Auguste Corteau

22
Ένα βρακί είχε η κόρη – Auguste Corteau «Να ’μουν μύγα στο ταβάνι και να σ’ έβλεπα, φιλενάδα!» «Είσαι καλά, μωρή; Εγώ ντρέπομαι και που τα σκέφτομαι. Και κοίτα μη σου ξεφύγει τίποτα σε καμιά Πέρσα και μάθουνε τα χαΐρια μου μέχρι το Καστελόριζο!» «Όχι, ρε. Αφού ξέρεις ότι είμαι τάφος.» «Και η Πέρσα το ίδιο λέει άμα τη ρωτήσεις, μόνο που τέτοιος τάφος πολυσύχναστος ούτε του Άγιου Νεκτάριου, μεγάλη η χάρη του.» «Πού το κονόμησες ήθελα να ’ξερα!» «Αφού σου ’πα. Στο κινέζικο, κάθετα στη Φρύνης;» «Εκεί που ’ναι ο φούρνος που κάνει αυτά τα κουλουράκια τα κολασμένα;» «Α να γεια σου.» «Τις προάλλες πήρα μια σακούλα, αυτά με το τυρί. Μισό κιλό κουλουράκια. Μπορείς να μου πεις πώς έκατσα και τα ’φαγα μόνη μου η βουβάλα; Γι’ αυτό μια μέρα θα πάω να βγω απ’ το σπίτι και θα πάρω μαζί μου και την κάσα της πόρτας.» «Και η νηστίσιμη η σπανακόπιτα που φτιάχνει είναι όνειρο.» «Γιατί, μαρή, ποιος νηστεύει καλοκαιριάτικα;» «Ε, άμα είναι να μεταλάβεις, έτσι είναι το σωστό. Το διάβασα σ’ αυτό το βιβλίο που έδινε την Κυριακή η Αδούλωτη Ρωμιοσύνη. Του πατέρα Καΐσιου;» «Του Παΐσιου, θες να πεις.» «Όχι, όχι, του πατέρα Παΐσιου τα ’χω όλα. Ο Καΐσιος είναι ένας άλλος πάτερ, μαθητής του, που ζει στη σκήτη του, και λένε ότι κάνει και θαύματα – όπου πατάει φυτρώνουνε βερυκοκιές.» «Μη με τρελαίνεις.» «Χώρια που είναι κι αποτοξίνωση. Έτσι λέει και η μικρή.» «Τι κάνει αλήθεια το Χριστινάκι;» «Καλά είναι μωρέ… Μόνο που από τότε που έγινε βέγκας, δεν βάζει μπουκιά στο στόμα του το έρμο. Το κυνηγάω με το

Transcript of Auguste Corteau

Ένα βρακί είχε η κόρη – Auguste Corteau«Να ’μουν μύγα στο ταβάνι και να σ’ έβλεπα, φιλενάδα!»«Είσαι καλά, μωρή; Εγώ ντρέπομαι και που τα σκέφτομαι. Και κοίτα μη σου ξεφύγει τίποτα σε καμιά Πέρσα και μάθουνε τα χαΐρια μου μέχρι το Καστελόριζο!»«Όχι, ρε. Αφού ξέρεις ότι είμαι τάφος.»«Και η Πέρσα το ίδιο λέει άμα τη ρωτήσεις, μόνο που τέτοιος τάφος πολυσύχναστος ούτε του Άγιου Νεκτάριου, μεγάλη η χάρη του.»«Πού το κονόμησες ήθελα να ’ξερα!»«Αφού σου ’πα. Στο κινέζικο, κάθετα στη Φρύνης;»«Εκεί που ’ναι ο φούρνος που κάνει αυτά τα κουλουράκια τα κολασμένα;»«Α να γεια σου.»«Τις προάλλες πήρα μια σακούλα, αυτά με το τυρί. Μισό κιλό κουλουράκια. Μπορείς να μου πεις πώς έκατσα και τα ’φαγα μόνη μου η βουβάλα; Γι’ αυτό μια μέρα θα πάω να βγω απ’ το σπίτι και θα πάρω μαζί μου και την κάσα της πόρτας.»«Και η νηστίσιμη η σπανακόπιτα που φτιάχνει είναι όνειρο.»«Γιατί, μαρή, ποιος νηστεύει καλοκαιριάτικα;»«Ε, άμα είναι να μεταλάβεις, έτσι είναι το σωστό. Το διάβασα σ’ αυτό το βιβλίο που έδινε την Κυριακή η Αδούλωτη Ρωμιοσύνη. Του πατέρα Καΐσιου;»«Του Παΐσιου, θες να πεις.»«Όχι, όχι, του πατέρα Παΐσιου τα ’χω όλα. Ο Καΐσιος είναι ένας άλλος πάτερ, μαθητής του, που ζει στη σκήτη του, και λένε ότι κάνει και θαύματα – όπου πατάει φυτρώνουνε βερυκοκιές.»«Μη με τρελαίνεις.»«Χώρια που είναι κι αποτοξίνωση. Έτσι λέει και η μικρή.»«Τι κάνει αλήθεια το Χριστινάκι;»«Καλά είναι μωρέ… Μόνο που από τότε που έγινε βέγκας, δεν βάζει μπουκιά στο στόμα του το έρμο. Το κυνηγάω με το πιρούνι λες και είναι πέντε χρονώ.»«Τι έγινε;»«Βέγκας, πώς το λένε; Αυτό το αμερικάνικο, πανάθεμά το.»«Λας Βέγκας;»«Όχι μωρή, το άλλο, που δεν τρώνε μήτε κρέατα, μήτε τυριά, μήτε τίποτα.»«Αιρετικιά είναι; Άκου δεν τρώει τυρί! Και χωρίς κρεατάκι γίνεται, κορίτσι πράμα; Δηλαδή τι, άμα της φτιάξεις μια μπριτζόλα ωραία-ωραία δεν θα τη φάει;»«Στη μούρη θα μου την κολλήσει, φιλενάδα. Και μετά θα με πιάσει στην πάρλα, πώς ταλαιπωριούνται οι γελάδες, και πώς κάνουν σαν παλαβές όταν είναι να τις σφάξουν, κι ότι πονάνε και τα βυζιά τους απ’ το άρμεγμα, που πιάνεται η ψυχή σου για την έρμη τη γελάδα και σου κόβεται η όρεξη.»«Εγώ πάντως τη φέτα δεν την κόβω, μακάρι να ’ρθει η γελάδα κάτω απ’ το μπαλκόνι και να μου ζητάει τα ρέστα. Ορίστε μας. Άκου πονάει στο άρμεγμα! Ξεχνάω εγώ πώς πόναγα στον Άγη μου όταν είχε αρχίσει να βγάζει δόντια,

που μου ’χε μακελέψει τις ρώγες; Για το βρακί όμως πες μου. Γιατί για να θες εσύ να κοινωνήσεις, κάτι θα ’χεις κάνει, δεν μπορεί, αλλιώς δεν εξηγείται πώς σ’ έπιασε το θεοτικό Ιούλιο μήνα.»«Άσε, μην τα συζητάς. Μέχρι να φέρω παπά για ευχέλαιο σκέφτομαι.»«Τόσο πολύ πια; Τι βρακί είν’ αυτό τελοσπάντων; Κολάστηκα πρωινιάτικα!»«Ένα απλό βρακί, μη φανταστείς…»«Ναι, αλλά τι λογιώ; Σλόγκι κυλοτάκι, τι; Τάνγκα, στριγκάκι;»«Μωρ ’είσαι καλά; Είμαι εγώ για στριγκάκι, που λίγο να τριφτούνε τα κωλιά μου θα χαθεί μες στα ξύγκια και δεν θα το βρίσκει ούτε η Νικολούλη; Ένα απλό βρακί είναι, απ’ αυτά τα φαρδουλά, ξέρεις, τα άνετα, που φτάνουν μέχρι αφαλό.»«Σωβράκα, δηλαδή.»«Όχι κι εσύ, αμέσως σωβράκα. Σατέν κυλότα πιο πολύ.»«Και είχε κάτι το ιδιαίτερο; Πώς το διάλεξες;»«Έπεσε το μάτι μου τυχαία, κι επειδή είχε ένα λιλά φραμπαλά στο λάστιχο και κάτι τριανταφυλλάκια χαριτωμένα, λέω, κομμάτια να γίνει, με τρία ευρώ τι παίρνεις; Πού να ’ξερα, η κακομοίρα…»«Και τι; Μύριζε περίεργα; Είχε κάτι που σ’ έκανε να ψυλλιαστείς απ’ την αρχή;»«Μπα… αφού ξες τι αγαθιάρα είναι η φιλενάδα σου. Κι από μυρωδιά ούτε που ξέρω, γιατί ό,τι αγοράζω το βάζω απ’ ευθείας πλυντήριο – ιδίως εσώρουχα.»«Βρε λες να ’ναι μαγεμένο; Να του ’χουν κάνει κανά ξόρκι μυστήριο;»«Μη μου βάζεις ιδέες, να χαρείς. Χώρια που εσύ αυτά δεν τα πιστεύεις.»«Ναι, αλλά εδώ μιλάμε για Κινέζους. Μπορεί να ’χουν δικά τους μαγιολίκια.»«Σαν τι, δηλαδή;»«Ξέρω γω; Σαν αυτό το Φου Μαντσού, που βλέπαμε παλιά;»«Ποιο λες, εκείνο με τα νύχια και το τραγίσιο το γένι;»«Κι άμα το καλοσκεφτείς, με τόσα παιδιά που γεννάνε…»«Δε λες πάλι καλά που μου ’χει κοπεί η περίοδος δυο χρόνια και δεν έχω κι αυτή την έγνοια μέσα σ’ όλα;»«Και για πες, τι ένιωσες όταν το πρωτοφόρεσες; Ότι ήσουν άλλος άνθρωπος;»«Όχι καλέ – είχαμε να πάμε σ’ ένα γάμο, μια ξαδέρφη του Λάκη απ’ το Κάτω Σιγκούνι παντρευόταν σ’ ένα χτήμα στον Άλιμο κάπου, στου διαόλου τη μάνα.»«Μμμφ… τα ξέραν κι απ’ τη στρούγκα τους τα χτήματα, που τα τσουράπια τους τα ξεκόλλαγε ο νεκροθάφτης μαζί με τη μισή φτέρνα…»«Στο μυαλό μου μέσα είσαι. Και είναι και μια αχώνευτη, ν’ απορείς πού βρήκε άντρα να την πάρει – κι ωραίο παλικάρι…»«Ε, και τι, έγινε κανά πατιρντί στο γάμο;»«Παρά τρίχα, φιλενάδα. Άγιο είχα.»«Ναι, αλλά θα μου πεις επιτέλους τι έγινε γιατί έχω φάει το μουνί μου απ’ την περιέργεια κι έχω να καθαρίσω και ρεβύθια;»«Κι εσύ ρεβύθια; Ας όψονται αυτοί οι βέγκας με τις παλαβομάρες τους.»

«Πάτε στο χτήμα λοιπόν. Και μετά;»«Ε, όπως καθόμασταν σ’ ένα τραπέζι πίσω-πίσω – σόγια σου λέει μετά, που αν μας έβαζε μισό μέτρο πιο πίσω θα ’μασταν με τους παρκαδόρους – ξαφνικά μου ’ρχεται μια φούντωση… πώς καψώνεις με την κλιμακτήριο, που θαρρείς ότι μπορείς να τηγανίσεις αυγό με το πράμα σου; Ε, τέτοιο ξάναμμα. Στα καλά καθούμενα. Στην αρχή, βέβαια, λέω θα με πείραξε το κρασί – και είχαν ένα κρασί ελεεινό, ξιδιά σκέτο, αλλά ήταν κρύο-κρύο τουλάχιστον και είχα πιει καμπόσο…»«Άρα έγινες ντέφι.»«Αμ εκεί είναι το θέμα. Ξεμέθυστη ήμουν. Αλλού ήταν το πρόβλημα…»«Στην ευαίσθητη περιοχή;»«Ναι, αλλά η δικιά μου η περιοχή ήταν τόσον καιρό αναίσθητη, που ’χα ξεχάσει πώς είναι… και ξαφνικά, εκεί που κάθομαι ήσυχα-ήσυχα…»«Άναψες. Κόρωσες. Καύλωσες σαν γάτα Γεναριάτικη που σέρνει στα κεραμίδια, σαν περιστέρα που ψάχνει το γούτο της!»«Φιλενάδα, εσύ στα ροζ τηλέφωνα έπρεπε να δουλεύεις. Χαραμίζεσαι.»«Και τι έκανες; Γυρίσατε σπίτι με τον Λάκη και στενάξαν οι σομιέδες;»«Ποιος Λάκης; Αυτός σαν είδε μπουφέ αφηνίασε – πριν απ’ τα συμπεθέρια σηκώθηκε κι έβαλε να φάει, λες και τον έχω νηστικό. Απλά, πιες-πιες τα κρασά, κάποια στιγμή μου ’φυγε η θέρμη και μ’ έπιασε κατούρημα. Ε, και πάω στις τουαλέτες – κάτι τουαλέτες καθαρές, να ντρέπεσαι να λερώσεις – και πάνω που κάθομαι να κάνω τη δουλειά μου, κάποιος χτυπάει την πόρτα.»«Σώπα. Ο Λάκης;»«Μπα λύσσα με τον Λάκη! Αφού σου είπα, αυτός είχε πάρει αγκαζέ τα κοψίδια και τα πιλάφια, και δε σήκωνε κεφάλι απ’ τη μάσα μακάρι να ’ριχνες μπαλωθιά! Άλλος βάραγε την πόρτα, φιλενάδα… ο γαμπρός!»«Έλα πάψε, πλάκα μου κάνεις!»«Αμ δε. Και μου λέει σιγανά να του ανοίξω.»«Καλά, κι εσύ πώς τον κατάλαβες;»«Είναι μισός Αμερικάνος απ’ τη μάνα του – γι’ αυτό στραβώθηκε και πήρε την άλλη τη ναμκιόρα το παιδί – και τα μιλάει σπαστά τα Ελληνικά.»«Και γιατί ήθελε να του ανοίξεις;»«Εσύ γιατί λες; Και δώσ’ του να μου λέει ότι με θέλει, κι ότι με ποθεί, και Marry me και Marry me.»«Ποια Μαίρη;»«Marry me, μωρή – παντρέψου με στα Εγγλέζικα θα πει.»«Ο νιόπαντρος όλα αυτά.»«Ο νιόπαντρος. Κι εγώ να προσπαθώ να τον ησυχάσω, και να του λέω, τι να με κάνεις εμένα αγόρι μου γλυκό, νέο παιδί, εμένα η καρένα μου έχει πιάσει πεταλίδες, μια χαρά νυφούλα στεφανώθηκες… τίποτα αυτός, εκεί! Ε, στο τέλος τι να κάνω, του λέω εντάξει, σκάσε, θα σου δοθώ, αλλά πήγαινε στο χτήμα άκρη-άκρη εκεί που ’χουνε τους σταύλους, μη μας δει κανά μάτι κι εχτεθούμε.»«Και μετά;»

«Μετά δόξα τω Θεώ αυτός το πίστεψε ότι θα πήγαινα εγώ τώρα η γρέντζα να με κανονίσει πλάι στ’ αλόγατα, οπότε κι εγώ όπου φύγει-φύγει. Αρπάω τον Λάκη και δρόμο. Και σαν να μην έφτανε η λαχτάρα μου, να ’χω τώρα και τον δικό σου να μου λέει ότι μια γκαρσόνα του ’πε ότι θα βγάζανε και δεύτερο μπουφέ, με γλυκά, κι ότι θα ’χε ένα πράμα, λέει, συντριβάνι σοκολατένιο, που το ’χε δει σ’ ένα τηλεμάρκετινγκ και πολύ το ’χε λιμπιστεί, και μέχρι να ’ρθει ο παρκαδόρος με τ’ αμάξι με σταύρωσε ο αφορεσμένος με το συντριβάνι το σοκολατένιο.»«Τι συντριβάνι, καλέ; Κανονικό; Μπαίνεις μέσα;»«Ξέρω γω μωρή; Το θέμα είναι ότι δεν είχαμε βγει καλά-καλά στη Βουλιαγμένης, όταν ξαφνικά αισθάνομαι κάτι ανάμεσα στα μπούτια και κοιτάω και τι να δω; Ο Λάκης πήγαινε να χώσει το χέρι του κάτω απ’ τη φούστα μου, και με κοίταζε μ’ ένα βλέμμα, που ’χω να τ’ αντικρύσω από πριν τον αρραβώνα μας.»«Σε χούφτωνε μέσα στ’ αμάξι! Ο Λάκης!»«Του τραβάω κι εγώ το χέρι, λέω τι διάλο, καρυδόμελο χλαπάκιαζε τόση ώρα, αλλά αυτός εκεί, να με πασπατεύει! Του λέω, κάτσε καλά Χριστιανέ μου και κοίτα το δρόμο μη σκοτωθούμε, κι αυτός τι μου λέει; Θέλω να σε γλείψω.»«Βρε τι ακούω η γυναίκα πρωί-πρωί! Πού να σε γλείψει δηλαδή;»«Στην αμασκάλη, μωρή, να δει άμα την είχα ξουρισμένη! Εσύ πού λες;»«Και πώς θα οδηγούσε καλέ άμα σ’ έγλειφε; Μόνο του θα πήγαινε τ’ αμάξι;»«Άσε, κόντεψα ν’ ανοίξω την πόρτα να πηδήσω έξω. Στο τέλος αναγκάστηκα και του άστραψα ένα χαστούκι όλο δικό του, αλλά αυτός ίσα που γλυκάθηκε, και μου λέει, έτσι σκληρή σε θέλω και στο κρεβάτι. Αφέντρα και κυρά μου.»«Μαρή μπας και μέθυσες και σε πήρε ο ύπνος και τα ονειρεύτηκες όλα αυτά;»«Μακάρι! Αλλά πού… Φτάνουμε να μη σ’ τα πολυλογώ στο σπίτι, κι ευτυχώς λείπανε τα παιδιά, γιατί ο άλλος κόντεψε να μου σκίσει τη φούστα απ’ την πρεμούρα του. Κι όλο να μου λέει προστυχόλογα, και τι θα μου κάνει… που τέτοιο πράμα ο Λάκης, από πριν το ευρώ και αν. Μη σου πω επί Αντρέα.»«Πριν το ’89 λες;»«Τώρα θα σου πω κι εσένα τίποτα! Αφού μωρή ο Στεφανής μου φέτος έκλεισε τα δεκαεννιά. Πώς τον έπιασα, με τον κρίνο;»«Μ’ αφήνεις σε αγωνία όμως, κι έχω και τα ρεβύθια. Μετά τι έγινε πες μου.»«Ε, με το τσους και με το ντε τον καταφέρνω να μ’ αφήσει, και τρέχω και κλειδώνομαι στο μπάνιο. Αλλά στο μεταξύ, τράβα-τράβα, μου ’χε βγάλει το βρακί στο διάδρομο ο αθεόφοβος.»«Το βρακί το κινέζικο λέμε τώρα. Με τα γαρούφαλλα.»«Τριαντάφυλλα. Αυτό. Κάθομαι που λες ξεβράκωτη κι αναμαλλιασμένη στον καμπινέ, κι απ’ τη μια να λέω βρε τι έπαθα η γυναίκα, κι απ’ την άλλη να λέω τώρα αυτός τι κάνει και δε μου βαράει τις πόρτες; Του πέρασε ο σεβντάς, τον πήρε κανάς ύπνος απ’ το πολύ φαΐ; Γιατί όσο να πεις, άνθρωπος είμαι κι εγώ, και μια ο ένας μια ο άλλος μου ’χε ανοίξει κι εμένα η όρεξη για χαϊδολογήματα.»«Οπότε;»

«Οπότε στο τέταρτο πάνω λέω πάει, αυτός ξεράθηκε, και βγαίνω δειλά-δειλά απ’ το μπάνιο. Και τι να δω; Ο Λάκης να κάνει νάζια στον καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας, φορώντας το βρακί μου!»«Έλα Χριστέ και μπούκωνε!»«Κι εγώ να κατεβάζω! Κόντεψα να μείνω, φιλενάδα. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Πιάνω που λες ένα μαξιλάρι κι αρχίζω να τον χτυπάω. Δεν ντρέπεσαι βρε ακόλαστε, γέρος άνθρωπος, το βρακί μου βρήκες να φορέσεις; Κι αυτός να με κοιτάει γλαρά και να μου λέει μ’ ένα νάζι σαν της Βουγιούκλως της συχωρεμένης, μα γιατί καρδούλα μου; Δε σ’ αρέσει ο αντρούλης σου; Δες μπουτάκια, δες κοιλιά, αρχοντιά σκέτη! Στο τέλος τρόμαξα, και του ’δωσα δυο ταβόρ μαζεμένα κι ευτυχώς μετά από λίγο τον πήρε ο ύπνος.»«Και με το βρακί τι έκανες;»«Τι να ’κανα; Του το ’βγαλα και το ’χωσα όπως ήταν στο πλυντήριο. Και μετά έπεσα κι εγώ – στο σαλόνι, στον καναπέ, τέτοια αγριάδα είχα πάρει – γιατί με τούτα και με κείνα μ’ είχε πιάσει και μένα νύστα. Ε, και κάποια ώρα, απόγευμα πια, ξυπνάω απ’ τη ζέστη, κι όπως πάω νυχοπατώντας στην κρεβατοκάμαρα να δω μην είχε γυρίσει ανάσκελα στον ύπνο του – γιατί παθαίνει ένα πράμα όταν κοιμάται ανάσκελα, που ανάμεσα στα ροχαλητά του κόβεται η ανάσα, κι ο γιατρός του του ’πε να το προσέχει γιατί μπορεί να μείνει κούρος και να τρέχουμε – να σου η καλή σου η Χριστίνα, να σκαλίζει τη σιφονιέρα με τα εσώρουχα και τα καλσόν μου.»«Η Χριστίνα; Έψαχνε τα δικά σου τα εσώρουχα;»«Όπως τ’ ακούς. Της λέω, πότε γύρισες πουλάκι μου, δε σ’ άκουσα, αλλά εκείνη σημασία δε μου δίνει, τι ψάχνεις της λέω, και μου λέει, τάχαμου, ότι είχε χάσει ένα σλιπάκι. Και στους σουτιέδες μου μέσα θα το βρεις, της λέω, οπότε γυρνάω απ’ την άλλη γιατί ακουγόταν ένα σούρσιμο περίεργο απ’ το μπάνιο, και βλέπω το Στεφανή μου με το κεφάλι χωμένο μέσα στο πλυντήριο.»«Έτσι βρήκανε, λέει, την Αλεξάνδρα τη Σερραία, Θεός σχωρέστην. Μόνο που αυτή το ’χε βάλει στο φούρνο το κεφάλι – καινούρια κουζίνα τώρα, με αέριο, κι αυτή αντί να φκιάσει κανά ωραίο ροζμπίφ πήγε κι αυτοκτόνησε η ζουρλή.»«Αυτά είναι της Πέρσας λόγια, τώρα. Αφού εμένα ο Έλβις στο σούπερ μάρκετ, που η αδερφή του η Σάνα τους καθάριζε το σπίτι, μου ’πε ότι πήγε από καρδιά κι απλά τη βρήκε η συφόρεση την ώρα που μαγείρευε. Ειδάλλως θα την έθαβαν; Δεν θα την έθαβαν.»«Εγώ να με κάψουνε θέλω, πάντως. Πιο καλά μου κάθεται.»«Ρε δεν πα’ να με τσιμεντώσουν στην εθνική; Άμα πεθάνω, χέστηκα. Στα δικά μου, όμως. Βλέπω που λες το γιαβρί μου να ψαχουλεύει το πλυντήριο, και λέω, έχει γούστο, και πάω ήσυχα-ήσυχα μην τον τρομάξω και βαρέσει το κεφάλι του στον κάδο και του λέω Στεφανή μου; Τι ψάχνεις μανάρι μου να σε βοηθήσω;»«Πες μου ότι έψαχνε κι αυτός το βρακί σου να τρελαθώ τελείως!»«Ακόμα χειρότερα, φιλενάδα! Το ’χε φορέσει στο κεφάλι του λες και ήτανε η μάσκα του ψαροντούφεκου που ψαρεύει τα καλοκαίρια, κι έπαιρνε βαθιές ανάσες, θαρρείς και μύριζε τσουρέκι φρεσκοψημένο με μαχλέπι!»

«Θα μου στρίψει μ’ αυτά που ακούω! Το βρακί το κινέζικο όλα αυτά!»«Το βρακί το κινέζικο, πανάθεμα τη φάρα τους, που καλά τους έκανε αυτός ο Μάο-Μάο! Στην αρχή μου ’ρθε σκοτοδίνη, αλλά μετά λέω, αυτό τον διάολο πρέπει να τον βγάλω απ’ το σπίτι μου πριν γίνει κανά κακό – οπότε με τα χίλια ζόρια πείθω το Στεφανή μου, να τον παρακαλάω γονατιστή τώρα, δωσ’ μου αγόρι μου την κυλότα της μανούλας, που ’ναι και φορεμένη και πέρασα και ουρολοίμωξη πρόσφατα και δεν κάνει. Και μόλις μου το δίνει το βρακί – με μισή καρδιά το πουλάκι μου, λες και του ’παιρνα το σκούτερ, με τέτοιο καημό με κοίταζε – το παραχώνω στην τσάντα μου, φοράω και τη γόβα τη χαμηλή απ’ το γάμο και παίρνω δρόμο σαν την τρελή!»«Και πού πήγες;»«Πού να πάω; Μια γκαρσονιέρα που ’χουμε ξενοίκιαστη απ’ του Νώε τον καιρό, στην Κολιάτσου; Ε, εκεί πήγα – ευτυχώς είχα το κλειδί. Το θέμα όμως είναι τι τράβηξα μέχρι να φτάσω!»«Τι; Σου την έπεσε κι άλλος;»«Να ’ταν μόνο ένας; Όπως έχω στρίψει και κατεβαίνω την Ευτυχίδου, γυρνάω πίσω που άκουγα ένα σούσουρο, και βλέπω ίσαμε είκοσι νοματαίους – νέοι, γέροι, άλλος με κουστούμι, ένας πιτσαδόρος, μέχρι ένα αγοράκι δέκα χρονώ ζήτημα – που μ’ έχουν πάρει από πίσω και με κοιτάνε και γυαλίζει το μάτι τους. Λέω, πάει, θα με βάλουν κάτω και θα με βατέψουν μες στη μέση του δρόμου σαν την κουνέλα, κι ευτυχώς εκείνη την ώρα περνάει ένα ταξί, του κάνω νόημα και μπαίνω μέσα αλαφιασμένη.»«Κι αρχίζει να σε χαλβαδιάζει ο ταξιτζής.»«Η ταξιτζού! Μια αντρογυναίκα με κοντομάνικο πουκάμισο και παντελόνι με τσάκιση, που της λέω εγώ να με πετάξει μέχρι Πατησίων, κι αυτή βάζει τον Ντέρτι στη διαπασών και μου λέει, τι να κάνεις στα Πατήσια μανίτσα μου, δε θες να πάμε τα δυο μας κατά Λούτσα μεριά να φάμε καμιά γόπα και να χαζεύουμε το κυματάκι τώρα που σουρουπώνει; Τα ’κανα πάνω μου, γιατί τέτοιο πράμα στη ζωή μου όλη δε μου ’λαχε, να με ζαχαρώνει άλλη γυναίκα, κι ας φόραγε σκαρπίνι και είχε μπεγλέρι κρεμασμένο στον καθρέφτη.»«Δεν πιστεύω να σου ’βαλε χέρι! Πλάκα μου κάνεις!»«Σ’ ό,τι έχω ιερό, φιλενάδα. Με χίλια παρακάλια την έπεισα να με πάει στην Κολιάτσου, κι άμα φτάσαμε δε μ’ άφηνε να βγω, εδώ είναι επικίνδυνα για μια ωραία γυναίκα σαν εσένα, να μου λέει, έχει γεμίσει ο τόπος Πακιστανούς, δεν τραβιόμαστε καλύτερα στη Δροσιά να φάμε κανά πεϊνιρλί να στυλωθούμε, που ’σαι πετσί και κόκκαλο σαν τα μοντέλα; Εμένα, τώρα, που ανεβαίνω στη ζυγαριά και μόνο που δε με βρίζει να κατέβω, να με λέει μοντέλο!»«Κι έμεινες ώρα εκεί;»«Εκεί ξημερώθηκα! Με πήρε βέβαια σε κάποια φάση ο Λάκης στο κινητό, αλλά του ’πα ότι είχα πάει κομμωτήριο, κι αυτός άρχισε να λέει ότι θέλει να με… ξέρεις τι, στα μαλλιά, και του το ’κλεισα στα μούτρα του βρομιάρη! Κάθομαι το λοιπόν καμιά ώρα, και πάνω που λέω, ησυχία ακούω, ας ξετσουμίσω σιγά-σιγά μπας και βρω κανά κάδο να το πετάξω το παλιόπραμα, κάποιος αρχίζει να μου βαράει τα κουδούνια! Και  είναι που λες  απ’ έξω

στημένος ένας μαύρος κατάμαυρος όμως, απ’ το ματάκι τον είδα και σκιάχτηκα, δυο μέτρα θηρίο, και να μου λέει κάτι αφρικάνικα που δεν καταλάβαινα Χριστό – μόνο ότι ήθελε να μπει μέσα κατάλαβα, γιατί μετά από λίγο άρχισε να βροντάει την πόρτα, που νόμισα ότι θα την γκρεμίσει και θα πάω από νέγρικο σουβλί η καψερή!»«Απαπά!!! Και δεν το πέταγες στον απόπατο να ησυχάσεις;»«Το σκέφτηκα, αλλά ήταν χαλασμένο το ρημάδι το καζανάκι. Στην μπανιέρα κατούραγα όλη νύχτα η δύσμοιρη.»«Άμα το ’ριχνες στον ακάλυπτο;»«Κι εκεί σε πρόλαβα, φιλενάδα. Όταν άρχισε να βαράει την πόρτα ο μαύρος, απ’ τον πανικό μου βγήκα στο μπαλκονάκι μπας κι έχει καμιά σκάλα να λακίσω, αλλά στο μεταξύ την είχαν στήσει από κάτω κάτι πιτσιρικάδες, και μόλις με βλέπουν στα κάγκελα αρχίζουν κακό χαμό. Τι να σφυρίζουν, τι να μου λένε ό,τι βρομιές μπορείς να φανταστείς – μωρά παιδιά, τα σκασμένα! – μέχρι που ένας έβγαλε το πράμα του και μου το κούναγε, λες και ήμουν τσιπούρα να τσιμπήσω με μαμούνι!»«Κι όλο το βράδυ δεν ξεκούνησαν;»«Κάποια στιγμή, χαράματα, μαζεύτηκαν – δεν λες που ήταν εργάσιμη; Κι ο μαύρος ευτυχώς ζαλώθηκε έναν ντορβά μ’ αυτά τα ξόανα που πουλάνε, ξέρεις ποια λέω, αυτά τα ξύλινα, πού απορώ πώς τα σηκώνουν κοτζάμου δάσος, και κίνησε κι αυτός ο ερίφης για το μεροδούλι.»«Και το βρακί;»«Ε, ακόμα το φοράω.»«Χαζή είσαι μωρή; Βγάλ’ το να ησυχάσεις.»«Μα δεν ξες τι τράβηξα δυο μέρες. Με το που γυρνάω στο σπίτι, ο Λάκης απ’ τη λύσσα του μου ’χε σκίσει ό,τι βρακί είχα – μέχρι το λαστέξ μου ’σκισε. Και με περίμενε να γυρίσω ως το πρωί με το μάτι γαρίδα, ούτε το μαγαζί λογάριαζε, ούτε τίποτα. Κι από τότε, φιλενάδα, δεν τα ’χω κλείσει τα ποδάρια μου η δόλια. Κι έχω και τα παιδιά να με γυροφέρνουνε λες και τους κρύβω πάστα σεράνο. Δυο μερόνυχτα κλειδωμένη στην κρεβατοκάμαρα τα πέρασα, περιμένοντας πότε θα ταβλιαστεί ο άλλος απ’ τα γυμνάσια να ξεμουδιάσω η γυναίκα.»«Και τι λες να κάνεις τελικά;»«Γι’ αυτό σε πήρα, μήπως μπορούσες να πεταχτείς και να μου φέρεις κανά εσώρουχο δικό σου, γιατί ναι μεν το ’χει σιχαθεί η ψυχή μου, αλλά δεν μπορώ και να το βγάλω, δεν μ’ αρέσει καθόλου να ’μαι γυμνή από κάτω… αισθάνομαι, δεν ξέρω… βρόμικη. Και το ’χω τώρα δυο μέρες πλύνε-βάλε συνέχεια, κάθε τόσο πάω και το μουλιάζω, γιατί όσο το φοράω τόσο καψώνω, και κοντεύω να πάθω μητρικά με την κυλότα τη βρεμένη.»«Ένα βρακί είχε η κόρη, το ’πλενε και το εφόρει…»«Όπως τα λες. Γι’ αυτό φιλενάδα, σε θερμοπαρακαλώ, ξέρω ότι έχεις κι εσύ τις δουλειές σου, αλλά πάρε ένα ταξί και σ’ το πληρώνω. Δε θα σε τραβολογούσα, αλλά απ’ τη μια δεν κοτάω να ξεμυτίσω, κι απ’ την άλλη δε με βαστούν τα πόδια μου…»

«Μωρέ δεν ξέρω… έχω και τα ρεβύθια…»«Με γκάστρωσες πια με τα ρεβύθια! Λες και είναι αυγοτάραχο! Εδώ σου λέω καίγομαι! Τι θες, να σου τάξω ντούμπλα;»«Δεν γίνεται σου λέω! Δεν μπορώ να βγω! Κι όχι τώρα – απ’ το περασμένο Σάββατο έχω να βγω απ’ το σπίτι.»«Τι λες παιδάκι μου;»«Θα σ’ τα ’λεγα απ’ την αρχή, αλλά ήθελα πρώτα να βεβαιωθώ ότι δεν έχω τρελαθεί στα καλά καθούμενα… Την ώρα που με πήρες, να φανταστείς, ήμουν έτοιμη να σε πάρω εγώ, και να σου πω μήπως μπορούσες να ’ρθεις από δω με κανάν κλειδαρά πριν γυρίσει ο Πάνος…»«Κλειδαρά; Τι να τον κάνεις παιδί μου τον κλειδαρά;»«Να μου ανοίξετε, γιατί ο Πάνος Δευτέρα πρωί-πρωί άλλαξε την τρίαινα στην εξώπορτα μην τυχόν και πάρω δρόμο. Μαύρη η ώρα και η στιγμή που πήγα στο φούρνο η καταβόθρα η αχόρταγη, που κάλλιο να ’τρωγα δυο χέρια ξύλο! Γιατί βλέπεις το βρακί δεν είναι σκέτο,  – είναι σετάκι.»«Σετάκι; Τι σετάκι;… Όχι! Μη μου λες τέτοια!»«Άσε, και δεν τα νιώθω τα βυζιά μου.»«Φιλενάδα, πες μου ότι μου κάνεις πλάκα γιατί θα βάλω τις φωνές!»«Δυστυχώς, πολύ φοβάμαι ότι φοράω το ασορτί σουτιέν.»

Τετράφυλλα και τρίφυλλα

Στην αρχή του κακοφάνηκε – του κώλου.Βλέπεις, τον καιρό των παχιών αγελάδων, που βγάζανε 650 μπριζόλες έκαστη και κάθε φορά που έκλαναν άνοιγε καινούρια τρύπα στο όζον, έπαιρνες χωρίς δεύτερη σκέψη τις ντάνες τα κωλόχαρτα με τα τέσσερα φύλλα, που ’ταν πιο απαλά κι από φτερά αγγέλου, πιο τρυφερά κι απ’ το χάδι της μάνας, που σκούπιζες το δάκρυ και περνούσε ο καημός σαν να τον σφούγγιζε η πάνα του θεού Έρωτα.Αλλά με τη ρουφιάνα την κρίση έπεσες στα δίφυλλα, και ξάφνου ο κώλος, ο εκ φύσεως κακομαθημένος, στράβωσε. Τι έγινε αφεντικό; Ξεπέσαμε; Διότι μαδούσε βλέπεις το ένα απ’ τα δύο φύλλα κι απόμενε μονόφυλλο σαν το τσιγαριλίκι με τα περισσεύματα, και δεν είχε κι αλόε βέρα να σου ανανεώνει το κολλαγόνο στα κωλομάγουλα, ούτε εκχύλισμα χαμομηλιού να ξανθαίνει η κωλότριχα και να γίνεται σαν το μαλλί της αειπάρθενης Μπρουκ Σιλντς στη Γαλάζια Λίμνη.Το τωρινό, του ενός φύλλου, που το παίρνεις από ειδικό πρατήριο σε προσφορά, και σε συσκευασία ίσαμε μια σοσιαλιστική πολυκατοικία, είναι η εκδίκηση του προλεταριάτου στην μπουρζουαζία του πρωκτού, και το χρησιμοποιούν και οι επιπλοποιοί όταν ξεμένουν από γυαλόχαρτο, αλλά και πάλι καλά να λες, διότι κόπηκαν και οι εφημερίδες με την αφραγκία, και η εναλλακτική είναι να τρέχεις κάθε πρωί στο Πεδίον του Άρεως μαζί με τα φοξ τεριέ και να μαζεύεις χλωρίδα απόπατου.Χώρια που, όποιος δεν έχει να φάει, δεν έχει και να χέσει.Είδες; Ακόμα κι όταν καταρρέει, για όλα μεριμνά ο καπιταλισμός.

Πιες το γάλα σου, παιδί μου.Και λες να το πιω ρε μάνα, και να το βάλω και στον καφέ και στο τσάι και να το λουστώ άμα λάχει όπως το λουζότανε η Κλεοπάτρα, που γι’ αυτό υπήρχανε πολλές Κλεοπάτρες να μου το θυμηθείς, διότι δεν ξεπλένονταν μετά, κι ερχόταν το γάλα κι έπηζε και μύριζαν τυρίλα οι αυτοκράτειρες και τις περνούσαν οι αρουραίοι του παλατιού για κεφάλια μετσοβόνε και τις έτρωγαν στον ύπνο τους – κι άντε μετά βρες φρέσκια Κλεοπάτρα και βουβάλες βυζαρούδες να γεμίσουν την πισίνα.Μόνο που πάει το γάλα πολυτελείας του ενός ευρώ με το κρικάκι που άνοιγε εύκολα, πάει και το γάλα του μισού ευρώ με το κρικάκι το τζαναμπέτικο που άμα δεν έχεις νύχια πρέπει να χώσεις μαχαίρι από κάτω και κινδυνεύεις να σφαχτείς κάθε πρωί με την ντάγκλα, και τώρα αγοράζεις το πιο φτηνό εβαπορέ, που δεν έχει κρικάκια και φλωριές, είναι για τον άντρα τον νταβραντισμένο, τον πολλά βαρύ, που τις ανοίγει τις κονσέρβες με τον κυνόδοντα (όχι του Λάνθιμου, τον κανονικό), αλλά βρες μου εσύ τώρα μες στο μπουρδέλο της κουζίνας το ανοιχτήρι, ώσπου στο τέλος σε πιάνει απελπισία και λες θα το ανοίξω με κατσαβίδι και σφυρί, κι όλα καλά μέχρι το πρώτο χτύπημα, που φεύγει κατσαβίδι και κονσέρβα και σου πέφτουν και τα δύο στο ποδάρι και στο μακελεύουν, και στο δεύτερο χτύπημα ανοίγει μεν η τρούπα, αλλά πρέπει ν’ ανοίξεις και δεύτερη για να τρέξουνε τα γάλατα, χαρχάλα τα,

χαρχάλα τα, μόνο που στο μεταξύ έχεις πάρει θάρρητα και τραβάς μια σφυριά σαν του Θωρ, και απογειώνεται το κονσερβοκούτι το τρυπημένο και πέφτει και τσουλάει στον διάδρομο αφήνοντας ένα ρυάκι από πολύτιμο γάλα, που στο τέλος καταλήγει να το πίνει ο γάτος ο κερατάς απ’ το πάτωμα, κι εσύ τον καφέ τον πίνεις σκέτο, και είναι και στιγμιαίος και ντεκαφεϊνέ και είναι σαν να πίνεις την πίκρα της αυταπάτης σου, πως κρίση είναι και θα περάσει…

Και είναι και η υπόθεση μακαρόνι στη μέση.Διότι όλοι είμαστε μακαρονάδες μέχρις αποδείξεως του εναντίου.Διότι τώρα πάνε οι δόξες οι παλιές με τις μπαρίλες και τα νιόκι τα φρέσκα – τώρα ό,τι σπαγγέτι είναι σε προσφορά, στα τρία πακέτα δώρο ένα τέταρτο, κι ένα κουτί καθαρτικό για όταν στουμπώσει το άντερο απ’ το πολύ ζυμαρικό.Και την πρώτη μέρα πες καλά, με κόκκινη σαλτσούλα σκέτη.Και τη δεύτερη με τσιγαρισμένο σκόρδο κι ελαιόλαδο, το πιο φτηνό, που όχι μόνο δεν είναι παρθένο αλλά το ’χουνε βατέψει όλα τα λάδια του ελαιοτριβείου.Και την τρίτη μέρα κατά τας γραφάς στο φούρνο με τρίμματα τυριών και αλλαντικών – η γκουρμεδιά του ψωμόλυσσα.Αλλά την τέταρτη μέρα με μακαρόνι σερί αρχίζει να σε πιάνει τεταρταίος. Βλέπεις τη ζωή σου σαν μια ατέλειωτη ευθεία νούμερο 6 και λες, έτσι θα πορευτώ από δω και μπρος, και καταριέσαι τον Μάρκο Πόλο που μας έφερε τα ζυμαρικά απ’ την Κίνα αντί να περάσει και μια βόλτα από Ινδία που τρώνε τα κρέατα με τις σαλτσούμπες, γι’ αυτό είναι όλοι χονδροί κι ευτυχισμένοι.Όμως την πέμπτη μέρα σκάει δώρον απροσδόκητο: κοτόπουλο ολόκληρο σε προσφορά, λίγο πιο φτηνό από λαχανίδα, διότι είναι κοτόπουλο ανελεύθερης βοσκής από ειδικό πτηνοτροφείο, όπου οι κότες τρων η μια την άλλη και οι κοτοπουλάδες βάζουν στοιχήματα, Έλα μωρή Ασπρούλα, σκίσ’ την την κουφάλα την Παρδάλω, και το φκιάνεις με μακαρονάκι κοφτό στη γάστρα κι ευφραίνεται η ψυχή σου – άλλο που την επομένη, απ’ τις ορμόνες που το ’χουν ταϊσμένο το πτηνό ξυπνάς με κάτι βυζά σαν της Μόνικα Μπελούτσι, κι έχεις και κάτι ψιλά δερματικά τύπου λέπρα απ’ τις διοξίνες. Όλα αυτά είναι ήσσονος σημασίας, καθώς τώρα πήρες θάρρος, κι έτσι και την κάνει ο γείτονας ο διπλανός που ’χει μετατρέψει το μπαλκόνι του σε κήπο με μυρωδικά, θα κάνεις σκαλωμαρία το κάγκελο και θα του τσουρομαδήσεις τον βασιλικό για πέστο, χωρίς κουκουνάρι και παρμεζάνα εννοείται, διότι η παρμεζάνα θεωρείται τεκμήριο κι ανεβαίνεις φορολογική κλίμακα με την πρώτη πιρουνιά. Αλλά και πάλι, πέννες al pesto – μεγαλείο, παιδί μου.Τι; Η φτώχεια θέλει καλοπέραση. Και πολύ μακαρόνι.

Ο αριθμός του θηρίου, που προξενεί ανείπωτο τρόμο και είναι προμήνυμα καταστροφής και συντέλειας, δεν είναι εντέλει το 666. Όχι, φίλοι μου. Είναι το 1305, που βρίσκεις στο τηλέφωνο μαζί με αυτόματο μήνυμα που σε ενημερώνει ότι έχεις απλήρωτο λογαριασμό στον ΟΤΕ, κι αν δεν διευθετήσεις το χρέος άμεσα, με το επόμενο τηλεφώνημα θα πέσει και το ψαλίδι της μοίρας

Ατρόπου, και μετά ίντερνετ γιοκ, και δεν θα μπορείς να κατεβάσεις το επόμενο επεισόδιο του Modern Family και του Downton Abbey και του Αmerican Horror Story, κάτι που ισοδυναμεί με μοίρα χειρότερη απ’ τον θάνατο, χειρότερη κι από μαραθώνιο επεισοδίων Λαζόπουλου, οπότε τι να κάνεις, ψάχνεις και βρίσκεις ποια πιστωτική είναι λιγότερο ξετιναγμένη, τραβάς ό,τι λεφτά περισσεύουν μέχρι το ανώτατο πιστωτικό όριο, αναρωτιέσαι αν για την πληρωμή της επόμενης ελάχιστης δόσης θα πρέπει να βγεις στο κλαρί, που ’χεις πλαδαρέψει και δεν πιάνεις μήτε εικοσάρι, και τον ξοφλάς τον καριόλη τον ΟΤΕ, διότι χωρίς ίντερνετ δεν έχει και Facebook, και θα καταλήξεις να δουλεύεις και να διαβάζεις και να περνάς τον χρόνο σου δημιουργικά, που είναι φρίκη απερίγραπτη.

Κι έρχεται η μαύρη ώρα και στιγμή που χαρτονόμισμα δεν υπάρχει ούτε για δείγμα, και για να πάρεις τσιγάρα να ξεχαρμανιάσεις και να ξεχάσεις φευγαλέα τον νταλκά σου πρέπει να κάνεις επιδρομή κι ανασκαφή στο καλαθάκι με τα ψιλά.Έλα όμως που όταν χρειάζεσαι τα χρυσαφιά, όλα τα κέρματα γίνονται κόκκινα! Κι αρχίζεις να μετράς τα ταλιράκια, κι έπειτα από τρεις βδομάδες έχεις φτιάξει εκατόν δώδεκα στοίβες που αντιστοιχούν σε ένα πακέτο, και πάλι καλά που σε ξέρει το παλικάρι στο ψιλικατζίδικο από κάτω και δεν σε παρεξηγάει, διότι δεν είναι και μικρή ξεφτίλα να σκας τώρα με τη σακούλα με τα πεντάλεπτα σαν τον παπά που μόλις ξάφρισε το παγκάρι, και να πρέπει ο άλλος να δίνει ρέστα για δυόμισι χρόνια για να ξεφορτωθεί το ευτελές μέταλλον του θεριακλή του μπατίρη.Όμως είναι άτιμο πράμα το τσιγάρο, και με τα ζόρια καπνίζεται θαρρείς από μόνο του, και οσονούπω αδειάζει το πακέτο, και τώρα σου ’χουν απομείνει μόνο τα δίλεπτα και τα λεπτά, με το καραβάκι που το λέγαν Απόγνωση 2013, κι αυτά πια ντρέπεσαι να τα φορτώσεις στον ψιλικατζή – οπότε κάθεσαι κι αρχίζεις το μέτρημα, σαν θείος Σκρουτζ απ’ την ανάποδη, κι αφού πάθεις μια προσωρινή τύφλωση όπου όλα τα βλέπεις χάλκινα σαν να πήρες το βιάγκρα της ένδειας, βγαίνουν συνολικά 33 ευρώ τα καταφρονεμένα κέρματα – περιουσία ολάκερη δηλαδής. Μόνο που η τράπεζα η ανάλγητη που πίνει το αίμα του κοσμάκη με το μπουρί τα βλέπει τα ψιλά και λέει πιφ, ουστ από δω βρομύλε, εμείς εδώ μεταχειριζόμαστε παρά ανωτέρας κλάσης, και τούτα δω τα αχαμνά να τα πας στην Τράπεζα της Ελλάδος, όπου τα λιώνουν για να φτιάξουν άγαλμα του Πολ Κρούγκμαν του προφήτη, του Ενός μετά τον Σωκράτη και πριν τον Βαρουφάκη, και πας ο έρμος με το πουγκί το ασήκωτο στην υπόγα της Τράπεζας της Ελλάδος, και τι να δεις, όλοι της γης οι κολασμένοι έχουν στηθεί ουρά με τα τσουβάλια τους επ’ ώμου, και οι δύσμοιροι οι υπάλληλοι, είναι να τους λυπάσαι, δεν προφταίνουν να τουϊτάρουν με την άνεσή τους στο #variemai_pou_zw, και να σου ο επόμενος πεινάλας με το ψιλολόι του, αλλά με τα πολλά, με παρακάλια και δάκρυα και ιστορίες για ετοιμοθάνατες μαμάδες καταφέρνεις να τσεπώσεις το τριαντάρι, και λες, τι συμφέρει περισσότερο, να πάω σούπερ μάρκετ και να γεμίσω το

ψυγείο για τέσσερις μέρες, ή να πάρω μια κούτα τσιγάρα κι από φαΐ αρχίζουμε να σκάμε απρόσκλητοι σε πάρτι και λογοτεχνικές μαζώξεις, όπου όλοι ακούνε τον συγγραφέα κι εσύ κοιτάς να ξεμοναχιάσεις κανά μπολάκι με κάσιους να λιγδώσει τ’ αντεράκι σου.Τέρμα και τελείωσε. Πρέπει να φτιάξουν τσιγάρα που να τρώγονται κιόλας.

Και πες στα χρέη τα εξ αποστάσεως εθελοτυφλείς και κωφεύεις – σε παίρνει η τράπεζα για τις κάρτες και λες, Ντεν είναι εντώ κύριο Κορτώ, έφυγκε Αμέρικα, σου στέλνει μηνύματα η εταιρία του κινητού να σε φοβερίσει, λες, δεν μας χέζετε κι εσείς, και για τα πιο χοντρά κερατιάτικα, βλέπε ασφαλιστικά ταμεία της συμφοράς που αλλοίμονό σου έτσι και θες γιατρό συμβεβλημένο να σ’ εξετάσει, καλύτερα βρες παπά να σε διαβάσει να μην πας αδιάβαστος, γι’ αυτά λοιπόν τα βαρβάτα χρέη υπάρχει πάντα η τακτική δεν σε είδα δεν σε ξέρω, που παραχώνεις τον φάκελο κλειστό στο συρτάρι μαζί με τους άλλους, και παριστάνεις τον ανέμελο μέχρι να περάσουν τα χρονάκια και να ’ρθουν μια μέρα και να σε πάρουν σιδηροδέσμιο.Αλλά στις δύσκολες μέρες του μήνα, που περνά ο τύπος για τα κοινόχρηστα και βαράει τα κουδούνια, τι κάνεις;Διότι ξαφνικά, έξι η ώρα το απόγευμα, πάνω που ετοιμάζεσαι να πας στον γείτονα και να ζητήσεις λίγη ζάχαρη και τέσσερις μπριζόλες και τίποτε πατάτες άμα του βρίσκονται, ντράγκα-ντρουγκ το κουδουνάκι, και να σου ο καλός σου στημένος απ’ έξω να περιμένει διότι έχεις απλήρωτα κοινόχρηστα απ’ τον Μάη του ’68.Οπότε εκεί θυμάσαι ό,τι πολεμική ταινία έχεις δει, ό,τι βιβλίο σχετικό με βομβαρδισμούς έχεις διαβάσει, και πρώτα σβήνεις τα φώτα, έπειτα μένεις μούγκα μέχρι το δεύτερο χτύπημα, και μετά περιμένεις, με την ψυχή στο στόμα και την καρδιά στο μίξερ, ν’ ακούσεις τον πολυπόθητο ήχο, αυτό το σριιιτς καθώς το χαρτί της νέας οφειλής γλιστρά κάτω απ’ την πόρτα για να προστεθεί στη στοίβα με τ’ άλλα, που δεν χωράνε πλέον στο συρτάρι οπότε τα παραχώνεις όπου βρεις (στο πουφ-μπαούλο, σε κουτιά του καφέ, στο πιάνο εν ανάγκη) κι έπειτα τα βήματα του στυγερού, άτεγκτου κοινοχρηστά να απομακρύνονται.Και μετά ανασαίνεις κι ανάβεις τα φώτα και βάζεις και μουσική να το γιορτάσεις που τη σκαπούλαρες για άλλον ένα μήνα, και πας και στέκεσαι στο παράθυρο διότι έχει μια δύση εκπληκτική, και τι αξία έχει το ηλιοβασίλεμα άμα δεν το απαθανατίσεις για να το αναρτήσεις στο Facebook μαζί με άλλες 150.000 παρόμοιες φωτογραφίες με σχόλια όπως: ‘Η μαγεία του ουρανού’, ‘Το μεγαλείο της φύσης’, ‘Αφιερωμένο σε όλες τις τρυφερές ψυχές που τσαλαπατά το άχθος της ύπαρξης’ ή το τόσο εύγλωττο και συνάμα αλγεβρικό ‘<3’ και ξεχνάς ότι μένεις πρώτο όροφο κι ότι με τα φώτα αναμμένα και λαμπρά είσαι ορατός σαν την νταλίκα, και ξάφνου κάποιος σε χαιρετάει απ’ το παπάκι του που ’χει παρκάρει στον δρόμο ακριβώς μπροστά, και φυσικά είναι ο φοβερός και τρομερός κοινοχρηστάς, που σου κουνάει το χέρι σαν να σου λέει, Χαμούρη, κανόνισε. Ξέρω πού μένεις. Θες να ξυπνήσεις ένα πρωί και

πλάι στο μαξιλάρι σου να δεις ένα κομμένο κεφάλι αλόγου;Που όχι, δεν θέλω. Μόλις έστρωσα καθαρά σεντόνια.

Βέβαια, θα μου πεις, υπάρχει αντίδοτο στην ένδεια: η αγάπη.Αλλά όταν τα οικονομικά άγχη γίνονται δυσθεώρητα, η αγάπη, ακόμα και η πιο δυνατή και παθιασμένη, εκνευρίζεται, γίνεται ευερέθιστη, και συχνά ξεσπαθώνει με το παραμικρό, διότι αν δεν ξεσπάσεις στον άνθρωπό σου σε ποιον θα ξεσπάσεις – θ’ αρχίσεις να τραβάς σφαλιάρες στους περαστικούς;Κι έτσι στο Κορτέτσι τις ζοφερές ημέρες που διανύουμε ακούγονται καθημερινά στιχομυθίες που ξεχειλίζουν αγανάκτηση, όπως:«Καμιά σκούπα θα βάλουμε ποτέ; Προ ολίγου μία απ’ τις χνουδόμπαλες στον διάδρομο μου ζήτησε να της βάλω να φάει.»«Μα πόσα μισοάδεια πακέτα τσίχλες μπορεί να έχει ένας άνθρωπος;»«Ωραιότατο αυτό το χύμα κρασί που πήρες. Το νιώθεις ρε παιδί μου το συκώτι σου να καίγεται.»«Το ότι κάθε βράδυ πλένουμε δυο πιρούνια για να φάμε επειδή κάποιος άφησε πάλι τα πιάτα να πιάσουν βρύα και λειχήνες, το λες και παρακμή.»«Σε εξορκίζω, όχι άλλο Χατζιδάκι. Δεν με πιάνει το απογευματινό μου Xanax.»«Μα πώς γίνεται, έξι αναπτήρες και να μην ανάβει κανένας;;»«Τρία χρόνια το ’χουμε το media player κι ακόμα το κοιτάς όπως οι πίθηκοι τον μονόλιθο στην Οδύσσεια του Διαστήματος. Έλεος όμως.»«Πάλι ξηλώθηκε η αλυσίδα απ’ το καζανάκι! Μα τι διάολο, κρεμιέσαι και κάνεις τον Ταρζάν;»«Το ξέρω το πόσο ‘σκοτώνεσαι’ στη δουλειά, που μου έχεις πάρει διδακτορικό στο πώς γίνονται τα emoticon καρχαρίας, σκατό, διαβολάκι και κουνουπίδι τουρσί.»«Ένα σου λέω: έτσι και γεμίσει κι αυτή η βιβλιοθήκη, βρες καινούριο σπίτι να μετακομίσουμε.»«Αν ακούσω άλλη μία φορά το ‘Skyfall’ λούπα θα πηδήξω απ’ το μπαλκόνι, και μένουμε και πρώτο και δεν θα πάθω τίποτα.»«Αρχίσαμε τα κρασιά απ’ τις δύο το μεσημέρι; Ω ρε ροχαλητό που έχει να πέσει απόψε. Πάλι με βλέπω να κοιμάμαι στο σαλόνι με τα αυτιά μου βουλωμένα με λιωμένο μολύβι.»«Δεν σε ξαναστέλνω μόνο σου στο σούπερ μάρκετ. Σου λέω γάλατα κι αυγά κι εσύ μόνο καπότες με γεύση φρούτων δε φέρνεις. Τι; Γιατί γελάς; Ω Θεέ μου πες μου ότι δεν πήρες όντως καπότες με γεύση φρούτων!»Και άλλα πολλά. Μα δεν πειράζει. Αγάπη να υπάρχει.

Και τέλος, φυσικά, να μην ξεχνάμε το δράμα του ελευθεροεπαγγελματία καλλιτέχνη, του ζήτουλα με το μπλοκάκι. Που παίρνεις τα τηλέφωνα και σε περνάνε στο λογιστήριο και σου λένε απ’ τον άλλο μήνα οι εκκαθαρίσεις (του 10% ανά βιβλίο, μη φανταστείτε), κι εσύ λες ναι πασάκα μου, αλλά αυτόν τον μήνα τι τρώμε, και σου λέει μήπως τότε θα θέλατε μια ωραιότατη επιταγή μεταχρονολογημένη για το έτος 2525 που λέει και το άσμα;

Και κλείνεις το τηλέφωνο αποκαρδιωμένος κι ανοίγεις τον φάκελο του ΟΑΕΕ που σε ενημερώνει ότι, τι χαρά, έκλεισες δέκα χρόνια στο κουρμπέτι, κι άρα ανέβηκες βαθμίδα, κι εφεξής θα πρέπει κάθε δεύτερο μήνα να καταβάλλεις στο ταχυδρομείο τους εφτά νέους και τις εφτά νέες του μινώταυρου (αυτά για να μπουν σε διακανονισμό τα φέσια), μαζί με της Παναγίας τα μάτια, του Χριστού τα τσίνορα, και την κοτσίδα του Άγιου Νεκτάριου, μεγάλη η χάρη του.Και δεν μπορείς και να κλαφτείς σαν άνθρωπος στα κοινωνικά δίκτυα, διότι τουλάχιστον έχεις κάτι να παίρνεις (τον μπούλο), και ως ενοχικός άνθρωπος νιώθεις προνομιούχο τομάρι, και λες, δεν πειράζει, φέρτε την επιταγή, κι άσε να μαλώνουν τα εγγόνια μου ποιο θα αγοράσει τσίχλες με τα πνευματικά μου δικαιώματα…

Κι αναπόφευκτα, τα ζόρια γεννούνε νοσταλγία.Για τις αθώες εποχές, τα φοιτητικά χρόνια, τότε που το χαρτζιλίκι έρεε, αν όχι άφθονο, πάντως από τσέπη αλλουνού – απ’ την πατρική τσέπη, που φάνταζε άπατη, έτσι που απορούσες με την περιστασιακή γκρίνια, διότι ο τρόμος του βιοπορισμού δεν σε είχε αγγίξει ακόμα με το χέρι του που ’ναι πιο παγερό κι απ’ το τεμπεραμέντο της Ζιλιέτ Μπινός, που άμα εκμεταλλευτούν το γονιδίωμά της Ιάπωνες γκατζετάδες θα γίνουν ζάμπλουτοι, διότι τέτοια κρυομούνα που ’ναι, μπορεί να πιάσει το κουτάκι την Κόκα-Κόλα και να στο παγώσει σε θερμοκρασία υγρού αζώτου.Τότε που, όταν ήταν να την πιούμε, μαζευόμασταν σε σπίτι φίλου που το ’χε μετατρέψει σε τεκέ, κλείναμε πόρτες και παράθυρα και στόρια και κουρτίνες, και βάζαμε και μια πετσέτα να φράζει τη χαραμάδα κάτω απ’ την εξώπορτα για να μη φλομώσει όλη η πολυκατοικία, και πάλι τρέμαμε μην τυχόν και το άσπρο το αμάξι που ’ναι παρκαρισμένο δυο μέρες στη γωνία είναι ασφαλίτικο, κι άσε που ’σκαγε ο ντελιβεράς με τα σουβλάκια και ρωτούσε: «Καλό;» κι εγώ απαντούσα, «Καλό θα ’ναι, έχουμε ξαναπάρει απ’ τον Μπάτμαν,» κι ο πιτσιρικάς μου ’κλεινε το μάτι κι έλεγε: «Για το άλλο ρωτάω – καλό;» διότι με το που άνοιγε η πόρτα τον έπαιρναν τα ντουμάνια.Έκτοτε αλλάξαν οι καιροί και τα ήθη – σε άλλα προς το καλύτερο και σε άλλα προς το χειρότερο. Ο τρελογιατρός μου απαγόρευσε διά ροπάλου τη φούντα διότι δεν είναι ελεγχόμενη η προέλευσή της, και μπορεί να ’ναι κανά σκανκ ποτισμένο με κάτουρο δράκου του Κομόντο και να κάνω πάλι κανά ψυχωσικό επεισόδιο όπου να νομίζω ότι είμαι ο νέος Δαλάι Λάμα και να ξουρίσω το κεφάλι μου πόμολο, κι έτσι κεφάλας που είμαι, θα με βλέπει ο κόσμος και θα λιγοθυμάει απ’ την τρομάρα.Γι’ αυτό και χαίρομαι που ζω στα Εξάρχεια.Γιατί καμιά φορά το βράδυ, που κατεβαίνω για τη σοκολατίτσα μου όπως ο χρήστης για τη δόση του (απαράδεκτη η ολιγωρία της ιατρικής επιστήμης που ακόμα να βρει τρόπο άμεσης ενδοφλέβιας παροχής κουβερτούρας), κόβω μια-δυο γύρες στην πλατεία, που ιδίως άμα είναι Παρασκευή ή Σάββατο είναι τίγκα στην πιτσιρικαρία, παιδιά με τις μπίρες τους και τα γέλια τους και με κάτι τρίφυλλα τρομπόνια, που τα φουμάρουν πλέον δημόσια σαν να μη συμβαίνει

τίποτα και πολύ το χαίρομαι ο παλαίμαχος ο χασικλής, και παίρνω άπληστες ρουφηξιές και σχεδόν την ακούω, και θυμάμαι ένα απόγευμα πριν δέκα χρόνια και βάλε, στη Σαλονίκη ζούσα ακόμα, που ήμουν ξαπλωμένος και πίτα στη μαστούρα κι άκουγα για εκατομμυριοστή φορά το ‘No Need to Argue’ των Cranberries – τι δισκάρα κι εκείνη! ένα κι ένα για να πάθεις κατάθλιψη – και νόμιζα μες στο θάμβος του μυαλού μου ότι μπορούσα να μετακινώ τα σύννεφα και να κρύβω τον ήλιο κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια, κι ότι ανοίγοντάς τα πάλι έφερνα τη λιακάδα.Μα ευτυχώς, ακόμα και στον ζόφο της χειρότερης φτώχειας, έχω πάντα στο σπίτι τη δική μου, μονάκριβη ντρόγκα, το χάπι της ευτυχίας μου, που δεν έχει και κίνδυνο υπερβολικής δόσης – όσο περισσότερο, τόσο το καλύτερο, και δε χορταίνεται το άτιμο: ρουφάς τη μυρωδιά του, πίνεις την ανάσα του, τρως την ομορφιά του με τα μάτια σου και με τα χέρια σου που ’ναι πάντα κρύα και πάντα στα ζεσταίνει.Και γίνονται τα φύλλα της καρδιάς όχι δύο, όχι τέσσερα, αλλά χίλια, σαν του μιλφέιγ, που δεν θέλει υπερβολές στο μύγδαλο γιατί γίνεται βούχτα.

Α ρε Κουτάβι, από δω το πήγα, από κει το ’φερα, πάλι για σένα γράφω.