AEA AAA 1 - Army...στους Βαλκανικούς πολέμους (εξάλλου οι...

49
ΒΑΘΜΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΒΑΘΜΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ AEA:… AAA:… ΣΧΟΛΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ 1 η ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ ΑΤΟΜΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ‘Η ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ’ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΜΧΟ(Ε) ΘΕΟΧΑΡΗ ΓΕΡΟΝΤΙΔΗ ΜΑΡΤΙΟΣ 2012

Transcript of AEA AAA 1 - Army...στους Βαλκανικούς πολέμους (εξάλλου οι...

  • ΒΑΘΜΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

    ΒΑΘΜΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

    A E A : … A A A : …

    Σ Χ Ο Λ Η Ε Θ Ν Ι Κ Η Σ Α Μ Υ Ν Α Σ

    1 η Ε Κ Π Α Ι Δ Ε Υ Τ Ι Κ Η Σ Ε Ι Ρ Α

    Δ Ι Α Δ Ι Κ Τ Υ Α Κ Η Σ Μ Α Θ Η Σ Η Σ

    Α Τ Ο Μ Ι Κ Η Δ Ι Α Τ Ρ Ι Β Η

    ‘ Η Β Ο Υ Λ Γ Α Ρ Ι Α Κ Α Ι Τ Ο Μ Α Κ Ε Δ Ο Ν Ι Κ Ο

    Ζ Η Τ Η Μ Α ’

    Α Π Ο Τ Ο Ν

    Σ Μ Χ Ο ( Ε ) Θ Ε Ο Χ Α Ρ Η Γ Ε Ρ Ο Ν Τ Ι Δ Η

    ΜΑΡΤΙΟΣ 2012

  • ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

    1

    ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    1

    2

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’: ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

    2

    Γενικά

    2

    Εθνικότητες και πληθυσμοί

    2

    Θρησκείες

    3

    Εξωτερικές σχέσεις

    3

    Σχέσεις με την Ελλάδα

    3

    Ενδιάμεση συμφωνία

    4

    Σχέσεις με την Βουλγαρία

    6

    3

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’. ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1821 ΕΩΣ 1878

    6

    Η κατάσταση του ευρωπαϊκού τμήματος της οθωμανικής αυτοκρατορίας από τα μέσα του 19ου αιώνα

    6

    Ίδρυση-δημιουργία ανεξάρτητων κρατών στη βαλκανική χερσόνησο. Δημιουργία βουλγάρικης ηγεμονίας και βουλγάρικης εξαρχίας

    8

    4

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’. ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1878 ΕΩΣ ΚΑΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

    11

    Έξαρση μακεδονικού. Βουλγαρική πολιτική-γλωσσική-πολιτιστική διείσδυση στα τέλη του 19ου - αρχές 20ου αιώνα

    11

    Μακεδονικός αγώνας-Ελληνοβουλγαρική σύγκρουση για τη διαδοχή της οθωμανικής εξουσίας στη Μακεδονία

    13

    Βαλκανικοί Πόλεμοι. Διπλωματική αντιμετώπιση Του Μακεδονικού. Ενδοβαλκανική Σύγκρουση

    15

    ΟΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ Αίτια και χαρακτηριστικά της Βαλκανικής Συμμαχίας

    15

    Οι πολεμικές επιχειρήσεις στη Μακεδονία 17

    Η διάλυση της βαλκανικής συμμαχίας

    20

  • Ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος και η Συνθήκη του Βουκουρεστίου

    21

    Συνέπειες των Βαλκανικών Πολέμων για τον άμαχο πληθυσμό

    22

    5

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΩΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ

    23

    Α΄ Π.Π. Είσοδος Βουλγαρίας. Κατοχή μακεδονικών εδαφών. Προσπάθεια βουλγάρων για ανατροπή της συνθήκης του Βουκουρεστίου

    23

    Μεσοπόλεμος. Ρόλοι βουλγάρικης πολιτικής και προπαγάνδας. Ελληνικές αντιδράσεις.

    28

    Β΄ Π Π. Εισβολή άξονα. Βουλγαρική κατοχή ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Πολιτική Βουλγαρίας κατά την περίοδο 1941-1944

    31

    Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και η Τριπλή Κατοχή

    31

    ΛΗΞΗ Β΄ Π Π. Συνθήκη Παρισίων. Τελική διευθέτηση βουλγάρικης στάσης

    35

    ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

    42

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

    45

  • 1

    Σμήναρχος (Ε) Γεροντίδης Θεοχάρης της 1ης Διαδικτυακής Σειράς Αθήνα 7 Μαρ 2012

    ΔΙΑΤΡΙΒΗ

    ΘΕΜΑ

    «Η Βουλγαρία και το Μακεδονικό ζήτημα»

    Υπεύθυνος καθηγητής Κος Αντωνόπουλος

    ΕΙΣΑΓΩΓΗ Που βρίσκεται η αλήθεια ανάμεσα σε όλο αυτό τον εθνικιστικό παρο-ξυσμό που ζούμε χρόνια τώρα; Οι Σκοπιανοί απαιτούν το όνομα Μακεδονία και προς το παρόν δείχνουν να κερδίζουν, αλλά ποιες είναι οι αιτίες αυτού του προβλήματος; Σίγουρα όχι από την εποχή του Τίτο αλλά από πολύ παλιότερα, τις εποχές εκείνες που η Μακεδονία ήταν το μήλον της έριδος ανάμεσα στα έθνη στους Βαλκανικούς πολέμους (εξάλλου οι Βαλκανικοί πόλεμοι γίνανε στο όνομα της Μακεδονίας). Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να προσπαθήσει να εκθέσει τις απαρχές του προβλήματος, κάποιες εντελώς άγνωστες πτυχές του καθώς και τις πολύ περιπλεγμένες καταστάσεις της Βαλκανικής που έφεραν το Μακεδονικό Ζήτημα στην τωρινή μορφή του. Όμως για ποια Μακεδονία μιλάμε; Πόσο ευρύτερη γεωγραφικά είναι η Μακεδονία; Είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί το ερώτημα αυτό με ακριβή ιστορικά κριτήρια. Άλλα ήταν τα όρια της επί Φιλίππου Β’, άλλα επί Μεγάλου Αλεξάνδρου, άλλα επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, άλλα επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και άλλα πριν τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων. Άρα εδώ αυτό που πρέπει να αναζητηθεί είναι για το ποια Μακεδονία μιλάμε αναλόγως την ιστορική εποχή που επικαλούμαστε. Αλλά κι έτσι, τα γεωγραφικά τεκμήρια για κάθε εποχή είναι συχνά δυσδιάκριτα λόγω του προσωρινού χαρακτήρα των συνόρων, ειδικά στην περίπτωση της ευμετάβλητης Μακεδονίας. Ως «ιστορική» Μακεδονία θεωρείται το κράτος του Φιλίππου Β΄, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου (4ος αιώνας π.Χ). Το 90% της »ιστορικής Μακεδονίας βρίσκεται στο σημερινό χώρο της Ελληνικής Μακεδονίας και το 10% στο χώρο της νοτιοδυτικής FYROM, στην περιοχή Μοναστηρίου, Μπίτολας και προς τις λίμνες Αχρίδος (2). Αν ιστορικά και γεωγραφικά είναι δύσκολο να οριστεί η Μακεδονία, πολιτισμικά τι γίνεται; Αυτό είναι το ισχυρότερο όπλο της ελληνικής πλευράς.. Ελληνικά μιλούσαν και οι αρχαίοι μακεδόνες. Με βάση πολύμοχθες έρευνες και γλωσσικά και πολιτιστικά, οι αρχαίοι μακεδόνες είναι ελληνικά φύλα. Όλες οι επιγραφές που έχουν βρεθεί στο χώρο της Μακεδονίας και χρονολογούνται πριν από την έλευση των Ρωμαίων, είναι ελληνικές, τα ονόματα ανθρώπων και θεών κοινά. Τα ονόματα Φίλιππος και Αλέξανδρος είναι ονόματα σύνθετων ελληνικών λέξεων. Επομένως λοιπόν

  • 2

    δεν μπορεί να αμφιβάλλει κανείς πως οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες Η Μακεδονία όμως ως γεωγραφικός προσδιορισμός είναι, στην ουσία, ο σύγχρονος προβληματισμός διότι πρέπει να ξεκαθαριστεί κάτω από ποια ιστορικά δεδομένα θα μπορούσε να επιλυθεί γεωγραφικά ο όρος Μακεδονία.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

    Γενικά

    Η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (π.Γ.Δ.Μ.), έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1991 κατόπιν του διαμελισμού της πρώην Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Είναι ηπειρωτική χώρα των κεντρικών Βαλκανίων και βρίσκεται στην νοτιο-ανατολική Ευρώπη. Ευρισκόμενη μεταξύ Σερβίας, Αλβανίας, Ελλάδας και Βουλγαρίας, καταλαμβάνει συνολική έκταση 25.333 τετραγωνικών χιλιομέτρων (ξηρά: 24.856 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ύδατα: 477 τετραγωνικά χιλιόμετρα), έχει συνολικό πληθυσμό 2.066.718 κατοίκους και το γνωστότερο τουριστικό αξιοθέατο της χώρας είναι η Λίμνη Οχρίδα στα δυτικά σύνορα με την Αλβανία. Η χώρα αναφέρεται συχνά ως «Μακεδονία» εκτός Ελλάδος, πράγμα που προκαλεί σύγχυση με το ελληνικό γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας ή την ευρύτερη περιοχή της λεγόμενης γεωγραφικής Μακεδονίας. Στην Ελλάδα αναφέρεται ανεπισήμως και ως Δημοκρατία των Σκοπίων, Σκόπια, κράτος των Σκοπίων, πΓΔΜ ή με την αγγλική συντομογραφία FYROM (Former Yugoslav Republic of Macedonia), η οποία χρησιμοποιείται και από πολλά κράτη και τους περισσότερους διεθνείς οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, το Συμβούλιο της Ευρώπης και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών. Ωστόσο πολλά κράτη την έχουν αναγνωρίσει και με το αμφισβητούμενο συνταγματικό της όνομα, όσον αφορά στις διμερείς τους σχέσεις επικοινωνίας, ενώ σε διεθνές επίπεδο συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τη διεθνή ονομασία FYROM. Η πΓΔΜ είναι από τον Δεκέμβριο του 2005, η χώρα που της δόθηκε πιο πρόσφατα επίσημη υποψηφιότητα προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Διπλωματικά ζητήματα της χώρας είναι η διαμάχη με την Ελλάδα σχετικά με τη χρήση του ονόματος Μακεδονία και οι ψυχρές σχέσεις με τη Βουλγαρία. Αν και συμμετείχε στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι στις 2 Απριλίου του 2008, η πΓΔΜ δεν έλαβε τελικά πρόσκληση για την ένταξή της στη συμμαχία λόγω της διαφωνίας με την Ελλάδα σχετικά με το όνομα.

    Εθνικότητες και πληθυσμός

    Σύμφωνα με την τελευταία επίσημη απογραφή (2002), ο συνολικός πληθυσμός της πΓΔΜ ήταν 2.022.547 άτομα των οποίων η εθνικότητα κατανέμεται ως εξής:

    Σλαβομακεδόνες - 1.297.981 Αλβανοί - 509.083

  • 3

    Τούρκοι - 77.959 Ρομά - 53.879 - Σύμφωνα με το Κέντρο Αθιγγανικών Ερευνών στο

    Πανεπιστήμιο René Descartes, η κοινότητα τους ανέρχεται σε 220.000 - 260.000 άτομα.

    Σέρβοι - 35.939 Βόσνιοι - 17.018 Βλάχοι- 9.695 Έλληνες - Δεν αναφέρονται στην επίσημη στατιστική. Κατά άλλη πηγή,

    ανέρχονται σε 600. Λοιποί - 20.993

    Σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2009, το προσδόκιμο ζωής στους άνδρες είναι 72,18 χρόνια, στις γυναίκες 77,38 χρόνια και στο σύνολο του πληθυσμού τα 74,68 χρόνια.

    Θρησκείες]

    Σύμφωνα με απογραφή του 2002, το 64,7% του πληθυσμού είναι Χριστιανοί ορθόδοξοι και το 33,3% Μουσουλμάνοι. Το 0,3% ανήκει σε άλλες χριστιανικές ομολογίες, ενώ το 1,63% τοποθετείται σε άλλα δόγματα. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί είναι μοιρασμένοι: βρίσκονται υπό την Αρχιεπισκοπή Αχρίδος και την Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία ξεχωριστά, ως αποτέλεσμα διαφωνιών στο θέμα της αυτοκεφαλίας και του ονόματος της εκκλησίας της πΓΔΜ. Η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος είναι η εκκλησία που αναγνωρίζεται επίσημα από τις υπόλοιπες ορθόδοξες εκκλησίες αλλά όχι από την κυβέρνηση της πΓΔΜ. Η Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία αποσχίσθηκε το 1967 από τους κόλπους του Σερβικού Πατριαρχείου και αυτoανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη. Αυτή μόνο αναγνωρίζεται από την κυβέρνηση, αλλά δεν αναγνωρίζεται επισήμως από καμία ορθόδοξη εκκλησία (θεωρείται σχισματική).

    Εξωτερικές σχέσεις]

    Σχέσεις με την Ελλάδα]

    Από το 1991, έτoς ανεξαρτησίας της πΓΔΜ, μέχρι και σήμερα συνεχίζεται η πολιτική και διπλωματική διαμάχη για τη χρήση του ονόματος «Μακεδονία» στο συνταγματικό όνομα της γείτονος. Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η ονομασία Μακεδονία είναι αναμφίβολα ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά. Θεωρεί ότι η ιστορία της Μακεδονίας και ειδικά η συγκεκριμένη ονομασία δεν είναι διαπραγματεύσιμη και ως πατρική ταυτότητα και κληρονομιά δεν δύναται να παραχωρηθεί σε τρίτους. Tov Απρίλιο του 1991 εκλέγεται η πρώτη μετακομμουνιστική πολυκομματική βουλή και ψηφίζεται το νέο Σύνταγμά της νέας αυτής Δημοκρατίας, με την ψήφιση τροπολογιών ισχυουσών Συνταγματικών Διατάξεων, προς τη μετάβαση από καθεστώς σοσιαλιστικής δημοκρατίας, σε καθεστώς δυτικού τύπου δημοκρατίας, χωρίς η μετάβαση αυτή να στερείται διαφόρων ιδιαιτεροτήτων, όπως είναι οι διατάξεις περί μεταβολής συνόρων, οι οποίες βρίσκονται στο προοίμιο των άρθρων 3, 68 και 74, αλλά και περί προστασίας μειονοτήτων σε γειτονικές χώρες άρθρο 49 παρ. 1 στο οποίο αναφέρεται: «Η Δημοκρατία, μεριμνά για την κατάσταση και τα δικαιώματα του

  • 4

    μακεδονικού λαού στις γειτονικές χώρες». Εδώ αναφέρεται καθαρά σε πολίτες της Αλβανίας, της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας, τους οποίους τα Σκόπια θεωρούν αποτελούν « μακεδονική μειονότητα». Επίσης, σχεδίασαν μια νέα σημαία με τον Ήλιο της Βεργίνας. Η Ελλάδα πιέζει μέσω της τότε ΕΟΚ τη νέα αυτή Δημοκρατία να συμμορφωθεί. Στις 13 Απριλίου 1992 η Ελλάδα λαμβάνει θέση για το θέμα της ονομασίας του κράτους της γείτονος με την απόφαση του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών υπό τον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή, όταν το πρόβλημα του ονόματος πήρε την πλήρη σαφή και ουσιαστική μορφή του και αποφασίστηκε να μην γίνει αποδεκτό κανένα όνομα που θα αναφέρεται στον όρο «Μακεδονία» ή παράγωγά του. Στις 27 Ιουνίου στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής της Λισσαβόνας έχουμε την υποστήριξη της Ευρώπης στις Ελληνικές θέσεις. Η αναγνώριση της νέας αυτής Δημοκρατίας από την Ελλάδα και την τότε ΕΟΚ συνδέεται με τις εξής προϋποθέσεις:

    Αλλαγή της αμφισβητούμενης Συνταγματικής της ονομασίας "Δημοκρατία της Μακεδονίας", ενώ το όνομα της γείτονος δεν θα περιέχει τον όρο «Μακεδονία» ή παράγωγά του.

    Παύση της αλυτρωτικής και εχθρικής της προπαγάνδας και επίσης προσφορά συνταγματικών και πολιτικών εγγυήσεων σχετικά με τις δήθεν εδαφικές διεκδικήσεις της Νέας αυτής Δημοκρατίας από τις γειτονικές της χώρες και για τροποποιήσεις των επίμαχων άρθρων του Συντάγματος της στις διατάξεις περί μεταβολής συνόρων και περί δήθεν προστασίας μειονοτήτων σε γειτονικές χώρες και την άμεση αλλαγή του συμβόλου που υπάρχει στη σημαία της και του νέου χαρτονομίσματος.

    Την 8 Απριλίου 1993, αναγνωρίστηκε στα Ηνωμένα Έθνη (με την Απόφαση 817/1993 του Συμβουλίου Ασφαλείας) με την προσωρινή ονομασία της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, χωρίς το δικαίωμα ανάρτησης σημαίας. H πΓΔΜ έχει επισήμως αποδεχθεί ότι το όνομα του κράτους αποτελεί αντικείμενο διαπραγματεύσεων. Οι δύο χώρες (πΓΔΜ και Ελλάδα) ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για την τελική ονομασία του κρατιδίου. Την 16 Φεβρουαρίου 1994 η Ελλάδα αποφάσισε τον οικονομικό αποκλεισμό (εμπάργκο) της πΓΔΜ και τη διακοπή λειτουργίας του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στα Σκόπια, ως μέσο πίεσης για την αποδοχή των ελληνικών όρων. Αρχίζουν οι πιέσεις από τους μεσολαβητές για άρση του εμπάργκο. Η Ελλάδα παραπέμπεται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Το Δικαστήριο όμως δεν κάνει δεκτό το αίτημα για λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά της Ελλάδας.

    Ενδιάμεση Συμφωνία

    H Αμερική εντείνει τις πιέσεις της για άρση του ελληνικού εμπάργκο και στις 4 Σεπτεμβρίου 1995 από τα Σκόπια ο τότε υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, από την Αθήνα ο τότε πρέσβης Τόμας Μίλερ και

  • 5

    από την Ουάσινγκτον ο τότε εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Νίκολας Μπέρνς, ανακοινώνουν ταυτόχρονα την επίτευξη συμφωνίας Ελλάδας – πΓΔΜ για απευθείας διάλογο υπό την αιγίδα του Σάιρους Βάνς, με σκοπό την υπογραφή μιας «ενδιάμεσης» συμφωνίας. Στις 13 Σεπτεμβρίου στην Νέα Υόρκη των ΗΠΑ, υπογράφεται η Ενδιάμεση Συμφωνία από τον τότε υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας κ. Παπούλια και τον τότε υπουργό Εξωτερικών της πΓΔΜ κ. Τσερβενκόφσκι και προβλέπει:

    Τον σεβασμό των υπαρχόντων συνόρων. Την υποχρέωση από την Ελλάδα να αναγνωρίσει τα Σκόπια με την

    προσωρινή ονομασία «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (πΓΔΜ)».

    Η πΓΔΜ θα πρέπει να προχωρήσει σε άμεση αλλαγή του συμβόλου (με τον Ήλιο της Βεργίνας) που υπάρχει στη σημαία της και να σχεδιάσει μια νέα σημαία.

    Η πΓΔΜ θα πρέπει να σταματήσει την έκδοση και να διακηρύξει τηv άμεση αλλαγή του νέου χαρτονομίσματος με την απεικόνιση του Λευκού Πύργου της Θεσσαλονίκης.

    Η πΓΔΜ θα πρέπει να διακηρύξει ότι η ερμηνεία των επίμαχων άρθρων στο Σύνταγμά της δεν ερμηνεύονται ως διεκδίκηση ελληνικού εδάφους αλλά ούτε και ως ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας.

    H Ελλάδα έχει τη δυνατότητα βάση του άρθρου 11, να αντιταχθεί στην ένταξη της γείτονος χώρας σε διεθνείς οργανισμούς με ονομασία διαφορετική από της πΓΔΜ (FYROM).

    Άρση του ελληνικού εμπάργκο. (Το ελληνικό εμπάργκο επέφερε ζημιά 1,5 δις. δολαρίων στην οικονομία της πΓΔΜ . Τα διυλιστήρια και τα χαλυβουργεία διέκοψαν τη λειτουργία τους, επειδή δεν μπορούσαν να ανεφοδιαστούν από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης . Από τότε μέχρι σήμερα όλοι, ακόμη και οι ίδιοι οι σλάβοι κάτοικοι της πΓΔΜ-(σλαβομακεδόνες), συμφωνούν ότι η πΓΔΜ δεν μπορεί να αναπνεύσει οικονομικά χωρίς την Ελλάδα).

    Ενώ μέχρι να βρεθεί μόνιμη και τελική λύση συμφωνήθηκε να χρησιμοποιείται ως προσωρινό όνομα το «πΓΔΜ» (πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), με το οποίο έγινε δεκτή και στον ΟΗΕ (στις 7/4/1993 με την Απόφαση 817/1993 του Συμβουλίου Ασφαλείας). Στις 12 Οκτωβρίου, το Μόνιμο Συμβούλιο του ΟΑΣΕ αποφασίζει, με τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας, την ένταξη των Σκοπίων με την αγγλική ονομασία Former Yugoslav Republic of Macedonia ή με τη συντομογραφία FYROM. Οι δύο χώρες (πΓΔΜ και Ελλάδα) άρχισαν ξανά διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για την τελική ονομασία του κρατιδίου. Τον Απρίλιο του 2008 η Ελλάδα άσκησε βέτο στην ένταξη της όμορης χώρας στο ΝΑΤΟ, κατά τη σύνοδο κορυφής στο Βουκουρέστι. Τελικά, η αίτηση ένταξης απορρίφθηκε ομόφωνα από τα μέλη του ΝΑΤΟ. Στις 21 Μαρτίου 2011 η πΓΔΜ ξεκίνησε προφορική διαδικασία προσφυγής κατά Ελλάδας στο Δικαστήριο της Χάγης ή οποία κατατέθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2008. Στην προσφυγή επικαλείται την παραβίαση από την Ελλάδα του

  • 6

    Άρθρου 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας μεταξύ των χωρών που υπογράφηκε το 1995. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό η Ελλάδα συμφωνεί να μην προβάλλει αντιρρήσεις στην αίτηση της πΓΔΜ σε συμμετοχή σε οργανισμούς στις οποίες η Ελλάδα είναι ήδη μέλος (όπως ΝΑΤΟ ή Ευρωπαϊκή Ένωση), με αιτιολογία τη μή συμφωνία για το όνομα. Το Δικαστήριο στις 5 Δεκεμβρίου 2011 καταδίκασε την Ελλάδα για τις επίσημες δηλώσεις, κατά τη σύνοδο κορυφής του Βουκουρεστίου, όπου ουσιαστικά αρνούνταν την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, λόγω της μη εύρεσης λύσης για το όνομα. Η Γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung δημοσίευσε άρθρο «15:1 για τη “Μακεδονία”» και υπότιτλο «Επιτυχία για το βαλκανικό κράτος στη διαμάχη του ονόματος με την Ελλάδα», παρόλο που η απόφαση του δικαστηρίου δεν αφορά την διαμάχη για την ονομασία καθαυτή. Η πολιτική της Ελλάδος, στην άσκηση βέτο δέχτηκε αρνητική κριτική σε άρθρα σε εφημερίδες στον Ελληνικό και διεθνή τύπο. Ο πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ Νίκολ Γκρούεβσκι, σε ομιλία του δήλωσε ότι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης δίνει το "το δικαίωμα να χρησιμοποιεί η ΠΓΔΜ το όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας στην επικοινωνία μας με τους διεθνείς οργανισμούς και σε διμερές επίπεδο". Παρά το ότι δεν έχει υπάρξει επίτευξη συμφωνίας μέχρι σήμερα, η κυβέρνηση της πΓΔΜ διακηρύσσει ότι περισσότερες από 130 χώρες έχουν αναγνωρίσει την χώρα με το συνταγματικό της όνομα, ανάμεσα τους η Βουλγαρία, η Τουρκία, η Ρωσία, η Κίνα, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, που θα χρησιμοποιεί τη συνταγματική της ονομασία μόνο στις διμερείς τους σχέσεις.

    Σχέσεις με την Βουλγαρία.

    Η Βουλγαρία ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την ανεξαρτησία της πΓΔΜ, αλλά όχι και την ύπαρξη ξεχωριστού έθνους Μακεδόνων και ξεχωριστής μακεδονικής γλώσσας αφού θεωρεί τους πολίτες της πΓΔΜ ως ομόεθνους και ομόγλωσσούς της. Στο πλαίσιο αυτό η Βουλγαρία χορηγεί βουλγαρικό διαβατήριο σε όποιον πολίτη της πΓΔΜ το αιτηθεί αποδεικνύοντας εθνική Βουλγαρική καταγωγή, ενώ ανάμεσα στους κατόχους βουλγαρικού διαβατηρίου είναι και ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας κ. Λιούμπκο Γκεοργκέφσκ. Πρόσφατα έχει επανειλημμένα προειδοποιήσει ότι η βουλγαρική υποστήριξη για την προσχώρηση της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υπό όρους και θα εξαρτηθεί από την πραγματική δυνατότητά της να εφαρμόσει τις πολιτικές ενός καλού γείτονα. Η Βουλγαρία έχει προτείνει να υπογράψει μία συνθήκη (με βάση την Κοινή δήλωση του 1999) για τη διασφάλιση της καλής γειτονίας μεταξύ των δύο χωρών, προκειμένου να καταστεί δυνατή η βουλγαρική υποστήριξη για την προσχώρηση της πΓΔΜ στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

    ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1821 ΕΩΣ 1878

    Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ. Η εικόνα του Βαλκανικού χάρτη ήταν πολύ διαφορετική πριν από

  • 7

    διακόσια χρόνια. Δεν υπήρχε καν Ελληνικό έθνος. Οι Έλληνες ( και εννοούμε τους ορθόδοξους χριστιανούς που είχαν μητρική γλώσσα τα Ελληνικά), δεν ήταν ούτε κατά προσέγγιση τόσο πολυάριθμοι εκείνη την εποχή. Ήταν διασκορπισμένοι σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία. Σε μερικές περιοχές μάλιστα τους ξεπερνούσαν σε πληθυσμό άλλοι λαοί (οι Σλάβοι, οι Αλβανοί, οι Εβραίοι, οι Αρμένιοι και τα διάφορα τουρκικά φύλα). Μόνο στην Πελοπόννησο, στην Ηπειρωτική Ελλάδα, ως το ύψος της γραμμής που ενώνει τα Γιάννενα με τη Θεσσαλονίκη και στα πιο πολλά νησιά αποτελούσαν αναμφισβήτητα την πλειοψηφία. Αλλά και σ’ αυτές ακόμα τις περιοχές δεν ξεπερνούσαν τα δύο εκατομμύρια. Στη Μακεδονία, εκτός από τις νοτιότερες παραθαλάσσιες πεδιάδες, ήταν πολυάριθμοι κυρίως σε συνοικισμούς όπου κατοικούσαν μαζί με Τούρκους και με άλλους λαούς ή σε ορισμένα χωριά διάσπαρτα εδώ και εκεί ανάμεσα σε σλαβόφωνα χωριά και στις μουσουλμανικές μειονότητες. Στη Θράκη πάλι ήταν πολυάριθμοι στις πόλεις και κατείχαν εξέχουσα θέση στις παραθαλάσσιες περιοχές. Στην πόλη και την επαρχία της Κωνσταντινούπολης ο αριθμός τους έφτανε τις 300.000 σε σύνολο πληθυσμού 880.000. Ήταν επίσης πολυάριθμοι στις πόλεις που βρίσκονταν στα παράλια της Μαύρης θάλασσας και είχαν εγκατασταθεί σε μεγάλους οικισμούς στη Μικρά Ασία, όπου ο συνολικός τους πληθυσμός έφτανε το 1.800.000. Σημαντικές αποικίες είχαν σχηματίσει και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, στη Ρωσία, τη Βουλγαρία, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και στη Βόρεια Αφρική. Αλλά σε οποιοδήποτε μέρος και αν ζούσαν, λίγοι έμεναν σε μέρη που τα χώριζε από τη θάλασσα απόσταση μεγαλύτερη από ογδόντα χιλιόμετρα. Οι περισσότεροι διάλεγαν τις παραθαλάσσιες πεδιάδες όπου είχαν συνηθίσει πάντα να ζουν. Ψηλές οροσειρές διαιρούσαν τις πεδιάδες αυτές σε τμήματα αποκλείοντας συνάμα και την μεταξύ τους χερσαία επικοινωνία. Συνδετικός κρίκος των ελληνικών κοινοτήτων της ηπειρωτικής χώρας ήταν πάντοτε η θάλασσα που εξασφάλιζε και την επικοινωνία με τις κοινότητες των νησιών. Παρά τους δεσμούς που τους ένωναν με τα κλασικά και τα αρχαία χρόνια, μεγάλη απόσταση χώριζε τους Νεοέλληνες των αρχών του 19ου αιώνα από τους προγόνους τους. Δεν είχε υποστεί αλλαγές μόνο η φυλετική βάση (ιδιαίτερα στα μέρη έξω από τη Μικρά Ασία και τις απομονωμένες περιοχές της ηπειρωτικής χώρας) αλλά και το γλωσσικό ιδίωμα της μάζας του λαού. Η προφορά, το λεξιλόγιο και η σύνταξη είχαν μεταβληθεί. Πολλές λέξεις, κι ακόμα περισσότερα τοπωνύμια, ήταν δάνεια από τα σλαβικά και τα αλβανικά. Η γλώσσα του λαού είχε απλουστευτεί σημαντικά. Πολύ πιο κοντά στη γλώσσα της αρχαίας Ελλάδας βρισκόταν η γλώσσα της βυζαντινής εκκλησίας και της βυζαντινής διοίκησης. Σ’ αυτή τη γλώσσα οι λόγιοι του Βυζαντίου διαφύλαξαν ζωντανό το κλασσικό ελληνικό πνεύμα. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι περισσότεροι κληρικοί ήταν πολέμιοι αυτού του πνεύματος γιατί δύσκολα μπορούσαν να δεχτούν πως ο περιούσιος λαός του Θεού, που κατοικούσε στο επίγειο βασίλειό του, ήταν δυνατόν να θεωρεί τον εαυτό του απόγονο των θεών του αρχαίου κόσμου. Αλλά παρόλο που το κύριο ρεύμα της βυζαντινής σκέψης ήταν εχθρικό προς τον Ελληνισμό, οι θεολόγοι και οι διανοούμενοι της βυζαντινής εποχής γνώριζαν το αρχαίο Ελληνικό πνεύμα. Έτσι λοιπόν, η Εκκλησία, σε όλη την περίοδο της Οθωμανικής

  • 8

    αυτοκρατορίας έμελλε να διαφυλάξει την κληρονομιά των βυζαντινών. Μια κληρονομιά διπλή μιας και οι καταβολές της βυζαντινής Ελλάδας είχαν πολύ βαθιές ρίζες στον Ελληνιστικό κόσμο κι αυτός με τη σειρά του είχα βαθιές ρίζες στον κλασσικό Ελληνισμό. Είναι αναμφισβήτητο ότι οι Νεοέλληνες βρίσκονταν πιο κοντά στη βυζαντινή παρά στην αρχαία Ελλάδα και τούτο γιατί η Ελλάδα της βυζαντινής εποχής αποτελούσε το ζωντανό παρελθόν χάρη στη συνέχεια της εκκλησίας. Όταν κατά το τέλος του 19ου αιώνα η Οθωμανική αυτοκρατορία φαινόταν έτοιμη να καταρρεύσει, οι Μεγάλες δυνάμεις της εποχής, η Αυστρία, η Ρωσία, η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία, συνειδητοποίησαν τα παραμελημένα συμφέροντά τους στη Μακεδονία η οποία στον αιώνα του σιδηροδρόμου αποκτούσε μεγάλη σπουδαιότητα. Η Μακεδονία διασχιζόταν από τρεις μεγάλες οδικές αρτηρίες-τις κοιλάδες του Αξιού και του Στρυμόνα και την ρωμαϊκή Εγνατία οδό που περνούσε από το Μοναστήρι και τη Θεσσαλονίκη και έφτανε στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν επόμενο λοιπόν και πολλοί λαοί να προσπαθούν να κυριαρχήσουν ( οι Πέρσες και οι Ρωμαίοι παλιότερα, οι Βυζαντινοί μεταγενέστερα και τέλος οι Βούλγαροι, οι Σέρβοι, οι Τούρκοι και οι Έλληνες) στην περιοχή. Επειδή όμως λόγω της διεθνούς αντιζηλίας καμιά μεγάλη δύναμη δεν μπορούσε να προσαρτήσει μόνη της την περιοχή της Μακεδονίας, περιορίστηκαν στο να διατηρήσουν την επιρροή που διέθεταν στην Οθωμανική αυτοκρατορία, όσο αυτή ακόμα υπήρχε, και να είναι έτοιμες να υποστηρίξουν έναν ή περισσότερους διαδόχους του υπάρχοντος καθεστώτος (Έλληνες, Σέρβους, Βούλγαρους, Αλβανούς ή ακόμα και «Μακεδόνες») των οποίων οι πιθανότητες να ιδρύσουν ανεξάρτητο κράτος δεν ήταν εντελώς ανύπαρκτες. Όλοι αυτοί οι λαοί μπορούσαν να προβάλλουν αξιώσεις βασισμένες σε ιστορικούς, γλωσσολογικούς, πολιτιστικούς και θρησκευτικούς λόγους είτε για ολόκληρη τη Μακεδονία είτε για εκτεταμένα τμήματά της. Η περιοχή αυτή ήταν ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν το 1866-67 κατά τις ελληνοσερβικές διαπραγματεύσεις και όλες οι βαλκανικές χώρες, μετά τη συνθήκη του Βερολίνου και την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, είχαν φτάσει στο σημείο να διεκδικούν τη Μακεδονία και να ισχυρίζονται ότι οι Μακεδόνες είναι τα αδέλφια τους που είχαν χαθεί από καιρό. Οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι είχαν ορισμένους φυλετικούς, γλωσσικούς και πολιτιστικούς δεσμούς με τους Σλάβους της Μακεδονίας, αλλά και οι δύο διαφωνούσαν βίαια στο βαθμό συγγενείας. Οι Έλληνες μπορούσαν να προβάλλουν τη μεγαλύτερη αρχαιότητα των ιστορικών τους αξιώσεων. Υπήρχαν επίσης πολυάριθμα χωριά, ιδιαίτερα στα νότια μέρη, που από γλωσσική άποψη ήταν Ελληνικά και έτσι παρά την εξάπλωση τα βουλγαρικής εξαρχίας η ελληνική εκκλησία συνέχισε να κυριαρχεί σε σημαντικό μέρος των καθαρά σλαβόφωνων περιοχών.

    ΙΔΡΥΣΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΣΤΗ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟ. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΣ ΗΓΕΜΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΣ ΕΞΑΡΧΙΑΣ

    Στην Βαλκανική του 19ου αιώνα πέντε εθνικά κράτη εμφανίστηκαν στην περιοχή αυτή. Κάποια από αυτά ήταν εντελώς νέα κράτη, τα οποία εγκαθιδρύθηκαν σε περιοχές που βρίσκονταν προηγουμένως υπό τον άμεσο έλεγχο των Οθωμανών. Πρώτη ήταν η Σερβία. Ο απελευθερωτικός αγώνας

  • 9

    της άρχισε το 1804, απέκτησε βαθμιαία κρατική υπόσταση μεταξύ του 1815 και του 1830 και έγινε τυπικά ανεξάρτητη το 1878. Ακολούθησε η Ελλάδα που ξεκίνησε τον απελευθερωτικό της αγώνα το 1821 και κέρδισε την ανεξαρτησία της το 1830 και στη συνέχεια η Βουλγαρία που εξεγέρθηκε εναντίον των Οθωμανών το 1876, απέκτησε κρατική υπόσταση το 1878 και ανεξαρτησία το 1908. Δυο άλλα κράτη αναδύθηκαν από χριστιανικές ηγεμονίες - υποτελείς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: η Ρουμανία που δημιουργήθηκε με την ένωση της Βλαχίας και της Μολδαβίας το 1859 κι έγινε ανεξάρτητη το 1877/1878, και το Μαυροβούνιο που ήταν από τον 18ο αιώνα μια αυτόνομη περιοχή την οποία κυβερνούσαν οι πρίγκιπες - επίσκοποί της, μετατράπηκε σε κληρονομική ηγεμονία το 1852 κι έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1878. Δυο άλλα εθνικά κράτη εμφανίστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα: η Αλβανία το 1912/1913, ως συνέπεια των Βαλκανικών Πολέμων, και η Τουρκία η οποία στο πλαίσιο της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου απέκτησε ντε φάκτο τη δική της εθνική κυβέρνηση το 1919 και ανακηρύχθηκε επίσημα σε Τουρκική Δημοκρατία το 1923. Οι Τούρκοι, κατά τη διάρκεια της έντασης με την Ελλάδα σχετικά με το Κρητικό ζήτημα, υποδαύλιζαν συνεχώς τις αξιώσεις των Βουλγάρων για Εθνική εκκλησία γιατί έτσι θεωρούσαν ότι μάχονται τον Ελληνισμό. Οι αξιώσεις των Βουλγάρων αποτελούσαν μια από τις πολλές ενδείξεις της πολιτιστικής αφύπνισης και του εθνικιστικού κινήματος τους. Ο Βουλγαρικός κλήρος είχε ήδη από τη δεκαετία του 1820 αρχίσει να προβάλλει κατά καιρούς το αίτημα να διορίζονται Βούλγαροι και όχι Έλληνες επίσκοποι στις μητροπόλεις της Βουλγαρίας. Το 1856 ένα τουρκικό μεταρρυθμιστικό διάταγμα έλαβε μέτρα για την αναδιοργάνωση των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων και αυτό αναπτέρωσε τις ελπίδες των Βουλγάρων. Επειδή όμως ο πατριάρχης συνεχώς απέρριπτε τα αιτήματα των Βουλγάρων για διορισμό Βουλγάρων επισκόπων, τον Μάρτιο του 1860 η Βουλγαρική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης ανακοίνωσε ότι εκτελούσε τα θρησκευτικά της καθήκοντα με την άδεια του Σουλτάνου και όχι με την άδεια του πατριάρχη. Έτσι τον Ιούλιο του 1867 ο πατριάρχης αναγκάστηκε να κάνει παραχωρήσεις οι οποίες όμως δεν ικανοποιούσαν τους Βουλγάρους. Το 1867 ο πατριάρχης Γρηγόριος ο ΣΤ, προσφέρθηκε να αναγνωρίσει την ύπαρξη αυτόνομης Βουλγαρικής εκκλησίας σε ορισμένες περιοχές αλλά και αυτό δεν ικανοποίησε τους Βουλγάρους γιατί είχαν ήδη αρχίσει να εποφθαλμιούν περιοχές της Ρωμυλίας και της Μακεδονίας. Για να δοθεί ένα τέλος σ’ αυτή τη διαμάχη, οι Τούρκοι εξέδωσαν στις 27 Φεβρουαρίου του 1870 ένα διάταγμα (φιρμάνι) όπου με το πρώτο άρθρο του ιδρύθηκε, εν αγνοία του Πατριαρχείου, η Βουλγαρική Εξαρχία. Από τις 13 εκκλησιαστικές επαρχίες που πέρασαν στην ευθύνη της, μόνο η Μητρόπολη Βελεσών θα μπορούσε τυπικά να χαρακτηρισθεί ως μακεδονική. Όμως, σύμφωνα με το δέκατο άρθρο του φιρμανίου, στην Εξαρχία μπορούσαν να προσχωρήσουν κι άλλες μητροπόλεις, εφόσον το ζητούσαν τουλάχιστον τα 2/3 του ποιμνίου τους. Το φιρμάνι αυτό θεωρείται ως η ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του Μακεδονικού Ζητήματος, αλλά δεν είναι. Οι προϋποθέσεις για την δημιουργία αντιμαχομένων παρατάξεων και η εθνικοποίηση των διαφορών αυτών ήταν προϊόν των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών ανακατατάξεων που προκάλεσε ο Χάρτης του Χαττ-ι-Χουμαγιούν (Φεβρουάριος 1856). Ο χάρτης

  • 10

    αυτός οδήγησε σε μεταβολές του γαιοκτητικού καθεστώτος προς όφελος των Χριστιανών και κατέστησε επισήμως κληρονομήσιμο το τσιφλίκι. Δημιούργησε επίσης τις προϋποθέσεις για δημόσια έργα και για την μεταβολή του φοροεισπρακτικού και του πιστωτικού συστήματος. Τέλος, στο πλαίσιο της συντάξεως κωδίκων δικαίου, αιτήθηκε από το Πατριαρχείο η σύνταξη γενικών κανονισμών διοικήσεως των Ορθοδόξων, με τη συμμετοχή των λαϊκών. Η ολοκλήρωση και η εφαρμογή των κανονισμών οδήγησε αλυσιδωτά -ήδη μέσα στη δεκαετία του 1860- στην ανάδειξη διαφόρων δυνάμεων· δυνάμεων εκσυγχρονιστικών, που επιδόθηκαν στην ίδρυση σχολείων αλλά και δυνάμεων διασπαστικών, που μπορούσαν ελεύθερα να εκφραστούν, μετά την εισαγωγή κάποιων αρχών δημοκρατικότητος στην διοίκηση των κοινοτήτων. Πολλές φορές διασπαστές και εκσυγχρονιστές ήταν τα ίδια πρόσωπα που χρησιμοποιούσαν την εκπαίδευση ως ένα αποδοτικό εργαλείο διευρύνσεως και μορφοποιήσεως των «κομματικών» τους χώρων, που δεν ήταν άλλοι από την ελληνική, τη βουλγαρική και την ρουμανική παράταξη. Στο πλαίσιο αυτό, το δέκατο άρθρο του φιρμανίου του 1870 έθετε το «εκλογικό όριο», που επέτρεπε και τυπικά την πλήρη μεταβίβαση της εξουσίας: ήταν τα 2/3 των Ορθοδόξων κατοίκων. Τη στιγμή που το βουλγαρικό εθνικό κίνημα βρισκόταν σε εξέλιξη, η σημασία της εκκλησιαστικής οριοθετήσεως της Εξαρχίας δεν ήταν μία απλή διαδικαστική λεπτομέρεια. Το θέμα των «μικτών» επαρχιών, στις οποίες περιλαμβάνονταν και πολλές μακεδονικές, εμπόδισε την επαναπροσέγγιση του Πατριαρχείου και των Βουλγάρων το 1871, ενώ ξεχωριστή βουλγαρική εθνοσυνέλευση επεξεργαζόταν τους δικούς της γενικούς κανονισμούς. Την επομένη χρονιά (1872), η εκκλησιαστική ένταση κορυφώθηκε και οι βουλγαρικοί γενικοί κανονισμοί τέθηκαν σε εφαρμογή με τουρκική διαταγή. Ο Πατριάρχης Άνθιμος ΣΤ΄ προχώρησε στον αφορισμό των πρωτοστατών Βουλγάρων αρχιερέων και, κάτω από τις πιέσεις μερίδας λαϊκών, στην κήρυξη ως σχισματικών τόσο των κληρικών όσο και των λαϊκών που συνέπρατταν με τους αφορισμένους. Το θρησκευτικό σχίσμα και ο αφορισμός βοήθησαν την περαιτέρω απομάκρυνση των δύο παρατάξεων, των Πατριαρχικών και των Εξαρχικών, και κυρίως την γεωγραφική διεύρυνσή της. Αγροτικές κοινότητες, όπου απουσίαζαν οι κοινωνικοί ή οι οικονομικοί ανταγωνισμοί, βρέθηκαν σύντομα αντιμέτωπες με υπέρτερα θεωρητικά διλήμματα: η άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, μέσω της μίας ή της άλλης εκκλησίας, προϋπέθετε τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό τους. Οι εξελίξεις πλέον στη Βαλκανική ήταν ραγδαίες. Το 1875 η αντιοθωμανική εξέγερση στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη εγκαινιάζει την κρίση του Ανατολικού Ζητήματος του 1875-1878. Το 1876 η βουλγαρική εξέγερση του Απρίλη καταστέλλεται με αγριότητα από τους Οθωμανούς. Η Σερβία και το Μαυροβούνιο κηρύσσουν πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά νικιούνται. Οι εντεινόμενες διεθνείς πιέσεις και οι εσωτερικές αναταραχές οδηγούν τις οθωμανικές αρχές στη δημοσίευση του πρώτου οθωμανικού συντάγματος, το οποίο παραχωρεί πλήρη και ίσα δικαιώματα σε όλους τους οθωμανούς υπηκόους. Ταυτόχρονα, όμως, διακηρύσσει πως η αυτοκρατορία αποτελεί μια αδιαίρετη ενότητα. Το 1877 η Κεντρική Επιτροπή Υπεράσπισης των Δικαιωμάτων του Αλβανικού Λαού ιδρύεται στην Κωνσταντινούπολη. Η Ρωσία κηρύσσει τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και εισβάλλει στη Βουλγαρία. Η Ρουμανία κηρύσσει την ανεξαρτησία της και μπαίνει στον πόλεμο στο πλευρό των Ρώσων. Έπειτα από ισχυρή αντίσταση, ο

  • 11

    οθωμανικός στρατός νικιέται στη Μάχη της Πλέβνας. Το 1878 γίνεται ειρήνη μεταξύ Ρώσων και Οθωμανών με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου). Έπειτα από παρέμβαση της Βρετανίας και της Αυστροουγγαρίας, νέα συνθήκη ειρήνης υπογράφεται στο Συνέδριο του Βερολίνου (1η Ιουλίου). Η Ρουμανία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητα κράτη. Η Βουλγαρία διαιρείται στην υποτελή στον σουλτάνο ηγεμονία της Βουλγαρίας και στην αυτόνομη επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας. Η Ρουμανία παίρνει τη Δοβρουτσά σε αντάλλαγμα της νότιας Βεσσαραβίας, η οποία παραχωρείται στη Ρωσία. Η Σερβία και το Μαυροβούνιο επίσης, εξασφαλίζουν κάποιες μέτριας έκτασης εδαφικές παραχωρήσεις. Η Βοσνία- Ερζεγοβίνη τίθεται υπό αυστροουγγρική διοίκηση. Με χωριστή οθωμανοβρετανική διάσκεψη η Κύπρος τίθεται υπό βρετανική διοίκηση, αλλά παραμένει υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου (4η Ιουνίου του 1878). Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμήτ Β΄ (1876-1909) αναστέλλει την ισχύ του συντάγματος τον Δεκέμβριο, διαλύει το οθωμανικό κοινοβούλιο κι εγκαινιάζει μια περίοδο αυταρχικής διακυβέρνησης που διαρκεί ως το 1909. Ο αλβανικός Σύνδεσμος της Πριζρένης διατυπώνει το εθνικό του πρόγραμμα. Τέλος το 1879 το Σύνταγμα του Τιρνόβου, στη Βουλγαρία, εγκαθιδρύει μια συνταγματική μοναρχία. Πρώτος ηγεμόνας ορίζεται ο Αλέξανδρος Μπάττενμπεργκ (1879-1886).

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

    ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1878 ΕΩΣ ΚΑΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

    ΕΞΑΡΣΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ. ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ-ΓΛΩΣΣΙΚΗ-ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 19ου - ΑΡΧΕΣ 20ου ΑΙΩΝΑ.

    Από την στιγμή που η λέξη «Ελλάς» κρίθηκε ως η καταλληλότερη ονομασία για το σύγχρονο κράτος των Ρωμιών, το ζήτημα της Μακεδονίας -στη θεωρία τουλάχιστον- είχε κριθεί. Η ιστορική γεωγραφία έθετε τη γη του Μ. Αλεξάνδρου εντός της Ελλάδος αλλά στην πράξη βέβαια το ζήτημα δεν απασχολούσε άμεσα τους Έλληνες. Οι εδαφικές φιλοδοξίες τους δύσκολα ξεπερνούσαν τον Όλυμπο. Εξάλλου, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του ΙΘ΄ αιώνος, ο προβληματισμός για την ταυτότητα των Μακεδόνων, ελλείψει ανταπαιτητών του χώρου, ήταν άκαιρος. Η ιστορική γνώση για την πορεία τους κατά τους Μέσους Χρόνους ήταν νεφελώδης. Η αλλοφωνία δεν ξάφνιαζε κανέναν και η ομοδοξία ήταν μεν αναγκαία αλλά πάντως απολύτως επαρκής συνθήκη για να ενταχθεί κανείς στο ελληνικό έθνος. Αν υπήρχε προβληματισμός για την Μακεδονία και τους κατοίκους της, αυτός εντοπιζόταν σαφώς στον σλαβικό χώρο και μάλιστα στο πλαίσιο της βουλγαρικής εθνικής αναγεννήσεως και των σχέσεών της με τη Ρωσία αφενός και την Σερβία αφετέρου. Ο προβληματισμός δεν ήταν μόνον σλαβικό προνόμιο. Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, εξίσου προβληματισμένη ήταν και η Δύση για το μέλλον της ευρωπαϊκής κληρονομιάς του μεγάλου ασθενούς, μέγα μέρος της οποίας ήταν η Μακεδονία. Ήταν μία περιοχή πλούσια σε πρώτες ύλες, σιτηρά και βαμβάκι, που αποδείχθηκαν πολύτιμα για τις δυτικές αγορές στις περιόδους των πολεμικών κρίσεων (1853-56, 1861-65 και 1877-78). Ενδεικτική ήταν η διερευνητική αποστολή του Γάλλου εξερευνητή

  • 12

    Guillaum Lejean, εντεταλμένου της κυβερνήσεώς του, που οδήγησε στην έκδοση εθνογραφικού χάρτου της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, το 1861. Η Μακεδονία λοιπόν ανακαλύφθηκε ξανά μέσα από τα κείμενα των περιηγητών μίας νέα γενεάς. Τα κείμενα αυτά απέχουν πολύ από το να χαρακτηρισθούν επιστημονικές πραγματείες ή έστω αμερόληπτες παρατηρήσεις. Είναι γνωστό π.χ. ότι οι κυρίες Mackenzie και Irby επηρεάσθηκαν σφοδρά από τον επαναστάτη Γκιόργκι Ρακόφσκι και έτσι βρήκαν στη Μακεδονία μία τεράστια Βουλγαρία, που περιελάμβανε όχι μόνον ολόκληρο τον σλαβόφωνο πληθυσμό της αλλά και αυτή την Θεσσαλονίκη. Σε γενικές πάντως γραμμές, η ανάδειξη του σλαβικού χαρακτήρος της Μακεδονίας, με τεκμήριο την ομιλία, ήταν μία χρήσιμη υποθήκη για τα βουλγαρικά δίκαια, λόγω της εξαιρετικής δημοτικότητος που θα αποκτούσε σύντομα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η βουλγαρική υπόθεση. Ήταν επίσης η βάση, πάνω στην οποία κτίσθηκε σημαντικό μέρος της κατοπινής χαρτογραφικής παραγωγής. Στην Ελλάδα, η έρευνα και το ενδιαφέρον για την Μακεδονία στην αρχή ήταν σχεδόν προσωπική υπόθεση του Μαργαρίτη Δήμιτσα, βλαχόφωνου από την Αχρίδα που διετέλεσε σχολάρχης στο Μοναστήρι, την Θεσσαλονίκη και τέλος στην Αθήνα. Αφού ξεπέρασε τις πρώιμες απόψεις του περι «ελληνομακεδονισμού», τις φιλοδοξίες του να γράψει την ιστορία του «μακεδονικού έθνους» και απέτυχε στη γλωσσική κάθαρση της Μακεδονίας, αφιερώθηκε τελικά με περισσότερη επιτυχία στην κάθαρση του ελληνικού παρελθόντος από τους Σλάβους. Αρχικά δεν είχε, όμως, και πολλούς συμπαραστάτες. Στους ελαχίστους Έλληνες που ασχολήθηκαν σοβαρά με την Μακεδονία μέχρι την Ανατολική Κρίση και την αναμόρφωση των συνόρων του 1878, συγκαταλέγονται καταρχήν ο Παπαρρηγόπουλος, που το 1865 είχε τελειώσει πλέον τον δεύτερο τόμο της μεγάλης ιστορίας του, όπου και τα κεφάλαια της Αρχαίας Μακεδονίας και ο Ιωάννης Γ. Βασματζίδης, συγγραφέας της εθνογραφικής διατριβής Η Μακεδονία και οι Μακεδόνες προ της των Δωριέων καθόδου, Μόναχο 1867. Μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) και την απόσχισή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (1872), το εκδοτικό ενδιαφέρον εντάθηκε. Οι αθηναϊκές εφημερίδες (όπως και οι ελληνικές της Κωνσταντινουπόλεως) πλημμύρισαν από επιστολές αγωνίας τόσο από την Ανατολική Ρωμυλία όσο και από την Μακεδονία, όπου η Εξαρχία είχε αρχίσει να διεισδύει. Όμως, παρά τον θόρυβο, ήταν αργά για να καλυφθεί το επιστημονικό κενό για την εθνογραφική σύνθεση της νεώτερης Μακεδονίας. Στη Διάσκεψη της Κωνσταντινουπόλεως, τον Δεκέμβριο του 1876, με πρόταση του Κόμη Ιγκνάτιεφ χρησιμοποιήθηκε ο νεόκοπος (1876) εθνογραφικός χάρτης του Γερμανού Heinrich Kiepert πιθανότατα σε συνδυασμό με στοιχεία του Βέρκοβιτς. Όπως φάνηκε, τα ελληνικά επιχειρήματα για την αρχαιότητα δεν ήταν επαρκή, γι' αυτό η Αθήνα επιδόθηκε σε συστηματικές κινήσεις, που είχαν ως αποτέλεσμα την παραγωγή τριών φιλελληνικών χαρτών, του Edward Stanford, του A. Synvet και του F. Bianconi. Ο πρώτος, είχε βασισθεί σε στοιχεία που προώθησε στον Άγγλο γεωγράφο ο «Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» μέσω του Ιωάννη Γενναδίου, του Έλληνα επιτετραμμένου στο Λονδίνο. Τα ίδια στοιχεία έθεσε υπόψη του Kiepert ο ίδιος ο Παπαρρηγόπουλος, ζητώντας και πετυχαίνοντας να αναθεωρήσει μερικώς την έκδοση του 1876. Ο δεύτερος χάρτης εκπονήθηκε από τον Α. Synvet, καθηγητή της Γεωγραφίας στο

  • 13

    Οθωμανικό Λύκειο της Κωνσταντινουπόλεως, με στοιχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. O Bianconi, Γάλλος μηχανικός των οθωμανικών σιδηροδρόμων, βάσισε τον δικό του χάρτη στα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα. Η συχνή αναφορά των μη Μουσουλμάνων ως Ρωμιών και η ταύτιση των απανταχού Ρωμιών με τους Έλληνες ευνοούσε αφάνταστα την Αθήνα. Ουσιαστικά και στους τρεις χάρτες Πατριαρχικοί Σλαβόφωνοι και Βλαχόφωνοι ταξινομούνταν ως Έλληνες. Γι' αυτό και προσκομίσθηκαν στο Συνέδριο του Βερολίνου (1878). Μαζί προσκομίσθηκε και ο χάρτης του Karl Sax, παλαιού προξένου της Αυστρίας στην Αδριανούπολη. Ο Sax, με βάση τις διπλωματικές πηγές που είχε στη διάθεσή του, περιόρισε την βουλγαρική υπεροχή στη Μακεδονία, διακρίνοντάς τους σε Σερβο-βούλγαρους (στα βόρεια της Νίς) καθώς και σε Εξαρχικούς, Πατριαρχικούς, Ουνίτες και Μουσουλμάνους Βούλγαρους (Πομάκους). Μετά την αυτονομία, το βουλγαρικό επιστημολογικό ενδιαφέρον για την Μακεδονία κινήθηκε σε δύο επίπεδα. Εντός της ηγεμονίας το ισχυρό μακεδονικό λόμπυ, οργανωμένο σε συλλόγους, ανέπτυξε ποικίλα έντυπα που εξέθεταν το αίτημά του για αποφασιστικές κινήσεις στη Μακεδονία. Το δεύτερο επίπεδο του βουλγαρικού ενδιαφέροντος, ήταν η Ευρώπη. Για τις επόμενες δεκαετίες, ο ευρωπαϊκός τύπος ήταν τόσο φιλοβουλγαρικός, ώστε να προκαλεί σταθερά την έκπληξη και την οργή των Ελλήνων. Δεν ήταν όμως μόνον θέμα προπαγάνδας. Οι Βούλγαροι καταρχήν και οι Σέρβοι ακολούθως φρόντισαν εγκαίρως να τυπώσουν σε δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες τις απόψεις τους. Εάν τις απόψεις αυτές εξέφραζαν για λογαριασμό τους Ευρωπαίοι επιστήμονες, τόσο το καλύτερο για τη Σόφια. Στην προσπάθειά της αυτή είχε περιστασιακό σύμμαχο και το ενδιαφέρον της Καθολικής Εκκλησίας για τα Βαλκάνια.

    ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ-ΕΛΛΗΝΟΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΔΟΧΗ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

    Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα οι Έλληνες ίδρυσαν στη Μακεδονία μια εθνική οργάνωση που άρχισε να διαδραματίζει κάποιο ρόλο την εποχή του πολέμου της Κριμαίας και επανεμφανίσθηκε πάλι τον καιρό της συνθήκης του Βερολίνου. Βλέποντας την εξάπλωση της εξαρχίας και την ίδρυση του Βουλγαρικού κράτους, άρχισαν να βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα της οργάνωσης και να την προσαρμόζουν έτσι ώστε να είναι σε θέση να αντισταθεί αποτελεσματικότερα στον ανταγωνισμό του σλαβικού κινήματος. Τόσο το Πατριαρχείο όσο και το εθνικό βασίλειο άρχισαν να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στο ζήτημα των ελληνικών σχολείων. Τα σχολεία αυτά, κατά την απογραφή του 1905, ήταν περίπου χίλια με 78.000 μαθητές περίπου. Τα σχολεία της εξαρχίας, που λειτουργούσαν με χρήματα της Βουλγαρίας και της Ρωσίας, έφταναν τα 600 με 30.000 περίπου μαθητές ενώ οι Σέρβοι αριθμούσαν περίπου 300 σχολεία. Παρότι όμως η εκπαίδευση στα σχολεία της εξαρχίας ήταν δωρεάν, επειδή η εκπαίδευση στα ελληνικά σχολεία αντανακλούσε κάποιο ανώτερο κοινωνικό επίπεδο, τα προτιμούσαν και οι πιο εύποροι Σλάβοι. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μην επαληθευτεί το όνειρο της εξαρχίας ότι θα μπορούσαν να κερδίσουν την Μακεδονία μέσω της εκπαίδευσης. Με το πέρασμα του χρόνου το εκπαιδευτικό σύστημα της εξαρχίας έπεσε κατά μεγάλο μέρος στα χέρια άθρησκων στοιχείων που επεδίωκαν την

  • 14

    ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος και το ίδιο το εξαρχικό κίνημα διοχετεύτηκε σε δύο αντίπαλα ρεύματα. Τον βουλγαρικό εθνικισμό από τη μια και το κίνημα για την αυτονομία της Μακεδονίας από την άλλη. Αρχικά η πολιτική της Βουλγαρίας είχε σκοπό να συνεργαστεί με τους Τούρκους που ήταν εχθροί του Ελληνισμού για να κερδίσει και άλλες μητροπόλεις για λογαριασμό της εξαρχίας. Μετά άρχισε να ενθαρρύνει το κίνημα για την αυτονομία της Μακεδονίας με την ελπίδα ότι μόλις εξασφαλιζόταν καθεστώς αυτονομίας τότε η υπόθεση της Μακεδονίας θα είχε κερδηθεί για τη Βουλγαρία όπως είχε γίνει και με την περίπτωση της Ανατολικής Ρωμυλίας. Παρόλα αυτά η κίνηση για την αυτονομία της Μακεδονίας είχε τη δική της ζωή και αφοσιωμένους οπαδούς οι οποίοι, όσο και αν τους ικανοποιούσε το γεγονός ότι τους υποστήριζαν χρηματικά η Βουλγαρία και η Εξαρχία, επιθυμούσαν να ιδρύσουν ένα χωριστό κράτος βασισμένο σε πολιτικές και κοινωνικές αρχές εντελώς διαφορετικές από εκείνες που επικρατούσαν στο εσωτερικό της βουλγαρικής ηγεμονίας. Η λαϊκή κίνηση για την αυτονομία της Μακεδονίας υπήρχε πριν από την καθιέρωση της εξαρχίας και αυτή η κίνηση οργάνωσε αργότερα επαναστατικές ένοπλες ομάδες. Στη Μακεδονία της εποχής εκείνης οι χωρικοί ήταν εξαθλιωμένοι από την διαφόρων ειδών καταπίεση των Τούρκων μπέηδων καθώς και από τη δράση των ληστών με αποτέλεσμα να υπάρχουν όλες εκείνες οι κοινωνικές δυστυχίες που θα μπορούσαν να σπρώξουν τον κόσμο να ασπασθεί ένα επαναστατικό κίνημα. Το 1893 εμφανίστηκε μια ανατρεπτική κίνηση με κάποια βαρύτητα, η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ). Αυτή η οργάνωση, που θεωρητικά θα συμπεριλάμβανε στους κόλπους της τους Μακεδόνες όλων των δογμάτων, υιοθέτησε το σύνθημα «η Μακεδονία για τους Μακεδόνες» και μολονότι ήταν θεμελιακά αντίθετη με την Εξαρχία, εντούτοις εργάστηκε παράλληλα με αυτήν. Αυτό οφειλόταν στο ότι η οργάνωση βρήκε πιο εύκολο να δημιουργήσει ομάδες σε χωριά που υπάγονταν στην εξαρχία παρά στις κοινότητες που ελέγχονταν σταθερά από το πατριαρχείο. Το 1895 ιδρύθηκε στη Σόφια ένα ανώτατο μακεδονικό κομιτάτο που στόχο είχε να ενισχύσει την ΕΜΕΟ στέλνοντας στη Μακεδονία ένοπλες ομάδες που θα επανδρώνονταν κυρίως από Μακεδόνες επαναστάτες. Επίσης οργανώθηκαν ομάδες ανταρτών στη Βουλγαρία από την ΕΜΕΟ η οποία καθώς μεγάλωνε άρχισε να προσεταιρίζεται τους τοπικούς άρχοντες. Αυτή η συγκεχυμένη δράση των ένοπλων ομάδων αυξήθηκε σημαντικά μετά την ήττα της Ελλάδας το 1897 και δεν άργησε να πάρει ανθελληνικό και αντιτουρκικό χαρακτήρα. Στόχος τους ήταν να βοηθήσουν την μερίδα που υποστήριζε την εξαρχία στα διάφορα χωριά για να αναγκάσουν έτσι τις κοινότητες αυτές να λάβουν θέση υπέρ της βουλγαρικής εκκλησίας. Οι τουρκικές φρουρές άρχισαν να δρούν για την καταστολή των ταραχών και ευθύνονται οπωσδήποτε για το κύμα καταπίεσης που εξαπολύθηκε. Οι ελληνικές οργανώσεις άρχισαν κάπως καθυστερημένα να υπερασπίζονται τον Ελληνισμό απέναντι στα επαναστατικά σλαβικά στοιχεία. Εξέχουσα μορφή ανάμεσα στους υπερασπιστές του Ελληνισμού ήταν ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης ο οποίος κατάλαβε γρήγορα ότι ήταν ανάγκη να οργανωθούν αντάρτικες ομάδες με σκοπό να ανακαλύπτουν και να εξοντώνουν τις ομάδες της ΕΜΕΟ και των Εξαρχικών, να προστατεύουν τα χωριά και τις κωμοπόλεις, να επαναφέρουν στο πατριαρχείο τις κοινότητες εκείνες που είχαν εξαναγκαστεί να προσχωρήσουν στην εξαρχία, να ιδρύουν

  • 15

    μικρές τοπικές ομάδες για την περιφρούρηση των περιοχών που είχαν κερδηθεί και τέλος να διατηρούν ανοιχτές τις οδούς ανεφοδιασμού. Η ελληνική οργάνωση όμως συνάντησε μεγάλες δυσκολίες για να προστατεύσει τους Έλληνες ιερείς, δασκάλους και επισήμους στις πόλεις και τα χωριά όπου η πάλη είχε πάρει οξύτατη μορφή. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι το Βουλγαρομακεδονικό ζήτημα είχε σπάσει σε χίλια κομμάτια. Είχαν κάνει την εμφάνισή τους αντιζηλίες και διχογνωμίες στο εσωτερικό των σωμάτων με αποτέλεσμα να καταλήξει σε ένα παράξενο συνονθύλευμα ληστοσυμμοριτισμού, τοπικής βεντέτας, κοινωνικής αναταραχής, θρησκευτικής διαμάχης και μιας σχεδόν ακατανόητης πάλης μεταξύ των τοπικών ηγετών. Στην τετραετία 1905-1908 οι ελληνικές ομάδες γύριζαν τα βουνά και τα χωριά και με τη δράση τους προκαλούσαν βαριές απώλειες στις συμμορίες της ΕΜΕΟ και των εξαρχικών, στους προκρίτους και τους πράκτορες και πότε-πότε και στους Τούρκους. Σταδιακά επιβλήθηκαν και οι επιχειρήσεις του εχθρού περιορίστηκαν. Τα τουρκικά στρατεύματα επί επτά χρόνια προκάλεσαν μεγάλες ζημιές στους λεγόμενους κομιτατζήδες (ανθρώπους του βουλγαρικού κομιτάτου). Η ΕΜΕΟ επίσης έπαθε μεγάλες καταστροφές από τη δράση και των Σέρβων οι οποίοι ίδρυσαν στο βορρά τη δική τους Μακεδονική οργάνωση και έστειλαν μεγάλες αντάρτικες ομάδες από το άλλο μέρος των συνόρων. Η νίκη της Ελλάδας (αλλά και της Σερβίας) στον ένοπλο αγώνα της Μακεδονίας δεν είχε σαν αποτέλεσμα να κερδίσουν την Μακεδονία η Ελλάδα και η Σερβία. Εμπόδισε όμως την απώλεια εκείνων των περιοχών που αργότερα θα αποτελούσαν την Ελληνική και τη Σερβική Μακεδονία. Οι έλληνες χρωστούσαν τη νίκη τους στην ανωτερότητα της στρατιωτικής και διοικητικής τους οργάνωσης, στην εσωτερική δύναμη του Ελληνισμού στην Μακεδονία, στη σχετική ανεκτικότητα που έδειξαν οι Τούρκοι και στη διάσπαση που υπήρχε στο χώρο του βουλγαρομακεδονικού κινήματος με τους συγκεχυμένους και αντικρουόμενους σκοπούς και τον παράξενο συνδυασμό καθαρής τρομοκρατίας, κοινωνικής επανάστασης και θρησκευτικής προπαγάνδας.

    ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ. ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ. ΕΝΔΟΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ.

    Α. ΟΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

    Αίτια και χαρακτηριστικά της Βαλκανικής Συμμαχίας

    Κατά τη διάρκεια του ΙΘ΄ αιώνος, οι σχέσεις ανάμεσα στα νεόκοπα βαλκανικά κράτη χαρακτηρίζονταν από έντονη καχυποψία, αδιαλλαξία, οπορτουνισμό ή ασυνέχεια. Οι προσπάθειες συνεργασίας ήταν εφήμερες και εκδηλώνονταν συνήθως όταν κάποιο από τα βαλκανικά κράτη βρισκόταν σε κρίση ή σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κυριαρχία των εθνικιστικών οραμάτων και ο έλεγχος της εξωτερικής πολιτικής των βαλκανικών κρατών από τις Μεγάλες Δυνάμεις ήταν οι βασικοί λόγοι που αποθάρρυναν την διαβαλκανική συνεργασία. Οι απόψεις περί βαλκανικής συνεργασίας ή ακόμα και ομοσπονδίας περιορίζονταν στους χώρους ριζοσπαστών διανοουμένων ή εκφράζονταν από πολιτικούς ηγέτες και μονάρχες μόνο όταν κάτι τέτοιο εξυπηρετούσε προσωρινά τα ιδιαίτερα συμφέροντα των χωρών τους. Έτσι, οι συμμαχίες που οικοδομήθηκαν κατά τη

  • 16

    διάρκεια του ΙΘ΄ αιώνος, ήταν πάντοτε πρόσκαιρες και οι προοπτικές τους περιορισμένες. Τα δεδομένα αυτά ανατράπηκαν μετά την Επανάσταση των Νεοτούρκων και την επακόλουθη προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία, το 1908. Η σταδιακή στροφή του νεοτουρκικού καθεστώτος προς περισσότερο συγκεντρωτικές και αυταρχικές συμπεριφορές, οι προσπάθειες εκτουρκισμού στη Μακεδονία και τη Θράκη και η εξέγερση των Αλβανών εθνικιστών, που επιθυμούσαν με τη σειρά τους ευρεία αυτονομία σε εδάφη που διεκδικούνταν και από τα γειτονικά κράτη, ενίσχυσαν την τάση προσεγγίσεως και συνεννοήσεως ανάμεσα στις βαλκανικές χώρες. Παράλληλα, η επίσημη προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Δυαδική Μοναρχία προκάλεσε την αντίδραση της Σερβίας, που έβλεπε τον βασικό στόχο της αλυτρωτικής της πολιτικής να χάνεται οριστικά και ταυτόχρονα σήμανε συναγερμό στη Ρωσία, που με τη σειρά της έβλεπε την επιρροή της στον βαλκανικό χώρο να κινδυνεύει σοβαρά. Προκειμένου να δημιουργήσει αντίβαρο στην επεκτατικότητα της Βιέννης, η Πετρούπολη προώθησε την ιδέα της σερβοβουλγαρικής συμμαχίας στην περιοχή, η οποία θα είχε φιλορωσικό προσανατολισμό και στην οποία θα μπορούσε να ενταχθεί και η Ελλάδα. Ένα ακόμη γεγονός επιτάχυνε τη συγκρότηση της βαλκανικής συμμαχίας: ο Ιταλοτουρκικός Πόλεμος, που ξέσπασε τον Σεπτέμβριο του 1911. Ο πόλεμος φανέρωσε τις στρατιωτικές αδυναμίες των Οθωμανών και έπεισε τα βαλκανικά κράτη να επισπεύσουν τις μεταξύ τους στρατιωτικές διαπραγματεύσεις. Την αυλαία άνοιξε η υπογραφή της σερβοβουλγαρικής συνθήκης συμμαχίας, στις 13 Μαρτίου 1912, που προέβλεπε την κήρυξη πολέμου κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε περίπτωση εσωτερικών ταραχών ή μεταβολής του status quo και προσάρτηση όλων των εδαφών που θα καταλαμβάνονταν κατά τη διάρκεια της συρράξεως. Η Σερβία θα αποκτούσε την λεγόμενη «παλαιά Σερβία» και το σαντζάκι του Nόβι Πάζαρ. Η Βουλγαρία θα προσαρτούσε όλα τα εδάφη ανατολικά της Ροδόπης, με δυτικό όριο τον Στρυμόνα. Η ενδιάμεση περιοχή θα αποκτούσε καθεστώς αυτόνομης επαρχίας. σε περίπτωση όμως που κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, τότε θα μοιραζόταν σε τρεις ζώνες: Η Βουλγαρία θα αποκτούσε ολόκληρη τη νότια έκταση ως την Αχρίδα, η Σερβία θα προσαρτούσε μια ακόμη λωρίδα εδάφους βορείως των Σκοπίων και η κυριότητα του υπολοίπου τμήματος (της λεγόμενης «αμφισβητούμενης περιοχής») θα επιδικαζόταν από τον Ρώσο τσάρο. Η ελληνοβουλγαρική συνεννόηση ήταν περισσότερο δύσκολη, επειδή οι βλέψεις τω�