Jack Ketchum, Δικαίωμα στη ζωή

9
Ένα Νέα Υόρκη 8 Ιουνίου, 1998 10:20 π.μ. Πήγαν στην κλινική με το αυτοκίνητο, μέσα σε απόλυτη σιωπή. Τα είχαν πει όλα την προηγούμενη νύχτα. Τώρα δεν έμενε τίποτα άλλο να πουν. Έμενε μόνο να το κάνουν. Να ξεμπερδεύουν. Η πρωινή κίνηση είχε αραιώσει εδώ και καμιά ώρα, και η κυκλοφορία ήταν σχετικά άνετη. Οι δρόμοι του Άπερ Ιστ Σάιντ φάνταζαν αλλόκοτα γαλήνιοι, σαν σε όνειρο, το γαλαζοπράσι- νο Τογιότα φορτηγάκι μπροστά τους τσούλαγε από φανάρι σε φανάρι σαν να τους οδηγούσε από το πουθενά σε κάποιο άλλο πουθενά κι εκείνοι ακολουθούσαν χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. Κινούμαστε από κεκτημένη ταχύτητα και μόνο, σκέφτηκε ο Γκρεγκ. Κι οι δύο μας. Η σιωπή τον γύρισε πίσω στον χρόνο, το προηγούμενο βράδυ στο κρεβάτι τους στο διαμέρισμά της, όταν έκαναν έρω- τα μέσα σε μια αχλή από δάκρυα που πήγαιναν κι έρχονταν με ήπια και βασανιστική ακρίβεια σαν τα κύματα της άμπωτης, ενώ ακόμα κι οι χτύποι της καρδιάς τους είχαν βουβαθεί, κι

description

Τίτλος: Δικαίωμα στη ζωή Συγγραφέας: Jack Ketchum, Μετάφραση: Νίκος ΡούσσοςΕπιμέλεια: Ιωάννης ΠλεξίδαςΣειρά: Σκοτεινοί Τόποι (Λογοτεχνία Τρόμου και Φανταστικού). Σελ. 182, Λ.Τ. 7,50Περίληψη: "Μια διεστραμμένη προειδοποιητική ιστορία. . . ο Κetchum, ένας συγγραφέας πάρα πολύ συνετός για να ικανοποιηθεί με απλά κατεβατά, προσθέτει λεπτές αποχρώσεις χαρακτήρων που ανεβάζουν το "Δικαίωμα στη Ζωή" σε μια κατηγορία που μπροστά της το "Μωρό της Ρόζμαρυ" θυμίζει παραμύθι για ψυχοπονιάρηδες φιλελεύθερους". Edward Bryant, Locus.Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα τρόμου, βασισμένο σε αληθινή ιστορία. Ο Stephen King το προτείνει ως ένα από τα 30 καλύτερα βιβλία τρόμου που έχει διαβάσει ποτέ!

Transcript of Jack Ketchum, Δικαίωμα στη ζωή

Page 1: Jack Ketchum, Δικαίωμα στη ζωή

Ένα

Νέα Υόρκη8 Ιουνίου, 199810:20 π.μ.

Πήγαν στην κλινική με το αυτοκίνητο, μέσα σε απόλυτη σιωπή.

Τα είχαν πει όλα την προηγούμενη νύχτα. Τώρα δεν έμενε τίποτα άλλο να πουν.

Έμενε μόνο να το κάνουν. Να ξεμπερδεύουν.Η πρωινή κίνηση είχε αραιώσει εδώ και καμιά ώρα, και η

κυκλοφορία ήταν σχετικά άνετη. Οι δρόμοι του Άπερ Ιστ Σάιντ φάνταζαν αλλόκοτα γαλήνιοι, σαν σε όνειρο, το γαλαζοπράσι-νο Τογιότα φορτηγάκι μπροστά τους τσούλαγε από φανάρι σε φανάρι σαν να τους οδηγούσε από το πουθενά σε κάποιο άλλο πουθενά κι εκείνοι ακολουθούσαν χωρίς συγκεκριμένο σκοπό.

Κινούμαστε από κεκτημένη ταχύτητα και μόνο, σκέφτηκε ο Γκρεγκ. Κι οι δύο μας.

Η σιωπή τον γύρισε πίσω στον χρόνο, το προηγούμενο βράδυ στο κρεβάτι τους στο διαμέρισμά της, όταν έκαναν έρω-τα μέσα σε μια αχλή από δάκρυα που πήγαιναν κι έρχονταν με ήπια και βασανιστική ακρίβεια σαν τα κύματα της άμπωτης, ενώ ακόμα κι οι χτύποι της καρδιάς τους είχαν βουβαθεί, κι

Page 2: Jack Ketchum, Δικαίωμα στη ζωή

8

οι δυο τους είχαν έρθει πιο κοντά ο ένας στον άλλο απ’ ό,τι είχαν ποτέ φανταστεί ή ευχηθεί ότι θα ήταν δυνατόν μες στην απαίσια θλιβερή γνώση πως τώρα πια η ηδονή ήταν και πόνος, κι ότι έτσι θα ’ταν πλέον για πάρα πολύ καιρό. Ξανάνιωσε τα δάκρυά της να κρυώνουν στο μάγουλό του και να αναμιγνύ-ονται με τα δικά του, τη μοσχοβολιά των δακρύων και έπειτα την αίσθηση της πτώσης τους στο στήθος του καθώς εκείνη τον καβαλούσε αρμενίζοντας σαν πλοίο στην μπουνάτσα και, όταν όλα είχαν πια τελειώσει, τη μακριά σκοτεινή νύχτα να τους τυ-λίγει σε ζεστές απόπειρες ύπνου.

Έπειτα πάλι γαλήνη, όσο διάρκεσαν οι θορυβώδεις πρω-ινές ιεροτελεστίες του νερού, του ξυραφιού και της οδοντό-βουρτσας, που και οι δύο τους εκτέλεσαν πιο μονάχοι από ποτέ. Καφές που πίνεται μες στη σιωπή στο τραπέζι, ο Γκρεγκ απλώνει στιγμιαία το χέρι του πάνω απ’ το βερνικωμένο πευ-κόξυλο και πιάνει το δικό της για να νιώσει ξανά τη ζεστασιά της, για να δεθούν για μια στιγμή προτού διαβούν την πόρτα και βρεθούν στη δροσιά και τη λάμψη του πρωινού. Ανάμε-σα στους Νεοϋορκέζους που έτρεχαν για τις πρωινές δουλειές τους στην 91η και τη λεωφόρο Γουέστ Εντ, ανάμεσα στα αυτο-κίνητα, τα ταξί, και τα φορτηγά για τις παραδόσεις. Κι έπειτα κα-τεβαίνουν στο αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο βαθιά μες στο πιο δροσερό και γεμάτο αντίλαλους υπόγειο γκαράζ του διπλανού κτιρίου, ο Γκρεγκ οδηγεί στην Μπροντγουέι κι έπειτα προς το κέντρο. Τους πηγαίνει μπροστά στον τροχό του χρόνου, και τους φέρνει σ’ αυτή την απαίσια κενότητα. Σ’ αυτή τη βου-βαμάρα, σ’ αυτό το ακαθόριστο συναίσθημα εξουθένωσης.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε τελικά.Του έγνεψε καταφατικά.Η κλινική δεν ήταν μακριά. Στη γωνία 68ης και Μπρο-

ντγουέι, μόλις πέντε τετράγωνα πιο πέρα. Μόλις μία από τις

τρεις που απέμεναν ανοιχτές σ’ ολόκληρο το Γουέστ Σάιντ, από το Βίλατζ μέχρι το Μπρονξ.

«Είναι κορίτσι», του είπε.Εκείνος σκέφτηκε πως αυτό την έσπασε πραγματικά τη σι-

ωπή, όχι η ερώτησή του.«Πού το ξέρεις;»«Το ξέρω. Θυμάμαι πώς ένιωθα με τον Ντάνιελ, ακόμα και

σ’ αυτή τη φάση. Νιώθω… αλλιώτικα».Αισθάνθηκε πάλι μέσα του κάτι πηχτό και βαρύ. Στα έξι

χρόνια που τη γνώριζε είχε ακούσει πολλές φορές αυτή την ιστορία. Η αντίληψή της για το γεγονός μεταβαλλόταν ελαφρά όσο περνούσε ο χρόνος, όσο μεγάλωνε η απόσταση κι όσο βάθαινε η κατανόηση. Ο Ντάνιελ, ο γιος της, νεκρός σε ηλικία έξι ετών σε μια παγωμένη λίμνη στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Ακόμα και το κορμί του δεν είχε βρεθεί ποτέ, το ’χε χάσει για πάντα κάτω από τον πάγο.

Αν ήταν ποτέ να ευχηθεί ν’ αποκτήσει παιδί με κάποια γυ-ναίκα, μια γυναίκα που να μεγαλώσει το παιδί του, πόσο μάλ-λον την κόρη του, ήταν με αυτή.

Τα χέρια του ίδρωσαν πάνω στο τιμόνι. Επειδή, βέβαια, κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο.«Δεν μ’ αφήνεις μπροστά;» του είπε. «Βρες κάπου να παρ-

κάρεις. Εγώ θα μπω να δώσω τα στοιχεία μου. Λιγότερη ανα-μονή».

«Είσαι σίγουρη;»«Άσε με μπροστά, μια χαρά θα είμαι».«Τι γίνεται με τους κωλοδιαδηλωτές; Μάλλον θα ’ναι πάλι

μαζεμένοι απέξω».«Δεν μ’ ενοχλούν. Με τσαντίζουν μονάχα. Θα μ’ αφήσουν

να περάσω, μην ανησυχείς».Αυτό πίστευε κι εκείνος, ότι δεν επρόκειτο να την τρομο-

Page 3: Jack Ketchum, Δικαίωμα στη ζωή

10

κρατήσουν. Την περασμένη βδομάδα, καθώς πήγαινε για την εξέτασή της, ήταν επτά από δαύτους στο πεζοδρόμιο δίπλα στην είσοδο της Jamaica Savings Bank, του κτιρίου που στέγαζε την κλινική έναντι ενός ευτελούς μισθώματος, επτά άντρες και γυναίκες που στέκονταν πίσω από γαλάζια εμπόδια της αστυ-νομίας κρατώντας χαρτονένια πλακάτ με τα συνθήματα ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΔΙ, ΟΧΙ ΕΠΙΛΟΓΗ και Η ΕΚΤΡΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ γραμμένα πάνω τους, κι ανέμιζαν φυλλάδια κι έτειναν τις παλάμες τους, μες στις οποίες κρατούσαν μικρού-τσικα πλαστικά έμβρυα δώδεκα εβδομάδων.

Ένας τους, ένας απροσδόκητα εμφανίσιμος σαραντάρης, έχωσε το δειγματάκι του στα μούτρα της Σάρας και η Σάρα γύρισε έτσι όπως κρατούσε αγκαζέ τον Γκρεγκ κι είπε παλιο-μαλάκα, και πέρασε δίπλα από τους τρεις αστυφύλακες που πληρώνονταν απ’ τους φόρους του και τους φόρους της για να στέκονται αραχτοί στην πόρτα και να φυλάνε αυτά τα καθάρ-ματα, και μπήκε στο κτίριο.

Και μετά ήταν η άλλη, εκείνη η συνηθισμένη γυναίκα, πε-ρίπου συνομήλικη με τον άντρα, που τους είχε ακολουθήσει στο ασανσέρ και μέχρι πάνω, και είχε καθίσει απέναντί τους στην αίθουσα αναμονής κρατώντας ένα περιοδικό και κοιτώ-ντας τους επίμονα, ώσπου φώναξαν τ’ όνομα της Σάρας οπότε σηκώθηκε κι έφυγε. Μια πιο διακριτική μορφή παρενόχλησης. Μα καλά, επιτρεπόταν να κάνουν τέτοια πράγματα; Δεν είχαν πει λέξη στη Σάρα, παρόλο που εκείνος θα το ήθελε. Κι εκείνη σαφώς κατάλαβε τις σκέψεις του. Άσ’ τη να πάει στο διάολο, του ’χε πει ψιθυριστά, δεν αξίζει τον κόπο.

Μπορούσε να τους αντιμετωπίσει.Όμως θα ένιωθε καλύτερα αν ήταν μαζί της.«Τι είναι ένα ή δυο λεπτά παραπάνω;» της είπε. «Άσε να

παρκάρω και πάμε μαζί μέσα».

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Σε παρακαλώ, Γκρεγκ. Θέλω να τελειώνω όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Καταλαβαί-νεις;»

«Εντάξει. Φυσικά. Καταλαβαίνω».Μα δεν καταλάβαινε. Δεν καταλάβαινε πραγματικά. Πώς

ήταν δυνατόν; Παρά τα όσα είχαν πει το προηγούμενο βράδυ τού ήταν αδύνατον να εκτιμήσει τα συναισθήματά της εκεί-νη ακριβώς τη στιγμή. Σίγουρα όχι τώρα στο φως της μέρας, μακριά από την οικεία άνεση του σπιτιού και του κρεβατιού και δίχως την ανακούφιση που ’νιωθε έχοντάς την ξαπλωμένη στην αγκαλιά του, δίχως ακόμα και την ανακούφιση των δα-κρύων. Έξαφνα ήθελε να ξέρει, έπρεπε να ξέρει, να ξέρει ότι δεν τον μισούσε, ότι κατά βάθος δεν έριχνε σ’ εκείνον το φταί-ξιμο — κι ας του ’χε πει δυο φορές το προηγούμενο βράδυ ότι δεν του το ’ριχνε κι εκείνος την είχε πιστέψει. Μα τώρα ήταν αλλιώς. Ήθελε να ξέρει ότι τον συγχωρούσε. Για τα πάντα. Για τον γάμο του. Για τον γιο του. Ακόμα και για το φύλο του. Για το ότι είχε γεννηθεί άντρας, άρα δεν ήταν υποχρεωμένος να σηκώσει —δεν ήταν δυνατόν να σηκώσει— ολάκερο το βάρος της υπόθεσης. Αν ήταν δυνατόν, θα το ’κανε στη στιγμή.

Το διάφραγμά της την είχε προδώσει. Συνέβαινε πού και πού. Ήταν ενήλικοι και το ήξεραν. Δικό της ήταν το διάφραγμα. Μα δεν είχε σημασία. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε ξανανιώσει τόσο ένοχος.

Μην κάνεις κακό, του έλεγε η μάνα του σαν ήταν μικρός. Ο κανόνας του ιατρού. Ο προσωπικός του χρυσός κανόνας. Και να που τώρα έκανε κακό στη γυναίκα που αγαπούσε.

Ακόμα περισσότερο κακό.Το έβλεπε από μακριά στη γωνία με την 68η οδό, σε από-

σταση ενάμισι τετραγώνου, ένα γκρίζο πολυώροφο κτίριο δίχως τίποτα το ξεχωριστό, πιθανώς χτισμένο στα μέσα της

Page 4: Jack Ketchum, Δικαίωμα στη ζωή

12

δεκαετίας του εξήντα, με την τράπεζα στον πρώτο όροφο και διάφορα γραφεία από πάνω. Στην απέναντι πλευρά της Μπρο-ντγουέι ένα Food Emporium και το τεράστιο συγκρότημα κινη-ματογράφων Sony. Και φυσικά τα μεγάλα γαλάζια οδοφράγμα-τα και οι δύο μπάτσοι που στέκονταν στην πόρτα, κι άνθρωποι που κρατούσαν πλακάτ και βάδιζαν πέρα δώθε στο κράσπεδο του πεζοδρομίου.

«Σταμάτα πίσω τους», του είπε. «Δεν έχω όρεξη να βγω μέσα σ’ αυτό τον χαμό».

Σταμάτησε αργά το αυτοκίνητο. Εκείνη άνοιξε την πόρτα.Ακούμπησε το χέρι του στο μπράτσο της και τη σταμάτησε,

και μετά δεν ήξερε τι να πει. Απλώς κάθισε εκεί αργοκινώντας το χέρι του πάνω στη ζεστή απαλή σάρκα του βραχίονά της, κι εκείνη του ’σκασε ένα αμυδρό χαμόγελο. Πίσω απ’ το χαμόγε-λο διέκρινε να ’χουν στήσει καρτέρι η ανησυχία και η αϋπνία. Τα μάτια της δεν μπορούσαν να του πουν ψέματα. Ποτέ δεν του ’χαν πει.

«Ένα λεπτό θα κάνω», της είπε. «Ίσως βρω καμιά θέση στην 67η ή πέρα στην Άμστερνταμ».

«Μια χαρά θα ’μαι».Βγήκε κι έκλεισε την πόρτα, κι αφού την είδε να απομα-

κρύνεται προς καμιά δεκαριά ανθρώπους που κινούνταν κυ-κλικά στο κράσπεδο στην άλλη άκρη του κτιρίου, πέρασε αργά δίπλα της κι εκείνη του ’ριξε μια φευγαλέα ματιά, μα τούτη τη φορά δεν χαμογέλασε, μόνο σήκωσε την τσάντα της ψηλά στον ώμο της. Εκείνος προσπέρασε τους βλοσυρούς φαρισαί-ους που ’κοβαν βόλτες στο πεζοδρόμιο όπως οι μύγες στο κου-φάρι, κι έστριψε στη γωνία.

#Εμπρός, σκέφτηκε εκείνη. Πρέπει να το κάνεις. Δεν έχεις

άλλη επιλογή.

Εκείνος έχει γυναίκα κι έχει και γιο. Το ’ξερες αυτό όταν έμπλεκες, και βαθιά μέσα σου ποτέ δεν πίστεψες ότι θα τους άφηνε. Τουλάχιστον μέχρι να μεγαλώσει ο γιος του. Παρά τα όσα ήθελες να πιστέψεις και παρά τα όσα έλεγε πως επιθυ-μούσε να κάνει. Ο Γκρεγκ ήταν διαολεμένα πιστός, με τον δικό του ιδιόμορφο τρόπο. Ήταν κι αυτό ένα απ’ τα πράγματα που αγαπούσε σ’ αυτόν.

Από μια άποψη ήταν κρίμα που ’ταν τόσο καλά μαζί. Από μια άποψη ήταν σχεδόν απάνθρωπο. Μακάρι να ’ταν μια απλή περιπέτεια και τίποτα παραπάνω. Να μην είχε υπάρξει αγάπη, φροντίδα, τρυφερότητα, μοιρασιά. Όλα αυτά, το κομπλέ πα-κέτο.

Τα ’χες όλα, σκέφτηκε. Ενώ στην πραγματικότητα δεν μπο-ρούσες να ’χεις τίποτα.

Συνειδητοποίησε ότι σκεφτόταν τους δύο τους σε παρελ-θόντα χρόνο.

Άλλο πάλι και τούτο.Τον κοίταξε φευγαλέα μέσα απ’ το παράθυρο του αυτοκι-

νήτου καθώς περνούσε δίπλα της. Ήταν αδύνατον να του χα-μογελάσει ξανά, κι ας ήξερε ότι του ήταν απαραίτητο. Ήξερε τι ένιωθε μέσα του. Μα ένα και μόνο χαμόγελο ήταν ό,τι είχε όλο κι όλο μέσα της εκείνη τη μέρα, και το ’χε ξοδέψει μες στο αμάξι.

Ο ήχος κι η αίσθηση των τακουνιών της στο πεζοδρόμιο σαν να ’καναν ολόκληρο το κορμί της να τινάζεται. Οι παγεροί σκληροί δρόμοι της Νέας Υόρκης. Συνειδητοποίησε ότι έτρεμε. Ένας νεαρός ισπανόφωνος ντελιβεράς πέρασε σαν σίφουνας δίπλα της καβάλα σ’ ένα ποδήλατο. Κινούνταν σε λάθος κατεύ-θυνση, κόντρα στο ρεύμα, και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, πάνω στο πεζοδρόμιο. Του ’ριξε ένα αηδιασμένο βλέμμα ορ-γής, μα έτσι γρήγορα που πήγαινε του ήταν αδύνατον να το

Page 5: Jack Ketchum, Δικαίωμα στη ζωή

14

αντιληφθεί.Τα χέρια της ήταν παγωμένα. Το πρόσωπό της ξαναμμένο.

Ήδη έτρεμε τους διαδηλωτές που κινούνταν μπροστά της, με-ρικά μέτρα μακριά. Παρά τα όσα τού είχε πει.

Επειδή αυτή δεν ήταν εξέταση. Ήταν η ώρα της αλήθειας.Μια ζωή θα τέλειωνε εδώ.Προς στιγμή ένιωσε οργισμένη και με τους δύο τους. Η

Σάρα κι ο Γκρεγκ παίζουν με την αγάπη.Όχι, σκέφτηκε. Να πούμε του στραβού το δίκιο.Δεν έπαιζαν.Κι αυτό ήταν το πιο θλιβερό απ’ όλα. Επειδή δεν ήταν δί-

καιο. Χρόνια και χρόνια μόνη μετά τον θάνατο του Ντάνιελ και τον διαλυμένο γάμο της, κι επιτέλους έρχεται κάποιος που ’χει όλα όσα δεν είχε ποτέ ο Σαμ κι ακόμα παραπάνω. Καλοσύνη. Σεβασμό στα συναισθήματα του άλλου. Νηφαλιότητα. Και την αγαπάει. Δεν τη θέλει απλώς, ούτε θέλει να τη γαμήσει, μα την αγαπάει κι εκείνη ανταποδίδει στον άντρα την αγάπη του με μια δύναμη που την καταπλήσσει. Κι έπειτα πρέπει να μά-θει απ’ την αρχή ότι η αγάπη δεν παρέχει καμία προστασία. Σε βάθος χρόνου η αγάπη είναι τόσο απαραίτητη για τους ανθρώ-πους όσο η τροφή και η στέγη, μα η αγάπη είναι ένα βάναυ-σο αστείο, μια φάρσα, και τα δυο μαζί ταυτόχρονα, δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ένα νόμισμα που ποτέ δεν ξέρεις πότε θα στρίψει. Επειδή αν δεν καταλήξει απ’ αυτή τη μεριά, αν σ’ αφήσει μετέωρο ανάμεσα στην αγάπη και την ανάγκη, ακόμα κι αν λειτουργήσει ανάμεσά σας, τότε ένας από τους δύο σας θα πεθάνει πριν από τον άλλο, αφήνοντάς σε και πάλι μόνη. Η αγάπη έχει να κάνει και με τον θάνατο της αγάπης.

Όπως αυτό που συνέβαινε τώρα.Όπως ο φόνος του παιδιού μέσα της, του παιδιού τους,

που θα ’πρεπε να είναι ένα υπέροχο παιδί, ζωντανό κι ολόκλη-

ρο και καμωμένο απ’ όλα όσα μοιράζονταν μαζί.Η Σάρα πίστευε ότι ήξερε ακόμα και πότε την είχε συλλά-

βει — σε μια ζεστή ανεμοδαρμένη παραλία εκείνη τη νύχτα στο Σεν Τζον, πριν από τρεις μήνες, που και οι δύο είχαν τρελα-θεί εντελώς ο ένας με τον άλλο, ιδίως σ’ εκείνο το μέρος όπου η άλλη του ζωή βρισκόταν τόσο μακριά τους ώστε να φέρονται εντελώς γελοία μαζί, να τους είναι αδύνατον να σταματήσουν ν’ αγγίζονται, να χαϊδεύονται, να γελάνε, όση ώρα έπιναν και δειπνούσαν. Κι αργότερα να κάνουν έρωτα μες στα νερά της Καραϊβικής, μες στα ζεστά κύματα, σε μια τεράστια γαλήνια μήτρα καμωμένη απ’ αστέρια κι ουρανό.

Που οδήγησε εδώ.Ήταν λες και σκότωναν την ίδια την αγάπη.Με τα μάτια της σάρκας της είδε ένα πανέμορφο κοριτσάκι.Και γνωρίζοντας ότι η μικρούλα ήταν εκεί και γνωρίζοντας

ήδη τον μάταιο πόνο της απώλειάς της, της τόσο απρόσμενης όσο κι εκείνη η άλλη απώλεια πριν από τόσα πολλά χρόνια, αναρωτήθηκε εδώ και τώρα σ’ αυτό τον πολυάσχολο ηλιόλου-στο δρόμο πόσο άραγε θα μπορούσε ακόμα να συνεχίσει μαζί του μετά απ’ αυτό. Αν αυτό ήταν το σημείο καμπής και για τους δυο τους.

Αν σκότωνε το παιδί μέσα της με περισσότερους από έναν τρόπους.

Την ξανάπιασαν τα κλάματα. Μια λεπτή αχλή δακρύων, καθώς πλησίαζε τις τάξεις των διαδηλωτών. Αντί να τα σκου-πίσει, ανοιγόκλεισε τα μάτια για να τ’ απομακρύνει. Εκείνοι οι άνθρωποι μπορεί να το αντιλαμβάνονταν. Δεν θα τους έδινε την ικανοποίηση.

Πώς μπορείτε να κάνετε τέτοιο πράμα; σκέφτηκε. Πώς μπορείτε να ’στε τόσο μικροπρεπείς και κακεντρεχείς και τόσο μνημειωδώς εγωιστές ώστε να με πλησιάζετε τώρα, που ποτέ

Page 6: Jack Ketchum, Δικαίωμα στη ζωή

16

άλλοτε δεν έχω υπάρξει τόσο ευάλωτη;Σιγά μην δεν το ’καναν.Το θεωρούσαν δικαίωμά τους, αποστολή τους.Υπήρχαν πολλές μορφές κακού στον κόσμο και, σε ό,τι την

αφορούσε, αυτή ήταν σίγουρα μία απ’ αυτές.Άκουσε πίσω της ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει αργά στο

κράσπεδο, άκουσε τροχούς πάνω σε κοκκοποιημένο γυαλί και χαλίκι. Με την περιφερειακή της όραση είδε τον προφυλακτή-ρα και το ανοιχτογάλαζο καπό, το παράθυρο του οδηγού και την οροφή, και παρατήρησε ότι ήταν στέισιον βάγκον, από ’κείνα με τη μούφα επένδυση από ξύλο, μπορεί και δέκα χρό-νια παλιό. Ένα αστικό λεωφορείο το προσπέρασε με κόπο από τ’ αριστερά. Η Σάρα προσπέρασε μια κομψή, λεπτή νεαρή γυ-ναίκα που έσπρωχνε ένα διπλό καροτσάκι με δυο μωρά. Έναν έφηβο με σκέιτμπορντ.

Και τότε το αυτοκίνητο σταμάτησε να κινείται δίπλα της κι η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε μπροστά της κι ένιωσε καποια-νού το χέρι να τυλίγεται σφιχτά γύρω της από πίσω, λίγο κάτω από τα στήθη της, να της κολλά τα μπράτσα στα πλευρά, ενώ το χέρι του αναζήτησε και σκέπασε το στόμα της για να πνίξει τη διαμαρτυρία, το ουρλιαχτό, πιάνοντας σφιχτά το σαγόνι ώστε να μην την αφήνει να δαγκώσει κι έπειτα την έσπρωξε μέσα, με το χέρι του ακόμα στο στόμα της, κι εκείνη κοίταξε φευγαλέα το πεζοδρόμιο κι είδε πως ένας απ’ τους διαδηλωτές, ένας άντρας με σκούρο μπλε μπουφάν, την είχε αντιληφθεί, είχε στρέψει τα μάτια του ευθεία πάνω της, τα έβλεπε όλα αλλά δεν έλεγε τί-ποτα, ούτε μια λέξη στους άλλους ή στους αστυνομικούς στην είσοδο της κλινικής, και μες στην κατάπληξή της ένιωσε μια βε-λόνα να διαπερνά τη γυμνή σάρκα του μπράτσου της και είδε τον οδηγό, μια γυναίκα, να κρατά μια πλαστική σύριγγα στο ’να χέρι και να σφίγγει βλοσυρά το τιμόνι με τ’ άλλο, ενώ ο άντρας

που την είχε αρπάξει έκλεινε την πόρτα με δύναμη.Και καθώς την πλάκωνε το σκοτάδι, ένιωσε ν’ αποτραβιού-

νται σιγά-σιγά όλοι οι ξαφνικοί της φόβοι κι όλη της η μακρό-χρονη γνώριμη λύπη.

Πέρασε δίπλα από μια γριά μ’ ένα καρότσι γεμάτο ψώνια κι έπειτα προσπέρασε τους διαδηλωτές, μετά βίας δίνοντάς τους σημασία τούτη τη φορά, και τους δύο μπάτσους, άντρα και γυναίκα, που στέκονταν στην είσοδο. Πέρασε από την περι-στρεφόμενη πόρτα και δίπλα από τα ΑΤΜ της τράπεζας, έφτα-σε στα ασανσέρ, μπήκε μέσα και πάτησε το κουμπί του ενδέκα-του. Η πόρτα που έβγαζε στον χώρο υποδοχής άνοιξε μπροστά του κι εκείνος έκανε στην άκρη για να μπει μια νεαρή ξανθιά με τζην και κοντομάνικο, που του χαμογέλασε. Ή μπορεί κι απλώς να χαμογελούσε στους πάντες και τα πάντα εκείνη τη μέρα.

Τουλάχιστον κάποιος ήταν χαρούμενος.Μπήκε μέσα και βρήκε τη ρεσεψιόν άδεια. Σκέφτηκε, θεέ

μου, την πήραν κιόλας μέσα;Υπήρχε οτιδήποτε που να ’χει να κάνει με την ιατρική ή με

τη Νέα Υόρκη και να ’χει γίνει ποτέ τόσο γρήγορα;Η ρεσεψιονίστ πίσω από τα συρόμενα διπλά τζάμια τού χα-

μογέλασε κι εκείνη. Το χαμόγελό της ήταν εντελώς τυπικό, προ-ορισμένο να καθησυχάζει. Βλέπετε; Κανείς δεν κινδυνεύει εδώ.

«Σάρα Φόστερ», της είπε σιγανά.Τσέκαρε το ντοσιέ της.«Ναι. Έχει ραντεβού στις δέκα και σαράντα πέντε με τον

ιατρό Γουέλερ».«Την έχει δεχτεί ήδη;»Το ρολόι στον τοίχο πίσω της έδειχνε δέκα και μισή.«Όχι, το ραντεβού είναι για τις δέκα και σαράντα πέντε,

κύριε».

Page 7: Jack Ketchum, Δικαίωμα στη ζωή

18

«Δεν είναι ’δώ;»Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι ακόμα. Καθίστε,

όμως, αν θέλετε, και φαντάζομαι ότι δεν θ’ αργήσει».«Δεν καταλαβαίνω. Μόλις την άφησα. Ακριβώς εδώ,

μπροστά στο κτίριο. Τώρα μόλις».Η ρεσεψιονίστ συνοφρυώθηκε μπερδεμένη. «Λυπάμαι.

Δεν έχει παρουσιαστεί».Η Σάρα δεν θα ’κανε τέτοιο πράγμα, σκέφτηκε.Κάτι δεν πάει καλά.«Λίγο πιο κάτω είναι ένα φαρμακείο και δίπλα ακριβώς

ένα καπνοπωλείο. Ίσως χρειάστηκε κάτι. Γιατί δεν κάθεστε να περιμένετε λίγο; Είμαι βέβαιη ότι όπου να ’ναι θα ’ρθει».

«Γιατί να…; Εντάξει, θα ξανάρθω».Κατέβηκε με το ασανσέρ.Μετά τη δροσιά του υπερβολικά κλιματιζόμενου ιατρείου

ο καλοκαιρινός ήλιος τον βάρεσε δυνατά, μ’ αποτέλεσμα να ιδροκοπά καθώς κοίταξε πρώτα απ’ την ανοιχτή πόρτα του κα-πνοπωλείου, για να δει όλο κι όλο έναν γέρο που αγόραζε ένα ξυστό, κι έπειτα μες στο δίπλα φαρμακείο. Κοίταξε γύρω του σε κάθε πλευρά, κι έπειτα ερεύνησε με το βλέμμα την απένα-ντι πλευρά της Μπροντγουέι, προς το συγκρότημα της Sony και τους ανθρώπους που έκαναν τα ψώνια τους μπροστά στο Food Emporium, αλλά δεν την είδε. Παράκαμψε ξανά τους διαδηλω-τές και πήγε ευθεία στους μπάτσους στην πόρτα.

«Με συγχωρείτε», είπε. «Μήπως πέρασε μόλις μέσα μια γυναίκα;»

Η αστυνομικίνα ήταν σχεδόν εξίσου ψηλή με τον συνάδελ-φό της, κοντά ένα κι ογδόντα. Είχε ξανθά μαλλιά, πιασμένα ψηλά κότσο κάτω απ’ το πηλήκιο, και βλέποντάς τον να κατευθύνε-ται προς το μέρος της είχε σταματήσει να μασά την τσίχλα της.

«Μόλις τώρα; Όχι, κύριε».

«Μήπως είδατε μια γυναίκα πριν από, πέντε, μπορεί και δέκα, λεπτά, με λευκή κοντομάνικη μπλούζα, γαλάζια φούστα, γύρω στα σαράντα, με μακριά μαύρα μαλλιά;» Έδειξε. «Θα ερ-χόταν προς το κτίριο από ’κείνη τη μεριά. Την άφησα εκεί. Έχει ραντεβού στην κλινική».

Η αστυνομικίνα κοίταξε φευγαλέα τον συνάδελφό της. Το ίδιο και ο Γκρεγκ, που ουσιαστικά τον παρατηρούσε πρώτη φορά. Ο μπάτσος φαινόταν εκπληκτικά νέος. Ήταν μεγαλόσω-μος και σε καλή φόρμα, αλλά στα μάτια του Γκρεγκ δεν φαινό-ταν καν να έχει βγει από την εφηβεία. Ήταν σχεδόν βέβαιος ότι η γυναίκα τού ’ριχνε άνετα καμιά δεκαριά χρόνια. Ο μπάτσος κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

«Λυπάμαι, κύριε», είπε η γυναίκα, και κοίταξε βιαστικά πίσω του.

«Υπάρχει πρόβλημα;» Ο Γκρεγκ γύρισε κι είδε μια πολύ πιο μικρόσωμη γυναίκα με καφέ ταγιέρ και φαρδύ παντελόνι. Το ραμμένο στα μέτρα της λευκό πουκάμισο ήταν ξεκούμπωτο στον λαιμό, έτσι ώστε η γραβάτα να γέρνει λίγο προς τη μια μεριά. Δεν φαινόταν να φοράει μακιγιάζ και τα μαλλιά της, κομμένα σε μεσαίο μήκος, ήταν σγουρά και κόκκινα.

«Είμαι η υπαστυνόμος Πριμιάνο, του 20ου αστυνομικού τμήματος». Έδειξε το πορτοφόλι με το σήμα της. «Είπατε κάτι σχετικά με μια γυναίκα;»

«Εξαφανίστηκε».«Πώς;»«Την άφησα σ’ εκείνη τη γωνία. Πήγα να παρκάρω το αυ-

τοκίνητο. Την προσπέρασα κι έκανα τον γύρο του τετραγώνου και πάρκαρα στην 67η. Είχε ραντεβού στις δέκα και σαράντα πέντε, κι όταν την άφησα κατευθυνόταν προς τα ’δώ, βαδί-ζοντας κατευθείαν προς το μέρος σας, αλλά πήγα μέσα και η ρεσεψιονίστ λέει ότι δεν φάνηκε ποτέ. Μού πρότεινε να δω

Page 8: Jack Ketchum, Δικαίωμα στη ζωή

20

στο καπνοπωλείο ή στο φαρμακείο, αλλά μόλις κοίταξα και στα δύο και δεν είν’ εκεί. Δεν είναι του τύπου της. Άμα η Σάρα πει ότι θα κάνει κάτι, το κάνει. Έπρεπε να βρίσκεται επάνω».

«Μπας και τσακωθήκατε; Μήπως καβγαδίσατε για κάτι;»«Όχι, προς θεού. Μια χαρά είμαστε».Ένιωσε να κοκκινίζει μόλις ξεστόμισε εκείνη τη φράση. Δεν

ήταν μια χαρά. Όχι εκείνη τη μέρα.Αλλά αυτή ήταν δική τους υπόθεση.Η γυναίκα τον περιεργάστηκε για μια στιγμή κι έπειτα

έγνεψε με το κεφάλι. «Έλλα, έχε τον νου σου εδώ για λίγο, εντάξει; Ντιν, ρώτα τον κόσμο, και δες αν την αντιλήφθηκε κα-νένας. Το όνομά σας, κύριε;»

«Γκρεγκ Γκλόβερ».«Από εδώ οι αστυφύλακες Καλτσάς και Σπέιντερ. Πάμε

πάλι μέσα, κύριε Γκλόβερ».

Η υπαστυνόμος ανέκρινε τη ρεσεψιονίστ και τη νοσοκόμα του Γουέλερ, κι έπειτα τον ίδιο τον γιατρό. Ήταν απότομη και συγκεκριμένη. Της πήρε το πολύ δέκα λεπτά, μα του Γκρεγκ του φάνηκε αιωνιότητα. Ο Γουέλερ έσπευσε να επισημάνει πως αυτά συμβαίνουν μερικές φορές, ότι την τελευταία στιγμή κάποιοι αλλάζουν γνώμη. Και τι να τους πεις;

«Όχι η Σάρα», είπε ο Γκρεγκ. «Δεν θα ’κανε τέτοιο πράγμα. Δεν είναι δυνατόν».

Έπειτα ξαναβγήκαν έξω κι εκείνη ρώτησε τον νεαρό αστυ-νομικό, τον Καλτσάς, για τους διαδηλωτές.

«Τίποτα», της απάντησε. «Κανένας δεν την είδε. Ψιλοπρο-βληματίστηκα όμως μ’ έναν τους».

«Για ποιον λόγο;»«Μπορεί να ’ναι απλώς βλαμμένος, ξέρω ’γώ; Δεν μου

απάντησε αμέσως. Ίσως κάτι να μην πάει καλά».

«Ποιος είναι;»«Ο φαλακρός με το μούσι και το γαλάζιο μπουφάν. Με το

πλακάτ που γράφει ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΛΟΓΗ. Εκεί πέρα».

Ο Γκρεγκ τον κοίταξε. Μεσόκοπος, με μαλλί που αραίωνε, σουλάτσαρε ανάμεσα σε δύο μεγαλύτερές του γυναίκες δια-γράφοντας κάτι σαν κύκλο.

«Καλώς. Ξαναμίλα του. Πάρε το όνομα, τη διεύθυνση, τον αριθμό τού τηλεφώνου του. Αν μπορείς, βεβαιώσου ότι θα μείνει εδώ για λίγο, αλλά με το μαλακό. Εγώ θα πάω μια βόλ-τα με τον κύριο Γκλόβερ, να δω μπας και μπορέσουμε να την εντοπίσουμε στον δρόμο».

«Έγινε».«Έχετε καμιά φωτογραφία της; Της Σάρας;» Την έβγαλε απ’ το πορτοφόλι του. Ήταν η αγαπημένη

του, τραβηγμένη στις περυσινές καλοκαιρινές διακοπές στους δρόμους της Τζαμάικα του Βερμόντ, με φόντο τη λευκή και στολισμένη με γιρλάντες μπροστινή βεράντα του Πανδοχείου Τζαμάικα. Εκείνης ποτέ δεν της άρεσε να την τραβάνε φωτο-γραφίες και γι’ αυτό χαμογελούσε σα χαζή, αλλά στα μάτια του φαινόταν, και τότε και τώρα, υπέροχη έτσι που τα μακριά μαλ-λιά της πλαισίωναν κυματιστά το πρόσωπό της. Όλο τη φωτο-γράφιζε εκείνη τη μέρα, με μια αγνή, σχεδόν εφηβική ηδονή, ώσπου εκείνη υποχρεώθηκε να του βάλει κανονικά τις φωνές για να τον κάνει να σταματήσει.

Η υπαστυνόμος περιεργάστηκε τη φωτογραφία και του την ξανάδωσε. «Είναι πολύ όμορφη», του είπε. «Θ’ αρχίσουμε απ’ το αυτοκίνητό σας. Ίσως για κάποιον λόγο να σας αναζήτη-σε. Πού είπατε ότι παρκάρατε;»

«Πέρα στην 67η».Εκείνη άρχισε να βαδίζει αργά προς το κέντρο. Ταίριαξε το

Page 9: Jack Ketchum, Δικαίωμα στη ζωή

22

βήμα του με το δικό της.«Είναι τρέλα», της είπε. «Δεν εξαφανίζονται έτσι οι άν-

θρωποι».«Όχι, κύριε. Δεν εξαφανίζονται έτσι», του είπε. «Νομίζω

ότι θα τη βρούμε».Και βέβαια θα την έβρισκαν, σκέφτηκε εκείνος. Έπρεπε

να υπάρχει κάποια φυσιολογική εξήγηση. Ίσως να ’χε δίκιο ο γιατρός. Ίσως ο Γκρεγκ να μην την ήξερε τόσο καλά όσο νό-μιζε. Ίσως ήταν καθισμένη μπροστά σ’ ένα φλιτζάνι καφέ σε κάποιο εστιατόριο ένα δυο τετράγωνα μακριά, κι αναρωτιόταν αν έπρεπε τελικά να τα περάσει όλα αυτά, κλωθογυρίζοντάς το μονάχη στο μυαλό της.

Ποτέ δεν ακυρώνει ραντεβού την τελευταία στιγμή και ποτέ δεν αργεί. Δεν είναι μυστικοπαθής και ποτέ δεν μου είπε ψέματα και δεν είναι δειλή.

Όχι, κάτι δεν πάει καλά.Το ξέρεις, ρε γαμώτο, πως κάτι δεν πάει καλά.Ένιωσε το εξωπραγματικό της όλης κατάστασης να τον

διαβρέχει απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια και για μια στιγμή ένιωσε ζαλάδα, λες κι ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει. Πριν από είκοσι λεπτά έψαχνε για θέση να παρκάρει, για ελεύθερο παρ-κόμετρο, κατατσακισμένος απ’ τις τύψεις για ό,τι ετοιμάζονταν να κάνουν. Τώρα βάδιζε και κοιτούσε μέσα από βιτρίνες κα-ταστημάτων, κοιτούσε ανθρώπους που έβγαιναν από εισό-δους, διαβάτες που περνούσαν, την κοσμοπλημμύρα και την αναμπουμπούλα της Νέας Υόρκης. Αναζητούσε μια φευγαλέα εικόνα της. Βαδίζοντας με έναν ρυθμό που του θύμιζε σούρ-σιμο, ενώ εκείνος ήθελε να τρέξει, να κοιτάξει μεμιάς παντού. Μπάτσοι είχαν έξαφνα μπει στη ζωή του, ενώ μέχρι τότε δεν του ’χε δοθεί ποτέ η ευκαιρία να πει έστω και δέκα κουβέντες σ’ αστυνομικό. Κι αυτή η αστυνομικός, αυτή η δυναμική και

μεθοδική νεαρή γυναίκα ήταν πλέον η σανίδα σωτηρίας του, ο μοναδικός πιθανός σύνδεσμός του με τη Σάρα. Έξαφνα ένιωσε απίστευτα εξαρτημένος, λες και η ζωή του είχε μόλις ξεφύγει απ’ τα χέρια του και είχε προσγειωθεί στα δικά της χέρια, στα χέρια μιας άγνωστης.

Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά.Δεν εξαφανίζονται έτσι οι άνθρωποι. Εκτός αν το θέλουν.Ή εκτός αν τους βοηθήσει κάποιος.Θέλουν δεν θέλουν.