C1/+ - perugia.edu.gr · imkânı yok (δεν είναι δυνατόν), imkân vermek (δίνω...

32

Transcript of C1/+ - perugia.edu.gr · imkânı yok (δεν είναι δυνατόν), imkân vermek (δίνω...

Αγαπητοί φίλοι,

έχετε μπροστά σας το πλήρες λεξιλόγιο του βιβλίου που καλύπτει το επίπεδο C1/+ της σειράς İstanbul μεταφρασμένο στα ελληνικά. Το γλωσσάριο περιέχει όχι μόνο όλες τις λέξεις (ρήματα, ουσιαστικά, επίθετα) που εμφανίζονται στις 12 ενότητες του βιβλίου αλλά και τα συ-νώνυμα, τα αντίθετα καθώς και εκφράσεις και παροιμίες που περιέχουν τις λέξεις αυτές. Όλα αυτά είναι ένα πολύτιμο και απαραίτητο βοήθημα για τον σπουδα-στή της τουρκικής ώστε να αποκτήσει μία πλήρη και σφαιρική εικόνα της γλώσσας. Ευχαριστούμε τους συνεργάτες-καθηγητές Zeynep Albayrak και Γιάν-νη Πανουργιά που επιμελήθηκαν την εργασία αυτή.Σας ευχαριστούμε για το ενδιαφέρον σας και την αγάπη με την οποία έχετε από καιρό αγκαλιάσει τη σειρά İstanbul.

Τίνα Ζωγοπούλου

İstanbul C1/+

ONOMATA (Oυσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες κ.α.)

1. akım: ρεύμα/ elektrik akımı (ηλεκτρικό ρεύμα), sanat akımı (καλλιτεχνικό ρεύμα), felsefe akımı (φιλοσοφικό ρεύμα), siyasî akımı (πολιτικό ρεύμα), hava akımı (ρεύμα αέρα), akmak (κυλώ, ρέω), burnum akıyor (τρέχει η μύτη μου)

2. alarm: 1. ξυπνητήρι, 2. συναγερμός/ alarm kurmak (βάζω ξυπνητήρι)

3. aşama: φάση, στάδιο/ aşmak (ξεπερνώ, υπερπηδώ), sınırı aşmak (ξεπερνώ τα όρια), kendimi aşmak (ξεπερνώ τον εαυτό μου), aşama kaydetmek (σημειώνω πρόοδο), bu aşamada (σε αυτή τη φάση)

4. ateş saati: ρολόι κερί, ρολόι φωτιά

5. atılgan: τολμηρός, παράτολμος, ριψοκίνδυνος/ atılganlık (τόλμη), atılmak (1. πετιέμαι, 2. ρίχνομαι, εξορμώ), atılgan davranmak (συμπεριφέρομαι ριψοκίνδυνα)

6. ay yılı: σεληνιακό έτος/ ay takvimi (σεληνιακό ημερολόγιο), ayın evreleri (οι φάσεις της σελήνης)

7. ayrıntı: λεπτομέρεια/ ayrıntılı (λεπτομερής), ayrıntılı açıklama (λεπτομερής εξήγηση), ayrıntılara girmek (μπαίνω σε λεπτομέρειες), ayrıntılara girmeyelim! (ας μην μπούμε σε λεπτομέρειες), ayrıntılara önem vermek (δίνω σημασία στις λεπτομέρειες) συν. detay (λεπτομέρεια)

8. barınma: 1. στέγαση, 2. προστασία/ barınmak (1. στεγάζομαι, 2. βρίσκω άσυλο), barınak (1. καταφύγιο - κυριολεκτικά και μεταφορικά, 2. άσυλο), hayvan barınağı (καταφύγιο ζώων), barındırmak (1. στεγάζω, 2. παρέχω άσυλο, προστατεύω)

9. beklenti: προσδοκία, προσμονή/ beklentileri yüksek olmak (έχω υψηλές προσδοκίες), bir beklentim yok (δεν έχω κάποια προσδοκία)

10. cıva: υδράργυρος/ cıva gibi insan (υπερκινητικός άνθρωπος)

11. çanak: 1. γαβάθα, τσανάκα, 2. δορυφορική κεραία (πιάτο)/ çanak anten (δορυφορική κεραία), tabak çanak (πιατικά), çanak tutmak (πηγαίνω γυρεύοντας)

12. çelimsiz: αδύναμος/ çelimsizlik (αδυναμία), συν.

Ders Kitabı, C1/+

1η Ενότητα

güçsüz (αδύναμος)

13. devre: 1. περίοδος, 2. κύκλωμα/ elektrik devresi (ηλεκτρικό κύκλωμα), kısa devre (βραχυκύκλωμα), devreye sokmak (1. ενεργοποιώ, 2. βάζω ανθρώπους να μεσολαβήσουν για να καταφέρω κάτι), devre dışı bırakmak (απενεργοποιώ), devre arası (ημίχρονο), 3 aylık devre (τρίμηνη περίοδος), devre mülk (κατοικίες στις οποίες μπορεί να μείνει κανείς για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συνήθως εξοχικά)

14. düzenek: μηχανισμός

15. felç: 1. παράλυση, 2. εγκεφαλικό/ felç olmak (παραλύω), felç kalmak (μένω παράλυτος), belden aşağısı felç (παράλυτος από τη μέση και κάτω), trafik felç oldu (παρέλυσε η κίνηση), felç geçirmek (παθαίνω εγκεφαλικό), çocuk felci (πολιομυελίτιδα)

16. göç: 1. μετανάστευση, 2. αποδημία/ göç dalgası (μεταναστευτικό κύμα), göç akımı (μεταναστευτικό ρεύμα), toplu göç (μαζική μετανάστευση), göç etmek (1. μεταναστεύω, 2. αποδημώ), göçmek (1. μεταναστεύω, 2. πεθαίνω - μτφ.), göçmen (μετανάστης), yasadışı göçmen (λαθρομετανάστης), göçmen kuşlar (αποδημητικά πουλιά)

17. güneş saati: ηλιακό ρολόι

18. güneş yılı: ηλιακό έτος

19. hasat: 1. θέρος, 2. σοδειά/ hasat mevsimi (εποχή του θέρους), hasat etmek (θερίζω)

20. heves: 1. διάθεση, 2. ενθουσιασμός/ hevesim yok! (δεν έχω διάθεση!), hevesim kaçtı! (δεν έχω διάθεση!), birinin hevesini kırmak (χαλάω τη διάθεση κάποιου), hevesim kursağında kaldı (απογοητεύομαι), hevesli (ευδιάθετος, ορεξάτος)

21. hicrî: Εγίρα (σύμφωνα με το ισλαμικό ημερολόγιο όταν ο Μωάμεθ μετανάστευσε από τη Μέκκα στη Μεδίνα ήταν το έτος 1 της Εγίρας, αντιστοιχεί στο 622 μ.Χ. του γρηγοριανού ημερολογίου)/ hicrî takvim (ισλαμικό ημερολόγιο)

22. hürmetli: 1. αξιοσέβαστος, 2. αυτός που δείχνει σεβασμό/ hürmet (σεβασμός, εκτίμηση), hürmet etmek (σέβομαι), hürmette kusur etmemek (δείχνω πλήρη σεβασμό), αντ. hürmetsiz (ασεβής)

23. ibre: βελόνα/ ibre tersine döndü (άλλαξε η κατάσταση, αλλάξανε οι συνθήκες), ibre benden yana değil (οι συνθήκες είναι εναντίον μου)

24. ipucu: στοιχείο, ίχνος, τεκμήριο/ ipucu vermek (αφήνω ίχνη, δίνω στοιχεία)

25. isyankâr: στασιαστής, ανυπότακτος/ isyan (εξέγερση, στάση), isyan etmek (ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι)

26. işitme engeli: κουφός/ συν. sağır (κουφός)

27. kadran: καντράν

28. kum saati: κλεψύδρα

29. makul: πιθανός, λογικός/ biraz makul ol! (να είσαι λίγο λογικός!), makul karşılamak (αντιμετωπίζω λογικά), makul konuşmak (μιλάω λογικά), makul sebep (πιθανή αιτία), συν. mantıklı (λογικός)

30. mantık: λογική/ mantıklı (λογικός), mantıksız (παράλογος)

31. mehtap: 1. σεληνόφως, 2. πανσέληνος/ mehtaplı (φεγγαρόλουστος)

32. mekanik: μηχανικός (επίθετο)/ mekanik tasarım (μηχανικό σχέδιο), mekanik mühendisi (μηχανολόγος μηχανικός), mekanik teknisyeni (μηχανικός - επάγγελμα), mekanik destek (μηχανική στήριξη), mekanik problem (μηχανικό πρόβλημα)

33. mekanizma: μηχανισμός/ siyasî mekanizma (πολιτικός μηχανισμός)

34. mermer: 1. μάρμαρο, 2. μαρμάρινος/ mermer merdiven (μαρμάρινη σκάλα), mermer sütun (μαρμάρινη κολώνα), mermer heykel (μαρμάρινο άγαλμα), mermer döşeme (μαρμάρινο δάπεδο), mermer ocağı (λατομείο μαρμάρου), mermerci (μαρμαράς), mermer tozu (μαρμαρόσκονη)

35. metal: μέταλλο/ metalik (μεταλλικός)

36. mil: μίλι

37. milâdî: σωτήριος/ milâdî takvim (χριστιανικό ημερολόγιο), Milat (η γέννηση του Χριστού), Milattan Önce - Μ.Ö. (προ Χριστού - π.Χ.), Milattan Sonra (μετά Χριστόν - μ.Χ.)

38. periyot: περίοδος/ periyodik (περιοδικός), periyodik tablo (περιοδικός πίνακας - χημεία)

39. piyanist: πιανίστας/ piyano (πιάνο), piyano çalmak (παίζω πιάνο)

40. pusula: πυξίδα/ pusulayı şaşırmak (χάνω τον μπούσουλα)

41. rutin: ρουτίνα/ rutinden çıkmak (βγαίνω από τη

ρουτίνα)

42. sağır : κουφός/ sağır sultan bile duydu (ο κόσμος το’χει τούμπανο), συν. işitme engelli (κουφός)

43. saydam: διαφανής

44. sihirbaz: ταχυδακτυλουργός, μάγος/ sihir (μαγεία), sihirli (μαγικός, μαγεμένος)

45. sponsor: σπόνσορας, χορηγός/ sponsorluk (χορηγία), THY sponsorluğunda (με τη χορηγία των Τουρκικών Αερογραμμών)

46. su saati: υδραυλικό ρολόι

47. şakak: κρόταφος

48. teorik: θεωρητικός/ teori (θεωρία)

49. tüyo: σημάδι, στοιχείο/ tüyo vermek (δίνω στοιχείο)

50. uygarlık: πολιτισμός/ uygar (πολιτισμένος), uygar davranış (πολιτισμένη συμπεριφορά), uygar ilişki (πολιτισμένη σχέση), uygar insan (πολιτισμένος άνθρωπος), uygar seviyesi (πολιτισμικό επίπεδο), Antik Yunan uygarlığı (αρχαιοελληνικός πολιτισμός), uygarlaşmak (εκπολιτίζομαι), uygarlaştırmak (εκπολιτίζω), συν. medeniyet (πολιτισμός)

51. yöre: περιοχή, τόπος/ yöre halkı (τοπικός πληθυσμός), yöresel (τοπικός), yöresel yemek (τοπικό φαγητό), yöresel kıyafet (τοπική φορεσιά), yöresel şive (ντοπιολαλιά)

aΈχεις μάθει 51 Ονόματα!

ΡΗΜΑΤΑ

1. buğulanmak: θαμπώνω (αμετάβατο)/ buğulu (θαμπός, θολός)

2. çırpınmak: σφαδάζω, χτυπιέμαι, προσπαθώ πολύ/ çırpmak (χτυπώ), kanatlarımı çırpmak (φτερουγίζω), yumurta çırpmak (χτυπώ αυγό)

3. doğrulmak: ορθώνομαι/ doğru (1. ευθύς, ίσιος, 2. σωστός, αληθινός, 3. σωστά, αλήθεια), doğrultmak (ορθώνω), belimi doğrultmak (1. ορθώνω τη μέση μου, 2. ορθοποδώ)

4. düzenlemek: 1. διοργανώνω, 2. βάζω σε τάξη / düzenli (τακτικός, οργανωμένος), düzensiz (άτακτος), düzen (τάξη, αρμονία)

5. eritmek: λιώνω (μεταβατικό), διαλύω/ erimek (λιώνω, διαλύομαι - αμετάβατο), üzüntüden erimek

(λιώνω από τη στενοχώρια), içimin yağları eridi! (με τρώει η θλίψη!)

6. iletmek: μεταφέρω, διαβιβάζω/ iletişim (επικοινωνία)

7. ilişkilendirmek: σχετίζω/ ilişki (σχέση), ilişkin (σχετικός)

8. istifade etmek: εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι/ istifade (εκμετάλλευση), fırsattan istifade (επί τη ευκαιρία)

9. kaygılanmak: ανησυχώ/ kaygılanma! (μην ανησυχείς!), kaygı (άγχος, ανησυχία, αγωνία), kaygı buzokluğu (άγχος, ανησυχία), bu konuda kaygılarım var (έχω ανησυχίες πάνω σ’αυτό το θέμα), kaygılı (αγχωμένος, ανήσυχος), kaygısız (ξένοιαστος, αμέριμνος)

10. olanaklı kılmak: 1. καθιστώ δυνατό, 2. επιτρέπω/ olanak (δυνατότητα), olanaklı (δυνατός), olanaksız (αδύνατος)

11. sözleşmek: συνεννοούμαι/ sözleşme (1. συμβόλαιο, 2. σύμβαση, 3. συμφωνητικό), iş sözleşmesi (συμβόλαιο εργασίας), kira sözleşmesi (συμβόλαιο ενοικίου), sözleşme imzalamak (υπογράφω συμβόλαιο), sözleşme maddesi (άρθρο συμβολαίου), sözleşmeyi iptal etmek (ακυρώνω το συμβόλαιο), sözleşme şartları (όροι του συμβολαίου)

12. takışmak: τσακώνομαι/ takışmak (τσακωμός), συν. kavga etmek (τσακώνομαι)

13. tasarlamak: σχεδιάζω/ tasarım (σχέδιο), tasarımcı (σχεδιαστής), moda tasarımcısı (σχεδιαστής μόδας), tasarlanmak (σχεδιάζομαι), kanun tasarısı (νομοσχέδιο)

14. taşmak: υπερχειλίζω, ξεχειλίζω, πλημμυρίζω (και μεταφορικά)/ sabrım taştı! (η υπομονή μου ξεχείλισε!), sabrımı taşırma! (μη δοκιμάζεις την υπομονή μου!)

15. ulumak: 1. γαβγίζω, 2. ουρλιάζω, 3. αλυχτώ

16. yaygınlaşmak: εξαπλώνομαι, διαδίδομαι/ yaygın (διαδεδομένος), yaymak (1. εξαπλώνω, 2. διαδίδω, 3. εκπέμπω)

17. zehirlenmek: δηλητηριάζομαι/ zehir (δηλητήριο), zehirlemek (δηλητηριάζω), zehir gibi acı (πικρός σαν δηλητήριο), zehir zemberek konuşmak (μιλώ σκληρά), zehir zıkkım olsun! (να σου βγει ξινό!), gıda zehirlenmesi (τροφική δηλητηρίαση)

18. zonklamak: πάλλομαι από τον πόνο

aΈχεις μάθει 18 Ρήματα!

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

1. başını kaşıyacak zamanı olmamak: δεν έχω χρόνο να ξύσω το κεφάλι μου

2. bir şeyi lehine çevirmek: στρέφω κάτι υπέρ μου

3. bir şeyin temelini atmak: βάζω τα θεμέλια ενός πράγματος

4. çekip gitmek: τα παρατάω και φεύγω

5. ilgi duymak: νιώθω ενδιαφέρον

6. ilham vermek: εμπνέω/ ilham almak (εμπνέομαι), ilham vermek (εμπνέω), ilham perisi (μούσα)

7. kalbi küt küt atmak: χτυπάει γρήγορα η καρδιά μου (από φόβο, αγωνία ή έρωτα)

8. merak uyandırmak: ξυπνώ το ενδιαφέρον, προκαλώ την περιέργεια

9. para canlısı: φιλοχρήματος/ συν. para göz (φιλοχρήματος)

10. renk katmak: δίνω χρώμα (μεταφορικά)

11. sinirleri gerilmek: τεντώνονται τα νεύρα μου

12. ümidini kaybetmek: χάνω την ελπίδα μου

13. yapış yapış olmak: κολλάω/ nemden yapış yapış oldum! (κολλάω από την υγρασία!), yapıştırmak (κολλάω, μεταβατικό), yapıştırıcı (κόλλα)

14. zaman almak: παίρνω χρόνο/ zaman isteyen iş (δουλειά που θέλει χρόνο), zaman kaybı (χάσιμο χρόνου), zamanını çarçur etmek (σπαταλώ το χρόνο κάποιου), zamanlama (timing, συγχρονισμός), zamana bırakmak (το αφήνω στο χρόνο), zaman su gibi akıyor (ο χρόνος κυλάει σαν νερό), zaman nasıl geçti anlamadım! (δεν κατάλαβα πώς πέρασε ο χρόνος!), zaman kazanmak (κερδίζω χρόνο), zaman ayırmak (διαθέτω χρόνο)

15. zaman harcamak: ξοδεύω χρόνο

16. zaman kaybetmek: χάνω χρόνο

17. zaman öldürmek: σκοτώνω την ώρα μου

aΈχεις μάθει 17 Εκφράσεις!

5

2η Ενότητα

ONOMATA (Oυσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες κ.α.)

1. alt tarafı: στο κάτω κάτω της γραφής

2. antrenman: προπόνηση/ antrenman yapmak (προπονούμαι), antrenör (προπονητής), συν. idman (προπόνηση)

3. antropolog: ανθρωπολόγος/ antropoloji (ανθρωπολογία), sosyal antropoloji (κοινωνική ανθρωπολογία)

4. ayet: εδάφιο (του Κορανίου)

5. bağlılık: αφοσίωση/ bağlı (συνδεδεμένος, αφοσιωμένος), sana bağlı (εξαρτάται από σένα), duruma bağlı (εξαρτάται, εξαρτάται την περίσταση), bağ (δεσμός, σύνδεσμος), duygusal bağ (συναισθηματικός δεσμός)

6. belirti: 1. ένδειξη, σημάδι, 2. τεκμήριο, 3. σύμπτωμα/ belirtilere göre (σύμφωνα με τις ενδείξεις)

7. bilgin: επιστήμονας/ bilmek (γνωρίζω, ξέρω), bilerek (επίτηδες), bilmeden (άθελα, εν αγνοία μου), ne bileyim? (πού να ξέρω;), συν. âlim (επιστήμονας)

8. bilhassa: ιδιαίτερα, ειδικά/ bilhassa size teşekkür ederim (σας ευχαριστώ ιδιαιτέρως), συν. özellikle (ειδικά, ιδιαίτερα)

9. bilinçaltı: υποσυνείδητο/ bilinç (συνείδηση), bilinçli (ενσυνείδητος), bilinçsiz (ασυνείδητος), bilincini kaybetmek/ yitirmek (χάνω τη συνείδηση μου), toplumsal bilinç (κοινωνική συνείδηση), bilinçlenmek (συνειδητοποιώ)

10. cefa: βάσανο, πόνος/ cefa çekmek (βασανίζομαι), αντ. sefa (απόλαυση, καλοπέραση)

11. cihaz: συσκευή/ elektronik cihaz (ηλεκτρονική συσκευή)

12. çekingen: 1. ντροπαλός, 2. δειλός/ çekinmek (1. δειλιάζω, φοβάμαι, 2. διστάζω, ντρέπομαι), çekinme! (μην ντρέπεσαι!), çekince (επιφύλαξη), çekincelerim var (έχω επιφυλάξεις)

13. derviş: δερβίσης/ sabreden derviş muradına ermiş (όποιος κάνει υπομονή πετυχαίνει)

14. dizgin: χαλινάρι/ dizginleri ele almak (παίρνω τα ηνία), doludizgin (καλπάζοντας)

15. dörtnala: καλπάζοντας/ dörtnala gitmek

(καλπάζω), dörtnala kaçmak (γίνομαι καπνός)

16. edep: ευπρέπεια/ edepli (ευπρεπής), edepsiz (ξεδιάντροπος), edep yeri (γεννητικά όργανα), συν. terbiye (ευπρέπεια)

17. emniyet kemeri: ζώνη ασφαλείας/ emniyet (ασφάλεια)

18. eser: έργο (καλλιτεχνικό), δημιούργημα/ sanat eseri (καλλιτεχνικό έργο), tarihî eser (ιστορικό έργο), mimarî eser (αρχιτεκτονικό έργο), edebî eser (λογοτεχνικό έργο), bilimsel eser (επιστημονικό έργο), eser hırsızlığı (λογοκλοπή), tarihî eser kaçaklığı (αρχαιοκαπηλία)

19. faz: φάση

20. gazel: 1. είδος ποιήματος, 2. αμανές, 3. γαζέλα, 4. φθινοπωρινό φύλλο/ συν. ceren (γαζέλα), ceylan (γαζέλα), hariçten gazel okumak (εκφράζω άποψη πάνω σε κάποιο θέμα παρότι δεν έχω καλή γνώση γι’αυτό)

21. gerdanlık: περιδέραιο

22. göz bebeği: κόρη οφθαλμού

23. güvercin: περιστέρι

24. hakikî: πραγματικός/ hakikat (πραγματικότητα, αλήθεια), hakikaten (όντως, πραγματικά), συν.gerçek (1. αλήθεια, πραγματικότητα, 2. αληθινός, πραγματικός, 3. αυθεντικός)

25. harikulade: θαυμάσιος, αριστουργηματικός/ harika (θαύμα, αριστούργημα), συν. olağanüstü (θαυμάσιος)

26. hasılı: με λίγα λόγια, τελικά

27. hormon: ορμόνη, ορμονικός/ hormon testi (ορμονικό τεστ), hormonal bozukluk (ορμονική διαταραχή)

28. ıstırap: πόνος, βάσανο/ ıstıraplı (οδυνηρός), ıstırap çekmek (πονώ, βασανίζομαι), ıstırap içinde kıvranmak (σφαδάζω από τον πόνο)

29. içtenlik: ειλικρίνεια, εγκαρδιότητα/ içten (1. ειλικρινά, εγκάρδια, απ’την καρδιά, 2. ειλικρινής, εγκάρδιος), içten söylemek (το λέω ειλικρινά)

30. ilham: έμπνευση/ ilham etmek (εμπνέω), ilham almak (εμπνέομαι), ilham perisi (μούσα)

31. imkân: δυνατότητα/ imkânsız (αδύνατος),

imkânı yok (δεν είναι δυνατόν), imkân vermek (δίνω ευκαιρία), imkânlar dahilinde (μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων), maddî imkân (οικονομική δυνατότητα), imkânım kısıtlı (έχω περιορισμένες δυνατότητες), imkânı kaçırmak (χάνω τη δυνατότητα)

32. irtibat: επικοινωνία, σύνδεση, διασύνδεση/ irtibat kurmak (επικοινωνώ), irtibatı koparmayalım! (να κρατάμε επαφή!), irtibatlarım sağlam (έχω καλές επαφές, έχω κονέ), irtibatlı (συνδεδεμένος), συν. bağlantı (σύνδεση)

33. ispat: απόδειξη/ ispat etmek (αποδεικνύω), ispatlamak (αποδεικνύω)

34. izlenim: εντύπωση/ izlenim bırakmak (αφήνω την εντύπωση), ilk izlenim (πρώτη εντύπωση), izlenimlerime göre (σύμφωνα με τις εντυπώσεις μου)

35. kalender: καλόβολος

36. kanaat: 1. γνώμη, αντίληψη, πεποίθηση, 2. λιτότητα, ολιγάρκεια/ kanaat etmek (αρκούμαι με λίγα), kanaat getirmek (πιστεύω, σκέπτομαι), benim kanaatime göre (σύμφωνα με την γνώμη μου), kıt kanaat geçinmek (τα βγάζω πέρα με το ζόρι), kanaatkâr (λιτός, ολιγαρκής), aza kanaat etmeyen çoğu bulamaz (αυτός που δεν τα βγάζει πέρα με τα λίγα δεν μπορεί να βρει τα πολλά)

37. karışım: 1. μείγμα, 2. ανάμειξη/ karışmak (ανακατεύομαι, αναμειγνύομαι, εμπλέκομαι), karıştırmak (ανακατεύω, αναμειγνύω, εμπλέκω), ortalığı karıştırmak (προκαλώ διαταραχές, διχόνοια), karışık (ανακατεμένος), karışma! (μην ανακατεύεσαι!)

38. katot: κάθοδος, καθοδικός (φυσική)

39. kaynak: πηγή/ su kaynağı (πηγή νερού), kaynaklanmak (πηγάζω, προέρχομαι), kaynakça (βιβλιογραφία)

40. kıvılcım: σπίθα/ gözleri kıvılcım saçmak (σπινθιροβολούν τα μάτια του), yüreğime kıvılcım düşmek (ερωτεύομαι), umut kıvılcımı (σπίθα ελπίδας)

41. kıymet: αξία/ birine kıymet vermek (δίνω αξία σε κάποιον), kıymetimi kaybetmek (χάνω την αξία μου), kıymetli (πολύτιμος), benim için çok kıymetlisin (είσαι πολύ πολύτιμος για μένα), kıymetli taşlar (πολύτιμοι λίθοι), kıymetsiz (άχρηστος), συν. değer (αξία)

42. kimya: χημεία/ kimyasal (χημικός), kimyasal atık (χημικά απόβλητα)

43. kramp: κράμπα/ kramp girdi (με έπιασε κράμπα)

44. kusursuz: αψεγάδιαστος/ kusursuz insan olmaz (δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς ελαττώματα),

kusur (ελάττωμα, μειονέκτημα, ψεγάδι, κουσούρι), saygıda kusur etmek (δείχνω έλλειψη σεβασμού), kusura bakma(yın)! (με συγχωρείς -είτε!), αντ. kusurlu (ελαττωματικός)

45. kuşkucu: καχύποπτός, δύσπιστος/ kuşku (1. αμφιβολία, 2. αμφισβήτηση), bazı kuskularım var (έχω κάποιες αμφιβολίες), hiç kuşkunuz olmasın! (μην έχετε καμμία αμφιβολία!), kuşkulu (αμφίβολος), kuşkusuz (1. αναμφίβολος, αναμφισβήτητος, 2. αναμφίβολα, αναμφισβήτητα)

46. kuyruklu yıldız: κομήτης

47. lisan: γλώσσα/ lisan-ı münasip (με σωστό τρόπο, με σωστή γλώσσα), bir lisan bir insan, iki lisan iki insan (μια γλώσσα ένας άνθρωπος, δύο γλώσσες δύο άνθρωποι), συν. dil (γλώσσα)

48. lunapark: λούνα-παρκ

49. maharet: δεξιότητα, μαστοριά/ maharetli (επιδέξιος), maharetsiz (αδέξιος)

50. makam: 1. μακάμι, 2. μουσικός δρόμος πάνω στον οποίο χτίζεται το κομμάτι, 3. αξίωμα (θέση, βαθμίδα), 4. γραφείο/ makam mevkî sahibi insan (άνθρωπος με υψηλό αξίωμα, άνθρωπος σε υψηλή θέση), adlî makam (δικαστικό αξίωμα), yetkili makam (αρχή), yarın makamıma buyurun, görüşelim (αύριο ελάτε παρακαλώ στο γραφείο μου, να τα πούμε)

51. maksat: πρόθεση, σκοπός/ maksatlı (σκόπιμος), συν. amaç (σκοπός)

52. mana: έννοια, νόημα, σημασία/ bir mana verememek (δεν μπορώ να καταλάβω), manası yok (δεν έχει νόημα), manâlı (με νόημα), manâsız (άνευ νοήματος)

53. manevî: 1. πνευματικός, 2. ηθικός/ maneviyat (το ηθικό), manevî değerler (ηθικές αξίες), αντ. maddi (υλικός)

54. mecnun: τρελά ερωτευμένος

55. mektep: σχολείο/ mektepli (σπουδασμένος)

56. molekül: μόριο/ moleküler (μοριακός)

57. muhatap: 1. συνομιλητής, 2. αντίπαλος, 3. ομόλογος/ muhatabım değil (δεν είναι όμοιος μου), muhatabım yok (δεν έχω όμοιο μου)

58. mülakat: συνέντευξη/ συν. görüşme (συνέντευξη), iş mülâkatı (συνέντευξη για δουλειά), iş görüşmesi (συνέντευξη για δουλειά)

59. müsaade: άδεια/ müsaadenizle (με την άδεια

σας), müsaade ederseniz (αν μου επιτρέπετε), imkanlar müsaade ettiği ölçüde (όσο επιτρέπουν οι δυνατότητες), bana müsaade (εμένα επιτρέψτε μου να φύγω), συν. izin (άδεια)

60. nahoş: 1. δυσάρεστος, 2. αντιπαθητικός/ nahoş haber (δυσάρεστη είδηση), nahoş insan (αντιπαθητικός άνθρωπος), nahoş koku (δυσάρεστη μυρωδιά), αντ. hoş (καλός, ευχάριστος, συμπαθητικός)

61. nasip: 1. κλήρος, 2. πεπρωμένο, μοίρα/ nasip olursa (πρώτα ο Θεός), nasipsiz (άτυχος, γρουσούζης)

62. nazik: ευγενικός/ nezaket (ευγένεια), συν. kibar (ευγενικός)

63. ne denli: τόσο πολύ, πόσο πολύ/ ne denli üzüldüm anlatamam sana! (δεν μπορώ να σου πω πόσο πολύ στενοχωρήθηκα!), seni ne denli özledim! (πόσο πολύ σε πεθύμησα!)

64. niyaz: ικεσία, ευχή/ niyaz etmek (ικετεύω), naz niyaz (καπρίτσιο)

65. nörotik: νευρωτικός/ nörolog (νευρολόγος), nöroloji (νευρολογία)

66. övgü: έπαινος, εγκώμιο/ övgü dolu sözler (κολακευτικές κουβέντες), övmek (παινεύω), övünmek (παινεύομαι)

67. öz: 1. ουσία, 2. αυθεντικός/ öz anne (φυσική μητέρα), az ve öz konuşmak (λέω λίγα και ουσιαστικά), özgüven (αυτοπεποίθηση), öz saygı (αυτοσεβασμός), öz eleştiri (αυτοκριτική), öz denetim (αυτοσυγκράτηση), özgeçmiş (βιογραφικό)

68. pisi: ψιψίνα

69. ruh ikizi: αδερφή ψυχή/ ruh (πνεύμα), ruh hastası (ψυχασθενής), ruhsal (πνευματικός), ruhsal bozukluk (διανοητική διαταραχή), ruhsuz insan (βαρετός άνθρωπος, νωθρός, χωρίς ψυχή)

70. salınım: ταλάντωση

71. samanyolu: ο Γαλαξίας

72. sanki: λες και, δήθεν, τάχα

73. saplantı: έμμονη ιδέα, εμμονή, κόλλημα/ saplanmak (καρφώνομαι, χώνομαι), saplantılı insan (εμμονικός άνθρωπος)

74. seyran: αγνάντεμα/ iki gönül bir olunca samanlık seyran olur (όταν δύο άνθρωποι αγαπιούνται η φτώχεια δεν έχει σημασία)

75. sır: μυστικό/ sırrım var (έχω μυστικό), sır tutmak

(κρατώ μυστικό), sır paylaşmak (μοιράζομαι μυστικό), sır saklamak (κρύβω μυστικό), sana bir sır vereceğim (θα σου εξομολογηθώ κάτι)

76. sırça: 1. γυαλί, 2. γυάλινος

77. sine: στήθος/ sineye çekmek (ανέχομαι, υπομένω), bütün yaptıklarını sineye çektim ama bu bardağı taşırdı! (ανέχτηκα ό,τι έκανες αλλά αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι!)

78. sitem: γκρίνια, παράπονο/ sitem etmek (γκρινιάζω, παραπονιέμαι)

79. sükûnet: ηρεμία, ησυχία/ sükûnetini korumak (διαφυλάσσω την ηρεμία μου)

80. tabir: 1. ερμηνεία, εξήγηση, 2. έκφραση/ tabir etmek (ερμηνεύω), rüya tabiri (ονειροκρίτης, ερμηνεία ονείρου), eski tabir (παλιός όρος, παλιά έκφραση), hukukî tabir (νομικός όρος), tabiri caizse (ας πούμε, κατά κάποιο τρόπο, τρόπος του λέγειν)

81. takdir: 1. εκτίμηση, 2. αξιολόγηση, 3. μοίρα, 4. έγκριση/ takdir etmek (εκτιμώ,αναγνωρίζω), takdiri size bırakıyorum (το αφήνω στην κρίση σας), siz takdir edersiniz ki (όπως πιστεύετε, όπως αξιολογείτε), takdirname (γραπτός έπαινος)

82. takıntılı: εμμονικός/ takıntı (1. εμμονή, κόλλημα, ψύχωση, 2. σχέση), kafayı bir şeye takmak (κολλάει το κεφάλι μου σε κάτι), kafama takıldı (έχει κολλήσει στο κεφάλι μου), συν. saplantılı (εμμονικός)

83. tasavvuf: 1. μυστικισμός, 2. σουφισμός

84. tavır: 1. ύφος, 2. συμπεριφορά, τρόπος

85. tedavül: κυκλοφορία προϊόντος, χρήματος/ tedavülde olmak (είμαι σε κυκλοφορία), tedavülden kalkmak (βγαίνω εκτός κυκλοφορίας)

86. tekke: μοναστήρι δερβίσιδων, τεκές

87. tepki: αντίδραση/ tepki vermek (αντιδρώ), tepki göstermek (αντιδρώ)

88. teslimiyet: υποταγή/ teslimiyet göstermek (υποτάσσομαι σε), teslim olmak (παραδίνομαι), teslim almak (παραλαμβάνω, συλλαμβάνω)

89. tez: 1. διατριβή, 2. επιχείρημα

90. tutku: πάθος/ tutkulu (παθιασμένος)

91. tüberküloz: φυματίωση/ συν. verem (φυματίωση)

92. ultraviyole: υπεριώδης/ ultraviyole ışınları

(υπεριώδης ακτινοβολία), συν. morötesi (υπεριώδης)

93. uyum: 1. αρμονία, 2. συντονισμός/ Ünlü Uyumu (Φωνηεντική Αρμονία), renk uyumu (χρωματική αρμονία), uyumlu bir insan (ισορροπημένος, προσαρμόσιμος άνθρωπος), uyumlu çift (ταιριαστό ζευγάρι), özne - yüklem uyumu (συμφωνία υποκειμένου - ρήματος)

94. vefa: 1. ευγνωμοσύνη, 2. εμπιστοσύνη/ vefalı (έμπιστος), vefasız (αναξιόπιστος)

95. vicdan azabı: τύψεις/ vicdan azabı çekmek (με τρώνε οι τύψεις), vicdanı sızlamak (έχω τύψεις), vicdanı rahatsız olmak (έχω ένοχη συνείδηση), vicdan muhasebesi (αυτοκριτική, ενδοσκόπηση, απολογισμός), vicdansız (αδίστακτος, άπονος)

96. yiğit: 1. ήρωας, 2. παλικάρι, λεβέντης

97. zemin: δάπεδο, έδαφος/ zemin katı (ισόγειο)

98. zikir: 1. αναφορά, 2. ρυθμική επανάληψη της λέξης “Allah”/ zikir etmek (ψέλνω ρυθμικά), zikretmek (αναφέρω)

99. ziyade: 1. πολύ, 2. περίσσευμα/ ziyadesiyle (υπέρ του δέοντος)

aΈχεις μάθει 99 Ονόματα!

ΡΗΜΑΤΑ

1. adamak: 1. αφιερώνω/ adak adamak (κάνω τάμα)

2. aksetmek: καθρεφτίζομαι, ανακλώμαι/ yansımak (καθρεφτίζομαι, ανακλώμαι)

3. depolamak: αποθηκεύω/ depo (1. αποθήκη, 2. ντεπόζιτο αυτοκινήτου)

4. deşmek: σκαλίζω, σκάβω, ανοίγω/ eski yaraları deşmek (ξύνω παλιές πληγές)

5. fırlatmak: πετάω, εκσφενδονίζω/ fırlamak (πετάγομαι, ρίχνομαι), yerimden fırlamak (πετάγομαι από τη θέση μου)

6. fısıldamak: ψιθυρίζω, μουρμουρίζω/ fısıltı (ψιθύρισμα, μουρμουρητό)

7. harmanlamak: αναμειγνύω/ harman (μίγμα, χαρμάνι)

8. iddia etmek: ισχυρίζομαι/ iddia (ισχυρισμός), iddiacı (ισχυρογνώμων), iddialı (φιλόδοξος), iddiaya girmek (βάζω στοίχημα), iddialaşmak (στοιχηματίζω,

βάζω στοίχημα)

9. isyan etmek: ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι/ isyan (εξέγερση), isyankâr (στασιαστής, ανυπότακτος)

10. işlemek: 1. ενεργώ, κάνω, 2. επεξεργάζομαι, 3. βάζω σε λειτουργία/ işlem (1. ενέργεια, πράξη, 2. διαδικασία, λειτουργία), banka işlemleri (τραπεζικές διαδικασίες), beynim işlemiyor! (δε λειτουργεί το μυαλό μου!)

11. kanıtlamak : αποδεικνύω/ kanıt (απόδειξη, στοιχείο), kanıtlanmak (αποδεικνύομαι), συν. ispatlamak (αποδεικνύω), συν. ispat etmek (αποδεικνύω)

12. kasılmak: 1. συσπώμαι, 2. περηφανεύομαι, καυχιέμαι (μτφ.)/ kasılma (μυικός σπασμός)

13. katlanmak: αντέχω, υπομένω, ανέχομαι

14. oymak: χαράζω, σμιλεύω, σκαλίζω/ oymalı koltuk (σκαλιστή πολυθρόνα), gözünü oyarım senin! (θα σου βγάλω τα μάτια!)

15. övmek: παινεύω/ övünmek (παινεύομαι), övgü (έπαινος, εγκώμιο)

16. püskürtmek: 1. ραντίζω, ψεκάζω, 2. εκβάλλω

17. salgılamak: εκκρίνω/ hormon salgılamak (εκκρίνω ορμόνες)

18. seyre dalmak: αγναντεύω/ seyir (1. κατεύθυνση, διαδρομή, 2. αγνάντεμα), seyretmek (παρακολουθώ)

19. sınıflandırmak: ταξινομώ, κατατάσσω/ sınıf (1. τάξη - κοινωνική, σχολική, 2. κατηγορία)/ işçi sınıfı (εργατική τάξη), sınıfsal farklılık (ταξικές διαφορές), sınıf çatışması (σύγκρουση τάξεων)

20. sürüklemek: παρασέρνω, συμπαρασύρω/ sürükleyici (συναρπαστικός)

21. süzülmek: 1. σταλάζω, 2. αιωρούμαι

22. tatmin etmek: ικανοποιώ/ tatmin (ικανοποίηση), tatmin olmak (ικανοποιούμαι), tatmin edici (ικανοποιητικός), tatminkâr (ικανοποιητικός)

23. tercih etmek: προτιμώ/ tercih (προτίμηση)

24. ummak: ελπίζω, ευελπιστώ/ umut (ελπίδα), umudum var (έχω ελπίδα), umarım (ελπίζω - χρησιμοποιείται ιδιαίτερα με τον Geniş Zaman), umut etmek (ελπίζω), umut beslemek (τρέφω ελπίδες)

25. yakarmak: παρακαλώ, ικετεύω, εκλιπαρώ/ yakarış (ικεσία), συν. yalvarmak (ικετεύω, εκλιπαρώ)

aΈχεις μάθει 25 Ρήματα!

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

1. aşk olsun: (και aşkolsun) 1. αλίμονο!, 2. για όνομα του Θεού!, 3. μπράβο!

2. değmeyin keyfime: περνάω πολύ καλά, είμαι πολύ ευτυχισμένος/ değmek (1. αγγίζω, 2. φτάνω), nazar değmesin! (να μη σε ματιάσω!), keyif (κέφι, διάθεση, όρεξη), keyifli (κεφάτος, ορεξάτος, ευδιάθετος), keyifsiz (άκεφος, κακοδιάθετος), keyfim yok (δεν έχω κέφι), keyfim yerinde (είμαι κεφάτος, ορεξάτος), keyifler nasıl? (πώς πάνε τα κέφια;), keyfim kaçtı (δεν έχω διάθεση, έχασα το κέφι μου), keyifini bozmak (χαλάω το κέφι κάποιου), keyifli sohbet (ευχάριστη κουβέντα)

3. dilinden düşürmemek: μιλάω συνέχεια για κάτι

4. dillerde dolaşmak: ξακουστός, που τον συζητάνε όλοι

5. kafayı yemek: τρελαίνομαι/ kafayı yedin! (τρελάθηκες!)

6. lanet olsun: κατάρα!, ανάθεμα!/ lanet (κατάρα), lanet etmek (καταριέμαι), lanet okumak (καταριέμαι), lanetli (καταραμένος), lanetli ev (στοιχειωμένο σπίτι)

7. payını almak: παίρνω το μερίδιο μου/ pay (μερίδιο, μέρος), ağzının payını vermek (αποστομώνω), paylaşmak (μοιράζομαι)

8. temelini atmak: βάζω τα θεμέλια/ bir şeyin temelini atmak (βάζω τα θεμέλια ενός πράγματος), temel (1. θεμέλιο, βάση, 2. θεμελιακός, βασικός)

aΈχεις μάθει 8 Εκφράσεις!

5

3η Ενότητα

ONOMATA (Oυσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες κ.α.)

1. yaygın: διαδεδομένος/ yaymak (1. εξαπλώνω, 2. διαδίδω, 3. εκπέμπω), yaygınlaşmak (1. εξαπλώνομαι, 2. διαδίδομαι)

2. hâkimiyet: κυριαρχία, ηγεμονία, εξουσία/ hakim (1. κυρίαρχος, ηγεμόνας, εξουσιαστής, 2. δικαστής), konuya hakim olmak (γνωρίζω καλά το θέμα)

3. iman: πίστη/ iman etmek (πιστεύω), imana gelmek (συμμορφώνομαι), imanlı (πιστός), imansız (άπιστος)

4. muhtaç: αυτός που έχει ανάγκη από κάτι/ sevgiye muhtaç (έχει ανάγκη από αγάπη), paraya muhtaç (έχει ανάγκη από χρήματα)

5. köken: καταγωγή, προέλευση, ρίζα/ kökenli (προερχόμενος, καταγόμενος), İstanbul kökenli (με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη), köken bilimi (ετυμολογία), kök (ρίζα), köklü (ριζικός), köklü değişiklik (ριζική αλλαγή), köktenci (ριζοσπάστης)

6. yorum: 1. σχόλιο, 2. ερμηνεία/ yorum yapmak (σχολιάζω), yorum yok (ουδέν σχόλιον), yorumlamak (σχολιάζω), yorumsuz (ασχολίαστος)

7. kesin: 1. οριστικός, 2. οπωσδήποτε/ kesin karar (οριστική απόφαση), kesinlikle (οπωσδήποτε), kesinlik (σιγουριά, βεβαιότητα), kesinleşmek (οριστικοποιούμαι), kesinleştirmek (εξακριβώνω)

8. zarf: 1. φάκελος, 2. επίρρημα

9. tempo: ρυθμός, τέμπο/ tempo tutmak (κρατώ το ρυθμό), hayat temposu (ο ρυθμός της ζωής), iş temposu (ο ρυθμός της δουλειάς)

10. kıtlık: λιμός/ kıtlıktan çıkmış gibi yemek (τρώω σαν λιμασμένος)

11. kısırlık: στειρότητα, αγονία/ kısır (στείρος, άγονος), kısırlaştırmak (στειρώνω)

12. geçersiz: άκυρος/ geçersiz bilgi (μη έγκυρη πληροφορία), geçerlilik (εγκυρότητα, ισχύς), αντ.geçerli (έγκυρος)

13. gelişigüzel: όπως όπως, πρόχειρα/ gelişigüzel yapmak (κάνω κάτι άρπα κόλλα), gelişigüzel yaşamak (ζω απρόσεκτα)

14. hayırsever: φιλάνθρωπος, αγαθοεργός/ hayır (αγαθοεργία, ευεργεσία, χαΐρι), hayırseverlik (φιλανθρωπισμός), hayır görmek (βλέπω προκοπή, βλέπω καλό), hayır kurumu (ευαγές ίδρυμα), hayır

duası (ευλογία), hayırdır inşallah! (για καλό να είναι!)

15. nalbant: πεταλωτής/ nal (πέταλο), nalları dikti (τίναξε τα πέταλα), dörtnala (ολοταχώς), nal toplamak (έρχομαι τελευταίος και καταϊδρωμένος)

16. felaket: 1. καταστροφή, 2. δυστυχία, συμφορά/ savaş felaketi (πολεμική καταστροφή), felaket bölgesi (πληγείσα περιοχή), felaket tellalı (κινδυνολόγος, καταστροφολόγος)

17. aşırı doz: υπερβολική δόση/ doz (δόση), dozunu kaçırmak (παρατραβάω)

18. çeyiz: προίκα/ çeyiz vermek (δίνω προίκα), çeyizlik eşyalar (είδη προικός), çeyizsiz (χωρίς προίκα)

19. bayındırlık: χωροταξία/ Bayndırlık Bakanlığı (Υπουργείο Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων)

20. mal varlığı: περιουσία/ mal (1.αγαθό, 2. εμπόρευμα, 3. προϊόν, 4. περιουσία), mal sahibi (ιδιοκτήτης), mal miktarı (πληθώρα αγαθών), mal mevcudu (προϊόντα σε απόθεμα), varlık (1. οντότητα, ον, δημιούργημα, ύπαρξη, 2. περιουσία, υπάρχοντα), varlıklı (εύπορος)

21. huzurevi: οίκος ευγηρείας, γηροκομείο/ huzur (ηρεμία, γαλήνη, άνεση), huzurlu (ήρεμος, γαλήνος, άνετος), huzursuz (ανήσυχος)

22. uğraşı: ενασχόληση/ uğraşmak (1. ασχολούμαι, 2. προσπαθώ), bir şeyle uğraşmak (ασχολούμαι με κάτι), uğrasma! (μην ασχολείσαι!), uğraş (προσπάθεια)

23. kabartma: 1. εξόγκωμα, 2. ανάγλυφο/ kabartmak (φουσκώνω - μεταβατικό), kabartma tozu (baking powder)

24. pul: 1. γραμματόσημο, 2. πούλι (ρούχου), 3. φολίδα, λέπι/ pul koleksiyonu (συλλογή γραμματοσήμων), para pul oldu (δεν έχουν αξία τα λεφτά), parasız pulsuz (φτωχός)

25. zar: 1. ζάρι, 2. μεμβράνη

26. karşılıklı: αμοιβαίος/ karşılıklı anlayış (αμοιβαία κατανόηση), karşılıklı konuşma (διάλογος), karşılıksız (μονομερής, μονόπλευρος), karşılıksız aşk (μονόπλευρη αγάπη), karşılıksız yardım (μονόπλευρη βοήθεια), karşılıksız çek (ακάλυπτη επιταγή)

27. enteresan: ενδιαφέρων/ συν. ilginç (ενδιαφέρων)

28. karşılık olarak: ως ανταπόδοση, έναντι/ karşılık (1. ανταπόκριση, 2. ανταπόδοση, 3. αντίτιμο,

4. ανταμοιβή), karşılığında (έναντι), karşılık vermek (1. ανταποκρίνομαι, 2. ανταποδίδω, 3. απαντώ)

29. sunmak : παρουσιάζω/ sunum (παρουσίαση), sunucu (παρουσιαστής), imkan sunmak (προσφέρω δυνατότητα)

30. kebe: ύφασμα σαν τσόχα

31. değişken: μεταβλητός/ değişkenlik (μεταβλητότητα), değişmek (αλλάζω, αμετάβατο), değişiklik (αλλαγή), değişik (διαφορετικός), değiştirmek (αλλάζω - μεταβατικό), üstümü değiştirmek (αλλάζω ρούχα), fikrimi değiştirmek (αλλάζω γνώμη)

32. seçkin: εκλεκτός, διακεκριμένος/ seçmek (επιλέγω, διαλέγω), seçenek (1. επιλογή, 2. εναλλακτική λύση), seçim (1. επιλογή, 2. εκλογή), seçimler (εκλογές)

33. tabut: φέρετρο, κάσα

aΈχεις μάθει 33 Ονόματα!

ΡΗΜΑΤΑ

1. desteklemek: 1. υποστηρίζω, 2. ενισχύω/ destek (στήριγμα, υποστήριξη), destek olmak (στηρίζω, υποστηρίζω), destek vermek (υποστηρίζω), devlet destekli proje (πρότζεκτ επιδοτούμενο από το κράτος)

2. sıkılmak: βαριέμαι/ sıkıcı (βαρετός), sıkmak (1. σφίγγω, 2. κάνω κάποιον να βαρεθεί), sıkma canını! (μη στενοχωριέσαι!), sıkıntı (1. στενοχώρια, 2. δυσκολία, 3. βαρεμάρα), sıkıntıdan patlamak (σκάω από τη στενοχώρια), sıkıntılı günler geçirmek (περνάω δύσκολες μέρες)

3. özetlemek: λέω περιληπτικά, συνοψίζω/ özet (περίληψη, σύνοψη), özetle (συνοπτικά, κοντολογίς), özet olarak (εν συντομία), özetletecek olursak (για να συνοψίσουμε), kitap özeti (περίληψη βιβλίου)

4. ilişkilendirmek: σχετίζω/ ilişki (σχέση), ilişkin (σχετικός)

5. itiraz etmek: αντιτίθεμαι, αντιλέγω/ itiraz (αντίρρηση, ένσταση), itirazım yok (δεν έχω αντίρρηση), itirazsız kabul etmek (δέχομαι χωρίς αντίρρηση), bazı itirazlarım var (έχω κάποιες ενστάσεις)

6. ayırt etmek: διακρίνω, ξεχωρίζω/ ayırmak (1. χωρίζω, 2. διαχωρίζω, ξεχωρίζω, 3. διαθέτω, αφιερώνω), ayırtmak (κλείνω, κάνω κράτηση), vakit ayırmak (αφιερώνω χρόνο), dört kişilik bir masa

ayırttım (έκανα κράτηση ένα τραπέζι για τέσσερα άτομα)

7. çek bozdurmak: εξαργυρώνω επιταγή

8. ummak: ελπίζω, ευελπιστώ/ umut (ελπίδα), umudum var (έχω ελπίδα), umarım (ελπίζω - χρησιμοποιείται ιδιαίτερα με τον Geniş Zaman στο 1ο ενικό πρόσωπο), umut etmek (ελπίζω), umut beslemek (τρέφω ελπίδες), umut vermek (δίνω ελπίδες), umudunun kaybetmek (χάνω την ελπίδα μου), umudunu yitirmek (χάνω την ελπίδα μου), umut fakirin ekmeği (η ελπίδα είναι το ψωμί του φτωχού), çıkmadık candan umut kesilmez (η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία), umudu boşa çıkmak (απογοητεύομαι)

9. katlanmak: αντέχω, υπομένω, ανέχομαι/ katlanılmaz (αβάσταχτος)

10. yakınmak: παραπονιέμαι/ συν. şikayet etmek (παραπονιέμαι)

aΈχεις μάθει 10 Ρήματα!

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

1. suratını asmak : κρεμάω μούτρα, μουτρώνω/ surat (μούρη, φάτσα), asmak (κρεμάω), asık suratlı (μουτρωμένος)

2. sıkıntı çekmek : περνάω δυσκολίες, ταλαιπωρούμαι/ sıkıntı (1. στενοχώρια, 2. δυσκολία, 3. βαρεμάρα)

3. ileri geri konuşmak: μιλώ απερίσκεπτα

4. geri çevirmek: απορρίπτω

5. ele geçmek: πιάνομαι, περνάω στα χέρια κάποιου

6. yaşayıp gitmek: ζω/ yaşayıp gidiyoruz, bildiğin gibi (ζούμε, όπως τα ξέρεις - χρησιμοποιείται όταν δεν υπάρχει καμμία αλλαγή στη ζωή μας κ.λ.π)

7. iş işten geçmek: χάνω την ευκαιρία

8. şeref vermek: τιμώ, αποδίδω τιμές/ şeref (τιμή), şeref madalyası (μετάλλιο τιμής), şeref duymak (τιμώ), şereflendirmek (τιμώ)

9. aman dilemek: ζητώ έλεος/ amansız (ανελέητος)

10. ümidi kaybolmak: χάνεται η ελπίδα μου (βλ. 1η Ενότητα, Εκφράσεις νο. 12)

11. kılık değiştirmek: μεταμφιέζομαι/ kılık (1. μεταμφίεση, 2. παρουσιαστικό), kılıksız bir adam

(ένας κακοντυμένος άνδρας)

12. işleri yolunda olmak: οι δουλείες πάνε καλά

13. hale düşmek: πέφτω σε κατάσταση/ muhtaç hale düşmek (έχω ανάγκη)

14. onaylamak: εγκρίνω/ onay (έγκριση), onay vermek (δίνω έγκριση), onay almak (παίρνω έγκριση), onay beklemek (περιμένω έγκριση), onayına sunmak (θέτω υπό έγκριση), bu kararı onaylamıyorum (δεν εγκρίνω αυτήν την απόφαση)

15. uzak durmak: απέχω, αποφεύγω/ uzak (μακριά, μακρινός), uzakta (μακριά), uzaktan (από μακριά), uzaklaşmak (απομακρύνομαι), şekerden uzak duruyorum (αποφεύγω τη ζάχαρη), bana uzak olsun! (μακριά από μένα!), evimize uzak olsun! (μακριά από το σπίτι μας!)

16. başını dinlemek: ηρεμώ, χαλαρώνω/ baş başa (τετ-α-τετ), alıp başını gitmek (παίρνω των ομματιών μου), başını kaşıyacak vakti olmamak (δεν έχω χρόνο να ξύσω το κεφάλι μου)

17. adım atmak: κάνω βήμα/ adım adım (βήμα βήμα)

18. küçük düşünmek: δεν είμαι φιλόδοξος, κάνω αργά και σταθερά βήματα

19. peşini bırakmamak: τον ακολουθώ, δεν τον αφήνω σε ησυχία/ peş (πίσω), bir işin peşini bırakmamak (κυνηγώ μια δουλειά)

20. süzülüp gitmek: φεύγω και χάνομαι από τα μάτια

21. gözünü yükselere dikmek: βάζω υψηλούς στόχους

22. hamle yapmak: κάνω εξόρμηση/ bir hamlede (μεμιάς)

aΈχεις μάθει 22 Εκφράσεις!

5

4η Ενότητα

ONOMATA (Oυσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες κ.α.)

1. algılama: αντίληψη/ algılamak (αντιλαμβάνομαι), algılanmak (γίνομαι αντιληπτός), algı (αντίληψη), algı düzeyi (επίπεδο αντίληψης), algı yanılması (οφθαλμαπάτη)

2. analitik: αναλυτικός/ analiz (ανάλυση)

3. arşın: πήχυς, μέτρο μέτρησης μήκους/ Halep oradaysa arşın burada (ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα)

4. arzuhâl: αίτηση/ συν. dilekçe (αίτηση)

5. arzuhalci: αιτησιογράφος (άνθρωπος ο οποίος με χρηματικό αντίτιμο έγραφε επιστολές ή αιτήσεις)

6. aşırı makyaj: υπερβολικό μακιγιάζ/ makyaj yapmak (μακιγιάρομαι)

7. atanma: διορισμός, μετάθεση/ atanmak (διορίζομαι), geçici olarak atanmak (διορίζομαι με απόσπαση)

8. avuç: χούφτα/ avuç dolusu (ολόκληρη χούφτα), avuç içi (παλάμη), avuç içi kadar oda (ένα τόσο δα μικρό δωμάτιο), avuçlamak (χουφτώνω)

9. biçare: (αλλά και bîçare: απελπισμένος, δυστυχισμένος/ bîçarelik (απελπισία, δυστυχία), συν. çaresiz (απελπισμένος)

10. bilinçli: ενσυνείδητος/ bilinç (συνείδηση), bilinçaltı (υποσυνείδητο), αντ. bilinçsiz (ασυνείδητος)

11. bizzat: αυτοπροσώπως

12. cihan: οικουμένη, σύμπαν/ συν. evren (σύμπαν, οικουμένη)

13. çırak: 1. μαθητευόμενος, βοηθός, 2. τσιράκι

14. darp: χτύπημα/ darp etmek (χτυπάω)

15. dava: δίκη/ birine dava açmak (κάνω μήνυση σε κάποιον, καταθέτω αγωγή), davacı (ενάγων, μηνυτής), davalı (εναγόμενος)

16. esna: στιγμή, (συναντάται στη μορφή esnasında - κατά τη διάρκεια)/ o esnada (εκείνη τη στιγμή), o sırada (εκείνη τη στιγμή), ders esnasında (κατά τη διάρκεια του μαθήματος)

17. frekans: συχνότητα/ συν. sıklık (συχνότητα)

18. hasır: ψάθα/ hasır şapka (ψάθινο καπέλο), hasır koltuk (ψάθινη πολυθρόνα)

19. hekim: γιατρός/ aile hekimi (οικογενειακός γιατρός), uzman hekim (ειδήμων γιατρός), hekimden sorma çekenden sor (μη ρωτάς το γιατρό, ρώτα αυτόν που υποφέρει), συν. doktor (γιατρός)

20. heybetli: επιβλητικός/ heybet (επιβλητικότητα, μεγαλείο), συν. azametli (μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής)

21. ıstırap: πόνος, βάσανο/ ıstıraplı (οδυνηρός), ıstırap çekmek (πονώ, βασανίζομαι) συν. ızdırap (πόνος, βάσανο)

22. imaj: 1. εικόνα, 2. ίματζ/ imaj oluşturmak (διαμορφώνω ίματζ), imajını yenilemek (ανανεώνω την εικόνα μου), imaj değiştirmek (αλλάζω ίματζ), imaj danışmanı (σύμβουλος ίματζ)

23. iskemle: σκαμνί/ συν. tabure (σκαμνί)

24. izin tezkeresi: άδεια

25. kadı: καδής (οθωμανός δικαστής ο οποίος δίκαζε με βάση τον ισλαμικό νόμο)

26. kama: 1. χατζάρι, στιλέτο, 2. σφήνα

27. kamış: 1. καλάμι, 2. καλαμάκι (για ρόφημα)/ συν. pipet (καλαμάκι - για ρόφημα)

28. külliye: συγκρότημα κτιρίων (το συγκρότημα κτιρίων όπως νοσοκομείο, βιβλιοθήκη, μεντρεσές κ.α. γύρω από ένα τζαμί)

29. makam: 1. μακάμι, 2. μουσικός δρόμος πάνω στον οποίο χτίζεται το κομμάτι, 3. αξίωμα (θέση, βαθμίδα), 4. γραφείο/ makam mevkî sahibi insan (άνθρωπος με υψηλό αξίωμα, άνθρωπος σε υψηλή θέση), adlî makam (δικαστικό αξίωμα), yetkili makam (αρχή), yarın makamıma buyurun, görüşelim (αύριο ελάτε παρακαλώ στο γραφείο μου, να τα πούμε)

30. makul: πιθανός, λογικός/ biraz makul ol! (να είσαι λίγο λογικός!), makul karşılamak (αντιμετωπίζω λογικά), makul konuşmak (μιλάω λογικά), makul sebep (πιθανή αιτία), συν. mantıklı (λογικός)

31. maruzat: 1. αίτηση, πρόταση, 2. αίτηση, παράκληση, επιθυμία, 3. πληροφορία/ benim maruzatım yok (δεν το γνωρίζω), bir maruzatım var (θέλω να ζητήσω κάτι)

32. motivasyon: κίνητρο/ motive olmak (κινητοποιούμαι), motive etmek (κινητοποιώ)

33. mülakat: συνέντευξη/ συν. görüşme (συνέντευξη), iş mülâkatı (συνέντευξη για δουλειά), iş görüşmesi (συνέντευξη για δουλειά)

34. organizasyon: 1. οργανισμός, 2. διοργάνωση/ düğün organizasyonu (διοργάνωση γάμου), sınav organizasyonu (διοργάνωση εξετάσεων), organize etmek (διοργανώνω), organize olmak (διοργανώνομαι)

35. rütbe: αξίωμα, βαθμός, τίτλος/ χρησιμοποιείται μόνο για τη στρατιωτική ιεραρχεία

36. satır: 1. στίχος 2. είδος μαχαιριού/ satır başı (εσοχή κειμένου), satır aralığı (διάστιχο), iki satır yazmak (γράφω δυο αράδες)

37. sektör: τομέας/ özel sektör (ιδιωτικός τομέας), kamu sektörü (δημόσιος τομέας)

38. staj: πρακτική άσκηση/ stajyer (πρακτικάριος), staj yapmak (κάνω πρακτική), sözleşmeli stajyer (συμβασιούχος πρακτικάριος)

39. sütun: 1. κολώνα, κίονας, 2. στήλη (εφημερίδα)

40. tabure: σκαμνί/ συν. iskemle (σκαμνί)

41. tazminat: αποζημίωση, επίδομα/ sakatlık tazminatı (αναπηρική αποζημίωση), ihbar tazminatı (αποζημίωση λόγω απολύσεως), maddi tazminat (οικονομική αποζημίωση), manevî tazminat (ηθική αποζημίωση)

42. uçuk kıyafet: φευγάτο ντύσιμο/ uçuk kaçık giyinmek (ντύνομαι έξαλλα)

43. unvan: τίτλος (αξίωμα)

44. üstat: 1. μέντορας, 2. δάσκαλος/ üstatlık (μαστοριά, επιδεξιότητα)

45. vizyon: όραμα

46. yasal süreç: νόμιμη διαδικασία/ yasa (νόμος, κανόνας, κώδικας), yasa dışı (παράνομος), yasal (νόμιμος)

47. zulüm: απανθρωπιά, καταπίεση/ zulmetmek (καταπιέζω), zulmetmek (καταπιέζω, βασανίζω), συν. eziyet (1. καταπίεση, 2. ταλαιπωρία)

aΈχεις μάθει 47 Ονόματα!

ΡΗΜΑΤΑ

1. artış göstermek: παρουσιάζω άνοδο/ artmak (αυξάνομαι), artırmak (αυξάνω)

2. arz etmek: 1. υποβάλλω, 2. προσφεύγω/ arzederim (παρακαλώ), arz-talep (προσφορά-ζήτηση)

3. benimsemek: ενστερνίζομαι, ασπάζομαι

4. çare aramak: ψάχνω λύση

5. kanaat getirmek: καταλήγω σε μια άποψη

6. ölçüp biçmek: υπολογίζω, σκέπτομαι λεπτομερώς

7. uğraşmak: 1. ασχολούμαι, 2. προσπαθώ/ bir şeyle uğraşmak (ασχολούμαι με κάτι), boşuna uğraşmak (ασχολούμαι άσκοπα), uğrasma! (μην ασχολείσαι!), uğraşı (ενασχόληση)

aΈχεις μάθει 7 Ρήματα!

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

1. delik deşik etmek: κατατρυπώ

2. derdine çare olmak: γίνομαι η λύση στο πρόβλημα

3. emri başı üstüne: emrin başım üstüne (όπως διατάξεις)

4. ipler koptu: έχουν διακοπεί οι σχέσεις μας/ ipini kendi eliyle çekmek (σκάβω το λάκο μου), iple çekmek (περιμένω ανυπόμονα, αδημονώ)

aΈχεις μάθει 4 Εκφράσεις!

5

5η Ενότητα

ONOMATA (Oυσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες κ.α.)

1. Danıştay: Συμβούλιο του Κράτους/ Sayıştay (Ελεγκτικό Συνέδριο), Yargıtay (Ανώτατο Δικαστήριο)

2. bakteri: βακτήριο/ bakteriyolog (βακτηριολόγος), bakteriyoloji (βακτηριολογία), antibakteriyal (αντιβακτηριδιακός)

3. mantar: 1. μανιτάρι, 2. μύκητας/ mantarlı pizza (πίτσα με μανιτάρια), mantar çorbası (μανιταρόσουπα), mantar hastalığı (μυκητίαση), mantar gibi çoğalmak (αυξάνονται σαν μανιτάρια)

4. denetlenme: έλεγχος/ denetlenmek (ελέγχομαι), denetlemek (ελέγχω, επιθεωρώ), denetimden çıkmak (βγαίνω εκτός ελέγχου), denetleme geçirmek (περνάω έλεγχο), denetim (έλεγχος, επίβλεψη)

5. kısıtlanma: περιορισμός/ kısıtlanmak (περιορίζομαι), kısıtlamak (περιορίζω), kısıtlı (περιορισμένος), kısıtlı zaman (περιορισμένος χρόνος), kısıtlı imkan (περιορισμένη δυνατότητα)

6. olgu: παράγοντας/ sosyal olgu (κοινωνικός παράγοντας), tarihsel olgu (ιστορικός παράγοντας)

7. bilinçaltı: υποσυνείδητο (βλ. 2η Ενότητα, Ονόματα νο. 9)

8. propaganda: προπαγάνδα/ propaganda yapmak (κάνω προπαγάνδα), propaganda araçları (προπαγανδιστικά μέσα)

9. ideoloji: ιδεολογία/ sol ideoloji (αριστερή ιδεολογία), sağ ideoloji (δεξιά ιδεολογία), ideolojik (ιδεολογικός), ideolojik akım (ιδεολογικό ρεύμα), ideolog (ιδεολόγος)

10. şahsiyet: προσωπικότητα, ατομικότητα/ tarihî şahsiyet (ιστορική προσωπικότητα), şahsî (προσωπικός, ατομικός), συν. kişilik (προσωπικότητα, ατομικότητα)

11. sanal: εικονικός/ sanal gerçeklik (εικονική πραγματικότητα), sanal dünya (εικονικός κόσμος)

12. vakıf: 1. ίδρυμα, οργανισμός, 2. βακούφι/ Sağlık ve Sosyal Yardımlaşma Vakfı (Οργανισμός Υγείας και Κοινωνικής Βοήθειας)

13. versiyon: έκδοση, διασκευή, εκδοχή, βερσιόν

14. gala: γκαλά

15. şelale: καταρράκτης

16. trajikomik: κωμικοτραγικός/ trajik (τραγικός), trajedi (τραγωδία)

17. orijinal: 1. πρωτότυπος, 2. πρωτότυπο/ orijinal fikir (πρωτότυπη ιδέα), orijinal kopya (πρωτότυπο έγγραφο), orijinalığını kaybetmek (χάνω την αυθεντικότητα μου), orijinalite (πρωτοτυπία)

18. bobin: μπομπίνα

19. mülkiyet: ιδιοκτησία/ mülkiyet hakkı (κυριότητα), mülk (ιδιοκτησία, περιουσία, κτήμα), mülkiyet vergisi (φόρος ακίνητης περιουσίας), özel mülkiyet (ατομική ιδιοκτησία), mal mülk sahibi (εύπορος), malını mülkünü satmak (πουλώ την περιουσία μου) mülksüz (ακτήμονας)

20. başrol: πρωταγωνιστικός ρόλος/ rol (ρόλος), rol yapmak (προσποιούμαι)

21. garip: 1. περίεργος, παράξενος, 2. κακομοίρης, φουκαράς/ garipsemek (μου φαίνεται παράξενο), garibine gitmek (μου φαίνεται παράξενο), garip davranmak (συμπεριφέρομαι περίεργα), συν. tuhaf (παράξενος, περίεργος), zavallı (κακομοίρης, φουκαράς), gariban (κακομοίρης, φουκαράς)

22. tapu: 1. τίτλος ιδιοκτησίας, 2. υπηρεσία κτηματολογίου/ tapu memuru (υποθηκοφύλακας), tapusuz (αυθαίρετος), Tapu Dairesi (Υπηρεσία Εθνικού Κτηματολογίου), tapu senedi (έγγραφο τίτλου ιδιοκτησίας)

23. hariç: εκτός, χωρίς/ ben hariç (εκτός από μένα), bundan hariç (εκτός από αυτό), haricî disk (εξωτερικός δίσκος)

24. kritik: 1. κρίσιμος, 2. κριτικός, 3. κριτική/ kritik nokta (κρίσιμο σημείο), kitap kritiği (κριτική βιβλίου), kritik yapmak (κάνω κριτική), kritik dönem (κριτική περίοδος), kritik durum (κριτική κατάσταση)

25. müthiş: 1. εκπληκτικός, 2. φοβερός, τρομερός

26. soytarılık: γελοιότητα, καραγκιοζιλίκι/ soytarı (1. καραγκιόζης, γελοίος, 2. γελωτοποιός), soytarılık yapma! (μην κάνεις γελοιότητες!)

27. smokin: σμόκιν

28. rezil: 1. ξεφτιλισμένος, 2. άθλιος, 3. αισχρός/ rezil olmak (γίνομαι ρεζίλι, ξεφτιλίζομαι), elaleme rezil olmak (γίνομαι ρεζίλι στον κόσμο), ele güne rezil olmak (γίνομαι ρεζίλι σε όλον τον κόσμο), rezil etmek (ρεζιλεύω, ξεφτιλίζω), rezillik (ρεζίλι, ρεζιλίκι, εξεφτελισμός), rezalet (ντροπή, ρεζίλι, ρεζιλίκι)

29. mecbur: υποχρεωμένος/ çalışmaya mecburum (είμαι υποχρεωμένος να δουλέψω), mecburen (αναγκαστικά), mecburî (υποχρεωτικός), mecburiyet (υποχρέωση)

30. gladyatör: μονομάχος

31. uğruna: χάριν, για/ görev uğruna (στο όνομα του καθήκοντος), vatan uğruna (για χάρη της πατρίδας), senin uğruna (για χάρη σου, για σένα), uğurlu (τυχερός, γουρλίδικος), bir hiç uğruna (για το τίποτα)

32. doküman: έγγραφο, ντοκουμέντο/ resmi döküman (επίσημο έγγραφο), συν. belge (έγγραφο)

33. düzenek: μηχανισμός, σύστημα/ συν. mekanizma (μηχανισμός)

34. tribün: κερκίδα, εξέδρα/ tribünler ayağa kalktı (ξεσηκώθηκαν οι κερκίδες)

35. bağlam: συνδυασμός/ bağ (δεσμός, σύνδεσμος), bağlamak (δένω), bağlılık (αφοσίωση, δεσμός), bağlı (συνδεδεμένος), sana bağlı (εξαρτάται από σένα), bağlanmak (1. δένομαι, προσκολλώμαι, 2. συνδέομαι, δεσμεύομαι), bağlantı (σύνδεση)

36. uzantı: προέκταση, προεξοχή/ uzanmak (τεντώνομαι, ξαπλώνω), uzamak (1. μακραίνω, 2. ψηλώνω), uzatmak (1. απλώνω, 2. επεκτείνω), elimi uzatmak (απλώνω το χέρι μου), sözü uzatmadan (για να μην μακρηγορώ)

37. tutku: πάθος/ tutkulu (παθιασμένος)

38. yöre: περιοχή

39. olgu: παράγοντας

40. örgü: 1. πλεκτό, 2. πλέξιμο/ örmek (πλέκω), olay örgüsü (υπόθεση, ιστορία, πλοκή - λογοτεχνία)

aΈχεις μάθει 40 Ονόματα!

ΡΗΜΑΤΑ

1. restore edilmek: ανακαινίζομαι, αναστηλώνομαι/ restore etmek (ανακαινίζω, αναστηλώνω), restorasyon (ανακαίνιση)

2. sınırlı tutmak: κρατώ περιορισμένο/ sınırlı sayıda (σε περιορισμένο αριθμό)

3. dönüşmek: μετατρέπομαι, μεταμορφώνομαι/ dönüştürmek (μετατρέπω, μεταμορφώνω), dönüşüm (μεταμόρφωση, μετασχηματισμός), geri dönüşüm

(ανακύκλωση)

4. kılavuzluk etmek: οδηγώ, καθοδηγώ/ kılavuz (οδηγός), görünen köy kılavuz istemez (χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει)

5. yöneltmek: κατευθύνω/ yön (κατεύθυνση, πορεία), yönelik (κατευθυνόμενος προς, στραμένος), yönelmek (κατευθύνομαι), yönetmek (1. διευθύνω, διοικώ, 2. συντονίζω, 3. σκηνοθετώ), yönetmen (σκηνοθέτης), yönetim (1. διεύθυνση, διοίκηση, 2. σκηνοθεσία), yönetim kurulu (διοικητικό συμβούλιο), yönlendirmek (1. κατευθύνω, καθοδηγώ, 2. μεθοδεύω)

6. yansımak: αντικατοπτρίζομαι/ yansıtmak (αντικατοπτρίζω, αντανακλώ)

7. olgunlaşmak: ωριμάζω/ olgun (ώριμος, γινωμένος), olgunluk (ωριμότητα), olgunlukla karşılamak (αντιμετωπίζω με ωριμότητα)

8. tutturmak: καρφιτσώνω/ tutmak (κρατώ, βαστώ), dikiş tutturmak (κατασταλλάζω)

aΈχεις μάθει 8 Ρήματα!

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

1. canı gönülden: ολόψυχος/ canı gönülden tebrik etmek (συγχαίρω ολόψυχα)

2. göz önüne serilmek: εκτυλίσσομαι μπροστά στα μάτια κάποιου

3. çığır açmak: χαράζω νέο δρόμο

4. iki laf etmek: λέω δυο κουβέντες

5. gün ışığına çıkarmak: βγάζω στο φως, αποκαλύπτω

6. ilham almak: εμπνέομαι

7. peşine düşmek: κυνηγώ, παίρνω στο κατόπι

8. bir şeyde hakkı olmak: έχω δικαίωμα σε κάτι

9. sönük kalmak: ωχριώ/ birinin yanında sönük kalmak (ωχριώ δίπλα σε κάποιον)

10. kanun çıkarmak: βγάζω νόμο, νομοθετώ

11. işe girişmek: στρώνομαι στη δουλειά

aΈχεις μάθει 11 Εκφράσεις!

6η Ενότητα

ONOMATA (Oυσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες κ.α.)

1. tevazu: μετριοφροσύνη, ταπεινοφροσύνη/ mütevazi (ταπεινός), mütevazi bir hayat (μια ταπεινή ζωή)

2. ihtiras: 1. πάθος, 2. φιλοδοξία/ ihtiraslı (1. παθιασμένος, 2. φιλόδοξος)

3. muhakeme: συλλογισμός, κρίση/ muhakeme etmek (επανεξετάζω, ξανασκέφτομαι)

4. bilinç: συνείδηση/ bilinç (συνείδηση), bilinçli (ενσυνείδητος), bilinçli tüketici (ενσυνείδητος καταναλωτής), bilinçsiz (ασυνείδητος), bilincini kaybetmek / yitirmek (χάνω τη συνείδηση μου), toplumsal bilinç (κοινωνική συνείδηση), bilinçlenmek (συνειδητοποιώ), bilinçaltı (υποσυνείδητο)

5. fazilet: αρετή/ faziletli (ενάρετος), fazilet örneği (υπόδειγμα αρετής), συν. erdem (αρετή)

6. hikmet: σοφία, γνώση/ hikmetli (σοφός)

7. şuur: συνείδηση/ şuurlu (ενσυνείδητος), şuursuz (ασυνείδητος), şuuraltı (υποσυνείδητο), συν. bilinç (συνείδηση)

8. nahoş: 1. δυσάρεστος, 2. αντιπαθητικός (βλ. 2η Ενότητα, Ονόματα νο. 60)

9. işitsel: ακουστικός/ görsel işitsel (οπτικοακουστικός)

10. görsel: οπτικός/ görsel işitsel (οπτικοακουστικός), görsel hafıza (οπτική μνήμη), görsel efekt (οπτικό εφέ)

11. oran: αναλογία, ποσοστό/ oranla (σε σύγκριση με…), İstanbul İzmir’e oranla daha kalabalık (η Κωνσταντινούπολη σε σύγκριση με την Σμύρνη είναι πιο πολυπληθής), büyük oranda (σε μεγάλο ποσοστό), oransal karşılaştırma (αναλογική σύγκριση), yüksek oranda (σε υψηλό ποσοστό)

12. duyu: αίσθηση/ beş duyu (οι πέντε αισθήσεις), duyu organı (αισθητήριο όργανο), işitme duyusu (η αίσθηση της ακοής), sağduyu (κοινή λογική)

13. reaksiyon: αντίδραση/ alerjik reaksiyon (αλλεργική αντίδραση), kimyasal reaksiyon (χημική αντίδραση), zincirleme reaksiyon (αλυσιδωτή αντίδραση), reaksiyona girmek (αντιδρώ), reaksiyon göstermek (αντιδρώ), συν. tepki (αντίδραση)

14. yazılım: λογισμικό/ bilgisayar yazılımı (λογισμικό υπολογιστή), yazmak (γράφω), yazar (συγγραφέας), yazma (συγγραφή), yazı (1. γραφή, 2. κείμενο, 3. άρθρο, δημοσίευμα)

15. küreselleşme: παγκοσμιοποίηση/ küre (σφαίρα), yarımküre (ημισφαίριο), küresel (σφαιρικός), συν. globalleşme (παγκοσμιοποίηση)

16. faktör: παράγοντας/ dış faktör (εξωτερικός παράγοντας), συν. etken (παράγοντας)

17. kalifiye: ειδικευμένος/ kalifiye eleman (ειδικευμένο προσωπικό), συν. nitelikli (ειδικευμένος), vasıflı (ειδικευμένος)

18. bileşke: συνισταμένη

19. entelektüel: διανοούμενος, λόγιος, πνευματικός άνθρωπος, άνθρωπος των γραμμάτων/ συν. münevver (λόγιος)

20. uygar: πολιτισμένος/ uygar davranış (πολιτισμένη συμπεριφορά), uygar ilişki (πολιτισμένη σχέση), uygar insan (πολιτισμένος άνθρωπος), uygar seviyesi (πολιτισμικό επίπεδο), uygarlık (πολιτισμός), Antik Yunan uygarlığı (αρχαιοελληνικός πολιτισμός), uygarlaşmak (εκπολιτίζομαι), uygarlaştırmak (εκπολιτίζω), συν. medeniyet (πολιτισμός)

21. yetkinlik: 1. κατάρτιση, 2. εντέλεια/ yetkin (τέλειος)

22. ütopik: ουτοπικός/ ütopi (ουτοπία), ütopya (ουτοπία)

aΈχεις μάθει 22 Ονόματα!

ΡΗΜΑΤΑ

1. arınmak: 1. εξαγνίζομαι, 2. διυλίζομαι/ günahlarından arınmak (εξαγνίζομαι από τις αμαρτίες μου), arındırıcı (εξαγνιστικός)

2. irtibatlandırmak: συνδέω/ irtibat (1. σύνδεση, διασύνδεση, 2. επικοινωνία), irtibat kurmak (επικοινωνώ), irtibat bürosu (γραφείο επικοινωνίας)

3. yapılandırmak: ιδρύω

aΈχεις μάθει 3 Ρήματα!

5

7η Ενότητα

ONOMATA (Oυσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες κ.α.)

1. bağdaşma: αρμονία, εξοικείωση/ bağdaşık (ομοιογενής), bağdaşmak (ταιριάζω, συνεννοούμαι), bağdaştırmak (συνταιριάζω)

2. dışa vurum: εξωτερίκευση/ dışa vurmak (εξωτερικεύω)

3. dürtü: ένστικτο, προτροπή/ temel dürtü (βασικό ένστικτο)

4. enstelasyon: (enstalasyon) εγκατάσταση (και για έργα τέχνης)

5. espas: διάστιχο, διάστημα

6. ibaret: αποτελούμενος/ ibaret olmak (αποτελούμαι), bundan ibaret (αυτό είναι όλο)

7. imge: εικόνα/ imgeci (εικονικός), imgesel (πλασματικός)

8. izlenimcilik: ιμπρεσιονισμός/ izlenim (εντύπωση), ilk izlenim (πρώτη εντύπωση), iyi bir izlenim bırakmak (αφήνω μια καλή εντύπωση)

9. kasvet: κατάθλιψη, μελαγχολία, στενοχώρια/ kasvet bastı (θλίβομαι), kasvetli (καταθλιπτικός, μελαγχολικός, στενάχωρος)

10. küratör: επιμελητής (έργου)

11. menzil: 1. βεληνεκές, εμβέλεια, 2. μετόπισθεν, 3. τόπος διανυκτέρευσης/ ateş menzili (απόσταση βολής)

12. müşavir: σύμβουλος/ malî müşaviri (οικονομικός σύμβουλος), adlî müşaviri (νομικός σύμβουλος)

13. peyzaj: τοπογραφία/ peyzaj çizimi (τοπογραφικό σχέδιο)

14. tenkit: 1. κριτική, 2. στίξη/ tenkit etmek (κάνω αρνητική κριτική)

15. tezhip: διακόσμηση

16. tümel: ολοκληρωτικός/ tüm (ολόκληρος, όλος), tümüyle (ολοκληρωτικά, εξ ολοκλήρου)

aΈχεις μάθει 16 Ονόματα!

ΡΗΜΑΤΑ

1. onurlandırmak: τιμώ, αποδίδω τιμές/ onur (τιμή, περηφάνεια) συν. şereflendirmek (τιμώ)

2. uyandırmak: ξυπνώ, αφυπνίζω (μτφ.)/ ilgi uyandırmak (ξυπνώ το ενδιαφέρον), merak uyandırmak (ξυπνώ την περιέργεια), uyanmak (ξυπνάω)

aΈχεις μάθει 2 Ρήματα!

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

1. amaç gütmek: αποσκοπώ/ amaç (σκοπός, στόχος), amaçsız (άσκοπος), amacına ulaşmak (φτάνω το σκοπό μου), amacını gerçekleştirmek (πραγματοποιώ τον σκοπό μου), bir amaç uğruna yaşamak (ζω για χάρη ενός σκοπού), asıl amaç (ο πραγματικός σκοπός), ulvî amaç (μεγαλοπρεπής σκοπός), bu amaç doğrultusunda (σύμφωνα με αυτό το σκοπό)

2. layık görmek: θεωρώ κατάλληλο/ layık (ταιριαστός, κατάλληλος, άξιος), sana layık değil ama (δεν είναι άξιο σου αλλά… - το λέμε όταν δίνουμε ένα δώρο), layığını bulmak (έπαθε ότι του άξιζε), ödüle layık bulunmak (είμαι βραβεύσιμος)

3. öne çıkarmak: βγάζω κάτι / κάποιον σε πρώτο πλάνο

4. rol oynamak: παριστάνω, υποδύομαι, παίζω θέατρο

5. üstüne gelmek: έρχεται το ένα μετά το άλλο

aΈχεις μάθει 5 Εκφράσεις!

5

8η Ενότητα

ONOMATA (Oυσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες κ.α.)

1. olgu: παράγοντας (βλ. 5η Ενότητα, Ονόματα νο. 6)

2. telkin: 1. συμβουλή, υπόδειξη, 2. υποβολή (ψυχολογική)/ telkinde bulunmak (συμβουλεύω, κάνω υποδείξεις), güven telkin etmek (εμπνέω εμπιστοσύνη), itimat telkin etmek (εμπνέω εμπιστοσύνη), telkin gücü (πειστικότητα)

3. çerçeve: 1. κάδρο, κορνίζα, 2. πλαίσιο/ ana çerçeve (βασικό πλαίσιο), bu çerçevede (σε αυτό το πλαίσιο)

4. biçim: 1. μορφή, σχήμα, 2. μέθοδος, τρόπος/ daire biçiminde (σε σχήμα κύκλου), biçim almak (παίρνω μορφή), biçim vermek (δίνω μορφή), ne biçim bir insan! (τι είδους άνθρωπος!)

5. yetişkin: ενήλικος/ yetişkin gözetimi (γονική επιτήρηση), συν. erişkin (ενήλικος)

6. ergenlik: εφηβεία/ ergen (έφηβος), ergenlik dönemi (περίοδος εφηβείας), ergenlik aşkı (έρωτας της εφηβείας), ergenlik öncesi (προ εφηβείας)

7. teşvik: 1. ενθάρρυνση, προτροπή, 2. έναυσμα, 3. κίνητρο/ teşvik etmek (ενθαρρύνω, παρακινώ), teşvik edici (ενθαρρυντικός), suça teşvik (πρόκληση)

8. yatkın: έχω κλίση προς, επιρρέπεια/ matematiğe yatkınım (έχω κλίση προς τα μαθηματικά), yatkınlık (κλίση, επιρρέπεια), akla yatkın (λογικός), eli işe yatkın (επιδέξιος)

9. yayın: έκδοση, δημοσίευση, 2. μετάδοση/ yayınevi (εκδοτικός οίκος), yayınlamak (1. εκδίδω, δημοσιεύω, 2. εκπέμπω), süreli yayın (περιοδική έκδοση), canlı yayın (ζωντανή μετάδοση), naklen yayın (απευθείας μετάδοση), yayın yasağı (απαγόρευση δημοσίευσης, απαγόρευσης μετάδοσης), basın yayın (ο τύπος), genel yayın müdürü (αρχισυντάκτης), basın ve yayın özgürlüğü (ελευθερία του τύπου)

10. eğilim: κλίση, ροπή/ eğilim göstermek (κλίνω), siyasi eğilim (πολιτική τάση), eğilmek (1. σκύβω, γέρνω, 2. γονατίζω), eğmek (1. σκύβω, γέρνω), boyun eğmek (σκύβω το κεφάλι), eğri (στραβός)

11. nezaret: επίβλεψη, μέριμνα/ nezaret etmek (επιβλέπω, επιτηρώ), nezaretçi (επιτηρητής), nezaret altına almak (συλλαμβάνω), nezaret altında (υπό κράτηση), birinin nezaretinde (υπό την επίβλεψη κάποιου), nezarethane (κρατητήριο)

12. ıslahevi: αναμορφωτήριο, σωφρονιστικό ίδρυμα/ ıslah (αναμόρφωση, σωφρονισμός), ıslah etmek (αναμορφώνω, συμορφώνω, σωφρονίζω), ıslahat (μεταρρύθμιση), Islahat Fermanı (Μεταρρυθμιστικό Διάταγμα), Allah ıslah etsin! (να του δώσει μυαλό ο Θεός!)

13. palmiye: φοίνικας/ Altın Palmiye Ödülü (Βραβείο Χρυσού Φοίνικα)

14. fert: μονάδα/ aile fertleri (μέλη της οικογένειας), ferdi (ατομικός), συν. birey (άτομο, μονάδα)

15. mağdur: αδικημένος, θύμα/ mağdur olmak (πέφτω θύμα), şiddet mağduru (θύμα της βίας), mağduriyet (1. κατάντια, 2. αδικία)

16. telafi: επανόρθωση, αποκατάσταση, αναπλήρωση/ telafi etmek (επανορθώνω, αποκαθιστώ), telafi dersi (αναπληρωτικό μάθημα), zararı telafi etmek (αποκαθιστώ τη ζημιά), telafi edilemez hata (λάθος το οποίο δεν διορθώνεται), telafi edilebilir hata (λάθος το οποίο μπορεί να διορθωθεί)

17. hükümran: ηγεμόνας/ συν. hükümdar (1. ηγεμόνας, 2. βασιλιάς, 3. σουλτάνος), egemen (ηγεμόνας)

18. uyuşmazlık: ασυμφωνία/ uyuşmazlık yok (δεν υπάρχει ασυμφωνία), συν. ihtilaf (διαφωνία, ασυμφωνία), uyuşmaya varmak (φτάνω σε συμφωνία)

19. sistematik: συστηματικός/ sistem (σύστημα)

20. soylu: αριστοκράτης, ευγενής/ soyluluk (αριστοκρατία), soylu bir aileden gelmek (έρχομαι από αριστοκρατική οικογένεια), kent soylu (αστικός), soylu bir amaç (ένας ευγενικός σκοπός), συν. aristokrat (αριστοκράτης), asil (αριστοκράτης)

21. uzlaşımsal: συμβατικός, συμβατός/ uzlaşım (συμβατικότητα, σύμβαση)

22. ferdî: ατομικός, προσωπικός (βλ. 8η Ενότητα, Ονόματα νο. 14)

23. itidal: μετριοπάθεια, ψυχραιμία/ itidalini kaybetmek (χάνω την ψυχραιμία μου), itidalini muhafaza etmek (διατηρώ την ψυχραιμία μου), itidal sahibi (ψύχραιμος), itidalli (μετριοπαθής, ψύχραιμος), itidalsiz (ασυγκράτητος)

24. asli: βασικός, κύριος/ asli görev (βασικό καθήκον), asli üye (βασικό μέλος), asli neden (κύρια αιτία), asli yükümlülük (βασική υποχρέωση)

25. ihtiras: 1. πάθος, 2. φιλοδοξία/ ihtiraslı (1. παθιασμένος, 2. φιλόδοξος), συν. tutku (πάθος)

26. akit: 1. συμβόλαιο, συμφωνία, 2. διακανονισμός/ sözlü akit (λεκτική συμφωνία), evlilik akdi (γάμος - νομικά), iş akdi (εργασιακό συμβόλαιο), συν. sözleşme (συμβόλαιο, συμφωνία)

27. kamu: 1. δημόσιο, 2. λαός/ kamu sektörü (δημόσιος τομέας), kamuya açık (δημόσιος, ανοιχτός στο κοινό), kamu düzeni (δημόσια τάξη), kamu oyu (κοινή γνώμη), kamu sektörü (δημόσιος τομέας), kamu davası (δημόσια αγωγή), kamu refahı (δημόσια ευημερία)

28. otorite: 1. εξουσία, αρχή, επιβολή, 2. αυθεντία/otoriter (αυταρχικός), resmî otorite (επίσημη αρχή)

29. eser: έργο (καλλιτεχνικό), δημιούργημα (βλ. 2η Ενότητα, Ονόματα νο. 18)

30. müebbet: ισόβιος/ müebbet hapis cezası (ισόβια κάθειρξη)

31. işkence: βασανιστήριο, μαρτύριο/ işkence çekmek (βασανίζομαι), işkence etmek (βασανίζω), kendine işkence etmek (βασανίζω τον εαυτό μου)

32. sera: θερμοκήπιο/ sera etkisi (φαινόμενο του θερμοκηπίου), sera domatesi (ντομάτα θερμοκηπίου)

33. minyatür: μινιατούρα

34. moloz: χαλάσματα, μπάζα

35. poster: αφίσα, πόστερ/ συν. afiş (αφίσα)

36. lağım: 1. αποχέτευση, υπόνομος, 2. λαγούμι/ lağım borusu (αγωγός αποχέτευσης), lağım şebekesi (σύστημα υπονόμων)

37. hibe: δωρεά, ευεργεσία/ hibe etmek (δωρίζω, ευεργετώ), συν. bağış (ευεργεσία, δωρεά)

aΈχεις μάθει 37 Ονόματα!

ΡΗΜΑΤΑ

1. çatışmak: συγκρούομαι (αλληλοπαθές)/ çatmak (συγκρούομαι), çattık belaya (χαιρέτα μου τον πλάτανο, τώρα σώθηκες), kuşak çatışması (σύγκρουση γενεών), kaşlarımı çatmak (σουφρώνω τα φρύδια)

2. zikretmek: αναφέρω/ bir isim zikretmek (αναφέρω ένα όνομα), kısaca zikretmek (αναφέρω εν συντομία), zikretmeye değmez! (δεν είναι άξιο αναφοράς!)

3. volta atmak: κάνω βόλτες/ aşağı yukarı volta atmak (κάνω βόλτα πάνω κάτω)

4. yolunu bulmak: πλουτίζω σύντομα ή μέσω παράνομης οδού

5. bocalamak: ταλαντεύομαι, αμφιταλαντεύομαι

6. önemsemek: δίνω σημασία/ gerektiğinden fazla önemsemek (δίνω περισσότερη σημασία απ’ότι πρέπει), önem (σημασία), gereken önem (απαραίτητη σημασία), önemini kaybetmek (χάνω τη σημασία μου), önemli (σημαντικός, σπουδαίος), önemli değil (δεν πειράζει, δεν έχει σημασία), önemsiz (ασήμαντος)

7. öngörmek: προβλέπω, μαντεύω/ öngörü (πρόβλεψη, πρόγνωση), öngörü gücü (ικανότητα πρόβλεψης), öngörülere göre (σύμφωνα με τις προβλέψεις), öngörülmesi zor (δύσκολο να προβλέψουμε)

8. örgütlenmek: οργανώνομαι/ örgüt (1. οργανισμός, οργάνωση, 2. φορέας), terör örgütü (τρομοκρατική οργάνωση), yasadışı örgüt (παράνομη οργάνωση), gizli örgüt (μυστική οργάνωση), uluslararası örgüt (διεθνής οργανισμός)

9. temin etmek: εξασφαλίζω/ temin (διασφάλιση)

10. oymak: χαράζω, σμιλεύω, σκαλίζω (βλ. 2η Ενότητα, Ρήματα νο. 14)

11. kavramak: κατανοώ, αντιλαμβάνομαι/ kavram (έννοια, νόημα), soyut kavram (αφηρημένη έννοια), kavram kargaşası (αντιφατική έννοια), temel kavram (βασικό νόημα)

12. edinmek: αποκτώ/ evlat edinmek (υιοθετώ), arkadaş edinmek (κάνω φίλους), alışkanlık edinmek (αποκτώ συνήθεια), bilgi edinmek (αποκτώ γνώση), prensip edinmek (υιοθετώ ως αρχή), izlenim edinmek (έχω την εντύπωση), tecrübe edinmek (αποκτώ εμπειρία)

13. kapsamak: περιέχω, περιλαμβάνω/ kapsam (πλαίσιο), bu kapsamda (σε αυτό το πλαίσιο)

aΈχεις μάθει 13 Ρήματα!5

9η Ενότητα

ONOMATA (Oυσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες κ.α.)

1. bilmece: γρίφος, αίνιγμα, σταυρόλεξο

2. cemiyet: 1. κοινωνία, 2. συγκέντρωση, 3. όμιλος, σωματείο/ cemiyet hayatı (κοινωνική ζωή), συν. toplum (κοινωνία), dernek (όμιλος, σωματείο)

3. destan: έπος/ dillere destan (θρύλος), destan yazmak (γράφω ιστορία)

4. ehemmiyet: σημασία, σπουδαιότητα/ ehemmiyet vermek (δίνω σημασία), ehemmiyetli (σπουδαίος), συν. önem (σημασία)

5. enflasyon: πληθωρισμός/ enflasyon oranı (ποσοστό πληθωρισμού), yıllık enflasyon (ετήσιος πληθωρισμός), artan enflasyon (αυξανόμενος πληθωρισμός)

6. espri: χιούμορ/ esprili (πνευματώδης, με χιούμορ), espri yapmak (κάνω χιούμορ), espri anlayışı kıt (δεν έχει αίσθηση του χιούμορ), espri anlayışımız farklı (έχουμε διαφορετική αίσθηση του χιούμορ)

7. fay hattı: τεκτονικό ρήγμα/ fay (ρήγμα - τεκτονικό), hat (1. γραμμή - τηλεφωνική, αεροπορική, μετρό κ.α., 2. διαδρομή, dış hatlar (πτήσεις εξωτερικού), iç hatlar (πτήσεις εσωτερικού), metro hattı (γραμμή μετρό)

8. fıkra: ανέκδοτο, ευθυμογράφημα/ fıkra anlatmak (λέω ανέκδοτο, διηγούμαι ανέκδοτο), Nasreddin Hoca fıkraları (ανέκδοτα του Νασρεντίν Χότζα)

9. güreşçi: παλαιστής, πεχλιβάνης/ güreş (πάλη), güreş tutmak (παλεύω), güreşmek (παλεύω)

10. hiciv: σάτιρα, ευθυμογράφημα/ siyasi hiciv (πολιτική σάτιρα)

11. hikmetli: σοφός (βλ. 6η Ενότητα, Ονόματα νο. 6)

12. ırk: φυλή/ ırkçı (ρατσιστής), ırkçılık (ρατσισμός), ırk ayrımı (φυλετικός διαχωρισμός), melez ırk (φυλή μιγάδων), arî ırk (άρια φυλή), beyaz ırk (λευκή φυλή), Asya kökenli ırk (φυλή με ρίζες στην Ασία)

13. istatistik: 1. στατιστική, 2. στατιστικός / istatistikçi (στατιστικολόγος), istatistik uzmanı (στατιστικολόγος), Türkiye İstatistik Kurumu (Στατιστικό Ινστιτούτο της Τουρκίας)

14. karikatür: καρικατούρα, γελοιογραφία/ karikatürist (γελοιογράφος)

15. kelepir: κελεπούρι, ευκαιρία/ kelepir yakalamak (βρίσκω κελεπούρι)

16. koz: ατού, κόζι/ kozu kaybetmek (χάνω την ευκαιρία), kozunu oynamak (παίζω όλα τα χαρτιά μου), son kozunu oynamak (παίζω το τελευταίο μου χαρτί), birinin eline koz vermek (ενισχύω κάποιον, δίνω σε κάποιον το πλεονέκτημα)

17. maharet: δεξιότητα, μαστοριά (βλ. 2η Ενότητα, Ονόματα νο. 49)

18. mahsul: 1. προϊόν, 2. συγκομιδή, 3. καρπός/ mahsulat (προϊόντα), mahsul kaldırmak (θερίζω), yerli mahsul (τοπικό προϊόν), συν. ürün (προϊόν)

19. mahsus: αποκλειστικός/ bana mahsus (μου ανήκει, δικός μου), Türklere mahsus (α λα τούρκα), bir kereye mahsus (μονάχα μια φορά), kişiye mahsus (προσωπικός), συν. özgü (χαρακτηριστικός)

20. maksat: πρόθεση, σκοπός (βλ. 2η Ενότητα, Ονόματα νο. 51)

21. mazeret: 1. δικαιολογία, πρόσχημα, 2. άλλοθι/ mazeret bulmak (βρίσκω δικαιολογία), mazeretim var (έχω σοβαρό λόγο), mazeret beyan etmek (δηλώνω κάποια δικαιολογία), geçerli mazeret (βάσιμη δικαιολογία), sudan mazeret (πρόχειρη δικαιολογία)

22. meddah: λαϊκός αφηγητής

23. mizaç: ιδιοσυγκρασία/ mizacım böyle! (έτσι είναι η φύση μου!)

24. mizah: 1. σάτιρα, 2. χιούμορ/ mizah anlayışı (αίσθηση του χιούμορ), kara mizah (μαύρο χιούμορ, μαύρη κωμωδία)

25. moruk: χούφταλο, γέρος (αργκό)

26. muhalif: αντίπαλος, ενάντιος/ muhalefet etmek (αντιτάσσομαι), muhalefet partisi (αντιπολίτευση)

27. mübalağa: υπερβολή/ mübalağa etmek (υπερβάλλω), hiç mübalağasız (χωρίς καμμία υπερβολή), συν. abartı (υπερβολή)

28. mülk: ιδιοκτησία, περιουσία, κτήμα/ mülk vergisi (φόρος ακίνητης περιουσίας), mülksüz (ακτήμονας), mülkiyet (ιδιοκτησία), mülkiyet hakkı (κυριότητα)

29. müsamere: σχολική παράσταση/ tiyatro müsameresi (σχολική θεατρική παράσταση)

30. nezaket: ευγένεια, λεπτότητα/ nazik (ευγενικός)

31. nükte: αστείο, καλαμπούρι/ nükte yapmak (κάνω αστεία)

32. orta oyunu: τουρκικό θέατρο του δρόμου, τουρκικό υπαίθριο θέατρο

33. öksüz: ορφανός από μητέρα ή και από τους δύο γονείς/ öksüz kalmak (μένω ορφανός), öksüzlük (ορφάνια), συν. yetim (ορφανός)

34. palyaço: κλόουν, παλιάτσος

35. pota: 1. καλάθι (μπάσκετ), μπασκέτα, 2. χωνευτήρι, χοάνη

36. sadaka: ελεημοσύνη/ sadaka vermek (ελεώ, δίνω ελεημοσύνη)

37. şive: ντοπιολαλιά, τοπικό ιδίωμα/ Karadeniz şivesi (ντοπιολαλιά της Μαύρης Θάλασσας)

38. tarz: 1. στυλ, ρυθμός, 2. τρόπος/ hayat tarzı (τρόπος ζωής), bu benim tarzım değil (αυτό δεν είναι του στυλ μου), tarz sahibi insan (άνθρωπος που έχει στυλ), tarzını değiştirmek (αλλάζω στυλ), συν. stil (στυλ)

39. taşlama: σάτιρα/ taşlamak (1. λιθοβολώ, 2. σατιρίζω)

40. teferruat: λεπτομέρειες/ teferruatlı (λεπτομερής, διεξοδικός), teferruatıyla (λεπτομερώς), bu konuyu sonra teferruatlı konuşuruz (θα συζητήσουμε μετά λεπτομερώς αυτό το θέμα), συν. ayrıntı (λεπτομέρεια)

41. tekerleme: γλωσσοδέτης

42. tereddüt: 1. δισταγμός, 2. αμφιβολία/ tereddüt etmek (διστάζω), hiç tereddüt etmeden (χωρίς να διστάσω καθόλου), hiç tereddütünüz olmasın (μην έχετε καμμία αμφιβολία), bu konuda bazı tereddütlerim var (έχω κάποιες αμφιβολίες σ’ αυτό το θέμα), tereddütlü (διστακτικός)

43. tesir: επιρροή, επίδραση/ tesir etmek (επιδρώ), tesirli (επιδραστικός), birinin tesiri altına kalmak (είμαι υπό την επιρροή κάποιου), συν. etki (επιρροή)

44. tutku: πάθος/ tutkulu (παθιασμένος)

45. unsur: 1. στοιχείο, 2. συστατικό

46. unvan: τίτλος (αξίωμα)

47. vasıf: 1. προσόν, προτέρημα, 2. ποιότητα/ vasıflı eleman (προσωπικό με κατάρτιση, με προσόντα), συν. nitelik (1. ποιότητα, 2. προτέρημα, προσόν)

48. vatoz: σαλάχι

49. yergi: σάτιρα

50. yetim: ορφανός από πατέρα/ yetim bırakmak (αφήνω ορφανό), yetim kalmak (μένω ορφανός), yetimhane (ορφανοτροφείο), συν. öksüz (ορφανός)

51. zarif: 1. κομψός, 2. λεπτεπίλεπτος/ zarafet (κομψότητα), kuğu gibi zarif (κομψός σαν κύκνος)

52. zümre: τάξη, κατηγορία, στρώμα

aΈχεις μάθει 52 Ονόματα!

ΡΗΜΑΤΑ

1. ayırt etmek: διακρίνω, ξεχωρίζω (βλ. 3η Ενότητα, Ρήματα νο. 6)

2. dile getirmek: εκφράζω, διατυπώνω/ συν. ifade etmek (διατυπώνω, εκφράζομαι)

3. hedef almak: βάζω στόχο/ hedef (1. στόχος, 2. προορισμός), hedeflemek (στοχεύω), συν. hedef koymak (βάζω στόχο)

4. içerlemek: πειράζομαι

5. itiraz etmek: αντιτίθεμαι, αντιλέγω (βλ. 3η Ενότητα, Ρήματα νο. 5)

6. kapsamak: περιέχω, περιλαμβάνω (βλ. 8η Ενότητα, Ρήματα νο. 13)

7. mahkûm etmek: καταδίκάζω/ mahkûm (1. κατάδικος, 2. καταδικασμένος), mahkûm olmak (καταδικάζομαι), mahkumiyet (καταδίκη), altı yıla mahkum edilmek (καταδικάζομαι για έξι χρόνια), elim mahkum (αναγκαστικά, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς)

8. meşhur etmek: κάνω διάσημο/ meşhur (διάσημος, ξακουστός, φημισμένος)

9. sevk etmek: παροτρύνω, ωθώ/ sevk (1. μεταφορά, 2. ώθηση, 3. στρατολογία)

aΈχεις μάθει 9 Ρήματα!

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

1. bıyık altından gülmek: γελάω κάτω από το μουστάκι μου, γελάω κρυφά

2. dilinden düşmemek: μιλάω συνέχεια για κάτι

3. göze batmak: μου χτυπάει στο μάτι (για κάτι που ξεχωρίζει), με αρνητική σημασία

4. gözlerinin içi gülmek: γελάνε τα μάτια μου

5. gülmekten kırılmak: ξεκαρδίζομαι στα γέλια, σκάω στα γέλια/ gülmekten ölmek (πεθαίνω από τα γέλια)

6. gündem oluşturmak: δημιουργώ ατζέντα

7. iş çevirmek: μηχανεύομαι/ birinin arkasından iş çevirmek (μηχανεύομαι κάτι πίσω από την πλάτη κάποιου)

8. lafın altından kalkmak: δίνω τη σωστή και απαραίτητη απάντηση/ boş laf (κουβέντα χωρίς ουσία), laf aramızda (μεταξύ μας), laf esirgememek (δεν μασάω τα λόγια μου), ağzından laf almak (ψαρεύω κάποιον), iki çift laf etmek (κάνω κουβεντούλα), lafı ağzında kalmak (δεν προλαβαίνω

να του πω αυτό που θέλω), laf işitmek (άκουσα κατσάδα), Türklerin bir lafı var… (έχουν ένα ρητό στην Τουρκία…), lafını sözünü bilerek konuşmak (μιλάω προσεκτικά), lafı ağzımdan aldın! (το πήρες από το στόμα μου!)

9. şaka kaldırmak: σηκώνω αστεία

10. şakası olmamak: δεν σηκώνει αστείο το θέμα, είμαι σοβαρός, δεν κάνω πλάκα/ hiç şakam yok, oraya gelir seni rezil ederim! (δεν κάνω πλάκα, θα έρθω εκεί και θα σε κάνω ρεζίλι!)

11. şakaya vurmak: το ρίχνω στην πλάκα

12. yüze gülmek: γελάω στο πρόσωπο/ yüze gülüp arkadan vurmak (κάνω το φίλο σε κάποιον και τον ξεγελάω πίσω από την πλάτη του)

aΈχεις μάθει 12 Εκφράσεις!

5

10η Ενότητα

ONOMATA (Oυσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες κ.α.)

1. mal: 1.αγαθό, 2. εμπόρευμα, 3. προϊόν, 4. περιουσία (βλ. 3η Ενότητα, Ονόματα νο. 20)

2. hizmet: 1. εξυπηρέτηση, περιποίηση, 2. υπηρεσία, 3. θητεία/ hizmet etmek (1. υπηρετώ, 2. κάνω θητεία), hizmetçi (υπηρέτης), müşteri hizmeti (εξυπηρέτηση πελατών)

3. fiyat: τιμή/ fiyatı nedir? (ποια είναι η τιμή του;, πόσο κάνει;), fahiş fiyat (υψηλή τιμή), fiyat listesi (τιμοκατάλογος), makul fiyat (λογική τιμή)

4. tüketici: 1. καταναλωτικός, 2. καταναλωτής/ tüketmek (καταναλώνω), tüketim (κατανάλωση), tüketici hakları (συνήγορος του καταναλωτή)

5. gelir: εισόδημα, έσοδο/ gelir düzeyi (επίπεδο εισοδήματος), gelir vergisi (φόρος εισοδήματος), ekstra gelir (έξτρα εισόδημα), sabit gelir (σταθερό εισόδημα)

6. harcama: 1. έξοδο, δαπάνη, 2.ξόδεμα/ harcamak (ξοδεύω), harçlık (χαρτζιλίκι), cebinden harcama (έξοδο από την τσέπη), zaman harcamak (ξοδεύω χρόνο)

7. talep: απαίτηση, αξίωση, αίτημα/ talep etmek (αιτούμαι, απαιτώ)

8. ithal: εισαγωγή/ ithal etmek (εισάγω), ithal malı (εισαγόμενο προϊόν), ithalatçı (εισαγωγέας), ithalat firması (εταιρία εισαγωγών), αντ. ihraç (εξαγωγή)

9. sanayileşme: βιομηχανοποίηση/ sanayi (βιομηχανία), Sanayi Devrimi (Βιομηχανική Επανάσταση), Sanayi Odası (Βιομηχανικό Επιμελητήριο), gıda sanayisi (βιομηχανία τροφίμων)

10. istikrar: 1. σταθερότητα, 2. ισορροπία/ istikrarlı (σταθερός), istikrarsız (ασταθής), istikrar sağlamak (εξασφαλίζω σταθερότητα), siyasi istikrar (πολιτική σταθερότητα), ekonomik istikrar (οικονομική σταθερότητα)

11. enflasyon: πληθωρισμός (βλ. 9η Ενότητα, Ονόματα νο. 5)

12. varlık: 1. οντότητα, ον, δημιούργημα, πλάσμα, ύπαρξη, 2. περιουσία, υπάρχοντα (βλ. 3η Ενότητα, Ονόματα νο. 20)

13. fakir: φτωχός/ fakirlik (φτώχεια), συν. yoksul (φτωχός), αντ. zengin (πλούσιος)

14. aktif: ενεργός, ενεργητικός/ aktif rol oynamak (παίζει ενεργό ρόλο), συν. faal (ενεργός, ενεργητικός), etkin (ενεργός, ενεργητικός)

15. aksaklık: χωλότητα, αναποδιά/ aksak (1. κουτσός, 2. αδύναμος)

16. etkin: δραστήριος, ενεργητικός, επαρκής

17. sorumsuz: ανεύθυνος/ sorumsuz davranmak (συμπεριφέρομαι ανεύθυνα), sorumluluk almak (αναλαμβάνω ευθύνη), sorumluluktan kaçmamak (δεν αποφεύγω τις ευθύνες), αντ. sorumluluk sahibi (υπεύθυνος, αρμόδιος)

18. limit: 1. όριο, 2. περιορισμός/ limitlerimi belirlemek (καθορίζω τα όρια μου), limit koymak (βάζω όρια), kredi kartı limiti (το όριο της πιστωτικής κάρτας), συν. sınır (1. σύνορο, 2. όριο)

19. kategori: κατηγορία

20. cazip: ελκυστικός, γοητευτικός, δελεαστικός

21. heves: διάθεση, ενθουσιασμός/ hevesim yok (δεν έχω όρεξη), hevesli (ευδιάθετος, ορεξάτος), hevesi kaçmak (δεν έχω όρεξη), heves kursağında kalmak (μένω στα κρύα του λουτρού), heves etmek (ενθουσιάζομαι)

22. hatır: 1. μνήμη, σκέψη, 2. χατίρι, χάρη/ hatırı için (για χάρη του, για χατίρι του), hatırını sormak (ρωτάω τι κάνει), senin hatırını kırmam (δε σου χαλάω το χατίρι), hatır için çiğ tavuk yenir (για το χατίρι τρώγεται ακόμα και ωμό κοτόπουλο)

aΈχεις μάθει 22 Ονόματα!

ΡΗΜΑΤΑ

1. maruz kalmak: εκτίθεμαι, μένω εκτεθειμένος / maruz (ακάλυπτος, εκτεθειμένος), maruz bırakmak (αφήνω εκτεθειμένο)

2. hüküm sürmek: βασιλεύω, κυριαρχώ, ηγεμονεύω/ hüküm (1. απόφαση, κρίση, 2. ισχύς)

3. adlandırmak: ονοματίζω, κάνω ονοματοποίηση

4. kapsamak: περιέχω, περιλαμβάνω/ kapsam (πλαίσιο)

5. üşenmek: βαριέμαι να κάνω κάτι/ üşengeç (τεμπέλης, νωθρός)

aΈχεις μάθει 5 Ρήματα!

11η Ενότητα

ONOMATA (Oυσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες κ.α.)

1. aşina: οικείος, γνώριμος/ aşinalık (οικειότητα), aşinalık göstermek (δείχνω οικειότητα), aşina olmak (γνωρίζομαι με κάποιον, γινόμαστε οικείοι)

2. atık: απόβλητο, απόρριμα/ atmak (πετάω, ρίχνω), kimyasal atık (χημικά απόβλητα)

3. atmosfer: ατμόσφαιρα/ gergin atmosfer (ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα), atmosfer basıncı (ατμοσφαιρική πίεση)

4. barınma: στέγαση, προστασία (βλ. 1η Ενότητα, Ονόματα νο. 8)

5. basık: 1. χαμηλός, 2. συμπιεσμένος/ basmak (1. πατάω, 2. πιέζω, 3.εισβάλλω), ayak basmak (πατάω πόδι), tuşa basmak (πατάω το πλήκτρο), 50 yaşına basmak (πατάω τα 50), baskı (1. πίεση, 2. έκδοση, παρτίδα)

6. bilimkurgu: επιστημονική φαντασία/ bilim (επιστήμη), bilim adamı (επιστήμονας)

7. buhar: ατμός, υδρατμός/ buharlı ütü (ατμοσίδερο), buhar makinesi (ατμομηχανή), buhar olup uçmak (γίνομαι καπνός, εξαφανίζομαι), buhar olmak (γίνομαι καπνός, εξαφανίζομαι), buhar banyosu (σάουνα, ατμόλουτρο)

8. buzul: παγετώνας/ buz (πάγος), buzluk (κατάψυξη), buzdolabı (ψυγείο), buzdağı (παγόβουνο), buzulların erimesi (το λιώσιμο των πάγων)

9. çap: διάμετρος/ çaptan düşmek (χάνω τη φόρμα μου, δεν κάνω κάτι καλά όπως παλιά), küçük çapta (σε μικρή κλίμακα)

10. çölleşme: ερημοποίηση/ çöl (η έρημος), Sahra Çölü (η έρημος Σαχάρα)

11. doku: 1. ιστός (του δέρματος), 2. σύστημα, 3. δίκτυο/ doku nakli (μεταμόσχευση)

12. dürtü: 1. ένστικτο, 2. προτροπή/ dürtücü (προτρεπτικός), dürtmek (σπρώχνω)

13. egemen: ηγεμόνας, κυρίαρχος/ egemenlik (ηγεμονία, κυριαρχία), συν. hükümdar (ηγεμόνας)

14. ekip: 1. ομάδα, 2. συνεργείο/ ekip üyesi (μέλος ομάδας), ekip kurmak (στήνω ομάδα), polis ekipleri (αστυνομικές ομάδες), ekip halinde çalışmak (δουλεύω σε ομάδα)

15. eksantrik: εκκεντρικός, ιδιότροπος/ eksantriklik (εκκεντρικότητα)

16. ekvator: Ισημερινός/ ekvator çizgisi (η ζώνη του Ισημερινού)

17. elipsoit: ελλειψοειδής

18. fosil: απολίθωμα/ fosil yakıt (ορυκτό καύσιμο)

19. göç: 1. μετανάστευση, 2. αποδημία (βλ. 1η Ενότητα, Ονόματα νο. 16)

20. hammadde: πρώτες ύλες

21. ırk: φυλή (βλ. 9η Ενότητα, Ονόματα νο. 12)

22. iklim: κλίμα/ Akdeniz iklimi (μεσογειακό κλίμα), ılıman iklim (εύκρατο κλίμα), iklime alışmak (εγκλιματίζομαι)

23. ilke: αρχή, αξίωμα/ temel ilke (θεμελιακή αρχή), συν. prensip (αρχή)

24. inanış: δοξασία/ inanmak (πιστεύω), inandırmak (πείθω), inandırıcı (πειστικός), inanç (1. πίστη, 2. πεποίθηση, 3. δοξασία), dinî inanç (θρησκευτικές πεποιθήσεις), inançlı (πιστός), batıl inanç (πρόληψη, δεισιδαιμονία), basmakalıp inanış (στερεότυπο)

25. ipucu: ίχνος, τεκμήριο (βλ. 1η Ενότητα, Ονόματα νο. 24)

26. kalkınma: ανάπτυξη/ ekonomik kalkınma (οικονομική ανάπτυξη), kalkınma planı (αναπτυξιακό πρόγραμμα), kalkınmak (αναπτύσσομαι), kalkmak (1. σηκώνομαι, 2. ξυπνάω, 3. απογειώνομαι (αεροπλάνο), 4. επιχειρώ)

27. kardiyovasküler: καρδιοαγγειακός/ kardiyovasküler hastalıklar (καρδιοαγγειακές παθήσεις), kardiyovasküler sistem (καρδιοαγγειακό σύστημα)

28. kasırga: κυκλώνας/ kasırga merkezi (το μάτι του κυκλώνα)

29. kısım: 1. μέρος, τμήμα, 2. τομέας/ projenin bir kısmını bitirmek (τελειώνω ένα μέρος της εργασίας)

30. kıyas: σύγκριση, παραλληλισμός/ kıyaslamak (συγκρίνω, παραλληλίζω), kıyaz kabul etmez! (δεν συγκρίνεται!)

31. kireç: ασβέστης/ yüzü kireç gibi olmak (ασπρίζει το πρόσωπο μου, συνήθως από φόβο)

32. klostrofobi: κλειστοφοβία/ klostrofobim var! (έχω κλειστοφοβία!)

33. klozet: λεκάνη τουαλέτας/ klozet kapağı (το καπάκι της λεκάνης)

34. kozmonot: κοσμοναύτης

35. kuraklık: ανομβρία, ξηρασία/ kurak (άνυδρος, άνομβρος, ξηρός)

36. kutup: πόλος/ kutup ayısı (πολική αρκούδα), Kutup Yıldızı (Πολικός Αστέρας), Kuzey Kutbu (Βόρειος Πόλος), Güney Kutbu (Νότιος Πόλος), zıt kutuplar birbirini çeker (τα ετερώνυμα έλκονται)

37. küre: σφαίρα/ küresel (σφαιρικός, παγκόσμιος), küresel ısınma (υπερθέρμανση του πλανήτη), yarım küre (ημισφαίριο), yerküre (υδρόγειος σφαίρα), küreselleşmek (παγκοσμιοποιούμαι)

38. küremsi: σφαιροειδής

39. maceraperest: τυχοδιώκτης/ macera (περιπέτεια), macera filmi (ταινία περιπέτεια), kendine macera arama! (μην ψάχνεις περιπέτειες!)

40. milat: 1. Milat (η γέννηση του Χριστού), 2. ορόσημο/ Milattan önce - Μ.Ö. (προ Χριστού - π.Χ.), Milattan sonra (μετά Χριστόν - μ.Χ.), milâdî (σωτήριος), milâdî takvim (χριστιανικό ημερολόγιο), Türk Yunan ilişkilerinde ’99 depremi bir milat oldu (ο σεισμός του ’99 ήταν ορόσημο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις)

41. mürettebat: πλήρωμα (πλοίου)

42. okyanus: ωεανός/ Pasifik Okyanusu (Ειρηνικός Ωκεανός)

43. oluşum: δημιουργία/ oluşmak (1. αποτελούμαι, 2. δημιουργούμαι), oluşturmak (1. αποτελώ, 2. δημιουργώ)

44. ortalama: μέσος όρος/ ortalama yaşam süresi (μέσος όρος διάρκειας ζωής), not ortalaması (μέσος όρος βαθμών των μαθημάτων)

45. radyatör: θερμαντικό σώμα

46. rant: πρόσοδος

47. ritüel: 1. τελετή, λειτουργία, 2. έθιμο, συνήθεια/ συν. ayin (λειτουργία, Θεία Λειτουργία, τελετή)

48. sağ salim: σώος και αβλαβής

49. sapma: απόκλιση

50. sel : πλημμύρα/ sel basmak (πλημμυρίζω)

51. sera: θερμοκήπιο/ sera etkisi (το φαινόμενο του θερμοκηπίου), sera domatesi (ντομάτα θερμοκηπίου)

52. simülasyon: προσομοίωση

53. solunum: αναπνοή/ soluk (αναπνοή, ανάσα), soluk almak (αναπνέω), soluk almadan (χωρίς ανάσα), soluk vermek (εκπνέω), bir solukta (μονορούφι), soluğum kesildi! (μου κόπηκε η ανάσα!)

54. sürdürülebilirlik: βιωσιμότητα/ sürmek (1. διαρκώ, 2. αλείφω, 3. οδηγώ), süre (χρονικό διάστημα), kısa süre içinde (σε μικρό χρονικό διάστημα), süre dolmak (τελειώνει ο χρόνος), ek süre (παράταση), süre sınırı (χρονικό όριο), sürdürmek (1. συνεχίζω, 2. παρατείνω, 3. συντηρώ)

55. tahrip: καταστροφή, εξολόθρευση/ tahrip etmek (καταστρέφω, εξολοθρεύω), tahrip edici (καταστροφικός)

56. taşkın: 1. διαχυτικός, πληθωρικός, 2. ξεχείλισμα/ taşmak (ξεχειλίζω), sabrım taştı! (ξεχείλισε η υπομονή μου!)

57. tehdit: απειλή/ tehdit etmek (απειλώ)

58. tesisat: εγκατάσταση/ elektrik tesisatı (ηλεκτρική εγκατάσταση), su tesisatı (δίκτυο ύδρευσης), tesisatçı (τεχνικός, μάστορας)

59. tespit: εξακρίβωση/ tespit etmek (εξακριβώνω, ορίζω)

60. tolerans: ανεκτικότητα, επιείκεια/ toleranslı (ανεκτικός, επιεικής), tolerans göstermek (δείχνω επιείκεια), toleransım kalmamak (δεν έχω άλλη ανεκτικότητα), συν. hoşgörü (ανεκτικότητα, επιείκεια)

61. topografik: τοπογραφικός

62. uydu: δορυφόρος/ uydu televizyon (δορυφορική τηλεόραση)

63. uyum: 1. αρμονία, 2. συντονισμός (βλ. 2η Ενότητα, Ονόματα νο. 93)

64. vantilatör: ανεμιστήρας

65. yakıt: καύσιμο/ sıvı yakıt (υγρό καύσιμο), yakmak (καίω)

66. yarıçap: ημιδιάμετρος, ακτίνα κύκλου

67. yerçekimi: βαρύτητα/ çekim (1. έλξη, 2. λήψη, γύρισμα - για ταινία)

68. yerküre: υδρόγειος σφαίρα

69. zirve: 1. κορυφή, 2. ακμή, αποκορύφωμα/ zirvedeki isimler (κορυφαία ονόματα), zirve toplantısı (συνάντηση κορυφής)

aΈχεις μάθει 69 Ονόματα!

ΡΗΜΑΤΑ

1. bilinçlendirmek: κάνω κάποιον να συνειδητοποιήσει (βλ. 2η Ενότητα, Ονόματα νο. 9)

2. karşı karşıya kalmak: έρχομαι αντιμέτωπος

3. saptamak: εξακριβώνω, προσδιορίζω/ saptanmak (εξακριβώνομαι, προσδιορίζομαι)

4. yığılmak: 1. καταρρέω, 2. συσσωρεύομαι/ yere yığılmak (σωριάζομαι στο έδαφος)

5. zedelemek: 1. βλάπτω, τραυματίζω, 2. αμαυρώνω/ gururunu zedelemek (πληγώνω την περηφάνεια του), itibarını zedelemek (αμαυρώνω την τιμή του)

aΈχεις μάθει 5 Ρήματα!

5

12η Ενότητα

ONOMATA (Oυσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες κ.α.)

1. nesil: γενιά/ eski nesil (παλιά γενιά), συν. kuşak (γενιά)

2. zamane: σύγχρονος/ zamane çocukları (τα σύγχρονα παιδιά), zaman (χρόνος, καιρός), ne zaman? (πότε;), zamanla (με τον καιρό), zamanında (στην ώρα του), o zamandan beri (από τότε), zaman kaybetmek (χάνω χρόνο), boş zaman (ελεύθερος χρόνος), uzun zamandır (εδώ και πολύ καιρό)

3. mecra: 1. πορεία, 2. κοίτη ποταμού

4. çarpıcı: εντυπωσιακός, χτυπητός, τρανταχτός/ çarpmak (χτυπώ)

5. girişimcilik: επιχειρηματικότητα/ girişim (απόπειρα, επιχείρημα, προσπάθεια), girişimde bulunmak (επιχειρώ), girişimci (επιχειρηματίας)

6. zira: γιατί, επειδή, διότι/ συν. çünkü (γιατί, επειδή, διότι)

7. kuşak: 1. γενιά, 2. υφασμάτινη ζώνη/ kuşak çatışması (σύγκρουση γενεών), gökkuşağı (ουράνιο τόξο), siyah kuşak (spor için) (μαύρο στοίχημα)

8. vefasız: αγνώμων/ vefa (1. ευγνωμοσύνη, 2. πίστη), vefalı (αξιόπιστος)

9. bahane: 1. δικαιολογία, πρόσχημα, πρόφαση 2. αφορμή/ bahane bulmak (βρίσκω δικαιολογία), bahane uydurmak (προφασίζομαι), bahanesiyle (με την αφορμή, με την δικαιολογία), sudan bahane (πρόχειρη δικαιολογία)

10. ikramiye: δώρο/ ikram (προσφορά, κέρασμα), ikram etmek (προσφέρω, κερνάω, τρατάρω)

11. küresel: σφαιρικός (βλ. 11η Ενότητα, Ονόματα νο. 37)

12. denetim: έλεγχος, επίβλεψη (βλ. 5η Ενότητα, Ονόματα νο. 4)

13. serüven: περιπέτεια/ συν. macera (περιπέτεια)

14. karmaşa: ανακατωσούρα, φασαρία/ karmaşık (περίπλοκος), karmakarışık (ακατάστατος, άνω κάτω), karışık (ανακατεμένος), karışmak (ανακατεύομαι), karıştırmak (ανακατεύω) (βλ. 2η Ενότητα, Ονόματα νο. 37)

15. kapkaç: αρπαγή

16. arbede: διαμάχη, σύγκρουση, φασαρία/ arbede çıkmak (ξεσπάει τσακωμός), συν. kavga (τσακωμός, διαμάχη, σύγκρουση)

17. terör: τρομοκρατία/ terör örgütü (τρομοκρατική οργάνωση), terör saldırısı (τρομοκρατική επίθεση), terörist (τρομοκράτης)

18. manşet: 1. τίτλοι εφημερίδας, 2. μανικετόκουμπο/ manşete çıkarmak (κάνω πρωτοσέλιδο)

19. kitle: μάζα/ kitle iletişimi (μαζική επικοινωνία), kitle iletişim araçları (Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας), hedef kitle (target group), kitle imha silahları (όπλα μαζικής καταστροφής)

20. hıdrellez: Εντερλέζι (Εαρινή Γιορτή στις 5 και 6 Μαΐου)

21. darmadağın: διασκορπισμένος/ birinin suratını darmadağın etmek (δέρνω κάποιον για τα καλά)

22. işlek: 1. πεπατημένος, 2. ενεργητικός, δυναμικός

23. afiş: αφίσα

24. alıntı: 1. απόσπασμα, 2. δάνειο (γλώσσας)/ alıntı yapmak (παραθέτω), bire bir alıntı (καταλέξη μεταφορά του αποσπάσματος)

25. canavar: τέρας, θηρίο

26. nâdir: σπάνιος/ nâdiren (σπάνια), nâdir bulunan (που βρίσκεται σπάνια)

27. keramet: θαύμα/ keramette bulunmak (κάνω θαύματα)

28. gündem: ημερήσια διάταξη, ατζέντα

29. şöhret: φήμη, δόξα/ şöhretli (φημισμένος, ένδοξος), şöhretsiz (άσημος), şöhret kazanmak (αποκτώ φήμη), ani şöhret (ξαφνική δόξα), kötü şöhret (κακή φήμη), συν. ün (1. ήχος, 2. φήμη, διασημότητα)

30. bağımlılık: εθισμός, εξάρτηση/ bağımlı (εθισμένος, εξαρτημένος), internet bağımlısıyım (είμαι εξαρτημένος από το ίντερνετ), uyuşturucu bağımlısı (ναρκομανής), alkol bağımlısı (αλκοολικός), bağımsız (ανεξάρτητος), bağımsızlık (ανεξαρτησία), bağımsızlık savaşı (πόλεμος ανεξαρτησίας)

31. çevrimiçi: online/ çevrimdışı (offline)

32. bulgu: εύρημα, σύμπτωμα/ bulmak (βρίσκω)

33. erişim: πρόσβαση/ erişmek (φτάνω), sınırsız erişim (απεριόριστη πρόσβαση), internet erişimi (πρόσβαση στο ίντερνετ), kablosuz erişim (ασύρματη πρόσβαση)

34. ilkel: πρωτόγονος (βλ. 11η Ενότητα, Ονόματα νο. 23)

35. ozan: αοιδός, ποιητής

36. destan: έπος/ dillere destan (ξακουστός), destan yazmak (γράφω ιστορία)

37. yerel: τοπικός, ντόπιος/ yerel lezzetler (τοπικές γεύσεις), yerel kıyafet (τοπική ενδυμασία), yerli (ντόπιος, γηγενής), yerel saat (τοπική ώρα), yerel yönetim (τοπική διεύθυνση)

38. taklit: 1. απομίμηση, 2. πλαστός/ taklit etmek (1. μιμούμαι, 2. παριστάνω)

39. eleştirmen: κριτικός/ eleştiri (κριτική), eleştiri almak (δέχομαι κριτική), eleştirmek (κριτικάρω, επικρίνω, κατακρίνω), eleştirmen (κριτικός), öz eleştiri (αυτοκριτική), eleştiri oklarına hedef olmak (γίνομαι στόχος κριτικής)

40. kıt: λιγοστός, περιορισμένος/ kıtı kıtına idare etmek (τα καταφέρνω μετά βίας), aklı kıt (χαζός), kıtlık (λιμός)

41. gurbet: ξενιτιά/ gurbetçi (ξενιτεμένος)

42. mürüvvet: η χαρά των γονιών για τις επιτυχίες και τις χαρές των παιδιών τους/ mürüvvetini görmek (καμαρώνω τα παιδιά μου), Allah mürüvvetini göstersin! (να δείτε τις ευχάριστες μέρες των παιδιών σας!)

aΈχεις μάθει 42 Ονόματα!

ΡΗΜΑΤΑ

1. dahil etmek: συμπεριλαμβάνω, εμπεριέχω/ dahil (συμπεριλαμβανόμενος), ben de dahil (συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου), kahvaltı fiyata dahil (στην τιμή συμπεριλαμβάνεται και το πρωινό), herşey dahil (που περιλαμβάνει τα πάντα - για ξενοδοχεία, διακοπές, διαμονή, κλπ)

2. yatkın olmak: έχω κλίση προς, έχω επιρρέπεια σε (βλ. 8η Ενότητα, Ονόματα νο. 8)

3. kıyaslamak: συγκρίνω, παραλληλίζω (βλ. 11η Ενότητα, Ονόματα νο. 30)

4. uydurmak: 1. προσαρμόζω, εναρμονίζω,

2. βγάζω κάτι από το μυαλό μου/ kendime uydurmak (προσαρμόζω κάτι σε μένα), o anda uydurmak (αυτοσχεδιάζω), uymak (ταιριάζω), uygun (1. κατάλληλος, βολικός 2. ταιριαστός, 3. σύμφωνος), benim için uygun ( συμφωνώ με αυτό, είμαι εντάξει με αυτό), uyum (1. αρμονία, 2. συντονισμός), Ünlü Uyumu (Φωνηεντική Αρμονία), renk uyumu (χρωματική αρμονία)

5. savunmak: υπερασπίζομαι, προφυλάσσω/ savunma (υπεράσπιση), kendini savunmak (υπερασπίζομαι τον εαυτό μου), hakkını savunmak (υπερασπίζομαι το δίκιο μου)

6. kamuoyu oluşturmak: διαμορφώνω την κοινή γνώμη/ kamuoyu (κοινή γνώμη), kamu (1. δημόσιο, 2. λαός), kamu sektörü (δημόσιος τομέας), kamuya açık (δημόσιος, ανοιχτός στο κοινό), kamu düzeni (δημόσια τάξη) (βλ. 8η Ενότητα, Ονόματα νο. 27)

7. çullanmak: επιπίπτω/ birinin üstüne çullanmak (χιμώ σε κάποιον)

8. istifade etmek: επωφελούμαι, εκμεταλλεύομαι/ istifade (εκμετάλλευση), durumdan istifade etmek (εκμεταλλεύομαι την περίσταση), fırsattan istifade (επί τη ευκαιρία)

9. yeltenmek: επιχειρώ/ onunla konuşmaya yeltendim (επιχείρησα να μιλήσω μαζί του)

10. linç etmek: λιντσάρω/ linç (λιντσάρισμα)

11. feryat etmek: οδύρομαι, κλαίω/ feryat (κραυγή, οδυρμός)

12. çarpıtmak: διαστρεβλώνω/ laflarımı çarpıtma! (μη διαστρεβλώνεις τα λόγια μου!)

13. aktarmak: 1. μεταφέρω, μεταβιβάζω, 2. μεταφορτώνω/ aktarma (1. μετάδοση, μεταβίβαση, μεταφορά, 2. ανταπόκριση, 3. μεταφόρτωση), aktarmalı (με ανταπόκριση, με μετεπιβίβαση), aktarmasız (χωρίς ανταπόκριση), aktarmalı uçuş (πτήση με ανταπόκριση)

14. algılamak: αντιλαμβάνομαι (βλ. 4η Ενότητα, Ονόματα νο. 1)

15. tembihlemek: 1. νουθετώ, 2. συμβουλεύω/ tembih (νουθεσία, δασκάλεμα, υπόδειξη, συμβουλή), tembih etmek (νουθετώ, συμβουλεύω)

16. sivrilmek: 1. οξύνομαι, γίνομαι μυτερός, 2. διακρίνομαι/ sivri (μυτερός, οξύς), sivrisinek (κουνούπι)

17. taramak: 1. χτενίζω (και μεταφορικά), 2. σκανάρω (scan)/ taranmak (χτενίζομαι), tarak

(χτένα)

18. kısıtlamak: περιορίζω/ kısıtlı (περιορισμένος), kısıtlı zaman (περιορισμένος χρόνος)

19. maruz kalmak: εκτίθεμαι, μένω εκτεθειμένος (βλ. 10η Ενότητα, Ρήματα νο. 1)

20. istifade etmek: επωφελούμαι, εκμεταλλεύομαι/ istifade (εκμετάλλευση)

21. ihraç etmek: 1. εξάγω, 2. διαγράφω/ ihraç (1. εξαγωγή, 2. διαγραφή), ihraç edilmek (1. εξάγομαι, 2. διαγράφομαι)

22. sitem etmek: γκρινιάζω, παραπονιέμαι/ sitem (γκρίνια, παράπονο), sitemkâr (γκρινιάρης, παραπονιάρης)

aΈχεις μάθει 22 Ρήματα!

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

1. gözler önüne sermek: εκτυλίσσω μπροστά στα μάτια κάποιου

2. basmakalıp: στερεότυπος, τυποποιημένος

3. ele almak: αναλαμβάνω, συζητώ/ bir konuyu ele almak (συζητώ ένα θέμα), Yunanistan’ı ele alalım (ας συζητήσουμε για την Ελλάδα)

4. evde kalmak: μένω στο ράφι/ evde kalmış kız (γεροντοκόρη)

5. sağ salim: σώος και αβλαβής

6. olmayacak duaya amin demek: ματαιοπονώ

7. doğmamış çocuğa don biçmek: ακόμα δεν τον είδαμε Γιάννη τον βαφτίσαμε

8. kaynanası sevmek: τον/ την αγαπάει η πεθερά του (όταν κάποιος έρχεται ή παίρνει τηλέφωνο την ώρα που τρώμε)

9. sihirli kutu: μαγικό κουτί

10. aptal kutusu: τηλεόραση

11. pes doğrusu: έλεος!, νισάφι πια!

12. çarşaf çarşaf: μεγάλο σε έκταση/ gazeteler çarşaf çarşaf bu haberi yazıyor (οι εφημερίδες έγραψαν πολλά γι’αυτήν την είδηση)

13. ekmek yemek: βγάζω/ τρώω το ψωμί μου, βγάζω τα προς το ζην

14. pabucu dama atmak: πέρασε η μπογιά μου, κάποιος ή κάτι χάνει τη δόξα του όταν βγαίνει κάποιος ή κάτι καινούργιο

aΈχεις μάθει 14 Εκφράσεις!

5