Ιεραποστολική · 2018-03-12 · Ιεραποστολική 460 1588) και...

5
Ιεραποστολική 459 ιεραποστολής, που είναι προφα- νώς µικρό υποσύνολο του συνόλου, µπορεί να αποκοµίσει κανείς στην ιστοσελίδα του Γραφείου Εξωτερι- κής Ιεραποστολής της Αποστολικής ∆ιακονίας Εκκλησίας της Ελλάδος (http://www.apostoliki-diakonia. gr/gr_main/mission/ierapostolh. asp?main=klimakia.htm). Και αυτή είναι µόνον η επίσηµη όψη, καθώς δίπλα της φύονται και πολλές άλλες πρωτοβουλίες και επιµέρους προ- σπάθειες, σε µια συνεργασία ενός πιο επίσηµου, σταθερού φορέα µε την περισσότερο ευέλικτη αλλά απο- σπασµατική ιδιωτική πρωτοβουλία. Σηµαντικότατο είναι και το έργο άλ- λων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ο απο- χριστιανισµός της Ευρώπης, η εξέλιξη της παγκοσµιοποίησης αλλά και η επί µακρόν σοβούσα οικονοµική κρίση γεννούν νέες, επιτακτικές ανάγκες, που ενδέχεται µερικώς να επαναπροσ- διορίσουν το ιεραποστολικό έργο, όχι για να αλλοιώσουν την ουσία του, αλ- λά για να υπηρετήσουν καλύτερα τον σύγχρονο άνθρωπο µε µια µεθοδο- λογία πιο προσιτή στη γλώσσα του, εφόσον η προσαρµογή στις εκάστοτε συνθήκες είναι ένα από τα µόνιµα χα- ρακτηριστικά της Ορθόδοξης ιεραπο- στολικής παράδοσης, που αποσκοπεί στην πληρότητα της ζωής. V. Επισηµάνσεις για το παρόν και το µέλλον. Η ιεραποστολή αποτελεί και απαρτίζει το πιο προκεχωρηµένο φυλάκιο της εκκλησιαστικής ζωής και αντίστοιχα της θεολογίας. Είναι το σηµείο συ- νάντησης της Εκκλησίας µε τον κό- σµο, µια συνάντηση δηµιουργική, ανοιχτή, µια κοινωνία αγάπης. Ως συνοριακή θεολογία και δράση υπό- κειται σε µια σειρά ζητηµάτων που τη βγάζουν από τα όρια επεξεργασµένων βεβαιοτήτων και την καθιστούν ανοι- χτή στην επίνευση και επίδραση του Αγίου Πνεύµατος. Μια τόσο σύνθετη πράξη θα ήταν χρήσιµο να επικου- ρείται από τον αναστοχασµό για την ίδια την πράξη. Μαζί µε τη δράση, µια δράση σήµερα χωρίς ιδιαίτερη υπο- στήριξη και επαρκή χρηµατοδότηση, µε τα γνωρίσµατα της εργασίας του µυρµηγκιού, που υπήρξε χαρακτηρι- στικό των Ορθόδοξων ιεραποστολών, καλό είναι να συµβαδίζει και η θεω- ρία, η επιστήµη, ο προβληµατισµός, ο θεολογικός αναστοχασµός πάνω στα ζητήµατα της ιεραποστολής. Ζη- τούµενο στη σύγχρονη ιεραποστολή δεν είναι ένας υψηλός σε ποσότητα και ένταση ακτιβισµός, καρπός ενός ζήλου «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν», αλλά ένα έργο ποιότητας µε µια µεθοδολογία ταιριαστή προς το µήνυµα που διακο- νεί και αντίστοιχη µε την οµορφιά της Ορθόδοξης πίστης και ζωής. Ε.ΒΟΥΛ. Βιβλιογραφία: [ΑΓ] Αναστάσιος (Γιαννουλάτος), αρχιεπ. Αλβανίας, Μοναχοί και Ιεραποστολή κατά τους 4 ο και 9 ο Αιώνες, Αθήνα: Ακρίτας 2008· Ιεραποστολή στα Ίχνη του Χριστού: Θεολογι- κές Μελέτες και Οµιλίες, Αθήνα: Αποστολι- κή ∆ιακονία 2 2009· Έως Εσχάτου της Γης: Ιστορικά Ιεραποστολικά Μελετήµατα, Αθήνα: Αποστολική ∆ιακονία 2009· Στην Αφρική, Αθήνα: Αποστολική ∆ιακονία 2010. [Α-Κ-Κ] Ασηµάκη, Α. - Κουστουράκης, Γ. - Καµαριανός, Ι. , «Οι Έννοιες της Νεωτερικότητας και της Μετανεωτερικότητας και η Σχέση τους µε τη Γνώση: Μια Κοινωνιολογική Προσέγγιση», Το Βήµα των Κοινωνικών Επιστηµών, 15/60 (2011) 99-120. [JCA] Alexander, Jeffrey C., "Modern, Anti, Post, and Neo: How Social Theories Have Tried to Understand the “New World” of “Our Time”", Zeitschrift für Sociologie 23/3 (1994) 165-197. [ΓΒ] Βαγιανός, Γ., Το Ζήτηµα του Βαπτίσµατος των Παλλακικών κατά την έως τον Ιππόλυτο Χριστιανική Γραµµατεία: Ιεραποστολική και Ιστορική Θεώρηση, διδ. διατρ., Αθήνα 1990. [ΠΒ] Βασιλειάδης, Π., Ενότητα και Μαρτυρία: Ορθόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία και ∆ιαθρησκειακός ∆ιάλογος, Αθήνα: Επίκεντρο 2007. [ΕΒΠ] Βουλγαράκη-Πισίνα, Ε., [1998α] «Σύντοµη Ιστορία της Ρωσικής Ιεραποστολής», Πάντα τα Έθνη 28 (1988) 5-11· [1998β] «Οι φυλές της Ρωσίας και της Σιβηρίας στις οποίες κηρύχθηκε το Ευαγγέ- λιο», Πάντα τα Έθνη 28 (1988) 16-17· [1999α] «Ιεραποστολή και Τοπική Εκκλησία», Πάντα τα Έθνη 69 (1999) 3-5· [1999β] «Εσωτερική ή Εξωτερική Ιεραποστολή; Ξανακοίταγµα ενός Παλιού ∆ιλήµµατος», Πάντα τα Έθνη 70 (1999) 8-9· «Μοναχισµός και Ιεραποστολή: Μια Σχέση ∆ηµιουργικής Έντασης: Μελέτη στο Βίο, την Πολιτεία και τη ∆ιδασκαλία του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόµου», Σύναξη 78 (2001) 39-59· Η Προσέγγιση των Εθνικών κατά τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστοµο, Αθήνα: Μαΐστρος 2013. [ΗΒ] Βουλγαράκης, Η., [1965] ΘΗΕ, λ. «Ιεραποστολή», τ. 6, 763-767· Σύντοµος Ιστορία της Επιστήµης της Ιεραποστολής, Αθήνα 1969· Αποφυγή Ασκήσεως Ιεραποστολής εις την Αρχαίαν Εκκλησίαν, Αθήνα: Πορευθέ- ντες 1970· Η Ιεραποστολή κατά τα Ελληνικά Κείµενα από του 1821 µέχρι του 1917, Αθήνα: Πορευθέντες 1971· Αι Κατηχήσεις του Κυ- ρίλλου Ιεροσολύµων: Ιεραποστολική Θεώρησις, Θεσσαλονίκη: ΠΙΠΜ 1977· (– Κυριακίδης, Κ.), Νερό από την Έρηµο: Ιεραποστολικές Ιστορίες από τη Ζωή των Μοναχών της Αρχαίας Εκ- κλησίας µας, Αθήνα: Αποστολική ∆ιακονία 2 1996· Ιεραποστολή: Μεθόριος Χριστιανισµού και Ελληνισµού, Αθήνα: Μαΐστρος 2 2007. [GB] Bardy, G., La Conversion au Christianisme durant les premiers ciècles, Paris: Aubier 1949. [JB] Bernhart, J., Die Kirche in der Auflösung der Antiken Kultur, Darmstadt: Wissenschaftliche Buchgesellschaft 1964. [DC] Constantellos, D.J., Byzantine Philanthropy and Social Welfare, New Brunswick, N.J.: Rutgers University Press, 1968. [Ν∆] ∆ηµητριάδης, Ν.Φ., Θεολογική και Θρησκειολογική Θεώρηση του ∆ιαθρησκειακού ∆ιαλόγου στη Σύγχρονη Ιεραποστολή, διδ. διατρ., Θεσσαλονίκη 2009 (thesis.ekt.gr)[ED] Dodds, E.R., Pagans and Christians in the Age of Anxiety: Some Αspects of Religious Experience from Marcus Aurelius to Augustine, Cambridge: University Press 1968. [JG] Glazik, J., Die russisch-orthodoxe Heidenmission seit Peter dem Grossen: Ein missionsgeschichtlicher Veruch nach russischen Quellen und Darstellungen, Münster: Aschendorff 1954· Die Islammission der Russisch-orthodoxen Kirche, Μünster: Aschendorff 1959. [AH] Harnack, A.v., Die Mission und Ausbreitung des Christentums in den ersten drei Jahrhunderten, Leipzig: J.C. Hinrichs'sche Buchhandlung, 1-2, 4 1924. [LH] Hertling, L., "Die Zahl der Christen zu Beginn des vierten Jahrhunderts", ZKT 58/2 (1934) 243-253. [ΤΘ] Θεοκρίτοφ, Τ., «Η Κοσµολο- γία της Ευχαριστίας: Ένας Γεωλόγος φωτίζει Άγνωστες Όψεις του Μυστηρίου των Μυστη- ρίων», Βηµόθυρο 2-3 (2010) 72-76. IMFA Israel Ministry of Foreign Affairs, About the Jewish Religion, 2008 [επίσηµο ιστολόγιο]. [JJ] Juster, J., Les Juifs dans l’ empire romain: Leur condition juridique, économique et sociale, 1-2, Paris: Geuthner 1914. [ΙΚ] Καρµίρης, Ι., Η Παγκοσµιότης της εν Χριστώ Σωτηρίας, Αθήνα 1981. [∆Κ] Κυρτάτας, ∆., Επίκρισις: Η Κοινωνική ∆οµή των Χριστιανικών Κοινοτήτων από τον Πρώτο έως τον Τρίτο Αιώνα, Αθήνα: Εστία 1992. [KLN] Noethlichs, K.-L., Die gesetzgeberischen Maßnahmen der christlichen Kaiser des vierten Jahrhundersts gegen Häretiker, Heiden und Juden, διδ. διατρ., Κöln 1971. [∆Π] Πασσάκος, ∆.Κ., Ευχαριστία και Ιεραποστολή: Κοινωνιολογικές Προϋποθέσεις της Παύλειας Θεολογίας, Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα, 1997. [ΑΠ] Παπαθανασίου, Θ.Ν., Οι «Νόµοι των Οµηριτών»: Ιεραποστολική Προσέγγιση και Ιστορική-Νοµική Συµβολή, Αθή- να/Κοµοτηνή: Σάκκουλας 1994· Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται: Η Ιεραποστολή ως Ελπίδα και ως Εφιάλτης, Αθήνα: Εν Πλω 2 2009. [ES] Smirnoff, E., A Short Account of the Historical Development and Present Position of Russian Orthodox Missions, London: Rivingtons 1903 (επανεκτ. Welshpool: Stylite1986, κ.α.). [JS] Stamoolis, J.J., Eastern Orthodox Mission Τheology Today, New York: Maryknoll 1986. Ιεραποστολική. Ι. Γενικά. Είναι ο επιστηµονικός κλάδος της Θεολογίας που ασχολείται µε τη θεωρητική µε- λέτη του γεγονότος της ιεραποστολής. Ερευνά, προτείνει και περιγράφει συ- στηµατικά τις θεολογικές εκείνες αρχές, που οφείλουν να εµπνέουν την ιερα- ποστολική πράξη. Συστηµατοποιεί και εκφράζει την εµπειρία από τη σύγχρονη πράξη και την ιστορία της ιεραποστο- λής. Μελετά την ιστορία, την προσεγ- γίζει κριτικά, αλλά και εµπνέεται από αυτήν. ∆ιατυπώνει µια ιεραποστολική δεοντολογία και µεθοδολογία. Συστη- µατοποιεί τα κριτήρια, µε βάση τα οποία διακρίνει κανείς µεταξύ Παραδόσεως και παραδόσεων, θεολογίας και ηθών. Συµβάλλει στον διάλογο θεολογίας και πολιτισµών. Καλλιεργεί τη σπουδή των γλωσσών, των θρησκειών, των πολιτισµών. Αντιµετωπίζει θεµελιώδη ερωτήµατα, που προκύπτουν κατά τη συνάντηση της χριστιανικής πίστης µε τα θρησκεύµατα. Βρίσκεται στην αιχµή του διαλόγου. Μεταφέρει και συνδέει την εµπειρία των ιεραποστόλων και της ιεραποστολικής πράξης γενικότερα. ΙΙ. Προϊστορία. α) ∆ύση. Αν εξαιρέσει κανείς την προδροµική αλλά πολυσύν- θετη και αµφιλεγόµενη προσωπικότητα του Kαταλανού Ραϋµόνδου Λούλου, που µαζί µε τις ιεραποστολές του προς τους µουσουλµάνους συνέγραψε και θεωρητικά έργα για τη µεταστροφή τους, καθώς και των Εβραίων (RL [1275/] 1305), η πρώτη συστηµατική θεωρη- τική ενασχόληση µε την ιεραποστολή στον δυτικό κόσµο συνδέεται µε τις µεγάλες ανακαλύψεις. Ο ίδιος ο Κο- λόµβος, χωρίς να είναι θεολόγος, στο έργο Libro de las Profecias (C 1502) ασχολείται µε το θέµα της ιεραποστολής και προσπαθεί επί τη βάσει του ευαγ- γελίου να αφυπνίσει την ιεραποστο- λική συνείδηση των συγχρόνων του. Εξάλλου, και ο Ολλανδός ανθρωπιστής Έρασµος (H 1535) υποστηρίζει µε θε- ολογικότατα επιχειρήµατα το έργο της ιεραποστολής. Από τους περισσότερους θεολόγους που συνέγραψαν την ίδια περίοδο ιεραποστολικά κείµενα, ο Νι- κόλαος Φέρµπερ ντε Χέρµπορν (NFH 1532) συγγράφει την πρώτη Ιεραπο- στολική Μεθοδολογία, ενώ ένα δεύτερο τρίτοµο έργο του, δυστυχώς χάθηκε. Πατέρας της θεωρητικής ενασχόλησης µε την ιεραποστολή θεωρείται ο Ισπα- νός Γιοζέ ντε Ακόστα, µε σηµαντικότε- ρο έργο του για την ιεραποστολή το De Promulgatione Evangelii apud Barbaros sive de Procuranda Indorum Salute (JA Ο µητροπολίτης Κορέας Αµβρόσιος σε επίσκεψή του στην Ορθόδοξη ιεραπο- στολή στη νήσο στη Lautoka των νή- σων Φίτζι (2011) Ορθόδοξη ιεραποστολή στην Ανατολι- κή Ιάβα BBLQGG 30

Transcript of Ιεραποστολική · 2018-03-12 · Ιεραποστολική 460 1588) και...

Page 1: Ιεραποστολική · 2018-03-12 · Ιεραποστολική 460 1588) και γενικότερο το Historia Natural y Moral de las Indias (JA 1590). ∆εύτε- ρος

Ιεραποστολική

459

ιεραποστολής, που είναι προφα-

νώς µικρό υποσύνολο του συνόλου,

µπορεί να αποκοµίσει κανείς στην

ιστοσελίδα του Γραφείου Εξωτερι-

κής Ιεραποστολής της Αποστολικής

∆ιακονίας Εκκλησίας της Ελλάδος

(http://www.apostoliki-diakonia.

gr/gr_main/mission/ierapostolh.

asp?main=klimakia.htm). Και αυτή

είναι µόνον η επίσηµη όψη, καθώς

δίπλα της φύονται και πολλές άλλες

πρωτοβουλίες και επιµέρους προ-

σπάθειες, σε µια συνεργασία ενός

πιο επίσηµου, σταθερού φορέα µε

την περισσότερο ευέλικτη αλλά απο-

σπασµατική ιδιωτική πρωτοβουλία.

Σηµαντικότατο είναι και το έργο άλ-

λων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ο απο-

χριστιανισµός της Ευρώπης, η εξέλιξη

της παγκοσµιοποίησης αλλά και η επί

µακρόν σοβούσα οικονοµική κρίση

γεννούν νέες, επιτακτικές ανάγκες,

που ενδέχεται µερικώς να επαναπροσ-

διορίσουν το ιεραποστολικό έργο, όχι

για να αλλοιώσουν την ουσία του, αλ-

λά για να υπηρετήσουν καλύτερα τον

σύγχρονο άνθρωπο µε µια µεθοδο-

λογία πιο προσιτή στη γλώσσα του,

εφόσον η προσαρµογή στις εκάστοτε

συνθήκες είναι ένα από τα µόνιµα χα-

ρακτηριστικά της Ορθόδοξης ιεραπο-

στολικής παράδοσης, που αποσκοπεί

στην πληρότητα της ζωής.

V. Επισηµάνσεις για το παρόν και το

µέλλον.

Η ιεραποστολή αποτελεί και απαρτίζει

το πιο προκεχωρηµένο φυλάκιο της

εκκλησιαστικής ζωής και αντίστοιχα

της θεολογίας. Είναι το σηµείο συ-

νάντησης της Εκκλησίας µε τον κό-

σµο, µια συνάντηση δηµιουργική,

ανοιχτή, µια κοινωνία αγάπης. Ως

συνοριακή θεολογία και δράση υπό-

κειται σε µια σειρά ζητηµάτων που τη

βγάζουν από τα όρια επεξεργασµένων

βεβαιοτήτων και την καθιστούν ανοι-

χτή στην επίνευση και επίδραση του

Αγίου Πνεύµατος. Μια τόσο σύνθετη

πράξη θα ήταν χρήσιµο να επικου-

ρείται από τον αναστοχασµό για την

ίδια την πράξη. Μαζί µε τη δράση, µια

δράση σήµερα χωρίς ιδιαίτερη υπο-

στήριξη και επαρκή χρηµατοδότηση,

µε τα γνωρίσµατα της εργασίας του

µυρµηγκιού, που υπήρξε χαρακτηρι-

στικό των Ορθόδοξων ιεραποστολών,

καλό είναι να συµβαδίζει και η θεω-

ρία, η επιστήµη, ο προβληµατισµός,

ο θεολογικός αναστοχασµός πάνω

στα ζητήµατα της ιεραποστολής. Ζη-

τούµενο στη σύγχρονη ιεραποστολή

δεν είναι ένας υψηλός σε ποσότητα

και ένταση ακτιβισµός, καρπός ενός

ζήλου «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν», αλλά ένα

έργο ποιότητας µε µια µεθοδολογία

ταιριαστή προς το µήνυµα που διακο-

νεί και αντίστοιχη µε την οµορφιά της

Ορθόδοξης πίστης και ζωής. Ε.ΒΟΥΛ.

Βιβλιογραφία:

[ΑΓ] Αναστάσιος (Γιαννουλάτος), αρχιεπ. Αλβανίας, Μοναχοί και Ιεραποστολή κατά τους 4ο και 9ο Αιώνες, Αθήνα: Ακρίτας 2008· Ιεραποστολή στα Ίχνη του Χριστού: Θεολογι-κές Μελέτες και Οµιλίες, Αθήνα: Αποστολι-κή ∆ιακονία 22009· Έως Εσχάτου της Γης: Ιστορικά Ιεραποστολικά Μελετήµατα, Αθήνα: Αποστολική ∆ιακονία 2009· Στην Αφρική, Αθήνα: Αποστολική ∆ιακονία 2010. [Α-Κ-Κ] Ασηµάκη, Α. - Κουστουράκης, Γ. - Καµαριανός, Ι. , «Οι Έννοιες της Νεωτερικότητας και της Μετανεωτερικότητας και η Σχέση τους µε τη Γνώση: Μια Κοινωνιολογική Προσέγγιση», Το Βήµα των Κοινωνικών Επιστηµών, 15/60 (2011) 99-120. [JCA] Alexander, Jeffrey C., "Modern, Anti, Post, and Neo: How Social Theories Have Tried to Understand the “New World” of “Our Time”", Zeitschrift für Sociologie 23/3 (1994) 165-197. [ΓΒ] Βαγιανός, Γ., Το Ζήτηµα του Βαπτίσµατος των Παλλακικών κατά την έως τον Ιππόλυτο Χριστιανική Γραµµατεία: Ιεραποστολική και Ιστορική Θεώρηση, διδ. διατρ., Αθήνα 1990. [ΠΒ] Βασιλειάδης, Π., Ενότητα και Μαρτυρία: Ορθόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία και ∆ιαθρησκειακός ∆ιάλογος, Αθήνα: Επίκεντρο 2007. [ΕΒΠ] Βουλγαράκη-Πισίνα, Ε., [1998α] «Σύντοµη Ιστορία της Ρωσικής Ιεραποστολής», Πάντα τα Έθνη 28 (1988) 5-11· [1998β] «Οι φυλές της Ρωσίας και της Σιβηρίας στις οποίες κηρύχθηκε το Ευαγγέ-λιο», Πάντα τα Έθνη 28 (1988) 16-17· [1999α] «Ιεραποστολή και Τοπική Εκκλησία», Πάντα τα Έθνη 69 (1999) 3-5· [1999β] «Εσωτερική ή Εξωτερική Ιεραποστολή; Ξανακοίταγµα ενός Παλιού ∆ιλήµµατος», Πάντα τα Έθνη 70 (1999) 8-9· «Μοναχισµός και Ιεραποστολή: Μια Σχέση ∆ηµιουργικής Έντασης: Μελέτη στο Βίο, την Πολιτεία και τη ∆ιδασκαλία του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόµου», Σύναξη 78 (2001) 39-59· Η Προσέγγιση των Εθνικών κατά τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστοµο, Αθήνα: Μαΐστρος 2013. [ΗΒ] Βουλγαράκης, Η., [1965] ΘΗΕ, λ. «Ιεραποστολή», τ. 6, 763-767· Σύντοµος Ιστορία της Επιστήµης της Ιεραποστολής, Αθήνα 1969· Αποφυγή Ασκήσεως Ιεραποστολής εις την Αρχαίαν Εκκλησίαν, Αθήνα: Πορευθέ-ντες 1970· Η Ιεραποστολή κατά τα Ελληνικά Κείµενα από του 1821 µέχρι του 1917, Αθήνα: Πορευθέντες 1971· Αι Κατηχήσεις του Κυ-

ρίλλου Ιεροσολύµων: Ιεραποστολική Θεώρησις, Θεσσαλονίκη: ΠΙΠΜ 1977· (– Κυριακίδης, Κ.), Νερό από την Έρηµο: Ιεραποστολικές Ιστορίες από τη Ζωή των Μοναχών της Αρχαίας Εκ-κλησίας µας, Αθήνα: Αποστολική ∆ιακονία 21996· Ιεραποστολή: Μεθόριος Χριστιανισµού και Ελληνισµού, Αθήνα: Μαΐστρος 22007. [GB]

Bardy, G., La Conversion au Christianisme durant les premiers ciècles, Paris: Aubier 1949. [JB] Bernhart, J., Die Kirche in der Auflösung der Antiken Kultur, Darmstadt: Wissenschaftliche Buchgesellschaft 1964. [DC] Constantellos, D.J., Byzantine Philanthropy and Social Welfare, New Brunswick, N.J.: Rutgers University Press, 1968. [Ν∆] ∆ηµητριάδης, Ν.Φ., Θεολογική και Θρησκειολογική Θεώρηση του ∆ιαθρησκειακού ∆ιαλόγου στη Σύγχρονη Ιεραποστολή, διδ. διατρ., Θεσσαλονίκη 2009 (thesis.ekt.gr)[ED] Dodds, E.R., Pagans and Christians in the Age of Anxiety: Some Αspects of Religious Experience from Marcus Aurelius to Augustine, Cambridge: University Press 1968. [JG] Glazik, J., Die russisch-orthodoxe Heidenmission seit Peter dem Grossen: Ein missionsgeschichtlicher Veruch nach russischen Quellen und Darstellungen, Münster: Aschendorff 1954· Die Islammission der Russisch-orthodoxen Kirche, Μünster: Aschendorff 1959. [AH] Harnack, A.v., Die Mission und Ausbreitung des Christentums in den ersten drei Jahrhunderten, Leipzig: J.C. Hinrichs'sche Buchhandlung, 1-2, 41924. [LH] Hertling, L., "Die Zahl der Christen zu Beginn des vierten Jahrhunderts", ZKT 58/2 (1934) 243-253. [ΤΘ] Θεοκρίτοφ, Τ., «Η Κοσµολο-γία της Ευχαριστίας: Ένας Γεωλόγος φωτίζει Άγνωστες Όψεις του Μυστηρίου των Μυστη-ρίων», Βηµόθυρο 2-3 (2010) 72-76. IMFA Israel Ministry of Foreign Affairs, About the Jewish Religion, 2008 [επίσηµο ιστολόγιο]. [JJ] Juster, J., Les Juifs dans l’ empire romain: Leur condition juridique, économique et sociale, 1-2, Paris: Geuthner 1914. [ΙΚ] Καρµίρης, Ι., Η Παγκοσµιότης της εν Χριστώ Σωτηρίας, Αθήνα 1981. [∆Κ] Κυρτάτας, ∆., Επίκρισις: Η Κοινωνική ∆οµή των Χριστιανικών Κοινοτήτων από τον Πρώτο έως τον Τρίτο Αιώνα, Αθήνα: Εστία 1992. [KLN] Noethlichs, K.-L., Die gesetzgeberischen Maßnahmen der christlichen Kaiser des vierten Jahrhundersts gegen Häretiker, Heiden und Juden, διδ. διατρ., Κöln 1971. [∆Π] Πασσάκος, ∆.Κ., Ευχαριστία και Ιεραποστολή: Κοινωνιολογικές Προϋποθέσεις της Παύλειας Θεολογίας, Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα, 1997. [ΑΠ] Παπαθανασίου, Θ.Ν., Οι «Νόµοι των Οµηριτών»: Ιεραποστολική Προσέγγιση και Ιστορική-Νοµική Συµβολή, Αθή-να/Κοµοτηνή: Σάκκουλας 1994· Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται: Η Ιεραποστολή ως Ελπίδα και ως Εφιάλτης, Αθήνα: Εν Πλω 22009. [ES] Smirnoff, E., A Short Account of the Historical Development and Present Position of Russian Orthodox Missions, London: Rivingtons 1903 (επανεκτ. Welshpool: Stylite1986, κ.α.). [JS] Stamoolis, J.J., Eastern Orthodox Mission Τheology Today, New York: Maryknoll 1986.

Ιεραποστολική. Ι. Γενικά. Είναι ο

επιστηµονικός κλάδος της Θεολογίας

που ασχολείται µε τη θεωρητική µε-

λέτη του γεγονότος της ιεραποστολής.

Ερευνά, προτείνει και περιγράφει συ-

στηµατικά τις θεολογικές εκείνες αρχές,

που οφείλουν να εµπνέουν την ιερα-

ποστολική πράξη. Συστηµατοποιεί και

εκφράζει την εµπειρία από τη σύγχρονη

πράξη και την ιστορία της ιεραποστο-

λής. Μελετά την ιστορία, την προσεγ-

γίζει κριτικά, αλλά και εµπνέεται από

αυτήν. ∆ιατυπώνει µια ιεραποστολική

δεοντολογία και µεθοδολογία. Συστη-

µατοποιεί τα κριτήρια, µε βάση τα οποία

διακρίνει κανείς µεταξύ Παραδόσεως

και παραδόσεων, θεολογίας και ηθών.

Συµβάλλει στον διάλογο θεολογίας και

πολιτισµών. Καλλιεργεί τη σπουδή

των γλωσσών, των θρησκειών, των

πολιτισµών. Αντιµετωπίζει θεµελιώδη

ερωτήµατα, που προκύπτουν κατά τη

συνάντηση της χριστιανικής πίστης µε

τα θρησκεύµατα. Βρίσκεται στην αιχµή

του διαλόγου. Μεταφέρει και συνδέει

την εµπειρία των ιεραποστόλων και

της ιεραποστολικής πράξης γενικότερα.

ΙΙ. Προϊστορία. α) ∆ύση. Αν εξαιρέσει

κανείς την προδροµική αλλά πολυσύν-

θετη και αµφιλεγόµενη προσωπικότητα

του Kαταλανού Ραϋµόνδου Λούλου,

που µαζί µε τις ιεραποστολές του προς

τους µουσουλµάνους συνέγραψε και

θεωρητικά έργα για τη µεταστροφή τους,

καθώς και των Εβραίων (RL [1275/]

1305), η πρώτη συστηµατική θεωρη-

τική ενασχόληση µε την ιεραποστολή

στον δυτικό κόσµο συνδέεται µε τις

µεγάλες ανακαλύψεις. Ο ίδιος ο Κο-

λόµβος, χωρίς να είναι θεολόγος, στο

έργο Libro de las Profecias (C 1502)

ασχολείται µε το θέµα της ιεραποστολής

και προσπαθεί επί τη βάσει του ευαγ-

γελίου να αφυπνίσει την ιεραποστο-

λική συνείδηση των συγχρόνων του.

Εξάλλου, και ο Ολλανδός ανθρωπιστής

Έρασµος (H 1535) υποστηρίζει µε θε-

ολογικότατα επιχειρήµατα το έργο της

ιεραποστολής. Από τους περισσότερους

θεολόγους που συνέγραψαν την ίδια

περίοδο ιεραποστολικά κείµενα, ο Νι-

κόλαος Φέρµπερ ντε Χέρµπορν (NFH

1532) συγγράφει την πρώτη Ιεραπο-

στολική Μεθοδολογία, ενώ ένα δεύτερο

τρίτοµο έργο του, δυστυχώς χάθηκε.

Πατέρας της θεωρητικής ενασχόλησης

µε την ιεραποστολή θεωρείται ο Ισπα-

νός Γιοζέ ντε Ακόστα, µε σηµαντικότε-

ρο έργο του για την ιεραποστολή το De

Promulgatione Evangelii apud Barbaros

sive de Procuranda Indorum Salute (JA

Ο µητροπολίτης Κορέας Αµβρόσιος σε επίσκεψή του στην Ορθόδοξη ιεραπο-στολή στη νήσο στη Lautoka των νή-σων Φίτζι (2011)

Ορθόδοξη ιεραποστολή στην Ανατολι-κή Ιάβα

Page 2: Ιεραποστολική · 2018-03-12 · Ιεραποστολική 460 1588) και γενικότερο το Historia Natural y Moral de las Indias (JA 1590). ∆εύτε- ρος

Ιεραποστολική

460

1588) και γενικότερο το Historia Natural

y Moral de las Indias (JA 1590). ∆εύτε-

ρος ο Θωµάς α Γιεζού, µε ένα πεντάτοµο

αλλά συµπιληµατικού χαρακτήρα έργο

(TJ 1610). Γνωστός και για τη µυστική

θεολογία του, ασχολήθηκε επίσης µε

την ιεραποστολή και ίδρυσε στη Ρώµη,

στη µονή των Καρµελιτών, το πρώτο

Ιεραποστολικό Σεµινάριο, το 1613.

Αυτό απετέλεσε και την απαρχή σει-

ράς Ιεραποστολικών Σεµιναρίων, τα

οποία αποσκοπούσαν να εκπαιδεύσουν

και να εξοπλίσουν ιεραποστόλους µε

τρόπο κατάλληλο.

Το 1622 ο πάπας Γρηγόριος ίδρυσε

την Congregatio de Propaganda Fide,

κεντρικό φορέα σχεδιασµού και συντο-

νισµού του ιεραποστολικού έργου από

τους ρωµαιοκαθολικούς.

Οι θεολογικές κατευθύνσεις των συγ-

γραµµάτων της περιόδου είναι διαφο-

ρετικές και συχνά αντικρουόµενες. Αν

θα έπρεπε να επισηµάνουµε ένα χα-

ρακτηριστικό γνώρισµα των πρώιµων

µελετητών της ιεραποστολής µεταξύ των

∆υτικών εν γένει, είναι η έκπληξη που

προκύπτει από τις ανακαλύψεις και η

συνακόλουθη κατάρρευση της εικόνας

ενός ενιαίου χριστιανικού σύµπαντος.

Εν συνεχεία, η διαχείριση αυτής της

έκπληξης, που παρήγαγε έναν τερά-

στιο όγκο θεωρητικού υλικού. Ενώ τα

ερωτήµατα είναι κοινά, οι απαντήσεις

διαφέρουν ως προς την κατεύθυνση.

Αρκετές σχετίζονται µε την προσπάθεια

τιθάσευσης του αγνώστου και των λαών

που συναντούσαν στις νέες χώρες. Στη

λογική της κατάκτησης, σηµειώνονται

ορισµένες θεωρήσεις µε ακραίο φοντα-

µενταλιστικό χαρακτήρα, αλλά πάντως

υπήρχαν και µε πιο προοδευτικό, όπως

εξάλλου και η πλειονότητα των ορθότε-

ρα σταθµισµένων θεωρήσεων µε κύριο

γνώµονα θεολογικά κριτήρια.

Ο αιώνας των Φώτων (καθώς και εν-

δοκαθολική διαµάχη για το λειτουργικό

τυπικό στην Κίνα) σήµανε την οπισθο-

χώρηση του ιεραποστολικού έργου και

την παρεπόµενη κάµψη του ενδιαφέρο-

ντος για την Ιεραποστολική. Ανάκαµψη

έως και άνθηση σηµειώνεται εκ νέου

από τις αρχές του 19ου αι. σε θεωρία

και πράξη. Σταδιακά σηµειώνεται και

ακαδηµαϊκό ενδιαφέρον για την ιερα-

ποστολή και την Ιεραποστολική.

Η ∆ιαµαρτύρηση έφερε ένα κριτικό

πνεύµα στο ιεραποστολικό έργο, ιδί-

ως βέβαια κατευθυνόµενο προς τη δρά-

ση της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Εντούτοις, τόσο οι Λούθηρος, Καλβίνος,

Ζβίγγλιος έδειξαν µεγάλο ενδιαφέρον

για την ιεραποστολή, όσο και πολλοί

άλλοι. Τον 18ο αι. ο Γερµανός φιλό-

σοφος Λάιµπνιτς συνέγραψε υπέρ

της ιεραποστολής (GL 1967), κατα-

πιανόµενος µεταξύ των άλλων και µε

το µείζον θέµα της προσαρµογής. Σε

αυτόν κατά πάσα πιθανότητα οφεί-

λεται η καταστατική σκοποθεσία της

Ακαδηµίας του Βερολίνου, που ήταν,

µεταξύ άλλων, η «διάδοση της πίστης»

(ΗΒ 1969, 24. Εκεί και εκτεταµένες

λεπτοµέρειες για όλη την προϊστορία

της Ιεραποστολικής). Κατά παράδο-

ξο τρόπο, ο Λάιµπνιτς συνέβαλε ου-

σιωδώς και στο έργο της Ορθόδοξης

ιεραποστολής, καθότι παρακίνησε τον

Μ. Πέτρο σε αυτήν την κατεύθυνση µε

σειρά επιστολών του (WG 1873).

Το 1867 ιδρύεται για πρώτη φορά Έδρα

Ιεραποστολικής στο Πανεπιστήµιο του

Εδιµβούργου, στη Θεολογική Σχολή, µε

διδάσκοντα τον Α. Ντοφ (Doff). Ακο-

λουθεί η Ευαγγελική Θεολογική Σχολή

της Χάλε στη Γερµανία το 1897 µε τον

Γκούσταβ Βάρνεκ (Gustav Warneck), ο

οποίος είναι και ιδρυτής του περίφη-

µου περιοδικού Allgemeine Missions-

Zeitschrift. Η πρώτη ρωµαιοκαθολική

Έδρα Ιεραποστολικής είναι στο Μύν-

στερ, το 1911, µε τον Γιόζεφ Σµίντλινγκ

(Josef Schmidlin). Το Πρώτο Παγκόσµιο

Ιεραποστολικό Συνέδριο του Εδιµβούρ-

γου το 1910 είναι η απαρχή µιας σειράς

συνεδρίων και διεθνών διοργανώσε-

ων που συµβάλλουν τα µέγιστα στην

αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για

την ιεραποστολή, και αναψηλαφούν

το νόηµα και το περιεχόµενό της στον

σύγχρονο κόσµο.

β) Ανατολή. ∆ιαφορετικά ξεκίνησε ο

αναστοχασµός για το ιεραποστολικό

έργο στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η επα-

φή µε των Ορθοδόξων µε λαούς που

πίστευαν σε άλλα θρησκεύµατα ήταν

συνεχής και αδιάκοπη, και το έργο της

ιεραποστολής παροµοίως. ∆εν γίνεται

συνεπώς λόγος για κάποια ιεραποστο-

λική έκρηξη συγκεκριµένης περιόδου,

αλλά και οι βάσεις για την ιεραποστο-

λική µεθοδολογία είχαν διαµορφωθεί

σταδιακά εν τοις πράγµασι από τους ρω-

µαϊκούς χρόνους, και είχαν διαφορετική

κατεύθυνση από αυτές των δυτικών.

∆ιεξοδικά αναπτύσσεται αυτή η ιστορική

εµπειρία της Ορθόδοξης ιεραποστολής

στο λήµµα «Ιεραποστολή».

Τα πρώτα συστηµατικά κείµενα θεω-

ρητικού ιεραποστολικού προβληµατι-

σµού συµπίπτουν µε την οργανωµένη

περίοδο των ρωσικών ιεραποστολών,

και πρόκειται για εγκυκλίους επιστολές

µε οδηγίες προς ιεραποστόλους (ΗΒ

1969, 52 κ.ε.).

Ο Ιβάν ∆΄, ο επονοµαζόµενος Τροµε-

ρός, έστειλε πρώτος το 1555 µια τέτοια

οδηγία προς τον άγιο Γκούρι, αρχιεπί-

σκοπο του Καζάν, όπου επισηµαίνεται

ότι η ιεραποστολή πρέπει να διεξάγεται

µε αγάπη και δίχως σκληρότητα, πόσο

µάλλον βία. Εάν αναλογισθεί κανείς το

περιεχόµενο της οδηγίας µε τη φυσιο-

γνωµία και τα έργα του Ιβάν ως τσάρου,

θα διαπιστώσει ότι µε διαφορετικό τρό-

πο αντιλαµβάνεται η πολιτική εξουσία

την ευθύνη της (µε πολιτική πυγµής

και επιβολής, ακόµα και µε βία) και

διαφορετικά επιτρέπει στην Εκκλησία

να κινηθεί, µε τρόπο επικοινωνιακό,

ελεύθερο και αγαπητικό. Προφανώς,

κάποιος άγνωστος σε εµάς συντάκτης,

µε θεολογική παιδεία, βρίσκεται πίσω

από την Οδηγία. Το γεγονός όµως ότι

αυτή αποστέλλεται ως τσαρικό έγγρα-

φο λέει πολλά και για τη συναλληλία

εκκλησίας και πολιτείας στην Ανατολή

και για την ίδια την ιεραποστολική µε-

θοδολογία.

Το 1740 η τσαρίνα Άννα έστειλε νέα

Οδηγία, µαζί και µε έµψυχο στελεχιακό

δυναµικό στην επαρχία του Καζάν. Εί-

ναι φανερό ότι όσοι νοιάζονταν για την

ιεραποστολή προετοίµαζαν το έδαφος

µε οδηγίες, οι οποίες περιβάλλονταν

µε αυτοκρατορικό κύρος. Και εδώ η

ιδέα της αγάπης είναι προεξάρχουσα.

Αρχιεπισκοπικές οδηγίες έχουµε από

τους Θεοφύλακτο Ρουσάνωφ για την

εξαρχία της Γεωργίας το 1814, Φιλάρετο

Αµφιτεάτρωφ το 1828 για το Καζάν,

Ιννοκέντιο Βενιαµίνωφ το 1841 για

την Αλάσκα και βεβαίως τη σηµαντι-

κότατη του αγίου Νικολάι Κασάτκιν το

1871 για την Ιαπωνία. Η τελευταία είχε

ιδιαίτερη σηµασία, διότι αντιµετώπιζε

το ζήτηµα της εθνικότητας και µάλιστα

εν µέσω ρωσοϊαπωνικού πολέµου. Το

καθήκον των ιεραποστόλων προς την

ουράνια πατρίδα έρχεται εν προκειµέ-

νω πρώτο, και όχι αυτό προς τη γήινη.

Υπάρχει εξάλλου και η Συνοδική οδη-

γία της Ιεράς Συνόδου της Μόσχας το

1864, αφορώσα την ιεραποστολή του

Πεκίνου. Και πάλι ο προσανατολισµός

είναι η ποιότητα και όχι η ποσότητα του

ιεραποστολικού έργου. Πλήθος θεω-

ρητικών εργασιών γράφονται κατά την

περίοδο ακµής της ρωσικής ιεραπο-

στολής. Εξάλλου, εκδίδονται και πολλά

περιοδικά έντυπα (ΗΒ 1969, 56-58).

Το 1797 ένα σεµινάριο στελεχών του

ιεραποστολικού έργου στο Καζάν µε-

τετράπη σε Ακαδηµία. Στην πλήρη

ανάπτυξή της περί τα µέσα του 19ου αι.

η Ακαδηµία του Καζάν παρείχε µαθή-

µατα γλωσσών (ταταρικά, µογγολικά,

αραβικά καθώς και των γλωσσών των

Καλµούκων, Τσουβάχσων και Τσερε-

µίσων), εθνολογία, θρησκειολογία (µε

έµφαση στο ισλάµ, τον βουδισµό, τον

σαµανισµό και ενθάρρυνση της συγκε-

κριµένης επιτόπιας έρευνας στις φυλές

όπου διδασκόταν το Ευαγγέλιο), καθώς

και µαθήµατα παιδαγωγικής και ποιµα-

ντικής παιδαγωγικής. Ήταν ένα πολύ

βαρύ πρόγραµµα, που χρειάστηκε στην

πορεία λίγο να τροποποιηθεί, διαχω-

ρίζοντας µεταξύ ενός προγράµµατος µε

περισσότερο ακαδηµαϊκό χαρακτήρα και

ενός πιο πρακτικά προσανατολισµένου

στην πράξη. Αυτή η διάκριση απαντά

Viktor Vasnetsov, Η βάπτιση του Πρί-γκιπα Βλαδίµηρ, έργο του 1890

O άγιος Ιννοκέντιος Βενιαµίνωφ, ευαγ-γελιστής της Αλάσκας

Page 3: Ιεραποστολική · 2018-03-12 · Ιεραποστολική 460 1588) και γενικότερο το Historia Natural y Moral de las Indias (JA 1590). ∆εύτε- ρος

Ιεραποστολική

461

µέχρι και σήµερα σε Ανατολή και ∆ύ-

ση, καθώς συνυπάρχουν παράλληλα

δύο τύποι ιεραποστολικών σπουδών,

ο πιο ακαδηµαϊκός και ο πιο χρηστι-

κός, µε τον πρώτο στεγασµένο κυρίως

σε Πανεπιστήµια και τον δεύτερο σε

εκκλησιαστικά σεµινάρια. Βεβαίως, δεν

υπάρχουν απόλυτα στεγανά.

Από το 1884, ιεραποστολικά µαθήµα-

τα διδάσκονταν µε συνοδική απόφαση

σε πολλές εκκλησιαστικές Ακαδηµίες.

Όµως, την πορεία αυτή διέκοψε προ-

σωρινά η Οκτωβριανή επανάσταση.

Στη Ρουµανία, ιδρύθηκε το 1922 στη

Θεολογική Σχολή του Βουκουρεστίου

έδρα Ιεραποστολικής σε στενό συν-

δυασµό µε την Αιρεσεολογία. Μετά

τη συνταξιοδότηση του πρώτου κα-

θηγητή Βασιλείου Ισπίρ, καταργήθη-

κε. Γενικότερα, λόγω ιδιαιτεροτήτων

στον βαλκανικό χώρο, όχι µόνο στη

Ρουµανία αλλά και στη Βουλγαρία, η

ιεραποστολική σπουδή συνδυάστηκε

µε τη µελέτη των Αιρέσεων, περισ-

σότερο σε µια λογική της λεγόµενης

«αµυντικής ιεραποστολής». Είναι µια

παράδοση που µερικώς συνεχίζεται

µέχρι και σήµερα.

Στην Ελλάδα, και γενικότερα στον ελλη-

νισµό, η προϊστορία της ιεραποστολικής

θεολογίας και θεωρητικής ενασχόλη-

σης µε το ζήτηµα αναλύεται εκτενώς σε

δύο έργα του Ηλία Βουλγαράκη (1969,

1971).

Για την ακαδηµαϊκή καταγραφή τού

ιεραποστολικού ενδιαφέροντος,

πρόσωπο κλειδί είναι ο καθηγητής

Θρησκειολογίας Λεωνίδας Φιλιππί-

δης, ο οποίος ξεκίνησε να διδάσκει

µαθήµατα Ιεραποστολικής το 1935

στη Θεολογική Σχολή του Καποδι-

στριακού Πανεπιστηµίου. Χρειάστη-

καν όµως πολλά βήµατα ακόµα για να

ιδρυθεί έδρα Ιεραποστολικής, µόλις

το 1977. Την έδρα αυτή διακόνησε

ο Ηλίας Βουλγαράκης, ο οποίος ήδη

από το 1973 δίδασκε το µάθηµα, ως

επιλεγόµενο, µέχρι τη συνταξιοδότησή

του το 1994 (ΕΒΠ, 2011).

Ο ιδρυτής του κλάδου Ηλίας Βουλγαρά-

κης, προκειµένου να διαµορφώσει µια

εγγενώς Ορθόδοξη Θεωρία και Μεθο-

δολογία της Ιεραποστολής, και παρά

τις Ιεραποστολικές σπουδές του στη

∆ύση, εµβαπτίστηκε στη σπουδή των

Πατέρων µε τους οποίους ασχολήθηκε

σε όλη τη ζωή του. Με τρόπο διαυγή

και σαφή, αποτυπώνει το εγχείρηµά

του στο έργο του Εννοιολογικός Θησαυ-

ρός της Ελληνικής Γραµµατείας από τον

1ο µέχρι το 15ο αιώνα, στην «Περιγραφή

της Έρευνας», (1986, 56-59).

Με βάση την τότε συνήθη διεθνή πρα-

κτική ο Ηλίας Βουλγαράκης (1965)

θεωρεί την Ιεραποστολική ανήκουσα

στον κλάδο της Πρακτικής Θεολογίας.

Εντούτοις, η έδρα της Ιεραποστολικής

εντάχθηκε αρχικώς στον Ιστορικό κλάδο

ενώ µε τον Νόµο-Πλαίσιο 1268/1982

για τα ΑΕΙ, εντάχθηκε στον Τοµέα Θρη-

σκειολογίας και Ιεραποστολικής, στο

Τµήµα Ποιµαντικής της Θεολογικής

Αθηνών (που αργότερα µετονοµάσθη-

κε σε Τµήµα Κοινωνικής Θεολογίας).

Η σύνδεση των ιεραποστολικών µε τις

θρησκειολογικές σπουδές είναι σήµε-

ρα η συνηθέστερη πρακτική διεθνώς.

Άλλωστε, και στην Ελλάδα ο πρώτος

διδάξας, ο Λεωνίδας Φιλιππίδης ήταν

θρησκειολόγος. Στο Τµήµα Θεολογίας,

το µάθηµα διδασκόταν για ένα διάστη-

µα, µετά το 1987, από τον Καινοδια-

θηκολόγο καθ. Γεώργιο Πατρώνο. Στη

Θεσσαλονίκη, στο Τµήµα Θεολογίας, ο

επίσης Καινοδιαθηκολόγος καθ. Πέτρος

Βασιλειάδης, δίδαξε από το 1998 το

µάθηµα «∆ιαθρησκειακός ∆ιάλογος» δι-

ακονώντας έτσι και την Ιεραποστολική,

την οποία συνδέει µε τον ∆ιάλογο (ΠΒ

2007, 59-71). Στο Ποιµαντικό Θεσσα-

λονίκης, ο Χρήστος Βάντσος δίδασκε

επίσης το µάθηµα της Ιεραποστολικής,

το οποίο ήταν ενταγµένο στον Πρακτικό

Τοµέα. Όλη αυτή η ποικιλία είναι αδιά-

ψευστος µάρτυρας ότι η Ιεραποστολική

είναι µια συνοριακή σπουδή που τέµνει

πολλούς κλάδους της Θεολογίας (ΕΒΠ

2013, 52-53).

ΙΙΙ. Η σηµερινή πραγµατικότητα. Σή-

µερα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο υπάρ-

χει µια γενικότερη πολιτική τάση, που

συµβαδίζει απολύτως µε τον προϊόντα

αποχριστιανισµό της Ευρώπης, να

αντικατασταθούν ακόµα και οι Θεολο-

γικές Σχολές µε Σχολές Θρησκευτικών

Σπουδών στα Ακαδηµαϊκά Ιδρύµατα.

Μια τέτοια εξέλιξη επηρεάζει και τις

Ιεραποστολικές Σπουδές. Με σκοπό

την καλύτερη διείσδυση του µαθήµατος

της Ιεραποστολικής σε Πανεπιστήµια

έχει προταθεί ένα εναλλακτικό όνοµα:

«∆ιαπολιτισµική Θεολογία». Μια τέτοια

σκέψη και άλλες παραπλήσιες ενέχουν

από ορισµένες πλευρές κινδύνους και

από άλλες πλεονεκτήµατα.

Εντούτοις, υπάρχει και η αντίρροπη

τάση, ριζικά αντίθετη σε κάθε περιθω-

ριοποίηση της Ιεραποστολικής. Μια όλο

και πιο ισχυρή ζήτηση καταγράφεται,

και η επιθυµία να δοθεί µεγαλύτερη

προσοχή και έµφαση στις Ιεραποστολι-

κές σπουδές, τάση που προκύπτει ακρι-

βώς από την έλλειψη και την ανάγκη

(ΑΠ, 22009, 307-324). Η τάση αυτή

βρίσκει σήµερα στήριξη στις Εκκλησί-

ες αλλά και στο Παγκόσµιο Συµβούλιο

Εκκλησιών, που πάντα συνδέεται µε τις

προτεραιότητες των κινηµάτων βάσης,

εκφράζεται δε και από τον διευθυντή του

Ecumenical Theological Education ιε-

ραποστολολόγο καθ. δρ. Ντίτριχ Βέρνερ

(DW 2012). Σκέψεις για τη βελτίωση

των υπαρχουσών υποδοµών και την

ανάπτυξη νέων, τόσο σε σεµιναριακή

όσο και σε ακαδηµαϊκή βάση, αλλά ακό-

µα και σε τοπικό επίπεδο κατάρτισης

στελεχών του ιεραποστολικού έργου

είναι στην αιχµή του σύγχρονου προ-

βληµατισµού.

Ο Ντίτριχ Βέρνερ προτείνει εξάλλου τη

διασύνδεση µιας σειράς επίλεκτων και

πρωτοποριακών Ινστιτούτων Ιεραπο-

στολικών Σπουδών σε συγκροτηµένο

δίκτυο, όπως της Ιεραποστολικής Ακα-

δηµίας του Πανεπιστηµίου του Αµβούρ-

γου (Missionsacademy University of

Hamburg [ATTIG]), του Ινστιτούτου για

Ανανέωση της Ενορίας και Ευαγγελισµό

του Πανεπιστηµίου του Γκράιφσβαλντ

(University of Greifswald: Institute for

Parish Renewal and Evangelism), του

Πανεπιστηµίου Εφαρµοσµένων Επιστη-

µών για ∆ιαπολιτισµική Θεολογία στο

Χέρµανσµουργκ (University of Applied

Science for Intercultural Τheology,

Hermannsburg), της Ακαδηµίας για την

Παγκόσµια Ιεραποστολή στο Κορντάλ

(Akademie für Weltmission, Korntal)

και το Ινστιτούτο Ιεραποστολικής

στην Πράγα (Institute for Missiology,

Prague).

Στον ως άνω σχεδιασµό δεν περιλαµ-

βάνεται καµµία Ορθόδοξη υποδοµή.

∆εν περιλαµβάνεται, διότι δεν υπάρ-

χει. Αυτή η διατύπωση είναι απόλυτη,

διότι ακόµα και τα σεµινάρια στις κατά

τόπους Εκκλησίες για τοπικά στελέχη

της ιεραποστολής παρέχουν γενική θε-

ολογική παιδεία και όχι εξειδικευµένα

ιεραποστολική. Μεταξύ αυτού του τύπου

σεµιναρίων µπορούµε να αναφέρουµε

τη Θεολογική Ακαδηµία του ∆υρραχί-

ου στην Αλβανία ή το Ορθόδοξο Θε-

ολογικό Σεµινάριο Μακάριος Γ΄ στην

Κένυα. Υπάρχουν ασφαλώς και άλλα.

Ένα εντελώς περισταστιακό Σεµινάριο

Ιεραποστολής, λίγων ωρών µαθηµάτων

κατ’ έτος, που οργανώνει σε εθελοντι-

κή βάση το Γραφείο Εξωτερικής Ιερα-

ποστολής της Αποστολικής ∆ιακονίας

της Εκκλησίας της Ελλάδος για όσους

επιθυµούν να ασχοληθούν, δεν αρκεί.

Οι εξελίξεις από το 1994 είναι φθίνου-

σες για τον κλάδο της Ιεραποστολικής

(ΕΒ 1999), και αυτό παρά την αύξηση

της εγρήγορσης του ιεραποστολικού

ενδιαφέροντος και τη µεγιστοποίηση

της ιεραποστολικής δράσης των Ορ-

θοδόξων Εκκλησιών ανά τον κόσµο. Ο

κίνδυνος από αυτήν την εξέλιξη είναι

να σηµειωθούν ποσοτικές επιτυχίες,

αλλά ελλείψει του αναγκαίου αναστο-

χασµού και της επιστηµονικής σκευής

να πάσχει το ιεραποστολικό έργο σε

ποιότητα. Ο πρακτικισµός, ο λαϊκισµός

και ο ζηλωτισµός δεν είναι πάντα κα-

τάλληλοι σύµβουλοι. Ακόµα και αν τα

ιεραποστολικά µέτωπα διακονούνται

από υψηλών προδιαγραφών έµψυχο

δυναµικό, µια ανατροφοδότηση θα ήταν

πολύ επιβοηθητική. Πρόκειται για µιαν

Ο αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσι-ος, κατά τη βράβευσή του από την Αγ-γλικανική Εκκλησία για το ιεραποστο-λικό του έργο (2011)

Ο µητροπολίτης Ζιµπάµπουε και νυν Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόδωρος Β΄ στην Ορθόδοξη ιεραποστολή στο Μα-πούτο της Μοζαµβίκης (2004)

Page 4: Ιεραποστολική · 2018-03-12 · Ιεραποστολική 460 1588) και γενικότερο το Historia Natural y Moral de las Indias (JA 1590). ∆εύτε- ρος

Ιεραπύτνης και Σητείας µητρόπολη

462

αντίφαση που δεν έχει άλλη εξήγηση,

παρά στον ευκαιριακό και προσωπαγή

σχεδιασµό των προγραµµάτων σπου-

δών στις Θεολογικές Σχολές.

Ο Ηλίας Βουλγαράκης έγραφε το 1965

(770): «Τοιουτοτρόπως σήµερον ουδα-

µού της Ορθοδοξίας υπάρχει αυτοτελής

πανεπιστηµιακή έδρα διά την Ιεραπο-

στολήν». Σήµερα, µισό αιώνα µετά,

παρά την τεράστια διαδροµή που έχει

γίνει στο έργο της ιεραποστολής, µπο-

ρεί κανείς δυστυχώς να πιστοποιήσει

ακριβώς το ίδιο: µια ανυδρία επώδυνη.

Πουθενά δεν υπάρχει στην Ορθοδοξία

χώρος για σοβαρή επιστηµονική ενα-

σχόληση µε την Ιεραποστολική (ΑΠ,

2004, 311). Μια αντίθεση όχι µόνο µε

την πράξη, αλλά και µε τη θεολογική

µας παράδοση από τις απαρχές των

νεότερων χρόνων και προγενέστερης

της αντίστοιχης δυτικής. Εάν θελήσουµε

να έχουµε ιεραποστολική δράση χωρίς

ιεραποστολική σπουδή, είναι σαν να

επενδύουµε σε έναν ανεπίγνωστο ακτι-

βισµό. Ο κίνδυνος να εµφυτεύεται µια

Εκκλησία, αντί να σαρκώνεται ο Λόγος

του Θεού σε κάθε τόπο, να διολισθαί-

νουµε προς µια επεκτατική, αποικιακού

τύπου διάδοση της πίστης, αντί να κα-

τανοούµε θεµελιώδεις έννοιες, όπως

προσαρµογή, σάρκωση, πολιτισµική

ένταξη, ιθαγενοποίηση, αρχές που δια-

κόνησε η Ορθόδοξη ιεραποστολή από

τις απαρχές της, είναι υπαρκτός. Κατά

συνέπεια είναι υπαρκτός και ο κίνδυ-

νος να επαναλάβουµε τον 21ο αι. λάθη

του παρελθόντος, και µάλιστα όχι κα-

τά κύριο λόγο του Ορθόδοξου. Εάν,

τουναντίον, θελήσουµε να κρατήσουµε

µακριά την ακαδηµαϊκή θεολογία από

την εµπειρία της πράξης, είναι σαν να

έχουµε µια χωρίς ζωή διανόηση. Και

τα δύο συνιστούν κατακερµατισµό του

καθόλου, προσεγγίσεις µερικές, δηλαδή

αιρετικές. Η Ορθόδοξη παράδοση δεν

βρίσκει διάσταση µεταξύ θεωρίας και

πράξης, και αυτή η καθολικότητα πρέπει

να βρει χώρο έκφρασης στα ακαδη-

µαϊκά πράγµατα. Εκτός αν ο φόβος

είναι ακριβώς αυτός: ότι η ιεραπο-

στολική είναι ο πιο ανοιχτός κλάδος

της θεολογίας και θέτει τα ερωτήµατα

τα δυσκολότερα. Ε.ΒΟΥΛ.

Βιβλιογραφία:

[JA] Acosta, José de, De Promulgatione Evangelii apud Barbaros sive de Procuranda Indorum Salute, Salamanca 1588· Historia Natural y Moral de las Indias, Salamanca 1590. [ΠΒ] Βασιλειάδης, Π., Ενότητα και Μαρτυρία: Ορ-θόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία και ∆ιαθρησκει-ακός ∆ιάλογος, Αθήνα: Επίκεντρο 2007. [ΕΒΠ] Βουλγαράκης-Πισίνα, Ε., «Βουλγαράκης Ηλίας», ΜΟΧΕ 4 (2011) 273-275· «Η Ιεραποστολή στα Μετόπισθεν: Μνήµη Ηλία Βουλγαράκη», Πάντα τα Έθνη 72 (1999) 9-11· Η Προσέγγιση των Εθνικών κατά τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστοµο, Αθήνα: Μαΐστρος 2013· [ΗΒ] Βουλγαράκης, Η., «Ιεραποστολή», ΘΗΕ 6 (1965) 763-767· Σύντοµος Ιστορία της Επιστήµης της Ιεραποστολής, Αθήνα 1969· Η Ιεραποστολή κατά τα Ελληνικά Κείµενα από του 1821 µέχρι του 1917, Αθήνα: Πορευθέντες 1971· Εννοιολογικός Θησαυρός της Ελληνικής Γραµµατείας από τον 1ο µέχρι το 15ο Αιώνα: Απολογισµός Ερευνητικού Προγράµµατος, τχ. Α΄, Αθήνα 1986. [CC] Colombus, Chr., Libro de las Profecias 1502. [NFH], Ferber, Nikolaus de Herborn, Epitome Convertendi Gentes Indiarum, Köln 1532. [WG] Guerrier, W., Leibniz in seinen Beziehungen zu Russland und Peter den Grossen. Eine geschichtliche Darstellung dieses Verhältnisches nebst den darauf bezüglichen Briefen und Denkschriften, St. Petersburg/Leipzig 1873. [H] Herasmus, Ecclesiastae sive de Ratione Concionandi libri IV, 1535. [TJ] Jesu, Thomas (Diaz Sanchez de Avila), Stimulus Missionum, 1610. [GL] Leibniz, G.W., Novissima Sinica, 1967. [RL] Llullus, Raymondus, Ars Generalis Ultima, [1275/] 1305. [ΑΠ] Παπαθανασίου, Θ.Ν., "Missionary Experience and Academic Quest: The Research Situation in Greece", στον τόµο Frieder, L. et al. (επιµ.), European Traditions in the Study of Religion in Africa, Wiesbaden: Harrassowitz 2004, σ. 301-311· Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται: Η Ιεραποστολή ως Ελπίδα και ως Εφιάλτης, Αθήνα: Εν Πλω 22009. [DW] Werner, D., Evangelism in Theological Education in Europe: 12 Considerations from ETE/WCC. Paper for Bossey Consultation of WCC/CWME, 30th October 2012 [αδηµοσίευτο].

Ιεραπύτνης και Σητείας µητρό-

πολη (Εκκλησία της Κρήτης). Η ιερά

µητρόπολη Ιεραπύτνης και Σητείας

είναι µία από τις οκτώ µητροπολι-

τικές περιφέρειες της Αποστολικής

Εκκλησίας της Κρήτης. Βρίσκεται στο

νοτιοανατολικό τµήµα του νοµού Λα-

σιθίου και περιλαµβάνει τις επαρχίες

Ιεράπετρας και Σητείας και τις τέως

κοινότητες Καλού Χωριού Μεραµβέλ-

λου και Κάτω Σύµης Βιάννου, µε έδρα

την πόλη της Ιεράπετρας.

Η παράδοση αναφέρει ότι στο β΄ µισό

του 1ου αι. µ.Χ. ο Απόστολος Τίτος,

που τον είχε αφήσει ο Απόστολος

Παύλος στην Κρήτη για να κηρύξει

το Ευαγγέλιο του Χριστού, ίδρυσε τις

επισκοπές της Κρήτης. Αυτή ήταν και

η επιθυµία του Αποστόλου των Εθνών

Παύλου, που αναφέρει στην προς Τί-

τον επιστολή του «τούτου χάριν κατέ-

λιπόν σε ἐν Κρήτῃ, ἵνα τὰ λείποντα

ἐπιδιορθώσῃς καὶ καταστήσῃς κατὰ

πόλιν πρεσβυτέρους, ὡς ἐγώ σοι δι-

εταξάµην» (Τιτ 1:5), διευκρινίζοντας

ότι «πρεσβυτέρους» ονοµάζει τους

επισκόπους.

Η επισκοπή Ιεραπύτνης είναι η αρ-

χαιότερη ιστορικά στον νοµό Λασιθί-

ου και θεωρείται µεταξύ των πρώτων

που ιδρύθηκαν στην Κρήτη. Σύµφω-

να µε τον ιστορικό Flaminio Cornaro

στο έργο του Creta Sacra (Creta Sacra,

sive de Episcopis utriusque ritus Graeci et

Latini in insula Cretae, Βενετία 1655), η

ίδρυσή της χρονολογείται γύρω στο

68 µ.Χ. Η πρώτη ιστορικά επικυρω-

µένη αναφορά γίνεται το 343, όταν

ο επίσκοπος Ιεραπύτνης Σύµφορος

µετείχε στη σύνοδο της Σαρδικής (Σό-

φιας). Το 457 στην τοπική σύνοδο

Κρήτης µνηµονεύται και υπογράφει ο

Ευφρόνιος ως επίσκοπος Ιεραπύτνης,

ενώ κατά τη Ζ΄ Οικουµενική σύνοδο

στη Νίκαια, το 787, αναφέρεται και η

επισκοπή Ιεραπύτνης. Τον 7ο ή τον

8ο αι. τοποθετείται η ίδρυση της επι-

σκοπής Σητείας.

Η αραβική κατάκτηση του 823 επέφε-

ρε πρωτοφανείς διωγµούς στην Εκ-

κλησία της Κρήτης. Από το 961, µε

την απελευθέρωση της Κρήτης από

τον Νικηφόρο Φωκά, αναβιώνει το

Ορθόδοξο χριστιανικό φρόνηµα των

κατοίκων της και η επανασύσταση και

δραστηριοποίηση των επισκοπών.

Κατά την ενετοκρατία, µετά το 1204,

οι κατακτητές προχώρησαν σε συγ-

χωνεύσεις και καταργήσεις επισκο-

πών. Στην τουρκοκρατία (1669-1898)

επανιδρύθηκαν οι επισκοπές στην

Κρήτη και εγκαταστάθηκαν Ορθό-

δοξοι επίσκοποι. Τότε υπήρχαν δύο

επισκοπές «Ιεράς» και «Σητείας», οι

οποίες από το 1832 συγχωνεύθηκαν

σε µία µε το όνοµα «Ιεροσητείας».

Πρώτος επίσκοπος Ιεροσητείας µετά

την τουρκική κατάληψη είναι ο Γε-

ράσιµος Μαγγανάρης (1832-1841).

Ονοµαστός υπήρξε ο προκάτοχός του

Αρτέµιος Παρδάλης (1811-1821), ο

οποίος επέδειξε σηµαντική εθνική

δράση στα χρόνια της ελληνικής επα-

νάστασης, και το 1845 εξελέγη από

το Οικουµενικό Πατριαρχείο Πατρι-

άρχης Αλεξανδρείας. Ονοµαστοί και

λόγιοι ιεράρχες υπήρξαν ο Καλλίνικος

(1841-1845) και ο Ιλαρίων Κατσού-

λης (1846-1869), που οργάνωσε την

εκπαίδευση ιδρύοντας εκπαιδευτικό

φροντιστήριο.

Από το 1932 έως το 1936 οι επισκοπές

Ιεροσητείας και Πέτρας συγχωνεύθη-

καν σε µία µε τον τίτλο «επισκοπή Νε-

απόλεως» και µε επίσκοπο τον Πέτρας

∆ιονύσιο Μαραγκουδάκη. Το 1936

επανασυστάθηκε η επισκοπή Ιεράς

και Σητείας, στην οποίαν εξελέγη επί-

σκοπος ο Φιλόθεος Μαζοκοπάκης από

την Κίσαµο (1936-1960). Αργότερα, το

Οικουµενικό Πατριαρχείο δια της υπ’

αριθµόν 812 πράξεως του έτους 1962

προήγαγε την επισκοπή Ιεροσητείας

σε µητρόπολη µε τον τίτλο «Ιεραπύτ-

νης και Σητείας» και πρώτο µητρο-

πολίτη τον Φιλόθεο Βουζουνεράκη

(1961-1993). Το έτος 1993 η Αγία και

Ιερά Σύνοδος ανύψωσε τις µητροπό-

λεις της Εκκλησίας Κρήτης, και συνε-

πώς και τη µητρόπολη Ιεραπύτνης και

Σητείας, εις εν ενεργεία µητροπόλεις

του Οικουµενικού Θρόνου.

Η ιερά µητρόπολη Ιεραπύτνης και

Σητείας περιλαµβάνει 86 ενοριακούς

ναούς, 210 ενοριακά παρεκκλήσια,

408 εξωκκλήσια, 70 ναούς κοιµητη-

ρίων, 11 µοναστηριακούς ναούς και

περί τους 90 εγγάµους και αγάµους

κληρικούς. Οι εν ενεργεία µονές εί-

ναι οι εξής έξι: η ιερά σταυροπηγιακή

µονή Παναγίας Ακρωτηριανής και

Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Τοπλού

Άποψη της ιεράς µονής Τοπλού (Ση-τεία)

Ο µητροπολιτικός ναός του Αγίου Γε-ωργίου στην Ιεράπετρα

Συνδιάσκεψη για την οικουµενική ιε-ραποστολή (Εδιµβούργο 1910)

Page 5: Ιεραποστολική · 2018-03-12 · Ιεραποστολική 460 1588) και γενικότερο το Historia Natural y Moral de las Indias (JA 1590). ∆εύτε- ρος

Ιεράτευµα βασίλειον

463

Σητείας, η ιερά µονή Παναγίας Φα-

νερωµένης Ιεράπετρας, η ιερά µονή

Αγίου Ιωάννου Καψά Σητείας (ανδρικά

µοναστήρια), η ιερά µονή Παναγίας

Εξακουστής Μαλλών Ιεράπετρας, το

ιερό ησυχαστήριο «Άξιόν Εστι» Ιερά-

πετρας και το ιερό προσκύνηµα Αγίων

Πάντων Αγιασµένου Ιεράπετρας (γυ-

ναικεία µοναστήρια), ενώ υπάρχουν

και αρκετές ιστορικές διαλελυµένες

µονές.

Ιεράτευµα βασίλειον. «Ὑµε"ς δὲ

γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευµα,

ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν,

ὅπως τὰς ἀρετὰς ἐξαγγείλητε τοῦ ἐκ

σκότους ὑµᾶς καλέσαντος εἰς τὸ θαυ-

µαστὸν αὐτοῦ φῶς» (1 Πε2:9)». Με

τη φράση αυτή ο Απόστολος Πέτρος

εννοεί το σύνολο των βαπτισµένων

χριστιανών, οι οποίοι, κατά τον άγιο

Ιωάννη τον Χρυσόστοµο, «ἐν λουτρῷ»,

δηλαδή διά του αγίου βαπτίσµατος,

έχουν γίνει βασιλείς και ιερείς και

προφήτες. Με άλλα λόγια, έχουν λάβει

τη γενική ιερωσύνη, την τριπλή ιε-

ρατική εξουσία, την οποία, στην πλη-

ρότητά της, κατέχουν οι λαβόντες την

ειδική ιερωσύνη, µέσω της χειροτο-

νίας τους. Μετέχουν λοιπόν, κατά τον

άγιο πάπα Λέοντα Α τον Μέγα, του

ιερατικού αξιώµατος και είναι άξιοι να

ονοµάζονται όλοι χριστιανοί.

Ο Απόστολος Πέτρος στην Καθολι-

κή του Επιστολή γράφει: «καὶ αὐτοὶ

ὡς λίθοι ζῶντες οἰκοδοµε"σθε, οἶκος

πνευµατικός, ἱεράτευµα ἅγιον, ἀνε-

νέγκαι πνευµατικὰς θυσίας εὐπροσ-

δέκτους τῷ Θεῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ»

(1 Πε 2:5). Εδώ το «ἱεράτευµα ἅγιον»

σηµαίνει τον πνευµατικό οίκο, που

έχει οικοδοµηθεί από ζώντες λίθους

και µέσα του αναφέρονται πνευµα-

τικές θυσίες, και όχι απλώς τη θεία

Λειτουργία που τελείται στους ιερούς

ναούς. Ο άγιος Νικόδηµος ο Αγιο-

ρείτης σχολιάζει: «Καὶ πάνω εἰς ὅλα,

θυσία τῶν χριστιανῶν ἡ εὐάρεστος

τῷ Θεῷ εἶναι, τὸ νὰ θυσιάζουν καὶ νὰ

ἀφιερώνουν ὅλας τὰς ἐπιθυµίας τῆς

ψυχῆς, καὶ τοῦ σώµατός των εἰς τὸν

Θεόν, ἀπεχόµενοι ἀπὸ κάθε πάθος,

καὶ ἀκαθαρσίαν. Περὶ ἧς γράφει καὶ

παρακαλε" τοὺς χριστιανοὺς ὁ µακά-

ριος Παῦλος λέγων: «Παρακαλῶ ὑµᾶς

ἀδελφοὶ διὰ τῶν οἰκτιρµῶν τοῦ Θεοῦ,

παραστῆσαι τὰ σώµατα ὑµῶν θυσίαν

ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ τὴν

λογικὴν λατρείαν ὑµῶν» (Ρωµ. ιβ, 1)

καὶ τρόπον τινα κάθε χριστιανός ὅλος

ψυχῇ καὶ σώµατι, εἶναι ὁ ναὸς τοῦ

Θεοῦ, καὶ ὁ µὲν ἔσω ἄνθρωπος, εἶναι

τὸ βῆµα τοῦ ναοῦ, ἡ δὲ καρδία, εἶναι

ἡ ἁγία Τράπεζα. Ὁ δὲ νοῦς, εἶναι ὁ

Ἱερεύς, ἡ δὲ προαίρεσις, καὶ ἐπιθυ-

µία τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἡ θυσία, καὶ

ὁλοκαύτωσις, τὴν ὁποίαν προσφέρει ὁ

νοῦς εἰς τὸν Θεὸν ἐπάνω τῆς καρδίας.

Καθὼς ἔτζι παρωµοίασε τὸν Χρυσορ-

ρήµονα, Ἰωάννης ὁ Εὐχαΐτων ἔν τινι

τροπαρίῳ τοῦ πρὸς αὐτὸν Κανόνος».

Πρόκειται, δηλαδή, για µια εσωτε-

ρική στην καρδιά ιερή Λειτουργία,

που γίνεται παράλληλα µε τη λογική

λατρεία στον κτιστό ναό.

Τα περί αγίου ιερατεύµατος τα εξηγεί ο

Απόστολος Πέτρος στην Α Επιστολή

του, στο χωρίο που παρατέθηκε ανω-

τέρω. Στο χωρίο αυτό, το «βασίλειον

ἱεράτευµα» -βασιλικό και ιερατικό

χάρισµα- που συνδέεται µε το «γένος

ἐκλεκτόν, ἔθνος ἅγιον», αναφέρεται

στην εν Χριστώ ζωή, της οποίας µετέ-

χουν όλοι οι χριστιανοί και στις δυνα-

τότητες που έχουν να περάσουν από το

σκότος στο φως. Ο Απόστολος Πέτρος,

που είδε το θαβώριο φως και εθεά-

θη τη δόξα του Θεού ως Φως, χρησι-

µοποιεί τη λέξη ‘φως’ ως όραση και

µέθεξη του ακτίστου Φωτός. Ο όρος

‘βασίλειον ἱεράτευµα’ αναφέρεται όχι

απλώς στους βαπτισθέντες, αλλά σε

αυτούς που είναι «βεβαπτισµένοι»

και «βεβαιόπιστοι», όπως διδάσκει ο

άγιος Συµεών ο νέος Θεολόγος, και

µετέχουν της θεοποιού ενεργείας του

Θεού. Επίσης, ο Ευαγγελιστής Ιωάν-

νης στην Αποκάλυψή του αναφέρεται

στο ότι οι χριστιανοί µε το Βάπτισµα,

το Χρίσµα και την εν γένει εκκλησια-

στική ζωή, είναι βασιλείς και ιερείς:

«Ἐποίησας αὐτοὺς τῷ Θεῷ ἡµῶν βασι-

λε"ς καὶ ἱερε"ς, καὶ βασιλεύσουσιν ἐπὶ

τῆς γῆς» (Απ 5:10). Ο Ευαγγελιστής

Ιωάννης, µε τους λόγους αυτούς, µε-

ταφέρει το προσωπικό του βίωµα της

λειτουργίας, που γινόταν ενώπιον του

καθηµένου επί του Θρόνου και ενώπι-

ον του Αρνίου, το οποίο στεκόταν «ὡς

ἐσφαγµένον» «ἐν µέσῳ τοῦ θρόνου

καὶ τῶν τεσσάρων ζῴων καὶ ἐν µέσῳ

τῶν πρεσβυτέρων». Στην ουράνια

αυτή λειτουργία, οι είκοσι τέσσερις

Πρεσβύτεροι «ἔπεσαν ἐνώπιον τοῦ

ἀρνίου», έχοντας καθένας από αυτούς

κιθάρα και χρυσές φιάλες γεµάτες από

θυµιάµατα, που ήταν οι προσευχές

των αγίων, και έψαλαν «ᾠδὴν καινήν,

λέγοντες· ἄξιος εἶ λαβε"ν τὸ βιβλίον

καὶ ἀνο"ξαι τὰς σφραγίδας αὐτοῦ, ὅτι

ἐσφάγης καὶ ἠγόρασας τῷ Θεῷ ἡµᾶς

ἐν τῷ αἵµατί σου ἐκ πάσης φυλῆς καὶ

γλώσσης καὶ λαοῦ καὶ ἔθνους, καὶ

ἐποίησας αὐτοὺς τῷ Θεῷ ἡµῶν βα-

σιλε"ς καὶ ἱερε"ς, καὶ βασιλεύσουσιν

ἐπί τῆς γῆς» (Απ 5:9-10).

Η φράση αυτή, που αναφέρεται στους

αγίους ως βασιλείς και ιερείς, είναι

εσχατολογική, προσδιορίζει δηλα-

δή την ουράνια Θεία Λειτουργία, η

οποία όµως βιώνεται από εκείνους

που έχουν φθάσει στην πνευµατική

κατάσταση της θεώσεως. ∆εν πρόκει-

ται, µε άλλα λόγια, για µια στατική και

τυπική κατάσταση, που συνδέεται µό-

νον µε τη χάρη του Βαπτίσµατος -αφού

θα υπάρξουν βαπτισµένοι που δεν

θα σωθούν- αλλά για την όλη πορεία

του ανθρώπου προς τη θέωση, µε την

τήρηση των εντολών του Χριστού και

τη µετοχή στα Μυστήρια της Εκκλησί-

ας µε τις Ορθόδοξες εκκλησιαστικές

προϋποθέσεις.

Ο Αρέθας Καισαρείας, εξηγώντας τι

σηµαίνει «ἱερε"ς καὶ βασιλε"ς», γρά-

φει: «Τοῦτο καὶ ἐπ’ ἐντεῦθεν ἤδη κατὰ

τὸ γράµµα λαµβάνουσι τέλος, καθ’ ὅτι

καὶ βασιλε"ς καὶ ἱερε"ς οἱ θεράποντες

Θεοῦ καὶ πιστοὶ διατελοῦσιν. Ἔστι δὲ

νοῆσαι καὶ θεωρητικώτερον, βασιλε"ς

µέν, τοὺς κατὰ τῶν παθῶν τῆς νίκης

τὸν βασίλειον στέφανον ἀναδησαµέ-

νους· ἱερε"ς δέ, τοὺς θυσίαν ζῶσαν,

εὐάρεστον τῷ Θεῷ, ἑαυτοὺς κατηρτι-

κότας. Κατὰ τὴν ἐκδοχὴν ταύτην, καὶ

ὁ τὴν γῆν, τὴν το"ς πραέσιν ὑπὸ τοῦ

Κυρίου ἐπηγγελµένην κατακληρονο-

µε"σθαι, στοιχῶν, οὐ το"ς ἀστόχοις

προσλογισθείη. Καὶ βασιλεύσοµεν

ἐπὶ τῆς γῆς. Τό, καὶ βασιλεύσοµεν

ἐπὶ τῆς γῆς, κατὰ µὲν τὸ πρόχειρον

καὶ θεωρητὸν το"ς πολλο"ς, τὴν κατὰ

νόµον αἰνίττεται πολιτείαν, εἰσαγω-

γικωτέραν οὖσαν καὶ στοιχειώδη τοῦ

κατὰ Χριστὸν τελεωτάτου πολιτεύµα-

τος, παρ’ ὅσον οὐδὲν ἐτελείωσεν ὁ

νόµος· κατὰ δὲ τὸ ὄντως ὄν, τὴν κατὰ

τὸ µέλλον µακαρίαν βιοτήν, αἰωνίαν

τε οὖσαν καὶ ἀκατάλυτον».

Την ίδια ερµηνεία δίνει και ο Άνθι-

µος Ιεροσολύµων. Γράφει: «Ἀλλὰ µὴν

καὶ βασιλε"ς ἡµᾶς κατέστησας καὶ ἱε-

ρε"ς, τοὐτέστι δύναµιν δέδωκας ἡµ"ν

κυριεύειν τῶν παθῶν ἐν τῷ παρόντι

αἰῶνι, ἐν δὲ τῷ µέλλοντι κληρονοµε"ν

τὴν αἰώνιον βασιλείαν. Ἱερε"ς δέ, ἵνα

θυσίαν εὐπρόσδεκτον τὰ σώµατα προ-

σάγωµεν τῷ Θεῷ διὰ τῆς σωφροσύνης

καὶ ἐγκρατείας».

Εποµένως το «βασίλειον ἱεράτευµα»

και το «ἅγιον ἱεράτευµα» αναφέρονται

στην πνευµατική ζωή, που είναι πο-

ρεία αναγεννήσεως του ανθρώπου

και βιώσεως της ακτίστου ενεργεί-

ας τού Θεού. ∆εν πρόκειται για µια

στατική κατάσταση, ούτε για µια εκ-

κοσµικευµένη κοινότητα, αλλά για

βίωση της Χάριτος της Βασιλείας του

Θεού. Η θεία Ευχαριστία, ως βίωση

της Βασιλείας του Θεού, είναι µέθεξη

στην άκτιστη δόξα του Θεού και όχι

απλώς µια τυπική και µηχανική πα-

ρουσία κληρικών και λαϊκών κατά την

διάρκεια της τελέσεως της Θείας Λει-

τουργίας. Η βίωση της Βασιλείας του

Θεού και των εσχάτων δεν µπορεί να

γίνει χωρίς εσωτερική καρδιακή ζωή.

Αυτό εκφράζεται σαφέστατα στη Μυ-

σταγωγία του αγίου Μαξίµου του Οµο-

λογητού. Ο άγιος Μάξιµος περιγράφει

τη νοερά λειτουργία ως επιστροφή

του νου από τη διάχυσή του στον

περιβάλλοντα κόσµο και την είσο-

δό του στο θυσιαστήριο της καρδίας.

Στη Μυσταγωγία, λοιπόν, συνδυάζεται

σαφέστατα η βίωση των εσχάτων της

Θείας Λειτουργίας µε τη βίωση της

νοεράς λετουργίας στο θυσιαστήριο

της καρδιάς.

Εποµένως, το «βασίλειον ἱεράτευµα»

είναι η όλη πορεία της αναγεννήσεως

των ανθρώπων, κληρικών και λαϊ-

κών, όπως την ερµηνεύουν οι άγιοι

Πατέρες της Εκκλησίας, ιδιαιτέρως ο

άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής. Είναι δε

χαρακτηριστικός ο λόγος του Αποστό-

λου Παύλου που συνδέει τον κλήρο

των αγίων µε τη µετοχή του φωτός της

Ο Χριστός µε τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο, τοιχογραφία (5ος αι.), κατα-κόµβη των Αγίων Πέτρου και Μαρκελί-νου, Ρώµη