Dialektikh Toy Polemoy

274

Transcript of Dialektikh Toy Polemoy

Page 1: Dialektikh Toy Polemoy
Page 2: Dialektikh Toy Polemoy
Page 3: Dialektikh Toy Polemoy
Page 4: Dialektikh Toy Polemoy

ΕΘΝΗ -ΤΑΞΕΙΣ-Π0ΛΙΤ1ΚΗ

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Page 5: Dialektikh Toy Polemoy

1995 Εκδόσεις ΚριτικήΚωλίττη 25, 106 77 Αθήνα

Τηλ: 3836460,3302729, FAX:3839434

ISBN 960-218-090-0

Page 6: Dialektikh Toy Polemoy

ΣΕΙΡΑ ΕΘΝΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ

Δημήτρης Δημούλης - Χριστίνα Γιαννούλη

ΕΘΝΗ - ΤΑΞΕΙΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Βραβείο Διαγωνισμού «Σάκη Καράγιωργα» 1992

Εκδόσεις Κριτική

Page 7: Dialektikh Toy Polemoy
Page 8: Dialektikh Toy Polemoy

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος....................................................................................... 9Εισαγωγή........................................................................................ 11

1. Η συγκυρία «καθολικής εθνικοποίησης» του πολέμου.............. 191.1. Τα δεδομένα της συγκυρίας............................................ 191.2. Μαρξιστικός αντίλογος;.................................................. 22

2. Οι δυϊσμοί του πολέμου (τεχνική και φιλοσοφία).................... 253. Ειρήνη και ελευθερία. Η νομική λογική................................... 27

3.1. Η ειρηνιστική προσέγγιση και τα προβληματικά στοι­χεία της 27

3.2. Καντ και Τόμσον. Η ειρήνη ως «νομικό» και «καθολικό» αίτημα 333.2.1. Η «διηνεκής ειρήνη»............................................. 333.2.2. Ο «εξοντωτικός» πόλεμος....................................... 38

3.3. Οι «φίλοι των εθνών» και το αίτημα αυτοδιάθεσης........ 433.4. Τα αδιέξοδα της νομικής λογικής και η ιστορική ανάλυ­

ση 454. Carl von Clausewitz. Η πολιτική ενότητα του πολέμου............ 51

4.1. Η παρέμβαση του Κλάουζεβιτς....................................... 514.2. Από τον απόλυτο στον «πολιτικό» πόλεμο..................... 554.3. Οι κατευθύνσεις μαρξιστικής πρόσληψης και κριτικής

του Κλάουζεβιτς 575. Ο πόλεμος ως ταξική πολιτική................................................. 59

5.1. Για την έννοια της πολιτικής.......................................... 595.2. Η τεχνική του πολέμου................................................... 715.3. Ο διττός πόλεμος............................................................. 765.4. Η ταξική πάλη στον πόλεμο........................................... 775.5. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος............................................. 795.6. Η πολιτική οπτική του πολέμου..................................... 84

6. Παρέκβαση: Η απόλυτη εχθρότητα και οι απολογητικές απο­ρίες του Carl Schmitt............................................................. 87

Page 9: Dialektikh Toy Polemoy

8 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

6.1. Η έννοια της κριτικής προς τον Σμιττ........................... 876.2. Η πολιτική ως πόλεμος................................................... 896.3. Ο Σμιττ ως θεωρητικός του αυταρχισμού........................ 95

7. Η μαρξιστική θεωρία για το έθνος και τα αίτια των πολεμικώνσυγκρούσεων.......................................................................... 997.1. Η έννοια και τα «κενά» της θεωρίας............................... Η)07.2. Τα θεωρητικά πλαίσια.................................................... 1077.3. Οι προσεγγίσεις του εθνικού προβλήματος στις αρχές του

20ού αιώνα...................................................................... 1097.3.1. Η αυστρομαρξιστική προσέγγιση.......................... 1107.3.2. Ο «αριστερισμός» για το εθνικό ζήτημα............... 1127.3.3. Η «γλωσσική-κρατική» προσέγγιση...................... 114

7.4. Το έθνος ως διαδικασία. Η παραγωγή της εθνικής ταυ­τότητας ........................................................................... 122

7.5. Προαστικές εθνότητες και εθνικές μειονότητες.............. 1297.6. Η λειτουργία του εθνικού κράτους................................. 1397.7. Υπέρβαση του εθνικού κράτους; Η ευρωπαϊκή ενοποίηση 1477.8. Το εμπόλεμο έθνος.......................................................... 1547.9. Η πολιτική ισχύς του έθνους.......................................... 169

8. Ο μαρξισμός ως κοινωνικός ειρηνισμός 1838.1. Η κριτική στο μιλιταρισμό και η θεώρηση του αντιμιλι­

ταρισμού ......................................................................... 1838.2. Πολιτοφυλακή;................................................................ 1918.3. Ο κοινωνικός ειρηνισμός (ουσιαστική εξειρήνευση και

διεθνής αλληλεγγύη)....................................................... 1999. Παρέκβαση: Η ειρήνη δια του δικαίου; (Το σχήμα του D.

Senghaas, ένα παράδειγμα έκφρασης του θεσμοκρατικού ειρη­νισμού)................................................................................... 209

10. Δίκαιος πόλεμος; 21510.1. Η έννοια «δίκαιος πόλεμος» και τα προβληματικά στοι­

χεία της.......................................................................... 21510.2. Η χρήση της έννοιας «δίκαιος πόλεμος» ως κριτηρίου α­

ξιολόγησης των πολεμικών συγκρούσεων....................... 21911. Ο αναγκαίος πόλεμος και το επαγγελλόμενο τέλος του 233

11.1. Το πνεύμα των καιρών και η μαρξιστική υπόσχεση....... 23311.2. Το τέλος του πολέμου ως επιμέρους υπόσχεση............... 239

Επίλογος: Η ειρήνη....................................................................... 247Βιβλιογραφία................................................... ............................... 249

Page 10: Dialektikh Toy Polemoy

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η παρούσα μελέτη έχει ως αφετηρία μια εισήγηση στο Γ ' πανελλήνιο συνέδριο «Προβλήματα Σοσιαλισμού» (Χανιά, Ιούνιος 1991) που οργανώ­θηκε με πρωτοβουλία της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαν- νίνων και θέμα «Το πρόβλημα του πολέμου και της ειρήνης στο τέλος του 20ού αιώνα». Μια πρώτη κωδικοποίηση αναλύσεων και συμπερασμάτων δημοσιεύθηκε το 1992 στο περιοδικό θέσεις (τεύχη 38, 39,40). θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τους διοργανωτές του Συνεδρίου για την ευκαιρία που μας έδωσαν να παρουσιάσουμε τη βασική προβληματική καθώς και τη Συ­ντακτική Επιτροπή του περιοδικού θέσεις που φιλοξένησε την αρχική μορφή της εργασίας μας.

Σε ανεπτυγμένη μορφή η μελέτη υποβλήθηκε στο διαγωνισμό που προ­κήρυξε το 1992 το Ίδρυμα «Σάκη Καράγιωργα» και το σωματείο «Φίλοι του Ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα» για επιστημονικές μονογραφίες και διεπιστημονικές εργασίες που ερευνούν, όπως αναφερόταν στην προκήρυ­ξη, «την οικονομική, πολιτική και κοινωνική διάσταση του κράτους στους σύγχρονους κοινωνικούς σχηματισμούς». Στο διαγωνισμό αυτόν η παρού­σα μελέτη έλαβε το Δεύτερο Βραβείο. Σε σχέση με το κείμενο που υπο­βλήθηκε στο διαγωνισμό έχουν γίνει εδώ εκτεταμένες προσθήκες και έχει διευρυνθεί η βιβλιογραφική ενημέρωση.

Για την ανάγνωση διαδοχικών μορφών του χειρογράφου και τις παρα­τηρήσεις που επέτρεψαν τη διευκρίνιση πολλών ζητημάτων, τη διόρθωση απόψεων και τη διεύρυνση της προβληματικής —ιδίως σε σχέση με τη θεωρία του έθνους—, ευχαριστούμε θερμά τον Γιάννη Μηλιό. Για την ανάγνωση του τελικού κειμένου, τις παρατηρήσεις του και τη γλωσσική επιμέλεια ευχαριστούμε τον Στέργιο Δημούλη. Οι ατέλειες θα ήταν πολύ περισσότερες χωρίς την πολύτιμη βοήθειά τους.

Τέλος οφείλουμε ιδιαίτερες ευχαριστίες στις Εκδόσεις Κριτική και την κυρία θέμιδα Μίνογλου που ανέλαβαν την έκδοση της μελέτης.

Ιανουάριος 1994 Δ. Δημούλης — Χρ. Γιαννούλη

Page 11: Dialektikh Toy Polemoy
Page 12: Dialektikh Toy Polemoy

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο πόλεμος είναι ένα σύμπλεγμα δραμάτων και καταστροφών για το οποίο οι περισσότεροι αποφεύγουν να μιλήσουν πέρα από το επίπεδο των δυσά­ρεστων αναμνήσεων. Πολύ περισσότερο που μετά τον Β' Παγκόσμιο Πό­λεμο επικράτησε στις «ανεπτυγμένες» χώρες η αντίληψη ότι ζούμε σε εποχή ειρήνης. ΓΓ αυτό και η λεγόμενη κοινή γνώμη αντιμετωπίζει τις πολεμικές συγκρούσεις των τελευταίων ετών με ένα μείγμα αδιαφορίας και ενόχλησης και αποδέχεται σχεδόν ασυζητητί τις ένοπλες παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων σε διεθνείς συγκρούσεις ως αναγκαίες για την «επάνοδο της ειρήνης», με την ελπίδα του ταχύτερου δυνατού τερματισμού τους με τις λιγότερες δυνατές απώλειες.

Η ιδεολογική εικόνα για μια «μεταπολεμική» εποχή ειρήνης (ή έστω «ψυχρού πολέμου») είναι ωστόσο απατηλή. Από το τέλος του Β' Παγκό­σμιου Πολέμου ως το 1984 διεξήχθησαν στον πλανήτη 159 πολεμικές συγκρούσεις (Gantzel et al. 1987, σελ. ΙΟΙεπ.). Μέχρι το 1992 οι πόλεμοι ανήλθαν συνολικά στους 180, εκ των οποίων οι 44 εξακολουθούσαν να διεξάγονται (Wasmuht 1992, σελ. 11). Αντί άλλου στοιχείου, ας αναφερ­θούν οι καταστροφικές επιπτώσεις των πολέμων στο κατ ’ εξοχήν τμήμα του «άμαχου» πληθυσμού, στα παιδιά: «Εδώ και δέκα χρόνια έχουν σκο­τωθεί σε πολέμους πάνω από 1,5 εκατομ. παιδιά και έχουν τραυματισθεί 5 εκατομ. Οι πόλεμοι μετέτρεψαν πέντε εκατομ. παιδιά σε πρόσφυγες και άλλα δώδεκα εκατομ. σε “πρόσωπα που εγκαταλείπουν τον τόπο κατοι­κίας” (...) Υπολογίζεται ότι υπάρχουν σήμερα 200.000 παιδιά-στρατιώτες» (Langellier 1993, σελ. 8).

Η ποσοτική πλευρά δείχνει την κρισιμότητα του ζητήματος. Αν όμως ο πόλεμος είναι σήμερα οτιδήποτε άλλο εκτός από «ξεπερασμένος» (και η ύπαρξη στρατών και πολεμικής απειλής είναι πιεστική ακόμη και στις «εξειρηνευμένες» ζώνες), η μελέτη των πολεμικών συρράξεων και η ανά­λυση των στρατηγικών για την αποτροπή μελλοντικών συγκρούσεων α-

Page 13: Dialektikh Toy Polemoy

12 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

ποτελεΐ επιτακτική ανάγκη. Τα δυσάρεστα φαινόμενα δεν μπορούν να εξαλειφθούν με τη σιωπή γύρω από αυτά ή με την έκφραση ευσεβών πόθων.

Ο τίτλος της εργασίας επισημαίνει τη διαλεκτική ειδικού-γενικού που αποτελεί βασική μεθοδολογική επιλογή της ακόλουθης ανάλυσης. Αντί εισαγωγής θα παρουσιάσουμε εδώ τέσσερα σημεία εκδήλωσης της διαλε­κτικής αυτής, τα οποία εκφράζουν τους βασικούς άξονες προβληματισμού και διευκρινίζουν το αντικείμενο μελέτης.

Η σύνδεση ειδικού-γενικού εντοπίζεται εν πρώτοις στη θεματική οριο- θέτηση της έρευνας. Πρόκειται για εργασία που έχει ως αντικείμενο τη φιλοσοφική και κοινωνιολογική ανάλυση του πολεμικού φαινομένου στις σημερινές (αστικές) κοινωνίες. Με τη φιλοσοφική θεώρηση του πολέμου συνδέονται ωστόσο αξεδιάλυτα τα «τεχνικά» και ιστορικά στοιχεία εξέ­λιξης των πολεμικών συγκρούσεων. Τα στοιχεία αυτά καθορίζουν τη μορ­φή με την οποία αντιλαμβανόμαστε σήμερα τον πόλεμο ως κοινωνική λειτουργία και την τοποθέτησή μας απέναντι στις συγκεκριμένες εκδηλώ­σεις του (Κεφ. 2). Για το λόγο αυτόν, η ιστορική και η τεχνική διάσταση αποτελούν τη βάση για την προκείμενη ανάλυση του πολέμου —και το θεμέλιο της κριτικής που ασκείται σε προταθείσες ερμηνείες. Από μεθο­δολογική άποψη, η σύνδεση των επιπέδων ανάλυσης αποτελεί ένδειξη του ότι κάθε μελέτη για τον πόλεμο οφείλει να λαμβάνει ταυτόχρονα υπόψη τις ποικίλες οπτικές γωνίες εξέτασης του φαινομένου —αντιμετωπίζοντας τις δυσχέρειες που δημιουργεί η ευρύτητα του εγχειρήματος.

Η διαλεκτική ειδικού-γενικού αποτελεί κατευθυντήρια γραμμή και για την πρόσληψη του πολεμικού φαινομένου. Η παρούσα προσέγγιση τοπο­θετείται στους αντίποδες της ουσιοκρατικής αντίληψης που κυριαρχεί στις περισσότερες αναλύσεις. Η ουσιοκρατική αντίληψη των κοινωνικών φαινομένων θεμελιώνεται, όπως είναι γνωστό, στην υπόθεση ότι υπάρχει συνέχεια ή έστω ότι υπερισχύουν τα κοινά στοιχεία στις διαδοχικές ιστο­ρικές εμφανίσεις κάθε φαινομένου. Από τη συνέχεια ή τα κοινά στοιχεία συνάγεται η θεμελιώδης ομοιότητα των διαφορετικών εκδηλώσεων ενός φαινομένου και, ακολούθως, η ερμηνεία πραγματοποιείται με όρους αυτο­νομίας. Αποδίδεται πρωταρχική σημασία στην «ενότητα» του φαινομένου, δηλ. σε μια αμιγώς «εσωτερική» θεώρηση που αποσκοπεί σε αποκάλυψη και ανάλυση της υποτιθέμενης «ουσίας» του.

Η ουσιοκρατική αντίληψη για τον πόλεμο (ενότητα του πολέμου ως ενός καθολικά παρατηρήσιμου ιστορικού φαινομένου με κοινές ρίζες και σκοπούς σε ολόκληρη την ιστορική εξέλιξη) εμφανίζει την ερμηνευτική ένδεια των προσεγγίσεων που επιχειρούνται με όρους «αυτοαναφοράς».

Page 14: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 13

Προσκρούει δε σε μια πρόσθετη δυσχέρεια που δημιουργείται από την κοινωνική λειτουργία του πολέμου. Εάν εξαιρέσουμε τη θεολογική ουσιο- κρατία (ο πόλεμος είναι «θεία» επιταγή ή τιμωρία), η ουσιοκρατική προ­σέγγιση για την ιστορική καθολικότητα και ενότητα του πολέμου θεμε­λιώνεται στην υπόθεση της ανθρωπολογι κής απαισιοδοξίας με τρεις πα­ραλλαγές:

(α) Ο «άνθρωπος» είναι εν γένει κακός, άρα και πολεμοχαρής. Πρόκει­ται για την παραδοσιακή, βασιζόμενη στην «εμπειρία» ιστορικοφιλοσο- φική εκδοχή.

(β) Ο «άνθρωπος» εκδηλώνει μία βιολογικά καθορισμένη επιθετικότητα καθώς και διαθέσεις κυριαρχίας, οι οποίες δεν εξαλείφονται με τις διαφω- τιστικές, συμβολαιακές και λοιπές απόπειρες «εκπολιτισμού». Πρόκειται για αναδιατύπωση της παραδοσιακής θέσης με το υλιστικό προκάλυμμα είτε της ψυχανάλυσης —«ορμή θανάτου»— είτε της σύγχρονης κοινωνιο- βιολογίας, η οποία συνάγει την ανθρώπινη επιθετικότητα από την αντί­στοιχη του ζωικού βασιλείου.

(γ) Ο «άνθρωπος» επιδιώκει μέσω της ένοπλης συλλογικής οργάνωσης να κατακτήσει αγαθά ξένων κοινοτήτων, προκειμένου να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, οι οποίες «εξ ορισμού» υπερβαίνουν τα διατιθέμενα μέσα. Πρόκειται για την «οικονομική» εκδοχή.

Η σύνδεση της ουσιοκρατικής προσέγγισης με τα σχήματα αυτά οδηγεί σε ερμηνευτικό αδιέξοδο μόλις τεθεί το ζήτημα ερμηνείας της διαλεκτικής πολέμου-ειρήνης, η οποία δεν έχει τη μορφή της διπολικότητας και εναλ- λαξιμότητας, αλλά συνιστά διαβαθμισμένη ενότητα αντιθέτων (Κεφ. 5.5). Για ποιο λόγο οι περίοδοι πολέμου διαδέχονται τις περιόδους ειρήνης; Πώς μπορεί να ερμηνευθεί η διαβάθμιση της πολεμικής βίας, ο καθορι­σμός ευρέων ή στενών μετώπων, η χρονικότητα του πολέμου, η ποικιλία πολεμικών σκοπών, η διακοπή των συγκρούσεων και η αλλαγή μετώπων ανάλογα με τη συγκυρία, η δυνατότητα αποφυγής ή παύσης του πολέμου με στρατηγικούς υπολογισμούς χωρίς να έχουν εξαλειφθεί οι αιτίες του ή και χωρίς να έχει επιτευχθεί νίκη;

Πώς είναι δυνατόν να θεωρηθεί ο πόλεμος ενιαίο φαινόμενο που καθο­ρίζεται από μια «εγγενή» ανθρώπινη επιθετικότητα, όταν η ιστορική πα­ρατήρηση των πολεμικών φαινομένων δείχνει, πρώτον, ότι υπάρχει διαρ­κής εναλλαγή με περιόδους ειρήνης —παρ' ότι η βιολογική επιθετικότη­τα ή η κοινωνική «στενότητα αγαθών» προφανώς δεν αίρονται περιοδι­κά— και, δεύτερον, ότι οι κοινωνικές ομάδες ελέγχουν και διαβαθμίζουν συνειδητά την πολεμική βία καθορίζοντας τα μέτωπα με λεπτούς στρατη­γικούς χειρισμούς συμμαχιών; Η εναλλαγή πολέμου-ειρήνης και η παρα­

Page 15: Dialektikh Toy Polemoy

14 Δ. ΑΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

τήρηση ότι υπάρχει σύνδεση του πολέμου με τις υπάρχουσες κοινωνικές συγκρούσεις και αντιφάσεις —χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεδομένος τύ­πος αντίφασης οδηγεί νομοτελειακά σε πόλεμο— ακυρώνει κάθε λόγο περί «έμφυτης» επιθετικότητας του ανθρώπου.

Η ιστορικά κυμαινόμενη, απρόβλεπτη διαμόρφωση του πολέμου επι­βάλει, αντίθετα, τη λεπτομερή ανάλυση των κοινωνικών αιτίων του και της ενδεχομενικότητάς του. Και πρώτα απ ’ όλα την απόρριψη της αφη- ρημένης και γενικής αναφοράς στον «άνθρωπο» που υποτίθεται ότι φέρει υπεριστορικά ορισμένα πάγια χαρακτηριστικά που μπορούν να χρησιμεύ­σουν ως βάση ερμηνείας συγκεκριμένων εκδηλώσεων της κοινωνικής ορ­γάνωσης και σύγκρουσης. Το ότι υπάρχουν στην κοινωνική ζωή διαρκείς εντάσεις και αντιπαραθέσεις και ότι ποικίλα αίτια δημιουργούν μια διά­χυτη επιθετικότητα δεν σημαίνει ότι η άσκηση βίας είναι αναπόφευκτη ή προκαθορισμένη και, πολύ περισσότερο, ότι λαμβάνει τη μορφή σύ­γκρουσης δύο στρατών. Και βέβαια η ύπαρξη κοινωνικών συγκρούσεων δεν ερμηνεύεται με τη διαπίστωση ότι είναι αναπόφευκτες, αλλά με την ανάλυση των αιτίων δημιουργίας τους (και του για ποιο λόγο σε ορισμένη κοινωνία παίρνουν ορισμένες μορφές). Ο πόλεμος ως μορφή «επίλυσης» των αντιπαραθέσεων είναι ένα ιστορικά και συγκυριακά καθοριζόμενο φαινόμενο, οι μορφές και τα αίτια του οποίου πρέπει να αναλυθούν στις συγκεκριμένες εμφανίσεις τους (βλ. π.χ. RausscndorfT 1993, σελ. 63, 72).

Απέναντι στα δεδομένα της κοινωνικής εξάρτησης και της ιστορικής ρευστότητας του πολέμου, η ουσιοκρατική αντίληψη όχι μόνον αδυνατεί να ερμηνεύσει το πότε και γιατί του πολέμου, αλλά και —δέσμια της ανθρωπολογι κής απαισιοδοξίας— επαναλαμβάνει γενικότητες περί πολέ­μου ως αναπότρεπτου κακού, εμφανίζοντας έτσι ως «νόμιμη» και θεμιτή την πολεμική βία όταν οι απόπειρες ειρηνικής ρύθμισης αποτυγχάνουν: Οδηγεί τελικά σε αγνωστικισμό για τον πόλεμο, ο οποίος εμφανίζεται ως ένα είδος μοίρας του ανθρώπου, μια μορφή φυσικής καταστροφής, που όπως τόσο συχνά λέγεται— «ξεσπά» ή «εκρήγνυταυ> (για την κριτική τέτοιων αντιλήψεων που δικαιολογούν φαταλιστικά τον πόλεμο βλ. Krip- pendorfT 1992, σελ. 30επ., Wette 1980).

Επειδή όμως «ποτέ κανένας πόλεμος δεν “ξέσπασε”» (Krippendorff 1992, σελ. 32) και όλοι οι πόλεμοι μπορούν να ερμηνευθούν με βάση τις δυνάμεις που οδηγούν στην ένοπλη σύγκρουση, στην παρούσα μελέτη επιχειρείται η θεώρηση του πολέμου με αφετηρία τη σύνδεσή του με κοινωνικά φαινόμενα και διαδικασίες, οι οποίες είναι πρωταρχικότερες του πολέμου: Πρωταρχικότερες με αξιολογική έννοια (η σημασία τους υπερβαίνει τη σημασία του πολέμου) αλλά και με χρονική έννοια (πρό­

Page 16: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ IS

κειται για στοιχεία διαρκή και όχι συγκυριακά, όπως η πολεμική σύ­γκρουση). Ο πόλεμος εξετάζεται εδώ ως μια κοινωνική διαδικασία, η ο­ποία (α) εξαρτάται από τη διαμόρφωση της πολιτικής και από τις συ­γκρούσεις σε εθνικό και ταξικό επίπεδο και (β) συνιστά ενδεχόμενο απο­τέλεσμα της συνάρθρωσης των στοιχείων αυτών. Καθίσταται έτσι σαφέ­στερο ότι η μη ουσιοκρατική μεθοδολογική επιλογή οδηγεί σε ανάλυση του ειδικού θέματος στη διαπλοκή του με γενικότερα και πολυπλοκότερα ζητήματα (διαλεκτική σύνδεση του ειδικού με στοιχεία του περιβάλλοντός του).

Είναι ευνόητο ότι μια τέτοια επιλογή προϋποθέτει την ανάλυση των φερουσών εννοιών (εδώ: τάξεις, έθνη, πολιτική). Για την έννοια της πο­λιτικής και της ταξικής πάλης θα γίνει μία συνοπτική αναφορά (Κεφ. 5.1), η οποία αρκείται σε διευκρινίσεις που εξυπηρετούν την ανάλυση των πολεμικών συγκρούσεων ως πολιτικού φαινομένου (Κεφ. 5.2-6). Η συντο­μία δεν επιβάλλεται μόνο για λόγους επικέντρωσης στο κύριο αντικεί­μενο της ανάλυσης. Οφείλεται ιδίως στο ότι η σύνδεση του πολέμου με την πολιτική και τους ταξικούς ανταγωνισμούς είναι, όπως θα δειχθεί, έμμεση και σχετικά «διαφανής».

Μεγάλο μέρος της μελέτης αφιερώνεται στην ερμηνεία του εθνικού φαινομένου (διαδικασία σχηματισμού των εθνών και λειτουργία τους στους αστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς —Κεφ. 7). Η λεπτομερειακή διερεύνηση θεωρητικών ζητημάτων που συνδέονται με το έθνος, υπαγο­ρεύεται από τρεις λόγους. Πρώτον, από τη διαπίστωση μεγάλων κενών στην ελληνική βιβλιογραφία για τη θεωρία του έθνους και, δεύτερον, από το γεγονός ότι η σύνδεση του πολέμου με το έθνος είναι άμεση και ταυ­τόχρονα αδιαφανής, διότι καλύπτεται από εθνικιστικές προβολές, οι ο­ποίες δυσχεραίνουν την ακριβή ανάλυση. Η προνομιακή ενασχόληση με τη θεωρία του έθνους στα πλαίσια μιας ανάλυσης για την πολεμική σύ­γκρουση επιβάλλεται, τέλος, από τη διαπίστωση ότι η σημερινή συγκυρία χαρακτηρίζεται από την καθολική εθνικοποίηση του πολέμου (Κεφ. 1), φαινόμενο που δεν έχει αναλυθεί ως τώρα ικανοποιητικά και κρύβεται πίσω από τη γενική διαπίστωση της «έκρηξης των εθνικισμών».

Η διαλεκτική ειδικού-γενικού χαρακτηρίζει και το θεωρητικό πλαίσιο της παρούσας ανάλυσης, η οποία επικεντρώνεται στη μαρξιστική προσέγ­γιση. Η επιλογή αυτή καθορίσθηκε από τον πλούτο (και την πολυμορφία) των σχετικών αναλύσεων στο ζήτημα του πολέμου, οι οποίες είναι, σε μεγάλο βαθμό, άγνωστες ή «λησμονημένες» στην παρούσα συγκυρία. Η αναλυτική και κριτική παρουσίασή τους εισάγει στο σημερινό διάλογο μια διάσταση που τείνει να εκλείψει, δεδομένου ότι ο μαρξισμός απορρί­

Page 17: Dialektikh Toy Polemoy

16 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

πτεται με απλουστευτικές αντιρρήσεις αρχής και επίκληση του —προφα­νώς ανεπαρκούς— επιχειρήματος ότι απέτυχε ένα μοντέλο κοινωνικής οικοδόμησης που επισήμως επικαλείτο τη θεωρία αυτή (Κεφ. 11.1).

Επιχειρώντας να δείξουμε ότι η μαρξιστική προσέγγιση προσφέρεται για την ανάλυση των πολεμικών συγκρούσεων, επισημαίνουμε ταυτόχρο­να ότι η απόρριψη μιας θεωρίας δεν μπορεί να διεκδικεί τίτλους γνωσιο- λογικής εγκυρότητας εάν δεν θεμελιώνεται σε γνώση και πειστική κριτική της. Η πολιτική χρησιμότητα του αναθέματος δεν θα έπρεπε να συγχέεται με τη θεωρητική ανάλυση και μάλιστα να παίρνει τη θέση της. Εφαρμό­ζοντας αυτή τη θεωρητική επιταγή, επιχειρούμε να δείξουμε και εξ αντι­διαστολής το αναλυτικό πλεονέκτημα του επιλεγέντος θεωρητικού πλαι­σίου με την αναφορά σε διαφορετικές προσεγγίσεις για τα ζητήματα της πολεμικής σύγκρουσης (Κεφ. 3,4,6,9). Μέσα από την έκθεση και κριτική ποικίλων προσεγγίσεων για τον πόλεμο, επιχειρείται η οριοθέτηση του επιλεγέντος θεωρητικού πλαισίου —εντός του «τόπου» των θεωριών για τον πόλεμο— και η κατάδειξη της συγκριτικής υπεροχής του.

Τέταρτο σημείο σύνδεσης γενικού-ειδικού συνιστά η ειδολογική έντα­ξη της παρούσας μελέτης. Η πολυπλοκότητα των εκφάνσεων του πολέμου και των αξόνων ερμηνείας του συναιρείται (συγκρουσιακό και συγκυρια­κά) στη δράση του κρατικού μηχανισμού: Ο πόλεμος αποτελεί κρατική λειτουργία και συνδέεται άμεσα με την πολιτική και οικονομική παρέμ­βαση του κράτους, προϋποθέτει την ύπαρξη κρατικού μηχανισμού και «παράγεταυ> από αυτόν (αναλυτικά Krippendorff 1985). Το εθνικό φαινό­μενο βρίσκεται σε σχέση γενετικής εξάρτησης από την κρατική δράση. Οι τάξεις και η πολιτική έχουν ως βασικό σημείο άρθρωσης την κρατική παρέμβαση, που εξομαλύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις αποτελώντας ταυ­τόχρονα ένα από τα κέντρα αναπαραγωγής τους.

Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται έτσι σε μια συγκεκριμένη λειτουργία του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού' —την πολεμική σύγκρουση—

I. Ο καθιερωμένος όρος «κατασταλτικός» μηχανισμός —που χρησιμοποιείται εδώ για λόγους συνεννόησης— είναι ανακριβώς στενός, θ α ήταν προτιμότερη η χρή­ση του όρου καταναγκαστικός μηχανισμός, δεδομένου ότι η κρατική παρέμβαση περιλαμβάνει και «ήπιες» μορφές δράσης με τη συναίνεση των πολιτών ή και κατόπιν αιτήματός τους (κράτος πρόνοιας). Σ ' αυτές τις μορφές κρατικής παρέμ­βασης είναι φανερός ο καταναγκαστικός χαρακτήρας (δράση με μονομερή κρατική απόφαση που «δια νόμου» επιβάλλεται εκπληρώνοντας γενικές λειτουργίες ρύθμι­σης της διαδικασίας αναπαραγωγής), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει άμεση καταστολή (βλ. Δημούλη 1992-α, σελ. 47).

Page 18: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 17

και επιχειρεί να δείξει τις διαστάσεις και την πολυπλοκότητά της. Η προσέγγιση του πολέμου ως κρατικής λειτουργίας, δηλ. ως αποτελέσμα­τος της δράσης ενός συγκεκριμένου μηχανισμού και όχι ως μιας «ανθρώ­πινης δραστηριότητας» εν γένει, προσφέρεται για την ανάδειξη των λόγων διεξαγωγής των πολεμικών συγκρούσεων, των μορφών διεξαγωγής πολέ­μου, των χαρακτηριστικών της ένοπλης σύγκρουσης, των οργανωτικών δομών που παράγουν τον πόλεμο και της ιδεολογίας που τις συνέχει (μι­λιταρισμός, Κεφ. 8.1). Αναδεικνύονται επίσης οι προοπτικές αποτροπής των πολεμικών συγκρούσεων σε ειρηνιστική βάση (Κεφ. 8.2-3) και δια­γράφεται το «μέλλον» του πολέμου, δηλ. οι όροι και οι διαδικασίες που δυνητικά θα επιφέρουν την εξάλειψη των φαινομένων άσκησης συλλογι­κής ένοπλης βίας (Κεφ. 11.2).

Κατά τούτο ο γνωστικός σκοπός της μελέτης είναι εν μέρει κανονιστι­κός: Επιχειρεί να εντοπίσει τα σημεία αντίστασης και εξόδου από τη λογική που διέπει την πολεμική κρατική λειτουργία. Η αντικειμενικότητα της ανάλυσης —ζήτημα για το οποίο γίνεται ειδική αναφορά (Κεφ. 10.2)— μπορεί να κριθεί με βάση την ορθή σύνδεση των «στρατηγικών» συμπε­ρασμάτων με τις αντικειμενικές τάσεις που αναδεικνύει η ανάλυση.

Πρόκειται συνεπώς για μια απόπειρα υλιστικής μελέτης και ερμηνείας του πολέμου ως κρατικής λειτουργίας που συνδέεται με τα γενικά χαρα­κτηριστικά της δράσης των κρατικών θεσμών. Η παρούσα μελέτη εξετάζει ένα τμήμα της θεωρίας τον κράτους αναφερόμενη στον κρατικό κατασταλ­τικό μηχανισμό. Μεθοδολογικό άξονα αποτελεί η διαλεκτική γενικού- ειδικού, η ένταξη της συγκεκριμένης ανάλυσης σε ευρύτερα πλαίσια αι- τιακής εξάρτησης. Αυτή η μέθοδος ερμηνείας δεν διεκδικεί πρωτοτυπία. Αποτελεί ωστόσο μια επιλογή που έρχεται σε αντίθεση με τις κυρίαρχες μεθόδους προσέγγισης των κοινωνικών φαινομένων από την πολιτική θεωρία: Αντιπαρατίθεται στον εμπειρισμό, ο οποίος εκφράζεται με την εμμονή στην αυτονομία του «συγκεκριμένου». Και ταυτόχρονα αντιπαρα- τίθεται στον ιδεαλισμό, ο οποίος εκφράζεται σήμερα προνομιακά με την ταυτολογούσα περιγραφή «αυτοποιούμενων» συστημάτων.

Page 19: Dialektikh Toy Polemoy
Page 20: Dialektikh Toy Polemoy

1. Η ΣΥΓΚΥΡΙΑ «ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ» ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

1.1 Τα δεδομένα της συγκυρίας

Θα λάβουμε ως επικαιρική αφετηρία το τέλος της ευρύτερης πολεμικής σύγκρουσης των τελευταίων δεκαετιών. Πρόκειται για το τέλος του πολέ­μου στον Περσικό Κόλπο. Το Μάρτιο του 1991, τα γαλλικά μέσα ενημέ­ρωσης μετέδωσαν ταυτόχρονα δύο ειδήσεις. Η πρώτη ήταν η αναγγελία από τον τότε πρωθυπουργό Μ. Rocard ότι την 14η Ιουλίου θα παρελάσουν στα Ηλύσια Πεδία οι νικητές του Πολέμου στον Κόλπο, για να αποδοθούν οι δέουσες τιμές στα παιδιά της πατρίδας. Η είδηση πέρασε φυσικά απα­ρατήρητη, διότι απλώς επιβεβαίωνε τη σύνδεση του παρόντος με ένα μι- λιταριστικό παρελθόν, το οποίο ο επίσημος λόγος περί ειρήνης θεωρούσε ξεπερασμένο.

Τη δεύτερη είδηση αποτέλεσε η υπόθεση Boudarel, δηλ. ο εντοπισμός ενός «μετανοημένου» γάλλου μαρξιστή που καταγγέλθηκε γιατί στη διάρ­κεια του πολέμου της Ινδοκίνας πέρασε με το μέρος των Βιετναμέζων. Στον Boudarel καταλογίστηκε ότι έκανε «προπαγάνδα» στους γάλλους αιχμαλώτους πολέμου, κάτι που θεωρήθηκε «ηθικό βασανιστήριο» από τους ακροδεξιούς νοσταλγούς της αποικιοκρατίας, οι οποίοι «συνέλαβαν» τον —προ εικοσιπενταετίας αμνηστευμένο— Boudarel και τέθηκαν επικε­φαλής μιας εθνικής καμπάνιας που αποκλήθηκε «δια του Τύπου λυντσά- ρισμα» (Le Monde, 23.3.91). Είναι φανερή η επιθυμία αναθεώρησης της αποικιοκρατικής ιστορίας που κρυβόταν πίσω από την καταγγελία των «βιετναμέζικων στρατοπέδων συγκέντρωσης» και την έναρξη της υπόθε­σης Boudarel σε στιγμές εθνικής έξαρσης, η οποία εντείνει την ιμπερια­λιστική επιθετικότητα των νικητών (βλ. και Chesneaux 1991).

Ο συσχετισμός των δύο φαινομενικά ανεξάρτητων ειδήσεων δείχνει ότι ενώ ο εθνικός πόλεμος έχει ιστορική επικαιρότητα και απολαμβάνει σχε­

Page 21: Dialektikh Toy Polemoy

20 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

δόν καθολικής συναίνεσης, ο «ταξικός πόλεμος» και η αντίστοιχη επιλογή στρατοπέδου καταγγέλλονται ως πράξη όχι μόνον προδοτική αλλά και αδιανόητη. Αυτό που ουσιαστικά καταλογίσθηκε στον Boudarel (ως έ­γκλημα κατά της ανθρωπότητας!) δεν ήταν ότι πολέμησε ή βασάνισε (άλ­λωστε οι Γάλλοι ήταν αδίκως και αγρίως επιτιθέμενοι στην Ινδοκίνα, ενώ το 1991 διεξήγαγαν έναν νέο ιμπεριαλιστικό πόλεμο): του καταλογίστηκε η επιλογή στρατοπέδου με κριτήρια ταξικά, δηλ. με οδηγό μια πολιτική θέση που τον αντιπαρέθετε στον ιμπεριαλισμό των Γάλλων και στη «φυ­σική» ένταξη στο δικό του «ένοπλο έθνος».

Δεν είναι τυχαίο ότι μια τέτοια ταξική επιλογή καταγγέλλεται σήμερα. Η καταγγελία εναρμονίζεται με την παρούσα συγκυρία που εκφράζει τη «σχετική ασυμβατότητα της επαναστατικής ιδέας στα τέλη του 20ού αιώ­να» (Μπαλιμπάρ 1993, σελ. 103) και οδηγεί σε αποδοχή και νομιμοποίηση της εκμετάλλευσης με ελάχιστες αντιστάσεις, δηλ. σε μια θεώρηση του καπιταλισμού ως «καθαρής και αυτόματης κίνησης οικονομικών ροών και τεχνολογικών καινοτομιών»1. Η ιδεολογική εικόνα ενός «καπιταλισμού χωρίς αστική τάξη», που επικρατεί σήμερα, διότι δεν υπάρχει κίνημα αμφισβήτησης που να καταδεικνύει και να καταγγέλλει διαρκώς την εκ­μετάλλευση, έχει ως συνέπεια, στο ζήτημα του πολέμου, την ακραία εθνι­κοποίηση και τον ταξικό αποχρωματισμό των ένοπλων συγκρούσεων.

Για πρώτη φορά στον 20ό αιώνα, η προοπτική της ένοπλης σύγκρουσης φαίνεται να αποσυνδέεται ολοκληρωτικά από την ταξική πάλη και από την προσπάθεια μεταβολής του εσωτερικού συσχετισμού δυνάμεων. Μό­νον το «έθνος» μπορεί πλέον να αντιταχθεί σε ένα άλλο «έθνος» και η μεταβολή του πολιτικού χάρτη νομιμοποιείται μόνον ως εθνική διεκδίκη­ση: Ως επανάκτηση της εθνικής ενότητας (Γερμανία, Υεμένη, Κορέα, ίσως και Κίνα) ή ως διάλυση μη εθνικών κρατικών σχηματισμών (Γιουγκοσ­λαβία, ΕΣΣΛ, Τσεχοσλοβακία, ενώ το ζήτημα τίθεται άμεσα και για χώρες όπως ο Καναδάς, το Βέλγιο και η Ισπανία). Η περαιτέρω εθνικοποίηση με συνενώσεις ή αποσχίσεις περιοχών και πληθυσμών που αυτοαναγνω- ρίζονται ως έθνη είναι δυνατή και επίκαιρη, και μάλιστα εμφανίζεται ως απόλυτα «φυσιολογική», ενώ η έμπρακτη (και βίαιη) αμφισβήτηση των ταξικών κοινωνιών φαίνεται σήμερα αδύνατη (βλ. και RaussendorfT 1993, σελ. 62επ.).

Σε ένα πρόσφατο άρθρο γράφηκε: «Ο εμφύλιος πόλεμος στο Αφγανι­στάν δεν έχει πλέον τίποτε το ιδεολογικό. 'Οταν καταλήφθηκε η Καμπούλ

I. Βλ. την ανάλυση του C. Prove (1990), από την οποία και το εντός εισαγωγικών απόσπασμα.

Page 22: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 21

και έπεσε το καθεστώς του Προέδρου Najibullah, τον Απρίλιο του 1992, οι πολιτικές ανακατατάξεις πραγματοποιήθηκαν σε εθνική ή τοπική βάση (...) Τα στελέχη του παλαιού καθεστώτος (...) προσχώρησαν στους Μου- τζαχεντίν με κριτήριο την εθνική ή φυλετική τους ένταξη» (Roy 1993). Εδώ πρόκειται για ένα ενδεικτικό της συγκυρίας lapsus. Πώς είναι δυνατόν ένας εμφύλιος πόλεμος που συνεχίζεται με απαράλλαχτο «προσωπικό» να μην έχει ιδεολογικό χαρακτήρα, επειδή πλέον αίτημα δεν είναι η κοινω­νική αλλαγή, αλλά ο εθνικός χωρισμός ή η αλλαγή του συσχετισμού δύναμης μεταξύ εθνοτήτων; Γιατί η ένοπλη υπεράσπιση συμφερόντων μιας «φυλής» είναι μη ιδεολογική, ενώ η προβολή ταξικού συμφέροντος είναι ιδεολογική; Η απάντηση μπορεί να δοθεί μόνο με ιδεολογικούς ό­ρους. Η ιδεολογία —στον κόσμο των ταυτολογιών και αναπόδεικτων προ- φα νειών που τη χαρακτηρίζει (Μπαλιμπάρ 1990-α)— εμφανίζει (σήμερα) ως απόλυτα «φυσικό» να παίρνει κανείς τα όπλα για μια από τις εθνότητες του Αφγανιστάν (ή άλλης χώρας) και ως «ιδεολογικά φορτισμένο» —άρα αφύσικο, επικριτέο— να αμφισβητεί τις σχέσεις παραγωγής στη χώρα αυτή, επιδιώκοντας μια δικαιότερη κοινωνία. Στην πραγματικότητα βέ­βαια ο πόλεμος με βάση την εθνική ένταξη αποτελεί μια επίσης ιδεολο­γική επιλογή. 'Οχι μόνο γιατί το έθνος αποτελεί ιδεολογική κατασκευή (Κεφ. 7), αλλά και διότι το πολιτικό βήμα μεταξύ της ένταξης σε μια ομάδα και της ένοπλης έκφρασης των συμφερόντων της απαιτεί μια ιδεο­λογικής υφής «συνείδηση» ένταξης. Και όμως η κυριαρχία της σύνδεσης έθνους και πολέμου είναι σήμερα τόσο ισχυρή ώστε να εμφανίζεται ως απόλυτα αυτονόητη, φυσική, μη ιδεολογική. 'Οπως σήμερα όλοι οι άν­θρωποι πρέπει να έχουν μία (και μόνον μία) εθνική ταυτότητα και να την προβάλλουν δυναμικά, αλλιώς «δεν υπάρχουν» (όπως συμβαίνει με τα ε­κατομμύρια Αλεβιτών, δηλ. σιιτών μουσουλμάνων της Τουρκίας, οι οποίοι «δεν αναγνωρίζουν» την κρατική εξουσία, αλλά και αρνούνται κάθε πολι­τική παρέμβαση για προβολή της ιδιαιτερότητάς τους), έτσι και η υπερά­σπιση των συμφερόντων αυτής της εθνότητας με πόλεμο εμφανίζεται ως μια σχεδόν βιολογική αναγκαιότητα, ως πράξη αυτόματη και γι ’ αυτό — πάντα στον κόσμο της ιδεολογίας— ευρισκόμενη «πέρα από ιδεολογίες».

Οι εναπομείνασες «ταξικές» συγκρούσεις που έχουν τη μορφή εμφυλίου πολέμου χωρίς διεκδίκηση εθνικής διαφοράς των εμπόλεμων μερών (Κα­μπότζη, Ελ Σαλβαδόρ, Κολομβία, Γουατεμάλα, Αφγανιστάν, Αγκόλα...) κλείνουν βιαστικά ως «ανεπίκαιρες», με την απόλυτη ήττα των δυνάμεων που επικαλούνταν την κοινωνική επανάσταση ή πάντως αμφισβητούσαν την εκμεταλλευτική τάξη πραγμάτων. Ο τερματισμός των εμφανώς ταξι­κών πολέμων με την επίνευση και πίεση των φορέων της «νέας τάξης»

Page 23: Dialektikh Toy Polemoy

22 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

δείχνει ότι η ένοπλη ταξική σύγκρουση έχει κλείσει έναν κύκλο ιστορι­κής παρουσίας. Την ίδια στιγμή, οι εθνικοί πόλεμοι βρίσκονται —ως πραγματικότητα ή απειλή— στο προσκήνιο, εντασσόμενοι είτε σε μια νέα διαδικασία απο-αποικιοποίησης2, είτε στις ποικίλες στρατηγικές στερέω­σης της «νέας τάξης» με συμμαχίες εθνικών κρατών ενάντια στους απει- θούντες3.

1.2 Μαρξιστικός αντίλογος;

Η εθνικοποίηση του πολέμου και των πολιτικών εξελίξεων καθιστά ανη­συχητικά επίκαιρο το πρόβλημα του εθνικισμού και του απαραίτητου συ- μπληρώματός του, του ρατσισμού. Τα στοιχεία αυτά εμφανίζονται πλέον με απειλητική καθολικότητα ακόμη και σε διαδικασίες φαινομενικής υ­πέρβασης του εθνικού κράτους με την εγκαθίδρυση «υπερεθνικών» πολι­τικών και οικονομικών κοινοτήτων (βλ. Μπαλιμπάρ 1993-α, σελ. 52επ.).

2. Για τη διαδικασία αυτή ως κλειδί κατανόησης των εξελίξεων στην πρώην Σοβιε­τική Ένωση βλ. Κυπριανίδη (1991 -α).

3. Ο πόλεμος στον Περσικό Κόλπο αποτελεί αναμφισβήτητα το σημαντικότερο πολε­μικό γεγονός των τελευταίων ετών, αν αναλογισθούμε το επίδικο αντικείμενό του, τις δυνάμεις και τα μέσα που κατά κυριολεξία επιστρατεύθηκαν, τις χώρες που συμμετείχαν αλλά και τη συμβολική —και άμεσα πολιτική— σημασία του για την είσοδο σε μια νέα τάξη, η οποία εμφανίζει ένα τουλάχιστον σημείο ομοιότητας με την παλαιά: Τη θεμε- λίωσή της στη βία και τη λειτουργία των διεθνών σχέσεων με βάση την επιθετικότητα και την ένοπλη σύγκρουση, ακόμη και όταν η εύρεση μιας «διαλογικής» λύσης θα ήταν δυνατή. Είναι εδώ αναγκαίο να διευκρινισθεί ότι και αυτή η πολεμική σύγκρουση εντάσσεται στο πλαίσιο εθνικοποίησης του πολέμου, παρά τη φαινομενικά διαφορετική διαμόρφωσή της. Ο πόλεμος στον Περσικό Κόλπο δεν μπορεί βέβαια να αναχθεί άμεσα στο σχήμα του εθνικού πολέμου. Ωστόσο, παρουσιάστηκε (και έγινε αντιληπτός από την «κοινή γνώμη») ως πόλεμος που είχε σκοπό τη διατήρηση της ανεξαρτησίας ενός «έθνους» και, περαιτέρω, ήταν εθνικού τύπου διότι οι χώρες που συμμετείχαν εμφάνισαν «αρραγές» εσωτερικό μέτωπο —με πολιτικά ασήμαντες αντιστάσεις στη «Δύση» και με περιορισμένη —και «εθνικά» καθορισμένη— αντίσταση στις αραβικές χώρες που συμ­μάχησαν με τους δυτικούς. Η σύγκρουση στον Κόλπο εμφανίσθηκε ως πόλεμος μεταξύ κρατών-εθνών και δεν απέκτησε την ταξική διάσπαση που θα έπαιρνε κάθε ανάλογη σύγκρουση σε προηγούμενες δεκαετίες. Χωρίς λοιπόν να αναιρεί το κυρίαρχο σχήμα του εθνικού πολέμου, μας δείχνει καθαρά ότι το σύνθημα του αποκλειστικά εθνικού πολέμου (πόλεμος απελευθέρωσης εθνών) δεν ανταποκρίνεται στην πολιτική πραγμα­τικότητα. Τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα —που δεν ταυτίζονται πάντα με διαδικασίες εθνικής ολοκλήρωσης ή διαφύλαξης της ανεξαρτησίας ενός εθνικού κράτους— είναι διαρκώς παρόντα, παρά το διάχυτο ρομαντισμό της «νέας τάξης» και την κυρίως ιδεο­λογική εθνικοποίηση του πολέμου. Με διαλεκτικότερη διατύπωση, ο πόλεμος εμφανί­ζεται σήμερα ως εθνικός χωρίς να είναι πρωταρχικά τέτοιος.

Page 24: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 23

Εξίσου σημαντική είναι και μια άλλη πλευρά της συγκυρίας: Η εθνι­κοποίηση του πολέμου δείχνει ότι προς στιγμήν τουλάχιστον έχει κλείσει η παρένθεση του ταξικού πολέμου που συνδέθηκε με την επένδυση του μαρξισμού στα πολιτικά κινήματα του 20ού αιώνα. Ο «θάνατος του μαρ­ξισμού» επιφέρει την εξάλειψη ή πάντως την αποσιώπηση της ταξικής διάστασης και προοπτικής κάθε πολέμου. Δεν πρέπει να εκπλήσσει συνε­πώς το γεγονός ότι στη διάρκεια του πολέμου στον Περσικό Κόλπο ακού- στηκε τόσο λίγο ο όρος ιμπεριαλιστικός πόλεμος.

Οι σχετικές επεξεργασίες —που καλύπτονται από την επίσημη λήθη για το μαρξισμό— βρίσκονται στο σημείο τομής των εννοιών του έθνους και της τάξης. Το ενδιαφέρον εντοπίζεται στην προσπάθεια συνάρθρωσής τους και επεξεργασίας μιας πολιτικής που να συνυπολογίζει την εθνική μορφή εμφάνισης και τον ταξικό επικαθορισμό του πολέμου. Πρόκειται για ΐη διαλεκτική έθνος-τάξη-πολιτική που αντιμετωπίζει τον πόλεμο ως εθνικό και ταξικό, αποδίδοντας καίρια σημασία στην πολιτική διάσταση, η οποία καθορίζει την τεχνική πλευρά (υπεροχή δυνάμεων, στρατιωτική τεχνική διεξαγωγής του πολέμου). Η αναφορά στις επεξεργασίες αυτές θα επιτρέψει τη συναγωγή συμπερασμάτων για τους όρους και τις μορφές άσκησης μιας ειρηνιστικής πολιτικής.

Page 25: Dialektikh Toy Polemoy
Page 26: Dialektikh Toy Polemoy

2. 01 ΔΥ Ϊ ΣΜΟΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ)

Η ανθρώπινη γνώση για τον πόλεμο οργανώνεται προς δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη κατεύθυνση (τεχνική γνώση) απαντά στο ερώτημα «τι απαιτείται για ένα νικηφόρο πόλεμο»: Δεν εξαντλείται στις έννοιες της στρατηγικής/ τακτικής και στη μελέτη των πολεμικών μεθοδεύσεων (εξοπλισμοί, οργά­νωση, προπαγάνδα κ.ο.κ.), αλλά εμπλέκει τη γνώση και ρύθμιση μιας σειράς κοινωνικών δραστηριοτήτων (έρευνα και τεχνολογία, γεωγραφία, πληροφορική, προετοιμασία της οικονομίας του πολέμου, διεθνές δίκαιο, εσωτερικό δίκαιο ανάγκης κ.ο.κ.).

Η δεύτερη κατεύθυνση είναι φιλοσοφική: Περιλαμβάνει την ανάλυση της ιστορικής θέσης του πολέμου και —πραξεολογικά— την υπόδειξη της στάσης απέναντι του. Εκφράζει δηλαδή τον τρόπο ιδεολογικής πρόσλη­ψης του πολέμου ως κοινωνικού φαινομένου. Την πιο πρόσφατη και ορ­γανωμένη έκφραση αυτής της κατεύθυνσης αποτελεί η λεγόμενη έρευνα ειρήνης που διεξάγεται σε πολλές χώρες τις τελευταίες δεκαετίες. Η κα­τεύθυνση αυτή προφανώς εξαρτάται από την «τεχνική» πλευρά. Δεδομένου ότι ο πόλεμος δεν αποτελεί υπεριστορικό φαινόμενο, η τοποθέτηση απέ­ναντι στις εκδηλώσεις του προϋποθέτει μια κοινωνιολογική θεωρία για το πλαίσιο εμφάνισής του, αλλά και μια σαφή γνώση της εκάστοτε πρακτι­κής διαμόρφωσης και των επιπτώσεών του. Δεν είναι έτσι παράδοξο ότι οι περισσότερες φιλοσοφίες-πραξεολσγίες για τον πόλεμο συνδέονται με αναφορές στην εκάστοτε «μοντέρνα» μορφή του. Οι συζητήσεις για την αλλαγή της υφής του πολέμου και της στάσης απέναντι του στην εποχή της ατομικής βόμβας (π.χ. Anders 1988) και πιο πρόσφατα η φιλολογία για το «συμβολικό πόλεμο» στην εποχή της ηλεκτρονικής ενημέρωσης, δείχνουν σαφώς τον εξαρτημένο χαρακτήρα της φιλοσοφικής θεώρησης.

Οι μαρξιστικές αναλύσεις αναπτύσσονται, όπως άλλωστε κάθε μορφή

Page 27: Dialektikh Toy Polemoy

26 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

γνώσης, σε αντιπαλότητα με προϋπάρχουσες επεξεργασίες, τη θέση των οποίων επιχειρούν να κατακτήσουν. Η ενασχόληση των μαρξιστών με το φαινόμενο του πολέμου ξεκίνησε από δύο αφορμές μελέτης. Πρώτον, την ανάγκη κατανόησης των διεθνών πολιτικών εξελίξεων που είναι αδιαχώ­ριστες από την απειλή και διεξαγωγή πολέμου. Εδώ οι μελέτες του (κα­τά ψευδώνυμο) στρατηγού Ένγκελς συνιστούν ένα εντυπωσιακό corpus στρατηγικών αναλύσεων, αλλά και τεχνικών γνώσεων, και ταυτόχρονα ένα σταθερό (καίτοι ελάχιστα γνωστό) σημείο αναφοράς της θεωρητικής του παρέμβασης. Δεύτερη αφορμή μελέτης ήταν η ανάγκη απόκτησης γνώ­σεων σε δεδομένες ιστορικές συνθήκες για τη διεξαγωγή πολέμου με προοπτική εγκαθίδρυσης της λαϊκής εξουσίας. Καθοριστικά είναι τα έργα του Μάο-Τσε-Τουνγκ, ο οποίος είχε για δεκαετίες το ρόλο πραγματικού στρατηγού και επιχείρησε να θεωρητικοποιήσει σε σειρά κειμένων τη σχετική «τεχνική» και πολιτική εμπειρία του.

Πέρα από τους δύο «στρατηγούς», μια σειρά θεωρητικών του μαρξισμού ασχολήθηκαν με τα ζητήματα της πολεμικής σύγκρουσης θέτοντας το κέντρο βάρους στην πολιτική πλευρά. Στο παρόν κείμενο επιχειρούμε μέσα από μια συστηματική ανάγνωση τέτοιων μελετών (κυρίως των Μαρξ, Λήμπκνεχτ; Λούξεμπουργκ και Λένιή να παρουσιάσουμε τις βασικές θέ­σεις τους. Πρόκειται βέβαια για μια «ανάγνωση» που δεν είναι ούτε πλή­ρης ούτε οριστική.

Οι σχετικές επεξεργασίες συγκροτούν ένα σώμα γνώσης που περιλαμ­βάνει επίσης δύο κατευθύνσεις και αποκλήθηκε «μαρξιστική επιστήμη» του πολέμου. Πρόκειται για τη γνώση της τεχνικής του πολέμου (ιδιο­ποίηση της συσσωρευμένης εμπειρίας από τη διεξαγωγή πολεμικών επι­χειρήσεων)1 και, παράλληλα, για τη γνώση της πολιτικής σημασίας του πολέμου. Αφετηρία αποτελεί η αντιπαράθεση προς τις κυρίαρχες αντιλή­ψεις που προτάσσουν τον ειρηνισμό ως απόλυτη αξία και (σε αντιφατική ενότητα) δικαιολογούν τον πόλεμο με το αίτημα για αυτοκαθορισμό και «ακεραιότητα» των εθνικών κρατών. Στα προβλήματα που θέτουν οι ειρη- νιστικές και «εθνικές» αντιλήψεις θα αναφερθούμε στο επόμενο κεφάλαιο.

1. «Γνώσεις που αποκτήθηκαν μέσα από μια μακρά σειρά παρατηρήσεων και αναλύσεων των στρατιωτικών συγκρούσεων και που συναπαρτίζουν όχι μια επιστημονική, αλλά μια εμπειρική θεωρία, μια “πραξεολογία", ένα σύστημα πρακτικών κανόνων για την τεχνι­κή των συγκρούσεων. Αυτή η συσσωρευμένη πρακτική γνώση, θα αποτελέσει την πρώ­τη ύλη της μελλοντικής επιστημονικής θεωρίας της στρατηγικής» (Ιωακείμογλου 1992, σελ. 51).

Page 28: Dialektikh Toy Polemoy

3. ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Η ΝΟΜΙΚΗ ΛΟΠΚΗ

3.1. Η ειρηνιστική προσέγγιση και τα προβληματικά στοιχεία της

Οι ειρηνιστικές προσεγγίσεις για τον πόλεμο και τη βία έχουν ως κοινό σημείο την απόρριψη κάθε προοπτικής για εμπόλεμη σύγκρουση: Ποτέ πια πόλεμος! «Όχι αίμα για...». Η ανθρωπολογική απαισιοδοξία (ο άνθρω­πος είναι κακός, πολεμοχαρής), η διαπίστωση της αδυναμίας της σημερι­νής διεθνούς κοινότητας να αποτρέψει τον πόλεμο και η επισήμανση του κινδύνου που συνιστά ο πόλεμος ως «πατέρας» κάθε κακού, αποτελούν τη βάση της επιχειρηματολογίας των ειρηνιστών. Πρόκειται για επιχειρημα­τολογία εξ ορισμού αμυντική, η οποία αναγνωρίζει ότι τα μέσα δράσης της είναι ανεπαρκή όταν «η λογική των πραγμάτων» οδηγεί στον πόλεμο.

Ο ειρηνισμός γνωρίζει διαφοροποιήσεις στην οπτική και στην ένταση: πλήρης καταδίκη της λογικής του πολέμου, απόρριψη του πολέμου διότι στην πυρηνική εροχή απειλεί με εξολόθρεύση του ανθρώπινου είδους, άρνηση της βίας για προσωπικούς λόγους, καταδίκη του πολέμου με α­ποδοχή της επιβεβλημένης άμυνας ή ακόμη και της ανάγκης «προληπτι­κής» επίθεσης εναντίον όσων απειλούν την ειρήνη κ.ο.κ.'. Οι διαφορο­ποιήσεις στο σκεπτικό δεν αναιρούν τη βασική φιλειρηνική θέση, η οποία —αν εξαιρέσουμε τους ολιγάριθμους στρατοκρατικούς κύκλους επαγγελ- ματιών του πολέμου και ακροδεξιών ακτιβιστών— γίνεται σήμερα γενικά αποδεκτή.

Η θέση αυτή εκφράζει τη μορφή ειρηνισμού που μπορούμε να αποκα- λέσουμε διακηρυκτικό ειρηνισμό, δεδομένου ότι, όπως θα δούμε, οι δια­

I. Για τις ποικίλες ειρηνιστικές προσεγγίσεις βλ. την επισκόπηση των Tugcndhat (1987, σελ. Ι78επ.) και Βέικου (1993, σελ. 67επ.).

Page 29: Dialektikh Toy Polemoy

28 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

κηρύξεις ειρήνης συνήθως εγκαταλείπονται σε συγκυρίες κρίσης. Κυρίαρ­χες μορφές του διακηρυκτικού ειρηνισμού είναι αφ ’ ενός ο θεσμοκρατι- κός ειρηνισμός (πίστη στη δυνατότητα αποφυγής του πολέμου με τη δη­μιουργία θεσμών συνεργασίας και «φιλίας» σε διακρατικό επίπεδο, ιδίως δε με την επικράτηση δημοκρατικών καθεστώτων), του οποίου η βασική θεωρητική έκφραση βρίσκεται στον Καντ, και αφ' ετέρου ο θεσμικός- κρατικός ειρηνισμός που εκφράζεται από τα κρατικά όργανα, ως επίσημη ιδεολογία διακρατικών σχέσεων στις συγκυρίες ειρήνης.

Ο ειρηνισμός βρίσκεται εν γένει στη θέση μιας παράδοξης παραγνώ­ρισης/αναγνώρισης της πραγματικότητας. Παραγνωρίζει την πραγματι­κότητα της βίας, ενός καθολικού κοινωνικού φαινομένου που παίρνει πε­ρισσότερο επώδυνη μορφή στους πολέμους, συνεχίζοντας την καταστρο­φική δράση με τεχνικώς διαφορετικά μέσα. Ταυτόχρονα όμως ο ειρηνι­σμός αναγνωρίζει (αποδέχεται) την πραγματικότητα των κοινωνιών ανε­λευθερίας και ανισότητας. Η παραγνώριση/αναγνώριση αυτή δεν γίνεται βέβαια με άμεση αποδοχή του ιμπεριαλισμού. Ωστόσο, η κριτική στάση των ειρηνιστών απέναντι στις εκφάνσεις του είναι ανεπαρκής, διότι πα- ραιτείται από το μόνο αποτελεσματικό μέσο ρήξης με δεδομένο σύστημα παραγωγής, δηλ. τη βία, η οποία συνδέθηκε, ανεξάρτητα από υποκειμε­νικές εκτιμήσεις και σε διαφορετική κάθε φορά ένταση —ανάλογα με τη συγκυρία και την προβληθείσα αντίσταση—, με τις ιστορικά γνωστές διαδικασίες μετάβασης. Επιχειρώντας —ή απλώς ευχόμενοι2— να επιλύ­σουν τις συγκρούσεις συναινετικά, οι ειρηνιστές όχι μόνον έχουν περιο­ρισμένες δυνατότητες παρέμβασης στις συγκυρίες που ξεσπά η πολεμική βία, αλλά και επικυρώνουν εκ των προτέρων ένα συσχετισμό δύναμης, ο οποίος —διαιωνίζοντας τις ανισότητες— αναπαράγει τη βία.

2. Στον «ποιμενικό ρομαντισμό» του σύγχρονου ειρηνισμού που αποτελεί μια ανίσχυρη «φωνή διαμαρτυρίας για την αυξανόμενη ένταση και διαμάχη που συνεπάγεται η κοι­νωνική ανάπτυξη» αναφέρεται ο θ . Βέικος (1993, σελ. 82). Υπαινισσόμενος την αναπο­τελεσματικότητα του σύγχρονου ειρηνισμού, ο ίδιος συγγραφέας διαπιστώνει ότι «οι άνθρωποι θέλουν σταθερά ειρήνη και σταθερά επίσης κάνουν πόλεμο» (1993, σελ. 82). Υπό την προϋπόθεση ότι θα απαντηθεί το ερώτημα ποιοι «άνθρωποι» και υπό ποιες συνθήκες κάνουν πόλεμο, η εμπειρική παρατήρηση της κλήρους διάστασης μεταξύ προθέσεων και αποτελεσμάτων είναι ορθή. Αν το «οι άνθρωποι κάνουν πόλεμο» δεν νοηθεί ως έκφραση ανθρωπολογικής απαισιοδοξίας με μοιρολατρική χροιά, εκφράζει παραστατικά την αδυναμία του σύγχρονου ειρηνισμού και την ανάγκη μεταλλαγής τόσο του σκεπτικού του (στην κατεύθυνση ριζοσπαστικής κριτικής των πολεμογενών συνθη­κών), όσο και των μέσων δράσης του ενάντια στις ιδεολογίες και μηχανισμούς πολέμου.

Page 30: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 29

Αν είναι γνωστό ότι οι αντιλήψεις που προκύπτουν από αναγνώριση/ παραγνώριση της πραγματικότητας έχουν ιδεολογικό χαρακτήρα (Αλτου- σέρ 1983), εν προκειμένω η παραγνώριση της βίας δεν συντελεί στην αποτροπή ενός φαινομένου με καταστροφική ισχύ, όπως ο πόλεμος, και η αναγνώριση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων δεν βρίσκεται στην (ει- ρηνιστική) υπηρεσία της ανθρωπότητας. Αντίθετα, οι εν λόγω αντιλήψεις εξυπηρετούν όσους έχουν συμφέρον στη διατήρηση της τάξης αυτής.

Προβληματικό στοιχείο του ειρηνισμού συνιστά η επιρροή που δέχεται από τα ατομικιστικά σχήματα ερμηνείας των κοινωνικών αντιθέσεων. Δεν θα επαναλάβουμε εδώ τη συνηθισμένη (από «δεξιά» και «αριστερά») επι­φανειακή καταγγελία του ειρηνιστικού κινήματος ως κοντόφθαλμου ή και εγωιστικού, επειδή προκρίνει την προσωπική άρνηση της βίας αδιαφορώ­ντας για την κοινωνική πραγματικότητα. Το προβληματ-.κό στοιχείο του ειρηνισμού έγκειται στη γενικότερη επιλογή θεώρησης των κοινωνικών συγκρούσεων υπό ατομιστικό πρίσμα. Ο χαρακτηρισμός της βίας ως πα­ράλογου φαινομένου έχει τις ρίζες του στην αντιμετώπιση ενός κοινωνι­κού συνόλου ως αθροίσματος μονάδων και οδηγεί στην ανακριβή μετα­φορά στο μαζικό επίπεδο των λύσεων «φιλίας» που προσφέρονται για μικρές και συνεκτικές ομάδες. Οι ειρηνιστές βασίζονται, ακόμη και στις επεξεργασμένες μορφές ακαδημαϊκής έκφρασης της προβληματικής τους («έρευνα ειρήνης»), στη θέση ότι «τελικά η μονάδα που έχει σημασία είναι το άτομο» (θέση του Γκάντι που αναφέρει επιδοκιμασπκά ο Galtung 1975, σελ. 49επ.).

Έτσι ο ειρηνισμός συνδέεται άρρηκτα με τον ψυχολσγικισμό και αντι­λαμβάνεται την κοινωνική παρέμβασή του ως «θεραπευτική»: Εάν η σύ­γκρουση και η επιθετικότητα είναι μια μορφή ασθένειας ή «ελειπούς κοι­νωνικοποίησης», φαίνεται αναγκαία η μέσω κατάλληλων «θεραπειών» (α­πό σχολικά παιγνίδια, ομιλίες και «ψυχοδράματα» μέχρι διαδηλώσεις και καταλήψεις) επιδίωξη μεταλλαγής της επιθετικής συνείδησης με δράση πρώτιστα σε ατομικό επίπεδο (Galtung 1975, σελ. 37επ.). Έτσι κάποια στιγμή τα «αδέρφια μας», οι στρατιώτες, θα πετάξουν τα όπλα και ετερό­κλητες ομάδες αγροτών, χίπυς, φοιτητών και επιστημόνων θα λειτουρ­γήσουν ως ομάδα πίεσης υπέρ της ειρήνης (π.χ. Galtung 1975, σελ. 55). Αυτή η ψυχολογιστική ερμηνεία του πολέμου και η διαφωτιστικού-θερα- πευτικού χαρακτήρα παρέμβαση υπέρ της ειρήνης βρίσκεται στη βάση τής ισομορφιστικής προσέγγισης για τις συγκρούσεις. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση που είναι κυρίαρχη στο διακηρυκτικό ειρηνισμό, από τη διαφωνία μεταξύ συζύγων μέχρι την πολεμική σύγκρουση μεταξύ εθνών υπάρχει ένα continuum αντιπαραθέσεων που, παρά τη διαφορετική κλίμα­

Page 31: Dialektikh Toy Polemoy

30 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

κα, βασίζονται στις ίδιες αρχές εμφάνισης και αντιμετωπίζονται με τα ίδια μέσα (π.χ. Galtung 1975, σελ. 33, 111).

Οι μαζικές αντιθέσεις δεν επιλύονται όμως αναγωγιστικά με τη μεταφο­ρά της έλλογης-ειρηνικής λύσης στο μαζικό κοινωνικό επίπεδο. Η βία (και οι αντιφάσεις που την προκαλούν) δεν επιδέχονται χειρισμούς με «μικρο-σκοπικές» έννοιες, ενώ τα ορθολογικά σχέδια περί ειρήνης, η ο­ποία θα προκύψει μέσα από τη γενίκευση της ατομικής φιλίας και λογι­κής, έχουν το μειονέκτημα όλων των γενικεύσεων και τη θεωρητική ανε­πάρκεια του μεθοδολογικού ατομισμού, ο οποίος αντικαθιστά τις συ­γκρούσεις με παίγνια και συμβολαιακές λύσεις διαπροσωπικού επιπέδου. Η «φιλία» και ευγένεια δύο αντιπάλων σε αγώνα τένις δεν μπορεί να απο- τελέσει «συνταγή» για τη «συνάντηση» των χιλιάδων οπαδών αντίπαλων ποδοσφαιρικών ομάδων, οι οποίοι συγκρούονται στους δρόμους. Εκείνο που παραγνωρίζεται είναι η μορφή της σύγκρουσης σε μαζικό επίπεδο, ο μηχανισμός δημιουργίας και εξάπλωσης της μαζικής βίας που δεν επιτρέ­πει φιλία ή λογική. Ούτε ο πόλεμος αποτελεί «ασθένεια» και συνέπεια μη εκτονωμένης επιθετικότητας ούτε η αποτροπή του μπορεί να επιτευχθεί με διάλογο και πειθώ. Και αυτό λησμονούν τόσο οι συναινετικές κατασκευές φιλοσόφων όσο και οι λυρικές ενατενίσεις των παιδιών που δίνουν τα χέρια και το καλό παράδειγμα.

Εάν υπερβούμε το επίπεδο των διακηρύξεων και των καλών προθέσεων, δηλ. εάν εξετάσουμε την ειρηνιστική τοποθέτηση στις κοινωνικές της διαστάσεις, τότε τα εσωτερικά-πολιτικά της όρια καθίστανται σαφή όταν η ειρηνιστική επιταγή έρθει σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της χώρας ή του έθνους στο οποίο ανήκει ο ειρηνιστής. Τότε οι θέσεις αρχής λη- σμονούνται και η πολεμική σύγκρουση «δικαιολογείται» εν όψει μιας απειλής που συνήθως διογκώνεται για να προβληθεί η ανάγκη άμυνας. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο επίπεδο του θεσμικού-κρατικού ειρηνι­σμού. Τα σημερινά κράτη τόσο στο νομικό τους λόγο (Συντάγματα, δια­κηρύξεις και συμβάσεις σε διεθνές επίπεδο) όσο και στην πολιτική τους δράση (συναντήσεις αρχηγών κρατών και ποικίλων διακρατικών επιτρο­πών, πανηγυρικοί, μηνύματα κλπ.) υιοθετούν ένα απόλυτα ειρηνιστικό λεξιλόγιο, εμφανίζοντας την ειρήνη και τη «φιλία των λαών» ως απόλυτη αξία και κύριο σκοπό της πολιτικής δράσης. Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει τη συντήρηση του στρατιωτικού μηχανισμού, την παράλληλη παραγωγή ενός μιλιταριστικού λόγου (ετοιμότητα των ενόπλων δυνάμεων που «αν χρειασθεί...») και βέβαια την άμεση εγκατάλειψη των ειρηνιστικών θέ­σεων και την αντικατάσταση από τα πολεμικά προσκλητήρια και την επίκληση της «εθνικής ομοψυχίας» όταν μεταβληθεί η συγκυρία.

Page 32: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 31

Είναι ευνόητο ότι για να κρίνουμε το περιεχόμενο αλήθειας και απο- τελεσματικότητας των μορφών διακηρυκτικού ειρηνισμού καθοριστική είναι η στιγμή της κρίσης που δείχνει ότι ο ειρηνισμός —στις πολιτικά κυρίαρχες και, εντονότερα, στις κρατικές μορφές έκφρασής του— δεν αποτελεί ιδεολογία για την ειρήνη αλλά ιδεολογία για τον καιρό ειρήνης. Αποτελεί μια μορφή «λειτουργικής» ρητορίας που έχει ως πραγματικό υπόβαθρο τη βιαιότητα του στρατιωτικού μηχανισμού και την εν δυνάμει εχθρότητα των κρατών και εθνικών ομάδων της διεθνούς κοινότητας.

Αυτό το υπόβαθρο του διακηρυκτικού ειρηνισμού αναδείχθηκε για άλ­λη μια φορά στις πρόσφατες συγκρούσεις στον Περσικό Κόλπο και στη Γιουγκοσλαβία, όπου κατέστη σαφές ότι το ειρηνιστικό μέτωπο είναι εξαιρετικά ισχνό στις συγκυρίες κρίσης, δηλ. όταν είναι αναγκαία η πα­ρουσία του. Αντιπροσωπευτική γ ι' αυτόν τον τρόπο σκέψης ήταν —ανά­μεσα σε δεκάδες άλλες— η δήλωση του Κ. Popper το 1992: «Πρωταρχικός μας στόχος πρέπει να είναι σήμερα (;) η ειρήνη. Αυτό είναι όμως δύσκολο να το επιτύχουμε όταν υπάρχουν άνθρωποι (;) σαν τον Ιαντάμ Χουσείν και τους παρόμοιους δικτάτορες. Δεν πρέπει εδώ να φοβηθούμε να διεξάγουμε πολέμους με σκοπό την ειρήνη (...) Είναι λυπηρό, αλλά πρέπει να το κάνουμε αν θέλουμε να σώσουμε τον κόσμο μας» (αναφέρεται σε Raussen- dorflf 1993, σελ. 79). Ειρηνιστικό προσωπείο, ευχολόγιο, σαφής χωρισμός του «καλού» από το «κακό» (όπου η «δική μας» πλευρά είναι πάντα η «καλή») και τελικά εμφάνιση του πολέμου ως μέσου επίτευξης της ειρή­νης. Με μια λέξη, διακηρυκτικός ειρηνισμός.

Εάν το «αυθόρμητο» ειρηνιστικό κίνημα —και κατά μείζονα λόγο η ωφελιμιστικού χαρακτήρα εξύμνηση των «αγαθών της ειρήνης» για τα άτομα ή ο επίσημος κρατικός φιλειρηνισμός— φαίνεται να υποχωρεί άτακτα σε συγκυρίες όξυνσης3, οπότε ο ειρηνισμός θεωρείται «δειλία» ή και «προδοσία», η «έρευνα ειρήνης» δεν έχει καλύτερη τύχη4. Σε συγκυ­

3. Στην Ελλάδα η παρατήρηση «αφορά τους πολυάριθμους “φίλους της ειρήνης” που για πολλά χρόνια μάς ζάλισαν με το “θέλουμε ειρήνη” και τα παρόμοια και μας ευθυμούσαν με τις ανείπωτης γελοιότητας “αλυσίδες γύρω από την Ακρόπολη". Πού χάθηκαν αυτοί οι απίθανοι θρησκευόμενοι τώρα που τα τύμπανα του πολέμου χτυπούν ξέφρενα;» (Μαρ­γαρίτης 1992, σελ. 44).

4. Για την αποδοχή ή και απαίτηση στρατιωτικών επεμβάσεων από τους λεγάμενους «ερευνητές ειρήνης», βλ. το κείμενο-καταγγελία 31 επιστημόνων μετά από πρόταση τριών γερμανικών «ινστιτούτων ειρήνης» για στρατιωτική επέμβαση στη Γιουγκοσλα- βία («Gegcn MiHtacraktionen» die tagcszeitung, 8.7.92). Για τη με «ανθρωπιστικό» προ­κάλυμμα συστράτευση των ερευνητών ειρήνης σε ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα παρεμ­βάσεις βλ. την κριτική του Bastian (1993).

Page 33: Dialektikh Toy Polemoy

32 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

ρίες όπως η σημερινή, η «έρευνα ειρήνης» αποσυνδέεται από την κριτική των σχέσεων εξουσίας και την ανάλυση του κοινωνικού υπόβαθρου των συγκρούσεων, με συνέπεια τον εκφυλισμό της σε περιπτωσιολογία «επι­βεβλημένων», επιτρεπόμενων και μη πολεμικών συγκρούσεων (Arend 1993), δείχνοντας ότι ο ειρηνισμός δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικά «καθ’ εαυτόν»5. Αποτελεί τμήμα μιας συνολικής στρατηγικής για ιδεολογική παρέμβαση, η οποία —ανάλογα με τις κοινωνικές δεσμεύσεις της— επι­διώκει σκοπούς που συχνά υπερβαίνουν ή και αναιρούν σε συγκεκριμένη συγκυρία το διακηρυγμένο ειρηνισμό. Έτσι οι πολυάριθμες φραστικές αναγνωρίσεις της «προτεραιότητας της ειρήνης» μπορούν να διαφορο­ποιηθούν και να αξιολογηθούν μόνο με βάση το «σκεπτικό» του ειρηνι­σμού. Και ο σημερινός ειρηνισμός είναι τόσο έντονα διακηρυκτικός και εθνικιστικός ώστε στις στιγμές της διεθνούς κρίσης εξαφανίζεται.

5. Αν ο αγνωστικισμός και η νομιμοποιητική λειτουργία της «έρευνας ειρήνης» είναι σήμερα ιδιαίτερα αισθητή, το πρόβλημα είχε τεθεί ήδη από τις απαρχές της. Από τη δεκαετία του '60, η «έρευνα ειρήνης» προσπάθησε να συναρθρώσει σε μια «επιστημο­νικού» τύπου ιδεολογία ετερόκλητα στοιχεία: διάχυτες φιλειρηνικές αντιλήψεις, πρα­κτικές εμπειρίες κινημάτων ειρήνης, αναλύσεις ψυχολογίας, κοινωνιολογίας, γεωπολι­τικής και στρατηγικής, και, τέλος, δεδομένα για τις στρατηγικές των Μεγάλων Δυνά­μεων, τους εξοπλισμούς (ιδίως τα πυρηνικά) και τη λειτουργία των στρατιωτικών συ­νασπισμών. Αυτή η «επιστημονική» ιδεολογία εμφανίζει τα θετικά στοιχεία αλλά και τις αδυναμίες όλων των «αμφισβητησιακών» πολιτικοθεωρητικών αντιλήψεων που ανέ­πτυξαν τις τελευταίες δεκαετίες αξιόλογη ακαδημαϊκή δράση: φεμινισμός, οικολογία, «καταργητισμός» του ποινικού δικαίου... Η χαλαρότητα της θεωρητικής τους συγκρό­τησης και η επιθυμία να συμβιβάσουν ιδεολογικές αντιλήψεις με την παραγωγή μιας χρήσιμης για την πρακτική γνώσης, δημιουργεί επιφυλάξεις τόσο για την επιστημονική τους επάρκεια όσο και για την πρακτική τους αποτελεσματικότητα. Ως προς την «έρευ­να ειρήνης» ισχύει κατά βάση η παρατήρηση που διατυπώθηκε (Pavarini 1985, σελ. 528επ., 541) για τον ποινικό καταργητισμό: οι ορθές διαπιστώσεις για την ταξική επι- λεκτικότητα και την αποτυχία του ποινικού συστήματος ως προς τους επίσημους σκο­πούς του, αδυνατούν να βρουν ικανοποιητική θεωρητική έκφραση, διότι ο εκλεκτικι­σμός εμποδίζει τους καταργητιστές να διαμορφώσουν μια θεωρία για το κράτος και την κοινωνία που να δείχνει σε τι όντως «χρησιμεύει» η ποινική καταστολή. Η έρευνα ειρήνης είτε παρακάμπτει την ανάλυση του κράτους, της κοινωνίας και της πολιτικής είτε βασίζεται σε χαλαρές λειτουργιστικές προσεγγίσεις. Και στις δύο περιπτώσεις αγνοεί τη δομή του αντικειμένου της και γι ’ αυτό οι λύσεις που προτείνει τείνουν στον ψυχολογικισμό και τη διαφωτιστικού τύπου αφέλεια.

Page 34: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 33

3.2 Καντ και Τόμσον. Η ειρήνη ως «νομικό» και «καθολικό» αίτημα

Ορισμένα από τα προβληματικά στοιχεία των ειρηνιστικών προσεγγίσεων ανιχνεύονται σε δύο διαφορετικά και ενδεικτικά παραδείγματα. Πρόκειται για το καντιανό σχέδιο διηνεκούς ειρήνης και το πρόσφατο πολιτικό σχήμα του «εξοντωτισμού».

3.2. / Η «διηνεκής ειρήνη»

Το έργο του Καντ Zum ewigen Frieden (1795) είχε μια σπάνια φιλοσοφική και πολιτική απήχηση διότι είναι προσιτό στους μη ειδικούς και προσφέ­ρει έλλογη βάση στο καθολικό αίτημα ειρήνης, εκφράζοντας μια «κανο­νική και ορθολογικά συνεπή ιδέα» (Βέικος 1993, σελ. 59). Άλλωστε με την επιδίωξή του για «αιώνια ειρήνη» εντάσσεται σε μια σειρά κειμένων που επεξεργάζονται την ίδια ιδέα και προτείνουν μέσα πραγμάτωσής της ήδη από τον 13ο αιώνα (Kimminich 1980, σελ. 213,222. Βλ. π.χ. τα κείμενα των Fichte, Schlegel και Goerres σε Batsch/Saage 1979).

Για το έργο του Καντ μπορούν να προβληθούν αντιρρήσεις αρχής ως προς τη στόχευση και τα μέσα που χρησιμοποιεί. Η παρουσίασή του με τη μορφή διαλόγου του φιλοσόφου με τις κυβερνήσεις, που καταλήγει στην πρόταση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου ειρήνης, ανταποκρίνεται στο βασικό σχήμα των ουτοπιστών που συνομιλούν φανταστικά με τους ισχυ­ρούς, ελπίζοντας στη δύναμη του ορθού λόγου και προσφέροντας έτοιμες λύσεις εκεί όπου υπάρχουν άλυτες συγκρούσεις και πάντως διαπιστώνεται αδυναμία χειρισμού των συγκρούσεων αυτών με σχέδια που εκλαμβάνουν την αρμονία ως ζήτημα βούλησης. Άλλωστε η ελπίδα ότι θα επικρατήσει αιώνια ειρήνη εάν οι κοινωνίες οργανωθούν με βάση ορισμένους «ορθούς» κανόνες, αποτελεί συστατικό στοιχείο όλων των ουτοπιών (Π. Νούτσος 1979, σελ. 92επ., Γιαννούλη 1991, σελ. 90επ.).

Το μείζον πρόβλημα που θέτει από φιλοσοφική άποψη η καντιανή προ­σέγγιση είναι ότι, στη λογοκεντρική αισιοδοξία της, (υπο)θέτει ως πραγ­ματικό «υποκείμενο» της ιστορίας την ανθρωπότητα στο σύνολό της, θεω­ρώντας ότι υπάρχουν κοινά συμφέροντα, τα οποία μπορεί να «αποκαλυ- φθούν» από τη φιλοσοφία και τον ορθολογικό διάλογο και ακολούθως να εκφρασθούν κατάλληλα με σκοπό το γενικό καλό. Μια τέτοια θεώρηση εκφράζει τις διαφωτιστικές της επιδιώξεις με ιδεαλιστικό τρόπο, αναδια­τυπώνοντας την —κυρίαρχη στους τελευταίους αιώνες— φιλοσοφία του υποκειμένου σε ακραία μορφή. Η θεώρηση της ανθρωπότητας ως του

Page 35: Dialektikh Toy Polemoy

34 Δ. ΑΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

καθολικού υποκειμένου βασίζεται στην αμφίβολη υπόθεση ότι είναι δυ­νατή η θέσπιση κανόνων ανθρώπινης δραστηριότητας με κοινή «ορθολο­γική» απόφαση. Χωρίς να είναι δυνατή η ολοκληρωμένη αντίκρουση μιας τέτοιος θεώρησης πρέπει νρ επίσημανθεί ότι, τουλάχιστον στην περίπτω­ση του Καντ, η φιλοσοφία του καθολικού υποκειμένου (ανθρωπότητα), από το κοινό συμφέρον του οποίου προκύπτει η ελπίδα για επικράτηση της ειρήνης, θεμελιώνεται σε μια (ρητορική) ερώτηση.

Η ρητορική ερώτηση μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Αφού όλοι έχουμε συμφέρον στην ειρήνη που διατηρεί τα ύψιστα αγαθά (ανθρώπινη ζωή, πολιτισμός, αλληλεγγύη κ.ο.κ) γιατί να διεξάγουμε πολέμους; Αυτός είναι ο πυρήνας του καντιανού συλλογισμού, στον οποίο η ειρήνη εμφανίζεται ως επιταγή του ηθικού-πρακτικού λόγου και ως «ύψιστο πολιτικό αγαθό» (Kant 1990). Η «προφανής» απάντηση είναι ότι πρέπει να στρέψουμε τις προσπάθειές μας στο «διαφωτισμό» της κοινής γνώμης και στον πειθανα­γκασμό των ισχυρών για την εξειρήνευση του κόσμου, ως πρώτη και αναγκαία προϋπόθεση για την ανθρώπινη πρόοδο και «ευτυχία».

Η ερώτηση αυτή επιδέχεται ωστόσο, εκτός από την «προφανή» απάντη­ση που της δίνει ο Καντ, και την ακριβώς αντίθετη, θέτοντας έτσι σε αμφισβήτηση το καντιανό σκεπτικό. Η καθοριστική αντίρρηση είναι: Αφού παρά τα (κοινά και προφανή) συμφέροντα ειρήνης η «ανθρωπότητα» δεν έχει πάψει να εμπλέκεται σε πολέμους, αυτό σημαίνει ότι η ιστορική εξέλιξη δεν εξαρτάται από ορθολογικές βουλήσεις και ότι υπάρχουν συ­γκεκριμένα συμφέροντα για πολεμικές συγκρούσεις. Είναι λοιπόν άτοπες οι επιδιώξεις έκφρασης ενός κοινού συμφέροντος, το οποίο μπορεί ίσως να ορισθεί σε επίπεδο λογικής, αλλά δεν είναι, για αντικειμενικούς λό­γους, δυνατό να βρει το αντίστοιχό του στο κοινωνικό επίπεδο, και άρα μπορεί να υπάρξει μόνο σε έναν ου-τοπικό στοχασμό για το «Αγαθό».

Η κοινωνική ανάλυση για τα αίτια του πολέμου που πραγματοποιείται εδώ επιχειρεί να δείξει για ποιους λόγους ο φιλοσοφικός ανθρωπισμός του υποκειμένου, που προβάλλει ένα γενικό συμφέρον της ανθρωπότητας για ειρήνη, αποτελεί «εύλογη» ιδέα μόνον αν αγνοηθούν οι καταναγκασμοί, οι κανονικότητες και οι συγκρούσεις συμφερόντων της πραγματικής κοινω­νίας, οι οποίες ενέχουν την (και οδηγούν στην) ένοπλη βία.

Πέραν αυτών, είναι σκόπιμο να διατυπωθούν ορισμένες παρατηρήσεις για την ουσία των καντιανών προτάσεων στο κείμενο για τη Διηνεκή Ειρήνη (Kant 1984)4, οι οποίες εκφράζουν την εν γένει τοποθέτηση του

6. Για την παρουσίαση και τον κριτικό σχολιασμό του κειμένου πρβλ. Βέικο (1987 και 1993, σελ. 59επ.).

Page 36: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 35

Κανί στην πολιτική φιλοσοφία7. Ο Καντ λαμβάνει ως αφετηρία μερικά δεδομένα που, όπως θα δούμε, υποσκάπτουν τελικά το σχέδιό του. Πρό­κειται:

(α) Για την αναγνώριση της ανάγκης ύπαρξης εθνικών κρατών που οργανώνονται όπως επιθυμούν και, ως κυρίαρχες μονάδες, συνδιαλέγονται για τον πόλεμο και την ειρήνη με αμοιβαίο σεβασμό της κυριαρχίας τους.

(β) Για την ανάγκη ύπαρξης δικαίου και Συντάγματος που προκύπτουν

7. Το προβληματικό στοιχείο της καντιανής πολιτικής φιλοσοφίας έγκειται στο ότι συγκροτείται ως νομική φιλοσοφία, τόσο εννοιολογικά (φιλοσοφία με βάση νομικές κατηγορίες) όσο και αξιολογικά (το δίκαιο ως «τέλος» της ανθρώπινης εξέλιξης, ως τέλος της ιστορίας). Μια τέτοια τοποθέτηση οδηγεί στη νομιμοποίηση των ισχυουσών νομικών ρυθμίσεων ως πραγματώσεων του «ύψιστου» και «εγγενούς» δικαιώματος της ελευθερίας, δηλ. στην εμφάνιση ρυθμίσεων ανισότητας και προσωπικής εξάρτησης ως απορρεουσών από την «ελευθερία». Έτσι, η πλήρης εξάρτηση των υπηρετών από τους «κυρίους» βάσει συμβολαίου (κάτι που ο Καντ —στην παράδοση του ρωμαϊκού δι­καίου— θα θεωρήσει σχέση κυρίου προς πράγμα), αντιμετωπίζεται ως εκδήλωση μιας δίκαιης έννομης τάξης, η οποία πραγματώνει την ανθρώπινη ελευθερία (Kant 1990). Αναγνωρίζουμε εδώ την τάση της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας και νομικής θεωρίας όχι μόνο να περιγράφει το ισχύον δίκαιο, αλλά και να το δικαιολογεί με επίκληση ηθικών ιδεών και ιδίως με επίκληση της ελευθερίας, νομιμοποιώντας τη νομική διαμόρφωση μιας αστικής κοινωνίας ως εκδήλωση αιώνιων αξιών (βλ. πρόσφατα μέσω των θεωριών για τη διαδικαστική δικαιοσύνη Rawls 1979, Habermas 1992). Έτσι η ηθική φιλοσοφία «παγιδεύεται» στις νομικές κατηγορίες και με ένα συλλογισμό λήψης του ζητουμένου («Το δίκαιο είναι ύψιστη αξία όταν πραγματώνει τη δικαιοσύνη. Το ισχύον δίκαιο αποτελεί την ιστορικά ανώτερη και οριστική μορφή δικαίου, επειδή κατοχυρώνει την ελευθερία, άρα είναι ορθό δίκαιο — richtiges Rechi») ζητά την απόλυτη υποταγή στο ισχύον (εξουσιαστικό, εκ των άνω τιθέμενο, κοινωνικά άνισο) δίκαιο. Πρόκειται για μια αυθαίρετη σύνδεση ορθολογικών αναλύσεων για μια κοινωνία ελευθερίας με το ισχύον δίκαιο, δηλ. για μια μορφή λογικά αυθαίρετου νομιναλισμού (το «δίκαιο-έκφραση-ελευ- θερίας-και-δικαιοσύνης» ταυτίζεται με το ισχύον). Για τα χαρακτηριστικά της καντια­νής φιλοσοφίας του δικαίου Losurdo (1986), Tosel (1988), Γιαννούλη/Δημούλης (1993- α). Αν η κοινωνική αιτία αυτής της μορφής θεώρησης του δικαίου οφείλεται στους καταναγκασμούς της αστικής κοινωνίας που οι φιλόσοφοί της εμφανίζουν ως δίκαιη, η θεωρητική της έκφραση εντοπίζεται στο ότι η φιλοσοφία αρνείται την κριτική της στάση εκλαμβάνοντας τις νομικές κατηγορίες ως έκφραση ανθρώπινης ελευθερίας. Το δε τεχνικό μέσο είναι η θεώρηση της ατομικής ελευθερίας ως ύψιστης αξίας, σε αντί­θεση προς την ισότητα που αντιμετωπίζεται πάγια —από τους φιλοσόφους του φυσικού δικαίου έως τις θεωρίες για τον «ολοκληρωτισμό»— ως αντίθετο της ελευθερίας και ως κίνδυνος για την πραγμάτωσή της (για το τελευταίο βλ. Μπαλιμπάρ 1993, Giannoulis 1992, σελ. Ι37επ.). Αν η κατάδειξη της συντηρητικής λειτουργίας της καντιανής φιλο­σοφίας απαιτεί τη ριζική κριτική κάθε φιλοσοφίας βασισμένης στις έννοιες του ισχύο- ντος δικαίου, η αμφισβήτηση αυτού του τρόπου σκέψης απαιτεί τη ριζική κριτική τόσο στην ιδέα ότι η ατομική ελευθερία είναι υπέρτατη αξία όσο και στα πρακτικά αποτε­λέσματα της νομικής της κατοχύρωσης.

Page 37: Dialektikh Toy Polemoy

36 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

από τον ορθό λόγο, αποτελούν «αυθεντία» και αναγκάζουν τους πολίτες να γίνουν «καλοί».

(γ) Για την αντιθετική θεώρηση «εμπορίου» και πολέμου που οδηγεί στην εκτίμηση ότι θα επικρατήσει η ειρήνη ως αναγκαία προϋπόθεση για τη διεξαγωγή εμπορικών συναλλαγών.

(δ) Για την αγνόηση του λαϊκού στοιχείου (ως κρατική βούληση θεω­ρείται η βούληση των ηγεμόνων, οι οποίοι διαπραγματεύονται και απο­φασίζουν) αλλά και για την καταδίκη κάθε εξέγερσης με την αιτιολογία ότι αντίκειται στην «αρχή της δημοσιότητας» και, ως «συνωμοτική κίνη­ση», πρέπει να καταστέλλεται χωρίς δισταγμό (ο λαός οφείλει να δηλώνει ειρηνικά τις διαφωνίες του και όχι να εξεγείρεται)8.

Το κοινό στοιχείο αυτών των δεδομένων εντοπίζεται στην ειρηνιστική αναγνώριση/παραγνώριση της πραγματικότητας. Η περιγραφή των προ­ϋποθέσεων ειρήνης δεν αποτελεί παρά περιγραφή του κόσμου των αστι­κών κρατών, τα οποία είναι κυρίαρχα και —προβάλλοντας το δίκαιο και την ηθική ως ύψιστες αρχές— ασκούν προς τα μέσα καταστολή (ως ανα­γκαίο συμπλήρωμα της εκμετάλλευσης) και προς τα έξω «κυριαρχία». Ο Καντ αρκείται στην περιγραφή της κατάστασης αυτής, αποδεχόμενος κά­θε εξουσία (αρκεί να σέβεται το Δίκαιο) και προσθέτοντας την επιθυμία ειρήνης. Καλεί τα κράτη να συνετισθούν, εξασφαλίζοντας με θεσμούς συ­νεργασίας την ειρήνη για το κοινό καλό, δηλ. για τη συνέχιση του εμπο­ρίου (που ανεξήγητα θεωρείται ως αντίθετο του πολέμου).

Σε έναν κόσμο βίας και ανταγωνισμού, ο Καντ επιχειρεί να επιβάλει την έλλογη ειρήνη, χωρίς κανένα αίτημα ουσιαστικής κοινωνικής αλλαγής. Θεωρεί ότι το υπάρχον σύστημα διαθέτει τα μέσα για επιβολή της ειρήνης και ζητά την ενεργοποίησή τους, αποβλέποντας στην εγκαθίδρυσή μιας θεσμικής-νομικής ειρήνης μέσω διαδικασιών που εξασφαλίζουν την ομα- λότητα των «εμπορικών συναλλαγών» (θεσμοκρατικός ειρηνισμός). Στην καντιανή επιθυμία εξάλειψης δυσάρεστων αποτελεσμάτων χωρίς να εξα- λειφθούν οι αιτίες τους δόθηκε βέβαια η ιστορική απάντηση διακοσίων χρόνων πολέμου, παρά τα σχέδια, τις καλές προθέσεις και τους βραχύ­βιους πανηγυρισμούς για την ειρήνη.

Τα κύρια μειονεκτήματα του καντιανού σχεδίου είναι η αντιμετώπιση του θεσμικού-νομικού επιπέδου ως αρχής και όχι ως αποτελέσματος και η εσωτερική αντιφατικότητα των δεδομένων «ειρήνης», τα οποία ε­

8. Γ ια τη λειτουργία της αρχής της δημοσιότητας (Publizitacl) στον Καντ και την (τυ- ποκρατική-νομικιστική) θέση του απέναντι στο δικαίωμα αντίστασης βλ. Tosel (1988, σελ. 82επ.).

Page 38: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 37

γκλείουν τον πόλεμο. Από το σχέδιό του μένουν οι αξιέπαινες προθέσεις και οι εύστοχες παρατηρήσεις για την υποκριτική χρήση της έννοιας «δίκαιος πόλεμος» από τους νικητές, για την ανάγκη κατάργησης του τακτικού στρατού και για τους μηχανισμούς παγκόσμιας συνεργασίας. Μένει όμως και η δυνατότητα απολογητικής χρήσης των καντιανών αντι­λήψεων.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου στον Περσικό Κόλπο, οι καντιανές ιδέες χρησιμοποιήθηκαν για την έμμεση δικαιολόγηση του ιμπεριαλιστικού πολέμου από την πλευρά της Δύσης (μεταξύ άλλων Σούρλας 1991), δεδο­μένου ότι η καντιανή τοποθέτηση κρίνεται σήμερα περισσότερο πειστική από την προσφυγή στις, εξ ορισμού δικαιολογούσες τον πόλεμο, ιδεαλι- στικές θεωρίες περί πολεμικών συγκρούσεων ως άμεσης-φυσικής ανα­γκαιότητας («πολεμικός φαταλισμός») που προβάλλονταν ισχυρά στο πα­ρελθόν*.

Η επιχειρηθείσα απολογητική εφαρμογή του Καντ περιέχει στοιχεία που δεν εναρμονίζονται με το καντιανό σχέδιο, παρά τη ρητή επίκλησή του (Σούρλας 1991). Είναι έτσι αμφίβολο εάν ο Καντ θα θεωρούσε δικαιο­λογημένο τον πόλεμο που τείνει να καταστρέψει ένα κράτος με τη δικαιο­λογία της προληπτικής επίθεσης εναντίον ενός δήθεν παγκόσμιου εχθρού ή εάν θα αποδεχόταν τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, τον πατερναλιστικό ρόλο τους στον πόλεμο, όπως και την επί μακρόν απροκάλυπτη ανάμειξη στα εσωτερικά μιας χώρας για να εξασφαλισθούν τα δυτικά συμφέροντα και ενώ κριτήριο συμμόρφωσης του Ιράκ δεν ήταν η δημιουργία «ρεπου- μπλικανικού» καθεστώτος αλλά η μίμηση του παραδείγματος των πολυά­ριθμων και πειθήνιων στη Δύση τριτοκοσμικών δικτατοριών. Από τα όσα γράφει ο Καντ συνάγεται, αντίθετα, ότι θα επέκρινε το ξέσπασμα ενός τέτοιου πολέμου. Ωστόσο (και) αυτή η απολογητική προσπάθεια έχει κά- ποια βάση, αφού ο Καντ εντάσσει το ριζοσπαστισμό του στα πλαίσια της παλιάς-νέας τάξης, στη δικαίωση του υπάρχοντος. Άλλωστε, το πιο χα­ρακτηριστικό δείγμα απολογητικής δεν δόθηκε από τους ιδεαλιστές φιλο­σόφους αλλά από τους πολιτικούς των ΗΠΑ, διότι, με βάση τα όσα περί δικαίου, δημοκρατίας και κυριαρχίας των κρατών ελέχθησαν, η καντιανή ειρήνη μοιάζει να έχει ήδη εγκαθιδρυθεί. Η κατανόηση του ότι μια τέτοια ειρήνη είναι ανύπαρκτη και αδύνατη, προϋποθέτει άλλα μέσα ανάλυσης.

9. Τις απόψεις αυτές εκφράζουν τα συντηρητικά ρεύματα της φιλοσοφίας ε(τε σε από­λυτα ανορθολογική μορφή (« η γη διψά για αίμα») (βλ. Wetter 1980, σελ. 245επ.), ε(πε με τη δικαιολόγηση της αναγκαιότητας του πολέμου σε ορισμένη ιστορική περίοδο (βλ. Dietrich 1988) και έχουν ως κεντρικό σημείο φιλοσοφικής αναφοράς τον Χέγκελ (βλ. Βέικο 1987).

Page 39: Dialektikh Toy Polemoy

38 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

3.2.2 Ο «εξοντωτικός» πόλεμος

Σε ένα εντελώς διαφορετικό θεωρητικό και πολιτικό πλαίσιο εντάσσεται το φιλειρηνικό σχήμα που πρότεινε ο Ε. P. Thompson με βάση την ανά­λυση περί εξοντωτισμού (1983, ιδίως σελ. 44επ.). Χωρίς να μπορεί να αμφισβητηθεί η σημασία της πολιτικής δράσης τού μαρξιστή ιστορικού στα πλαίσια του ειρηνιστικού κινήματος των τελευταίων δεκαετιών, είναι αναγκαία η κριτική θεώρηση της κατασκευής του για τις προϋποθέσεις και τις μορφές ειρηνιστικής δράσης. Ο «αντιεξοντωτισμός» του Τόμσον εμφανίζεται ως πολιτική στρατηγική, η οποία λαμβάνει υπόψη τα δεδο­μένα που προκύπτουν από την πυρηνική εποχή και απειλή καθώς και τις εμπειρίες του φιλειρηνικού κινήματος των τελευταίων δεκαετιών.

Ασκώντας κριτική στην «ασυγχρονία» των μαρξιστικών αναλύσεων προς τις απαιτήσεις του παρόντος, ο Τόμσον διαβλέπει στα πυρηνικά όπλα την απειλή καταστροφής της ανθρωπότητας. Η τεχνική πλευρά του πολέμου έχει υπερισχύσει της πολιτικής του διάστασης και η διαρκής τελειοποίηση των τεχνικών διεξαγωγής πολέμου (η δυνατότητα εξόντω­σης της ανθρωπότητας με το περίφημο «πάτημα του κουμπιού» που δεν υπακούει σε πολιτικές σκοπιμότητες, αλλά εξαφανίζει την πολιτική στιγ­μή και ορθολογικότητα, μη επιτρέποντας την ελεγχόμενη όξυνση της κρίσης και την «έλλογη» διακοπή ενός πολέμου) οδηγούν σε καταστροφή που δεν θα αποτελεί ατύχημα αλλά νομοτελειακό αποτέλεσμα μιας κοινω­νικής δομής. Η πυρηνική τεχνολογία θέτει έτσι το δίλημμα καταστροφι­κής διεξαγωγής ή οριστικής αποτροπής του πολέμου.

Απέναντι στην κατάσταση αυτή, ο Τόμσον εισηγείται μια ακόμη μετα­τόπιση της κύριας αντίφασης. Βασικός εχθρός είναι πλέον οι εξοπλισμοί και, εν όψει του κινδύνου, προτείνεται η συμμαχία «όλων των ανθρώπων» για αποτροπή του πολέμου, με αντιπαράθεση στο στρατιωτικό-βιομηχα- νικό σύμπλεγμα των υπερδυνάμεων και στη στρατιωτική λογική, που κα­θορίζει την κοινωνική εξέλιξη με την κυριαρχία των «ισόμορφων» (και εξίσου παράλογων) υπερδυνάμεων. Εννοείται ότι η όξυνση οικονομικών και πολιτικών κρίσεων με την προβολή ταξικών διεκδικήσεων πρέπει να αποφευχθεί, διότι εντείνει την απειλή εξοντωτικού πολέμου. Ο διεθνισμός, που προβάλλει ως αίτημα την επιβίωση του ανθρώπινου είδους, περιορίζει τη σημασία των αντιθέσεων και των αποκλινόντων συμφερόντων.

θα ήταν ενδιαφέρουσα μια συστηματική σύγκριση του εξοντωτισμού με την οπτική της οικολογίας, η οποία θεμελιώνεται σε μια παρόμοια μετα­τόπιση της βασικής αντίφασης, θεωρώντας βέβαια την καταστροφή ως μακρά διαδικασία και όχι ως στιγμιαία εξαφάνιση, κλιμακώνοντας ανά­

Page 40: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 39

λογα τα μέσα (αντίδρασης. Αμφότερες οι αντιλήψεις βασίζονται σε μια ιστορικά ου-τοπική θεώρηση της τεχνικής ως ενός είδους «κακού» ή «μοί­ρας» της ανθρωπότητας, που επιφέρει δεινά και πρέπει να αντιμετωπισθεί ως αυτόνομος κίνδυνος με τη συλλογική αντίσταση των «ανθρώπων». Μια τέτοια θεώρηση της τεχνικής ως «πεπρωμένου» με τις δικές του νομοτέ­λειες εμπνέεται από μια θεολογική θεώρηση των κοινωνικών διαδικασιών και μπορεί να αντιμετωπισθεί κριτικά με αναφορά (και) στο έργο του Μαρξ, ο οποίος πραγματοποιεί μια θεμελιωμένη ανάλυση του χαρακτήρα και των λόγων εξέλιξης της τεχνικής στα πλαίσια ενός τρόπου παραγω­γής, δείχνοντας την κοινωνική «διεύθυνση» των τεχνικών διαδικασιών από τους νόμους κίνησης του κεφαλαίου και τον κοινωνικό συσχετισμό δύναμης10.

Θα αναφέρουμε εδώ ορισμένα στοιχεία που δείχνουν ότι η άποψη του Τόμσον είναι θεωρητικά και πολιτικά προβληματική". Από θεωρητική άποψη, το γεγονός ότι οι πυρηνικοί εξοπλισμοί απειλούν το ανθρώπινο είδος με το μόνο πραγματικό τέλος της ιστορίας, τη βιολογική εξολόθρευ- ση, δεν σημαίνει και ότι η βασική αντίφαση αρθρώνεται γύρω από την ύπαρξή τους. Ο ύψιστος και πλέον άμεσος κίνδυνος δεν είναι άνευ ετέρου ο θεμελιώδης και δεν αποτελεί το κλειδί πολιτικού χειρισμού μιας συγκυ­ρίας, ιδίως όταν η ύπαρξη της απειλής είναι τεχνητή και πολιτικώς ελεγ­χόμενη. Στο ζήτημα των πυρηνικών όπλων, η απόφαση ανάπτυξης της σχετικής τεχνολογίας, η ποικίλλουσα σε κάθε συγκυρία χρήση της απει­λής και το μέλλον των εξοπλισμών, αποτελούν επίδικα αντικείμενα ενός κοινωνικού-πολιτικού ανταγωνισμού, από τον οποίο εξαρτώνται τα πάντα και στον οποίο είναι αναγκαία η άμεση παρέμβαση.

Απέναντι στον εντυπωσιασμό της «μεγάλης απειλής» και στην τεχνο- κρατική αυταπάτη περί κατάργησης της πολιτικής δια των πυρηνικών όπλων12, η μεταπολεμική ιστορία δείχνει ότι τα πυρηνικά όπλα ελέγχθη­

10. Για τα προαναφερθέντα βλ. Giannoulis (1991) και Couvelakis (1993-a) με περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές.

11. Πρβλ. την ανάλυση του Sucss (1981), ο οποίος ασκεί κριτική σε παρόμοιες απόψεις με αναφορά στα διαφοροποιημένα συμφέροντα κάθε ιμπεριαλιστικής δύναμης που δεί­χνουν ότι δεν υπάρχει εξοντωτισμός, αλλά εφαρμόζονται πολλαπλές στρατηγικές πο­λιτικών συμμαχιών και απειλών, οι οποίες στηρίζουν την κυριαρχία και την εκμετάλ­λευση. Για την κριτική της έννοιας του «κοινού συμφέροντος» στον Τόμσον και της «αυθόρμητης» σύγκλισης συμφερόντων απέναντι στην πυρηνική απειλή βλ. Balibar (1983, σελ. Ι99επ.).

12. ’Οπως παρατηρεί ο Balibar (1983, σελ. 226επ.), τα πυρηνικά όπλα δεν καταργούν την πολιτική. Συνιστούν «απλώς», με την τεχνικοποίηση του ζητήματος, μια απόπειρα α­

Page 41: Dialektikh Toy Polemoy

Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

καν πάντοτε πολιτικά και ότι η υποτιθέμενη απολυτότητα της απειλής τους διαβαθμίσθηκε ανάλογα με τη δύναμη του αντιπάλου —χωρίς να αποκλείεται ο περιορισμένα εξοντωτικός κυνισμός που έχει ως σύμβολο τη Χιροσίμα. Οι στρατηγικές γύρω από τα πυρηνικά όπλα ήταν πολιτικές- ταξικές και η μείωση της καταστροφικής δύναμής τους θα προκύψει μόνο σε μια νέα πολιτική συγκυρία που μεταβάλλει τους πόλους και τη μορφή του ανταγωνισμού (για τις «έμμεσες» στρατηγικές της διεξαγωγής περιο­ρισμένων ιμπεριαλιστικών πολέμων και για τη δυνατότητα διαρκούς δια­πραγμάτευσης πάνω στην ισορροπία του τρόμου, η οποία αποκλείει τον ολικό πυρηνικό πόλεμο, ενώ παρέχει τα πλεονεκτήματα της υπερδύναμης στους κυρίους του πυρηνικού πολιτικού παιχνιδιού, βλ. την επιχειρημα­τολογία ενός ειδικού, Paucot 1986).

Βέβαια το ενδεχόμενο ενός «ατυχήματος» δεν μπορεί να αποκλεισθεί πλήρως. Και αυτό προβάλλει μια εκτεταμένη φιλολογία που θεωρεί καθο­ριστική για τα πυρηνικά όχι την πλευρά της πολιτικής, αλλά την πλευρά του «ατυχήματος» ενόσω δεν παρέχεται απόλυτη εγγύηση ασφάλειας (βλ. π.χ. Kubbig 1987 και —με πιο απόλυτη διατύπωση— Lutz 1987). Ωστόσο το να ανάγουμε την έλλειψη απόλυτης εγγύησης σε καθοριστικό παράγο­ντα της εξέλιξης, αποτελεί κατάλοιπο μιας θεολογι κής θεώρησης του κό­σμου, που αγνοεί ότι στην πραγματικότητα όσο μεγαλύτερος είναι ο κίν­δυνος τόσο ισχυρότερα τα μέτρα ασφάλειας και πολλαπλές οι μέθοδοι ελέγχου. Άλλωστε, από πολιτική άποψη, η άσκηση κριτικής στα πυρη­νικά με προβολή του (στατιστικά ελάχιστου) κινδύνου ατυχήματος, υιο­θετεί πλήρως τη λογική των ίδιων των πυρηνικών δυνάμεων —που προ­φανώς επιδιώκουν την απόλυτη ασφάλεια— και συγκαλύπτει το ότι το προβληματικό στοιχείο δεν είναι η μη αξιοπιστία της τεχνολογίας, αλλά, αντιθέτως, το ότι μπορεί με αξιοπιστία και ισχύ να επιβάλλει την απειλή της απέναντι στις πολιτικές επιλογές όσων ανθίστανται!

Οι εμφανιζόμενες ως νεωτεριστικές αντιλήψεις του Τόμσον —που είναι αντιπροσωπευτικές για το ρεύμα αυτό— αποτελούν, από πλευράς περιεχο­μένου, άμεση εφαρμογή της «διάγνωσης» που είχε γίνει από αστούς φιλο­σόφους αμέσως μετά το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Για παρά­δειγμα, η αντίληψη περί «αλλαγής εποχής» με την κατασκευή της ατομι­κής βόμβας, περί άλματος στο απόλυτο και παντοδύναμο «κακό» και περί οριστικού «τέλους της πολιτικής» μετά τη Χιροσίμα, αποτελούν κεντρικά

ποκλεισμού των πολιτών από τη σχετική αντιπαράθεση. Αποκλείουν το ζήτημα του πυρηνικού πολέμου από τον πολιτικό διάλογο, συγκαλύπτοντας έτσι την πολιτικότητά του και επιχειρώντας να το ρυθμίσουν στο εσωτερικό των «κέντρων απόφασης».

Page 42: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 41

επιχειρήματα στο φιλοσοφικό έργο του G. Andres (1988) (βλ. von Brenta- no 1987, σελ. Ι8επ., Becker 1987, σελ. 31επ.). Πρόκειται για μια έκφραση τεχνολογικού ντετερμινισμού, δηλ. μιας αντίληψης, η οποία, παραμένο- ντας στην «προφάνεια» των τεχνικών διαδικασιών ως κινδύνου (κατ’ άλ­λους ως αγαθού), αδυνατεί να ερμηνεύσει τα αίτια και τις επιπτώσεις της τεχνικής εξέλιξης (για τον τεχνολογικό ντετερμινισμό βλ. την κριτική των Braverman 1977 και Giannoulis 1991).

Πέραν τούτου, το σχήμα του Τόμσον εμφανίζει, παρά το διακηρυσσό­μενο νεωτερισμό, στοιχεία συνέχειας με δύο πολύ γνωστές παραδόσεις. Η αποκαλυπτική εικόνα συνδέεται εν πρώτοις με τη φιλοσοφική παράδοση περί«κοινού συμφέροντος», η οποία διακρίνει πάντοτε έναν κοινό κίνδυ­νο ή εχθρό και, με αφετηρία την αντίθεση προς αυτόν, υποθέτει μια κοι­νότητα συμφερόντων13. Η κοινότητα αυτή δεν βασίζεται όμως στην αρμο­νία αλλά στην αποσιώπηση ή στην «αναβολή,κρίσης» άλλων αντιφάσεων, που εμφανίζονται ως δευτερεύουσες (ενώ είναι οι πλέον επικίνδυνες γ ι’ αυτούς που τις υποβιβάζουν). Στον Τόμσον, το σχήμα αυτό φτάνει στην ακραία μορφή του κοινού συμφέροντος όλης της ανθρωπότητας εναντίον

13. Η θέση περί κοινών συμφερόντων εμφανίζεται σε δύο κύριες εκδοχές (οι οποίες στην πράξη συνυπάρχουν): Στη «φιλελεύθερη» (οι κοινωνίες μας δεν είναι ταξικές, αλλά ανοιχτές-αξιοκρατικές. Όλοι είναι εξίσου ελεύθεροι και έχουν συμφέρον στη διατήρη­ση ενός συστήματος ισονομίας) και στην «αυταρχική» (ο λαός —ιδίως η εθνική κοι­νότητα— αποτελεί ένα ταξικά ιεραρχημένο σύνολο, στη διατήρηση του οποίου έχουν όλοι συμφέρον λόγω των ισχυρών δεσμών καταγωγής, κουλτούρας κλπ., αλλά και λόγω του ότι η ενότητα επιτρέπει στο «έθνος» να μεγαλουργήσει προς το κοινό καλό).

Η μαρξιστική φιλοσοφική κατεύθυνση έχει αντίθετα ως αφετηρία την εμπειρικά τεκμηριωμένη θέση του ασυμφιλίωτου ανταγωνισμού (θεμέλιο και έκφραση της πάλης των τάξεων) και αναπτύσσει αντεπιχειρήματα στην «καθολική» φιλοσοφική έννοια της κοινότητας συμφερόντων και του καθολικού υποκειμένου που χαρακτηρίζουν την αστι­κή σκέψη και το αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα (η κοινωνία σύνολο ατόμων που διαβουλεύονται για τη λήψη ορθής απόφασης) (Μπαλιμπάρ 1989-α, σελ. 74, 88, Balibar 1985-a, σελ. 676, Μηλιός 1988-α, σελ. 93έπ.). Δεδομένου ότι έννοιες όπως άτομο, ορ- θολογικότητα, δημοκρατία κ.ο.κ. θεμελιώνονται στην ανάλυση περί δημιουργίας κοι­νότητας, η αντίκρουσή της έχει στρατηγική σημασία. Τα επιχειρήματα περί ανυπαρξίας κοινότητας δεν είναι πάντως αποτελεσματικά όσο αρκούνται στη μετάθεση της υπόσχε­σης περί κοινότητας συμφερόντων σε μια μελλοντική —αταξική— κοινωνία, δηλ. όσο δεν καταδεικνύουν τα «εμπόδια κοινότητας» στις σημερινές σχέσεις παραγωγής και τα σημεία «ενδεχόμενης κοινότητας», τα οποία μπορούν να αποτελέσουν την αφετηρία μιας πολιτικής στρατηγικής για τη δημιουργία ουσιαστικής κοινότητας. Με άλλη δια­τύπωση, το ζήτημα δεν πρέπει να αντιμετωπισθεί αφηρημένα (και ιδεαλιστικά) με βάση την αντιδιαστολή μιας κοινότητας παροντικής-φυσικά-α να πτυσσόμενης από μια κοινό­τητα μελλοντική-υπερβαίνουσα-τους-φυσικούς-καταναγκασμούς, όπως π.χ. συμβαίνει στον Μαρξ της Γερμανικής Ιδεολογίας (για το τελευταίο Texicr 1991).

Page 43: Dialektikh Toy Polemoy

42 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. Γ1ΑΝΝΟΥΛΗ

μιας παντοδύναμης και αυτονομημένης τεχνολογίας και των μυστηριωδών φορέων της. Πρόκειται για μια κατεύθυνση που εκφράζεται ευρέως στη σύγχρονη αστική κοινωνιολογία. Έτσι π.χ. ο U. Beck, αφού υποστήριξε δια μακρών την εξάλειψη των τάξεων στις σύγχρονες κοινωνίες (Beck 1983), κατέληξε στο ότι στις σημερινές πολύπλοκες και ασαφώς διαστρω- ματωμένες «κοινωνίες διακινδύνευσης», αναγκαία είναι μια καθολική συμ- μαχία με «συναίνεση στη δράση» όσων υφίστανται τους κινδύνους ενάντια στη δήθεν «αυτονομημένη, αυταρχική τεχνοκρατία» (Beck 1986 και 1988). Αυτό το σχήμα, που θεωρεί τους τεχνολογικούς κινδύνους ως βασικό παράγοντα κατανόησης των κοινωνιών μας και τη συμμαχία εναντίον τους ως την κινητήρια δύναμη της κοινωνικής εξέλιξης14, εμφανίζει άμεση συνέχεια με το σχήμα του Τόμσον, δείχνοντας ότι οι κατασκευές για συμμαχίες «ανθρώπων» εναντίον της «τεχνολογίας» μπορούν κάλλιστα και αποτελεσματικότερα— να διατυπωθούν με εγκατάλειψη της μαρξιστι­κής επίφασης.

Η απολυτοποίηση του Τόμσον θυμίζει όμως και ατυχείς στιγμές της μαρξιστικής θεωρίας. Πέρα από το συνειρμό με ανάλογες κατασκευές «συντριπτικής πλειοψηφίας κατά...» που χρησιμοποίησε η θεωρία του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού για να δικαιολογήσει τη ρεφορμι­στική πολιτική που προέβαλε, η αντιμετώπιση του πολέμου ως «αποκά­λυψης» που οδηγεί σε ανεπίδεκτες χειρισμού καταστάσεις, θυμίζει την άποψη του σοβιετικού μαρξισμού ότι ένας τρίτος παγκόσμιος πόλεμος θα επιφέρει αυτόματα το «γκρέμισμα του καπιταλισμού» (Ρόζενταλ-Γιουντίν 1963)15. Η ανορθολογική ελπίδα ότι το τέλος του καπιταλισμού θα προ- κύψει αναγκαία από έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο (ο οποίος παίρνει έτσι τη θέση της επαναστατικής οργάνωσης και δράσης), δεν απέχει στο σκε­πτικό της από την αντίληψη του Τόμσον ότι οι ταξικοί ανταγωνισμοί οδήγησαν σε ένα σύστημα πολέμου, το οποίο καταργεί την πολιτική, απειλεί να καταστρέψει την ανθρωπότητα και, εν όψει της προτεραιότητας του κινδύνου, επιβάλλει την αναστολή των ταξικών αγώνων. Δεν πρόκει­ται για «ενότητα των αντιθέτων (συμφερόντων)», αλλά —σε αμφότερες τις περιπτώσεις— για τη θεωρητικά αμήχανη υποστήριξη μιας συναινετικής

14. Τέτοιες θεωρήσεις είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στους κοινωνικούς επιστήμονες επειδή με τέτοιες αφηρημένες αναφορές εκφράζουν τη διάχυτη δυσαρέσκεια χωρ(ς να μιλή­σουν για ταξικά συμφέροντα και για τα συγκεκριμένα οφέλη που ορισμένοι αποκομί­ζουν από τους τεχνολογικούς κινδύνους.

15. Βλ. την εύστοχη κριτική του Jahn (1980, σελ. Ι80επ.).

Page 44: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 43

πολιτικής που επικαλείται το Μεγάλο Εχθρό για να αποκρύψει τους πραγ­ματικούς16.

Οι απορίες του εξοντωτισμού δείχνουν τα αδιέξοδα του «επιχειρήματος της Βόμβας» και του συνοδευτικού «αδιάλλακτου ειρηνισμού», δηλ. της άνευ όρων αποδοχής του πρώτου όρου που θέτει το εκβιαστικό δίλημμα καπιταλιστική γαλήνη ή εξόντωση, παρ ’ ότι ο «εξοντωτικός» πόλος του δεν έχει λογική πιθανότητα πραγμάτωσης και άρα το ανατρέπει.

3.3 Οι «φίλοι των εθνών» και το αίτημα αυτοδιάθεσης

Εξίσου προβληματική με την ειρηνιστική προσέγγιση είναι η προβολή του αιτήματος αυτοδιάθεσης των λαών, στη μορφή που αυτό υιοθετείται από όσους δεν έχουν πλέον συμφέρον στη διατήρηση πολυεθνικών κρα­τών. Το αίτημα εθνικής αυτοδιάθεσης συνδέεται άμεσα με την ειρηνιστική προσέγγιση του πολέμου, δεδομένου ότι, πρώτον, θεωρείται σήμερα ως η μόνη εύλογη εξαίρεση στο αίτημα της ειρήνης (ο πόλεμος ανεξαρτησίας εμφανίζεται ως ο μόνος δίκαιος στα πλαίσια της διαδικασίας εθνικοποίη­σης του πολέμου) και, δεύτερον, η ολοκλήρωση της τάσης εθνικοποίησης των κρατών θεωρείται αναγκαία προϋπόθεση οριστικής εξειρήνευσης του κόσμου. 'Οπως θα δούμε αναλυτικά (Κεφ. 7), η έννοια του έθνους δεν εκφράζει την ενότητα/κοινότητα συμφερόντων των «ομοεθνών», αλλά α­ποτελεί μέσο ομογενοποίησης πληθυσμών που κατοικούν σε ορισμένο έδαφος. Εκφράζει την προσπάθεια δημιουργίας μιας κοινότητας κρατικής μορφής που εσωτερικά στηρίζει ένα καθεστώς εκμετάλλευσης και εξωτε­ρικά τείνει στην επιθετικότητα (κατάκτηση εδαφών που κρίνονται ως ε­θνικά και κυριαρχία επί άλλων εθνοτήτων που, ως διαφορετικές, θεωρού­νται άρρητα και κατώτερες).

Τα αδιέξοδα της προβολής ενός δικαιώματος αυτοδιάθεσης των εθνών χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, είναι εμφανή στην —αντιπροσωπευτική για τη στάση πολλών διανοουμένων απέναντι στο εθνικό ζήτημα— τοπο­

16. Με τον τρόπο αυτό λειτουργεί κάθε συναινετικός λόγος. Οι οπαδοί της συναίνεσης δεσμεύονται από την πραγματικότητα και την καθημερινή εμπειρία του ανταγωνισμού και υποχρεώνονται να διακρίνουν ένα νέο «εχθρό», μετατοπίζοντας ιδεολογικά το πεδίο του ανταγωνισμού. 'Οπως παρατηρήθηκε, η συναίνεση «εγκαλεί τα υποκείμενα σε συ­γκεκριμένες μετατεθειμένες μάχες, συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις (...) που υποκαθι- στούν άλλες μάχες, οι οποίες επιδιώκεται να μη δοθούν ποτέ γιατί θα διεξαχθούν σε ιδιαίτερα επισφαλές για την κρατική εξουσία έδαφος» (Συντακτική Επιτροπή του περ. θέσεις, τ. 30. 1990, σελ. 21). Ο Τόμσον προβάλλει την εκδοχή του στο ίδιο μοτίβο.

Page 45: Dialektikh Toy Polemoy

Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ · X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

θέτηση του A. Finkielkraut σχετικά με τις συγκρούσεις στο έδαφος της πρώην Γιουγκοσλαβίας (Le Monde, 9.7.91). Ο Finkielkraut υπερασπίζεται το δικαίωμα των Σλοβένων και Κροατών για αυτονόμηση, επικαλούμενος την ιστορική ενότητα «μνήμης και συναίνεσης» κάθε έθνους και εμφανί­ζοντας τους λαούς αυτούς ως αγωνιστές της ελευθερίας απέναντι στη «στρατιωτική δικτατορία» που τείνει να εγκαθιδρύσει η Σερβία. Στο κεί­μενο γίνονται μεν λυρικές αναφορές σε έθνη, σημαίες και πολιτισμούς, αλλά καμιά ανάλυση της οικονομικής κατάστασης της χώρας και των οικονομικών-πολιτικών προοπτικών, που υπο-στηρίζουν το αίτημα της αυτοδιάθεσης, δεν διευκρινίζει το πραγματικό περιεχόμενό του. Αποσιω- πάται δε ότι η περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας δεν έχει κοινά σημεία με το ρομαντισμό της απελευθέρωσης καταπιεζόμενων εθνοτήτων, δεδομένου ότι οι οικονομικά ισχυρότερες Δημοκρατίες της Σλοβενίας και της Κροα­τίας δεν μπορούν να κατηγορήσουν τη Σερβία για οικονομική εκμετάλ­λευση, πολιτική ή πολιτιστική καταπίεση. Πρόκειται συνεπώς για σύ­γκρουση που έχει εξωτερικές μόνο ομοιότητες με τους αγώνες εθνικής απελευθέρωσης λαών που ανήκαν σε αυτοκρατορίες ή βρίσκονταν υπό αποικιοκρατία.

Μένει ο ανιστορικός εθνικισμός, η υποκριτική (και κυρίαρχη στο δυ­τικό στρατόπεδο) άρνηση να αναγνωρισθεί το δικαίωμα αυτοδιάθεσης και των σερβικών μειονοτήτων” και βέβαια η νιοστή επίκληση της ελευθε­ρίας απέναντι στον «κομμουνισμό» με πλήρη άγνοια των γεωπολιτικών δεδομένων".

Ενδεικτικό των αδιεξόδων της προσέγγισης αυτής είναι πως, στην πα­ρατήρηση που έγινε στον Finkielkraut ότι με την ίδια λογική πρέπει να

17. Για τη μεροληψία της Δύσης στο ζήτημα της γιουγκοσλαβικής σύγκρουσης και για την υπεροχή της γιουγκοσλαβικής (ομοσπονδιακής) λύσης απέναντι στην βίαοι ουτο­πία του «καθαρά εθνικού κράτους» που πολλαπλασιάζει δυνητικά επ' άπειρον το σχη­ματισμό κρατών και τις συγκρούσεις, βλ. De la Gone (1992), Samary (1992), Denic (1993).

18. Πρβλ. τις παρατηρήσεις του Μ. Foucher (/> Monde, 13.7.91), ο οποίος αντιλαμβά­νεται ορθά τις επιπτώσεις που έχει η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας για την Ευρώπη καθώς και τις εκρηκτικές συνέπειες που ενδέχεται να προκληθούν από μια γενικευμένη αμφισβήτηση των εξίσου αυθαίρετων συνόρων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αν σκε- φθούμε δε τη διαδικασία βίαιης διάλυσης της ΕΣΣΔ, αλλά και το ότι ακόμη και οι Σλοβάκοι —μέχρι τώρα «καταπιεζόμενη μειονότητα»— καταπιέζουν πολλά πλώς τα δι­καιώματα της ουγγρικής μειονότητας, η οποία ξεπερνά το 10% του πληθυσμού της Σλοβακίας και αναπτύσσει ήδη αυτονομιστικές τάσεις (Le Monde, 7.8.93) κατανοούμε ότι η αρχή της εθνικής αυτονομίας είναι λογικά ή «ιδέα» της ατέρμονης διαίρεσης και πολιτικά η βάση της αδιάκοπης αιματοχυσίας.

Page 46: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 45

υποστηρίξει και το αίτημα ανεξαρτητοποίησης της Κορσικής από τη Γαλ­λία, ο φίλος της ελευθερίας και των εθνών επανήλθε στην αποικιοκρατική λογική και επικαλέστηκε τη συνταγματική κατοχύρωση του αδιαίρετου της γαλλικής δημοκρατίας και τη μη αντιπροσωπευτικότητα των κορσι­κανών αυτονομιστών. Η θεώρηση του έθνους ως πρωταρχικής πραγματι­κότητας και του αιτήματος αυτοδιάθεσης ως δικαιώματος απογυμνωμένου από οικονομικές-πολιτικές συνιστώσες, οδηγεί στην εθνικιστική επιθετι­κότητα όταν πρόκειται για υπεράσπιση του «δικού μας», νομικά αναγνω­ρισμένου, έθνους από μειονότητες που απειλούν τη συνοχή του. Διακρί- νεται εδώ ο φαύλος κύκλος της εθνικιστικής στάσης που έχει τις δεσμεύ­σεις κάθε απολογητικής (η ανάλυση αποσκοπεί στην εύρεση της καλύτε­ρης «εθνικής τοποθέτησης», στην προπαγανδιστική προβολή των συμφε­ρόντων μιας χώρας ως νομικά δίκαιων και ιστορικά «αληθών» — βλ. την κριτική του Μηλιού 1991).

3.4 Τα αδιέξοδα της νομικής λογικής και η ιστορική ανάλυση

Το ερώτημα τι θέση παίρνει ο μαρξισμός στο ζήτημα της εθνικής αυτο­διάθεσης και του πολέμου δεν μπορεί να απαντηθεί στη μορφή αυτή, η οποία επιδέχεται μόνον τις «εύλσγες» απαντήσεις ότι η μεν αυτόνομη συγκρότηση ανθρώπινων κοινοτήτων με γλωσσικούς και ιστορικούς δε­σμούς αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα, ο δε πόλεμος είναι φαινόμενο βαρ­βαρότητας που προκαλεί τεράστιες υλικές καταστροφές, απειλεί τη ζωή, την κοινωνική και τη συναισθηματική ισορροπία εκατομμυρίων ανθρώ­πων (βλ. ανάμεσα σε πολλές τη μαρτυρία της Homberger 1991).

«Υπέρ της εθνικής συγκρότησης, υπέρ της ειρηνικής συνύπαρξης των εθνών»! Αυτές οι «προφανείς» απαντήσεις ταυτίζονται με εκείνες που δί­νουν ο εθνικισμός και ο ειρηνισμός. Οι φορείς αυτών των δύο ιδεολογιών τοποθετούνται οντολογικά στα προκείμενα προβλήματα, διαμορφώνουν τα ερωτήματα στη λογική του διωνύμου ναι/όχι και οδηγούνται στην (προ- δεδομένη) καταφατική απάντηση.

Μια τέτοια προσέγγιση έχει νομικιστικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι κατ’ εξοχήν τόπος εκφοράς των σχετικών αρχών είναι τα κείμενα των διεθνών συνθηκών, τα οποία εμφανίζονται ως μέσα κατοχύρωσης της ει­ρήνης και της εθνικής αυτοδιάθεσης, υποβάλλοντας την ιδέα ότι αρκεί η τήρηση θεσπισμένων αρχών για να επιλυθούν τα εν λόγω προβλήματα. Οι αρχές αυτές αποτελούν βασικούς σκοπούς και κανόνες δράσης του ΟΗΕ, η παρουσία του οποίου στη διεθνή σκηνή θεωρείται ως μέσο για την

Page 47: Dialektikh Toy Polemoy

46 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

εξασφάλιση —πρωταρχικά— της ειρήνης και —δευτερευόντως— της ε­θνικής αυτοδιάθεσης. Ο Χάρτης του ΟΗΕ θέτει ως σκοπό στο άρθρο 1 παρ. 1 την «κατοχύρωση της παγκόσμιας ειρήνης και της διεθνούς ασφά­λειας», ενώ στο άρθρο 1 παρ. 2 προβλέπεται «η αρχή της ίσης μεταχεί­ρισης και της αυτοδιάθεσης των εθνών» ως βάση για την οργάνωση των σχέσεων μεταξύ των «εθνών». Στις μεθοδεύσεις εφαρμογής αυτών των αρ­χών αφιερώνεται μεγάλο μέρος των διατάξεων του Χάρτη του ΟΗΕ καθώς και σειρά μεταγενέστερων διεθνών συνθηκών.

Ωστόσο, η ιστορία της πρακτικής εφαρμογής τέτοιων διακηρύξεων, η οποία αποτυπώνεται τόσο στα ντοκουμέντα των διεθνών οργανισμών όσο και στην ειδική βιβλιογραφία του διεθνούς δικαίου, δείχνει ότι πρόκειται για μια «διαφοροποιητική» ιστορία που περιλαμβάνει την επιλεκτική α­ντίδραση των διεθνών οργανισμών απέναντι σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και στους εκάστοτε συσχετισμούς δύναμης των αντιπαρατι- θέμενων μερών''*. Ανεξάρτητα από την έλλειψη συνέπειας στην εκτίμηση πραγματικών περιστατικών από τη διεθνή κοινότητα, οι αποφάσεις των διεθνών οργανισμών γνώρισαν μεγάλες αποκλίσεις και στον τρόπο εφαρ­μογής τους. Κοινό στοιχείο των αποκλινουσών μεθοδεύσεων «εφαρμογής» αποτελεί η εύρεση/έκφραση του σημείου ισορροπίας των αντιπαρατιθέ- μενων συμφερόντων που επιβάλλουν στη διεθνή κοινότητα να αναγορεύ­σει σε δίκαιο το σημείο συμβιβασμού, δηλ. την απόφαση που πολιτικο- στρατιωτικά επιβάλλεται ανεξάρτητα από τις ισχύουσες αρχές —ή μάλ­λον με την επίκλησή τους στο βαθμό που παρέχουν νομιμοποιητικά πλεο­νεκτήματα.

Η μελέτη αυτής της «διαφοροποιητικής ιστορίας» από τους ανεξάρτη­τους παρατηρητές, δηλ. από όσους, σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειο- ψηφία των διεθνολόγων, ασχολούνται με το διεθνές δίκαιο για να διαπι­στώσουν τη λειτουργία του στις διεθνείς αντιπαραθέσεις, και όχι για να υποστηρίξουν τα συμφέροντα της χώρας τους, με το να φέρνουν στα μέτρα

19. Για την αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνών και την πρακτική εφαρμογή της βλ. την καταλυτική κριτική του Lodovico (1992, σελ. Ι90επ). Τη μεροληπτική χρήση της αρχής «αυτοδιάθεσης των εθνών» είχε επισημάνει ήδη το 1918, αναφερόμενη στην Κοινωνία των Εθνών και την πολιτική Wilson, η R. Luxemburg (1987-d, σελ. 370επ.). Για τη νομική διάσταση της αρχής βλ. στα ελληνικά Μπρεδήμα (χ. χρ., σελ. Ι05επ.), παρ’ ότι κύριο αντικείμενο του άρθρου αυτού δεν είναι το αναγγελλόμενο στον τίτλο, αλλά η υποστήριξη της θέσης ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν έχει δικαίωμα εθνικής αυτοδιάθεσης, με επιχειρήματα ότι δεν έχει υποστεί όσα υπέστησαν οι λαοί των αποι­κιών, ενώ οι προερχόμενες από τους Ελληνοκύπριους «παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων» κρίνονται ως «αποτελέσματα ενός εμφυλίου (sic) πολέμου» (σελ. 143).

Page 48: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 47

των πολιτικών επιδιώξεων της τις ισχύουσες διατάξεις και να ισχυρίζονται ότι οι αντίπαλοι έχουν πάντα άδικο20, δείχνει ότι η εφαρμογή νομικών αρχών στα ζητήματα των διεθνών συγκρούσεων είναι απρόσφορη. 'Οσοι δε αποδέχονται την επιχειρηματολογία του Καντ ή πάντως την περιρρέου- σα τάση νομοφιλίας και ελπίζουν ότι είναι δυνατόν να επικρατήσει ο «(ορθός) νομικός λόγος», λαμβάνουν διαρκείς διαψεύσεις από την ακολου­θούμενη σε διεθνές επίπεδο πρακτική21.

Ο πόλεμος στον Περσικό Κόλπο έδωσε την πιο πρόσφατη απόδειξη για το πώς οι καταφανείς παραβιάσεις του Χάρτη του ΟΗΕ (που δυστυχώς ελάχιστα αναλύθηκαν — Chemillier-Gendreau 1991 και 1993-a, Deiseroth 1991) μεταλλάσσονται σε «υπεράσπιση του δικαίου» στο νομικό πλαίσιο του ΟΗΕ, το οποίο εξασφαλίζει «δομικά» την κυριαρχία των Μεγάλων Δυνάμεων: Καθιστά φενακιστική την ισότητα των κρατών και επιβάλλει τη δυτική νομική σκέψη ως παγκόσμιο δίκαιο (Chemillier-Gendreau 1991) και πρότυπο «δημοκρατίας» (Raussendorff 1993).

Για τη σημασία του διεθνούς δικαίου δόθηκε κι ένα άλλο εύγλωττο παράδειγμα. Το προβαλλόμενο «δικαίωμα επέμβασης»22 σε χώρες που κρί-

20. Η αναφορά στην έννοια του ανεξάρτητου παρατηρητή των νομικών φαινομένων προϋποθέτει την ανάλυση της μεθόδου που εξασφαλίζει την ανεξαρτησία αυτή. Ως τέτοια πρέπει να θεωρηθεί η συστηματική ερμηνεία του ισχύοντος δικαίου, δηλ. η προσέγγισή του με την οπτική του νομικού-πολιτικού πραγματισμού ή αποστασιοποιη- μένης ερμηνείας (αφ ’ ενός συστηματική ερμηνεία του δικαίου με πολιτική γνώση των συνεπειών και των ορίων του και αφ' ετέρου ανάλυση της ιδεολογικής υφής και της πολιτικής «προκατάληψης» του δικαίου κατόπιν της συστηματικής ερμηνείας του). Η επιλογή αυτή προβάλλει το νομικό εγγυητισμό ως διεκδίκηση εφαρμογής (ασφάλεια δικαίου): Οι πολιτικές επιδιώξεις του ερμηνευτή αποτελούν αίτημα μεταβολής των ι- σχυόντων κανόνων και όχι πρόσχημα ερμηνευτικής ρευστοποίησής τους, όπως συνη- θέστατα συμβαίνει. Για τη μέθοδο αυτή βλ. Δημοΰλη (1992) και, ως παραδείγματα εφαρμογής της, Βασιλόγιαννη (1990), Giannoulis (1992).

21. Η πρόσφατη ιστορία του ΟΗΕ δείχνει για πολλοστή φορά ότι ο τρόπος εφαρμογής των αποφάσεών του καθορίζεται από πολιτικούς-στρατιωτικούς συσχετισμούς: Ο γ.γ. του ΟΗΕ Μπούτρος Γκάλι δήλωσε —με αφορμή τη διαφορετικής έντασης πίεση εφαρ­μογής των αποφάσεων του ΟΗΕ στην περίπτωση του Ιράκ, αφ’ ενός, και του Ισραήλ, αφ ’ ετέρου— ότι η εφαρμογή της απόφασης 242 για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή είναι υποχρεωτική αλλά όχι «καταναγκαστική» (Le Monde, 22.-23.3.92) (ενώ αντίστοι­χες αποφάσεις για το Ιράκ ήταν, όπως η δύναμη των όπλων έδειξε, καταναγκαστικές). Αυτές οι νομικές ακροβασίες δεν οφείλονται σε κακοπιστία ή μεροληψία, αλλά σε καταναγκασμούς που στη διεθνή σκηνή λαμβάνουν νομικό ένδυμα.

22. Το «δικαίωμα επέμβασης» επιβεβαιώθηκε ως «δόγμα» του ΟΗΕ με την απόφαση 794 του Συμβουλίου Ασφαλείας. Στην επίσημη διατύπωσή του προβλέπει ότι εάν ένα κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί στο έδαφός του τη δημόσια ασφάλεια και να εξασφαλίσει το μίνιμουμ διαβίωσης στους πολίτες του, η διεθνής κοινότητα έχει δικαίωμα να παρέμβει

Page 49: Dialektikh Toy Polemoy

48 Α. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

νονται μη εύτακτες, ασεβείς προς τα «ανθρώπινα δικαιώματα» κ.ο.κ., όχι μόνον ασκείται επιτυχώς μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ —η οποία απο- τελούσε φραγμό στα σχέδια παγκόσμιας ορθοπεδικής, χωρίς αυτό να ση­μαίνει ότι πρέπει να νοσταλγούμε τον ιμπεριαλισμό της—, αλλά και προ­βάλλεται με αξιώσεις νομικής ισχύος, παρ ’ ότι ανατρέπει ριζικά τις με­ταπολεμικές πρακτικές του διεθνούς δικαίου. Οι μεγάλες «δημοκρατικές χώρες» μπορούν πλέον να επεμβαίνουν —όταν το κρίνουν αναγκαίο με τη βία— στα εσωτερικά των άλλων χωρών, στο όνομα της «νέας» ιδεολογίας της δημοκρατίας και του «ανθρωπισμού» (βλ. τη λυρική έκφρασή της σε Boutros-Ghali 1993). Η ρευστότητα του «διεθνούς δικαίου», το οποίο με-

στρατιωτικά εξασφαλίζοντας τους ελάχιστους όρους διαβίωσης και επιβάλλοντας τον τερμαπσμό των εσωτερικών συγκρούσεων. Αν θεωρηθεί εντελώς αφηρημένα —με βάση το ιδανικό μιας παγκόσμιας αλληλεγγύης— ή ανττστρόφως εντελώς συγκεκριμένα — με βάση τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και τον περιορισμό των θυμάτων του πολέ­μου— το «δικαίωμα επέμβασης» αποτελεί μια θετική εξέλιξη. Αυτό όμως ισχύει μόνον αν αγνοήσουμε τις πολλαπλές μαρτυρίες που δείχνουν ότι οι στρατιωτικές μονάδες του ΟΗΕ δεν αποτελούν, στο επίπεδο των σκοπών και των μέσων δράσης τους, έναν «αμε­ρόληπτο τρίτο», αλλά ένα εμπόλεμο μέρος που καλύπτει τη μεροληψία του με ευγενείς ιδέες (π.χ. Pninier 1993).

Τίθεται έτσι το ερώτημα σε τι οφείλεται η αιφνίδια φιλανθρωπία των Μεγάλων Δυ­νάμεων που διατήρησαν την αποικιοκρατία όσο τους ήταν δυνατόν και εξακολουθούν να διατηρούν τον Τρίτο Κόσμο σε καθεστώς υποτέλειας. Γιατί είναι διατεθειμένες να αναλάβουν το υπερβολικό κόστος στρατιωτικών επεμβάσεων και το πολιτικό κόστος των «τσίγκινων φερέτρων» στρατιωτών που σκοτώνονται χωρίς να υπάρχει καν η δι- καιολόγηση ενός «πατριωτικού πολέμου»; Αν απορρίψουμε τον αλτρουισμό που πειθα- ναγκαστικά προβάλλουν τα ΜΜΕ και τη συμμετρική απλούστευση ότι «τα νήματα κινούν οι έμποροι όπλων», προκύπτει ότι τέτοιες επεμβάσεις: α) εξυπηρετούν το άμεσο συμφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων να επιβληθεί η «ευταξία» στον πλανήτη με άσκηση καταστολής και εκφοβισμού στους δυνητικά απειθείς προς την οικονομική-στρατιωτική κυριαρχία των ισχυρότερων χωρών, β) αποβλέπουν στο να εθισθεί η κοινή γνώμη στις πολεμικές συγκρούσεις με προβολή της «ανθρωπιστικής πλευράς» και γ) επιδιώκουν, με επεμβάσεις όπως στη Σομαλία, να προστατευθούν (και) άμεσα οικονομικά συμφέρο­ντα (για τις αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου στη Σομαλία, βλ. άρθρο της International Herald Tribune, αναδημ. σε Monde Diplomatique, fevrier 1993, καίτοι αυτό δεν μπορεί να ερμηνεύσει μια συγκεκριμένη ένοπλη επέμβαση: Αντίστοιχα συμφέροντα υπάρχουν —και δυνάμει απειλούνται— σε όλες σχεδόν τις χώρες).

Ενώ καμιά Μεγάλη Δύναμη δεν είναι διατεθειμένη να παράσχει ουσιαστική οικονο­μική βοήθεια στον Τρίτο Κόσμο ή να προβεί σε άφεση των χρεών που στην περίπτωση της Σομαλίας ευθύ νονται για την κατάρρευση της χώρας και τον «απεγνωσμένο» εμφύ­λιο (Chossudovsky Ί 993), δηλ. κανείς δεν είναι διατεθειμένος να επιλύσει τα προβλή­ματα στη ρίζα τους, ή να ελέγξει αποτελεσματικά το εμπόριο όπλων, οι στρατιωτικές επεμβάσεις εθίζουν στην πολεμική σύγκρουση και δείχνουν ποιοι είναι οι κυρίαρχοι.

Page 50: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 49

τατρέπεται στο αντίθετό του όταν υπάρχει η ισχύς που θα επιβάλλει την αναθεώρηση, στεγάζει και νομιμοποιεί σήμερα απροκάλυπτες ιμπεριαλι­στικές επιθέσεις και εμφανίζει ως «δικαιοσύνη» μια μεροληπτική εφαρμο­γή κανόνων ανάλογα με τις περιστάσεις και τα συμφέροντα, δανείζοντας στον εκάστοτε συσχετισμό δύναμης τη «σοβαρότητα» του γραπτού δι­καίου και το όνομα δίκαιο (βλ. και Chemillier-Gendreau 1993).

Στα ζητήματα των πολεμικών και εθνικών συγκρούσεων δεν πρέπει να δίνονται γενικευτικές νομικές απαντήσεις, αλλά απαιτείται η ιστορική- κοινωνική έρευνα, δηλ. η ουσιαστική κατανόηση των συνθηκών δημιουρ­γίας και των δυνατοτήτων επίλυσής τους (Λένιν σε Haupt/Lowy/Weill 1974, σελ. 366, Luxemburg 1986-e, σελ. 528 και 1987-d, σελ. 368επ.). Α- παιτείται η αναδιατύπωση των ερωτημάτων, η εισαγωγή νέων εννοιών και διακρίσεων, η «στριφνή» ανάλυση που θα πάρει τη θέση μιας «απλής» απάντησης. Η διατύπωση μιας θέσης καθολικά αποδεκτής και «προφα­νούς» (ναι στην ειρήνη, ναι στην αυτοδιάθεση των εθνών) καθίσταται πολιτικά ύποπτη: «Η “γλώσσα” εκείνη που είναι κατανοητή σε μια συγκε­κριμένη κοινωνία, είναι πάντοτε η “γλώσσα” της κυρίαρχης τάξης: στην περίπτωσή μας αποτελεΐται από έννοιες οι οποίες ανήκουν στην αστική ιδεολογία» (Ιωακείμογλου 1994, σελ. 106). Η διεθνής τάξη και οι νομικές της έννοιες είναι πράγματι ιδεολογικά παράγωγα των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας και έχουν κατά κυριολεξία συντηρητικό χαρακτήρα, διότι απο­βλέπουν στη διατήρηση των υπαρχόντων συσχετισμών, επιτρέποντας την «ερμηνεία» με τρόπο που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ισχυρότερων (για την ακαταλληλότητα των ιδεολογικών κατηγοριών του δικαίου και το συντηρητικό τους χαρακτήρα βλ. Μηλιό 1991). Έτσι, η κοινωνική τάξη

εκβιάζοντας την αποδοχή τους με το προκάλυμμα της «φιλανθρωπίας». (Για την ωμή βία και τη ρατσιστική συμπεριφορά των στρατευμάτων του ΟΗΕ στη Σομαλία που συμπεριφέρονται ως δυνάμεις κατοχής, καθώς και για τον προεχόντως στρατιωτικό χαρακτήρα της επέμβασης —σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ για τη Σομαλία, σε 166 εκατομ. δολ. βοήθειας στον πληθυσμό αντιστοιχούν 1,5 δισ. δολ. στρατιωτικών δαπα­νών για το 1993, δηλ. αναλογία 1 προς 10!— βλ. die tageszdtung, 6.8.93 και Bastian 1993).

Οι αντιστάσεις εκ μέρους των Σομαλών εκφράζουν μεν τα συμφέροντα των ισχυρών της χώρας —και ως εκ τούτου δεν μπορούν να θεωρηθούν λαϊκή αντίδραση στον ιμπε­ριαλισμό—, αλλά έχουν μια διπλή συμβολική σημασία: δείχνουν την αληθινή (βίαιη και τιμωρητική υφή) των επεμβάσεων που διεξάγει ο ΟΗΕ με ανθρωπιστικό προσωπείο και ταυτόχρονα επιβεβαιώνουν ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένας κοσμο- κυρίαρχος «Μεγάλος Αδελφός» που δήθεν επιβάλλει απόλυτα τη θέλησή του: Οι πιο «αδύνατοι» είναι εκείνοι που διαλύουν τα όνειρα της «Νέας Τάξης».

Page 51: Dialektikh Toy Polemoy

50 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

αδίκου εναρμονίζεται με τις ρητορικές εξαγγελίες του διεθνούς δικαίου.Υιοθετώντας μια μέθοδο ανάλυσης που έρχεται σε ρήξη με το νομικό-

συντηρητικό τρόπο σκέψης, ο μαρξισμός δεν παρέχει «οντολογικές» απα­ντήσεις στα φαινόμενα του πολέμου και του έθνους. Οι τοποθετήσεις του φέρνουν στο πρώτο πλάνο της ανάλυσης την ταξική σύγκρουση και την αμφιμερή προσπάθεια κάμψης του συσχετισμού δυνάμεων σε ευνοϊκή κα­τεύθυνση. Η έννοια της ταξικής σύγκρουσης —το στοιχείο που λείπει από την ειρηνιστική και την εθνικιστική προσέγγιση— δίνει το κλειδί κατα­νόησης των πολεμικών αντιπαραθέσεων.

Οδηγητικό νήμα αυτής της τοποθέτησης αποτελούν ορισμένα ζεύγη προβλημάτων που συνοψίζουν τις σχετικές αναλύσεις. Πρόκειται για τα ζεύγη: ταξικός/εθνικός πόλεμος, δίκαιος/άδικος πόλεμος, εσωτερικός/ε­ξωτερικός εχθρός, τακτικός/λαϊκός στρατός, πόλεμος/επανάσταση (ζεύ­γος που συνιστά βίαιη έκφραση του διλήμματος ιμπεριαλισμός ή σοσια­λισμός —Luxemburg 1987-c, σελ. 290), πόλεμος/ειρήνη (τέλος του πολέ­μου) και πόλεμος/πολιτική.

Το δίπολο πόλεμος/πολιτική αποτελεί σημείο άρθρωσης της όλης προ­βληματικής και καθιστά αναγκαία την αναφορά στην ανάλογη «Περί πο­λέμου» ανάλυση του Clausewitz.

Page 52: Dialektikh Toy Polemoy

4. CARL VON CLAUSEWITZ. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ TOY ΠΟΛΕΜΟΥ

4.1 Η παρέμβαση του Κλάουζεβιτς

Ο Κλάουζεβιτς αποτελεί μοναδική περίπτωση αστού θεωρητικού που α- ναφέρεται με τέτοια συχνότητα και τόσο επιδοκιμαστικά από τους μαρξι­στές (Jahn 1980, σελ. 165)'. Αυτή η «εκλεκτική συγγένεια» οφείλεται στη σημασία που έχει το έργο ενός πρώσου στρατηγού, ο οποίος συνδυάζοντας την «επιτελική» εμπειρία διεξαγωγής του πολέμου με φιλοσοφική παιδεία και αναλυτική ικανότητα, προσέφερε μια πραγματεία περί πολέμου που διατηρεί και σήμερα την επικαιρότητά της.

Το έργο Vom Knegc (1832/34) εμφανίζεται ως επιστημονική διερεύνη- ση του πολέμου και περιλαμβάνει αναλύσεις για το χαρακτήρα και τον τρόπο διεξαγωγής του2. Περιοριζόμενοι στο κεντρικό στοιχείο του έργου, δεν θα αναφερθούμε στις έννοιες που χρησιμοποιεί ο Κλάουζεβιτς στη μελέτη επιμέρους ζητημάτων (π.χ. διαλεκτική αναμονής-απόφασης, κέ­ντρο βαρύτητας κάθε πεδίου μάχης, γεωμετρική και αριθμητική διάσταση της μάχης, αρχή μειούμενης δύναμης της επίθεσης, δυνατότητα νίκης χωρίς μάχη λόγω της συντριπτικής υπεροπλίας και της λήψης καίριων θέσεων από τον αντίπαλο).

Ο πόλεμος ορίζεται ως μια μακρά διαδικασία σύγκρουσης με άσκηση ακραίας μορφής ένοπλης βίας. Σκοπός είναι η εξόντωση του εχθρού σε

1. Για το σχολιασμό του Κλάουζεβιτς από τον Λένιν (π.χ. Lenin 1%0-j, σελ. 304επ., 1960-1, σελ. 397), βλ. Kondylis (1988).

2. Μια πλήρης, θεματολογικά και βιβλιογραφικά, ανάγνωση του Κλάουζεβιτς έχει πραγ­ματοποιηθεί από τον Kondylis (1988). Βλ. επίσης Muenlcler (1988) και από την περιο­ρισμένη ελλ. βιβλιογραφία Βέικο (1993, σελ. 98επ„ Ι07επ.).

Page 53: Dialektikh Toy Polemoy

52 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

συνθήκες πόλωσης και έντασης, η οποία εντείνεται με το «πάθος» ενός λαού κατά του αντιπάλου του (Clausewitz 1952, σελ. 89επ.). Ο πόλεμος αντιμετωπίζεται ως μονομαχία μεγάλης κλίμακας, στην οποία γίνεται χρή­ση βίας για να εξαναγκασθεί ο ένας αντίπαλος να υποταχθεί στη θέληση του άλλου, με τελικό σκοπό τη σύναψη ευνοϊκής για το νικητή συνθήκης ειρήνης (Clausewitz 1952, σελ. 89επ., 706επ.). Αναδεικνύονται έτσι ως κύ­ρια στοιχεία η αρχή της εξόντωσης του αντιπάλου και η αρχή της πόλω­σης των δυνάμεων (Clausewitz 1952, σελ. 321επ., 102επ.).

4.2 Από τον απόλυτο στον «πολιτικό» πόλεμο

Το «αποκαλυπτικό» σχήμα της ακραίας έντασης και της ανελέητης βίας αποτελεί έναν κοινό τόπο και δεν θα είχε αναλυτικό ενδιαφέρον αν δεν συνοδευόταν από μια σειρά σχετικοποιήσεων του αρχικού ορισμού. Πράγ­ματι, η «αυθόρμητη» εικόνα του πολέμου παραπέμπει τους πάντες στη δυνατότητα θανάτωσης του αντιπάλου, στη χρήση όλων των μέσων και στην έμπρακτη-βίαιη έκφραση μιας εχθρότητας, η οποία αποτελεί την αιτία έναρξης του πολέμου. Και αυτή η «αυθόρμητη εικόνα» καθορίζει την αντίληψή μας τόσο για τη μεμονωμένη πολεμική σύγκρουση όσο και για την εν γένει «κατάσταση πολέμου» ως ένα —υποτιθέμενο από τους θεω­ρητικούς του φυσικού δικαίου— status διαμόρφωσης της ανθρώπινης ζωής πριν από την κοινωνική οργάνωση, η οποία επιφέρει την κατά βάση ειρηνική οργάνωση ως αντίθετο του πολέμου.

Αυτό το «αυθόρμητο» σχήμα βασίζεται σε μια «υπαρξιακή» θεώρηση του πολέμου ως του πρωταρχικού κακού ή —σε «ρομαντική» προοπτική— ως της πρωταρχικής ανάγκης για τη σύσφιξη των δεσμών μιας κοινότητας ή τη συγκρότηση ενός νέου πολιτικού υποκειμένου. Μια τέτοια «υπαρξια­κή» θεώρηση του πολέμου χαρακτήριζε, όπως δείχθηκε (Muenkler 1988), το πρώιμο έργο του Κλάουζεβιτς. Ωστόσο στο ώριμο έργο του, και ιδίως στα τμήματα που επεξεργάσθηκε στην τελική μορφή τους πριν το θάνατό του, το σχήμα του απόλυτου πολέμου δεν αποτελεί για τον Κλάουζεβιτς παρά το πρώτο βήμα προσέγγισης του πολέμου. Στις επιμέρους αναπτύξεις του διακρίνεται η μεθοδολογική επιλογή ανάλυσης με βάση μια οπτική που μπορούμε να ονομάσουμε αρχή της πραγματικότητας του πολέμου. Η προσέγγιση αυτή αποκαθιστά το αρχικό σχήμα της βίαιης σύγκρουσης ως «μονομαχίας» στις πραγματικές του διαστάσεις, συμβάλλοντας έτσι στην κατανόηση του πολέμου.

Η πρώτη σχετικοποίηση επέρχεται από τη θεώρηση του πολέμου ως

Page 54: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 53

σύγκρουσης ανάλογης με τις λοιπές κοινωνικές συγκρούσεις. Η διαφορο­ποίηση είναι εμφανής στην ένταση (στον πόλεμο υπάρχει πάντοτε «αιμα­τηρή λύση της σύγκρουσης») και στα χρησιμοποιούμενα μέσα, χωρίς όμως να εντοπίζεται κάποια τομή ή κάποια αρχή οργάνωσης που να αντι­διαστέλλει ριζικά τον πόλεμο από την ειρήνη, από μια κατάσταση κοινω­νικής αρμονίας. Αυτό δείχνει την ομοιότητα του πολέμου με μορφές κοι­νωνικής έντασης όπως το εμπόριο και η πολιτική (Clausewitz 1952, σελ. 201). Από εδώ μπορεί να συναχθεί, με προέκταση της ανάλυσης του Κλάουζεβιτς, ότι η ένοπλη σύρραξη δεν αποτελεί τη μήτρα των υπόλοι­πων κοινωνικών συγκρούσεων. Αντίθετα, η ύπαρξη πολλαπλών επιπέδων αντιπαλότητας καθιστά δυνατή μια ακραία και εξαιρετική εκδήλωσή της, την ένοπλη σύγκρουση, η οποία εκφράζει τη γενικευμένη κοινωνική σύ­γκρουση στην οξύτερη (αλλά όχι πρωταρχική) μορφή (βλ. και Kondylis 1988). Ο πόλεμος σχετικοποιείται ως μια από τις μορφές σύγκρουσης και τοποθετείται σε θέση αιτιακής εξάρτησης από τις προϋπάρχουσες αντιπα­λότητες, εντασσόμενος σε μια κοινωνική αλληλουχία ως εξαιρετική και εξαρτημένη δραστηριότητα.

Η δεύτερη σχετικοποίηση προκύπτει από τις αναλύσεις για τη μη από­λυτη ισχύ της αρχής της πόλωσης των δυνάμεων. Η πόλωση μειώνεται λόγω της ύπαρξης διαφορετικών στρατηγικών και συμφερόντων. Οι δύο στρατοί δεν εφαρμόζουν τα ίδια σχέδια και ο πόλεμος αποτελεί ένα «παι­χνίδι με υπολογισμό πιθανοτήτων» βάσει δεδομένων πληροφοριών. Η α­τέλεια των πληροφοριών, η επιρροή της «τύχης» και η πολλαπλότητα των λαμβανόμενων αποφάσεων αίρουν ως ένα βαθμό, υποκειμενικά και αντι­κειμενικά, την αρχή της πόλωσης (Clausewitz 1952, σελ. 102επ.).

Η βασικότερη σχετικοποίηση εντοπίζεται στην τάση περιορισμού της αρχής της εξόντωσης μέσω της διάκρισης απόλυτου/πραγματικού πολέ­μου και της προβληματικής για τη σχέση πολέμου/πολιτικής. Η ανάλυση του Κλάουζεβιτς για τον απόλυτο πόλεμο βασίζεται στον προαναφερθέντα ορισμό του πολέμου και αποτελεί μια μορφή ιδεότυπου. Διευκρινίζεται ότι ο απόλυτος πόλεμος δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ενώ η «στρατιωτική λογική» πόλωσης και εξόντωσης δεν εφαρμόζεται ποτέ σε καθαρή μορφή. Καθοριστικό είναι ότι, σύμφωνα με το γερμανό θεωρητικό, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του πολέμου (τύχη, ανθρώπινη αδυναμία και κυρίως σκο­πός του πολέμου) είναι αυτά που καθιστούν αδύνατη την ύπαρξη απόλυτου πολέμου. Η αρχή της εξόντωσης δεν περιορίζεται από την τεχνική αδυ­ναμία, από τον «ανθρωπισμό» ή από την ευαισθησία των αντιπάλων: η ίδια η κοινωνική υφή του φαινομένου ένοπλης σύγκρουσης δημιουργεί την απόσταση μεταξύ απόλυτου και πραγματικού πολέμου. Δεν πρόκειται δηλ.

Page 55: Dialektikh Toy Polemoy

54 Δ. ΑΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

για μια ατελή ανάπτυξη της πραγματικότητας (των μέσων πολέμου) έναντι της «ιδέας», την οποία μπορούν να υπερβούν τα κράτη σε μεταγενέστερο στάδιο (π.χ. στην εποχή των πυρηνικών όπλων), ούτε για την έλλογη απόφαση περιορισμού του κακού του πολέμου στη νομικώς παραδεκτή ή, προσφάτως, στη «χειρουργικής ακρίβειας» μορφή του. Ο πόλεμος είναι πραγματικός και όχι απόλυτος για λόγους εγγενείς στην έννοιά του. Η ερμηνεία της δομικής απόστασης των δύο μορφών βρίσκεται στη σχέση πολέμου-πολιτικής.

Η αιματηρή σύγκρουση θεωρείται από τον Κλάουζεβιτς αναγκαία και, μπροστά στη διαρκή απειλή του αντιπάλου, «σωτήρια» παρ’ ότι «κατα­στροφική» (Clausewitz 1952, σελ. 367επ.). Ωστόσο, ένας απόλυτος πόλεμος δεν θεωρείται δυνατός λόγω του σκοπού κάθε πολεμικής σύγκρουσης. Ο πόλεμος επιτρέπει την «αιματηρή επίλυση μιας κρίσης» με «πολιτικό χα­ρακτήρα». Η πολιτική αποτελεί τον κρίκο που συνδέει τον απόλυτο με τον πραγματικό πόλεμο. Η περίφημη φράση ότι ο πόλεμος αποτελεί «απλή συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα», δηλ. με μάχες και όχι με «σύνταξη υπομνημάτων» (Clausewitz 1952, σελ. 108, 892) δεν είναι, όπως θεωρείται συνήθως, ορισμός του πολέμου. Αποτελεί μια επεξήγηση της θεμελιώδους διάκρισης μεταξύ απόλυτου και πραγματικού πολέμου. Η πολιτική θεώ­ρηση καθιστά τον πόλεμο σκόπιμη κοινωνική δραστηριότητα, η οποία ερμηνεύεται μέσω του σκοπού της. Η μορφή και η ένταση ένοπλης βίας προκύπτουν από τον επιδιωκόμενο πολιτικό σκοπό και συνεπώς περιορί­ζονται από αυτόν: «Οι πιθανότητες της πραγματικής ζωής παίρνουν τη θέση του ακραίου και απόλυτου της έννοιας» (Clausewitz 1952, σελ. 97).

Η αιματοχυσία μετατρέπεται σε στρατηγικά οργανωμένη προσπάθεια να επιτευχθεί πολιτική νίκη μέσω αυτού ποο ο Κλάουζεβιτς αποκαλεί «ανώτατο δικαστήριο» και «απόφαση των όπλων» (1952, σελ. 127). Ο πο­λιτικός σκοπός καθορίζει την έναρξη και το τέλος του πολέμου, επιβάλλει συμβιβασμούς, συμμαχίες και υποχωρήσεις, αλλά και επιδρά στην ένταση της εχθρότητας και της βίας. Ο πόλεμος δεν είναι απλή εχθρότητα: Συ- νιστά πολιτικό υπολογισμό και γι ’ αυτό έχει «τη δική του γραμματική, αλλά όχι και τη δική του λογική». Μεταξύ των δύο δυνατών οπτικών, της στρατιωτικής και της πολιτικής, υπερισχύει η δεύτερη, η οποία δίνει νόη­μα στην ένοπλη σύγκρουση. Αν προϋπόθεση κάθε επιτυχημένης στρατη­γικής είναι ο μη διαχωρισμός των δύο οπτικών, η υπερίσχυση της ρευστό­τητας και της ευκαμψίας της πολιτικής αποτελεί πρωταρχική ανάγκη και θεμελιώδες δίδαγμα της εμπειρίας. Η στρατιωτική οπτική επιδρά στις «λε­πτομέρειες» και στην οργάνωση του πολέμου, ενώ η πολιτική οπτική που επιτρέπει την «κατανόηση» του πολέμου ως «εργαλείου»— διαποτίζει

Page 56: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 55

«ολόκληρη την πολεμική πράξη» (Clausewitz 1952, σελ. 108, 888επ., 1.118).

Σύμφωνα με τον Κλάουζεβιτς ο απόλυτος πόλεμος δεν ε(ναι δυνατός, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η απόπειρα διεξαγωγής τέτοιου πολέμου (ναπο­λεόντεια Γαλλία, χιτλερική Γερμανία κλπ.) οδηγεί νομοτελειακά στη συ­ντριβή, δεδομένου ότι η αυτονόμηση της στρατιωτικής οπτικής παραγνω­ρίζει τον υπάρχοντα συσχετισμό δύναμης και αποσυνδέει τους σκοπούς από τα διαθέσιμα μέσα, στερώντας την πολεμική πράξη από τη μόνη δυνατή λογική της, την πολιτική λογική. Κάθε προσπάθεια να μεταφερθεί η αναλυτικά χρήσιμη έννοια του απόλυτου πολέμου στο πραγματικό επί­πεδο είναι απρόσφορη: Η συχνή παρομοίωση του πολέμου με εργαλείο, αποτελεί την εναργέστερη έκφραση της συμβολής του Κλάουζεβιτς στην κατανόηση του πολέμου.

Δύο άλλα στοιχεία που τονίζονται ιδιαίτερα στο έργο του Κλάουζεβιτς, χωρίς να αποτελούν πρωτότυπη συμβολή, είναι, πρώτον, η σημασία της εμπειρίας για τη διεξαγωγή πολέμου, δηλ. η «τριβή» με την πολεμική πραγματικότητα που επιτρέπει την αφομοίωση των ολιγάριθμων και α­πλών εννοιών της θεωρίας και τη διαρκή διόρθωσή τους μέσω της εφαρ­μογής (ο πόλεμος θεωρείται κατ ’ εξοχήν πρακτική δραστηριότητα μπρο­στά στην οποία η θεωρία είναι αδύναμη αν όχι περιττή —Clausewitz 1952, σελ. 159επ., 183επ., 210επ.) και, δεύτερον, η ανάλυση της επιρροής που ασκεί στο χαρακτήρα του πολέμου η ιστορική μεταβλητότητα του τρόπου διεξαγωγής του. Ο Κλάουζεβιτς καταγράφει τη μεταλλαγή του πολέμου από την «κυβερνητική» μορφή, η οποία βασίζεται στο μισθοφορικό στρα­τό, στην εθνική-λαϊκή μορφή, η οποία φέρνει στο προσκήνιο τον ένοπλο λαό. Διστάζοντας στην ερμηνεία αυτού του φαινομένου που ανέδειξαν οι ναπολεόντειοι πόλεμοι και το οποίο περιγράφεται ως διεύρυνση και ενί­σχυση της πολεμικής διαδικασίας, ο Κλάουζεβιτς επισημαίνει την ανάγκη περιοδολόγησης και θέτει το ερώτημα ποια σημασία έχει για τον πόλεμο και την πολιτική η είσοδος του λαϊκού στοιχείου (Clausewitz 1952, σελ. 310επ., 697επ., 868επ.). Θα δούμε στη συνέχεια ότι, στη μαρξιστική προο­πτική, η «τριβή» στον πόλεμο και η «διαλεκτική» του λαϊκού στρατού αναλύονται ως σημεία αντιπαράθεσης με το μιλιταρισμό και γενικότερα με τις κυρίαρχες προσεγγίσεις για τον πόλεμο.

Το πρόβλημα που θέτει κάθε ανάγνωση του Κλάουζεβιτς, ή μάλλον η προϋπόθεση για την κατανόηση των θέσεών του για τη σχέση πολέμου- πολιτικής, είναι η διασάφηση της έννοιας που δίνει ο γέρμανός θεωρη­τικός στην «πολιτική». Επ’ αυτού δεν είναι δυνατόν να δοθεί ασφαλής απάντηση, δεδομένου ότι ο Κλάουζεβιτς δεν ορίζει, αλλά προϋποθέτει

Page 57: Dialektikh Toy Polemoy

56 Α. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

οιονεί διαισθητικά την έννοια της πολιτικής και συνεπώς κάθε απάντηση είναι «προσωπική», δηλ. καθορίζεται από τον τρόπο, με τον οποίο αντι­λαμβάνεται την πολιτική ο ερμηνευτής. Ωστόσο μπορεί να λεχθεί ότι ο Κλάουζεβιτς αντιλαμβάνεται την πολιτική κατά βάση αντικειμενικά, δηλ. ως διαδικασία έκφρασης αντιπαραθέσεων και ως μέθοδο επίλυσής τους με «αποφάσεις» (που εμπεριέχουν την απειλή άσκησης ή και την άσκηση ένοπλης βίας). Στα πλαίσια αυτής της αντικειμενικής διαδικασίας, η πο­λεμική σύγκρουση αποτελεί μια «στιγμή» που εντάσσεται στο πολιτικό σύνολο. Για το ζήτημα αυτό3 είναι αναγκαία η διευκρίνιση ότι η πολιτική λειτουργία στον Κλάουζεβιτς —αλλά και στην κοινωνική πραγματικότη­τα— δεν ταυτίζεται με τους εξ επαγγέλματος πολιτικούς και, γενικότερα, δεν έχει συγκεκριμένους φορείς. Συνεπώς, η διεύθυνση του πολέμου από την πολιτική —η «κατεύθυνση» των επιχειρήσεων, ο περιορισμός ή η ελεγχόμενη όξυνση εν όψει πολιτικών εκτιμήσεων— αλλά και η οργανική ένταξη του πολέμου στη γενική πολιτική-κοινωνική σύγκρουση δεν μπο­ρούν να αναχθούν στη (νομική) διάκριση μεταξύ στρατιωτικών και πολι­τικών αρχών, όπου οι πρώτες υποτίθεται ότι εκπροσωπούν την «καθαρό­τητα» της απόλυτης σύγκρουσης και οι δεύτερες μετριάζουν τα αποτελέ- σματά της, εκπροσωπώντας την ήπια πολιτική λογική (πρβλ. Kondylis 1988, σελ. 103επ.).

Ωστόσο, αυτές οι σκέψεις για την ασάφεια της έννοιας και των τρόπων άσκησης της πολιτικής στον Κλάουζεβιτς δεν σημαίνουν ότι η διάκριση απόλυτου/πραγματικού πολέμου και οι αναλύσεις περί πρωταρχικότητας της πολιτικής δεν είναι ορθές. Οι πολεμικές συγκρούσεις διαθέτουν το δικό τους εσωτερικό κώδικα («γραμματική») που, αν αφεθεί να λειτουργή­σει με βάση τα όπλα, οδηγεί σε απόλυτο πόλεμο, δηλ. στην απόπειρα εκμηδένισης του αντιπάλου με όλα τα μέσα —διαδικασία που πραγματο­ποιείται στο πρότυπο της μονομαχίας μέχρι θανάτου. Η συγκράτηση αυ­τής της τάσης μέσω των πολιτικών αποφάσεων, δηλ. η λειτουργική ένταξη του πολέμου σε βιοτικές σκοπιμότητες4, επέρχεται με αποφάσεις που είναι κατ' ουσίαν πολιτικές, ανεξαρτήτως του εάν προέρχονται από κατ’ επάγ­

3. Βλ. αναλυτικά Kondylis 1988, με κριτική των κυρίαρχων τάσεων ερμηνείας του Κλάουζεβιτς.

4. Πρόκειται για τη διαδικασία που ενεργοποιεί τις προαναφερθείσες αρχές περιορισμού του πολέμου, χωρίς αυτός ο περιορισμός να είναι «ανθρωπιστικός» ή να καθιστά τον πόλεμο μια καθεαυτή ήπια διαδικασία. Ο πόλεμος καθίσταται μια αναλογική προς το σκοπό της βίαιη σύγκρουση.

Page 58: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 57

γελμα στρατιωτικούς ή πολιτικούς. Κατά τούτο η νομική διάκριση του πολιτικού από το στρατιωτικό επίπεδο (π.χ. η συνταγματική ανάθεση του ελέγχου των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην «πολιτική ηγεσία») δεν συνιστά έκφραση της διάκρισης μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής λο­γικής στον Κλάουζεβιτς, η οποία ισχύει ακόμη και εάν την πλήρη διεύ­θυνση έχουν οι επαγγελματίες στρατιωτικοί που στην περίπτωση αυτή δρουν πολιτικά, περιορίζοντας την δυνάμει εξοντωτική λειτουργία κάθε ένοπλου αγώνα σε κοινωνικά ανεκτές διαστάσεις.

Έτσι, ο ιδεότυπος του απόλυτου πολέμου μπορεί να αντιπαρατεθεί στον αντικειμενικό πολιτικό έλεγχό του, ανεξάρτητα από τους φορείς που ανα­λαμβάνουν τη «μετατροπή» αυτή. Άλλωστε, η πολιτική-περιοριστική δρά­ση εκφράζεται και «αυθόρμητα» με «τοπικές» αποφάσεις. Αυτό συμβαί­νει π.χ. με την ανακωχή, η οποία από καθαρά πολεμική άποψη θα έπρεπε να συνάπτεται μετά την πλήρη εξάντληση της μιας πλευράς, ενώ συχνά συμφωνείται εν όψει εκτιμήσεων που είναι εν ευρεία εννοία πολιτικές, δηλ. μη απορρέουσες από τη «λογική» του αγώνα-μονομαχίας.

4.3 Οι κατευθύνσεις μαρξιστικής πρόσληψης και κριτικής του Κλάουζεβιτς

Οι μαρξιστικές επεξεργασίες εντάσσονται στο πλαίσιο ερμηνείας που έ­θεσε ο Κλάουζεβιτς χωρίς να το υιοθετούν απόλυτα (αλλά και χωρίς, απ’ ό,τι γνωρίζουμε, να έχουν προβεί σε ρητή κριτική του). Κατά πρώτο λόγο απορρίπτουν ένα προβληματικό στοιχείο, την αντίληψη ότι στην περίπτω­ση πολέμου υπάρχει αδιάρρηκτη ενότητα κάθε μετώπου και ομόθυμη στροφή του ενάντια στον εξωτερικό εχθρό, μέσα από το «εχθρικό πάθος» που διακρίνει κάθε λαό και αποβλέπει στην υπεράσπιση των κοινών πο­λιτικών συμφερόντων, τα οποία εκφράζει η πολιτική ηγεσία: «Πόλεμο δεν διεξάγουν οι λαοί αλλά οι κυβερνήσεις», θα γράψει ο Lenin (1960-1, σελ. 406), στρεφόμενος κατά της «αυθόρμητης» άποψης, ότι όποιος συμμετέχει σε πόλεμο «υπερασπίζεται την πατρίδα του». Κατά δεύτερο λόγο, οι μαρ­ξιστές επιχειρούν να «γεμίσουν» το σχήμα πολιτικής ερμηνείας του πο­λέμου, εξηγώντας σε τι συνίστανται οι πολιτικοί στόχοι που ο Κλάουζε­βιτς αναφέρει αφηρημένα, αφού, πρώτον, δεν αναφέρεται ειδικά σ ’ αυτούς, θεωρώντας τον πόλεμο φορέα κάθε δυνατής πολιτικής και, δεύτερον, συλ­λαμβάνει τον πολιτικό σκοπό ως κοινή επιδίωξη του «εθνικού» μετώπου. Έ τσι στο προαναφερθέν κείμενο ο Λένιν τονίζει επανειλημμένα ότι η πολιτική που ασκείται δια του πολέμου είναι η ανταποκρινόμενη στα

Page 59: Dialektikh Toy Polemoy

Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης (1960-1, σελ. 397επ. Βλ. και 1960-j, σελ. 304επ., 1960-q, σελ. 172επ.).

Η σχέση των μαρξιστών με τον Κλάουζεβιτς εκφράζεται έτσι σε μια διπλή τάση: Αφ’ ενός διεύρυνση του σχήματός του με την ανάλυση των πολλαπλών πολιτικών-πολεμικών μετώπων στη θέση της en bloc αντιπα­ράθεσης δύο εθνών και, αφ * ετέρου, περιορισμός της εμβέλειάς του με το σαφή προσδιορισμό των μορφών πολιτικής που εκφράζονται δια του πο­λέμου.

Page 60: Dialektikh Toy Polemoy

5. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΩΣ ΤΑΞΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Οι μαρξιστικές αναλύσεις για τον πόλεμο αναπτύσσουν τα ζεύγη εννοιών που προαναφέρθηκαν (Κεφ. 3.4) με κέντρο τη σχέση πολέμου-πολιτικής. Είναι δυνατόν να εντοπισθούν πέντε σημεία που δείχνουν την προτεραιό­τητα της πολιτικής έναντι του πολέμου και ταυτόχρονα ερμηνεύουν την πολιτική ως ταξική πολιτική

5.1 Για την έννοια της πολιτικής

Προαπαιτούμενο της ανάλυσης είναι ο ορισμός της έννοιας της ταξικής πάλης και της πολιτικής (για τα ακόλουθα βλ. πιο αναλυτικά Δημούλη 1994, σελ. 35επ.). Στους μαρξιστές θεωρητικούς δεν συναντάται ενιαίος ορισμός: Γύρω από τις έννοιες αυτές έχουν αναπτυχθεί μείζονες διαμάχες με άμεσες (πολιτικές) συνέπειες. Με την επιφύλαξη του υποκειμενισμού, θα επιχειρηθεί εδώ η παρουσίαση ορισμένων «ελάχιστων» στοιχείων που εννοιολσγούν τους όρους αυτούς και μπορούν να διεκδικήσουν ευρύτερη αποδοχή.

Κατά το γνωστό ορισμό του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, η πολιτική

I. Η ενημερωμένη μελέτη του Kondylis (1988) επιδιώκει να αποδώσει τη μαρξιστική σκέψη για τον πόλεμο σχολιάζοντας τα ad hoc αποσπάσματα στο έργο μαρξιστών. Αυτή η εγκυκλοπαιδική ενημέρωση του αναγνώστη βασίζεται στις αστικές έννοιες της «πο­λιτικής», της «οικονομίας» και των σχέσεών τους και δεν είναι δυνατόν να αποδώσει τη μαρξιστική σκέψη, στην οποία ο πόλεμος δεν αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης, ούτε άθροισμα παραπομπών, αλλά ερμηνεύεται με συνυπολογισμό εννοιών και αναλύσεων που φαινομενικά δεν σχετίζονται με το θέμα. Σε αντίθεση με αυτή την ακαδημαϊκή απόπειρα επιχειρείται στη συνέχεια η οργανική σύνδεση των διάσπαρτων αναφορών για τον πόλεμο με το σύνολο της μαρξιστικής ανάλυσης, ως κριτικής της εκμετάλλευσης, της πολιτικής κυριαρχίας και του εθνικισμού.

Page 61: Dialektikh Toy Polemoy

60 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

συνδέεται με την ταξική πάλη: «Κάθε ταξικός αγώνας είναι όμως πολιτι­κός αγώνας» (Marx/Engels 1983, σελ. 471). Αυτός ο ορισμός υπαινίσσεται ότι η πολιτική είναι μια έννοια γένους, στην οποία υπάγεται η ταξική πάλη ως μορφή άσκησης πολιτικής, αν και τόσο στο «Μανιφέστο» όσο και σε μετέπειτα αναλύσεις διαπιστώνεται η τάση ταύτισης των δύο εν­νοιών: Η μεν πολιτική εκφράζει με προνομιακό τρόπο τους ταξικούς α­γώνες, η δε ταξική πάλη, τουλάχιστον στην οργανωμένη —και θεωρού­μενη ως «ανώτερη»— μορφή της, αφορά άμεσα το στοιχείο της πολιτικής. Η βασική θέση για τη δυνητική ταύτιση ταξικής πάλης και πολιτικής εμπεριέχει όμως και μια αντίστροφη ιεράρχηση: Η ταξική πάλη —ως έννοια πρωταρχικότερη και πιο «απτή»— είναι εκείνη που τελικά σημα- σιοδοτεί την πολιτική.

Αυτές οι διατυπώσεις δεν δηλώνουν πολλά για την έννοια της πολιτικής και διατηρούν την ασάφεια ως προς τη σχέση της με την ταξική πάλη. Μας επιτρέπουν όμως να τοποθετήσουμε την πολιτική στο πλαίσιο των κοινωνικών διαδικασιών και να την αντιμετωπίσουμε ως μια πρακτική που συνδέεται με την ταξική πάλη και, ως ένα βαθμό, καθορίζεται από αυτή.

Τα παραπάνω συμπληρώνονται από την εκτενή ανάλυση του Ν. Που­λά ντζά (1975, σελ. 45επ.) για τα ζητήματα ορισμού της πολιτικής. Ο Που- λαντζάς διακρίνει εννοιολογικά το πολιτικό στοιχείο από την πολιτική. Ως πολιτικό στοιχείο μιας κοινωνίας θεωρείται το νομικοπολιτικό εποι­κοδόμημα, ενώ ως πολιτική γίνεται αντιληπτή η ταξική πολιτική πάλη. Η πολιτική ορίζεται ως το σύνολο των πρακτικών μετασχηματισμού, οι οποίες αφορούν το σημείο συγχώνευσης των αντιφάσεων ενός κοινωνικού σχηματισμού ή, με μια συγκλίνουσα διατύπωση, ως «έκφραση των κοινω­νικών σχέσεων και την ίδια στιγμή ενεργητική παρέμβαση για τη διατή­ρηση ή την ανατροπή τους» (Μπιτσάκης 1992, σελ. 16). Ειδικός στόχος της πολιτικής είναι το πολιτικό στοιχείο: Ο μετασχηματισμός του νομι- κοπολιτικού εποικοδομήματος, άρα των κρατικών μηχανισμών που (εν μέρει) οργανώνουν τον κοινωνικό σχηματισμό. Αυτή η προνομιακή σύν­δεση της πολιτικής με την ταξική πάλη και το κράτος αποτελεί πάγιο στοιχείο των μαρξιστικών αναλύσεων (π.χ. Μηλιός 1988-α, σελ. 92επ., Μπιτσάκης 1992, σελ. 16επ.).

Σ ’ αυτά τα στοιχεία ένταξης της πολιτικής στις κοινωνικές βαθμίδες και διαδικασίες πρέπει να προστεθεί η εννοιολογική διάκριση ανάμεσα στην πολιτική εν γένει και στη «νόμιμη» —σε δεδομένη στιγμή— πολι­τική, η οποία είναι περιορισμένη ως προς την ακτίνα δράσης και τα μέσα. Η νόμιμη πολιτική έχει συγκεκριμένη έδρα: Ασκείται μέσω του «επίση­μου» μηχανισμού πολιτικής αντιπροσώπευσης (πολιτικός ιδεολογικός μη­

Page 62: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 61

χανισμός —Αλτουσέρ 1987, Δημούλης 1992-α, σελ. 44επ.). Η «νομιμότη­τα» που την (κερι)ορίζει ανιχνεύεται σε δύο επίπεδα. Αφ ’ ενός στο νομικό επίπεδο: πολιτική σύμφωνη με τη «συνταγματική τάξη», μη ποινικοποιη- μένη, μη χρησιμοποιούσα αξιόποινα μέσα. Αφ ’ ετέρου στο θεσμικό επί­πεδο: άσκηση πολιτικής με βάση τις εκάστοτε συνήθεις μορφές δράσης (σήμερα: κομματική και συνδικαλιστική πολιτική σε μαζική κλίμακα), πολιτική με πρόσβαση στα «μέσα πολιτικής επικοινωνίας», σε σύνδεση με τους άλλους αναγνωρισμένους πολιτικούς οργανισμούς, με ενδεχόμενη συμμετοχή στη «διακυβέρνηση» κ.ο.κ.

Η πολιτική μπορεί κατ’ αρχήν να ορισθεί με τρόπο λειτουργισπκό (αλλά από στατική άποψη ορθό) ως το σύνολο των κοινωνικών πρακτικών που επιδιώκουν να επηρεάσουν τη λήψη απόφασης στα ζητήματα που κάθε φορά τίθενται σε δημόσιο διάλογο. Έτσι μπορεί να υποστηριχθεί ότι αντικείμενο και όριο της πολιτικής είναι το εκάστοτε αντικείμενο και όριο της δημόσιας διαπραγμάτευσης, στην προοπτική μετασχηματισμού δεδο­μένων κοινωνικών σχέσεων και θεσμών.

Πέραν αυτού υπάρχει το δεδομένο ότι «τα πάντα είναι (δυνάμει) πολι­τικά». Η εκάστοτε επίσημη-νόμιμη πολιτική, οι μηχανισμοί της και η ιδεολογία που παράγουν, αποτελεί το μέσο συγκάλυψης-καταστολής τής δυνάμει πολιτικότητας άλλων ζητημάτων. Πρόκειται:

(α) Για σημεία δυνάμει κοινωνικής σύγκρουσης που απωθούνται από τη διαπραγμάτευση, διότι έχει απαγορευθεί de facto (συχνά και de iure) η σχετική εκδήλωση αμφισβήτησης. Αυτό οφείλεται στο ότι η ανάπτυξη της δυνάμει πολιτικότητας ορισμένων ζητημάτων συνιστά άμεσο κίνδυνο για τη συνοχή ενός κοινωνικού σχηματισμού (θεμέλια των παραγωγικών σχέσεων —μισθωτή εργασία, ατομική ιδιοκτησία— και βάσεις της ιδεο- λογικής-πολιτικής οργάνωσης, π.χ. αρχές δόμησης του μηχανισμού εκ­παίδευσης, «εθνικά» ζητήματα, θεμέλια του πολιτικού μηχανισμού και του νομικού συστήματος). Οι έχοντες συμφέρον στην αναπαραγωγή ενός συ­στήματος παραγωγής απαγορεύουν και ποινικοποιούν —στο βαθμό που τους είναι δυνατό— μια τέτοια δραστική επέκταση της πολιτικής.

(β) Για ζητήματα που θεωρούνται εν γένει «μη πολιτικά» με συνέπεια να απωθούνται στον «ιδιωτικό» χώρο (π.χ. οικογένεια, εξουσιαστικές σχέ­σεις μεταξύ των δύο φύλων, τεχνική οργάνωση της μισθωτής εργασίας, κατανάλωση-ελεύθερος χρόνος).

Η πρώτη κατηγορία ζητημάτων είναι μη πολιτική μόνο υπό προθε­σμίαν, δηλ. μέχρις ότου εμφανισθεί και πάλι η δύναμη που θα αναδείξει την πολιτικότητά τους, επεκτείνοντας την αμφισβήτηση στα θεμέλια της κοινωνικής οργάνωσης. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει, αντιθέτως, ζη­

Page 63: Dialektikh Toy Polemoy

62 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

τήματα που είναι υπό αίρεσιν μη πολιτικά. Εδώ η πολιτικότητα είναι πλήρως αδιαφανής, συγκαλυπτόμενη από τις ισχυρές ιδεολογίες του φυ­σικού και του ιδιωτικού (βλ. Guillaumin 1992, Capitan/Guillaumin 1993 — με ιδιαίτερη αναφορά στη «μη πολιτικότητα» του γυναικείου ζητήματος, όπου η πολιτική διαδικασία κοινωνικής κατασκευής των φύλων εμφανί­ζεται ως ιδιωτικό θέμα σχέσεων άνδρα/γυναίκας και ως απόρροια μιας φυσικής ταυτότητας/ιεράρχησης)2. Η αμφισβήτηση των ιδεολογιών αυ­τών προϋποθέτει τη δημιουργία κινημάτων που θα παράγουν την πολιτι- κότητα, θα απαιτήσουν τη δημοσιοποίηση και θα διευρύνουν ποιοτικά το πεδίο της δημόσιας διαπραγμάτευσης.

Από τις προηγούμενες επισημάνσεις προκύπτει ότι δεν είναι δυνατό (και ορθό) να δοθεί ένας ορισμός της «ουσίας» της πολιτικής, ο οποίος να κατατάσσει τα υποκείμενα, τα μέσα και τους σκοπούς της, δηλ. δεν πρέπει να υιοθετηθεί η κυρίαρχη ουσιοκρατική άποψη που θεωρεί ότι η πολιτική «αφορά ένα σαφέστατα καθορισμένο πεδίο της ανθρώπινης ζωής», την πολιτική-κομματική διαμάχη στα πλαίσια των κρατικών θεσμών με τάση αποκλεισμού και των οικονομικών ακόμη συγκρούσεων συμφερόντων, και ότι τα άλλα ζητήματα είναι εξ ορισμού ιδιωτικά1.

2. Μια πλήρης ανάλυση των μηχανισμών δημιουργίας της πολιτικότητας και των «α­παγορεύσεων», δηλ. των κοινωνικών-ιδεολογικών ορίων στα οποία προσκρούει η επέ­κταση της πολιτικότητας, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την ανασυγκρότηση της ιστορίας του «χωρισμού κοινωνίας και κράτους» και της λειτουργίας του στη σημερινή πραγματικότητα. Αυτή η θεμελιώδης fictio της φιλελεύθερης νομικής ιδεολογίας (π.χ. Boeckenfoerde 1991) δεν αποτελεί απλώς μια «πλάνη», που θα μπορούσε να απορριφθεί με την αναφορά στη διασύνδεση των κοινωνικών επιπέδων ή με την —καθεαυτήν ανα­γκαία— κατάδειξη της μη ουδετερότητας του κράτους (πρόσφατα Δημούλης 1992-α). Ο χωρισμός κοινωνίας-κράτους αποτελεί τη ρυθμιστική αρχή της πολιτικής στις σύγχρο­νες κοινωνίες, ένα σύνολο ιδεολογικών αντιλήψεων και (αστικών) διεκδικήσεων που έχουν μεταμορφωθεί σε υλική δύναμη. Με την εν λόγω αφετηρία πρέπει να αναλυθεί η κοινωνική λειτουργία του «χωρισμού» κοινωνίας-κράτους και των συνοδευτικών εν­νοιών του («δημοσιότητα» και «ιδιωτικό»), Πρβλ. την προγραμματική θέση του Ε. Μπα- λιμπάρ: «Η πολιτική δεν ανάγεται ούτε στην Κοινωνία ούτε στο Κράτος, ο θεσμικός διαχωρισμός των οποίων αποτελεί το πεδίο προβολής της αλλοτρίωσης της πολιτικής (...) Η επαναστατική πολιτική μετατοπίζει το όριο Κοινωνίας και Κράτους με κίνδυνο του μαζικού κινήματος» (1990-α, σελ. 95).

3. Για την άποψη αυτή βλ. π.χ. Scheuner (1962), απ’ όπου και το παράθεμα (σελ. 258). Ένας τέτοιου είδους ορισμός διατυπώθηκε πρόσφατα με πληρότητα από έναν εκπρό­σωπο του «νεορεαλισμού»: «Η πολιτική γίνεται αντιληπτή ως ένας καθοριζόμενος από περιστάσεις, προσανατολιζόμενος σε αξίες και αναφερόμενος στην εμπειρία τρόπος decisional acting —δηλ. ως ο αγώνας για τη λήψη και την επιβολή αποφάσεων—, με σκοπό να επιτευχθεί, στη βάση μιας νομιμοποιημένης εξουσίας, ένας (σχετιζόμενος με

Page 64: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 63

Αν απορρίψουμε μια τέτοια, σε τελική ανάλυση στατική και φορμαλι­στική, αντίληψη, προκύπτει ότι ο μόνος δυνατός ορισμός της πολιτικής είναι περιγραφικός και ρευστός και πρέπει να επιχειρείται σε δυναμική προοπτική. Αφορά την ανάλυση των δυνάμεων που προβάλλουν σε δεδο­μένη συγκυρία ένα ζήτημα ως πολιτικό και επιτυγχάνουν την εισαγωγή του στο ειδικά πολιτικό πλαίσιο του πολιτικού-ιδεολογικού εποικοδομή­ματος (δημόσια διαπραγμάτευση στην προοπτική μετασχηματισμού ορι­σμένων μορφών κοινωνικής οργάνωσης).

Καθίσταται έτσι σαφές ότι η σύνδεση της πολιτικής με την ταξική πάλη στο «Μανιφέστο» δεν πρέπει να εκληφθεί ως αποκλειστική. Δεν ορίζει την «ουσία» του πολιτικού, αλλά έχει κατ’ αρχάς σημασία παραδείγματος. Δείχνει ότι είναι δυνατόν με την κατάλληλη (εν προκειμένω: ταξική) ορ­γάνωση να καταστούν επίδικο πολιτικό ανήκείμενο οι παραγωγικές σχέ­σεις —θέμα που το αστικό κράτος και η αστική πολιτική τείνουν να εμφανίσουν ως μη πολιτικό, διαιωνίζοντας τη συγκεκριμένη δομή με την αρνητική (αλλά εξόχως πολιτική) απόφαση της μη πολιτικοποίησης. Η σύνδεση του πολιτικού με την ταξική πάλη έχει ωστόσο και μια «απόλυ­

συμφέροντα και βασιζόμενος στη δύναμη) συντονισμός δράσης στις δημόσιες υποθέ­σεις, προκειμένου να εξασφαλιστεί η λειτουργία, ο προγραμματισμός και η υπεράσπιση σύνθετων κοινωνικών συστημάτων και η ρύθμιση των σχέσεών τους με άλλα (εξωτε­ρικά) κοινωνικοπολιτικά συστήματα» (Kindermann 1993).

Αν εξαιρέσουμε τη — χαρακτηριστική για το λειτουργισμό— ασάφεια (ποια είναι η «δύναμη»; ποιοι ανταγωνίζονται; ποιες «αξίες» και συμφέροντα εκφράζουν,) ο ορισμός αυτός προβαίνει σε ανακριβή περιορισμό της πολιτικής. Πρώτον, θεωρεί ως βάση της πολιτικής τη νομιμοποιημένη εξουσία, δηλ. περιορίζει την πολιτική στο κρατικό επί­πεδο. Δεύτερον, θεωρεί ότι η πολιτική αφορά τις «δημόσιες υποθέσεις», δηλ. την ορίζει με στατικό τρόπο ως περιοριζόμενη σε αυτό που σήμερα θεωρείται «δημόσιο», «κοινό». Τρίτον, αντιμετωπίζει την πολιτική ως δραστηριότητα που τείνει στη διατήρηση ενός κοινωνικού συστήματος, αποκλείοντας τη δραστηριότητα «αποδόμησής» του: εμφανίζει τέτοιες δραστηριότητες ως μη πολιτικές και συνεπώς ανύπαρκτες ή απαγορευόμενες. Πίσω από τη γενικότητα και την ασάφεια του ορισμού κρύβεται λοιπόν η συγκεκριμένη επιλογή να εμφανισθεί η πολιτική με τρόπο στατικό, στο πρότυπο της σημερινής νό­μιμης πολιτικής, όπου κόμματα και «ομάδες πίεσης» ανταγωνίζονται για τη λήψη από­φασης σε μια σφαίρα προβλημάτων. Τα λοιπά ζητήματα και μέσα δράσης εξοβελίζονται από το πεδίο της πολιτικής, πράγμα που, αφ’ ενός, κρύβει την (πολιτική) απόφαση της ποινικοποίησής τους, εάν εκδηλωθεί δραστικά μια «άλλη πολιτική» και, αφ’ ετέρου, επιδιώκει την ταύτιση της ουσίας της πολιτικής με τις μορφές εμφάνισής της. Πολιτικό είναι ό,τι επισήμως θεωρείται ως τέτοιο και πολιτικοί φορείς είναι όσοι αναγνωρίζονται ως τέτοιοι. Έτσι κλείνει ο δρόμος για κάθε απόπειρα να βρεθεί η «ουσία των πραγμά­των» που (ίσως) κρύβετιφ πίσω από τη μορφή εμφάνισής τους, και εδώ πίσω από την αποσιώπηση ή τη στρεβλή έκφραση των πολιτικών ζητημάτων και των πραγματικών υποβάθρων της πολιτικής: των κοινωνικών στοιχείων που την καθορίζουν.

Page 65: Dialektikh Toy Polemoy

64 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

τη» σημασία, στο βαθμό που εκφράζει τη διαπίστωση ότι το κύριο ζήτημα αντιπαράθεσης σε μια κοινωνία είναι η μορφή των παραγωγικών σχέσεων, η οποία καθίσταται επίκεντρο της σύγκρουσης.

Ανάλογη είναι και η σημασία των διακρίσεων του Πουλαντζά που προαναφέρθηκαν. Δείχνουν ότι ο μετασχηματισμός που επιδιώκουν οι πολιτικές πρακτικές αφορά προνομιακά το κράτος ως σημείο συμπύκνω­σης των αντιφάσεων (και συγκέντρωσης της ένοπλης βίας) σε έναν κοι­νωνικό σχηματισμό. Το κράτος είναι το κατ’ εξοχήν αντικείμενο της πολιτικής πρακτικής, χωρίς όμως να είναι το μοναδικό —όπως είδαμε ότι υποστηρίζεται στα πλαίσια της αντίληψης που περιορίζει την πολιτική στην επίσημη-νόμιμη πολιτική (π.χ. Scheuner 1962, σελ. 253επ.). Αντίθετα μάλιστα, η αναγωγή της πολιτικής στο κράτος, δηλ. η εκτίμηση ότι η πολιτική εξαντλείται στον πολιτικό ιδεολογικό μηχανισμό, απολυτοποιεί ανακριβώς το ότι το κράτος αποτελεί το κύριο επίδικο αντικείμενο της πολιτικής: Ανάγει την κρατική πολιτική σε όριο της πολιτικής εν γένει και περιορίζει την πολιτική με νομικιστικό τρόπο στην κοινοβουλευτική μορφή της (βλ. τις παρατηρήσεις του Αλτουσέρ 1980, σελ. 13επ.).

Η αφαιρετικότητα και ελαστικότητα, με την οποία περιγράφηκε στα προηγούμενα η πολιτική, οφείλεται στο ότι τόσο οι φορείς όσο και τα μέσα της πολιτικής πρακτικής είναι ποικίλα και επιδέχονται μόνον απα­ρίθμηση (και ανάλυση) σε δεδομένη ιστορική στιγμή. Η πολιτική πρακτι­κή μπορεί να περιγραφεί γενικά ως μια πολυμέτωπη αντιπαράθεση χωρίς προδεδομένα ή σταθερά υποκείμενα και αντικείμενα, που χρησιμοποιεί διαλογικά μέσα για την οργάνωση και προβολή των διεκδικήσεών της. Δεδομένης όμως της ένταξής της σε ένα προϋπάρχον πλαίσιο συσχετι­σμού δύναμης που είναι βίαιος, διότι χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μηχανισμών και μέσων ενός οριακά ένοπλου καταναγκασμού, η πολιτική περιλαμβάνει τη χρήση βίαιων μέσων για τη μεταβολή του συσχετισμού.

Το πεδίο αυτό δομείται με βάση δύο κανόνες. Πρώτον, τον κανόνα της αντίστροφης διαβάθμισης: Εκείνοι που υφίστανται τους μεγαλύτερους κα­ταναγκασμούς, δηλ. το μεγαλύτερο βαθμό πραγματικής ανελευθερίας και ανισότητας και άρα θα έπρεπε να αντιδράσουν «βιαιότερα», διαθέτουν τα λιγότερα μέσα άσκησης αποτελεσματικής πολιτικής. Δεύτερον, τον κανό­να της προτεραιότητας του σκοπού: Ως ορθολογική κοινωνική δραστη­ριότητα η πολιτική όχι μόνον τείνει να περιορίσει τη «δαπάνη βίας», αλλά και προσαρμόζει τις μορφές δράσης στους σκοπούς. Εντάσσει στο πολι­τικό παιχνίδι ασταθείς συμμαχίες και προσωρινούς συμβιβασμούς με στό­χο την επίτευξη ενός αποτελέσματος (καίτοι ούτε τα «υποκείμενα» της πολιτικής ούτε οι σκοποί της είναι σταθεροί: ο πολιτικός αγώνας μετα­

Page 66: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 65

σχηματίζει τους συμμετέχοντες και τους σκοπούς τους). Η πολιτική συ- νιστά μια γενική (υποκειμενικά και αντικειμενικά διαρκώς επεκτάσιμη) κοινωνική δραστηριότητα, η οποία αξιολογεί διττά τα μέσα της: Ως προς την προσφορότητα για επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών και ως προς τον εκάστοτε κοινωνικά ανεκτό-«επιτρεπτό» βαθμό έντασης της σύγκρου­σης (περιορισμός που προκύπτει από την ανάγκη συμμαχιών και από τη διαμόρφωση του συσχετισμού δύναμης που θέτει τα όρια του «ανεκτού»).

Ποια είναι η έννοια της «ταξικής πολιτικής»; Εδώ είναι αναγκαία μια απάντηση στο κεφαλαιώδες ζήτημα ορισμού των τάξεων στον καπιταλι­σμό. Η αμφισβήτηση επικεντρώνεται γύρω από το εάν ο ορισμός των τάξεων πρέπει να είναι «οικονομικός» ή «πολιτικός». Ο αμιγώς «πολιτι­κός» ορισμός της τάξης με όρους οργάνωσης και ταξικής συνείδησης καταλήγει στην αυθαιρεσία της βουλησιαρχίας (τάξη είναι η οργάνωσή της, δηλ. η «απόφαση» συγκρότησης ενός υποκειμένου ανεξάρτητα από αντικειμενικά δεδομένα, τάση που διακρίνεται καθαρά σε αστούς θεωρη­τικούς όπως ο Σμιττ, ο οποίος θεωρεί τις τάξεις «πολιτικά μεγέθη» — βλ. Κεφ. 6.2)4.

Ο αμιγώς οικονομικός ορισμός, που επιχειρείται στο ημιτελές 52ο Κε­φάλαιο του 3ου τόμου του Κεφαλαίου (Marx 1989 —βλ. σχετικά Balibar 1985) και εξακολουθεί να υποστηρίζεται (π.χ. Klein et al. 1988, σελ. 466επ., Mandel 1990, σελ. ΙΟεπ.), οδηγεί επίσης σε αδιέξοδο, διότι καταλήγει στην προβληματική μιας τάξης-υποκειμένου που εμφανίζει δομικό προορισμό και δομική ακινησία, τείνοντας νομοτελειακά στη συνειδητοποίηση και την πολιτική έκφραση της άπαξ δεδομένης ταξικής κατάστασης. Εδώ είναι σαφής η επιρροή αντιλήψεων «κοινωνιολογικής ουσιοκρατίας» (Balibar 1992, σελ. 193), δηλ. μιας τάσης που αγνοεί τους πολιτικούς και ιδεολογικούς καθορισμούς του σχηματισμού των τάξεων στην ιστορική εξέλιξη.

Η έννοια της ταξικής πάλης και του (μετα)σχηματισμού των τάξεων μπορεί να εισαχθεί μόνο με την κάμψη του «οικονομικού» ορισμού στην κατεύθυνση συνυπολογισμού της πολιτικής διάστασης των ταξικών πρα­κτικών5, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι τάξεις ορίζονται πολιτικά. Οι τάξεις

4. «Οποιαδήποτε προσπάθεια να οριστεί η έννοια της τάξης με βάση υποκειμενικά στοιχεία θα οδηγήσει σ ' ένα εννοιολογικό σχετικισμό που στην πράξη θα “καταλύσει” την έννοια της τάξης» (Μαλάκος 1991, σελ. 62). Στην κατηγορία των πολιτικών ορισμών των τάξεων πρέπει να εντάξουμε και την απόπειρα του αναλυτικού μαρξισμού να ορίσει τις τάξεις με βάση τη στρατηγική των ατόμων. Βλ. την κριτική παρουσίαση των Γρά- βαρη (1991) και Μαλάκου (1991).

5. Πρβλ. τις παρατηρήσεις του Μαλάκου (1991, σελ. 61επ.), παρά την κάποια σύγχυση

Page 67: Dialektikh Toy Polemoy

66 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

με κοινωνιολογική έννοια «δεν υπάρχουν» —τουλάχιστον στις καπιταλι­στικές κοινωνίες—, δηλ. δεν υπάρχουν ως αυστηρά προσδιορισμένο ά­θροισμα ατόμων που μια στατιστική θα μπορούσε με ακρίβεια να καθο­ρίσει, όπως το οραματίζεται η θετικιστική κοινωνιολογία. Οι εμπειρικές τάξεις συγκροτούνται και μετασχηματίζονται διαρκώς στη γενική πολιτι­κή αντιπαράθεση, μέσω μορφών οργάνωσης που καθορίζονται πρωταρχι­κά από τη δομή ενός κοινωνικού σχηματισμού και τις θέσεις των δυνητικά «κινούμενων» φορέων παραγωγής (Μπαλιμπάρ 1989-α, Balibar 1992, σελ. 191επ., Ιωακείμογλου 1990). Με αυτή την έννοια, οι τάξεις συνιστούν μια θεωρητική κατασκευή που είναι ανοιχτή ως προς τους εκάστοτε φορείς, αλλά σε δεδομένο σύστημα παραγωγής εμφανίζει σαφείς αντικειμενικούς καθορισμούς ως σχέση εκμετάλλευσης.

'Οπως με πυκνότητα διατυπώθηκε: «Η τάξη είναι η συνολική κοινωνική έκφραση της εκμετάλλευσης (...) Μία τάξη (μια συγκεκριμένη τάξη) είναι μια ομάδα ανθρώπων σε μια κοινότητα, που αναγνωρίζεται από τη θέση της σε ολόκληρο το σύστημα κοινωνικής παραγωγής, και που ορίζεται κυρίως ανάλογα με τη σχέση της (πρωταρχικά με όρους βαθμού ελέγχου) προς τους όρους παραγωγής (δηλαδή προς τα μέσα και την εργασία πα­ραγωγής) και προς άλλες τάξεις» (de Ste Croix 1985, σελ. 47)‘.

Αυτός ο ορισμός τονίζει το οικονομικό στοιχείο —αναγνώριση της ταξικής ένταξης με βάση το μόνο απτό κριτήριο, τη θέση στην παραγω­γή—, αλλά δεν αποκλείει το δυναμικό επηρεασμό της ταξικής ταυτότητας από τις πολιτικές διαδικασίες, το ότι μια τάξη μετασχηματίζεται διαρκώς ως προς τους φορείς της και, με βραδύτερους ρυθμούς, ως προς τους όρους ζωής που συνολικά τη χαρακτηρίζουν, μέσω της πολιτικής συνειδητο- ποίησης και οργάνωσης, δηλ. μέσω της αλλαγής του συσχετισμού δύνα­μης δια της ταξικής πάλης.

Έ τσι μπορούμε να προσδιορίσουμε εγγύτερα την επιρροή του πολιτι­κού στοιχείου στον ορισμό της τάξης. Εάν δεχθούμε ότι οι τάξεις σχη- ματίσθηκαν μέσα στην ταξική πάλη, η εκάστοτε πολιτική οργάνωση α­ποτελεί παράγοντα που είναι σε θέση να επηρεάσει την ταξική ένταξη, δηλ. να αλλάξει τον οικονομικό καθορισμό ατόμων και ομάδων. Το πρό­βλημα του μετασχηματισμού των τάξεων μέσω της πολιτικής δράσης α­παιτεί εκτενή ανάλυση. Εδώ θα περιορισθούμε στην επισήμανση της αλ-

στις έννοιες «σχετική αυτονομία» και «επικαθορισμός» και το μερικό αγνωστικισμό κατά τον προσδιορισμό της έννοιας «ταξικό συμφέρον».

6. Γ ι' αυτόν το «διαφοροποιητικό» ορισμό που συναντάται και στον Λένιν, βλ. Babilar (1985, σελ. 173/4).

Page 68: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 67

ληλ£π(δρασης πολιτικού/ οικονομικού στοιχείου, στην οποία δεν πρέπει να δοθεί βουλησιαρχική χροιά, π.χ. με τη θεώρηση της πολιτικής ως πεδίου έκφρασης κυρίως του υποκειμενικού παράγοντα (έτσι όπως Μπι- τσάκης 1992, σελ. 26επ.). Η σχέση αλληλεπίδρασης απαιτεί τη σύλληψή της ως διαλεκτικής σε διαρκή κίνηση, η οποία καταδεικνύει την επίδραση της πολιτικής δράσης στήν ταξική ένταξη —και έτσι το χαρακτήρα, τα μέσα και τα αντικειμενικά όρια μιας ταξικής πολιτικής.

Γιατί η ταξική πολιτική θεωρείται στη μαρξιστική παράδοση ως κύρια μορφή πολιτικής; Εάν αποδεχθούμε ότι το κύριο ζήτημα σε κάθε κοινωνία είναι η οργάνωση της παραγωγής και ότι, όπως εμπειρικά προκύπτει, η οργάνωση αυτή δεν γίνεται τυχαία ή ατομικά, αλλά με βάση κατηγορίες ατόμων που ορίζονται από τη θέση τους στην παραγωγική διαδικασία, οι τάξεις αποτελούν τον προνομιακό φορέα πολιτικής, δεδομένου ότι παρέ­χουν το υλικό υπόβαθρο για τη συνειδητοποίηση κοινών συμφερόντων και την οργάνωση γύρω από αυτά με σκοπό την επιβολή τους. Με άλλη διατύπωση, η κοινή ταξική ένταξη συνιστά τον κύριο δεσμό δυνητικής κοινότητας συμφερόντων, ο οποίος αποτελεί μοχλό της πολιτικής: Το ταξικό συμφέρον πολιτικής δράσης είναι ισχυρότερο και διαρκέστερο τόσο από εκείνο μιας «τυχαίας» ομάδας προσώπων (που συνδέονται π.χ. με βάση μια κοινή προτίμηση συγκροτώντας έναν όμιλο κοινών ενδιαφε­ρόντων) όσο και από εκείνο μιας ομάδας προσώπων που οργανώνεται με βάση όντως κοινά συμφέροντα, τα οποία όμως είναι είτε παροδικά (π.χ. φοιτητικό κίνημα) είτε δευτερεύοντα (π.χ. πρωτοβουλία πολιτών μιας πε- ριοχής) είτε τόσο αφηρημένα ώστε ενέχουν αντιφάσεις που οδηγούν σε δομική αναποτελεσματικότητα (π.χ. οργανώσεις καταναλωτών, ιδιοκτη­τών ή φορολογουμένων).

Με αυτή την έννοια οι τάξεις αποτελούν τον προνομιακό φορέα διαμόρ­φωσης πολιτικών πρακτικών ανεξάρτητα από την εκάστοτε αποτελεσμα- τικότητα της ταξικής οργάνωσης, δηλ. ανεξάρτητα από το ποιοι είναι οι φορείς άσκησης των πολιτικών πρακτικών (κόμματα, συνδικάτα, κινήμα­τα) και ποια τα εκάστοτε αποτελέσματα της δράσης τους. Η πρωταρχικό- τητα των αντικειμενικά κοινών συμφερόντων στην κοινωνική διαδικασία δεν ταυτίζεται με την αποτελεσματική κοινή οργάνωση σε δεδομένες συν­θήκες, για λόγους που συναρτώνται με την εξέλιξη της ταξικής πάλης. Αν δεχθούμε την πρωταρχικότητα των αντικειμενικά κοινών συμφερόντων, τότε πρέπει να δεχθούμε και ότι η έλλειψη οργάνωσης και «συνείδησης» δεν αίρει τον ταξικό σύνδεσμο7, όπως μια ιδεαλιστική-πολιτικιστική άπο­

7. Γ ία το όλο ζήτημα βλ. de Ste Croix (1985, σελ. 47επ.) και Κυρτάτα (1987, σελ. 77επ.).

Page 69: Dialektikh Toy Polemoy

Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

ψη της ταξικής πάλης και της πολιτικής θα υποστήριζε*. Αντιθέτως μά­λιστα, η αδυναμία να συνειδητοποιηθεί και να εκδηλωθεί η κοινή συνεί­δηση στην κατεύθυνση μετασχηματισμού ενός κοινωνικού σχηματισμού ενδεχομένως οφείλεται στην οξύτητα της εκμετάλλευσης και συνεπώς στην ύπαρξη ισχυρών ταξικών χωρισμών που λειτουργούν αυτοσυγκαλυ- πτικά. Έτσι π.χ. ένας συντριπτικός συσχετισμός υπέρ του κεφαλαίου δεν επιτρέπει την αποτελεσματική εκδήλωση της ταξικής αμφισβήτησης στο επίπεδο της πολιτικής, δηλ. συγκαλύπτει τους ταξικούς χωρισμούς με βάση τα ίδια τα αποτελέσματα μιας επιθετικής ταξικής πολιτικής. Πρό­κειται εδώ για ένα παράδοξο της πολιτικής, το οποίο ερμηνεύεται με την προηγούμενη αναφορά μας στη «νόμιμη» πολιτική. Αναδεικνύοντας ορι­σμένα ζητήματα ως πολιτικά, η «νόμιμη» πολιτική συγκαλύπτει τη δυνη­τική πολιτικότητα κάποιων άλλων.

Από τα παραπάνω προκύπτει και ότι οι τάξεις δεν είναι «πλήρεις» φο­ρείς διαμόρφωσης της πολιτικής, δηλ. δεν εκφράζουν —δια των φορέων

8. Τις τελευταίες δεκαετίες πληθαίνουν οι αμφισβητήσεις για τη μαρξιστική έννοια των τάξεων. Επ’ αυτού πρέπει να επισημανβεί το εξής. Οσο υπήρχαν ισχυρά εργατικά κόμματα και συνδικάτα, η πραγματικότητα των τάξεων δύσκολα αμφισβητείτο. Τώρα που τείνουν να εξαλειφθούν, οι τάξεις γίνονται «αόρατες» για τον απλό λόγο ότι ελά­χιστοι μιλούν γ ι ' αυτές στο πολιτικό πεδίο. Σημαίνει όμως αυτό ότι η εργατική τάξη υπάρχει μόνον όσο εκφράζεται «δι' εαυτήν»; Σημαίνει αυτό ότι οι υποτελείς τάξεις άλλων τρόπων παραγωγής δεν υπήρχαν επειδή δεν διέθεταν οργανώσεις και πολιτική δύναμη; Προφανώς όχι, εκτός και αν υιοθετήσουμε έναν ιδεαλισμό των επιφαινομένων που εγγίζει τα όρια της λογικής αντίφασης: όσο οι υποκείμενοι στην εξουσία του κεφαλαίου αντιστέκονται τους αναγνωρίζουμε την ιδιότητα τάξης. 'Οταν το κεφάλαιο επιτύχει να διαλύσει την αλληλεγγύη τους με την αφομοιωτική του δύναμη, συμπεραί­νουμε ότι η εργατική τάξη έπαψε να υπάρχει επειδή δεν είναι οργανωμένη! θα ήταν βέβαια εξίσου λογικά εσφαλμένο να υποθέσουμε ότι η εργατική τάξη θα υπάρχει αιω­νίως. Ωστόσο, όταν οι εμπειρικές μελέτες δείχνουν την επέκταση της προλεταριοποίη­σης στον πλανήτη, το να συνάγουμε από ποσοτικούς μετασχηματισμούς των όρων ζωής και από πολιτικά επιφαινόμενα την εξάλειψη της εκμετάλλευσης, είναι ένας μεθοδολο­γικά απαράδεκτος ψυχολογικισμός (π.χ. Beck 1986, σελ. Ι21επ., ο οποίος θεωρώντας τις ανισότητες ποσοτικό ζήτημα, διαπιστώνοντας τη γενική ευημερία και την έλλειψη «ταξικής συνείδησης» και αγνοώντας τις αντίθετες εμπειρικές ενδείξεις που ο ίδιος αναφέρει —σελ. 121, Ι43επ.—, καταλήγει στο ότι «δεν υπάρχουν τάξεις»). Ο καπιταλι­σμός, καίτοι καταστατικά αποκλείει τη δόμηση κλειστών τάξεων στο πρότυπο της φεουδαρχίας, διατηρεί —στα πλαίσια μιας γενικότερης ιστορικής συνέχειας— στοιχεία παγιωμένων ρόλων κατά ομάδες που ορίζονται είτε με γενικά κριτήρια (γυναίκες, ξένοι, περιθωριακοί) είτε με όρους ταξικής αναπαραγωγής γενεών στα πλαίσια μιας οικογέ­νειας. Ο περιορισμός της κινητικότητας ισοδύναμε! με έναν ισχυρότατο ταξικό καθο­ρισμό του ατόμου που «επιτρέπει» να προβλεφθεί με σχετική ασφάλεια η ταξική του θέση.

Page 70: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

άσκησης της πολιτικής— με πληρότητα και αποτελεσματικότητα τα κοι­νά τους συμφέροντα. Αυτό είναι εμφανές στη σημερινή «νόμιμη» πολιτι­κή, όπου οι ταξικές πρακτικές εκφράζονται «στρεβλά» μέσα από το κοι­νοβουλευτικό φιλτράρισμα: Οι εκάστοτε φορείς άσκησης πολιτικών πρα­κτικών εκδηλώνουν τον ταξικό ανταγωνισμό με συγκαλυμμένες μορφές («φιλολαϊκή πολιτική» σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων) ή και με αδιαφα­νή τρόπο (έκφραση των επιδιώξεων της κυρίαρχης τάξης ως της μόνης και καθολικά ορθής πολιτικής, με το να εμφανίζεται ο ταξικός ανταγωνισμός αν όχι ως ανύπαρκτος, πάντως ως επιβλαβής για τα κοινά συμφέροντα και ως δευτερεύων σε σχέση με τους διακρατικούς ανταγωνισμούς).

Η από πολιτική άποψη μη «διαφανής» ηγεμονία της κυρίαρχης τάξης καθιστά εν μέρει αδιαφανή τον ταξικό ανταγωνισμό στο επίπεδο της νό­μιμης πολιτικής, η οποία δομείται ταυτόχρονα στο θετικισπκό πρότυπο (εύρεση της εκάστοτε «ορθής λύσης») και στο εθνικιστικό πρότυπο (η πολιτική πρακτική ως έκφραση των εκάστοτε εθνικών συμφερόντων) με βά­ση· το πλάσμα της ύπαρξης κοινού συμφέροντος (βλ. πιο πάνω σημ. 13, Κεφ. 3). Το ότι οι τάξεις είναι οι προνομιακοί φορείς διαμόρφωσης της πολιτικής καθίσταται σαφές στο ότι η νόμιμη πολιτική διασπάται συνήθως σε δύο τάσεις, την «προοδευτική» και τη «συντηρητική», οι οποίες καίτοι απο­τελούν διαφορετικούς τρόπους έκφρασης των κοινών συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης, εκφράζουν δια του ανταγωνισμού τους προσεγγιστικά τον ταξικό ανταγωνισμό, επιχειρώντας να ενσωματώσουν με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό ορισμένα δευτερεύοντα συμφέροντα των υφιστάμενων την εκμετάλλευση τάξεων. Εδώ φαίνεται τόσο το ανεξάλει­πτο του ταξικού ανταγωνισμού, ο οποίος διαρκώς αναδύεται στη νόμιμη πολιτική, όσο και το ότι συνήθως οι τάξεις δεν είναι σε θέση να εκφρά- σουν ευθέως τα κοινά τους συμφέροντα, δηλ. αποτελούν φορείς διαμόρ­φωσης της πολιτικής με τρόπο εμφανή αλλά όχι και άμεσο ή πλήρως αποτελεσματικό. Πάντως η στρεβλή έκφραση των ταξικών συμφερόντων αποτελεί σαφή ένδειξη για την προνομιακή σύνδεση των πολιτικών πρα­κτικών με το ταξικό στοιχείο, δηλ. για τη διαρκή παρουσία των τάξεων στην πολιτική με διαφορετικές μορφές εμφάνισης.

Μπορούμε έτσι να πούμε ότι οι τάξεις —καίτοι προνομιακοί— δεν είναι οι μόνοι φορείς διαμόρφωσης πολιτικής. Ά λλοι δεσμοί κοινών συμφερό­ντων, έστω και συγκυριακών ή δευτερευόντων, μπορούν να εκφρασθούν πολιτικά και ενδεχομένως να κυριαρχήσουν στην πολιτική σύγκρουση δεδομένης συγκυρίας, εκφράζοντας αποσπασματικά (και σε σχέση με τα αντικειμενικά συμφέροντα «στρεβλά») ορισμένες πλευρές της θεμελιώδους ταξικής σύγκρουσης. Σε μια αστική κοινωνία η κυρίαρχη ιδεολογία και

Page 71: Dialektikh Toy Polemoy

70 Δ· ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

η λειτουργία του νομικού συστήματος, με τους καταναγκασμούς που ενέ­χει, τείνουν στην απώθηση-επικάλυψη των θεμελιωδών πολιτικών ζητη­μάτων. Αυτή η «αλλοτρίωση» της «νόμιμης» πολιτικής αποτελεί όρο ανα­παραγωγής του συστήματος, δηλ. μέσο αποτροπής της έκφρασης των πο­λιτικών συγκρούσεων ως «γυμνά» ταξικών, επαναστατικών. Πρόκειται για το «παράδοξο» της εμμένειας ορισμένων λαϊκών συμφερόντων στην αστι­κή κυριαρχία, για το ότι η εξασφάλισή τους δεν αποτελεί εμπόδιο αλλά (ως ένα σημείο) προϋπόθεση αναπαραγωγής της αστικής εξουσίας, διότι εγγυάται την αναγκαία «συναίνεση» προς αυτή (βλ. και Πουλαντζά 1975-α, σελ. 16επ.). Και εδώ γίνεται σαφές γιατί η πολιτική δεν είναι άμεσα ταξική, αλλά οι λαϊκές τάξεις παράγουν, με την ορολογία του Πουλαντζά, τα «κατάλληλα αποτελέσματα» της ύπαρξής τους στην πολιτική και το κράτος. Οι λαϊκές τάξεις είναι στην πολιτική αντιπαράθεση υποδεέστερες, μη αποτελεσματικά οργανωμένες, αλλά και διαρκώς παρούσες. Μια μορφή έμμεσης πολιτικής έκφρασης ταξικών συμφερόντων στον 20ό αιώνα είναι η πραγματοποιούμενη υπό την κυριαρχία των σοσιαλδημοκρατικών αντι­λήψεων σύγκρουση γύρω από την έκταση του κράτους πρόνοιας, όπου τα ταξικά συμφέροντα των υφισταμένων την εκμετάλλευση εκφράζονται ως διεκδίκηση διεύρυνσης του δημόσιου τομέα και των δαπανών του, καίτοι ο κρατικός μηχανισμός εκπροσωπεί και διασφαλίζει πρωταρχικά τα συμ­φέροντα της κυρίαρχης τάξης.

Περαιτέρω, οι ταξικές στρατηγικές καθορίζονται θεμελιακά από τα δε­δομένα των ιεραρχικών και εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής, δηλ. από τα δεδομένα του κεντρικού ζητήματος αντιπαράθεσης σε έναν κοινω­νικό σχηματισμό*. Από την πλευρά του κράτους και των κυρίαρχων τά­ξεων, ο βασικός κανόνας οργάνωσης και ο άξονας περιστροφής της πο­λιτικής είναι η διατήρηση αυτών των σχέσεων παραγωγής με το σύμπλεγ­μα κατασταλτικών και ιδεολογικών θεσμών.

Και εδώ συναντάμε την αντιφατική ενότητα ρευστότητας και σαφή­νειας·. Την πολιτική με θεμελιώδη σκοπό τη διατήρηση ή αμφισβήτηση της ταξικής κυριαρχίας αλλά και την πολιτική με ποικίλες μορφές και μέσα, αποτέλεσμα της πρωταρχικότητας των εκάστοτε μορφών οργάνω­σης, ως συγκυριακής έκφρασης αντικειμενικών στρατηγικών. Με μια λέ­ξη την αμφισημία της πολιτικής.

9. Η κεντρικότητά του είναι εμφανής ακόμη και σε περιόδους ήττας των υφιστάμενων την εκμετάλλευση τάξεων: Διαπιστώνουμε έτσι σήμερα ότι, παρά τη φιλολογία περί «τέλους των τάξεων», δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν (αλλά, αντιθέτως, αναπαράγονται διαρκώς με «άγρια» μορφή) οι πολιτικές αντιδράσεις στις μορφές εκμετάλλευσης και αποκλεισμού.

Page 72: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 71

Σ ’ αυτά τα πλαίσια ορισμού της πολιτικής —που έχουν ως σταθερό σημείο την προνομιακή σύνδεση του σκοπού της με τον κρατικό μηχα­νισμό και του φορέα της με την ταξική πάλη— μπορεί να ορισθεί η θέση του πολέμου ως μέσου που εξυπηρετεί πολιτικές στοχεύσεις και εντάσσε­ται σε ταξικές στρατηγικές με σημείο άρθρωσης τον κρατικό μηχανισμό. Πράγματι, εξίσου αμφίσημη με εκείνη της πολιτικής είναι η θέση του πολέμου: Κατ ’ εξοχήν μέσο άσκησης ταξικής πολιτικής αλλά και μέσο για τη μη εμφανή πραγμάτωση μιας ταξικής πολιτικής, δεδομένου ότι ο πόλεμος διαπλέκεται με το ζήτημα των «εθνικών» συμμαχιών που δημιουρ­γούν μεν ενότητα στο πλαίσιο της ταξικής πάλης —τείνοντας να περιο­ρίσουν την εκδήλωση της εσωτερικής αντίστασης—, αλλά και εκφράζουν την ταξική επίθεση με βίαιες μορφές. Η ακόλουθη παρουσίαση των το­ποθετήσεων για τον πόλεμο ως μορφή ταξικής πολιτικής επιχειρεί να διευκρινίσει την έννοια και τις συνέπειες των προηγούμενων τοποθετή­σεων.

5.2 Η τεχνική τον πολέμου

Το έργο του «στρατηγού» Ένγκελς έχει μια «περιοχή» στρατηγικών ανα­λύσεων, η έκταση και ο πλούτος της οποίας ξεπερνούν τις ανάγκες της δημοσιογραφικής δραστηριότητας, στα πλαίσια της οποίας πραγματο- ποιήθηκαν. Οι στρατηγικές αναλύσεις του Ένγκελς έγιναν με αφορμή συγκεκριμένες συρράξεις (εξεγέρσεις του 1848, Κριμαϊκός Πόλεμος, σύ­γκρουση του 1859 στην Ιταλία, Γαλλογερμανικός Πόλεμος του 1870)10 ενώ, παράλληλα, ορισμένα κείμενά του επιχειρούν να συστηματοποιή­σουν στρατιωτικές πληροφορίες και αναλύσεις (π.χ. Engels 1972-g, σελ. 411επ„ 1972-ΐ, σελ. 5επ., 1972-j, σελ. 68επ., 1972-k, σελ. 117επ„ 1961-c, σελ. 227επ.).

Οι αναλύσεις αυτές συσχετίζουν την τεχνική του πολέμου με την ιστο­ρική εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά των ταξικών κοινωνιών. Εν πρώτοις επισημαίνεται ότι η «τελειοποίηση» της τεχνικής του πολέμου, που επήλ- θε με τη γαλλική επανάσταση και τις ναπολεόντειες εκστρατείες, είχε

10. Ενδεικτικά Engels 1973, σελ. 64επ„ 1973-a, σελ. Ι45επ„ 1972, σελ. 436επ„ 1972-a. σελ. 442επ., 1972-b, σελ. 462επ„ 1972-c, σελ. 469, 1972-d, σελ. 527επ„ 1972-e, σελ. 559εκ., 1972-Η, σελ. 584επ„ 1982-a, σελ. 72επ., 1982-b, σελ. 240επ„ 1961, σελ. Ι82επ„ I96l-a, σελ. Ι89επ., 1961-b, σελ. Ι95επ., 1%1-d, σελ. 384επ„ 1961-e. σελ. 403επ., 1961-f, σελ. 428επ„ 1975-b, σελ. Ι69επ., 1979, σελ. ΙΙεπ., Marx/Engels 1972, σελ. Ι29επ.

Page 73: Dialektikh Toy Polemoy

72 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

άμεσο αντίκτυπο στους υπόλοιπους στρατούς της Ευρώπης και έδειξε ότι η επιλογή της οργάνωσης του στρατού δεν γίνεται αυθαίρετα ή με βάση τις παραδόσεις κάθε χώρας αλλά σε αντιστοιχία με τη στρατιωτική τεχνι­κή των αντιπάλων, οδηγώντας αναγκαστικά (ανταγωνιστικά) στην εξ ο­μοίωση των στρατιωτικών συστημάτων σε χώρες με ανάλογο επίπεδο α­νάπτυξης. Το μόνο εμπόδιο για την υιοθέτηση της σύγχρονης «πολεμικής τέχνης» είναι η ύπαρξη κοινωνικών σχέσεων παραγωγής που, ως «καθυ­στερημένες» —ο Ένγκελς αναφέρει το παράδειγμα του «ημιβαρβαρικού» ρωσικού στρατού—, δεν επιτρέπουν την οργανωτική εξομοίωση των στρα­τών (Engels 1973-c, σελ. 474επ.). Προκύπτει έτσι, εξ αντιδιαστολής, ότι η οργάνωση του στρατού συνδέεται άμεσα με τον τρόπο παραγωγής και την ανάπτυξη κάθε χώρας. Η θέση του Ένγκελς μπορεί να επαληθευθεί εμπει­ρικά και επισημαίνει ότι η παραγωγή του στρατού βρίσκεται σε αντιστοι­χία με τις σχέσεις παραγωγής και τις παραγωγικές δυνάμεις ενός κοινω­νικού σχηματισμού.

Παράλληλα, ο Ένγκελς διακρίνει ως κύρια στοιχεία του σύγχρονου πολέμου την οργάνωση μεγάλων λαϊκών στρατών που διαθέτουν πρωτο­φανή τεχνικά μέσα και βασίζονται στον «αναγκαίο αριθμό μορφωμένων αξιωματικών» και «έξυπνων στρατιωτών», στη μαζικότητα και την ευκινη­σία (Engels 1973-c, σελ. 477). Τα εν λόγω χαρακτηριστικά του τακτικού στρατού εμφανίσθηκαν μετά τη γαλλική επανάσταση του 1789, δεδομένου ότι οι σύγχρονες πολεμικές μεθόδοι προϋπέθεταν τη χειραφέτηση της αστικής τάξης και των μικρογεωργών. «Η αστική τάξη προσφέρει τα χρή­ματα και οι μικρογεωργοί δίνουν τους στρατιώτες», ενώ ο σύγχρονος στρατός και πόλεμος αποτελούν τη «στρατιωτική έκφραση» της χειραφέ­τησης και των δύο τάξεων από τη φεουδαρχία (Engels 1973-c, σελ. 477επ.).

Η χειραφέτηση της εργατικής τάξης θα οδηγήσει σε μια δική της στρα­τιωτική έκφραση, δηλ. σε νέες πολεμικές μεθόδους: «Η νέα πολεμική επιστήμη θα είναι ένα εξίσου αναγκαίο προϊόν των νέων κοινωνικών σχέ­σεων» και θα εμφανίζει ασύγκριτα μεγαλύτερη μαζικότητα και κινητικό­τητα. Αυτό αναμένεται όμως να συμβεί σε μια εποχή που δεν θα υπάρχουν «αντίστοιχοι εχθροί», διότι θα έχει θριαμβεύσει η παγκόσμια προλεταρια­κή επανάσταση —όπως ο Ένγκελς ελπίζει γράφοντας τα παραπάνω το 1851 (Engels 1973-c, σελ. 481^82).

Τα παραπάνω δείχνουν την εξάρτηση της πολεμικής «τέχνης» από τον τολιτικό συσχετισμό δύναμης —από τον οποίο προκύπτουν οι αποφάσεις ημιουργίας πολεμικού μηχανισμού και «κατάλληλης» χρήσης του— αλ-

λα και, βαθύτερα, από τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής (βλ. και Engels IS ’2-1, σελ .155επ.). Πρόκειται για μια υλιστική προσέγγιση του πολέμου

Page 74: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 73

με διπλή έννοια. Κατά πρώτο λόγο, η οργάνωση του στρατού συνδέεται με την παραγωγή των πολεμικών εξοπλισμών και άρα με τον τρόπο πα­ραγωγής τους ως υλικής βάσης του πολέμου —ζήτημα που παραπέμπει στις σχέσεις παραγωγής και οδηγεί στην ανάλυση της παραγωγής των εξοπλισμών στις καπιταλιστικές κοινωνίες ως παραγωγικών και μη ανα­παραγωγικών εμπορευμάτων". Παράλληλα ο Ένγκελς αναλύει την «έμψυ­χη» συνιστώσα του στρατού σε συνάρτηση με την ταξική και μορφωτική κατάσταση, η οποία δημιουργεί το «σύγχρονο πόλεμο» ως προσίδιο στις συνθήκες της καπιταλιστικής κοινωνίας. Βασική είναι η παρατήρηση ότι ο σύγχρονος πόλεμος έφερε το στρατό μαζών και τη γενική υποχρέωση στράτευσης στο κέντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος.

Ο Ένγκελς αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη γενική στράτευση, την οποία αντιμετωπίζει ως πραγματικότητα των αστικών κοινωνιών και ως αίτημα του εργατικού κινήματος. Τονίζοντας ότι τα ζητήματα στρατιωτι­κής μεταρρύθμισης δεν ενδιαφέρουν την εργατική τάξη (αλλά θα την απασχολήσουν, όπως και τα νομικά ζητήματα, μόνον όταν θα επιβάλει τη δική της «μεταρρύθμιση», δηλ. την κατάργηση των θεσμών αυτών), ο Ένγκελς γράφει ότι η καθολική στράτευση έχει δύο όψεις, τις οποίες το εργατικό κίνημα διακρίνει «ψύχραιμα και αμερόληπτα», μη έχοντας άμεσα συμφέροντα στις επιμέρους μεταρρυθμίσεις (Engels 1975, σελ. 41επ.).

Από τη μία πλευρά, η καθολική στράτευση αποτελεί ανάγκη για την αστική τάξη, διότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αντιμετωπίσει τους ε­χθρούς της με ένα «φτηνό» και αποτελεσματικό στρατό, ενώ δεν είναι πλέον δυνατή η κατάργηση των υπαρχόντων μαζικών στρατών που έχουν τεράστια επιχειρησιακά πλεονεκτήματα. Από την άλλη πλευρά, η καθο­λική στράτευση συνιστά απειλή για το σύστημα εξουσίας, διότι ο λαϊκός στρατός δεν «χρησιμοποιείταυ> το ίδιο εύκολα με το μισθοφορικό και προσφέρει πολύτιμη πείρα στους εργάτες, εκπαιδεύοντάς τους στη χρήση των όπλων και επιτρέποντας την παρέμβαση στις πολιτικές εξελίξεις. ΓΓ αυτό η υποχρεωτική στράτευση —που εισάγει τις κοινωνικές αντιφάσεις στην καρδιά του κατασταλτικού μηχανισμού— θεωρείται, παρά την κρι­τική στο μιλιταρισμό, ως δημοκρατική κατάκτηση και ζητείται η συνεπής εφαρμογή της σε ολόκληρο το λαό, με παράλληλη μείωση της χρονικής

11. Οι εξοπλισμοί είναι παραγωγικά εμπορεύματα, διότι η εργασία που χρησιμοποιείται για την παραγωγή τους δημιουργεί υπεραξία. Είναι ταυτόχρονα μη αναπαραγωγικά εμπορεύματα, διότι η κατανάλωσή τους δεν επιτρέπει την αναπαραγωγή κάποιου οικο­νομικού όρου της άμεσης διαδικασίας παραγωγής, αλλά συμβάλλει στην αναπαραγωγή του συνολικού συστήματος εξουσίας (Γ. Σταμάτης 1984, σελ. 50επ.).

Page 75: Dialektikh Toy Polemoy

74 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

διάρκειας της θητείας (Engels 1975, σελ. 44εκ. και 1979, σελ. 127επ.).Η υποχρεωτική στράτευση κρίνεται, λόγω της «παιδευτικής» σημασίας

της, ως το αναγκαίο συμπλήρωμα του γενικού εκλογικού δικαιώματος, αφού με τη συμμετοχή στο στρατό οι πολίτες ασκούν πρόσθετη πίεση στις πολιτικές εξελίξεις (Engels 1975, σελ. 66). Η αναγόρευση ενός θεσμού καταπίεσης σε πολιτική επιδίωξη δεν δείχνει μόνον τον αντιφατικό χαρα­κτήρα του λαϊκού στρατού σε ένα αστικό κράτος. Δείχνει επίσης την ανάγκη μιας πολιτικής παρέμβασης που δεν αγνοεί την πραγματικότητα, αλλά τείνει στο μετασχηματισμό της. Η στρατιωτική απειλή δεν οδηγεί στην απόρριψη του τακτικού-λαΐκού στρατού, δηλ. στην κατ ’ αποτέλεσμα αποδοχή της επιλεκτικής στράτευσης των ευπειθών και της επαγγελματο- ποίησης: Η κατάργηση προϋποθέτει την πολιτικοποίηση, που μπορεί να οδηγήσει στην «ανατίναξη» του μιλιταρισμού με παρέμβαση του οπλισμέ­νου λαού (Engels 1972-1, σελ. 158επ.).

Είναι φανερό ότι εν προκειμένω ο Ένγκελς εφαρμόζει το γενικό σχήμα της εσωτερικής αντιφατικότητας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγω­γής, οι οποίες με την επέκτασή τους (εδώ με τη γενίκευση της στράτευσης) παρέχουν τη δυνατότητα ανατροπής12. Ωστόσο, είναι επίσης φανερό ότι η διαλεκτική αυτή δεν μπορεί να είναι «αρμονική» —εξελικτιστικτή—, κυρίως διότι μηχανισμοί όπως ο στρατός είναι σε θέση να καταστείλουν κάθε προσπάθεια «εκμετάλλευσης» των αντιφάσεών τους. Παραμένει πά­ντως η διαπίστωση ότι η γενική στράτευση παρέσχε μια ιστορικά μονα­δική «ευκαιρία εκπαίδευσης» των λαϊκών μαζών στον πόλεμο, όπως έδειξε η επαναστατική κρίση της παρισινής Κομμούνας, που δεν θα ήταν δυνατή χωρίς το «νόμιμο» οπλισμό και την πολεμική εμπειρία των εξεγερμένων. Γ ι’ αυτό άλλωστε επιδίωξη της αντεπανάστασης —και στοιχείο που έκρι­νε την έκβαση της κρίσης εκείνης— ήταν ο αφοπλισμός του λαού, έστω και αν αυτό επιτεύχθηκε με τη βοήθεια του αντίπαλου πρωσικού στρατού (Μαρξ 1986-α).

Βεβαίως, ακόμη και αν προς στιγμήν υποτεθεί ότι επιδίωξη του κινή­ματος αμφισβήτησης είναι η «εκπαίδευση στον πόλεμο», στη σημερινή συγκυρία ο «αδιαφανής» τρόπος οργάνωσης των στρατιωτικών μηχανι­σμών, η πολυπλοκότητά τους και ο ασήμαντος ρόλος των οπλιτών στο εσωτερικό του καθιστούν μια τέτοια επιδίωξη απραγματοποίητη.

Ωστόσο, η «διαλεκτική» θεώρηση της καθολικής στράτευσης στον Ένγκελς διατηρεί και σήμερα την πολιτική σημασία της. Οι πρόσφατες

12. Για την αντιφατική λειτουργία του τακτικού-λαϊκοΰ στρατού βλ. και στη συνέχεια Κεφ. 8.

Page 76: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 75

τάσεις περιορισμού ή/και κατάργησης της γενικής στράτευσης σε «ανε­πτυγμένες» ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, εκφράζουν το προηγούμενο αντιφατικό σχήμα. Η τάση αποκλειστικής στελέχωσης του στρατού από επαγγελματίες κρίνεται πλέον ως «αποτελεσματικότερη», όχι μόνο για λόγους τεχνικής επάρκειας, αλλά και διότι μειώνονται οι κοινωνικές αντιδράσεις στην εμπλοκή μιας χωράς σε στρατιωτικές περι­πέτειες και υπάρχει μεγαλύτερη «ευελιξία» του στρατού, δηλ. διαθεσιμό­τητα των επαγγελματιών να συμμετάσχουν σε νεοαποικιακού τύπου επι­χειρήσεις, οι οποίες —τουλάχιστον μετά την αμερικανική εμπειρία στο Βιετνάμ— δεν συναντούν κοινωνικό consensus όταν εμπλέκουν απλούς στρατιώτες.

Σ ’ αυτή την περίπτωση, η απαλλαγή των πολιτών από τον κατασταλ­τικό μηχανισμό του στρατού αποτελεί κατάκτηση του ειρηνιστικού κινή­ματος και αποτέλεσμα της «διάχυτης» καταδίκης των ένοπλων αντιπαρα­θέσεων. Ωστόσο, ο αποκλεισμός των πολιτών από το στρατό και η αντι­κατάσταση της στράτευσης από τη φορολογία έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της αυτονομίας του επαγγελματικού στρατού και στερεί το δη­μοκρατικό κίνημα από την —έστω περιορισμένη— δυνατότητα ελέγχου της λειτουργίας του στρατιωτικού μηχανισμού. Βεβαίως εδώ δεν υπάρχουν· έτοιμες λύσεις ούτε μπορεί να αποτελέσει «στόχο» η διατήρηση της γε­νικής στράτευσης. Ωστόσο, όταν η κρατική εξουσία ικανοποιεί πλήρως το «απλό» ειρηνιστικό αίτημα της προσωπικής άρνησης στράτευσης, ο στρατιωτικός μηχανισμός περνά στον πλήρη έλεγχο των στρατοκρατών, καθίσταται ευπειθές εργαλείο μιας ιμπεριαλιστικής πολιτικής και οδηγεί αναπόδραστα στην αύξηση των συγκρούσεων που οι δυτικές χώρες ευκο­λότερα νομιμοποιούν απέναντι στην εσωτερική κοινή γνώμη11.

Με άλλη διατύπωση, ο τακτικός-λαϊκός στρατός αποτελεί μια εγγύηση ελέγχου εκ μέρους των στρατευμένων και του δημοκρατικού κινήματος που —παρά τον αμφίσημο χαρακτήρα της— δεν μπορεί να αγνοηθεί με επίκληση του «προσωπικού» ειρηνισμού, με τον ίδιο τρόπο που όλες οι δημοκρατικές εγγυήσεις ενός αστικού κράτους, όσο και αν είναι περιορι­σμένες, δεν πρέπει να εγκαταλειφθούν προς όφελος μιας τεχνοκρατικής κυριαρχίας των «ειδικών», που οδηγεί τελικά στην απαλλαγή των μηχα­νισμών εξουσίας από τα «ενοχλητικά» στοιχεία του μερικού έστω δημο­κρατικού ελέγχου.

13. Βλ. στην κατεύθυνση αυτή την κριτική που ασκεί η Volmer (1993) στη «συναίνεση» για τα σχέδια της γερμανικής κυβέρνησης να περιορίσει ή και να καταργήσει τη γενική στράτευση. Για τις αντίστοιχες πολιτικά εύστοχες θέσεις της Ευρωπαϊκής Συνομοσπον­δίας Οργανώσεων Στρατιωτών βλ. Σιμιτσή (1990, σελ. 74).

Page 77: Dialektikh Toy Polemoy

76 Α. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

5.3 Ο διττός πόλεμος

Βασικό στοιχείο σύνδεσης του πολέμου με την πολιτική είναι η ανάλυση των πολεμικών συγκρούσεων υπό το πρίσμα της ταξικής αντιπαράθεσης. Οι παρομοιώσεις της ταξικής πάλης με ταξική μάχη —παρομοιώσεις που είχαν ως πραγματολογικό αντίστοιχο την παρέμβαση του στρατού για καταστολή εξεγέρσεων και διεκδικητικών κινήσεων (συγκεντρώσεις, α­περγίες) καθώς και τα εργατικά ατυχήματα14— δείχνουν τη σύνδεση του στρατιωτικού συσχετισμού δύναμης με τον εσωτερικό πολιτικό συσχετι­σμό, στον οποίο είναι διαρκής η παρουσία και η παρέμβαση του στρατού (π.χ. Μαρξ 1986, 1986-α).

Ενδεικτικότερες είναι όμως οι πολεμολογικές αναφορές του Μαρξ, ο οποίος, σε αντίθεση με τις «στρατιωτικές» αναλύσεις του ΈνγΚελς, επι­χειρούσε να συνδέσει τις πολεμικές επιχειρήσεις με τις εσωτερικές πολι­τικές εξελίξεις15. Ο Μαρξ συσχετίζει το εσωτερικό με το εξωτερικό μέτω­πο, επισημαίνοντος ότι παράλληλα με την ένοπλη σύγκρουση διεξάγεται και η ταξική σύγκρουση στον «εξειρηνευμένο» χώρο κάθε κράτους. Εκ­δηλώνεται με την ισχυρή κερδοσκοπία στα χρηματιστήρια και την εκμε­τάλλευση του πολέμου από τους βιομηχάνους όπλων αλλά και με τον πόλεμο κεφαλαίου-εργασίας, ο οποίος οδηγεί σε αιματοχυσίες στο εσω­τερικό μέτωπο και στην κήρυξη πολέμου στους εργάτες, ενώ δίνεται υπό­σχεση ειρήνης στον εξωτερικό εχθρό.

Η ανάδειξη της εσωτερικής διάστασης του πολέμου, δηλ. της παράλ­ληλης ύπαρξης εσωτερικού Kat εξωτερικού εχθρού —στοιχείο πόυ συγκα­λύπτει η «εθνική» προπαγάνδα—, δείχνει τον πολιτικό χαρακτήρα των εθνικών πολέμων, οι οποίοι εντάσσονται σε μια στρατηγική μεταβολής του συσχετισμού δύναμης προς όφελος της κυρίαρχης τάξης κάθε χώρας. Αν όμως η έκβαση του πολέμου επηρεάζει το εσωτερικό κάθε χώρας, η σχέση αιτιότητας είναι μάλλον αντίστροφη: Ο πολιτικός συσχετισμός δεν επηρεάζεται απλώς από έναν πόλεμο, αλλά το ξέσπασμα του πολέμου έχει

14. «Ένα μεγάλο μέρος των πολεμικών ανακοινωθέντων που απαριθμούν τους νεκρούς και τραυματίες του βιομηχανικού στρατού (βλ. τις ετήσιες εργοστασιακές εκθέσεις) οφείλεται (...) στην παραγνώριση όλων των κανόνων προστασίας για την ασφάλεια, την άνεση και την υγεία των εργατών» (Marx 1989, σελ. 99). Η παρατήρηση δεν πρέπει να νοηθεί ως απλώς ιστορική...

15. Mant 1972, σελ. ΙΟΙεπ., 1972-a, σελ. 4Ι9επ„ 1972-b, σελ. 447επ„ 1972-c, σελ. 457επ„ 1972-d, σελ. 534επ„ 1972-e, σελ. 538, 1972-Γ, σελ. 548επ„ 1982, σελ. 20επ„ 1982-a, σελ. 31επ., Mara/Engels I96l-a, σελ. Ι72επ.

Page 78: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 77

πολιτικά αίτια αναγόμενα (και) στην εσωτερική κατάσταση, ενώ η διεξα­γωγή του περιλαμβάνει ένα εξίσου σημαντικό εσωτερικό μέτωπο.

5.4 Η ταξική πάλη στον πόλεμο

Με βάση τις προηγούμενες διαπιστώσεις, ο Μαρξ καταγγέλλει την αντί­ληψη περί «διακοπής της ταξικής πάλης» στη διάρκεια του πολέμου. Το Κοινοβούλιο παύει να ασκεί πολιτικό έλεγχο σε καιρό πολέμου και καμιά συζήτηση δεν είναι δυνατή, ούτε καν για τις εσωτερικές υποθέσεις. Στους βουλευτές επιτρέπεται μόνον η «εκτόνωση», όχι η συζήτηση και η πιθανή αλλαγή «εθνικής» στρατηγικής (Mane 1982-b, σελ. 181,1982-c, σελ. 259)“.

Είναι ενδιαφέρον να εξετάσουμε εδώ με ποιον τρόπο το επαναστατικό ρεύμα της Β ' Διεθνούς αντιπαρατέθηκε στην αντίληψη ότι ο πόλεμος — ένα κατ ’ εξοχήν πολιτικό γεγονός— αποτελεί «εθνική αναγκαιότητα» (για τις σχετικές επεξεργασίες και αντιπαραθέσεις, βλ. Braunthal 1978, τ. 1, σελ. 331επ., τ. 2, σελ. 17επ.). Ο Καρλ Λήμπκνεχτ —που ως βουλευτής του Ράιχσταγκ αρνήθηκε το 1914 να ψηφίσει τις πιστώσεις για πολεμικές δαπάνες της ιμπεριαλιστικής Γερμανίας— κατήγγειλε τον εθνικισμό της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία υποκλίθηκε μπροστά στην «εθνική ενότη­τα», λησμονώντας τον εν ειρήνη διακηρυσσόμενο διεθνισμό και την τα­ξική αντιπαράθεση, και ολοκληρώνοντας με τον τρόπο αυτό τη στροφή ή «χρεοκοπία» της. Ο Λήμπκνεχτ απομυθοποιεί τον πατριωτισμό των κυ­ρίαρχων τάξεων, δείχνοντας ότι οι βιομήχανοι όπλων συνεργάζονται με τους «εχθρούς» και είναι πρόθυμοι να τους πουλήσουν όπλα, ενδιαφερό­μενοι για το κέρδος και όχι για την «προστασία της πατρίδας» («ο πόλεμος και η ειρήνη αποτελούν καπιταλιστικές επιχειρήσεις» — Liebknecht 1974, σελ. 71επ„ 1974-a, σελ. 260επ.).

Η κριτική αυτή («η πατρίδα κινδυνεύει από την πολεμική βιομηχανία της») δεν είναι βέβαια επαρκής για την επεξεργασία μιας αντιιμπεριαλι-

16. Οι παρατηρήσεις για την αντιμετώπιση του πολέμου ως έκτακτης κατάστασης που απαιτεί «εθνική ενότητα» και παύση της δημοκρατικής «πολυτέλειας» συνδέονται με το ζήτημα της εναλλακτικής νομιμότητας που εκφράζει το δίκαιο της ανάγκης: Η δημο­κρατία αποτελεί ασταθή μορφή άσκησης της πολιτικής και ακυρώνεται με θεσμοποιη- μένες ή μη μεθόδους όταν δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές του συσχετισμού δύναμης (βλ. και KrippcndorfT 1987, σελ. 146επ.). Η συζήτηση αυτή παραπέμπει γενικότερα στον ιδεολογικό χαρακτήρα του δικαίου και των αντιλήψεων για την εθνική ενότητα ως έκφραση της συνοχής ενός κοινωνικού σχηματισμού με συναίρεση των αντιφάσεών

Page 79: Dialektikh Toy Polemoy

78 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

στικής πολιτικής, διότι απλώς μεταθέτει τη διαχωριστική γραμμή του «εθνικού συμφέροντος» και του «πατριωτισμού». 'Οποιος καταγγέλλει τους «αντεθνικούς» καπιταλιστές δεν αμφισβητεί την ανάγκη «υπεράσπι­σης της πατρίδας» από άλλους, αυθεντικά «εθνικούς φορείς». Ο Λή- μπκνεχτ θα καταγγείλει και τον ίδιο τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό, προ­βάλλοντας το σύνθημα «ταξική πάλη ενάντια στον πόλεμο». Αναλύει τον Α ' Παγκόσμιο Πόλεμο ως ιμπεριαλιστική σύγκρουση (αγώνας για κυ­ριαρχία στην παγκόσμια αγορά με την κατάκτηση εδαφών-τόπων εγκατά­στασης του κεφαλαίου), η οποία στρέφεται κατά των λαών και του εργα­τικού κινήματος. 'Οσοι υφίστανται εκμετάλλευση έχουν —ανεξάρτητα από την εθνική τους ένταξη— κοινό συμφέρον να στραφούν κατά του πολέμου, αμφισβητώντας την ηγεμονία της αστικής τους τάξης. Ο λαός δεν είναι απλό εργαλείο που χρησιμοποιείται στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, αλλά ζωντανό «εργαλείο» που εξεγείρεται.

Στην ιμπεριαλιστική πολιτική αντιτάσσεται η ταξική πάλη στη διάρ­κεια του πολέμου και εναντίον του. Στόχος δεν είναι μόνο η παύση του πολέμου και η επάνοδος στην προηγούμενη κατάσταση αλλά και η πάλη εναντίον της κατάστασης πραγμάτων που τον προκάλεσε. Ωστόσο, μια δυναμική παρέμβαση της εργατικής τάξης σε συνθήκες πολέμου ενέχει κινδύνους διότι δεν αίρει τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου και η έκβαση είναι πάντα αμφίβολη (Liebknecht 1966, σελ. 63επ., 119επ., 142 και 1966-a, Luxemburg 1986-a, σελ. 242). Η κήρυξη γενικής απεργίας σε καιρό πολέμου («πόλεμος των λαών κατά του πολέμου» με διάσπαση του ιδεολογικά συγκροτούμενου εσωτερικού μετώπου) αποτελεί μέσο αποτε­λεσματικής αντιπαράθεσης στον ιμπεριαλιστικό πολέμο, παρ ’ ότι δεν φαί­νεται, λόγω λαϊκής «ανωριμότητας», να υπάρχουν προϋποθέσεις απόλυτης επιτυχίας μιας τέτοιος στρατηγικής (Liebknecht 1958, σελ. 363επ., 423επ.) (για τους δισταγμούς της Β ' Διεθνούς σχετικά με την αποτελεσματικότητα της στρατηγικής της απεργίας, βλ. Braunthal 1978, τ. 1, σελ. 333επ.).

Στη στρατηγική πάλης καΐά του πολέμου είχαν αναφερθεί το 1907 οι Λούξεμπουργκ, Λένιν και Μαρτώφ, διακρίνοντας τρία στάδια αντίδρασης. Εν όψει της απειλής πολέμου, το εργατικό κίνημα θα πρέπει να δραστη­ριοποιείται για την αποτροπή του. Στη διάρκεια του πολέμου βασικό αί­τημα είναι η άμεση διακοπή των εχθροπραξιών και, παράλληλα, επιδιώ­κεται η «αξιοποίηση» της ευκαιρίας που παρέχει η οικονομική και πολι­τική κρίση για την κινητοποίηση των λαϊκών στρωμάτων (Luxemburg 1986, σελ. 236). Οι θέσεις αυτές υιοθετήθηκαν στο συνέδριο της Β ' Διε­θνούς στη Στουτγάρδη το 1907, ενώ στην ίδια κατεύθυνση, το Μανιφέστο της Βασιλείας (1912) διακήρυξε την ανάγκη «εκμετάλλευσης» της κρίσης

Page 80: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 79

που ξεσπά στη διάρκεια ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου.Αναφερόμενη στην πρακτική διάσταση εθνικών και διεθνιστικών συμ­

φερόντων που διαπιστώθηκε με το ξέσπασμα του A ' Παγκόσμιου Πολέ­μου, η Λούξεμπουργκ θεωρεί ότι η σοσιαλδημοκρατία εξαπατήθηκε από τη θεωρία «του σπιτιού που κα(γεταυ> και, παραιτούμενη από την ταξική πάλη, έχασε κάθε δυνατότητα να επηρεάσει την εξέλιξη του πολέμου και τη διαμόρφωση της ειρήνης. Πρόκειται για την παγίδευση στο σύνθημα νίκη ή ήττα, με τους όρους που έθετε η αστική τάξη, εκμεταλλευόμενη την έννοια του αμυντικού πολέμου και «εκπροσωπώντας» το αίτημα αυτοδιά­θεσης των εθνών. Απέναντι στο ψευδοδίλημμα «είτε υπεράσπιση των συμ­φερόντων της πατρίδας είτε διεθνής αλληλεγγύη», διέξοδο αποτελεί η επαναστατική παρέμβαση ενάντια στη βαρβαρότητα του πολέμου και την ιμπεριαλιστική ειρήνη που τον τερματίζει: Η παράκαμψη του ιδεολογή­ματος περί κινδύνου της πατρίδας, το οποίο επιχειρεί να ουδετεροποιήσει τον εσωτερικό εχθρό, το εργατικό κίνημα (Luxemburg 1987-a, σελ. 64επ., 129επ„ 148επ„ 1987-d, σελ. 367επ.).

Ανάλογη κριτική άσκησε ο Λένιν στο «μικροαστικό συναισθηματισμό» της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία αρκέστηκε στην κριτική του μιλιταρι­σμού, συντασσόμενη με την εθνική πολιτική και την «παλιά ιδεολογία του εθνικού πολέμου». «Λησμονώντας» τις σοσιαλιστικές αρχές και τη διακη­ρυγμένη ανάγκη αντίθεσης στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, οι σοσιαλδημο­κράτες χρεοκόπησαν θεωρητικά και πολιτικά, αρνούμενοι την ταξική πά­λη και την, υπό όρους αναγκαία, τροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο (Lenin 1960, σελ. 2επ., 1960-a, σελ. 14επ., 1960-b, σελ. 26, 1960- e, σελ. 148επ., 1960-f, σελ. 200επ., 1960-Ο, σελ. 448επ. Βλ. και Braunthal 1978, τ. 2, σελ. 19επ.).

5.5 Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος

Η πολιτική προσέγγιση του πολέμου προϋποθέτει την ταξική ανάλυση των αιτίων του. Για το λόγο αυτόν αποκτά βασική σημασία η ανάλυση του ιμπεριαλισμού, ο οποίος γεννά (και ερμηνεύει) τον πόλεμο. Δεν θα αναφερθούμε εδώ στις θεωρίες για τον ιμπεριαλισμό (αναλυτικά Μηλιός 1988, σελ. 13επ.) ούτε θα απαριθμήσουμε τα σημεία, στα οποία οι πόλεμοι μεταξύ αστικών κρατών καταγγέλλονται ως «ληστρικές-ιμπεριαλιστικές εκστρατείες», στοιχεία που επιτρέπουν τη διαμόρφωση μιας πολιτικής απέναντι στον πόλεμο που να λαμβάνει υπόψη ότι πίσω από την υπερά­σπιση της πατρίδας βρίσκονται τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Αυ­

Page 81: Dialektikh Toy Polemoy

80 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. Γ1ΑΝΝΟΥΛΗ

τά είναι πολύ γνωστά, αν και η πολιτική τους αποτελεσματικότητα δεν ήταν ανάλογη με τη θεωρητική τους ευστοχία. Ο συνδυασμός της ιδεο­λογικής και κατασταλτικής δράσης των κρατικών μηχανισμών κατορθώ­νει τις περισσότερες φορές να ανάγει το «κοινό εθνικό συμφέρον» σε αλήθεια που επικρατεί «σε τελική ανάλυση». Με άλλη διατύπωση, η.θεω­ρητική ανάλυση είναι ανεπαρκής, αν δεν επενδυθεί σε κινήματα που δια­λύουν τους κυρίαρχους μύθους με τη μαζική δράση.

Στο ζήτημα του πολέμου, η θεωρία του ιμπεριαλισμού υιοθετεί την (κλασική) θέση της σύνδεσης πολέμου και ειρήνης, δίνοντάς της, όπως θα δούμε, νέο περιεχόμενο. Η θέση για τη «συζυγία πολέμου και ειρήνης [που] σημαίνει αμοιβαία πλοκή και αλληλοδιείσδυση αντιθέτων» υποστη­ρίζεται από σειρά πολιτικών φιλοσόφων (βλ. Βέικο 1993, σελ. 50επ.), με βάση κυρίως εμπειρικές διαπιστώσεις για τη διαρκή ιστορική εναλλαξι- μότητα των δύο καταστάσεων.

Στο πλαίσιο αυτών των προσεγγίσεων μπορεί να αξιοποιηθεί η εννοιο- λογική διευκρίνιση που επιχείρησε ο J. Galtung (1975, σελ. 13επ.), δια- φορίζοντας την αρνητική από τη θετική έννοια της ειρήνης. Ορίζοντας γενικά την ειρήνη ως απουσία βίας, ο Galtung επισημαίνει τη διαφορά μεταξύ της άμεσης, φυσικής βίας και της δομικής βίας. Η άμεση βία είναι αυτή που ασκείται (και) σε έναν πόλεμο και η απουσία της δηλώνει την ύπαρξη ειρήνης με την αρνητική, δηλ. την εμπειρικά «προφανή» μορφή της. Αντίθετα, η δομική βία είναι έμμεση και διαρκής. Μπορεί να ταυτι- σθεί, όπως γράφει ο Galtung, με την «κοινωνική αδικία». Η ύπαρξη και η αναπαραγωγή κοινωνικών ανισοτήτων και σχέσεων εξουσίας ενέχουν την άσκηση βίας: Η αναπαραγωγή μιας άδικης τάξης βασίζεται σε ποι­κίλους καταναγκασμούς, ενώ η λειτουργία της βασίζεται σε εξουσιαστι­κές, ανελεύθερες σχέσεις. Με αυτή την έννοια η «αρνητική ειρήνη» απο­τελεί μια ατελή μορφή εξάλειψης της βίας.

Συνοψίζοντας τις αναλύσεις αυτές μπορούμε να πούμε, ότι η ύπαρξη της αρνητικής ειρήνης όχι μόνο δεν μπορεί να αποκλείσει το μελλοντικό ξέσπασμα πολεμικών συγκρούσεων (η αρνητική ειρήνη είναι προσωρινή), αλλά ακόμη και σε εποχές εξειρήνευσης η άσκηση της έμμεσης, δομικής βίας δείχνει ότι η κατάσταση σύγκρουσης είναι πάγια. Η αρνητική ειρήνη είναι συγκρουσιακή και «άδικη» και η θετική ειρήνη προϋποθέτει την εξάλειψη της δομικής βίας στις κοινωνίες «αδικίας».

Αν υπερβούμε τη σχετική αοριστία της επιχειρηματολογίας του Gal­tung, δηλ. το φιλελεύθερο και λειτουργιστικό πλαίσιό του —στο οποίο οφείλεται βέβαια η φήμη του ως ανανεωτή της «έρευνας των συγκρού­σεων»— μπορούμε να πούμε ότι η δομική βία συνδέεται με την έννοια της

Page 82: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 81

εκμετάλλευσης στις ταξικές κοινωνίες. Η μαρξιστική προσέγγιση υιοθε­τεί τη θέση της διαλεκτικής ενότητας πολέμου και ειρήνης συγκεκριμε­νοποιώντας την έννοιά της. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος προκύπτει από τις τάσεις σύγκρουσης που δημιουργεί η ύπαρξη μιας αλυσίδας άνισα ανε­πτυγμένων και ιεραρχημένων κοινωνικών σχηματισμών, μεταξύ των ο­ποίων αναπτύσσονται διαρκείς αντιφάσεις και αντιπαραθέσεις για συγκρι­τική βελτίωση της θέσης τους. Η νομοτέλεια του πολέμου είναι αντίστοι­χη με τη νομοτέλεια της ειρήνης, η οποία καταγράφει μια κατ ’ ανάγκην ασταθή μετατόπιση στο συσχετισμό δύναμης με τη διανομή της «ιμπερια­λιστικής λείας». Η εξαθλίωση που δημιουργεί ο πόλεμος και στα δύο στρατόπεδα και η εξακολούθηση της ταξικής εκμετάλλευσης αποτελεί την «αμοιβή» των λαϊκών στρωμάτων, δηλ. μια μορφή συνέχισης του (εσω­τερικού) πολέμου (επ’ αυτών Liebknecht 1958, σελ. 422επ., Lenin 1960-b, σελ. 27, 1960-e, σελ. 149επ., 1960-k, σελ. 344επ„ 1960-q, σελ. 172επ., 1960-w, σελ. 179επ„ 1960-ζ, σελ. 279επ.).

Διαπιστώνοντας τη γενική συγκρουσιακή κατάσταση των κοινωνιών με ταξικές αντιθέσεις, η μαρξιστική προσέγγιση δείχνει ότι τα αντιτιθέμενα συμφέροντα ενέχουν δομικά το ενδεχόμενο άσκησης βίας για την επίλυσή τους. Τα εγγενή στον καπιταλισμό στοιχεία της ανταγωνιστικής ιδιοποίη­σης των μέσων παραγωγής και της παραγωγής με σκοπό το κέρδος ενέ­χουν την οικονομική εκμετάλλευση, την πολιτική καταστολή και, σε δια­κρατικό επίπεδο, τον πολιτικοστρατιωτικό ανταγωνισμό. Για το λόγο αυ­τόν, τα «διαλογικά» μέσα επίλυσης των κρίσεων λειτουργούν μεν αποτε­λεσματικά σε πολλές συγκυρίες, αλλά δεν είναι δυνατόν να καταστούν «οριστικά», δηλ. πλήρως αποτελεσματικά, όσο διατηρούνται οι συνθήκες που αιτιακά γεννούν τον ανταγωνισμό.

Είναι έτσι ορθός ο χαρακτηρισμός της ειρηνευτικής λειτουργίας των κρατών ως τάσης για τη δημιουργία μιας ειρήνης υπό αίρεση, δηλ. μιας παροδικής —και βασιζόμενης στο ενδεχόμενο άσκησής άμεσης βίας— κατάστασης «αρνητικής ειρήνης». Επειδή έχει ως σκοπό την εξασφάλιση μιας ταξικής και εθνικής κυριαρχίας (δηλ. ανάγει την ειρηνική συμβίωση σε μέσο για την επίτευξη των σκοπών της), αυτή η κατάσταση πραγμάτων δημιουργεί τη σύγκρουση, όταν αυτή εμφανίζεται περισσότερο πρόσφορη για την επίτευξη των ίδιων σκοπών (Krippendorff 1987, σελ. 146επ.).

Η πολιτική ομοιότητα πολέμου και ειρήνης οφείλεται τελικώς στην κοινή προέλευσή τους: Αποτελούν εκδηλώσεις του ιμπεριαλιστικού αντα­γωνισμού για επέκταση του χώρου επιρροής κάθε κράτους (π.χ. Lenin 1960-ρ, σελ. 166επ.). Η θεμελιώδης ομοιότητα και εναλλαξιμότητα πολέ­μου και ειρήνης χαρακτηρίσθηκε ως «ταύτιση των αντιθέτων (...) σε δε­

Page 83: Dialektikh Toy Polemoy

82 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

δομένες συνθήκες» (Mao 1967-e). θ α ήταν ορθότερο να θεωρήσουμε ότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει ενότητα (και όχι ταύτιση) των αντιθέτων, η οποία μάλιστα δεν είναι απλώς συγκυριακή, αλλά διαπιστώνεται σε οποιεσδήποτε συνθήκες λόγω της κοινής προέλευσης πολέμου και ειρή­νης. Η νομική ρύθμιση των συνθηκών πολέμου και η καθολικά παρατη­ρούμενη στο σύγχρονο κόσμο αναπαραγωγή των μηχανισμών πολέμου (στρατός, μιλιταριστική ιδεολογία) αποτελούν την υλική αντανάκλαση του ενδεχομένου να ασκηθεί οργανωμένη ένοπλη βία. Αποτελούν την υλική έκφραση της διαρκούς ενότητας των αντιθέτων του πολέμου και της ειρήνης στο επίπεδο των (κοινών) αιτίων τους. Αν λάβουμε δε υπόψη τη διαρκή παρουσία της δομικής βίας, πρέπει να θεωρήσουμε αυτή την ενό­τητα αντιθέτων διαβαθμισμένη, με διαρκή «υπεροχή» της πολεμικής πλευ- ράς.

Πέρα από το γενικό σχήμα αιτιακής σύνδεσης του πολέμου με τον ιμπεριαλισμό (και την κριτική στις ιδεολογικές αντιλήψεις περί «προστα­σίας της πατρίδας» σε έναν πόλεμο), οι αναλύσεις για τον ιμπεριαλισμό συνεισφέρουν στην ερμηνεία του πολέμου με δύο κύρια στοιχεία.

Πρώτον, με την κριτική στις αντιλήψεις περί δυνατότητας ενοποίησης του ιμπεριαλισμού σε παγκόσμιο πολιτικό «καρτέλ», το οποίο μπορεί να εγγυηθεί την ειρήνη για το κοινό ιμπεριαλιστικό συμφέρον, εξαλείφοντας την απειλή της ένοπλης σύγκρουσης στον καπιταλισμό. Πρόκειται για τη θεωρία του Κάουτσκυ περί (ειρηνικού) «υπεριμπεριαλισμού», στην οποία άσκησε κριτική ο Λένιν, θεωρώντας την «ευσεβή πόθο». Αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα σύναψης «καπιταλιστικών συμμαχιών» για εκμετάλλευση ορισμένων εδαφών, ο Λένιν τονίζει ότι αποδεικνύονται ιστορικά μη βιώ­σιμες, λόγω των εσωτερικών αντιφάσεών τους που δημιουργούν διαρκή «τριβή, σύγκρουση και πάλη». Αποτελούν ασταθή συμβιβασμό και δεν μπορούν να γίνουν οριστικές, λόγω της δομικής ανισότητας των μερών τους. Η κατ ’ εξαίρεση συμμαχία επί ίσοις όροις, η ανακωχή μεταξύ δύο πολέμων δεν αναιρεί την οικονομική ανισότητα των χωρών που γεννά διαρκή σύγκρουση. Ο Κάουτσκυ παρουσιάζει την αναγκαία εναλλαγή πολέμου και ειρήνης με τη μορφή «νεκρής» αφαίρεσης, τονίζοντας την «ειρηνική» πλευρά. Η ειρηνιστική ωραιοποίηση αποκρύπτει τις υπαρκτές αντιφάσεις και τείνει στην αποδυνάμωση του αντιπολεμικού μετώπου, α­ντικαθιστώντας την πραγματικότητα με ελπίδες (Lenin 1960-f, σελ. 217επ., I960-k, σελ. 344επ., 1960-γ, σελ. 298επ.), εμφανίζοντας την προσωρινή κατάσταση των συμμαχιών «υπεριμπεριαλιστικού» τύπου ως μόνιμη.

Η κριτική αυτή βασίζεται στη διατύπωση του νόμου της ανισόμερης ανάπτυξης των κρατών-κρίκων της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, νόμος που

Page 84: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 83

έρχεται σε ρήξη με τις θεωρίες του «παγκόσμιου καπιταλισμού» και δεί­χνει άτι ο υπεριμπεριαλισμός είναι και από οικονομική άποψη αδύνατος (Μηλιός 1988, σελ. 26επ. Βλ. πρόσφατα την αποτίμηση του Ιωακείμογλου 1994, σελ. 120επ.). Από εδώ συνάγεται η αναγκαία σύνδεση ιμπεριαλισμού και πολέμου και το αδύνατο της εξειρήνευσης σε συνθήκες καπιταλισμού, όσο δηλ. κυριαρχεί η τάση σύγκρουσης μεταξύ των κρατών-κρίκων της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας.

Δεύτερη συμβολή αποτελεί η πολιτική αντίληψη του ιμπεριαλισμού, δηλ. η ερμηνεία όχι μόνο με όρους οικονομικών νόμων και «αυτόματων» αποτελεσμάτων της «κυριαρχίας των μονοπωλίων» αλλά με συνυπολογι- σμό της πολιτικής διάστασης. Ο Λένιν παρατηρεί ότι «την ουσία του ιμπεριαλισμού (...) αποτελεί ο χωρισμός των εθνών σε καταπιέζοντα και καταπιεζόμενα» (Lenin 1960-m, σελ. 416), ενώ με την κοινή πάλη των λαών (και την απελευθέρωση των καταπιεζόμενων εθνών) δίνεται το αποφασι­στικό χτύπημα στον ιμπεριαλισμό (στο ίδιο, σελ. 416επ.). Η διατύπωση αυτή δεν αναφέρεται άμεσα στην πολιτική διάσταση του ιμπεριαλισμού και δεν αναιρεί το γεγονός ότι στον Λένιν παρατηρείται συχνά η οικονο- μιστική αντίληψη περί ιμπεριαλισμού ως κυριαρχίας των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου (Μηλιός 1988, σελ. 54επ.). Ωστόσο, με την αναφορά στην αντίδραση των καταπιεζομένων και στην ύπαρξη μιας «ου­σίας» μη οικονομικής, επισημαίνεται ότι ο ιμπεριαλισμός έχει πολιτική διάσταση που διαμορφώνει (εν μέρει) την αλυσίδα των αστικών κρατών.

Η ανάγκη συμπλήρωσης των οικονομικών δεδομένων με την ανάλυση της διεθνοπολιτικής <ιυγκυρίας γίνεται φανερή από την ιστορική εξέλιξη του ιμπεριαλισμού, η οποία δεν συνάγεται από οικονομικούς νόμους (Μη­λιός 1988, σελ. 57επ.). Δεδομένου ότι ο πόλεμος δεν προκύπτει από καθαρά οικονομικές αναγκαιότητες και η οικονομική ισχύς δεν αντανακλάται α- διαμεσολάβητα στο στρατιωτικό συσχετισμό,· η πολιτική προσέγγιση ε­πιτρέπει την ανάλυση του πολέμου με όρους που εντάσσονται στη θεωρία του ιμπεριαλισμού και, περαιτέρω, συνδέει τον ιμπεριαλισμό και τις πο­λεμικές συγκρούσεις με τους εθνικούς ανταγωνισμούς. Οι δυσχέρειες ερ­μηνείας του πολέμου αποτελούν ένδειξη της ανάγκης να διευρυνθεί η έννοια του ιμπεριαλισμού, διότι «οι εθνικιστικοί ανταγωνισμοί [είναι] ο παράγοντας που επικαθορίζει τις οικονομικές τάσεις εξέλιξης και οδηγεί, τελικά, στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Το οικονομικό επίπεδο παίζει βέβαια τον καθοριστικό, σε τελική ανάλυση, ρόλο. Το πολιτικό επίπεδο παίζει όμως κατά κανόνα τον κυρίαρχο ρόλο σε μια δεδομένη' ιστορική συγκυρία» (Μηλιός 1988, σελ. 57).

Μέσω αυτής της διεύρυνσης επανερχόμαστε στη θεμελιώδη, μετά το

Page 85: Dialektikh Toy Polemoy

84 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

έργο του Κλάουζεβιτς, εγγύτητα πολέμου και πολιτικής. Πρόκειται για την παρέμβαση της πολιτικής βαθμίδας ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής —που εγκλείουν την πολεμική σύγκρουση— και στην απόφαση κήρυξης ενός πολέμου σε δεδομένη πολιτική συγκυρία, στοιχείο της οποίας είναι ο εθνικιστικός ανταγωνισμός και τα ταξικά συμφέροντα που επενδύονται σ ’ αυτόν.

5.6 Η πολιτική οπτική του πολέμου

Η πολιτική θεώρηση του πολέμου προκύπτει από τη διαπίστωση της γε- νικευμένης σύγκρουσης στις ταξικές κοινωνίες. 'Οταν οι Μαρξ/Ένγκελς γράφουν ότι στα εργοστάσια οι εργάτες είναι «στρατιωτικά οργανωμένου) και ως «βιομηχανικοί στρατιώτες τίθενται υπό την επιτήρηση μιας ολο­κληρωμένης ιεραρχίας υπαξιωματικών και αξιωματικών» (Marx/Engels 1983, σελ. 469), δεν εννοούν βέβαια ότι στα εργοστάσια διεξάγεται πραγ­ματικός πόλεμος, αλλά ότι σκοπιμότητες ανάλογες με εκείνες που διέπουν μια πολεμική σύγκρουση εμφανίζονται και στις από τυπική άποψη «ειρη­νικές» εκδηλώσεις μιας αστικής κοινωνίας, όπου ο δομικός ανταγωνισμός συμφερόντων παράγει συγκρούσεις και οι συγκρούσεις οδηγούν σε μέτρα καταστολής και ιδεολογικής υπόταξης.

Είναι πάγιες ot (φιλελεύθερης προέλευσης) θέσεις ότι:(α) η «οικονομία» αποτελεί κάτι ιδιωτικό, είναι στραμμένη στην τεχνική

αποτελεσματικότητα και βρίσκεται εκτός της πολιτικής και (β) ο στρατιω­τικός μηχανισμός αποτελεί μια ιδιαιτερότητα, ένα θεσμό που ως «ανα­γκαίο κακό» αποκλίνει από τις αρχές της δημοκρατίας και της ειρηνικής διαβίωσης σε μια «ευνομούμενη κοινωνία». Ως «ιδιαιτερότητα», ο στρα­τιωτικός μηχανισμός απαιτεί εσωτερικά μεν ιεραρχική υποταγή και πει­θαρχία, με σκοπό την αποτελεσματική «υπεράσπιση της πατρίδας», εξω­τερικά δε την άσκηση βίας και τη μαζική θανάτωση εχθρών, όταν αυτό «χρειασθεί».

Απέναντι σ ’ αυτούς τους κοινούς τόπους η μαρξιστική θεώρηση της διαδικασίας βιομηχανικής παραγωγής ως ανάλογης με το στρατιωτικό μηχανισμό (και η εμπειρική θεμελίωση αυτής της θεώρησης με έρευνες για τη διαδικασία παραγωγής και με θεωρητικές αναλύσεις για την εκμε­τάλλευση που εξηγούν για ποιο λόγο είναι αναγκαία η «πειθαρχία» και η —τουλάχιστον συμβολική— βία που ασκείται στους μισθωτούς εργάτες) δείχνει, πρώτον, ότι η σύγκρουση και η ιεραρχία αποτελούν τον κανόνα στις κοινωνίες μας, ακόμη και όταν δεν είναι άμεσα εμφανείς, και, δεύτε­

Page 86: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 85

ρον, ότι ο στρατιωτικός μηχανισμός δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά συνέπεια ενός γενικευμένου μοντέλου οργάνωσης μιας αστικής κοινωνίας.

Οι σύγχρονες αναλύσεις για τα κοινά σημεία των «ολοκληρωτικών θε­σμών» (εργοστάσιο, σχολείο, φυλακή, στρατός, ψυχιατρείο κλπ.) εκφρά­ζουν την καθημερινή διάσταση βίας και καταναγκασμού που διέπει τη λειτουργία ολόκληρης της κοινωνίας17. Αν όμως ο αναγωγισμός είναι απορριπτέος όσον αφορά την ανάλυση των αιτίων του πολέμου και των μέσων αντίδρασης", η κατάδειξη του θεμελιωδώς κοινού κώδικα λειτουρ­γίας, με βάση την απειλή βίας, είναι χρήσιμη για την απόρριψη μιας μηχανιστικής διάκρισης πολέμου/ειρήνης που βρίσκεται στη βάση των αστικών αντιλήψεων για τον πόλεμο ως εξαιρετική κατάσταση, ως «κακό» που αίφνης ξεσπά σε μια εξειρηνευμένη κοινωνία. Την οφθαλμοφανέστε- ρη μορφή έκφρασης του βίαιου-ανταγωνιστικού κώδικα λειτουργίας των κοινωνιών μας αποτελεί η πολεμική σύγκρουση.

Το να θεωρήσουμε την πολεμική σύγκρουση και το στρατιωτικό μηχα­νισμό ως μια —την πλέον ακραία— μορφή εμφάνισης της μήτρας των θεσμών καταπίεσης, έχει δύο κύρια αποτελέσματα, ένα «στρατηγικό» και ένα «τακτικό»: Από στρατηγική άποψη (στο επίπεδο της γενικής θεώρη­σης του πολέμου) προκύπτει ότι η ειρήνη δεν αποτελεί το αντίθετο του πολέμου, αλλά μια μορφή αναστολής των πολεμικών συγκρούσεων. Όπως η «εργασιακή ειρήνη» που τηρούν τα συνδικάτα δεν σημαίνει το τέρμα της εκμετάλλευσης ή την άρση του εργοστασιακού δεσποτισμού αλλά μόνο την ανακωχή εν όψει προσωρινού συμβιβασμού, έτσι και η στρατιωτική ειρήνη αποτελεί την προσωρινή παύση του πολέμου, αλλά δεν εξαλείφει τα αίτιά του.

Συνέπεια της προτεραιότητας της πολιτικής αντιμετώπισης του πολέ­μου (ο πόλεμος ως έκφραση της γενικευμένης κοινωνικής σύγκρουσης) είναι στο «τακτικό» επίπεδο (οργάνωση του στρατού) η άμεση εισαγωγή της πολιτικής διάστασης και της δημοκρατίας στον «απολιτικό» (δήθεν στραμμένο στην τεχνική αποτελεσματικότητα) και ιεραρχικό στρατιωτικό

17. Για μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση της ομοιότητας της πολεμικής βίας με τις εμπει­ρίες που παράγουν οι κοινωνικοί μηχανισμοί της (φαινομενικά) «ειρηνικής συμβίωσης» βλ. Krasemann (1992-a, σελ. Ι68επ.). Η χρήση των ποινών ως μέσου εκπαίδευσης σε διάφορους θεσμούς και η δικαιολόγηση των ποινών αυτών ως αναγκαίου μέσου, που συναντάται τόσο στα πλαίσια της οικογένειας και του σχολείου όσο και στο ποινικό σύστημα, εθίζει και στις ακραίες μορφές βίας, όπως η πολεμική..

18. Μια αναγωγιστική προσέγγιση (η πολεμική σύγκρουση είναι ποσοτικά μόνο διαφο­ρετική από μια σύγκρουση π.χ. στα πλαίσια της οικογένειας) εμφανίζεται συχνά στην επιχειρηματολογία των ειρηνιστών (βλ. Κεφ. 3.1).

Page 87: Dialektikh Toy Polemoy

86 Α. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. Γ1ΑΝΝΟΥΛΗ

μηχανισμό. Βασική είναι εδώ η κριτική του Μάο-Τσε-Τουνγκ στο μιλι­ταρισμό ως μορφή ελιτισμού που αποβλέπει αποκλειστικά στην καλή οργάνωση, τη «νίκη». Ο σχεδιασμός και η διεύθυνση των στρατιωτικών επιχειρήσεων από ειδικούς στηρίζεται στο μύθο του γεννημένου στρατη­γού ή του επιστήμονα στρατιωτικού και αναπαράγει τον καταμερισμό εργασίας των ταξικών κοινωνιών. Η προτεραιότητα της πολιτικής οπτικής επιβάλλεται εδώ για να αποφευχθεί η «τύφλωση» των στρατιωτικών, για να υπάρξει η καθοδήγηση που συνδέει τους σκοπούς με τα μέσα και, ιδίως, για να εξασφαλισθεί η δημοκρατική οργάνωση του στρατού, η δράση των στρατιωτών ως πολιτών που συναποφασίζουν. Η αντιμετώπιση του πολέ­μου ως μέσου ενταγμένου σε μια γενικότερη στρατηγική, προϋποθέτει την άμεση πολιτικοποίηση της στρατιωτικής βάσης και τον πολιτικό έλεγχο του στρατού (Mao 1967-b, σελ. 116επ.).

Page 88: Dialektikh Toy Polemoy

6. ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ: Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΧΘΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΕΣ ΑΠΟΡΙΕΣ

TOY CARL SCHMITT

6.1 Η έννοια της κριτικής προς τον Σμιττ

Ον ευρωπα(οι σμιτηστές συγκροτούν σήμερα ένα θεωρητικό μέτωπο που προβάλλει ισχυρά την εκδοχή του για την πολιτική και το δίκαιο. Πρό­κειται για μια «διαπολιτική» ομάδα, που συνδυάζει την ελιτίστική υπερη­φάνεια για την επιλογή μιας ερμητικής αναλυτικής κατεύθυνσης με την ποικίλων προθέσεων «λατρεία» προς τον Σμιττ που τους «άνοιξε τα μά­τια»1. Το αυξανόμενο θεωρητικό ενδιαφέρον για το έργο του Καρλ Σμιττ —ιδιαίτερο (και παράδοξο1) χαρακτηριστικό του οποίου είναι η αναφορά

1. Δήλωση του γάλλου φιλοσόφου J. Freund για τη σημασία που είχε στην προσωπική του εξέλιξη η σμιττιανή διάκριση εχθρός/φίλος ως βάση ερμηνείας της πολιτικής και του πολέμου. Βλ. Baldus (1987, σελ. 578).

2. Μεταξύ άλλων παραδόξων, η περί Σμιττ συζήτηση επιχείρησε να συσχετίσει το έργο του με εκείνο του Λ. Αλτουσέρ. Παρά την αξιέπαινη ευρηματικότητά της, η σύγκριση δεν έχει θεωρητική πειστικότητα. Οι ομοιότητες που προβάλλονται είναι εξωτερικές ή τυπικές (π.χ. κοινό ενδιαφέρον για τη «μοναξιά» του Μακιαβέλι, «ακραίες» αντιλήψεις, πλήρης αντίθεση στη φιλελεύθερη ομοφωνία, μεθοδολογία που βασίζεται στη «σκέψη πάνω στα όρια» και την «εξαίρεση» — Lauermann 1988, Βασιλόγιαννης 1992, Ανθόπου- λος 1985). θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τη μέθοδο της «ενδεικτικής ανάγνωσης» (στην περίπτωση του Σμιττ μέσω της «κατάστασης ανάγκης»), την προβολή της δυνα­τότητας μιας «εξωκρατικής» πολιτικής (στον Σμιττ ως παθολογία που επιβάλλει την κρατική καταστολή, στον Αλτουσέρ ως ανάγκη για το εργατικό κίνημα), ίσως και τις χριστιανοκαθολικές καταβολές αμφοτέρων —εν αναμονή του φιλολόγου που θα υπο­στηρίξει ότι ο Αλτουσέρ εντρυφούσε σε μελέτες του Σμιττ κατά την ομηρία του στη ναζιστική Γερμανία...

Πίσω από την περιπτωσιολογία των εξωτερικών ομοιοτήτων διαφαίνεται η έλλειψη

Page 89: Dialektikh Toy Polemoy

88 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

μεγάλου μέρους της «αριστερής» πολιτικής θεωρίας στις αναλύσεις του— καθιστά «επίκαιρη» την παρούσα παρέκβαση, η οποία επιχειρεί να διευ­κρινίσει τη μαρξιστική προσέγγιση για τον πόλεμο και την πολιτική μέσω ενός έργου που τοποθετείται στους αντίποδές της3. Η ελληνική βιβλιογρα­φία για τον Σμιττ —στην οποία προστέθηκε πρόσφατα η συστηματική ανάλυση της περί δικαίου θεωρίας του (Βασιλόγιαννης 1992, πρβλ. Πάσχο 1991, σελ. 193επ.)— αυξάνεται μεν με γοργούς ρυθμούς τα τελευταία χρό­

ομοιότητας δύο έργων με αούμβατο πλαίσιο εννοιών. Οι θέσεις του Σμιττ αναδιατυπώ­νουν (Μηλιός 1988-α) πάγια στοιχεία της αστικής ιδεολογίας για τη μορφή και λειτουρ­γία των κοινωνικών σχηματισμών. Πρόκειται, πρώτον, για την ενδεή κατανόηση της ταξικής πάλης ως ένοπλης σύγκρουσης, δεύτερον, για την «ενωτική» αντίληψη περί λαού ως συνόλου, το οποίο στην «κανονική» περίπτωση έχει ενιαία συμφέροντα και θέληση, τρίτον, για την αγνόηση των ιδεολογικών μηχανισμών και των αποτελεσμάτων της λειτουργίας τους, τέταρτον, για την πολιτική «υπαρξιακότητα» που αντικαθιστά τη συγκρουσιακή προσέγγιση και, πέμπτον, για τη θεώρηση του πολιτικού ως καθοριστι­κής ενότητας και διάκρισης με αποσιώπηση των σχέσεων (ανα)παραγωγής (πρβλ. Πά­σχο 1991, σελ. 200επ.).

Εάν οι θέσεις αυτές παραβληθούν με το μαρξιστικό πλαίσιο εννοιών στο οποίο έμεινε ανυποχώρητος ο Αλτουσέρ (Δημούλης/Μηλιός 1991, σ.35-40), η σύγκριση περιορίζεται σε φιλολογική κατάταξη του είδους «θεωρητικοί όλων των εποχών που στοχάστηκαν στην εξαίρεση». Και βέβαια ούτε οι αυξανόμενοι σμιττιστές επιθυμούν να διδαχθούν κάτι από τους εναπομείναντες αλτουσεριανούς, ούτε το αντίστροφο είναι δυνατόν εάν οι τελευταίοι παραμείνουν στο θεωρητικό τους πλαίσιο.

Πρέπει να σημειωθεί συναφώς ότι, από την «αλτουσεριανή» πλευρά, η τυπολογική σχολαστικότητα που στηρίζει την εν λόγω «σύγκριση», εντάσσεται στην πρόσφατη τάση να γίνονται αναφορές στον Αλτουσέρ με τονισμό της υφολογι κής ή μεθοδολογι­κής διάστασης. Για πολλούς αναλυτές το ενδιαφέρον της αλτουσεριανής παρέμβασης δεν εντοπίζεται στην υποστήριξη και επεξεργασία πάγιων (και «ενοχλητικών») μαρξι­στικών θέσεων, αλλά στις καινοτομίες που εισήγαγε στο λόγο, την ανάγνωση, τη γραφή (από τους εκφραστές αυτής της τάσης βλ. Hahn/Schoettler 1988, Καψάλη 1991). Ο λόγος περί της μεθόδου αποτελεί εν προκειμένω μία εν λόγω σιωπή για τον Αλτουσέρ, σε αρμονία με την κυρίαρχη «αμυντική» στρατηγική της Αριστεράς, όπου η άμυνα έχει όλο και εντονότερα το χαρακτήρα της άτακτης οπισθοχώρησης (Δημούλης/Μηλιός1991, με παρουσίαση της θεωρητικής-πολιτικής παρέμβασης του Αλτουσέρ. Επ' αυτού αναλυτικά Balibar 1991, Kaplan/Sprinker 1993, Lazarus 1993).

3. Το ασυμβίβαστο του έργου του Σμιττ με τη μαρξιστική θεωρία αμφισβητούν κατά κύριο λόγο όσοι επιθυμούν μια —άνευ επιχειρημάτων— ταύτιση για να «αποδείξουν» εν συνεχεία ότι απέναντι σ ' αυτές τις «πολεμικές-βίαιες» κατευθύνσεις λύση αποτελεί η «δημοκρατία» και η —εσχάτως εκ νέου ανακαλυφθείσα— γοητεία του κράτους δι­καίου (βλ. την ταύτιση Σμιττ-μαρξισμού που επανεκδίδει τα περί «ολοκληρωτισμού των άκρων» και το αναπόφευκτο ηθικό δίδαγμα περί «υπεροχής της δημοκρατίας» σε PolitofT1992, σελ. 116επ. Για μια αντίστοιχη προβληματική, με έμμεση αναφορά στον Σμιττ και ιδιαίτερο τονισμό της ταύτισης του πολέμου με την πολιτική στον Λένιν, βλ. Colas 1987).

Page 90: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

νια, αλλά δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη ιδιαίτερη αναφορά στις σμιτ- τιανές αντιλήψεις για τη σχέση πολέμου/πολιτικής4. Για το λόγο αυτόν, η ακόλουθη αναφορά δεν έχει μόνον κριτικό χαρακτήρα, αλλά επιχειρεί και μια παρουσίαση βασικών θέσεων του Σμιττ.

Η κριτική στον Σμιττ δεν υπαγορεύεται από το φόβο για την «ιεροσυ­λία» που θα αποτελούσε η «αριστερή» χρήση του έργου ενός εθνικοσο- σιαλιστή, όπως γράφει ο Ανθόπουλος (1985, σελ. 83), ειρωνευόμενος την απορριπτική στάση των «ορθόδοξων» μαρξιστών για τον Σμιττ. Προκύ­πτει αντίθετα από τη γνωσιολογική κοινοτοπία των αντιλήψεων του Σμιττ (Μηλιός 1988-α) και, ειδικότερα στο ζήτημα πολέμου/πολιτικής, από τις άστοχες σμιττιανές τοποθετήσεις, οι οποίες έχουν θεωρητικό ενδιαφέρον μόνον ως αδιέξοδες «αντι-θέσεις».

6.2 Η πολιτική ως πόλεμος

Οι σχολιαστές του Σμιττ εντοπίζουν και αναλύουν τη διάκριση «εχθρού/ φίλου» ως θεμέλιο της σμιττιανής προσέγγισης για την πολιτική. Ωστόσο, η βάση της πολιτικής σκέψης του Σμιττ βρίσκεται στη σχέση πολέμου/ πολιτικής, η οποία διαμορφώνει το σύνολο της ανάλυσής του με αφετηρία τη θεώρηση κάθε πολιτικής αντιπαράθεσης ως εκδήλωσης «απόλυτου πο­λέμου», ως ασυμφιλίωτης εχθρότητας (πρβλ. Πάσχο 1991, σελ. 200επ.). Ο Σμιττ αντιλαμβάνεται τον πόλεμο ως πρωταρχική πραγματικότητα και του αποδίδει την ιδεοτυπική μορφή του απόλυτου πολέμου που είχε χρησιμο­ποιήσει, για αναλυτικούς λόγους, ο Κλάουζεβιτς (Κεφ. 4). Ο συγγραφέας της Έννοιας του Πολιτικού αντιστρέφει πλήρως το σχήμα του Κλάουζε­βιτς, θεωρώντας ότι η «αλήθεια» της πραγματικής πολεμικής σύγκρουσης βρίσκεται στον απόλυτο πόλεμο, ο οποίος εκφράζει τον πυρήνα των πραγ­μάτων (Schmitt 1940, σελ. 235επ.). Ο πόλεμος είναι κατ’ ανάγκην απόλυ­τος (Schmitt 1975, σελ. 91επ.) και η πολιτική αποτελεί μεταφορά αυτού του σχεσιακού προτύπου στους καθημερινούς ανταγωνισμούς (η ιδέα του πο­λέμου διαμορφώνει την ειδικά πολιτική συμπεριφορά —Σμιττ 1988). Η σχέση εχθρού/φίλου ως «κριτήριο του Πολιτικού» κατάγεται από τη θεώ­ρηση του πολέμου ως μονομαχίας, η οποία οδηγεί (ως πρόθεση και ως πραγματικό ενδεχόμενο) στην εξόντωση του αντιπάλου. Οι αντιπαραθέ­σεις γίνονται πολιτικές όταν φτάσουν στην «υπαρξιακή εχθρότητα», η

4. Βλ. πάντως τη μελέτη του Μπ. Ανθόπουλου (1985).

Page 91: Dialektikh Toy Polemoy

90 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

οποία έχει ως σημείο αναφοράς τη φυσική θανάτωση του αντιπάλου («εχθρού»).

Ο Σμιττ ανάγει την πολιτική στον πόλεμο και την κατανοεί με βάση το «υπαρξιακό» κριτήριο της προδεδομένης άκαμπτης εχθρότητας. Μέσω της εχθρότητας αποκτούν «νόημα» οι πολιτικές πράξεις και προσανατολίζε- ται-ενοποιείται η δράση των μαζών, διότι κατά τον Σμιττ η έννοια του «εχθρού» είναι «πολιτική» μόνο στο επίπεδο της Ολότητας. Η τοποθέτηση αυτή οδηγεί τον Σμιττ σε μια ανθρωπομορφική-ψυχολογιστική προσέγγι­ση των κοινωνικών αντιθέσεων. Υπό την πολιτική πίεση της αντιπαράθε­σής του προς τους θεωρητικούς της συναίνεσης και του φιλελεύθερου πλουραλισμού —και με βάση την επιθυμία του για «άτεγκτη» πολιτική—, ο Σμιττ αποδίδει πρωτεύουσα σημασία στην ύπαρξη εχθρού. Αδιαφορεί για τα κριτήρια καθορισμού του (αρκεί η απόφαση και η υπαρξιακή συμ­μετοχή στη σχέση εχθρότητας), αλλά και για το ενδεχόμενο ελέγχου και διαβάθμισης της πολιτικής εχθρότητας εν όψει στρατηγικών σταθμίσεων. Κατά τον Σμιττ, η απόφαση καθορισμού του εχθρού είναι «τυχαία» ή πάντως δεν στηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα.

Η αντίληψη αυτή συμπυκνώνεται σε μια εκτίμηση του Σμιττ για το εργατικό κίνημα και τα αίτια της ταξικής Λάλης, η οποία μάλιστα δεν βρίσκεται σε κάποιο από τα «πολεμικά» φυλλάδιά του αλλά στο μείζον νομικό έργο του, τη Συνταγματική θεωρία ( Verfassungslehre). Ο Σμιττ θα υποστηρίξει ότι η εμφάνιση του εργατικού κινήματος δεν οφείλεται στην «κοινωνική αθλιότητα» των μισθωτών εργαζομένων ή στις κοινωνικές α­ντιπαραθέσεις για την «παραγωγή και διανομή αγαθών»: Τα αίτιά της εντοπίζονται στη διαμόρφωση μιας —ανεξάρτητης από αντικειμενικά δε­δομένα— αντικαπιταλιστικής «πολιτικής συνείδησης», η οποία παρήχθη σε ορισμένη ιστορική στιγμή, υποβοηθούμενη από την κριτική της γερ­μανικής φιλοσοφίας προς τα αστικά ιδανικά (Schmitt 1989, σελ. 253).

Μια τέτοια προσέγγιση αποκλείει εξ ορισμού την αιτιακή ερμηνεία των πολιτικών αντιπαραθέσεων και, για το λόγο αυτόν, δεν συνιστά θεωρία ή έστω κριτήριο ανάλυσης του Πολιτικού. Αρκείται στην περιγραφικότητα (τη διαπίστωση του «μίσους») και δεν διαθέτει τα μέσα να ανιιληφθεί τη διαβάθμιση ή τη μεταβολή των μετώπων αντιπαράθεσης σε αντιστοιχία με τα αντικειμενικά δεδομένα που εκάστοτε στηρίζουν (παράγουν) τη σύ­γκρουση.

Η αναφορά σε ανορθολογικό «μίσος» και «υπαρξιακή εχθρότητα», πρώ­τον, δείχνει ότι ο Σμιττ είναι (ανεξάρτητα από τις προθέσεις του5) θεωρη­

3. Στο επίπεδο των προθέσεων ο Σμιττ, μιλώντας για «εχθρό», εννοούσε αναμφίβολα την

Page 92: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 91

τικός του πλουραλισμού, δεδομένου ότι αντιλαμβάνεται την πολιτική ως ένα είδος «παιγνίου» με βάση αναιτιολόγητες «αποφάσεις εχθρότητας»4 και, δεύτερον, μας δίνει το μέτρο ψυχολογικής φόρτισης του ερμηνευτικού του σχήματος, το οποίο επηρεάζεται άμεσα από τη συγκινησιακή ένταση μιας μάχης, όπου ο στρατιώτης, υπό το κράτος του φόβου και χωρίς ανά­γκη δικαιολόγησης ή περιθώρια ορθολογικής θεώρησης, βιώνει μια «ορ­μή» εχθρότητας7.

Έ χει επανειλημμένα επισημανθεί ότι η γοητεία που ασκεί ο Σμιττ στην αριστερή σκέψη* οφείλεται στην «αγωνιστικότητα» και το βολουνταρισμό της σμιττιανής ανάλυσης που στρέφεται στη «σαφή» αναγνώριση του εχθρού και προβάλλει την «επιταγή» καταπολέμησής του (Μηλιός 1988-α, σελ. 98/9). Θα προσθέσουμε ότι η γοητεία αυτή επιτείνεται από τη στρατηγική γραφής και ανάλυσης που ακολουθεί ο Σμιττ, ο οποίος, στην προσπάθειά του να δείξει ότι το εργατικό κίνημα πρέπει να πολεμηθεί ανηλεώς ως «ταραξίας της ενότητας» και ως «εχθρός», διαφοροποιείται από την κυρίαρχη «πολιτειολογία» και νομική θεωρία, δηλ. αντιπαρατί­

εργατική τάξη και επιδίωκε τη συγκρότηση ενός επιθετικά «ταξικού» αστικού κράτουςπου θα λαμβάνει τα αναγκαία μίτρα για την καταπολέμησή της (πρβλ. Λαβράνου 1988, σελ. 15επ.).

6. Ερωτάται γιατί ένας θεωρητικός που δεν διστάζει να μιλήσει «ανοιχτά», αρκείται σε ρήσεις περί υπαρξιακής εχθρότητας και δεν διασαφηνίζει ποιος είναι ο εχθρός, υποχω­ρώντας έτσι στο φιλελεύθερο πλουραλισμό που ο (διος στηλιτεύει, θα διακινδυνεύσου­με την ερμηνεία ότι εδώ ο Σμιττ παγιδεύεται στο σχήμα του. Αν κηρύξει την εργατική τάξη «δομικό εχθρό», χάνει οριστικά τη δυνατότητα να μιλά για ενότητα του γερμανικού έθνους, το οποίο «μισεί» υπαρξιακά τους εχθρούς του και επιδιώκει την εκμηδένισή τους. Έτσι ο Σμιττ διστάζει να προσδιορίσει τον εχθρό με κοινωνικές παραμέτρους επιδιώκοντας να διατηρήσει το πλάσμα της ενότητας του έθνους, το οποίο ζητά εκδί­κηση για το «Diktat των Βερσαλλιών». Για τον ίδιο λόγο μιλά για τάξεις με πολιτικούς όρους αρνούμενος τη δομικότητα της ταξικής πάλης. Αν δεχθούμε αυτή την ερμηνεία, μπορεί να λεχθεί και ότι για την αυθαιρεσία του σμιττιανού σχήματος περί πολιτικής ευθύνεται ο μυστικιστικός εθνικισμός του Σμιττ, ο οποίος του επέβαλλε την εξίσου μυστικιστική διαμόρφωση κριτηρίων για την πολιτική σύγκρουση.

7. «Το "υπαρξιακό" της απόφασης για το ποιος είναι ο Εχθρός και της εχθρότητας που συνεπάγεται, δεν συνιστά αιτιολόγηση και νομιμοποίηση, αλλά μάλλον απόρριψη κάθε αιτήματος για αιτιολόγηση και νομιμοποίηση. Η έλλειψη περιεχομένου και (...) νομι­μοποίησης αντισταθμίζονται από τη “δύναμη” της πλαστικότητας της εικόνας του Ε­χθρού» (Λαβράνου 1988, σελ. 19).

8. Βλ. την αναφορά με απόψεις «αριστερών σμιττιστών» από τους Ανθόπουλο (1985), Neumann (1988). Κατά τον Neumann, η υιοθέτηση των απόψεων του Σμιττ επιβάλλεται από την έλλειψη μαρξιστικής θεωρίας της πολιτικής (σελ. 565επ.). Είναι ευνόητο σε τι θεωρητικά αποτελέσματα οδηγεί ένας «μαρξισμός» που εμπνέεται από τις μιλιταρι- στικές κοινοτοπίες του Σμιττ.

Page 93: Dialektikh Toy Polemoy

92 Α. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

θεται στην ηθικολογία της γενικής αρμονίας, στο θεολογικό σεβασμό για το «Νόμο»* και στην αποσιώπηση των ταξικών ανταγωνισμών.

Ο Σμιττ αναγνωρίζει —έστω και έμμεσα— τον «εσωτερικό εχθρό», α­ντιμετωπίζει τους μαρξιστές ως αξιόλογους θεωρητικούς και περιγράφει με θαυμασμό τις πρακτικές του εργατικού κινήματος. Το θεωρητικό ενδια­φέρον που δημιουργεί η σπάνια για το αστικό στρατόπεδο (Λαβράνου 1988, σελ. 28επ.) «ομολογία» του Σμιττ για τους ταξικούς ανταγωνισμούς και ο υψηλός πολιτικός ρεαλισμός κατά τη διατύπωση των θεωριών του10 δεν απαλλάσσει βέβαια το σχήμα του από ανακρίβειες και λάθη. Η άποψη του Σμιττ επιδέχεται κριτική σε τρεις κατευθύνσεις καθώς:

(α) Παραβλέπει τον οικονομικό-ταξικό καθορισμό των μορφών πολιτι­κής, υποστηρίζοντας ότι οι σχέσεις παραγωγής —που ο ίδιος αποκαλεί «οικονομία»— ανάγονται στην «υπέρτατη» διάκριση και έννοια του Πο­λιτικού. Αυτό δείχνουν οι παραδοξότητες περί πολιτικής υπεραξίας" και οι αναφορές του Σμιττ στις κοινωνικές τάξεις ως ουσιαστικώς «πολιτικά μεγέθη» (Σμιττ 1988, σελ. 61επ.).

(β) Αναγνωρίζει ως «κανονικό» υποκείμενο πολιτικής το κράτος, θεω­

9. Στη στρατηγική του Σμιττ οφείλεται και το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η περί δι­καίου θεωρία του —ιδίως εάν συγκριθεί με τον κοινωνικό αγνωστικισμό του θετικισμού και τη χρηστομάθεια που προβάλλουν ως νομική ερμηνεία οι φυσικοδικαιικές θεωρίες. Εξ ου και η σημασία της για την κριτική νομική σκέψη (Βασιλόγιαννης 1992, Πάσχος 1991, σελ. 204επ.).

10. Ο Μπ. Ανθόπουλος (1985) αναφέρει: «Ο Σμιττ είναι επίκαιρος γιατί μας θυμίζει πράγματα κλασικά: τη μορφή κράτος, την πραγματικότητα του μεγάλου Λεβιάθαν, ότι δηλαδή το κράτος αποτελεί το αληθινό κόμμα της αστικής τάξης» (σελ. 103). Ο έπαινος στον Σμιττ επειδή, έναν αιώνα μετά τον Μαρξ, επανέλαβε με στρεβλό τρόπο τα αυτο­νόητα, δηλώνει την αυταρέσκεια όσων διαπιστώνουν ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι αστοί θεωρητικοί αναγκάζονται να προ βουν σε ομολογίες.

11. Η κοινότοπη παρατήρηση ότι η κατάκτηση της κρατικής εξουσίας και η «δια νόμου» πολιτική δράση παρέχει νομιμοποιητικά πλεονεκτήματα, αποκαλείται από τον Σμιττ «πολιτική υπεραξία» (χωρίς βεβαίως να προσδιορίζεται ποια είναι η «αξία», ποιος «εκ­μεταλλεύεται» ποιον και ποια η ομοιότητα της «πολιτικής» με την «οικονομική» υπε­ραξία). Η επιθυμία πρόσκτησης πολιτικής υπεραξίας δια της κρατικής νομιμότητας θεωρείται από τον Σμιττ ως «αίτιο» του ότι τα κομμουνιστικά κόμματα εγκατέλειψαν τη βίαιη στρατηγική και στράφηκαν σε «κρατικές-νόμιμες μεθόδους (...) για την κομμου­νιστική επανάσταση» (Schmitt 1978, σελ. 321επ.). Όσον αφορά την ισχύ μιας ερμηνείας με βάση την «πολιτική υπεραξία», θα υπενθυμίσουμε, πρώτον, ότι με τη «βίαιη» επα­νάσταση στη Ρωσία επιτεύχθηκε τάχιστα η κατάληψη της κρατικής εξουσίας και η άσκηση συντακτικής και νομοθετικής εξουσίας και, δεύτερον, ότι τα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης ούτε την κρατική εξουσία κατέκτησαν ούτε «υπεραξία» προσκτή- θηκαν μετά τη μεταβολή στρατηγικής. Αυτά ως παράδειγμα για τις έννοιες του Σμιττ και την εξυμνούμενη (π.χ. Ανθόπουλος 198S, σελ. S3) ερμηνευτική τους δεινότητα.

Page 94: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 93

ρώντας την κάθε χώρα ως απόλυτα εξειρηνευμένο πεδίο. Το κράτος είναι η κύρια μονάδα πολιτικής, εκφράζει την κοινή βούληση του λαού και, σε περίπτωση δημιουργίας εσωτερικού πολιτικού υποκειμένου-εχθρού, εξου­σιοδοτείται να επιβάλει τη συμφέρουσα για το λαό ειρήνη με αστυνομικά μέτρα. Η εσωτερική πολιτική είναι δευτερογενής και κατ' εξαίρεση μόνο οδηγεί σε σύγκρουση (όταν δεν ασκείται πλέον «λογική πολιτική», δηλ. όταν ο διάλογος δεν περιορίζεται σε «ζητήματα ευταξίας της συμβίωσης» —Boeckenfoerde 1991-a, σελ. 347). Η εσωτερική πολιτική εμφανίζεται ως εξαιρετική κατάσταση άρσης της «πολιτικής ενότητας» και όχι ως φαινό­μενο σύμφυτο με τη λειτουργία του κράτους ως μηχανισμού, ο οποίος επιδιώκει τη συναίρεση των ταξικών αντιφάσεων, χωρίς να είναι ποτέ σε θέση να επιτύχει την πραγματική ενοποίηση του Κοινωνικού σχηματι­σμού, δηλ. να άρει τις αιτίες σύγκρουσης, οι οποίες υπερβαίνουν τη φαι­νομενολογία τους. Η ανακριβής θεώρηση του Πολιτικού ως ενότητας του λαού, θέση που αποκλήθηκε «μυθοποιητική χρήση/ταύτιση των εννοιών λαός/κράτος» (Πάσχος 1991, σελ. 204) συνδέεται με την αντίληψη του Σμιττ για την ταξική πάλη. Κατά την άποψή του η ταξική αντιπαράθεση αποτελεί μια «θεαματική» σύγκρουση που διεξάγεται κατ’ εξαίρεση και όχι μια διαδικασία εμμενή στις ταξικές κοινωνίες (βλ. και Μηλιό 1988-α, σελ. 95επ.). Η ενωτική θεωρία του Πολιτικού στον Σμιττ αποσιωπάται ή αμφισβητείται από τους αριστερούς σμιττιστές (Neumann 1988, σελ. 567), ενώ προβάλλεται από την επίσημη πολιτειολογική σκέψη (Pasquino 1986, σελ. 385επ. Για την εσωτερική πολιτική ως «αστυνομία» βλ. Boecken­foerde 1991-a, σελ. 346επ.)12.

(γ) Συγκρούεται με τα πλέον απτά εμπειρικά δεδομένα των πολιτικών πρακτικών, οι οποίες στις μεν εξωτερικές (διακρατικές) σχέσεις δεν γνω­ρίζουν εχθρότητες αλλά ρευστές συμμαχίες, στις δε εσωτερικές σχέσεις διαμορφώνονται με κυμαινόμενες επιλογές συμμαχίας, στη βάση των α­νταγωνιστικών θέσεων στο σύστημα παραγωγής.

Εν όψει αυτών, είναι παράδοξο ότι στις προσπάθειες «εμπλουτισμού» του μαρξισμού με τη σμιττιανή ανάλυση αγνοήθηκε η παράδοση της συ­γκεκριμένης ανάλυσης και της «απουσίας εχθρών» (ουσιαστικά δε της απουσίας σχεδίου ή σκοπού στην ταξική πάλη) και εμφανίσθηκε ο δογ­

12. Αναφερόμενος στην υφή και τις συνέπειες της θεωρίας του Σμιττ, ο Demand! (1988, σελ. 28/9) σημειώνει: «Το κράτος έχει καθήκον να διατηρεί και να διαμορφώνει την ειρήνη με τη βία και το νόμο. Το πώς θα το επιτύχει αφήνεται στη διακριτική του ευχέρεια (...) Προκειμένου να αποτραπεί ο εμφύλιος πόλεμος, ο Σμιττ δεν απορρίπτει καμιά μορφή καθεστώτος».

Page 95: Dialektikh Toy Polemoy

94 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

ματικός πολιτικισμός του Σμιττ ως γόνιμη συμβολή13. Οι μαρξιστικές αναλύσεις για την πολιτική στιγμή που υπαγορεύει την εκάστοτε στρατη­γική αλλά και οι πολιτικές πρακτικές για τη συμμαχία «με τους δημίους», για τη διαρκή διόρθωση της στρατηγικής και τη στροφή εν όψει αναγκών της συγκυρίας (π.χ. ο ομολογημένα κρατικός καπιταλισμός της σοβιετι­κής ΝΕΙΊ), δεν είναι δυνατόν να ενταχθούν στο σχήμα της εχθρότητας. Προβάλλουν, αντίθετα, τις ρευστές συμμαχίες (ακόμη και τη μεταβολή στο αντίθετο) που υπαγορεύει η εκάστοτε διάγνωση μιας αντικειμενικής κα­τάστασης14.

Ως εξίσου παράδοξη πρέπει να θεωρηθεί η εκτίμηση του Σμιττ ότι ο Λένιν αποτελεί τον αληθινό του πρόδρομο στην αντιστροφή του σχήματος του Κλάουζεβιτς, διότι είχε κατανοήσει την πολιτική ως πόλεμο, δίνοντάς της την έννοια της απόλυτης εχθρότητας προς το «δυτικό καπιταλιστή», τον οποίο μετέτρεψε από πραγματικό σε απόλυτο εχθρό (Schmitt 1975, σελ. 55επ., 63,94). Η ανάγνωση των κειμένων του Λένιν και η επιφανειακή έστω γνώση των θεαματικών μεταστροφών της σοβιετικής πολιτικής δεί­χνει το άτοπο μιας τέτοιος εκτίμησης.

'Ενα, από τα πολλά, παράδειγμα της διαφοράς μεταξύ μαρξιστικής και· σμιττιανής σκέψης παρέχουν οι αναλύσεις του Μάο-Τσε-Τουνγκ στο ζή­τημα της στρατηγικής. Ο Μάο θεμελιώνει την επαναστατική στρατηγική του (α) στη λεπτομερή ταξική ανάλυση της Κίνας με έρευνα των οικονο­

13. Βλ. π.χ. την αναφορά στον Λένιν ως θεωρητικό της απόλυτης εχθρότητας σε Ανθό- πουλο (1985, σελ. 89).

14. Με αφορμή τη «θεωρία του Παρτιζάνου», ο Ανθόπουλος (1985, σελ. ΙΟΟεπ.) ανα- φέρεται στο «λενινιστή Σμιττ» που αντιλαμβάνεται διαλεκτικά τη σχέση εχθρός-φίλος, ως προΰποθέτουσα τις κατάλληλες συμμαχίες για απομόνωση του εχθρού. Η διαλεκακο­ποίηση αυτή —ακόμη και αν υποθέσουμε ότι προκύπτει από τον Σμιττ, ο οποίος μένει ανυποχώρητος στην πρωταρχικότητα και απολυτότητα του εχθρού—, δεν σώζει το σμιττιανό σχήμα, διότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην ανάγκη στοιχειώδους ευελι­ξίας για τον προσεταιρισμό ενός τρίτου, δυνάμει φίλου. Αν θεωρήσουμε τους κοινωνι­κούς σχηματισμούς ως ευσταθείς δομές παραγωγής, η θεμελιακή για τον Σμιττ έννοια του εχθρού (οι καπιταλιστές, το εργατικό επαναστατικό κόμμα) δεν έχει πολιτικό αντί­κρισμα. Η πάλη όσων υφίστανται την εκμετάλλευση δεν απότελεί τιμωρία ή έκφραση μίσους, αλλά επιδίωξη ανατροπής ενός συστήματος με τα πιο πρόσφορα μέσα που παρέχει η συγκυρία. Η σμιττιανή σκέψη περί υπαρξιακότητας του εχθρού (ο οποίος αποτελεί αρχικά το αντικείμενο μίσους και στη συνέχεια τον αντίπαλο στη μάχη) συνιστά εμπόδιο στην προσπάθεια να εξαλειφθούν από τη μαρξιστική θεωρία οι αντι­λήψεις για την «πρωταρχικότητα» των υποκειμένων και οι απλοποιήσεις περί δύο στρα­τοπέδων. Για την προβληματική αυτή, βλ. Μπαλιμπάρ (1989-α, σελ. 74επ.), Balibar (1992, σελ. Ι92επ.), Ιωακείμογλου (1990). Πρβλ. την αναφορά στην έννοια της πολιτικής και της ταξικής πάλης (Κεφ. 5.1).

Page 96: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 95

μικών και ιδεολογικών δομών, (β) στις μεταβολές συμμαχιών όπου οι διαδοχικοί «εχθροί» παίρνουν τη θέση «φίλου» και (γ) στη διαλεκτική τακτικού στρατού και παρτιζάνων. Ο Σμιττ αντιλαμβάνεται, αντίθετα, ως βάση της στρατηγικής σκέψης του Μάο το μίσος προς τον απόλυτο εχθρό και την αποκλειστική στήριξη σε ομάδες παρτιζάνων (Schmitt 1985, σελ. 63επ.). Η αδυναμία κατανόησης δεν οφείλεται εν προκειμένω σε ανεπαρκή γνώση ή σε κακόπιστη ερμηνεία. Αποτελεί ένδειξη της ασυμβατότητας δύο πλαισίων ανάλυσης.

6.3 Ο Σμιττ ως θεωρητικός τον αυταρχισμού

Το εγχείρημα του Σμιττ μπορεί να κατανοηθεί μόνο με αναφορά στις πολιτικές στοχεύσεις του. Έχει επισημανθεί βέβαια ότι η αφοριστική απόρριψη ή η σιωπή για το έργο του Σμιττ με τη δικαιολογία της αντι- δημοκρατικότητας των αντιλήψεών του και των ναζιστικών πολιτικών επιλογών του είναι θεωρητικά απαράδεκτη, διότι παρακάμπτει την ανάγκη ουσιαστικής κριτικής στις απόψεις του με την επίκληση μιας δημοκρα­τικής συναίνεσης εναντίον του, η οποία δεν αποδεικνύει τίποτε σε θεω­ρητικό επίπεδο15 —τουλάχιστον για όσους δεν θεωρούν τη θεωρητική αντιπαράθεση ως δικαστήριο με σκοπό την καταδίκη των «αντιφρονού- ντων».

Η παρούσα αναφορά στην πολιτική στόχευση της θεωρίας του Σμιττ δεν αποτελεί προσπάθεια να συναχθεί το εσφαλμένο των απόψεών του από την καθολικά κατακριτέα πολιτική θέση του. Πρόκειται, αντίθετα, για την αναγκαία επισήμανση ότι η θεωρία αυτή δημιουργήθηκε σε άμεση αντι­στοιχία με τις ανάγκες μιας βίαιης αντεπαναστατικής πολιτικής που έπρε- πε να πολεμήσει τον αντίπαλό της, δηλ. επηρεάσθηκε από ένα συγκεκρι­μένο είδος πολιτικής, το οποίο εν συνεχεία αναγορεύθηκε, δια του κύρους και της αναμφισβήτητης παιδείας του Σμιττ, σε θεωρητική αλήθεια. Τα κείμενά του λειτουργούν πολεμικά και επιχειρούν να δώσουν θεωρητική κάλυψη στην εντολή προς το κράτος να πολεμήσει αποτελεσματικά τον εχθρό του, αντιμετωπίζοντας την πολιτική ως εξοντωτική μάχη. Οι ανα­φορές του Σμιττ στην πολιτική ως απόλυτο πόλεμο, οδηγούν στο πολιτι-

15. Βλ. Ανθόπουλο (1985, σελ. 82επ.), με παραδείγματα της a priori απόρριψης του Σμιττ από το «δημοκρατικό» στρατόπεδο. Πρβλ. Neumann (1988, σελ. 568επ.) και Βασιλόγιαν- νη (1992, σελ. 439επ.). Χαρακτηριστικό παράδειγμα απόρριψης του έργου του Σμιττ, με αποκλειστικό επιχείρημα την πολιτική «ενοχή» του, αποτελεί ο Petzold (1988).

Page 97: Dialektikh Toy Polemoy

96 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

κώς εκμεταλλεύσιμο συμπέρασμα ότι κάθε μέσο άμυνας, επίθεσης και επιβολής αντιποίνων με επένδυση όλων των δυνάμεων είναι θεμιτό. Ο απόλυτος (πολιτικός) πόλεμος δικαιολογεί τη «διαλεκτική υπέρβαση» της διάκρισης στρατιωτών και άμαχου πληθυσμού και την εξολόθρευση όσων χρίζονται αντίπαλοι-εχθροί (Schmitt 1940, σελ. 235επ., 1940-a, σελ. 249επ.). Στην προοπτική αυτή, «όλα επιτρέπονταυ> και η θεωρία καλύπτει τη στρατιωτικοποίηση μιας κοινωνίας16, στην οποία η τυφλή βία θεωρεί­ται θεμιτή εάν ασκείται από το κράτος17.

Αυτό το σχήμα εξηγεί τη γοητεία που ασκεί σήμερα ο Σμιττ στους νοσταλγούς ενός τέτοιου παρελθόντος και τους οπαδούς μιας «αποφασι­στικής» πολιτικής, οι οποίοι απαιτούν ένα μαχητικό κράτος που θα επε- κτείνεται στο «μεγάλο χώρο»1' που του «ανήκευ>19.

16. Οι θεωρητικές αναλύσεις του Σμιττ αποτελούν ακαδημαϊκή μεταγραφή αντίστοιχων αναλύσεων για τη μορφή και τις επιπτώσεις του απόλυτου πολέμου από τη γερμανική μιλιταριστική φιλολογία (βλ. Kondylis 1988, σελ. 135επ.). Μια αντίστοιχη «υπαρξιακή»- μυστικιστική άποψη για τον πόλεμο είχαν αναπτύξει από τη δεκαετία του ’20 λογοτε­χνικοί κύκλοι της Γερμανίας γύρω από τον Ε. Juenger: προβάλλοντας μια «αισθητική» και αποπολιτικοποιημένη θεώρηση του πολέμου ως πεπρωμένου και δόξας, γνώρισαν μεγάλη εκδοτική επιτυχία («εθνικισμός του στρατιώτη»). ΓΓ αυτή τη μορφή επανέκδο- σης της θέσης περί πολέμου ως «πηγής νεότητας των λαών» βλ. Wetter (1980, σελ. 245επ.).

17. Εδώ βρίσκεται ένα άλλο προβληματικό στοιχείο της σμιττιανής θεωρίας. Πρόκειται για την κραυγαλέα αντίφαση ανάμεσα στον κομφορμισμό του Σμιττ ως διεθνολόγου και τις «αιρετικές» επεξεργασίες του για το υλικό Σύνταγμα και τον ντετσιζιονισμό. Το διεθνές δίκαιο δεν πρέπει, κατά τον Σμιττ, να γνωρίζει μεταβολές και βολουνταριστικές ερμηνείες εκ μέρους των κυρίαρχων στη διεθνή σκηνή, αλλά να περιορίζεται στην αξιολογικά ουδέτερη αναγνώριση των κρατών ως ίσων και κυρίαρχων. Αντίθετα, το εσωτερικό δίκαιο «πρέπει» να αντιμετωπίζεται με τη ρευστότητα της ντετσιζιονιστικής πολιτικής. Αν αυτό μεταφρασθεί στην πολιτική γλώσσα, σημαίνει ότι η ιμπεριαλιστική Γερμανία στις μεν εξωτερικές σχέσεις θεωρείται ως υποκείμενο που απολαμβάνει ασφά­λειας δικαίου (χάρη στην αναλλοίωτη ερμηνεία των διεθνών κανόνων), στο δε εσωτε­ρικό μέτωπο μπορεί να στερεί από την ασφάλεια δικαίου τους πολίτες που αναγορεύει σε εχθρούς. Πρόκειται για τον οπορτουνισμό των «δύο δικαίων» του Σμιττ που απαιτεί εγγύτερη έρευνα.

18. Η ιμπεριαλιστική διάσταση της θεωρίας του Σμιττ εκφράζεται εναργώς στο έργο του για το Grossraum (Schmitt 1942, βλ. κριτική παρουσίασή του από τον Faber 1987, σελ. 135επ.). Ο Σμιττ φωτογραφίζει τις επιδιώξεις της ναζιστικής Γερμανίας, στρεφόμενος ενάντια στις αρχές της εθνικής ανεξαρτησίας και συνεργασίας των Μεγάλων Δυνάμεων και ζητώντας να αφεθεί απερίσπαστη η κάθε δύναμη στον έλεγχο του χώρου της. Πρό­κειται για επανέκδοση του προτύπου των αυτοκρατοριών και της βίαιης εξειρήνευσης που επιβάλλουν. Η προσέγγιση αυτή εξακολουθεί να προβάλλεται από έγκυρους (δια της ακαδημαϊκής τηβέννου) ακροδεξιούς κύκλους ως πρότυπο για μια «Ευρώπη των Ευρωπαίων» (Feuerbach 1988).

19. Για τις σχετικές απόψεις στη Γαλλία βλ. την κριτική παρουσίαση του Baldus (1987).

Page 98: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 97

Λόγω των καταβολών και της υφής της, η χρήση της θεωρίας του Σμιττ δεν μπορεί παρά να γίνεται σε προστακτική έγκλι(η)ση. Δεν πρόκειται για οντολογική ανάλυση της πολιτικής διαδικασίας αλλά για αξιολογική πρό­ταξη ορισμένης μορφής πολιτικής, απέναντι στην «ήπια» φιλελεύθερη πολιτική που, κατά την εκτίμηση του Σμιττ, απειλεί να αποπολιτικοποιή- σει τις σύγχρονες κοινωνίες. Κατά τον Σμιττ, πολιτική είναι μόνο η βίαιη και αυταρχική πολιτική που ο ίδιος επιδιώκει και αυτό ακριβώς επιχειρεί να θεμελιώσει το κριτήριο «φίλου/εχθρού». 'Οπως γράφηκε πρόσφατα σε φυλλάδιο του ακροδεξιού γαλλικού Front National, ο συντάκτης του ο­ποίου φαίνεται να έχει αφομοιώσει τη σμιττιανή ανάλυση, «η πολιτική είναι μάχη και το κίνημά μας είναι στρατός που πολεμά. Δεν μπορούμε να είμαστε αποτελεσματικοί εάν ο καθένας δεν σέβεται και δεν εκτελεί τις διαταγές που του δόθηκαν»20. Πολιτικός μιλιταρισμός, έλλειψη δημοκρα­τίας και ελέγχου, ετοιμότητα καταπολέμησης του «εχθρού». Ο Σμιττ βρί­σκεται στους αντίποδες της θεωρητικής θεμελίωσης μιας πολιτικής συμ- μαχιών και της ανάγκης για μαζική πολιτική παρέμβαση χωρίς τελεολο- γία και επιταγές.

Κλείνοντας την αναφορά στις απόψεις του Σμιττ, είναι αναγκαία μια παρατήρηση. Την άποψη περί προτεραιότητας του πολέμου επί της πο­λιτικής και την πρόταση αντιστροφής του σχήματος του Κλάουζεβιτς έχει υποστηρίξει —σε διαφορετικό πλαίσιο και χωρίς αναφορά στον Σμιττ— ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους κριτικούς της εξουσίας, ο Michel Foucault (1977, σελ. 8επ., 175επ.). Μπορεί αυτή η απροσδόκητη «εκλεκτική συγγένεια» να παράσχει κάποιο επιχείρημα υπέρ της βασικής σμιττιανής σκέψης, έστω και με τροποποίηση του σκεπτικού της;

Με τον τονισμό του «πολέμου» ως μοντέλου ερμηνείας της πολιτικής, ο Foucault επιχειρεί να δείξει τη συγκρουσιακότητα της πολιτικής, αντι- τιθέμενος έτσι στις κυριαρχούσες αντιλήψεις περί αρμονικής εξέλιξης της κοινωνικής ζωής μέσω «συνειδητών» αποφάσεων και διαδικασιών συναί­νεσης. Δεδομένου ότι ο μαρξισμός (ή, ακριβέστερα, το επαναστατικό τμή­μα της μαρξιστικής θεωρίας) θεωρεί την πολιτική ως εγγενώς συγκρουσια- κή διαδικασία, θέτοντας σε πρώτο πλάνο τη στρατηγική έννοια του συ­σχετισμού δυνάμεων σε όλα τα επίπεδα (την πολύμορφη ταξική πάλη), η «πολεμική μεταφορά» του Foucault δεν στρέφεται κατά της αντίληψης για την προτεραιότητα της πολιτικής και τον καθορισμό της πολεμικής σύ- γκρουσης'από τους σκοπούς και τις στρατηγικές της (Κεφ. 5). Ο Foucault επικρίνει τα σχήματα αρμονίας και ορθού πολιτικού λόγου, προβαίνοντας

20. Το κείμενο παραθέτει η εφημερίδα Le Monde, 26.6.91.

Page 99: Dialektikh Toy Polemoy

98 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

στην έμμεση —και αναγκαία— διόρθωση της έννοιας της πολιτικής στον Κλάουζεβιτς (κατά τον οποίο η πολιτική εκφράζει την εθνική συναίνεση και διαμορφώνεται μονοσήμαντα από την εκάστοτε «πολιτική ηγεσία» — βλ. Κεφ. 4).

Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ο Foucault υιοθετεί τη σμιττιανή οπτική και τοποθετεί τον απόλυτο πόλεμο στη θέση των πολιτικών πρακτικών. Αντιθέτως, αναλύει τις πολιτικές πρακτικές ως σύνθετες στρατηγικές με βάση την πολυδιάσπαση της εξουσίας σε πολύπλοκα και αδιαφανή δίκτυα συσχετισμών δύναμης χωρίς κέντρο και υποκείμενα (π.χ. Deleuze 1986, Schwarz 1991). Η φουκωική προσέγγιση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το σχήμα μονομερούς και ασυμφιλίωτης πολιτικής εχθρότητας του Σμιττ — παρά την επιφανειακή συμφωνία στην αντίληψη ότι η πολιτική αποτελεί μορφή πολέμου—, διότι ο Foucault απορρίπτει ως απλουστευτική κάθε αντίληψη περί συγκέντρωσης- της εξουσίας σε υποκείμενα (κράτος, κόμ­ματα, τάξεις), οδηγώντας την αντιεξουσιαστική κριτική στις ακραίες συ- νέπειές της21.

21. Διαφορετικό είναι το πρόβλημα ότι η ανάλυση του Foucault, παρά το υλιστικό υπόβαθρο που της προσδίδει η μελέτη των θεσμών που παράγουν την εξουσία και τη γνώση, εκτίθεται διαρκώς στον κίνδυνο της παρέκκλισης προς τον αγνωστικισμό που εν γένει συνυφαίνεται με τις αντιλήψεις περί πολυαρχίας.

Page 100: Dialektikh Toy Polemoy

7. Η ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΊΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ

Οι προηγούμενες αναλύσεις επιχείρησαν τη συγκεκριμενοποίηση της σχέσης του πολέμου με την (ταξική) πολιτική. Ως γενικό συμπέρασμα μπορεί να υποστηριχθεί ότι, σε αντίθεση με τις υπαρξιακές (Σμιττ), τις λειτουργιστικές (Κλάουζεβιτς) και τις ιδεαλιστικές (Καντ, Τόμσον, θεσμό* κράτες ειρηνιστές) προσεγγίσεις, ο μαρξισμός είναι σε θέση να ερμηνεύ­σει την πολιτική λειτουργία του πολέμου, διότι διαθέτει μια θεωρία τόσο για την πολιτική όσο και για το χαρακτήρα της (ταξικής) κοινωνικής εξουσίας. Αυτή η θεωρία επιτρέπει τη διαφοροποιημένη ανάλυση των αιτίων του πολέμου, σε αντίθεση με τις λοιπές αντιλήψεις, οι οποίες βα­σίζονται στο τρίπτυχο της ανθρωπολογικής απαισιοδοξίας (υπαρξιακότη- τα του πολέμου), του μονομερούς τονισμού των αιτίων πολέμου (με προ­βολή είτε του υπαρξιακού είτε του οικονομικού στοιχείου) και του εξελι- κτισμού (η εξάλειψη του πολέμου θεωρείται —από όσους δεν είναι, όπως ο Σμιττ, ακραία «υπαρξιακοί»— δυνατή με την οικονομική ανάπτυξη-εκ- πολιτισμό)1.

I. Αυτό το τρίπτυχο συναντάται και στις —κατά το περιεχόμενο προμαρξιστικές— α­ναλύσεις ορισμένων σοσιαλιστών. Έτσι ο Γ. Σκληρός (1977) γράφει το 1915 για τη «Φιλοσοφία του Πολέμου και της Ειρήνης»:

(α) «Παραδεχτήκαμε τον πόλεμο ως κεντρικό νόμο της ζωής» (σελ. 144) (ανθρωκο- λογική απαισιοδοξία).

(β) «Οι σημερινοί πόλεμοι (...) είναι πόλεμοι καθαρώς οικονομικοί» (σελ. 148) (οικονομισμόί).

(Υ) « Οχι ειρηνιστικές προπαγάνδες (...) θα μας φέρουν την κατάργηση του πολέμου, αλλά αυτό το εγωιστικό συμφέρον της ισοπεδωμένης πια βιομηχανικώς και εκπολιτι­στικός κοινωνίας (...) Και αν ακόμα ο ένας καταβάλλη σιρατιωτικώς τον άλλο, δεν θα έχει σε τι να τον εκμεταλλευθή» (σελ. 149) (εξελικτισμός).

Page 101: Dialektikh Toy Polemoy

100 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Ωστόσο, η μαρξιστική ερμηνεία του πολέμου μέσω της σχέσης του με την πολιτική παραμένει ελλιπής όσο παρακάμπτεται το ζήτημα της θεω­ρίας του έθνους (διαδικασία συγκρότησης, εθνική ύπαρξη και σύγκρουση) και η ανάλυση των σχέσεων με την πολεμική σύγκρουση. Είναι δε ενδια­φέρον ότι όλες οι προσεγγίσεις που προαναφέραμε διαγράφουν από την προβληματική τους το εθνικό φαινόμενο ή, ορθότερα, το προϋποθέτουν ως κάτι αυτονόητο, ως ένα οιονεί φυσικό δεδομένο του σύγχρονου κόσμου. Ο πόλεμος γίνεται μεταξύ εθνικών κρατών γιατί «έτσι γίνεταυ>. Ωστόσο, μόνο αν θεωρήσουμε το έθνος ως πρόβλημα (και, κατ’ επέκταση, ως κοι­νωνική κατασκευή με δεδομένες λειτουργίες) είναι δυνατόν να διακρίνου­με τη σχέση του με τον πόλεμο.

Με αυτή την παρατήρηση περνάμε στο δεύτερο —μετά τη σχέση πο­λέμου/πολιτικής— αναλυτικό τμήμα της μελέτης που επικεντρώνεται στη σχέση του έθνους με τον πόλεμο. Μια τέτοια εκτενής πραγμάτευση είναι άλλωστε αναγκαία στη σημερινή συγκυρία καθολικής εθνικοποίησης του πολέμου (Κεφ. 1.1). Διαμορφώνοντας μια σαφή εικόνα για το εθνικό φαι­νόμενο είναι δυνατόν να δώσουμε μια σφαιρικότερη ερμηνεία για τα αίτια και τη λειτουργία του πολέμου.

7.1 Η έννοια και τα «κενά» της θεωρίας

Η διεθνής βιβλιογραφία για το εθνικό φαινόμενο είναι ιδιαίτερα πλούσια σε θεωρητικές αναλύσεις και εμπειρικές μελέτες2. Πολλοί συγγραφείς α­ναλύουν με πληθώρα στοιχείων και θεωρητική διεισδυτικότητα τη διαδι­κασία γέννησης, τα χαρακτηριστικά και τις μεθόδους αναπαραγωγής του εθνικισμού1. Δείχνουν έτσι ότι ο εθνικισμός αποτελεί μια σχετικά πρό­

2. Μετά τη δημοσίευση της πρώτης μορφής του παρόντος κεφαλαίου (περ. θέσεις, τ. 39, Απρίλιος 1992, σελ. 25επ.) προστέθηκαν στην (πενιχρή) ελλ. βιβλ. για το εθνικό φαινόμενο οι κριτικές μελέτες των Αιμ. Μεταξόπουλου (1992), θ . Βέικου (1993-α) και Λ. Μιχαήλ (χ.χ. εκδ.), η εκτενής πραγμάτευση του Π. Λέκκα (1992) και το αφιέρωμα του περ. «Διαβάζω», τ. 322, 10.11.93. Οι συμβολές αυτές, στις οποίες αναφερόμαστε στη συνέχεια, εμφανίζουν τα προτερήματα αλλά και τα προβληματικά στοιχεία που —όπως θα δούμε— διαπιστώνονται στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία για τον εθνικισμό. Ιδιαί­τερο ενδιαφέρον εμφανίζουν, τέλος, ορισμένες μελέτες μεταξύ ιστορίας και ιδεολογικής κριτικής που «ανακατασκευάζουν» το Λόγο του ελληνικού εθνικισμού δείχνοντας in aetu τη λειτουργία της εθνικιστικής έγκλησης (Σκοπετέα 1988, Τζιόβας 1989, Μηλιός 1983).

3. Βλ. την επισκόπηση των μη μαρξιστικών θεωριών για το έθνος σε Winkler (1985-a), όπου και αναλυτική βιβλιογραφία (σελ. 287-308).

Page 102: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 101

σφατη ιδεολογική κατασκευή που στηρίζεται σε ανακρίβειες, αποσιωπή­σεις και ιστορικά ψεύδη, και η οποία όχι μόνο δεν πρέπει να γίνει απο­δεκτή, αλλά και —όπως συχνά τονίζεται— αποτελεί το μεγαλύτερο κίν­δυνο για την ειρηνική συμβίωση στον πλανήτη, την ιδεολογία που στη­ρίζει —σε πολλές περιπτώσεις γεννά— ένοπλες συγκρούσεις.

Ωστόσο, αυτές οι μελέτες δεν επιχειρούν να προχωρήσουν πέρα από το περιγραφικό επίπεδο, δηλ. πέρα από την έκθεση της ιστορίας δημιουργίας των εθνών, την ανάλυση της «δέσμης» των χαρακτηριστικών τους και την κριτική στις αυθαιρεσίες του εθνικισμού. Γιατί γεννήθηκε ο εθνικισμός, σε τι «εξυπηρετεί», ποιες είναι οι δυνάμεις που τον αναπαράγουν παρά τις καταστροφικές συνέπειές του; Το αληθινό πρόβλημα είναι η φυλετική καταγωγή ορισμένου λαού και η ιστορική συνέχεια της γλώσσας του ή, όπως πιστεύουμε, οι λόγοι διατήρησης ενός επιθετικού εθνικισμού και τα αποτελέσματά του στη σημερινή συγκυρία;

Οι εν λόγω μελέτες για το εθνικό φαινόμενο υποδεικνύουν την ανάγκη απομυθοποίησης του εθνικισμού, ο οποίος δεν είναι μόνο μια «καθολική» ιδεολογία, αλλά διαποτίζει και τη θεωρητική παραγωγή των κοινωνικών επιστημών (βλ. Λέκκα 1992, σελ. ΙΙεπ.). Ωστόσο, αν δεν απαντηθεί το ερώτημα των αιτίων δημιουργίας του εθνικισμού και των δυνάμεων που τον στηρίζουν, η εργασία της κριτικής βιβλιογραφίας για το εθνικό φαι­νόμενο τελικά αποτυγχάνει. Αποτυγχάνει ερμηνευτικά, δεδομένου ότι ο εθνικισμός εμφανίζεται ως μια ανεξήγητη παραφορά της ανθρώπινης ιστο­ρίας ή ως μια, για αγνώστους λόγους επιχειρηθείσα, κατασκευή των πο­λιτικών φιλοσόφων4. Αποτυγχάνει όμως και στον ίδιο το σκοπό της, δηλ.

4. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μελί τη του Guiomar (1990), η οποία καίτοι ενδιαφέρουσα για τα στοιχεία που παρέχει —παρά την προχειρότητα κατά την επισκό­πηση της ευρωπαϊκής ιστορίας που οδηγεί σε αναπαραγωγή κλισέ, την αγνόηση της πρόσφατης βιβλιογραφίας για το έθνος, αλλά και το ότι δεν αναφέρονται οι πηγές από τις οποίες παρατίθενται μακροσκελή αποσπάσματα φιλοσόφων και ιστορικών—, περιο­ρίζεται σε μια αμιγή ιστορία των ιδεών, θεωρώντας τη σχολή του φυσικού δικαίου και τον Λάιμπνιτς οιονεί «εφευρέτες» του έθνους, χωρίς να εξετάζει ούτε σε η αντιστοιχού­σαν κοινωνικά οι κατασκευές τους, ούτε γιατί επικράτησαν, ούτε σε ποια πραγματικά στοιχεία «εθνικής ενότητας» ανταποκρίθηκαν, ούτε βέβαια πώς παρήχθησαν αυτά. Α­ποτέλεσμα της προσέγγισης αυτής είναι η δήλωση ότι το έθνος δεν αποτελεί περιεχό­μενο, αλλά «μορφή», για την οποία τίποτε συγκεκριμένο δεν είναι δυνατόν να λεχθεί (σελ. 180). Έτσι βέβαια η αγανάκτηση του συγγραφέα για τις καταστροφικές συνέπειες της επικράτησης του χωρισμού σε έθνη παραμένει —επειδή η πολιτική αντιπαράθεση δεν μπορεί να διεξαχθεί ενάντια σε βιβλία τεθνεώτων— χωρίς αντικείμενο, ως μια ουτοπική ευχή να επικρατήσει η «ισότητα», διότι τα έθνη «απέτυχαν» (σελ. 191επ.). Το για ποιους «απέτυχαν» και γιατί η «αποτυχία» τους δεν οδηγεί και στην εξάλειψή τους, αλλά τους δίνει σήμερα νέα πνοή μέσα στις καταστροφές του πολέμου, μένει ανεξιχνία-

Page 103: Dialektikh Toy Polemoy

102 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΠΑΝΝΟΥΛΗ

στην κριτική ανάγνωση του εθνικισμού. Πράγματι, ένας «φωτισμένος» εθνικιστής δεν θα είχε αντίρρηση να δεχθεί τις θεωρητικά θεμελιωμένες κριτικές που του απευθύνονται: θ α αντέτασσε όμως ότι δεν υπάρχει λόγος να εγκαταλείψει την ιδεολογία του, στο βαθμό που αυτή όχι μόνο εξυπη­ρετεί σήμερα τη δημιουργία μιας πολιτιστικής ταυτότητας και τη συνοχή μιας πολιτικής κοινότητας, αλλά και βασίζεται σε κάποια —έστω και απολυτοποιημένα— αντικειμενικά στοιχεία όπως η κοινή γλώσσα, η πο­λιτιστική παράδοση, η «βούληση» εθνικής συνέχειας κλπ.

Άλλωστε, από τη στιγμή που ο εθνικισμός θεωρείται μέθοδος εξασφά­λισης της κοινωνικής συνοχής και εγγύηση των κοινών συμφερόντων, το σε ποιο βαθμό τα στοιχεία εθνικής ενότητας είναι ιστορικά δικαιολογη­μένα έχει μικρή σημασία. Τη στιγμή που, για παράδειγμα, ένα εκατομμύ­ριο Ελλήνων διαδηλώνει με εθνικιστικά συνθήματα ή και δηλώνει έτοιμο να πάρει τα όπλα, όποιος αποδεικνύει ότι η ιστορία του ελληνισμού δεν είναι —όπως διατείνονται οι επίσημοι ιδεολόγοι και οι «στρατευμένοι» ιστορικοί— «τρισχιλιετής» ή όποιος δείχνει ότι το ελληνικό κράτος έπλα­σε σταδιακά την ταυτότητα που σήμερα θεωρείται «φυσική», πραγματο­ποιεί μια αναγκαία εργασία, η οποία όμως παραμένει ημιτελής. Από τη στιγμή που η συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών διεκδικεί την ελληνική εθνική ταυτότητα και αγωνίζεται για την υπεράσπιση της ελλη­νικότητας, κάθε επιστημονική ανασκευή των στοιχείων που επικαλείται η επίσημη ιδεολογία παραμένει πολιτικά ανίσχυρη.

Έτσι, ακόμη και η πλήρης αποδοχή της κριτικής στον πλασματικό χαρακτήρα των εθνών θα οδηγούσε σε πενιχρά αποτελέσματα: Το αποτέ­λεσμα θα ήταν ένας «διορθωμένος», ιστορικά σχετικοποιημένος εθνικι­σμός (του είδους: «Δεν ξέρουμε τι ήταν οι πρόγονοί μας, αλλά εμείς θέ­λουμε να είμαστε Έλληνες»), στον οποίο θα προσετίθετο η (γνωστή άλ­λωστε από τους πανηγυρικούς λόγους) διακήρυξη της επιθυμίας ειρηνικής συμβίωσης με τους «αλλοεθνείς». Αυτό είναι το αποτέλεσμα στο οποίο οδηγεί το μεγαλύτερο τμήμα της βιβλιογραφίας για τον εθνικισμό, δεδο­μένου ότι, ανεξάρτητα από τις προθέσεις, δεν βγαίνει από το πεδίο και τις έννοιες του εθνικισμού. Αν το μόνο πρόβλημα είναι η «σύγκριση» των σημερινών εθνών, η απόδειξη ότι οι διαφορές τους είναι σε μεγάλο βαθμό πλαστές και πρόσφατες και ότι η «ανωτερότητα» ορισμένου έθνους απο­τελεί μύθο, τότε μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι χρειάζεται μεγα­λύτερη συνεργασία και «ανεκτικότητα» στις σχέσεις των εθνών. Το σχήμα των κοινών εθνικών συμφερόντων και η θετική-ενοποιητική πλευρά της εθνικής ιδεολογίας τίθενται εκτός του στοχάστρου κριτικής.

Απέναντι σ ’ αυτές τις απορίες και ανεπάρκειες είναι αναγκαία μια ερ­

Page 104: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 103

μηνεία που θα αναλύει τον εθνικισμό όχι σαν να επρόκειτο για ένα είδος φυσικού φαινομένου, αλλά, στη συγκεκριμένη κοινωνική διάστασή του, με βάση τις λειτουργίες που επιτελεί και τον ιδεολογικό χαρακτήρα της «κοινότητας συμφερόντων» που παράγει. Αναγκαία είναι δηλ. η εκτίμηση των λόγων δημιουργίας και του πραγματικού περιεχομένου της «εθνικής ενότητας» στο παρόν. Αν δειχθεί ότι τα σημερινά «εθνικά συμφέροντα» είναι πλαστά και η μυθοποίηση του παρελθόντος δεν αποτελεί απλώς έργο ασυνείδητων ιστορικών ή παραχαρακτών, αλλά ένα ζωτικό όρο για την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, για την άσκηση ορισμένων πολιτικών και, δυνητικά, για την πολεμική κινητοποίηση, τότε η κριτική του εθνικισμού περνά σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο. Αφορμή για μια τέτοια συνολική κριτική, που να αναδεικνύει τη σημασία της σημερινής λειτουργίας του εθνικισμού, μπορεί να προσφέρει η μαρ­ξιστική θεωρία για το έθνος.

Στο σημείο αυτό είναι αναγκαία μια μεθοδολογική παρένθεση. Ο τίτλος του κεφαλαίου δεν είναι απόλυτα ακριβής, δεδομένου ότι δεν θα γίνει εδώ αναφορά σε όλες τις διαστάσεις της μαρξιστικής θεωρίας για το έθνος9, αλλά και διότι οι σχετικές επεξεργασίες δεν χαρακτηρίζονται από ομοφω­νία και πληρότητα. Είναι μάλιστα διαμετρικά αντίθετες στο όραμα της σύμπτωσης απόψεων και στη θετικιστική ουτοπία περί καθαρότητας και έλλειψης αντιφάσεων. Ο τίτλος επισημαίνει απλώς ότι υπάρχει μαρξιστι­κή θεωρία για το έθνος, η οποία αμφισβητεί την εθνικιστική προσέγγιση, ανταποκρινόμενη έτσι στον πρωταρχικό όρο κατανόησης του πραγματι­κού, στη μη απολογητική στόχευση: «Ως διεθνιστική κοσμοθεωρία, ο μαρξισμός (...) έχει το πλεονέκτημα μιας καθολικής και κριτικής θέσης, σε αντίθεση με το πάθος και τον παροξυσμό της εθνικιστικής μυθολογίας» (Λεβί 1993, σελ. 120).

3. Στην Ελλάδα υπάρχουν μαρξιστικές θεωρήσεις για το έθνος, οι οποίες εφαρμόσθηκαν στην ερμηνεία σχετικών προβλημάτων (π.χ. Μηλιός 1988, σελ. 21επ., 70επ., Μηλιός/ Κυπριανίδης 1988-1990), αλλά δεν έχει γίνει ως τώρα εκτενής αναφορά στη θεωρητική ιστορία του προβλήματος και τις επιμέρους αναλύσεις. Η κατά τις προθέσεις ειδική μελέτη του Ζιάκα (1988) αποδίδει ορισμένα στοιχεία της μαρξιστικής προσέγγισης (προτεραιότητα της ταξικής πάλης, κριτική του εθνικισμού, σχετικιστική τοποθέτηση στο ζήτημα αυτοδιάθεσης των εθνών), αλλά, αφ' ενός, στερείται βιβλιογραφικής ενη­μέρωσης και, αφ’ ετέρου, αποδίδει στο μαρξισμό μια ενιαία και απλουστευτική θέση. (Για την πρόσφατη μελέτη του Ψυρούκη 1992 βλ. πιο κάτω σημ. 24).

Οι επεξεργασίες των ελλήνων σοσιαλιστών στις αρχές του αιώνα για το εθνικό ζή­τημα, η αντίληψή τους για την προτεραιότητα του «κοινωνικού προβλήματος» και οι διεθνιστικές τοποθετήσεις τους εκτίθενται —με πλούσιο βιβλιογραφικό υλικό— σε Noutsos (1993, σελ. Ι9επ.).

Page 105: Dialektikh Toy Polemoy

104 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Η άποψη περί ανυπαρξίας τέτοιος θεωρίας είτε οφείλεται σε άγνοια των σχετικών αναλύσεων, είτε στοχεύει στην εξ υπαρχής απόρριψή τους*, είτε —όταν διατυπώνεται από μαρξιστές (Πουλαντζάς 1984, Marmora 1983)— πρέπει να αποδοθεί σε παραγνώριση του status κάθε μαρξιστικής ανάλυ­σης, η οποία συγκροτείται ως κριτική και υπόκειται σε διαρκή διόρθωση, χωρίς αυτό να αίρει τη βεβαιότητα των κεκτημένων. 'Οπως όλες οι πο­λεμικές του τύπου «δεν υπάρχει μαρξιστική θεωρία για...», έτσι και η προκείμενη επιδέχεται έμπρακτη αμφισβήτηση με την ανάλυση των υπαρ­χόντων στοιχείων7.

6. Έτσι π.χ. ο Γκέλλνερ απορρίπτει σε λίγες γραμμές ως «ψευδή» τη μαρξιστική αντί­ληψη για το έθνος, αρκούμενος στο ακόλουθο: «Οι μαρξιστές αρέσκονται κατά βάσιν να νομίζουν πως το πνεύμα της ιστορίας ή η ανθρώπινη συνείδηση έκανε μια τρομερή γκάφα. Το αφυπνιστικό μήνυμα προοριζόταν για τις τάξεις, λόγω όμως κάποιου τρομε­ρού ταχυδρομικού λάθους δόθηκε στα έθνη* (1992, σελ. 227/8).

Δεν χρειάζεται να αντικρούσουμε την αφελή άποψη ότι η μαρξιστική τοποθέτηση για τον εθνικισμό δήθεν συνοψίζεται —μετά από τη διεθνή συζήτηση, τις εμπειρίες και τις συγκρούσεις ενάμιση αιώνα!— στην καταγγελία ενός «λάθους» και δήθεν ταυτίζει τον ιστορικό ρόλο του έθνους με το ρόλο της εργατικής τάξης, θα επισημάνουμε απλώς ότι και σ ’ αυτό το σημείο η μελέτη του Γ κέλλνερ δείχνει έλλειψη βιβλιογραφικής ενημέρωσης. Εάν ληφθεί δε υπόψη ότι η ανάλυσή του για τις απαρχές, τον τρόπο σχηματισμού, τη λειτουργία και την ιδεολογία του εθνικισμού εμφανίζει ισχυρές συγ­γένειες με τη μαρξιστική, η προκείμενη «έλλειψη ενημέρωσης» δικαιολογείται μόνον ως άγχος πρωτοτυπίας ενός μελετητή που ενώ κατά βάση δεν υπερβαίνει τα ήδη λεχθέ- ντα, αντιλαμβάνεται την ανάλυσή του ως «νέα θέση» (σελ. 239).

7. 'Οσοι αμφισβητούν τις μαρξιστικές «θεωρίες για...» δεν εισέρχονται συνήθως στη διαδικασία γνώσης, έκθεσης και αντίκρουσης των μαρξιστικών επεξεργασιών. Προβαί­νουν στην απόρριψή τους με επιχειρήματα είτε απριοριστικά («ο Μαρξ ζούσε στο 19ο αιώνα») είτε ολιστικά (όταν εκλαμβάνουν ως desideratum θεωρίας ένα κλειστό σύνολο γνώσης με καθολική ισχύ).

Όσον αφορά το τόσο συνηθισμένο «χρονικό» επιχείρημα —που υπαινίσσεται προ­φανώς περισσότερα από τη ληξιαρχική του ακρίβεια— είναι αναμφίβολο ότι ο Μαρξ, όχι μόνο δεν «γνώριζε τα πάντα», αλλά και συχνά πλανήθηκε στις αναλύσεις και τις προβλέψεις του. Ωστόσο, η απόδειξη του σε ποια σημεία και για ποιους λόγους συμ­βαίνει αυτό, απαιτεί επίπονη επιστημονική εργασία, η οποία επιπλέον δεν οδηγεί σε συνολικές απορρίψεις αλλά σε λεπτές διακρίσεις του ισχύοντος από το —για ιστορι­κούς ή θεωρητικούς λόγους— μη ισχύον (βλ. λ.χ. στο παράδειγμα του νόμου της πτω­τικής τάσης του ποσοστού κέρδους την εξαντλητική ανάλυση του Γ. Σταμάτη (1993), που δείχνει γιατί είναι λογικά ορθός ο νόμος, υπό ποιες ιστορικές προϋποθέσεις ισχύει και σε ποια σημεία οι εκτιμήσεις του Μαρξ αποδείχθηκαν εσφαλμένες). Επειδή όμως αυτό δεν προσφέρεται για προπαγανδιστικούς σκοπούς, δεν επιχειρείται από τους επι­κριτές του μαρξισμού. Όσον αφορά την εμφάνιση του μαρξισμού ως κλειστού συνόλου γνώσης (κάτι που προσφέρει τη συμμετρική ευχέρεια της en bloc απόρριψής του), αποτελεί εκδήλωση μεθοδολογικής αφέλειας να εκλαμβάνεται ως θεωρία το τέλος της με την εκπτωτική έννοια του όρου και να αποδίδεται στο μαρξισμό αυτό που δεν πρέπει

Page 106: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 105

Εάν όμως η ύπαρξη της θεωρίας δεν ταυτίζεται με την πληρότητα και το κλειστό σύστημα, η μαρξιστική θεωρία για το έθνος χαρακτηρίζεται —πέρα από τη διαφορά αντιλήψεων— και από σημαντικά κενά. Το θεω­ρητικό έλλειμμα εκδηλώνεται είτε ως λήθη για τις αναλύσεις που έγιναν στις αρχές του αιώνα είτε ως περιθωριακή ενασχόληση με τη θεωρία του έθνους. 'Οπως επισημάνθηκε (Brandt σε Marmora 1983, σελ. 8επ.), το έλλειμμα αυτό πρέπει να αποδοθεί και στις εθνικιστικές τάσεις που εκδη­λώθηκαν στην πολιτική του κομμουνιστικού κινήματος, το οποίο αντιστά- θηκε μεν στον επιθετικό εθνικισμό —με την καταγγελία του ως ιμπερια­λισμού και με την προβολή της διεθνιστικής αλληλεγγύης—, επιδιώκο­ντας όμως να γίνει ηγεμονική δύναμη δια της ένταξης στον Πολιτικό Ιδεολογικό Μηχανισμό των αστικών κρατών*, απέφευγε να υπενθυμίζει τις αναλύσεις για το έθνος και τις πολιτικές τους συνέπειες*.

Αυτή η τάση ενσωμάτωσης —που συνδέεται με την τάση του σοβιετι­κού μαρξισμού να υπεραμυνθεί της «σοσιαλιστικής πατρίδας» διαμορφώ­νοντας, παρά τα διεθνισίικά φαινόμενα10, μια νέα μορφή εθνικισμού σε υπερεθνική, αλλά πάντα κρατική κλίμακα (Μπολιμπάρ 1993-α, σελ. 37επ.)— δεν είναι βέβαια καθολική. Στην περίπτωση της Ελλάδας, θα έπρεπε να αναλυθεί η «αντεθνική» πολιτική του ΚΚΕ και τα θεωρητικά θεμέλιά της. Θα έπρεπε επίσης να εξετασθούν οι πολιτικές επιπτώσεις της απόπειρας του ΚΚΕ να απαλλαγεί, μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, από την κατηγορία του «αντεθνικού», εμφανιζόμενο έμπρακτα ως «εθνική δύναμη» και επιστρέφοντας την κατηγορία στην αστική πλευρά, με τη μομφή της «εξάρτησης από τα ξένα κέντρα». Οι ερμηνείες που προέβαλλε

να δημιουργήσει: Ένα σώμα γνώσης που εξαγοράζει τη συνοχή του με τη θεολογι κή αυθαιρεσία.

8. Για την έννοια αυτή βλ. Αλτουσέρ (1987).9. Για την ιστορική σύνδεση των μαρξιστών με τα εθνικιστικά κινήματα σε διάφορες

χώρες και τη διαφαινόμενη επικράτηση της εθνικιστικής τάσης βλ. αναλυτικά Ηο- bsbawm (1991, σελ. Ι45επ., Ι72επ.). Εδώ δεν πρόκειται για εγγενή εθνικισμό, αλλά για την απόπειρα των μαρξιστών να ηγεμονεύσουν στο μέτωπο του εθνικισμού, σπς συν­θήκες των συγκεκριμένων αγώνων και υπό την πίεση των διάχυτων εθνικιστικών διεκ­δικήσεων.

Για τις εθνικιστικές προβολές στους κόλπους του ΕΑΜ, τον «κοινωνιολογικό εμπειρισμό» που θεμελίωνε την αντιπαράθεση με τους Ξένους-εχθρούς και την αντιφα­τική συνύπαρξη των αντιλήψεων αυτών με το διεθνισμό, Τυροβούζης (1988, σελ. Ι98επ.).

10. Τα οποία δεν αποτελούν απλό ιδεολογικό προκάλυμμα, δεδομένου ότι για δεκαετίες οι δημοκρατίες της ΕΣΣΔ συνυπήρξαν κατά βάση ειρηνικά, συνιστώντας την πιο ση­μαντική απόπειρα αμφισβήτησης του εθνικισμού ως καθολικής αρχής πολιτικής οργά­νωσης.

Page 107: Dialektikh Toy Polemoy

106 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

το ΚΚΕ αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής Αριστερός για την κοινωνική εξέλιξη και τους τρόπους μετάβασης στο σοσιαλισμό, βασίζο­νταν στη θέση περί ανάγκης «αυτοδύναμης» και «ανεξάρτητης» (καπιτα­λιστικής) ανάπτυξης σε «δημοκρατική προοπτική», έτσι ώστε να εξασφα- λισθούν τα εθνικά-λαϊκά συμφέροντα, που η «ξενόδουλη» αστική τάξη υποτάσσει στα στενά της (άρα αντεθνικά) συμφέροντα, στις εντολές των «ξένων κέντρων εξάρτησης», του «ξένου κεφαλαίου» κ.ο.κ. Με τον τρόπο αυτόν η αριστερή θεωρία και πρακτική αντέστρεψε τον παραδοσιακό α- ντικομμουνισμό διατηρώντας το σχήμα «εθνικής αντιπαράθεσης» και οι θεωρίες της έμειναν δέσμιες των «εθνικών επιταγών»".

θ α αναφερθούμε εδώ στη μαρξιστική θεωρία για το έθνος12, στο βαθμό που διευκολύνει την κατανόηση της πραγματικότητας του πολέμου. Η σύνδεση του έθνους με τον πόλεμο είναι προφανής λόγω της ανέκαθεν ισχυρής και πλέον απόλυτα κυρίαρχης εθνικής μορφής των πολέμων (Κεφ. 1.1), από την οποία προκύπτει ότι η ερμηνεία του εθνικού φαινομέ­νου συμβάλλει στην ανάλυση των αιτίων πολέμου και στην επεξεργασία στρατηγικών απέναντί του.

11. Για την κριτική αυτής της μορφής εθνικισμού βλ. Μηλιό (1984, 1988, σελ. 3Ι7επ. και 1989), με περαιτέρω αναφορές σε εργασίες του περιοδικού θέσεις, οι οποίες με βάση την κριτική της πολιτικής οικονομίας και τη θέση ότι το έθνος αποτελεί την ιδεολογική μορφή έκφρασης ενός υποτιθέμενου γενικού συμφέροντος στο εσωτερικό ενός κοινω­νικού σχηματισμού δείχνουν τη θεωρητική και πολιτική ανεπάρκεια αυτής της προσέγ­γισης, που αντιλαμβάνεται την Αριστερά ως αληθή «εθνικό φορέα».

Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα —εν όψει της συγκυρίας συγγραφής της και του υψη­λού θεωρητικού επιπέδου της— κριτική στις εθνικιστικές τάσεις του ΚΚΕ είχε δημο­σιεύσει το 1954 ο Δ. Χατζής, δείχνοντας ότι οι απόψεις περί «συνέχειας του ελληνι­σμού», που η αστική διανόηση προέβαλλε χωρίς να μπορεί να αποδείξει, υιοθετήθηκαν από το ΚΚΕ σε απόλυτες μορφές με τη διεκδίκηση μιας τρισχιλιετούς συνέχειας της «ρωμέικης-γκραίκικης λαότητας»: «Το ζήτημα που το έχει θέσει η ελληνική αστική τάξη, η διανόησή της, η Μεγάλη Ιδέα, είναι να θεωρούνται οι σημερινοί νεοέλληνες μοναδικοί νόμιμοι κληρονόμοι της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς απευθείας απόγο­νοι των αρχαίων Ελλήνων (...). θα μπορούσε να νομίσει κανένας πως το ΚΚΕ φτιάχνει τώρα μια καινούργια μεγάλη ιδέα, προοδευτική αυτή τη φορά, τη μεγάλη ιδέα της Ελληνικής Προοδευτικότητας που ξεκινάει από τον Ηράκλειτο και φτάνει αδιάσπαστα ως το Σχέδιο Προγράμματος του ΚΚΕ» (Χατζής 1985, σελ. 82).

12. Συνθετικές αναφορές στις διαστάσεις και τις κατευθύνσεις της βρίσκονται μεταξύ άλλων σε Rodinson (1968 και 1985), Herod (1976), Mommsen (1976), Marmora (1983). Βλ. στα ελληνικά Ψυρούκη (1992) και Λεβί (1993). Βλ. επίσης τη συλλογή κειμένων για το εθνικό ζήτημα σε Haupt/Lowy/Weill (1974), με καίρια εισαγωγή του G. Haupt (1974- a, σελ. Ι2επ.). Είναι αξιοσημείωτο όσο και παράδοξο ότι αυτές οι αναλύσεις μοιάζουν να έχουν λησμονηθεί από πολλούς σύγχρονους αναλυτές του εθνικού φαινομένου, οι οποίοι κατά τα άλλα, επικαλούνται τη μαρξιστική θεωρία (Πουλαντζάς, Hobsbawm, Balibar, Wallerstein).

Page 108: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 107

7.2 Τα θεωρητικά πλαίσια

Οι μαρξιστικές αναφορές στο έθνος έχουν επιστημονική αξία, παρ ’ ότι την ιστορική αφετηρία τους —αλλά και την ουσιαστική αφορμή των μ ^ ταγενέστερων επαναφορών του προβλήματος στο κέντρο του θεωρητικού ενδιαφέροντος— αποτέλεσε η ανάγκη δικαιολόγησης ορισμένης στρατη­γικής απέναντι στις εθνικές διεκδικήσεις, η ανάγκη χρησιμοποίησης των θεωρητικών συμπερασμάτων για τη θεμελίωση ορισμένης πολιτικής. Αν κάθε θεωρητική παραγωγή στο χώρο των «κοινωνικών επιστημών» έχει πολιτικό χαρακτήρα (Guillaumin 1992, σελ. 219επ.), εν προκειμένω η πο­λιτική στόχευση ήταν άμεση και καθοριζόμενη από συγκυριακές σκοπι­μότητες. Επειδή από την υιοθέτηση ορισμένης στάσης απέναντι στα εθνι­κά προβλήματα εξηρτώντο άμεσα οι πολιτικές αντιπαραθέσεις και οι κοι­νωνικοί μετασχηματισμοί, οι αναλύσεις υπόκεινταν σε διαρκείς «διορθώ­σεις» εν όψει των στοχεύσεών τους και των συγκυριών (Rodinson 1985). Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικές κατευθύνσεις ανάλυσης:

(α) Την αναφορά στις συνθήκες εμφάνισης και τα χαρακτηριστικά του εθνικού φαινομένου.

(β) Την «εφαρμογή» των γενικών αναλύσεων για το έθνος σε συγκεκρι­μένες εθνικές διαδικασίες.

(γ) Την κριτική του εθνικισμού με επίκληση της πρωταρχικότητας του ταξικού στοιχείου.

Οι κατευθύνσεις αυτές οδηγούν σε τοποθετήσεις σχετικά με τη δυνατό­τητα και τους συγκεκριμένους τρόπους υπέρβασης του έθνους, ήτοι των κοινωνικών σχηματισμών που δομούνται ως εθνικά κράτη και ενέχουν την αντιπαλότητα προς τους αλλοεθνείς.

Αφέτη ριακή θέση αποτελεί η προτεραιότητα του ταξικού επί του εθνι­κού στοιχείου, δηλ. η αμφισβήτηση της αυτονομίας του εθνικού φαινο­μένου. Το έθνος είναι μεν σημαντικό ιστορικό δημιούργημα και μονάδα άσκησης πολιτικής, αλλά το κάθε έθνος είναι «τυχαίο» αποτέλεσμα ιστο­ρικών συγκυριών που παράγουν την ενότητα και τη διάρκειά του χωρίς σαφή ή προδεδομένα κριτήρια” : εξ ου και η αδυναμία ορισμού του έθνους με «κανόνες». Περαιτέρω, η δημιουργία κάθε έθνους συνάπτεται με ταξικές στρατηγικές (και διεθνείς αντιπαραθέσεις), οι φορείς των οποίων εξαρτούν

13. «Το γαλλικό έθνος θα μπορούσε κάλλιστα να μην περιλαμβάνει τη Νότιο Γαλλία (...) όπως δεν περιλαμβάνει τη βελγική Βαλονία ή τη ρωμανική Ελβετία (...) Το ιστορικά τυχαίο αποφάσισε για την προσάρτηση της Βρετάνης και όχι του Βελγίου στη Γ αλλία» (Rodinson 1968, σελ. 133, 144).

Page 109: Dialektikh Toy Polemoy

108 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

συμφέροντα από την πολιτική αυτονομία ενός έθνους, την επέκταση ή, αντιστρόφως, τη διάλυσή του. Γ ι’ αυτόν το λόγο απορρίπτεται η συναι­σθηματική στάση εκδήλωσης συμπάθειας προς τα εθνικά κινήματα. Η «αγάπη» για τα έθνη και η επιδίωξη της «απελευθέρωσής» τους είναι, σε τελική ανάλυση, υποκριτική, διότι, δια του ρομαντισμού της, αποκρύπτει τις ταξικές στρατηγικές που στηρίζουν κάθε προσπάθεια προσάρτησης ή αυτονόμησης ορισμένης περιοχής.

Εξίσου απορρίπτονται οι τοποθετήσεις αρχής απέναντι στις εθνικές διεκδικήσεις, διότι οι διεκδικήσεις αυτές θεωρούνται ρευστές και ετερο- καθοριζόμενες. Αναδεικνύεται έτσι η ανάγκη συγκεκριμένης ταξικής ανά­λυσης που δίνει περιεχόμενο στον εθνικισμό. Το ταξικό στοιχείο θεωρεί­ται ως πυρήνας ενός ιδεολογικού περιβλήματος (έθνος), το οποίο δεν στε­ρείται βέβαια σημασίας και δραστικότητας (Λένιν σε Haupt/Lowy/Weill 1974, σελ. 340επ., Luxemburg 1987-d, σελ. 368επ.).

Η μαρξιστική στρατηγική για το έθνος χαρακτηρίζεται από τις διακυ­μάνσεις που επιβάλλει η αμφισημία του αιτήματος εθνικής συγκρότησης. Το κεφάλαιο τείνει άραγε με τη διεθνοποίησή του να ισοπεδώσει τις εθνι­κές διαφορές ή αντίθετα τις ενισχύει με σκοπό τη στερέωση της εξουσίας του σε έναν ομογενοποιημένο χώρο; Οφείλει το λαϊκό κίνημα να καταγ­γέλλει, με το διεθνισμό του, κάθε ιδεολογικό αίτημα εθνικής «ολοκλήρω­σης» ή, αντίθετα, πρέπει να θεωρήσει τις εθνικιστικές επιδιώξεις ως ένδειξη ανπιμπεριαλιστικής πάλης και να αναζητήσει τους λεγόμενους μη καπι­ταλιστικούς δρόμους μέσω της ανεξάρτητης εθνικής συγκρότησης; Στους κλασικούς του μαρξισμού (και πρώτα-πρώτα στο Κομμουνιστικό Μανιφέ­στο) βρίσκουμε συγχρόνως τη διαβεβαίωση ότι το κεφάλαιο τείνει εγγε- νώς στη διεθνοποίησή του, διαλύει τους εθνικούς δεσμούς και καταλύει τα εθνικά σύνορα, αλλά και την ελπίδα ότι οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα, είναι απαλλαγμένοι από ψευδαισθήσεις, άρα και από εθνικές προλήψεις (Marx/Epgels 1983, σελ. 466, 479).

Αν όμως θεωρηθεί βάσιμος ο ισχυρισμός ότι η τάση κατάργησης των συνόρων χαρακτηρίζει τόσο το κεφάλαιο όσο και την εργασία, τότε υπάρ­χει ο κίνδυνος να μεταπέσουμε στην ουσιοκρατική «εξήγηση» του εθνικού φαινομένου: Να θεωρηθεί δηλ. το έθνος ως μια πραγματικότητα «ριζωμένη στη συνείδηση», ως μια μορφή «κοινότητας» που έχει διιστορική και υπερταξική αντοχή. Ως «απόδειξη» θα μπορούσε να εκληφθεί το ότι η εθνική μορφή οργάνωσης παραμένει ισχυρή, παρά τις τάσεις διεθνοποίη­σης τόσο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής όσο και των δυνάμεων που τείνουν, δια του διεθνισμού τους, να ανατρέψουν τον καπιταλισμό.

Το παράδοξο αυτό δείχνει την ανάγκη ανάλυσης του τρόπου δημιουρ­

Page 110: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 109

γίας των εθνών και της λειτουργίας τους ως επίδικων πολιτικών αντικει­μένων, δηλ. την ανάγκη να καταδειχθεί ότι το έθνος παράγεται και συντη­ρείται στον καπιταλιστικό κόσμο ως μια ενότητα εξουσίας, η οποία είναι, αφ ’ ενός, ποιοτικά ανόμοια με άλλες ενότητες που έφεραν στο παρελθόν το όνομα εθνότητα και, αφ ’ ετέρου, πολιτικά καθοριστική ως πλαίσιο της κεφαλαιακής συσσώρευσης.

7.3 Οι προσεγγίσεις του εθνικού προβλήματος στις αρχές του 20ού αιώνα

Με εξαίρεση ορισμένες απόλυτες θέσεις «αριστερισμού» για το εθνικό ζήτημα (όπως η θέση των W. Liebknecht και J. Guesde που αρνείται την ύπαρξη των εθνών, υποστηρίζοντας ότι κατ ’ ουσίαν υπάρχουν δύο μόνον τάξεις, η αντίθεση των οποίων δημιουργεί δύο στρατόπεδα στον κόσμο1*), οι θεωρητικοί της Β ' Διεθνούς αναπτύσσουν από τα τέλη του 19ου αιώνα, και ιδίως κατόπιν της ρωσικής επανάστασης του 1905, μια αξιόλογη δρα­στηριότητα για την ανάλυση της ιδιομορφίας του εθνικού φαινομένου. Η συζήτηση εμφανίζει ποικιλομορφία απόψεων15 και μεγάλο τμήμα της εί­

14. Βλ. Haupt (1974-a, σελ. 31επ.). Η προσέγγιση των W. Liebknecht και J. Guesde εξαλείφει την εθνική διάσταση θεωρώντας —με ανακριβή «καθαρότητα»— τους κοινω­νικούς σχηματισμούς ως πεδία αντιπαράθεσης δύο τάξεων. Με τον τρόπο αυτό, ταυτί­ζεται εσφαλμένα το «καθαρό μοντέλο» ενός τρόπου παραγωγής με τους ιστορικά δια­μορφωμένους κοινωνικούς σχηματισμούς, στους οποίους δεν υπάρχουν μόνον «δύο τά­ξεις» αλλά και η ιστορία της ταξικής πάλης (για την αντιδιαστολή αυτή, βλ. Μηλιό 1988, σελ. 61επ.). Έννοιες όπως το έθνος, το δίκαιο, η κουλτούρα κ.ο.κ. δεν ανευρίσκο­νται στο αναλυτικό επίπεδο τού τρόπου παραγωγής αλλά στο επίπεδο των κοινωνικών σχηματισμών. Ας σημειωθεί ότι και ο Μαρξ είχε παρομοιάσει την ταξική σύγκρουση με εθνική αντιπαράθεση, όταν μιλούσε για «διάσπαση του γαλλικού έθνους σε δύο έθνη, το έθνος των ιδιοκτητών και το έθνος των εργατών» (Μαρξ 1990, σελ. 31), χρησιμοποιώ­ντας μια συνήθη πολιτική μεταφορά (που αποδίδεται στον Ντισραέλι) για να ανηπα­ρατεθεί κριτικά στην κυρίαρχη αντίληψη περί του ενιαίου «εθνικού συμφέροντος». Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η ταξική αντιπαράθεση καταργεί τους εθνικούς διαχωρι­σμούς ή, το σημαντικότερο, ότι το «έθνος των εργατών» .διαθέτει, χωρίς περαιτέρω συμμαχίες, την απαραίτητη ισχύ και ενότητα για να συγκροτήσει αυτόνομη κοινότητα συμφερόντων. 'Οπως όλες οι αναγωγισπκές παρομοιώσεις, έτσι και η παρούσα αλη­θεύει μόνο στη σχηματικότητά της: ως θεωρητική ανπ-θέση και όχι ως πλήρης ερ-

15. Haupt 1974-a, σελ. 39επ. Τη θεωρητική αντιπαράθεση παρουσιάζει ο Herod (1976), τοποθετώντας τα κείμενα σπς συγκυρίες συγγραφής τους και κατατάσσοντας χρονολο­γικά τις «απαντήσεις» και «ανταπαντήσεις» στα πλαίσια της Β' Διεθνούς.

Page 111: Dialektikh Toy Polemoy

110 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

ναι αφιερωμένο στον ορισμό του έθνους και την εκτίμηση της σημασίας του. Στα πλαίσιά της μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικές τοποθετή­σεις.

7.3.1. Η αυστρομαρξισηκή προσέγγιση

Η κουλτουραλιστική προσέγγιση των αυστρομαρξιστών εκφράζεται ολο­κληρωμένα με το έργο του Μπάουερ Το ζήτημα των εθνοτήτων και η σοσιαλδημοκρατία (Bauer 1924). Το κάθε έθνος θεωρείται ως αυτόνομη ενότητα ανθρώπων, οι οποίοι συνδέονται μέσω κοινής ιστορίας, κουλτού­ρας και ενιαίου «χαρακτήρα» και επιθυμούν να ζήσουν ενωμένοι, συνεχί­ζοντας την ιστορία «τους» και μοιραζόμενοι μια κοινή τύχη. Ο Μπάουερ διακρίνει την τάση εθνικοποίησης του κόσμου μέσω του ξυπνήματος των εθνών που θα ζητήσουν την ανεξαρτησία. Ταυτόχρονα, διαβλέπει τη δυ­νατότητα εξελικτικής πορείας προς την ολοκλήρωση κάθε έθνους, με τη σταδιακή πρόσβαση των προλεταριακών στρωμάτων —τα οποία ο καπι­ταλισμός καταδικάζει στην αμάθεια— στον ιδιαίτερο εθνικό πολιτιστικό πλούτο. Ο σοσιαλισμός θα προσφέρει αυτή την πρόσβαση, αποτελώντας το τελικό στάδιο ολοκλήρωσης χάρη στη διπλή τάση της δημιουργίας νέων εθνών και της συνειδητής συμμετοχής των μελών κάθε έθνους στην «κοινότητα» (Bauer 1924).

Η άποψη αυτή δεν έχει σημεία συνέχειας με την οπτική των Μαρξ και Ένγκελς, διότι επιχειρεί την απολυτοποίηση του εθνικού φαινομένου. Η άποψη του Μπάουερ για την πολιτιστική υφή των εθνών βασίζεται στην απριοριστική και ιδεαλιστική υπόθεση ότι ο σχηματισμός των εθνών είναι ανεξάρτητος από την πολιτική και την οικονομία και μπορεί να ανιχνευθεί σε μια «πνευματική» διαδικασία σχηματισμού πολιτιστικής ενότητας. Η άποψη αυτή έρχεται σε αντίθεση με βασικά στοιχεία της υλιστικής ιστο­ρικής ερμηνείας: Η υποστήριξή της από τον Μπάουερ οφείλεται, αφ’ ενός, στον επηρεασμό του από την καντιανή φιλοσοφία κάι, αφ ’ ετέρου, στην εναρμόνισή της με τη στρατηγική που οι αυστρομαρξιστές πρότει- ναν για το εθνικό πρόβλημα της Αυστροουγγαρίας. Η λύση της πολιτι­στικής αυτονομίας κάθε εθνότητας με παράλληλη παραμονή της στο εσω­τερικό μιας Αυτοκρατορίας μπορούσε να δικαιολογηθεί θεωρητικά μόνο με την αναγωγή του έθνους σε πολιτιστικό φαινόμενο ανεξάρτητο από την πολιτική και την οικονομία —άρα και ανεξάρτητο από την αυτόνομη πολιτική συγκρότηση σε ιδιαίτερη κρατική ενότητα16.

16. Επ’ αυτών βλ. Mommsen (4976, σελ. 671επ.) και αναλυτικότερα Marmora (1983, σελ.

Page 112: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ I I I

Τα βασικά μειονεκτήματα της αντίληψης του Μπάουερ μπορούν να εντοπισθούν, πρώτον, στον ουσιοκρατικό χαρακτήρα της (θεωρεί το έθνος ως ιστορικά διαρκή και πρωταρχική πραγματικότητα, ως κοινότητα που διαιωνίζει την «κοινή τύχη» από την αρχή της ιστορίας της μέχρι τη μετάβαση στο σοσιαλισμό), και, δεύτερον, στην ψυχολογιστική φόρτιση (σε πλήρη αντιστοιχία με τις εθνικιστικές θεωρίες ο Μπάουερ εντοπίζει την ύπαρξη του έθνους σε μια πολιτιστικής υφής κοινή «θέληση» και στον κοινό «χαρακτήρα» των ομοεθνών). 'Οσον αφορά δε την προοπτική ολο­κλήρωσης των εθνών στο σοσιαλισμό με την απλή επέκταση της υπερι- στορικά δεδομένης κουλτούρας, είναι φανερό ότι συνιστά πρόβλεψη που εμφανίζει τα μειονεκτήματα των σοσιαλδημοκρατικών υποσχέσεων για προοδευτική συμμετοχή όλων στον «πλούτο» και αδιατάρακτη πορεία προς την πρόοδο.

Παράλληλα, η αντίληψη αυτή αποσυνδέει το εθνικό ζήτημα από το πεδίο των ταξικών ανταγωνισμών, υποθέτοντας ότι τα έθνη, πρώτον, δεν επηρεάζονται από την επικράτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και, δεύτερον, ότι θα εξέλθουν με αμετάλλακτο περιεχόμενο από τη δια­δικασία μετάβασης. Διαπιστώνεται εδώ η υιοθέτηση του παραδοσιακού εθνικισμού (η ιστορία εκφράζει τις περιπέτειες ενός έθνους που επί χιλιε­τίες διατηρεί την ιδιαίτερη ταυτότητά του απέναντι στους εχθρούς) με προσθήκη του δημοκρατικού αιτήματος για περαιτέρω εθνικοποίηση κάθε πληθυσμού. Γι * αυτό και χαίρει εκτίμησης από σύγχρονους αναλυτές (π.χ. Mommsen 1976, σελ. 671επ.) που απορρίπτουν άλλες μαρξιστικές αντιλή­ψεις ως «δογματικές».

Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η πολιτιστική προσέγγιση του έθνους χρησιμοποιείται σήμερα από κύκλους μιας ορισμένης Αριστερός σε κα­τεύθυνση συντηρητικότερη από εκείνη του Μπάουερ. Στην Ελλάδα υιο­θετείται (άρρητα) για να εκφρασθούν ήπιες εθνικιστικές θέσεις από δια­νοούμενους που δεν αποδέχονται τον —«ξεπερασμένο» καίτοι διαρκώς πα­ρόντα (βλ. πιο κάτω σημ. 45)— φυλετικό εθνικισμό. Στα πλαίσια της πολιτι­στικής προσέγγισης γράφεται ότι το ελληνικό έθνος αποτελεί «πολιτιστική κοινότητα» και περιλαμβάνει άτομα διαφορετικών φυλών, παραδόσεων

135επ., 142επ.), ο οποίος τονίζει και ότι η προσέγγιση του Μπάουερ περί αποκλεισμού της εργατικής τάξης από την «εθνική κληρονομιά» αδυνατεί να ερμηνεύσει τη λειτουρ­γία του έθνους και του συναισθήματος εθνικής ένταξης ως μηχανισμών εξασφάλισης της ενότητας αντιτιθέμενων συμφερόντων. Το έθνος είναι αποτελεσματικό διότι διαμορ­φώνει μια κοινή ταυτότητα παρά τα αντιτιθέμενα συμφέροντα και ως εκ τούτου δεν αποκλείει τα λαϊκά στρώματα από την εθνική ένταξη. Εξ ου η σημασία της κοινής γλώσ­σας των ομοεθνών, την οποία ο Μπάουερ υποτιμά.

Page 113: Dialektikh Toy Polemoy

112 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. Γ1ΑΝΝΟΥΛΗ

και γλωσσών που ενσωματώθηκαν πολιτιστικά «στο διάβα των αιώνων»17. Μια τέτοια άποψη αποφεύγει τους αυταρχικούς τόνους του φυλετικού ε­θνικισμού ως απόλυτου καθορισμού του ατόμου και θεώρησης της κοινό­τητας σε στατική προοπτική και επιτρέπει σε «αριστερούς» κύκλους να επιδείξουν ανοχή προς όσους έχουν διαφορετική καταγωγή και γλώσσα (πλουραλισμός στην ενότητα). Καταλήγει ωστόσο στο ίδιο συμπέρασμα με το φυλετικό εθνικισμό, δηλ. στην «ενότητα του ελληνικού έθνους». Ένας άλλος εκφραστής της άποψης —ο οποίος διεκδικεί ταυτόχρονα τον τίτλο του «δημιουργικού μαρξιστικού προβληματισμού» και την ενότητα «από τον Όμηρο ως το έργο του Σεφέρη»—, διατύπωσε γλαφυρότερα το ίδιο συμπέρασμα, αναφερόμενος στην «αδιάκοπτη συνέχεια του δικού μας έθνους» (Α. Ρήγος, εφ. Η Εποχή, 8.12.91). Φαίνεται έτσι να εκλαμβάνει ως πραγματικότητα αυτό που ένας —μη μαρξιστής— ερευνητής χαρακτήρισε «αναχρονιστική προβολή [που] μας κάνει να ξεχνούμε ότι το τρίσημο σχήμα της ελληνικής ιστορίας (Α ρχαιότη τα-Βυζάντιο-Νέος Ελληνισμός) και τα ιδεολογικά του παρεπόμενα (...) αποτελούν σχετικά πρόσφατη ιδεο­λογική κατασκευή» (Κιτρομηλίδης 1991, σελ. 1.575).

Η προεκτεθείσα πολιτιστική προσέγγιση τοποθετείται έτσι με «φιλελεύ­θερο» σκεπτικό στο πεδίο του εθνικισμού, στερούμενη της τόλμης του Μπάουερ, ο οποίος κατήγγειλε την έλλειψη εθνικής ολοκλήρωσης στον καπιταλισμό, αναγνώριζε την ύπαρξη εθνικών μειονοτήτων και ζητούσε την πολιτιστική αυτονομία τους καταδικάζοντας κάθε απόπειρα αφομοίω­σης".

7.3.2 Ο «αριστερισμός» για το εθνικό ζήτημα

Η «αριστερή» απάντηση στην αυστρομαρξιστική κατασκευή δόθηκε στα πλαίσια της Β ' Διεθνούς από τον εκπρόσωπο της «υπεραριστερής» πτέ­ρυγας ολλανδό θεωρητικό Άντον Πάννεκουκ, ο οποίος θα χαρακτηρίσει

17. Βλ. π.χ. Γ. ΚολιόχονΧο, εφ. Η Αυγή, 27.10.91 και αναλυτικά Ζιάκα (1993, σελ. 74επ.).18. Για τους εκπροσώπους του «εναλλακτικού εθνικισμού» στην Ελλάδα, βλ. την κριτική

που ασκούν οι ΗλΙας/Γαβριηλίδης (1992), δείχνοντας ότι η πρόταση μιας «νέας προ­βληματικής του έθνους» συνδέεται με τα πάγια σχήματα της Αριστεράς για την «εξάρ­τηση», θεωρώντας το λαϊκό κ(νημα ως θεματοφύλακα των εθνικών συμφερόντων που εμπνέεται από την «εθνική συνέχεια». Οι σημερινές προτάσεις για επανεκτίμηση του εθνικού ζητήματος δεν λειτουργούν ως αφετηρία για εμβάθυνση των σχετικών αναλύ­σεων, αλλά αποβλέπουν κυρίως στη δημιουργία μιας ακόμη γέφυρας (παράλληλα με την οικολογική και την εκσυγχρονιστική) για πλήρη υιοθέτηση της προβληματικής περί «εθνικής ενότητας» με αναζήτηση της «καλύτερης» εθνικής στρατηγικής.

Page 114: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 113

τη θέση του Μπάουερ «εθνικό οπορτουνισμό» (βλ. το κείμενο «Ταξική πάλη και έθνος» σε Haupt/Lowy/WeiU 1974, σελ. 293επ.). Ο Πάννεκουκ θεωρεί ότι το έθνος είναι σύμφυτο με τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, αποτελεί πεδίο πρόσφορο για την άσκηση της αστικής κυριαρχίας και σε τελική ανάλυση συνιστά αστικό ιδεολόγημα που στε­ρείται ουσιαστικού περιεχομένου. Επισημαίνει έτσι την ασυμβατότητα της εθνικής κουλτούρας των αστών με το διεθνιστικό προσανατολισμό των εργατών, οι οποίοι δεν επιθυμούν την ιδιοποίηση του εθνικού πολι­τισμού: Αποβλέπουν στον έλεγχο των μέσων παραγωγής και στην ανάπτυ­ξη ενός σοσιαλιστικού πολιτισμού μέσα από την κοινωνική σύγκρουση. Η μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία περιγράφεται ως δυνητικά παγκό­σμια ενότητα, η οποία μειώνει προοδευτικά τις εθνικές διαφορές και συ­ντηρεί ποικίλου μεγέθους μονάδες παραγωγής στα πλαίσιά της. Η αλλη­λεξάρτηση θα δημιουργήσει έναν κοινό πολιτισμό που θα εξαλείψει τους εθνικούς ανταγωνισμούς. Ως μόνη πρόσφορη στρατηγική για την επίτευ­ξη του σκοπού αυτού θεωρείται η διεθνιστική προπαγάνδα στην προοπτι­κή μιας νικηφόρας επανάστασης, η οποία θα επιλύσει δια της εξάλειψης τα εθνικά προβλήματα.

Ο Πάννεκουκ εκφράζει μια αναγωγιστική αντίληψη που χαρακτηρίζει και άλλους θεωρητικούς της ίδιας εποχής, όπως τον J. Strasser στο κείμενό τού «Οι εργαζόμενοι και το έθνος». Στα πλαίσια της «υπεραριστερής» προσέγγισης, το έθνος ταυτίζεται με αστική πρόληψη (ανάλογη π.χ. με τη θρησκεία), ενώ ως αντίδοτο θεωρείται η συνεπής ταξική πάλη που εγκα­ταλείπει αποπροσανατολιστικά αιτήματα, όπως η εθνική αυτοδιάθεση, η προβολή των οποίων εξυπηρετεί αποκλειστικά την αστική τάξη που ηγε­μονεύει στο εθνικό πεδίο.

Στην προσέγγιση αυτή μπορούν να διατυπωθούν δύο κριτικές. Από πο­λιτική άποψη, ο αριστερισμός του Πάννεκουκ παραγνωρίζει την ανάγκη συγκεκριμένης τοποθέτησης στα αιτήματα εθνικής ανεξαρτησίας που κι­νητοποιούν τις μάζες και αποτελούν ένα πεδίο παρέμβασης σε συνθήκες επαναστατικής κρίσης, το οποίο δεν μπορεί να διαγραφεί ως αστικό ούτε να αγνοηθεί εν όψει της (εύλογης) επιδίωξης για κατάργηση των εθνικών χωρισμών.

Η θεωρητική αδυναμία της εν λόγω προσέγγισης έγκειται στο ότι δεν καθορίζει ικανοποιητικά τη σχέση των ταξικών ανταγωνισμών με τις ε­θνικές αντιπαραθέσεις —καίτοι διακρίνει την προτεραιότητα της ταξικής πάλης— διότι ανάγει την εθνική ένταξη σε προπαγανδιστική ιδεολογία. Η ουσιαστικότερη αδυναμία της βρίσκεται στο ότι η πολεμική της διά­θεση προς τον οπορτουνισμό του Μπάουερ —και, πρακτικότερα, η ανά­

Page 115: Dialektikh Toy Polemoy

114 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. Γ1ΑΝΝΟΥΛΗ

γκη ταχείας απάντησης στις ηγεμονεύουσες στην αυστριακή σοσιαλδη­μοκρατία αντιλήψεις—, δεν επέτρεψε την ενασχόληση με το καίριο ζή­τημα του τρόπου σχηματισμού των εθνών: Η σχετική προβληματική απορ­ρίπτεται πλήρως ως αστική.

Μια αναλυτική μελέτη θα μπορούσε να δείξει ότι εδώ συναντάται η — χαρακτηριστική για τον αριστερισμό— σύνδεση του οικονομισμούμε τον αυθορμητισμό^ εκδοχή του βολουνταρισμού), η οποία οδηγεί σε παρα­γνώριση αντικειμενικών δεδομένων και στην παραχώρηση ενός οιονεί απόλυτου προνομίου στην «καθαρή» ταξική αντιπαράθεση.

Παρόμοιες είναι και οι απόψεις της Λούξεμπουργκ, η οποία θεωρεί ως προτεραιότητα τη διεθνιστική ταξική πάλη. Διστάζοντας να εκφρασθεί υπέρ του αιτήματος εθνικής ανεξαρτησίας —που κατά την άποψή της προβάλλεται από την αστική τάξη—, αδιαφορεί για το εθνικό-κρατικό πλαίσιο στο οποίο θα διεξαχθεί η επαναστατική πάλη ή εκφράζεται, αφού ξεσπάσει ένα εθνικό πρόβλημα, υπέρ της ευνοϊκότερης στη συγκεκριμένη περίπτωση λύσης (βλ. Haupt 1974-a, σελ. 3Ιεπ. και τα κείμενα της Λού­ξεμπουργκ σε Haupt/Lowy/Weill, σελ. 159επ.). Και εδώ είναι φανερή η ταύτιση του εθνικού φαινομένου με τα αστικά συμφέροντα (η αστική τάξη δημιουργεί το εθνικό κράτος για να το χρησιμοποιήσει ως πεδίο κυριαρ­χίας και μέσο επεκτατισμού) που οδηγεί στη μη ανάλυση του τρόπου δημιουργίας και των χαρακτηριστικών του.

7.3.3 Η «γλωσσική-κρατική» προσέγγισηΗ πιο αξιόλογη από τις προσπάθειες ανάλυσης για το έθνος” πραγματο- ποιήθηκε από τον Κάουτσκυ στις διαδοχικές μελέτες του για το ζήτημα

19. Αναφερόμαστε εδώ σε τρεις κατευθύνσεις μαρξιστικής ανάλυσης για τα ζητήματα του έθνους. Φαίνεται έτσι να παραγνωρίζουμε τη σταλινική ανάλυση, η οποία όχι μόνο διαφοροποιείται από τις τρεις άλλες, αλλά και αποτέλεσε την ιστορικά κυρίαρχη στο εργατικό κίνημα του 20ού αιώνα. Ωστόσο, η —άστοχη στη συγκρητιστική της σχολα­στικότητα— προσέγγιση του Στάλιν (βλ. αποσπάσματα των κειμένων του σε Haupl/ Lowy/Weill 1974, σελ. 309επ.) δεν μπορεί να ενταχθεί στις μαρξιστικές αναλύσεις. Πρόκειται ουσιαστικά για σώρευση κριτηρίων (συγκροτημένη πολιτιστική κοινότητα, κοινά ψυχικά χαρακτηριστικά, εγκατάσταση σε ορισμένο έδαφος, κοινή γλώσσα, βιώ­σιμη εθνική αγορά), η ταυτόχρονη συνδρομή των οποίων θεωρείται ότι δημιουργεί το έθνος. Για να αποφύγει τον ιδεαλισμό του Μπάουερ, ο Στάλιν αναζητά «απτά» κριτήρια όπως το έδαφος και η γλώσσα, υποθέτοντας άρρητα ότι το έθνος αποτελεί αμετάβλητη υλική πραγματικότητα που ορίζεται αυστηρά και μπορεί να αναλυθεί «υλιστικά». Με τον τρόπο αυτόν παραβλέπει την ιδεολογική διάσταση και τη ρευστότητα της παραγω­γής των εθνών. Ο άτοπος εμπειρισμός που εκδηλώνει η άποψη περί υπεριστορικότητας (και ταξικής ουδετερότητας) του έθνους όχι μόνο οδήγησε στο παράλογο αποτέλεσμα

Page 116: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 115

αυτό (βλ. τα σχετικά κείμενα σε Haupt/Lowy/Weill 1974, σελ. 114επ.). Ο Κάουτσκυ διαπιστώνει ότι οι αυτοκρατορίες ανήκουν στο παρελθόν και τα ευρωπαϊκά κράτη τείνουν να γίνουν εθνικά (θα συμπληρώναμε: να εμ- φανισθούν ιδεολογικά ως τέτοια με σκοπό τη διατήρηση της ενότητάς τους) και επαναλαμβάνει την πάγια θέση περί αδελφοσύνης των εργατών που έχουν συμφέρον να παραμερίσουν τις εθνικές διαφορές και να θεσπί­σουν στον ενοποιημένο διεθνή χώρο μια ενιαία γλώσσα, η οποία θα επι­τρέπει την ανεμπόδιστη επικοινωνία. Με αφετηρία αυτές τις διαπιστώσεις ο Κάουτσκυ θα προβεί στην πρώτη υλιστική ανάλυση για τον τρόπο δημιουργίας του έθνους.

Η προσέγγισή του θέτει σε πρώτο πλάνο το κριτήριο της γλώσσας Κου επιτρέπει τον καθορισμό των ομοεθνών (υπάρχουν πολλά έθνη με όμοια γλώσσα, αλλά το κάθε έθνος «μιλά» μία γλώσσα, εκτός από ειδικές περι­πτώσεις όπως οι Εβραίοι” ). Το κριτήριο αυτό επισημαίνει, εν πρώτοις,

της μη αναγνώρισης εθνικών διεκδικήσεων που δεν ανταποκρίνονταν στο στςλινικό ορισμό (Rodinson 1968, σελ. |40επ.), αλλά και αποσυνδέεται πλήρως από τη μαρξιστική προοπτική διότι ανάγει το έθνος σε κατηγορία του πραγματικού, σε φυσικό δεδομένο που προκύπτει «αντικειμενικά» (για τη συζήτηση σχετικά με το έθνος στην ΕΣΣΔ και την ισχυρή κριτική στις απόψεις του Στάλιν βλ. Maitiny 1985, σελ. 11 Ιεπ.). Για το λόγο αυτόν, ακόμη και οι απολογητές του εθνικισμού που τονίζουν ότι το έθνος αποτελεί ψυχικό γεγονός, υπαρξιακή προσχώρηση, κοινή μοίρα κλπ., δεχόμενοι ότι δεν υπάρ­χουν αντικειμενικά κριτήρια ορισμού (έτσι π.χ. Jellinek 1959, σελ. 119), περιγράφουν την ιδεολογική λειτουργία του έθνους επιτυχέστερα απ' ό,τι ο σταλινικός «υλισμός» που αναζητά αντικειμενικά σύστοιχα της εθνικής ένταξης (βλ. και Κεφ. 7.9).

20. Η ταύτιση της εβραϊκής διασποράς με τα συγκροτημένα έθνη (άποψη διαδεδομένη στη μαρξιστική φιλολογία για το «εβραϊκό ζήτημα», που υποστηρίχθηκε με έμφαση από τον Μπάουερ —βλ. Bensussan 1985, σελ. Ι.049επ.) δεν είναι ορθή. Η σύγκριση του εβραϊκού «έθνους» πριν και μετά τη δημιουργία του Ισραήλ δείχνει ότι ενότητα εθνικού τύπου αποκτήθηκε μόνο με τη συγκρότηση σε κράτος, το οποίο αφομοιώνει διαρκώς τις διαφορές και εξακολουθεί να ενοποιεί πολιτιστικά και γλωσσικά («ποιος από εμάς γνωρίζει αρκετά εβραϊκά για μπορεί να ζητήσει ένα εισιτήριο τραίνου σ'αυτή τη γλώσ­σα;» έγραφε το 1896 ο Th. Herzl —1986, σελ. 115) πληθυσμούς εβραϊκού θρησκεύματος από την Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική και την Ασία, εκφράζοντας και επιβάλλοντας μια ποιοτικά νέα ταυτότητα. Αναγκαία είναι εν προκειμένω η εξέταση (α) των δυνάμεων που αποτέλεσαν φορέα συγκέντρωσης των πληθυσμών αυτών στο έδαφος της Παλαιστίνης, από τη δεκαετία του '30 και κυρίως μετά το 1948, οπότε ο εβραϊκός πληθυσμός διπλα­σιάζεται (Scllier 1993, σελ. 86), (β) της πολιτικής που υιοθετήθηκε για την περιθωριο­ποίηση και δίωξη των αραβικών πληθυσμών μουσουλμανικού ή χριστιανικού θρησκεύ­ματος και (γ) των μεθόδων διαμόρφωσης μιας ενότητας κρατικού τύπου με έντονη ιδεο­λογική δραστηριότητα, γλωσσική-πολιτιστική ενοποίηση και ένοπλη βία (για τις δια­δικασίες αυτές και τη διαμόρφωση του εβραϊκού εθνικισμού βλ. Avineri 1985 με περαι­τέρω βιβλιογραφία). Σήμερα το Ισραήλ θεωρείται αυτονόητο στοιχείο της διεθνούς κοινότητας κρατών, ο εβραϊκού θρησκεύματος πληθυσμός του αντιμετωπίζεται ως εθνι­

Page 117: Dialektikh Toy Polemoy

116 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

τον κινητήριο μοχλό (και το σύνθημα) διάσπασης των αυτοκρατοριών: Συνένωση των ομογλώσσων που, χάρη στη δυνατότητα επικοινωνίας σε «μητρική» γλώσσα, δημιουργούν νέα ενότητα.

Το σημαντικότερο είναι όμως ότι με το κριτήριο της γλώσσας καταδει­κνύεται ο τρόπος παραγωγής του έθνους μέσω της γλωσσικής ένταξης και αφομοίωσης. Η ενδεχόμενη απόκτηση νέας «μητρικής» γλώσσας κατόπιν μακρόχρονης εγκατάστασης μεταναστών σε ορισμένο τόπο μεταβάλλει την εθνικότητα, η οποία συνδέεται με το νέο τόπο, κυρίως μέσω της νέας γλώσσας. Προβάλλεται έτσι ο δευτερογενής (παράγωγος) χαρακτήρας του έθνους ως ιδιότητας όχι εγγενούς, αλλά δημιουργούμενης και μεταβαλλό­μενης με βάση την εγκατάσταση και τον τρόπο επικοινωνίας.

Το κριτήριο της γλώσσας διευκρινίζεται και συμπληρώνεται στον Κάουτσκυ με την αναφορά στον τόπο εγκατάστασης. Η γεωγραφική εγ­γύτητα θεωρείται —σε αντίθεση με την οπτική του Μπάουερ— ως καθο­ριστικότερη από την πολιτιστική ένταξη σε ορισμένη ιστορία. Σκιαγρα- φείται εδώ μια θεωρία του έθνους που μπορούμε να ονομάσουμε μη γενεα­λογική. Πρόκειται για θεωρία που δεν στηρίζεται στην (άπαξ δεδομένη) καταγωγή, αλλά επισημαίνει και αναλύει τις μεταβλητές ιδιότητες της εγκατάστασης σε ορισμένο τόπο και της ομιλούμενης γλώσσας ως δεδο­μένα τα οποία επιδρούν καθοριστικά στην εθνική ένταξη.

Η υιοθετούμενη εδώ μη γενεαλογική θεωρία του έθνους δεν περιορίζε­ται στη θεώρηση των εθνών ως ιστορικής κατασκευής, δηλ. ως «πολιτι­στικών προϊόντων» (Φλούσσερ 1992, σελ. 26), θέση η οποία γίνεται σή­μερα δεκτή από όλους τους ιστορικούς και τους πολιτικούς φιλοσόφους που δεν εντάσσουν την έρευνά τους στην απολογητική του εθνικισμού21.

κά ενιαίος (Ισως και ανέκαθεν ευρισκόμενος στο έδαφος της Παλαιστίνης —καΐτοι στο 19ο αιώνα η λύση δημιουργίας εβραϊκού κράτους στην Αργεντινή θεωρούνταν εξίσου πιθανή με εκείνη της Παλαιστίνης —Herzl 1986, σελ. 68επ.) και ως ανοιχτό πρόβλημα εκλαμβάνεται μόνον ο ακριβής καθορισμός των συνόρων' της χώρας και το status των Παλαιστίνιων. Αυτά δεν σημαίνουν βέβϋια ότ( θα έπρεπε να αμφισβητηθεί το ιστορικό factum της σημερινής κοινής εθνικής συνείδησης των εβραϊκού θρησκεύματος πληθυ­σμών του Ισραήλ, η οποία δεν διαφοροποιείται ποιοτικά από την αντίστοιχη συνείδηση στα άλλα εθνικά κράτη. Δείχνουν ωστόσο τη σημασία που έχει η ιστορική μελέτη για την αποδόμηση των μύθων περί εθνικής ενότητας-διάρκειας και για την ανάδειξη των —διαφορετικών σε κάθε ιστορική περίπτωση— μέσων επιτυχούς κατασκευής της εθνι­κής ταυτότητας.

21. Για τη διαπίστωση αυτή —που είχε γίνει ήδη στις αρχές του αιώνα (π.χ. Jellinek 1959, σελ. 117)- βλ. Winkler (1985-a) και την εισαγωγή του Hobsbawm (1991). Από την ελληνική βιβλιογραφία βλ. την ενδιαφέρουσα «κατασκευαστική» προσέγγιση του Με- ταξόπουλου (1992) και την αναλυτική παρουσίαση του Λέκκα (1992). Πρβλ. Μιχαήλ (χ.χ. εκδ.).

Page 118: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 117

Η μη γενεαλογική θεωρία βασίζεται επιπλέον στη διαπίστωση ότι η ιστο­ρική συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας δεν είναι άπαξ δεδομένη ούτε ενιαία, ακόμη και αν φέρει το ίδιο όνομα στη διάρκεια μεγάλων σταδίων της ιστορικής εξέλιξης (κάτι που στην πραγματικότητα οφείλεται σε ύ­στερη ανακατασκευή μιας ταυτότητας που υποτίθεται ενιαία). Κατά τη μη- γενεαλογική θεωρία:

(α) τα έθνη συγκροτούνται και διαλύονται ιστορικά,(β) η λειτουργία των εθνών διαφοροποιείται κατά τις ιστορικές περιό­

δους με αποτέλεσμα το έθνος να αποτελεί μια ετεροκαθοριζόμενη (ιδεο­λογική) πραγματικότητα που εμφανίζει μεν σχετική αυτονομία, αλλά και δεν επιτρέπει την αναγωγή της σε διιστορικά ενιαίο σχήμα (το τάδε έθνος ανά τους αιώνες), και

(γ) τα άτομα εθνικοποιούνται με βάση τη γλώσσα, την εκπαίδευση, τον τόπο εγκατάστασης και είναι δυνατόν να αλλάξουν στη διάρκεια της ζωής τους «εθνική συνείδηση», καθοριζόμενα από τις κοινωνικές συνθήκες22.

Καθίσταται έτσι σαφές ότι η κατασκευαστική-ιστορική θεωρία του έ­θνους αποτελεί μια γενική κατεύθυνση, τμήμα της οποίας είναι η μη γε­νεαλογική θεωρία. Κι αυτό διότι με αφετηρία τη θέση ότι τα έθνη απο­τελούν ιστορικό δημιούργημα, μπορεί να υποστηριχθεί και η (ομοίως κατασκευαστική) ουσιοκρατική άποψη ότι, ακόμη και αν τα έθνη κάποτε «κατασκευάστηκαν», η εθνική ταυτότητα είναι πάντως ιστορικά ενιαία, δεν μεταβάλλεται για τα άτομα που την αποκτούν και δεν διαφοροποιείται ως προς τη λειτουργία της σε κάθε ιστορική περίοδο. Αυτή η κατασκευα- στική-ουσιοκρατική κατεύθυνση ερμηνείας του έθνους μπορεί να υποστη- ριχθεί σε δύο (εν πολλοίς συμπληρωματικές) εκδοχές: είτε σε μηχανιστική προοπτική (π.χ. «η θεωρία των κλιμάτων» που ερμηνεύει τη σταδιακή διαφοροποίηση του ανθρώπινου είδους με βάση τις διαφορετικές περιβαλ­λοντικές επιδράσεις)23 είτε, συνηθέστερα, σε ψυχολογιστική προοπτική

22. Με τη γενική αναφορά στον «καθορισμό από τις κοινωνικές συνθήκες» εννοείται εδώ ότι η μεταβολή εθνικής συνείδησης δεν επηρεάζεται μόνο από μεταβολή του τόπου εγκατάστασης: Μπορεί να προέλθει και από τη μεταβολή των κοινωνικών συνθηκών, οι οποίες θα επιβάλλουν τη «συνειδητοποίηση» και επιθετική έκφραση μιας εθνικής ένταξης που στο παρελθόν αποτελούσε ασήμαντο στοιχείο καταγωγής. Έτσι οι κάτοι­κοι της Ανατολικής Ευρώπης που επαναλαμβάνουν διαρκώς ότι μέχρι πριν λίγα χρόνια ζούσαν «χωρίς προβλήματα» με τους σημερινούς «εθνικούς εχθρούς» τους, διότι αδια­φορούσαν για την εθνική ένταξη, διαμόρφωσαν τάχιστα στις σημερινές κοινωνικοπο- λιηκές συνθήκες μια νέα εθνική συνείδηση χωρίς μεταβολή του τόπου εγκατάστασης.

23. ΓΓ αυτή τη μορφή «οργανκπικού πανθεϊσμού», βλ. Guiomar (1990, σελ. 60επ.) με εκτενή αναφορά στον Λάιμπνιτς.

Page 119: Dialektikh Toy Polemoy

118 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

(με βάση τη διαμόρφωση μιας «εθνικής συνείδησης» —π.χ. Renan 1992, Jellinek 1959, σελ. 117επ. —βλ. Κεφ. 7.9). Παραλλαγές αυτής της αντίλη­ψης συναντώνται με υλιστικό ένδυμα και στο μαρξιστικό στρατόπεδο: έτσι αν η τοποθέτηση του Μπάουερ (Κεφ. 7.3.1) μπορεί να ενταχθεί στις ψυ- χολογιστικές θεωρίες, το πρόσφατο σχήμα του Ψυρούκη (1992) για την «εθνογένεση» εντάσσεται στις μηχανιστικές θεωρίες24. Και στις δύο περι­πτώσεις η αναφορά στο μαρξισμό περιορίζεται στη διαφοροποίηση της λειτουργίας των εθνοτήτων ανάλογα με τον τρόπο παραγωγής και την εισαγωγή ενός ταξικού στοιχείου στη θεώρηση.των εθνών. Δεν προβαίνει όμως στην —αναγκαία— αμφισβήτηση της διιστορικότητας των εθνικών σχηματισμών και της δήθεν εξελικτικής πορείας τους προς την ολοκλή­ρωση.

Ομοίως είναι δυνατό να υποστηριχθεί, στα πλαίσια της κατασκευαστι­κής θεώρησης, μια λειτουργιστική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία το έθνος παράγεται αποκλειστικά από τις κρατικές δομές, λειτουργώντας ως παράγοντας κοινωνικής συνοχής και αποτελεσματικής άσκησης της κρα­

24. Ο Ψυρούκης (1992) που αναφέρεται στη μαρξιστική θεωρία του έθνους (και αποδίδει ορθά δύο, όπως θα δούμε, βασικά στοιχεία της: τη σύνδεση του έθνους με την καπιτα­λιστική αγορά και την κατ' αρχήν θετική τοποθέτηση στο αίτημα αυτοδιάθεσης κα- ταπιεζόμενων λαών) υιοθετεί ένα μηχανιστικό ντετερμινισμό, διαβλέποντας μια καθολι­κά παρούσα στην ιστορία «διαδικασία εθνογένεσης»: κάθε «εθνότητα» περνά από αντίστοιχα με τους τρόπους παραγωγής— στάδια εξέλιξης, φτάνοντας στην «αποκορύ- φωσή» της με τη μορφή του έθνους. Ο συγγραφέας προβλέπει ότι σ ' αυτή την πορεία «από το ανώτερο προς το κατώτερο» Khi άλλα έθνη θα φτάσουν μελλοντικά στην «ο­λοκλήρωση» με απόκτηση εθνικής συνείδησης και. θα προχωρήσουν ειρηνικά στην αταξική κοινωνία σπάζοντας τα δεσμά του καπιταλισμού (σελ. 60επ., 116επ., 120, Ι24επ., 158επ., 170). Το μυστικό ύπαρξης ενός προαιώνιου πυρήνα «εθνογένεσης» που επιβάλλει τις «χιλιετίες εθγνσγενετικής πορείας» ως παγκόσμιο νόμο, δεν μας το αποκαλύπτει ο συγγραφέας, όπως και δεν μας αποκαλύπτει η του επιτρέπει να αντιμετωπίζει την ιστορία ως πορεία προς το Όμοιο (Όμοιο επειδή είναι εξαρχής δεδομένο —ο ελλη­νισμός υπήρχε πάντα, απλώς στον καπιταλισμό πήρε συνειδητή μορφή) ή να προβλέπει ότι στο μέλλον άλλα έθνη θα «ολοκληρώνονται» με τον ίδιο τρόπο, θα μάθουμε απλώς ότι η «ναυτοσύνη» «σημαδεύει το ελληνικό έθνος» και αυτό συμβαίνει «από την παλαιο­λιθική εποχή» «για τους κατοίκους της Ελλάδας» (σελ. 171). Είναι σαφής η ουσιοκρα­τική θεώρηση κατασκευής του έθνους (στο μοντέλο σκέψης: για να υπάρχει σήμερα, θα πρέπει να υπήρχε ανέκαθεν εν σπέρματι). Η προβολή από τον Ψυρούκη θέσεων της θεωρίας της εξάρτησης και των «σταδίων εξέλιξης», δηλ. βασικών τμημάτων του «σο­βιετικού μαρξισμού» (βλ. Μηλιό 1988 και 1989), ευθύνεται γ ι ' αυτή την εξελικτικιστική αντίληψη εξίσου με το φιλοσοφικό ανθρωπισμό (πάνω απ ’ όλα ενότητα του ανθρώπινου είδους —Ψυρούκης 1992, σελ. 171), ο οποίος οδηγεί το συγγραφέα σε αντιλήψεις περί «πορείας προς ολοκλήρωση» του εξαρχής υπάρχοντος, δηλ. στη θεώρηση της ιστορίας όχι ως «ανοιχτής» διαδικασίας αλλά ως ντετερμινισμού (βλ. σχετικά Macherey 1988).

Page 120: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 119

τικής-πολιτικής εξουσίας, ανεξάρτητα από τον εθνικισμό και τις κοινω­νικές διεργασίες σχηματισμού του (Giddens 198S, βλ. και Deutsch 1985, σελ. 57επ.).

Με άλλη διατύπωση, η θεωρία για το έθνος που αποκαλούμε εδώ κα- τασκευαστική-ιστορική περιλαμβάνει τη μη γενεαλογική, την ουσιοκρα- τική αντίληψη για το έθνος ως αδιάλυτη ενότητα, αλλά και τη λειτουρ- γιστική αντίληψη για το έθνος ως κατηγόρημα των πολιτικών δομών του εθνικού κράτους11.

Σημαντικό βήμα ανάλυσης στα πλαίσια της μη γενεαλογικής αντίλη­ψης αποτελεί η σύνδεση του έθνους με το ασπκό κράτος, το οποίο τείνει να συγκροτηθεί ως εθνικό, επιβάλλοντας στο εσωτερικό του ενιαία γλώσ­σα για να επιτύχει τη δημιουργία ενιαίας αγοράς και την αποτελεσματική επικοινωνία των κατοίκων του (Κάουτσκυ και Λένιν σε Haupt/Lowy/ Weill 1974, ιδίως σελ. 336επ.). Ο Κάουτσκυ θα διατυπώσει μια θέση που πρέπει να θεωρηθεί ως θεμελιώδης για τη μαρξιστική προσέγγιση: «Η σύγχρονη αστική τάξη και η σύγχρονη εθνότητα βλάστησαν στο ίδιο έδαφος» (Αναφέρεται σε Mommsen 1976, σελ. 668). Σε μια τέτοια προο­πτική η γλώσσα αναγνωρίζεται ως κριτήριο εθνικοποίησης και η πρωταρ- χικότητά της στη διαδικασία αυτή συνδέεται με τα χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής παραγωγής και ανταλλαγής που απαιτούν ανεμπόδιστη και έντονη επικοινωνία σε ευρύ και ομογενοποιημένο πεδίο.

Δεν είναι βέβαια εσφαλμένο ότι «η επίκληση των γλωσσικών διαφορών (...) αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα της εθνικιστικής ιδεολογίας», επειδή δεν παρέχει αξιόπιστα κριτήρια εθνικής διαφοροποίησης (Λέκκας 1992, σελ. 71επ., 142επ.). Αυτό όμως ισχύει μόνο από στατική άποψη (έλλειψη γλωσσικής ενότητας των θεωρούμενων σήμερα ως εθνών στο ιστορικό παρελθόν, ύπαρξη ομόγλωσσων πληθυσμών με διαφορετική εθνική συνεί­

25. Για πρόσφατες ψυχολογιστικές και λειτουργιστικές θεωρίες του έθνους βλ. συ­νοπτικά Winkler (1985-a, σελ. 26επ.).

Στα πλαίσια αυτά είναι αναγκαία η ανασυγκρότηση της θεωρητικής ιστορίας των ποικίλων κατασκευαστικών προσεγγίσεων για το έθνος, που έχουν μεγάλη ιστορική παράδοση (αρκεί να σκεφθούμε την κυρίαρχη στον ευρωπαϊκό μεσαίωνα βιβλική μυ­θολογία για τον πύργο της Βαβέλ που επιχειρεί να «ερμηνεύσει» τη διαφοροποίηση του αρχικά ενιαίου ανθρώπινου είδους — Guiomar 1990, σελ. 59επ.). θα περιορισθούμε στην αναφορά της κατασκευαστικής τοποθέτησης του Σπινόζα, για τον οποίο «η Φύση δεν δημιουργεί έθνη αλλά άτομα, τα οποία διαχωρίζονται σε έθνη μόνον μέσα από τις διαφορές της γλώσσας, των νόμων και των υιοθετούμενων ηθών» (Spinoza 1965, σελ. 295). Επίσης, λόγω της προτεραιότητας που αποδίδει η εγελιανή φιλοσοφία στο ρόλο του κράτους, μπορεί να υποστηριχθεί ότι κατά τον Χέγκελ η εθνική ενότητα κατασκευά­ζεται από την κρατική δράση (ν. Bogdandy 1991).

Page 121: Dialektikh Toy Polemoy

120 Α. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

δηση, ιστορική κατασκευή της εθνικής γλώσσας). Αν αντίθετα η εθνική συγκρότηση θεώρηθεί στη δυναμική της προοπτική, τότε η γλώσσα απο­τελεί το ισχυρότερο σημείο του εθνικισμού, το ζωτικό όρο σχηματισμού ενότητας εθνικού τύπου. Προσφέρει μιαν αδιάκοπα επαναλαμβανόμενη απόδειξη ότι «μιλούμε την ίδια γλώσσα, άρα...» και την αφορμή για σχο­λικά και πολιτιστικά τελετουργικά σύνδεσης με το «εθνικό» παρελθόν. Σε μια ιστορική επιχειρηματολογία, η γλωσσική ενότητα και η ταύτισή της με την «εθνική ταυτότητα» είναι αναμφίβολα δυσχερέστατη. Ωστόσο, η εθνικιστική ιδεολογία δεν ενδιαφέρεται για ακρίβεια αλλά για αποτελε- σματικότητα. Και γ ι ' αυτόν το λόγο η γλώσσα παίζει τον κύριο ρόλο στο σχηματισμό και τη διαρκή αναπαραγωγή της ενιαίας εθνικής ταυτότητας, αποτελεί το βασικό στοιχείο του εθνικισμού, ως επικοινωνιακό προαπαι- τούμενο και υλική έκφραση των αντιλήψεων ιστορικής ενότητας και κοι­νότητας συμφερόντων, καθιστάμενη το «κυρίαρχο εθνικό χαρακτηριστι­κό» (αυτό δέχεται τελικά και ο Λέκκας 1992, σελ. 149).

Στη διαδικασία ενοποίησης μέσω της γλώσσας (που γίνεται ιδεολογικά αντιληπτή ως κοινή ένταξη σε ορισμένο έθνος) είναι καθοριστικός ο ρό­λος του αστικού κράτους, το οποίο τυποποιεί και επιβάλλει την ενιαία εθνική γλώσσα επί των διαλέκτων και των άλλων γλωσσών που ομιλού- νται στο έδαφός του. Βεβαίως, η διαδικασία αυτή ξεχνιέται γρήγορα και σήμερα ηχεί παράδοξα το ιστορικό δεδομένο ότι το 1790, δηλ. πριν από δύο αιώνες, τη γαλλική γλώσσα μιλούσε άρτια μόνον το 10% του πληθυ­σμού του (κατά τα άλλα «χιλιετούς») γαλλικού έθνους (Geneste 1989, σελ. 256), και ότι, κατά συνέπεια, η σημερινή σχεδόν καθολική «γαλλοφωνία» είναι αποτέλεσμα κρατικής ιδεολογικής και καταναγκαστικής δράσης για την εθνική ενοποίηση. Οι μελέτες για την παραγωγήIεπιβολή μιας εθνικής γλώσσας2* αλλά και η εμπειρία τής πρωτίστως γλωσσικής αφομοίωσης

26. Για τη Γαλλία, βλ. R. Balibar/D. Lapoite (1974), Certeau/Julia/Revel (1975), R. Balibar (1985, σελ. 95επ.), Geneste (1989).

To 1794 ο βουλευτής Gregoire ανέφερε σε έκθεσή του προς τη γαλλική Συμβατική Εθνοσυνέλευση: «Η γαλλική γλώσσα κέρδισε την εκτίμηση της Ευρώπης (...) Πού οφείλεται το ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των Γάλλων την αγνοεί; (...) Μπορούμε να διαβεβαιώσουμε χωρίς υπερβολή ότι τουλάχιστον έξι εκατομμύρια Γάλλων, ιδίως στην ύπαιθρο, αγνοούν την εθνική γλώσσα, ότι ένας εξίσου μεγάλος αριθμός αδυνατεί να τη μιλήσει ικανοποιητικά και ότι, εν τέλει, ο αριθμός εκείνων που τη μιλούν κανονικά δεν ξεπερνά τα τρία εκατομμύρια» (αναφέρεται σε R. Balibar 1985, σελ. 196). 65 χρόνια αργότερα ο Engels έγραφε για τη σημασία των διαλέκτων: «Ο αγρότης των Άλπεων μπορεί να μάθει το ίδιο εύκολα ιταλικά όσο και γαλλικά —και χρειάζεται τα μεν τόσο σπάνια όσο και τα δε» (1961-g, σελ. 5%). Αν τα σημερινά έθνη έχουν ιστορία, αυτή είναι πάνω απ’ όλα πρόσφατη (άλλωστε και ο «πατέρας» της ιταλόφωνης λογοτεχνίας Man-

Page 122: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 121

μειονοτήτων27, δείχνουν τη σημασία της γλώσσας για την εθνικοποίηση και τον, από ιστορική άποψη, ειδικά καπιταλιστικό χαρακτήρα του εθνι­κού κράτους, το οποίο αποτέλεσε το πιο πρόσφορο μέσο για τη δημιουρ­γία ενιαίας αγοράς με αποτελεσματική επικοινωνία και συναίνεση.

Σε χώρες όπως η Ιταλία και η Γερμανία, η διαδικασία «προσέγγισης» ή και σταδιακής εξάλειψης των διαλέκτων, κατόπιν της δημιουργίας ε­νιαίου κράτους, δείχνει ότι η γλώσσα αποτελεί αναγκαίο στοιχείο στερέω­σης της εθνικής ταυτότητας και, από πρακτική άποψη, αναγκαίο μέσο επικοινωνίας όσων ελεύθερα κινούνται και συναλλάσσονται στον εθνικό χώρο. Για τον καπιταλισμό οι τοπικές διάλεκτοι αποτελούν πολιτικό ε­μπόδιο στη διοίκηση, την εκπαίδευση, την παραγωγικότητα και την ανα­παραγωγή της εργατικής δύναμης (αναλυτικά R. Balibar/D. Laporte 1974, σελ. 57επ.). Το σημαντικότερο είναι ότι αυτό το μέσο επικοινωνίας και σχηματισμού κοινής ταυτότητας, παράγεται εν όψει των αναγκών της ε­θνικής συγκρότησης2*.

Πρόκειται για μια διαλεκτική διαδικασία: Ο καπιταλισμός είναι ο πρώ­τος ιστορικά τρόπος παραγωγής που προϋποθέτει για τη σταθερότητά του

zoni χρησιμοποιούσε, στα μέσα του 19ου αι., στην προφορική του επικοινωνία τα γαλλικά και τα μιλανέζικα και όχι τα ιταλικά που κατείχε μάλλον ανεπαρκώς —Hobs- bawm 1992, σελ. 76, σημ. II).

'Οσον αφορά την «αλήθεια της λογοτεχνίας», ας ακοϋσουμε έναν ιταλό και ένα γερμανό συγγραφέα: —«Σε κανέναν να μην περάσει από το μυαλό ότι οι κάτοικοι της Fontamara μιλούν ιταλικά. Η ιταλική γλώσσα είναι για μας μια γλώσσα που μαθαίνεται στο σχολείο, όπως μπορεί να μάθει κανείς λατινικά, γαλλικά ή εσπεράντο. Η ιταλική γλώσσα είναι για μας μια ξένη γλώσσα» (Ignazio Silone, Fontamaia, 1949).

—«'Οταν ο Kammerer απευθύνθηκε με κάποια ευκαιρία στο γέρο Thelen με τις λέξεις “Εσείς ως γερμανός αγρότης”, εκείνος διέκοψε αμέσως τον επιλοχία και δήλωσε: “Δεν είμαι γερμανός αγρότης, είμαι ένας αγρότης της ΕίΓεΓ» (Alfred Andersch, Winterspelt, 1974).

27. Οι μειονότητες αντιστέκονται επιδιώκοντας την αντιστροφή της διαδικασίας. Οι φλαμανδοί αυτονομιστές εκφράζουν τις διεκδικήσεις τους με το σύνθημα: «Γλωσσικά σύνορα — κρατικά σύνορα».

28. Οι υποστηρικτές της αιωνιότητας-συνέχειας της ελληνικής ή άλλης γλώσσας θα έπρεπε να αποδείξουν ότι δεν υπήρχαν διάλεκτοι αποκλείουσες τη συνεννόηση «ομο- γλώσσων» που κατοικούσαν σε διαφορετικές περιοχές του χώρου που μεταγενέστερα συγκροτήθηκε ως εθνικός ή πάντως να εξηγήσουν γιατί με τη δημιουργία ενιαίων κρατών οι διάλεκτοι εξαλείφθηκαν τάχιστα (και βίαια), δίνοντας τη θέση τους σε μια ουσιαστικά νέα κρατική γλώσσα! Να αποδείξουν δηλαδή ότι η γλώσσα δεν αποτελεί εύπλαστο ιστορικό προϊόν. Η μελέτη της διαδικασίας ιστορικής παραγωγής της γλώσ­σας συμβάλλει στην κατάρριψη του μύθου της διαχρονικής γλωσσικής ενότητας των εθνών που αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο της εθνικιστικής επιχειρηματολογίας (και εκπαιδευτικής πρακτικής).

Page 123: Dialektikh Toy Polemoy

122 Δ. ΑΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

έναν κοινωνικά ενοποιημένο, «εθνικό» χώρο επικοινωνίας με κοινή γλώσ­σα και κουλτούρα (το εθνικό κράτος είναι η «νόρμα» του καπιταλισμού19). Παράλληλα όμως, τα αστικά κράτη δεν χρησιμοποιούν μια προϋπάρχου- σα εθνική ενότητα, αλλά τείνουν να την παράγουν, ιδίως μέσω του ενο- ποιητικού ρόλου που έχει η προοδευτικά συγκροτούμενη εθνική γλώσσα.

7.4 Το έθνος ως διαδικασία. Η παραγωγή της εθνικής ταυτό­τητας

Οι πρόσφατες μελέτες για τη σχέση κράτους-έθνους προωθούν σημαντικά την έρευνα για το εθνικό φαινόμενο30. Η αναφορά του Πουλαντζά στην ιδιοτυπία του σύγχρονου έθνους (1984, σελ. 133επ.) επισημαίνει την ιστο­ρική τάση σύμπτωσης έθνους και αστικού κράτους, η οποία δεν ερμηνεύε­ται ούτε από τις ανάγκες της εμπορευματικής κυκλοφορίας στο καπιταλι­σμό (ενοποιημένη αγορά δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην εθνική αγορά)31 ούτε

29. Αυτή η θέση του Λένιν επαληθεύεται ιστορικά με την εξακολουθούσα μονόδρομη διαδικασία σχηματισμού εθνικών κρατών και την επιτάχυνση της καπιταλιστικής ανά­πτυξης στο χώρο που συγκροτείται ένα εθνικό κράτος.

30. Για αναλύσεις του εθνικού φαινομένου στις τελευταίες δεκαετίες, βλ. την κριτική παρουσίαση του Kadritzke (1992, σελ. Ι74επ.) και την επισκόπηση των Λέκκα (1992) και Μιχαήλ (χ.χ. εκδ.). Βλ. και το —συγκλίνον με τις εδώ υποστηριζόμενες θέσεις— άρθρο του Mueller (1992). Ενδιαφέρον εμφανίζει η προσέγγιση του Γκέλλνερ (1992), ο οποίος, υιοθετώντας τη θέση περί ιστορικής κατασκευής του έθνους (σελ. 93επ.), προ­τείνει μια τυπολογία των μορφών εθνικισμού, ανάλογα με τα αίτια δημιουργίας τους (σελ. Ι61επ.) και βασίζει την ανάλυσή του στην έννοια της «κοινωνικής εντροπίας» (η εθνική ένταξη αποτελεί ένα κριτήριο ταξινόμησης των ανθρώπων που αποδείχθηκε ανθεκτικό στο χρόνο και εγγυάται τη συνοχή και ομοιογένεια μιας πολιτικής-οικονο- μικής μονάδας οργάνωσης μέσω της δημιουργίας κοινού πολιτισμού για όσους συμμε­τέχουν σε αυτή —σελ. 119επ.).

31. Στα πλαίσια του σοβιετικού μαρξισμού υποστηρίχθηκε, αντίθετα; η άποψη ότι «στην αστική εποχή το έθνος αποτελεί μια αναπότρεπτη, δηλ. αναγκαία, νομοτελειακή μορφή εξέλιξης της κοινωνικής ζωής», συνδέεται αιτιακά με «την εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων» και καθορίζεται από τις οικονομικές σχέσεις, εκφράζοντας τα συμφέροντα της εκάστοτε κυρίαρχης τάξης. Το «χρήσιμο» συμπέρασμα αυτής της προσέγγισης — και ο λόγος για τον οποίο υιοθετήθηκε— είναι ότι η σοσιαλιστική επανάσταση που επικρατεί σε τμήμα κάποιος χώρας δημιουργεί ένα νέο «σοσιαλιστικό» έθνος που δια­φοροποιείται από το αντίστοιχο «καπιταλιστικό» (Kosing 1975, σελ. 242επ. με περαιτέ­ρω βιβλιογραφία). Με τη συλλογιστική αυτή, το εθνικό φαινόμενο ανάγεται (και ανα- κριβώς συρρικνώνεται) σε ιδεολογικό όνομα της ταξικής κυριαρχίας, εκλαμβανόμενο ως αναγκαίο δημιούργημα και εργαλείο της κυρίαρχης τάξης που το ελέγχει απόλυτα, το μεταβάλλει ανάλογα με τα συμφέροντα ή την «ιδεολογία» της και, ενδεχομένως, το

Page 124: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 123

με θετικιστικούς ορισμούς επί τη βάσει κριτηρίων όπως εκείνα του Στάλιν (βλ. πιο πάνω σημ. 19). Ο Πουλαντζάς εξετάζει, με βάση την αναφορά στις χωροχρονικές μήτρες, την παραγωγή του σύγχρονου έθνους μέσω της κρατικής δραστηριότητας. Αφετηριακή του θέση είναι ότι «το κράτος ενσωματώνει στις δομές του το έθνος και το έθνος μορφοποιείται μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς» (1984, σελ. 142). Το κράτος οργανώνει και διαμορφώνει πολιτικά ως ενιαίο και «δικό του» ορισμένο έδαφος, το οποίο οριοθετείται, για πρώτη φορά στην ιστορία, με σύνορα απόλυτα σαφή αλλά και δυνάμενα να μετατοπισθούν (αφομοίωση νέων εδαφών και πλη­θυσμών).

Παράλληλα με τη διαμόρφωση της χωρικής μήτρας, το αστικό κράτος ανταποκρίνεται σε μια ιστορικά νέα χρονική μήτρα, «απομνημονεύοντας» την ιστορία μιας εθνότητας, την οποία ενοποιεί και εκφράζει μονοσήμα­ντα. Εξαφανίζει τις διαφορές και δίνει ένα πλαστά ενιαίο νόημα, χρησι­μοποιώντας την ιστορία ως μέσο στήριξης της ενότητας που παράγει και εγγυάται («ιστορικότητα ενός εδάφους και εδαφικοποίηση μιας ιστορίας» —σελ. 164). Με τον τρόπο αυτόν, η εθνική ενότητα των εντός του κράτους ευρισκόμενων πληθυσμών καθίσταται «εθνική παράδοση ενός εδάφους, υλοποιημένη στο κράτος-έθνος» (σελ. 164). Βασικό στοιχείο της διαδικα­σίας ενοποίησης είναι η γλώσσα που αναπλάθεται και ενοποιείται «ανά­λογα με τις καπιταλιστικές μήτρες, τη χωρική και τη χρονική» (σελ. 165).

Η «οργανική σχέση της κάθε αστικής τάξης με το έθνος» δεν προκύπτει μόνον από τον ηγετικό ρόλο αστικών μερίδων στη διαδικασία συγκρότη­σης εθνικών κρατών αλλά και από το γεγονός ότι ο χώρος του εθνικού

«καταργεί» (για τη σταλινική άποψη περί «σοσιαλιστικού έθνους» και το βολουνταρι- σμό της, βλ. Ψυρούκη 1992, σελ. 138επ.). Η προσέγγιση αυτή εξυπηρετεί τον απολο­γητικό στόχο να παρουσιασθούν τα έθνη του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ως ελεγχόμενα από την εργατική τάξη (άρα ως «παράγοντες προόδου») και να αποσιωπηθούν τα πο­λιτικά προβλήματα που έθετε ο εθνικός χωρισμός σε χώρες όπως η Γερμανία, όπου η θέση των «δύο γερμανικών εθνών» υποστηρίχθηκε στη ΛΔΓ από τις αρχές της δεκαετίας του '70, στα πλαίσια της αλλαγής συγκυρίας και στρατηγικής επί Χόνεκερ (Brandt/ Minncmp 1982 με βιβλιογραφία).

Πέραν της ιστορικής διάψευσής της, αυτή η μηχανιστική άποψη αγνοεί τα προβλή­ματα της σχετικής αυτονομίας του εθνικού φαινομένου και την περίπλοκη ιστορική διαδικασία σχηματισμού του. Προσεγγίζει δηλαδή, με απολογητική στόχευση, τον ε­θνικό νιχιλισμό του αριστερισμού για το εθνικό ζήτημα, κινούμενη και αυτή στο έδαφος του οικονομισμού/βολουνταρισμού (Κεφ. 7.3.2). Είναι βέβαια πιθανό ότι η οριστική επιβολή του χωρισμού των δύο Γερμανιών θα δημιουργούσε διαφορές εθνικού τύπου, αλλά αυτό θα οφειλόταν στη μακρόχρονη κρατική δράση ενάντια στα «gesamtdcutsche» αντανακλαστικά και όχι στην αυτόματη επικράτηση ενός καθεστώτος, στη «σοσιαλι­στική μετάβαση» ή στη «βούληση» του πληθυσμού.

Page 125: Dialektikh Toy Polemoy

124 Δ. ΑΗΜΟΥΛΗΣ - X. Γ1ΑΝΝΟΥΛΗ

κράτους είναι πρόσφορος για την αναπαραγωγή της αστικής κυριαρχίας. Η αστική τάξη οργανώνεται ως κυρίαρχη στο πλαίσιο ενός κράτους που για αντικειμενικούς λόγους μπορεί να είναι μόνο εθνικό. Συνάπτει έτσι ιστορικά την ύπαρξή της με εκείνη του εθνικού κράτους.

Η παρέμβαση του Ε. Balibar στα ζητήματα της θεωρίας του έθνους (Balibar 1988, σελ. 117επ., 1992, σελ. 151επ., Μπαλιμπάρ 1988, σελ. 80επ.) αναγνωρίζει την ιστορική δραστικότητα του «εθνικού μύθου», ασκώντας παράλληλα κριτική στην «αναδρομική ψευδαίσθηση» της εθνικής ταυτό­τητας ως πορείας που ανταποκρίνεται σε κοινή μοίρα και ως ουσίας κοι­νής στις γενεές που διαδέχθηκαν η μια την άλλη σε ορισμένο έδαφος. Η μορφή του εθνικού κράτους δεν αποτελεί αστικό σχέδιο: Πρόκειται για εκείνη τη μορφή οικοδόμησης των σύγχρονων κοινωνικών σχηματισμών που αποδείχθηκε στη διαδικασία της ταξικής πάλης ως η πλέον αποτελε­σματική για τη δημιουργία εσωτερικής αγοράς και για την προλεταριο­ποίηση της εργατικής δύναμης σε ορισμένο γεωγραφικό πεδίο.

Η μορφή του εθνικού κράτους μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα μιας «φυσικής επιλογής», κατά την οποία απέδειξε την ιστορική «ανωτερότη- τά» του απέναντι στις αυτοκρατορίες, το φεουδαρχικό τοπικισμό αλλά και απέναντι στις εγγενείς τάσεις του κεφαλαίου για δυνητικά απεριόριστη διεθνοποίηση. Με βάση τα στοιχεία της ιστορικής εξέλιξης εξηγείται το γεγονός ότι δεν δημιουργήθηκε διεθνής αστική τάξη, αλλά οι κυρίαρχες αστικές μερίδες ήλεγξαν προΰπάρχοντες στρατιωτικούς και διοικητικούς μηχανισμούς, εθνικοποιώντας ορισμένο έδαφος.

Η διαδικασία συγκρότησης εθνών (και κατάταξης-ένταξης κάθε ανθρώ­που σε ένα έθνος) συνίσταται στην «εθνικοποίηση» πληθυσμών, οι οποίοι αποκτούν εθνική ταυτότητα και εγκαλούνται/αναγνωρίζονται «στο όνομα του συλλογικού μορφώματος, του οποίου ακριβώς φέρουν το όνομα» (Balibar 1988, σελ. 131). Αυτό επιτυγχάνεται με τη δράση του ιδεολογικού κρατικού μηχανισμού32, δηλ. με τη συνδυασμένη επίδραση της οικογε­

32. Για την έννοια αυτή, που συνήθως αποδίδεται στα ελληνικά με τον όρο «ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους», βλ. Αλτουσέρ (1983, σελ. 69επ. και 1987). Για τα προβλήματα που θέτει ο όρος αυτός και την πρστεινόμενη απόδοση «ιδεολογικός κρατικός μηχανι­σμός», βλ. Δημούλη (1992-α, σελ. 47επ.). Η ένταξη των ιδεολογικών μηχανισμών στην έννοια του κράτους αποτελεί μια ριζοσπαστική προσπάθεια αμφισβήτησης της διάκρι­σης δημόσιο/ιδιωτικό, της έννοιας του υποκειμένου και της δυνατότητας «αυτοκαθο- ρισμού» του στα πλαίσια ενός «ιδιωτικού» χώρου με προσωπικές «επιλογές» και «ευθύ­νη», δηλ. μια προσπάθεια αμφισβήτησης των βάσεων της κυρίαρχης πολιτικής σκέψης. Η θεμελίωση ενός τέτοιου ευρύς ορισμού του κράτους απαιτεί φιλοσοφική εργασία και εμπειρικές μελέτες που δεν έχουν πραγματοποιηθεί ως σήμερα.

Page 126: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 125

νειακής και της γλωσσικής εθνικοποίησης. Η κατασκευή κοινής εθνικής γλώσσας και κοινής παράδοσης” γίνεται δυνατή μέσω του σχολείου14 και της οικογένειας που μορφοποιούν τη «φανταστική εθνότητα», την «ιδέα» (και πρακτική) της ένταξης σε ορισμένο έθνος15.

Η φανταστική εθνότητα ορίζεται ως η «βαθιά ιδεολογική υποδομή, μια πρωταρχική ιδεολογικοποίηση διαπλεκόμενη με τις πρακτικές, οι οποίες δημιουργούν καθημερινά την εξάρτηση κάθε ατόμου από άλλα άτομα και από τις “υλικές συνθήκες ύπαρξης”». Πρόκειται για τη διαδικασία διαμόρ­φωσης του homo aationalis, ο οποίος εξαρτάται υλικά, πολιτικά και ιδεο­λογικά από την εθνική μονάδα του ως την πλέον ολοκληρωμένη μορφή πολιτικής κοινότητας στο σύγχρονο κόσμο (Balibar 1992, σελ. 159). Η ιδιαίτερη μορφή που λαμβάνει στην ιστορική εξέλιξη το κάθε έθνος κρί- νεται από το κατά πόσο στη διαδικασία συγκρότησής του επικρατεί η γλωσσική ή η οικογενειακή «οδός» εθνικοποίησης, στοιχείο που καθορί­ζει τους τρόπους αφομοίωσης νέων πληθυσμών, τις σχέσεις ρατσισμού και ιεράρχησης μεταξύ των δυνάμει μελών της εθνότητας.

Η συμβολή του Ε. Μπαλιμπάρ βρίσκεται κυρίως στην υλιστική ανάγνω­ση των στοιχείων της (εθνικής) παράδοσης και της γλώσσας, τα οποία είχαν εντοπισθεί από τους Κάουτσκυ και Λένιν ως μέσα παραγωγής του

33. Η κοινή παράδοση προσλαμβάνεται ιδεολογικά ως προέλευση από την (δια «φυλή», στην πραγματικότητα δε από οικογένειες που ρυθμίζονται με την κρατική παρέμβαση και τις παροχές της και δεν διατηρούν δεσμούς συγγένειας σε ευρεία κλίμακα (σόι), αλλά αναφέρονται στο κράτος που διατηρεί τα αρχεία και τη μνήμη της κοινής κατα­γωγής, αποτελώντας το μοναδικό σύστημα αναφοράς (αναγωγής στο ιστορικό παρελ­θόν).

34. Στα εγχειρίδια διδακτικής, η παροχή «μορφωτικών αγαθών» θεωρείται πάγια ως μέσο που επιτρέπει στους μαθητές να «αφομοιώσουν τα συστατικά στοιχεία του έθνους τους, όπως τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα ήθη και έθιμα, την πολιτειακή ζωή και οργάνωση, την οικονομική ζωή» (Γιαννούλης 1993, σελ. 248). Η σύνδεση της εκπαίδευσης με την «εθνική» διδασκαλία (η σταδιακή εγχάραξη των «εθνικών αξιών» στους μαθητές επιβάλ­λεται και νομοθετικά —βλ. τον ισχύφντα ελληνικό νόμο γιά την εκπαίδευση 1556/1985, άρθρ. 4-6) είναι βαθιά και «λειτουργική»: επιτρέπει την παραγωγή της ιδεολογίας «υ- περταξικότητας» και «αξιοκρατίας», -στην οποία εν γένει βασίζεται το αστικό σχολείο. Βλ. για το ζήτημα —με αφορμή την πολεμική μεταξύ Δελμούζου και ΚΚΕ για τον εθνικό ή ταξικό ρόλο του σχολείου— την έρευνα του X. Νούτσου (1990, σελ. Ι94επ.).

35. Για την παραγωγή του έθνους από τις σχολικές πρακτικές και την ενιαία κρατική διοίκηση που έρχεται σε καθημερινή επαφή με τους πολίτες «της» καθώς και για τη διαδικασία με την οποία το αστικό-εθνικό κράτος γνωρίζει-κατατάσσει τους πολίτες, επηρεάζοντας πολύμορφα τη διαμόρφωση της ζωής τους, βλ. Hobsbawm (1991, σελ. 97επ.) και γενικότερα Γκέλλνερ (1992), Lodovico (1992, σελ. Ι90επ.), Λέκκα (1992, σελ. 117επ.).

Page 127: Dialektikh Toy Polemoy

126 Λ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

έθνους. Η ανάλυσή του επισημαίνει την καθοριστική παρέμβαση του ιδεο­λογικού κρατικού μηχανισμού που με την εθνοποιητική δράση του δη­μιουργεί την εθνική «κοινότητα»*.

36. Αντιθέτως, δεν μπορεί να γίνει πλήρως δεκτή η κριτική του Balibar (1988, σελ. Ι20επ.) στην άποψη ότι το έθνος αποτελεί αναγκαίο στοιχείο δόμησης του καπιταλι­στικού τρόπου παραγωγής. Ο Μπαλιμπάρ θεωρεί τη θέση αυτή «ιστορικό μύθο» (σελ. 121) τονίζοντας, όπως είδαμε, ότι το έθνος ιστορικά μόνο συνδέθηκε με τον καπιταλισμό μέσα από μια αντιφατική διαδικασία «φυσικής επικράτησης». Επικρίνει έτσι το μηχα­νιστικό μαρξισμό που θεωρεί ότι οποιοδήποτε φαινόμενο παρα*ιρείται σήμερα είναι

«αστικό» —«άρα» θα εξαλειφθεί μόνο με την πτώση του καπιταλισμού— και έτσι αδυνατεί να κατανοήσει την ευλυγισία και τις ιστορικές μεταμορφώσεις του καπιταλι­σμού. Η άποψη του Μπαλιμπάρ έρχεται όμως σε αντίθεση και με τη θέση του λειτουρ­γισμού (Κεφ. 7.3.3) ότι το έθνος αποτελεί κατηγόρημα του καπιταλισμού παραγόμενο αναγκαστικά από την κρατική λειτουργία. Από την πλευρά μας θεωρούμε ότι ο λειτουρ­γισμός είναι πειστικός όταν τονίζει ότι κάθε κρατική εξουσία —για τη μαρξιστική ανάλυση: κάθε χώρος συσσώρευσης του κεφαλαίου με σαφή σύνορα— έχει ανάγκη από ιδεολογικές πρακτικές συνοχής για την εξασφάλιση της συναίνεσης. Κατά τούτο το εθνικό φαινόμενο είναι συστατικό στοιχείο του «ιστορικού καπιταλισμού», δηλ. της εμφάνισης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στην ιστορία. Ωστόσο, η εθνικιστική ιδεολογία αποτελεί μια επιμέρους κατηγορία των ιδεολογιών συνοχής με συγκεκριμένες αναφορές και δεσμεύσεις (ιστορική συνέχεια, κοινή καταγωγή, κοινή γλώσσα-πολιτι- σμός, καίτοι αυτά τα στοιχεία συναντώνται σε διαφορετικούς συγκεκριμένους συνδυα­σμούς). Με αυτή την έννοια, πρώτον, ο εθνικισμός ως συγκεκριμένη έκφανση της ιδεολογίας συνοχής όσων ευρίσκονται «εντός των συνόρων» ενδέχεται να αντικαταστα- θεί στο μέλλον από μια άλλη ιδεολογία συνοχής και, δεύτερον, η ιστορική επικράτηση του εθνικισμού δεν ήταν «προγραμματισμένη» από τον εννοιολογικό πυρήνα του καπι­ταλισμού (στον οποίο, αντίθετα, ανήκει η ύπαρξη κρατικής εξουσίας και ο δια συνόρων καθορισμός ορισμένου εδάφους κυριαρχίας). Έτσι λοιπόν είναι κατ' αρχήν ορθή η θέση του Μπαλιμπάρ για την ενδεχομενικότητα του έθνους και δικαιολογημένη η πο­λεμική του προς το λειτουργισμό, ο οποίος ταυτίζει την κοινωνική συνοχή με τον εθνικισμό. Αν όμως λάβουμε υπόψη τη δυναμική του εθνικισμού και το ότι η αναφορά σε στοιχεία κοινής καταγωγής και γλώσσας (δηλ. στις βιολογικές-ιστορικές θέσεις του εθνικισμού/ρατσισμού) είναι αναγκαία για την επίτευξη συνοχής, μπορούμε να πούμε ότι και στο μέλλον η προσπάθεια αντικατάστασης της εθνικής δόμησης από άλλες ιδεολογίες συνοχής, π.χ. την ιδιαίτερη θέση στην παγκόσμια αγορά —όπως επιχειρείται στην ευρωπαϊκή ενοποίηση— έχει μικρές πιθανότητες επικράτησης και θα οδηγεί στην επαναφορά εθνικιστικών σχημάτων («ενιαίος» ευρωπαϊκός λαός, για τον οποίο θα «δει- χθεί» η κοινή καταγωγή, η ενότητα γλωσσικής μήτρας, πολιτισμού κλπ. —βλ. Κεφ. 7.7). Η «υπεροχή» του εθνικισμού είναι τόσο συντριπτική, που μπορούμε να τον θεωρήσουμε ως σύμφυτο του καπιταλισμού, καίτοι η μελλοντική εξασθένισή του δεν μπορεί να αποκλεισθεί λογικά.

Επ' αυτού είναι σημαντική η παρατήρηση (Λέκκας 1993, σελ. 48επ.) ότι ο εθνικισμός, με την αναφορά σε κοινή καταγωγή-παράδοση και σε επιδίωξη κοινού μέλλοντος, αναιρεί δυνάμει τη χρονική διάσταση της ιστορίας —άρα και το ενδεχόμενο τομών— μέσα από την προβολή του ιδεολογήματος συνέχειας-ταυτότητας, παρελθόντος-παρό- ντος-μέλλοντος. Αν όμως ο κόσμος του εθνικισμού είναι «άχρονος», δυνητικά ομοιο-

Page 128: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 127

Το δεδομένο της «καθυστερημένης εθνικοποίησης» πληθυσμών της υ­παίθρου ακόμη και στα πιο «παλιά» έθνη (η οποία επιτεύχθηκε μέσω του σχολείου, του στρατού, της ενοποίησης συνηθειών και πρακτικών και των ποικίλων «εθνικών» τελετουργιών) αλλά και η αδιάκοπη αφομοίωση «αλ­λοεθνών» πληθυσμών που με τη μόνιμη εγκατάσταση σε μια χώρα απο­κτούν σταδιακά νέα εθνική ταυτότητα, αποτελούν τις ισχυρότερες ενδεί­ξεις του δευτερογενούς χαρακτήρα του έθνους, δηλ. της διαμόρφωσης εθνικών δεσμών από τον κρατικό μηχανισμό. «Τα έθνη, όπως και τα πε­ρισσότερα εννοιακά τεχνήματα της πολιτικής (...) αποκτούν σάρκα και οστά κατασκευάζοντας το υπαρκτό, που υποτίθεται ότι ανέκαθεν τα περιεί­χε» (Μεταξόπουλος 1992, σελ. 102).

Το ίδιο αποδεικνύεται άλλωστε και από τη δημιουργία εθνών —συνεί­δησης αυτονομίας και διαφοράς από Άλλους— σε περιπτώσεις που κάτι τέτοιο δεν είναι εύλογο εν όψει της γλώσσας και της καταγωγής. Το παράδειγμα δημιουργίας αυστριακού έθνους μέσω της συγκρότησης αντί­στοιχου κράτους, παρ’ ότι οι Αυστριακοί δεν ήταν στους προηγούμενους αιώνες λιγότερο ή περισσότερο Γερμανοί από τους Βαυαρούς37, δείχνει

γενής και προσομοιάζων στο φυσικό χρόνο της αιώνιας γραμμικότητας (βλ. Μπαλτά 1988, σελ. 61επ ), τότε η (ιδεολογική) προβολή μιας τέτοιος «φυσικής» τάξης και συ­νοχής, όπου το τέλος είναι δεδομένο από την αρχή, ερμηνεύει την ισχύ του εθνικισμού και καθιστά δυνατή την πρόβλεψη ότι και στο μέλλον τα αστικά κράτη θα παράγουν λόγο συνοχής εθνικιστικού τύπου, έτσι ώστε να μ^ν είναι εσφαλμένο να θεωρήσουμε το εθνικό κράτος ως κατηγόρημα του καπιταλισμού, ως το σημείο ισορροπίας στο οποίο θα τείνουν οι «αποκλίνουσες», τοπικιστικές, κοσμοπολιτικές, ελιτιστικές και άλλες ιδεολογίες του καπιταλισμού. 'Οχι διότι το έθνος είναι η ιστορική αλήθεια ή η «πραγ­ματικότητα», αλλά διότι ανταποκρίνεται στις ανάγκες συνοχής μιας κοινωνίας ταξικών χωρισμών.

37. Αυτό υπενθυμίζουν οι Brandt/Minnerup (1982, σελ. 91) και Μηλιός/Κυπριανίδης (περ. θέσεις, τ. 31, 1990, σελ. 121).

Σύμφωνα με εμπειρικές έρευνες στην ενοποιημένη Γερμανία το 1991, οι μισοί σχεδόν Γερμανοί αισθάνονται Ανατολικογερμανοί ή Δυτικογερμανοί και όχι Γερμανοί (βλ. τα ποσοστά δημοσκόπησης της Infas —65% για την Ανατολική και 38% για τη Δυτική Γερμανία— die tageszeitung, 3.9.91). Αυτό αποτελεί συνέπεια της —δια των διαφορετι­κών κρατών— δημιουργίας πολιτιστικών διαφορών μεταξύ των πληθυσμών. Η ενιαία εθνική ταυτότητα που δημιουργείται ήδη δεν θα είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο αληθινή από τη διάσπαση των Γερμανών. Αντίστοιχες εν μέρει χωριστές «συνειδήσεις» φαίνεται να έχουν διαμορφωθεί και μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν, αλλά και μεταξύ των δύο Ιρλανδιών, αν κρίνουμε από τις ισχυρές επιφυλάξεις με τις οποίες προτεστάντες και καθολικοί στη Νότια Ιρλανδία αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο επανένωσης με έναν πλη­θυσμό που έχει διαφορετική θρησκευτική σύνθεση, κοινωνικά προβλήματα και εμπει­ρίες οικοδόμησης εθνικής ταυτότητας (π.χ. Le Monde, 26-27.12.93). Το συμπέρασμα είναι κοινό: Το έθνος δεν ορίζεται ουσιοκρατικά έξω από τη δράση ορισμένου κρατικού μηχανισμού. Η «αλήθεια» του κατασκευάζεται και μεταβάλλεται ιστορικά.

Page 129: Dialektikh Toy Polemoy

128 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

την κρατικότητα του έθνους. Στην Ιδια απάντηση οδηγεί και το ερώτημα σε τι διαφέρει η ελληνική εθνική συνείδηση των Κυπρίων από εκείνη των κατοίκων της Κρήτης, της Κέρκυρας, της Ρόδου ή της Λέσβου. Η διαφορά βρίσκεται στα αποτελέσματα της μακρόχρονης δράσης διαφορετικών κρατικών ιδεολογικών θεσμών καθώς και της αυτόνομης δυναμικής καπι­ταλιστικής ανάπτυξης που οδηγεί σε διαφορετικές πρακτικές18.

'Οσον αφορά τα καθ ’ ημάς, είναι αισθητή η απουσία μελετών που να μην αρκούνται στην κατάφαση της «ελληνικότητας» πληθυσμών διαφό­ρων περιοχών, αλλά να ερευνούν με ποιους τρόπους δημιουργήθηκε στα­διακά η ελληνική εθνική ταυτότητα, ομογενοποιώντας τη γλώσσα (και τη «συνείδηση») πληθυσμών εγκατεστημένων στην ελληνική επικράτεια. Εί­ναι πιθανό ότι η συγκρότηση μιας τέτοιος ιστορίας των νοοτροπιών και των κρατικών μηχανισμών3’ δεν προσκρούει μόνο σε εθνικιστικές απα­γορεύσεις αλλά και σε πραγματική έλλειψη στοιχείων, διότι οι μαρτυρίες περί παράγωγης ελληνικότητας και τα δεδομένα αφομοιωτικής κρατικής δραστηριότητας έχουν δεχθεί την εσωτερική και εξωτερική λογοκρισία της εθνικιστικής επιταγής40. 'Οπως επισήμαινε ο Ν. Πουλαντζάς, το κρά­

38. Για τα ιστορικά δεδομένα και τις εναλλακτικές στρατηγικές στο Κυπριακό πρόβλη­μα, Μηλιός/ Κυπριανίδης (1988-1990).

39. Για μια αξιόλογη προσπάθεια συστηματοποίησης θεωρητικών και εμπειρικών στοι­χείων για τον τρόπο οργάνωσης του ελληνικού εθνικισμού μέσα από τη δράση του ελληνικού κράτους, σε σύνδεση με σκοπιμότητες επέκτασης και κυρίως δημιουργίας εσωτερικής συνοχής (γλωσσική και πολιτιστική «ελληνοποίηση» ορθόδοξων πληθυ­σμών με ενεργοποίηση του στρατιωτικού, σχολικού, δικαστικού και εκκλησιαστικού μηχανισμού, δηλ. κυρίως με τη δράση διανοουμένων και κρατικών υπαλλήλων) βλ. Κιτρομηλίδη (1983), Kitromilides (1989, σελ. Ι61επ.). Πολύτιμο είναι το υλικό που παρουσιάζει η Σκοπετέα (1988) συγκεντρώνοντας μαρτυρίες πρωταγωνιστών της εθνι­κής συγκρότησης στο γλωσσικό και πολιτισμικό χάος του νεοσύστατου ελληνικού

40. Από τις μη απολογητικές μελέτες για το μακεδονικό ζήτημα και την ελληνική πο­λιτική αφομοίωσης των Σλαβομακεδόνων βλ. Μηλιό (1988, σελ. 304επ.), Τυραβοΰζη (1989), Λιθοξόου (1991), Κωστόπουλο/Εμπειρικό/Λιθοξόου (1992). Για τα προβλήματα άλλων μειονοτήτων στην Ελλάδα, Μαργαρίτης (1992), Λιθοξόου (1991). Οι έρευνες του Λιθοξόου για τη γλώσσα των κατοίκων της Μακεδονίας (1991, σελ. 37επ. και 1992), οι οποίες βασίζονται στην επεξεργασία στατιστικών, δείχνουν —πέρα από την πολυγλωσ­σία και το σταδιακό περιορισμό της λόγω πολύμορφης αφομοίωσης—, την πλαστογρά­φηση (και σε μεγάλο βαθμό έλλειψη) στοιχείων «εθνολογικής» σύνθεσης. Επισημαί­νουν δε τη σημασία που έχει η γλώσσα ως διακριτικό της μειονότητας, με αποτέλεσμα να καθίσταται αμφιμερώς κύριο επίδικο αντικείμενο «απόδειξης» της εθνικής ένταξης (ενώ αντικείμενο κρατικής καταστολής αποτελεί η χρήση, η διδασκαλία αλλά και η απλή αναφορά στην ύπαρξή της). Αν ο εντοπισμός σλαβόφωνων στην ελληνική Μα­κεδονία είναι σήμερα δυσχερής, αυτό δεν οφείλεται μόνο στην κρατική προπαγάνδα ή

Page 130: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 129

τος διαμορφώνει την ενιαία εθνική μνήμη, εξαλείφοντας τις αποκλίνουσες εκδοχές. Και όπως με ένα μείγμα ειλικρίνειας και κυνισμού σημείωνε ο θεωρητικός της εθνικής συνείδησης Ε. Renan, «η λήθη, θα έλεγα ακόμη και το ιστορικό σφάλμα αποτελούν ουσιώδη παράγοντα της δημιουργίας ενός έθνους. Και γ ι’ αυτό η πρόοδος των ιστορικών ερευνών αποτελεί συχνά κίνδυνο για την εθνότητα (...) Η ένωση γίνεται πάντοτε βίαια. Η ένωση της Βόρειας και της Νότιας Γαλλίας ήταν το αποτέλεσμα εξολό- θρευσης και τρομοκρατίας που διήρκεσε σχεδόν έναν αιώνα» (Renan 1992, σελ. 41).

7.5 Προαστικές εθνότητες και εθνικές μειονότητες

Η παραγωγή του έθνους από το αστικό κράτος και η καταλληλότητά του για τη δημιουργία ενοποιημένου χώρου αναπαραγωγής των καπιταλιστι­κών σχέσεων, δεν σημαίνει ότι δεν προϋπήρχαν του καπιταλισμού «εθνό­τητες», δηλ. κοινότητες με οργανωτικές δομές και κοινή γλώσσα, οι ο­ποίες αναγνωρίζονταν ως εθνικές σε αντίθεση με τους Άλλους, δηλ. τους πληθυσμούς διαφορετικής καταγωγής (π.χ. Rodinson 1968 και 1971)41.

τον (εύλογο εν όψει των κυρώσεων) φόβο των δίγλωσσων να εκδηλώσουν μια «ανθελ­ληνική» ταυτότητα. Οφείλεται κυρίως στην επιβολή της ελληνικής γλώσσας με τη δράση τον ιδεολογικού κρατικού μηχανισμού και ιδίως της ελληνικής σχολικής εκπαί­δευσης, δηλ. στην ιστορική διαδικασία εξάλειψης της διγλωσσίας σε έναν εθνικό χώρο. Άλλωστε η δεύτερη γενιά ελλήνων μεταναστών χειρίζεται τη γλώσσα του τόκου εγκα­τάστασης αρτιότερα από την ελληνική λόγω του γλωσσικού τους περιβάλλοντος και της διάχυτης πίεσης για αφομοίωση. 'Οσοι στην περίπτωση της Ελλάδας ισχυρίζονται ότι δεν ομιλούνται σλαβικά, ρουμανικά ή άλλα ιδιώματα, πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό αποδεικνύουν την ελληνικότητα των εδαφών της ελληνικής επικράτειας, ας ανα- λογισθούν αν θα ομιλείται στις επόμενες δεκαετίες η ρωσική και ποντιακή γλώσσα από τους απογόνους των Ποντίων της ΕΣΣΔ που εγκαθίστανται στην Ελλάδα. Η σταδιακή εξαφάνιση των γλωσσών αυτών θα οφείλεται στην έλλειψη δυνατότητας καλλιέργειας και εκμάθησής τους. Διαφορετικό είναι το ζήτημα ότι επιστήμονες του μέλλοντος, αντάξιοι των σημερινών, θα μπορούν να ισχυρίζονται ότι οι Πόντιοι της ΕΣΣΔ μιλού­σαν πάντα ελληνικά και «απόδειξη» ότι <>ι απόγονοί τους μιλούν μόνον ελληνικά. Ό,τι δηλαδή αποδεικνύουν οι εφημεριδογράφοι γλωσσολόγοι για τους κατοίκους της Μα­κεδονίας που ήταν «πάντα Ελληνες», αποσιωπώντας τη διαδικασία αφομοίωσης και τα αποτελέσματα που είχε η πραγματικότητα και η απειλή μετακίνησης πληθυσμών για την εκκαθάριση του κρατικού-«εθνικού» εδάφους (βλ. Μηλιό 1988, σελ. 265-313).

41. Για τους προεθνικούς ή πρωτοεθνικούς σχηματισμούς βλ. την αναφορά του Hobs- bawm (1991, σελ. 59επ.), ο οποίος επισημαίνει ότι «σε πολλά μέρη της γης τα κράτη και τα εθνικά κινήματα κατόρθωσαν να κινητοποιήσουν συγκεκριμένες μορφές συλλο­γικών συναισθημάτων ένταξης, τα οποία είχαν ήδη διαμορφωθεί και δυνάμει μπορούσαν

Page 131: Dialektikh Toy Polemoy

130 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Ωστόσο, η εθνική ένταξη εμφάνιζε στο παρελθόν μεγάλη χαλαρότητα και οι «εθνικοί» δεν είχαν τη δυνατότητα, λόγω ανυπαρξίας εθνικών συ­νόρων και θεσμών εθνικής ομογενοποίησης, να αντιληφθούν και να ορί­σουν την έννοια του έθνους με τη σημερινή της σημασία. Ενόσω δεν υπάρχει η εδαφική πραγματικότητα του σημερινού κράτους, οι κάτοικοι μιας περιοχής συνδέονται με την τοπική κοινότητα, με τον κυρίαρχο του εδάφους όπου κατοικούν και εργάζονται και, χαλαρότερα, με την κεντρική εξουσία, η οποία δια των τοπικών εκπροσώπων της ελέγχει τη διαδικασία παραγωγής και ιδιοποιείται το υπερπροϊόν της. Η «μεταφορά» μας σε μια τέτοια κατάσταση, όπου δεν υπάρχουν σαφή κρατικά σύνορα, και όπου «εχθροί» είναι μόνο οι άμεσα επιτιθέμενοι «γείτονες» και όχι οι «αλλό­γλωσσου», «αλλόφυλου» κ.ο.κ., μας επιτρέπει να κατανοήσουμε ότι η εθνι­κή ενότητα, στο φανταστικό-πραγματικό επίπεδο που συγκροτείται σήμε­ρα, δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους (βλ. και Λέκκα 1992, σελ. 65επ.)42.

Σε μια τέτοια κατάσταση, η ενδεχόμενη εισβολή αλλογλώσσων προσ- λαμβανόταν ως άμεση απειλή στους όρους ζωής και παραγωγής, και όχι ως εισβολή «αλλοεθνών» σε αντιπαραβολή με τους «ομοεθνείς», ομόγλωσ­σους κ.ο.κ. ΓΓ αυτό άλλωστε και η ιστορική εξέλιξη στο παρελθόν δεν καθοριζόταν από την εθνική εγγύτητα και τις «υποχρεώσεις» που σήμερα επιβάλλει45. Μόνο με την αναδρομική προβολή της σημερινής εθνικής

να αποκτήσουν, σε μακροπολιτικό μέτρο, δραστικότητα που να αντιστοιχεί στα σύγχρο­να κράτη και έθνη» (σελ. 59). Πρβλ. Γκέλλνερ (1992, σελ. 78-118).

42. Αναλύοντας τη διαφορά της «παραδοσιακής κοινοτικής αλληλεγγύης» από το ση­μερινό εθνικισμό, ο Π. Λέκκας αναφέρει ότι σε παρελθούσες περιόδους «κεντρικό ση­μείο αναφοράς δεν ήταν κάποια αφηρημένη έννοια του έθνους, αλλά (...) οντότητες καθόλα συγκεκριμένες και απτές, οριζόμενες από το άμεσο βιωματικό επίπεδο του αν­θρώπου» (1992, σελ. 67). Η διατύπωση είναι ανακριβώς εμπειριστική, διότι η διαφορά δεν έγκειται στο βαθμό συγκεκριμενοποίησης (μια επικρατούσα ιδεολογία συνοχής είναι πάντα άμεση και απτή), αλλά στην υφή των δεσμών συνοχής, στον τρόπο παρα­γωγής τους (σήμερα από το εδαφικά ευρύ εθνικό κράτος που θέτει σε λειτουργία τους μηχανισμούς δημιουργίας ισχυρών και άμεσων δεσμών μεταξύ «αγνώστων» που είναι διατεθειμένοι να δώσουν και τη ζωή τους για να τους διατηρήσουν). Και από την άλλη πλευρά, τα κοινά συμφέροντα μιας παραδοσιακής κοινότητας που συνέδεε εκμεταλλευ­τές και υφιστάμενους την εκμετάλλευση δεν ήταν λιγότερο «αφηρημένα» και «ιδεολο­γικά» από τα δήθεν κοινά συμφέροντα του σημερινού έθνους.

43. «Ο Πέρσης είναι για τον Σπαρτιάτη του 480 π.Χ. εχθρός, αλλά μέσα σε λιγότερο απόεκατό χρόνια, το 387 π.Χ., αντιπροσωπεύει το σύμμαχο και φίλο, χωρίς η αλλαγή να επισύρει το όνειδος της εσχάτης προδοσίας» (Λέκκας 1992, σελ. 69). Δυστυχώς τέτοιες διαπιστώσεις δεν κλονίζουν τους εθνικιστές που, έχοντας εσωτερικεύει τη σχολικήιστορία, θα απαντήσουν ότι έτσι εκφράζεται η εθνική συνέχεια, δηλ. ένα εγγενές και

Page 132: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 131

ενότητας κατέστη δυνατόν να επικρατήσει ο μύθος της διαχρονικής ενό­τητας κάθε έθνους σε αντιπαράθεση με τους Αλλοεθνείς, προσθέτοντας στο ιστορικό παρελθόν στοιχεία που δεν ήταν δυνατόν να υπάρχουν*4.

Η «διαχρονική ενότητα του έθνους» που επικρατεί ως ιδεολογική αντί­ληψη στα σημερινά εθνικά κράτη, τα οποία βρίσκουν πάντοτε ιστορικές «αποδείξεις» για μια ανά τους αιώνες φυλετική ή/και πολιτιστική ενότητα, αποτελεί αντικείμενο μιας ύστερης επεξεργασίας του «εθνικού» παρελθό­ντος από τους οργανικούς «εθνικούς» διανοούμενους. Έτσι, η αντίληψη περί ενότητας του ελληνικού έθνους με αναφορά στην καταγωγή, τη γλώσ­σα, τον πολιτισμό, τα «ήθη και έθιμα» κ.ο.κ. προέκυψε από τις επεξεργα­σίες διανοουμένων του ελληνικού διαφωτισμού, οι οποίοι αναζήτησαν και διαμόρφωσαν σε ένα ιδεολογικά συνεκτικό σύστημα τα στοιχεία εθνικής συνέχειας, τα οποία ακολούθως —μέσω του ελληνικού Πανεπιστημίου και, σε ευρεία κλίμακα, μέσω του ελληνικού σχολείου— εμφανίσθηκαν ως «ενότητα της γλώσσας», «ενιαίος πολιτισμός» και «φυλετική ενότητα»45.

προαιώνιο χαρακτηριστικό των «Ελλήνων» που «ενωμένοι μεγαλουργούν», αλλά ατυχώς και ελληνοπρεπώς «από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ως τον πρόσφατο Εμφύλιο» α- ρέσκονται στο αντίθετο.

44. Εύστοχα ο Μεταξόπουλος (1992, σελ. 1 ΙΟεπ.) ασκεί κριτική στο ιδεολόγημα «της παρμενίδειας ταυτότητας κάθε εθνότητας με τον εαυτό της δια μέσου των αιώνων», αναλύοντας τους μύθους του κλειστού-μοναδικού έθνους και της γραμμικής-τελεολογι- κής άποψης περί ολοκλήρωσης κάθε έθνους, με βάση μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Βλ. και Βέικο (1993-α, σελ. 30, 46επ.).

45. Η ανάγκη φυλετικής-βιολογικής αναφοράς στον εθνικισμό είναι εμφανής. Έτσι, οι απόπειρες ορισμού της ιστορικής συνοχής με αναφορά μόνο σε πολιτιστικές-πολιτικές αξίες (π.χ. η σχετική προσπάθεια ελλήνων διανοουμένων να δείξουν την αποκλειστική σύνδεση με την Αρχαία Ελλάδα στις αρχές δόμησης του ελληνικού κράτους και πριν να επικρατήσει το «τριμερές» σχήμα ιστορικής συνέχειας —βλ. Ξιφαρά 1993 και 1993- α) απέτυχε, διότι η ιδεολογία συνοχής που παρήγαγε ήταν σχετικά αδύναμη σε σχέση με τη φυλετική συνέχεια: Η αναφορά στην αρχαία ελληνική δημοκρατία και τον πο­λιτισμό δημιουργεί περισσότερα κοινά στοιχεία μεταξύ «μορφωμένων» ή «δημοκρατών» σε όλες τις χώρες του κόσμου παρά μεταξύ των Ελλήνων συνολικά, καθιστά τη συνέχεια ζήτημα προσωπικής επιλογής και όχι δεσμευτικής παράδοσης. Στην έλλειψη πειστικό­τητας των αξιακών-πολιτικών σχημάτων της εθνικής ενότητας (που συναντώνται και στη γαλλική επανάσταση) οφείλεται η προβολή της φυλετικής-εδαφικής συνέχειας ως στοιχείου εθνικής συνοχής που μόνο αυτό παρέχει το επιχείρημα του «αδιάλειπτου».

Ο βιολογικός εθνικισμός προβάλλεται με βασικά μοτίβα είτε την κοινή φυλετική καταγωγή (το «αίμα» που θεωρείται ότι μεταδίδει μια εθνική κληρονομιά στα πλαίσια ενός ανορθολογικού βιολογισμού), είτε τη διαβίωση σε ορισμένο χώρο που επιβάλλει στους κατοίκους τα γεωγραφικά-κλιματολογικά χαρακτηριστικά του (π.χ. το «ελληνικό φως», τα «βράχια», η «διαύγεια» και άλλα σύμβολα της εθνικιστικής λογοτεχνίας και δοκιμιογραφίας που —πριν γίνει σήμα κατατεθέν της ελληνικής τουριστικής βιομηχα­νίας— άνθισε στο μεσοπόλεμο συνάγοντας από τον καθορισμό του χώρου μια εθνική

Page 133: Dialektikh Toy Polemoy

132 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Ωστόσο, μια τέτοια ιδεολογική θεώρηση —που αποτελεί σήμερα σχεδόν καθολική πεποίθηση44— δεν αποδεικνύει τίποτε για την εθνική ενότητα και συγκεκριμένα δεν δείχνει ούτε ότι αυτή η αντίληψη συνέχειας —και «βούλησης» συνέχισης— της ελληνικής ιστορίας επικρατούσε αδιάκοπα από την αρχαία Ελλάδα ως σήμερα ούτε ότι τα στοιχεία πολιτισμού και παράδοσης όντως είναι προϊόν συνεχούς εξέλιξης.

Η δυσχέρεια αντίκρουσης των αντιλήψεων περί εθνικής ενότητας δεν έγκειται μόνο στην ανάγκη ανατροπής «προφανειών» δύο αιώνων αλλά και στο γεγονός ότι η νεοελληνική ιστορική εξέλιξη έχει παράγει —ιδίως μέσω του σχολικού ιδεολογικού μηχανισμού της— στοιχεία ενότητας με το παρελθόν, δηλ. έχει «αξιοποιήσευ>, για γενικούς πολιτικούς λόγους (ενίσχυση εθνικής ενότητας) ή στα πλαίσια άμεσων σκοπιμοτήτων επε­

συνέχεια —βλ. Τζιόβα 1989, όπου και ένα πολύ χαρακτηριστικό απόσπασμα κειμένου του Οδ. Ελύτη, σελ. 118). Μετά την ήττα των φασιστικών κινημάτων ο φυλετικός- βιολογικός εθνικισμός τείνει να εκλείνει από το θεωρητικό προσκήνιο ως επιστημονικά αναξιόπιστος και πολιτικά διάτρητος (καίτοι υποστηρίζεται ακόμη —βλ. την κριτική του Ψυρούκη 1992, σελ. 99επ.). Εκπληροί ωστόσο μια —καίρια— διπλή λειτουργία: πρώτον, ως εφεδρεία εθνικιστικών επιχειρημάτων σε συγκυρίες όξυνσης του εθνικισμού (πόσες φορές δεν ακούσαμε ότι είμαστε απόγονοι του Μ. Αλεξάνδρου τα τελευταία χρόνια) και, δεύτερον, ως «αυθόρμητη» θέση των εθνι κιστών στην καθημερινή πρακτική τους διότι είναι η πιο «εύκολη» και «σαφής» ερμηνεία για την εθνική ενότητα: «Η ομοιογένεια των κυττάρων του συνιστά τη θεμελιώδη φαντασίωση του εθνικιστικού τέρατος» (θαλάσσης 1993, σελ. 73), καίτοι αυτό παραμένει στο επίπεδο του άρρητου, του εθνικιστικού ασυνείδητου.

46. Η αναφορά του Ζιάκα (1993) στο εθνικό φαινόμενο δεν είναι αντιπροσωπευτική για τον ελληνικό εθνικισμό, διότι εντάσσεται στο ακραία εθνικιστικό μείγμα αυταρχισμού και ανορθολογισμού που αποκλήθηκε νεορθοδοξία (βλ. την κριτική του Μηλιού 1983, σελ. 15επ.). Είναι όμως χαρακτηριστική για τον τρόπο επιχειρηματολογίας των εθνι- κιστών: Στο κείμενο αυτό, η ύπαρξη ελληνισμού με παρελθόν χιλιετιών λαμβάνεται ως a priori δεδομένη (σελ. 66/7 και Ι69επ. «αντικειμενική διαχρονικότητα» του ελλη­νισμού). Επίσης δεδομένο θεωρείται το ότι όλοι πρέπει να αναζητούν το «καλώς νοού­μενο εθνικό συμφέρον» (σελ. 13) —που ο Ζιάκας βλέπει παραληρηματικά σε μια συμ- μαχία των «ορθοδόξων εθνών», σελ. 230— και γ ι ' αυτό το βιβλίο γράφεται σε α ’ πλη­θυντικό πρόσωπο. Το πρόβλημα τίθεται μόνο στον καθορισμό της εθνικής ταυτότητας, δηλ. στις πηγές της παράδοσης που πρέπει να προτιμηθούν επειδή ως πιο «αυθεντικά» εθνικές εγγυώνται καλύτερο εθνικό μέλλον (για την αντίστοιχη απολογητική στο με­σοπόλεμο, βλ. Τζιόβα 1989).

Στον κύκλο της ιδεολογίας το έθνος είναι δεδομένο, στατικό και η μόνη «δυναμική» βρίσκεται στην απόπειρα υπέρβασης της σημερινής «εθνικής αλλοτρίωσης» —ένα πά­γιο μοτίβο του συντηρητισμού που μονίμως βλέπει το ιδανικό του σε «παρακμή» (π.χ. Ζιάκας 1993, σελ. 160 σημ. 23). Οι μηχανισμοί ιστορικής δημιουργίας της «εθνικής ενότητας» και η λειτουργία της μένουν έξω από το πεδίο έρευνας. Ο εθνικισμός είναι πάνω α χ ' όλα ιδεαλισμός.

Page 134: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 133

κτατισμού (Μεγάλη Ιδέα), αντιλήψεις, πρακτικές και τελετουργικά ενότη­τας με το παρελθόν. Ωστόσο, η ιστορική έρευνα του σχηματισμού αυτών των ιδεών και της διάδοσής τους από τους επίσημους διανοούμενους του ελληνικού κράτους (Σκοπετέα 1988, σελ. 181επ., Ξιφαράς 1993 και 1993-α) δείχνει ότι πρόκειται για μια αναδρομική προβολή, η οποία μαρτυρεί απλώς για την πολιτική ανάγκη ανακατασκευής και «κατάλληλης» χρη­σιμοποίησης του παρελθόντος, που είναι άλλωστε πάγια στον εθνικισμό (Λέκκας 1993, σελ. 48επ.). Δεν δείχνει τίποτε όμως για μια ουσιαστική ενότητα, που άλλωστε ουδέποτε η σχετική ιστορική και λαογραφική πα­ραγωγή κατόρθωσε να αποδείξει (Χατζής 1985), εξυπηρετώντας τυφλά τους προδεδομένους σκοπούς της και αποσπώμενη «από κάθε έννοια επι­στημονικής αυστηρότητας και δεοντολογίας» (Ξιφαράς 1993-α, σελ. 36). Πρόκειται για μια πορεία «ελληνοποίησης»-ενοποίησης που χαρακτηρί­σθηκε «αποδεικτικός αγώνας» (Σκοπετέα 1988, σελ. 191επ.) και την οποία ακολούθησαν όλες οι κοινωνικές «επιστήμες» —με εξαίρεση τη νομική, η οποία μετέφερε σχεδόν αυτούσια —και παρά τις αντιστάσεις— τη γαλ­λική και γερμανική κωδικοποίηση και θεωρία, δείχνοντας τα «τεχνικά» όρια του εθνικιστικού λόγου περί μοναδικότητας κάθε έθνους.

Αυτά γίνονται σαφέστερα αν αναλογισθούμε ότι η πολιτική απόφαση για την αναδρομική συγκρότηση της εθνικής συνέχειας θα μπορούσε να έχει και μεγαλύτερη ένταση, π.χ. αν επικρατούσε μια σκληρή γραμμή που θα επέβαλλε την επάνοδο στην αρχαία αττική γλώσσα, την υιοθέτηση τρόπων ενδυμασίας και συνηθειών των αρχαίων Ελλήνων ή των Βυζαντι­νών κ.ο.κ. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν βεβαίως ακόμη δυσκολότερο να πεισθούν οι νεοέλληνες, μετά από δύο αιώνες συνεχούς ομιλίας μιας «αρχαίζουσας» γλώσσας και γενικού «εξαρχαϊσμού» της καθημερινής ζωής, ότι δεν είναι ευθείς απόγονοι των αρχαίων, αφού θα είχαν την «α­πτή» απόδειξη ότι σήμερα σε τίποτε δεν διαφέρουν από εκείνους. Ωστόσο, η κριτική σκέψη θα μπορούσε να αποδείξει και εδώ ότι η απόφαση «επι­στροφής» μετά από μακρά διακοπή της συνέχειας και κυρίως παρά το ότι στις γραπτές μαρτυρίες του παρελθόντος δεν ανιχνεύονται στοιχεία συνεί­δησης αυτής της ενότητας —αλλά, αντιθέτως, ο εξαρχαϊσμός δημιουργή- θηκε εκ των υστέρων με μίμηση αντίστοιχων διαδικασιών σε ένα σύγχρο­νο εθνικό κράτος—, δεν αποτελεί παρά μια απόφαση που είναι πολιτικά χρήσιμη για το σχηματισμό της εθνικής ταυτότητας. Η απόφαση αυτή βασίζεται ιδεολογικά στην προφάνεια του κοινού χώρου εγκατάστασης των αρχαίων και νέων Ελλήνων και, πρακτικά, στις επεξεργασίες των διανοουμένων που απέδωσαν στην ιστορική εξέλιξη κατηγορήματα συνέ­χειας και ενότητας που δεν διέθετε.

Page 135: Dialektikh Toy Polemoy

134 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Πρέπει να επισημανθεί, τέλος, ότι τέτοιες επιστροφές στο παρελθόν εκφράζουν τη γενική επιδίωξη σύνδεσης με «ένδοξες» ιστορικές στιγμές και πολιτισμούς, οι οποίες όμως καμιά σχέση δεν έχουν με μια εθνική συνέχεια. Η συνέχεια αυτή ανιχνεύεται μόνο στο φαντασιακό των συμμε- τεχόντων και καθίσταται «πειστική» με τη μακρόχρονη επανάληψη τελε­τών συνέχειας47. Αυτό είναι εμφανές στην προσπάθεια πρωταγωνιστών της γαλλικής επανάστασης να εμφυτεύσουν ένα σπαρτιατικό ή ρωμαϊκό πνεύ­μα στην επαναστατική Γαλλία, εμφανιζόμενοι ως μιμητές των «αρχαίων αρετών» (Μαρξ 1990, σελ. 88επ.), παρ’ ότι αυτή η επίκληση του παρελ­θόντος δεν είχε καμιά ιστορική βάση. Επίσης, οι δρώσες σε πολλά ευρω­παϊκά κράτη «ρωμαϊκές εταιρείες» που επιχειρούν να αναβιώσουν τη ζωή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε γελοιογραφικό επίπεδο με μίμηση ρωμα­ϊκών τελετών ή, σοβαρότερα, με τη χρήση της λατινικής γλώσσας από διανοούμενους που φαντασιώνονται μια διανοητική συνέχεια με το ρωμα­ϊκό πνεύμα, αλλά και οι διάφορες οργανώσεις «Βίκινγκ» που συνδέουν τις ρατσιστικές αντιλήψεις τους με την υποτιθέμενη καταγωγή από «κελτικά φύλα», δεν αποδεικνύουν τίποτε για την καταγωγή των μιμητών του «εν­δόξου» παρελθόντος. Και βέβαια δεν διαφοροποιούνται, ως προς τις προ­θέσεις και ως προς την αποδεικτικότητα, από τις ποικίλες προσπάθειες του ελληνικού κράτους και των διανοουμένων του να προβάλλουν μια ιστο­ρική συνέχεια τόσο σε επίπεδο συγγραφής της ιστορίας όσο και σε κα­θημερινές πρακτικές, όπως οι «εθνικές εορτές», οι πολιτικοί λόγοι περί «εθνικής ενότητας» ή «υπερηφάνειας», οι σχολικές πρακτικές εκμάθησης της εθνικής συνέχειας —και, οριακά, οι «γιορτές ελληνικού πνεύματος» που οργάνωσαν οι δικτατορίες του 20ού αιώνα, μιμούμενες αντίστοιχες τελετές φασιστικών καθεστώτων.

Ας επανέλθουμε όμως στην προαστική εθνική ένταξη και εγγύτητα. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε αναμφίβολα την κινητήρια δύναμη και παρείχε την κατά περίπτωση ποικίλλουσα «πρώτη ύλη» για τη συγκρότηση εθνι­κής ταυτότητας και εθνικών κρατών (βλ. Λέκκα 1992, σελ. 99επ.), αλλά το αποτέλεσμα (έθνος) δεν έχει εννοιολογική συνέχεια με το προϋπάρχον αίσθημα κοινής καταγωγής. Το έθνος δημιουργείται από το κράτος υπό

47. Γι ’ αυτό και δεν αρκεί η κατάδειξη του ότι η ιστορική συνέχεια αποτελεί αυταπάτη. Ο σύγχρονος Έλληνας δεν μπορεί να πεισθεί ότι η ελληνική ιστορία δεν είναι τρισχι­λιετής, όσο οι καθημερινές πρακτικές και εμπειρίες του συνηγορούν στην άποψη αυτή, η οποία καθίσταται, δια της αδιάκοπης κρατικής δράσης, κάτι πολύ ισχυρότερο από πλάνη των εθνικιστών ιστοριογράφων. Πρόκειται για τη διαδικασία που επιφέρει την «αδιάλειπτη, καθημερινή εντύπωση των εθνικιστικών αξιών στη συνείδηση του εθνικού σώματος» (Λέκκας 1992, σελ. 117).

Page 136: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 135

την επιρροή της κυρίαρχης αστικής βούλησης που σε πρώτο στάδιο εκ­φράζει δυναμικά το αίτημα εθνικής ανεξαρτησίας και στη συνέχεια εθνι­κοποιεί το χώρο του κράτους, αποδίδοντας νέες συνέπειες και νέα ισχύ στην εθνική ένταξη, μεταβάλλοντας δηλ. ποιοτικά τη λειτουργία των ε­θνοτήτων, με το να την εντάσσει στον καπιταλιστικό χώρο και χρόνο4*.

Ας σημειωθεί ότι τη χαλαρότητα της προαστικής εθνικής ένταξης εξέ- φρασε παραστατικά ο Ένγκελς, λέγοντας ότι στην Ανατολική Ευρώπη υπάρχουν μεν διαφορετικά «φύλα», «θρύψαλα εθνοτήτων» και γλώσσες, αλλά είναι εθνολογικά αδύνατο να εντοπισθούν τα όρια ή η συγκροτημένη ύπαρξη κάποιος εθνότητας, και άρα το σύνθημα εθνικής ανεξαρτησίας δημιουργείται από μια κυρίαρχη πολιτική βούληση χωρίς να έχει άμεσο αντίστοιχο στην πραγματικότητα των «εθνών» (Engels 1975-a, σελ. 159επ., ο οποίος, συνηγορώντας στο αίτημα αυτοδιάθεσης της πολιτικά συγκρο­τημένης Πολωνίας, επισημαίνει ότι υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις δια­φορετικές εθνότητες στο έδαφός της).

Οι αναλύσεις για τη διαδικασία παραγωγής του έθνους επιβεβαιώνουν τη διάκριση που πρότεινε ο Ένγκελς μεταξύ της ύπαρξης συγκροτημένων κοινοτήτων εθνικού τύπου (που έχουν δυναμική αυτόνομης κρατικής συ­γκρότησης παρ’ ότι δεν υπάρχει εθνική καθαρότητα) και της παραπλα­νητικής «αρχής των εθνοτήτων» (μία εθνότητα/ ένα κράτος, αρχή που προ­βάλλει την καθαρότητα μιας προϋπάρχουσας ένταξης, υποκρύπτει ιμπε­ριαλιστικές τάσεις και αγνοεί την πραγματική ιστορία «χιλίων χρόνων» της Ευρώπης με τις επιμειξίες και τη διασπορά των πληθυσμών, οι οποίοι μόνον ιδεολογικά αποκτούν ενιαία ταυτότητα) (Engels 1975-a, σελ. 157επ.).

48. Ένας άλλος ειδικά αστικός θεσμός που φέρει ιστορικά ενιαίο όνομα είναι το δίκαιο. Η μαρξιστική ανάλυση δείχνει, πρώτον, ότι τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου δικαίου και η κοινωνική λειτουργία του, ως μηχανισμού με απαίτηση καθολικής ρύθμισης βάσει παγιωμένων (και Ισων για όλους) κανόνων, δεν ταυτίζονται με το μυθολογικό του πρόγονο, το ρωμαϊκό δίκαιο και, δεύτερον, ότι ένα μη αστικό (π.χ. «προλεταριακό») δίκαιο δεν είναι νοητό (θέση του Πασουκάνις, βλ. Δημούλη 1990, σελ. 89επ.). Όπως η ειδικότητα του αστικού δικαίου συνδυάζεται με την τυπική ομοιότητα ανάμεσα στις κανονιστικές εκφορές του σύγχρονου και των προαστικών «δικαίων», έτσι και στην περίπτωση του έθνους, η νέα λειτουργία του συνδυάζεται με στοιχεία τυπικής συνέχειας (αφού υπήρχαν πάντοτε ομάδες με κοινή καταγωγή και γλώσσα). Η τυπική συνέχεια οφείλεται στο ότι οι αστικές κοινωνίες προέκυψαν από διαδικασίες μετάβασης (αλλαγή τρόπου παραγωγής) και υποχρεώθηκαν να χρησιμοποιήσουν τα ήδη υπάρχοντα στοι­χεία (και μηχανισμούς) κοινωνικής οργάνωσης, μετασχηματίζοντας τη λειτουργία τους και, σταδιακά, τη θεσμική διαμόρφωσή τους. Σ ’ αυτή τη διαδικασία τυπικής συνέχειας βρίσκει στήριγμα ο μύθος της αιωνιότητας-αναγκαιότητας («δεν υπάρχει κοινωνία χω­ρίς δίκαιο», «δεν υπάρχει κοινωνική ζωή χωρίς έθνος»).

Page 137: Dialektikh Toy Polemoy

136 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

'Οπως έγραψε ο Μ. Rodinson, αναφερόμενος στο ασύστατο της άποψης περί καθαρότητας του έθνους και περί «αυθόρμητης» ιστορικής δημιουρ­γίας του, «η παγκόσμια ιστορία είναι μια ατέλειωτη συνέχεια επιτυχημέ­νων αφομοιώσεων πληθυσμών, τις οποίες κανείς πλέον δεν θυμάται. Τα έθνη που διεκδικούν σήμερα, με τη μεγαλύτερη μανία, την ιδιαιτερότητά τους αποτελούν συνισταμένη αμέτρητων συγχωνεύσεων και αφομοιώ­σεων» (1968, σελ. 148Γ »

Αν όμως το έθνος μπορεί να είναι μόνον «κρατικό», τίθεται το πρόβλημα ερμηνείας του φαινομένου των μειονοτήτων ή εθνοτήτων που ζητούν αυ­τοδιάθεση, δηλ. κρατική συγκρότηση: Πώς δημιουργείται εθνική συνεί­δηση χωρίς να υπάρχει αντίστοιχο κράτος και μάλιστα παρ ’ ότι κάποιο κράτος επιχειρεί την «εθνική» αφομοίωση των εν λόγω πληθυσμών;

'Οσον αφορά τις μειονότητες, η εξωκρατική ύπαρξή τους δεν αποτελεί —στον ιδεολογικό κόσμο των εθνικών κρατών— παρά μια εκκρεμότητα ή αναντιστοιχία ιστορικής υφής. Οι μειονότητες ορίζονται ως τέτοιες με αναφορά σε ένα εθνικό κέντρο-κράτος, που τροφοδοτεί διαρκώς το εθνικό φαντασιακό και υπόσχεται καλύτερο μέλλον. «Καλύτερο μέλλον» σημαί­νει βελτίωση των συνθηκών ζωής και του πολιτικού status της μειονότη­τας στα πλαίσια ενός άλλου εθνικού κράτους. Γι ’ αυτό άλλωστε οι «Γερ- μανοί της Koeningsberg και του Βόλγα» αισθάνονται πολύ περισσότερο «Γερμανοί» από εκείνους που κατοικούν στις ΗΠΑ, ενώ, σε διαφορετικό πλαίσιο, οι Αλβανοί του Κόσοβο χρησιμοποιούν την «εθνική ενότητα» ως επιχείρημα για να μετριάσουν το status της πολιτικής-οικονομικής υπο- τέλειάς τους στους Ιέρβους. Τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι η εθνική συγκρότηση δεν αποτελεί φυσικό δεδομένο, αλλά έκφραση πολιτικής διεκδίκησης με τη συγκρότηση μιας ταυτότητας που σε άλλες συνθήκες

49. Αναλύοντας ως χαρακτηριστικά του εθνικισμού το νομικισμό, τον ιδεαλισμό και το θετικισμό (και ειησημαΐνοντας ότι η «επιστήμη» χρησιμοποιείται ως βήμα έκφρασης των π ροδεδομένων συμπερασμάτων καθαρότητας, αιωνιότητας κ.ο.κ. του εκάστοτε «δι­κού μας» έθνους), ο Α. Γαβριηλίδης σημειώνει ότι η ενταθείσα από το 1991 ελληνική προπαγάνδα για την «εθνική ανυπαρξία» της υπαρκτής και κρατικά οργανωμένης Δη­μοκρατίας της Μακεδονίας αδυνατεί να πείσει τους Σλαβομακεδόνες ότι δεν υπάρχουν: «όχι γιατί το αυτοαποκαλούμενο μακεδονικό έθνος είναι “γνήσιο", άρα μη “κατασκευα­σμένο", αλλά γιατί κάθε έθνος είναι στην ουσία του κατασκευασμένο» (1992, σελ. 35).

50. Για να αποδειχθεί ότι η αμεροληψία μπορεί να βρεθεί (κατ’ εξαίρεση) σε όλα τα στρατόπεδα ο καθηγητής D. Obemdoerfer (1993), μέλος της γερμανικής CDU, έγραψε πρόσφατα: «Ο γερμανικός λαός είναι ένα αποτέλεσμα πολλαπλών αναμείξεων και με­τακινήσεων (...) Η λεγάμενη γερμανική κουλτούρα αποτελείται από πολλές“ξένες” πολιτιστικές παραδόσεις».

Page 138: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 137

—αν υπήρχαν συμφέροντα αφομοίωσης— θα ήταν διαφορετική ή ανύπαρ­κτη, «διαλύοντας» την εθνότητα51.

Αντίστοιχη είναι και η περίπτωση των εθνοτήτων που διεκδικούν την ανεξαρτησία τους χωρίς αναφορά σε εθνικό κέντρο. Μια κυρίαρχη πολι­τική βούληση (και τάξη) διαμορφώνει και προβάλλει την εθνική ταυτό­τητα είτε με αναφορά σε παρελθόν αυτονομίας (π.χ. Βαλτικές Δημοκρα­τίες52, τμήματα της πρώην Γιουγκοσλαβίας) είτε με σταδιακή διαμόρφω-

51. Η σύνδεση των μειονοτήτων με κάποιο εθνικό κέντρο (που εμφανίζεται ως το αλη­θινό κράτος της πολιτικά μετέωρης μειονότητας, δηλ. δημιουργεί ή συντηρεί την εθνική ένταξη) δεν δείχνει μόνον ότι το έθνος παράγεται από ένα κράτος. Προκαλεί, πρακτι­κότερα, δυσχέρειες σε κάθε πολιτική υπέρ των δικαιωμάτων εθνικών μειονοτήτων: Κάθε βήμα κατοχύρωσης της σχετικής αυτονομίας τους και απάλυνσης της (υπερ)εκμετάλ- λευσης που συνήθως υφίστανται, είναι μεν αναγκαίο, αλλά δεν ξεφεύγει από το φαύλο κύκλο του εθνικισμού, διότι ενισχύει τον εθνικισμό ενός άλλου κράτους και τον επε­κτατισμό του. (Υπάρχει όμως μεγάλη απόσταση μεταξύ της επισήμανσης μιας πολιτι­κής αμφισημίας στο ναρκοθετημένο πεδίο του εθνικισμού και της χρήσης της ως προ­σχήματος για να δικαιολογηθεί η καταπίεση των μειονοτήτων). Μια αριστερή (αντιε- θνικιστική και διεθνιστική, δηλ. δυνητικά α-εθνική) πολιτική δεν μπορεί να αρκείται στην απαίτηση πλήρους αναγνώρισης δικαιωμάτων στις μειονότητες. Πρέπει να καταγ­γέλλει τον αμφίδρομο εθνικισμό (ενσωμάτωση δια της εδαφικής επέκτασης ή βίαιη αφομοίωση), δηλ. την υποκριτική στάση όσων προβάλλουν το μονομερή κίνδυνο από τον επεκτατισμό του αντιπάλου, αποσιωπώντας ότι έχουν ανάλογες επεκτατικές βλέ­ψεις. Για παράδειγμα, η «φιλελεύθερη» πολιτική της Ελλάδας απέναντι σε γεωγραφικά μακρινές μειονότητες έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη σκλήρυνση που επιδεικνύεται για τις εγγύτερες ή τις ευρισκόμενες εντός του εδάφους της. Αντίστοιχα, η τουρκική πολιτική για τους Κούρδους διαφέρει από εκείνη για τη μειονότητα της Δ. Θράκης, ενώ και τα δύο κράτη εμφανίζονται ως φιλελεύθερα και «αδικημένα». Και βέβαια η προσπά­θεια αμφοτέρων να εκκαθαρίσουν το «εθνικό έδαφος» δια αφομοίωσης ή εκδίωξης, αποτελεί απόδειξη των θέσεων που υποστηρίζουμε: Το κράτος εκφράζει το έθνος και επιβάλλει την ομογενοποίηση του χώρου του με κάθε μέσο και δικαιολογία.

52. Στην περίπτωση των Βαλτικών και των Γιουγκοσλαβικών Δημοκρατιών είναι προ­φανές ότι η ανεξαρτητοποίηση δεν αφορά έναν πληθυσμό που ομοθύμως την επιδιώκει. Αφορά πολυεθνικά σύνολα που κατοικούν στο πολιτικά-στρατιωτικά ελεγχόμενο από ορισμένη εθνότητα έδαφος. Οι επίσημοι πανηγυρισμοί περί ανεξαρτησίας λαών δεν αποκρύπτουν μόνον τη βιαστική δημιουργία εθνοτήτων που τα προηγούμενα χρόνια ελάχιστα διεκδικούσαν εθνική ιδιαιτερότητα αλλά και τα προβλήματα μειονοτήτων που είτε παίρνουν την εκρηκτική μορφή πολέμου με επίδικο αντικείμενο τον ακριβή ορισμό του «εθνικού εδάφους», είτε εκφράζονται με πολιτικές εντάσεις. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της Εσθονίας και Λεττονίας, όπου οι «μειονότητες» ανέρχονται αντιστοίχως στο 40% και 48% του πληθυσμού (Bartak 1993). Πρόκειται για άτομα κυρίως ρωσικής καταγωγής και γλώσσας, για τα οποία προτείνονται «λύσεις» όπως η βίαιη εκδίωξη ή η παραμονή χωρίς πολιτικά δικαιώματα (Bumains 1992 και Berzins 1992). Για τον πο- λιτικό-κοινωνικό αποκλεισμό που επιβάλλει το εσθονικό Σύνταγμα στους γεννημένους και εργαζόμενους στην Εσθονία «Ρώσους» βλ. Maryniak (1992). Νεότερος εσθονικός νόμος του 1993 προβλέπει για τους «Ρώσους» τη δυνατότητα στέρησης του δικαιώματος

Page 139: Dialektikh Toy Polemoy

138 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

σηΜ της εθνικής συνείδησης και με όραμα το καλύτερο εθνικό μέλλον. Φαίνεται έτσι ότι η εθνική ένταξη δεν αποτελεί την αφετηρία ανεξαρτη­τοποίησης, αλλά μια προϋπόθεση για να συγκροτηθεί η πολιτικά ώριμη via κρατική οντότητα, η δημιουργία της οποίας συνδέεται με ιδιαίτερες (δυνάμει κρατικές) δομές διοίκησης (στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη η διοίκηση της ομόσπονδης περιοχής, στην Κύπρο η «Εθναρχία» κλπ.).

κατοικίας, ενδεχομένως και απέλασής τους (Baitalc 1993). Επίσης το δικαίωμα ψήφου και ατομικής ιδιοκτησίας έχει αφαιρεθεί από τις «μειονότητες» στη Λεττονία (Bartak 1993). Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν, πρώτον, ότι ο ρατσισμός αποτελεί στην πολι­τική πρακτική αναγκαίο συμπλήρωμα του εθνικισμού, δεύτερον, ότι η εθνική καθαρό­τητα προκύπτει με εθνική εκκαθάριση των διαφωνούντων ατόμων ή των αποκλινόντων ιστορικών στοιχείων και, τρίτον, ότι η εθνική αυτοδιάθεση δεν αντακοκρίνεται σε ιστορικά δεδομένα («ξύπνημα μιας εθνικής συνείδησης»). Εκφράζει την πολιτική βού­ληση για δημιουργία κράτους με επίκληση της εθνικής ενότητας.

53. θα αποτελέσει σύμβολο υποκρισίας της νέας τάξης πραγμάτων το ότι η Δύση, αφ ’ ενός, ακολουθεί στη γιουγκοσλαβική κρίση μια στάση αντιφατική προς την αρχή αυ­τοδιάθεσης, που επισήμως προβάλλει, αρνούμενη την αυτοδιάθεση σερβικών μειονοτή­των σε άλλες δημοκρατίες (De la Gorce 1992, Denic 1993) στο βαθμό που η δύναμη των όπλων δεν της επιβάλλει να την αναγνωρίσει σταδιακά και, αφ’ ετέρου, —τη στιγμή που καταγγέλλει τη Σερβία για επιθετικό πόλεμο ενάντια στα «έθνη που αποφάσισαν την ανεξαρτητοποίησή τους»— δείχνει μεγάλη «κατανόηση» για τη στάση της Τουρ­κίας απέναντι στην «κουρδική τρομοκρατία». Το ότι και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει, αφ’ ενός, μια δύναμη που επιχειρεί να διατηρήσει με κάθε βίαιο μέσο την κρατική ενότητα και, αφ' ετέρου, μια δύναμη που ανθίσταται επικαλούμενη την εθνική αυτοδιά­θεσή της, δεν επιβάλλει ενιαία στάση των τρίτων χωρών που στη μια περίπτωση κα­ταδικάζουν με αποτροπιασμό και στην άλλη «κατανοούν»: Η λύση του μυστηρίου βρί­σκεται στο στρατιωτικό συσχετισμό δύναμης των εκάστοτε αντιπάλων, σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές συμμαχίες και ισορρροπίες, δευτερευόντως δε στην εξορκιστική επιθυμία να διαλυθεί κάθε κρατική ενότητα που θυμίζει έστω και ελάχιστα τον «υπαρκτό σοσιαλισμό».

Το αποφασιστικό όμως για τη Γιουγκοσλαβία —και η άλυτη αντίφαση, η οποία βρίσκεται στη βάση των παλινωδιών της «διεθνούς κοινότητας» απέναντι στο σερβικό πρόβλημα— είναι ότι τα μέσα πολέμου και εθνικής κάθαρσης που θέτουν σε κίνηση οι «εθνότητες» της Γιουγκοσλαβίας όχι μόνο ομοιάζουν μεταξύ τους αλλά και σε τίποτε δεν διαφοροποιούνται από τη λογική των άλλων εθνικών κρατών. Δεδομένου δε ότι οι «Μεγάλες Δυνάμεις» δεν έχουν, όπως π.χ. στην περίπτωση του πολέμου στον Περσικό Κόλπο, σαφές συμφέρον να τοποθετηθούν υπέρ συγκεκριμένης εμπόλεμης πλευράς, αρκούνται σε απειλές και σε καταδίκες των πολεμικών συγκρούσεων, δηλ. των μεθόδων που οι ίδιες ακολούθησαν στο παρελθόν και οι οποίες απορρέουν από την ίδια τη λογική της εθνικής αντιπαράθεσης και της επιδίωξης για δημιουργία ενός «καθαρού» εθνικού κράτους. Σήμερα σε όλο τον κόσμο οι μειονότητες βρίσκονται υπό διωγμόν, τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη κλείνουν τα σύνορα και διατηρούν τους μετανάστες σε καθεστώς υποτέλειάς, μαζικές εθνικές εκκαθαρίσεις γίνονται περιοδικά και με ελάχιστες αντιδράσεις σε όλα τα σημεία του πλανήτη (για την εκδίωξη 100.000 ατόμων νεπαλικής

Page 140: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 139

7.6 Η λειτουργία του εθνικού κράτους

Η ερμηνεία της ειδοποιού διαφοράς του αστικού έθνους-κράτους δεν είναι επαρκής όσο περιορίζεται στην ανάλυση της διαδικασίας σχηματισμού εθνών54. Καθοριστικά είναι τα αίτια δημιουργίας του εθνικού κράτους” ,

καταγωγής το 1993 από το Μπουτάν, στο οποίο ήταν εγκατεστημένοι από δεκαετίες, για τις διώξεις που υφίστανται και τη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων με επίκληση του — πάγιου στην εθνικιστική ιδεολογία— κινδύνου αλλοίωσης της εθνικής ταυτότητας από Ξένους βλ. Le Monde, 25.5.93 και αναλυτικότερα για το πρόβλημα Le Monde, 10.- 11.11.91). Ιε έναν τέτοιο περίγυρο, η καταδίκη των σερβικών μεθόδων εν ονόματι του δικαίου αποτελεί ύψιστη υποκρισία, όχι διότι οι Σέρβοι έχουν «δίκαιο», αλλά διότι ακολουθούν την ίδια ακριβώς εγκληματική «λογική» με όλα τα άλλα εθνικά κράτη. Και εάν τελικά «δικαιωθούν», αυτό δεν θα οφείλεται ούτε στο ότι έχουν δίκαιο ούτε στο ότι η διεθνής κοινότητα «αδιαφορεί», όπως τόσοι αναλυτές —συγκινούμενοι από τον πε- ριρρέοντα ανθρωπισμό— υποστηρίζουν, προσπαθώντας να εμφανίσουν τις συγκρούσεις της Γιουγκοσλαβίας στο πρότυπο της αντιπαράθεσης του «κακού» με τους «καλούς». Οι Σέρβοι —όπως και οι Σλοβένοι και οι Κροάτες— θα δικαιωθούν γιατί, όντες στρατιω­τικά ισχυροί, ακολουθούν μια πολιτική εγγενή στον εγκληματικό κόσμο των εθνικών κρατών. Και το τίμημα δεν θα το καταβάλλουν μόνον οι Μουσουλμάνοι της Βοσνίας, αλλά ολόκληρος ο λαός της Γ ιουγκοσλαβίας που καταστρέφει τις βάσεις της ειρηνικής συμβίωσης (πρβλ. Παπαδημητρόπουλο 1993).

54. Κατά μείζονα λόγο δεν είναι αρκετή η αναφορά στον παραλογισμό του έθνους, δηλ. η καταδίκη της δολοφονικής ιδεολογίας του εθνικισμού που προκαλεί ένα φαινόμενο αδιανόητο για τον «εξωτερικό» παρατηρητή: Το χωρισμό της ανθρωπότητας σε περι­χαρακωμένες, οπλισμένες και βίαια συγκρουόμενες ομάδες. Ο Β. Φλούσσερ (1992) κα· τέδειξε τον παραλογισμό του έθνους, τον ανορθολσγισμό και την επιθετικότητα που ενέχει ως μορφή «κοινότητας» (υποδεικνύοντας και ότι η υπέρβαση των εθνών είναι δυνατή στην κατεύθυνση μιας συμβουλιακής οργάνωσης της κοινωνίας). Η συλλογιστι­κή αυτή (βλ. και θαλάσση 1993) είναι αναμφισβήτητα ορθή, αλλά δεν μπορεί να θεω­ρηθεί επαρκής. Ο παραλογισμός του έθνους —όπως και ο παραλογισμός του καπιτα­λισμού στον οποίο αναφέρεται ο I. Walleistein— δεν ισχύει από ενδοσυστημική άποψη. Το παράλογο «έχει λογική, μέθοδο και το δικό του νοητικό σύστημα» (KiippendorfT 1987, σελ. 150). Εκπληρώνει συγκεκριμένες και κοινωνικά αναγκαίες λειτουργίες που είναι δυνατόν να εντοπισθούν εάν τεθεί η ορθή ερώτηση: 'Οχι η διαφωτιστική (γιατί υπάρχουν θεσμοί που είναι αντίθετοι στη λογική;) ή η υποκειμενικιστική (ποιον ωφε­λούν τέτοιοι θεσμοί;) αλλά η δομική: Σε π χρησιμεύουν, ποιες λειτουργίες «φέρουν»;

55. Εδώ είναι αναγκαία μια ακόμη μεθοδολογική παρέκβαση: Η ιστορία κατασκευής του έθνους δεν μπορεί να γραφεί με αποκλειστική βάση τη στρατιωτική και πολιτική πλευ­ρά της. Είναι εξίσου αναγκαία η έρευνα της ιστορίας του εθνικισμού ως συνόλου πρα­κτικών που διαμορφώθηκαν σε αλληλεπίδραση με τις διαδικασίες εθνικής συγκρότη­σης. Αυτή η ιστορία εφεύρεσης του έθνους από την εθνική ιδεολογία της καπιταλιστι­κής περιόδου —βλ. στοιχεία και βιβλιογραφικές αναφορές σε Hobsbawm (1991, σελ. 25επ., 121επ.)— αποτελεί τη θεωρητική όψη της ιστορίας των ταξικών συσχετισμών δύναμης, που επιδίωξαν να εκφράσουν οι εθνικιστικές θεωρίες, και της εξέλιξης των συσχετισμών που καθόρισαν την εκάστοτε εφαρμογή του εθνικισμού. Πρβλ. τις παρα­

Page 141: Dialektikh Toy Polemoy

140 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

η κατάδειξη των λόγων για τους οποίους «το έθνος αποτελεί (...) την ειδικά καπιταλιστική μορφή οργάνωσης της συνοχής ενός κοινωνικού σχηματι­σμού [και] προκύπτει ως μια ειδική —δηλαδή αντιστοιχούσα στις αστικές σχέσεις— πολιτική και οικονομική συνοχή ανάμεσα σε συγκεκριμένες (ανταγωνιστικές) τάξεις» (Μηλιός 1988, σελ. 70).

Είναι χρήσιμο να ξεκινήσουμε από ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Ο Γ. Μηλιός (1991) έκανε την ορθή παρατήρηση ότι η αναφορά σε αυτοδιά­θεση της Κύπρου δεν έχει νόημα γιατί το αίτημα της αυτοδιάθεσης τίθεται από τις εθνότητες και η Κύπρος δεν είναι σήμερα εθνική αλλά γεωγραφική οντότητα, στην οποία κατοικούν δύο κύριες εθνότητες. Η παρατήρηση αυτή μας επιτρέπει να θέσουμε το ερώτημα: Γιατί η πολιτική αυτοδιάθεση έχει (ιστορικό) νόημα μόνο στην περίπτωση που φορέας της είναι μια εθνότητα; Η απάντηση είναι προφανής αλλά και σημαντική. Θα τη δια­τυπώσουμε εδώ, επιχειρώντας στη συνέχεια μία σύντομη αιτιολόγησή της: Στις καπιταλιστικές κοινωνίες δεν νοείται σήμερα η οικοδόμηση κοινω­νικής ενότητας που να μην έχει ως κύριο σημείο αναφοράς το έθνος, την ενότητα και την «ολοκλήρωσή» του.

Η οργάνωση της κρατικής εξουσίας και της εκμετάλλευσης απαιτεί τη

τηρήσεις του Balibar για την κυρίαρχη αντίληψη της σύγχρονης ιστοριογραφίας που εκλαμβάνει το έθνος ως τη «φυσική» μονάδα οργάνωσης και αρθρώνει την έρευνά της γύρω από τη δημιουργία του, κατατάσσοντας τα γεγονότα και τις κοινωνικές ομαδο­ποιήσεις με βάση την εθνική οπτική (1992, σελ. Ι54επ.). Η ιστορία κατασκευής του εθνικισμού προϋποθέτει τη ριζοσπαστική κριτική αυτής της εθνικής ιστοριογραφίας. Για τη διαδικασία δημιουργίας της ελληνικής ιστοριογραφίας, η οποία επιχείρησε να «αποδείξει» με δογματισμό και άτοπα επιχειρήματα την προδεδομένη θέση συνέχειας του νέου ελληνικού κράτους με την αρχαία Ελλάδα, ακολούθως δε και με το Βυζάντιο, και για την —με πολύμορφη κρατική υποστήριξη— σύνταξη και διάδοση του έργου του Παπαρρηγόπουλου ως κατ’ εξοχήν τόπου φαντασία κής ανακατασκευής της εθνικής συνέχειας βλ. Βελουδή (1982), Κιτρομηλίδη (1991), Ξίφαρά (1993 και 1993-α). θεμέλιο αυτής της ιστοριογραφίας είναι η «“national awaking" assumption», η υπόθεση ότι το έθνος ως κοινότητα καταγωγής, πολιτισμού και επιδιώξεων προηγήθηκε του κράτους, δηλ. η αγνόηση άφθονφν στοιχείων για την κατασκευή εθνικής ταυτότητας από τους κρατικούς μηχανισμούς (βλ. την άρτια μελέτη του Kitromilides 1989). Γ ια την αντίστοι­χη διαδικασία συγγραφής μιας «εθνικής» ιστορίας με άμεση υποστήριξη κρατικών θεσμών και σκοπό την εκ των υστέρων προβολή μιας «εθνικής συνέχειας» βλ. για τη Γαλλία Dosse (1987, σελ. 29επ.) και για τη Γερμανία Lodovico (1992).

Κριτική στο σύμπλεγμα ιστορικών «επιστημών» (λαογραφία, ιστορία της γλωσσολο­γίας, ιστορία της λογοτεχνίας κ.ο.κ.), οι οποίες συγκροτούνται για να ανακατασκευά­σουν την «εθνική συνέχεια» ορισμένου κράτους, είχε ασκήσει ο Δ. Χατζής (1985, σελ. 84επ.), επισημαίνοντας ότι αρκούνται να επαναλαμβάνουν την αρχική θέση ή να την «αποδεικνύουν» με αναξιόπιστες μεθόδους.

Page 142: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 141

θεμελιώδη συναίνεση των κατοίκων ορισμένου εδάφους. Η δημιουργία μιας ιδεολογικής κοινότητας με πολύμορφους και ισχυρούς δεσμούς, κα­θιστά την εξουσία αποδεκτή, δηλ. συγκριτικά προτιμότερη από την έλλει­ψή της, από την υποταγή στους «αλλοεθνείς». Το αστικό κράτος τείνει δε να δομήσει τον κοινωνικό σχηματισμό ως εθνικό, εξασφαλίζοντας την ενότητα, η οποία αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης εξουσίας με την ιδεολογική αναπαράσταση των συμφερόντων του κεφαλαίου ως κοινών, εθνικών συμφερόντων, απέναντι στον δυνάμει εχθρό54 (εθνική κοινωνική συνοχή και εθνικό κεφάλαιο που διασφαλίζει τα μακροπρόθεσμα συμφέ- ροντά του ως εθνικά, Μηλιός 1988, σελ. 72).

Η προσφορότητα του έθνους προκύπτει από στοιχεία του καπιταλιστι­κού τρόπου παραγωγής. Ο ανοιχτός χαρακτήρας των καπιταλιστικών κοι­νωνιών θεμελιώνεται στην κινητικότητα των φορέων της παραγωγής και τις εκτεταμένες ανταλλαγές. ΓΓ αυτό η ενότητά τους (το ιδεολογικό και οριακά βίαιο «κλείσιμό» τους) δεν είναι δυνατό να στηριχθεί σε δεσμούς προεχόντως τοπικούς (σύνδεση με το έδαφος, με μία μονάδα παραγωγής, ένα σόι), ούτε βέβαια μόνο στον άμεσο καταναγκασμό. Απαιτεί τη δη­μιουργία μιας αποτελεσματικά λειτουργούσας, συνεκτικής φανταστικής πολιτικής κοινότητας, παρ ’ ότι τα μέλη της δεν έχουν άμεση επαφή, δεν είναι σε θέση να προσδιορίσουν τα στοιχεία που τους διαφοροποιούν από τους Άλλους ούτε μπορούν να δικαιολογήσουν την κοινότητα συμφερό­

56. Αυτά τα χαρακτηριστικά της εθνικής δόμησης των κοινωνικών σχηματισμών δεί­χνουν ότι ο εθνικισμός αποτελεί καθολική ιδεολογία με διπλή έννοια: Πρώτον, δεν απευθύνεται σε δεδομένες ομάδες, όπως π.χ. ο μιλιταρισμός, αλλά αφορά όλα τα δυνη- τικώς μέλη του έθνους και, δεύτερον, είναι μια λαϊκή ιδεολογία, δηλ. εξασφαλίζει την προσχώρηση των λαϊκών τάξεων στο σχήμα της, δεδομένου ότι «όλο» θεωρούν ως αντικειμενικό συμφέρον τους τη διατήρηση της εθνικής συνοχής απέναντι στους «ε­χθρούς» (για την εσωτερίκευση του εθνικισμού από τις μάζες που εξηγεί και τη ζωτι­κότητά του, πρβλ. Κωστόπουλο σε Κωστόπουλο/Εμπειρίκο/ Λιθοξόου 1992). Περαιτέ­ρω, ο εθνικισμός διακινείται με εξίσου καθολικά μέσα (γλώσσα, γενική εκπαίδευση, οικογένεια, ΜΜΕ) και φθάνει σε μορφές ακραίας (υπαρξιακής) προσχώρησης με την ετοιμότητα πολέμου για τα εθνικά συμφέροντα ενός κράτους. Για το ότι η κυρίαρχη ιδεολογία είναι «μια συγκεκριμένη γενίκευση του φαντασιακού των κνριαρχουμένων», δηλ. εκφράζει με τρόπο ανταποκρινόμενο στα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης (από­κρυψη του δομικού ανταγωνισμού) κοινές διεκδικήσεις και δυνάμει καθολικές αξίες (και για τη συνακόλουθη δυνατότητα ιδεολογικής εξέγερσης με πολιτικό μετασχηματισμό και κατάλληλη έκφραση των διεκδικήσεων αυτών), βλ. Balibar (1991, σελ. 114επ.).

Η αντιπαράθεση στον εθνικισμό μπορεί να βασισθεί μόνο στη διεθνιστική θέση για τα κοινά συμφέροντα των λαϊκών τάξεων απέναντι στο σύστημα κυριαρχίας και εκμε­τάλλευσης. Για την έννοια και τις προϋποθέσεις του διεθνισμού βλ. Κεφ. 8.3.

Page 143: Dialektikh Toy Polemoy

142 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

ντων τους σε μια ταξικά κατακερματισμένη κοινωνία (Β. Anderson 1983, σελ. 15επ.).

Πρόκειται για το ιστορικό πρόβλημα δημιουργίας μιας κοινότητας που να είναι αρκετά ευρεία (επιτρέποντας την ενότητα μέσα στην τοπική δια- σπορά των μελών της) αλλά και αρκετά συνεκτική (ύπαρξη σαφών συνό­ρων που εξασφαλίζουν την ενότητα του εσωτερικού και παράγουν κατο- πτρικά το είδωλο του Ξένου), ώστε να εξασφαλίζεται συναίνεση για τη διατήρηση της κοινότητας απέναντι στην απειλή υποδούλωσης και υπε- ρεκμετάλλευσης που εκφράζει η αφομοίωση από «ξένες» κοινότητες. Ό λοι υποφέρουν από τη στρατιωτική ήττα και υποδούλωση, όλοι ωφε­λούνται από τη νίκη και τη διεθνή ή περιφερειακή ηγεμονία. Το διπλό χαρακτηριστικό της ευρύτητας και των πολύμορφων δεσμών που προκύ­πτουν από την πολλαπλότητα κοινών στοιχείων (συγγένεια λόγω υποτι­θέμενης κοινής καταγωγής και επικοινωνία δια της γλώσσας που συνδέει με το —πάντα ένδοξο— παρελθόν και υπόσχεται ένα ανάλογο μέλλον) ανιχνεύεται ιστορικά μόνον στο έθνος, υπό την προϋπόθεση ότι θα γενι- κευθούν και θα απολυτοποιηθούν τα χαρακτηριστικά της ενότητάς του με την κρατική ιδεολογική παγίωση μιας «υπέρτατης ενότητας»57. ΓΓ αυτό

57. Στο σημείο αυτό φαίνεται η αναγκαιότητα ανάλυσης της υλικής κρατικής παρέμβα­σης για την ενοποίηση του εθνικού χώρου με τη μορφή της ομογενοποίησής του. Η λεγόμενη περιφερειακή πολιτική του κράτους και η επιδίωξη «ισόρροπης ανάπτυξης» επιδιώκει με αναδιανομή του εισοδήματος να εξομοιώσει —κατά το δυνατόν— το ει­σοδηματικό επίπεδο (αλλά και την πολιτιστική, μορφωτική κ.ο.κ. κατάσταση) στις διάφορες περιοχές της χώρας, δημιουργώντας υλική βάση για την προβολή του μύθου της εθνικής ενότητας. Η αναδιανεμητική-ομσγενοποιητική κρατική παρέμβαση αναφέ- ρεται τόσο στο οικονομικό επίπεδο (περιορισμός της τάσης πόλωσης της συσσώρευσης —βλ. Κομνηνό 1984) όσο και στους λοιπούς όρους αναπαραγωγής του κεφαλαίου και αποβλέπει στην ουσιαστικοποίηση της τυπικής ενότητας: ενιαία γλώσσα, εθνική παι­δεία, κοινό νόμισμα, εθνική λογοτεχνία (όπου η διαμάχη επικεντρώνεται στο ποιος εκπροσωπεί το «αληθινά εθνικό» —Τζιόβας 1989), εθνικά ΜΜΕ που παράγουν/παγιώ­νουν τα εθνικά σύμβολα, εθνική οργάνωση των σπορ που ενισχύουν τον εθνικισμό των «φιλάθλων» και, ενίοτε, του «εθνικού ακροατηρίου», τραγούδι που οργανώνεται ως ε­θνικό απέναντι στο «ξένο» (Μηλιός/Μικρούτσικος 1984) και —συγκυριακά— εκμεταλ­λεύεται τις στιγμές υψηλής συναισθηματικής δεκτικότητας των ακροατών για να υπο­βάλλει δρομολόγια που οδηγούν από τη «Σαλονίκη» στην «Πόλη» μέσω κάποιος «μα- κεδόνισσας μήτρας», διατεινόμενο ότι οι «νύχτες πανσέληνες» είναι «μόνο για Έλ­ληνες», ότι «οι καιροί» δεν παραλείπουν να «σκύβουν πάνω στον Παρθενώνα» και άλλα παρόμοια. Η αναγκαιότητα μιας εθνικής λειτουργίας που να ουσιαστικοποιεί την αφηρημένη εθνική ενότητα γίνεται σαφής στην περίπτωση αναπτυξιακών χασμάτων που αδυνατίζουν το συναίσθημα ενότητας και προκαλούν οιονεί ρατσιστικές αντιδρά­σεις (όπως συμβαίνει στη Β, Ιταλία με την εχθρότητα για τους «tcrroni» του Νότου), αλλά και το πιεστικό αίτημα των κατοίκων φτωχότερων περιοχών να «μην τους ξεχνά»

Page 144: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 143

και πρέπει να δεχθούμε τον —συχνά διατυπούμενο από τους μελετητές του φαινομένου (π.χ. Winkler 1985-a, σελ. 33)— χαρακτηρισμό του εθνικισμού ως «ιδεολογίας ενοποίησης», με την προσθήκη ότι αυτή η ιδεολογία ενο­ποίησης είναι πάντα επιθετική ως προς το «εξωτερικό» και παράγεται από κρατικούς θεσμούς σε αναφορά με συγκεκριμένες —ταξικές— στοχεύσεις.

Η αποτελεσματικότητα που παρείχε η εθνική συνοχή στη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου, οδήγησε στο φαινόμενο που αποκαλούμε εδώ εθνικό μιμητισμό, δηλ. στη γενικευθείσα σε παγκόσμιο επίπεδο δια­δικασία δημιουργίας εθνικών κρατών με αντίστοιχο τρόπο, παρόμοια σύμ­βολα και ιδεολογικό λόγο ιστορικής συνέχειας, ενότητας και επιδίωξης «εθνικής ολοκλήρωσης» (καίτοι το καθένα φαντάζεται τον εαυτό του ως απόλυτα «μοναδικό»), μετά την απόδειξη της προσφορότητάς τους για τις καπιταλιστικές κοινωνίες58. Έτσι, η εθνική συγκρότηση αποτέλεσε σύν­θημα για την ένταξη περιοχών της γης στον κόσμο της καπιταλιστικής παραγωγής, μέσα από τη σταδιακή διάλυση αυτοκρατοριών και τοπικών ηγεμονιών που δεν ανταποκρίνονταν στους όρους των καπιταλιστικών σχέσεων. Το έθνος έγινε πρότυπο που εξήχθη και εξέφρασε το αίτημα των πολιτικά και οικονομικά κυρίαρχων ομάδων για αυτόνομη παρουσία στον κόσμο των κρατών. Παρέχοντας μια απλή και αποτελεσματική αρχή ενό­τητας πληθυσμών που κατοικούν σε μια ευρεία περιφέρεια, η «αρχή των εθνοτήτων» έγινε η κυρίαρχη στη δόμηση των σύγχρονων πολιτικοοικο­νομικών μονάδων, επιτρέποντας την ανάπτυξη ιδεολογικών πρακτικών που επιβεβαιώνουν την ενότητα ενός ευρέος συνόλου πληθυσμού παρά την έλλειψη άμεσων σχέσεων των μελών του και τις «δομικές» διαφορές (χωρισμοί σε τάξεις και φύλα). Μπορούμε συνεπώς να συμπεράνουμε, μαζί με τον Ε. Μπαλιμπάρ, ότι «το εθνικό και εθνικιστικό κράτος έγινε ο βασικός “παράγοντας απλοποίησης της πολυπλοκότητας” της σύγχρονης ιστορίας. Από εδώ προκύπτει η τάση του εθνικισμού να αποτελέσει “ολική” κοσμοαντίληψη» (1989-α, σελ. 89).

Αν όμως το εθνικό κράτος επικρατεί καθολικά ως αρχή οργάνωσης και «κοσμοαντίληψη», δηλ. διαπιστώνεται η «εξαιρετική επιτυχία της μορφής

το κράτος (βλ. τη διαβεβαίωση-διεκδίκηση ότι «Ελλάδα δεν είναι μόνον η Αθήνα», η οποία δείχνει ότι η ελληνικότητα συμβαδίζει ιδεατά με την ομογενοποίηση του χώρου).

58. Για τα αίτια της μη συγκρότησης παγκοσμίως αστικής τάξης λόγω ασυγχρονιάς των διαδικασιών επικράτησης του καπιταλισμού στις διάφορες περιοχές βλ. Μηλιό (1988, σελ. 73επ.). Πρβλ. όσα προαναφέρθηκαν για τη χρήση των επιμέρους κρατικών θεσμών στην ενοποίηση δεδομένου χώρου και την επιτάχυνση της διαδικασίας προλεταριο­ποίησης των αγροτικών στρωμάτων.

Page 145: Dialektikh Toy Polemoy

Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

του εθνικού κράτους» (Guiomar 1990, σελ. 9, Winkler 1985-a, σελ. 19επ.), το πρόβλημα της πολιτικής επικράτησης των εθνικών κρατών στο σημε­ρινό κόσμο (και άρα της έμπρακτης κυριαρχίας της αρχής της «εθνικής» αυτοδιάθεσης) είναι προεχόντως εμπειρικό. Απαιτεί μελέτες για τη δια­μόρφωση, τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του εθνικού δεσμού στα σημερινά κράτη, με εκτίμηση της ιδιομορφίας των μη ευρωπαϊκών κρατών για τα οποία υπάρχει συνήθως μια απλουστευτική αντιμετώπιση: Είτε η βιαστική απόδοση του χαρακτηρισμού «έθνος» στα αποικιακά κρά­τη που προέκυψαν από την κατανομή εδαφών μεταξύ αποικιοκρατικών δυνάμεων είτε, συμμετρικά, η άρνηση του χαρακτήρα έθνους σε λαούς του Τρίτου Κόσμου οι οποίοι θεωρούνται «ανώριμοι», στερούμενοι πολιτι­σμού ή ενότητας κ.ο.κ. Εδώ μπορούν να γίνουν δύο παρατηρήσεις για το βαθμό πολιτικής επικράτησης της μορφής του εθνικού κράτους:

(α) Στα περισσότερα εδάφη πρώην αποικιών υπήρξε μετά την ανεξαρ­τητοποίηση η τάση δημιουργίας ενός δεσμού εθνικού τύπου. Αυτό συνέβη με την υιοθέτηση του ευρωπαϊκού προτύπου του εθνικού κράτους, ως του πλέον αποτελεσματικού για τη δημιουργία συνοχής των αποικιοκρατού- μενων πληθυσμών εναντίον των αποικιοκρατών αλλά και των γειτονικών χωρών. Αυτό συμβαίνει π.χ. στα αραβικά έθνη της Β. Αφρικής που συ­ναστούν διακριτές ενότητες στο γεωγραφικό πλαίσιο που καθόρισε η αποι­κιοκρατία, σε συνδυασμό με προϋπάρχουσες ομαδοποιήσεις και παραδο­σιακές ηγεμονίες. Αντιστοίχως στη «μαύρη» Αφρική φαίνεται να επικρα­τούν εθνικιστικές τάσεις με αναφορά στα «αυθαίρετα» αποικιοκρατικά κράτη, τους μηχανισμούς και την επίσημη γλώσσα τους (αναλυτικά Rot- berg 1985, σελ. 256επ.), κάτι που παρατηρείται και στη Λατινική Αμερική, όπου οι ιστορικές προσπάθειες ενοποίησης απέτυχαν και τα υπάρχοντα κράτη δημιουργούν ξεχωριστές εθνικές ταυτότητες.

(β) Στην Ευρώπη, η κυριαρχία της αρχής του εθνικού κράτους είναι πλήρης (κάτι που δεν σημαίνει ότι έχει την ίδια ένταση σε όλες τις πε­ριόδους και χώρες) από τις αρχές του 20ού αιώνα. Αφορούσε δε και τα «σοσιαλιστικά» κράτη, τα οποία ήταν εθνικιστικά ήδη πριν από την έναρ­ξη της διαδικασίας εμφανούς εθνικοποίησης των τελευταίων ετών. Η εθνι­κή δόμηση στα κράτη αυτά βασίσθηκε σε έναν αμιγώς κρατικό πατριω­τισμό, στη «σοβιετοπατριωτική παραλλαγή του εθνικισμού» (Winkler 1985-a, σελ. 33), δηλ. στη μερική αδιαφορία για τα χαρακτηριστικά του εθνικού κράτους και στην αφοσίωση στη «σοσιαλιστική πατρίδα» που ταυτιζόταν με την κρατική ενότητα, διακρινόμενη από τα λοιπά σοσιαλι­στικά κράτη και από την «καπιταλιστική δύση». Ο πατριωτισμός αυτός δεν ταυτιζόταν με το παραδοσιακό εθνικό κράτος, αν και υιοθετούσε νο­

Page 146: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 145

μικά και πρακτικά ορισμένα στοιχεία του, π.χ. δομώντας τα ομοσπονδιακά κράτη με βάση τις ανταποκρινόμενες σε εθνικά κριτήρια Δημοκρατίες, όπως συνέβη αμέσως μετά τη σοβιετική επανάσταση του 1917 που ανα­γνώρισε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών (Δημούλης 1990, σελ. 60επ., 67επ.). Ο σοσιαλιστικός πατριωτισμός δημιούργησε τα εθνικού τύπου α­ντανακλαστικά που ενιάθηκαν με την «υπεράσπιση της σοβιετικής πατρί­δας» στον Β ' Παγκόσμιο Πόλεμο —όπου επιδιώχθηκε η «επαναξιολόγη­ση» του ρωσικού παρελθόντος και ενισχύθηκε η προβολή εθνικών συμ­βόλων— και προετοίμασαν το έδαφος για το σημερινό νομικά-εδαφικά αναγνωρισμένο εθνικισμό της διάλυσης των ομοσπονδιών ή και της από­πειρας «διόρθωσης της ιστορίας» (π.χ. με τις επιδιώξεις ένωσης της Ρου­μανίας με τη Μολδαβία)9’. Η κυριαρχία του εθνικισμού στην Ευρώπη ακολουθεί το σχήμα ενότητας-διαφοράς που διαπιστώνεται γενικά στη σύγκριση «καπιταλιστικών» και «σοσιαλιστικών» χωρών της Ευρώπης. Εάν ο υπαρκτός σοοιαλισμός αποτέλεσε καθεστώς κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού που διαφοροποιήθηκε από το δυτικό καπιταλισμό στο ζή­τημα του ανταγωνισμού και της πολιτικής δημοκρατίας (Μηλιός 1990-α, σελ. 47επ., Δημούλης 1990, σελ. 78επ.), ανάλογη είναι η σχέση των δύο μπλοκ στο ζήτημα του έθνους. Στο «σοσιαλισμό» παρήχθη εθνική ενότητα με κύρια αναφορά στο κράτος (κρατικός πατριωτισμός με προσανατολι­σμό στα «σοσιαλιστικά ιδεώδη»), κατά μερική παραγνώριση των εθνικών χαρακτηριστικών και, συγκυριακά, με καταστολή των εκφάνσεών τους (π.χ. με τις καταναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών επί Στάλιν). Όπως ο μονοπωλιακός καπιταλισμός της Ανατολικής Ευρώπης κατέρρευσε δί­νοντας μια ισχυρότατη ένδειξη για την αναγκαία σύνδεση καπιταλισμού και ανταγωνισμού, έτσι και ο αμιγώς κρατικός εθνικισμός —που εν όψει της ομοσπονδιακής αρχής και των «κοινών συμφερόντων» της εργατικής τάξης παραγνώριζε την εγγενή λογική της εθνικής ενότητας, δηλ. την ανάγκη εμφάνισης της εθνικής αρχής ως δομούσας το κράτος και όχι ως παραγόμενης από αυτό— αποδείχθηκε ανάπηρη ιδίολογία. Η κατασκευή ενός γιουγκοσλαβικού π.χ. έθνους δεν ήταν βέβαια αδύνατη και άρα όσοι θεωρούν ιστορικά μοιραία τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας αγνοούν την πορεία ιστορικής συγκρότησης άλλων εθνών. Ωστόσο, η διατήρηση της ομοσπονδιακής δομής για λόγους που συνδέονταν με τη «διάχυτη» κομ­

59. Γ ια τον εθνικιστικό χαρακτήρα των κρατών του υπαρκτού σοσιαλισμού βλ. Μπαλι- μπάρ (1993-α, σελ. 37επ.), ο οποίος αναφέρεται σε αλλαγή κλίμακας: «από τον ομοσπον­διακό ή αυτοκρατορικό στον περιφερειακό εθνικισμό και από εδώ στον τοπικό εθνικι­σμό» (σελ. 41). Βλ. αναλυτικά Martiny (1985, σελ. Ι05επ.).

Page 147: Dialektikh Toy Polemoy

146 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

μουνιστική ιδεολογία επιτάχυνε τη διάλυση του κρατικού μορφώματος σε έναν κόσμο που έχει «ανάγκη» την εθνική αρχή. Η κατάρρευση των κα­θεστώτων αυτών βρίσκεται σε σχέση αλληλεπίδρασης με την επάνοδο στο εθνικό κράτος δυτικού τύπου που χαρακτηρίζεται από τον εθνικό εθνικι­σμό, την πρόταξη της εθνότητας και όχι της κρατικής παραγωγής ενότη­τας. Αυτή η ιστορική κίνηση συμπληρώνει τον κύκλο επικράτησης του εθνικού κράτους στην Ευρώπη με την εγγενή στον εθνικισμό επιθετικό­τητα και ρατσιστική ιεράρχηση (Φλούσσερ 1992).

Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι το διπλό πλεονέκτημα του έ­θνους (ευρύτητα και συνεκτικότητα) κατέστη το στοιχείο της δομικής σύνδεσής του με το αστικό κράτος. ΓΓ αυτό δεν νοείται σήμερα μορφή κοινωνικής οργάνωσης στενότερη ή ευρύτερη από το έθνος και η αυτο­διάθεση είναι μόνο εθνική60. Με άλλη διατύπωση, το έθνος είναι σήμε­ρα η μόνη μορφή πολιτικής ενότητας που επιτυγχάνει να «μετατρέψει το τυχαίο σε πεπρωμένο» (Β. Anderson 1983, σελ. 19), δηλ. να εμφανισθεί ταυτόχρονα ως η «ιδανικού μεγέθους»61 δομή κοινωνικής οργάνωσης και

60. Το γεγονός ότι δεν είναι νοητή —χωρίς νέους αγώνες— μια μορφή ενότητας άλλη από την εθνική, δείχνει επίσης ότι κάθε διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό θα ακολουθήσει «εθνικό δρόμο», συγκροτώντας τον επαναστατικό κοινωνικό σχηματισμό ως εθνικό (Λένιν). Η εμπειρία κοινωνιών μετάβασης που κροέκυψαν από το χωρισμό κρατών σε ανατολικά-δυτικά ή βόρεια-νότια, δεν αναιρεί το ότι υπήρξε εθνικός δρόμος μετάβασης, αφού το κάθε τμήμα είχε εθνικού τύπου ενότητα, ενώ η διαρκής τάση αποσταθεροποίησης και το αίτημα,εθνικής ολοκλήρωσης επιβεβαιώνει την αναγκαιό­τητα του «(πανεθνικού δρόμου». Ο σοσιαλισμός όχι μόνο πρέπει να οικοδομήσει μια διεθνή(ιστική) κοινότητα με διαδοχικές επαναστάσεις, αλλά και οφείλει να αντιμετω­πίσει τους ανταγωνισμούς που προκύπτουν από τις ποικίλες εθνικές εντάξεις, πραγμα­τοποιώντας πολιτιστικές επαναστάσεις (και) κατά των εθνικών αντιθέσεων κουλτούρας και γλώσσας. Η αντίληψη του Κάουτσκυ (Mommsen 1976, σελ. 669) και του Λένιν (Lenin 1960-s, σελ. 33 lot.) ότι μια επανάσταση κατά της αστικής τάξης επιλύει τα λοιπά προβλήματα με σταδιακό μαρασμό των εθνών που δεν θα έχουν πλέον λόγο (επιθετικής) ύπαρξης είναι ανακριβής. Ο παγκόσμιος σοσιαλισμός αντιμετωπίζει τα (εσωτερικά στο επαναστατικό μέτωπο) προβλήματα που κληροδοτεί ο ιστορικά παγιωμένος χωρισμός του κόσμου σε έθνη (βλ. και Πουλαντζά 1984, σελ. Ι69επ.).

61. Ιδανικού μεγέθους σημαίνει βέβαια, στον ιδεολογικό κόσμο των εθνών, και «ιδεώ­δους μεγέθους». Έτσι, το εθνικό κράτος τείνει να περιλάβει στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης ολόκληρο το «έθνος». Αυτό εκφράζεται τόσο στον πολιτικό αγώνα (η ιστορία των σχέσεων Ελλάδας-Κύπρου μπορεί να συνοψισθεί στο ερώτημα —και τις συγκυριακές απαντήσεις— του «ποιος είναι Έλληνας» και άρα ποιοι πληθυσμοί και εδάφη «ανή­κουν» στο ελληνικό κράτος) όσο και στον κρατικό ιδεολογικό λόγο. Επ ’ αυτού αρκεί η παραπομπή στις σχετικές διατάξεις του ιρλανδικού Συντάγματος που θεωρούν —όπως φαίνεται ορθά!— την επανένωση θέμα χρόνου («Το κρατικό έδαφος αποτελείται από ολόκληρη την νήσο Ιρλανδία». «Μέχρι την επανένωση του κρατικού εδάφους...» —

Page 148: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 147

ως η μόνη που πραγματοποιεί την ενότητα των μελών της, καθιστώντας «δευτερεύον» κάθε στοιχείο σύγκρουσης στο εσωτερικό της (ν. Bogdandy 1991, σελ. 522).

Μια μελέτη των εθνικιστικών κειμένων δείχνει βέβαια ότι βασίζονται σε μια ηθελημένη σύγχυση του «βιολογικού» με το «πολιτιστικό» ως κρι­τηρίων εθνικής ενότητας και περιορίζονται σε κραυγές περί εθνικής συ­νέχειας και «αλήθειας» της εθνικής ιδιαιτερότητας, η οποία είτε εκλαμβά­νεται ως υπεράνω συζήτησης είτε «θεμελιώνεταυ> σε στοιχεία όπως το «ελληνικό φως», το «θαύμα» ή το «δαιμόνιο της φυλής» κ.ο.κ. που όχι μόνο δεν δείχνουν τίποτε για τη «συνέχεια» όσων ζουν σε ορισμένο χώρο, αλλά δεν ισχύουν καν αποκλειστικά για ορισμένη χώρα (για τον αφελή λόγο περί ελληνικότητας στο μεσοπόλεμο, που μπορούσε να «πείσει» για την ύπαρξη μιας διακριτής «ελληνικότητας» μόνο όσους ήταν ήδη πεπεισμέ­νοι, βλ. τη συζήτηση που ανασυνθέτει με παράθεση εκτενών αποσπασμά- των ο Τζιόβας 1989).

Το ότι μια τέτοια ευτελής ιδεολογία, η οποία κυμαίνεται διαρκώς μεταξύ «επιστημονικού» και ανορθολογικού συγχέοντας την περιγραφή του εθνι­κού με την κανονιστικότητα, εμφανίζει τέτοια διάρκεια και ελκτική δύνα­μη, μπορεί να ερμηνευθεί μόνο με εξωτερικά προς αυτή στοιχεία: με την πολιτική ανάγκη προβολής της και με την ύπαρξη ενός «ακροατηρίου» που εν όψει των υλικών πρακτικών του είναι έτοιμο να δεχθεί ως «αλήθεια» την εθνική ενότητα παρά την πλήρη αδυναμία ορθολογικής θεμελίωσήςτης"·

7.7 Υπέρβαση του εθνικού κράτους; Η ευρωπαϊκή ενοποίηση

Η σύμ-πτωση του έθνους με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής θέτει το ερώτημα αν είναι νοητή η ύπαρξη του καπιταλισμού «χωρίς έθνη», δηλ. αν μπορεί να υπάρξουν οντότητες, στις οποίες το κράτος δεν θα είναι εθνικό (όπως δεν ήταν εθνικό στις αυτοκρατορίες του παρελθόντος) και

άρθρο 2 και 3 ιρλανδ. Συντ. Αντίστοιχες ήταν οι προβλέψεις ρτο Προοίμιο και το άρθρο 146 του γερμανικού Gnindgesetz μέχρι το 1990).

62. Για την απόλυτη επικαιρότητα του εθνικισμού σήμερα, δηλ. για το γεγονός ότι παρά τον ιστορικά άκυρο χαρακτήρα της «εξήγησης» που προτείνει για την «κοινή καταγω­γή», παρά τον χαμηλής στάθμης ιδεολογικό λόγο που παράγει και παρά τους κλονι­σμούς που υφίσταται από τις τάσεις διεθνοποίησης, αποτελεί τη μόνη κατάλληλη μο­νάδα πολιτικής-οικονομικής οργάνωσης και τη μόνη ιδεολογία που παρέχει συνοχή σε έναν κοινωνικό σχηματισμό, βλ. Γκέλλνερ (1992, σελ. 197-223).

Page 149: Dialektikh Toy Polemoy

148 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

δεν θα τείνει στην εθνικοποίηση-αφομοίωση των πληθυσμών, αλλά θα δημιουργεί μια κοινή ταυτότητα βασιζόμενη σε συγκλίνοντα οικονομικά- πολιτικά συμφέροντα, χωρίς να διαλύει τις υπάρχουσες εθνικές εντάξεις που θα παρα-τίθενται σε πλαίσιο ειρηνικής συνεργασίας6’. Η περιγραφή ανταποκρίνεται στο σχέδιο της «Ενωμένης Ευρώπης», όπως αυτό εκφρά­ζεται στη διαδικασία ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας/Ευρωπα­ϊκής Ένωσης.

Ο εξαγγελλόμενος μαρασμός του εθνικού κράτους έχει θεωρητική ση­μασία στο μέτρο που θα έτεινε να ανατρέψει το σχήμα συγχρονίας του καπιταλισμού με το εθνικό φαινόμενο. Ό σον αφορά το ζήτημα (και το μέλλον) του πολέμου, η εξαφάνιση των εθνών με τη σύντηξή τους σε ευρύτερες ενότητες θα έτεινε στην εξάλειψη των αιτίων πολέμου, επιτρέ­ποντας τη «φιλία» διαφορετικών εθνοτήτων που θα συνυπάρχουν εκούσια σε μια οργανική ενότητα (σταδιακή ενοποίηση) και όχι κατόπιν προσάρ­τησης δια πολέμου, όπως συνέβαινε στο παρελθόν με τις αυτοκρατορίες. Εξ ου και η σημασία μιας ενδεχόμενης υπέρβασης του εθνικού κράτους για το ζήτημα που μας απασχολεί εδώ: Εάν δεν επιθυμούμε να φανταζό­μαστε το τέλος του πολέμου ως μακρινή ουτοπία ή ως αναποτελεσματική προσταγή ηθικού τύπου, προϋπόθεση είναι να εξαλειφθεί η εθνικού τύπου ενότητα, δηλ. η κατ ’ εξοχήν μορφή αντιπαράθεσης και (οριακά) ένοπλης' σύγκρουσης.

Μια διαδικασία που θα επέφερε το μαρασμό του εθνικού κράτους είναι θεωρητικά δυνατή, διότι, όπως είδαμε, το έθνος δεν απορρέει αναγκαστικά από τα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δεν είναι δομικά απαραίτητο για την αναπαραγωγή του: Το έθνος προέκυψε ιστο­ρικά ως το καταλληλότερο πλαίσιο ενότητας των αστικών κοινωνικών σχηματισμών και η εξάλειψή του μπορεί να επέλθει στα πλαίσια του καπιταλισμού με σταδιακή αντιστροφή του φαινομένου εθνικού μιμητι­σμού (εθνική αποδόμηση), καίτοι μια τέτοια διαδικασία θα είχε να αντι­

63. Το ζήτημα αυτό δεν πρέπει να συγχέεται με το ότι τα κράτη είναι δυνάμει μόνο εθνικά, διότι δεν μπορούν να εξαλείψουν τις «κληρονομημένες» μειονότητες. Δεν πρέπει επίσης να συγχέεται με τη δυνατότητα νέων αποικιοποιήσεων, δηλαδή προσάρτησης κρατών από ισχυρούς γείτονες. Στις περιπτώσεις αυτές, το ισχυρό κράτος δικαιολογεί την επεκτατικότητά του με εθνικές βλέψεις και τείνει εκ των υστέρων να εξασφαλίσει τη συνοχή του με την εθνικοποίηση-αφομοίωση των καταχτημένων. Μια τέτοια προ­σάρτηση, ακόμη και αν δεν δικαιολογείται ως εθνική ολοκλήρωση (π.χ. οι αυστριακές βλέψεις για προσάρτηση τμήματος της Γιουγκοσλαβίας ή για επικυριαρχία στην Ουγ­γαρία), προβάλλει και επιδιώκει την εθνικοποίηση, διότι δεν έχει συμφέρον να απομα­κρυνθεί από το εθνικό σχήμα.

Page 150: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 149

μετωπίσει το πρόβλημα εύρεσης μιας ιδεολογικής ενότητας πιο αποτελε­σματικής από την εθνική, πράγμα εξαιρετικά δυσχερές (βλ. σημ. 36).

Η ιστορικότητα του έθνους εξηγεί το γεγονός ότι το εθνικό κράτος: (α) δεν έχει πάψει να συνυπάρχει με άλλες μορφές ενότητας, όπως η αυτοκρα- τορία-ομοσπονδία ή τα μεγάλα αστικά κέντρα που εμφανίζουν ως ένα βαθμό ιδιαίτερη δυναμική και (β) δεν έχει πάψει να αμφισβητείται και ουσιαστικά να αναδημιουργείται με το καθοριστικό ιστορικό φαινόμενο της μετανάστευσης" που αμφισβητεί το «αυτονόητο» της παραμονής στην εθνική κοινότητα, αλλά και ταυτόχρονα τείνει να μετασχηματίσει την ταυτότητα των κρατών υποδοχής. Παρ ’ ότι όμως αυτά τα ανταγωνιστικά προς την εθνική συγκρότηση φαινόμενα δεν έχουν εξαλειφθεί —και ίσως αναπτύσσουν σήμερα μια νέα δυναμική (Balibar 1992, σελ. 164επ.)—, το έθνος εξακολουθεί να συνιστά την οργανωτική μορφή που απορροφά τις αποκλίνουσες τάσεις αυτόνομης οργάνωσης και συνεπώς εξακολουθεί να αποτελεί την κατ ’ εξοχήν πολιτική-ιδεολογική μονάδα, έτσι ώστε οι ο- μαδώσεις με βάση ιδιαίτερες ταυτότητες (π.χ. «Ευρώπη των περιφερειών») να αποτελεί μια μάλλον περιορισμένης εμβέλειας ιδεολογία που δεν εξα­λείφει τον εθνικό σύνδεσμο. Ο εθνικός σύνδεσμος είναι άλλωστε εμφανής και στους πολυεθνικούς κρατικούς σχηματισμούς που, όσο υφίστανται, γνωρίζουν πολιτικές τάσεις αμφιβήτησης της κοινής διοικητικής οργάνω­σης και διατηρούνται με τη δύναμη μιας κυρίαρχης εθνότητας, όπως είναι σαφές στη Μ. Βρετανία, όπου μετά από αιώνες διοικητικής συνύπαρξης η Ιρλανδία και η Σκωτία διατηρούν την εθνική ιδιαιτερότητα-υπερηφά- νεια και την εξ αυτής τάση αυτονόμησης.

'Οσον αφορά τη διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης, η εξάλειψη του έθνους δεν φαίνεται πιθανή. Από συγκυριακή άποψη, η επίταση των εθνι­κισμών της Ευρώπης δικαιολογεί τη διάχυτη από τις αρχές του 1991 «ευ- ρωαπαισιοδοξία» ή πάντως αμηχανία για το μέλλον της Ευρώπης, παρά την ευφορία των επίσημων διακηρύξεων και τις πολλαπλές προσπάθειες βαθύτερης ενοποίησης. Οι εξελίξεις στο εξωτερικό αλλά και το εσωτερικό της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης (ιδίως οι δυσχέρειες οικονομικής ενοποίησης, η προκύπτουσα από τους οικονομικούς δείκτες αδυναμία νομισματικής ένωσης, η κατ’ ουσίαν αναστολή της πολιτικής ένωσης, η αδυναμία ά­σκησης κοινής εξωτερικής πολιτικής και συνεκτικής παρέμβασης στη διεθνή σκηνή) δείχνουν ότι ο δρόμος για την 'Ενωση δεν μπορεί να είναι γραμμικός. Και βεβαίως πόρρω απέχει από τον τεχνοκρατικό εξελικτισμό

64. Βλ. το αφιέρωμα του περιοδικού ProkJa «MigrationsgeseUschaft», Nr. 83 (1991) και Costa-Lascoux/Weii (1992).

Page 151: Dialektikh Toy Polemoy

ISO Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

της σταδιακής ενοποίησης που προβάλλει ο λειτουργισμός αλλά και από τη θεσμοκρατική ουτοπία του βολουνταρισμού που φαντάζεται ότι η δη­μιουργία «κατάλληλων» θεσμών και η λήψη αποφάσεων κορυφής μπορεί να επιβάλλει μια πορεία πολιτιστικής και οικονομικής ομογενοποίησης (βλ. την κριτική των Μπαλιμπάρ 1993-α, σελ. 54επ., Giannoulis 1992, σελ. 145επ. και Κοτζιά 1993, σελ. 65επ.). Η ρευστότητα της ΕΚ (και κατά μείζονα λόγο της Ευρωπαϊκής Ένωσης) τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της, δηλ. η αντιφατική κίνηση διεύρυνσης και εμβάθυνσης με δυσχέρειες και προς τις δύο κατευθύνσεις, δείχνει ότι η πορεία δεν είναι ούτε εύκολη ούτε βέβαια προδιαγεγραμμένη.

Από τη γενικότερη εξέταση του ζητήματος προκύπτει ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν φαίνεται δυνατή στην πλήρη μορφή της, η οποία υπερβαί­νει την εγκαθίδρυση κοινής αγοράς (φιλελευθεροποίηση της αγοράς που διαμορφώνεται ως «μεγάλος χώρος» με την ελάχιστη δυνατή παρέμβαση των κρατών στην κυκλοφορία των λεγόμενων συντελεστών παραγωγής). Μια πλήρης ενοποίηση προϋποθέτει:

(α) Τη μεταβίβαση των κρατικών αρμοδιοτήτων σε κεντρικά όργανά. Με τον τρόπο αυτόν αφαιρούνται από τα εθνικά κράτη οι αρμοδιότητες και οι αντίστοιχοι πόροι για την άσκηση πολιτικής επιχορηγήσεων, τη λήψη μέτρων προστασίας των εθνικών κεφαλαίων και την άσκηση ουσια­στικής κοινωνικής πολιτικής με βάση τους διαμορφούμενους σε κάθε συ­γκυρία συσχετισμούς δύναμης και τις. προβαλλόμενες διεκδικήσεις ανα­διανομής.

(β) Τη νομισματική ενοποίηση (ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα ή καθορι­σμός πάγιων και αμετάβλητων ισοτιμιών των ευρωπαϊκών νομισμάτων). Η νομισματική ενοποίηση καταργεί τη ζωτική για τα συμφέροντα κάθε εθνι­κού κεφαλαίου νομισματική κυριαρχία, δηλ. τον καθορισμό των συναλ­λαγματικών ισοτιμιών με μονομερή πράξη κρατικών οργάνων (π.χ. Κε­ντρική Τράπεζα), ανάλογα με τους ρυθμούς συσσώρευσης του κεφαλαίου και την επιδιωκόμενη οικονομική πολιτική απέναντι στους δυνάμει αντα­γωνιστές (αναλυτικά Μηλιός/Ιωακείμογλου 1990, σελ. 23επ.).

(γ) Την πολιτική ενοποίηση της ΕΚ (ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης) που υπερβαίνει οριστικά τις εθνικές κυβερνήσεις65. Μια τέτοια

65. Βλ. τη σφαιρική πραγμάτευση του Ν. Κοτζιά (1992 και 1993). Η θέση του συγγραφέα ότι η ΕΚ δεν αποτελεί έναν αυτόνόμο οργανισμό με ιδιαίτερη δυναμική, αλλά εντάσ­σεται-σε ένα ευρύ πλαίσιο πολλαπλών εξαρτήσεων των ευρωπαϊκών κρατών μέσω οι­κονομικών ανταλλαγών και θεσμικών «πυλώνων», δείχνει, κατά τη γνώμη μας, τη μεθο­δολογική ανάγκη αναφοράς στα υπάρχοντα εθνικά κράτη ως τα μόνα σταθερά σημεία άσκησης πολιτικής. Οι πολλαπλές κινήσεις ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αναμφίβολα

Page 152: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 151

ενοποίηση είναι η μόνη που θα οδηγούσε σε μαρασμό των εθνικών κρατών και θα αδυνάτιζε την αίσθηση εθνικής ένταξης, απογυμνώνοντάς την από τις —επιθετικές και αμυντικές— συνέπειές της. Προσκρούει ωστόσο σε εμπόδια οικονομικής και πολιτικής φύσης και ιδίως στην άνιση ανάπτυξη των εθνικών καπιταλισμών. Η βεβιασμένη επιβολή της Πολιτικής Ένωσης θα προκαλούσε μείζονες κοινωνικές κρίσεις, απορροφώντας (κατ ’ ουσίαν βίαια) τα πιο αδύνατα εθνικά κεφάλαια, δηλ. αποτελώντας προσάρτηση με συναινετικό προκάλυμμα46.

Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι οι σημερινές διαδικασίες «οικοδόμησης της Ευρώπης» δεν είναι «νέες», δεν βασίζονται σε νέους θεσμούς και δομές, αλλά επιχειρούν να μεταφέρουν σε κεντρικό επίπεδο τους ήδη υπάρχοντες θεσμούς κρατικής ρύθμισης (με λιγότερο κράτος και, ως τώρα τουλάχι­στον, με λιγότερες πολιτικές ελευθερίες). Η απόπειρα υλοποίησης «νέων οραμάτων» με παλιές δομές οδηγεί αναγκαστικά στην αναπαραγωγή του φαινομένου εθνικής ένταξης στο πλαίσιο μιας ηγεμονικής Ευρώπης. Ο εσωτερικός και ο εξωτερικός χώρος διαφορίζονται σαφώς στον ιδεολογι­κό λόγο και τη θεσμική πρακτική της ΕΚ67, στην προοπτική οικοδόμησης

περιορίζουν την αυτονομία κάθε εθνικής πολιτικής, αλλά —ακριβώς λόγω της πολλα­πλότητας και της ρευστότητάς τους— δεν επιτρέπουν να διακρίνουμε κάποιο άλλο «κέντρο». Στη σημερινή συγκυρία υπάρχουν τα εθνικά κράτη με πολλαπλές αλληλεξαρ­τήσεις που είναι ωστόσο διαφορετικές για το καθένα και δεν αναιρούν την ισχυρή αυτονομία τους στην άσκηση πολιτικής. Έτσι είναι καίρια η διαπίστωση ότι, στο διαμορφούμενο σύστημα θεσμικής σύνδεσης των ευρωπαϊκών κρατών, «ο ρόλος του Εθνικού Κράτους συνολικά δεν χαρακτηρίζεται από ένα μονοδιάστατο αδυνάτισμα ή δυνάμωμα» (Κοτζιάς 1992, σελ. 200).

66. Για τις οικονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις της ευρωπαϊκής ενοποίησης και τα ανυπέρβλητα στο ορατό μέλλον εμπόδια ολοκλήρωσής της στην κατεύθυνση μιας πλή­ρους οικονομικής και νομισματικής ένωσης, βλ. τις μελέτες του Κ. Busch που βασίζο­νται σε εμπειρικά στοιχεία και θεωρητικές αναλύσεις (Busch 1986 και 1992, Busch 1989). Πρβλ. Κυπριανίδη (1993, σελ. Ι2επ.) για τις αποκλίσεις στα δεδομένα κεφαλαιακής συσσώρευσης και απασχόλησης και την αντιφατική συνύπαρξη τάσεων φιλελευθερο­ποίησης και προστατευτισμού που ερμηνεύουν τις διαρκείς κρίσεις της ΕΚ και δείχνουν ότι είναι ανακριβές να θεωρείται ενιαίος πόλος, παρ' ότι το «κοινό πλαίσιο αναφοράς» των χωρών αυτών έχει ήδη διαμορφωθεί. Για την ανάλυση των προϋποθέσεων και επιπτώσεων της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε συνδυασμό με τη στρατηγική του ελληνι­κού κεφαλαίου βλ. Μηλιό/Ιωακείμογλου (1990, σελ. 187-216).

67. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα φανερό στο αίτημα αναγνώρισης της ιδιότητας του ευρωπαίου πολίτη, το οποίο δομείται σήμερα στον αποκλεισμό των κατοίκων της ΕΚ που δεν είναι υπήκοοι των δώδεκα κρατών —κατά αναπαραγωγή της εθνικιστικής-ρατσιστικής ταξι­νόμησης και επιλογής— και επαφίεται στο πρότυπο θεμελιωδών δικαιωμάτων που α­ναγνωρίζουν τα εθνικά κράτη με τα Συντάγματά τους (Giannoulis 1992, σελ. 97επ., Ι51επ., Γιαννούλη/Δημούλης 1993, d’Oliveira 1993).

Page 153: Dialektikh Toy Polemoy

152 Α. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

ενός οιονεί υπερεθνικού κράτους που θα ενέχει πολλαπλούς εξωτερικούς αποκλεισμούς και εσωτερικές διακρίσεις («κλείσιμο» των εξωτερικών συ­νόρων, ιμπεριαλιστική πολιτική απέναντι στην υπόλοιπη Ευρώπη, θεσμι­κή μεταχείριση των μεταναστών από τρίτες χώρες ως υποτελών)68.

Αυτή η διάκριση δεν δικαιολογείται από ιστορικούς λόγους, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί πολιτιστική ή άλλου είδους ουσια­στική ενότητα. Πρόκειται για ένωση δώδεκα χωρών με υψηλό βαθμό α­νάπτυξης, η οποία είναι τυχαία και «αυθαίρετη», διότι δεν υπακούει στη λογική της οικονομικής έστω ενότητας (γιατί η «Ευρώπη» δεν περιλαμ­βάνει ως τώρα την Αυστρία;)6*. Καθορίσθηκε από τους χωρισμούς σε μπλοκ και τις υποχρεώσεις ουδετερότητας που τέθηκαν μετά το τέλος του Β ' Παγκόσμιου Πολέμου, δηλ. από στοιχεία ιστορικά, ρευστά και ανε­παρκή να δημιουργήσουν μια πολιτική-οικονομική κοινότητα, παρέχο- ντάς της την (αναγκαία στο σημερινό κόσμο) ειδοποιό διαφορά από το «περιβάλλον» της. Διαπιστώνουμε εδώ ότι το σχήμα εξέλιξης της ΕΚ ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στη διαδικασία δημιουργίας μιας πλα­σματικής ενιαίας ταυτότητας των υπηκόων των δώδεκα κρατών-μελών και όσων —με μεγάλες δυσχέρειες και τίμημα την όξυνση των δυσχερειών ενοποίησης— θα προσχωρήσουν στην ΕΚ. Είναι δε σαφές ότι το ιστορικό προηγούμενο της διαδικασίας αυτής εντοπίζεται στη διαδικασία σχημα­τισμού των εθνικών κρατών, δηλ. των μορφωμάτων εκείνων που, σύμφωνα με τα ευρωπαϊστικά κηρύγματα, επιδιώκει να υπερβεί η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η δια της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέρβαση των εθνών όχι μόνον είναι δυσχερής, αλλά και κάθε βήμα στην κατεύθυνση αυτή τείνει να αμφισβη­τήσει τις εθνικές ταυτότητες βάσει μιας ευρωπαϊκής ένταξης που αναπα­ράγει τα πρότυπα του εθνικού κράτους (Giannoulis 1992), στηριζόμενη στην παραγωγή-απολυτοποίηση στοιχείων όπως κοινή καταγωγή, γλώσ­σα και πολιτισμός. Μια τέτοια διαδικασία —που σήμερα δεν έχει ξεπε- ράσει τα εμβρυώδη στάδια— θα βασίζεται στη δράση των κρατικών και κοινοτικών οργάνων που ομογενοποιούν τον «τυχαία» καθορισμένο χώρο και θα προϋποθέτει την ενοποίηση γλωσσών και παραδόσεων, ως μακρο­

68. Γ ια to ζήτημα του «Φρουρίου Ευρώπη» βλ. Kotzias (1992). Γ ι ’ αυτή την «αθέατη πλευρά της ΕΟΚ» βλ. επίσης Κοτζιά (1993, σελ. 72επ.).

69. Τους διάφορους ορισμούς για την «Ευρώπη», η οποία προσδιορίζεται «ωφελιμιστικά, ανάλογα με τις πολιτικές ανάγκες και σκοπιμότητες του ηγεμονικού της άξονα», παρου­σιάζει ο Ν. Κοτζιάς (1993, σελ. 74επ.), ασκώντας εύστοχη κριτική. Για την ανάγκη ενός νομιναλιστικού-γεωγραφικού ορισμού της Ευρώπης ενάντια στην ουσιοκρατία που ε­πιχειρεί να «κλείσει τα σύνορα» βλ. Γιαννούλη/Δημούλη (1993, σελ. 81επ.).

Page 154: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 153

πρόθεσμα αναγκαίο όρο για την αποτελεσματική επικοινωνία στον κοινο­τικό χώρο και την «ολοκλήρωση» του ανταγωνισμού (Τσινόρεμα 1991). Η τάση ενοποίησης θα ενισχυθεί περαιτέρω από τη διαδικασία οικονομικού και πολιτικού μαρασμού των επιμέρους κρατών, η οποία θα αναστείλει την κρατική-εθνική δράση διαρκούς (επαν)εθνικοποίησης και αφομοίωσης πληθυσμών.

Με την ενοποίηση στα πλαίσια της ΕΚ θα αυξανόταν αναμφίβολα η σε παγκόσμιο επίπεδο ισχύς των χωρών που συμμετέχουν. Ωστόσο, ούτε η υποθετικά πλήρης ενοποίηση φαίνεται να έχει τη δυνατότητα να υπερβεί το σχήμα της εθνικής ενότητας, αφού κατ’ ουσίαν επιβάλλει μια νέα (ευρύτερης κλίμακας) εθνικοποίηση. Η μορφή του εθνικού κράτους, η επιθετικότητα προς τα έξω και η λειτουργία του ως πλαισίου πολέμου δεν αμφισβητείται στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ενοποίησης που, αν υπάρξει, θα είναι ποσοτικά μόνο διαφορετική από το «εθνικό» παρελθόν.

Η θέση περί ιστορικής δημιουργίας του έθνους που υποστηρίζεται εδώ, εμπεριέχει και τη δυνατότητα αναδημιουργίας —σε διαφορετικές πολιτι­κές συνθήκες— των εθνικών δεσμών σε νέα πληθυσμιακή βάση. Η προ­σέγγισή μας επιτρέπει έτσι την έξοδο από το δίλημμα «ευρωπαϊκή ενο­ποίηση ή εθνικό κράτος» που κυριαρχεί στις σχετικές συζητήσεις και εμφανίζει την ευρωπαϊκή ένωση ως κάτι ριζικά διαφορετικό από το εθνικό κράτος. 'Οσοι προβάλλουν αυτό το δίλημμα, επιλέγοντας έναν από τους όρους του, δεν λαμβάνουν υπόψη ότι είναι πάντα δυνατή η «διάλυση» ενός εθνικού κράτους στους κόλπους ενός άλλου. Συνεπώς η διάλυση των εθνι­κών κρατών στο εσωτερικό ενός ευρωπαϊκού κράτους δεν αποτελεί κάτι εξ ορισμού διαφορετικό από τα σημερινά «έθνη». Εάν η ΕΚ δεν αντιμε- τωπισθεί ως το a priori αντίθετο του εθνικού κράτους, γίνεται επίσης σα­φές ότι η κριτική που απευθύνεται στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν πρέ­πει να είναι εθνικιστική («κίνδυνος διάλυσης του έθνους») αλλά κατά κυ­ριολεξία διεθνιστική (κατάδειξη του ότι ένα μελλοντικό «δυτικοευρωπα­ϊκό» έθνος θα αναπαράγει, υπό το προκάλυμμα της ένωσης και της αλλη­λεγγύης, νέους αποκλεισμούς). Το «ευρωπαϊκό κράτος» μπορεί να δη- μιουργηθεί με το τίμημα κρίσεων και με όξυνση του ρατσισμού για να «αποδειχθεί» η κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα σε αντιπαράθεση με τους Άλλους. Ο κύκλος του εθνικού κράτους και της συγκρουσιακής —δυνά­μει πολεμικής— πραγματικότητάς του δεν έχει κλείσει.

Page 155: Dialektikh Toy Polemoy

154 Α. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

7.8 Το εμπόλεμο έθνος

Το έθνος εμφανίζεται μεν ως εσωτερική κοινότητα (φιλία προς τους ομοε­θνείς), αλλά έχει ως κύριο στοιχείο την επιθετικότητα, την προβολή της «ανωτερότητας», η οποία μεταφράζεται πρακτικά σε πολεμική διάθεση ενσωμάτωσης του εξωτερικού χώρου και σε ρατσιστική αντιμετώπιση των αλλοεθνών και των μειονοτήτων70· 7Ι.

Η εθνική κατασκευή αποτελεί το πλαίσιο πολιτικής έκφρασης των τά­σεων επέκτασης, οι οποίες δεν δικαιολογούνται από την εξάπλωση του εθνικού κεφαλαίου στην παγκόσμια αγορά αλλά μόνον από το αίτημα εθνικής ολοκλήρωσης (Μηλιός 1988, σελ. 69επ.). Η εθνικιστική ιδεολογία δεν αρκείται στην κρατική της εμβέλεια: Επιχειρεί διαρκώς να υπερβεί τα κρατικά σύνορα, ολοκληρώνοντας φαντασιακά το έθνος και καλλιεργώ­ντας την εθνική ταυτότητα των εγκατεστημένων σε άλλες χώρες «ομοε­θνών». Είναι εξ ορισμού ανολοκλήρωτη και επιθετική, με αποτέλεσμα τα υπάρχοντα σύνορα να θεωρούνται πάντα ως προσωρινός συμβιβασμός, ακόμη και στις στιγμές που δεν προβάλλονται εθνικές διεκδικήσεις (πρβλ. Λέκκα 1992, σελ. 93επ.).

Με άλλη διατύπωση: Επειδή το έθνος είναι «ιδέα» (θεωρητική και πρα­κτική ιδεολογία), εμφανίζεται διαρκώς ως ευρύτερο του εθνικού κράτους, εκφράζοντας τον εκτατικό (επεκτατικό) χαρακτήρα των κεφαλαιοκρατι­κών σχέσεων. Δεδομένου δε ότι το έθνος είναι πάντοτε «Μεγάλη Ιδέα», δεν πρέπει να εκπλήσσει θεωρητικά (αλλά πρέπει να ανησυχεί πολιτικά) η δυνατότητα άμεσης μετατροπής των εθνικών στρατηγικών, δηλ. η μετά­

70. «Η υπαρξιακή επιβεβαίωση του εθνικού Εγώ προκύπτει από την καταφρόνια του αλλότριου» (Μεταξόπουλος 1992, σελ. 108, με αναφορά στη «βουλιμία των εθνικών κρατών» —σελ. 112). Αυτό παραβλέπουν οι λυρικές πραγματείες για τον πατριωτισμό ως «αγάπη» για τους ομοεθνείς, οι οποίες ενίοτε εκδίδουν τον ιδεαλισμό τους με υλι­στικό ένδυμα (π.χ. Β. Anderson 1983, σελ. 129επ.), αποσιωπώντας την εγγενή επιθετι­κότητα του εθνικισμού.

71. Τη διπλή ιδεολογική λειτουργία του έθνους (συνοχή προς τα μέσα/οριοθέτηση προς τα έξω) έχει αναλύσει ο Marmora (1983, σελ. 105επ. —βλ. απόσπασμα σε Μάρμορα 1988). Πρβλ. Λέκκα (1992, σελ. 85επ.).

Η υλική πλευρά αυτής της ιδεολογικής λειτουργίας (και αποτελεσματικότητας) βρί­σκεται στην κρατική δράση που διαρκώς κατασκευάζει την ειδική συνοχή του έθνους. Επ' αυτού είναι χαρακτηριστική η διατύπωση της παρ. γ ' του Συντάγματος της Επί­δαυρου (1822): «Η Διοίκησις θέλει φροντίσει να εκδώση προσεχώς νόμον περί πολιτο- γραφήσεως των ξένων, όσοι έχουσι την επιθυμίαν να γίνοχη Έλληνες». Εδώ ο νομικός λόγος «ομολογεί» ότι η ιδιότητα του Έλληνα κατασκευάζεται ιστορικά —προφανώς όχι με «ελεύθερες αποφάσεις» του ατόμου— και αποκτάται οριστικά κατόπιν απόφασης του φερώνυμου κράτους. (Για το ζήτημα βλ. Σκοπετέα 1988, σελ. 21επ.).

Page 156: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 155

βαση από την αμυντική στάση (υπεράσπιση των «εθνικών κεκτημένων») στην εκδήλωση διεκδικήσεων «ολοκλήρωσης» και παρέμβασης στα εσω­τερικά άλλων χωρών72.

Αυτό το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του εθνικού φαινομένου αναλύθη­κε με την αναφορά στην «τάση ελευθερίας», η οποία αναπτύσσεται παράλ­ληλα με μια «τάση ολοκληρωτισμού» (Μηλιός 1993). Η «τάση ελευθερίας» εκφράζει τη διεκδίκηση πληθυσμών, οι οποίοι διαμορφώνουν μια εθνική

72. Έτσι ερμηνεύεται και η εξαιρετικά ταχεία μεταβολή του άξονα της ελληνικής στρα­τηγικής με την εμφάνιση από το 1991 των λιγότερο ή περισσότερο «καλυμμένων προτάσεων «να μπούμε στα Σκόπια» (ρητά Στ. Παπαθεμελής, εφ. Το Βήμα, 2.2.92, Χρ.-Λαζαρίδης,εφ. Η Αυγή, 26.1.92). Η παρούσα εμφάνιση του εθνικισμού με επιθετική μορφή μέσα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και σύγχυσης ταυτότητας, λόγώ των διαδικασιών ενοποίησης της ΕΚ, στο περιβάλλον γενικής αναζωπύρωσης του εθνικι­σμού, αποτελεί πολιτική αντίδραση, η οποία εκφράζεται ως εθνικιστική έγκληση των εκπροσώπων του κεφαλαίου, αλλά και των λαϊκών μαζών. Αποτελεί όμως ταυτόχρονα και μια ανάκληση των επιθετικών εθνικών αντανακλαστικών του παρελθόντος.

Η θέση περί ιστορικής κατασκευής όλων των εθνών μπορεί να αποτελέσει τη βάση για αντίκρουση του επιθετικού εθνικισμού που οξύνθηκε στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’90 ως απάντηση σε μια συγκυρία που χαρακτηρίζεται από τρία στοιχεία «κίνησης»: Πρώτον, την υπό συνθήκες καταστολής είσοδο εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών — κυρίως από την Αλβανία και άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες (αναλυτικά Πετρινιώτη et al. 1993), δεύτερον, τη διακήρυξη ανεξαρτησίας εκ μέρους της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, η οποία ζητεί (και επιτυγχάνει) τη διεθνή αναγνώριση, ακριβώς όπως και οι λοιπές πρώην γιουγκοσλαβικές Δημοκρατίες και, τρίτον —και μακροπολιτικά βασι­κότερο—, τη δυνατότητα αναδιαμόρφωσης των σφαιρών επιρροής και των συσχετισμών δύναμης στα Βαλκάνια, η οποία αντιμετωπίζεται ως «ευκαιρία» ενίσχυσης της ελληνι­κής θέσης και οδηγεί στις ανάλογες επιθετικές κινήσεις και «παρεμβάσεις» με επιστρά­τευση της ιδεολογίας του απειλούμενου έθνους που τόσοι πολλοί είναι έτοιμοι να υιο­θετήσουν —σε κείμενα και «γιγαντιαίες» διαδηλώσεις—, θεωρώντας ως «ψυχή» τους κάτι που δυστυχώς δεν είναι μόνο αδειανό πουκάμισο. Είναι πάνω απ ’ όλα η έκφραση ιμπεριαλιστικών τάσεων που κινητοποιούν το «εσωτερικό μέτωπο» εξασφαλίζοντας τη συναίνεση. Έτσι, η καθ’ εαυτήν χαμένη μάχη του «ονόματος των Σκοπιών» και της «προστασίας ελληνικών μειονοτήτων» στην Αλβανία και αλλού πέτυχε τον αληθινό στόχο της, την «εθνική συσπείρωση» με την αποκόμιση ωφελημάτων στη διεθνή σκηνή και κυρίως στην εσωτερική ταξική αντιπαράθεση (υποβάθμιση της πολιτικής σημασίας των οικονομικών συγκρούσεων). Εκτός από την ψυχή υπάρχει και η επέκταση της κεφαλαιακής συσσώρευσης που χρησιμοποιεί τον εθνικισμό: με τον —εν προκειμένω αποτραπέντα— κίνδυνο της πολεμικής ανάφλεξης όταν ενεργοποιηθούν τα εθνικά αντα­νακλαστικά που, από ένα σημείο και πέρα, ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο. Για τις διαστά­σεις και τα αίτια της εθνικιστικής όξυνσης βλ. Συντακτική Επιτροπή του περ. θέσεις, τ. 38, 1992, σελ. Ι3επ. και τ. 39, 1992, σελ. 18επ„ Γαβριηλίδη (1992), Αγγ. Ελεφάντή, εφ. Η Εποχή, 2.2.92 και 16.2.92. Για τις αντιφάσεις, τις αποσιωπήσεις και μεροληψίες της ελληνικής πλευράς και τους άξονες αναφοράς μιας διεθνιστικής πολιτικής βλ. Σ. Βωβού. εφ. Η Εποχή, 8.3.92, Παπαδημητρόπουλο (1992).

Page 157: Dialektikh Toy Polemoy

156 Δ. ΑΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

ταυτότητα, να απελευθερωθούν από έναν καταπιεστικό, «ξένο» κρατικό σχηματισμό, ανεξαρτήτως εάν αυτός εμφανίζεται ως ρητά πολυεθνικός (αυτοκρατορία, ομοσπονδία) ή ως προεχόντως εθνικός, δηλ. δεν αναγνω­ρίζει την ύπαρξη μειονοτήτων ή το χαρακτήρα τους ως «εθνών». Η τάση ελευθερίας αποδίδει το προοδευτικό στοιχείο της εθνικής ιδέας, δηλ. τη δυνατότητά της να κινητοποιεί τις μάζες στην κατεύθυνση εξέγερσης με την ελπίδα απελευθέρωσης μέσω αυτόνομης συγκρότησης νέου κράτους.

Η «τάση ολοκληρωτισμού» εκφράζεται στην τιθέμενη σε κίνηση από τους «εθνικούς»-κρατικούς φορείς διαδικασία ενοποίησης του θεωρούμε­νου ως «εθνικού εδάφους». Συνδέεται δε με ποικίλες μεθόδους ομογενο- ποίησης του πληθυσμού, οι οποίες περιλαμβάνουν την άμεση άσκηση βίας και την εξόντωση. Επισημάνθηκε έτσι ότι η «τάση ολοκληρωτισμού» δεν γνωρίζει σαφή ή διδόμενα από αντικειμενικές εθνικές ταυτότητες όρια, αλλά τείνει να περιλάβει απεριόριστο χώρο και μπορεί να ανακοπεί μόνο με τη διαμόρφωση μιας διαφορετικής εθνικής ταυτότητας, οι φορείς της οποίας θα επιχειρήσουν την ιδιοποίηση μέρους του διεκδικούμενου εδά­φους (Μηλιός 1993 —με αναφορά στην ιστορία των Βαλκανίων και τον ελληνικό προεπαναστατικό εθνικισμό που έτεινε να περιλάβει στις διεκ­δικήσεις του όλα τα εδάφη, στα οποία κατοικούσαν «χριστιανοί»71).

Αυτή η τάση ολοκληρωτισμού είναι ορατή σε όλα τα εθνικά κράτη και δείχνει την επιθετικότητα του εθνικού φαινομένου: Τις καταναγκαστικές μορφές που λαμβάνει στο «εσωτερικό» (ομογενοποίηση) και στο «εξωτε­ρικό» (επεκτατισμός) η πραγμάτωση της «εθνικής ιδέας», δηλ. η προσαρ­μογή των συλλογικών ταυτοτήτων στην ενιαία εθνική νόρμα. Είναι δε αναγκαίο να επισημανθεί, με προέκταση της ανάλυσης του Γ. Μηλιού, ότι τόσο η πολιτική ισχύς του εθνικού φαινομένου όσο και η σχετική «αδια­φάνεια» της βιαιότητας και της σύνδεσής του με ρατσιστικές αντιλήψεις οφείλεται στη στενότατη διαπλοκή και απόλυτη συγχρονία αυτών των δύο τάσεων. Πρόκειται για συνύπαρξη που πραγματοποιείται με ιδεολογική πρόταξη της τάσης ελευθερίας και με ουσιαστική κυριαρχία της τάσης ολοκληρωτισμού. Η εθνική ιδέα υπόσχεται, σε όσους την υιοθετούν, ελεύ­θερη και αυτόνομη συγκρότηση, «εθνικά υπερήφανη» ύπαρξη. Με την

73. Η (δια (επεκτατική) ρευστότητα στον καθορισμό των εθνικών συνόρων συναντάται και σε μεταγενέστερα κείμενα. Η προκήρυξη του Σπ. Καραϊσκάκη το 1854 ανάφερε: «Η ενότης του γένους έστω το σύνθημα ημών. Ελληνική Αυτοκρατορία ή θάνατος, έστω η φωνή των δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων, Σέρβων και Βουλγάρων κατά την Ευρώπην και των τεσσάρων εκατομμυρίων Ελλήνων κατά την Ασίαν» (σε Σκοπετέα 1988, σελ. 277/8). Για την «ελληνική υπερεθνικότητα», για την έκφρασή της με τη Μεγάλη Ιδέα και τα (ταξικά) της αίτια βλ.,στο ίδιο, σελ. 273επ., 3Ι4επ.

Page 158: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 157

προβολή της τάσης εθνικής ελευθερίας —η οποία απευθύνεται τόσο στους εντός του κράτους πληθυσμούς όσο και σε ενδεχόμενες μειονότητες που, αναπτύσσοντας ανάλογη εθνική συνείδηση, θα έχουν μελλοντικά τη δυ­νατότητα ένταξης στην «εθνική κοινότητα»—, το εθνικό φαινόμενο εκ­φράζει μια ισχυρότατη υπόσχεση (ιδανικό ελευθερίας), η οποία όμως πραγματώνεται μόνο με ολοκληρωτικούς τρόπους: Με την ομογενοποίη- ση, τη βία και ενδεχομένως την πολεμική σύγκρουση. Κατανοούμε έτσι ότι το «Ελευθερία ή θάνατος» που ενέχει κάθε εθνική ιδεολογία εμφανί­ζεται «θετικά» και κινητοποιεί τις μάζες με την τάση ελευθερίας, αλλά βασίζεται στην τάση ολοκληρωτισμού, στην πολύμορφη επιθετικότητα, στην απόπειρα «προσαρμογής» των κρατικών συνόρων στις εθνικές διεκ­δικήσεις.

Η αξεδιάλυτη συνύπαρξη αυτών των δύο τάσεων —που θεμελιώνεται στην ίδια τη δυναμική του εθνικού φαινομένου, είναι δηλ. εγγενές χαρα­κτηριστικό της «εθνικής αυτοδιάθεσης»— έχει βαρύνουσες συνέπειες. Δείχνει ότι ένας «ήπιος» εθνικισμός είναι εξ ορισμού αδύνατος, αλλά αυτό δεν αποκλείει τις συγκυριακές διακυμάνσεις στις βίαιες πλευρές του εθνι­κισμού, ανάλογα με την ένταση που λαμβάνει εκάστοτε το «αίτημα» ελευ­θερίας, δηλ. ανάλογα με την αντίσταση την οποία προβάλλουν άλλες εθνικές διεκδικήσεις και ταυτότητες. 'Οσο εντονότερη είναι η προβολή του αιτήματος ελευθερίας, τόσο ισχυρότερα τίθενται σε κίνηση οι βίαιες διαδικασίες «πραγμάτωσής» του, δηλ. εντείνεται η τάση ολοκληρωτισμού. Αυτό βέβαια συμβαίνει με τρόπο αδιαφανή, με το προκάλυμμα της απε­λευθερωτικής διεκδίκησης ενάντια σε αντίπαλους εθνικισμούς ή στην α­πειλητική για την «εθνική ταυτότητα» οργάνωση των μειονοτήτων. Ό σο περισσότερο αισθάνεται μια εθνική κοινότητα ότι απειλείται74, τόσο πε­ρισσότερο αναπτύσσει επιθετικά χαρακτηριστικά, τα οποία όμως ταυτό­χρονα καλύπτει με την επιδίωξη ελευθερίας. Κατά τούτο οι πολεμικές

74. Μια εθνική κοινότητα απειλείται ιδεολογικά πάντοτε στο σύνολό της: Η απειλή μέρους της ή μειονοτήτων προβάλλεται πάντοτε στον «εθνικό κορμό», εμφανίζεται ως αφετηρία μιας επίθεσης των Ξένων που ως «αληθή σκοπό» έχει την εξολόθρευση του «έθνους». Για τη θέση αυτή αρκεί θεωρητικά μεν η υπενθύμιση των δεσμών αλληλεγ­γύης και φαντασιακής ταύτισης της μοίρας όλων των ομοεθνών, ιστορικά δε η παρα­πομπή στον ιδεολογικοπολιτικό λόγο που αναπτύσσεται πάγια στην Ελλάδα για τη σύνδεση της τύχης του «ελληνισμού» με τη λύση του κυπριακού προβλήματος. Οι εθνικιστές δεν έχουν βεβαίως άδικο. Γνωρίζοντας εξ ιδίας πείρας ότι οι διεκδικήσεις τους είναι πρακτικά απεριόριστες, κατανοούν ότι και εκείνες των «αντιπάλων» εθνών βρίσκουν στην περίπλοκη ιστορία των καταχτήσεων αναρίθμητα επιχειρήματα για τη δική τους δυνητικά απεριόριστη επέκταση.

Page 159: Dialektikh Toy Polemoy

158 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

βιαιότητες βρίσκουν στην εθνικιστική ιδεολογία πλήρη δικαιολόγηση εν όψει του ιδανικού κατάκτησης ή διατήρησης της ελευθερίας.

Τα παραπάνω δείχνουν ότι είναι απόλυτα ασύστατος ο σχεδόν καθολικά επικρατών μύθος περί διαφοροποίησης των εθνικισμών σε επιθετικούς και αμυντικούς, σε ανεκτικούς και μη ή σε ρατσιστικούς και πλουραλιστι- κούς, διαφοροποίηση που προβάλλεται με χρήση όρων όπως εθνισμός, πατριωτισμός, εθνική υπερηφάνεια, με βάση τη διάκριση των εθνών σε «κρατικά» και «πολιτιστικά»” κ.ο.κ., και υιοθετείται από τους απολογητές του «καλού» εθνικισμού παλαιότερα —βλ. Π. Κανελλόπουλο σε Τζιόβα 1989, σελ. 60— αλλά και σήμερα76. Τέτοιες διαφοροποιήσεις δεν έχουν ως αντίκρισμα τη δυνατότητα διαφορετικής λειτουργίας του μηχανισμού ε­θνικής ένταξης (από θεωρητική άποψη ο εθνικισμός διαφοροποιείται μόνο συγκυριακά ως προς το βαθμό επιθετικότητας), αλλά επιχειρούν να δι­καιώσουν κατ’ αρχήν την εθνικιστική πολιτική («εάν είναι αμυντική, ανεκτική»), αποφεύγοντας τη συνολική αντιπαράθεση με τη λογική του εθνικισμού, δηλ. παραμένοντας στο εσωτερικό του εθνικού στρατοπέδου ως ήπια, «ειρηνιστική» πτέρυγα77.Εξίσου παραπλανητική φαίνεται, στην προοπτική αυτή, και η αρχή των εθνοτήτων, που συνίσταται στην επιδίωξη σύμπτωσης του κράτους με το

75. Για την κριτική της θεωρίας αυτής βλ. Winkler (1985-a, σελ. 7επ.).76. Οι ποιοτικές διακρίσεις του εθνικισμού είναι πάντα εθνικιστικές: Βασίζονται σε

προφάνειες και προκαταλήψεις για τους «Άλλους», οι οποίες δημιουργούνται στο πεδίο του «δικού μας» εθνικισμού. Γ ι’ αυτό άλλωστε και όσοι κάνουν τέτοιες διακρίσεις τοποθετούν πάντα το δικό τους εθνικό κράτος στην πλευρά των καλών, ανοιχτών κλπ. εθνικισμών (βλ. π.χ. τις —επιφυλακτικές αλλά σαφείς— διατυπώσεις του Ζιάκα 1993, σελ. 75επ.). Η μαρξίζουσα εκδοχή αυτής της διάκρισης συναντάται σε όσους ελπίζουν ότι υπάρχουν και καλά έθνη που θα συνεχίσουν μετά τον καπιταλισμό να διεκδικούν ειρηνικά την ιδιαιτερότητα-συνοχή τους, δηλ. επανεκδίδουν το μύθο της διαχρονικό- τητας των εθνών —μη παραλείποντας να νιώσουν «περηφάνια» για «το έθνος μας» και τους «πατριωτικούς πολέμους των προγόνων μας» και ντροπή για το σημερινό «έθνος ραγιάδων» (π.χ. Ψυρούκης 1992, σελ. Ι63επ., 172), στην ευθεία γραμμή του «εναλλακτι­κού εθνικισμού» που αναζητά τα «αληθινά» εθνικά συμφέροντα.

77. 'Οπως διαπιστώθηκε για τη δομική σχέση του εθνικού φαινομένου με την επιθετι­κότητα και την πολεμική σύγκρουση: «Ο “εθνικός μύθος" υπερβαίνει το χάσμα μεταξύ φαντασιακής “ασφάλειας” και πραγματικής “θανάτωσης”, επιτυγχάνοντας τη σύντηξη σωτηρίας και θανάτου στη μεταφορά της “αναγέννησης”. Επαγγέλλεται την “επάνοδο ενός αρχέγονου χρυσού αιώνα”, για τον οποίο δεν αξίζει μόνο να σκοτώσει κανείς αλλά ακόμη και να δώσει τη ζωή του. Δεν υπάρχει καμιά εθνικιστική ιδεολογία που να μη σημαδεύεται από αυτό το νεκροφιλικό στοιχείο» (Mueller 1992, σελ. 156). Αυτή η διαπίστωση δείχνει με λακωνική ευστοχία την τεράστια ιδεολογική ισχύ —αλλά και διαστροφή— του εθνικισμού, φωτίζοντας το μηχανισμό της εγγενούς σ ' αυτόν βίας.

Page 160: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 159

αντίστοιχο «έθνος» δια της ενοποίησης ή της απόσχισης εδαφών. Ο πα­ραπλανητικός χαρακτήρας του αιτήματος αυτού δεν συνάγεται μόνο από το γενικό δεδομένο της ιστορικής κατασκευής του έθνους, αλλά και —πιο συγκεκριμένα— από το ότι, εν όψει μιας βιοτικά-πολιτικά ευνοϊκής προο­πτικής σύνδεσης εδαφών, οι συνοριακοί πληθυσμοί μπορούν να οργανω­θούν σε πολιτικά δρώσα μειονότητα, μεταβάλλοντας ταχύτατα τα «εθνικά» όρια.

Εάν όμως το έθνος χαρακτηρίζεται πρωτογενώς και δευτερογενώς από ρευστότητα (και οριοθετείται σαφώς μόνο με τα κρατικά σύνορα και την εντός αυτών διαδικασία ενοποίησης), είναι φανερό ότι το αίτημα για ταύ­τιση έθνους και κράτους συνδέει δύο ασύγκριτα μεγέθη και, σε τελική ανάλυση, εξυπηρετεί τον κρατικό επεκτατισμό ή τη βούληση απόσχισης υπό το πρόσχημα της εθνικής ολοκλήρωσης. Με πιο απλή διατύπωση, εάν σε δεδομένη στιγμή κατασκευαζόταν ο χάρτης της γης σύμφωνα με τις ρητές ή λανθάνουσες φιλοδοξίες όλων των κρατών και τα «επιστημονικά στοιχεία» τους περί μειονοτήτων που κατοικούν σε εδάφη άλλων κρατών, θα υπήρχαν πολλαπλές επικαλύψεις της επιφάνειας του πλανήτη από «ε­θνικά ολοκληρωμένα» κράτη. Αυτό δείχνει, πρώτον, ότι η αξίωση ταύτι­σης όλων των κρατών με το γεωγραφικά και πληθυσμιακά διαρκώς επε- κτάσιμο έθνος «τους» είναι λογικά-ιστορικά αδύνατη και, δεύτερον, ότι η μόνη δυνατότητα για μερική πραγμάτωση της αρχής του ολοκληρωμένα εθνικού κράτους είναι η πολεμική σύγκρουση7*, στην οποία όλες οι πλευ­ρές θα θεωρούν ότι έχουν ταυτόχρονα (εθνικό) δίκαιο!

Στο σημείο αυτό μπορεί να προσδιορισθεί η σχέση του έθνους με τον πόλεμο (γιίι το ζήτημα βλ. και Krippendorff 1985, σελ. 300επ.). Ο πόλεμος (ή η απειλή της σύγκρουσης) αποτέλεσε, εν πρώτοις, την πράξη που βρί­σκεται στη γέννηση των εθνικών κρατών, με τη μορφή πολέμου ανεξαρ­τησίας ή γενικευμένου πολέμου που επιφέρει ανεξαρτητοποιήσεις (περι­φερειακοί ή παγκόσμιοι πόλεμοι). Παράλληλα, κάθε κίνηση επεκτατι­σμού προϋποθέτει τη δυνητική ή πραγματική πολεμική σύγκρουση κρα­τών με επίδικο αντικείμενο την ολοκλήρωση ενός έθνους. Εάν όμως το έθνος αποτελεί ταυτόχρονα τον ορίζοντα του πολέμου και την αφορμή του, η ουσιαστική σύνδεση βρίσκεται στην ειδική αποτελεσματικότη τα

78. Βλ. και Hobsbawm (1991, σελ. Ι57επ.), ο οποίος αναφέρεται στην επανειλημμένα πραγματοποιηθείσα «δολοφονική reductio ad absurdum του εθνικισμού στην εδαφική εκδοχή του (...) Το πρόγραμμα ενός ομογενούς εδαφικού έθνους μπορεί να πραγματο­ποιηθεί μόνο από βαρβάρους ή πάντως με βαρβαρικά μέσα» (σελ. 158).

Page 161: Dialektikh Toy Polemoy

160 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

των εθνών για τη δημιουργία αντίπαλων στρατοπέδων που έχουν την α­παραίτητη συνοχή για τη διεξαγωγή πολέμου.

Μόνο με αναψορά στην παραχθείσα εθνική ενότητα είναι δυνατόν να επιτευχθεί η συγκόλληση κοινωνιών ανταγωνισμού απέναντι σε έναν ε­χθρό, του οποίου η απειλή δίνει απόλυτη προτεραιότητα στο «Υπέρ πά­ντων η Πατρίς», καλύπτοντας με την ενοποιητική δύναμη των εθνικών δεσμών τις κοινωνικές διαφορές. Η εθνική ιδεολογία είναι διάχυτη και επιτρέπει τη συγκόλληση των κοινωνικά αντιπαρατιθέμενων τάξεων σε δύο κατευθύνσεις: Αφ ’ ενός, εκφράζει μια φανταστική ενιαία ταυτότητα των ομοεθνών και, αφ ’ ετέρου, την υπόσχεση εθνικής επέκτασης και ο­λοκλήρωσης που οδηγεί δυνητικά σε διεθνή ενίσχυση του κράτους και άρα σε βελτίωση των όρων ζωής των πολιτών του. Παρέχεται έτσι μια υπόσχεση καλύτερου μέλλοντος που αποτελεί το πρακτικό κίνητρο απο­δοχής του εθνικού ιδεολογικού σχήματος ως λύσης.

Επ’ αυτού γράφεται συχνά —και θεωρείται ως υλιστική προσέγγιση— ότι οι πόλεμοι έχουν κατ ’ ουσίαν οικονομικά αίτια, αλλά επειδή η υπό­σχεση κατάκτησης εδαφών δεν αρκεί να κινητοποιήσει τις μάζες, προβάλ­λεται το σύνθημα «για το θεό και την Πατρίδα» που έχει ισχυρό συναι­σθηματικό δυναμικό79. Παρά την κριτική λειτουργία της απέναντι στον εθνικιστικό ρομαντισμό, μια τέτοια θεώρηση είναι απλουστευτική. Το έθνος δεν λειτουργεί ως μύθος που προβάλλεται στην κατάλληλη στιγμή από τους κυρίαρχους για να συγκαλύψει τα αληθινά αίτια πολέμου. Η σύνδεση του έθνους με τον πόλεμο δεν αποτελεί ιδεολογικό επιφαινόμενο ή προπαγανδιστικό εφεύρημα, αλλά είναι οργανική. Η εθνική ενότητα έχει ήδη δημιουργηθεί από κρατικούς μηχανισμούς και εκφράζει μια ενό­τητα συμφερόντων και μέσων δράσης (εθνικός στρατός). Έτσι ο πόλεμος διεξάγεται σήμερα σε «εθνική» βάση και η «συστράτευση» των μαζών είναι αποτέλεσμα στρατιωτικού καταναγκασμού και ταυτόχρονα συνέπεια άμεσων συμφερόντων των μαχομένων για τη διατήρηση μιας εθνικής πλεονεκτικής θέσης (με την εκμεταλλευτική μορφή κατανομής «οφέλους και ζημιών» που χαρακτηρίζει κάθε ταξική κοινωνία). Το εθνικό κράτος «πείθει» λοιπόν ότι υπάρχουν κοινά συμφέροντα και τα εκφράζει αποτε­λεσματικά στη διεθνή αντιπαράθεση. Έτσι, η εθνική κοινότητα είναι «ώριμη» να εκφράσει εν πολέμω την ενότητα που βιώνει σε καιρό ειρήνης ως συστατικό στοιχείο των κοινωνικών και οικονομικών διαδικασιών. Από αυτά προκύπτει ότι ο εθνικός πόλεμος δεν συνιστά ένα κυνικό σύν­

79. Βλ. πρόσφατα τη διατύπωση αυτής της θέσης από τον τούρκο συγγραφέα Aziz Nesin, die tagcszeitung, 14.7.93.

Page 162: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 161

θημα που εξαπατά τις μάζες, αλλά τη συνέπεια μιας ήδη σταθεροποιημέ­νης δομής εθνικής οργάνωσης των οικονομικών συμφερόντων και των μηχανισμών ένοπλης βίας“

Συστηματοποιώντας τα παραπάνω, η θέση ότι ο πόλεμος αποτελεί θε­μελιώδη παράγοντα δημιουργίας των εθνών βασίζεται στις ακόλουθες ι­στορικές κινήσεις και διαδικασίες:

(α) To factum της πολεμικής σύγκρουσης αποτελεί το βίαιο εργαλείο κατάκτησης εδαφών και εκκαθάρισης-ομογενοποίησής τους, με μεθόδους που κυμαίνονται από τη γενοκτονία, την εκδίωξη και την ανταλλαγή πλη­θυσμών ως την «ήπια» πολιτιστική-γλωσσική αφομοίωση στο πλαίσιο ένοπλης παρουσίας και απειλής προς όσους παραμένουν Ξένοι, άρα ύπο­πτοι αυτονομιστικών ή φιλικών προς τον ηττημένο εχθρό κινήσεων.

(β) Η απειλή πολεμικής σύγκρουσης (και, πρωταρχικά, η ένοπλη ορ­γάνωση και δυνατότητα στρατιωτικής αντιπαράθεσης) αποτελεί όρο για την προβολή διεκδικήσεων αυτόνομης κρατικής οργάνωσης. Χωρίς ένα μίνιμουμ στρατιωτικής οργάνωσης —και το ιδεολογικό κλίμα ενίσχυσης των εθνικών δεσμών που δημιουργεί η μιλιταριστική προοπτική— δεν είναι δυνατή η εθνοποιητική ενοποίηση πληθυσμών.

(γ) Σε καιρό «ειρήνης» διατηρείται η στρατιωτική παρουσία ως εγγύηση άμυνας απέναντι σε φανταστικούς ή πραγματικούς «επίβουλείς». Η αμυ­ντική λειτουργία βασίζεται σε συμβολικές ενέργειες με ποικίλα μέσα. Πρόκειται για πρακτικές που προβάλλουν τη στρατιωτική ισχύ, κυμαινό­μενες από τους πανηγυρικούς λόγους περί ετοιμότητας των ενόπλων δυ­νάμεων και την προβολή πατριωτικών-μιλιταριστικών ιδεωδών ως τις στρατιωτικές ασκήσεις σε ευαίσθητες περιοχές, την επίδειξη δύναμης με συνοριακά επεισόδια και γενικά την έντονη στρατιωτική παρουσία, ως εν ειρήνη μηχανισμού συντήρησης της πολεμικής προοπτικής. Οι πρακτικές αυτές διαφοροποιούνται ανάλογα με τη συγκυρία και τη διαμόρφωση των σχέσεων με τα όμορα κράτη, αλλά δεν εξαλείφονται ούτε σε περιπτώσεις πλήρους «φιλίας». Αυτό δείχνει το παράδειγμα της Δυτικής Ευρώπης που συντηρεί τους κρατικούς στρατιωτικούς μηχανισμούς, παρά το διακηρυσ­σόμενο καθεστώς «αιώνιας ειρήνης» και τις απόπειρες οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης. Κύριο σκοπό της μιλιταριστικής οργάνωσης και

80. Γι ’ αυτό και ο «διαφωτισμός» των μαζών δεν είναι επαρκής για την αποτροπή του πολέμου στην κρίσιμη στιγμή. Για να επιτευχθεί αυτό απαιτείται η αμφισβήτηση της λειτουργίας του έθνους και των καθημερινών αποτελεσμάτων της σε καιρό ειρήνης, με αναφορά στο θεμελιώδη ταξικό χωρισμό που το έθνος εκφράζει και ταυτόχρονα συγκα-

Page 163: Dialektikh Toy Polemoy

162 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

πρακτικής αποτελεί η διατήρηση της εθνικής ενότητας με ταυτόχρονη προβολή της εικόνας των «αλλοεθνών» και με στόχο την ενίσχυση των αντανακλαστικών εσωτερικής ενότητας. Κατά τούτο ο μιλιταρισμός και η πολεμική απειλή συνδέονται άμεσα με τον εθνικισμό, αποτελώντας την πιο βίαιη μορφή του".

Από τις προηγούμενες παρατηρήσεις προκύπτει ότι η πολεμική απειλή διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό το εθνικό φαινόμενο, την έκταση και την ισχύ κάθε εθνικού κράτους. Συνεπώς, ο κρατικός μηχανισμός του στρατού αποτελεί την έδρα —και πάντως την απαραίτητη εγγύηση— της εθνικής συγκρότησης και ενότητας. Για το λόγο αυτόν, η διαδικασία δημιουργίας του έθνους συνιστά κατά βάση μια λειτουργία του κατασταλτικού μηχα­νισμού του κράτους, ο οποίος συμβάλλει στην εθνικοποίηση πληθυσμών και εδαφών, διατηρώντας εν συνεχεία την ενότητα, τη συνοχή και απο­τελεσματική λειτουργία του έθνους μέσω ποικιλόμορφων πρακτικών που, σε τελική ανάλυση, είναι δυνατόν να αναχθούν στην απειλή βίας κατά των «αντεθνικών» στοιχείων (εσωτερικός εχθρός)82 και των «αλλοεθνών».

Η αναφορά στην εθνοποιητική κρατική λειτουργία με βάση το πρότυπο της πολεμικής σύγκρουσης δεν είναι βεβαίως ολοκληρωμένη και, ως εν μέρει μηχανιστική, βρίσκεται σε αδυναμία να ερμηνεύσει την ειδική λει­τουργία του εθνικού φαινομένου. Είναι συνεπώς αναγκαίο, πρώτον, να συνυπολογισθεί η ιδεολογική —μη βίαιη— διάσταση της εθνικής συ­γκρότησης και, δεύτερον, να διατυπωθούν ορισμένες παρατηρήσεις για τη

81. Αυτή η σύνδεση δείχνει και την ειδική ισχύ του μιλιταρισμού στο εθνικό κράτος που εισήγαγε την υποχρέωση καθολικής στράτευσης, η οποία προσλαμβάνεται ως καθήκον και ταυτόχρονα δικαίωμα (Βασιλόγιαννης 1990, σελ. 29). Η ειδική αποτελεσματικότητα του μιλιταρισμού στην «εθνική» εκδοχή του λαϊκού στρατού βασίζεται στο ότι ο μιλι­ταρισμός δεν ανταποκρίνεται μόνο σε επαγγελματικά συμφέροντα των φορέων του ή σε ψυχικές «ανάγκες» βίας —όπως συμβαίνει με τους μισθοφορικούς στρατούς—, αλλά γίνεται ιδεολογικά αποδεκτός ως υπέρτερο, εθνικό καθήκον. Αυτή η διαμόρφωση του «εθνικού μιλιταρισμού» εξηγεί και την αποδοκιμασία για τους αντιρρησίες συνείδησης που επικρίνονται ως επιλήσμονες των εθνικών καθηκόντων. Φαίνεται εδώ, εξ αντιδια­στολής, η σημασία που έχει ένα κίνημα πολιτικής αντίρρησης στράτευσης ως συνιστώ­σα του κοινωνικού ειρηνισμού.

82. Οι «εθνικοί» νιώθουν ως γνωστόν υπερηφάνεια για την ένταξή τους και ριγούν μπρο­στά σε «εθνικά σύμβολα» (γεγονός λογικά παράδοξο αφού όλοι ταυτοχρόνως είναι περήφανοι «ειδικά» για τη δική τους —τυχαία— εθνική ένταξη, δείχνοντας ότι η εθνική υπερηφάνεια είναι εξόχως ανορθολογική). 'Οσοι όμως διανοηθούν να μην είναι «περή­φανοι» αντιμετωπίζουν διαβαθμισμένο αποκλεισμό που εγκλείει και την ποινική κατα­στολή. 'Οσοι δεν «είναι περήφανοι», υποχρεούνται να γίνουν ή πάντως να σιωπήσουν, διότι ο κατασταλτικός μηχανισμός εγγυάται πολλαπλά την «εθνική ενότητα».

Page 164: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 163

σχετική αυτονομία που εκδηλώνει το φαινόμενο του συγκροτημένου έ­θνους όσον αφορά τις διαδικασίες πολεμικής απειλής και σύγκρουσης.

Είδαμε προηγουμένως όχι το έθνος παρήχθη διότι ανταποκρίθηκε ιστο­ρικά στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Με άλλη διατύπωση, το έθνος δεν ανταποκρίνεται αποκλειστικά και εξ ορισμού στο συμφέρον,> της αστικής τάξης, η οποία θα μπορούσε να συγκροτηθεί και ως διεθνής: Στα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης το έθνος ανταποκρίνεται δευτερο­γενώς ως το ήδη κατάλληλο πλαίσιο αναπαραγωγής των εθνικών αστικών τάξεων και ως το μέσο επίτευξης της ιδεολογικής συνοχής ενός κοινωνι­κού σχηματισμού με περιορισμό της δυναμικής των αντιφάσεών του, δηλ. με ιδεολογική μείωση των ταξικών τριβών και αντιστάσεων.

Στην περίπτωση απειλής πολέμου, το έθνος δημιουργεί μια αυθόρμητη τάση ενίσχυσης της εθνικής ενότητας. Το φαινόμενο αυτό είναι βέβαια δεκτικό εκμετάλλευσης από την κρατική προπαγάνδα με τη δημιουργία της εκάστοτε πολιτικά χρήσιμης εικόνας εχθρού και την «αντανακλαστι­κή» στροφή της εθνικής κοινότητας εναντίον του. Εμφανίζει ωστόσο υ­ψηλό βαθμό αυτονομίας από τα άμεσα αστικά συμφέροντα, διότι η πραγ­ματικότητα της διαίρεσης του κόσμου σε έθνη και της ύπαρξης μειονο­τήτων σε γειτονικά κράτη δημιουργεί καταστάσεις σύγκρουσης που δεν είναι πάντοτε δυνατόν να ελεγχθούν με κριτήριο την ομαλότητα της κε­φαλαιακής συσσώρευσης. Με άλλη διατύπωση, τα έθνη καθορίζουν, με βάση τη δική τους λογική έλξης-απώθησης, ένα πλαίσιο διεθνοπολιτικών ανταγωνισμών που δεν μπορεί να αναχθεί στην οικονομική διάσταση του ιμπεριαλισμού.

83. Η έννοια του «συμφέροντος» απαιτεί διευκρινίσεις που υπερβαίνουν το πλαίσιο της παρούσας μελέτης. Τα προβλήματα προκύπτουν από την υποκειμενιστική χροιά που συχνά δίνεται στην έννοια (ως συμφέρον θεωρείται η απόφαση, ή θέληση —ή και η αυθαιρεσία— της κυρίαρχης τάξης, η οποία κατευθύνει και χρησιμοποιεί, σύμφωνα με τις επιθυμίες της, αντικειμενικές διαδικασίες, όπως η εθνική συγκρότηση). Ωστόσο, το συμφέρον πρέπει να εννοηθεί ως κοινωνικά καθοριζόμενη πρακτική που είναι ανεξάρ­τητη από τη βούληση των φορέων της ως υποκειμένων: Προκύπτει από την ταξική θέση. των φορέων σχέσεων παραγωγής ή, όπως αναφέρει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, από τους «υλικούς όρους ύπαρξης» (Marx/Engels 1983, σελ. 477). Αυτό σημαίνει, πρώτον, ότι το συμφέρον δεν καθορίζεται με απόφαση, αλλά επιβάλλεται αντικειμενικά από κοινωνικές διαδικασίες που προϋπάρχουν των βουλήσεων (και τις διαμορφώνουν) και, δεύτερον, ότι η κατεύθυνση των συμφερόντων, ο τρόπος έκφρασής τους και η επίλυση των συγκρούσεων τους με αντίθετα ή υπερκείμενα συμφέροντα, δεν μπορεί να ερμηνευ- θεί με βάση τη βούληση των καπιταλιστών και, κατά μείζονα λόγο, των «μερίδων» τους. Μόνο σε αυτή την υλιστική κατεύθυνση μπορεί να γίνει αντιληπτή η σκολιά οδός ανταπόκρισης του έθνους στα αστικά συμφέροντα και η σχετική αυτονομία των εθνικών κινήσεων.

Page 165: Dialektikh Toy Polemoy

164 Δ. ΑΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Η δυναμική της «μορφής έθνος» αποτελεί μεν παράγωγη πραγματικό­τητα (πλασματική εθνότητα), η ισχύς της υπερβαίνει όμως τις στρατηγικές τής κυρίαρχης τάξης, διότι επιβάλλει την αναγνώριση των εθνικών προ­βλημάτων στη μορφή που μια περίπλοκη ιστορία καθόρισε. Το έθνος δεν αποτελεί εύχρηστη ιδεολογία αλλά σύνολο πρακτικών, οι οποίες, από τη στιγμή που θα εσωτερικευθούν, εγκαλούν μια ομάδα υποκειμένων ως μέλη του έθνους, μέσα από τις καθημερινές πρακτικές της γλώσσας και του κοινού πολιτισμού. Η εσωτερίκευση της εθνικής «συνείδησης» δεν επιτρέ­πει τον οποιοδήποτε χειρισμό προπαγάνδας ούτε την «εξάλειψη» των προ­βλημάτων και την αλλαγή των μετώπων με κριτήριο τα άμεσα αστικά συμφέροντα σε κάθε συγκυρία. 'Οπως εύστοχα σημείωσε ο Ν. Πουλα- ντζάς, ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του για την εθνική δυναμική, «το σύγχρονο έθνος δεν είναι κάτι που η αστική τάξη μπορεί, κατ ’ αρέσκειαν, να προσοικειώνεται ή να το αφήνει να εγκαταλείπεται από το κράτος της. Ορισμένο έθνος είναι ενταγμένο σε ορισμένο κράτος και το εθνικό κράτος είναι εκείνο που οργανώνει την αστική τάξη σε κυρίαρχη τάξη»84.

Τα παραπάνω δείχνουν τη στενή σχέση έθνους-πολέμου, η οποία όμως δεν ανάγεται μηχανιστικά σε ταξικές στρατηγικές και συμφέροντα. Αυτό συμβαίνει, πρώτον, διότι καμιά ταξική ενότητα (έστω και προλεταριακή) δεν μπορεί να διεξάγει πόλεμο, αν δεν εκμαιεύσει τη συναίνεση του (τα­ξικά χωρισμένου) έθνους «της» (το πολεμικό μέτωπο είναι εθνικό) και, δεύτερον, διότι η λογική των εθνών διαμορφώνει τα μέτωπα πολέμου πέρα από άμεσα ταξικά συμφέροντα. Αυτό το στοιχείο —που αναλύσαμε ως πολιτική διάσταση του ιμπεριαλισμού, μη αναγόμενη στην οικονομική λογική (Κεφ. 5.5)—, δείχνει ότι η μορφή εμφάνισης του πολέμου και το μέτωπο διεξαγωγής του είναι πάντα εθνικό.

Ο μαρξισμός δεν περιορίζεται όμως στην αναγνώριση της σχετικής αυτονομίας του εθνικού φαινομένου από τον κρατικό σχηματισμό και τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, αυτονομία που γίνεται καθαρότερη σε

84. Πουλαντζάς (1984, σελ. 169 —τροποποιημένη μτφ. μιας δυσχερώς αποδιδόμενης φράσης). Η πραγματοποιούμενη από τον Πουλαντζά «δομική» ανάλυση του έθνους και των αποτελεσμάτων του (ιστορική-δομική εγγραφή του έθνους στις καπιταλιστικές σχέ­σεις παραγωγής ανεξάρτητα από άμεσα συμφέροντα και από επιφαινόμενα διεθνοποίη­σης, δηλαδή ιστορικά δημιουργημένη εμμένεια του έθνους στον καπιταλισμό) αποτελεί μια ένδειξη των εσωτερικών αντιθέσεων στο τελευταίο έργο του, όπου οι αντιλήψεις περί σταδιακού «δημοκρατικού μετασχηματισμού» —που παραπέμπονται με αγαλλίαση ακόμη και σε συντηρητικά νομικά εγχειρίδια (Maihofer 1984, σελ. 1.416)— συγκρούο­νται με τη λογική επαναστατικών αναλύσεων, όπως η προκείμενη για το εθνικό φαι­νόμενο. Γι ’ αυτό και όσοι επικαλούνται τις πρώτες αγνοούν τις δεύτερες.

Page 166: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 165

στιγμές κρίσης όπως ο πόλεμος. Αναλύει περαιτέρω τον ιμπεριαλισμό και την ταξική υφή της δημιουργίας των εθνών, διακρίνοντας πίσω από την εθνική μορφή εμφάνισης του πολέμου τον ταξικό επικαθορισμό του, δηλ. τον ανταγωνισμό για τη διατήρηση ή καταστροφή ενός συστήματος πα­ραγωγής που διαπλέκεται με το ιστορικό φαινόμενο του έθνους.

Για να το εκφράσουμε σχηματικά, ο πόλεμος μπορεί να κατευθυνθεί από τη συντονισμένη δράση του κρατικού μηχανισμού με κριτήριο τα στρα­τηγικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, αλλά δεν μπορεί ούτε να παρα- κάμψει την ανάγκη εθνικής συναίνεσης —μόνο το έθνος είναι φορέας πολέμου— ούτε τα αντικειμενικά —και ενδεχομένως αντιστρατευόμενα στα αστικά συμφέροντα— δεδομένα του εθνικού χωρισμού, της ανεξαρ­τητοποίησης εθνοτήτων και των μειονοτικών συγκρούσεων που διαμορ­φώνουν τις αιτίες και τα μέτωπα του πολέμου. Ο κύκλος της διαλεκτικής τάξη-έθνος-πόλεμος ολοκληρώνεται με την αναφορά στην τοξικότητα του έθνους, τη συγχρονία τΟυ με τον καπιταλισμό, που δείχνει ότι ο πόλεμος επικαθορίζεται από την ταξική δημιουργία και λειτουργία του εθνικού φαινομένου. Η διαλεκτική αυτή δεν αρνείται την πρωταρχικότητα του ταξικού στοιχείου. Επισημαίνει όμως τους κινδύνους κάθε αναγωγισμού του πολέμου σε αστικά σχέδια, σε στενούς οικονομικούς στόχους, στη «βούληση» ορισμένης μικρής ή μεγάλης δύναμης.

Οι προηγούμενες παρατηρήσεις καθίστανται ίσως σαφέστερες με την αναφορά σε μια συγκεκριμένη περίπτωση αναγωγισμού που εκφράσθηκε πρόσφατα σε παγκόσμια κλίμακα. 'Οπως είναι γνωστό, το ειρηνιστικό μέτωπο αντιπαρατέθηκε στον πόλεμο του Περσικού Κόλπου με το σύνθη­μα «no blood for oil — όχι αίμα για το πετρέλαιο» και, γενικότερα, με την εκτίμηση ότι επίδικο αντικείμενο του πολέμου αυτού ήταν η εξασφάλιση φθηνού πετρελαίου. Το σύνθημα «όχι αίμα για το πετρέλαιο», ως έκφραση της κυρίαρχης προσέγγισης για τα αίτια του πολέμου, απέδιδε μία μόνο από τις διαστάσεις της σύγκρουσης στον Περσικό Κόλπο, αγνοώντας — στον οικονομισμό του— τους πολύμορφους διεθνείς και εθνικούς συσχε­τισμούς και τη γενικότερη κρίση που δεν απέβλεπε απλώς σε φθηνό πε­τρέλαιο, αλλά επέβαλε ανακατατάξεις, στα πλαίσια των ιστορικών δομών χωρισμού σε έθνη (προσπάθεια μεταβολής των συνόρων και της ανακα­τανομής των σφαιρών επιρροής). Ο αγώνας για το πετρέλαιο αποτέλεσε μέσο για τη στερέωση της δυτικής ηγεμονίας, εντασσόμενος σε ένα σύ­στημα πολυμερούς αιτιότητας85 που οδήγησε στην πολεμική σύγκρουση του 1991.

85. Βλ. Κυπριανίδη (1991, σελ. 44επ.) και Haghigat (1992). Την οικονομική και την

Page 167: Dialektikh Toy Polemoy

166 Α. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Σε σχέση με την παρούσα προβληματική είναι αναγκαία μια ακόμη παρατήρηση. Το φαινόμενο του «εμφυλίου πολέμου» (όπως —με μια εύ­γλωττη για το βιολογισμό του εθνικισμού ακυριολεξία— αποκαλούνται οι ενδοεθνικοί ή ενδοκρατικοί πόλεμοι) φαίνεται να μην εντάσσεται στο προηγούμενο σχήμα και μάλιστα να αμφισβητεί τη βασική θέση μας για την προνομιακή και αμφίδρομη σύνδεση του έθνους με τον πόλεμο. Επ ’ αυτού πρέπει να επίσημανθούν τα ακόλουθα:

(α) Το φαινόμενο του εμφυλίου πολέμου αποτελεί στην ιστορία των αστικών κρατών μια μορφή ένοπλης σύγκρουσης που έχει περιορισμένη ποσοτική σημασία, δείχνοντας ότι ο «εθνικός πόλεμος» αποτελεί την κύ­ρια μορφή συγκρότησης των μετώπων και το έθνος τον αποτελεσματικό­τερο —στην αποτρόπαια πραγματικότητά του— φορέα πολέμου.

(β) Μια σειρά «εμφυλίων» διεξάγονται από μέτωπα που διαμορφώνονται με βάση κάποια εθνικού τύπου διαφορά και είναι «εμφύλιου» μόνο για την επιχειρηματολογία ορισμένου κράτους. Βασιζόμενη στο νομικό πλάσμα της εθνικής ενότητας και αρνούμενη την ύπαρξη μειονοτήτων ή την εθνι­κή ανομοιογένεια του πληθυσμού ενός κράτους, η επίσημη προπαγάνδα εμφανίζει συχνά μια βίαιη πολιτική σύγκρουση ως ποινικώς τιμωρούμενη εξέγερση με «εμφύλιο» χαρακτήρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατηγορίας είναι οι πόλεμοι ανεξαρτησίας των αποικιών, όπου ο «ε­θνικός» («φυλετικός») πόλεμος εμφανιζόταν από την αποικιοκρατική δύ­ναμη ως εμφύλια σύγκρουση. Ωστόσο και σε σειρά άλλων εμφυλίων πο­λέμων προκύπτει ότι η διεξαγωγή τους στηρίζεται σε μια εθνικού τύπου διαφορά που ενισχύεται στη διάρκεια του πολέμου και παγιώνει εθνικά μέτωπα. Αυτό συμβαίνει στις μακρόχρονες συγκρούσεις στην Ιρλανδία, στις περισσότερες «εμφύλιες» συγκρούσεις στον Τρίτο Κόσμο αλλά και στην πρώην Γιουγκοσλαβία —όπου και η διαμόρφωση του «έθνους» των «Μουσουλμάνων». Συνεπώς, σε μια σειρά εμφυλίων πολέμων το εθνικό στοιχείο, ως ανάδειξη προϋπαρχουσών διαφορών ή/και κρυστάλλωσή τους μέσα στη σύγκρουση, αποτελεί το αναγκαίο στοιχείο συνοχής των

πολιτική ερμηνεία για τα αίτια του πολέμου στον Κόλπο παρουσίασε κριτικά ο O’Connor (1991, σελ. 368επ.), τονίζοντας ότι «οι πολυάριθμες και δομικά συναρθρωμένες αιτίες πολέμου» οξύνουν τις δυσχέρειες της ειρηνιστικής πολιτικής, η οποία οφείλει να αντιπαρατεθεί ταυτόχρονα σε πολλά μέτωπα (σελ. 381επ.). Η πολλαπλότητα των αιτίων πολέμου δείχνει την ανάγκη σύνδεσης του ειρηνισμού με το πολιτικό κίνημα αντιπα­ράθεσης στην τάξη πραγμάτων που γεννά τον πόλεμο. Δείχνει δε την αφέλεια της ηθικολογούσας καταγγελίας εναντίον όσων χύνουν αίμα για πετρέλαιο, υπονοώντας ότι εάν τα αγαθά ήταν «συγκρίσιμα» και ευγενέστερα από το «βρώμικο» πετρέλαιο, ο ιμπε­ριαλιστικός πόλεμος θα θεωρείτο ίσως δικαιολογημένος.

Page 168: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 167

μετώπων, εκφράζοντας την αναγκαιότητα σύνδεσης του έθνους με τον πόλεμο.

(γ) Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τους αμιγώς εμφυλίους πολέ­μους, στους οποίους η ένταξη σε ορισμένο μέτωπο δεν γίνεται «αυτόματα» με βάση την εθνική καταγωγή ή την προσφάτως διαμορφωθείσα εθνική συνείδηση, αλλά με πολιτική επιλογή. Αυτοί οι πόλεμοι συνδέονται πά­ντοτε με επαναστατικές διαδικασίες: Είτε με αστικές επαναστάσεις (εμφύ­λιες συρράξεις στη Γαλλία μετά το 1789) είτε, στον 20ό αιώνα, με μαρ­ξιστικής έμπνευσης επαναστάσεις. Με την επιφύλαξη ότι οι παλαιότερες εμφύλιες συγκρούσεις διεξήχθησαν παράλληλα με τη διαδικασία αποκρυ­στάλλωσης της εθνικής ταυτότητας και γι * αυτό ο εμφύλιος χαρακτήρας δεν ήταν άμεσα εμφανής στις αντίπαλες παρατάξεις, οι εν λόγω εμφύλιοι δείχνουν ότι η ταξική αντιπαράθεση συμφερόντων —που βρίσκεται πίσω από το εθνικό ιδεολογικό προκάλυμμα— μπορεί να προβληθεί και άμεσα στη διαδικασία συγκρότησης των πολεμικών μετώπων. Ωστόσο, στις πε­ριπτώσεις αυτές, πρώτον, η σύγκρουση δεν είναι μακράς διάρκειας και βρίσκει μικρή νομιμοποίηση σε αμφότερα τα μέτωπα, δεύτερον, έχει ως επίδικο αντικείμενο την επανένωση του εθνικού εδάφους —ακόμη και αν προσωρινά δημιουργηθεί κατάσταση χωρισμού— και, τρίτον και σημα­ντικότερο, οι δύο πλευρές επικαλούνται —στον κοινό τους στόχο εξειρή- νευσης του «εθνικού εδάφους»— την εθνική ενότητα: Το κάθε μέτωπο νομιμοποιείται εσωτερικά ως εκφράζον γνήσια τα εθνικά συμφέροντα, δηλ. εμφανίζει την εμφύλια σύγκρουση ως μια «δυστυχώς αναπότρεπτη» κατάσταση εθνικού διχασμού που πρέπει να τερματισθεί μόλις οι «εθνο­προδότες» (για την κάθε πλευρά οι αντίπαλοι) αφοπλισθούν. Κατά τούτο ο «αυθεντικός» εμφύλιος πόλεμος παίρνει ιδεολογικά —αλλά και πρακτικά στη μεταχείριση των αντιπάλων— τη μορφή αστυνομικής επιχείρησης για αποκατάσταση της δημόσιας τάξης, με καταστολή των αποκλινόντων από την «εθνική γραμμή» που θεωρούνται ως εκφραστές «ξένων συμφερό­ντων» και άρα ως ουσιαστικά μη ομοεθνείς (σλαβοκομμουνιστές εναντίον ξενόδουλης μπουρζουαζίας). Έτσι, ο χαρακτηρισμός του ελληνικού εμ­φυλίου ως συμμοριτοπολέμου δεν αποτελεί μια αστήρικτη κίνηση προπα­γάνδας των «εθνικοφρόνων». Πέραν του ότι η ίδια θέση ανιχνεύεται και στην εαμική ιδεολογία (Τυροβούζης 1988, σελ. 198επ.), ανταποκρίνεται στην εσωτερική λογική κάθε εμφύλιας σύγκρουσης, η οποία προσλαμβά­νεται ως «λυπηρή» εξαίρεση από τον κανόνα της εθνικής ενότητας", γε­

86. Μια έρευνα του ιδεολογικού Λόγου που παράγουν οι δύο πλευρές μιας εμφύλιας σύγκρουσης, αρχής γενομένης από το λεξιλόγιο για την «αδελφοκτόνα σύγκρουση».

Page 169: Dialektikh Toy Polemoy

Α. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

γονός που την καθιστά συγγενέστερη των μεθόδων, των σκοπών και της ιδεολογίας της ποινικής καταστολής. ΓΓ αυτό και απαιτεί ένα «συμπλή­ρωμα νομιμοποίησης»: Τον τονισμό της ιδιάζουσας «εγκληματικότητας» των αντιπάλων, στοιχείο που είναι περιθωριακής σημασίας σε έναν πόλε­μο που αντιπαραθέτει δύο έθνη, διότι εκεί κρίνεται επαρκής λόγος εχθρό­τητας το «αλλοεθνές» και η ανάγκη διασφάλισης του υπάρχοντος ή επι- διωκόμενου «ζωτικού χώρου».

Γ ενικό συμπέρασμα της αναφοράς στον εμφύλιο πόλεμο αποτελεί —εάν ως «εμφύλιος» θεωρηθεί κάθε αποσχιστική κίνηση σε ένα νομικώς ενιαίο κράτος— το ότι στους περισσότερους «εμφυλίους» ενυπάρχει ή και είναι κυρίαρχη μια εθνικού τύπου αντιπαράθεση. Οι αμιγώς εμφύλιοι είναι πε­ριορισμένης σημασίας και βρίσκονται σε άμεση —αρνητική— εξάρτηση από το κυρίαρχο στο ζήτημα του πολέμου εθνικό φαινόμενο: Επειδή δεν είναι «εθνικοί» πόλεμοι, μπορούν να νομιμοποιηθούν για μικρό χρονικό διάστημα, με την επίκληση της «ποινικής»-τιμωρητικής πλευράς τους και τον ισχυρισμό ότι η άλλη πλευρά υποκινείται από «ξένες δυνάμεις».

Αυτή η οριακή —και γ ι’ αυτό εμφανέστερη— έκφραση της ταξικής διάστασης στις εμφύλιες διενέξεις δείχνει όμως ότι ο πόλεμος μπορεί, ως γενική μορφή κοινωνικής σύγκρουσης, να οδηγήσει και σε σχηματισμό μετώπων με κύρια αναφορά την ταξική και όχι την εθνική ενότητα. Και σ ' αυτή όμως την περίπτωση, πλαίσιο αναφοράς του πολέμου παραμένει το εθνικό στοιχείο και η επιδίωξη ενότητάς του, δεδομένου ότι σκοπός του (ταξικού) εμφυλίου είναι η βίαιη επίτευξη μιας μεταβολής του συσχετι­σμού ταξικής δύναμης και ακολούθως η ενοποίηση του «εθνικού» κοινω­νικού σχηματισμού σε νέα κατεύθυνση. Ο εμφύλιος μπορεί να χαρακτη- ρισθεί ως εν τέλει εθνικός πόλεμος, επειδή αποβλέπει στην ταχεία και οριστική γεφύρωση του «εθνικού χάσματος». Με άλλη διατύπωση: Ενώ η «αιώνια» εχθρότητα μεταξύ εθνικών κρατών αποτελεί μια ιστορικά συνήθη και αποδεκτή για τις δύο πλευρές κατάσταση, με αποτέλεσμα η ιστορία των μεταξύ τους σχέσεων να αποτελεί διαρκή εναλλαγή συγκρούσεων και περιόδων εξειρήνευσης που ενέχουν την αμφίδρομη δυσπιστία (Ελλάδα/ Τουρκία, Γαλλία/Γερμανία), στο εσωτερικό ενός εθνικού κράτους δεν υ­πάρχουν (με εξαίρεση τις εθνικές μειονότητες) δυνάμεις ικανές να αμφι­σβητήσουν με διάρκεια την εσωτερική ειρήνη, δηλ. δεν υπάρχουν απο- χρώντες λόγοι για την πάγια πολεμική αντιπαλότητα. Σε περιόδους έκρη­

μπορεί να δείξει τη δυσχέρεια και της εσωτερικής ακόμη νομιμοποίησης, δεδομένου ότι οι ομοεθνείς δεν μπορούν να είναι ιδεολογικά «αντικείμενο» της ακραίας πολεμικής εχθρότητας και το ενδεχόμενο θανάτωσής τους γίνεται πολύ δύσκολα αποδεκτό.

Page 170: Dialektikh Toy Polemoy

■Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 169

ξης των ταξικών αντιφάσεων η αντιπαλότητα εμφανίζεται ως παρέκκλιση με σκοπό την επάνοδο στην εθνική συμφιλίωση και δικαιολογείται ως εξαίρεση με την προσδοκία «εθνικής ανασυγκρότησης».

7.9 Η πολιτική ισχύς του έθνους

Οι παρατηρήσεις μας για την ανεξαίρετη εθνικοποίηση του πολέμου στη σημερινή συγκυρία δεν σημαίνουν φυσικά ότι διαπιστώνεται η πλήρης εθνικοποίηση του κόσμου με καθολική εφαρμογή της «αρχής των εθνο­τήτων». Η πλαστότητα του έθνους και ο ανολοκλήρωτος χαρακτήρας του —το έθνος ολοκληρώνεται μόνο φαντασιακά στις «μεγάλες ιδέες» του εθνικισμού— αποτελούν τις σημαντικότερες ενδείξεις για τον ιδεολογικό χαρακτήρα της σημερινής «εθνικοποίησης». Η παρούσα συγκυρία θα μπο­ρούσε να αποκληθεί εθνική μόνο υπό την έννοια ότι οδηγεί στην έκφραση όλων των συγκρούσεων σε εθνικά πλαίσια ή, ορθότερα, στην επένδυση του εθνικού σχήματος σε κοινωνικές αντιθέσεις, οι οποίες συγκαλύπτο­νται —και συνακόλουθα οι κατευθύνσεις τους αλλοιώνονται— με την ιδεολογική κατασκευή του εθνικισμού. Το βασικό χαρακτηριστικό της συγκυρίας είναι η τάση σχηματισμού μικρότερων κρατών, τα οποία έχουν φαντασιακά ισχυρότερους εθνικούς δεσμούς, ενώ εκδηλώνουν μεγαλύτερη επιθετικότητα προς τα έξω και ισχυρότερες τάσεις καταστολής στο εσω­τερικό, αν συγκριθούν με τη σχετική χαλαρότητα και τον ήπιο εθνικισμό προϋπαρχόντων ομοσπονδιακών σχηματισμών.

Αυτή η ιδεολογικώς «πανεθνική» πραγματικότητα θέτει στο πολιτικό επίκεντρο το πρόβλημα πολλαπλασιασμού των βίαιων συγκρούσεων, οι οποίες είναι εγγενείς στην εθνική λογική επιθετικότητας-επέκτασης. Εί­ναι δυνατές κάποιες πολιτικές-κοινωνικές απαντήσεις στην επιθετικότητα αυτή;

Η στρατηγική του μαρξισμού απέναντι στο έθνος και τον πόλεμο βα­σίζεται στην ανάλυση του τρόπου δημιουργίας του έθνους και εκφράζεται κυρίως με τη στάση απέναντι στο αίτημα εθνικής αυτοδιάθεσης. Οι Μαρξ και Ένγκελς θέτουν ως κριτήριο τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων στη διαδικασία εθνικής επανάστασης. Σημασία έχει η ζωτικότητα που επιδει­κνύει ένα έθνος, προβάλλοντας με εξεγέρσεις και αποτελεσματική πολι­τική οργάνωση το αίτημα αυτοδιάθεσης*7. Η κινητικότητα που συνοδεύει

87. Engels 1959, σελ. 275επ., 1972-Γ, σελ. Ι93επ., 1975-a, σελ. Ι53επ., Marx/Engels 1981, σελ. 574επ. Βλ. συνθετικά Haupt (1974-a, σελ. Ι5επ.).

Ο Marmora (1983, σελ. 21επ.) τονίζει ότι κύριο αντικείμενο θεωρητικού ενδιαφέρο­

Page 171: Dialektikh Toy Polemoy

170 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

τις εθνικές διαδικασίες είναι συνήθως προς το συμφέρον του αντικαπιτα- λιστικού κινήματος και της παγκόσμιας επανάστασης που ρητά ανάγονται σε κριτήριο για τη στάση απέναντι σε συγκεκριμένη κίνηση αυτοδιάθε­σης: «Η κρακοβική επανάσταση έδωσε σε ολόκληρη την Ευρώπη ένα λαμπρό παράδειγμα, γιατί ταύτισε την εθνική υπόθεση με την υπόθεση της δημοκρατίας και της απελευθέρωσης των καταπιεσμένων τάξεων (...) Από αυτό το χρονικό σημείο και μετά, η απελευθέρωση [της Πολωνίας] έγινε θέμα τιμής για όλους τους δημοκράτες της Ευρώπης» (Μαρξ 1990, σελ. 49).

Με το σκεπτικό αυτό, οι Μαρξ και Ένγκελς υποστηρίζουν θεωρητικά και επιχειρούν να ενισχύσουν πολιτικά —ιδίως στα πλαίσια της Πρώτης Διεθνούς— την εθνική αυτοδιάθεση του αγωνιστικού ιταλικού, πολωνικού και ιρλανδικού λαού ως προκαταρκτικό βήμα της κοινωνικής επανάστα­

ντος του Μαρξ ήταν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής στην «καθαρή» μορφή του (και ιδ(ως στο πλαίσιο μιας ενιαίας εθνικής αγοράς), με αποτέλεσμα να τεθεί σε δεύτερη μοίρα η ενασχόληση με το πρόβλημα του έθνους. Η παρατήρηση είναι ορθή και, μεταξύ άλλων, εξηγεί για ποιο λόγο δεν βρίσκουμε στον Μαρξ μια ανάλυση για την ειδική λειτουργία του νόμου της αξίας στη διεθνή αγορά, δηλ. μια υλιστική ερμηνεία των επιπτώσεων που έχει στη διεθνή κυκλοφορία του κεφαλαίου η ανά εθνικά κράτη ορ­γάνωση του καπιταλισμού (βλ. Μηλιό 1988, σελ. 61-160 με περαιτέρω βιβλιογραφία).

Ο Marmora υποστηρίζει επίσης ότι δεν υπάρχει μαρξιστική θεωρία για το έθνος, επικαλούμενος αυτό το θεωρητικό κενό όπως και τη μεταβολή της θέσης των Μαρξ/ Ένγκελς για το έθνος μετά το 1848, όταν διαψεύσθηκαν οι ελπίδες τους για έναρξη παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας. Ωστόσο, από το γεγονός ότι δεν επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στο έθνος (θεωρώντας ότι το καίριο ζήτημα είναι η ερμηνεία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής) δεν συνάγεται η έλλειψη στοιχείων ανάλυσης του έθνους σε μελέτες τους. Εξάλλου οι μεταβολές στη στρατηγική απέναντι στο έθνος δεν επηρεάζουν τη θεωρητική τοποθέτηση: Το πόσο είναι πολιτικά σκόπιμη η υποστήριξη δεδομένου εθνικού κινήματος αποτελεί —όπως δείχνουν οι Μαρξ/ Ένγκελς με την α­νάλυση της προτεραιότητας του ταξικού στοιχείου— ζήτημα συγκυριακής εκτίμησης (αν και ισχύει πάντα ο κανόνας ότι είναι πολιτικό σφάλμα να αγνοεί κανείς τα έθνη επειδή διαφωνεί πολιτικά με τον εθνικισμό). Με την αλλαγή της πολιτικής εκτίμησης —π.χ. οι Μαρξ/ Ένγκελς θεωρούσαν μέχρι το 1848 τα έθνη ως ιστορικό υπόλειμμα και εμπόδιο για την προλεταριακή επανάσταση, ενώ ακολούθως υποστήριξαν ότι η ανεξαρ­τησία ορισμένων εθνών μπορεί να αποτελέσει μοχλό για την κοινωνική επανάσταση— δεν μεταβάλλεται η θεωρητική τοποθέτηση για τη σύνδεση των εθνών με τον καπιτα­λισμό, για τον τρόπο σχηματισμού και τις λειτουργίες τους. Πρόκειται για δύο διαφο­ρετικά επίπεδα ανάλυσης. Οι μεταβολές θέσης των Μαρξ/Ένγκελς που μέχρι το 1848 οραματίζονται έναν ανθρωπιστικής υφής αφηρημένο κοσμοπολιτισμό (ενότητα του «αν­θρώπινου είδους»), ενώ ακολούθως βλέπουν το διεθνισμό ως πολιτική πρακτική του παρόντος που επιχειρεί να ανατρέψει την εθνική πραγματικότητα μέσα από αυτή (Λεβί 1993, σελ. 26επ.), αφορά τη στρατηγική και εκδηλώνει μια πολιτική ωρίμανση. Δεν αφορά ωστόσο το επίπεδο ερμηνείας του εθνικού φαινομένου εν γένει.

Page 172: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 171

σης, ως έκφραση του δικαιώματος κάθε λαού «να καθορίσει την τύχη του» (Marx/Engels 1961 -a, σελ. 166) και ως ουσιαστική εγγύηση εξειρήνευσης.

Αντίθετα, θεωρούν σε σειρά κειμένων, ότι ο πανσλαβισμός είναι επικίν­δυνος, διότι, χωρίς να έχει σταθερή εθνική βάση και δυναμική οργάνωσης των επιμέρους εθνοτήτων, αποτελεί στη συγκεκριμένη ιστορική έκφρασή του προκάλυμμα του ρωσικού επεκτατισμού". Από εδώ προκύπτει μια γενική επιφύλαξηγατο αίτημα αυτοδιάθεσης, το οποίο υποκρύπτει συχνά επεκτατικές βλέψεις με το πρόσχημα της ολοκλήρωσης, ενώ το πολιτικό περιεχόμενό του καθορίζεται από τη συγκυρία και τις δυνάμεις που το υποστηρίζουν ή το υποκινούν. Μια δεύτερη επιφύλαξη οφείλεται στην κατ’ αρχήν εκτίμηση ότι τα μεγάλα κράτη είναι προτιμότερα από την πολυδιάσπαση, η οποία επιτείνει τον τοπικισμό και εμποδίζει την ανάπτυ­ξη μαζικού κινήματος. Συνεπώς, το αίτημα αυτοδιάθεσης αντιστρατεύεται δυνάμει τα οργανωτικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και τίθεται σε δεύτερη μοίρα ή κρίνεται πολιτικά επικίνδυνο (π.χ. Engels 1975, σελ. 66. Για το όλο ζήτημα βλ. και Mommsen 1976, σελ. 655επ.).

Η στρατηγική της κατά περίπτωση αξιολόγησης των εθνικών κινημά­των είχε υποστηριχθεί και από τον Κάουτσκυ, με επίκληση της θέσης ότι το έθνος διαμορφώνεται από τον ταξικό χαρακτήρα των κοινωνιών. Στη συλλογιστική αυτή προέχει το ταξικό κριτήριο που δείχνει τον προοδευ­τικό ή μη χαρακτήρα μιας εθνικής διεκδίκησης και πάντως επιβάλλει την καταγγελία του αμφίπλευρου εθνικισμού (Κάουτσκυ σε Haupt/Lowy/

88. Η διάσημη, λόγω της διαρκούς προβολής της από μαρξιστές και αντιμαρξιστές, θέση του Ένγκελς για τους λαούς «χωρίς ιστορία», οι οποίοι «δεν δικαιούνταυι την ανεξάρ­τητη εθνική συγκρότηση, είναι εν γένει απρόσφορη για την ανάλυση των εθνικών κινήσεων και σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί μαρξιστική θέση. Πρώτον, η βασική ανάλυση για την ιστορική δημιουργία και ρευστότητα του έθνους δείχνει ότι είναι αδιανόητη κάθε επίκληση της άποψης αυτής ως «γραμμής» για τον ιστορικό ρόλο συγκεκριμένων εθνοτήτων. Οι «λαοί χωρίς ιστορία» αποκτούν ιστορία δημιουργώντας την, διότι η ιστορία ενός λαού δεν είναι το πάγιο κατηγόρημα ενός ονόματος, αλλά το κοινωνικό-ιδεολογικό περιεχόμενο που αυτό το όνομα λαμβάνει στην ιστορική εξέλιξη. Ακόμη λοιπόν και αν θεωρηθεί ορθή, για την προ 150 ετών κατάσταση, η εκτίμηση του Ένγκελς (η οποία έχει επικριθεί ως ψευδοϊστορική μεταφυσική που δηλώνει άγνοια της πραγματικής κατάστασης —βλ. Mommsen 1976, σελ. 658επ„ Couvelakis 1993-a, παραρτ. 2 και Λεβί 1993, σελ. 43επ. με περαιτέρω αναφορές) δεν μας λέει σήμερα απολύτως τίποτε! Δεύτερον, η θέση αυτή δεν προσφέρεται για να δειχθεί η αδυναμία ανάλυσης του μαρξισμού για το εθνικό ζήτημα (όπως διατείνεται π.χ. ο Kadritzke 1992, σελ. Ι68επ.), διότι η ιστορική πορεία των εθνών και η εξάρτησή τους από τη διαμόρφωση ταξικών συσχετισμών δύναμης είναι αυτή που έδωσε ιστορία σε ορισμένους λαούς. Την ιστορική εξέλιξη δεν καθόρισαν τα ονόματα εθνοτήτων —και βέβαια οι μαρξιστές δεν διεκδικούν τον τίτλο του προφήτη για τη διαμόρφωση μελλοντικών συγκυριών.

Page 173: Dialektikh Toy Polemoy

172 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Weill 1974). Είδαμε προηγουμένως (Κεφ. 7.3.2) ότι ο αριστερισμός για το εθνικό ζήτημα εκφράζει την ακραία μορφή αυτής της τάσης, καταργώντας τη διαλεκτική τοποθέτηση για το εθνικό ζήτημα: Απολυτοποιεί την προ­τεραιότητα του ταξικού στοιχείου και απορρίπτει το αίτημα της εθνικής αυτοδιάθεσης, ζητώντας συνεπή επαναστατική πάλη για την οικοδόμηση μιας αταξικής διεθνούς κοινότητας.

Στο ζήτημα της εθνικής αυτοδιάθεσης, η πιο «φιλελεύθερη» στάση εκ­προσωπείται από τον Λένιν, δείχνοντας την αξία όσων του καταλογίζονται για «δογματισμό» και μονομερή προβολή της ταξικής αντιπαλότητας. Ο Λένιν ζητά την ανεπιφύλακτη αναγνώριση και υποστήριξη του δικαιώμα­τος όλων των εθνοτήτων για αυτοδιάθεση, ισότητα πολιτικών δικαιωμά­των και προστασία απέναντι στις επεκτατικές βλέψεις των ιμπεριαλιστι­κών δυνάμεων. Οι πόλεμοι εθνικής ανεξαρτησίας θεωρούνται δίκαιοι και εξ ορισμού αμυντικοί. Η αναγκαιότητά τους δείχνει δε ότι το εργατικό κίνημα δεν μπορεί να επιδιώκει την άνευ όρων ειρήνη και τον αφοπλισμό όσο υπάρχει το πρόβλημα της ιμπεριαλιστικής καταπίεσης λαών (π.χ. Lenin 1960-j, σελ. 300επ„ 1960-ρ, σελ. 167επ„ 1960-s, σελ. 328επ„ 1960-t, σελ. 72επ., 1960-χ, σελ. 202επ.).

Η τοποθέτηση του Λένιν διορθώνει τη θέση των Μαρξ και Ένγκελς για το εθνικό ζήτημα, αναγνωρίζοντας ανεπιφύλακτα το δικαίωμα των λαών για ανεξαρτησία και ζητώντας την υποστήριξη κάθε ανάλογης κίνησης, αφού η «εθνική υπερηφάνεια» των ήδη ανεξάρτητων λαών επιβάλλει το διεθνιστικό αγώνα για αυτονόμηση των υπολοίπων, οι οποίοι έχουν ίσα δικαιώματα” . Βασικά επιχειρήματα είναι, πρώτον, ότι η ανεξαρτητοποίη­ση βελτιώνει τη θέση ενός λαού, μειώνοντας την ένταση της εκμετάλλευ­σης και παρέχοντας πολιτικά δικαιώματα, δεύτερον, ότι κάθε εξέγερση έχει μεγάλη πολιτική σημασία διότι λειτουργεί «παιδαγωγικά» για την απόκτηση επαναστατικής εμπειρίας (στοιχείο που ορίζεται ως «προοδευ­τική λειτουργία των κρίσεων»), τρίτον, ότι η αυτονόμηση των καταπιεζό- μενων εθνοτήτων αποτελεί πλήγμα για τον ιμπεριαλισμό και, τέταρτον, ότι μόνον με την καθολίκευσή του το δικαίωμα εθνικής ανεξαρτησίας παύει να είναι εθνικιστικό και να αποτελεί προνόμιο των ισχυρών λαών (π.χ.

89. Σε πολλά σημεία ο Λένιν επαναλαμβάνει και αναπτύσσει (π.χ. Lenin 1960-d, σελ. 91επ.) τη θέση του Ένγκελς ότι «ένα έθνος δεν μπορεί να είναι ελεύθερο και ταυτόχρονα να εξακολουθεί να καταπιέζει άλλα έθνη. Η απελευθέρωση της Γερμανίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την απελευθέρωση της Πολωνίας. Γ ι' αυτό η Πολωνία και η Γερμανία έχουν κοινό συμφέρον και γι ’ αυτό οι πολωνοί και οι γερμανοί δημοκράτες μπορούν να εργαστούν μαζί για την απελευθέρωση των δύο εθνών» (Engels 1983, σελ. 417).

Page 174: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 173

Unin 1960c, σελ. 87επ., 1960-d, σελ. 91επ„ 1960-e, σελ. 152, 1960-ΐ, σελ. 289επ.).

Η πλήρης αναγνώριση του αιτήματος εθνικής ανεξαρτησίας θα μπορού­σε να θεωρηθεί καιροσκοπική ή ανπμαρξιστική. Η φιλοεθνική (σε σχέση με άλλους θεωρητικούς) άποψη του Λένιν φαίνεται καιροσκοπική, διότι ενώ συντηρούσε την εθνικιστική «φλόγα» σε μια συγκυρία πολεμικής κρίσης με την ελπίδα ότι επίκεινται λαϊκές επαναστάσεις σε όλη την Ευρώπη, μόλις έγινε η σοβιετική επανάσταση, λησμονήθηκαν οι διακη­ρυγμένες αρχές της ίσης μεταχείρισης και αυτοδιάθεσης και επιβλήθηκε στρατιωτικά η σύνδεση των 150 περίπου εθνοτήτων της Ρωσίας με τη ΡΣΟΣΔ90. Η ανάλυση του Λένιν φαίνεται και αντίθετη στη μαρξιστική προσέγγιση, δεδομένου ότι αναγνωρίζει ως πρωταρχικό στοιχείο τη βού­ληση των εθνοτήτων και όχι το εκάστοτε ταξικό συμφέρον όσων υπόκει- νται σε εκμετάλλευση, θεωρώντας ότι η εθνικιστική διεκδίκηση και εξέ­γερση εξυπηρετεί πάντοτε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.

Η θέση του Λένιν δεν είναι ωστόσο ούτε καιροσκοπική ούτε αντίθετη στη μαρξιστική παράδοση. Εν πρώτοις, θεμελιώνεται στην ανάλυση για την ιμπεριαλιστική αλυσίδα και την επανάσταση στο εσωτερικό ενός κοι­νωνικού σχηματισμού (Μηλιός 1988, σελ. 21επ.), από την οποία απορρέει η αναγνώριση της τάσης εθνικοποίησης των κρατών και η θεώρηση του εθνικού κράτους ως του κατάλληλου πλαισίου για την καπιταλιστική α­νάπτυξη και, κατά συνέπεια, για την εξέγερση των λαϊκών τάξεων. Με τον τρόπο αυτόν, η αναγνώριση της ισχύος του έθνους υπο-στηρίζεται από μια ανάλυση που αποδεικνύει την πολιτική σημασία του. Ο Λένιν δεν αναγνω­ρίζει προτεραιότητα στο εθνικό στοιχείο: Καταγγέλλει τον αστικό εθνι­κισμό και τονίζει την ανάγκη να καταπολεμηθούν οι εθνικιστικές τάσεις των μαζών. Υποχρεώνεται όμως από την ανάλυση για την ιμπεριαλιστική αλυσίδα να δεχθεί ότι τα εθνικά κράτη έχουν ισχύ που υπερβαίνει τις διεθνείς ταξικές στρατηγικές. Συνεπώς τα ταξικά συμφέροντα δεν μπορούν να εκπροσωπηθούν στο διεθνιστικό κενό ή στο περιοριστικό πλαίσιο του εργατικού κινήματος. Πρέπει να διαπλακούν με την εθνική πολιτική, να γίνουν ηγεμονικά, εκφράζοντας με τον αυθεντικότερο τρόπο τα συμφέρο­ντα ενός λαού και κυριαρχώντας στο εσωτερικό ενός κοινωνικού σχημα­τισμού.

Στην οπτική αυτή δεν τίθεται καν το ερώτημα αν το έθνος είναι «αστι­κό»: Αναγνωρίζεται η ιστορική αποτελεσματικότητα του εθνικού φαινο­

90. Βλ. Δημούλη (1990, σελ. 67επ.) με περαιτέρω βιβλιογραφία. Για τις εθνότητες της ΕΣΣΔ βλ. π.χ. Sellier (1993).

Page 175: Dialektikh Toy Polemoy

174 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

μένου (το στοιχείο που αναλύθηκε ως «τάση ελευθερίας» —Μηλιός 1993) και γίνεται δεκτό ότι η θέση της εργατικής τάξης βελτιώνεται με την εξέγερση και την εθνική απελευθέρωση, ενώ οι διαδικασίες εθνικής σύ­γκρουσης φέρνουν εγγύτερα την προοπτική της κοινωνικής επανάστασης. Η συγκεκριμένη ανάλυση δεν αφορά την τοποθέτηση για τη σκοπιμότητα μιας συγκεκριμένης εθνικής επανάστασης, αλλά επικεντρώνεται στο πο­λιτικό επίπεδο των μεθόδων που πρέπει να ακολουθηθούν για να γίνει η εργατική τάξη ηγεμονική στα εθνικά της πλαίσια και στη διαδικασία ανεξαρτητοποίησης. Με άλλη διατύπωση, το πρόβλημα αφορά τον τρόπο έκφρασης της ταξικής πολιτικής στα πλαίσια του —δεδομένου από την πολιτική δύναμη των πραγμάτων— πλαισίου εθνικών αντιπαραθέσεων.

Ο τρόπος έκφρασης της ταξικής οπτικής φαίνεται στην πολιτική που ακολουθήθηκε στη Σοβιετική Ένωση91, όπου το αίτημα ανεξαρτησίας ε­θνοτήτων (και απόσχισης τμημάτων της πρώην ρωσικής αυτοκρατορίας) εκφραζόταν από τις α ντεπά ναστατικές δυνάμεις και τους ξένους στρατούς που δρούσαν στο εσωτερικό της (Ιάπωνες, Γερμανοί, Τσέχοι κ.ο.κ.) και καταπολεμήθηκε με κάθε μέσο εν ονόματι των εργατικών συμφερόντων. Το «μη φιλελεύθερο» όριο στη λενινιστική αναγνώριση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης τίθεται από την ταξική προτεραιότητα που προκύπτει από τη θέση περί δευτερογενούς χαρακτήρα του έθνους. Στην περίπτωση της ΕΣΣΔ, η εθνική ανεξαρτησία έκρυβε αντεπαναστατικούς κινδύνους και καταπολεμήθηκε με στρατιωτικά μέσα, παρά τις αντιρρήσεις για την από­πειρα βίαιης εξάλειψης του συναισθήματος εθνικής ένταξης, τις οποίες ο ίδιος ο Λένιν εξέφρασε απέναντι στην αφομοιωτική πολιτική του Στάλιν, φοβούμενος μια «εκδίκηση των εθνών» (Bettelheim 1974, σελ. 376επ.). Οι επιφυλάξεις αυτές —και η εξαιρετική δυσχέρεια της ισορροπίας μεταξύ ταξικής και εθνικής οπτικής— επιβεβαιώθηκαν από την πρόσφατη ιστο­ρία της ΕΣΣΔ που έδειξε την ισχύ των εθνοτήτων και ιδίως τη δυνατότητα ταχείας ανασυγκρότησης εθνικών ταυτοτήτων, με όλες τις επιθετικές συ­νέπειες που αυτές έχουν.

Ο καταναγκασμός που προέκυπτε από την ταύτιση της αυτοδιάθεσης με την επικράτηση της αντεπανάστασης, δεν αναιρεί τη σημασία της διόρ­θωσης που εισήγαγε ο Λένιν, δηλ. της διόρθωσης μιας πολιτικής θέσης που βασίζεται στη θεωρητική επανεκτίμηση της σημασίας του εθνικού φαινομένου: Το έθνος δεν είναι εργαλείο και δεν μπορεί να αγνοηθεί στο

91. Για το εθνικό ζήτημα της ΡΣΟΣΔ και το σχετικό διάλογο, βλ. Καρρ (1977, σελ. 348- 563), παρ' ότι ο εμπειρισμός το(υ συγγραφέα απλουστεϋει ανακριβώς τις θεωρητικές τοποθετήσεις.

Page 176: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 175

όνομα μιας ταξικής πολιτικής. Η ανεπιφύλακτη αναγνώριση της αυτοδιά­θεσης δεν επιβάλλεται από αγάπη προς τα έθνη*1, αλλά από την παραδοχή της ισχύος τους, την οπο(α παραγνωρίζουν όσοι υπερτιμούν τις δυνατό­τητες μιας ταξικής πολιτικής που είτε απλώς καταγγέλλει τον εθνικισμό (αριστερισμός) είτε επιχειρεί να υποτάξει την εθνική δυναμική σε συγκυ­ριακές εκτιμήσεις (Μαρξ, Ένγκελς, Κάουτσκυ). Μια τέτοια στάση υπο­τιμά πολιτικώς το έθνος διότι συγχέει (εν ονόματι των «χωρίς πατρίδα» εργατών) την πραγματικότητα της εθνικής σύγκρουσης με το γενικό στό­χο της μαρξιστικής πολιτικής για τα έθνη, δηλ. το σταδιακό μαρασμό τους, με αποσύνδεση των εθνικών διαφορών από τις επιθετικές συνέπειές τους” .

92. Και δεν παραγνωρίζει ότι το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας μπορεί να περικλείει τις πλέον διαφορετικές στοχεύσεις και διαμορφώσεις του συσχετισμού δύναμης, από την επαναστατική προσπάθεια άρσης της πολιτικής καταπίεσης και οικονομικής υπε- ρεκμετάλλευσης (π.χ. πρώην αποικίες) μέχρι το αίτημα αποχωρισμού ισχυρών εθνοτή­των από πολυεθνικές ομοσπονδίες, αίτημα που δεν αποβλέπει στην άρση της καταπίε­σης, αλλά στη θεσμική κατοχύρωση της υπεροχής ορισμένης πολιτικής οντότητας (Βαλτικές Δημοκρατίες, Σλοβενία, Κροατία). Ωστόσο, στη δεύτερη —«α ντεπά ναστατι­κή»— περίπτωση, στην οποία επικρατεί η «τάση ολοκληρωτισμού» (Μηλιός 1993, σελ. 41), η παραγνώριση της δυναμικής του εθνικισμού (κινητοποίηση των μαζών) δεν είναι αποτελεσματική. Πολιτικά δραστική μπορεί να είναι μόνον η κατάδειξη του ότι εκφρά­ζει μια βίαιη αστική πολιτική με εθνικό ένδυμα.

93. Η αποσύνδεση υπαρχουσών διαφορών από συνέπειες που ιστορικά συνδέθηκαν μαζί τους, αποτελεί στόχο του κομμουνισμού. Η κομμουνιστική κίνηση δεν επιδιώκει ισο- πέδωση των διαφορών και &>Όρκε1ται στην ανοχή απέναντι τους, ανοχή που εκφράζει π.χ. η διεκδίκηση ενός δικαιώματος στη διαφορά, το οποίο αναπόφευκτα ενέχει ιεράρ­χηση και προϋποθέτει μία «κανονικότητα» (πρβλ. Μπαλιμπάρ 1993, σελ. 103επ., για το μέλλον των διαφορών και την επίπτωσή τους στην έννοια του δικαιώματος στην πολι­τική. Πάντως στην ανάλυση αυτή, η «διαφορά» εκλαμβάνεται περισσότερο ως σταθερό δεδομένο παρά (ας κοινωνική κατασκευή, δηλαδή εν μέρει απο-ιστορικοποιείται και έτσι τείνει να απολυτοποιηθεί).

Ο κομμουνισμός εκφράζει την τάση αναγωγής των διαφορών στο ακριβές τους νόημα, δηλαδή την αποσύνδεση βιολογικών ή πολιτιστικών χαρακτηριστικών από την πολι- τική-οικονομική θέση των φορέων τους. Σε μια κομμουνιστική κοινωνία, οι ιστορικά διαμορφωμένες κοινωνικές συνέπειες των διαφορών (π.χ. σεξισμός, ρατσισμός, διανοη­τική «ανωτερότητα») τείνουν να καταργηθούν. Σ ' αυτή την οπτική πρέπει να απαντηθεί και το ερώτημα του μέλλοντος των εθνών: Η κομμουνιστική πολιτική δεν επιδιώκει εξάλειψη των διαφορετικών γλωσσών και παραδόσεων και δεν αντιτίθεται στην επιθυ­μία γεωγραφικής ή πολιτιστικής εγγύτητας όσων αναγνωρίζονται ως ομοεθνείς. Δεν επιχειρεί να καταργήσει την πολιτιστική πλευρά των συνόρων, αλλά να εξαλείψει κάθε πρακτική διάκρισης των ανθρώπων με βάση την εθνική ένταξη, κάθε τάση διαφορο­ποίησης που οδηγεί στην επιθετικότητα και την εκμετάλλευση.

'Οσον αφορά το «μέλλον των εθνών», θα πρέπει να θεωρηθεί πιθανή η τάση για

Page 177: Dialektikh Toy Polemoy

176 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Στόχος είναι η διατήρηση της υπάρχουσας «εθνικού» τύπου γλωσσικής- πολιτιστικής εγγύτητας, η οποία όμως δεν θα έχει ως αντίστοιχο την εχθρότητα, αφού δεν θα τροφοδοτείται από τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνι­σμό*4. 'Οσοι επιδιώκουν την εξάλειψη του ιμπεριαλισμού που διαπλέκεται

εξασθένιση των διαφορών εάν δεν υπάρχει ιμπεριαλιστική σκοπιμότητα τονισμού τους και κρατική ιδεολογική δράση που δημιουργεί συμπαγείς εθνικές ταυτότητες. Όπως η καταγωγή από διαφορετικές περιοχές ενός έθνους-κράτους έχει σήμερα μικρές συνέ­πειες διαφοροποίησης, έτσι είναι πιθανό ότι σε μια κομμουνιστική κοινωνία, η εθνικό­τητα θα αποτελεί ένα δεύτερεύον στοιχείο καταγωγής, μια πολιτικώς μη σημαντική ένδειξη διαφοράς. Η πρόβλεψη του Κάουτσκυ για σταδιακή επικράτηση μιας παγκό­σμιας γλώσσας ως πρόσφορου μέσου επικοινωνίας (Mommsen 1976, σελ. 669) φαίνεται εύλογη, αν ως επικράτηση μιας γλώσσας δεν θεωρήσουμε ούτε την ιμπεριαλιστικού τύπου πειθαναγκαστική επιβολή της ούτε τη λογικιστική ουτοπία μιας γλώσσας «κα­θαρής» και «τεχνικής», που δήθεν θα εκφράζει αμιγή νοήματα με λογικά «άψογο» τρόπο, όπως π.χ. το πρότυπο της παγκόσμιας γλώσσας στο σοβιετικό γλωσσολόγο Ν. Marr. Στις δύο αυτές περιπτώσεις η επικράτηση της ενιαίας γλώσσας δεν αποτελεί παρά αυταρχική επιδίωξη ή επιστημονίζουσα παραφορά (βλ. τη θεμελιώδη μελέτη των Gadet/Pecheux 1981). Εδώ εννοείται, αντίθετα, η φυσική και μακροχρόνια διαδικασία ενοποίησης που θα αποβλέπει στην καλύτερη παγκόσμια συνεννόηση, καίτοι αυτό δεν πρέπει να αποτελεί «πρόγραμμα». Η απόσταση απαγορεύει κάθε μελλοντολογία και άλλωστε δεν μπορεί να αποκλεισθεί η αντίθετη τάση, δηλ. η δημιουργία πολυάριθμων κοινοτήτων με ιδιαίτερο πολιτισμό και γλώσσα που συνυπάρχουν ειρηνικά — παρ ’ ότι βέβαια η ύπαρξη πολλών γλωσσών προωθεί την ενδογαμία και ενέχει τον κίνδυνο αναπαραγωγής του χωρισμού σε Οικείους και Ξένους (για τις διάφορες προβλέψεις που διατύπωσαν μαρξιστές βλ. Λεβί 1993, σελ. 94επ.). Η αδυναμία ασφαλούς πρόβλεψης και προκαθορισμού δεν είναι εδώ μειονέκτημα, αλλά εσωτερική αναγκαιότητα. Οφείλεται στο ότι η κομμουνιστική τάση δεν αποτελεί ιδανικό ή «πρόγραμμα» που είτε εφαρμό­ζεται επιτυχώς είτε αποτυγχάνει: Δεν πρόκειται ούτε για ρουσσωικού τύπου επάνοδο σε κατάσταση πρωταρχικής ισότητας ούτε για ανάκτηση μιας κοινής «ανθρώπινης ου­σίας», αλλά για μια κίνηση που διαλύει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων με βάση τις τάσεις που αναδεικνύει η παρούσα κοινωνία (Man/Engels 1959, σελ. 3S), για την α­προσδιόριστης έκβασης πάλη ενάντια στις θεσμοποιημένες διακρίσεις των φορέων πα- ραγωγής.

94. Στο επίπεδο της «πολιτικής των δικαιωμάτων του ανθρώπου» (Μπαλιμπάρ 1993-α, σελ. 81επ.), κύρια επιδίωξη είναι η θεσμική αποσύνδεση της εθνικής ένταξης από την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία έχουν εγγενώς πολιτικό χαρακτήρα (και τα οποία η κυρίαρχη άποψη διακρίνει σε ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά). Η αναγνώριση ενός πλήρους δικαιώματος στην πολιτική και κοινωνική ζωή ανεξάρτητα από την εθνική ένταξη (ή, ακριβέστερα, ανεξάρτητα από τη νομικά αναγνωρισμένη ιθαγένεια-υπηκοότητα-εθνικότητα) αποτελεί το πρώτο βήμα για τη μετάβαση από την «εθνική κυριαρχία» στη δημιουργία δημοκρατικών πολιτικών κοινοτήτων (Balibar 1992, Giannoulis 1992, σελ. 145επ., Γιαννούλη/Δημούλης 1993, σελ. 90επ., d Oliveira 1993, σελ. Ι03επ.), δηλ. σε μια πολιτική διαμόρφωση που δεν θα αρκείται ούτε στο εθνικι­στικό πρότυπο ούτε στην ψευδαίσθηση μιας γραμμικής εξέλιξης προς την «παγκόσμια αδερφοσύνη» (την οποία —μεταξύ πολλών άλλων— προβάλλει σε φιλοσοφικά επεξερ­γασμένη μορφή ο Habermas 1992, σελ. 632επ.).

Page 178: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 177

με τη μυωπική υπερηφάνεια των εθνών και το ρατσισμό, οφείλουν όμως να μην αγνοούν την εθνική δυναμική, υποτιμώντας τον αντίπαλο (για την ανάγκη να μην υποτιμάται ο εθνικισμός μέσω της προβολής ενός αφηρη- μένου διεθνισμού βλ. Λεβΐ 1993, σελ. 76επ., 86επ.).

Η κυρίαρχη σήμερα μορφή υποτίμησης της εθνικής δυναμικής είναι να θεωρείται ο εθνικισμός ως «ξεπερασμένη» ιδεολογία που δεν ανταποκρί- νεται πλέον στα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης και δίνει —καταστρο­φικές— μάχες οπισθοφυλακής. Έτσι, στην πρόσφατη ανάλυσή του για το εθνικό φαινόμενο ο Hobsbawm (1991, σελ. 193επ.) εκφράζει αισιοδοξία για την υπέρβαση του εθνικισμού και του μοντέλου του εθνικού κράτους («το φαινόμενο έχει ήδη περάσει το σημείο του ζενίθ» —σελ. 221), με επιχειρήματα, αφ' ενός, τον ιδεολογικό χαρακτήρα του έθνους, την αυθαι­ρεσία των κριτηρίων του, την έλλειψη εθνικής καθαρότητας στα κράτη που διεκδικούν το χαρακτήρα του εθνικού κράτους, και, αφ ' ετέρου, την ύπαρξη πολλαπλών φαινομένων οικονομικής και θεσμικής διεθνοποίησης ή έστω υπερεθνικοποίησης που καθιστούν τον εθνικισμό ιστορικά ξεπε­ρασμένο. Παρ' ότι τα δύο σκέλη της διάγνωσης είναι ορθά, η αισιοδοξία του συγγραφέα δεν θεμελιώνεται σε αντικειμενικές τάσεις της ιστορικής εξέλιξης διότι:

(α) η εμπειρική πραγματικότητα δείχνει τη διαρκώς αυξανόμενη τάση (βίαιης) εθνικοποίησης των πολυεθνικών σχηματισμών,

(β) οι απόπειρες υπέρβασης του εθνικού κράτους δείχνουν ότι ακόμη και στις πιο προωθημένες μορφές ενοποίησης (Ευρωπαϊκή Ένωση) οι υπό διαμόρφωση κρατικού τύπου οντότητες ακολουθούν το πρότυπο εσωτερι­κής ενότητας και αποκλεισμού των Ξένων που χαρακτηρίζει το εθνικό κράτος,

(γ) η εμπειρία των «σοσιαλιστικών» ομοσπονδιών δείχνει ότι ο εθνικι­σμός αναπαράγεται διαρκώς, ακόμη και στις πιο απρόσμενες συνθήκες και μορφές, ως ιδεολογία που παράγει υλικά αποτελέσματα ενότητας και επι­θετικής διαφοροποίησης από τους Άλλους, και

(δ) η κατάδειξη της πλαστότητας του έθνους δεν παρέχει επιχείρημα για την κατάρριψη του μύθου, όπως δείχνει η μακροβιότητα των θρησκευτι­κών, ηθικών κλπ. προλήψεων και ιδεολογικών σχηματισμών που ο διαφω­τισμός θεωρούσε ότι διέλυσε προ δύο τουλάχιστον αιώνων. Η μακροβιό- τητά τους έγκειται στη συγκεκριμένη λειτουργία τους και τη σύνδεση με την ταξική διάρθρωση των κοινωνιών μας. Το φαινόμενο της διεθνοποίη­σης —που δεν είναι πρόσφατο, όπως συνήθως γράφεται, αλλά σύμφυτο του καπιταλισμού— αποτελεί μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα που ωστόσο δεν αναιρεί —αλλά αντίθετα προϋποθέτει— τη μεσολάβηση του

Page 179: Dialektikh Toy Polemoy

178 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

εθνικού κράτους και των ιδεολογικών αποτελεσμάτων ενότητας που παρά­γει” .

Η εξάλειψη του έθνους είναι, όπως είδαμε, θεωρητικά δυνατή στο πλαί­σιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, με την αντικατάστασή του από μια άλλη ιδεολογία συνοχής εντός ορισμένων συνόρων. Η συσσώρευ­ση του κεφαλαίου, η μισθωτή εργασία και η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής δεν προϋποθέτουν εννοιολογικά ούτε τα σημερινά έθνη, αλλά ούτε και την ιστορικά γνωστή μορφή του εθνικισμού. Ωστόσο, καμιά σημερινή τάση εξέλιξης δεν φαίνεται να αναιρεί την ισχύ του εθνικισμού ως ιδεολογικής πρακτικής και αρχής οργάνωσης ενός βίαιου κόσμου. Κατά τούτο, η αισιοδοξία του Hobsbawm πρέπει να καταταγεί στη γκραμ- σιανή αισιοδοξία της βούλησης που ελάχιστα απέχει όμως από την ου­τοπική πίστη, όταν εμφανίζεται ως πολιτική διάγνωση.

Στο πλαίσιο αναγνώρισης της ισχύος και της θλιβερής επικαιρότητας του εθνικισμού, η πολιτική εναντίωση σε έναν πόλεμο ανεξαρτητοποίη­σης από αντι-εθνικιστική οπτική δεν φαίνεται εύλογη διότι, στην υπερ­βολική θεωρητική ορθοδοξία της, υποτιμά τη δύναμη του συγκεκριμένου, δηλ. τα ιστορικά αποτελέσματα του χωρισμού σε έθνη με το αντιφατικό όσο και πλούσιο πολιτικό και συναισθηματικό δυναμικό τους.

Αυτό είναι άλλωστε και το μόνο σημείο, στο οποίο η εθνικιστική απο­λογητική επιτυγχάνει να περιγράψει ορθά τη λειτουργία και τον «απαρά- καμπτο» χαρακτήρα του εθνικού φαινομένου. Προνομιακό παράδειγμα α­ποτελούν ορισμένοι γάλλοι θεωρητικοί του εθνικισμού, όπως οι Renan και Fustel de Coulanges (βλ. κείμενα τους σε Renan 1992), οι αντιλήψεις των οποίων βρήκαν μεγάλη απήχηση (βλ. την υιοθέτησή τους από το διάσημο γερμανό νομικό των αρχών του αιώνα G. Jellinek-1959, σελ. 117επ.) και δεν έχουν πάψει να υποστηρίζονται ως σήμερα (αντί πολλών Burdeau/ Hamon/Troper 1988, σελ. 24επ.). Η ειδική συγκυρία στην οποία ανέπτυ­ξαν την (εθνικιστική) θεωρία τους στα τέλη του 19ου αιώνα (ανάγκη «α­πόδειξης» του ότι εντάσσονται στο γαλλικό έθνος οι γερμανόφωνοι πλη­θυσμοί της Αλσατίας και της Λωρραίνης, τα εδάφη των οποίων είχαν κατακτηθεί από την Πρωσία), τους επέτρεψε να αντιληφθούν ότι το έθνος αποτελεί μια ιστορική κατασκευή, η οποία δεν προκύπτει από αντικειμε­νικά δεδομένα ή από ένα σύνολο ενδείξεων εθνικής καταγωγής αλλά από τη συναισθηματική ένταξη ορισμένων πληθυσμών, από το «αίσθημα της

95. Πρβλ. τη —με διαψορεπκό σκεπτικό— συγκλίνουσα εκτίμηση του Γκέλλνερ (1992, σελ. Ι97επ.) για τη σημερινή δυναμική του εθνικισμού.

Page 180: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 179

καρδιάς» που αποφασίζει οιονεί βουλησιαρχικά για την εθνική ταυτότη- τα96. Αυτή η προσέγγιση για το έθνος είναι κατασκευαστική, δηλ. δεν συνάγει την εθνική ένταξη από μια προαιώνια «αντικειμενική» ταυτότητα: «τα έθνη δεν είναι φυσικοί, αλλά ιστορικοί-κοινωνικοί σχηματισμοί» (Jellinek 1959, σελ. 117). Εντάσσεται όμως σε εκείνες τις κατασκευαστικές θεωρίες που ονομάσαμε ουσιοκρατικές (βλ. 7.3.3), διότι αρνούνται να ε­ρευνήσουν τον τρόπο ιστορικής κατασκευής του «εθνικού συναισθήμα­τος», συνεπώς και τη δυνατότητα μεταβολής του. Η εν λόγω άρνηση με­λέτης —που χαρακτηρίσθηκε «ιστορική αμνησία»97— αποτελεί αναγκαίο όρο διατύπωσης της προκείμενης απολογητικής, διότι διαφορετικά οι υ- ποστηρικτές της θα ήταν αναγκασμένοι να δεχθούν ότι με μακρόχρονη ένταξη της Αλσατίας-Λωρραίνης στη Γερμανία θα άλλαζαν ριζικά οι «δια­θέσεις καρδιάς» των κατοίκων της. Είναι δε ενδιαφέρον ότι εδώ το κενό ανάλυσης, δηλ. η άρνηση συναγωγής όλων των συνεπειών της κατασκευα­στικής προσέγγισης του έθνους, καλύφθηκε με μια ατομιστική θεώρηση: ο άνθρωπος ως «ελεύθερο και ηθικό ον (...) δεν ανήκει ούτε στη γλώσσα του ούτε στη φυλή του» (Renan 1992, σελ. 172).

Παρά την ανιστορικότητά της —και το λογικό αδιέξοδο ενός «συναι­σθήματος» που προκύπτει μεν από «ελεύθερη» απόφαση του ατόμου, αφο­ρά όμως παραδόξως το σύνολο ενός πληθυσμού και δεν είναι δεκτικό μεταβολής—, δηλ. παρά την αδυναμία να ερμηνεύσει πώς δημιουργούνται αυτά τα «συναισθήματα», ποιος είναι ο καταναγκαστικός-ενοποιητικός ρόλος των εθνικών κρατών και ποιες συγκεκριμένες λειτουργίες επιτελούν τα συναισθήματα εθνικής ένταξης, αυτή η θεώρηση ευστοχεί σε ένα ση­μείο. Κατορθώνει να δείξει ότι το εθνικό φαινόμενο έχει μια συναισθημα­τική δυναμική —ένα πραγματικό αντίκρισμα «συναίνεσης»— που εξηγεί την πολιτική επικράτηση των εθνικιστικών πρακτικών. Αυτή η δυναμική δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί επειδή βασίζεται σε αυθαιρεσίες και παρα­χαράξεις ή επειδή είναι πολιτικώς καταστροφική —σφάλμα που, όπως

96. «Ένα έθνος είναι μια «(ΐυχή, μια πνευματική αρχή. Δύο πράγματα (το αποτελούν] (...) Το ένα είναι η κοινή κτήση μιας πλούσιας κληρονομιάς ενθυμήσεων. Το άλλο είναι η παρούσα συναίνεση, η επιθυμία κοινής ζωής, η βούληση να συνεχισθεί η αξιοποίηση της κληρονομιάς που δεχθήκαμε εξ αδιαιρέτου (...) Εάν δημιουργούνται αμφιβολίες για τα σύνορα, συμβουλευθείτε τους αμφιμερώς διεκδικούμενους πληθυσμούς» (Renan 1992, σελ. 54, 56).

97. Roman σε Renan (1992, σελ. 23επ.). Η αμνησία αυτή οφείλεται σε δύο λόγους: στο φορμαλισμό (καταγράφονται τα κοινωνικά-ψυχολογικά αποτελέσματα μιας «βούλησης συμβίωσης» σε εθνικό πλαίσιο και όχι τα αίτιά της) και στον ιδεαλισμό (η εθνική

υτότητα θεωρείται δεδομένη ως «ιδέα» και όχι αποτέλεσμα δράσης μηχανισμών).

Page 181: Dialektikh Toy Polemoy

180 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. Γ1ΑΝΝΟΥΛΗ

είδαμε, διέπραξαν συχνά οι μαρξιστές. Αναγνωρίζοντας την πραγματική ισχύ των εθνικιστικών πρακτικών μπορούμε να αντισταθούμε αποτελεσμα­τικότερα σ ' αυτές με τη διαμόρφωση μιας πολιτικής που θα καταδεικνύει την ταξική λειτουργία των διαδικασιών του εθνικού ιμπεριαλισμού και τη συγκάλυψη των ανισοτήτων πίσω από το πλάσμα της εθνικής ενότητας.

Από άποψη στρατηγικής, η μη υποτίμηση του εθνικισμού οδηγεί στο συμπέρασμα ότι «κάνοντας τη διάκριση μεταξύ του εθνικισμού των κατα- πιεστών και των καταπιεσμένων, οι σοσιαλιστές διεθνιστές (...) αντιλαμ­βάνονται τον αντιφατικό χαρακτήρα [του δεύτερου]: την απελευθερωτική, εξεγερσιακή του διάσταση ενάντια στην άδικη καταπίεση, και τα όριά του ως μερική ιδεολογία. Επομένως είναι λογικό ότι όλα τα γνήσια σοσιαλι- στικά-επαναστατικά κινήματα σε ένα καταπιεσμένο έθνος θα εντάσσουν κατ' ανάγκη την εθνική απελευθέρωση στο επίκεντρο του αγώνα τους, συνδέοντάς τη με την κοινωνική απελευθέρωση (...) ενώ στην ιμπεριαλι­στική μητρόπολη, η απόρριψη του εθνικισμού θα βρίσκεται στον πυρήνα όλων των ριζοσπαστικών αντιπαραθέσεων με την καθεστηκυία τάξη» (Λε- βί 1993, σελ. 90/1. Βλ. και Ψυρούκη 1992).

Σ ’ αυτές τις ορθές διαπιστώσεις πρέπει να προστεθούν δύο διευκρινί­σεις. Πρώτον, η αντίθεση στον ιμπεριαλιστικό εθνικισμό είναι μεν από­λυτη, αλλά δεν πρέπει να εμφανίζεται ως «κεκτημένο», απέναντι σε έναν εθνικισμό που δήθεν περιορίζεται στο συντηρητικό στρατόπεδο. Η συναι­σθηματική ισχύς και το υλικό αντίκρισμα των εθνικιστικών υποσχέσεων δεν αποδυναμώνονται με μια γενική καταγγελία του «μαύρου μετώπου» και γι * αυτό απαιτείται η διαρκής (αυτο)κριτική για την επεξεργασία αυθεντι­κά αντιεθνικιστικών πολιτικών. Σ ’ αυτή την επιταγή δεν ανταποκρίθηκαν τα κομμουνιστικά κόμματα που ήταν κατά βάση εθνικιστικά παρά τη διαρ­κή λεκτική υποστήριξη του διεθνισμού, ενώ είναι πολύ αμφίβολο αν τα σημερινά εναλλακτικά κινήματα είναι όντως διεθνιστικά.

Κατά δεύτερο λόγο, στο ζήτημα του εθνικισμού των καταπιεσμένων δεν είναι ορθή η (έστω και κριτική) υποστήριξη που προτείνει ο Μ. Λεβί. Με μια υποστήριξη του εθνικισμού για λόγους αρχής απέναντι στον «κακό ιμπεριαλισμό» δεν αμφισβητούμε το εθνικό σχήμα, δηλ. πέφτουμε στην παγίδα του «τριτοκοσμικού» εθνικισμού που, στη θεωρία και την πολιτική, θεωρεί το «κέντρο» συλλογικά υπεύθυνο για την εκμετάλλευση της «πε­ριφέρειας». Αν βέβαια θεωρήσουμε ότι εδώ υπάρχουν δύο αντίθετοι (και στο εσωτερικό τους ενιαίοι) πόλοι, τότε απλώς αντιστρέφεται στο συμπέ­ρασμα (και υιοθετείται πλήρως στο σκεπτικό) ο ρατσισμός των αποικιο- κρατών. Γ ι’ αυτό απαιτείται ένα βήμα πέρα από την αναγνώριση της αντιφατικότητας του εθνικισμού των καταπιεζομένων: Η απόπειρα να καμ­

Page 182: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 181

φθεί ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ λαϊκού εθνικισμού και λαϊκού αντι- καπιταλισμού προς την κατεύθυνση του δεύτερου, με άλλη διατύπωση η προσπάθεια να καθίσταται πολιτικά όλο και περισσότερο εμφανές το ότι η εκμετάλλευση έχει κυρίως ταξικές και όχι εθνικές αιτίες, δηλ. να ανά­γεται στο ακριβές της περιεχόμενο και όχι στο ιδεολογικά προφανές της αίτιο (αντιπαλότητα εθνών).

Αν η επαναστατική διαδικασία προβάλλει εθνικά αιτήματα και διεξά­γεται σε εθνικό πλαίσιο, αυτό δεν σημαίνει ότι οφείλουμε να αποδεχόμα­στε το διάχυτο λαϊκό εθνικισμό, ως «καλό»*8. Μια αδιέξοδη πολιτική είναι εκείνη που υποστηρίζει την εθνική απελευθέρωση, π.χ. των Παλαιστινίων, χωρίς να αποβλέπει σε καταπολέμηση του παλαιστινιακού εθνικισμού και της φανταστικής κοινότητας συμφερόντων «όλων των Παλαιστινίων» α­πέναντι στον «εθνικό εχθρό». Μια τέτοια πολιτική θέτει ως στόχο τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους, το οποίο όμως, καίτοι θα απαλλάξει τους Παλαιστινίους από το καθεστώς βίαιης καταστολής και υποτέλειας, ποσοτικά μόνο θα διαφοροποιείται από το κράτος του Ισραήλ, εφόσον θα προβάλλει τα κοινά εθνικά συμφέροντα και θα εκβιάζει τη συναίνεση στην εσωτερική εκμετάλλευση τονίζοντας τον κίνδυνο «εθνικής κατα­στροφής». Φαίνεται έτσι η σημασία μιας πολιτικής, η οποία θα τείνει να επιλύσει τον αντιφατικό χαρακτήρα του τριτοκοσμικού εθνικισμού στην κατεύθυνση εξάλειψης της πολιτικής λειτουργίας της εθνικής ένταξης που συγκαλύπτει τον ταξικό χαρακτήρα της εκμετάλλευσης και των πολέμων.

Πρόκειται για μια ιδιαίτερα δυσχερή διαλεκτική ανάμεσα στην ανάγκη

98. Σ ' αυτό το σφάλμα υποπίπτει ο Ψυρούκης (1992). Διακρίνει ορθά ότι η αστική πλευρά προβάλλει τον κοσμοπολιτισμό για να απαξιώσει πολιτικά τις προσπάθειες άρσης της καταπίεσης λαών (1992, σελ. 234επ„ 278επ. —κριτική που ισχύει και για τα πρόσφατα κηρύγματα συναδέλφωσης σε ανύπαρκτα κοινά σπίτια), δηλ. κατανοεί ότι το κεφάλαιο τείνει όχι μόνον στην απεριόριστη επέκταση, αλλά και στο να παγιώσει ιδεολογικά το συσχετισμό δύναμης, εμφανίζοντας ως «μη μοντέρνους» τους τριτοκοσμι­κούς εθνικισμούς που αντίκεινται στις επιδιώξεις των ισχυρότερων χωρών. Ωστόσο, ο Ψυρούκης εμφανίζει τελικά τον εθνικισμό των καταπιεζόμενων ως κάτι θετικό. Αν όμως η αστική πλευρά εμφανίζεται συγκυριακά ως διεθνιστική, αυτό δεν σημαίνει ότι η Αριστερά πρέπει να διακόψει την κριτική της στον εθνικισμό από φόβο μήπως συμπλεύ- σει μαζί της (μια τέτοια παρεξήγηση διαφαίνεται και στο άρθρο της Συντακτικής Επι­τροπής του περ. θέσειζ, τ. 43, 1993, σελ. Ι5επ.). Εκείνο που απαιτείται είναι η κριτική του εθνικισμού από ριζοσπαστικές θέσεις που δεν αρκείται να καταγγέλλει —όπως το φιλελεύθερο τμήμα του αστικού στρατοπέδου— τις ακραίες ή αντίθετες στα συμφέροντα συσσώρευσης μορφές εθνικισμού, αλλά αμφισβητεί το φαινόμενο στο σύνολό του, δεί­χνοντας ότι δεν υπάρχει «καλός» εθνικισμός.

Page 183: Dialektikh Toy Polemoy

182 Δ. ΑΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

ενότητας ενός καταπιεζόμενου έθνους και στην ανάγκη τονισμού των α- ντιτιθέμενων ταξικών συμφερόντων στο πλαίσιό του. Ωστόσο, είναι προ­τιμότερη από τον ιδεαλισμό του εθνικιστικού μηδενισμού και τη μυωπία του τριτοκοσμικού εθνικισμού που αποσιωπά τους αντικειμενικούς χωρι­σμούς ενός εξεγερμένου έθνους, δηλ. δεν καταπολεμά το «εθνικό ταμπού» που προβάλλει η κυρίαρχη τάξη.

Page 184: Dialektikh Toy Polemoy

8. Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΙΡΗΝΙΣΜΟΣ

Με δεδομένη την ανάλυση των προηγούμενων κεφαλαίων για τα αίτια του πολέμου μέσω της σύνδεσής του, αφ’ ενός, με την πολιτική και, αφ’ ετέρου, με το εθνικό φαινόμενο στις αστικές κοινωνίες, είναι δυνατό να προχωρήσουμε στην εξέταση της στάσης απέναντι στον πόλεμο, δηλ. στο τρίτο, «κανονιστικό» τμήμα της μελέτης που εξετάζει τα ζητήματα της ειρηνιστικής στρατηγικής, το χαρακτήρα των πολέμων ως «δίκαιων» ή μη και τις μελλοντικές προοπτικές αποφυγής των ένοπλων συγκρούσεων (Κεφ. 8 ως 11).

Στο παρόν κεφάλαιο θα επιχειρήσουμε τον ορισμό του μαρξισμού ως μιας αποτελεσματικής πρότασης και πολιτικής μορφής κοινωνικού ειρη­νισμού, μέσω αναλύσεων για τη λειτουργία του στρατού και τη στρατη­γική που ακολουθείται σε μια πολεμική σύγκρουση. Οι αναλύσεις αυτές ξεκινούν από την κριτική του μιλιταριστικού φαινομένου (Κεφ. 8.1), πε­ριλαμβάνουν θεωρητικές και πολιτικές επεξεργασίες σχετικά με την ορ­γάνωση του στρατού (Κεφ. 8.2) και καταλήγουν στη διαμόρφωση μιας διεθνιστικής-ειρηνιστικής θέσης απέναντι στο ενδεχόμενο της πολεμικής σύγκρουσης (Κεφ. 8.3).

8.1 Η κριτική στο μιλιταρισμό και η θεώρηση του αντιμιλι­ταρισμού

Ο αντιμιλιταρισμός αποτελεί βασική συνιστώσα του ειρηνισμού και επι­κεντρώνεται στην ανάλυση του μιλιταρισμού μέσα στο κοινωνικό-ταξικό του πλαίσιο, στη διαμόρφωση και λειτουργία του στο αστικό κράτος. Παρά τη συσσώρευση οργανωμένης βίας και τις «ειδικές» σχέσεις εξου­σίας, ο μιλιταρισμός δεν συνιστά —ούτε ως στρατιωτική οργάνωση ούτε ως πολεμική τεχνολογία— έναν αυθύπαρκτο «εχθρό». Αποτελεί μέσο κα-

Page 185: Dialektikh Toy Polemoy

184 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

τάκτησης, καταπίεσης και εκμετάλλευσης ολόκληρων λαών ή ενός μέρους του λαού και συνιστά σύμπλεγμα οργανωτικών σχηματισμών, οικονομι­κών, πολιτιστικών και εθνικιστικών τάσεων με πυρήνα την οργάνωση του στρατού (Liebknecht 1960, σελ. 469). Ο μιλιταρισμός διαθέτει μια ισχυρή ιδεολογική συνιστώσα που διαπλέκεται με τον εθνικισμό, με ανδροκρατι­κά στερεότυπα τόλμης και με αντιλήψεις περί ιεραρχίας. Υπάρχει δε, τουλάχιστον σε λανθάνουσα μορφή, σε όλες τις καπιταλιστικές κοινωνίες, οι οποίες διαφοροποιούνται συγχρονικά και διαχρονικά μόνο ως προς την ένταση του μιλιταρισμού. Τόσο ο σκοπός του όσο και η δομή του δείχνουν ότι ο μιλιταρισμός αποτελεί έναν κατ’ εξοχήν αντιδημοκρατικό σχημα­τισμό (π.χ. Raussendorff 1993, σελ. 75επ.).

Ως η οξύτερη μορφή συγκέντρωσης πολιτικής εξουσίας, ο μιλιταρισμός δεν είναι ειδικά καπιταλιστικό φαινόμενο. Αυτό τονίζει ο Λήμπκνεχτ, επισημαίνοντας όμως διαρκώς στους σοσιαλδημοκράτες ότι «είμαστε α­ντιμιλιταριστές ως αντικαπιταλιστές» (Liebknecht 1958, σελ. 266, 350, 363επ„ 419, 432, 441 και 1960, σελ. 467, 480). Σημασία έχει η διαπλοκή του μιλιταρισμού με τον καπιταλισμό μέσω της δημιουργίας μεγάλων στρατών, συνεπεία της γενικευμένης υποχρεωτικής στράτευσης1.

Ο μιλιταρισμός δεν εκδηλώνεται μόνο με τον πόλεμο αλλά και με την ένοπλη ειρήνη και αφορά τη στρατιωτική οργάνωση, την πολεμική τεχνο­λογία και τους εξοπλισμούς. Η μιλιταριστική οργάνωση και ιδεολογία επιδρούν σε τρία επίπεδα: Στον εν ενεργεία στρατό ως «σύστημα ζωντανών μηχανών που πρέπει να διαπαιδαγωγηθεί με το σωστό πνεύμα», στον εφε­δρικό στρατό και, τέλος, στον υπόλοιπο πληθυσμό (Liebknecht 1958,·σελ. 288). Ο κατασταλτικός μηχανισμός του στρατού χρησιμοποιεί τη μιλιτα- ριστική ιδεολογία στην καθαρότερη μορφή της και τη διαχέει στο σύνολο της κοινωνίας. Ο «αυθεντικός» μιλιταρισμός πάντως αφορά τον κλειστό χώρο του στρατού και δεν αποτελεί ιδεολογικό στοιχείο όλων των «υπο­κειμένων», όπως συμβαίνει με τον εθνικισμό. Ο μιλιταρισμός δεν αποτελεί βεβαίως κάτι το ιδιαίτερο, μια ιδεολογική «εξαίρεση» που είναι ξένη προς τον τρόπο δόμησης των αστικών κοινωνιών. Οι πρακτικές της υπακοής/ υποταγής σε διαταγές και της προσαρμογής στα εκ των άνω πρότυπα είναι διάχυτες στις κοινωνίες μας και χαρακτηρίζουν όχι μόνον τους άλλους πειθαρχικούς μηχανισμούς (σχολεία, φυλακές), αλλά και τη σεξιστική

I. Για την ιστορική μορφή του μιλιταρισμού στις αστικές κοινωνίες, Engels 1972-g, σελ. 4Ι4ε*„ 1972-i, σελ. 5εκ„ 1972-1, σελ. Ι54εη„ 1973-c, σελ. 474επ„ 1974-a, σελ. 380επ., 1975, σελ. 41επ., Luxemburg 1987, σελ. 396ε*„ Liebknecht 1958, σελ. 266επ„ 358.

Page 186: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 185

σχέση των δύο φύλων2. Ωστόσο, η ένταση αυτών των πρακτικών είναι εντελώς διαφορετική στο στρατιωτικό μηχανισμό.

Ο μιλιταρισμός έχει, ως ιδεολογία, μια συγκεκριμένη έδρα : Πρόκειται για το κρατικό σύμπλεγμα θεσμών που αποκαλείται τακτικός στρατός (στα σημερινά αστικά κράτη ο στρατός είναι τακτικός με τη μορφή της καθο­λικής στράτευσης, δηλ. λειτουργεί με πυρήνα επαγγελματικών στελεχών και «βάση» το εναλλασσόμενο, αλλά περίπου σταθερό, ποσοστό των «ι­κανών» να φέρουν όπλα πολιτών). Ως «μήτρα οργάνωσης και γνώσης» (Foucault 1977, σελ. 161) ο στρατός λειτουργεί με βάση αρχές που μπο­ρούν να συνοψισθούν στην έννοια του μιλιταρισμού, ενός ιδεολογικού σχηματισμού που παράγεται ιδίως στα πλαίσια του στρατού και αναπτύσ­σει ειδική αποτελεσματικότητα μόνο στους κόλπους του. Ο μιλιταρισμός συνιστά ένα σύνολο πρακτικών στάσεων που κατευθύνονται από την επι­θυμία και ετοιμότητα άσκησης ένοπλης βίας. Το φαντασιακό σχήμα ετοι­μότητας για ένοπλη βία οργανώνει το στρατό με τη διαρκή προετοιμασία των μετώπων ενδεχόμενης σύγκρουσης (επιτελικός σχεδιασμός και μετα­βίβασή του στα ιεραρχικώς κατώτερα κλιμάκια με τις στρατιωτικές μεθό­δους εκπαίδευσης) και, παράλληλα, με τη διαμόρφωση των μέσων άσκη­σης της βίας (σχεδιασμός και παραγωγή νέων όπλων, εκμάθηση των πρα­κτικών χρήσης τους). Ο μιλιταρισμός μπορεί να θεωρηθεί ως σύνολο πρακτικών που αναπλάθουν και διευρύνουν φανταστικά τη διάσταση της πολεμικής βίας στις κοινωνίες μας, με βάση τις ειδικά στρατιωτικές πρα­κτικές εκπαίδευσης. Συνιστά την ιδεολογική προϋπόθεση συνοχής και αποτελεσματικότητας της σιρατιωτικής-πολεμικής κρατικής λειτουργίας, δηλ. το ιδεολογικό αντίστοιχο του στρατού ως τμήματος του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού.

Ο μιλιταρισμός στρέφεται κατά του εξωτερικού και του εσωτερικού εχθρού, με άμεση σύνδεση των δύο μετώπων: Σε περιπτώσεις ενεργοποίη­σης του εξωτερικού μιλιταρισμού (πόλεμος μεταξύ κρατών) βρίσκεται σε επιφυλακή ο εσωτερικός3. Το μέγεθος και η οργάνωση του στρατού κα­θορίζονται ωστόσο πρωταρχικά από τις ανάγκες του εξωτερικού μιλιτα­ρισμού καθώς ο διεθνής ανταγωνισμός επιβάλλει ομοιομορφία στη στρα­τιωτική οργάνωση και τους εξοπλισμούς. Ο Λήμπκνεχτ παρατηρεί ότι ο τακτικός στρατός επικράτησε και σε μη ανεπτυγμένες χώρες λόγω των

2. Για την ομοιότητα του μιλιταρισμού με το σεξισμό Wasmuht (1992, σελ. Ι9επ.) με περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές.

3. Engels 1973-b, σελ. 412, Marx 1972, σελ. 95επ„ 1972-a, σελ. 419επ„ 1972-b, σελ. 447επ., 1982-c, σελ. 259, Liebknechl 1958, σελ. 267επ„ 362επ„ Luxemburg 1987, σελ. 397.

Page 187: Dialektikh Toy Polemoy

Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

επιταγών της διεθνούς συγκυρίας, παρ’ ότι οι ανάγκες του εσωτερικού μιλιταρισμού ως μέσου καταστολής θα επέτρεπαν εθνικές ιδιαιτερότητες, αφού δεν απαιτούν τον ίδιο βαθμό ανάπτυξης στην τεχνολογία και τη στρατηγική (1958, σελ. 283επ., 1960, σελ. 467, 470).

Από την άλλη πλευρά, η —τουλάχιστον ανεπίσημη— συνεργασία των κρατών όσον αφορά το εμπόριο και την τεχνολογία των όπλων, ερμηνεύε­ται ως υπεροχή της διεθνούς συμφωνίας και αλληλεγγύης των εσωτερικών μιλιταρισμών που εν προκειμένω υπερισχύουν του εξωτερικού μιλιταρι­σμού. Οι σύγχρονοι εξοπλισμοί εξυπηρετούν ταυτόχρονα τον εσωτερικό και τον εξωτερικό μιλιταρισμό, δεδομένου ότι «το κεφάλαιο δεν έχει πα­τρίδα», παρ ’ ότι υπάρχουν ευκαιρίες στερέωσης της διεθνούς θέσης εθνι­κών κεφαλαίων μέσω του «πατριωτικού» προσωπείου σε περίπτωση πολε­μικής σύρραξης (Liebknecht 1960, σελ. 470, 1974, σελ. 71επ., 1974-a, σελ. 260επ.). Οι πολύπλοκες στρατηγικές του κεφαλαίου απέναντι στο ζήτημα διεξαγωγής του πολέμου δείχνουν ότι ο εξωτερικός και ο εσωτερικός μι­λιταρισμός αλληλοσυμπληρώνονται.

Στο σημείο αυτό τίθεται το ερώτημα ποια αντιμιλιταριστική στρατηγι­κή αντιστοιχεί στις μαρξιστικές τοποθετήσεις, οι οποίες απομυθοποιούν την «πανεθνική»-προοτατευτική λειτουργία του στρατού, καταγγέλλοντας τη στρατιωτική ιεραρχία και την ταξική λειτουργία του στρατού στο ε­σωτερικό και εξωτερικό μέτωπο4. Αναμφίβολα δεν είναι αποτελεσματική

4. Η σύνδεση της κριτικής στο μιλιταρισμό με την κριτική στον εθνικισμό δεν πραγ­ματοποιείται πάντοτε. Η τάση διαχωρισμού τους είναι εμφανής στον Ernst Bloch, ο οποίος ασχολήθηκε με το πρόβλημα του μιλιταρισμού, αρθρογραφώντας με ψευδώνυμο στη διάρκεια του Α ' Παγκόσμιου Πολέμου. Προσπαθώντας με ρητορικότητα και συ­ναισθηματικά επιχειρήματα να πείσει τους Γερμανούς ότι το να «εύχονται» τη νίκη των Συμμάχων δεν ε(ναι προδοσία, υποστήριξε ότι απέναντι στον πρωσικό μιλιταρισμό είναι προτιμότερη η νίκη των —ιμπεριαλιστών— Συμμάχων (Bloch 1985, σελ. 76, 87). Η επιχειρηματολογία τύπου «το μη χείρον βέλτιστον» αγνοεί την κριτική στον εθνικισμό, με τον ισχυρισμό ότι η νίκη των Συμμάχων δεν θα βλάψει τα αληθινά συμφέροντα του γερμανικού έθνους (σελ. 458) και εμφανίζει εσωτερικές αντιφάσεις, διότι δεν είναι δυ­νατόν να ζητείται από το γερμανό «πατριώτη» να θεωρήσει ως εθνικό συμφέρον την παράδοση στον εχθρό, δηλ. τη χειροτέρευση της θέσης του προς όφελος των αντιπά­λων. Η κριτική στον «κακό» μιλιταρισμό καταλήγει στην αδιέξοδη ευχή να νικήσουν οι εξίσου μιλιταριστές —αλλά πιο «ήπιου·— αντίπαλοι, όσο δεν συνδέεται με μια κρι­τική στην ιδέα του κοινού εθνικού συμφέροντος, δηλ. στην κατάδειξη της ταξικής λειτουργίας του μιλιταρισμού στο εσωτερικό μιας χώρας. Και βέβαια σε μια τέτοια προοπτική δεν έχει θέση η επίκληση του «εθνικού συμφέροντος», αλλά η προβολή ενός μηνύματος λαϊκής εξέγερσης και αυτοοργάνωσης εναντίον ολόκληρης της τάξης πραγ-

Page 188: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 187

η στρατηγική φθοράς ή εξάντλησης (Ermattungsstrategie) που αναμένει τήν κατάρρευση του μιλιταρισμού μέσα στο σύστημα που τον δημιουργεί και τον συντηρεί.

Η εξέλιξη του στρατιωτικού συστήματος από τους μισθοφορικούς στρα­τούς μέχρι την καθολική υποχρέωση στράτευσης παρουσιάζει αναμφίβο­λα χαρακτηριστικά που εκ πρώτης όψεως αντιστρατεύονται τα καπιταλι­στικά συμφέροντα. Στο φαινόμενο της γενικής στράτευσης έχει επισημαν- θεί η αντίφαση του καπιταλισμού με την επέκταση του μιλιταρισμού (ά­μεση εμπλοκή των πολιτών στο σύστημά του που δεν περιορίζεται σε έναν αυστηρά επαγγελματικό στρατό, αλλά οπλίζει και εκπαιδεύει τον «εσωτε­ρικό εχθρό» τείνοντας στη δημιουργία λαϊκού στρατού, ο οποίος ενδέχε­ται να απειλήσει την καπιταλιστική ασφάλεια —βλ. Κεφ. 5.2).

Διατυπώθηκε σχετικά η πρόβλεψη ότι το μιλιταριστικό σύστημα του μαζικού στρατού οδηγείται σε πολιτική κατάρρευση μέσα από τη διαλε­κτική της εξέλιξής του, η οποία επιταχύνεται από την οικονομική κατα­στροφή λόγω του τεράστιου κόστους (Engels 1972-1, σελ. 158επ., 1975, σελ. 56επ., 66, Liebknecht 1958, σελ. 319, 1960, σελ. 471). Αυτή η «διαλεκτική» πρόβλεψη είναι ισχυρή ως σύνθημα που επισημαίνει το αδύνατο σημείο του μιλιταρισμού και υποδεικνύει ένα δυνάμει επαναστατικό ρήγμα στις δομές του. Δεν είναι όμως ορθή ως νομοτελειακή πρόβλεψη.

Η άποψη περί κατάρρευσης του μιλιταρισμού μέσα από τη διαλεκτική των αντιφάσεων του —ουτοπικός καταστροφισμός που διαψεύδεται ιστο­ρικά— διακρίνει μεν την αντιφατική εξέλιξη του τακτικού στρατού σε λαϊκό στρατό, αλλά παρουσιάζει δύο βασικές αδυναμίες: Πρώτον, επικε­ντρώνεται στον εσωτερικό —άμεσα ταξικό— μιλιταρισμό, παραβλέπο- ντας ότι ο στρατός οργανώνεται πρωτίστως ως εθνικός, στρεφόμενος κατά του εξωτερικού εχθρού. Αγνοεί συνεπώς τη θεμελιώδη σημασία της εθνι­κής διάστασης του μιλιταρισμού, μη συνυπολογίζοντας τις ιδεολογικές βάσεις του εξωτερικού μιλιταρισμού και τη σύνδεσή του με τον εθνικισμό. Δεύτερον, επικεντρώνεται στην ένοπλη σύγκρουση, υποτιμώντας τις λαν- θάνουσες μορφές του μιλιταριστικού φαινομένου. Βέβαια, η καθολική υ­ποχρέωση στράτευσης δυσχεραίνει ένα στρατιωτικό πραξικόπημα (Engels 1975, σελ. 66) και το ενδεχόμενο της εμφύλιας σύρραξης συνιστά ανα­σταλτικό παράγοντα για ένα στρατιωτικό ξέσπασμα κατά του εσωτερικού εχθρού ενώ, για τον Λένιν, η Κομμούνα του Παρισιού και η ρωσική επανάσταση του 1905 δείχνουν ότι είναι αδύνατο να καταργηθεί ο μιλιτα­ρισμός με άλλον τρόπο εκτός από το νικηφόρο αγώνα ενός μέρους του τακτικού στρατού κατά του άλλου (Lenin-y, σελ. 254). Ωστόσο, ο μιλιτα­ρισμός συνδέεται και με την ένοπλη ειρήνη, εξαναγκάζοντας εξωτερικούς

Page 189: Dialektikh Toy Polemoy

188 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. Γ1ΑΝΝΟΥΛΗ

και εσωτερικούς εχθρούς —στην καλύτερη περίπτωση— σε διατήρηση του status quo.

Η διαπλοκή του εξωτερικού με τον εσωτερικό μιλιταρισμό και η δια­πλοκή του εθνικού με το ταξικό στοιχείο δεν επιτρέπουν ερμηνείες περί αντίρροπων τάσεων που αλληλεξουδετερώνονται, οδηγώντας σε κατάρ­ρευση του μιλιταρισμού. Ο μιλιταρισμός ως ζωτική ανάγκη και «αμαρτία» του καπιταλισμού μπορεί να στραφεί εναντίον του (Liebknecht 1958, σελ. 318) μόνο με οργανωμένη αντίδραση (Engels 1974-a, σελ. 393επ., Marx 1977, σελ. 231, Marx/Engels 1982, σελ. 379). Είναι προϊόν της κοινωνικής εξέλιξης και μπορεί να οδηγήσει μέσω του τακτικού στο λαϊκό στρατό, αλλά το αποτέλεσμα αυτό δεν θα προκύψει αυτόματα από το υπάρχον στρατιωτικό σύστημα χωρίς πολιτικούς αγώνες μέσα και έξω από το στρα­τό (Luxemburg 1987, σελ. 398,454,1987-a, σελ. 445, Liebknecht 1958, σελ. 439).

Περαιτέρω, ο μιλιταρισμός δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί ως αυτόνομος κίνδυνος, έξω από τις κοινωνικές σχέσεις που τον δημιουργούν. Ό σον αφορά τις αντιφάσεις στη σχέση μιλιταρισμού-καπιταλισμού, γίνεται λό­γος και για τάση αυτονόμησης του μιλιταρισμού που καθίσταται «αυτο­σκοπός» —διαπίστωση που ίσως ήταν δικαιολογημένη στο δεύτερο μισό του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, σε εποχή αδιάκοπων πολέμων και εσωτερικών συγκρούσεων («ο μιλιταρισμός κατασπαράζει την Ευρώπη» -Engels 1972-1, σελ. 158, Liebknecht 1958, σελ. 288επ„ 358, 1960, σελ. 474). Αυτή η διαπίστωση δεν αναιρεί τη θεμελιώδη εξάρτηση του μιλιτα­ρισμού από τον καπιταλισμό, αλλά εκφράζει μια ιστορική συγκυρία, στην οποία ο τακτικός στρατός βρίσκεται στο προσκήνιο της πολιτικής §ράσης όσον αφορά τους εξωτερικούς και εσωτερικούς αγώνες. Πρόκειται για την ιστορική στιγμή που επιβάλλει τη συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα5.

5. 'Οταν τεθούν σε κίνηση οι στρατιωτικές ενέργειες ακολουθούν τους δικούς τους νόμους και συχνά ξεφεύγουν αχό τον έλεγχο των πολιτικών αποφάσεων (Engels 1982, σελ. 3), δηλαδή σε δεδομένη περίπτωση η πολεμική δράση του στρατού αυτονομεΐται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το στρατιωτικό σύστημα αποσυνδέεται από την πολιτική και το σύστημα παραγωγικών σχέσεων.

Στις αναφορές περί αυτονόμησης του μιλιταρισμού ενυπάρχει ο κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ στρατιωτικού και πολιτικού ρόλου του στρατού: Όταν ο δείνα «μεγάλος πατριώ­της και στρατιώτης» αναλάβει την εξουσία ή επιβάλλει δικτατορία, δεν επικρατεί ο μιλιταρισμός και δεν αυτονομείται ο στρατός ως κέντρο εξουσίας. Όταν τμήματα του στρατιωτικού μηχανισμού εκφράζουν τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης, ο στρα­τός είναι πολιτική δύναμη και προσφέρει ένα διαφορετικής προέλευσης πολιτικό προ­σωπικό που εκφράζει βέβαια μια συγκυρία σκλήρυνσης της ταξικής πάλης σε συνθήκες οξυμένου αυταρχισμού, αλλά παίρνει πάντα την πολιτική «ευαισθησία» που του επιβάλ­

Page 190: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Τα περί αυτονόμησης του μιλιταρισμού συνδέονται με την ουτοπική ελπίδα ότι κάποιος «μεγάλος», απόλυτος πόλεμος θα «ξεφύγει από τον έλεγχο» και θα σημάνει το τέλος του καπιταλισμού (Engels 1973-d, σελ. 371, Liebknecht 1963, σελ. 427). Ωστόσο, το «παραμύθι του τελευταίου πολέμου» είναι μικροαστικός μύθος (Lenin 1960-b, σελ. 27) και ο μιλιτα­ρισμός αντιμετωπίζεται, στο συγκεκριμένο πεδίο του, με πολιτικά μέσα. Παρά την εξασθένησή του —στην οποία συμβάλλει σήμερα η διάχυτη ειρηνιστική στάση— δεν μεταβάλλεται ο οργανικά καπιταλιστικός· χαρα­κτήρας του. «Ο μιλιταρισμός είναι και στις δύο μορφές του —τόσο ως πόλεμος όσο και ως ένοπλη ειρήνη— παιδί του καπιταλισμού» (Luxemburg 1986-d, σελ. 493επ.) και «θα πέσει μόνον με τον καπιταλισμό ως τελευταία ταξική κοινωνία» (Liebknecht 1958, σελ. 319,432επ. και 1960, σελ. 480), πτώση που δεν μπορεί να είναι τυχαία (καταστροφικός πόλεμος) ή αυτόματη (καταστροφή λόγω εσωτερικών αντιφάσεων).

Με τη θεώρηση του μιλιταρισμού ως προϊόντος της ταξικής πάλης είναι εμφανής η διαφοροποίηση από τον ειρηνιστικό και αναρχικό αντιμιλιτα­ρισμό, οι οποίοι προβάλλουν το αίτημα αφοπλισμού και κατάργησης του μιλιταρισμού ανεξάρτητα από τις ταξικές αντιπαραθέσεις, δηλ. με «κενές φράσεις» και «ανθρωπιστικό κήρυγμα περί ειρήνης», χωρίς ανάλυση του ιδιαίτερου χαρακτήρα κάθε σύγκρουσης (Lenin 1960-e, σελ. 152επ., 1960-g, σελ. 259επ., 1960-j, σελ. 299, Benjamin 1972 και 1972-a). Τα αιτήματα αμοιβαίου αφοπλισμού, οι προσπάθειες διεθνούς αποστρατιωτικοποίησης και η κριτική της επεκτατικής πολιτικής θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν μόνον αν ιδρυόταν ένα παγκόσμιο ομοσπονδιακό κράτος, κάτι που δεν φαίνεται δυνατόν (Liebknecht 1958, σελ. 420, Luxemburg 1984-b, σελ. 450 —για την κριτική του υπεριμπεριαλισμού βλ. Κεφ. 5.5). Επομένως, ο α­ποτελεσματικός αντιμιλιταρισμός προϋποθέτει πολιτικό αγώνα. Δεν αρκεί η τακτική της «φθοράς» και δεν επαρκούν τα αιτήματα αφοπλισμού6.

λει η νέα θέση του. Η μελέτη της ,νεοελληνικής ιστορίας υπό το πρ(σμα των σχέσεων στρατού-πολιτικής πρέπει να λάβει υπόψη τη διαφοροποίηση των ρόλων του στρατιω­τικού μηχανισμού: Ο στρατηγός-πρωθυπουργός είναι κυρίως πρωθυπουργός, εκφράζει την πολιτικοποίηση του στρατού. Τέτοιες διαδικασίες πρέπει να ερμηνεύονται με βάση την προτεραιότητα του πολιτικού απέναντι στο στρατιωτικό στοιχείο και, από φιλοσο­φική άποψη, με κριτήριο ότι οι φορείς των κοινωνικών λειτουργιών καθορίζονται από τις προδεδομένες αναγκαιότητες της λειτουργίας που εκάστοτε αναλαμβάνουν. Ο Κιν- γκινάτος-αγρότης ταυτίζεται μόνον κατ' όνομα με τον Κινγκινάτο-πολιτικό.

6. Τα παραπάνω επιχειρούν να θεμελιώσουν την αντίθεση προς κάθε υποστασιοποίηση του μιλιταρισμού με αναγωγή του είτε σε πρωταρχικό κακό (έναντι του οποίου όλοι πρέπει να συμμαχήσουν) είτε, θεωρητικότερα, σε καθοριστικό παράγοντα της κοινωνι­κής εξέλιξης (όπως π.χ. στις αναλύσεις περί «στρατιωτικού καπιταλισμού», στον οποίο

Page 191: Dialektikh Toy Polemoy

190 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Η εναντίωση όσων υφίστανται την εκμετάλλευση στον εσωτερικό μι­λιταρισμό είναι αναγκαία: Ο εσωτερικός μιλιταρισμός αποτελεί, ως συνέ­πεια της καπιταλιστικής ανάπτυξης, κύριο μέσο ταξικής πάλης. Ο ρόλος του στρατού ως απεργοσπάστη και η άμεση επέμβασή του για την κατα­στολή λαϊκών εξεγέρσεων (Liebknecht 1958, σελ. 327,361επ., 427επ.) είναι το έσχατο μέσο της ταξικής καταστολής (στο μεταξύ —και σε ηπιότερο κλίμα ταξικών διεκδικήσεων— αρκεί η επαγρύπνηση της αστυνομίας), ενώ η λειτουργία του ως μηχανισμού άσκησης βίας κατά των στρατευμέ- νων πολιτών πρέπει να καταγγέλλεται χωρίς αυταπάτες περί εκδημοκρα­τισμού και ελπίδες περί αμιγώς «αμυντικής» δράσης του στρατιωτικού μηχανισμού.

Δυσχερέστερη είναι η θεμελίωση της αντίθεσης στον εξωτερικό μιλι­ταρισμό, όπου εμπλέκεται η προφάνεια της πατριωτικής ιδεολογίας. Άλλωστε δεν στρέφονται όλρι οι πόλεμοι άμεσα κατά του εσωτερικού εχθρού, αφού κύριο αίτιο της πολεμικής σύγκρουσης είναι ο αγώνας για την ενίσχυση της θέσης κάθε εθνικής αστικής τάξης («αγώνας για τη λεία» —Lenin 1960-k, σελ. 344επ.). Η όξυνση του παγκόσμιου οικονομικού α­νταγωνισμού εντείνει τις πολιτικές και εθνικές αντιθέσεις και ενισχύει το μιλιταρισμό (Liebknecht 1958, σελ. 274, 363επ., 421επ. και 1960, σελ. 469). Οι πραγματικοί ηττημένοι, αυτοί που δεν επωφελούνται από τη στρατιω- τικοποίηση της κοινωνίας και τη διανομή της «λείας» όσο πατριωτισμό

υποτίθεται ότι κυριαρχούν οι πολεμικές βιομηχανίες που περιστρέφουν τον πλανήτη στην τροχιά των κερδών τους και υπαγορεύουν στους πολιτικούς «παράλογες» αποφά­σεις με σκοπό την αύξηση των πωλήσεων όπλων, βλ. π.χ. Μέλμαν 1991). Η τάση υπερτίμησης και αυτόνομης θεώρησης του μιλιταρισμού επιτρέπει στους «ερευνητές ειρήνης» να επιδείξουν προοδευτικότητα παραμένοντας στο «θεαματικό» επίπεδο, δηλ. χωρίς να αναφέρονται κριτικά στις κυρίαρχες —μη πολεμικές— διαστάσεις του καπι­ταλισμού και στις στρατηγικές που υπερβαίνουν το μιλιταρισμό.

Η (δια απολιποποίηση εμφανίζεται και σε μαρξιστικές προσεγγίσεις που θεωρούν ως κύρια πηγή των πολεμικών δεινών την καταστροφική για την ανθρωπότητα τεχνολο­γική πρόοδο. Η ραγδαία εξέλιξη της πολεμικής τεχνολογίας καθίσταται αυτόνομος κίνδυνος πολέμου και ο μιλιταρισμός προσδιορίζεται από την πολεμική τεχνολογία του μέλλοντος σε μια τυφλή πορεία προς όλο και μεγαλύτερες καταστροφές, υποστήριζε ο Benjamin (1972, σελ. 238επ.). Μια τέτοια άποψη τεχνολογικού ντετερμινισμού, όχι μό­νον αγνοεί τη σαφή λογική (και στρατηγική) που εξυπηρετεί η παραγωγή και χρήση της πολεμικής τεχνολογίας (βλ. Κεφ. 3.2.2), αλλά και είναι πολιτικά αδιέξοδη. Ακόμη και όταν δεν οδηγεί σε πεσιμισμό για τον «κακό» άνθρωπο —πεσιμισμός που επικυρώ­νει, με «θλίψη», την παρούσα τάξη πραγμάτων— εξαντλεί, όπως στον Benjamin (1977, σελ. 186επ., 194επ.), το απελευθερωτικό δυναμικό σε κραυγές διαμαρτυρίας και σε ελ­πίδες για ανατροπή μέσα από ένα αυθόρμητο ξέσπασμα αγανάκτησης (για το μυστικι- σμό της εξέγερσης στον Benjamin βλ. Thielen 1993, σελ. 66επ.).

Page 192: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 191

και αν επιδείξουν, είναι εκείνοι που υφίσχανται την εκμετάλλευση (Lenin 1960-q, σελ. 172επ., Liebknecht 1963, σελ. 424επ. και 1966, σελ. 63επ.).

Με το σύνθημα «ο κύριος εχθρός βρίσκεται μέσα στην ίδια μας τη χώρα» ανατρέπεται η επιχειρηματολογία του «εξωτερικού εχθρού» και του «σπιτιού που καίγεται» (όπως την ειρωνεύθηκε η Λούξεμπουργκ, 1987-a, σελ. 132), καθώς η προβληματική του (εξωτερικού) αντιμιλιταρισμού συν­δέεται με τη θεωρία του κράτους και την επανάσταση: Η «πατρίδα» δεν απειλείται απέξω, ο κίνδυνος πηγάζει από τον κρατικό μηχανισμό (Liebknecht 1974-a, σελ. 2%). Η κυρίαρχη πατριωτική και εθνικιστική ιδεολογία θεωρεί μια τέτοια μορφή αντιμιλιταρισμού ως εσχάτη προδοσία (Lenin 1960-h, σελ. 277, Liebknecht 1958, σελ. 418). Οι αντιμιλιταριστικές θέσεις δεν εμπλέκονται ωστόσο στη συλλογιστική του πατριωτισμού. Όπως θα πει ο Λήμπκνεχτ, η γερμανική σοσιαλδημοκρατία δεν πρέπει να υιοθετήσει αντι-πατριωτική και αντ-εθνική στάση αλλά α-πατριωτική, συ­νεπή στη διεθνή αλληλεγγύη και την ειρήνη των λαών, αποβλέποντας σε μείωση των εθνικών αντιθέσεων και κατάργηση του μιλιταρισμού (1958, σελ. 362, 444επ.).

Ο αγώνας για κατάργηση του μιλιταρισμού και η αντίσταση στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους κλιμακώνεται σε διάφορα επίπεδα (μείωση της στρατιωτικής θητείας και εκδημοκρατισμός του στρατού, γενικές απεργίες για την αποτροπή επικείμενου πολέμου, κήρυξη «πολέμου στον πόλεμο» και αγώνας αντικατάστασης του τακτικού από το λαϊκό στρατό, την πο­λιτοφυλακή). Τελικός στόχος είναι η εξέγερση ενάντια στον πόλεμο και τη μιλιταριστική ειρήνη του ιμπεριαλισμού (Liebknecht 1958, σελ. 419επ.). Η στρατιωτική άσκηση βίας, η βάναυση μεταχείριση των στρα­τιωτών και η μιλιταριστική «δικαιοσύνη» λειτουργούν και ως μέσα απε­λευθέρωσης που στρέφονται κατά του μιλιταρισμού (Engels 1974-a, σελ. 393επ., Liebknecht 1958, σελ. 318).

8.2 Πολιτοφυλακή;

Ο Ένγκελς τάσσεται υπέρ μιας πορείας προς τη σταδιακή εξάλειψη του μιλιταρισμού: «Η βαθμιαία μείωση της θητείας είναι ο καλύτερος τρόπος μετάβασης από τον τακτικό στρατό στην πολιτοφυλακή» (Engels 1974-a, σελ. 371επ.). Το αίτημα της λαϊκής πολιτοφυλακής συνδέεται κατ’ αρχήν με τη μείωση της στρατιωτικής θητείας, αποσκοπεί όμως στο να στερήσει από τον τακτικό στρατό τη δυνατότητα καταπολέμησης του εσωτερικού εχθρού (Luxemburg 1986-e, σελ. 525). Πράγματι, ενώ για την αντιμετώπι­

Page 193: Dialektikh Toy Polemoy

192 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

ση του εξωτερικού εχθρού είναι δυνατόν να επιστρατευθούν —κατά κυριο­λεξία— οι λαϊκές μάζες, κατά του εσωτερικού εχθρού μπορεί να κινητο­ποιηθεί μόνο ο «τακτικός» στρατός, οργανωμένος με πυρήνα τους επαγ- γελματίες στρατιωτικούς (Liebknecht 1960, σελ. 475). Φυσικά, η καθιέρω­ση της πολιτοφυλακής δεν εγγυάται την εξάλειψη της κρατικής καταστο­λής. Αποτελεί το μίνιμουμ διεκδικήσεων στο πλαίσιο αμφισβήτησης της στρατιωτικής οργάνωσης του αστικού κράτους (Luxemburg 1984, σελ. 227). Ο Λένιν θα τονίσει τη σημασία που έχει η πολιτοφυλακή ως «απλός» μηχανισμός ασφάλειας και διοίκησης που αυξάνει την πολιτική εμπειρία του λαού με τη συμμετοχή όλων των ενηλίκων ανδρών και γυναικών (Λέ­νιν 1975, σελ. 48επ.).

Το αίτημα δημιουργίας πολιτοφυλακής αποβλέπει στην ουσιαστική κα­τάργηση του μιλιταρισμού. Είναι ευνόητο ότι ο μιλιταρισμός μπορεί να αναπτυχθεί μόνο στο κλειστό, πειθαρχικού χαρακτήρα περιβάλλον του τακτικού στρατού7 και χάνει —ως ιδεολογία και πρακτική απόλυτης ιε­

7. Σήμερα η κύρια μορφή αντίστασης στον πειθαρχικό χαρακτήρα του στρατού εκ μέ­ρους των υποχρεούμενων σε στράτευση είναι —παράλληλα με το φθίνον κίνημα στρα­τιωτικού συνδικαλισμού και την παθητική αντίσταση στο μιλιταρισμό που παίρνει απονενοημένη μορφή με την αυτοκτονία στρατιωτών— η λεγάμενη αντίρρηση συνεί­δησης, δηλαδή η ατομική άρνηση στράτευσης για λόγους αντίθεσης προς τη μιλιτα- ριστική πρακτική. Πρόκειται για μορφή ειρηνισμού που συγκεντρώνει κατ' αρχήν τις προϋποθέσεις για οργάνωση αποτελεσματικής και μαζικής αντίστασης στο μιλιταρισμό και τον εθνικισμό.

Το κύριο πρόβλημα είναι ο ψυχολογικός και μη πολιτικός χαρακτήρας που λαμβάνει η αντίρρηση συνείδησης με την εμφάνισή της ως ατομικής λύσης, για λόγους «φιλοσο­φικής» αντίθεσης στη βία. Το γεγονός ότι δεν παίρνει σαφή χαρακτήρα πολιτικής αντίθεσης με τις πρακτικές του αστικού κράτους, και καθιερώνεται ως οιονεί φιλανθρω­πική παραχώρηση προνομίου στη μειοψηφία των διαφωνούντων, ως ένδειξη «ανεκτι­κότητας» και «εκσυγχρονισμού των ενόπλων δυνάμεων» (βλ. το συντηρητικό σκεπτικό που αναπτύσσει ο Σιμιτσής 1990), της στερεί τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως αιχμή κριτικής στο μιλιταρισμό. Τα προβλήματα αυτά συνοψίζονται στη νομικοποίηση του ζητήματος με τη μορφή δικαστικού ελέγχου της συνείδησης βάσει της νομοθετικής αναγνώρισης της αντίρρησης συνείδησης στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Η ε- ξατομίκευση και νομικοποίηση μιας εξόχως πολιτικής αντίθεσης, δηλαδή η διάλυσή της μέσα στον έλεγχο δικαστικών οργάνων και επιτροπών, όπου ο αντιρρησίας απολο­γείται, επιτρέπει ήδη στις δυτικές χώρες να «εκμεταλλεύονται» το φαινόμενο είτε με την έναντι χαμηλής αμοιβής χρήση εργατικής δύναμης σε νοσοκομεία, στη φροντίδα ανα­πήρων κ.ο.κ. (π.χ. Γερμανία) είτε με τη δημιουργία μιας εναλλακτικής θητείας για τις «ελίτ» που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε εταιρείες, πανεπιστήμια κ.ο.κ. (π.χ. Γαλλία), μετατρέποντας την αντίρρηση σε μέσο επαγγελματικής ένταξης. Την αρτιότερη κριτική των φιλελεύθερων-νομικών απόψεων περί κατοχύρωσης της αντίρρησης συνείδησης έχει παράσχει στην ελληνική βιβλιογραφία ο Φ. Βασιλόγιαννης (1990), παρ’ ότι η τελικά ευνοϊκή τοποθέτηση για το πολιτικοποιημένο κίνημα αντιρρησιών ξεκινά από

Page 194: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 193

ράρχησης και υπακοής— την ισχύ του όταν οι στρατιωτικές λειτουργίες ασκούνται περιοδικά από όλους τους πολίτες. Πρόκειται για την τάση κοινωνικοποίησης των λειτουργιών άμυνας και τήρησης της τάξης που απομυθοποιεί την αναγκαιότητα του αυταρχικού-ιεραρχικού στρατού και την επιθετική ιδεολογία του μιλιταρισμού. Σ ’ αυτό αναφέρεται η πολεμι­κή που άσκησε η Λούξεμπουργκ κατά της άποψης του Schippel ότι ο στρατός είναι τεχνικά αναγκαίος, προκειμένου να απαλλαγεί η κοινωνία από το «βάρος» της άμυνας με τις λιγότερες δυνατές δαπάνες (Luxemburg 1987 σελ. 446επ.).

Η ανάλυση της ταξικής λειτουργίας του στρατού δείχνει ότι οι τεχνο- κρατικές θέσεις περί αναγκαιότητας θεσμών γνώσης και εξουσίας αποκρύ­πτουν την πραγματική λειτουργία των θεσμών αυτών (μόνον από αστική οπτική είναι αναγκαίος ο μιλιταρισμός του τακτικού στρατού —Luxem­burg 1987, σελ. 447). Ανεξάρτητα από τη συμβατότητα της πολιτοφυλακής με τον καπιταλισμό, η στρατηγική σημασία του αιτήματος λαϊκού ελέγ­χου των στρατιωτικών λειτουργιών φαίνεται από το γεγονός ότι η κατάρ­γηση του τακτικού στρατού και η αντικατάστασή του από τον «ένοπλο λαό» της πολιτοφυλακής (Μαρξ 1986-α, σελ. 79) θεωρείται ως η πρώτη — και απολύτως αναγκαία— πλευρά του συστήματος μετάβασης στο σοσια­λισμό που ιστορικά αποκλήθηκε δικτατορία του προλεταριάτου (Μπαλι- μπάρ 1989, σελ. 48). Με τον τρόπο αυτόν οι αναλύσεις περί μιλιταρισμού εντάσσονται στη θεωρία του κράτους και της μετάβασης στο σοσιαλισμό ως πλευρά της ρήξης με τις πρακτικές του αστικού κράτους.

Οι θέσεις υπέρ της πολιτοφυλακής ως μέσου κατάργησης του μιλιτα­ρισμού με διατήρηση των λειτουργιών άμυνας, που προβλήθηκαν ήδη στο ιδρυτικό συνέδριο της Β' Διεθνούς (Braunthal 1978, τ. 1, σελ. 331), απο-

την ανακριβή ταύτιση της πολεμικής σύγκρουσης με τον εν ειρήνη ποικίλως δρώντα στρατιωτικό μηχανισμό (σελ. 60).

Ας επισημανθεί, τέλος, ότι η αναγνώριση της αντίρρησης συνείδησης σε πολλές χώρες δεν προέκυψε κατόπιν ευθείας σύγκρουσης με τη στρατοκρατική λογική, αλλά αποτέλεσε αίτημα που μάλλον ευνοϊκά αποδέχθηκαν οι εκπρόσωποι του κρατικού μη­χανισμού. Στο πλαίσιο των τάσεων επαγγελματοποίησης του στρατού, η μείωση του ένστολου δυναμικού —και δη η «απαλλαγή» του από τους διαφωνούντες— είναι διεκ­δίκηση σύμφωνη με το πνεύμα των καιρών. Και ως τέτοια «ικανοποιείται». Εν όψει της εγγενούς αντιφατικότητας του αιτήματος απαλλαγής στράτευσης, όταν αυτό συνοδεύε­ται από παροχή φθηνής κοινωνικής εργασίας, δεν εκπλήσσει το ότι πρόσφατα (die tageszeitung, 10.2.93) στρατοκρατικοί-συντηρητικοί κύκλοι στη Γερμανία αντιτάχθηκαν στις προτάσεις κατάργησης της γενικής στράτευσης με κύριο επιχείρημα ότι μαζί της θα καταργηθεί και η εναλλακτική θητεία, με αποτέλεσμα την αύξηση των δαπανών κοινωνικής πολιτικής!

Page 195: Dialektikh Toy Polemoy

194 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

τελούν μια «απλή λύση» που γνώρισε τις αναμενόμενες δυσκολίες εφαρ­μογής στην πρακτική των σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Το πρόβλημα της διεξαγωγής πολέμου σε πιεστικές συνθήκες πολύπλευρης επίθεσης οδήγησε στη Σοβιετική Ένωση στο σχηματισμό του Κόκκινου Στρατού, με οργανωτικό πυρήνα τους τεχνικούς και αξιωματικούς του τσαρικού στρατού και τους «σοβιετικούς» αξιωματικούς που εκπαιδεύονταν σε πα­λαιού τύπου σχολές ως φορείς της «επιστήμης του πολέμου» (Τρότσκυ). Πολύ γρήγορα υιοθετήθηκαν οι στρατιωτικοί κανόνες της πειθαρχίας και της ιεραρχίας και ο έλεγχος από συμβούλια στρατιωτών αντικαταστάθηκε με την πρακτική των πολιτικών επιτρόπων που επέβλεπαν τους «ειδικούς», ενώ παράλληλα περιορίσθηκε η δράση των τοπικών αποσπασμάτων προς όφελος του κεντρικού ιεραρχικού στρατού'. Επιδιώκοντας την άμεση στρατιωτική αποτελεσματικότητα, ο Τρότσκυ θα αρνηθεί ότι υπάρχει «προλεταριακός τρόπος» διεξαγωγής του πολέμου, προβάλλοντας τη μη­χανιστική άποψη ότι ο στρατός, ως εργαλείο, εκφράζει τα συμφέροντα της κοινωνικής δύναμης που τον χρησιμοποιεί και αγνοώντας έτσι τις αναλύ­σεις περί αστικής υφής του μιλιταρισμού.

Εάν όμως ο Κόκκινος Στρατός δεν διέφερε από τους υπόλοιπους στρα­τούς —με εξαίρεση το ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο ότι αυτοαναγνωριζό- ταν ως ταξικός, ερχόμενος έτσι σε ρήξη με τις αστικές πρακτικές εμφά­νισης των ταξικών λειτουργιών ως καθολικά αναγκαίων—, οι εμπειρίες των πολέμων στην Κίνα και το Βιετνάμ έδειξαν με ποιον τρόπο είναι δυνατόν να συνδυασθεί η αποτελεσματικότητα με την τάση κατάργησης του μιλιταρισμού. Βασικό στοιχείο διεξαγωγής μιας σοσιαλιστικής επα­νάστασης, δηλ. αντιμετώπισης του ισχυρότερου εχθρού και δημιουργίας όρων που δεν αναπαράγουν τα σχήματα της αστικής κυριαρχίας, είναι η διαλεκτική μεταξύ οργανωμένου τακτικού στρατού και δράσης ανταρτών με λαϊκή πρωτοβουλία και στήριξη.

Ο Μάο θα τονίσει την ανάγκη ύπαρξης τακτικού επαναστατικού στρα­τού με οργάνωση και πολιτική καθοδήγηση, ως μόνου τρόπου για την αντιμετώπιση του ισχυρότερου αντιπάλου (Mao 1967, σελ. 66επ.). Αυτή η θέση —που υιοθετεί απόλυτα τη λογική του σοβιετικού στρατού— συνο­δεύεται ωστόσο από νέες επεξεργασίες για τις προϋποθέσεις διεξαγωγής πολέμου. Υπογραμμίζεται έτσι η πολιτική διάσταση κάθε σύγκρουσης (Κεφ. 5.6) που επιβάλλει να ληφθεί υπόψη η κοινωνική προέλευση των στρατιωτών και προϋποθέτει οι ένοπλοι σχηματισμοί να λειτουργούν ως

8. Βλ. αναλυτικά Bcltelheim (1974, σελ. 244επ.) και Kondylis (1988, σελ. 280επ.).

Page 196: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 195

πολιτικοί οργανισμοί, διότι μόνο η πολιτική υπευθυνότητα φέρνει στρα­τιωτική αποτελεσματικότητα σε απελευθερωτική κατεύθυνση.

Παράλληλα, μια σειρά οργανωτικών μέτρων, όπως η εσωτερική δημο­κρατία και η ισότητα αμοιβής των στρατευμένων, η λειτουργία του στρα­τού ως μονάδας πολιτικής εκπαίδευσης και άμεσης παραγωγής, ο σεβα­σμός της «ηθικής» που επιβάλλει την αποφυγή τυφλών ενεργειών εκδίκη­σης ή λεηλασίας, διαφοροποιούν έναν επαναστατικό στρατό από τους αντίστοιχους «αστικούς». Ένας επαναστατικός στρατός δεν είναι απλό όργανο που χρησιμοποιείται για να εγκαθιδρύσει μια νέα τάξη με παρα­δοσιακές μεθόδους καταναγκασμού. Αποτελεί μια εκ των προτέρων έκφρα­ση της τάσης κοινωνικού μετασχηματισμού, το οργανωτικό μόρφωμα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας που θα πρέπει να έχει τα βασικά δημοκρατικά- εξισωτικά χαρακτηριστικά της (π.χ. Mao 1967-a, σελ. 86επ., 1967-b, σελ. 118επ., 1967-c, σελ. 179επ.), κάτι που άλλωστε δείχνει την ανάγκη περιο­ρισμού της βίας, δηλ. αντίστασης στην εσωτερική λογική κάθε στρατιω­τικού μηχανισμού (βλ. και Galtung 1975, σελ. 15).

Στη σύγχρονη πολεμική ιστορία είναι απόλυτη η κυριαρχία του τακτι­κού στρατού, ως σχηματισμού αναγκαίου για τη διεξαγωγή πολέμου. Ο ανταρτοπόλεμος αντιμετωπίζεται ως κατώτερη μορφή που κατ ’ ανάγκην μόνο χρησιμοποιείται και, το σημαντικότερο, αντισταθμίζει την αδυναμία του με την πλήρη επικράτηση της στρατοκρατικής αντίληψης, αποτελώ- ντας, όσον αφορά τον τρόπο οργάνωσης και τις συμβολικές πρακτικές, αντίγραφο του τακτικού στρατού.

Η εμπειρία του επαναστατικού ανταρτοπόλεμου, χωρίς να αμφισβητεί την προτεραιότητα του τακτικού στρατού, αποδίδει ειδική σημασία στις ομάδες παρτιζάνων που οργανώνονται με λαϊκή πρωτοβουλία ως ένοπλες μονάδες ριζικά διαφορετικές από τον τακτικό στρατό. Εδώ είναι ενδιαφέ­ρουσες οι αναλύσεις για τη διαλεκτική των δύο μορφών οργάνωσης. Αφ ’ ενός, αναγνωρίζεται η ανάγκη για συγκέντρωση των δυνάμεων και υπέρ­βαση της οργανωτικής αδράνειας των παρτιζάνων, αφ * ετέρου, όμως, α­ποδίδεται σημασία στη διατήρηση μικρών μονάδων που συνδυάζουν την αυθεντική λαϊκή πρωτοβουλία με την αποτελεσματικότητα. Η συνύπαρξη των δύο μορφών θεωρείται απαραίτητη για τη διεξαγωγή πολέμου και την εκπαίδευση των μαχητών που εντάσσονται σταδιακά σε μεγάλες μονάδες (Mao 1967-d, σελ. 273επ„ 1960-f, σελ. 77επ.).

Ανάλογη ήταν και η εμπειρία του απελευθερωτικού πολέμου στο Βιετ­νάμ, όπου η κομμουνιστική καθοδήγηση του στρατού αξιοποίησε την παράδοση των λαϊκών-αγροτικών στρατών στη χώρα και θεώρησε τον πόλεμο ως πολιτική διαδικασία, στην οποία καθοριστική δεν είναι η τε­

Page 197: Dialektikh Toy Polemoy

196 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

χνική επάρκεια, αλλά η πολιτική εμπειρία καθώς και η εύρεση της «κα­τάλληλης» στιγμής με την ορθή «ανάγνωση» των συγκυριών, τη διόρθωση των σφαλμάτων και την αξιοποίηση όλων των επιπέδων δράσης. Οι στρα­τιωτικές μονάδες επιδίωξαν την άμεση σύνδεση με τους αγροτικούς πλη­θυσμούς και τις τοπικές οργανωτικές δομές, «δοκιμάζοντας» στην πράξη τη διαλεκτική παρτιζάνων και τακτικού στρατού (Boudarel 1968, σελ. 190επ„ Trihn-Van-Thao 1985).

Η συνοπτική αναφορά στις τάσεις οργάνωσης επαναστατικών στρατών δεν επιδιώκει —και δεν είναι δυνατόν— να προτείνει κάποια μέθοδο επί­λυσης ιστορικών προβλημάτων ή να διατυπώσει κάποια στρατηγική έννοια που, όπως ορισμένες πρωτοποριακές αναλύσεις δείχνουν, είναι προβληματική στην προφάνειά της9. Η διατύπωση εκτιμήσεων για την

9. Γ ια το ζήτημα αυτό θα περιορισθοΰμε σε δύο (αλληλοδιαπλεκόμενες) παρατηρήσεις, (α) Στρατηγική και κασυμμετρία». Η πρόσληψη της ταξικής αντιπαράθεσης και οι

τρόποι οργάνωσης των υπό εκμετάλλευση τάξεων δεν πρέπει να βασίζονται στο πρό­τυπο της κατά μέτωπον αντιπαράθεσης, που αποτελεί θεμέλιο της στρατηγικής σκέψης εν γένει. Η κλασική «τέχνη του πολέμου» αναλύει την αντιπαράθεση δύο αντιπάλων, οι οποίοι έχουν δυνητικά (σα όπλα και επιδιώκουν τον ίδιο τελικό σκοπό: την κατά- κτηση ενός επίδικου αντικειμένου μέσω της μεταβολής του συσχετισμού δύναμης. Αυτή η θεμελιώδης συμμετρία δυνάμεων, σκοχών και μέσων δεν προσφέρεται για την επεξερ­γασία μιας πολιτικής στρατηγικής. Σκοπός των λαϊκών τάξεων δεν είναι η κατάκτηση της εξουσίας και η άσκησή της στα προδεδομένα πλαίσια μετά την ήττα και υποταγή του αντιπάλου, αλλά η επαναστατική απόπειρα διάλυσης της αστικής ιδεολογίας και μετασχηματισμού των ταξικών σχέσεων και της κρατικής εξουσίας στην κατεύθυνση κατάργησής τους. Για το ζήτημα της ασυμμετρίας που εκφράζει τη δομή της ταξικής πάλης βλ. Balibar (1976, σελ. 196/7), Μπαλιμπάρ (1989-α, σελ. 70επ.) και ιδίως Schoct- tler (1980, σελ. 16-25) με κριτική τού (εγελιανής προέλευσης) σχήματος ότι η εργατική τάξη μπορεί, «αντιστρέφοντας» ή εκφράζοντας «με συνέπεια» τις αστικές διεκδικήσεις ελευθερίας, ισότητας κλπ., να ασκήσει στα ίδια πλαίσια αποτελεσματική πολιτική. Τη θεμελιώδη ασυμμετρία διακρίνει στο επίπεδο του συσχετισμού δύναμης ο Galtung, με την έννοια της δομικής βίας (1975, σελ. 50 —βλ. και πιο πάνω Κεφ. 5.5).

(β) Στρατηγική και χολιτική. Η σκέψη με στρατηγικούς όρους ανάλογους της πολε­μικής σύγκρουσης δεν είναι πρόσφορη εν όψει της «διάχυτης» υποκειμενικότητας των τάξεων (Ιωακείμογλου 1990) και της μη αναγωγής της ταξικής πάλης στην πολεμική σύγκρουση. Αν, όπως επισημάνθηκε (Ιωακείμογλου 1992), «η αστική αντίληψη της στρατηγικής ανάγεται τελικά σε μία απλοϊκή ανθρωπολογία που θέτει ως βάση τής “θεωρίας τής πράξης” την έννοια (...) του υποκειμένου-που-φηάχνει-τη στρατηγική» (σελ. 57/8) και αν οι οργανώσεις του εργατικού κινήματος εξελάμβαναν επίσης τη στρατηγική ως σχεδιασμό μιας μετωπικής αντιπαράθεσης, είναι αναγκαία η ριζική αλλαγή οπτικής: «Πρέπει να απαλλάξουμε την ιδέα του ανταγωνισμού από τη θρησκευ­τική και στρατιωτική μεταφορά των “δύο στρατοπέδων” (άρα και από το δίπολο “εμφύλιος πόλεμος” ή “συναίνεση”)» (Μπαλιμπάρ 1989-α, σελ. 88). Η πολιτική νίκη δεν παράγει σαφή αποτελέσματα για ορισμένους «νικητές», αλλά αντιφατικές και αντι­

Page 198: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 197

οργάνωση ενός κινήματος αντίστασης προϋποθέτει συγκεκριμένη θεωρη­τική και εμπειρική ανάλυση του παρόντος και όχι σχηματική κωδικοποίη­ση ορισμένων εμπειριών, οι οποίες έτσι εμφανίζονται ως υπεριστορικά ισχύουσες, πολιτικά ορθές ή «φυσικές». Η αξιοποίηση των ιστορικών εμπειριών δεν πρέπει να βασισθεί ούτε στην a priori απόρριψη μεθόδων που απέτυχαν στο παρελθόν ούτε στη μεταφορά ενός ορθού ή νικηφόρου σε δεδομένες συνθήκες «σχεδίου», δηλ. πρέπει να αποφεύγεται αμφιμερώς η υποστασιοποίηση του «ορθού» (Althusser 1974).

Η επισκόπηση των τάσεων οργάνωσης που χαρακτήρισαν τα κινήματα εξέγερσης έχουν, στη σχηματικότητά τους, περιορισμένη σημασία και θα πρέπει να θεωρηθούν ως παραδείγματα που δείχνουν —χωρίς να υποδει­κνύουν λύσεις ή να διεκδικούν κάποια αυθεντικότητα στο πεδίο της στρα­τηγικής— ότι είναι δυνατό (ως ιστορικά πραγματοποιηθέν) να διεξαχθεί πόλεμος με άμεση αμφισβήτηση των ιεραρχικών δομών και της μιλιταρι- στικής ιδεολογίας. Πρόκειται για τη δυνατότητα λειτουργίας σχηματι­σμών ένοπλου λαού που, εγκαταλείποντας το πλαίσιο του «άρτια» οργανω­μένου στρατού, κατορθώνουν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία ισχυρότερους στρατούς «παραδοσιακού» τύπου. Τέτοιες εμπειρίες απομυθοποιούν τα πε­ρί αναγκαιότητας και μοναδικότητας του τακτικού στρατού, δείχνοντας ότι για τη διεξαγωγή πολέμου πρωταρχική είναι η πολιτική διάσταση της οργάνωσης και συμμετοχής των μαχητών και αναγκαία η σύνδεση του στρατού με τη λαϊκή βάση, σε σχέση αμοιβαίας τροφοδότησης.

Η αποτροπή της στεγανοποίησης των ενόπλων ομάδων επιτρέπει την αντιστροφή δύο τάσεων που είναι εγγενείς στις συγκρούσεις: Πρόκειται, πρώτον, για την τάση δημιουργίας ενός στρατιωτικού σχηματισμού που

στρέψιμες διαμορφώσεις ισχύος, μετασχηματισμούς των κοινωνικών σχέσεων εκ των έσω, εντασσόμενη πάντα σε ένα περιβάλλον σύγκρουσης που διέπεται από αντικειμε­νικούς νόμους (σήμερα το πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής) (Ιωακείμο- γλου 1992, Couvelakis 1993). Ξαναβρίσκουμε την πραγματολογική, άρα και γνωσιολο- γική, προτεραιότητα της πολιτικής έναντι του πολέμου (Κεφ. 4-5).

Αν από αυτές τις παρατηρήσεις συνάγεται ότι οι έννοιες της παραδοσιακής στρατη­γικής δεν προσφέρονται για την πολιτική αντιπαράθεση και ότι η σύγκρουση δεν διεξάγεται με συγκεκριμένα «όπλα», αλλά αποτελεί στιγμή μιας διαδικασίας που μετα­σχηματίζεται διαρκώς (διεπόμενη από τη δομή του πλαισίου σύγκρουσης), τότε η συ­ζήτηση για την πολιτική στρατηγική δεν μπορεί να είναι αυτάρκης ή οριστική: Διε­ξάγεται χωρίς εγγύηση, με διαρκή αναζήτηση της ειδικής οπτικής των λαϊκών τάξεων που επιτρέπει την αυτόνομη έκφραση των συμφερόντων τους και με βάση την ανάλυση που δείχνει ποιες πρακτικές «χτυπούν» τα σημεία στα οποία στηρίζεται η αναπαραγωγή του καπιταλισμού, και λαμβάνουν μορφές αποτελεσματικές επειδή ανταποκρίνονται στη διαμόρφωση των δυνάμεων σε μια αστική κοινωνία.

Page 199: Dialektikh Toy Polemoy

198 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

αντισταθμίζει το χωρισμό του από την κοινωνία με την ανάπτυξη μιας ιδιαίτερης ιδεολογίας, της μιλιταριστικής, και, δεύτερον, για την τάση συγκρότησης ενόπλων ομάδων που στερούνται λαϊκής στήριξης και επι­χειρούν να αναπληρώσουν την αδυναμία τους με μια «θεαματική» παρέκ­κλιση προς τη χωρίς προοπτική βία, όπως συνέβη με τις τρομοκρατικές ομάδες που φαντασιώθηκαν δια των όπλων την αντιπροσωπευτικότητα που στερούνταν. Στη μαρξιστική οπτική, η έννοια της πολιτικής είναι συνώνυμη με τη μαζική πολιτική που αποτρέπει τη διπλή αυτή παρέκκλι­ση, δηλ. τον πειρασμό της στεγανοποίησης (π.χ. Luxemburg 1988, σελ. 519επ.).

Η αντιμετώπιση του πολέμου όχι ως επιστήμης, αλλά ως άμεσης πρα­κτικής εμπειρίας, προκύπτει σε μεγάλο βαθμό από την άμεση εμπλοκή του λαϊκού στοιχείου στον πόλεμο και τις «άτακτες», δηλ. τις πολιτικές μορ­φές διεξαγωγής του με λαϊκή πρωτοβουλία (π.χ. Mao 1967-d, σελ. 200επ., Trinh-Van-Thao 1985, σελ. 524επ.). Το ουσιαστικό στοιχείο του λαϊκού στρατού είναι η λειτουργία του σε πλήρη αντίθεση με τα μιλιταριστικά πρότυπα μιας τυποποιημένης πολεμικής «επιστήμης». Οι διαρκείς διορθώ­σεις της στρατηγικής και η εκμάθηση του πολέμου από την εμπειρία καταλήγουν σε μια θεώρηση της σύγκρουσης που αντικαθιστά τη λογική των στρατηγών από τη δυναμική των μαζικών επιδιώξεων και, πρωταρχι­κά, της ειρήνης.

Η «προφανής» αντίρρηση στα παραπάνω είναι ότι στην «πυρηνική ε­ποχή» καθοριστική σημασία έχουν οι υψηλής τεχνολογίας εξοπλισμοί και οι υψηλά εκπαιδευμένες «στρατιωτικές ελίτ» που αναλαμβάνουν το χειρισμό τους. Σ ’ αυτή τη λογική κάθε αναφορά σε δημοκρατική οργά­νωση και πολιτική διαφάνεια του στρατού αποτελεί μια απορητική προ­σπάθεια σύνδεσης του ειρηνισμού με παρελθούσες εποχές. Ωστόσο, μια τέτοια λογική απορρέει από τον εντυπωσιασμό απέναντι στην τεχνολογία και τη συνακόλουθη άκριτη υιοθέτηση του τεχνολογικού ντετερμινισμού (βλ. Κεφ. 3.2.2). Παραβλέπει δε ότι οι όλες οι πολεμικές συγκρούσεις διεξάγονται σήμερα με «συμβατικές» μεθόδους και ευρεία χρήση μονάδων «απλών» στρατιωτών και ότι οι μέθοδοι διαμόρφωσης του στρατιωτικού μηχανισμού και εκπαίδευσης των δυνάμεών του παραμένουν παραδοσια­κές (ιεραρχικές, αυταρχικές). Ά ρα η επιδίωξη δημοκρατικής διαμόρφω­σης αποτελεί ένα «επίκαιρο» αίτημα που δεν προσκρούει σε τεχνικούς καταναγκασμούς αλλά σε πολιτικές αντιστάσεις. Με άλλη διατύπωση: μεταξύ του στρατού των «πυροβόλων» και του στρατού της «ατομικής βόμβας» υπάρχουν αναμφίβολα μεγάλες διαφορές ισχύος και λειτουργίας.

Page 200: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 199

Ωστόσο, η αυταρχικότητα και η ταξική λειτουργία αμφοτέρων έχει κοινά αίτια που δεν ανάγονται σε «τεχνικούς λόγους».

8.3 Ο κοινωνικός ειρηνισμός (ουσιαστική εξειρήνευση και διεθνής αλληλεγγύη)

Είναι για πολλούς παράδοξη η διαβεβαίωση ότι ο μαρξισμός αποτελεί μια μορφή ειρηνισμού. Ωστόσο, η κοινωνική ιστορία του 20ού αιώνα επιβε­βαιώνει ότι οι μαρξιστές υποστήριξαν τα ειρηνιστικά κινήματα και ανα­τάχθηκαν στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, προβάλλοντας ενεργό αντί­σταση στην κατάκτηση εδαφών ή στη μεταβολή του συσχετισμού υπέρ της νικήτριας δύναμης. Έ τσι εκφράσθηκε επανειλημμένα στην πολιτική πρακτική η (λησμονημένη στη διατύπωσή της) εκτίμηση του Μαρξ ότι το σύνθημα se vis pacem para bellum αποτελεί μια «μεγάλη αλήθεια που διακρίνεται κυρίως από το ότι περιέχει ένα μεγάλο ψέμα», διότι μ ’ αυτό το σύνθημα «ξεκινά ένας από εκείνους τους εκπολιτιστικούς πολέμους, των οποίων η ανήθικη βαρβαρότητα ανήκει στις καλύτερες εποχές του ληστρικού ιπποτισμού, ενώ η εκλεπτυσμένη πανουργία τους ανήκει απο­κλειστικά στην πιο σύγχρονη περίοδο του ιμπεριαλιστικού αστισμού» (Marx 1961, σελ. 444).

Η αντίθεση αρχής στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, δηλ. στο μέγιστο μέρος των διεξαγόμενων πολέμων, δεν χρήζει απόδειξης δεδομένου ότι, στις περισσότερες συγκρούσεις, οι μαρξιστές τοποθετήθηκαν στο ειρηνι- στικό στρατόπεδο. Το γεγονός αυτό φαίνεται να λησμονούν σήμερα όσοι (οπαδοί του διακηρυκτικού-θεσμοκρατικού ειρηνισμού) καταδικάζουν την επιθετικότητα του μαρξισμού —μη παραλείποντας βέβαια να α να κηρύ­ξουν αναγκαίο κάθε ιμπεριαλιστικό πόλεμο που εξυπηρετεί τα συμφέρο­ντα της χώρας τους, αντιπαραθέτοντας στο μαρξισμό φαινομενικά μεν το φιλειρηνισμό, ουσιαστικά δε τη συναίνεση προς τη βία των «κυρίαρχων» κρατών.

Από την άλλη πλευρά όμως, η επιθετικότητα των «σοσιαλιστικών» χω­ρών καθώς και η απολογητική του σοβιετικού μαρξισμού για τους ιμπε­ριαλιστικούς πολέμους του υπαρκτού σοσιαλισμού αποτελούν ένα γεγονός που δεν πρέπει να αγνοηθεί ούτε ως πρακτικό πολιτικό αποτέλεσμα ούτε ως θεωρητικός λόγος. Ωστόσο, αυτές οι ενδείξεις επιθετικότητας και εθνι­κισμού δεν μπορούν να θεωρηθούν ως άμεσα ή αναγκαία παράγωγα της μαρξιστικής θεωρίας, η οποία —απαλλαγμένη από τις δεσμεύσεις απολο­γητικής στήριξης των καθεστώτων που εμφανίσθηκαν ως σοσιαλιστικά

Page 201: Dialektikh Toy Polemoy

200 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

ενώ αποτελούσαν κοινωνίες μονοπωλιακού καπιταλισμού10—, δείχνει ότι η αντίθεση στον ιμπεριαλισμό είναι εγγενής στη θεωρητική κατασκευή της, δηλ. ανεξάρτητη από το νομιμοποιητικό λόγο· των εξουσιών με σο­σιαλιστικό προκάλυμμα.

Η κάθε μορφής αντίσταση στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους (Κεφ. 5.4 και 8.1) συνδυάζεται με την κριτική στις προϋποθέσεις και τις δομές που συντηρούν την επιθετικότητα σε καιρούς ειρήνης είτε πρόκειται για το μιλιταρισμό (Κεφ. 8.1), είτε για την επιθετικότητα που υποκρύπτει ο εθνι­κισμός (Κεφ. 7). Τα παραπάνω εκφράζουν την έμπρακτη αντίθεση στον πόλεμο, ο οποίος ως απειλή ή πραγματικότητα επιδρά στις κοινωνικές εξελίξεις.

Η αναφορά στον πρακτικό ειρηνισμό των αντικαπιταλιστικών κινημά­των και στην αντίθεσή τους στους μηχανισμούς που γεννούν τον πόλεμο είναι ατελής όσο δεν εξετάζει την τοποθέτηση απέναντι στην πολεμική σύγκρουση εν γένει. Αφετηρία αποτελεί η παραδοχή ότι ο πόλεμος σν- νάπτεται δομικά με τις ταξικές κοινωνίες, τον ανταγωνισμό και την εκμε­τάλλευση και δεν είναι δυνατόν να παυσει (αλλά μόνον να αποτραπεί προσωρινά) όσο θα υπάρχουν ταξικές κοινωνίες". Με την υιοθέτηση αυ­τής της ιστορικά επιβεβαιούμενης θέσης απορρίπτεται ο απόλυτος ειρη­νισμός τόσο ως (ουτοπική) αντίληψη που ελπίζει ότι δια του Λόγου θα επιτύχει την εγκαθίδρυση ειρήνης χωρίς αλλαγή της πολεμογενούς πραγ­ματικότητας, όσο και ως πολιτική στάση άμυνας (χωρίς όπλα) απέναντι σε πολεμικές εξελίξεις που την υπερβαίνουν (Κεφ. 3).

Ωστόσο, η ειρηνιστική διάσταση της μαρξιστικής προσέγγισης προκύ­πτει άμεσα από την αναγκαιότητα της μαζικής πολιτικής. Είναι έτσι ιδιαί­τερα σημαντική η απόρριψη της «παραδειγματικής» τρομοκρατίας και η· καταδίκη της στρατηγικής των Teilaktionen, η οποία είχε υιοθετηθεί από εργατικά κινήματα της Ευρώπης μετά τον Α ' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η λογική του πραξικοπήματος και της απομονωμένης δράσης ενόπλων απο- σπασμάτων με σκοπό να «ξυπνήσευ> το εργατικό κίνημα επικρίθηκε από τους περισσότερους θεωρητικούς με την επισήμανση της ανάγκης να υ­πάρξει μαζική πολιτική που βαθμιαία θα επιβάλλει την ανατροπή του

10. Βλ. σχετικά το αφιέρωμα στην ΕΣΣΔ του περ. θέσεις, τ. 33, 1990.11. Η θέση αυτή ισχύει στη θετική διατύπωσή της ως διαπίστωση που επιβεβαιώνεται

ακόμη και στη σημερινή συγκυρία που κηρύσσει το τέλος των ανταγωνισμών. Για ίο εάν ισχύει και ως πρόβλεψη του τερματισμού των ένοπλων συγκρούσεων σε μια αταξική κοινωνία, δηλ. για το εάν μεταξύ πολέμου και ταξικών κοινωνιών υπάρχει σχέση απο­κλειστικής αιτιότητας βλ. Κεφ. 11.2.

Page 202: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 201

καπιταλισμού (αναλυτικά Anderson 1978, σελ. 98επ.). Υπάρχει συνεπώς σαφής διαφοροποίηση από τους αυτόκλητους «εκπροσώπους του προλε­ταριάτου», οι οποίοι αντισταθμίζουν δια των όπλων την αδυναμία τους, προκάλώντας τελικώς την όξυνση της αστυνομικής βίας και τη λαϊκή επιφυλακτικότητα απέναντι σε κάθε απελευθερωτική πολιτική, όταν αυτή ταυτίζεται με την τρομοκρατία.

Η Ρ. Λούξεμπουργκ αποτελεί ένα από τα πολλά παραδείγματα μαρξι­στών που εναντιώθηκαν στην τρομοκρατική δράση, χρησιμοποιώντας ένα καθαρά πολιτικό (και όχι ανθρωπιστικό ή εξ ορισμού ειρηνιστικό) σκε­πτικό. Αναφερόμενη στις τρομοκρατικές ενέργειες που βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη επί τσαρικής Ρωσίας, επισημαίνει ότι η στάση απέναντι στην τρομοκρατία δεν πρέπει να είναι ηθική-συναισθηματική. Από πολι­τική άποψη, σημασία έχει ότι η τρομοκρατική δράση περιορίζεται σε κλειστές ομάδες και αποτελεί έκφραση μιας πεσιμιστικής (και, προσθέ­τουμε, «ελπιστικής») στάσης σχετικά με τη δυνατότητα ανάπτυξης ενός μαζικού κινήματος. Η απόπειρα μεταβολής του πολιτικού συσχετισμού με πράξεις που αφορούν τους «ατομικούς» επαναστάτες και τους προσωπικά καθορισμένους «εχθρούς», θα πρέπει να θεωρηθεί «ως το κατ’ ουσίαν αντίθετο του μαζικού κινήματος» (Luxemburg 1988, σελ. 520). Η παραδειγ­ματική τρομοκρατία παραλύει κατά κανόνα το μαζικό κίνημα και θα μπο­ρούσε να ενταχθεί σε μια στρατηγική έκφρασης των λαϊκών συμφερόντων μόνο ως στιγμιαίο επεισόδιο, σε οριακές συνθήκες αυταρχισμού και βίας —και υπό την προϋπόθεση ότι θα ελέγχεται από ένα μαζικό κίνημα εξέ­γερσης: «Στο πλαίσιο (...) της μεγάλης λαϊκής επανάστασης, η μεμονωμέ­νη τρομοκρατική πράξη είναι ό,τι και μια ξαφνική ανάφλεξη μέσα στην οργισμένη θάλασσα φωτιάς ενός φλεγόμενου δάσους» (σελ. 519επ.).

Εν όψει της υφής του εργατικού κινήματος και του συσχετισμού δύνα­μης στις αστικές κοινωνίες, η ανατροπή του καπιταλισμού δεν μπορεί να περάσει μέσα από την αιφνίδια όξυνση της βίας. Απαιτεί τη συνεχή πο­λιτική δράση που οδηγεί στη διαμόρφωση ενός όσο το δυνατόν ευρύτερου κινήματος, το οποίο θα ανπτάξει το μόνο ισχυρό του σημείο απέναντι στην αστική στρατιωτική ισχύ: Το πλεονέκτημα της μαζικότητας.

Οι παρατηρήσεις του Ένγκελς για το πλεονέκτημα των εργατών απέ­ναντι στα «κανόνια», δείχνουν την εξ αντικειμένου ειρηνική διάσταση του επαναστατικού κινήματος. Πρόκειται για τη λαϊκή ενότητα, η οποία αν επιτευχθεί πολιτικά —κάτι που δεν πραγματώνεται με «παραδειγματική» βία ή επαναστατική βιασύνη— αντισταθμίζει την τεχνική-υλική αδυναμία του λαού, αντιπαρατασσόμενη αποτελεσματικά στην «ένοπλη αστική τά­ξη». Το κίνημα εξέγερσης ενάντια στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων έχει

Page 203: Dialektikh Toy Polemoy

202 Α. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

κάθε συμφέρον να περιορίσει την ένοπλη αντιπαράθεση, διευρύνοντας το πεδίο που «τρέμουν» όλες οι «μεγάλες δυνάμεις»: Την πολιτική δράση που έχει το πλεονέκτημα της μαζικότητας απέναντι στην κατεστημένη βία των μηχανισμών (Engels 1973-a, σελ. 152, 1973-b, σελ. 412, 1982, σελ. 8).

Η ανάλυση της δομικής αναγκαιότητας να αποφύγει το λαϊκό κίνημα την άσκηση βίας προχωρεί ένα βήμα πέρα από την —ορθή και απαραί­τητη— κανονιστική ανάλυση. Η κανονιστική θέση επισημαίνει με ηθικο- πολιτικά επιχειρήματα την ανάγκη επικράτησης της αρχής της ελάχιστης δυνατής βίας, δηλ. της κατά κανόνα αποφυγής της βίας καθώς και την ανάγκη δημοκρατικού ελέγχου, δεδοιιένου ότι σε συγκυρίες ανοιχτής σύ­γκρουσης είναι εξαιρετικά ευχερές το «γλίστρημα» σε έναν κυνισμό που νομιμοποιεί την αγριότητά του με επίκληση «αντικειμενικών καταστά­σεων» ή «ταξικών συμφερόντων»12.

Η υποστηριζόμενη εδώ θέση για την ανάγκη αποτροπής της βίας δεν προβάλλει μόνο μια επιταγή —που σε τελική ανάλυση είναι η επιταγή «ανθρωπισμού» για σεβασμό της ζωής και των όρων που την καθιστούν αξιοπρεπή. Πιο σημαντικό —και πολιτικώς αποτελεσματικότερο— είναι ότι η ίδια η διαμόρφωση του συσχετισμού δυνάμεων εγγυάται —όχι βέ­βαια απόλυτα, αλλά υπό τον όρο ότι θα πραγματοποιηθεί μια ορθή εκτί­μηση με προοπτικές επιτυχίας— ότι η βία θα συνιστά μια περιορισμένη στο ελάχιστο απάντηση στη βία των κατασταλτικών μηχανισμών.

Από την εν γένει προτεραιότητα της πολιτικής οπτικής απέναντι στη στρατιωτική προκύπτει ότι η αλλαγή του συσχετισμού δύναμης δεν μπο­ρεί παρά να επιχειρηθεί και να επιτευχθεί με προεχόντως διαλογικά μέσα. Επιδίωξη είναι η κατάκτηση της εσωτερικής ηγεμονίας στις συνθήκες της πολεμικής σύγκρουσης, η οποία έχει ξεσπάσει για εθνικιστικούς λόγους, υπό την ηγεσία της εγχώριας αστικής τάξης. Οι λαϊκές τάξεις δεν είναι επιτιθέμενες, αλλά παρεμβαίνουν στην πραγματικότητα του πολέμου, ό­πως αυτή διαμορφώνεται από τις νομοτέλειες μιας αστικής κοινωνίας, με την πεποίθηση (Lenin 1960-h, σελ. 274επ., 1960-ί, σελ. 291επ.) ότι η επα­ναστατική δράση συνιστά «πόλεμο στον πόλεμο», οδηγώντας σε μια δυ­νάμει διαρκή ειρήνη και εκφράζοντας τις ειρηνιστικές τάσεις των μαζών.

Η ανάγνωση του «βίαιου» Λένιν μπορεί να καταστήσει σαφές ότι το σκεπτικό του βασίζεται στην αξιοποίηση της ειρηνιστικής διάθεσης του λαού, στην υπόσχεση για κατάπαυση του πολέμου που ανταποκρίνεται στις λαϊκές επιθυμίες και παρέχει εναλλακτική λύση στην επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού μόνο αν πραγματωθεί. Η θεώρηση αυτή εκφράζει μια

12. Σε μια τέτοια κανονιστική προσέγγιση βασίζεται η ανάλυση του Κ. Ιταμάτη (1992).

Page 204: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 203

μη βολουνταριστική αντίληψη της επανάστασης ως σταδιακής ωρίμαν- σης, η οποία προϋποθέτει συνθήκες επαναστατικής κρίσης («δεν είναι δυνατή επανάσταση χωρίς επαναστατική κατάσταση» —Lenin 1960-f, σελ. 206) και δίνει στο εργατικό κίνημα την πιθανότητα να επικρατήσει όταν υπάρξουν οι πρόσφορες συνθήκες, με δράση σε όλα τα πολιτικά μέτωπα και μείωση της βίας στο ελάχιστο αναγκαίο, δηλ. με πολιτική εξασθένιση του αντιπάλου (Lenin 1960-f, σελ. 206επ., 1960-Ο, σελ. 458επ., 1960-q, σελ. Ι79επ.).

Αυτές οι θέσεις εκφράζονται ως φιλοσοφική παραβολή με τη διάσημη αναφορά του Μάο στον ιμπεριαλισμό ως τίγρη (1969, σελ. 97επ.). Οι υπερεξοπλισμένες Μεγάλες Δυνάμεις είναι «πραγματικές τίγρεις» που απει­λούν με τεράστιες καταστροφές και δεν διστάζουν να θέσουν σε κίνηση την καταστροφική τους δύναμη. Είναι όμως ταυτόχρονα και «χάρτινες τίγρεις», διότι μακροπρόθεσμα αδυνατούν να επιβάλουν τη θέλησή τους απέναντι στη λαϊκή καταδίκη των ιμπεριαλιστικών πρακτικών, την πολι­τική οργάνωση και την εξέγερση ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση. Εδώ διαγράφεται μια αντιμετώπιση του πολέμου που χαρακτη­ρίζεται από τακτική απαισιοδοξία (αδυναμία του λαϊκού κινήματος απέ­ναντι στο σύστημα καταπίεσης και καταστολής) και από στρατηγική αι-. σιοδοξία (η λαϊκή δύναμη είναι τελικά ανίκητη). Ο υλικός συσχετισμός δύναμης είναι δυσμενής, αλλά αυτό συμβαίνει προσωρινά: Τίποτε δεν μπο­ρεί να αποκλείσει την πιθανότητα της τελικής νίκης.

Σε φιλοσοφική προοπτική, η παραβολή της τίγρης μπορεί να θεωρηθεί μια παραστατική (και διαλεκτική) έκφραση της ειρηνιστικής τάσης που χαρακτηρίζει τη μαρξιστική προσέγγιση για τον πόλεμο. Η στρατηγική αισιοδοξία βασίζεται στην «ήρεμη δύναμη» της λαϊκής δυσαρέσκειας, η οποία υπερισχύει με πολιτικά μέσα, επιβάλλοντας μια λύση που εξασφα­λίζει τη λαϊκή συναίνεση, με διαδοχικούς μετασχηματισμούς στην παρα­γωγή, στην πολιτική, στη μόρφωση.

Ο ειρηνισμός εκφράζεται από τη στρατηγική πολυμορφία και ρευστό­τητα στο ζήτημα της επανάστασης11. Χωρίς να είναι δυνατή εδώ μια α­ναλυτική αναφορά, στη μαρξιστική θεωρία και πρακτική έχουν υποστη- ριχθεί όλες οι λύσεις μετάβασης, από την απόλυτα ειρηνική (π.χ. Μαρξ1989, σελ. 66επ.) μέχρι την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας. Η ανάγκη μαρασμού του αστικού κράτους είναι δεδομένη για τον επαναστα­

13. Ανάμεσα οε πολλά κείμενα βλ. Μαρξ 1975, σελ. 41επ., 79επ., Lenin 1960-c, σελ. 87επ„ 1960-1, σελ. 386επ., 1960-1, σελ. 72επ„ 1960-u, σελ. 92επ„ 1960-ν, σελ. Ι52επ„ 1960- w, σελ. Ι89επ., !960-y, σελ. 244επ„ 1960-ζ, σελ. 278επ.

Page 205: Dialektikh Toy Polemoy

204 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. Γ1ΑΝΝΟΥΛΗ

τικό μαρξισμό. Ωστόσο, τα μέσα επίτευξής του σε μια μακροχρόνια δια­δικασία μετάβασης δεν είναι δεδομένα: Εξαρτώνται από το συσχετισμό δύναμης και τις πολιτικές εκτιμήσεις για την πρόσφορη στιγμή και τα πρόσφορα μέσα.

Από την πολεμική που άσκησε η Λούξεμπουργκ ενάντια στη «στρατη­γική» προσέγγιση του Κάουτσκυ, σημασία δεν έχει μόνο η απόρριψη της πολιτικής της «φθοράς» η οποία, σύμφωνα με μια αφελώς εξελικτιστική άποψη, πρέπει να αντικαταστήσει τη στρατηγική της «κατάκτησης». Με­γαλύτερο ενδιαφέρον έχει η συνολική απόρριψη μιας συλλογιστικής που χρησιμοποιεί πολεμικές μεταφορές και στρατηγικά μοντέλα, επιβάλλο­ντας τον εφάπαξ καθορισμό του προσφορότερου από αυτά. Σύμφωνα με την προσέγγιση της πολιτικής ρευστότητας, κρίσιμη είναι, αντιθέτως, η συγκεκριμένη ανάλυση που σε κάθε συγκυρία συναρθρώνει τα διαθέσιμα μέσα αντίδρασης: Από την εξέγερση και την παρέμβαση σε πολέμους που απειλούν το εργατικό κίνημα μέχρι τη γενική απεργία και την καθημερινή πολιτική δράση. Η επιλογή είναι στιγμιαία, δηλ. επιδέχεται διαρκείς διορ­θώσεις εν όψει πολιτικών αναλύσεων. Αυτή η έλλειψη δογματισμού απο- μακρύνει από το προσκήνιο της στρατηγικής την πολεμική στιγμή και τονίζει τη μαζική και δημόσια πολιτική δράση, εκφράζοντας την ειρηνι- στική διάσταση των διαδικασιών που τείνουν στην ανατροπή του καπιτα­λισμού14.

Η πολιτική ρευστότητα —που δεν σημαίνει ασάφεια ή έλλειψη αρχών, αλλά αναγνώριση της πρωταρχικότητας του συγκεκριμένου και σύνδεση των μέσων με τις στοχεύσεις της διαδικασίας απελευθέρωσης— αποδυνα­μώνει την καταγγελία του μαρξισμού ως βίαιου κινήματος που αγνοεί τους «ειρηνικούς» δρόμους. Η κατάκτηση και η φθορά συνυπάρχουν με ανέκ­δοτους ιστορικά συνδυασμούς στη μαζική διάσταση της πολιτικής.

Η προηγούμενη αναφορά δείχνει ότι δεν είναι ορθή η διαδεδομένη εκτίμηση, ότι ο πόλεμος αποτελεί για τους μαρξιστές αναγκαίο εργαλείο που «δικαιολογείταυ> από την υπόσχεση εγκαθίδρυσης της ειρήνης σε ένα τελικό στάδιο (Κεφ. 11.2). Οι μαρξιστές είναι προπάντων ειρηνιστές διότι επιδιώκουν στο παρόν την ειρηνικότερη δυνατή μετάβαση. Καταγγέλλουν

14. Για την κριτική κατά της «πολεμικής-στρατηγικής αντίληψης» στο εργατικό κίνημα και τον τονισμό του συνεχούς πολιτικού αγώνα με όλα τα μέσα βλ. Luxemburg (1986-b, σελ. 344επ., 1986-c, σελ. 401επ.), Lenin (1960-n, σελ. 423επ.). Πρβλ. την επισκόπηση της συζήτησης σε Anderson (1978, σελ. ΙΙ8επ.). Για τις στρατηγικές κατάληψης της εξουσίας, την πολυμορφία τους και την προτεραιότητα της πολιτικής βλ. Μπενσαίντ (1989).

Page 206: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 205

τη διαρκή απειλή πολέμου που ο θεσμοκρατικός ειρηνισμός προσπαθεί να εξαλείψει εμπιστευόμενος την αναθή βούληση των κρατικών θεσμών ή την παντοδυναμία της αγοράς που θα «πρστιμήσευ> την ειρήνη και το εμπόριο, και, ταυτόχρονα, καταγγέλλουν τις συνθήκες που επικρατούν στις εξειρηνευμένες ταξικές κοινωνίες, δηλ. τη δομική βία που παραβλέπει ο διακηρυκτικός ειρηνισμός: Για πόσο καιρό ειρήνη και ποια ειρήνη, είναι τα ερωτήματα που συνοψίζουν τη σχετική κριτική. Απορρίπτοντας τις ιδεαλιστικές μορφές ειρηνισμού, ο μαρξισμός δεν παύει όμως να προωθεί έναν ειρηνισμό προσανατολισμένο στην επιδίωξη κοινωνικής αλλαγής, έναν κοινωνικό ειρηνισμό που αποβλέπει στην εξάλειψη των αιτίων και όχι μόνο των ένοπλων μορφών εκδήλωσης της μήτρας των πολεμικών συγκρούσεων (Κεφ. 5.5).

Καθοριστική είναι εδώ η έννοια της διεθνούς αλληλεγγύης, της δυνη­τικής συμμαχίας των λαών στην κατεύθυνση αμφισβήτησης των δομών εξουσίας και εκμετάλλευσης, στη βάση αντικειμενικά κοινών συμφερό­ντων. Η έννοια του διεθνισμού γνώρισε τις ιστορικές περιπέτειες του ε­θνικισμού των μαζικών οργανώσεων και των χωρισμών-ανταγωνισμών της εργατικής τάξης15 που ευθύνονται εν μέρει για τη σημερινή έκπτωση της διεθνιστικής αλληλεγγύης, για το ότι έχει παύσει να λειτουργεί ως «ιδα­νικό» και αρχή πολιτικής δράσης. Ωστόσο, ο διεθνισμός, ως έννοια που υποδεικνύει συγκεκριμένα κοινά συμφέροντα και συντελεί στην υπέρβαση των ιδεολογικών χωρισμών, των ποικίλων κατατάξεων και αντιπαραθέ­σεων των μισθωτών εργαζομένων σε «προνομιούχους» και μη, μπορεί να παράσχει την αντικειμενική βάση αναγνώρισης των εκάστοτε πολιτικών πρακτικών, οι οποίες αντιμετωπίζουν τις συγκρούσεις με τη λογική της ειρηνικής επίλυσής τους, της δημιουργίας των όρων μαζικής ενότητας. Η ενότητα αυτή, αφ ’ ενός, αποβλέπει στον περιορισμό της εκμετάλλευσης, την οποία εντείνουν οι ποικίλοι χωρισμοί, και, αφ ' ετέρου, δείχνει τα κοινά συμφέροντα απέναντι στις πολεμικές περιπέτειες μέσα στη λογική κατάκτησης εδαφών και αγορών.

Για να μετατραπούν αυτές οι επιδιώξεις σε πρακτική-πολιτική δύναμη, είναι αναγκαία η πλήρωση ορισμένων όρων εσωτερικών αλλά και εξωτε­ρικών στην έννοια του διεθνισμού, η οποία μπορεί να ορισθεί ως η ενό­τητα (δυνητικά: κοινότητα συμφερόντων) όλων όσων υπόκεινται σε εκμε­τάλλευση.

Ο πρώτος εσωτερικός όρος εντοπίζεται στην ανάγκη μη ανθρωπιστικής

15. Για την έννοια και τις ιστορικές εφαρμογές του διεθνισμού βλ. συνθετικά Galissol (1985, σελ. 6Ι7επ.).

Page 207: Dialektikh Toy Polemoy

206 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

—με τη φιλοσοφική έννοια του όρου16— σύλληψης του διεθνισμού. Ανα­γκαία είναι μια προσέγγιση στη βάση του «επαναστατικού ανηανθρωπι- σμού» (πιο κάτω σημ. 13, Κεφ. 10), η οποία, αρνούμενη τις θέσεις του φιλο­σοφικού ανθρωπισμού, λαμβάνει υπόψη τους κοινωνικούς καθορισμούς των ατόμων. Ο θεωρητικός ανθρωπισμός εκφράζεται εν προκειμένω είτε με θρησκευτική-ηθική μορφή («όλοι οι άνθρωποι είναι αδέρφια») είτε με τη φιλοσοφικά επεξεργασμένη —και πιο συγκεκριμένη— μορφή που του έδωσε ο νεαρός Μαρξ, αντιμετωπίζοντας το προλεταριάτο ως τάξη που επειδή έχει «ριζικές αλυσίδες», μπορεί εξεγειρόμενο να λειτουργήσει ως καθολική τάξη, ως κατ' ανάγκην εκφραστής των «αληθινών» συμφερό­ντων της ανθρωπότητας, ως κοινωνική δύναμη που θα επιφέρει «την πλή­ρη επανάκτηση του ανθρώπου» (Μαρξ 1990, σελ. 93-111). Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για μια αντίληψη που, πρώτον, υποθέτει ότι κάθε κοινωνική πρακτική είναι πρακτική του ατόμου-υποκειμένου και, δεύτε­ρον, τείνει να αντικαταστήσει τους συγκεκριμένους ανθρώπους και τη δράση τους από την ιδεαλιστική αναφορά σε μια κοινή «ουσία του ανθρώ­που» που δήθεν τον καθορίζει ως είδος (Edelman 1974, σελ. 51). Πρόκειται για «τον ιό της ουσίας, που βρίσκεται στο βάθος κάθε αστικής μυθολογίας του ανθρώπου» (Barthes 1970, σελ. 122, 173επ.).

Ο διεθνισμός μπορεί, αντίθετα, να ορισθεί με πολιτικά δραστικό τρόπο μόνο στη βάση συμμαχιών (δηλ. κοινωνικά καθορισμένων πρακτικών) ομάδων η ου έχουν κοινά συμφέροντα ενάντια σε άλλα συμφέροντα. Απαι­τεί τη διαφοροποίηση από τις μεσσιανικές αντιλήψεις περί έκφρασης των κοινών επιδιώξεων της «ανθρωπότητας» από κάποιο φορέα «λόγου» ή «αν­θρωπισμού» —καίτοι μπορούμε να πούμε ότι αυτός ο αντιανθρωπιστικός διεθνισμός υπο-στηρίζεται από έναν πρακτικό ανθρωπισμό17.

Ο διεθνισμός των υφιστάμενων την εκμετάλλευση δεν αποτελεί έκφρα­ση των «αληθινών συμφερόντων» (και) της αστικής τάξης, η οποία (με μια λογική αυθαιρεσία που εγγίζει τη μεταφυσική) θεωρείται ότι, επειδή είναι

16. Βλ. τις συγκλίνουσες προσεγγίσεις των Althusser (1986, σελ. 45επ., 193επ., 229επ.), Edelmann (1973 και 1974), Macherey (1988), Couvelakis (1993-a).

17. Βλ. Balibar (1991, σελ. 71επ.). Ο πρακτικός ανθρωπισμός αποτελεί μια περιγραφική έννοια με εξαιρετικά βεβαρυμένο φιλοσοφικό παρελθόν. Τη χρησιμοποιούμε με μεγάλη επιφύλαξη για να αποδώσουμε την έννοια της αλληλεγγύης και της τάσης συλλογικού αγώνα, χωρίς να παραγνωρίζουμε τους ισχυρότατους κοινωνικούς καθορισμούς της ατομικής δράσης και τον έντονα συγκρουσιακό χαρακτήρα της. Έτσι δεν υιοθετείται εδώ ο (κοινός στις περισσότερες αστικές φιλοσοφίες) μύθος μιας υπεριστορικής ενό­τητας του ανθρώπινου είδους που δήθεν βαδίζει προς την άρση της «αλλοτρίωσης» ούτε εκλαμβάνεται ως κίνητρο πολιτικής δράσης μια «αγάπη για τον άνθρωπο» εν γένει.

Page 208: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 207

αλλοτριωμένη εξαιτίας του καπιταλισμού, δεν γνωρίζει δήθεν τα «ανθρώ­πινα» συμφέροντά της. Ο διεθνισμός πρέπει να προσλαμβάνεται, αντίθετα, ως έκφραση ενότητας των υφιστάμενων την εκμετάλλευση ενάντια στα συμφέροντα που —αυθεντικά και δραστικά— εκπροσωπεί η αστική τάξη. Αναγκαίο είναι έτσι ένα στένεμα της διεθνιστικής οπτικής, δηλ. η εγκα­τάλειψη της έννοιας του κοινού συμφέροντος για να εκφρασθεί με δρα­στικό τρόπο ο ασυμφιλίωτος ταξικός ανταγωνισμός και η αντιπαράθεση στις τάσεις αναπαραγωγής του καπιταλιστικού παρόντος που παίρνουν τη μορφή μιας ψευδούς καθολικότητας συμφερόντων (βλ. πιο πάνω σημ. 13, Κεφ. 3).

Ας σημειωθεί ότι αυτή τη «μεροληπτική» —δηλ. αντιστοιχούσα στις πραγματικές συνθήκες και τους χωρισμούς μιας ταξικής κοινωνίας— θέση διατύπωσε ο ύστερος Ένγκελς, προβαίνοντας το 1892 (Engels 1974, σελ. 269επ.) στη ρητή διόρθωση της θέσης ενός νεανικού γραπτού του, στο οποίο εμφάνιζε το προλεταριάτο ως φορέα απελευθέρωσης (και) της αστι­κής τάξης, η οποία «δεν γνωρίζευ> τα πραγματικά συμφέροντά της.

Το δεύτερο εσωτερικό όρο αποτελεί η συγκεκριμενοποίηση της έννοιας του διεθνισμού: Αντίθεση στον ιμπεριαλισμό ως σύστημα ταξικής εκμε­τάλλευσης αλλά και στον εθνικισμό με τις ποικίλες μορφές διάκρισης ρατσιστικού τύπου, δηλ. αντίθεση στους παράγοντες που αλληλεπιδρούν με την καθαυτό καπιταλιστική εκμετάλλευση, παγιώνοντας τις ανισότητες σε συγκεκριμένες κατηγορίες ατόμων και στα ιδεολογικώς «ορατά» χαρα­κτηριστικά τους. Η συγκεκριμενοποίηση της έννοιας της διεθνούς αλλη­λεγγύης συμβαδίζει εδώ με τη διεύρυνσή της: Ο διεθνισμός δεν περιορί­ζεται στην αντίθεση προς την οικονομική εκμετάλλευση, αλλά επεκτείνε- ται στο σύνολο των ιδεολογικών και πολιτικών πρακτικών που την ανα­παράγουν.

Τον τρίτο όρο αποτελεί η μη εργαλειακή χρήση της έννοιας του διε­θνισμού. Η εργαλειακή χρήση εκδηλώθηκε στο παρελθόν με την επάφεση της έκφρασης του διεθνισμού σε κρατικούς θεσμούς, οι οποίοι καθόριζαν κυριαρχικά τα «μέτωπα», τα «συμφέροντα» και τις «προτεραιότητες». Αυτό συνέβη με τον κατ' όνομα διεθνισμό —κατ’ ουσίαν προκάλυμμα της ε­θνικιστικής πολιτικής— που προέβαλλε η ρητορική του υπαρκτού σοσια­λισμού και εφάρμοζαν τα θεσμικά στηρίγματά της (κομμουνιστικά κόμμα­τα και συνδικάτα). Η ανάγκη μη εργαλειακής χρήσης συνδέεται με τη γενικότερη αμφισβήτηση της έννοιας της εκπροσώπησης, δηλ. της νομι­κής εκείνης κατασκευής που υποθέτει ότι τα συμφέροντα μιας οργανωμέ­νης κοινότητας εκφράζονται «αυθεντικά» από τους επίσημους εκπροσώ­πους της. Η κατασκευή αυτή αποτελεί τεχνική ακύρωσης της ουσιαστικής

Page 209: Dialektikh Toy Polemoy

208 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

δημοκρατίας και νομική αποτύπωση της απαγόρευσης άμεσης έκφρασης διεκδικήσεων και λήψης αποφάσεων. Η ανάγκη αμφισβήτησης της έν­νοιας της εκπροσώπησης συνδέεται στο πολιτικό επίπεδο με τους εξωτε­ρικούς όρους του διεθνισμού.

Οι εξωτερικοί όροι συνιστούν τις προϋποθέσεις αποτελεσματικής «ε­φαρμογής» του διεθνισμού σε συγκεκριμένες συνθήκες. Μπορούν συνεπώς να προκύψουν μόνο μέσω της πολιτικής πρακτικής των κινημάτων αντί­στασης που θα εκφράσουν το διεθνισμό ως αρχή οργάνωσης, ως μορφή αυθεντικής αλληλεγγύης, ριζικά διαφορετική από τον ανταγωνιστικό (προσωρινό και εσωτερικά αντιφατικό) διεθνισμό της κεφαλαιοκρατικής λογικής. Ο αυθεντικός διεθνισμός των κοινών συμφερόντων όσων υπόκει- νται σε εκμετάλλευση δεν μπορεί παρά να είναι στραμμένος προς τον κοινωνικό ειρηνισμό που εναντιώνεται στη στρατιωτική και την «καθη­μερινή» βία των διάφορων μορφών εκμετάλλευσης. Ως επιδίωξη δημιουρ­γίας μορφών κοινωνικής οργάνωσης απαλλαγμένων από τη δομική βία των συστημάτων ανταγωνισμού και εκμετάλλευσης, ο διεθνισμός ενσωμα­τώνει στην πολιτική του πρακτική την ειρηνιστική διάσταση.

Page 210: Dialektikh Toy Polemoy

9. ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ: Η ΕΙΡΗΝΗ ΔΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ; (ΤΟ ΣΧΗΜΑ TOY D. SENGHAAS, ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΚΡΑΉΚΟΥ ΕΙΡΗΝΙΣΜΟΥ)

Η αριθμητική λογική έλεγε ότι μετά το ιστορικά πρωτοφανές γεγονός των δύο παγκόσμιων πολέμων στο διάστημα τριών δεκαετιών, αναμένεται και ο τρίτος. Η σταδιακή απομάκρυνση της προοπτικής νέου παγκόσμιου πολέμου περιόρισε τα «αποκαλυπτικά» σχέδια για τον τρόπο και τις συ­νέπειες της διεξαγωγής του. Οι πρόσφατες τάσεις αφοπλισμού στην Ευ­ρώπη και παγίωσης μιας τάξης που αποκαλείται νέα και αυτοαναγορεύεται σε διαρκή, κατέστησαν, αντιθέτως, επίκαιρα τα σχέδια ειρήνης. Θα αναφερ­θούμε εδώ στις προϋποθέσεις και τις συνέπειες της πρόσφατης ανάλυσης του «ερευνητή ειρήνης» D. Senghaas ως ένα παράδειγμα των κυρίαρχων θεσμοκρατικών ειρηνιστικών αντιλήψεων.

Η τοποθέτηση του Senghaas (1990) είναι προβληματική ως προς τη διάγνωση της κατάστασης στην Ευρώπη αλλά και ως προς τα μέσα που θεωρεί κατάλληλα για την εγκαθίδρυση της ειρήνης. Αφετηρία του είναι η διαπίστωση ότι για πρώτη φορά επιτεύχθηκε στην Ευρώπη η εξομοίωση των «συστημάτων», με βασικό στοιχείο τη θεσμική προσέγγιση, δηλ. την καθολική υιοθέτηση του δυτικού νομικού πλαισίου. Ως κύριο αίτημα των «επαναστάσεων» του 1989 —και ως χαρακτηριστικό της σημερινής Ανα­τολικής Ευρώπης— θεωρείται η νομική μεταβολή (εισαγωγή του δυτικού συνταγματικού μοντέλου με ατομικά δικαιώματα, διάκριση των εξουσιών, αποτελεσματική διοίκηση και ανεξάρτητη δικαιοσύνη —Senghaas 1990, σελ. 57επ.).

Η πολιτικιστική αντίληψη των αλλαγών στην Ανατολική Ευρώπη αρ- κείται στα επιφαινόμενα της κίνησης ανατροπής: Εκλαμβάνει ως επίδικο αντικείμενο τα ατομικά δικαιώματα και την εισαγωγή του «δυτικού νομι- κού-πολιτικού» συστήματος, υποτιμώντας τη βάση των αλλαγών. Με τον

Page 211: Dialektikh Toy Polemoy

210 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

τρόπο αυτόν ευθυγραμμίζεται με τις αντιλήψεις της αστικής κοινωνιολο- γίας, κατά την οποία κάθε κοινωνική σύγκρουση είναι μάχη για την πο­λιτική εξουσία προκειμένου να επιβληθεί μια «πολιτική βούληση» και μέσω αυτής να ελεγχθεί η οικονομία. Η πολιτικιστική «ανάγνωση» υιο­θετεί ταυτόχρονα τη δημοσιογραφική αντίληψη περί επικαιρότητας, για την οποία «γεγονότα» αποτελούν οι ίντριγκες του πολιτικού ιδεολογικού μηχανισμού, εμφανιζόμενες ως το καθοριστικό στοιχείο της κοινωνικής εξέλιξης (οι καθημερινές περιπέτειες της επίσημης πολιτικής ως πραγμα­τικό «κέντρο εξουσίας»).

Η συλλογιστική αυτή δεν θέτει το καθοριστικό ερώτημα: Ποια ήταν η κοινωνική φύση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού; Πρόσχημα της αποσιώπησης είναι εν προκειμένω η θέση ότι στην Ανατολική Ευρώ­πη η οικονομία ήταν «πολιτικοποιημένη» και άρα τα πάντα καθορίζονται από την πολιτική αλλαγή (Senghaas 1990, σελ. 76επ.). Πρόκειται για θεώ­ρηση που εναρμονίζεται με τους πανηγυρικούς της δυτικής απολογητικής περί τέλους του ολοκληρωτισμού αλλά και με τις επιδιώξεις της ανατο- λικοευρωπαϊκής γραφειοκρατίας, η οποία, προβάλλοντας τη «δημοκρατι- κότητά» της, θέλει να διατηρήσει τα προνόμιά της κατά τη διαδικασία μετάβασης στον ανταγωνιστικό καπιταλισμό (βλ. π.χ. την υπογράμμιση της «δικαιοκρατικής»-πολιτικής πλευράς και τις ελάχιστες αναφορές περί οικονομίας στο «κύκνειο» πρόγραμμα του ΚΚΣΕ —Le Monde, 27.7.91)'. Αν βέβαια η εξέλιξη της Σοβιετικής Ένωσης μετά την «περεστρόικα» θεωρηθεί μάχη για τη δημοκρατία και την πολιτική εξουσία, τότε αποκρύ- πτεται ότι αληθινό επίδικο αντικείμενο ήταν και εξακολουθεί να είναι η μορφή ιδιοκτησίας στις παραγωγικές δυνάμεις, η αντιπαράθεση της συμ- μαχίας πρώην κομματικών αξιωματούχων και διευθυντικών στελεχών της οικονομίας με όσους επιδιώκουν την πλήρη κατάργηση της κρατικής και συλλογικής ιδιοκτησίας, υιοθετώντας απόλυτα το μοντέλο του ανταγωνι­στικού καπιταλισμού (βλ. Medvedev 1993)2.

1. Για την κριτική αυτής της άποψης, που αγνοεί όσα προ εικοσαετίας επισήμαινε ο Αλτουσέρ σχετικά με την αφερεγγυότητα κάθε ερμηνείας του υπαρκτού σοσιαλισμού βασισμένης στην υπερδομή, βλ. Δημούλη (1990, σελ. 76επ„ 89).

2. Αν το καθοριστικό είναι η «δημοκρατία» και τα ατομικά δικαιώματα, τίθεται το ερώ­τημα ποιοι εμποδίζουν την πραγμάτωσή τους. Αν δεν αρκεστούμε σε μια ταυτολογική απάντηση (φταίνε οι «συντηρητικοί», οι «κακοί»), τότε προκύπτει ότι στην εισαγωγή μιας «καλώς λειτουργούσας» αστικής δημοκρατίας δεν αντιτίθενται όσοι για αγνώστους λόγους την αντιπαθούν, αλλά όσοι στην πράξη δεν συμφωνούν με τις αποφάσεις της

Page 212: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 211

Η εν λόγω θεώρηση οδηγεί τον Senghaas στο συμπέρασμα ότι μετά την επίτευξη της «βασικής» (νομικής-θεσμικής) προσέγγισης, υπάρχουν στην Ευρώπη προϋποθέσεις διαρκούς ειρήνης με τη συνεργασία των κρατών δικαίου. Αποσιωπώνται έτσι οι οικονομικές ανισότητες και η αδυναμία μεσοπρόθεσμης ενοποίησης της ευρωπαϊκής αγοράς. Αποσιωπάται επί­σης το γεγονός ότι η μετάβαση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης σε καθεστώς ανταγωνιστικού καπιταλισμού μπορεί μεν να επιφέρει σταδιακά την εξομοίωση των συστημάτων παραγωγής, αλλά δεν μπορεί να άρει τις τεράστιες πραγματικές ανισότητες στις προϋποθέσεις και τους ρυθμούς συσσώρευσης του κεφαλαίου σε Ανατολή και Δύση (Μηλιός 1990, Menzel 1991, Κυπριανίδης 1993, σελ. 17επ.). Δεν είναι συνεπώς δυνατόν να ενο­ποιηθούν ουσιαστικά τα συστήματα παραγωγής που έχουν εξομοιωθεί στο επίπεδο των αρχών λειτουργίας (η αποτελεσματική εφαρμογή των οποίων συναντά μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις στην Ανατολική Ευρώπη —Me­dvedev 1993).

Περαιτέρω, η εκτίμηση του Senghaas περί συγκέντρωσης των προϋπο­θέσεων ειρήνης μετά τη «βασική προσέγγιση», παραβλέπει ότι η πολιτική μετάβαση αφήνει την οικονομική εξέλιξη ανοιχτή σε συγκρούσεις και δεν αίρει τους ταξικούς-εθνικούς ανταγωνισμούς. Πρόσφατες αναλύσεις δεί­χνουν ότι η αναβίωση κλασικών μορφών σύγκρουσης (π.χ. ο ανταγωνι­σμός ΗΠΑ/Ιαπωνίας/ΟΔΓ για τη διανομή της παγκόσμιας αγοράς και ηγεμονίας που διαβλέπει ο Menzel 1991) εμπεριέχει τη δυνατότητα διεξα­γωγής πολεμικών συγκρούσεων στον Τρίτο Κόσμο, χωρίς να μπορεί να

και διαθέτουν αρκετή δύναμη για να αντιτίθενται σε αυτές. Και τότε είμαστε αναγκα­σμένοι να δεχθούμε ότι οι υποστηρικτές της είναι οι υποστηρικτές ενός συγκεκριμένου οικονομικού προγράμματος που τείνει να πραγματωθεί δια της «δημοκρατίας». Και δεχόμενοι έτσι ότι το καθοριστικό ζήτημα είναι αυτό της ιδιοκτησίας των μέσων πα­ραγωγής και των όρων οργάνωσης της παραγωγής σε κάθε κοινωνία, αποκτούμε τη βάση για να ερμηνεύσουμε τα μυστήρια που ταλαιπωρούν τους πολιτικούς σχολιαστές, όταν βλέπουν τους χθεσινούς «δημοκράτες» να αντιτίθενται σε λαϊκές αποφάσεις, ανα­γκαζόμενοι π.χ. να αποδίδουν μορφή Ιανού αν όχι Σφίγγας στον ταυτόχρονα «δημοκρά­τη» και «δυνάμει δικτάτορα» Μπόρις Γέλτσιν. Με βάση δε τα αντικρουόμενα συμφέρο­ντα για τη διαμόρφωση των παραγωγικών σχέσεων μπορεί να ερμηνευθεί ολόκληρη η κοινωνική εξέλιξη στον «υπάρξαντα σοσιαλισμό». Πράγμα που ο Μαρξ επιγραμματικά επισήμαινε το 1848, γράφοντας ότι κάθε πολιτικό ζήτημα είναι κοινωνικό ζήτημα και γι' αυτό «το 1789, το πολιτικό ζήτημα των δικαιωμάτων του ανθρώπου εμπεριείχε το κοινωνικό ζήτημα του ελεύθερου ανταγωνισμού» (Μαρξ 1990, σελ. 47). Για την εξάρ­τηση των πολιτικών δικαιωμάτων από το ζήτημα της ιδιοκτησίας βλ. Μπαλιμπάρ (1993-α. σελ. 97επ.).

Page 213: Dialektikh Toy Polemoy

212 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

αποκλεισθούν θεωρητικά οι μετωπικές συγκρούσεις και στην Ευρώπη για την ανακατανομή των σφαιρών επιρροής (για το ζήτημα του «τριπολι- σμού» βλ. τις καίριες παρατηρήσεις και το εμπειρικό υλικό που παραθέτει ο Κύπριανίδης 1993 καθώς και τις εκτιμήσεις του Ιωακείμογλου 1994).

Πέραν τούτων, η αντίληψη ότι η ύπαρξη κρατών δικαίου επιτρέπει συνεργασία και διαρκή ειρήνη, μια και τα τελευταία πενήντα χρόνια δεν έγινε πόλεμος μεταξύ των κρατών δικαίου της Δυτικής Ευρώπης (Senghaas1990, σελ. 37επ., 81επ.), δεν είναι πειστική: Πόλεμος δεν έγινε ούτε μεταξύ των διαφορετικών συστημάτων της Ευρώπης και αυτό οφείλεται αποκλει­στικά στο συσχετισμό δύναμης που τον απέτρεψε, παρά τις θεσμικές α­νομοιογένειες που ο Senghaas θεωρεί γενεσιουργές σύγκρουσης.

Το ότι η υπεριμπεριαλιστική ειρήνη είναι μακροπρόθεσμα αδύνατη δεν σημαίνει βέβαια ότι ο πόλεμος βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Και πράγματι σήμερα φαίνεται να υπερισχύει —όπως και στο πρόσφατο πα­ρελθόν— η τάση εκδήλωσης των ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων ως «ειρηνικής διαδικασίας» (Ιωακείμογλου 1994, σελ. ΙΟΟεπ.). Η απόφαση περί πολέμου είναι άλλωστε πολιτική και αυτό καθιστά δυνατή την απο­τροπή του, παρά τη δομική έλλειψη εγγύησης ειρήνης. Εάν όμως μέχρι τώρα η ασταθής ισορροπία της ειρήνης κρίθηκε επωφελέστερη, τίποτε δεν εξασφαλίζει τη διατήρησή της —και κυρίως δεν εξαλείφει την απειλή πολέμου που επιδρά στις εξελίξεις κάθε χώρας. Η μεταβολή στην ισορ­ροπία της Ευρώπης και η οξεία κρίση των ανατολικών χωρών δείχνει μόνο ότι οι προϋποθέσεις ειρήνης είναι πλέον διαφορετικές και ίσως πιο περίπλοκες στην προσωρινότητά τους. Η εσωτερική αποσταθεροποίηση στην Ανατολική Ευρώπη και η ρεβανσιστική-επεκτατική βουλιμία των ισχυρών γειτόνων της, θέτουν σε περαιτέρω κίνδυνο τη διακρατική ειρήνη στην Ευρώπη.

Σε κάθε περίπτωση, οι επανεκδιδόμενες από τον Senghaas καντιανές αρχές του ρεπουμπλικανισμού και του ορθού λόγου που ενσαρκώνεται σε νομικούς κανόνες και θεσμούς συνεργασίας, παραβλέπουν τη θεμελιώδη αστάθεια ενός συστήματος εσωτερικού (τάξεις) και εξωτερικού (ιεραρχη­μένη διεθνής αλυσίδα) ανταγωνισμού, το οποίο δεν έχει τα μέσα να απα- λείψει τις αιτίες σύγκρουσης. Η πίστη στους θεσμούς συνεργασίας των αστικών κρατών αρκείται σε μια εγγύηση εξωτερική προς τους κοινωνι- κούς-εθνικούς ανταγωνισμούς και δείχνει την αναποτελεσματικότητα του θεσμοκρατικού ειρηνισμού που ελπίζει ότι οι ευχές του ταυτίζονται με τα συμφέροντα των ισχυρών. Η ευθυγράμμιση του ειρηνισμού αυτού με τις αντιλήψεις περί πρωτοκαθεδρίας και «διαπλαστικής δύναμης» των νομι­

Page 214: Dialektikh Toy Polemoy

κών θεσμών εκφράζει μια πολιτική στάση: Νομιμοποιεί το κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο συντηρείται η απειλή της ένοπλης σύγκρουσης και φυσικά η δομική βία (Κεφ. 5.5)3.

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ___________________________________ 213

3. Η προσέγγιση του Senghaas εκφράζει την ισχυρή συγγένεια του θεσμοκρατικοΰ ει­ρηνισμού με τη σημερινή «Αριστερά», η οποία υιοθετεί τον καπιταλιστικό Λόγο ως pragmaiische Vemunft. Επιχειρώντας να ασκήσει κάποια κριτική στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, ο Senghaas δηλώνει πίστη στη «ρύθμιση της αγοράς», διεκδικώντας απλώς τη φιλανθρωπία της κρατικής παρέμβασης και την οικολογική ευαισθησία (1990, σελ. 62επ„ 76επ.).

Page 215: Dialektikh Toy Polemoy
Page 216: Dialektikh Toy Polemoy

10. ΔΙΚΑΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ;

10.1 Η έννοια «δίκαιος πόλεμος» και τα προβληματικά στοι­χεία της

Η έννοια του δίκαιου πολέμου προβλήθηκε επανειλημμένα από μαρξιστές θεωρητικούς αλλά και από τους απολογητές των συστημάτων του υπάρ- ξαντος σοσιαλισμού για τη δικαιολόγηση (ή αντιστρόφως την καταδίκη) συγκεκριμένων πολεμικών συγκρούσεων ή εμπόλεμων πλευρών. Τίθεται συνεπώς το ερώτημα εάν η έννοια του δίκαιου πολέμου έχει θεωρητική χρησιμότητα ή αποτελεί απλώς το ευγενές όνομα του συμφέροντος για ορισμένη πλευρά πολέμου, η οποία ερμηνεύει με ηθικούς όρους μια αντι­κειμενική κατάσταση, αρνούμενη να ομολογήσει τη σύγκρουση επιδιώ­ξεων και συμφερόντων. Θα αναφερθούμε εδώ στην ιστορία και τα προβλη­ματικά στοιχεία της έννοιας «δίκαιος πόλεμος» καθώς και στις προϋποθέ­σεις χρήσης της για το χαρακτηρισμό ενός πολέμου.

Σύμφωνα με το γνωστότερο «φιλοσοφικό λεξικό» του σοβιετικού μαρ­ξισμού, η θεωρία για τους δίκαιους και τους άδικους πολέμους είναι απλή, σαφής και «επιστημονική». 'Οπως λακωνικά αναφέρεται «μας δίνει μια επιστημονική ταξινόμηση των πολέμων. Υπάρχουν δύο είδη πολέμων: α) οι δίκαιοι [ενν. οι αμυντικοί, απελευθερωτικοί ή αντικαπιταλιστικοί πό­λεμοι], β) ο άδικος πόλεμος: αυτός που επιδιώκει εδαφικές προσαρτήσεις, που αποβλέπει στην κατάκτηση και υποδούλωση άλλων χωρών και άλλων λαών (...) Ό λοι οι δίκαιοι πόλεμοι βοηθούν στην πρόοδο της κοινωνίας (...) Ο μαρξισμός-λενινισμός αναγνωρίζει σαν προοδευτικούς, δίκαιους και αναγκαίους, τους πολέμους που κάνουν οι καταπιεζόμενες τάξεις ενάντια στους καταπιεστές τους» (Ρόζενταλ-Γιουντίν 1963, σελ. 433/4. Πρβλ. Hof­fmann 1960, σελ. 31επ.).

Η θεωρία περί δίκαιου πολέμου —που έχει ως συμπλήρωμα τον «ανα­γκαίο πόλεμο»— είναι προβληματική, αφ’ ενός, λόγω της αναγόρευσης

Page 217: Dialektikh Toy Polemoy

216 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

μιας ηθικής διάκρισης σε επιστημονική και, αφ ’ ετέρου, λόγω της βεβα- ρυμένης προϊστορίας της έννοιας. Η διάκριση των πολέμων σε δίκαιους και άδικους προέρχεται από αντίστοιχες επεξεργασίες της χριστιανικής (κυρίως καθολικής) θεολογίας σχετικά με την «ηθική» δικαιολόγηση (και αναγκαιότητα) ορισμένων πολεμικών συγκρούσεων (Engelhardt 1980, Sch­mitt 1950, Βέικος 1993, σελ. 141επ.)' και αποδίδει την παλιότερη (και από στρατηγική-εδαφική άποψη προφανή) διάκριση των πολέμων σε αμυντι­κούς και επιθετικούς2.

Η πλούσια και αντιφατική συνέχεια που γνώρισε η έννοια αυτή στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου3 χαρακτηρίζεται κατά βάση από τη διεύρυν­ση των περιπτώσεων «δίκαιου πολέμου» αλλά και από τον περιορισμό της ηθικής-υποκειμενικής χροιάς της έννοιας μέσα από τη νομικοποίησή της: Το διεθνές δίκαιο αναγόρευσε σε δίκαιους τους πολέμους που διεξάγονται σύμφωνα με τους «διεθνώς παραδεδεγμένους» κανόνες και αναγνώρισε ως νόμιμες τις πολεμικές συγκρούσεις που διεξάγονται «αξιοπρεπώς» (τα κρά­τη δεν είναι πειρατές, θα πει ο Κ. Σμιττ) από κυρίαρχα κράτη με τακτικό στρατό, ορίζοντας δε —προκαταβολικά ή αναδρομικά— κυρώσεις για τους εγκληματίες πολέμου, δηλ. για όσους οι νικητές καθορίσουν ως τέ­τοιους4.

1. Η νεότερη καθολική θεολογία, κινούμενη με το ρεύμα του διάχυτου ειρηνισμού, έχει εγκαταλείπει κατ ’ ουσίαν αυτή τη διδασκαλία. Καταδικάζει κάθε πόλεμο και θέτει ως επιδίωξη τη «δίκαιη ειρήνη» (Steiger 1983), σε ένα συνδυασμό «θείου δικαίου», διακη- ρυκτικού ειρηνισμού και «κοινωνικής ευαισθησίας» που αντιλαμβάνεται τις κοινωνικές ανισότητες ως «φτώχεια».

2. Το ζεύγος δίκαιος-άδικος πόλεμος εκφράζει τη «στρατηγική» διάκριση αμυντικού- επιθετικού πολέμου στην πολιτική της διάσταση, μετασχηματίζοντας την έννοια της «επίθεσης». Επίθεση δεν αποτελεί η έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά η συ­μπεριφορά που τείνει δια της απειλής ή και χρήσης ένοπλης βίας να επέμβει στο χώρο που «ανήκει* σε ορισμένη ομάδα. Καθίσταται έτσι σαφής η νομική φόρτιση της έν­νοιας, η σύνδεση της «αδικίας» του πολέμου με την προσβολή κεκτημένων δικαιωμάτων και, περαιτέρω, η εναλλαξιμότητα της έννοιας, δεδομένου ότι το δίκαιο μπορούν να επικαλούνται αμφότερες οι πλευρές, ακόμη και για την επέκταση που εμφανίζεται ως ανάκτηση «ζωτικού» ή «εθνικού χώρου», ως επανόρθωση μιας άδικης συνθήκης ειρήνης κ.ο.κ. Με τέτοιες κατασκευές «δικαιώθηκαν» στο εσωτερικό μέτωπο οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι της Γερμανίας.

3. Βλ. αναλυτικά Schmitt (1950) και Kimminich (1980).4. Και εδώ η εξέλιξη είναι ανάλογη με αυτή που διαπιστώθηκε για την καθολική θεο­

λογία: το σημερινό διεθνές δίκαιο προβάλλει στα κείμενά του την «απαγόρευση βίας» (π.χ. άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη του ΟΗΕ —βλ. Kimminich 1980, σελ. 2Ι6επ.), τείνοντας να υπερβεί τη διδασκαλία περί «δίκαιου πολέμου». Ωστόσο, οι επιμέρους ρυθμίσεις και η διεθνής εμπειρία δείχνουν ότι η απαγόρευση πολεμικής βίας εκφράζει απλώς την πάγια θέση του διακηρυκτικού ειρηνισμού και δεν εμποδίζει την αποδοχή των «νόμιμα» διεξαγόμενων, κρατικών πολέμων.

Page 218: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 217

Οι πρόσφατες προτάσεις για τη χρήση της έννοιας του δίκαιου-«νόμι- μου» πολέμου με σκοπό την καταδίκη της αντίθετης πλευράς και, όπου αυτό είναι δυνατόν, για την «τιμωρία» των ηττημένων, επιβεβαιώνουν τη μεροληπτική λειτουργία των εννοιών αυτών, είτε πρόκειται για την εμφά­νιση της ηγεσίας του Ιράκ ως «εγκληματιών πολέμου»5 είτε για την κα­ταδίκη της Σερβίας από τις κυβερνήσεις πολλών κρατών και τα ΜΜΕ. Αυτές οι «καταδίκες» δεν περιορίζονται στην προπαγάνδα εναντίον του «επιτιθέμενου», αλλά επιδιώκουν —τουλάχιστον σε επίπεδο διακηρυγμέ­νων προθέσεων— και την ποινική τιμωρία των υπευθύνων. Η συγκρότηση «διεθνούς δικαστηρίου» για τους εγκληματίες πολέμου στην εμπόλεμη Γιουγκοσλαβία και η προσπάθεια να δοθεί νομικό ένδυμα σε μια πολιτική και μονομερή καταδίκη των πολεμικών βιαιοτήτων, αποτελεί την πιο πρό­σφατη εκδήλωση αυτής της λογικής. Οι διεθνείς συγκρούσεις νομικο- ποιούνται από τους ισχυρότερους που εμφανίζονται ως κριτές του ορθού και δικαίου «στο όνομα όλης της διεθνούς κοινότητας» (έτσι Boutros- Ghali 1993-a). Είναι ευνόητο ότι τέτοιες χρήσεις του «δικαίου» και του «νομίμου» συνιστούν προπαγανδιστικές κινήσεις. 'Οχι διότι τα όσα κα­ταγγέλλουν είναι ψευδή, αλλά διότι η καταγγελία αυτή συνοδεύεται από •μεροληπτική αποσιώπηση των ανάλογων σε βιαιότητα συμπεριφορών της άλλης πλευράς και από μια ιστορική «αμνησία», δεδομένου ότι οι συμπε­ριφορές αυτές αποτελούν εγγ εν ές χαρακτηριστικό του πολέμου, το οποίο εμφανίζεται, με ποικίλλουσσ ένταση, σε κάθε σύγκρουση6.

ΐ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το άρθρο του Καλογερόπουλου-Στρατή (1992), που υποδεικνύει στους νικητές του πολέμου στον Περσικό Κόλπο την παραπομπή σε δίκη του «εγκληματία πολέμου» Σαντάμ ΧουσεΚ*, προκειμένου να επέλθει «ολοκλήρωση της νομιμότητας στη διεθνή έννομη τάξη» (σελ. 319). Ο συγγραφέας ουδόλως εξετάζει την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του, δηλαδή.

(α) το εάν υπάρχουν ενδείξεις ότι η ιρακινή ηγεσία όντως «εγκλημάτισε» —διότι βεβαίως η διεξαγωγή πολέμου δεν είναι κατά τη νομική λογική έγκλημα!— και

(β) μήπως η άλλη πλευρά διέπραξε και αυτή κάποιο ανάλογο «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας», με τους βομβαρδισμούς και τη θανάτωση εκατοντάδων χιλιάδων άμα­χου πληθυσμού, όπως το σύνολο του τύπου μας πληροφορεί. Εκτός και αν το πραγμα­τικό έγκλημα των Ιρακινών είναι η ήττα και η πρόταση παραπομπής τους σε δίκη εκφράζει απλώς με νομικό λεξιλόγιο το «ουαί τοις ηττημένοις».

6. Για τον τρόπο εμφάνισης αυτής της μεροληψίας και αμνησίας στη γιουγκοσλαβική σύγκρουση βλ. Κ. Παπαρρήγα-Κωσταβάρα, εφ. Η Αυγή, 31.1.93.

Την εκ μέρους των Άγγλων μεροληπτική καταδίκη της κακοποίησης γυναικών στη διάρκεια του εμφυλίου στις ΗΠΑ είχε καταγγείλει βάσει στοιχείων ο Μαρξ, υπενθυμί­ζοντας ότι οι εμφανιζόμενοι ως ανθρωπιστές και τη ρητές του δικαίου Άγγλοι είχαν ανεχθεί ή και διαπράξει αντίστοιχες βιαιότητες σε αποικιακές συγκρούσεις (Marx 1961-a σελ. 508επ.).

Page 219: Dialektikh Toy Polemoy

218 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Η προέλευση της έννοιας «δίκαιος πολέμος» επιβάλλει λοιπόν δύο κρι­τικές. Πρώτον, την επισήμανση της αυθαιρεσίας της διάκρισης (εφαρμογή ηθικών κριτηρίων που δεν είναι μόνον υποκειμενικά, αλλά και. απόλυτα μεροληπτικά αφού καθορίζονται από τους εκάστοτε νικητές). Δεύτερον, την κριτική στη θεσμική και «ηθική» καταξίωση της κρατικής μορφής των ιμπεριαλιστικών πολέμων ως δίκαιων ή πάντως έννομων, με εξοβελι­σμό των πρακτικών λαϊκής αντίστασης ή εσωτερικής αμφισβήτησης που εκδηλώνονται ως ανταρτοπόλεμος χωρίς την εγγύηση των επαγγελματιών του πολέμου και της «στρατιωτικής τιμής» τους.

Μια τέτοια κριτική άσκησε στην έννοια του «δίκαιου πολέμου» ο Καρλ Σμιττ. Στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει το γερμανικό ιμπεριαλισμό και να στραφεί κατά των προσπαθειών ποινικής δίωξης της γερμανικής ηγεσίας μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους, κατήγγειλε τη διαμόρφωση μιας διαφοροποιητικής (αξιολογικής) έννοιας του πολέμου στο διεθνές δίκαιο εκ μέρους των νικητών (Schmitt 1938 και 1950). Είναι δε αξιοση­μείωτο ότι η ειρηνιστική αντιμετώπιση του πολέμου δεν διαφοροποιείται στη λογική της από τη σμιττιανή εκτίμηση (που θεωρούσε θεμιτές όλες τις lege belli συγκρούσεις), αλλά προβαίνει στην απλή αντιστροφή της (όλοι οι πόλεμοι είναι άδικοι, παράνομοι). Και οι δύο αντιλήψεις προϋπο­θέτουν έναν παρατηρητή που κρίνει αμερόληπτα τις μεταβαλλόμενες πραγματικότητες και τα —μη αναγόμενα σε κατηγορικές προσταγές και απόλυτες αρχές— συμφέροντα που βρίσκονται στη βάση τους.

Λιγότερο γνωστή και περισσότερο καίρια είναι η κριτική που είχε α­σκήσει πολύ νωρίτερα ο Ένγκελς στην αμφισβήτηση του «νόμιμου» χα­ρακτήρα της αυθόρμητης αντίστασης του γαλλικού πληθυσμού κατά των Πρώσων μετά την κατάρρευση του ναπολεόντειου στρατού το 1870. Η λαϊκή αντίσταση θεωρήθηκε αθέμιτη επειδή δεν προερχόταν από τακτικό στρατό και τιμωρήθηκε με εμπρησμούς και εκτελέσεις άμαχου πληθυσμού (Engels 1979, σελ. 167επ.) κατ ’ εφαρμογήν της ηθικής των κρατικών στρα­τών. Αυτή η κριτική, που τονίζει ότι η αυθόρμητη αντίσταση ήταν εύλογη για την υπεράσπιση ζωτικών αγαθών του πληθυσμού από τους εισβολείς, είναι περισσότερο γόνιμη διότι, μη βασιζόμενη σε κάποιο a priori κριτή­ριο (ο πόλεμος είναι πάντα δίκαιος στη «νόμιμη» μορφή του ή πάντα άδικος επειδή συνιστά ένα απόλυτο «κακό»), προβαίνει στην εκτίμηση του χαρακτήρα συγκεκριμένης σύγκρουσης με βάση τα συμφέροντα που εκ­φράζει η κάθε πλευρά και τις κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις που διαμορφώ­νουν ορισμένη αντιπαράθεση.

Αυτές οι κατευθύνσεις κριτικής, που επισημαίνουν το «φαύλο κύκλο»

Page 220: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 219

στον οποίο οδηγεί η έννοια του δίκαιου πολέμου (Βέικος 1993, σελ. 147)7, δεν οδηγούν βέβαια στο συμπέρασμα ότι είναι περιττές ή απορριπτέες οι αρχές «πολεμικής συμπεριφοράς» που συνδέονται με την προβληματική του δίκαιου πολέμου εν ευρεία έννοια, δηλ. οι αρχές διεξαγωγής του πο­λέμου με αποφυγή ακροτήτων, τήρηση της αρχής της αναλογικότητας προς το σκοπό, σεβασμό των αμάχων, «ήπια» μεταχείριση των αιχμαλώ­των κ.ο.κ., οι οποίες καθιερώνονται σε σειρά διεθνών συμφωνιών και πα­ρέχουν μια (σχετική βεβαίως) εγγύηση αποτροπής ενός «απόλυτου» πολέ­μου. Οι αρχές αυτές είναι πολύτιμες όχι μόνο ως έκφραση ενός ίχνους «ανθρωπισμού» στις συνθήκες πολέμου αλλά και περαιτέρω διότι προσφέ­ρουν κριτήρια για τη διαπραγμάτευση του δυσχερούς προβλήματος της θέσης της βίας στις επαναστατικές συγκυρίες (Κ. Σταμάτης 1992).

Εκείνο που επικρίνεται και απορρίπτεται εδώ είναι η θεωρία του δίκαιου πολέμου στην τυποποιημένη —αλλά και επιτρέπουσα υποκειμενικές ερμη­νείες— μορφή της που συνάγει από την τήρηση ορισμένων αρχών την εν γένει δικαιότητα της πολεμικής δράσης, επιτρέποντας στους μιλιταριστι- κούς μηχανισμούς εξόντωσης να δρουν με «καθαρή συνείδηση» και — συνεπικουρούντος του εθνικισμού— πεπεισμένοι για το «δίκαιον» της πο­λεμικής σύγκρουσης που διεξάγουν.

10.2 Η χρήση της έννοιας «δίκαιος πόλεμος» ως κριτηρίου αξιολόγησης των πολεμικών συγκρούσεων.

Παρ ’ ότι ασαφής και ηθικολογούσα, η διάκριση των πολέμων σε δίκαιους και άδικους χρησιμοποιήθηκε από τους μαρξιστές για δικαιολόγηση εθνι- κοαπελευθερωτικών και επαναστατικών πολέμων. Η έννοια της δικαιότη- τας έχει στρατηγική σημασία για τη νομιμοποίηση των πολέμων αυτών, αν ληφθεί υπόψη η εναντίωση στην ένοπλη βία και τον πόλεμο, ο οποίος θεωρείται όχι μόνο επώδυνος αλλά και καταστροφικός για τις τάξεις που υφίστανται την εκμετάλλευση. Είναι ευνόητο ότι ανάλογη σημασία έχει για τους ειρηνιστές η απόρριψη της διάκρισης αυτής (όλοι οι πόλεμοι είναι εξίσου άδικοι και απορριπτέοι, διότι συνιστούν —με μόνη ίσως

7. «Οι πόλεμοι που λαμβάνουν χώρα στο σημερινό κόσμο δείχνουν φανερά πως αναρχία (cw. χάος —Δ.Δ.-Χ.Γ.) και ανομία χαρακτηρίζουν το πρόσωπο της διεθνούς κοινότη­τας. Υπάρχουν πάντοτε περίσσια επιχειρήματα που εμφανίζουν την αδικία σαν δικαιο­σύνη και την επίθεση σαν άμυνα» (Βέικος 1993, σελ. 148).

Page 221: Dialektikh Toy Polemoy

220 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

εξαίρεση τους αμιγώς αμυντικούς πολέμους για υπεράσπιση εθνικού εδά­φους— φορε(ς των δεινών της βίας).

Στη θεωρία περί δίκαιου πολέμου έχει καταλογισθεί εύλογα η απολο­γητική χρήση της για δικαιολόγηση πολέμων επέκτασης της σφαίρας επιρροής κρατών που αναγορεύονταν σε σοσιαλιστικά. Επισημάνθηκε ε­πίσης η αδυναμία της «θεωρίας» αυτής να ερμηνεύσει τις συγκρούσεις που έγιναν μεταξύ «σοσιαλιστικών» χωρών και κυρίως διαπιστώθηκε η ομοιό­τητα της χρήσης του δίκαιου πολέμου σε Ανατολή και Δύση: Τα καθε­στώτα και οι ιδεολόγοι τους αναγορεύουν πάντα τις συγκρούσεις σε δί­καιες για το στρατόπεδό τους και άδικες για τον αντίπαλο (Jahn 1980, σελ. 164επ.)'.

Αν η προσφορότητα της διάκρισης για σκοπούς μιλιταριστικής-εθνικι- στικής προπαγάνδας οφείλεται στην εννοιολογική αστάθεια του όρου «δί­καιος πόλεμος», η οποία επιτείνεται από την ηθική χροιά του (διάκριση καλού/κακού), η χρήση του είναι, όπως θα δούμε, προτιμότερη από την απλούστευση του «ποτέ πια πόλεμος», δηλ. από την καταδίκη όλων των πολέμων με ταυτόσημο σκεπτικό.

Η χρήση της έννοιας σε μαρξιστική προοπτική προσκρούει στην άμε­ση σύνδεσή της με την έννοια της δικαιοσύνης. 'Οπως δείχθηκε (Kallscheuer 1986, σελ. 125επ.), η δικαιοσύνη στερείται υπερβατικού ή αξιολογικού νοήματος και αποτελεί το ιδεολογικό όνομα της αντιστοιχίας ορισμένης πρακτικής σε δεδομένο σύστημα παραγωγής: «Η δικαιότητα κοινωνικών θεσμών και συμπεριφορών βασίζεται στο ότι τέτοιοι θεσμοί και συμπεριφορές προκύπτουν από τις σχέσεις παραγωγής και παίρνουν νομικές μορφές (...), το περιεχόμενο των οποίων είναι δίκαιο εφόσον α- νταποκρίνεται στον τρόπο παραγωγής και άδικο εφόσον αντιβαίνει σ ’ αυτόν (...) Η δικαιοσύνη είναι για τον Μαρξ αποτέλεσμα μιας ειδικής μορφής ορθολογικότητας» (Kallscheuer 1986, σελ. 129/30)9.

8. Βλ. π.χ. την υπό υλιστικό ένδυμα απολογητική του στρατηγού και επί πολλά χρόνια υπουργού Άμυνας της ΛΔΓ Η. Hoffmann (I960), ο οποίος εμφανίζει το σοβιετικό ιμπεριαλισμό ως δίκαιο με κλισέ για τη «συνωμοσία» των καπιταλιστών και την ανάγκη να αντιμετωπισθεί η ιμπεριαλιστική απειλή μέσω ανάπτυξης των σοσιαλιστικών παρα­γωγικών δυνάμεων υπό τις διαταγές του Κόμματος.

9. «Ο καπιταλιστής —μόλις πληρώσει στον εργάτη την πραγματική αξία της εργασια­κής του δύναμης— θα κερδίσει απολύτως δίκαια, δηλ. δίκαια σύμφωνα με το σ ’ αυτόν τον τρόπο παραγωγής αντιστοιχούν δίκαιο, την υπεραξία [ως τμήμα της αξίας που] αυτός μπορεί να ιδιοποιείται «δικαίως», δηλ. χωρίς να παραβαίνει το αντιστοιχούν στην εμπορευματική ανταλλαγή δίκαιο» (Μοφξ 1993, σελ. 13). Για τη θεώρηση της δικαιο­σύνης στον Μαρξ ως αντιστοιχίας των νομικών ρυθμίσεων και των κοινωνικών πρακτι­

Page 222: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 221

Χωρίς να αναφερθούμε αναλυτικά στη σημασία και τα όρια αυτής της προσέγγισης10, μπορεί να λεχθεί ότι η προβολή ενός «δικαίου» που αντι­βαίνει στην ειδική ορθολογικότητα ενός συστήματος παραγωγής δεν είναι σκόπιμη, διότι, χωρίς να είναι σε θέση να μεταβάλει τα αντικειμενικά δεδομένα των συμπεριφορών που προσλαμβάνονται κοινωνικά ως «δί­καιες», νομιμοποιεί την ιδεολογική έννοια της δικαιοσύνης και συντηρεί την αστική υποστασιοποίησή της, αναζητώντας απλώς ένα διαφορετικό κριτήριο ορισμού. Συνεχίζει την αναζήτηση μιας χίμαιρας και ενισχύει τις απόπειρες εμφάνισης του μαρξισμού ως σχεδίου ηθικοποίησης του κόσμου, ενώ «το σίγουρο είναι ότι ο Μαρξ (...) δεν προϋποθέτει μια γενική και αιώνια μορφή της δικαιοσύνης, στην οποία ο ίδιος δίνει δήθεν ένα νέο περιεχόμενο (...) Για τον Μαρξ δεν υπάρχει μια τέτοια τυπική δικαιοσύνη» (Baratta 1974, σελ. 111/2).

Από την άλλη πλευρά όμως, το σύνθημα «έχουμε δίκαιο να εξεγειρό­μαστε»" εκφράζει μια αξιοπρόσεκτη «ηθική» δικαιολόγηση της εξέγερ­σης εν γένει, αποτελώ ντας την πιο ριζοσπαστική μορφή τής —κοινής στην πολιτική φιλοσοφία και νομική θεωρία— θέσης για την ύπαρξη ενός, υπό όρους αναγνωριζόμενου, δικαιώματος αντίστασης (π.χ. Dreier 1991-α). Το επιχείρημα που προβάλλει το σύνθημα «έχουμε δίκαιο να εξεγειρόμαστε» συστηματοποιήθηκε από τον Αλτουσέρ με μια ιστορική- λογική θεμελίωση. Ο γάλλος φιλόσοφος υπενθύμισε ότι, στα πλαίσια του καπιταλισμού, η ταξική πάλη ξεκίνησε με την πρωτοφανούς βιαιότητας επίθεση των κεφαλαιοκρατών (πρωταρχική συσσώρευση) που δημιούργη­σε τις καπιταλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης και συνεχίσθηκε με τις ποι­

κών προς τα χαρακτηριστικά ενός τρόπου παραγωγής και για την κριτική στην έννοια μιας αφηρημένης δικαιοσύνης, βλ. Γ. Σταμάτη (1988), σελ. ΙΙ2επ.

10. Για μια επισκόπηση της σχετικής συζήτησης με αναφορές στα σημεία κριτικής στη μαρξική αντίληψη βλ. Kallscheuer (1986), όπου επισημαίνεται ότι δεν είναι αδύνατη η προβολή ενός μοντέλου δικαιοσύνης διαφορετικού από το κυρίαρχο. Στην κατεύθυνση αυτή κινείται και η ακόλουθη αναφορά μας στη δυνατότητα προβολής μιας θεμελιω­μένης «εναλλακτικής» θεώρησης της δικαιοσύνης. Για τον ορισμό της «ουσιαστικής» και της «διαδικαστικής» δικαιοσύνης στην αστική φιλοσοφία βλ. συνθετικά Dreier (1991).

11. «Ο μαρξισμός έχει πολλές αρχές, που σε τελευταία ανάλυση μπορούν να συνοψι­στούν σε μία φράση: Η εξέγερση είναι δίκαιη. Εδώ και χιλιάδες χρόνια υποστηριζόταν πάντα ότι η καταπίεση και η εκμετάλλευση είναι δίκαιες, η εξέγερση άδικη. Όμως παρουσιάστηκε ο μαρξισμός και αναποδογύρισε αυτή την απλή αρχή (...) Οδηγημένοι απ’ αυτή την αρχή, ξεσηκωνόμαστε, παλεύουμε και δουλεύουμε για το σοσιαλισμό» (Μάο-Τσε-Τουνγκ 1976, σελ. 37). «Η κινέζικη επανάσταση θα θριαμβέψει τη μέρα που όλες οι γυναίκες της χώρας θα ξεσηκωθούν» (στο ίδιο, σελ. 70).

Page 223: Dialektikh Toy Polemoy

222 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

κίλες «αναδιαρθώσεις» του καπιταλισμού στην προσπάθεια διευρυμένης αναπαραγωγής του συστήματος εκμετάλλευσης. Κατά συνέπεια, κάθε με­ταγενέστερη κίνηση ανατροπής αποτελεί μια εύλογη (και αναγκαία) απά­ντηση στις διαρκείς επιθέσεις της αστικής τάξης (Αλτουσέρ 1983, σελ. 66επ. και 1987, σελ. 48επ.).

Παρέχεται έτσι μια διπλή δικαιολόγηση της εξέγερσης: Η επίθεση της πρωταρχικής συσσώρευσης και οι έκτοτε αδιάκοπες επιθέσεις τείνουν στην εγκαθίδρυση και αναπαραγωγή ενός συστήματος εκμετάλλευσης και, ως εκ τούτου, είναι κοινωνικά «άδικες». Αντίθετα, οι απαντήσεις που δίνονται από τις λαϊκές τάξεις φαίνονται δίκαιες, στο βαθμό που τείνουν στο μετριασμό ή την παύση της εκμετάλλευσης, δηλ. στην ανατροπή μηχανισμών που διαιωνίζουν μια ηθικά και λογικά άδικη κατάσταση.

Εδώ εντοπίζεται μια πρώτη διόρθωση της θέσης ότι η δικαιότητα έχει νόημα μόνο εάν ανταποκρίνεται στην ειδική ορθολογικότητα κάθε συστή­ματος παραγωγής. Η χρήση του όρου «δίκαιος» από το κίνημα ανατροπής δεν είναι αυθαίρετη (υποκειμενική ερμηνεία της δικαιοσύνης), αλλά αντα- ποκρίνεται στα βαθύτερα χαρακτηριστικά του παρόντος συστήματος κοι­νωνικής οργάνωσης. Εκφράζει την εσωτερική τάση διάλυσης του καπιτα­λισμού στην κατεύθυνση μιας μη εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Είναι εσω­τερικά δικαιολογημένη στο βαθμό που προκύπτει από τα αντιφατικά χα­ρακτηριστικά του ίδιου του καπιταλισμού (η διάλυσή του εκφράζει εσω­τερική ορθολογικότητα) και στηρίζεται στη μαρξιστική θεωρία που ανα­λύει την έννοια της εκμετάλλευσης και την τάση υπέρβασης του καπιτα­λιστικού τρόπου παραγωγής μέσα από τα ίδια τα στοιχεία του.

Πρόκειται για μια μη αυθαίρετη χρήση της δικαιοσύνης, η οποία θε­μελιώνεται σε θεωρητικές αναλύσεις για την υφή του καπιταλισμού και δείχνει ότι είναι δικαιολογημένη και άρα δίκαιη η εξέγερση ενάντια στην τάξη βίας και εκμετάλλευσης. Νομιμοποιείται δηλ. ως δίκαιη η εξέγερση όσων, ζώντας σε μια ταξική κοινωνία και ανήκοντας αντικειμενικά στην τάξη των υφιστάμενων την εκμετάλλευση, εκφράζουν με πολιτικά αποτε­λεσματικό τρόπο το άμεσο συμφέρον τους για διακοπή της εκμετάλλευσης και για δημιουργία μιας νέας τάξης πραγμάτων, στην οποία η παραγωγή θα διαμορφώνεται με τρόπο δίκαιο, και πάντως με μεγαλύτερη ουσιαστική κατοχύρωση της ισότητας και της ελευθερίας για όλους, σε όλα τα επί­πεδα κοινωνικής δραστηριότητας.

Μπορούμε έτσι να μιλήσουμε για μια δεύτερη, «κριτική» έννοια της δικαιοσύνης στον Μαρξ, η οποία αναπτύσσεται σε σύνδεση με τα χαρα­κτηριστικά του καπιταλισμού ως εσωτερική ανάλυση και απόρριψή τους

Page 224: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 223

και όχι εν αναφορά προς ένα γενικό «ιδανικό»-πρότυπο δικαιοσύνης (Baratta 1974, σελ. 1 ΙΟεπ.).

Η προηγούμενη οριοθέτηση εντάσσει την έννοια του δίκαιου πολέμου στη μαρξιστική κριτική. Δεν πρόκειται για ιδεαλιστική προβολή προσω­πικών κρίσεων, αλλά για έκφραση μιας εσωτερικής τάσης που καθιστά εύλογη την ανατροπή. Δεν εγγυάται όμως την αποκλειστική χρήση της έννοιας δίκαιος πόλεμος από το κίνημα αμφισβήτησης: Αν δίκαιος είναι ένας πόλεμος που τείνει στην άρση ή το μετριασμό της εκμετάλλευσης (επανάσταση ή εθνική ανεξαρτησία), κατά μείζονα λόγο είναι δίκαιος (με την μη αξιολογική και απομυθοποιητική έννοια που δίνει στον όρο ο Μαρξ) ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος που τείνει στην επέκταση του πεδίου συσσώρευσης του κεφαλαίου, απορρέει δηλ. από την εγγενή τάση αναπα­ραγωγής στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα, με τις ευνοϊκότερες προϋποθέ­σεις. Για τον ίδιο λόγο είναι άδικος για τους εκπροσώπους των συμφερό­ντων διατήρησης του καπιταλισμού ο πόλεμος του αντιπάλου (εργατικού κινήματος ή άλλου αστικού κράτους) που εμποδίζει την ομαλότητα της αναπαραγωγής. Επανερχόμαστε έτσι στο φαύλο κύκλο του δίκαιου πολέ­μου, αφού η κάθε πλευρά μπορεί —και μάλιστα με αναφορά σε αντικει­μενικές τάσεις— να χαρακτηρίζει τον πόλεμό «της» ως δίκαιο.

Πρέπει να γίνει όμως και μία δεύτερη διευκρίνιση. Σε ένα από τα τε­λευταία κείμενά του —και σε αντιπαράθεση με μια σχεδόν καθολικά επι­κρατούσα αντίληψη—, ο Αλτουσέρ έδειξε ότι ο μαρξισμός δεν συνιστά μια επιστήμη που αποκαλύπτει την «αλήθεια», κατά το διαφωτιστικό πρό­τυπο, εξασφαλίζοντας τη «συναίνεση» για την επιβολή της ενάντια στην πλάνη ή το σφάλμα. Αποτελεί, αντίθετα, μια συγκρουσιακή και μερολη­πτική επιστήμη, η οποία εντάσσεται, ήδη από τη στιγμή της συγκρότησής της, στη διαδικασία του ταξικού ανταγωνισμού, γνωρίζοντας κρίσεις, ε­σωτερικές ρήξεις και διαδοχικές διορθώσεις:

«Η συγκρουσιακότητα της μαρξιστικής θεωρίας είναι συστατική της επιστημονικότητας, της αντικειμενικότητάς της (...) Η μαρξιστική επιστή­μη και ο μαρξιστής ερευνητής οφείλουν να πάρουν θέση στη σύγκρουση (...) πρέπει να υιοθετήσουν (προλεταριακές) θεωρητικές ταξικές θέσεις [κάτι που] αντιτίθεται σε ολόκληρη τη θετικιστική παράδοση» (Αλτουσέρ 1991, σελ. 55/6).

Η αρχή της μεροληψίας που εντάσσεται με τον τρόπο αυτόν στους τίτλους της επιστημονικής πρακτικής (Meissner 1981, Μπαλτάς 1988, σελ. 68επ.), προκύπτει από την εξαρχής ένταξη του «υποκειμένου» στη διαδι­κασία της σύγκρουσης και τον επηρεασμό του από τα αποτελέσματά της, δηλ. από τη σχέση εσωτερικότητας (άμεση εμπλοκή στις αντιφάσεις των

Page 225: Dialektikh Toy Polemoy

224 Α. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

κοινωνικών διαδικασιών και άμεσος επηρεασμός από τα αποτελέσματά τους) που αναγκαστικά διατηρεί ο ερευνητής με τα κοινωνικά φαινόμενα. Με άλλη διατύπωση, η ίδια η διαμόρφωση του πεδίου της ερευνητικής ενασχόλησης παράγει «εμπόδια» στην πορεία γνωστικής ιδιοποίησης. Αυ­τό συμβαίνει δε νομοτελειακά, διότι η γνώση των κοινωνικών διαδικασιών βρίσκεται σε σχέση αλληλεξάρτησης με την απόπειρα μετασχηματισμού τους. Στο βαθμό που η θεωρητική γνώση αποτελεί μοχλό και πυξίδα προ­σανατολισμού μιας τέτοιος απόπειρας μετασχηματισμού, είναι ευνόητο ότι γεννά συγκρούσεις και αντιδράσεις, θέτοντας σε κίνηση μηχανισμούς διαφύλαξης υλικών συμφερόντων. Επηρεάζει συνεπώς τον ερευνητή τόσο στις βιοτικές συνθήκες, που αποτελούν τις υλικές προϋποθέσεις της έρευ- νάς του, όσο και στο επίπεδο των ιδεολογικών αντιλήψεων που συγκαθο- ρίζουν την έρευνά του12.

12. Για όλες τις επιστήμες ισχύει η διαπίστωση ότι δεν είναι θεωρησιακές, δηλ. δεν κινούνται από αμιγές γνωστικό ενδιαφέρον και ταυτόχρονα η πορεία εξέλιξης και τα ερευνητικά τους αποτελέσματα δεν είναι ανεξάρτητα από εξωτερικές επιρροές. Οι κοι­νωνικοί καταναγκασμοί γίνονται άμεσα αισθητοί στο επιστημονικό προϊόν, από τα πλέον απτά ζητήματα (καθορισμός των στόχων, των κατευθύνσεων και —εν μέρει— των αποτελεσμάτων της έρευνας μέσω της χρηματοδότησης, της δομής των ερευνητικών θεσμών, του τρόπου επιλογής του επιστημονικού προσωπικού κ.ο.κ.) μέχρι τα —προ- κύπτοντα από επικρατούσες ιδεολογικές αντιλήψεις— «επιστημολογικά εμπόδια», τα οποία επηρεάζουν το περιεχόμενο αλήθειας των επιστημονικών προτάσεων.

Για ορισμένες επιστήμες διαπιστώνεται περαιτέρω ότι η ίδια η διαμόρφωση του πεδίου μελέτης και η βιοτική σχέση του ερευνητή με αυτό αποβαίνουν καθοριστικά για την εξέλιξη της έρευνας —ενώ οριακά μπορεί να εμποδίσουν ή να διακόψουν την έρευνα. Αναφερόμενος στην ταχύτερη πρόοδο της βοτανικής σε σχέση με τη ζωολογία ο G. Canguilhem σημειώνει ότι «οφείλεται σε βιολογικούς κυρίως (...) λόγους. Η τα­ξινόμηση προϋποθέτει (...) μια ήρεμη παρατήρηση. Ο φυτικός κόσμος είναι ακίνητος και παθητικός (...). Αντίθετα, ένα άγριο ζώο δεν είναι για τον άνθρωπο μόνο ένα αδά­μαστο ζώο αλλά και ένας δυνάμει εχθρός. Ο αγώνας για τη ζωή διασταυρώνεται με τη θεωρησιακή στάση και συνεπώς με τη θεωρητική σχέση του ανθρώπου προς το ζώο» (1979, σελ. 63). Ένας αντίστοιχος εξωτερικός καταναγκασμός διαπιστώνεται και στο επίπεδο της κοινωνικής θεωρίας, όπου τα αποτελέσματα της ταξικής πάλης καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη σχέση με το αντικείμενο, συνιστώντας, σε οριακές πιστώ σεις, ένα «απόλυτο εμπόδιο» για την κριτική ενασχόληση. Αυτό συμβαίνει με τρόπο /.ιγότερο εμφανή, αλλά στην πραγματικότητα καθοριστικότερο: Η αδρανοποίηση ενός άγριου ζώου είναι πολύ ευχερέστερη από τη σύγκρουση με τους πολύμορφους μηχανισμούς προστασίας των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης. Η ύπαρξη ισχυρότατων εμποδίων για την κριτική ενασχόληση με τις ανθρώπινες κοινωνίες διαπιστώθηκε τόσο στις πολυάριθμες ιστορικές συγκυρίες, όπου η θεωρητική παραγωγή με βάση αθεϊστικές, μαρξιστικές, αναρχικές κ.ο.κ. θέσεις μπορούσε να επιφέρει de facto —ή και de iure— ακόμη και τη θανάτωση του ερευνητή, όσο και σήμερα που ο συσχετισμός δύναμης τείνει να οδηγήσει στον περιορισμό των φορέων και των αποδεκτών μιας τέτοιας θεω­ρητικής δραστηριότητας.

Page 226: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 225

Αυτό δεν σημαίνει ότι πολιτικό χαρακτήρα έχουν μόνο οι αναλύσεις που προέρχονται από τα κινήματα αμφισβήτησης και οι οποίες αντιπαρα- τίθενται στις δήθεν πολιτικώς ουδέτερες προσεγγίσεις. Αντίθετα, η ανα­γνώριση και η διεκδίκηση της πολιτικότητας των αναλύσεων που πραγ­ματοποιεί ένας ερευνητής, του επιτρέπει να αναγνωρίσει συγχρόνως τη σαφή πολιτικότητα και την απολογητική στόχευση των αντίπαλων ανα­λύσεων, οι οποίες αφού καταστούν —δια της κυριαρχίας τους και δια της ανταπόκρισής τους στις ανάγκες νομιμοποίησης ορισμένου συστήματος εξουσίας— «προφανείς», εμφανίζονται ακολούθως και ως αντικειμενικές. Η αφετηριακή υπόθεση και προϋπόθεση νομιμοποίησης της αστικής φι­λοσοφίας και των αστικών θεωρητικών πρακτικών είναι —όπως με καθα­ρότητα τη διεκδίκησε ο Habermas— ότι «η ιδέα της αμεροληψίας συνιστά τον πυρήνα του πρακτικού λόγου» (1992, σελ. 563 — βλ. αναλυτικότερα 1991, σελ. 158επ.). Από την αναπόδεικτη υπόθεση ύπαρξης μιας αμερολη­ψίας μέχρι την ταυτολογική θεώρηση ότι οι αστικοί θεσμοί (και πάνω απ ’ όλα το δίκαιο) και οι επίσημοι εκπρόσωποι της θεωρίας τους εκφράζουν έγκυρα αυτή την αμεροληψία —άρα οι αποφάσεις και αντιλήψεις τους νομιμοποιούνται ως οι ουσιαστικά και καθολικά ορθές— η απόσταση είναι πολύ μικρή. Διακρίνουμε εδώ ότι πίσω από την υπόθεση της αμερο- ληψίας κρύβονται οι γνωστές έννοιες που δομούν το δίκαιο και την αστική πολιτική: το «γενικό συμφέρον» και η ενότητα επιδιώξεων του «ανθρώπι­νου είδους»13 που διαπιστώνονται και διασαφηνίζονται κατά περίπτωση από τους «αμερόληπτους» επίσημους εκπροσώπους.

13. Η θέση της αμεροληψίας είναι κυρίαρχη στα πλαίσια της φιλελεύθερης ανθρωπο­λογίας (ή φιλοσοφίας του υποκειμένου ή φιλοσοφικού ανθρωπισμού) τόσο στις παρα­δοσιακές (ηθικές, συμβασιακές) εκδοχές της όσο και στις πιο πρόσφατες (βλ. την επι­σκόπηση σε Finelli 1993, σελ. Ι51επ.) που προβάλλουν την ηθική του διαλόγου, την έλλογη διαβούλευση και άλλες διαδικαστικές αντιλήψεις περί εύρεσης του ορθού (π.χ. διατύπωση όρων ενός «κοινωνικού συμβολαίου») ως τα ιδανικά της φιλοσοφίας —και κατ ’ επέκταση της ανθρωπότητας— θεωρώντας τους υπάρχοντες κρατικούς θεσμούς αν όχι ως την πλήρη πραγμάτωση τουλάχιστον ως την πιο έγκυρη έκφραση τέτοιων «ι­δανικών».

Αυτή η θέση της αμεροληψίας είναι κυρίαρχη —ως ανταποκρινόμενη στον τύπο της αστικής ορθολογικότητας—, αλλά δεν είναι και η μοναδική. Το πρότυπό της αμφισβη­τούν ποικίλες τοποθετήσεις που έχουν ως κοινή αφετηρία τις μη ανθρωπιστικές φιλο­σοφικές θέσεις (βλ. διαφορετικές προσεγγίσεις στα άρθρα των A. Badiou, Ε. Balibar, Μ. Henry και V. Descombes, αφιέρωμα των Cahiers Confrontation, no 20, hiver 1989). Αυτό ισχύει για τις διάφορες εκδοχές της «αποδόμησης», αλλά και για τις ποικίλες συντηρητικές αντιλήψεις περί ύπαρξης δομημένης «κοινότητας», παραδοσιακών αξιών και κοινωνικής ιεραρχίας, οι οποίες ανταποκρίνονται στον κλασικό ορισμό της Δεξιάς (Capitan/Guillaumin 1993, σελ. 100/1) και συναντιόνται από τη μεσαιωνική θεολογία

Page 227: Dialektikh Toy Polemoy

226 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Αν όμως οι αστικές θεωρητικές πρακτικές δομούνται με αρχές καθολι- κότητας και αμεροληψίας, στην πραγματικότητα είναι προφανές, ότι ένα «ανατρεπτικό» κείμενο που διεκδικεί π.χ. την καταστροφή του κρατικού μηχανισμού, δεν είναι περισσότερο πολιτικό και μεροληπτικό από το εγχειρίδιο που συγγράφει ένας καθηγητής συνταγματικού δικαίου, περι- γράφοντας με «ψυχραιμία» και «αντικειμενικότητα» τη νομική διαμόρφω­ση της κρατικής εξουσίας. Στη δεύτερη περίπτωση η πολιτικότητα/μερο- ληπτικότητα είναι εμφανής στις έμμεσες ή και άμεσες αναφορές στην ορθολογικότητα, αναγκαιότητα, ανάγκη τελειοποίησης κ.ο.κ. δεδομένου νομικού συστήματος, δηλ. στην αποδοχή και την πολύτροπη δικαιολόγη- σή του από τον ερευνητή. Η πολιτικότητα διακρίνεται επίσης από το ότι μια τέτοια μελέτη αποσκοπεί να εμφανίσει το σύστημα εξουσίας ως κάτι ανάλογο με τα φυσικά φαινόμενα, ως αντικείμενο που αναλύεται επιστη­μονικά και οιονεί τεχνικά, δηλ. με συγκάλυψη του πολιτικού χαρακτήρα των αποφάσεων που το δημιούργησαν και το αναπαράγουν. Είναι πάντως αναμφίβολο ότι η πολιτική χρησιμότητα και η ακαδημαϊκή ισχύς των κυρίαρχων θεωρητικών πρακτικών κατορθώνει τελικά να εξαλείψει την πολιτικότητά τους, η οποία καταλογίζεται στους εκπροσώπους των κινη­μάτων αμφισβήτησης («οργισμένες φεμινίστριες», «βίαιοι μαρξιστές», «θερμόαιμοι αναρχικοί», «αμαθείς εργατοπατέρες»...)14.

και τους συντηρητικούς επικριτές της γαλλικής επανάστασης (Macherey 1987) μέχρι τους communitarians στις μέρες μας (Finelli 1993, σελ. Ι56επ., Honncth 1993) (Ας ση­μειωθεί ότι δεν λείπουν και οι ενδιάμεσες τοποθετήσεις στο ζήτημα των σχέσεων φι­λοσοφικού ανθρωπισμού και αμεροληψίας: αν σε σοβαρό επίπεδο οι φιλοσοφίες του ωφελιμισμού —πρόσφατα του νεοφιλελευθερισμού— βασίζονται σε μια τόσο ακραία μορφή ατομικισμού ώστε τελικά δεν ορίζουν την έννοια της αμεροληψίας, επειδή αρ- νούνται κάθε οργανικό δεσμό των μελών μιας κοινωνίας, υπάρχουν και οι γελοιογρα­φίες. Έτσι έχει επιχειρηθεί και η σύνδεση ενός ακραίου ατομικισμού με αντιλήψεις υπαρξιακής δέσμευσης του ατόμου από την κοινότητα, τάση που καταλήγει στην απόρ­ριψη της ύπαρξης αμεροληψίας, και η οποία στην Ελλάδα συνδέθηκε με μια μυστικι­στική εκδοχή της ορθοδοξίας, έχοντας ως δημοσιογραφικό ήρωα τον κ. Χρ. Γιανναρά).

Κατατάσσοντας τις θέσεις από .τις οποίες προκύπτει η αμφισβήτηση της αμερολη­ψίας, μπορούμε να αποκαλέσουμε τη θέση των κοινοτιστών συντηρητικό αντιανθρωπι- σμό και τη θέση των αποδομιστών ηεσιμιστικό αντιανθρωπισμό. Οι θέσεις του επανα­στατικού αντιανθρωπισμού, που υποστηρίζουμε εδώ με αναφορά στην έννοια της κοι­νωνικής μεροληψίας, συνδυάζουν τη ριζική αμφισβήτηση της φιλοσοφίας του υποκει­μένου, αφ' ενός, με τη ριζική κριτική των θέσεων περί υπάρξεως «οργανικής κοινότη­τας» και, αφ' ετέρου, με την κατάδειξη της δυνατότητας υπέρβασης των σχέσεων κα­πιταλιστικής εκμετάλλευσης (για μια προβληματική που απορρίπτει τη θεματική του υποκειμένου και, με λεπτομερή ανάγνωση μαρξικών κειμένων, προτείνει έναν υλιστικό ορισμό της έννοιας «ατομικότητα», βλ. Couvelakis 1993-a).

14. Για την εγγενή πολιτικότητα των κοινωνικών επιστημών βλ. Guillaumin (1992, σελ.

Page 228: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 227

'Οσον αφορά το μαρξισμό, η μεροληπτικότητα ανάγεται (Meissner 1981, σελ. 85επ.) στο ότι από τις απαρχές της συγκρότησής του ως κρι­τικής της πολιτικής οικονομίας, η ανάλυση έγινε δυνατή με την «αποκά­λυψη» της ταξικής οπτικής και των απολογητικών σκοπιμοτήτων που υπο­στήριζαν την πολιτική οικονομία. Η αποκάλυψη της μεροληπτικότητας με την ανάγνωση που πραγματοποίησε ο Μαρξ στα έργα του Smith, του Ricardo και των «χυδαίων» οικονομολόγων επέτρεψε την αναδιατύπωση των προβλημάτων και την εύρεση απαντήσεων, οι οποίες δεν μπορούσαν να δοθούν από οικονομολόγους που συνδύαζαν την ανάλυση των νόμων της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής με την (έμμεση ή άμεση) δικαιολόγηση του καπιταλισμού ως «δίκαιου» συστήματος15 —και αυτό ήταν βέβαια από την οπτική τους δικαιολογημένο. Η συγκεκριμένη οπτική του μαρξισμού επιτρέπει τη διαφορετική ανάλυση των ίδιων ερωτημάτων, τη διατύπωση προβλημάτων που οι αστοί θεωρητικοί δεν μπορούν να «διακρίνουν» (ό­πως την ανάλυση της εκμετάλλευσης και την απόρριψη της «δικαιότητάς» της με βάση την έννοια της υπεραξίας —Engels 1982-c, σελ. 247επ.) και, τέλος, την εισαγωγή στο θεωρητικό πεδίο ζητημάτων που θέτει η πολιτική πραγματικότητα (όπως η διόρθωση της θεωρίας του κράτους μετά την εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας —Balibar 1976, σελ. 86επ.).

Κλειδί της επιστημολογικής προσέγγισης με βάση την «αρχή της με- ροληψίας» αποτελεί η έννοια της οπτικής, του σημείου θέασης, στο οποίο τοποθετείται ο μελετητής για να κατανοήσει την πραγματικότητα μέσω μιας πολύπλευρης και υποκείμενης σε σειρά προϋποθέσεων —θεωρητικής και ταυτόχρονα πολιτικής— πρακτικήςι6. Η οπτική εκείνων που υφίστα- νται την εκμετάλλευση παρέχει τη δυνατότητα ορθής ανάλυσης της κα­πιταλιστικής πραγματικότητας αλλά και αξιολόγησης του χαρακτήρα της17.

2Ι9επ.), η οποία τονίζει: «Το να μιλήσουμε για την πολιτική ως κινητήρια δύναμη της θεωρίας είναι μια ταυτολογία» (σελ. 220). Ταυτολογία που σχεδόν όλοι αποσιωπούν.

13. «Στον αγώνα δρόμου με το κεφάλαιο οι εργάτες δεν βρίσκονται απλώς σε μειονεκτικήθέση, πρέπει να κουβαλούν και μια δεμένη στο πόδι τους μπάλα κανονιού. Αλλά αυτόείναι για την καπιταλιστική πολιτική οικονομία δικαιοσύνη» (Engels 1982-c, σελ. 249).

16. «'Ενας διανοούμενος μπορεί να γίνει οργανικός διανοούμενος του προλεταριάτου μόνο όταν —εάν— διαπαιδαγωγηθεί μέσω της ταξικής πάλης' του προλεταριάτου, η οποία μετασχηματίζει τις προηγούμενες θέσεις του και του επιτρέπει να δει»(Αλτουσέρ 1991, σελ. 62).

17. Βλ. την καίρια ανάλυση του Μπαλτά (1991, σελ. 68επ.) όπου παρουσιάζεται η προ- σίδια στο μαρξισμό διαδικασία γνωστικής ιδιοποίησης κοινωνικών φαινομένων, με ανάλυση του συμμετοχικού-μετασχηματιστικού και κριτικού-αυτοκρκικού χαιχικτήρα της. Πρβλ. Lecourt (1975, σελ. ΙΟΙεπ.).

Page 229: Dialektikh Toy Polemoy

228 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Η εκτίμηση ότι ένας πόλεμος που στρέφεται έμμεσα ή άμεσα κατά του συστήματος εκμετάλλευσης είναι δίκαιος, δεν έχει μόνο την ιδεολογική σημασία ότι κάθε πλευρά προσλαμβάνει το Συμφέρον ως Δίκαιο, ούτε προβάλλει μόνο την υλιστική έννοια της δικαιοσύνης ως αντιστοιχίας μιας πρακτικής προς τις τάσεις του συστήματος: Έ χει προπάντων την έννοια ότι, από τη μεροληπτική οπτική του μαρξισμού, ορισμένοι πόλεμοι φαίνονται δίκαιοι βάσει της ανάλυσης του καπιταλιστικού συστήματος και βάσει των πορισμάτων της θεωρίας του κράτους για την υπέρβασή του. Είναι δίκαιοι ως πρόσφορα μέσα κατάργησης της εκμετάλλευσης και ως δικαιολογημένη αντίσταση στις τάσεις αναπαραγωγής της. Αυτό εκφράζει ο «κυκλικός» χαρακτήρας του μαρξισμού ως θεωρίας που προκύπτει από μια πολιτική θέση και τείνει, με την αναλυτική της ισχύ, να εκφράσει την αρχική πολιτική θέση ακριβέστερα και αποτελεσματικότερα, μετασχημα- τίζοντάς την εν μέρει. Σε ένα συγκρουσιακό και «κυκλικό» σύστημα, η αξιολόγηση μιας πρακτικής ως δίκαιης στηρίζεται θεωρητικά στη δια­πλοκή των αναλύσεων με την επιστημολογική μεροληπτικότητα. Η α­ναφορά σε δίκαιο πόλεμο διαθέτει έτσι ένα γνωσιολογικό αντίστοιχο στη μαρξιστική θεωρία, η οποία δείχνει τη δικαιότητα ορισμένων πολέμων.

Αυτή την έννοια του δίκαιου πολέμου συναντάμε στον Λένιν, ο οποίος χρησιμοποιεί ένα εμπειρικό (και μεροληπτικό) κριτήριο για να τον ορίσει. Απαντώντας στον Μπ. Σουβάριν, ο οποίος θεωρούσε δυσχερή και ρευστή τη διάκριση των επαναστατικών από τους αντιδραστικούς πολέμους, ο Λένιν προτείνει ως κριτήριο τη «χωρίς δισταγμό» τοποθέτηση των σοσια­λιστών υπέρ ή κατά ενός πολέμου ή πολεμικού μετώπου (Lenin 1960-x, σελ. 202. Βλ. και 1960-j, σελ. 301). Στην πρόταση του Λένιν αναγνωρίζουμε τη συγκεκριμένη (και άρα μη «αντικειμενική») οπτική, η οποία εκτιμά τη δικαιότητα δεδομένης σύγκρουσης, στηριζόμενη στην πολιτική εμπειρία και το θεωρητικό οπλισμό που επιτρέπει την τεκμηρίωση της προτεινό- μενης διάκρισης σε θεωρητικά προκύπτοντα και ελέγξιμα κριτήρια. Η δικαιότητα δεν είναι έτσι κατηγόρημα ενός τύπου πολέμου (αμυντικού, νόμιμου κλπ.). Συνάγεται από τη διαμόρφωση των δυνάμεων σε συνδυασμό με τη θέση από την οποία εκφέρεται η κρίση: «Νομιμότητα και δικαιο­σύνη από ποια οπτική; Μόνο από την οπτική του σοσιαλιστικού προλε­ταριάτου και του αγώνα του για την απελευθέρωσή του» (Lenin 1960-2, σελ. 324). Έτσι, η κρίση της δικαιότητας παύει να είναι ουσιοκρατική και καθίσταται πολιτική και ταυτόχρονα θεωρητική. Το πόσο δικαιολογημέ­νη είναι (και κυρίως από ποιους γίνεται αποδεκτή) εξαρτάται από την ορθότητα ορισμένης θεωρίας, δηλ. την κρίση που εκφέρεται γι ’ αυτή —

Page 230: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 229

πάλι από συγκεκριμένη οπτική".Μετά την αναφορά στα ζητήματα που θέτει η έννοια της δικαιοσύνης

και της θεωρητικής «μεροληψίας», μπορούμε να πούμε, επιστρέφοντας στην αρχική διάκριση των πολέμων σε δίκαιους και άδικους, ότι οι επα­ναστατικοί και εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι είναι δίκαιοι, διότι εκφρά­ζουν το φαινόμενο αντίστασης στην εκμετάλλευση και καταφεύγουν στη γενικευμένη αντιπαράθεση, στο βαθμό που οι διεκδικήσεις τους συνα­ντούν αντίδραση. Επιχειρούν να επιβληθούν και διαβαθμίζουν την άσκη­ση βίας ανάλογα με τη δύναμη αδράνειας που θα προβάλλουν όσοι επι­διώκουν τη διατήρηση της κυριαρχίας τους. Ο επαναστατικός πόλεμος είναι δίκαιος επειδή είναι αμυντικός με την ουσιαστική έννοια του όρου: Αποτελεί —σε δεδομένες συνθήκες— την κατάλληλη απάντηση στην προϋπάρχουσα (και διαρκή) επίθεση που συνιστούν οι κοινωνικές σχέσεις εκμετάλλευσης” . Το ότι βέβαια η εξέγερση δικαιολογείται ως τάση δεν

18. Εδώ βρίσκεται η διαφορά της επιστημολογικής προσέγγισής μας από τις ποικίλες «συμβασιακές» (σε τελική ανάλυση αγνωστικιστικές) αντιλήψεις για το τι είναι ορθό, αληθές, επιστημονικό κλπ. Η ανάλυση με βάση την ύπαρξη συγκεκριμένων οπτικών που αντιστοιχούν σε συμφέροντα καθώς και η διατύπωση αντικειμενικών κριτήριών επαλήθευσης μιας θεωρίας μέσα από την πρακτική, δείχνουν ότι η επιλογή δεν eivtii τυχαία ή ελεύθερη, αλλά ανταποκρίνεται σε τάσεις της πραγματικότητας και στην «ανάγνωσή» τους από ορισμένη οπτική. Στη βάση αυτή είναι δυνατή η κριτική άλλων θεωριών και η (αυτο)διόρθωση θέσεων με τρόπο που αποφεύγει τη μεταφυσική παγίδα της μίας και μόνης αλήθειας, χωρίς να συμβιβάζεται με τη φιλελεύθερη ή αναρχίζουσα πλουραλιστική ανοχή (βλ. και Δημούλη/Μηλιό 1991, σελ. 35/6, με αναφορά στο έργο του Αλτουσέρ).

19. Εδώ είναι αναγκαία μία ακόμη αναφορά στη φιλοσοφική «επικαιρότητα». Ο ιταλός φιλόσοφος Gianni Vattimo συνδυάζει την αριστερή καταγωγή με την ικανότητα μετα­ποίησης νιτσεΐκών και χαΐντεγγεριανών απόψεων για τις ανάγκες του ρεύματος της μεταμοντέρνας παραίτησης που ο ίδιος συνοψίζει ως «αδύνατη σκέψη». Η ηγεμονική θέση του στην ευρωπαϊκή φιλοσοφική σκηνή καθιστά σκόπιμη την παραβολή των «νεωτεριστικών» απόψεων του (1986, σελ. 22επ.), επί του ζητήματος που εξετάζουμε εδώ με ορισμένα διδάγματα της κοινής εμπειρίας. Αναφερόμενος στην «επαναστατική θεω­ρία», ο Vattimo επικρίνει το ότι «απολυτοποιούνται» τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και επιβάλλονται «βίαια» ως γενικά συμφέροντα της ανθρωπότητας, κάτι που ο ίδιος θεωρεί ως καταστολή των διαφορών και «ομογενοποίηση» της κοινωνίας. Η φι­λοσοφική υψιπέτεια (και η έκσταση μπροστά στην «ατομική περιπέτεια», την ανακά­λυψη ότι δεν υπάρχει αλήθεια, την ποιητικότητα της υπέρβασης των κανόνων ορθολο­γικής επικοινωνίας κ.ο.κ.) δεν επιτρέπει στο συγγραφέα να αντιληφθεί ότι η αντιπαρά­θεση δεν διεξάγεται μεταξύ γενικού και ειδικού, αλλά μεταξύ διαφορετικών συμφερό­ντων: Μεταξύ του συμφέροντος κατάργησης της εκμετάλλευσης και του συμφέροντος συνέχισής της που εκφράζεται με την καθημερινά ασκούμενη βία, τους διαβαθμισμένους καταναγκασμούς και την ιδεολογική κυριαρχία. Η υπό ένδυμα κριτικής εμφανιζόμενη αντίρρηση ότι η επανάσταση αποτελεί «μια προοπτική (...) που επιβάλλεται βίαιιι και

Page 231: Dialektikh Toy Polemoy

230 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

σημαίνει ότι κάθε λήψη των όπλων είναι δικαιολογημένη: οι έννοιες της πολιτικής αποτελεσματικότητας, της αντιστοιχίας των μέσων προς το σκοπό και η θεμελιωδώς ειρηνιστική διάσταση (βλ. Κεφ. 8.3) θέτουν σα­φείς περιορισμούς. Αν το γενικό κατηγόρημα της «δικαιότητας» μπορεί να αποδοθεί σε ορισμένους πολέμους και μέτωπα εν όψει των σκοπών τους, είναι αυτονόητο ότι «δίκαιο» δεν σημαίνει και ορθό σε κάθε περίπτωση, ενώ η συζήτηση περί δικαιοσύνης είναι τόσο αφηρημένη ώστε δεν επι­τρέπει την επεξεργασία κριτηρίων για την εκτίμηση της «δικαιότητας» συγκεκριμένης πράξης.

Τα προηγούμενα ισχύουν, με μια επιπλέον επιφύλαξη που προκύπτει από την υλιστική έννοια της δικαιοσύνης. 'Οσο υπάρχει ταξικός ανταγω­νισμός, το «δίκαιο» μπορούν να προβάλλουν και οι δύο πλευρές με επι­χειρήματα που είναι πειστικά ως «ενδοσυστημικά». Η επίκληση της δι- καιότητας δεν μεταβάλλει την αντικειμενική πραγματικότητα της ένοπλης σύγκρουσης, όταν αυτή, δίκαιη ή μη, διεξάγεται με την καταστροφική της δύναμη.

Συνοψίζοντας, μπορεί να υποστηριχθεί η φιλοσοφική θέση ότι ο μαρ­ξισμός αναγνωρίζει τους δίκαιους πολέμους, αλλά —αρνούμενος την ιδεα- λιστική έννοια της δικαιοσύνης— δεν μπορεί να αναφέρεται σε άδικους πολέμους (καίτοι βέβαια αυτό επανειλημμένα συνέβη για πολιτικοϊδεολο- γικούς λόγους σε κείμενα θεωρητικών του —π.χ. Lenin 1960-2, σελ. 324). Η θέση μας στηρίζεται στην ύπαρξη δύο εννοιών δικαιοσύνης: αφ ’ ενός, την απορρέουσα από την ορθολογικότητα του συστήματος και, αφ’ ετέ-

σε όσους δεν την συμμερίζονται» (1986, σελ. 22) είναι εύηχη ως πλουραλιστική. Είναι όμως απολύτως άτοπη αν σκεφθούμε ότι η επανάσταση δεν αποτελεί απόπειρα επιβολής αξιών, αλλά διαπάλη συμφερόντων και «όσοι δεν τη συμμερίζονται», δεν είναι οι έχο- ντες διαφορετική «κοσμοθεωρία», αλλά οι καπιταλιστές, ως έχοντες αντίθετα συμφέρο­ντα. Ως προς αυτούς όμως δεν μπορεί να λεχθεί ότι «ενδέχεται» να διαφωνούν και να υποστούν καταναγκασμό για να «συμμορφωθούν» με τις νέες «αξίες»: Είναι ακριβώς εκείνοι που θα καταφύγουν στους βίαιους μηχανισμούς που διαθέτουν για να διατηρή­σουν τις δικές τους «αξίες» και «προοπτικές» εις βάρος των λοιπών. Αποτελεί στοιχειώ­δη εμπειρική διαπίστωση ότι βίαιη δεν είναι η επανάσταση, αλλά η αναπαραγωγή των θεσμών που συντηρούν το σύστημα εξουσίας στη σταθεροποιημένη μορφή του, καθι­στώντας την καθημερινή βία λιγότερο εμφανή από τη διαφανή βία στις επαναστατικές συγκυρίες. Γι ’ αυτό, η υπόδειξη του Vattimo ότι η «ηθική» πρέπει να βρει μη βίαιους τρόπους κοινωνικής αλλαγής, είναι καταδικασμένη να περιορισθεί στην παρηγορητική λειτουργία της, ιδίως όταν η επιταγή της μη βίας απευθύνεται στο κίνημα αμφισβήτη­σης και όχι στους κυρίαρχους, οι οποίοι ούτως ή άλλως δεν είναι διατεθειμένοι να τείνουν ευήκοον ους σε τέτοιες παραινέσεις (αλλά, αντιθέτως, αρέσκονται να τις δια­δίδουν ως «φιλοσοφία»).

Page 232: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 231

ρου, την προκύπτουσα από την «προλεταριακή οπτική». Αντιθέτως, δεν ορίζεται η έννοια του αδίκου: Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος δεν είναι άδικος. Ως δίκαιος για τον καπιταλισμό είναι «απλώς» αντίθετος στα συμφέροντα του εργατικού κινήματος. Η μαρξιστική ανάλυση καταλήγει έτσι σε μια «διαφοροποιητική» έννοια του πολέμου, αποδεχόμενη την οριακή ανα­γκαιότητά του και παρέχοντας, με τη (μεροληπτική και επιστημονική) οπτική της, κριτήρια για αξιολόγηση κάθε πολέμου: «Δικαίωση» του πο­λέμου που έχει επαναστατική προοπτική και έμπρακτη καταδίκη των ε­πιθέσεων που εκφράζουν τις επεκτατικές τάσεις της κεφαλαιοκρατικής λογικής.

Page 233: Dialektikh Toy Polemoy
Page 234: Dialektikh Toy Polemoy

11. Ο ΑΝΑΓΚΑΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΑΠΈΛΛΟΜΕΝΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ

11.1 Το πνεύμα των καιρών και η μαρξιστική υπόσχεση

Η σημερινή ιστορική στιγμή χαρακτηρίζεται από την πλέον οξεία κρίση της μαρξιστικής θεωρίας και πολιτικής. Η αναφορά στο θάνατο του μαρ­ξισμού είναι δικαιολογημένη στο βαθμό που οι θέσεις του τείνουν στο σημείο μηδέν της πολιτικής αποτελεσματικότητας, φαίνονται αποτυχημέ­νες, οριστικά ηττημένες. Οι αναφορές στα πορίσματά του εκτιμώνται σή­μερα ως «εκτός ιστορίας» εκκρεμότητες, οι οποίες συντηρούνται από νο- σταλγούς ενός θεωρητικού παρελθόντος ή από εκμεταλλευτικά καθεστώτα στα πρόθυρα —ή στο τελευταίο στάδιο— της διάλυσης.

Η παρούσα κρίση καθίσταται σαφής από το γεγονός ότι τείνουν να εκλείψουν οι φορείς μιας επαναστατικής πολιτικής που να επικαλείται το μαρξισμό και, αντιστοίχως, συρρικνώνονται οι πρακτικές εμπειρίες και τα θεσμικά στηρίγματα για την παραγωγή νέας γνώσης, ή έστω την απλή αναπαραγωγή της σε θεωρητικό επίπεδο. Ο μαρξισμός θεωρείται γνώση άχρηστη, δεδομένου ότι οι παραλήπτες της μειώνονται διαρκώς και οι φυσικοί αποδέκτες της αντίστοιχης πρακτικής αδιαφορούν για τα παρελ­θόντα και παρόντα θεωρητικά συμπεράσματά του. Εκείνο που σήμερα βρίσκεται σε κρίση είναι τόσο η συγχώνευση του μαρξισμού με το λαϊκό κίνημα όσο και, περαιτέρω, η εν γένει δυνατότητα άσκησης μαζικής πο­λιτικής (Μπαλιμπάρ 1984 και 1990)'. Για τη θεωρητική πρακτική του

1. Τίθεται το ζήτημα εάν η κρίση του μαρξισμού οφείλεται, όπως υποστηρίζει ο Μπα- λιμπάρ (1990, σελ. 92επ.), σε μια γενική κρίση της πολιτικής στις σύγχρονες κοινωνίες ή μπορεί να θεωρηθεί «εσωτερική», δηλ. οφειλόμενη σε σφάλματα του μαρξιστικού στρατοπέδου (γραφειοκρατικοποίηση, δογματισμός, έλλειψη θεωρίας κλπ.), όπως συ­χνά υποστηρίζεται (π.χ. Κοτζιάς 1991). θεωρούμε την πρώτη άποψη ορθότερη όχι τόσο

Page 235: Dialektikh Toy Polemoy

234 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

μαρξισμού, η οποία αλληλοτροφοδοτείται με άμεσα πολιτικές πρακτικές, μια τέτοια συγκυρία τείνει να αποβεί μοιραία (Μπαλτάς 1991-α, σελ. 16επ., Κοτζιάς 1991, σελ. 68επ.).

Η προκείμενη σύντομη και «προκλητική» σκιαγράφηση της συγκυρίας πρέπει να συμπληρωθεί με την επισήμανση άτι η λήθη που καλύπτει σήμερα τις μαρξιστικές αναλύσεις έχει ως σύμβολό της τον πανταχού παρόντα υστερικό λόγο συνολικής απόρριψης του μαρξισμού που «παντε­λώς απέτυχε». Πρόκειται για μια απόρριψη συναισθηματική, η οποία α­κούραστα επαναλαμβάνεται από τους φορείς της «ενημέρωσης» και της κυρίαρχης σήμερα θεωρίας, χωρίς να μας παρέχει την ελάχιστη υπηρεσία διατύπωσης μιας κριτικής των απορριπτόμενων τοποθετήσεων. Δεν θα ήταν συνεπώς υπερβολή να χαρακτηρίσουμε την κυριαρχούσα μορφή ά­κριτης απόρριψης του μαρξισμού ως εκδήλωση θεωρητικής αμηχανίας και κατάπτωσης.

Μια ψυχραιμότερη θεώρηση της συγκυρίας που περιγράψαμε δείχνει, αντίθετα, το βεβιασμένο και, πάντως, την ιστορική προσωρινότητα των εκτιμήσεων αυτών, δεδομένου ότι η αλλαγή συνθηκών και συσχετισμών δυνάμεων δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων2. Περαιτέρω, θα

για τον εμπειρικό λόγο ότι σήμερα διαπιστώνεται μια γενική κρίση της πολιτικής («αναξιοπιστία των κομμάτων»), όσο για θεωρητικούς λόγους:

(α) Ένα φαινόμενο κρίσης δεν μπορεί να αποδοθεί σε σφάλματα προσώπων ούτε είναι δυνατόν να θεωρήσουμε όπ με διαφορετικές ατομικές επιλογές θα μεταβαλλόταν ο ρους της ιστορίας. 'Αλλωστε στο αριστερό κίνημα υπήρξαν πάμπολλες ανοιχτές και δημο­κρατικές οργανώσεις που εξίσου οδηγήθηκαν σε διάλυση, τη στιγμή που εμφανώς αντιδημοκρατικά οργανωμένα «αστικά» κόμματα δεν γνώρισαν κρίσεις της ίδιας έντα­σης. Με άλλη διατύπωση η (αναγκαία) κριτική και αυτοκριτική δεν θα έπρεπε να οδηγήσει σε μια ανθρωπομορφική θεώρηση της ιστορικής εξέλιξης.

(β) Αν δεχθούμε ότι τα προβλήματα ανισοτήτων και εκμετάλλευσης που διέγνωσαν (και) οι μαρξιστές εξακολουθούν να υφίστανται, το γεγονός ότι σήμερα δεν βρίσκεται η «κατάλληλη» έκφραση αντίστασης, ανάγεται σε αίτια ευρύτερης κλίμακας, όπως ο στρατιωτικός συσχετισμός δύναμης, η αφομοιωτική δύναμη των ιδεολογικών μηχανι­σμών, η προσαρμοστικότητα του καπιταλισμού στις κρίσεις και η «κατευναστική» ι­σχύς της κοινωνικής πολιτικής. Με την απόδοση της κρίσης των κινημάτων αμφισβή­τησης σε τέτοιες αιτίες, ο υποκειμενικός παράγοντας τίθεται σε δεύτερο πλάνο και, γενικότερα, η πολιτική στον καπιταλισμό εμφανίζεται ως βαθμίδα που υποχωρεί απέ­ναντι στην ισχύ των μηχανισμών βίας και την αφομοιωτική δύναμη της κίνησης του κεφαλαίου.

2. Ο «Πάπας» της δημοσιογραφίας A. Fontaine ήδη διαπίστωσε ότι η ταξική πάλη συνε­χίζεται και ενδέχεται να οδηγηθούμε σε- εκρήξεις επειδή «ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ψωμί» (Le Monde, 2.11.93) και ο ελέω θεού Πάπας Κ. Βοϊτύλα διείδε τα «ψήγματα αλήθειας» και τα «καλά στοιχεία» του «υπαρκτού σοσιαλισμού» απέναντι στις υπερβολές του καπιταλισμού (La Stamps, 2.11.93). Τέτοιες επανεκτιμήσεις δεν ξεπερ­νούν όμως την αστική σύλληψη της κοινωνικής πολιτικής. Γι * αυτό και η συγκυρία

Page 236: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 235

έπρεπε να είναι προφανές ότι η ορθότητα των αναλύσεων μιας θεωρητικής κατεύθυνσης δεν επηρεάζεται άμεσα από τις πολιτικές συγκυρίες και, πολύ περισσότερο, από τις τάσεις της λεγάμενης επιστημονικής κοινότητας που αλλάζει παράδειγμα, πιστή στις επιταγές της συγκυρίας και στις α­πολογητικές της δεσμεύσεις1. Άλλωστε η μαρξιστική έρευνα, παρά το αναμφισβήτητο γεγονός του περιορισμού των φορέων της, των μέσων αναπαραγωγής της και του ακροατηρίου της για λόγους εξωτερικούς, δηλ. οφειλόμενους στους επηρεασμούς της θεωρίας από τα αποτελέσματα της ταξικής πάλης (βλ. Κεφ. 10.2), δεν στερείται σήμερα ζωτικότητας.

'Οσον αφορά δε την πολιτική πλευρά, η με πάθος «συνεχιζόμενη ταφή» (Αλτουσέρ) δείχνει ίσως ότι η απειλή του «φαντάσματος της επανάστα­σης» είναι παρούσα παρά τις αντίθετες και παραδόξως επίμονες πανηγυ­ρικές διαβεβαιώσεις. «Αλλιώς δεν εξηγείται γιατί ασχολούνται τόσοι πολ­λοί με ένα πτώμα» (Κυπριανίδης 1991-β).

Αν τα παραπάνω είναι γνωστά ως κοινή θέση όσων, από εν μέρει δια­φορετικές οπτικές, επιμένουν στη γονιμότητα του μαρξισμού (π.χ. Wolff 1991, Κυπριανίδης 1991-β, Δημούλης 1992-α, σελ. 51επ., Ψυρούκης 1992, Couvelakis 1993-b), θεωρούμε σκόπιμη τη διατύπωση δύο αλληλένδετων ιστορικών-φιλοσοφικών επιχειρήματων που συνηγορούν στη δυνατότητα υπέρβασης της κρίσης του μαρξισμού. Κατά πρώτο λόγο4, όλοι οι ιστο-

θανΛτου του μαρξισμού θα διαρκέσει ουσιαστικά όσο το λαϊκό κίνημα δεν φέρνει στο προσκήνιο την ανατροπή της αστικής εξουσίας.

3. Οι κριτικοί του μαρξισμού, πρώτον, αφορίζουν το μαρξισμό με πολιτικά a posteriori κριτήρια (ο υπαρκτός σοσιαλισμός απέτυχε...) αρνούμενοι κάθε αυτονομία της θεωρίας —άρα και της δικής τους πρακτικής— και, δεύτερον, αποφεύγουν να προβούν στη σύγκριση του υπαρκτού σοσιαλισμού με τον υπαρκτό καπιταλισμό, δηλ. να συγκρίνουν ιστορίες εκμετάλλευσης, βίας, δικτατοριών και εγκλημάτων με άλλες, παρόμοιες. Επι­διώκουν, αντίθετα, (βλ. Κυπριανίδη 1991-β) να αντιπαραβάλλουν τα αφηρημένα ιδανικά της «φιλελεύθερης δημοκρατικής παράδοσης» με τη συγκεκριμένη ιστορία του υπαρ­κτού σοσιαλισμού για να συναγάγουν, από μια σύγκριση ανομοίων, το συμπέρασμα που επιθυμούν. Παράλληλα, όπως είχε παρατηρήσει ο Sartre, οι περισσότεροι κριτικοί του μαρξισμού επιστρέφουν σε προμαρξιστικές θέσεις. Οι διάσημοι σήμερα «προοδευτικοί» διανούμενοι (πολλοί από τους οποίους συνδέονταν με τη μαρξιστική θεωρία σε εποχές που αυτή ήταν ακαδημαϊκώς κραταιά και πολιτικώς ισχυρή) λαμβάνουν θέσεις κρο- κριτικές απέναντι στους μηχανισμούς αναπαραγωγής του συστήματος εκμετάλλευσης. 'Οποιος όμως επικρίνει το μαρξισμό φιλοσοφικά από καντιανές θέσεις, πολιτικά με εκθειασμό της αστικής δημοκρατίας και οικονομικά προβάλλοντας την ταύτιση της ελεύθερης αγοράς με τη γενική ευημερία, ξεχνά ότι εναντίον αυτών ακριβώς των αντι­λήψεων συγκροτήθηκε ο μαρξισμός και άντλησε την ισχύ του παρέχοντας «ισχυρές» απαντήσεις και συγκεκριμένες ερμηνείες.

4. Το ακόλουθο επιχείρημα έχει διατυπώσει, σε διαφορετική μορφή, ο Balibar (1988-a, σελ. 208επ.), αναφερόμενος στις προοπτικές της μαρξιστικής θεωρίας.

Page 237: Dialektikh Toy Polemoy

236 Α. ΑΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

ρικώς γνωστοί τρόποι παραγωγής γνώρισαν μια διαδικασία διάλυσης, ητ- τώμενοι από νέα συστήματα κοινωνικής οργάνωσης σε ποικίλους συνδυα­σμούς διαδοχής, παρ' ότι οι φορείς τους δεν ανέμεναν τη διάλυση και μάλιστα αναπαριστούσαν, στη θεωρία και τη μεταφυσική, την κοινωνία τους ως αιώνια ή φυσική τάξη πραγμάτων. Στις προβαλλόμενες και σή­μερα αντιλήψεις περί τέλους της ιστορίας με βάση μια ανάγνωση του Hegel για απολογητικούς σκοπούς μπορούν να αντιπαρατεθούν οι ακόλου­θες διαπιστώσεις:

(α) Απέναντι στην καθολική ιστορική εμπειρία κίνησης και αλλαγών η προφητεία περί τέλους της ιστορίας παραμένει μια αθεμελίωτη πρόβλε­ψη, όσο δεν στηρίζεται σε αντικειμενικά χαρακτηριστικά των παρόντων κοινωνικών συστημάτων που να συνηγορούν στην εκτίμηση ότι δεν υπάρ­χουν πλέον αντικειμενικά συμφέροντα για την ανατροπή και περαιτέρω εξέλιξη των κοινωνικών συστημάτων.

(β) Το γεγονός της γενικής υποχώρησης των κινημάτων που αμφισβη­τούν την καπιταλιστική τάξη, αποτελεί αναμφίβολα ένα επιχείρημα για το ότι οι κοινωνίες μας έχουν υπερβεί το στάδιο της ριζικής αμφισβήτησης. Αυτό μπορεί ίσως να οφείλεται στη μείωση της οξύτητας των κοινωνικών προβλημάτων ή πάντως —όπως θα υποστήριζε μια πιο εκλεπτυσμένη «θεωρία της δημοκρατίας» (π.χ. Roedel/Frankenberg/Dubiel 1989)— στο ότι έχουν διαμορφωθεί πλέον θεσμοί επίλυσης των συγκρούσεων και δια­δικασίες κοινωνικής ενσωμάτωσης που χαρακτηρίζονται από ανοιχτότητα και δυνατότητα διαρκούς τελειοποίησης, έτσι ώστε η άμεση ρήξη να μην ανταποκρίνεται στα συμφέροντα ουδενός. Το εν λόγω επιχείρημα αγνοεί όμως την ιστορική εμπειρία στη μακρά διάρκεια, η οποία δείχνει ότι η μη εκδήλωση αντίθεσης σε δεδομένους θεσμούς και συστήματα εκμετάλ­λευσης, αποτελεί επιχείρημα «δικαιότητας» του συστήματος μόνο για τον «εσωτερικό», απολογητικό λόγο. Και με αυτό δεν εννοούμε μόνο το ότι η έλλειψη αμφισβήτησης και η «σιωπή» αιώνων εκ μέρους των υφιστά­μενων την εκμετάλλευση είναι στην πραγματικότητα ένδειξη της έντασης της εκμετάλλευσης που υφίστανται, δηλ. του συντριπτικού γι* αυτούς συσχετισμού δυνάμεων. Γενικότερα, οι ιστορικά δεδομένες κοινωνίες α­δυνατούν να κατανοήσουν τον αληθινό χαρακτήρα των σχέσεων παραγω­γής, ενώ φαινόμενα εκμετάλλευσης, όπως η δουλεία, δικαιολογούνται από τους στοχαστές τους, θεωρούμενες ως οιονεί φυσικές αναγκαιότητες5. Και τίποτε δεν εγγυάται ότι την έκπληξη των σύγχρονων στοχαστών μπροστά στην αποδοχή της δουλείας από φιλοσόφους της αρχαιότητας —αλλά και

5. Επ' αυτών Κυρτάτας (1987, σελ. 57επ., 77επ.).

Page 238: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 237

των νεότερων χρόνων— δεν θα αισθανθούν στο μέλλον, όσοι θα αντιμε­τωπίζουν τον καπιταλισμό ως παρελθονηκό τρόπο παραγωγής διερωτώμε- νοι γιατί η σκληρότητα της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης δεν γινό­ταν αντιληπτή από τους συγχρόνους του, οι οποίοι επικαλούνταν τη γε­νική συναίνεση προς την «ελευθερία της αγοράς» και το χαρακτήρα του καπιταλισμού ως συστήματος σύμφωνου με τις «ανάγκες του ανθρώπου και του πολιτισμού».

Έτσι, η πρόβλεψη περί τέλους της ιστορίας εκφράζει μια παραγνώριση των ιστορικών διαδικασιών. Αποδεικνύεται δε αθεμελίωτη στο μέτρο που συγκρούεται με τις εμπειρικώς εμφανείς ανισότητες και το τεράστιο χά­σμα στις συνθήκες ζωής τμημάτων της ανθρωπότητας. Εκτός από τα εκα­τομμύρια αστέγων και ανέργων στην «υπερανεπτυγμένη» Δυτική Ευρώπη, ο «Τρίτος Κόσμος» παρέχει την πιο άμεση απόδειξη γι* αυτό: 'Οχι μόνο κυριαρχούν οι άλυτες αντιπαραθέσεις και οι πολεμικές συγκρούσεις, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας ζει σε καθεστώς στέρησης του βιοτικού μίνιμουμ (και εδώ είναι αποκαλυπτική η αρθρογραφία εντύπων όπως η Monde Diplomatique αλλά και τα ψυχρά δεδομένα όπως το ότι 800 εκατομ. ανθρώπων ζονν σήμερα σε συνθήκες χρόνιου υποσιτισμού, ότι οι υποσιτιζόμενοι υπολογίζονται συνολικά σε 2 δισεκατομμύρια και οι θά­νατοι παιδιών μέχρι 5 ετών από πείνα ανέρχονται σε 40.000 την ημέρα — Le Monde, 15.12.92)».

Αυτή η οδυνηρή πραγματικότητα δείχνει ότι τα δεδομένα ανισότητας δεν αποτελούν μια ιστορική καθυστέρηση: Δεν πρόκειται για κατάλοιπο άλλων εποχών που θα εξαλειφθεί μετά τη ρύθμιση των τελευταίων ιστο­ρικών «εκκρεμοτήτων», αλλά για τη συγκεκριμένη μορφή ύπαρξης της αλυσίδας καπιταλιστικών σχηματισμών, η οποία καθιστά ορατή δια γυ­μνού οφθαλμού τις εγγενείς αντιφάσεις τους. Η αντικειμενική αντιπαρά­θεση συμφερόντων και οι άθλιες συνθήκες ζωής για τους περισσότερους δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν σε εκρήξεις που θα έχουν την ίδια στό- χευση με τις πολλαπλές επαναστάσεις του 20ού αιώνα. Το ότι η αντίδραση δεν είναι άμεση και αποτελεσματική, δεν αίρει τη βεβαιότητα της εκτίμη­σης ότι η ιστορική εμπειρία επαναστατικών αλλαγών συγκεντρώνει τις αντικειμενικές προϋποθέσεις επανάληψής της7.

6. Ισχύει λοιπόν και σήμερα η διαπίστωση-προτροπή του Μαρξ: «Η βαθιά υποκρισία του αστικού πολιτισμού και η αξεδιάλυτα συνδεόμενη μ ' αυτήν βαρβαρότητα ξεσκε­πάζεται μπροστά στα μάτια μας, αν στρίψουμε το βλέμμα από την πατρίδα τους —στην οποία εμφανίζονται με σεβάσμιες μορφές— προς τις αποικίες, στις οποίες παρουσιά­ζονται απόλυτα γυμνές» (Marx 1972-g, σελ. 225).

7. Για τους λόγους αυτούς, η εκτίμηση ότι η ιστορία τελείωσε, ικανοποιεί δύο ομάδες

Page 239: Dialektikh Toy Polemoy

238 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. Γ1ΑΝΝΟΥΛΗ

Ο κυρίαρχος σήμερα καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής —που είναι εσωτερικά ασταθής και δεκτικός ανατροπής από την ίδια τη διαμόρφωσή του— δεν έχει τη δυνατότητα να ακινητοποιήσει την ιστορία εξασφαλί­ζοντας την αιωνιότητα. Οι θεωρητικοί που προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους και τους άλλους ότι η κοινωνία στην οποία έτυχε να ζουν είναι η καλύτερη δυνατή, δημιουργούν ισχυρές υπόνοιες απολογητικών προθέ­σεων και είναι για λόγους αρχής λιγότερο αξιόπιστοι από τους κριτικούς της ίδιας κοινωνίας. 'Αλλωστε η απολογητική και η μύθευση βασίζονται πάντα στην εμφάνιση της κοινωνικής ιστορίας ως στατικής κατάστασης που είναι φυσική, αυτονόητη και μη δεκτική μεταβολής. Με μια λέξη επιδιώκουν τη «μετατροπή της ιστορίας σε φύση » (Barthes 1970, σελ. 215, 229επ., Guillaumin 1992).

Αν όμως η θέση περί αναγκαίας διάλυσης (και) του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής και εξουσίας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, τίποτε δεν εγγυάται ότι ο δρόμος καταστροφής θα είναι ο προβλεπόμενος από τη μαρξιστική θεωρία της μετάβασης και, κατά μείζονα λόγο, ότι η αταξική κοινωνία που αυτή η θεωρία επαγγέλλεται θα υπάρξει ιστορικά. Ωστόσο, η προσωρινότητα του καπιταλισμού δείχνει ότι κάθε θεωρία που προβλέ­πει τη μετάβαση και καταδεικνύει τα μέσα επίτευξής της έχει μια μελλο­ντική δυναμική που δεν μπορεί να καταργηθεί, αλλά μόνο να μετασχημα- τισθεί. Ο μαρξισμός δεν είναι καταδικασμένος, χωρίς βεβαίως αυτό να εξασφαλίζει την αποκλειστική σύνδεσή του με το κίνημα ανατροπής, το οποίο είναι σε ένα οριακό σημείο «ασυμπίεστο» και, ως εκ τούτου, διαρ- κώς ανασυγκροτούμενο (Μπαλιμπάρ 1990).

Κατά δεύτερο λόγο, ο μαρξισμός προβάλλει ιδεολογικά ένα όραμα- α­πελευθέρωσης, το οποίο ενέχει την ιστορικά δραστική υπόσχεση μιας κοινωνίας απαλλαγμένης από την εκμετάλλευση και την ανάγκη. Ανεξάρ­τητα από το εφικτό μιας τέτοιος υπόσχεσης (και την προβληματικότητα κάθε εσχατολογίας*), δεν μπορεί να παραγνωρισθεί η πολιτική ισχύς της,

διανοουμένων: Τους οπαδούς της εγελιανής φιλοσοφίας, η οποία επανήλθε θριαμβευ­τικά στην επικαιρότητα, και τους απολογητές του καπιταλισμού που βρίσκουν ένα έγκυρο φιλοσοφικό επιχείρημα. Ως προς την ανάγκη να θεωρηθεί η ιστορία «τελειω- μένη», ο Μαρξ έγραφε ενάμιση αιώνα πριν από τη σημερινή επανέκδοσή της: «Υπάρ­χουν μόνο δύο είδη θεσμών: Τεχνητοί και φυσικοί θεσμοί. Οι θεσμοί της φεουδαρχίας είναι τεχνητοί θεσμοί, ενώ οι θεσμοί της αστικής τάξης είναι φυσικοί. Στο ζήτημα αυτό [οι οικονομολόγοι] μοιάζουν με τους θεολόγους που ξεχωρίζουν επίσης δύο είδη θρη­σκειών. Κάθε θρησκεία που δεν είναι η δική τους είναι επινόηση των ανθρώπων, η δική τους όμως είναι αποκάλυψη του θεού. Έτσι λοιπόν υπήρξε κάποτε ιστορία, δεν θα υπάρχει όμως στο εξής» (Μαρξ 1989, σελ. 43).

8. Η υπόσχεση της αταξιακής κοινωνίας θα μπορούσε ίσως να χαρακτηριστεί «μύθος»

Page 240: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 239

δηλ. η υπεροχή της απέναντι στην πραγματικότητα των αστικών κοινω­νιών. Μπορεί να υποτεθεί ότι ένα μελλοντικό κίνημα που θα εκφράζει οργανωμένα και τεκμηριωμένα την υπόσχεση αυτή, θα γνωρίσει την απή­χηση που του εξασφαλίζει το ιστορικό του πλεονέκτημα: Η υπεροχή του απέναντι σε κάθε «ρεαλιστικά» περιδεή στάση που αδυνατεί να προβάλλει εναλλακτικές λύσεις και να ανακόψει την πολύπλευρη δυσαρέσκεια απέ­ναντι στην πραγματικότητα της εκμετάλλευσης’. Αν η σημερινή απολο­γητική καταγγέλλει επίμονα το μαρξισμό ως ιδεολογία, ως αποτυχημένο όραμα και «θρησκεία», αυτό οφείλεται στην ισχύ της υπόσχεσης που προβάλλει. Τα στοιχεία που καταγγέλλονται ως δόγμα, εκφράζουν την (ιδεολογική) «υπεροχή του μέλλοντος» απέναντι στο παρόν. Αυτά δε τα στοιχεία έχουν αναλυθεί —μέσω της υλιστικής εκτίμησης των δεδομένων της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης— ως τάση προς τον κομμουνισμό.

11.2 Το τέλος του πολέμου ως επιμέρους υπόσχεση

«Με την κατάργηση της ταξικής κυριαρχίας θα εξαλειφθεί και ο πόλεμος (...) Η ανατροπή του καπιταλισμού είναι η παγκόσμια ειρήνη». Αυτές οι φράσεις της διακήρυξης του συνεδρίου της Β' Διεθνούς που πραγματο- ποιήθηκε στη Ζυρίχη το 1899 (Braunthal 1978, τ. 1, σελ. 32) αποτελούν μια πάγια τοποθέτηση του μαρξιστικού κινήματος. Στις σχετικές αναφορές είναι διάχυτη η υπόσχεση ότι η μετάβαση στην κομμουνιστική κοινωνία

όχι βέβαια με την έννοια της πλάνης ή του ψεύδους που της αποδίδουν οι πολέμιοι του μαρξισμού, αλλά με τη θετική «σορελιανή» έννοια του μύθου ως συνόλου συγκινήσεων και ιδεών που κινητοποιούν το μαζικό κίνημα (αναλυτικά Sand 1985, σελ. 216επ.). Ωστόσο, στο βαθμό που η υπόσχεση αυτή δεν εμφανίζεται ως βεβαιότητα ή ως ουτοπικό σχεδίασμα μιας μελλοντικής κοινωνίας, δεν αποτελεί μύθο, αλλά έκφραση μιας αντα- ποκρινόμενης στην πραγματικότητα του καπιταλισμού τάσης εξέγερσης όσων υφίστα- νται την εκμετάλλευση, η οποία συνδυάζεται με την επιστημονική ανάλυση τών αιτίων της και συγκεκριμένες προτάσεις για την πολιτική οργάνωση στην κατεύθυνση άρσης της.

9. «Μπροστά στους κινδύνους της μαζικής πολιτικής μπορούμε να υποχωρήσουμε πο­λιτικά και διανοητικά με την ελπίδα της αποτροπής των ενδεχόμενων δραματικών της συνεπειών. Μπορούμε να φανταστούμε μια ιστορία λυτρωμένη από τέτοια προβλήματα (...) Αν όμως αρνηθούμε λογικά αυτή την καταπραϋντική αυταπάτη, ερχόμαστε να σκε- φτούμε σοβαρά ότι η επικαιρότητα του μαρξισμού απορρέει ακριβώς από τη ριζικύτητα της κρίσης του. Γιατί η κρίση αυτή αντανακλά όχι μια απομόνωση, μια περιθωριοποίη­ση των προβλημάτων που θέτει ο μαρξισμός, αλλά άκριβώς το αντίθετο: την κεντρική θέση που καταλαμβάνουν στην κίνηση της σύγχρονης κοινωνίας» (Μπαλιμπάρ 1984, σελ. 110).

Page 241: Dialektikh Toy Polemoy

240 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

θα επιφέρει την οριστική κατάργηση του πολέμου, την αρμονική συμβίω­ση που θα εγκαθιδρύσει την ειρήνη «εις τον αιώνα των αιώνων» (Mao 1967-g, σελ. 158επ., Lenin 1960-1, σελ. 396,420). Ωστόσο, μια τέτοια «αιώ­νια ειρήνη» θεωρείται ότι θα εδραιωθεί μόνο μετά την πλήρη επικράτηση της παγκόσμιας επανάστασης. Κατ ’ αυτή την αντίληψη, η οικοδόμηση μεμονωμένης σοσιαλιστικής κοινωνίας αποτελεί μεν «κοσμοϊστορική» ευ­καιρία για επίτευξη ειρήνης (αφού αίρει μονομερώς την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα), αλλά δεν αίρει την ανάγκη διεξαγωγής αμυντικών πολέ­μων ενάντια στην επιθετικότητα του καπιταλιστικού κόσμου. Η εργατική τάξη είναι ο μόνος αληθινός φορέας ειρήνης, αλλά η δράση της δεν είναι επαρκής όσο η επανάσταση δεν επικρατεί απόλυτα (Luxemburg 1984-b, σελ. 450, 1987-b, σελ. 228επ„ 1987-c, σελ. 275επ.).

Αυτή η υπόσχεση λειτούργησε ιστορικά ως αντιστάθμισμα των διακη­ρύξεων για την επαναστατική δράση (άρα τη μαζική οργάνωση που εμπε­ρικλείει το ενδεχόμενο βίαιης αντιπαράθεσης), προβάλλοντας ένα κοινω­νικό όραμα, το οποίο —πραγματοποιούμενο με την εξέγερση— θα εγγυάτο το τέλος των πολεμικών δεινών: Το τέλος του πολέμου θα επέλθει με την ένοπλη εξέγερση, αφού έτσι θα εξαλειφθεί το γενεσιουργό αίτιο του πο­λέμου, ο ιμπεριαλισμός (π.χ. Mao 1967-d, σελ. 203). Είναι φανερό ότι η διαλεκτική αυτή εμφανίζει ομοιότητα με τις πάγιες αστικές υποσχέσεις περί ειρήνης μετά από έναν <αελευταίο»-αναγκαίο πόλεμο, δηλ. με εκείνες τις «προφητείες» που εξωραΐζουν την εκάστοτε εμπλοκή σε αιματηρές συγκρούσεις και τις οποίες ο Λένιν δεν είχε πάψει να καταγγέλλει (π.χ. Lenin 1960-b, σελ. 27).

Είναι επίσης φανερό ότι η υπόσχεση περί τέλους του πολέμου δεν επιδέχεται ορθολογική θεμελίωση στα πλαίσια της μαρξιστικής θεωρίας, διότι είναι άγνωστες οι συνθήκες και οι αντιφάσεις που θα διαμορφωθούν σε μια αταξική κοινωνία και συνεπώς δεν μπορεί να λεχθεί εάν θα οδηγούν σε πολεμικές συρράξεις (και ποια συμφέροντα και κοινωνικές αντιπαρα­θέσεις θα εκφράζουν αυτές). Με διαφορετική διατύπωση, ο μαρξισμός δεν αποτελεί μελλοντολογία για να υπόσχεται το τέλος του πολέμου ως αιτια- κή συνέπεια της τήρησης δεδομένων κανόνων κοινωνικής οργάνωσης, όπως συμβαίνει με τα διάφορα «μοντέλα» των ουτοπιστών ή με τον καντια­νό νομικισμό της «διηνεκούς ειρήνης» (Κεφ. 3.2.1). Συνεπώς, κάθε υπόσχε­ση περί «τέλους» ή «επίτευξης» δεν αποτελεί παρά μια ιδεολογική προβο­λή του μέλλοντος, η οποία πραγματοποιείται στα πλαίσια του πολιτικού λόγου που αρθρώνουν τα απελευθερωτικά κινήματα για τη διατήρηση της εσωτερικής συνοχής τους και τη διαφώτιση κή δράση τους.

Μια τέτοια υπόσχεση θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί εύλογα ως απα­

Page 242: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 241

τηλή, ουτοπική ή πάντως ως «μύθος» με την προαναφερθείσα (σημ. 8) σο ρέλιανή έννοια των υποσχέσεων που κινητοποιούν τις μάζες, δεδομένου ότι λειτουργεί ως αντιστάθμισμα της πολεμικής πραγματικότητας και εί­ναι ανάλογη με τις θεολογικής προελεύσεως υποσχέσεις περί «παραδεί­σου» και οριστικής αρμονίας. Η επιφυλακτικότητα απέναντι στις υποσχέ­σεις για κάποιο ρόδινο όσο και μακρινό μέλλον αφορά ένα γενικότερο πρόβλημα της θεωρίας μετάβασης. Πρόκειται για τη διαδεδομένη άποψη ότι η αταξική κοινωνία θα επιφέρει μια γενική απλοποίηση των κοινω­νικών σχέσεων, εγκαθιδρύοντας την αρμονία με το τέλος της πολιτικής (έτσι Μπιτσάκης 1992, σελ. 16) και τη μετάβαση σε κοινωνίες αφθονίας που θα λειτουργούν με «απλότητα» και «διαφάνεια», με βάση τις τεχνικές αναγκαιότητες, τη λογική των πραγμάτων ή την αντικειμενικότητα της επιστήμης, καταργώντας κάθε στοιχείο σύγκρουσης ή καινοτομίας μέσω της πολιτικής αντιπαράθεσης (βλ. την κριτική αυτής της νατουραλιστικής σύλληψης σε Couvelakis 1993, με επισήμανση των στοιχείων αμφισβήτη­σης μιας τέτοιος φιλοσοφίας της ιστορίας στο μαρξικό έργο).

Αυτή η προοπτική «τέλους της ιστορίας» είναι εξαιρετικά προβλημα­τική και απηχεί, πέρα από το χιλιασμό που χαρακτηρίζει όλες τις ουτο­πίες, τις σαινσιμονικές αντιλήψεις περί αντικατάστασης της κοινωνικής ζωής και αντιπαράθεσης από έναν τεχνοκρατικό αυτοματισμό (Γιαννούλη 1991, σελ. 109επ.). Οι αναλύσεις για το τέλος της πολιτικής βασίζονται στην εκτίμηση ότι η πολιτική αποτελεί ένα είδος παθολογίας και εξ ορι­σμού βίαιης αντιπαράθεσης, δηλ. το συνώνυμο της άσκησης εξουσίας (όπου η πολιτική ταυτίζεται ανακριβώς με τη σημερινή κρατική πολιτι­κή). Στην ακραία μορφή τους οι αντιλήψεις αυτές εκφράζονται από τον Καρλ Σμιττ, κατά τον οποίο όταν κανείς δεν θα μπορεί «να απαιτήσει από τους ανθρώπους τη θυσία της ζωής τους», δεν θα υπάρχει πλέον καμιά δυνατότητα άσκησης πολιτικής (Σμιττ 1988, σελ. 57).

Αν όμως απορρίψουμε τη θεώρηση της πολιτικής στο πρότυπο του πολέμου —ταύτιση που επιχειρούν οι συντηρητικές-αυταρχικές θεωρίες για να εμφανίσουν ως αναγκαία και «φυσική» τη δική τους επιλογή για βίαιη πολιτική (Κεφ. 6.3)— και αντιμετωπίσουμε την πολιτική ως μια δυνητικά ορθολογική και διαλογική δραστηριότητα συλλογικής επίλυσης προβλημάτων και αντιθέσεων, ως ένα γενικό κατηγόρημα των ανθρώπινων κοινωνιών, τότε όλα δείχνουν ότι μια κοινωνία που τείνει στην καθολική εξασφάλιση της ισότητας και της ελευθερίας θα χαρακτηρίζεται από την πολιτικοποίηση των προβλημάτων που σήμερα εμφανίζονται ως ιδιωτικά ή αντιμετωπίζονται ως φυσικές αναγκαιότητες.

Πρότυπο της αστικής πολιτικής (ακριβέστερα: επιδίωξη των ατομικών

Page 243: Dialektikh Toy Polemoy

242 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

καπιταλιστών, που προκύπτει άμεσα από την κοινωνική λειτουργία τους) είναι η τάση εξάλειψης της πολιτικής, η σιωπή στα πλαίσια μιας κοινω­νίας ιδιωτών, όπου όλα θα ρυθμίζονται με διαπροσωπικές «συμφωνίες». Αυτή η οργανική τάση του καπιταλισμού (που δεν πραγματώνεται απόλυ­τα λόγω της αναγκαιότητας της κρατικής παρέμβασης για την έκφραση των συλλογικών καπιταλιστικών συμφερόντων) δηλώνει το φόβο για τη μαζική πολιτική, λόγω των ανατρεπτικών αποτελεσμάτων που ενέχει η συλλογικοποίηση. Θα αποτελούσε καίριο σφάλμα να θεωρηθεί ότι η α­ποπολιτικοποίηση και καταστολή των αντιθέσεων ως ατομικής «παρέκ­κλισης» αποτελεί πρότυπο μιας απελευθερωμένης κοινωνίας. Με αυτή την έννοια κάθε αντίληψη για τέλος της πολιτικής και «ακινητοποίηση» της ιστορίας υποκρύπτει τον κίνδυνο του αυταρχισμού: Αγνοώντας τη διαρκή κοινωνική κίνηση, φαντάζεται τον κομμουνισμό ως κοινωνία φυσική και οριστική, στο πρότυπο των ουτοπιών. Η πραγματικά κομμουνιστική τάση θα πρέπει να ανιχνευθεί στην κατεύθυνση έντασης της πολιτικής, καθο- λίκευσης του δικαιώματος ουσιαστικής επιρροής όλων των πολιτών στη λήψη αποφάσεων, κάτι που δεν αποκλείει τον ανταγωνισμό ή την ανάδυση νέων αντιφάσεων μετά την επίλυση των προβλημάτων που γεννούν οι καπιταλιστικές κοινωνίες.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα η (απορρέουσα από τη θέση περί «τέλους της πολιτικής») υπόσχεση περί τέλους του πολέμου σε μια αταξική κοι­νωνία όχι μόνο δεν επιδέχεται ορθολογική θεμελίωση, αλλά και είναι μια καθ’ εαυτήν προβληματική πρόβλεψη, στο μέτρο που εντάσσεται στις σαινσιμονικές αντιλήψεις περί τέλους της σύγκρουσης χάρη στη γενική «απλοποίηση». Αν οι αντιθέσεις συνεχίζονται, τι εγγυάται το τέλος της βίαιης έκφρασής τους;

Οι επιφυλάξεις αυτές δεν επαρκούν ωστόσο για την απόρριψη της θέσης περί τέλους του πολέμου. Δείχνουν απλώς ότι η πορεία προς τον κομμου­νισμό δεν επιδέχεται βεβαιότητες ή εγγυήσεις. Αν όμως το τέλος του πολέμου αποτελεί ευχή, αυτό δεν σημαίνει και ότι είναι απραγματοποίητη. Αντίθετα, μια τέτοια εκτίμηση θα πρέπει να θεωρηθεί εύλογη για δύο λόγους. Εν πρώτοις μπορεί να γίνει δεκτή με μινψαλιστική (ή αρνητική) έννοια: Ενόσω υφίστανται κοινωνίες εκμετάλλευσης και ανταγωνισμού δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν οι ανισότητες και οι επιθετικές τάσεις και συνεπώς αποκλείεται η εγκαθίδρυση μιας «οριστικής ειρήνης». Οι αντιλήψεις περί τέλους του πολέμου στην κομμουνιστική κοινωνία έχουν συνεπώς τη μινιμαλιστική έννοια ότι η οριστική παύση των πολέμων είναι ανέφικτη όσο κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, που γνωρί­ζει τη διαδοχή περιόδων «οικοδόμησης της ειρήνης» και ταχύτατης διά-

Page 244: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 243

/ευσης των προσδοκιών με την έκρηξη των τεχνητά συμπιεσμένων αντι­θέσεων. Με άλλη διατύπωση, οι ταξικές κοινωνίες και η διάκριση του κόσμου σε ανταγωνιστικά κράτη συνδέεται αναγκαία με τον πόλεμο: «Στην πραγματική ιστορία η κατάκτηση, η υποδούλωση, η ληστεία μετά φόνου, με μια λέξη η βία παίζουν ως γνωστόν τον κύριο ρόλο» (Marx 1988, σελ. 742). Αν υποτεθεί ότι η εξάλειψη της ένοπλης-πολεμικής βίας είναι δυνατή, θα απαιτήσει μια μη ανταγωνιστική διαμόρφωση των κοινωνιών του πλανήτη και πρώτα απ’ όλα το μαρασμό των κρατικών μηχανισμών, οι οποίοι παράγουν υλικά και ιδεολογικά την πολεμική απειλή. 'Οσο υπάρχουν τα κράτη (άρα και οι αξεδιάλυτα συνδεδεμένες μαζί τους ταξικές κοινωνίες) θα διεξάγονται πόλεμοι (βλ. την ιστορική θεμελίωση της θέσης σε KrippendorfT 1985).

Σε δεύτερο επίπεδο, η θέση περί τέλους του πολέμου εμφανίζει πιθανό­τητες πραγμάτωσης στις κομμουνιστικές κοινωνίες, δηλ. ενδέχεται να ι­σχύει και με «θετική» έννοια. Εάν εξαλειφθούν τα αίτια των κοινωνικών συγκρούσεων, που ανάγονται στις καταστατικές (καίτοι μη προσωπικά παγιωμένες) ανισότητες, αν μεταβούμε από την τάση σύγκρουσης στην τάση αρμονίας, τότε μπορεί να θεωρηθεί πιθανή η παύση του πολέμου. Η προοπτική της βίαιης σύγκρουσης θα απέχει τόσο πολύ από τις καθημε­ρινές εμπειρίες συνεργασίας και μη εκμεταλλευτικών σχέσεων, ώστε θα είναι πολιτιστικά αδιανόητη, εν όψει μιας «κουλτούρας» ειρηνικής επίλυ­σης των διαφορών.

Αυτό προκύπτει από τον εξαρτημένο χαρακτήρα του πολέμου, δηλ. από τη σχέση συνέχειας που υφίσταται, όπως είχε αναλύσει ο Κλάουζεβιτς, ανάμεσα στην αιματηρή σύγκρουση και τις λοιπές οικονομικές και πολι­τικές αντιπαραθέσεις (Κεφ. 4.2). Η υπόσχεση μιας πολιτιστικής επανάστα­σης δείχνει ότι η κατάργηση του πολέμου είναι πιθανή, εάν υπάρξει μια μήτρα μη ανταγωνιστικής κοινωνικής οργάνωσης που θα εξαλείφει τόσο τα αίτια όσο και τους μηχανισμούς πολέμου.

Το τέλος του πολέμου αποσυνδέεται με τον τρόπο αυτό από το ουτοπικό «τέλος των αντιφάσεων και της πολιτικής» και εκφράζεται σε φιλοσοφικό επίπεδο με τις αναλύσεις περί μη ανταγωνιστικών αντιφάσεων, δηλ. αντι­φάσεων «στους κόλπους του λαού», οι οποίες επιδέχονται ειρηνική επίλυ­ση εφόσον υπάρχουν οι προϋποθέσεις μιας πραγματικής (και όχι απλώς ιδεολογικής) κοινότητας συμφερόντων και ουσιαστικής δυνατότητας δια­πραγμάτευσης. Η ύπαρξη των αντιπαραθέσεων οδηγεί στη διεύρυνση του πεδίου της πολιτικής, όπου εντάσσονται προβλήματα τα οποία οικιστικές κοινωνίες έχουν «αποπολιτικοποιήσευ> (είτε διότι δεν συζητούνται είτε διότι επιλύονται βίαια αντικαθιστώντας την πολιτική από τη βίαιη συνέ-

Page 245: Dialektikh Toy Polemoy

244 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

χειά της, τον πόλεμο). Χωρίς να παύει να αποτελεί εξόχως αβέβαιη υπό­σχεση, η θέση περί τέλους του πολέμου παίρνει έτσι διαφορετικό περιε­χόμενο: Δεν συνδέεται πλέον με τα οράματα απλοποίησης, αλλά με τη διεύρυνση της πολιτικής, την υπερίσχυση της διαλογικής επί της βίαιης διάστασης των κοινωνικών αντιπαραθέσεων.

Επιχείρημα προς την ίδια κατεύθυνση παρέχει και η θέση του Μαρξ στα «Gnindrisse» σχετικά με την ανθρωπολογική θεμελίωση του πολέμου. Κα­τά τον Μαρξ ο πόλεμος εξαρτάται άμεσα από το ζήτημα της ιδιοκτησίας και της επιβίωσης: Αποτελεί το σημαντικότερο συλλογικό καθήκον μιας οργανωμένης ομάδας που κινείται επιθετικά για την υπεράσπιση ή βελτίω­ση των όρων επιβίωσής της. «Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο κοινοτι­κός οργανισμός μπορούν να προέρχονται μόνο από άλλους κοινοτικούς οργανισμούς, που είτε έχουν ήδη καταλάβει τη γη και τα εδάφη, είτε παρενοχλούν την κοινότητα στη διαδικασία κατάληψης. Ο πόλεμος είναι συνεπώς το μεγάλο κοινοτικό καθήκον, το μέγα κοινοτικό έργο, που απαι- τείται είτε για να καταληφθούν οι αντικειμενικές συνθήκες της ζωτικής της υπόστασης, είτε για να υπερασπισθεί και να διαιωνισθεί η κατάληψή τους. Η κοινότητα που αποτελείται από οικογένειες οργανώνεται λοιπόν κατ ’ αρχήν πολεμικά (...) και αυτή είναι μια από τις συνθήκες τής ύπαρξής της ως ιδιοκτήτριας» (Μαρξ 1989, σελ. 288).

Αυτή η θέση δεν πρέπει να γίνει αντιληπτή ως βιολογιστική ή ψυχο- λογιστική (δήθεν ενστικτώδης επιθετικότητα «του ανθρώπου», ριζωμένη στα γενετικά του χαρακτηριστικά). Η σύνδεση που επιχειρεί ο Μαρξ ανάμεσα σε αντικειμενικές δυσχέρειες εξασφάλισης των βιοτικών όρων και υποκειμενικές αντιδράσεις της ομάδας, δείχνει ότι η θέση περί πρω- ταρχικότητας της πολεμικής οργάνωσης και σύγκρουσης είναι κοινωνι- κή-ιστορική. Το ζήτημα της ιδιοκτησίας και της βιοτικής ανασφάλειας οδηγεί έλλογα (και όχι ενστικτωδώς) στην ένοπλη οργάνωση, στο βαθμό που η σύγκρουση εξυπηρετεί συγκεκριμένους σκοπούς.

Αν δε η τοποθέτηση αυτή ερμηνευθεί ως ανθρωπολογικά αισιόδοξη θεώρηση10 δείχνει ότι οι κοινωνίες που θα οργανώνονται με αρχές ειρη­

10. Η ανθρωπολογική αισιοδοξία, από την οποία εκκινεί και η παρούσα εργασία, απο- τελεί πάγιο χαρακτηριστικό στο έργο του Μαρξ —καίτοι βέβαια πρέπει να αποκαθαρθεί από τους εξελικτικιστικούς τόνους και τις αντιλήψεις περί γραμμικότητας της προόδου που επικράτησαν στο εργατικό κίνημα. Δεν μπορεί να μας απασχολήσει εδώ το ζήτημα της θεμελίωσης της ανθρωπολογικής αισιοδοξίας, δηλ. το εάν πρέπει να βασίζεται σε μια «διαφωτιστική» οπτική, συνάγοντας την ανάγκη και δυνατότητα προόδου από τη νίκη της συνειδητής ανθρώπινης δραστηριότητας επί της «φυσικά αναπτυσσόμενης κοινότητας» (επ’ αυτού Texier 1991) ή, αντίθετα, έχει την αφετηρία της —όπως θεωρού-

Page 246: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 245

νικής συνύπαρξης και ανεμπόδιστης πρόσβασης όλων στην πολιτική, στη γνώση και στους όρους ικανοποιητικής διαβίωσης, δηλ. κοινωνίες που θα έχουν λύσει το πρόβλημα της ανταγωνιστικής ιδιοποίησης των φυσικών πόρων και του κοινωνικού πλούτου, θα απαλλαγούν από την ένοπλη σύ­γκρουση, η οποία τείνει, σε τελική ανάλυση, στην εξασφάλιση των όρων διαβίωσης μέσα σε ένα κοινωνικό πλέγμα ιεράρχησης και ανισότητας. Από τις ενδείξεις αυτές προκύπτει το εύλογο της υπόσχεσης περί εξάλει­ψης των βίαιων συγκρούσεων. Πρόκειται βέβαια για μία υπόσχεση που, παρ ’ ότι φιλοσοφικά ισχυρή και πολιτικά δραστική, παραμένει άδηλη ως προς τη δυνατότητα και τους τρόπους πραγματοποίησής της. Και τουλά­χιστον τόσο μακρινή όσο και η αταξική κοινωνία".

Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή μας είναι αναγκαίο να αναφερθεί η φι- λοσοφική-πολιτική θέση του θ . Βέικου για τις γενικές προϋποθέσεις τέ­λους του πολέμου. Ασκώντας κριτική στις ελιτισπκές αντιλήψεις του Β. Russel περί επιβολής της ειρήνης μέσω του δεσποτισμού, δηλ. μέσω της κυριαρχίας ενός «παγκόσμιου κράτους», το οποίο θα εκφράζει την κοινή βούληση των ισχυρότερων για διαρκή ειρήνηΙ!, ο θ . Βέικος σημειώνει με επιγραμματική ευστοχία: «Η ειρήνη πρέπει να θεωρείται μάλλον καρπός της ελευθερίας και της ισοτιμίας των λαών παρά η ελευθερία καρπός της ειρήνης» (1987, σελ. 34). Μια τέτοια πραγματολογική προαπαίτηση της

με ορθό— σε μια υλιστική ανάλυση των συγκρουσιακόν σχέσεων παραγωγής και της ιστορικής δράσης των φορέων που έχουν συμφέρον στη μεταβολή της. Αυτές οι δύο κατευθύνσεις θεμελ(ωσης της ανθρωπολογικής αισιοδοξίας εκπροσωπούνται εξίσου στο εσωτερικό του μαρξισμού και η αντιπαράθεσή τους εκφράσθηκε στις τελευταίες δεκαετίες με τη φιλοσοφική διαμάχη του ανθρωπιστικού-ιστοριστικού με τον αντιαν- θρωπιστικό-δομιστικό μαρξισμό. Βλ. από-την τεράστια βιβλιογραφία, αφ' ενός, Seve (1967) και, αφ' ετέρου, Althusser/Balibar (1968), Godelier (1977, σελ. 71επ.). Πρβλ. την επισκόπηση του Couvclakis (1993-a).

11. Πρβλ. τις επισημάνσεις του Ernst Bloch στην ερώτηση αν μια κομμουνιστική κοι­νωνία θα «υπερβεί το μίσος»: «Δεν θα το υπερέβαινε. θα του αφαιρούσε τις αφορμές, θα το οδηγούσε σε μαρασμό. Το εάν αυτό είναι δυνατόν, δεν το γνωρίζω. Αλλά το μίσος δεν εμφανίζεται αφ ’ εαυτού. Πόση ορμή επιθετικότητας εξαλείφθηκε στην πορεία της ιστορίας; Μπορούμε να περπατούμε ήσυχοι στο δρόμο χωρίς να κοιτάζουμε με φόβο ο ένας τον άλλον. Στη λίθινη εποχή δεν θα το διακινδύνευε κανείς (...) Αν ο κομμου­νιστικός τρόπος παραγωγής μάς δημιουργήσει μια κατάσταση, στην οποία ο καθένας θα παράγει κατά τις ικανότητές του και θα καταναλώνει σύμφωνα με τις ανάγκες του (...) η σκληρότητα και η χυδαιότητα του ανταγωνισμού θα οδηγηθούν σε μαρασμό, διότι δεν θα προσφέρουν τίποτε πλέον (...) Μόνον όταν δεν είναι αναγκαία ούτε ωφελεί η εκμετάλλευση και η εξουσίαση των πιο αδύνατων, το μίσος του ενός προς τον άλλο στερείται λειτουργίας και αντικειμένου» (Bloch 1986, σελ. 263).

12. Για την κριτική τέτοιων αντιλήψεων βλ. και Galtung (1975, σελ. 33επ.).

Page 247: Dialektikh Toy Polemoy

246 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

ελευθερίας και της ισότητας είναι απόλυτα αναγκαία, εάν συλλογισθούμε ότι μια ειρήνη βασιζόμενη στο φόβο των μαζών, δηλ. στην απειλή κατα­στολής, δεν μπορεί παρά να είναι ατελής και πρόσκαιρη. Ατελής διότι θα συνοδεύεται από τη συμβολική —και σποραδικά την άμεση— άσκηση βίας και πρόσκαιρη διότι θα διαρκέσει μέχρι του χρονικού σημείου ορ­γάνωσης ενός κινήματος αντίδρασης στις αντιφάσεις αυτής της τάξης πραγμάτων και της ισορροπίας τρόμου που τη συνοδεύει.

Η θέση περί ιστορικής-λογικής προτεραιότητας της ελευθερίας και της ισοτιμίας έναντι της ειρήνης, δηλ. η προαπαίτησή τους για την εξασφά­λιση της ειρήνης εκφράζει την έννοια που αποδόθηκε εδώ στο τέλος του πολέμου. Μόνο με την οικοδόμηση κοινωνικών σχηματισμών που θα τεί­νουν στην ταυτόχρονη και ουσιαστική κατοχύρωση της ισότητας και της ελευθερίας (Μπαλιμπάρ 1993) εξαλείφοντας τη δομική βία των κοινωνι­κών ανισοτήτων (Galtung 1975) ενδέχεται να καταστεί δυνατή η πλήρωση των κοινωνικοπολιτικών προϋποθέσεων για μία πραγματικά «διηνεκή ει­ρήνη».

Page 248: Dialektikh Toy Polemoy

ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Η ΕΙΡΗΝΗ

Οι θέσεις για την τραγική πραγματικότητα του πολέμου και την επιθυμητή διαμόρφωση προϋποθέσεων ειρήνης καταλήγουν εδώ σε ένα ανοιχτό ιστο­ρικό πρόβλημα: Τη διαμόρφωση μιας πολιτικής που θα απαντά με τον κατάλληλο τρόπο σε κάθε συγκυρία σύγκρουσης, προβάλλοντας τον ει­ρηνισμό ως καταγγελία των πολεμικών συγκρούσεων και συγκροτώντας συμμαχίες που θα επιτρέψουν τη μετάβαση σε κοινωνίες απαλλαγμένες από την αμφίδρομη βία που γεννά η ταξική εκμετάλλευση αλλά και από τους εθνικούς χωρισμούς που συνδέονται άμεσα με την πολεμική σύ­γκρουση, αποτελώντας την καθοριστική για τον πόλεμο πλευρά του τρι­γώνου κράτος-έθνος-κεφάλαιο.

Ο τονισμός της πολιτικής διάστασης κάθε πολέμου και της προτεραιό­τητας των πολιτικών μέσων επί της στρατιωτικής «λογικής» αποτελούν — στην κανονιστική τους διάσταση— μια θεωρητική εγγύηση απέναντι στη βιαιότητα κάθε ένοπλης σύγκρουσης. Αυτή η εγγύηση είναι ιστορικά ασταθής·. Ο συσχετισμός δύναμης και η διαμόρφωση κάθε συγκυρίας «α­ποφασίζουν» για τους τρόπους και την ένταση της βίας, διαμορφώνοντας τα μη προβλέψιμα ιστορικά αποτελέσματά της. Εξίσου σημαντικό —ση­μαντικό από αρνητική άποψη— είναι το ότι μια τέτοια εγγύηση εμφανί­ζεται ως καθ ’ εαυτήν σχετική: Η αναγνώριση της ανάγκης παρέμβασης στην πολεμική πραγματικότητα με τις μορφές που αναλύθηκαν, εκφράζει τη συγκρουσιακή διάσταση της μαρξιστικής προσέγγισης, όπως διαπι­στώθηκε με την αναφορά στο «δίκαιο πόλεμο».

Αν όμως οι θέσεις του κοινωνικού (κα\ όχι απόλυτου) ειρηνισμού θίγουν τα φιλειρηνικά συναισθήματα πολλών και δεν εγγυώνται την ομαλή με­τάβαση σε κοινωνίες ελευθερίας και ισότητας, αυτό οφείλεται στην οντο­λογική προτεραιότητα της πραγματικότητας έναντι της γνώσης της. Αν η πραγματικότητα είναι δυσάρεστη, η γνωστική ιδιοποίησή της δεν μπο­ρεί παρά να αποτυπώνει σε θεωρητικό επίπεδο τα χαρακτηριστικά της,

Page 249: Dialektikh Toy Polemoy

248 Δ. ΑΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

αποφεύγοντας τις αυταπάτες και την παρηγορητική ωραιοποίηση των α­ντικειμενικών δεδομένων.

'Οσον αφορά τις προοπτικές κοινωνικής εξέλιξης, η θεωρητική ανάλυ­ση της πραγματικότητας δεν μπορεί να παράσχει εγγυήσεις ή λύσεις για τα προβλήματα της καταπίεσης, του πολύμορφου αποκλεισμού, της εκμε­τάλλευσης και της βίας. Μπορεί μόνο να διεκδικήσει την κυριολεξία του ονόματος «πολιτική θεωρία» και να αναλάβει τις συνέπειες έκφρασης του υλισμού στην αναλυτική πρακτική της: Να υποβάλλει στη δοκιμασία της πολιτικής επαλήθευσης ορισμένες προγραμματικές θέσεις για τη διαδικα­σία μετασχηματισμού της πραγματικότητας αυτής.

Page 250: Dialektikh Toy Polemoy

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ξενόγλωσση

Althusser L., Balibar E. (1968), Lire le Capital, t. 1-2, ParisAlthusser L. (1974), «Lettre», in: R. Debray, La critique des armes, t. 1,

Paris, σελ. 262επ.Anders G. (1988), Die Antiquiertheit des Menschen, Bd. 1-2, Frankfurt/M.Anderson B. (1983), Imagined Communities, London.Anderson P. (1978), Sur Gramsci, Paris.Arend I. (1993), «Entfeindungsstrategien und Interventionskulturen. Die

Friedensforschung in der Bundesrepublik zwischen Regression und Zivilisierung», Freitag, 19.2.93.

Avineri Sh. (1985), «Politische und soziale Aspekte des israelischen und arabischer Nationalismus», in: Winkler (1985).

Baldus M. (1987), Carl Schmitt im Hexagon, Der Staat, σελ. 566επ.Balibar E. (1976), Cinque studi di materialismo critico, Bari.Balibar E. (1983), «Longue marche pour la paix», in: Thompson etaJ. (1983).Balibar E. (1985), «Classes», in: Labica/Bensussan (1985).Balibar E. (1985-a), «Lutte des classes», in: Labica/Bensussan (1985).Balibar E. (1988), «La forme nation, histoire et ideologic», in: E. Balibar/

I. Wallerstein, Race, Nation, Classe, Paris.Balibar E. (1988-a), «De la lutte des classes έ la lutte sans classes?», in: E.

Balibar/I. Wallerstein, Race, Nation, Classe, Paris.Balibar E. (1991), Ecrits pour Althusser, Paris.Balibar E. (1992), Les frontieres de la dSmocratie, Paris.Balibar R., D. Laporte (1974), Le frangais national, Paris.Balibar R. (1985), L ’institution du frangais, Paris.Baratta A. (1974), «Recht und Gerechtigkeit bei Marx», in: F. Buesser (εκδ.),

Kart Marx im Kreuzverhoer der Wissenschaften, Zuerich.Bartak K. (1993), «La Lettonie et l’Estonie entre nationalisme et pragmati-

sme», Le Monde Diplomatique, aout 1993.

Page 251: Dialektikh Toy Polemoy

250 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Barthes R. (1970), Mythologies (1957), Paris.Bastian Τ. (1993), «Vom Missbrauch des VerantwortungsbegrifTs», Freitag,

24.9.93.Batsch Z., Saage R. (1979) (εκδ.), Friedensutopien, Frankfurt/M.Bauer O. (1924), Die Nationalitaetenfrage und die Sonaldemokratie (1907),

Wien.Beck U. (1983), «Jenseits von Klasse und Stand», in: R. Kreckel (εκδ.),

Soziale Ungleichheiten, Goettingen.Beck U. (1986), Risikogesellschaft, Frankfurt/M.Beck U. (1988), Gegengifte, Frankfurt/M.Becker Th. (1987), «Das Ende des Politischen», in: Schulte (1987).Benjamin W. (1972), Theorien des deutschen Faschismus, Gesammelte

Schrifien, (GS), Bd. Ill, Frankfurt/M.Benjamin W. (1972-a), Fuer die Diktatur, GS Bd. IV-1.Benjamin W. (1977), Zur Kritik der Gewalt, GS Bd. II-l.Bensussan G. (1985), «Sionisme», in: Labica/Bensussan (1985).Berzins R. (1992), «Letten. Minderheit im eigenen Lande?», die tageszeitung,

29.1.92.Bettelheim Ch. (1974), Les luttes de classes en URSS, t. 1, Paris.Bloch E. (1985), Kampf, nicht Krieg. Politische Schriften, Frankfurt/M.Bloch E. (1986), «Empoerung a us Menschenwuerde» (1967), DiaJekdk, Nr.

11.Boeckenfoerde E.-W. (1991), «Die Bedeutung der Unterscheidung von Staat

und Gesellschaft im demokratischen Sozialstaat der Gegenwart», in: Recht, Staat, Freiheit, Frankfurt/M.

Boeckenfoerde E.-W. (1991-a), «Der BegrifT des Politischen als Schluessel zum staatsrechtlichen Werk Carl Schmitts», in: Recht, Staat, Freiheit, Frankfurt/M.

Bogdandy v. A. (1991), Hegel und der Nationalstaat, Der Staat, σελ. 513επ.Boudarel G. (1968), «Essai sur la pensee militaire vietnamienne», L ’Homme

et la sociiti, no 7.Boutros-Ghali B. (1993), «Democratic et droits de l’homme», Le Monde

Diplomatique, octobre 1993.Boutros-Ghali B. (1993-a), «Juger les crimes de guerre», Le Monde, 18.11.93.Brandt P., Minnerup G. (1982), «Die deutsche Frage», Prokla, Nr. 47.Braunthal J. (1978), Geschichte der Internationale, Bd. 1-2, Berlin (West).Braverman H. (1977), Die Albeit im modemen Produktionsprozess, Frank­

furt/M.Brentano v. M. (1987), «Guenther Anders Philosophie des Atomzeitalters»,

Page 252: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 251

in: Schulte (1987).Bumains Μ. (1992), «Wer ist Balte?», Freitag, 10.1.92.Burdeau, G., Hamon F., Troper M. (1988), Droit constitutionnel, Paris.Busch K. (1989), «Nationalstaat und europaeische Integration», in: Festsch­

rift Ziebura, Opladen.Canguilhem G. (1979), Wissenschaftsgeschichte und Epistemologie, Frank­

furt/M.Certeau de M., Julia D., Revel J. (1975), Unepolitique de la langue, Paris.Chemillier-Gendreau M. (1991), «Le droit confisqu6 par la politique», L’e-

venement europeen, no 13.Chemillier-Gendreau Μ. (1993), «Ingerence, charite et droit international»,

Le Monde Diplomatique, fevrier 1993.Chemillier-Gendreau M. (1993-a), «Comment les Nations unies auraient pu

d6nouer la crise du Golfe», Le Monde Diplomatique, juillet 1993.Chesneaux J. (1991), «Un autre revisionnisme», Le Monde diplomatique,

mai 1991.Chossudovsky M. (1993), «D£pendance alimentaire, “ingerence humanitai-

re” en Somalie, Le Monde Diplomatique, juillet 1993.Clausewitz von C. (1952), Vom Kriege (1832/34), Berlin (West).Colas D. (1987), Le systfeme et le parasite. Guerre civile et societe civile chez

Marx et Lenine, Melanges Duverger, Paris.Costa-Lascoux J., P. Weil (1992) (επιμ.), Logiques d ’Etats et immigrations,

Paris.Couvelakis Eu. (1993), Travail et puissance chez Marx (χειρογρ.).Couvelakis Eu. (1993-a), Le concept d ’individualiti intigrale chez Marx (υπό

δημοσίευση).Couvelakis Eu. (1993-b), Du «retour de I'individu» i une politique de I’in-

dividualite (χειρογρ.).Deiseroth D. (1991), «Krieg im Namen der Vereinten Nationen?, Blaetter

fuer deutsche und Internationale», Politik, Nr. 3.De la Gorce P.-M. (1992), «La couteuse myopie de la communaute intema-

tionale», Le Monde diplomatique, juillet 1992.Deleuze G. (1986), Foucault, Paris.Demandt Al. (1988), Staatsform und Feindbild bei Carl Schmitt, DerStaat,

σελ. 23επ.Denic D. (1993), «Autoritaeres Praesidialsystem», Freitag, 12.3.93.Deutsch K. (1985), «Nation und Welt», in: Winkler (1985).Dietrich Th. (1988), «Das gegenrevolutionaere Verdikt des F. Gentz. “Krieg

im Reiche des Friedens”», Dialektik, Nr. 15.

Page 253: Dialektikh Toy Polemoy

252 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

D’Oliveira J. (1993), «European citizenship», in: J. Monar et al., The Maas­tricht Treaty on European Union, Brussels.

Dosse F. (1987), Lhistoire en miettes, Paris.Dreier R. (1991), «Recht und Gerechtigkeit», in: Recht, Staat, Vemunft,

Frankfurt/M.Dreier R. (1991-a), «Wideretandsrecht im Rechtsstaat?», in: Recht, Staat,

Vemunft, Frankfurt/M.Edelman B. (1973), Le droit saisi par la photographic, Paris.Edelman B. (1974), «Humanisme et patrimoine», La Pensee, no 178.Engelhardt P. (1980), «Die Lehre vom “gerechten Krieg” in der vorreforma-

torischen und katholischen Tradition», in: Steinweg (1980).Engels F. (1983), «Rede ueber Polen» (1847), Manc-Engels-Werke (MEW),

Bd. 4, Berlin (Ost).Engels F. (1973), «Die Berliner Debatte ueber die Revolution» (1848), MEW,

Bd. 5.Engels F. (1973-a), «Die Junirevolution» (1848), MEW, Bd. 5.Engels F. (1973-b), «Der Aufstand in Frankfurt» (1848), MEW, Bd. 5.Engels F. (1959), «Der demokratische Panslawismus» (1849), MEW, Bd. 6.Engels F. (1973-c), «Bedingungen und Aussichten eines Krieges der Heiligen

Allianz» (1851), MEW, Bd. 7.Engels F. (1972), «Bewegungen der Armeen in der Turkei» (1853), MEW,

Bd. 9.Engels F. (1972-a), «Der heilige Krieg» (1853), MEW, Bd. 9.Engels F. (1972-b), «Der Verlauf des tuerkischen Krieges» (1853), MEW, Bd.

9.Engels F. (1972-c), «Die mssischen Niederlagen» (1853), MEW, Bd. 9.Engels F. (1972-d), «Der Krieg an der Donau» (1853), MEW, Bd. 9.Engels F. (1972-e), «Der weitere Verlauf des tuerkischen Krieges» (1853),

MEW, Bd. 9.Engels F. (1982), «Der europaeische Krieg» (1854), MEW, Bd. 10.Engels F. (1982-a), «Die Kriegsfrage in Europa» (1854), MEW, Bd. 10.Engels F. (1982-b), «Die Kriegstaten» (1854), MEW, Bd. 10.Engels F. (1972-f), «Deutschland und der Panslawismus» ( 1855), MEW, Bd.

11.Engels F. (1972-g), «Die Armeen Europas» (1855), MEW, Bd. 11.Engels F. (1972-h), »Der europaeische Krieg» (1856), MEW, Bd. 11.Engels F. (1972-i), «Armee» (1857), MEW, Bd. 14.Engels F. (1972-j), «AngrifT» (1857), MEW, Bd. 14.Engels F. (1972-k), «Schlacht» (1857), MEW, Bd. 14.

Page 254: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 253

Engels F. (1961), «Die franzoesische Armee» (1859), MEW, Bd. 13.Engels F. (1961-a), «Die deutschen Ressourcen fuer den Krieg» (1859),

MEW, Bd. 13.Engels F. (1961-b), «Wie Oesterreich Italien in Schach haelt» (1859), MEW,

Bd. 13.Engels F. (1961-c), «Po und Rhein» (1859), MEW, Bd. 13.Engels F. (1961-d), «Die Schlacht von Magenta» (1859), MEW, Bd. 13.Engels F. (1961-e), «Historische Gerechtigkeit» (1859), MEW, Bd. 13.Engels F. (1961-0, «Der italienische Krieg» (1859), MEW, Bd. 13.Engels F. (1961-g), «Savoyen, Nizza und der Rhein» (I860), MEW, Bd. 13.Engels F. (1975), «Die preussische Militaerfrage und die deutsche Arbeiter-

partei» (1865), MEW, Bd. 16.Engels F. (1975-a), «Was hat die Arbeiterklasse mit Polen zu tun?» (1866),

MEW, Bd. 16.Engels F. (1975-b), «Betrachtungen ueber den Krieg in Deutschland» (1866),

MEW, Bd. 16.Engels F. (1979), «Ueber den Krieg» (1870/71), MEW, Bd. 17.Engels F. (1982-c), «Ein gerechter Tagelohn fuer ein gerechtes Tagewerk»

(1881), MEW, Bd. 19.Engels F. (1972-1), «Anti-Duehring» (1876/78), MEW, Bd. 20.Engels F. (1973-d), «Die Rolle der Gewalt in der Geschichte» (1877/78),

MEW, Bd. 21.Engels· F. (1974), «Vorwort zur englischen Ausgabe der “Lage der arbei-

tenden Klasse in England"» (1892), MEW, Bd. 22.Engels F. (1974-a), «Kann Europa abruesten?» (1893), MEW, Bd. 22.Faber R. (1987), «“Grossraumordnung” . Das imperialistische Friedenskon-

zept Carl Schmitts», in: Schulte (1987).Finelli R. (1993), «Liberalismus, Kommunitarismus und Diskursethik in den

achtziger Jahren», Topos, Heft 2.Foupault M. (1977), Microfisica del potere, Torino.Gadet F., Pfccheux M. (1981), La langue introuvable, Paris.Galissot R. (1985), «Intemationalisme», in: Labica/Bensussan (1985).Galtung J. (1975), Strukturelle Gewalt, Reinbek b. Hamburg.Gantzel K.-J. et al. (1987), «Verzeichnis der Kriege nach dem zweiten Weltk-

rieg (ab Dezember 1944) bis Ende 1984», in: Steinweg (1987).Geneste Ph. (1989), «La langue et la Revolution», in: Permanences de la

Revolution, Paris.Giannoulis Ch. (1991), Marx und Technologie. Wissenschafi und Technik

zwischen Ausbeutung und Befreiung (χειρογρ.).

Page 255: Dialektikh Toy Polemoy

254 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Giannoulis Ch. (1992), Die Idee des «Europa der Burger» und ihre Bedeu­tung fuer den Grundiechtsschutz, Saarbruecken.

Giddens A. (1985), The Nation-state and violence, Oxford.Godelier M. (1977), Horizon, trajets marxistes en anthropologie, t. II, Paris.Guillaumin C. (1992), Sexe, race et pratique du pouvoir. L ’idie de Nature,

Paris.Guiomar J.-Y. (1990), La Nation entre l'histoire et la raison, Paris.Habermas J. (1992), Faktizitaet und Geltung, Frankfurt/M.Haghigat Ch. (1992), Histoire de Ja crise du Golfe, Bruxelles.Hahn B., Schoettler P. (1988), «Ein Denken an den Grenzen», Kulturrevo-

lution, Nr. 20.Haupt G., Lowy M., Weill C. (1974) (εισαγ. και εκδ.), Les marxistes et la

question nationale. 1848-1914, Paris.Haupt G. (1974-a), «Les marxistes face έ la question nationale: l’histoire du

problfeme», in Haupt/ Lowy/ Weil! (1974).Herod Ch. (1976), The nation in the history o f marxian thought, The Hague.Herzl Th. (1986), Der Judenstaat (1896), Augsburg.Hobsbawm E. (1991), Nationen und Nationalisms. Mythos und Realitaet

seit 1870, Frankfurt/M.Hoffmann H. (1960), Die marxistisch-leninistische Lehre vom Kriegundvon

den Streitkraefien, Berlin (Ost).Honneth A. (1993) (εκδ.), Kommunitarismus, Frankfurt/M. 1993.Homberger H. (1991), Besuch in Ludwigshafen im Sommer 1944 (χειρογρ.).Jahn E. (1980), «Eine Kritik des sowjet-marxistischen Lehre vom “gerechten

Krieg”», in: Steinweg (1980).Jellinek G. (1959), Allgemeine Staatslehre (3η εκδ. 1914), Darmstadt.Kadritzke N. (1992), «Die ueberraschende Wiederkehr des Nationalismus in

die Geschichte», Prokla, Nr. 87.Kallscheuer O. (1986), Gerechtigkeit und Freiheit bei Marx, Prokla, Nr. 65.Kant I. (1984), Zum ewigen Frieden (1795), Stuttgart.Kant I. (1990), Die Metaphysik der Sitten (1797), Stuttgart.Kaplan A. E., M. Sprinker(1993) (επιμ.), The Althusserian Legacy, London.Kimminich O. (1980), «Der gerechte Krieg im Spiegel des Voelkenechts», in:

Steinweg (1980).Kindermann G.-K. (1993), Concepts and Process of a Constellation Analysis

of Foreign Policy and International Relations, εισήγηση στο Inter­national Educational Seminar of Conflict Resolution, Κέρκυρα, Αύ­γουστος 1993.

Kitromilides P. (1989), «“Imagined Communities” and the Origins of the

Page 256: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 255

National Question in the Balkans», European History Quarterly, Vol.19, σελ. 149επ.

Klein D. et al. (1988), Politische Oekonomie des KapitaUsmus, Berlin (Ost). Kondylis P. (1988), Theorie des Krieges, Stuttgart.Kosing A. (1975), Theoretische Probleme der Entwicklung der sozialistischen

Nation in der DDR, Deutsche Zeitschrift fuer Philosopie, σελ. 237επ. Kotzias N. (1992), Die Festung Europa von innen: Grenzziehungen und

Annaeherungen (υπό δημοσίευση).Krasemann P. (1992), Der Krieg -ein Kulturphaenomen?», Berlin. Krasemann P. (1992-a), «Strafen als Prinzip», in: Krasemann (1992). KrippendoriT E. (1985), Staat und Krieg. Die historische Logik potitischer

Unvemunft, Frankfurt/M.KrippendoriT E. (1987), «Bemerkungen», in: Steinweg (1987).KrippendorfT E. (1992), «Kriege werden gemacht», in: Krasemann (1992). Kubbig B. (1987), «Atomkrieg aus Versehen?», in: Steinweg (1987).Labica G., Bensussan G. (1985) (εκδ.), Dictionnaire critique du marxisme,

Paris.Langellier J.-P. (1993), «Enfants de guerre», Le Monde, 21.12.93. Lauermann M. (1988), «Althusser und Carl Schmitt», Kultunevolution, Nr.

20.Lazarus S. (1993) (επιμ.), Politique et philosophic dans l'oeuvre de Louis

Althusser, Paris.Lecourt D. (1975), Lenins philosophische Strategic, Frankfurt/M.Lenin W. (1960), «Die Aufgaben der revolutionaeren Sozialdemokratie im

europaeischen Krieg» (1914), Werke (W), Bd. 21, Berlin (Ost). Lenin W. (1960-a), «Der Krieg und die russische Sozialdemokratie» (1914),

W, Bd. 21.Lenin W. (1960-b), «Lage und Aufgaben der sozialistischen Internationale»

(1914), W, Bd. 21.Lenin W. (1960-c), «Der tote Chauvinismus und der lebendige Sozialismus»

(1914), W, Bd. 21.Lenin W. (1960-d), «Ueber den Nationalstolz der Grossrussen» (1914), W,

Bd. 21.Lenin W. (1960-e), «Die Konferenz der Auslandssektionen der SDAPR»

(1915), W, Bd. 21.Lenin W. (1960-f), «Der Zusammenbruch der II. Internationale» (1915), W,

Bd. 21.Lenin W. (1960-g), «Der englische Pazifismus und die englische Abneigung

gegen die Theorie» (1915), W, Bd. 21.

Page 257: Dialektikh Toy Polemoy

256 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Lenin W. (1960-h), «Ueber die Niederlage der eigenen Regierung im impe- rialistischen Krieg» (1915), W, Bd. 21.

Lenin W. (1960-i), «Die Frage des Friedens» (1915), W, Bd. 21.Lenin W. (1960-j), «Sozialismus und Krieg» (1915), W, Bd. 21.Lenin W. (1960-k), «Ueber die Losung der Vereinigten Staaten von Europa»

(1915), W, Bd. 21.Lenin W. (1960-1), «Die Niederlage Russlands und die revolutionaere Krise»

(1915), W, Bd. 21.Lenin W. (I960-m), «Das revolutionaere Proletariat» (1915), W, Bd. 21. Lenin W. (1960-n), «Ueber die zwei Linien der Revolution» (1915), W, Bd.

21.Lenin W. (1960-o), «Der Opportunisms und der Zusammenbruch der II.

Internationale» (1915), W, Bd. 21.Lenin W. (1960-p), «Ueber das "Friedensprogramm”» (1916), W, Bd. 22. Lenin W. (1960-q), «Vorschlaege des Zentralkomitees der SDAPR an die

zweite sozialistische Konferenz» (1916), W, Bd. 22.Lenin W. (1960-r), «Der Imperialismus als hoechstes Stadium des Kapita-

lismus» (1916), W, Bd. 22.Lenin W. (1960-s), «Die Ergebnisse der Diskussion ueber die Selbstbestim-

mung» (1916), W, Bd. 22.Lenin W. (1960-t), «Das Militaeφrogramm der proletarischen Revolution»

(1916), W, Bd. 23.Lenin W. (1960-u), «Ueber die Losung der “Entwaffnung”» (1916), W, Bd.

23.Lenin W. (1960-v), «Prinzipielles zur Militaerfrage» (1916), W, Bd. 23. Lenin W. (1960-w), «Buergerlicher und sozialistischer Pazifismus» (1917), W,

Bd. 23.Lenin W. (1960-x), «Offener Brief an Boris Souvarine» (1916), IV, Bd. 23. Lenin W. (1960-y), «Ein Vortrag ueber die Revolution von 1905» (1917), W,

Bd. 23.Lenin W. (1960-z), «Eine Wendung in der Weltpolitik» (1917), W, Bd. 23. Lenin W. (1960-1), «Krieg und Revolution» (1917), W, Bd. 24.'Lenin W. (1960-2), «Ueber “linke” Kinderei und ueber Kleinbuergerlichkeit»

(1918), W, Bd. 27.Liebknecht K. (1958) «Militarismus und Antimilitarismus» (1907), Gesam-

melte Reden und Schriften (GRS), Bd. I, Berlin (Ost).Liebknecht K. (1960), «Der Militarismus (1910)», GRS, Bd. III. Liebknecht K. (1963) «Nieder mit den Kriegshetzem» (1912), GRS, Bd. V. Liebknecht K. (1974), «Gegen die Kriegshetzer, fuer die Krieg wie Frieden

Page 258: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 257

ein Geschaeft ist» (1913), GRS, Bd. VI.Liebknecht K. (1974-a), «Die Internationale des RuestungskapitaJs» (1913),

GRS, Bd. VI.Liebknecht K. (1966), «Klassenkampf gegen den Krieg» (1915), GRS, Bd.

VIII.Liebknecht K. (1966-a), «Antimilitarismus» (1915), GRS, Bd. VIII. Lodovico L. (1992), «Wem das Posthom blaest», Prokla, Nr. 87.Losurdo D. (1985), Autocensura e compromesso nel pensiero politico di

Kant, Napoli.Lutz D. (1987), «Dolus eventualis», in: Steinweg (1987).Luxemburg R. (1987), «Sozialreform oder Revolution?» (1899), Gesammelte

Werke (GW), Bd. 1, Berlin (Ost).Luxemburg R. (1988), «Terror» (1905), GW, Bd. 2.Luxemburg R. (1986), «Intemationaler Sozialistenkongress vom 18. bis 24.

August 1907» in Stuttgart (1907), GW, Bd. 2.Luxemburg R. (1986-a), «Oflener Brief an Jean Jaures», (1907/8), GW, Bd.

2.Luxemburg R. (1986-b), «Ermattung oder Kampf?» (1909/10), GW, Bd. 2. Luxemburg R. (1986-c), «Die Theorie und die Praxis» (1909/10), GW, Bd.

2.Luxemburg R. (1986-d), «Friedensutopien» (1911), GW, Bd. 2.Luxemburg R. (1986-e), «Die neue Armee» (1911), GW, Bd. 2. Luxemburg R. (1984), «Unsere Aktion gegen die Militaervorlage» (1913),

GW, Bd. 3.Luxemburg R. (1984-a), «Ueber Militarismus und Arbeiterklasse» (1914),

GW, Bd. 3.Luxemburg R. (1984-b), «Imperialismus» (1914), GW, Bd. 3.Luxemburg R. (1987-a), «Die Krise der Sozialdemokratie» (1916), GW, Bd.

4.Luxemburg R. (1987-b), «Friede und Schiedsvertaege» (1916), GW, Bd. 4. Luxemburg R. (1987-c), «Brennende Zeitfragen» (1917), GW, Bd. 4. Luxemburg R. (1987-d), «Fragment ueber Krieg, nationale Frage und Revol­

ution» (1918), GW, Bd. 4.Macherey P. (1987), «Bonald et la philosophic», Revue de synthise, IV S.,

no I.Macherey P. (1988), «Eins teilt sich in zwei», Kultumvolution, Nr. 20. Maihofer W. (1984), «Abschliessende Aeusseningen», in: E. Benda/M. Mai-

hofer/H.-J. Vogel, Handbuch des Verfassungsrechts, Teil 2, Berlin (West).

Page 259: Dialektikh Toy Polemoy

258 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Mandel Ε. (1990), «Le premesse di una rivoluzione antiburocratica», Marx centouno, no 1.

Mao-Tse-Toung (1967), «Pourquoi le pouvoir rouge peut-il exister en Chi­ne?» (1928), Oeuvres choisies (Oeu), t. I, Pekin.

Mao-Tse-Toung (1967-a), «La lutte dans les monts Tsingkang» (1928), Oeu, t. I.

Mao-Tse-Toung (1967-b), «L’elimination des conceptions erione'es» (1929), Oeu, t. I.

Mao-Tse-Toung (1967-c), «La tactique de la lutte contre l’imperialisme ja- ponais» (1935), Oeu, t. I.

Mao-Tse-Toung (1967-d), «Problemes strategjques de la guerTe revolution- naire en Chine» (1936), Oeu, t. I.

Mao-Tse-Toung (1967-e), «De la contradiction» (1937), Oeu, t. I.Mao-Tse-Toung (1967-f), «Probtemes stratigjques de la guerre des partisans

contre le Japon» (1938), Oeu, t. II.Mao-Tse-Toung (1967-g), «De la guirre prolong»» (1938), Oeu, t. II.Mao-Tse-Toung (1969), «Entretien avec la joumaliste americaine Anna

Louise Strong» (1946), Oeu, t. IV.Marmora L. (1983), Nation und Intemationalismus, Bremen.Martiny A. (1985), «Nationalismus und Nationalitaetenfrage in sowjetischer

Sicht», in: Winkler (1985).Marx K. (1972), «Die Revolution in China und in Europa» (1853), MEW,

Bd. 9.Marx K. (1972-a), «Die Kriegsfrage-Finanzangelegenheiten-Streiks» (1853),

MEW, Bd. 9.Marx K. (1972-b), «Krieg-Streiks-Teuerung» (1853), MEW, Bd. 9.Marx K. (1972-c), «Die persische Kampagne» (1853), MEW, Bd. 9.Marx K. (1972-d), «Der tuerkische Krieg-Das industrielle Elend» (1853),

MEW, Bd. 9.Marx K. (1972-e), «Der Quadrupelvertrag-England und der Krieg» (1853),

MEW, Bd. 9.Marx K. (1972-0, «Der russische Krieg-Die Lage Englands und Frankreichs»

(1853), MEW, Bd. 9.Marx K. (1972-g), «Die kuenftigen Ergebnisse der britischen Herrschaft in

Indien» (1853), MEW, Bd. 9.Marx K. (1982), «Der orientalische Krieg» (1854), MEW, Bd. 10.Marx K. (1982-a), «Die Kriegshandlungen im Orient» (1854), MEW, Bd. 10.Marx K. (1982-b), «Die Kriegsdebatte im Parlament» (1854), MEW, Bd. 10.Marx K. (1982-c), «Der Vertrag zwischen OesterTeich und Preussen» (1854),

Page 260: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 259

MEW, Bd. 10.Marx Κ. (1977), «Der Aufstand in der indischen Armee» (1857), MEW, Bd.

12.Mane K. (1961), «Invasion!» (1859), MEW, Bd. 13.Marx K. (1961-a), «Englische Humanitaet und Amerika» (1862), MEW, Bd.

15.Mara K. (1988), «Das Kapital. Erster Band» (1867), MEW, Bd. 23.Mara K. (1989), «Das Kapital. Dritter Band» (1894), MEW, Bd. 25.Mara Κ., Engels F. (1959), «Die Deutsche Ideologic» (1845), MEW, Bd. 3.Mara Κ., Engels F. (1983), «Das Manifest der Kommunistishen Partei»

(1848), MEW, Bd. 4.Mara Κ., Engels F. (1982), «Der langweilige Krieg» (1854), MEW, Bd. 10.Mara Κ., Engels F. (1972), «Kritik der franzoesischen Kriegsfuehmng»

(1855), MEW, Bd. 11.Mara Κ., Engels F. (1961), «Die Frage der Einigung Italiens» (1859), MEW,

Bd. 13.Mara Κ., Engels F. (1961-a), «Die Geldpanik in Europa» (1859), MEW, Bd.

13.Mara Κ., Engels F. (1981), «Fuer Polen» (1875), MEW, Bd. 18.Maryniak I. (1992), «Wir sind hier geboren», dre tageszeitung, 28.11.92.Medvedev J. (1993), «Sur les depouilles de la propriet6 soviitique», Le

Monde Diplomatique, avril 1993.Meissner H. (1981), «Die Wechselwirkung von Klassenstandpunkt und

Theoriebildung in der politischen Oekonomie von Karl Mara», Dia- lekdk, Nr. 3.

Menzel U. (1991), «Jenseits des Ost-West Konflikts», Frokla, Nr. 84.Mommsen H. (1976), «Sozialismus und Nation», in: U. Engelhardt et al.,

Sozialc Bewegung und politische Verfassung, Stuttgart.Mueller J. (1992), «Agonie ohne Ende. Von unheimlichen Verschwinden der

Nationen in Europa», in: Redaktion diskus (εκδ.), Die freundliche Zivilgesellschafi, Berlin.

Muenkler H. (1988), Instrumentelle und existenzielle Auffassung vom Krieg bei Carl von Clausewitz, Leviathan, σελ. 235επ.

Neumann V. (1988), «Die Wirklichkeit im Lichte der Idee», in: H. Quaritsch (εκδ.), Complexio Oppositorum, Berlin (West).

Noutsos P. (1993), Sozialpolidsche Theorie und Geschichtsschreibung, Jan- nina.

Obemdoerfer D. (1993), «Ein bisschen Nation ist wie ein bisschen Schwan- geischaft», Frankfurter Rundschau, 20.11.93.

Page 261: Dialektikh Toy Polemoy

260 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

O’Connor J. (1991), «Mord im Orientexpress. Die politische Oekonomie des Golflmeges», Prokla, Nr. 84.

Pasquino P. (1986), «Bemerkungen zum “Kriterium des Politischen” bei Carl Schmitt», Der Staat, σελ. 385επ.

Paucot J. (1986), «Interdits nucleates et strategies indirectes», Cahters de philosophic juridique et politique, no 10.

Pavarini M. (1985), «II sistema della giustizia penale tra riduzionismo e abolizionismo», Dei delitti e delle pene, no 3.

Petzold J. (1988), «Die Revolutionsangst und das Diktaturkonzept Carl Sch­mitts», Dialektik, Nr. 15.

Politoflf S. (1992), «Sistema giuridico-penale e legitimazione politica», Dei delitti e delle pene, no 1.

Preve C. (1990), «Contro l’entropia del presente. Per il diritto al futuro», Marx centouno, no 1.

Prunier G. (1993), «L’inconcevable aveuglement de l’ONU en Somalie», Le Monde Diplomatique, novembre 1993.

RaussendorfT v. K. (1993), «Demokratie und Militaer», Topos, Heft 2.Rawls J. (1979), Eine Theorie der Gerechtigkeit, Frankfurt/M.Renan E. (1992), Qu'est-ce qu’une nation? (et autres essais politiques), Paris.Rodinson M. (1968), «Le marxisme et la nation», L’Homme et la societe, no

7.Rodinson M. (1971), «Nation et ideologic». Encyclopaedia Universalis, vol.

XI.Rodinson M. (1985), «Nation/Nationalite», in: Labica/Bensussan (1985).Roedel U., Frankenberg G., Dubiel H. (1989), Die demokratische Frage,

Frankfurt/M.Rotberg R. (1985), «Afrikanischer Nationalisms», in: Winkjer (1985).Roy O. (1993), «La crise afghane au miroir des ambitions etrangfcres», Le

Monde Diplomatique, juillet 1993.Sand Sh. (1985), L ’illusion du politique. Georges Sorel et le dibat intellectue!

1990, Paris.Savary C. (1992), «Du projet d’union libre έ I’etouffement des differences»,

Le Monde diplomatique, juillet 1992.Scheuner U. (1962), Das Wesen des Staates und der BegrifTdes Politischen

in der neueren Staatslehre, Festgabe R. Smend, Tuebingen.Schmitt C. (1938), Die Wendung zum diskriminierenden Kriegsbegriff, Ber­

lin.Schmitt C. (1940), «Totaler Feind, totaler Krieg, totaler Staat» (1937), in:

Posidonen und BegrUTe, Hamburg.

Page 262: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 261

Schmitt C. (1940-a), «Ueber das Verhaeltnis der Begrifle Krieg und Feind» (1938), in: Positional und Begriffe, Hamburg.

Schmitt C. (1942), Voelkerrechtliche Grossraumordnung mit Intervendons- verbot fuer raumfremde Maechte (1939), Berlin.

Schmitt C. (1950), Der Nomos der Erde, Koeln.Schmitt C. (1975), Theorie des Partisanen (1963), Berlin (West).Schmitt C. (1978), Die legale Weltrevolution, Der Staat, σελ. 321επ.Schmitt C. (1989), Verfassungslehre (1928), Berlin (West).Schoettler P. (1980), F. Engels und K. Kautsky als Kritiker des «Juristen-

Sozialismus», Demokratie und Recht, 1980, σελ. 3επ.Schulte Chr. (1987) (εκδ.), Friedensinitiative Philosophic. Um Kopf und

Krieg, Darmstadt.Sellier J. et A. (1993), Adas des peuples d'Orient, Paris.Senghaas D. (1990), Europa 2000. Ein Friedensplan, Frankfurt/M.Seve L. (1967), «Mdthode structuraliste et mithode dialectique», La Pensee,

no 135.Steiger H. (1983), Gerechter Friede, Festschrift Scupin, Berlin.Steinweg R. (1980) (εκδ.), Der gerechte Krieg: Christentum, Islam, Marxis-

mus, Frankfurt/M.Steinweg R. (1987) (εκδ.), Kriegsursachen, Frankfurt/M.Suess W. (1981), «NATO und Warschauer Pakt zwischen “Ruestungswahn”

und Henschaftskalkuel», Prokla, Nr. 45.Spinoza B. (1965), Traiti theologico-politique (1670), Paris.Texier J. (1991), «Le concept de Naturwuechsigkeit dans I’ldeologie Alle-

mande», Actuel Marx, no 9.Thielen H. (1993), «Eingedenken und Erloesung. Die Aktualitaet von Walter

Benjamins theologischem Materialismus», Widerspruch (Zuerich), Heft 26.

Thompson E. P. et al. (1983), L ’exterminisme. Armement nucliaire et pa- cifisme, Paris.

Tosel A. (1988), Kant rivolutionnairv. Droit et politique, Paris.Trinh-Van-Thao (1985), «Guene du peuple», in: Labica/Bensussan (1985).Tugendhat E. (1987), «Rationalitaet und Moral in der Friedensbewegung»,

in: Schulte (1987).Vattimo G. (1986), Jenseits vom Subjekt, Graz.Vollmer A. (1993), «Solidarpakt auf militaerisch», die tageszeitung, 10.2.93.Wasmuht U. (1992), «Warum sind Kriege noch heute salonfaehig?», in:

Krasemann (1992).Wette W. (1980), «Von Kellog bis Hitler» (1928-1933), in: Steinweg (1980).

Page 263: Dialektikh Toy Polemoy

262 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΠΑΝΝΟΥΛΗ

Winkler Η.-Α. (1985) (εκδ.), Nationalismus, Koenigstein/Ts.Winkler Η.-Α. (1985-a), «Der Nationalismus und seine Funktionen», in:

Winkler (1985).

Page 264: Dialektikh Toy Polemoy

Ελληνική

Αλτουσέρ Λ. (1980), «Το πρόβλημα του κράτους στη μαρξιστική θεωρία», στο: Λ. Αλτουσέρ κ.ά, Συζήτηση για το κράτος, Αθήνα.

Αλτουσέρ Λ. (1983), θέσεις 1964-1975 (μτφ. Ξ. Γιαταγάνας), Αθήνα.Αλτουσέρ Λ. (1987), «Σημείωση σχετικά με τους ιδεολογικούς μηχανι­

σμούς του κράτους» (μτφ. Μ. Ιωαννίδης), θέσεις, τ. 21.Αλτουσέρ Λ. (1991), «Για τον Μαρξ και τον Φρόυντ» (μτφ. Χρ. Γιαννού-

λη/Δ. Δημούλης), θέσεις, τ. 35.Ανθόπουλος Μπ. (1985), «Η θεωρία του παρτιζάνου και ο Carl Schmitt»,

θέσεις, τ. 10.Βασιλόγιαννης Φ. (1990), «Η “αντίρρηση συνείδησης” από συνταγματική

άποψη», Δίκαιο και πολιτική, τ. 17-18.Βασιλόγιαννης Φ. (1992), «Συμβολή στην παρουσίαση της περί δικαίου

θεωρίας του Carl Schmitt», Το Σύνταγμα, τ. 3.Βέικος Θ. (1987), Ειρήνη και πόλεμος. Μερικά επίκαιρα φιλοσοφικά ερω­

τήματα, Αθήνα.Βέικος Θ. (1993), Εν πολέμω..., Αθήνα.Βέικος Θ. (1993-α), Εθνικισμός και εθνική ταυτότητα, Αθήνα.Βελουδής Γ. (1982), Ο Jakob Philipp Fallmerayer και η γένεση του ελλη­

νικού ιστορισμού, Αθήνα.Wolff R. (1990), «Μαρξισμός και κομμουνισμός: μια άποψη από τις Ηνω­

μένες Πολιτείες» (μτφ. Α. Βλάχου), θέσεις, τ. 32.Γαβριηλίδης Α. (1992), «Το υπαρκτό, το τεχνητό και το ανύπαρκτο. Με­

ρικές σκέψεις με αφορμή το “λεγόμενο Μακεδονικό”», θέσεις, τ. 38.

Γαβριηλίδης Α., Ηλίας Αλ. (1992), «Εναλλακτικός εθνικισμός; 'Οχι ευχα­ριστώ», Η Εποχή, 5.4.92.

Γιαννούλη Χρ. (1991), «Το τέλος της εκμετάλλευσης και η βασιλεία των παραγωγών. Η σαινσιμονική ουτοπία», θέσεις, τ. 37.

Γιαννούλη Χρ., Δημούλης Δ. (1993), «Προς την “Ευρώπη των πολιτών”:

Page 265: Dialektikh Toy Polemoy

264 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

από την εννοιολογική ασάφεια στις πολιτικές αντιφάσεις», Διαλε­κτική, τ. 8.

Γιαννούλη Χρ., Δημούλης Δ. (Ι993-α), Η αιώνια επιστροφή του φυσικού δικαίου. Αναγκαιότητες και αδιέξοδα της νομικής θεωρίας (υπό δημοσίευση).

Γιαννούλης Ν. (1993), Διδακτική μεθοδολογία, Αθήνα.Γκέλλνερ Ε. (1992), Έθνη και εθνικισμός (μτφ. Δ. Λαφαζάνη), Αθήνα.Γράβαρης Δ. (1991), «Το αίτημα της μικρο-θεμελίωσης των μακρο-κοινω-

νικών κατηγοριών στο θεωρητικό υπόδειγμα του αναλυτικού μαρ­ξισμού», Αξιολογικά, τ. 2.

Δημούλης Δ. (1990), «Παρατηρήσεις για τα Σοβιετικά Συντάγματα του 1918 και 1936», θέσεις, τ. 33.

Δημούλης Δ. (1992), «Ο νομικός-πολιτικός πραγματισμός ως μέθοδος συ­νταγματικής ερμηνείας», Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, τ. 2.

Δημούλης Δ. (1992-α), «Η μαρξιστική θεωρία του κράτους μεταξύ των πολιτικών συγκυριών και της θεωρητικής ανάλυσης», θέσεις, τ. 41.

Δημούλης Δ. (1994), «Πολιτικότητα, πολιτική, ταξική πολιτική. Σημειώ­σεις και απορίες», θέσεις, τ. 46.

Δημούλης Δ., Μηλιός Γ. (1991), «Θεωρητική συνέχεια και πολιτικές ασυ­νέχειες στο έργο του Λουί Αλτουσέρ», θέσεις, τ. 34.

Ζιάκας Θ. (1988), «Μαρξισμός και εθνισμός», στο: Β. Κοροβίνη, Θ. Ζιάκα, Αναζητώντας μια θεωρία για το έθνος, Αθήνα.

Ζιάκας Θ. (1993), «Έθνος και παράδοση», Λευκωσία-Αθήνα.Θαλάσσης Γ. (1993), «Το Σώμα και το Έθνος», Διαβάζω, τ. 322, 10.11.93.Ιωακείμογλου Η. (1990), «Το τέλος της Αριστερός και η ανάδυση των

αντικαπιταλιστικών κινημάτων», θέσεις, τ. 30.Ιωακείμογλου Η. (1992), «Για τη στρατηγική του αντικαπιταλιστικού κι­

νήματος», θέσεις, τ. 39.Ιωακείμογλου Η. (1994), Ηγεμονία και ολοκλήρωση. Η διεθνής οικονομία

στη δεκαετία του ’90, Αθήνα.Καλογερόπουλος-Στρατής Σ. (1992), «Το έγκλημα του επιθετικού πολέμου

και η τιμωρία των ενόχων», θεωρία και Κοινωνία, τ. 6.Capitan C., Guillaumin C. (1993), «Η κοινωνική κατασκευή των φύλων και

η έννοια του πολιτικού», θέσεις, τ. 44.Καρρ Ε. (1977), Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης (μτφ. Α. Παππάς), τ. 1,

Αθήνα.Καψάλης Δ. (1991), «Λουί Αλτουσέρ. Οι οφειλές της ανάγνωσης», Ο Πο­

λίτης, τ. 112.Κιτρομηλίδης Π. (1983), «Το ελληνικό κράτος ως εθνικό κέντρο», στο: Δ.

Page 266: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 265

Γ. Τσαούση (εκδ.), Ελληνισμός-Ελληνικότητα, Αθήνα.Κιτρομηλίδης Π. (1991), «Το ιστοριογραφικό εκκρεμές και ο Κωνστ. Πα-

παρρηγόπουλος», Νέα Εστία, τ. 1546.Κομνηνός Ν. (1984), «Η πόλωση της συσσώρευσης του κεφαλαίου», θέ­

σεις, τ. 7.Κοτζιάς Ν. (1991), «Κρίση της θεωρίας, θεωρία της κρίσης και μαρξι­

σμός», Διαλεκτική, τ. 5.Κοτζιάς Ν. (1992), ΕΟΚ: κράτος δεύτερου βαθμού ή ένα σύστημα στο

γίγνεσθαι, Αθήνα (υπό έκδοση).Κοτζιάς Ν. (1993), «Οι πολιτικοί θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η

καινούργια αρχιτεκτονική της Ευρώπης», Διαλεκτική, τ. 8.Κυπριανίδης Τ. (1991), «Τα σημάδια μιας νέας αυγής. Σημειώσεις για την

κρίση στον Κόλπο», θέσεις, τ. 35.Κυπριανίδης Τ. (1991-α), «Σημειώσεις για τις ανατροπές στην ΕΣΣΔ», θέ­

σεις, τ. 37.Κυπριανίδης Τ. (1991-β), «Το πτώμα που βρυχάται», Η Εποχή, 27.10.91.Κυπριανίδης Τ. (1993), «Το τέλος της απορρύθμισης;», θέσεις, τ. 45.Κυρτάτας Δ. (1987), Δούλοι, δουλεία και δουλοκτητικός τρόπος παραγω­

γής, Αθήνα.Κωστόπουλος Τ., Εμπειρικός Λ., Λιθοξόου Δ. (1992), Ελληνικός εθνικι-

σμός-Μακεδονικό ζήτημα, Αθήνα.Λαβράνου Α. (1988), «Εισαγωγή», στο: Κ. Σμιττ, Η έννοια του πολιτικού,

Αθήνα.Λεβί Μ. (1993), Το εθνικό ζήτημα. Από τον Μαρξ μέχρι σήμερα (μτφ. Μ.

Τζιατζή), Αθήνα.Λέκκας Π. (1992), Η εθνικιστική ιδεολογία. Πέντε υποθέσεις εργασίας

στην ιστορική κοινωνιολογία, Αθήνα.Λέκκας Π. (1993), «Εθνικιστική ιδεολογία και παράδοση», Διαβάζω, τ.

322, 10.11.93.Λένιν Β. (1975), Γράμματα από μακριά (1917), Αθήνα.Λιθοξόου Δ. (1991), Μειονοτικά ζητήματα και εθνική συνείδηση στην

Ελλάδα, Αθήνα.Λιθοξόου Δ. (1992), «Η μητρική γλώσσα των κατοίκων του ελληνικού

τμήματος της Μακεδονίας πριν και μετά την ανταλλαγή πληθυ­σμών», θέσεις, τ. 38.

Μαλάκος Τ. (1991), «Σχετικά με τον αναλυτικό μαρξισμό», θέσεις, τ. 36.Μάο-Τσε-Τουνγκ (1976), Αποσπάσματα για την πολιτιστική επανάσταση,

Αθήνα.Μαργαρίτης Γ. (1992), «Η σκοτεινή πλευρά των εθνικών θριάμβων»,

Page 267: Dialektikh Toy Polemoy

266 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Ο Πολίτης, τ. 117.Μάρμορα Λ. (1988), «Οι δύο λειτουργίες της εθνικιστικής ιδεολογίας:

εσωτερική συνοχή και οριοθέτηση προς τα έξω» (μτφ. Μπ. Αντω­νίου), θέσεις, τ. 25.

Μαρξ Κ. (1975), Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία (1850) (μτφ. Γ. Βιστάκης), Αθήνα.

Μαρξ Κ. (1986), Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη (1852) (μτφ. Φ. Φωτίου), Αθήνα.

Μαρξ Κ. (1986-α), Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία (1871), Αθήνα.Μαρξ Κ. (1989), Για το κράτος (μτφ. Τ. Κυπριανίδης), Αθήνα.Μαρξ Κ. (1990), Για τη γαλλική επανάσταση (μτφ. Χρ. Γιαννούλη/Δ.

Δημούλης), Αθήνα.Μαρξ Κ. (1993), Μαργκινάλια στο «Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας»

του Adolph Wagner (1879) (μτφ. Κ. Σιδηρόπουλος), Αθήνα.Μέλμαν Σ. (1991), «Στρατιωτικός κρατικός καπιταλισμός» (μτφ. Ε. Παπα-

δημητρίου), Ο Πολίτης, τ. 113.Μεταξόπουλος Αιμ. (1992), «'Εθνος, κράτος, εθνότητα: Σχόλια σε μια

“δυτική” μυθολογία», θεωρία και Κοινωνία, τ. 6.Μηλιός Γ. (1983), «Η “φάρμα” των ορθολογιστών και η κιβωτός της

ρωμιοσύνης», θέσεις, τ. 3.Μηλιός Γ. (1984), «Οι θεωρίες για την “εξάρτηση” και οι εξαρτήσεις του

ελληνικού καπιταλισμού», θέσεις, τ. 9.Μηλιός Γ. (1988), Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, Αθήνα.Μηλιός Γ. (1988-α), «Η μαρξιστική θεωρία για το κράτος και ο Carl

Schmitt», θέσεις, τ. 25.Μηλιός Γ. (1989), «Ο Μαρξισμός στο μεσοπόλεμο και ο Σεραφείμ Μάξι-

μος», θέσεις, τ. 26.Μηλιός Γ. (1990), «Η Ανατολική Ευρώπη ενσωματώνεται οικονομικά στη

Δύση;», θέσεις, τ. 32.Μηλιός Γ. (1990-α), «Κρατικός σχεδιασμός και επιχείρηση στην ΕΣΣΔ»,

θέσεις, τ. 33.Μηλιός Γ. (1991), «Σχέσεις εξουσίας και εθνικά ζητήματα», Σοσιαλιστική

θεωρία και πράξη, τ. 1.Μηλιός Γ. (1993), «Μια παρατήρηση για την εγγενή “τάση ολοκληρωτι­

σμού” του (κάθε) έθνους. (Με αφορμή την προκήρυξη του Α. Υψη- λάντη)», θέσεις, τ. 42.

Μηλιός Γ., Μικρούτσικος Θ. (1984), «Στην υπηρεσία του έθνους (για την ιδεολογική λειτουργία του ελληνικού τραγουδιού)», θέσεις, τ. 8.

Μηλιός Γ., Κυπριανίδης Τ. (1988-1990), «Το Κυπριακό μετά τον Β ' Πα­

Page 268: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 267

γκόσμιο Πόλεμο», θέσεις, τ. 25, 26, 28, 29, 31.Μηλιός Γ., Ιωακείμογλου Η. (1990), Η διεθνοποίηση του ελληνικού κα-

πιταλισμού και το ισοζύγιο πληρωμών, Αθήνα.Μιχαήλ Δ. (χ.χ. εκδ.), Έθνος, εθνικισμός και εθνική συνείδηση, Αθήνα

(1993).Μπαλιμπάρ Ε. (1984), «“Κρίση του μαρξισμού", επικαιρότητα του μαρξι­

σμού», θέσεις (μτφ. X. θεοχαράς), τ. 6.Μπαλιμπάρ Ε. (1988), «'Ερευνες πάνω στον εθνικισμό και το ρατσισμό»

(μτφ. Τ. Καναβάρος), θέσεις, τ. 25.Μπαλιμπάρ Ε. (1989), «Δικτατορία του προλεταριάτου» (μτφ. Δ. Δημού­

λης), θέσεις, τ. 26.Μπαλιμπάρ Ε. (1989-α), «Σχετικά με τη μαρξιστική θεωρία της πάλης των

τάξεων», (μτφ. X. Γιαννούλη/Δ. Δημούλης), θέσεις, τ. 28.Μπαλιμπάρ Ε. (1990), «Για την "κρίση του μαρξισμού”» (μτφ. Δ. Δημού­

λης), θέσεις, τ. 31.Μπαλιμπάρ Ε. (1990-α), «θέσεις» (μτφ. Δ. Δημούλης), θέσεις, τ. 31.Μπαλιμπάρ Ε. (1993). «Η πρόταση της ισοελευθερίας» (μτφ. Β. Παπαοι-

κονόμου/Δ. Δημούλης), θέσεις, τ. 42.Μπαλιμπάρ (1993-α), Τα όρια της δημοκρατίας, Αθήνα.Μπαλτάς Αρ. (1988), «Για την έννοια του ιστορικού χρόνου», Ο Πολίτης,

τ. 94.Μπαλτάς Αρ. (1991), «Πρόταση για τη συγκρότηση της έννοιας “επι­

στήμη”», Λόγου χάριν, τ. 2.Μπαλτάς Αρ. (1991-α), «θέματα πανεπιστημιακών εξετάσεων. Για την κρί­

ση του μαρξισμού», Ο Πολίτης, τ. 116.Μπενσαίντ Ντ. (1989), «Στρατηγική και κόμμα» (μτφ. Χρ. Βερναρδάκης/

Δ. Κίτσιου), θέσεις, τ. 26.Μπιτσάκης Ε. (1992), «Για την έννοια της πολιτικής», Ουτοπία, τ. 3.Busch Κ. (1986), Η κρίση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (μτφ. Μ. Βαλσα-

μίδου), Αθήνα.Busch Κ. (1992), Η Ευρώπη μετά το 1992 (μτφ. Χρ. Γιαννούλη/Δ. Δημού­

λης), Αθήνα.Μπρεδήμας Α. (χ. χρ.), «Αυτοδιάθεση λαών και απόσχιση κράτους στα

πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών», Δίκαιο και πολιτική, τ. 12.De Ste Croix, G.E.M. (1985), «Ο Καρλ Μαρξ και η μελέτη του αρχαίου

κόσμου. Το πρόβλημα των τάξεων» (μτφ. Δ. Κυρτάτας), Ο Πολίτης, τ. 69-70.

Νούτσος Π. (1979), Ουτοπία και ιστορία, Αθήνα.Νούτσος X. (1990), Ιστορία της εκπαίδευσης και ιδεολογία, Αθήνα.

Page 269: Dialektikh Toy Polemoy

268 Δ. ΔΗΜΟΥΛΗΣ - X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ

Ξιφαράς Δ. (1993), «Η “ακατάλυτη συνέχεια” του ελληνισμού. Ορισμένες επίκαιρες σκέψεις για την “εθνική ιστορία”», θέσεις, τ. 42.

Ξιφαράς Δ. (1993-α), «Η “ακατάλυτη συνέχεια” του ελληνισμού. Ορισμέ­νες επίκαιρες σκέψεις για την “εθνική ιστορία”», θέσεις, τ. 43.

Παπαδημητρόπουλος Δ. (1992), «Μία οφειλόμενη απάντηση», Ο Πολίτης, τ. 118.

Παπαδημητρόπουλος Δ. (1993), «Γιουγκοσλαβία: Η αδυσώπητη λογική των εθνικών κρατών», Ο Πολίτης, τ. 122.

Πάσχος Γ. (1991), Κράτος δικαίου και πολιτική, Αθήνα.Πετρινιώτη Ξ. et al. (1993), Η μετανάστευση προς την Ελλάδα (μτφ. Αλ.

Πατμανίδου), Αθήνα.Πουλαντζάς Ν. (1975), Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις (μτφ. Κ.

Φιλίνης), τ. Α ', Αθήνα.Πουλαντζάς Ν. (1975-α), Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις (μτφ. Λ.

Χατζηπροδρομίδης), τ. Β ', Αθήνα.Πουλαντζάς Ν. (1984), Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός (μτφ. Γ.

Κρητικός), Αθήνα.Ρόζενταλ Μ., Γιουντίν Π. (1963), «Πόλεμος», Μικρό Φιλοσοφικό Λεξικό

(μτφ. Π. Στεφάνου), Αθήνα.Σιμιτσής Κ. (1990), «Αντίρρηση συνείδησης στη στρατιωτική θητεία: η

ανάδυση ενός δικαιώματος του ανθρώπου σε διεθνές επίπεδο», Δί­καιο και πολιτική, τ. 17-18.

Σκληρός Γ. (1977), «Η φιλοσοφία του πολέμου και της ειρήνης», στο: Έργα, Αθήνα.

Σκοπετέα Ε. (1988), Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα, Αθήνα.Σμιττ Κ. (1988), Η έννοια του πολιτικού (1932) (μτφ. Α. Λαβράνου), Αθή­

να.Σούρλας Π. (1991), «Η ηθική της ειρήνης», Το Βήμα, 10.2.91.Σταμάτης Γ. (1984), «Μη αναπαραγωγικές δαπάνες, κρατικές δαπάνες, κοι­

νωνική αναπαραγωγή και κερδοφορία του κεφαλαίου», θέσεις, τ. 6.

Σταμάτης Γ. (1988), Σχέδιο και αγορά στις σοσιαλιστικές οικονομίες, Αθήνα.

Σταμάτης Γ. (1993), Τεχνολογική εξέλιξη και ποσοστό κέρδους στον Marx (μτφ. Χρ. Γιαννούλη/Δ. Δημούλης), Αθήνα.

Σταμάτης Κ. (1992), «Επαναστατική ηθική και ανθρώπινα δικαιώματα», Η Εποχή, 13.12.92.

Τζιόβας Δ. (1989), Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο μεσοπόλεμο, Αθήνα.

Page 270: Dialektikh Toy Polemoy

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 269

Τσινόρεμα Β. (1991), «Ευρώπη και πολιτισμός», Ο Πολίτης, τ. 115.Τυροβούζης Χρ. (1988), «Η αντιστασιακή ιδεολογία», Θέσεις, τ. 23-24.Τυροβούζης Χρ. (1989), «Για την ιστορική διάσταση του “Μακεδονι­

κού”», θέσεις, τ. 27.Φλούσσερ Β. (1992), «Υπάρχει ακόμη το γαλλικό έθνος;» (μτφ. Δ. Δημού­

λης), Θέσεις, τ. 38.Habermas J. (1991), «Ηθική του διαλόγου: Σημειώσεις για ένα πρόγραμμα

θεμελίωσης» (μτφ. Κ. Καβουλάκος), θεωρία και Κοινωνία, τ. 4.Χατζής Δ. (1985), «Γύρω από τα προβλήματα της “συνέχειας”» (1954), Ο

Πολίτης, τ. 69-70 (Λογοτεχνικός Πολίτης, επιμ. τεύχ. Μαρ. Δή- τσα).

Ψυρούκης Ν. (1992), Το εθνικό ζήτημα, Αθήνα.

Page 271: Dialektikh Toy Polemoy
Page 272: Dialektikh Toy Polemoy

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ TON Δ. ΔΗΜΟΥΛΗ ΚΑΙ X. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ «ΕΘΝΗ - ΤΑΞΕΙΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ», ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟ- ΠΟΙΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗ Γ. ΛΕΟΝΤΑΚΙΑΝΑΚΟΣ & ΥΙΟΙ Ο.Ε., ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΕΚΑΝΕ Ο Σ. ΣΤΕΜΝΗΣ, ΤΟ ΜΟ­ΝΤΑΖ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ ΑΤΕΛΙΕ Α. ΚΑΛΕΜΗΣ & ΣΙΑ Ο.Ε., ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΤΥΠ Α.Ε. ΤΟΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 1995 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ

ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΡΙΤΙΚΗ

Page 273: Dialektikh Toy Polemoy
Page 274: Dialektikh Toy Polemoy