Eισαγωγικά για τον Υπερρεαλισμό

6

Click here to load reader

Transcript of Eισαγωγικά για τον Υπερρεαλισμό

Page 1: Eισαγωγικά για τον Υπερρεαλισμό

Eισαγωγικά για τον Υπερρεαλισμό

   Ο όρος "υπερρεαλισμός (ή "σουρεαλισμός", όπως προτιμούν μερικοί) εμφανίζεται για πρώτη φορά στα 1917 και ανήκει στον περίφημο Γάλλο ποιητή Guillaume Apollinaire. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζει το παράδοξο θεατρικό έργο του Οι Μαστοί του Τειρεσία (Les Mamelles de Tiresias) ως "υπερρεαλιστικό δράμα" (drame surrealist). Σύμφωνα με τον Apollinaire ο όρος αυτός δηλώνει τον αναλογικό τρόπο με τον οποίο μπορεί να αποδοθεί η πραγματικότητα. Όταν λ.χ. ο άνθρωπος θέλησε να μιμηθεί το βάδισμα δεν εφεύρε τα μηχανικά πόδια αλλά τον τροχό. Με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρεται και ο ποιητής: όταν θέλει να μεταδώσει κάποιες ιδέες, πρέπει να το κάνει όχι αντιγράφοντας τον κόσμο και τις καταστάσεις του στατικά και νατουραλιστικά, αλλά δυναμικά, με τρόπο αναλογικό και δημιουργική φαντασία.

   Έτσι όταν ο Andre Breton αναζητούσε έναν όρο που θα μπορούσε να περιγράψει με επιτυχία τους πειραματισμούς γραφής, που μαζί με κάποιους φίλους του επιχειρούσε αυτή τη εποχή (αμέσως μετά το τέλος

του Α Παγκόσμιου Πολέμου), βρήκε πώς ο "υπερρεαλισμός" ήταν ο καταλληλότερος. Ο Andre Breton (1896-1966) υπηρέτησε στον Α Πόλεμο, αρχικά στο πυροβολικό και αργότερα στο υγειονομικό σώμα και όσα έζησε μέσα στη φρίκη του πολέμου άσκησαν μεγάλη επίδραση πάνω του. Ο πόλεμος, σύμφωνα με τον Breton, είναι φρικτός και γι αυτό ευθύνεται ο σωβινισμός των αστών, που τον προκάλεσε. Όμως το ίδιο υπεύθυνος είναι και οποίος συγγραφέας χρησιμοποιήσει το ταλέντο του για να εκφράσει τη δύναμη αυτής της ελίτ της εξουσίας. Ο νέος τρόπος γραφής πρέπει να υπονομεύει τις παλαιές αξίες που οδήγησαν στον πόλεμο. Εξοικειωμένος λοιπόν με τις τεχνικές της φροϋδικής ανάλυσης, ο Breton άρχισε να πειραματίζεται πάνω σε ένα νέο εκφραστικό τρόπο. Η γραφή θα έπρεπε να αφήσει ελεύθερη και αδέσμευτη αυτήν την αυθαίρετη ροή των εικόνων που συχνά σχηματίζεται μέσα μας. Γιαυτό η γραφή πρέπει να μείνει ελεύθερη από την όποια μεσολάβηση της λογικής, της ηθικής και της οποίας τρέχουσας αισθητικής. Πρόκειται για την περίφημη θεωρία του ελευθέρου συνειρμού και των "αυτοματικών κειμένων", τα οποία εμφανίζονταν και κατέγραφαν, υποτίθεται, χωρίς καμιά επεξεργασία, χωρίς κανένα σχέδιο και πρόγραμμα κάθε τι που αισθανόταν και βίωνε ο συγγραφέας τη στιγμή που τα έγραφε. Ο κύριος σκοπός του συγγραφέα δεν είναι να παραγάγει "ωραία" κείμενα, αλλά να μεταβάλει την υπάρχουσα αντίληψη για τον κόσμο, το οποίο κληρονομημένο γούστο και κατά συνέπεια να αλλάξει τον ίδιο τον κόσμο, μία ιδέα που δεν απείχε πολύ από τις ανάλογες διακηρύξεις του Μαρξ. Άλλωστε, αρχικά τουλάχιστον, συγκεκριμένα λίγο μετά το 1924, όταν ο Breton εκδίδει το περίφημο Πρώτο Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού, πολλοί από τους γάλλους υπερρεαλιστές είχαν ιδιαίτερες σχέσεις με το ΚΚ της Γαλλίας.

Έτσι ο υπερρεαλισμός, όπως τουλάχιστον τον όρισε ο Breton και οι φίλοι του στο Παρίσι του μεσοπολέμου, δεν ήταν ένα απλό λογοτεχνικό κίνημα αλλά ένα κίνημα που ξεκινούσε από τη λογοτεχνία αλλά πρώτα και κύρια αφορούσε την ίδια την κοινωνία και την πολιτική. Αναθεωρούσε την αντίληψη της πραγματικότητας, όχι μόνο της λογοτεχνικής, αλλά και της κοινωνικής. Για τούτο και τα μέσα που χρησιμοποίησε ο Breton, ο Pope Andre, όπως τον έλεγαν, δηλ. η αυτοματική γραφή, η καταγραφή ονείρων, οι αφηγήσεις σε κατάσταση ύπνωσης, ποιήματα και πίνακες που δημιουργήθηκαν με τρόπο τυχαίο, σκηνές παράδοξες και ονειρικές, είχαν ένα και μόνο σκοπό: να μεταβάλουν την αντίληψή μας για τον κόσμο και ως εκ τούτου να αλλάξουν τον ίδιο τον κόσμο. Ο υπερρεαλισμός (και ως ένα βαθμό ο κομμουνισμός, αρχικά τουλάχιστον) είχε μεσσιανικό και επαναστατικό χαρακτήρα και για τούτο ήταν φυσικό ότι συγχρωτίστηκε σχεδόν αμέσως με την πολιτική. Ο υπερρεαλισμός εκφράζει πρώτα από όλα ένα έντονα πολιτικό ευαγγελισμό, οραματίζεται την απελευθέρωση του ανθρώπου από κάθε μορφή δουλείας και καταπίεσης (εθνικής, κοινωνικής, θρησκευτικής, καλλιτεχνικής, ερωτικής) και ευλογεί κάθε μορφή ουτοπίας. Τα δυο ουσιώδη συνθήματα του υπερρεαλισμού ήταν "Να αλλάξουμε τη ζωή" (Rim baud) και "Να αλλάξουμε τον κόσμο" (Marx).

  Το πρώτο σημαίνει να διαφοροποιήσουμε τα αισθήματά μας, να οδηγήσουμε το πνεύμα σε νέες κατευθύνσεις, να αποτρέψουμε το άτομο από το να βλέπει τον κόσμο μέσα από το πρίσμα μιας παραδοσιακής λογικής. Αυτές οι ποιητικές απαιτήσεις ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με το αίτημα της κοινωνικής αλλαγής. Γιαυτό και οι υπερρεαλιστές πολιτικοί, καθοδηγημένοι από έναν άδολο αναρχισμό συνδέθηκαν αρχικά με τον κομμουνισμό. Το επίσημο όργανο του υπερρεαλιστικού Κινήματος ήταν αρχικά το περιοδικό La Revolution Surrealist (1924-1929). Γρήγορα όμως το Κίνημα φαίνεται να εγκαταλείπει τις σχεδόν μηδενιστικού τύπου διακηρύξεις του και συμμορφώνεται με τα πολιτικά ιδεώδη του μαρξισμού (1929- 1930). Άμεση συνέπεια (εκτός των άλλων) ήταν το περιοδικό να αλλάξει τίτλο: τώρα (1929-1933) λέγεται Le Surrealism au Service de la Revolution πράγμα που δείχνει τη νέα του πορεία. Ωστόσο η αρχική εμπλοκή και συνοδοιπορία του υπερρεαλισμού με το γαλλικό ΚΚ γρήγορα έφτασε σε ρήξη, καθώς οι πολιτικοί δεν έβλεπαν με καλό μάτι την αχαλίνωτη ελευθεριότητα και αναρχισμό των ποιητών. Ο Breton, που αρχικά έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία του γαλλικού ΚΚ δεν μπόρεσε τελικά να αποδεχθεί την ολοκληρωτικού τύπου πειθαρχία και το αντιδραστικό πνεύμα που χαρακτήριζε τις συναντήσεις του Κόμματος. Έτσι το υπερρεαλιστικό Κίνημα απομακρύνθηκε από το Κόμμα και ανέλαβε (όπως συνήθιζαν να λένε) "αντίδραση από τα αριστερά", μια άποψη που αντιπροσώπευε κυριότατα τον Λέοντα Τρότσκι, τον οποίο ο Breton συνάντησε στο Μεξικό το 1938.

  Πολλοί είναι σήμερα εκείνοι που πιστεύουν ότι το υπερρεαλιστικό Κίνημα παρέμεινε ένα ουτοπικό και ανεδαφικό κίνημα, που δεν μπόρεσε να πραγματώσει τις αρχικές εξαγγελίες του. Πολλοί επίσης πιστεύουν ότι αυτός ο "επιθετικός μοντερνισμός", όπως τον αποκαλούν (σε αντίθεση με τον "ήπιο" αγγλοσαξονικό μοντερνισμό), δεν παρήγαγε μεγάλα έργα, τουλάχιστον στον κλάδο της λογοτεχνίας, επειδή στη ζωγραφική

Μαν Ρέυ «Η υπερρεαλιστική σκακιέρα» , 1924

Page 2: Eισαγωγικά για τον Υπερρεαλισμό

το Κίνημα φάνηκε πιο αποδοτικό. Πολλοί αμφισβητούν τη βασική θεωρία του ελευθέρου συνειρμού και της αυτόματης γραφής. Ωστόσο το Κίνημα, τόσο αρχικά στη Γαλλία, όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη και στον άλλο κόσμο, και φυσικά και εδώ στην Ελλάδα, ελευθέρωσε τη δημιουργική φαντασία των δημιουργών που τον ασπάστηκαν και άλλαξε μια για πάντα την ιδέα μας για την ακαδημαϊκή και "έλλογη" μορφή της τέχνης. Φυσικά το θαύμα που οραματίστηκε το Κίνημα δεν ήρθε, ούτε πραγματώθηκαν τα πωλείτο-κοινωνικά του οράματα. 

  Αλλά για τούτο δεν ευθύνεται φυσικά το υπερρεαλιστικό Κίνημα, ούτε οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες που το ξεκίνησαν, το πίστεψαν και το υπηρέτησαν. Ο υπερρεαλισμός υπήρξε ένα μέγα απελευθερωτικό Κίνημα, με υψηλά και αγαθά οράματα με κέντρο πάντοτε τον άνθρωπο την τέχνη, τον ερωτά και τη δημιουργία. Και εδώ έγκειται η συμβολή του. Αποτιμώντας ο ιστορικός της λογοτεχνίας Maurice Nadeau την προσφορά του Κινήματος γράφει, " Ο σουρεαλισμός φιλοδοξούσε να σπάσει το φράγμα του υποκειμενισμού. Και εννοούσε να μην αρκεσθεί στα λόγια. Για κείνους που τον ξεκίνησαν, έχοντας περάσει από το Νταντά, δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναγινεί τίποτε, όπως γινόταν πρώτα. Ο άνθρωπος δεν ήταν πια το κατασκεύασμα ενός αιώνα θετικισμού, συνειρμισμού και επιστημονισμού, αλλά ένα πλάσμα με επιθυμίες, ένστικτα και όνειρα, έτσι όπως τον φανέρωνε η ψυχανάλυση. Στη Ρωσία χτιζόταν μια κοινωνία πάνω σε νέες βάσεις. Πιο πάνω ακόμη και από τον Ρέπω ή τον Λωτρεαμόν, σαν προφήτες της νέας εποχής, πρόβαλαν ο Μαρξ και ο Φρόιντ. Οι σουρεαλιστές, με τον δικό τους πάντα τρόπο, έγιναν μαρξιστές και φροϋδιστές, κι έριξαν το βάρος στη διπλή επανάσταση που έπρεπε να γίνει: "ν' αλλάξουμε τον κόσμο, "ν' αλλάξουμε τη ζωή". Πίστευαν πως θα τα κατάφερναν με μία καθολική δημιουργική δράση, ξεκινώντας απ' τον άνθρωπο θεωρούμενο σαν ένα ενιαίο όλον, και με μέσο την ποίηση που την ταύτιζαν με την πνευματική δράση. Αυτή η αδιάκοπη δημιουργικότητα έπρεπε να ασκείται μέσα σε μία απόλυτη ελευθερία κινήσεων και αισθήσεων, έξω από κάθε κατακερματισμό κι στεγανοποίηση της ζωής και της τέχνης, και με σκοπό την αποκατάσταση ολόκληρου του ανθρώπου. Γι αυτό και η έμφαση δόθηκε στις σκοτεινές πλευρές του είναι, στη φαντασία, το ένστικτο, την επιθυμία, το όνειρο, στις παράλογες ή απλώς μη σοβαρές μορφές συμπεριφοράς -- για να ξεμπερδεύουμε πια με τον ευνουχισμένο, αλλοτριωμένο, περιχαρακωμένο άνθρωπο, τον υποβιβασμένο στις κατηγορίες του "κάνω" και του "'έχω". Ο σουρεαλισμός άνοιγε ένα πεδίο ριζικής ανανέωσης τόσο στην προσωπική και ομαδική ζωή του ανθρώπου, όσο και στην ανάπτυξη μορφών σκέψης, ηθικής, τέχνης (ό.π. σελ. 240). 

  Αλλά για τούτο δεν ευθύνεται φυσικά το υπερρεαλιστικό Κίνημα, ούτε οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες που το ξεκίνησαν, το πίστεψαν και το υπηρέτησαν. Ο υπερρεαλισμός υπήρξε ένα μέγα απελευθερωτικό Κίνημα, με υψηλά και αγαθά οράματα με κέντρο πάντοτε τον άνθρωπο την τέχνη, τον ερωτά και τη δημιουργία. Και εδώ έγκειται η συμβολή του. Αποτιμώντας ο ιστορικός της λογοτεχνίας Maurice Nadeau την προσφορά του Κινήματος γράφει, " Ο σουρεαλισμός φιλοδοξούσε να σπάσει το φράγμα του υποκειμενισμού. Και εννοούσε να μην αρκεσθεί στα λόγια. Για κείνους που τον ξεκίνησαν, έχοντας περάσει από το Νταντά, δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναγινεί τίποτε, όπως γινόταν πρώτα. Ο άνθρωπος δεν ήταν πια το κατασκεύασμα ενός αιώνα θετικισμού, συνειρμισμού και επιστημονισμού, αλλά ένα πλάσμα με επιθυμίες, ένστικτα και όνειρα, έτσι όπως τον φανέρωνε η ψυχανάλυση. Στη Ρωσία χτιζόταν μια κοινωνία πάνω σε νέες βάσεις. Πιο πάνω ακόμη και από τον Ρέπω ή τον Λωτρεαμόν, σαν προφήτες της νέας εποχής, πρόβαλαν ο Μαρξ και ο Φρόιντ. Οι σουρεαλιστές, με τον δικό τους πάντα τρόπο, έγιναν μαρξιστές και φροϋδιστές, κι έριξαν το βάρος στη διπλή επανάσταση που έπρεπε να γίνει: "ν' αλλάξουμε τον κόσμο, "ν' αλλάξουμε τη ζωή". Πίστευαν πως θα τα κατάφερναν με μία καθολική δημιουργική δράση, ξεκινώντας απ' τον άνθρωπο θεωρούμενο  σαν ένα ενιαίο όλον, και με μέσο την ποίηση που την ταύτιζαν με την πνευματική δράση. Αυτή η αδιάκοπη δημιουργικότητα έπρεπε να ασκείται μέσα σε μία απόλυτη ελευθερία κινήσεων και αισθήσεων, έξω από κάθε κατακερματισμό κι στεγανοποίηση της ζωής και της τέχνης, και με σκοπό την αποκατάσταση ολόκληρου του ανθρώπου. Γι αυτό και η έμφαση δόθηκε στις σκοτεινές πλευρές του είναι, στη φαντασία, το ένστικτο, την επιθυμία, το όνειρο, στις παράλογες ή απλώς μη σοβαρές μορφές συμπεριφοράς -- για να ξεμπερδεύουμε πια με τον ευνουχισμένο, αλλοτριωμένο, περιχαρακωμένο άνθρωπο, τον υποβιβασμένο στις κατηγορίες του "κάνω" και του "'έχω". Ο σουρεαλισμός άνοιγε ένα πεδίο ριζικής ανανέωσης τόσο στην προσωπική και ομαδική ζωή του ανθρώπου, όσο και στην ανάπτυξη μορφών σκέψης, ηθικής, τέχνης (ό.π. σελ. 240).

Ο Εμπειρίκος για τον

υπερρεαλισμό 

Από το βιβλίο "Ηθογραφικά ταξίδια στην Ελλάδα". Θέατρο. Ομιλούν οι ειδικοί. Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας 1961 . Μεταδόθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1960, με συζητητές τους ποιητές: Ανδρέα Εμπειρίκο και Νίκο Γκάτσο και τον ποιητή και κριτικό Ανδρέα Καραντώνη. 

Page 3: Eισαγωγικά για τον Υπερρεαλισμό

Τι ακριβώς είναι ο υπερρεαλισμός, ποιες είναι οι κινητήριες δυνάμεις που απετέλεσαν την δημιουργικήν του αφετηρία, ποια ήταν η επίδρασης και κατά πόσο η επίδρασης αυτή εξακολουθεί και σήμερα – αυτό είναι το θέμα της συζητήσεως. Ο κ. Εμπειρίκος αρχίζει πρώτος την συζητήσι, λέγοντας ότι ο καλλίτερος τρόπος να μπούμε στο θέμα είναι να θυμηθούμε τον ορισμό που έδωσε ο πρωτεργάτης του υπερρεαλισμού Ανδρ. Μπρεττόν ο οποίος ήτο και εξακολουθεί να είναι ο κορυφαίος θεωρητικός και ένας εκ των μεγαλυτέρων ποιητών του υπερρεαλισμού. Ο Μπρεττόν έλεγε, στα 1924 περίπου, ότι ο υπερρεαλισμός μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εξής:

Αυτοματισμός ψυχικός γνήσιος, διά λόγου προφορικού είτε γραπτώς ή δι’ οιουδήποτε άλλου τρόπου, την πραγματική λειτουργία της σκέψεως. Είναι μια υπαγορεύσεις της σκέψεως εν πλήρει απουσία κάθε ελέγχου ασκουμένου από την λογική και έξω από κάθε έννοια αισθητική και ηθική.Η λογική, λοιπόν, κατά της οποίας εστράφησαν οι υπερρεαλισταί, ήτο μία από τας «πέδας», ένας από τους ζυγούς που ημπόδιζαν το πνεύμα εις όλους τους τομείς, πόσο μάλλον εις την ποίησιν, να εκδηλωθή και να ολοκληρωθή. Διότι αν ενθυμείσθε τι ήτο ποίησι άλλοτε, (μόνον ό,τι είχε έναν λογικό ειρμό) – όταν λοιπόν, ανακάλυψε ο υπερρεαλισμός και απέδειξε το μη λογικόν στοιχείον, τότε και μόνο μπόρεσε η ποίησι να αντλήση από τα βαθύτερα υποστρώματά της, από τα οποία πάντοτε εκπηδά ο λυρισμός, την δύναμί της την οφειλομένη εις τας μη λογικάς δυνάμεις, που μέχρι της στιγμής εκείνης επρυτάνευαν και ασκούσαν μίαν τυραννίδα επί των στοιχείων εκείνων που αποτελούν την πραγματικήν ουσίαν και δύναμιν της ποιήσεως. Εις ερώτησιν αν ο συρρεαλισμός δημιουργεί ένα είδος νέας λογικής, ο κ. Γκάτσος λέγει: «Μας δημιουργεί την λογικήν της πραγματικής ποιήσεως, διότι βέβαια ο υπερρεαλισμός δεν έκανε τίποτα άλλο δι΄όλην την ιστορίαν της λογοτεχνίας, παρά μόνον να συνειδοτοποιήση και να εκθέση κυρίως με τα θεωρητικά έργα του Μπρεττόν όλο το ιστορικό της ποιήσεως, πού ακριβώς έγκειται η αληθινή ποίησις. Όχι στην  απλή ιστορία και στον απλό μύθο.Γιατί βέβαια όταν διαβάζωμε σήμερα μεγάλους ποιητάς, είτε Όμηρο, Αισχύλο, Δάντη, την αληθινή ποίηση, δεν περιοριζόμαστε βέβαια στον απλό μύθο γιατί αυτό μπορεί να μας το δώσουν πολλά έργα. Λοιπόν, πού ακριβώς είναι η ποίησις; Ο υπερρεαλισμός ισχυρίστηκε ότι βρίσκεται στα στοιχεία τα έξω λογικής.Αν αυτή η «έξω λογική» λογική, είναι επίσης μια λόγική, είναι λογική την οποίαν δεν γνωρίζουμε».

Ο κ. Καραντώνης προσθέτει τα εξής:

«Εκείνο που θα ήθελα να πω σχετικά με το θέμα της λογικής, είναι ότι ο υπερρεαλισμός δεν εστράφη εναντίον της λογικής αυτής καθ’ εαυτής, ως ενός τρόπου μαθηματικών και συμπερασματικών του σκέπτεσθαι, δηλαδή, δεν εστράφη εναντίον της αλληλουχίας των εννοιών, όσον εστράφη εναντίον των διαφόρων κανόνων και δογμάτων που είχαν θεσπισθή διά μέσου των αιώνων γύρω από τα θέματα της εσωτερικής μας και της πνευματικής ζωής και τα της τέχνης, βέβαια, τα οποία είχαν δημιουργήσει φραγμούς και εμπόδιζαν τον καλλιτέχνη να ανακαλύψη τον εαυτόν του και τον υπεχρέωναν να επαναλαμβάνη άλλους, ή να είναι μαθητής μιας κάποιας παραδόσεως, με ελάχιστες δικές του προσθήκες. Νομίζω ότι αυτό κυρίως απετέλεσε τον στόχον του υπερρεαλισμού και κατά μίαν παρεξήγησι (ίσως και παγκόσμια) αλλά στην Ελλάδα παρά πολύ ανεπτυγμένη, εθεωρήθη ότι ο υπερρεαλισμός εστράφη εναντίον της λογικής, διότι όπως ξέρω, και οι ίδιοι οι υπερρεαλισταί, τουλάχιστον στα θεωρητικά τους κείμενα, έχουν ακολουθήσει μια διαδικασία λογικής σκέψεως για να μπορέσουν να πείσουν τους ανθρώπους για τις νέες αξίες που είχαν φέρει σε φως.

Συνεχίζουν ο κ. Καραντώνης λέγει, ότι,  «Θα ήθελα ακριβώς να προσθέσω ότι μ’ αυτήν την επίθεσι κατά της λογικής, η οποία συμπεριέλαβε και την λογική αυτή καθ’ εαυτή ως τυπικό όργανο της σκέψεως, εστράφησαν κυρίως εναντίον των αποτελεσμάτων της λογικής και ζήτησαν μίαν απελευθέρωση του ανθρώπου από κανόνες και δόγματα εσωτερικών και εξωτερικών τύπων, για να του προσφέρουν, να του ανοίξουν ένα τεράστιο πεδίο ελευθερίας μέσα στο οποίον να μπορή να ξαναβρή τον εαυτόν του».

Η παρατήρησις που έκανε προ ολίγου ο κ. Γκάτσος είναι ορθοτάτη, λέγει ο κ. Εμπειρίκος. Ύστερα από όλα αυτά, συνεχίζει ο κ. Καραντώνης, είμεθα όλοι σύμφωνοι κατ’ αρχήν ότι ο υπερρεαλισμός υπήρξε ένα κίνημα απελευθερώσεως δια να αποδεσμευθούν δυνάμεις κρυμμένες στον άνθρωπο, που θα μπορούσε να χρησιμοποιήση και να δημιουργήση μια νέα πραγματικότητα όχι μόνον στον τομέα της τέχνης, αλλά και σε όλες τις εμπειρίες. Ν ομίζω ότι αυτό υπήρξε το γενικό ιδεώδες του υπερρεαλισμού.

Αναφερόμενος εις το ιστορικόν του υπερρεαλισμού, ο κ. Εμπειρίκος λέγει:

«Νομίζω ότι είναι χρήσιμον να θυμηθούμε, ότι πριν από το να εμφανισθή ο υπερρεαλισμός η πραγματική αυτή βόμβα, η πνευματική, ενώ διαρκούσε ακόμα ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος προηγήθη ένα άλλο κίνημα, το οποίον ονομάζεται «Νταντά». Στα 1916, αρχικώς στη Ζυρίχη και αργότερα στο Παρίσι, μία ομάς από νέους ποιητάς εν εξεγέρσει παρουσίασαν έργα, και παραλλήλως μια στάσι εξομοιωμένη με τα έργα τους στη ζωή, που ο κόσμος τη χαρακτήρισε ως τρελλή. Θα μου πήτε: μα τα ίδια έλεγαν και για τους υπερρεαλιστάς. Αλλά υπάρχει μεγάλη διαφορά κινήματος ντανταϊσμού και υπερρεαλισμού. Η όλη κίνησις Νταντά απετέλει μίαν ανταρσίαν, ενώ ο υπερρεαλισμός, πολύ πιο εδραιωμένος και γνωρίζων πολύ καλλίτερα τι επιδιώκει και παρέχων τα μέσα, σιγά-σιγά, να ολοκληρώση κανείς τις επιδιώξεις του, αρχικώς στο ποιητικό επίπεδο και έπειτα εις όλα τα άλλα , ο υπερρεαλισμός αντιθέτως από την κίνησι Νταντά, ήταν μία επανάστασις και όχι μία χαώδης ανταρσία. Οι πρώτοι υπερρεαλισταί συνεσπειρώθησαν γύρω από την μορφήν των μεγάλων αστέρων, του Μπρεττόν, και ακολουθούντες τον πυρσό που σήκωσε τόσον ψηλά, ώστε όσοι δεν είχαν δυνατή όρασι εκ των πρώτων υπερρεαλιστών γρήγορα εγκατέλειψαν την πορείαν τυφλωθέντες, θα έλεγα, και μέσα στο φως αυτό σιγά-σιγά διεμορφώθη ό,τι ονομάζομε σήμερα υπερρεαλισμό.

Κατ’ αρχήν ο υπερρεαλισμός είναι μία συνέχεια της κινήσεως Νταντά. Η κίνησις Νταντά ήταν μια ανταρσία, βεβαίως χρήσιμη όπως όλες οι ανταρσίες, διότι προσέφερε το δυναμικόν άνευ του οποίου δεν γίνεται καμμια επανάστασις. Και ιδού, που ήρχισε αμυδρώς να υποβόσκη μέσα στο χάος του ντανταϊσμού, το βαθύτατα λυρικό μήνυμα του Μπρεττόν».

Page 4: Eισαγωγικά για τον Υπερρεαλισμό

Αναφερόμενος ο κ. Καραντώνης εις το συμπέρασμα που διετυπώθη εν τω μεταξύ, ότι ο υπερρεαλισμός είναι κατά του κομφορμισμού λέγει: «Το θέμα του κομφορμισμού δεν αντιφάσκει κάπως με το γεγονός ότι ο υπερρεαλισμός, στην προσπάθειά του να δημιουργήση αυτό που θέλησε, θέσπισε κανόνες που μοιραίως είναι κομφορμιστικοί, δηλαδή επαναλαμβάνονται; Η μέθοδος της αυτομάτου γραφής κυρίως – που απετέλεσε και το όργανο με το οποίο εξεφράσθη ο υπερρεαλισμός».

Ο κ. Εμπειρίκος λέγει ακολούθως:

« Η αυτόματος γραφή είναι ένα από τα βασικά στοιχεία του υπερρεαλισμού. Ο αμεσώτερος τρόπος εκφράσεως, μπορούμε να πούμε. Ένας τρόπος εκφράσεως που για να γίνη νοητός πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας τους αποκρύφους μηχανισμούς του ονείρου, που μας απεκάλυψε ο Φρόϋντ. Όπως είς τα όνειρα, έτσι και στην αυτόματη γραφή βλέπουμε να έρχουνται στην επιφάνεια στοιχεία, τα οποία άνευ του υπερρεαλισμού, θα ήτο αδύνατο να αξιοποιηθούν υπό την γνησίαν μορφήν τους, διότι υπάρχουν πολλοί πρόδρομοι, οι οποίοι σε ωρισμένα σημεία ή σε επί μέρους στοιχεία παρουσίασαν υπερρεαλιστικότητα. Αλλά δια να εννοήσωμεν την καθ’ αυτού υπερρεαλιστικήν έκφρασιν πρέπει να αναφερθούμε και να θυμηθούμε, ότι εκεί που ένας συγγραφεύς χρησιμοποίησε την λογικήν και τον λογικόν ειρμόν, ο υπερρεαλιστής έκανε ακριβώς το αντίθετο, παραμερίζων  πάσαν επίδρασιν προερχομένην από την λογικήν ή από έννοιες ηθικής μορφής ή αισθητικής. Στο σημείο αυτό βλέπουμε ότι ο υπερρεαλισμός ή μάλλον η αυτόματη γραφή, παρουσιάζει μίαν συγγένεια, με τον μηχανισμόν των ονείρων. Γιατί τι συμβαίνει στα όνειρα; Ό,τι είν’ απωθημένο στο ασυνείδητό μας, όπως εις τα όνειρα βλέπουμε να τείνουν να εκφρασθούν και να εκφράζωνται εν τέλει μετημφιεσμένοι οι μύθοι, έτσι και εις την αυτόματον γραφήν βλέπουμε να έρχωνται στην επιφάνεια στοιχεία, που αλλοιώς, αν δεν αφηνώμεθα σε αυτήν την κατάστασι του αυτοματισμού, δια μιας επεμβάσεως λογικής ή ηθικής, θα παραμερίζοντο».

Την συζήτησιν κλείει ο κ. Καραντώνης, λέγων:

«Πιστέυω ότι η ελληνική υπερρεαλιστική ποίησι επραγματοποίησε μερικούς από τους ωραιότερους καρπούς και πιστεύω ότι οι Έλληνες υπερρεαλισταί ποιηταί επέτυχαν, εν αναλογία, περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι επέτυχον οι πρώτοι διδάξαντες στην Γαλλία, εν σχέσει με τον τόπο τους και την ποίησί τους. Και για να το στηρίξω αυτό, θα αναφερθώ σε μια παρατήρησι ενός νέου μελετητού της γαλλικής ποιήσεως, που στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού “Cahiers du Sud” και στη μελέτη του «Μεταμορφώσεις της νεωτέρας ποιήσεως», κάνει την εξής παρατήρησι για τον υπερρεαλισμό: «Οι υπερρεαλισταί δικαίως ζητούν να βρούν έναν κόσμο «μαγείας» και μάλιστα καθημερινής μαγείας, σπάζοντας τα όρια της παλαιάς πραγματικότητος, αλλά το λάθος τους είναι ότι συνέδεαν λαθεμένα την φαντασία με τη βαθύτερη ύπαρξι του ανθρώπου και τα λόγια με τα πράγματα». Στην Ελλάδα έγινε το αντίθετο. Ο υπερρεαλισμός εβοήθησε τους ποιητάς μας να συνδεθούν εκ νέου με τα ελληνικά πράγματα και να μας τα δώσουν με μια μορφή νέας μαγείας».

Ο Μπρετόν για τον Υπερρεαλισμό  

Τ ζ ό ρ τ ζ ι ο ν τ ε Κ ί ρ ι κ ο

    Ιδού ο περίφημος ορισμός του υπερρεαλισμού, από το Πρώτο Μανιφέστο του Breton (1924), όπως τον αποδίδει στα ελληνικά ο Ανδρέας Εμπειρίκος

"ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ, όνομα ουσιαστικό. Γνήσιος ψυχικός αυτοματισμός, με τον οποίο εκφράζει κανείς γραπτά, είτε προφορικά, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, την αληθινή λειτουργία της σκέψης. Υπαγόρευση της σκέψης χωρίς κανένα λογικό έλεγχο, πέρα από κάθε αισθητική ή ηθική έννοια.

ΕΓΚΥΚΛ. Φιλοσ. Ο υπερρεαλισμός στηρίζεται στην επίγνωση της ανώτερης πραγματικότητας ορισμένων μορφών συσχετίσεως (συνειρμών), που παραμελήθηκαν πριν απ' αυτόν, στην παντοδυναμία του Ονείρου, στο ανιδιοτελές παιγνίδισμα της σκέψης".  

   Ιδού επίσης ορισμένες βασικές αρχές του υπερρεαλισμού, όπως καταγράφονται στην περίφημη Διακήρυξη της 27ης Ιανουαρίου 1925:

1. Δεν έχουμε καμία σχέση με τη λογοτεχνία. Αλλά μπορούμε θαυμάσια να τη χρησιμοποιήσουμε, αν χρειαστεί, όπως όλος ο κόσμος. 2. Ο σουρεαλισμός δεν είναι κανένα καινούργιο ή ευκολότερο μέσο έκφρασης, ούτε κάποια μεταφυσική της ποίησης. Είναι ένα μέσο για την ολοκληρωτική απελευθέρωση του πνεύματος και όλων όσων του μοιάζουν.

3. Είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε Επανάσταση.

4. Κολλήσαμε τη λέξη σουρεαλισμός με τη λέξη Επανάσταση μόνο και μόνο για να δείξουμε τον αμερόληπτο, αδέσμευτο και εντελώς απεγνωσμένο χαρακτήρα αυτής της Επανάστασης.  

Page 5: Eισαγωγικά για τον Υπερρεαλισμό

5. Δεν ισχυριζόμαστε πώς θα διορθώσουμε κανένα από τα σφάλματα των ανθρώπων. Σκοπεύουμε όμως νατους δείξουμε πόσο εύθραυστες είναι οι σκέψεις τους και πάνω σε ποία κινούμενη άμμο, σε ποίο σαθρό έδαφος έχουν θεμελιώσει τα ετοιμόρροπα σπίτια τους . Στέλνουμε στην κοινωνία αυτή την αυστηρή προειδοποίηση: να προσέχει τη διαγωγή της. Κανένα πνευματικό της παραστράτημα δεν πρόκειται να μας διαφύγει...

7. Είμαστε δεξιοτέχνες στην Εξέγερση. Δεν υπάρχει ένα μέσο δράσης που να μην είμαστε σε θέση να χρησιμοποιήσουμε, αν χρειαστεί...

Ο Σουρεαλισμός δεν είναι μορφή της ποίησης.

Είναι μια κραυγή του πνεύματος που ξαναγυρίζει στον εαυτό του με την απεγνωσμένη απόφαση να σπάσει τις αλυσίδες του.

Και στην ανάγκη με υλικά σφυριά.    

 

      (Από το βιβλίο του Maurice Nadeau, Ιστορία του Σουρεαλισμού, μτφρ. Α. Παπαθανασοπούλου, "Πλέθρον",1978)