Althusser versus Marx: «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ: ...

10
« Διαβάζοντας το Κεφάλαιο » του Αλτουσέρ: Να διαβάσουμε « Το Κεφάλαιο » του Μαρξ! του Τάσου Αναστασιάδη Η ελληνική έκδοση του «Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο» των Αλτουσέρ και altri 1 μπορεί να έχει ιδιαίτερη σημασία για όσους ασχολούνται με ιστορία των ιδεών ακόμα και για όσους ενδιαφέρονται ειδικότερα για τους διανοούμενους και τη σχέση τους με τον παρακμάζοντα σταλινισμό, πριν και μετά τον Μάη του ’68. Ακόμα ίσως μπορεί να έχει και ένα τοπικό ενδιαφέρον, στο μέτρο που η αναφορά στις θεωρητικές αναζητήσεις του αλτουσεριανισμού φαίνεται πως ξεπέρασαν και την πατρίδα του -αφού ίσως πιο πολύ από αλλού, φαίνεται ότι εξακολουθούν να υπάρχουν στην Ελλάδα (πέρα από το ακαδημαϊκό κατεστημένο) και σύντροφοι και ρεύματα (π.χ. οι Θέσεις, αν και όχι μόνο) που κάποια αναφορά συνεχίζουν να προβάλουν σε αυτές τις επεξεργασίες (αν και μάλλον ασυνεπώς -το τελευταίο, άλλωστε, είναι ευτύχημα!). Το ενδιαφέρον για εμάς, εδώ, δεν είναι, ωστόσο, απλώς μια κοινωνιολογία των ιδεών και των ρευμάτων (πάντα χρήσιμη), αλλά περισσότερο το να αναρωτηθούμε για την υποτιθέμενη «συμβολή» του βιβλίου αυτού (και των άλλων του ρεύματος Αλτουσέρ) στην «ανανέωση του μαρξισμού». Τα εισαγωγικά περικλείουν τοποθέτηση του Τέλη Τύμπα, στην Εποχή 4/5/2003, για « τα μέγιστα» της συμβολής αυτής, αλλά επίσης ανάλογη εκτίμηση βρίσκουμε και στην παρουσίαση του Γιάννη Μηλιού, στις τελευταίες Θέσεις, για ένα βιβλίο που υποτίθεται ότι θα αποτελούσε « σταθερό σημείο αναφοράς στη μαρξιστική και επιστημολογική συζήτηση διεθνώς », υλοποιώντας «μια κριτική προς τις κυρίαρχες (μέχρι σήμερα) ερμηνείες του Μαρξισμού, οι οποίες κατά τους συγγραφείς αναπαράγουν τις αστικές ιδεολογίες του θεωρητικού ανθρωπισμού, του εξελικτισμού και του οικονομισμού» (ο «ιστορικισμός», που επίσης έχει πεταχτεί στην πυρά από τον Αλτουσέρ, μάλλον κατά λάθος ξεχάστηκε). Ακόμα χειρότερα, ο Γ.Μηλιός υψώνει κανονιστικά τις θεωρητικές αναζητήσεις του Αλτουσέρ σε υποχρεωτικό πέρασμα για τον ίδιο το μαρξισμό: «Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα έργο το οποίο είναι αδύνατον να παρακαμφθεί: όποιος θέλει να πάρει στα σοβαρά το Μαρξ οφείλει να λάβει υπόψη του και να τοποθετηθεί απέναντι και στο Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο». Έχοντας ο ίδιος περάσει, κατά κάποιον τρόπο, λόγο γενιάς και προσωπικής βιογραφίας, από τις συμπληγάδες του αλτουσεριανισμού, αναρωτήθηκα ποιό είναι σήμερα αυτό το νόημα. Σε τί δηλαδή ο αλτουσεριανισμός γενικά, και το « Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» ειδικότερα, θα μπορούσε να βοηθήσει σήμερα μια μαρξιστική επεξεργασία. Ξανα-ξεφυλίζοντας, λοιπόν, τα νεανικά μου αναγνώσματα οφείλω να πω ότι καθόλου δεν το βρήκα αυτό το νόημα: περισσότερο από ποτέ, διαπιστώνω και πάλι ακριβώς το αντίστροφο από τον Τάσο Κυπριανίδη που θέλοντας να προ-απαντήσει σε αυτή την, ίσως ρηχή αλλά καταρχήν πραγματική, αίσθηση έγραφε: « Είναι σαφές ότι δεν πρόκειται για κάποιου τύπου νέο σχολαστικισμό, ούτε για μια απόπειρα αποκάθαρσης του μαρξισμού από παραποιητικές προσμίξεις » 2 . Προφανώς δεν πρόκειται μόνο για αυτό. Όμως, η μορφή δεν είναι απλώς λογοτεχνικό σχήμα: η καταδίκη στην πυρά περίπου όλων των έργων των μαρξιστών και του ίδιου του Μαρξ 1 Louis Althusser, Etienne Balibar, Jacques Rancière, Roger Establet, Pierre Macherey, «Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο», μετάφραση: Δημήτρης Δημούλης, Χρήστος Βαλλιάνος και Βίκυ Παπαοικονόμου, επιμέλεια ελληνικής έκδοσης: Δημήτρης Δημούλης, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σειρά «Βιβλιοθήκη Οικονομικής και Πολιτικής Θεωρίας», Αθήνα 2003. 2 Θέσεις, τεύχος 34, Ιαν-Μάρτης 1991. Τάσος Αναστασιάδης: «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ: Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!, Σπάρτακος 70, Μάϊος 2003 1/10

description

Σπάρτακος 70, Μάης 2003

Transcript of Althusser versus Marx: «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ: ...

Page 1: Althusser versus Marx:  «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ:  Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!

«Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ:

Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!

του Τάσου Αναστασιάδη

Η ελληνική έκδοση του «Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο» των Αλτουσέρ και altri1

μπορεί να έχει ιδιαίτερη σημασία για όσους ασχολούνται με ιστορία των ιδεών ακόμακαι για όσους ενδιαφέρονται ειδικότερα για τους διανοούμενους και τη σχέση τους μετον παρακμάζοντα σταλινισμό, πριν και μετά τον Μάη του ’68. Ακόμα ίσως μπορεί ναέχει και ένα τοπικό ενδιαφέρον, στο μέτρο που η αναφορά στις θεωρητικέςαναζητήσεις του αλτουσεριανισμού φαίνεται πως ξεπέρασαν και την πατρίδα του-αφού ίσως πιο πολύ από αλλού, φαίνεται ότι εξακολουθούν να υπάρχουν στηνΕλλάδα (πέρα από το ακαδημαϊκό κατεστημένο) και σύντροφοι και ρεύματα (π.χ. οιΘέσεις, αν και όχι μόνο) που κάποια αναφορά συνεχίζουν να προβάλουν σε αυτές τιςεπεξεργασίες (αν και μάλλον ασυνεπώς -το τελευταίο, άλλωστε, είναι ευτύχημα!).

Το ενδιαφέρον για εμάς, εδώ, δεν είναι, ωστόσο, απλώς μια κοινωνιολογία τωνιδεών και των ρευμάτων (πάντα χρήσιμη), αλλά περισσότερο το να αναρωτηθούμε γιατην υποτιθέμενη «συμβολή» του βιβλίου αυτού (και των άλλων του ρεύματοςΑλτουσέρ) στην «ανανέωση του μαρξισμού». Τα εισαγωγικά περικλείουν τοποθέτησητου Τέλη Τύμπα, στην Εποχή 4/5/2003, για «τα μέγιστα» της συμβολής αυτής, αλλάεπίσης ανάλογη εκτίμηση βρίσκουμε και στην παρουσίαση του Γιάννη Μηλιού, στιςτελευταίες Θέσεις, για ένα βιβλίο που υποτίθεται ότι θα αποτελούσε «σταθερό σημείοαναφοράς στη μαρξιστική και επιστημολογική συζήτηση διεθνώς», υλοποιώντας «μιακριτική προς τις κυρίαρχες (μέχρι σήμερα) ερμηνείες του Μαρξισμού, οι οποίες κατάτους συγγραφείς αναπαράγουν τις αστικές ιδεολογίες του θεωρητικού ανθρωπισμού, τουεξελικτισμού και του οικονομισμού» (ο «ιστορικισμός», που επίσης έχει πεταχτεί στηνπυρά από τον Αλτουσέρ, μάλλον κατά λάθος ξεχάστηκε). Ακόμα χειρότερα, οΓ.Μηλιός υψώνει κανονιστικά τις θεωρητικές αναζητήσεις του Αλτουσέρ σευποχρεωτικό πέρασμα για τον ίδιο το μαρξισμό: «Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται γιαένα έργο το οποίο είναι αδύνατον να παρακαμφθεί: όποιος θέλει να πάρει στα σοβαράτο Μαρξ οφείλει να λάβει υπόψη του και να τοποθετηθεί απέναντι και στο Ναδιαβάσουμε το Κεφάλαιο».

Έχοντας ο ίδιος περάσει, κατά κάποιον τρόπο, λόγο γενιάς και προσωπικήςβιογραφίας, από τις συμπληγάδες του αλτουσεριανισμού, αναρωτήθηκα ποιό είναισήμερα αυτό το νόημα. Σε τί δηλαδή ο αλτουσεριανισμός γενικά, και το «Διαβάζονταςτο Κεφάλαιο» ειδικότερα, θα μπορούσε να βοηθήσει σήμερα μια μαρξιστικήεπεξεργασία. Ξανα-ξεφυλίζοντας, λοιπόν, τα νεανικά μου αναγνώσματα οφείλω να πωότι καθόλου δεν το βρήκα αυτό το νόημα: περισσότερο από ποτέ, διαπιστώνω και πάλιακριβώς το αντίστροφο από τον Τάσο Κυπριανίδη που θέλοντας να προ-απαντήσει σεαυτή την, ίσως ρηχή αλλά καταρχήν πραγματική, αίσθηση έγραφε: «Είναι σαφές ότιδεν πρόκειται για κάποιου τύπου νέο σχολαστικισμό, ούτε για μια απόπειρααποκάθαρσης του μαρξισμού από παραποιητικές προσμίξεις»2. Προφανώς δενπρόκειται μόνο για αυτό. Όμως, η μορφή δεν είναι απλώς λογοτεχνικό σχήμα: ηκαταδίκη στην πυρά περίπου όλων των έργων των μαρξιστών και του ίδιου του Μαρξ

1 Louis Althusser, Etienne Balibar, Jacques Rancière, Roger Establet, Pierre Macherey, «Ναδιαβάσουμε το Κεφάλαιο», μετάφραση: Δημήτρης Δημούλης, Χρήστος Βαλλιάνος και ΒίκυΠαπαοικονόμου, επιμέλεια ελληνικής έκδοσης: Δημήτρης Δημούλης, εκδόσεις ΕλληνικάΓράμματα, σειρά «Βιβλιοθήκη Οικονομικής και Πολιτικής Θεωρίας», Αθήνα 2003.

2 Θέσεις, τεύχος 34, Ιαν-Μάρτης 1991.

Τάσος Αναστασιάδης: «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ: Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!, Σπάρτακος 70, Μάϊος 2003 1/10

Page 2: Althusser versus Marx:  «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ:  Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!

(το μόνο κείμενο που δεν χρειάζεται «διόρθωση», κατά τον Αλτουσέρ, είναι ίσως οισημειώσεις του Μαρξ για το «Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας» του ΆντολφΒάγκνερ!), ακόμα και της υποτιθέμενης «ωριμότητας», τουλάχιστον σε ό,τι οι ίδιοιέγραψαν ή είπαν, δεν είναι απλώς «αποκάθαρση», ή έστω συστηματοποίηση εννοιών.Είναι ένα ολόκληρο θεωρητικό εγχείρημα που πλήττει το μαρξισμό στη ρίζα του και,έτσι, πρέπει ως τέτοιο να κατανοηθεί.

Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχτεί μια πρόσθετη θέση: ότι τα ρεύματα καιοι σύντροφοι που ξεκίνησαν (ή και συνεχίζουν να αναφέρονται στοναλτουσεριανισμό) μπόρεσαν να παράγουν κάτι ενδιαφέρον μόνο στο μέτρο πουαγνόησαν (ασυνεπώς) ή ξεπέρασαν (ανομολόγητα) τη μήτρα του ίδιου του γκουρούτου ρεύματος (ο οποίος μάλλον δεν έγραψε τίποτα το ενδιαφέρον από την άποψη μιαςαυθεντικής συμβολής στη μαρξιστική επεξεργασία). Αρχίζοντας, άλλωστε, από τουςπρώτους και τους πιο κοντινούς στον γκουρού, όπως ο Μπαλιμπάρ ή ο Πουλαντζάς,και πηγαίνοντας ώς τους κατοπινούς και πιο μακρινούς, έστω και αν το πεδίο έχειμείνει, είναι αλήθεια, ελεύθερο για κάθε είδους οπαδούς, από απογοητευμένουςσταλινο-μαοϊκούς έως και καθαρούς ρεφορμιστές. Όπως και να είναι αυτή η θέση (πουδεν θα τη συζητήσουμε τώρα), το ζήτημα παραμένει για μια αποτίμηση τουθεωρητικού αλτουσεριανού κέντρου.

Η δολοφονία του υποκειμένου

Το τελευταίο μάλλον πρέπει να εντοπιστεί (έστω σχηματικά) στην προσπάθειαορισμού της «επιστήμης» ως ριζικά διαφοροποιημένης από την «ιδεολογία».Καταρχήν, αυτό δεν διαφέρει και πολύ από τις κοινοτοπίες ενός αστικού θετικισμού,και μάλιστα ειδικά γαλλικού τύπου -βλέπε Ωγκύστ Κοντ! Ο ριζοσπαστισμός τουΑλτουσέρ συνίσταται στο ότι επεκτείνει αυτή τη διαφοροποίηση, όχι μόνο στοεσωτερικό του μαρξισμού, αλλά ώς και στην ίδια την «επιστημονική πρακτική» ωςαυθεντική πράξη: κυρίως αφαιρώντας τη διάσταση της υποκειμενικής ευθύνης και τηςσύγκρισης με την εμπειρία (η οποία γενικώς καταδικάζεται ως «εμπειρισμός»). Η θέσημοιάζει περίεργη για έναν «μαρξιστή», όχι μόνο επειδή «οι φιλόσοφοι εξήγησαν τονκόσμο, ενώ το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε»3, αλλά και επειδή το «Κεφάλαιο»φιλοδοξεί να κατανοήσει τον κόσμο, όχι να φτιάξει θεωρητικό σύστημα. Όμως,περισσότερο και από αυτό, η θέση βρίσκεται πιο πίσω και από τον πιο εκλεπτυσμένοαστικό θετικισμό, ενός Πόππερ π.χ., για τον οποίο η «επιστημονικότητα» δεν είναιδεδομένη (είτε με τις θεωρίες της «διαψευσιμότητας» είτε με τις θεωρίες του για την«κοινότητα των επιστημόνων», το ζήτημα τόσο της «ευθύνης» όσο και της «εμπειρίας»παραμένει -κατά τη γνώμη μας άλυτο στον αστικό θετικισμό, αλλά αυτό είναι άλλοζήτημα4).

Ο Αλτουσέρ, από την πλευρά του, όχι μόνο δεν αναρωτιέται για αυτά, αλλά καιθέτει το ζήτημα σε όρους αποκάλυψης, κατά το εβραιοχριστινικό πρότυπο. Γιαπαράδειγμα, γράφει σε ένα κείμενό του, του 1970, για τους «Ιδεολογικούςμηχανισμούς του κράτους»5: «Ο συγγραφέας, στο μέτρο που γράφει τις γραμμές ενός

3 Ως γνωστόν, η «Θέση αυτή για τον Φόϋερμπαχ» έχει πεταχτεί (μαζί με τις άλλες) στην πυρά τωννεανικών ανοησιών του Μαρξ.

4 Για το θετικισμό και τα «επιστημολογικά» του προβλήματα, βλέπε και άρθρο μας, «Λόγος καιΠράξη», στον Σπάρτακο, αρ.38, Ιούνης 1994. Το άρθρο αυτό επικεντρώνεται στην εκπαιδευτικήδιάσταση, αλλά υπάρχει μια γρήγορη πραγμάτευση των θεμάτων που θέτει ο αστικός θετικισμός(σε σχέση με την επαγωγή, με την «αυτοτέλεια» του κόσμου της επιστήμης, κλπ.).

5 Εδώ δεν ασχολούμαστε καθόλου με την ιδέα του Αλτουσέρ για την «αυτονομία» τουιδεολογικού επιπέδου και το ειδικό συμπέρασμά του ότι η αστική ιδεολογία βασικάαναπαράγεται από το σχολείο, όπου -και επομένως- οι διανοούμενοι (ή οι φοιτητές) έχουν

Τάσος Αναστασιάδης: «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ: Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!, Σπάρτακος 70, Μάϊος 2003 2/10

Page 3: Althusser versus Marx:  «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ:  Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!

κειμένου που φιλοδοξεί να είναι επιστημονικό, είναι τελείως ‘απών’ από τοεπιστημονικό ‘του’ κείμενο, γιατί κάθε επιστημονικό κείμενο είναι εξορισμού ένακείμενο χωρίς υποκείμενο, δεν υπάρχει ‘Υποκείμενο της επιστήμης’ παρά μόνο μέσαστην ιδεολογία της επιστήμης»6. Το ζήτημα εδώ δεν είναι, π.χ., κάποιος που γράφει έναεγχειρίδιο φυσικής για μαθητές και που φαντάζεται ότι αυτά που γράφει είναι δικά τουεπιτεύγματα, ενώ απλώς αναπαράγει τις επιστημονικές παραδοχές της εποχής του. Ηδολοφονία του «υποκειμένου» είναι πολύ πιο ριζική από τις ιδεολογικές αυταπάτες τουκαθένα: πιο συγκεκριμένα, το ίδιο το «υποκείμενο» ως τέτοιο είναι μια ιδεολογικήαυταπάτη (κατά Αλτουσέρ λέγεται, μάλιστα, ότι «συγκροτεί την ιδεολογία»). Αυτό,αντίστροφα, έχει μια συγκεκριμένη επίπτωση για το λόγο περί ιδεολογίας, δηλαδή γιααυτόν που μιλάει «επιστημονικά» για αυτήν -ή και για ο,τιδήποτε άλλο-, το οποίο θαήταν το «συγκροτητικό της επιστήμης».

Για παράδειγμα, ο ίδιος ο Αλτουσέρ, στο μέτρο που κάνει «επιστήμη»(υποτίθεται), δεν είναι ο ίδιος «υποκείμενο», αφού απλώς η «επιστήμη εκφράζεται μέσααπό τα λόγια του» -όπως ακριβώς και οι παπάδες φαντάζονται (ή μάλλον καμώνονται)ότι δεν είναι οι ίδιοι που μιλάν, είναι το Άγιο Πνεύμα που τους έχει επιφοιτήσει. Σεένα άλλο κείμενό του, του 1973, «Απάντηση στον Τζον Λιούις», γράφει:«παρατηρήσαμε ότι η Θέση του ΜΛ» [δηλαδή η άποψη του Αλτουσέρ, βαπτισμένη«ΜΛ» από τα αρχικά των «μαρξισμός», «λενινισμός»] «δεν είναι: ‘ο άνθρωπος δενξέρει παρά μόνο αυτό που υπάρχει’, αλλά: ‘δεν γνωρίζει κανείς παρά μόνο αυτό πουυπάρχει’. Και εδώ ‘ο άνθρωπος’ έχει φύγει». Σε υποσημείωση μάλιστα διευκρινίζει:«Έγραψα: ‘δεν ξέρει κανείς παρά μόνο αυτό που υπάρχει’, για να μην μπλέξω ταπράγματα. Αλλά θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει ότι αυτό το απρόσωπο ‘κανείς’ έχει ταίχνη του ‘ανθρώπου’. Για να είμαστε απολύτως αυστηροί, θα έπρεπε να γράψουμε: ‘δενείναι γνωστό παρά μόνο αυτό που υπάρχει’»7. Ο Αλτουσέρ, ως επιστήμονας, δεν έχειτην «ευθύνη» (αυτό ανάγεται, ούτως ή άλλως, στην ιδεολογία του υποκειμένου) αυτώνπου κάνει, γιατί απλώς η επιστήμη («διαδικασία χωρίς υποκείμενο») διαλέγει τονΑλτουσέρ για να εκφραστεί.

Ταυτόχρονα με την εξύψωση αυτής της ανευθυνότητας, το δεύτερο ζήτημαεπίσης λύνεται (και εξίσου και εξορισμού δογματικά): είναι η σύγκριση με τηνεμπειρία. Η ορθότητα της θεωρίας δεν μπορεί να πηγάζει από τη δοκιμή της στονκόσμο (τον αντικειμενικό), γιατί είναι δύο κόσμοι ριζικά διαφορετικοί. «Ποτέ ηγνώση», γράφει ο Αλτουσέρ στο Διαβάζοντας το Κεφάλαιο, «δεν βρίσκεται, όπως θατο ήθελε απελπισμένα ο εμπειρισμός, μπροστά σε ένα καθαρό αντικείμενο που θα ήταντότε ταυτόσιμο με το πραγματικό αντικείμενο του οποίου τη γνώση έχει σα στόχοακριβώς να παράγει... η γνώση. Η γνώση ασχολούμενη με το δικό της ‘αντικείμενο’, δενεργάζεται πάνω στο πραγματικό αντικείμενο, αλλά με τη δική της πρώτη ύλη, πουαποτελεί, με την αυστηρότητα του όρου, το ‘αντικείμενό’ της»8. Και εδώ, το σημαντικόδεν είναι τόσο να διατυπωθεί η ιδιαιτερότητα του αντικειμένου της γνώσης -αυτό όλοι,ακόμα και οι εμπειριστές, το γνωρίζουν (για τον μόνο που κάτι τέτοιο δεν έχει νόημαείναι ίσως ο Χέγκελ -αλλά η τρέλα του ήταν να θεωρεί το πραγματικό εξορισμού καιορθολογικό, ως αναγκαστική πραγματοποίηση της Ιδέας). Η ιδιαιτερότητα συνίσταται

ελεύθερο και ανεξέλεγκτο χώρο να διεξάγουν μια δική τους «πάλη των τάξεων» (χωρίς ναπολυ-εμποδίζονται από τους εργάτες). Για ορισμένες πλευρές αυτού του θέματος, βλ. ΤάσουΓαλανού, «Εκπαίδευση και Εξουσία, με αφορμή το βιβλίο του Γ.Μηλιού», στο Μαρξιστικό Δελτίοαρ.10, Απρ.-Ιούνης 1981.

6 «Idéologie et appareils idéologiques d’État», in La Pensée, Ιούνης 1970, σελ.29-30.

7 «Réponse a John Lewis», εκδόσεις Maspero 1973, σελ.38.

8 «Lire le Capital», εκδόσεις Maspero 1973, τόμος Ι, σελ.49.

Τάσος Αναστασιάδης: «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ: Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!, Σπάρτακος 70, Μάϊος 2003 3/10

Page 4: Althusser versus Marx:  «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ:  Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!

στην οικοδόμηση ενός «συστήματος» εννοιών που είναι κλειστές μεταξύ τους και,πάντως, καμία σύγκριση με την εμπειρία δεν μπορούν να βρουν. Από αυτή τη σκοπιά,η θέση βρίσκεται πιο πίσω ακόμα και από τον κλασικό εμπειρισμό, π.χ.αγγλοσαξωνικού τύπου όπως στον Χιουμ, ο οποίος αντιμετώπισε ουσιαστικάερωτήματα για τη σχέση της γνώσης με τον κόσμο, όπως για το θεμέλιο της επαγωγής(και είναι γνωστή η -ανεπαρκής- λύση του: η «συνήθεια»): πάντως, δεν αρκέστηκε στηδογματική (και μάλλον ιδεαλιστική) αυτοδιατύπωση ενός συστήματος που θααντλούσε από τη συνθετότητά του τη φιλοδοξία ορθότητας που αρνείται να δείξει(κάπως όπως οι παραδοσιακοί καθαρευουσιάνοι διανοούμενοι στην Ελλάδαδιεκδικούσαν την αναγνώριση της «ορθότητας» των λεγομένων τους με βάση τηναντίδραση: «τίποτα δεν κατάλαβα, άρα καλά θα τα λέει»).

Η μοιρολατρεία της κοινωνίας-φύση

Δεν είναι, ωστόσο, ο εμπειρισμός ο κύριος εχθρός του Αλτουσέρ: είναι ο«ανθρωπισμός» και ο «ιστορικισμός», δύο -ισμοί που διεκδικούνται έμπρακτα από τονΜαρξ, στην επαναστατική τους βέβαια εκδοχή, καθώς και από αρκετούς από τουςεπιγόνους του, ιδιαίτερα αυτούς που ο Αλτουσέρ έχει βαλθεί να ρίψει στην πυρά (απότον «αριστερισμό» του μεσοπολέμου -Λούκατς, Κορς, κλπ- ώς τους επαναστάτες τηςεποχής, όπως ο Τσε Γκεβάρα -περνώντας από τους μπολσεβίκους, που προσπάθησαννα αντικρούσουν την άνοδο του σταλινισμού). Η δολοφονία του υποκειμένου δεφιλοδοξεί μόνο να θεμελιώσει τη δική του (δηλαδή του «επιστήμονα» την)ανευθυνότητα. Φιλοδοξεί, κυρίως, να επεκταθεί στην ίδια την ιστορία ως ανθρώπινηκατασκευή και να την μετατρέψει σε αντικειμενική «νομοτέλεια», σε «φύση», σε κάτιπου βρίσκεται «εκεί έξω», που ο «επιστήμονας» απλώς το έχει απέναντί του και που οιάνθρωποι (ιδεολογικός όρος, κατά τον Αλτουσέρ, που πρέπει να αντικατασταθεί απότο «φορείς της δομής») ανήμπορα το υφίστανται. Η τυπικά θετικιστική αυτή αντίληψηεκφράζεται με την ωμότητα της «ιστορίας χωρίς υποκείμενο»9.

«Διαδικασία χωρίς υποκείμενο» η ιστορία, έτσι, πλησιάζει επικίνδυνα τον κυρίωςδιακηρυγμένο ιδεολογικό εχθρό του Αλτουσέρ, τον Χέγκελ10. Βέβαια, για τοντελευταίο, η ιστορία -αντίστροφα- πραγματοποιεί το υποκείμενο εξορισμού, αλλά έναυποκείμενο που είναι η Απόλυτη Ιδέα, ένας Θεός, η εκτύλιξη του οποίου αφήνονταςεξίσου ανήμπορα πλάσματα τους ανθρώπους συγγενεύει πολύ με την εκτύλιξη (τον«υπερκαθορισμό») της δομής, που λέει ο Αλτουσέρ. Είναι άλλωστε το επίκεντρο τηςκριτικής του Μαρξ στον Χέγκελ αυτό: η πράξη κατά Χέγκελ και η διαλεκτική τουείναι στην ουσία ψεύτικη, ολοκληρωτικά υποταγμένη και καθοδηγούμενη από τηνΙδέα (από τη «δομή», σε αλτουσεριανούς όρους11). Δεν υπάρχει πραγματικόυποκείμενο, δηλαδή επαναστατική δυνατότητα, πράξη και δημιουργία. Στον Αλτουσέρ

9 «Χωρίς υποκείμενο» η ιστορία σημαίνει προφανώς ότι δεν έχει νόημα να αναρωτηθεί κανείς αν,για παράδειγμα, ο σταλινικός εκφυλισμός της προλεταριακής επανάστασης μπορούσε νααποφευχθεί (και, κυρίως, μπορεί να χρησιμεύσει για να καταδικαστούν όσοι αγωνίστηκανεναντίον του ως «στερούμενοι θεωρίας» -όπως οι τροτσκιστές-!).

10 Αυτό είναι άλλωστε κάτι που και ο ίδιος ο Αλτουσέρ το παραδέχεται, αφού η μόνη «συμβολή»του Χέγκελ που αναγνωρίζει είναι η ιδέα μιας «διαδικασίας χωρίς υποκείμενο».

11 Η εξίσωση χεγκελιανής Ιδέας και αλτουσεριανής Δομής, παρό,τι για τους αλτουσεριανούς θαμοιάζει καταχρηστική, βασίζεται στη λειτουργική τους κοινότητα στη δολοφονία ενός δυνητικούεπαναστατικού υποκειμένου. Στην πραγματικότητα, άλλωστε, η αλτουσεριανή περιγραφήκατακρίνει την Ιδέα κατά το ότι θα ήταν «απλή» και πάντα «άμεσα εκφραστική» στις«αναδύσεις» της, ενώ η «Δομή» είναι απλώς πάντα... «σύνθετη» και «επικαθοριζόμενη». Πέραόμως από αυτούς τους βερμπαλιστικούς διαχωρισμούς, είναι πολύ κοντινή η κοινή προσπάθειαοικοδόμησης μια μετέωρης θεωρίας, μιας «μεταφυσικής», αποκομμένης από αυθεντική πράξηπραγματικών υποκειμένων.

Τάσος Αναστασιάδης: «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ: Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!, Σπάρτακος 70, Μάϊος 2003 4/10

Page 5: Althusser versus Marx:  «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ:  Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!

κάτι ανάλογο συμβαίνει, μόνο που η αναφορά στον Μαρξ τον οδηγεί σε μια σειρά απόδιανοητικές ασκήσεις συμβιβασμού στις λέξεις. Έτσι, την ιστορία δεν την κάνουν οιάνθρωποι (αυτή υποτίθεται πως είναι «παραχώρηση» του Μαρξ στην ιδεολογία)αλλά... «οι μάζες»12. Το οποίο απλώς επιχειρεί να συμβιβάσει την μαρξιστικήαντίληψη (τα λόγια του Μαρξ) με την αλτουσεριανή αναθεώρηση, που κυρίωςσυνίσταται στη δολοφονία του υποκειμένου: «Μόλις αυτό αποσαφηνιστεί», δηλαδή τοότι «η Θέση 1,‘οι μάζες κάνουν την ιστορία’, υποτάσσεται στη Θέση 2, ‘η πάλη τωντάξεων είναι η κινητήρια ενέργεια της ιστορίας’,» τότε «το ζήτημα του ‘υποκειμένου’στην ιστορία εξαφανίζεται. Η ιστορία είναι ένα τεράστιο ‘φυσικό-ανθρώπινο’ σύστημασε κίνηση. Η ιστορία είναι διαδικασία και μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο. Το ζήτηματου πώς ‘ο άνθρωπος κάνει την ιστορία’ εξαφανίζεται πλήρως. Η μαρξιστική θεωρία τοεπιστρέφει οριστικά στο χώρο δημιουργία του: στην αστική ιδεολογία»13.

Για το μαρξισμό, η βασική επεξεργασία, το βασικό ερώτημα, ξεκινάει ακριβώςαπό το αντίστροφο: η κοινωνία, ιδιαίτερα η καπιταλιστική, δεν είναι «φύση», είναικατασκευή, ανθρώπινη και ιστορική, και -για αυτό ακριβώς- μπορεί να ανατραπεί. Ηδυσκολία βρίσκεται στο ότι η κατασκευή αυτή δεν είναι αυθαίρετη ούτε φανταστική:βαραίνει υλικά και βαραίνει και στη συνείδηση (π.χ. των «μαζών»)! Αν θέλουμε νααλλάξουμε τον κόσμο, πρέπει ασφαλώς να τον καταλάβουμε, αλλά πρέπει επίσης νακαταλάβουμε ότι αυτή η κατανόηση δεν προσκρούει μόνο σε δυσκολίες «όρασης»-όπως υποστηρίζουν οι αλτουσεριανοί «διαβάζοντας το Κεφάλαιο»-, αλλά και σεπραγματικά και αντικρουόμενα συμφέροντα μιας ταξικά διχασμένης κοινωνίας. Ηκατανόηση (η επιστήμη), ιδιαίτερα η κοινωνική, υφίσταται καθορισμούς, πιέσεις, πουξεπερνούν μια απλή επιστημονική μεθοδολογία. Και αυτό δεν ανατρέπεται από μιαδογματική διακήρυξη της «καουτσκικής και λενινιστικής(!) θέσης για την παραγωγή τηςμαρξιστικής θεωρίας μέσα από μια ειδική θεωρητική πρακτική, έξω από τοπρολεταριάτο και για την εισαγωγή της μαρξιστικής θεωρίας στο εργατικό κίνημα»14.

Αφήνοντας στην άκρη την -πάνω κάτω παραποιητική- αναφορά στον Λένιν, τοθέμα είναι ασφαλώς πολύ πιο περίπλοκο και δεν είναι τυχαίο πως η επίθεση αυτήγίνεται ακριβώς στο πλαίσιο της καταδίκης του «επαναστατικού ανθρωπισμού καιιστορικισμού» με παραδείγματα όπως «ορισμένες θέσεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ γιατον ιμπεριαλισμό και την εξαφάνιση των νόμων της πολιτικής οικονομίας στοσοσιαλιστικό καθεστώς» ή και γενικά όσων «διακηρύττουν μια ριζική επιστροφή στονΧέγκελ (νέος Λούκατς, Κορς) και επεξεργάζονται μια θεωρία που θέτει τη διδασκαλίατου Μαρξ σε άμεση σχέση με την εργατική τάξη»15. Χωρίς να μπούμε στο ζήτημα αυτό,

12 Λες και οι «μάζες» δεν είναι... άνθρωποι! Ή μήπως στις «μάζες» δεν θα έπρεπε, τότε, εξίσου ναενταχθούν και οι κατά καιρούς άρχουσες τάξεις -εκτός αν αυτές δεν κάνουν ιστορία, αλλά τονπόλεμο στο Ιράκ ποιές «μάζες» τον αποφάσισαν και τον έκαναν;, Ή μήπως και οι «μάζες» είναικαι αυτές απλώς «φορείς δομής», κάτι σαν πιόνια, ή και απλώς «μάσκες», οπότε όμως δεν θαμπορούν να «κάνουν» ιστορία; Όπως γράφει ο Μπαλιμπάρ: «οι πράκτορες της παραγωγικήςδιαδικασίας» (δηλαδή οι άνθρωποι, οι παραγωγοί, κλπ.) δεν είναι «απλώς φορείς της δομής».Στην πραγματικότητα, όχι μόνο κουβαλάν τη «δομή» μέσα τους, αλλά και το μέσα τους είναιανύπαρκτο: στην ουσία «δεν είναι παρά απλώς μάσκες», τόμος 2, σελ171!

13 «Réponse a John Lewis», idem, σελ.30-31.

14 «Lire le Capital», idem, τόμος Ι, σελ.180 -υπογράμμιση του ίδιου του Αλτουσέρ.

15 «Lire le Capital», idem, τόμος Ι, σελ.181 -υπογράμμιση του ίδιου του Αλτουσέρ: αςσημειώσουμε, πάντως, πως το κλασικό ρητορικό σχήμα του Αλτουσέρ δεν είναι το «σχέση» είναιτο «άμεση» (αλλού είναι «απλή», κλπ.)! Γιατί προφανώς κανείς, ούτε καν ο Κορς, δενυποστήριξε μια «άμεση» σχέση. Όμως, όλοι, αρχίζοντας από τον Μαρξ, αναρωτήθηκαν για τουςκοινωνικούς καθορισμούς της θεωρίας (και όχι μόνο των άλλων, αλλά και της μαρξιστικής!),όπως και για τη σχέση (περίπλοκη και δυναμική -όχι απλώς «εισαγωγής») με τη συνείδηση τηςεργατικής τάξης. Για το ζήτημα αυτό, ας παραπέμψουμε στο θαυμάσιο βιβλίο του Michael Lowy,

Τάσος Αναστασιάδης: «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ: Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!, Σπάρτακος 70, Μάϊος 2003 5/10

Page 6: Althusser versus Marx:  «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ:  Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!

της ταξικής οπτικής γωνίας, της αντικειμενικότητας της επιστήμης, κλπ., αςεπισημάνουμε απλώς ότι η ιδέα της κοινωνίας «φύσης», των «αντικειμενικών»«νόμων» της, της μοιρολατρείας απέναντί τους, είναι η κλασική αντίκρουση τουεπαναστατικού μαρξισμού από τη ρεφορμιστική 2η Διεθνή (έως και ο σοσιαλισμός θαήταν το προϊόν της νομοτελειακής «κίνησης» -κατά Μπερνστάιν) -για να μην πάμε ώςτις σύγχρονες «αναγκαιότητες» της «ανταγωνιστικότητας», της «αγοράς» ή ακόμα καιτου «νεο-φιλελευθερισμού» και της «παγκοσμιοποίησης».

Θετική θεωρία ενάντια σε αντίφαση

Αυτή τη «φύση», τη «φυσικότητα» της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι πουαμφισβητεί, στη ρίζα του, το μαρξιστικό σχέδιο κατανόησής της. Αυτό που προσάπτειστους κλασικούς ο Μαρξ δεν είναι η ανικανότητα «όρασης» ενός «προβλήματος»,αλλά η πίστη πως η μορφή της αξίας θα ήταν κάτι το φυσικό και το αυτονόητο: δενείναι στην κατασκευή του «συστήματος εννοιών» που αποδεικνύονται ανεπαρκείς,είναι στην ιστορικότητά του16. Ο ίδιος ο Μαρξ, αντίθετα, ξεκινάει την ανάλυσή του,δίνοντας ιδιαίτερο βάρος σε αυτήν ακριβώς τη «μορφή» (ή τις μορφές), που με τόσηευκολία ξεπερνούν οι κλασικοί. Γιατί άραγε το κάνει αυτό; Μήπως απλώς για νατονίσει αυτή την «ιστορικότητα» -και μετά να επιστρέψει σε μια θεωρία τηςαξίας-εργασία κάπως πιο «θετικά» κτισμένη απ’ό,τι στον Ρικάρντο (π.χ. λύνοντας το«πρόβλημα» της «εξίσωσης των κερδών» μέσω της θεωρίας της εκμετάλλευσης); Ήμήπως ακόμα απλώς ως έκκληση να εγκαταλειφθεί η όλη αυτή θεολογική επιφάνειατης διακίνησης εμπορευμάτων (με τους «φετιχισμούς»17 τους, κλπ.), για να πάει κανείςστην «ουσία» που θα ήταν η μελέτη των παραγωγικών σχέσεων και δυνάμεων18;

Ακόμα περισσότερο, όχι μόνο η αναφορά και η ανάλυση των μορφών δεν είναιαπλώς ένα «χεγκελιανό υπόλειμμα», αλλά και, αντίθετα από τους κλασικούς, αποτελείτο κέντρο της ανάλυσης, την ιδιαιτερότητά της! Ιστορικά άλλωστε ο Μαρξ ξεκίνησεαπορρίπτοντας τη θεωρία της αξίας-εργασία (αν και εδώ ο Αλτουσέρ έχει πετάξει στηνπυρά αυτόν τον «νέο» Μαρξ των «Χειρογράφων του ‘44»), ενώ η μεταστροφή της

«Paysages de vérité, Introduction à une sociologie critique de la connaissance», εκδόσειςAntropos, Παρίσι 1985.

16 Γιατί άραγε οι κλασικοί (Ρικάρντο, Σμιθ) ασχολούνται μόνο με την «αξία του εμπορεύματος» καιόχι «με τη μορφή με την οποία γίνεται ανταλλακτική αξία», αναρωτιέται ο Μαρξ, εκτιμώνταςταυτόχρονα ότι αυτό είναι «ένα από τα κύρια ελαττώματά» τους, για παράδειγμα στηνυποσημείωση του πρώτου κεφαλαίου του Κεφαλαίου, αμέσως πριν αρχίσει την έκθεση του«φετιχισμού του εμπορεύματος και του μυστικού του» (Editions Sociales, τόμος 1, σελ.83). «Δενείναι μόνο επειδή η αξία σαν ποσότητα απορροφάει την προσοχή τους. Ο λόγος είναι πιο βαθύς»,ότι δηλαδή κάνουν «το λάθος να πάρουν [τη μορφή αξία του προϊόντος της εργασίας] ως τηφυσική, αιώνια μορφή κάθε παραγωγής σε κάθε κοινωνία».

17 «Φετιχισμός εμπορεύματος», «αλλοτρίωση», και γενικώς όλα αυτά τα «χεγκελιανά» που πρέπει,κατά Αλτουσέρ, να πεταχτούν στα σκουπίδια.

18 Το γράφω αυτό, γιατί ένας τέτοιος σαδισμός του Μαρξ, με τις «δυσκολίες» (Αλτουσέρ) τωναρχών του «Κεφαλαίου», ήταν η εξήγηση που άκουσα πρόσφατα στο τριήμερο των Θέσεων γιααυτές τις «δυσκολίες», ειδικότερα για το χρήμα και την εγχρήματη οικονομία. Και όταν έθεσα τοζήτημα των μορφών ακριβώς και της πραγματικής αντίφασης που αυτές συνιστούν, συνάντησατην πλήρη ακατανοησία: κάτι σαν απλώς οι «μορφές αξία» να έχουν λυθεί με την απάντηση στην«υποκειμενική θεωρία της αξίας». Και τώρα πάμε στην ανάλυση των παραγωγικών σχέσεων,χωρίς άλλη διαμεσολάβηση... Κάπως σαν τους ίδιους τους κλασικούς, περνώντας απλώς από μιαφλυαρία περί «μορφών» που απλώς θα αποσκοπούσε σε έκκληση να πετάξουμε αυτό το«κάλυμμα», την «επιφάνεια», και να πάμε στην «ουσία». Όπως ακριβώς και οι φυσικοί (για ναδανειστώ ένα προφορικό παράδειγμα από παλαιότερο σεμινάριο του Μπαλιμπάρ) δεν θαπολυ-ασχοληθούν με το γιατί ο ήλιος μοιάζει να γυρίζει γύρω από τη γη, αλλά μόνο ναεξηγήσουμε πώς η γη γυρίζει γύρω από τον εαυτό της. Μόνο που η φύση είναι «φύση», ενώ ηκοινωνία όχι -τουλάχιστον για το μαρξισμό!

Τάσος Αναστασιάδης: «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ: Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!, Σπάρτακος 70, Μάϊος 2003 6/10

Page 7: Althusser versus Marx:  «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ:  Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!

«ωριμότητάς» του δεν δείχνει μια τέτοια «επιστημολογική τομή» που θα ήθελε οΑλτουσέρ: εξακολουθεί πεισματικά να κρατάει στο κέντρο (και στην αρχή) τη «μορφήαξία» και την ανάπτυξή της και να μην αρκείται στην εύρεση, έστω και εκλεπτυσμένα,της ουσίας της, δηλαδή της ανθρώπινης εργασίας. Το ερώτημα, επομένως, είναι γιατί οΜαρξ αρνείται να ολοκληρώσει μια θετική θεωρία για την αξία και συνεχώςεπανέρχεται στις αναπτύξεις της μορφής, καταδικάζοντας ταυτόχρονα -και δικαίως-όσους την θεωρητικοποιούν άμεσα, ως «χυδαία οικονομία» (η οποία, άλλωστε,σήμερα είναι κυρίαρχη);

Η απάντηση του Αλτουσέρ είναι γνωστή και απογοητευτική: απλώς ο Μαρξ δενθα «κατάλαβε» ή δεν θα «συνειδητοποίησε» το μέγεθος της «ρήξης» του, την«επιστημολογική τομή» του. Όμως, αυτή η προσπάθεια «αποκάθαρσης» του Μαρξ απότη χεγκελιανή αντίφαση προσκρούει, όχι μόνο στις ίδιες τις διακηρύξεις του Μαρξ,αλλά και στην πραγματικότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Μια θεωρία της αξίαςπου απλώς θα ανακάλυπτε την «ουσία» της στην ανθρώπινη εργασία, πρωτόγονη ήεκλεπτισμένη, προσκρούει στα ίδια αδιέξοδα που προσέκρουσε και η κλασική θεωρίακαι όχι γιατί το σύστημα του Ρικάρντο δεν περιέλαβε την εξίσωση του ποσοστού τουκέρδους ή τη διαφορά μεταξύ αξίας της εργατικής δύναμης και παραγόμενης από τηνεργασία αξίας19. Εκεί που προσέκρουσε είναι στην πραγματικότητα, στην υλικότητα,στο αξεπέραστο της μορφής: μια συναλλαγή που έγινε στην πράξη είναι πάντα μιασυναλλαγή που έχει επιπτώσεις (έστω μικρές) στην πορεία του κόσμου, ό,τι και να πειμια θετική θεωρία για την αξία. Η πραγματοποίηση του εμπορεύματος ως αξία δενείναι στο κεφάλι μας που γίνεται (ούτε είναι απλώς «ιδεολογία»): ό,τι και να εξηγήσειο «επιστήμονας» για την «αξία» ενός εμπορεύματος, αυτή πρέπει να γίνει στην πράξητης αγοράς (και ας παραβιάσει τις «θετικές» και ακριβείς, «επιστημονικές»,«μετρήσεις» της εργασίας που περιέχει!). Η αγορά δεν είναι απλώς μια «επιφάνεια»,ένα «ψέμα», ένα «κάλυμμα», που θα αρκούσε να το πετάξει κανείς για να βρει την«ουσία». Και αντίστροφα, η «ουσία», που είναι πραγματική (το εμπόρευμα πράγματι,ως αξία, είναι περιεκτικότητα εργασίας), δεν μπορεί να εμφανιστεί αυτοπροσώπως(ό,τι και να πίστευε ένας Προυντόν). Πρέπει να εμφανιστεί ως ξεχωριστή μορφή, ως«αξία» και, τελικά, ως χρήμα. Το οποίο όμως δεν είναι απλώς «σύμβολο» (δεν είναιαπλό μέσο κυκλοφορίας ούτε απλώς μετρητής αξίας): έχει την περιεκτικότητα, τηνυλικότητα, του ξεχωριστού πράγματος -είναι ο όρος για να μπορέσει να διατηρήσειτην αξία στο χρόνο και να πραγματώσει το μόνο στόχο της καπιταλιστικής παραγωγήςπου είναι η έμπρακτη εμφάνιση μιας αυξημένης αξίας (κέρδος) σε σχέση με την πηγήτης (αρχικό κεφάλαιο), σε μια σύγκριση (ποσοστό του κέρδους) στην οποία μεσολαβείχρόνος (και άρα ιστορία). Το τελευταίο σημαίνει πως ακριβώς δεν υπάρχει δυνατότητα«συστήματος»20 που να κλείνει ως τέτοιο21.

19 Άλλωστε, μια ρικαρντιανή ανάλυση με λυμμένα αυτά τα προβλήματα μπορεί να βρει κανείςστον Σράφφα, «Παραγωγή εμπορευμάτων μέσω εμπορευμάτων».

20 Την αδυναμία αυτή «συστήματος», αδυναμία κυρίως σχετικών τιμών -και άρα ανάγκηπαραπομπής σε μια ουσία- την αναπτύξαμε, ιδιαίτερα για τη «χυδαία οικονομία» στο «Αξία καιχρήμα στις νεοκλασικές οικονομικές θεωρίες: μια μαρξιστική κριτική», εκδόσεις ΜαρξιστικόςΌμιλος Οικονομικών και Κοινωνικών Μελετών/Ρωγμή, Έντυπο 6, Αθήνα 2001. Για ανάλογηκριτική στο «τελειωμένο» ρικαρντιανό σύστημα ενός Σράφφα, βλέπε την παρουσίαση τουβιβλίου του Γ.Σταμάτη, «Εισαγωγή στο ‘Παραγωγή εμπορευμάτων μέσω εμπορευμάτων’ τουPiero Sraffa», Αθήνα 1983, στον Οικονομικό Ταχυδρόμο 26/12/1985.

21 Ο χρόνος και η ιστορία πρέπει να ενταχθούν επαναστατικά στο «σύστημα», το οποίο ούτε γιαμια στιγμή δεν μπορεί να ησυχάσει, να «κλείσει», γίνει το «σταθερό αντικείμενο» μιας «θετικήςθεωρίας»: για να πάρουμε ένα παράδειγμα, οι τιμές παραγωγής ισούνται αθροιστικά με τις αξίεςκαι, ταυτόχρονα, η υπεραξία με το κέρδος, γιατί υπάρχει πραγματικός μετασχηματισμός στηνίδια την περίοδο παραγωγής, υπάρχει δηλαδή πραγματικός χρόνος (άρα και χρήμα). Με αυτή την(κεντρική) προϋπόθεση ο Μαρξ έχει δίκιο (ακόμα και μαθηματικό!) και όχι οι επικριτές του,

Τάσος Αναστασιάδης: «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ: Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!, Σπάρτακος 70, Μάϊος 2003 7/10

Page 8: Althusser versus Marx:  «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ:  Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!

Ένας άλλος γνώστης (και πολέμιος) του Μαρξ, που συμπυκνώνει εξαίρετα όλεςτις κριτικές εναντίον του, ο Καστοριάδης22, επίσης εντοπίζει την ίδια δυσκολία: αυτόπου διηγείται ο Μαρξ, λέει, είναι «αντιφατικό». Διαπιστώνοντας το ίδιο και οΑλτουσέρ, που αντίθετα από τον Καστοριάδη δεν θέλει να καταρρίψει τον Μαρξ,προσπαθεί ωστόσο να τον «καθαρίσει», σε μια κοινή αλλεργία απέναντι στηνχεγκελιανή αντίφαση. Το πρόβλημα ωστόσο είναι ότι αυτό που διηγείται ο Μαρξμπορεί πράγματι να είναι αντιφατικό, αλλά όπως ο ίδιος το θέτει είναι μια πραγματική,μια ζωντανή, αντίφαση. «Είναι σαν, δίπλα και έξω από τα λιοντάρια, τις τίγρεις, τουςλαγούς και όλα τα πραγματικά ζώα, που όλα μαζί αποτελούν τα διάφορα είδη, ράτσες,υπο-είδη, οικογένειες, κλπ., του ζωικού βασιλείου, να υπήρχε επιπλέον και ΤΟ ΖΩΟ,ατομική ενσάρκωση όλου του ζωικού βασιλείου. Ένα τέτοιο άτομο, που περιλαμβάνειμέσα του όλα τα είδη που πραγματικά υπάρχουν από το ίδιο πράγμα, είναι μιαΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ, όπως για παράδειγμα, ΖΩΟ, ΘΕΟΣ, κλπ.»23. Αυτή η αντίφαση24,συμπυκνωμένη στο χρήμα (στη μορφή αξία) δεν είναι στο κεφάλι μας (μόνο): είναιστην πραγματικότητα που υπάρχει και, για αυτό, σε τίποτα δεν χρησιμεύει να«καθαριστεί» η θεωρία (του Μαρξ) από την αντίφαση25! Όπως επίσης δεν έχει νόημα,ή μάλλον ακριβώς εγκαταλείπει το κέντρο της μαρξιστικής κριτικής, το ναπροσπαθήσει κανείς να βρει μια νέα μεταφυσική ή δογματική της «αντίφασης»26 πουνα είναι προ-χεγκελιανή.

Απολογία και επανάσταση

Έτσι, η απόρριψη του επαναστατικού ανθρωπισμού του Μαρξ από τουςαλτουσεριανούς, όπως και η απόρριψη του «απόλυτου ιστορικισμού» του (Γκράμσι)27,παρόλο που δεν φτάνει ώς μια, αλά Καστοριάδη, καταδίκη του μαρξισμού ως τέτοιου(μένει στην προσπάθεια «διόρθωσής» του, στο «επίπεδο» της θεωρίας) αναγκαστικάοδηγείται, θέλοντας να «καθαρίσει» τον Μαρξ από τον «χεγκελιανισμό» του, σεανατροπή της ίδιας της θεωρίας, του «επιστημονικού αντικειμένου» του Κεφαλαίου

αρχίζοντας από έναν Μπόρκιεβιτς: ο καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να «επαναστατικοποιεί»τους όρους ύπαρξής του σε κάθε περίοδο παραγωγής, ό,τι και να σημαίνει και όπου και ναοδηγεί αυτό (ακόμα και σε καταστροφή)!

22 Κ.Καστοριάδης, «Η φαντασιακή θέσπιση της κοινωνίας».

23 Από την 1η έκδοση του Κεφαλαίου (τα κεφαλαία είναι του ίδιου του Μαρξ). Το απόσπασμα τοπαίρνω από το εξαίρετο άρθρο του Ruy Fausto «Abstraction réelle et contradiction: sur letravail abstrait et la valeur», Critiques de l’Économie Politique, nouvelle série, αρ.2,Ιαν.-Μάρτης 1978, σελ.94.

24 Παρεπιπτόντος, η περιγραφή του Μαρξ εδώ, για την πραγματική αντίφαση, επίσης εύγλωτταπαρουσιάζει την αντίληψή του για το πόσο η κοινωνία δεν είναι φύση!

25 Όπως και του Καστοριάδη η προσπάθεια, να απορριφθεί μια θεωρία που βασίζεται στηναντίφαση, επίσης σε τίποτα δεν χρησιμεύει, αν τουλάχιστον δεν δειχτεί πως η αντίφαση είναιαπλώς στο μυαλό μας και ότι ο πραγματικός κόσμος επιδέχεται μια θετική θεωρία που να τονεξηγεί ή να τον περιγράφει.

26 Ο Αλτουσέρ ψάχνει μια τέτοια μεταφυσική στο γνωστό «κόκκινο βιβλιαράκι» του Μάο -πουούτως ή άλλως δεν είχε άλλες φιλοδοξίες πέρα από παιδαγωγικές- ή και στη μεγάλη «συμβολή»του Στάλιν, που εγκατέλειψε την «άρνηση της άρνησης». Το κακό μιας τέτοιας μεταφυσικής,δηλαδή των υποτιθέμενων «νόμων της αντίφασης», είναι ότι ακριβώς επιτρέπουν την κάθεαυθαιρεσία της «κύριας» και της «δευτερεύουσας» αντίφασης (και «πλευράς» της αντίφασης),από την οποία ακριβώς το αλτουσεριανό σχέδιο ήθελε να απαλλαγεί.

27 Στην πραγματικότητα, επαναστατικός ανθρωπισμός και επαναστατικός ιστορικισμός συνδέονταιστον Μαρξ, με βάση την θέση ότι «όπως το είπε ο Vico, η ιστορία του ανθρώπου διαφέρει απότην ιστορία της φύσης κατά το ότι κάνουμε την πρώτη και όχι τη δεύτερη» (Το Κεφάλαιο, εκδ.Éditions Sociales, α’βιβλίο, τόμος 2, σελ.59).

Τάσος Αναστασιάδης: «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ: Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!, Σπάρτακος 70, Μάϊος 2003 8/10

Page 9: Althusser versus Marx:  «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ:  Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!

και, από κει, σε μια πληθώρα δυνατών δρόμων. Και αυτό είναι πράγματι που συνέβηστην πράξη: από την απελπισία ορισμένων διανοουμένων του κύκλου ώς τη χρήσητου αλτουσεριανικού θεωρητικού κόρπους με τους πλέον διάφορους τρόπους (είτε απότη ρεφορμιστική κανονιστική μιας νέας realpolitik -π.χ. ευρωκομμουνιστικής ή«πληθυντικής αριστεράς»-, είτε από ορισμένα μαο-σταλινικά ρεύματα που, έτσι,βρήκαν μια θεωρητικίζουσα στήριξη στην απολογία των ζιγκ-ζαγκ της κινέζικηςγραφειοκρατίας -ήδη από τον Μάο και τον Τσου Ενλάι ώς τον Τενγκ Χσιάο Πινγκ,ανάλογα ο καθένας).

Σε σχέση με το αρχικό θεωρητικό σχέδιο του Αλτουσέρ, η κυρίως πλευρά πουέμεινε ήταν κυρίως (όχι αποκλειστικά) η αρνητική. Έτσι, ξεκινώντας από μια υγειή,και θεμιτή, αντίδραση των διανοουμένων του γαλλικού ΚΚ απέναντι σε αυτό πουονομάζει ο Αλτουσέρ «θεωρητική τερατογένεση των δύο επιστημών»28, το σχέδιο απότην αρχή πιάνεται στην υποκειμενικότητα μιας πολύ ιδιοτελούς δικαιολόγησης: ναδικαιολογηθεί το αμείλικτο ερώτημα του γιατί, απέναντι στη σταλινικήαντεπανάσταση, οι διανοούμενοι και οι συνοδοιπόροι των δυτικών σταλινικώνκομμάτων δεν βρήκαν το κουράγιο, αν όχι να της να αντιταχθούν, τουλάχιστον ναπάρουν κάποια ηθική απόσταση από αυτήν. Παρά τη νομιμότητα, και θα λέγαμε ώςκαι τη ριζοσπαστικότητα ενός τέτοιου προγράμματος, αυτό κουτσουρεύεται ήδη απότην αρχή, όταν ο Αλτουσέρ -στο ίδιο αυτό κείμενο- βρίσκει «παραδόξως» ότι σε αυτήτην «παράνοια» (των «δύο επιστημών» και της υποταγής των επιστημόνων) δενμπόρεσε να «βάλει λίγη λογική» ούτε καν... ο Στάλιν29!

Όμως, το αμείλικτο ερώτημα είναι αμείλικτο γιατί στην πραγματικότητασυνεχώς υπήρξε «δυνατότητα επιλογής». Σε καμία στιγμή ο σταλινισμός δεν ήταν«αντικειμενική μοιρολατρεία» και το κακό αυτής της δυνατότητας επιλογής είναι πωςδεν ήρθε εκ των υστέρων, μετά από τα «μαθήματα» της εμπειρίας: ήταν από την αρχήεκεί, παρούσα, με σάρκα και οστά, με τη μορφή κυρίως ενός ρεύματος πουπρογραμματικά και έμπρακτα, σε κάθε καμπή, έθετε την εναλλακτική δυνατότητα.Ένας άλλος θεωρητικός, του ίδιου περίπου κύκλου διανοουμένων, ο Μπετελάιμ,προσπάθησε να θεωρητικοποιήσει τη γλυώδη νεανική του υποταγή στο σταλινισμόγράφοντας ότι, τότε, δεν μπορούσε να γίνει κριτική, γιατί ακόμα... δεν υπήρχε η Κίνα!Ο ίδιος ο Αλτουσέρ, από τη θεωρητικίστικη σκοπιά του, ξεκίνησε λέγοντας ότι οιτροτσκιστές «δεν διέθεταν θεωρία». Αργότερα, στην «Απάντηση στον Τζον Λιούς»,ανακάλυψε, αντίστροφα, ότι «διέθεταν θεωρία», αλλά ότι αυτή ήταν «αντισταλινική»και άρα δεν μπορούσε να φτάσει στο ύψος μιας βαθύτερης έννοιας, όπως ηαλτουσεριανή «σταλινική παρέκλιση»! (Αφήνω το σχολιασμό).

Δεν μου φαίνεται ότι όλα αυτά μπορεί να είναι σήμερα ακόμα πειστικά (ή έστωκαι απλώς θεωρητικά ελκυστικά): στο κάτω-κάτω, δεν έχουν μείνει πολλοίδιανοούμενοι που να έχουν ιδιοτελείς λόγους να ξαναγράψουν (και ναδικαιολογήσουν) τη δική τους, προσωπική ή πολιτική, ιστορία. Από αυτή την άποψη,δεν βλέπω γιατί να μη διαβάσει κανείς το Κεφάλαιο του Μαρξ, αλλά να πρέπει ναπεράσει από του Αλτουσέρ την παραποίηση, όπως μας καλεί ο σ.Μηλιός. Γιατί, έστωκαι αν είναι «δύσκολο» το Κεφάλαιο του Μαρξ, η δυσκολία αυτή δεν πηγάζει από τις

28 «Pour Marx», εκδ.Maspero, πρόλογος, σελ.21. Οι «δύο επιστήμες» είναι η υποταγή τωνεπιστημόνων στη σταλινική γραφειοκρατία μέσα από το «δόγμα» ότι οι επιστήμες είναι «δύοειδών», αστική και προλεταριακή, με αποκορύφωμα τις ανοησίες ενός Λυσένκο και την«προλεταριακή βιολογία» του.

29 Με το κείμενό του για τη «γλώσσα», όπου την ορίζει «εκτός υπερδομής»! Δεν θέλουμε νασυζητήσουμε εδώ τις ανοησίες του Στάλιν για τη γλώσσα, αλλά είναι σαφές πως η σταλινικήαντεπανάσταση δεν ήταν πρόβλημα «θεωρίας» και μάλιστα αποπαίδι μιας «δυσκολίας» τουΣτάλιν να «βάλει κάποια λογική» στην «παράνοια» της διχτατορίας του!

Τάσος Αναστασιάδης: «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ: Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!, Σπάρτακος 70, Μάϊος 2003 9/10

Page 10: Althusser versus Marx:  «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ:  Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!

συγγραφικές αρετές του συγγραφέα, αλλά από μια, καπιταλιστική, κοινωνία που η ίδιαείναι «δύσκολη», δηλαδή απάνθρωπη, βάρβαρη, αποκρουστική, αλλά και ανατρέψιμη,ακριβώς! Ευτυχώς, μπορούμε να εξακολουθούμε, μαζί με το Μαρξ, να διεκδικούμετον επαναστατικό ανθρωπισμό του!

Τάσος Αναστασιάδης

Μάϊος 2003

Τάσος Αναστασιάδης: «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο» του Αλτουσέρ: Να διαβάσουμε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ!, Σπάρτακος 70, Μάϊος 2003 10/10