Greek Krhth

51
ανακούρκουδα : ανάσκελα αγλάκι : τρέξιμο αθιβολή : σκέψη, κουβέντα, συζήτηση, (π.χ. Είχα την αθιβολή σου) άθος : στάχτη αλάργο : μακριά αμπλά : αδελφή αναγκεμένοι : αυτοί που υποφέρουν ανάδια : απέναντι ανάπλα : κουβέρτα αναστορούμαι : θυμάμαι αναβόλεμα : ανήφορος αντέτι : συνήθεια απόγι : δροσούλα απόις : μετά αργαντινή : εσπέρα αρίδι : τρυπάνι ατσέλεγος : σπουργίτης αφορούμαι : υποψιάζομαι αφόρεση : υποψία αφρουκούμαι : ακούω με προσοχή άχνα : σιωπή άβγαρτος : ανεπεξέργαστος άβρια : στείρα αβρυά : βρύα αβρυάζω, οβρυάζω : γεμίζω βρύα αβρυοκάλαμα : καλάμια που φυτρώνουν στα βρύα αγαλιανά : σιγανά , τρυφερά αγγίνιος : ανέγγιχτος αγγουροξυπνώ : ξυπνώ πρόωρα άγγουρος : νέος αγιοκωσταντινάτο : σπαθί που κατασκευάστηκε επί Μ.Κωσταντίνου αγιοκωστάντινο : βυζαντινό χρυσό νόμισμα(του Μ. Κων/νου), σύμβολο της χριστιανικής ευλάβειας αγκαλιές : αγκαλιές σιτηρών αγκανάρω : υποχρεώνω άγκριγιος , άγκριος : άγριος αγρίμι : κρητικός αίγαγρος, κρι - κρι αγριμολόγος : κυνηγός αγριμιών αγριμολογώ : κυνηγώ αγρίμια άγωμε : πήγαινε αδερφοχτός : αδερφοποιτός, συνδεδεμένος με βαθιά φιλική αγάπη αδικοθανατίζω : πεθαίνω άδικα,βίαια,αναπάντεχα, αδικοσκοτώνω, πεθαίνω από βίαιο θάνατο αδυνατός : δυνατός αεροκαθίστρα : αεροδρόμιο αζιγανεύω : αδικώ αζιγανιά : αδικία αζωντανός : ζωντανός αηδονισμός : το θείο τραγούδι τησ υφάντρας

Transcript of Greek Krhth

Page 1: Greek Krhth

ανακούρκουδα : ανάσκελααγλάκι : τρέξιμοαθιβολή : σκέψη, κουβέντα, συζήτηση, (π.χ. Είχα την αθιβολή σου)άθος : στάχτηαλάργο : μακριάαμπλά : αδελφήαναγκεμένοι : αυτοί που υποφέρουνανάδια : απέναντιανάπλα : κουβέρτααναστορούμαι : θυμάμαιαναβόλεμα : ανήφοροςαντέτι : συνήθειααπόγι : δροσούλααπόις : μετάαργαντινή : εσπέρα

αρίδι : τρυπάνιατσέλεγος : σπουργίτηςαφορούμαι : υποψιάζομαιαφόρεση : υποψίααφρουκούμαι : ακούω με προσοχήάχνα : σιωπήάβγαρτος : ανεπεξέργαστοςάβρια : στείρααβρυά : βρύααβρυάζω, οβρυάζω : γεμίζω βρύααβρυοκάλαμα : καλάμια που φυτρώνουν στα βρύααγαλιανά : σιγανά , τρυφεράαγγίνιος : ανέγγιχτοςαγγουροξυπνώ : ξυπνώ πρόωραάγγουρος : νέος

αγιοκωσταντινάτο : σπαθί που κατασκευάστηκε επί Μ.Κωσταντίνουαγιοκωστάντινο : βυζαντινό χρυσό νόμισμα(του Μ. Κων/νου), σύμβολο της χριστιανικής ευλάβειαςαγκαλιές : αγκαλιές σιτηρώναγκανάρω : υποχρεώνωάγκριγιος , άγκριος : άγριοςαγρίμι : κρητικός αίγαγρος, κρι - κριαγριμολόγος : κυνηγός αγριμιώναγριμολογώ : κυνηγώ αγρίμιαάγωμε : πήγαινεαδερφοχτός : αδερφοποιτός, συνδεδεμένος με βαθιά φιλική αγάπηαδικοθανατίζω : πεθαίνω άδικα,βίαια,αναπάντεχα, αδικοσκοτώνω, πεθαίνω από βίαιο θάνατοαδυνατός : δυνατόςαεροκαθίστρα : αεροδρόμιοαζιγανεύω : αδικώαζιγανιά : αδικία

αζωντανός : ζωντανόςαηδονισμός : το θείο τραγούδι τησ υφάντραςαθός : ανθός, λουλούδιαθότυρος,αθοτυρί : Κρητική μυζήθρααιδάρω,αιδέρνω : βοηθώαιτός,σταυραϊτός : μεταφορικά,ο αδούλωτος επαναστάτης/το περήφανο πουλί ως σύμβολο ελευθερίαςκαι ανεξαρτησίαςάκλερος : άτεκνος,χωρίς απογόνουςάκρα : η άκρη του κρεβατιού/ακρογιάλιακρογέροντας : υπερήλικοςαλάι : ακολουθία,συντροφιά, παρέααλάλητο : κουράδι, κοπάδι που δεν το οδηγεί ο βοσκόςαλάργα,αλάργο : μακριάαλάργος(επίθ.) : μακρινός

Page 2: Greek Krhth

αμαδολογώ : ρίχνω, πετώ κάτι όπως τις αμάδες στο ομώνυμο παιχνίδιαμάλαργος : καθαρός

αμάχη : έχθρα, μίσοςαμεταγάερτος : ο άνευ επιστροφήςαμολέρνω : αφήνω, ελευθερώνωαμπασιαδόρος : απεσταλμένοςαμπασωπός : αργός, αργοκίνητοςαμπελικός : αγροφύλακαςαμπελότραφος : περίφραγμα του αμπελιούαμπολιάζω : διαλέγω, βάζω στο μάτι, προτιμώαμπολιάρικος : αμπολιάρης αγαπημένοςαμπωχτέ : σπρωξιάαναβαστώ : υποβαστάζω,στηρίζωαναβόλι : το μαξιλάρι του νεκρούαναβολιάζω : σαβανώνωαναγυρισμένος : αξιοτιμημένος,ένδοξος,ξακουσμένοςαναδακρυώνω : δακρύζω, βουρκώνω

αναζένω : ξαναζεσταίνω,βράζω το γάλα και φτιάχνω τυρίαναζετό : είναι το παρασκεύασμα γάλακτος και πυτιάς(μαγιάς) από το οποίο βγαίνουν διαδοχικά ή μαλάκα(μαλακό τυρί) και ο αθότυρος(μυζήθρα)αναθιβάλλω : αναφέρω,μνημονεύωαναθρεφτός,-ή : ψυχογιός, ψυχοκόρηαναθυμίζομαι : ξαναθυμάμαι, επαναφέρω στην μνήμη μουανακαίρωμα : αλλαγή του καιρού, τησ διάθεσης, αναταραχήανακολλούμαι : προσκολλώμαι,παίρνω από κοντάανάλλαγος : αυτός που φοράει βρώμικα ρούχααναλύω : βγάζω τεχνικώς το μετάξι του μεταξοσκώληκααναλώνω : ψάχνωαναμαζωξιάρης : αυτός που έχει έρθει από άλλο τόπο, ο ξενομερίτηςαναμεσώς : ανάμεσααναμπούκωμα : οι πτυχές των ανασηκωμένων ρούχωναναμπουκώνομαι : σηκώνω τα μανίκια μου, ανασκουμπώνομαιαναντρανίζω, ανεντρανίζω : σηκώνω τα μάτια

αναντράνισμα : το σήκωμα των ματιώναναπαθιώ : μπαινοβγαίνω, κυκλοφορώ ελεύθερα, προκλητικά, προσβλητικά σε ξένη περιουσίααναπλέκομαι : ξεμπλέχω και ρίχνω κάτω τα μαλλιά μου(εις ένδειξη πένθουςαναράφτω : μπαλώνωαναρωτώ : ρωτώ/ανακρίνωανασέρνω, ανασύρω : βγάζω/βγάζω νερό από το πηγάδι/πηγαίνω από τις εκβολές ποταμού προς την πηγή του/ανεβαίνω, αναρρίχομαιαναστεναμένος : καημένος, ταλαίπωροςανατέλλω : εμφανίζομαι/περνώ,διαβαίνωανάτριχα : από τους πρόποδες προς στην κορυφή του βουνούανατριχώ : τρέμω,φοβάμαιανακουφώνω : ανασηκώνομαι,ανυψώνομαι ώστε να σχηματιστεί τρύπαανελεήμονα(επίρρ.) : ανελέηταανεμαζώνουμαι : συγκεντρώνομαιανεμοκυπλοπόδης : ταχύτατος σαν άνεμοςανεριάζομαι,ανεδιάζομαι : αντιλαμβάνομαι,διαισθάνομαι,παίρνω είδηση

ανημένω : περιμένωανιβουλής : χωρίς τη θέληση, την άδεια, την συγκατάθεσηανιτερί : χιτώναςάνομη,ανομιά : παράνομη/αυτή που παραβαίνειτους ηθικούς κυρίως νόμουςαντένες : τα συρματόσκοινα που στερεώνουν και συγκρατούν τα κατάρτια του πλοίουαντηρούμαι : διστάζω, φοβάμαιαντιγαέρνω : επιστρέφω(βλ. και γαέρνω)αντιγιαγερμός : επιστροφή

Page 3: Greek Krhth

αντικομμός : καθορισμός της τιμής, εκτίμισηαντικουμπίζω : στηρίζομαιαντιλογούμαι : αντιλέγω, αντιμιλώαντίντερο : αντίδωροαντιπέρατο : το μέρος του παραστάτη της πόρτας όπου προσαρμόζεται ο περάτης(μάνταλο)αντίπυτος(κατά μετάθεσιν: αντίτυπος) : αντί γιααντίσκαιρου : τη μεθεπόμενη χρονιά

αντρίστικος : αντρικός,αντρίκιοςαντρίτσι : αντράκι, παλικάριαντροκαλίζομαι, αντροκαλιούμαι : προκαλώ κάποιον σε αγώνα, πάλεμα, καβγάαντροκάλιο : αντροκάλεσμα πρόκληση σε αγώνα, πάλεμα, καβγάαντρομαχισμένος : καταϊδρωμένος, κατάκοποςανύχι : νύχιαξαρμάτωτος : ξαρματωμένος άοπλοςαόρι : όρος, βουνόαπάκι : καπνιστό κρέας, κυρίως χοιρινό ψαρονέφρι, κομμάτια χοιρινό κρέας, εμποτισμένο με μπαχαρικά και ξύδι και καπνισμένο σε χαμηλή φωτιά όπου διατηρείται όλο το χειμώνα.απακίαζω : σουφρώνω, μαζεύω, παίρνω την όψη καπνιστού κρέατοςαπαλεύγω : παλεύωαλεκατρίδες : πεντόβολα (π.χ. παλαιό παιχνίδι που παιζόνταν με πέντε βόλους)απάλιο : πάλεμααπανορά : δεύτερη ουράαπαντέχω : ελπίζω, προσδοκώ, περιμένω

αναβιάζει : η συννεφιά φεύγει και έρχεται η καλοκαιρίααπομοχλιάσματα : κατά το σούρουποαπαντονιάρω : αφήνω, εγκαταλείπωαρπώ : αρπάζω βίαιααπαντοχή : ελπίδα, προσδοκίαασκιανάδα : ίσκιοςαπανωγίγλι : δερμάτινη λωρίδα με την οποία δένεται η πατανία που μπαίνει επάνω στο σαμάριαπανωζεύλια : σιδερένιες περόνες οι οποίες συγκρατούν τις ζεύλες πάνω από τους τράχηλους των ζώων που οργώνουναπανωμέρι : ορεινό μέροςαπανωπρούκια : ΄συμπληρωματική, πρόσθετη προίκααπάρθενος : παρθένος, αγνόςαπατός : εγώ, εγώ ο ίδιος, μόνος μουαπηλο(γ)ή : απαντώαπηλοούμαι : απαντώαπής,απήτις : αφού, όταν

αποβγάνω : αποστέλλω/κατευοδώνωαπόγραμμα : γράμμα, επιστολήαποδέλοιπος : υπόλοιποςαποδέχομαι : υποδέχομαιαποδιαντρέπομαι : αποβάλλω την ντροπή,γίνομαι αναίσχυντοςαποδιαφωτίσματα : χαράματα, ξημερώματααποδιαφωτω(στο γ΄πρόσ.) : χαράζει η μέρα , ξημερώνειαποδίδω : καταντώαποδόματα : έσοδα, κέρδηαποζυγώνω : κυνηγώ, καταδιώκωαπόι(το) : πρωινή(κυρίως)ή βραδινή υγρασία, δροσιάαπόι(ς) : απός έπειτααποκάμνω : τελειώνωαποκατασταλάσσω : αποκαθίσταμαι,καταπαύω,κοπάζωαπόκειας τωνε κάνει : έπειτα τους δείχνεινα εννοήσουν

απόκλιτος : με σκυμμένο το κεφάλι, θλιμμένος

Page 4: Greek Krhth

αποκόβγω : ολοκληρώνω, αποτελειώνωαπόκομμα : απομεινάριαποκοτώ : αποτολμώαποκυνηγώ : καταδιώκωαποκωλώνω : φεύγω, απομακρύνομαιαπολαγωνεύγω : σταματώ,τελειώνωαναχασκίζομαι : χασμουριέμαιαποσετερεμό : τελειωμόακριμάτιστος : χωρίς κρίματα, χωρίς αμαρτίεςανάκαρα : δύναμηάμπως με : άφησέ μεαρόλιθοι : βράχοι ασβεστολιθικοί με κοιλώματαάτζεμπα : άραγεατζούμπαλος : ατημέλητος, απρόσεκτα ντυμένος, κακοντυμένος

απομεινάρικοι : αυτοί που έχουν μείνει.αγγίνιο ρούχο : καινούργιο ρούχο , αφόρετοαπολαλώ : φέρομαι άσχημα σε κάποιον, διώχνωαπολαργάρω : απομακρύνομαιαπολέρνω, απολάρω : αφήνω, ελευθερώνωαπομελισσίδι : δεύτερης ποιότητας μέλι και κερί που απομένει μετά τη μελιτοεξαγωγήαπομονή : υπομονήαπονεστινιάρω : αποκαθιστώαποπερωθιό(επίρρ.) : λίγο παραπέρααποπισωθιό(επίρρ.) : αποπίσωαποπωειμένο : αποειπωμένοαπορπισμένος : απελπισμένοςαποσκυβαλίδια : τα σκύβαλα των σιτηρών(σκύβαλο: ό,τι απομένειαπό το κοσκίνισμα)αποσπέρας (επίρρ.) : το βράδυαποστειρώνω : στερεύω

αποστολίζομαι : τελειώνω τον καλοπισμό μουαποσφαλίζομαι : αποκλείομαι,πολιορκούμαι/κλείνομαι στο σπίτι/θάβομαιαποτριβίδα : το ψωμί που γίνεται από τα υπολείμματα της ζήμηςαποτσακίζω : στρέφω τα ζώα του κοπαδιού προς άλλη κατεύθυνσηαπού(πρόθεση) : απόαπού(αναφ. αντωνιμία) : όπου, οπούαποφυρώ : στερεύωαποχύνομαι : απομακρύνομαι γρήγορααπύρι : θειάφιαραγός : μικρό ασκίαράθυμος : ευέξαπτος, οξύθυμοςαραμένος : αγκυροβολημένοςαραχνιώ : αραχνιάζωαργά(ς) : το βράδυαργά ταχιά : βράδυ και πρωί

αργαλίτσα : αργαλειόςαργαστήρι : μαγαζί,εμπορικό κατάστημα/αργαλειόςαργυρογανωμένος : επάργυροςαργυρομανιασμένος : με ασημένιο περιλαίμιοαρδάχτι, αδράχτι : όργανο για το κλώσιμο του μαλλιούαρδαχτύλινας : αγριάγκαθοαθρούνι : ρουθούνιαρίθμητος : αναρίθμητος , αμέτρητοςαρίφνητος : αναρίθμητος,αμέτρητοςάρκαλος : ασβόςαρκομπούζι : παλαιό εμπροσθογεμές ντουφέκιάρμενα : τα ξάρτια του ιστιοφόρου(κατάρτια, πανιά, σκοινιά)

Page 5: Greek Krhth

αρμί, αρμός : κορυφογραμμήαρνεύω : παρηγορούμαι,παύω να κλαίωαρολιθάκι : μικρός λάκκος σε βράχο, όπου συγκεντώνει βρόχινο νερό

άρρα : άλλα(κατά τη Σφακιανή προφορά)αρραβώνας : το δαχτυλίδι των αρραβώνωναρραβωνεύγομαι : αρραβωνιάζομαιαρρωστάρης : άρρωστοςαρσενικό,ασερνικό : σερνικό παιδί, αγόριάρχος, άρχοντας : σύζυγοςασερνικό λιβανί : είδος λιβανιού με πολύ δυνατή οσμήασημοκαπνισμένος : επάργυροςασκέρι : σώμα στρατούασκί : αώμαασκιανιός : σκιερό μέρος, σκιάάσπρα : χρήματα,πλούτοςασπροσάκουλο : σακούλι όπου φυλλάσονται χρήματααστράφνω, αστράφτω : ρίχνω αστραπέςατζί : κνήμη,γάμπα

ατιμάζω : καταριέμαιατός : εγώ, εγώ ο ίδιος, μόνοςατσετάρομαι : καταδέχομαιαυλή : το σπίτιαφεδιά,αφεντιά : εσύ, αυτόςαφέης : αφέντης,κύριοςαφέντης,αφεντάκης : πατέρας, το αφεντικόαφόριος : καινούριος,αχρησιμοποίητοςαφρολογώ : αφρίζωαφρου(γ)κάζομαι, αφου(γ)κράζομαι : ακούω,υπακούωάφτω : ανάβωαχαμνοπιάνω : πιάνω μαλακάάχι(ς) : άχάχολος : αγαθός, καλόκαρδοςαχυλιά : στάχτη

αψηλορείτης : δυνατός σαν τα ψηλά βουνάαγγίνιο : το αφόρετο ρούχο,φόρεμααγλακώ : τρέχω γρήγορααγναντίζω : καταλαβαίνωαγγελίζω : είμαι όμορφος σαν άγγελοςαγριομολόος : ο κυνηγός των αγριμιώνάγιο πυργιό : το άγιο πύραύγι αργά : αύριο βράδυαγιαρντίζω : ξελογιάζωαζάπης : ο δυστυχισμένος, φίλος, σύντροφοςαθιβάλλω : έχω την κουβέντα σουάλεσμα : τα καθορισμένα σιτηράάλλη : δροσάάλλη δροσά : άλλο τίποτααλλάργο : πολύ μακριά

αμανέτι : το χρυσό δαχτυλίδι του γαμπρού για σημάδι στη νύφηάμε : πήγαινεαμπλέρνω : αφήνωαμέντι, το, έχω το αμέντι μου : προσέχω έχω το νού μουαμέρωτος,ο : ο άγριοςαμπώθω : σπρώχνωαμπωσθειά ή : η σπρωξά

Page 6: Greek Krhth

αμνώγω : ορκίζομαιανεμουχίζω : ανεκατώνω κάτιανάλεμα το : το ανάθεμαανέ : αν, εάνανάγκη : η αρρώστειαανεκουλουρίδα : το λοξοδρόμισμα, ο ανέγυροςανεμίζω : προαισθάνομαιανοιχτοχέρης : ο κουβαρντάς

αντάμι : μαζίανεβόλεμα : ο ανήφοροςανεμαλλιάρης : ανεμαλλιασμένοςανεμοτσάπουρο : η ανεμοθύελλαανεντρανίζω τα μάτια : υψώνω το βλέμμαανεστορούμαι : θυμούμαιαπατή σου : εσύαποδεινιάζομαι : δέχομαι κάτι με στεναχώριααλαργέρνω : απομακρύνομαιαπαντίχνω : συναντώαπόης, απίτης, απόκιας : πιο ύστερα, κι ύστερα, μετέπειτα, μετάαπηλογούμαι : απαντώαπό ντα δα θα κάμω το κολάι μου : από τώρα θα κανονίσω το τέλος σουαπονυστεργιά : στο τέλοςαντιρούμαι : διστάζω, φοβούμαι να κάνω κάτι

ανωνίδα : είδος μικρού θάμνουάξος : ο άξιοςαπολύσανε απο την εκκλησσά : τελείωσε η λειτουργίααπομισεμός : ο αποχωρισμόςαποσώνω : φτάνωαρμί : το ύψωμααροδαμός : ο τρυφερός βλαστόςαργόχειρο : ο αργαλειόςαργά : το βράδυαρισμαρί : το δενδρολίβανοασκαλντί : παρολίγοασκιανός : η σκιάατά : αυτού πέρααντζικανεύγω : είμαι πολύ τσιγγούνηςατουδά : αυτού πέρα

αφέη σύντεκνε : αφέντη σύντεκνεαφορδακός : ο βάτραχοςαχινοπόδι : ο αγκαθωτός θάμνοςαχεροβολίζω : ξεχωρίζω τα άχερα από τον καρπόΑυτή η γρά είναι λαδικό : έρχεται συνέχεια και μας ενοχλείαποδεινάζομαι : δέχομαι κάτι με στεναχώριααμέντι το, έχω ταμέντι μου : προσέχω, έχω το νου μουαμέρωτος : ο άγριοςανάλεμά το : το ανάθεμααποδεινίαζομαι : δέχομαι κάτι με στενοχώριααβγορίζω : βιγλίζω, βλέπω κάτι πέρα μακριάαγάλι, αγάλια : σιγά, σιγάαγγρίζω : ερεθίζωαγκούσα : στεναχώρια, θλίψηαγκουτσαχλάδα : αγριοαχλαδιά

άγναφτος : ακατέργαστος(δέρμα)αγριμόγες : άγριες αίγεςαδιάρω : βοηθώαδρομιάζω ή αντρομιάζω : πηγαίνω τα ζώα στη βοσκή

Page 7: Greek Krhth

αελιά : η αγελάδα που δεν ξεπερνά την ηλικία των 4-5 χρόνωναερινάδα : αεράκιαθοπιταρού : γυναίκα που κάθεται πολύ κοντά στο τζάκι, πάνω στη στάχτη, για να ζεσταθείακάτεχος : άπειρος, αδαήςακήδευτος : αφρόντιστοςακράνι : καρπός της κρανιάςακριμιός : ακριανόςακροκαλορεξίζω : αρχίζω να έρχομαι στο κέφιακρομεγαλώνω : αρχίζω να μεγαλώνωαλάδα : αγελάδααλάκερος : ολόκληρος

αλάλητος : αμέτρητοςαλαργαίνω : απομακρύνομαιαλάργος : μακρινόςαλάτσι : αλάτιαλλήλως των : μεταξύ τουςαματέ : νόημα με το μάτιαμάχη : έχθρααμουλέρνω : αφήνω, ελευθερώνωαμουντέρνω : επιτίθεμαιαμπουζιάζω : δένω τα τέσσερα πόδια ζώου, δένω γενικά κάποιον χειροπόδαρααναβάλουσα : η πηγή που έχει νερό μόνο το χειμώνααναγέρνω : ανασηκώνω, ανακατεύωαναθιβάλλω ή αναθιβάνω : λέγω, διηγούμαιανακαλιώ : καλώ, φωνάζωανανογούμαι : καταλαβαίνω

ανάπλαγο : πλαγιάαναντρανίζω : σηκώνομαι, παίρνω κουράγιο, θάρροςαναπνιά : αναπνοήαναραφτερός : μπαλωμένοςαναχασκίζω : ανοίγω το στόμα να μιλήσωανέγνοιος : ξένοιαστοςανέγνωρος : άγνωστος, άσημοςανεμική : δυνατός αέρας, θύελαανεμοκύλι : ανεμοστρόβιλοςανηβουλής : χωρίς το θέλημαανιστορώ : διηγούμαιαντάμα : μαζίαριφνώ : περιμένωαντζές : γάμπεςαντιδονώ : αντηχώ

αντιλαψίδες : ανταύγειεςαντισκαρίζω ή αντισκαρώ : αντιστέκομαι, κρατάω κόντρααπάλια : διαμάχη, πάληαπαντώ : συναντώ, αποκρίνομαιαπανοβάνω : εξωθώαπακούω : υπακούωαπηλογιά : απάντησηαπής : από τότε πουαποβολές : ίχνη ζώουαπόγι ή απόι : δροσιά, αγιάζιαποδιαβαίνω : φεύγωαποκαρώνω : παγώνω,ξυλιάζωαποκαωμός : αποκαμωμένοςαποκοτιά : θράσος, τόλμηαποκρούμαι : αποκρίνομαι

Page 8: Greek Krhth

αποκολώνω : απομακρύνομαι,εξαφανίζομαι από το οπτικό πεδίοαπομονάρος : εκείνος που έμεινε μόνοςαπομουντώνω : σκοτεινιάζωαποξενοιάζω : ξενοιάζω, δεν περιμένωαποσπεροπάς : αποβραδύς, την ώρα που βραδιάζειαποφανίζω : περιποιούμαι τους επισκέπτεςαποφκαιρνώ : φύρομαι, εξαντλούμαι, αδειάζωαπυριού : θειαφιούαργοσέρνω : αργοπορώαργουτάρικος : επίτηδες φιαγμένοςαγνάρω : νιώθωαρδινιάζω ή ορδινιάζω : τακτοποιώ, διευθετώαρθούνια : ρουθούνιααρματιά : αρμαθιάαρμηνεύω ή ορμηνεύω : συμβουλεύω

αρμήνια ή ορμήνια : συμβουλήασκιάζω : σκιάζωασκιά : η σκιάασκελές : διασκελιέςαδιαφόρευτος : αυτός που δεν φέρνει όφελοςασκοφυσητό : θυμωμένο ρουθούνισμαασκοφυσώ : ρουθουνίζω, θυμωμένααγριομαδαρίτης : ο βουνίσιοςασφεντιλολίβαδο : λιβάδι με ασφοδελούςασφεντουρίδι : εκσφεντονισμόςασφεντουρώ : εκσφεντονίζωαφρουκώ, αφρουκούμαι : αφουγκράζομαι, ακούωάχις : άχαχός : θόρυβος, φασαρίαακοντεμός : συγκράτημα, σταμάτημα

ακράτος : γνήσιος, ανόθευτος, διαλεκτόςανεδιάζω : παρουσιάζωανεζητώ : λαχταρώ να συναντήσωαξώνω : αξιωθώ, αξιώνομαιαποκαθαρίδι : τα άχρηστα τωμ καρπών και των λαχανικών που μένουναπογέρνω : φεύγω και κρύβομαιαποκλάδι : παρακλάδιανηφοράς : καπνοδόχοςανερωτίδια : επίμονες ερωτήσειςανοιχτοκουταλάτος : με πλατιές ωμοπλάτεςανουκατίζω : ανακατώνω, αναποδογυρίζωαντιφεγγίδα : λάμψη, αναλαμπήαποχτενίδια : τα μαλλιά που μένουν στην χτέναάργητα : αγροπορίααρισμαρόβιτσα : κομμάτι ξύλο από αρισμαρί δηλαδή δεντρολίβανο

αρνεμός : ψυχικό γαλήνεμααρχινώ : αρχίζωατζαμής : αρχάριοςατζαράς : αυτός που έχει χοντρές γάμπεςατζαρού : αυτή που έχει χοντρές γάμπες.αρθούνι : ρουθούνιαφτούκλα : μεγάλο αυτίαχεροσακκούλα : σακούλα στην οποία μπαίνουν άχερα.αδυνατή : δυνατήαβάτζα : περίσσα

Page 9: Greek Krhth

αγκίνιο-απαγκινιού : καινούργιο-εξαρχής καινούργιο, εξολοκλήρου καινούργιοαγκιλώνω : τσιμπώ, ερεθίζωαγλάκι, γλάκι,γλακώ : τρέξιμο, τρέχωαθώ : ανθώαθιβολές : αναφορές στο παρελθόν(κυρίως) για πρόσωπα και καταστάσεις

ανάντια : ενάντια, αντίθεταακατίταγος : ζωηρός,ανυπόταχτος,ανυπάκουοςαλαβάρι : άλλωστεαλάργο, αλαργάρω : μακρυά, απομακρύνομαιαμάλαγος : ακέραιος,ατόφιος,απείραχτοςακριβή : πολύτιμηαμάθια : μάτιαανυφαντού : υφάντριααποκλαμός : κλωνάρι, πλοκάμιαποστροφές : επικράτεια κάποιουαπού : που, αλλά και απόάμοιαστα : αταίριαστα, απρεπήαμπούνια : έχθρα, μανία, κρυφό μίσοςαναθροφάρια : νεογέννητα(κυρίως) στα πρόβατα, αλλά και κάθε ζωντανό που ανατρέφεταιαναθροφίκια : η περίοδος της ανατροφής αλλά και η διαδικασία της ανατραφής

αναλαμπή : λεπτόκλωνοςθάμνος για προσάναμα, αντιλάμψιμααναβολέματα : ανηφοριέςανακατερός ή ό : ανηφοριέςανακατερός : ανάμικτοςαβγόκουπα : τσόφλι αυγούαυγουλίλα : μυρωδιά αυγούαυγουλοστομαχιά : ξινίλα του στομαχιάαβδέλιασμα : ασθένεια ζώωναβίζω : προειδοποιώαναράφτω, ναράφτω : επιδιορθώνω,σχισμένα ρούχα, μπαλώνωαγάερτος : αγύριστοςαγαλατσίδα : γαλατσίδααναπιάνω-αναπιασμένο : αποκτώ με την αξία μου, δημιουργώ τη μαγιά που θα αποδώσει κάποιο μελλοντικό όφελοςαγγελασκιάζομαι : βλέπω οράματα για τον θάνατό μουανατυλιγαδίζω : φέρνω και ξαναφέρνω στο νού

αγγριγιεύω : εξαγριώνομαι, γίνοαμι πολύ άγριοςαγιάζω : καλημερίζωαγίδα : συμπαράσταση, βοήθειααγιουτάρω : βοηθάω, ενισχύωαξανάκολα : ανάποδα, αντίστροφααποκοθιά-αποκοτώ : απόφαση, αποφασίζω, τολμώαγκανάδος : αγανακτισμένος, εξοργισμένοςαγκαλέ : η αγκαλιάαγοΐζω : παρεκτρέπομαιαργά-ταχειά : βράδυ-πρωίαργοκεντώ : σιγοκαίγομαιαγρουλίδα : μικρή αγριελιάαράσσω : επιτίθεμαι, κινούμαι με επιθετική διάθεση, σπεύδω με λαχτάρα προς κάποιονάραχνο : αραχνιασμένοαρμηνειά : ερμηνεία, εξήγηση, συμβουλή, καθοδήγηση

αρμεγά : το άρμεγα των προβάτωναρνεύγω : ηρεμώ, ησυχάζωάβρια λαφίτσα : η στείρα ελαφίτσααγγήνιο : αμεταχείρηστο, νέο, καινούργιοάγομε : άμε, πήγαινε

Page 10: Greek Krhth

αλάϊ : πλήθοςαρχινίζω : αρχίζω, ξεκινώαμάραντος : είδος άγριου θάμνουατζιμπραγά : δίδυμααυλακιά : το αυλάκωμα που αφήνει το αλέτρι στο όργωμααμπατονιάρω : αφήνω, εγκαταλείπωαμπωλτέ : σπρωξιάανελεήμονα : χωρίς έλεοςαβαρεσά : ντεμπελιά, οκνηρίααβγανιά : συκοφαντία

άβιος : άτεκνος, στείροςαβγάζομαι : θυμώνω, αγανακτώαγαναχτώ : καταβάλλω μεγάλη προσπάθειαάγαντα : έχε κουράγιοαγγειάδες : λέρες, βρωμιέςαγγέλαμος : είδος άγριας βρώμηςαγιάρι : έλεγχος ακρίβειας μέτρων και σταθμώναγιοδημητράκι : χρυσάνθεμοαγκαθίτης : είδος μανιταριούαγκανάριση : υποχρεώνομαι να κάνω κάτι παρά τη θέλησή μουαγκομαχητό : βογκητό από δύσπνοιααγοϊσμένος : έξαλλος, εκτός εαυτούαγουμέντο : πρόοδος, προκοπήαγριάκονο : ακόνι χωρίς λεία επιφάνειααμανίτης : μανιτάρι

αγριαμανίτης : άγριο μανιτάριαγριοασφεντυλιά : άγριος ασφόδελοςαργιλός : η άγρια ελιάαγριόβιολα : άγρια βιόλααγριοξανοίγω : κοιτάζω κάποιον με άγριο βλέμμααγριοίκητος : ο ανηπάκουος, αυτός που δεν παίρνει από λόγιααδιαφόρετα : μάταια, ανώφελαάδολος : ανόθευτος, αγνόςάδουλος : αυτός που δεν έχει συνηθίσει να δουλεύειαζάτι : ελεύθερος, ασύδοτος, ανεξέλεγκτοςαερινός : δροσερός, ευάεροςαζάς : ο πρόκριτοςαζουδιά : κακοτυχία, γρουσουζιάάζουδος : άτυχος, άμοιροςαζωντανεύγω : ζωντανεύω

αθάλια : ποικιλία αμυγδάλωναθάνατος : γνωστό φυτό αιωνόβιοάθερο : αθέριστοαθιβόλεμα : ανιστόρημααθίζω : πάνω στην άνθιση, πάνω στην ακμή τουαθόγαλο : η τσίπα του γάλατοςαθότυρος : τυροκομικό προϊόναθούμαλη : η χόβολη, η ζεστή στάχτηαθρωποσύρνω : προέρχομαι , κατάγομαι, ποκρατώαϊπλίκι : ψεγάδι, ελλάτωμααϊράνι : πολύ λεπτό, είτε από το πέρασμα χρόνου είτε από τον τρόπο ύφανσηςακάμωτος : ανώριμος, άγουρος, αγήνωτοςάκαρδος : σκληρός, άσπλαχνοςαλατίζω : βάζω αλάτι

Page 11: Greek Krhth

αλατσερό : το δοχείο που φυλάσσεται το αλάτι

αλαφρύς : ελαφρύςαλάφρωση : ανακούφησηαλέστα : επίθεση, έφοδοςαλησμονιά : δεν λησμονώ , δεν ξεχνώαλιάδα : η σκορδαλιάαλιάετος : είδος γυπαετούαλικοντίζω : παρεμποδίζω, βάζω δυσκολίεςαλιμπερτά : ελευθερία, έλλειψη ελέγχουαλίπαρος : άγευστος, ο μή νόστιμοςαλίσι-βερίσι : δοσοληψία, η εμπορική συναλλαγήαλλαγωγή : η ευπρέπεια, η σωστή συμπεριφορά, ο σωστός χαρακτήραςαλλαξοστρατίζω : αλλάζω δρόμοαλλοτινά : άλλες μέρες, άλλες εποχές, άλλοτεαλυσίδι : το αλώνισμα χωρίς βωλόσυροαλυφαντής : ο ανυφαντής

αμαθιά : το βλέμμα, η ματιάαμαλαγάδα : η απόλυτη καθαριότητααμασκάλη : η μασχάληαμάχι : ενέχυροαμέτη-μουχαμέτη : οπωσδήποτε, ούτως η άλλωςαμοναξά : η μοναξιάάμοχρος : τρυφερός, αγνός, αμέστωτοςαμολαρητός : ελεύθερος, αμολυτόςάμπασος : βραδύς, οκνόςαμπολιάρης : ο εκλεκτός, ο αγαπητός, ο ερωμένοςαμπωθιά : απώθηση, σπρώξιμοαμυγδαλόψιχα : ο καρπός του αμυγδάλουαναβάτης : εξάρτημα νερόμυλουαναγκεμένος : εξαγριωμένοςαναγκεμός : η κατάσταση εξαγρίωσης

ανάμελος : ανέμελοςαναμεσάδα : το ενδιάμεσοαναμερίζω : παραμερίζωανάμισυ : ένα και μισόαναμπαλώνω : βάζω μπάλωμα πάνω σε ένα άλλοαναπαγή : ανάπαυση, η ηρεμία, η γαλήνηανάρια : αραιάανάραχο : το πεπρωμένο, το ριζικόανεβολάδα : η ανηφοριάανεβολεύγω : ανηφορίζωανέγλυτος : άγαμοςανεζήτηξη : η νοσταλγία , νασταλγώ, επιθυμώ κάτι πολύ έντοναανεκατωσούρα : φασαρία, σύγχυσηανέκοπα : χωρίς κόποανεμεταξύ : μεταξύ δύο πραγμάτων

ανεμίζομαι : διαισθάνομαι, νιώθωανεμογάμης : είδος κρητικού γερακιούανεμόλογα : ανοησίες, βλακείεςαβανιά : βαρειά φορολογιά, άδικο κατάχρηση εξουσίαςαβίζο : ειδοποίησηάβλαβα : χωρίς βλάβηαγάλια, αγάλι : αργά, σιγάαγάπη : ειρήνηαγάς : αρχηγός, κύριος, επικεφαλής, τίτλος για αξιωματούχους του στρατού και του παλατιού

Page 12: Greek Krhth

αγγειό γυάλινο : είδος χειροβομβίδαςαγιάτρευτος : αθεράπευτοςαγιούτο : βοήθειααγκάλη : είδος πολεμικής μηχανής με τροχούςαγριεύομαι : αγριεύω, αγριωμένοςαδέ : αν όχι

αδειά, άδεια : ευκαιρία, δυνατότητααδικεύγω : αδικώαδράχνω : αρπάζω, έδραξεαδυναμίζω : αδυνατίζω χάνω το ηθικό μουαδυνατοκτίζω : φτιάνω οχυρόαζιγανεύγω : εξαπατώαθετώ : παραβαίνωαίδα : βοήθειααιδάρω : βοηθώακέριος, άκερος : ολόκληρος, ακέραιοςακριμνιός : που είναι στην άκρηάκταφα : τα βάθη της γηςακτινολαμπροστόλιστος : ακτινοστολισμένοςαλαλά : πολεμική κραυγή των Τούρκωναλαφρώνομαι : ανακουφίζομαι, αλάφρωση

αληθοσύνη : αλήθειααλί : αλοίμονοαλ(ι)τάρε : αγία τράπεζα καθολικώναλλαξά : αλλαγήαλλαξοβασιλίκια : αλλαγή εξουσίαςαλλήλως τως : μεταξύ τουςάλλος : ενούς του αλλού, αλλουνούαλλότες : άλλοτεαλύπητος : άσπλαχνοςαλυσιδίαζω : αλυσοδέρνωάλυσος : αλυσίδααμάδι : ομάδιαμέ, αμή : αλλάαμερέμνου : αμέριμναάμετρος : αμέτρητος, πολύς

αμιρ(ι)αλής : πλοηγόςαμμάτι : μάτιαμολέρνω, απολέρνω : μολέρνω αξαπολύωαμποδίζω : εμποδίζωανάβω : παίρνω φωτιά, πυροδοτώαναγαλλιάζω : χαίρομαιαναγεμίζω : γεμίζωαναγυρεύω : προσπαθώ να εύρω, φροντίζω, ανακαλώ και γυρεύωαναζητώ : ζητώ κάτι χαμένοαναθιβάνω : μνημονεύωαναθροφή : αυτός που ανατράφηκεανακατώνομαι : ταράσομαι, ταραχήανάκλησις : επάνοδος των καλώναναμαζώνω : συγκεντρώνωανάμεσα να : ενώ

αναμιγή : αναταραχή, ταράσσωαναμπλήστη : εχόρτασεανάπαυση : τόπος εγκατάστασης, κατοικίααναπεύγω : αναπαύωαναπλεμένη : με ξέπλεκα μαλλιάαναπλωρίζω : στρέφω την πλώρη προς μία κατεύθυνση

Page 13: Greek Krhth

αναστένω : ξαναχτίζω κάτι που χάλασεανατριχιώ : ανατριχιάζωαναυχαριστούμαι : λυπούμαιαναφανίζω : αφανίζω, καταστρέφωανάχυμα : το χώμα που σωρεύεται σκάβονταςαναχύνω : σκάβω πετώντας πάνω το χώμααναχυμένος : ανασκαμμένος από βόμβες και ορύγματααναχώνω : ανοίγω και αδειάζω τα μνήματαανδρεία : αντρειά

ανεγνώριστος : τόσο αλλαγμένος προς το χειρότερο, ώστε δεν αναγνωρίζεται πιαανελύπητος : αλύπητος, άσπλαχνοςανερίφνητος : αναρίθμητοςάνεση : ανακούφισηάφτουν : ανάβουνανεψηφισμένος : ανεψήφιστος, που δεν τον υπολογίζουν πιάανιμένω : περιμένωαντάμα, αντάμι : μαζίαντάρα : θολούραανεντουρία : ο ελαφρύς θόρυβος, το ψυθίρισμααντίδικα : εναντίοναντίκρυτα : απέναντιαντιμεύγω : ανταμείβωαντίπερα : απέναντιαντίς : αντί

αντιστέκομαι : αντιστένομαι,προβάλλω αντίστασηαντραγαθία : πολεμικό κατόρθωμαανώγειο : σπίτι με ισόγειο και όροφοαξέγνοιαστος : ξέγνοιαστοςαξεκούραστος : που δεν έχει ξεκουραστείαξιοπαινεμένος : αξιέπαινοςάξιος : αξιωμένος,αξιώνομαιαξυπόλυτος : ξυπόλυτοςαπαδειάζω : αδειάζω εντελώςαπαλαίνω : γίνομαι απαλότεροςαπαντήχνω : συναντώαπάνω : εναντίοναπαρθινά : αληθινάαπαρνούμαι : εγκαταλείπωανεπιάνω : πολλαπλασιάζω κάποιο είδος φυτού ή ζώου με κάποιο τρόπο

ατός του : με τον εαυτό τουαποδεπά : από εδώαπείς, απείτις : αφούαπέκει : ύστερα, από κειαπιλογιά : απάντησηαντρειγιά : η παλικαριάαποβραδύς : από το προηγούμενο βράδυαπόγιομα : απόγευμααπογλακώ : καταδιώκωαπόγνωση : παραπλανητική εντύπωσηαόρη : τα όρη, τα βουνάαορίτης : ο βουνίσιος, εκείνος που περνά τις ελεύθερές του ώρες σε βουνόαπογυρίζω : κάνω στροφή, παρακάμπτωαποδεκεί : από εκείαποδέρνω : τελειώνω το δαρμό κάποιου

Page 14: Greek Krhth

απαλετικά : διάφορα βότανα, σκευάσματα διαφόρων βοτάνωναπαλώνεμα : το τέλος του αλωνίσματοςαποκαίω, αποκαήκανε : κάηκαν εντελώςαπαλωνεύγω : τελειώνω το αλώνισμααποκάνω, τι να τες αποκάμα : τι τις έκαμαν τελικάαποκάτου : αποκατωθιόαποκλείνω : πολιορκώαποκόφτω : τελειώνω τη σφαγήαποκρίνομαι : απαντώαποκρισάριος : απεσταλμένος για συνομιλίεςαπόκριση : απάντησηαποκτήζω : αποκτώαπολπισά : απελπισίααπολώ : εξαπολύωαπομακραίνω : απομακρύνομαι

απομαυρίζω : μαυρίζωαπομονάρια : τα υπόλοιπααπονιά : σκληρότητααπονούμαι : απειλώαποξημερώνει : ξημερώνει εντελώςαποσιάζω : τακτοποιώ,κατορθώνωαποσκοτώνω : αποτελειώνω κάποιοναποστένω : τοποθετώ οριστικάαποστήθηκα : σταμάτησαναποστρακίζω : βγάζω από τη μέσηαποσφάζω : τελειώνω τη σφαγήαποσφαλίζω-ομαι : αποκλείω-ομαιαποφασίζω,εποφασίσανε : καταδικάζωαργιώ : καθυστερώαργυρότρεχος : ασημένιος και γρήγορος

αρκομπουζ(ι)ά : βολή από αρκεβούζιοαρκομπουζάρω : τουφεκίζωάρμα, άρματα : όπλααρματώνω-ομαι-μένος : εξοπλίζωαρμενοκούπι(επίρ) : με πανιά και κουπιάαρμηνεύγω : ερμηνεύω, συμβουλεύωαρμιράντε : ναυαρχίδααρνητής : προδότηςαρνούμαι : απαρνιέμαι, εγκαταλείπωαρρωστιά : αρρώστιααρρωστώ : αρρωσταίνωαρσανάς : νεώρια, μεγάλα θολωτά κτίρια για τις γαλέρεςαρσίλι : χαμηλό φορτηγό σκάφος, ρυμουλκούμενο, χωρίς κουπιά και πανιά, μαούνααρτελαρία-ιά : πυροβολικόαρχίζω, αρχίστηκε : έρχισαν

άρχοντας : ευγενήςασβολωμένος : μεταφ. καταραμένοςασκημομαυρισμένος : μαύρος και άσκημοςασκόλαστος(επίρ.) : αδιάκοποςασπλαχνοσύνη : σκληρότητααστραποβρόντισμα : αστραπή και βροντήαστροπελέκι : κεραυνόςασύστατος : ασταθήςάσφαλτα : ασφαλώςάτυχος : άθλιοςαυγίτσα : πολύ πρωίάφαγος : νηστικόςαφανίζω-ομαι-ισμένος : καταστρέφωαφεντάτο : αφεντιά

Page 15: Greek Krhth

αφεντεύγω : εξουσιάζω

αφουκράζομαι : ακούω και δέχομαι τη συμβουλή κάποιουαφρίζω : μεταφ. θυμώνωάφτω-ούμενος-ωμένος : ανάβω, πυροδοτώαπανωβάνω : συκοφαντώαπηλοήθηκα : απολογούμαιαπηλοή : απόκριση, δικαιολογία, απολογιάαπήτιμος : αφού, όταν, μόλιςαπιλώθω : ωθώ, απωθώ, σπρώχνωαπλοχέρης : ανοικτοχέρης, κουβαρντάς, χουβαρντάςαπόβα : απόφασηαποδέλοιπος : υπόλοιποςαποδιαλεμάτου : το επιλεγμένο αλλά κακής διαλογής, το σκάρτοαποδυνάζομαι : υποφέρω τις δοκιμασίεςαπόεις : έπειτα, μετά απόαποζυμοτίδια : τα υπολείμματα της ζύμης

αποκαγός : το μισοκαμμένο ξύλο από το τζάκιαποκαμαρώνω : θαυμάζω υπερβολικάαποκλαίω : σταματώ να κλαίωαποκρατώ : κατάγομαι, προέρχομαι, έχω καταγωγήαπόκωλα : απόμερα, μή ορατόςαποκουντουρίζω : παρακάμπτω την ευθείααπόκου : περίπου, πάνω κάτωαποκούμπι : το στήριγμααπολειμάροι : οι απόγονοιαπομεινάροι : όσα έχουν μείνειαπομαίνω : αρχίζει να σβήνει (για φωτιά)απομάκρεμα : προσθήκη τεμαχίου σε ύφασμααπομεινάρικος : ο υπόλοιπος, ο απομένωναπομεσοθιός : ανάμεσααπομεσοτζέμπερο : ένα μικρό τζεμπέρι

απομεσώρουχα : τα εσώρουχααπομεσοφόρι : το μεσοφούστανοαπομίσεμα : η ώρα της αναχώρησηςαπομονάρης : ο απομένων, ο υπολειπόμενοςαπομουρά : συμπλήρωμα τροφής (για ζώα)απομουρίζω : επιπλήτω με βάναυσο τρόποαπομπουκίδι : τα υπολείμματα του φαγητού στο πιάτοαπονείρω : αδιαφορώ, δε δίδω σημασίααπονέρι : η ποσότητα του νερού΄που ξεφεύγει από την πηγήαπονωρίς : εγκαίρωςαποξανίγω : περιποιούμαι με στοργή, περιθάλπωαποξεγνοιάζω : είμαι ξέγνοιαστοςαποξυλίδια : τα απομεινάρια από ξύλα που πελεκούναποπαιδιώνω : αποδοκιμάζω, επιπλήττω ή και επαναλαμβάνωαποπανωθιός : επί πλέον

απόπατα : τα κατακάθια, ότι μείνει στο σκεύοςαποπέρα : από την άλλη πλευράαποπεραθιό : από την πέρα, την αντικρυνή πλευράαπόπετρα : ερευνώ προσεχτικάαποπίσω : από το πίσω μέροςαποπιτίδι : το υπόλοιπο του περιεχομένου του ποτηριούαπόπλυμα : το νερό από το πλύσιμο των μαγειρικών σκευώναποποσκιά και αμπομποσκιά : ότι και ανεβοσκιστή και αποαβοσκιστήαπόρακη : ο τελευταίο απόσταγμα ρακήςαποπώδε : το αντίθετο του αποπέρααπορπίζομαι : απελπίζομαι

Page 16: Greek Krhth

απορριξιμιός : περιφρονημένος, αποδιοπομπαίοςαπορρόχια : τα βλαστάρια από χόρτααποσάζω : τακτοποιώ, νοικοκυρεύωαποσάπουνα : τα νερά που τρέχουν από μπουγάδα στο τέλος του πλυσίματος

αποσαπουνίδα : τα μικρά υπολείματα σαπουνιού ύστερα από ανάλογη χρήσηαποσβουρά : το κατάντημα, το κακό πεπρωμένοαποσβουρίζω : παύω να σβουρίζω, να φλυαρώ, να θορυβώ και να προκαλώαποσβολώνω-ομαι : τυφλώνω αποτυφλώνω, ξεγελώ επωφελούμενος από την τύφλωση του άλλουαπόσκιο και απόσκιος : μέρος σκιερόαποσκιάζω : προστατεύω, θέτω υπό την σκέπη μου, συγκαλύπτωαποσκουλουπιάζομαι : σκεπάζομαι από κορυφής στο κρεβάτιαποσκυβαλίζω : κάνω την τελευταία συλλογή καρπούαποσπέρα : άποβραδίςαποσπερίδα : η νυχτερινή ομαδική συγκέντρωση συγγενών, φίλωναποσπερίζω : κάνω νυχτερινή επίσκεψη για ψυχαγωγικό σκοπόαποσταίνομαι : κουράζομαι υπερβολικά, εξαντλούμαι από τη συνεχή εργασίααποσταχίδα : ότι απομένει στο χωράφι μετά από τον θερισμόαποσφακωμένος : πολυπικραμένος, χολομένοςαποσφακώνομαι : πικραίνομαι έντονα, χολώνομαι από φθόνο

αποσφονιάζω : συμπιέζω για να προκαλέσω την εξαγωγή περιεχομένου υγρούαποτάσσω : συγκεντρώνω, κτώμαι αγαθά, πλούτηαποταχιάς : μόλις προ ολίγουαποταυρίζομαι και ποταυρίζομαι : εκτείνω χέρια-πόδια για να ξεμουδιάσωαποτρίβγω : κάνω εντριβές, σε άρρωστοαποτρομώ : διστάζω, φοβούμαι, δειλίώαπότριμμα : εντριβήαποτσάκισμα της μέρας : η ώρα που ο ήλιος αρχίζει να δύειαποτσιβή και τσιβή : η πρωινή δροσούλααποτυρώνω : αρχίζω τη νηστεία του τυριούαποτώρας : προ ολίγουαποφαγός : ότι απομείνει από το ακόνισμααποφαγούδι : υπόλειμα φαγητού στο πιάτοαποφαγωμένος : εφθαρμένος από τη χρήση, αλλά επιδιορθώσιμοςαποφαγώνω-ομαι : φθείρω-μαι, αμβλύνω-μαι από την πολύ χρήση

αποφανίζομαι : επιδεικνύομαι, προβάλομαι χάρις στις ικανότητες του άλλουαποφασιστερός : εκείνος που τον διακρίνει σχετική αποφασιστικότητααπόφλοιμα : η αποφλοίωση, ή καταστροφή δέντρου, ιδίως από ζώααποφουκαρίδα : η επιδερμίδα του όφηαποφουσκηστή : ανεβοσκηστήαποφριματώ : ορθώνομαι κάνοντας απειλητικές χειρονομίεςαποχόντρια : τα χοντρά πίτουρα που απομένουν από τα κοσκινίσματααποχερίζω : δίδω κάτι χέρι με χέριαπυρόλαδο : μια αλοιφή φαρμακευτικής χρησιμότητας και παρασκευάζεται από λάδι και θειάφι.απυρολόγος : το εργαλείο με το οποίο θειαφίζουναπυροτσούβαλο : το σακκί που φυλλάσεται το θειάφι (απύρι)αρίγανη : η ρίγανη το μυρωδικόαρίζικος : άτυχος, κακομοίρηςαυτήνη : εκείνηαγάλι αγάλι : σιγά σιγά

αποδώματα : κατάντια, κακές επιπτώσειςαροσπέρνω : σπαίρνω αραιά το σπόροανερούβαλος : άτσαλος, απρόσεκτοςαρσίζης : αναιδήςαρχοδιά : αρχοντιάαρφανιά : η ορφανιάάρχος : ο άρχονταςασκελιά : το μέγιστο άνοιγμα των ποδιώνασκενιάδα : σκιάασκόλυμπρος : άγριο χόρτιο με αγκαθωτό φύλλωμα

Page 17: Greek Krhth

ασκομαντούρα : πνευστό λαϊκό όργανο,άσου : στάσου, σταμάτα ένα λεπτό να σου πώασούσουμος : παραμορφωμένοςασπαχάλι : πρόσταγμαασπράδα : η λευκότητα

αστροφεγγιά : νύχτα με πληθώρα άστρωνατάϊστος : ο άσιτος, κάποιος που δεν έχει ακόμη φάειατζετάρω : καταδέχομαι, συμπεριφέρομαι με καλοσύνη και αγάπηατζιγγαναριό : ακοικοκύρευτο, ακατάστατοαφρίτης : ο δαιμονισμένοςαφούρα : η ομίχληαφούσα : έξαψη, οργή, μανίααφτούμενος : αναμμένοςαχνάρι : το χνάριαθρακοβόλι : στάχτη με ανναμένα κάρβουνα μέσααίγα : η κατσίκαακαρντάσης : αδερφικός φίλος, πιστός σύντροφοςακιντές : γλύκισμαακούνιστος : ακίνητοςαλήθιο : αλήθεια

αληβερντίζω : προμηθεύω, κατακρατώαλατσολιές : οι παστολιές, ελιές μαύρες πολύ αλμυρές παστέςαμάνι : έλεοςαμέντες : έχω στο νού μουαμμουδάρα : το μέρος το οποίο είναι εντελώς γυμνό χωρίς βλάστησηαμμούτσα : η αμμουδιάαστήθι : στήθοςαποδιαφωτίσει : σαν φέξει καλάαποκοντένα : λιγοστεύαναπολαλεί : κατευθύνειανήμερο : αμέρευτοάθρωπος : άνθρωπος

---

βαβούρα : θόρυβοςβαρεμένη : έγκυοςβεντέμα : πλούσια εσοδείαβούργια : σακκούλιβυζέρνω : παρατηρώ αυστηρά, μαλώνωωβαρύχνω : χτυπώ, πληγώνωβίγλα : φυλακή, σκοπιάβρούχος : θόρυβοςβουργιάλι : κρητικό σακκίδιο χειροτεχνημένο στον αργαλειό που μπαίνει στην πλάτη. Ονομάζεται και αλλιώς βούργιαβολεί : μου έρχεται βολικά (π.χ. Δεν μου βολεί να ΄ρθώ στο γάμο γιατί έχω κι άλλες υποχρεώσεις)βραμός : φραγμόςβαρθακοί : βάτραχοιβα : βαμβακεράβαγεστίζω : αποκάνωβαγί : δάφνη

βάγια : υπηρέτριαβαγιοκλαδίζω : περιποιούμαιβάλη : ανδραγαθίες,κατορθώματαβαρά(επίθ. και επίρρ.) : βαριά

Page 18: Greek Krhth

βάρδια : φρουράβάρθηκα : βάλθηκαβαροκαρδίζω : στενοχωριέμαι, στενοχωρώ, στεναχωρώ κάποιον , προκαλώ σε κάποιον στεναχώριαβαροκουραδάρης : μεγαλοκτηνοτρόφοςβαροξοδίαζω : ξοδεύω πολλά λεφτάβαροπρουκίζω : δίνω μεγάλη πρίκαβαροχαρατσώνω : επιβάλλω αβάσταχτο φόροβάρσαμο(ς), βάσαρμο : ευώδες φυτόβασιλίκι : το βασιλικό αξίωμαβασιλιός : βασιλιάςβασμός : σφυγμός

βαστώ : σηκόνομαιβαυαλίζω : περιποιούμαι,κανακίζωβγαίνω : ανεβαίνωβγαρμένος : ανεβασμένοςβγορίζω : διακρίνω,βλέπωβγορολογώ : παρατηρώ από ψηλάβέλο : γυναικείο ένδυμα χωρίς μανίκιαβελτόνι : βέλος,σαίταβενέτικο : ενετικό νόμισμα(φλουρί)βερβελίδες : τα κόπρανα των αιγοπροβάτωνβεργάλι : μικρή βέργαβεργένιος : λεπτόςβεργί : βέργαβερεμιάζω : γίνομαι φθισικόςβερεμιάρης, βερέμης : φθισικός

βιγλίζω : παρατηρώ από ψηλά, παραμονεύωβιζιτάρω : επισκοπώ, παρατηρώβιόλα : λουλούδιβίσεχτος, βίσεκτος : δίσεκτος,δυσμενής βίτσαβιτσάλι : μικρή βέργαβίτσι(σ)μα : γρήγορο τρέξιμο, τίναγμα του σώματοςβλάψι : βλάβη, ζημιάβλέπουσαι,να βλέπεσαι,βλέπου : βλέπε, πρόσεχεβλέπω : περιποιούμαι/αγρυπνώ και προσέχωβλόγα : γάμοςβλογώ : στεφανώνω, παντρεύω,ευλογώβλοητικός : ο σύζυγοςβολώ(στο γ΄πρόσ.) : ευκαιρώβολοκοπώ : κόβω τον΄ομφάλιο λώροβολτετζάρω : κάνω βόλτα, περιφέρομαι

βοσκική : η δουλειά του βοσκούβοτανίζω : ξεχορταριάζωβουβαλόκερες : προβατίνες με κέρατα σαν των βουβαλιώνβούι : βόδιβουκέντρι, βουκέντρα : μακρύ ραβδί με σιδερένια μύτη για το κέντρισμα των βοδιώνβούλες : η εγχάρακτη διαβάθμιση του κανταριούβουλεύγουμαι : συσκέπτομαι, συνεννοούμαιβουλή : συμβουλή,γνώμη/θέληση,συγκατάθεσηβουλιώ : καταστρέφομαιβουλισμένος : μακρινός, χαμένος στο παρελθόνβουλώνω : αποστομώνωβουργιάλι, βουργίδι : σακούλιβουρκωμένος : με βούρκα, με θολά νερά

Page 19: Greek Krhth

βουτακιά : βουτιάβουτσί : βαρέλι

βραδύ : βράδυβρίστω, βρίχνω : βρίσκωβρομοξυλιά : φυτό δηλητηριώδες και δύσοσμοβρουχούμαι : βρύχωμαι, μουγκρίζωβροχιά(τα) : θηλιές για τη σύλληψη πουλιώνβρύση : πηγή νερούβαρδιάνος : ο φρουρόςβγιά : η καλοκαιρίαβαρίχνω : χτυπώ κάπου στο σώμα μουβλοημένος : ο ευλογημένοςβρουλιά : η βουρλιάβουτσέ : η κοπριά βοδιού, χοίρου, γαιδάρουβούρβουλα : τα λασπόνεραβουλή, ή δίδω βουλή : λέω τη γνώμη μου σε κάποιοβούγια : τα βόδια

βαρεσάρης : ο τεμπέληςβολά : η φοράβέρα για βέρα : ντρέτα, γνήσια, αληθινάβίζιτα : η επίσκεψηβαγιά : φοινικιάβαγίζω : περιποιούμαιβαρέ : βαρύβαρμένα : βαλμέναβόβος : θόρυβος, βοήβόλιτα : βόλταβορές : βοριάςβουλιούμαι : σκέπτομαιβούλομαι : θέλωβραδιώ : βραδιάζωβρίχνω : βρίσκω

βιζινές : η ζυγαριάβαρώ : χτυπήσωβρίνω : βρίσκωβρασκολεκανίδα : μεγάλη πύλινη λεκάνηβάρσαμος : δυόσμοςβαβαλίζω : περιπιούμαι ιδιαίτερα,φροντίζω με επιμέλεια, εκδηλώνω ενδιαφέρον για κάποιον, περιποιούμαι κάποιον με πολύ αγάπηβέργα : ποιμενική ράβδοςβερέμι : βαριά αρρώστειαβιτσάτος : λεπτός, ευλύγιστοςβλαστοσύρνω : βγάζω βλαστούς, βρίσκομαι σε ακμήβλέπιος : προφύλαξη, προστατευτική παρακολούθησηβλεπάτορας : αυτός που (βλέπει) φυλάει κάτι,παρατηρητήςβουκέντρι : μακρυά αιχμηρή ράβδος με την οποία ο ζευγάς κεντρίζει τα βόδια στο όργωμαβουκόλοι : αυτοί που βόσκουν τα βόδιαβυζαστάρια : αρνιά που βυζαίνουν

βρεσίμιο : τα έμμηναβαθιούς : βαθυλός, λίγο βαθύςβάνω : εβάλθηκα,βαρμένοςβαράκι : φύλλο χρυσούβαρεμένος : βεβαρυμένος ηθικάβαριόμοιρος : δυστυχήςβαρίσκω : χτυπώ, πληγώνωβάρκα : είδος πλοίουβαρυγωμώ : δυσανασχετώβασταγαρόπουλο : νεαρός βαστάζοςβατσέλι : δίσκος

Page 20: Greek Krhth

βενέτικος : βενετσιάνικοςβιζίρης : αντικαταστάτης του σουλτάνου, ανώτατος τίτλος αξιωματούχωνβίος, βιός : περιουσίαβλέπηση : προσοχή, φύλαξη

βόιδια : βόδιαβόλι : σφαίρα κανονιούβούκινο : σάλπιγγαβούλα : σφραγίδαβούλομαι-εσαι : θέλειςβουνί : βουνόβούτσι : βαρέλιβρίζω, βρισιά : προσβολή με λόγιαβροντισμός : ο ήχος των κανονιώνβρουχισμός : ο ήχος της άγριας θάλασσαςβρόχι : παγίδαβρυάζω : πληθαίνω,πυκνώνομαιβρυσικό νερό : από πηγήβρώμος : δυσοσμίαβρώση : τροφή

βύθος : βυθός θάλασσαςβαβάλισμα : το καλόπιασμα , η περιποίησηβαΐζι : αφήγησηβαργιούμαι : βαργιέμαι, τεμπελιάζωβάρητα : τα βάρη εννοώντας οικονομικά, οικογενειακά, υποχρεώσεις κτλβαροκαρδίσω : στεναχωρώ κάποιον , προκαλώ σε κάποιον στεναχώριαβασεγέτι : η τελευταία επιθυμεία του μελλοθάνατουβατσίζω : κακοσυνηθίζωβάχτι : περίοδος, εποχή (συνήθως περασμένη)βάτσουνα : βατόμουραβλεπημένος : φυλαγμένοςβορνάδα : βορεινή κατεύθυνσηβίτσισμα : ταχύτατο άλμαβέλανος : ανάγωγος, θρασύςβιτσιρίζω : (για κακά πνέυματα) χτυπώ κάποιον , τον πλήττω

βιτσαλάκι : βεργίτσα, βεργούλαβιτσίλα-η : είδος αετούβιτσιλομούρικος επίθ. : που έχει μούρη λευκή, όπως η βιτσίλαβλαβότοπος : βοσκότοπος με χόρτα δηλητηριώδηβλαντόνερο : νερό ακατάλληλο για πόση, βλατονέριαβλαντότοπος : ο τόπος με στεκάμενα νερά, βαλτοτόπιβλαντούσα : η κατσαρίδαβλασερός επίθ. : νερουλός, μαλακόςβλαστάκια τα : βλαστάρια διαφόρων βοτάνων, εδώδιμαβλαστημιάρης επίθ. : ο βλάστημοςβλάτα : κατσαρίδαβλάφτομαι : για εγκυμονούσες, έχω ενοχλήσεις εγκυμοσύνηςβλαψίδια,τα : για εγκύους, οι ενοχλήσεις της εγκυμοσύνηςβλεπές, ο : αγροφύλακαςβλεπίζω : παρακολουθώ, καιροφυλακτώ

βλεποφάνερα, επίρρ. : οφθαλμοφανώς, καταφανώςβλόγα η : η τελετή του γάμουβλογούμαι : παντρεύομαιβλυχάδα, η : νερό υφάλμυρο, γλυφόβλυχός, επίθ. : υφάλμυρος, γλυφόςβόθονας, ο : μέρος επίπεδο που περικλείεται από υψώματαβολά η : η φορά, η χρονική στιγμήβόλεση, η : το βόλεμα, η βολή, η άνεση, η ευκολία

Page 21: Greek Krhth

βολίστρα, η βόλιστρο, το και βόλιστρας, ο : κόσκινο με μεγάλες τρύπεςβολιστρίζω : κοσκινίζω με βόλιστραβόλιτσα, η : βόλτα, μικρός περίπατοςβολτατζάρω και βολιτέρνω : κάνω περίπατοβοράστρι, το : ο πολικός αστέραςβορθακιάζω : από το πολύ νερό που πίνω φουσκώνω όπως ο βάτραχοςβορθακίδα, η : φυτό ποώδες υδροχαρές, εδώδιμο

βορθί, το : ο λάκκος του ασβεστοκάμινουβορίζει : μέρος όπου φυσά δυνατός βοριάςβορόσκι, το : μέρος υπήνεμοβοσκαρέ, η : βοσκότοπος, βοσκή, τροφή ζώωνβοσκαρίζω : οδηγώ ζώα σε βοσκότοποβοσκαρούδι, το : βοσκόπουλο, βοσκάκιβοσκικό, το : το φαγητό της μέρας που παίρνει μαζί του ο βοσκόςβόσκισσα, η : η βοσκοπούλα, η τσομπανοπούλαβοσκίστικα, επίρρ. : τσοπάνικαβοσκολογώ : οδηγώ τα ζώα στη βοσκήβοστομίδα, η : φίμωτρο βοδιούβούβα, η : κοίλωμα, λάκκοςβουήθεια, η : βοήθειαβουηθώ : βοηθώβούι, το : βόδι

βουιδάματος : βότανο που μοιάζει κάπως με μάτι βοδιούβούιδαρος και βούιδακας : ο μεγάλος βλάκας, ο τελείως ηλίθιοςβουιδονιώθω : αντιλαμβάνομαι όσο το βόδι, είμαι μικρόνουςβουιδοξεικάζω : καταλαβαίνω όσο το βόδι, είμαι πολύ μπουνταλάςβουιδόσπιτο, το : στάβλος ειδικός για βόδιαβουιδόχορτο, το : βότανο που αρέσει στα βόδιαβούλισμα, το : βύθισμαβουλισμένος, η, ο : βυθισμένοςβουλοπλέω : φυτοζωώ, βρίσκομαι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίαςβουντέ(α) : μυρωδιά από κλειστό χώρο ή μπαγιάτικο είδοςβούπα, η : ψάρι γώπαβουρβούλα : μεγάλη μύξαβουρβουλακίδα : μπουρμπουλήθρα, φυσαλίδαβουρβουλακίζω, βουρβουλακώ : αναβλύζω, θορυβωδώς, αναπηδώβουρβουλάκισμα και βουρβουλακητό : θορυβώδες ανάβλυσμα υγρού

βουρβουλιάρης, επίθ. : αυτός που έχει βουρβούλες , ο μυξιάρηςβουρβουλίζω : γουργουρίζωβουρβουλοκωλιάζω : πέρδομαι ενώ κολυμπώβούργια, η : σακούλι πέτσινο ή πάνινοβουγίδι : μικρό σακούλι, συνήθως πέτσινοβουργιδοβάσταγα : τα βαστάγια(κορδόνια) του βουργιουδιούβουρνακλώ : τσαλαβουτώ σε νεράβουτακιά, η : το βούτηγμα στη θάλασσα, η βουτιά, η κατάδυσηβουτσιά : το αποπάτημα του βοδιούβουτσώνω : επαλείφω τον πάτο του αλωνιού με διάλυμα βουτσιάς, ώστε να γίνει κατάλληλο για το αλώνισμαβότυρος : το βούτυροβραδιά : βραδιάζει, νυχτώνειβραδιασμένα, επίρρ. : με το βράδιασμαβραδινιά : βράδιαβρακέ και βρακιά : το έντονο βέλασμα των αιγοπροβάτων

βρακοζώνη : κορδόνι για το ζώσιμο της βράκαςβράσκα : το πυθάρι του ρακοκάζανου από το οποίο περνά ο λουλάςβρασκί : παλιό πυθάρι συνήθως πήλινο, στο οποίο έβαζαν βραστό νερό για να το χρησιμοποιήσει η νοικοκυρά κατα την πλύση των ρούχωνβραστάρι : θερμό αφέψημα

Page 22: Greek Krhth

βραχαλητό το : συριστική αναπνοή από βαρύ κρυολόγημα, αναπνοή με ρόγχοβραχαλίζω : αναπνέω συριστικά(με ρόγχο)βράχαλο : βραχαλητόβρεχολιάζει και λιαζοβρέχει : βρέχει και συγχρόνως λιάζειβρίχνω και βρίστω : βρίσκωβροβιός και βροβλιός : ο βολβόςβρόμος : βρομιάρησ, αχρείοςβροντότριχες, οι : παράσιτο στα έντερα των αιγοπροβάτωνβροντοτριχιάζω(για ζώα) : πάσχω από βροντότριχεςβρουβολογώ : μαζεύω βρούβεςβρουλάτζης επίθ. : αυτός που έχει γάμπες πολύ λεπτές, πολύ αδύνατες, ο καλαμοπόδαρος

βρούλο, το : το βούρλοβρουλέ και βρουλιά : το φυτό βούρλοβρουλιδές, ο : τόπος με πολλά βρούλαβρουλίδι : μικρό βρούλοβρουχαλίζω και μπρουχαλίζω : αναπνέω με ρόγχο εξαιτίας δυνατού κρυολογήματοςβρούχαλο : βραχαλητόβρουχί και βρουχιό : άνθρωπος μεγαλόσωμος και παχύσαρκοςβρούχος, το : ο βρόντος, ο ρόγχος, το μουγγρητόβρυάζω και οβρυάζω : βγάζω βρύαβρυσάλι, το : μικρή βρύση, βρυσούλαβρυχανίζω : αναπνέω με ρόγχο, εξαιτίας δυνατού κρυολογήματοςβρύχανο : συριστική αναπνοήβρωματίζω : αρχίζω να τρώω χόρταβρωσιμάκι και βρωσίμιο : το εύρημα, ότι βρίσκει κάποιοςβυζάστακας : ριφάκι ή αρνάκι που βυζαίνει

βυζοσυρίδα : βότανο εδώδιμο με μακρόσυρτες διακλαδώσεις και ρίζες που φέρουν βυζιάβώλακας : μεγάλος βώλος, μεγάλη πέτραβωλάρι : μικρή μάζα από ασβέστη που με την χρήση του δεν κονιορτοποιήθηκε ή δεν έλιωσεβωλοσερματέ : ίχνη σουρίσματος στο έδαφος, σούρσιμοβωλοσέρνω : κουβαλώ κάτι σέρνοντάς τοβωλοσερτά : συρτά, σέρνονταςβωλοσερτός : αυτός που μεταφέρεται συρόμενος στο έδαφοςβωλόσυρος : εργαλείο αλωνιστικό αλλά και καλλιεργητικόβελανίδι : ο καρπός της βελανιδιάςβεντεμίζω : σοδειάζωβεργιά : ραβδιά, το κτύπημα με τη ράβδο

---

γιάντα : γιατίγιαγέρνω : επιστρέφωγιοργά : γρήγοραγλακώ : τρέχωγάτης : η γάτα , ο γάτοςγαίμαν : αίμαγατέω : γνωρίζωγαέρνω,για(γ)έρνω : γυρίζω πίσω, επιστρέφωγαϊτάνι : λεπτό κορδόνι για τη διακόσμιση φορεμάτωνγαλανός : άσπρογαλιότα : είδος ιστιοφόρουγαμπάς : μάλλινο πανοφώρι, καπότογαργερός : βρόμικοςγαργιοφορμένος : αυτός που φοράει βρώμικα ρούχαγάστρι : εγκυμοσύνη

γδέχομαι : περιμένωγεις : είς,έναςγέμι : τροφή για τα μεγάλα ζώαγεμιτζής : ναύτης

Page 23: Greek Krhth

γενέ : γενιά, σόι οικογένειαγέννηση : καταγωγήγεργερές : μετρίου μεγέθους κουδούνι για τα πρόβαταγεργίζω : σκάβω βαθιά το χωράφι, ετοιμάζοντάς το για κήπο,αμπέλι κ.τ.λ.γέρνομαι : σηκώνομαι, γερνώγέρνω : νυχτώνει/σηκώνομαι/ρίχνω νερό σε κάποιον που θέλει να πλυθείγευγ(ο)υμαι : γευματίζω,τρώωγια λόγο : εξαιτίας,διότιγιαγερμός : επιστροφήγιάντα,γιάειντα : γιατίγιαράς : πληγή

γιδόλερο : το κουδούνι της γίδαςγιόμα : γεύμα/μεσημέριγιορντάμι : γιορντάνι, περιδέραιογιουργιάρω : εφορμώγιουρουντώ : εφορμώγιρούσι, γιουρούσι : έφοδοςγίτσα γίτσα : άκρη άκρηγιτσικός : κατσικίσιοςγιτσικονόμος : αυτός που βόσκει κατσίκιαγκάβγω : φεύγωγκαβές : καφενείογλάκι(ο) : τρέξιμογλακιχτής : δρομέαςγλίνα : χοιρινό λίπος,χρησιμοποιούμενο στη μαγειρική ως βούτυρογλινοκουρούπα : πήλινο δοχείο όπου βάζουν τη γλίνα

γλυκοροζονάρω : κουβεντάζω ευχάρισταγνάφω : βυρσοδεψώ, κατεργάζομαι δέρμαγομάρι : φορτίο, φόρτωμαγονικά : τα πατρώα εδάφη/τα κτήματα, η πατρική κληρονομιάγοργογόνατος : γρήγοροςγοργογυριστός : επιδέξειοςγοργοροζονάρω : κουβεντιάζω ζωηράγούργουθο : λάκκος σε βράχο, όπου συγκεντρώνει βρόχινο νερόγραί(γ)ος : βορειοανατολικός άνεμοςγράφω : ζωγραφίζω/κεντώγροικώ,δροικώ : ακούωγρόσι : παλαιό τούρκικο νόμισμα/χρήμαγυαλί : μπουκάλι/καθρέφτηςγυνί : το υνί του αλετριούγυρίζω : συνέρχομαι

γυροπόδι : ποδόγυροςγυροποταμίδα : η άκρη της ποταμίδαςγυρότραφος : πέτρινος φράχτης, ξερολιθιάγιαμπάς : η κάπα, ανδρικό εγχώριο παλτόγαργιερός : ο λερωμένοςγερά, γερά : γρήγορα,γρήγοραγδύνω : ξεγυμνώνωγιοργάνι : το πάπλωμαγιακιστίζει : ταιργιάζειγιαμιάς : αμέσωςγούζομαι : διαμαρτύρομαιγιρούσι : η ξαφνική έφοδοςγλήγορα : γρήγοραγουργουθάκι : ο μικρός λάκκος που μαζεύει νερά βροχήςγραντίζω : βρίσκω τον μπελά μουγροικώ : ακούωγρωνίζω : γνωρίζωγια ονομής σου : για σέναγαλιγοθυμιά : η λιποθυμία

Page 24: Greek Krhth

γκάρδιος : ψιλό καλαμάκι αργαλειούγεραντίζω : δημιουργώγίβεντα : κακές πράξεις, ακαθαρισίεςγάθια : γάντιαγαρμπωμένος : καλουπωμένος, με καλή όψη, φυσιογνωμίαγδούρης : ρακένδυτοςγέρα : γερατειάγέρνω, έγυρα : γυρίζωγητιά : μάγια, ξόρκιγιαέρνω ή γιαγέρνω : επιστρέφωγιτσικά : γίδιαγκαλόσφαχτα : πρόβατα που βγάζουν γάλαγκαρδιακός : επιστήθιος, ειλικρινήςγλάκιο : τρέξιμογνοιάζομαι : ενδιαφέρομαι, αναλαμβάνω να κάνω κάτι, παίρνω τα μέτρα μουγνοιανό : είδησηγρέ : γριάγρικώ : ακούωγρυλώνω : γουρλώνωγωνίστρα : εστία, τζάκιγερώ : γερνώ, γερνάωγαζέπι : κατάρα, οργή , βλαστημίαγλακιστό : τρεχάτογυροπέρβολο : η άκρη του κήπουγναμένος : επεξεργασμένοςγνώρα : γνωριμίαγνωριμιά : αναγνώρισηγραίνομαι : υγραίνομαιγλάκι : τρέξιμογερανός : αποδημητικό πουλίγιαγκίνι : πυρκαγιά, φωτιάγαρδέλι : καρδερίναγιά(εί)ντα : γιατί (ερωτηματικό)γοργοπερνώ : απομακρύνομαι, περνώ γρήγοραγάστρα-γαστρί : γλαστρα, πήλινο ή πέτρινο κοίλο σκεύοςγερμένος : αυτός που έχει γείρει προς κάποια κατεύθυνσηγιδάρης : γιδοβοσκόςγλακονόμος : ο βοσκός των έγγαλων προβάτωνγνώρα(αγνώρα) : αναγνώριση, διαδικασία γνωριμίαςγοργό : σχεδόνγραίνω : υγραίνω

γουλιδιάζω, γουλίδι : τεμαχίζω το αρνί σε τέσσερα αρχικά μέρηγυριστός(για το χρόνο) : ολοκληρωμένος, πλήρηςγαλιάτσα : είδος μεγάλης γαλέρας, με τρία κατάρτια και τριάντα κουπιά στο κάθε πλευρόγαλιόνι : είδος μεγάλου πλοίου εμπορικού και πολεμικούγαρδενάλης-ινάλης : καρδηνάλιοςγαστρωμένη : έγκυοςγάτουλο : αγωγός νερούγδίκηση : εκδίκησηγδυμνός : γυμνόςγεματίζω : γευματίζωγενεραλάκι : παιδί στρατηγούγέννα : σύνολο παιδιώνγεννήματα : σιτηρά δημητριακάγερόντισσα : γριάγής : γη

για : προτρεπτικόγιαβαρινιά : χτύπημα με κοντάριγιαίνω : θεραπεύω

Page 25: Greek Krhth

γιαλός : η θάλασσα κοντά στην παραλίαγιαμιά : διαμιάς, αμέσωςγιαννιτσάρης-ίτσαροι : στρατιώτες από το παιδομάζωμαγιατρεία-ειά : θεραπείαγιαυτός : γι αυτόγλυκοσαλίζω : νιώθω κάποια ικανοποίησηγλυώ : γλυτώνωγνώθω : γνωρίζω, νιώθωγνωστικός : συνετόςγογγύζω : μιλώ σε κάποιον δυσάρεσταγονέοι : γονείςγουβερναδόρος : ο διοικητής του μισθοφορικού στρατού

γουβερνάρω : διοικώγούμενα : χοντρό σκοινί για δέσιμο πλοίωνγούμενος : ηγούμενος μονήςγριά, γράδες : γριέςγραμματικός : λογιστής φεουδάρχηγράν πασάς : ο ανώτατος πασάςγρανάτα : χειροβομβίδαγραφή : επιστολή, έγγραφογρηγορότρεχος : που τρέχει γρήγοραγυρεύγω : δίνω σημασία σε κάποιονγύρισμα : στροφή, επιστροφήγύρου : γύρωγουβάς : κουβάςγίβεντο : ντροπήγαβανόζι το : μικρή κατσαρόλα, κατσαρολάκι

γάγλα, η : στροφή, καμπύλη δρόμουγαγλωτός : αυτός που έχει γάγλεςγαερμός και γιαερμός : γυρισμόςγαέρνω και γιαέρνω : επιστρέφωγαϊδουρίστικα : γαιδουρίσιαγαϊδουρίστικος : γαϊδουρινός, γαϊδουρίσιοςγαϊδουρογόμαρο, το : γομάρι που μπορεί να φορτωθεί σε ένα γάιδαρογαϊδουρόθυμος : το θυμάρι(αρέσει ιδιάιτερα στους γαϊδάρους)γαϊδουροκυλίστρα : μέρος στο οποίο κυλιέται ο γάιδαροςγαϊδουρολέ : ελαιόδεντρο του οποίου οι ελιές είναι πολύ μεγάλεςγαϊδουρόμυγια : μύγα των γαϊδουργιώνγαϊδουρότσητες : φυτό αγκαθωτό του οποίου τα αγκάθια τρώνε τα γαϊδούριαγαλαθιά : δοχείο γάλακτος, γαλατιέραγαλανός, επίθ. : άσπροςγαλάντες : γαλαντόμος, γενναιόδωρος, ευγενικός

γαλάρια, τα : οι αδένες των σφαγμένων ζώων, τα γλυκάδιαγαλαστοιβίδα και γαλαστοίβιδας : θάμνος παρόμοιος με την αστοιβιά, του οποίου τα κλώνια έχουν γαλακτώδη χυμόγαλατάντερο και γαλάντερο : το παχύ μέρος των εντέρων των αιγοπροβάτωνγαλατσίδα και αγαλατσίδα : αυτοφυές βότανο φαγώσιμογαλιμίδι : το μέρος του στομαχιού θηλάζοντος αρνιού ή ριφιού, στο οποίο υπάρχει η πυτιάγαλιφουνίζω : κολακεύωγαλοβύζα : βότανο αυτοφυές, εδώδιμογαλόπετρα : ειδική πέτρα που χρησιμοποιείται ως φυλακτό από τη λεχώνα, για να διατηρήσει το γάλα της ή να βγάλει περισσότερο γάλαγαμαούτο : κλαδευτήρι καμπυλωτόγαμαρίζω : λερώνωγαμηλιώτης και γαμουλιώτης : αυτός που παίρνει μέρος στην πομπή του γάμουγάνα, η : λέρα, γιαλιστερήγαναχτώ : αγανακτώ, θυμώνω πολύγάνι, το : λίπος, ξίγκιγανιάζω : έχω γάνα, λερώνω

Page 26: Greek Krhth

γαργαλιστήρι : η σκανδάλη του όπλουγαργερός, επίθ. : λερός βρώμικος, ακάθαρτοςγαρδούμι : το παχύ έντερο του ζώου παραγεμισμένο με σπλήνα, ξίγκι, κ.α.γάρες : βέβαια, όντως, πράγματι, λοιπόνγαριάζω και γαριώνω : λερώνω πολύγαριοφορεμένος-η-α : αυτός που φορεί γαριά (βρώμικα) ρούχα, ο ρυπαρός, ο λέτσοςγαριωμένος και γαριασμένος : λερωμένος πολύγαστρί, το : απόκομμα από πήλινο δοχείογαστρωμένη, η : εγκυμονούσαγαστρώνω : συνουσιάζομαι, καθιστώ κάποια έγκυογατζούνι, το : εξαρτώμαι από κάποιον, γίνομαι υποχείριος κάποιουγατζουνιάζω : πιάνομαι από κάπουγγαλάρης : τράγος η κριάρι που προηγείται και οδηγεί τα έγγαλαγγαλαρίζω : τίθεμαι επικεφαλής και οδηγώ το κοπάδι με τα έγγαλαγγαλόγα : έγγαλη αίγα

γγαλομάντρι : το σύνολο των έγγαλων προβάτων ή αιγών που χωρούν σε μία μάντραγγαλονομιαρέ : έγγαλη αίγα ή προβατίνα που πάσχει από γγαλονόμογγαλονομική : αμοιβή του γγαλονομικούγγαλόσφαχτα : έγγαλα τα οποία για δίαφορους λόγους προορίζονται να γίνουν σφαχτάγδέρμα και γδερμάτι : δέρμα, προβιά, φιδοπουκάμισογδικούμαι : παίρνω εκδίκηση, εκδικούμαιγδύμια : γύμνια, η κατάσταση του γυμνούγδυμνός επίθ. : γυμνόςγδυμνοχοχλιός : ο χωρίς κέλυφος χοχλιόςγεζίτης : ξεδιάντροπος, αναίσχυντος αναιδήςγεις του αλλού : ο ένας στον άλλογελασματέ : το γέλασμα, το ξεγέλασμα, η παραπλάνησηγελατζής : αυτός που γελά, ξεγελά, εξαπατά κάποιονγελατσάρης : γελαστός, συχνά γελαστόςγελοχαχαρίζω : γελώ δυνατά

γεμεκλίκι : ποσότητα λαδιούγέμια, τα : ζωοτροφές, κτηνοτροφήγεμίδι, το : υλικό για γέμισμα μαξιλαριών, στρωμάτων κ.α.γεμοταίζω : δίδω γέμι (κτηνοτροφή) στα ζώαγέμωση,η : η γέμιση του φεγγαριούγενέ,η : η γενιά,το σόιγεννηταρούδικος : εύφοροςγενούμενος : κανείς απολύτωςγερά-γερά, επίρρ. : γρήγορα-γρήγοραγερακοκούδουνο : κουδουνάκι μεγέθους καρυδιού για αρνί ή ρίφιγεράνι, το : ειδική κατασκευή άντλησης νερού από πηγάδιγεράντιση, η : πρόοδος, ευδοκίμισηγερατζούνι, το : ποώδες φυτό , του οποίου ο καρπός μοιάζει με το ράμφος του πτηνού γερανούγερατζουνίζω : βελτιώθηκε η υγεία μου, εκαλυτέρεψαγεργερές, ο : κουδούνι μεγάλο, κατάλληλο για μπροστάρηδες κριούς

γέργισμα, το : το βαθύ σκάψιμογέρνω (για υγρά) : χύνω κάποια υγράγεροντές, οι : μικρά καστανόφαια στίγματα στα χέρια και στο πρόσωπο των γερόντωνγεροντής : γεροντάκος, γεροντάκιγεροντόβουιδο, το : γερασμένο βόδιγεροντόγα, η : γίδα γερασμένηγεροντοδείχνω : φαίνομαι πιο γέρος από όσο είμαιγεροντοκουζουλαίνομαι : κάνω γεροντικές ανοησίεςγεροντομοίρι, το : μερίδιο της περιουσίας τους, που οι γονείς κρατούν για τον εαυτό τους, όταν τη διανέμουν στα παιδιά τουςγεροντοξεκουθιάρης : ο γέρος μεθύστακαςγεροντοξεχνώ : ξεχνώ εύκολα γιατί είμαι γέροςγεροντοπροβατίνα : προβατίνα γερασμένηγεύγομαι : τρώγω, γευματίζωγιαγκιλεμένος,-η-ο : ερωτευμένος

Page 27: Greek Krhth

γιαγκιλίκι : έρωτας μεγάλος

γιαγκίνι, το : πυρκαγιάγιαγνίσι, το : σφάλμα, λάθοςγιάε : δες, παρατήρησεγιαλέλι : άσμα, τραγούδιγιαλιά,η : ακτή, μέρος κοντά στο γιαλόγιαλίτης και γιαλίτικος : ο κάτοικος παραθαλάσσιου τόπουγιαμιά(ς) : στη στιγμή αμέσωςγιάντα και γιάειντα : γιατίγιαντίζω και γιεντίζω : ξεγελώ κάποιον σε παιχνίδι στοιχήματος μνήμηςγιαρμάς, ο : δοκάρι εγκάρσιο συνδετικό άλλων δοκαριών, τραβέρσαγιασμάς, ο : λεπτός κεφαλόδεσμος γυναικών, ημιδιαφανές κάλυμμα κεφαλήςγιατρικουλέματα : πρακτικά φάρμακα, γιατροσόφιαγιατρικουλεύω : κουράρω ασθενή με γιατροσόφιαγιάτσος : αγιάζι, παγωνιάγιαφτάς, ο : μερίδιο της πατρικής περιουσίας που διανέμεται στους κληρονόμους

γιαχουντής : Ιουδαίος,οβριόςγιβεντίζω : ντροπιάζω, διαπομπέυωγίβεντο, το : εξευτελισμός, διαπόμπευσηγίγλα, η : η ζώνη του σαμαριού που περιβάλλει την κοιλιά του ζώουγιγούμι : χάλκινο δοχείο γάλακτος ή νερούγιγούρτι, το : γιαούρτιγιδοβυζάστακας : είδος γερακιού που βυζαίνει τις γίδεςγιδοζαλέ και γιδοζαλιά : αποτύπωμαγιεύνω : παραθέτω γεύμαγίνομαι : τα χωράφια οργώνονται, είναι οργώσιμα, είναι μαλακωμένα από τη βροχήγινώνω : ωριμάζωγιοργαλίδικος : (λέγεται για τα ιπποειδή) ευκίνητος, γοργοκίνητος, γρήγορος γοργόςΓιωργιός : ο Γιώργηςγιορνταμιλού : στολιδιάρα, ναζιάραγιορντανές : διπλό κερκέλι σε κάθε άκρη του οποίου εδένετο ένα κομμάτι σκοινί να μη στρίβει με τις κινήσεις του ζώου που το έφερε

γιότσα η : μεγάλο κακό, συμφορά, κάζογιουμουρούκι : φόρος, πρόστιμογιουγέρνω : επιτίθεμαι, εφορμώγιούρθια : ακαταστασία πραγμάτων, αρνητικά επεκόλουθα διασκέδασηςγιτσικά, τα : τα αιγοειδή, τα γίδιαγιτσικάρης, ο : ο γιδοβοσκόςγιτσικός, επίθ. : κατσικήσιοςγκάβγω και γκάβω : φεύγω, αναχωρώγκαγγρινιάζω : παθαίνω γάγγραιναγκαγκανίζομαι και γκαργκανίζομαι : κρέμομαι με τα χέρια από κάπουγκάργκος, το : υποχρέωση, καθήκονγκάρδας ή κάρδας : οισοφάγος, φάρυγγαςγκαρδιώνομαι : βάζω κάτι μέσα στην καρδιά μου, εστερνίζομαιγκινιάζω και αγκινιάζω : εγκαινιάζω, χρησιμοποιώ κάτι για πρώυη φοράγκοινιαταδόρος : συναιτέρος σε γκοινιάτο

γκουανιάζω : ρίχνω λίπασμα σε χωράφιγκουανό το : λίπασμαγκουφικά, τα : εντόσθια σφαγμένου ζώουγκρούβγω, και κρούβω : πνίγωγκρούψη και κρούψη : δύσπνοια, ασφυξία, πνίξιμογλακαλωνεύγω : περιφέρομαι κάπου συνεχώς, βρίσκομαι σε συνεχή πολύπλευρη δραστηριότηταγλακηχτά και γλακηστά : τρέχοντας, τροχάδην, δρομαίωςγλακηχτός και γλακηστά : τρεχάτοςγλακιά, η : το τρέξιμο η φευγάλαγλάκιος και γλάκι : το τρέξιμογλάνι και γλάνιο : παιδίγλειμμίτζουρας : ο ισχνός

Page 28: Greek Krhth

γλινάτζης : αυτός του οποίου τα ατζιά (γάμπες) έχουν γλίναγλινιάζω και γλινώνω : έχω γλίνα, γυαλίζω από γλίνα που έχωγλινόπιτα : πίτα της οποίας η γέμιση είναι γλίνα

γλιστρηματέ και γλιστρημαθιά, η : γλίστριμα, ολίσθημαγλιτσήτης : μανιτάρι του οποίου η επιφάνεια είναι γλιτσερήγλιτσός και γλιτσερός : γλοιώδης, κολλώδηςγλίτσουργας : χώμα γλοιώδεςγλυκάτο το : το αυλάκι που αρχίζε από το τέλος της στέρνας και κατέληγε στην ντολαπίνα του νερόμυλουγλυκιά τα : η μερίδα του κρέατος που βγαίνει από το πίσω άκρογλυκιός, επίθ. : γλυκύςγλυκοσάλιση : αρμονική συμβίωσηγλυκοσαλισμένος-η-ο : χαρούμενος, πρόσχαρος, ευδιάθετοςγλυτέρα,η : γλύτωμα, γλυτωμόςγλύφτης : ξυλουργικό εργαλείο κατάληλο για λάξευμα ξύλουγλωσσάς : πουλί με πολύ μακριά και στενή γλώσσα που μοιάζει με σπάγγογλωσσίδι λύχνου : αυλακοειδής προεξοχή στα χείλη λύχνου, στην οποία στηρίζεται το άκρο του φιτιλιούγλωσσοκοπανίδα : γλωσσοκοπάνα, γλωσσούγναντώ : βλέπω από ψηλά ή μακριά, αγναντεύω

γνοιάδος : αυτός που έχει έγνοιες, αυτός που έχει στο νου του και μελετά ένα θέμα τουγνοιάζει : ενδιαφέρειγνωστικάδα : σύνεση, φρονιμάδαγομάρι, το : πλήρες φορτίο ιπποειδούςγομαρίδι, το : μικρό γομάριγοργογιάνης ο : βότανο του οποίου το αφέψημα γιαίνει γρήγορα το κρυολόγημαγούζιομαι και γκούζιομαι : θρηνώ γοεράγούλα, η : το τρυφερό μέρος λαχανικού, η τρυφερή ρίζαγουλαθός : το κουνουπίδιγουλιάζω (για ζώα και πουλιά) : γεμίζει η γούλα(στομάχι) μουγούλος, ο : κάλος, ρόζος του δέρματος από νεκρωμένη σάρκαγουλοφάς : ουλίτιδαγουμανάτος, επίθ. : γεροδεμένος, γεμάτος, καλοθρεμμένοςγουμανωπός : κάπως γεμάτοςγουργουλές : μεγάλη αναταραχή, ανακατωσούρα

γουργουλιδότοπος : τόπος με ακάθαρτα νερά, βουρκότοποςγραντάρω : βαθμολογώ την πυκνότητα του υγρούγράντο : βαθμός και όργανο μέτρησης υγρού(κυρίως κρασιού), το γράδογρατζουνέ, η : η γρατσουνιάγρεδάντερα : βότανο εδώδιμο με βλαστούς μακρούς σαν έντεραγρεδιάζω : βγάζω μυρωδιά γριάςγρεμός και γκρεμνός : απόκρημνο μέροςγρετσίδικος : παροδικός, πρόσκαιρος προσωρινόςγρίτζος και γρίζος : μακρυμάνικο επανωφόρι μάλλινο, από ακατέργαστο ύφασμα που φτάνει μέχρι τη μέσηγριτζουνίζω και γριτσουνίζω : βγάζω τριγμούς, τρίζωγριτσούνισμα και γριτζούνισμα : τρίξιμο, κριτσάνισμαγροθέ, η : γροθιά, μπουνιάγροθίδι, το : δυνατή μπουνιάγροθοκοπανίζω : γρονθοκοπώγρομπάλα και γρομπόλα : οτιδήποτε που έχει σχήμα σφαιρικό

γρομπαλάκι, το : οζίδιο, μικρός κόμπος, εξογκωματάκιγρομπιάζω και γρουμπουλιώ : βωλιάζω, έχω κόμπουςγρόμπος : βώλος, κόμπος, ρόζοςγροπροβατίνα και γροντοπροβατίνα : προβατίνα γερασμένηγρυλομάτης : αυτός που γρυλώνει (έχει μάτια πεταχτά)γρυλομαχώ : κοιτάζω με επιθετικές διαθέσειςγρυλώνω και γλυρώνω : ανοίγω διάπλατα τα μάτια μου, για να παρατηρήσω κάτι το εξαιρετικά ενδιαφέρονγυαλί, το : μπουκάλιγυαλουρίζω : λάμπω σαν γυαλίγυναικειά, η : η ιδιότητα της γυναίκαςγυναικονούσης : ο γυναικάς

Page 29: Greek Krhth

γυνί το : το οξύ σιδερένιο άκρο του αρότρου, το υνίγυνόλουρα : τα σιδερένια εξαρτήματα του αρότρουγυραλάκι το : μικρός γύροςγυράλευρα το : το αλεύρι που απομένει κολλημένο στο γύρο της μυλόπετρας

γυροβολιάζω : οργώνω όσο γίνεται πιο κοντά στο γύρω του χωραφιούγυρογιαλιά : η ακρογιαλιά, το ακρογιάλιγυρολογώ : οδηγώ τα ζώα για βοσκή στο γύρω χωραφιούγυροπόδι το : ο ποδόγυροςγυροποταμίδα ή γυροποταμιά : τα γύρω από τον ποταμό μέρηγυρόσπιτο το : σπίτι κτισμένο στο γύρω του χωραφιούγύρου-γύρου και γυρού-γυρού : γύρω-γύρωγύρου-τριγύρου : τριγύρω, ολόγυρα---

δάμακας : ξερότοιχοςδέτης : γκρεμόςδικιολογιά : το σόιδαμασκί : τα περίφημα σπαθιά της Δαμασκού/δαμασκηνό, εξαιρετικής ποιότηταςδασκαλικό,δασκαλάκι : μαθητής, μαθητευόμενοςδασκαλιό : διδασκαλείο,σχολείοδαχτυλίδια : μπούκλεςδείχνω : φαίνομαι,προβάλλωδέση : το σημείο όπου δένεται το νερό για να πάει προς τον κήπο,το περιβόλιδετάρι,δέτης : συνήθως απόκρυμνη άκρη του χωραφιούδευτερωτός : αυτός που δευτερώνει,που εκ δευτέρου επαναλαμβάνει κάτιδιαβαίνω : πεθαίνωδιαγουμίζω : εξολοθρεύωδιάγω : ζω, κατοικώδιάζομαι : ετοιμάζω το στημόνι στον αργαλειό

διακόβγω : ξεχωρίζω, απομονώνωδιακονιάρης : ζητιάνοςδιακονούμαι : ζητιανεύωδιαλαλώ : διακηρύσσω,ενημερώνω ως τελάληςδιάλε τη μιά : καμίαδιαλεμένος : διαλεχτόςδιανεύομαι : ενεργώδιαντηρώ : κοιτάζω, εξετάζω προσεκτικάδιάφορο : κέρδοςδίδω,δούδω : φωτίζωδικάζομαι : φιλονικώδίκια : εκδίκηση,αντίποιναδικολογία, δικολόι,δικιοσύνη : η συγγένεια, οι συγγενείς, το συγγενολόιδικονίζομαι : ζητιανεύωδίμουρος : διπρόσωπος, δόλιος

διώμα : βλέμμα, μάτιαδιωματάρης : ωραίος, επιβλητικός, αξιοπρόσεκτοςδολερός : δόλιος, ταλαίπωρος,δυστυχήςδόμοι : δερμάτινες λουρίδεςδό(σ)ια : τα δοσίματα, ό,τι δίνει κανείς για να πάρει ή να απολαύσει κάτιδραγάτης : αγροφύλακαςδρομολάτης : οδοιπόρος, διαβάτηςδροσιά : τίποταδυναμάρης : δυνατός, χειροδύναμοςδώμα : ταράτσα,στέγη σπιτιούδώπως : μήπωςδεν αποκοτώ : δεν τολμώ να κάμω κάτιδικολογιά : οι συγγενείς

Page 30: Greek Krhth

δε βγάνω άχνα : δε μιλώ καθόλουδιαόλης τη δροσά : τίποτα

διαφεντεύγω : διευθύνωδαχτυλιδωμένος : αρραβωνιασμένοςδεν διανιρίζω : δεν βλέπω καθόλου καλάδερνοκοπανίζομαι : χτυπώ το στήθος μου από πόνοδεν ψηφώ : δεν υπολογίζωδεν νταγιαντίζω μπλιό μου : δεν αντέχω άλλο πιαΔευτεροούλης : ο Ιούλιοςδισταύρι : το σταυροδρόμιδόδια : τα δόντιαδωσίματα : τα δώρα, οι αμοιβέςδιασάκι : απαγορευτικός νόμοςδεπά : εδώ πέραδερνομουρώ : κατσαδιάζωδιανταλλάσω : κινούμαι σαν σκιάδιάω : πράττω

δίνω : εκτός από την έννοια παρέχω, προσφέρω, χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει ορμητική κίνησηδικώ : μου φτάνει, μου αρκείδρομώνω : τρέχω, φεύγωδρυγιάς : η δρύςδιμισκί : δαμασκηνόδιφορίζω : ένα δένρο που κάνει δύο φορές το χρόνο καρπούςδοδιά : δάγκαμαδραπάνι : δρεπάνιδαμακί : λιγάκιδιακονώ : ελεώδακάνω : δαγκάνωδετάδα : πετρόχτιστος δέτηςδιακρίνω : ξεχωρίζωδιγαβρές : βασανιστική έννοιαδιμουριά : διπρόσωπη συμπεριφορά

διαρμίζομαι,(διάρμισμα) : φροντίζω, τακτοποιώ, επιμελούμαι (το σπίτι) μεταφ. φεύγω έγκαιρα, ξεγλιστρώαπό κάποια κακοτοπιάδοχή : ορισμένη περιοχή στην οποία ασκείται η κτηνοτροφική δραστηριότητα, αναγνωρισμένος και αποδεκτός χώρος δικαιοδοσίαςδαιμονικός : διαβολικόςδαμάκι : λίγοδαμινά : αμυδρά(για όραση)δαρμός : γι αυτόν που χτυπιέται θρηννώνταςδασκαλεμένος : μορφωμένοςδειάφι : θειάφιδειλιώ : φοβούμαιδειπνώ : τρώγω για βραδυνόδείχνω καρδιά : παριστάνω τον άφιβοδεκαρά, δεκαριά : περίπου δέκαδέμα : πρανές οχυρούδιάζω : ενεργώ, περνώ τη ζωήδιακονιά : επαιτεία

διαλαλημός : διακήρυξηδιάστυλα : χώρισμα ναού και ιερού, τέμπλοδιαφωτίζω : φωτίζω παντούδίδω όξω : ορμώ όξωδίκαιοι : άγιοιδικός : συγγενείςδιορθωμένος : μετανοημένοςδιπλοί τριπλοί : δύο και τρείς, ο ένας πάνω στον άλλο

Page 31: Greek Krhth

διπλοκακομοίρης : διπλά άτυχοςδιπλοσφυρίζω : σφυρίζω δυνατάδίσκος του κόσμου : η γηδίστομος : δίκοποςδιχερίς : με τα δυό χέριαδίχως τας : χωρίςδόλιος : άτυχος χαμένος

δοξάρι : τόξοδοξεύγω : ρίχνω βέλη με τοξοδουλεμένος : ο υπηρετούμενος από δούλουςδουλευτής-άδες : οι εργαζόμενοιδούλεψη : υπηρεσίαδραγουμάνος : διερμηνέαςδριμιά(επίρ.) : για οξύ θρήνοδριμώνομαι : ενισχύομαιδυναμώνω-ομαι : ενισχύωδυνατοκτισμένος : δυνατότειχοςδύνομαι : μπορώδεν το θαρρούσαν : δεν τον περίμενανδιχωστάς του : δίχως τουδίδω πείραξη : ενοχλώδιαγουμίζουν : διαρπάζουν, λεηλατούν

δάγκαμα το : το ευνούχισμα ζώου με τανάλιαδαγκάνα : παγίδα ειδική για ζουρίδα και άρκαλοδαγκανιαρέ και δαγκανιαρά : δαγκανιάρης, αυτός που συνηθίζει να δαγκάνειδαγκάνω : ευνουχίζω ζώο με τανάλιαδαμαλίζω : εξημερώνω, τιθασεύωδανεικά τα : αμοιβαία παροχή βοήθειαςδανεικαρές, οι : βοήθεια που παρέχεται σε κάποιον με τη συμφωνία της αντιπαροχής ανάλογης βοήθειαςδασέ : πυκνάδασές : πυκνόςδασκαλάκι : ο μαθητής, το μαθητούδιδασκάλισσα : η γυναίκα του δασκάλουδαχτύλι το : το δάχτυλοδαχτυλιδώνω : αρραβωνιάζω, μνηστεύωδαχτυλίδωση : μνήστευση, αρραβώναςδαχτυλιδωτάδες οι : οι συνοδοί αυτού που αρραβωνιάζεται

δείμα του : η εμφάνιση κάποιου που βρίσκεται όμως αλλού, θεωρούμενη ως προμύνημα θανάτου τουδεκαρέ : η δεκαριά, περίπου δέκαδεματαρέ και δεματαρά : πέτρα σταθερή στον τοίχο της αυλής ή του υπογείου για να δένουν σε αυτή το ζώοδεματέ : δέμα κλαδιών ή χόρτων ή και άλλων σχετικώνδεματικά τα : μαγικά, μάγια ξόρκιαδεματσάκι το : μικρό δεμάτιδε μου σκυσε : δεν πέτυχα τον σκοπό μου, απέτυχα στην προσπάθειά μουδέμπλα και ντέμπλα : ειδικό μακρύ ραβδί που χρησιμοποιείται για το χτύπημα των κλαδιών δέντρου για να πέσουν οι καρποίδεμπλίζω και ντεμπλίζω : ραβδίζω με τη "δέμπλα" το ελειόδεντροδεντραμολόχα : η μολόχα με μορφή δέντρουδεντρόφλομος : φλόμος με μορφή δέντρουδεντρουλάκι το : μικρό δέντροδένω, δένει ο καιρός : ο καιρός εξελίσσεται σταθερά προς το χειρότερο, χειροτερεύειδεξιμάτη πατανία : κουβέρτα υφαντήδερματάς : εκλεκτή ποικιλία σταφυλιού του οποίου οι ρώγες έχουν φλοιό παρόμοιο με δέρμα

δερνοκοπανίζω : δέρνω κάποιον με κόπανοδερνομουρίζω και δερνομουρώ : επιπλήττω, κατσαδιάζω

Page 32: Greek Krhth

δεσιά : το δέσιμο χωραφιού ετοιμόρροπου με τοίχοδεσπολέ και δεσπολιά : μουσμουλιάδέσπολο το : μούσμουλοΔευτερογούλης : ο Ιούλιοςδηλαδής : αντί δηλαδήδημηγορώ και δημηγορεύω : πολυλογώ, φλυαρώ, λέω λόγια του αέραδιαβάζω : διδάσκωδιαβαστά τα : τα διαβάσματαδιαθούσα κουτσούρα : κουρμούλα αμπελιού που δεν καρπίζειδιακονίκι και διακονιλίκι : διακονιά, ζητιανειάδιακονιούμαι : επαιτώ, ζητιανεύωδιαλαλητής : αυτός που ερευνά (ψάχνει να βρει) κλεμμένα ζώαδιάλε ντο γεις και διάλε ντο νας : απολύτως κανείς

διάλε ντο πράμα ή διάλε το δώρος : απολύτως τίποτεδιάλε ντο ψόμα : εντελώς αλήθεια, καθόλου ψέμμαδιαλέτι : κατάραδιαλεώνας : αυτός που εκλέγει κάτι σε ένα σύνολοδιανέρι το : κορυφογραμμήδιανερίζω ή διανερώ : βλέπω θαμπά, διακρίνω αμυδράδιανόχορτο : αυτοφυές βότανο που αρέσει ιδιαίτερα στους διάνουςδιαντονώ και διαντονίζω : βλέπω αμυδρά, δεν διακρίνω καθαράδιαολίζω : εξοργίζω κάποιονδιαόλιο το : εξόργιση, εξερέθισηδιαλοκοκαλίζω : αποκαλώ κάποιον νεκρό διαολοκόκαλοδιαολοκόκαλος : αυτός του οποίου τα κόκαλα έχει ο διάβολος, ο αμαρτωλόςδιαολόπιστος : ζαβολιάρης, κατεργάρηςδιάορος και διάοτσος : ο διάβολοςδιαπόρι, το : στένωμα που οδηγεί σε πόρο

διαπορίζω : έρχομαι δια μέσου στενώματοςδιαργιούμαι : διευθετώ, ταχτοποιώ τα διάφορα αντικείμενα του σπιτιούδιασάκι το : έλεγχος, απαγόρευσηδιασέρνω : μετακινώ κάτι σέρνοντάς το, μετακινούμαιδιασίδι : το νήμα για το στημόνιδιασκέλουρο : το ορνιθόσκελο, η διασκελιά της πόρταςδιασκέλουρο, το : το ορνιθόσκελο, η διασκελιά της κόταςδιασπερνώ : διαπερνώ, περνώ απέναντιδιασωνίζω : διασκορπίζω ολότελα, κατασπαταλώδιαφέντης, ο : αυτός που ασκεί την εξουσία, ο κουμανταδόροςδιαφέντι το : η εξουσία, το κουμάντοδιαφορεύομαι : έχω διάφοροδίβολο : χωράφι που οργώθηκε ή παρήγαγε προϊόν δύο φορές το χρόνοδιγαβρίζω : συζητώ έντονα, φιλονικώ, λογομαχώδιγαλίζω : ύστερα από παρέλευση αρκετού χρόνου επαναλαμβάνω το θηλασμό

δικολόι : οι συγγενείς, το συγγενολόιδικούραδο μιτάτο : μιτάτο όπου εξυπηρετούνται οι τυροκομικές ανάγκες δύο κουραδιώνδιλαμάτης : αυτός που έχει δίχρωμα μάτιαδιλάτης τράος : ο δίχρονος τράγος ή κριγιόςδιμάννι και διμάννικο : αρνί ή ρίφι που εθήλασε από δύο μάνεςδίματος (για πρόβατα) : που έχει κύκλο μαύρο γύρω από το ένα μάτιδίμουρα : υποκριτικά, ανειλικρινώςδημουργιά, η : διπλοπροσωπία, ανειλικρίνειαδιμουρεύγομαι : εμφανίζομαι με δύο όψεις, είμαι διπλοπρόσωποςδιμπάντουρος : ο με δύο όψεις, ο αμφιταλαντευόμενοςδιοθιά : η τρύπα που προκαλεί ο διόθος, στο δέρμα των αιγοειδώνδιομπορώ : αργώ, καθυστερώδιπλέρνω : πλησιάζω κάποιον για να πετύχω κάτιδιπλιάζω : γίνομαι διπλάσιος, διπλασιάζομαιδιπλοπαραγγέρνω : παραγγέλω κάτι, εφιστώντας την προσοχή του παραγγελιοδόχου

Page 33: Greek Krhth

διπλοσκοινιάζω : πηγαίνω σε δύο σειρέςδιπλοσφυρέ : διπλό σφύριγμα, σφύριγμα δυνατό και παρατεταμένοδισκαφίζω : σκάβω κάτι για δεύτερη φοράδισκάφισμα : σκάψιμο για δεύτερη φοράδιχάλα : σφεντόνη με διχαλωτή λαβήδιχαλόβεργα : βέργα διχαλωτήδιχαλώνω : φτιάχνω κάτι διχαλωτόδιχονίζω : διχογνωμώδιχοπέτυχο : το αμφίβολο, το ασταθές το μετέωροδίχταμος : το δίχταμοδιώμα το : εμφάνιση, παράστημα, ομορφιάδοικά : αρκεί, φτάνειδοκίδα : μικρό δοκάρι κατάληλο για ράβδισμα καρπώνδολώνακας : κοίλωμα γης συνήθως με νερόδολωνιάζω : βάζω τα αιγοπρόβατα στο δόλωνα

δόμοι οι : οι πολλές αλλεπάλληλες σόλες στα στιβάνια βοσκούδοξαρέ : η κρούση των χορδών του βιολιούδοσούδι : το δόσιμο το διδόμενο το δώροδούδω και δούνω : δίδω και δίνωδούλα : η κατ εναλλαγή απασχόληση στην οδήγηση των ζώων που αλωνίζουνδουμάκι : λιγάκιδουμακιάζω : δοκιμάζωδράβυλα τα : τα φρούταδρακόνα : η μεγάλη πέτρα και λείαδραμισίτης : λιγονούσης, ολιγόμυαλοςδραπόντι και δραπόδι : στρώμα κρεβατιούδρακοντέ : το φυτόδραποντόγυρος : μακρόστενο ύφασμα που περιβάλει διακοσμητικά το κρεβάτι φτάνοντας ως το δάπεδοδρετίδικα : πρόχειραδρίμες : οι δώδεκα πρώτες μέρες του Αυγούστου, η καθεμιά από τις οποίες χαρακτηρίζει τις καιρικές συνθήκες των επόμενων μηνών τα μερομήνια

δριμώνω : δυναμώνω, ενισχύομαι, οξύνομαιδρόλικο : το φρούτοδρομαλάκι : δρομάκι, μικρός δρόμοςδρομάχισμα : έκκριση ιδρώτα από υπερένταση ή αγωνίαδρομαχώ : αγωνίζομαι υποβαλλόμενος σε κόπο πολύ, ιδροκοπώδρομιάζω : βάζω κάτι στο δρόμο του, δρομολογώδρομόνερο, το : βροχή που πέφτει σε ένα τμήμα μόνο μιας περιοχής ακολουθώντας ορισμένο δρόμοδρομπηλιάζω : μαλακώνω από το πολύ νερόδροσαπιδέ : εκλεκτή ποικιλία απιδιάςδροσερεύω : Αντί δροσίζω ή δροσίζομαιδροσερικό και δροσερευτικό : το φρούτοδροσινιάζει : αρχίζει να δροσίζειδροσιός : δροσιά, δροσερός τόποςδροσοκοκαλιάζω : δροσίζομαι ως το κόκαλοδροσοκοκάλιαση : το δρόσισμα του κορμιού ως το κόκαλο

δροσοπεζούλα : η ξάπλα, το καθισιό, η ανάπαυση, το αραλίκιδροσοποτά : είναι δροσιά, το μέρος είναι δροσερόδρόσος το : δροσιά, δροσιστικό, αναζωογονητικόδρουβάλι, ντρουβάλι : κουτός, βλάκαςδρούμπικας : δρώπικας, ύδρωπας,υδροπικίαδρουμπικιάζω : δε μεστώνω, νερουλιάζωδρουμπικιάρης : καχεκτικός αρρωστάρης

Page 34: Greek Krhth

δρουμύς : δριμύς, οξύς, αψύς, σφοδρόςδρυγίας : τόπος με πολλές βελανιδιέςδρυγίτης : μανιτάρι που αναπτύσεται σε τόπους με δρυγιάδεςδρωτίδα και δρωτσίδια : εξανθήματα, σπυράκια από υπερβολική ζέστη και εφίδρωσηδρωτσίλα : η οσμή του ιδρώτα, η ιδρωτίλαδυσίλαβα : δυσχέρειες, δυσκολομεταχείρισταδυσκόλιο το : εμπόδιοδύσκυαμος : φυτό ποώδες με καρπό παρόμοιο με το βελανίδι

δώμα το : ταράτσα χωμάτινηδωματσάκι : μικρό δώμαδώρος : τίποτε, κάτι, όφελος

---

εδά : τώραεπαέ : εδώεργώ : κρυώνωετσά : έτσιεγούγια : αλοίμονοέχνη : τα ζώα γενικά (π.χ. Άντες να πάμε να ταΐσουμε τα έχνη μας)έθεν : Δεν θάέσσο : σπίτιεντουρά : έχασα τα ίχνη του,τα σημάδια του.εχώστηκε : κρύφτηκεεξαργώτου : επίτηδεςέβγα (το) : η έξοδοςέγγαλα : γαλακτοφόρα γιδοπρόβαταεγούι μου,εγούγια μου, γόι μου : αλίμονό μουεδά μόνο : τώρα μόλις

είντα : τιεισέ : είςεκειδά ίδια : εκεί ακριβώςελβανικά : βιαστικά,κουνιστάελέγχω : κατηγορώ, καταγγέλωελεμές : άντρας, λεβέντηςελεφαντένιος : από ελεφαντόδοντοελεφαντινός : όμορφος σαν το ελεφαντόδοντοελιδομαζώματα : η ελαιοσυγκομιδήέμπα (το), εμπασμός : εισόρμηση,εισβολή, είσοδοςένα λίγο : λιγάκιέντειμα : φάντασμαεντήρηση : φόβοςεπέρα : πέραέρεγος (ό) : αρεστός

ερωθιά : ερωτική παράστασηέτσα,ετσά : έτσιευαγγελίζω : γεννάωευγιά : καλοκαιρίαέχει (τα) : τα πλούτη, η περιουσίαέχνος : ζώοεχταγή : επιθυμίαέγγαλο : το ζώο που βγάζει γάλαέλεος ζητά : ο αμαρτωλός ζητά σωτηρίαεγούγια μου : αλοίμονο μουεγούι μου : μάνα μου, Παναγία μου τι έπαθαεκειά : εκείέντα : νάταέρωντας : ο έρωτας

Page 35: Greek Krhth

ένα μικρό ψυχαλάκι : λίγο πράμα

εδικολογιές : οι συγγενείςεφτάγερος : ο τελείως υγιείςεγκαλόγες : αίγες για γάλαεγώη μου : αλίμονό μουεπά : εδώελένιος : καμωμένος από ξύλο ελιάςέντρομα : πρόχειραεμιλιά : ομιλίαεξεδηλιάνανε : βλ. ξεδηλιάνωεπάντηξα : συνάντησαεψύγη : πάγωσε,μαράθηκε,παράλυσεεξά : εξουσία, αυτεξούσιοεσμιγά : σμίξιμοέβγα-έμπα : έξοδος και είσοδοςεγνωρίζω : γνωρίζω

εδεκεί : εκείεζημιά : ζημιάείπως τας : άν, μήπωςεισβαίνω : μπαίνωεμπροστάς : ομπροστάςενάντιο : κάτι αντίθετοεξοδιά : έξοδαεξοπίσω : πίσωεξόριση : εξορίαεξοστρακίζω : βγάνω από τη μέσηέξυπνος : ξύπνιοςέξω και όξω : εκτός άνεπαρμός : άλωσηεπιβουλιά : δόλοςεργατιά : παροχή γεωργικής εργασίας

έτοιος : τέτοιοςευκαιράδα : ευκαιρίαεύκαιρος : άδειος,κατάλληλοςευρετής : εφευρέτηςέχθρητα : έχθραεκινήσασι : με έκαναν να κάνω, μου επέβαλλανελυώθει : έλιωσεεγίνη : έγινεεμυράνασι : τον μύρωσαν με καλές αρετέςεκεντούσα : άναβαν σαν την φωτιάευγοράδα : καθαρή θέαεθιά : η ιτιάεβάρηκα, εβαρήστηκα : πληγώθηκα, τραυματίστικαεβγαρσιά η : έξοδοςεβγιά : καλοκαιρία, ανακοπή της κακοκαιρίας

εβγιάζει : αρχίζει να βελτιώνεται ο καιρόςέβγορο και όβγορο : μέρος με ορατότηταεβδομηνταρέ : η ποσότητα εβδομήντα περίπου ομοειδών πραγμάτωνεβιδιά : ανακοπή της κακοκαιρίαςεβιδιάζει : αρχίζει να βελτιώνεται ο καιρός, αιθεριάζειεβοσκήθηκα : εχόρτασαεγγαλομαδάρα : μαδάρα(βοσκότοπος) για τα έγγαλα αιγοπρόβαταεγγαλονομικό : μικρό τυράκι που παίρνει μαζί του ο βοσκός ως "βοσκικό"έγκος το : όγκοςεγόη μου : αλίμονό μουεγούγια μου και εγόγια μου : αλίμονοεγράθηκα : βράχηκαεδά, επίρρ. : τώρα, πλέον

Page 36: Greek Krhth

εδά-εδά : μόλις τώραεδαέ, επίρρ. : τώρα ακριβώς

εδά μόνο; : από καιρό προ πολλούεδά μπλιο : τώρα πιαεδεπά : εδώ, εδώ κάπουεδετέθοιος και ετέθοιος : τέτοιος, αυτού του είδουςεδέτσι : έτσι ακριβώςεδεχοή : προσμονή, προσδοκία, απαντοχήεδικός-η-ο : ο δικός μας, ο συγγενείς μας, ο φίλος μαςεζημιά, η : ζημιά, βλάβηεθαραπάηκα : έφαγα κι ευχαριστήθηκα, αλάφρωσα από μεγάλο βάροςειδεμής : διαφορετικά, αλλιώς, σε αντίθετη περίπτωσηεικοσαρέ : η εικοσαριά, περίπου είκοσιείμητας : εκτός, εκτός εάνείντα ολλιώς : πως αλλιώςεκειαέ : εκεί ακριβώςεκεινοσές και εκεινοσάς : εκείνος

εκεινού : αντί εκείνουελεϊσμένος : συγχωρεμένοςελεμές, ο : εκλεκτός, διαλεχτός, εξαίρετοςέλε μου και ίλε μου : προπαντός, κυρίωςελεούσα : ναρκωτικό φυτό που μοιάζει με μούσμουλο, ο μανδραγόραςελεργιά, η : το όχι νηστήσιμο φαγητό, το πασχαλινόέλιγο-έλιγο : λίγο-λίγοέλιγος-έλιγος : λίγος-λίγος, κομμάτι-κομμάτιελιδάρος : ελειοπαραγωγόςελιδάρος, ο : ελαιοπαραγωγόςελιδιάς : ο ελαιώναςελιδίτης : μανιτάρι που φυτρώνει σε μέρη με ελιέςελλενικό χωράφι : γόνιμο χωράφιελόγου μου : εγώεμιλιά, η : ομιλία

εμιριά και ιμιριά : φορολογίαεμισός, επίθ. : μισόςέμπανα και δέμπανα : και τι μαυτό; αςεμπασιά : είσοδος, πέρασμαεμπάστε : περάστε μέσαέμπολλα τα : το σύνολο των αιγοπροβάτων που έχει κάποιοςέναι : είναιεννενηνταρέ : εννενηνταριάέντειμα το : φάντασμα, βρυκόλακας, δαιμονικό πλάσμαεντέκι, το : χαντάκιεντήρηξη : επιφύλαξη, δισταγμόςεντουρά, η : το να εμφανισθεί κάποιος που έχει χαθείεξέκαψε(η μέρα) : ο καιρός από άσχημος εξελίχτηκε σε καλόεξέκαψές με ! : μεγάλη εξυπηρέτηση μου έκαμες!εξεμπουμπουλώθηκε : διέρευσε το μυστικό

εξηνταρέ η : εξηνταριάεξιά η : ελευθερία, ανεξαρτησίαεξώρας : πάρωρα, σε ώρα περασμένηεπαδά : εδώ ακριβώςεπειδής : αντί επειδήεπίλοιπο : το υπολειπόμενο, το υπόλοιποεπόμανα : καθησύχασα, κάλμαρα, εγαλήνεψα, καταλάγιασαεπουρί; και επούρι; : ε, τι λές εσύ

Page 37: Greek Krhth

έργανο, το : όργανο, εργαλείοεργασιά η : κρύο, ψύχοςεργασιάρης και εργατσάρης : ριγηλός, ευπαθής στο κρύο, μαργωσιάρηςεργατάρομαι : εργάζομαι, δουλεύω σκληράεργάτης, ο : εξάρτημα της φάμπρικας, με την περιστροφή του οποίου από 3-4 άτομα λειτουργεί το ελαιοπιεστήριοΕργήνα, η : η Ειρήνη (όνομα)έρεικας και ρείκος : το ρείκι

ερεικόμελο : μέλι από ρείκιαερωθιά η : τα ερωτικά, ο έρωτας, ο ερωτισμόςέσβουρος, ο : το σβούρισμαεσμιγιά, η : συνάντηση, συναναστροφήέστεσε το αμάτι : έπεσε σε λιποθυμίαέσυρα το οζό : ευνούχισα το ζώο με τη μέθοδο του σκοινιού με δύναμη πάνω στα "σβάχια"έσω : μέσα, προς το μέσα μέροςετά : αυτού, εκείεταέ : αυτού ακριβώςέτζοιε και έτζε : να αυτοί, νάτοιετοτεσιδά : τότε πια, τότε ακριβώςετσά και ετσιδά : έτσι, έτσι ακριβώςέτσα λογής επίρρ. : έτσι, τέτοιου είδουςετσά μου διόχνει : έτσι μου ρχεται, μου μπαίνει η ιδέαετσιδέ επίρρ. : έτσι

ετώρα : αντί τώραευροκλύδωνας : σφοδρότατος νότιος άνεμος που σηκώνει μάζες νερού από τη θάλασσαευτηνού : αυτουνούευτός-η-ο : αυτός-η-οέφαε η μύτη ντου χώμα : πέθανε, θάφτηκε, χώστηκε στο χώμαεφταπάπαδο : αφορισμός που γίνεται από εφτά παπάδεςέχει του χοίρου τη μούρη : είναι ξεδιάντροπος, είναι ξετσίπωτος, χώνει παντού τη μούρη τουέχη τα : η περιουσία, τα οικονομικά μουέχνος, το : το ζώοέχτρητα : έχθραεχύθηκε το αίμα μου : τρομοκρατήθηκα, κυριεύτηκα από τρόμοεψόφησε το αίμα μου : αλαφιάστηκα, εκυριεύτηκα από ξαφνικό φόβο, ετρόμαξα

---

ζάλο : βήμαζουγλός : ανάπηροςζυγώνω : κυνηγώζουρίδα : κουνάβιζερβά : αριστεράζαβιδάτο : είδος υφάσματος με ταινίες(γραμμές) κατά μήκος ή κατά πλάτοςζαλέ (ή) : το ίχνος του ποδιούζαμάνι : μεγάλο χρονικό διάστημαζευγαρίζω : οργώνωζευγολάτης : ζευγάς,γεωργός που οργώνει με το ζευγάρι τουζεύλες : τα ξύλα του ζυγού τα οποία προσαρμόζονται στους τραχήλους των ζώων που οργώνουνζευτικό : ζώο (βόδι κυρίως) που χρησιμοποιείται στο όργωμαζήτημα : αίτημαζιλοκούμπι : είδος σκληρού τυριού, που διατηρείται σε λάδιζιπόνι : είδος γιλέκου με μανίκια

ζουριδότρυπα : αλεπότρυπα,η φωλιά της αλεπούςζυγός : μηχανισμός με ξύλινα και μεταλλικά μέρη,με τα οποία ζεύονται τα ζώα που χρησιμοποιούνται στο όργωμαΖαράρι : το κακόζάλα : τα βήματαζεβλωμένη : λυγισμένη

Page 38: Greek Krhth

ζωυγώνω : κυνηγώ κάποιονζυμπίλι : σακκούλιζάβαλε : διάολε, βέβαιαζαφτιές : Τούρκος Χωροφύλακαςζαμάνια : πολύς καιρόςζα : ζώαζάλος : βήμαζαρουκλιώ : ζαρώνωζήση : ζωήζόρε : δυσκολία, ζόρι

ζάρα : λευκό νυχτοπούλιζουγλαμένη : παράλυτηζαβώνω : ζαλίζω, τυφλώνωζαέρι : άραγε, μάλλον, ως φαίνεταιζεστερή : ζεστή, ευχάριστα ζεστήζεύγομαι (ζευτώ) : μπαίνω στο ζυγόζεύγομαι : μπαίνω στο ζυγόζούδος : σημάδι στο δέρμαζούμπερα : τα ζώα που προορίζονται για γεωργικές εργασίεςζηλειά-εία : ζήλειαζηλεύγω : ζηλεμένοςζιμιό : αμέσωςζό, οζό : ζώοζόρκος : εντελώς γυμνόςζουγλαίνομαι : γίνομαι ζουγλός, ανάπηρος στο χέρι

ζυγαρά : ζυγαριάζάβαλης ο : κακόμοιροςζαγλός, επίθ. : κουλόςζαγλώνω : καθιστώ κάποιον ζαγλόζαϊρές και ζαερές : κτηνοτροφές, εφόδια, δημητριακάζακώνω : αφήνω τη στεναχώρια κλεισμένη μέσα μου, εσωτερικεύω τον πόνο μουζαλιά ή ζαλέ : βήμα, βηματισμός, πατημασιάζάλο το : βήμα, βηματισμόςζαμπαράς, ο : γυναικάς, μουρντάρηςζαμπίτης ο : αξιωματικός της αστυνομίαςζαμπιτιλίκι, το : σκληρός νόμοςζαμπλακούρα : ζαβλακωμάρα, σκοτισμός και ζάλη συγχρόνωςζαμπλακώνομαι : αισθάνομαι ζαβλακωμάρα, νιώθω σκοτοδίνιζάρα η : είδος κουκουβάγιας, το πουλί βύας, ο μπούφοςζαράρι το : ζημιά

ζάρει : τυχαίνει, συμβαίνειζαρίφικος : ωραίος, κομψός, Ζαρίφηςζάρπα η : ηχητικό ξεφύσημα με το στόμα για αποδοκιμασίαζαφτιγιές, ο : χωροφύλακας, ζαπτιέςζαχαραπιδέ η : απιδιά της οποίας τα απίδια είναι πολύ γλυκάζαχαράπιδο : απίδι με γεύση πολύ γλυκιάζαφτίζω : εξουσιάζω, επιβάλλομαιζγουραφιά, η : ζωγραφιάζγουραφίζω : ζωγραφίζωζγουραφιστός : ζωγραφιστόςζγουράφος, ο : ζωγράφοςζεβέλα και ζαβέλα η : νόσος των αιγοπροβάτωνζεβελιάρης και ζεβελιασμένος : παραλυμένος, παραπαίων, τρεκλίζωνζεβελιώ : παραλύωζενές : κάτισχνος, πολύ αδύνατος

ζερβοκουτάλα : αριστερόχειραςζερβοκούταλος : αριστερόχειρας

Page 39: Greek Krhth

ζεστάδα η : ζεστασιάζεστεράδα, η : η λίγη ζέστη , η ευχάριστη ζέστη , η ζεστασιάζεστερός : λίγο ζεστός, ζεστούτσικοςζεστομερίζει : αρχίζει να ζεσταίνει ο καιρόςζευγαρέ, η : όργωμα μιας ημέραςζευγαρόμερα : μέρα κατάληλη για ζευγάρισμαζευγολαλώ : οδηγώ κάποιον όπως τα ζευγμένα βόδιαζεύκι : ξεφάντωμα, διασκέδασηζεύλα η : Ζεύλες είναι τα δύο ξύλα στα άκρα του ζυγού, που έχουν σχήμα υ και στα οποία εγκλωβίζονται τα κεφάλια των βοδιών που οργώνουνζευλοσπάουλο : ειδικό κορδόνι με το οποίο δένεται από το λαιμό ανάμεσα στα ζευλιά το βόδιζευλώνω : κάνω κάτι όχι ίσο, το στραβώνω, δεν είμαι ίσιοςζεύνω και ζέφνω : βάζω τα βόδια στο ζυγό, ζεύω , ενώνω δύο πράγματαζεύτης : σκοινί χοντρό και πολύ γερό, ειδικό για το δέσιμο δύο ζώων μεταξύ τους ή του βοδιού στο ζυγό

ζευτικιά, η : η αγελάδαζευτικό το : το βόδιζητώ(για θηλ. αιγοπρόβατα) : αναζητώ αρσενικό,έχω οργασμό για συνουσίαζίγανα : τα βελονοειδή φύλλα των πεύκωνζιγαρδέλι : μικρό πουλί με ποικιλόχρωμο πτέρωμα ,ή άγρια καρδερίναζιμιό, επίρρ. : αμέσωςζιμοπουλήτικος : ο κατασκευασμένος από ντόπιους, ο ντόπιοςζιω : αντί ζώζομπονιάρης : ζαρωμένοςζόρες : η βία, ο καταναγκασμόςζουγλαμάρα : αρρώστια ζώων που δυσκολεύει το περπάτημά τους, τρέκλισμαζουδερός : αδύνατος, μικρόσωμος καχεκτικόςζουλούφι : τούφα μαλλιών, τσουλούφιζουλώ και ζουλίζω : δένω κάποιον, τον απομονώνω, τον εξουδετερώνωζουμοπίνω : απορροφώ νερά (για κτίσμα και εδάφη)

ζούμπερο και τζούμπερο : το μεγάλο ζώο του γεωργού, το βόδι προπάντωνζουμπούσι το : τσιμπούσι, το γεύμαζούπα : το ζούπιγμα, το πιτάκωμαζουπακιάζω : κάνω κάτι ζούπα, το ξεζουπίζωζουρειό το : ο ελεύθερος ολόγυρα χώρος που υπάρχει δίπλα στο δωμάτιο άλεσης του νερόμυλουζουρίδα η : είδος αλεπούς, η νυφίτσαζουριδοδαγκάνα η : παγίδα ειδική για ζουρίδεςζουριδολόγος : ο κυνηγός ζουρίδωνζουριδότρυπα η : τρύπα στην οποία ενδιαιτάται η ζουρίδαζοφός και ζουφός : για καρπούς, όχι μεστόςζύγι το : το νήμα της στάθμηςζυγιά, η : το ζευγάρι, το ζεύγοςζυγώνω ή ζιγώνω : διώχνω, καταδιώκωζυλοκούμπι το : μυζήθρα ή γιαούρτιζύλουρα : το σιδερένιο εξάρτημα του ζυγού, με το οποίο συνδέεται το σταβάρι του αλετριού

ζυμοπίνακο : σκάφη στην οποία ζυμώνουν το ψωμίζυμπραγογεννώ : γεννώ δίδυμαζυμπραγός και τζυμπραγός : δίδυμοςζυμπραγώνω : σμίγω για να αποτελέσω ζευγάρι, ζευγαρώνωζυμωτό το : η ετοιμασία ζύμης για ψωμίζωγλαίνω και ζουγλαίνω : τραυματίζω κάποιον, τον κουτσαίνωζωγλός ο : ανάπηρος, κουλοχέρηςζωγονεύω : χτυπώ, δέρνω, τραυματίζω, στραπατσάρωζωνομπούμπουρας : ο κόκκινος μπούμπουρας του οποίου το σώμα φέρει διαχωριστικές γραμμέςζωνός, επίθ. : ζώο του οποίου το τρίχωμα παρουσιάζει ζώνες άλλου χρώματος , διάφορου του γενικούζωσέ η : η μέση, η οσφύς

---

Page 40: Greek Krhth

Ήντα : τιήντα κατές : τι ξέρειςήντα λοής : με ποιό τρόποήντα θές : τι θέλεις;ήντα κάνεις : πως είσαι;ήθος : τα ήθη, οι συνήθειεςη μέρα ξανοίγει : ξημερώνειήβρηκα : βρήκαήλεγα : ενόμιζα, επίστευαηλικιά και ελικιά : ηλικίαηλιομπάρμπαρο : εξαίρετη χειμερινή λιακάδαημεριδώ, των : αντί ημερώνήμπανα : μήπωςήπρεπε : αντί έπρεπεηροκόσκινο : κόσκινο κατάλληλο για το καθάρισμα του καρπού από την ήρα και άλλα σκύβαλα

ησυχάσματα τα : το καταλάγιασμα, η ηρέμηση

θές : θέλειςθέσε : πλάγιασεθέτω : πέφτω για ύπνο, ξαπλώνω (π.χ. αντε να πάμε να θέσομαι να ξεκουραστούμε)θειαρμίζω : ματιάζωθαλάσσι : θάλασσαθαμάζομαι : θαυμάζω, απορώθαρρεύγω : λέω κάτι εμπιστευτικάθάρρος : παρηγοριά,ελπίδαθέλημα : συγκατάθεσηθελύ : θηλιά, είδος κουμπότρυπαςθεμωνιάζω : κάνω θημωνιές,σωριάζωθηλυκό παιδί : κορίτσιθολαμένος : θολόςΘέρμη : ο πυρετόςθωρώ : βλέπω, κοιτάζω

θάμα : θαύμαθαμάζω : θαυμάζωθαρρεύομαι : ενθαρρύνομαι, εμπιστεύομαιθαρρώ : νομίζωθηνός : σωρός, θυμωνιάθρούβαλα : ψίχουλαθρουλίζω : θρυμματίζωθρινάκι : η τρίαινα που χρησιμοποιείται στο αλώνισμαθώρη τα : η όψηθυές, θύον : δέντρο του οποίου το ξύλο καιγόταν σαν αρωματικόθάμασμα : θαύμαθελός : θολόςθιαμπόλι : η φλογέραθρουλώ : γίνομαι θρύμματαθρουλί : κομματάκι,ψίχουλο

θεοτικά-θεοτικός : σωστά, τέλεια, κατά τον καλύτερο τρόποθραψικό : θραύση, καταστροφή, μεγάλη ζημιάθανατερός : θανάσιμοςθανατικό : επιδημίαθανατοφορεμένοι : φορείς θανάτου, ηττημένοιθανατώνω : σκοτώνωθαράπαψη : ικανοποίησηθαρρετά : με θάρρος

Page 41: Greek Krhth

θεοτικός : θεϊκόςθεόφοβος : φοβούμενος τον Θεόθεραπεύω : παρηγορώ, δίνω ικανοποίησηθόλωση : στέγασηθρηνώ : εθρήνα,θρήνομαιθρονιά : στασίδια ναούθυγατέρα : κόρη

θύμηση : ανάμνησηθυρίδα : μικρή πόρταθοινό : σωρόθρομύλη : χοντρός, χοντρήθέρμισμα : η εργασία του θερισμούθαλαμώνω : βάζω κάτι στη θαλάμη, το κρύβωθάλια τα : αμύγδαλα αφράταθάμαξη, η : ο θαυμασμόςθάμασμα το : θαύμαθαμή,η : ενταφιασμός, κηδείαθαμπάγρα : θαμπάδα, θόλωση της όρασηςθαρεύγομαι : εμπιστεύομαι, βασίζομαιθάρρη και θάρρητα : θάρρος, εμπιστοσύνηθεληματεύω : συμβιβάζομαι, υπακούωθεμελιακός : γεροδεμένος, στερεός, δυνατός

θεμωνέ, θημωνέ : θυμωνιάθεόγδυμνος : εντελώς γδυμνόςθεοκούζουλος : θεότρελοςθεόργιστος : αυτός που προκαλεί την οργή του Θεούθεοτικά : αληθινά σωστάθεόψυχά μου : επιβεβαιώνει την έννοια της αλήθειας των λεγομένωνθεράπιο, το : χαρά, ευχαρίστηση, ικανοποίησηθεριακής και θεργιατζής : ο παθιασμένος με κάτι το απολαυστικόθεωρατικός : εμφανίσιμος, ευπαρουσιάστοςθεωρία η : εμφάνιση, ωραίο παράστημαθηλυκό μοιράσι : μερίδιο της πατρικής περιουσίας που παραχωρείται σε αδελφή το οποίο είναι κατώτερο σε αξία από το αντίστοιχο μερίδιο αδελφούθηλυκονούσης : αυτός που έχει θηλυκό μυαλόθιαμπόλι, φιαμπόλι : φλογέραθιαρμίζω : βασκαίνω, ματιάζωθιαρμός : μάτιασμα

θολόσταση, η : είδος σούπας από νερό, λίγο αλεύρι και μπαχαρικάθράσιος το : το θρασίμι, το ψοφίμιθρασουλέα και θρασουλέ : οσμή αβγού ή υπολλειμάτων ξινισμένου φαγητού σε μαγειρικά σκεύηθράψαλα, τα : θραύσματα, θρύψαλαθρινάκι το : ξύλινο πιρούνι , μεγάλο με δόντια τρία έως πέντε, κατάλληλο για το αλώνισμα και το λίχνισμαθρομύλα η : μεγάλη πέτραθρομύλι το : στενόμακρη βάση ξύλινη ή σιδερένια, με λακκίσκο στο ένα άκρο, όπου η ανυφαντού περιστρέφει τον άδραχτο για να γεμίσει με κλωστή τα μασούριαθρουβαλίτης : μανιτάρι που εύκολα σπάζει σε κομμάτιαθρούβαλο το : ψίχουλοθρούβω : θρυμματίζω, κομματιάζωθρουλίδι το : το μικρό κομματάκι, το ψίχουλοθρουλώ και θρουλίζω : θρυμματίζω κομματιάζω, μαμαδιάζωθρουμαλιάζω : θρυμματίζω, κομματιάζωθρούμμαλο : θρύμα, κομματάκι, ψίχουλοθροφανός : παχύς, γεμάτος, χοντρός

θροφάρης : ο χοίρος που τρέφεται από μια οικογένεια για κατανάλωση του κρέατός του από την ίδια

Page 42: Greek Krhth

θρόφημα, θροφήματα : τα τρόφιμα, οι τροφέςθρύμπη : είδος αρωματικού θάμνου, η θρούμπηθυλάκι : θήκη, σακκούλαθυλακομυζήθρα : μυζήθρα από θυλάκιθυμαρές : ο τόπος με πολλά θυμάριαθυμαρωπό το : τόπος με μερικά θυμάριαθυμές : τόπος με πολλά θυμάριαθυμιαστικό το : ότι δίδει κάποιος αφού προηγουμένος το θυμιάσει, πιστεύοντας ότι αυτό ευχαριστεί τις ψυχές των νεκρών του και ότι συγχωρούνται οι αμαρτίες τουςθυμίζω : (για θηλυκά αιγοπρόβατα) βρίσκομαι σε περίοδο σεξουαλικής διέγερσης, αναζητώ το αρσενικόθυμός ο : το θυμάριθύμος : το θυμάριθυρώνω : συνταιριάζω ένα αντικείμενοθώργιε : κοίταζεθώρεμα και θούρεμα : η θωριά, η εμφάνιση, το παρουσιαστικό

---

ίντα : τιιδιεμένος : ο ίδιος ακριβώςιδυό : δύοιερής : παπάςΊσαμε : μέχριίρτζι : η τιμή, η ανθρωπιά, η ανδρείαιδιαμένη(επίθ.) : ίδια ακριβώςινάτι : πείσμα, άρνησηισπάτι : επιβεβαίωση, διαπίστωση, πράξη αποδεικτικής διαδικασίαςιγγλέζικος : αγγλικόςίτσι : έτσιίδια εδά : ακριβώς τώρα, αυτή τη στιγμήιδιαμένη ώρα : η ίδια ώρα ακριβώςικάντο το : πλειστηριασμός, δημοπρασίαιλή η : καθίζιμα, κατακάθι, καταστάλαγμα, τρυγιά

ίλιγγας : περιδίνηση, στριφογύρισμα, στροβιλισμόςιμάνι το : πίστη θρησκευτική, θρησκείαιμπρέτι το : δείγμαινατσιάρης και ινατζής : πεισματάρηςίσαμε να ποβάνει : φίσκα, τίγκα, κάργαίσκα ή νίσκα : είδος μανιταριού που φυτρώνει πάνω σε ξύλαισούλι το : συνήθεια, έθιμοιστάμενος άντρας : αξιοπρεπείς, μυαλωμένος, κόσμιος άντρας