5385017-Σοφοκλής-Αντιγόνη

51
ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗ 442 π.Χ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΙΣΜΗΝΗ ΧΟΡΟΣ ΚΡΕΟΝΤΑΣ ΑΙΜΟΝΑΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΕΥΡΥ∆ΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ του ΕΡΓΟΥ Μετά το θάνατο του Οιδίποδα, οι γιοί του Ετεοκλής και Πολυνείκης αποφάσισαν να κρατήσουν αυτοί την εξουσία βασιλεύοντας ένα χρόνο ο ένας και ένα ο άλλος. Τον πρώτο χρόνο βασίλεψε ο Ετεοκλής αλλά όταν ήρθε η ώρα να παραδώσει την εξουσία στον αδελφό του, δεν το έκανε και ο Πολυνείκης τότε πήγε στο Άργος, πήρε τους Αργείους συμμάχους του και επιτέθηκε εναντίον της Θήβας. Σε μονομαχία αλληλοσκοτώθηκαν τα δυο αδέλφια και τότε την εξουσία πήρε ο αδελφός της Ιοκάστης και γαμπρός του Οιδίποδα, ο Κρέοντας. Αυτός διέταξε να θάψουν με τιμές τον υπερασπιστή της Θήβας, τον Ετεοκλή, αλλά να αφήσουν άταφο, τον Πολυνίκη. Η αδελφή τους Αντιγόνη όμως, θεωρεί ότι αυτή η διαταγή είναι ενάντια στους θείους νόμους και αποφασίζει να την παραβεί και να τον θάψει μόνη της.

description

Σοφοκλής-Αντιγόνη

Transcript of 5385017-Σοφοκλής-Αντιγόνη

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

442 π.Χ.

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

ΙΣΜΗΝΗ

ΧΟΡΟΣ

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

ΑΙΜΟΝΑΣ

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

ΕΥΡΥ∆ΙΚΗ

ΥΠΟΘΕΣΗ του ΕΡΓΟΥ

Μετά το θάνατο του Οιδίποδα, οι γιοί του Ετεοκλής και Πολυνείκης αποφάσισαν να κρατήσουν αυτοί την εξουσία βασιλεύοντας ένα χρόνο ο ένας και ένα ο άλλος. Τον πρώτο χρόνο βασίλεψε ο Ετεοκλής αλλά όταν ήρθε η ώρα να παραδώσει την εξουσία στον αδελφό του, δεν το έκανε και ο Πολυνείκης τότε πήγε στο Άργος, πήρε τους Αργείους συµµάχους του και επιτέθηκε εναντίον της Θήβας. Σε µονοµαχία αλληλοσκοτώθηκαν τα δυο αδέλφια και τότε την εξουσία πήρε ο αδελφός της Ιοκάστης και γαµπρός του Οιδίποδα, ο Κρέοντας. Αυτός διέταξε να θάψουν µε τιµές τον υπερασπιστή της Θήβας, τον Ετεοκλή, αλλά να αφήσουν άταφο, τον Πολυνίκη. Η αδελφή τους Αντιγόνη όµως, θεωρεί ότι αυτή η διαταγή είναι ενάντια στους θείους νόµους και αποφασίζει να την παραβεί και να τον θάψει µόνη της.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ισµήνη αγαπηµένη µου, αδερφή µου, ξέρεις τι µας φυλάει ακόµα ο ∆ίας απ' την κακή µοίρα του Οιδίποδα; Γιατί δεν έµεινε καµιά απ' τις συµφορές, πίκρα, κατάρα, ατιµία ή ντροπή, που να µη έχουµε δοκιµάσει, εσύ κι εγώ.

Και τώρα τι 'ναι πάλι τούτη η διαταγή, που κυκλοφόρησε σε όλη η Θήβα ο στρατηγός; Άκουσες κάτι σχετικά µε αυτή; Ή δεν το πήρες είδηση πως ετοιµάζουν στους αγαπηµένους µας κακό µεγάλο, που ούτε σ' εχθρούς δεν ταιριάζει;

ΙΣΜΗΝΗ

Εγώ για φίλους Αντιγόνη δεν άκουσα καµιά κουβέντα, ούτε γλυκειά ούτε πικρή αφ' ότου χάσαµε τα δυό µας αδέρφια που σκοτώθηκαν σε διπλό φονικό µε το ίδιο τους το χέρι. Από τότε που ο στρατός των Αργείων έφυγε τη νύχτα νικηµένος, άλλο δεν ξέρω να έγινε είτε για παρηγοριά µας είτε για να µας δώσει κι άλλη πίκρα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ήµουνα σίγουρη, γι' αυτό σε φώναξα έξω απ' τις πύλες, για να τ' ακούσεις µόνη σου.

ΙΣΜΗΝΗ

Τι τρέχει; Φαίνεσαι να 'σαι αλαφιασµένη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

∆εν έχει αποφασίσει ο Κρέοντας να θάψει µε τιµές τον έναν αδερφό µας και τον άλλον να τον αφήσει άταφο για να τον ατιµώσει; Θάβει σύµφωνα µε το νόµο τον Ετεοκλή όπως ταιριάζει, λένε, σ' ένδοξους νεκρούς. Όµως για το άτυχο κορµί

του Πολυνείκη, έβγαλε µια διαταγή µέσα στην πολιτεία, κανείς να µην τολµήσει, ούτε να θάψει ούτε και να το µοιρολογήσει ακόµα. Αλλά να τ' αφήσουν άκλαυτο και άταφο για να χορτάσουν λαίµαργα την πείνα τους µε τις σάρκες του τ'αρπαχτικά όρνεα. Αυτά, λένε πως ο καλός µας ο Κρέοντας έχει διατάξει για σένα και για µένα. Πιο πολύ λέω για µένα και βγαίνει τώρα να τ' ανακοινώσει σ' όσους δεν το ξέρουν. Κι αν παραβεί κανείς αυτή τη διαταγή η ποινή θα είναι να πεθάνει µε λιθοβολισµό, µπροστά σε όλους τους κατοίκους της πόλης. Αυτά είχα να σου πω. Τώρα θα δείξεις αν είσαι από άξια γενιά ή θα τη ντροπιάσεις.

ΙΣΜΗΝΗ

Καηµένη αδελφή µου, αφού τα πράγµατα είναι έτσι, τι θα µπορούσα εγώ να κάνω ή να µην κάνω;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Σκέψου, αν µπορείς να µοιραστείς µαζί µου αυτό που πρόκειται να κάνω.

ΙΣΜΗΝΗ

Τι έχεις στο νου σου; Τι µπορεί να σηµαίνουν τα λόγια σου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Θα µε βοηθήσεις να λυτρώσω τον νεκρό;

ΙΣΜΗΝΗ

Όχι! Μην πεις πως θα τον θάψεις στα κρυφά όταν αυτό απαγορεύεται!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Εγώ τον αδερφό µου, κι όχι δικό σου αδελφό, άµα δε θέλεις, δε θα φερθώ προδοτικά.

ΙΣΜΗΝΗ

Έστω κι αν το 'χει απαγορέψει ο Κρέοντας, δύστυχη;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

∆εν έχει το δικαίωµα να µε χωρίσει απ' τους δικούς µου.

ΙΣΜΗΝΗ

Αχ, σκέψου, αγαπηµένη µου αδελφή, πως χάθηκ' ο πατέρας µας, µέσα στο µίσος και στην περιφρόνηση, όταν µαθεύτηκαν όλες οι ντροπές κι έβγαλε µόνος του τα µάτια του! Έπειτα η γυναίκα του και µάνα του, δύο ονόµατα σε ένα πρόσωπο, κρεµάστηκε και έδωσε τέλος στις συµφορές της. Τρίτο κακό, τα δυο τ' αδέρφια µας µαζί, την ίδια ώρα σκοτώθηκαν χτυπηµένα, µε µιας, από το χέρι ο ένας τ' αλλουνού.

Τώρα κι εµείς, αν παρακούσουµε το νόµο, τις διαταγές και απειλές του τυράννου, σκέψου τι καταστροφή µας περιµένει. Πρέπει να νιώσεις πως είµαστε γυναίκες και δεν µπορούµε µ' άντρες να τα βάλουµε. Κι αφού µας κυβερνούνε δυνατότεροι, αυτά πρέπει να υπακούµε και χειρότερα.

Εγώ λοιπόν ζητάω συγνώµη απ' τους νεκρούς και θα υπακούσω σε κείνους που κυβερνούν. Το παραπάνω είναι παραφροσύνη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

∆ε θα σε παρακαλέσω κι ούτε δέχοµαι, και να το θέλεις, τώρα δεν το θέλω εγώ. Εσύ κάνε όπως νοµίζεις, εγώ θα τον θάψω. Και θα το κάνω έστω κι αν είναι να πεθάνω. Θα κείτοµαι εκεί αγαπηµένη µε αυτόν που έχω αγαπήσει, κάνοντας άγιο κρίµα. Σ' αυτούς θέλω ν' αρέσω πιο πολύ, στους κάτω κι όχι σ' αυτούς που ζουν ακόµα. Γιατί για πάντα θα 'µαι κει. Συ αν το θες περιφρονείς τα όσια και τα ιερά.

ΙΣΜΗΝΗ

∆εν τα περιφρονώ, µα δεν τολµάω κιόλας να τα βάλω µ' ολόκληρη την πόλη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

∆ικαιολογίες: Εγώ πηγαίνω τώρα να θάψω τον αγαπηµένο µου αδερφό.

ΙΣΜΗΝΗ

Πόσο πολύ φοβάµαι για σένα, αδελφή µου!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μη νοιάζεσαι. Κοίτα να είσαι εσύ καλά.

ΙΣΜΗΝΗ

Τουλάχιστον να το κρατήσεις µυστικό, και εγώ δεν πρόκειται να µιλήσω σε κανέναν γι' αυτό.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Να το πεις! Πιο πολύ θα σε µισήσω για τη σιωπή σου, αν δεν το φανερώσεις σ' όλο τον κόσµο.

ΙΣΜΗΝΗ

Έχεις ζεστή καρδιά γι' αυτά που φέρνουν σύγκρυο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ξέρω ότι αυτά θ' αρέσουνε σ' αυτούς που αγαπώ!

ΙΣΜΗΝΗ

Ναι, αν τα κατορθώσεις. Αλλά θα προσπαθήσεις τ' ακατόρθωτα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μόνο αν δεν έχω πια δύναµη θα σταµατήσω.

ΙΣΜΗΝΗ

Ποτέ δεν πρέπει τ' άπιαστα να κυνηγάς.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αν συνεχίσεις να µιλάς έτσι θα σε µισήσω κι εγώ αλλά κι ο νεκρός, όταν θα πας κοντά του. Άσε µε. Όσο για την αποκοτιά µου είναι δικό µου πρόβληµα. Όµως τουλάχιστον θα ξέρω πως δε θα πάω ντροπιασµένη.

ΙΣΜΗΝΗ

Αν το νοµίζεις σωστό καν' το. Αλλά να ξέρεις, κάνεις τρέλα, όσο και να τον αγαπάς.

(Φεύγει η Αντιγόνη. Η Ισµήνη επιστρέφει στο παλάτι. Ο χορός που αποτελείται από πρεσβύτερους Θηβαίους µπαίνει)

ΧΟΡΟΣ

Ήλιε, πιο πολύ από ποτέ, το πιο λαµπρό σου φως φάνηκε τώρα στη Θήβα την εφτάπυλη. Κι η αχτίνα σου, µάτι της χρυσής µέρας ανέτειλε πάνω στα νερά της ∆ίρκης! Τον αργίτικο, το σιδερόφραχτο στρατό τον τύφλωσε κι έφυγε από την πόλη µας µε βιάση, πάνω σα γρήγορα άλογά του. Τέτοιο στρατό κουβάλησ' εναντίον της πατρίδας του ο Πολυνείκης, από φιλονικεία ξεσηκωµένος. Και σαν αϊτός χίµηξε πάνω στη χώρα µας, στριγγλίζοντας πίσω απ' τις άσπρες σαν το χιόνι αστραφτερές ασπίδες, µε όλο το στρατό του που φορούσε στα κράνη τα λοφία.

Πριν καλά καλά παραταχτεί γύρω στο κάστρο και σηµαδέψει την εφτάπυλη είσοδο µε λόγχες φονικές, αναγκάστηκε να φύγει, προτού ακόµα προφτάσει να γευτεί το αίµα µας και να πυρπολήσει τους πύργους που στεφανώνουν τα τείχη της πόλης. Τόσο δυνατός ήταν ο αχός της µάχης που γινόταν πίσω του, αυτό δεν µπόρεσε να το νικήσει, και νικήθηκε από τον εχθρικό του δράκο. Γιατί ο ∆ίας τη φαντασµένη γλώσσα τη σιχαίνεται και όταν τον είδε να χιµάει σαν ορµητικός χείµαρρος, µέσα στην κλαγγή των αρµάτων του µε τόση περηφάνεια, πέταξε τον πυρωµένο κεραυνό του και τον έκαψε, πάνω στην ώρα που ετοιµάζονταν πάνω στις επάλξεις µας να κραυγάσει για την νίκη του.

Τρικλίζει και πέφτει καταγής µε γδούπο φοβερό, αυτό που διψασµένος για αίµα, φυσοµανούσε σαν κακοµανιασµένη θύελλα. Και δρασκελούσε πότε εδώ και πότε εκεί και τους πετσόκοβε ορµητικός, ο µέγας Άρης. Κι όλοι τους, κι οι επτά οι λοχαγοί, παραταγµένοι στις πύλες τις επτά µπροστά, ίσοι προς ίσους αφιέρωσαν τα όπλα τους τ' αστραφτερά σαν προσφορά στο βωµό του ∆ία που γύρισε τη µάχη. Όλοι εκτός απ' τα δυο τα θλιβερά παιδιά, που αν και είχαν τον ίδιο πατέρα και την ίδια µάνα έµπηξαν τα κοντάρια ο ένας τ' αλλουνού και πήραν κι οι δύο απ' τον θάνατο, ίσο µερίδιο. Τώρα όµως που µας ήρθε η πολυπόθητη µεγάλη Νίκη, χάρισµα για την τη Θήβα µε τα αµέτρητα άρµατα, ας τον ξεχάσουµε τούτον τον πόλεµο και πάµε στους ναούς, µε το Βάκχο µας αρχηγό, να στήσουµε ολονύχτιους χορούς, να ξεσηκώσουµε όλη τη Θήβα.

Μα να, κι ο νέος βασιλιάς µε των θεών τις ευλογίες, ο γιος του Μενοικέα ο Κρέοντας έρχεται καταδώ και µοιάζει σοβαρός. Σαν τι να σχεδιάζει και µας κάλεσε, όλη τη γερουσία, σ' έκτακτη συνεδρίαση;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Άνδρες, αφού οι θεοί ταράξανε την πόλη, θέλησαν και πάλι να ορθοποδήσει. Απ' όλους κάλεσα πρώτους εσάς εδώ. Ξέρω πως δείξατε σεβασµό στο θρόνο απ' τον καιρό που κυβερνούσε ο Λάιος. Και σαν ο Οιδίπους ξανάστησε την πόλη, µα κι όταν χάθηκε, για τα παιδιά του εσείς δείξατε φρονιµάδα και τα υποστήρίξατε. Τώρα λοιπόν που αυτά µε ίδια µοίρα χάθηκαν, ένας τον άλλον χτυπώντας εχθρικά, µ' ανόσιο χέρι σκοτωµένα και τα δυο, κρατώ τον θρόνο και την εξουσία εγώ αφού είµαι συγγενή µε τους χαµένους.

Είναι αδύνατον να µάθεις τα φρονήµατα, τη σκέψη, την ψυχή του κάθε ανθρώπου, προτού πάρει στα χέρια του εξουσία. Για µένα, αυτός που κυβερνάει την πόλη και δεν αποφασίζει το καλύτερο γι' αυτήν, ήταν και θα είναι ο χειρότερος. Κι όποιος πιο πάνω απ' την πατρίδα του βάζει το φίλο, εγώ τον λέω τιποτένιο. Ορκίζοµαι στον ∆ϊα, που όλα τα βλέπει να µη σωπάσω βλέποντας την κατάρα αντί για τη σωτηρία µας, να σιµώνει. Εχθρός της χώρας, δε θα γίνει φίλος µου ποτέ. Γιατί, αν η πατρίδα µας αρµενίζει καλά και µας θα σώζει και φίλους θα αποκτάµε. Λοιπόν εγώ µε τέτοιους νόµους θα την προστατέψω. Και τώρα ακούστε τι έχω διακηρύξει µεσ' στην πόλη για τα παιδιά του Οιδίποδα:

Ο Ετεοκλής που ήταν άριστος στο κοντάρι και χάθηκε µαχόµενος για την πατρίδα, να ταφεί µε όλες τις τιµές που του πρέπουν, όσες ταιριάζουν στους ηρωικούς νεκρούς. Τον αδερφό του όµως, µιλάω για τον Πολυνείκη που εξόριστος γυρίζει στην πατρίδα για να την κάψει κι αυτήν και τα ιερά της και θέλησε να πιεί αδερφικό αίµα και τους δικούς του να τους σύρει στη σκλαβιά, αυτόν, βγήκε στην πόλη διαταγή, κανείς να µην τον θάψει ή να νεκροστολίσει ούτε να µοιρολογήσει, αλλά άθαφτο να τον αφήσουνε, να τον κατασπαράξουν τα σκυλιά και τα όρνεα.

Αυτή είναι η απόφασή µου. Γιατί εγώ ποτέ δεν βάζω ίσα το καλό και το άδικο. Αλλά όποιος µε την πόλη αυτή είναι φίλος, θα τον τιµώ ίδια και όταν ζει και νεκρό.

ΧΟΡΟΣ

Κάνε ό,τι σ' αρέσει στην πόλη, Κρέοντα, γιε του Μενοικέα και για τους δύστροπους και τους νοµοταγείς, σε εµπιστευόµαστε να πάρεις όποια απόφαση θέλεις και για τους πεθαµένους και για τους ζωντανούς.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Κι αυτά που ακούσατε θέλω να εφαρµοστούν.

ΧΟΡΟΣ

∆εν τ' αναθέτεις σε κάποιο κατώτερο;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Έστειλα κιόλας φρουρούς να φυλάξουν τον νεκρό.

ΧΟΡΟΣ

Λοιπόν. Έχεις κάποια άλλη προσταγή;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Να µη βοηθήσετε κανέναν παραβάτη.

ΧΟΡΟΣ

Ποιον θα βρεις τόσο ανόητο να θέλει να πεθάνει;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Έτσι θα τιµωρηθεί. Αλλά πολλές φορές η ελπίδα για το κέρδος σκότωσε πολλούς.

(Μπαίνει ένας φύλακας)

ΦΥΛΑΚΑΣ

Βασιλιά, δε λέω πως έρχοµαι τρέχοντας µε φτερά στα πόδια και χωρίς ανάσα, γιατί µε έτρωγε η έγνοια και κοντοστεκόµουνα και πολλές φορές σκεφτόµουν να κάνω στροφή και να γυρίσω πίσω. Τη µια έλεγε το µυαλό µου: Πας να την πάθεις κακοµοίρη; Στάσου εδώ! Και την άλλη : Τι στέκεις βλάκα; Τράβα. Κι αν το προφτάσει στον Κρέοντα άλλος; Εσύ πως θα γλυτώσεις; Τέτοια στριφογυρίζοντας µέσ' στο µυαλό κι αργούσα κάνοντας µεγάλη την κοντινή απόσταση. Τέλος µε νίκησε η απόφαση να 'ρθω να στ' αναφέρω κι ας µην ξέρω τίποτα. Και σου 'ρχοµαι γαντζωµένος στην ελπίδα πως δε θα πάθω τίποτα άλλο εκτός απ' όσα γράφει η µοίρα µου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μα τι συµβαίνει κι έχεις τέτοια ταραχή;

ΦΥΛΑΚΑΣ

Θέλω για µένα πρώτα να σου µιλήσω. ∆εν το 'καµα κι ούτ' είδα εγώ ποιος το 'καµε και δεν είναι σωστό να τιµωρηθώ εγώ γι' αυτό που έγινε!

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τι τρέχει και µιλάς τόσο µπερδεµένα; Φαίνεται σαν να θέλεις να κρύψεις κάτι σπουδαίο.

ΦΥΛΑΚΑΣ

Τη φοβερή είδηση δεν τη λες εύκολα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πες γρήγορα ό,τι έχεις να πεις και φύγε.

ΦΥΛΑΚΑΣ

Στο λέω: Να, κάποιος, δεν είναι πολύ ώρα, έθαψε το νεκρό, κι αφού τον ράντισε και έριξε πάνω του ψιλή σκόνη, πάει, χάθηκε.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τι; Ποιος άντρας µπόρεσε να το τολµήσει;

ΦΥΛΑΚΑΣ

∆εν ξέρω! ∆εν είχε χτυπήµατα απ' αξίνα, ούτε και κάπου κοντά σωριασµένο χώµα, η γη ήταν ανέπαφη κι ούτε από άµαξα υπήρχαν αυλακιές. Αυτός που το 'κανε εξαφανίστηκε. Όταν µας το έδειξε ο φύλακας της βάρδιας µας φάνηκε ολονών σαν παράξενο θαύµα! Ούτε ο νεκρός φαινόταν, ούτε και τάφος υπήρχε, αλλά µε ψιλή σκόνη ξόρκισαν το κρίµα. Κι ούτε σηµάδι από σκυλιά ή αγρίµι φαινόταν, να πεις πως ήρθαν και έφαγαν το πτώµα.

Άρχισαν τότε βρισιές και τσακωµοί, ακόµα και στα χέρια πιαστήκαν οι φύλακες

και κανείς δεν έµπαινε στη µέση να τους χωρίσει. Ο καθένας έριχνε φταίξιµο στον άλλο, και µόνο τον εαυτό του έλεγε αθώο. Πάσχιζε να ξεφύγει. Και πυρωµένα σίδερα θα πιάναµε και στη φωτιά θα πέφταµε, κι όρκους πολλούς θα λέγαµε πως ούτε εµείς το κάναµε, ούτε και ξέρουµε ποιος το σκέφτηκε για να το κάνει. Μόλις καταλάβαµε ότι δεν έβγαινε από πουθενά άκρη, λέει κάτι κάποιος και σκύβουµε κεφάλι από φόβο συµφωνώντας όλοι. ∆ε γινότανε κι αλλιώς. Πρότεινε αυτός να σου το πούµε κι να µην το κρύψουµε. Νίκησε ο λόγος του και ο κλήρος έπεσε σε µένα τον µαύρο να σου φέρω αυτό το καλό µήνυµα…

Κι ήρθα κακοδεχούµενος, το ξέρω. Ουδείς γαρ στέργει άγγελον κακών επών.

ΧΟΡΟΣ

Βασιλιά, όσο το συλλογιέµαι, λέω µπας κι έβαλ' ο θεός το χέρι του σ' αυτά.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πάψε, προτού ξεσπάσει η οργή που βρίσκεται µέσα µου κι αποδειχτείς και γέρος κι άµυαλος µαζί. Γιατί δεν υποφέρεσαι µ' αυτά που λες ότι δηλαδή νοιάζονται οι θεοί για τούτο το νεκρό. Λες να τον έθαβαν σαν ευεργέτη τους επειδή ήρθε να κάψει τους ναούς τους, τ' αφιερώµατά τους ακόµα και τη γη τους, και ν' αναποδογυρίσει όλους τους νόµους; Λες να τιµάνε τους κακούργους οι θεοί; Αυτό δε γίνεται Ξέρω από καιρό κάποιους που ψιθυρίζουν εναντίον µου κρυφά κουνώντας το κεφάλι τους, χωρίς να λογαριάζουν νόµους κι άρχοντες. Κάποιοι απ' αυτούς, λοιπόν, ξέρω καλά, βάλανε πληρωµένους να το κάνουν. Γιατί το χρήµα, είναι ο χειρότερος θεσµός µέσα στους ανθρώπους. Γκρεµίζει πολιτείες, οι άντρες ξεπορτίζουν απ' τα σπίτια τους, στρέφει το µυαλό τ' ανθρώπου στο κακό, τον σπρώχνει στην απάτη ή στο έγκληµα και έτσι χάνεται κάθε ντροπή και σεβασµός και πλανεύονται οι τίµιες συνειδήσεις. Μα οι πουληµένοι που 'καναν αυτό το πράγµα έφτασε η ώρα να πληρώσουν ακριβά. Αν δεν µου βρείτε τον δράστη αυτόν της ταφής και δεν τον φέρετε αµέσως µπροστά µου δεν πρόκειται να πάτε στον Άδη, πριν τα οµολογήσετε όλα ζωντανοί πάνω στην κρεµάλα. Να µάθετε ν' αρπάζετε άλλη φορά. ∆εν µπορείς να κερδίζεις από παντού. Γιατί οι περισσότεροι απ' αυτούς που βγάζουν βρώµικα λεφτά βγαίνουν χαµένοι στο τέλος.

ΦΥΛΑΚΑΣ

Έχω την άδειά σου να µιλήσω ή να φύγω;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

∆εν το καταλαβαίνεις ότι µ' ενοχλείς;

ΦΥΛΑΚΑΣ

Που σ' ενοχλώ, στ' αυτιά σου ή στο µυαλό σου;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μπα! Γιατί θέλεις να βρεις που βρίσκεται η ενόχλησή µου;

ΦΥΛΑΚΑΣ

Αυτός που έφταιξε σε στενοχωρεί στο µυαλό, εγώ στα αυτιά.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Βλέπω ότι γεννήθηκες φλύαρος.

ΦΥΛΑΚΑΣ

Μπορεί. Αυτή την ταφή πάντως δεν την έκανα εγώ.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Εσύ την έκανες. Και κάτι ακόµα χειρότερο. Πούλησες την ζωή σου για τα χρήµατα.

ΦΥΛΑΚΑΣ

Αδικία! ∆εν µπορεί να είναι το ίδιο πράµα και τα ψέµατα κι η αλήθεια.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Άσε αυτό το αστείο παιχνίδι µε τη δικαιοσύνη και την αδικία. Αν δε µου βρεις τους δράστες, θα δεις και θα µάθεις γρήγορα τι σηµαίνει να κυνηγάς βρώµικο κέρδος.

ΦΥΛΑΚΑΣ

Μακάρι να βρεθεί αυτός ο πονηρός. Όµως αν δεν πιαστεί, δε θα µε ξαναδείς εµέναν να 'ρχοµαι πάλι µπροστά σου. Γιατί εγώ δεν είχα καµιά ελπίδα να γλιτώσω και γι' αυτό τώρα χρωστάω στους θεούς µεγάλη χάρη.

ΧΟΡΟΣ

Πολλά είναι τα παράδοξα µα τίποτα πιο θαυµαστό απ' τον άνθρωπο. Πέρα απ' τον αφρισµένο ωκεανό περνάει µε το νοτιά, ξσκίζοντας τα φουσκωµένα κύµατα, και τη Γη την υπέρτατη θεά, την άφθαρτη κι ακάµατη οργώνει µε το αλέτρι το δεµένο στα άλογα, προσπαθώντας να την κάνει να βλαστήσει χρόνο µε το χρόνο. Κυνηγάει και πιάνει τα ελαφρόµυαλα πουλιά, στήνει παγίδες σε θεριά κι αγρίµια της στεριάς και δίχτυα για το θησαυρό της θάλασσας. Κι εξουσιάζει ο τετραπέρατος βουνά και κάµπους, περνάει το χαλινάρι στο άλογο τ' ατίθασο, και το ζυγό στο βουνίσιο, στο δυνατό ταύρο. Έµαθε να µιλάει µε εµπνευσµένη σκέψη, δηµιούργησε κοινωνία και νόµους και βρήκε τρόπο να φυλάγεται απ' τους πάγους και το κρύο και της βροχής τις µπόρες. Όλα τα καταφέρνει, έξω από ένα: Να ιδεί το µέλλον. Μόνο απ' το θάνατο δε θα γλιτώσει κι ας βρήκε γιατρικό σ' αγιάτρευτες αρρώστιες. Όµως κι αν έχει καταφέρει µε τη σοφία και την τέχνη του τ' ανέλπιστα, βαδίζει πότε στο κακό και πότε πάλι στο καλό. Άξιος πολίτης όποιος κρατάει τους νόµους της πατρίδας του και σέβεται τον όρκο στους θεούς. Ανάξιος, αυτός που αποτολµάει το κακό. Αυτόν, ούτε στο σπίτι µου τον βάζω ούτε ποτέ µου θα τον συγχωρήσω.

Μυστήριο πράµα αυτό που βλέπω. Ή γελιέµαι; Χωρίς αµφιβολία, αυτή είναι. Η Αντιγόνη. Κακόµοιρο παιδί, του δύσµοιρου Οιδίποδα, τι τρέχει; Μην πεις πως σε συνέλαβαν να κάνεις τέτοια τρέλα! Παράκουσες τη διαταγή του βασιλιά;

ΦΥΛΑΚΑΣ

Ορίστε! Τούτη είναι που έκαµε αυτό το έργο. Την πιάσαµε πριν λίγο να σκάβει για να τον θάψει. Μα που είναι ο Κρέοντας;

ΧΟΡΟΣ

Να, συµπτωµατικά βγαίνει απ' το παλάτι.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τι συµβαίνει; Ποια είναι η σύµπτωση που µελετάς;

ΦΥΛΑΚΑΣ

Βασιλιά µου, δεν πρέπει ποτέ να δεσµεύεται κανείς µε όρκο. Η δεύτερη γνώµη ξεγελάει την πρώτη. Κι εγώ τ' ορκίστηκα να µην ξαναπατήσω εδώ το πόδι µου, ύστερ' απ' τις φοβέρες και τις προσβολές που µου πέταξες. Και εκεί που δεν το περιµένεις, ξαφνικά µέσα στη µαυρίλα ξεπροβάλλει διπλή χαρά. Κι ήρθα µε την κοπέλα αυτή που έπιασα την ώρα που στόλιζε τον τάφο. Κι ας είχα πάρει όρκο να µην έρθω. ∆ε ρίξαµε κλήρο. Μόνος µου την έπιασα, χωρίς κανέναν άλλο. Και τώρα βασιλιά µου ανάλαβέ την εσύ, κρίνε και εξέτασε. Μιας και εγώ γλίτωσα φεύγω ξαλαφρωµένος, µε το δίκιο µου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Κι αυτή που φέρνεις, πότε και που την έπιασες;

ΦΥΛΑΚΑΣ

Την ώρα που έθαβε το πτώµα. Τώρα τα ξέρεις όλα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Καταλαβαίνεις τι µου λες; Μιλάς σοβαρά;

ΦΥΛΑΚΑΣ

Την είδα να θάβει το νεκρό που έχεις απαγορεύσει να ταφεί. Είναι αυτό σαφές;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πως εµφανίστηκε και τη συνέλαβες; Πως έγινε;

ΦΥΛΑΚΑΣ

Έτσι ακριβώς έγινε. Σαν φτάσαµε εκεί, µετά από τις τροµερές φοβέρες σου, σκουπίσαµε τη σκόνη που σκέπαζε το νεκρό, κι αφού καθαρίσαµε καλά το πτώµα καθόµαστε ψηλά στα βράχια κάπως αποµακρυσµένοι για να µη µας φτάνει η µυρωδιά του. Κι ο καθένας από µας ήταν πολύ προσεκτικός πια και παρότρυνε και τον διπλανό του όποτε τον έβλεπε να αδιαφορεί.

Περνούσε η ώρα ώσπου έφτασε ο ήλιος στη µέση τ' ουρανού και µας έκαιγε. Ξαφνικά, σηκώθηκ' ένας σίφουνας, σαν θεϊκό κακό και σάρωσε τον κάµπο, και άρχισε να γδέρνει όλες τις φυλλωσιές των δέντρων και σηκωνόταν σαν σύννεφο ψηλά µέχρι τον ουρανό. Κλείσαµε τα µάτια µας λουφάζαµε. Ύστερ' από ώρα ξεθυµαίνει το κακό, και βλέπουµε την κόρη να κλαίει πικρά και να οδύρεται, σαν πουλί που βρίσκει άδεια τη φωλιά του. Έτσι έκανε κι αυτή εδώ, µόλις είδε γυµνό το σώµα του νεκρού, βγάζει ουρλιαχτό και µε βαρειές κατάρες καταριόταν εκείνους που το είχαν κάνει. Μετά πήρε µέσα στις χούφτες της ψιλή σκόνη και µε ένα χάλκινο βάζο ράντισε τρεις φορές τον πεθαµένο αδερφό της.

Εµείς τότε, µόλις την είδαµε, ορµήξαµε και την πιάσαµε. ∆εν ταράχτηκε καθόλου. Και δεν αρνιόταν καµιά απ' τις κατηγορίες.

Στενοχωριόµουν και χαιρόµουνα µαζί. Από τη µια χαιρόµουνα που γλίτωσα εγώ, αλλά στενοχωριόµουν που έπρεπε να την φέρω αυτήν σε σένα. Όµως σαν το καλοσκεφτείς αυτά δε µετράνε αν είναι να γλιτώσεις το κεφάλι σου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Εσύ, που σκύβεις το κεφάλι σου κάτω, το παραδέχεσαι, ή αρνιέσαι ότι το 'κανες;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

∆εν τ' αρνιέµαι. Οµολογώ πως το έκανα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Εσύ φύλακα, µπορείς να φύγεις, να πας όπου θες. Είσ' ελεύθερος πια, δε σε κατηγορώ.

Σύντοµα, λοιπόν, µε λίγα λόγια, πες µου: Το ήξερες πως αυτό το είχα απαγορέψει;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Το 'ξερα φυσικά. Και ποιος δεν το 'ξερε.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Και τόλµησες να το κάνεις κι ας το είχα απαγορεύσει εγώ;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ο ∆ίας όµως δε µου τ' απαγόρεψε, ούτε η ∆ικαιοσύνη του Κάτω Κόσµου όρισε τέτοιους νόµους για τους ανθρώπους. Κι ούτε πιστεύω ότι οι διαταγές ενός θνητού να είναι πιο πάνω από τους άγραφους και αλάθευτους αιώνιους νόµους του ουρανού. Γιατί όχι µονάχα σήµερα ή χτες αλλά από πάντα υπάρχουν, δεν ξέρουµ' από πότε. Απ' τους θεούς εγώ δε θα τιµωρηθώ γιατί φοβήθηκα έναν θνητό.

Το ότι θα πεθάνω το ήξερα πολύ καλά, (πως µπορούσε να γίνει άλλωστε αλλιώς) πριν απ' τις προσταγές σου. Κι αφού είναι να πεθάνω, θα 'χω κέρδος να πάω µια ώρα γρηγορότερα. Για όποιον ζει µε τα δικά µου βάσανα όπως εγώ, καλύτερος είναι ο θάνατος. Μια τέτοια τύχη δε µου κακοφαίνεται. Αλλ' άµα το νεκρό, αυτόν που µας γέννησε η ίδια µάνα, τον παράταγα άθαφτο, θα πονούσα. Για τ' άλλα δε λυπάµαι πια. Κι αν µ' ό,τι κάνω, εσύ µε παίρνεις για τρελή κατά κάποιον τρόπο την τρέλα τη χρωστάω σ' έναν τρελό.

ΧΟΡΟΣ

Παθιασµένο σαν τον πατέρα τούτο το παιδί. ∆εν το βάζει κάτω µπρος στον κίνδυνο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μα ξέρε πως τα πείσµατα τα πιο σκληρά λυγίζουν, ακόµα ως κι αυτό τ' ατσάλι

που είναι ψηµένο στη φωτιά µπορείς να το δεις να ραγίζει και να κόβεται στα δύο. Ξέρω πως και τα πιο άγρια άλογα µ' ένα µικρό χαλινάρι µπορείς να τα δαµάσεις. Ποτέ δε µπορεί να σηκώνει κεφάλι εκείνος που είναι δούλος σε άλλους. Και το ήξερε καλά πως µε περιφρονεί όταν τις διαταγές µου πήρε αψήφιστα και τώρα µας καυχιέται µ' άλλη προσβολή και µας κοροϊδεύει κιόλας για την πράξη της. ∆εν είµαι εγώ λοιπόν ο άντρας, αλλά αυτή θα είναι, αν την αφήσω να πατάει τους νόµους δίχως τιµωρία. Μα είτε είναι παιδί της αδερφής µου ή και δικό µου που προστατεύει ο ∆ίας, δε θα γλιτώσουν αυτή κι η αδερφή της απ' το θάνατο. Κι εκείνην το ίδιο την κατηγορώ, πως πήρε µέρος στην ταφή. Φωνάξτε την εδώ. Την είδα µέσα πριν λίγο να δέρνεται και να χτυπιέται σαν τρελή. Γιατί η ταραχή προδίνει όλους αυτούς που στήνουνε συνωµοσίες στα κρυφά. Και εγώ µισώ όποιον πιαστεί να εγκληµατεί και µετά πασχίζει να οµορφύνει το έγκληµά του.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Θες τίποτ' άλλο, εκτός απ' το να µε σκοτώσεις;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τίποτ' άλλο, πράγµατι. Αν έχω αυτό, τα έχω όλα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τι κάθεσαι λοιπόν; Όπως τα δικά σου λόγια δε µου αρέσουν, ούτε και θα µ' αρέσουν, έτσι και σένα τα δικά µου σ' ενοχλούν. ∆όξα δεν περίµενα λαµπρότερη απ' το να θάψω τον αγαπηµένο µου. Το ίδιο θα'λεγαν και όλοι τούτοι εδώ αν δεν τους βούλωνε το στόµα ο φόβος. Μα η τυραννία γι' αυτό το λόγο επικρατεί, γιατί µπορεί να λέει και να κάνει ό τι θελήσει.

,

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μόνο εσύ, ανάµεσα σ' όλους αυτούς, έχεις αυτή την άποψη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Κι αυτοί την έχουν, µα κρύβονται µπροστά σου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Και συ δεν ντρέπεσαι να σκέφτεσαι διαφορετικά απ' όλους;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

∆εν είναι ντροπή να τιµάω τον αδερφό µου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

∆εν ήταν αίµα σου κι ο άλλος ο νεκρός;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αίµα µου, από την ίδια µάνα και τον ίδιο πατέρα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

∆εν τον ντροπιάζεις, αφού τιµάς τον άλλον;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

∆εν θα πει ο πεθαµένος κάτι τέτοιο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Ναι, αν τον τιµάς εξ ίσου µε τον ασεβή!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αδελφός µου χάθηκε όχι δούλος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αυτός ήρθε για να καταστρέψει τη χώρα µας, ενώ ο άλλος σκοτώθηκε στη µάχη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ωστόσο, ο Άδης θέλει τους ίδιους νόµους για όλους.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Όχι όµως ο καλός ίσα µε τον κακό.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ποιος ξέρει αν αυτό φαίνεται κακό στον κάτω κόσµο;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Και πεθαµένο τον εχθρό µου δεν τον συγχωρώ.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

∆ε γεννήθηκα για να µισώ, αλλά για ν' αγαπώ.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πήγαινε τώρα στη χώρα των νεκρών κι εκεί αγάπα τους αν θέλεις να τους αγαπάς. Εγώ όσο ζω, γυναίκα δε θα µε διατάξει.

ΧΟΡΟΣ

Μα να, η νεαρή Ισµήνη έρχεται βιαστικά, χύνοντας δάκρυα για την µοίρα της αδερφής της, ένα σύννεφο πανω από τα φρύδια της σκοτεινιάζει το ξαναµµένο πρόσωπο βρέχοντας τ' όµορφο µάγουλό της.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Και συ που στο σπίτι τρύπωνες σαν οχιά, που µου ρούφαγες το αίµα και δεν καταλάβαινα πως τρέφω δυο κατάρες για το θρόνο µου, έλα και πες µου, ήσουν µαζί στον τάφο ή τώρα θα ορκιστείς πως τάχα δεν το ξέρεις;

ΙΣΜΗΝΗ

Αν το 'κανε αυτή κι εγώ. Οµολογώ πως πήρα κι εγώ µέρος κι έχω φταίξιµο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Όχι, το δίκιο δεν το επιτρέπει αυτό. Ούτε θέλησες, ούτε κι εγώ σε πήρα µαζί µου.

ΙΣΜΗΝΗ

Όµως δεν ντρέποµαι σ' αυτές τις συµφορές να 'ρθω µαζί σου κι ας πάθουµε τα ίδια.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Κάτω στον Άδη ξέρουνε ποιος το 'κανε. ∆εν αγαπώ όσους αγαπούν µε λόγια.

ΙΣΜΗΝΗ

Μη µ' εµποδίζεις, µαζί σου να πεθάνω. Και µαζί να τιµήσουµε το νεκρό.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μη θέλεις να φορτωθείς όσα δεν άγγιξες. Μη µου πεθαίνεις. Φτάνει που πεθαίνω εγώ.

ΙΣΜΗΝΗ

Και πως θα ζήσω άµα εσύ λείψεις;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τον Κρέοντα ρώτα. Αυτός σε νοιάζει µόνο.

ΙΣΜΗΝΗ

Και τι κερδίζεις, να µε πικραίνεις έτσι;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ο µορφασµός µου είναι από πόνο, όχι γέλιο.

ΙΣΜΗΝΗ

Τι άλλο µπορώ να κάνω εγώ για σένα;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Να σωθείς. ∆ε µε πειράζει που γλιτώνεις.

ΙΣΜΗΝΗ

Η έρµη, και να στερηθώ τη µοίρα σου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Εσύ διάλεξες να ζεις, εγώ διάλεξα να πεθάνω.

ΙΣΜΗΝΗ

Όµως, ό,τι µου 'ρχόταν στο µυαλό δε στο έκρυψα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Καλά έκανες. Κι εγώ έκανα ό,τι πίστευα σωστό.

ΙΣΜΗΝΗ

Να µοιραστούµε κι οι δυο το φταίξιµο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Κρατήσου, εσύ ζεις. Εµένα η ψυχή είναι δοσµένη στους νεκρούς από καιρό, γι' αυτό και τους υπηρετώ.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πάει, τρελαθήκανε κι οι δυο, µόλις τώρα η µία, ενώ η άλλη από τη γέννησή της.

ΙΣΜΗΝΗ

Το χάνεις το µυαλό σου, βασιλιά, όταν βρεθείς µέσα σε τόσα βάσανα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Συ το έχασες, όταν διάλεξες τους κακούργους.

ΙΣΜΗΝΗ

Και πως θα ζούσα µόνη µου χωρίς αυτήν;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αυτή είναι ξεγραµµένη, µην τη µελετάς.

ΙΣΜΗΝΗ

Θέλεις να σκοτώσεις τη µνηστή του γιού σου;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Υπάρχουν πολλά χωράφια γι' αυτόν να οργώσει.

ΙΣΜΗΝΗ

Ποιο ταιριαστό απ' αυτούς τους δυο, κανένα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

∆ε θέλω για το γιό µου τέτοια κακιά γυναίκα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αίµονα, καλέ µου, ο γονιός σου σε κακολογεί!

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πολύ µε σκότισες και εσύ και ο γάµος σου.

ΧΟΡΟΣ

Ευτυχισµένος είναι αυτός που δε γεύτηκε τα βάσανα. Γιατί σαν τρανταχτεί από θεό ένα σπιτικό, η συµφορά περνά από τη µια γενιά στην άλλη όπως ορµάει το µαύρο πέλαγος και ξεσηκώνει από το σκοτεινό τον πάτο µαύρη άµµο και δυνατοί θρακικοί άνεµοι φέρνουν µεγάλα κύµατα, έτσι και στα σπίτια των Λαβδακιδών, χρόνια τώρα, συµφορές σωριάζονται πάνω στα πάθη, και δεν µπορεί ν' απαλλάξει η µια γενιά την άλλη, αλλά τους ο θεός τους ρίχνει κάτω πάντα και δε µπορούν να γλιτώσουν. Τώρα πάνω που άρχισε να φαίνεται µια χαραµάδα φως, το στερνό βλαστάρι απ' τις ρίζες του Οιδίποδα το θέρισαν ξανά ασυλλόγιστα λόγια και σκοτεινά µυαλά, µε το φονικό λεπίδι των θεών του κάτω κόσµου.

Κανείς τη δύναµή σου ∆ία δε θα µπορέσει να την ξεπεράσει, ούτε κι αυτός ο Ύπνος που όλα τα παραλύει, ούτε και να σε φθείρει µπορεί ο αγέραστος καιρός. Μα αιώνια παντοδύναµος θα κυβερνάς µέσα στην αστραφτερή δόξα του Ολύµπου. Στο µέλλον, στο παρόν, στο παρελθόν, ένας νόµος υπάρχει: ∆ε γίνεται κανένας

άνθρωπος να κρατηθεί έξω απ' τη συµφορά για πάντα. Γιατί η ελπίδα πλανεύει. Άλλους τους στέλνει στο σωστό δρόµο, κι άλλους τους τρέφει µε λαχτάρες κούφιες. Γλιστράει µέσα σ' αυτόν που δεν ξέρει και σέρνει το βήµα του στη φωτιά.

Έχει ειπωθεί ένας λόγος σοφός: Αν θέλει ένας θεός στη συµφορά να σπρώξει κάποιον, σκοτίζει το µυαλό του και το κακό το παίρνει για καλό. Όµως ελάχιστα το ευχαριστιέται.

Αλλά να, το µοναχοπαίδι σου, ο Αίµονας. Άραγε ν' άκουσε για το χαµό της Αντιγόνης κι έρχεται αγανακτισµένος, και πονεµένος για τη χαµένη ελπίδα του γάµου του;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Γρήγορα θα το µάθουµε, πολύ καλύτερα από µάντεις.

Παιδί µου, άκουσες την απόφασή µου για τη µνηστή σου και ήρθες θυµωµένος; Ή µ' ό,τι και να κάνω, θα 'µαστε φίλοι;

ΑΙΜΟΝΑΣ

∆ικός σου είµαι πατέρα. Και τις σωστές σου συµβουλές εγώ πάντα θ' ακολουθήσω. Κανένα γάµο δε θα βάλω πιο πάνω από σένα, αν µε καθοδηγείς καλά.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Με τέτοια αισθήµατα, παιδί µου στην καρδιά ν' ακολουθείς τη γνώµη του πατέρα σου, κάθε γονιός θέλει να 'χει τέτοια παιδιά που και να πειθαρχούν µέσα στο σπίτι του, τον εχθρό του πάντα να τον πολεµούν και να τιµούν το φίλο του, σαν τον πατέρα. Ενώ αυτός που γεννάει άχρηστα παιδιά, φυτεύει για τον ίδιο πολλά βάσανα και στους εχθρούς δίνει αφορµές για να γελάνε µαζί του. Γι' αυτό, παιδί µου ποτέ µην ξελογιαστείς απ' τη λαχτάρα µιας γυναίκας. Να ξέρεις, θα πικραίνεσαι µέσα στο σπίτι σου αν βάλεις παντρευτείς δολερή νύφη. Χειρότερη πληγή απ' τον κακό φίλο ακόµα, µεγαλύτερη δεν υπάρχει. Φτύσε την κι άστηνε λοιπόν να πάει να παντρευτεί στον Άδη µε νεκρούς. Γιατί µέσα στην πόλη αυτή

µονάχα απ' όλους πιάστηκε να παρανοµεί. Και δε θα βγω ψεύτης εγώ µπροστά στο λαό. Θα τη σκοτώσω. Ας πάει να λιβανίζει το ∆ία. Αν θρέψω αντάρτες µέσ' στο σπίτι µου, σκέψου πόσοι θα ξεπεταχτούν απ' έξω. Όποιος µε τους δικούς του φέρνεται καλά, θα φερθεί µετά και στην πόλη σωστά και δίκαια. Αν κάποιος που πατάει τους νόµους, νοµίζει πως θα υπερνικήσει αυτούς που κυβερνούν, µην περιµένεις να πάρει και τιµές για τα καµώµατά του. Μα να υπακούµε πρέπει σ' όποιον ψήφισ' ο λαός και για µικρά και δίκια και για τ' ανάποδα ακόµα. Πιστεύω πως αυτός που κυβερνά καλά µπορεί να θέλει να κυβερνηθεί καλά. Κι αν πρέπει αυτός να πάει να πολεµήσει, θα µείνει εκεί σύντροφος πιστός κι ανδρείος. ∆εν υπάρχει κατάρα µεγαλύτερη από την αναρχία. Γκρεµίζει πόλεις, αναστατώνει σπίτια και σπέρνει φόβο µες στη µάχη και την ήττα στους δικούς µας. Ενώ η πειθαρχία, σώζει το στρατό. Πρέπει να υπερασπιζόµαστε το νόµο, την τάξη, κι όχι ό,τι θέλει µια γυναίκα. Καλύτερ' από άντρα, αν είναι να πέσω παρά να πούνε πως µ' έριξε γυναίκα.

ΧΟΡΟΣ

Εγώ, αν στέκοµαι καλά στα πόδια µου, νοµίζω πως όσα είπες, είναι σωστά.

ΑΙΜΟΝΑΣ

Πατέρα, οι θεοί µας δώσαν το µυαλό, ό,τι καλύτερο αγαθό στον κόσµο. Κι εγώ δε θα 'λεγα πως δεν τα λες σωστά, ούτε θα το 'θελα, ούτε και το µπορώ. Αλλά µπορεί να υπάρχουν κι άλλες γνώµες. Εσύ από τη θέση σου, δε µπορείς να ξέρεις τι λένε, τι κάνουν ή τι κατηγορούν, γιατί φοβάται ο καθένας να σου πει τις γνώµες που δε θα σ' άρεσε ν' ακούσεις. Μα εγώ µπορώ ν' ακούσω τι ψιθυρίζεται στην πόλη. Μοιρολογάνε το κορίτσι, το πιο δύστυχο απ' όλες τις γυναίκες, που λιώνει γιατί τόλµησε να κάνει µια άγια πράξη: "Εκείνη που τον αδερφό της έθαψε και δεν τον άφησε παρατηµένο εκεί τροφή για τα άγρια τα σκυλιά και τα όρνια, δεν της αξίζανε οι πιο µεγάλες τιµές;" Τέτοια κυκλοφορούν µουρµουριστά παντού.

Πατέρα, το να είσαι ευτυχισµένος, είναι για µένα, το πιο πολύτιµο πράγµα στον κόσµο. Τι άλλο θέλει ο γιός παρά τη δόξα του πατέρα κι ο πατέρας τη δόξα του παιδιού του; Μην έχεις την ιδέα, πως το δικό σου είναι µόνο το σωστό και τίποτ' άλλο. Γιατί όσοι νοµίζουν πως µονάχ' αυτοί έχουνε γλώσσα και ψυχή και κανένας άλλος άµα τους ξεψαχνίσεις τους βρίσκεις κούφιους.

Και δεν είναι ντροπή ακόµα κι αν κάποιος είναι σοφός, όταν µαθαίνει κάτι καινούργιο να αλλάζει τη γνώµη του. Γιατί όσα απ' τα δέντρα στην ορµή του χείµαρρου λυγίζουν τα κορµιά τους, δεν τσακίζονται. Όµως όσα αντιστέκονται, ξερριζώνονται. Έτσι και το καράβι µέσα στους ανέµους. Άµα δεν λασκάρεις τα πανιά, τουµπάρει, κι αναγκάζεσαι να σταµατήσεις το ταξίδι σου νικηµένος από τα κύµατα. Σκέψου λοιπόν και δώσε τόπο στην οργή Κι άµα µετράει η γνώµη του νεώτερου, πιστεύω πως είν' ωραίο κανένας να γεννηθεί σοφός και σ' όλα γνωστικός. Μ' αφού δε γίνεται, πότε πότε είναι καλό ν' ακούµε κι εκεινούς που λένε το σωστό.

ΧΟΡΟΣ

Άκουσε, βασιλιά, αν λέει κάτι σωστό. Και συ. Γιατί καλά µιλήσατε κι οι δυό.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Φτάσαµε σ' αυτή την ηλικία για να µας µάθει γράµµατα ένα παιδί;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Τίποτα το άδικο Κι αν είµαι νέος, εσύ τα έργα να κοιτάς, όχι την ηλικία.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Είναι έργο για σένα να τιµάς κακούργους;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Εγώ κακούργους ποτέ δε θα τιµούσα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μήπως δεν πιάστηκε σε τέτοιο κρίµα αυτή;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Σ' όλη τη Θήβα δε λένε κάτι τέτοιο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Η πόλη θα µας πει τι θα διατάζουµε;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Βλέπεις πως τώρα µίλησες σαν παιδάκι;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μαζί µε άλλον θα κυβερνάω τη χώρα;

ΑΙΜΟΝΑΣ

∆εν υπάρχει χώρα που να 'ναι µόνο ενός.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

∆εν είναι η πόλη εκείνου που κυβερνάει;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Καλά θα κυβερνούσες κάποια έρηµη χώρα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τούτος µε τη γυναίκα συµµαχεί λοιπόν.

ΑΙΜΟΝΑΣ

Αν είσαι γυναίκα. Γιατί για σένα νοιάζοµαι.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Ντροπή σου που κρίνεις τον πατέρα σου;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Ούτε το δίκαιο κάνεις ούτε το σωστό.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Είναι λάθος που τιµάω τις αρχές µου;

ΑΙΜΟΝΑΣ

∆εν τις τιµάς, αν ατιµάζεις τους θεούς.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Βρωµόπαιδο! Που υποχωρείς σε µια γυναίκα!

ΑΙΜΟΝΑΣ

∆ε θα µε δεις να τρέχω πίσω απ' τη ντροπή!

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Κάθε κουβέντα που θα πεις, είναι γι' αυτήν.

ΑΙΜΟΝΑΣ

Και για σένα και για µένα και για τους θεούς.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Σκλάβε του θηλυκού, τι λες;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Εσύ όλο θες να λες και δεν ακούς.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Ακούς εσύ; Ζωντανή δε θα την παντρευτείς.

ΑΙΜΟΝΑΣ

Άκου και συ: Αν πεθάνει αυτή θα καταστραφεί κι άλλος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Έχεις το θράσος και να µε φοβερίζεις;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Πως µπορώ να φοβερίσω ανόητο;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Με πόνο και κλάµα θα βάλεις µυαλό, άµυαλε!

ΑΙΜΟΝΑΣ

Αν δεν σ' είχα πατέρα, θα σ' έλεγα τρελλό!

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αλήθεια; Να ξέρεις, µα τον ίδιο τον Όλυµπο, δε θα χαρείς πολύ έτσι που βρίζεις.

Εµπρός! Φέρτε 'δω το βδέλυγµα. Βάλτε την στο πλευρό του, να πεθάνει µπροστά στα µάτια του γαµπρού.

ΑΙΜΟΝΑΣ

Όχι! Αυτό να µην το φανταστείς ποτέ. Ούτε µπροστά µου θα πεθάνει αυτή και συ ποτέ δε θα µε ξαναδείς στα µάτια σου. Και πήγαινε µε τους φίλους σου που µπορούν να σε υποφέρουν.

ΧΟΡΟΣ

Έφυγ' ο νέος εξοργισµένος, βασιλιά. Πόνεσε το καηµένο το παιδί πολύ.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Ας κάνει ό,τι νοµίζε, αν είν' άντρας. Αυτές τις δυό, δεν θα τις σώσει απ' το χαµό.

ΧΟΡΟΣ

Μα σκέφτεσαι αλήθεια να τις σκοτώσεις και τις δυό;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Καλά λες, όχι αυτή που είναι αµέτοχη.

ΧΟΡΟΣ

Και πως σκοπεύεις να σκοτώσεις την άλλη;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Στην ερηµιά! Θα την πάω έξω απ' την πόλη και θα τη θάψω ζωντανή σε µια βαθιά σπηλιά. Θα της πετάξω κι ένα ξεροκόµµατο, ίσα ίσα να µη µαγαριστεί η πόλη. Κι εκεί, ας κάνει µόνη της προσευχές στον Άδη της, που µόνο αυτόν πιστεύει κι ίσως να τη σώσει. Αλλιώς θα µάθει τουλάχιστον ότι είναι µάταιος κόπος να σέβεται κανείς µονάχα τους νεκρούς.

ΧΟΡΟΣ

Έρωτα, ανίκητε σε κάθε µάχη, εσύ που κεντάς όποιον κι αν σηµαδέψεις µε τα βέλη σου. Έρωτα συ, που ξαγρυπνάς στα τρυφερά τα µάγουλα των κοριτσιών που δρασκελάς πάνω απ' τις θάλασσες και χώνεσαι στους κήπους των σπιτιών, κανείς δεν γλιτώνει από σένα, ούτε θεός, ούτε κοινός θνητός, µα όποιον τον αγγίξεις, τον τρελαίνεις. Εσύ, τον άνθρωπο το φρόνιµο τον σπρώχνεις στ' άδικο και στο χαµό, εσύ άναψες φιλονικία ανάµεσα σε γιό και σε πατέρα και τους τάραξες. Νικάει ο πόθος κι η λαχτάρα για την ωραία νύφη, σε πείσµα όλων των µεγάλων νόµων, που αµέριµνη η θεά Αφροδίτη τους εµπαίζει.

Τώρα κιόλας κι εγώ παρανοµώ µε το να µη µπορώ τα δάκρυά µου να κρατήσω βλέποντας τη δύστυχη την Αντιγόνη να τη σέρνουνε στον τάφο που µέσα του µια µέρα όλοι θα µπούµε.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Συµπολίτες, κοιτάξτε µε, περπατάω το στερνό µου δρόµο, βλέπω το φως του ήλιου για τελευταία φορά, και πια ποτέ ξανά. Στο κοιµητήρι του µε σέρνει ο Άδης, ζωντανή, για του Αχέροντα την όχθη. Νυφιάτικο τραγούδι δε µ' αξίωσε ούτ' επιτάφιους ύµνους έψαλλε, αλλά παντρεύοµαι το σκοτεινό ποτάµι.

ΧΟΡΟΣ

Όµως µε περηφάνεια και µε δόξα πας στο σκοτεινό βασίλειο των νεκρών, δίχως να σε χτυπήσει αρρώστεια και να σ' αγγίξει ξίφος κοφτερό. Το διάλεξες. Μόνη, απ' όλους τους θνητούς να κατεβείς στον Άδη ζωντανή.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Άκουσα πόσο φριχτά χάθηκε η ξένη απ' τη Φρυγία, κόρη του Ταντάλου, στην κορυφή του Σίπυλου Βράχινος βρόχος φύτρωσε και κισσός τριγύρω της την έπνιξε. Τη λιώνουν οι βροχές. Κι όπως το λέει ο κόσµος, ούτε τα χιόνια λείπουνε. Βρέχει κατ' απ' τα φρύδια και µουσκεύεται ο λαιµό της. Έτσι και µένα κάποιο πνεύµα µε ναρκώνει.

ΧΟΡΟΣ

Ήταν όµως θεά, κόρη θεού και µεις άνθρωποι, είµαστε από θνητή γενιά. Μεγάλο πράγµα να γίνει γνωστό πως µια γυναίκα µοιράστηκε την τύχη θεάς στην ζωή της και µετά το θάνατό της.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Με κοροϊδεύουν! Γιατί για το θεό προτού να φύγω µε περιγελάς µπροστά µου! Πόλη µου και της πόλης άρχοντες, πηγές της ∆ίρκης κι άλσος της Θήβας της πολυάρµατης εσείς τουλάχιστον σταθείτε µάρτυρες πως άκλαυτη από δικούς µου,

µε τι νόµο, µε χώνουν σε ταφοσπηλιά, φυλακή ανήκουστη. Έρηµη. Ζωντανή, είµαι νεκρή γι' αυτούς που ζουν και πεθαµένη, χώρια από τους νεκρούς.

ΧΟΡΟΣ

Το παρατέντωσες, παιδί µου το σκοινί και σκόνταψες στα σκαλοπάτια τα ψηλά της ∆ίκης. Θα ξεπληρώνεις κάποιο πατρικό αµάρτηµα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Άγγιξες την πιο βαθειά πληγή µου, την κακιά τριπλή µοίρα του πατέρα που 'ναι για µένα η πιο σκληρή στους ξακουστούς τους Λαβδακίδες. Κρεβάτι µητρικό κι άνοµα ζευγαρώµατα µε το παιδί σου, µάνα, µε τον πατέρα µου τον κακογέννητο, µε γεννήσατε και µένα να παιδεύοµαι, καταραµένη κι άγαµη έρχοµαι να σας συναντήσω.

∆ύσµοιρε αδερφέ µου, για να σε θάψω και να σε νεκροστολίσω, και πεθαµένος, µε σκοτώνεις.

ΧΟΡΟΣ

Καλό είναι να 'χει σεβασµό κανείς, όµως σε κείνον που κρατάει την εξουσία δεν πρέπει ν' αντιστέκεται. Και συ έκανες του κεφαλιού σου και πληρώνεις.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Άκλαυτη, χωρίς φίλους, χωρίς τραγούδι νυφικό βαδίζω το στερνό µου δρόµο. Είν' άδικο να µην ξαναντικρύσω το φως του ήλιου η δύστυχη. Για τον καηµό µου κανείς δεν κλαίει, κανένας φίλος δε στενάζει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αν γλίτωνε µε θρήνους και µε κλάµατα δε θα πέθαινε ποτέ ένας καταδικασµένος σε θάνατο. Πάρτε την αµέσως από εδώ! Κι όπως σας διέταξα: Χτίστε την µεσ' σε

βαθύ λάκκο κι άστε την, µονάχη κι έρµη, είτε για να πεθάνει, είτε να ζήσει σ' αυτό το σπιτικό της. Έτσι, χωρίς να βάψουµε τα χέρια µας αυτή θα φύγει απ' τον απάνω κόσµο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τάφε, χτισµένο κάτω απ' τη γη για πάντα σπίτι και κρεβάτι µου, έρχοµαι τώρα να βρω τους νεκρούς µου, που η Περσεφόνη τους φιλοξενεί όλους µαζί κει κάτω.Και τώρα, τελευταία, πριν της ώρας µου έρχοµαι κι εγώ, χειρότερ' απ' τους άλλους. Και τρέφω ελπίδα, γλυκιέ πατέρα µου κι εσένα αγαπηµένη µάνα να σας βρω, όπως και σένα µυριάκριβε αδερφέ µου. Γιατί όλους εσάς σαν µου χαθήκατε εγώ σας έλουσα, σας νεκροστόλισα σας ράντισα και τώρα Πολυνίκη µου για ν' αλαφρώσω το κορµί σου τι τραβάω.

Μα οι φρόνιµοι θα πουν πως έκανα καλά. Και µε την εξουσία δε θα τα 'βαζα αν ήταν να 'χω τα παιδιά µου εγώ νεκρά ή κι αν ακόµα πέθαινε ο άντρας µου.

Λοιπόν, γιατί τα λέω τώρα όλ' αυτά; Ο άντρας µου αν χανόταν θα 'παιρν' άλλον κι αν τα παιδιά µου, θα 'κανα απ' άλλον άντρα, µ' αφού δε ζούνε µάνα και πατέρας πια δε γίνεται να κάνω άλλον αδερφό. Μ' αυτό το νόµο σ' έβαλ' αδερφέ µου από του Κρέοντα το νόµο πιο ψηλά κι ας λέει πως εγκληµάτησα παράτολµα. Με σέρνει τώρα µε δεµένα χέρια αυτός, παρθένα ανύπαντρη, ατραγούδητη, χωρίς ν' αξιωθώ παιδί στην αγκαλιά, παρατηµένη έρηµη από φίλους στη φυλακή των πεθαµένων ζωντανή. Ενώ ποιο νόµο των θεών έχω πατήσει, και πώς να βασιστώ η έρµη στους θεούς; Ποιον να φωνάξω για βοήθεια; Και που; Αφού ατιµάστηκ' άτιµα για να τιµήσω. Αν οι θεοί τα κρίνουνε αυτά σωστά, τότε να το παραδεχτώ πως έφταιξα. Μα αν άλλοι έχουν το κρίµα, ας µην πάθουν πιο πολλά απ' όσα µου κάνουν άδικα.

ΧΟΡΟΣ

Ακόµα στην ίδια πάντα τρικυµία παραδέρνει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τούτοι εδώ οι φρουροί, πικρά θα κλάψουν που καθυστερούν.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αλίµονο, τούτος ο λόγος µε πάει ξυστά στο θάνατο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μην έχεις πια καµιά ελπίδα να γλιτώσεις. Είπα κι έγινε.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Πατρίδα των γονιών µου, Θήβα, θεοί πανάρχαιοι της γενιάς µου, πάει, τέλειωσε, µε παίρνουν! Κοιτάτε µε της Θήβας άρχοντες τη µόνη στερνή βασιλοπούλα, εµένα, τι παθαίνω κι από ποιους, για να τιµήσω την ευσέβεια.

ΧΟΡΟΣ

Το 'παθε κι η ∆ανάη, να στερηθεί το φως σαν κλείστηκε σε σιδερένια φυλακή σαν νεκροθάλαµο, δεµένη µ' αλυσίδες, µε σπέρµα της χρυσής βροχής του ∆ία στην κοιλιά της, κι ας ήταν από ένδοξη γενιά, παιδί µου. Μα είν' η δύναµη της µοίρας φοβερή και ούτε πλούτος, πόλεµος και κάστρα ούτε καράβια θαλασσοδαρµένα της ξεφεύγουν. Αλυσοδέθηκε κι ο γιός του ∆ρύαντα, ο αψύχολος, ο βασιλιάς των Ηδωνών της Θράκης, ο αλαζόνας. Τον έχτισ' ο ∆ιόνυσος σε πέτρινο πηγάδι να ξεθυµάνει η µανιασµένη λύσσα του. Και το µετάνοιωσε πικρά που µεσ' στην τρέλα του χλεύαζε και περιγελούσε το θεό, όταν εµπόδιζε απ' τη βακχεία τις µαινάδες σβήνοντας τους δαυλούς κι ερέθιζε τις µούσες. Στη µαύρη µε τα δυό τα σκέλη θάλασσα, στο θρακικό Σαλµηδησσό του Βόσπορου, τον αφιλόξενο, ο Άρης ο προστάτης είδε τις άδειες κόγχες των τέκνων του Φινέα, µάτια τυφλά που τα ξερρίζωσε το λυσσασµένο χέρι της µητριάς τους της κακιάς, σαν έµπηγε τα νύχια της και τις σαΐτες τ' αργαλειού στις κόρες. Λυώνανε τα καηµένα τα παιδιά και κλαίγανε τη µάνα, γιατί τα γέννησε. Κι ήταν η µάνα τους εγγόνι του Ερεχθέα που 'χε πατέρα της το φτερωτό Βοριά που τη µεγάλωσε µεσ' στις ανεµοθύελλες, και δρασκελούσε πάνω απ' τους γκρεµούς, πάνω στους πάγους σαν άτι φτερωτό. Κόρη θεών ήταν, µα τη γκρεµίσανε κι αυτήν, µοίρες αθάνατες, παιδί µου.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Θηβαίοι, άρχοντες, έρχοµαι οδηγούµενος από τον βοηθό µου, γιατί αυτόν τον δρόµο µπορεί να τον βλέπει µονάχα ένας από τους δυό µας.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Γέροντα Τειρεσία, τι σε φέρνει εδώ;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

∆ώσε στο µάντη προσοχή και θα το µάθεις.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Εγώ πάντα σεβάστηκα τη γνώµη σου.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Γι' αυτό κυβέρναγες καλά την πόλη ως τώρα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Έχω νιώσει και αναγνωρίσει το πόσο µε βοήθησες.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Άκου λοιπόν ότι τώρα περπατάς σε ξυραφιού κόψη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τι σηµαίνει αυτό; Γιατί µε κάνεις κι ανατριχιάζω.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Θα µάθεις, όταν ακούσεις τις προειδοποιήσεις της µαντείας µου.

Όπως καθόµουν λοιπόν στο µέρος που κάνω τις οιωνοσκοπήσεις, εκεί που µαζεύονται από πολύ παλιά τα πουλιά, τα άκουσα να βγάζουν πολύ παράξενες κρωξιές, τροµερές, λυσσασµένες, και δεν µπορούσα να καταλάβω τι µπορεί να ήθελαν να πουν. Τσιµπούσαν το άλλο και πετσοκόβονταν, µε τα φτερά τους σηκώνοντας κρότο φριχτό και µε τα νύχια ξέσκιζαν τις σάρκες τους.

Τρόµαξα τότε πολύ κι άρχισα τις θυσίες πάνω στις φλόγες του βωµού. Αλλά όταν έβαλα τα κοµµάτια από το κρέας επάνω, έσβησε η φωτιά κι ο τόπος γέµισε καπνούς και λιώνανε τα ξύγκια απ' τη µεριά κι έσταζαν στις στάχτες και κάπνιζαν και σφύριζαν και σκάζανε µε κρότο οι χολές και πεταγόντουσαν. Τα γυµνωµένα τα µέρη τους δεν ψήνονταν! Αυτά, τα µάθαινα από αυτό εδώ το παιδί, ότι όλα ήταν σηµάδια ανώφελης θυσίας. Τούτος εµένα οδηγεί κι άλλους εγώ. Για όλ' αυτά φταίει η δική σου διαταγή. Γιατί οι βωµοί γέµισαν µε τα κοµµάτια από τις σάπιες σάρκες του νεκρού παιδιού που τις ξέρασαν τα σκυλιά και τα όρνια. Τώρα φαίνεται ότι οι θεοί δεν καταδέχονται από µας ούτε θυσίες, ούτε κνίσσα απ' τις σάρκες, και τα πουλιά δεν κελαηδούν σηµαδιακά γιατί µολύνθηκαν µε ανθρώπινη σάρκα. Βάλτα καλά στο νου σου αυτά παιδί µου. Σαν άνθρωποι όλοι µας κάνουµε λάθη. ∆ε θα πεις κάποιον κουτό κι αναποφάσιστο όποιον µπορεί να διορθώσει το κακό και πάψει να επιµένει στην απόφασή του. Το πείσµα και η αυθάδεια πληρώνονται. Μα σύνελθε. Μην πολεµάς ένα νεκρό. Τι κέρδος έχεις να τον ξανασκοτώσεις; Το λέω για το καλό σου. Το να µαθαίνεις απ' αυτόν που θέλει το καλό σου, είναι κέρδος για σένα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Γέρο, µε βάλατε όλοι στο σηµάδι και µου ρίχνετε. Κι ούτε η δική σου µαντική τέχνη δε µ' αφήνει. Ξέρω καλά τη φάρα σας από παλιά, όταν την πλήρωσα ακριβά. Πλουτείστε µε το ασήµι των Σάρδεων και µε όσο Ινδικό χρυσάφι θέλετε, όµως αυτόν εσείς δε θα τον θάψετε, ακόµα κι αν αρπάξουνε τις σάρκες του οι αετοί του ∆ία και τις πανε ψηλά στο θρόνο του. Ούτε κι αυτό θα το φοβηθώ. Και δεν τον θάβω. Κανείς δε θα µπορέσει, το ξέρω καλά, να µαγαρίσει τους θεούς.

Ξεπέφτουν, γέρο-Τειρεσία, όλοι αυτοί, κι οι πονηρότεροι, όταν στολίζουνε τα αίσχη τους µ' ωραία λόγια, για κέρδος.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Αλίµονο, να ξέρει, καταλαβαίνει άραγε τι τον περιµένει;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τι 'ναι πάλι, τι µουρµουρίζεις φωναχτά;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Πόσο καλό πράγµα είναι η φρονιµάδα;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τόσο, όσο κακό είναι η αφροσύνη.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Μάθε λοιπόν: Έχεις µολυνθεί µε αυτή την αρρώστια.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

∆εν θα απαντήσω, γιατί δε θα 'θελα εγώ να βρίζω έναν µάντη.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Όταν λες πως ψέµατα µαντεύω, βρίζεις.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Γιατί 'ναι φιλοχρήµατη όλη η φάρα σας.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Και η φάρα των τυράννων αγαπάει το κέρδος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Το ξέρεις πως µιλάς µπροστά σε βασιλιά;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Το ξέρω, γιατί χάρη σε µένα έσωσες την Θήβα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Είσαι σοφός µάντης, αλλά σου αρέσουν οι πονηριές.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Μη µ' αναγκάζεις να σου πως όλα τα φοβερά µυστικά που τα κρύβω βαθιά µέσα στην ψυχή µου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Εµπρός, πες τα! Φτάνει να µην τα λες για κέρδος.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Τα λέω µονάχα για το δικό σου κέρδος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Όµως να ξέρεις, δεν πρόκειται να την αλλάξεις τη γνώµη µου.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Κι εσύ να ξέρεις, ότι δε θα κάνει ο ήλιος ακόµα πολλούς κύκλους, και εσύ θα πληρώσεις το κρίµα αυτό µ' ένα νεκρό απ' τα σπλάχνα σου. Γιατί έστειλες µια ψυχή απ' τους ζωντανούς στους κάτω, αφού την έχτισες σε τάφο, κι απ' τους θεούς τους κάτω στέρησες νεκρό και τον κρατάς αστόλιστο και άταφο, ενώ δεν τον εξουσιάζεις, ούτε συ ούτ' οι θεοί µας, µα εσύ τους αναγκάζεις. Επειδή οι Ερινύες του κάτω κόσµου παραµονεύουν για να σε κυνηγήσουν και να σε κάνουν να δοκιµάσεις τις ίδιες συµφορές. Και πες µου τότε πως είµαι πληρωµένος. ∆ε θα περάσουν ώρες και θ' ακουστούνε µοιρολόγια αντρών και γυναικών στο σπίτι σου. Τις κοινωνίες τις ταράζει η έχθρα και το µίσος, όταν αφήνουν τα σκυλιά, τα όρνια και τ' αγρίµια να µαγαρίζουν τους νεκρούς και να µολύνουνε την πόλη.

Με πίκρανες και πάνω στο θυµό µου εγώ, έριξα ίσα στην καρδιά σου σαϊτιές που δε θα τις ξεφύγεις, ό,τι κι αν κάνεις. Πάµε, παιδί µου, τώρα για το σπίτι µας κι ας πάει αυτός να ξεθυµάνει σε νεώτερους ώσπου να µάθει να κρατάει τη γλώσσα του και ν' ακονίσει το µυαλό του πιο καλά.

ΧΟΡΟΣ

Μαύρες µαντείες είπ' ο γέρος, βασιλιά. Απ' όταν ήταν µαύρα τ' άσπρα µου µαλλιά, ξέρω καλά πως δεν προφήτεψε ποτέ ψέµατα για την πόλη αυτός ο µάντης.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Κι εγώ το ξέρω και ταράζεται το µυαλό µου. Γιατί και να υποχωρήσω τώρα θα είναι φοβερό, αλλά µ' αν επιµείνω, θα µε χτυπήσει συµφορά.

ΧΟΡΟΣ

Να το καλοσκεφτείς, γιε του Μενοικέα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τι λες να κάνω, πες µου και θα σ' ακούσω.

ΧΟΡΟΣ

Να πας να βγάλεις απ' τη σπηλιά την κοπέλα και ύστερα άνοιξε τάφο για το νεκρό.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Το βρίσκεις λοιπόν σωστό να υποχωρήσω;

ΧΟΡΟΣ

Και µάλιστα αµέσως, βασιλιά. Και τους αστόχαστους τους προλαβαίνει η τιµωρία των θεών.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αλίµονο, µε κρύα καρδιά το κάνω. Μα πρέπει να υπακούσω στην ανάγκη.

ΧΟΡΟΣ

Μη βάλεις άλλους, πρέπει να πας µονάχος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πηγαίνω αµέσως. Ελάτε, ελάτε δούλοι, όλοι σας, πάρτε αξίνες και τρέξτε γρήγορα σ' αυτό το µέρος. Και µιας κι άλλαξα γνώµη, εγώ ο ίδιος που την έδεσα θα την ελευθερώσω. Φοβάµαι πως είναι καλύτερα να ζεις, κρατώντας τις συνήθειες τις παλιές του τόπου.

ΧΟΡΟΣ

Βάκχε, καµάρι της Κάδµειας νύφης, παιδί του ∆ία µε τους βροντερούς κεραυνούς, ευλογητή της δοξασµένης Ιταλίας, των κάµπων, βασιλιά, της Ελευσίνας στην αγκαλιά της ∆ήµητρας, Βάκχε, που υµνείσαι στην µητρόπολη των Βακχών, τη Θήβα, στις µουσκεµένες όχθες του Ισµηνού, στο χώµα το σπαρµένο µε τα δόντια δράκου. Εσένα καλωσόρισε ο αστραφτερός καπνός, που ξεπηδάει από τις δυό κορφές του βουνού, όπου λικνίζονται στη σειρά οι Κωρύκιες νύφες, οι συνοδοί σου, και µετά ξεδιψάνε πιο κάτω, στης Κασταλίας την πηγή. Και σε ξεπροβοδάν οι καταπράσινες πλαγιές της Νύσας, µε τους κισσούς και µε τα καρπερά τ' αµπέλια, πηδάς πάνω απ' τους πράσινους γιαλούς, καθώς το όνοµά σου υψώνεται µε δύναµη µεγαλύτερη από τη θνητή δύναµη των ανθρώπων όταν επισκέπτεσαι τους δρόµους της Θήβας. Πόλη καµιά δεν αγαπάς πιο πολύ από τη Θήβα, κι εσύ όπως και τη χτυπηµένη από τον κεραυνό µητέρα σου. Τώρα που µόλυνε την πόλη η συµφορά, κατέβα απ' τις κορφές του Παρνασσού, ροβόλα πάνω απ' τις πλαγιές να σαρώσεις την αρρώστια. Εσύ, πρωτοχορευτή, ανάµεσα στα λαµπυρίζοντα αστέρια, που σπιθοβολάνε, πρωτοτραγουδιστή στα ξεφαντώµατα της νύχτας, του ∆ία το κρυφό καµάρι, φανερώσου, βασιλιά, παρέα µε τη συντροφιά σου, τις βακχίδες, που αναστατώνουν µε χορούς τη νύχτα για να λατρέψουν το θεό τους, Βάκχε, Ίακχε.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Γείτονες του Κάδµου και του Αµφίονα, δε θα επαινέσω ή θα κατηγορήσω κανέναν άνθρωπο, όσο είναι ζωντανός. Αν έχεις τύχη, στέκεσαι στα πόδια σου, άµα δεν έχεις, πέφτεις και πας χαµένος. Κανένας µάντης δεν ξέρει το γραφτό σου. Για µένα, ο Κρέοντας ήταν ζηλευτός, γλίτωσε την πατρίδα απ' τους εχθρούς

της, πήρε στα χέρια τις εξουσίες όλες, βασίλευε κι έκανε και καλά παιδιά. Τώρα, σωριάστηκαν τα πάντα. Για µένα, άµα πετάξει απ' το κορµί σου η χαρά δεν είσαι ζωντανός, µα ζωντανός νεκρός. Τι να το κάνεις να 'χεις τα πλούτη όλου του κόσµου και να περνάς βασιλικά, αν δεν µπορείς να τα χαρείς! ∆ε δίνω ούτε τον ίσκιο του καπνού για να τα πάρω, αντί για τη χαρά.

ΧΟΡΟΣ

Τι άλλη συµφορά φέρνεις στο βασιλιά;

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Πεθάνανε! Και φταινε οι ζωντανοί γι' αυτό.

ΧΟΡΟΣ

Ποιος σκότωσε; Ποιος είναι ο σκοτωµένος; Λέγε.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Χάθηκε ο Αίµονας! Σφάχτηκε µε το χέρι...

ΧΟΡΟΣ

Ποιο χέρι, του πατέρα ή το δικό του;

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Το δικό του! Για του γονιού του το φονικό.

ΧΟΡΟΣ

Αχ, µάντη! Βγήκε αλήθεια ο λόγος σου!

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Έτσι είν' αυτά. Και τώρα τι θα κάνουµε;

ΧΟΡΟΣ

Να, βλέπω τη δύστυχη την Ευρυδίκη, τη γυναίκα του Κρέοντα. Λες ν' άκουσε για το παιδί της, ή έρχεται στην τύχη;

ΕΥΡΥ∆ΙΚΗ

Ε! σείς πολίτες, άκουσα τα λόγια σας σαν έβγαινα πριν λίγο από την πόλη να πάω να κάνω στην Παλλάδα προσευχή. Καθώς σήκωνα το µάνταλο της πόρτας χτυπάει τ' αυτιά µου η συµφορά του σπιτιού µου και χάνοµαι στης σκλάβας µου την αγκαλιά. Όποιο κι αν είναι το κακό πες το ξανά. ∆εν είµ' αµάθητη ν' ακούω συµφορές.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Ήµουν παρών, καλή κυρά µου, και θα πω σου όλα όσα είδα. ∆ε θα κρύψω τίποτα. Τι να στα λέω µασηµένα, κι ύστερα να 'βγω ψεύτης; Καλύτερα η αλήθεια. Πήγα σαν ίσκιος πίσω από τον άντρα σου, στο ξάγναντο που 'ταν πεσµένος ο νεκρός ο Πολυνείκης, κοµµατιασµένος απ' τα σκυλιά. Κι αφού παρακαλέσαµε τον Πλούτωνα και τη θεά την Περσεφόνη, να πάψουν την οργή τους, λούσαµε εκείνον µε αγιασµό, κάψαµε τ' αποµεινάρια µε ελιόκλαδα, τα σκεπάσαµε µε χώµα κι ύστερα τρέξαµε στη σπηλιά που είχαµε βάλει την κοπέλα για να πεθάνει. Εκεί ακούγονταν φωνές και µοιρολόγια απ' τον αστόλιστο τον τάφο κι έρχεται κάποιος τρεχάτος και το λέει στον Κρέοντα. Κι όπως πλησιάζει µε βαριά βήµατα αυτός, ακούει µια δυνατή κραυγή και βόγκους κι ο ίδιος µετά βάζει τις φωνές κι αρχίζει να µοιρολογά: Καλά το προµαντεύω ο µαύρος: Σέρνοµαι στον πιο πικρό απ' τους δρόµους της ζωής µου. Παίρνει τ' αυτί µου του παιδιού µου τη φωνή; Γρήγορα

τρέξτε δούλοι, σύρτε το βράχο απ' το στόµιο της σπηλιάς, µπείτε µέσα και δείτε αν είναι η κραυγή αυτή που ακούω του Αίµονα, ή µήπως ξεγελιέµαι απ' τους θεούς.

Κι όπως µας διάταξε ο δύστυχος, κάναµε: Γλιστράµε µεσα στον τάφο και τι βλέπουµε! Εκείνη, να 'ναι κρεµασµένη απ' το λαιµό, µε βρόγχο που 'χε πλέξει από το πέπλο της, και κείνον, να την έχει αγκαλιασµένη απ' τη µέση, να κλαίει και να δέρνεται για της αγαπηµένης νύφης το χαµό, και ν' αναθεµατίζει τον πατέρα του.

Τον βλέπει ο Κρέοντας και σπάραξε. Πάει κοντά, φωνάζει, ικετεύει. Ταλαίπωρε τι πας να κάνεις, τι έχεις στο µυαλό σου; Ποια συµφορά σε χτύπησε; Παιδί µου, βγες, γονατιστός σε παρακαλώ. Το παιδί τον κοιτάζει τότε µε άγρια λύσσα,

χωρίς µιλιά γυρνά και τον φτύνει καταπρόσωπο, µετά τραβάει το δίκοπο σπαθί και του χιµάει. Πρόλαβε κι όρµησ' έξω ο πατέρας του. Και θυµωµένος που ξαστόχησε ο δύστυχος, τεντώνει πίσω το κορµί του και µπήγει πέρα ως πέρα το ξίφος στα πλευρά του. Μ' άνευρο µπράτσο αγκάλιασε τη νύφη και η βαριά του ανάσα µύριζε αίµα στο µαρµαρένιο µάγουλο του κοριτσιού.

Τώρα, νεκρός στην αγκαλιά της κρεµασµένης, κάνει στον Άδη τις γαµήλιες χαρές, δίνοντας έτσι µάθηµα στον άνθρωπο, τι µαύρες συµφορές φέρνει η άδικη κρίση.

ΧΟΡΟΣ

Τι λες για τούτο που έγινε τώρα; Έφυγε πάλι βιαστική η γυναίκα αυτή, δίχως να πει µια κουβέντα!

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Κι εγώ απορώ. Παρηγοριέµαι µόνο µε τη σκέψη ότι µήπως δεν καταδέχεται να θρηνήσει µπροστά σε κόσµο για τη συµφορά του γιού της γι' αυτό µπήκε µέσα να κλάψει µε τις δούλες. Σα φρόνιµη γυναίκα, έχε υπερηφάνεια.

ΧΟΡΟΣ

∆εν ξέρω. Νοµίζω πως κι η βαριά σιωπή, κι η φασαρία, είναι κακό σηµάδι.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Τώρα µπαίνω µέσα να παραφυλάξω σαν τι να κρύβει στη βαριά της την καρδιά.

Γιατί καλά το λες, πως η βουβή σιωπή µπορεί να κρύβει το χειρότερο κακό.

ΧΟΡΟΣ

Μα να που φτάνει ο βασιλιάς ο ίδιος και απόδειξη κρατάει στην αγκαλιά, το ίδιο κρίµα το δικό του. Σ' αυτόν πρέπει να το πω κι όχι σε άλλον.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αχ! Κρίµατα ασυλλόγιστου µυαλού και ξεροκεφαλιά που οδήγησες στο θάνατο, βλέπετε τους σκοτωµένους και τους φονιάδες απ' το ίδιο αίµα; Ανάθεµα την κακοκεφαλιά µου πέθανες παιδί µου πάνω στον ανθό σου, έφυγες και πας χαµένος από δικό µου φταίξιµο, όχι δικό σου.

ΧΟΡΟΣ

Αλίµονο, πόσο αργά είδες το δίκιο!

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Στερνή µου γνώση! Όχι, δε µπορεί, κάποιος θεός µε χτύπησε αλύπητα, σκότισε το µυαλό µου, έδιωξε απ' την ψυχή µου τη χαρά, µε πέταξε σε µαύρους δρόµους. Αχ! Πόνοι αβάσταχτοι!

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

∆ε φτάνει αφέντη, η συµφορά σου, αυτή που κρατάς στα χέρια. Έχεις να δεις, χειρότερες ακόµα µεσ' στο σπίτι.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Είναι κακό χειρότερο απ' αυτό;

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Πέθανε η µάνα τούτου του παιδιού, η γυναίκα σου, αυτοκτόνησε η δύστυχη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Λιµάνι του Άδη σκοτεινό, πως µε ξεκάνεις; Γιατί µ' αποτελειώνεις, άνθρωπε. Τι µουρµουρίζεις; Τον σκοτωµένο, τι µε χτυπάς απανωτά; Τι είπες παιδί, τι µου είπες πάλι για φονικό; Για ποια γυναίκα µου µιλάς;

ΧΟΡΟΣ

Μονάχος θα το δεις, δε µένει κρυφό.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

∆ύο συµφορές απανωτές, ο κακοµοίρης! Πως θα τριτώσει το κακό, ποιος ξέρει

τι µε περιµένει. Ακόµα καίει στα χέρια το παιδί κι άλλο νεκρό αντικρύζω. Καηµένη µάνα, άµοιρο παιδί!

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Με κοφτερό µαχαίρι µπρος απ' το βωµό, έσβησ' ο κόσµος γύρω από τα µάτια της. Έκλαψε τα παιδιά της. Το Μεγαρέα, που πήγε δοξασµένος, κι ύστερα τούτον, και έλεγε για τον παιδοκτόνο, φριχτές κατάρες.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αχ! Αχ! Ο φόβος µε παγώνει. Γιατί κάποιος δεν τρυπάει και µένα µε δίκοπο σπαθί; Άθλιος, ο πανάθλιος εγώ, εγώ, κυλίστηκα σε µαύρο βούρκο.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Ένοχο για των δυο παιδιών της το χαµό σε καταριόταν την ώρα που χανόταν.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Για πες µου, µε ποιο τρόπο έδωσε τέλος;

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Με σπαραγµό σαν άκουσε το θάνατο του γιού, τρύπησ' η ίδια το συκώτι της.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Κανένας άλλος, µόνο εγώ θα φορτωθώ το κρίµα αυτό. Γιατί εγώ σε σκότωσα εγώ, αλήθεια. Πάρτε µε δούλοι, γρήγορα, διώξτε µε από δω, σύρτε µε µακριά… Τώρα εγώ πια τίποτα δεν είµαι.

ΧΟΡΟΣ

Λύτρωση θες. Μα ο τωρινός ο πόνος είν' αλαφρότερος απ' άλλους που θα 'ρθούν.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Ας έρθει, να 'ρθει. Είναι για µένα πιο καλός ο θάνατος, να βάλει τέλος στη στερνή µου µέρα, ας έρθει, ας φανεί, ποτέ στα µάτια µου µην ξαναδώ το φως.

ΧΟΡΟΣ

Κι αυτό θα γίνει. Για τούτο λοιπόν ας νοιαστούµε εµείς. Τ' άλλα θα τα φροντίσουν αυτοί που πρέπει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μα εγώ µιλάω, για κείνο που παρακαλώ να µου συµβεί.

ΧΟΡΟΣ

Να µην παρακαλάς για τίποτα. Γιατί κανείς θνητός δε θα γλιτώσει απ' το γραφτό του.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πάρτε µε, διώξτε µε τον άχρηστο από δω, που δίχως να θέλω σε σκότωσα παιδί µου, κι αυτήν εδώ. ∆εν ξέρω ποιον να πρωτοκοιτάξω, που να κρατηθώ το κάθε τι γλιστράει µεσ' απ' τα χέρια µου και τριγυρίζει ένας δυνατός πόνος στο κεφάλι µου.

ΧΟΡΟΣ

Την ευτυχία την κρατάει η φρονιµάδα, ποτέ δεν πρέπει ν' ασεβούµε στους θεούς. Του φαντασµένου η ξιπασιά πληρώνεται ακριβά, µέχρι να βάλει στα γεράµατα µυαλό.

ΤΕΛΟΣ