊόν διαχείρισης και διαπραγμάτευσης, τόσο στις λαογραφι-κές όσο και στις θρησκευτικές αναπαραστάσεις, δηλώνεται θετικά (και συγ-χρόνως εξιδανικευτικά) μόνο σε σχέση με την αναπαραγωγή. Αντίθετα απο-συνδέεται από κάθε θετική αξία, όπως, για παράδειγμα, στον εκκλησιαστικό λόγο, όταν αναφέρεται στην ερωτική πράξη και την ηδονή, οι οποίες ταυτί-ζονται με τη μοιχεία και τα λοιπά αμαρτήματα, δηλαδή την πορνεία, την αρ-σενοκοιτία, την κτηνοβασία ή τον αυνανισμό. Ο θρησκευτικός λόγος προτρέ-πει, λοιπόν, τους νέους να παντρεύονται σε νεαρή ηλικία, ώστε να αποφεύγουν

τον κίνδυνο της πορνείας η του αύνανισμού10. Η σάρκα, εξάλλου, κατά τον Ηλία Μηνιάτη, θεωρείται «μέγα και σφικτόν και δυνατόν εμπόδιον»11, ενώ ο

γάμος και η ερωτική πράξη, των εκκλησιαστικά νόμιμων συζύγων, οφείλει να προσβλέπει στην τεκνογονία και όχι στην ηδονή. «Δεν έδωσεν ο Θεός την γυ-ναίκα διά πορνείαν αλλά διά παιδία», διακηρύττει ο Κοσμάς ο Αιτωλός12, ελέγ-χοντας τους ερωτικούς εναγκαλισμούς, σύμφωνα με την αγροτική του χρη-στοήθεια.

Παρ' όλα αυτά. Η ερωτική επιθυμία του ζεύγους δηλώνεται άμεσα σε ορι-σμένες μαρτυρίες- καθώς, όμως, η ερμηνεία τους, συνήθως, ακολουθεί το προ-ηγούμενο κανονιστικό σχήμα, σύμφωνα με το οποίο η ερωτική επιθυμία (πρά-ξη) συνδέεται αποκλειστικά με την αναπαραγωγή, θεωρήθηκε ότι και οι κα-ταγραφές αυτές αφορούν αποκλειστικά την τεκνογονία, η ακριβέστερα το άγχος

της στειρότητας. Πιστεύω ότι, αντίθετα, στα κείμενα αυτά εκφράζεται απερί-φραστα ο φόβος και το άγχος της ερωτικής ανικανότητας.

Αναφέρομαι συγκεκριμένα στις καταγραφές που αφορούν το «δέσιμο» και το «λύσιμο» των ζευγαριών. Στις λαογραφικές καταγραφές και μελέτες οι πρα-

κτικές κατάδεσης, του «δεσίματος» και «λυσίματος» των ζευγαριών, οι οποίες πολλές φορές ονομάζονται και πρακτικές του «αμποδέματος», θεωρούνται ότι συνδέονται με την επιθυμία της αναπαραγωγής και το φόβο μιας ενδεχόμενης

ακληρίας του ζευγαριού. Το δέσιμο θεωρείται είδος μαγείας που εμποδίζει την επαφή και την ερωτική συνεύρεση του ζευγαριού και γίνεται από ένα τρίτο,

άσχετο με το ζευγάρι, άτομο, συνήθως την ώρα της γαμήλιας τελετής. Το λύ-σιμο επανορθώνει την προηγούμενη κατάσταση του μαγεμένου ζευγαριού. Τα,

Πηδάλιον της νοητής νηός, της Μίας, Άγιας, Καθολικής, και Αποστολικής των ορθοδόξων Εκκλησίας, Λιψία 1800, σ. 37-39, 59, 266 (και υποσημ. 3), 268, 513-514.

10. Αγάπιος ιερομόναχος - Νικόδημος αγιορείτης, Πηδάλιον..., ό.π., σ. 490-491 (υπο-σημ. 2).

11. Ηλ. Μηνιάτης, Διδαχαί εις την Αγίαν και Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, Και εις άλ-λάς Κυριακάς του Ενιαυτού, και Επισήμους Εορτάς. Μετά καί τινων Πανηγυρικών Λό-γων, Βενετία 1804, σ. 323 (Η713).

12. Κοσμάς ο Αιτωλός, Διδαχές, Φιλολογική μελέτη - Κείμενα I. Β. Μενούνος, Αθή-να, Εκδόσεις «Τήνος», χ.χ., σ. 196.

Page 198: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, συνταγολόγια της εποχής της οθωμανικής κυριαρχίας που αναφέρονται στο λύσιμο του αμποδεμένου ζευγαριού, αποτε-λούν κράμα από λόγιες και λαϊκές πρακτικές, στις οποίες το συμβολικό στοι-χείο της μαγικής τελετουργίας συνυπάρχει με τους θρησκευτικούς κώδικες: το τροπάριο της Πεντηκοστής με τη χολή του κόρακα η με το «μελτζουβόλαδο» (αιθέριο έλαιο από το φύλλωμα της μέλισσας της φαρμακευτικής), διάφορα φυ-λακτά από ανθρώπινες τρίχες και από γεννητικά όργανα ζώων βρίσκονται στην ίδια συνταγή με αποσπάσματα ψαλμών, εκκλησιαστικά τροπάρια, καθώς και

με συλλαβές και γλωσσικά μορφώματα που δεν αντιστοιχούν σε μια οικεία, δομημένη, γλώσσα13.

Παρόλο που η Εκκλησία καταδικάζει οτιδήποτε συνυφαίνεται με τις πρά-ξεις της μαγείας και της φαρμακείας14, η κυκλοφορία ανάμεσα στα μαγικά και

τα θρησκευτικά σύμβολα πραγματοποιείται απρόσκοπτα, ακόμα και από άτομα με θρησκευτική ιδιότητα, όπως ο Αγάπιος Λάνδος. Μια έμμεση λύση που επι-

διώκει να επιβάλει η Εκκλησία, επιχειρώντας την απομαγικοποίηση των εν λόγω πρακτικών, είναι η αντικατάσταση των μαγικών συμβόλων με τα αντί-στοιχα θρησκευτικά. Επειδή η πράξη της κατάδεσης, λοιπόν, θεωρείται ότι συνήθως συμβαίνει την ώρα που τελείται το μυστήριο του γάμου, το ζευγάρι μπορεί να την αποφύγει με την εκ των προτέρων λήψη ορισμένων χριστιανι-κών προφυλακτικών μέτρων (εξομολόγηση, νηστεία και μετάληψη), καθώς και

αν ο γαμπρός φέρει την ώρα της τελετής του γάμου επάνω του το Ευαγγέλιο15. Και η Εκκλησία, όπως η μαγεία, χρησιμοποιεί μία εξίσου συμβολική γλώσσα με τους κώδικες των τελετουργιών στην περίπτωση αυτή το Ευαγγέλιο λει-

τουργεί πρωταρχικά ως μαγικό αντικείμενο (φυλακτό).

13. Βλ. την ιδιαίτερα πλούσια καταγραφή και παρουσίαση των καταδέσμων που ανα-φέρονται στο δέσιμο και το λύσιμο του συζυγικού ζευγαριού από τη μεταβυζαντινή περίοδο μέχρι και τον 19ο αιώνα: Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών βίος..., ό.π., τ. ΣΤ', σ. 229-247" βλ.

ακόμα Χρ. Θ. Οικονομόπουλος, «Η λαογραφία του "αμποδέματος" και η ιατρο-ψυχολογική ερμηνεία της», Λαογραφία 35 (1987-1989) 199-222" Αγάπιος Λάνδος, Βιβλίον καλούμε-

νον Γεωπονικόν, Επιμέλεια κειμένου-εισαγωγή, σχόλια, γλωσσάριο Δέσποινα Δ. Κωστούλα, Βόλος, Εκδόσεις «Τήνος», 1991, σ. 260· Μ. Γ. Μιχαηλίδης-Νουάρος, Καρπαθιακά Μνημεία, Β' - Λαογραφικά σύμμεικτα Καρπάθου, τ. Α', Αθήνα 1932, σ. 165-167. Για τον μαγικό λόγο βλ. Α. - Φ. Χριστίδης, «Η μαγική χρήση της γλώσσας» στο Γλώσσα και μαγεία. Κεί-μενα από την αρχαιότητα, Αθήνα, Ιστός, 1997, σ. 52-64.

14. Βλ. Αγάπιος ιερομόναχος-Νικόδημος αγιορείτης, Πηδάλιον..., ό.π., σ. 188 (υπο-σημ. 4)· Σπ. Ν. Τρωϊάνος, «Η μαγεία στα βυζαντινά νομικά κείμενα», Πρακτικά του Α' Διεθνούς Συμποσίου Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών/Εθνι-κό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 1989, σ. 549-572' του ίδιου, «Η θέση των μάγων στη βυ-ζαντινή κοινωνία» στο Χρ. Α. Μαλτέζου (επιμ.), Οι περιθωριακοί στο Βυζάντιο, Αθήνα,

Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 1993, σ. 271-295. 15. Αγάπιος ιερομόναχος-Νικόδημος αγιορείτης, Πηδάλιον..., ό.π., σ. 188 (υποσημ. 4).

Page 199: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Η κυρίαρχη ερμηνεία της Λαογραφίας θεωρεί ότι οι πρακτικές δεσίματος του έγγαμου ζευγαριού αναφέρονται κυρίως στο πρόβλημα της ακληρίας του

ζευγαριού. Και όμως, στα περισσότερα συνταγολόγια, από τον 16ο μέχρι τον 19ο αιώνα, βλέπουμε ότι δεν εκφράζεται τόσο το πρόβλημα της στειρότητας, όσο ένας ενδεχόμενος φόβος και το άγχος της ανικανότητας ως προς την ερω-τική ολοκλήρωση της σχέσης των δύο, συνήθως σε νεαρή ηλικία συζύγων,

αφού μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις διευκρινίζεται ότι οι μαγικές (η δια-βολικές) ενέργειες του δεσίματος (η κλειδώματος για τη γυναίκα) έχουν σαν στόχο το νέο (νιόπαντρο και συγχρόνως νεαρό) ζευγάρι16. Τα δε μοτίβα των καταγραφών είναι ενδεικτικά: «ο αποδένων ανδρόγυνα εις το να μη σμίγουν-ται», «να μηδέν σμίξουν», «εις το μη συνέρχεσθαι», για το δέσιμο, ενώ για

το λύσιμο ο μαγικός λόγος είναι ακόμα πιο άμεσος: «ωσάν τρυπώ εγώ με το αρίδι το σανίδι, ούτω να τρυπήση και το σώμα μου την γυναίκα μου» ή από

ένα χειρόγραφο του 19ου αιώνα, «πάρε μαχαίρι δαμασκί και βάλε το εις το ανδρόγυνο υποκάτω εις το στρώμα και πλαγιάζοντας γαμεί και ούτω λύεται

διά πάντα»17. Το δεύτερο σημείο, στο οποίο προτείνω να σταθούμε, αναφέρεται στις ανα-

παραστάσεις που αφορούν τα συμβάντα της γέννησης και τη σχέση τους με το θρησκευτικό στοιχείο (λόγιο και λαϊκό). Από μια πρώτη σύγκριση των κατα-γραφών του 19ου αιώνα και των απεικονίσεων της γέννησης προκύπτουν ορι-σμένες διαφορές, οι οποίες οφείλονται στους τρόπους και τις διαφορετικές λο-γικές παρατήρησης (και παρατηρητών). Σύμφωνα με την αφήγηση ενός οξυ-δερκούς ταξιδιώτη, του Charles-Nicolas-Sigisbert Sonnini de Manoncourt, Ο

οποίος ισχυρίζεται ότι παρακολούθησε τη διαδικασία τοκετού σε ένα νησί του Αιγαίου στα τέλη του 18ου αιώνα (1777-1779)18, οι θρησκευτικές παρεμβάσεις

που γίνονται την ώρα της γέννησης περιορίζονται στον αγιασμό που κάνει ο Ιερέας στους παρευρισκόμενους στο σπίτι μετά από τον τοκετό. Στις λαογρα-φικές παραστάσεις, αντίθετα, οι επικλήσεις στην Παναγία ή σε άλλους αγίους, κυρίως στον άγιο Ελευθέριο, καθώς και η εκτέλεση ορισμένων λαϊκών θρη-σκευτικών πρακτικών συνιστούν δομικό στοιχείο της διαδικασίας του τοκετού.

16. Ο Χρ. Θ. Οικονομόπουλος διακρίνει καθαρά την παρεμπόδιση, μέσω του αμποδέ-ματος, του ανδρικού πόθου, της στύσης, της εκσπερμάτωσης και του οργασμού: Χρ. Θ. Οι-κονομόπουλος, ό.π., σ. 201-203. Για τη σεξουαλική ανικανότητα σε σχέση με τις νευρώσεις βλ. S. Freud, « Draft Β - The aetiology of the neuroses», The standard edition of the complete psychological works of Sigmund Freud, τ. 1, Λονδίνο, The Hogarth Press and the Institute of Psycho-analysis, 1981, σ. 180-182.

17. Βλ. Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών βίος, ό.π., τ. ΣΤ', σ. 230, 234, 241. Αντίστοιχα στις περιπτώσεις οι οποίες αφορούν τον φόβο της ακληρίας, η γλώσσα είναι εξίσου προφα-

νής: «λυθήναι τε αυτοίς τα δεσμά της στειρώσεως», βλ. Γ. Κ. Σπυριδάκης, ό.π., σ. 109. 18. C. Ν. S. Sonnini, Voyage en Grèce et en Turquie, fait par ordre de Louis XVI

et avec l'autorisation de la cour ottomane, τ. 2, Παρίσι 1801, σ. 79-109.

Page 200: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Γενικότερα στις παραστάσεις της τουρκοκρατίας το θρησκευτικό στοιχείο μέχρι την τελετή της βάπτισης παραμένει περιορισμένο· οι τελετουργίες συνυ-πάρχουν με τις λαϊκές πρακτικές και δομούνται κυρίως γύρω από τα πρόσωπα

της μαμής και της μητέρας. Η μαμή αποτελεί το ενδιάμεσο πρόσωπο (μά-γισσα και γιατρός), καθώς γνωρίζει τη σημασία και τη χρήση των βιολογικών

και των συμβολικών σημείων που ορίζουν το πολιτισμικό γεγονός της γέννη-σης. Πέρα από την Ιερουργία μετά τη γέννηση, ελάχιστα θρησκευτικά σύμ-βολα ή επικλήσεις σε αγίους μαρτυρούνται (το Ευαγγέλιο στο σώμα του βρέ-φους που ενέχει τη θέση φυλακτού η η προσφυγή στον «άγιο λεφτέρη», η οποία, όμως, δεν καταγράφεται ως άμεση επίκληση)19. Παρόλο που στη Λαογραφία,

αντίθετα, επισημαίνεται η χρήση ορισμένων εκκλησιαστικών συμβόλων, επι-κλήσεων και μυστηρίων (εξομολόγηση, μετάληψη), ο Νικόλαος Πολίτης, στο σημείο αυτό, είναι εξαιρετικά προσεκτικός, αποφεύγοντας την αναγωγή των σύγχρονων τύπων λατρείας στο παρελθόν20. Ο εκκλησιαστικός λόγος, τέλος,

δεν αναφέρεται άμεσα στα συμβάντα της γέννησης, επειδή δεν αναγνωρίζει το νεογέννητο βρέφος ως χριστιανική οντότητα μέχρι τη βάπτιση και, επιπλέον,

επειδή θεωρεί ότι η φυσική, ανθρώπινη, γέννηση και το νεογέννητο, «ο καρ-πός από την βρωμισμένην κοιλίαν»21, βρίσκονται σε μόνιμη αντιδιαστολή με

τη θεία γέννηση, «τα καθαρώτατα αίματα της Παναγίας»22 η ακόμα και «την ηγιασμένην κοιλίαν της θεομήτορος Άννης»23 .

Οι γραπτές αποτυπώσεις των γεγονότων της γέννησης στην περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης υπογραμμίζουν, επίμονα, την οργανική ενότητα του ατόμου με τη μαγεία, δηλαδή με τα ζωντανά στοιχεία της φύσης, τα οποία ο άνθρωπος χρησιμοποιεί προς όφελος του, εκμεταλλευόμενος διαρκώς τις θετι-

κές τους ιδιότητες και αποφεύγοντας τις αρνητικές· η, σύμφωνα με τον ορισμό του Aaron Gourevitch για τη λαϊκή μαγεία, το άτομο ζει μέσα σε ένα σύ-

στημα ερμηνείας του κόσμου, το οποίο, λειτουργώντας εντελώς αντίστροφα με το θρησκευτικό, δεν ενδιαφέρεται να εξανθρωπίσει το εξωτερικό περιβάλλον, αλλά να προσοικειώσει τον άνθρωπο με τη φύση εν όψει της ένταξής του στον εξωτερικό κόσμο24. Η έντονη παρουσία, αντίθετα, των θρησκευτικών-εκκλη-

19. Ο Δημ. Καμπούρογλου αναφέρει ότι αν το παιδί πέθαινε, η μητέρα έπρεπε να πάει στον Άγιο Στυλιανό, ενώ αν το παιδί ήταν αδύναμο στον Άγιο Ανδρέα: Δημ. Καμπού-ρογλου, Ιστορία των Αθηναίων. Τουρκοκρατία, περίοδος πρώτη 1458-1687, τ. 3, Αθήνα 1896, σ. 62,155.

20. Βλ. την κριτική του Ν. Πολίτη προς τον E. Bybilakis και προς άλλους μελετητές: Ν. Πολίτης, «Ωκυτόκια», ό.π., σ. 378-380.

21. Κοσμάς ο Αιτωλός, Διδαχές, ό.π., σ. 235-236. 22. Στο ίδιο, σ. 184. 23. Ηλ. Μηνιάτης, Διδαχαί..., ό.π., σ. 335. 24. Βλ. Α. Gourevitch, La culture populaire au Moyen Âge. «Simplices et Docti»,

Page 201: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

εκκλησιαστικών στοιχείων στις λαογραφικές παραστάσεις του 19ου και του 20ού αιώνα φανερώνουν την επιβολή μιας μεταγενέστερης ενσωμάτωσης των θρη-σκευτικών συμβόλων στον λόγο γύρω από τον κύκλο της γέννησης.

Η υποτίμηση της φυσικής γέννησης από την Εκκλησία εξυψώνει τη ση-μασία μιας δεύτερης παράλληλης συμβολικής γέννησης, της βάπτισης, η οποία διαχέεται ως κυρίαρχο πρότυπο από τον κανονιστικό λόγο προς το χριστιανικό ποίμνιο. Στις λαογραφικές παραστάσεις το βάπτισμα γίνεται κατά κανόνα σε μία από τις σαράντα πρώτες ημέρες από τη γέννηση του βρέφους, θεώρηση

στην οποία αποτυπώνονται διάφανα τα κανονιστικά θρησκευτικά πρότυπα. Είναι ευνόητο ότι η βάπτιση έχει προσλάβει στους λόγους της εποχής της οθωμανι-

κής κυριαρχίας εξέχουσα βαρύτητα, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι η τε-λετή του μυστηρίου αποτελεί μια τόσο επείγουσα μέριμνα, για ορισμένα του-λάχιστον στρώματα του αγροτικού κόσμου, όσο επικαλούνται το κήρυγμα, τα

επίσημα εκκλησιαστικά κείμενα και η Λαογραφία. Το βάπτισμα καθορίζεται να γίνεται σε μικρή ηλικία, μέχρι τις σαράντα

ημέρες η και ακόμα νωρίτερα25, προφανώς λόγω της μεγάλης βρεφικής θνησι-μότητας" υπάρχουν, ωστόσο, ενδείξεις ότι οι ηλικίες των βαπτίσεων ξεπερνού-σαν τον, υπό ομαλές συνθήκες οριζόμενο, ιδανικό χρόνο βάπτισης.

Και ακόμα. Οι πολλαπλές επικλήσεις για την τήρηση του μυστηρίου της βάπτισης και ο συνεχής καθορισμός των χρονικών του ορίων στο κήρυγμα, η έκκληση του Κοσμά του Αιτωλού για μεγάλου μεγέθους κολυμβήθρες26, ορι-σμένες συγκρίσεις ταξιδιωτών για τους χαλαρούς τρόπους με τους οποίους αντι-μετώπιζαν οι φτωχοί ορθόδοξοι νησιώτες το βάπτισμα, σε αντίθεση με τους καθολικούς, όπως και μερικές ενδείξεις από τις έγγραφες των βαπτίσεων, από

το 1823 έως το 1827, στο χωριό Φρίνη της Λευκάδας (όπου σε σύνολο 66 βα-πτίσεων οι 19 γίνονται από μία έως σαράντα ημέρες και οι 47 από δύο έως 12 μήνες27), όλα αυτά τα ενδεικτικά σημεία υποδεικνύουν το πως το αβάπτι-στο και «ακάθαρτο» νεογέννητο μπορούσε να περάσει από το στάδιο του ακά-

Παρίσι, Aubier, 1992, σ. 177. Η μαγεία, γενικότερα, ως αναλυτική κατηγορία και ως αντι-κείμενο ορισμού, θέτει πολλά ζητήματα στον επιστημονικό λόγο (ανθρωπολογικό, ιστορικό κ.λπ.), όπως, εξάλλου, και στην καθημερινή νόηση" βλ. Ελεωνόρα Σκουτέρη-Διδασκάλου, «Το στίγμα της "μαγείας". Περιδινήσεις ενός σημείου αναφοράς στην ανθρωπολογική θεω-ρία» στο Γλώσσα και μαγεία, ό.π., σ. 11-51.

25. Βλ. ενδεικτικά Κοσμάς ο Αιτωλός, Διδαχές, ό.π., σ. 163, 175-177" Αργ. Φιλιππί-πίδης, Τα περισωθέντα έργα. Μερική γεωγραφία - Βιβλίον ηθικόν, Εισαγωγή-παράρτημα: Θ. Κ. Σπεράντσας, Πρόλογος-επιμέλεια: Φ. Απ. Βιτάλης, Αθήνα 1978, σ. 238.

26. Κοσμάς ο Αιτωλός, Διδαχές, ό.π., σ. 163. 27. Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας, Βιβλίον των Βαπτισμάτων, Γάμων και θανάτων (χφ).

Η αποσπασματική αυτή (και πιθανώς ατελής) καταγραφή, ελπίζω να διασταυρωθεί στη συνέχεια της μελέτης με άλλα ομοειδή τεκμήρια.

Page 202: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ακάθαρτου βρέφους στο στάδιο του αβάπτιστου μικρού παιδιού, φέροντας την κοινή ονομασία «δράκος», η οποία σύμφωνα με τη θεολογική ερμηνεία υπογράμμιζε

την έκτος χριστιανικής κοινότητας υπόστασή του, ενώ, κατά τον Sonnini, υπο-δήλωνε την εγγύτητά του με τον σατανά, τον δράκο της κόλασης28.

Με όλα αυτά τα παραδείγματα θέλω να δηλώσω ότι οι συγκλίσεις και οι αποκλίσεις ανάμεσα στις παραστάσεις της Λαογραφίας και της Ιστορίας δεν

είναι καθόλου αθώες: υπακούουν σε διαφορετικές προσλήψεις (ενίοτε και δια-φορετικούς χρόνους ιδεολογίας και νοοτροπιών), τις οποίες οφείλουμε κάθε φορά που μπαίνουμε στο παιχνίδι ερμηνείας, κατασκευής η ανακατασκευής του πα-ρελθόντος, να αναλύουμε.

28. C. Ν. S. Sonnini, ό.π., σ. 109· Θ. Π. Παραδέλλης, ό.π., σ. 145.

Page 203: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ, ΟΡΦΑΝΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΥΣΤΑΛΛΩΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΩΝ

ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ (1861-1912)

ΕΦΗ ΚΑΝΝΕΡ

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να σκιαγραφήσουμε τη δόμηση της παιδικής ηλικίας ως ιδιαίτερης κατηγορίας στην ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το βέβαιο σε κάθε περίπτωση είναι ότι δεν πρόκειται για μια έννοια που αναδύεται εκ του μη όντος κατά την εποχή των Μεταρρυθμίσεων. Πριν από την περίοδο αυτή υπήρχε ήδη —σύμφωνα με τον Μ. Γεδεών— μέριμνα μερικών ενοριακών ναών για τα έκθετα, των οποίων η επιμέλεια ανετίθετο σε τροφούς, πριν δοθούν για υιοθεσία. Επιπλέον ακολουθείτο συχνά η βυζαντινή παράδοση της προικοδό-τησης των «άπορων κορασιών». Ας μην ξεχνούμε ακόμη το ενδιαφέρον που πυ-ροδότησε ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός για την παιδεία.

Το νέο στοιχείο που αναδύεται σταδιακά και που παγιώνεται μετά τα μέσα του 19ου αιώνα είναι το ότι οι δραστηριότητες αυτές συγκεντρώνονται στα χέ-ρια κεντρικών φορέων. Το 1836 ο πατριάρχης Γρηγόριος ΣΤ' ιδρύει την Κεν-τρική Εκκλησιαστική Επιτροπή «ήτις επώπτευε και την εκπαίδευσιν εξετά-ζουσα τους διοριζομένους διδασκάλους και τα ελληνιστί εκδιδόμενα βιβλία»1. Με αυτόν τον τρόπο το Πατριαρχείο «προήσπιζε την Ορθόδοξον παίδευσιν [...] καταδιώκον διδασκάλους θρησκευτικώς διαφθαρέντας»2. Επιπλέον, ο Α. Πα-σπάτης μας πληροφορεί ότι στα Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα —στο Νοσοκομείο, δηλαδή, των Επτά Πύργων— στέλνονταν προς σωφρονισμό εκτός των άλλων «[...] τέκνα άρρενα και θήλεα, ορεγόμενοι ή διαδηλώσαντες την πρό-θεσιν [...] να εξομόσωσιν. Τοιούτων πολλών την επιθυμίαν εδηλοποίει η Οθω-μανική αρχή προς τον Πατριάρχην, κατ' εξοχήν μετά το 1843 [...]»8. Τέλος, ο πατριάρχης Γερμανός Δ' το 1853 θέτει τα θεμέλια του κτιρίου που προοριζό-ταν για Ορφανοτροφείο, «όπου άπορα και ανέστια τέκνα να εκπαιδεύωνται και

1. Μ. Γεδεών, Αποσημειώματα Χρονογράφου, Αθήνα 1932, σ. 169. 2. Ό.π. 3. Α. Γ. Πασπάτης, Υπόμνημα περί του Γραικικού Νοσοκομείου των Επτά Πύργων,

Αθήνα 1862, σ. 15.

Page 204: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

διδασκόμενα τέχνην τινά, να πορίζωνται ακολούθως πόρον έντιμον και επαρκή»4. Οι εργασίες για την οικοδόμηση του Ορφανοτροφείου αναστέλλονται βέβαια προ-σωρινά με το θάνατο του πατριάρχη Γερμανού, όμως στις αρχές της δεκαετίας του 1860 οι έφοροι του Νοσοκομείου των Επτά Πύργων «μετέφεραν τα άτα-κτα και κακόβια τέκνα εις τας άνω αιθούσας [...] μακράν από την επιμιξίαν πονηρών ανδρών και φαυλοβίων γυναικών»5.

Το Πατριαρχείο λοιπόν παρουσιάζεται, παραδόξως εκ πρώτης όψεως, ως ο φορέας ο οποίος πρώτος αναλαμβάνει τις ρυθμίσεις εκείνες που οριοθετούν την παιδική ηλικία. Αναλαμβάνει την κεντρική εποπτεία της, χρησιμοποιεί δη-λαδή ένα νεοτερικό στοιχείο, για να κατοχυρώσει και να ενισχύσει την ηγεμο-νία του έναντι των οποιωνδήποτε αντιπάλων του— συμπεριλαμβανομένης φυ-σικά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, και της ίδιας της νεοτερικότητας. Τα «άτα-κτα, ανέστια και κακόβια τέκνα», που εκλαμβάνονται ως ο αδύνατος κρίκος της Ορθοδοξίας, αποτελούν τους πρώτους «κατοίκους» του παιδικού εγκλεισμού στην οθωμανική πρωτεύουσα. Το λαϊκό στοιχείο, που αποκτά μερίδιο στη δια-χείριση των υποθέσεων της ελληνορθόδοξης κοινότητας από τις αρχές της δε-καετίας του 1860 με τη σύνταξη των «Εθνικών Κανονισμών», εξακολουθεί να κινείται σε μια πορεία που είχε ήδη δρομολογηθεί.

Ποια είναι όμως η ταυτότητα αυτών των παιδιών; Πρόκειται για το νεό-τερο ηλικιακά τμήμα του πλήθους που διαχρονικά συνέρεε στην Κωνσταντινού-πολη προς εύρεση εργασίας η προς επαιτεία, εμπλουτισμένο κατά πολύ στα μέσα του 19ου αιώνα από τους απόκληρους τεχνίτες της ίδιας της Πόλης και των επαρχιών της Αυτοκρατορίας που η οικονομική διείσδυση της Δύσης έχει καταστρέψει6, καθώς και από τους κατοίκους του νεοπαγούς ελληνικού κρά-τους, τους οποίους η εξαθλίωση ωθεί μαζικά προς τα αστικά κέντρα της Αυτο-κρατορίας7. Το περιπλανώμενο αυτό ετερόκλητο πλήθος, αναπόσπαστο τμήμα της εικόνας της Πόλης σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, προβάλλεται τώρα ως δημόσιος κίνδυνος που πρέπει να εξαλειφθεί. Ο πολύβουος και πολύχρωμος δρόμος του Γαλατά, σημείο συνάντησης φυλών και γλωσσών, περιγράφεται από τον Πασπάτη ως εξής: «Θα περιγράψω την Κωνσταντινούπολη καθώς είναι,

τας βορβορώδεις οδούς, τους δυσώδεις οχετούς, τα αφόρητα μιάσματα, [...] τα πνιγηρά και ανήλια χάνια, όπου καταλύουν, ασθενούν και θνήσκουν ανέστιοι και

αφρόντιδες, οι τόσοι από τας επαρχίας και την αλλοδαπήν εδώ συρρέοντες»8.

4. Ό.π., σ. 17. 5. Ό.π., σ. 18. 6. Βλ. Çaglar Keyder, State and Class in Turkey, 1987, σ. 25-48. 7. Για το φαινόμενο της μετανάστευσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από το ελ-

ληνικό κράτος βλ. Σία Αναγνωστοπούλου, Μικρά Ασία 19ος αι.- 1919: οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες. Από το μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος, Αθήνα 1997, σ. 107-133.

8. Α. Γ. Πασπάτης, ό.π., σ. 42.

Page 205: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Και συνεχίζει: «Εις τους δρόμους τούτους, παραγκωνίζονται οι πλούσιοι μετά των ρακενδυτών, οι φίλεργοι μετά των αέργων, οι τίμιοι μετά των κλεπτών,

πράγμα το οποίον σπανίως βλέπομεν εις άλλας μεγαλουπόλεις της Ευρώ-πης [...]»9.

Το νεοτερικό πνεύμα, από το οποίο ο λόγος του συγγραφέα διαπνέεται, δεν αποτελεί, ως φαίνεται, δική του ιδιαιτερότητα. Αντίθετα διακρίνει τους πο-λεοδόμους του Τανζιμάτ, κύρια επιδίωξη των οποίων αποτελεί η μεταμόρφωση του κλασικού οθωμανικού-ισλαμικού τοπίου της πόλης σε ευρωπαϊκό: επιχει-ρείται ο εξωραϊσμός του κεντρικού τριγώνου Πέραν-Γαλατάς-Τοπχανέ (διαπλά-τυνση των δρόμων, συγκρότηση οργανωμένου οδικού δικτύου, εγκατάσταση συ-στημάτων ύδρευσης, αποχέτευσης και υγραερίου, διάνοιξη μεγάλων πλατειών), που συνοδεύεται με την κατεδάφιση των παραγκών και τον εξοβελισμό των εν-δεών σε απόκεντρες συνοικίες. Προωθείται, με άλλα λόγια, η κάθετη διχοτό-μηση μεταξύ του εύπορου και του μη εύπορου, του ευρωπαϊκού και του μη ευρωπαϊκού τμήματος της οθωμανικής πρωτεύουσας10. Η τάση πάντως του ευ-πρεπισμού και της αποκάθαρσης από κάθε στοιχείο που δεν εγγράφεται σε αυτή τη σφαίρα χρονολογείται αρκετά πριν από την περίοδο των Μεταρρυθμίσεων. Σε διάταγμα του 1792 ο σουλτάνος Σελήμ Γ' δίνει εντολή «[...] όπως οι ανά-πηροι και αόμματοι του Γραικικού και του Ιουδαϊκού έθνους εγκαθιστώνται

εις τα Νοσοκομεία, αποστέλλωνται δε εις τας εαυτών πατρίδας, όσοι τας χείρας και τους πόδας υγιώς έχουσιν, και εμποδίζωνται οι τοιούτοι του ενοχλείν τον

κόσμον επαιτούντες»11.

Από τη δεκαετία του 1860 και εξής, με την άνθηση του ελληνικού τύπου της οθωμανικής πρωτεύουσας η ενδεής παιδική ηλικία εισέρχεται στο προσκήνιο-

φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι, ίδρυση εκπαιδευτηρίων σε οικονομικά ασθενείς κοι-νότητες, άποροι μαθητές κλπ. είναι τα θέματα που συναντά κανείς στις σελί-δες του σε καθημερινή βάση. Στα δημοσιεύματα αυτά το παιδί παρουσιάζεται ως αναξιοπαθές θύμα μιας κοινωνίας που το έχει καταδικάσει στην υλική και, κυρίως, στην ηθική ένδεια, καταπατώντας τις αρετές που του αποδίδονται: αγνό-τητα, καλοσύνη, αθωότητα. Επιστέγασμα όλων αυτών των ιδιοτήτων που συν-θέτουν την καταπατημένη αγνότητα αποτελούν τα ορφανά. Η εικόνα του μι-

9. Ό.π., σ. 70. 10. Zeynep Celik, The Remaking of Istanbul. Portrait of an Ottoman City in the

Nineteenth Century. Σηάτλ και Λονδίνο 1986, σ. 31-81. Επίσης, Steven Rosenthal, «Mi-norities and Municipal Reform in Istanbul» στο Β. Braude - Β. Lewis (επιμ.), Chris-tians and Jews in the Ottoman Empire. The functioning of a plural society, Νέα Υόρκη και Λονδίνο 1985, σ. 369-385.

11. Α. Σταυρόπουλος, Τα Νοσοκομεία και η νοσηλευτική πολιτική της ελληνικής εθνότητας στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα 1984, σ. 508.

Page 206: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

μικρού, πεινασμένου, ρακένδυτου, περιτριγυρισμένου από χίλιους κινδύνους παι-διού συναντάται σε όλα ανεξαιρέτως τα ελληνικά έντυπα της οθωμανικής πρω-τεύουσας κατά τη συγκεκριμένη περίοδο.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1860 εχουμε, όπως προαναφέραμε, την πρώτη συνάθροιση των ορφανών στον τελευταίο όροφο του κτιρίου των Εθνικών Φι-λανθρωπικών Καταστημάτων. Τα «εν ταις αγυιαίς τέκνα» από την ελευθερία και το αίσθημα της αυτάρκειας που «προσέφερε» η ζωή στο δρόμο μεταβαί-νουν σε ένα καθεστώς εξατομικευμένης και εξονυχιστικής επιτήρησης, που διαρ-κεί μέχρι το 21ο έτος της ηλικίας τους, ακόμη, δηλαδή, και μετά την απομά-κρυνση τους από το ίδρυμα12. Σύμβολο της επιτήρησης αυτής, ο παιδονόμος, επιβλέπει τους τροφίμους στην καθαριότητα, στον ύπνο, στο φαγητό και στους περιπάτους13. Ο τονισμός των πτυχών αυτών δεν είναι τυχαίος. Εκείνο που πρωτίστως ενδιαφέρει είναι η καταστολή του αταίριαστου για την παιδική ηλι-κία αισθήματος της ενηλικιότητας και ελευθερίας, καθώς και της σεξουαλικό-τητας που στον κανονιστικό λόγο ταυτίζονται με τη ρυπαρότητα και την κοι-νωνική αταξία. Επιτηρούνται συνεπώς οι στιγμές εκείνες, όπου υπάρχει φόβος ότι τα ένστικτα αυτά θα έρθουν στην επιφάνεια14.

Το καταστατικό του Ορφανοτροφείου του 1870 ορίζει ως σκοπό του ιδρύ-ματος «την ανατροφήν και εις βιωφελείς τέχνας εκπαίδευσιν ορφανών και ομο-λογουμένως απόρων αρρένων παίδων»15. Η παρούσα, δηλαδή, κοινωνική θέση των παιδιών αυτών προσδιορίζει και τη μελλοντική τους, εκείνη του εργάτη, του τεχνίτη. Προβλέπεται εξάλλου ότι η Εφορία «καθά φυσικός κηδεμών φρον-τίζει περί της επωφελούς τοποθετήσεως των απολυομένων» ως τεχνιτών 16. Γι' αυτό και εκείνοι δεν διδάσκονται παρά «την ανάγνωσιν, τας αναγκαιοτέρας πρά-ξεις της Αριθμητικής, στοιχειώδη Γεωγραφίαν και την Ιεράν Κατήχησιν» 17, ενώ ως απαραίτητα εφόδιά τους αναγνωρίζονται «αι χειρωνακτικαι τέχναι προς πορισμόν και αποκατάστασίν των»18. Προβλέπεται ακόμη η σύσταση εργαστη-ρίων μέσα στο ίδρυμα, όπου τα ορφανά θα διδάσκονται την κάθε τέχνη υπό την «επιστασίαν τεχνιτών ειδημόνων»19. Ο ενεργός παραγωγικός ρόλος τους

12. Διοργανισμός του εν Κωνσταντινουπόλει Εθνικού Ορφανοτροφείου των Ορθοδόξων, Κωνσταντινούπολη 1870, άρθρο 23, σ. 6-7.

13. Ό.π., άρθρο 27, σ. 7-8. 14. Βλ. σχετικά, Φιλίπ Αριές, Αιώνες παιδικής ηλικίας, Αθήνα 1990" Μισέλ Φουκώ,

Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Αθήνα 1989, καθώς και του ιδίου, Ιστο-ρία της σεξοναλικότητας, τ. 1, Η δίψα της γνώσης, Αθήνα 1982.

15. Διοργανισμός..., ό.π., άρθρο 1, σ. 3. 16. Ό.π., άρθρο 21, σ. 6. 17. Ό.π., άρθρο 12, σ. 5. 18. Στο ίδιο. 19. Ό.π., άρθρο 13, σ. 5.

Page 207: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

στα Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα επιβεβαιώνεται στη λογοδοσία της Εφορίας του 1902: «Οι ορφανοί [...] κατασκευάζουσιν όλα τα απαιτούμενα υπο-δήματα δι' εαυτούς και τους εν τοις διαφόροις κλάδοις των Εθνικών Φιλανθρω-πικών Καταστημάτων περιθαλπομένους, καθώς και όλα τα ενδύματα, τούθ' ό-περ ανακουφίζει την υπέρ αυτών καταβαλλομένην δαπάνην»20. Από τον ατί-θασο βίο του δρόμου τα παιδιά αυτά μαθητεύουν στα ιδεώδη της χρονικής και εργασιακής πειθαρχίας και στην υπαγωγή στην κοινωνική ιεραρχία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εξελίξεις αυτές δεν αποτελούν ιδιαιτερότητα της ορθόδο-ξης κοινότητας: την ίδια περίοδο ιδρύεται στην Κωνσταντινούπολη μουσουλ-μανικό ορφανοτροφείο από τον Μιντχάτ πασά, τον εμπνευστή του οθωμανικού συντάγματος του 187621. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο, το ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο προβαίνει στην ενέργεια αυτή.

Όπως αναφέρεται στον απολογισμό της Εφορίας των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων για το 1863 «εκατόν και επέκεινα ορφανά πάσης Ορθοδόξου φυλής χθες ανέστια και γυμνά και εν ταις αγυιαίς απολλύμενα, σήμερον στε-γάζονται και ενδύονται και τρέφονται και εν χριστιανική παιδεία και αγωγή

ανατρέφονται»22. Όπως βλέπουμε, η έμφαση δίνεται στο χριστιανικό χαρα-κτήρα της αγωγής, η οποία προορίζεται για τα «Ορφανά πάσης Ορθοδόξου φυλής». Όπως όμως αναφέραμε ήδη, τα παιδιά διδάσκονται ανάγνωση, στην ελληνική προφανώς γλώσσα. Το τελευταίο είναι επισήμανση δική μου, δεν το-νίζεται μέσα στο κείμενο. Δεν είναι όμως και αμελητέο, ούτε θα πρέπει να απο-συνδεθεί από τις κινήσεις Βουλγάρων ιεραρχών της εποχής, επτά χρόνια πριν από τη δημιουργία της Βουλγαρικής Εξαρχίας, για την αντικατάσταση της ελ-ληνικής γλώσσας στο τελετουργικό τυπικό των εκκλησιών της Βουλγαρίας από τη βουλγαρική και για τη δημιουργία αυτοκέφαλης Εκκλησίας23. Εδώ το ζη-τούμενο είναι η διασφάλιση της ηγεμονίας του Πατριαρχείου επί της Ορθοδο-ξίας. Η ελληνική γλώσσα δεν αναφέρεται, ούτε καν ως γλώσσα της ορθόδοξης λατρείας. Θα επιστρέψουμε όμως αργότερα στο σημείο αυτό.

Η δεκαετία του 1870 εγκαινιάζεται με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας

20. Τα Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα κατά το 1901, ήτοι συνοπτική περί αυτών λογοδοσία απαγγελθείσα υπό Ιωάννου Δ. Κατσέλη αντιπροέδρου της Εφορίας αυτών, Κων-σταντινούπολη 1902, σ. 64.

21. Εφημ. Νεολόγος, φ. 358, 10 Μαίου 1868. 22. Διαχείρισις των Εθνικών Ορθοδόξων Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους

1863, Κωνσταντινούπολη 1864, σ. 4. 23. Οι διαμάχες αυτές είχαν εκδηλωθεί με σφοδρότητα ήδη από την περίοδο της εκ-

πόνησης των Γενικών Κανονισμών (1858-1860). Βλ. Μ. Θ. Λάσκαρις, Το Ανατολικόν Ζή-τημα, Θεσσαλονίκη 21978, σ. 259-275.

Page 208: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

και την Κομμούνα του Παρισιού. Από τις αρχές της δεκαετίας αυτής το καθή-κον του εξορθολογισμού και της πειθάρχησης αναλαμβάνουν μαζικά οι διαρκώς πολλαπλασιαζόμενοι φιλανθρωπικοί και φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι που ιδρύον-ται κατά το πρότυπο του Εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικού Φιλολογικού Συλ-λόγου24.

Σε ό,τι αφορά τα ορφανά κορίτσια, ενώ ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1860 γίνεται λόγος περί του κινδύνου της διαφθοράς και της πορνείας που τα απειλεί, ο λόγος αυτός συστηματοποιείται μετά το 1871. Στα περισσότερα δημοσιεύματα τα ορφανά είναι στο εξής γένους θηλυκού: στα διηγήματα και στα μυθιστορήματα, στις πραγματείες και στα ποιήματα, σε όλο το φάσμα των λαϊκών και μη εντύπων, επανέρχεται ακατάπαυστα το μοτίβο της ορφανής κό-ρης, της οποίας την αγνότητα επιβουλεύεται ο κοινωνικός περίγυρος. Στο ση-μείο αυτό δύο εκδοχές εμφανίζονται. Σύμφωνα με την πρώτη, εκείνη, απροστά-τευτη μετά το θάνατο του πατέρα της, αναγκάζεται να εκχωρήσει ό,τι πολυ-τιμότερο διαθέτει, είτε για να εξασφαλίσει τον επιούσιο, είτε παρασυρμένη από τα ξενόφερτα ήθη, που υποσκάπτουν την ηθική της ελληνοχριστιανικής οικογέ-νειας, στερούμενη η ίδια του ηθικού σθένους που θα της επέτρεπε να τους αντι-σταθεί. Η ορφάνια προσδιορίζεται κυρίως με το θάνατο του πατέρα. Εκείνος συντηρεί την οικογένεια και επιτηρεί. Η μητέρα αποτελεί κατά κανόνα μάλλον παθητικό στοιχείο. Εφόσον δεν είναι σε θέση να αναλάβει βιοποριστική δραστη-ριότητα —στα περισσότερα αφηγήματα είναι μάλιστα ασθενής— τα παιδιά της, στις περισσότερες περιπτώσεις οι θυγατέρες της, αναγκάζονται να επωμισθούν αυτό το καθήκον καταλήγοντας στην πορνεία, φυσική συνέπεια ενός ρόλου ανάρ-μοστου για αυτές. Συχνά πάλι η μητέρα είτε παρεκτρέπεται ηθικά δίνοντας το κακό παράδειγμα στις θυγατέρες της, είτε τις οδηγεί στην πορνεία, ορμώμενη από την ευρωπαϊκή απελευθέρωση των ηθών η και για να ανταποκριθεί στις επιταγές του επίσης ευρωπαϊκού συρμού. Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, η εργασία των χεριών της ορφανής κόρης σώζει την οικογένειά της από την οικο-νομική καταστροφή και την ίδια από τον ηθικό όλεθρο, μέχρι τη στιγμή που ο γάμος θα της εξασφαλίσει ένα νέο προστάτη. Το πρότυπο αυτό προβάλλεται κυρίως από τα περιοδικά «Φίλεργος» και «Ευρυδίκη». Το πρώτο εκδίδεται από τη Φίλεργο Εταιρία και το δεύτερο από την Αιμιλία Κτενά-Λεοντιάδα, μια από τις πρώτες παιδαγωγούς της Αυτοκρατορίας. Η Φίλεργος Εταιρία θέτει ως πρωταρχικό στόχο της «την εξάπλωσιν της εργασίας»25, ενώ η «Ευρυδίκη»

24. Βλ. Κυριακή Μαμώνη, «Εισαγωγή στην ιστορία των Συλλόγων Κωνσταντινου-πόλεως (1861-1922)», Μνημοσύνη 11 (1990) 211-234, καθώς και της ιδίας, «Les associa-tions pour la propagation de l'instruction grecque à Constantinople (1861-1922)», Balkan Studies 16/1 (1975) 103-112.

25. Εφημ. Αρμονία, έτ. Γ', αρ. 224 (26 Απριλίου 1866).

Page 209: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

αποσκοπεί «όπως επιμελετήση τας αρχάς της αποστολής της γυναικός», όπως αναφέρεται στο πρώτο τεύχος της26 . Τόσο η Φίλεργος Εταιρία όσο και η Αιμι-λία Κτενά-Λεοντιάς εξαίρουν την εκπαίδευση και την εργασία των γυναικών ως μέσα για την αρτιότερη εκτέλεση των οικογενειακών τους καθηκόντων, αφε-νός, και για την αξιοπρεπή επιβίωση τους, αφετέρου, σε περίπτωση που στερη-θούν την οικογενειακή υποστήριξη.

Τελικά ο λόγος για την εργασία των ορφανών κοριτσιών σηματοδοτεί το λόγο για τη γυναικεία εργασία στο σύνολο της. Υπογραμμίζει το αφύσικο της εργασίας των γυναικών, η οποία γίνεται αποδεκτή μόνο ως άμυνα έναντι των αντιξοοτήτων της ζωής. Σε τελευταία ανάλυση και οι δύο εκδοχές για τις προ-οπτικές της ζωής των ορφανών κοριτσιών νομιμοποιούν το οικογενειακό ιδεώ-δες και την επιτήρηση των γυναικών.

Παρατηρούμε μια αλλαγή της εικόνας της Ευρώπης, η οποία, χωρίς ποτέ να καταβιβάζεται από το βάθρο του προτύπου, παύει ωστόσο να κατέχει αποκλει-στικά τη θέση αυτή. Το πανταχού παρόν ιδεώδες του εκσυγχρονισμού συμβα-δίζει με έναν ολοένα περισσότερο κατάδηλο αντιευρωπαϊσμό. Στο εξής αποκρυ-σταλλώνεται η εικόνα της Δύσης ως δύναμης επέμβασης στην Ανατολή, λόγω ακριβώς της ιδιότητας του πολιτισμικού προτύπου. Συνεκδοχές της Ευρώπης δεν αποτελούν τώρα μόνο οι εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις αλλά και η αναρ-χία και η έκλυση των ηθών. Δύση και Ανατολή αποτελούν στο δημόσιο λόγο δύο πραγματικότητες συμβατές και αντίπαλες συνάμα, καθώς η κυρίαρχη Δύση προσπαθεί να καθυποτάξει την αγνή Ανατολή «εξάγοντας» την αναρχία και την έκλυση ηθών. Μέσο για την επίτευξη του στόχου αυτού αποτελεί η διάλυση

της ορθόδοξης οικογένειας, μιας οικογένειας της οποίας ο ελληνικός χαρακτή-ρας προβάλλεται ολοένα και περισσότερο. Σε πρωταρχικό στοιχείο διάλυσης της ελληνορθόδοξης οικογένειας ανάγεται η γυναικεία σεξουαλικότητα με όλες τις συνδηλώσεις της: το άλογο, την αναρχία, την απουσία του μέτρου και της ευ-πρέπειας. Φορείς της οι γυναίκες, που η απουσία της οικογενειακής, δηλαδή της πατρικής, επιτήρησης φέρνει στην επιφάνεια τα στοιχεία τους αυτά. Πρόκειται συχνά για τις νέες κοπέλες που μεταβαίνουν στην Κωνσταντινούπολη από τα νησιά του Αιγαίου και την Ανατολία προς αναζήτηση μιας θέσης υπηρέτριας

η παραμάνας — «το μάλλον ευολίσθητον του πληθυσμού τμήμα». Ο κίνδυνος θεωρείται αμεσότερος για τον επιπλέον λόγο ότι η Δύση λαμβάνει και μια άλλη μορφή: εκείνη των καθολικών και προτεσταντικών ιεραποστολών, οι οποίες ανα-πτύσσουν εκτεταμένη φιλανθρωπική δραστηριότητα στους ενδεείς πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας. Όπως δηλαδή οι «αγυιόπαιδες», έτσι και οι ορφανές και ανεπιτήρητες γυναίκες εκλαμβάνονται ως η αχίλλειος πτέρνα της Ορθοδοξίας.

26. Ευρυδίκη 1 (21 Νοεμβρίου 1870).

Page 210: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Μόνο που τώρα η Ορθοδοξία, μετά το Βουλγαρικό Σχίσμα, εκλαμβάνεται ολο-ένα και ευκρινέστερα ως ελληνική.

Η Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών Σταυροδρομίου είναι η πρώτη που ανα-λαμβάνει τον ανεξέλεγκτο αυτό γυναικείο πληθυσμό. Τα ιδρυτικά της μέλη ανή-κουν στις επιφανέστερες οικογένειες της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κων-σταντινούπολης — μέλη του χρηματιστηριακού και εμπορικού κεφαλαίου, της διανόησης και της ανώτερης κρατικής γραφειοκρατίας27. Η Αδελφότητα αυτή ιδρύεται το 1861, την ίδια χρονιά με τον Εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικό Φι-λολογικό Σύλλογο. Όμως μόνο το 1876, 15 χρόνια μετά από την ίδρυση της, θα συγκροτήσει εργαστήριο ραπτικής για άπορες γυναίκες, όπου οι τελευταίες υπόκεινται σε αυστηρή επιτήρηση που υποκαθιστά την οικογενειακή. Όπως χα-ρακτηριστικά αναφέρεται «η κατάστασις αύτη [η ένδεια] [...] εις το θήλυ γέ-νος είναι ου μόνον αξία λύπης, αλλά και κινδυνώδης [...]. Η έλλειψις εργασίας ουχί σπανίως αμβλύνει τα αισθήματα του καθήκοντος και της τιμής, καθιστώσα

την γυναίκα ουχί μόνον σκεύος άχρηστον αλλά και δηλητηριώδες»28. Όπως και στην περίπτωση του Ορφανοτροφείου των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστη-μάτων έτσι και εδώ η εργασιακή πειθαρχία αποτελεί το μέσο για την επιβολή της ηθικής πειθαρχίας. Το εργασιακό ιδεώδες συνιστά μέσο για την προβολή του οικογενειακού ιδεώδους. Ποιοι κίνδυνοι επιδιώκεται να αντιμετωπισθούν με αυτόν τον τρόπο; «Εν τη καθ' ημάς εποχή, καθ' ην [...] ποικίλαι επιδρομαί την

Εκκλησίαν και το Έθνος ημών νέμονται, καθήκον έχομεν ανεξάντλητοι εις ευποιΐας να διατελώμεν βεβαίαν [...] εχοντες [...] αμοιβήν ότι διά της ημετέρας

αγαθοεργίας θα βλέπωμεν ασφαλιζομένους εν τη πατρώα θρησκεία τους ομο-γενείς εκείνους, όσοι ένεκα της δυστυχίας διατελούσιν [...] ευάλωτοι εις τας υπό την μορφήν αγαθοεργίας πλεκτάνας των προσηλυτιστικών λειτουργών ξέ-νων θρησκευμάτων»29.

Η γυναικεία ελίτ της Πόλης τοποθετείται λοιπόν στις επάλξεις της ελλη-νικής πλέον Ορθοδοξίας μέσα από τη θέση του υπερασπιστή του ιδεώδους της εργασίας και της ελληνοχριστιανικής οικογένειας έναντι της Δύσης και των αλ-λότριων εθνοφυλετισμών. Το παράδειγμα της Αδελφότητας που εξαίρεται ως πρωτοπόρο στον τύπο της Πόλης θα μιμηθούν πολλές από τις γυναικείες αδελ-φότητες που συγκροτούνται μετά το 1871, π.χ. του Μεγάλου Ρεύματος και της Χαλκηδόνας.

27. Μεταξύ των μελών της Αδελφότητας συγκαταλέγονται οι Ελένη Γ. Ζαρίφη, Χα-ρίκλεια Ζαφειροπούλου, Πηνελόπη Βλαστού, Ελένη Σκυλίτση, Λούκια Καραθεοδωρή, Βιρ-γινία Καλλιάδου.

28. Έκθεσις των πεπραγμένων της εν Σταυροδρόμιω Φιλοπτώχου Αδελφότητος των Κυριών κατά το έτος 1878, Κωνσταντινούπολη 1879, σ. 28-29.

29. Έκθεσις των πεπραγμένων... 1885, Κωνσταντινούπολη 1886, σ. 43-46.

Page 211: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η «Υπηρεσία των Εκθέτων της Παναγίας του Πέραν», που ιδρύεται το 1889, καθώς και οι αδελφότητες για την προστα-σία των επιτόκων και των λεχώνων που συγκροτούνται κατά τα τέλη του 19ου και την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, π.χ. η «Εν Πέραν Φιλόπτωχος Α-δελφότης Κυριών του Αγίου Ελευθερίου» και η αδελφότητα «Το Άσυλον των Μητέρων»30. Η «Υπηρεσία των Εκθέτων της Παναγίας του Πέραν» χρήζει εκτενέστερης αναφοράς. ιδρύεται με πρωτοβουλία του γιατρού Σπυρίδωνος Ζα-βιτσιάνου, ο οποίος και τη διευθύνει, εφόσον από το καταστατικό της θεσμο-θετείται ο διευθυντικός ρόλος του ιατρικού σώματος31. Το έργο της συνίσταται στην περισυλλογή των εκθέτων, στην ανάθεσή τους σε τροφούς και στην ια-τρική τους παρακολούθηση μέχρι να δοθούν προς υιοθεσία. Συγκροτείται ακόμη στα πλαίσιά της η «Επιτροπή των Δεσποινίδων», οι οποίες κατασκευάζουν παι-δικά ενδύματα, τόσο για τα ίδια τα έκθετα, όσο και προς πώληση για τη συγ-κέντρωση χρημάτων για αυτά32. Στο ομώνυμο σύγγραμμά του «Service des Enfants Trouvés de Notre Dame de Péra» ο Σπ. Ζαβιτσιάνος εκθέτει τα πλεονεκτήματα της Υπηρεσίας έναντι του ευρωπαϊκού θεσμού των βρεφοκο-μείων. Τα πλεονεκτήματα αυτά συνίστανται στις ικανοποιητικότερες συνθήκες υγιεινής —σε σύγκριση με τα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας στα βρεφοκομεία της Ευρώπης— και στην ενσωμάτωση των παιδιών στο φυσικό τους περιβάλ-λον, το οικογενειακό, μέσω της υιοθεσίας. Ετσι τα παιδιά αυτά αποτρέπονται από μια αντικοινωνική και ανατρεπτική συμπεριφορά, εντάσσονται αρμονικά στο κοινωνικό σύνολο και καθίστανται άξιοι αγωνιστές των εθνικών ιδεωδών33. Τα στοιχεία αυτά προβάλλονται ως αποδεικτικά της προαιώνιας φιλαλληλίας του Έλληνα και κατά συνέπεια ως μια επιπλέον μαρτυρία υπέρ της τρισχιλιε-τους συνέχειας του Ελληνισμού, φυσικού δικαιούχου της ηγεμονίας στην Ανα-τολή, η οποία, με τη σειρά της, του οφείλει την πολιτισμική της υπεροχή έναντι της Δύσης.

Οι αδράνειες δεν απουσιάζουν. Η συστέγαση των ορφανών με τους ηλικιωμέ-νους και τους φρενοβλαβείς θα συνεχιστεί μέχρι το 1903, οπότε το Ορφανοτρο-φείο μεταφέρεται στο πρώην ξενοδοχείο «Πρίγκηπος Παλάς» στην ομώνυμη νήσο, με δωρεά της Ελένης Γ. Ζαρίφη. Από το 1860 μέχρι τη χρονιά αυτή ο αριθμός των τροφίμων παραμένει πρακτικά σταθερός. Περίπου 100 τρόφιμοι

30. Εφημ. Κωνσταντινούπολις, φ. 281, 12 Δεκεμβρίου 1906. 31. «Règlement du Service des Enfants Trouvés de Notre Dame de Péra», art.

1, στο Dr. S. C. Zavitsiano, Service des Enfants Trouvés de Notre Dame de Péra, Κων-σταντινούπολη 1904, σ. 22.

32. Ό.π., σ. 19-21. 33. Ό.π., σ. I-VIII και 3-11.

Page 212: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

υπήρχαν το 1862, στο νέο Ορφανοτροφείο το 1903 θα μεταφερθούν 14034. Στο ενδιάμεσο διάστημα ο αριθμός τους δεν θα υπερβεί ποτέ τους 150. Ακόμη, παρά το θόρυβο γύρω από τα ορφανά κορίτσια, η κατάρτιση ιδιαίτερου ιδρύματος γι' αυτά θα καθυστερήσει αξιοσημείωτα. Το Ορφανοτροφείο θηλέων θα ιδρυθεί στη Μονή του Σωτήρος στην Πρώτη το 1906, με δωρεά του Συμεών Σινιό-σογλου.

Ωστόσο, στα νέα Ορφανοτροφεία οι προαναφερθείσες τάσεις θεσμοθετούν-ται. Στον Κανονισμό του Ορφανοτροφείου της Πριγκήπου τονίζεται ότι «η εν τω ορφανοτροφείω εν τη Ελληνική γλώσση παίδευσις θα περιορίζηται εις την

ορθήν ανάγνωσιν, χρήσιν και γραφήν της καθομιλουμένης, απαγορευομένων των αρχαίων κειμένων και της γραμματικής αυτών, [...] η ιστορία και γεωγραφία,

αι ανθρωπολογικαί και φυσιολογικαί σπουδαί θα περιορίζωνται εις τας στοι-χειώδεις γνώσεις [...] [ενώ] από του 4ου έτους [...] η τεχνική και επαγγελμα-τική εκπαίδευσις εστίν υποχρεωτική δι' όλους ανεξαιρέτως τους τροφίμους του

Ορφανοτροφείου [..,]»35. Η επιτήρηση γίνεται ακόμη αυστηρότερη. Το προ-σωπικό γίνεται περισσότερο πολυάριθμο και ελέγχονται πλέον όλες ανεξαιρέ-τως οι πτυχές της ζωής, από την ανάπαυση μέχρι τις επιδόσεις στα μαθήματα36. Ο κανονισμός αυτός έφερε την πατριαρχική έγκριση, ενώ μέλος της I. Συνόδου κατείχε απαραίτητα την προεδρία της Εφορίας37. Από την άλλη πλευρά ο Ιωα-κείμ Γ' επικροτεί την ίδρυση του Ορφανοτροφείου της Πρώτης. Εκεί «η ανα-τροφή των ορφανών περιστρέφεται εις την εκμάθησιν και άσκησιν χριστιανι-κών αρετών [...]. Διδάσκονται [τα ορφανά] τα της θρησκείας [...] και εν γένει

τα εν τοις δημοτικοίς σχολείοις μαθήματα και την οικιακήν οικονομίαν. Έ κ των γυναικείων δ' έργων διδάσκονται [...] εν γένει όλην την οικιακήν υπηρε-

σίαν [...]»38.

Συμπερασματικά μπορούμε να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι τα ορφανά ση-ματοδοτούν αρνητικά την παιδική ηλικία. Προσδιορίζουν δηλαδή, ό,τι δεν θα πρέπει να είναι η παιδική ηλικία, της οποίας η ταυτότητα δομείται στην αντι-παράθεσή της με αυτά: είναι ευγενής, υπάκουη, επιτηρούμενη, επίδοξη κοινω-νός της ελληνικής παιδείας. Παράλληλα μέσα από τις παραπάνω διαδικασίες, όπου το νεότερο ηλικιακά τμήμα της μάζας των περιπλανώμενων χειρωνάκτων

34. Γενικός Κανονισμός του εν Πριγκήπω Εθνικού Ορφανοτροφείου, Κωνσταντινού-πολη 1903, κεφ. Α', άρθρο 1, σ. 3.

35. Ό.π., άρθρα 34, 36, σ. 20-22. 36. Ό.π. κεφ. Ε' (Περί της εσωτερικής διοικήσεως του Ορφανοτροφείου), σ. 13-16

και κεφ. Ζ' (Περί της ανατροφής των ορφανών), σ. 18-19. 37. Ό.π., άρθρο 5, σ. 6. 38. Κανονισμός του εν τη Νήσω Πρώτη Εθνικού Ορφανοτροφείου των Θηλέων Συ-

μεών Σινιόσογλου, 1906, άρθρο 24, σ. 23.

Page 213: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

και επαιτών, αναγνωρίζεται και οριοθετείται ως τέτοιο, επιχειρείται η κοινω-νική απομόνωση, η περιθωριοποίηση της μάζας αυτής, η οποία σηματοδοτείται ως επικίνδυνη τάξη. Τέλος η ομάδα των λογίων, εμπόρων και τραπεζιτών που καθοδηγούν τις εξελίξεις αυτές αναγορεύεται σε θεματοφύλακα ενός συστήμα-τος αξιών που οφείλει να εγκολπωθεί ολόκληρο το ελληνορθόδοξο σώμα. Στην αντιπαράθεση με το δυνάμει αντίπαλο της, τις ομάδες εκείνες που θεωρεί ότι αμφισβητούν αυτό το σύστημα αξιών, η συγκεκριμένη ομάδα δομεί την ηγεμο-νία της και σε τελική ανάλυση την ταυτότητά της ως μεσαία τάξη.

Page 214: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 215: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Στον κόσμο της Τέχνης

Παρασκευή 18 Απριλίου 1997

Απογευματινή συνεδρία

Πρόεδρος: ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΗΛΙΟΥ

Page 216: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 217: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΠΑΙΔΑΡΙΟΓΕΡΩΝ: Η ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΙΜΗΣ ΣΟΦΙΑΣ

ΗΛΙΑΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

πολιός το νόημα (Ελλην. Ανθολ. 8,152)

Στο ποικιλοτρόπως περιεκτικό σχήμα με τις προτάσεις και τις παραστάσεις που αναπτύσσονται και συζητούνται στο Γ' διεθνές Συμπόσιο για τους «Χρό-

νους της Ιστορίας», εισάγω ένα ζήτημα χωρίς περιοριστική χρονολογία και/ή ταξινομική στενότητα, στηριζόμενος ωστόσο σε έργα του όψιμου ρωμαϊκού και κυρίως του βυζαντινού κόσμου" ζήτημα-σταυροδρόμι απ' όπου, με τη μνήμη προηγούμενων χρονολογικών φάσεων, μπορεί κανείς να κινηθεί προς τους πιο

απροσδόκητους συσχετισμούς — με την επιμέρους απαραίτητη, βέβαια, μέγιστη δυνατή ακρίβεια.

Ανατρέχοντας σε άμεσα —ακόμη— αναγνώσιμες, κοντινές μας στο χρόνο προσωπογραφικές παραστάσεις (που είναι ήδη εντεταγμένες, πάντως, στο συ-νεχές —υλικά μαρτυρούμενο— κληροδότημα της ιστορικά τεκμηριωμένης μνή-μης), με παλαιότερες (ζωγραφική) η νεότερες απεικονιστικές τεχνικές (φωτο-γραφία), σημειώνουμε ότι τα εικονιζόμενα παιδιά, πέρα από τη φυσική τους

Ανατίθεται στη μνήμη του J.- P. Néraudau (1940-1998). Η ζήτηση από την ο-ποία πηγάζει η εικονογραφική αυτή ανακοίνωση είχε παλαιότερα ενταχθεί σε ευρύτερο ερευ-νητικό πλαίσιο. Βλ. «Προλεγόμενα για μια τυπολογία της παιδικής ηλικίας και της νεό-τητας στη βυζαντινή εικονογραφία», Πρακτικά του διεθνούς Συμποσίου (Αθήνα, 1 -5 Οκτ. 1984) Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, τ. Α', Αθήνα 1986, σ. 271-86. «Textes figurés et texte pictural: recherches d'iconographie byzantine [...] II. Enfance et jeunesse: réalisme et idéographie», Ecole prat. des Hautes Et., Sect, des sciences relig., Annuaire 95 (1986-87), 1987, σ. 356, 357-8. «Christianisme byzantin», Annuaire,

ό.π., 99 (1990-91), 1992, σ. 343-5. Όψεις του θέματος με ευρύτερο η πιο περιορισμένο δειγματολόγιο έχουν εκτεθεί στα πανεπιστήμια Αιγαίου (Τμ. Κοινων. Ανθρωπολογίας, Μυ-τιλήνη 4.ΧΙΙ.96) και Κύπρου (Ερευν. Μον. Αρχαιολογίας, Λευκωσία 12.V.97)" ευχαριστώ

τους εκεί συναδέλφους για την ερευνητική συμπάθεια και τη φιλική τους ξενία. Φωτογρ. τεκμηρίωση: Εικ. 1, Αλεξάνδρεια, Aziz & Dorés. Εικ. 2, Αθήνα 1993 (σημ. 3, παρακάτω).

Εικ. 3, Trier, Rheinisches Landesmuseum. Εικ. 4-5, 15, Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου. Εικ. 6, 8-9, 14, Παρίσι, Bibliothèque nationale de France. Εικ. 7, Αθήνα, Βυζαντινό

Μουσείο. Εικ. 10-11, Γαλάβαρης 1990 (σημ. 26, παρακάτω). Εικ. 12-13, Παπαζώτος 21997 (σημ. 28, παρακάτω). Εικ. 16, Παρίσι, Μουσείο Picasso.

Page 218: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

εμφάνιση και το ένδυμα, χαρακτηρίζονται και από σύμβια των προσώπων «αν-τικείμενα» των οποίων η «χρήση» και συμπαρουσία προσιδιάζει κατ' εξοχήν

στην ηλικία τους- έμψυχα όντα: το κατοικίδιο ζώο, η παιχνίδια: το τσέρκι (η κρικηλασία) και η κούκλα, στη φωτογραφία (εικ. 1), αλλά και στη ζωγραφική,

την ακαδημαϊκή, ή την αφελέστερη. Το ίδιο απαντά, απώτερα, στην κλασική η την ελληνιστική εποχή, αλλά και περαιτέρω, στη ρωμαιοβυζαντινή συνέχεια της αρχαιότητας1. Και τούτο, όχι μόνο στον φωτεινό κόσμο της ζωής, του οίκου η του υπαίθρου, αλλά και στον υπόγειο, των νεκρών, όπως δ.χ. στη μεταγενέ-

στερη κατακόμβη του Νοβατιανού, του 3ου αιώνα, με την οστέινη, με κινητά τα άκρα pupa (την πλαγγόνα, την κόρη), τη μισοβυθισμένη στο κονίαμα του

τοίχου που κλείνει τη λαξευτή ταφική θήκη ενός κοριτσιού2. Ωστόσο, εντυπω-σιάζει μάλλον το παράδοξο του να βλέπεις (εξαρτάται από τις εποχές, και τον θεατή) ότι αντί για το παιχνίδι, ή το άθλημα (εξαρτάται και από την ηλικία),

το προσωπογραφούμενο νεανικό άτομο χαρακτηρίζεται από το βιβλίο (εικ. 2)3. Επιστρέφουμε όμως στην αφετηρία που ορίσαμε προηγουμένως. Από την αλκή

του γυμνού σώματος (θεών ή ηρώων, η στην κοινωνία του Γυμνασίου της κλα-σικής εποχής), ο τόνος, η προσοχή, μετακινούνται, στις πολυάνθρωπες κοσμο-πόλεις της ύστερης αρχαιότητας, προς το καταφύγιο της μελέτης, τον πνευμα-τικό ζήλο. Διαγράφεται τοιουτοτρόπως το ιστορικό δρομολόγιο που κατευθύνει

από την (ενάρετη, στην ωριμότητά της) ανδρεία, προς τη σοφία. (Τηρουμένων των αναλογιών, η εξέλιξη αυτή προς την υπεροπλία της «σοφίας» —αλλά και,

περαιτέρω, της τρυφής, λόγων και αισθήσεων— παραπέμπει, κάπως, στη ση-μασιοδότηση του χρονολογικού ανοίγματος και την αντίστοιχη εκτίμηση του

1. Πρβλ. ενδεικτ. το κορίτσι με τα περιστέρια του Μητροπολ. Μουσείου της Νέας Υόρκης (μαρμ. επιτ. στήλη, 5ος αι. π.Χ.) και το γυμνό αγόρι με τη χήνα του Εθν. Αρχαιο-

λογικού Μουσείου (μαρμ. αγαλμάτιο, 3ος αι. π.Χ.): Η. Rühfel, Das Kind in der griechi-schen Kunst, Mainz 1984, εικ. 41α-41β και 95 αντιστοίχως.

2. Βλ. προχ. F. Mancinelli, Catacombes et basiliques. Les premiers chrétiens à Rome, Φλωρεντία 1984, εικ. 10. Πρβλ. M. Αργυριάδη, Η κούκλα στην ελληνική ζωή και τέχνη από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, Αθήνα 1991, σ. 24 κε. Εν γένει, για το παιχνίδι

στην αρχαιότητα πρβλ. Μασσαλία (Musée d'Archéologie Méditerranéenne, 22.ΧΙ.91-16. 11.92) 1991, Jouer dans l'antiquité.

3. Μερικώς, στην προβαλλόμενη προσωπογραφία (117x83 εκ.): Διότι ο αδελφός του Παύλου Μελά έχει αποθέσει στο πάτωμα (στο αριστερό άκρο του πίνακα) το τυπωμένο κείμενο, και ποζάρει κρατώντας στο δεξί του χέρι, σαν σκήπτρο, την ξύλινη κορίνα. Η αυτάρεσκη σοβαρότητα του νεαρού αστού επιβεβαιώνεται από το βιβλίο, χωρίς όμως να λείπει από την εικόνα το όργανο του παιχνιδιού — μεταποιημένο, εδώ, σε υπαινικτικό εξάρ-τημα κλειστού χώρου. Αθήνα (Εθν. Πινακοθήκη) 1993, Το παιδί στη νεοελληνική τέχνη, 19ος-20ός αιώνας, αρ. 39, σ. 106-7 (Α. Κούρια)· πρβλ. σ. 13, 21, 105, στο ίδιο. Πρβλ.

Α. Κούρια, Το παιδί στη νεοελληνική τέχνη, 1833-1922. Εικόνες - Αντιλήψεις, Αθήνα-Γιάν-νινα, 1985, σ. 105, εικ. 23. Πρβλ. σ. 93-5, στο ίδιο.

Page 219: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

αισχύλειου έργου από τον καβαφικό Σιδώνιο νέο, το «ζωηρό, φανατικό για γράμματα» παιδί.)

Δεν θα σταθούμε ιδιαίτερα σε σκηνές που καταγράφουν την πραγματικό-τητα του σχολείου η απηχούν, ενδεχομένως, τη ματαιοδοξία του εντολοδότη, όπως στο επιτάφιο ανάγλυφο από το Neumagen (2ος/άρχ. 3ος αι.) στο μου-σείο του Tr ier (εικ. 3)4 , αλλά σε παραστάσεις όπου εκθειάζεται η κλίση του —νεκρού, πλέον— παιδιού προς τους λόγους, μέσω της οποίας υπερβαίνεται ο θάνατος5 .

Στην κύρια όψη ρωμαϊκής σαρκοφάγου ( 4 7 , 5 x 1 4 9 εκ.), των μέσων του 2ου μ.Χ. αιώνα, παριστάνονται, σε συνεχή αφήγηση, τέσσερα στιγμιότυπα από

τη ζωή του Μάρκου Κορνηλίου Στατίου, ενός νεαρού αγοριού που χάθηκε πρό-ωρα (εικ. 4)β .

Καθήμενη, στο αριστερό άκρο της παράστασης μία γυναίκα, η τροφός η —μάλλον— η μητέρα, θηλάζει ένα βρέφος που κρατεί στην αγκαλιά της. Α π ο ρ -ροφημένος από το θέαμα τροφού και βρέφους, ένας γενειοφόρος άνδρας στέκει όρθιος μπροστά τους, με τον δεξιό αγκώνα σε ένα πεσσίσκο και το σαγόνι να

4. Συνολ. διαστ.: 60x193 εκ. D. Strong, Roman Art, Harmondsworth, Middle-sex 21980, σ. 242, εικ. 180. Παρίσι (Musée du Luxembourg, 6-31.X.83), 1983, La civili-sation romaine de la Moselle à la Sarre, αρ. 223, σ. 264. H. Blank, Das Buch in der Antike, Μόναχο 1992, σ. 36-7, εικ. 16. Αριστερά και δεξιά από τον κατ' ενώπιον καθή-μενο, ανάμεσά τους, δάσκαλο εικονίζονται δύο μαθητές με ανελιγμένα στα χέρια τους Volu-mina. Ένας τρίτος μαθητής, όρθιος, στο δεξιό άκρο της σύνθεσης, χαιρετά την ομήγυρη

με το ανασηκωμένο δεξί του χέρι" με το κατεβασμένο αριστερό φέρει ένα δεμένο πολύπτυχο πέντε ξύλινων πινακίδων γραφής (με επίστρωση κεριού): πρβλ. αρ. 221, στο ίδιο. Για το φορητό γραφείο του μαθητή, την μία η τις περισσότερες —δεμένες σε πολύπτυχο— κηρό-χριστες (σε αρχαιότερες φάσεις) πινακίδες, βλ. Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτι-σμός, τ. A' I, Αθήνα 1948, σ. 52-3, 75-9. Πρβλ. Daremberg-Saglio 5, σ. 1 κε., λ. «ta-bella cerata (δέλτος, δελτίον, δελτίδιον, γραμματειον)». Blank, ό.π., εικ. 28-9.

5. Πρβλ. Η.- I. Marrou, Μουσικός ανήρ. Etude sur les scènes de la vie intellectu-elle figurant sur les monuments funéraires romaines, Grenoble 1938, σ. 231 κε.

6. F. Baratte - C. Metzger, Catalogue des sarcophages en pierre d'époque romaine et paléochrétienne, Παρίσι 1985, αρ. 3, σ. 29-31. Πρβλ. Marrou, ό.π., αρ. 2, σ. 29-30. R. Turcan, Les sarcophages romains à représentations dionysiaques. Essai de chrono-logie et d'Histoire religieuse, Παρίσι 1966, σ. 407. P. Zanker, The Mask of Socrates. The Image of the Intellectual in Antiquity, Berkeley-Los Angeles-Οξφόρδη 1995, σ. 253-4, εικ. 138. Έργο ρωμαϊκού εργαστηρίου, προερχόμενο κατά πάσα πιθανότητα από την

Όστια, το γλυπτό αυτό απόκειται στο Λούβρο. Στην πλίνθο του κάτω μέρους διακρίνεται η επιγραφή: M(arco) . CORNELIO . M(arci) . F [ili) . PAL{atina tribu ) . STATIO . Pa-

rentes ] . FECER(unt). Οι μνημονευόμενοι γονείς θα πρέπει να ταυτίζονται με τα εικο-νιζόμενα ενήλικα πρόσωπα. Θα μπορούσε ο αναγνώστης να θεωρήσει ότι στο έργο αυτό προ-βάλλεται —απλούστερα— το αγαθό της παίδευσης: Marrou, ό.π., σ. 198. Πρβλ. Μασσαλία 1991, ό.π. (σημ. 1), σ. 45, εικ. 9. Δεικτικότερο από τη δική μας άποψη είναι το επόμενο δείγμα (εικ. 5).

Page 220: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

στηρίζεται στην ανοικτή παλάμη του ίδιου χεριού - στο αριστερό του χέρι φέρει ένα ειλητό, σύμβολο παιδείας. Στην επόμενη φάση το ίδιο πρόσωπο, ενδεχομέ-

νως ο πατέρας —μάλλον, παρά ο παιδαγωγός—, όρθιο, μετωπικά εικονιζόμενο, έχει πάρει το βρέφος στην αγκαλιά του. Η τρίτη προς τα δεξιά σκηνή παρου-

σιάζει το μεγαλωμένο αγόρι να οδηγεί το παιδικό του άρμα, που το σύρει ένας τράγος. Τέλος, στο δεξιό άκρο, το ίδιο αγόρι, όρθιο, κρατώντας ειλητό στο αρι-στερό του χέρι (ως ένδειξη της πρώιμης σοφίας που θα το χαρακτήριζε όσο ζούσε), παριστάνεται με το δεξί υψωμένο σε σχήμα προσλαλιάς, απευθυνόμενο

προς τον καθήμενο ενώπιόν του συλλογισμένον άνδρα (γνώριμο μας από τις προ-ηγούμενες φάσεις της παράστασης), φίλο και εκείνον των Μουσών, με περίσκε-πτο (περίλυπο) πρόσωπο, που εικονίζεται με σταυρωμένα τα πόδια του —ο αρι-στερός μηρός επάνω στον δεξιό—, το ειλητό στο αριστερό, και το σαγόνι να στηρίζεται στο δεξιό του χέρι.

Ορισμένες φάσεις της σπονδυλωτής αυτής παράστασης, όπως ο θηλασμός του βρέφους, αριστερά, η η σκηνή της lectio δεξιά (αυτή η «φιλόλογος» φάση, με το παιδί να απαγγέλλει το μάθημά του), απαντούν και σε άλλα έργα της ίδιας

κατηγορίας. Η δήλωση της πρώιμης σοφίας γίνεται πιο δραματική με τη σκέ-ψη του πρόωρου θανάτου —της mors immatura — που την νέκρωσε. Διάχυτη

στην όλη παράσταση είναι η βαρύνουσα αίσθηση του πένθους, που δηλώνεται με τις συλλογισμένες στάσεις του πατέρα η παιδαγωγού7.

Στο συνωστισμό των συντεταγμένων σε σκηνές μορφών της πρόσθιας όψης μιας άλλης σαρκοφάγου (34x120 εκ.), που χρονολογείται στα τέλη του 3ου

μ.Χ. αιώνα (απόκειται στο Λούβρο, όπως και η προηγούμενη), δεσπόζει το κεντρικό σχήμα του μετωπικά εικονιζόμενου, να αγορεύει, ένθρονου αγοριού,

με ένα ελαφρά ξετυλιγμένο ειλητό στο αριστερό του χέρι, περιβαλλόμενο συμ-

7. Ανάλογη προαίσθηση του θανάτου (πρβλ. Λουκ. 2, 34-5) δηλώνεται στη μεσοβυ-ζαντινή εικονογραφία της Υπαπαντής, όπου ο γέρων Συμεών υποδέχεται στην αγκαλιά του

τον νήπιο Χριστό" ο Ιησούς επιθυμεί να επιστρέψει στην αγκαλιά της μητέρας του, που τον κοιτάζει λυπημένη. Βλ. Η. Maguire, «The Iconography of Symeon with the Christ Child in Byzantine Art», DOP 34-5 (1980-81) 267 κε. Τούτο τονίζεται στην παράσταση

της Παναγίας Αρακιώτισσας, στα Λαγουδερά, σε τοιχογραφία του ομώνυμου ναού (1192), με την παρουσία αγγέλων που κρατούν τα σύμβολα του πάθους: στο ίδιο, σ. 269, εικ. 11.

Πρβλ. Α. Nicolaïdès, «L'église de la Panagia Arakiotissa à Lagoudéra, Chypre. Etude iconographique des fresques de 1192», DOP 50 (1996) 110-1, εικ. 3- πρβλ. στο ίδιο, σ. 79-83, εικ. 64-5: ο θεοδόχος Συμεών. Για το θέμα του «αώρου θανάτου» βλ. E. Griess-mair, Das Motiv der Mors immatura in den griechischen metrischen Grabinschriften, Innsbruck 1966. J.- P. Néraudau, Être enfant à Rome, Παρίσι 1984, σ. 373 κε. T.Wie-demann, Adults and Children in the Roman Empire, Λονδίνο 1989, σ. 40-3, 92-3, 129, 168-70. Η. Lohmann, «Das Motiv der mors immatura in der griechischen Grab-kunst», Kotinos. Festschrift für Erika Simon, Mainz 1992, σ. 103-13.

Page 221: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

συμμετρικά από τέσσερις Μούσες (εικ. 5)8- σχήμα καθεδρικής κατάδειξης του με-γέθους του κεντρικού προσώπου, που απαντά και στην κρατική τέχνη και προ-παγάνδα ως τα τέλη του μεσαίωνα9. Μέσω του ίδιου σχήματος προβάλλεται

άλλωστε και ο κατ' εξοχήν «παιδαριογέρων», ο Ιησούς (χωρίς τούτο, βέβαια, να δηλώνεται αυτολεξεί και με αποκλειστικά ενθαδικούς όρους), όχι μόνο σε

έργα της παλαιοχριστιανικής περιόδου10, αλλά και —κυρίως, και σε απευθείας σχέση με τη ζήτηση μας— σε μεταγενέστερες παραστάσεις, από τον 9ο και πέρα αιώνα· σύμφωνα με τις κανονικές πηγές (Λουκ. 2, 46-7), εικονίζεται εδώ

ο δωδεκαετής Ιησούς, στον Ναό, ανάμεσα στους διδασκάλους (εικ. 6). Η με-λέτη της εικονογράφησης αυτού του ευαγγελικού περιστατικού θα αποτελούσε

ένα από τα μακροσκελέστερα κεφάλαια της προσέγγισης μας (βλ. παρακάτω). Τούτο προφανώς οφείλεται στο πλήθος των διαθέσιμων παραστάσεων που επι-τρέπουν μια συστηματικότερη εξέταση.

Οι διαμετρικά αντίθετοι τύποι του παιδιού και του γέροντα συναιρούνται σε ένα προσωπογραφικό συμβιβασμό που συνδυάζει τη μορφή και το μέλλον του ενός με την πνευματική ωριμότητα και το παρελθόν του άλλου. Πέρα από την έμμονη παρουσία στον μεσογειακό χώρο: σε Έλληνες, Ρωμαίους, Ιου-

δαίους, χριστιανούς και εθνικούς, από τους ελληνιστικούς κιόλας χρόνους —κυ-

8. Baratte, ό.π. (σημ. 6), αρ. 4, σ. 31-3' Marrou, ό.π. (σημ. 5), αρ. 19, σ. 50-1. Αρι-στερά, διακρίνεται το παιδικό άρμα, όπως και στην προηγούμενη σύνθεση. Στο δεξιό άκρο

της παραστατικής ζώνης, ανάμεσα σε δευτερεύοντα, ανήλικα/πλασματικά πρόσωπα, ο νε-κρός παις, μισοξαπλωμένος σε ανάκλιντρο, με γυμνωμένο το στέρνο, εικονίζεται σε σκηνή μεταθανάτιου, διηνεκούς συμποσίου.

9. Πρβλ. την εκτίμηση του R. Bianchi Bandinelli στην εξέτασή του των αναγλύ-φων της oratio και της liberalitas στην αψίδα του Κωνσταντίνου (Ρώμη, 315): Dall'elle-nismo al medioevo, Ρώμη 1978, σ. 64 κε., 104 κε., εικ. 59-60. Σε σχέση με την κεντρική σκηνή της σαρκοφάγου που εξετάζουμε, πρβλ. την ανάλογη διάταξη στη λεγόμενη «σαρκο-φάγο του Πλωτίνου»: Marrou, ό.π., αρ. 17, σ. 47-50, εικ. 7. Μ. Wegner, Die Musen Sar-kophage, Βερολίνο 1966, αρ. 116, σ. 47, πίν. 71 (στο ίδιο, αρ. 77, σ. 38, πίν. 145β: η σαρκο-φάγος του Λούβρου). Και πάλι σε σχέση με το κεντρικό σχήμα της σύνθεσης και τα πρό-σωπα που συμμετέχουν σε αυτό (εικ. 5) πρβλ. τον Βιργίλιο, σε ψηφιδωτό δάπεδο του 3ου μ.Χ. αιώνα, ανάμεσα στην Κλειώ και την Μελπομένη: R. Bianchi Bandinelli, Roma. La fine dell'arte antica, Μιλάνο 21976, σ. 237, εικ. 218. Κ. Dunbabin, The Mosaics of Ro-man North Africa. Studies in Iconography and Patronage, Οξφόρδη 1978, σ. 131, 242,

εικ. 130. 10. Βλ., δ.χ., το κεντρικό διάχωρο της άνω ζώνης στην πρόσθια όψη της σαρκοφάγου

του Ιουνίου Βάσσου (t 359), στο Βατικανό (Άγ. Πέτρος): Strong, ό.π. (σημ. 4), σ. 289-290, εικ. 224. Ε. Kitzinger, Byzantine Art in the Making. Main Lines of Stylistic De-velopment in Mediterranean Art, 3rd-7th Century, Λονδίνο 1977, σ. 26 κε., εικ. 43. Ν.

Υόρκη (The Metropolitan Mus. of Art, 19.XI.77-12.II.78) 1979, Age of Spirituality. Late Antique, and Early Christian Art, Third to Seventh Century, αρ. 386, σ. 427-9 (E. Dinkier).

Page 222: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

κυρίως όμως στην όψιμη φάση της αρχαιότητας—, το θέμα απαντά και σε βα-θύτερα στον χρόνο στρώματα, αλλά και σε απώτερα στον χώρο πεδία· τόσο

που ο Ερνστ Ρόμπερτ Curtius να το θεωρήσει αρχέτυπο, παράσταση του συλ-λογικού υποσυνειδήτου (σύμφωνα με τον ορισμό του Γιούνγκ)11. Η αινετήρια αύτη συνταγή χρησιμοποιείται για την προβολή επιφανών προσώπων που έχουν μακροημερεύσει· η, σε διευρυμένη πλέον χρήση, για να εξαρθεί η φρονιμάδα

και η λογιοσύνη νεαρών, πρόωρα χαμένων ατόμων: με αυτό τον τρόπο ανα-πληρώνεται κάπως το κενό της ανολοκλήρωτης ζωής τους. Αυτής της κατη-γορίας τις μαρτυρίες αποκρυσταλλώνουν η επιγραφική με την παραστατική τέ-χνη. Α ς πάρουμε από κοντά ένα επιπλέον παράδειγμα.

Στο σήμα του δωδεκάχρονου Κοΐντου Σουλπικίου Μαξίμου, η ανάγλυφη εικόνα του εκλιπόντος συνδυάζεται με τις επιγραφικές μαρτυρίες" συμπεριλαμ-βάνονται μια ποιητική του σύνθεση, και δύο επιγράμματα που υποτίθεται ότι μεταφέρουν, αντιστοίχως, λόγους του παιδιού και των γονέων του. Είχε μετά-σχει στους τρίτους (94 μ.Χ.) ποιητικούς αγώνες ελληνικής γλώσσας προς τι-

μήν του Καπιτωλίου Διός, απαγγέλοντας (όπως και εικονίζεται ο τηβεννοφό-ρος παις, με ανοικτό το ειλητό στο χέρι του) το αναγραφόμενο ποίημα, σαραντα-τριών εξαμέτρων, με μυθολογικό θέμα: «Κ(οΐντου) Σουλπικίου Μαξίμου καί-ριον' Τίσιν αν λόγοις χρήσαιτο Ζεύς επιτιμών Ηλίω ότι το άρμα έδωκε Φαέ-θοντι». Όπως ο ίδιος δηλώνει (επίγρ. α'), ο υπερβολικός ζήλος τον αφάνισε'

ημέρα και νύκτα μονάχη έγνοια του ήταν οι Μούσες: «Μούνος απ' αιώνος δυο-

11. E. R.Curtius, Europäische Literatur und lateinisches Mittelalter, Βέρνη 1948, σ. 106 κε. Για την πολύπτυχη τυπολογία του παιδιού-θαύματος βλ. ενδεικτικώς: Marrou,

ό.π. (σημ. 5), σ. 197-207. Η. Herter, «Das unschuldige Kind», JAG 4 (1961) 148. M. Aubineau, «L'enfant vieillard», στο Grégoire de Nysse, Traité de la virginité, £κδ. M. Aubineau (SC 119), Παρίσι 1966, σ. 575-7. S. Hackel (έκδ.), The Byzantine Saint (Univ. of Birmingham, Fourteenth Spring Symposium of Byzant. Studies), Λονδίνο 1981, σ. 92 (E. Patlagean)· 121,124,126 (R. Browning)· 166 (J. Munitiz). Néraudau,

ό.π. (σημ. 7), σ. 123-8, 163, 238, 264. Wiedemann, ό.π. (σημ. 7), σ. 76, 79, 92-3, 98-9, 168-70, 180-1. Zanker, ό.π. (σημ. 6), σ. 276-7, 291-2, 295, 299, εικ. 149, 158. Α. Bil-lault, «Le mythe de l'enfance philosophique dans les biographies des philosophes grecs», Enfants et enfances dans les mythologies (Actes du Vile coll. du Centre de re-cherches mytholog. de l'Univ. de Paris-X), Παρίσι 1995, σ. 220-3. C. Jouanno, «Le roman d'Alexandre ou l'enfance d'un héros», Enfants et enfances, ό.π., σ. 269-89. Ά . Κιουσοπούλου, Χρόνος και ηλικίες ατή βυζαντινή κοινωνία. Η κλίμακα των ηλικιών από

τα αγιολογικά κείμενα της μέσης εποχής (7ος-11ος al.), Αθήνα 1997, σ. 73-5. Βλ. και την πρόσφατη ανακεφαλαίωση της εν γένει θεματικής του παιδιού που υπερβαίνει —στην αντί-ληψη και την άσκηση δεξιοτήτων— τα φυσιολογικά για την ηλικία του μέτρα, στην εξελι-κτική χρονολογία της με τις κατά καιρούς και κοινωνίες αντιλήψεις, στον τόμο (με αφορμή

μια έκθεση στην Bibliothèque Nationale): M. Sacquin κ.ά, Le printemps des genies. Les enfants prodiges, Παρίσι 1993 (πρβλ. τον συνοπτικό κατάλογο της έκθεσης: Bibl. Nationale, 25.II-23.V.93, Le printemps des genies).

Page 223: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

δυοκαίδεκα παις ενιαυτών / Μάξιμος εξ αέθλων εις Αίδην έμολον/ νούσος και κά-ματος με διώλεσαν ούτε γαρ ηούς,/ ουκ όρφνης Μουσέων εκτός έθηκα φρένα».

Και οι γονείς απαντούν (επίγρ. β'): «Βαιόν μεν τόδε σήμα, το δε κλέος ουρα-νόν ίκει [,..]»12.

Η έξαρση της πρώιμης σοφίας δεν περιορίζεται στα αγόρια. Η μικρή Magnilla πεθαίνει στα επτά της χρόνια. Η τ α ν όμορφη, με θαυμαστή αντίληψη

και πρόωρη για την ηλικία της σοφία: «formosa, et sensu mirabilis et super annos docta»13 .

Με την εισαγωγή του συμβολικού αυτού ανθρωπολογικού τύπου στη χρι-στιανική αγιογραφία μετακινούνται όχι μόνο οι τόνοι, από την πρώιμη λογιο-σύνη στην πρακτική των αρετών (την κατά Χριστόν φιλοσοφία), αλλά και οι

ηλικίες, από τα παιδικά σε ωριμότερα χρόνια. Ο Μακάριος ο Αιγύπτιος, όπως περιγράφεται στο «Λαυσαϊκόν» από τον Παλλάδιο (4ος-5ος αι.), επίσκοπο Ελε-νοπόλεως: «Τριακονταετής ανελθών νεώτερος τη ηλικία σφριγών, τοσαύτη ... εχρήσατο καρτερία πόνων ασκητικών εν όλοις δέκα έτεσιν, ως πολλής και με-

γάλης τούτον αξιωθήναι διακρίσεως· ώστε καλείσθαι αυτόν παιδαριογέροντα, επειδή θάττον της ηλικίας προέκοψεν ταις αρεταίς». Σημειωτέον ότι το «θάτ-

τον της ηλικίας» αντιστοιχεί με την τέταρτη δεκαετία της ζωής του Μακαρίου (+ 391)14. Στον «Βίο» του οσίου Σάβα του Ηγιασμένου (5ος-6ος αι.), που συ-νέγραψε ο Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης (6ος αι.), δεν λείπουν οι αναφορές στην πρωιμότητα ενός γόνιμου πνευματικού βίου, που είχε επιδείξει ο βιογραφούμε-νος. Γύρω στα δεκαοκτώ του χρόνια χαρακτηρίζεται «νεανίας πρεσβύτης»" αλλά συμπλήρωνε τα τριανταπέντε, όταν: «Ταύτην έχειν αυτόν την πολιτείαν γνους

ο μέγας Ευθύμιος ελάμβανεν αυτόν μεθ' εαυτού ... εις την πανέρημον του Ρου-βά ... πληροφορίαν έχων εις αυτόν και παιδαριογέροντα αυτόν ονομάζων, και

ως καλός παιδοτρίβης προεβίβαζεν αυτόν και εγύμναζεν εις υψηλοτέρας αρε-τάς». Η ορολογία του Γυμνασίου στρατεύεται εδώ στην υπηρεσία του ουρανού15.

12. IG XIV, αρ. 2012 (σ. 494-6). Η στήλη απόκειται στα Μουσεία του Καπιτωλίου (Ρώμη, Pai. dei Conservatori). Βλ. Marrou, ό.π., αρ. 151, σ. 130, 205-6. Wiedemann,

ό.π., σ. 169. Blank, ό.π. (σημ. 4), σ. 72 κε., εικ. 45. Zanker, ό.π., σ. 215-6, εικ. 113. 13. Marrou, ό.π., 202-3. Néraudau, ό.π. (σημ. 7), σ. 125. Wiedemann, ό.π., σ.

169-170. 14. PG 34, 1043Β. Πρβλ. το σχετικό απόσπασμα του Σωζομενού: Sozomène, Hi-

stoire ecclésiastique, III-IV, εκδ. J. Bidez - G. Sabbah - Α.- J. Festugière (SC 418), Πα-ρίσι 1996, σ. 116.7-10: «αυτίκα τε φιλοσοφείν αρχόμενος έτι νέος ων διέπρεπεν, ως παι-δαριογέροντα παρά των μοναχών ονομάζεσθαι και τεσσαράκοντα έτη γεγονότα χειροτονη-θήναι πρεσβύτερον». Για τη σημασιολογική μετατόπιση του όρου φιλοσοφία και τις κατα-βολές της στη βιοθεωρία των πρώτων χριστιανικών αιώνων, βλ. Η. Hunger, Βυζαντινή λο-γοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, τ. Α', Αθήνα 1987, σ. 41 κε. Πρβλ. Ρ. Hadot, Qu'est-ce que la philosophie antique?, Παρίσι 1995, σ. 355 κε.

15. Kyrillos von Skythopolis, έκδ. E. Schwartz, Λιψία 1939, σ. 89.24 και 94.13-18

Page 224: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Έχουμε ήδη προβάλει παραστάσεις από παιδικές σαρκοφάγους των αυτο-κρατορικών χρόνων (εικ. 4). Για λόγους θείας οικονομίας ο Ιησούς, ενσαρκω-μένος Λόγος, περνά και αυτός, αναγκαστικά, από το ίδιο βιογραφικό στάδιο. Βέβαια, η ζωή του δεν διακόπτεται τόσο πρόωρα" άλλωστε, δεν υπηρετεί την εγκόσμια αποδεικτική του σοφού παιδιού. Ο σταυρικός θάνατος λαμβάνει χώρα

σε πιο προχωρημένη ηλικία, νεανική πάντως, αλλά στο κατώφλι της ωριμότη-τας: ηλικία ανδρική16. Η πορεία είναι ωστόσο προδιαγεγραμμένη και το τέλος δεδομένο17. Περνά λοιπόν ο Ιησούς από το ίδιο στάδιο, αλλά και παράλληλα

το προδίδει — δεν συμβιβάζεται με αυτό. Δεν έχουμε εδώ να κάνουμε με ένα οποιοδήποτε παιδί" είναι ο ίδιος ο θεός. Πώς είναι όμως δυνατόν, με παιδικές αναλογίες, να εικονίσεις τη δύναμη της θεϊκής παρουσίας;

Η θητεία του παιδιού κοντά στον δάσκαλο (πρβλ. εικ. 3) μας είναι εικο-νογραφικά οικεία, κυρίως από σχετικές σκηνές βιογραφικών απεικονίσεων του

αγίου Νικολάου σε παιδική ηλικία 1 8 . Η αντίστοιχη απόπειρα αναπαράστασης ανάλογου σταθμού από τον βίο του Χριστού δεν απαντά πριν από την όψιμη

βυζαντινή περίοδο. Άλλωστε, σε αυτή την περίπτωση, το εικονογραφούμενο περιστατικό δεν απορρέει από κανονική πηγή.

Στο γνωστό, σύμφωνα με μεταγενέστερη ονομασία, ως «Ευαγγέλιο του Θωμά» απόκρυφο κείμενο (= Τα παιδικά του Κυρίου), περιγράφονται τα πα-θήματα, (απαραιτήτως) ενώπιον μαρτύρων, των δασκάλων που επιχείρησαν να

αντιστοίχως. Μεταγενέστερο δείγμα εντοπίζουμε στον συγγεγραμμένο από τον Νικόλαο Κα-τασκεπηνό Βίο του οσίου Κυρίλλου του Φιλεώτου, από την Ανατολική Θράκη, που πε-θαίνει το 1110, σε ηλικία 96 ετών: «Κατά γαρ το θρακώον μέρος εν τω χωρίω Φιλέα γέ-γονέ τις ανήρ συν Θεω εν ταις εσχάταις και πονηραίς ταύταις ημέραις βίω και λόγω κεκο-σμημένος, ος εκ βρέφους τα ιερά γράμματα μεμαθηκώς, μάλλον δε ολίγα εξ αυτών, πάντας τους ομήλικας υπερέβαλλεν έν τε αγχινοία και συνέσει. Ην γαρ θεοσόφιστος ο παις. Προ-κόψας δε τη κατά Θεόν ηλικία εδέξατο και σφραγίδα αναγνώστου παρά του της χώρας αρχιεπισκόπου. Ένθεν τοι και τω θείω ναώ αφιερωθείς εν τω νόμω Κυρίου εμελέτα ημέρας

και νυκτός. Και ην αυτόν ιδείν ποτέ μεν τας βίβλους αναγινώσκοντα, ποτέ δε ψαλμούς δαυϊ-τικούς άδοντα, ποτέ δε τας ευχάς αυτού τω Θεώ αποδιδόντα μετά πλήθους γονυκλισιών» (κεφ. 2, 1). «Έφευγε δε και τας συνομηλίκων και ατάκτων συναυλίας" και τη μεν σιωπή

τας γλωσσαλγίας ιατο, τη δε ησυχία το ταραχώδες της ψυχής εκ της των ανωφελών συνου-σίας... [...]. Και ην ιδείν αυτόν ώς τινα προβεβηκότα, μάλλον δε πολιόν, βρέχοντα τας πα-ρειάς αυτού τω πλήθει των δακρύων. [...] ... ούτως ουν αυτόν ορώντες οι μεν αρετής επιμε-λόμενοι έχαιρον και υπερετίμων, παιδαριογέροντα αυτόν αποκαλούντες» (κεφ. 2, 2). Βλ. La Vie de saint Cyrille le Philéote, moine Byzantin (+ 1110), εκδ. E. Sargologos, Βρυξέλ-λες 1964, σ. 44-6.

16. Για τις ηλικίες του ανθρώπου βλ. Ε. Sears, The Ages of Man. Medieval Inter-pretations of the Life Cycle, Princeton 1986. Κιουσοπούλου, ό.π. (σημ. 11), σ. 46-58.

17. Πρβλ. σημ. 7, παραπάνω. 18. Ν. Patterson Sevcenko, The Life of Saint Nicholas in Byzantine Art, Τουρίνο

Page 225: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

διδάξουν τον Ιησού. Ο πρώτος από αυτούς, Ονόματι Ζακχαίος, είχε πείσει τον Ιωσήφ να του εμπιστευθεί τον γιο του. «[...] Και είπεν αυτώ πάντα τα

γράμματα από του α έως του ω μετά πολλής εξετάσεως τρανώς. Εμβλέψας δε τω καθηγητή Ζακχαίω λέγει αυτώ- Συ το άλφα μη ειδώς κατά φύσιν, το

βήτα πως άλλους διδάσκεις; Υποκριτά, πρώτον ει οίδας δίδαξον το α, και τότε σοι πιστεύσομεν περί του β». Εμβρόντητος ο δάσκαλος, «τας τοσαύτας

και τοιαύτας αλληγορίας του πρώτου γράμματος ειρηκότος του παιδός», αναγ-κάζεται να ομολογήσει: «Οίμοι, ηπορήθην ο τάλας ... εμαυτώ αισχύνην παρέ-χων επισπασάμενος το παιδίον τούτο. [...] Ου φέρω το αυστηρόν του βλέμμα-τος αυτού, ου τρανώ τον λόγον άπαξ. Τούτο το παιδίον γηγενής ουκ εστί, τούτο δύναται και πυρ δαμάσαι' τάχα τούτο προ της κοσμοποιίας εστίν γεγεννημέ-νον. Ποία γαστήρ τούτο εβάστασεν, ποία δε μήτρα τούτο εξέθρεψεν, εγώ αγνοώ. Οίμοι φίλε, εξηχεί με, ου παρακολουθήσω τη διανοία αυτού" ηπάτησα εαυτόν,

ο τρισάθλιος εγώ" ηγωνιζόμην έχειν μαθητήν και ευρέθην έχειν διδάσκαλον. Εν -θυμούμαι φίλοι την αισχύνην, ότι γέρων υπάρχων υπό παιδιού ενικήθην. Και έχω εκκακήσαι και αποθανείν διά τούτου του παιδός" ου δύναμαι γαρ εν τη

ώρα ταύτη εμβλέψαι εις την όψιν αυτού. Και πάντων ειπόντων ότι ενικήθην υπό παιδιού μικρού, τι έχω ειπείν; [...] Ούτος τί ποτε μέγα εστίν, ή θεός ή

άγγελος, ή τί είπω ουκ οίδα». Ωστόσο, ο Ιωσήφ, «ιδών ... τον νουν του παι-διού και την ηλικιότητα, ότι ακμάζει, πάλιν εβουλεύσατο μη είναι αυτό άπει-ρον των γραμμάτων, και ... παρέδωκεν ετέρω διδασκάλω». Το πρόγραμμα επρό-κειτο να περιλάβει ελληνικά και έπειτα εβραϊκά (στη Ρώμη: ελληνικά και έπει-τα λατινικά)" «ήδει γαρ ο διδάσκαλος την πείραν του παιδίου, και εφοβήθη αυτό [...]». Ο Ιησούς δεν αποφεύγει να τον προκαλέσει: «... ειπέ μοι του άλφα

την δύναμιν, καγώ σοι ερώ την του βήτα». Ο δάσκαλος οργίζεται και δεν συγ-κρατείται" τα επακόλουθα είναι γι' αυτόν θλιβερά. «Πικρανθείς δε ο διδάσκαλος έκρουσεν αυτού εις την κεφαλήν. Το δε παιδίον πονέσας κατηράσατο αυτόν, και

ευθέως ελιποθύμησε και έπεσεν χαμαί επί πρόσωπον». Τέλος, την ευθύνη ανα-λαμβάνει «έτερος πάλιν καθηγητής, γνήσιος φίλος ων του Ιωσήφ», ελπίζοντας ότι «μετά κολακίας» θα μπορέσει να διδάξει στο παιδί τα γράμματα. Πράγματι, όντας σωφρονέστερος, ο δάσκαλος αυτός στάθηκε και πιο τυχερός από τους προηγούμενους (το απαιτούσε ο αποδεικτικός μηχανισμός του κειμένου), ευερ-γετώντας με τη στάση που επέδειξε και τον προηγούμενο συνάδελφο του. Ο

Ιησούς, «εισελθών θρασύς εις το διδασκαλείον εύρε βιβλίον κείμενον εν τω ανα-λογίω, και λαβών αυτό ουκ ανεγίνωσκε τα γράμματα τα εν αυτώ, αλλά ανοί-ξας το στόμα αυτού ελάλει πνεύματι αγίω, και εδίδασκε τον νόμον τους περιε-στώτας. Όχλος δε πολύς συνελθόντες παριστήκεισαν ακούοντες αυτού, και εθαύ-μαζον εν τη ωραιότητι της διδασκαλίας αυτού και τη ετοιμασία των λόγων αυ-

τού, ότι νήπιον ων τοιαύτα φθέγγεται. [...] Είπε δε ο καθηγητής τω Ιωσήφ" Ίνα είδης, αδελφέ, ότι εγώ μεν παρέλαβον το παιδίον ως μαθητήν, αυτό δε

Page 226: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

πολλής χάριτος και σοφίας μεστόν εστιν [...]. Ως δε ήκουσεν το παιδίον ταύτα, ευθέως προσεγέλασεν αυτώ και είπεν' Επειδή ορθώς ελάλησας και ορθώς εμαρ-τύρησας, διά σε κακείνος ο πληγωθείς ιαθήσεται»19.

Σε μοναδικό στη θεματική του μαρμάρινο ανάγλυφο (80-82x56-67 εκ.), της υστεροβυζαντινής περιόδου (13ος αι.), εικονίζεται η Θεοτόκος, αριστερά

(στο μέσον, περίπου, της παράστασης), να Οδηγεί το παιδί της προς τον κα-θήμενο, δεξιά, δάσκαλο (εικ. 7) 2 0 . Η Θεοτόκος: Η MAKPINITICCA ΚΑΙ ΟΞΕΙΑ ΕΠΙ CΚΕΨΙ C , σύμφωνα με την επιγραφή, κρατεί από τον καρπό του αριστερού χεριού τον μικρό Ιησού, που φέρει βραχύ, ζωσμένο στη μέση χιτώνα. Ένα επί-μονο μάτι διακρίνει ότι το παιδί κρατούσε στο δεξί του χέρι τη σχολική του πλάκα, με διατηρούμενα ακόμη, στην επιφάνειά της, ίχνη γραμμάτων. Ο κα-θήμενος στο δεξιό άκρο της παράστασης γέροντας δεν φέρει φωτοστέφανο: ο μοναχός Λεόντιος, αναθέτης της πλάκας, όπως μαρτυρεί το υπόλοιπο της επι-γραφής: ΔEΗCIC EYTE ΛOYC ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, προέβαινε άραγε, μέσω

της εικαστικής απόδοσης του περιστατικού, στην αναγνώριση του πεπερασμέ-νου και ετεροφυούς της λογιοσύνης του μπροστά στον Λόγο του θεού; Μήπως

ο ίδιος ήτανε δάσκαλος; Η ανάδυση από την εικονιστική αφάνεια και η μνημειώδης προβολή αυτού

του περιστατικού που παραδίδεται από ένα απόκρυφο κείμενο προδίδει, βέβαια, κάποια σύγχρονη με το έργο διεύρυνση της περιέργειας του εκκλησιαστικού κοινού για τα βιογραφικά του Χριστού, αλλά και την εμπιστοσύνη του εντολο-δότη σε αυτή την κατηγορία των μαρτυριών. Η προβολή του θέματος στο πε-δίο της τέχνης παρέμεινε ωστόσο εξαιρετικά περιορισμένη21. Θα ήταν οπωσ-

19. Thom. gr. Α. VI-VII, Α. XIV και Α. XV: C. ν. Tischendorf, Evangelia Apo-crypha, Λιψία 1876, σ. 145-8, 152-3 και 153-4 αντιστοίχως. Πρβλ. το κείμενο της βρα-χύτερης παραλλαγής, Β. VI-VII, ό.π., σ. 160-1. Για την ιστορία του κειμένου βλ. S. Voicu, «Notes sur l'histoire du texte de l'Histoire de l'enfance de Jésus», La fable apocryphe II, Παρίσι 1991, σ. 119-32.

20. Βλ. ωστόσο τη σύνθεση στον βόρειο τοίχο του Αγίου Νικολάου στα Κυριακο-σέλλια (1230-6): M. Borboudakis - Κ. Gallas - Κ. Wessel, Byzantinisches Kreta, Μό-ναχο 1983, σ. 248. Το ανάγλυφο που εξετάζουμε ήταν άλλοτε εντοιχισμένο στην ανατολική εξωτερική όψη του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στον λόφο της Επισκοπής, στον

Άνω Βόλο. Βλ. Α. Ξυγγόπουλος, «Το ανάγλυφον της Επισκοπής Βόλου», ΕΕΒΣ2 (1925) 107-21. R. Lange, Die byzantinische Reliefikone, Recklinghausen 1964, σ. 115-7, εικ. 44. Αθήνα (Βυζαντ. και Χριστιαν. Μουσείο Αθηνών, 6.X.84-30.VI.85) 1984, Έκθεση για

τα εκατό χρόνια της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (1884-1984), αρ. 2, σ. 13-4 (Μ. Μαυροειδή).

21. Θα μπορούσαμε εδώ, παρεκβατικά, να προχωρήσουμε σε μιαν εκτενέστερη ανα-γνώριση, σε συγκεκριμένο χρόνο και κοινωνικό περιβάλλον, των πιθανοτήτων εικαστικής

απόδοσης που παρουσιάζουν διάφορα θέματα. Φαίνεται ότι ορισμένες αφηγήσεις, παρά τη γραπτή και την —πολύ ευρύτερη— προφορική τους διάδοση, δεν επρόκειτο σε καμιά περί-πτωση να αναδυθούν στην εικονογραφική πραγματικότητα.

Page 227: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Εικ. 1

Page 228: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Εικ. 2

Page 229: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Εικ. 3

Page 230: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Εικ. 4

Page 231: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Εικ. 5

Page 232: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Εικ. 6

Page 233: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Εικ. 7

Page 234: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Εικ. 8

Page 235: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

E ικ. 9

Page 236: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Εικ. 10

Page 237: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Εικ. 11

Page 238: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Εικ . 12

Page 239: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Εικ. 13

Page 240: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Εικ. 14

Page 241: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Εικ . 15

Page 242: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Εικ . 16

Page 243: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

οπωσδήποτε ενδιαφέρον να μπορούσαμε να διακρίνουμε ακριβέστερα τους λόγους που οδήγησαν στην πλαστική διατύπωση του θέματος. Ένα προγενέστερο υπόδει-γμα δεν θα ήταν απαραίτητο· αν όμως υποθέσουμε ότι υπήρχε, ήταν άραγε έργο του ελλαδικού —η, γενικότερα, του ευρύτερου ορθόδοξου χώρου—, η προ-

ερχόταν από τον λατινικό (μεσαιωνικό) κόσμο ; Εικονογραφικά δείγματα δεν λείπουν, πάντως, ούτε από τη μια, ούτε από την άλλη μεριά.

Η σειρά των σχολικών επεισοδίων αποτυπώνεται εν εκτάσει —ως εικονο-γράφηση, τώρα, του αντίστοιχου λατινικού κειμένου που αποδίδεται στον (ψευ-δο)Ματθαίο— στον παρισινό κώδικα ΒΝF lat. 2688 (δ'/4 13ου α!.).22 Σε παρα-πλήσιες με εκείνη του ανάγλυφου στον Βόλο παραστάσεις, με διαφορετική εκά-στοτε σύνθεση προσώπων και με σκηνικές παραλλαγές, εικονίζονται: ο Ιησούς,

οι γονείς του, ο δάσκαλος, οι μαθητές και οι μάρτυρες/ακροατές. Στη μικρο-γραφία που καταλαμβάνει το άνω ήμισυ της γραπτής επιφάνειας του φ. 36β,

ο εξεταζόμενος Ιησούς δέχεται το κτύπημα του διδασκαλικού χάρακα (εικ. 8). Κατάπληκτοι παρακολουθούν το περιστατικό οι καθήμενοι συμμαθητές. Η σκη-νή εκτυλίσσεται σε κλειστό κύκλο δασκάλου και διδασκομένων. Στη μεθεπό-μενη μικρογραφία (φ. 40β), κρατώντας πινακίδα με το αριστερό του χέρι, ο

Ιησούς, όρθιος (αριστ.), ομιλεί απευθυνόμενος σε ομήγυρη ακροατών (εικ. 9). Έκπληκτοι και πάλι εικονίζονται οι μαθητές, που έχουν συμπτυχθεί σε όμιλο τριών καθήμενων ατόμων. Εκτείνοντας αμήχανα τα χέρια του στα πλάγια, ο δάσκαλος ομολογεί την απορία του στρεφόμενος προς το κοινό των μαρτύρων/ ακροατών (δεξ. άκρο)23.

Χωρίς να αυτονομείται, απομακρυνόμενος από κανονικώς αποδεκτά συμ-βάντα, ο ασφαλέστερος τρόπος για την προβολή της πρώιμης σοφίας του εν-σαρκωμένου Λόγου πραγματώνεται εμμέσως, μέσω της εικονογραφικής από-δοσης ενός ευαγγελικού περιστατικού: της παρουσίας του δωδεκαετούς Ιησού

στον Ναό, ανάμεσα στους διδασκάλους (Λουκ. 2, 46-7). Στην αρχαιότερη δια-θέσιμη παράσταση, στον παρισινό κώδικα BNF gr. 510, φ. 165, στην άνω ζώνη ολοσέλιδου πίνακα αποδίδονται τρία στιγμιότυπα του εν λόγω επεισοδίου (εικ. 6). Στον άξονα της σύνθεσης, κατ' ενώπιον, καθήμενος, ο δωδεκαετής παις

22. Διαστάσεις του κώδικος: 21,5 Χ 14,5 εκ. Για το λατινικό κείμενο (βλ. Tischendorf ό.π. (σημ. 19). Πιθανή προέλευση: Κεντρική Ιταλία (Ρώμη;). Η αφήγηση εκκινεί από το φ. 30. Μικρογραφίες απαντούν στα φ. 31, 32, 34, 35β, 36β, 38, 40β, 55β, 57β. Βλ. F. Avril -M.- T. Gousset, Manuscrits enluminés d'origine italienne , II, XIIIe siècle, Παρίσι 1984,

αρ. 162, σ. 133-5, πίν. XC. Παρίσι (Bibl. Nationale, 8.ΙΙΙ-30.Υ.84) 1984, Dix siècles d'enluminure italienne (VIe-XVIe siècles), αρ. 37, σ. 48-9. P. Riché - D. Alexandre-Bidon, L'enfance au Moyen Age, Παρίσι 1994, εικ. σ. 121, 130· πρβλ. 124. Sacquin, ό.π. (σημ. 11), εικ. σ. 41. Για το ίδιο θέμα, βλ. I. Ragusa, «Il manoscritto ambrosiano L. 58 Sup.: l'infanzia di Cristo e le fonti apoctife», Arte Lombarda 1987/4, σ. 5-19.

23. Για τις δύο αυτές μικρογραφίες πρβλ. Avril-Gousset, ό.π., σ. 133.

Page 244: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

εικονίζεται διαλεγόμενος με τους δύο, εκατέρωθεν, γύρω από τράπεζα καθή-μενους, και σε μειωμένη κλίμακα αποδιδόμενους διδασκάλους24.

Ένας άλλος τρόπος προβολής της σοφίας του Χριστού, εικονιζόμενου σε βρεφική ηλικία, απαντά από τους προεικονομαχικούς χρόνους σε εικόνες της βρεφοκρατούσας Θεοτόκου. Σε ευρύτερα γνώριμη εικόνα (68,5x49,7 εκ.), στη μονή του Σινά, του 6ου/άρχών 7ου αιώνα, που διατηρεί ακόμη ζωηρά τα απο-τυπώματα των κινήσεων και των τεχνικών της ζωγραφικής δεξιότητας του αρ-χαίου κόσμου (εικ. 10), ο ενσαρκωμένος Λόγος, ως θεός, «ανατέλλει εξ υψους»25

και ταυτόχρονα, ως άνθρωπος, επιφαίνεται στο γεωμετρικό κέντρο της σύν-θεσης, φερόμενος στον κόλπο της μητέρας του, θρόνο της σοφίας· παράδοξο

αλήθεια βρέφος (εικ. 11), με τονισμένο το μέγεθος του μετώπου, ένδυμα αρ-χαίου φιλοσόφου (χιτώνα και Ιμάτιο), το ειλητό του διδασκάλου στο αριστερό του χέρι, σε χειρονομία ευλογίας το δεξί26.

Το καίρια εντυπωσιακό αυτό σχήμα —στην εξέλιξη της αρχικής σύλληψης ως αυτό το σημείο—, αποδυναμώνεται, καλλιεργούμενο, με τον μετριασμό των

τόνων, την οιονεί τυποποιημένη επανάληψη, τον προοδευτικό εθισμό του θεατή/ πιστού27. Παραδιδόμενη άλλωστε επί γενεές γενεών, και με την εγγύηση αυ-

24. Συνοπτικώς, για την εικονογραφία αυτής της σκηνής, που συνδέεται και με εκεί-νην της Μεσοπεντηκοστης, βλ. Δ. Πάλλας, «Ο Χριστός ως η Θεία Σοφία. Η εικονογραφική περιπέτεια μιας θεολογικής έννοιας», ΔΧΑΕ 15 (1991) 131 κε.

25. Βλ. στο άνω μέρος του πίνακα τη δέσμη φωτός που εκπορεύεται από την «δεξιά του Υψίστου» και πρβλ. το τροπάριο της Γεννήσεως. 26. G. Sotiriou, «Εγκαυστική εικών της ενθρόνου Θεοτόκου της Μονής του Σινά»,

BCH 70 (1946) 552-6, πίν. 25-6. Κ. Weitzmann, The Monastery of St Catherine at Mount Sinai. The Icons, I, From the Sixth to the Tenth Century, Princeton 1976, αρ. Β.3, σ. 18-21, πίν. 4-6, 43-6. Για τον συσχετισμό της μορφής του Ιησού με τη θεματική

του παιδαριογέροντος, βλ. στο ίδιο, σ. 20 (πρβλ. Ε. Kantorowicz, «Puer exoriens. On the Hypapante in the Mosaics of S. Maria Maggiore», Selected Studies, Ν. Υόρκη 1965, σ. 33. Kitzinger, ό.π. (σημ. 10), σ. 117-8, εικ. 210-1. Ν. Υόρκη 1979, ό.π. (σημ. 10), αρ. 478, σ. 533-4 (S. Boyd). Πρβλ., στο ίδιο, το ελεφάντινο δίπτυχο του Βερολίνου: αρ. 474,

και τον υφασμένο πίνακα του Cleveland: αρ. 477, με την ταυτόχρονη, συνδυασμένη παρου-σία Βρέφους και Παντοκράτορος. Γ. Γαλάβαρης, «Πρώιμες εικόνες στο Σινά από τον 6ο

ως τον 11ο αιώνα», Σινά. Οι θησαυροί της Ι. Μονής Αγίας Αικατερίνης, Αθήνα 1990, σ. 93-4, εικ. 4. Π. Βοκοτόπουλος, Ελληνική τέχνη. Βυζαντινές εικόνες, Αθήνα 1995, αρ. 3, σ. 191, (σ. 31) εικ. 3. Η Θεοτόκος περιστοιχίζεται από δύο στρατιωτικούς αγίους, όρθιους,

στο ίδιο με εκείνην επίπεδο, και υψηλότερα, πίσω από τον θρόνο, από δύο σκηπτροφόρους, πανομοιόμορφους αρχαγγέλους —στέρεης στους όγκους διάπλασης, αλλά αιθέριας, στα χρώ-ματα και τις εντυπώσεις, παρουσίας— που γεφυρώνουν το διάστημα μεταξύ ουρανού και

γης, έχοντας το βλέμμα στραμμένο προς την «δεξιά του Υψίστου». 27. Για την αφετηρία του εικονογραφικού τύπου βλ. Πάλλας, ό.π. (σημ. 24), σ. 141.

Πρβλ. Α. Grabar, Les voies de la création en iconographie chrétienne. Antiquité et Moyen Age, Παρίσι 1979, εικ. 5, 6, 21, 41.

Page 245: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

αυθεντικής αρχαιότητας που της προσδίδουν αναχρονιστικά χαρακτηριστικά της, η παράσταση αποτελεί τον κανόνα. Προς τα τέλη της κωνσταντινουπολίτικης τέχνης σημειώνεται μια νέα —εμ-

φαντική— απόπειρα προβολής της σοφίας του βρέφους, με την αύξηση της επι-φάνειας του μετώπου. Στην αρχαιότερη όψη αμφιπρόσωπης εικόνας (115x85 εκ.) των αρχών του 14ου αιώνα, από τον ναό του Χριστού στη Βέροια, το σύμ-

πλεγμα Θεοτόκου και Ιησού, στον εικονογραφικό τύπο της Οδηγήτριας, προ-βάλλεται —δυσδιάκριτα κάπως (εξαιρούνται τα εντόνως φωτισμένα πρόσωπα),

αλλά επιβλητικά— μέσα από ένα μολυβόχρωμο, φθαρμένο στην επιφάνειά του κάμπο (εικ. 12). Είναι πιθανό οι μορφές να περιβάλλονταν αρχικά από επέν-δυση αργυρών ελασμάτων28. Ο φερόμενος στον αριστερό βραχίονα της θεομή-τορος Ιησούς, εικονίζεται στην αλληγορικά εικαστική ηλικία του υπερφυούς βρέφους. Ο ενσαρκωμένος Λόγος εμφανίζεται με λεπτοφυές, αναπτυγμένο σε

ύψος σώμα, να ευλογεί με το δεξί του χέρι, αποκρινόμενος στην προς τα άνω δεητική κίνηση της Παναγίας, ενώ με το αριστερό κρατεί το ειλητό του νόμου,

που στηρίζεται στο υπερυψωμένο του γόνυ. Οι σύνολες διαστάσεις της κεφαλής δεν συνιστούν υπέρβαση σε σχέση με

τα (οιονεί) φυσιολογικά μέτρα. Όμως, η συμπίεση των χαρακτηριστικών του προσώπου στο κάτω τρίτο της συνολικής του επιφάνειας, που συνεπάγεται αντι-στοίχως μιαν υπερβολική ανάπτυξη της έκτασης του μετώπου (εικ. 13), προ-δίδει ασφαλώς τη βούληση του ζωγράφου να καταστήσει πασίδηλο κάτι που,

σε αυτή την περίπτωση, υπερβαίνει τα μέτρα. Η απόπειρα απόδοσης αυτής της υπέρβασης, μέσω της υπερβολής, δεν συνιστά ύβρη, θα αντέτεινε ο ζωγρά-

φος, εφόσον εικονίζεται εδώ «ο Ων». Ωστόσο, ο τρόπος που ακολούθησε, εγγί-ζοντας τα όρια της παραμόρφωσης, θα μπορούσε να οχλήσεί" αλλά βρισκόμα-στε σε μιαν εποχή που επέτρεπε δηλώσεις στοιχείων τα οποία παρέμεναν βωβά —όντας αυτονόητα— η προβάλλονταν πιο διακριτικά (και λιτότερα) σε προγε-νέστερες συνθέσεις.

Διαπιστώνουμε εντέλει ότι ένια δυναμικά —από την αφετηρία της γένεσής

28. Θ. Παπαζώτος, «Εικόνα Παναγίας Οδηγήτριας από το ναό "του Χρίστου" Βέ-ροιας», Μακεδόνικα 20 (1980) 167-74. Ο ίδιος, Βυζαντινές εικόνες της Βέροιας, Αθήνα 21997, σ. 47-8, πίν. 21. Ενδιαφέρουσα είναι η επανάληψη του εγχειρήματος, με άλλους τρό-πους, στην ίδια εικόνα, στην μεταγενέστερη Οδηγήτρια της άλλης όψης (γ'/4 16ου αι.):

ό.π., σ. 75, πίν. 133. Πρβλ. Α. Xyngopoulos, «Icônes du XΙIIe siècle en Grèce», L'art byzantin du X Ι IIe siècle. Symposium de Sopocani 1965, Βελιγράδι 1967, σ. 77-8. Πα-ραπλήσια οξυκεφαλία παρουσιάζει ο Χριστός σε κατά τι αρχαιότερη εικόνα (13ος αι.) της Πινακοθήκης Τρετιακόφ: Α. Grabar, Les revêtements en or et en argent des icônes by-zantines du moyen âge. Βενετία 1975, αρ. 18, σ. 45-6, εικ. 43. Με ποικίλλουσες εικονο-γραφικές διατυπώσεις, ανάλογα γνωρίσματα απαντούν και σε άλλα υστεροβυζαντινά και με-ταβυζαντινά έργα' βλ., δ.χ., Βοκοτόπουλος, ό.π. (σημ. 26), αρ. 99, 113 (14ος αι.).

Page 246: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

τους— στοιχεία, ληθαργούν στην εικονιστική ενδοχώρα, χωρίς να αποκτούν φρα-στική αυτονομία παρά μονάχα σε εξαιρετικές στον αριθμό και τον χρόνο περι-πτώσεις· και τότε ακόμη, δεν φθάνουν στο σημείο να επικρατήσουν προκαλών-τας την περαιτέρω τυπολογική γενίκευση των συνθέσεων στις οποίες μετέχουν. Πάντως, συμβαίνει ενίοτε μια ασυγκράτητη δεικτική ορμή να διαστέλλει τα «μεγέθη» (τους τύπους που ήδη έχουν εμπεδωθεί στην εικονογραφική πρα-κτική), στα γνωρίσματα και τους φυσιογνωμικούς τρόπους που χρησιμοποιεί (εικ. 13). Ήδη, όμως, τα εν λόγω μεγέθη, ως έχουν, σηματοδοτούν μια μετα-κίνηση σε σχέση με την πραγματικότητα. Η μετακίνηση αυτή, όπως σημειώ-νεται στον εικονογραφικό τύπο του Ιησού ως υπερφυούς/υπερήλικου βρέφους, είναι δεκτή από το κοινό, διότι οι όροι της διατύπωσης της συντάσσονται σε

αληθοφανή κλίμακα και, βέβαια, αφορούν στον Λόγο του θεού (εικ. 11). Ενώ στην περίπτωση της υστεροβυζαντινής εικόνας η διάταση του μετώ-

που επιχειρείται στο πρόσωπο του Ιησού από άγνωστο ζωγράφο (τον Γεώρ-γιο Καλλιέργη ;) —που εντάσσεται, πάντως, στο αυστηρό πλαίσιο της βυζαντι-νής παράδοσης—, στις αρχές του μεθεπόμενου αιώνα, στο ευρύτερο ρεύμα της Αναγέννησης, στη δυτική πολιτισμική επικράτεια και σε τελείως διαφορετικό πεδίο ζητήσεων, ένας ιδιότυπος στην ερευνητική του ευαισθησία δημιουργός, εξαιρετικού μεγέθους, ελευθερώνει το χέρι του προς την ίδια —κάπως— κατεύ-

θυνση" βέβαια, το σκεπτικό —ο στόχος—, το εύρος και το ήθος της δεξιότητας είναι τελείως διαφορετικά. Ο Άλμπρεχτ Ντύρερ, σε σχέδιο (21,8x37,9 εκ.)

που φιλοτέχνησε το 1506 (κατά τη διάρκεια της δεύτερης παραμονής του στη Βενετία), ερευνά ασκούμενος στον εικονισμό όψεων/στάσεων παιδικών η αγγε-λικών κεφαλών τρυφερής ηλικίας (εικ. 14)29.

Με αφετηρία την εικόνα του πραγματικού, ο Ντύρερ ασκείται «καταχρη-στικά» στις προεκτάσεις του" του το επιτρέπει, άλλωστε, η «φύση» των —εν μέρει— πλασματικών αυτών προσώπων (αν πρόθεση του ήταν πράγματι να ζω-γραφίσει αγγέλους), αλλά και η μακρόθεν εμπεδωμένη (και αναγεννώμενη τότε) εικαστική παράδοση, που εκτείνεται, παλινδρομικά, ως τους ερωτιδείς της πα-γανιστικής αρχαιότητας 30. Διαπιστώνουμε σε αυτό το σχέδιο τη διόγκωση της περιμέτρου του κρανίου, κυρίως του μεσαίου παιδιού, σε βαθμό υδροκεφαλικής παραμόρφωσης. Η δοκιμαστική αυτή απεικόνιση εκφραστικών παραλλαγών στα πρόσωπα και τις στάσεις, αποτελεί μέρος μελέτης (δευτερευόντων, εδώ) στοι-χείων που προορίζονται για μιαν ευρύτερη ζωγραφική σύνθεση· ωστόσο, το σχέ-διο αυτό συνιστά μιαν αυτόνομη εικόνα.

29. Παρίσι (Μουσείο του Λούβρου, 22.Χ.91-20.Ι.92) 1991, Dessins de Dürer et de la Renaissance germanique dans les collections publiques parisiennes, αρ. 47, σ. 59 (F. Fossier).

30. Πρβλ. R. Stuvéras, Le putto dans l'art romain, Βρυξέλλες 1969.

Page 247: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Ο ίδιος πάντοτε δημιουργός σε ζωγράφημα του 1527 (53,2x27,8 εκ.), της συλλογής του Λούβρου, συνθέτει σε ενιαίο πρόσωπο όψεις παιδιού και γέ-

ροντα- η πρόθεσή του ωστόσο παραμένει αδιάγνωστη (εικ. 15). Πρόκειται άρα-γε για μια μελέτη που προδίδει την περιέργεια του ζωγράφου για τις μορφές

που παρεκκλίνουν από τα φυσιολογικά μέτρα, η για μια δοκιμή εικαστικής σύν-θεσης διαμετρικά αντίθετων ηλικιών του ανθρώπου, με ευρύτερο, ενδεχομένως,

αλληγορικό νόημα; Στη δεύτερη περίπτωση, η σύνθεση αυτή θα μπορούσε να εξαρτάται από αρχαία πηγή, σε ερμηνευτική επανάγνωση —ή και εσφαλμένη

μετάφραση— από σύγχρονο του Ντύρερ λόγιο (τον ουμανιστή από τη Φερράρα Celio Calcagnini, του οποίου μετάφραση μπορεί να εγνώριζε από τον φίλο του Willibald Pirckheimer), η από τον ίδιο τον ζωγράφο31.

Μετακινούμαι στα μέσα του αιώνα μας. Ένα βρέφος όπως όλα τα άλλα αποτυπώνεται, σύμφωνα με την αντίληψη και τον ιδιότυπο ζωγραφικό μηχανι-

σμό της πικασικής μορφογραφίας, σε πίνακα του 1943 (εικ. 16): απεικονίζε-ται, καθήμενο στο έδαφος, πλάι σε κάθισμα όπου στέκουν, στην επιφάνεια και

τη ράχη του, δύο περιστέρια32. Εδώ, η φιλοπαικτικά και συμπαθητικά παρα-μορφωτική απόδοση στη σύνθεση των πλαστικών όγκων και των επιφανειών

της μορφής, τονίζει γνώριμους χαρακτήρες που προσιδιάζουν στα βρέφη, υπο-γραμμίζοντας, με brio, την πιο στενή τους (κατ' εικόνα) σημασία- εκβάλλει τοιουτοτρόπως στη σύνθεση της βρεφικής παρουσίας του εικονιζόμενου προ-σώπου, με το βαρύ, υπερμέγεθες κεφάλι, όπως ταιριάζει στα «μωρά», χωρίς όμως αλληγορικές η παθολογικές δηλώσεις33. Χωρίς, εξάλλου, και τη γνώριμή μας από προηγούμενα παραδείγματα διάταση του μετώπου: την φυσιολογική,

η την επί τούτω εμφαντικά επιχειρηματολογική. Ο μουσικός παις, ο νήπιος μαθητής των αποκρύφων διηγήσεων η ο δω-

δεκαετής Χριστός των κανονικών πηγών, το υπερφυές βρέφος, ο παιδογέρων-

31. Παρίσι 1991, ό.π. (σημ. 29), αρ. 84, σ. 88-9 (Ε. Starcky). Ρ. Strieder κ.ά., Dü-rer, Μιλάνο, (Μ.989) 1992, αρ. 429, σ. 329-30. Πρβλ. το κείμενο του Πλουτάρχου (Περί

Ίσιδος και Οσίριδος 32F) που στάθηκε —ενδεχομένως— αφορμή για την παράξενη αυτή σύνθεση: «Εν Σάϊ γούν εν τω προπύλω του ιερού της Αθηνάς ην γεγλυμμένον βρέφος, γέ-ρων και μετά τούτον ιέραξ, εφεξής δ' ιχθύς, επί πάσι δ' ίππος ποτάμιος. Εδήλουν δε συμ-βολικώς [...] Το μεν γαρ βρέφος γενέσεως σύμβολον, φθοράς δ' ο γέρων». Plutarque, Oeuv-res morales, τ. V.2, Isis et Osiris, έκδ. C. Froidefond (CUF), Παρίσι 1988, σ. 205-6.

32. Διαστ. του πίνακα: 162 Χ 130 εκ. P. Daix, Dictionnaire Picasso, Παρίσι 1995, σ. 301-2. W. Spies κ.ά., Picasso's World of Children, Μόναχο - Ν. Υόρκη 1966, σ. 50 και

πριν από πίν. 93, πίν. 118. 33. Τυχαίνει κάποτε ο συνδυασμός των αντιθέτων να δένει σε παράξενες μορφές —με

αφορμή, ενδεχομένως, την προσωπογραφία συγκεκριμένου προσώπου—, χωρίς συνειδητές αναφορές σε εικαστικό η γραμματειακό προηγούμενο. Βλ. Χ. Καμπουρίδης, Η ελληνική ζω-

γραφική του 20ού αιώνα στη Δημοτική Πινακοθήκη της Ρόδου, σ. 113 (Α. Γκίνη, «Το από-κρημνο βρέφος»).

Page 248: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ένιοι τύποι του θέματος κυριαρχούν στην προσέγγιση μας, χωρίς να εξαντλούν-ται στη χρονολογία, την πυκνότητα και τις παραλλαγές των εμφανίσεών τους, ούτε να εξαντλούν την πολυτυπία του. Παραλείπουμε όψεις του ζητήματος που ιχνεύονται σε άλλα εικονογραφικά πεδία, καθώς και πτυχές, η/και παραλλα-

γές των τύπων που εξετάζουμε, εγγραφόμενες όμως σε ευρύτερο εννοιολογικό πλαίσιο, από το οποίο πηγάζουν και μέσα στο οποίο αναπτύσσονται- όπως είναι, δ.χ., η ταυτόχρονη —στην ίδια, πολύπτυχη/σπονδυλωτή παράσταση η, ακόμη και σε ενιαία μορφή—, πολυπρόσωπη παρουσία του θεού34. Υπενθυμίζουμε, τέλος, ότι στις γραμματειακές πηγές αφθονούν δηλώσεις που δεν επρόκειτο να τύχουν εικονογραφικής απόδοσης.

34. Βλ. συνοπτ. Annuaire 99, ό.π. (ανάριθμη πρώτη σημ.). Το επιμέρους αυτό θέμα, στην εικαστική του απόδοση και πέρα από τα όρια της βυζαντινής τέχνης, δεν περιορίζεται στη χριστολογική του οπτική.

Page 249: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ

Εικ. 1. Η Ειρήνη και ο Σπύρος (από την Χίο), στην Αλεξάνδρεια. Εικ. 2. Λάρισα, Δημοτική Πινακοθήκη/Μουσείο Κατσίγρα. Νικηφόρου Λύτρα, προσωπο-

γραφία Κ. Μελά (π. 1880). Εικ. 3. Trier, Rheinisches Landesmuseum. Επιτάφιο ανάγλυφο (π. 200 μ.Χ.). Εικ. 4. Μουσείο του Λούβρου. Πρόσθια όψη παιδικής σαρκοφάγου (μ. 2ου αι. μ.Χ.). Εικ. 5. Μουσείο του Λούβρου. Πρόσθια όψη παιδικής σαρκοφάγου (λήγ. 3ος αι. μ.Χ.). Εικ. 6. Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Κώδιξ gr. 510, φ. 165, ανω ζώνη

(9ος αι.). Εικ. 7. Άνω Βόλος, ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Μαρμάρινο ανάγλυφο (13ος αι.). Εικ. 8. Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Κώδιξ lat. 2688, φ. 36β (13ος αι.). Εικ. 9. Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Κώδιξ lat. 2688, φ. 40β (13ος αι.). Εικ. 10. Σινά, μονή Αγίας Αικατερίνης. Εγκαυστική εικόνα (6ος/7ος αι.). Εικ. 11. Λεπτομέρεια της Εικ. 10. Εικ. 12. Βέροια, Αρχαιολογικό Μουσείο. Αρχαιότερη όψη αμφιπρόσωπης εικόνας (αρχ.

14ος αι.). Εικ. 13. Λεπτομέρεια της Εικ. 12.

Εικ. 14. Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας (Cabinet des estampes). Albrecht Dürer, κεφαλές παιδιών η αγγέλων (1506).

Εικ. 15. Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου. Albrecht Dürer, αινιγματική βρεφογεροντική μορφή (1527).

Εικ. 16. Παρίσι, Μουσείο Picasso. Pablo Picasso, «L'enfant aux colombes» (1943).

Page 250: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 251: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΑΝΗΣΥΧΟΙ ΚΑΙ ΝΕΟΙ ΓΥΡΩ ΣΤΑ 1845

ΜΑΡΙΕΤΤΑ ΣΕΡΒΟΥ

Στα 1838 ο 23χρονος Νικόλαος Σαλτέλης1, έμπορος λαδιού από τις Κυδωνιές της Μ. Ασίας, τολμούσε να εμφανιστεί «εις τον λαμπρόν της τυπογραφίας ορί-ζοντα με των γνώσεών του τα πενιχρά ράκη» μεταφράζοντας μία κοινωνική σάτιρα της Ισπανίας της Ιεράς Εξέτασης, που στόχευε τα ήθη της εποχής του. Ηταν το μυθιστόρημα « Ο Χωλός Διάβολος και αι Ράβδοι του» του Lesage2.

Στον πρόλογο του, πραγματικό μανιφέστο, που υπόγραφε από την πα-τρίδα του τις Κυδωνιές, «τόπον στερούμενον, ως όλαι αι τυραννούμεναι πόλεις, παντός ό,τι δύναται να δώση τροφήν εις το πνεύμα και να υποθάλψη της παι-δείας τους σπινθήρας», χτυπούσε με πάθος την θεοκρατία, την δεισιδαιμονία και τον δεσποτισμό. Αναρωτιόταν αν «η ελευθερία της συνειδήσεως ήθελε ποτέ πράξει εις τον κόσμον τόσα παρανομήματα, όσα το τρομερόν της ιεράς εξετά-σεως κριτήριον, όσα το επάρατον τάγμα των Ιησουϊτών». Διαβεβαίωνε, ότι «ουδ' είναι μακράν η εποχή, καθ' ην οι λαοί θέλουν ζητήσει την ικανοποίησιν

των καταπατημένων δικαιωμάτων των» και έκλεινε απαντώντας «Εις τους ερω-τώντας που λοιπόν δύναται να εύρη τις την αρετήν αφού λείπει εκείθεν, όπου έπρεπε να ήναι, από τα στίλβοντα διαδήματα και από τας λιθοκοσμήτους μί-

τρας; αποκρίνομαι υπό τα ταπεινά τριβώνια του Ευστρατίου Πέτρου3 και του Θεοφίλου Καΐρη».

Είχε και η Ανατολή τους «ινκουιζιτόρους» της, τους «ταρτούφους» και

1. Για τον Νικόλαο I. Σαλτέλη βλ. Μ. Αργυρόπουλος, «Νικόλαος Π. Σαλτέλης», Χρο-νικά της Ανατολής 1 (1944) 85-93 και I. I. Σκυλίτσης, Εφημερίς της Σμύρνης, 1 Δεκεμβρίου 1850.

2. Ο Χωλός Διάβολος και αι ράβδοι του. Μυθιστορικόν σύγγραμμα του Λε-Σάζη. Εκ του γαλλικού μεταφρασθέν υπό Ν. I. Σαλτέλη, τ. Α'-Β', Εν Ερμουπόλει Σύρου, Εκ της τυπογραφίας Γ. Μελισταγούς, 1838.

3. Δίδαξε μαζί με τον Θεόφιλο Καΐρη στη σχολή των Κυδωνιών. Μετά την Επανά-σταση κατέφυγε στην Τήνο, όπου δίδαξε στη σχολή της Ευαγγελίστριας. Δάσκαλος του Νι-κόλαου I. Σαλτέλη στην Τήνο. Βλ. Ν. I. Σαλτέλης, Ο Κυδωνιάτης, Αθήνα 1842, σ. ο' και 147-148.

Page 252: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

τους «ιησουίτες» της και πριν καλά καλά προλάβει να σβήσει ο απόηχος του διωγμού, που είχαν εξαπολύσει στα σχολεία των Αγγλαμερικανών ιεραποστό-λων σε Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και Ερμούπολη με συκοφάντηση της διδα-σκαλίας τους, πυρές βιβλίων, απειλές αφορισμού και φυλάκισης δασκάλων και γονέων4, νέα γεγονότα ξεσήκωναν την κοινωνία της Σμύρνης τον Δεκέμβρη του 1838.

Ο φωτισμένος σχολάρχης της Ευαγγελικής Σχολής Νεοκλής Παπάζογλου, εμψυχωτής της Βιβλιοθήκης και του Μουσείου της, διωκόταν, ως παραβάτης των εκκλησιαστικών κανόνων, και το Μουσείο ονομαζόταν «άντρον ολεθριοφρό-νων και ασεβών» που «ως και ανατομίαν διδάσκουν». Στις εκκλήσεις της κοι-νότητας υπέρ του σχολάρχη ο πατριάρχης απαντούσε, ότι «Άνθρωποι ευρω-παΐζοντες δεν φρονούν ορθώς, διά τούτο αβελτέρους αυτούς αποκαλούμεν»5. Τον επόμενο χρόνο, 1839, η κατηγορία στρεφόταν εναντίον του Θεόφιλου Καΐρη. Η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος τον αφόριζε και τον εκτόπιζε ως αιρετικό και έκλεινε το Σχολείο και Ορφανοτροφείο του στην Ανδρο.

Ο νέος έμπορος ασφυκτιούσε: «[...] εις τον εικοστόν έκτον χειμώνα του έτι και ερριμμένος εις την πλέον σκοτεινήν του φιλολογικού κόσμου γωνίαν

[...]» εκεί που «η εξουσία επηρεαζομένη από ιερατικάς ραδιουργίας καθείργει τους φιλοσόφους και δασκάλους του έθνους, καταδιώκει τους ποιητάς του»,

«αφού οι σοφοί της ενασχολούνται εις ματαίας έριδας περί Βαραχίου [...] αντί να ενασχολώνται εις την μόρφωσιν της ευγενούς νεολαίας της»6. Δεν έμενε λοι-

πόν στην Ελλάδα παρά «να αρύεται από πηγάς ξένας τα νάματα των ιδεών και των φρονίμων παραινέσεων». Έτσι το 1840 «Περιγυρισμένος από δυσχερείς

περιστάσεις» μετάφραζε το μυθιστόρημα του Γουστάβου Δρουινώ «Ερνέστης ήτοι η διαστροφή του αιώνος».

Ήταν το πρώτο με αυτοβιογραφικά στοιχεία μυθιστόρημα του Gustave Drouineau (1798-1878), γνωστού δραματικού συγγραφέα στο λογοτεχνικό Παρίσι της εποχής, που γνώρισε μεγάλη και αναπάντεχη επιτυχία το 1829 με πολλές επανεκδόσεις και μεταφράσεις. Τα μυθιστορήματα του Drouineau γί-

4. Βλ. Life and letters of Daniel Temple, for twenty-three years a missionary of the A.B.C.F.M. in Western Asia [...], Boston, [...] 1855, σ. 104, 143-147.

5. Για τον Νεοκλή Παπάζογλου και τα γεγονότα της Ευαγγελικής βλ. εφημ. Αθηνά, 25 Ιανουαρίου, 5 και 11 Φεβρουαρίου και 1 Απριλίου 1839.

6. Βλ. τον πρόλογο του Ν. Σαλτέλη στο Ερνέστης ήτοι η διαστροφή του αιώνος, Σμύρ-νη 1841. «Περί Βαραχίου»- πρόκειται για την αντιδικία μεταξύ του Κωνσταντίνου Οικο-νόμου και του Θεόκλητου Φαρμακίδη με αφορμή το άρθρο του Οικονόμου στην Ευαγγελική Σάλπιγγα του 1837 «Περί Ζαχαρίου του πατρός του Προδρόμου υπομνηματική επιστολή». Θα απαντήσει ο Θεόκλητος Φαρμακίδης με την πραγματεία Περί Ζαχαρίου υιού Βαραχίου, Αθήνα 1838, σ. 178, στην οποία εξομολογείται «Ηναγκάσθημεν να γράψωμεν ταύτα, διότι

ηξεύρομεν ότι από τινος καιρού το "ασεβής", "ετεροδιδάσκαλος" κτλ. είναι του συρμού».

Page 253: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

γίνονται βήμα για να αναπτύξει φιλελεύθερες ιδέες και μεταρρυθμιστικές προτά-σεις για την κοινωνία της εποχής του, για τις οποίες θα αγωνιστεί ενεργά στην Ιουλιανή Επανάσταση του 1830, αλλά και στην συνέχεια αρθρογραφώντας για

ένα διάστημα στην εφημερίδα «Constitutionnel»7. Στον πρόλογο του πεντάτομου έργου του «Ernest ou le travers du siècle»

ασκεί έντονη κριτική στο αριστοκρατικό, συντηρητικό και σχολαστικό εκπαι-δευτικό σύστημα της εποχής του προτείνοντας μια σειρά μέτρων μεταξύ των οποίων σχολεία που θα ανταποκρίνονται στις σύγχρονες απαιτήσεις της κοινω-νίας της εποχής. Μεταξύ αυτών σχολεία για τις εργατικές τάξεις βασισμένα στις θετικές επιστήμες, τα μαθηματικά και τις εφαρμοσμένες τέχνες σε άμεση σχέση με τις κατά τόπους ανάγκες και προβλήματα. Ο τολμηρός του πρόλογος έδινε τις κοινωνικές συντεταγμένες ενός μυθιστορήματος ηθών στο οποίο ο κεν-

τρικός ήρωας και η κοινωνική του διαδρομή υπογράμμιζαν παραδειγματικά τις αδυναμίες και τα αδιέξοδα μιας ανεδαφικής δημόσιας εκπαίδευσης δείχνοντας έως που μπορούσε να οδηγήσει νέους σαν τον Ερνέστη8.

Η φιλελεύθερη κριτική της εποχής του ενθουσιάστηκε με το μυθιστόρημα διαπιστώνοντας ότι συνειδητοποιούσε με οξύτητα «le mal du siècle» και ασκού-σε έντονη κριτική στην αστική κοινωνία της εποχής του. Η νεότερη κριτική το κατέτασσε σε ένα από τα λίγα μυθιστορήματα του τέλους της Παλινόρθω-σης, που σκιαγραφούσαν το προφίλ ενός νέου ρομαντισμού, στο περιθώριο του επίσημου, και διαπίστωνε ότι επηρέασε αποφασιστικά σημαντικούς μυθιστο-ριογράφους της γενιάς του, όπως ο Μπαλζάκ9. Ο Ερνέστης του Δρουινώ υπήρξε ο προάγγελος μιας σειράς ανήσυχων και φιλόδοξων νέων από την επαρχία, που έρχονται ν' αναδειχθούν στο Παρίσι της εποχής. Ο Raphael de Valentin στο

«La Peau de chagrin» (1831), ο Eugène de Rastignac στο «Le Père Go-riot» (1834-35), ο Lucien de Rubempré στο «Illusions perdues» (1837-39) του Μπαλζάκ θα διαγράψουν διαδοχικά τις φάσεις της σαγήνης που άσκησε η παρισινή ζωή, ως την προσγείωση που οδηγεί στη μύηση η στη συντριβή. Ο Ερνέστης θα είναι το πρώτο σύγχρονο κοινωνικό μυθιστόρημα, που μεταφρά-ζεται στη γλώσσα μας.

Ο Νικόλαος Σαλτέλης θα το εκδώσει σε δύο τόμους έκτασης 500 σελίδων στη Σμύρνη το 1841 στο Τυπογραφείο της Αμάλθειας. Να γνώρισε άραγε το έργο του Γουστάβου Δρουινώ από τον κύκλο του Θεόφιλου Καΐρη 10 με τον

7. Βλ. Ε. Fromentin - Ε. Beltrémieux, «Gustave Drouineau, sur un "romanti-que libre"», Archives des Lettres Modernes 97 (1969) 1-109.

8. Βλ. Gustave Drouineau, Ernest, ou Le travers du siècle , éd. Timothée De-hay, Παρίσι 1829, σ. I-XXVII (Πρόλογος).

9. Pierre Barbéris, Balzac et le mal du siècle. Contribution à une physiologie du monde moderne, τ. 2, 1830-1833 [...], éd. Gallimard, 1970, σ. 831, 898, 904-908.

10. Οι συχνές και θερμές αναφορές του Νικόλαου Σαλτέλη στους προλόγους των έργων

Page 254: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

οποίον διαπιστώνονται κοινά ιδεολογικά χαρακτηριστικά; Ο Γουστάβος Δρουι-νώ μετά την απογοητευτική κατάληξη της Ιουλιανής επανάστασης του 1830, όπως ο Καΐρης αργότερα, θα οδηγηθεί προοδευτικά στην θεωρία του Νεο-χρι-στιανισμού, την οποία θα διατυπώσει στα μυθιστορήματά του αντιπαρατάσ-σοντας στον κυρίαρχο υλισμό και επίσημο καθολικισμό την κοινωνική και πο-λιτική στράτευση στην ευαγγελική ισότητα, αδελφότητα και ελευθερία της συ-νείδησης11.

Στην αγγελία του έργου, αλλά και σ' έναν ακόμα πρόλογο-μανιφέστο ο Νι-κόλαος Σαλτέλης εξηγεί τους λόγους για τους οποίους μετέφρασε το έργο αυτού του «διδασκάλου της κοινωνίας», του οποίου η φιλοσοφία είναι «άξια του ΙΘ' αιώνος». Ελπίζει ότι και «η Ελλάς αποκτώσα το σύγγραμμά σου εις την γλώσ-σάν της θέλει ωφεληθήν' εκθέτει τούτο καθολικάς ιδέας, εφαρμοζομένας εις πά-σαν μικράν ή μεγάλην κοινωνίαν». Το μεταφράζει:

«Διά ν' αποδειχθή, ότι η ανατροφή την οποίαν λαμβάνομεν εις τα σχολεία οι κατά τον ΙΘ' αιώνα ζώντες, αιώνα προόδου και φώτων, είναι ανίκανος να

προφυλάξη τον άνθρωπον από την παρακολουθούσαν αυτόν δυστυχίαν». «Διά να βελτιωθώσι τα διδακτήρια εις τρόπον ώστε να έχη τις το μέλ-

λον του ασφαλές, οικοδομών αυτό εις ασφαλείς βάσεις κατά τον καιρόν της παιδικής και εφήβου ηλικίας του». «Τωόντι, τα διδακτήριά μας είν' ατελή" δεν εκπληρούσιν αποχρώντως τον σκοπόν της συστάσεώς των, ουδέ δικαιούσι τας ελπίδας των οικογενειαρχών - χρεία να μεταρρυθμισθώσιν εις τρόπον, ωφέλιμον

δι' όλας των πολιτών τας κλάσεις" όλοι, έχοντες τα αυτά δικαιώματα, ίσοι ενώ-πιον της φύσεως και ενώπιον των νόμων, πρέπει ν' απολαύωσι επίσης ελευθέ-ρως και αφειδώς τα κοινωνικά αγαθά». [...] «Τα πρότυπα σχολεία μόνα, διορ-γανιζόμενα αρμοδίως και διά τον υιόν του βαθυπλούτου και διά τον υιόν του

αχθοφόρου πολίτου, δύνανται να επιτύχωσι τον δίκαιον τούτον σκοπόν». «Το πολύπαθες και αρτισύστατον Έθνος μας και όλοι οι ομογενείς μας

εν γένει να ωφεληθώσιν από τας πολυειδείς του ιδέας, και τόσω πλέον όσω

γων του στον Θεόφιλο Καΐρη, αλλά και ένα δημοσιευμένο γράμμα συμπάθειας προς την αδελφή του Ευανθία Καΐρη στις 12 Ιουνίου 1840 (Ξενοφάνης 2 (1905) 472) μαρτυρούν προ-σωπική σχέση. Η μαθητεία του επίσης στην Τήνο κοντά στον Ευστράτιο Πέτρου, αλλά και οι επαφές του στην Σύρο και στην Σμύρνη με γνώριμους και μαθητές «του φιλοσόφου δι-δασκάλου» του επιτρέπουν να γνωρίζει την δραστηριότητα και την σκέψη του Καΐρη. Αργό-τερα, 1843-1844, φοιτητής στο Παρίσι θα είναι μαζί με τον I. I. Σκυλίτση και τον Πέτρο Ζάνο μέλη της Επιτροπής Θεοσεβών του Παρισιού. Βλ. Δημ. Πολέμης, Αλληλογραφία Θεό-φιλου Καΐρη, Άνδρος, 1995, τ. Β', σ. 177-179, 189-192.

11. Pierre Barbéris, ό.π., σ. 1682-1683, αλλά και προλόγους των μυθιστορημάτων του Le Manuscrit vert, éd. Charles Gosselin, Paris 1832, La Resignée, éd. Charles Gosselin, Paris 1833, Les Ombrages, contes spiritualistes, éd. Charles Gosselin, Paris 1833, L'Ironie, éd. Charles Gosselin, Paris 1834.

Page 255: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

συνδέεται με Ιστορικά συμβάντα των Γαλλικών μεταβολών, και εν μέρει της ενδόξου μας επαναστάσεως».

«Την αλήθειαν λοιπόν, Δρουινώ [...] και σεις, όσοι ηυτυχήσατε να ήσθε διδάσκαλοι της κοινωνίας, την αλήθειαν χρεωστείτε να διδάσκετε [,..]»12.

Εμπνευσμένος συνεχιστής ο Νικόλαος I. Σαλτέλης στους σύγχρονους δύ-σκολους καιρούς πατρικών ανησυχιών, που στάθηκαν ορόσημο στην εποχή τους. Όπως το 1818 ο Εμμανουήλ Σαλτέλης ζητούσε την συμβουλή του «Γ. Κω-ζάκη Τυπάλδου Ιατρού εκ της σχολής των Παρισίων, μέλους της Βασιλικής

και Ακαδημιακής Εταιρίας των Επιστημών» για την βελτίωση της παιδείας στην περίφημη σχολή της πατρίδας του, των Κυδωνιών. Και εκεί ο πρόλογος υπογράμμιζε την σημασία των φυσικών και θετικών επιστημών και άνοιγε πλα-τιούς ορίζοντες στην παιδεία, και η μετάφραση του λόγου του ριζοσπάστη πο-λιτικού Joseph Hume «Περί των ευκταίων αποτελεσμάτων της ανατροφής εις

τας κατωτέρας κλάσεις της κοινωνίας» μαρτυρούσε κοινωνική ευαισθησία και οξυδέρκεια13.

Στον «Ερνέστη», ο Νικόλαος Σαλτέλης πέρα από το κοινωνικό περιεχό-μενο βρίσκει αναλογίες με τον ίδιο και με την πατρίδα του, τις Κυδωνιές: «Πε-ριγυρισμένος από δυσχερείς περιστάσεις εύρισκα εν μέρει ομοιότητα μεταξύ τι-νών συμφορών του και των ιδικών μου [...]». Ο Ερνέστης ήταν ο 23χρονος γιος ενός μικρέμπορου στην επαρχιακή πόλη της «Λα Ροχέλλης», τον οποίο ο πα-τέρας του σπουδάζει με στερήσεις. Το στενό μικροαστικό περιβάλλον του πα-τρικού σπιτιού και της γειτονιάς τον στενοχωρεί. Του προδιαγράφει μία φρό-νιμη και ταχτοποιημένη ζωή δίπλα στην κόρη του τοπικού συμβολαιογράφου, που θα τον διαδεχθεί μόλις τελειώσει τα νομικά του στο Πουατού.

Ωστόσο ο νεαρός Ερνέστης είναι μελαγχολικός, τον αηδιάζει η αντιγραφή των συμβολαίων εις τα οποία «αι άθλιαι των ανθρώπων ιδιοτέλειαι περιγρά-φονται». Προτιμά να διαβάζει «Οσσιανόν παρά τας όχθας του Ατλαντικού», «[...] σύννους περιφέρομαι εις τα δάση, αχόρταστα αναγινώσκω τον Βύρωνα

και ακολουθώ τον Χιλδ Αρόλδην εις τας περιοδείας του [...] και ορμώ προς βοήθειαν των υπέρ ελευθερίας αποθνησκόντων Ελλήνων [...]». Προτιμά την ποίηση από το Δίκαιο, στέλνοντας κρυφά στην αγαπημένη του «εμπαθείς ερω-τικούς στίχους».

Ο γηραιός συμβολαιογράφος, οπαδός του Διαφωτισμού και λάτρης του

12. Αγγελία μυθιστορήματος βλ. εφημ. Ελλάς, 29 Νοεμβρίου 1839" αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα Ο Αργός της Σμύρνης.

13. Επιστολή προς τον Χ΄΄Εμμανουήλ Σαλτέλη συντεθείσα μεν παρά Γ. Κωζάκη Τυ-πάλδου Ιατρού εκ της Σχολής των Παρισίων, [...]. Τυπωθείσα δε παρά Κωνσταντίνου Τόμπρα Κυδωνιέως. Εξεδόθη εν Παρισίοις εν έτει 1818 [...] Εν τη Ελληνική Τυπογραφία του Κυρίου Αμβροσίου Φιρμίνου Διδότου.

Page 256: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Μονταίνιου, του προσφέρει το γιατρικό των πατρικών συμβουλών του αλληλο-γραφώντας μαζί του για σημαντικά κοινωνικά ζητήματα της εποχής. Γρήγορα όμως το περιβάλλον του αναρωτιέται πως με τόσο «θερμήν κεφαλήν, θέλει απο-φασίσειν να γενή συμβολαιογράφος χωρίου». Και ο μέλλων πεθερός του δια-πιστώνει με στενοχώρια, πως η ανατροφή που του δόθηκε δεν συμφωνεί με την κοινωνική του θέση.

Η κατάσταση θα επιδεινωθεί, όταν θα γοητευθεί από τις αγορεύσεις ενός νέου φιλόδοξου και κυνικού δικηγόρου από το Παρίσι, του Πλίνσιου, του οποίου οι τολμηροί συλλογισμοί για την κοινωνία τον ελκύουν. Θεωρεί ότι ο κόσμος είναι «πεδίον μάχης, όπου όλα τα πάθη διασταυρούνται, [...] όπου ο αδύνατος θυσιάζεται από τον ισχυρόν [...] επιζητούνται δε μόνοι οι εν ίσχύι». Η γνωρι-μία τους θα αποδειχθεί μοιραία, καθώς τον ενθαρρύνει να ξεπεράσει τα εμπό-δια «περί εαυτόν και εν εαυτώ εις τας μυστικάς του επιθυμίας». Υποκινώντας τις ποιητικές του φιλοδοξίες, που έρχονται σε σύγκρουση με το αυστηρό οικο-γενειακό του περιβάλλον, τον ωθεί να εγκατασταθεί στο Παρίσι ικανοποιών-τας τις ανησυχίες του για λαμπρότερη σταδιοδρομία. Το κόστος θα πληρώσουν οι γονείς του υποθηκεύοντας τα κτήματά τους. Οι προκλήσεις της μεγαλούπο-λης, ο έρωτας, οι λογοτεχνικές του φιλοδοξίες μαζί με την έλλειψη χρημάτων και την μίζερη φοιτητική ζωή τον φέρνουν αντιμέτωπο με τις αρχές του και τον οδηγούν σε αδιέξοδα, που τον βασανίζουν.

Ο φίλος του Πλίνσιος αποκαλύπτοντας τις παρισινές περιπέτειες του άπει-ρου Ερνέστη στο συντηρητικό οικογενειακό του περιβάλλον καταφέρνει να προ-ωθήσει τις πολύ προσγειωμένες φιλοδοξίες του. Τον υποκαθιστά στο συμβο-λαιογραφείο του μέλλοντος πεθερού του και παντρεύεται την αγαπημένη του. Ο Ερνέστης καταρρέει, όταν διαπιστώνει το μέγεθος της καταστροφής στην οποία οδηγήθηκε. Προσπαθεί να περιορίσει τις φιλοδοξίες του, να αφοσιωθεί στις σπουδές του, να ζήσει για τους γονείς του. Τα ποιητικά του έργα δεν έχουν εμπορική επιτυχία και η τραγωδία του επιστρέφεται από το Θέατρο του Ωδείου. Αρνείται να συμβιβαστεί με την κερδοσκοπία και την μόδα. Όταν ο πατέρας του θα εξαναγκασθεί να πουλήσει τα κτήματά του για να ξεπληρώσει τους δα-νειστές του, ο Ερνέστης θα καταφύγει στην εργασία για να επιβιώσει. Τον συ-στήνουν σε υψηλά πρόσωπα της παρισινής κοινωνίας από τα οποία θα εισπρά-ξει ανάλογες διαψεύσεις, καθώς αρνείται να προδώσει τις αρχές του και να υπη-ρετήσει τους σκοπούς τους. Η αναζήτηση μιας θέσης στην πόλη που ονειρεύ-τηκε τον φέρνει σε επαφή με έναν κόσμο που αγνοούσε και στον οποίον κυ-ριαρχεί το συμφέρον, ο καιροσκοπισμός και το χρήμα. Οι στερήσεις, οι δια-ψεύσεις και οι τύψεις για τον θάνατο των αγαπημένων του θα τον οδηγήσουν προοδευτικά στην αρρώστια, στο πτωχοκομείο και στον θάνατο, ενώ ο ψευτο-ευλαβής και καιροσκόπος Πλίνσιος θα θριαμβεύει στην παρισινή κοινωνία.

Και ο Σαλτέλης, όπως ο Ερνέστης, ασφυκτιά στον στενό ορίζοντα της ερει-

Page 257: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ερειπωμένης πατρίδος, ασφυκτιά σ' αυτούς τους ορίζοντες στους οποίους βασιλεύει η θεοκρατία και υποφέρει από τους περισπασμούς των εμπορικών του ενασχο-λήσεων. Αφού τυπώσει τον Ερνέστη βιάζεται να κλείσει τα εμπορικά του τε-φτέρια και να αποσυρθεί από το εμπόριο14. Ο φωτισμός του έθνους με την συμ-βολή της τυπογραφίας και της δημοσιογραφίας είναι η νέα σταδιοδρομία, που ανοίγεται μπροστά του. Στην Σμύρνη συνεργάζεται με τις εφημερίδες «Αμάλ-θεια» και «Ο Αστήρ της Ανατολής», καθώς και με το περιοδικό «Αποθήκη των ωφελίμων γνώσεων». Η μελέτη του για τον Σωκράτη το 1842 «προς χά-ριν των Κυδωνιακών μειρακίων» σε ζωντανή καθομιλουμένη γλώσσα προδίδει τις εκλαϊκευτικές του προθέσεις και τα μελλοντικά του σχέδια: «Θέλω ίσως εκ-δώσειν σειράν μελετών τοιούτων, αν η παρούσα φανή χρήσιμος» 15. Στην Αθήνα θα τυπώσει το έμμετρο μυθιστόρημά του, «Ο Κυδωνιάτης» το 1842, με εκτε-ταμένη εισαγωγή στα ιστορικά των Κυδωνιών, της πατρίδας του16. Όπως τον Ερνέστη, οι μεγάλες πόλεις με τον ευρύ τους ορίζοντα τον ελκύουν. Το 1843 φεύγει στο Παρίσι να σπουδάσει Ιατρική.

Ο φίλος του Σμυρναίος Ιωάννης I. Σκυλίτσης, γεννημένος το 1819, θα δια-γράψει ανάλογη πορεία. Θα εγκαταλείψει στα 15 του χρόνια την Ευαγγελική Σχολή όπου φοιτούσε, όταν διώκεται ο σχολάρχης της Αβράμιος Ομηρόλης ως «λουθηροκαλβινίζων»17. Το τυπογραφείο όμως, το οποίο σύστησε ο «λουθηρο-καλβινίζων» σχολάρχης στη σχολή, και η νεανική εφημερίδα, που τύπωνε από κοινού με τους Αμερικανούς μισσιοναρίους, θα δώσουν την ευκαιρία στο νεαρό Σκυλίτση να πάρει μια πρώτη γεύση της τυπογραφίας. Οι γονείς του τον βά-ζουν σε εμπορικό κατάστημα ως γραμματικό, αλλά αυτός γράφει στίχους, δη-μοσιεύει σε εφημερίδες και περιοδικά, μεταφράζει και προετοιμάζει τη φυγή του στη Μασσαλία το 1842. Στο Παρίσι το 1843 με συντροφιά τον φίλο του Ν. Σαλτέλη και τον Πέτρο Ζάνο παρακολουθεί μαθήματα Φυσιολογίας του Flourens και συζητήσεις των γαλλικών βουλευτηρίων, και αναπνέει τον αέρα της παρισινής μεγαλούπολης με τους νεοτερισμούς της18 .

Θα επιστρέψει στην Σμύρνη τέλη του 1844 με μεγάλα σχέδια και ένα τυ-

14. Απόσυρση από το εμπορικό στάδιο. Ιστορικό Αρχείο ΥΠΕΞ, Απαιτήσεις Ελλή-νων υπηκόων, φάκελλος 65:1, 1841.

15. Σωκράτης. Μελέτη υπό Ν. I. Σαλτέλη. Εκδίδεται δια δαπάνης Δ. Χ. Αθανασίου. Εν Σμύρνη, εκ της τυπογραφίας Γ. Γριφφίτου, 1842.

16. Ο Κυδωνιάτης. Ποίημα εις άσματα τέσσαρα υπό Ν. I. Σαλτέλη [...]. Εκδίδεται δια δαπάνης Π. Ιωαννίδου. Εν Αθήναις, 1842.

17. Για τον Αβράμιο Ομηρόλη βλ. Ο Άνθρωπος της Σμύρνης. Έλεγχος υπό I. Ισι-δωρίδου Σκυλίσση. Εν Σμύρνη, Τυπογραφείον των Παρισιανών Αποκρύφων, 1845, σ. 4-8, αλλά και εφημ. Αθηνά, 1839, αρ. 600 και 601.

18. Για τον Ιωάννη Ισιδωρίδη Σκυλίτση βλ. Στέφανος Παπαμιχάλης, «Ι. Ισιδωρίδης Σκυλίσσης», περ. Βίων Α' (Σμύρνη 1878-79) 385-394.

Page 258: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

τυπογραφείο, όπου θα επιχειρήσει να εφαρμόσει δημοσιογραφικές καινοτομίες που τον εντυπωσίασαν στο Παρίσι. Μεταφράζει και τυπώνει σε φυλλάδια από το 1845 εως το 1846 το νεώτατο μυθιστόρημα του Ευγενίου Σύη, «Παρισίων Απόκρυφα», που δημοσιευόταν στην επιφυλλίδα της εφημερίδας «Journal des Débats» το 1843 με τεράστια επιτυχία. Επρόκειτο για ένα κοινωνικό roman-feuilleton με προθέσεις διαφωτιστικές και εκλαϊκευτικές. Οι σοσιαλιστικές εφη-μερίδες της εποχής έβλεπαν στον Ευγένιο Σύη τον άνθρωπο που αποκάλυπτε την εξαθλίωση του λαού.

Η μεγάλη του απήχηση στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό της εποχής είναι μαρτυρημένη. Οι συνδρομητές των φυλλαδίων του έφτασαν τους 800, όπως ανα-φέρει ο ίδιος ο Σκυλίτσης. Δύο τόμοι 650 σελίδων ο καθένας αποτέλεσαν το έργο, όγκος επιβλητικός για το εκλαϊκευτικό του περιεχόμενο. Στην αλληλο-

γραφία του με τον Θεόφιλο Καΐρη ο Σκυλίτσης αναφερόταν σε αυτό: «Κατα-γίνομαι περί την έκδοσιν των Παρισιανών Αποκρύφων, ευαγγελίου φιλανθρω-πίας, θεοσεβείας [...]»19. Στον πρόλογό του ήταν ευτυχής, γιατί παρουσίαζε στους ομογενείς ένα έργο το οποίο κατέτασσε στα «συγγράμματα ανωτέρου χαρακτήρος, αρμόδια να εμπνέωσιν εις τας ψυχάς όλου του έθνους γενναία φρο-νήματα — να μεταδίδωσιν ιδέας, αίτινες και το πνεύμα να φωτίζωσι, και την καρδίαν να καθαρίζωσι»20.

Η εφημερίδα «Αναμόρφωσις» του Περικλή Αργυρόπουλου το χαρακτήριζε «τολμηρόν»21. Το θέμα του μυθιστορήματος αφορούσε το σύγχρονο Παρίσι του 1838, και έφερνε στο προσκήνιο κάτι ασυνήθιστο έως τότε για την λογοτεχνία της εποχής, τον υπόκοσμο και τις εργατικές τάξεις του Παρισιού. Μία κατά-δυση στον άδη των κακόφημων και λαϊκών συνοικιών του Παρισιού, και συγ-χρόνως μια περιπλάνηση στον άθλιο κόσμο του κοινωνικού περιθωρίου της πό-λης, που τροφοδοτείται από αυτόν των εξαθλιωμένων εργατών. Το μυθιστό-ρημα επιχειρούσε μια εξερεύνηση και στις άλλες κοινωνικές τάξεις της εποχής με πρόθεση να εκθέσει τα σημαντικότερα κοινωνικά προβλήματα προτείνοντας λύσεις, που να αμβλύνουν τις κοινωνικές αδικίες. Το «Παρισίων Απόκρυφα» προσπαθούσε να αναδείξει τις κοινωνικές διαστάσεις της εγκληματικότητας και της φτώχειας ευαισθητοποιώντας το αναγνωστικό κοινό για τους μελλοντικούς κινδύνους που εγκυμονούσαν.

19. Β. Τατάκης, «Γράμματα Μικρασιατών προς Θ. Καΐρη», Μικρασιατικά Χρονικά (1955) 105.

20. Πρόλογος του μεταφραστού, σ. στ'. Βλ. Παρισίων Απόκρυφα. Μυθιστορία Ευγε-νείου Σύη, μεταφρασθείσα εκ του γαλλικού υπό I. Ισιδωρίδου Σκυλίσση. Τόμος πρώτος. Σμύρνη, εκ του τυπογραφείου των Παρισιανών Απόκρυφων [...], 1845. Ευχαριστώ τον Τριαντάφυλλο Σκλαβενίτη για την ευγενική του μέριμνα να φωτογραφίσει τον πρόλογο από το αντίτυπο της βιβλιοθήκης της Μονής Ξηροποτάμου στο Άγιο Όρος.

21. Εφημ. Αναμόρφωσις, 1 Αυγούστου 1844.

Page 259: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Το τολμηρό όμως για την εποχή και την κοινωνία του αυτό μυθιστόρημα, που μεταφράστηκε και συζητήθηκε πολύ στην εποχή του απασχολώντας πολι-τικούς και κοινωνικούς μεταρρυθμιστές συμπεριλαμβανομένου και του Μαρξ, για να καταλήξουν, ότι τίποτε το ιδιαιτέρως ριζοσπαστικό δεν υποστήριζε, αλλά πρέσβευε αντίθετα μια συντηρητική ιδεολογία και ηθική, φαίνεται ότι είχε στην ελληνική κοινωνία της εποχής τέτοια απήχηση, που απελευθέρωσε πλήθος ανά-λογων αποκαλύψεων. Οι σκανδαλώδεις ήρωές του δάνειζαν τα ονόματά τους σε πολιτικούς αρχηγούς και πράκτορές τους, πολιτικά κόμματα βαφτίζονταν με τα ονόματα των κακόφημων καπηλειών της Cité και ένας σημαντικός αρι-θμός φυλλαδίων, επιφυλλίδων και μυθιστορημάτων επιχειρούσε να φέρει στο φως ποικίλα απόκρυφα της ελληνικής κοινωνίας.

Ο ενθουσιασμός του αναγνωστικού κοινού φαίνεται να συγκίνησε και να συνεπήρε τον 26χρονο, τότε, μεταφραστή του, οδηγώντας τον να αποκαλύψει και άλλα απόκρυφα, που αυτή την φορά αφορούσαν την Σμύρνη και σοβούσαν χρόνια στην κοινωνία της. Τον Οκτώβριο του 1845 αποφασίζει να σπάσει την σιωπή του και με το φυλλάδιό του «Ο Άνθρωπος της Σμύρνης», που τύπωσε στο τυπογραφείο του των «Παρισιανών Αποκρύφων» τολμούσε να κατονομά-σει ανοιχτά τον διώκτη των Φώτων στη Σμύρνη Βενέδικτο Κωνσταντινίδη, τον άνθρωπο που είχε χρηματίσει «σύμβουλος, διδάσκαλος, επίτροπος, συνεργός ιεροκήρυξ, βιβλιοκρίτης, ρήτωρ, παντέφορος πολλάκις αυτόκλητος, εξεταστής

και επικυρωτής των διδασκάλων του εσωτερικού της Ανατολής, πανάνθρωπος, πάνδημος και παντεπόπτης», τον άνθρωπο που είχε κατηγορήσει για λουθηρο-καλβινισμό η ευρωπαϊσμό φωτισμένους σχολάρχες της Σμύρνης και είχε κατα-διώξει κάθε διαφωτιστική πρωτοβουλία της κοινότητας στερώντας μία μεγα-λούπολη όπως αυτή από το αγαθό της ανώτερης, σύγχρονης, δημόσιας παιδείας.

Ο σάλος ήταν μεγάλος και προκάλεσε την επέμβαση του Πατριαρχείου υπέρ του ιεροκήρυκά του. Στις εκκλησίες της Σμύρνης διαβάστηκε πατριαρχικό γράμμα «παραγγέλλον εις τους Σμυρναίους να τιμώσι και να σέβωνται τον Βε-νέδικτον Κωνσταντινίδην και να μισούν και να αποστρέφωνται τον Ιωάννη Ισ. Σκυλίσση»22. Στο «Ημερολόγιον», φυλλάδιο που ο Ιωάννης Σκυλίτσης τύπωσε αμέσως μετά για ν' απαντήσει στους συμπολίτες του, τον Βενέδικτο Κωνσταντι-νίδη και την Μεγάλη Εκκλησία, ομολογούσε: «Η αλήθεια είναι, ότι αν είχα άλλο κανέν μέσον να βάλω εις ενέργειαν προς σωτηρίαν της Παιδείας των συμ-πολιτών μου, δεν ήθελα εκδόσει τον Άνθρωπον της Σμύρνης. Αλλ' ο δυστυ-χής, δεν έχω, ειμή μόνον ένα κάλαμον, ένα ξηρόν κάλαμον. Είναι η μόνη μου δύναμις»" και απευθυνόμενος προς την Μεγάλη Εκκλησία της ζητούσε: «Μη μου άπτου λοιπόν, ω μήτερ μου ! άφες μοι την λαμπηδόνα του ηλίου της αλη-θείας να χαρώ! Άφες με, μήτερ μου, άφες μ' ελεύθερον!»

22. Εφημ. Αθηνά, 15 Νοεμβρίου 1845 και εφημ. Αμάλθεια, 2 Νοεμβρίου 1845.

Page 260: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 261: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Α. Π. ΚΟΥΡΤΙΔΗ

PANIA ΠΟΛΥΚΑΝΔΡΙΩΤΗ

Ο Αριστοτέλης Κουρτίδης υπήρξε μια χαρακτηριστική μορφή της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας και της εκπαίδευσης στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Η παρουσία του είναι χαρακτηριστική γιατί με το λογοτεχνικό του έργο πιστοποιεί τη στροφή σε θέματα της οικογενειακής ζωής και το νέο ενδιαφέρον για το παιδί και την παιδική αγωγή που εκφράζει η γενιά του 18801, ενώ παράλληλα η επιστημονική του κατάρτιση σε θέματα εκπαίδευσης και ψυ-χολογίας του παιδιού τον εντάσσει στην γενιά των συγχρόνων του γερμανοτρα-φών παιδαγωγών που επέδρασαν καθοριστικά στην εικόνα της εκπαίδευσης αλλά και στην διαμόρφωση των επίσημων εκπαιδευτικών προγραμμάτων στην Ελ-λάδα. Το Πανεπιστήμιο της Ιένας στην Γερμανία, όπου ο Κουρτίδης υποστή-ριξε το 1892 την διδακτορική του διατριβή, ήταν το κέντρο των ερβαρτιανών σπουδών, και φυτώριο νέων επιστημόνων οι οποίοι θέλησαν να εφαρμόσουν τις αρχές τους στην ελληνική πραγματικότητα. Με την εγκατάλειψη της αλληλο-διδακτικής μεθόδου το 1880, επικράτησε στην Ελλάδα η ερβαρτιανή παιδα-γωγική μέθοδος, της οποίας κυριότεροι εκπρόσωποι ήταν ο Χαρίσιος Παπα-μάρκου, ο Π. Π. Οικονόμου και ο Σπ. Μωραΐτης 2. Ας υπενθυμίσουμε ότι και ο Δημήτρης Γληνός παρακολούθησε στην Ιένα, όπως και ο Κουρτίδης πριν από αυτόν3, τα μαθήματα φιλοσοφίας του νομπελίστα Ροδόλφου Ουκεν4.

Λογοτέχνη-παιδαγωγό είχε χαρακτηρίσει εύστοχα ο Γρηγόριος Ξενόπου-λος5, τον Κουρτίδη και πράγματι ως επιστήμονας παιδαγωγός αλλά και ως λο-

1. Παναγιώτης Μουλλάς, «Γύρω στα 1880: οι όροι της αλλαγής», Ρήξεις και συνέ-χειες. Μελέτες για τον 19ο αιώνα, Αθήνα, Σοκόλης, 1993, σ. 88-89.

2. Θεοφάνης Χατζηστεφανίδης, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης (1821-1986), Αθήνα, Παπαδήμας, 1986, σ. 73.

3. Δημ. Γρ. Καμπούρογλους, «Μνημόσυνα», Θρακικά 2 (1929) 243. 4. Φίλιππος Ηλιού, «Σημειώσεις», στο Δημήτρης Γληνός, Άπαντα, τ. 1 (1898-1910),

Αθήνα, Θεμέλιο, 1983, σ. 550-551. Ευαγγελία Κοκκίνη, Δημήτρης Γληνός 1882-1943, Α-θήνα 1989, σ. 13.

5. «Ο λογοτέχνης παιδαγωγός», Νέα Εστία 4, τχ. 33 (1.9.1928) 772-775.

Page 262: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

λογοτέχνης υπηρέτησε το παιδί σε όλη του τη ζωή προσφέροντάς του αναγνώ-σματα σχολικά και εξωσχολικά. Αρχικά δημοσίευε στη «Διάπλαση των Παί-δων», της οποίας υπήρξε ο πρώτος αρχισυντάκτης από το 1881 μέχρι το 1894, οπότε και τον διαδέχθηκε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, και παράλληλα εξέδιδε αυ-τοτελώς διηγήματα και διάλογους για παιδιά στο «Παράρτημα» και στη «Βι-βλιοθήκη» της «Διαπλάσεως των Παίδων». Επίσης μετέφραζε, από τα γαλ-λικά και τα γερμανικά, διηγήματα και μυθιστορήματα για παιδιά συμβάλλον-τας έτσι στην διάδοση της ευρωπαϊκής παιδικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Αρ-γότερα, από το 1885, ο Κουρτίδης μείωσε αισθητά την λογοτεχνική του δρα-στηριότητα για να αφοσιωθεί στη συγγραφή αναγνωσματαρίων και εγχειριδίων Ιστορίας που διδάσκονταν στις τάξεις του Δημοτικού6.

Σε μια προσπάθεια να προσδιορίσουμε το στίγμα του Κουρτίδη μέσα από το σύνολο του έργου του θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ένας εκσυγχρονι-στής χαμηλών τόνων. Ο Κουρτίδης παρακολουθούσε τις νέες τάσεις της επο-χής του, αλλά δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ριζοσπαστικός. Για πα-ράδειγμα θα αναφέρω ότι συνυπογράφει το ιδρυτικό καταστατικό του Εκπαι-δευτικού Ομίλου7, αλλά φαίνεται ότι σύντομα η συμμετοχή του στην προσπά-θεια ατόνησε8. Ηταν υπέρμαχος της δημοτικής9 αποφεύγοντας ωστόσο λεκτι-κές ακρότητες. Ειδικότερα στα παιδικά διηγήματα και τους διαλόγους ο Κουρ-τίδης δεν χρησιμοποιούσε τα «βαθειά ελληνικά»10 αλλά στόχευε σε μία γλώσσα απόλυτα κατανοητή από τα παιδιά11. Η ανανέωση της κοινωνίας για τον Κουρτίδη

6. Για τα βιογραφικά του Κουρτίδη βλ. το σχετικό λήμμα του Γρηγόριου Ξενόπου-λου στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Πυρσού», τ. ΙΕ', και του Κώστα Στεργιόπου-λου στην Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος -Larousse-Britannica, τ. 35. Βλ. επίσης, Ράνια Πολυ-κανδριώτη, «Αριστοτέλης Κουρτίδης», στο Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τ. Ζ' (1880-1900), Αθήνα, Σοκόλης, 1997, σ. 254-270.

7. «Καταστατικό [του Εκπαιδευτικού Ομίλου]», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου 1 (Ιαν. 1911), και στο Δημήτρης Γληνός, Άπαντα, επιμ. Φίλιππος Ηλιού, ό.π., τ. Β', σ. 81-82.

8. Αξίζει να σημειωθεί ότι λίγα χρόνια αργότερα η Πηνελόπη Δέλτα ασκεί έντονη κριτική στα αναγνωσματάρια του Κουρτίδη μέσα από τις σελίδες του Δελτίου του Εκπαι-δευτικού Ομίλου. Βλ. σχετικά Δήμητρα Μακρυνιώτη, Η παιδική ηλικία στα αναγνωστικά βιβλία 1834-1919, Αθήνα, Δωδώνη, 1986, σ. 92.

9. «Η δημώδης πως δεν μ' αρέσει. Αν θέλετε μάλιστα εγώ και ο Φέρμπος εξ άλλου είμαι όπως επιχειρήσαμεν να εισαγάγωμεν κατά πρώτην φοράν την δημώδη εις το πεζόν, διά μεταφράσεων εις τους διαλόγους. Εγώ μάλιστα μετέφρασα άλλωστε εις την δημώδη ολόκληρα έργα, την Πλημμύραν, τον Ζωντανοαπεθαμένον του Ζολά και μου είπαν ότι εί-

χα πολύ επιτύχει», από συνέντευξη στον Μποέμ [Δημ. Χατζόπουλος], εφημ. Το Άστυ, 31 Μαρτίου -1 Απριλίου 1893.

10. Βλ. τον «Πρόλογο» στο Παιδικοί διάλογοι, Αθήνα, Ν. Π. Παπαδόπουλος Υδραίος, 1883, σ. 9.

11. «Ω! μη φοβείσαι. Αυτά τα παιδιά, τα ιδικά μας, μιλούν σχεδόν σαν εσέ και σαν

Page 263: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

τίδη στηρίζεται κυρίως στην παιδεία, στην ψυχική και πνευματική εξύψωση του ατόμου και όχι σε ρηξικέλευθες λύσεις. «Ενεωτέριζεν εν μέτρω», γράφει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, «γνωρίζων ανέκαθεν να χαλιναγωγή τας επαναστα-τικάς του Ορμάς»12.

Για τους λόγους αυτούς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιστορική θε-ματολογία στο έργο του και ο τρόπος με τον οποίο η θεματική αυτή εξυπη-ρετεί την ανάπτυξη του παιδαγωγικού μηνύματος. Πηγές μας αποτελούν τα παιδικά διηγήματα και οι διάλογοι καθώς και τα διδακτικά βιβλία που συνέ-ταξε, είτε μόνος του είτε σε συνεργασία με άλλους. Αρχικά πρέπει να παρατη-ρήσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικά αντικείμενα. Τα σχολικά αναγνωσματάρια και εγχειρίδια Ιστορίας, εγκρίνονται για διδασκαλία σε επί-σημο διαγωνισμό και συντάσσονται σύμφωνα με τις ευγκύκλιες οδηγίες του Υπουργείου Παιδείας. Εφόσον εκφράζουν την επίσημη ιδεολογία του ελληνι-κού κράτους, δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια στην επιλογή και χρήση των θε-μάτων. Αντίθετα, στα παιδικά διηγήματα και τους διαλόγους, που δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Αιμίλιος (ή Αιμύλιος) Ειμαρμένος στη «Διάπλαση των Παί-δων» αλλά και σε αυτοτελείς εκδόσεις13, ο Αριστοτέλης Κουρτίδης ήταν ασφα-λώς πολύ πιο ελεύθερος στην οριοθέτηση της θεματικής κατεύθυνσης καθώς και στην επιλογή του παιδαγωγικού μηνύματος, εφαρμόζοντας τις προσωπικές του απόψεις για την παιδική αγωγή.

Διδακτικά βιβλία δημοσιεύει ο Κουρτίδης χωρίς διακοπή από το 1885. Αρχικά συνέταξε μία παιδική ανθολογία για τα δημοτικά σχολεία 14 και συνέ-χισε με αναγνωσματάρια και βιβλία ιστορικά. Ας σημειωθεί ότι στην περίοδο 1883-1894, η διδασκαλία της Ιστορίας στο Δημοτικό στηριζόταν στα αναγνω-σματάρια με περιεχόμενο σχεδόν αποκλειστικά ιστορικό15. Το 1888 ο Κουρτί-δης δημοσιεύει την «Ελληνική ιστορία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι

ημάς· διότι εκείνος που μας έγραψε [...] νομίζει ότι, για να γράψη για παιδιά, πρέπει να μάθη τι είνε τα παιδιά. Και προσπαθεί ολοένα να το μάθη· [...] και προσπαθεί τα παιδιά, διά τα οποία γράφει, να τα κάμνη να ομιλούν σαν αληθινά παιδιά, να αισθάνωνται σαν αλη-θινά παιδιά, να σκέπτωνται σαν αληθινά παιδιά», Παιδικοί διάλογοι, ό.π., σ. 10.

12. «Κουρτίδης Αριστοτέλης», λήμμα στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Πυρ-σού».

13. Παιδικοί διάλογοι διά παιδία 7 έως 15 ετών. Αθήνα, Ν. Π. Παπαδόπουλος Υ-δραίος, 1883' Παιδικοί διάλογοι προς χρήσιν των δημοτικών σχολείων, τω ν παρθεναγω-γείων και των νηπιαγωγείων, Αθήνα, Ν. Π. Παπαδόπουλος, χ.χ.· Παιδικαί σελίδες, Αθήνα, Ανδρέας Κορομηλάς, 1881" Παιδικά διηγήματα, Αθήνα, Ανδρέας Κορομηλάς, 1883.

14. Παιδική ανθολογία προς χρήσιν των δημοτικών σχολείων, μετά προλόγου περί απαγγελίας ποιημάτων, Αθήνα, Γεώργιος Κασδόνης, 1885.

15. Χριστίνα Κουλούρη, Ιστορία και Γεωγραφία στα ελληνικά σχολεία (1834-1914), ΙΑΕΝ 18, Αθήνα 1988, σ. 53-54.

Page 264: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

της σήμερον» σε συνεργασία με τον Βλάσιο Σκορδέλη 16 , τους «Ηρωικούς χρό-νους της Αρχαίας Ελλάδος» μόνος του 1 7 και τους «Βίους επιφανών ανδρών της αρχαίας Ελλάδος» σε συνεργασία με τον Παναγιώτη Φέρμπο1 8 . Το 1889 περνάει στην νεότερη ιστορία με το «Σκηνογραφίαι εκ της ελληνικής επαναστά-σεως» πάλι σε συνεργασία με τον Βλάσιο Σκορδέλη 19 .

Από το 1894, εντείνεται η διδασκαλία της Ιστορίας στο δημοτικό και πραγματοποιείται τόσο με τα αναγνωσματάρια που διατηρούν σε μεγάλο βαθμό το ιστορικό περιεχόμενο τους, όσο και με εγχειρίδια Ιστορίας. Ο Κουρτίδης δημοσιεύει το 1894 το «Ελληνικόν Αναγνωσματάριον» για την Δ' τάξη 2 0 και το 1896 το «Ελληνικόν Αναγνωσματάριον» για την Β' τάξη 2 1 που αργότερα αποκτά τον τίτλο «Ιστορίες»22 και γνωρίζει πολλές μετατροπές και επανεκδό-σεις. Η ενασχόλησή του με τους νεότερους χρόνους της ελληνικής ιστορίας συ-νεχίζεται με την «Ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος» 2 3 που δημοσιεύεται το 1896. Ενόσω τα αναγνωσματάρια και τα βιβλία Ιστορίας επανεκδίδονται ο Κουρτί-δης σε συνεργασία με τον Γ. Σ . Κονιδάρη και τον Γ. Α. Καλαρά μεταφράζει και συντάσσει την «Οδύσσεια»24 της οποίας η τρίτη έκδοση έγινε στα 1919 και το «Στα παλιά χρόνια» 25 , διασκευή από το «Πρόας ο Νικίου» του A n d r é

16. Βλάσιος Σκορδέλης, Αριστοτέλης Κουρτίδης, Ελληνική ιστορία από των αρχαιο-τάτων χρόνων μέχρι της σήμερον, προς χρήσιν των Δημοτικών Σχολείων και Παρθεναγω-γείων, μετά εικόνων, Αθήνα, Ανέστης Κωνσταντινίδης, 1888.

17. Αριστοτέλης Κουρτίδης, Ηρωικοί χρόνοι της Αρχαίας Ελλάδος, εγκριθέντες εν τω διαγωνισμώ του 1888. Το βιβλίο δεν εντοπίστηκε στις βιβλιοθήκες. Η πληροφορία προ-έρχεται από το οπισθόφυλλο του Σκηνογραφίαι εκ της ελληνικής επαναστάσεως, που συνέ-ταξε μαζί με τον Βλ. Γ. Σκορδέλη, Αθήνα, Ν. Π. Παπαδόπουλος Υδραίος, 1889.

18. Παναγιώτης I. Φέρμπος, Αριστοτέλης Κουρτίδης, Βίοι επιφανών ανδρών της αρ-χαίας Ελλάδος μετά εικόνων προς χρήσιν των Ελληνικών σχολείων και των Παρθεναγω-γείων κατά το πρόγραμμα του Υπουργείου. Τεύχος πρώτον. Αθήνα, Ανέστης Κωνσταντι-νίδης, 1888.

19. Βλ. παραπάνω, σημείωση αρ. 17. 20. Ελλ.ηνικόν Αναγνωσματάριον προς χρήσιν της Δ' τάξεως των Δημοτικών Σχο-

λείων, Βραβευθέν εν τω Διαγωνισμώ των Διδακτικών Βιβλίων κατά τον ΒΡΛ' Νόμον, Αθή-να, Εστία, 1894.

21. Ελληνικόν Αναγνωσματάριον προς χρήσιν της Β' τάξεως των Δημοτικών σχο-λείων. Εγκριθέν δια πενταετίαν εν τω Διαγωνισμώ των Διδακτικών Βιβλίων κατά τον ΒΤΓ' Νόμον, Αθήνα, Ανέστης Κωνσταντινίδης, 1896.

22. Ιστορίες. Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 101923,131926,141927,181932, 1η έκδ. διορ-θωμένη από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, 1934 2η διορθωμένη από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο.

23. Βλάσιος Γ. Σκορδέλης, Αριστοτέλης Κουρτίδης, Ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος δια την Δ' τάξιν του Τετραταξίου Δημοτικού Σχολείου, Αθήνα, Ανέστης Κωνσταντινίδης, 1896.

24. Αρ. Κουρτίδης, Γ. Σ. Κονιδάρης, Γ. Α. Καλαράς, Οδύσσεια, Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού, 31919, 41920, 51924, 71926, 81927.

25. Αρ. Κουρτίδης, Γ. Κονιδάρης, Στα παλιά χρόνια, Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού, Αθήνα, Εστία, 31920, 51925, 61926,101933, 111934.

Page 265: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Laurie, που είχε ήδη μεταφρασθεί από τον Κωστή Παλαμά και δημοσιευθεί το 1898 από την «Βιβλιοθήκη της Διαπλάσεως των Παίδων»26. Η τρίτη έκ-δοση έγινε το 1920 και η πέμπτη έγινε το 1925. Μαζί με την 8η έκδοση του «Αναγνωστικού Β' Δημοτικού» (1920), τα τρία αυτά βιβλία εγκρίθηκαν από το Υπουργείο μέσα στα πλαίσια της μεταρρύθμισης του 1917 αλλά καταδικά-στηκαν από την επιτροπή των κριτών το 1920, με το τέλος της μεταρρυθμι-στικής προσπάθειας27. Το 1927, δύο μόλις χρόνια πριν από τον θάνατο του δη-μοσιεύει για πρώτη φορά τρία βιβλία: τα «Σκόρπια Λουλούδια», αναγνωστικό της Γ' Δημοτικού, σε συνεργασία με τον Γ. Κονιδάρη28, τον «Πύργο του Βο-σπόρου» σε συνεργασία με τον Γρ. Ξενόπουλο29 και τον Γ. Κονιδάρη καθώς και τα «Βασανισμένα και δοξασμένα χρόνια», αναγνωστικό για την ΣΤ' Δη-μοτικού, σε συνεργασία με τον Γ. Κονιδάρη30.

Σε γενικές γραμμές η βιβλιογραφική εικόνα της διδακτικής συγγραφικής δραστηριότητας του Κουρτίδη δεν μπορεί παρά να αντανακλά την επίσημη άπο-ψη για τη διδασκαλία της Ιστορίας, έτσι όπως εκφράζεται μέσα από τις εγκυ-κλίους για τη σύνταξη των αναγνωσματαρίων αλλά και τις εκθέσεις των κρι-

τών. Έμφαση δίνεται στην Μυθολογία, στην αρχαία και νεότερη Ιστορία, ενώ η βυζαντινή περίοδος στα αντίστοιχα αποσπάσματα των αναγνωσματαρίων συν-δέεται άμεσα με τον ελληνισμό και τον χριστιανισμό. Στις σχετικές αναφορές αναπτύσσεται κυρίως η προβληματική της ελευθερίας των εθνών, της επικρά-τησης του χριστιανισμού αλλά και της πολιτιστικής κληρονομιάς, που πάντα αποτελούσε αντικείμενο σεβασμού από τους κατακτητές. Η μέθοδος διδασκα-λίας με τη βοήθεια «σκηνογραφιών», σκηνών δηλαδή της ελληνικής Ιστορίας, και βίων επιφανών ανδρών —προτύπων συμπεριφοράς για τους μαθητές— την οποία ακολουθεί συνήθως ο Κουρτίδης, ήταν η πλέον ενδεδειγμένη για τις τα-ξεις του Δημοτικού έως το 189731.

26. Βίκυ Πάτσιου, Η Διάπλασις των Παίδων (1879-1922). Το πρότυπο και η συγ-κρότηση του, ΙΑΕΝ 15, Αθήνα 1987, σ. 32, σημ. 3. Βλ. σχετικά και στο Έκθεσις της επι-τροπείας της διορισθείσης προς εξέτασιν της γλωσσικής διδασκαλίας των Δημοτικών Σχο-λείων, Αθήνα 1921, σ. 82.

27. Έκθεσις της επιτροπείας..., ό.π., σ. 79-81, 100-101, 102-107. Τα μέλη της Επι-τροπείας ήταν οι Σ. Σακελλαρόπουλος, Α. Σκιάς, Ν. Εξαρχόπουλος, Θ. Μιχαλόπουλος, I. Μεγαρεύς, Χρ. Οικονόμου.

28. Α. Κουρτίδης, Γ. Κονιδάρης, Σκόρπια Λουλούδια, Αναγνωστικό της Τρίτης Δη-μοτικού. 1η έκδ., Αθήνα, Ιωάννης Δ. Κολλάρος & Σ Ι Α , Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1927.

29. Γρ. Ξενόπουλος, Αρ. Κουρτίδης, Γ. Κονιδάρης, Ο Πύργος του Βοσπόρου και άλ-λες ιστορίες. Αναγνωστικό Ε' Δημοτικού, 1η έκδ., Αθήνα, I. Δ. Κολλάρος & ΣΙΑ, 1927.

30. Αρ. Κουρτίδης, Γ. Κονιδάρης, Βασανισμένα και δοξασμένα χρόνια, Αναγνωστικό εγκεκριμένο για την ΣΤ' του Δημοτικού. Έκδ. 1η. Αθήνα, Ιω. Δ. Κολλάρος & Σ Ι Α , Βι-βλιοπωλείον της «Εστίας», 1927.

31. Χριστίνα Κουλούρη, ό.π., σ. 56-58.

Page 266: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Στα τέλη του 19ου αιώνα πιστοποιείται μια στροφή προς την έρευνα των πηγών για τη μελέτη και τη διδασκαλία των ιστορικών γεγονότων, στροφή που συνδέεται με γενικότερη αλλαγή στην ιστοριογραφική μέθοδο32. Ο Κουρτίδης, ήδη στα 1891, είχε ακολουθήσει αυτή τη μέθοδο για τη σύνταξη των «Ηρωι-κών χρόνων της Αρχαίας Ελλάδος» για την Β' τάξη των δημοτικών σχολείων. Στον πρόλογο δηλώνει ότι προσπάθησε να παραμείνει πιστός στο πρωτότυπο κείμενο καθώς και να διατηρήσει την καλλιέπεια της μορφής, αλλά και συγ-χρόνως να διασκευάσει τον μύθο ώστε να γίνει κατανοητός στα μικρά παιδιά. Έχοντας υπόψη του ότι τα αναγνώσματα αυτά «δεν προτίθενται σκοπόν την διδασκαλίαν της Ελληνικής Μυθολογίας, αλλά την διά των μύθων διανοητικήν

ανάπτυξιν και ηθικήν διάπλασιν των παίδων», προσέτρεξε σε μία μέθοδο, κοινό τόπο και σε άλλους συγγραφείς διδακτικών βιβλίων της εποχής του: χρησιμο-ποίησε «τας κορυφάς των ηρώων, τας μεγάλας σελίδας της αρχαίας Ελληνι-κής μυθολογίας» με στόχο να αναπτύξει το παιδαγωγικό του μήνυμα. Συγχρό-νως ενσωμάτωσε στην αφήγηση του μύθου περιγραφές ελληνικών τόπων και φυσικών φαινομένων, επιχειρώντας έτσι και την αύξηση των εγκυκλοπαιδι-κών γνώσεων των παιδιών.

Η ίδια λογική ισχύει και στα αναγνωσματάρια. Τα ιστορικά θέματα απου-σιάζουν από τα αναγνωσματάρια της Β' αλλά είναι σαφώς παρόντα στα ανα-γνωσματάρια της Δ' Δημοτικού. Σε γενικές γραμμές ωστόσο, τα μαθήματα αγωγής στηρίζονται σε καθημερινές και σύγχρονες σκηνές της οικογένειας στην πόλη και την ύπαιθρο. Η θεματική κατηγορία «Πατρίς», στην έκδοση του 1894, τοποθετείται στο τέλος του εγχειριδίου, αποκομμένη από τα υπόλοιπα κείμενα, στα οποία κατά κανόνα δεν χρησιμοποιούνται ιστορικά θέματα. Ο Χαρίσιος Πα-παμάρκου στο βιβλίο του «Τα Αναγνωστικά των Μικρών Ελληνοπαίδων»33

άσκησε έντονη κριτική στον Κουρτίδη για το συγκεκριμένο αναγνωσματάριο το οποίο προκρίθηκε έναντι του δικού του στον αντίστοιχο διαγωνισμό. Μεταξύ όσων ο Παπαμάρκου καταμαρτυρεί στον Κουρτίδη είναι και η ύπαρξη ιδιαίτε-ρης θεματικής ενότητας με αντικείμενο την Ιστορία, πράγμα το οποίο θεωρεί ως αντιπαιδαγωγική τακτική, αφού με τον τρόπο αυτό τα αναγνωσματάρια κα-ταλήγουν να είναι περιλήψεις των διαφόρων μαθημάτων που διδάσκονται στα σχολεία. Ίσως για τον λόγο αυτό σε επόμενες εκδόσεις του αναγνωσματαρίου (π.χ. έκδ. του 1915) παρά το γεγονός ότι η θεματική ενότητα «Πατρίς» βρί-σκεται και πάλι στο τέλος του βιβλίου, ο Κουρτίδης χρησιμοποιεί και θέματα μυθολογικά τα οποία, εν είδει συμβολικών παραβολών, εξυπηρετούν το ηθικό δίδαγμα και άλλων θεματικών ενοτήτων. Οι ενότητες αυτές αντιπροσωπεύουν

32. Χριστίνα Κουλούρη, ό.π., σ. 40. 33. Τα Αναγνωστικά Βιβλία των Μικρών Ελληνοπαίδων, Αθήνα, Αδελφοί Περρή,

Page 267: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

αντιθετικές αξίες, προτερήματα και ελαττώματα του ανθρώπου, όπως για πα-ράδειγμα «ευγνωμοσύνη-αχαριστία», «φιλοξενία-αφιλοξενία» κλπ.

Γενικά από την ανάγνωση των κειμένων προκύπτει ότι η γνώση της Ιστο-ρίας οφείλει να οδηγεί στην καλλιέργεια της αγάπης για την πατρίδα και την ελευθερία χωρίς όμως να συνυφαίνεται με πατριωτικές εξάρσεις, ούτε με την έντονη προβολή της Μεγάλης ιδέας. Η αντίθεση βαρβάρου και Έλληνα, συνή-θης σε πολλά αναγνωσματάρια, στον Κουρτίδη είναι σαφώς υποτονισμένη. Με-γαλύτερη έμφαση δίνεται στην αξία της ελευθερίας ως υπέρτατου αγαθού και στη διατήρηση των πολιτισμικών αξιών παρά στην προβολή της γενναιότητας και της ανδρείας ως αρετών του Έλληνα, αρχαίου και νεότερου.

Όσα όμως στοιχεία νεοτερισμού του Κουρτίδη διαφαίνονται αχνά, για ευ-νόητους λόγους, μέσα από τα επισήμως εγκεκριμένα διδακτικά του βιβλία, πα-ρουσιάζονται εντονότερα και σαφέστερα στα παιδικά του διηγήματα. Στην ου-σία πρόκειται για τον απόηχο της γερμανικής Kulturgeschichte, της Ιστο-ρίας του Πολιτισμού, η οποία δίνει έμφαση στην πολιτισμική διάσταση της ιστο-ρικής εξέλιξης. Η χρήση των ιστορικών θεμάτων από τον Κουρτίδη στα παι-δικά διηγήματα και τους διάλογους ακολουθεί ακριβώς τον άξονα αυτό και θα μπορούσε κάλλιστα να περιγραφεί και να προσδιορισθεί από όσα είχε σημειώ-σει, το 1866, ο Γ. Α. Βακαλόπουλος στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης της «Γενικής Ιστορίας» του W. Pütz: «Το μάθημα της Ιστορίας [...] διδάσκει συγ-χρόνως ημάς ότι η σημασία εκάστου λαού δεν εξαρτάται μόνον εκ των πολεμι-κών πράξεων, αλλά και εκ της προς τον πολιτισμόν αναπτύξεως αυτού»34.

Το διήγημα «Ο ανδριάς του ήρωος» είναι το μοναδικό με ιστορικό περιε-χόμενο και καταλαμβάνει την τελευταία θέση στη συλλογή των «Παιδικών Διη-γημάτων»35 του Κουρτίδη. Η θέση του αυτή παραπέμπει ίσως και σε εκείνη που καταλαμβάνουν τα ιστορικά θέματα στα αναγνωσματάρια, δηλαδή στο τέ-λος του βιβλίου. Στον «Ανδριάντα του ήρωος» το άψυχο πεντελικό μάρμαρο παίρνει ζωή από τη σμίλη του γλυπτή και το δημιούργημα αποκτά φωνή, αι-σθήματα και τα ιδεώδη της μορφής που ο γλύπτης του αποδίδει:

«Κ' εγέμισε το στήθος μου από αισθήματα. Και ήρχισα ν' αγαπώ την Ε λ -λάδα πολύ, πολύ, και την ήθελα μεγάλην, και διά την ελευθερία της ήθελα ν' αποθάνω. Και εφανταζόμην πολέμους και καρυοφύλλια, βουνά και μονοπά-τια, μάχας και νίκας, σημαίας εχθρικάς κερδισμένας, και Σουλιώτας και κα-ραούλια»36.

34. Γ. Α. Βακαλόπουλος, Γενική ιστορία μεταφρασθείσα εκ της δωδέκατης εκδόσεως της επιτομής του καθηγητού Γουλιέλμου Πυτσίου [...] Πρώτον τεύχος, Αθήνα, Ν. Αγγελί-δης, 1866, σ. θ'. Αναφέρεται από την Χριστίνα Κουλούρη, ό.π., Ανθολόγιο 49α, σ. 210.

35. Αιμιλίου Ειμαρμένου, Παιδικά διηγήματα, ό.π., σ. 162-168. 36. Ό.π., σ. 164.

Page 268: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Η μορφή αυτή είναι ο ήρωας της Επανάστασης, ο Μάρκος Μπότσαρης, τιμή μεγάλη για το πεντελικό μάρμαρο. Όταν το έργο ολοκληρώθηκε, ο αν-δριάντας μεταφέρθηκε σε βιβλιοθήκη σπιτιού. Ο πατέρας και τα δύο αγόρια της οικογένειας θαυμάζουν την εξαιρετική τέχνη του γλύπτη, ενώ συγχρόνως, από τα λόγια τους, το κέντρο βάρους της αφήγησης μετατίθεται από την έξαρση της γενναιότητας και των ηρωικών πράξεων στην προβολή της σημασίας της τέχνης. Το παιδαγωγικό μήνυμα εκφράζεται με τα λόγια του πατέρα:

«Εις τον ανδριάντα αυτόν, [...] συναπαντήθηκαν τα δύο πλέον ελληνικά πράγματα, τα οποία είχαν οι αρχαίοι Έλληνες περισσότερον από κάθε έθνος:

η καλλιτεχνία και ο ηρωισμός. Εκείνοι ενικούσαν εις τον Μαραθώνα, άλλ' έ-καμναν και τον Παρθενώνα. Ημείς όμως οι νέοι Έλληνες μόνον εις το εν τους εφθάσαμεν: εις τον ηρωισμόν, αλλ' όχι και εις την καλλιτεχνίαν, και διά τούτο

δεν είμεθα σωστοί Έλληνες ακόμη»37.

Γίνεται φανερό ότι η αξία του νεότερου ελληνισμού προσμετράται σε σύγ-κριση με το αρχαίο παρελθόν του, γεγονός που προϋποθέτει βεβαίως ότι οι νεό-τεροι Έλληνες είναι άμεσοι απόγονοι των αρχαίων, χωρίς ωστόσο να έχουν διατηρήσει όλες τις αρετές των προγόνων τους. Ανάμεσα στις αρετές που χά-θηκαν είναι η ικανότητα για καλλιτεχνική δημιουργία, για καλλιέργεια των πο-λιτισμικών αξιών γενικότερα, ως αλληλένδετες με το εθνικό φρόνημα και τον ηρωισμό.

Στον διάλογο «Η Ελλάς μεγάλη», από τους «Παιδικούς Διάλογους» που δημοσιεύθηκαν το 1883, αποθαρρύνεται η ανάπτυξη πολεμοχαρούς συμπεριφο-ράς μέσα στο παιχνίδι των παιδιών και προκρίνεται η πνευματική καλλιέργεια:

«Ευτυχισμένο είναι το έθνος που έχει στρατιώτας αξίους να γίνουν στρατη-γοί, και όχι στρατηγούς που δεν είναι άξιοι ούτε για στρατιώται»38.

Ωστόσο, το μεγαλείο ενός έθνους δεν στηρίζεται μόνο σε στρατηγούς και πολεμικές επιτυχίες, αλλά και στα πνευματικά επιτεύγματα. Για να γίνει η Ελλάδα μεγάλη, τα παιδιά μοιράζονται αμέσως τους ρόλους: ένας στρατιώτης, ένας δάσκαλος και ένας συγγραφέας.

Ο Αγησίλαος είναι ο ήρωας του διηγήματος «Ο μικρός ιππεύς» από τη συλλογή «Παιδικαί Σελίδες» που δημοσιεύθηκαν το 1881 ως Παράρτημα της «Διαπλάσεως των Παίδων». Ο Αγησίλαος έχει την κακή συνήθεια να καβαλάει το κάγκελο της σκάλας προσποιούμενος ότι είναι πάνω σε άλογο ενώ συγχρό-νως τραγουδά:

37. Ό.π., σ. 167. 38. Αιμυλίου Ειμαρμένου, Παιδικοί διάλογοι, ό.π., σ. 30.

Page 269: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

«Πέτα, φθάσε τα πουλιά, πέτα στο φεγγάρι, τώρα πώχεις, σαν κ' εμέ, τέτοιο καβαλάρη. Μ' ένα πήδημα απ' εκεί έμβα μέσ' στην Πόλι. Πέτα να την πάρωμε να θαυμάσουν όλοι»39.

Ο Αγησίλαος όμως γκρεμίζεται από τη σκάλα και μαθαίνει να μην αγαπά πια τα ξύλινα άλογα. Η αιτία της πτώσης του Αγησιλάου είναι φυσικά η ανυ-πακοή, αλλά η, έστω και έμμεση, σύνδεση της Μεγάλης ιδέας με τα ξύλινα άλογα παραπέμπει σαφώς στις νέες κοινωνικές συνθήκες και την νέα ιδεολο-γία που διαμορφώνονται στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Παναγιώτης Μουλλάς γράφει για τη γενιά του 1880: «Αν η Μεγάλη ιδέα διατηρεί ακόμη τη δυνα-μική της, αναπτύσσονται όμως παράλληλα, σαν αντίβαρο στις υποσχέσεις του μυθικού αύριο, οι ρεαλιστικές αξιώσεις του σήμερα: η ευζωία, η χαρά, η αυ-τάρκεια»40.

Η εικόνα αυτή αποτυπώνεται ξεκάθαρα και μέσα από εκείνα τα διηγήματα του Αριστοτέλη Κουρτίδη που δεν απευθύνονται αποκλειστικά στα παιδιά αλλά σε ολόκληρη την οικογένεια. Οι υψηλές αξίες και τα ιδανικά, τα εθνικά ορά-ματα και οι ρομαντικές αισθηματικές αναζητήσεις υποχωρούν μπροστά στα υλι-κά αιτούμενα της σύγχρονης ζωής: ο αρραβώνας χαλάει γιατί ο αδελφός έχασε τις μετοχές του στο χρηματιστήριο 41, ο γενναίος πυρπολητής αγωνιά για τη σύνταξή του σε ένα καπηλειό της Πλάκας42, ο στρατιώτης δεν σκοτώνεται υπέρ πίστεως και πατρίδος, αλλά δολοφονείται από εγκληματικό χέρι 43 και ο εγγο-νός του αγωνιστή της Επανάστασης συγκινείται περισσότερο από τις προοπτι-κές της επαγγελματικής του αποκατάστασης παρά από τα εθνικοαπελευθερω-τικά οράματα44. Η διάσταση ανάμεσα στην παλιά γενιά, πλησιέστερη στον Αγώ-να και αναθρεμμένη με το όραμα της Μεγάλης ιδέας, και στην νεότερη γενιά, περισσότερο προσηλωμένη σε καθημερινές αξίες και συμπεριφορές, εμφανίζε-ται ως φυσική εξέλιξη των πραγμάτων προς μία προσγειωμένη αντίληψη του καθημερινού βίου.

Μια τέτοια αντίληψη εξηγεί ίσως και την μικρή παρουσία εθνικών και ιστορικών θεμάτων στα παιδικά διηγήματα του Κουρτίδη, τα οποία συνήθως αρθρώνονται γύρω από οικογενειακές σκηνές στην ύπαιθρο και την πόλη. Η αιτιολόγηση της μικρής αυτής παρουσίας βρίσκεται στον επίλογο των «Παιδι-κών Διηγημάτων». Σε φανταστικό διάλογο, τα «Παιδικά Διηγήματα» συνομι-λούν με την Γραμματική, την Ελληνική Ιστορία και το Λεξικό, προσπαθώντας

39. Αιμυλίου Ειμαρμένου, Παιδικοί Σελίδες, ό.π., σ. 38. 40. Παναγιώτης Μουλλάς, ό.π., σ. 87. 41. Βλ. το διήγημα «Το τέλος του ονείρου», Εστία 17 (1884) 361-363. 42. Βλ. το διήγημα «Ο πυρπολητής», Εστία 20 (1885) 55-57. 43. Βλ. το διήγημα «Ο ανωφελής θάνατος», Εστία 20 (1885) 795-799. 44. Βλ. το διήγημα «Πάππος και εγγονός», Εστία 20 (1885) 637-640.

Page 270: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

το κάθε ένα να αποδείξει τη σημασία και τη σπουδαιότητα του ρόλου του45. Η Ελληνική Ιστορία θα διηγηθεί στα ελληνόπουλα τα κατορθώματα αλλά και τα σφάλματα των προγόνων τους, με στόχο να αναδείξει την αξία τους και να τα κάνει να αγαπήσουν την πατρίδα τους. Τα «Παιδικά Διηγήματα» προβάλ-λουν τον ψυχαγωγικό και παιδευτικό τους ρόλο χωρίς σοφίες, «μεγάλας ιδέας, δυσκολονοήτους λέξεις». Τα «Παιδικά Διηγήματα» ονειρεύονται ότι συγκινούν αθώες ψυχές και αγγελικά προσωπάκια, διοχετεύοντας καλά αισθήματα.

Και αυτός είναι ο παιδαγωγικός στόχος του Κουρτίδη. Τα παιδικά του διηγήματα περισσότερο εστιάζουν στην ηθική αγωγή και προκρίνουν την πνευ-ματική καλλιέργεια και ηθική συγκρότηση παρά καλλιεργούν ένα στείρο πα-τριωτισμό και έναν ανώφελο ηρωισμό. Μέσα από τα αναγνωσματάρια και τα διηγήματά του ο Αριστοτέλης Κουρτίδης δίνει το στίγμα του και αποβαίνει χαρακτηριστικός εκφραστής των νέων τάσεων του καιρού του: χωρίς να εν-στερνίζεται τον μεγαλοϊδεατισμό της εποχής του, καλλιεργεί την αγάπη της Ελλάδας και αναζητά στην Ιστορία παραδείγματα αγωγής. Μιας αγωγής που δίνει έμφαση τόσο στο εθνικό φρόνημα όσο και στον πολιτισμό. Ο εθνικισμός του παραμένει πολιτισμικός και κυρίως ρεαλιστικός.

45. Αιμιλίου Ειμαρμένου, Παιδικά διηγήματα, ό.π., σ. 181-183.

Page 271: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΝΕΑΡΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΟΥ ΕΓΩΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΕΣ «ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ»

ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΣΤΡΙΝΑΚΗ

Πόσους νεαρούς ποιητές, ζωγράφους, γλύπτες η μουσικούς διαθέτει η ελληνική πεζογραφία στην πινακοθήκη των ηρώων της; Πόσους και σε τι είδους ρόλους: κύριους η δευτερεύοντες, θετικούς η αρνητικούς; Σε ποιο βαθμό οι Έλληνες συγγραφείς παρουσιάζουν και αναλύουν την ίδια τους την καλλιτεχνική διάσταση μέσα στο έργο τους και την ίδια τους τη μαθητεία στην τέχνη;

Μια πρώτη απάντηση στα ερωτήματα αυτά —με μια έρευνα που πολύ απέ-χει βέβαια από το να είναι επαρκής— διαμορφώνεται περίπου ως εξής: οι Έλ-ληνες πεζογράφοι κατά κανόνα αποφεύγουν να παρουσιάσουν καλλιτέχνες στο έργο τους· στην περίπτωση που παρουσιάζουν, το πορτρέτο που φιλοτεχνούν γι' αυτούς είναι συνήθως ιδιαίτερα αρνητικό, συνιστώντας ένα κακέκτυπο του πραγματικού δημιουργού" άλλοτε οι καλλιτέχνες παρουσιάζονται με τονισμένη την κοινωνική η ιδεολογική τους διάσταση και υποτονισμένη την καλλιτεχνική, ενώ χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι ορισμένες φορές επιλέγεται ως σκηνικό των αφηγήσεων αυτών κάποιος χώρος εκτός Ελλάδος. Επίσης σπανί-ζει η τουλάχιστον υποεκπροσωπείται στην ελληνική πεζογραφία ένα είδος μυ-θιστορήματος πολύ διαδεδομένο σε άλλες ευρωπαϊκές παραδόσεις, το μυθιστό-ρημα της διαμόρφωσης του νεαρού ανθρώπου (ο οποίος είναι συνήθως και καλ-λιτέχνης), αφηγηματικό είδος που είναι γνωστό με τον γερμανικό όρο Bildungs-roman1 .

Ελάχιστοι είναι λοιπόν στην ελληνική πεζογραφία οι νεαροί ήρωες που έχουν ως βασική ιδιότητά τους την καλλιτεχνική δημιουργία, ελάχιστοι οι νέοι που παρουσιάζονται στο μυθιστόρημα σε μια διαδικασία καλλιτεχνικής μαθη-τείας, μύησης στην τέχνη. Πολύ λίγοι —σε αντίθεση με την αφθονία— και αναι-

1. Μια πρώτη προσπάθεια χαρτογράφησης των διανοουμένων και καλλιτεχνών, ως ηρώων στην ελληνική πεζογραφία, έχω επιχειρήσει στην Αυγή [Ενθέματα], 9.2.1997, σ. 27, και 16.2.1997, σ. 27.

Page 272: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

αναιμικοί σε αντίθεση με τη σημασία που έχουν οι ήρωες στα ευρωπαϊκά έργα με θέμα τη μύηση του νεαρού ανθρώπου στη ζωή και στην τέχνη 2.

Τους λόγους της υποτονικής παρουσίας του λογοτεχνικού αυτού είδους θα δοκιμάσω να θίξω στην ανακοίνωση αυτή, παρουσιάζοντας —αντί για την πολύ δύσκολη «μέτρηση» μιας συγκριτικής απουσίας— δύο πραγματοποιήσεις: δύο προσπάθειες να παραχθεί μυθιστόρημα της διαμόρφωσης στην Ελλάδα. Και οι δύο απόπειρες είναι, όπως θα δούμε, «ατελείς» η δειλές, κι ωστόσο αποτελούν

ό,τι πιο συγγενικό διαθέτουμε προς το ευρωπαϊκό —ακριβέστερα, προς το αγ-γλικό— Bildungsroman: πρόκειται για το «Φλογισμένο ράσο» του Πλάτωνος Ροδοκανάκη, έργο του 1908, και για τον «Λεωνή» του Γιώργου Θεοτοκά, του 1940. Η σχέση των έργων αυτών με την αγγλόφωνη κυρίως παράδοση —την οποία, άλλωστε, παρακολουθούν οι Έλληνες συγγραφείς, ενώ η γερμανική τους είναι μάλλον άγνωστη— θα μας επιτρέψει ίσως να διακρίνουμε ορισμένες ιδιαι-τερότητες της ελληνικής λογοτεχνίας και να εννοήσουμε κάποια χαρακτηριστι-κά φαινόμενα της ελληνικής κουλτούρας3.

«Το φλογισμένο ράσο» του Πλάτωνος Ροδοκανάκη είναι ένα σύντομο μυ-θιστόρημα στο κλίμα και στο ύφος του πιο γνήσιου Αισθητισμού, με σχοινο-τενείς μελωδικές προτάσεις και αισθησιακές περιγραφές4. Ένα μικρό αγόρι με-γαλώνει σε αρχοντικό σπίτι, διαβάζοντας και ονειροπολώντας. Μια αρρώστια

του προξενεί φόβο θανάτου και η γνωριμία με έναν καθολικό ιερωμένο τον κάνει να αποφασίσει πως πεπρωμένο του είναι η ιεροσύνη. Μπαίνει εσωτερικός στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης κι εκεί, ανάμεσα στα μικρά φιλάρεσκα αγόρια, αρχίζει να νιώθει «διαλεχτός», «σημειωμένος». Ανατρεπτικά βιβλία που δια-βάζει κρυφά, σαρκικές ανησυχίες που γεννιούνται μέσα του, μια ομαδική σε-ξουαλική παράκρουση των μοναχών —συνηθισμένο λογοτεχνικό θέμα του τέ-λους του 19ου αιώνα— γεννούν στον νεαρό «αμφιβολίες τρομερές»: «το Ιερό του

2. Για την πυκνότητα και τη σημασία του μυθιστορήματος καλλιτεχνών στην ευρω-παϊκή παράδοση, βλ. Maurice Beebe, Ivory Towers and Sacred Founts. The Artist as Hero in Fiction from Goethe to Joyce, New York University Press 1964, σ. ν, 3-4.

3. Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση του ελληνικού σε σχέση με το ευρωπαϊκό Bildungs-roman έχει κάνει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «Αυτοβιογραφικός λόγος: ιστορικοί και μυθιστορηματικοί βίοι στο μυθιστόρημα της εφηβείας», περ. Εντευκτήριο 28-29 (Χειμώνας 1994) 74-88. Η ερευνήτρια επιμένει, ωστόσο, πολύ, κατά την άποψή μου, στις δυσμενείς ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, που δεν επέτρεψαν στους ποικιλοτρόπως κατατρεγμέ-νους νεοέλληνες την πολυτέλεια της «αυτοδιαμόρφωσης». Το περίεργο είναι όμως πως ούτε οι μη κατατρεγμένοι νεοέλληνες συνέγραψαν Bildungsroman, πρόβλημα στο οποίο θα δο-κιμάσω εδώ να δώσω κάποιες απαντήσεις.

4. «Το φλογισμένο ράσο» πρωτοδημοσιεύεται στην εφημ. Ακρόπολις το 1908 και σε τόμο το 1911. Βλ. Απ. Σαχίνης, Η πεζογραφία του αισθητισμού, Αθήνα 1981, σ. 405-458, και περιληπτικότερα στην «Εισαγωγή» στο Πλάτων Ροδοκανάκης, Το φλογισμένο ράσο, Αθήνα, Εστία, 1988, έκδοση στην οποία και παραπέμπω.

Page 273: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ναού είναι αδειανό», διαπιστώνει (σ. 79). Μες στη Μεγάλη Βδομάδα, απορρί-πτει τη «θρησκεία του φόβου» για να υιοθετήσει την «αρχαία θρησκεία της ομορφιάς», που ταιριάζει στις «καλλιεργημένες ράτσες» (σ. 88-89). Εντέλει κι

ύστερα από μια αποκαλυπτική οπτασία μες στο δάσος, όπου μια δρυάδα του μιλά για τον Παρνασσό και για τις δυσκολίες της δημιουργίας, ο νέος αντιλαμ-βάνεται τον προορισμό του:

«Έτσι λοιπόν η απομόνωση της καλογερίστικης ζωής ξύπνησε μέσα μου μια δύναμη που ίσαμε την ώρα κείνη φανερά δεν είχε πουθενά εκδηλωθεί. Μπρο-στά στο Φοίβο που ανέβαινε πανώριος και εσκέπαζε τον άλλο το Θεό του 'ου' του 'μη' και κάθε απαγόρευσης, έσπασα το ψαλτήρι του κλαυθμού και πήρα το αρχαίο της χελώνας καύκαλο, οπούθε σφυρηλατημένοι βγαίνουν στρογγυλοί οι ήχοι της ζωής ίδια χρυσά στεφάνια και σκορπιούνται στον αέρα για ν' αστρά-

ψουν σε περήφανα κεφάλια νικητών» (σ. 109).

Γυρνά στο σπίτι του, γυρνά «οπίσω στη ζωή», κουρεύει τα μακριά καλο-γερίστικα μαλλιά του και αφήνει «να κυλιστεί το ράσο, ανεβαίνοντας ίδιος

Απόλλωνας στο δίφρο της διανοητικής ελευθερίας», γίνεται ικανός να κρατή-σει στα χέρια «του Πήγασου τα γκέμια» (σ. 115).

Ένα αφήγημα αποδέσμευσης από την πνευματική δουλεία του χριστιανι-σμού —προφανείς οι καταβολές στον νιτσεϊσμό— και μύησης στην Τέχνη είναι «Το φλογισμένο ράσο», έργο πολύ προκλητικό, υποθέτει κανείς, για την εποχή του.

Η διαδικασία αυτή της απελευθέρωσης από τη θρησκεία και από την Εκ-κλησία είναι στην ελληνική λογοτεχνία πολύ σπάνια. Αντίθετα συνιστά πολύ συχνό θέαμα στα αγγλόφωνα μυθιστορήματα διαμόρφωσης. Εκεί ο νεαρός ή-ρωας περνά ένα στάδιο έντονης θρησκευτικής προσήλωσης, κάποτε γίνεται κιό-λας ιερέας, ενώ η διαδικασία απομάκρυνσης είναι ιδιαίτερα οδυνηρή. Στο «Η κοινή ανθρώπινη μοίρα» του Σάμουελ Μπάτλερ, για παράδειγμα, τυπικό Bil-dungsroman του 1903, ο ήρωας, επηρεασμένος από ένα κήρυγμα, γίνεται πα-πάς, αλλά τόσο έντονα βιώνει το λάθος της επιλογής του, ώστε μια δυσάρεστη εμπειρία φυλάκισης να αποβαίνει θετική, επειδή τον απελευθερώνει από το ιερα-τικό σχήμα 5.

Παρόμοιο κλίμα αποπνέει και «Το πορτρέτο του [νεαρού] καλλιτέχνη» του Τζέημς Τζόυς (1916). Ο νεαρός Στήβεν Δαίδαλος, εσωτερικός σε καθολικό σχο-λείο, έχοντας γνωρίσει την αμαρτία της σάρκας και την ευτυχία του εξαγνι-σμού, περνά μια περίοδο μεγάλης θρησκευτικής αφοσίωσης. Τελικά δεν προσ-χωρεί στο τάγμα, παρόλο που του άρεσε να φαντάζεται τον εαυτό του ως ιερέα:

5. Samuel Butler, The Way of All Flesh, ελλ. μτφ. Η κοινή ανθρώπινη μοίρα, εισα-γωγή-μτφ. Έφη Καλλιφατίδη, Αθήνα, Gutenberg, 1994.

Page 274: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

«κάποιο ένστικτο» τον αποτρέπει, «το κάλεσμα της ζωής στην ψυχή του», που αρνείται τώρα την «άχρωμη φωνή του κόσμου του καθήκοντος και της απελ-πισίας». Έτσι, η ψυχή του υψώνεται «απ' τον τάφο της εφηβείας, πετώντας

τα σάβανα της», και κάτω από τον καταπιεσμένο έφηβο αναδεικνύεται ο μελ-λοντικός καλλιτέχνης, που αντιλαμβάνεται τώρα τη συμβολική σημασία του ονόματος του: Δαίδαλος6.

Οι ομοιότητες ανάμεσα στον Ροδοκανάκη και στον Τζόυς είναι εντυπω-σιακές: το σχολείο, η αφοσίωση, η ενοχή και η απελευθέρωση, που συνιστά αποκάλυψη του καλλιτεχνικού προορισμού- αλλά και η εικόνα της πτώσης του ενδύματος που συμβολίζει την πνευματική δουλεία —του ράσου στον Ροδοκα-νάκη, του σάβανου στον Τζόυς— και της ανόδου του ήρωα προς τα ύψη, ως Α-πόλλωνα η αναβάτη του Πήγασου στον Ροδοκανάκη, ως Δαίδαλου στον Τζόυς· όλα αυτά στοιχειοθετούν μια αδιαμφισβήτητη σχέση ανάμεσα στα έργα, που προφανώς αντλούν από μια κοινή δεξαμενή συμβόλων και ιδεών.

Η διαφορά τους, ωστόσο, είναι επίσης χαρακτηριστική. Η διαδικασία απε-λευθέρωσης από τη θρησκεία στο ελληνικό έργο είναι μια χλωμή αντανάκλαση της βασανιστικής εμπειρίας, που βιώνουν οι Άγγλοι-Ιρλανδοί αντίστοιχοι ή-ρωες. Το βάθος του συναισθήματος, ο ηθικός τρόμος, η βίωση της αμαρτίας, η ανακούφιση της εξιλέωσης είναι άγνωστα στον Έλληνα μικρό μαθητευόμενο ιερέα. Όπως παρατηρεί και ο Τέλλος Αγρας, η θρησκευτικότητα του νεαρού ήρωα του Ροδοκανάκη είναι πολύ αμφίβολη: «Όσο συγκεχυμένη, όσο ελάχι-στα πειστική και περίπου πλαστογραφημένη μάς παρουσιάστηκε η νεανική του 'vocation', παρόμοια ανεύθυνη, αδιάφορη, αμελημένη είναι τώρα κι η ενερ-γός θρησκευτική του στάση». «Οπωσδήποτε», καταλήγει ο Αγρας, «πολύ ολί-γα πράγματα θα είχε κανείς να μάθει μέσα από τούτο το θαυμάσιο βιβλίο, πολύ ολίγα για την αποκάλυψη της Θείας Χάριτος μέσα σ' έν' ανθρώπινο 'σκεύος εκλογής'»7.

Κι ωστόσο είναι ενδεικτικό ότι το μοναδικό ίσως βιβλίο που διαθέτουμε στην Ελλάδα με θέμα την αφοσίωση-αποσκίρτηση από τη θρησκεία είναι γραμ-μένο από κάποιον ο οποίος γνωρίστηκε με τον καθολικισμό. Η ορθοδοξία φαί-νεται να δημιουργεί —για λόγους που είναι βέβαια αδύνατο να εξετάσουμε εδώ— μια εντελώς διαφορετική σχέση με τη θρησκεία.

Η ανυπαρξία του θέματος αυτού στα άλλα ελληνικά μυθιστορήματα και η χλωμή αντανάκλαση στον Ροδοκανάκη μπορούν να μας οδηγήσουν, πιστεύω, σε μία από τις αφετηρίες, στη γένεση του μυθιστορήματος της διαμόρφωσης.

6. Τζέημς Τζόυς, Το πορτρέτο του καλλιτέχνη, μτφ. Μαίρη Σαρασιώτου, Αθήνα, Γα-λαξίας, 1965, σ. 173-174.

7. Τέλλος Άγρας, «Πλάτων Ροδοκανάκης, ένας μικρός αποστάτης», Κριτικά, Γ', επιμ. Κ. Στεργιόπουλος, Αθήνα 1984, σ. 258-267 (α' δημ. 1942).

Page 275: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Το αγγλικό Bildungsroman μπορεί να εξηγηθεί ως η προσπάθεια του ατόμου να επιβιώσει των θεσμών, να εξασφαλίσει την ατομικότητά του έναντι πολύ ισχυρών μηχανισμών: της Εκκλησίας κατά πρώτο λόγο, αλλά και της οικο-γένειας και του σχολείου8. Μήπως λοιπόν ένας από τους λόγους που δεν έχουμε στην Ελλάδα Bildungsroman είναι ότι οι Έλληνες συγγραφείς δεν έχουν να αντιταχθούν και να απελευθερωθούν από θεσμούς τόσο ισχυρούς;

Και το δεύτερο παράδειγμά μας, ο «Λεωνής», συνιστά μια ένδειξη ότι η παραπάνω υπόθεση πιθανότατα ευσταθεί. Η σχέση του «Λεωνή» με το αγγλικό Bildungsroman είναι από τις πιο αναγνωρίσιμες· στο έργο αυτό του Θεοτοκά θα συναντήσουμε τα περισσότερα από τα μοτίβα του μυθιστορηματικού αυτού είδους: γραμμική έκθεση της εξέλιξης ενός αγοριού από τα παιδικά του χρόνια έως την ενηλικίωση του, γνωριμία με τον έρωτα μέσω μίας ιδεατής και μίας σαρκικής αγάπης, ζωή στο σχολείο, διαμόρφωση του καλλιτεχνικού αισθητη-ρίου, συζητήσεις για την τέχνη, ανοικτό τέλος, αυτοβιογραφικός χαρακτήρας9.

Ο «Λεωνής» διαφοροποιείται ωστόσο σε ορισμένα πολύ βασικά σημεία. Ένα πρώτο είναι η αντιμετώπιση της οικογένειας. Στο αγγλικό μυθιστόρημα χαρακτηριστική είναι η παρουσία ενός πατέρα ο οποίος «δυσπιστεί και ζητά να ματαιώσει τα ισχυρότερα ένστικτα και τις βαθύτερες επιθυμίες» του γιου του10. Η οικογένεια στον «Λεωνή», αντίθετα, είναι φιλική, με προεξάρχουσα τη συμπαθητική φυσιογνωμία του παππού. Σε κανένα ελληνικό μυθιστόρημα διαμόρφωσης, αν δεν κάνω λάθος, δεν θα συναντήσουμε τις σκηνές οικογενεια-κής καταπίεσης, τη σφοδρή απόρριψη της οικογένειας, όπως απαντούν, για πα-ράδειγμα, στο «Η κοινή ανθρώπινη μοίρα», όπου η οικογένεια παρουσιάζεται ως ο τόπος στον οποίο «σκοτώνεται ξανά και ξανά» η αγάπη του παιδιού προς τους γονείς του11.

Ένα δεύτερο σημείο διαφοροποίησης του «Λεωνή» σχετίζεται με το σχο-λείο. Στα αγγλικά έργα η πρώτη σχολική εμπειρία είναι «αν όχι εντελώς ακα-

8. Η εξήγηση αυτή, που προκύπτει από τη συγκριτολογική εξέταση των ελληνικών με τα αγγλόφωνα μυθιστορήματα διαμόρφωσης, συμπίπτει με την άποψη που διαμορφώνει και ο μελετητής του γερμανικού Bildungsroman Martin Swales για το αγγλικό μυθιστό-ρημα σε αντίθεση με το γερμανικό: το αγγλικό μυθιστόρημα, γράφει, «operates with a precisely articulated and documented sense of the specific pressures —societal, insti-tutional, psychological— wich militate against the hero's quest for self-fulfilment»: The German Bildungsroman from Wieland to Hesse, Princeton University Press 1978, σ. 35.

9. J . H . B u c k l e y , S e a s o n of Youth. The Bildungsroman from Dickens to Golding, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts 1974, σ. 17-26.

10. Ό.π., σ. 19. 11. Η κοινή ανθρώπινη μοίρα, ό.π., σ. 351. Πβ. και τη σκηνή όπου η μητέρα του

ήρωα τον «στριμώχνει» στον καναπέ για να του αποσπάσει με μειλίχιο τρόπο εξομολογήσεις που θα τον ενοχοποιούσαν" «όλες οι μητέρες κάνουν το ίδιο», σχολιάζει ο αφηγητής (κεφ. 40).

Page 276: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ακατάλληλη, πάντως απογοητευτική»12, και τα πανεπιστήμια προσδιορίζονται κά-ποτε, με φοβερή φραστική βιαιότητα, ως «τ' απόνερα αυτού του κόσμου»13. Ούτε αυτή τη διάσταση θα συναντήσουμε στον «Λεωνή»: εδώ το σχολείο είναι αγαθός μηχανισμός, κι αν υπάρχει κάποια τριβή, αυτή περιορίζεται στη σχέση του ήρωα με έναν υστερικά αυστηρό καθηγητή.

Ανύπαρκτη παντελώς είναι στο μυθιστόρημα η σχέση με την Εκκλησία και με τη θρησκεία. Εύλογα, αφού ο Θεοτοκάς —μέσα στη δεκαετία του '30 τουλάχιστον— θεωρεί ότι οι Έλληνες δεν διακρίνονται για τη θρησκευτικότητά τους· σύμφωνα με τις διατυπώσεις ενός φορέα του συγγραφικού λόγου στην «Αργώ», ο «νεοελληνικός λαός» είναι «βαθύτατα παγανός, σ' όλες τις εκδηλώ-σεις του, προσηλωμένος στις ομορφιές της φύσης και του ανθρώπινου σώμα-τος, στα γήινα αγαθά, σε ιδανικά καθαυτό ανθρώπινα, και σχεδόν ολότελα αδιά-φορος για το υπερπέραν». «Από το χριστιανισμό», λέει, «κρατά τις εκδηλώ-σεις της λατρείας, γιατί τις βρίσκει όμορφες και γιατί δεν καταδέχεται να πε-τάξει τις αιωνόβιες συνήθειες, που του κληροδότησαν οι πατέρες του» αλλά το χριστιανικό δόγμα «υπάρχει μόνο τυπικά»14.

Καθόλου περίεργο λοιπόν, ότι μια μικρή ιστορία μεταστροφής που υπάρ-χει στην «Αργώ», η ιστορία του Δαμιανού Φραντζή, που από τρόφιμος της Χάλκης (και αυτός) γίνεται κομμουνιστής, παρουσιάζεται χωρίς καμία εσω-τερική σύγκρουση, αφού «η θρησκεία ποτέ δεν είχε απασχολήσει το πνεύμα

του Δαμιανού αυτότελα», παρά μόνο ως τμήμα της εθνικής υπόθεσης15. Ούτε οικογένεια βασισμένη στην πουριτανική ηθική, ούτε εσωτερικά σχο-

λεία με κανονισμούς απάνθρωπης σκληρότητας, ούτε μια Εκκλησία με ικανό-τητα διείσδυσης και ελέγχου των συνειδήσεων: όλες αυτές οι «ελλείψεις» στην Ελλάδα φαίνεται πως δεν καθιστούν απαραίτητη την ανάπτυξη αντίπαλων μη-χανισμών άμυνας και επιβεβαίωσης του εγώ.

Αλλά η έλλειψη θεσμών είναι μάλλον η μία μόνο όψη του φαινομένου. Η δεύτερη σχετίζεται με την ελλιπή επιθυμία απελευθέρωσης του ατόμου, με τη χαμηλή ανάπτυξη στην Ελλάδα ενός πνεύματος ατομισμού.

Γιατί το μυθιστόρημα της διαμόρφωσης είναι το κατεξοχήν ατομιστικό μυθιστόρημα. Γέννημα της ανόδου της αστικής τάξης, προϊόν των φιλελεύθε-ρων αστικών ιδεών του τέλους του 18ου αιώνα, τείνει —ιδιαίτερα στη γερμα-νική εκδοχή του— να διαχωρίσει το άτομο από την κοινωνία και την πολιτική: «Τι με ωφελεί να φτιάχνω γερό σίδερο, τη στιγμή που ο μέσα μου κόσμος είναι γεμάτος σκουριές; Και τι με ωφελεί να βελτιώσω έναν αγρό, αν δεν τα πάω

12. Buckley, ό.π., σ. 17. 13. Η κοινή ανθρώπινη μοίρα, ό.π., σ. 324. 14. Γ. Θεοτοκάς, Αργώ, »1995, σ. 234-235. 15. Ό.π., σ. 178-179.

Page 277: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

καλά με τον εαυτό μου; Για να σ' το πω σταράτα: το να διαπλάσω τον εαυτό μου, έτσι ακριβώς όπως είμαι, υπήρξε απ' τα μικράτα μου ο κρυφός μου καη-μός και σκοπός», δηλώνει ο νεαρός Βίλελμ στο κλασικό πρότυπο του Bildungs-roman, «Τα χρόνια μαθητείας του Βίλελμ Μάιστερ» του Γκαίτε (1795-96)16. Η Bildung —σε μία τουλάχιστον εκδοχή και φάση της— προτείνει την εσω-τερική καλλιέργεια του ατόμου ως ύψιστο στόχο, ως «θεϊκό εγωισμό»17.

Η (ατελής) ύπαρξη του ελληνικού μυθιστορήματος της διαμόρφωσης σχε-τίζεται λοιπόν στενά με τις περιπέτειες του ατομισμού στην Ελλάδα. Ο Πλά-των Ροδοκανάκης βγαίνει μέσα από μια περίοδο άκρατου ατομισμού, όταν μετά την ήττα του 1897 οι νεαροί διανοούμενοι ασπάζονται τον νιτσεϊσμό και τον Αισθητισμό, ως αντίδραση στην αποστροφή που τους προξενούν τα κοινά και οποιοδήποτε πνεύμα συλλογικότητας. Πρόκειται για μια σύντομη φάση, που υποχωρεί —προς όφελος νέων συλλογικών ιδεωδών— στην πρώτη δεκαετία του αιώνα18. Η γενιά που θα διεκδικήσει ξανά με έμφαση το δικαίωμα στον ατομι-σμό είναι η γενιά του '30 στο ξεκίνημά της. Επικεφαλής της, στο αίτημα αυτό, ο νεαρός Θεοτοκάς, που υπήρξε —κατά την περίοδο της διαμόρφωσης του— ένας παθιασμένος θιασώτης της «λατρείας του εγώ»:

«Η μόνη χειροπιαστή πραγματικότητα είναι το εγώ», τον βλέπουμε να δηλώνει στα 1928, όταν γράφει ένα φλογερό άρθρο υπέρ του «εγωτιστή» Ίωνα Δραγούμη και του δασκάλου και των δυο τους Μωρίς Μπαρές: το εγώ πρέπει να καλλιεργηθεί και να προστατευθεί από τους ποικίλους βαρβάρους της με-τριότητας· πατρίδα, θρησκεία, ανθρωπότητα, όλες οι συλλογικές οντότητες συ-νιστούν θανάσιμους αντιπάλους του· αυτό που μετρά είναι μόνο ο «εσωτερικός άνθρωπος»19. Και το 1929 στο «Ελεύθερο πνεύμα» ο Θεοτοκάς ζητούσε, όπως είναι γνωστό, από τους Έλληνες συγγραφείς να αφήσουν επιτέλους τους τα-πεινούς στην ψυχή και στο πνεύμα ήρωες της ηθογραφίας και να ασχοληθούν με «τη ζωή ενός ανθρώπου που αισθάνεται υψηλά, που σκέπτεται βαθιά, που

16. J. W. von Goethe, Τα χρόνια μαθητείας του Βίλελμ Μάιστερ, μτφ. Άγγελος Παρθένης, τ. Β', Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1995, σ. 16.

17. Μια χρήσιμη συνόψιση των απόψεων για την περίπλοκη έννοια της Bildung μπο-ρεί να βρει κανείς στο Vassiiis Lambropoulos, The Rise of Eurocentrism. Anatomy of Interpretation, Princeton University Press 1993, σ. 123-136. Πβ. Γιώργος Κόκκινος, «Κουλτούρα και ιστορία. Η νοηματοδότηση της έννοιας 'κουλτούρα' από τη γερμανική δια-νόηση του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα (1807-1918)», Μνήμων 18 (1996) 157-180.

18. Το θέμα αυτό επιχείρησα να ανιχνεύσω στο «Ο ποιητής είν' ο μεγάλος πατριώ-της'. Η ήττα του '97 και η ανάδυση μιας νέας καλλιτεχνικής συνείδησης», βλ. Πρακτικά του Διημέρου «Ο πόλεμος του 1897», Εταιρεία σπουδών νεοελληνικού πολιτισμού και γενι-κής παιδείας (υπό έκδοση).

19. Γ. Θεοτοκάς, «Ένας άλλος Δραγούμης», Στοχασμοί και θέσεις. Πολιτικά κείμενα 1925-1966, επιμ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος και Μ. Τσαπόγας, Αθήνα, Εστία, 1996, σ. 139-153 (α' δημοσίευση περ. Αναγέννηση, Μάιος και Ιούλιος 1928).

Page 278: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ζει εντατικά», και επαινούσε τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου», επειδή ήταν «κατά βάθος το δράμα μιας βασανισμένης σκέψης που γυρεύει τον εαυτό της», μια «πνευματική αυτοβιογραφία του ποιητή»20.

Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι ο Θεοτοκάς ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για να γράψει το ελληνικό μυθιστόρημα της διαμόρφωσης. Όμως με την επιστρο-φή του στην Ελλάδα, το 1929, ο εγωτιστής νεαρός μετατρέπεται ταχύτατα σε πολιτικό υποκείμενο. Το μυθιστόρημά του, η «Αργώ», είναι ένα παράδειγμα όχι ατομισμού αλλά συλλογικότητας : η ζωή ενός σωματείου αντί για τη ζωή ενός προσώπου, πλήθος ήρωες αντί για έναν. Το μυθιστόρημα της «νέας γε-νιάς» είναι στην πραγματικότητα η ελληνική απάντηση της συλλογικότητας στον ευρωπαϊκό ατομοκεντρισμό του Bildungsroman21.

Ωστόσο, μετά τον πολιτικό πυρετό της περιόδου 1933-1936, ο Θεοτοκάς περνά στην υποχρεωτική αποστράτευση. Μέσα στη δικτατορία του Μεταξά, ο συγγραφέας στρέφεται στα θέματα της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας, και γράφει δύο διηγήματα, που μαζί με ένα κείμενο του 1932 συνιστούν μια τριλο-γία της παιδικής ηλικίας22. Γνωριμία με τον έρωτα, μια πρώτη συγκίνηση από το θέαμα της «ζωής», γνωριμία με τον θάνατο: πρόκειται για τρία σκίτσα από τη διαμόρφωση ενός νέου. Και πάλι ο Θεοτοκάς φαίνεται να προετοιμάζεται για τη συγγραφή ενός Bildungsroman. Όμως μια νέα ευκαιρία στράτευσης παρουσιάζεται στον ορίζοντα: ο πόλεμος. Και το πρόγραμμα του ατομισμού ματαιώνεται για άλλη μία φορά.

Αν συγκρίνουμε τον «Λεωνή» με τα τρία διηγήματα της παιδικής ηλικίας, θα διαπιστώσουμε ότι ο συγγραφέας αναδιοργανώνει τις παιδικές του μνήμες (η εφευρίσκει νέες) μέσα από ένα καινούριο πρίσμα: τον πόλεμο. Αν και ανα-γνωρίζουμε στα κείμενα του 1932-1937 ένα κοινό υπόβαθρο εμπειριών με το κατά τρία χρόνια υστερότερο μυθιστόρημα, πολλαπλές μετατοπίσεις δίνουν ένα πολύ διαφορετικό στίγμα. Στα διηγήματα, όπως και στον «Λεωνή», ο Θεοτο-κάς έχει ανακαλύψει ένα σχήμα κλιμάκωσης, με βάση το οποίο οργανώνει τα έργα: το σχήμα παιχνίδι-ζωή. Στη «Συμμορία» τα παιδιά παίζουν τους κακο-ποιούς και έπειτα έρχονται σε επαφή με πραγματικούς εγκληματίες, των οποίων η εκτέλεση αποτελεί για τον αφηγητή «την πρώτη αυτή μεγάλη συγκίνηση,

που μου χάριζε αναπάντεχα η ζωή»23. Στον «Κήπο με τα κυπαρίσσια» τα παι-

20. Γ. Θεοτοκάς, Ελεύθερο πνεύμα, επιμ. Κ. Θ. Δημαράς, Αθήνα 21973, σ. 46, 48. 21. Για το μυθιστόρημα με θέμα τη νέα γενιά, βλ. Αγγέλα Καστρινάκη, Οι περιπέ-

τειες της νεότητας. Η αντίθεση των γενεών στην ελληνική πεζογραφία (1890-1945), Αθή-να, Καστανιώτης, 1995.

22. Γ. Θεοτοκάς, «Πρώτος έρωτας», «Η συμμορία», «Ο κήπος με τα κυπαρίσσια», Σημαίες στον ήλιο, επιμ. Γ. Π. Σαββίδης και Μ. Πιερής, Αθήνα, Ερμής, 1985, σ. 185-222.

23. Σημαίες στον ήλιο, ό.π., σ. 207.

Page 279: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

παιδιά παίζουν μακάβρια παιχνίδια στο νεκροταφείο, ώσπου γνωρίζονται με τον αληθινό θάνατο. Στον «Λεωνή» η σχέση παιχνίδι-ζωή διατηρείται αλλά με δια-φορετικούς όρους: τα παιδιά παίζουν τώρα πολεμικά παιχνίδια, που έπειτα κλι-μακώνονται έως τον αληθινό πόλεμο. Αν στα κείμενα της περιόδου 1932-1937 κυριαρχούσε θεματολογικά το δίδυμο ζωή-θάνατος, στο μυθιστόρημα του 1940 κυρίαρχη είναι πια η Ιστορία (με κεφαλαίο, όπως την θέλει ο Λεωνής και ο συγγραφέας24). Άλλωστε και η μετατόπιση από την εξοχή, όπου διαδραματί-ζονται τα δύο από τα τρία διηγήματα, στην πόλη, όπου διαδραματίζεται ο «Λεωνής», φανερώνει επίσης μια μετάβαση από τη φύση στην Ιστορία.

Ας επανέλθουμε όμως στη συσχέτιση των ελληνικών με τα ευρωπαϊκά έργα. Ο «Λεωνής» θυμίζει και αυτός σαφώς «Το πορτρέτο του [νεαρού] καλλιτέχνη», αποτελώντας ένα από τα πολλά παραδείγματα της επίδρασης που άσκησε στο παγκόσμιο σώμα των καλλιτεχνών το μυθιστόρημα του Τζόυς25. Τα πρώτα κε-φάλαια του «Λεωνή», όπου ο κόσμος δίνεται μέσα από τα μάτια και εν μέρει μέσα από τη γλώσσα ενός μικρού παιδιού, είναι ολοφάνερα ένα δείγμα της μα-θητείας του Θεοτοκά στον Τζόυς. Μεγάλο όμως ενδιαφέρον για το θέμα μας παρουσιάζει και πάλι η αντίθεση μέσα στην ομοιότητα. Ένα από τα προβλή-ματα που θίγει ο Τζόυς είναι το ζήτημα της ιρλανδικής γλώσσας σε σχέση με τα αγγλικά: πρέπει η όχι να μάθει ιρλανδικά ο νεαρός (Ιρλανδός) Στήβεν — να γράψει στη γλώσσα των προγόνων του η στην αγγλική ; Σε αυτό το θέμα, και ενώ πιέζεται από εθνικιστές συμφοιτητές του, ο Στήβεν απαντά κατηγορημα-τικά:

«Οι πρόγονοι μου πέταξαν τη γλώσσα τους και πήραν μιαν άλλη [...]. Επέτρεψαν σε μια χούφτα ξένους να τους εξουσιάσουν. Μήπως φαντάστηκες

ότι εγώ πρόκειται να πληρώσω με τη ζωή μου και την προσωπικότητά μου τα δικά τους χρέη ;». «Για την ελευθερία μας, για τα ιδανικά, για την πατρίδα»,

απαντά ο συνομιλητής του, για να πάρει την οριστική απάντηση από τον νεα-ρό υπό διαμόρφωση καλλιτέχνη: «Μου μιλάς για εθνικισμό, γλώσσα, θρησκεία. Θα προσπαθήσω να ξεφύγω απ' αυτά τα δίχτυα» 26.

Ο νεαρός Λεωνής αντίθετα, σε αντίστοιχη συζήτηση γύρω από τη γλώσ-σα, θα απαντήσει εντελώς διαφορετικά: όταν ο καθηγητής του των γαλλικών και ποιητής, κύριος Γκαλιμπούρ, τον συμβουλεύει να γράψει στη διεθνή γαλ-λική γλώσσα, ο υπό διαμόρφωση ποιητής επιμένει ελληνικά: «Δε δυσκολεύομαι

24. «Κι ο Λεωνής ήταν κι αυτός μέσα στην ιστορία. [...] Και θαρρείς ένιωθε το με-γάλο κύμα της Ιστορίας να τον σηκώνει ανάλαφρα και να τον σέρνει μαζί με όλους αυτούς τους στρατούς, τους λαούς και τις αυτοκρατορίες», παραπέμπω στην έκδ. του Λεωνή που αποκαθιστά το κείμενο του 1940 και περιλαμβάνεται στο Σημαίες στον ήλιο, ό.π., σ. 100.

25. Μια αποτίμηση της επίδρασης του «Πορτρέτου» του Τζόυς, βλ. στο M. Beebe, ό.π., σ. 260.

26. Το πορτρέτο του καλλιτέχνη, ό.π., σ. 208.

Page 280: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

μαι να καταλάβω ένα διεθνιστικό ιδανικό, νομίζω μάλιστα πως είμαι κι εγώ ως ένα σημείο αρκετά κοσμοπολίτης, αλλά υπάρχει ένα πράμα που με δένει πολύ στενά με το έθνος μου κι αυτό είναι ακριβώς η γλώσσα» κλπ.27.

Άλλωστε, όταν ο Λεωνής σε μια στιγμή αποθάρρυνσης πιστεύει πως έχει χάσει τα πάντα, πατρίδα, φίλους, αγαπημένη, και την ίδια την τέχνη του, θα πάρει κουράγιο για ζωή ακριβώς από ό,τι απορρίπτει ο Στήβεν: από το χώμα της πατρίδας και τους προγόνους. Σκαρφαλώνοντας πάνω στα ελληνικά τα βου-

νά, ο νεαρός ήρωας «αισθάνεται πως η ελληνική γη τον ξαναπαίρνει μέσα της, [...] συλλογίζεται τους προγόνους του, τους γεωργούς και τους ναύτες του Αι-γαίου», και νιώθει νέες δυνάμεις για «μια καινούρια ζωή»28. Σε αντίθεση με τους νεαρούς εγωτιστές, από τον Βίλελμ Μάιστερ του Γκαιτε έως τον Στήβεν Δαίδαλο του Τζόυς, ο ήρωας του Θεοτοκά όχι μόνο δεν επιμένει στο Εγώ, αλλά στο τέλος του μυθιστορήματος το εγκαταλείπει —και γραμματικά— για χάρη του Εμείς:

«'Χάσαμε ό,τι είχαμε', συλλογίζεται ο Λεωνής, 'χάσαμε όλες τις αγάπες μας, μα είμαστε ερωτευμένοι με χίλια πράματα. [...] Από οποία μεριά κι αν πιάσουμε τον εαυτό μας είμαστε σκισμένοι στη μέση [...] τέτοιους μάς θέλησε ο αιώνας αυτός που ορίζει την ύπαρξή μας'» κλπ.29.

Ο Θεοτοκάς θέλει, λοιπόν, τον ήρωά του αντιπροσωπευτικό της γενιάς του και του αιώνα. Έτσι μόνο φαίνεται να πιστεύει ότι δικαιώνεται μια ιστο-ρία «εξομολογητική», αυτοβιογραφική, με θέμα τη διαμόρφωση του νεαρού καλ-λιτέχνη. Στο επιλογικό σημείωμα του βιβλίου καθώς και στα ημερολόγιά του, ο Θεοτοκάς είναι ιδιαίτερα απολογητικός: δηλώνει πως έγραψε το μυθιστόρημά του «στο περιθώριο των αληθινών απασχολήσεων της περιόδου που περνούμε», τονίζει την προσπάθειά του να δώσει έναν «χαρακτήρα Οπωσδήποτε αντιπρο-σωπευτικό» στις ψυχικές καταστάσεις που περιγράφει, μιλά για την κρίση της εφηβείας ως εμπειρία «κάθε άνθρώπου»30.

Με άλλα λόγια, από την ιδεολογία του «εγωτισμού» που ο Θεοτοκάς ασπα-ζόταν στα νιάτα του έχει μείνει μόνο ο σκελετός: το αυτοβιογραφικό μυθιστό-ρημα της διαμόρφωσης του νεαρού καλλιτέχνη έχει επενδυθεί με τόση ποσό-τητα ιστορίας και «αντιπροσωπευτικότητας», ώστε το πλαίσιο, η «Ιστορία», τείνει να παίξει μεγαλύτερο ρόλο από το ίδιο το πρόσωπο. Ο «Λεωνής» συνι-στά τελικά το μυθιστόρημα ενός ματαιωμένου εγωτισμού.

27. Ο Λεωνής [— Σημαίες], ό.π., σ. 164. Ας προσεχθεί η αντίφαση «ως ένα σημείο αρκετά κοσμοπολίτης».

28. Λεωνής [= Σημαίες], ό.π., σ. 178,181. 29. Ό.π., σ. 180-181. 30. Βλ. το «Σημείωμα του συγγραφέα», ό.π., σ. 182-184.

Page 281: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Λιγότερη θεσμοθετημένη καταπίεση, ελλιπής επιθυμία απελευθέρωσης: υ-πάρχει ωστόσο και μια τρίτη αποφασιστικής σημασίας «έλλειψη» — αναγκα-στικά, μονάχα θα την υπαινιχθούμε.

Ο Βίλελμ Μάιστερ, ο ήρωας του Γκαίτε, δηλώνει πως νιώθει μιαν «ακα-τανίκητη έλξη προς την αρμονική καλλιέργεια του χαρακτήρα του», αυτήν α-κριβώς που «του αρνήθηκε η καταγωγή του»31. Ο νεαρός αστός επιθυμεί να γίνει αριστοκράτης και το πετυχαίνει, χάρη στη Bildung του: χάρη σ' αυτήν —γράφοντας και παίζοντας θέατρο— εισχωρεί στις αυλές των ηγεμόνων και χάρη στην ολοκλήρωσή της συνάπτει, στο τέλος του μυθιστορήματος, γάμο με μιαν αριστοκράτισσα. Άλλωστε, ένας από τους στόχους της Bildung υπήρξε ο εκδημοκρατισμός της κουλτούρας, δηλαδή ο εξευγενισμός των μεσαίων στρω-μάτων32. Στα αγγλικά μυθιστορήματα διαμόρφωσης πάλι, όλοι, η σχεδόν, οι νεαροί Αγγλοι κατευθύνονται στη ζωή από την επιθυμία να γίνουν gentlemen33.

Η εξίσωση με την αριστοκρατία: να ένα κίνητρο των Ευρωπαίων —τόσο των μυθιστορηματικών ηρώων όσο και των συγγραφέων τους— που δεν μπο-ρούν, από τα πράγματα, να το συμμεριστούν οι Έλληνες. Η απουσία της αρι-στοκρατίας στην Ελλάδα ίσως είναι τελικά ο απώτερος λόγος της υποτονικής παρουσίας του Bildungsroman, αλλά —ας αποτολμήσουμε μια υπόθεση— και του ίδιου του μυθιστορηματικού είδους.

31. Τα χρόνια μαθητείας του Βίλελμ Μάιστερ, ό.π., σ. 18. 32. Lambropoulos, ό.π., σ. 126,132. 33. Buckley, ό.π., σ. 20.

Page 282: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 283: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΟΙ ΝΕΟΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΟΥΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ

ΣΤΙΣ ΚΩΜΩΔΙΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ

ΕΛΙΖΑ-ΑΝΝΑ ΔΕΛΒΕΡΟΥΔΗ

Ο ελεύθερος χρόνος αναδεικνύεται σε υπολογίσιμο στοιχείο της καθημερινής ζωής, σε αντιδιαστολή προς τον χρόνο της εργασίας, κατά την περίοδο μετά τον πόλεμο, σε όλη την Ευρώπη και στην Ελλάδα1. Την ίδια εποχή δημιουρ-γείται το υλικό που θα μας απασχολήσει εδώ και που είναι οι κωμωδίες του ελληνικού κινηματογράφου, από το 1948 ως τις αρχές της δεκαετίας του '60. Αυτά τα έργα, στο σύνολο τους, μας δίνουν σαφή εικόνα για τη χρήση του ελεύθερου χρόνου, που εν πολλοίς ταυτίζεται με τον χρόνο διασκέδασης των κινηματογραφικών προσώπων. Ο ελεύθερος χρόνος και οι τρόποι διασκέδασης συναρτώνται με τις ομάδες που συγκροτούν αυτά τα πρόσωπα. Οπωσδήποτε, και ο ελεύθερος χρόνος και οι τρόποι διασκέδασης διαφοροποιούνται στη διάρ-κεια της εικοσαετίας, ανάλογα με την ηλικία, την κοινωνική τάξη και το φύλο των προσώπων. Θα εστιάσουμε την προσοχή μας στους νέους, για να δούμε

πως διασκεδάζουν, πως η διασκέδαση τους εξελίσσεται στο χρόνο, αν αυτή η εξέλιξη έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία, που συνδέεται με τον επαναπροσδιο-ρισμό της έννοιας και της αξίας της νεότητας.

Δεν θα αναφερθώ σε θεωρητικά επιχειρήματα που αποδεικνύουν τη σχέση του κινηματογράφου με την κοινωνία της εποχής και θα θεωρήσω δεδομένο, ότι η εικόνα της διασκέδασης αντιπροσωπεύει τις δυνατότητες που παρέχονται στους νέους και τις συνήθειες που οι ίδιοι καλλιεργούν ως προς τη διασκέδαση τους2.

Στις κωμωδίες η έννοια του ελεύθερου χρόνου είναι στενά συνυφασμένη με τη διασκέδαση. Οι νέοι, στη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου τους, αναζητούν τρόπους και μέρη κατάλληλα η ειδικά για διασκέδαση. Τόποι διασκέδασης είναι

1. Αλεξάνδρα Κορωναίου, Κοινωνιολογία του ελεύθερου χρόνου, Αθήνα, Νήσος, 1996, σ. 15,22.

2. Για τη σχέση κοινωνίας και κινηματογράφου βλ. Ian C. Jarvie, Towards a So-ciology of the Cinema, Λονδίνο, Routledge and Kegan Paul, 1970'Νίκος Κολοβός, Κοι-νωνιολογία του κινηματογράφου, Αθήνα, Αιγόκερως, 1988, όπου και βιβλιογραφία.

Page 284: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

το ζαχαροπλαστείο, το μουσικό και το χορευτικό κέντρο, η ακρογιαλιά και το ταβερνάκι, ακόμα και κάποιο μεταφορικό μέσον, ιδίως το πλοίο, που μεταφέρει τους επιβάτες του σε τόπους διακοπών. Το μεγαλύτερο ποσοστό του ελεύθε-ρου χρόνου διατίθεται στη διασκέδαση μετά μουσικής και στο χορό, σε εκδρο-μές με το αυτοκίνητο, σε περιπάτους σε εξοχικά μέρη και σε πάρκα, στο μπά-νιο στη θάλασσα και στο παιχνίδι στην παραλία. Μικρότερο ποσοστό καταλαμ-βάνουν οι διακοπές, σπάνια εμφανίζεται η γυμναστική και ο αθλητισμός («Γρα-φείο συνοικεσίων», 1956" «Ραντεβού με τον έρωτα», 1957), σχεδόν καθόλου το διάβασμα («Τα τέσσερα σκαλοπάτια», 1951· «Μια νύχτα στον Παράδεισο», 1951· «Το αγοροκόριτσο», 1959)3.

Η μεγαλύτερη ποικιλία παρουσιάζεται στη νυκτερινή διασκέδαση και προσ-διορίζεται από το είδος της μουσικής που προσφέρουν τα διάφορα κέντρα. Στις παλαιότερες ταινίες η μουσική που κυριαρχεί είναι η λατινοαμερικάνικη («Εκα-

τό χιλιάδες λίρες», 1948" «Η ωραία των Αθηνών», 1954). Πρόκειται για μόδα που κυριαρχεί τόσο στο θέατρο, όσο και στον ελληνικό κινηματογράφο, ως τα μέσα της δεκαετίας του '50. Δίπλα της υπάρχει η ελαφρά ελληνική μουσική, η τζαζ, το ροκ («Η φτώχεια θέλει καλοπέραση», 1958' «Ανδρα θέλω με πυ-γμή», 1959). Η λαϊκή, που κάνει την εμφάνιση της στο «Έλα στο θείο», το 1950, εμφανίζεται στη συνέχεια σποραδικά, ιδιαίτερα με τη μορφή του αρχοντο-ρεμπέτικου και καθιερώνεται στις αρχές της δεκαετίας του '60. Η δημοτική μουσική γενικώς σπανίζει, συνήθως όσοι γνωρίζουν δημοτικούς χορούς η ακούν μόνο αυτή τη μουσική είναι παρωχημένων και καθηλωμένων αντιλήψεων και οπωσδήποτε μεγάλοι σε ηλικία («Ο θείος της Βιολέττας», 1957).

Ορισμένα κέντρα, εκτός από μουσική και τραγούδι, προσφέρουν κάποιες ατραξιόν, συνήθως χορό από μία χορεύτρια, ένα χορευτικό ζευγάρι η μπαλέτο («Να ζήσουν τα φτωχόπαιδα», 1959' «Ο μπαμπάς μου κι εγώ», 1963). Λιγό-τερο συχνή είναι η παρουσία ταχυδακτυλουργών. Μετά την εμφάνιση των καλ-λιτεχνών πίστας, δηλαδή του προγράμματος του κέντρου, οι θαμώνες και ιδιαί-τερα τα νεαρά ζευγάρια έχουν τη δυνατότητα να χορέψουν, πάντα χορούς της μόδας, γρήγορους η αργούς.

Η παραπάνω εικόνα ταιριάζει περισσότερο στα κέντρα που απευθύνονται σε εύπορους θαμώνες. Για όσους διαθέτουν λιγότερα χρήματα, η δεν αφίστανται της λαϊκής καταγωγής τους, υπάρχει η ταβέρνα, όπου ακούγεται λαϊκή μου-σική, ενώ δεν λείπουν οι ερασιτέχνες, που πιάνουν μια κιθάρα και τραγουδούν ένα-δυο τραγούδια («Τα τέσσερα σκαλοπάτια», «Ο θείος της Βιολέττας»). Τυ-χαίνει βέβαια, αντί της μοναδικής κιθάρας που βλέπει ο θεατής, να ακούγεται

3. Οι αναφορές σε ταινίες είναι ενδεικτικές. Τα πλήρη στοιχεία των ταινιών στο Φιλμο-γραφία του ελληνικού κινηματογράφου, 1914-1984, επιμ. Στάθης Βαλούκος, Εταιρεία Ελ-λήνων σκηνοθετών, 1984.

Page 285: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ολόκληρη ορχήστρα, αλλά αυτό δεν είναι πρόβλημα ούτε για το κοινό, ούτε για τους συντελεστές της ταινίας, που προτιμούν να παραβιάσουν την αληθοφάνεια για να επιτύχουν πιο ευχάριστο αποτέλεσμα.

Το τραγούδι στο δρόμο είναι μια λαϊκή συνήθεια, που οι ανώτερες τάξεις θεωρούν αναξιοπρεπή. Μία μορφή τραγουδιού στο δρόμο προσφέρουν οι μεθυ-σμένοι νέοι, που επιστρέφουν από τη διασκέδαση καταστρατηγώντας τους κα-νόνες της ευπρέπειας και συνεχίζουν το γλέντι τους υπερβαίνοντας τον χώρο που έχει οριστεί γι' αυτό («Τα τέσσερα σκαλοπάτια»). Η πιο καταξιωμένη μορ-φή του τραγουδιού στο δρόμο είναι η καντάδα, το τραγούδι που αφιερώνει ο ερωτευμένος άνδρας στην αγαπημένη του, τη νύχτα, με τη βοήθεια καλλίφω-νων φίλων και ενός η δύο οργάνων. Η καντάδα προφταίνει να κάνει την εμ-φάνισή της ως καθιερωμένη ερωτική πρακτική στο «Διαγωγή μηδέν» (1949) και στο «Έλα στο θείο», πριν παρωδηθεί ως μνημείο άλλων εποχών («Της κακομοίρας!», 1963). Οι πλούσιοι δεν τραγουδούν στο δρόμο, έχουν όμως τη συνήθεια να κάνουν κοσμικές συγκεντρώσεις στις βίλλες τους, στις οποίες κα-λούνται μέλη της τάξης τους, αδιακρίτως ηλικίας («Εκατό χιλιάδες λίρες», «Το τρελλοκόριτσο», 1958).

Στα τέλη της δεκαετίας του '50 ερχόμαστε αντιμέτωποι με πολύ σημαντι-κές αλλαγές. Οι συγκεντρώσεις σε σπίτια επεκτείνονται στα μεσοαστικά και μικροαστικά διαμερίσματα, ενώ παράλληλα εστιάζονται στη νέα γενιά και λαμ-βάνουν την ειδική ονομασία «πάρτυ», με απαραίτητα συστατικά τη μουσική και τον χορό («Αυτό το κάτι άλλο», 1963" «Ο Αριστείδης και τα κορίτσια του», 1964). Εννοείται ότι το πιάνο, που εξασφάλιζε τη μουσική ψυχαγωγία στις συγκεντρώσεις των προηγούμενων γενεών, διαγράφεται, ως υπόλειμμα του πα-ρελθόντος. Τώρα είναι η εποχή των πικάπ και των τζουκ-μποξ («Ποια είναι η Μαργαρίτα», 1961). Η ζωντανή μουσική στα κέντρα αντικαθίσταται συχνά από αυτά τα μηχανήματα, που επιτρέπουν στους θαμώνες να ακούσουν τα τρα-γούδια της αρεσκείας τους στην πρωτότυπη εκτέλεσή τους.

Συμβαίνουν ταυτόχρονα δύο αλλαγές, το «άνοιγμα» της κατ' οίκον διασκέ-δασης σε μία ευρύτερη κοινωνική ομάδα, που έχει πλέον τα οικονομικά μέσα για να εγκατασταθεί σε ένα μοντέρνο διαμέρισμα και να αγοράσει ένα πικάπ, και το «κλείσιμο» στην ηλικία των συμμετεχόντων, ο περιορισμός τους σε νέους της ίδιας ηλικίας. Εμπεδώνεται έτσι σταδιακά και αναδεικνύεται ολοένα και πε-ρισσότερο η ξεχωριστή ομάδα των νέων, σε ηλικία που δεν έχουν ακόμα μπει στα βάσανα της ζωής, δεν έχουν δημιουργήσει υποχρεώσεις και διεκδικούν το δικαίωμα μιας αυθύπαρκτης κίνησης και ζωής. Αναγνωρίζεται κατά κάποιον τρόπο μία περίοδος χάριτος, ανάμεσα στην ανύπαρκτη στις κωμωδίες παιδική ηλικία και στην ενηλικίωση, στην ένταξη στο κοινωνικό σώμα, που εξασφαλίζει η ανάληψη συγκεκριμένων οικογενειακών υποχρεώσεων. Όσον αφορά στη δια-σκέδαση, ο διαχωρισμός της ευδιάκριτης πλέον νεανικής ομάδας γίνεται με τον

Page 286: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

αποκλεισμό των πρεσβυτέρων από τις διασκεδάσεις. Παλαιότερα οι διάφορες ηλικίες διασκέδαζαν από κοινού, συνυπήρχαν την ώρα της διασκέδασης, ιδιαί-τερα της νυκτερινής, σύχναζαν στα ίδια μέρη. Τώρα οι νέοι συγκεντρώνονται μεταξύ τους στα κλαμπ και στα πάρτυ, ακούν τη δική τους μουσική και χο-ρεύουν τους δικούς τους μοντέρνους χορούς.

Η αλλαγή στα μουσικά γούστα, που παρακολουθεί την αντίστοιχη εξω-κινηματογραφική επικαιρότητα, συντελεί κατά κύριο λόγο στον διαχωρισμό των ηλικιών. Στα τέλη της δεκαετίας του '50 οι νέοι αρχίζουν να έχουν τις δικές τους μουσικές προτιμήσεις και να απομακρύνονται για έναν επιπλέον λόγο από τον κοινό κορμό διασκέδασης που κυριαρχούσε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Ενώ στις πρώτες ταινίες, από το '48 και μετά, οι νέοι και οι μεγαλύτεροι ακούν και χορεύουν την ίδια μουσική, δέκα χρόνια αργότερα μόνο οι νεότεροι παρα-κολουθούν τον συνεχή εμπλουτισμό της μουσικής από νέους ρυθμούς και χο-ρούς, όπως το τσα-τσα («Ψιτ ! κορίτσια», 1959), το ροκ («Οι κληρονόμοι του Καραμπουμπούνα», 1959), το τουίστ, το σέικ στις αρχές της δεκαετίας του '60, το μπλουζ η το χάλι-γκάλι. Η διάκριση στα μουσικά ακούσματα εκφράζεται και με τη δημιουργία νεανικών, μοντέρνων συγκροτημάτων, που έχουν απο-τυπωθεί χαρακτηριστικά στα μιούζικαλ του Δαλιανίδη. Οι βραδινές δεξιώσεις των πλούσιων σπιτιών, στις οποίες συνυπήρχαν φίλοι γονιών και παιδιών και διασκέδαζαν από κοινού, δεν έχουν καμία σχέση με τα νεανικά πάρτυ, όπου οι γονείς και οι φίλοι τους είναι πλέον ανεπιθύμητοι. Ένα από τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται σταδιακά στους νέους από τους κηδεμόνες τους, είναι η συμ-μετοχή τους σ' αυτές τις αποκλειστικά νεανικές διασκεδάσεις.

Το πάρτυ έχει ξεκάθαρα τον χαρακτήρα τόπου συνάντησης με απώτερο σκοπό τη δημιουργία ερωτικής σχέσης, επομένως είναι ηθικά επικίνδυνο, κατά την αντίληψη των κηδεμόνων. Η παρουσία των ενηλίκων στα νεανικά πάρτυ συνδέεται οπωσδήποτε με κάποιου είδους έλεγχο, επομένως με την ανατροπή της διασκέδασης. Η απουσία της επίβλεψής τους αφήνει τους νέους μόνους με τις παρορμήσεις τους. Δεν ισχύει το ίδιο για τα νυκτερινά κέντρα, π.χ. τα νάιτ κλαμπ, όπου οι νέοι χορεύουν, επειδή εκεί λειτουργεί ο περιορισμός του δημό-σιου χώρου και δεν είναι εύκολο να φτάσει κανείς σε ακρότητες.

Γενικότερα, ο ελεύθερος χρόνος συνδέεται κατεξοχήν με τις ερωτικές σχέ-σεις των νέων. Τα ζευγάρια γνωρίζονται, φλερτάρουν και συναντιούνται στη διάρκεια και σε δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου. Στα ραντεβού τους απει-κονίζεται η ρομαντική πλευρά του έρωτα, με περιπάτους στα πάρκα της πό-λης. Λιγότερο ρομαντικές και αθώες, τουλάχιστον από την πλευρά της κινη-ματογράφησης, είναι οι εκδρομές στη θάλασσα, το παιχνίδι η ο χορός στην πα-ραλία με μαγιό, που επιτρέπει την ημίγυμνη εμφάνιση ωραίων σωμάτων και μάλιστα σε κίνηση. Τέτοιου τύπου σκηνές όσο προχωράμε στη δεκαετία του '50 επαναλαμβάνονται με ολοένα μεγαλύτερη συχνότητα και καταντούν στερεότυπες

Page 287: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

πες. Ο κινηματογράφος εκμεταλλεύεται την περιέργεια του θεατή για το γυ-μνό και προσφέρει, μ' αυτόν τον ηδονοβλεπτικό τρόπο, μια διέξοδο στην κατα-πιεσμένη σεξουαλικότητα του.

Το 1957 γίνεται για πρώτη φορά λόγος για διακοπές σε ελληνική κωμω-δία («Διακοπές στην Αίγινα») και τα επόμενα χρόνια η ιδέα του θερέτρου γοη-τεύει πολλούς σεναριογράφους, που διαλέγουν τους πλέον περιζήτητους, μ' άλλα λόγια κοσμικούς τόπους διακοπών, για να μεταφέρουν τους ήρωές τους και να στήσουν τις ιστορίες τους. Εκτός από τα κοντινά, Αίγινα και Πόρο, αλλά και Υδρα και Σπέτσες («Ταξίδι με τον έρωτα», 1959), που βολεύουν γιατί η μετα-κίνηση των συνεργείων στοιχίζει λιγότερο, υπάρχει η Κέρκυρα («Ραντεβού στην Κέρκυρα», 1960), η Ρόδος («Κρουαζιέρα στη Ρόδο», 1960- «Νύχτες στο Μι-ραμάρε», 1960· «Τρεις κούκλες κι εγώ», 1960- «Το Δόλωμα», 1964), η Αιδη-ψός («Μια του κλέφτη», 1960), αλλά και η Βενετία («Ραντεβού στη Βενετία», 1960), η Ρώμη («Μοντέρνα Σταχτοπούτα», 1965) και το Παρίσι («Δέκα μέ-ρες στο Παρίσι», 1962).

Η μετάβαση στο θέρετρο έχει το πλεονέκτημα, ότι σημαντικό μέρος του φιλμικού χρόνου αναλώνεται με περιήγηση στα αξιοθέατα του κάθε νησιού, στις γραφικές γωνιές του, στις παραλίες του με τα ημίγυμνα κορίτσια, στα ωραία ξενοδοχεία του. Επιτρέπει το γύρισμα σε εξωτερικούς χώρους που παρουσιά-ζουν για τον θεατή περισσότερο ενδιαφέρον απ' ό,τι οι πολύβουοι αθηναϊκοί δρό-μοι η οι εξοχές της Αττικής, που εναλλάσσονταν από ταινία σε ταινία και είχαν καταντήσει κοινότοπες. Λειτουργεί επίσης ως τουριστική διαφήμιση αυτών των περιοχών, κάτι που επιδιώκεται μέσω του κινηματογράφου στην Ελλάδα εδώ και πολλές δεκαετίες. Σε μια εποχή που πρωτοεισάγεται η έννοια των διακο-πών, και τα οικογενειακά εισοδήματα είναι αφενός περιορισμένα και αφετέ-ρου προορίζονται να καλύψουν βασικότερες ανάγκες απ' ό,τι ο τουρισμός, οι περισσότεροι θεατές δεν μπορούν να απολαύσουν από κοντά αυτά τα μέρη, τόσο του εσωτερικού, όσο και του εξωτερικού, και αρκούνται σε μία «επίσκεψη» με-σω του κινηματογράφου, που δεν παύει να είναι γοητευτική.

Οι διασκεδάσεις των νέων είναι κατά κανόνα ομαδικές. Υπάρχουν ωστόσο διαφοροποιήσεις στη χρήση του ελεύθερου χρόνου ανάλογα με το φύλο. Οι νέες εμφανίζονται να έχουν πλεόνασμα ελεύθερου χρόνου, το οποίο αφιερώνουν στην ατομική περιποίηση, στον επίμονο καλλωπισμό, στο κομμωτήριο και στην πα-ρακολούθηση της μόδας. Μετά το γάμο το πλεόνασμα χρόνου αυξάνεται και η πλήξη που το συνοδεύει ανακουφίζεται με τη βοήθεια της τράπουλας. Για τους νέους, σύμβολο του ελεύθερου χρόνου αποτελεί το τάβλι και αγαπημένη μεταξύ τους ψυχαγωγία το κυριακάτικο ποδόσφαιρο («Έλα στο θείο»" «Οι άσσοι του γηπέδου», 1956). Οι πλούσιοι προσφέρουν περισσότερη άνεση και ποικιλία, ως διαθέτοντες αυτοκίνητο, το σπάνιο ακόμα και περιζήτητο μέσον, που εξασφα-λίζεται με οποιονδήποτε τρόπο. Οι μικρής οικονομικής επιφάνειας καταφεύγουν

Page 288: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

γουν στο συνοικιακό σινεμά, η στο παγκάκι, με τον πασατέμπο («Η φτώχεια θέλει καλοπέραση»). Το παγκάκι και ο πασατέμπος είναι τα όρια που πρέπει να ξεπεράσει ο νέος, αυξάνοντας τα εισοδήματά του, ώστε να μπορεί να προσφέ-ρει κάτι περισσότερο στη μελλοντική του οικογένεια.

Στον κινηματογράφο η διασκέδαση των προσώπων έχει πολλαπλή χρησι-μότητα: εξυπηρετεί τη δράση, επιμηκύνει τη διάρκεια της ταινίας κατά ορι-σμένα πολύτιμα λεπτά και, κυρίως, καλύπτει εξω-κινηματογραφικές επιθυμίες του θεατή, ως προς τη δική του ψυχαγωγία. Του επιτρέπει δηλαδή να ακο-λουθήσει τους πρωταγωνιστές σε νυκτερινά κέντρα, να δει τους αγαπημένους του τραγουδιστές, να ακούσει τα τραγούδια της μόδας, να παρακολουθήσει νού-μερα πίστας, να βρεθεί σε γνωστές και ακριβές τουριστικές περιοχές, όπως η Κέρκυρα η η Ρόδος.

Παράλληλα, η διασκέδαση είναι ένα από τα κυριότερα στοιχεία που επα-ναπροσδιορίζουν τα χαρακτηριστικά της νεότητας στα τέλη της δεκαετίας του '50 και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '60. Οι νέοι και οι νέες εμφανί-ζονται πιο δυναμικοί, οι μεταξύ τους σχέσεις συσφίγγονται ενώ παράλληλα χα-λαρώνουν οι σχέσεις με το οικογενειακό τους περιβάλλον, λειτουργούν ως ομάδα και διεκδικούν δικαιώματα. Το δικαίωμα στη διασκέδαση είναι βασική τους διεκδίκηση και ιδιαίτερα οι νέες αγωνίζονται με πείσμα να καταλύσουν τις πα-τροπαράδοτες απαγορεύσεις και να το κατακτήσουν. Η διασκέδαση είναι αυτή που αναδεικνύει τα βήματα προς την εμπέδωση της δυναμικής παρουσίας των νέων ως ανεξάρτητης, μη κηδεμονευόμενης κοινωνικής κατηγορίας, με ξεχω-ριστό τρόπο ζωής, στον οποίο τα δικαιώματα έχουν τον πρώτο λόγο, πριν έρθει η εποχή των υποχρεώσεων.

Page 289: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Ελεύθερος χρόνος και αθλητισμός

Σάββατο 19 Απριλίου 1997

Πρωινή συνεδρία

Πρόεδρος: ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Page 290: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 291: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ. ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ, ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ

ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ (1870-1922)

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΥΛΟΥΡΗ

Εκείνος που θα θελήσει να συγγράψει την ιστορία του νεότερου και σύγχρο-νου αθλητισμού στην Ελλάδα θα προσκρούσει αναπόφευκτα σε δυο υπολογί-σιμα φράγματα. Το πρώτο —κοινό, ωστόσο, για πολλούς τομείς της ιστορι-κής έρευνας— είναι η έλλειψη επαρκών τεκμηρίων, λόγω της αδιαφορίας, της κακής συντήρησης και της υποτίμησης της αξίας τους. Το δεύτερο, είναι η μέ-χρι σήμερα ιστοριογραφική παράδοση στον τομέα του αθλητισμού και των σπορ, η οποία διατηρεί στην Ελλάδα τα χαρακτηριστικά που είχε η παγκόσμια (δηλ. η δυτική) αντίστοιχη παράδοση ως τη δεκαετία του 1970, και που εξακολου-θούν να διακρίνουν παγκοσμίως τον δημοσιογραφικό αθλητικό λόγο: καταγραφή των αθλητικών αναμετρήσεων και των ρεκόρ, ανεκδοτολογικές περιγραφές, επι-κό ύφος στην αφήγηση, προβολή του αθλητή-ήρωα.

Παράλληλα όμως, η ελληνική παραγωγή διακρίνεται από κάποια ιδιότυπα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τη διαμόρφωση ενός γενικού κυρίαρχου σχή-ματος για την ελληνική εθνική ιστορία. Στο σχήμα αυτό κεντρικό ρόλο κατέ-χει η έννοια της συνέχειας. Μετά την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων και τη διοργάνωσή τους στην Αθήνα το 1896, επιβάλλεται η άποψη για μια ιστο-ρία του αθλητισμού «από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ' ημάς»: η σωματική άσκηση ανακαλύπτεται ως ιδιάζον και σταθερό εθνικό χαρακτηρι-στικό σε όλες τις ιστορικές περιόδους, ακόμη και στις λιγότερο «αθλητικές», όπως το χριστιανικό Βυζάντιο. Η ανάγκη να θεμελιωθεί η εικόνα της αδιάσπα-στης συνέχειας της σωματικής άσκησης από τη Μινωική Κρήτη ως σήμερα επιτρέπει τους αναχρονισμούς και τις αντιφάσεις έτσι ώστε εκδηλώσεις και πρα-

Η ανακοίνωση αυτή είχε γίνει πριν από την έκδοση του βιβλίου μου Αθλητισμός και όψεις της αστικής κοινωνικότητας. Γυμναστικά και Αθλητικά σωματεία 1870-1922 στη σειρά του ΙΑΕΝ (αρ. 32, Αθήνα 1997), με το οποίο υπάρχουν αναπόφευκτες επικαλύψεις. Στο παρόν άρθρο προσπάθησα να περιλάβω παραθέματα και στοιχεία που δεν περιελήφθη-σαν στο βιβλίο και να αναδείξω επίσης —μέσω της σύνθεσης— άλλα, που χάνονται δια-σκορπισμένα μέσα σε μια πολυσέλιδη μελέτη.

Page 292: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

πρακτικές που ανήκουν σε διαφορετικές πολιτισμικές και κοινωνικές πραγματικό-τητες, όπως οι αρχαίοι αγώνες, τα λαϊκά παιχνίδια, η σχολική γυμναστική, τα σπορ και οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες να παρουσιάζονται ως κρίκοι της ίδιας εξελικτικής αλυσίδας.

Σε αντίθεση με αυτή την κυρίαρχη ερμηνεία, βασική υπόθεση για την ανά-λυση που θα ακολουθήσει είναι ότι η εμφάνιση και εξάπλωση των σπορ στο β' μισό του 19ου αιώνα αποτελεί φαινόμενο νεοτερικό που δεν θα πρέπει να ενταχθεί σε μια γενεαλογία της σωματικής άσκησης. Στην Ελλάδα, όπως και στη Δ. Ευρώπη, η ανάδειξη της σωματικής άσκησης και αναμέτρησης σε ψυ-χαγωγική δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου συνδέεται με τις κοινωνικές και δημογραφικές αλλαγές που προκαλούν η άνοδος της αστικής τάξης και η συγ-κέντρωση του πληθυσμού στις πόλεις. Εξαρτάται επίσης από μια σειρά αλλα-γών ως προς την αντίληψη για το σώμα και τις κυρίαρχες αισθητικές αξίες.

Η ελληνική περίπτωση εναρμονίζεται, ως προς τα βασικά της χαρακτη-ριστικά, με το δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο ανάπτυξης της σωματικής άσκησης και της ψυχαγωγίας μέσω των σπορ. Το χρονολόγιο της ανάπτυξης ωστόσο, τα είδη των αθλημάτων που καλλιεργούνται, η κοινωνική εμβέλεια των σπορ, η γεωγραφική κατανομή και η μαζικότητα της αθλητικής δραστηριότητας, η πυκνότητα και η απήχηση του αθλητικού θεάματος κ.ά. διαφοροποιούνται σε συνάρτηση με τους μετασχηματισμούς της ελληνικής κοινωνίας και των κυ-ρίαρχων νοοτροπιών. Ειδικότερα, μπορούμε να σημειώσουμε περιληπτικά τις ακόλουθες ιδιαιτερότητες: 1) την ιδιάζουσα βαρύτητα που είχε για την ελληνική πνευματική ζωή η κλα-σική Ελλάδα, έτσι ώστε η ανάπτυξη του αθλητισμού να συνδεθεί πολύ πιο στενά απ' ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες με την κλασική αθλητική παράδοση και ο αθλητισμός στίβου να αναδειχτεί, κατά την πρώτη αυτή περίοδο, σε «εθνικό» σπορ. Καθοριστικός ήταν άλλωστε προς την ίδια κατεύθυνση ο ρόλος της ανα-βίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, 2) την επίδραση —και λόγω της βαυαροκρατίας— του γερμανικού εκπαιδευτι-κού συστήματος και των γερμανικών Turnen (έτσι ονομάζεται το γερμανικό γυμναστικό κίνημα με εμπνευστή τον Jahn), που είχε ως αποτέλεσμα την εξαρχής σύνδεση της σωματικής άσκησης με την παιδαγωγική σκοπιμότητα και την εθνικιστική ιδεολογία, 3) το γεγονός ότι η σωματική άσκηση καλλιεργήθηκε κατεξοχήν μέσω της γυ-μναστικής και ότι τα πρόσωπα που υποστήριξαν την ανάπτυξη του αθλητισμού συνδέονταν, ως τα τέλη του 19ου αιώνα, με την εκπαίδευση1,

1. Πέρα από την κρατική παρέμβαση, κυρίως μέσω του νόμου ,ΒΧΚΑ' το 1899, που υπήγαγε το σύνολο της αθλητικής δραστηριότητας στην ευθύνη του Υπουργείου Παιδείας,

Page 293: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

4) τους σχετικά αργούς ρυθμούς αστικοποίησης και τη συνακόλουθη ανάπτυξη λίγων αριθμητικά αστικών κέντρων, έτσι ώστε το σύνολο σχεδόν της αθλητι-κής κίνησης να εντοπίζεται στην περιοχή της πρωτεύουσας2, 5) τη διάδοση των σπορ στις ελληνικές κοινότητες που βρίσκονταν εκτός ελ-ληνικού κράτους, κυρίως στη Σμύρνη και την Αίγυπτο, και τις σχέσεις που αναπτύσσονται με τον ελλαδικό αθλητισμό3.

Η χρονολόγηση της εμφάνισης των σπορ στο ελληνικό κράτος δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια. Ο κυριότερος λόγος είναι γιατί μας είναι κυρίως γνωστή η οργανωμένη άσκηση, εκείνη που αποκτά θεσμική υπόσταση στο σωματείο η το γυμναστήριο. Είναι όμως προφανές ότι άτυπες μορφές άσκη-σης υπήρχαν και πριν και παράλληλα με την εμφάνιση των τυπικών της μορφών στο πλαίσιο μικρών ομάδων νεαρών ανδρών που πιθανώς συνδέονταν ήδη με-ταξύ τους με οικογενειακές, φιλικές η επαγγελματικές σχέσεις. Κι αυτή πάν-τως η μορφή άσκησης διαφέρει από τα παραδοσιακά παιχνίδια η τις αναμε-τρήσεις σωματικής δεξιότητας και ρώμης στο πλαίσιο της, θρησκευτικής συνή-θως, γιορτής. Η βασική διαφοροποίηση αφορά κυρίως στο βαθμό οργάνωσης, εξειδίκευσης και ανταγωνισμού που περιέχουν αντίστοιχα οι παραδοσιακές και οι σύγχρονες μορφές παιχνιδιού και άσκησης.

Τόσο στο ελληνικό κράτος όσο και στις ελληνικές κοινότητες της Οθωμα-νικής Αυτοκρατορίας, τα τεκμήρια υποδεικνύουν ότι η εμφάνιση των σύγχρο-νων σπορ θα πρέπει να αναζητηθεί μέσα στη δεκαετία του 1870, όταν εντοπί-ζονται οι πρώτες απόπειρες σωματειακής οργάνωσης του αθλητισμού. Τρεις σκοπευτικοί σύλλογοι, ο Κερκυραϊκός Σύλλογος Ριπής, η Εταιρεία της επί σκο-πόν βολής στην Αθήνα και ο Όμιλος Σκοπευτών στην Πάτρα, και τρεις γυ-

είναι χαρακτηριστικό ότι τα σημαντικότερα σωματεία γυμναστικής και κλασικού αθλητι-σμού —ο Πανελλήνιος Γ.Σ. και ο Εθνικός Γ.Σ.— ιδρύονται και στελεχώνονται από επαγγελ-ματίες γυμναστές, δηλ. καθηγητές της γυμναστικής.

2. Κατά την περίοδο 1870-1914, στην Αθήνα ιδρύεται το 23% των αθλητικών σω-ματείων και αν συμπεριλάβουμε και τον Πειραιά και το Φάληρο, το ποσοστό ανεβαίνει στο 31,5%. Βλ. Χρ. Κουλούρη, Αθλητισμός και όψεις της αστικής κοινωνικότητας..., ό.π., σ. 171, 175-6. Παράλληλα, στην Αθήνα εντοπίζονται τα μακροβιότερα και πλέον ακμαία αθλητικά σωματεία του ελληνικού κράτους, έτσι ώστε εκεί να συγκεντρώνεται το υψηλότερο ποσοστό ενεργών αθλητικών σωματείων.

3. Οι ελληνικοί αθλητικοί σύλλογοι εκτός ελληνικού κράτους ήταν εγγεγραμμένοι στον Σύνδεσμο Ελληνικών Αθλητικών και Γυμναστικών Σωματείων (Σ.Ε.Α.Γ.Σ.)—τρεις μάλιστα συγκαταλέγονταν μεταξύ των 28 ιδρυτικών του μελών— και μετείχαν στους πανελλήνιους αγώνες που γίνονταν στην Αθήνα. Παράλληλα, σύλλογοι από το ελληνικό κράτος μετείχαν στους αγώνες που διοργανώνονταν στη Σμύρνη, την Αλεξάνδρεια, τη Σάμο και την Κύπρο. Η μελέτη των εκτός κράτους αθλητικών σωματείων δεν περιλήφθηκε στην παρούσα εργα-σία για λόγους μεθοδολογικούς αλλά και όγκου του υλικού. Θα αποτελέσει πιθανώς αντι-κείμενο αυτόνομης εργασίας στο μέλλον.

Page 294: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

γυμναστικοί, ο «Μίλων» στην Αλεξάνδρεια, ο «Ερμής» στην Κωνσταντινούπολη και ο Ελληνικός Γυμναστικός Σύλλογος στην Αθήνα, ιδρύονται μέσα σ' αυτήν ακριβώς τη δεκαετία. Με την ξιφασκία ασχολούνταν, εξάλλου, οι εταίροι της Αθηναϊκής Λέσχης, της πρώτης κλειστής λέσχης ανδρών κατά το αγγλικό πρό-τυπο που λειτούργησε στην πρωτεύουσα από το 1875.

Η δ η πριν από το 1870, πάντως, και την εμφάνιση της οργανωμένης άσκη-σης μέσω των συλλόγων, η ιππασία, η ξιφασκία και η σκοποβολή καταγρά-φονται —αποσπασματικά οπωσδήποτε— μεταξύ των δραστηριοτήτων των ξέ-νων κυρίως αξιωματούχων που βρίσκονταν στην πρωτεύουσα αλλά και Ελλή-νων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1850, ο Edmond About περιέγραφε τους περιπάτους των Αθηναίων στα Πατήσια με άλογο που μπορούσαν να νοικιά-σουν με 3 δρχ.:

«Ο κομψός κόσμος της Αθήνας έχει για κυριώτερη ψυχαγωγία του, χει-μώνα-καλοκαίρι, τον περίπατο στην οδό Πατησίων. Φθάνουν εκεί με τα πό-δια, με αμάξι, και κυρίως με άλογο. Κάθε Έλληνας που βρίσκει να δανεισθεί τριακόσιες δραχμές, βιάζεται να αγοράσει ένα άλογο. Κάθε Έλληνας που έχει στην τσέπη του τρεις δραχμές τις διαθέτει νοικιάζοντας ένα άλογο. [...] Οι νεα-ροί υπάλληλοι που κερδίζουν περισσότερο από δυό χιλιάδες δραχμές το χρόνο, οι αστοί που τα οικονομάνε, οι αξιωματικοί του ιππικού και μερικές φορές τα μέλη του διπλωματικού σώματος, κάνουν τις όμορφες μέρες της οδού Πατη-σίων»4.

Την ίδια εποχή υπήρχαν ιδιωτικές σχολές οπλομαχίας και με δαπάνη του Νικολάου Νέγρη είχε ιδρυθεί γυμναστήριο ξιφασκίας και ιππασίας5, ενώ κυ-κλοφορούσαν και αντίστοιχα εγχειρίδια για την εκμάθηση της τέχνης της οπλο-μαχίας. Η οπλομαχία η οπλομαχητική περιλάμβανε την άσκηση στο ξίφος και τη σπάθη, φαίνεται όμως ότι η ικανότητα στο χειρισμό του ξίφους είχε άλλη αίγλη, εφόσον η ξιφασκία αντιμετωπιζόταν ως «πνευματική άσκησις εκδηλου-μένη διά κινήσεων»6. Στην «πνευματικότητα» του ξίφους αντιπαρετίθετο η «βαρβαρότητα» της σπάθης.

Θα ήταν μάλλον παρακινδυνευμένο να υποθέσουμε ότι αυτή η, περιορισμένη πάντως, δραστηριότητα παρέπεμπε στη συνειδητή αξιολόγηση της σωματικής

4. Εντ. Αμπού, Η Ελλάδα του Όθωνος, μετάφρ. Α. Σπήλιου, πρόλογος-επιμέλεια-σχολιασμός Τάσου Βουρνά, Αθήνα, Τολίδη, [1972], σ. 267. Ο Καποδίστριας εξάλλου έγρα-φε από το Ναύπλιο το 1829: «Η υγεία μου ωφελήθη ολίγον εκ της καθημερινής ιππεύσεως.

Αλλ' εδώ δεν είναι κάλπαι (δρομαία ιππεύματα) ως εις τον ιππόδρομον της Γενεύης». Επι-στολή (17 Μαΐου 1829) προς Εϋνάρδο στη Φλωρεντία, στο Μ. Γ. Σχινάς, Επιστολαί I. Α. Καποδίστρια..., τ. Γ', Αθήνα 1842, σ. 73.

5. I. Ε. Χρυσάφης, Οι σύγχρονοι διεθνείς ολυμπιακοί αγώνες, Αθήνα 1930, σ. 22-23. 6. Ν. Πύργος, Οπλομαχητική..., Αθήνα 1872, σ. ιβ'.

Page 295: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

άσκησης. Η ικανότητα να σκοπεύει κάποιος με ακρίβεια, να χειρίζεται το ξίφος και τη σπάθη με επιδεξιότητα και να ιππεύει με άνεση εξυπηρετούσαν τη στρα-τιωτική προετοιμασία και γι' αυτό αποτελούσαν πρακτικές κατεξοχήν των αξιω-ματικών. Για παράδειγμα, το πρώτο Δ.Σ. του Κερκυραϊκού Συλλόγου Ριπής αποτελούνταν από τον Δ. Μ. Βότσαρη, αρχηγό του Στρατού της Επτανήσου ως πρόεδρο και μέλη αξιωματικούς του στρατού, ενώ ως βασικός του στόχος προ-βαλλόταν η «ανάπτυξις του στρατιωτικού εθνικού φρονήματος και [η] παρα-σκευή τελειοτέρας οργανώσεως των αμυντικών δυνάμεων του Έθνους»7. Ωστό-σο, η οπλομαχητική δεν απευθυνόταν μόνο στους αξιωματικούς αλλά θεωρούν-ταν απαραίτητη για τη λύση ζητημάτων τιμής μέσω της μονομαχίας, μια πρα-κτική αρκετά διαδεδομένη, όπως φαίνεται, παρά τις απαγορεύσεις του νόμου. Και στις δύο περιπτώσεις, είναι προφανής η πρακτική ωφέλεια της σωματικής άσκησης, η οποία δεν αυτονομείται ακόμη ως δραστηριότητα ούτε νομιμοποιεί-ται καθεαυτή.

Τα όσα εκτέθηκαν δε σημαίνουν ότι δεν παρατηρούμε, ως το 1870, αλλα-γές στις αντιλήψεις σχετικά με την αξία της σωματικής άσκησης. Αντίθετα, διατυπώνεται τότε ένας λόγος ευνοϊκός για τη σωματική άσκηση που στηρί-ζεται σε ένα συνδυασμό παιδαγωγικών και ιατρικών επιχειρημάτων. Στόχος η εισαγωγή της γυμναστικής στην εκπαίδευση, για την οποία παρακολουθούμε αλλεπάλληλες αποτυχημένες προσπάθειες ως το 18808. Ταυτόχρονα, η σωμα-τική άσκηση αποκτά σταδιακά τη θέση της στο δημόσιο βίο με την κατασκευή και λειτουργία ιδιαίτερων, εξειδικευμένων χώρων, των γυμναστηρίων, και με τη διοργάνωση αγώνων, κυρίως των Ζάππειων Ολυμπιάδων. Παρά τη δυσπιστία, την καχυποψία η και την περιφρόνηση που αντιμετώπισαν οι πρώτες αυτές από-πειρες καθιέρωσης της σωματικής άσκησης —με τη μορφή της γερμανικής γυ-μναστικής και του κλασικού αθλητισμού— συνέβαλαν στην αποδοχή του αθλη-τικού θεάματος και δημιούργησαν μια στοιχειώδη παράδοση στην οποία θα στη-ριχτεί εν μέρει και η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896.

Στα πρώτα αυτά χρόνια, ως τη δεκαετία του 1890 περίπου, η σωματική άσκηση νομιμοποιείται μέσω της παιδαγωγικής, ηθικής και εθνικής της ωφέ-λειας και δεν παραπέμπει ακόμη στην ψυχαγωγία και τη διασκέδαση. Η υπε-ροχή της γυμναστικής και η επικράτηση του γερμανικού γυμναστικού συστή-ματος ευνοούσε αυτή την αντιμετώπιση της άσκησης ως μέσου αγωγής. Στις επόμενες δεκαετίες, η πανευρωπαϊκή γοητεία του βρετανικού προτύπου των

7. Καταστατικόν Κερκυραϊκού Συλλόγου Ριπής, Κέρκυρα 1869, άρθρο 3. Επίσης, η οργανωτική επιτροπή των ιπποδρομικών αγώνων που έγιναν στο πλαίσιο των πρώτων Ζάπ-πειων Ολυμπιάδων το 1858 «απετελείτο καθ' ολοκληρίαν εκ στρατιωτικών». I. Ε. Χρυσά -φης, ό.π., σ. 43.

8. Βλ. Χ. Κουλούρη, ό.π., σ. 49-54.

Page 296: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

σπορ θα επιβάλει και στην Ελλάδα τη σωματική άσκηση ως τρόπο ψυχαγωγίας και πηγή απόλαυσης. Χαρακτηριστικά, το Lawn Tennis Club περιγράφεται ως «άγγλικώτατον»9, όπως άλλωστε δηλώνει και η επιλογή της αγγλικής ονο-μασίας του. Από τη στιγμή όμως που η χρήση της σωματικής άσκησης για ψυχαγωγικούς λόγους εξαπλώνεται, η ψυχαγωγία θα αναζητήσει την ηθική της νομιμοποίηση στον ορθολογικό και ελεγχόμενο χαρακτήρα του συλλογικού παι-χνιδιού η της ατομικής άσκησης. Θα διακριθεί μάλιστα με σαφήνεια από τις λαϊκές διασκεδάσεις που θεωρούνταν ότι αποσκοπούσαν αποκλειστικά στην από-λαυση, περικλείοντας επιπλέον υπερβολική βία10.

Στα αθλητικά σωματεία που θα ιδρυθούν μέσα στη δεκαετία του 1890, η ψυχαγωγία, η «τέρψις», αποτελεί πράγματι έναν από τους στόχους που ανα-φέρονται στα καταστατικά τους, αν και εμφανίζεται σπανιότερα όπως και η αλληλεγγύη και η φιλία μεταξύ των μελών11. Η ψυχαγωγική διάσταση του αθλητισμού είναι ωστόσο στην πραγματικότητα πολύ πιο σημαντική απ' ό,τι αφήνουν να διαφανεί τα καταστατικά των σωματείων η τα κείμενα —κανονιστι-κού συνήθως χαρακτήρα— που αναφέρονται στον αθλητισμό εκείνη την εποχή. Από τις επίσημες πηγές, σημαντική ένδειξη προς αυτή την κατεύθυνση μας προσφέρει η ειδολογική κατάταξη του Πρωτοδικείου Αθηνών για την περίοδο 1914-1922 που έχω μελετήσει: τα αθλητικά σωματεία κατατάσσονται κατά κανόνα στην κατηγορία των «ψυχαγωγικών» ενώ εμφανίζεται και ιδιαίτερη κα-τηγορία σωματείων «σωματικής αγωγής» χωρίς προφανή ουσιώδη διάκριση από τα προηγούμενα12.

9. Π. Σ. Σαββίδης, Λεύκωμα των εν Αθήναις Β' Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων 1906, Αθήνα 1907, σ. 149.

10. Σύμφωνα με την ανάλυση του Ν. Elias, η ανάπτυξη των σπορ εντάσσεται στη γενικότερη «διαδικασία εκπολιτισμού» που χαρακτηρίζει την αγγλική —και τη δυτική εν γένει— κοινωνία και της οποίας βασικό χαρακτηριστικό είναι η μείωση της βίας και η εσω-τερίκευση του αυτο-ελέγχου και της ευπρέπειας. Ν. Elias - Ε. Dunning, Quest for Excite-ment. Sport and Leisure in the Civilizing Process, Λονδίνο, Blackwell, 1986. Ως προς την ελληνική κοινωνία, εξάλλου, ο Μ. Μητσάκης στο «Θέρος» (1887) περιγράφει με ενάρ-γεια την κοινωνική διαφοροποίηση με βάση τους τρόπους ψυχαγωγίας ανάμεσα στην ανώ-τερη, τη μεσαία και την κατώτερη τάξη στη σύγχρονή του Αθήνα: «Ειπέ μου πως διασκε-δάζεις και θα σου είπω ποίος είσαι». Μ. Μητσάκης, Πεζογραφήματα, Αθήνα, Νεφέλη, 1988, σ. 68-83.

11. Συχνότερα, ως στόχοι των αθλητικών σωματείων αναφέρονται η στρατιωτική προ-ετοιμασία και η σωματική και πνευματική ανάπτυξη των μελών. Αυτό συνδέεται αναμφί-βολα με την αριθμητική υπεροχή των γυμναστικών σωματείων μέσα στο σύνολο των αθλη-τικών σωματείων που ιδρύονται εκείνη την εποχή και των οποίων έχουν εντοπιστεί τα καταστατικά.

12. Από τα Αρχεία του Πρωτοδικείου Αθηνών σώζεται μόνο το «Αλφαβητικόν Ευρε-τήριον Σωματείων αρχόμενον από του έτους 1914-1931 και από υπ' αριθ. 1 έως 3009» και επομένως για την περίοδο 1914-1922 γνωρίζουμε —εφόσον δεν υπάρχουν άλλες πηγές—

Page 297: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Εάν εντούτοις για κάποια αθλητικά σωματεία «γενικού» χαρακτήρα —εκεί-να που καλλιεργούσαν κατεξοχήν τον κλασικό αθλητισμό αλλά διατηρούσαν και τμήματα για επιμέρους αθλήματα, όπως π.χ. ο Πανελλήνιος Γ.Σ. και ο Εθνι-κός Γ.Σ.— είναι δυνατόν να συνυπήρχαν περισσότεροι στόχοι 13, δεν ισχύει το ίδιο για τα «ειδικά» σωματεία— εκείνα που καλλιεργούσαν ένα συγκεκριμένο σπορ όπως οι σύλλογοι κωπηλασίας, ποδηλασίας, τέννις, ποδοσφαίρου και οι εκδρομικοί. Οι σύλλογοι αυτοί στόχευαν, εκπεφρασμένα η μη, στην ψυχαγωγία των μελών τους.

Τα «ειδικά» αθλητικά σωματεία ιδρύονται παράλληλα με τα «γενικά» γυ-μναστικά σωματεία μέσα στις δεκαετίες του 1880 και του 189014. Το πρώτο σωματείο κωπηλασίας, ο Όμιλος Ερετών Φαλήρου (αργότερα, Πειραιώς) ιδρύε-ται ήδη το 1885 ενώ το πρώτο σωματείο τέννις στην Ελλάδα, το Lawn Tennis Club Αθηνών, θα ιδρυθεί δέκα χρόνια αργότερα, το 1895. Από το 1891 λειτουρ-γούν εξάλλου δέκα ποδηλατικοί σύλλογοι στα σημαντικότερα αστικά κέντρα της χώρας (Αθήνα, Πειραιά, Ερμούπολη, Πάτρα). Οι εκδρομικοί και περιηγητικοί σύλλογοι θα εμφανιστούν στην καμπή του αιώνα ενώ λίγο αργότερα, στις αρχές του 20ού, αρχίζει η ακμή των ποδοσφαιρικών σωματείων.

Τα νεοτερικά σπορ —η κωπηλασία, το τέννις, το ποδήλατο, το ποδόσφαι-ρο— εξαπλώνονται λόγω μόδας. Η γοητεία της καινοτομίας και της περιπέ-τειας προσελκύει τους νέους των εύπορων τάξεων που επιθυμούν να ξεχωρί-ζουν και να διακρίνονται. Αλλά και άτομα μεγαλύτερης ηλικίας έχουν τη δυ-νατότητα να ψυχαγωγηθούν μέσω των νέων σπορ, εφόσον δεν απαιτούνται ιδιαί-τερες σωματικές ικανότητες, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τον αθλητι-σμό στίβου. Το στοιχείο αυτό προσφέρεται επιπλέον για τη νομιμοποίηση των νεοτερικών αθλητικών πρακτικών μέσω της ιατρικής επιχειρηματολογίας. Το τέννις και η ποδηλασία παρουσιάζονται λοιπόν ως ωφέλιμες ασκήσεις για εκεί-νους που η ηλικία η η σωματική κατασκευή δεν επιτρέπουν να γυμνασθούν στα γυμναστήρια των γυμναστικών συλλόγων. Παρ' όλα ταύτα, τα νεοτερικά σπορ

μόνο τον τίτλο των σωματείων. Ως προς τα αθλητικά σωματεία πάντως, η κατηγορία των σωματείων «σωματικής αγωγής» φαίνεται να περιλαμβάνει μάλλον τα γυμναστικά σωμα-τεία αλλά τα κριτήρια της διάκρισης από τα, επίσης αθλητικά, ψυχαγωγικά σωματεία δεν προκύπτουν με σαφήνεια.

13. Τα σωματεία αυτά αφενός αναλάμβαναν ένα παιδευτικό έργο που στόχευε στη διάδοση της γυμναστικής και γενικότερα της σωματικής άσκησης και αφετέρου —μετά το 1896— επιδίωκαν την προετοιμασία αθλητών και την ανάδειξη πρωταθλητών.

14. Με τον όρο «γυμναστικά» χαρακτηρίζονται τα σωματεία που καλλιεργούσαν κυ-ρίως τη γυμναστική και τον κλασικό αθλητισμό ενώ με τον όρο «αθλητικά», τα σωματεία που καλλιεργούσαν ένα ψυχαγωγικό σπορ (sportifs). Καταγραφή του συνόλου των σωμα-τείων που έχω εντοπίσει, βλ. Χ. Κουλούρη, Αθλητισμός και όψεις της αστικής κοινωνικό-τητας..., ό.π., σ. 172-9,185-7.

Page 298: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

δε φαίνεται να αναζητούν καμία ηθικού τύπου νομιμοποίηση για την εξάπλωση τους. Η νομιμότητά τους προέρχεται από την ίδια την ψυχαγωγική τους φύση και η γρήγορη διάδοσή τους οφείλεται στην ενθουσιώδη αποδοχή του νέου συρ-μού: «Αθλητισμός for ever!» αναφωνεί στο πρώτο της τεύχος η «Ποδηλατι-κή και Αθλητική Επιθεώρησις της Ανατολής»15.

Οι νέες αθλητικές πρακτικές εντάσσονται στο στυλ ζωής της ανερχόμε-νης αστικής τάξης συμπυκνώνοντας ταυτόχρονα το σύστημα των αστικών αξιών: συντροφικότητα, φιλία, αυτοέλεγχος και ατομική επίδοση. Τόσο η ίδια η αθλη-τική πρακτική όσο και η συναναστροφή στο εσωτερικό του αθλητικού σωμα-τείου μετέχουν στο νέο κώδικα συμπεριφορών και κοινωνικής διάδρασης. Ως προς την αθλητική αναμέτρηση, η αρχή της υπεροχής του «αρίστου» όχι λόγω θέσης η κληρονομικού δικαιώματος αλλά μέσω του «δημοκρατικού» ανταγωνι-σμού αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της αστικής ηθικής. Αλλά και η ορ-γάνωση του σωματείου σύμφωνα με τις αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού, όπου όλα τα μέλη του σωματείου νοούνται ως ίσα και αλληλέγγυα, διοικούνται με βάση το αντιπροσωπευτικό σύστημα και υπερέχουν μόνο σύμφωνα με την αξία τους στο πλαίσιο του σωματείου, ανήκει στον ίδιο κώδικα αξιών.

Η ψυχαγωγία μέσω σπορ όπως το τέννις και το ποδήλατο αποτελούσε προνόμιο μιας ολιγάριθμης αστικής ελίτ. Η υπόθεση αυτή επιβεβαιώνεται αφε-νός από τον περιορισμένο αριθμό των σωματείων αυτού του είδους και αφετέ-ρου από την κοινωνική τους σύνθεση, στο μέτρο που μας είναι γνωστή. Το τέν-νις υπήρξε, για το ελληνικό κράτος τουλάχιστον, το μονοπώλιο του Lawn Tennis Club Αθηνών (που από το 1913 μετονομάζεται σε Ομιλο Αντισφαιρίσεως Αθη-νών). Μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα θα ιδρυθούν άλλα δύο σωματεία τέννις, ο Όμιλος Αντισφαιρίσεως Πειραιώς (1909), ο Ομιλος Αντισφαιριστών Κη-φισσίας (terminus ante quem, 1905) και ο Σύλλογος Αντισφαιριστών Κερκύ-ρας (term. a.q. 1912). Μεγαλύτερη ήταν η διάδοση της ποδηλασίας, εφόσον το 1895 λειτουργούσαν ήδη δέκα ποδηλατικά σωματεία στην Αθήνα, τον Πει-ραιά, την Ερμούπολη και την Πάτρα. Για το σημαντικότερο απ' αυτά, τον Πο-δηλατικό Σύλλογο Αθηνών, ο Π. Σ. Σαββίδης σημείωνε το 1901: «απαρτίζε-ται ήδη εκ 250 περίπου μελών της ανωτέρας παρ' ημίν τάξεως, έχει δε επί της οδού Σταδίου εντευκτήριον αμιλλώμενον με τα των καλλιτέρων ευρωπαϊ-κών συλλόγων, με τέλειον αναγνωστήριον, βιβλιοθήκην κτλ.»16.

Η δ η όμως στις αρχές του 20ού αιώνα η ποδηλασία διερχόταν περίοδο κρί-σης. Η ίδια αστική ελίτ που την είχε επιλέξει για την ψυχαγωγία της την εγ-καταλείπει εξαιτίας της εκλαΐκευσης του ποδηλάτου με την πτώση του κό-στους του. Οι νεαροί αστοί στρέφονται τώρα προς νέες δραστηριότητες, αρχικά

15. Ποδηλατική και Αθλητική Επιθεώρησις της Ανατολής 1 (1898-9) 2. 16. Π. Σ. Σαββίδης, Αθλητικόν Λεύκωμα, Αθήνα 1901, σ. 12.

Page 299: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

προς την περιήγηση, μέσω των εκδρομικών συλλόγων, και στη συνέχεια προς το αυτοκίνητο και το αεροπλάνο. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτω, μετά το 1900 δεν ιδρύεται ούτε ένας νέος ποδηλατικός σύλλογος ενώ αντίθετα πολλαπλασιάζονται σημαντικά οι εκδρομικοί, κυρίως στην περιοχή της πρωτεύουσας. Η εξάπλωση του περιηγητισμού από την καμπή του αιώνα συνδέεται κατεξοχήν με την ανάπτυξη του φυσιολατρικού κινήμα-τος ως αντίδρασης προς την πνιγηρή ζωή της πόλης καθώς και με τις αλλα-γές που παρατηρούνται ως προς τις αναπαραστάσεις της υπαίθρου.

Η «συνήθεια της διασκέδασης», σύμφωνα με την έκφραση του Peter Bailey, η οποία είχε κατακτήσει τους νέους στη Βρετανία ήδη από τη δεκα-ετία του 186017, εξαπλώνεται γοργά και στο ελληνικό κράτος τουλάχιστον από τα τέλη του 19ου αι. Η πορεία αυτή είναι προφανής από τα είδη των αθλητι-κών σωματείων που ιδρύονται πριν και μετά το 1900. Κατά την περίοδο 1869-1899, από τους 91 συλλόγους των οποίων έχω εντοπίσει την ίδρυση, οι 54 είναι γυμναστικοί. Αντίθετα, κατά την επόμενη περίοδο, 1900-1922, οι γυμναστι-κοί σύλλογοι περιορίζονται στους 13 σε ένα σύνολο 65 που ιδρύονται στην πε-ριοχή Αθήνας και Πειραιά. Από τους υπόλοιπους, εξάλλου, οι 17 είναι εκδρο-μικοί και οι 10 ποδοσφαιρικοί. Παρατηρείται συνεπώς μια σαφής αντιστροφή των αναλογιών που προέρχεται από την εμφανή παρακμή των γυμναστικών σωματείων.

Η υποχώρηση αυτή ερμηνεύεται εν μέρει από το γεγονός ότι τα περισ-σότερα γυμναστικά σωματεία της πρώτης περιόδου ιδρύθηκαν γύρω από τον χρονικό πόλο των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα μέσα στο γενικό κλίμα ενθουσιασμού που επικράτησε. Τα 30 από τα 54 αθλητικά σωματεία έχουν ιδρυθεί στα χρόνια 1895-1896. Τότε άλλωστε η εφ. «Εστία» έγραψε και για τη νόσο «αθλητίτιδα». Νόσο όμως που, όπως φαίνεται, θεραπεύτηκε πολύ σύντομα, εφόσον τα περισσότερα από τα σωματεία που ιδρύθηκαν τότε «μόνον κατ' όνομα ύφίσταντο»18 και διαλύθηκαν σχεδόν αμέσως μετά το 1896.

Ο δεύτερος, και δευτερεύων, λόγος για την υποχώρηση των γυμναστικών σωματείων είναι η πορεία προς την εξειδίκευση που χαρακτηρίζει γενικότερα τους συλλόγους και ειδικότερα τους αθλητικούς. Προηγούνται δηλ. τα γενικού χαρακτήρα σωματεία τα οποία περιλαμβάνουν στις δραστηριότητές τους και αθλητικό τμήμα, όπως π.χ. ο Πειραϊκός Σύνδεσμος που περιλάμβανε φιλολο-γικό, μουσικό και γυμναστικό τμήμα η ο Μουσικός Σύλλογος Ορφέας της Σμύρνης

17. P. Bailey, Leisure and Class in Victorian England. Rational Recreation and the Contest for Control 1830-1885, Λονδίνο, Routledge and Kegan Paul, 1978, σ. 58-59.

18. [I. Ε. Χρυσάφης], Η σωματική αγωγή και η στρατιωτική προπαίδευσις της νεό-τητος και η ενδεικνυομένη οργάνωσις αυτών, Αθήνα 1925 (Δελτίον Υπουργείου Εκκλησια-στικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Παράρτημα 15), σ. 28.

Page 300: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

νης από τον οποίο προήλθε ο Πανιώνιος, και έπονται εκείνα που καλλιεργούν ένα μόνο σπορ. Ο τρίτος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικός λόγος είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η συνεχώς αυξανόμενη βαρύτητα της ψυχαγωγίας στη ζωή της μεσαίας τάξης.

Δεν θα πρέπει να υποτιμάται πάντως το στοιχείο της κοινής διασκέδασης που υπήρχε για τα μέλη και των γυμναστικών συλλόγων19. Είναι γεγονός ότι στα καταστατικά των εν λόγω σωματείων προβάλλονται ως βασικοί στόχοι αφενός η στρατιωτική προετοιμασία και το καθήκον προς την πατρίδα και αφε-τέρου η σωματική και πνευματική ανάπτυξη, στοιχείο που παραπέμπει στο αρ-χαιοελληνικό ιδεώδες του «καλός καγαθός». Ευνοείται, συνεπώς, τουλάχιστον στο επίπεδο των προθέσεων, η παιδαγωγική-διαμορφωτική διάσταση σε βάρος της ψυχαγωγικής. Αυτό διαπιστώνεται και από την ίδια τη δράση σωματείων όπως ο Πανελλήνιος και ο Εθνικός που δημιουργούν αθλητικούς θεσμούς οι οποίοι στοχεύουν στη διάδοση της γυμναστικής εκπαίδευσης: ο Πανελλήνιος ιδρύει σχολή γυμναστών και γυμναστριών (1891), όταν ακόμη απουσίαζε η κρατική μέριμνα, ενώ ο Εθνικός θεσμοθετεί παιδικούς και εφηβικούς αγώνες (από το 1898). Παιδικούς και εφηβικούς αγώνες, εξάλλου, οργανώνουν κατά καιρούς πολλοί σύλλογοι τόσο της πρωτεύουσας όσο και της επαρχίας 20.

Θα ήταν ωστόσο λάθος να πάρουμε κατά γράμμα το λόγο που μονομερώς προβάλλει την ηθική ωφέλεια της σωματικής αγωγής, προσπαθώντας να της προσδώσει την απαραίτητη νομιμοποίηση. Η ώρα της άσκησης στο γυμναστή-ριο του συλλόγου και η συναναστροφή στα γραφεία η το εντευκτήριο του ήταν ώρα αναψυχής και κίνητρο των εγγραφόμενων μελών ήταν οπωσδήποτε η ανα-ζήτηση συντροφικότητας, κοινωνικής επαφής, ψυχαγωγίας και αισθητικής ικα-νοποίησης21. Το αθλητικό σωματείο εκπροσωπεί προς τα τέλη του 19ου αι. ένα πρότυπο συλλογικής ζωής που συμπυκνώνει ουσιώδη χαρακτηριστικά της αστικής κουλτούρας: ελεύθερος χρόνος και αναψυχή, χαρά της ζωής, ισότητα, ανδρισμός.

Η ταύτιση του αθλητικού σωματείου με την ανδρική κοινωνικότητα σή-μαινε προφανώς την απουσία γυναικών από τους χώρους άθλησης και από τους καταλόγους των μελών των αθλητικών συλλόγων. Αυτό ίσχυε κατά κανόνα, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, ως τα τέλη του 19ου αιώνα. Έτσι, από τα σω-ματεία που ιδρύονται ως το 1899, τέσσερα μόνο αναφέρουν στο καταστατικό

19. R. Holt, Sport and Society in Modern France , Λονδίνο, Macmillan, 1981, σ. 51-52, 58-59.

20. Καταγραφή ανά έτος των αγώνων που οργανώθηκαν στο ελληνικό κράτος από το 1898 ως το 1922 βλ. Χ. Κουλούρη, ό.π., σ. 133-140. Σχολικούς αγώνες οργάνωνε από το 1901 ως το 1922 και ο Πανιώνιος στη Σμύρνη.

21. V. L. Lidtke, The Alternative Culture. Socialist Labor in Imperial Germany, Νέα Υόρκη, Oxford University Press, 1985, σ. 3.

Page 301: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

τους ότι μπορούν να εγγραφούν και γυναίκες ως μέλη. Από τα σωματεία της Αθήνας, ο Εθνικός και το Lawn Tennis Club είναι τα πρώτα σωματεία που εξέλεξαν, από το 1901, γυναίκες στο Δ.Σ. τους. Ωστόσο, η θέση των γυναικών στα δύο πρωτοπόρα σωματεία είναι τελείως διαφορετική. Στον μεν Εθνικό, η γύμναση των γυναικών υπηρετεί παιδαγωγικούς και πατριωτικούς στόχους και διαφοροποιείται από εκείνη των ανδρών ως προς τον τόπο (δεν γυμνάζονται ταυτόχρονα) και ως προς τον τρόπο (δεν γυμνάζονται με τις ίδιες ασκήσεις). Στον Όμιλο Αντισφαίρισης Αθηνών, αντίθετα, η αθλητική πρακτική στοχεύει στην ψυχαγωγία των γυναικών άσκηση κοινή για τα δύο φύλα και ψυχαγωγία μεικτή, που περικλείει τη συναναστροφή και το παιχνίδι με τα άρρενα μέλη του σωματείου.

Πράγματι, η παρουσία των γυναικών στα γυμναστικά σωματεία, όπως ο Πανελλήνιος και ο Εθνικός, περιορίζεται στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες, εκείνες που αφορούν τη γύμναση των κοριτσιών και τη μόρφωση διδασκαλισ-σών της γυμναστικής, και επομένως η ενασχόλησή τους με τη γυμναστική νοεί-ται ως έργο που τοποθετείται πλάι στο κεκτημένο ήδη πεδίο δημόσιας δράσης τους, τη φιλανθρωπία. Στο πλαίσιο λοιπόν του γυμναστικού σωματείου η γυ-ναίκα δε γυμνάζεται όπως τα άρρενα μέλη για να μετάσχει σε αγώνες η να ψυχαγωγηθεί αλλά για να εξυπηρετήσει τους στόχους της γυναικείας εκπαίδευ-σης, όπως ορίζονται στα τέλη του αιώνα: να διαμορφωθούν υγιείς και εύρω-στες μητέρες για τα τέκνα της πατρίδας.

Οι ίδιες οι γυναίκες, εκείνες τουλάχιστον που ανήκαν στην αθηναϊκή αστική ελίτ, φαίνεται πως διεκδικούσαν πάντως το δικαίωμα στην ψυχαγωγία μέσω των σπορ, στο πλαίσιο των αθλητικών βεβαίως σωματείων. Το μόνο νεοτερικό σπορ22 όπου παρατηρείται σημαντική γυναικεία συμμετοχή με καθαρά ψυχα-γωγικό περιεχόμενο είναι το τέννις23. Πέρα από την ίδια τη χαρά του παιχνι-διού, το τέννις έδινε τη δυνατότητα στις γυναίκες να συναναστραφούν με το άλλο φύλο σε ένα χώρο που ήταν στην ουσία στα όρια του ιδιωτικού και του δημόσιου, εξαιτίας αφενός της οικογενειοκρατικής δομής των σωματείων τέννις (στη συγκεκριμένη περίπτωση, του Lawn Tennis Club) και αφετέρου χάρη στη δυνατότητα να παίζεται ακόμη και στο σπίτι, στα ιδιωτικά γήπεδα των εύπορων σπιτιών.

Η Μεσολυμπιάδα που οργανώθηκε στην Αθήνα το 1906 επέβαλε τη δη-μόσια παρουσία της αθλούμενης γυναίκας αφενός με την ομάδα των Δανίδων

22. Σημαντική ήταν η γυναικεία συμμετοχή σε ένα παραδοσιακό σπορ, επίσης κοι-νωνικά περιχαρακωμένο, την ιππασία. Βλ. Χ. Κουλούρη, ό.π., σ. 353-5.

23. Χαρακτηριστικό είναι ότι και σε ένα γυμναστικό σωματείο, όπως ο Πανελλή-νιος, οι περισσότερες εγγραφές γυναικών ως μελών γίνονται μετά τη δημιουργία γυναικείου τμήματος αντισφαίρισης (1904).

Page 302: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

γυμναστριών που έκαναν επίδειξη ασκήσεων σουηδικής γυμναστικής και αφε-τέρου με τους αγώνες αντισφαίρισης όπου η Ελλάδα ανέδειξε και γυναίκα ολυ-μπιονίκη. « Η εξέλιξις και ο πολιτισμός», έγραφε στο Λεύκωμα των Αγώνων του 1906 ο Π. Σ. Σαββίδης, «αντήλλαξαν το βαρύ δόρυ με κομψήν ρακέταν,

και το ακόντιον με την ελαφράν σφαίραν του ελαστικού, και έδωκαν εις την νεωτέραν γυναίκα τα μέσα της διαπλάσεως του σώματός της αναλόγως προς

τας συνθήκας και τας απαιτήσεις της συγχρόνου εποχής, οι δε Ολυμπιακοί αγώνες, οι τελεσθέντες εις την χώραν, ήτις εγέννησε τον αρχαίον αθλητισμόν, δεν ελησμόνησαν την σύγχρονον γυναίκα, της κομψής παιδιάς της αντισφαιρί-

σεως ορισθείσης ως σταδίου επιδείξεως της γυναικείας επιδόσεως»24. Οι γυναίκες μετείχαν στα σπορ και από τις κερκίδες, ως θεατές. Πράγματι,

τα σπορ κατείχαν μια διπλή ψυχαγωγική λειτουργία — ως πρακτική και ως θέαμα. Παράλληλα με την εξάπλωση της αθλητικής δραστηριότητας, με τη μορφή τόσο της γυμναστικής όσο και των σπορ, ο αθλητισμός αναδείχτηκε σε δημόσιο θέαμα που απευθυνόταν σε ένα συνεχώς διευρυνόμενο τμήμα των με-σαίων τάξεων — και στη συνέχεια και των εργατικών. Οι αντιδράσεις του πλή-θους, οι ζητωκραυγές και οι αποδοκιμασίες, η ταύτιση με τους αγωνιζομένους, η συγκίνηση και η βία, όλα τα στοιχεία που, σύμφωνα με τους ανθρωπολόγους, χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη αυτή τελετουργία του σταδίου η του γηπέδου, απο-τελούν αναπόσπαστο τμήμα της ιστορίας των σπορ.

Μαζική παρουσία θεατών σε αθλητικές εκδηλώσεις καταγράφεται στο ελ-ληνικό κράτος ήδη από τις Ζάππειες Ολυμπιάδες, κυρίως στην πιο επιτυχη-μένη του 1870, όπου οι εφημερίδες της εποχής κατέγραψαν 25.000 θεατές, χωρίς βεβαίως εισιτήριο25. Με την ίδρυση των αθλητικών συλλόγων και με απο-κορύφωμα τους Ολυμπιακούς του 1896 και τη Μεσολυμπιάδα του 1906, το αθλητικό θέαμα προσελκύει μεγάλο αριθμό θεατών επί πληρωμή. Το εισιτήριο δεν ήταν ιδιαίτερα ακριβό για τα δεδομένα της εποχής —υπήρχαν άλλωστε πολ-λές κατηγορίες θέσεων— πρέπει ωστόσο να καταγραφεί το γεγονός ότι ένα με-γάλο μέρος του πληθυσμού της πρωτεύουσας πλήρωνε για να παρακολουθήσει αθλητικούς αγώνες. Ο ενθουσιασμός της Ολυμπιάδας δεν είχε εντούτοις τη συ-νέχεια που ανέμεναν οι φίλαθλοι της εποχής. Οχ ι μόνο γιατί, όπως ήδη παρα-τηρήσαμε, οι περισσότεροι σύλλογοι διαλύθηκαν αμέσως μετά. Αλλά και γιατί η παρουσία των θεατών στους πανελλήνιους αγώνες, οι οποίοι θεσμοθετούνται με το νόμο (ΒΧΚΑ' του 1899, αν και μαζικότερη από ό,τι σε όλους τους άλλους αγώνες που γίνονται κατά την ίδια περίοδο, ήταν σχετικά ισχνή. Ενδεικτικό της μειωμένης προσέλευσης είναι ενδεχομένως και το γεγονός ότι η Επιτροπή

24. Π. Σ. Σαββίδης, Λεύκωμα..., ό.π., σ. 118-119. 25. I. Ε. Χρυσάφης, Οι σύγχρονοι διεθνείς..., ό.π., σ. 83.

Page 303: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Ολυμπιακών Αγώνων παραχωρούσε δωρεάν εισιτήρια για ολόκληρες κερκίδες σε σχολεία, ορφανοτροφεία και στρατιωτικά τάγματα.

Η μειωμένη προσέλευση θεατών σε αγώνες στίβου, όπως ήταν οι πανελ-λήνιοι, συνδυάζεται με μια σειρά από νέα στοιχεία που διακρίνουν τον ελλη-νικό αθλητισμό στις αρχές του 20ού αιώνα: την υποχώρηση της γυμναστικής και του κλασικού αθλητισμού σε όφελος των ψυχαγωγικών σπορ, τη στροφή των αθλητικών συλλόγων προς τον πρωταθλητισμό, την παρέμβαση του κρά-τους με τη σχετική νομοθεσία που προέβλεπε μεταξύ άλλων την κρατική επι-χορήγηση των αθλητικών συλλόγων αλλά και τον πλήρη έλεγχο της διοργά-νωσης των αγώνων. Οι δύο βασικοί θεσμοί της διοίκησης του αθλητισμού, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Αθλητικών και Γυμναστικών Σωματείων (Σ.Ε.Α.Γ.Σ.) και η Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων (Ε.Ο.Α.), είναι στενά εξαρτημένοι από την κεντρική εξουσία, ιδιαίτερα μάλιστα η Ε.Ο.Α. που δεν αποτελεί εκλεγμένο αλλά διορισμένο όργανο. Στην ουσία, η παρέμβαση του κράτους είναι αντί-στροφη από την πορεία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Ενώ τόσο στα παλαιά σωματεία όσο και στα νέα που ιδρύονται υπάρχει, όπως είδαμε, μια σαφής τροπή προς τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία μέσω των σπορ, η νομοθεσία προωθεί τον παιδαγωγικό ρόλο των αθλητικών συλλόγων θεωρώντας το έργο τους συμπληρωματικό της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Σύμφωνα με τον νόμο ,ΒΧΚΑ', τα γυμναστήρια των συλλόγων φιλοξενούν τη γυμναστική εκπαίδευση των μαθητών, εκεί όπου δεν υπάρχει σχολικό γυμναστήριο.

Τα πολεμικά και πολιτικά γεγονότα της δεκαετίας 1912-1922 μάλλον ευ-νοούσαν τον ίδιο προσανατολισμό που υποβάθμιζε την ψυχαγωγική σε όφελος της εκπαιδευτικής διάστασης στη δράση των σωματείων. Άλλωστε, ως προς την κατανάλωση του ελεύθερου χρόνου, το σωματείο εμφανίζεται ήδη από την καμπή του αιώνα ως ανταγωνιστικό προς το καφενείο, συμβολίζοντας εξίσου ανταγωνιστικές αξίες στο πλαίσιο της αστικής κουλτούρας26. Η επαφή με τη φύση και η σωματική άσκηση παρουσιάζονται ως τα ηθικά αντίδοτα προς τη μαλθακότητα των «εν τοις καφενείοις διατριβών, τοις κέντροις τούτοις της αρ-γίας και της σήψεως»27.

Από την αρχή του 20ού αι., η διοργάνωση των αγώνων διέπεται από κα-νονικότητα και ακρίβεια: λεπτομερής νομοθεσία και κανονισμοί αγώνων προσ-διορίζουν τα είδη, το χρόνο και τον τόπο διεξαγωγής τους, τη συγκρότηση της ελλανόδικης επιτροπής, τις προϋποθέσεις συμμετοχής σωματείων και αθλη-

τών, τα βραβεία, τις επιδόσεις. Φαίνεται μάλιστα ότι με την καθιέρωση της

26. D. Α. Reid, «The Decline of Saint-Monday 1766-1876», Past and Present 71 (May 1976) 99.

27. Εγκύκλιος 2361 «Περί γυμνασιακών εκδρομών» (Φεβρ. 1898): Δ. Αντωνίου, Τα προγράμματα της Μέσης Εκπαίδευσης (1833-1929), τ. Α', Αθήνα, ΙΑΕΝ, 1988, σ. 381.

Page 304: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

απονομής του επάθλου της Νίκης στο σωματείο που συγκέντρωνε τις περισ-σότερες νίκες στους πανελλήνιους αγώνες καθώς και του βραβείου συλλογικής προσπάθειας από τον Σ.Ε.Α.Γ.Σ. η αναζήτηση της επίδοσης, η «επιδοσιομα-νία» κατά την έκφραση του Χρυσάφη28, αναδεικνύεται σε πρωταρχικό μέλημα της δράσης των αθλητικών συλλόγων. Όλο και περισσότερος χρόνος αφιερω-νόταν στη βελτίωση της επίδοσης παρά στη διεύρυνση του αριθμού των γυ-μναζομένων η στην επαφή και την επικοινωνία των μελών μεταξύ τους. Τα δύο επιφανέστερα γυμναστικά σωματεία της Αθήνας, ο Πανελλήνιος και ο Εθνικός, συγκρούσθηκαν συχνά εκείνη την περίοδο τόσο για τον έλεγχο του Σ.Ε.Α.Γ.Σ. όσο και για τα πρωτεία στους πανελλήνιους αγώνες. Η απόπειρα να προσελκύσουν με κάθε τρόπο ικανούς αθλητές που θα τους χάριζαν περισ-σότερες νίκες αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα αυτών των συγκρούσεων. Η ανα-ζήτηση της νίκης και του ρεκόρ, συνεπώς, και η έμφαση στη μέτρηση της σω-ματικής επίδοσης με την επιστημονική ακρίβεια του χρονομέτρου29 είναι στοι-χεία που σφράγισαν εξαρχής τον ελληνικό αθλητισμό, από τη στιγμή μάλιστα που η ανάδειξη πρωταθλητών χρησίμευε ως ένα επιπλέον αποδεικτικό στοιχείο του εθνικού σφρίγους. Η εξωτερική εμφάνιση συμβόλιζε τον εθνικό χαρακτήρα. Τα στάδια και τα πεδία των μαχών θεωρούνταν εξίσου τόποι πραγμάτωσης των ιδεωδών της ανδρικής δύναμης και του ηρωισμού, όπως εύγλωττα δηλώνει το «Ασμα αθλητού» το 1899:

28. I. Ε. Χρυσάφης, Οι σύγχρονοι διεθνείς..., ό.π., σ. 347. 29. Όπως επισημαίνει ο E. Weber, «ο αθλητικός άθλος [...] το ρεκόρ δεν προερχό-

ταν τόσο από τον αγώνα εναντίον του αντιπάλου αλλά εναντίον του χρονομετρημένου και καταγεγραμμένου χρόνου». E. Weber, «La petite reine» στο P. Arnaud - J. Camy (εκδ.), La naissance du mouvement sportif associatif en France. Sociabilités et formes de prati-ques sportives, Λυόν 1986, σ. 17.

30. Ποδηλατική και Αθλητική Επιθεώρησις της Ανατολής 1 (1898-9) 134. Ποιητής, ο Κ. Σ. Γούναρης.

Μέσα στα στήθη με θερμαίνει Κύμα νεότητος κι' ορμής Κ' εκεί με σέρνει να πετάξω, Πούνε η Ζωή στεφανωμένη Με δάφνη δόξας και τιμής.

Ένα κομμάτι αρμονία Απ' την παληά μας εποχή Θέλω στο σώμα μου να δώσω Νάχω το κάλλος, την υγεία Χρυσή κορνίζα στην ψυχή.

Μπορώ την λόγχη να κρατήσω Σε χέρι αδάμαστης ακμής· Θέλω έναν ύμνο του Πινδάρου

Όταν το αίμα μου θα χύσω Σ' αγώνες δόξας και τιμής30.

Page 305: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Ο ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ (1833-1862)

ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΜΙΑΣ ΑΤΕΛΟΥΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑΣ ΜΕΤΑΦΥΤΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΜΗΝΑΣ Α. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Η μελέτη, αναφορικά με την εξέλιξη του σχολικού αθλητισμού κατά τη διάρ-κεια της οθωνικής περιόδου, που επιχειρείται στη συνέχεια, αποτελεί περισσό-τερο μια οριοθέτηση ενός ερευνητικού πεδίου, παρά μια εξαντλητική και από γνωστική άποψη σχετικά τελειωμένη διαπραγμάτευση.

Διατρέχοντας τη διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία παρατηρεί κανείς ότι τόσο στην ιστορική έρευνα με αντικείμενο την εκπαίδευση, όσο και στις μεμο-νωμένες μελέτες που εντάσσονται στο χώρο της ιστορίας του αθλητισμού υπάρ-χει ένα εμφανές κενό πληροφόρησης για την περίοδο που εξετάζεται. Στο χά-σμα αυτό πληροφόρησης προστίθεται με μερικές εξαιρέσεις και η απουσία επι-στημονικής προσέγγισης στην ελληνική ιστοριογραφία του αθλητισμού, που προσδίδει στο μεγαλύτερο μέρος των εργασιών και άρθρων για τον αθλητισμό τον 19ο αι. ένα στενά δημοσιογραφικό προφίλ. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των παραπάνω, αφηγηματικού και ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, αναφορών συ-νίσταται στο γεγονός, ότι επιχειρούν να τεκμηριώσουν την αθλητική εξέλιξη σαν αυτοδύναμη και ανεξάρτητη διαδικασία, μονωμένη από κάθε είδους κοι-νωνικοπολιτικές αξίες και θεωρήσεις. Όμως η αθλητική διαδικασία, και στην περίπτωσή μας ο σχολικός αθλητισμός, εμπίπτει σε ένα πεδίο διαπλεκόμενων κοινωνικών, πολιτικών και εκπαιδευτικών πολυπρισματικών διαδράσεων, που προκαθορίζουν τη δομική διαμόρφωση του, καθώς και τη λειτουργικότητά του και τους στόχους του. Η παραπάνω επισήμανση θα πρέπει να θεωρείται όχι μόνο ως βασική αρχή και θεώρηση για την κατανόηση και επιστημολογική με-λέτη της σχολικής αθλητικής εξέλιξης, αλλά και ως αναλυτική προϋπόθεση για την επιστημονική σκέψη που θέλει να προσδιορίσει τις αιτιώδεις σχέσεις και το ρόλο που διαδραματίζουν στη διαμόρφωση και εφαρμογή των θεσμικών πρα-κτικών.

Ως εκ τούτου ο εισηγητής θα προσπαθήσει στη συνέχεια να αναλύσει τις σχέσεις μεταξύ των κρατικών επιδιώξεων και προκριμάτων όπως και των υιο-θετούμενων εκπαιδευτικών πρακτικών για την οργάνωση του σχολικού αθλη-τισμού, να εξετάσει την επίδραση του γερμανικού γυμναστικού συστήματος στην

Page 306: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

εν γένει αθλητική εξελικτική πορεία και, τέλος, να οριοθετήσει τον βαθμό πραγ-ματοποίησης των κρατικών επιταγών. Ακολούθως θεωρείται σκόπιμο να τονι-στεί, ότι η ανάλυση σχηματοποιείται ως πλαίσιο αναφοράς στο οποίο εγγρά-φονται και αποκωδικοποιούνται οι μηχανισμοί συγκρότησης της σχολικής αθλη-τικής δομής σε αντιστοιχία με τη μεταβαλλόμενη ιστορική συγκυρία.

Η δημιουργία του ελληνικού κρατικού σχηματισμού υπήρξε το αποτέλε-σμα ενός μακροχρόνιου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα (1821-1829) και της δυ-ναμικής επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, οι οποίες, μετά τη δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια το 1831, ανέθεσαν με συνοπτικές διαδικασίες τη διακυβέρνηση του νεοσύστατου κράτους στον πρίγκι-πα Όθωνα (1832), δευτερότοκο υιό του γνωστού φιλέλληνα μονάρχη της Βαυα-ρίας Λουδοβίκου του I. Ωστόσο τις βασιλικές εξουσίες ορίστηκε να ασκήσει, μέχρι την ενηλικίωση του Όθωνα, η λεγόμενη Αντιβασιλεία, αποτελούμενη από τον κόμη Joseph von Armansberg, τον καθηγητή Ludwig von Maurer και τον υποστράτηγο Karl Wilhelm von Heideck. Η συγκρότηση του νεοπαγούς κράτους σύμφωνα με μοναρχικά, δυτικού προσανατολισμού πρότυπα και ειδι-κότερα η οργάνωση ενός συγκεντρωτικού διοικητικού ιστού, η δημιουργία δο-μών και όρων για την οικονομική ανάπτυξη καθώς επίσης και η επεξεργασία θεσμικού εκπαιδευτικού πλαισίου αναδείχθηκαν σαν oι κατευθυντήριοι πολιτι-κοί άξονες της Αντιβασιλείας.

Στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στα 1833 και 1837 υλοποιούνται μέσω νομοθετικών διαδικασιών οι εκπαιδευτικές προθέσεις των κυβερνώντων. Ενώ λοιπόν ο νόμος της 6/18 Φεβρ. 1834 «Περί δημοτικών σχολείων» καθόριζε το καθεστώς της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, διαμορφώθηκε το πλαίσιο οργά-νωσης της μέσης εκπαίδευσης με το διάταγμα της 31 Δεκ. 1836/12 Ιαν. 1837 «Περί κανονισμού των ελληνικών σχολείων και γυμνασίων». Είναι γεγονός ότι η δομή του εκπαιδευτικού συστήματος αποτέλεσε αντιγραφή της αντίστοιχης των γερμανόφωνων κρατιδίων, άμεσα αναφορικά με τη μέση και έμμεσα σχε-τικά με την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η γνωστή δή-λωση του Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή, ανωτάτου υπαλλήλου στο Υπουργείο Παιδείας, ο οποίος χαρακτήριζε τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις «ως απλήν

και κατεσπευσμένην αντιγραφήν των βαυαρικών κανονισμών, μετ' ελαχίστων μεταρρυθμίσεων ίνα φανώσιν ως νέον νομοθέτημα δήθεν».

Σύμφωνα με αυτά τα δεδομένα, αναλύοντας τις παραγράφους και τα άρθρα της εκπαιδευτικής νομοθεσίας (1833-1837) που σχετίζονται με την οργάνωση και διεξαγωγή του μαθήματος της Γυμναστικής, ανακύπτει σε επίπεδο ορολο-γίας μια σαφής προσέγγιση της αρχαίας ελληνικής παράδοσης, αφού χρησιμο-ποιούνται όροι όπως «σωματικαί γυμνασίαι» (σωμασκίαι) (Νόμος 6-18 Φεβρ. 1834, Περί δημοτικών σχολείων, άρθρο 2), «σωμασκία» (Νομοσχέδιο, Περί του οργανισμού των ελληνικών σχολείων και γυμνασίων και πανεπιστημίου, Ναύ-

Page 307: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Ναύπλιο 1834), «γυμναστική» και «γυμναστικαι ασκήσεις» (Β. Διάταγμα 31 Δεκ. 1836 - 12 Ιαν. 1837 Περί κανονισμού των ελληνικών σχολείων και γυμνασίων, παράγραφοι 11 και 69) για τον προσδιορισμό των περιεχομένων της κινητικής δραστηριότητας. Αυτή η μονόπλευρη σύλληψη ήταν το αποτέλεσμα της κλα-σικιστικής ευρωπαϊκής τάσης, που μεταλαμπαδεύτηκε στην Ελλάδα μετά την άφιξη των Βαυαρών με τις ευλογίες της πλειοψηφίας Ελλήνων λογίων και φι-λολόγων, οι οποίοι προσπάθησαν να «αποκαθάρουν» τη γλώσσα —για να χρη-σιμοποιήσουμε τον όρο του Νίκου Σβορώνου— διαπλάσσοντάς την πάνω στην αρχαία ελληνική, με βασικό σκοπό την αναβίωση της τελευταίας. Αναφορικά όμως με το γενικό οργανωτικό πλαίσιο παρουσιάζονται αντιστοιχίες με το γερ-μανικό γυμναστικό σύστημα (Turnen), που διέδωσε στην Βαυαρία ο Hans Ferdinand Massmann, μαθητής και συνεργάτης του επονομαζόμενου πατέρα της γερμανικής γυμναστικής κίνησης Ludwig Jahn, ο οποίος —θα μπορού-σαμε να πούμε παρενθετικά στο σημείο αυτό— στις αρχές του 19ου αι. σχη-ματοποίησε σειρές κινητικών δραστηριοτήτων σε στερεά όργανα σε ένα ενιαίο σύστημα, με σκοπό την σωματική ενδυνάμωση του μέσου Πρώσσου πολίτη για να αποτινάξει τον γαλλικό ζυγό.

Συγκεκριμένα αναδύονται ταυτόχρονες θεωρήσεις σχετικά με το χρονικό διάστημα διεξαγωγής του μαθήματος, απόρροια της γερμανικής πραγματικό-τητας όπως αυτή εκφράζεται στις απόψεις του Jahn και του Eiselen μέσω της μονογραφίας τους «Deutsche Turnkunst» (Βερολίνο 1816). Από την άλλη πλευρά έκδηλη είναι η επιδίωξη του νομοθέτη να καταστήσει τη σωματική αγω-γή, κυρίως στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, προαιρετικό αντικείμενο διδασκα-λίας, εκπαραθυρώνοντάς τη ουσιαστικά από το αναλυτικό σχολικό πρόγραμμα. Εύγλωττη η κρατική πρόθεση στο Β. Διάταγμα για την οργάνωση των γυ-μνασίων όπου «γυμναστικαι ασκήσεις θέλουν γίνεσθαι το θέρος κατά τας τε-λευταίας ώρας μετά την μεσημβρίαν όταν υπάρχουν διακοπαί μαθημάτων».

Οι προσπάθειες της κρατικής μηχανής, για την εισαγωγή της βαυαρικής σχολικής δομής, με τη σωματική αγωγή να εναρμονίζεται στις επιταγές ενός μονολιθικού και μονόπλευρου γυμναστικού συστήματος, εστιάστηκαν, ιδιαίτερα στην αρχή της οθωνικής περιόδου, στην δημιουργία γυμναστηρίων και τον εξο-πλισμό τους με κατάλληλα όργανα εξάσκησης, τα οποία αποτελούσαν τον ακρο-γωνιαίο λίθο για την μεθοδολογική ανάπτυξη της προαναφερόμενης φόρμας ά-σκησης. Η ίδρυση και ο εξοπλισμός, με ειδικά όργανα εξάσκησης του γερμα-νικού συστήματος, χώρων γύμνασης στο Ναύπλιο το 1834 για τις ανάγκες των σπουδαστών του Βασιλικού Διδασκαλείου και αργότερα στην Αθήνα, καθώς επί-σης η μετά από πρωτοβουλία των τοπικών Δήμων σύσταση γυμναστηρίων στην Αίγινα και στην Σύρο καταδεικνύει τις κρατικές επιδιώξεις, οι οποίες και στον τομέα αυτό εκφράζονται χωρίς καν να συνεκτιμηθεί η ελληνική πραγματικό-τητα, όπως αναφέρει και ο Αλέξης Δημαράς γενικεύοντας την κριτική του απέ-

Page 308: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

απέναντι στην εκπαιδευτική πολιτική του οθωνικού κράτους. Αποφασιστικά συνέβαλαν στην απόπειρα διάδοσης του παραπάνω συστή-

ματος Βαυαροί και Έλληνες γυμναστές, οι οποίοι εκπαιδεύτηκαν στο Μόναχο κάτω από τις οδηγίες του Η. F. Massmann και εργάστηκαν στα σχολικά γυ-μναστήρια και στις ιδιωτικές σχολές που λειτούργησαν κυρίως στην Αθήνα. Για την εκπλήρωση της παραπάνω αποστολής στρατολογήθηκαν, θα λέγαμε, οι Ludwig Kork και Karl Ottendorf για τα γυμναστήρια του Ναυπλίου και των Αθηνών αντίστοιχα. Σημαντική διδακτική και συγγραφική δραστηριότητα ανέπτυξε ο καθηγητής της Γεωγραφίας, Ιστορίας και Σωματικής Αγωγής Γεώρ-γιος Παγών, ιδιαίτερα σχετικά με την θεωρητική και μεθοδολογική εκλαΐ-κευση της γερμανικής γυμναστικής. Η πραγματεία του «Περίληψις της Γυμνα-στικής», που εκδόθηκε το 1837 στην Αθήνα, θα αποτελέσει την πρώτη εξει-δικευμένη γυμναστική μελέτη της νεότερης ελληνικής ιστορίας και η χρήση της στο Βασ. Διδασκαλείο Αθηνών θα διατηρηθεί μέχρι τα μέσα του 19ου αι. Ωστό-σο το έργο αυτό αποτελεί πιστή αντιγραφή σχετικών εγχειριδίων του γερμα-νόφωνου χώρου, όπως αποδεικνύεται από τις μελέτες του γερμανού φιλολόγου και θεωρητικού της Σωματικής Αγωγής Karl Wassmannsdorff ήδη από το 1885. Ο μετέπειτα καθηγητής της γυμναστικής του Βασ. Διδασκαλείου Γεώρ-γιος Παγών επιχείρησε να παρουσιάσει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ένα συνονθύλευμα της αρχαίας ελληνικής γυμναστικής παράδοσης με τη μετάφραση κεφαλαίων από το βιβλίο του διάσημου φιλανθρωπιστή J. Ch. F. Guts-Muths «Gymnastik für die Jugend», υιοθετώντας την αρχαϊστική τάση που καλλιερ-γούσε η εντόπια διανόηση της εποχής, και του αυταρχικού γερμανικού συστή-ματος με την μεθοδολογική αποδοχή βασικών του κανόνων.

Η αθλητική δραστηριότητα στον εξωσχολικό χώρο που αποτελεί την επο-χή εκείνη αναπόσπαστο μέρος του ελεύθερου χρόνου εκφράζεται με βάση την κοινωνική προέλευση των συμμετεχόντων σ' αυτήν. Στους κόλπους της άρχου-σας τάξης επικρατούν αθλητικές δραστηριότητες, όπως η ιππασία, η ξιφασκία, η οπλομαχία και η κολύμβηση, που ήταν διαδεδομένες και στον αντίστοιχο κοι-νωνικό ευρωπαϊκό χώρο. Χαρακτηριστικό της διάδοσης των παραπάνω αγω-νισμάτων ήταν η συγκρότηση ιδιωτικών σχολών, που λειτούργησαν υπό την διεύθυνση Βαυαρών οπλοδιδασκάλων, απόστρατων στρατιωτικών και διαφόρων Ιταλών και Πολωνών προσφύγων, και αποτέλεσαν φορέα εκπαίδευσης της συγ-κεκριμένης κοινωνικής ελίτ. Από την άλλη πλευρά ο ελληνικός λαός, κυρίως στην επαρχία, ασχολείται στον ελεύθερο χρόνο του με παραδοσιακές αθλητι-κές μορφές —δηλ. τον χορό, το λιθάρι, το τρέξιμο, το άλμα κ.τ.λ.— οι οποίες διεξάγονταν κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.

Η παραπάνω αναντιστοιχία μεταξύ σχολικής και εξωσχολικής αθλητικής δραστηριότητας, με δεδομένη μάλιστα την εγκατάλειψη της λαϊκής παράδοσης από το ελληνικό βασίλειο, οδήγησε στην απομόνωση της γερμανικής γυμναστικής

Page 309: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

κής στα σχολικά γυμναστήρια που είχαν ιδρυθεί σε ορισμένες πόλεις. Ενισχυ-τικά στη διαδικασία αυτή λειτούργησε και η υποκριτική σχεδόν τάση της άρ-χουσας τάξης, η οποία περιφρονώντας την αναψυχή σε θεωρητικό επίπεδο, επέ-τρεπε τη φυγή απ' την πραγματικότητα μέσω αθλητικών δραστηριοτήτων σε όσα από τα μέλη της μονοπωλούσαν την κοινωνική καταγωγή και θέση. Την διαδικασία όμως διάδοσης του συγκεκριμένου συστήματος γύμνασης παρεμπό-διζε αναμφίβολα και ο θεωρητικός, νεοκλασικιστικός χαρακτήρας σπουδών στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η μονόπλευρη εκτίμηση ότι η θεμελίωση του ιδανι-κού μιας πλησίστιας επιστροφής στην αρχαία παράδοση διεκπεραιώνεται μόνο με την υπερφόρτωση του αναλυτικού προγράμματος με θεωρητικής κατευθύν-σεως και περιεχομένου διδακτικά αντικείμενα οδήγησε στην συρρίκνωση των ωρών διδασκαλίας των μαθημάτων πρακτικής φύσεως και σχεδόν στην απο-πομπή της Γυμναστικής από τα προγράμματα. Την εξέλιξη αυτή δεν μπόρε-σαν να την εμποδίσουν και οι παρεμβάσεις ιατρών αλλά και του Όθωνα, που διακήρυτταν την θετική συμβολή της Γυμναστικής «εις την διατήρησιν καλής υγείας και ισόμετρον ανάπτυξιν απάντων των μελών του σώματος», όπως το-νίζει το 1848 ο βασιλέας σε επιστολή του προς τον υπουργό Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως.

Από τις παραπάνω αιτιάσεις γίνεται σαφές ότι το οθωνικό κράτος παρέ-μεινε δέσμιο της κοντόφθαλμης και συγκεντρωτικής του πολιτικής, ανήμπορο να αρθρώσει ανανεωτικό λόγο και να θεμελιώσει εκπαιδευτικές πρακτικές.

Το εύρος της προγονολατρίας αναδύεται και στις προσπάθειες διεξαγωγής αισθητικών εκδηλώσεων, όπου η λάμψη και η γοητεία που ασκούν οι Ολυμπια-κοί Αγώνες της ένδοξης ελληνικής αρχαιότητας στους υπέρμαχους του νεοελ-ληνικού ρομαντισμού ήταν, θα λέγαμε, καταλυτική. Τα Ολύμπια, τα οποία έλα-βαν χώρα στην Αθήνα σχεδόν στη δύση της οθωνικής περιόδου με την οικο-νομική αρωγή του Ευαγγέλη Ζάππα, αποτελούν ίσως χαρακτηριστικό παρά-δειγμα της κοσμοθεωρίας των κυβερνώντων και των απόψεών τους για την αθλη-τική διαδικασία. Οι αθλητικοί αγώνες, παρά τις προθέσεις του χρηματοδότη τους, λαμβάνουν χώρα το 1859 στα πλαίσια έκθεσης βιομηχανικών προϊόντων, διαφαίνεται μέσω του αγωνιστικού προγράμματος απόπειρα σύνδεσης του αρ-χαιοελληνικού παρελθόντος με την πραγματικότητα της εποχής και τέλος η έλ-λειψη οργάνωσης εκτροχιάζει την αθλητική διαδικασία σε θλιβερά στεγανά, σε σημείο μάλιστα που η καυστική κριτική των χρονογράφων της εποχής να εκτο-ξεύσει δριμείς χαρακτηρισμούς προς την οργανωτική επιτροπή.

Αν θεωρήσουμε ότι τα χαρακτηριστικά μεταφύτευσης ενός γυμναστικού συστήματος είναι η νομοθετική κάλυψη, η θεωρητική και μεθοδολογική προσαρ-μογή, και η προσέγγιση μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων ανεξαρτήτως κοινω-νικής τάξεως, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι η απόπειρα αυτή στην Ελ-λάδα κατά τη διάρκεια της οθωνικής περιόδου ήταν ατελής. Η αναπόφευκτη

Page 310: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

αδυναμία κατανόησης του «ξενόφερτου» και μακράν από την λαϊκή παράδοση τεκμηριωμένου γερμανικού γυμναστικού συστήματος, το οποίο προτάθηκε από τους υπευθύνους του Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, χρησιμοποιώντας ανάλογα με την περίπτωση σε θεωρητικό επίπεδο ως πόλο αναφοράς την αρχαιότητα οδήγησε, σε συνδυασμό με τα οικονομικά προβλή-ματα και σαφώς την ανεπαρκή οργάνωση, σε εκπαιδευτικό επίπεδο, στο να πα-ραμείνει το μάθημα της Γυμναστικής ουσιαστικά εκτός αναλυτικού προγράμ-ματος και η διεξαγωγή του να επαφίεται κατά τη διάρκεια της οθωνικής πε-ριόδου στην καλή θέληση του εκάστοτε εκπαιδευτικού.

Η γερμανική γυμναστική θεμελιωμένη στους ιδεολογικούς προσανατολι-σμούς του Πρώσσου πατριώτη Jahn, απομονωμένη όχι μόνο από τις πλατιές λαϊκές μάζες, αλλά και από τις αθλητικές δραστηριότητες της άρχουσας τάξης, θα αποτελέσει απλώς τον θεωρητικό προπομπό για την μετέπειτα εισαγωγή της στρατιωτικής γυμναστικής στα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Page 311: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

ΕΛΕΝΗ ΦΟΥΡΝΑΡΑΚΗ

Χωρίς υπότιτλο, ο γενικός αυτός τίτλος χρειάζεται ορισμένες διευκρινίσεις. Από το ευρύτερο πεδίο της φυσικής αγωγής, θα μας απασχολήσει η γυμναστική, και, ακριβέστερα, οι ιδεολογικές εκείνες διεργασίες, οι οποίες επέτρεψαν την ανάδειξή της σε ιδιαίτερο αντικείμενο παιδαγωγικού ενδιαφέροντος και συγχρό-νως σε δημόσιο εγχείρημα που αφορά την πολιτεία- διεργασίες, οι οποίες κατά συνέπεια συντελούν στη σταδιακή ενσωμάτωση του μαθήματος της σωματικής αγωγής στους κόλπους του εκπαιδευτικού συστήματος, και για το σύνολο του μαθητικού πληθυσμού. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται σε μια πρώτη μα-κρά φάση με τα σχετικά νομοθετήματα του 1899, τα οποία εισάγουν επίσημα τη σωματική άσκηση στο Δημοτικό και επιχειρούν, για όλες τις βαθμίδες και μέσω πολλαπλών πρακτικών γύμνασης, να ρυθμίσουν σχολαστικά τη σχολική σωματική αγωγή και των δύο φύλων, αλλά και τον εξωσχολικό αθλητισμό. Αφήνοντας εκτός πεδίου ανάλυσης τα νομοθετήματα αυτά και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μέσα στην οποία διαμορφώθηκαν, θα παρακολουθήσουμε ιδεολογι-κές διεργασίες που προηγήθηκαν των νομοθετημάτων, ξεκινώντας από τις πρώ-τες ενδείξεις άρθρωσης λόγων (discours) περί σωματικής αγωγής των δύο φύ-λων, στα πρώτα χρόνια του ανεξάρτητου κράτους.

Θα επιχειρήσουμε λοιπόν μια «περιπλάνηση», σε πολύ αδρές γραμμές, σε λόγους που άπτονται της γυμναστικής και εκφέρονται δημόσια κυρίως από λο-γίους και παιδαγωγούς. Καθώς μας ενδιαφέρει λιγότερο η ίδια η τεχνογνωσία, δεν θα σταθούμε ιδιαίτερα στο λόγο των πλέον «ειδικών», γιατρών και γυμνα-στών, παρά μόνο στο βαθμό που ο λόγος αυτός μας επιτρέπει να προσεγγί-σουμε ευρύτερες «ιδεολογικές χρήσεις» της γυμναστικής. Με επιλεγμένες ανα-φορές στη νομοθεσία για τη σωματική αγωγή και αφήνοντας προς το παρόν στην άκρη την εκπαιδευτική πράξη, θα επιχειρήσουμε ν' ανασυνθέσουμε όψεις, σημεία, στιγμές της πορείας συγκρότησης του ενδιαφέροντος για τη σωματική αγωγή στην εκπαίδευση. Μέσα όμως από την επισήμανση μετατοπίσεων η επαναξιολογήσεων που αναδεικνύουν οι λόγοι περί γυμναστικής, θα προκύψει, εν είδει υπόθεσης, μια πρώτη απόπειρα περιοδολόγησης. Μια ακόμα υπόθεση

Page 312: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

εργασίας διαπερνά το κείμενο: οι λόγοι περί γυμναστικής συνιστούν προνομιακό πεδίο για τη διερεύνηση μεταβαλλόμενων στερεοτύπων της εθνικιστικής ιδεο-λογίας, αλλά και για τη μελέτη της ιδεολογικής κατασκευής της έμφυλης δια-φοράς και των επιθυμητών ταυτοτήτων του φύλου.

Ο χρόνος που αναδεικνύεται από την περιπλάνηση αυτή στους λόγους περί γυμναστικής είναι η τείνει να είναι χρόνος της νεοτερικότητας, τουλάχιστον ορι-σμένων της όψεων. Είναι ο χρόνος του έθνους, της εκμάθησης του ρόλου του πολίτη η του πολίτη-στρατιώτη, των πειθαρχικών μηχανισμών διάπλασης σω-μάτων-πνευμάτων συνολικότερα, χρόνος των αξιακών προταγμάτων που εισά-γει η «βιο-πολιτική» ως ανάπτυξη πολλαπλών τεχνολογιών «εξουσίας πάνω στη ζωή», πάνω στο εξατομικευμένο ανθρώπινο «σώμα-μηχανή», την αύξηση των ικανοτήτων του, την αιχμαλώτιση της δύναμής του αλλά και την αποτε-λεσματική του ένταξη στα οικονομικά συστήματα ελέγχου" και πάνω στο συλ-λογικό σώμα, το «σώμα-είδος», εξειδικευμένο ως προς τις βιολογικές του λει-τουργίες, πρόβλημα οικονομικό και πολιτικό από τη σκοπιά της διαχείρισης του πληθυσμού και της ρύθμισης των ιδιαίτερων και ποικίλων μεταβλητών του1. Χρόνος όμως που στη συγκεκριμένη περίπτωση εμφανίζεται ασυνεχής, καθώς είναι ασυνεχείς και εξαιρετικά αποσπασματικοί οι ελληνικοί λόγοι περί γυμνα-στικής που επιχειρούμε να συνθέσουμε σε ένα πρώτο σχήμα" χρόνος επίσης βρα-χύς, υπό την έννοια ότι οι λόγοι και οι πρακτικές προσδιορίζονται συχνά από την πολιτική συγκυρία" ταυτόχρονα όμως και με διάρκεια, καθώς βασικά θέ-ματα επιμένουν, επαναπροσδιορίζονται η επαναξιολογούνται- τέλος, χρόνος που μοιάζει συχνά μονοδιάστατος αν όχι ευθύγραμμος, εντύπωση, που αν δεν οφεί-λεται εν μέρει και στο γεγονός ότι η έρευνά μας βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, πάντως συνδέεται αναμφίβολα και με το γεγονός ότι η εμφάνιση πολλαπλών λόγων και πρακτικών, συνεπώς και ενός «débat» γύρω από τη σωματική αγω-γή, χαρακτηρίζει κυρίως τον φθίνοντα 19ο αιώνα και συνεπώς αρχίζει εκεί που τερματίζει η περίοδος που επιλέξαμε γι' αυτή την ανακοίνωση.

Από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια εμφανίζονται, σποραδικά, κείμενα περί φυσικής αγωγής με την ευρύτερη έννοια του όρου, τα οποία αναπαράγουν την δυτική παράδοση του λόγου της οικογενειακής-ατομικής υγιεινής, η οποία επιχειρούσε κυρίως να εισάγει επιστημονικές μεθόδους και νεοτερικά πρότυπα συμπεριφοράς στο ζήτημα της φυσικής φροντίδας της βρεφικής και πρώιμης παιδικής ηλικίας, καταγγέλλοντας παραδοσιακές πρακτικές και ανορθολογικές προλήψεις. Επιχειρώντας να εισάγουν αυτόν τον λόγο στο ελληνικό κοινό, τα σχετικά ελληνικά κείμενα, γραμμένα κυρίως από γιατρούς, μπορεί να αναφέ-ρονται και στη γυμναστική, ενώ μια υγιεινιστική αντίληψη της σωματικής άσκησης

1. Μισέλ Φουκώ, Ιστορία της σεξουαλικότητας, τ. 1: Η δίψα της γνώσης, μετ. Γκλό-ρυ Ροζάκη, επιμ. Γιάννης Κρητικός, Αθήνα, εκδ. Ράππα, 1978, σ. 36-38 και 165-178.

Page 313: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

σης με στόχο τη διατήρηση και επαύξηση της υγείας απαντά, επίσης σποραδικά, στον παιδαγωγικό λόγο, συναρθρωμένη με παραγγέλματα υγιεινής2.

Την πιο συγκροτημένη ωστόσο απόπειρα εξοικείωσης της ελληνικής κοι-νής γνώμης και των δασκάλων με τη νεοτερική γυμναστική συνιστά το εγχει-ρίδιο του παιδαγωγού Γεωργίου Θ. Παγώντα (Περίληψις της γυμναστικής, Αθήνα 1837), το οποίο —όπως άλλωστε φαίνεται από τους συγγραφείς από τους οποίους «συνερανίσθη» το κείμενο του ο Παγών, κατά ρητή του δήλωση—, επιχειρεί να συνδυάσει δύο διαφορετικές τάσεις: η μία είναι η καθαρά παιδα-γωγική και εξατομικευμένη προσέγγιση της φυσικής αγωγής των Φιλανθρω-πιστών, όπως εκφράζεται από τον Guts -Muths ' η άλλη, όπως εκφράζεται επί-σης στη Γερμανία (Πρωσία) από τον J a h n , δηλώνει μια στροφή, στις αρχές κυρίως του αιώνα, προς ένα ενιαίο-καθολικό πρότυπο σωματικής αγωγής, πλη-ρέστερα συμβατό προς το νέο ιδεώδες της ενιαίας εθνικής κοινότητας, με τάση υπέρβασης της κατάστασης των ιδιαιτεροτήτων στη ζωή των ανθρώπων, ιδιαι-τερότητες που επιπλέον σηματοδοτούσαν την ιεραρχημένη κοινωνία και τις ανι-σότητες των Παλαιών Καθεστώτων 3 . Μέσα στο πλαίσιο του υγιεινιστικού «ορά-

2. Σχετικά με τη συγκρότηση, στην ηπειρωτική κυρίως Ευρώπη και γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα, του νεότερου επιστημονικού πεδίου της φυσικής αγωγής (και οικογενεια-κής υγιεινής), που επικεντρώνει το ενδιαφέρον του κυρίως στο βρεφικό και παιδικό σώμα και αναλαμβάνει να διαφωτίσει τις μητέρες στην ορθολογική του διάπλαση, βλ. André Rauch, Le souci du corps. Histoire de l'hygiène en éducation physique, Παρίσι, P.U.F., 1983, σ. 13-55. Πρβλ. Jacques Ulmann, De la gymnastique aux sports modernes. His-toire des doctrines de l'éducation physique, Παρίσι, Vrin, 31977, σ. 149-172 (ιδιαίτερα ως προς τις φιλοσοφικές ιδέες των γιατρών και παιδαγωγών, εμπνευστών της νεοτερικής φυσικής αγωγής). Σε ό,τι αφορά την ελληνική περίπτωση, κάποια πρώτα δείγματα παρα-γωγής λόγου από την πλευρά των γιατρών για τη φυσική φροντίδα και σωματική αγωγή της πρώιμης παιδικής ηλικίας μπορούν ίσως να αναχθούν και στην προεπαναστατική πε-ρίοδο (βλ. ενδεικτικά, [Π. Ηπίτης], «Φυσική ανατροφή των παίδων», Ερμής ο Λόγιος 16 (15.8.1816) 279-291). Από τη δεκαετία του 1830, εμφανίζονται στο χώρο του ελληνικού εντύπου και αυτοτελή σχετικά δημοσιεύματα προς χρήση των μητέρων η των γονέων. Πρωι-μότερο ίσως δείγμα γραφής ειδικά «περί γυμναστικής» συνιστά το οικείο κεφάλαιο στο βι-βλίο του γιατρού Γρηγορίου Καλλιρρόη, Παραγγελίαι περί υγείας και μακροβιότητος, Βε-νετία 1829, σ. 245-247.

3. Είναι γνωστή η σημασία που είχε η φυσική αγωγή στο ευρύτερο σύστημα αγω-γής στα σχολεία των Φιλανθρωπιστών, ενώ ο John Christopher Guts-Muths (1759-1839) θεωρείται ότι ήταν ο πρώτος που διαμόρφωσε το πιο ολοκληρωμένο σύστημα φυσικής αγω-γής για μαθητές: βλ. σχετικά, Ulmann, ό.π., σ. 214-226 και J. G. Dixon, «Prussia, Po-litics and Physical Education», στο: P. C. Mcintosh, J. G. Dixon, A. D. Munrow, R. F. Willets, Landmarks in the History of Physical Education, Λονδίνο, Routledge & Kegan Paul, 1980, σ. 115-118. Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, μέσα στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, η «προσωποποιημένη» γυμναστική, η οποία απευθυνόταν σ' ένα μικρό αριθμό μαθητών υψηλής κοινωνικής καταγωγής, ήταν προσαρμοσμένη στην ιδιαίτερη ατομική «κρά-ση», αποσκοπούσε σε μια εξατομικευμένη ανάπτυξη και διατηρούσε στοιχεία «αυθορμητισμού

Page 314: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

οράματος» της φυσικής αγωγής, κοινό χαρακτηριστικό και των δύο τάσεων, η γυμναστική προβάλλει ως μείζον δημόσιο εγχείρημα: πρωταρχικός της στό-χος ορίζεται η υγεία, η μακροβιότητα, η βελτίωση του ανθρωπίνου γένους, πη-γές «ιδιωτικού» και «δημοσίου», βλέπε εθνικού, πλούτου4. Μια εκτενέστερη

σμού», δίνει σταδιακά τη θέση της σε μια πολύ διαφορετική αντίληψη και πρακτική της γυμναστικής: παρά την ποικιλία των συστημάτων φυσικής αγωγής, οι νέες «διδασκαλίες» γυμναστικής βασίζονται πλέον στην αρχή της συλλογικής εκγύμνασης και μιας αυξανόμε-νης τυποποίησης, αφού μεγάλες ομάδες, ετερογενούς (η χαμηλής) κοινωνικής καταγωγής, εκτελούν τις ίδιες σωματικές ασκήσεις (στο γυμναστήριο, στο στρατό η σε φιλανθρωπικά ιδρύματα)- οι «διδασκαλίες» αυτές εμφανίζονται εξάλλου αυστηρότερα κανονικοποιημένες, δια μέσου της πληθώρας εκείνης των εγχειριδίων του 19ου αιώνα, που προσδιορίζουν λεπτο-μερώς και σχολαστικά το είδος και τη διαδοχή των ασκήσεων. Η νέα αυτή «τυποποιημένη» γυμναστική (με βάση την οποία αναπροσαρμόζεται άλλωστε και η σχολική γυμναστική, στο πλαίσιο των μαζικών εθνικών συστημάτων εκπαίδευσης), στηρίζεται σε προτάγματα περισσότερο «πειθαρχικά» η «στρατιωτικά» και ενεργοποιείται από τις νέες δυνάμεις που βρίσκονται στην εξουσία, στις σχέσεις τους προς τις κυριαρχούμενες τάξεις: Jacques De-france, «Esquisse d'une histoire sociale de la gymnastique (1760-1870)», Actes de la Recherche en Sciences Sociales 6 (Δεκέμβριος 1976) 28-29. Πρόκειται βέβαια για μια σύνθετη διαδικασία μετεξέλιξης (πρβλ. Rauch, ό.π., σ. 57 κ.ε.), σύμφωνα με την οποία κάθε «σύστημα» φυσικής αγωγής αντλεί τη νομιμότητά του ευαγγελιζόμενο ένα «καθολικό» και ιδεώδες πρότυπο σωματικής αγωγής και διεκδικώντας ακριβώς την ικανότητα ν' αναπτύ-ξει ισότιμα όλα τα άτομα. Εξάλλου, το «καθολικό» αυτό πρότυπο φυσικής αγωγής τίθεται στην υπηρεσία της εθνικής κοινότητας: οφείλει ν' αποτυπώνει τα ιδιαίτερα «βιολογικά» και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της κοινότητας αυτής, ενοποιώντας (και εξουδετερώνοντας) τις διαφορετικότητες της (σωματικής) αγωγής που η πανσπερμία του κοινού έχει αναπτύξει σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Πρώτη «αυθεντική» έκφραση αυτής της αντίληψης στάθηκε το γυμναστικό κίνημα του Turnen στην κατακερματισμένη και γαλλοκρατούμενη Γερμανία, τουλάχιστον όπως το εμπνεύστηκε ο ιδρυτής και «θεωρητικός» του κινήματος J. Fr. L. Chr. Jahn (1778-1825). Στο ιδεώδες της «γυμναστικής κοινότητας» του Jahn, η οποία ωστόσο συνιστά μια αμιγώς ανδρική κοινωνικότητα, η γυμναστική δεν είναι πλέον μόνο προϋπόθεση της υγείας και μιας «ηθικής υγιεινής» όπως ήταν στον Guts-Muths, αλλά γίνεται το αναγ-

καίο όργανο μιας ηθικής πράξης, της οποίας το πρώτο βήμα θα είναι να εξασφαλίσει την ύπαρξη και την ανεξαρτησία της εθνικής κοινότητας· η γυμναστική —ατομική στον Ρουσσώ, κατά μικρές ομάδες στον Guts-Muths— για πρώτη φορά στην ιστορία της παίρνει, με την πρακτική του Turnen, καθαρά συλλογικό χαρακτήρα, ενώ η επαγγελλόμενη δια-ταξική «συ-νεκτικότητα» τείνει, στο συμβολικό πεδίο, να προσδώσει στη γυμναστική κοινότητα «τις διαστάσεις σχεδόν ενός έθνους»: Ulmann, ό.π., σ. 290· πρβλ. George L. Mosse, The Na-tionalization of the Masses. Political Symbolism and Mass Movements in Germany from the Napoleonic Wars through the third Reich, Νέα Υόρκη, Howard Fertig, 1975, σ. 130-131.

4. Οι εναρκτήριοι αυτοί στόχοι του εγχειριδίου (Γ. Θ. Παγών, Περίληψις της γυμνα-στικής, Αθήνα 1837, σ. β') παρουσιάζονται δια στόματος του Φ. Αμορός, φημισμένου εκ-προσώπου της «γαλλικής σχολής» φυσικής αγωγής, η οποία εισάγει στη Γαλλία πρακτικές του Turnplatz, την «κουλτούρα» του γυμναστηρίου και την προνομιακή σύνδεση της γυ-μναστικής με την στρατιωτική προετοιμασία. Ωστόσο, η «γαλλική σχολή», διατηρώντας και

Page 315: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

αναφορά στο εγχειρίδιο αυτό μας δίνει την ευκαιρία να εντοπίσουμε βασικές θεωρητικές αρχές της φυσικής αγωγής, αλλά και κύρια ιδεολογικά στερεότυπα των λόγων περί γυμναστικής στην Ελλάδα του 19ου αι., παρά τις μεταγενέ-στερες επανατοποθετήσεις.

Πρώτο βασικό στερεότυπο: αντιπαραθέτοντας τον «φυσικόν άνθρωπον» στον «πεπολιτευμένον πολίτην», ο οποίος διάγει καθιστική ζωή καλλιεργώντας αποκλειστικά τις διανοητικές του δυνάμεις, το εγχειρίδιο νομιμοποιεί την κεν-τρική αρχή: η σωματική αγωγή προβάλλει ως βασική διαδικασία για την απο-κατάσταση «της απολεσθείσης ισοσταθμίας της ανθρωπινής εκμορφώσεως», σύμφωνα με τα λόγια του Jahn 5 . Η διαδικασία αυτή ωστόσο δεν στοχεύει να αποδώσει στην ανθρωπότητα κανένα χαμένο παράδεισο του «φυσικού ανθρώ-που»· στοχεύει κυρίως στην ορθολογική και αποτελεσματική διαχείριση της σω-ματικής ενέργειας και συνακόλουθα στην «ορθή» διευθέτηση των φυσικών ορμών.

Ο παραπάνω στόχος αφορά κατά προτεραιότητα στα παιδιά και τους νέους, κατηγορία που θεωρείται ότι βρίσκεται πλησιέστερα προς την κατάσταση του «φυσικού ανθρώπου». Αν και το λεξιλόγιο φιλτράρεται επιμελώς από τους κα-νόνες της ευπρέπειας, δεν παύει να είναι αποκαλυπτικό: δια της γυμναστικής «θέλομεν προφυλάξη την νεολαίαν από πολλάς μυστικάς νεανικάς αμαρτίας»6. Εμμέσως πλην σαφώς, πολλές ανάλογες εκφράσεις του εγχειριδίου απηχούν έναν καθιερωμένο προ πολλού στη Δύση λόγο της φυσικής αγωγής: εκείνον που επικεντρώνεται στην επικινδυνότητα της νεανικής σεξουαλικότητας —ιδιαί-τερα των αγοριών— και πιο συγκεκριμένα της πρακτικής του αυνανισμού, προ-τείνοντας ποικίλες και περίτεχνες τεχνικές πρόληψης και θεραπείας της «νό-σου»: ανάμεσά τους, η κοπιώδης σωματική άσκηση, σε αντίθεση προς κατα-σταλτικά μέσα της ίδιας της πράξης, προβάλλεται ως το ισχυρότερο φάρμακο, επειδή επηρεάζει άμεσα την επιθυμία7. Σε τούτο το ιδεολογικό πλαίσιο εντάσ-σεται η υιοθετούμενη από το εγχειρίδιο μέθοδος έλλογης πειθάρχησης στους κανόνες εργασίας που συνυπολογίζει ταυτόχρονα τον δυναμισμό της νεανικής φύσης, και θεωρείται προτιμότερη από κάθε μορφής καταστολή. Θετικά αντι-

επαναπροσδιορίζοντας την καθαρά παιδαγωγική προσέγγιση της γυμναστικής, χαρακτηρί-ζεται από έντονη εκλεκτική ροπή (Ulmann, ό.π., σ. 291-302), κάτι που διακρίνει και το εγχείρημα του Παγώντα, όπως άλλωστε και τη μετεξέλιξη της γυμναστικής στην Πρωσία, μετά τη δίωξη του κινήματος του Turnen.

5. Γ. Θ. Παγών, ό.π., σ. 3-6 και 18. 6. Στο ίδιο, σ. 23. 7. Για το λόγο και τις πρακτικές ελέγχου της παιδικής και νεανικής σεξουαλικότητας,

πρακτικές που αναπτύσσονται πιο ολοκληρωμένα στο πλαίσιο του κολλεγίου, βλ. ιδιαίτερα Rauch, ό.π., σ. 83-87" ειδικότερα για τη νεοτερική, «πειθαρχική», παιδαγωγική αντίληψη που συνιστά η μετάβαση από την καταστολή της ίδιας της πράξης στην καταστολή της επι-θυμίας δια της σωματικής αγωγής, βλ. στο ίδιο, σ. 88-96.

Page 316: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

αντιληπτό, το «ζωηρόν» και «ευφρόσυνον» αυτής της φύσης δεν πρέπει να κατα-σταλεί, αλλά να εξοικονομηθεί και να διευθυνθεί προς «ηθική» κατεύθυνση8. Σε πολλά ελληνικά κείμενα του 19ου αιώνα, η γυμναστική προβάλλει στερεότυπα όχι μόνο ως αντίδοτο στην πρώιμη σεξουαλικότητα αλλά, κυρίως, ως υποκα-τάστατο μιας μη επαρκώς ελέγξιμης (ανδρικής) νεανικής κοινωνικότητας.

Είναι προφανής η υπαγωγή της γυμναστικής στο πρόταγμα της ηθικής διαπαιδαγώγησης, του μετασχηματισμού δηλαδή της νεότητας σε πειθαρχημένα σώματα-πνεύματα μιας συντεταγμένης πολιτείας. Μολονότι η υγεία και η σω-ματική δύναμη και επιδεξιότητα αναγνωρίζονται ως τα κύρια αποτελέσματα της σωματικής αγωγής, η γύμναση του σώματος σε καμιά περίπτωση δεν προ-βάλλει ως αυτοσκοπός" αντίθετα μάλιστα: η φυσική αγωγή —δεύτερη βασική αρχή— προβάλλει ως ένα σύστημα τεχνικών με τα ηθικοποιητικά τους ισοδύ-ναμα, το οποίο ως απώτερο στόχο έχει να επιτύχει «την εντελεστάτην χρησι-μότητα του σώματος ως υπηρέτου του πνεύματος»9. Η αρχή αυτή δεν υπονο-μεύει την αυτονομία της φυσικής αγωγής, αλλά ουσιαστικά υπογραμμίζει την σημασία της ως καθολικής παιδαγωγικής διαδικασίας, σύμφωνα εξάλλου με τους εμπνευστές της νεοτερικής γυμναστικής. Η γυμναστική, επιδρώντας άμε-σα στη φύση, στο σώμα, ενεργεί τελικά επί των ψυχικών δυνάμεων του ανθρώ-που" τον καθιστά «αισθαντικότερον» η «νοημονέστερον», αλλά κυρίως εμπνέει θάρρος, γενναιοψυχία, καταφρόνηση των κινδύνων και των κόπων, καρτερικό-τητα και υπομονή. Οι δεξιότητες του σώματος επενδύονται με κοινωνικές αρε-τές που στο μεν ατομικό επίπεδο εξασφαλίζουν ικανότητα να ανταπεξέρχεται κανείς στις δυσκολίες της ζωής ως ανεξάρτητο ον, στο δε συλλογικό να είναι χρήσιμος στην κοινωνία, και βεβαίως στην πατρίδα10.

Η αναφορά στους αρχαίους και στο ιδεώδες της ισόρροπης ανάπτυξης σώ-ματος και πνεύματος εξαίρει την φυσική αγωγή ως συνολική παιδαγωγική δια-δικασία. Η αναφορά αυτή νομιμοποιεί συγχρόνως την επίκληση της ελευθερίας, συστατικό στοιχείο της γυμναστικής ιδέας (μαζί με την αφοσίωση στο ιδεώ-δες της πατρίδας), προπάντων όπως η ιδέα αυτή γίνεται λόγος και πράξη στο πλαίσιο του γερμανικού εθνικισμού. Μεταφράζοντας στο σημείο αυτό τον Jahn, το εγχειρίδιο επισημαίνει ότι αν η γυμναστική πρέπει «πάντοτε να εκτελήται

8. Παγών, ό.π., σ. 28. 9. Σ τ ο ίδιο, σ. 4. 10. Στο ίδιο, σ. α', 18, 35-36. Στο εγχειρίδιο του Παγώντα είναι ιδιαίτερα εμφανής

η τάση να εξαρθεί η σημασία της σωματικής άσκησης κυρίως για τη σκληραγώγηση του σώματος και τη συνακόλουθη μόρφωση χαρακτήρα (σήμα κατατεθέν της γερμανικής παρά-δοσης της φυσικής αγωγής), αλλά και για να προετοιμάσει ανθρώπους ικανούς να ανταπε-ξέλθουν σε όλα τα καθήκοντα και τα «ρίσκα» που επιβάλλει η κοινωνική ζωή, να προσαρμό-ζονται σε όλα της τα ενδεχόμενα: στην «ωφελιμιστική» αυτή διάσταση της γυμναστικής επι-μένει ιδιαίτερα ο γαλλικός κανονιστικός λόγος: βλ. Ulmann, ό.π., σ. 293-294.

Page 317: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

κατά τον καιρόν και κατά τον χαρακτήρα του έθνους, κατά το κλίμα και τον τόπον», «μάλιστα δε ευδοκιμεί μ ό ν ο ν εις τα α υ τ ό ν ο μ α έ-θνη, και ανήκει μ ό ν ο ν δ ι ά ε λ ε υ θ έ ρ ο υ ς ά ν δ ρ α ς»11 .

Στο συμβολικό πεδίο, λοιπόν, η γυμναστική επίδοση ενός έθνους δηλώνει με όρους αξιωματικούς την ικανότητα προς ελευθερία, βλέπε την υπεροχή του έθνους. Μέσα από τη μετατόπιση αυτή από το σώμα του ανθρώπου στο σώμα του έθνους (και μάλιστα του ελεύθερου έθνους), η ομαδική σωμασκία συνδέε-ται πλέον προνομιακά με την ικανότητα, σωματική και ψυχική, υπεράσπισης της πατρίδας" αλλά και με την πολιτική αγωγή, ως διαδικασία πειθάρχησης στο νόμο, κοινό για όλους12. Τους στόχους αυτούς ενσαρκώνει το πρότυπο του Turnen' της ξεχωριστής και υποδειγματικής αυτής «κοινότητος των γυμνα-στικών», κοινότητας ανδρικής, που δεν ταυτίζεται με τη σχολική τάξη αλλά με τον σαφώς διακεκριμένο, και συγχρόνως προσιτό στην κοινή θέα, χώρο του υπαίθριου γυμναστηρίου (Turnplatz), με τους εσωτερικούς του κώδικες και πειθαρχίες, με τους επικεφαλής «γυμναστήν και παιδοτρίβην», άνδρες χωρίς ιδιαίτερη επιστημονική κατάρτιση αλλά έμπειρους, ζωντανά παραδείγματα φι-λοπατρίας και ευπείθειας στους νόμους13. Το πρότυπο αυτό υιοθετεί λοιπόν, διά στόματος Jahn, το εγχειρίδιο, διανθίζοντάς το με στοιχεία του προγονι-κού τύπου γυμνασίου και της παλαίστρας.

Αναφερόμενος πιο άμεσα στη σωμασκία των μαθητών, ο Παγών περιορί-ζεται στο να επαναλάβει τις απροσδιόριστες παροτρύνσεις14 οι οποίες εκφράζον-ται χαρακτηριστικά και στα εκπαιδευτικά νομοθετήματα του 1834 και 1836: αυτά προβλέπουν αόριστα «τας σωμασκίας» στο Δημοτικό (χωρίς σαφή διευ-κρίνιση αν αφορούν και στα δύο φύλα) και στα δευτεροβάθμια σχολεία τις ώρες

11. Παγών, ό.π., σ. 19 (η υπογράμμιση δική μου). 12. Αν και, σε σχέση προς μεταγενέστερα κείμενα, αυτή η τελευταία διάσταση μοιά-

ζει μάλλον υποβαθμισμένη στο εγχειρίδιο του Παγώντα, υποδηλώνεται όμως σαφώς μέσα από την περιγραφή του προτύπου της γυμναστικής κοινότητας" το σχετικό τμήμα, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, «είναι μεταφρασμένον εκ της βίβλου του Γιαν, και εφηρμοσμένον

προς διδασκαλίαν του Ελληνικού ημών γένους»: στο ίδιο, σ. 19-26. 13. Στο ίδιο, σ. 20-22. Για τη γυμναστική φιλοσοφία του Jahn, βλ. Ulmann, ό.π.,

σ. 277-290" για τις πρακτικές του Turnen γενικότερα, το ιδεολογικό-πολιτικό στίγμα του γυμναστικού κινήματος στη Γερμανία και την αυξανόμενη συντηρητικοποίησή του μετά το 1848, για τη μαζικότητά του και την καθοριστική του συμβολή στην κατασκευή και δια-τήρηση των εθνικών συμβόλων και τελετουργιών, βλ. ιδιαίτερα J. G. Dixon, «Prussia, Po-litics and Physical Education», ό.π., σ. 118-131 και Mosse, ό.π., σ. 125-136.

14. Τα αγόρια του δημοτικού θα πρέπει «καθημερινώς ή τουλάχιστον μίαν ώραν να την αφιερώνωσιν εις την σωμασκίαν αντί των ανωφελών παιγνιδιών», ενώ οι μεγαλύτεροι

μαθητές θα πρέπει να ασκούνται τις μέρες των διακοπών η της ανάπαυσης σε δημόσια γυ-μναστήρια" ο Παγών αναφέρει μάλιστα ως παράδειγμα προς μίμηση το νεοσύστατο και μο-ναδικό τότε γυμναστήριο του Ναυπλίου του οποίου προΐστατο ο ίδιος: Παγών, ό.π., σ. 26-27.

Page 318: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

της ανάπαυσης η την περίοδο των θερινών διακοπών15. Το μόνο κανονιστικό πρότυπο που το εγχειρίδιο προσφέρει στους δασκάλους είναι εκείνο της γυμνα-στικής κοινότητας και του γυμναστή που τη διευθύνει, πρότυπο που φαίνεται να εμπνέει για καιρό τους αποσπασματικούς λόγους περί σωματικής αγωγής στην ελληνική εκπαίδευση.

Παρά τις θεωρητικές προθέσεις του εγχειριδίου να προωθήσει τη γυμνα-στική ιδέα στους κόλπους του σχολείου, η προβολή του προτύπου του Turnen την αποσυνδέει από την καθαυτό εκπαιδευτική διαδικασία. Συγχρόνως, καθί-σταται εμφανέστερη η ουσιαστική μετατόπιση του κέντρου βάρους από το θεω-ρητικά «ουδέτερο» σώμα του ανθρώπου —σύμφωνα με τις οικουμενικές ανθρω-πιστικές-παιδαγωγικές επαγγελίες του ευρύτερου λόγου της φυσικής αγω-γής— προς το ανδρικό σώμα. Πράγματι, ανεξάρτητα από το ότι το εγχειρίδιο επισημαίνει θεωρητικά την ανάγκη της σωματικής αγωγής του γυναικείου φύ-λου, η μετατόπιση αυτή ενεργοποιείται πολλαπλά. Αναδεικνύεται καταρχήν από τη σύνδεση της γυμναστικής ιδέας με την ικανότητα προετοιμασίας, δια-φύλαξης η υπεράσπισης της ελευθερίας της πατρίδας. Εξάλλου, η περιθωριακή αναφορά του εγχειριδίου στη γυμναστική των κοριτσιών νομιμοποιείται και από το ότι δεν μοιάζει να θεωρεί δεδομένη τη σχολική τους ένταξη16.

Ωστόσο, η έμφυλη διάσταση του λόγου περί γυμναστικής δεν απορρέει ούτε μόνο από τις παραπάνω διαπιστώσεις ούτε μόνο από τη στερεότυπη βασική αρχή, ότι η γυμναστική πρέπει να διαφοροποιείται κατά φύλο. Η ίδια η σω-ματική άσκηση και τα ηθικοποιητικά της ισοδύναμα συγκροτούνται με όρους έμφυλους: η ενασχόληση με τη γυμναστική προσδιορίζεται ως στοιχείο «ανδρι-κότητος» και στοχεύει στη διαμόρφωση «σοφής και ανδρικής ψυχής»· οι αρε-τές που επενδύουν το γυμνασμένο σώμα, η «αφοβία και η γενναιοψυχία», συνι-στούν «χαρακτηριστικά ανδρικού χαρακτήρος», σε αντίθεση προς τον «γυναι-κώδη» χαρακτήρα που παραπέμπει στη δειλία- αντίστροφα, το μη γυμνασμένο σώμα περιβάλλεται με τις αρνητικές συνδηλώσεις του «εκθηλυσμού», βλέπε εκ-φυλισμού17. Ανάλογα παραδείγματα θα μπορούσαν να ανιχνευθούν σε πολλά κεί-μενα, ιδιαίτερα μάλιστα στην καμπή του αιώνα και στις αρχές του 20ού, όταν αποκτά ξεχωριστή εμβέλεια το αθλητικό ιδεώδες, επιβάλλεται το αισθητικό πρό-τυπο του γυμνασμένου ανδρικού σώματος και συγκροτείται η νέα ανδρική κοι-

15. Για τις σχετικές αναφορές των νομοθετημάτων του 1834 και 1836, βλ. αντί-στοιχα: Πέτρος I. Κλάδος, Εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά ήτοι νόμοι, διατάγματα, εγκύ-κλιοι, οδηγίαι κλπ. αποβλέποντα εις την Εκκλησίαν και την δημοσίαν εκπαίδευσιν, Αθήνα 1860, σ. 529 και Δαυίδ Αντωνίου, Τα προγράμματα της μέσης εκπαίδευσης (1833-1929), τ. 1, ΙΑΕΝ, Αθήνα 1987, σ. 88 και 103 (τεκμήριο 4).

16. Βλ. τη μοναδική αναφορά του εγχειριδίου στην ανάγκη γύμνασης των κοριτσιών: Παγών, ό.π., σ. 26.

17. Βλ. χαρακτηριστικά αποσπάσματα: στο ίδιο, σ. 8, 35-36.

Page 319: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

κοινωνικότητα των σπορ. Ο λόγος περί γυμναστικής —του οποίου απλώς ένα πρώι-μο τυπικό δείγμα είναι και ο Παγών—, και στην ελληνική περίπτωση όπως και γενικότερα, κατ' εξοχήν επικεντρώνεται στην κατασκευή της ανδρικής ταυ-τότητας, σε αντιπαράθεση προς το «θηλυκό», αναπαράγοντας ταυτόχρονα στο συμβολικό πεδίο τους κοινούς τόπους υπεροχής του «ανδρικού» και υποβάθμι-σης του «θηλυκού».

Αναδεικνύοντας αναμφίβολα τη σωματική αγωγή ως δημόσιο εγχείρημα, το ευρύτερο δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο της «γυμναστικής κοινότητας» στις παρυ-φές του σχολείου εγγράφει την αναγκαιότητα της συλλογικής εκγύμνασης στο πεδίο μιας σχέσης που συνδέει απευθείας το άτομο με την κοινωνία των πολι-

τών, απηχώντας ενδεχομένως το πνεύμα μιας επίλεκτης ανδρικής κοινότητας. Από την άλλη μεριά, γύρω στα μέσα του αιώνα, οι γιατροί, ως ιδιαίτερη συγ-κροτημένη «εστία» λόγου, ανανεώνουν το λόγο γύρω από τη νεοτερική γυμνα-στική, προβάλλοντας κυρίως την ιατρική-υγιεινή της διάσταση (και εκφράζον-τας την προτίμηση τους προς τη σουηδική γυμναστική). Ο λόγος αυτός, ανα-δεικνύοντας την υγεία τόσο ως ατομική όσο και ως δημόσια υπόθεση, προϋπο-θέτει την αποδοχή μιας καθολικής ανάγκης σωματικής άσκησης, που αφορά δηλαδή όλους, ανεξαρτήτως φύλου η ηλικίας (μολονότι η έμφαση δίνεται στην παιδική ηλικία) και ανεξαρτήτως θεσμικού πλαισίου όπου αυτή υλοποιείται (εφό-σον επισημαίνει πολλαπλότητα θεσμών: σχολείο, στρατός, δημόσια γυμναστή-ρια, ιδιωτική-ατομική εκγύμναση)18.

Κανένα ωστόσο από τα παραπάνω πρότυπα δεν φαίνεται να συλλαμβάνει επαρκώς την αποκλειστικότητα της σχέσης εκπαιδευτικός μηχανισμός και κα-νονικοποιημένη συλλογική εκγύμναση —συνεπώς και την τελευταία ως αναπό-σπαστο στοιχείο του μηχανισμού αυτού—, αναγνωρίζοντας συνακόλουθα το κρά-τος ως κύριο υπεύθυνο για την αγωγή αυτή. Η ευθύνη αυτή θα προβληθεί με σαφήνεια όταν, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου δημόσιου διαλόγου που διεξάγεται το 1855-56 για την εκπαίδευση, διατυπώνεται —αν και περιθωριακά— το αίτη-μα να γενικευθεί η σωματική αγωγή σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Το αίτημα βασίζεται και εδώ σε δύο κομβικές έννοιες που έχουν ήδη τεθεί: την «αγωγήν των ελευθέρων» και το πατριωτικό αίσθημα. Ωστόσο, λεπτές αλλά ευδιάκριτες μετατοπίσεις και αντιστίξεις επαναπροσδιορίζουν το αιτούμενο : πε-ρισσότερο από έκφραση της θεμελιώδους αρχής της ισόρροπης ανάπτυξης σώ-ματος και πνεύματος, περισσότερο κι από εγχείρημα που συνδέεται με την υγεία, η σωματική αγωγή προβάλλεται ως ουσιώδες στοιχείο της εθνικής και πολι-τικής αγωγής' περισσότερο από την ατομική ωφέλεια, η σωματική αγωγή υπη-

18. Βλ. λόγου χάριν, την αρθρογραφία του περιοδικού Ιατρική Μέλισσα (1855-1859) που εξέδιδε στην Αθήνα ο Αναστάσιος Γούδας.

Page 320: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

υπηρετεί «το συμφέρον της πολιτείας»' και αντίθετα με την υγιεινή η ιατρική γυ-μναστική, «φροντίζουσαν εν γένει περί της ευεξίας του σώματος του ανθρώ-που», η γυμναστική «υπό έποψιν πολιτικήν και καθαρώς πατριωτικήν» επενερ-γεί επί του «σώματος του πολίτου»19. Συνεπώς η ανάπτυξη της σωματικής αγω-γής δεν μπορεί να επαφίεται κατά προτεραιότητα στις ατομικές συνειδήσεις (η στο άθροισμα των ατομικών συνειδήσεων, δηλ. στην κοινωνία των πολιτών), αλλά πρέπει να αποτελεί υπόθεση της πολιτείας και άρα του εκπαιδευτικού ιδεο-λογικού μηχανισμού.

Αυτή η επιχειρηματολογία προβάλλεται για να στηρίξει επί της αρχής την αναγκαιότητα θεσμικής κατοχύρωσης και γενίκευσης της γυμναστικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Ωστόσο, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η αρχή της γενίκευσης υπονομεύεται από την ίδια τη φύση των επιχειρημάτων που επιστρατεύονται: στην πολιτική αυτή σύλληψη της γυμναστικής, αναπα-ράγεται υπόρρητα η προνομιακή σχέση της τελευταίας με την ανδρική εκπαί-δευση, δηλαδή τη μόρφωση των μελλόντων πολιτών, ενώ ελάχιστα απασχολεί, αν απασχολεί, η προσαρμογή της σωματικής άσκησης στην ιδιαιτερότητα της παιδικής ηλικίας.

Η νέα ευαισθητοποίηση στο ζήτημα της σωματικής αγωγής προβάλλει στο φόντο λόγων που θέτουν ζητήματα συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας. Η μια όψη των λόγων αυτών προβάλλει στερεότυπα την αλληλένδετη συμβολική σχέση σωμασκίας-ελευθερίας, και αντίστροφα «μαλθακής διαίτης»-δουλικής κατάστασης η «παρακμής» των εθνών20. Η διπλή αυτή συμβολική σχέση νο-μιμοποιείται με την ενεργοποίηση του αρχαιοελληνικού προτύπου, δηλαδή διά της προβολής σε ένα αναγνωρισμένο «εθνικό» παρελθόν: οι ελεύθεροι Έλληνες πολίτες της πόλης-κράτους, διά της κοινής πρακτικής της σωμασκίας, διαφο-ροποιούνταν από τους «εις βαρβαρικήν δυναστείαν υποτεταγμένους» ασιατικούς λαούς, επιρρεπείς προς την «αδράνειαν» και την ακινησία21. Είναι όμως εμφα-νής και η αντίστροφη πορεία: η προβολή του προγονικού προτύπου της φυσικής

19. Ο Κωνσταντίνος Φρεαρίτης, στη βιβλιοκρισία του για το βιβλίο του Δ. Σ. Στρού-μπου, Το μέλλον, ήτοι περί ανατροφής και παιδεύσεως, Αθήνα 1854, επικρίνει τον τελευταίο επειδή δεν έθιξε καθόλου το ζήτημα της σωματικής αγωγής και αναπτύσσει χαρακτηριστικά τις παραπάνω απόψεις: Πανδώρα 5 (1854-1855) 526-527.

20. «[...] Και η αρχαία και η νεωτέρα ιστορία μας διδάσκει, ότι η έλλειψις της σωμα-σκίας και η μαλθακή δίαιτα παραλύουν και εκνευρίζουν και τας σωματικάς και τας ψυχικάς δυνάμεις των πολιτών" και ότι άνανδρον και εκνευρισμένον έθνος είναι ανεπίδεκτον γενναίων φρονημάτων και ελευθέρων αισθημάτων, ανίκανον επομένως ν' αποκτήση, ή να διατηρήση

και να υπερασπισθή τας αποκτηθείσας ελευθερίας του, και ότι τοιαύτα έθνη ογλίγωρα ή αργά παρακμάζουν και καταστρέφονται»: Λέων Μελάς, Γεροστάθης, Αθήνα 21860, σ. 63.

21. Βλ. ενδεικτικά: Ηροκλής Βασιάδης, «Περί γυμναστικής των Αρχαίων Ελλήνων», Ιατρική Μέλισσα 6 (1858-1859) 291,297.

Page 321: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

κής αγωγής στο παρόν η υποβολή του, δηλαδή, στις ανάγκες συγκρότησης στοιχείων της εθνικής ταυτότητας στη βάση της διαφοροποίησης, στη συγκε-κριμένη περίπτωση, προς την Ανατολή, η οποία περιβάλλεται με τις αρνητι-κές αυτές νοητικές παραστάσεις της μαλθακότητας η της αδράνειας, αντίπα-λες προς την κίνηση, δηλ. την πρόοδο.

Η άλλη όψη του λόγου στον οποίο εγγράφεται η ευαισθητοποίηση απέναντι στη σωματική αγωγή των μελλόντων πολιτών επιμένει —σύμφωνα άλλωστε με τα νέα αιτούμενα— στην «ιδίαν εθνικήν άγωγήν», την οποία οφείλει να υπη-ρετεί το εκπαιδευτικό σύστημα: σαφώς διακριτή από την «γενικώς ανθρωπί-νην», η εθνική αγωγή, χωρίς να συγχέεται προς τον «εθνικόν εγωϊσμόν», οφεί-λει να προαγάγει το εθνικό αίσθημα σε αντιπαράθεση προς τον επικινδυνότερο «κοσμοπολιτισμόν» και να έχει στόχο της τη μόρφωση «κοινού εθνικού χαρα-κτήρος». Η επίκληση του «γνήσιου» ελληνικού χαρακτήρα, της ελληνικής «κα-θαρότητος», σε αντιπαράθεση όχι πλέον μόνο προς την Ανατολή αλλά και προς τη Δύση, επικαλείται ταυτόχρονα την ορθόδοξη διάσταση της εθνικής ταυ-τότητας και το αρχαιοελληνικό προγονικό πολιτισμικό πρότυπο, προωθώντας όμως μια ιδέα αυτάρκειας του προτύπου αυτού έναντι του δυτικού πολιτισμού22. Στο ιδεολογικό αυτό πλαίσιο, η αναγκαιότητα ευαισθητοποίησης των Νεοελ-λήνων προς την σωμασκία δεν νομιμοποιείται ως μεταφορά ενός δυτικού θε-σμού, αλλά, αντίθετα, ως συναίσθηση καλλιέργειας ενός «προγονικού καρπού». Ετσι, ο επιθυμητός «ελληνισμός των ηθών και των τρόπων» που ενεργοποιεί-ται για να υπερασπίσει την εισαγωγή της παραταύτα δυτικοευρωπαϊκής γυμνα-στικής μπορεί κάλλιστα να συνυπάρχει με έναν λόγο που διαβλέπει απειλή του «εθνικού χαρακτήρος» ακριβώς από την υιοθέτηση δυτικών προτύπων23. Μπο-ρούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι ο λόγος περί γυμναστικής λειτουργεί στο ιδεο-λογικό πλαίσιο κατασκευής της εθνικής ταυτότητας, σε αντιπαράθεση τόσο προς τον «ανατολικό» δεσποτισμό και σκοταδισμό όσο και προς τους «φράγγικους» συρμούς που απειλούν τα πατροπαράδοτα ελληνικά ήθη.

22. Στο ερώτημα από που θα πρέπει να αντλήσουν οι Έλληνες τας «πρώτας αυτών πολιτικάς και κοινωνικάς αρχάς», από την Ανατολή η από τη Δύση, στο ερώτημα «τί εστιν δηλονότι η Ελλάς, Ανατολή ή Δύσις;», ο Φρεαρίτης απαντά χαρακτηριστικά στους «αγα-θούς» που υποστηρίζουν τη μια ή την άλλη θέση: «[...] η Ελλάς ουδ' ανατολή ουδέ δύσις εστίν, αλλ' εστί καθαρά καθαρωτάτη Ελλάς, και τον πολιτισμόν αυτής οφείλει εξ αυτής της

Ελλάδος λαμβάνειν»- παραδεχόμενοι «οθνείον πολιτισμόν» και «χαίνοντες προς τα ελάχι-στα των αλλοτρίων» οι Έλληνες παρίστανται «εκφυλισμένοι» στα μάτια των Ευρωπαίων και δεν δικαιούνται καθόλου ν' αγανακτούν «κατά του μισθωτού Φαλμεραΐρου»: Φρεαρίτης, [Βιβλιοκρισία στον Δ. Σ. Στρούμπο], ό.π., σ. 529-530.

23. Βλ. χαρακτηριστικά τον πρυτανικό λόγο του Γεωργίου Μακκά, καθηγητή της ειδι-κής νοσολογίας: «Περί γυμναστικής του σώματος, ως μέρους της κατά τους αρχαίους τε-λείας παιδείας», Ιατρική Μέλισσα 3 (1855) 49-72.

Page 322: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Ως κύριο αιτούμενο της σωματικής αγωγής προβάλλει πλέον η μόρφωση φρο-νήματος" αιτούμενο που στην ελληνική περίπτωση δεν θα αναζητηθεί ακόμα στην αγωνιστική ούτε τόσο στην ενόργανη γυμναστική, αλλά στην πλέον πει-θαρχημένη ομαδική εκγύμναση των στρατιωτικών ασκήσεων. Πεδίο πολιτικής διαπαιδαγώγησης και ταυτόχρονα μηχανισμός σφυρηλάτησης του εθνικού αι-σθήματος, η αλληλένδετη σχέση της γυμναστικής με τις στρατιωτικές ασκή-σεις αναδεικνύεται ευρύτερα στο πλαίσιο των δυτικοευρωπαϊκών εθνικισμών του αιώνα. Στην ελληνική περίπτωση, η αρχή της «αγωγής των ελευθέρων» σε στε-νή συνάρτηση προς τον αλυτρωτισμό γρήγορα θεμελιώνουν ιδεολογικά μια προ-νομιακή και διαρκή σχέση ανάμεσα στο συγκεκριμένο αυτό είδος σωματικής άσκησης και στους στόχους με τους οποίους επενδύεται κατά προτεραιότητα η σωματική αγωγή: όπως θα υποδειχθεί χαρακτηριστικά (1856), η γυμναστική έπρεπε να εισαχθεί στη μέση ανδρική εκπαίδευση με την ειδική μορφή των στρατιωτικών ασκήσεων, καθώς «εις τας ελευθέρας πολιτείας πας πολίτης είναι φύσει στρατιώτης»24.

Κάθε άλλο παρά ελληνική ιδιοτυπία, οι λόγοι περί γυμναστικής αναδει-κνύουν αυτή την άρση της διάκρισης μεταξύ πολίτη και στρατιώτη. Στους κόλ-πους μεταβαλλόμενων (και διαφορετικών εξάλλου) ευρωπαϊκών εθνικισμών κατά τον 19ο αιώνα, οι αμφίσημες δυναμικές της ταύτισης αυτής συνιστούν σημαν-τικό ζήτημα για την προσέγγιση του πλέγματος λόγων και πρακτικών που αξιο-δοτούν τη σωματική αγωγή, σε δεδομένες συγκυρίες. Προκειμένου για την Ελ-λάδα στα τέλη της δεκαετίας του 1850 και στις αρχές του '60, περιόδου ώσμω-σης του αλυτρωτισμού με ένα αντιδυναστικό-αντιαπολυταρχικό ρεύμα, περιό-δου όπου επιπλέον εκκρεμεί ο ορισμός του πολίτη, θα μπορούσε να ευσταθεί το ερώτημα: η παραπάνω ταύτιση που αναδεικνύει ο λόγος περί γυμναστικής υπονοεί ένα σαφώς αυταρχικό πολιτικό πρότυπο η μήμως προσεγγίζει περισ-σότερο σε ένα έντονα βολονταριστικό αστικο-δημοκρατικό ιδεώδες του πολίτη-πατριώτη, πάντοτε σε ετοιμότητα να υπερασπιστεί την πατρίδα και τις συν-ταγματικές αρχές; Στη συγκεκριμένη συγκυρία επανεμφάνισης του φιλελευθε-ρισμού, μπορούμε ενδεχομένως να υποθέσουμε την ενεργοποίηση μιας περισσό-τερο «πολιτικής» εκδοχής του εθνικισμού —σε αντιπαράθεση προς το δεσπο-τισμό—, και τη συνακόλουθη διεκδίκηση της διπλής ιδιότητας του πολίτη-πα-τριώτη: αυτή τη διπλή ιδιότητα δεν εξέφραζε άλλωστε ως βασικό έρεισμα του φιλελευθερισμού η Εθνοφυλακή (και το ιδιαίτερο, αυτόνομο, τμήμα της, η Πα-νεπιστημιακή Φάλαγγα), η οποία ως εξοπλισμός του έθνους θεωρούνταν εγ-γύηση των δικαιωμάτων του λαού απέναντι στις αυθαιρεσίες της μοναρχίας 25;

24. Αντώνιος Φατσέας, Σκέψεις επί της δημοσίας και ιδιωτικής εκπαιδεύσεως των νέων Ελλήνων [μέρος 2ο], Αθήνα 1856, σ. 44.

25. Αντώνης Λιάκος, «Οι φιλελεύθεροι στην επανάσταση του 1862. Ο πολιτικός σύλ-

Page 323: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Το ότι η συγκυρία της Επανάστασης του 1862 τερματίζει την ως τότε αδρά-νεια της πολιτείας στο αίτημα θεσμοποίησης της σωματικής αγωγής είναι ίσως ενδεικτικό της παραπάνω ιδεολογικο-πολιτικής δυναμικής. Με το ψήφισμα του Δεκεμβρίου 1862 «Περί εισαγωγής εν μεν τω Εθνικώ Πανεπιστημίω της οπλα-σκίας εν δε τοις κατωτέροις εκπαιδευτηρίοις της γυμναστικής», η προσωρινή κυβέρνηση Βούλγαρη αναγκαζόταν να θεσμοποιήσει την Πανεπιστημιακή Φά-λαγγα — ανοίγοντας ενδεχομένως το δρόμο για τον έλεγχο της" το ίδιο ψήφι-σμα αποτελούσε συγχρόνως τον πρώτο σταθμό στη διαδικασία θεσμοποίησης της γυμναστικής, στην προκειμένη περίπτωση στα δευτεροβάθμια σχολεία αγο-ριών26.

Ωστόσο, την παρέμβαση της επίσημης πολιτείας, η οποία εγκαινιάζεται το 1862 και συνεχίζεται με κάμποσα νομοθετήματα περί σωματικής αγωγής την περίοδο 1871-77, συνοδεύει η μετεξέλιξη προς ένα σαφώς αυταρχικό πρό-τυπο: διαπιστώνουμε τη μονομερή ενεργοποίηση της αρχής της στρατιωτικο-ποίησης των ομαδικών ασκήσεων, όπου πλέον η ιδιότητα του πολίτη μοιάζει να απορροφάται από εκείνη του στρατιώτη. Στα σχετικά νομοθετήματα του 1871 δεν γίνεται πλέον λόγος για γυμναστική, αλλά μόνο για στρατιωτικές ασκήσεις, οι οποίες και αφορούν αποκλειστικά στη μέση ανδρική εκπαίδευση· παλαιότερη πράξη που ανέθετε στο διευθυντή και δάσκαλο του Δημόσιου Γυ-μναστηρίου της Αθήνας τη σωματική αγωγή των μαθητών αδρανοποιείται και η διδασκαλία των στρατιωτικών ασκήσεων ανατίθεται σε στελέχη του στρα-

τού ή του σώματος πυροσβεστών, ενώ το 1876 εισάγεται και η οπλασκία, με τον περίφημο «Στρατιωτικόν Κανονισμόν των Γυμνασίων»27. Το μνημείο αυτό αυταρχικής αγωγής υπερβαίνει τη διδασκαλία των στρατιωτικών ασκήσεων: σε βάρος της υπάρχουσας σχολικής οργάνωσης και ιεραρχίας εγκαθιδρύει ουσια-στικά ένα παράλληλο και αυτόνομο δίκτυο ιεραρχίας, επιτήρησης και πειθαρ-χίας της σχολικής ζωής συνολικά, με βάση καθαρά στρατιωτικά πρότυπα, με-τατρέποντας κάθε σχολική μονάδα, με τους μαθητές και τους καθηγητές της, σε ένα σχεδόν παραστρατιωτικό σώμα. Εισάγει επιπλέον την αρχή της εξω-

σύλλογος 'Ρήγας Φερραίος'», Μνήμων 8 (1980-1982) 19. Όπως επισημαίνει ο Α. Λιάκος η συγκρότηση της Εθνοφυλακής από τους επαναστατημένους πολίτες «αποτελούσε θεσμό με επαναστατική προέλευση και λαϊκή συγκρότηση, με καθήκον την περιφρούρηση της επανά-στασης και την τήρηση της δημόσιας τάξης». Εξάλλου, η Εθνοφυλακή όπως και η Πανεπι-στημιακή Φάλαγγα ήταν δημοκρατικά οργανωμένες και οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί εκλέγονταν από τους ίδιους τους πολίτες.

26. Αντωνίου, ό.π., χ. 1, σ. 163-164 (τεκμ. 18). 27. Τα παραπάνω νομοθετήματα βλ. στο ίδιο, τ. 1, σ. 188-189, 192-198 και 206-221

(τεκμ. 26, 29-31 και 37-38). Σημειωτέον ότι το 1877 διακόπηκαν οι στρατιωτικές ασκή-σεις με μοναδική αιτία την αδυναμία του στρατού ν' αποσπά στελέχη του στην εκπαίδευση: στο ίδιο, 222 (τεκμ. 38).

Page 324: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

σχολικής επιτήρησης των μαθητών, ιδέα οικεία σε μια —έστω μικρή— μερίδα παιδαγωγών. Μολονότι ο «Στρατιωτικός Κανονισμός» δεν εφαρμόστηκε, το πνεύμα του εναρμονίζεται πλήρως με μια καθαρά σωφρονιστική αντίληψη περί αγωγής: λόγου χάριν, με προτάσεις που διατυπώνονται από παλαιότερα περί δημόσιας επιτήρησης των μαθητών διά του θεσμού των «παιδονόμων» η περί ιδρύσεως κρατικών σχολείων-οικοτροφείων, όπου ο εγκλεισμός των μαθητών θα υπηρετούσε αποτελεσματικότερα —κατά το «σπαρτιατικόν πρότυπον»— την ομοιομορφία της αγωγής, εξασφαλίζοντας πλήρως τον έλεγχο της πολιτείας, αλλά και την απρόσκοπτη πειθαρχική εξουσία των δασκάλων28. Δεν είναι τυ-χαίο ότι οι αντιλήψεις αυτές αξιοδοτούν την «σωμασκίαν» κυρίως ως εγχείρη-μα ελέγχου της νεανικής κοινωνικότητας, περιστολής και συγχρόνως κανονικο-ποίησης της απείθαρχης (αρσενικής) νεανικής φύσης, η οποία αναπαριστάται ως ασυμβίβαστη προς την έννοια της τάξης29.

Η ανάδειξη της σωματικής άσκησης σε κατεξοχήν παιδαγωγικό ενδιαφέρον και αντικείμενο συνδέεται αναμφίβολα με την ιδιαίτερη αξιολόγηση της παιδικής ηλικίας, μάλιστα δε της πρώιμης. Αν και είχε παλαιότερες βάσεις, όπως είδαμε, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πρώτη φροντίδα και αγωγή της προσχολικής ηλικίας στους κόλπους της οικογένειας και από τη «μητέρα-παιδαγωγό» μοιά-ζει να έχει πλέον συγκροτηθεί το 1860-70, στο πεδίο βεβαίως του λόγου των ειδικών, γιατρών και παιδαγωγών. Εξάλλου, το ίδιο γενικό κλίμα που αξιο-λογεί τον ιδιαίτερο ηθικοποιητικό ρόλο της οικογένειας επαναξιολογεί και το ρόλο του εκπαιδευτικού μηχανισμού για τη διάπλαση της παιδικής ηλικίας30.

28. Σε ό,τι αφορά την πολιτική δυναμική των απόψεων αυτών, είναι εύγλωττη η επι-χειρηματολογία που χρησιμοποιείται: λίγα χρόνια μετά την Επανάσταση του 1862 και την κατοχύρωση της καθολικής ανδρικής ψήφου, ο εκπαιδευτικός Β. Φαρσής, προκειμένου να στηρίξει την πρότασή του για τον θεσμό των παιδονόμων γράφει ότι αν ο μαθητής «αφηνιά-ζων και πεφυσημένος διάγει εν τω σχολείω», τούτο οφείλεται στο ότι επαινέθηκε επίσημα η συμμετοχή των νέων στον αντιοθωνικό αγώνα" και καταλήγει: «Κακή μοίρα, η παρερμη-νευθείσα εν ημίν ελευθερία εισδύει ακόλαστος και εις την μικροπολιτείαν των μαθητών" και όμως απλούστατος συλλογισμός αρκεί να πείση πάντα ότι την μαθητιώσαν νεότητα οφεί-λομεν να περιορίζωμεν εις πολίτευμα έ σ τ ω και δ υ σ α ν ά λ ο γ ο ν προς το πο-λ ί τ ε υ μ α της η μ ε τ έ ρ α ς χ ώ ρ α ς , πολίτευμα εις αυστηράν τους νέους υποβάλλον επιτήρησιν και ποινάς αναποφεύκτους». Βασίλειος Φαρσής, Η δημοσία παίδευσις και το δι-

δασκαλικόν εν Ελλάδι, Πάτρα 1868, σ. 55 (η υπογράμμιση δική μου). 29. Βλ. ενδεικτικά: Γ. Θ. Παγών, Τρεις εκθέσεις δοθείσαι το 1862 Ιουλίου 31 εις το

της Εκπαιδεύσεως υπουργείον, Αθήνα 1863, σ. 54 και Γεώργιος Μανούσος, Παιδαγωγική διαιτητική και παιδαγωγία, ήτοι οικιακός και σχολικός οδηγός προς παιδαγώγησιν αμφο-τέρων των φύλων, Αθήνα 1884, σ. 192.

30. Βλ. σχετικά: Eleni Fournaraki, «Institutrice , Femme et Mère»: Idées sur l'E-ducation des femmes grecques en Grèce du X Ι Xme siècle, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Université Paris VII, Παρίσι 1992, σ. 200-231.

Page 325: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Από τη δεκαετία του 1870 και εξής γίνεται περισσότερο αισθητή η εκφορά ενός λόγου, ο οποίος θέτει ως ζήτημα αιχμής την αναβάθμιση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το δημοτικό σχολείο επαναξιολογείται όχι μόνο ως μηχανισμός διάδοσης των στοιχειωδών γραμμάτων (μετά τη συνταγματική κατοχύρωση της καθολικής ανδρικής ψήφου, η διάδοση του αλφαβητισμού στα λαϊκά στρώματα αποκτά άλλωστε επείγουσα σημασία), αλλά και ως διαδικασία μετάδοσης μιας κοινής βασικής παιδείας και αγωγής, εγχείρημα αποτελεσματικότερης ηθικο-ποίησης-ενοποίησης του μαθητικού πληθυσμού. Τα προτάγματα αυτά εκδηλώ-νονται με μια έντονη κριτική στην προνομιακή μεταχείριση από την πολιτεία της μέσης και ανώτερης βαθμίδας. Προάγγελος μεταρρυθμιστικών εγχειρημά-των, σύμπτωμα, παράλληλα, συστηματικότερης υποδοχής της παιδαγωγικής επιστήμης στον ελλαδικό χώρο και συγχρόνως συγκρότησης του συλλογικού σώματος των δασκάλων, ο λόγος αυτός διατυπώνει επίσης προτάσεις προς την κατεύθυνση προσαρμογών του σχολείου στην ιδιαιτερότητα της παιδικής ηλι-κίας. Οι προτάσεις αυτές εκφράζονται σε πλήθος δημοσιεύματα της περιόδου 1870-8031, επηρεάζοντας εν μέρει και τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια της ίδιας περιόδου.

Από πολλές απόψεις, ο λόγος αυτός επιτρέπει την αξιολόγηση της γυ-μναστικής και της φωνητικής μουσικής ως «των μάλιστα παιδαγωγικών μα-θημάτων», και για τα δύο φύλα. Πολλά από τα δημοσιεύματα περί εκπαίδευ-σης ενσωματώνουν στις προτάσεις τους την ανάγκη θεσμοποίησης των παρα-πάνω μαθημάτων στο Δημοτικό και επισημαίνουν την αναγκαιότητα μόρφω-σης ειδικών δασκάλων γυμναστικής. Τα αιτήματα αυτά αποτυπώνονται σε ορι-σμένα από τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια, οι σχετικές πρωτοβουλίες ωστόσο προ-έρχονται κυρίως από το χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης που συνεργάζεται με γνωστούς γυμναστές, όπως ο Ν. Πύργος και ο I. Φωκιανός, οι οποίοι και συμ-

31. Τα δημοσιεύματα αυτά, μολονότι μπορεί να εκκινούν από διαφορετικές ιδεολογι-κές αφετηρίες, απολήγουν σε προτάσεις που στρέφονται προς την παραπάνω κατεύθυνση: Βλ. χαρακτηριστικά τις Εκθέσεις Πεπραγμένων του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνι-κών Γραμμάτων καθώς και τα Πρακτικά των γενικών και ειδικών συνελεύσεων του Ελλη-νικού Διδασκαλικού Συλλόγου, κατά τη δεκαετία του 1870. Βλ. επίσης: Λέων Μελάς, Παι-δαγωγικόν εγχειρίδιον προς χρήσιν των παιδαγωγούντων, Αθήνα 1871, σ. στ'-μζ'· Δημή-τριος Στ. Μαυροκορδάτος, Υπομνημάτων περί εκπαιδεύσεως τον λαού, Αθήνα 21872 · Ο εν Αθήναις Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, Περί κατωτέρας και μέσης παιδείας η ο επί τον θέματος τούτον διαγωνισμός, Αθήνα 1872" Μιλτιάδης I. Βρατσάνος, Το δημοτικόν σχολείον εν Ελλάδι και ο διδάσκαλος αυτού, Αθήνα 1874" I. Γ. Θεοδωρόπου-λος, Οι τελευταίοι λόγοι τον αοιδίμον Πορφυροπούλον περί δημοτικής εκπαιδεύσεως εν ταις συνελεύσεσι του Ελληνικού Διδασκαλικού Συλλόγου, Αθήνα 1878 και Συνέδριον των Ελληνικών Συλλόγων, Πρακτικά της πρώτης αυτού συνόδου συγκροτηθείσης εν Αθήναις, Αθήνα 1879.

Page 326: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

συμβάλλουν άλλωστε στην ανάπτυξη των νέων ευαισθησιών32. Βασικό χαρακτηρι-στικό των ευαισθησιών αυτών αποτελεί η έμφαση στη διαφοροποίηση της σω-ματικής άσκησης ως προς την ηλικία, αλλά και το ενδιαφέρον για την ιδιαί-τερη σωματική αγωγή των κοριτσιών. Προκειμένου για την παιδική ηλικία και των δύο φύλων, εκτός από μια λιγότερο «κανονικοποιημένη» γυμναστική, προ-βάλλεται για πρώτη φορά με έμφαση το παιχνίδι, οι περίπατοι και η άσκηση στην ύπαιθρο. Οι ευαισθητοποιήσεις αυτές, εμμένοντας στις ευεργετικές για την παιδική φύση συνέπειες της διαρκούς εναλλαγής διανοητικής και σωματικής άσκησης, καθιστούν φανερή τη σημασία της οργανικής ένταξης της γυμναστι-κής στην καθημερινή σχολική ζωή, συνεπώς στην συνολική εκπαιδευτική δια-δικασία. Αυτή η σχολική τάξη, χαρακτηριστική της γερμανικής στοιχειώδους εκπαίδευσης, προβάλλει ως βασικό πρότυπο.

Εδώ όμως ακριβώς βρίσκεται και ένα από τα σημαντικά «κλειδιά» για την κατανόηση μιας χωρίς προηγούμενο δημοτικότητας που φαίνεται να απο-κτά η γυμναστική στο χώρο των λογίων και παιδαγωγών μετά το 1870: η συντριπτική αίγλη που ασκεί η ενωμένη Γερμανία, με την ισχυρή στρατιωτική της μηχανή, τη σωματική ευρωστία και το υψηλό φρόνημα των «τέκνων του γερμανικού λαού». Για τους ενθουσιώδεις οπαδούς του «γερμανικού θαύματος», το τελευταίο αποτελεί κατά κύριο λόγο έργο του γερμανικού εκπαιδευτικού συ-στήματος. Βασισμένο στην εξ απαλών ονύχων αρμονική ανάπτυξη σώματος και πνεύματος, το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα «απεργάζεται τα σώματα των μαθητών δι' άπαντα τον βίον ρωμαλέα, σκληροπαγή, ευκίνητα και επιδέξια», ενώ η οργανική ενσωμάτωση της γυμναστικής στο παιδαγωγικό έργο, σε συν-δυασμό και με άλλα χαρακτηριστικά της γερμανικής εκπαίδευσης, συμβάλλει στην ανάπτυξη του ομαδικού πνεύματος, συντελώντας καθοριστικά στη σφυρη-λάτηση των θεμελιωδών εκείνων χαρακτηριστικών της σύγχρονης συλλογικής ταυτότητας του Γερμανού που οδήγησαν στην εντυπωσιακή ισχύ του γερμανι-κού κράτους: «σιδηρά θέλησις», συναίσθηση του καθήκοντος «και από τους ελα-χίστους τροχίσκους της μηχανής», «ζήλος, ακρίβεια και αυταπάρνησις» στην εκτέλεσή του38. Με την καλλιέργεια αυτών ακριβώς των στοιχείων συνδέεται η ομαδική-συγχρονισμένη εκγύμναση στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος

32. Και οι δύο γυμναστές, για παράδειγμα, συνεργάστηκαν με τον Σύλλογο προς Διά-δοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων και δίδαξαν στο «Παιδαγωγείον», δημοτικό σχολείο «ωρ-γανισμένον κατά το εν Γερμανία πανταχού σχεδόν παραδεδεγμένον σύστημα», που ίδρυσε το 1874 ο σύλλογος αυτός στην Αθήνα. Επίσης, ο Σύλλογος εξέδωσε εγχειρίδια γυμναστι-κής που συνέταξαν οι συνεργάτες του, όπως του Ιουλίου Έννιγγ, Εγχειρίδιον της υγιεινής σωμασκίας κατά το σύστημα του D. G. M. Schreber, Αθήνα 1872 και του Ν. Πύργου, Παι-δαγωγική γυμναστική μετά εικονογραφιών, Αθήνα 1878.

33. Βλ. χαρακτηριστικά Δημ. Στ. Μαυροκορδάτος, ό.π., σ. 20-37.

Page 327: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

τος, η οποία και προβάλλει σαφέστερα ως μείζον εγχείρημα ένταξης στην εθνι-κή κοινότητα. Βασική εξάλλου αρχή αυτή της γερμανικής φιλοσοφίας της γυ-μναστικής από την εποχή του Turnen του Jahn, μοιάζει στο εξής να εκφρά-ζεται πιο συνειδητά και συγκροτημένα στον ελληνικό λόγο. Στο γερμανικό πα-ράδειγμα θα αναφέρονται ως τα τέλη του αιώνα οι λόγοι περί σχολικής γυμνα-στικής, συνδέοντάς την βεβαίως άμεσα με τη στρατιωτική προετοιμασία για την επαγγελλόμενη πανεθνική κινητοποίηση.

Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, η σχολική γυμναστική, ακόμα και όταν της ανα-γνωρίζονται διαπαιδαγωγητικές ιδιότητες πρόσφορες για την παιδική ηλικία, δεν παύει να ανάγεται συνολικά σε προστάδιο «της στρατιωτικής του έθνους

ανατροφής, αρχομένης από των σχολείων». Η αντίληψη αυτή περί γυμναστι-κής ακολουθεί άλλωστε τους μετασχηματισμούς που είχε υποστεί το ίδιο το (πρωσικό) γερμανικό της πρότυπο μετά το 1830, δια της απορρόφησης του Turnen από τον εκπαιδευτικό μηχανισμό: ενσωματώνοντας από την παράδοση της φυσικής αγωγής το παιδαγωγικό πρόταγμα προσαρμογής σε ηλικιακές ιδιαι-τερότητες, είχε διατηρήσει αυτούσια τη λογική της έμφασης στις τακτικές ομα-δικές ασκήσεις και στην εκμάθηση της πειθαρχίας 34. Ετσι, ακόμα και όταν η γυμναστική γίνεται αντιληπτή ως πολλαπλότητα πρακτικών που την διαφορο-ποιούν κατά φύλο και ηλικία, όταν δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με τις στρα-τιωτικές ασκήσεις, οι τελευταίες θεωρούνται απαραίτητες από τις πρώτες τά-ξεις του Δημοτικού, ενώ ως κύριος στόχος παραμένει η στρατιωτική αγωγή, που μπορεί να συγχέεται η να ταυτίζεται με την πολιτική αγωγή. Χαρακτηρι-στικό παράδειγμα αυτής της στάσης αποτελεί το «Εγχειρίδιον της Γυμναστι-κής» του I. Φωκιανού (Αθήνα, 1883), το πληρέστερο ίσως που είχε εκδοθεί ως τότε στην Ελλάδα.

Το αναμφισβήτητο πρόταγμα της πολεμικής προπαρασκευής του έθνους αλλά και η αντίληψη εκείνη που συντηρεί την ταύτιση πολίτη-στρατιώτη με διάμεσο τις τακτικές ασκήσεις που εκτελούνται ομαδικά νομιμοποιούν τη συ-νεχιζόμενη παρουσία των στρατιωτικών ασκήσεων και της οπλασκίας στη σχο-λική νομοθεσία, παρά τις εκσυγχρονιστικές της προσαρμογές κατά τη δεκα-ετία του 1880. Πράγματι, τα σχετικά με τη σχολική γυμναστική νομοθετή-ματα των κυβερνήσεων του Τρικούπη εισάγουν νέα στοιχεία: στη μέση ανδρική εκπαίδευση, το μάθημα της γυμναστικής διακρίνεται σαφώς από τις στρατιω-τικές ασκήσεις, γίνεται υποχρεωτικό δευτερεύον, εντάσσεται επίσημα στα ωρο-λόγια προγράμματα με τρεις ώρες εβδομαδιαίως και ανατίθεται σε επαγγελμα-τίες γυμναστές, απόφοιτους του Κεντρικού Γυμναστηρίου της Αθήνας, όπου,

34. Για τις εξελίξεις αυτές που αφορούν στο σύστημα σχολικής γυμναστικής όπως διαμορφώθηκε από τον Spiess βλ. J. G. Dixon, «Prussia, Politics and Physical Educa-tion», ό.π., σ. 126-133 και Ulmann, ό.π., σ. 298-302.

Page 328: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

το 1884, ιδρύεται μάλιστα προσωρινή σχολή γυμναστών35. Παράλληλα όμως, επί υπουργίας του ίδιου του Τρικούπη στο Υπουργείο Στρατιωτικών, στις δύο τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου, επανεισάγεται αντί της γυμναστικής η υπο-χρεωτική στρατιωτική εκγύμναση με προγυμναστές υπαξιωματικούς του στρα-

τού. Οι τάξεις αυτές υπάγονται το 1884 σε νέο Στρατιωτικό Κανονισμό, που προβλέπει ομοιόμορφη στολή και δημόσια εκγύμναση στις πλατείες, ενώ οι επι-δόσεις και η πειθαρχία στις στρατιωτικές ασκήσεις συνεκτιμώνται στις συνο-λικές επιδόσεις και τη διαγωγή των μαθητών. Συνακόλουθα, εισάγονται οι στρα-τιωτικές ασκήσεις και στο Διδασκαλείο36. Εδώ όμως το πρότυπο έρχεται από αλλού: από τα ρεπουμπλικάνικα γαλλικά νομοθετήματα του 1882, τα οποία εισάγουν τις στρατιωτικές ασκήσεις στα σχολεία και θεσμοποιούν τα σχολικά τάγματα (bataillons scolaires), σώματα παραστρατιωτικά αλλά με πρόθεση να ενσαρκώσουν το ιδεώδες του πολίτη-πατριώτη, στην υπηρεσία της δημοκρα-τικής πολιτείας37. Η «Οικονομική Επιθεώρησις» που προπαγανδίζει τα μέτρα αυτά, προσφέρει χαρακτηριστικά και το αναγκαίο εκσυγχρονιστικό επιχείρημα (μαζί με κοινότυπες αναφορές στο πρότυπο της σπαρτιατικής αγωγής η στον αλυτρωτισμό): η «επιστήμη των όπλων της εθνικής αμύνης» δεν πρέπει να δια-χωρίζεται από «τα έργα της επιστήμης και της εθνικής παραγωγής»38.

Επισημάναμε ήδη ότι οι νοητικές παραστάσεις που αφορούν στο γυμνασμένο σώμα και στα ηθικά του ισοδύναμα συνιστούν a priori έναν λόγο που «κατα-σκευάζει» την ανδρική ταυτότητα σε αντιπαράθεση προς το «θηλυκό», αντιλη-πτό με όρους μειονεξίας η και υποτίμησης. Συγχρόνως, ο κατά προτεραιότητα στόχος του μαθήματος της γυμναστικής, εκείνος της διάπλασης του «σώματος

του πολίτου» —η του «πολίτου-στρατιώτου»— δυσχεραίνει συμβολικά την κα-νονική ενσωμάτωση του «θηλυκού» στη φιλοσοφία της φυσικής αγωγής. Απο-κλεισμένες από την πολιτεία οι γυναίκες μοιάζει να μη βρίσκουν θέση στη συγ-κεκριμένη αντίληψη για τους στόχους της γυμναστικής, μολονότι, βεβαίως, δεν αμφισβητείται αξιωματικά η ανάγκη σωματικής άσκησης για το γυναικείο φύλο.

Το ζήτημα τίθεται εξ αρχής με διαφορετικούς όρους: οι διαφοροποιημέ-νες αναπαραστάσεις που περιβάλλουν το γυναικείο σώμα σε σχέση προς το αν-δρικό, οριοθετούν διαφορετικά τη σημασία και το περιεχόμενο της σωματικής

35. Βλ. τα σχετικά νομοθετήματα μεταξύ 1880 και 1884, στο Αντωνίου, ό.π., τ. i, σ. 224-225 και 228-232 (τεκμ. 40 και 43-46) και τ. 2, σ. 118-120 (τεκμ. 25).

36. Στο ίδιο, τ. 1, σ. 233-234, 237-238, 264-266 και 271-278 (τεκμ. 47, 49, 56 και 58) και τ. 2, σ. 121-122 (τεκμ. 26).

37. Βλ. σχετικά Pierre Arnaud (επιμ.), Les athletes de la République. Gymnasti-que, sport et idéologie républicaine 1870-1914, Τουλούζη, Privat, 1987, σ. 45-46.

38. «Στρατιωτική παίδευσις εν τοις σχολείοις», περ. Οικονομική Επιθεώρησις 1/114 (Αύγουστος 1882) 275.

Page 329: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

άσκησης για το «θήλυ φύλον». Συνηθέστατα, ως καταλληλότερο μέσο για την ανάδειξη της φυσικής «χάριτος» του γυναικείου σώματος προβάλλεται ο χο-ρός, είτε σε αντιδιαστολή προς τη γυμναστική είτε, συχνότερα, απλώς ως μια γυναικεία δεξιότητα, ανάμεσα σε άλλες, εντελώς αυτονομημένη από κάθε αντί-ληψη περί φυσικής αγωγής. Στην άποψη αυτή, ίσως διαθλάται εν μέρει η ίδια η κοινωνική πρακτική που, στο πλαίσιο στρατηγικών κοινωνικής ανόδου, επι-βάλλει στην γυναικεία εκπαίδευση —ιδιαίτερα στη δευτεροβάθμια, αποκλειστική ευθύνη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και φαινόμενο της πόλης— έναν έντονα δια-κοσμητικό χαρακτήρα με την απόκτηση δεξιοτήτων, οι οποίες δηλώνουν τη συμμετοχή στα κυρίαρχα δυτικά πρότυπα της νέας κοινωνικότητας της πόλης39. Από μια άλλη οπτική γωνία, πίσω από τη δυσκολία να αποδοθεί το γυναικείο σώμα στους κόλπους της σωματικής αγωγής, μπορούμε ίσως να διακρίνουμε τη διάχυση μιας στερεότυπης σύλληψης του «θηλυκού», ιδιαίτερα προσφιλούς στο κλίμα του ρομαντισμού, που παραπέμπει σε υπερβατικές εικόνες: «άγγε-λος, φάσμα η οπτασία», πάντως όχι του κόσμου τούτου" στις νοητικές αυτές παραστάσεις το γυναικείο σώμα απεκδύεται την υλική του υπόσταση, βαθαί-νοντας την αντιθετική σύλληψη προς το σώμα του πολίτη40.

Ωστόσο, το ιδεολογικό εγχείρημα επαναπροσδιορισμού της κοινωνικής δια-φοράς —βλέπε ιεραρχίας— των δύο φύλων στη βάση του βιολογικού αναγωγι-σμού, επιτρέπει νέου τύπου προσλήψεις. Εγκολπώνοντας και αναπαράγοντας καθιερωμένες ήδη κατασκευές στο δυτικό στοχασμό, οι προσλήψεις αυτές θέ-τουν επί σκηνής, στο δεύτερο μισό του αιώνα, έναν λόγο για το γυναικείο σώμα, ορθολογικότερο, που επικαλείται η υπονοεί την εγκυρότητα της επιστημονικής «αντικειμενικότητας». Βγάζοντας από την κοινοτυπία της τη «γυναικεία φύση» την καθιστούν βασικό νοητικό εργαλείο για την εμπέδωση του ιδεολογήματος της σωματικής και ψυχικής ευαισθησίας —βλέπε αδυναμίας— του γυναικείου φύλου, στενά δεμένης με τη βιολογική λειτουργία της αναπαραγωγής. Το γυ-ναικείο σώμα (τα μέλη, οι μύες, το νευρικό σύστημα) αναπαριστάται σχεδόν ατελές, εύθραυστο αλλά «χαρίεν», ευαίσθητο και προπάντων ευερέθιστο, περί-που ισοδύναμο με τον παιδικό οργανισμό που δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί 41.

39. Για τα φαινόμενα αυτά που περιβάλλουν τη γυναικεία εκπαίδευση βλ. Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα (1830-1893), ΙΑΕΝ, Αθήνα 1986, σ. 92-93,192-196, 224" πρβλ. Fournaraki, ό.π., σ. 141-153.

40. Για τις γυναικείες αναπαραστάσεις στο ρομαντικό κλίμα των πρώτων δεκαετιών της Ανεξαρτησίας, βλ. Ελένη Βαρίκα, Η εξέγερση των κυριών. Η γένεση μιας φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα 1833-1907, ΙΑΕΤΕ, Αθήνα 1987, 54-61.

41. Είναι ίσως περιττό να επισημάνουμε ότι στο σύνολο των ψυχοσωματικών αυτών χαρακτηριστικών αποδίδονται πνευματικές ιδιότητες, ηθικά γνωρίσματα και κοινωνικές αρε-τές που προ-καθορίζουν τον ιδιαίτερο «κοινωνικόν προορισμόν» του γυναικείου φύλου στα προστατευτικά τείχη της ιδιωτικής σφαίρας, ανάγοντάς τον σε φυσικές αιτίες που έχουν

Page 330: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Οι ιδεολογικοί αυτοί επαναπροσδιορισμοί, διάχυτοι στον παιδαγωγικό και κανονιστικό λόγο τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1860-70, έχουν πολλαπλή σημασία για το θέμα που εξετάζουμε. Αντίδοτο στη «φυσική» ευαισθησία και αδυναμία του γυναικείου φύλου, προς επίρρωσιν της υγείας, προς ενίσχυση του ευερέθιστου νευρικού συστήματος και θωράκιση από τα «πάθη της ψυχής», η φυσική αγωγή για πρώτη ίσως φορά αξιολογείται ιδιαίτερα και συγχρόνως προσ-διορίζεται σαφέστερα το περιεχόμενο της, στη βάση της διαφοράς των φύλων.

Στα σχετικά κείμενα απορρίπτεται κατά κανόνα η αγωνιστική γυμναστική ως μη συνάδουσα προς την ιδιαίτερη ανατροφή των κοριτσιών, η αντενδείκνυ-ται το αθλητικό της μέρος, και ειδικότερα οι ενόργανες ασκήσεις, ως μη συμ-βατά με τη «φυσική» χάρη του γυναικείου σώματος. Το μοντέλο φυσικής αγω-γής που προβάλλεται για το γυναικείο φύλο είναι σχεδόν πανομοιότυπο με την εξειδικευμένη πλέον, όπως είδαμε, σωμασκία της παιδικής ηλικίας: αυτή η «κυ-ρίως παιδαγωγική γυμναστική» αντλεί στοιχεία από την υγιεινή η ιατρική γυ-μναστική, και δίνει έμφαση αφενός στην «καλλιτεχνικήν του σώματος διάπλα-σιν» και αφετέρου στην έκφραση «μετά χάριτος» ψυχικών διαθέσεων, μέσα από μιμητικές κινήσεις, δάνειο ορχηστικών κινήσεων42. Κατά τον I. Φωκιανό, η φυ-σική αγωγή των κορασιών μπορεί να ενσωματώνει και παιδιές, λιγότερο όμως ριψοκίνδυνες· εξάλλου, μετά το 5ο έτος της ηλικίας, η ψυχοσωματική ιδιοσυγ-κρασία του θήλεος φύλου το αποτρέπει από την πλέον διευρυμένη και σύνθετη σωμασκία των αρρένων: «το παιδίον είναι θορυβώδες και ε π ι θ υ μ ε ί ασκή-σεις εν αις δεικνύεται δύναμις και επιτηδειότης», ενώ «το κοράσιον έχει την φύσιν ασθενή, την ηθικήν και φυσικήν ευαισθησίαν εις μείζονα βαθμόν και ευ-χ α ρ ι σ τ ε ί τ α ι εις παιδιάς ήττον παραβόλους»43. Η «γυναικεία φύση» αλλά και συνακόλουθα η κοινωνική «κλήσις» της γυναίκας στην ιδιωτική σφαίρα οριο-θετούν ρητά τη σωματική αγωγή, περιορίζοντας το φάσμα των δυνατών κινή-σεων, ενώ υπόρρητα και ως ακραία έκφραση, πιστεύουμε, της ίδιας λογικής, η αυστηρότητα της σεξουαλικής ηθικής παρεμβαίνει για να αμφισβητήσει «πά-σαν βιαίαν και ανοίκειον κίνησιν»44.

ισχύ νόμου και διάρκεια, και ως εκ τούτου δυσκολότερα μπορεί να αμφισβητηθεί. Για μια ανάλυση του λόγου αυτού περί βιολογικής-ψυχολογικής διαφοράς των φύλων και περί γυ-ναικείας «φύσης» βλ. Fournaraki, ό.π., σ. 183-200.

42. Βλ. χαρακτηριστικά τις απόψεις της παιδαγωγού και διευθύντριας του Ζαππείου Παρθεναγωγείου Κωνσταντινούπολης, Καλλιόπης Κεχαγιά, από το βιβλίο της Παιδαγωγι-κοί μελέται, ήτοι λόγοι εκφωνηθέντες εν τω Ζαππείω κατά την διανομήν των βραβείων, Κωνσταντινούπολη 1880, σ. 38.

43. I. Φωκιανός, Εγχειρίδιον της Γυμναστικής, Αθήνα 1883, σ. 70 (η υπογράμμιση δική μου).

44. Γρηγόριος Γ. Παππαδόπουλος, Δοκίμιον πρακτικών παιδαγωγικών οδηγιών, Αθή-να 1866, σ. 12" πρβλ. Σαπφώ Λεοντιάς, «Τίνα τα μέσα της παιδεύσεως της γυναικός ως ανθρώπου», περ. Ευρυδίκη 25 (10.5.1871) 41.

Page 331: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Πέρα από τις οριοθετήσεις αυτές, εκείνο που κυρίως θέλουμε να αναδεί-ξουμε εδώ είναι ο λόγος που τις περιβάλλει: ο λόγος περί γυμναστικής κατ' εξο-χήν αντανακλά αλλά και συγχρόνως συγκροτεί συστηματικά και με πολλαπλό τρόπο την έννοια του κοινωνικού φύλου: δια του βιολογικού αναγωγισμού, που αποτελεί συστατικό στοιχείο του λόγου αυτού, επαναδιατυπώνονται διαρκώς οι έμφυλες ταυτότητες και κατ' επέκταση οι έμφυλοι ρόλοι45. Επαναδιατυπώνον-ται οι σχέσεις των φύλων στο κοινωνικό πεδίο, σχέσεις ιεραρχίας, καθώς ανα-παράγεται η ταύτιση των γυναικών με την ιδιωτική σφαίρα και τις αξίες που την περιβάλλουν αξίες ετεροκαθοριζόμενες από τις κυρίαρχες αξίες της δημό-σιας σφαίρας τις οποίες —στη διχοτομική αυτή πρόσληψη του κόσμου— εκ-προσωπεί το ανδρικό φύλο.

Υπό την επίδραση ωστόσο των επαναπροσδιορισμών αυτών, ο αποκλεισμός των γυναικών από την πολιτεία δεν είναι πλέον τόσο απόλυτος: οι αξίες της ιδιωτικής ζωής και το «οικιακό ιδεώδες» —εξιδανικεύσεις που σφραγίζουν τη διανόηση στα τέλη του αιώνα46— επιτρέπουν για πρώτη ίσως φορά τόσο συ-στηματικά από ιδεολογική άποψη την ανάδειξη των γυναικών σε ιδιαίτερο πα-ράγοντα της πολιτείας: δια των ηθικοποιητικών και εκπολιτιστικών ιδιοτήτων που τους αποδίδονται —προέκταση στο κοινωνικό πεδίο της γυναικείας «φύ-σης» που προσδιορίζεται από τη μητρότητα— μπορούν να λειτουργήσουν ανα-μορφωτικά στην κοινωνία και το έθνος· και καλούνται να το πράξουν στο δημό-σιο χώρο, δια του εκπαιδευτικού έργου η δια της φιλανθρωπίας, «φύσει» από-στολοι αυτές της απαιτούμενης κοινωνικής ειρήνης και συνοχής47. Στο πλαίσιο

45. Πράγματι, εκείνο που έχει ενδιαφέρον να επισημανθεί εδώ είναι η επιχειρηματο-λογία που χρησιμοποιείται: «και ως προς μεν την σωματικήν αγωγήν παρατηρούμεν ότι το μεν άρρεν, ως έχον το σώμα ισχυρότερον του γυναικείου απαιτεί προς διάθρεψιν τροφάς στερεωτέρας" το δε θήλυ, ως έχον το σώμα ασθενέστερον του ανδρικού, απαιτεί τροφάς μα-λακωτέρας και ευπεπτοτέρας. Το άρρεν ένεκα της τραχύτητος του σώματος έχει χρείαν λε-πτής και ελαφρας ενδυμασίας" το θήλυ ένεκα της τρυφερότητος του σώματος έχει ανάγκην παχέος και θερμού ιματισμού. Το άρρεν, προωρισμένον ον να ενεργή και πράττη έχει ανάγ-κην σωματικών γυμνασίων, συντελούντων ου μόνον προς διατήρησιν της υγείας, αλλά και προς επίρρωσιν του σώματος" το θήλυ, προωρισμένον ον να καταστήση τον βίον του ανδρός θυμήρη και τερπνόν, έχει χρείαν σωματικών ασκήσεων, συντελουσών προς τε την της υγείας διαφύλαξιν και την της σωματικής χάριτος πρόσκτησιν». Αρ. Σπαθάκης, «Διαφορά του άρ-ρενος και θήλεος γένους των ανθρώπων [...]», περ. Ευαγγελικός Κήρυξ 2/6 (Νοέμβρ.-Δε-κέμβρ. 1870) 541.

46. Για την εξιδανίκευση της ιδιωτικής «σφαίρας» και των αξιών που την πλαισιώ-νουν και για την ανάπτυξη του «γυναικείου ιδεώδους» από τη διανόηση στην καμπή του αιώνα, βλ. ιδιαίτερα Βαρίκα, ό.π., σ. 73-103.

47. Στο ίδιο, σ. 97-111 και Μαρία Κορασίδου, Οι άθλιοι των Αθηνών και οι θεραπευ-τές τους. Φτώχεια και φιλανθρωπία στην ελληνική πρωτεύουσα τον 19ο αιώνα, ΙΑΕΝ, Αθή-να 1995, σ. 171-222.

Page 332: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

των επαναξιολογήσεων αυτών, αναβαπτισμένων στην πανάκεια της προόδου αλ-λά και στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εθνικιστικής έξαρσης στα τέλη του αιώνα, αποκτά στερεότερες βάσεις ο κοινός τόπος ότι οι μητέρες είναι εκείνες που θα θέσουν τα πρώτα θεμέλια στη μόρφωση των μελλόντων πολιτών. Η σχολική ένταξη, η εκπαίδευση και συνολικά η αγωγή των κοριτσιών αποκτούν ανανεωμένη σημασία και επαναξιολογούνται. Έτσι, η αποτελεσματικότερη εν-σωμάτωση του γυναικείου φύλου στην εθνική αγωγή —της οποίας ένας προ-νομιακός αγωγός είναι και το μάθημα της γυμναστικής— αποτελεί, στα τέλη του αιώνα, περισσότερο από ποτέ αντικείμενο λόγου και πρακτικών τόσο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και συλλογικοτήτων όσο και της πολιτείας48. Υπό το φως αυτών των διεργασιών, μπορεί να κατανοηθεί πληρέστερα το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τη γυμναστική των κοριτσιών στην καμπή του αιώνα, αλλά και οι νέοι όροι με τους οποίους αυτό εκφράζεται, ζήτημα όμως που υπερβαίνει τα όρια αυτής της ανακοίνωσης.

Καθώς εκπνέει ο αιώνας, η σωματική αγωγή της παιδικής ηλικίας και της νεότητας συνολικά επαναπροσδιορίζεται, καθώς για πρώτη ίσως φορά προβάλ-λει με τόση ενάργεια η καθοριστική σύζευξη των εθνικιστικών προταγμάτων με τις νεοτερικές αξίες της υγείας και της σωματικής ευρωστίας. Οι αξίες αυτές αρχίζουν ν' αποκτούν ισχύ και εμβέλεια. Αν η συγκυρία του 1896 συνετέλεσε καθοριστικά στη διάχυση των αξιών αυτών και στην εκλαΐκευση του αθλητι-κού ιδεώδους, το έδαφος είχε αρχίσει να προετοιμάζεται λίγα μόλις χρόνια πριν, με την ίδρυση γυμναστικών και αθλητικών συλλόγων, σημάδι διεύρυνσης των μορφών κοινωνικότητας του αστικού χώρου 49. Εξάλλου, ένα χρόνο μετά την τέλεση των πρώτων Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων, ο πόλεμος του 1897 συνε-τέλεσε προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της παραπάνω σύζευξης, έστω και αρ-νητικά: η ήττα ανατροφοδότησε έναν λόγο που απέδιδε την ελληνική κακοδαι-μονία, μεταξύ άλλων, στην παρακμή των σωματικών, βλέπε ηθικών δυνάμεων του έθνους, αλλά και στη χαλάρωση του αισθήματος του συνανήκειν στην κοι-νότητα, έναντι της ανάπτυξης του «εγωιστικού» ατομικιστικού πνεύματος. Διά

48. Σχετικά με την επαναξιολόγηση της γυναικείας εκπαίδευσης στην καμπή του αιώ-να, καθώς και τις πιέσεις για μεταρρύθμιση στη μέση βαθμίδα, βλ. Ζιώγου-Καραστεργίου,

ό.π., σ. 259 κ.ε. και Ε. Φουρναράκη, Εκπαίδευση και αγωγή των κοριτσιών. Ελληνικοί προ-βληματισμοί (1830-1910). Ένα Ανθολόγιο, ΙΑΕΝ, Αθήνα 1987, σ. 50-72. Σε ό,τι αφορά το μάθημα της Γυμναστικής, παρόν στα προγράμματα του Αρσακείου ήδη από το 1858-1859, φαίνεται ότι μόλις τη δεκαετία του 1890 αρχίζει να γενικεύεται η διδασκαλία του στα δευτεροβάθμια (ιδιωτικά) παρθεναγωγεία (Ζιώγου-Καραστεργίου, ό.π., σ. 190-191, 225-226)" τότε αναπτύσσονται και πρωτοβουλίες συλλόγων (Πανελλήνιος Γυμναστικός Σύλλο-γος, Ένωσις των Ελληνίδων) για την εκπαίδευση γυμναστριών.

49. Βλ. Χριστίνα Κουλούρη, «Η ώρα του σώματος. Αθλητισμός, άσκηση και ψυχα-γωγία στο ελληνικό κράτος (1870-1922)», εδώ, σ. 273-286.

Page 333: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

των νομοθετημάτων του 189950, η πολιτεία, με μια αξιοπρόσεχτη ενεργοποίηση των αντανακλαστικών της, θα παρέμβει για πρώτη φορά τόσο δυναμικά και συστηματικά στον τομέα της σωματικής αγωγής, ο οποίος τώρα επενδύεται σαφέστερα με ιδιότητες γενικότερης αναμόρφωσης της παιδείας. Οι εξελίξεις αυτές όμως απαιτούν ιδιαίτερη διαπραγμάτευση.

50. Αντωνίου, ό.π., τ. 1, σ. 396-422 (τεκμ. 85-87) και τ. 2, σ. 109-203 (τεκμ. 45 και 45α).

Page 334: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 335: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΥΓΕΙΑ, ΑΛΚΗ, ΚΑΛΟΚΑΓΑΘΙΑ: ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ.

ΟΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΒΑΘΜΙΑΙΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ

Η ανακοίνωση αυτή έχει ως πλαίσιο αναφοράς τον εντοπισμό και την κριτική προσέγγιση των λόγων (discours), που αναδεικνύουν την αξία της σωματικής αγωγής στο ελληνικό σχολικό σύστημα, αλλά και στο κοινοτικό σχολικό δίκτυο της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη διάρκεια της περιόδου 1880-1920.

Συγκεκριμένα, θα με απασχολήσει η μελέτη της άρθρωσης και της κοι-νωνικής αντιστοίχησης των λεκτικών πρακτικών (discursive practices), που διέπουν, νοηματοδοτούν και οργανώνουν τις αντιλήψεις και την επιχειρηματο-λογία της εκκλησιαστικής διανόησης για την ενδεχόμενη αναγκαιότητα της σω-ματικής αγωγής στην εκπαίδευση και τις ενδεδειγμένες πρακτικές σωματικής άσκησης. Συγχρόνως όμως θα επιχειρήσω να δείξω τις αντιστάσεις που προέ-βαλε ο εκκλησιαστικός μηχανισμός στην εισαγωγή του μαθήματος της Σωμα-τικής Αγωγής στην εκπαίδευση, αλλά και τη βαθμιαία και επιλεκτική προσαρ-μογή του στα κοινωνικο-πολιτισμικά μορφώματα, που αναδεικνύει η νεοτερική εποχή. Η προβληματική που ακολουθώ έχει συγκριτική βάση, καθώς προσεγ-γίζει αντιστικτικά τον λόγο που παράγουν και διαχέουν στο κοινωνικό σύνολο οι δύο βασικοί πόλοι της ορθόδοξης εκκλησιαστικής διανόησης, τόσο αυτός του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως όσο και αυτός της Αυτοκέφαλης Εκκλη-σίας της Ελλάδος.

Α'. Ευρώπη: Οι τρεις λόγοι (discours) για την αναγκαιότητα της σωματικής αγωγής

Πρόκειται για τρία διαφορετικά γένη λόγων με πανευρωπαϊκή, θα λέγαμε, δια-σπορά, που έχουν ως υπόβαθρο τις διαδικασίες συγκρότησης και ανάδυσης της νεολαίας ως ιδιαίτερης πληθυσμιακής κατηγορίας με ηλικιακά, κοινωνικά και πολιτισμικά γνωρίσματα. Οι διαδικασίες αυτές ολοκληρώνονται στο δυτικο-ευρωπαϊκό χώρο στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα1. Οι λόγοι

1. Αντώνης Λιάκος, Νεανικές οργανώσεις. Η εμφάνιση των νεανικών οργανώσεων. Το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης, Αθήνα, Λωτός, 1988, σ. 7-8.

Page 336: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

αυτοί, που είναι συμβατοί μεταξύ τους και όχι αυτοαναφορικοί και συμπαγείς και που συνεκβάλλουν στην παιδαγωγική επιστήμη και την «αποικίζουν», συν-δέονται με τις διαδικασίες οικονομικού, πολιτικο-διοικητικού και πολιτιστικο-εκπαιδευτικου εκσυγχρονισμού του έθνους-κράτους, οργανώνουν την παιδαγω-γική θεωρία και πρακτική και συγκροτούν το πλαίσιο αναφοράς της επιστήμης της Σωματικής Αγωγής ως μερικευμένης τεχνολογίας συγκρότησης και εδραίω-σης του απρόσωπου δικτύου της εξουσίας της πειθαρχικής νεοτερικής κοινω-νίας. Εφεξής η σωματική αγωγή δεν θα είναι μόνο ο δίαυλος της χειραφέτη-σης του σώματος, της διανοητικής χαλάρωσης και της συναισθηματικής εκφόρ-τισης, αλλά συνάμα θα λειτουργεί ως μηχανισμός χειραγώγησης της νεανικής ιδιαιτερότητας από τους φορείς της κρατικής, της σχολικής και της ιατρικής εξουσίας. Είναι η συγκυρία, κατά την οποία η πολιτική οικονομία της διαχεί-ρισης του σώματος και του ελέγχου και της ιδιοποίησης του κοινωνικά αποδε-σμευμένου χρόνου κάνει ανεπαίσθητα σχεδόν την εμφάνισή της.

Η παιδαγωγική πρακτική από τα μέσα του 19ου αιώνα αναγορεύει το σχο-λείο σε κεντρικό μηχανισμό κοινωνικοποίησης του μαθητικού δυναμικού, αλλά συγχρόνως και διασποράς του νέου αστικού ήθους (τρόποι ζωής, κοινωνικές συμπεριφορές, συστήματα αξιών) στο γενικό πληθυσμό. Από την άλλη πλευρά, η παιδαγωγική θεωρία δεν προσδιορίζεται πλέον την περίοδο αυτή από τη διά-κριση εργασία/παιχνίδι, αλλά από τη διάκριση άσκοπη η και επικίνδυνη δρα-στηριότητα/σκόπιμη-αποτελεσματική δραστηριότητα2. Παραπέμπει κατά συνέ-πεια σε μια αντίληψη εκλογίκευσης, εργαλειοποίησης και επιτήρησης της παι-δικής και νεανικής ενεργητικότητας, σε μια πειθαρχική και ιατρική λειτουργία της σωματικής αγωγής, η οποία συγκροτεί το άτομο ως αυτενεργό υποκείμενο, αλλά, συγχρόνως, και ως οργανικό στοιχείο της κοινότητας-ομάδας.

Οι λόγοι, που κωδικοποιούν το ενδιαφέρον για την σωματική αγωγή, είναι κατά σειράν οι ακόλουθοι:

α) Ο ιατρικός λόγος, ο οποίος εμπλεκόμενος στο πεδίο της βιοπολιτικής, δηλαδή του διοικητικού, πολιτικού και κοινωνικού ελέγχου των συμπεριφορών του πληθυσμού, και διαποτιζόμενος από τη λογική του οικονομικού φιλελευθε-ρισμού, λειτουργεί προληπτικά ως θεματοφύλακας της ατομικής και δημόσιας υγείας, καθώς την αντιλαμβάνεται ως ατομικό και δημόσιο αγαθό, ως κοινω-νικό και εθνικό κεφάλαιο. Δεν πρέπει να λησμονούμε, άλλωστε, ότι ήδη από το 17ο και 18ο αιώνα το ανθρώπινο σώμα έχει μετατραπεί σε παραγωγική μηχανή με συνέπεια «όλες οι μορφές ανάλωσης του που δεν συνεισέφεραν στη σύσταση των παραγωγικών δυνάμεων — και που παρουσιάζονταν [...] σαν

2. Andre Rauch, Le souci du corps. Histoire de l'hygiene en education physique, Paris, P.U.F., 1983, σ. 97.

Page 337: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

περιττές» να απαγορεύονται και να καταστέλλονται3. Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι ο λόγος αυτός συγκροτεί την ιατρική γυμναστική και αναδεικνύει την προ-ληπτική της διάσταση.

β) Ο πολιτικός λόγος της στρατιωτικής ετοιμότητας των πολιτών μέσω της σωματικής άσκησης και της σκληραγωγίας. Στο πλαίσιο αυτό, η γυμνα-στική αποσκοπεί είτε στην εθνική κινητοποίηση για την απελευθέρωση και την ενοποίηση του έθνους και κατ' επέκταση για την συγκρότηση του εθνικού κρά-τους (γερμανικό πρότυπο) είτε στην υπεράσπιση της πατρίδας και της δημο-κρατίας (γαλλικό πρότυπο), εκφάνσεις αμφότερες της ιδεολογίας του εθνικι-σμού.

Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με ένα παρεπόμενο του πο-λιτιστικού-ανατολικού-αυταρχικού εθνικισμού, που βρίσκει την ιδεοτυπική του έκφραση στο γερμανικό χώρο4. Σ' αυτό το ιδεολογικό σχήμα εντάσσονται: α) Το διαταξικής συγκρότησης και θεμελιωμένο στο λόγο της κλασικιστικής καλοκα-γαθίας γυμναστικό κίνημα (Turnbewegung) του Jahn, που ανήγαγε σε πο-λιτική αισθητική την συγχώνευση της ατομικότητας και του πνεύματος της εθνι-κής κοινότητας, αναζητώντας μέσω της ομοιομορφίας των στολών, των εμβλη-μάτων, των εμβατηρίων, των παρελάσεων, των γυμναστικών ασκήσεων, των εθνικών τελετουργικών εορτασμών και των γυμναστικών επιδείξεων (gymna-stic festivals) τη δημιουργία του ιδεώδους Γερμανού, τη συμβολική ενοποίη-ση των διάσπαρτων μελών του γερμανικού εθνικού κορμού και την ενιαία κρα-τική συγκρότηση της Γερμανίας, β) Το πρότυπο σωματικής αγωγής του Spiess, που συνοψίζεται στη σχολική χρήση ασκήσεων παράταξης, ομαδικής κίνησης και πειθαρχίας, οι οποίες συνοδεύονταν από την πρακτική της στρατιωτικο-ποίησης των γυμναστικών παραγγελμάτων. Αξίζει να επισημάνουμε ότι μετά τη ματαιωμένη φιλελεύθερη Επανάσταση του 1848 και κυρίως μετά την ενο-ποίηση της Γερμανίας στα 1871 παρακολουθούμε τη συντηρητική μεταστροφή του γερμανικού γυμναστικού κινήματος, καθώς απεμπολούνται οι αντι-αυταρ-χικές και φιλελεύθερες ιδεολογικές τάσεις που το διαπερνούσαν και ως πρω-ταρχικοί του σκοποί προβάλλονται η ανάδειξη της σωματικής αγωγής σε προ-νομιακό πεδίο απόδειξης της βιολογικής και ηθικής υπεροχής του γερμανικού έθνους και της άριας φυλής γενικότερα, καθώς και η συλλογική εσωτερίκευση του αυταρχικού στρατιωτικού προτύπου. Στην περίοδο αυτή το γερμανικό γυ-

3. Μισέλ Φουκό, «Πειθαρχική εξουσία και υποτέλεια» (1976, 1977, 1980, 1986), στο Η μικροφυσική της εξουσίας, μετάφραση-σχόλια Λίλα Τρουλινού, Αθήνα, Ύψιλον 1991, σ. 109.

4. Νίκος Δεμερτζής, Ο λόγος του εθνικισμού. Αμφίσημο σημασιολογικό πεδίο και σύγχρονες τάσεις, Αθήνα, Α. Σάκκουλας, 1996, σ. 227-244. Οι κατηγοριοποιήσεις που υιο-θετεί ο Δεμερτζής εφαρμόζονται και στην περίπτωση της ιδεολογικής αξιολόγησης του γαλ-λικού προτύπου σωματικής αγωγής, όπως φαίνεται στην επόμενη σελίδα.

Page 338: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

γυμναστικό κίνημα θεσμοποιείται και μαζικοποιείται φθάνοντας μάλιστα να αριθ-μεί στα 1880 170.315 μέλη, ενώ, παράλληλα, διαχέεται κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη, αλλά και σε πυρήνες εθνικιστών στο βαλκανικό και τον ελληνικό χώρο5.

Στη δεύτερη περίπτωση έχουμε να κάνουμε κατά κύριο λόγο με το γαλ-λικό πρότυπο σωματικής αγωγής, το οποίο εντάσσεται στον αξιακό κώδικα του πολιτικού, δυτικού και δημοκρατικού εθνικισμού. Οι αξίες που υποβαστά-ζουν το πρότυπο αυτό είναι η πίστη σε μια κοσμοπολιτική ηθική τάξη βασι-σμένη στον ορθό λόγο και την πρόοδο, η δράση σύμφωνα με τις ηθικο-πολιτι-κές αρχές της ελευθερίας, της ατομικής αυτονομίας, της ισοπολιτείας και της κοινωνικής αρμονίας, η υπεράσπιση της πατρίδας και του δημοκρατικού πολι-τεύματος και, τέλος, ο σεβασμός των νόμων ως προϊόντων της συλλογικής βού-λησης6. Στο πλαίσιο αυτό, οι στρατιωτικές ασκήσεις συναρθρώνονται με τη σωματική αγωγή υπό την έννοια της αναγκαίας τεχνογνωσίας που παρέχει τη δυνατότητα στο μέλλοντα πολίτη (= μαθητή) να μετατρέπεται εκούσια σε στρα-τιώτη, όταν διακυβεύεται η τύχη της πατρίδας και του δημοκρατικού πολιτεύ-ματος (συνταγματικός πατριωτισμός). Πρόκειται για το ιδανικό του «καλού πολίτη στην υπηρεσία της πατρίδας», το οποίο κυρώνεται θεσμικά με τα νομο-θετήματα της 28ης Μαρτίου και της 6ης Ιουλίου 1882, με τα οποία ο υπουρ-γός Παιδείας της Γαλλίας Jules Ferry εισάγει τις στρατιωτικές ασκήσεις στα σχολεία και συγκροτεί τα παραστρατιωτικού χαρακτήρα, αλλά δημοκρατικών προθέσεων, «σχολικά τάγματα» (bataillons scolaires) αντίστοιχα7. Για τις ρυθμίσεις αυτές καταλυτικό ρόλο διαδραμάτισε αφενός η στρατηγική διαμάχη του ρεπουμπλικανικού και εκκοσμικευμένου πλέον γαλλικού κράτους με την Κα-θολική Εκκλησία για τον έλεγχο της εκπαίδευσης και αφετέρου η κυριαρχία του εθνικιστικού ρεβανσισμού μετά την ήττα στον γαλλο-πρωσσικό πόλεμο του 1870, που σήμανε την απώλεια της Αλσατίας και της Λωρραίνης, καθώς και τον εμφύλιο πόλεμο, αλλά και λειτούργησε καταλυτικά τόσο για την ηγεμονική

5. Για το γερμανικό πρότυπο γυμναστικής και τον ιδεολογικό του ρόλο βλέπε J. G. Dixon, «Prussia, Politics and Physical Education», στο P. C. Mcintosh (και άλλοι), Landmarks in the History of Physical Education, London/Boston and Henley, Rout-ledge & Kegan Paul, 1981, σ. 131* George L. Mosse, The Nationalisation of the Masses. Political Symbolism and Mass Movements in Germany from the Napoleonic Wars through the Third Reich, New York, Howard Fertig, 1975, σ. 28, 43, 44, 83,128-135· Karl Die-trich Bracher, The German Dictatorship. The Origins, Structure, and Consequences of National Socialism, Penguin University Press 1980, σ. 41-42. Στη δεύτερη περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με παράγωγο ενός πολιτικού-δυτικού-φιλελεύθερου εθνικισμού, που το πεδίο της προέλευσής του εντοπίζεται στη Γαλλία και ιδιαίτερα στην παράδοση των πολιτι-κών ιδεωδών του 1789. Βλέπε Νίκος Δεμερτζής, ό.π., σ. 227-244.

6. Pierre Arnaud, Les athletes de la république. Gymnastique, sport et ideologie républicaine 1870-1914, Toulouse, Bibliothèque historique Privat, 1987, a. 212.

7. Στο ίδιο, σ. 30.

Page 339: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

νική παρουσία του πολιτικού φιλελευθερισμού όσο και αντίρροπα για την ανά-δυση του αντεπαναστατικού κινήματος, την παθολογία του οικονομικού φιλε-λευθερισμού (σκάνδαλα, νεποτισμός, μαζική αγροτική έξοδος), τη δυναμική του μπουλανζισμού, τη συγκρότηση της γαλλικής επαναστατικής δεξιάς και την κυ-ριαρχία του ιδεολογήματος της παρακμής έως την έναρξη του Πρώτου Παγ-κοσμίου Πολέμου8. Τα αντίρροπα αυτά ιδεολογικο-πολιτικά ρεύματα, όπως επί-σης και η Καθολική Εκκλησία, ανασημασιοδότησαν τη συνάρθρωση σωματι-κής αγωγής και στρατιωτικών ασκήσεων και επιχείρησαν να αποκαθάρουν τα σχολικά τάγματα από την παρουσία των ιδεών του ρεπουμπλικανισμού. Έτσι και έως την παρακμή τους στη δεκαετία του 18909 λειτούργησαν εν μέρει ως μηχανισμοί στρατιωτικής κινητοποίησης εναντίον τόσο του εξωτερικού εχθρού, των Γερμανών, όσο και του εσωτερικού εχθρού, των δημοκρατών, των σοσια-λιστών και των Εβραίων10. Αντίθετα, στη γερμανική περίπτωση, η ατελής ακό-μη ιδιότητα του πολίτη, λόγω της ανυπαρξίας έως τα 1871 ενιαίου εθνικού κρά-τους και της αδυναμίας αυτόνομης ανάδυσης της κοινωνίας των πολιτών, επέ-φερε την ολοκληρωτική αφομοίωση του ρόλου του πολίτη από το ρόλο του στρα-τιώτη και την ανάδειξη της γυμναστικής κοινότητας σε υλικό και συμβολικό εξάρτημα για την επιτέλεση των σκοπών του αυταρχικού πρωσσικού κράτους. Και στις δύο περιπτώσεις πάντως, η σωματική αγωγή εκλαμβάνεται ως προ-νομιακό πεδίο πολιτικής διαπαιδαγώγησης και συγκρότησης επίλεκτων και μα-χόμενων ανδρικών συλλογικοτήτων με παραστρατιωτικές δραστηριότητες, κα-θώς και ως μηχανισμός σφυρηλάτησης του εθνικού φρονήματος. Από την άπο-ψη αυτή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, αν και η παράδοση της σωματικής αγω-γής εμπεριέχει εγγενώς την πρακτική της στρατιωτικοποίησης (οπλασκία, σκο-ποβολή, ασκήσεις ομαδικής παράταξης και κίνησης)11 και τη δυνατότητα επι-λεκτικής προσφυγής σ' αυτήν, ωστόσο είναι ακριβώς ο λόγος της στρατιωτικο-ποίησης που εισάγει στην πολιτική σκηνή το φυσικό στοιχείο, το σώμα, το κε-φάλαιο της φυσικής δύναμης που αποταμιεύει και την ενέργεια που εκλύει, στο όνομα της βιολογικής, ηθικής και πολεμικής κατίσχυσης του έθνους.

Είναι προφανές ότι, παρά την ιδεοτυπική ομοιότητα του ελληνικού εθνικισμού

8. Christophe Prochasson, «Les annees 1880: Au temps du boulangisme», στο Michel Winock (sous la direction), Histoire de l' extreme droite en France , Paris, Seuil, 1993, σ. 51-82.

9. Arnaud, ό.π., σ. 47. 10. Στο ίδιο , σ. 213. 11. Ο γάλλος γυμναστής Amoros π.χ. συνδέει οργανικά τη σωματική αγωγή με την

στρατιωτική κατάρτιση και προετοιμασία με το επιχείρημα ότι η σωματική άσκηση συμ-βάλλει στην αντιστάθμιση των συνεπειών της τεχνολογίας του πολέμου. Βλέπε σχετικά Jacques Ulmann, De la gymnastique aux sports modernes. Histoire des doctrines de l'é-ducation physique, Paris, Vren, 31977, σ. 295.

Page 340: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

σμού με τον γερμανικό, στην Ελλάδα σε επίπεδο θεσμικής οργάνωσης και νο-μικού πλαισίου ακολουθείται grosso modo το γαλλικό πρότυπο σωματικής αγω-γής, λόγω της παράδοσης που δημιούργησε ο αντιδυναστικός αγώνας της Φοι-τητικής Φάλαγγας, αλλά και της ιδεολογικής κυριαρχίας και της συνταγμα-τικής επιταγής του συνταγματικού πατριωτισμού.

γ) Ο λόγος του αρχαιοελληνικού κλασικισμού, της ισόρροπης ανάπτυξης σώματος και πνεύματος, του ιδεώδους της «σοφίας», της «αρετής», της «ευ-μορφίας» και της «ρώμης», που ανακαλύπτει στη νοσταλγία της ελληνικής αρ-χαιότητας το μέσο υπέρβασης της κατακερματισμένης, μαζοποιημένης και αλλο-τριωμένης ατομικής ύπαρξης της νεοτερικής εποχής. Αλλά, παράλληλα, και τη δυνατότητα θεμελίωσης της προσωπικότητας και της ηθικής διαπαιδαγώγησης του μελλοντικού πολίτη στη συνύφανση πνευματικών, ηθικών και σωματικών ικανοτήτων, δηλαδή στην αντίληψη του ατόμου τόσο ως ενιαίας ψυχοσωματι-κής οντότητας όσο και ως κλάσματος της εθνικής κοινότητας.

Ωστόσο, ενώ οι λόγοι της υγιεινής και της στρατιωτικής ετοιμότητας εν-τάσσονται οργανικά στη νεοτερικότητα, αντίθετα ο λόγος της αρχαιοελληνικής καλοκαγαθίας, παρά την ανασημασιολόγησή του και τη δευτερογενή ένταξή του στο αστικό κοσμοείδωλο, απηχεί εγγενώς μία προνεοτερική διεπίγνωση (epi-steme, σύμφωνα με τον όρο του Foucault), ένα πρωταρχικό συνεκτικό νοη-τικό σχήμα. Εξαιτίας όμως του κομβικού ρόλου που διαδραμάτισε η ανακά-λυψη της ελληνικής αρχαιότητας στη συγκρότηση και ανάδυση του νεοτερικού κοσμοειδώλου, η προνεοτερική αυτή διεπίγνωση, που βρίσκεται πίσω από το λόγο της καλοκαγαθίας, δεν έχει αρχαϊκό, δηλαδή αποστεωμένο χαρακτήρα, αλλά αντίθετα καταλοιπικό, ως οργανικό στοιχείο της εξελισσόμενης παράδο-σης του δυτικού ουμανισμού. Ο ασύμμετρος αυτός χρονισμός των τριών λόγων της σωματικής αγωγής στην εκπαίδευση δεν οδηγεί σε μία ενδογενή συγκρου-σιακότητα του παιδαγωγικού λόγου, που τους συναρθρώνει και τους υπηρετεί, καθώς από τη μία πλευρά στην ευρωπαϊκή διάσταση των πραγμάτων ο λόγος της καλοκαγαθίας επικουρεί και καταξιώνει τους λόγους της υγιεινής και της στρατιωτικοποίησης, ενώ από την άλλη στην ελληνική περίπτωση μετατρέπε-ται σε φορέα της εθνικιστικής και αλυτρωτικής ιδεολογίας, μέσω της αναφο-ράς στους ευκλεείς προγόνους και της συγκρότησης της επιλεκτικής παράδοσης του ελληνικού έθνους.

Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι ο πρώτος λόγος αρθρώνεται με οργανωτική αρχή και πρωταρχική αξία την υγεία, ο δεύτερος την αλκή και την ευρωστία και ο τρίτος την αρχαιοελληνική καλοκαγαθία.

Page 341: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Β'. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και η σωματική αγωγή: Το περιο-δικό «Εκκλησιαστική Αλήθεια» (1880-1923), ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως (1861-1912) και η εισαγωγή τον μαθή-ματος της Γυμναστικής στο ελληνορθόδοξο εκπαιδευτικό σύστημα

Το περιοδικό «Εκκλησιαστική Αλήθεια» απηχεί την επίσημη εκδοχή του λό-γου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Λειτουργεί ως πεδίο συσπείρω-σης της πατριαρχικής εκκλησιαστικής διανόησης και αποτελεί βασικό αγωγό της πολιτιστικής και ειδικότερα της εκπαιδευτικής πολιτικής του Πατριαρ-χείου Κωνσταντινουπόλεως για τους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς της Οθωμα-νικής Αυτοκρατορίας. Οι βασικές συνιστώσες της ύλης του περιοδικού είναι αφενός τα κείμενα των κληρικών η λαϊκών αξιωματούχων του Πατριαρχείου και αφετέρου οι ανταποκρίσεις από τις επισκοπές για τα εκκλησιαστικά πράγ-ματα και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα του Πατριαρχείου.

Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως «εξακολουθούσε να αποτελεί το κέντρο της κοινωνικής ζωής των ορθόδοξων χριστιανών» 12. Η δεσπόζουσα θέση του Πατριαρχείου αναδεικνύεται κατά κύριο λόγο στο «ελληνορθόδοξο σχολικό δίκτυο»13, για το οποίο έχει τη συνολική ευθύνη και αρμοδιότητα στο πλαίσιο των ρυθμίσεων του Χάττι Χουμαγιούν (6 Φεβρουαρίου 1856), των Εθνικών Κανονισμών (1862), των ρυθμίσεων του 1869, που παρέχουν τη δυνατότητα δημιουργίας σχολικών ιδρυμάτων στις κοινότη-τες και στα φυσικά πρόσωπα, και, τέλος, της βεζυρικής εγκυκλίου της 22ας Ιανουαρίου 189114, όπου «τα προγράμματα των εκπαιδευτηρίων ανταποκρίνονται

12. Βλέπε γενικά Σία Αναγνωστοπούλου, Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορ-θόδοξες κοινότητες. Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1997. Ειδικότερα Χάρης Εξερτζόγλου, Εθνική ταυτότητα στην Κωνσταντινού-πολη τον 19ο αιώνα. Ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως 1861-1912, Αθήνα, Νεφέλη, 1996, σ. 76.

13. Χάρης Εξερτζόγλου, ό.π., σ. 29. 14. Με βάση την βεζυρική εγκύκλιο του 1891 στις αρμοδιότητες του Πατριαρχείου

και της Πατριαρχικής Κεντρικής Εκπαιδευτικής Επιτροπής εντάσσονται η σύνταξη, ο έλεγ-χος και η επικύρωση των σχολικών προγραμμάτων, η έγκριση για την ίδρυση ορθόδοξων κοινών η ιδιωτικών σχολείων αγοριών η κοριτσιών, η σύνταξη καταλόγων εγκεκριμένων δι-δακτικών εγχειριδίων, η συγκρότηση αναλυτικών και ωρολογίων προγραμμάτων, η έκδοση ενδεικτικών φοίτησης, καθώς και ο διορισμός και ο διοικητικός έλεγχος του διδακτικού προ-σωπικού. Βλέπε Χρίστος Σπ. Σολδάτος, Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση του Ελλη-νισμού της Μ. Ασίας (1800-1922), τόμος Γ': Η εξάρτηση και η δραστηριότητα των σχο-λείων, Αθήνα 1989, σ. 17, 29-31' επίσης Eleni Fournaraki, «Institutrice, femme et mère»: Idees sur l'éducation des femmes grecques au XIXeme siècle (1830-1880), These de 3em cycle en histoire et civilisation, Παρίσι 1992, σ. 248-249.

Page 342: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ται στο πνεύμα της Εκκλησίας»15 σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε να νομιμο-ποιείται κάποιος να μιλήσει για «Πατριαρχικό σχολικό σύστημα»16 παρά την πολυδιάσπαση που εμφάνιζε σε ζητήματα εκπαίδευσης, διδακτικού προσωπι-κού, γνωστικών αντικειμένων και διδακτικών εγχειριδίων 17 και επίσης παρά το γεγονός ότι «δεν είχαν όλα τα εκπαιδευτήρια το ίδιο κοινωνικό βάρος»18.

Από το 1870 περίπου το Πατριαρχείο ανέθεσε άτυπα την οργάνωση, την εξάπλωση και τη χρηματοδότηση του ελληνορθόδοξου σχολικού δικτύου στον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως19. Ο ΕΦΣΚ συγκροτήθη-κε από επιστήμονες, λογίους και παιδαγωγούς, χρηματοδοτούνταν από τους πλούσιους Έλληνες της Διασποράς και οι εκπαιδευτικές του προτεραιότητες συνοψίζονταν στη διάδοση και ενίσχυση της ελληνικής γλώσσας, στη διαμόρ-φωση εθνικού φρονήματος και στην επιλεκτική εγκόλπωση στην παρεχόμενη εκπαίδευση στοιχείων επιστημονικού και παιδαγωγικού εκσυγχρονισμού, που στο πλαίσιο της στρατηγικής της ενσωμάτωσης του νέου στο παραδοσιακό δεν ανέτρεπαν την κυριαρχία του ορθόδοξου θρησκευτικού κοσμοειδώλου.

Οι άξονες της εκπαιδευτικής πολιτικής του Πατριαρχείου Κωνσταντινου-πόλεως είναι οι εξής: lον) Η αναγωγή της παιδείας σε καθολικό αγαθό, αλλά, συγχρόνως, και η διαφοροποίηση της παρεχόμενης εκπαίδευσης με κριτήριο την ταξική διαστρωμάτωση των ελληνορθόδοξων πληθυσμών20. 2ον) Ο μονομερής προσανατολισμός της εκπαιδευτικής διαδικασίας στη «μόρφωσιν εν γένει όλου του έσω ανθρώπου», η οποία ορίζεται ως «(σύμμετρος και κανονική εξάσκησις και ανάπτυξις πασών των ψυχικών του ανθρώπου δυνάμεων», δηλαδή ως συν-δυασμός της «τον νουν φωτιζούσης γνώσεως» και της «την καρδίαν ηθοποιού-σης χρηστότητος» ή αλλιώς ως συγκερασμός «σοφίας» και «αρετής»21. Το σώ-μα, αν δεν απαξιώνεται, τουλάχιστον αγνοείται, ενώ, παρόλο που έμμεσα ανα-γνωρίζεται η σκοπιμότητά της και κατανοούνται οι κώδικές της, επίκληση της

15. Χάρης Εξερτζόγλου, ό.π., σ. 93. Γενικά για το ρόλο που διαδραμάτισε το Οικου-μενικό Πατριαρχείο στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα βλέπε Χρήστος Δ. Καρδαράς, Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο αλύτρωτος ελληνισμός της Μακεδονίας-Θράκης-Ηπείρου μετά το Συνέδριο του Βερολίνου, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1996, αλλά και Σταύρος Θ. Ανε-στίδης, Η εθναρχική παράδοση της Μεγάλης Εκκλησίας και ο Μανουήλ Ιω. Γεδεών, διδα-κτορική διατριβή, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1993.

16. Χάρης Εξερτζόγλου, ό.π., σ. 23. 17. Στο ίδιο, σ. 144. 18. Στο ίδιο,σ. 50. 19. Στο ίδιο, σ. 23-24, αλλά και Eleni Fournaraki, ό.π., σ. 249-250. 20. Μ.Δ.Χ., «Δημοτική εν Κωνσταντινουπόλει εκπαίδευσις», Εκκλησιαστική Αλή-

θεια Α', Θ' (26 Νοεμβρίου 1880) 141. 21. «Περί της αληθούς παιδείας και του τρόπου της κτήσεως αυτής. Διατριβή Χρι-

στοφόρου Ιεροδιδ. Προδρομίτου», Εκκλησιαστική Αλήθεια Θ', 39 (26 Ιουλίου 1889), 307.

Page 343: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

γυμναστικής γίνεται μόνο μεταφορικά για να καταδειχθεί αναλογικά η διαπλα-στική λειτουργία της παιδείας: «Και τω όντι, η παιδεία εστίν ως προς την ψυ-χήν ό,τι η γυμναστική ως προς το σώμα. Καθώς λοιπόν εκείνη πάντα τα μέλη

του σώματος, ούτω και αύτη πάσας τας δυνάμεις της ψυχής δι' ασκήσεων ποι-κίλων και καταλλήλων προτίθεται ίνα ενισχύση και επιρρώση»22. Στους εκκλη-σιαστικούς κύκλους της Κωνσταντινούπολης, ο φρονηματιστικός χαρακτήρας της παιδείας δεν συναρτάται ακόμη στη δεκαετία του 1880, όπως συμβαίνει ήδη αρκετές δεκαετίες πριν στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα23 με το ρόλο της σωματικής αγωγής ως μηχανισμού ελέγχου της παιδικής και της νεανι-κής ενεργητικότητας, εσωτερίκευσης της πειθαρχίας και στο συμβολικό επί-πεδο αποδοχής των ιεραρχικών δομών της κατεστημένης τάξης πραγμάτων. Αυτό συμβαίνει λόγου χάριν στην περίπτωση της Καθολικής Εκκλησίας στη Γαλλία24. Αλλά ούτε ως τρόπου συγκρότησης νεοτερικών μορφών συλλογικότη-τας, που πρωτογενώς θα μπορούσαν να ασκήσουν ηθοπλαστικό ρόλο, προφυλάσ-σοντας «από βλαβερών εντευκτηρίων και θεαμάτων την αθώαν ηλικίαν, ήτις οιονεί κηρός εύπλαστος δέχεται πάντα τύπον επ' αυτής εγχαραττόμενον υγιούς

αναπλάσεως ή βλαβεράς εκλύσεως και κακοηθείας»25, και δευτερογενώς να δια-μορφώσουν μια γυμναζόμενη και μαχητική χριστιανική νεολαία, που να απο-δεικνύει στους στίβους την υπεροχή του δόγματος. Άλλωστε, από κοινού με την εξαρτημένη θέση του Πατριαρχείου και της ελληνορθόδοξης κοινότητας από την οθωμανική εξουσία και τον θεοκρατικό χαρακτήρα του οθωμανικού κρά-τους, που δεν επέτρεπε την ανάδυση νεοτερικών και εκκοσμικευμένων μορφών συλλογικότητας, αυτός είναι ο λόγος που κυριαρχεί η εμμονή στο πρότυπο του αστυνομικού ελέγχου και της παιδονομικής επιτήρησης της εξωσχολικής συμ-περιφοράς του μαθητικού πληθυσμού και εξαίρονται γι' αυτό οι αστυνομικές αρχές της Πάτρας και της Χαλκίδας, αλλά συγχρόνως και η οθωμανική «κεν-τρική αστυνομία»26.

Ακόμη και στις αρχές της δεκαετίας του 1890, ο αρχιεπίσκοπος Χαρκό-βου Αμβρόσιος αντιλαμβάνεται ως αντικανονική συμπεριφορά όχι μόνο τα «α-

22. Στο ίδιο, σ. 306. 23. Ενδεικτικά αναφέρω ότι στα 1887 ο πρύτανις του Εθνικού Πανεπιστημίου, για-

τρός και καθηγητής της Φαρμακευτικής και της Βοτανικής Θεόδωρος Αφεντούλης θεωρεί τη Σωματική Αγωγή ως μέσο απεμπλοκής της «ηβασκούσης νεολαίας από τον συναγελα-σμόν εν τοις καφενείοις και εις της νικοτιανής τας ηδυπαθείας». Βλέπε σχετικά: Λόγος εκ-φωνηθείς εν τη μεγάλη αιθούση του Πανεπιστημίου τη 29 Νοεμβρίου 1887 ημέρα της εγ-καταστάσεως των νέων πρυτανικών αρχών, Αθήνα 1887, σ. 17.

24. Arnaud, ό.π., σ. 211. 25. Μανουήλ Γεδεών, «Αι εξετάσεις των παρ' ημίν σχολείων», Εκκλησιαστική Αλή-

θεια Δ', 37 (4 Ιουλίου 1884) 542. 26. Στο ίδιο.

Page 344: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

απρεπή λόγια και κινήματα», αλλά έμμεσα κάθε κινητική πρακτική των μαθη-τών, η οποία αντιβαίνει στο αφύσικο κανονιστικό πλαίσιο που προσδιορίζει τη

λειτουργία του «κατοικητηρίου της επιστήμης» και δεν ανταποκρίνεται «προς τον ευγενή αυτού προορισμόν». Ανάγει μάλιστα την «επιτήρησιν της ευπρεπούς διαγωγής των εκπαιδευομένων» σε κυρίαρχο σκοπό της εκπαιδευτικής διαδι-κασίας27. Αλλά και στο τέλος της ίδιας δεκαετίας, αρθρογράφος της «Εκκλη-σιαστικής Αλήθειας» όχι μόνο δεν συμπεριλαμβάνει τη σωματική αγωγή στους άξονες της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά αναζητεί τα αίτια της «πλημμε-λούς παιδεύσεως» των γόνων της ελληνορθόδοξης κοινότητας στην «ετεροσκε-λή» παιδεία που τους παρέχεται, δηλαδή στον υπερθεματισμό του γνωστικού περιεχομένου των σπουδών και την παραμέληση της ηθικής διαπαιδαγώγησης. Η επιχειρηματολογία του, πλήρης, άλλωστε, αντιδιαφωτιστικού ζήλου, κατα-λήγει στο συμπέρασμα ότι «τα γράμματα και αι επιστήμαι άνευ της ηθικής

αγωγής και ορθής παιδεύσεως ουδαμώς άγουσιν εις εύσχημον και τεταγμένον και ηθικώς υγιαίνοντα βίον, αλλά μάλλον ως όπλα κακίας και πάσης πλημμε-λείας χρησιμεύοντα εις επαύξησιν της ημετέρας κακοδαιμονίας συμβάλλονται»28.

Η απαξίωση της σωματικής άσκησης ως φαινομένου της νεοτερικότητας, που ανατρέπει το παραδοσιακό αξιακό σύστημα και προβάλλει νέες μορφές συλ-λογικών δραστηριοτήτων χειραφετημένων από τον καταπιεστικό λόγο και τις πρακτικές της Εκκλησίας, είναι εμφανής ήδη από το 1878 με την απαγόρευση σύστασης η συμμετοχής των σπουδαστών της Μεγάλης του Γένους Σχολής σε οποιασδήποτε μορφής «σωματείο, σύλλογο η αδελφότητα»29. Βρίσκει, ωστόσο, τη διαυγέστερη έκφρασή της στα 1898, όταν καταγγέλλεται έμμεσα η εκκοσμί-κευση του ελληνικού κράτους, διαμέσου των επικριτικών σχολίων που εξαπο-λύονται από τους εκκλησιαστικούς κύκλους της Κωνσταντινούπολης εναντίον των ελληνικών αρχών, διότι επέτρεψαν την εκγύμναση των μαθητών στο γυ-μναστήριο της Αθήνας «[...] κατ' αυτήν την Κυριακήν της Πεντηκοστής, καθ' ην ώραν ετελείτο εν τοις ιεροίς ναοίς η κατανυκτικωτάτη ακολουθία της επι-φανούς εορτής και πάς χριστιανός ώφειλε να προσεύχηται εκεί γονυκλινής [,..]»30

Την ίδια, ωστόσο, περίοδο, δηλαδή στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα

27. Αμβρόσιος, αρχιεπίσκοπος Χαρκόβου, «Λόγος περί αισχύνης και αιδούς», Εκκλη-σιαστική Αλήθεια IB', 26 (28 Αυγούστου 1892) 206. Έως το 1870 περίπου και στην Ελ-λάδα υπό την κυριαρχία της αλληλοδιδακτικής μεθόδου επιχειρείται αντίστοιχη καταστολή της παιδικής κινητικότητας στη σχολική τάξη.

28. Ιωαν. Δ. Ιωαννίδης, «Οι ηθικοί καρποί της παρ' ημίν εκπαιδεύσεως» (τρίτη συ-νέχεια), Εκκλησιαστική Αλήθεια IH', 38 (31 Αυγούστου 1898) 317.

29. «Έκθεσις της Μ. του Γ. Σχολής 1878-1888», Εκκλησιαστική Αλήθεια Η', 30 (8 Ιουνίου 1888) 240.

30. Α.Π., «Η θρησκευτική ανατροφή θεμέλιον της ηθικής και της κοινωνίας», Εκ-κλησιαστική Αλήθεια ΙΗ', 45 (16 Οκτωβρίου 1898) 371.

Page 345: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

να, η Καθολική Εκκλησία της Γαλλίας αρχίζει να παρεμβαίνει ενεργά στα τε-κταινόμενα της σωματικής αγωγής και του αθλητισμού. Αν και σημαντική με-ρίδα των κληρικών παραμένει δέσμια του δόγματος, που απαξιώνει το σώμα επιβάλλοντας την άθληση της ψυχής και του πνεύματος31, η Καθολική Εκκλη-σία προχωρεί στην οργάνωση γυμναστικών και αθλητικών συλλόγων, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που της παρείχαν οι νεοτε-ρικές μορφές ψυχαγωγίας και να διεξαγάγει αποτελεσματικότερα —μέσω της αθλούμενης χριστιανικής νεολαίας— τον ιδεολογικό αγώνα της εναντίον του εκ-κοσμικευμένου ρεπουμπλικανικού κράτους, του λαϊκού σχολείου και του σο-σιαλισμού32.

Ωστόσο, οι επίσημες αυτές αντιλήψεις δεν συμφωνούν ούτε με την πρα-κτική της ίδρυσης ελληνικών γυμναστηρίων και σταδίων33, της σύστασης αθλη-τικών συλλόγων34, της διεξαγωγής τοπικών και περιφερειακών αθλητικών αγώ-νων ενταγμένων σε πολιτιστικά δρώμενα η θρησκευτικές τελετουργίες των ελ-ληνορθόδοξων πληθυσμών της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας35. Είναι χαρακτηριστικό στην περίπτωση αυτή το παράδειγμα των ετήσιων αθλη-τικών αγώνων που διεξάγονταν στην περιοχή της Βιθυνίας στο πλαίσιο της εορ-

τής του πολιούχου της πόλης Ορτάκιοϊ Αγίου Γεωργίου, εγγράφοντας νεοτε-ρικές κοινωνικές συνήθειες μέσα στο πλαίσιο της παραδοσιακής ελληνορθόδο-ξης κοινότητας, έστω και αν οι νοητικοί κώδικες των πληθυσμών αυτών κατά τη διαδικασία συγκρότησης της εθνοπολιτισμικής τους ταυτότητας προσλάμβαναν

31. Arnaud, ό.π., σ. 208. 32. Στο ίδιο, σ. 205-221. 33. Π.χ. ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος «Απάμεια» στα Μουδανιά της Βιθυνίας ιδρύει

γυμναστήριο στα 1888, ενώ ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος «Προμηθεύς» της Τραπεζούντας στα 1890. Επίσης στάδια συναντώνται στη Σμύρνη, στην Πέργαμο, στις Τράλλεις, στην Έφεσο, στη Μαγνησία, στις Σάρδεις και στη Λαοδίκεια. Βλέπε σχετικά Χρίστος Σπ. Σολ-δάτος, Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση του Ελληνισμού της Μ. Ασίας 1800-1922, τ. Β': Η οργάνωση και η λειτουργία των σχολείων, Αθήνα 1989, σ. 237.

34. Π.χ. ο Γυμναστικός Σύλλογος «Ερμής» της Κωνσταντινούπολης ιδρύεται στα 1877. Βλέπε σχετικά Αντώνης Λιάκος, ό.π., σ. 13, σημείωση 8. Επίσης ο Πανιώνιος Γυ-μναστικός Σύλλογος (αρχικά «Ορφεύς») της Σμύρνης ιδρύεται στα 1890, ενώ η πρακτική αυτή εξακτινώνεται γρήγορα —και πάντως έως τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα— ακόμη και στην περιοχή του Πόντου. Βλέπε Χρίστος Σπ. Σολδάτος, ό.π., Β', σ. 238 και 225 αντί-στοιχα. Για την ιστορία του Πανιωνίου βλ. Πέτρος Λινάρδος, Η Σμύρνη του Πανιωνίου. Από τη μικρασιατική πρωτοπορία στην αθηναϊκή αναγέννηση, Νέα Σμύρνη, Οι φίλοι των Τεχνών, 1998.

35. Χρίστος Σπ. Σολδάτος, ό.π., Β', σ. 239: «[...] οι Πανιώνιοι Αγώνες είχαν γίνει θεσμός και γίνονταν στη Σμύρνη τουλάχιστον από το 1898. Το γενικό πρόγραμμα των αγω-νισμάτων περιείχε: Αθλητικά, οπλομαχία, ποδηλασία, κολύμβηση, ναυτικά αγωνίσματα κι είχε εγκριθεί από τον Σύνδεσμο των Γυμναστικών και Αθλητικών Σωματείων της Σμύρνης» (διάβαζε: Σύνδεσμο Ελληνικών Αθλητικών και Γυμναστικών Σωματείων...).

Page 346: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

βαναν τις νέες αυτές μορφές συλλογικής δραστηριότητας ως επιβιώσεις του αρχαιοελληνικού αθλητικού ιδεώδους36.

Όμως, οι αντιλήψεις της εκκλησιαστικής διανόησης της Κωνσταντινού-πολης δεν αντιστοιχούν ούτε προς τις ακολουθούμενες εκπαιδευτικές πρακτικές της ελληνορθόδοξης κοινότητας, που συνδυάζουν δυτικο-ευρωπαϊκές και ελλη-νικές πρακτικές. Και αυτό γιατί, αν και το νομικό πλαίσιο που διέπει το οθω-μανικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν επέτρεπε έως το 1880 τουλάχιστον τη δι-δασκαλία του μαθήματος της Σωματικής Αγωγής σε καμμία βαθμίδα του εκ-παιδευτικού συστήματος37, ενώ συγχρόνως μέχρι την παραχώρηση του συντάγ-ματος του 1908 συνόδευε τη Γυμναστική η «κυβερνητική καχυποψία» 38, παρ' όλα αυτά, στο πρότυπο αλληλοδιδακτικό σχολείο δημοτικής εκπαίδευσης της συνοικίας του Φαναριού ήδη από το 1877 διδάσκεται πειραματικά, θα λέγαμε, «γυμναστική ένθάλαμος»39. Το μάθημα της Σωματικής Αγωγής, της «Γυμνα-στικής κατά Schreber», της «Υγιεινής Σωμασκίας» και εναλλακτικά οι «παι-διές»40 διδάσκονται επίσης στο ίδιο χρονικό διάστημα στο Δημοτικό Σχολείο και το παρθεναγωγείο της συνοικίας Τσουμπαλή41, στο Δημοτικό Σχολείο των Ταταούλων42, στο τριτάξιο Νηπιαγωγείο της συνοικίας του Σταυροδρομίου43, όπως και στο Δημοτικό και το Ελληνικό Σχολείο της ενορίας της Παναγίας44.

36. Βλέπε ενδεικτικά Γεώργιος Δ. Παχτίκος, «Ολυμπιακοί αγώνες εν Βιθυνία» (Αθή-ναι 1893), όπως αναδημοσιεύεται στο Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 11 (1995-1996) 433-454.

37. «Το Υπουργείον της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως εν Τουρκία», Εκκλησιαστική Αλή-θεια Α', 1 (1 Οκτωβρίου 1880) 9-11.

38. Βλέπε την παρέμβαση του Δ. Δαμασκηνού στην Β' Ειδική Εκπαιδευτική Συνεδρία που διοργάνωσε στα 1909 ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως (στο εξής ΕΦΣΚ) με θέμα τη σωματική αγωγή, ΕΦΣΚ, Πρακτικά των Εκπαιδευτικών Συνε-δριών, τεύχος Β' (1908-1909), παράρτημα ΛΒ' τόμου, σ. 44.

39. Μ.Δ.Χ., «Δημοτική εν Κωνσταντινουπόλει εκπαίδευσις», Εκκλησιαστική Αλή-θεια Α', Η (19 Νοεμβρίου 1880) 126.

40. Πρόκειται θα λέγαμε για λαογραφική προσέγγιση της σωματικής άσκησης που αποσκοπεί όχι μόνο στη διευκόλυνση και ανάπτυξη των σωματικών λειτουργιών του παιδιού, αλλά συγχρόνως στην εγχάραξη του εθνικού φρονήματος και στην εξοικείωση με την το-πική κουλτούρα. Ο I. Κ. Παγούνης, «Προλήψεις, δεισιδαιμονίαι και παιδιαί των νεωτέρων Ελλήνων μετά παραλληλισμού προς τας των Αρχαίων», Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως, τόμος ΙΕ' (1880-1881), σ. 124-141 αναφέρει, περιγράφει και ανα-ζητεί τη γενεαλογία σαράντα τριών «παιδιών».

41. Θ. Σαλτελής, «Έκθεσις της Εκπαιδευτικής Επιτροπής περί των εν Κωνσταντι-νουπόλει και τοις περιχώροις Σχολείων», Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινου-πόλεως, τόμος ΙΓ' (Μάιος 1878 - Μάιος 1879), σ. 58.

42. Θ. Σαλτελής, ό.π., σ. 67. 43. Στο ίδιο, σ. 68. 44. Στο ίδιο, σ. 68-69.

Page 347: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Στα 1880 διδάσκεται «Σωμασκία» στο Νηπιαγωγείο της Ξυλόπορτας της ενο-ρίας Αγίου Δημητρίου της Κωνσταντινούπολης45. Στα 1882 ο έως το 1883 αρχισυντάκτης της «Εκκλησιαστικής Αγωγής» Μηνάς Χαμουδόπουλος μας δί-νει την πληροφορία ότι σε ορισμένα νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία της Κωνσταντινούπολης διδάσκονται επιλεκτικά «παιδιαί διδακτικαι - παιδιαί γυ-μναστικαί», μια λαογραφική, θα λέγαμε, εκδοχή της σωματικής αγωγής, ή «α-νόργανος γυμναστική»46.

Οι ενδεικτικές αυτές περιπτώσεις συγκροτούν το επιχείρημα ότι στα συ-νεχούς —πρωινής και απογευματινής— λειτουργίας νηπιαγωγεία, όπου φοιτού-σαν παιδιά ηλικίας τεσσάρων έως επτά ετών, και στα δημοτικά σχολεία, όπου οι ηλικίες των μαθητών κυμαίνονταν από τα έξι έως τα δεκαπέντε χρόνια 47 δι-δασκόταν το μάθημα της Σωματικής Αγωγής, χωρίς όμως να έχει θεσμικό χα-ρακτήρα και χωρίς να υπάρχει εξειδικευμένο διδακτικό προσωπικό. Αντίθετα, την ίδια περίοδο και έως το 1900, αν και καλλιεργείται σταδιακά η άποψη ότι η σωματική υγεία και ευρωστία συμβαδίζει με την ηθική και πνευματική, γε-γονός που αμφισβητεί τον φορμαλιστικό χαρακτήρα της παρεχόμενης εκπαί-δευσης, εντούτοις δεν φαίνεται ότι το μάθημα της Σωματικής Αγωγής διδά-σκεται ενιαία, συστηματικά και σε ικανή ακτίνα γύρω από την Κωνσταντινού-πολη στη μέση και την ανώτερη βαθμίδα της εκπαιδευτικής πυραμίδας της ελ-ληνορθόδοξης κοινότητας48. Η σποραδική, επιλεκτική και ανεπαρκής διδασκα-λία τόσο από την άποψη του διατιθέμενου χρόνου, του είδους και της συστη-ματικής γνώσης του αντικειμένου της φυσικής αγωγής από τους διδάσκοντες όσο και από την άποψη των ακολουθούμενων διδακτικών και εξεταστικών πρα-

45. Θ. Σαλτελής, «Δημοτική εν Κωνσταντινουπόλει εκπαίδευσις», Εκκλησιαστική Α-λήθεια A, I (3 Δεκεμβρίου 1880) 156.

46. Μηνάς Δ. Χαμουδόπουλος, «Σχολικά», Εκκλησιαστική Αλήθεια Β', ΛΘ' (14 Ιου-λίου 1882) 643, 644· Μ' (21 Ιουλίου 1882) 659" ΜΑ' (28 Ιουλίου 1882) 675.

47. Χρίστος Σπ. Σολδάτος, ό.π., τ. Β', σ. 28 και 42 αντίστοιχα. 48. Κ. Ξανθόπουλος, «οποία παρ' ημίν η εκπαίδευσις» (1886), στο ΕΦΣΚ, Εικοσι-

πενταετηρίς 1861-1886, Παράρτημα IH' τόμου, Κωνσταντινούπολη 1888, 161" «Πρόγραμ-μα των μαθημάτων της Μεγάλης του Γένους Σχολής», Εκκλησιαστική Αλήθεια Α', Γ (10 Ιουνίου 1881) 45-46" «Λογοδοσία του σχολικού έτους 1891-1892 αναγνωσθείσα τη 24η Μαΐου υπό του σχολάρχου αρχιμ. Μιχαήλ Κλεοβούλου», Εκκλησιαστική Αλήθεια IB', 13 (29 Μαΐου 1892) 102-104" «Λογοδοσία της Μ. του Γ. Σχολής του σχολικού έτους 1892-1893 αναγνωσθείσα υπό του Σχολάρχου Μ. Κλεοβούλου [...]», ό.π., ΙΓ', 15 (11 Ιουνίου 1893) 118-120" του ίδιου, «Λογοδοσία περί του σχολικού έτους 1893-1894 [...]», ό.π., ΙΔ', 15 (10 Ιουνίου 1894) 115-117, ΙΔ', 17 (24 Ιουνίου 1894) 134-136" του ίδιου, «Λογοδοσία περί του σχολικού έτους 1894-1895 [...]», ό.π., ΙΕ', 17 (23 Ιουνίου 1895) 135-136, ΙΕ', 18 (1 Ιουλίου 1895) 143-144" του ίδιου, «Λογοδοσία περί του σχολικού έτους 1899-1900 της Με-γάλης του Γένους Σχολής [...]», ό.π., Κ', 24 (16 Ιουνίου 1900) 268-271, Κ', 25 (23 Ιουνίου 1900) 275-278.

Page 348: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

πρακτικών, ήταν συνέπεια του αθεσμοποίητου, μη «αναγκαίου» και προαιρετικού χαρακτήρα του μαθήματος49.

Τελικά, θέλοντας να άρει την αναντιστοιχία μεταξύ της ακολουθούμενης διδακτικής πρακτικής και της έλλειψης θεσμικής κύρωσης της διδασκαλίας της Σωματικής Αγωγής, αλλά συγχρόνως υπακούοντας στα κελεύσματα των και-ρών και στη δυναμική των νεοτερικών ηθών, που αναδείκνυαν τη μέριμνα για την ατομική και δημόσια υγεία σε πρωταρχικής σημασίας πολιτική και κοινω-νική πρακτική, η εκπαιδευτική επιτροπή της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης προτείνει το Νοέμβριο του 1900 —ένα μόλις χρόνο μετά τη θεσμοποίηση του μαθήματος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα50— την εισαγωγή της Σωματικής Αγωγής στο πρόγραμμα των παρθεναγωγείων (τύπος κοινοτικού σχολείου της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης) σε συνδυασμό με αυτό της Ωδικής, με το επιχείρημα ότι η Σωματική Αγωγή διδάσκεται ήδη «εν τοις αρρεναγωγείοις» (ο αντίστοιχος του παρθεναγωγείου τύπος σχολείου της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης)51. Επιχείρημα που, αν και αναδεικνύει την έμ-φυλη ταυτότητα σε βασική κατηγορία χωροθέτησης του πεδίου της σωματικής άσκησης, συγχρόνως, όμως, χωρίς να καταργεί τον παραδοσιακό αυστηρό δια-χωρισμό των φύλων και τη συνάρτηση έμφυλου ρόλου και είδους εκπαίδευσης, υποδεικνύει τη σταδιακή μετατόπιση των νοητικών κωδίκων της ελληνορθόδο-ξης κοινότητας προς μορφές κοινωνικών πρακτικών που προσιδιάζουν στη νεο-τερικότητα και όχι στο κυρίαρχο ακόμη τότε ορθόδοξο θρησκευτικό κοσμοεί-δωλο, καθώς με την αξιωματική παραδοχή της ισότητας στη διαφορά αναγνω-ρίζουν συναφή, αντίστοιχα, αλλά και εσωτερικά διαφοροποιημένα, θα λέγαμε, δικαιώματα εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας και στα δύο φύλα52.

Ωστόσο, μόλις από το σχολικό έτος 1902-1903 εισάγεται η διδασκαλία του μαθήματος της Σωματικής Αγωγής στη Μεγάλη του Γένους Σχολή σε συν-δυασμό με τη θεσμοθέτηση της περιοδικής ιατρικής εξέτασης των μαθητών με σκοπό την «πρόνοια περί της υγείας» τους. Στο σκεπτικό της απόφασης, το

49. Δ. Δαμασκηνός, «Γ' έκτακτος ειδική εκπαιδευτική συνεδρία τη 29 Δεκεμβρίου 1907», ΕΦΣΚ, Πρακτικά των εκπαιδευτικών συνεδριών, Παράρτημα ΛΑ' τόμου, Κων-σταντινούπολη 1909, σ. 73.

50. Ο Χάρης Εξερτζόγλου, ό.π., σ. 141 πιστεύει ότι κάθε απόπειρα μερικής αναδιά-ταξης του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα θα μπορούσε να «νομιμοποιήσει» αντί-στοιχη απόπειρα αναδιάταξης στο εκπαιδευτικό σύστημα της Ομογένειας.

51. Π.Κ. Εκπαιδευτική Επιτροπή, «Έκθεσις της Π.Κ. Εκπαιδευτικής Επιτροπής υποβληθείσα τω Α.Θ.Π. και παραπεμφθείσα εις τα Δύο Σώματα προς μελέτην και έγκρισιν», Εκκλησιαστική Αλήθεια Κ', 46 (17 Νοεμβρίου 1900) 503.

52. Για τα ζητήματα που άπτονται της σχολικής εκπαίδευσης των κοριτσιών στην ελληνορθόδοξη κοινότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βλέπε Eleni Fournaraki, ό.π., σ. 246-269.

Page 349: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

μάθημα της σωματικής αγωγής κρίνεται ως «συντελεστικώτατον εις ενίσχυσιν των σωματικών δυνάμεων και αναγκαιότατον προς την αρμονικήν της ψυχής και του σώματος ανάπτυξιν»53. Η κυριαρχία του λόγου της υγείας σε συνάρ-

τηση με το λόγο της καλοκαγαθίας είναι εμφανής, όσο επίσης εμφανής είναι και η ολοκληρωτική απουσία του λόγου της αλκής και της στρατιωτικοποίη-σης, που, ακριβώς επειδή παραπέμπει στην εθνικιστική ιδεολογία και λόγω της αντινομικής σχέσης Ορθοδοξίας και εθνικισμού54 δεν ήταν δυνατό να συνθεμε-λιώνει το επιχείρημα της αναγκαιότητας της σωματικής αγωγής στην εκπαί-δευση των ελληνορθοδόξων πληθυσμών. Από το χρονικό αυτό σημείο και εφε-ξής το μάθημα της Σωματικής Αγωγής κοσμείται πλέον και στην Κωνσταντι-νούπολη με την αύρα του νεοτερικού ήθους, που εκόμισαν στην πολυεθνική πρω-τεύουσα «πάντα τα άξια λόγου τινός εκπαιδευτήρια» (τα ανταγωνιστικά εκπαι-δευτικά ιδρύματα, ιδιωτικά και ξένα κοσμοπολιτικού κυρίως τα πρώτα και προ-σηλυτιστικού χαρακτήρα τα δεύτερα), όπως η Μαράσλειος Σχολή, η οποία ανα-φέρεται ρητά, διότι εξασφαλίζει στη Μεγάλη του Γένους Σχολή το διδακτικό προσωπικό και την τεχνογνωσία για τη διεξαγωγή του μαθήματος στην έβδο-μη και την όγδοη τάξη του ειδικού διδασκαλείου55. Είναι χαρακτηριστικό όμως ότι στο σκεπτικό των αρμόδιων θρησκευτικών αξιωματούχων του Πατριαρχείου η καθυστέρηση της θεσμοθέτησης της σωματικής αγωγής στη Μεγάλη του Γέ-νους Σχολή δεν συναρτάται σε καμία περίπτωση με την θεολογικού χαρακτήρα απαρέσκεια του σώματος, καθώς και με το φορμαλιστικό, δογματικό και ιδεο-κρατικό χαρακτήρα της θρησκευτικής εκπαίδευσης, αλλά με την έλλειψη της απαραίτητης υποδομής, που ανάγκαζε τους τροφίμους του ιδρύματος στην προ-σφυγή σε μια άτυπη μορφή εκγύμνασης δια της «ανόδου και της καθόδου των κλιμάκων»56. Η συνάρτηση αυτή είναι ενδιαφέρουσα διότι αποδεικνύει τη βαθ-μιαία και επιλεκτική εξοικείωση της εκκλησιαστικής διανόησης με το νεοτε-ρικό αξιακό σύστημα, γεγονός που της εξασφαλίζει ένα minimum προσαρμο-γής στις ραγδαία μεταβαλλόμενες συνθήκες του σύγχρονου βίου. Τέλος, μόλις στα 1912-13 η Ιερά Σύνοδος εγκρίνει την εισαγωγή του μαθήματος της Σω-

53. «Λογοδοσία περί του σχολικού έτους 1902-1903 της Πατριαρχικής Μ. του Γ. Σχολής. Ε'», Εκκλησιαστική Αλήθεια ΚΓ', 27 (4 Ιουλίου 1903) 303.

54. Paschalis Μ. Kitromilides, «"Imagined Communities" and the Origins of the National Question in the Balkans», στο Martin Blinkhorn - Thanos Yeremis (ed.), Modern Greece: Nationalism and Nationality , Athens, Rage-Eliamep, 1990, σ. 51, 53.

55. «Λογοδοσία περί του σχολικού έτους 1902-1903 της Πατριαρχικής Μ. του Γ. Σχολής, αναγνωσθείσα εν τη αιθούση αυτής υπό του σχολάρχου μητροπολίτου Σάρδεων Μι-χαήλ Κλεοβούλου, τη 8η Ιουνίου Κυριακή 1903», Εκκλησιαστική Αλήθεια ΚΓ', 25 (20 Ιου-νίου 1903) 283.

56. «Λογοδοσία περί του σχολικού έτους 1902-1903 [...]», ό.π., ΚΓ', 27 (4 Ιουλίου 1903) 303.

Page 350: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Σωματικής Αγωγής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, μέτρο που κρίνεται ως «ευοίωνος νεωτερισμός»57. Η έγκριση αυτή, όπως εξάγεται από την επιχειρη-ματολογία του ίδιου του διευθυντή της Σχολής, υπήρξε συνέπεια της άμεσης δεξίωσης που έτυχε η σωματική αγωγή από «σύμπασαν την ομογενή κοινω-νίαν», αλλά, συγχρόνως, και της συνειδητοποίησης της ιατρικής σκοπιμότητας της σωματικής άσκησης για την εκφόρτιση του «καταπονουμένου οργανισμού» των μαθητών και σπουδαστών από τη «συνεχή και έντονον καταπόνησιν της πνευματικής ασχολίας» 58. Ετσι, η σωματική εξάσκηση θα ενεργούσε ευεργε-τικά στη σωματική ανάπτυξη και στη φυγή των σπουδαστών από «το άχαρι

και προσκορές του μονοτόνου βίου» της πολύωρης μελέτης, από τις συνέπειες των «αυστηρών και παρατεταμένων νηστειών», από την επιβαρυμένη κληρονο-μικότητα και, τέλος, από «την από της οικογενειακής εστίας επιδεή σίτισιν και διατροφήν»59. Η κυριαρχία του ιατρικού λόγου είναι και στην περίπτωση αυτή προφανής και μάλιστα χωρίς τα παραδοσιακά ερείσματα που θα μπορούσε να του παράσχει ο αρχαιοελληνικός κλασικισμός με τις παγανιστικές, εγκοσμιο-λατρικές και ανθρωποκεντρικές του συνδηλώσεις.

Τα στοιχεία που κατατέθηκαν αποδεικνύουν πως αντίθετα με ό,τι συνέβη σχετικά με τη θεσμοθέτηση της Σωματικής Αγωγής στο ελληνικό κράτος, στην ελληνορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης η διαδικασία θεσμοθέτησης του μαθήματος ξεκίνησε —άτυπα έστω— από τις κατώτερες βαθμίδες του εκ-παιδευτικού συστήματος και ειδικά από τα νηπιαγωγεία. Η ίδρυση νηπιαγωγείων αποτελεί φαινόμενο ενσωμάτωσης στο παραδοσιακό πλαίσιο της κοινότητας ενός νεοτερικού θεσμού ενταγμένου στο πνεύμα του φιλανθρωπισμού, ο οποίος χρη-ματοδοτούνταν αποκλειστικά σχεδόν από τις ανώτερες μερίδες της αστικής τά-ξης, αλλά και από τα μεσαία στρώματα στο σύνολο τους60 και απέβλεπε στην «[...] αναπλήρωσιν της ελλείψεως της οικιακής ανατροφής» και κατά συνέπεια στην «άρσιν της καχεξίας ως απανταχού της πεφωτισμένης Ευρώπης [,..]»61.

Λόγω των νοοτροπιακών αδρανειών και κυρίως των δογματικών επιφυλάξεων

57. Μητροπολίτου Σελευκείας Γερμανού Π. Στρηνοπούλου, «Λογοδοσία του σχολικού έτους 1912-1913», Εκκλησιαστική Αλήθεια ΛΓ', 29 (20 Ιουλίου 1913) 238.

58. Στο ίδιο. 59. Μητροπολίτου Σελευκείας Γερμανού Π. Στρηνοπούλου Σχολάρχου της Θεολογι-

κής Σχολής, «Λογοδοσία του σχολικού έτους 1912-1913», Εκκλησιαστική Αλήθεια ΛΓ', 28 (13 Ιουλίου 1913) 231.

60. Χάρης Εξερτζόγλου, ό.π., σ. 55-56. 61. Παρατίθεται από τον Χρίστο Σπ. Σολδάτο, ό.π., Β', σ. 63. ιδιωτικά νηπιαγωγεία

συναντούμε σποραδικά στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και στην ελληνική επικρά-τεια. Όμως η θεσμική κατοχύρωση της δημόσιας προσχολικής εκπαίδευσης και η στελέ-χωσή της με εξειδικευμένο προσωπικό πραγματοποιείται με τις ρυθμίσεις της εκπαιδευτι-κής μεταρρύθμισης της κυβέρνησης Βενιζέλου στη διετία 1929-1931.

Page 351: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ξεων του εκκλησιαστικού μηχανισμού, που προσλαμβάνουν χαρακτήρα αντίστα-σης στην πολιτισμική διάχυση της Δύσης, η διαδικασία θεσμοποίησης του μα-θήματος της σωματικής αγωγής στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ολοκληρώνε-ται καθυστερημένα —τόσο σε σχέση με το ελληνικό κράτος όσο και με την υπόλοιπη Ευρώπη— στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα, όταν εισάγεται και στην ανώτερη βαθμίδα του ελληνορθόδοξου εκπαιδευτικού συστή-ματος όχι τόσο ως οργανικό στοιχείο της γενικότερης διαδικασίας εκσυγχρονι-σμού όσο ως ανάγκη τυπικής συμπόρευσης με το πνεύμα των καιρών και αντα-πόκρισης στο αίτημα και τις πιέσεις της τείνουσας προς τη μερική τουλάχι-στον διανοητική της αυτονόμηση αστικής τάξης της ελληνορθόδοξης κοινότη-τας. Η τελευταία στο μεταίχμιο 19ου και 20ού αιώνα δείχνει ότι εγκολπώνε-ται δραστικά το αξιακό σύστημα της Δύσης και ότι διαμορφώνει στάσεις που αμφισβητούν το παραδοσιακό σύστημα των νοητικών παραστάσεων και των κοι-νωνικών πρακτικών.

Εντούτοις, σε ό,τι αφορά στους κύκλους του Πατριαρχείου η πλήρης θε-σμοποίηση του μαθήματος της σωματικής αγωγής έγινε δυνατή με τη διαμε-σολάβηση μιας αντίληψης παθητικού και φορμαλιστικού πραγματισμού, που αποσυνδέει τους τύπους από το αξιακό σύστημα που τους δομεί62, καθώς επί-σης και με την πρόταξη του ιατρικού λόγου και την εργαλειακή προσέγγιση της σωματικής άσκησης ως μέσου διασφάλισης της υγείας. Δεν είναι, άλλωστε, τυ-χαίο ότι στις αρχές του 20ού αιώνα, ακριβώς με υπόδειξη του Πατριαρχείου, ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως προβαίνει στη διενέρ-γεια διαγωνισμού για τη συγγραφή σχολικού εγχειριδίου Υγιεινής63, πρωτοβου-λία που αποδεικνύει την αργή, βαθμιαία και επιλεκτική προσαρμογή του εκ-κλησιαστικού μηχανισμού στα νέα δεδομένα.

Στη θετική αυτή ιστορική συγκυρία, ο μητροπολίτης Σμύρνης (1910-1922) Χρυσόστομος Καλαφάτης (1867-1922), εκφραστής της ιδέας της συνδιαλλαγής του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με το εθνικό κέντρο της Αθήνας64, αι-

62. Ο Θάνος Λίποβατς πιστεύει ότι η παθητική και φορμαλιστική αυτή στάση χα-ρακτηρίζει συνολικά την πρόσληψη της νεοτερικότητας από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Βλέπε σχετικά Θάνος Λίποβατς, «Ορθόδοξος χριστιανισμός και εθνικισμός: Δύο πτυχές της σύγ-χρονης ελληνικής πολιτικής κουλτούρας», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης 2 (Οκτώβριος 1993) 41-42.

63. Χάρης Εξερτζόγλου, ό.π., σ. 106. 64. Paschalis M. Kitromilides, ό.π., σ. 57-58, αλλά και του ίδιου, «Το τέλος της

εθναρχικής παράδοσης. Μαρτυρίες από ανέκδοτες επιστολές του Χρυσοστόμου Σμύρνης προς τον Ίωνα Δραγούμη», στο Αμητός στη μνήμη Φώτη Αποστολόπουλου, Κέντρο Μικρασια-τικών Σπουδών, Αθήνα 1984, σ. 486-507. Χαρακτηριστικά στη σελίδα 503 ο Κιτρομηλίδης σημειώνει: «[...] οι νεότεροι μαχητικότεροι και ικανότεροι [...] [από τους ιεράρχες] είχαν εγκαταλείψει την εθναρχική παράδοση και είχαν ενστερνιστεί τις αξίες του εθνικισμού».

Page 352: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

αισθάνεται την ανάγκη να αναφερθεί επισταμένως στον ενθρονιστήριο λόγο του στις 10 Μαΐου 1910 στις δραστηριότητες του «Πανιωνίου». Συγκεκριμένα, επι-σημαίνει ότι ο Πανιώνιος «μέγα επετέλεσεν έργον, εμπνεύσας εις τα τέκνα του Γένους μας την αγάπην του ύδατος και του αναπεπταμένου αέρος και του ελευ-θέρου φωτός, τον έρωτα περί την ρυθμικήν κίνησιν και προς την γυμναστικήν»65.

Επίσης ο ομοϊδεάτης του Χρυσοστόμου μητροπολίτης Αμασείας και πρώην Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης (1868-1935) κατασκευάζει στο χρονικό διάστημα 1908-1912 και προσαρτά στο Γυμνάσιο Αμισσού «τέλειον Γυμναστή-ριον Εύρωπαϊκόν»86. Συγχρόνως, ο μητροπολίτης Καισαρείας Αμβρόσιος ζητεί στα 1912 από την Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων την αποστολή γυμναστι-κών οργάνων για την άσκηση των μαθητών του γυμνασίου της διοικητικής του αρμοδιότητας, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνει τουφέκια Flobert για την εξάσκηση των μαθητών στη σκοποβολή67.

Πρόκειται για μια σειρά ρωγμών στον παραδοσιακό νοητικό κώδικα της πατριαρχικής Εκκλησίας και ταυτόχρονα για μια λύση της συνέχειας του κυ-ρίαρχου ιατρικού λόγου, που αφήνει να διαφανεί, διαμέσου της διολίσθησης της λέξης «γένος» προς την έννοια «έθνος» και της ανάγκης εξοικείωσης των μα-θητών με τα όπλα, ο ανατρεπτικός λόγος της στρατιωτικοποίησης. Ο τελευ-ταίος εκ των πραγμάτων υποδηλώνει την ανάγκη ριζικού αναπροσανατολισμού της πολιτικής του Πατριαρχείου προς την κατεύθυνση της άρσης της αντινο-μικής σχέσης Ορθοδοξίας και ελληνικού εθνικισμού.

Ωστόσο, η κριτική εναντίον της μονομέρειας της παρεχόμενης εκπαίδευσης και της αδιαφορίας για την ανάπτυξη των σωματικών λειτουργιών των μαθη-τών είχε ξεκινήσει το Μάρτιο του 1879 με το υπόμνημα του γιατρού Ηροκλή Βασιάδη στο Συνέδριο των Ελληνικών Συλλόγων στην Αθήνα «περί αναστά-σεως και αναγεννήσεως της εθνικής γυμναστικής παιδαγωγικής τε και δημο-σίας». Στο υπόμνημα αυτό ο Βασιάδης εισηγείτο διαφοροποιημένες εκδοχές σω-ματικής αγωγής σύμφωνα με την ηλικία, την ανατομική και φυσιολογική ιδιαι-τερότητα του ατόμου και το φύλο68.

Η κριτική συνεχίστηκε με τη διάλεξη του Δημητρίου Βικέλα στον Ελλη-νικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως στα 1890, στην οποία με που-ριτανικό ζήλο καταγγελλόταν η παθολογία της νεοτερικότητας. Αναφορικά με

65. Παρατίθεται από τον Χρίστο Σπ. Σολδάτο, ό.π., Β', σ. 238. 66. Μιχαήλ Εμμανουηλίδη, Εξέχοντες Αιολείς Ιεράρχαι. Γερμανός Καραβαγγέλης,

εισαγωγή-επιμέλεια Σταύρος Θ. Ανεστίδης (Αθήνα 1962), και Δελτίο Κέντρου Μικρασια-τικών Σπουδών ΙΑ' (1995-1996) 363.

67. Χρίστος Σπ. Σολδάτος, ό.π., Β', σ. 236. 68. Χρήστου Γ. Πανταζίδου, «Συνοπτική έκθεσις των κατά την πεντηκονταετηρίδα

(1861-1911) του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου πεπραγμένων [...]», Ελληνικός Φιλολο-γικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως 1913-1921, σ. 54-55.

Page 353: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

τη σωματική αγωγή αφενός εκθειαζόταν το πρότυπο των αγγλικών sports ως συμβολικών πρακτικών, που αποβλέπουν στον έλεγχο και στην ορθολογικοποίη-ση της φυσικής ζωτικότητας των παιδιών και των νέων, στην ηθική διάπλαση του χαρακτήρα του νέου ανθρώπου και στην εσωτερίκευση των κυρίαρχων κοι-νωνικών προτύπων (κυρίως του fair-play, της συνετής αντιμετώπισης της ευ-τυχίας και της γενναίας αντιμετώπισης της δυστυχίας) και των παγιωμένων ιεραρχικών δομών και αφετέρου υπογραμμιζόταν η αναγκαιότητα της σωματι-κής αγωγής με την επίκληση επιχειρημάτων που προσιδιάζουν στο λόγο της υγείας και της κλασικιστικής καλοκαγαθίας69.

Όμως, η κριτική αυτή εκφράζεται με ιδιαίτερη σαφήνεια και μαχητικό-τητα με την αρθρογραφία του Λουίζου Ηλιού, καθηγητή του αμερικανικού προ-σηλυτιστικού σχολείου της Ροβερτείου Ακαδημίας της Κωνσταντινούπολης (Robert College)70. Ο Ηλιού μετέφρασε στα 1885 το τμήμα εκείνο της τρί-τομης Γενικής Ιστορίας της Φιλοσοφίας (1815-1829) του Victor Cousin, το οποίο αναφέρεται στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Υπήρξε επίσης συγγραφέας βιβλίου για τη φιλοσοφική χριστιανική ηθική71, όπως επίσης και συνεργάτης του αθηναϊκού περιοδικού «Ανάπλασις». Η αρθρογραφία του Ηλιού αποδεικνύει ότι ο λόγος της εκκλησιαστικής διανόησης δεν ήταν αεροστεγής, αλλά επέτρεπε τη δημιουργία μικρών ρηγμάτων, που επιχειρούσαν να γονιμοποιήσουν το λόγο της Ορθοδοξίας με όψεις του πνεύματος της νεοτερικότητας και να αναπροσα-νατολίσουν τους αντιληπτικούς κώδικες της ελληνορθόδοξης κοινότητας ώστε να γίνει αποδεκτή η αξία της Σωματικής Αγωγής. Λειτουργώντας ως δίαυλος πολιτισμικής ώσμωσης και επιλεκτικής ενσωμάτωσης, ενοφθαλμίζοντας δηλαδή επιλεγμένες γνωστικές και παιδαγωγικές πρακτικές του αμερικανικού εκπαι-δευτικού συστήματος στο ελληνορθόδοξο σχολικό σύστημα, ο Ηλιού είναι ο πρώτος που συστηματικά κάνει λόγο στα 1896 για την ανάγκη της επαφής των παιδιών με τον καθαρό αέρα και το φυσικό περιβάλλον και εισάγει το λόγο της υγιεινής στην αρθρογραφία της «Εκκλησιαστικής Αλήθειας», επισείοντας τον κίνδυνο, τον οποίο αντιπροσωπεύει, όπως υποστηρίζει, ο επτάωρος εγκλει-σμός των μαθητών «εντός των τοίχων του σχολείου» και η παντελής έλλειψη κίνησης, άσκησης και παιχνιδιού, που οδηγεί στο διανοητικό μαρασμό και τη σωματική καχεξία. Αν και το ενδιαφέρον του Ηλιού δεν πρέπει να είναι άσχετο και με τη συγκυρία της τέλεσης των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα

69. Δημήτριος Βικέλας, «Περί αγωγής», Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταν-τινουπόλεως KB' (1889-1891) 160-167.

70. Για τη Ροβέρτειο και τα άλλα αμερικανικά προσηλυτιστικά σχολεία βλέπε Σταύ-ρος β. Ανεστίδης, «Αμερικανοί ιεραπόστολοι στη Μικρά Ασία. Βιβλιογραφική επισκόπηση», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών ΙΑ' (1995-1996) 375-388.

71. Εκκλησιαστική Αλήθεια 10', 26 (11 Ιουνίου 1899) 216.

Page 354: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

την άνοιξη του ίδιου έτους, η επιχειρηματολογία του φαίνεται ότι έχει ιατρική προέλευση και συγκεκριμένα τα συγγράμματα των Γάλλων γιατρών Proust και Lancereaux72 . Ωστόσο, στην επιχειρηματολογία του, ο λόγος της υγείας διαν-θίζεται επιλεκτικά και με το λόγο της καλοκαγαθίας, επιτρέποντας έτσι την ευχερέστερη πρόσβαση του νεοτερικού ήθους στη συλλογική συνείδηση, καθώς και την εξοικείωση της παραδοσιακής κουλτούρας με τις αξίες της υγείας, της ψυχολογικής εκφόρτισης και της συναισθηματικής πληρότητας, που προσφέρουν η άσκηση και η άθληση73.

Το παιδαγωγικό πρότυπο του Ηλιού είναι τα προγράμματα των σχολείων των αγγλοσαξωνικών χωρών, στο πλαίσιο των οποίων «οι διδάσκαλοι ου μό-νον συνδιατρίβουσι μετά των μαθητών των εν υπαίθρω, αλλά και συμπαίζουσι μετ' αυτών ρωστικάς παιδιάς». Κατά τη γνώμη του, η πρακτική αυτή όχι μόνο δεν ανατρέπει τους ιεραρχικούς σχολικούς κώδικες —φόβος που υποβόσκει στην άρνηση του Πατριαρχείου να αποδεχθεί έγκαιρα τη θεσμοποίηση του μαθήμα-τος της Σωματικής Αγωγής—, αλλά και εντάσσει τη «φυσιολογική» και διό-λου «απρεπή και επίψογον» «ζωηρότητα» των παιδιών σε οργανωμένες και συ-στηματικές κινησιολογικές συμπεριφορές, που εδραιώνουν τη σωματική υγεία, εξασφαλίζουν την αρμονική συνύπαρξη σώματος και πνεύματος και συντελούν στην ηθική διαπαιδαγώγηση, μέσω της ανάληψης ρόλων και της εγχάραξης του ήθους της οργανωμένης ατομικής προσπάθειας74.

Όμως, παρά το γεγονός ότι η θεσμοποίηση της σωματικής αγωγής σε όλες τις βαθμίδες της ελληνορθόδοξης εκπαίδευσης φαίνεται ότι ολοκληρώνεται στα 1912-1913, ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως αισθά-νεται την ανάγκη να συγκαλέσει στα 1909 εκπαιδευτικό συνέδριο με θέμα την καθιέρωση του υποχρεωτικού χαρακτήρα και την ομοιογενοποίηση της διδα-σκαλίας της Γυμναστικής, μέσω της ενιαίας αξιολόγησης και της λειτουργι-κής ισορροπίας των πολλαπλών γυμναστικών πρακτικών, όπως επίσης και την ανίχνευση των τρόπων συστηματικής διδασκαλίας και οργανικής πλέον ενσω-μάτωσης της σωματικής αγωγής στο ελληνορθόδοξο εκπαιδευτικό σύστημα.

Λίγο ενωρίτερα, στα 1907, ο Δ. Δαμασκηνός (που θα συμμετάσχει στα 1909 στην εκπαιδευτική συνεδρία για τη σωματική αγωγή) από την οπτική γωνία του ιατρικού λόγου αποκαλύπτει την ανάγκη αυτή με τον ακόλουθο εύ-γλωττο τρόπο: «Το γενόμενον από τίνος είναι επίσης κακόν. Μετεπέσαμεν εις

72. Λουίζος Ηλιού, «Παιδαγωγικά Μελετήματα. Α' : "Καθαρόν αέρα εις τα Σχολεία"», Εκκλησιαστική Αλήθεια ΙΣΤ', 39 (22 Νοεμβρίου 1896) 319.

73. Του ίδιου, ό.π., 41 (5 Δεκεμβρίου 1896) 334: «Εάν μάλιστα δεν έχωσι λάθος ο Πλάτων και πάντες οι άλλοι παιδαγωγοί του κόσμου, η υγιεία του σώματος είνε αναγκαιο-τάτη εις την διανοητικήν ανάπτυξιν».

74. Ό.π.

Page 355: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

την μόδαν της γυμναστικής άνευ μελέτης και συνεργασίας μετά του ιατρού και με μανίαν προς τα αθλητικά γυμνάσια. Φοβούμαι δ' ότι εις την πνευματικήν

υπερκόπωσιν προσετέθη και η επίσης ολεθρία σωματική»75. Η διαπίστωση ότι η σωματική άσκηση είχε πλέον υπερκεράσει το φράγμα του σχολικού προγράμ-ματος και είχε μετατραπεί σε συρμό, δηλαδή σε κοινωνική πρακτική που συγ-κροτούσε διαρκώς νέες, άτυπες συνήθως και ανεξέλεγκτες μορφές νεανικών συλ-λογικών δραστηριοτήτων, οι οποίες αμφισβητούσαν την παραδοσιακή τάξη, υπο-κρύπτει τον κινδυνολογικό χαρακτήρα του κειμένου. Αμεσος στόχος του Δα-μασκηνού είναι η θωράκιση έναντι του φόβου της παραβατικής συμπεριφοράς των νέων, στάση που διατρέχει την αστική κοινωνία στις αρχές του 20ού αιώ-να76, όπως και ο έλεγχος, η ομοιογενοποίηση και η ιατρική κανονικοποίηση της άσκησης. Έμμεσο στόχο του αποτελεί η ιατρική και παιδαγωγική απαξίωση της αγωνιστικής γυμναστικής και του αθλητισμού. Η κριτική αυτή αντανακλά μία αντίληψη που θέλει να εμφανίσει τον αθλητισμό όχι ως σύστοιχη πρακτική άσκησης, αλλά ως αντίπαλο δέος, που θραύει τα παραδεδομένα πλαίσια της ελεγχόμενης συλλογικότητας, καλλιεργεί ατομικιστικές και αυτο-πειθαρχικές βιοτικές πρακτικές και οδηγεί στη μονομέρεια, στην υπερβολή και σε τελευταία ανάλυση στη διαστροφή της ανθρώπινης φύσης. Όμως η επικριτική αυτή στά-ση έναντι του αθλητισμού από έναν εκπρόσωπο της ελληνορθόδοξης elite δεν έχει ως μοναδικό αποδέκτη τη νεολαία, αλλά και τις ανώτερες μερίδες της ελ-ληνορθόδοξης αστικής τάξης, οι οποίες στις αρχές του 20ού αιώνα συσπειρώ-νονταν σε αθλητικούς συλλόγους77 και εξαιτίας του ηγεμονικού οικονομικοκοι-νωνικού και πολιτισμικού τους ρόλου καλλιεργούσαν τα νέα αυτά πρότυπα συλ-λογικής δραστηριότητας στα μεσαία και κατώτερα στρώματα της ελληνορθό-δοξης κοινότητας.

Μεταξύ του εισηγητή της Εκπαιδευτικής Συνεδρίας της 28ης Δεκεμβρίου 1909 Α. Κρητικού, του προέδρου της και των δέκα συζητητών (Η. Βαλσαμάκη, Ν. Φωτιάδη, Α. Ζαμαρία, Μ. Αυθεντόπουλου, Δ. Δαμασκηνού, I. Χαζάπη, Ο. Ανδρεάδη, Γ. Παχτίκου, Λ. Δημητριάδη και Χ. Γούδα) δεν φαίνεται ότι υπάρ-χουν σημαντικές αποκλίσεις πέραν της διάρκειας και της κατανομής του χρό-νου εκγύμνασης, αλλά και της ένταξης του μαθήματος στο ωρολόγιο πρόγραμ-μα με κριτήριο την ενεργειακή πληρότητα του οργανισμού και την ανάγκη δια-νοητικής χαλάρωσης. Οι κοινοί τόποι της συζήτησης είναι η υποχρεωτικότητα του μαθήματος της Σωματικής Αγωγής, η προσέγγιση του κυρίως μέσα από το λόγο της υγείας, η καταδίκη του παλαιού γυμναστικού συστήματος της ενόρ-γανης γερμανικής γυμναστικής, η καταδίκη του αθλητισμού, η ανάγκη επιμόρφωσης

75. Γ' Έκτακτος Ειδική Εκπαιδευτική Συνεδρία, ό.π., 73. 76. Αντώνης Λιάκος, ό.π., σ. 18. 77. Χάρης Εξερτζόγλου, ό.π., σ. 61.

Page 356: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

φωσης του υπάρχοντος διδακτικού προσωπικού η δημιουργίας νέου εξειδικευ-μένου, η διάκριση των γυμναστικών ασκήσεων και η οργάνωση των αναλυτι-κών προγραμμάτων της Γυμναστικής με κριτήριο την ηλικία, το φύλο, τη βιο-λογική λειτουργία, τον ιδιαίτερο κοινωνικό ρόλο κάθε νέου, καθώς και τις εδραιω-μένες κοινωνικές συμβάσεις ώστε οι ασκήσεις να μην «προσκρούουν στην αιδώ». Τις συζητήσεις απασχόλησαν επίσης η εισαγωγή της κολύμβησης, της σκοπο-βολής και των ελληνικών χορών στα αναλυτικά προγράμματα της Σωματικής Αγωγής και, τέλος, η αναγωγή του ελληνικού κράτους σε πρότυπο αναφοράς για τις επιδιωκόμενες δράσεις σχετικά με τη λειτουργική ενσωμάτωση της γυ-μναστικής στο ελληνορθόδοξο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά και την εισαγωγή της ειδικής τεχνογνωσίας, που θα πραγματοποιούνταν με τη μετάκληση Ελλή-νων γυμναστών για την επιμόρφωση του διδακτικού προσωπικού του δικτύου των σχολείων της ελληνορθόδοξης κοινότητας.

Οι κοινοί τόποι της συζήτησης συγκροτούν ένα εκλεκτικιστικό και συνδυα-στικό πρότυπο σωματικής αγωγής, το οποίο αντλεί στοιχεία κατά κύριο λόγο από τις παραδόσεις της σουηδικής ανόργανης και ενόργανης γυμναστικής και των αθλητικών δραστηριοτήτων των αγγλικών public schools και λιγότερο από αυτήν του γερμανικού γυμναστικού συστήματος. Κατά τον εισηγητή, η γερ-μανική ενόργανη γυμναστική πρέπει να απορριφθεί, διότι απαιτεί δύναμη, δεν ανταποκρίνεται στην φυσική κίνηση, ενώ παράλληλα προκαλεί δυσμορφία στο μυϊκό σύστημα των μαθητών78. Στο πλαίσιο επίσης της σχετικής, αλλά ορια-κής ιατρικής προσέγγισης του Η. Βαλσαμάκη, καταγγέλλεται συλλήβδην η ενόρ-γανη γυμναστική ως «βλαβερόν λείψανον των χρόνων της αμαθείας και του σκό-τους»79. Από την άλλη πλευρά, οι ελεύθερες σουηδικές ασκήσεις προκρίνονται με το επιχείρημα ότι «κατανέμουσιν αρμονικώς την μυικήν εργασίαν» και εδραιώνουν το πνεύμα της πειθαρχίας, που εγκαταλείπεται στη διάρκεια των «γυμναστικών παιδιών»80, ενώ οι τελευταίες (δρόμοι ταχύτητας και ημιαντο-χής, αγωνίσματα στίβου, κωπηλασία) κρίνονται απαραίτητες, διότι «[...] και χαράν και ευχαρίστησιν φέρουσιν εις τους παίδας, αλλά και ως ασκήσεις είναι λαμπραί, επειδή εν αυταίς γίνονται κινήσεις δυνάμεναι να ασκήσωσιν όλον το σώμα»81. Επιχειρηματολογία που αποδεικνύει ότι η σουηδική γυμναστική και οι γυμναστικές παιδιές αντιμετωπίζονται σαν να έχουν συμπληρωματική και όχι εναλλακτική λειτουργία.

Η κυριαρχία του λόγου της υγείας είναι εμφανής στην εισήγηση του Α. Κρητικού. Υποβοηθείται όμως από την συμπληρωματική προσφυγή στο λόγο

78. Βλέπε την εισήγηση του Α. Κρητικού, «Β' Ειδική Εκπαιδευτική Συνεδρία», ό.π., σ. 34.

79. Στο ίδιο, σ. 41. 80. Στο ίδιο, σ. 33-34. 81. Στο ίδιο, σ. 33.

Page 357: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

της καλοκαγαθίας82. Ο Κρητικός, γνώστης, παρ' όλα αυτά, της παράδοσης της σωματικής αγωγής και της διαφοροποίησης των συστημάτων εκγύμνασης, θε-μελιώνει την ανάλυση και τις προτάσεις του στα πορίσματα των ερευνών του Ιταλού φυσιολόγου Mosso και των Γάλλων γιατρών Mairet και Florence. Συγ-κεκριμένα, υποστηρίζει τον αντισταθμιστικό ρόλο της σωματικής άσκησης όχι μόνο για την αποσόβηση της διαταραχής των «διαφόρων λειτουργιών του Ορ-γανισμού, ήτις επέρχεται κατά την πνευματικήν εργασίαν», αλλά και για τη διευκόλυνση της αναπνευστικής και αναπτυξιακής λειτουργίας του οργανισμού83. Παράλληλα, τονίζει τη σημασία της σωματικής άσκησης για την ανάπτυξη του σκελετικού και του μυϊκού συστήματος84, όπως επίσης και για την ενίσχυση των μαθησιακών λειτουργιών του εγκεφάλου85.

ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συμπληρωματική θεμελίωση της αναγ-καιότητας της σωματικής αγωγής στη δαρβινική θεωρία της φυσικής επιλογής, που μέσω της ευθυγράμμισης με τον κοινωνιο-βιολογικό συρμό της εποχής εισά-γει βίαια τον κόσμο της επιστημονικής νεοτερικότητας, της εκκοσμίκευσης και της εκλογίκευσης στο παραδοσιακό σύστημα σκέψης της Ορθόδοξης Εκκλησίας και έως ένα βαθμό της ελληνορθόδοξης διανόησης. Και μάλιστα στο πεδίο της εκπαίδευσης, που αποτελούσε παραδοσιακή αρμοδιότητα της Εκκλησίας και χα-ρακτηριζόταν από την κυριαρχία του θρησκευτικού κοσμοειδώλου. Ωστόσο, εάν κρίνει κανείς από την έλλειψη αντιδράσεων των συνομιλητών, αντιλαμβάνεται ότι είχε οπωσδήποτε προηγηθεί ο διακριτικός τους εθισμός στις αρχές της δαρ-βινικής θεωρίας και έτσι η αναφορά σε αυτές δεν προσλαμβανόταν ως επαναστα-τική εκτροπή.

Στο επίπεδο της ατομικής συγκρότησης, ο Κρητικός υποστηρίζει λοιπόν ότι η ισόρροπη ανάπτυξη σωματικών και πνευματικών λειτουργιών, ο αρμονι-κός συνδυασμός πνευματικών εφοδίων και σωματικών προσόντων εξασφαλίζει ευχερέστερη προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες εξωτερικές συνθήκες και προ-οικονομεί την τελική επικράτηση του προσαρμοστικότερου, ανθεκτικότερου και ισχυρότερου οργανισμού86. Από την άλλη πλευρά, επεκτείνοντας το κοινωνικο-δαρβινικό επιχείρημα στο πεδίο των σχέσεων των εθνών-κρατών, προσεγγίζει τη Σωματική Αγωγή αφενός ως βασικό μηχανισμό σφυρηλάτησης του εθνικού φρονήματος και αφετέρου ως τεχνολογία διασφάλισης της ατομικής και δημό-σιας υγείας. Υπό την έννοια, βεβαίως, της συλλογικής ευρωστίας, καρτερίας και μαχητικότητας, που λειτουργούν ως αποχρώσες ενδείξεις τόσο της βιολογικής

82. Στο ίδιο, σ. 31 και 32. 83. Στο ίδιο, σ. 30. 84. Στο ίδιο, σ. 30. 85. Στο ίδιο, σ. 32-33. 86. Στο ίδιο, σ. 31.

Page 358: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

γικής όσο και της ηθικής ανωτερότητας και υπεροχής του ελληνικού έθνους87. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η αναφορά του Κρητικού στη βρετανική παρά-

δοση σωματικής αγωγής, που συναρτά την άσκηση και τις «γυμναστικές παι-διές» με τη διαδικασία ηθικής διαπαιδαγώγησης του νέου ανθρώπου. Η ανα-φορά αυτή γίνεται με αφετηρία το βιβλίο του Pierre de Coubertin που ανα-φέρεται στην «αγγλική ανατροφή»88 και ανακαλεί το πνεύμα της διάλεξης του Δημητρίου Βικέλα στον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως στα 1890.

Η απόρριψη της παιδαγωγικής ωφέλειας της αγωνιστικής γυμναστικής και του αθλητισμού μπορεί να έχει ως αφετηρία επιχειρήματα που προέρχονται από το χώρο της ιατρικής και να γίνεται στο όνομα της «υγιεινής γυμναστικής», αλλά η σκοπιμότητα, που επιτελεί, είναι ηθικού χαρακτήρα. Ο Κρητικός θεω-ρεί ότι αθλητισμός και σχολική πρακτική είναι πεδία ασύμβατα, επειδή ο αθλη-τισμός δίνει «κακόν και βλαβερόν παράδειγμα»89. Η βλάβη που προξενεί ο αθλη-τισμός διευκρινίζεται με τον ακόλουθο τρόπο: κρίνεται εξοβελιστέος από το φά-σμα των δράσεων του μαθήματος της Σωματικής Αγωγής «[...] ως δυνάμενος

να καταπόνηση το πνεύμα του μαθητού, ως ευνοών την ανάπτυξιν του εγωϊσμού και προκαλών την αποθάρρυνσιν εις εκείνους, οίτινες, μη δυνάμενοι να εκτελέ-

σωσι τα δυσκολώτερα γυμνάσματα και υστερούντες κατά τας επιδόσεις, δει-λιώσι να προσέλθωσιν εις το γυμναστήριον [...]»90.

Η ηθική αξιολόγηση που εμπερικλείει η απόρριψη του αθλητισμού είτε στην ατομική είτε στη συλλογική του εκδοχή 91 ως οργανικού στοιχείου της δι-δακτικής πρακτικής του μαθήματος της Σωματικής Αγωγής, αποδεικνύεται, εξάλλου, από τον όρο που χρησιμοποιεί ένας από τους συνομιλητές του Κρη-τικού, ο Αλέξανδρος Ζαμαρίας, γυμνασιάρχης του Ζωγραφείου, όταν καταγ-γέλει ότι «ο αθλητισμός διά τας σχολάς είναι μόλυσμα»92.

Πρέπει να παραδεχθούμε ότι η κριτική που απευθύνεται στον αθλητισμό με το επιχείρημα ότι διασπά το πνεύμα της κοινότητας, αναπτύσσει τον εγω-κεντρισμό και εκθέτει τον οργανισμό των μαθητών στον κίνδυνο της ανισομε-ρούς ανάπτυξης και της μυϊκής υπερβολής έχει γερμανική προέλευση και χρο-νολογείται από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα93. Όμως στην περί-πτωση του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως η κριτική

87. Στο ίδιο, σ. 40. 88. Στο ίδιο, σ. 32. 89. Στο ίδιο, σ. 35. 90. Στο ίδιο, σ. 35. 91. Π.χ. ο Η. Βαλσαμάκης καταδικάζει το ποδόσφαιρο ως ανθυγιεινό, διότι βλάπτει

τον οργανισμό λόγω της υπερθερμίας που προκαλεί. Στο ίδιο, σ. 45. 92. Στο ίδιο, σ. 42. 93. J. G. Dixon, ό.π., σ. 136 και G. Mosse, ό.π., σ. 133.

Page 359: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

αυτή εγγράφεται στο συνολικότερο πλαίσιο του κανονιστικού ιατρικού λόγου, των νοητικών αδρανειών και των παραδοσιακών κανονιστικών συμπεριφορών της ελληνορθόδοξης κοινότητας. Στο σύνθετο αυτό πλαίσιο, ο αθλητισμός απα-ξιώνεται, διότι βασίζεται στην ενεργητική αντίδραση του ατόμου, ενθαρρύνει την πρωτοβουλία, οξύνει την αποφασιστικότητα και την κρίση, ελαχιστοποιεί την αυτοματοποιημένη υπακοή, περιορίζει την επιτήρηση, χαλαρώνει την πει-θαρχία και την τάξη, αδρανοποιεί τις άκαμπτες σχολικές ιεραρχικές δομές και αναγνωρίζει την ανάγκη της εκδίπλωσης της ατομικής δραστηριότητας και επι-δεξιότητας όχι στον περιορισμένο και επιτηρούμενο χώρο του σχολείου, αλλά στο στάδιο και το φυσικό περιβάλλον. Ενώ δηλαδή ο μαθητής λειτουργεί με βάση την αρχή της ιεραρχίας και της πειθαρχίας στο πλαίσιο που διαμορφώνει ο έλεγχος και η κανονικοποίηση της παρορμητικής συμπεριφοράς και της λιβι-δικής ροής, ο οιονεί αθλητής δρα ως αυτενεργό και αυτοπροσδιοριζόμενο υπο-κείμενο. Στην περίπτωση μάλιστα των ομαδικών αθλημάτων, η αυτονομία γί-νεται συλλογική και η λειτουργία του παιχνιδιού είναι δημοκρατική, γεγονός που αμφισβητεί τον εξουσιαστικό λόγο και τις πρακτικές του εκπαιδευτικού μη-χανισμού. Επίσης τα ομαδικά αθλήματα προϋποθέτουν την ατομική τεχνική εκ-λέπτυνση, την ισότητα και την εναλλαξιμότητα των παικτών, τη σύνθεση των ατομικών επιδεξιοτήτων και τη λειτουργική διαφοροποίηση των ρόλων για την επιτέλεση του κοινού σκοπού, της ομαδικής αυτοπραγμάτωσης για την κατά-κτηση της νίκης. Από την άποψη αυτή, λειτουργούν ως συμβολικός μικρόκο-σμος της ορθολογικοποιημένης, λειτουργικά διαφοροποιημένης, ανταγωνιστικής, ισοπολιτειακής και πλουραλιστικής αστικής κοινωνίας. Συμπερασματικά, θα λέ-γαμε ότι ο ομαδικός κυρίως αθλητισμός υποβάλλει συμβολικά την ιδέα του αυτό-νομου και ασχολούμενου με την ατομική του πραγμάτωση παραγωγού-πολίτη, ο οποίος μετατρέπεται σε εταίρο στη συλλογική προσπάθεια της επιτέλεσης της κοινωνικής αναπαραγωγής και της υλικής ευημερίας. Αναδεικνύει δηλαδή συμ-περιφορές και αρχές δράσης που προσιδιάζουν σε μια εκκοσμικευμένη, ρασιο-ναλιστική και εξισωτική αστική κοινωνία και όχι, βέβαια, σε παραδοσιακές και ιεραρχικές κοινωνίες που μεταγγίζουν επιλεκτικά, φορμαλιστικά και εργαλεια-κά στις δομές, τα αξιολογικά συστήματα και τις πρακτικές τους δομικά και αξιακά μορφώματα των νεοτερικών κοινωνιών.

Η επιλεκτική, φορμαλιστική και εργαλειακή μετάγγιση νεοτερικών στοι-χείων στο σώμα της ελληνορθόδοξης κουλτούρας παρατηρείται χαρακτηριστικά στα τμήματα εκείνα της ανάλυσης του Κρητικού και των συνομιλητών του, που μιλούν για την ανάγκη υιοθέτησης στο πλαίσιο του μαθήματος της Σωματικής Αγωγής των ακόλουθων πρακτικών: της σκοποβολής υπό την έννοια της στρα-τιωτικής προετοιμασίας94, των εθνικών χορών ως διαδικασίας συμβολικής εγ-

94. «Β' Ειδική...», ό.π., σ. 44. Πρόκειται για πρόταση του Δ. Δαμασκηνού.

Page 360: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

χάραξης της εθνικής συνείδησης και της εθνοπολιτισμικής ταυτότητας95 και, τέλος, των εκδρομών ως τρόπου προσαρμογής στο στρατιωτικό πνεύμα της πει-θαρχίας και της αλληλεγγύης96. Πρακτικές, οι οποίες —πλην των εκδρομών— έγιναν αποδεκτές και εντάχθηκαν τελικά στη δέσμη των μέτρων που ανέλαβε να υλοποιήσει ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως για την ομοιόμορφη διδασκαλία και την αναβάθμιση του μαθήματος της Σωματικής Αγωγής.

Θεωρώ ότι από κοινού τα τρία αυτά νέα περιεχόμενα του μαθήματος της Γυμναστικής αναδιατάσσουν σφαιρικά το πλαίσιο και τις ιδεολογικές συντεταγ-μένες του μαθήματος της Σωματικής Αγωγής στην ελληνορθόδοξη κοινότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς επιχειρούν να συνδιαλλάξουν για πρώ-τη φορά το λόγο της εθνικής κινητοποίησης με τους λόγους της υγείας και της καλοκαγαθίας και να καταλύσουν την αντινομική σχέση Ορθοδοξίας-εθνικισμού, εντάσσοντας το λόγο της αλκής και της στρατιωτικοποίησης, άρα αυτή την ίδια την ιδεολογία του εθνικισμού, στον αξιακό ορίζοντα του ελληνορθόδοξου μαθη-τικού πληθυσμού. Πρόκειται, οπωσδήποτε, για ένδειξη τομής η για απόπειρα ριζικού, όπως πιστεύω, αναπροσανατολισμού. Ο αναπροσανατολισμός αυτός αν-τανακλά τον κίνδυνο της αποδιάρθρωσης της ελληνορθόδοξης ταυτότητας και της απώλειας του εθνικού φρονήματος στο πλαίσιο του προϊόντος κοσμοπολιτι-σμού της κοινωνίας της Κωνσταντινούπολης και της αμφισβήτησης της πολιτι-σμικής ηγεμονίας του ελληνισμού από τους αντιπάλους εθνικισμούς97. Κυρίως όμως μαρτυρεί την εγρήγορση της εθνικής συνείδησης μετά την αρχόμενη υπο-νόμευση των ισοπολιτειακών δικαιωμάτων του οθωμανικού συντάγματος του 1908 και την αδιαλλαξία και την πολεμική των Νεοτούρκων κατά των εθνοτή-των με σκοπό την εθνοπολιτισμική ισοπέδωση και την επιβολή του τουρκι-σμού. Η μεταστροφή των Νεοτούρκων σήμαινε αφενός την τάση αυτονόμησης ικανού τμήματος της ελληνορθόδοξης αστικής τάξης από τις προ-εθνικές και συγχρόνως υπερεθνικές λειτουργίες που επιτελούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο πλαίσιο της εθναρχικής παράδοσης98 και αφετέρου τη σταδιακή μετατόπιση της ελληνορθόδοξης κοινότητας από την πολιτική στρατηγική του ελληνο-οθω-μανισμού, δηλαδή της «επιβίωσης μιας μεταρρυθμισμένης Οθωμανικής Αυτο-κρατορίας», της συγκυριαρχίας Τούρκων και Ελλήνων και του βαθμιαίου οικο-

95. Στο ίδιο, σ. 35. 96. Στο ίδιο, σ. 39. 97. Την άποψη αυτή εκφράζει αναφορικά με την περίοδο 1870-1900 περίπου η Eleni

Fournaraki, ό.π., σ. 261-262. 98. Η Έφη Κάννερ, «Άφρονες εναντίον φρονίμων, όχλος εναντίον λαού. Ο ελληνι-

κός τύπος της Κωνσταντινούπολης απέναντι στην Κομμούνα του Παρισιού», Μνήμων 18 (1996) 96, διαβλέπει ότι αυτή η τάση αυτονόμησης η καλύτερα αποδέσμευσης κάνει την εμ-φάνισή της ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.

Page 361: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

οικονομικού και πολιτισμικού εξελληνισμού του οθωμανικού κράτους, προς αυτή του αλυτρωτισμού και της συσπείρωσης με τη μοναδική πλέον μετά την «αποθω-μανοποίηση της κοινωνίας και του χώρου» στα 1914 νομιμοποιητική εξουσία που της απομένει, το ελλαδικό εθνικό κέντρο".

Γ'. Η Αυτοκέφαλη Ελληνική Εκκλησία και η σωματική αγωγή. Οι ενδεικτικές απόψεις του μητροπολίτη Πενταπόλεως Νεκταρίου Κεφαλά (Σηλυβρία Θράκης 1846-Αθήνα 1920)

Στην «Ομιλία περί γυμναστικής» στις 21 Αυγούστου 1894 με την ευκαιρία των εγκαινίων του Γυμναστικού Συλλόγου Κύμης, ο Νεκτάριος Κεφαλάς, θια-σώτης των ιδεωδών του ορθόδοξου μοναχισμού, απόφοιτος της Θεολογικής Σχο-λής του Εθνικού Πανεπιστημίου (1882-1885), από το 1889 μητροπολίτης Πεν-ταπόλεως Αιγύπτου, αλλά μετά την εκδίωξή του από εκεί ιεροκήρυκας στην Εύβοια στο διάστημα 1891-1893 και από το 1894 έως το 1908 διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής, αποτυπώνει την ορθόδοξη δογματική αντίληψη που αναγνω-ρίζει το δισυπόστατο της ανθρώπινης φύσης και αντιμετωπίζει το σώμα ως ναό της ψυχής. Το σώμα δεν απαξιώνεται, αλλά, αντίθετα, αξιολογείται θετικά η ενδυνάμωση του, υπό τον όρο ότι η εκγύμναση του θα εκπληρώνει τη σκοπι-μότητα της αποτελεσματικότερης επιτέλεσης του πνευματικού αγώνα του πι-στού100. Το δισυπόστατο δεν αίρεται, αλλά το άλογο σώμα, διαμέσου της φυσι-κής του εξάσκησης, της ενεργοποίησης και ανάπτυξης των δυνάμεών του, της κανονικοποίησης της συμπεριφοράς του και της εσωτερίκευσης του εξουσιαστι-κού λόγου, αναδεικνύεται σε εκτελεστικό και πειθήνιο όργανο της ψυχής. «Ο

99. Θάνος Βερέμης, Κατερίνα Μπούρα (εισαγωγή-επιμέλεια), Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη, Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως, Αθήνα-Γιάννινα, Δωδώνη, 1984, σ. 9-23. Για την ανάδυση του σχήματος του ελληνοθωμανισμού στο τελευταίο περίπου τέταρτο του 19ου αιώνα βλέπε Έλλη Σκοπετέα, Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη ιδία. Όψεις του εθνι-κού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Αθήνα, Πολύτυπο, 1988, σ. 309-324. Ειδικό-τερα για τις απόψεις του Ίωνα Δραγούμη και του Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη βλέπε Gerasimos Augustinos, Consciousness and History: Nationalistic Critics of Greek So-ciety 1897-1914, East European Quaterly, Boulder, Columbia University Press, New York 1977, σ. 126-134. Τέλος, για μια διεξοδική περιγραφή, ανάλυση και ερμηνεία της μετάβασης της ελληνορθόδοξης κοινότητας από το πλαίσιο δράσης της εθναρχικής παράδο-σης και αργότερα του ελληνοθωμανισμού προς αυτό της εθνικής κινητοποίησης βλέπε Σία Αναγνωστοπούλου, ό.π., τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο, σ. 453-520 και 521-553 αντίστοιχα. Από την Σία Αναγνωστοπούλου δανείζομαι και τον όρο «αποθωμανοποίηση της κοινωνίας και του χώρου».

100. «Ομιλία περί γυμαστικής», στο Περι των αποτελεσμάτων της αληθούς και ψευ-δούς μορφώσεως μελέτη διηρημένη εις τρία μέρη[...] υπό του Μητροπολίτου Πενταπόλεως Νεκταρίου Κεφαλά προλύτου της Θεολογίας, Αθήνα 1894.

Page 362: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

νους βουλεύεται τα άριστα», γράφει ο Νεκτάριος, «το δε σώμα ακόπως εκτελεί τα καλώς βεβουλευμένα»101.

Στην προοπτική αυτή, πρωταρχικός σκοπός της γυμναστικής γίνεται «η ενίσχυσις των σωματικών δυνάμεων προς πρόθυμον ικανοποίησιν των απαιτή-

σεων του πνεύματος και πλήρωσιν των επιβεβλημένων αυτώ καθηκόντων»102. Αυτό σημαίνει ότι η σωματική αγωγή χάνει την αυτοτέλειά της, γίνεται ετε-ρόνομη και συναιρείται στην ηθικο-διαπαιδαγωγική της εκδοχή, καθώς ανάγε-ται σε μηχανισμό διαχείρισης, ελέγχου και εξαΰλωσης των σωματικών ορμών χάριν της καλλιέργειας ηθικού φρονήματος και της διαμόρφωσης χριστιανικού χαρακτήρα. Παράλληλα, το γυμνασμένο σώμα αντιμετωπίζεται ως ανάγλυφο, ως αισθητική πραγμάτωση της πειθαρχημένης και ηθικοποιημένης εσωτερικής δύναμης, ενώ η εύρυθμη λειτουργία, η υγεία και η ευρωστία του σώματος ανά-γεται σε σύμβολο της γυμνασμένης ψυχής του πιστού.

Σε γενικές γραμμές, έχουμε να κάνουμε με μία προσέγγιση της σωματι-κής αγωγής που σημασιοδοτείται από τη μεταφορική χρήση της γυμναστικής άσκησης ως απεικόνισης του αγώνα του πιστού για την αυτοτελείωση.

Αν στο πλαίσιο του θρησκευτικού δόγματος η υποταγή του σώματος στα κελεύσματα της ψυχής είναι ο πρωταρχικός σκοπός της σωματικής αγωγής, στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών η γυμναστική αναλαμβάνει συμπληρω-ματικά να συγκροτήσει κοινότητες επιλέκτων, να αποσπάσει τη νεολαία «από

των ματαίων και ανωφελών ασχολιών» και να συντελέσει στην προπαρασκευή «ανδρών κρατερών προς υπεράσπισιν των δικαίων της πατρίδος»103. Μια τέ-τοια σκοποθεσία αποδεικνύει την εκλεκτική εγκόλπωση πτυχών της νεοτερικό-τητας στο λόγο της Αυτοκέφαλης Ελληνικής Εκκλησίας σε αντίθεση με το Πα-τριαρχείο Κωνσταντινούπολης, το οποίο έως τουλάχιστον το τέλος του 19ου και την αρχή του 20ού αιώνα αδιαφορεί η κατακρίνει την ενασχόληση με τη σω-ματική αγωγή. Άλλωστε, στην καταληκτική παράγραφο του κειμένου που μας απασχολεί, ο Νεκτάριος θα επιδοκιμάσει τη δυτική εμπειρία της «εκλαΐκευ-σης» της γυμναστικής και της σύστασης γυμναστικών συλλόγων104.

Όταν ο Νεκτάριος μιλά για συγκρότηση επίλεκτων γυμναστικών κοινοτή-των και προπαρασκευή στρατιωτών της εθνικής ιδέας είναι δεδομένο ότι βρί-σκεται στην επικράτεια του λόγου της στρατιωτικοποίησης υπηρετώντας τη στρατηγική του ελληνικού αποστολισμού και αλυτρωτισμού. Προσεγγίζει δη-λαδή τη γυμναστική αφενός ως κομβικό μηχανισμό σφυρηλάτησης του εθνι-κού φρονήματος και ανάδειξης της προτεραιότητας της ομάδας έναντι του ατό-

101. Στο ίδιο, σ. 21. Ανάλογη άποψη και στις σ. 18 και 19. 102. Στο ίδιο, σ. 18. 103. Στο ίδιο, σ. 22. 104. Στο ίδιο, σ. 22.

Page 363: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ατόμου και αφετέρου την εκτελεστική επιδεξιότητα, την υγεία και τη σωματική ευρωστία ως ενδείξεις της ζωτικής δύναμης και της ηθικής υπεροχής του ελ-ληνικού έθνους. Είναι ενδεικτική, άλλωστε, η παρουσία του Νεκταρίου στα εγ-

καίνια του Γυμναστικού Συλλόγου Κύμης, καθώς πίσω από την ίδρυση του ανι-χνεύεται εύκολα η επίγνωση της τοπικής νεολαίας ότι «ου καιρός του καθεύ-δειν αλλά του εγρηγορείν μη άλλοι ανθ' ημών στήσωσι τα τρόπαια εν τη Ανα-τολή ήτις κλήρος έλαχε τη Ελλάδι» 105 .

Παρ' όλα αυτά, στην επιχειρηματολογία του Νεκταρίου δεν κυριαρχεί ο λόγος της στρατιωτικοποίησης, αλλά ο λόγος της καλοκαγαθίας, που συναρθρώ-νεται μαζί του, διότι το κλασικιστικό ιδεώδες αποτελεί ελληνική εθνική παρά-δοση106. Στην προοπτική αυτή, η καλοκαγαθία εκλαμβάνεται ως ικανή και αναγ-

καία συνθήκη για την αποτελεσματική στρατιωτική προπαρασκευή, ενώ, συγ-χρόνως, φαίνεται ότι εμπεριέχει και το λόγο της υγείας, ο οποίος μόνο έμμεσα και ετεροπροσδιορισμένα αναδύεται στην προβληματική του τέως μητροπολίτη Πενταπόλεως. Συγκεκριμένα, ο Νεκτάριος θεωρεί ότι «η σωματική γυμνασία

και η πνευματική ανάπτυξις είσίν οι δύο πόλοι περί ους στρέφεται η τελεία μόρ-φωσις και η τελεία άγωγή»107 . Η αρμονική σχέση σώματος και πνεύματος προ-βάλλει την αριστοτελική μεσότητα ως πρωταρχική αρετή του πολίτη. Άλλωστε, ο Νεκτάριος παραπέμπει συχνά στο κείμενο αυτό στον Αριστοτέλη108. Η προ-σέγγιση όμως της αρετής ως μεσότητας έχει ως αποτέλεσμα τόσο την κατα-δίκη της αγωνιστικής γυμναστικής όσο και του αθλητισμού, με το επιχείρημα ότι η υπερβολική εκγύμναση του σώματος το καθιστά «δυσκάθεκτον και δυσή-λατον και ανυπότακτον, και θρασύ, και προς τας της ψυχής διακελεύσεις απει-θές [,..]»109. Είναι προφανές ότι βρισκόμαστε στο πλαίσιο ενός κλειστού συ-στήματος σκέψης, όπου ο λόγος της καλοκαγαθίας λειτουργεί ως άλλοθι για την ηγεμονία του δόγματος και όπου το ενδιαφέρον για το σώμα υπάρχει και εκδηλώνεται στο βαθμό που το σώμα προσεγγίζεται αφενός ως επικίνδυνη και αφετέρου ως αυτοματοποιημένη και αποτελεσματική βιολογική μηχανή.

105. Στο ίδιο, σ. 20. 106. Στο ίδιο, σ. 20. 107. Στο ίδιο, σ. 20. 108. Στο ίδιο, σ. 17,18,19, 21. 109. Στο ίδιο, σ. 18.

Page 364: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 365: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Ιστορία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας: Οι ιστοριογραφικές οπτικές και οι χρόνοι τους

ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Σάββατο 19 Απριλίου 1997

Απογευματινή συνεδρία

Συντονιστής: ΣΠΥΡΟΣ ΑΣΔΡΑΧΑΣ

Page 366: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 367: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΣΠΥΡΟΣ ΑΣΔΡΑΧΑΣ: Θα οργανώσουμε τη συνάντησή μας ως εξής: Θα προ-ηγηθούν οι ομιλίες των κυρίων Vernier και Lett, ύστερα από μια σύντομη δική μου εισήγηση που θα έχει να κάνει με τη θεματική γενικώς. Θα κάνουμε ένα διάλειμμα για καφέ και κατόπιν θα συνεχίσουμε με τις υπόλοιπες εισηγήσεις και μια συζήτηση που θα γίνει μεταξύ των εισηγητών και όλων μας. Πριν απ' όλα να ευχαριστήσω τον κ. Vernier και τον κ. Lett που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση μας να λάβουν μέρος στις εργασίες του Συμποσίου μας και κατόπιν να μου επιτρέψετε να διατυπώσω λίγες γενικές σκέψεις.

Όπως λέει ο τίτλος αυτής της συνεδρίας, εκείνο που θα θέλαμε ήταν να έχουμε μερικά παραδείγματα προσέγγισης στο θέμα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, προσέγγισης ιστοριογραφικού τύπου με τρόπον ώστε να αναφα-νούν οι χρόνοι αυτής της προσέγγισης. Σας ζητώ συγνώμη για τους κοινούς τόπους στους οποίους αναφέρομαι. Θα ήθελα να μου επιτρέψτε να θυμίσω ορι-σμένα πράγματα. Η παιδική ηλικία και η νεότητα είναι ένα πεδίο προς παρα-τήρηση και πάντοτε προς καθορισμό, ιδίως όταν πρόκειται για τη νεότητα, λιγότερο όταν πρόκειται για την παιδική ηλικία.

Από όσα ως τώρα έχουν λεχθεί στο Συμπόσιο αυτό και σε προηγούμενα, φάνηκε η ρευστότητα που συνοδεύει την έννοια νεότητα. Ωστόσο, η παιδική ηλικία και η νεότητα αποτελούν ένα πεδίο παρατήρησης, το οποίο έχει καθ' εαυ-

τό τους δικούς του χρόνους: καθώς δεν είναι ενιαίο, μπορούμε να βλέπουμε σ' αυτό δομές μακρόχρονης διάρκειας, μπορεί να βλέπουμε φαινόμενα συγκυ-ριακά, μικρής συνεπώς διάρκειας" μπορούμε να βλέπουμε μία διαπλοκή των διαρκειών. Αρα υπάρχει ο χρόνος, υπάρχουν οι χρόνοι μέσα στο πεδίο παρα-τήρησης και οι χρόνοι αυτοί η ο χρόνος υποδεικνύουν και τους τρόπους της ανα-λυτικής πρόβασης. Αλλος είναι ο τρόπος όταν ερευνάμε ένα συγκυριακό φαι-νόμενο, άλλος όταν ερευνάμε ένα φαινόμενο μεγάλης διάρκειας, άλλος ο τύπος των μαρτυριών και κυρίως άλλος ο τρόπος της σύνδεσης των μαρτυριών.

Το πεδίο παρατήρησης είναι προσπελάσιμο στοιχειωδώς με δύο τρόπους: ο ένας είναι μέσω της γραπτής μαρτυρίας η οιασδήποτε άλλης μαρτυρίας, της εικονικής μαρτυρίας" ο άλλος ο τρόπος είναι μέσω της προσωπικής παρατήρη-σης, είναι η παρατήρηση του εθνογράφου, είναι η παρατήρηση του ανθρωπολό-γου. Η έμμεση παρατήρηση, αυτή που γίνεται μέσα από τη γραπτή μαρτυρία (πάλι ένας κοινός τόπος) ενέχει τους χρόνους της, αλλιώς η αφήγηση η ό,τι λέμε μαρτυρία ενέχει τους δικούς της χρόνους" όταν η αφήγηση έχει δική της οπτική

Page 368: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

κή, τότε βεβαίως υπάρχει ενδεχόμενο οι πραγματικοί χρόνοι του πεδίου παρα-τήρησης να υποτάσσονται στη λογική της οπτικής. Ετσι, φαινόμενα μακραίω-να εμφανίζονται ως φαινόμενα τελείως συγχρονικά η τανάπαλιν συγχρονικά φαινόμενα λόγω της οπτικής της μαρτυρίας εγγράφονται μέσα σε μία μακραίω-νη διάσταση.

Επωφελούμαι της ευκαιρίας της παρουσίας του κ. Vernier για να φέρω ένα ακραίο παράδειγμα: πόσο εύκολα το συναίσθημα που αναπτύσσεται μέσα στην οικογένεια, η σχέση των γονέων προς τα τέκνα, πόσο εύκολα θα μπο-ρούσε να θεωρηθεί πως είναι έξω απ' αυτούς τους πολιτισμικούς, σε τελευταία ανάλυση, χρόνους τους οποίους υπαινίσσομαι και πόσο πιθανά θα ήταν τα ση-μασιολογικά γλιστρήματα εάν καταλήγαμε να ομογενοποιούμε τον χρόνο. Ξε-κινώντας από ένα δικό μας παράδειγμα, ο κ. Vernier έθιξε τους κοινωνικούς όρους της στοργής και υπέδειξε ότι πίσω από τις αθώες και φαινομενικά ανά-ξιες σχολιασμού συνήθειες ως προς το πρωτότοκο παιδί, το πρώτο παιδί στο οποίο συγκεντρώνεται όλη η το μεγαλύτερο μέρος της στοργής (η και στο τε-λευταίο, το στερνοκούνι, στο οποίο συγκεντρώνεται επίσης το μεγαλύτερο μέ-ρος της στοργής) τι υπόβαθρο οικονομικών σκέψεων, στρατηγικών για τις πε-ριουσίες, γαμήλιων τακτικών μπορεί να κρύβεται, δηλαδή ποιος πολιτισμικός χρόνος, ιστορικός στην ευρεία έννοια, χρόνος που διαφεύγει όταν ακριβώς έχουν εκλείψει, εκεί που έχουν εκλείψει, οι αιτίες που καθόρισαν και προσδιόρισαν τους κοινωνικούς όρους τους στοργής.

Ένα δεύτερο παράδειγμα από ένα χώρο, που με μονοτονία λέμε ότι θα ήθελε να καλλιεργηθεί στο ερευνητικό μας πρόγραμμα και που μια ευτυχής συ-νάντηση με τους συντάκτες της τυπολογίας του παραμυθιού μάς επέτρεψε να έχουμε ένα πρώτο βήμα. Προχθές έγινε αναφορά στον Βλαντιμίρ Προπ με την ευκαιρία των αφηγηματικών μεθόδων τις οποίες περιγράφει και αποδεσμεύει από τη διήγηση του μαγικού παραμυθιού, του παραμυθιού των Νεράιδων. Πώς η δική του ερμηνεία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ενόψει της δημιουργίας μίας κουλτούρας του τύπου που φαντάζονται οι άνθρωποι ότι θα είναι στο εξής η κουλτούρα; Ξεκινάω από το ίδιο το παράδειγμα, αλλά από την ιστορική ερμη-νεία του Προπ. Αναφέρομαι στις ιστορικές ρίζες του παραμυθιού των Νεράι-δων. Δεν θέλω να πω, δεν έχω αρμοδιότητα να πω, ότι η εξήγηση του Προπ είναι η δέουσα. Αλλά ο Προπ λέει ότι όλη αυτή η αφήγηση είναι αποτέλεσμα της αφήγησης ενός ταξιδιού, που μοιάζει πως είναι το ταξίδι στον άλλο κόσμο" αυτό το ταξίδι γίνεται στη διάρκεια της μύησης. Όταν καταργείται η μύηση, σπάει το ταμπού της μύησης, μένει η διήγηση, γίνεται το παραμύθι και κανείς δεν έχει συνείδηση του γεγονότος ότι η καλύβα που κάθεται επάνω σε τέσσε-ρις στύλους (που κάποτε είναι πόδια από κότα η από κάτι άλλο) είναι το σπίτι στο οποίο αρχίζει η τελετή της μύησης. Μένει το παραμύθι μόνο του, χωρίς την ιστορικότητά του. Ο ιστορικός χρόνος του παραμυθιού, στον βαθμό όπου

Page 369: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ανάγεται ο χρόνος αυτός στη δημιουργία του, είναι κάτι που φεύγει από την παρατήρηση. Από κει και ύστερα, υπάρχει ένας άλλος χρόνος, που κι αυτόν θα πρέπει να τον ορίσουμε, δηλαδή ο χρόνος της πρόσληψης του παραμυθιού. Σ ' αυτόν έχει χαθεί το βαθύτερο σημαινόμενο, δηλαδή η διαδικασία της μύη-σης, οι διαβατικές τελετουργίες και όλα τα συναφή.

Τι κάνει ο ιστορικός ενόψει αυτών των προβλημάτων δεν θα το πω εγώ, θα το πουν όσοι θα ακολουθήσουν στο βήμα: τι κάνει μ' αυτόν το χρόνο και

πως με τη χρησιμοποίηση των πολλαπλών χρόνων, αυτών των ποιοτικών —επι-τρέψτε μου την έκφραση— χρόνων, μπορεί να αναχθεί σε κάποια εργαλεία αντα-ποκρινόμενα στη μεταβλητότητα του πεδίου παρατήρησης που είναι αυτές οι στιγμές του ανθρώπου και τις ορίζουμε ως παιδικές και ως νεανικές. Τι ση-μαίνει αυτός ο χρόνος κατά τον οποίο απαγορεύεται (τον 9ο αιώνα στη Δύση)

η συνιστάται να μην σκοτώνουν τα παιδιά, αλλά να τα αφήνουν στα σκαλοπά-τια της εκκλησίας; Κάποια στιγμή δεν λέγεται, μην τα σκοτώνετε, αλλά αφή-νονται στην εκκλησία, στη βρεφοδόχο η στο κατώφλι ενός σπιτιού. Όλα αυτά έχουν να κάνουν με κάποιους χρόνους που χρειάζεται να τους καταστήσουμε όργανα.

Συνήθως οι μαρτυρίες προέρχονται από οποιονδήποτε άλλον, εκτός από τα παιδιά. Τα παιδιά δεν μαρτυρούν. Κάποτε επανέρχονται στην ηλικία τους και τότε καταθέτουν. Επανέρχονται στην ηλικία τους όταν πλέον δεν είναι παιδιά και θυμούνται την παιδική τους ηλικία. Εάν έχει δίκιο ο Kant, η νοσταλγία είναι η ανάγκη για ελευθερία και η μόνη χρονική στιγμή όπου ο άνθρωπος αισθάνθηκε ελεύθερος είναι τα παιδικά χρόνια. Ετσι, τα τραγούδια των Αλ-πεων απλώς είναι κάποια εξωτερικά ερεθίσματα για να αποδεσμεύσουν αυτή την ανάγκη για ελευθερία. Αν το πράγμα έχει έτσι και στο βαθμό όπου η μαρ-τυρία για την παιδική ηλικία είναι αποτέλεσμα της νοσταλγίας, πρόκειται για μία μαρτυρία που βεβαίως δεν έχει τίποτα από το χρόνο της παιδικής ηλικίας. Αν έχει κάποιο χρόνο, είναι ο χρόνος κατά τον οποίο διαμορφώνεται η ανάγκη για την ελευθερία, η ψυχική ανάγκη για την ελευθερία, είναι ένας άλλος χρό-νος, δεν είναι ο χρόνος της παιδικής ηλικίας. Φυσικά κάθε πηγή της ιστορίας έχει τους ίδιους προσδιορισμούς και ιδίως η αυτοβιογραφία: η μαρτυρία της αυτοβιογραφίας είναι άκρως επιλεκτική, ακόμη πονηρή, κάποτε συστηματικά παραπλανητική. Αν αυτό ισχύει για τις μαρτυρίες που έχουν να κάνουν με τη συνειδητή ζωή του ανθρώπου, ισχύει (σε πολύ μικρότερο ίσως βαθμό) και για τις μαρτυρίες που έχουν να κάνουν με την αθώα στιγμή του ανθρώπου, όπως είναι οι στιγμές της ανάκλησης της παιδικής ηλικίας.

Αναφέρομαι σ' αυτό το ακραίο παράδειγμα, γιατί το πεδίο παρατήρησης ανήκει ως προς ορισμένες του εκφάνσεις, ανάμεσα στις οποίες η ίδια η παιδική

η η νεανική ηλικία, σε μια σύγχρονη ιστορία: είναι δική μας ιστορία, μια ιστο-ρία που δεν σταματάει, κατά κύριο λόγο ως προς την υπαρξιακή της έκφανση.

Page 370: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Έτσι, θα μπορούσε ίσως να πει κανείς ότι στους χρόνους, που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για την κατασκευή μίας ιστορίας αυτών των στιγμών του ανθρώπου, μετέχουμε ως μάρτυρες· απ' αυτή την άποψη οι ψυχολογικές, αν θέλετε, τονικότητες των μαρτυριών έχουν μια ιδιάζουσα θέση. Σας ευχαρι-στώ. Θα ακούσουμε τώρα τις εισηγήσεις των κυρίων Β. Vernier και D. Lett.*

ΣΠΥΡΟΣ ΑΣΔΡΑΧΑΣ : Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ. Νομίζω πως με την ανα-κοίνωση σας έγινε μία ωραία διασταύρωση με την αναλυτική πρόβαση όχι μο-νάχα των μεσαιωνολόγων μας, σ' εμάς αυτοί είναι οι βυζαντινολόγοι, αλλά και αυτών που ασχολούνται με τη νεότερη ιστορία, γιατί και οι ασχολούμενοι με τη νεότερη ιστορία σ' εμάς, δουλεύουν με τις μεθόδους που δουλεύουν στη Δύση οι μεσαιωνολόγοι, δηλαδή οι πηγές μας επιβάλλουν προσβάσεις του είδους που είναι πλέον τυπικές για τον μεσαιωνολόγο. Συνεχίζουμε με τη Νόρα Σκουτέρη-Διδασκάλου.

ΕΛΕΩΝΟΡΑ ΣΚΟΥΤΕΡΗ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ: Θα ήθελα, με τη σειρά μου, να δια-τυπώσω ορισμένες σκέψεις σχετικά με το ζήτημα της ιστορίας της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Οι σκέψεις αυτές δεν έχουν συγκεκριμένο τίτλο ούτε και διεκδικούν τίτλους. Μάλλον πρόκειται για ερωτήματα, από εκείνα που γεν-νιούνται, όταν επιχειρούμε να ελέγξουμε τα όρια των αναζητήσεών μας κι ανα-καλύπτουμε πως το πεδίο που νομίζαμε διευθετημένο και αδιατάρακτο, είναι πιο άτακτο, πιο άγριο, όμως και πιο προκλητικό και ερεθιστικό απ' ό,τι νομί-ζαμε. Προκλητικό, με την έννοια ότι ερωτήματα, όπως αυτά που έθεσε προη-γουμένως ο Σπύρος Ασδραχάς, αναστατώνουν όχι μόνον τα ταξινομημένα «αντι-κείμενα», αλλά και τις προδιαγεγραμμένες επιστημονικές αναζητήσεις. Ερεθι-στικό, γιατί η αναστάτωση, που δεν επιδιώκεται ούτε ως στόχος ούτε και ως αυτοσκοπός, επιτρέπει τη συζήτηση και τη συν-ζήτηση κοινωνικών προβλημά-των από αυτά που μας απασχολούν στην οποία μας επαγγελματική ενασχό-ληση, αλλά και στην πιο καθημερινή και την προσωπική μας ζωή.

Οι σκέψεις που ακολουθούν διατηρούν ίσαμε το τέλος έναν ερωτηματικό τόνο που επιδιώκει να συνδιαλλαγεί ελεύθερα με αντίθετες η παρόμοιες, με συγκλίνουσες η αποκλίνουσες απόψεις. Θα ξεκινήσω, λοιπόν, αναφέροντας τρία επιμέρους παραδείγματα που υπαινίσσονται, με ανθρωπολογικό κατά τη γνώμη μου τρόπο, αυτό που επισήμανε μόλις τώρα (όμως, και πριν από αρκετά χρόνια

* Οι εισηγήσεις, διαμορφωμένες σε άρθρα, δημοσιεύονται στο τέλος της Στρογγυλής Τράπεζας.

Page 371: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

νια1) ο Σπύρος Ασδραχάς, ότι δηλαδή η παιδική ηλικία και η νεότητα παρα-μένουν έννοιες ρευστές.

Το πρώτο παράδειγμα είναι μια κατασκευασμένη ιστορία που παραλλάσ-σει μιαν άλλη «ιστορία» που αφηγείται η Colette Guillaumin2. Στη δική μας ιστορία πρωταγωνιστές είναι ένας μεγάλος κι ένας μικρός — ένα παιδί, όπως λέμε. (Να σημειωθεί πως οι δύο ήρωες είναι οι αντιπρόσωποι ομάδων που δεν έχουν τίποτε το φανταστικό" αντιθέτως: μετέχουν σε μιαν εξαιρετικά δεδομένη πραγματικότητα, όπου ο κόσμος διακρίνεται, περισσότερο η λιγότερο συστημα-τικά, σε ενήλικες και ανηλίκους.) Ο μεγάλος, εξοπλισμένος με βιβλία, με στα-τιστικούς πίνακες και μηχανογραφημένες μαρτυρίες, με κανόνες και παραδείγ-ματα, με εικόνες και οδηγίες, ίσως και με κάποια ειδικά όργανα, ανακοινώνει: — Ο άνθρωπος όσο μεγαλώνει ολοκληρώνεται μαθαίνοντας. Θυμωμένος ο μι-κρός απαντά: — Γιατί με κατηγορείς πως είμαι μηδενικό, ένα ανολοκλήρωτο τίποτε και πως δεν γνωρίζω όσα λες πως συ πρέπει να γνωρίζεις; (Βλέπετε, αυτός που βρίσκεται στη θέση του δέκτη γνωρίζει το βάρος της καθημερινής πραγματικότητας που έχει η δήλωση του πομπού. Στον έκδηλα ουδέτερο λόγο του κυρίαρχου, μόνον ο υποταγμένος καταλαβαίνει αυτό που ο άλλος δεν αντι-λαμβάνεται καν πως είπε. Απ' αυτήν την άποψη, η διαμαρτυρία που εκφράζει ο δέκτης θέτει ζητήματα ηθικής τάξεως. Όμως ας προχωρήσουμε λίγο παρα-πέρα, στις εκδοχές με τις οποίες μπορεί να συνεχιστεί η ιστορία μας.) Ο μεγά-λος, ίσως ειλικρινά απορημένος, ίσως και λίγο ενοχλημένος, αλλά πάντα με ύφος σοφού δασκάλου, μπορεί να απαντήσει: —Μα, δεν σε κατηγόρησα πως δεν αξίζεις τίποτε. Όμως ο μικρός επιμένει, αρνούμενος να παίξει τον ανα-μενόμενο ρόλο: —Ίσως δεν με κατηγόρησες, αλλά σε τι απέβλεπε το να μου απευθύνεις στα καλά του καθουμένου το λόγο, για να μου ανακοινώσεις πόσο αδαής είναι ο άνθρωπος όταν δεν είναι μεγάλος; Μήπως ξαφνικά, την ίδια στιγμή που με μεταχειριζόσουν σα να μην ήμουνα ακριβώς άνθρωπος, ενδια-φέρθηκες να μου μιλήσεις γι' αυτό ; Την άγνοια συ την αποφάσισες μ' όλα αυτά που κουβαλάς, και μου φέρεσαι μετά σα να είμαι ένα σχεδόν τίποτε. Δεν λέω πως το κάνεις. Λέω πως το λες" κι είναι σα να το κάνεις. (Η συζήτηση μπορεί

1. Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, Διεθνές Συμπόσιο (Αθήνα, 1-5 Οκτωβρίου 1984). Πρακτικά (Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας - Γενική Γραμμα-τεία Νέας Γενιάς) 1988. Βλ. Εναρκτήρια Συνεδρία, τ. Α', σελ. 29-31 και Καταληκτήρια Συνεδρία, τ. Β', σελ. 706-707). Πρβλ. ακόμη το «Στοχολόγιο» που υπογράφουν τα μέλη της Επιτροπής (Σπύρος Ασδραχάς, Γιάννης Γιαννουλόπουλος, Φίλιππος Ηλιού και Τριαντάφυλ-λο? Σκλαβενίτης), ό.π., τ. Β', σελ. 709-717.

2. Βλ. «Les ambiquités de la catégorie taxinomique 'race'» στο Hommes et Bê-tes, Entretienes sur le racisme publiés sous la direction de Léon Poliakov, Paris - La Haye (Mouton) 1973, σελ. 201. Εκεί οι ήρωες της ιστορίας, που αναφέρεται στο φυλετικό ρατσισμό, είναι ένας λευκός (un «blanc») κι ένας μαύρος (un «noir»).

Page 372: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

να εξελιχθεί από δω και πέρα σε καυγά η να οδηγήσει σε τιμωρία η να οδη-γηθεί στη σιωπή. Όμως μπορεί να συμβεί και τούτο το παράδοξο: ο μικρός να μην ενδιαφέρεται να συζητήσει με το μεγαλύτερο ούτε καν να διαμαρτυ-ρηθεί για τους κανόνες που αυτός ο δεύτερος στήνει συστηματικά ανάμεσά τους για να περιφρουρήσει τα όρια και την ταυτότητά του. Μ' άλλα λόγια, ανάμεσά τους μπορεί να απλώνεται μια νεκρή ζώνη από εκείνες που ποτέ δεν μετατρέ-πονται σε πεδίο απορίας.) Ο μικρός, ας πούμε 10χρονος ή 12χρονος, δεν ακούει όσα λέει ο μεγάλος· κάθεται μπροστά στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή και παίζει μαθαίνοντας. Κάποια στιγμή σηκώνεται εκνευρισμένος· το καινούριο παι-χνίδι είναι δύσκολο, ποιον να ρωτήσει; Μπαίνει η μικρότερη, ας πούμε 4χρονη, αδελφή του- αμίλητη παίρνει τη θέση μπροστά στον υπολογιστή κι αρχίζει αμέ-σως να παίζει το παιχνίδι που προσπαθούσε να παίξει προηγουμένως ο μεγάλος.

Το δεύτερο παράδειγμα αναφέρεται σ' ένα ιστορικά καταγεγραμμένο συμ-βάν: «1944. Αρχείο του στρατοπέδου Ντράνσι. Ονομα κρατουμένου: Αγόρι, 18 μηνών, τρομοκράτης». Η καταγραφή του συμβάντος ενδιαφέρει για τις αντι-λήψεις που το νοηματοδοτούν. Το χειρότερο, σχολιάζει ο Daniel Sibony πα-ραθέτοντας το κείμενο, δεν είναι το οξύμωρο του μωρού-τρομοκράτη· το χειρό-τερο είναι ότι η αναφορά είναι εν μέρει αληθινή: για να γραφεί κάτι τέτοιο, ση-μαίνει πως κάποιο μνησίκακο ον θα είχε κάποτε τρομοκρατηθεί από αυτό το βρέφος — τρομοκρατημένος ο μεγάλος από το παιδί που, από καιρό, κρυβόταν αδρανές μέσα του3.

Το τρίτο παράδειγμα σχετίζεται με όλες κείνες τις ιστορίες που μας λένε και τις λέμε για τα ταξίδια στην ενδιάμεση ζώνη του Τρίτου Κόσμου: λίγο δώθε από τον χώρο του τουριστικού εξωτισμού λίγο κείθε από τις γνώριμές μας γειτονιές, παντού όπου εκτρέφεται «η μυρμηγκιά της αθλιότητας» — με τα λόγια του Claude Lévi-Strauss στους Θλιμμένους Τροπικούς. Κάθε είδους κλητοί και αυτόκλητοι πράκτορες του ταξιδιού συνιστούν να αποφεύγονται οι επαφές, προειδοποιώντας ειδικά για το σμάρι των παιδιών με τα υψωμένα απαι-τητικά χέρια: τα ξένα παιδιά μοιάζουν πάντα πιο άγνωστα και πιο απρόβλε-πτα από τους μεγάλους ξένους, ίσως γιατί νομίζαμε πως τα ξέραμε η πως ήταν του χεριού μας, ίσως γιατί η παιδική ετερότητα προβάλλει πιο επικίν-δυνη και πιο ενοχλητική από την ενήλικη. Μαζί συνιστούν να κρατούμε τις αποστάσεις μας από τις μικρές τους ιστορίες: «Μανίλα 1996. Εκατό παιδιά με χάρτινες σακούλες στα κεφάλια, με τεράστια πλακάτ να σκεπάζουν τα ελά-χιστά τους σώματα και με κεράκια στα χέρια, κατήγγειλαν την παιδική πορ-νεία που υποχρεώνεται να ζει η παιδικότητά τους». Παιδιά εξαθλιωμένα, παι-διά-επαίτες, εκπορνευμένα παιδιά: οι συμπεριφορές τους δεν έχουν σχέση με

3. Daniel Sibony, Écrits sur la racisme, Paris (Christian Bourgois, éditeur) 1988, p. 205 (υπογραμμισμένο στο κείμενο).

Page 373: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

την παιδική ηλικία ούτε και με τις τελετουργίες και τις συμβολικές πρακτικές που την εγκαθιστούν και την ορίζουν ούτε και με τις πραγματικότητες που την καθιστούν διακριτή κατηγορία. Όμως διεκδίκησαν μια παιδικότητα, που δεν την γνώρισαν ούτε θα την γνωρίσουν ποτέ, αφού αντί να παίζουν παίζονται κι αντί να ορίζουν με το σώμα, με τις πράξεις και με τη ζωή τους την παιδικό-τητα, ορίζονται και εξορίζονται από αυτήν, ακριβώς επειδή η κοινωνία μπο-ρεί να μεταποιεί την παιδική ηλικία σε εμπόρευμα.

Το ερώτημα: πως και μέσα από ποιες διαδικασίες ορίζεται η παιδική ηλι-κία (και η παιδικότητα) και η νεότητα, διατρέχει αυτές τις παραδειγματικές ιστορίες, που θα μπορούσαν βέβαια να πολλαπλασιαστούν. Το ερώτημα, βέ-βαια, βρίσκεται στην καρδιά κεντρικών ζητημάτων που έχουν μελετηθεί στο πλαίσιο της έρευνας γύρω από την παιδική ηλικία και τη νεότητα που έχει ξεκινήσει από το Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας εδώ και μια δεκαπεντα-ετία και συνεχίζεται, δημιουργικά απ' όσο μπορώ να κρίνω, και σε τούτο το τρίτο της Διεθνές Συμπόσιο. (Πρέπει να ευχαριστήσουμε γι' αυτό όχι μόνον όσους και όσες ερευνούν και συμμετέχουν, αλλά και όσους και όσες στηρίζουν οργανωτικά αυτήν τη δύσκολη προσπάθεια.) Στην έρευνα αυτήν ανοίχθηκαν οι δρόμοι για «μιαν ιστορία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας». Δρόμοι λαμ-πρυμένοι από συζητήσεις και παρεμβάσεις που φώτισαν μισοσκότεινες κατα-στάσεις, στρωμένοι με μελέτες και αναλύσεις που επισήμαναν αφανείς υπάρ-ξεις, ξεχασμένες περιπτώσεις η παραμελημένα ζητήματα, ονοματισμένοι με τί-τλους και προγράμματα που διεύρυναν αποφασιστικά τη θεματολογία.

Αλλά, όπως συνήθως συμβαίνει, κάπου στη διαδρομή οι αναλύσεις του συγ-κεκριμένου μοιάζει να (υπερ)καλύπτουν τον προβληματισμό, παρακάμπτοντας το πρόβλημα που τον γεννάει και που γέννησε και αυτές τις ίδιες. Εκείνο που έπρεπε να παραμείνει ζητούμενο τείνει σε μεγάλο βαθμό να εγκαθίσταται ως μέσο, ως όχημα, αλλά και ως μέτρο για την ανίχνευση επιμέρους περιπτώσεων.

Υπάρχουν, λοιπόν, ζητήματα στα οποία μπορούμε να επιμείνουμε. Ένα από αυτά είναι ο χώρος του απαγορευμένου. Όχι το ξεχωριστό, το απαγορευ-μένο κομμάτι της παιδικής ηλικίας, αλλά η παιδική ηλικία και η νεότητα ως πεδίο απαγορεύσεων. Και, επιπλέον, οι χρόνοι και οι χρονικότητες της παιδι-κής ηλικίας και της νεότητας ως απαγορευμένο πεδίο. Το απαγορευμένο μπο-ρεί να αναδειχθεί σε ειδικά προνομιακό πεδίο για την ανάλυση των εννοιών που παράγονται και καταναλώνονται ως «παιδική ηλικία» και «νεότητα» και των εικόνων και των πραγματικοτήτων που αυτές οι έννοιες παράγουν. Πώς να κα-ταλάβει κανείς τα όρια των ρευστών εννοιών, αν δεν διερευνήσει τα οριακά εκεί-να σημεία, όπου η ρευστότητα εξουδετερώνεται στην πράξη από κοινωνικές πρακτικές και από αναπαραστάσεις που τις επιβεβαιώνουν: βρισιές, ξύλο, βία και εκφοβισμός, αιμομιξία, κτηνοβασία, χρήση του παιδικού και του νεανικού σώματος, άλωση της παιδικότητας, κατανάλωση της νεότητας. Αν στην ερευ-

Page 374: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ερευνητική πράξη απουσιάσει αυτό το εκτεταμένο γκρίζο πεδίο, η εικόνα της παι-δικής ηλικίας και της νεότητας χάνει τις σημασίες της· εμφανίζεται πιο λευκή

η πιο γαλαζωπή και ροζέ, δηλαδή πιο ορισμένη απ' ό,τι πραγματικά είναι. Ορισμένα απαγορευμένα θέματα, όπως π.χ.: τα παιδιά του πολέμου, τα

παιδιά της πείνας, τα παιδιά τέρατα, τα παιδιά ανίατες περιπτώσεις, τα εξα-θλιωμένα παιδιά, τα εκπορνευμένα παιδιά, τα πεταμένα παιδιά, είτε απουσιά-ζουν, σε αρκετά ανησυχητικό βαθμό, από την έρευνα είτε εμφανίζονται παρα-τονισμένα είτε αντιμετωπίζονται ως εξαιρέσεις στον κανόνα της παιδικής ηλι-κίας και της παιδικότητας. Σε επίσης ανησυχητικό βαθμό, η περιγραφή των στοιχείων, η αυστηρή ποσοτικοποίηση των δεδομένων, ίσως και μια διάθεση για αντικειμενικότητα καταλήγουν να εξουδετερώνουν την εγγενή αμφισημία η την καταστατική ασάφεια άλλων δυσχειραγώγητων θεμάτων, όπως π.χ.: τα παιδιά-μεγάλοι, οι μεγάλοι μικροί, οι «μικροί ενήλικες», σύμφωνα με τον όρο που χρησιμοποιεί ο Jacques Le Goff 4. —Ίσως επειδή το θέμα «παιδική ηλι-κία και νεότητα» τείνει να καθιστά απλώς θέαμα την «παιδικότητα» και τη «νεότητα».

Απ' αυτήν την άποψη, η προσπάθεια να αναλυθούν συστηματικά επιμέ-ρους ζητήματα δεν φαίνεται προς το παρόν να έχει παραγάγει μιαν ιστορία-πρόβλημα, μιαν ανθρωπολογία-πρόβλημα για την παιδική ηλικία και τη νεό-τητα. Νομίζω πως αυτό είναι ένα κεντρικό ζήτημα που προκαλεί αλυσιδωτά ερωτήματα σχετικά με το αντικείμενο «παιδικότητα και νεανικότητα» και σχε-τικά με τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η ιστορικότητα η καλύτερα οι ιστο-ρικότητες της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Μπορούμε, λογουχάρη, να μιλούμε για μία έννοια που καλύπτει μία κατηγορία πληθυσμού από το βρέ-φος στο παιδί και από το παιδί στον έφηβο και τον νέο; Αναλύσεις που παρου-σιάσθηκαν εδώ, έδειξαν πως όχι. Όμως η έρευνα πρέπει να επιμείνει.

Χρήσιμο θα ήταν να ξαναπιάσουμε το νήμα η κάποια από τα νήματα που οδηγούν στην παιδική ηλικία και τη νεότητα εκκινώντας από την ανάλυση των χρονικοτήτων τους. Να θυμηθούμε τι έλεγε ο Jacques Le Goff 5 σε προηγού-μενη συνάντηση. Διαπίστωνε εκεί πως το παιδί αποτελεί ένα νέο αντικείμενο της ιστοριογραφίας —γι' αυτό χρειάζεται νέα εργαλεία που θα είναι κατάλληλα

4. Jacques Le Goff, Le Civilisation de l'Occident médiéval, Paris 1984, σελ. 387. «Το έχουμε επαναλάβει, δεν υπάρχουν παιδιά στο Μεσαίωνα, υπάρχουν μόνο μικροί ενήλι-κες». Ο Le Goff έχει δεχθεί τη θέση του Philippe Ariès (L'enfant et la vie familiale sous l'Ancien Régime, 1960, 21974) ότι στη Μεσαιωνική Δύση το παιδί (και η παιδική ηλικία) ήταν για πολύ καιρό μια απαξία. Βλ. του ιδίου, «Ο βασιλιάς παιδί στη μοναρχική ιδεολο-γία της Μεσαιωνικής Δύσης» στο Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας..., ό.π., τ. Α', σελ. 228-229.

5. Βλ. Καταληκτήρια Συνεδρία στο Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας..., ό.π.; τ. Β', σελ. 685-692.

Page 375: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

για να γνωρίσουμε την παιδική ηλικία μέσα στην ιστορία. Μετά, έθετε το ερώ-τημα: τι είναι το παιδί, απλώς ένας νέος άνθρωπος που θα γίνει ενήλικος η είναι ένας άλλος; Και συνέχιζε: το παιδί και ο νέος η η νέα είναι οι καταπιε-σμένοι απόντες της ιστορίας —που, και από που και πως μιλά το παιδί μέσα στην ιστορία; Η παρέμβαση του έκλεινε με τη διαπίστωση πως πρέπει να ακού-σουμε το παιδί —αλλιώς είμαστε καταδικασμένοι να το βλέπουμε μέσα σε και μέσα από το πλαίσιο της καταδυνάστευσης του: μέσα από τεκμήρια που είναι τεκμήρια καταστολής, το σχολείο, η οικογένεια, το κράτος, οι θεσμοί. Στο με-ταξύ, η έρευνα (σε προηγούμενες αλλά και σε αρκετές ανακοινώσεις του τωρι-νού συμποσίου) ασχολήθηκε με την ανάλυση περιπτώσεων βασισμένων σε τε-κμήρια καταστολής.

Αλλά η διαπίστωση και η προειδοποίηση του Le Goff έμεινε να αιωρείται: το παιδί δεν ακούστηκε — ακόμη. Όπως εξάλλου έμεινε να αιωρείται και μια άλλη ενδιαφέρουσα διάσταση του ίδιου προβλήματος που είχε προσθέσει τότε ο Da Silva6 ' ότι δηλαδή η Ευρώπη ενδιαφέρθηκε για το παιδί κάθε φορά που της χρειαζόταν: αυτή, είχε υποστηρίξει, είναι μια αδυσώπητη χρησιμοποίηση του άλλου, γιατί το ενδιαφέρον για το παιδί συνοψιζόταν στην υπερβολική φρον-τίδα και την υπερβολική τακτοποίηση. Μένει συνεπώς να προσέξουμε τι μπο-ρεί να σημαίνει κάθε φορά «καταστολή» η «καταπίεση» και πως ορίζεται σε κάθε περίπτωση η καθ' υπέρβαση συμπεριφορά: υπερβολική φροντίδα μπορεί να σημαίνει και υπερβολική αδιαφορία και η τακτοποίηση αποκτά νόημα μέσα από την αταξία. Όπως μένει να συζητήσουμε και το ερώτημα που έθετε τότε ο Σπύρος Ασδραχάς, σχετικά με την εμβέλεια και την επιχειρησιακότητα της έννοιας της ιστορικότητας της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, και που μου φαίνεται πως σήμερα έθεσε με ακόμη μεγαλύτερη οξύτητα, υπογραμμίζοντας πως το πεδίο της παρατήρησης δεν είναι ενιαίο.

Και τότε, πως θα το μιλήσουμε και, στο κάτω κάτω της γραφής, γιατί χρειάζεται να το μιλούμε; Ίσως ο τρόπος βρίσκεται στην απάντηση που είχε δώσει πριν από αρκετά χρόνια ο Le Goff 7, όταν μιλούσε για ανάγκη αποαρσε-νικοποίησης της ιστορίας. Αποαρσενικοποίηση, με την έννοια της καταρχήν κρι-τικής στάσης απέναντι σε όλα όσα χαρακτηρίζουν τη λεγόμενη ακαδημαϊκή ιστοριογραφία, αλλά και με την έννοια της επιστημονικής εκείνης πρακτικής που εκ πεποιθήσεως προσμετρά και κρίνει τις ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες η ίδια πράττεται. Αποαρσενικοποίηση δηλαδή της ιστορίας στην πράξη"

6. José Gentil Da Silva, «Η ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας στην πρόσφατη ιστορική παραγωγή», βλ. Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας..., ό.π., σελ. 37-78.

7. Jacques Le Goff, «L'Histoire de l'homme quotidien», Histoire et Ethnologie,

Page 376: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

όχι αντιστροφή των ρόλων, όχι αλλαγή φύλου η ταυτότητας και εν προκειμέ-νω: και ηλικίας.

Σ ' ένα πρώτο, βασικό όμως και θεμελιώδες, επίπεδο νομίζω πως το συνο-λικό αυτό αίτημα βρήκε εν μέρει ανταπόκριση τόσο σε προηγούμενες προσπά-θειες όσο και σε τούτη την (σχεδόν συλλογική) απόπειρα που δείχνει ότι η επι-χειρησιακότητα της έννοιας παιδική ηλικία, από τη μια μεριά, και νεότητα, από την άλλη, είναι διαπραγματεύσιμη, αφού και στην πράξη της ανάλυσης οι έννοιες αυτές παραμένουν μεταβλητές, δηλαδή ιστορικές και δεν μετατρέπον-ται σε σταθερές αναλυτικές κατηγορίες. Αυτό φάνηκε σ' εκείνες τις ερευνητι-κές προσπάθειες που προχώρησαν στην ανάλυση των ιστορικά προσδιορισμέ-νων λόγων που χρησιμοποιούν ρευστές έννοιες ωσεί σταθερές και ποσοτικο-ποιήσιμες (εννοώ τον ιατρικό, στη μια περίπτωση, τον οικονομικό-διοικητικό λόγο στην άλλη· η το νομικό σε μια τρίτη η τον φιλανθρωπικό-εκσυγχρονιστικό

η και τον πολιτιστικό σε άλλες). Όμως όλες αυτές οι βάσει μετρήσεων και μεγεθών κατηγοριοποιήσεις (παι-

δική ηλικία και νεότητα, σώμα, σεξουαλικότητα, παιδεία, κανονικότητα, παρα-βατικότητα, ανωμαλία), όλοι αυτοί οι ορισμοί και οι προσδιορισμοί εννοιών που περιγράφουν ομάδες πληθυσμού (τα παιδιά, τους νέους) τις οποίες και διακρί-νουν σαφώς από άλλες, δεν χρησιμοποιούνται ελεύθερες από κοινωνικούς προσ-διορισμούς: κυκλοφορούν ανάμεσα σε εμπόδια, περνούν από στρεβλές διόδους, συναντούν αδιέξοδα, ακολουθούν λοξές διαδρομές. Μπορούμε να υποθέσουμε πως οι ορισμοί και οι κατηγοριοποιήσεις που εμφανίζονται συνήθως στις πηγές τόσο ξεκάθαροι και σαφείς, θα σκόνταφταν στην κοινωνική πράξη σε παρερμηνείες και βέβαια πως οι παρερμηνείες θα προκαλούσαν περισσότερο η λιγότερο συ-στηματικές επανερμηνείες. Από κάθε τέτοιο λόξισμα μπορεί να προκύψει μια τελείως διαφορετική κατάσταση.

Γιατί έχουμε μάθει πια πως τα συστήματα που εμφανίζονται σαν τέλεια και επαρκή δεν λειτουργούν τόσο άψογα όσο παρουσιάζονται. Πάντα ξεφεύγουν κάποια ενδιαφέροντα ποσοστά από τις στατιστικές και τις κανονικότητες (το έχει δείξει και εξακολουθεί να επιμένει δημιουργικά σ' αυτό ο Φίλιππος Ηλιού). Οι θεσμοί και τα ιδρύματα που σχετίζονται με τα παιδιά και τους νέους/νέες ποτέ δεν θα λειτούργησαν τόσο άψογα, όσο το θέλουν τα καταστατικά και οι κανονισμοί τους η το αποδεικνύουν «με στοιχεία» οι απολογιστικές εκθέσεις, οι ομιλίες και ο πειθαρχικός λόγος που πλέκεται γύρω από τη λειτουργία τους. Ακριβώς οι πειθαρχίες και ο διδακτισμός υπαινίσσονται σημεία αιχμής, κρίσης, αντίστασης και έξαρσης — αν βέβαια τα ψάξουμε. Όταν ο πειθαρχικός λόγος (π.χ. ότι τα παιδιά είναι παιδιά μέχρις ότου γίνουν μεγάλοι) επιμένει, αυτό κάτι σημαίνει —και δεν σημαίνει αναγκαστικά αυτό που οι κοινωνικοί συμβο-λισμοί δηλώνουν. Σε αρκετές, π.χ., από τις περιπτώσεις που αναλύθηκαν ο λό-γος σχετικά με την παιδική ηλικία και τη νεανικότητα ήταν εξουσιαστικός:

Page 377: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

λόγος καταστολής η λόγος διδακτικός· δηλαδή, λόγος που παραμένει (ήδη το-νίσθηκε αυτό στη συζήτηση) όχι μόνον επιλεγμένος, αλλά και επίμονα επιλε-κτικός, αφού η εκφορά του κατασκευάζει δέκτες, δηλαδή παράγει «παιδιά» ως σημείο της αναφοράς του και αναπαράγει την «παιδική ηλικία» ως αναφορικό του πεδίο.

Ποια, λοιπόν, είναι τα παιδιά και ποιοι οι νέοι; Ίσως η συζήτηση σχε-τικά με το ζήτημα του ορισμού της παιδικής ηλικίας και της νεότητας να πρέ-πει να αρχίσει από την παράδοξη σύζευξη των ταξινομήσεων κάτω από το στι-βαρό χέρι ενός και μόνον ταξινομητή που δεν είναι ούτε παιδί ούτε νέος: είναι ενήλικος· δηλαδή βρίσκεται «εν ηλικία», ενώ οι άλλοι, οι ταξινομούμενοι, είναι άνευ ηλικίας, α-ν-ήλικοι, εγκλεισμένοι σ' ένα ε κ τ ό ς (ηλικίας) —προσωρινά, βέβαια.

Η προσωρινότητα δίνει στη ρευστότητα των εννοιών μιαν άλλη διάσταση απ' αυτήν που πραγματικά έχουν. Ποιος ρωτάει, π.χ., τα παιδιά για την παι-δική ηλικία η τους νέους και τις νέες για τη νεότητα; «Τα καημένα τα νιάτα» περνούν γρήγορα, γιατί η ρευστότητα της διάρκειάς τους μοιάζει πιο ακίνδυνη από την ιστορική τους ρευστότητα. (Oι τρεις ιστορίες που προηγήθηκαν εκθέ-τουν με τον τρόπο τους τη ρευστότητα των χρονικοτήτων, αφού αυτό που τί-θεται σε αμφισβήτηση είναι η λογική των ταξινομήσεων, όχι απλώς οι ίδιες οι ταξινομήσεις.)

Αλλά ποιος (και πως) ρωτάει το παιδί; Διαφάνηκε σε αρκετές εισηγήσεις η ανάγκη να ακουστεί η φωνή των σιωπηλών. Ξέρω, αν ακούγονταν φωνές, μαζί θα έφταναν και κραυγές πόνου η διαμαρτυρίας η ήχοι χαράς απροσδιόρι-στης που μπορούμε να την συλλάβουμε μόνο διαισθητικά η νοσταλγικά. Όμως, τουλάχιστον, ας επιτρέπουμε στη φαντασία μας να ακούει και την άλλη πλευρά, για να την ψάξουμε επιτέλους. (Έστω για να ρωτήσουμε ποιος μας ρώτησε αν θέλουμε να μεγαλώσουμε, αν θέλουμε να θυμόμαστε η να αφηγούμαστε νοσταλ-γικά τα παιδικά μας χρόνια η ποια σχέση έχουμε μ' αυτό το άλλο παιδί που υπήρξαμε, σε ποια χρονικότητα, σε ποιον χρόνο.)

Τι άλλο θα ενδιέφερε να συζητηθεί ως προς τη ρευστότητα των κατηγο-ριών; Θα ενδιέφερε, ενδεχομένως, το πως το παιδί μπορεί να μετατρέπεται από άλλο σε αλλιώτικον άλλο, στην υβριδική κατηγορία που είναι ένα «ενήλικο παι-δί» η ένα «παιδί ενήλικος» (π.χ. παιδιά-πόρνες, παιδιά του δρόμου, εγκατα-λειμμένα παιδιά, παιδιά-θέαμα, παιδιά πειραματόζωα, παιδιά ακούσιοι δότες). Η , το ποια είναι η σημασία της διαδικασίας εξέτασης, δηλαδή του επαναπροσ-διορισμού των όρων στις σχέσεις ενηλίκου/ανηλίκου (π.χ. στις τελετές ονομα-τοθεσίας, ενηλικίωσης, μύησης κ.ο.κ.) που υπερκαλύπτει η και εξαλείφει το υποκείμενο «παιδί» η «νέος»/«νέα». Ακόμη, το ποιες κοινωνικές ομάδες η κα-τηγορίες ταυτίζονται με τις ομάδες «παιδιά», «νέοι» (π.χ. οι ιθαγενείς ως παι-διά, τα παιδιά ως ιθαγενείς, τα γυναικόπαιδα, το σπίτι, οι μη εργαζόμενες γυ-

Page 378: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

γυναίκες, οι στείρες γυναίκες, οι αναλφάβητοι, οι αδαείς, οι ανολοκλήρωτοι κ.ο.κ.) και το πότε, σε ποιες συνθήκες, με τι όρους και με ποιους τρόπους. Τέλος, το ποιες κατηγορίες σε ποιες ιστορικές συγκυρίες, παραμένουν έγκλειστες στην κατηγορία των «ωσεί ανηλίκων» (οι τρελλοί, οι αναλφάβητοι, οι γυναίκες, οι υπερ-ήλικες, οι περιθωριακοί, οι απρόσκλητοι ξένοι κ.ο.κ.) καταδικασμένοι και καταδικασμένες σε εσαεί ανηλικίωση, προορισμένοι και προορισμένες να μην « ενηλικιώνονται » 8 .

Αν η παιδική ηλικία και η νεότητα είναι έννοιες ρευστές, δηλαδή μεταβλη-τές, τότε είναι έννοιες ιστορικές. Σε ποιο βαθμό όμως; Και κυρίως: με ποιον τρόπο; Δηλαδή: με ποιες τροπικότητες και σε ποιες χρονικότητες; Σ' αυτό το επίπεδο των αναζητήσεων οι συγκυριακές χρονικότητες πλέκονται αξεδιάλυτα με τον μεγάλο χρόνο, όπου έχει αναφορικότητα η ανθρωπολογία (όπως το δια-τύπωσε ο Σπύρος Ασδραχάς).

Ωστόσο, η προσφυγή στην ανθρωπολογία (που τιμά τους ανθρωπολόγους) δεν λύνει εξ ορισμού τα προβλήματα. Ας θυμηθούμε, πρώτ' απ' όλα, πως η αν-θρωπολογία (ιδίως η λεγόμενη πολιτισμική ανθρωπολογία που έστρεψε συστη-ματικά την προσοχή της στον πολιτισμό ως διαδικασία επικοινωνίας και ως μηχανισμό μετάδοσης από τη μια γενιά στην άλλη της κοινωνικά μαθημένης βιωμένης γνώσης) δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα ούτε για την παιδική ηλικία ούτε για τα παιδιά. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν η Margaret Mead (η, γνωστή για τη διαπολιτισμική μελέτη της «πρωτόγονης» και της «μοντέρνας» εφηβείας, αλλά και των κατά φύλα σχέσεων, Αμερικανίδα ανθρωπολόγος) θυμόταν, χρό-νια αργότερα, την εθνογραφική αποστολή που είχε κάνει με τον επίσης ανθρω-πολόγο τότε σύζυγο της, Leo Fortune, στις Νότιες Θάλασσες, διαπίστωνε: «Ο Λίο αποφάσισε να ασχοληθεί με τον πολιτισμό κι άφησε για μένα τη γλώσ-σα, τα παιδιά και τις τεχνικές». Με χαρακτηριστική βεβαιότητα ο ανθρωπο-λόγος ανέθεσε «τα παιδιά, την κουζίνα και τη γλώσσα» στη σύζυγο του στη ζωή και στην επιστήμη.

Γιατί η ανθρωπολογία, μολονότι μελέτησε και ανέλυσε τα συστήματα γά-μου και συγγένειας, τα συστήματα ονοματοθεσίας και ταξινόμησης, τις τελε-τουργίες ενηλικίωσης, δεν έδειξε ξεχωριστό ενδιαφέρον για τη ζωή των παι-διών, για τις κοινωνικές λειτουργίες, τις αντιλήψεις, τις νοοτροπίες και τις συμ-

8. Πρβλ. π.χ. την εισήγηση του Ugo Fabietti, «Η 'οικοδόμηση' της νεότητας» στο Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας..., ό.π., τ. Α', σελ. 115-123, όπου υποστηρίζεται ότι οι κοινωνίες που απασχολούν τους ανθρωπολόγους, προκειμένου να ελέγχουν την πρόσβαση στις κοινωνικές εξουσίες, κρατούν συχνά τα άτομα στην κατάσταση του «νέου», εμποδίζοντάς τα να βγουν απ' αυτήν μέσω μύησης. Σε μια ενδιαφέρουσα μεταστροφή των νοοτροπιών, οι σημερινές καταναλωτικές κοινωνίες προσπαθούν να επαναφέρουν τα άτομα στη νεότητα με καταναλωτικές πρακτικές, οι οποίες συνιστούν απατηλούς τρόπους διαφυγής από τους καταναγκασμούς της ηλικίας, και άρα από τα γηρατειά και το θάνατο.

Page 379: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

περιφορές της πληθυσμιακής κατηγορίας που ταίριαζε «φυσικά» (βάσει βιολο-γικών χαρακτηριστικών, όπως π.χ. η δυνατότητα τεκνοποιίας) η «κοινωνικά» (βάσει κάποιου κοινωνικά προσδιορισμένου ενδείκτη, όπως π.χ. η γέννηση, η ανατροφή η ο γάμος) στην κοινωνική κατηγορία που ο δυτικός πολιτισμός απο-καλούσε: παιδική ηλικία η/και νεότητα. Επιπλέον, μολονότι ασχολήθηκε με συ-νέπεια και επάρκεια με την απομυθοποίηση στερεοτύπων, όπως π.χ. ότι «οι πρωτόγονοι είναι (σαν) παιδιά», για να αντικρούσει συστηματικά την αντίληψη που θεωρούσε τις μη δυτικές κοινωνίες απλές η απλούστερες από τη δυτική θέτοντας τις λεγόμενες ιθαγενείς κοινωνίες εκτός ιστορίας η αναγκάζοντάς τες να ξεκινούν καθυστερημένα τη μονόδρομη πορεία της προόδου, δεν φρόντισε αντιστοίχως να ξεδιαλύνει τη στάση της απέναντι στο στερεότυπο ότι «τα παι-διά είναι (σαν) πρωτόγονοι».

Ανθρωπολογική θεώρηση, λοιπόν, της παιδικής ηλικίας και της νεότητας δεν σημαίνει αυτόματη απάντηση σε ερωτήματα, όπως αυτά που συζητούνται εδώ. Μάλλον σημαίνει μιαν εναλλακτική προσέγγιση που στηρίζεται σε διαφο-ρετική ανάγνωση των πηγών με την καταρχήν άρνηση της μίας οπτικής, της μοναδικής προοπτικής η της θεώρησης εν ονόματι της Ιστορίας. Σημαίνει, ακό-μη, αναδιαπραγμάτευση των εννοιών και ανάκριση των γνώσεων, κριτική απο-δόμηση του ίδιου του πεδίου της γνώσης. Η ανάλυση εθνογραφικών ιδιαιτερο-τήτων μπορεί να αντισταθεί στην ιστορικά προσδιορισμένη ρύθμιση (διευθέτηση και αστυνόμευση μαζί) της ανθρωπολογικής ερμηνείας και να αντιτάξει εναλ-λακτικές ερμηνείες. Γιατί, βέβαια, δεν υπάρχει ένας, υπάρχουν πολλοί τρόποι (εν πάση περιπτώσει: πληθυντικοί τρόποι) εναλλακτικής ανάγνωσης. Αλλιώς, η ίδια η ανθρωπολογική προοπτική επιτρέπει να αναπαράγονται οι καταναγκα-σμοί των σημασιών που χαρακτηρίζουν τις πατριαρχικές η τις δυτικότροπες ερμηνείες της παιδικής ηλικίας και της νεότητας.

Όπως δεν πρέπει να περιμένουμε πως η «ηλικία» ως εμπειρίες, ως μνήμες η ως ιστορίες είναι προϊόν της κοινωνίας προς άμεση κατανάλωση από τις κοι-

νωνικές επιστήμες, έτσι δεν πρέπει να ζητούμε από την ανθρωπολογία (η από την ιστορία) ένα ετοιμοπαράδοτο επιστημονικό αντικείμενο. Δεν έχει νόημα να πιστεύουμε πως η «ηλικία» και, άρα, και η «παιδικότητα» και η «νεανικό-τητα» (όπως άλλωστε η «φύση» η το «σώμα») σε κάποιες άλλες κοινωνίες είναι έννοιες πολιτισμικά αθώες, που μένουν πέρα και έξω από τη βία που ασκεί η γλώσσα και η κοινωνική πρακτική. Αν από ιστορική άποψη η παιδική ηλικία και η νεότητα είναι έννοιες ρευστές και άρα πεδία προς παρατήρηση και προς καθορισμόν (όπως επιμένει ο Σπύρος Ασδραχάς) και όχι αναλυτικές έννοιες που εξηγούν και ερμηνεύουν κοινωνικές καταστάσεις, δεν είναι βέβαια αθώες από ανθρωπολογική άποψη. Ακριβώς όπως η «φύση» είναι ένα από τα πιο εκπληκτικά ένοχα (δηλαδή: μη αθώα) προϊόντα του πολιτισμού, έτσι και η «ηλικία» είναι μία από τις λιγότερο αθώες, ελάχιστα αυταπόδεικτες όψεις

Page 380: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

της βιωματικής και της βιωμένης ιστορίας. Μ' άλλα λόγια, αν η ανθρωπολο-γική οπτική μπορεί να διευρύνει η να μεταστρέψει τον προβληματισμό σχετικά με την παιδική ηλικία και τη νεότητα (όπως και σχετικά με άλλα «νέα» αλλά και «παλαιότερα» αντικείμενα), δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα προσκομί-ζοντας εθνογραφικά (η οποία άλλα) δώρα.

Προφανώς αναλύοντας από ανθρωπολογική σκοπιά περιόδους της ιστο-ρίας, π.χ. της δυτικής κοινωνίας, όπως αυτές που ξεκινούν με τον Διαφωτισμό και οδηγούνται στον μοντερνισμό, μπορούμε να δούμε κριτικά τον τρόπο με τον οποίο σχέσεις, όπως η παιδική ηλικία και η νεότητα, η σεξουαλικότητα και το σώμα, αντιμετωπίσθηκαν και προβλήθηκαν ως κατηγορίες, δηλαδή ως ου-σίες. Ουσίες σταθερές και αναλλοίωτες που εκφράζονται μέσα από κοινωνικές σχέσεις, η διαφορετικότητα των οποίων θεωρήθηκε πως μπορεί να αναλυθεί (και: έχει αναλυθεί) διαχρονικά η και διαπολιτισμικά. Όμως, οποίες κι αν είναι οι ιστορικές πραγματικότητες που καλείται κατά περίπτωση και περίσταση να αντιπροσωπεύσει η κατηγορία «παιδική ηλικία» (η η κατηγορία «νεότητα»), το γεγονός ότι συνίσταται από μία σταθερή μορφή, το περιεχόμενο και οι σημα-σίες της οποίας ποικίλλουν ανάλογα με τις κοινωνικές χρήσεις η τις αναλυτι-κές ανάγκες, την καθιστά έννοια ιδεολογική. Στην αποδόμηση των πραγματι-κοτήτων μέσα από τις οποίες εκφράζεται π.χ. η παιδική ηλικία, προηγείται η δόμηση του αντικείμενου «παιδική ηλικία», για τον ορισμό του οποίου συγκε-κριμένες μερικότητες (π.χ. η μορφή ή η βιολογική ηλικία ή ό,τι άλλο) συντί-θενται σ' ένα σύνολο που εμφανίζεται ως ολότητα. Ασφαλώς αυτού του είδους ο ορισμός, αλλά και οι χειρισμοί στους οποίους οδηγεί και τους οποίους καθο-δηγεί είναι όχι απλώς επιλεκτικοί αλλά και πολλαπλώς μεροληπτικοί. Ωστόσο, το αντικείμενο «παιδική ηλικία» είναι μια πραγματικότητα τόσο πραγματική όσο και οι άλλες κοινωνικές πραγματικότητες.

Βέβαια, η πιο συνηθισμένη, η πιο εύκολη και κοινή χρήση των εννοιών παιδική ηλικία και νεότητα, η παιδικότητα και νεανικότητα (που δεν είναι ακρι-βώς το ίδιο), προσδιορίζεται μέσα σε μιαν αντίληψη εξέλιξης και συνέχειας, όπου οι κατηγορίες είναι ταυτοχρόνως αντιθετικές και συνεχείς· δηλαδή η μία κατηγορία εξελίσσεται στην αντίθετή της, άρα δεν είναι παρά σχετικά μόνον και προσωρινά αντίθετες: μικροί/μεγάλοι, παιδιά/ενήλικες, ανήλικοι/εν ηλικία όντες, νέοι/γέροι, ανώριμοι/ώριμοι κ.ο.κ. Η αντίληψη που διατρέχει αυτού του είδους τη χρήση είναι ότι οι μικροί θα μεγαλώσουν, οι ανήλικοι θα ενηλικιω-θούν, οι ανώριμοι θα ωριμάσουν, οι νέοι θα γεράσουν —αναγκαστικά, κανονικά, ρυθμικά. Η καθυστέρηση η η αναστολή αυτής της συνέχειας θεωρείται ότι ανή-κει στο χώρο της ιατρικής παθολογίας.

Η αποσύνδεση της παιδικής ηλικίας και της νεότητας από τη διαδοχή των γενεών μπορεί να γίνει αναλυτικά. Π.χ. η ανθρωπολογική οπτική θα επέμενε ότι η ηλικία είναι μια κατηγορία που φτιάχνεται από εξω-ηλικιακά χαρακτηριστικά

Page 381: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ριστικά (το επισήμανε εύστοχα στην εισήγηση της η Αλεξάνδρα Μπακαλάκη). Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Ότ ι για να γίνει μια θεώρηση αντι-ουσιοκρατική (άρα μεταμοντέρνα, γιατί ο μοντερνισμός καθιστά τη νεανικότητα και την παι-δικότητα «αντικείμενο» συζήτησης: έννοια και ουσία που ορίζεται ξεκάθαρα και βάσει ξεκάθαρων αντιθέσεων), πρέπει να επιχειρήσουμε να καταλάβουμε

πως είναι θεμελιωμένες οι έννοιες και τι τους επιτρέπει να παράγονται και να αναπαράγονται. Ίσως έτσι μπορέσουμε, αν όχι κάτι άλλο, τουλάχιστον να ελέγ-ξουμε την επάρκεια των ορισμών και να δούμε τις ιστορικές πραγματικότητες στις υπαρκτές τους επιπτώσεις. Αλλιώς, η αναζήτηση μορφών της «ηλικίας», παραλλαγών της «παιδικής ηλικίας» και εκδοχών της «νεότητας» απωθεί την υλικότητα, τις πραγματικότητες της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, δη-μιουργώντας ταυτοχρόνως τις αυθύπαρκτες ετερότητές τους (τους «ενήλικες», τους «μεγάλους») και τις αναπόφευκτες μετωνυμίες τους: την «παιδικότητα», τη «νεανικότητα», την «ωριμότητα», που μετατρέπονται με τη σειρά τους σε καταχρηστικά αυτόνομες κατηγορίες.

Το εξω-ηλικιακό, στην πραγματικότητα, προσδιορίζει έναν χώρο που είναι ήδη προσδιορισμένος. Και δεν πρόκειται μόνον για παραδοξότητα της γλώσ-σας: ότι τα όρια κάθε πράγματος, κάθε έννοιας ορίζονται από αυτό που δεν είναι. Πρόκειται για ένα παιχνίδι, που (τουλάχιστον στη σύγχρονη κοινωνία) παίζεται ακόμη με όρους της μοντερνικότητας οι οποίοι επιβάλλουν τις δικές της χρονικότητες με τη μορφή του ελέγχου των ορίων, του ελέγχου της ταχύ-τητας, του ελέγχου του χρόνου. Θα είχε ενδιαφέρον να προσέξουμε, π.χ., τον αντιφατικό τρόπο με τον οποίο τα παιδιά (και: οι ωσεί παιδιά) άλλοτε αποτρέ-πονται κι άλλοτε ενθαρρύνονται να είναι δημιουργικά, ευρηματικά κ.ο.κ., και ταυτοχρόνως, όταν κάποιο παιδί εμφανίσει αυτό που αποκαλείται πρωιμότητα, να κινητοποιούνται μηχανισμοί που ανακόπτουν ό,τι μοιάζει υπερβολικό (π.χ. «μην κάνεις τον έξυπνο», «μάθε πρώτα γράμματα και μετά να μιλάς», «πάρε δι-δακτορικό και μετά παράγεις τις θεωρίες», «παντρέψου πρώτα και μετά βγάλε γλώσσα», «γίνε διευθυντής και μετά πάρε πρωτοβουλίες» κ.τ.τ.). Μόνον τα παιδιά-θαύματα είναι οι εξαιρέσεις στον κανόνα, αλλά αυτά είναι πάντα λίγα και απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα της παιδικότητας και τους κανόνες της παιδικής ηλικίας. Όλοι αυτοί οι ορισμοί και οι διευκρινίσεις δείχνουν πως όντως οι εξαιρέσεις υπάρχουν για να επιβεβαιώνονται οι κανονιστικές ρυθμίσεις, από τις οποίες όμως πάντα διαφεύγουν άτομα και ομάδες.

Και για να συνεχίσω τη σκέψη μου στην ίδια κατεύθυνση: στο βαθμό που νομιμοποιούνται οι παραπάνω υποθέσεις, προκύπτει μια προβληματική παιδι-κότητα" κατηγορία μαζί και κατηγόρημα, αφού έχει τη δύναμή της τότε μόνον, όταν αγορεύεται, δηλαδή όταν εκφωνείται και χρησιμοποιείται δημοσίως. Άρα, η παιδικότητα είναι κι αυτή μια έννοια ρευστή και αμφίσημη, απ' αυτές που χρησιμοποιούνται υβριστικά, όπως θα έλεγε ο Bourdieu, αφού μπορεί να ση-

Page 382: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

σημαίνουν, και καλούνται να νοηματοδοτήσουν κατά περίπτωση τα πλέον ετερό-κλητα πράγματα —όπως, π.χ., τα παιδιά-κουρέλια και τα παιδιά-κούκλες, τα παιδιά-που-παίζουν και τα παιδιά-που-παίζονται. Και, άρα, η έννοια παιδική ηλικία είναι προβληματική, επειδή δεν αναφέρεται απλώς σε συγκεκριμένες ομά-δες πληθυσμού που μπορούμε αμέσως να τις εντοπίσουμε, να τις μετρήσουμε, να τις περιγράψουμε και, μετά, να τις συγκρίνουμε" αναφέρεται σ' ένα συμβο-λικό πεδίο, όπου π.χ. η «παιδική ηλικία» (τα παιδιά) υπερβαίνει τα ίδια τα παιδιά, όπως άλλωστε και η (ακόμη προβληματικότερη) «νεότητα» υπερβαίνει τους νέους και τις νέες.

Αν όμως αλλάξει η ουσιοκρατική αντίληψη του χρόνου η της χρονικότη-τας, τότε ενδεχομένως αλλάζει και το περιεχόμενο των εννοιών. Γιατί η παι-δική ηλικία και η νεότητα κρατούν το νόημά τους για τόσο μόνον, όσο συσχε-τίζονται με τη διαδοχή των γενεών. Ας σκεφτούμε, λογουχάρη, τι μπορεί να σημαίνει το γεγονός ότι σήμερα οι σχέσεις ανάμεσα σε γενεές δεν υπακούουν σε και δεν καθορίζονται από την αρχή της συνέχειας, όπου π.χ. οι μεγάλοι δι-δάσκουν τους μικρούς. Αν ένα σημαντικό μέρος της μετάδοσης γνώσης δεν είναι πια μια σχέση ανάμεσα σε γενεές, αλλά διαμεσολαβούν άλλοι μηχανισμοί, εν-δεχομένως τίθενται σε κρίση όλοι οι τρόποι με τους οποίους η κοινωνία ορί-ζει διά της ηλικίας την παιδική ηλικία και τη νεότητα και ανοίγονται άπειρες δυνατότητες επαναπροσδιορισμού των κατηγοριών. Π.χ., τα παιδιά και οι νέοι σημαδεύονται ως ξεχωριστές κατηγορίες πληθυσμού και επιλέγονται ως διακριτοί στόχοι της εμπορευματοποίησης στη νέα τάξη πραγμάτων, ενώ ταυ-τοχρόνως οι κρατούντες θεσμοί εξακολουθούν, με τους ίδιους πάνω κάτω τρόπους (με τάση σκαμπανεβάσματος των κοινωνικών ηλικιακών ορίων), να ορίζουν τα «παιδιά» και τους «νέους» ως κατηγορίες αλληλοεξαρτώμενες και συνεχείς με την κατηγορία εκείνη του πληθυσμού ως προς την οποία ορί-ζονται.

Ωστόσο, ο βιαστικός η συνθηματολογικός προσεταιρισμός της μεταμοντέρ-νας κριτικής στην ουσιοκρατία, δηλαδή πως η ηλικία, όπως και άλλες κοινω-νικές κατηγορίες (το φύλο, το σώμα, η οικογένεια, οι θεσμοί κ.ο.κ.) δεν είναι ουσία, αλλά σχέσεις και σχέσεις ανάμεσα σε σχέσεις, δεν απελευθερώνει αυτο-μάτως μιαν άλλη και αλλιώτικη δυναμική για την ανάκριση των εννοιών παι-δική ηλικία και νεότητα. Κινδυνεύουμε δηλαδή να παραβλέψουμε ότι όχι μό-νον όλα είναι υπερπροσδιορισμένα (δηλαδή εμπεριέχουν πολλαπλές αντιφάσεις, απορίες, διφορούμενα, μετριασμούς, διαφοροποιήσεις των απόλυτων αντιθέ-σεων κ.ο.κ.). αλλά και ότι στην κοινωνία υπάρχουν θεσμοί που σταθεροποιούν και προσδιορίζουν υλικά αυτές τις σχέσεις ως έννοιες η ως κατηγορίες, δηλαδή ως ουσίες. Αν η παιδική ηλικία και η νεότητα ως κοινωνικές κατηγορίες είναι κοινωνικό κατασκεύασμα, μια αυταπάτη, πρόκειται για μια καλά θεμελιωμένη αυταπάτη που παράγεται και αναπαράγεται μέσα από κρατούντες θεσμούς: οι

Page 383: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

κατασκευασμένες κατηγορίες γίνονται πραγματικότητες που πράττονται και ενεργούνται, που αναπαράγονται και αναλύονται.

Το σύνθημα «το νέο για το νέο» υπαινίσσεται μια κατάφαση στη λήθη: η μνήμη απωθείται (ακόμη κι από την ίδια της την εγγραφή πάνω στο σώμα μας, στο πρόσωπο η στις συμπεριφορές μας), η ιστορία της παιδικής ηλικίας καταστέλλεται εξορίζοντας την ηλικία στο πολιτισμικό ασυνείδητο. Όμως όπως η ιστορία ως ανθρωπολογία μπορεί να ανασκαλεύει τις γκρίζες περιοχές της λήθης (μήπως όλη η λήθη, όπως και η μνήμη, δεν είναι γκρίζα;), έτσι και η ανθρωπολογία ως ιστορία μπορεί να αναζητά τις πιο μακρινές περιοχές της μνήμης (καμιά φορά το πιο απομακρυσμένο είναι κοντά μας). Η κατάρρευση, το θρυμμάτισμα της συνέχειας, π.χ. της συνέχειας των γενεών, μπορεί να δώ-σει στην ιστορία και την ανθρωπολογία την ευκαιρία να διερευνήσουν τις κανο-νικότητες και τις εξαιρέσεις, τις συνέχειες και τις ασυνέχειες στο προνομιακό πεδίο της ηλικίας όπου συγκρούονται λάθρα οι διαφορετικότητες και οι ταυτό-τητες. Σε μια κοινωνία όπου πολλαπλασιάζονται και πολυπλοκοποιούνται οι διαφορές και προκύπτουν όροι (οσοδήποτε ασαφείς) για τη διεκδίκηση του δι-καιώματος στη διαφορά, είναι καιρός που η ανθρωπολογία και η ιστορία ως κατεξοχήν επιστήμες της διαφοράς επιχειρούν να μεταστραφούν σε επιστημο-νική πρακτική που διερευνά επί του συγκεκριμένου το ζήτημα της απόστασης.

Τώρα είναι καιρός να διαπιστώσουμε πως «χωρίς αμφιβολία, οι συζητή-σεις μας θα ωφελούνταν εάν τις ξαναρχίζαμε μέσα σε μια σφαιρική οπτική, υστέρα από τις προόδους που μας έκαναν να σημειώσουμε οι συμβολές σας»9. Ας μη διστάσουμε. Στο κάτω κάτω της γραφής, όπως έλεγε ο Bourdieu (και μας το θύμιζε ο Gérard Mauger10), νεότητα είναι μόνο μια λέξη. Ε, και παι-δική ηλικία πάλι μία λέξη είναι —έστω: δύο.

ΣΠΥΡΟΣ ΑΣΔΡΑΧΑΣ: Εγώ χάρηκα βαθύτατα που έδειξες πόσο σημαντικές ήταν οι συναντήσεις μιας ιστοριογραφικής πρακτικής με τις τεκμηριωτικές αλλά και θεματικές διαθεσιμότητες. Και όπως έχουμε πει και άλλη φορά, το πεδίο στο οποίο δεν υπήρξε η επικοινωνία, ήταν το πεδίο της ανθρωπολογίας. Δεν έγιναν συναντήσεις με την πολιτική ιστορία, έγιναν συναντήσεις με την ιστο-ρία των θεσμών. Έγιναν συναντήσεις μ' αυτό που λέμε κοινωνική ιστορία και

9. Μετά μια δεκαπενταετία η πρόταση του Da Silva (βλ. Καταληκτήρια Συνεδρία στο Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας..., ό.π., τ. Β', σελ. 696) παραμένει επίκαιρη. Καιρός να ακολουθήσουμε την προτροπή, και μάλιστα από προχωρημένο τώρα μετερίζι και με την ασφάλεια των προόδων που μας έκαναν να σημειώσουμε όλες οι ίσαμε σήμερα συμβολές.

10. Βλ. «Η κατηγορία της νεότητας: προσπάθειες δόμησης κοινωνιολογικών αντικει-μένων», Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας..., ό.π., τ. Α', σελ. 134.

Page 384: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

με την οικονομική ιστορία. Αλλά δυστυχώς το μεγάλο κεφάλαιο της λαογρα-φίας έμεινε απέξω.

Ονομάζω μεγάλο το κεφάλαιο της λαογραφίας, γιατί σ' αυτό το κεφάλαιο θα δούμε, ανάμεσα στα άλλο, τα παιδιά ως «τρικέρια», «ξεπατωμένα», αυτά που «θα τα βγάλουν οι τέσσερις», ως «βρόμικα», «θεοκατάρατα»· το παιχνίδι που συνδυάζεται με τη μύηση, την ερωτική μύηση και την εκφόρτιση. Πρό-κειται για την απαγορευμένη λαογραφία. Δυστυχώς μ' αυτό το πνευματικό κε-φάλαιο ακόμα δεν αποκαταστάθηκαν οι αγωγοί που θα επέτρεπαν πλέον οι ιστο-ρικοί να αποκτήσουν τη ματιά του ανθρωπολόγου, οι ανθρωπολόγοι τη ματιά του ιστορικού και να γίνει η σύγκλιση των λογικών. Αυτό νομίζω πως θα συζητήσουμε. Ο Φίλιππος Ηλιού συνεχίζει.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΗΛΙΟΥ: Συνεχίζω, λοιπόν, και αρχίζω, επαναφέροντας ένα ρητο-ρικό ερώτημα που έθεσε πριν λίγο η Νόρα Σκουτέρη, και που δεν είταν μόνο ρητορικό: εμάς ποιος μας ρώτησε ως παιδιά, ως νέους για τα βιβλία που δια-βάσαμε, για τα παιχνίδια που μάς έμαθαν να παίζουμε, για το ένα, για το άλλο, για το τρίτο. Ωραίο ερώτημα. Τώρα αρχίζουν να γίνονται οι πρώτες έρευνες στις οποίες επιχειρείται να αποτυπωθούν οι αντιδράσεις των παιδιών

και των νέων την ώρα που υφίστανται τις πραγματικότητες που τους επιβάλ-λουν οι κοινωνίες και οι μεγάλοι.

Αλλά θα μπορούσαμε να το συμπληρώσουμε με ένα δεύτερο, επίσης ρη-τορικό, αλλά και ουσιαστικό ερώτημα: κι αν μας ερωτούσαν, τι θα απαντού-σαμε; Τι θα απαντούσαμε, δηλαδή: πότε θα απαντούσαμε; Θα απαντούσαμε όταν θα μπορούσαμε να αρθρώσουμε έναν λόγο που δεν θα τον είχαμε ως παι-διά και που όταν αρχίζουμε να τον αποκτούμε ως νέοι, δεν είναι κατά κανόνα

ο λόγος των νέων, αλλά είναι ο λόγος του —με συγχωρείτε για τη λέξη— μι-κρομέγαλου, αυτού ο οποίος ξέρει ότι διανύει ένα μεταβατικό στάδιο και έχει πρότυπο προς μίμηση, και μια ασθματική βιασύνη να φτάσει στην ηλικία του

ενήλικος και στο λόγο του ενήλικος. Διότι αν υπάρχουν κάποιοι βουβοί στην ιστορία, οι φτωχοί, οι άγρότες, οι δούλοι, οι γυναίκες, μάς χρειάστηκε μια ολόκληρη Τουρκοκρατία για να

βρούμε έναν Παπασυνοδινό και έναν Σταμάτη Πέτρου και τρίτο δεν βρήκαμε, έκτος από τις μικρές ενθυμήσεις αγράμματων, ιερέων κατά κανόνα, αλλά πολύ μικρές, ώστε δεν συγκροτούν ένα λόγο συνεχή, που θα επέτρεπε ανιχνεύσεις

του τύπου τις οποίες υπαινίσσομαι. Δύο άνθρωποι σε τρεις αιώνες, για να α-κούσουμε τη φωνή των βουβών, τα «μη έμφωνα όργανα της Ιστορίας», όπως

θα έλεγε ο Σπύρος Ασδραχάς, και πάλι οι αναλύσεις, όσες μπορέσαμε να κά-νουμε, έδειξαν ότι και οι βουβοί αυτοί που κάποια στιγμή μπόρεσαν να αρθρώ-σουν ένα συνεκτικό λόγο, δεν αρθρώνουν μόνο το δικό τους λόγο. Αρθρώνουν,

Page 385: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

με τα μέσα που διαθέτουν και με τις απλουστεύσεις και τις απλοϊκότητες για τις οποίες είναι ικανοί, όχι έναν αυτόνομο, αλλά τον κυρίαρχο λόγο της εποχής τους, τον οποίο, κατά κάποιον τρόπο, αφομοιώνουν και προσαρμόζουν, με τρό-πους εκφραστικούς θαυμάσιους και πολύ πιο συναρπαστικούς από τον επίσημο

και κυρίαρχο λόγο, αλλά που, πάντως, δεν είναι σε θέση να εκφράσει, αυτοδύ-ναμα, τη σκέψη και τις νοοτροπίες των κοινωνικών ομάδων στις οποίες οι άν-θρωποι αυτοί ανήκουν. Και είναι λίγοι και, σε αυτό το επίπεδο, οι βουβοί ενή-λικες αργούν πολύ να ακουστούν.

Α ς σκεφτούμε τώρα, τι γίνεται με τους νέους. Τί είναι ο λόγος περί νέων, τί είναι ο λόγος των νέων; Είναι ένας λόγος ο οποίος, όταν αρθρώνεται για

τους νέους από τους νέους, αρθρώνεται όχι τόσο ως ο αυτοδύναμος λόγος μιας ηλικίας, όσο ως λόγος μιμητικός των πρεσβυτέρων. Ένα παράδειγμα: διάβαζα, τον τελευταίο καιρό, παράνομες νεανικές εφημερίδες της Κατοχής και αυτό μου

δημιούργησε μια περιέργεια που με οδήγησε να αναζητήσω και προγενέστερες νεανικές εφημερίδες, εφημερίδες που έγραψαν και δημοσίευαν οι νέοι. Είναι ο λόγος των μεγάλων εκεί μέσα. Διαφέρει μόνο ως προς το ότι αναφέρεται σε κάποιους που είναι μικροί, οι οποίοι, όμως, εκφράζονται και διαπαιδαγωγούν-ται μέσα από πρότυπα και μηχανισμούς, τους οποίους επιβάλλουν οι μεγάλοι.

Και οι νέοι μοιάζουν πρόθυμοι να αποδεχτούν και να ενσωματώσουν και τα πρότυπα και τους μηχανισμούς.

Επιδιώκουν οι νέοι να μιμηθούν για να φύγουν απ' αυτό το σαράκι που λέγεται νεανική ηλικία; Ένα ερώτημα προς έρευνα. Αυτό όμως θέτει, μια και

ο τίτλος της συνάντησής μας περιέχει και την έννοια των ιστοριογραφικών προ-οπτικών, ένα άλλο, συναφές, πρόβλημα: πως μελετούμε αυτούς τους νέους;

Ήδη, κάποιες πιο σύγχρονες, θέλω να πω: πιο πρόσφατες, θεωρίες της λογοτεχνίας και της ιστορίας περιπλέκουν τα πράγματα και οδηγούν σε δρό-μους α-ιστορικούς και α-ιστορικότητας, καθώς το κείμενο θεωρείται ότι απο-κτά την αυτόνομη ικανότητα να υπάρχει έκτος ιστορίας, και πολύ περισσό-τερο όταν θεωρείται ότι η ιστορία δεν υπάρχει παρά μόνον μέσα από τον λόγο

που την εκφράζει. Αυτό μας μπερδεύει, γιατί ως προς τους νέους έχουμε κυ-ρίως, είχαμε, θα έλεγα, πριν 10-15 χρόνια, οπότε νέα ιστοριογραφικά ρεύ-ματα κάλυψαν ως ένα βαθμό το κενό, είχαμε ένα λόγο περί νέου που τον θεω-ρούσαμε δηλωτικό της κατάστασης της νεότητας.

Είταν έτσι τα πράγματα; Είναι δυνατόν ο λόγος που εκφέρεται για μια ηλικία, για μια κοινωνία, για μια επανάσταση, να είναι αυτομάτως δηλωτικός των χαρακτηριστικών που συγκροτούν μια ομάδα κοινωνική, μια ομάδα ηλι-

κιακή ή μήπως από άλλους δρόμους, πιο «ιστοριογραφικούς» πρέπει να προσεγ-γίζουμε, και προσεγγίζεται όλο και περισσότερο, το φαινόμενο της νεανικής η-λικίας; Μήπως δηλαδή το πντολογικό, ή οντολογική διάσταση, άρα και η με-λέτη του όντος-όντος της νεανικής ηλικίας, η όσων συμβαίνουν κατά τη διάρκεια

Page 386: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

κεια της νεανικής ηλικίας, είναι το μέγιστο ζητούμενο του ιστορικού που προ-σπαθεί να εννοήσει τα συμβαίνοντα, έχοντας επίγνωση της ανεπάρκειας των εργαλείων του και έχει, ωστόσο, πάντα, την φιλοδοξία να αποκρυπτογραφήσει και να εννοήσει τα σύνολα. Και ο λόγος έρχεται μετά και δεύτερος. Ο λόγος όπως και οι χρήσεις του, η οι ιδεολογικές λειτουργίες που περιβάλλουν τα πράγ-ματα; Μία σειρά ιδεών για συζήτηση.

Μια άλλη σειρά ιδεών. Να στήσουμε ένα παιχνίδι, προσπαθώντας, ίσως, όχι να ορίσουμε, αλλά να βρούμε τρόπους και ερεθίσματα για να συζητήσουμε. Βασανίζει τους ιστορικούς, και ορθώς και δικαίως, αυτή η νέα διάσταση —νέα: μισός αιώνας κοντεύει από τότε που επισημοποιήθηκε με τρεις λέξεις— η οποία κυριαρχεί στην ιστορική σκέψη, την σκέψη περί ιστορίας: η διάρκεια. Η με-γάλη διάρκεια, η μέση διάρκεια, η μικρή διάρκεια. Ο Μπρωντέλ, κάποια στιγ-

μή, σε συζήτηση του με κοινωνιολόγους, (στην ίδια συζήτηση στην οποία ανα-φέρθηκε, σε μια παράγραφο και τόσο ωραία, στο θέμα της εγγενούς ιδεολογι-κής λειτουργίας κάθε κοινωνικής επιστήμης και ενός φαινομένου άλλης τάξεως που είναι η ιδεολογική χρήση των φαινομένων που μελετούν οι κοινωνικές επι-στήμες), στο κείμενο αυτό διατύπωσε, μάλλον συνοπτικά, το σχήμα για τις τρεις διάρκειες: μακρά διάρκεια, μέση διάρκεια, μικρή διάρκεια. Δεν θυμά-μαι, ο Κέινς θα πρέπει να το είχε σημειώσει πιο πριν: η ζωή του ανθρώπου όμως, οι άνθρωποι που ζουν εν ιστορία, ζουν τη μικρή διάρκεια, δεν προφταί-νουν να ζήσουν την μεγάλη (αποδίδω εκ μνήμης την έννοια, όχι τη διατύπω-ση). Άρα, ο ορίζοντας αυτός της μικρής διάρκειας που αντιπροσωπεύει τη ζωή του ανθρώπου είναι το μόνο δυνατό του όριο, και ο μόνος βιωματικός ορί-ζοντας. Εξαίρεση, βέβαια, αποτελούν, με έναν ιδιότυπο τρόπο, εκείνοι οι πα-λαιοί επαναστάτες ή οι παλαιοί χριστιανοί, οι οποίοι, πιστεύοντας στην αιωνιό-τητα, θεωρούσαν τον εαυτό τους τμήμα ενός αέναου και διηνεκούς κύκλου και προσέφεραν τη ζωή τους σ' αυτή τη μεγάλη προοπτική. Όλοι οι άλλοι ζουν τα εξήντα τους, τα εβδομήντα τους, τα ογδόντα τους χρόνια. Προχθές πέθανε κάποιος εκατό χρονών και θαύμασε ο κόσμος. Ας τα πάρουμε τώρα, όλα αυτά, για να παίξουμε και για να συζητήσουμε: να φύγουμε από τη μεγάλη, τη μέση και τη μικρή διάρκεια και να πάμε στα, ας πούμε, εβδομήντα-ογδόντα χρόνια της πραγματικής ζωής του ανθρώπου. Α ν αυτό το θεωρήσουμε ως τη μεγάλη διάρκεια της μιας ζωής, τί είναι η νεανική ηλικία: πόσα χρόνια; Δεν μιλώ για την παιδική ηλικία, αποφεύγω συστηματικά να μιλήσω, εκεί έχουμε πραγμα-τικά άφωνα όντα και είναι άλλης τάξης και το πρόβλημα και οι αντίστοιχες έρευνες και οι τρόποι προσέγγισης. Από πότε έως πότε μετράμε; Σήμερα θα πούμε, η κάποτε έλεγαν: από τότε που κάποιος θα αποχωριστεί από το πα-τρικό σπίτι, θα παντρευτεί, θα φτιάξει οικογένεια. Άλλοι θα έλεγαν: όταν κά-ποιος κάνει το στρατιωτικό του. Σήμερα, εδώ και δυό δεκαετίες περίπου, και στον τόπο μας, μέσα από άλλες διαδικασίες θα μπορούσε να θεωρηθεί, επίσης,

Page 387: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ότι η νεανική ηλικία αρχίζει από την ώρα της ατομικής απεξάρτησης, της α-νεξαρτητοποίησης των νέων από την οικιακή εστία.

Τί κάνει ο νέος αυτά τα χρόνια; Μας μιλούν για την παιδική και νεανική αθωότητα η για την παιδική και νεανική ανατρεπτικότητα. Και το ένα σωστό και το άλλο σωστό. Υπάρχει όμως και ένα ερώτημα: οι νέοι είναι αθώοι και ανατρεπτικοί ή η κοινωνία θέλει να τους δείχνει ότι είναι αθώοι και ανατρε-

πτικοί; Ότι έχουν μεγαλύτερες διαθεσιμότητες είναι αναμφισβήτητο. Όταν δεν δουλεύουν. Πόσοι δουλεύουν όμως και ποιούς μπορούμε να αφήσουμε σ' αυτό

το περιθώριο; Μεγαλύτερη διαθεσιμότητα όμως τί σημαίνει; Προσπάθησα να παρακολουθήσω την άρθρωση του επαναστατικού λόγου των νέων και για τους νέους και παράλληλα την επαναστατική πρακτική, δηλαδή την οντολογική διά-σταση: τη λειτουργία των νέων μέσα στα επαναστατικά κινήματα. Θα έλεγα, υπερβάλλοντας κάπως, ότι αν εξαιρέσει κανείς το ότι είναι πιο ευκίνητοι, λό-γω νεαρότερης ηλικίας και αντίστοιχης σωματικής διάπλασης, μερικές φορές

και πιο ριψοκίνδυνοι, αλλά όχι πάντα (κι εδώ, πάλι, τις περισσότερες φορές και γιατί δεν έχουν συνείδηση του κινδύνου: αλλάζουν όταν έχουν αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, ωριμάζουν), δεν διαφέρουν από τους μεγάλους.

Μήπως, για λόγους επιχειρησιακούς, οι ιστορικοί οδηγούμεθα σε κατα-σκευές νεανικών ηλικιών, οι οποίες, στην πραγματικότητα, αντιπροσωπεύουν μεταβατικά στάδια, τα οποία, αυτός που τα διέρχεται, θέλει να τα ξεπεράσει όσο πιο γρήγορα γίνεται; Από την πολύ απλή μορφή να ξυριστεί ή να αφήσει μουστάκι από τα 12, όταν δεν έχει ακόμα τις δυνατότητες, να πιάσει κορίτσι,

να πιάσει δουλειά, να φύγει από το σπίτι του. Ξέρω πως όλα αυτά είναι, ίσως, υπερβολικά, κι άλλωστε δεν τα πιστεύω

όλα όσα σας λέω: μια πρόκληση για μια συζήτηση που τα περισσότερα από αυτά η θα τα αμφισβητήσει ή θα δεχτεί ότι μπορούν, ενδεχομένως, να πλου-τίσουν ένα χώρο, ο οποίος τείνει να στεγανοποιηθεί υπερβολικά, σε σχέση με

το πριν και το μετά, ενώ η διάρκεια της ζωής και ο παλμός της είναι ενιαίος και ενώ αυτή η ζωή τελικά των εξήντα, εβδομήντα, εκατό χρόνων υπερπροσ-

διορίζεται από τις μακρές διάρκειες που δεν κάνουν μεγάλη διάκριση ηλικιών. Ευχαριστώ.

ΣΠΥΡΟΣ ΑΣΔΡΑΧΑΣ: Ευχαριστώ τον κύριο Ηλιού, του οποίου επικροτούμε όλοι τα ερωτήματα, που θα τροφοδοτήσουν τη συζήτηση που πρόκειται να ακολουθήσει.

Page 388: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

L'IMPORTANCE DU NOM ET DE LA RESSEMBLANCE SUPPOSEE DANS LE DESTIN AFFECTIF

ET SOCIAL DES ENFANTS

BERNARD VERNIER

Encore récemment, dans une grande partie de la Grèce rurale, la place de chaque enfant dans les rapports symboliques, affectifs mais aussi par-fois économiques intra-familiaux dépendait, en partie, de l'origine de son prénom et de la ressemblance qu'on lui supposait avec un parent donné. C'est ce que je voudrais montrer à partir de quelques exemples parti-culièrement frappant.

Le système Karpathiote

L'île de Karpathos en mer Egée connaissait un système de parenté uni-que en Europe1. Il se caractérisait par l'existence de lignées masculines et féminines nettement séparées qui avaient pour base économique des patrimoines sexués et indivisibles. Dans chaque famille, le premier-né des garçons héritait de son père et la première-née des filles de sa mère. Les autres enfants étaient exhérédés. Les cadets émigraient pour la plupart tandis qu'une majorité de cadettes restaient sur place, célibataires à vie. Elles servaient de bonnes et d'ouvrières agricoles aux couples des aînés. Chacune des lignées sexuées avait pour support symbolique deux pré-noms qui se succédaient en alternance de génération en génération. Le premier-né des garçons prenait le prénom de son grand-père paternel, on disait qu'il le «ressuscitait», la première-née des filles prenait celui de sa grand-mère maternelle. Ces lignées recrutaient également, toujours par le biais du système d'appellation, les cadets dont elles avaient be-soin pour assurer leur reproduction. Le deuxième-né des garçons portait le prénom de son grand-père maternel et la deuxième-née des filles celui de sa grand-mère paternelle. La nomination des autres cadets obéissait

1. J'ai donné une première description de ce système étudié dès 1967 dans une thèse de troisième cycle dirigé par P. Bourdieu et soutenu en 1977.

Page 389: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

à la même règle d'alternance. De ce fait, le prénom des garçons de rang impair à l'intérieur de leur sexe et des filles de rang pair était le plus souvent d'origine paternelle tandis que celui des garçons de rang pair et des filles de rang impair «ressuscitait» un menbre de la famille mater-nelle. Le prénom que l'on portait décidait de l'appartenance à une lignée.

Ces règles de nomination contribuaient pour une part importante à structurer l'ensemble des rapports de parenté économiques (il fallait porter le prénom adéquat pour hériter) symboliques (le prestige des aînés était lié à leur prénom) et aussi affectifs. Il n'est pas exagéré de dire que la parentèle pratique d'Ego était en partie déterminée dans son étendue et sa structure par la distribution des prénoms entre les parents. Mais c'était dans les rapports entre parents et enfants, grands-parents et petits enfants que l'effet structurant du nom était le plus visible. Il n'était pas rare que les grands-parents considèrent comme des étrangers ceux de leurs petits enfants qui n'étaient pas leurs homonymes. Selon l'expression indigène, les parents «se partageaient» les enfants. Chacun éprouvait une sorte de «passion» pour l'aîné de son sexe. Il le considérait comme son «oeil», parlait de lui en ajoutant le possessif «mon» à son prénom (mon iorgos) et utilisait toujours la forme noble de celui-ci par exemple Maroucla au lieu du familier Marou ou du masculin péjoratif Marouclos réservé aux cadettes. Il avait également un faible pour le deuxième-né d'un sexe différent du sien: le père par exemple entretenait un lien privilégié avec la deuxième-née de ses filles qui portait le pré-nom de sa mère à lui. Un dicton résume bien la loi majeur qui gouvernait les rapports entre les grands-parents, les parents et leurs héritiers: «Là où va la fortune là aussi va l'amour». Mais c'est peut-être dans la bru-talité de cette anecdote, souvent racontée en riant, d'un homme disant à sa femme «Apporte deux fourchettes pour que mangent les enfants» que l'on peut le mieux percevoir le bas statut affectif des cadets. Elle suppose en effet que seuls les aînés de chaque sexe sont des enfants et peuvent manger. La répartition des enfants entre la famille paternelle et maternelle était si réelle qu'elle tendait à se retraduire, toute choses étant égales par ailleurs, par un clivage affectif au sein de la fratrie. D'un coté le premier-né des garçons avec les garçons de rang impair et les filles de rang pair, de l'autre la première-née des filles avec les filles de rang impair et les garçons de rang pair. Ce qui poussait une cadette à travailler pour un aîné plutôt que pour l 'autre était pour une part le fait qu'elle éprouvait un faible pour celui des deux dont le prénom pro-venait du même côté parental que le sien.

Ces règles de nomination exerçaient un tel pouvoir de stucturation

Page 390: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

sur les rapports de parenté que la famille était virtuellement menacée d'éclatement. Une théorie des ressemblances physiques semble avoir eu pour fonction de contrecarrer les effets dysfonctionnels de l'attribution de chacun des enfants et surtout des aînés à un parent déterminé. Cette théorie affirme:

1. L'aîné des garçons ressemble à sa mère et l'aînée des filles à son père.

2. Le deuxième-né des garçons ressemble à son père et la deuxième-né des filles à sa mère.

3. A partir du troisième-né de chaque sexe, il n 'y a plus de règle. Ces cadets ressemblent un peu aux deux parents mais ne sont la réplique d'aucun. Us sont «bâtards» (bastardemena). Plus qu'aux parents ou aux grands parents ils peuvent ressembler à des oncles et tantes, à des pa-rents éloignés ou même à aucune personne de la famille.

La plupart des Karpathiotes sont d'accord pour affirmer le caractère absolu de cette théorie. Il suffit d'ailleurs de les interroger sur les res-semblances entre les membres de leur famille et de traiter statistique-ment leurs réponses pour s'apercevoir qu'ils adhèrent à leur théorie jus-que dans leurs perceptions.

La fille aînée appartient à sa mère mais ressemble à son père. Le fils aîné appartient à son père mais ressemble à sa mère. La théorie des ressemblances rattache chaque aîné à celui des deux parents qui, d'une autre lignée que lui, pourrait être tenté de le négliger. C'est d'ailleurs ce que disent les villageois eux même quand ils affirment: «Dieu a voulu çà pour que chaque parent puisse aimer celui des enfants qui n'a pas un prénom provenant de son côté. L'un a le nom, l'autre lui ressemble, comme ça il peut les aimer tous les deux». Que le système ait besoin de recourir à une théorie spécifique des ressemblances pour contrecarrer les effets dysfonctionnels des règles de nomination, voilà qui peut être tenu pour un des indices de la profondeur à laquelle ces règles inter-viennent dans la structuration des rapports de parenté et l'appropria-tion symbolique des enfants.

Les lois de la ressemblance font de la procréation un échange de dons entre les lignées. Associée à l'idéologie de l'anastassi (résurrection à travers le prénom) elles organisent la complémentarité des conjoints en faisant de chaque aîné le produit d'une rencontre entre un corps donné par un parent et une «âme» transmise par son conjoint.

La théorie populaire des ressemblances vient aussi souligner le sta-tut inférieur des cadets et particulièrement de ceux qui ne porte pas

Page 391: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

le prénom d'un grand parent. Elle n'a d'effets positifs que pour les aînés et dans une moindre mesure les deuxième-nés dont on a vu qu'ils pou-vaient être utilisés dans les stratégies de reproduction des lignées. Com-me si la ressemblance des cadets n'étant plus fonctionnelle, n'avait plus besoin d'être codifiée socialement, comme si encore, pour tirer toutes les conséquences de l'idée exprimée par les Karpathiotes, Dieu n'avait pas jugé nécessaire que les parents puissent aimer les cadets qui ne portent pas un nom de leur côté. Les cadets ne ressemblent fortement à aucun des deux parents. Il ne sont pas vraiment intégrés dans le système des lignées. Ils ne sont pas non plus intégrés dans le circuit des échanges entre lignées qu'organise la théorie des ressemblances. On ne s'offre entre lignées que des cadeaux de valeur qui permettent de se faire honneur. Mais c'est en définitive une théorie biologique qui sert de fondement à la perception des cadets, dont on dit qu'ils sont fait de bric et de broc. Ils sont dit-on, surtout les derniers-nés apospori, ce qui peut se traduire par «fin de sperme». Les cadets sont le produit d'une semence de mauvaise qualité. On voit la cohérence et la force de ce système de parenté. Les rapports de domination entre aînés et cadets y sont fondés en nature et c'est une théorie biologique sur la semence sexuelle qui est l'opérateur de cette naturalisation.

Le système Magniote

La prise en compte des règles de nomination permet de distinguer, en Grèce, d'autres systèmes de parenté où la répartition symbolique des enfants entre les parents obéit à une autre logique. Dans le Magne par exemple mais aussi dans deux îles proches de Rhodes, celle de Simi au Nord et de Kastellorizo au Sud, le premier-né des garçons et la première-née des filles prennent respectivement le prénom du grand-père et de la grand-mère paternelle. Les deuxième né de chaque sexe prennent ceux du grand-père et de la grand-mère maternelle. De façon générale les enfants de rang impair à l'intérieur de leur sexe portent un prénom de la famille paternelle et les enfants de rang pair un prénom de la famille maternelle. Or il existe dans ces trois régions une perception des res-semblances familiales différente de celle décrite précédemment. A Kar-pathos, la théorie présente une image inversée du système de nomina-tion. Dans le Magne, à Simi et à Kastellorizo les jugements de ressem-blance tels qu'ils s'expriment en tout cas dans des régularités statisti-ques (car il n'y a pas ou il n'y a plus ici de règle explicite et c'est l'incli-nation, plus ou moins consciente, à établir un lien de ressemblance entre

Page 392: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

parents homonymes qui est au principe des régularités statistiques con-statées) tendent au contraire à renforcer l'effet d'affiliation qu'il exerce. Sous le double rapport du prénom et de la ressemblance du visage, les premiers-nés à l'intérieur de leur sexe (et les enfants de rang impair sous ce même rapport) appartiennent à la famille paternelle et, dans une moindre mesure (une légère majorité seulement dans le cas des ressem-blances), les deuxième-nés (et les enfants de rang pair) à la famille maternelle (Tableau 1). Les taxinomies Karpathiotes des ressemblances et des prénoms sont en harmonie avec l'existence de lignées sexuées en-gagées dans un échange égalitaire et qui prétendent toutes deux se per-pétuer avec les mêmes chances à travers le mariage et l'affiliation des aînés de chaque sexe. Les taxinomies qui prévalent dans le Magne, à Simi et à Kastellorizo repèrent aussi les aînés de chaque sexe mais c'est pour les attribuer tous deux à la famille paternelle. Ici l'alliance est inégalitaire. Elle a pour fonction prioritaire de perpétuer la famille pa-ternelle à travers les aînés de chaque sexe.

TABLEAU 1 Origine parentale du prénom et de la ressemblance selon l'ordre

de naissance de l'enfant à l'intérieur de son sexe

Ensemble des enfants 1er né 2ème né rang impair rang pair

côté père côté mère côté père côté mère % Ν % Ν % Ν % Ν

Magne Prénom 92 154 70,2 94 89,8 177 70,2 101 Ressemblance 71 176 55,4 101 69,4 229 56 123

Kastellorizo Prénom 92,5 54 83,8 31 88,7 62 82,3 34 Ressemblance 66 53 75,8 29 60,5 71 75,7 33

Simi Prénom 86,7 83 81,8 55 84,5 110 73,3 60 Ressemblance 61,9 84 54,2 59 60,3 121 47,8 71

La prise en compte des règles de ressemblances et de nomination permet d'avoir une vision plus fine du statut des femmes et des cadets dans le système de parenté. Les observateurs s'accordent le plus souvent à décrire le système Magniote comme un système à lignages agnatiques localisés. Dans le sud du Magne par exemple les biens immobiliers (champs, maisons, tours, églises...) se transmettaient en ligne strictement

Page 393: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

agnatique. Les filles n'avaient droit qu'à de l'argent, des bijoux et des habits. C'était si vrai que dans les familles ou il n 'y avait que des filles le père préferait parfois transmettre l'ensemble des biens immobiliers à l 'un des fils de ses frères plutôt qu'à ses propres filles. Les biens restaient ainsi dans le lignage et aucun étranger ne venait s'installer sur le terri-toire (Maxala : quartier) agnatique.

On pourrait avec les observateurs multiplier les exemples de prati-ques ou de représentations qui expriment la position inférieure des fem-mes dans les rapports de force symboliques entre les sexes. La naissance d'un garçon était saluée par des coups de fusils mais non celle des filles. On appelait celles-ci «les muettes». Le père était parfois tellement déçu par l'arrivée d'une fille qu'il pouvait en venir à battre sa femme. Il arrivait dit-on que l'on laisse mourir des bébés-filles. Et encore main-tenant lorsqu'on demande à un homme le nombre de ses enfants il tend à répondre, comme il est vrai dans une grande partie de la Grèce, par le nombre de ses fils (trois enfants) puis ajoute le nombre de ses filles (et deux filles). Au mariage on souhaitait un garçon au nouveau couple et l'on posait toujours un garçon sur le lit nuptial avant la nuit de noce. On pouvait certes mettre plusieurs enfants de sexe différent (pour avoir une descendance nombreuse) mais le premier posé devait alors être un garçon. Selon un interviewé pour se donner le maximum de chances de faire un enfant mâle, l'homme doit pendant l'amour s'appuyer sur son coté droit.

La prise en compte des règles de nomination et de ressemblance souligne elle, fortement, l'importance de la première-née des filles pour sa propre famille. Elle est en effet solidement intégrée à sa famille pater-nelle sous le double rapport du nom et de la ressemblance. Ceci au même titre que le premier-né des garçons. Connaissant l'importance d'une mère pour un homme et sachant que la première-née des filles «ressuscite» la mère de son père on comprend mieux pourquoi parmi ceux qui décrivent la tristesse du père à la naissance de ses filles certains font exception pour la première qui disent-ils est souvent bien accueillie2.

La prise en compte des règles de nomination et de la théorie sur les ressemblances semblent aussi indiquer que les cadets (surtout quand ils sont d'un ordre de naissance élevé) occupent une position inférieure à celle des aînés. A Simi, Kastellorizo et dans le Magne il est des cas où l'on ne donne pas à un enfant le prénom d'un proche parent. Quand la mère accouche difficilement ou que son précédent enfant est mort en

2. Aλεξάκης.

Page 394: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

bas âge on a coutume de faire un voeu et de consacrer l'enfant à un saint dont il portera le prénom. On peut aussi pour différentes raisons donner à l'enfant le nom d'une religieuse, d'un parrain, d'une marraine où, à leur demande, d'un parent de ces derniers. Il est probable qu'à urgence égale on se résoud d'autant mieux à ce genre de pratique qu'on attache moins d'importance aux enfants concernés. Or dans les trois ré-gions qui nous occupent les chances de porter un nom hors-parenté augmentent fortement quand on passe des aînés aux cadets d'un ordre de naissance élevé quelque soit le sexe de l'enfant. Pour donner un ex-emple, la proportion d'enfants ayant un prénom hors parenté progresse régulièrement dans le Magne quand on va des premiers-nés (8,9%) aux enfants sixièmes-nés et plus (47,2%).

Cette idée de la moindre importance des cadets s'exprime aussi dans les représentations sur les ressemblances. Dans les trois régions ce sont surtout les aînés qui sont censés ressembler aux parents et aux grands-parents. Plus on est d'un ordre de naissance élevé, plus on a de chances de ne ressembler qu'à un parent collatéral ou lointain, plus les ressem-blances tendent à être floues, et plus on a chances de ne ressembler à personne en particulier ou à plusieurs personnes à la fois. Comme à Karpathos on dit des cadets qu'ils sont «bâtards» (bastardo ratsa).

Un indicateur important du statut élévé des aînés est l'existence d'un terme spécial pour les désigner: Kiritsis ou Tsitsis c'est-à-dire petit maître pour les garçons et Kiratsa ou Tsatsa, petite maîtresse pour les filles 3. On notera qur la peemière née des filles est traitée par le système exactement comme le premier-né des garçons. C'est ce que nous avions déjà remarqué à propos des règles de nomination et de ressemblance. Selon certains le père et la mère sont très attachés à leur fille aînée le premier parce qu'elle porte le prénom de sa propre mère, la deuxième parce qu'elle la seconde dans son travail.

Ceux qui ont travaillé dans le Magne ont surtout insisté sur l'exis-tence de lignages agnatiques localisés et sur l'effet de structuration qu' exercent ces lignages, conjointement avec les règles de résidence viri-patrilocale, sur les rapports de parenté. Les enfants seraient plus proches de leurs parents (ils vivent dans le même Maxala) que de leurs parents maternels. Entre cousins patrilateraux c'était dit-on, notamment dans un contexte de vendetta, à la vie et à la mort. Mais pour progresser dans l'analyse des rapports de parenté pratique il faut tenir compte des deux taxinomies pré-citées. L'aurait-on oublié les noms de famille, supports des

3. Idem.

Page 395: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

lignages agnatiques n'ont pas toujours existés et sont pour beaucoup construit à partir du prénom de l'ancêtre éponyme. Tout se passe comme si l'importance du rôle joué par les noms de famille dans la définition des rapports de parenté publiques, officiels et politiques avait masqué aux yeux des ethnologues l'effet de structuration exercé en profondeur par les règles de prénomination.

Or il suffit d'un bref séjour dans le Magne pour se convaincre de l'importance affective des prénoms. Il est de notoriété publique que les grands-pères, c'est aussi vrai des grand-mères, ont un faible pour leurs petits-enfants homonymes: «si l'un deux fait une bêtise, ce sera un autre enfant qui paiera». Cette partialité qui avantage spécialement les fils aînés des fils et qui s'exprime continuement à travers une multitude de petits incidents comme la distribution inégale de menus cadeaux (bon-bons, billes...) est précisément l'un des facteurs reconnus qui contribuent peu à peu à la structuration des échanges affectifs intra familiaux. Cette importance du nom et peut-être de la ressemblance qui assez souvent l'accompagne fait que les oncles et tantes maternels ont un faible pour les neveux et nièces homonymes ou qui tout simplement portent un pré-nom provenant de leur côté de telle sorte que les deuxième-nés de cha-que sexe tendent, toute choses étant égales par ailleurs, à être plus proches de la famille maternelle que les premiers-nés. Ces préférences affectives ne sont pas sans conséquences puisque les oncles et tantes pré-fèrent emmener en vacance et plus tard, s'ils sont eux mêmes sans en-fants, faire hériter les neveux et nièces dont ils se sentent proches par le prénom et probablement, mais secondairement, la ressemblance. Mieux certains prétendent qu'Ego tend à ressentir comme à Karpathos, une affinité particulière pour les frères et soeurs qui portent un prénom pro-venant du même côté parental que le sien et pour les enfants de ces frères et soeurs. Ici comme probablement dans une grande partie de la Grèce l'existence d'un lien possible entre le prénom et la fortune dont on peut hériter sert de fondement aux stratégies de captation d'héritage et l'on n'est d 'autant plus enclin à «ressusciter» un oncle ou une tante qu'ils sont sans enfant.

Ce que l'on a dit pour le Magne vaut aussi pour Kastellorizo ou Simi. A Simi certains m'ont assuré qu'une grand-mère a une affection particulière non seulement pour ses petites filles homonymes mais aussi pour ses petits fils homonymes de son mari. Comme à Karpathos on tend à avoir, toutes choses étant égales par ailleurs, un rapport privilé-gié avec les homonymes des parents que l'on aime. C'est ce que montre bien cette habitude de se concilier les faveurs d'étrangers en invoquant

Page 396: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

l'homonymie avec un parent comme dans cet exemple où une femme hèle un enfant pour qu'il lui fasse une course: «Ela, Nikos toi qui a le même prénom que mon père va me chercher ça». Ce transfert affectif qui prend pour support un nom peut parfois se faire en sens inverse. Mais l'exemple le plus étonnant de l'importance affective des prénoms dans le Magne concerne les rapports d'Ego avec ses beaux-parents. Dans cette société patri-virilocale les parents ont un faible pour les brus qui portent le prénom de l'une de leurs filles: «Comme ça le nom reste près d'eux quand leur fille les quittent pour se marier». Et si l'homme qui fait un mariage en gendre a souvent un bas statut chez sa femme, héri-tière en l'abscence de frère, (on dit qu'il a sa route toute tracée par la famille de la femme et perd sa personnalité) il y un cas où il tend à échapper au mépris plus ou moins déguisé qu'il suscite habituellement pour devenir le plus chéri des gendres c'est celui où il porte le prénom du grand-père paternel de sa femme. C'est qu'il ferme alors une plaie ouverte et vient remplacer par le prénom qu'il porte le fils aîné que son beau-père n'a pas pu avoir et qu'il va aimer en la personne de son homo-nyme. Dans ce cas donc on fait moins attention à la fortune du gendre. Certains vont jusqu'à soutenir que le prénom peut jouer un rôle signi-ficatif dans le choix d'une bru ou d'un gendre.

S'il faut se garder d'exagérer l'importance surtout actuelle des pré-noms on voit que leur prise en compte permet de se poser de nouvelles questions et vient copmliquer l'image d'un système qu'on croyait bien connaître. La distribution des prénoms, des homonymies et des ressem-blances dessine un réseau inattendu d'affinités et de solidarités. Et c'est finalement toute l'économie des échanges affectifs et dans une moindre mesure économiques qui, pour une part plus ou moins grande selon les sociétés locales, se trouve indexée, comme à Karpathos sur les règles de nomination.

Autres systèmes et points communs

A Tinos, dans la population catholique, les règles de nomination suivaient un ordre d'alternance selon l'ordre de naissance absolu des enfants à l'intérieur de la fratrie et non, comme dans le Magne ou à Karpathos, à l'intérieur de leur sexe. Si l'on ne tient pas compte des prénoms qui n'étaient pas d'origine familiale, les enfants de rang impair tendaient à avoir un prénom provenant de leur famille paternelle et ceux de rang pair de leur famille maternelle. Le premier né des enfants prenait un prénom paternel, selon son sexe, celui du grand-père ou de la grand-

Page 397: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

mère paternelle le deuxième un prénom maternelle celui de son grand-père ou de sa grand-mère maternelle et ainsi de suite. Le système était donc inégalitaire mais moins que le système Magniote. Il existait ici aussi un certain lien entre le prénom que l'on portait et les biens dont on pouvait hériter. Maria Yannissopoulos signale que dans les testaments les petits enfants homonymes (filles et garçons) passent avant les ger-mains et reçoivent une part d'héritage non négligeable. L'ordre des bé-néficiaires est le suivant: enfants, petits enfants homonymes, germains, autres petits enfants, neveux, cousins. On a l'exemple d'un homme qui laisse sa maison à sa fille en lui demandant de la transmettre ensuite à un enfant mâle qui aura le prénom de son grand-père maternel. De façon générale les garçons recevaient les meilleurs champs et étaient avantagés par rapport aux filles et l'un d'eux l'était par rapport aux autres surtout semble-t-il celui qui restait sur place et s'occupait des parents. Selon Maria Yannissopoulos l'ordre de naissance n'intervenait pas. Pourtant les premiers enfants sont très souvent les homonymes de grand-parents qui peuvent les favoriser. Et si l'on prend l'exemple de la famille des grands propriétaires qu'elle donne il semple que les chances de rester sur place sont les plus fortes pour l'aîne et diminuent quand on va vers les cadets d'un ordre de naissance élevé.

Comme dans le cas Magniote il n'existe malheureusement pas, ou plus, de règle explicite de ressemblance selon l'ordre de naissance qui soit reconnue par tout le monde. Cependant on retrouve l'idée selon la-quelle les premiers enfants ressemblent plus directement à leurs parents que les suivants parce qu'avec le temps l'amour se transforme en amitié. Et l'enquête statistique dit que dans 66,6% des cas (N=216) l'aîné des enfants quelque soit son sexe est censé ressembler à son père ou à sa famille paternelle contre 53,4% des autres enfants sans distinction selon l'ordre de naissance (N=350). L'aîné des enfants tend bien à être rat-tacher à sa famille paternelle à la fois sous le rapport du nom et de la ressemblance mais le deuxième n'est rattaché à sa famille maternelle et encore faiblement que par le prénom.

A Meganissi (île de la mer ionienne) selon Roger Just les garçons se partageaint à égalité les biens paternels c'est-à-dire l'ensemble des champs et la maison tandis que les filles ne recevaient qu'une dot généra-lement en argent. Les parents restaient vivre dans la maison paternelle avec un fils marié (parfois plusieurs) souvent l'aîné (dernièrement assez souvent le dernier). Certains interviewés affirment cependant que lors-que la maison était petite elle n'était pas partagée. C'était alors l'aîné qui en héritait (ou parfois dernièrement le dernier). Dans cette île tous

Page 398: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

les enfants, quelque soit leur sexe et leur ordre de naissance, appartien-nent, de façon majoritaire, aussi bien sous le rapport du prénom que de la ressemblance, à leur famille paternelle. C'est surtout vrai sous le rap-port du prénom et pour les aînés: 89,6% des aînés qui portent un pré-nom d'origine familiale le reçoivent de leur famille paternelle (N=116) contre environ 67% pour les cadets (N=84) et les aînés ressemblent dans 68,7 % à la famille paternelle (N=131) contre 58,5% pour les cadets (N=188). Comme dans le système Magniote la taxinomie des ressem-blances vient globalement renforcer l'effet de structuration que les règles de nomination exercent sur les rapports de parenté. Ici aussi les premiers enfants sont censés ressembler davantage aux parents eux-mêmes que les autres, on donne le prénom d'oncle ou de tante célibataires pour capter leur fortune, et on tend à penser que l'homonymie peut être source de ressemblance de caractère. Il arrive dit-on qu'une mère excé-dée contre sa fille lui crie «Mais pourquoi donc t 'a-t-on donné le pré-nom de la grand-mère qui avait un sale caractère?!». On dit aussi que les mères, surtout avant, avaient un faible pour celle de leurs filles qui portait le prénom de leur propre mère. Et j 'ai rencontré une femme dont la soeur bien aîmée était morte jeune mariée et qui avouait un faible pour celle de ses propres filles à qui elle avait donné le prénom de la morte.

Dans presque toutes les régions les statistiques sur les jugements de ressemblance font apparaître un biais patrilatéral. Partout la taxi-nomie des ressemblances tend à renforcer les effets de structuration exercés par les règles de nomination sur les rapports de parenté (tableau 2). Ajoutons que lorsque l'enfant est dit ressembler à une personne précise en dehors de son père et de sa mère c'est dans la grande majorité des cas à un parent homonyme le plus souvent à un grand parent 82,5%. N=333) ou à un oncle ou une tante (13,2%).

Enfin le tableau 3 montre que partout la perception des ressem-blances tend à être structurée par un principe de réciprocité: les parents se partagent les enfants les plus importants en utilisant un système de compensation entre enfants relativement équivalents. Ce système de com-pensation fonctionne entre le premier enfant de la fratrie et le deuxième, entre les deux premier nés à l'intérieur de leur sexe et, sauf dans les régions à système Magniote où ils ressemblent tous les deux majoritai-rement on l'a vu à la famille paternelle, entre le premier garçon et la première fille. La moindre importance des cadets deuxième-nés de la fratrie et suivants se voit au fait que la fréquence de l'alternance des ressemblances est faible ou inexistante entre le deuxième et le troisième,

Page 399: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

TABLEAU 2

Fréquence avec laquelle la ressemblance physique centrée sur le visage va du même côté que le prénom.

B. Enfants ressemblant A. Ensemble des enfants à un parent précis

autre que père et mère % Ν % Ν

Karpa thos 88,8 27 Kastellorizo 60,6 89 86,3 22 Magne 72,7 257 82 95 Meganissi 65,6 189 62,5 48 Nissyros 61,2 550 79,3 58 Sifnos 59,6 255 77,1 35 Simi 62,3 146 68,1 22 Tilos 56,5 76 81,8 11 Tinos 66,5 422 90 41

TABLEAU 3 Fréquence avec laquelle les jugements de ressemblance rattachent

les enfants les plus valorisés à des côtés parentaux opposés

A % Ν

Β % Ν

C /ο Ν

Systèmes égalitaires Karpa thos 78,3 171 74,3 113 66 153 Nissyros 63,3 180 55,3 141 61,7 170 Sifnos 61,9 84 61,1 54 66,6 78 Tilos 78,5 28 79,1 24 60,8 23

Sys tèmes inégali taires Kastellorizo 68,9 29 71,4 21 78,5 28 Magne 60 85 46,9 66 66,6 96 Meganissi 53,6 95 50 68 55,8 77 Simi 65,3 52 53,1 32 71,4 63 Tinos 71,2 139 60,6 89 66,1 127

A = Premier/deuxième né de la fratrie. Β = Premier né des garçons/première née des filles. C = Premier/deuxième né du même sexe. Le tableau se lit de cette façon: à Karpathos dans 78,3% des cas quand le premier et le deuxième né de la fratrie ressemblent chacun de façon univoque à un parent (père ou mère) ou à un côté parental précis, ils ressemblent à un parent ou un côté parental différent (si le pre-mier ressemble à sa mère le deuxième ressemble à son père et inversement) ; de la même façon dans 74,3% des cas quand le premier né des garçons et la première née des filles ressemblent chacun de façon univoque à un seul côté parental c'est à un côté différent etc.

Page 400: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

entre le troisième et le quatrième et ainsi de suite: 54,5% (N=143) à Tinos, 54,2 (N=221) à Karpathos, 54% (N=233) à Nissyros, 53,2% (N= 137) dans le Magne, 52,6% (N=93) à Sifnos, 48,5% (N=35) à Kastello-rizo, 48,1% (N=79) à Méganissi, 46,1 (N=26) à Tilos et 44,3% (N=79) à Simi.

Le tableau 4 montre que pour l'ensemble des régions l'alternance est forte entre le premier et le deuxième enfant quand ils sont de même sexe et qu'il est donc plus facile au parent qui a eu le premier enfant de céder l'autre mais qu'elle est insignifiante entre de deuxième et le troisième et entre les suivants.

TABLEAU 4

Fréquence de l'alternance dans les ressemblances physiques pour l'ensemble des régions étudiées

ler/2ème enfant 2ème/3ème - 3ème/4ème etc. Nombre d'enfants même sexe sexe différent même sexe sexe différent dans la famille % Ν % Ν % Ν % Ν

2 Enfants 73,8 168 65,3 182 3 Enfants

et plus 68,4 276 61,1 237 53,6 511 51,2 535

Le tableau 4 montre aussi que cette alternance est encore plus forte quand son absence créerait une inégalité particulièrement difficile à supporter par l'un des partenaires, c'est à dire dans les fratries de deux enfants où pour cette raison la partie lésée n'a aucune chance de trouver une compensation de même nature, physique ou psychologique, à travers un autre enfant. Mais l'alternance ne s'applique jamais avec autant de rigeur (plus de 75% des cas) que dans les familles de deux enfants de même sexe. C'est que le parent qui a pris le premier né peut alors céder d 'autant plus facilement le deuxième que ce dernier étant de même sexe, ne bénéficie pas de la rareté et donc de la valeur qu'il aurait autrement. C'est aussi qu'une non-alternance dans une famille de deux enfants de même sexe apparaîtrait comme une injustice trop flagrante.

Quoiqu'il en soit on espère avoir fait comprendre que les règles de nomination qui utilisent des prénoms d'origine familiale et les représen-tations populaires sur les ressemblances constituent deux modes de ré-partition symbolique des enfants. Il s'ensuit que la position de chaque enfant dans l'économie affective familiale et donc son destin psychologique

Page 401: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

que et social (notamment par le biais des mécanismes d'identification) dépend pour une part en tout cas de la place qui lui est donnée par ces deux types de taxinomie.

Αλεξάκης Ε. Π., Τα γένη και η οικογένεια στην παραδοσιακή κοινο)νία της Μάνης, Αθή-να 1980.

Herzfeld Michael, «When exceptions define the rules: greek baptismal names and the negotiation of identity», Journal of Anthropological Research 38 (1982) 3.

Just R., «Quest-ce qu'une dot? Interprétation et pratique des prestations matri-moniales à Méganissi», in Le prix de l'alliance en Mediteranée, J. Péristiany, C.N.R.S., 1989.

Kenna M. E., «Houses fields and graves: property and ritual ogligation in a Greek island», Ethnology 1 (1976).

Vernier B., L'ordre social des aînés Canacares à Karpathos et sa reproduction, Thèse de troisième cycle, Université René Descartes, Paris 1977.

Vernier Β., «La circulation des biens, de la main-d'oeuvre et des prénoms à Karpa-thos», Actes de la recherche en sciences sociales 31 (1980).

Vernier Β., «Fétichisme du nom, échanges effectifs intra-familiaux et affinités éle-ctives», Actes de la recherche en sciences sosiales 78 (1989).

Vernier Β., La genèse sociale des sentiments, aînés et cadets dans l'île grecque de Kar-pathos, Editions EHESS, 1991.

Yannissopoulou M., Société et réligion en Grèce insulaire: un exemple, Potamia - Ti-nos, Thèse, EHESS, 1992.

Page 402: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

TEMPS DE L'ENFANCE, TEMPS DU RECIT, TEMPS DE DIEU DANS LES RECITS DE MIRACLES

DES XIIe-XIVe SIECLES

DIDIER LETT

Des travaux récents montrent l'intérêt que les médiévistes portent à l'histoire de la jeunesse et de l'enfance 1. L'ensemble de ces ouvrages indique clairement que les positions de Philippe Ariès soutenues en 1960 sont fausses 2: il est en effet désormais admis qu'au Moyen Age, «le senti-ment de l'enfance» existe, le souci éducatif des pédagogues comme des parents est très fort, une terminologie précise est utilisée pour désigner tel ou tel enfant et les âges de l'enfance sont bien délimités et ne se con-fondent en aucun cas avec l'âge adulte.

Dans le cadre de ce colloque, il est inutile de revenir sur ces aspects. Il m'a paru plus important de montrer comment s'élabore l'histoire de l'enfance médiévale, quelles sont les méthodes utilisées et, en particu-lier, comment le temps de l'enfance peut être appréhendé à travers une source particulière: les récits de miracles.

Ce type de source a souvent été étudié par les historiens de la mé-decine, surtout pour répertorier les types de maladie dont souffraient les

1. Pour une bibliographie à jour, on peut se reporter à Pierre Riché et D. Ale-xandre-Bidon, L'enfance au Moyen Age, Paris, Seuil, BNF, 1994, p. 215-218 et à P.- A. Sigal, «L'histoire de l'enfant au Moyen Age: une recherche en plein essor», Histoire de l'éducation, 1998 (à paraître). On citera uniquement les principaux ouv-rages parus ces deux dernières années: D. Alexandre-Bidon et D. Lett, Les enfants au Moyen Âge (Ve-XVe siècles), Paris, Hachette, 1997; E. Becchi et D. Julia dir., Histoire de l'enfance en Occident, t. 1, Paris, Seuil, 1998; R. C. Finucane, The Rescue of the Innocents. Endangered Children in Medieval Miracles, St. Martin's Press, New York, 1997; D. Lett, L'enfant des miracles. Enfance et société au Moyen Age (XIIe-XIIIe siècles). Paris, Aubier, 1997; G. Lévy et J.- Cl. Schmitt, Histoire des jeunes en Occident, Paris, Seuil, 1996.

2. Ces positions sont pourtant encore largement admises auprès d'un grand public et parfois même auprès de nombreux collègues non médiévistes. A cet égard, certains travaux contenus dans E. Becchi et D. Julia dir., Histoire de l'enfance, op. cit., pourtant la synthèse la plus récente, sont particulièrement décevants.

Page 403: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

gens du Moyen Âge. Or les récits de miracles représentent une docu-mentation de toute première importance pour l'étude de la société et des mentalités en général et pour l'histoire de l'enfance et de la famille en particulier3. On les trouve dans des vitae ( miracula in vita), des récits de translations de reliques, des recueils de miracles (souvent post mortem), des procès de canonisation ou des légendes hagiographiques. Ils présentent l'avantage, dans le but de montrer que le saint est un intercesseur pour tous, de diversifier les miraculés. Par conséquent, les auteurs de miracula présentent aussi beaucoup d'enfants, ces deux sexes, en donnant souvent leur âge. Il font état également de l'ensemble des réactions des proches auprès de l'enfant malade, accidenté ou mort. A partir de la fin du XIIe siècle, la nécessité d'une enquête rigoureuse pour décider de la sainteté renforce encore la richesse de ce type de documents. Dans la lettre qu'Alexandre III adresse au roi de Suède en 1171 ou 1172 (Aeterna et incommutabilis), l'Église romaine se réserve le droit d'autoriser ou non certains cultes de saints. Et surtout, à partir de 1234, le Pape s'octroie le monopole de la canonisation. Se met alors en place la réserve ponti-ficale. L'enquête officielle devient une nécessité (avec témoignages, dé-positions des témoins qui doivent être enregistrées sous le sceau du ser-ment) débouchant sur un procès de canonisation: les miracula ( post mor-tem) fonctionnent beaucoup plus comme un document historique que dans les siècles antérieurs.

Comment étudier l'enfance à partir de ce type de document et sur-tout quels sont, pour rester dans la problématique générale du colloque, les temps de l'enfance qui apparaissent?

A un premier niveau de lecture, on voit apparaître le quotidien, le temps de l'enfance. Mais pour le transcrire en «réalité historique», en temps réel, il faut avoir conscience de deux autres temps: celui du récit et celui de Dieu. En effet, l'hagiographe inscrit son histoire dans le temps chrétien et le miraculum joue souvent comme une Bible actualisée; sous couvert de raconter des événements, le narrateur rappelle aux chrétiens des vérités scripturaires. Sous le temps de la narration se cache le primat du didactique et le temps de l'histoire chrétienne.

Comment élaborer une histoire de l'enfance et de la jeunesse à partir de ce type de source, particulièrement codé?

3. Pour une bibliographie récente sur les travaux réalisés à partir des récits de miracles, voir P. A. Sigal, «Les récits de miracles», dans Comprendre le XIIIe siècle, Etudes offertes à Marie-Thérèse Lorcin, P. Guichard et D. Alexandre-Bidon dir., PU de Lyon, Lyon, 1995, p. 133-144.

Page 404: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Temps de l'enfance Tout d'abord, on constate que les enfants sont beaucoup plus nombreux dans les récits de miracles que dans les autres rypes de document: sur 1214 miraculés étudiés dans des récits anglais et français des XIIe-XIIIe siècles4, j 'ai dénombré 284 individus de moins de seize ans (sans compter les autres enfants mis en scène auprès des miraculés enfants ou adultes), ce qui représente plus de 23%. On remarque également que tous les âges et les deux sexes sont représentés. L'âge des enfants est beaucoup plus souvent mentionné que celui des adultes: 2% seulement de l'ensemble des miraculés et 36% si l'on ne prend en compte que les 284 enfants. De nombreux mots de vocabulaire en latin (infans , infantulus, par cuius, parvula, puer, puella , virgo...) sont employés et portent souvent sur des groupes d'âges bien spécifique; jamais un hagiographe n'est aussi précis (âge et vocabulaire) que lorsqu'il parle d 'un enfant. Enfin, dans ce type de documentation, il ne s'agit pas, comme dans les traités ou les textes juridiques, d 'un discours sur l'enfance mais d'une mise en scène d'en-fants, une mise en situation. L'hagiographe pour être cru doit être cré-dible et donner à sa narration un «effet de réel». Le texte cité ci-dessous peut nous servir d'exemple pour illustrer notre propos. Il s'agit d 'un récit de miracles attribués à Thomas Becket, rédigé par Benedict de Peter-borough, moine de l 'abbaye de Cantorbéry, vers 1172-1174:

«Un homme avait offert un fromage à l'épouse d 'un dénommé William qui chargea sa fille Béatrice, encore très jeune, de le ranger. Cette dernière ayant posé le fromage, se livra à ses amusements et à ses jeux, comme il est d'usage à cet âge, oubliant aussitôt complètement le fromage. Quel-ques jours s'étaient écoulés lorsque le fromage revint à la mémoire de la fillette mais elle était absolument incapable de se souvenir où elle l 'avait posé. Craignant d'être fouettée à cause du fromage oublié, elle confia son secret à l 'un de ses frères à peu près aussi jeune qu'elle, qu'elle préférait aux autres et dont elle était particulièrement chérie, cherchant à savoir s'il se souvenait de cet événement ou de l'endroit où le fromage avait été posé. Il répondit qu'il l'ignorait. Alors qu'approchait le ven-dredi de la semaine suivante, comme ils avaient réellement peur que le fromage confié leur soit réclamé, ils passèrent et repassèrent chaque en-droit au crible, ils mirent la maison sans dessus-dessous, cherchèrent le fromage et ne le trouvèrent pas. Pendant longtemps et très souvent, ils

4. L'étude complète de ce corpus se trouve dans D. Lett, L'enfant des mira-cles..., op. cit.

Page 405: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

cherchèrent des tactiques mais n'en trouvèrent aucune. Enfin, il vint à l'esprit de la fillette (idée bonne dans sa conception), de se rendre auprès de l'homme déjà cité, bien qu'il soit reparti, pour lui demander un fro-mage en tout points identique au premier. Mais le garçon (répondit): "Pas du tout, nous ferons ce qui doit être fait, avec l'aide de Dieu; j 'ai entendu et c'est déjà répandu partout sur la terre, que le saint martyr de Dieu, Thomas, s'est illustré dans bon nombre de miracles. En vérité, si nous voulions avoir recours à son aide avec dévotion, nous n'aurons pas à nous plaindre d'un quelconque refus de notre demande. Prions donc sa clémence afin qu'il nous fasse savoir dans notre sommeil où se trouve le fromage". Cette tactique enfantine plut aux deux enfants et, ayant dit l'oraison dominicale, ils allèrent au lit.

C'est pourquoi, avec un air avenant et des manières gracieuses, le saint se présenta à la fillette endormie et dit: "Qu'est-ce qui t'afflige?" Elle donna la raison de son chagrin, la perte du fromage et la crainte du châtiment. Et le saint, ayant montré un très vieux pot dans lequel on avait l 'habitude depuis quelques temps de figer et de confectionner le beurre: "Tu ne te rappelles pas, dit-il, que dit-il, que tu as posé le fromage dans ce vieux pot? Lève-toi, tu le trouveras là". S'arrachant au sommeil, elle accourut vers l'endroit désigné et saisissant le fromage, elle s'élança vers son frère, disant: "Hugues, assurément, j 'ai trouvé le fromage". L'enfant lui répondit: "A vrai dire, je sais où tu l'as retrouvé". Face aux exigences de sa soeur, il désigna le même endroit. La fillette admirant encore plus ses réponses: "Comment l'as-tu su?", demanda-t-elle. Et l'enfant: "Un homme de bel aspect et vêtu comme un prêtre s'est présenté à moi me demandant le motif de ma peine. Lorsque je lui ai dit, il me montra le fromage et me dit: "Lève-toi; tu le trouveras dans ce pot". "Vraiment", dit la petite fille, "alors que je dormais, le même homme m'est apparu et a utilisé les mêmes phrases". Se levant, ils dévoilèrent à leur mère cet événement extraordinaire; celle-ci le ré-véla au prêtre du village, Edric, qui, ayant fait venir tour à tour le garçon et la fille, entendit un seul et même récit des deux enfants, sans la moindre variante, et venant à Cantorbéry, fit rire presque tous ceux à qui il raconta cette histoire»5.

«Ce récit nous apporte de précieux renseignements sur la vie domestique

5. Materials for the History of Archibishop Thomas Becket, rolls seriesé, dité par J. G. Robertson, no 67, vol. 2,1875, Livre III, 51 ; traduit du latin par Cécile Treffort et Didier Lett.

Page 406: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

que, économique et religieuse anglaise de la fin du XIIe siècle. Il nous livre également des informations essentielles sur les jeux d'enfants, les qualités et l'autonomie des différents groupes d'âges dans le processus miraculeux, l'importance du lien frère-soeur, les modes d'éducation pa-rentale, etc. Le temps de l'enfance est perceptible, temps libre et temps du jeu, temps de la maladie et de l'accident, temps de l'amour avec les proches. Mais si l'on s'arrêtait à ce premier niveau de lecture, on ne ferait pas un bon travail d'historien car on se laisserait piéger par sa source, au moins pour deux raisons: parce que le discours de l'hagio-graphe est complètement conditionné par la finalité du récit et parce que le temps du miracle se réinscrit dans le calendrier liturgique.

Temps du récit Les récits de miracles possèdent une trame narrative similaire. Ils per-mettent donc de constituer des séries homogènes et de réaliser un travail sériel6. On peut, par exemple, calculer le temps écoulé entre le début du mal ou l'accident et l'invocation, le temps passé entre la demande d'inter-cession et le miracle ou encore la durée de l'affection. Mais surtout, les récits de miracles se prêtent à un découpage en «plan-séquences»: la première séquence permet de voir de quelle manière l'enfant est pré-senté (dans le texte ci-dessus, pris comme exemple, la petite Béatrice est présentée par rapport à sa mère). La seconde séquence concerne les événements qui se déroulent avant l'accident, la maladie ou la perte (jeux des enfants); elle permet de repérer les personnages se trouvant autour de l'enfant dans ce qui est sans doute le plus proche de la «vie quotidienne». La troisième séquence porte sur l'événement qui va être à l'origine de la demande d'intercession (perte du fromage). La quatrième séquence est marquée par les vaines tentatives des personnages pour «régler le problème»: pose d'emplâtres ou d'herbes à valeur jugée cura-tives, absorptions de breuvages, visite chez un ou des médecins, dépla-cements dans d'autres sanctuaires, invocations d'autres saints (dans notre texte: recherche vaine du fromage). Le but de ces entreprises qui s'avè-rent inutiles est de donner d'autant plus d'éclat au miracle qui va se produire. Tout personnage, quel qu'il soit, en entrant dans cette zone du récit, connaît des turbulences malihnes qui annihilent ses actions. Les cinquième et sixième séquences offrent des renseignements sur les au-

6. Voir D. Lett, «Peut-on faire des miracles sur ordinateur ?Réponse avec quel-ques enfants du Moyen Age...», Hagiographie, hagiologie, Le Médiéviste et l'Ordina-teur, no 34, Hiver 1996-1997, p. 24-30.

Page 407: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

auteurs de la décision et de l'invocation (Béatrice et Hugues). La septième séquence fait apparaître les personnages qui, lorsqu'il y a déplacement au sanctuaire, se rendent (avec ou sans l'enfant) auprès du tombeau du saint. La huitième séquence narrative permet de voir qui se trouve au-tour de l'enfant au moment où le miracle se réalise. Enfin, les deux dernières parties du récits mettent en lumière, le cas échéant, ceux qui ont remercié et/ou témoigné auprès des inquisiteurs ou des moines qui ont rapporté l'événement (Béatrice et Hugues). Le fait que tous les récits fonctionnent en respectant le même rythme invite donc à être prudent sur la manière dont on peut se servir des miracula pour reconstruire la réalité. L'enfance est prise en otage par le temps du récit; elle apparaît toujours soumise à la finalité du récit qui, à travers des schèmes hagio-graphiques stéréotypés, doit montrer l'efficacité du saint et, en dernier instance, la toute puissance de Dieu en s'inscrivant dans un troisième temps, un temps linéaire, un temps biblique.

Temps de Dieu Le récit de miracle se présente sous la forme d'une suite d'événe-

ments; il raconte une histoire (fonction mimétique). Mais il figure aussi un sens chrétien, fait passer un message biblique (fonction idéologique). L'historien doit toujours chercher à déceler ce qui est de l'ordre de «la ruse du narrateur» pour «faire croire» et ce qui est la transcription de la réalité. Le récit de miracles ne vise pas vraiment à donner une informa-tion nouvelle aux lecteurs mais présente souvent des lieux communs. La fonction est d'inciter à se remémorer des vérités qu'il connaît déjà. Ce phénomène est appelé «paradoxe informationnel» par J. - M. Lotman7 . Michel de Certeau confirme cette idée, lorsqu'il écrit, en parlant du dis-cours hagiographique: «il illustre une signification acquise alors qu'il prétend ne traiter que d'actions»8.

Ce troisième temps n'apparait pas de manière explicite dans le récit qui met en scène Béatrice et Hugues. Aussi, peut-on donner d'autres exemples. Le premier est extrait du même recueil de miracula: la com-tesse de Clare vient d'avoir un enfant qui depuis l'âge de quarante jours souffre d'une hernie. Après avoir consulté en vain des médecins elle finit par se rendre au sanctuaire de saint Thomas Becket, alors que l'enfant

7. J.- M. Lotman, «L'art canonique comme paradoxe informationnel», Le prob-lème du canon dans l'art ancien et médiéval, Moscou, 1973.

8. M. De Certeau, L'écriture de l'histoire, Seuil, 1975, p. 274.

Page 408: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

est dans sa deuxième année. Elle ne choisit pas n'importe quel jour pour solliciter l'intercession du martyr puisque «partant pour le lieu de sa sépultre le jour où la Bienheureuse Marie, mère et vierge, avait elle aussi présenté son fils au temple (comme on le lit dans l'Écriture), elle prit soin de présenter son propre fils au martyr pour qu'il soit guéri»9. Elle opte donc pour le 2 février, date du calendrier liturgique (jour de le Chandeleur) où Marie a présenté Jésus au Temple quarante jours après sa naissance et, suivant le rite juif, elle a été soumise à une cérémonie de purification (les relevailles). Ainsi, la guérison de l'enfant se réinscrit dans le temps chrétien et apparaît comme une purification. La comtesse sait que c'est un jour particulièrement favorable pour une mère qui demande que son enfant recouvre la santé.

Le second exemple, toujours extrait du recueil des miracula attri-bués à Thomas Becket met en scène une jeune fille âgée de treize ans, Salerna, qui, pendant l'absence de sa mère, incitée par les domestiques, dérobe un fromage dans le garde-manger de la maison. Accusée et me-nacée, elle décide de se suicider en se jetant dans un puits. Mais Thomas Becket intercède auprès de Dieu pour sauver la jeune fille 10. Lorsque l'hagiographe évoque l'intervention divine, au centre de son récit, il saisit l'occasion pour montrer, à travers de nombreuses références scrip-turaires, que la main qui se tend, à cet instant, pour sauver la jeune fille, est la main qui, en d'autres temps, est intervenue pour sauver d'autres hommes:

«Ainsi, la jeune fille, après avoir tourné pendant longtemps, est en-gloutie par trois fois au fond de l'eau. Émergeant la quatrième fois, elle vit saint Thomas lui dire: "Tu ne périras pas; tu remonteras du puits" [...] Et malgré la hauter du puits, celle qui s'était précipitée de-dans n'avait pas été blessée. En effet, la main divine déposa en travers du puits un morceau de bois qui permit à la naufragée munie d'un bâton de s'appuyer sur le bord du puits. Cette main est celle qui aida l'homme juste qui tombait, afin qu'il ne soit pas brisé. En effet, ainsi qu'il a été dit: "Il t'aidera, et il affermira son bras, afin que l'ennemi ne puisse le corrompre, et que le fils de l'iniquité ne puisse lui nuire" 1 1 . Cette main

9. Materials for the History.., op. cit., vol. 2, Livre IV, mir. 94 et vol. 1, Livre II, 68.

10. Ibid., vol. 1, Livre III, 3. Sur ce très beau texte, voir édition et commentaire dans D. Lett, «Le diable, la jeune fille et le saint; le suicide de Salerna», Le temps des jeunes filles, Clio. Histoire, Femmes et Sociétés, no 4, 1996, p. 197-202.

11. Psaumes LXXXIX, 22-23.

Page 409: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

est aussi celle qui conduisit les fils d'Israël hors de la servitude d'Égypte, qui sortit Jonas du ventre du monstre marin, Daniel de la fosse aux lions, Pierre de la prison, Paul de la profondeur de la mer. Et cette main qui créa le lierre pour ombrager le prophète étouffant de chaleur, créa le bois pour venir en aide à la jeune fille naufragée».

Le troisième et dernier exemple est issu des Miracles de Notre-Dame de Chartres , rédigés par Jean le Marchant au milieu du XIIIe siècle12. Un enfant «de petit âge», Guillot, assiste aux ébats amoureux d'une «damoiselle» et de son amant. Ce dernier, à la demande de la jeune fille qui craint que l'enfant ne sache pas taire ce qu'il a vu et la dénonce à son père, coupe une partie de la langue de l'enfant. Celui-ci va à Chartres, mendie et prie en attendant un miracle. Le prodige se déroule en deux étapes. Dans un premier temps, le troisième jour après Pâques, la Vierge rend la parole à l'enfant sans reconstituer la langue, se trouvant ainsi, durant quarante sept jours, dans une situation tout à fait marginale, anormale: il parle alors que physiologiquement il n'en a pas les moyens. Puis, dans un deuxième temps, le jour de la Pentecôte, Notre-Dame, «Qui voloit la chose parfeire», rend à l'enfant sa langue.

L'enfant est donc miraculé en deux temps (celui de Pâques et celui de Pentecôte) dans un récit qui est une longue parabole: le chevalier et la pucelle sont Adam et Eve commettant la faute; Celle-ci qui est dés-obéissance au Créateur est donnée à voir à travers l'enfant muet qui est la conséquence directe de leur acte. Le mutisme de l'enfant, c'est le péché originel dont tout enfant (de Dieu) est porteur. Le temps biblique avant la venue du Messie, c'est cet enfant infirme et mendiant en at-tente d'un miracle, ne pouvant répondre aux questions qu'on lui pose. La parole recouvrée, c'est la résurrection du Christ, le troisième jour après Pâques. Les apparitions et les miracles s'inscrivent souvent dans le temps liturgique et sont particulièrement nombreux pendant les épreu-ves de Carême, jusqu'aux Rameaux c'est-à-dire, avec le salut définitif, jusqu'à l'entrée à Jérusalem et le début de la semaine sainte.

Pendant la période qui sépare Pâques de la Pentecôte, selon les Actes des Apôtres (1, 14) les apôtres prient, comme Guillot à Chartres (qui de-vient ici l'allégorie de Jérusalem). Le jour de la Pentecôte l'enfant re-couvre la parole totalement. Ce deuxième miracle se déroule dans l'église, au moment où, en raison de la fête pour la descente de l'Esprit Saint,

12. Jean le Marchant, Miracles de Notre-Dame de Chartres, édité par P. Kunst-mann, Ottawa, 1973, IV.

Page 410: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

une foule nombreuse assiste à l'office. Cette référence aux temps de l'Evangile est ici explicite puisque Jean le Marchant, comme l'auteur latin dont il se sert, indique que le second miracle se produit:

«A icel jor et a celle eure Que le seint esperit desore Ses doze apostres envoia Li haus peres qui nos cria, En langues de feu embrassees, Et leur langues renouvelees Fist parler en noveax langages, Por aler en terres sauvages Preescher son non et sa gloire...».

Dans les Actes des Apôtres on peut en effet lire: «Ils (les apôtres) virent apparaître des langues qu'on eût dites de feu; elles se divisaient, et il s'en posa une sur chacun d'eux. Tous furent alors remplis de l'Esprit Saint et commencèrent à parler en d'autres langues, selon que l'Esprit leur ordonnait de s'exprimer [...] Chacun (la foule des habitants cosmo-polites de Jérusalem) les entendait parler sa propre langue». Et ils se demandaient: «Comment se fait-il que chacun de nous les entende dans sa langue maternelle?»13.

Le procédé employé par Jean Le Marchant permet bien une lecture à plusieurs niveaux, procédant par analogie. Le but est de montrer aux chrétiens, à travers des exemples hagiographiques, que les grands événe-ments de l'histoire du salut se répètent toujours. Ces références impli-cites invitent le lecteur ou l'auditeur à se remémorer les grands événe-ments de l'histoire biblique.

Comme l'a très bien montré Alain Boureau, les récits médiévaux, quels qu'ils soient, en cache tous un: le récit chrétien. «La vie chrétienne enchaîne donc des séries de copies du récit dont la vie de Jésus est l'ori-ginal. Mais l'imperfection nécessaire de chaque copie empêche la dupli-cation de l'événement, que prépare pourtant son évocation sans fin» 14.

Le temps du miracle, comme il s'inscrit dans un calendrier eschato-logique et liturgique, est souvent très précis: «douze jours avant la Pentecôte», «quatre semaines après Pâques», etc. En revanche, le début du mal, l'âge du bénéficiaire, la durée de la maladie, qui sont à l'échelle d'une vie humaine, ont, somme toute, peu d'importance au regard du

13. Actes des Apôtres, 2, 1-11. 14. A. Boureau, L'événement sans fin, Paris, 1993, p. 11.

Page 411: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

temps de Dieu. Alors l'hagiographe les situe par un ab infantia , ou diu-turna. Ce qui donne de l'éclat au miracle, n'est pas le fait de savoir que l'enfant miraculé a cinq ou dix ans, qu'il souffre d'une affection depuis deux ans ou trois ans mais que le miracle dont il a été le bénéficiaire s'est déroulé à la Pentecôte, à Pâques, à la Chandeleur ou à la fête de saint Michel, afin de mieux fixer le récit dans la mémoire des hommes. Le miracle doit servir le «récit efficace» de l'Église et rappeler les événe-ments forts du récit premier, essentiellement la vie de Jésus. «La narra-tion cléricale apparaît comme un dispositif où le didactique piège le narratif» 15. L'hagiographe travestit, retravaille le temps de l'enfance en le soumettant au temps du récit et au temps de Dieu.

15. Id., «Narration cléricale et narration populaire. La légende de Placide Eu-stache», Les saints et les stars. Le texte hagiographique dans la culture populaire, étu-des réunies par J.- Cl. Schmitt, Paris, 1979, p. 52.

Page 412: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 413: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόγραμμα του Συμποσίου 7-15

Κατάλογος συνέδρων 16-24

Προσφωνήσεις 27-33

Οι εκπαιδευτικοί μηχανισμοί 35-72 Γιάννης Κόκκωνας, Ο "πολύτιμος καιρός" των μαθητών του Κεν-

τρικού Σχολείου 37-53 Κωνσταντίνα Ζορμπαλά, ;Eλληνες φοιτητές στα γερμανικά Πανε-

πιστήμια κατά τον 19ο αιώνα 55-62 Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Η εισαγωγή της φροντιστηριακής ιστο-

ρικής διδασκαλίας στο πρόγραμμα σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών 63-72

Εργασία και πολιτική 73-137

Μαρία Παπαθανασίου, Η οικονομική λειτουργία των παιδιών στα φτωχότερα στρώματα της Αυστρίας (1880-1940). Σκέψεις για

μια μικροϊστορία της παιδικής ηλικίας στη σχέση της με ιστο-ρικούς χρόνους 75-87

Ζιζή Σαλίμπα, Η πολυτέλεια του φτωχού: Η καθαριότητα της νέας εργάτριας στον πατερναλιστικό λόγο του 19ον αιώνα 89-97

Μαρία Κορασίδου, Για την προστασία της υγείας των παιδιών τον 19ο αιώνα 99-104

Τασούλα Βερβενιώτη, Η aναδιευθέτηση του χώρου και του χρόνου των νέων στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, από τη σκοπιά των

κοριτσιών 105-116 Στρατής Μπουρνάζος, Στρατόπεδο Μακρονήσου, 1947-1950. Εθνι-

κή και αντικομμουνιστική αγωγή 117-137

Page 414: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Στους χρόνους της Α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ί α ς και των νοοτροπιών 139-211

Αλεξάνδρα Μπακαλάκη, Ανθρωπολογικές προσεγγίσεις της ηλικίας 141-156 Μαρία Μήτσου, Παραμυθική αφήγηση. Η πορεία προς τον αρχέ-

γονο χρόνο 157-164 Δέσποινα Δαμιανού, Το παραμύθι κai οι επιλογές του εκπαιδευτικού

Δημοτικισμού 165-172 Αναστασία Παπαδία-Λάλα, Παιδί και διοίκηση στις βενετοκρατού-

μενες ελληνικές περιοχές 173-180 Μιχαήλ Βαρλάς, Οι παράλληλοι χρόνοι. Ο κύκλος της ζωής στα

πλαίσια της κοινότητας (Χίος 17ος-18ος αι.) 181-190 Άννα Ματθαίου, Οι διάρκειες των συμβόλων γύρω από την παιδική

ηλικία. Ιστορία-Λαογραφία 191-200 Έφη Κάννερ, Φιλανθρωπικός λόγος, ορφανά και αποκρυστάλλωση

κοινωνικών ταυτοτήτων στην ελληνορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης (1861-1912) 201-211

Στον κόσμο της Τέχνης 213-270

Ηλίας Αντωνόπουλος, Παιδαριογέρων: Η απεικόνιση της πρώι-μης σοφίας 215-231

Μαριέττα Σέρβου, Ανήσυχοι και νέοι γύρω στα 1845 233-241 Ράνια Πολυκανδριώτη, Οι χρόνοι της Ιστορίας στα αναγνωσματά-

ρια και τα παιδικά διηγήματα του Α. Π. Κουρτίδη 243-252 Αγγέλα Καστρινάκη, Νεαροί καλλιτέχνες στην ελληνική πεζογρα-

φία. Η κουλτούρα του εγωτισμού και κάποιες «ελλείψεις» 253-263 Ελίζα-Άννα Δελβερούδη, ΟΙ νέοι διασκεδάζουν: Ελεύθερος χρόνος

και ψυχαγωγία στις κωμωδίες του ελληνικού κινηματογράφου 265-270

Ελεύθερος χρόνος και αθλητισμός 271-345

Χριστίνα Κουλούρη, Η ώρα του σώματος: Αθλητισμός, άσκηση και ψυχαγωγία στο ελληνικό κράτος (1870-1922) 273-286 Μηνάς Δημητρίου, Ο σχολικός αθλητισμός κατά την οθωνική πε-

ρίοδο (1833-1862).Ανατομία μιας ατελούς απόπειρας μετα-φύτευσης του γερμανικού γυμναστικού συστήματος 287-292

Ελένη Φουρναράκη, Σωματική αγωγή των δύο φύλων στην Ελλά-δα του 19ου αιώνα 293-315

Page 415: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

Γιώργος Κόκκινος, Υγεία, αλκή, καλοκαγαθία: Ορθόδοξη Εκκλη-σία και σωματική αγωγή. Οι αντιστάσεις και η βαθμιαία προ-σαρμογή 317-345

Στρογγυλή Τ ρ ά π ε ζ α 347-393

Ιστορία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας: Οι ιστοριογραφικές οπτικές και οι χρόνοι τους 349-369 Συντονιστής: Σπύρος Ασδραχάς Εισηγητές: Φίλιππος Ηλιού, Didier Lett, Ελεωνόρα Σκου-

τέρη-Διδασκάλου, Bernard Vernier Bernard Vernier, L'importance du nom et de la ressemblance

supposée dans le destin affectif et social des enfants 370-383 Didier Lett, Temps de l'enfance, temps du récit, temps de Dieu

dans les récits de miracles des X Ι Ie-XIVe siècles 384-393

Page 416: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 417: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf

ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ Γ' ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ

ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΟΤΗΤΑΣ

ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΑΝ ΣΤΗ ΜΟΝΟΤΥΠΙΑ ΠΑΛΗΒΟΓΙΑΝΝΗ, ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ

ΜΑΝΟΥΤΙΟΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ XP. ΜΑΝΟΥΣΑΡΙΔΗ ΤΟΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1999

ΜΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΚΚΩΝΑ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ

ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ

Page 418: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 419: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf
Page 420: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.pdf