4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση...

236

Transcript of 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση...

Page 1: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
IAEN / Creative Commons
Άδεια CC
Αυτό έργο χορηγείται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial Greece 3.0 (Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση) http://creativecommons.org/licenses/by-nc/3.0/gr/
Page 2: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 3: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 4: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 5: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΟΧΗ ΤΩΝ ΓΕΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΤΟΥ 1 9 ο υ ΑΙΩΝΑ

Page 6: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Ε Π Ι Τ Ρ Ο Π Η Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Α Ρ Χ Ε Ι Ο Υ Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η Σ ΝΕΟΛΑΙΑΣ

Σ Π Υ Ρ Ο ς I . Α ς Δ Ρ Α Χ Α ς , Γ Ι Α Ν Ν Η ς ΓΙΑΝΝΟΥΛΟΠΟΥΛΟς, Φ ι Λ Ι Π Π Ο ς ΗΛΙΟΥ, Τ Ρ Ι Α Ν Τ Α Φ Υ Λ Λ Ο ς Β . Σ Κ Λ Α Β Ε Ν Ί Τ Η ς

© Γ Ε Ν Ι Κ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ Ν Ε Α Σ Γ Ε Ν Ι Α Σ Πανεπιστημίου 25, Γ ' όροφος, τηλ. 3238025

IAEN / Creative Commons
Άδεια CC
Αυτό έργο χορηγείται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial Greece 3.0 (Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση) http://creativecommons.org/licenses/by-nc/3.0/gr/
Page 7: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

MATOΥΛA TOMAPA-ΣΙΔΕΡΗ ΝΙΚΟΣ ΣΙΔΕΡΗΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΟΧΗ ΤΩΝ ΓΕΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΤΟΥ 19 ο υ ΑΙΩΝΑ

Η ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΤΥΧΗ ΤΗΣ ΝΕΟΤΗΤΑΣ

Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Κ Ο Α Ρ Χ Ε Ι Ο Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η Σ ΝΕΟΛΑΙΑΣ

Γ Ε Ν Ι Κ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΝΕΑΣ Γ Ε Ν Ι Α Σ

4

ΑΘΗΝΑ 1986

IAEN / Creative Commons
Άδεια CC
Αυτό έργο χορηγείται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial Greece 3.0 (Αναφορά προέλευσης - Μη Εμπορική Χρήση) http://creativecommons.org/licenses/by-nc/3.0/gr/
Page 8: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 9: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΠΡΟΛΟΓΟ

Στα 1960, ο F. Braudel, συζητώντας για τους όρους μιας γό-νιμης σχέσης δημογραφίας και ιστορίας, υπενθύμιζε ότι δεν είναι μόνο οι μέθοδοι ή τα μέσα αυτό που μετρά, αλλά τα αποτελέσματα και, ακόμη περισσότερο, ή ερμηνεία, ή αξιοποίηση αυτών των απο-τελεσμάτων. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο εγγράφεται και η δική μας αξιολόγηση των προτεραιοτήτων που σχετίζονται με αυτή την ερ-γασία.

Φυσικά, για τα ενδεχόμενα σφάλματα ή ευθύνη είναι μόνο δική μας. Ελπίζουμε ωστόσο ότι θα ανήκουν στα γόνιμα σφάλματα, σε αυτά δηλαδή που και την αλήθεια προσεγγίζουν και ή χρησιμο-ποίηση τους επιτρέπει τη διόρθωση του λάθους. Για τις ενδεχόμενες πάλι αρετές της μελέτης μας θα οφείλαμε να ευχαριστήσουμε τό-σους πολλούς, που είναι σχεδόν βέβαιο πως κάποιους θα αδικού-σαμε. Περιοριζόμαστε γι αυτό να αναφέρουμε ονομαστικά μόνο δύο από τους αποδέκτες των ευχαριστιών μας: το φίλο και δά-σκαλο Σπύρο Ασδραχά και το διευθυντή του Ιστορικού Αρχείου Λευκάδας Νώντα Βαγενά. Σημειώνουμε, τέλος, ότι δεν είναι μόνο οι άνθρωποι άλλα και οι καιροί που επέτρεψαν την πραγματοποί-ηση μιας τέτοιας μελέτης. Ας είναι λοιπόν και γι αυτό ή γραφή μας μια μαρτυρία.

Μ.Τ.-Σ. — Ν.Σ. Παρίσι, 25 του Μάρτη 1985

Page 10: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 11: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Κάθε κατάδυση στις περιοχές της ιστορίας έχει, γι ' αυτόν που την επιχειρεί, και μια λειτουργία χρηστική. Αναζήτα, στα περα-σμένα, στοιχεία ικανά να συμβάλουν στη συγκρότηση ενός λόγου σύγχρονου —λόγου που να μπορεί να λειτουργεί συνεκτικά και αποτελεσματικά σε δύο τουλάχιστον πεδία. Αναζήτα δηλαδή νόημα και καλή διαχείριση των τωρινών υπαρξιακών και κοινωνικών υποθέσεων που τον αφορούν.

Οι τρόποι αυτής της αναζήτησης και τα οποιαδήποτε ευρή-ματα προκύπτουν είναι πράγματα προβληματικά. Συνήθως δη-μιουργούν λίγες βεβαιότητες και πεποιθήσεις, ενώ θέτουν υπό αί-ρεση αρκετές.

Ή πιθανολογική διατύπωση και ή στοχαστική υφή των θεω-ρούμενων απαντήσεων, ή αποδοχή της αβεβαιότητας είναι, στα αν-θρώπινα, ή πιο αβέβαιης τύχης αρετή. Κατά συνέπεια, κάθε λόγος περί ιστορίας απειλείται από την τάση εκλεκτικής ανάγνωσης των (κατά κανόνα τμηματικών) δεδομένων και μαρτυριών. τα μή ανα-γνώσιμα μέρη της μαρτυρίας, τα χάσματα στο αντιληπτικό πεδίο, τα «σκοτώματα», που είναι εγγενή σε κάθε ερευνητικό παράδειγμα, τείνουν να καλύπτονται με την προβολή προς τα πίσω νοητικών κατασκευών του τώρα1. Ή επίγνωση αυτού του κινδύνου προσδιορίζει

1. Για την έννοια του παραδείγματος, βλ. T. S. Kuhn, Ή δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, εκδ. «Σύγχρονα Θέματα», Θεσσαλονίκη 1981. Ή ελληνική μετάφραση των Γ . Γεωργακόπουλου και Β. Κάλφα συνοδεύεται από μια άκρως κατατοπιστική εισαγωγή, γραμμένη από τον Β. Κάλφα. Ένα παράδειγμα αποτελείται από «2να Ισχυρό πλέγμα εννοιολογικών, θεω-ρητικών, πειραματικών και μεθοδολογικών, ακόμη και οιονεί-μεταφυσικών

Page 12: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ρίζει και τα όρια και τη σημασία της ιστορικής έρευνας. Τα όριά της μας υπενθυμίζουν ότι ή απώλεια πληροφορίας, στα

επίπεδα και της μαρτυρίας-μηνύματος και του κώδικα της ανάγνω-σής του, είναι τέτοια που καθιστά άτοπο κάποιο θετικιστικό όνει-ρο αναπαράστασης του παρελθόντος «με ακρίβεια» 1 . Ή σημασία

παραδοχών, το σύνολο των πεποιθήσεων, των αναγνωρισμένων άξιων και των τεχνικών που ασπάζονται τα μέλη μιας δεδομένης ομάδας επιστημόνων». Καθορίζοντας το τί είναι έγκυρο πρόβλημα και τί έγκυρη λύση, το παράδειγ-μα λειτουργεί ως ένα είδος γνωστικού φίλτρου, μέσα από το όποιο επιτελείται ή ανάγνωση της πραγματικότητας και των σχετικών προτάσεων. «Όταν

αλλάζει το παράδειγμα, μαζί του αλλάζει και ο ίδιος ο κόσμος... οι επιστήμο-νες... κοιτάζουν σε νέα μέρη... βλέπουν νέα και διαφορετικά πράγματα... [Βρίσκουν ότι] έχουν αλλάξει και τα ίδια τα δεδομένα». το παράδειγμα, λοιπόν, καθορίζοντας το τί και το πως είναι ορατό, θεμιτό, εφικτό, έγκυρο,

σε σχέση με τους νοητικούς όρους και με τις νοητικές πράξεις που συσχετί-ζουν αυτούς τους όρους μεταξύ τους και με τα πράγματα, υποχρεωτικά εμ-περιέχει μια σειρά «τυφλά σημεία», μια σειρά «σκοτώματα» στη θέαση του κόσμου. Είναι το αναπόφευκτο τίμημα για τη συγκρότηση ενός λόγου και μιας εικόνας περί του κόσμου, με συνοχή και με νόημα. Όταν ο λόγος και ή εικόνα περί του κόσμου αναφέρονται στο παρελθόν, ή πιο εύκολη ανάμεσα

στις λύσεις που εξασφαλίζουν τη συνοχή και το νόημα είναι βέβαια ο αναχρο-νισμός.

1. Ή έννοια του «θορύβου», της απώλειας κατά τη μεταβίβαση πληρο-φορίας, παραπέμπει σ' ένα φαινόμενο σύμφυτο στην ίδια την πράξη της επι-κοινωνίας. στα πλαίσια μιας ιστορικής έρευνας, το υπό ανάγνωση και αξιο-λόγηση μήνυμα, ή μαρτυρία, υπόκειται σ' αυτό το γενικό φαινόμενο σε τρία τουλάχιστον επίπεδα: πρώτο, τα γεγονότα που συνέβησαν διέπονταν από μια λογική που είναι, κατά κανόνα, διάφορη από αυτήν του ερευνητή' δεύτερο, ή μαρτυρία περί των γεγονότων διατυπώθηκε με βάση κώδικες που είναι, κατά κανόνα, διάφοροι από αυτούς του ερευνητή' τρίτο, και οι μαρτυρίες τεί-νουν να εμφανίζουν κενά, και οι κώδικες που χρησιμοποιεί ο ιστορικός μάρτυρας και ο ερευνητής εμφανίζουν «εγγενή σκοτώματα» (βλ. και σημ. σ. 9). Άρα ο «θόρυβος» τείνει να είναι τέτοιος, που ή «με ακρίβεια» αναπαράσταση του παρελθόντος είναι μάλλον ανέφικτη πραγματολογικά, και κακός ή απρό-σφορος σύμβουλος στο επιχειρησιακό μέρος του ιστορικού διαβήματος. σε σχέση με αυτόν τον εγγενή, στο ιστορικό εγχείρημα, περιορισμό υπενθυμί-ζουμε δυο τοποθετήσεις: α) Κατά τον Μακιαβέλλι, ή ισχύς ενός εξοπλισμού

Page 13: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

της έγκειται στην προσφορότερη ανάγνωση των διαδοχικών συνα-φειών, όπου οι τωρινές πολιτισμικές και ψυχολογικές κατασκευές εγγράφονται και λειτουργούν.

Όλβιος όστις Ιστορίης έσχε μάθησιν: Ακόμη και γι ' αυτούς που γελιούνται στα συμπεράσματά τους, ή ενασχόληση με την αυστηρότητα του διαβήματος και τον πλούτο του υλικού επιτρέπει την προσέγγιση στην αίσθηση της διάρκειας και της φθοράς, του μέτρου και του σεβασμού της διαφοράς, των ορίων του βίου ατό-μων και πολιτισμών, και των μεγάλων ή μικρών, καλών ή κακών, που κατά τη διάρκεια του περιορισμένου βίου τους μπορούν να επιτελέσουν άτομα και ομάδες, χωριά χαμένα ή αυτοκρατορίες, καθημερινές κινήσεις ή Ρουβίκωνες. Ή ιστορία είναι πηγή και κριτήριο ήθους και ηθών. Κάνοντας, λοιπόν, προβληματικό το οικείο και οικείο το λησμονημένο, έχει και μια διάσταση απορητική και ποιητική. από τα ίχνη άλλων καιρών συγκροτεί πεδία όπου λει-τουργεί και ή γνώμη και ή απόλαυση —αυτό δηλαδή που τον άν-θρωπο και τον πολίτη «εν φαντασία και λόγω (παρα)κινεί». και φυσικά, ή ιστορική διερεύνηση, με αφετηρία πάντα ερωτήματα που διατυπώνονται άμεσα, δεν δίνει τελικά τη λέξη, μόνο δείχνει τον τόπο. Ή απάντηση που θα δοθεί εγκαλεί, ως προς το είδος της, τη δική μας και μόνο ευθύνη.

Απ' ό,τι φαίνεται, ή αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β, ενός κώδικα νεκρού κι ενός μηνύματος κλειστού και τελειωμένου, που αφορούν συμβάντα χωρίς συνέχεια στο σήμερα, είναι ευκολό-τερη από την ιστορικοποίηση κωδίκων, μηνυμάτων και φαινομέ-νων που αποτελούν τμήματα της τωρινής μας εμπειρίας. Κι όχι μόνο γιατί συνήθως είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουμε τον κώδικα για να σχολιάσουμε αυτόν τον ίδιο, αλλά και γιατί ή ναρκισσική επένδυση του τωρινού φαινομένου δυσχεραίνει την ανά-δειξή του σε αντικείμενο κριτικού και ιστορικού στοχασμού.

προσδιορίζεται από το πιο αδύνατο σημείο του. β) Κατά τον Ζ. Λακάν, ή ιδιαιτερότητα της μεθόδου έγκειται στα μέσα στα όποια καταφεύγει, προτά-σεις που ισχύουν και στην περίπτωση της ιστορικής μεθόδου.

Page 14: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Ή δυσκολία αυτή φαίνεται μεγαλύτερη όταν το αντικείμενο της ιστορικής ερευνάς είναι ή νεότητα και ο ιστορικός ζει σήμερα σε μια κοινωνία, οπού ή μυθοποίηση της εικόνας της νεότητας

είναι ένα από τα κεντρικά στοιχεία του πολιτισμού μας1. Σ ' αυτό το πλαίσιο εγγράφεται και το δικό μας εγχείρημα:

Αντιμέτωπο με τους πειρασμούς του αναχρονισμού, με τις ναρ-κισσικές απαιτήσεις της εικόνας του αντικειμένου του, με τους περιορισμούς που υπαγορεύει ή επιλογή μας να μελετήσουμε την ιστορικότητα της νεότητας, χρησιμοποιώντας ως υλικό κάτι που φαίνεται πεζό και στοιχειώδες: τα δεδομένα της ιστορικής δημο-γραφίας και νοσολογίας.

Ή συγκρότηση μιας νέας γενιάς στην Ελλάδα, στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, αποτελεί το αντικείμενο αυτής της ιστορικής δη-

μογραφικής και νοσολογικής μελέτης. Ελπίζουμε ότι ή έκθεση θα δείξει κατά πόσο ένα τέτοιο διάβημα είναι και ιστοριογραφικά

αναγκαίο και μεθοδολογικά ωφέλιμο. Όπως τα νοσολογικά και δημογραφικά συμβάντα δεν είναι απλοί αριθμοί άλλα βιώματα με βάρος και επιπτώσεις, έτσι και οι στατιστικές σειρές που αντιστοιχούν

1. Από τη θέση του «μάντεως κακών» θα μπορούσε να γίνει ή υπενθύ-μιση μερικών πραγμάτων σε όσους εύκολα χάνονται στον τωρινό πληθωρι-σμό εφηβικών εικόνων και μύθων για τη ζωή και τα πράγματα του κόσμου. οι καιροί μας έχουν προσφυώς χαρακτηρισθεί «εποχή του ναρκισσισμού». με αυτό το φαινόμενο κάπως σχετίζεται ή βιομηχανία του θεάματος και οι ιδεολογικές στάσεις και καταναλωτικές συμπεριφορές που την ωφελούν. Υ-πόδειγμα αυτής της ναρκισσικής εποχής είναι και ή μυθοποίηση της νεότητας. Συνεπώς, ή απόπειρα ιστορικοποίησης της έννοιας της νεότητας, δηλαδή ή εγγραφή και των τωρινών μύθων στη διαδικασία του χρόνου και της φθοράς, θέτει σε δοκιμασία ζωτικά δεδομένα της εύθραυστης, άλλωστε, εικόνας που ο πολιτισμός μας καλλιεργεί και στον ιστορικό και στο κοινό του. Δύσκολο και να γίνει αλλιώς: Ή απορητική και ποιητική διάσταση της ιστορίας δεν μπορεί παρά να εγγράφεται και σε μια διαδικασία πένθους —μια και κάθε αληθινός της λόγος εκφέρεται από τη θέση των νικημένων και μόνο. (οι

επικρατούντες δεν χρειάζονται την Ιστορία παρά μόνο ως λόγο απολογητικό— για να μείνουμε στο πεδίο της λογοτεχνικής φαντασίας, βλ. το «1984» του G. Orwell.)

Page 15: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

χούν σ' αυτά μιλούν για στάσεις και συμπεριφορές που δεσμεύουν σε βάθος το ανθρώπινο υποκείμενο. Όσο για το συγκεκριμένο ι-

στορικό αντικείμενο, τη νεότητα, θα παρουσιάσουμε κάποια συμ-περάσματα που ελπίζουμε ότι δεν θα είναι πάντα τα αναμενόμενα.

τα δεδομένα μας έχουν περιορισμούς. το πεδίο της εμπειρικής μας διερεύνησης δεν εξαντλεί βέβαια την κλίμακα των πιθανών ευρημάτων, αλλά εικονογραφεί και τον τύπο των ευρημάτων και το είδος των προβλημάτων και προσπελάσεων που χαρακτηρίζουν τέτοιας λογής ιστορικά εγχειρήματα. Έτσι, λοιπόν, αυτά που θα εκθέσουμε είναι τόσο τα δεδομένα, όσο, κυρίως, ή λογική που διέπει τα φαινόμενα στα όποια αναφέρεται το υλικό. τα εμπειρικά ευρήματα χρησιμεύουν ως εικονογράφηση των οδηγών σημείων

της ανάλυσης και ως αφετηρία κάποιων συλλογισμών: τεκμήρια περισσότερο, και λιγότερο φωτογραφίες του παρελθόντος.

Ή ερευνά μας αναπτύσσεται σε δύο μέρη: Πρώτο, σ' ένα επί-πεδο μικροδημογραφικό. Χώρος της έρευνας είναι το νησί της Λευκάδας, χρόνος της το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. στόχος της είναι ή ανάλυση της λεπτής υφής των μηχανισμών συγκρότησης μιας νέας γενιάς και της ένταξής της στο πλέγμα των προηγούμε-νων και επόμενων γενεών. Δεύτερο, σ' ένα επίπεδο μακροδημογρα-φικό. Εδώ επιχειρείται ή επισήμανση της θέσης της νεότητας μέσα στο πλέγμα των γενεών στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο του 19ου αιώνα. οι διαθέσιμες απογραφές επιτρέπουν την ανασύσταση

της πυραμίδας των ηλικιών σε περιφερειακό και συνολικό επίπεδο. οι διαχρονικές συγκρίσεις επιτρέπουν την εκτίμηση του εδικού

βάρους της νεότητας μέσα στη δημογραφική δομή και δυναμική. οι συγχρονικές συγκρίσεις αναδείχνουν τις περιφερειακές ανισό-

τητες. Ή ανάλυση εδώ συμπεριλαμβάνει και την απαρτίωση των μα-

κροδημογραφικών παρατηρήσεων και των μικροδημογραφικών μηχανισμών σ' ένα ολικό μοντέλο δομής και δυναμικής του ελλα-δικού πληθυσμού και της θέσης της νεότητας μέσα σ' αυτές.

Page 16: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 17: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Μ Ε Ρ Ο Σ ΠΡΩΤΟ

Η ΜΙΚΡΟΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Page 18: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 19: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΚΕΦΑΛΑΙΟ A'

ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Τ Η Σ Ε Ρ Ε Υ Ν Α Σ

I. Προσδιορισμός της γενιάς αναφοράς

1. Χώρος και χρόνος της ερευνάς

θα επιχειρήσουμε τη διερεύνηση της συγκρότησης και διαδο-χής των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα παίρνοντας πρώτα ως παράδειγμα μια μικροδημογραφική περίπτωση: τη συγκρό-τηση και την πορεία μιας νέας γενιάς στο νησί της Λευκάδας μέχρι το τέλος της νεότητάς της. Συμβατικά, το όριο αυτό τοποθετείται στην ηλικία των 25 χρόνων. θα συζητήσουμε στο τέλος την προ-σφορότητα αυτής της τομής.

Ή γενιά αναφοράς, την όποια θα παρακολουθήσουμε, αποτε-λείται από το σύνολο των ατόμων που γεννήθηκαν στη διάρκεια ενός έτους. Ή χρονιά που διαλέγουμε είναι το 1823, μια κι από τότε τηρούνται λεπτομερή και μάλλον πλήρη και αξιόπιστα στοι-χεία, που αφορούν την κίνηση του πληθυσμού σε ολόκληρο το νησί. Γεννήσεις, γάμοι και θάνατοι καταγράφονται αρχικά σε κάθε ενορία, και στη συνέχεια συγκεντρωτικά σε γενικά ληξιαρχικά κατάστιχα κάτω από τον έλεγχο της κεντρικής αρχής. τα υλικά αυτά σώζονται στο Ιστορικό Αρχείο του νησιού και, με εξαίρεση μικρά κενά και φθορές, είναι πλήρη και σε καλή κατάσταση. για λόγους τεχνικούς (έλλειψη στοιχείων για τις αρχές του 1823) το διάστημα ενός έτους που διαλέγουμε εκτείνεται από την 25η του

Απρίλη 1823 μέχρι την 24η του Απρίλη 1824. Οι ίδιες ημερομη-νίες χρησιμεύουν για τον προσδιορισμό και των υπόλοιπων ετή-

Page 20: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ετήσιων μονάδων. Παρακολουθούμε την αρχική κοόρτη μέχρι την 24η του Απρίλη 1848.

οι μεταβλητές που λαβαίνουμε υπόψη μας είναι: ο χρόνος και ο τόπος του ληξιαρχικού συμβάντος, το φύλο, ή ηλικία, το όνομα και ο τόπος κατοικίας κάθε άτομου και ή αιτία θανάτου που ανα-

γράφεται στην πράξη ενταφιασμού (μέχρι το 1836-1838 περίπου). Πρόσθετα στοιχεία χρησιμοποιούνται όπου και όπως κρίνεται αναγκαίο.

2. Ζητήματα μεθόδου

Πρόκειται λοιπόν για μια διαμήκη δημογραφική και νοσολογική παρατήρηση μιας κοόρτης ατόμων, που έζησαν σε περιστάσεις σχετικά ομοιογενείς και δοκίμασαν συγκρίσιμες εμπειρίες.

οι μεθοδολογικές δυσχέρειες αυτού του τύπου παρατήρησης είναι υπολογίσιμες. Είμαστε υποχρεωμένοι να διερευνήσουμε με-γάλους όγκους αρχειακού υλικού, πολλές φορές για αποτελέσματα

που, στην ποσοτική τους τουλάχιστον διάσταση, φαίνονται πε-νιχρά: πεντακόσιες πράξεις γέννησης π.χ. μιας χρονιάς για τον εντοπισμό μιας δεκάδας γεννήσεων που μας ενδιαφέρουν (προέρ-χονται από μέλη της γενιάς αναφοράς).

Το χρονικό ανάπτυγμα της παρατήρησης δημιουργεί πρόσθε-τες δυσκολίες. Ή ποιότητα π.χ. των εγγραφών είναι άνιση κατά περιόδους. Άλλες φορές συναντάμε κενά του υλικού (στην περί-πτωσή μας, ιδιαίτερα στα χρόνια 1839-1841). Ορισμένα πάλι μέλη

της κοόρτης εξέρχονται από το χώρο παρατήρησης (φεύγουν από το νησί, και αυτό βέβαια δεν δηλώνεται)1. Συνέπεια: ή εκτίμηση

1. Οι ίδιοι οι κάτοικοι της Λευκάδας, στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, δεν εμφανίζουν τάσεις μεταναστευτικής εξόδου από το νησί. Μικρή είναι και ή ναυτική τους επίδοση. Ή μείζων μεταναστευτική κίνηση σχετίζεται με τα επαναστατικά γεγονότα στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ή στενή γεωγραφική γειτονία και ή αγγλική προστασία έκαναν τη Λευκάδα έναν από τους προνο-μιακούς τόπους καταφυγής όσων κινδύνευαν από τους Τούρκους ή όσων ήθελαν να αποφύγουν τα δεινά του πολέμου. Έτσι, π.χ., αρκετοί κάτοικοι της Πάργας, μετά την παράδοση της πόλης τους στον Αλή πασά, κατέφυγαν

Page 21: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

του επιπέδου και των ρυθμών ορισμένων δημογραφικών συμβάν-των και δραστηριοτήτων τείνει να δίνει μεγέθη που υπολείπονται

των πραγματικών (π.χ. θάνατοι ή γάμοι των μελών της κοόρτης). Αντίστροφα, για άλλα συμβάντα, τα μεγέθη που βρίσκουμε τείνουν

να υπερτιμούν τις διαστάσεις του φαινομένου (το επίπεδο επιβίω-σης π.χ., ή το ποσοστό αγαμίας των μελών της κοόρτης). Γνω-ρίζουμε ότι οι μεταναστευτικές κινήσεις ήταν μάλλον περιορι-σμένες στο χώρο και στο χρόνο που αναφέρεται ή έρευνά μας.

ο εξωτερικός έλεγχος που επιτρέπουν τα ισχυρά στατιστικά εργαλεία της σύγχρονης δημογραφικής ερευνάς εντοπίζει λίγο -πολύ ικανοποιητικά τις τάξεις των πραγματικών μεγεθών και τα περιθώρια στα οποία κυμαίνεται το πιθανό σφάλμα. Παρ' όλα αυτά, σωστό είναι να έχουμε στο νου μας ότι αυτό που αντιπροσωπεύουν

τα εμπειρικά αποτελέσματα δεν είναι παρά προσεγγίσεις του πραγ-ματικού φαινομένου. Ίδια παρατήρηση και σε ό,τι αφορά τα νο-σολογικά δεδομένα: αμφίβολης διαγνωστικής εγκυρότητας, αλλά κυρίως δύσκολο έως αδύνατο να μεταγραφούν ακριβώς με όρους

των σημερινών νοσολογικών ταξινομήσεων. Κι αυτό όχι μόνο λόγω της διαγνωστικής αβεβαιότητας, αλλά, κυρίως, λόγω της μεταλλαγής του επιστημονικού παραδείγματος που υποβαστάζει

το 1819 στη Λευκάδα. Ανάμεσά τους και οι οικογένειες Μανιάκη, Δεσύλλα, Ζούλα, Μάστρακα, Πετσάλη και Δημουλίτσα, που από τότε εγκαταστάθηκαν

στο νησί. Σχετικά με αυτό το γεγονός, βλ. Κ. Μαχαιράς, Λευκός και Λευκά-διοι επί Αγγλικής Προστασίας (1810-1864), Κέρκυρα 1940. Από την άλλη πλευρά, με την έκρηξη της Επανάστασης «εις Ακαρνανίαν είχον διαπεραιω-θεί 853 Λευκάδιοι εθελονταί, πλείστοι των οποίων ήσαν εκ των χωρίων Καρυάς και Σφακιωτών» (Κ. Μαχαιράς, ό.π., σ. 74). με την εξέλιξη των γεγονότων, όμως, και με πρόσχημα την πολιτική της ουδετερότητας, αυτές

οι μετακινήσεις από και προς τη Λευκάδα απαγορεύτηκαν από τις αγγλικές αρχές (Κ. Μαχαιράς, ό.π.). σε ό,τι αφορά τη γενιά του 1823 που μελετάμε,

μπορούμε να θεωρήσουμε ότι μόνο περιθωριακές επιπτώσεις θα είχε σ' αυτήν ή Επανάσταση, μια και λόγοι ηλικίας των μελών της δεν επέτρεπαν την αυτο-τελή μετακίνησή τους, και μόνο οικογενειακές μετακινήσεις θα μπορούσαν ίσως να συμπεριλαμβάνουν και παιδιά-μέλη της κοόρτης· δεν έχουμε άλλωστε

επισημάνει καμιά τέτοια περίπτωση.

Page 22: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

αυτά τα ταξινομικά σχήματα1. Απαιτείται συνεπώς μια ενεργητική

ανάγνωση, ερμηνευτική στην ουσία της, για τη μεταγραφή αυτών

των πληροφοριών (και των εικοτολογούμενων απωλειών πληρο-

ί . Ή τοποθέτηση του προβλήματος είναι ή ακόλουθη: «Κάθε έρευνα στο πεδίο της ιστορικής νοσολογίας βρίσκεται αντιμέτωπη

με δύο μείζονες δυσχέρειες σχετικές με την ερμηνεία των δεδομένων. Πρώτο, το ζήτημα της εγκυρότητας και της αξιοπιστίας των πηγών. στην περίπτωσή μας,, ή αξιοπιστία των εγγραφών φαίνεται να είναι ικανοποιητική. Ή εγκυ-ρότητά τους όμως θέτει μερικά λεπτά προβλήματα, σχετικά με τη δεύτερη δυσχέρεια, ή οποία αφορά τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι

εκείνης της εποχής και τη δυνατότητα μεταγραφής κάθε όρου της με όρους του σημερινού ιατρικού λεξιλογίου. Σ ' αυτό το σημείο λοιπόν πρέπει μάλλον να περιορίσουμε αισθητά τις προσδοκίες μας, μια και τα δυο συστήματα αναφοράς δεν έχουν κοινή λογική/εννοιολογική βάση — το ένα στηρίζεται κυρίως στο σύμπτωμα, το άλλο σε μια πρόσβαση ανατομο-κλινική και πα-θοφυσιολογική, ή και βιοψυχοκοινωνική. Ή λύση αυτού του αινίγματος συ-νίσταται σε μια κατάλληλη ανάγνωση, πρόσφορη από την άποψη της πλη-ροφορίας που είναι θεμιτά αναμενόμενη και αξιολογήσιμη στο πεδίο της ερ-μηνείας. Μ' άλλα λόγια, δεν μπορούμε να μάθουμε τα πάντα για τα πάντα, μπορούμε όμως να μάθουμε πολλά, αρκεί να ξέρουμε τί θέλουμε και τί είναι δυνατό να μάθουμε και ποιος είναι ο πρόσφορος τρόπος ανάλυσης του υλικού.

Μέσα σε μια τέτοια προοπτική, υιοθετήσαμε, στο επίπεδο της ανάλυσης και της ερμηνείας των στοιχείων, μια διπλή πρόσβαση, ποσοτική και ποιο-τική. Ή ποσοτική συνίσταται σε μια στατιστική ανάλυση, που έχει σαν κεντρικό της πρόβλημα την πρόσφορη ταξινόμηση των δεδομένων σε, κατη-γορίες. Ή ποιοτική συνίσταται κυρίως σε μια συμπτωματική ανάγνωση των εγγραφών, που θεωρούνται σαν ένας λόγος, και σε μια ανάλυση περιε-χομένου στο επίπεδο των εγγραφών, που θεωρούνται σαν ένα κείμενο». Βλ. Ν. Σιδέρης, «Αρρώστιες και άρρωστοι στη Λευκάδα τον 19ο αιώνα», τα Ιστορικά, τχ. 1, Σεπτέμβριος 1983, σ. 102. Σχετικά με τα τότε συστή-ματα αναφοράς, βλ.: J . -P . Desaive, J . -P . Goubert, E. Le Roy Ladurie κ.ά.: Médecins, climat et épidémies à la fin du XVIIIe siècle, Παρίσι/ Χάγη, Mouton, 1972. Σχετικά με τη σύγχρονη προβληματική, βλ.: G. L. Engel, «The clinical application of the biospychosocial model», Ame-rican Journal of Psychiatry, 137: 5, May 1980, καθώς και Β. Lown, R. A. Desilva, P. Reich, B. J . Murawski, «Psychophysiologic factors in sudden cardiac death», στο ίδιο, 137:11, Nov. 1980.

Page 23: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

πληροφορίας) με όρους που να αντιστοιχούν στα σημερινά σχήματα. από την άλλη πλευρά, από τη στιγμή που σκοπός μας δεν είναι

ή πιστή απεικόνιση κάποιου γεγονότος που συνέβη στο παρελθόν αλλά ή με νόημα αξιολόγηση του τωρινού μέτρου αυτού του γεγο-

νότος, δηλαδή ή αποδέσμευση των μηχανισμών που διέπουν το φαινόμενο και ή ένταξή τους σ' ένα λογικό μοντέλο της λειτουργίας

αυτού του φαινομένου, ή ωφελιμότητα της παρακολούθησης μιας κοόρτης γίνεται σαφέστερη. μια και τα μέλη της έζησαν περιστά-σεις σχετικά ομογενείς, και δοκίμασαν συγκρίσιμες εμπειρίες (στο σύνολο τους ή ως διακριτικά υποσύνολα), ή παρατήρηση της κοόρ-της επιτρέπει την αποδέσμευση δύο τύπων αποτελεσμάτων: Πρώ-το, γνώση της επίδρασης των μεγάλων σταθερών (οικολογικών ή κοινωνικών κλπ.) που χαρακτηρίζουν τη συνάφεια της εποχής,

στο επίπεδο της νοσολογικής και δημογραφικής πορείας μιας νέας γενιάς. Δεύτερο, επισήμανση των βαρυνουσών διαφοροποιήσεων

που επηρεάζουν τη διαφορική πορεία διακριτών υποσυνόλων της κοόρτης (αγόρια-κορίτσια κλπ.).

θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ή μέθοδος της διαμήκους παρα-τήρησης μιας κοόρτης εφαρμόζει, σε δύο διαδοχικά λογικά επί-πεδα, και την τεχνική του «μαύρου κουτιού»1.

1. Αρχικά, ή έννοια του «μαύρου κουτιού» υποδήλωνε, στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ορισμένους τύπους ηλεκτρονικών συσκευών που προέρχονταν από τον αντίπαλο. ο φόβος ότι μπορεί να ήταν παγιδευ-μένες, έτσι ώστε να εκραγούν, αν κανείς επιχειρούσε να τις ανοίξει, οδήγησε στην ακόλουθη τεχνική μελέτης της λειτουργίας τους: οι συσκευές δεν ανοί-γονται. το τί «πραγματικά» υπάρχει και συμβαίνει στο εσωτερικό τους πα-ραμένει απροσδιόριστο («μαύρο κουτί»). αυτό που αναλύεται είναι ο τρόπος

αντίδρασης των συσκευών (τα «εξερχόμενα» — output της λειτουργίας τους) όταν αυτές τροφοδοτούνται με ορισμένου τύπου ερεθίσματα («εισερχόμενα» — input). Μελετώντας τις συσχετίσεις ανάμεσα στα εισερχόμενα και τα εξερ-χόμενα, επισημαίνονται ορισμένοι πλεονασμοί, δηλαδή επαναληπτική εμφάνιση ορισμένου τύπου συσχετίσεων με κανονικό τρόπο. Ή σπουδή αυτών των πλεονασμών επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη «λογική λειτουργίας» της συσκευής, αν και ή «υλική δομή» της (κυκλώματα, διασυν-δέσεις κλπ.) παραμένει αδιευκρίνιστη. Ή γενική μορφή καταγραφής αυτών

Page 24: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

στην πρώτη περίπτωση, «μαύρο κουτί» είναι οι συνθήκες στις οποίες έζησε ή κοόρτη: από τις επιπτώσεις τους στην κοόρτη

μπορούμε να μάθουμε αρκετά πράγματα γι ' αυτές τις συνθήκες — αν όχι καθαυτές, πάντως σε σχέση με τη λειτουργία τους στο δημογραφικό και νοσολογικό πεδίο. Ποσοτική έκφραση αυτού του είδους προσπέλασης είναι ή επεξεργασία ένδεικτών1, (όπως το προσδόκιμο επιβίωσης κλπ.) που δεν εικονίζουν, βέβαια, αλλά πάντως επιτρέπουν την αξιολόγηση και την εκτίμηση των κοινωνι-κών συνθηκών, ιδιαίτερα τις συγχρονικές και διαχρονικές συγ-κρίσεις.

στη δεύτερη περίπτωση, «μαύρο κουτί» είναι ή δημογραφική και νοσολογική εσωτερική δυναμική της ίδιας της κοόρτης: Συγ-

κρίνοντας τις αποκρίσεις της σε γνωστές συνθήκες που έζησε, μπορούμε να αποδεσμεύσουμε κάποια στοιχεία αυτής της εσωτερι-κής δυναμικής. Γνωρίζοντας π.χ. ότι μελετάμε μια «κοινωνία χωρίς αντιβιοτικά», μπορούμε να εκτιμήσουμε, με βάση την εξέ-λιξη της νοσηρότητας και της θνησιμότητας, τα επίπεδα, το είδος

και τη διαφορική κατανομή της τρωτότητας και της αντίστασης του βιολογικού ιστού της κοινωνίας απέναντι στις απειλές και τις

προκλήσεις του οικολογικού πλαισίου μέσα στο όποιο υπάρχει και εξελίσσεται ή ανθρώπινη συνιστώσα της ιστορικής διαδικασίας.

Ή προσπέλαση αυτή, στο μέτρο που το «μαύρο κουτί» (όπως Εδώ)

των συμπερασμάτων είναι ή διατύπωση των «συναρτήσεων μεταφοράς» που εικονίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στις μεταβλητές εισόδου και εξόδου.

Σχετικά με τη γονιμότητα της έννοιας του «μαύρου κουτιού» στις κοινωνικές επιστήμες, βλ. P. Watzlawick, J . Heimick Beavin, Don D. Jackson:

Pragmatics of Human Communication. A Study of Interactional Patterns , Pathologies and Paradoxes, W. W. Norton & Co., Νέα Υόρκη 1967.

1. Ενδείκτης καλείται μια μεταβλητή της όποιας ή κίνηση, κατά κάποιο τρόπο, «συνοψίζει» την κίνηση του συνόλου του συστήματος ή υποσυστή-

ματος στο όποιο αντιστοιχεί. Άρα, ή μελέτη της εξέλιξης του ενδείκτου επιτρέπει μια εκτίμηση της συνολικής εξέλιξης του συστήματος. Κλασικοί

ενδείκτες είναι π.χ. το κατά κεφαλήν εισόδημα μιας χώρας ή το προσδόκιμο επιβίωσης ή ο δείκτης βρεφικής θνησιμότητας. (Μεταφράζεται Εδώ «ενδεί-κτης» ο όρος indicator, στα αγγλικά, indicateur, στα γαλλικά.)

Page 25: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

δεν είναι τελείως αδιαφανές, μπορεί να οδηγήσει σε αξιόλογα συμ-περάσματα.

Αυτή ή σύντομη επισκόπηση μερικών μεθοδολογικών από-ψεων της έρευνάς μας εικονογραφεί όχι μόνο τις αντικειμενικές δυσκολίες του εγχειρήματος, αλλά και την αναγκαιότητα της ευ-λυγισίας και της εφευρετικής φαντασίας που απαιτεί ή χρησιμο-ποίηση ή ή διαμόρφωση των κατάλληλων εννοιολογικών εργαλείων, έτσι ώστε οι σιωπές του υλικού και οι απώλειες στο πεδίο του

μηνύματος να μή μεταφράζονται σε σιωπές της ιστοριογραφίας, αλλά σε γόνιμη ανάγνωση δομών και συμπτωμάτων, σε συνεκτι-

κές και επαληθεύσιμες υποθέσεις. Συχνά οι παραμορφώσεις του λόγου και του μέτρου είναι άριστες οδοί προσπέλασης στο θέμα το όποιο αναφέρεται 1.

Τέλος, σε ό,τι αφορά τις μεθόδους και τις τεχνικές ανάλυσης των δεδομένων, οι βασικές μας αναφορές είναι οι εξής: για την

ιστορική δημογραφία, L . Henry, Manuel de Démographie Historique , Droz, Γενεύη 1967. για τη δημογραφία γενικά, R. Pressat, L'analyse démographique , P U F , Παρίσι 1961.

για την επιδημιολογική προσπέλαση, M. Jenicek, R. Cléroux, Epidemiologie , Maloine, Παρίσι 1983.

1. Ένα δείγμα θετικής αξιοποίησης της παραμόρφωσης του λόγου είναι ή επεξεργασία ενός δικού μας επιχειρησιακού ορισμού της έννοιας της «φυ-σικής ασθένειας» —βλ. Εδώ, στο Κεφ. Β' , II, αιτίες θανάτου. Ή αξιο-ποίηση των παραμορφώσεων του λόγου και του μέτρου, στην περίπτωση αυτή, επιτελείται με τη χρησιμοποίηση μιας συμπτωματικής ανάγνωσης της μαρτυρίας. Ή παραμόρφωση, ως σύμπτωμα, είναι μια θεώρηση που πα-ραπέμπει στη λογική της ψυχανάλυσης και της θεωρίας των επικοινωνιών. Γενικότερα, ή τέτοιου είδους προσπέλαση εικονογραφεί την εργασία σε μετα-διεπιστημονικό επίπεδο, δηλαδή αναπαριστά την επιστημονική πρόσβαση, ή οποία συνίσταται στην αναγωγή της λογικής των καθέκαστα επιστημών σε επιχειρησιακό εργαλείο για την καθεμιά, κοινωνική Ιδίως, επιστήμη. Πβ. τη διατύπωση του CI. Lévi-Strauss: «(Μπορεί) ο ανθρωπολόγος, χρη-σιμοποιώντας μια μέθοδο ανάλογη στη μορφή, αν όχι στο περιεχόμενο, με τη μέθοδο που χρησιμοποιεί ή δομική γλωσσολογία, να πετύχει την ίδια πρόοδο στην επιστήμη του(...;)» (Δομική Ανθρωπολογία).

Page 26: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

II. Αφετηριακή προικοδότηση. Γενικότητες

τα άτομα που συγκροτούν τη γενιά αναφοράς δεν συναντούν το κενό τη στιγμή της γέννησής τους. Αντίθετα, γεωγραφικοί

και κοινωνικοί χώροι, βιολογικά και πολιτισμικά πεδία, διαπρο-σωπικά και συμβολικά πλέγματα είναι ήδη διαθέσιμα ως προϋπο-θέσεις και ως δομές υποδοχής τους.

Το σύνολο αυτών των συνθηκών διαμορφώνει διαδοχικά συ-στήματα συναφειών, μέσα στα όποια καλούνται να κινηθούν τα

νέα ανθρώπινα όντα. Μερικές από αυτές τις συνθήκες προϋπάρχουν του τοκετού, άλλες συνδέονται ή αρχίζουν να επενεργούν αμέσως

μετά τη στιγμή της γέννησης.

1. Προγεννητική προικοδότηση

Οι συνθήκες που επενεργούν ή ενυπάρχουν ως σχετικά στα-θερό πλαίσιο διαμόρφωσης προσδοκιών και συμπεριφορών σχε-τικών με το αναμενόμενο παιδί είναι οι εξής:

α. Γεωγραφικά δεδομένα και όλα όσα συμπαρομαρτούν: κοι-νωνικές-οικονομικές δομές, πολιτισμικά στοιχεία, περιβαλλοντι-κές-οικολογικές παράμετροι.

β. το διαθέσιμο και κληρονομούμενο γενετικό υλικό, που προσ-διορίζει όχι μόνο το φύλο ως βιολογική παράμετρο, αλλά ενδεχο-μένως και γενετικά στίγματα —πηγή είτε κληρονομικών νόσων, ή προδιαθέσεων σε νόσους, είτε βιολογικών χαρακτηριστικών με προσαρμοστική θετική ή αρνητική λειτουργία. οι αιτίες θανάτου,

τα αρχεία των νοσοκομείων ή του στρατού, καθώς και βιολογικές διερευνήσεις, θα μπορούσαν να μάς πληροφορήσουν σχετικά με αυτά.

γ. Ή κοινωνική-οικονομική και επαγγελματική κατάσταση των γονέων, που επιδρά σε τομείς τόσο ποικίλους, όπως ο τρόπος

διατροφής και οι δραστηριότητες της μέλλουσας μητέρας, οι δυ-νατότητες πρόσβασης σε πηγές ιατρικής περίθαλψης και κοινω-νικής υποστήριξης, ή περιρρέουσα ατμόσφαιρα σχετικά με τη γέν-νηση κ.ά. Ή έλλειψη επαρκών τέτοιων στοιχείων στο υλικό που

Page 27: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

χρησιμοποιούμε μας υποχρεώνει να χρησιμοποιήσουμε ως ενδεί-κτη τον τόπο κατοικίας των γονέων.

δ. Ή ψυχολογική κατάσταση των γονέων γενικά, και ειδικό-τερα σε σχέση με το αναμενόμενο παιδί. Αυτή ή διάσταση είναι κατά κανόνα απροσπέλαστη. Δύο αδροί ενδείκτες θα μπορούσαν

να είναι ή ηλικία των γονέων και ή γονεϊκή τους εμπειρία (πρώτο παιδί ή μή).

ε. Ή θέση στη σειρά των αδερφιών και o ι κανόνες του οικο-γενειακού παιχνιδιού. Ή πρώτη παράμετρος εμφανίζει πολιτισμικές

συσχετίσεις με τις προσδοκίες που επενδύονται στο παιδί. Ή δεύτερη, που ή σημασία της δεν θα μπορούσε να υποτιμηθεί, θεωρείται από τη θεωρία των επικοινωνιών ως το καθοριστικό πεδίο, όπου διακυβεύεται ή ψυχική λειτουργία του παιδιού1.

ζ. το όνομα που προορίζεται για το αναμενόμενο παιδί —μια επιλογή που κατά κανόνα συνοψίζει σημαντικά πλέγματα διαγε-

νεϊκών νομιμοτήτων και προβαλλόμενων οικογενειακών στάσεων και προσδοκιών σε κάθε ατομική περίπτωση. Παράλληλα, οι χα-

ρακτήρες των επιλογών της κοινωνικής ομάδας σ' αυτόν τον τομέα μας πληροφορούν για τις συνήθειες, την παραδοσιακότητα, την

ευλυγισία, και άλλες ακόμη απόψεις του κοινωνικού φαντασιακού που υποδέχεται τη νέα γενιά.

η. Ή εικόνα του παιδιού και του γονέα, που επικρατεί σε κάθε

1. Ή θέση στη σειρά των αδερφιών συμπορεύεται με μια σειρά από «προνόμια». Από την παλιά ιστορία του Ησαύ και του Ιακώβ μέχρι την

υποχρέωση μέριμνας απέναντι στα μικρότερα αδέρφια και την αναμονή της σειράς καθενός για το γάμο του, πλήθος είναι, ιδίως στις παραδοσιακές κοινωνίες, οι κανόνες απόδοσης ρόλων και προσδοκιών, χαριστικών προνο-μίων, αλλά και επαχθών υποχρεώσεων των αδερφών, ανάλογα με τη σειρά γέννησής τους. Όσο για τη σημασία του οικογενειακού λόγου και των κανό-νων συστημικής λειτουργίας της οικογένειας στην ψυχική συγκρότηση και συμπεριφορά του παιδιού, ή σύγχρονη ψυχαναλυτική βιβλιογραφία καθώς και ή συστημική-οικογενειακή προσπέλαση της ψυχικής διαταραχής έχουν να παρουσιάσουν εκατοντάδες δημοσιεύσεις, που είναι αδύνατο να παραθέσουμε

Εδώ, έστω και κατά τρόπο ενδεικτικό (βλ. σημ. σ. 21).

Page 28: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

κοινωνική ομάδα. Δημογραφικές ενδείξεις γι ' αυτό θα μπορούσαν να είναι το ποσοστό των εξώγαμων παιδιών, ή ηλικία γάμου,

το διάστημα ανάμεσα στο γάμο και το πρώτο παιδί, το διάστημα ανάμεσα στους διαδοχικούς τοκετούς και ή ευκολία αντικατάστα-

σης ενός παιδιού που πεθαίνει, κ.ά.1.

2. Προικοδότηση στον τοκετό

οι προγεννητικές συνθήκες και επιδράσεις συνδυάζονται με τις ιδιαιτερότητες των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν τα πρώτα

βήματα στη ζωή του νεογέννητου. Ή πρώιμη προικοδότηση της νέας γενιάς έχει τις ακόλουθες διαστάσεις:

α. το φύλο ως βιοκοινωνική και ανθρωπολογική ορίζουσα, β. τα συμβάματα στον τοκετό, που καταδικάζουν ορισμένα

άτομα είτε σε πρόωρο θάνατο είτε σε διαρκείς αναπηρίες. το δημογραφικό μέτρο της ενδογενούς συνιστώσας της βρε-

φικής θνησιμότητας επιτρέπει την από κοινού εκτίμηση του ρί-<ικου που αντιπροσωπεύουν αυτά τα συμβάματα και οι μοιραίες •γενετικές ανωμαλίες.

γ. Ή εποχή της γέννησης έχει κάποια ειδική σημασία. Πρώτο, ιδιαίτερα στις εποχές που μελετάμε, κάθε εποχή του χρόνου χα-ρακτηρίζεται από μια ειδική νοσηρότητα (έξαρση π.χ. των γα-

στρεντερικών διαταραχών και της ελονοσίας το καλοκαίρι). Δεύ-τερο, οι ρυθμοί των —αγροτικών κυρίως— εργασιών περιορίζουν

τη διαθέσιμη μητρική μέριμνα. Έτσι, λοιπόν, ή επιβίωση του νηπίου (περιγεννητική, νηπιακή και βρεφική νοσηρότητα και θνη-σιμότητα) από τη μια, οι πρώιμες εμπειρίες του από την άλλη, εξαρτώνται ως ένα βαθμό και από την εποχή της γέννησής του.

δ. Ή παρουσία των γονέων. τα προβλήματα που συνήθως προκύπτουν σ' αυτόν τον τομέα είναι: πρώτο ο θάνατος της μητέ-ρας από επιπλοκές του τοκετού —συμβάν που αντιπροσωπεύει όχι μόνο την κατοπινή απουσία της φυσικής μητέρας αλλά και ένα

1. Βλ. σχετικά με αυτό το ζήτημα και τη συζήτηση για την εικόνα του βιοτικού κύκλου, Κεφ. στ', IV.

Page 29: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

πλέγμα ένοχων και συμβολικών οφειλών που ακολουθούν το νέο άτομο και στην κατοπινή ζωή του—, δεύτερο ή ορφάνια, τρίτο ή γέννηση νόθων παιδιών.

ε. οι συνθήκες διατροφής, ανατροφής και περίθαλψης του βρέ-φους, που εκφράζονται έμμεσα μεν, αλλά με σαφήνεια, στο ποσο-

στό παιδικής θνησιμότητας και στο προσδόκιμο επιβίωσης. ζ. Ή βάπτιση. Ή πράξη της ονοματοδοσίας έχει ήδη συζη-

τηθεί τόσο στην ατομική όσο και στη συλλογική της διάσταση. Είναι ή κατεξοχήν χειρονομία ένταξης του νέου ανθρώπου στα πολιτισμικά πλέγματα της κοινωνίας. Θεσμική της επικύρωση

είναι ή βάπτιση.

III. Αφετηριακή προικοδότηση : Ή γενιά αναφοράς

Ας δούμε τί μπορεί να μάς προσφέρει ως πληροφορίες γι ' αυτά τα ζητήματα το υλικό που αφορά τη Λευκάδα.

Το ερώτημά μας είναι: Πόσοι, ποιοί, που και πως ξεκινούν τη βιοτική διαδρομή που θα παρακολουθήσουμε;

Ή ιστορική δημογραφία μπορεί να δώσει κάποιες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα προτείνοντας μέτρα (ακριβή ή συμβατικά) και εκτιμήσεις (άμεσες ή με τη χρήση ενδεικτών).

1. Αριθμητική των γεννήσεων

Ή γενιά αναφοράς περιλαμβάνει τα παιδιά που γεννήθηκαν στα 1823, συνολικά 620 άτομα.

το πρώτο ζήτημα που ανακύπτει είναι το κατά πόσο το 1823 ήταν μια χρονιά αντιπροσωπευτικής, υψηλής ή χαμηλής γεννητι-κότητας σε σχέση με την περίοδο που μελετάμε. δεν διαθέτουμε τέτοιου τύπου στατιστικά δεδομένα για την πριν από το 1823 πε-ρίοδο. Αντίθετα, τέτοιου είδους στοιχεία είναι διαθέσιμα (βλ. Παράρτημα I) για την εποχή μετά το 1823.

στη δεκαετία 1823-1832, ο μέσος όρος του ετήσιου αριθμού γεννήσεων είναι Χ = 540.0, με σταθερή απόκλιση S D = 63.2. Κατά συνέπεια, ο αριθμός γεννήσεων στα 1823 (620) εμφανίζει

Page 30: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

—σε σχέση με τον μέσο όρο— απόκλιση ή οποία δεν αντιστοιχε ί σε διαφορά στατιστικά σημαντική, αλλά στις σύμφυτες με το είδος των περιγραφόμενων συμβάντων τυχαίες διακυμάνσεις 1 . Άρα, το

1 8 2 3 μπορε ί να θεωρηθε ί —σε σχέση με τον αριθμό των γεννή-σεων— χρονιά αντιπροσωπευτική της περιόδου αυτής.

για την επόμενη δεκαετία ( 1 8 3 3 - 1 8 4 2 ) ο υπολογισμός αυτός είναι ανέφικτος λόγω των κενών του πληροφορικού υλικού στα χρόνια 1 8 3 9 - 1 8 4 2 . Αντίθετα, μια απάντηση είναι εφ ικτή σε σχέση

με την επόμενη δεκαετία ( 1 8 4 3 - 1 8 5 2 ) . Πραγματικά, στη δεκαε-τία αυτή ο ετήσιος αριθμός γεννήσεων είναι στατιστικά της ίδιας τάξης με αυτόν του 1823 . ο ετήσιος μέσος όρος γεννήσεων είναι Χ = 6 1 8 . 7 (με σταθερή απόκλιση S D = 59 .4 ) , δηλαδή όσος σχε-δόν και ο αριθμός γεννήσεων (620) στα 1823 . σε σχέση με όλο το β ' τέταρτο του 19ου αιώνα, ένας παρόμοιος υπολογισμός 2

1. Αν μετατρέψουμε τον αριθμό γεννήσεων στη δεκαετία 1823-1832 σε μια κανονική κατανομή με Χ = 0 και S D = 1, ô αριθμός γεννήσεων του

1823 αντιστοιχεί, ως τυποποιημένη τιμή (standard score), σε ζ = 1,27. Ή τιμή αυτή, με θετικό και αρνητικό πρόσημο αντίστοιχα, προσδιορίζει

τα άνω και κάτω όρια της επιφάνειας που περιλαμβά-νεται ανάμεσα στον άξονα των τετμημένων (ζ) και την τυπική κανονική καμπύλη (το γραμμοσκιασμένο τμήμα

στο διπλανό σχήμα). Ή επιφάνεια αυτή αντιστοιχεί στα 0 .3980x2 = 0.796 του συνόλου. αυτό σημαίνει ότι ο αριθμός γεννήσεων του 1823 περιλαμβάνεται στην πε-ριοχή όπου μπορούν, με βάση τις τυχαίες διακυμάνσεις,

να κατανεμηθούν τα 80% των παρατηρήσεων. Ή πι-θανότητα να πρόκειται, στα 1823, για απόκλιση που να μην οφείλεται σε τυχαία διακύμανση είναι συνεπώς μικρή (ρ<* .20) και οπωσδήποτε όχι στατιστικά

σημαντική. για το τεχνικό μέρος των στατιστικών υπολογισμών χρη-σιμοποιούμε το βιβλίο του R. Β. Mc Call, Fundamental Statistics for Psychology, 2nd edition, Harcourt Brace Jovanovitch, Inc., Νέα Υόρ-κη 1975.

2. Εξαιρούνται από τον υπολογισμό οι χρονιές 1839-1842 λόγω των κενών του υλικού. τα κενά αυτά αφορούν κατά κύριο λόγο τα χωριά. στην πόλη, οι αναφερόμενες γεννήσεις είναι, ως προς τον αριθμό τους, της ίδιας τάξης με αυτές της περιόδου 1823-1838 —άρα οι χρονιές 1839-1842 δεν φαί-

Page 31: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

δείχνει, ότι ο ετήσιος μέσος όρος γεννήσεων είναι Χ = 5 5 3 . 8 (με σταθερή απόκλιση S D = 8 2 . 6 ) . Συνολικά, οι 6 2 0 γεννήσεις του

1 8 2 3 είναι στατιστικά αντιπροσωπευτικές των επιπέδων γεννη-τ ικότητας για την πριν από το 1 8 5 0 περίοδο. Τ ο 1 8 2 3 φαίνεται λοιπόν να είναι μια χρονιά τυπική σε σχέση με τη γεννητικότητα αυτής της περιόδου1 .

Ή απογραφή του 1 8 2 4 εμφανίζει τον συνολικό πληθυσμό του νησιού ίσο με 1 7 0 1 7 άτομα. Συνεπώς, το ποσοστό γεννητικότητας (σύνολο γεννήσεων — μέσος πληθυσμός 1 8 2 3 ) είναι, κατά προσέγ-γ ιση , της τάξης του 3 6 ° / 0 0 . το ε ιδικό ποσοστό γεννητικότητας, ή το συνολικό ποσοστό γενικής γονιμότητας (σύνολο γεννήσεων — μέσος αριθμός γυναικών ηλικίας 1 5 - 4 9 ετών) είναι, κατά προ-σέγγ ιση , της τάξης του 1 6 0 ο / ο ο 2 .

φαίνεται να είναι στην πραγματικότητα εξαιρέσεις σε σχέση με τα επίπεδα της όλης περιόδου.

1. τα στοιχεία για την κίνηση του πληθυσμού της Λευκάδας προέρχον-ται, για τα χρόνια 1843-1865, από τη μελέτη μας «Δομικές αναλλοίωτες

και δημογραφικοί μετασχηματισμοί», ανακοίνωση στο Β' Διεθνές Συμπόσιο Ιστορίας, με θέμα «Μεσογειακές Οικονομίες, Ισορροπίες και Διασυνδέσεις,

13ος-20ός αι.», Αθήνα, Σεπτέμβρης 1983" για τα υπόλοιπα χρόνια, από ανέκδοτα υλικά του Ιστορικού Αρχείου Λευκάδας.

2. α) Ή κατά αδρές ομάδες ηλικιών δομή του πληθυσμού του νησιού εμφαίνεται παρακάτω, σημ. 1, σ. 34. β) Περιοριζόμαστε σε μια αδρή σχετικά

εκτίμηση των ποσοστών, εφόσον κρίνουμε ότι αυτή και πιο αξιόπιστη είναι και επαρκής για τη διερεύνηση των μηχανισμών, όπως θα δούμε παρακάτω,

γ) δεν διαθέτουμε συγκριτικά στοιχεία για το 1823 σε σχέση με τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Αντίθετα, ενδιαφέροντα συγκριτικά στοιχεία βρίσκουμε, για μια αρκετά κατοπινή εποχή, σ' ένα κείμενο άκρως σημαντικό του Clon Sté-

phanos, « L a Grèce du point de vue naturel, ethnologique, anthropo-logique, démographique et médical», στο Dictionnaire Encyclopédique des Sciences Médicales, Παρίσι 1884, σ. 365-580. σε σχέση με τη γεννητικό-τητα στην Ελλάδα στα 1868-1878, ο Clon Stéphanos παρουσιάζει τα εξής

στοιχεία: α) στο σύνολο του ελλαδικού χώρου, το ποσοστό γεννητικότητας είναι της τάξης του 27.6°/0 0 — ένα από τα πιο χαμηλά στην Ευρώπη. β) στη Λευκάδα της εποχής εκείνης, το ποσοστό αυτό ισούται με 16.9°/00 —το πιο χαμηλό στην Ελλάδα, με εξαίρεση την Κεφαλληνία, γ) Όσο για το ειδικό

Page 32: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

2. Φύλο

ο πίνακας 1 παρουσιάζει τον αριθμό των γεννήσεων κατά φύλο και τόπο γέννησης.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

Γεννήσεις 1823

Πόλη Χωριά Σύνολο

Αγόρια 100 236 336 Κορίτσια 73 211 284 Σύνολο 173 447 620

Συνεπώς, το ποσοστό αρσενικότητας ( Π . Α . ) και ή σχέση αρσενι-κότητας ( Σ . Α . ) εμφανίζουν (πίν. 2 ) τις εξής τ ι μ έ ς 1 :

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Ποσοστό (Π.Α.) και σχέση (Σ.Α.) αρσενικότητας, 1823

Π.Α. (%) Σ.Α.

Πόλη 57.80 136.99 Χωριά 52.80 111.85 Σύνολο 54.19 118.30

Όπως συμβαίνει συνήθως, οι γεννήσεις αγοριών είναι περισσότε-ρες από τις γεννήσεις κοριτσιών, ιδιαίτερα στην πόλη. ο στατι-

ποσοστό γεννητικότητας (γεννήσεις/γυναίκες 15-50 ετών) έχει για όλη την Ελλάδα τιμές της τάξης του 124°/οο> και για τη Λευκάδα της τάξης του

66°/οο (ισχύουν και Εδώ οι ίδιες συγκρίσεις, όπως και για το γενικό ποσοστό γεννητικότητας).

1. Ποσοστό αρσενικότητας καλείται το ποσοστό αρρένων (%) στο σύ-νολο των ατόμων που αντιστοιχεί σε μια ομάδα ηλικιών. Σχέση αρσενικότη-τας καλείται ο αριθμός αρρένων που αντιστοιχεί σε 100 θήλεα, σε μια ορισμένη

ομάδα ηλικιών.

Page 33: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

στατιστικός έλεγχος της απόκλισης των αποτελεσμάτων από την (ελά-χιστη) θεωρητική νόρμα του 50% υποδηλώνει ότι οι τιμές αυτές; μπορούν κάλλιστα να αξιολογηθούν ως εκδήλωση τυχαίων δια-κυμάνσεων.

θα έπρεπε όμως να σημειωθεί ότι, στην Ελλάδα του 19ου αιώνα γενικά, και στη Λευκάδα ειδικότερα, ή σχέση αρσενικότητας εμφανίζει τιμές ασυνήθιστα άνεβασμένες1.

1. Αντίστοιχες τιμές της σχέσης αρσενικότητας σε κατοπινά χρόνια, πάντα στη Λευκάδα: 105.71 στα 1833, 108.70 στα 1843, 108.46 στα 1853, 115.36 στα 1863. οι αριθμοί αυτοί φαίνονται συμβατοί με τη διπλή υπόθεση της τυχαίας διακύμανσης, από τη μια, του γενικού κανόνα γέννησης περισσό-τερων αγοριών, από την άλλη. Αξίζει όμως να σημειωθεί αυτό που αναφέρει

ο Clon Stéphanos, ό.π., για μεταγενέστερη βέβαια εποχή (1868-1878): «στο σύνολο του ελλαδικού χώρου, ή σχέση αρσενικότητας (111:100) είναι μια

από τις υψηλότερες στην Ευρώπη. Ή Λευκάδα εμφανίζει σ' αυτή την πε-ρίοδο τη μέγιστη τιμή της σχέσης αρσενικότητας (156:100) σ' όλη την Ελ-λάδα. αυτό αποτελεί καθαρά τυχαία διακύμανση (τόσο έντονη όμως επί

μια δεκαετία;) ή βιολογική, ή περιβαλλοντική ιδιαιτερότητα της Λευκάδας; Εκλεκτική απόκρυψη (ή παράλειψη καταγραφής) της γέννησης κοριτσιών,

ίσως εκλεκτική θηλεοκτονία των νηπίων ; Περισσότερες από μια —λιγότερο ή περισσότερο πιθανοφανείς— υποθέσεις, που πρέπει να ελέγξουμε. Μ' αυτά

τα δεδομένα θα μπορούσε ίσως να συσχετισθεί ή σπάνια στην Ευρώπη υπεροχή των αρρένων στον πληθυσμό (108 άνδρες ανά 100 γυναίκες), γεγονός περισ-

σότερο εκσεσημασμένο στη Λευκάδα (111:100)». Ή παρατήρηση αυτή (ασυ-νήθιστα υψηλή για την Ευρώπη τιμή της σχέσης αρσενικότητας στη γέννηση, σ' ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο) αξιώθηκε ειδικού σχολιασμού από τους συν-τάκτες του φυλλαδίου στατιστική της Ελλάδος. Κίνησις του πληθυσμού κατά το έτος 1884, έκδοση του Υπουργείου Εσωτερικών, Αθήνα 1866.

Αξίζει να παραθέσουμε Εδώ αυτούσιο το σχετικό χωρίο του σχολιασμού: «β') Ότι αι γεννήσεις των αρρένων υπερτερούσι τας των θηλέων καθ' άπαν-

τας τους νομούς του Κράτους. Ή υπέρβασις αύτη, γεγονός απαντώμενον και εις τα λοιπά Κράτη, εξη-

γήθη διαφοροτρόπως υπό των πολιτειογράφων, αλλ' ως παρατηρεί ο Κ. I. Α. Σούτσος (Κίνησις του πληθυσμού του 1860), ή πιθανωτέρα εξήγησις του φαινομένου τούτου είναι ότι κατά τας γεννήσεις το επικρατέστερον φύλον είναι και το πολυαριθμότερον.

Ή δε σχετική αναλογία των γεννήσεων των φύλων έχει ως εξής:

Page 34: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

3. Τόπος γέννησης

ο πίνακας 3 εικονίζει, την ποσοστιαία κατανομή των γεννή-σεων ανάμεσα στην πόλη και τα χωριά.

Κατά δε τα δύο παρελθόντα έτη, ή σχέσις αύτη εν τώ πρώην Βασιλείς ήτο τω 1860 109:96, τω 1861 107. (οι των προηγουμένων ετών πίνακες της κινήσεως του πληθυσμού εν Επτανήσω δεν μας παρέχουσι την κατά φύλον διάκρισιν των γεννήσεων.)

εκ των ανωτέρω προκύπτει, ότι κατά το 1864, αι γεννήσεις των αρρέ-νων ήσαν ανώτεραι των του 1861, διατηρηθείσης της αυτής περίπου αναλο-γίας κατά φύλον, ην ετήρησαν και αι γεννήσεις του 1860. Επομένως ή κατά

το 1861 αναφανείσα υπέρβασις του άρρενος φύλου ήτο μάλλον γεγονός έκτα-κτον, και ότι ή μεταξύ των δύο φύλων σχέσις τείνει εις το να διατηρήται

και παρ' ημίν ή αυτή πάντοτε, ως τούτο παρετηρήθη και εν Γαλλία ένθα, κατά τον Κ. Maurice Block (Statistique de la France, tome 1, p. 63), ή σχέσις αύτη διατηρείται σταθερά σχεδόν από τας αρχάς του παρόντος αιώνος, εκτός ασημάντων τινών κυματισμών, εις διάστημα δε 38 ετών έμεινε

σταθερά από 106:54 εις 105:38. Ή μεταξύ αρρένων και θηλέων γεννήσεων σχέσις ήτο εν μεν τη Γαλλία

τω 1862 105:25 αρρένων επί 100 θηλέων, εν δε τη Ιταλία τω 1863 105:97 αρρένων επί 100 θηλέων. Επομένως ή παρ' ημίν εξακριβωθείσα σχέσις του

άρρενος προς το θήλυ φύλον είναι μεγαλειτέρα, ουχί μόνον συγκριτικώς προς τα δύο ταύτα κράτη, αλλά και προς τα λοιπά κράτη της Ευρώπης. το

γεγονός τούτο, το έτι μάλλον επιβεβαιούμενον εκ της συγκρίσεως του έτους 1864 προς το 1860, παρέχει την πιθανότητα, ότι ο ανώτερος παρ' ημίν αριθ-μός των αρρένων γεννήσεων είναι γεγονός σταθερόν και ουχί έκτακτον, όπως

εχαρακτήρισεν αυτό ο σοφός Διευθυντής του στατιστικού Γραφείου της Γαλ-λίας, εξετάζων την κίνησιν του ημετέρου πληθυσμού κατά το έτος 1860 (Journal de la Société Statistique 1862, page 317).

Εκ των μέχρι τούδε γενομένων υπό των πολιτειογράφων παρατηρήσεων, εξηκριβώθη 1) ότι εις τας γεννήσεις υπερέχει το άρρεν φύλον 2) ότι ή υπέρ-

βασις αυτού είναι ανωτέρα επί του αγροτικού πληθυσμού, ελαττουμένη κατ'

Γεννήσεις αρρένων επί 100 θηλέων

Πρώην Βασιλείου Επτανήσου

Όλου του Κράτους

109:06 117:70

110:91

Page 35: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 3

Τόπος γέννησης (%), 1823

Πόλη Χωριά Σύνολο

Αγόρια Κορίτσια Σύνολο

29.76 25.70 27.90

70.24 74.30 72.10

100.00 100.00 100.00

Ή κατανομή αυτή αντανακλά με ικανοποιητικό τρόπο την αντί-στοιχη κατανομή του συνολικού πληθυσμού στην πόλη και στα

χωριά (28.10% και 71.90%), καθώς και την κατανομή των γυ-ναικών ηλικίας 15-60 ετών (31.35% και 68.65%, αντίστοιχα) και την κατανομή των ανδρών της αυτής ομάδας ηλικιών (30.83% και 69.17%, αντίστοιχα). Συνεπώς, από την άποψη της γεωγρα-φικής κατανομής, οι γεννήσεις του 1823 αντανακλούν τη διάταξη και του συνολικού και του κατεξοχήν γόνιμου πληθυσμού. Άρα,

στο μέτρο που ή διχοτομία πόλη-χωριά παραπέμπει και σε διαφοροποιήσεις οικονομικών δραστηριοτήτων, πλούτου και νοοτρο-

πιών, ή γενιά του 1823 μπορεί να θεωρείται, σε ικανοποιητικό βαθμό, ή αντιπροσωπευτική της κοινωνικής-οικονομικής και πο-

άμεσον λόγον της πυκνότητος του πληθυσμού- 3) ότι είναι μάλλον ανωτέρα εις τας γνήσιας ή εις τας νόθους γεννήσεις και 4) ότι είναι έτι μάλλον ανωτέ-ρα επί των νεκροτοκίων" 5) εξαιρετικώς δε ανωτέρα εις τας πολλαπλάς γεν-νήσεις.

ο επόμενος πίναξ παριστά την σχέσιν των γεννήσεων αμφοτέρων των φύλων κατά νομούς και επί τη βάσει 100 κατοίκων δι' έκαστον νομόν.»

Ή σύγχρονη εξήγηση της γέννησης περισσότερων αγοριών είναι ή εξής: τα σπερματοζωάρια που περιέχουν χρωμοσώματα Τ (από τα όποια προ-κύπτει αρσενικό φύλο) κινούνται, για λόγους ισχυρότερης χημειοταξίας, γρη-γορότερα από αυτά που περιέχουν χρωμοσώματα Χ, κι έτσι έχουν σχε-τικά περισσότερες πιθανότητες να γονιμοποιήσουν το ωάριο. Υπάρχουν εν-δείξεις ότι ή ποιότητα της διατροφής επηρεάζει την πιθανότητα γονιμοποίησης του ωαρίου προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση: το αλάτι, π.χ., λέγεται ότι ευνοεί τη γέννηση αγοριών.

Page 36: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

πολιτισμικής κατάστασης του νησιού, σε σχέση με την αφετηριακή προικοδότηση των νέων ατόμων1.

4. Οικογενειακή δομή

Ένα από τα καθοριστικά στοιχεία της αφετηριακής προικοδό-τησης, αλλά και της κατοπινής προσωπικής πορείας των νέων ατόμων, είναι και ή δομή της οικογένειας. Ή έλλειψη αναλυτικών ονομαστικών καταστάσεων με μνεία των συγγενικών σχέσεων των προσώπων περιορίζει σημαντικά τις δυνατότητες μελέτης των τρόπων συγκρότησης της οικογένειας στο χώρο και το χρόνο που

αναφερόμαστε. Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να αξιοποιήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση, για τη συναγωγή κάποιων αδρών συμ-περασμάτων, άλλου είδους μαρτυρίες.

για τη Λευκάδα, αυτές οι μαρτυρίες συνίστανται σε μερικά δεδομένα της απογραφής του 18242 . Ή απογραφή αυτή αναφέρει, κατά οικισμό, τον αριθμό κατοίκων, τον αριθμό σπιτιών, καθώς και τον αριθμό των (φορολογικά θεωρούμενων) αρχηγών οικογε-νειών, των οποίων αναλυτικά δεδομένα καταχωρίζονται στο Πα-ράρτημα II. Το τελευταίο στοιχείο αφορά μόνο τα χωριά. τα

1. Παραθέτουμε τα αποτελέσματα της απογραφής του νησιού στα 1824:

Άνδρες Γυναίκες Σύνολο Ηλικία Αριθμός /ο Αριθμός /ο Αριθμός % 1-15 3762 22.1 2989 17.6 6751 39.7

16-50 3433 25.5 3879 22.8 8212 48.3 5 1 + 945 5.6 1109 6.5 2054 12.1

Σύνολο 9040 53.2 7977 46.9 17017 100.0

2. Το σύνολο των δεδομένων της απογραφής αυτής (πάντα με τη μορφή συγκεντρωτικών πινάκων) βρίσκεται στον υπ' αριθμ. 32 φάκελο του ιστορικού

Αρχείου Λευκάδας. Παρουσιάζονται με τη μορφή λεπτομερούς πίνακα με τίτλο: «Quadro generale dell' abitato della città ed isola di Santa Maura, dessunto dalle anagrafi rispettive».

Page 37: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

στοιχεία αυτά επιτρέπουν μια αδρή εκτίμηση της οικογενειακής δομής στο νησί.

Το πρώτο ζήτημα που ανακύπτει είναι το κατά πόσο ή «φο-ρολογική μονάδα» που καταγράφεται αντιστοιχεί πραγματικά σε

μια οικογενειακή μονάδα, ή μήπως πρόκειται για ένα νομικό-διοι-κητικο πλάσμα. Ή, το ίδιο ερώτημα αλλιώς διατυπωμένο: Μήπως ή φορολογική μονάδα αντιστοιχεί σ' ένα είδος οικογενειακού αρ-χετύπου για «διοικητική χρήση», και το μικρό της μέγεθος δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα στην καθημερινή ζωή, όπου λειτουργούσε μια άλλη οικογένεια, ευρύτερη σε συγγενικές σχέ-σεις, σε αριθμό προσώπων και ρόλων; Επικαλούμενοι το ίδιο βασικό επιχείρημα, δηλαδή τον τύπο κατοικίας, τείνουμε να υιο-θετήσουμε και εμείς την αρνητική σ' αυτό το ερώτημα απάντηση

που ήδη έχει προταθεί άλλού1 σε σχέση με μια παρεμφερή κατάστα-ση των μαρτυριών.

με δεδομένη αυτή την τοποθέτηση οδηγούμαστε σε μια σειρά από συμπεράσματα. το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι, κατά κανόνα, σε κάθε φορολογική μονάδα-οικογένεια αντιστοιχεί ένα σπίτι —

ή, ακριβέστερα, τουλάχιστον ένα σπίτι, μια και ή κύρια τάση είναι να συναντάμε αριθμό σπιτιών μεγαλύτερο από τον αριθμό

των φορολογικών μονάδων. Καταφανή εξαίρεση σ' αυτόν τον κανόνα2 έχουμε σε πέντε

χωριά (Κατούνα, Καρυώτες, Τσουκαλάδες, Απόλπαινα και Δια-μιλιάνι). στο Διαμιλιάνι (συγκρότημα συνοικισμών, φτωχών κατά κανόνα, στον ορεινό νότο του νησιού) είναι φανερό ότι ή συγκα-

1. Βλ. μια εκτενή συζήτηση σχετικά με το μέγεθος της οικογένειας στο άρθρο του Β. Παναγιωτόπουλου, «Μέγεθος και σύνθεση της οικογένειας στην Πελοπόννησο γύρω στα 1700», τα Ιστορικά, τχ. 1, Σεπτέμβριος 1983, σ. 5-18.

2. Κριτήριο της εξαίρεσης είναι το ακόλουθο στατιστικό μέτρο: ο αριθ-μός κατοίκων ανά σπίτι πρέπει να είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό κατοίκων ανά φορολογική μονάδα, και ή διαφορά των μέσων όρων να ισούται ή να υπερ-βαίνει τη 1 σταθερά απόκλιση της διασποράς των μέσων όρων του δείκτη κάτοικοι ανά φορολογική μονάδα.

Page 38: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

συγκατοίκηση οικογενειών είναι ο κανόνας. Έντονο πρέπει να ήταν το φαινόμενο αυτό και στους Τσουκαλάδες καθώς και στην Απόλ-παινα και, σε μικρότερο βαθμό όμως, και στα άλλα δυο χωριά.

Άρα, με τις προαναφερθείσες επιφυλάξεις βέβαια, κάθε οικογέ-νεια διαθέτει, κατά κανόνα, έναν «ιδιωτικό χώρο» κατοικίας —κι

αυτό παρά την ύπαρξη των δουλειών και αλληλεγγυοτήτων που υποδηλώνει ή ύπαρξη ευρύτερων οικογενειακών ομάδων (σογιών),

όπως μαρτυρούν και τα επώνυμα των κατοίκων κάθε οικισμού1. μια συμπληρωματική διάσταση των συνθηκών κατοικίας προ-

κύπτει και από μια (μή συστηματική) επισκόπηση της αρχιτε-κτονικής των σπιτιών2. Απ' ό,τι φαίνεται, ο σπιτικός χώρος ήταν κατά κανόνα —με εξαίρεση τα πλούσια σόγια— και περιορισμένος

και σχετικά αδιαφοροποίητος. Μονόχωρα ή δίχωρα σπίτια, όπου τα ίδια δωμάτια χρησίμευαν ως τόπος καθισιού, μαγειρέματος,

φαγητού και ύπνου, αποθήκευσης σοδειάς ή ζωοτροφών, βιοτε-χνικής και χειροτεχνικής δραστηριότητας, συγκέντρωσης των με-λών της οικογένειας, των συγγενών και των γειτόνων-επισκεπτών,

με δυο λόγια χώρο συγχρωτισμού όλων των ηλικιών. ο συγχρω-τισμός αυτός προεκτεινόταν και στις αυλές και στους δρόμους,

όπου κάθονταν γέροι και γυναίκες και έπαιζαν τα παιδιά3.

1. Ορισμένοι οικισμοί έχουν πάρει το όνομά τους από τα επίθετα ισχυ-ρών οικογενειών (σογιών), όπως π.χ. Ασπρογερακάτα, Χορτάτα, Λαζα-ράτα. και αντίστροφα, ορισμένοι οικισμοί είναι ο αποκλειστικός σχεδόν τόπος κατοικίας ισχυρών οικογενειών ή οικογενειακών ομάδων, όπως π.χ.

οι Ροντογιάννηδες στους Τσουκαλάδες, οι Σολδάτοι στον Άγιο Ηλία, οι Αραβανήδες στην Καρυά, κλπ.

2. Tο θέμα αυτό συζητήθηκε αρκετά και στο Β' Συνέδριο Επτανησιακού Πολιτισμού, που έγινε στη Λευκάδα, στις 3-8 Σεπτέμβρη του 1984.

3. Και αυτό το ζήτημα θίγεται από τον Β. Παναγιωτόπουλο, ό.π., ο όποιος και παραπέμπει στον Γ . Μέγα, « Ή ελληνική οικία», Λαογραφία, τχ. 26 (1968-69). στον Clon Stéphanos (ό.π., λήμμα Hygiène) βρίσκουμε περιγραφές όπως οι ακόλουθες: «(στις αγροτικές περιοχές) οι κατοικίες

αποτελούνται κατά κανόνα από ένα μόνο Ισόγειο δωμάτιο... το μισό σπίτι προορίζεται για την οικογένεια, το άλλο μισό για τα ζώα... Όλη ή οικογένεια κοιμάται μαζί...».

Page 39: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 4

Πυκνότητα κατοίκων και κατοικιών, 1824

Σπίτια Κάτοικοι

Ν ο/ /ο Ν

Πόλη Χωριά Σύνολο

1068 2666 3734

28.6 71.4

100.0

4781 12236 17017

28.1 71.9

100.0

Τώρα, από τα στοιχεία του πίνακα 4 προκύπτει ότι ή οικογενειακή δομή είναι παρόμοια στην πόλη και στα χωριά. Κατά μέσο όρο,

σε κάθε σπίτι αντιστοιχούν 4.5 άτομα στην πόλη και 4.6 άτομα στα χωριά. από την άλλη, σε κάθε οικογένεια-φορολογική μο-

νάδα, στα χωριά (βλ. Παράρτημα II) αντιστοιχούν 4.7 άτομα κατά μέσο όρο (SD = 0.7, Ν = 32). οι ακραίες τιμές είναι: προς τα κάτω 3 άτομα ανά οικογένεια (1 περίπτωση), με αμέσως επόμενη τιμή το 3.9, και προς τα άνω 6.3 άτομα ανά οικογένεια (1 περίπτωση) με αμέσως επόμενες τιμές 5.8 (1 περίπτωση), 5.6 (1 περίπτωση) και 5.3 (6 περιπτώσεις). Κατά γενικό κανόνα, λοιπόν, το μέσο μέγεθος της οικογένειας στα χωριά είναι μεταξύ 4 και 5 ατόμων.

Επισημαίνεται και κάποια τάση συσχέτισης του μέσου με-γέθους της οικογένειας και της γεωγραφικής τοποθεσίας του οικι-σμού. Έτσι, τα χωριά με σχετικά υψηλό οικογενειακό συντελεστή βρίσκονται, κατά κανόνα, στην ορεινή ενδοχώρα καθώς και στη δυτική και νότια πλευρά του νησιού, δηλαδή έχουν σχετικά δύ-σκολη επικοινωνία με την πόλη. Αντίθετα, τα χωριά με σχετικά χαμηλό οικογενειακό συντελεστή βρίσκονται, κατά κανόνα, στην

ανατολική και νότια πλευρά του νησιού —πιο βατή από τη στε-ριά και πιο κοντά στην ηπειρωτική Ελλάδα, πιο κοντά επίσης σε προστατευμένη από τους ανέμους θάλασσα.

για την πόλη ελλείπουν τέτοιου είδους στοιχεία. Ωστόσο, ή σύγκριση του αριθμού κατοίκων ανά σπίτι στους 6 τομείς (se-stieri) που χωριζόταν ή πόλη δείχνει ότι στην ίδια περιοχή τιμών

Page 40: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

κινείται και Εδώ ο μέσος αριθμός μελών της οικογένειας (4.1, 4.1, 4.7, 4.8, 5.0 και 5.0 κάτοικοι ανά σπίτι σε κάθε τομέα).

Συμπερασματικά, στους τομείς της πυκνότητας κατοίκησης και του μεγέθους της οικογένειας, παρατηρείται σχετική ομοιο-γένεια ανάμεσα στην πόλη και τα χωριά, με βασική δομική μο-νάδα τη μονοεστιακή οικογένεια μέσου μεγέθους (4-5 άτομα) και με ιδιωτικό χώρο κατοικίας. Ή κοινή κατοικία πολλών μονοε-

στιακών οικογενειών, ή ή πολυεστιακή οικογένεια κάτω από την ίδια στέγη, φαίνονται να είναι μάλλον εξαιρέσεις, αν και ή απου-σία κοινής στέγης δεν αποκλείει τη λειτουργική γειτονία ευρυτέρων

οικογενειακών ομάδων (σογιών). Υπέρ αυτού συνηγορεί, έκτος των άλλων μαρτυριών, και ή προφορική παράδοση καθώς και ή παρατήρηση της σημερινής κατάστασης στο νησί.

Ή εικόνα αυτή υποδηλώνει1 ότι ή οικογενειακή δομή στη Λευκάδα είναι συγκρίσιμη και συμβατή με τις εικόνες που αντιστοιχούν

στον ελλαδικό και στον ευρύτερο βαλκανικό και δυτικο-ευρωπαϊκό χώρο. Αν θα θέλαμε να εκτιμήσουμε τις λειτουργικές συνέπειες αυτής της οικογενειακής δομής στην πορεία της νέας γενιάς, θα μπορούσαμε να τις συνοψίσουμε ως εξής:

Ή ολιγοπρόσωπη, σχετικά, και μονοεστιακή οικογένεια, με τον ιδιωτικό της χώρο υπαρκτό (αν και μάλλον αδιαφοροποίητο), καθώς και ή σταθερότητα που ήδη χαρακτηρίζει τα επώνυμα της

εποχής, υποδηλώνουν και τα χαρακτηριστικά του συμβολικού και λειτουργικού κόσμου της οικογένειας που ανατρέφει το παιδί: σαφής διάκριση, στο συμβολικό πεδίο, των ορίων και της συνέ-χειας της οικογενειακής οντότητας, άρα και της ιεραρχίας των δια-γενεϊκών νομιμοτήτων. Ή προνομιακή αλληλεπίδραση ανάμεσα

στο παιδί και τους φυσικούς του γεννήτορες φαίνεται επίσης σαφής, αν και αυτή ή διάσταση θά 'πρεπε μάλλον να σχετικοποιη-θεί. Πραγματικά, ή ανάμειξη προηγούμενων γενεών (παππούδες-γιαγιάδες) και παράπλευρων συγγενών (μέχρι τις μέρες μας ακόμη οι μη-γονείς ενήλικες αποκαλούνται και προσφωνούνται στη Λευ-

24. Βλ. Β. Παναγιωτόπουλος, ό.π.

Page 41: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Λευκάδα «μπάρμπας» και «θεια»), στην ανατροφή του παιδιού (υλική μέριμνα και πολιτισμική διαμόρφωση), ήταν κάθε άλλο παρά πε-ριορισμένη. Γενικό φαινόμενο είναι και ο καθημερινός συγχρωτισμός

όλων των γενεών. Ή αυστηρότητα και σαφήνεια των αλληλεγγυοτήτων (πλέγ-

ματα υποχρεώσεων, αλλά και δίκτυα κοινωνικής υποστήριξης) στα πλαίσια τόσο της στενής όσο και της ευρείας οικογενειακής ομά-δας είναι, λοιπόν, μια από τις θεμελιώδεις συντεταγμένες της βιο-τικής πορείας της γενιάς που θα παρακολουθήσουμε.

5. Εξώγαμες γεννήσεις

Δείκτης της έντασης και της υφής των κοινωνικών καταναγ-κασμών, αλλά και των αντιστάσεων απέναντι σ' αυτούς τους κα-ταναγκασμούς, οι εξώγαμες γεννήσεις, βαραίνουν βέβαια στην

εξέλιξη των νέων ατόμων με δύο τουλάχιστον τρόπους: πρώτο, προσδιορίζοντας άμεσα την κοινωνική υποστήριξη ή απόρριψη

και του γεννήτορα και του παιδιού. οι συνθήκες ανατροφής και ανάπτυξης του παιδιού, αλλά και αυτές οι πιθανότητες επιβίωσης

του επηρεάζονται άμεσα από τη νομιμότητα ή μή του νεογέννητου" δεύτερο, παραπέμποντας στις συνθήκες που καθορίζουν αυτή τη

στάση υποστήριξης, ανοχής ή απόρριψης του εξώγαμου παιδιού — συνθήκες κοινωνικές και πολιτισμικές, που δεν περιορίζουν τις

εκδηλώσεις τους μόνο σ' αυτή τη συγκεκριμένη στάση, αλλά κα-θορίζουν και το συνολικό πεδίο οπού καλείται να πορευθεί κοινω-νικά το νέο άτομο.

σε γενικές γραμμές, το ποσοστό των εξώγαμων τέκνων απο-τελεί μια ένδειξη-εκτίμηση του βαθμού αναντιστοιχίας ανάμεσα

στην ερωτική επιθυμία, από τη μια, και το θεσμικό πλαίσιο της ερωτικής ζωής, από την άλλη. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι ή ερωτική αυτή επιθυμία δεν είναι πάντοτε αμοιβαία. Απ' ό,τι φαίνεται, συχνά οι ισχυροί του καιρού χρησιμοποιούσαν τη δύναμή τους

για την ικανοποίηση των δικών τους επιθυμιών και σ' αυτό τον τομέα —σε βάρος βέβαια της γυναίκας, που, μή έχοντας και εύ-κολη τη λύση της άμβλωσης, βρισκόταν τελικά μητέρα ενός άνε-

Page 42: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ανεπιθύμητου παιδιού. Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, τρεις ήταν οι δυνατές λύσεις: αποδοχή και ανατροφή του παιδιού, έκ-θεση, νηπιοκτονία.

Πληροφορίες για την έκταση της νηπιοκτονίας δεν έχουμε1. Κατά συνέπεια, μόνος εκτιμητής του βαθμού κοινωνικής αποδο-κιμασίας των εξώγαμων γεννήσεων είναι, με βάση τα δεδομένα μας, το ποσοστό εκθέτων στο σύνολο των εξώγαμων παιδιών (θεωρώντας ότι όλα τα έκθετα είναι και εξώγαμα).

Ας δούμε τώρα πως εκδηλώνονται αυτές οι γενικές θεωρήσεις στην κοόρτη που παρακολουθούμε.

στη γενιά του 1823 ανευρίσκουμε συνολικά 12 νόθα παιδιά. οι εξώγαμες γεννήσεις αντιπροσωπεύουν συνεπώς το 1.9% του

συνόλου των γεννήσεων (4.6% στην πόλη, 0 .9% στα χωριά). δεν διαθέτουμε συγκριτικά στοιχεία για τις εξώγαμες γεννήσεις

στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο στα 1823. σε σχέση με κατοπινά μεγέθη στο ίδιο το νησί, το ποσοστό νόθων στα 1823 είναι σαφώς μικρότερο από εκείνο που ανευρίσκουμε στα 1833 (11 νόθα επί συνόλου 360, δηλαδή ποσοστό 3.06%), στα 1843 (4.02%), στα 1853 (26 νόθα επί συνόλου 517, δηλαδή ποσοστό 5.03%), στα 1863 (4.33%) και στα 1864 (8.84%) -χρονιά που ή Λευκάδα κατέχει, στις γεννήσεις νόθων, την πρώτη θέση σ' ολόκληρο τον

ελλαδικό χώρο2. στο μέτρο που οι κατοπινές συγκρίσεις έχουν και

1. Ή ύπαρξη της νηπιοκτονίας θα μπορούσε να τεκμηριωθεί με μια έρευνα στα αρχεία της αστυνομικής και δικαστικής αρχής. τη θεωρούμε ω-

στόσο σχεδόν βέβαιη, με βάση την προφορική μαρτυρία (ακόμη διηγούνται στο νησί ιστορίες για ανεπιθύμητα παιδιά που «τά 'πνιγαν και τα θάβανε στον κάμπο»), καθώς και τη μεταγραφή της σε λογοτεχνική μαρτυρία (Πα-

παδιαμάντης, Θεοτόκης). Όσο για την έκταση του φαινομένου, ακριβής μέ-τρηση νομίζουμε ότι φαίνεται αδύνατη.

2. οι πηγές μας γι ' αυτές τις συγκρίσεις είναι οι ακόλουθες: α) για τις χρονιές 1843 και 1863, ή εργασία της M. Tomara-Sideris: «Le mou-

vement de la population en Leucade au 19e siècle», Mémoire de DEA, Université Paris, I, Ιούνιος 1982. β) για τις χρονιές 1833 και 1853, ανέκ-δοτο υλικό του Ιστορικού Αρχείου Λευκάδας, γ) για το 1864, ή προανα-φερθείσα έκδοση του Υπουργείου Εσωτερικών, Κίνησις του πληθυσμού

Page 43: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

αναδρομική εγκυρότητα, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι στη Λευκάδα, ή κοινωνική ανοχή, τουλάχιστον απέναντι στα νόθα,

ήταν μάλλον υπολογίσιμη. Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορεί και ο ήδη διαθέσιμος θεσμικός τόπος υποδοχής των εκθέτων.

Πραγματ ικά, στο νοσοκομείο της πόλης που, χαρακτηριστικά,, επίσημα αποκαλείται Νοσοκομείο των Φτωχών και των Νόθων,

βρίσκεται και ένα τ μ ή μ α εκθέτων και, μπροστά στο νοσοκομείο,

κατά το έτος 1864, ό.π., σ. κ.ε'. στο κείμενο αυτό σχολιάζεται και ή έντονη δυσαναλογία των γεννήσεων νόθων στα Επτάνησα σε σχέση με την υπόλοιπη

Ελλάδα. Ή τετραπλάσια συχνότητα νόθων στα Επτάνησα αποδίδεται: πρώ-το, στην υποκαταγραφή τους στην ηπειρωτική Ελλάδα και, δεύτερο, στη διαφορά ηθών και πολιτισμικής κατάστασης:

«Ως προκύπτει εκ του πίνακος, τας περισσοτέρας γεννήσεις νόθων έχει ο νομός Λευκάδος και τας ολιγωτέρας ο νομός Λακωνίας, ο δε της Μεσσηνίας, αν θεωρηθώσιν ακριβείς αι πληροφορίαι, ουδεμίαν" προσέτι δε κατά την

Επτάνησον αι νόθοι γεννήσεις εισί τετραπλάσιαι των του πρώην Βασιλείου. Ή παρουσιαζομένη αύτη μεγάλη διαφορά παρ' ημίν δύναται ίσως ν' αποδο-θή εις δύο κυρίως λόγους.

Πρώτον, εις την έλλειψιν ακριβών σημειώσεων επί των γεννήσεων των νόθων τέκνων, άτινα βλέποντα συνήθως το φως της ζωής λαθραίως τρόπον τινά, ή αποκρύπτονται υπό της μητρός, ή παρουσιάζονται και σημειούνται ως γνήσια τέκνα" τούτο δε καθίσταται έτι μάλλον εφικτόν καθόσον ως γνωστόν αι ύπ' όψιν ημών πληροφορίαι λαμβάνονται εν τω πρώην Βασιλείω υπό των εφημερίων ενώπιον των οποίων ή ψευδής ομολογία ή ή απόκρυψις του νεογνού δεν υπόκειται εις επίσημον τινά έλεγχον, ουδέ παρακολουθείται υπό των σχε-τικών του νομού διατάξεων" ενώ εν Επτανήσω αι περί κινήσεως του πληθυ-σμού πληροφορίαι λαμβάνονται εκ των πράξεων των δημοσίων ληξιάρχων

ενώπιον των όποιων καθίσταται δυσχερεστέρα ή απόκρυψις του νεογνού, ή ή μή αληθής δήλωσις της καταστάσεως υπό την οποίαν εμφανίζονται τα τοιαύτα τέκνα εν τη ζωή.

Δεύτερον, εις την διαφοράν των ηθών, καθόσον είναι ομολογούμενον, ότι ή αυστηρότης των ηθών δεν ευρίσκεται εντελώς εις την αυτήν παράλληλον εν Επτανήσω και εν τω πρώην Βασιλείω ένθα, ως γνωστόν, ή αυστηρότης αυτών είναι μεγαλειτέρα, αι δε παρεκτροπαί του πολιτισμού δεν εξέτειναν τους κλάδους των εις απάσας τας επαρχίας αυτού" καθόσον εκ των 324 νόθων του πρώην Βασιλείου, τα 119 ανήκουσιν εις τον νομόν Αττικής και Βοιωτίας, και εξ αυτών τα 116 εις μόνην την επαρχίαν Αττικής, 87 δε εις τον νομόν

Αχαΐας και Ήλιδος, και εξ αυτών τα 70 εις μόνην την επαρχίαν Πατρών,

Page 44: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

βρισκόταν πάντα ένα βαρέλι ( m o t t a ) , όπου μπορούσε κανείς να αφήσει το ανεπιθύμητο βρέφος. Μάλιστα, ή βρεφοδόχος αυτή οδή-

γ η σ ε και στην έκφραση «παιδ ί του βαρελιού». τη φροντίδα για τα έκθετα ε ί χ ε το δημόσιο, που πλήρωνε τροφούς για την ανα-

τροφή τους. Υπό την αίρεση της άγνοιας της έκτασης που είχε ή βρεφο-

κτονία (της οποίας, κατά κάποιο τρόπο, εναλλακτική μορφή θα

ώστε αι περισσότεραι νόθων γεννήσεις ανήκουσιν εις επαρχίας εντός των ο-ποίων υπάρχει μάλλον ανεπτυγμένος ο πολιτισμός, αι αρεταί και αι παρεκτρο-παί αυτού, προς δε και ο αριθμός των αγάμων ανώτερος. Άπαντα δε τα λοιπά 118 ανήκουσιν εις τους ετέρους οκτώ νομούς.

ο Κ. Legoyt εξετάζων την κίνησιν του πληθυσμού της Ελλάδος του 1860, αποδίδει τον ελάχιστον αριθμόν των παρ' ημίν σημειουμένων νόθων τέκνων εις όλως μή ακριβείς ληξιαρχικάς σημειώσεις, και εις το ότι δεν σημειούνται ως νόθα ειμή τα έκθετα μόνον τέκνα, προσθέτων ότι οιαδήποτε και αν ήναι ή αυστηρότης των ηθών εν Ελλάδι, τα παρουσιαζόμενα αποτε-λέσματα απομακρύνονται τα μέγιστα εκείνων άτινα μας παρέχει σειρά ακρι-βών παρατηρήσεων (Journal de la Société Statistique 1862, page 316). Μη αποκρούοντες τας σκέψεις ταύτας του σοφού πολιτειογράφου φρονούμεν ότι οπωσδήποτε ή αυστηρότης των παρ' ημίν ηθών εξασκεί επιρροήν τινα επί του μικρού αριθμού των νόθων γεννήσεων.

Εις άλλα Ευρωπαϊκά κράτη, ή μεταξύ νόθων και γνησίων γεννήσεων σχέσις έχει ως εξής' εν Αυστρία 12:60 νόθων γεννήσεις επί 100 γνησίων" εν Πρωσσία 8:30 επί 100" εν Γαλλία 7:43 επί 100" εν Βελγίω 7:20 επί 100, εν Αγγλία 6:30 επί 100" εν Ιταλία 4:93 επί 100.

Κατά τα έτη 1860 και 1861, εν τω πρώην Βασιλείω, ή σχέσις των νόθων προς τα γνήσια ήτο ως εξής: 1860 Γνήσια 30,560 Νόθα 298, ήτοι 0,97 επί τοις 100 1861 » 32, 174, » 231, » 0,71 » » »

Διακρίνοντες τα νόθα τέκνα κατά φύλον έχομεν, εν τω πρώην Βασιλείω 109 άρρενα επί 100 θηλέων και εν Επτανήσω 71 άρρενα επί 100 θηλέων.

Εν Γαλλία επί μεν γνησίων γεννήσεων υπολογίζουσιν 105:78 άρρενα επί 100 θηλέων, επί δε νόθων 103:58 άρρενα επί 100 θηλέων.

Κατά τα δύο παρελθόντα έτη, ή σχέσις αύτη του φύλου είχεν ως εξής εν τω πρώην Βασιλείω". 1860 άρρενα 86 επί 100 θηλέων και 114 θήλεα επί 100 αρρένων 1861 » 106 » » » » 94 » » » »

Page 45: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

μπορούσε να θεωρηθεί και ή έκθεση), υπέρ της σχετικά υπολογί-σιμης κοινωνικής ανοχής συνηγορεί και το μικρό ποσοστό των έκθετων στο σύνολο των νόθων: μόνο 2 στα 12 παιδιά. Αυτή ή τοποθέτηση πρέπει όμως να θεωρηθεί ως σχετική. Ήδη, στα 1843 και στα 1863, τα έκθετα αντιπροσωπεύουν τη μεγάλη πλειοψηφία των νόθων (βλ. σχετικά και σημ. 2, σ. 44). Κανένα έκθετο δεν κα-ταγράφεται στα χωριά. Μέχρι τις μέρες μας, από τις πιο τρέχουσες βρισιές στη Λευκάδα είναι ή επωνυμία «μούλος». Το πιο πιθανό

είναι ότι ή κοινωνική στάση απέναντι στις εξώγαμες γεννήσεις χαρακτηριζόταν από έντονη αμφιθυμία και αμφιρρέπεια. Το πράγ-μα θεωρούνταν αναγκαίο —γι' αυτό και υπήρχε θεσμική πρό-βλεψη και μέριμνα για τα νόθα, και γι ' αυτό αντιμετωπιζόταν στην πράξη ως ανεκτό (ελλείψει άλλων καλύτερων λύσεων, ίσως), αλλά αναγκαίο κακό. Γ ι ' αυτό και στην πιο κλειστή και παραδο-σιακή κοινωνία του χωριού τα έκθετα απουσιάζουν, και το ποσο-στό νόθων γενικά είναι πολύ μικρότερο Απ' ό,τι στην πόλη, γ ι ' αυ-τό και μια από τις μείζονες εικόνες της αρνητικότητας στην κοι-νωνική φαντασία είναι ή κατάσταση του νόθου.

Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι οι εξώγαμες γεννήσεις και υφίσταν-ται στα 1823 και τείνουν να αυξάνονται διαχρονικά. Πιθανές εξηγήσεις αυτού του ευρήματος θα ήταν οι εξής:

— Είτε πράγματι ή γέννηση νόθων στο νησί ήταν, στα 1823, πιο περιορισμένη (αν και το 1.9% και ιδιαίτερα το 4 .6% στην πόλη είναι ήδη ποσοστά πολύ μεγαλύτερα από τον μέσο όρο του ελλαδικού χώρου στα 1864—βλ. σημ. 2, σ. 40). αυτό θα σήμαινε

ότι, με την πάροδο του χρόνου, μια σειρά κοινωνικοί καταναγκα-σμοί χαλαρώνουν (οι ίδιοι ή ή αποτελεσματικότητά τους) και οι γεννήσεις νόθων γίνονται πιο διαθέσιμες, αν όχι και πιο άνεκτές1.

— είτε πρόκειται για ελλειμματική καταγραφή της γέννησης

1. Ή υπόθεση της χαλάρωσης των κοινωνικών καταναγκασμών συζη-τιέται και υποστηρίζεται, με βάση ευρύτερα δεδομένα, και στην προαναφερ-θείσα εργασία της Μ. Tomara-Sideris (σημ. 2, σ. 40), και στην κοινή ανα-κοίνωση μας στο Β' Διεθνές Συμπόσιο Ιστορίας, ό.π. (βλ. σημ. 1, σ. 29).

Page 46: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

εξώγαμων (ανεπιθύμητων) παιδιών, και οι παραλείψεις είναι τόσο πιθανότερες όσο πηγαίνουμε πίσω στα χρόνια.

— είτε έμμεσα υποδηλώνεται ή πιθανή έκταση της πρακτι-κής της νηπιοκτονίας, πιο διαδεδομένης στην περ ίπτωση των εξώ-γαμων παιδιών, και όσο πηγαίνουμε πίσω στα χρόνια 1 .

Καθεμ ιά Απ' αυτές τις υποθέσεις δεν αποκλε ίε ι φυσικά την άλλη.

σε σχέση με το φύλο, έχουμε 3 αγόρια (2 στην πόλη, 1 στα χωριά) και 9 κορίτσια (6 στην πόλη, 3 στα χωριά). τα έκθετα είναι ένα αγόρι κ ι ένα κορίτσι.

σε σχέση με τον τόπο γέννησης, στα χωριά και τα 4 παιδιά είναι καρπός εξώγαμης σχέσης — ή μητέρα είναι γνωστή, ο πα-

τέρας (νομικά τουλάχιστον) άγνωστος. στην πόλη, όπου τα νόθα είναι πιο συχνά και ή έκθεση θεσμικά διαθέσιμη ως λύση 2 , βρί-

σκουμε 6 παιδιά γνωστής μητέρας και άγνωστου πατέρα και 2 έκθετα (άγνωστοι και οι δύο γονείς) .

1. Εκτός από τις άλλες ενδείξεις (βλ. σημ. 1, σ. 40), ένα πρόσθετο στοι-χείο που θα μπορούσε να συνηγορεί υπέρ και να επιτρέπει την εκτίμηση της έκτασης της βρεφοκτονίας είναι και τα ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα της σχέσης

αρσενικότητας και στις επίσημα καταγραμμένες γεννήσεις και στη σύνθεση του πληθυσμού γενικότερα: τα κύρια θύματα της βρεφοκτονίας θα ήταν τα

κορίτσια. Παρόμοια υπόθεση προβάλλεται και στη μελέτη του Loyd de Mause, The History of Childhood , Souvenir Press, Λονδίνο 1976, σ. 25-29, κ.ά.

2. το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε (βλ. Μ. Tomara-Sideris, ό.π.) και στα 1843 και στα 1863: Κανένα έκθετο στα χωριά, όλα στην πόλη—και

μάλιστα, σ' αυτές τις δυο χρονιές, τα έκθετα αντιπροσωπεύουν τα 70-80% περίπου του συνόλου των εξώγαμων. Ή αυξανόμενη συχνότητα και των εξώ-γαμων γενικά και των έκθετων ειδικότερα οδηγεί, σε σχέση με την πλήρη

απουσία εκθέτων στα χωριά, στην εξής υπόθεση: είτε ή έκθεση ήταν αδια-νόητη στα χωριά, κι αυτό ίσως οφειλόταν, στην καλύτερη περίπτωση, στην έγκυρη αναγνώριση του παιδιού, ή, στη χειρότερη, στη βρεφοκτονία, είτε

οι κάτοικοι του χωριού χρησιμοποιούσαν τη θεσμική διαθεσιμότητα της πόλης (νοσοκομείο) για να εκθέσουν και αυτοί εκεί τα ανεπιθύμητα παιδιά τους. Ή διάζευξη (είτε-είτε) είναι ζήτημα γραφής: και λογικά και στην πράξη ή συνύπαρξη και των δυο συμπεριφορών είναι και δυνατή και πιθανή.

Page 47: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Και μια τελευταία περιγραφική ιδιαιτερότητα: Όλα τα εξώ-γαμα παιδιά, έκτος από δύο, είναι καρποί ερωτικής σχέσης του χειμώνα. Πραγματικά, οι μήνες σύλληψης που αντιστοιχούν σ' αυ-

τά είναι οι Δεκέμβρης, Γενάρης, Φλεβάρης και, σε μια περίπτωση, ο Μάρτης. οι δυο εξαιρέσεις είναι παιδιά του καλοκαιριού (μήνες

σύλληψης δ Ιούλης και ο Αύγουστος) —και τα δυο στην πόλη. ο κοινωνικά επικίνδυνος και ίσως εύθραυστος και ευκαιριακός

χαρακτήρας της σεξουαλικής επαφής έξω από το νόμιμο θεσμικό πλαίσιο (γάμο) ίσως είναι ή εξήγηση αυτής της εποχιακής κατα-νομής, ή οποία είναι 1 ή ακριβώς αντίθετη από την εποχιακή κα-τανομή των νόμιμων γεννήσεων (μειωμένες συλλήψεις το χειμώνα, ιδιαίτερα στα χωριά).

Αυτή ή εποχιακή ιδιαιτερότητα θα μπορούσε ίσως να οδηγή-σει στην εξής τολμηρή υπόθεση: οι εξώγαμες γεννήσεις είναι,

σε κάποιο βαθμό, καρπός αιμομεικτικών σχέσεων, μια και οι επα-φές στους μήνες του χειμώνα, που είναι νεκροί από την άποψη

των γεωργικών εργασιών, τείνουν να περιορίζονται ανάμεσα στα πρόσωπα του συγγενικού μάλλον περιβάλλοντος2. Από αυτά τα 12 παιδιά συναντήσαμε στη συνέχεια μόνο 1:

μια κοπέλα, που παντρεύεται σε ηλικία 12 ετών έχοντας ήδη αναγνωρισθεί από τον πατέρα της. αυτό το τελευταίο στοιχείο

ίσως εξηγεί, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, την απουσία κατοπι-νών ληξιαρχικών εγγραφών που να αφορούν τα υπόλοιπα νόθα

1. για την εποχιακή κίνηση των συλλήψεων και των γεννήσεων πηγή μας είναι ή εργασία της Μ. Tomara-Sideris, ό.π., για τα χρόνια 1843 και 1863.

για τα χρόνια 1833 και 1853 οι πληροφορίες μας προέρχονται από ανέκδοτα στοιχεία. για το 1823 βλ. παρακάτω.

2. μια επισκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας βρίσκεται στο βιβλίο του, Η. Maisch, L' inceste, έκδ. Robert Laftont, Παρίσι 1970. Επισημαί-

νεται ή τάση συσχέτισης των αιμομεικτικών σχέσεων με το χαμηλό οικονο-μικό-κοινωνικό επίπεδο, τον αυξημένο αριθμό μελών της οικογένειας και

τις αντίξοες συνθήκες κατοικίας. για μια λογοτεχνική μεταγραφή του θέμα-τος «αιμομειξία-εξώγαμο», στον επτανησιακό κόσμο βλ. Κ. Θεοτόκης,

Αγάπη παράνομη (στο χώρο του μυθιστορήματος), καθώς και Δ. Σολωμός, ο Λάμπρος (στο χώρο της ποίησης).

Page 48: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

έκθετα παιδιά. Πραγματικά, παράλληλα με την απουσία συμβάν-των, θα μπορούσαμε ίσως να έχουμε, σε κάποιες περιπτώσεις, είτε αναγνώριση του παιδιού, είτε υιοθεσία, είτε με κάποιο άλλο τρόπο (π.χ. παρατσούκλι) απόδοση επωνύμου, που εμπόδισε τον

εντοπισμό του θανάτου ή του γάμου αυτών των ατόμων.

6. Εποχή γέννησης

Έκτος από τις ενδεχόμενες επιδράσεις της στην κατανομή των κινδύνων αρρώστιας (ή και θανάτου) και στη διαθεσιμότητα της γονεϊκής μέριμνας, ή εποχιακή κίνηση των συλλήψεων και

γεννήσεων μάς πληροφορεί έμμεσα και για τις νοοτροπίες της εποχής, ένα δηλαδή από τα καίρια στοιχεία που συγκροτούν το

πλαίσιο υποδοχής της νέας γενιάς. ο πίνακας 5 απεικονίζει την εποχιακή κατανομή των συλλή-

ψεων και γεννήσεων στα 1823. Παρατηρούμε ότι οι γεννήσεις κάθε άλλο παρά τυχαία κατανέμονται μέσα στο χρόνο. Αντίθετα,

οι τοκετοί επέρχονται προνομιακά στους μήνες που χαρακτηρί-ζονται από περιορισμό των αγροτικών εργασιών (ιδίως το χει-μώνα), ενώ ή συχνότητά τους μειώνεται κατά πολύ στους μήνες

που χαρακτηρίζονται από φόρτο αγροτικών εργασιών. Όταν τα χωράφια απαιτούν χέρια και χρόνο, τα βρέφη είναι μάλλον ανε-πιθύμητα. Όπως είναι αναμενόμενο, ή τάση αυτή είναι πιο έκ-δηλη στα χωριά1.

Αλλιώς διατυπωμένη, από την άποψη των νηπίων δηλαδή, ή κατανομή αυτή υποδηλώνει ότι, κατά κανόνα, τα νεογέννητα έρ-χονται στον κόσμο σε μια εποχή που τείνει να τους εξασφαλίζει,

για τους πρώτους μήνες της ζωής τους, την παρουσία και τη διαθε-σιμότητα της γονεϊκής μέριμνας, γεγονός που μόνο ευνοϊκές συ-νέπειες μπορεί να έχει.

1. στον Clon Stéphanos (ό.π., σ. 433-435) ανευρίσκουμε τις ίδιες κα-νονικότητες για το σύνολο του ελλαδικού χώρου (1864-1878), καθώς και την

υπενθύμιση ότι παρόμοιες καμπύλες αντιστοιχούν και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ιδιαίτερα στην Ιταλία.

Page 49: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 5

Εποχιακή κίνηση των γεννήσεων, 1823

Συλλήψεις Απρ. Μάιος Ιούν. Ιούλ. Αύγ. Σεπτ. Οκτ. Νοέμ. Δεκ. Ιαν. Φεβρ. Μάρτ.

Γεννήσεις Ιαν. Φεβρ. Μάρτ. Απρ. Μάιος Ιούν. Ιούλ. Αύγ. Σεπτ. Οκτ. Νοέμ. Δεκ. Σύνολο

ΠΟΛΗ Αριθμός 22 16 15 10 11 5 14 9 14 17 23 14 170 Αριθμός ανά ημέρα 0.71 0.57 0.48 0.33 0.36 0.17 0.45 0.29 0.47 0.55 0.77 0.45 5.60 Αναλογικός αριθμός 152 122 103 71 77 36 96 62 101 118 165 96 1.200

ΧΩΡΙΑ Αριθμός 39 40 45 32 30 12 27 24 35 52 56 53 445 Αριθμός ανά ημέρα 1.26 1.43 1.45 1.07 0.97 0.40 0.87 0.77 1.17 1.68 1.87 1.71 14.65 Αναλογικός αριθμός 103 117 119 88 79 33 71 63 96 138 153 140 1.200

ΣΥΝΟΛΟ Αριθμός 61 56 60 42 41 17 41 33 49 69 79 67 615* Αριθμός ανά ημέρα 1.97 2.00 1.94 1.40 1.32 0.57 1.32 1.07 1.63 2.23 2.63 2.16 20.24 Αναλογικός αριθμός 117 119 115 83 78 34 78 63 97 132 156 128 1.200

(* 5 πράξεις χωρίς ακριβή ημερομηνία)

Page 50: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Οι νοοτροπικές λοιπόν δομές που υποβαστάζουν την εποχιακή κατανομή των γεννήσεων υποδηλώνουν: πρώτο, ότι και οι εκούσιες δημογραφικές δραστηριότητες είναι δέσμιες του κύκλου της σο-δειάς, αλλά και, δεύτερο, ότι συνεπάγονται μια ρύθμιση σ' αυτόν

τον τομέα, ή οποία είναι όχι μόνο συμβατή με τις απαιτήσεις των αγροτικών εργασιών, αλλά και ευνοϊκή για την επιβίωση του παιδιού1.

7. 'Ονοματοδοτικές συμπεριφορές

Ή επιλογή των βαφτιστικών ονομάτων ως συλλογικό φαινό-μενο αποτελεί εν αν ευαίσθητο δείκτη των πολιτισμικών δομών,

της υποδοχής των ιστορικών συμβάντων στο πεδίο των κοινωνικών ευαισθησιών, καθώς και των μικροκοινωνιολογικών φαινομένων

που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία του οικογενειακού φαντασιακού. σε σχέση με τη γενιά του 1823, οι ονοματοδοτικές συμπερι-

φορές που αποτελούν τμήμα της αφετηριακής της προικοδότησης επιτρέπουν μια σειρά από συμπεράσματα.

α. ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΓΟΡΙΩΝ. Ας δούμε πρώτα τί συμβαίνει στην περίπτωση των αγοριών.

ο πίνακας 6 εικονίζει τα ποσοτικά δεδομένα του ζητήματος.

1. Εκτός από τη διόλου αμελητέα επίδραση της γονεϊκής παρουσίας ή απουσίας στην ψυχική ανάπτυξη του παιδιού, οι ευνοϊκές επιπτώσεις αυτής

της διαθεσιμότητας της μητρικής, ιδίως, μέριμνας είναι σημαντικές και στο πεδίο της βιολογικής επιβίωσης. Πραγματικά, στην εποχή που αναφερόμαστε, ή παρουσία της μητέρας στους πρώτους μήνες της ζωής του βρέφους σημαί-νει, κατά κανόνα, και θηλασμό του παιδιού. και ο θηλασμός συσχετίζεται έντονα με την επιβίωση του βρέφους, Ιδιαίτερα σε σπίτια δίχως τρεχούμενο νερό και εγκαταστάσεις αποχέτευσης, όπως τα περισσότερα στη Λευκάδα

και στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Σχετικά με αυτό το ζήτημα, βλ. W. Ρ. Butz, J . -Ρ . Habicht και J . Davanzo, «Environmental Factors in the Relationship between Breastfeeding and Infant Mortality: The Role of Sanitation and Water in Malaysia», American Journal of Epide-miology, 1984, τχ. 119, σ. 516-525.

Page 51: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 6

Ονόματα αγοριών, 1823

Αριθμός βαπτ. Αριθμός ονομ. Βαπτ. / Ονόμ.

Πόλη 116 61 1.90 Χωριά 246 60 4.10

Παρατηρούμε ότι στα χωριά, αν και δ αριθμός ονοματοδοτικών συμβάντων είναι διπλάσιος από αυτόν της πόλης, το ρεπερτόριο

των χρησιμοποιούμενων ονομάτων δεν είναι πλουσιότερο. το φαι-νόμενο αυτό είναι αναμενόμενο, γιατί υπάρχει, και στα χωριά

και στην πόλη, ή τάση πόλωσης των ονοματοδοτικών επιλογών γύρω από ορισμένα κυρίαρχα ονόματα1. Συνεπώς, ο λόγος «βα-πτίσεις προς ονόματα» είναι απρόσφορο μέτρο στον τομέα της σύγκρισης του βαθμού ποικιλίας, άρα και ελευθερίας που χαρα-κτηρίζει τις ονοματοδοτικές συμπεριφορές σε κάθε πολιτισμική περιοχή.

μια λεπτομερέστερη ανάλυση μας δείχνει ότι: — στην πόλη, 1 στα 2 παιδιά (ακριβώς 50 στα 100) βαφτί-

ζεται παίρνοντας ένα από τα ακόλουθα 5 κυρίαρχα ονόματα: Ιωάννης, Νικόλαος, Γεώργιος, Δημήτριος, Σπυρίδων.

— στα χωριά, αντίστοιχα, το 4 3 % των παιδιών (102 στα 236) παίρνει ένα από τα ακόλουθα 5 κυρίαρχα ονόματα: Ιωάννης, Νικόλαος, Δημήτριος, Σπυρίδων, Παναγιώτης. Συνεπώς:

— στα χωριά, ή ελευθερία επιλογών φαίνεται σχετικά με-γαλύτερη, μια και τα 5 κυρίαρχα ονόματα καλύπτουν μικρότερο μέρος του συνολικού πεδίου των ονοματοδοτικών επιλογών (43% έναντι 50% στην πόλη).

— στον τομέα των κυρίαρχων ονομάτων, που αντιπροσω-πεύουν και τον πυρήνα του ονοματοδοτικού σκελετού του νησιού,

1. Βλ. γι* αυτά τα ζητήματα τη μελέτη της Μ. Τομαρά-Σιδέρη, «Ο-νοματοδοτικές συμπεριφορές στη Λευκάδα στον 19ο αι.» τα Ιστορικά, τχ. 2, Δεκέμβρης 1984, Αθήνα, σ. 279-316.

Page 52: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ή συγγένεια των προτιμήσεων ανάμεσα σε πόλη και χωριά εί-ναι καταφανής (4 στα 5 κυρίαρχα ονόματα είναι κοινά και στους δύο αυτούς χώρους).

και μια παρατήρηση, που παραπέμπει σε μια διαφοροποίηση ανάμεσα στην πόλη και στα χωριά: Ή απόδοση διπλού (και, σε

μια περίπτωση, τριπλού) ονόματος στο παιδί, συνήθεια που μετά το 1830 θα πάρει μαζικές διαστάσεις στο νησί1, είναι πολύ πιο συχνή στην πόλη (16 φορές σε 100 βαπτίσεις) Απ' ό,τι στα χωριά (10 φορές σε 236 βαπτίσεις).

Ή εξήγηση αυτής της διαφοράς φαίνεται μάλλον εύκολη: Ή απόδοση διπλού ή τριπλού ονόματος στη βάπτιση είναι συνήθεια

σαφώς δυτική. και ή ξένη παρουσία και επιρροή είναι ισχυρότερη στην πόλη2.

Τέλος, σε σχέση με μια άλλη πολιτισμική διάσταση, δηλαδή την προέλευση των ονομάτων, παρατηρούμε ότι:

— τα θρησκευτικά ονόματα αντιπροσωπεύουν στην πόλη το 8 0 % του ρεπερτορίου. το ίδιο ακριβώς ποσό ανευρίσκουμε και στα χωριά.

— τα προερχόμενα από την αρχαιότητα ονόματα αντιπροσω-πεύουν το 18% του συνόλου στην πόλη και το 13.3% στα χωριά.

— τα άλλα, τέλος, ονόματα αντιπροσωπεύουν το 2 % του συ-νόλου στην πόλη και το 6 .7% στα χωριά.

Συνολικά, λοιπόν, στον τομέα των πολιτισμικών αναφορών που παραπέμπουν τα ονόματα, πόλη και χωριά εμφανίζουν πα-ρεμφερή εικόνα, όπου δεσπόζει το θρησκευτικό στοιχείο κατά τρόπο αποφασιστικό.

β. ΟΝΟΜΑΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ. Ας δούμε τώρα τί συμβαίνει στα κορίτσια (πίν. 7).

1. Γ ι ' αυτό το ζήτημα, αναλυτικές πληροφορίες βρίσκονται στη μελέτη της Μ. Τομαρά,-Σιδέρη, «Δυτικές επιδράσεις στο πεδίο των ονοματοδοτικών

συμπεριφορών στα Επτάνησα», ανακοίνωση στο Β' Συνέδριο Επτανησιακού Πολιτισμού, Λευκάδα, 3-8 Σεπτέμβρη του 1984.

2. στο ίδιο.

Page 53: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 7

Ονόματα κοριτσιών, 1823

Αριθμ. βαπτ. Αριθμ. όνομ. Βαπτ./Ονόμ.

Πόλη 80 47 1.70 Χωριά 217 64 3.39

(Σημείωση: Λέγοντας «αριθμός βαπτίσεων» εννοούμε κι Εδώ, όπως και στην περίπτωση των αγοριών, όχι τον αριθμό ατόμων που βαφτίστηκαν, αλλά τον

αριθμό ονομάτων που δόθηκαν, λαβαίνοντας υπόψη και το ότι συχνά ένα παιδί παίρνει δυο ονόματα.)

Παρατηρούμε και Εδώ ότι, αν και ο αριθμός βαπτίσεων είναι σχε-δόν τριπλάσιος στα χωριά σε σχέση με την πόλη, το ρεπερτόριο των ονομάτων είναι μεν ευρύτερο, αλλά μόνο κατά 3 6 % σε σχέση με την πόλη. Έχουμε, δηλαδή, και Εδώ την εκδήλωση του φαινο-μένου της πόλωσης, αλλά ήδη επισημαίνεται ότι ή τάση είναι να χρησιμοποιείται στα χωριά ρεπερτόριο ονομάτων κοριτσιών ευρύ-τερο από αυτό της πόλης.

σε σχέση με τα 5 κυρίαρχα ονόματα, βρίσκουμε ότι: — στην πόλη, 4 στα 10 κορίτσια παίρνουν ένα από τα ακόλου-

θα ονόματα: Αναστασία, Κατερίνα, Ελένη, Αλεξάνδρα και (ισο-ψηφούν με 2 περιπτώσεις το καθένα) Μαύρα ή Άννα ή Μαρία.

— στα χωριά βρίσκουμε ξανά ότι 4 στα 10 κορίτσια παίρνουν ένα από τα ακόλουθα ονόματα: Αναστασία, Κατερίνα, Ελένη, Μαρία, Ακριβή.

Επισημαίνουμε, λοιπόν, και Εδώ την τάση ύπαρξης ενός κοινού ονοματολογικού πυρήνα που αντιστοιχεί στα κυρίαρχα ονόματα

σ' ολόκληρο το νησί —αν και ή τάση αυτή είναι σχετικά λιγότερο έκδηλη στην περίπτωση των κοριτσιών (3 στα 5 κυρίαρχα ονόματα κοινά) Απ' ό,τι στ' αγόρια.

και στα κορίτσια ή συχνότητα των διπλών ονομάτων είναι μεγαλύτερη στην πόλη (7 φορές στις 73 βαπτίσεις) Απ' ό,τι στα χωριά (6 φορές στις 211 βαπτίσεις).

Page 54: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Τέλος, σε σχέση με την προέλευση των ονομάτων, βρίσκουμε ότι:

— τα θρησκευτικά ονόματα αντιπροσωπεύουν στην πόλη το 6 2 % του συνόλου (29 στα 47), ενώ στα χωριά το ποσοστό αυ-τό είναι αισθητά μικρότερο (33 στα 64, δηλαδή 5 2 % του συνό-λου).

— τα αρχαία ονόματα είναι περιθωριακά (2 στα 47 στην πόλη, 1 στα 64 στα χωριά).

— τα άλλα ονόματα αντιπροσωπεύουν 3 4 % του συνόλου στην πόλη και 47 % του συνόλου στα χωριά. Εδώ ακριβώς συναντούμε την αντίθετη εικόνα Απ' αυτήν που παρουσιάζεται στα θρησκευ-τικά ονόματα.

γ. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ. αν συγκρίνουμε και τις τέσσερις κα-τηγορίες (αγόρια-κορίτσια σε πόλη ή χωριά) παρατηρούμε ότι:

— το ρεπερτόριο των ονομάτων τείνει να είναι πλουσιότερο στην περίπτωση των κοριτσιών και στα χωριά.

— Ή πόλωση γύρω από τα κυρίαρχα ονόματα είναι περίπου ισότιμη, με τάση ενίσχυσής της στην περίπτωση των αγοριών της πόλης.

— Υπάρχει, παρά τις διαφορές, ένας κοινός ονοματολογικός σκελετός σε ολόκληρο το νησί.

— Ή μεγαλύτερη χρήση διπλών (δυτικής άρα επίδρασης) ονο-μάτων στην πόλη είναι πιο έντονη στα αγόρια.

— τα αρσενικά ονόματα έχουν προέλευση μονολιθικά θρησκευ-τική (και δευτερευόντως από την αρχαιότητα), ενώ στα κορίτσια ισχυρότατη είναι, ιδιαίτερα στα χωριά, ή παρουσία «άλλων» ονο-μάτων, που εκφράζουν αξίες υλικές (π.χ. Χρύσα), ή ηθικές (π.χ. Αρετή), ή αισθητική-φυσική ομορφιά (π.χ. Πανώρια, Ρόδω), ή ευχή (π.χ. Καλομοίρα).

Συνολικά, λοιπόν, τα αρσενικά ονόματα τείνουν να επιλέγονται με κύρια πρόθεση τη διαιώνιση του συμβολικού κεφαλαίου της οικογένειας, όπου δεσπόζει ή εθνική-θρησκευτική αναφορά, ενώ στην περίπτωση των κοριτσιών αυτή ή σκοπιμότητα είναι πιο

Page 55: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

περιορισμένη και αφήνεται πολύ περισσότερος χώρος σ' ένα πιο ελεύθερο παιχνίδισμα του κοινωνικού φαντασιακού1.

8. Απώλεια των γονέων

Ένα συμβάν που συνήθως βαραίνει, τόσο στο υλικό όσο και στο φαντασιακό πεδίο, στη βιοτική πορεία και στην προσωπική

συγκρότηση του παιδιού είναι και ή φυσική απώλεια των γονέων. Βέβαια, στην εποχή που αναφερόμαστε, ή σχετική διαθεσιμότητα

εναλλακτικών οιονεί γονεϊκών μορφών (μεγαλύτερα αδέλφια, παπ-πούδες ή γιαγιάδες, θείοι-θείες, και άλλοι συγγενείς) μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Δεδομένη επίσης μπορεί να θεωρηθεί και ή πολιτισμική προετοιμασία του παιδιού (και των πρωτογενών ή δευτερογενών κοινωνικών ομάδων στις όποιες εντάσσεται) για ένα τέτοιο ενδεχόμενο." Ή καθημερινή παρουσία του θανάτου, ως

εμπειρία ή φάσμα, αποτελεί συστατικό στοιχείο της συγκρότησης, τόσο στο επίπεδο των εικόνων για τη ζωή και τον κόσμο όσο και

στο επίπεδο της πραγματικής λειτουργίας των κοινωνικών ομά-δων. Ωστόσο, όποια κι αν είναι ή συμβολή των διαπροσωπικών

και πολιτισμικών πηγών υποστήριξης στη διαδικασία του πένθους και, στη συνέχεια, στη λειτουργία του παιδιού με δεδομένη την απώλεια του γονέα, το βίωμα και ή πραγματική κατάσταση που

αντιστοιχεί στην ορφάνια δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως πρόσθετη

καταπόνηση που πλήττει το παιδί. Όσο κι αν ή απουσία ονομαστικών καταλόγων δεν επιτρέπει μια αναλυτική και πλήρη επισκόπηση των διαστάσεων της ορ-

φάνιας, οι πληροφορίες που προκύπτουν από την παρακολούθηση της κοόρτης μάς επιτρέπουν κάποιες αδρές εκτιμήσεις σχετικά με τη συχνότητα και τις μορφές αυτού του φαινομένου. Λέμε ότι οι εκτιμήσεις αυτές είναι αδρές και προσεγγιστικές μονάχα γιατί

ή πηγή των πληροφοριών μας είναι διαβλητή, δεν είναι δηλαδή

1. για λεπτομερέστερη συζήτηση αυτής της διάκρισης, που αφορά τη λειτουργική εικόνα του αρσενικού και του θηλυκού στο πεδίο της ονοματοδο-σίας, βλ. Μ. Τομαρά-Σιδέρη, ό.π., τα Ιστορικά, τχ. 2, σ. 297-316.

Page 56: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

εγγυημένοι απαλλαγμένη από παραλείψεις, των οποίων και την πιθανή έκταση και την ενδεχόμενη συστηματικότητα αγνοούμε (στην παρούσα τουλάχιστον φάση της ερευνάς μας).

Ή μαρτυρία που χρησιμοποιούμε είναι ή εξής: στις πράξεις θανάτου, γάμου ή γέννησης παιδιών, που αφορούν τα μέλη της γενιάς αναφοράς, κατά κανόνα (με πόσες όμως και τί είδους πα-ραλείψεις ή εξαιρέσεις;) αναγράφεται και το αν ο πατέρας του παιδιού έχει πεθάνει. Ή τυπική φόρμουλα είναι «Τάδε (γιος ή κόρη) του ποτέ Δείνα» ή «Τάδε (γιος ή κόρη) του τώρα ποτέ Δεί-να». Παρόμοια μνεία σχετική με τη μητέρα δεν συναντιέται.

με βάση, λοιπόν, αυτά τα στοιχεία μπορούμε να επιχειρήσουμε μια αδρή εκτίμηση της συχνότητας της ορφάνιας στη διάρκεια της νεότητας των ανθρώπων της εποχής. Εμφανώς, στο μέτρο

που υπάρχουν προβλήματα ως προς την αξιοπιστία της αναγρα-φής, αυτά είναι μιας και μόνο μορφής: παράλειψη. Κατά συνέπεια,

τα μεγέθη που προκύπτουν από την ανάλυση των δεδομένων μας μπορούν να θεωρηθούν έγκυρες εκτιμήσεις του ελάχιστου επιπέ-δου του πραγματικού φαινομένου.

για τον υπολογισμό αυτού του minimum αξιοποιούμε τα' στοιχεία του πίνακα 8:

ΠΙΝΑΚΑΣ 8

Αναφερόμενη απώλεια του πατέρα — Γενιά του 1823

Ηλικία (έτη) Πόλη Χωριά Σύνολο

0-4 5-9

10-14 15-19 20-24

0 0 2 3 9

1 0 3

12 24

1 0 5

15 33

0-24 14 40 54

ο αριθμός των πράξεων (γέννησης, γάμου, θανάτου) που αποτέ-λεσαν το δείγμα μας είναι συνολικά 274. Συνεπώς:

— Τουλάχιστον 54 στα 274 μέλη της γενιάς του 1823 γνω-

Page 57: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

γνωρίζουν την ορφάνια από πατέρα στη διάρκεια της νεότητάς τους, δηλαδή ένα ποσοστό της τάξης του 19.7 %.

— Πριν από το 10ο γενέθλιο ή αναφερόμενη απώλεια του πα-τέρα είναι γεγονός οριακό.

— Μεταξύ 10 και 14 ετών ή συχνότητα αυτής της απώλειας αρχίζει να ανέρχεται.

— είναι ήδη υπολογίσιμη στην ηλικία 15-19 ετών. το πο-σοστό της ορφάνιας Εδώ είναι της τάξης του 11% (15 θάνατοι πατέρα προς 137 πράξεις που αφορούν τους επιζώντες στο 15ο γενέθλιο) τουλάχιστον.

— στην ηλικία άλλωστε των 20-24 ετών, ή ορφάνια αφορά το 24.4 % τουλάχιστον των επιζώντων μελών της κοόρτης για τα όποια έχουμε κάποια αναφορά (γάμος, γέννηση παιδιού ή θάνατος).

Συμπερασματικά, λοιπόν, τουλάχιστον 1 στα 5 μέλη της νέας γενιάς γνωρίζει την ορφάνια στη διάρκεια της νεότητάς του, αν

και ή απώλεια του πατέρα, κατά κανόνα, τείνει να επέρχεται μετά την ηλικία των 15 ετών. μια και οι γυναίκες και πιο νέες παν-

τρεύονται και πιο μακρόβιες είναι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ή απώλεια της μητέρας στη διάρκεια της νεότητας θα ήταν μάλ-λον λιγότερο συχνή.

και μια άλλη διατύπωση του ίδιου αποτελέσματος: Ή μεγάλη πλειοψηφία των νέων ατόμων φτάνει στο τέλος της (με τα σημερινά κριτήρια) εφηβικής της ζωής έχοντας κατά κανόνα και τους δυο γονείς σε ζωή1.

1. Συγκριτικά στοιχεία για τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο δεν διαθέτουμε. Έμμεσες συγκρίσεις θα μπορούσαν να γίνουν με βάση το προσδόκιμο επι-βίωσης. Υπολογίζουμε (βλ. παρακάτω, Κεφ. Β', VI) ότι το προσδόκιμο

επιβίωσης στη γέννηση ήταν, στη Λευκάδα του 1823, ασυνήθιστα υψηλό, (της τάξης των 50 ετών). για να φτάσει σ' αυτά τα επίπεδα σε ολόκληρο

τον ελλαδικό χώρο θα χρειαστεί να περάσει ένας περίπου αιώνας, να φτάσουμε δηλ. στον μεσοπόλεμο. στο μέτρο λοιπόν που (αν θεωρήσουμε συγκρίσιμη

την ηλικία τεκνοποιίας στη Λευκάδα με αυτήν του υπόλοιπου ελλαδικού χώ-ρου στα 1823) ή πιθανότητα θανάτου του πατέρα αντανακλά τα επίπεδα του προσδόκιμου επιβίωσης, μπορούμε να πούμε ότι ή ορφάνια ήταν τότε λιγότερο συχνό φαινόμενο στη Λευκάδα από ό,τι στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Page 58: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

9. Λοιπές διαστάσεις της αφετηριακής προικοδότησης

από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την αφετηριακή προι-κοδότηση της γενιάς του 1823, σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, ορισμένα δεν εξετάστηκαν ακόμη. Μερικά από αυτά και ξεφεύγουν

από τα πλαίσια μιας δημογραφικής προσέγγισης και έχουν, λίγο ή πολύ, μελετηθεί αλλού. για τις κοινωνικές-οικονομικές δομές π.χ., που χαρακτηρίζουν την κοινωνία του νησιού στο σύνολο της,

αρκούμαστε να σημειώσουμε ότι πρόκειται για μια παραδοσιακή κοινωνία όπου κυριαρχεί ή αγροτική οικονομία (με προκαπιταλι-

στικές μορφές στις σχέσεις παραγωγής και όχι λίγα αρχαϊκά στοι-χεία στον τομέα των παραγωγικών δυνάμεων). Ή πατριαρχία είναι το δεσπόζον στοιχείο στις κοινωνικές νοοτροπίες, αλλά πα-τριαρχία μεσογειακού τύπου, όπου δηλαδή ή πατρική/ανδρική ανα-φορά και εξουσία είναι ο μείζων κανόνας και καταναγκασμός,

αλλά ή άσκηση της οικογενειακής εξουσίας και ή διαχείριση «των του οίκου» κατά κανόνα βρίσκονται στα χέρια της (εξιδανικευμένης και υπερπροστατευτικής) μητέρας. Ή θρησκεία είναι ένα καθορι-

στικό στοιχείο συνοχής του κοινωνικού ιστού, αν και ή αυθεντι-κότητα των θρησκευτικών πεποιθήσεων των Λευκαδίων της επο-χής δεν ήταν αυταπόδεικτη στα μάτια όλων1. οι δημογραφικές συμπεριφορές είναι αυτές που χαρακτηρίζουν τους πληθυσμούς «παλιού τύπου». για τις πολιτικές-διοικητικές δομές, τέλος, αξίζει

να σημειώσουμε τη μακρόχρονη δυτική κυριαρχία: Αυτή συνο-δεύεται από μια αξιόλογη παράδοση διοικητικής τάξης στο νησί,

από την —έστω και λειψή—- αναφορά στην πολιτική υπευθυνότητα των κατοίκων (βουλή, εκλογές, τύπος κ.ά.) και την αίσθηση της

ύπαρξης του νόμου (σύνταγμα Ιονίου Κράτους κ.τ.ό.) —και συμ-

1. Αυτή είναι π.χ. ή γνώμη που διατυπώνεται στο μνημόνιο (του 1798), Casimir Rostan, «Mémoire sur les isles ci-devant vénitiennes (Ionien-nes)», Archives du Ministère des Affaires Etrangères, Mémoires et Docu-ments, τόμ. 37, f. 245-250. Παρόμοια μιλά για το ζήτημα αυτό και ο Άγ-γλος γιατρός J . Hennen {βλ. παρακάτω).

Page 59: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

πληρώνεται, στην περίοδο που μελετάμε, με μια σειρά από μέτρα κοινωνικής και εκπαιδευτικής πολιτικής (νοσοκομείο, σχολεία κ.ά.)

με ευνοϊκές συνέπειες στη ζωή του πληθυσμού1. οι κοινωνικές-οικονομικές αυτές δομές μένουν ουσιαστικά αμε-

τάβλητες σ' όλο το διάστημα που μελετάμε, αν και παρατηρείται αισθητή εξέλιξη σε μια σειρά κοινωνικών ευαισθησιών και νοο-τροπιών2. Ή εξέλιξη αυτή, στο πεδίο των δημογραφικών συμπε-ριφορών, μπορεί να συνοψιστεί 3 ως εξής: «Φαίνεται, λοιπόν, ότι βρισκόμαστε μπρος σ' έναν πληθυσμό παλιού τύπου, όπου κυ-ριαρχεί ή φύση και ή πατριαρχία, διαιρεμένο ανάμεσα σε πόλη

και χωριά, που τείνει να εξελιχθεί προς την κατεύθυνση ενός πλη-θυσμού περισσότερο σύγχρονου, πιο ισχυρού απέναντι στη φύση

και λιγότερο άκαμπτο στο πεδίο της πατριαρχίας, καθώς και προς μια σχετική πολιτισμική ομογενοποίηση πόλης και υπαίθρου».

στα πλαίσια των κοινωνικών-οικονομικών αυτών συνθηκών,

1. Πλήθος πληροφορίες γι ' αυτές τις διαστάσεις και εξελίξεις βρίσκον-ται στα ακόλουθα κείμενα: Σ . Βλαντής, Ιστορία της Λευκάδος, τόμ. I., Αθή-να 1980, Κ. Μαχαιράς, Λευκάς και Λευκάδιοι επί Αγγλικής Προστασίας,

ό.π., Ν. Σβορώνος, «Χίοι πρόσφυγες εν Λευκάδι», Αφιέρωμα εις Κ. I. Άμαντον, Αθήνα 1940, Π. Ροντογιάννης, Ιστορία της Λευκάδος, τόμ. I και

II, Αθήνα 1980-1982, Μ. Τομαρά-Σιδέρη και Ν. Σιδέρης, «Δομικές αναλ-λοίωτες και δημογραφικοί μετασχηματισμοί», ό.π. Ειδικότερα για τη νοσο-λογική κατάσταση στο νησί: Ν. Σιδέρης, «Αρρώστιες και άρρωστοι στη Λευκάδα», ό.π., και, του ίδιου: «Κοινωνική πρόνοια και περίθαλψη στα

Επτάνησα επί Αγγλικής Προστασίας», ανακοίνωση στο Β' Συνέδριο Επτα-νησιακού Πολιτισμού, Λευκάδα, Σεπτέμβριος 1984.

2. το ζήτημα της αναντιστοιχίας αυτής ανάμεσα σε οικονομικές-κοι-νωνικές δομές και κοινωνικές-ιδεολογικές συμπεριφορές συζητιέται στην

ανακοίνωσή μας «Δομικές αναλλοίωτες και δημογραφικοί μετασχηματισμοί», ό.π., σε σχέση με τη Λευκάδα. μια ευρύτερη επισκόπηση αυτού του ζητήμα-

τος έγινε, στο ίδιο συμπόσιο, από τον εισηγητή Φ. Ηλιού, καθώς και στη, συζήτηση που ακολούθησε ανάμεσα στους Φ. Ηλιού, Ν. Σβορώνο και Σπ.

Ασδραχά (οι παρεμβάσεις τους θα δημοσιευθούν στα πρακτικά του συμπο-σίου).

3. Βλ. M. Tomara-Sideris, «Le mouvement de la population»,. ό.π.

Page 60: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

η θέση των νέων παρουσιάζει ορισμένα χαρακτηριστικά που έχουν κάποιες επιπτώσεις στην πορεία της νέας γενιάς. Έτσι, π.χ., τα

παιδιά υποχρεώνονται να εργάζονται από πολύ μικρή ηλικία1 και να επωμίζονται ευθύνες ενηλίκων μέσα στην οικογένεια (μέριμνα για τα μικρότερα αδέλφια, υποχρέωση των αδελφών να παντρέ-

ψουν πρώτα τις αδελφές κ.ά.). θα δούμε στα συμπεράσματα αυτής της μελέτης την πιθανή σημασία αυτών των καταναγκα-σμών σε σχέση τόσο με την «υλική» πορεία όσο και με την κοι-νωνική εικόνα της νέας γενιάς. Ειδικότερα, σε σχέση με τις συν-θήκες ζωής στη Λευκάδα στην περίοδο που μελετάμε, παραθέτου-με ορισμένες μαρτυρίες ξένων επισκεπτών. ο πρώτος είναι ο

Άγγλος γιατρός John Hennen2 . Ανάμεσα στις άλλες πληροφο-ρίες που δίνει, μερικές είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για την κατανόηση

του πλαισίου ανάπτυξης και συγκρότησης μιας νέας γενιάς:

«μια λίμνη με λιμνάζοντα νερά σχηματίζεται κάθε χρόνο σε μια κοιλάδα δυο περίπου λεύγες μακριά από την πόλη, προς το

νότο» (σ. 355). «(Το νησάκι Κάλαμος) έχει μετατραπεί σε καταφύγιο των προσ-

φύγων από την ηπειρωτική χώρα» (σ. 360). «τα χωριά, στο βόρειο μέρος του νησιού, είναι κατά κανόνα

πιο υγιεινά από αυτά που βρίσκονται στα νότια και νοτιοανατο-λικά» (σ. 366).

« Ή (πόλη) Αμαξική [...] αριθμεί περίπου 1400 σπίτια, σε κα-θένα μένουν κατά μέσο όρο 4.5 άτομα, δηλαδή σύνολο 6.000 ψυχές. Ή πόλη είναι σε ελεεινή κατάσταση, το κύριο υλικό για τα σπί-τια είναι το ξύλο. Υπάρχει μια ανεκτή οδός που διατρέχει την πόλη σ' όλο της το μήκος κι έχει μέγιστο πλάτος περίπου 15 πόδια. οι άλλοι δρόμοι όμως είναι κακοί, στενοί, ακανόνιστοι

και εξαιρετικά βρώμικοι. [...]

1. Βλ. π.χ. Clon Stéphanos, ό.π., σ. 487. 2. Βλ. Hennen, Sketches of the Medical Topography of the Mediter-

ranean Comprising an Account of Gibraltar, the Ionian Islands, and Malta, Λονδίνο 1830.

Page 61: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

»Οχετοί και υπόνομοι είναι άκρως αναγκαίοι γι ' αυτό το ελε-εινό μέρος, το όποιο, στο σύνολο του, μου φαίνεται ότι είναι ή

πιο άθλια, και γενικά θεωρείται από όλους ή πιο ανθυγιεινή πόλη στα Επτάνησα. Διαθέτει ωστόσο διαρκή παροχή εξαιρετικής ποιό-

τητας νερού. »τα ενδύματα, έπιπλα και σπίτια των κατοίκων δεν διαφέρουν

από τα αντίστοιχα των άλλων νησιών, εκτός από ένα σημείο, ότι δηλαδή ή εξωτερική τους εμφάνιση είναι χειρότερη.

»Η διατροφή τους είναι γενικά ή ίδια, αλλά το ψωμί είναι κα-λύτερο. Ή προσφορά τροφίμων είναι αρκετά καλή. [...] οι κάτοικοι

αγαπούν τα αβγά και το βούτυρο, αλλά απεχθάνονται το γάλα. » Ή εμφάνιση των κατοίκων της πόλης είναι ρυπαρή και αρρω-

στιάρικη. οι χωρικοί, αντίθετα, που είδα στους δρόμους ή στην ύπαιθρο, αν και φαίνονταν ιδιαίτερα άγριοι και ακαλλιέργητοι στο ντύσιμο και στους τρόπους, είχαν εμφάνιση πιο γερή και ήταν λι-γότερο νωθροί στις χειρονομίες τους Απ' ό,τι τα άτομα παρόμοιας κοινωνικής τάξης στην Κέρκυρα.

»οι εργασίες, οι διασκεδάσεις και τα έθιμα είναι τα ίδια όπως και σ' αυτό το νησί, και ή ηθική το ίδιο χαμηλής ή και χαμηλότερης

ακόμη στάθμης: Αυτό το τελευταίο θα μπορούσε, μου φαίνεται, δικαιολογημένα να αποδοθεί, κατά κύριο λόγο, στην άγνοια και

στο κακό παράδειγμα του Κλήρου. Ή Βίβλος είναι γι ' αυτούς πράγμα απαγορευμένο και, κατά τις επισκέψεις μου στις πολιτικές φυλακές, συνάντησα ανάμεσα στους κρατούμενους και έναν ιερέα,

που είχε κλειστεί μέσα γιατί είχε αποπειραθεί να βιάσει ένα κο-ριτσάκι που ανήκε στο ποίμνιο του ! σε τέτοιους ελεεινούς ιερείς

επαφίεται ή εκπαίδευση της νέας γενιάς» (σ. 369-370). «ο χειρούργος Griffin [...] μου παρουσίασε την ακόλουθη εικό-

να για την κατάσταση των ηθών και της παιδείας στο νησί: "αν και υπάρχει παντελής έλλειψη ηθικής, οι άνθρωποι αυτοί παρουσιά-

ζονται πάντα γεμάτοι ευσέβεια και πίστη. Αυτό πρέπει να αποδο-θεί σε έναν από τους εξής δυο λόγους: δεισιδαιμονία ή υποκρισία.

το πρώτο φαίνεται να κυριαρχεί στις γυναίκες, το δεύτερο στους άντρες. οι παπάδες [...] είναι το χειρότερο τμήμα της κοινότητας

Page 62: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

[...] αλλά έχουν μικρή επιρροή στους αγρότες και ακόμη μικρότε-ρη στο καλύτερο μέρος του πληθυσμού. Πράγματι, στις διάφορες πράξεις ανταρσίας κ.λ.π. που θυμάμαι να έγιναν στο νησί, τέσ-σερις παπάδες καταδικάστηκαν σε θάνατο.[...] (Ήταν πάντα) ανυ-πάκουοι στην τάξη, ενώ θα έπρεπε να διδάσκουν την υπακοή σ' αυ-

τήν. ο γενικός χαρακτήρας των Ελλήνων δεν έχει αλλάξει σ' αυ-τό το σημείο, και δικαιώνει πλήρως τους αρχαίους συγγραφείς

σε ό,τι έχει σχέση με την πονηριά, τη διπροσωπία και την εκδι-κητική τους διάθεση.

»σε σχέση με αυτή την τελευταία [...] μεταδίδονται από πατέ-ρα σε γιο πραγματικές ή φανταστικές ζημιές και αδικίες που έχουν

υποστεί και για τις όποιες δεν παραλείπουν ποτέ να πάρουν εκδί-κηση [...] Είναι εξαιρετικά εριστικοί, και αυτή ή διάθεση τροφο-δοτείται διαρκώς από τις τοπικές περιστάσεις γειτονίας και μπερ-δέματος στον τομέα της ιδιοκτησίας —μια και σχεδόν κάθε κά-τοικος του χωριού είναι ιδιοκτήτης χωραφιών» (σ. 370-371).

« Ή εκπαίδευση των παιδιών έχει σχεδόν ολοκληρωτικά αφε-θεί στους παπάδες, και περιορίζεται στην ανάγνωση και τη γραφή. Μόνιμα χρησιμοποιούνται ως ψάλτες στη λειτουργία. με αυτόν τον τρόπο, οι περισσότεροι χωριάτες ξέρουν να διαβάζουν και να γράφουν.

»Χαίρομαι που μπορώ να πω ότι, Απ' ό,τι φαίνεται, το σύστη-μα του Lancaster σύντομα θα εφαρμοσθεί στο νησί» (σ. 371).

«οι φτωχοί είναι πολυάριθμοι, αλλά δεν ξέρω να υπάρχει γι ' αυτούς κάποιο ίδρυμα, με εξαίρεση το Πολιτικό Νοσοκο-μείο» (σ. 372).

«οι μεγάλες ενδημικές αρρώστιες στην Αγία Μαύρα είναι οι διαλείποντες και οι υφέσιμοι πυρετοί. είναι σχεδόν καθολικοί το φθινόπωρο και, αν και σπάνια βρίσκεται κάτοικος της πόλης που

να είναι απαλλαγμένος από αυτούς, όσοι ζουν στα περίχωρα, κον-τά στη λιμνοθάλασσα και τον ελαιώνα ιδιαίτερα, κι όσοι κοιμούν-

ται καταγής, στο χωμάτινο δάπεδο των σπιτιών, είναι οι βαρύτερα πληττόμενοι» (σ. 372).

«οι Αγιομαυρίτες είναι γενικά οι λιγότερο υγιείς Απ' όλους

Page 63: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

τους νησιώτες, αν και μερικές φορές συναντά κανείς αξιοσημείωτες περιπτώσεις μακροβιότητας, ιδιαίτερα στα χωριά που βρίσκονται

στα βόρεια και βορειοδυτικά μέρη του νησιού» (σ. 373). «(στα 1822) ενενήντα θάνατοι αφορούσαν παιδιά κάτω των

δέκα ετών —αριθμός που αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο της γε-νικής θνησιμότητας (στην πόλη).

»Φαίνεται ότι οι αρρώστιες που προσβάλλουν τα παιδιά έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα, ενώ οι ντόπιοι ενήλικες προσβάλλονται λιγότερο Απ' ό,τι οι ξένοι. Ή εξήγηση μου φαίνεται απλή, αν αναλογισθεί κανείς ότι το παιδί ενός ντόπιου πρέπει να είναι προικισμένο με πολύ ισχυρή ιδιοσυγκρασία για να αντισταθεί

στην αρρώστια —και ή κακή διατροφή, ή φτώχεια, ο κακός αέ-ρας, καθώς και το παράλογο έθιμο του σπαργανώματος των παι-διών... κάνουν σαφώς κακό στην υγεία τους» (σ. 375).

«(στο δημόσιο νοσοκομείο) γίνονται δεκτά τα έκθετα και πλη-ρώνονται τρία τάλιρα το μήνα για την περίθαλψη και συντήρη-βή τους [...] αλλά είναι τόσο μεγάλη ή θνησιμότητα των άτυχων αυτών πλασμάτων...» (σ. 376).

«ο εμβολιασμός γίνεται τακτικά στο Πολιτικό Νοσοκομείο — και, όταν το επισκέφθηκα, πλήθος ντόπιοι συνωστίζονταν εκεί

για να εμβολιάσουν τα παιδιά τους (ενάντια στην ευλογιά)» (σ. 377).

ο δεύτερος αφηγητής είναι ο Άγγλος χειρούργος William Goodisson1 . ανάμεσα σ' άλλα γράφει για τη Λευκάδα:

«Ένα σημαντικό μέρος του χρόνου αφιερώνεται στις γιορτές και στο καθισιό, που ενθαρρύνεται και ενισχύεται από τον ανή-

κουστο αριθμό αγίων που έχουν στριμώξει στο ημερολόγιό τους. Υπολογίστηκε ότι υπάρχουν κοντά διακόσιες μέρες για τις όποιες

τα θρησκευτικά καθήκοντα προσφέρουν το αποκλειστικό προνόμιο

1. Βλ. W. Goodisson, A Historical and Topographical Essay upon the Islands of Corfu, Leucadia, Cephalonia, Ithaca and Zante: with Re-marks upon the Character, Manners and Customs of the Ionian Greeks , Λονδίνο 1822.

Page 64: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

της απαλλαγής από κάθε άλλη υποχρέωση. Ένα μεγάλο πανηγύρι είναι αρκετό για να σταματήσει και ή πιο απαραίτητη εργασία.[...]

Όταν όμως δεν εμποδίζονται από την προσήλωσή τους στις θρη-σκευτικές τελετές, που συμβαδίζουν άλλωστε με τη διασκέδασή τους, είναι ικανοί να εργάζονται πολύ σκληρά και ν' αντέχουν σε μεγάλη κούραση» (σ. 57-58).

«ο τρόπος ζωής των Ελλήνων είναι ο χειρότερος δυνατός για τη διατήρηση της υγείας, μια και όλος ο χρόνος περνά με

εναλλαγή διασκέδασης και νηστείας» (σ. 59). «τα σπίτια είναι κατά κανόνα ξύλινα, πράγμα που λίγη προ-

φύλαξη από τον καιρό προσφέρει, τόσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίρι» (σ. 62).

και αυτός ο συγγραφέας συμμερίζεται τη γνώμη ότι ή πόλη της Λευκάδας (Αμαξική) είναι «ένα από τα πιο ανθυγιεινά μέρη

σ' όλα τα Ιόνια Νησιά» (σ. 61). Ά λ λ α πάλι ζητήματα, για να αποφύγουμε πλεονασμούς και

επαναλήψεις, θα θιγούν παρακάτω: οι αιτίες θανάτου, ή ενδογενής συνιστώσα της βρεφικής θνησιμότητας ως εκτιμητής της γενε-τικής προικοδότησης, των επιπλοκών της κύησης και των συμ-βαμάτων στον τοκετό, το προσδόκιμο επιβίωσης ως εκτιμητής

των συνθηκών ανατροφής και ανάπτυξης του βρέφους, κ.ά. Τέλος, ορισμένα στοιχεία είναι προς το παρόν απροσπέλαστα

με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα: το επάγγελμα των γονέων, ή ψυχολογική κατάσταση τους και οι κανόνες του οικογενειακού παιχνιδιού, ή θέση του νεογέννητου στη σειρά των αδελφιών κ.ά. Το μέγιστο που μπορούμε ίσως να ειπούμε γι ' αυτά τα ζη-τήματα δεν είναι παρά αξιολογήσεις έμμεσων μαρτυριών και εν-δείξεων.

Σύνοψη

Έτσι, λοιπόν, πρόκειται να παρακολουθήσουμε επί 25 χρόνια τη γενιά του 1823. είναι μια κοόρτη 620 ατόμων, μάλλον αντιπρο-

σωπευτική της κατάστασης που επικρατούσε στο νησί στο δεύτερο τέταρτο του 19ου αιώνα, αντιπροσωπευτική τόσο στον δημογραφικό

Page 65: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

φικό, όσο και — Απ' ό,τι υποδηλώνουν οι δείκτες και οι ενδείξεις— στον κοινωνικό-οικονομικό και πολιτισμικό τομέα.

Ήδη διαφαίνονται, στο πεδίο της αφετηριακής ακόμη προικο-δότησης, δυο μείζονες διχοτομίες: πόλη-ύπαιθρος, ή πρώτη, και

αρσενικό-θηλυκό, ή δεύτερη. οι διχοτομίες αυτές παραπέμπουν (μαζί με τις εξυπακουόμενες, αλλά δύσκολες στην εκτίμησή τους, με βάση το υλικό μας, ταξικές διαφορές) σε διαφοροποιήσεις ή

ανισότητες, που τείνουν να εκδηλώνονται σε όλα τα πεδία της κοι-νωνικής ζωής και πορείας της νέας γενιάς, ιδιαίτερα μάλιστα στα πεδία όπου κοινωνικές ρυθμίσεις και πολιτισμικοί διακανονισμοί δεσπόζουν και καθορίζουν έντονα τις ατομικές συμπεριφορές. μια και οι διαφοροποιήσεις ή ανισότητες μπροστά στη ζωή αφορούν αυτούς που κατορθώνουν να ζήσουν, σωστό είναι να ξεκινήσουμε

τη διερεύνηση της πορείας της νέας γενιάς μελετώντας τις διαφοροποιήσεις ή ανισότητες μπροστά στο θάνατο.

Page 66: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 67: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β '

ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ - Η ΜΑΚΡΑ ΠΟΡΕΙΑ

αν, στη σύγχρονη Ελλάδα, το δεσπόζον πρόβλημα των ανθρώ-πων και του πολιτισμού μας τείνει να γίνει ή ποιότητα της ζωής, καλό είναι να ιδούμε ότι, στην πριν από ενάμιση αιώνα εποχή, στην οποία αναφερόμαστε, το πρωταρχικό ζήτημα (κυριολεκτικά ζωής ή θανάτου) για τα άτομα και τις κοινωνικές ομάδες ήταν ή ίδια ή επιβίωση. οι εμπειρίες, οι τραυματισμοί, οι ανασφάλειες και οι ατομικές και συλλογικές-πολιτισμικές ρυθμίσεις και διακανονι-σμοί, που συνδέονταν με την επιβίωση, λειτουργούσαν ως ρυθμι-

στική συνάφεια και πηγή καταναγκασμών που ασκούσε το βιολο-γικό πάνω στο ιστορικό στοιχείο 1.

I. Συνολική εικόνα

στους πίνακες 9, 10 και 11, καθώς και στα σχήματα I και II εικονίζεται ο ετήσιος αριθμός θανάτων των μελών της γενιάς του 1823 κατά φύλο και τόπο κατοικίας.

1. Σχετικά με τις διαστάσεις, τις επιπτώσεις και την απαρτίωση της νοσηρότητας και της θνησιμότητας στην ευρύτερη κοινωνική λειτουργία και

την ιστορική διαδικασία, βλ. Ν. Σιδέρης, «Αρρώστιες και άρρωστοι στη Λευκάδα τον 19ο αιώνα», τα Ιστορικά, τχ. 1, Σεπτέμβριος 1983, καθώς και

το τελευταίο μέρος αυτής της ανάλυσης, σχετικό με τους μηχανισμούς της δημογραφικής δυναμικής που διέπουν τη συγκρότηση μιας νέας γενιάς.

Page 68: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 9

Ετήσιος αριθμός θανάτων της γενιάς του 1823 — Σύνολο

Άντρες Γυναίκες Σύνολο Ν ο/ /ο Ν 0/ /ο Ν /ο

1823 19 25.7 25 34.7 44 30.1 24 13 17.6 12 16.7 25 17.1

25 3 4.1 7 9.7 10 6.8

26 2 2.7 4 5.6 6 4.1

27 4 5.4 3 4.2 7 4.8

28 5 6.8 4 5.6 9 6.2

29 1 1.4 3 4.2 4 2.7

1830 6 8.1 2 2.8 8 5.5

31 1 1.4 0 0.0 1 0.7

32 1 1.4 0 0.0 1 0.7

33 4 5.4 3 4.2 7 4.8

34 6 8.1 1 1.4 7 4.8

35 0 0.0 4 5.6 4 2.7

36 1 1.4 0 0.0 1 0.7

37 1 1.4 1 1.4 2 1.4

38 0 0.0 1 1.4 1 0.7

39 1 1.4 0 0.0 1 0.7

1840 0 0.0 0 0.0 0 0.0 41 0 0.0 0 0.0 0 0.0 42 1 1.4 0 0.0 1 0.7 43 0 0.0 0 0.0 0 0.0 44 1 1.4 0 0.0 1 0.7

45 0 0.0 0 0.0 0 0.0

46 2 2.7 2 2.8 4 2.7

47 2 2.7 0 0.0 2 1.4

Σύνολο 74 100.0 72 100.0 146 100.0

Page 69: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 10

Ετήσιος αριθμός θανάτων της γενιάς του 1823 — Πόλη

Άντρες Γυναίκες Σύνολο Ν 0/ /ο Ν % Ν ο/

/ο 1823 4 17.4 6 31.6 10 23.8

24 6 26.1 3 15.8 9 21.4

25 0 0.0 0 0.0 0 0.0 26 1 4.4 1 5.3 2 4.8

27 1 4.4 0 0.0 1 2.4

28 1 4.4 1 5.3 2 4.8 29 1 4.4 1 5.3 2 4.8

1830 3 13.0 0 0.0 3 7.1 31 0 0.0 0 0.0 0 0.0 32 0 0.0 0 0.0 0 0.0

33 2 8.7 1 5.3 3 7.1 34 2 8.7 1 5.3 3 7.1

35 0 0.0 3 15.8 3 7.1 36 0 0.0 0 0.0 0 0.0 37 1 4.4 1 5.3 2 4.8 38 0 0.0 0 0.0 0 0.0 39 0 0.0 0 0.0 0 0.0

1840 0 0.0 0 0.0 0 0,0 41 0 0.0 0 0.0 0 0.0 42 0 0.0 0 0.0 0 0.0 43 0 0.0 0 0.0 0 0.0 44 1 4.4 0 0.0 1 2.4 45 0 0.0 0 0.0 0 0.0 46 0 0.0 1 5.3 1 2.4 47 0 0.0 0 0.0 0 0.0

Σύνολο 23 100.0 19 100.0 42 100.0

Page 70: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 11

Ετήσιος αριθμός θανάτων της γενιάς τον 1823 — Χωριά

Άντρες Γυναίκες Σύνολο Ν /ο Ν /ο Ν /ο

1823 15 29.4 19 35.8 34 32.7 24 7 13.7 9 17.0 16 15.4

25 3 5.9 7 13.2 10 9.6

26 1 2.0 3 5.7 4 3.8

27 3 5.9 3 5.7 6 5.8

28 4 7.8 3 5.7 7 6.7

29 0 0.0 2 3.8 2 1.9

1830 3 5.9 2 3.8 5 4.8

31 1 2.0 0 0.0 1 1.0

32 1 2.0 0 0.0 1 1.0

33 2 3.9 2 3.8 4 3.8

34 4 7.8 0 0.0 4 3.8

35 0 0.0 1 1.9 1 1.0

36 1 2.0 0 0.0 1 1.0

37 0 0.0 0 0.0 0 0.0

38 0 0.0 1 1.9 1 1.0

39 1 2.0 0 0.0 1 1.0 1840 0 0.0 0 0.0 0 0.0

41 0 0.0 0 0.0 0 0.0 42 1 2.0 0 0.0 1 1.0 43 0 0.0 0 0.0 0 0.0 44 0 0.0 0 0.0 0 0.0 45 0 0.0 0 0.0 0 0.0

46 2 3.9 1 1.9 3 2.9

47 2 3.9 0 0.0 2 1.9

Σύνολο 51 100.0 53 100.0 104 100.0

Page 71: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Σχήμα I

Page 72: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Σχήμα II

Page 73: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Καταγράφηκαν λοιπόν 146 θάνατοι. Σ ' αυτούς θα έπρεπε ίσως να προσθέσουμε έναν ακόμη πολύ μικρό αριθμό θανάτων, που αφορούν

τα έτη 1840 και 1841, μια και οι ληξιαρχικές πράξεις θα-νάτων γι ' αυτά τα έτη έχουν χαθεί (κενό του υλικού).

Λέμε ότι ο αριθμός αυτός πρέπει να θεωρηθεί πολύ μικρός, γιατί στην ηλικία των 17-18 ετών (ηλικία των μελών της γενιάς

του 1823 στα 1840-1841) ή θνησιμότητα είναι πολύ περιορισμένη1. Έτσι, στα 1843, ή θνησιμότητα στην ομάδα ηλικιών 11-20 ετών

αντιπροσωπεύει το 8 .6% μόνο της συνολικής θνησιμότητας της ομάδας των 0-20 ετών2. Ένας απλός υπολογισμός δείχνει ότι, για

τη γενιά του 1823 που καταγράφηκαν 138 θάνατοι ατόμων 0-20 ετών, στην ομάδα 11-20 ετών ο αναμενόμενος αριθμός θανάτων

είναι γύρω στους 12. Έχουν ήδη καταγραφεί 8 θάνατοι ατόμων 11-20 ετών, συνεπώς ο αριθμός θανάτων που ίσως περιέχονται

στα απωλεσθέντα αρχεία είναι γύρω στους 4, δηλαδή αρκετά μι-κρός ώστε να μή διαταράσσει την τάξη μεγέθους των αποτελεσμά-των των στατιστικών υπολογισμών.

Ή επισκόπηση των στοιχείων επιτρέπει τη συναγωγή των ακόλουθων συμπερασμάτων: α. το 23.55% των ατόμων που αποτελούν τη γενιά του 1823

πεθαίνει πριν από την ηλικία των 25 ετών. με άλλα λόγια, 1 στα 4 άτομα που περιλαμβάνονται σε μια γενιά χάνεται στη διάρκεια

της νεότητάς του. ο όρος «αποδεκατισμός», στην κυριολεκτική του σημασία, είναι μάλλον ανεπαρκής για να αποδώσει το μέγεθος

των απωλειών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κύριος όγκος των θα-

1. Όπως θα δούμε και παρακάτω (Κεφ. Β' , IV και V), ο ετήσιος δεί-κτης θνησιμότητας στην ηλικία των 13-16 ετών κυμαινόταν από 0-4.22°/00

και στην ηλικία των 19-22 ετών από 0-2.06°/οο· αν υποθέσουμε ότι και στις δυο χρονιές, για τις όποιες δεν έχουμε εγγραφές, ο δείκτης θνησιμότητας

είχε τη μέγιστη τιμή από τις προαναφερθείσες, και πάλι οι θάνατοι που δια-φεύγουν θα ήταν 4 κατ' εκτίμηση.

2. τα στοιχεία αυτά τα αντλούμε από τη μελέτη της Μ. Tomara-Si-deris, « L e mouvenemt de la population en Leucade au 19e siècle», Mémoire de DEA, Université Paris, I, Ιούνιος 1982.

Page 74: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

θανάτων (1 στους 2 περίπου) επέρχεται στα δυο πρώτα χρόνια ζωής. β. ο απόλυτος αριθμός θανάτων δεν εμφανίζει , για τη γενιά

του 1823 , αισθητή διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα: 74 αρσενικού και 72 άτομα θηλυκού γένους.

γ . για τη γενιά του 1 8 2 3 , ο δείκτης θνησιμότητας είναι πιο ανεβασμένος στην περ ίπτωση των κοριτσιών Απ' ό,τι στην περ ίπτω-ση των αγοριών. Έτσι, από τα 2 8 4 πρώτα κορίτσια χάνονται 72 (δηλαδή το 2 5 . 3 5 % ) , ενώ από τα 3 3 6 πρώτα αγόρια χάνονται 74 ( 2 2 . 0 2 % ) . Ωστόσο, οι αριθμοί αυτοί δεν αντιβαίνουν στον κα-νόνα ότι γεννιούνται, αλλά και πεθαίνουν, περισσότερα αγόρια 1 .

δ. ο δε ίκτης θνησιμότητας εμφανίζει τ ιμ ές παραπλήσιες στην πόλη ( 2 4 . 2 8 % ) και στα χωριά ( 2 3 . 2 7 % ) .

ε. ο δε ίκτης θνησιμότητας κατά φύλο και τόπο κατοικίας εμφανίζει τις εξής τ ι μ έ ς : στην πόλη, 2 3 . 0 0 % για τα αγόρια και

2 6 . 0 3 % για τα κορίτσια ( 0 - 2 5 ετών). στα χωριά, 2 1 . 6 1 % και

1. Βλ. παρακάτω (Κεφ. Β' , IV και V) για την εξέλιξη του δείκτη θνη-σιμότητας σε συνάρτηση με το φύλο και την ηλικία. Πάντως, ή διαφορά αυτών των ποσοστών δεν είναι στατιστικά σημαντική. ο Clon Stéphanos « L a Grèce du point de vue naturel, ethnologique, anthropologique, démographique et médical», στο Dictionnaire Encyclopédique des Scien-ces Médicales, Παρίσι 1884, σ. 473, σημειώνει και σχολιάζει αντίστοιχη «ασυνήθιστη» κατάσταση στο σύνολο του ελλαδικού χώρου στο β' μισό του 19ου αιώνα: «*Αν εξετάσουμε χωριστά τον πρώτο χρόνο της ζωής, παρατη-ρούμε ότι ή δεκάτη των θανάτων (=δείκτης θνησιμότητας, κατά τη δική μας σημείωση) είναι κατά κανόνα υψηλότερη για το θήλυ φύλο (0-6 μηνών, 100:98.2 και 6-12 μηνών 100:98), αντίθετα από αυτό που συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Ή κύρια αιτία αυτής της εξαίρεσης που εμφανίζει ή Ελλάδα ανάμεσα στα κράτη της Ευρώπης είναι, κατά πάσα πι-θανότητα, ή θερινή διάρροια, πάθηση συχνότατη στην Ελλάδα, ιδίως προς

το τέλος του πρώτου έτους, και ή οποία προκαλεί κατά κανόνα, όπως είναι γνωστό, μεγαλύτερο αριθμό θανάτων θηλέων σε σύγκριση με τους θανάτους

αρρένων». Ή νοσολογική αυτή παρατήρηση του Clon Stéphanos δεν είναι δυνατό να επιβεβαιωθεί στη Λευκάδα του 1823, εξαιτίας του ασαφούς χα-ρακτήρα των αναγραφόμενων αιτιών θανάτου {βλ. παρακάτω, Κεφ. Β', II) —

αλλά και της διαπλοκής άλλων παραγόντων, όπως ή διάφορη κατανομή της γονεϊκής μέριμνας ανάλογα με το φύλο κλπ.

Page 75: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

25.12% αντίστοιχα. ο έλεγχος αυτών των διαφορών δείχνει ότι δεν είναι στατιστικά σημαντικές, αν και περιγραφικά υπαινίσ-σονται ότι ο δείκτης θνησιμότητας είναι υψηλότερος στην πόλη και στην περίπτωση των κοριτσιών, τουλάχιστον για τη γενιά του 1823.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο οι σεισμοί του 1825 όσο και μια (μάλλον ήπια, τουλάχιστον στο επίπεδο της θνητότητας) επιδημία ευλογιάς στα 1837 δεν επηρέασε ουσιαστικά τη γενιά του 1823: Μόνο δύο θύματα στα 1825, και κανένα στα 1837. Έτσι, μπορούμε να μελετήσουμε Εδώ τις συνέπειες της «κανονικής», «τρέχουσας» παθολογίας στη συγκρότηση μιας νέας γενιάς, χωρίς παρεμβολή «εκτάκτων περιστάσεων».

II. Αιτίες θανάτου

Από το 1823 μέχρι και τα έτη 1838-1839, οι ληξιαρχικές πράξεις αναφέρουν και την αιτία θανάτου. Ή ανάλυση των δια-γνώσεων που αναφέρονται ως αιτίες θανάτου στις έγγραφες αυτές θέτει πολλαπλά προβλήματα, που ήδη θίξαμε στο πρώτο κεφάλαιο. μια σύνοψη αυτών των προβλημάτων και των μεθοδολογικών απαντήσεων που υιοθετούμε έχει ήδη συζητηθεί εκτενώς άλλου1.

Έτσι, λοιπόν, χρησιμοποιούμε Εδώ ως αναλυτικά εργαλεία τις κα-τηγορίες που ήδη έχουμε επεξεργασθεί για τις ανάγκες μιας ιστορικής

-νοσολογικής σπουδής των στοιχείων που διαθέτουμε. Ή επισκόπηση της συνολικής εικόνας των αιτιών θανάτου

(πίν. 12), στις 135 περιπτώσεις που αναφέρονται στον πίνακα, δείχνει ότι ή πλειοψηφία των απωλειών οφείλεται σε πυρετό ή θέρμη. Συνολικά, 82 θάνατοι (60.74%) αποδίδονται σε αυτή την αιτία. τα παρασιτικά και λοιμώδη εμπύρετα νοσήματα, τα οποία εξυπονοεί αυτή ή ονομασία, συμπεριλαμβάνουν πλήθος νοσολογικές

οντότητες, των όποιων ή διαφορική συμβολή στη θνησιμότητα

1. Βλ. Ν. Σιδέρης, «Αρρώστιες και άρρωστοι στη Λευκάδα», ό.π.

Page 76: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 12

Αιτίες θανάτου — Γενιά του 1823

Αιτία Αριθμός θανάτων /ο Πυρετός 82 60.7 Φυσική ασθένεια 19 14.1 Διάρροια 9 6.7 Δυσκοιλιότητα 1 0.7 Δυσεντερία 3 2.2 Παρασίτωση του εντέρου 2 1.5 Χολική ασθένεια 2 1.5 Κωλικός 4 3.0 Τέτανος 1 0.7 Χρονική ασθένεια 2 1.5 Πονόλαιμος 1 0.7 Πούντα 3 2.2 Πνιγμένο στο λαιμό 1 0.7 Κόκκινη 1 0.7 Ραχίτις 1 0.7 Σεισμός 2 1.5 Πτώση σε γκρεμό 1 0.7

Σύνολο 135 100.0

•από «πυρετό» είναι αδύνατο να ε κ τ ι μ η θ ε ί με ακρίβεια. στα πλαί-σια του «πυρετού» συμφύρονται τα μεγάλα φόβητρα της εποχής (φυματίωση και ελονοσία), κοινές λο ιμώξε ις της παιδικής ηλικίας •και πλήθος άλλες νοσολογικές οντότητες, που χαρακτηρίζονται

στο συμπτωματικό πεδίο από την ύπαρξη και πυρετού 1 .

1. για μια συζήτηση των σημασιολογικών και πραγματολογικών προ-βλημάτων που σχετίζονται με τη διάγνωση «πυρετός», στα πλαίσια μιας

ιστορικής-νοσολογικής μελέτης, βλ. Ν. Σιδέρης, «Αρρώστιες και άρρωστοι στη Λευκάδα», ό.π. Μερικές πληροφορίες, μαρτυρίες και παρατηρήσεις ί-

σως είναι σκόπιμες Εδώ: α) στο βιβλίο των Η. Κ. Silver, C. Η. Kempe και Η. Β. Bruyn, Handbook of Pediatrics, Lange, Los Altos, Cal. 1977,

απαριθμούνται (σ. 690-691) συνολικά 93 πιθανές αιτίες πυρετού «σκοτεινής

Page 77: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Ή επόμενη μεγάλη κατηγορία αιτιών θανάτου αναφέρεται ως φυσική ασθένεια (malatia fisica ή naturale , στα ιταλικά γραμμένα ληξιαρχικά κατάστιχα). Σ ' αυτήν αποδίδονται 19 θάνατοι, δη-λαδή το 14.07% του συνόλου. Ή ονομασία αυτή αντιστοιχεί σ' ένα ετερόκλητο σύνολο νοσολογικών οντοτήτων. Υποτίθεται ότι ή λο-γική και φαινομενολογική βάση αυτού του χαρακτηρισμού ήταν

νής αιτιολογίας», συμπεριλαμβανομένων φυσικά της ελονοσίας και της φυ-ματίωσης. β) στο Principes de Médecine Interne του Harrison (ό.π., σ. 59) περιγράφονται οι συσχετίσεις ανάμεσα στη μορφολογία του πυρετού και στην ενδεχόμενη (κύρια) αιτιολογία του. Έτσι έχουμε: τον διαλείποντα πυρετό, που οφείλεται κυρίως σε λοιμώξεις από πυογόνα βακτηρίδια και στην κεγχροειδή φυματίωση, τον υφέσιμο πυρετό, που είναι μη-τυπικός ως προς την αιτιολογία του, τον συνεχή πυρετό, που οφείλεται στον τυφοειδή και στον τύφο, τον υπόστροφο πυρετό, που χαρακτηρίζει την ελονοσία. γ) Εκτός από τα προβλήματα διαφορικής διάγνωσης, τα κύρια εμπόδια για μια αξιό-πιστη ταξινόμηση των νοσολογικών οντοτήτων που εκδηλώνονται και με πυρετική κίνηση (και είναι πλήθος, στην παιδιατρική, αυτές οι οντότητες που εκδηλώνονται με άτυπες κλινικές εικόνες) είναι, πρώτο, ή συχνή απουσία μνείας σχετικής με τη μορφολογία του πυρετού και, δεύτερο, ή περιορισμένη αξιοπιστία και επιδεκτικότητα ερμηνείας και στις περιπτώσεις ακόμη όπου γίνεται μνεία της μορφολογίας αυτής. ο J . Hennen, Sketches of the Medi-cal Topography of the Mediterranean Comprising an Account of Gibral-tar, the Ionian Islands and Malta, Λονδίνο 1830, σ. 374, αφού τονίζει ότι «για την ακρίβεια αυτών των διακρίσεων ή για την ονοματολογία δεν μπορεί να εγγυηθεί», αναφέρει τα εξής στοιχεία: στο Πολιτικό Νοσοκομείο νοσηλεύτηκαν συνολικά 210 περιπτώσεις, εκ των οποίων 163 εμπύρετα (77.6% του συνόλου). από αυτές τις 163 περιπτώσεις, οι 24 (14.7%) πα-ρουσίαζαν συνεχή πυρετό και 136 (83.4%) τριταίο κυρίως (121 περιπτώ-σεις) και άλλες μορφές ελώδους πυρετού. στο στρατιωτικό Νοσοκομείο νοσηλεύτηκαν μεταξύ των ετών 1815-1821 συνολικά 1073 περιπτώσεις πυρετού" στις 185 (17.2%) ο πυρετός χαρακτηρίστηκε ως κοινός συνεχής, στις 13 (1.2%) τύφος, στις 345 (32.2%) υπόστροφος, και στις 530 (49.4%)

υφέσιμος. Σ ' αυτές τις περιπτώσεις, μοιραία έκβαση σημειώθηκε στο 3.5% (38 περιπτώσεις), που οφειλόταν κυρίως στον υφέσιμο πυρετό (32 περιπτώ-σεις). ο Goodisson πάλι (A Historical and Topographical Essay upon the Islands of Corfu, Leucadia, Cephalonia, Ithaca and Zante: with Remarks upon the Character, Manners, and Customs of the Ionian Greeks, Λονδίνο 1822, σ. 235), αναφέρει ότι το 76.7% των εμπύρετων περιπτώσεων που

Page 78: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

το ότι. αυτό που αντιπροσώπευε το κοινό εύρημα σ' αυτές τις πα-θήσεις ήταν ή εικόνα ενός φθίνοντος σώματος (κακουχία, καταβο-λή δυνάμεων, αδυναμία, υστέρηση της ανάπτυξης, καχεξία κ.ά.).

Όμως, ή λογική ανάλυση του τρόπου απόδοσης αυτής της διάγνω-σης δεν επιβεβαιώνει τη σαφήνεια αυτής της αντίληψης 1.

νοσηλεύτηκαν στο στρατιωτικό Νοσοκομείο (από τις 25 του Μάρτη του 1815 μέχρι τις 24 του Μάρτη του 1816) αντιστοιχούν σε υπόστροφους πυρετούς, και σημειώνει ότι ή φθίση είναι «σχετικά σπάνια» στο νησί. Πέρα από την αξιοπιστία αυτών των διαγνώσεων, ένα πρόσθετο πρόβλημα προκύπτει από το ότι, σύμφωνα με τα σωζόμενα αρχεία του Πολιτικού Νοσοκομείου, τα παι-διά δεν νοσηλεύονταν εκεί. δ) Συμπερασματικά λοιπόν, αν και ή συμμετοχή ιδιαίτερα της ελονοσίας αλλά και της φυματίωσης στους «πυρετούς» πρέπει να ήταν μάλλον υψηλή, ή ακριβής κατηγοριοποίηση των αιτιών θανάτου που καλύπτει ή διάγνωση «πυρετός» πρέπει να θεωρηθεί ανέφικτη. σε σχέση με την παιδιατρική κλινική, ειδικότερα, υπενθυμίζονται ορισμένα βασικά δεδομένα γύρω από το σύμπτωμα «πυρετός» (βλ. Handbook of Pediatrics,

ό.π., σ. 16): «σε παιδιά ηλικίας κάτω των 8 ετών, το επίπεδο του πυρετού δεν αντανακλά πάντοτε τη βαρύτητα της νοσηρής διαδικασίας. Ακραίες θερ-μοκρασίες είναι δυνατό να παρατηρηθούν χωρίς συσχέτιση με τη σοβαρότητα της λοίμωξης. Ένα μικρό παιδί μπορεί να πάσχει από βαρύτατη ασθένεια και να εμφανίζει θερμοκρασία κανονική ή και μικρότερη από την κανονική, ενώ £να παιδί 2-5 ετών μπορεί να έχει πυρετό μέχρι και 40°C στα πλαίσια μιας ελάσσονος αναπνευστικής λοίμωξης. σε παιδιά άνω των 8 ετών, ή θερ-μοκρασία του σώματος μεταβάλλεται, όπως και στον ενήλικο... οι πιθανές αιτίες του πυρετού είναι λοιμώξεις, αφυδάτωση, διαταραχές του κεντρικού νευρικού συστήματος, βαριά ρούχα...».

1. για μια συζήτηση των σημασιολογικών και πραγματολογικών προ-βλημάτων που σχετίζονται με τη διάγνωση «φυσική ασθένεια» βλ. Ν. Σιδέ-ρης, «Αρρώστιες και άρρωστοι στη Λευκάδα», ό.π. Μερικά στοιχεία που κάνουν προβληματική τη θετική/καταφατική αντιστοίχηση αυτής της διάγνωσης με μια σαφή διαγνωστική κατηγορία είναι και τα εξής: στις εγ-γραφές των αιτιών θανάτου, στην εκκλησία του Άγιου Μηνά, για τη χρονιά 1831 κ.ε., ως αιτία αναφέρεται ή «φυσική ασθένεια» σε όλες τις περιπτώσεις (οι θάνατοι αφορούν νεογέννητα 3 ημερών μέχρι και υπερήλικες 80 ετών)' εξαίρεση αποτελούν οι ακόλουθες περιπτώσεις, που αποδίδονται σε: γηρα-τειά, αιφνίδιο θάνατο, «πόντα», ευλογιά, ενώ στη μία περίπτωση αναφέρεται ότι ο αποθανών «εσκοτώθη». οι εξαιρέσεις αυτές προσδιορίζουν και την πραγματολογική και τη λογική περιοχή, που σαφώς εξαιρείται από τη «φυσική

Page 79: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

το πιθανό συμπέρασμα που προκύπτει , αν θεωρήσουμε τις περ ιπτώσεις που δεν τίθεται αυτή ή διάγνωση, και αν συνυπολογί-σουμε τα δημόσια και ιδ ιωτικά άγχη της εποχής, είναι ότι ή φυ-σική ασθένεια αντ ιστοιχε ί σ' έναν εργαλειακό εξ αποκλεισμού ορι-σμό: « Ό χ ι βίαιος θάνατος, όχι λο ιμ ική , άγνωστη α ι τ ία» 1 . οι οντότητες που έχουν μεγάλη πιθανότητα να συμπεριλαμβάνονται σ' αυτή την κατηγορία είναι ή φυματίωση, οι παρασιτικές και λο ιμώδε ις νόσοι, οι διαταραχές της θρέψεως, καθώς και οι νευρολο-γ ικές και ψυχιατρικές παθήσεις της παιδικής ηλικίας.

Ή επόμενη κατά σειρά συχνότητας, και σχετ ικά πιο ομοιογενής δ ιαγνωστική κατηγορία, αφορά τις διαταραχές τον πεπτικού συ-

στήματος. Σ ' αυτές αποδίδονται 17 θάνατοι ( 1 2 . 5 9 % ) : 9 σε διάρ-ροια, 3 σε δυσεντερία, 2 σε έλμινθες, 2 σε «χολ ική ασθένε ια» (π ι-θανότατα, ίκτερο) και 1 σε δυσκοιλιότητα. Κατά κανόνα αφορούν άτομα βρεφικής ηλικίας.

οι υπόλοιπες αιτίες θανάτου είναι:

ασθένεια» και που μπορεί να περιγραφεί ως εξής: «Είτε βίαιος θάνατος, είτε λοιμική αρρώστια, οπωσδήποτε γνωστή αιτία». σε άλλες εγγραφές πάλι συναντούμε ως αιτία θανάτου μνείες όπως οι ακόλουθες (ή ορθογραφία είναι

του πρωτοτυπου): «Ένα ραχήτην χρονικόν χορίς ηποψίαν»..., «Από διάρηα ενομένι με πηρετόν χορίς ηποψίαν»..., «Αροστία χωρίς ηποψία, από ακό-

λουθον πυρετού»..., «Από 17 ημερόν αροστία χορίς ηποψίαν»..., «Διάρια χορής υποψίαν»..., «Από θερμασία χορίς φόβο»..., «Από αρόστια πλεμονική γαστρική χορίς υποψία»..., «Αροστία χορίς φόβον»..., «Χορίς ηποψίαν»..., «Αροστία ανήποπτος». οι εγγραφές αυτές πιστοποιούν και διασαφηνίζουν ποιό είναι τα ουσιωδέστερο φαντασιακό και λογικό αντίθετο της «φυσικής

ασθένειας»: Πρόκειται για την «υποψία» ή «φόβο» (λοιμικής ή φόνου). και, για να επιβεβαιωθεί το ανέφικτο της θετικής αντιστοίχησης της «φυ-

σικής ασθένειας» σε μια σαφή διαγνωστική σημερινή κατηγορία, συναντιών-ται και εγγραφές όπως οι ακόλουθες: «με φυσικόν θάνατον θέρμην»..., «Από φυσικόν θάνατον της θέρμης»..., «Από φυσικόν θάνατον ήτοι από φθίσιν». Κατά συνέπεια, ο πιο πρόσφορος τρόπος αξιολόγησης της έννοιας

της «φυσικής ασθένειας» είναι ή επεξεργασία ενός ορισμού αποφατικού (για τον όποιο βλ. στη συνέχεια του κειμένου).

I. Βλ. Ν. Σιδέρης, ό.π.

Page 80: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

— «κωλικός» σε 4 βρέφη, — «πούντα» (κρύωμα) σε 3 παιδιά 10-15 ετών, — «χρονική νόσος» σε 2 περιπτώσεις, — 2 άτομα σκοτωμένα από το σεισμό του 1825, — 1 τέτανος, — 1 πονόλαιμος, — 1 ραχίτιδα, — 1 ερυθρά («κόκκινη»), — 1 πνιγμονή, — 1 πτώση από γκρεμό. Ή γενική εντύπωση που προκύπτει από την επισκόπηση των

αιτιών θανάτου είναι ότι τα νέα άτομα πέθαιναν, την εποχή εκείνη, μαζικά και πρόωρα, κατά κύριο λόγο από (οξέα) λοιμώδη και πα-ρασιτικά νοσήματα. Αυτή ή τυπική νοσηρότητα με μοιραία έκ-βαση αντανακλά όχι μόνο το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε μια «κοι-νωνία δίχως αντιβιοτικά», αλλά και τις γενικότερες συνθήκες δια-βίωσης, διατροφής, υγιεινής και περίθαλψης, για τις όποιες το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι αποδυνάμωναν τον ορ-γανισμό, τον άφηναν έκθετο στις προσβολές της αρρώστιας και, όταν αυτή εκδηλωνόταν, οι δυνατότητες άμυνας και θεραπείας ήταν πολύ περιορισμένες1.

III. Νοσηρότητα, θνησιμότητα και ή έννοια τον ιστο-ρικού τυχαίου

Ως γενικό συμπέρασμα: Ή υψηλή θνησιμότητα των νέων και οι αιτίες της, που αντανακλούν μια ευρύτερη νοσηρότητα της ο-ποίας οι διαστάσεις και οι συνέπειες είναι δύσκολο να προσδιορισθούν

1. Αυτό ήταν και το αφετηριακό πραγματολογικό επιχείρημα του σκε-πτικού για τη μονιμοποίηση της λειτουργίας του νοσοκομείου της Λευκάδας, στα 1817. Σχετικά με αυτό, βλ. Ν. Σιδέρης, «Κοινωνική πρόνοια και πε-ρίθαλψη στα Επτάνησα επί Αγγλικής Προστασίας», ανακοίνωση στο Β ' Συνέδριο Επτανησιακού Πολιτισμού, Λευκάδα, Σεπτέμβριος 1984.

Page 81: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

σθούν, αλλά και λάθος να παραβλεφθούν, υποδείχνουν την ανάγκη. ενός στοχασμού όχι μόνο σε σχέση με τους κινδύνους και τις απώ-λειες που χαρακτήριζαν τη βιοτική διαδρομή μιας νέας γενιάς,

στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, αλλά και σε σχέση με τρέχοντες κοινούς τόπους, οι όποιοι έχουν ευρεία ιδεολογική λειτουργία ακό-μη και στις μέρες μας.

Έτσι, για παράδειγμα, οι έννοιες της «φυσικής επιλογής», της «επιβίωσης του ισχυροτέρου», της «προσαρμογής στο περι-

βάλλον» κ.ά. ελέγχονται ως απρόσφορες για την κατανόηση της κοινωνικής (μαζί και της βιολογικής και νοσολογικής) πραγματι-κότητας της εποχής που μελετάμε. Κι αυτό γιατί ή τυχαία και

όχι ισόμετρη κατανομή των κινδύνων νόσησης π.χ. συναρτάται άμεσα στην «τύχη» προσβολής από αυτήν και την αντιμετώπισή της. Ή «τύχη» εξαρτάται μεν και από κοινωνικά πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα (οικονομική κατάσταση, συνθήκες κατοικίας και διατροφής, δυνατότητες περίθαλψης κ.ά.), αλλά τα στοιχεία αυτά

δεν αποτελούσαν τότε ούτε εχέγγυα αποφυγής της αρρώστιας, ούτε εγγυήσεις για την καλή έκβαση της (ενδεχόμενης) θεραπείας. αν και όχι αδιάκριτα (ή φτώχεια και τα στάσιμα νερά π.χ. δεν

μπορούν να παραβλεφθούν), πάντως ή αρρώστια χτυπούσε όχι μόνο τους κοινωνικά (και «φυσικά») πιο αδύναμους, αλλά και τους κοινωνικά (και «φυσικά») ισχυρούς. Ή εκατόμβη της νεανικής, νοσηρότητας και θνησιμότητας έκανε διακρίσεις, αλλά όχι συστη-ματικές1.

Συνεπώς, ή «φυσική επιλογή», με αυτές τις συνθήκες, αποτε-λεί κενό ιδεολόγημα, ή δε «επιβίωση του καταλληλότερου» δεν υποδηλώνει παρά κοινούς τόπους ή αναδρομικά προβαλλόμενες ιδεολογικές επιλογές. αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι μεταξύ των-

1. για μια τεκμηρίωση αυτής της πρότασης, βλ. Ν. Σιδέρης, « Ή αρρώστια ως συμβάν και λόγος στον αστικό χώρο: Ή περίπτωση της Λευκάδας

στον 19ο αιώνα», Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας, «Νεοελληνική πόλη, οθωμανικές κληρονομιές και ελληνικό κράτος», Αθήνα-Ερμούπολη, 26-30 Σεπτέμβρη του 1984, τόμ. Α', Αθήνα 1985, σ. 251-254.

Page 82: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

«ισχυροτέρων» έναντι της ελονοσίας συμπεριλαμβάνονται προνο-μιακά και τα άτομα που εμφανίζουν γονίδια μεσογειακής ή δρεπα-νοκυτταρικής αναιμίας 1. αυτό για τη βιολογική «καταλληλότητα», ή οποία δεν επιτρέπεται, φυσικά, να αξιολογείται μόνο στο πεδίο της ελονοσίας και μόνο στα πλαίσια (και στη διάρκεια) μιας κοι-νωνίας που πλήττεται από αυτήν.

στο παράδειγμα αυτό μπορούμε να προσθέσουμε και την υ-πενθύμιση ότι, όση κι αν είναι ή πίεση του βιολογικού, στην ιστο-ρική κλίμακα ή έννοια της «καταλληλότητας» κρίνεται αναπόφευ-κτα και κύρια στον τομέα της πολιτισμικής προσαρμογής και της κοινωνικής εφευρετικότητας. και με αυτό το κριτήριο είναι αδύ-νατο να κριθεί ή (βιολογική ή κοινωνική) «καταλληλότητα» όσων κατόρθωναν να επιβιώσουν σ' εκείνες τις συνθήκες, μια και το μέγιστο μέρος των απωλεσθέντων δεν ήταν παρά παιδιά που πέ-θαιναν πριν καλά καλά κλείσουν τα πέντε τους χρόνια. με άλλα λόγια, το ζήτημα της βιολογικής-οικολογικής-κοινωνικής εκτίμη-σης της ποιότητας των επιζώντων εκείνων των εποχών παραμένει και ανοιχτό και φλέγον για τον ιστορικό (ιδιαίτερα για την ιστο-ρική μελέτη της νεότητας), μόνο που ή πολυπλοκότητα του προ-βλήματος όχι μόνο δεν επιτρέπει την εύκολη προβολή έτοιμων λύσεων, αλλά και απαιτεί την ετοιμότητα διαρκούς εξέλιξης και

αναθεώρησης των εννοιολογικών συστημάτων και των διανοητικών εργαλείων που διαθέτουμε, και μια αυστηρά κριτική στάση απέ-ναντι στις προκαταλήψεις, που όχι μόνο περιορίζουν τον δικό μας ορίζοντα αλλά και παραμορφώνουν απαγορευτικά για την ιστο-ρική προσπέλαση τον υλικό και πνευματικό ορίζοντα των άλλων

εποχών. για παράδειγμα, ένας στοχασμός πάνω στην έννοια και την ιστορικότητα του τυχαίου, για τη συγκεκριμένη κάθε φορά λειτουργία του μέσα στην κοινωνική και ιστορική διαδικασία,

στο ρόλο του ως ιστορικοποιημένου μηχανισμού, φαίνεται όχι μόνο ωφέλιμος αλλά και γεμάτος ίσως αποκαλύψεις και εκπλήξεις2.

1. Βλ. Harrison, ό.π. 2. στο δημογραφικό πεδίο το πρόβλημα έχει ήδη τεθεί. Βλ. Α. Bideau,

Page 83: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Αυτό που θα ονομάζαμε Ιστορικό τυχαίο δεν εκλαμβάνεται Εδώ ούτε μόνο, ούτε και κυρίως με την έννοια της (αναπόφευκτης)

τυχαίας διακύμανσης ή της a posteriori αναπαράστασης του τυ-χαίου συμβάντος με όρους μή προδιατεταγμένης διασταύρωσης

δυο προδιατεταγμένων διαδικασιών, ή με όρους που το ανάγουν σε (εξωτερικό ως προς το ίδιο το τυχαίο) τρόπο ύπαρξης της αναγ-

καιότητας. Αλλά εννοούμε την κατ' ανάγκην τυχαία κατανομή συμβάντων ή την ανέλιξη διαδικασιών που έχει ιστορική λειτουρ-γικότητα και αποτελεσματικότητα —ένα ιστορικά δομικό τυχαίο.

με άλλα λόγια: Μέσα σε κάποιου ορισμένου είδους συνάφεια

(όπως π.χ. Εδώ ή παραδοσιακή ελληνική κοινωνία) ορισμένου τύπου αιτιακοί προσδιορισμοί (στην περίπτωσή μας ή υψηλή νοση-ρότητα) λειτουργούν ως καταναγκασμοί τέτοιας φύσης και τέ-τοιας εμβέλειας, που το τυχαίο ενσωματώνεται δομικά στην ίδια

τη δέσμη των αιτιακών προσδιορισμών, στην ίδια την υφή της ιστορικής συνάφειας, και απαρτιώνεται δομικά στους ίδιους τους μηχανισμούς που υποβαστάζουν και διέπουν τη λειτουργία ενός

ιστορικού συστήματος.

IV. Ειδική θνησιμότητα κατά ηλικίες

σε ό,τι αφορά τους ρυθμούς και τις διαστάσεις της θνησιμό-τητας, ή πρώτη σημαντική παράμετρος είναι ή ηλικία. σε μια πρώτη της εκδοχή, ή ηλικία είναι, ιδιαίτερα στα πρώτα και στα τελευταία χρόνια της ζωής, και μέτρο και μηχανισμός ταυτόχρονα

των διαδικασιών βιολογικής ωρίμανσης και φθοράς του οργανισμού

«Les mécanismes autorégulateurs des populations traditionnelles», An-nales, Esc. 38/5 (1983), A. J acquard , « L a transition démographique: Le capital génétique est-t-il affecté?», Union Internationale pour l'étude scientifique de la population (UIESP), Conférence sur la science au service de la vie, Βιέννη 1979, σ. 191-210. σε άλλες γνωστικές περιοχές, όπως π.χ. ή κβαντική φυσική, το δομικό τυχαίο αντιστοιχεί σε έννοιες και φαινόμενα θεμελιακής σημασίας.

Page 84: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

σμού, άρα και των δυνατοτήτων άμυνάς του απέναντι, στις προκλή-σεις του οικολογικού συστήματος όπου ζει και δρα.

σε μια ευρύτερη ωστόσο εκδοχή της, ή ηλικία παραπέμπει σε ιδιάζουσες μορφολογίες κοινωνικής απάντησης στις ανάγκες και ζητήσεις του άτομου, με τη μορφή της υποστήριξης ή της καταπό-νησης. Κατά συνέπεια, ή πρώτη ανισότητα μπροστά στο θάνατο είναι συνάρτηση της ηλικίας του άτομου: οι πιθανότητες προσβο-λής από εξωτερικούς παράγοντες ή μοιραίας έκβασης μιας αρρώ-

στιας, οι δυνατότητες υποκειμενικής άμυνας και οι ανάγκες υπο-στήριξης από το περιβάλλον δεν είναι βέβαια ίδιες στο νήπιο,

το βρέφος, το εξαρτημένο παιδί, τον αναπτυσσόμενο έφηβο ή το ώριμο νέο άτομο.

Συνολική εικόνα

σε σχέση με τη γενιά του 1823, ο πίνακας 13 εικονίζει τον αριθμό θανάτων που αφορούν τα μέλη της σε συνάρτηση με την ηλικία (μετρημένη σε συμπληρωμένα χρόνια).

Υπενθυμίζουμε ότι στην ηλικία των 17 και 18 ετών οι παύλες παραπέμπουν στο κενό του υλικού μας. Εκτιμήσαμε ήδη ότι οι διαφεύγοντες θάνατοι είναι της τάξης των τεσσάρων (βλ. κεφ. Β ' , Ι ).

ΠΙΝΑΚΑΣ 13

Αριθμός θανάτων κατά ηλικία — Γενιά τον• 1823

Ηλικία Χ θάνατοι θάνατοι (γενέθλιο) σε έτη σε ηλικία Χ %

0 55 37.8 1 21 14.4 2 8 5.5 3 6 4.1 4 9 6.2 5 4 2.7 6 7 4.8 7 3 2.1

Page 85: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 13 (συνέχεια)

ηλικία χ θάνατοι θάνατοι (γενέθλιο) σε έτη σε ηλικία Χ %

8 2 1.4 9 3 2.1

10 6 4.1 11 8 5.5 12 2 1.4 13 1 0.7 14 2 1.4 15 1 0.7 16 0 0.0 17 — —

18 — —

19 1 0.7 20 1 0.7 21 0 0.0 22 3 2.1 23 2 1.4 24 1 0.7

Σύνολο 146 100.0

Παρατηρούμε ότι ή αιχμή της θνησιμότητας αντιστοιχεί στη βρε-φική ηλικία (37.8% πριν από το πρώτο γενέθλιο), ενώ 1 στους 2 θανάτους (52.2% για τη γενιά του 1823) επέρχεται στη διάρ-κεια των δύο πρώτων ετών ζωής.

Πριν από την έλευση της εφηβείας το έργο της θνησιμότητας έχει πρακτικά συντελεσθεί: 9 στους 10 θανάτους (90.2% στη γενιά του 1823) επέρχονται πριν από το 12ο γενέθλιο.

Ή μορφολογία της καμπύλης που περιγράφει την κατανομή των θανάτων σε συνάρτηση με την ηλικία (σχήμα III) επιτρέπει τη συναγωγή κάποιων αδρών συμπερασμάτων σχετικά με τους

μηχανισμούς της1.

1. Ή (ασύμμετρα κωδωνοειδής) καμπύλη εμφανίζει κλίση θετική, δηλ. «ουρά» προς την κατεύθυνση των υψηλότερων τιμών της ανεξάρτητης μετα-

Page 86: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Σχήμα III

Page 87: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο αιτιολογικός μηχανισμός της είναι πο-λυπαραγοντικός. οι παράγοντες αυτοί, που αναφέρονται στη γε-νετική προικοδότηση, στις συνθήκες ενδομήτριας ανάπτυξης και

στο εξωτερικό —βιολογικό και κοινωνικό— περιβάλλον του παι-διού, δρούν σε συνεργασία, και με τρόπο συχνά μοιραίο, ήδη· από

τη φάση της ενδομήτριας ζωής. Πραγματικά, καταγράφονται, στα 1823, πέντε περιπτώσεις αποβολής του εμβρύου (και όλα επιτρέ-πουν να υποθέσουμε ότι ή καταγραφή αυτών των συμβάντων είναι ελλιπής).

Ή αιχμή της συνέργειας τοποθετείται στο πρώτο έτος ζωής. στη συνέχεια οι χρονικότητες της —φθίνουσας— επίδρασης αυτών των παραγόντων αποσυγχρονίζονται, ορισμένοι παράγοντες, ιδίως

αυτοί που αναφέρονται σε σοβαρές γενετικές επιβαρύνσεις, σε βαριές συγγενείς ανωμαλίες και σε συμβάματα στον τοκετό εκλεί-πουν, και οι επιζώντες συνεχίζουν, με μικρές απώλειες, να επιζούν.

θα μελετήσουμε παρακάτω τις συσχετίσεις ανάμεσα σ' αυτή την ενορατική εκδοχή και τις νοσολογικές διαστάσεις της θνησι-

μότητας.

V. Θνησιμότητα κατά ηλικία και τόπο κατοικίας

Έχουμε ήδη αναφέρει το γεγονός ότι μια από τις μείζονες διχοτομίες, που διέπουν την κοινωνική ζωή στη Λευκάδα του 19ου αιώνα, είναι ή διχοτομία πόλη/χωριά.

αν εξετάσουμε την εικόνα της θνησιμότητας από αυτή την οπτική γωνία (πίν. 14) οδηγούμαστε στα ακόλουθα συμπεράσματα:

αν και ή διαφορά δεν είναι στατιστικά σημαντική, στη γενιά του 1823 το ποσοστό θανάτων στη βρεφική ηλικία (πρώτο έτος

μεταβλητής (ηλικία). Ή τυπική αυτή μορφή υποδηλώνει ότι ο μηχανισμός που διέπει την εξαρτημένη μεταβλητή (θνησιμότητα) είναι πολυπαραγοντικός

και ότι, ειδικότερα, οι διάφοροι παράγοντες αλληλεπιδρούν και αλληλοεπη-ρεάζονται με τρόπο πολλαπλασιαστικό (και όχι αθροιστικό, όπως συμβαίνει

στην κανονική καμπύλη Gauss, που περιγράφει π.χ. το ύψος).

Page 88: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 14

θάνατοι κατά ηλικία και τόπο κατοικίας — Γενιά του 1823

Ηλικία Πόλη Χωριά (γενέθλιο) Ν 0/ /ο Ν /ο

0 13 31.0 42 40.4 1 6 14.3 15 14.4 2 2 4.8 6 5.8 3 1 2.4 5 4.8 4 1 2.4 8 7.7 5 3 7.1 1 1.0 6 2 4.8 5 4.8 7 1 2.4 2 1.9 8 0 0.0 2 1.9 9 0 0.0 3 2.9

10 5 11.9 1 1.0 11 3 7.1 5 4.8 12 1 2.4 1 1.0 13 1 2.4 0 0.0 14 1 2.4 1 1.0 15 0 0.0 1 1.0 16 17

0 0.0 0 0.0

18 19 0 0.0 1 1.0 20 1 2.4 0 0.0 21 0 0.0 0 0.0 22 0 0.0 3 2.9 23 1 2.4 1 1.0 24 0 0.0 1 1.0

Σύνολο 42 100.0 104 100.0

ζωής) είναι υψηλότερο στα χωριά Απ' ό,τι στην πόλη (40.4% έναντι 31 .0% αντίστοιχα), στα δυο πρώτα έτη ζωής (54.8% έναν-τι 45.3% αντίστοιχα) και στα πέντε πρώτα έτη ζωής, αλλά εξι-σώνονται πριν από την ενήβωση (12ο γενέθλιο), φθάνοντας στα σωρευτικά ποσοστά του 91.4% και 88 .2% αντίστοιχα. Δηλαδή, στη γενιά του 1823, αν και οι πρώιμοι παιδικοί θάνατοι φαίνονται

Page 89: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 90: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

συχνότεροι στα χωριά Απ' ό,τι στην πόλη 1 , ωστόσο και στις δυο περιπτώσεις ισχύει ο κανόνας ότι, πριν από την ενήβωση, επέρχον-ται 9 στους 10 θανάτους της παιδ ικής και νεανικής ηλικίας. ο παρατηρούμενος αρχικός ετεροχρονισμός και ο κατοπινός συγχρο-νισμός του ρυθμού των θανάτων παραπέμπει ακόμη μια φορά στην πολυπαραγοντική αιτιολογία της θνησιμότητας, υποδηλώνοντας παράλληλα και το εξής σημαντικό στοιχε ίο : οι ποικίλοι αιτιακοί παράγοντες που επηρεάζουν τη θνησιμότητα επενεργούν με τρόπο

διαφορετικό, σε συνάρτηση όχι μόνο με το χρόνο (ηλικία) , αλλά και με το χώρο (τόπο κατοικίας). σε κάθε σημε ίο αυτού του

δισδιάστατου πεδίου διαμορφώνονται έτσι αιτιακά πλέγματα που διέπουν τη θνησιμότητα σ' αυτό το σημε ίο : Έτσι εκδηλώνονται

οι τοπικοί αιτιακοί καθορισμοί 2. Παράλληλα, όμως, το μοντέλο

1. αν ισχύει ή εξήγηση του Clon Stéphanos, πρέπει να επισημανθεί το ότι οι γαστρεντερικές διαταραχές ήταν πολύ συχνότερες στην πόλη Απ' ό,τι στα χωριά.

2. οι έννοιες της δομικής σταθερότητας και των τοπικών αιτιακών καθορισμών παραπέμπουν στη γενική θεωρία των συστημάτων, και ειδικότερα στη θεωρία των καταστροφών του R. Thom. Βιβλιογραφία γι ' αυτές τις θεωρίες: α) Γενική θεωρία των συστημάτων: L. Yon Bertalanffy, General System Theory, Braziller, Νέα Υόρκη 1968, Koestler Α., Smythies J r . (έκδ.), Beyond Reductionism, Macmillan Publishing Co, Νέα Υόρκη 1969. β) Θεωρία των καταστροφών: R . Thom: Structural Stability φ Mor-phogenesis, The Benjamin/Cummings Pubi. Co, Mass., 1975. με απλο-ποιημένο τρόπο, οι δυο αυτές έννοιες σημαίνουν τα εξής: Ένα σύστημα, ανοιχτό και εξελισσόμενο, εμφανίζει μια δομική σταθερότητα" ή σταθερότητα δηλαδή του συνόλου δεν διακυβεύεται, εφόσον οι τιμές των διαφόρων μετα-βλητών που το χαρακτηρίζουν δεν υπερβαίνουν ορισμένα όρια" ή θερμοκρασία ή ή αρτηριακή πίεση ή ή καρδιακή συχνότητα π.χ. εμφανίζουν διακυμάνσεις, οι όποιες όμως ούτε αρρώστια αντιπροσωπεύουν, ούτε θέτουν σε κίνδυνο τον οργανισμό, εφόσον δεν ξεπερνούν ορισμένα όρια. Αυτές οι διακυμάνσεις

αντιστοιχούν κατά κανόνα σε «τοπικά» (επιμέρους) φαινόμενα, όπως φυσική προσπάθεια ή συγκίνηση, για την καρδιακή συχνότητα, —«τοπικά», με την έννοια ότι δεν κινητοποιούν το σύνολο του συστήματος για να εκδηλωθούν, παρόλο που έχουν επιπτώσεις, έστω και οριακές, στην κατάσταση του συνό-λου. μια ακριβέστερη και αυστηρότερη διατύπωση (ιδιαίτερα πρόσφορη στην

Page 91: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

που εκφράζει την κίνηση της θνησιμότητας εμφανίζει και μια συνολική δομική σταθερότητα, που τελικά ανέχεται, εμπεριέχει και καταναγκάζει στην κατεύθυνσή της τις διακυμάνσεις που οφείλονται στους τοπικούς καθορισμούς.

Το στοιχείο αυτό εικονογραφεί το γεγονός ότι το βιολογικό, οικολογικό, κοινωνικό, και άλλα πεδία, όχι μόνο επηρεάζονται

περίπτωση που το σύστημα αναφοράς είναι ή κοινωνική ομάδα) θα ήταν ή εξής: Ή λειτουργία κάθε υποσυστήματος διέπεται από ορισμένους κανόνες

που ρυθμίζουν (και περιορίζουν) την αποδεκτή κλίμακα μορφικών παραλλα-γών των τοπικών φαινομένων. το κάθε υποσύστημα παραμένει δομικά αναλ-λοίωτο στο μέτρο που οι παρατηρούμενες δέσμες κανόνων (που τους θεωρού-με «πρώτου βαθμού») δεν αμφισβητούν τις απαιτήσεις που υπαγορεύουν

κάποιοι άλλοι, Ιεραρχικά ισχυρότεροι, κανόνες «δευτέρου βαθμού» (ή μετα-κανόνες), οι όποιοι συναρτώνται με τη μορφολογία των σχέσεων ανάμεσα. σε κάθε υποσύστημα, από τη μια, και στα άλλα υποσυστήματα (καθώς και το ολικό σύστημα), από την άλλη. Αυτοί οι κανόνες «δευτέρου βαθμού» πα-ραπέμπουν ήδη στις ανάγκες της δομικής σταθερότητας του συνόλου, ή οποία

ενδέχεται, ανάλογα με τη φύση και την πολυπλοκότητα του συστήματος, να υπόκειται και σε πρόσθετους κανόνες «τρίτου,... νιοστού βαθμού». οι. ορισμοί του R . Thom, που χρησιμοποιούν έννοιες της τοπολογίας, είναι οι

εξής: «—"\Α.ς θεωρήσουμε ένα φαινόμενο που μπορεί να παρασταθεί με ένα τυπικό σύστημα Ρ (formal system, με την έννοια της τυπικής λογικής). — Ας παραστήσουμε κάθε κατάσταση του Ρ σ' έναν τοπολογικό χώρο. — αν το σημείο που αντιπροσωπεύει το σύστημα κείται στο εξωτερικό ενός δεδο-μένου κλειστού συνόλου Κ που ανήκει στο Ρ (το σύνολο των σημείων κατα-

στροφής), τότε ή ποιοτική φύση της κατάστασης (του Ρ) δεν μεταβάλλεται σε περίπτωση μιας επαρκώς μικρής παραμόρφωσης αυτής της κατάστασης. — σε κάθε επιμέρους σύστημα, σχετικά ανεξάρτητο από το περιβάλλον, παραβάλλουμε ένα τοπικό μοντέλο, το όποιο περιγράφει ποιοτικά και, στις καλύτερες περιπτώσεις, ποσοτικά τη συμπεριφορά. του. — ο χώρος των παρατηρήσιμων Μ περιέχει ένα κλειστό υποσύνολο Κ που ονομάζεται «σύνολο καταστροφής», και, όσο το αντιπροσωπευτικό σημείο m του συστήματος δεν συναντά το Κ, ή τοπική φύση του συστήματος δεν αλλάζει. —ο συγγρα-φέας, αφού υπενθυμίζει ότι οι μορφές που είναι υποκειμενικά αναγνωρίσιμες και αντιπροσωπεύονται στη γλώσσα μας με ουσιαστικά είναι αναγκαία δο-μικά σταθερές μορφές, τονίζει ότι μια φυσική διαδικασία μέσα στο χωρο-χρόνο μπορεί κάλλιστα να αποβεί τοπικά χαοτική με τρόπο αναγκαίο και δομικά σταθερό.

Page 92: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

επικαθορίζονται αμοιβαία, όντας ταυτόχρονα μή αναγώγιμα το ένα στο άλλο, αλλά και απαρτιώνονται στη μακρά διάρκεια σε

ολικά συστήματα κοινωνικής λειτουργίας και δυναμικής, τα όποια, μέσα από το παιχνίδι τόσο του διαστρωματωμενου αιτιακού κα-θορισμού 1, όσο και των τοπικών αιτιακών καθορισμών, τείνουν στη διατήρηση μιας συνολικής δομικής σταθερότητας. με άλλα λόγια,

οι συγκυριακές διαταραχές εκφράζουν μεν το παιχνίδισμα του τυχαίου, αλλά αυτό το (ιστορικό) τυχαίο εμφανίζει μια ιδιαίτερη ποιότητα, δέσμια των επιταγών της δομικής σταθερότητας τόσο

των περιφερειακών συστημάτων όσο και του συστήματος στο σύ-νολο του.

οι θεωρήσεις αυτές επιτρέπουν και μια μεθοδολογική παρα-τήρηση σχετικά με την ιστορική έρευνα: Ή προβληματική της μακράς διάρκειας αναλύει τους όρους της δομικής σταθερότητας

των ιστορικών συστημάτων και, κατ' επέκταση, τους γενικούς όρους της ιστορικής δυναμικής και μεταβολής. αλλά ή αποδέ-

σμευση της λεπτής υφής των μηχανισμών που υποβαστάζουν τη δομή και τη λειτουργία των ιστορικών αυτών συστημάτων απαιτεί

και μια πρόσβαση μικροαναλυτική. Χρειάζεται, δηλαδή, συνδυα-σμένη σπουδή, τόσο π.χ. των στατιστικών σειρών μεγάλης διάρ-κειας, όσο και «περιπτώσεων» που αναδεικνύουν όσα ή στατιστική

σειρά υποχρεωτικά συμψηφίζει σε μια εικόνα του συνόλου, μέσα στο όποιο οι αποχρώσεις τείνουν να περιθωριοποιούνται2.

1. Αν η έννοια του τοπικού αιτιακού καθορισμού παραπέμπει στη σχε-τική αυτονομία των περιφερειακών συστημάτων, ή έννοια του διαστρωμα-τωμένου αιτιακού καθορισμού παραπέμπει στη διαφορική λειτουργική μορ-φή του αιτιακού παιχνιδιού στα διάφορα επίπεδα οργάνωσης του συστήματος.

Ή απόλυτη ακινησία του μαρμάρινου αγάλματος, π.χ., στο μακροσκοπικό επίπεδο, αντιστοιχεί σε αδιάκοπη και πιθανοκρατική κίνηση του υλικού στο

μοριακό επίπεδο. για την έννοια αυτή βλ. Weiss P., «The Living System: Determinism Stratified», στην έκδοση των Koestler & Smythies, ό.π.

2. για μια τέτοια προβληματική στον τομέα της ιστορικής δημογραφίας βλ. R . D. Lee, Populations Patterns in the Past, Academic Press, Νέα

Υόρκη-Λονδίνο 1977.

Page 93: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

VI. Θνησιμότητα κατά ηλικία και φύλο

Ή δεύτερη μεγάλη διχοτομία που αναφέραμε είναι ή διάκριση αρσενικό - θηλυκό.

Ή επισκόπηση των δεδομένων που αφορούν τη γενιά του 1823, από αυτή τη σκοπιά, οδηγεί στις εξής παρατηρήσεις (πίν.

ΠΙΝΑΚΑΣ 15

Θνησιμότητα κατά ηλικία και φύλο — Γενιά του 1823

Ηλικία αγόρια Κορίτσια (γενέθλιο) Ν % Ν %

0 24 32.4 31 43.1 1 9 12.2 12 16.7 2 3 4.1 5 6.9 3 4 5.4 2 2.8 4 4 5.4 5 6.9 5 3 4.1 1 1.4 6 4 5.4 3 4.2 7 2 2.7 1 1.4 8 2 2.7 0 0.0 9 1 1.4 2 2.8

10 4 5.4 2 2.8 11 5 6.8 3 4.2 12 1 1.4 1 1.4 13 1 1.4 0 0.0 14 0 0.0 2 2.8 15 1 1.4 0 0.0 16 0 0.0 0 0.0 17 _ _ _ _ _ 1 8 — — — —

19 1 1.4 0 0.0 20 1 1.4 0 0.0 21 0 0.0 0 0.0 22 2 2.7 1 1.4 23 1 1.4 1 1.4 24 1 1.4 0 0.0

Σύνολο 74 100.0 72 100.0

Page 94: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Η Λ Ι Κ Ι Α

Page 95: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

15): σε σχέση με την ηλικία και το φύλο, ή γενιά του 1832 εμφανίζει ποσοστό πρώιμων θανάτων κοριτσιών μεγαλύτερο από

αυτό των αγοριών1. Το ποσοστό αυτό είναι 43 .1% έναντι 32 .4% για το πρώτο έτος ζωής, 59.8% έναντι 44 .6% για τα δύο πρώτα έτη, 77.8% έναντι 63.5% πριν από το 5ο γενέθλιο, τείνει όμως

να εξισωθεί πριν από την ενήβωση (12ο γενέθλιο) και γίνεται 93.5% στα κορίτσια και 87.8% στα αγόρια.

Ή περιγραφική αξιολόγηση αυτών των (στατιστικά μη ση-μαντικών) διαφορών και διακυμάνσεων παραπέμπει στην προηγού-μενη συζήτηση περί τοπικών καθορισμών και δομικής σταθερό-τητας, υποδηλώνοντας ότι μια ακόμη διάσταση του (ν-διάστατου) χώρου όπου εγγράφονται τα δημογραφικά συμβάντα είναι ή δι-χοτομία αρσενικό/θηλυκό.

VII. Θνησιμότητα κατά ηλικία, φύλο και τόπο κα-τοικίας

Αν μελετήσουμε τη θνησιμότητα κατά ηλικίες, σε συνάρτηση με το φύλο και τον τόπο κατοικίας (πίν. 16, 17), παρατηρούμε

ότι: Αν και οι διαφορές δεν είναι στατιστικά σημαντικές, ωστόσο, για τη γενιά του 1823, ή βρεφική θνησιμότητα (0-1 έτους) είναι μεγαλύτερη στα κορίτσια και στα χωριά. Το ίδιο ισχύει και για τα δύο πρώτα έτη ζωής, αν και Εδώ ή διαφορά της συχνότητας θανάτων αγοριών-κοριτσιών στα χωριά οξύνεται, ενώ στην πόλη αμβλύνεται. για τα πέντε πρώτα έτη ζωής, ή διαφορά αυτή συνε-χίζει να υπάρχει στα χωριά, ενώ τείνει να εξαλειφθεί στην πόλη. για την περίοδο μέχρι την ενήβωση (12ο γενέθλιο), ή ίδια διαφορά παραμένει στα χωριά, ενώ στην πόλη ή σχέση αυτή αντιστρέφεται.

και αυτή τη φορά ή περιγραφική αξιολόγηση αυτών των ευ-ρημάτων εγγράφεται στην προηγούμενη συζήτηση, εικονογραφών-τας τον δυναμικό και εξελισσόμενο χαρακτήρα των αιτιακών πλεγ-μάτων που διέπουν τους τοπικούς καθορισμούς.

1. Σχετικά με αυτό βλ. και σημ. 1, σ. 87.

Page 96: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

(Σημειώνουμε ότι, αν και ο αριθμός των συμβάντων είναι μι-κρός για μια στατιστική επικύρωση των περιγραφικών αξιολογή-σεων, το γεγονός ότι τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι συμ-βατά με τα προηγούμενα επιτρέπει λιγότερες επιφυλάξεις σχετικά

με την εγκυρότητά τους.)

ΠΙΝΑΚΑΣ 16

Θνησιμότητα κατά ηλικία, φύλο και τόπο κατοικίας — Γενιά 1823

ηλικία Πόλη Χωριά (γενέθλιο) αγόρια Κορίτσια αγόρια Κορίτσια

0 6 7 18 24 1 4 2 5 10 2 1 1 2 4 3 1 0 3 2 4 0 1 4 4 5 2 1 1 0 6 2 0 2 3 7 1 0 1 1 8 0 0 2 0 9 0 0 1 2

10 3 2 1 0 11 1 2 4 1 12 0 1 1 0 13 1 0 0 0 14 0 1 0 1 15 0 0 1 0 16 17

0 0 0 0

18 19 0 0 1 0 20 1 0 0 0 21 0 0 0 0 22 0 0 2 1 23 0 1 1 0 24 0 0 1 0

Σύνολο 23 19 51 53

Page 97: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 17

Θνησιμότητα κατά ηλικία, φύλο και τόπο κατοικίας (%)—Γε-νιά 1823

Ηλικία Πόλη Χωριά (γενέθλιο) Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια

0 26.1 36.8 35.3 45.3 1 17.4 10.5 9.8 18.9 2 4.3 5.3 3.9 7.5 3 4.3 0.0 5.9 3.8 4 0.0 5.3 7.8 7.5 5 8.7 5.3 2.0 0.0 6 8.7 0.0 3.9 5.7 7 4.3 0.0 2.0 1.9 8 0.0 0.0 3.9 0.0 9 0.0 0.0 2.0 3.8

10 13.0 10.5 2.0 0.0 11 4.3 10.5 7.8 1.9 12 0.0 5.3 2.0 0.0 13 4.3 0.0 0.0 0.0 14 0.0 5.3 0.0 1.9 15 0.0 0.0 2.0 0.0 16 0.0 0.0 0.0 0.0 17 18 19 0.0 0.0 2.0 0.0 20 4.3 0.0 0.0 0.0 21 0.0 0.0 0.0 0.0 22 0.0 0.0 3.9 1.9 23 0.0 5.3 2.0 0.0 24 0.0 0.0 2.0 0.0

Σύνολο 100.0 100.0 100.0 100.0

VIII. Θνησιμότητα κατά ηλικία και αιτίες θανάτου

Στις ληξιαρχικές πράξεις αναγράφονται και οι αιτίες θανάτου, γνωστές για τη γενιά του 1823 μέχρι την ηλικία των 16 χρόνων,

Page 98: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

μια και μετά το 1839 οι αιτίες αυτές παύουν ν' αναγράφονται.. Επισκοπώντας τα δεδομένα παρατηρούμε ότι κάποιες κανονικό-

τητες φαίνονται να διέπουν τη σχέση ηλικίας και τύπου νοσηρό-τητας με μοιραία κατάληξη.

Έχουμε ήδη συζητήσει το πρόβλημα της αδυναμίας μεταγραφής των τότε διαγνώσεων με όρους των σημερινών ταξινομικών σχη-μάτων. Γ ι ' αυτό, λοιπόν, υιοθετούμε κι εδώ την αδρή εργαλειακή ταξινόμηση των αιτιών θανάτου σε έξι μεγάλες κατηγορίες: εμ-πύρετα νοσήματα, αναπνευστικές παθήσεις, γαστρεντερικές δια-ταραχές, χρόνια νοσήματα, φυσική ασθένεια, άλλες παθήσεις1.

με βάση αυτό το ταξινομικό σχήμα, παρατηρούμε (βλ. πίν. 18) ότι:

— τα εμπύρετα νοσήματα (οξέα λοιμώδη και παρασιτικά, κατά κανόνα) πλήττουν κυρίως τη βρεφική (0-1 έτους) και την πρώτη παιδική ηλικία. οι θάνατοι από αυτήν την αιτία κατανέ-μονται ως εξής: 41.5% στο πρώτο έτος ζωής, 56.1% στα δύο πρώτα έτη, 73.2% στα πέντε πρώτα έτη και 91.5% στα δέκα -πρώτα έτη ζωής.

— οι γαστρεντερικές διαταραχές (συνολικά 17 περιπτώσεις) πλήττουν και αυτές προνομιακά τις πρώιμες παιδικές ηλικίες: 8 στο πρώτο, 14 στα δύο πρώτα και όλες στα έξι πρώτα χρόνια ζωής.

— Ιδιαίτερη είναι ή εικόνα που παρουσιάζει ή σχέση της «φυσικής ασθένειας» με την ηλικία.

Εδώ, αντί για τη φθίνουσα συχνότητα που χαρακτηρίζει τις δύο προηγούμενες κατηγορίες, επισημαίνονται δύο προνομιακές ζώνες ηλικιών. Έτσι, από τις 19 συνολικά περιπτώσεις «φυσικής

ασθένειας», οι 6 αφορούν βρέφη κάτω του 1 έτους, 10 παιδιά 0-5 ετών και 8 παιδιά προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας. Ή τελευ-ταία περίπτωση είναι ένα παιδί 9 ετών.

1. Ταξινόμηση που επεξεργασθήκαμε για τις ανάγκες της ιστορικής -νοσολογικής μελέτης στην εργασία του Ν. Σιδέρη, «Αρρώστιες και άρρωστοι

στη Λευκάδα», ό.π.

Page 99: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 18

Αιτίες θανάτου κατά ηλικία — Γενιά του 1823

Αιτίες θανάτου

Πυρετός

Φυσική ασθένεια Διάρροια Δυσκοιλιότητα Δυσεντερία Παρασίτωση του εντέρου Χολική ασθένεια Κωλικός Τέτανος Χρονική ασθένεια Πονόλαιμος Πούντα Πνιγμένο στο λαιμό Κόκκινη Ραχίτις Σεισμός Πτώση σε γκρεμό

Σύνολο

Page 100: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Ή χαρακτηριστική αυτή κατανομή επιτρέπει την υπόθεση ότι, για τις ηλικίες στις όποιες αναφερόμαστε, ή έννοια της «φυσικής

ασθένειας» αντιστοιχεί κατά κύριο λόγο στη φυματίωση. τα στοι-χεία που συνηγορούν γι ' αυτό είναι τα εξής: Το ελεύθερο μεσοδιά-

στημα στη ζώνη των 5-9 ετών, που κλασικά χαρακτηρίζεται, για τις πριν από τη σύγχρονη θεραπευτική εποχές, «χρυσή περίοδος της

παιδικής φυματίωσης». Σ ' αυτήν μειώνονται οι κίνδυνοι (ιδιαίτερα ο κίνδυνος θνητότητας) που χαρακτηρίζουν την πριν από τα 5

έτη ηλικία και που επανεμφανίζονται στην προεφηβική και εφη-βική ηλικία, δηλαδή στις δυο ζώνες αιχμής της θνησιμότητας της γενιάς του 1823 από «φυσική ασθένεια»1.

Ή πρώτη από αυτές τις ζώνες σχετίζεται αποκλειστικά με τον παιδικό τύπο φυματίωσης, ενώ ή δεύτερη, ιδιαίτερα όσο ή

ηλικία μεγαλώνει, τείνει να σχετίζεται (και) με τη φυματίωση ενηλίκου τύπου (χρόνια πνευμονική φυματίωση).

— οι αναπνευστικές παθήσεις στην τυπική τους μορφή («πούν-τα») αφορούν άτομα άνω των 10 ετών. Ή μια περίπτωση πνιγμο-νής αφορά παιδί 13 ετών και ή μια περίπτωση «πονόλαιμου» ένα βρέφος.

— οι δύο περιπτώσεις «χρονικής ασθένειας» αφορούν ένα παι-δί 2 ετών και ένα άλλο 5 ετών. Πρόκειται ίσως για συγγενείς παθήσεις με βραδεία, άλλα τελικά μοιραία κατάληξη.

— Τέλος, οι «άλλες παθήσεις» κατανέμονται ως εξής: οι τέσσερις περιπτώσεις κωλικού αφορούν βρέφη κάτω του

1 έτους. Το ίδιο και ή μια περίπτωση τετάνου 2. Ένας θάνατος από ραχίτιδα αφορά παιδί 3 ετών. Ένας θάνατος από ερυθρά αφορά

παιδί 10 ετών. από πτώση σε γκρεμό πέθανε ένα παιδί 9 ετών και από το σεισμό του 1825 σκοτώθηκαν δυο παιδιά 2 ετών.

— Συνολικά, ή σχέση αιτιών θανάτου και ηλικίας εμφανίζει μια σχετικά τυπική μορφή, συνισταμένη της χρονικής κατανομής

1. Βλ. π.χ. το πανεπιστημιακό σύγγραμα Παιδιατρικής του καθηγητή Κ. Παπαδάτου.

2. Ακριβέστερα, νεογνά μέχρι 3 ήμερων.

Page 101: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

των μεγάλων κατηγοριών νοσηρότητας: φθίνουσα πορεία των εμ-πύρετων και των γαστρεντερικών διαταραχών, δικόρυφη καμπύλη για τη φυσική ασθένεια με ελεύθερο μεσοδιάστημα μεταξύ 5 και 9 ετών, αύξουσα συχνότητα των αναπνευστικών νοσημάτων μετά την ήβη, σχετική σπανιότητα των χρόνιων νοσημάτων με τάση μοιραίας κατάληξης στα πρώτα χρόνια της ζωής και, τέλος, ατυ-χήματα στα πιο μεγάλα παιδιά και διαγνώσεις τυπικές της, βρε-φικής ηλικίας στην κατηγορία «άλλες παθήσεις»1.

1. οι παρατηρήσεις αυτές είναι συμβατές και με την εικόνα των αιτιών' θανάτου σε σχέση με την ηλικία που αντιστοιχεί στη συνολική θνησιμότητα

του έτους 1823, όπως παρουσιάζεται στο άρθρο του Ν. Σιδέρη, «Αρρώστιες και άρρωστοι στη Λευκάδα», ό.π. σ. 112-113.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Αιτίες θανάτου κατά ομάδες ηλικιών

1-5 ετών 49 8 32 11 1 15 116 6-10 16 4 7 2 3 9 41

11-15 6 2 5 3 0 4 20 16-20 5 3 0 0 1 4 13 21-30 3 13 0 1 2 11 30 31-40 3 7 1 2 0 12 25 41-50 5 11 3 5 2 4 30 51-60 6 12 5 11 0 5 39 61-70 5 5 4 8 1 9 32 71-100 7 2 3 12 4 19 47

Σύνολο 176 71 71 56 26 116 516

* σε πέντε περιπτώσεις ή αιτία θανάτου δεν είναι γνωστή. σε πέντε άλλες περιπτώσεις δεν είναι γνωστή ή ηλικία.

Α Ρ Ρ Ω Σ Τ Ι Ε Σ ΚΑΤΑ ΗΛΙΚΙΑ. Αν χωρίσουμε τις αιτίες θανάτου σε

Ηλικία θανάτου

Εμπύ-ρετα νοσή-ματα

Ανα-πνευ-

στικές λοιμώ-ξεις

Γα-στρεν-τερικές διατα-ραχές

Χρο-νική

ασθένεια

Φυ-σική

ασθένεια

Λοιπές αιτίες

Σύνολο θανάτων

Page 102: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

IX. Αιτίες θανάτου κατά φύλο και τόπο κατοικίας

ο πίνακας 19 εικονίζει την κατανομή των αίτιων θανάτου σε συνάρτηση με το φύλο και τον τόπο κατοικίας. ο μικρός σχετ ικά

αριθμός παρατηρήσεων κατά κατηγορία υποδηλώνει ότι ή στατιστική εγκυρότητα των διαφορών είναι μάλλον προβληματική. στο

περιγραφικό πεδίο, μερικές παρατηρήσεις είναι θεμ ι τές : — στο εσωτερικό κάθε πολιτ ισμικού-κοινωνικού χώρου (πό-

λη-χωριά) , ή κύρια τάση είναι ή ομοιογένεια των νοσολογικών χαρακτηριστικών της θνησιμότητας των δύο φύλων.

έξι μεγάλες κατηγορίες: εμπύρετα, αναπνευστικές λοιμώξεις, γαστρεντερικές λοιμώξεις, χρόνιες ασθένειες, φυσική ασθένεια, λοιπά, και τις μελετήσουμε

σε σχέση με την ηλικία θανάτου (πίν. 2), βλέπουμε ότι: Ή ομάδα ηλικιών που κυρίως πλήττεται είναι ή βρεφική (0-12 μηνών).

Σ' αυτήν αντιστοιχεί το 1/4 περίπου των θανάτων. Από αυτούς, τα 6/10 οφείλονται σε εμπύρετα νοσήματα, τα 2/10 σε διάφορες αιτίες, το 1/10 σε «φυσική ασθένεια» και το 1/10 σε γαστρεντερικές διαταραχές.

στην ομάδα της πρώτης παιδικής ηλικίας (1-5 ετών) αντιστοιχεί το 22% των θανάτων. Κύριες αιτίες τα εμπύρετα (4 στους 10 θανάτους) και οι γαστρεντερικές διαταραχές (περίπου 3 στους 10 θανάτους).

Σχετικά υψηλή είναι και ή συμμετοχή της ομάδας των 6-10 χρόνων, με 41 θανάτους, κατά κύριο λόγο από εμπύρετα (4 στους 10) και γαστρεντερικές διαταραχές (1 στους 6).

Συνολικά, το 45% των θανάτων επέρχονται μέχρι τα 5 χρόνια και πάνω Απ' τους μισούς μέχρι τα 10 χρόνια. Από 11-20 ετών έχουμε 43 θανάτους, κυρίως από εμπύρετα. Από 21-50 ετών έχουμε 85 θανάτους, κυρίως από αναπνευστικές λοι-

μώξεις. Από 51 ετών και άνω έχουμε 118 θανάτους (22% του συνόλου), κυρίως από χρόνια νοσήματα.

Συνολικά, οι αρρώστιες με μοιραία έκβαση (όπου υπερτερούν τα εμπύ-ρετα, οι αναπνευστικές λοιμώξεις και οι γαστρεντερικές διαταραχές) πλήτ-τουν κυρίως τις πολύ μικρές και πολύ λιγότερο τις μεγάλες ηλικίες —στις πρώτες κυρίως τα εμπύρετα και οι γαστρεντερικές διαταραχές, στις δεύτερες κυρίως τα χρόνια νοσήματα και κατά δεύτερο λόγο τα αναπνευστικά και εμπύρετα.

Παραθέτουμε Εδώ και τα συμπεράσματα του Clon Stéphanos για τις

Page 103: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

— Ανάμεσα στην πόλη και στα χωριά, οι κύριες διαφορές είναι :

α. Ή μεγαλύτερη συχνότητα του «πυρετού» στα χωριά. Τ ο ίδιο ισχύει και για τις αναπνευστικές παθήσεις. και για μεν τις

αναπνευστικές παθήσεις, ή μεγαλύτερη συχνότητά τους στα χωριά φαίνεται λογ ική : Μεγαλύτερη έκθεση σε αντίξοες καιρικές συνθή-κες, που οφείλεται στις αγροτικές εργασίες, από τη μια, στο περισσότερο κρύο, από την άλλη 1 . για τον «πυρετό» όμως, ή υψηλότερη συχνότητά του στα χωριά θέτε ι το ζήτημα της αξιο-πιστίας αυτής της διάγνωσης. Ή υπόθεση που έχουμε ήδη έπε-

αιτίες θνησιμότητας κατά ομάδα ηλικιών (ό.π. σ. 470-473): «Σχετικά με τις κύριες αιτίες της παιδικής θνησιμότητας, αυτές είναι, για τα παιδιά 0-12

μηνών, οι καταρροϊκές παθήσεις των αναπνευστικών οργάνων, οι όποιες κα-τέχουν την πρώτη θέση στα περισσότερα ορεινά διαμερίσματα της Ελλάδας,

ενώ στα χαμηλότερα διαμερίσματα κύρια αιτία είναι ή θερινή διάρροια, που αφορά κυρίως τα μικρά παιδιά, όσα βρίσκονται στην εποχή της οδοντο-

φυΐας, και ιδιαίτερα μεταξύ 6-12 μηνών. σε σχέση με τους κακοήθεις πυρε-τούς, οι όποιοι παρατηρούνται επίσης κατά την πρώτη παιδική ηλικία στην

οδοντοφυΐα, δεν προκαλούν, Απ' ό,τι φαίνεται, ακόμη και στα περισσότερα διαμερίσματα —από όσα χαρακτηρίζονται σαφώς ως ελώδη— παρά μια θνη-σιμότητα μικρότερη από αυτή που οφείλεται στη θερινή διάρροια, και που είναι, ωστόσο, σε πολλά διαμερίσματα μεγαλύτερη από την οφειλόμενη σε

ασθένειες των αναπνευστικών οργάνων. Από την ηλικία 2-5 ετών, την πρώτη θέση, στα περισσότερα ελληνικά διαμερίσματα, κατέχουν οι λοιμώδεις-με-ταδοτικές ασθένειες... Μπορούμε να κάνουμε μερικές υποθέσεις σχετικά με

τις αιτίες της θνησιμότητας στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο ηλικιών 5-15 ετών. τα περισσότερα διαμερίσματα που κατέχουν τις πρώτες θέσεις είναι από τα πλέον ελώδη της Ελλάδας, ενώ τα περισσότερα από αυτά που έρχονται τελευταία λίγο επηρεάζονται από τη μαλάρια. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ή πρόωρη έκθεση των παιδιών στις αγροτικές εργασίες και, κατά συνέπεια, στην κούραση και στις βλαβερές επιδράσεις των εποχών και του

εδάφους... στην ηλικία 15-30 ετών, στα περισσότερα διαμερίσματα που εμφανίζουν υψηλή θνησιμότητα, αυτή οφείλεται, κατά κύριο λόγο, είτε στην

επίδραση της ελονοσίας είτε στη μεγάλη συχνότητα της πνευμονικής φθί-σης...».

1. Βλ. Νίκος Σιδέρης, «Αρρώστιες και άρρωστοι στη Λευκάδα», ό.π. σ. 111.

Page 104: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

επεξεργασθεί, ως προς αυτό το ζήτημα 1, θεωρεί ότι ή υψηλή αυτή συχνότητα οφείλεται, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, όχι μόνο σε πραγματικές νοσολογικές διαφορές, αλλά και σε διαφορές σχε-τικές με την εικόνα της αρρώστιας σε κάθε πολιτισμική περιοχή.

ΠΙΝΑΚΑΣ 19

αιτίες θανάτου κατά φύλο και τόπο κατοικίας — Γενιά του 1823

Αιτίες Πόλη Χωριά θανάτου Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Σύνολο

εμπύρετα 10 5 31 36 82 νοσήματα 45% 33% 69% 68% 61%

Φυσική 4 3 4 8 19 ασθένεια 18% 20% 9% 15% 14%

Γαστρεντερικές 6 4 2 5 17 διαταραχές 27% 27% 4% 9% 13%

Αναπνευστικές 0 0 4 1 5 παθήσεις 0% 0% 9% 2% 4%

Χρονική 1 1 0 0 2 ασθένεια 5% 7% 0 % 0 % 1%

Άλλες 1 2 4 3 10 παθήσεις 5% 13% 9% 6% ?%

Σύνολο 22 15 45 53 135 100% 100% 100% 100% 100%

και αυτή ή εικόνα δεν είναι συνάρτηση μόνο της κατανομής του ιατρικού προσωπικού, αλλά και μιας γενικότερης πολιτισμικής

στάσης, μιας ιδιαιτερότητας του κοινωνικού βλέμματος που αφορά την εικόνα του (υγιούς ή πάσχοντος) σώματος2. σε σχέση με

1. στο ίδιο. 2. στο ίδιο, καθώς και στην ανακοίνωση του Ν. Σιδέρη, « Ή αρρώστια

ως συμβάν και λόγος στον αστικό χώρο», ό.π.

Page 105: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

τον «πυρετό», ειδικότερα, φαίνεται ότι ή μεγάλη συχνότητα της διάγνωσης αυτής στα χωριά εικονογραφεί τη γενικότερη τάση και την ιδιαίτερη επιδεκτικότητα και προτίμηση που εμφανίζεται εκεί

στο να εκλαμβάνεται το σύμπτωμα (μέρος) ως αρρώστια (όλο) και να πριμοδοτούνται οι ασαφείς ή και «παντοσυλλεκτικές» ονομα-σίες της αρρώστιας 1.

β. Ή σχετικά μεγαλύτερη συχνότητα της «(φυσικής ασθέ-νειας» και ή αισθητά μεγαλύτερη συχνότητα των γαστρεντερικών διαταραχών στην πόλη.

και τα δυο ευρήματα είναι αναμενόμενα: οι συνθήκες δημό-σιας υγιεινής (και ιδιωτικής, άλλωστε) ευνοούσαν πολύ τις γαστρεν-τερικές διαταραχές στην πόλη με την παραδοσιακά κακή αποχέ-τευση και, ίσως, τον μικρότερο διαθέσιμο χώρο κατοικίας και τις

αναμφίβολα κακές συνθήκες στέγασης. Όσο για τη «φυσική ασθένεια», ήδη συμπεράναμε ότι, για τη γενιά του 1823, αντιστοι-

χεί κυρίως στη φυματίωση, δηλαδή σε μια αρρώστια που βρίσκει ιδιαίτερα ευνοϊκό πεδίο εξάπλωσης στον αστικό χώρο αυτού του τύπου.

Σημειώνουμε, τέλος, ότι ο αριθμός των καταγραφέντων συμ-βάντων δεν επιτρέπει καμιά έγκυρη ανάλυση των αιτιών θανάτου σε συνάρτηση με την ηλικία, το φύλο και τον τόπο κατοικίας ταυ-τόχρονα. Ή μόνη κατηγορία που φαίνεται επιδεκτική τέτοιας ανά-λυσης είναι ο αριθμός θανάτων από πυρετό στα δύο πρώτα χρόνια ζωής. τα συμπεράσματα είναι παρόμοια με αυτά που ήδη εκθέ-σαμε.

Χ. Εποχή γέννησης και θανάτου

Θεωρήσαμε σκόπιμο να περιλάβουμε στα στοιχεία της αφε-τηριακής προικοδότησης της νέας γενιάς και την εποχή γέννησης των παιδιών. Κι αυτό γιατί υποθέτουμε ότι ή κατανομή των κιν-

1. Ίδιες παραπομπές, όπως στην προηγούμενη σημείωση.

Page 106: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

κινδύνων νόσησης και θανάτου, από τη μια, της γονεϊκής μέριμνας (που επιδρά στο προηγούμενο), από την άλλη, δεν κατανέμονται ισόποσα και ισότροπα μέσα στο χρόνο, αλλά συναρτώνται με τις εποχιακές συνθήκες, ιδιαίτερα σε χώρους και εποχές που ή άμυνα

απέναντι στη φύση είναι περιορισμένη και οι απαιτήσεις των αγροτικών εργασιών μείζων καταναγκασμός που διέπει τη ρυθμικό-

τητα της κοινωνικής ζωής. θα επιχειρήσουμε τώρα να διερευνήσουμε την ακρίβεια της

υπόθεσης αυτής, με βάση τα στοιχεία που αφορούν τη γενιά του 1823. για λόγους τεχνικούς, θα επιχειρήσουμε τη διερεύνηση αυτών των ερωτημάτων αναφερόμενοι μόνο στους θανάτους που

επέρχονται στους πρώτους 6 μήνες της ζωής του παιδιού. οι τεχνικοί αυτοί λόγοι είναι οι εξής:

για να επιτύχουμε μια σχετική στατιστική εγκυρότητα των αποτελεσμάτων, χρειάζονται, πρώτο, ένα σχετικό μέγεθος του δείγματος και, δεύτερο, μια σχετική ομοιογένεια των συνθηκών παρατήρησης του δείγματος, ή οποία ομοιογένεια είναι εδώ συ-νάρτηση και του χρόνου και της ηλικίας. Ή από κοινού π.χ. αξιο-λόγηση θανάτων που επέρχονται στα 1823, στα 1826 και στα 1837, ή σε ηλικία 10 ημερών, 11 ετών ή 17 ετών, δεν έχει πρακτικά καμιά επιχειρησιακή εγκυρότητα σε σχέση με το πρόβλημά μας (εποχιακή κίνηση των θανάτων ως δείκτης των κινδύνων νοσηρό-τητας και θνησιμότητας και της ποιότητας της γονεϊκής μέρι-μνας).

από την άλλη πλευρά πάλι, ή οποιαδήποτε αιτιακή σχέση ανά-μεσα στη γονεϊκή μέριμνα και τη θνησιμότητα, των παιδιών δεν μπορεί να είναι βέβαια ίδιου τύπου, όταν πρόκειται για νήπια (απόλυτα εξαρτημένα από αυτήν) και όταν πρόκειται για μεγαλύ-τερα παιδιά ή νέα άτομα που εμφανίζουν, φυσικά, όλο και πιο

ανεπτυγμένη (βιολογική) αυτονομία σε σχέση με την ποιότητα της γονεϊκής μέριμνας.

για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν περιορίζουμε την ανά-λυση μας στους θανάτους μελών της κοόρτης στους 6 πρώτους μήνες της ζωής τους.

Page 107: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 20

Εποχή γέννησης και θανάτου μελών της γενιάς του 1823 που πέθαναν στους 6 πρώτους μήνες ζωής

1823 1824 Γέννηση

θάνατος

1823 Απρ. -

Μάης 1 3 4 Ιούν. 1 1 2 Ιούλ. 1 1 2

Αυγ. 3 3 Σεπτ. 1 2 3

Οκτ. 2 2 Νοέμ. * 1 2 1 4 Δεκ. * 1 2 5 1 9

1824 Γεν. * Φλεβ. * 1 2 3 Μάρ. * 1 2 3

Απρ. * 1 1 Μάης * 1 1 2

Ιούν. * — Ιούλ. * -

Αύγ. * — Σεπτ. * 1 1

Οκτ. * 1 1

Σύνολο 3 5 0 5 1 3 6 7 2 0 3 3 2 40

ο πίνακας 20 εικονίζει αναλυτικά τη συσχέτιση ανάμεσα στο μήνα γέννησης και το μήνα θανάτου για τα παιδιά από 0-6 μηνών. τα στοιχεία αυτά, αν συγκριθούν και με τα στοιχεία του πίνακα 5 (εποχιακή κίνηση των γεννήσεων) επιτρέπουν τα ακόλουθα συμ-περάσματα:

α. ο απόλυτος αριθμός θανάτων είναι γενικά υψηλότερος στους

Page 108: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

μήνες που είναι νεκροί από την άποψη των αγροτικών εργασιών σε σύγκριση με τους μήνες κατά τους οποίους υπάρχει φόρτος

τέτοιων εργασιών συνολικά, στους μήνες Νοέμβρη-Φλεβάρη αν-τιστοιχεί το 40% και στους μήνες Ιούνη-Σεπτέμβρη το 27.5%

του συνόλου των θανάτων αυτής της ζώνης ηλικιών. Ή διαφορά αυτή σχετίζεται κατά ένα μέρος —αλλά όχι απόλυτα— με την

εποχιακή κίνηση των ίδιων των γεννήσεων1. β. Το ποσοστό «θάνατοι μέχρι την ηλικία των 6 μηνών /

γεννήσεις στον αντίστοιχο μήνα» είναι Ινας δείκτης θνησιμότη-τας, άρα εκτιμητής ευαίσθητος και πρόσφορος για τη συγκριτική εκτίμηση του κινδύνου (πιθανότητας) να πεθάνει ένα άτομο σε συνάρτηση με το μήνα της γέννησης του.

ΠΙΝΑΚΑΣ 21

Δείκτης θνησιμότητας 0-6 μηνών κατά μήνα γέννησης — Γενιά του 1823

Μήνας γένν. Δ.Θ. (7οο) Μήνας γένν. Δ.Θ. ( · / „ )

Γεν. 0 Ίούλ. 122.0 Φλεβ. 53.6 Αΰγ. 30.3 Μάρ. 50.0 Σεπτ. 61.2

Απρ. 119.1 Οκτ. 87.0 Μάης 121.9 Νοέμ. 88.6 Ιούν. 0 Δεκ. 29.9

ο πίνακας 21 μάς δείχνει ότι: — σε σχέση με τον μέσο όρο (64.5°/οο)> ° δείκτης θνησιμότη-

τας τείνει να εμφανίζει τιμές που διαφέρουν από μήνα σε μήνα. — οι μεγαλύτερες τιμές αντιστοιχούν στο τέλος της άνοιξης (Απρίλης-Μάης) και στον Ιούλη («Αλωνάρης»), ενώ οι μήνες

του χειμώνα (Δεκέμβρης-Φλεβάρης) εμφανίζουν τιμές χαμηλές

1. ο συντελεστής συσχέτισης κατά Pearson έχει τιμή r=0.26, άρα ή συσχέτιση δεν είναι στατιστικά σημαντική.

Page 109: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

(παρά το γεγονός ότι ο απόλυτος αριθμός θανάτων είναι σ' αυτούς τους μήνες ανεβασμένος —βλ. παραπάνω).

— Συνολικά, στους μήνες Νοέμβρη-Φλεβάρη (στη διάρκεια των οποίων οι αγροτικές εργασίες λιγοστεύουν πολύ) ο δείκτης

αυτός έχει τιμή 48 .0 ° / 0 0 . Αντίστοιχα, στους μήνες φόρτου αγροτικών εργασιών (Ιούλης-Σεπτέμβρης), ο δείκτης αυτός έχει τιμή

53 .4 ° / 0 0 —άρα είναι κατά 25% υψηλότερος από τον αντίστοιχο χειμερινό δείκτη.

γ. οι υποθέσεις ερμηνείας αυτών των ευρημάτων, σε σχέση με το πρόβλημα που μας απασχολεί, είναι οι ακόλουθες:

Πρώτο: οι πιθανότητες επιβίωσης του νεογέννητου είναι συ-νάρτηση του μήνα γέννησής του.

Δεύτερο: ο πρώτος αιτιακός παράγοντας, που σχετίζεται με την ανισότητα των πιθανοτήτων αυτών, είναι ή διαφορική εποχια-

κή κατανομή της νοσηρότητας1. Πράγματι, οι μήνες με τις μεγα-λύτερες τιμές του δείκτη θνησιμότητας είναι ο Ιούλης (μπορούμε

Εδώ να ενοχοποιήσουμε τις θερινές διάρροιες και την ελονοσία) και οι Απρίλης-Μάης (με τις κλιματικές τους μεταβολές).

Τρίτο: ο δεύτερος αιτιακός παράγοντας είναι ή διαφορική διαθεσιμότητα της γονεϊκής μέριμνας. Πράγματι, στο μέτρο που αυτή είναι πηγή προστασίας και υποστήριξης του νεογέννητου, βλέπουμε ότι στους μήνες του χειμώνα, που ή διαθεσιμότητα αυτή είναι ανεβασμένη, ή θνησιμότητα των παιδιών μειώνεται,

ενώ το καλοκαίρι, όταν τα χωράφια αποσπούν την προσοχή και το χρόνο των γονέων, ή θνησιμότητα αυτή τείνει να εντείνεται.

Σημειώνουμε ότι ο αριθμός συμβάντων είναι, από στατιστική σκοπιά, περιορισμένος, άρα τα συμπεράσματά μας αυτά δεν είναι

στατιστικά επικυρωμένα. Όμως ή σύγκλιση της θεωρητικής πρό-βλεψης και της περιγραφικής τάσης επιτρέπει την κατ' αρχήν από-

1. μια περιγραφή της διαφορικής εποχιακής κατανομής της νοσηρότητας στον ελλαδικό χώρο βρίσκεται στον Clon Stéphanos, ό.π., σ. 453 κ.ε., μόνο

που πρόκειται για τη συνολική νοσηρότητα και όχι γι ' αυτή που αφορά ειδικά το πρώτο εξάμηνο της ζωής.

Page 110: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

αποδοχή τους και την υπόθεση ότι, πράγματι, οι διαπιστώσεις αυτές δεν είναι απλά εκφάνσεις του τυχαίου αλλά εκδηλώσεις δοκιμών

καταστάσεων και μιας βαθύτερης λογικής που διέπει τα φαινό-μενα αυτά.

XI. Ενδογενής συνιστώσα της βρεφικής Θνησιμότητας

μια ακόμη διάσταση σχετική με τις αιτίες θανάτου αφορά ειδικότερα τη βρεφική θνησιμότητα (0-1 έτους). οι αιτίες θανά-του σ' αυτή την ηλικία μπορούν να διακριθούν αδρά σε δυο κατηγο-ρίες:

Ή πρώτη κατηγορία αφορά τις περιπτώσεις που το νήπιο είναι επιβαρυμένο με παθήσεις που του στερούν κάθε δυνατότητα

επιβίωσης πέρα από μερικές ώρες ή ημέρες. Τέτοιες παθήσεις είναι οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες, οι βαριές διαμαρτίες περί την

διάπλαση, συμβάματα στον τοκετό με συνέπεια βαριές κακώσεις του νεογνού, ο τέτανος κατά την αποκοπή του ομφάλιου λώρου

κ.ά. στις περιπτώσεις αυτές μιλάμε για ενδογενή θνησιμότητα, δηλαδή για αιτίες που προηγούνται του τοκετού, ή άμεσα συν-δέονται με αυτόν.

Ή δεύτερη κατηγορία αντιστοιχεί στην εξωγενή θνησιμότητα: οι βασικές αιτίες θανάτου του βρέφους είναι, στην περίπτωση

αυτή, οι λοιμώξεις και ή απρόσφορη διατροφή. Ή ασάφεια των αναφερόμενων αιτιών θανάτου δεν είναι αξε-

πέραστο εμπόδιο για την εκτίμηση των δύο αυτών συνιστωσών της βρεφικής θνησιμότητας" και αυτό γιατί μπορούμε να χρησιμο-

ποιήσουμε τη βιομετρική μέθοδο που επεξεργάστηκε ο J . Bour-geois - Pichat1 . Αυτή απαιτεί μόνο τη γνώση της ακριβούς ηλι-κίας θανάτου (σε συμπληρωμένους μήνες) του βρέφους και επιτρέπει

1. Βλ., για την έκθεση αυτής της τεχνικής, J . Bourgeois-Pichat, « L a mesure de la mortalité infantile, στο Population , 1951, σ. 460-480, καθώς

και: « D e la mesure de la mortalité infantile, στο Population, 1946, σ. 53-68.

Page 111: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

πε ι την εκτ ίμηση της ενδογενούς συνιστώσας της βρεφικής θνη-σιμότητας.

Έχουμε ήδη ε κ τ ι μ ή σ ε ι 1 τις διαστάσεις της ενδογενούς συνι-στώσας για τη χρονιά 1 8 2 3 . οι τ ιμ ές που βρήκαμε ε ίναι της τάξης

του 3 7 . 7 % (με περιθώρια εμπιστοσύνης 3 4 . 7 % - 4 0 . 7 % ) . στο μέ-τρο που ή κοόρτη-γενιά του 1 8 2 3 μπορεί να θεωρηθε ί επ ιδεκτ ική εφαρμογής της μεθόδου αυτής 2 , τα δεδομένα του πίνακα 2 2 όδη-

1 . με βάση τις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου που αφορούν το σύνολο του νησιού και που βρίσκονται στο Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας.

2. Ή μέθοδος του Bourgeois-Pichat εφαρμόζεται κατ' αρχήν σε δεδο-μένα (βρεφικούς θανάτους) που αφορούν μια χρονική περίοδο (έτος, πενταε-τία κ.ο.κ. Ωστόσο, μπορούμε να εφαρμόσουμε την ίδια μέθοδο στα δεδομένα που αφορούν την κοόρτη-γενιά του 1823, με την εξής λογική: Ή μέθοδος του Bourgeois-Pichat είναι εξ ορισμού εφαρμόσιμη στην περίοδο 1823-1824, καθώς και στην περίοδο 1823.

οι θάνατοι παιδιών 0-1 έτους στην περίοδο 1823-1824 (δηλ. οι περιεχόμενοι στο παραλληλόγραμμο ΒΒ'Δ 'Δ) προέρχονται από τους θανάτους βρεφών που ανήκουν στις γενιές 1822 (ΒΒ'Γ"), 1823 (ΒΒ'Δ'Γ) και 1824 (ΓΓ 'Δ 'Δ) .

Όμως οι θάνατοι βρεφών που ανήκουν στη γενιά του 1823 μπορούν να θεω-ρηθούν αντιπροσωπευτικό δείγμα της βρεφικής θνησιμότητας της περιόδου 1823-1824. για να συμβαίνει αυτό, πρέπει και αρκεί να πληρούνται δύο συν-θήκες: Πρώτη, ο αριθμός θανάτων σε ηλικία 0-1 έτους να είναι, στα 1823, της ίδιας τάξης μ' αυτούς του 1822 και 1824 και δεύτερη, ή ηλικία θανάτου των βρεφών της γενιάς του 1823 να εμφανίζει μια κατανομή μορφικά συγ-κρίσιμη με τις αντίστοιχες κατανομές που αφορούν τα χρόνια 1822 και 1824. στο μέτρο που πληρούνται οι δυο αυτές συνθήκες, οι θάνατοι βρεφών που

ανήκουν στη γενιά του 1823 είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα της βρεφικής

Page 112: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

οδηγούν στην κατάστρωση του πίνακα 23 , που αφορά το σύνολο θανάτων των παιδιών της γενιάς του 1823 σε ηλικία 0 - 1 έτους

και οδηγε ί στον υπολογισμό της ενδογενούς συνιστώσας. Ή απεικόνιση των δεδομένων του πίνακα 23 στο σχήμα V I

δείχνει ότι τα σημε ία κε ίνται στο χώρο με τρόπο που κατά προ-σέγγ ιση αντιστοιχεί σε μια ευθεία. Ή γ ρ α μ μ ή που περιγράφει

τη σχέση δύο μεταβλητών ονομάζεται « γ ρ α μ μ ή παλινδρόμησης». στην περ ίπτωση μας, θεωρούμε ότι ή γ ρ α μ μ ή αυτή είναι ευθεία. για τον προσδιορισμό της « π ι ο κατάλληλης» ευθείας, αυτής που

κάλλιστα περιγράφει τη σχέση ανάμεσα στη συνάρτηση ηλικίας και τον σωρευτικό αριθμό θανάτων, χρησιμοποιούμε το κριτήριο

θνησιμότητας στην περίοδο 1823-1824 για τους εξής λόγους: αν ισχύει ή δεύτερη συνθήκη, τότε τα (κατά συνθήκην) τρίγωνα Β Β ' Γ , Γ Γ ' Δ ' , Γ Δ Δ ' είναι

όμοια μεταξύ τους και, αν ισχύει ή πρώτη συνθήκη, είναι και ίσα μεταξύ τους. Άρα, αντί να υπολογίσουμε την ενδογενή συνιστώσα στη χρονιά 1823, ή βρεφική θνησιμότητα της οποίας είναι 0 2 3 = ( B B T T ) - | - (ΒΒ'Γ') , μπορούμε

να φτάσουμε στο ίδιο αποτέλεσμα υπολογίζοντας την ενδογενή συνιστώσα στην επιφάνεια: Θ = ( Β Β ' Γ ' Γ ) + (ΓΓ 'Δ ' ) , δηλαδή αντικαθιστώντας το τρί-

γωνο (ΒΒ'Γ ' ) με το (ίσο μ' αυτό) τρίγωνο (ΓΓ 'Δ ' ) . αλλά ή επιφάνεια Θ = ( Β Β ' Δ ' Γ ) αντιστοιχεί στη βρεφική θνησιμότητα της γενιάς του 1823, δ.έ.δ., για να θεωρήσουμε τη θνησιμότητα αυτή αντιπροσωπευτικό δείγμα που

επιτρέπει τον υπολογισμό της ενδογενούς συνιστώσας: Γιατί ακριβώς αντιστοιχεί ποσοτικά στη μισή βρεφική θνησιμότητα της περιόδου 1823-1824

(όση ή θνησιμότητα της χρονιάς 1823) και μορφικά εκφράζει την κατανομή των ηλικιών θανάτου των βρεφών στην περίοδο αυτή. οι προαναφερθείσες

συνθήκες μπορούν να θεωρηθούν πληρούμενες για δυο λόγους: Πρώτο, ο αριθμός γεννήσεων στα 1823 (620) είναι της ίδιας τάξης με αυτόν του 1824

(630) και γενικά αντιπροσωπευτικός της γεννητικότητας της περιόδου και, δεύτερο, ή ενδογενής συνιστώσα εκφράζει δομικά δεδομένα της θνησιμότητας μιας περιόδου, συνεπώς μπορούμε να υποθέσουμε ότι, όντως, ή κατανομή

των ηλικιών θανάτου των βρεφών που ανήκουν στις αντίστοιχες γενιές, σ' αυτή την περίοδο, έχει μορφολογία περίπου σταθερή. με αυτή τη λογική —και με αυτές τις επιφυλάξεις— εφαρμόζουμε την τεχνική του Bourgeois-Pichat για τον υπολογισμό της ενδογενούς συνιστώσας στη γενιά του 1823.

τα αποτελέσματα υποδείχνουν φυσικά τάξεις μεγέθους, που θα δούμε κατά πόσο προσεγγίζουν πιο άμεσες εκτιμήσεις.

Page 113: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 22

Βρεφική θνησιμότητα — Γενιά 1823

Ηλικία Πόλη Χωριά 7-, , (συμπληρωμένοι ' r 1 ενικό

μήνες) Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Σύνολο

0 3 2 9 15 29 1 1 2 1 0 4 2 0 1 1 0 2 3 0 1 2 2 5 4 0 0 0 1 1 5 0 0 0 0 0 6 0 0 3 1 4 7 0 0 0 1 1 8 1 0 0 1 2 9 0 0 2 1 3

10 0 1 0 1 2 11 1 0 0 1 2

Σύνολο 6 7 18 24 55

ΠΙΝΑΚΑΣ 23

Ενδογενής συνιστώσα της βρεφικής θνησιμότητας — Γενιά 1823 ηλικία

(συμπληρωμένοι μήνες) Σωρευτικός

αριθμός θανάτων Συνάρτηση

ηλικίας

0 29 335 1 33 574 2 35 758 3 40 911 4 41 1043 5 41 1160 6 45 1265 7 46 1361 8 48 1450 9 51 1533

10 53 1611 11 55 1683

Page 114: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 24

Ενδογενής συνιστώσα κατά τόπο κατοικίας — Γενιά του 1823

Συνάρτηση ηλικίας

335 574 758 911

1043 1160

1265 1361 1450 1533 1611 1683

των ελαχίστων τετραγώνων 1. Τόσο ο γραφικός προσδιορισμός της πιο κατάλληλης ευθείας όσο και ο στατιστικός υπολογισμός της ευθείας των ελαχίστων τετραγώνων οδηγούν σε αποτελέσματα ί-διας τάξης.

με τη γραφική μέθοδο, ή τιμή της ενδογενούς συνιστώσας αντιστοιχεί στο σημείο όπου ή «κατάλληλη ευθεία» τέμνει τον (κάθετο) άξονα των y (αριθμός θανάτων). με τη στατιστική μέθοδο, ή τιμή της ενδογενούς συνιστώσας αντιστοιχεί στην τιμή του συντελεστή α της εξίσωσης που περιγράφει την ευθεία των ελαχίστων τετραγώνων: y = βχ + α (όπου y = αριθμός θανά-των, χ = συνάρτηση ηλικίας).

Εφαρμόζοντας λοιπόν τη μέθοδο αυτή στα δεδομένα που αφορούν τη γενιά του 1823 βρίσκουμε ότι ή ενδογενής συνιστώσα

της βρεφικής θνησιμότητας εμφανίζει τις ακόλουθες τιμές:

1. Βλ. R . Β. Mc Call, Fundamental Statistics for Psychology , 2nd edition, Harcourt Brace Jovanovitch, Inc, Νέα Υόρκη 1975, σ. 89 κ.ε.

«(συμπληρωμένοι Σωρευτικός αριθμός Θανάτων μήνες) Πόλη Χωριά

0 5 24 1 8 25 2 9 26 3 10 30 4 10 31 5 10 31 6 10 35 7 10 36 8 11 37 9 11 40

10 12 41 11 13 42

Page 115: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Σχήμα VI

Page 116: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

— στο σύνολο του νησιού: 38 .5% — στα χωριά (πίν. 24) : 40.0% — στην πόλη (πίν. 24) : 37 .8%

Υπενθυμίζουμε ότι πρόκειται εδώ για τάξεις μεγεθών με υπο-λογίσιμα περιθώρια εμπιστοσύνης, όπως άλλωστε και στην πε-ρίπτωση της ενδογενούς θνησιμότητας, στη χρονιά 1823.

τα αποτελέσματα αυτά επιτρέπουν ορισμένες παρατηρήσεις: α. οι τιμές που βρίσκουμε στην κοόρτη-γενιά του 1823 είναι

συμβατές με τις τάξεις μεγεθών που εμφανίζει ή ενδογενής συνι-στώσα στη χρονιά 18231 .

β. σε σχέση με τα ευρήματα παρόμοιων αναλύσεων σε άλλες (έκτος Ελλάδας) περιοχές, οι τιμές της ενδογενούς συνιστώσας στη Λευκάδα του 1823 είναι γενικά της ίδιας τάξης με αυτές που

αντιστοιχούν σε περιοχές της Γαλλίας στο β' μισό του 18ου και στο α' τρίτο του 19ου αιώνα2.

γ. τα επίπεδα της ενδογενούς θνησιμότητας προσδιορίζονται από τρεις βασικούς παράγοντες:

Πρώτο, την κατάσταση της «γενετικής δεξαμενής» (genetic pool) του πληθυσμού, ή οποία τείνει (υπό κανονικές συνθήκες) να μεταβάλλεται με βραδείς ρυθμούς.

Δεύτερο, τους κινδύνους του τοκετού. Τρίτο, την ένταση της εξωγενούς θνησιμότητας, δηλαδή των

ζωτικών κινδύνων που αντιπροσωπεύουν ή νοσηρότητα και ή κακή διατροφή.

1. και έτσι συνηγορεί, έστω και αναδρομικά, υπέρ της νομιμότητας της εφαρμογής αυτής της μεθόδου στη γενιά του 1823 — βλ. σημ. 2, σ. 107.

2. Παραδείγματα: στη μελέτη των Y. Blayo και L. Henry, «Don-nées démographiques sur la Bretagne et 1' Anjou de 1740 à 1829», An-nales de Démographie Historique, 1967, Παρίσι 1968, σ. 91-171, οι τιμές

της ενδογενούς συνιστώσας για τις δυο αυτές περιοχές είναι: 1740-1789: 38 .2%, 1790-1829: 35 .2%, 1740-1829: 37.3%. στη μελέτη του M. La-chiver, La population de Meulan du XVIIe au XIXe siècle, S .E.V.P.E.N., Παρίσι 1969, οι τιμές της ενδογενούς συνιστώσας γι ' αυτή την περιοχή είναι: 1668-1739: 25.0%, 1740-1789: 37.6%, 1790-1839: 47.7%.

Page 117: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

οι δύο τελευταίοι παράγοντες είναι και οι κυρίως ενδεχόμενοι στις μεταβολές της ενδογενούς συνιστώσας στη μέση διάρκεια.

με βάση αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο, οι τιμές της ενδογενούς συνιστώσας στη Λευκάδα του 1823 θα μπορούσαν να σημαίνουν ότι οι κίνδυνοι στον τοκετό ήταν υπολογίσιμοι, αλλά ή εξωγενής θνησιμότητα, αν και δεν είχε καταστροφικές διαστάσεις1, ήταν ωστόσο ή κύρια αιτία των βρεφικών θανάτων.

δ. οι αιτίες της ενδογενούς θνησιμότητας είναι, όπως ήδη ανα-φέραμε, τέτοιες που στερούν από το νεογνό κάθε ελπίδα επιβίωσης πέρα από λίγες ώρες ή λίγες μέρες.

Το δεδομένο αυτό υποδείχνει και μια πρόσθετη πιθανή σημα-σία (και δυνατότητα εξωτερικού ελέγχου της ακρίβειας του υπο-λογισμού) της ενδογενούς συνιστώσας. Πραγματικά, ή θεωρητική πρόβλεψη που πηγάζει από αυτό το δεδομένο είναι ότι ο αριθμός θανάτων, που αντιστοιχεί στην ενδογενή συνιστώσα, πρέπει να καταγράφεται στις πρώτες λίγες μέρες ζωής των παιδιών.

Ή υπόθεση αυτή επαληθεύεται από τα στοιχεία που αφορούν τη γενιά του 1823. οι θάνατοι που αντιστοιχούν στην ενδογενή

συνιστώσα είναι ίσοι με τον αριθμό θανάτων που καταγράφονται: — στο σύνολο του νησιού μέχρι την ηλικία των 14 ημερών. — στα χωριά μέχρι την ηλικία των 13 ημερών. — στην πόλη μέχρι την ηλικία των 30 ημερών. Αυτή ή από-

κλιση πιθανώς οφείλεται στον πολύ μικρό αριθμό συμβάντων. Βέβαια, ή ενδογενής θνησιμότητα δεν είναι υπεύθυνη για όλους

τους θανάτους των πρώτων ημερών ζωής. αλλά ή σαφής συνέ-χιση ανάμεσα στον αριθμό θανάτων στις δύο πρώτες εβδομάδες ζωής και στις τιμές της ενδογενούς συνιστώσας υποδηλώνει ότι ή θνησιμότητα των δύο πρώτων εβδομάδων και καλός ενδείκτης

είναι, σε σχέση με την ενδογενή θνησιμότητα, και, κατά μεγάλο μέ-ρος οφείλεται σ' αυτήν.

1. στη Λευκάδα του 1823, ή εξωγενής θνησιμότητα καλύπτει το 60% περίπου των βρεφικών θανάτων, ενώ στο Meulan του 1668-1739 (βλ. προη-γούμενη σημείωση) καλύπτει το 75% του συνόλου.

Page 118: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ε. Τέλος, ή ενδογενής συνιστώσα εμφανίζει τιμές ίδιας τάξης και στην πόλη και στα χωριά. Ή αξιολόγηση των περιγραφικών διαφορών μόνο σε αβέβαια συμπεράσματα θα μπορούσε να οδη-γήσει, και γι ' αυτό δεν την επιχειρούμε.

XII. Πίνακας θνησιμότητας της γενιάς 1823

Ή απαρίθμηση των θανάτων σε κάθε ηλικία δίνει μια πρώτη ιδέα της συσχέτισης ανάμεσα σ' αυτές τις δύο μεταβλητές. Όμως δεν επιτρέπει μια ακριβή εκτίμηση της πιθανότητας θανάτου (ή

αντίστοιχα της πιθανότητας επιβίωσης) των ατόμων που φτάνουν σε μια ορισμένη κάθε φορά ηλικία.

ΠΙΝΑΚΑΣ 25

Αριθμός επιζώντων και θανόντων κατά -ηλικία — Γενιά του 1823

ηλικία Επιζώντες θάνατοι (γενέθλιο x) S x d (x, x + 1 )

0 620 55 1 565 21 2 544 8 a 536 6 4 530 9 5 521 4 6 517 7 7 510 3 8 507 2 9 505 3

10 502 6 11 496 8 12 488 2 13 486 1 14 485 2 15 483 1 16 482 0 17 (482) (0) 18 (482) (0)

Page 119: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 25 (συνέχεια)

ηλικία Επιζώντες θάνατοι (γενέθλιο χ) Sx d (χ, χ + 1 )

19 482 1 20 481 1 21 480 0 22 480 3 23 477 2 24 475 1 25 474

Ή εκτίμηση αυτής της πιθανότητας μπορεί να γίνει, με τρόπο ευαίσθητο, αξιόπιστο και επιδεκτικό πρόσφορων συγκρίσεων, με

τη βοήθεια ενός πίνακα θνησιμότητας, όπως είναι, για τη γενιά του 1823, ο πίνακας 26. ο πίνακας αυτός μπορεί να καταστρωθεί

αν παρακολουθήσουμε, από γενέθλιο σε γενέθλιο, τον αριθμό των επιζώντων ανάμεσα στα αρχικά μέλη της κοόρτης.

Ένας πίνακας θνησιμότητας αποτελείται από τέσσερις στήλες:

ΠΙΝΑΚΑΣ 26

Πίνακας θνησιμότητας — Γενιά του 1823

Γενέθλιο χ Επιζώντες Sx θάνατοι d (x, χ + 1 ) qx (%ο)

0 10000 887 88.70 1 9113 339 37.20 2 8774 129 14.70 3 8645 97 11.22 4 8548 145 16.96 5 8403 65 7.74 6 8338 113 13.55 7 8225 48 5.84 8 8177 32 3.91 9 8145 48 5.89

10 8097 97 11.98 11 8000 129 16.13 12 7871 32 4.07

Page 120: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 26 (συνέχεια)

Γενέθλιο χ Επιζώντες S x θάνατοι d (χ, χ + 1 ) qx (°/00)

13 7839 16 2.04 14 7823 33 4.22 15 7790 16 2.05 16 7774 0 0.00 17 — — (0.00) 18 — — (0.00) 19 7774 16 2.06 20 7758 16 2.06 21 7742 0 0.00 22 7742 48 6.20 23 7694 32 4.16 24 7662 16 2.09 25 7646 — —

Σημ.: οι παύλες στο 17ο και 18ο γενέθλιο αντιστοιχούν στο κενό του υλικού.

— Ή πρώτη στήλη δείχνει την ηλικία (γενέθλιο) των μελών της κοόρτης.

— Ή δεύτερη στήλη δείχνει τον αριθμό (Sx) των μελών της κοόρτης που επιζούν στο γενέθλιο χ.

Είθισται ο αρχικός αριθμός των μελών της κοόρτης (So) να εκφράζεται ως πολλαπλάσιο του 10. στην περίπτωση της γενιάς

του 1823, θεωρούμε ότι τα (πραγματικά) 620 αρχικά μέλη της αντιστοιχούν στον συμβατικό αριθμό 10.000. (Ανάλογα μετασχη-

ματίζονται και όλα τα υπόλοιπα δεδομένα, που, στην αρχική τους μορφή, βρίσκονται στον πίνακα 25).

— Ή τρίτη στήλη δείχνει τον αριθμό θανάτων ανάμεσα στο γενέθλιο Χ και στο αμέσως επόμενο γενέθλιο (x-f-1).

— Τέλος, ή τέταρτη στήλη εικονίζει τον δείκτη θνησιμότητας (qx), ο όποιος ισούται με την τιμή του κλάσματος:

θάνατοι ανάμεσα στα γενέθλια χ και (χ ·+1) αριθμός επιζώντων στο γενέθλιο χ

τιμή που εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις χιλίοις.

Page 121: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Ή κατάστρωση του πίνακα θνησιμότητας επιτρέπει τη συνα-γωγή ορισμένων συμπερασμάτων υψηλής αξίας για τη δημογραφι-κή ανάλυση.

1. Συνολική εικόνα

ο δείκτης θνησιμότητας αποτελεί τον πιο ευαίσθητο εκτιμητή της εξέλιξης της θνησιμότητας σε συνάρτηση με την ηλικία. οι

τιμές του δείκτη αυτού εμφανίζουν μεγάλες διακυμάνσεις σε κάθε ζώνη ηλικιών. Έτσι, οι υψηλότερες τιμές του αντιστοιχούν στην πρώιμη παιδική ηλικία και φθίνουν με την πάροδο του χρόνου. Ή μέγιστη τιμή παρατηρείται στη βρεφική ηλικία (0-1 έτους)

και ή επόμενη τιμή στην ηλικία 1-2 ετών. Μετρίως υψηλές τιμές εμφανίζονται στη συνέχεια μέχρι την ενήβωση (12 έτη) και χαμη-

λές τιμές μέχρι το τέλος της περιόδου παρατήρησης. στο μέτρο που οι τιμές αυτές του δείκτη θνησιμότητας υπο-

λογίζονται με βάση τις καταγραφές θανάτων που αφορούν μια συγκεκριμένη γενιά, ένα ζήτημα που προκύπτει είναι το εξής: Ποιά είναι τα περιθώρια διακυμάνσεων αυτού του δείκτη, δηλαδή ποιά είναι τα περιθώρια εμπιστοσύνης, μέσα στα όποια διακυμαί-νεται ο δείκτης στην περίοδο αναφοράς της μελέτης μας, σε σχέση

με την οποία ή γενιά του 1823 αποτελεί ένα στατιστικό δείγμα, άρα υπόκειται σε τυχαία σφάλματα, εγγενή σε κάθε δειγματολη-ψία.

2. Περιθώρια διακυμάνσεων

Ή εκτίμηση αυτών των περιθωρίων εμπιστοσύνης, μέσα στα όποια βρίσκονται οι διαφορετικές κάθε φορά (λόγω των τυχαίων διακυμάνσεων) τιμές του δείκτη θνησιμότητας, είναι εφικτή.

Μεθοδολογικά, αυτό που χρειάζεται είναι ή χρησιμοποίηση των δεδομένων του πίνακα θνησιμότητας, που αφορά τη γενιά του 1823 ως αφετηρία της προσφυγής σε ορισμένους τυπικούς

πίνακες θνησιμότητας. οι πίνακες αυτοί εικονίζουν τυπικές ακο-λουθίες δεικτών θνησιμότητας για κάθε ηλικία, και καταστρώνονται

Page 122: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ται με βάση πλήθος παρατηρήσεις που αφορούν πραγματικούς πληθυσμούς με διαφορετικά πρότυπα (patterns) θνησιμότητας.

θα χρησιμοποιήσουμε εδώ τους τυπικούς πίνακες θνησιμότητας που προτείνει ο Sully Ledermann 1 . οι πίνακες αυτοί προσφέρουν

τυπικές τιμές που αναφέρονται: πρώτο, στη διάμεσο της τιμής του δείκτη θνησιμότητας και, δεύτερο, στα περιθώρια εμπιστοσύνης

μέσα στα όποια μπορεί να διακυμαίνεται, στο 95 % των περιπτώ-σεων, ο δείκτης αυτός.

α. μια πρώτη εκτίμηση αυτών των ζητουμένων είναι δυνατή με την προσφυγή στο δίκτυο 101 των πινάκων του Sully Leder-

mann. Ή μεταβλητή εισόδου σ' αυτό το δίκτυο είναι ο δείκτης θνησιμότητας (και των δύο φύλων μαζί) 5<Ιο> δηλαδή αυτός που

αντιστοιχεί στα πέντε πρώτα χρόνια ζωής (βλ. πίν. 27). στον πίνακα αυτόν εικονίζεται ή ηλικία (πρώτη στήλη), οι

επιζώντες στο γενέθλιο x (Sx, πέμπτη στήλη) και ο αναμενόμενος αριθμός θανάτων ανάμεσα στα διαδοχικά αναφερόμενα γενέθλια

d(x, x + a ) στην τελευταία στήλη. στη δεύτερη στήλη εικονίζεται ή διάμεσος των τιμών του δείκτη θνησιμότητας σε κάθε ηλικία

στους πληθυσμούς με 5 q 0 , όσο στη γενιά του 1823. στην τρίτη στήλη (q') εικονίζεται το κατώτερο και στην τέταρτη στήλη (q " )

το ανώτερο opto, που προσδιορίζουν τα περιθώρια εμπιστοσύνης μέσα στα όποια κείται το 9 5 % των αναμενόμενων τιμών αυτού

του δείκτη.

1. Βλ. Sully Ledermann, «Nouvelles tables-types de mortalité», I.N.E.D., Cahier No. 53, P .U.F . , Παρίσι 1969. στο βιβλίο αυτό εκτίθεται ή τεχνική και ή λογική της κατάστρωσης τυπικών πινάκων θνησιμότητας, καθώς και μια κριτική επισκόπηση των προτεινόμενων συλλογών τέτοιων πινάκων.

Page 123: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 27

Δείκτης θνησιμότητας σύμφωνα με το δίκτυο 101 του S. Leder-mann

ηλικία Διάμεσος q q' q" S x d (χ, x + a )

0-1 108.08 87.94 132.83 10000 1080 1-4 54.86 33.55 89.70 8920 489

(0-4) (159.68) (130.90) (186.46) 5-9 17.58 9.90 31.22 8431 148

10-14 12.16 6.84 21.62 8283 101 15-19 19.21 10.30 35.82 8182 157 20-24 26.56 14.09 50.06 8025 213 (0-24) (218.8) (166.1) (293.7)

ΠΙΝΑΚΑΣ 28

Δείκτης θνησιμότητας κατά ομάδες ηλικιών — • Γενιά του 1823

ηλικία Επιζώντες θάνατοι Δείκτης (Αρχ. Γενέθλιο χ) (Sx) d (χ, x + a ) Θνησιμ. (°/οο)'

0-1 10000 887 88.70 1-4 9113 710 77.91

(0-4) (10000) (1597) (159.70) 5-9 8403 306 36.42

10-14 8097 307 37.92 15-19 7790 32 4.11 20-24 7758 112 14.44 (0-24) (10000) (2354) (235.40)

Ή πρώτη υποχρεωτική παρατήρηση αφορά το είδος των προσεγ-γίσεων στα πραγματικά μεγέθη. Βλέπουμε δηλαδή ότι οι διακυ-μάνσεις των πραγματικών μεγεθών είναι, σε σχέση με την εμπει-ρική παρατήρηση-δειγματοληψία, υπολογίσιμες: Ανάμεσα στις ε-λάχιστες (q') και τις μέγιστες (q " ) θεωρητικά πιθανές τιμές του δείκτη θνησιμότητας ή απόσταση είναι μή αμελητέα. για τον δείκτη θνησιμότητας π.χ. 0-4 ετών το q " ισούται με 1.42 q', ενώ για τον δείκτη θνησιμότητας 0-24 ετών το q " ισούται με 1.77 q'.

Page 124: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Συμπέρασμα: Αυτό που μας προσφέρουν οι εμπειρικές μας μετρήσεις και εκτιμήσεις σχετικά με τη γενιά του 1823 είναι

αδρές προσεγγίσεις σε τάξεις μεγεθών. Παρά τον περιορισμό αυτό, ωστόσο, θα δούμε ότι μπορούμε να εξαγάγουμε χρήσιμα συμπε-ράσματα.

με αυτή τη μεθοδολογική υπενθύμιση στο νου μπορούμε να συγκρίνουμε τις θεωρητικά προσδοκώμενες τιμές του πίνακα 27

με τα εμπειρικά ευρήματα που αφορούν τη γενιά του 1823 (βλ. πίν. 28).

Παρατηρούμε ότι οι κατά κανόνα εμπειρικά διαπιστωμένες τιμές κινούνται μέσα στα περιθώρια εμπιστοσύνης που ορίζει η θεωρητική ανάλυση. αυτό έχει μια ιδιαίτερη αξία στο μέτρο

που οι πιο περιεκτικοί από αυτούς τους δείκτες (0-4 ετών και 0-24 ετών) ανήκουν σ' αύτη την περίπτωση, όπως και ο κρίσιμος δείκτης της βρεφικής θνησιμότητας, αν και είναι πολύ κοντά στο κατώτερο θεωρητικό όριο. οι παρατηρούμενες εξαιρέσεις αφορούν

τις ηλικίες (5-19 ετών) με λίγα κατά κανόνα συμβάντα. από την άλλη, οι αποκλίσεις αυτές τείνουν μάλλον να συμψηφίζονται, όπως

φαίνεται και στο τελικό αποτέλεσμα, και δεν κατανέμονται με τρόπο συστηματικό. Αξ ίζε ι τέλος να σημειωθεί ότι, για τη

γενιά του 1823, ο δείκτης της βρεφικής θνησιμότητας εμφανίζει τιμή κατώτερη, ενώ ο δείκτης της συνολικής νεανικής θνησιμό-τητας ανώτερη από τις αντίστοιχες θεωρητικές διαμέσους.

β. αν προσφύγουμε στο δίκτυο 102, με μεταβλητή εισόδου το δείκτη βρεφικής θνησιμότητας (0-1 έτους), παρατηρούμε (βλ.

πίν. 29) τις ίδιες γενικά συμβατότητες και αποκλίσεις όπως και στην προηγούμενη περίπτωση του δικτύου 101.

γ. Συγκρίνοντας, τέλος, τα σχετικά με τη γενιά του 1823, από τη μια, τις θεωρητικές τιμές του δικτύου 103, με μεταβλητή ει-

σόδου τη θνησιμότητα 0-15 ετών (βλ. πίν. 30), παρατηρούμε ότι, αν και το τελικό αποτέλεσμα (συνολική νεανική θνησιμότητα) είναι

συμβατό με τη θεωρητική προσδοκία, οι άλλες εμπειρικές τιμές αποκλίνουν από τις θεωρητικά αναμενόμενες. και για μεν τις

-ηλικίες 5-24 ετών ο σχετικά περιορισμένος αριθμός συμβάντων

Page 125: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 29

Δείκτης θνησιμότητας σύμφωνα με το δίκτυο 102 του S. Leder-mann

Ηλικία Διάμεσος q q' q" S x d (x, x + a )

0-1 (88.70) (66.29) (111.11) 10000 887 1-4 39.47 17.67 88.17 9113 360

(0-4) (126.84) (100.11) (160.71) 5-9 13.71 6.49 28.93 8753 120

10-14 9.88 4.98 19.59 8633 85 15-19 16.03 7.96 32.31 8548 137 20-24 22.24 10.92 45.31 8411 187 (0-24) (177.6) (127.1) (261.8)

ΠΙΝΑΚΑΣ 30

Δείκτης θνησιμότητας σύμφωνα με το δίκτυο 103 τον S. Leder-

mann

ηλικία Διάμεσος q q' q " S x d (x, x + a )

0-1 126.11 98.52 161.42 10000 1261 1-4 71.61 46.29 110.78 8739 626

(0-4) (191.61) (177.09) (207.32) 5-9 21.63 13.19 35.47 8113 175

10-14 14.49 8.71 24.09 7938 115 15-19 22.37 12.59 39.74 7823 175 20-24 30.84 17.11 55.57 7648 236 (0-24) (258.8) (218.8) (323.3)

θα μπορούσε να εξηγήσει τις (μή συστηματικές άλλωστε) απο-κλίσεις με τις έστω και οριακές (δηλαδή με πιθανότητα 5 % ) τυχαίες διακυμάνσεις. αλλά, για την κρίσιμη βρεφική θνησιμό-τητα, το ότι ή εμπειρική τιμή είναι μικρότερη από το κατώτερο

όριο θα μπορούσε να θέσει το ζήτημα των πιθανών διαστάσεων της υποκαταγραφής βρεφικών θανάτων (βλ. και παρακάτω γι' αυ-

τό το ζήτημα).

Page 126: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Ως συνολικό συμπέρασμα: στο επίπεδο του τελικού αποτελέ-σματος (συνολική νεανική θνησιμότητα), τα εμπειρικά ευρήματα είναι πλήρως συμβατά με τις θεωρητικές προσδοκίες. αλλά, στο επίπεδο της βρεφικής θνησιμότητας, διαφαίνεται ένα ενδεχόμενο πρόβλημα υποκαταγραφής των θανάτων που αφορούν τα μικρά παιδιά.

3. Θνησιμότητα κατά ομάδες ηλικιών

Κατά ομάδες ηλικιών, ο δείκτης θνησιμότητας εμφανίζει, για τη γενιά του 1823, τις τιμές που εικονίζονται στον πίνακα 28

(βλ. παραπάνω). Ή πιο ευάλωτη ηλικία είναι λοιπόν ή βρεφική, και γενικότερα

ή πρώιμη παιδική. Σ ' αυτήν αντιστοιχούν τα 2 / 3 των συνολικών θανάτων της γενιάς του 1823 στη διάρκεια της νεότητάς της1.

ο ρυθμός των θανάτων επιβραδύνεται θεαματικά από την ηλικία των 5 ετών μέχρι τις αρχές της εφηβείας (14 ετών). Ή «χρυσή

εποχή» της επιβίωσης κείται μεταξύ 15 και 24 ετών. ο δείκτης θνησιμότητας αποτελεί μια εκτίμηση της πιθανότητας θανάτου

ανάμεσα στην αρχή και το τέλος μιας χρονικής περιόδου. Βλέπου-με λοιπόν ότι:

— Σχεδόν ένα στα δέκα νεογέννητα κινδυνεύει να πεθάνει

1. Σύμφωνα με τον Clon Stéphanos, ή Ελλάδα του τελευταίου τετάρτου του περασμένου αιώνα εμφανίζει δείκτη βρεφικής θνησιμότητας (0-1 έτους) με τιμή 114°/00, που κατατάσσει τη χώρα μας προτελευταία στη συνολική

κατάταξη των ευρωπαϊκών χωρών. Μόνη ή Νορβηγία εμφανίζει χαμηλότερη βρεφική θνησιμότητα (104°/00). Ή εξήγηση του Clon Stéphanos είναι βτι αυτό οφείλεται στη σχετική ηπιότητα του κλίματος, στη χαμηλή πυκνότητα

του πληθυσμού, καθώς και στη σχετική σπανιότητα επιβαρυντικών παρα-γόντων, όπως ή σύφιλη, ο αλκοολισμός και ή φυματίωση. για τη Λευκάδα

του 1823 ειδικότερα, ο αριθμός των επιζώντων είναι της ίδιας τάξης (ακριβέ-στερα, γύρω στο 5% ο ανώτερος) από τον αριθμό των επιζώντων, στα αντί-στοιχα γενέθλια, στο Meulan (πβ. M. Lachiver, ό.π., σ. 201) στην περίοδο

1790-1839. Αλλά είναι πολύ μεγαλύτερος (κατά 20% στο 10ο και 20ό γε-νέθλιο) από τη γαλλική γενιά του 1820 —πβ. Α. Armengaud, « L a popu-lation française au XIXe siècle», P .U .F . , 1976, σ. 18.

Page 127: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

πριν φτάσει στο 1ο γενέθλιο. Ένα στα έξι νεογέννητα κινδυνεύει να πεθάνει πριν φτάσει στο 5ο γενέθλιο της ζωής του και ένα στα τέσσερα πριν από το τέλος της νεότητάς του (25ο γενέθλιο).

— Ή πιθανότητα θανάτου μικραίνει με την πάροδο του χρό-νου. Ή εξήγηση αυτού του φαινομένου δεν παραπέμπει παρά κατά ένα μέρος στην «εκκαθάριση» της κοόρτης από τα πιο αδύναμα μέλη της (βλ. την προηγούμενη συζήτηση για τη «φυσική επιλογή» και το ιστορικό-νοσολογικό τυχαίο). Ή κύρια εξήγηση αναφέρε-ται μάλλον στον αποσυγχρονισμό και την απόσβεση της (συνερ-γικής) επίδρασης των μηχανισμών βιολογικής προσβολής και σω-ματικής-κοινωνικής τρωτότητας και στην ανάπτυξη αντιρροπι-

στικών και αμυντικών μηχανισμών (π.χ. βιολογική ωρίμανση, ανο-σοποίηση των επιζώντων από ορισμένες αρρώστιες κλπ.).

— Υπέρ της υπόθεσης αυτής συνηγορεί και ή επισκόπηση των αιτιών θανάτου. αν και δεν διαθέτουμε στοιχεία σχετικά με αυτές τις αιτίες μετά την ηλικία των 15 χρόνων, μπορούμε να επικαλεσθούμε έμμεσες μαρτυρίες 1. Αυτές δείχνουν ότι μεταξύ 16 και 30 ετών οι κύριες αιτίες θανάτου είναι οι παθήσεις του

αναπνευστικού και οι (ποικίλες) «άλλες παθήσεις», ενώ τα εμπύ-ρετα και οι γαστρεντερικές διαταραχές, που αποδεκατίζουν την προεφηβική ηλικία, φθίνουν θεαματικά. Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκεί πια ή απλή προσβολή από κάποιο οξύ λοιμώδες ή παρασι-τικό νόσημα, π.χ., για να επέλθει ο θάνατος. Ή διαφοροποίηση των αιτιών θανάτου δείχνει ότι διαφοροποιείται και ο συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στην αρρώστια και τις αντιστάσεις, ότι το ζή-τημα της μοιραίας έκβασης τείνει να εξατομικευθεί σ' αυτή την ομάδα ηλικιών. Συνεπώς, πρέπει να συντρέχουν διάφοροι, και ί-σως πολλοί παράγοντες σε κάθε συγκεκριμένο άτομο, ώστε ή έκβαση της αρρώστιας να είναι ο θάνατος, συνδρομή παραγόντων που δεν είναι πια αυτονόητη.

— μια σύγκριση του δείκτη θνησιμότητας στη Λευκάδα με το σύνολο του ελλαδικού χώρου οδηγεί σε ενδιαφέρουσες διαπι-

1. Βλ. Ν. Σιδέρης, «Αρρώστιες και άρρωστοι στη Λευκάδα», ό.π.

Page 128: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

διαπιστώσεις. τα στοιχεία για τον ελλαδικό χώρο, σε μια κατοπινή εποχή, τα αντλούμε από τον Clon Stéphanos1 . Σύμφωνα με αυτά,

για τη δεκαετία 1868-1878, ο δείκτης βρεφικής θνησιμότητας είναι για όλη την Ελλάδα της τάξης του 114 ° / 0 0 , ποσοστό ήδη

πολύ χαμηλό σε σύγκριση με την Ευρώπη. στη Λευκάδα του 1823, ο δείκτης αυτός έχει τιμή 88 .7 ° / 0 0 (που θα μπορούσε όμως

να διακυμαίνεται και σε περιοχές που καλύπτουν και τιμές όπως το 1 1 4 ° / 0 0 —βλ. προηγούμενη συζήτηση και πίνακες 27-30). Ή

διαφορά αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί σε υποκαταγραφή θανάτων βρεφών στη Λευκάδα. "Υπάρχουν όμως επιχειρήματα και υπέρ

και κατά μιας τέτοιας υπόθεσης.

το κύριο επιχείρημα υπέρ της υποκαταγραφής είναι ή βεβαιό-τητα ότι αυτό το φαινόμενο υπήρχε" το ερώτημα δηλαδή δεν αφορά

την ύπαρξη, αλλά τις διαστάσεις του. και θα αρκούσε παράλειψη έγγραφης 16 μόνο θανάτων νηπίων για να φτάσουμε, στη Λευκά-δα του 1823, σε δείκτη βρεφικής θνησιμότητας της τάξης του 1 1 4 ° / 0 0 . Μόνο που υπάρχουν και επιχειρήματα που οδηγούν σε πολλές επιφυλάξεις απέναντι στην υπόθεση της υποκαταγραφής

ως εξήγησης της διαφοράς της Λευκάδας σε σχέση με τον (υστε-ρότερο) ελλαδικό χώρο:

— οι 16 μή καταγραμμένοι θάνατοι νηπίων αντιστοιχούν στο 2 .5% του συνόλου των γεννήσεων στα 1823, ποσοστό παράλει-ψης που θα μπορούσε να είναι αποδεκτό. αλλά θα αντιστοιχούσαν

και στο 22 .5% των θανάτων βρεφών κάτω του ενός έτους και στο 1 /3 των θανάτων νηπίων κάτω του ενός μηνός, κι αυτό είναι

σχετικά προβληματικό, όχι μόνο για λόγους διοικητικής τάξης στον μικρό και κλειστό χώρο του νησιού, αλλά και για μια σειρά

πρόσθετους λόγους. — Π ιό συγκεκριμένα, ήδη αναφέρθηκε ότι ή σχέση αρσενικό-

τητας στη Λευκάδα είναι μάλλον υψηλή. αλλά, αν υπήρχε γε-νικά υποκαταγραφή των θανόντων νηπίων, τότε αυτή θα αφορούσε κυρίως τα αγόρια, μια και σ' αυτή την ηλικία τα τελευταία πε-

1. Βλ. και τη σημ. 1, σ. 121.

Page 129: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

πεθαίνουν συχνότερα από τα κορίτσια 1" άρα, ή ήδη υψηλή σχέση αρσενικότητας θα ήταν ακόμη υψηλότερη. δεν είναι βέβαια παρά μια υπόθεση, αλλά με κάποια αξία στο πεδίο της λογικής ανά-

λυσης. — Επιπροσθέτως, ή κατάσταση των εγγραφών, τόσο στα ενο-

ριακά όσο και στα κεντρικά ληξιαρχικά βιβλία είναι ικανοποιη-τική και δεν διευκολύνει την αποδοχή της υπόθεσης της (σημαν-τικών διαστάσεων) υποκαταγραφής: οι χρονολογικές αντιστροφές

είναι πρακτικά ανύπαρκτες και, επιπλέον, καταγράφονται στα. 1823 θάνατοι (και γεννήσεις) όχι μόνο νεογνών μιας, δύο ή τριών

ημερών, αλλ' ακόμη και πέντε αποβολές. — από την άλλη, είναι πιθανότερο ότι οι διαστάσεις της υπο-

καταγραφής είναι μεγαλύτερες στην ηπειρωτική Ελλάδα Απ' ό,τι στα Ιόνια Νησιά, για λόγους που ξανά σχετίζονται με τη φύση και την έκταση του γεωγραφικού χώρου, από τη μια, την παρά-

δοση διοικητικής τάξης, από την άλλη. — Τέλος, και στα 1868-1878 ή Λευκάδα εμφανίζει δείκτη

βρεφικής θνησιμότητας αισθητά χαμηλότερο από το σύνολο του;

ελλαδικού χώρου (102° / 0 0 έναντι 114°/οο» ιδιαίτερα στο πρώτο εξάμηνο της ζωής (47 .1 ° / 0 0 έναντι 72 .0 ° / ο ο , δηλαδή μικρότερο

κατά το 1 / 3 περίπου). Συμπερασματικά, λοιπόν, μπορούμε να δεχτούμε ότι κατ' αρχήν

ο δείκτης βρεφικής θνησιμότητας έχει τάση να είναι στην αγγλο-κρατούμενη Λευκάδα και σχετικά μειωμένος και κατά κανόνα χαμηλότερος από τον μέσο όρο των τιμών αυτού του δείκτη στην ελεύθερη Ελλάδα 2 . Ή εξήγηση του φαινομένου (όπως και γενι-κότερα των ανισοτήτων μέσα στον ελλαδικό χώρο) δεν είναι ευ-

1. Βλ. L. Henry, «Techniques d ' ana lyse en démographie histori-que», I.N.E.D., Παρίσι 1980, σ. 47.

2. Γενικά, σύμφωνα με τον Clon Stéphanos, ή Λευκάδα εμφανίζει τόσο χαμηλό ποσοστό γενικής θνησιμότητας (14.1°/00 έναντι 20.1%,, για το σύνολο του ελλαδικού χώρου), όσο και χαμηλό δείκτη βρεφικής θνησιμό-τητας (47.0 έναντι 72.0°/οο στο πρώτο εξάμηνο ζωής, και 57.6 έναντι 70.30/Οβ, στο β' εξάμηνο, αντίστοιχα).

Page 130: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

εύκολη ή εμφανής. Πολλές υποθέσεις είναι θεμιτές, και το όλο ζή-τημα απαιτεί σχολαστικότερη διερεύνηση1.

XIII. Προσδόκιμο επιβίωσης

αν και ή αναδρομική προβολή μεταγενέστερων στατιστικών προτύπων υπόκειται στην αίρεση της εγκυρότητας, με την έννοια

της αποφυγής του αναχρονισμού, ωστόσο τα στοιχεία του πίνακα θνησιμότητας για τη γενιά του 1823 επιτρέπουν μια αδρή εκτί-μηση του προσδόκιμου επιβίωσης στην εν λόγω εποχή. Έτσι,

με βάση πάντα τους κατά Ledermann τυπικούς πίνακες θνησι-μότητας 2, οδηγούμαστε σε μια σειρά εκτιμήσεις (βλ. πίν. 31).

ΠΙΝΑΚΑΣ 31

Προσδόκιμο επιβίωσης (κατά Ledermann ) — Γενιά τον 1823

Γενέθλιο Δίκτυο 101 Δίκτυο 102 Δίκτυο 103

0 52.7 56.4 49.4 1 58.0 60.8 55.5 5 57.3 59.2 55.6

10 53.3 55.0 51.8 15 48.9 50.5 47.5 20 44.8 46.3 43.6 25 41.0 42.3 39.9

Βλέπουμε ότι ή εκτίμηση του προσδόκιμου επιβίωσης είναι και συνάρτηση του επιλεγόμενου εκτιμητή —μεταβλητής εισόδου στους τυπικούς πίνακες θνησιμότητας. οι μεγαλύτερες αποκλίσεις αντιστοιχούν

στο προσδόκιμο ζωής στη γέννηση (e0), ενώ οι κατο-πινές διαδοχικές εκτιμήσεις τείνουν μάλλον σε αμοιβαία συμπλησίαση

1. στον Clon Stéphanos βρίσκουμε μια περιγραφή των εστιών υψηλής και χαμηλής θνησιμότητας, αλλά όχι και κάποια ενιαία υπόθεση με ερμηνευ-

τική αξία. 2. Επεκτεινόμενους και πέρα από το 25ο γενέθλιο, μέχρι το τέλος

της ζωής.

Page 131: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

σίαση. Σ ύ μ φ ω ν α με τον L e d e r m a i m , ή π ιο α ξ ι ό π ι σ τ η ε κ τ ί μ η σ η ε ίνα ι αυτή που βασίζετα ι στο 1 5 q 0 .

Συνυπολογίζοντας όλες αυτές τις ε κ τ ι μ ή σ ε ι ς και λαβαίνοντας υπόψη τις ευρείες δυνατές δ ιακυμάνσεις του δε ίκτη θ ν η σ ι μ ό τ η τ α ς 1 ,

καθώς και τα ε ξ υποκαταγραφής θανάτων πιθανά σφάλματα 2 που τείνουν να υπερτ ιμούν το προσδόκιμο επ ιβ ίωσης , μπορούμε να π ο ύ μ ε ότ ι , αδρά μεν, αλλά και αρκετά ικανοποιητ ικά ως π ρ ο σ έ γ γ ι -ση στην π ρ α γ μ α τ ι κ ή τ ά ξ η μεγέθους , το προσδόκιμο ε π ι β ί ω σ η ς

στη γέννηση είναι γύρω στα 4 5 έτη ή και υψηλότερο 3 . Αυτή ή

1. Βλ. τους προηγούμενους πίνακες 27, 29 και 30. 2. σε ό,τι αφορά το προσδόκιμο επιβίωσης στη γέννηση, οι πιθανές δια-

κυμάνσεις του είναι αρκετά ανελαστικές σε σχέση με υπολογίσιμες αποκλί-σεις του δείκτη θνησιμότητας. για παράδειγμα, καταστρώσαμε τον κατά Ledermann πίνακα 30 με αφετηρία την διαπιστωμένη στη γενιά του 1823 τιμή του 1 5qo = 221°/0 0 . Βρήκαμε τιμή του e 0 = 49.4 έτη. αν τώρα θεωρή-σουμε ότι ή πραγματική θνησιμότητα είναι υψηλότερη, ότι π.χ. το i 5 q 0 =

250 ο / ο ο (που αντιστοιχεί σε βρεφική θνησιμότητα 1 q 0 = 140.35°/0 0) , τότε ή τιμή του e 0 = 47.0 έτη. οι διαφορές αυτές είναι σημαντικές όταν πρόκειται

για (σύγχρονες) μετρήσεις ακριβείας, αλλά θα μπορούσαν να θεωρηθούν εξίσου αποδεκτές προσεγγίσεις στις τάξεις μεγεθών που αναφέρονται σε καταστάσεις πριν από ενάμιση αιώνα.

3. Προσδόκιμο επιβίωσης της τάξης του e0 = 45 έτη είναι πράγματι αξιοσημείωτο για την εποχή αυτή. Π.χ. , στη Γαλλία του 1820-29, βρίσκουμε

e 0 = 38.7 έτη. και στην Ελλάδα του 1879 κάτι λιγότερο από 37 έτη. Ση-μειώνουμε ότι, για να έφτανε σε τέτοια χαμηλά επίπεδα το προσδόκιμο επι-βίωσης στη Λευκάδα του 1823, θα έπρεπε να είχαμε τιμές 1 5 q 0 της τάξης

του 3 5 0 % 0 και άνω, που αντιστοιχούν σε βρεφική θνησιμότητα άνω του 188°/ 0 0 , δηλ. υπερδιπλάσια Απ' αυτήν που καταγράφεται. Αυτό, με τη σειρά του, θα σήμαινε ότι ή υποκαταγραφή των δημογραφικών συμβάντων είχε τρομακτικές διαστάσεις. Πραγματικά, για να έχουμε 1 5 q 0 = 3500/qo, και θεωρώντας ότι ή υποκαταγραφή αντιστοιχεί πάντα σε θάνατο παιδιού, του οποίου ούτε ή γέννηση ούτε ο ενταφιασμός αναφέρονται, θα έπρεπε να συμ-βαίνουν τα εξής: Αντί για 620 θα είχαμε 743 γεννήσεις —ή, με άλλα λόγια, 1 στις 6 γεννήσεις υποθέτουμε ότι δεν καταγράφεται, και αντί για 137 θα-νάτους, σε ηλικία 0-15 ετών, θα είχαμε 260 τέτοια συμβάντα —ή, με άλλα λόγια, 1 στους 2 θανάτους νέων ατόμων δεν φαίνεται να καταγράφεται που-θενά. Θεωρούμε ότι αυτό είναι μάλλον δύσκολο. αν πάλι οι γεννήσεις ανα-

Page 132: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

εκτίμηση εμφανώς βασίζεται σε μια «δυσμενή» ερμηνεία των εμ-πειρικών ευρημάτων που δίνουν, για τη γενιά του 1823, ένα προσ-δόκιμο επιβίωσης γύρω στα 50 έτη. Αυτή ή εκτίμηση επιτρέπει κι έναν πρόσθετο έλεγχο του βαθμού αξιοπιστίας του πίνακα θνη-σιμότητας της γενιάς του 1823, αξιοπιστίας με την έννοια της συμβατότητας με προτεινόμενα θεωρητικά πρότυπα.

Προσφεύγουμε ξανά στα μοντέλα του Ledermann, και πιο συγκεκριμένα στο δίκτυο 100, το οποίο προτείνει τυπικούς πί-νακες θνησιμότητας με μεταβλητή εισόδου το προσδόκιμο επι-βίωσης στη γέννηση. Συγκρίνουμε τα προτεινόμενα πρότυπα (βλ. πίν. 32 και σχ. VII) για e0 = 50 έτη με τα εμπειρικά ευρήματα

που αφορούν τη γενιά του 1823 (βλ. πίν. 26). Παρατηρούμε ότι:

ΠΙΝΑΚΑΣ 32

Δίκτυο 100 του S. Ledermann Q = Προσδόκιμο επιβίωσης στη γέννηση

Q = 50.00 Χ = 1.69897

Δ Ε Ι Κ Τ Ε Σ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑΣ

ηλικία ΑΘ Α Θ

0-1 116.68 125.90 106.89 1-4 63.29 64.52 61.97

(0-4) (175.22) (184.94) (164.84) 5-9 19.78 20.57 19.27

10-14 13.48 13.17 13.69 15-19 21.11 21.16 20.89 20-24 29.18 30.41 27.64 25-29 31.15 31.59 30.45 30-34 33.66 34.14 32.92

αναφέρονται, και λείπει μόνο ή καταγραφή του θανάτου, υποθέτουμε ότι έχουμε ξανά υπερδιπλάσιο δείκτη βρεφικής θνησιμότητας (δηλ. πάνω από 1 στους 2 θανάτους βρεφών δεν καταγράφεται), καθώς και μή καταγραφή του 1/3 τουλάχιστον των θανάτων νέων ατόμων 0-15 ετών. Θεωρούμε ότι και αυτή ή εκδοχή δύσκολα θα ήταν αποδεκτή.

Page 133: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 32 (συνέχεια)

ηλικία ΑΘ Α Θ

35-39 38.22 39.70 36.48 40-44 45.29 49.27 41.06 45-49 55.94 63.16 48.41 50-54 73.80 83.91 63.25 55-59 100.56 113.81 87.21 60-64 143.42 159.61 127.77 65-69 207.37 226.89 189.45 70-74 303.16 323.51 285.27 75-79 424.06 447.59 406.10 80-84 568.40 591.55 552.04 85-89 734.54 750.69 723.11

ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΠΙΖΩΝΤΩΝ

ηλικία ΑΘ Α Θ

0 100000 100000 100000

1 88332 87410 89311 5 82742 81771 83777

10 81105 80089 82162 15 80011 79034 81037 20 78322 77362 79344 25 76037 75009 77151 30 73669 72639 74802 35 71189 70160 72339 40 68468 67374 69700 45 65367 64055 66838 50 61710 60009 63602 55 57156 54974 59579 60 51409 48718 54383 65 44036 40942 47434 70 34904 31652 38448 75 24322 21413 27480 80 14008 11829 16320 85 6046 4831 7311 90 1605 1205 2024

50.90 49.43 52.50

Page 134: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΣΧΗΜΑ VII Διάμεσος αριθμού επιζώντων ανάλογα με το προσδόκιμο επι-βίωσης στη γέννηση

Ε Π Ι Ζ Ώ Ν Τ Ε ς

(από τον Ledermann)

— Για την ακολουθία των επιζώντος στα διαδοχικά (μέχρι το 25ο) γενέθλια, ή συμβατότητα ανάμεσα στο θεωρητικό πρό-τυπο και την εμπειρική εικόνα είναι πολύ ικανοποιητική. Αξιο-σημείωτο είναι το ότι οι αρχικές αποκλίσεις (στο Ιο και 5ο γε-νέθλιο, που οι επιζώντες της γενιάς 1823 είναι κατά τι —3.2%

και 1 .6% αντίστοιχα— περισσότεροι από τους θεωρητικά αναμε-νόμενους) στη συνέχεια εξομαλύνονται, και φτάνουμε σε απόλυτη σχεδόν σύμπτωση των δύο σειρών τιμών.

— για τις τιμές του δείκτη θνησιμότητας επανευρίσκουμε παρόμοιες με τις προηγούμενα επισημανθείσες αποκλίσεις, και πάλι μή συστηματικές, οι όποιες συμψηφίζονται στο επίπεδο του τελικού αποτελέσματος (συνολική νεανική θνησιμότητα).

Ενδιαφέρουσα είναι και ή εξέλιξη του προσδόκιμου επιβίωσης

Page 135: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

σης σε συνάρτηση με την ηλικία. Παρατηρούμε, δηλαδή (βλ. πίν. 33), ότι ή συνολική προσδοκώμενη διάρκεια ζωής (ήδη βιωμένα χρόνια συν το προσδόκιμο επιβίωσης στο αντίστοιχο γενέθλιο) αυξάνει σταθερά με την πάροδο του χρόνου, και ή αύξηση αυτή είναι ιδιαίτερα αισθητή στα πρώτα χρόνια της ζωής.

ΠΙΝΑΚΑΣ 33

Συνολική προσδοκώμενη διάρκεια ζωής — Γενιά τον 1823

Γενέθλιο Δίκτυο 101 Δίκτυο 102 Δίκτυο 103

0 52.7 56.4 49.4 1 59.0 61.8 56.5 5 62.3 64.2 60.6

10 63.3 65.0 61.8 15 63.9 65.5 62.5 20 64.8 66.3 63.6 25 66.0 67.3 64.9

Αυτή ή εξέλιξη εικονογραφεί το γεγονός ότι οι επιζώντες όχι μόνο διέφυγαν από σοβαρούς κινδύνους, αλλά και έχουν επι-πλέον σοβαρές ελπίδες να ζήσουν τόσο περισσότερο όσο ή διάρ-κεια των δύσκολων καιρών που πέρασαν γίνεται μεγαλύτερη.

XIV. Δείκτης θνησιμότητας κατά φύλο και τόπο κα-τοικίας

Ή κατάστρωση και μελέτη των πινάκων θνησιμότητας κατά φύλο και τόπο κατοικίας επιτρέπει τη συναγωγή συμπερασμάτων

για την επίδραση αυτών των παραμέτρων στην εξέλιξη της μάχης για την επιβίωση.

1. Θνησιμότητα κατά φύλο

Συγκρίνοντας τα δεδομένα των πινάκων 34 και 35 και με τη βοήθεια του ανακεφαλαιωτικού πίνακα 36 παρατηρούμε ότι:

Page 136: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 34

Πίνακας θνησιμότητας. Άντρες — Γενιά του 1823

Γενέθλιο χ Επιζώντες Sx θάνατοι d (x, χ + 1 ) qx (%ο) 0 10000 714 71.40 1 9286 268 28.86 2 9018 89 9.87 3 8929 119 13.33 4 8810 119 13.51 5 8691 89 10.24 6 8602 119 13.83 7 8483 60 7.07 8 8423 60 7.12 9 8363 30 3.59

10 8333 119 14.28 11 8214 149 18.14 12 8065 30 3.72 13 8035 30 3.73 14 8005 0 0.00 15 8005 30 3.75 16 7975 0 0.00 17 — (0) 18 — (0) 19 7975 30 3.76 20 7945 30 3.78 21 7915 0 0.00 22 7915 60 7.58 23 7855 30 3.82 24 7825 30 3.83 25 7795

— ο δείκτης θνησιμότητας είναι αισθητά υψηλότερος στα κο-ρίτσια κατά τη βρεφική ηλικία1 και στα πέντε πρώτα χρόνια ζωής (αν και ισχύει το αντίστροφο στην ηλικία 1-4 ετών).

— Το ίδιο ισχύει και για τη συνολική νεανική θνησιμότητα (0-24 ετών).

1. Βλ. την προηγούμενη συζήτηση για τις πιθανές ερμηνείες αυτού του ευρήματος.

Page 137: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 35

Πίνακας θνησιμότητας. Γυναίκες — Γενιά του 1823

Γενέθλιο x επιζώσες Sx θάνατοι d (x, χ + 1) qx C U 0 10000 1092 109.20 1 8908 422 47.37 2 8486 176 20.74 3 8310 70 8.42 4 8240 176 21.36 5 8063 35 4.34 6 8028 106 13.20 7 7922 35 4.42 8 7887 0 0.00 9 7887 70 8.88

10 7817 70 8.95 11 7747 106 13.68 12 7641 35 4.58 13 7606 0 0.00 14 7606 70 9.20 15 7536 0 0.00 16 7536 0 0.00 17 — — (0) 18 — — (0) 19 7536 0 0.00 20 7536 0 0.00 21 7536 0 0.00 22 7536 35 4.64 23 7501 35 4.67 24 7466 0 0.00 25 7466

— Αντίθετα, ο δείκτης θνησιμότητας είναι υψηλότερος στα αγόρια, στην περίοδο 5-24 ετών.

— από τη σύγκριση με την ακολουθία των επιζώντων στον τυπικό πίνακα του Ledermann για e0 = 50 (βλ. πίν. 32) βλέπουμε

και πάλι ότι οι αρχικές αισθητές αποκλίσεις από το θεωρητικό πρότυπο τείνουν διαχρονικά να εξομαλύνονται, και ή προσέγγιση

Page 138: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 36

Δείκτης θνησιμότητας κατά φύλο και ομάδα ηλικιών

Ηλικία Επιζώντες (Sx) θάνατοι d ( x , x + a ) Δείκτης θνησ. °/οο (αρχ. γενν. χ) Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια

0-1 10000 10000 714 1092 71.40 109.20 1-4 9286 8908 1211 845 130.41 94.86

(0-4) (10000) (10000) (1547) (1937) (154.70) (193.70) 5-9 8691 8063 358 246 41.19 30.51

10-14 8333 7817 328 282 39.36 37.42 15-19 8005 7535 60 0 7.50 0.00 20-24 7945 7535 150 70 18.80 9.29 (0-24) (10000) (10000) (2205) (2535) (220.50) (253.50)

Page 139: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

είναι ικανοποιητική στο 25ο γενέθλιο (αριθμός επιζώντων γενιάς 1823 προς θεωρητικό αριθμό: -(-3.9% στα αγόρια, —3.2% στα κορίτσια).

2. Θνησιμότητα κατά τόπο κατοικίας

Συγκρίνοντας τα δεδομένα των πινάκων 37 και 38 και με τη βοήθεια του ανακεφαλαιωτικού πίνακα 39 παρατηρούμε τα εξής:

ΠΙΝΑΚΑΣ 37

Πίνακας θνησιμότητας. Πόλη — Γενιά τον 1823

Γενέθλιο χ Επιζώντες S x θάνατοι d (χ, χ + 1 ) qx (7οο> 0 10000 751 75.10 1 9249 347 37.52 2 8902 116 13.03 3 8786 58 6.60 4 8728 58 6.65 5 8670 173 19.95 6 8497 116 13.65 7 8381 58 6.92 8 8323 0 0.00 9 8323 0 0.00

10 8323 289 34.52 11 8034 173 21.53 12 7861 58 7.38 13 7803 58 7.43 14 7745 58 7.49 15 7687 0 0.00 16 7687 0 0.00 17 — — (0) 18 — — (0) 19 7687 0 0.00 20 7687 58 7.55 21 7629 0 0.00 22 7629 0 0.00 23 7629 58 7.60 24 7571 0 0.00 25 7571

Page 140: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 38

Πίνακας Θνησιμότητας. Χωριά — Γενιά του 1823

Γενέθλιο χ Επιζώντες S x θάνατοι d (x, Χ + 1 ) qx (°/οο) 0 10000 940 94.00 1 9060 336 37.09 2 8724 134 15.36 3 8590 112 13.04 4 8478 179 21.11 5 8299 22 2.65 6 8277 112 13.53 7 8165 45 5.51 8 8120 45 5.54 9 8075 67 8.30

10 8008 22 2.75 11 7986 112 14.02 12 7874 22 2.79 13 7852 0 0.00 14 7852 22 2.80 15 7830 22 2.81 16 7808 0 0.00 17 — — (0) 18 — — (0) 19 7808 22 2.82 20 7786 0 0.00 21 7786 0 0.00 22 7786 67 8.61 23 7719 22 2.85 24 7697 22 2.86 25 7675

— στη βρεφική και πρώτη παιδική ηλικία, δείκτη θνησιμό-τητας υψηλότερο στα χωριά.

— Ή πόλη παίρνει το προβάδισμα στη ζώνη των 5 - 1 4 ετών. — Τελικό αποτέλεσμα, συνολικός δείκτης θνησιμότητας, για

την περίοδο 0-24 ετών, στατιστικά συγκρίσιμος και περιγραφικά (για τη γενιά του 1823) ελαφρώς υψηλότερος στην πόλη.

Ή πιθανή νοσολογική διάσταση, που ίσως εξηγεί μέρος αυτής

Page 141: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 39

Δείκτης ειδικής θνησιμότητας κατά τόπο κατοικίας και ομάδα ηλικιών

ηλικία Επιζώντες (Sx) θάνατοι d (χ, x + a ) Δείκτης θνησ. ° / 0 0

(αρχ. γενν. χ) Πόλη Χωριά Πόλη Χωριά Πόλη Χωριά

0-1 10000 10000 751 940 75.10 94.00 1-4 9249 9060 578 760 62.49 83.89

(0-4) (10000) (10000) (1329) 1700 (132.90) (170.00) 5-9 8671 8299 347 290 40.02 34.94

10-14 8324 8009 636 179 77.24 22.35

15-19 7688 7830 0 45 0.00 5.75 20-24 7688 7785 116 119 15.09 15.29 (0-24) (10000) (10000) (2428) (2327) (242.80) (232.70)

Page 142: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

της διαφοράς, θα ήταν ή μεγαλύτερη συχνότητα μοιραίας κατά-ληξης των οξέων λοιμωδών νοσημάτων στα χωριά, στην πρώτη παιδική ηλικία —και ή μεγαλύτερη ίσως συχνότητα ελωδών πυ-ρετών και φυματίωσης, από τη μια, αλλά και ή ευκολότερη διά-δοση επιδημικών κινήσεων, από την άλλη, στην πόλη και για τη ζώνη των 5-14 ετών1.

ΠΙΝΑΚΑΣ 40

Πίνακας θνησιμότητας. Άντρες πόλης — Γενιά του 1823

Γενέθλιο x Επιζώντες S x θάνατοι d (χ, χ + 1 ) qx (°/βο> 0 10000 600 60.00 1 9400 400 42.55 2 9000 100 11.11 3 8900 100 11.23 4 8800 0 0.00 5 8800 200 22.72 6 8600 200 23.25 7 8400 100 11.90 8 8300 0 0.00 9 8300 0 0.00

10 8300 300 36.14 11 8000 100 12.50 12 7900 0 0.00 13 7900 100 12.65 14 7800 0 0.00 15 7800 0 0.00 16 7800 0 0.00 17 (7800) (0) (β) 18 (7800) (0) (0) 19 7800 0 0.00 20 7800 100 12.82 21 7800 0 0.00 22 7700 0 0.00 23 7700 0 0.00 24 7700 0 0.00 25 7700

1. Βλ. την προηγούμενη συζήτηση για τις αιτίες θανάτου.

Page 143: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 41

Πίνακας θνησιμότητας. Γυναίκες πόλης — Γενιά του 1823

Γενέθλιο χ επιζώσες S x θάνατοι d (χ, Χ + 1 ) qx ί°/οο)

0 10000 959 95.90 1 9041 274 30.30 2 8767 137 15.62 3 8630 0 0.00 4 8630 137 15.87 5 8493 137 16.12 6 8356 0 0.00 7 8356 0 0.00 8 8356 0 0.00 9 8356 0 0.00

10 8356 274 32.78 11 8082 274 33.89 12 7808 137 17.54 13 7671 0 0.00 14 7671 137 17.85 15 7534 0 0.00 16 7534 0 0.00 17 (7534) (0) (0) 18 (7534) (0) (0) 19 7534 0 0.00 20 7534 0 0.00 21 7534 0 0.00 22 7534 0 0.00 23 7534 137 18.18 24 7397 0 0.00 25 7397

Page 144: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 42

Πίνακας θνησιμότητας. Άντρες χωριών — Γενιά του 1823

Γενέθλιο χ Επιζώντες S x θάνατοι d (χ, χ + 1 ) qx (7οο)

0 10000 763 76.30 1 9237 212 22.95

2 9025 85 9.42

3 8940 127 14.21

4 8813 169 19.18 5 8644 42 4.86

6 8602 85 9.88

7 8517 42 4.93

8 8475 85 10.03

9 8390 42 5.01

10 8348 42 5.03

11 8306 169 20.35

12 8137 43 5.28

13 8094 0 0.00

14 8094 0 0.00

15 8094 43 5.31

16 8051 0 0.00

17 (8051) (0) (0) 18 (8051) (0) (0) 19 8051 42 5.22

20 8009 0 0.00

21 8009 0 0.00

22 8009 85 10.61

23 7924 42 5.30

24 7882 42 5.33

25 7882

Page 145: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 43

Πίνακας θνησιμότητας. Γυναίκες χωριών — Γενιά του 1823

Γενέθλιο x επιζώσες Sx θάνατοι d (χ, Χ + 1 ) qx (7οο)

0 10000 1137 113.70 1 8863 474 53.48 2 8389 190 22.65 3 8199 95 11.59 4 8104 190 23.45 5 7914 0 0.00 6 7914 142 17.94 7 7772 47 6.05 8 7725 0 0.00 9 7725 95 12.30

10 7630 0 0.00 11 7630 47 6.16 12 7583 0 0.00 13 7583 0 0.00 14 7583 47 6.20 15 7536 0 0.00 16 7536 0 0.00 17 (7536) (0) (0) 18 (7536) (0) (0) 19 7536 0 0.00 20 7536 0 0.00 21 7536 0 0.00 22 7536 47 6.24 23 7489 0 0.00 24 7489 0 0.00 25 7489

Page 146: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

3. Θνησιμότητα κατά φύλο και τόπο κατοικίας

με βάση τους αναλυτικούς πίνακες 40-43 και τον συγκεν-τρωτικό πίνακα 44 μπορούμε να διερευνήσουμε τη θνησιμότητα

σε συνάρτηση με το φύλο και τον τόπο κατοικίας.

ΠΙΝΑΚΑΣ 44

Δείκτης θνησιμότητας (°/ 0ο) κατά φύλο, τόπο κατοικίας και ομάδα ηλικιών

ΠΟΛΗ ΧΩΡΙΑ ηλικία αγόρια Κορίτσια αγόρια Κορίτσια Σύνολο

0-1 60.0 95.9 76.3 113.7 88.7 1-4 63.8 60.6 64.2 107.0 77.9

(0-4) (120.0) (178.1) (135.6) (208.5) (159.7) 5-9 56.8 16.1 34.3 35.9 36.4

10-14 60.2 98.4 30.5 12.4 37.9 15-19 0.0 0.0 10.5 0.0 4.1 20-24 12.8 18.2 21.2 6.3 14.4 (0-24) (230.0) (260.3) (216.1) (251.2) (235.40)

τα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτά τα στοιχεία είναι τα εξής:

— αν και στατιστικά οι διαφορές δεν είναι σημαντικές, ω-στόσο περιγραφικά βλέπουμε ότι υπάρχουν αποκλίσεις στο βαθμό

τρωτότητας των διαφόρων κατηγοριών απέναντι στη βιολογική απειλή της θνησιμότητας.

— Ή πιο ευάλωτη κατηγορία φαίνεται συνολικά ότι αντιστοι-χεί στα κορίτσια της πόλης κυρίως, αλλά και των χωριών. τα

αγόρια, ιδιαιτέρως στα χωριά, φαίνονται πιο άνθεκτικά1.

1. στο μέτρο που ή διαφορά αυτή εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τη θνησιμότητα στη βρεφική και πρώιμη παιδική ηλικία, όπως δείχνουν και οι πίνακες, ή νοσολογική υπόθεση του Clon Stéphanos φαίνεται συμβατή με αυτή την παρατήρηση: τα κορίτσια της πόλης παρουσιάζονται πιο τρωτά,

Page 147: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

— Αύτη ή συνολική κατάταξη είναι συνάρτηση της συνεργικής επίδρασης τριών κύριων παραγόντων: ηλικία (ή βρεφική και πρώ-τη παιδική αντιστοιχεί στο μέγιστο του δείκτη θνησιμότητας), φύλο, ιδιαιτέρως στην επικίνδυνη πρώτη παιδική ηλικία, και γεω-γραφία. Άρα, το τελικό αποτέλεσμα αντιστοιχεί σε έναν σαφώς πολυπαραγοντικό μηχανισμό της θνησιμότητας.

— Πολλά, αλλά όχι όλα, κρίνονται στην πρώτη παιδική ηλικία: οι αντιστοιχίες του δείκτη θνησιμότητας στη βρεφική (0-1

έτους) και πρώτη παιδική ηλικία (1-4 και 0-4 ετών) με τον συνο-λικό δείκτη θνησιμότητας (0-24 ετών) είναι προβληματικές και μάλλον απουσιάζουν. Ή εξήγηση ίσως πρέπει να αναζητηθεί στην άνιση ανάπτυξη τοπικών μηχανισμών (κατά ηλικία, φύλο και τόπο κατοικίας) τόσο αντιρροπιστικών-αμυντικών (στο πεδίο της αντί-

στασης στην αρρώστια), όσο και συμπληρωματικών (στο πεδίο της τρωτότητας απέναντι στην αρρώστια).

—· οι (περιγραφικά) πιο μεγάλες διαφορές αντιστοιχούν στη θνησιμότητα της ηλικίας 5-14 ετών, δηλαδή της εποχής που έχει ήδη αποσυγχρονισθεί ή αρχική θανατηφόρος συνέργεια των ποι-κίλων βλαπτικών παραγόντων, όταν έχει προχωρήσει ή εξατομί-κευση του προβλήματος της επιβίωσης και δεν έχει ακόμη ανα-δυθεί το νέο προφίλ νοσηρότητας και θνησιμότητας, που αντιστοιχεί

στην ενηλικίωση. — σε όλες τις περιπτώσεις, ή χρυσή εποχή της επιβίωσης

αντιστοιχεί στην ηλικία 15-19 (ή και 15-24) ετών, διαπίστωση που συνδέεται με την προηγούμενη παρατήρηση.

γιατί βρίσκονται, σε σχέση με τις θερινές διάρροιες, στη διασταύρωση των δύο επιβαρυντικών παραγόντων (φύλο: θνητότητα μεγαλύτερη στα κορίτσια, και κατοικία: οι διάρροιες πιο συχνές στην πόλη Απ' ό,τι στα χωριά). Αντίθετα, τα αγόρια στα χωριά είναι πιο ανθεκτικά, ακριβώς γιατί βρίσκονται στη δια-

σταύρωση των αντίθετων ακριβώς παραγόντων. Αν και μια μονοπαραγον-τική εξήγηση είναι πάντοτε ελλιπής, ωστόσο φαίνεται ότι αύτη ή νοσολο-γική παράμετρος αποτελεί ουσιώδες μέρος του ευρύτερου αιτιακού πλέγματος που αντιστοιχεί σ' αυτό το φαινόμενο.

Page 148: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

XV. Απόπειρα εκτίμησης τον βάρους των απωλειών

Διαθέτουμε ήδη μια αδρή αλλά αποδεκτή εκτίμηση του προσ-δόκιμου επιβίωσης για τη γενιά του 1823. Ή τιμή του στη γέν-νηση είναι της τάξης των 50 ετών, μια εκτίμηση της προσδοκώ-μενης μέσης ηλικίας θανάτου.

με τη διαπίστωση αυτή ως βάση, θα επιχειρήσουμε τώρα μια ποσοτική εκτίμηση του βάρους των απωλειών που υφίσταται ή γενιά αυτή λόγω της θνησιμότητας. το ποσοτικό μέτρο που θα χρησιμοποιήσουμε είναι τα Απολεσθέντα Δυνητικά Έτη Ζωής (ΑΔΕΖ) , δηλαδή τα έτη ζωής που χάθηκαν λόγω του θανάτου κατά τη διάρκεια της νεότητας 1.

Ένας απλός υπολογισμός2 μάς δείχνει ότι οι απώλειες της γενιάς του 1823, στη διάρκεια της νεότητάς της, ανέρχονται συνο-λικά σε 6735 έτη. ο πρόωρος θάνατος δηλαδή στέρησε τη γενιά αυτή, μόνο στη διάρκεια της νεότητάς της, από 6735 Δυνητικά

Έτη Ζωής. Δεδομένου ότι τα Δυνητικά Έτη Ζωής (ΔΕΖ) της γενιάς αυτής, αν όλα της τα μέλη ζούσαν μέχρι την ηλικία που υποδείχνει το προσδόκιμο επιβίωσης στη γέννηση (e0 = 50 έτη),

ανέρχονται σε 30690, οι απώλειές της στη διάρκεια της νεότητάς της αντιστοιχούν (ΑΔΕΖ—ΔΕΖ) στο 21 .95% της θεωρητικής

1. τα Απολεσθέντα Δυνητικά Έτη Ζωής (ΑΔΕΖ) αντιπροσωπεύουν τον αριθμό ετών που στερεί από ένα άτομο ο πρόωρος θάνατος του —πρόω-ρος σε σχέση με μια θεωρητικά προσδοκώμενη διάρκεια ζωής όπως είναι το e0 . Αυτός ο ενδείκτης προτάθηκε από τους J .-M. Romeder και J . R . Me Whinnie, «Le développement des années potentielles de vie per-dues comme indicateur de mortalité prématurée», Rev. Epidemiol. Santé Publique , τχ. 26, (1978), σ. 97-115. Ή παρουσίασή τους γίνεται με τη μορφή ποσοστών επί 1000 ατόμων. Εμείς Εδώ κάνουμε μια πιο προσωπική χρήση της έννοιας αυτής, συγκρίνουμε δηλαδή τον αριθμό απολεσθέντων

ετών ζωής προς τον θεωρητικά αναμενόμενο μέσο αριθμό ετών ζωής του συ-νόλου των μελών της κοόρτης. Κι αυτό για να τονίσουμε την περιγραφική διάσταση του όρου, πιο πρόσφορη στα πλαίσια αυτής της μελέτης.

2. για να βρούμε το σύνολο των Α Δ Ε Ζ αρκεί να αθροίσουμε τα γινό-μενα: (αριθμός θανάτων σε ηλικία x) Χ (e0 - x - 0.5).

Page 149: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

προσδοκίας. με άλλα λόγια, το 1 / 5 της δυνητικής διάρκειας ζωής της γενιάς του 1823 χάνεται λόγω της θνησιμότητας που

την πλήττει στη διάρκεια της νεότητάς της. Δεδομένου ότι ή εκτίμηση του προσδόκιμου επιβίωσης στη

γέννηση δίνει μεγέθη αισθητά ίδιας τάξης1, τόσο μεταξύ τους όσο και σε σχέση με το σύνολο, μπορούμε να δούμε αν υπάρχει

διαφορά στις απώλειες πόλης και χωριού. στην πόλη, τα Α Δ Ε Ζ ανέρ-χονται σε 1895 και αντιστοιχούν στο 22 .13% των Δ Ε Ζ . στα χωριά, τα Α Δ Ε Ζ ισούνται με 4810 και αντιπροσωπεύουν το 23.27 % των Δ Ε Ζ . Άρα ή διάκριση πόλη-χωριά δεν επηρεάζει

τη συνολική διάσταση των απωλειών. σε σχέση, τέλος, με το φύλο: στα αγόρια, τα Α Δ Ε Ζ ανέρχονται

σε 3277 και αντιστοιχούν στο 19.70% των Δ Ε Ζ , ενώ στα κο-ρίτσια τα Α Δ Ε Ζ ανέρχονται σε 3330 και αντιστοιχούν στο 23.69%

των Δ Ε Ζ . Συνεπώς, ούτε το φύλο φαίνεται να επηρεάζει δραστικά το συνολικό μέγεθος των απωλειών της νέας γενιάς.

Μια πρώτη σύνοψη

Μέσα από τις εικόνες της επιβίωσης και του θανάτου διαφαί-νεται το περίγραμμα της κοινωνίας της Λευκάδας στο β' τέταρτο

του 19ου αιώνα. Πρόκειται για μια κοινωνία παραδοσιακή και, στο δημογρα-

φικό πεδίο, παλιού τύπου. μια κοινωνία που μάχεται για την επιβίωση και ή οποία, μέσα από υπολογίσιμες απώλειες, βρίσκε-

ται τελικά σε θέση αρκετά πλεονεκτική σε σύγκριση με άλλους τόπους της ίδιας, αλλά και κατοπινής εποχής.

Ποικιλομορφία των τοπικών αιτιακών καθορισμών, άρα ποι-κίλες τυπικές ανισότητες αλλά και δομική σταθερότητα, άρα πα-ρεμφερείς εικόνες στο επίπεδο του τελικού αποτελέσματος, χα-ρακτηρίζουν τη δυναμική της θνησιμότητας μιας νέας γενιάς σ αυτή τη συνάφεια.

1. Λαβαίνοντας υπόψη και τις μεγάλες διακυμάνσεις που είναι σύμ-φυτες με τους τυπικούς πίνακες θνησιμότητας.

Page 150: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

-μια γενική —και από τις πιο σημαντικές— έκφραση αυτού του τελικού αποτελέσματος είναι και οι επιπτώσεις και συνέπειες

αυτής της μορφολογίας της θνησιμότητας στο πεδίο της ηλικια-κής δομής του πληθυσμού.

αν και δεν μπορούμε να επεκταθούμε σε όλο το ανάπτυγμα ηλικιών, είναι ωστόσο δυνατό να εκτιμήσουμε τις διαστάσεις που

θα είχε ή ομάδα 0-15 ετών στο νησί, αν ο πίνακας θνησιμότητας της γενιάς του 1823 και ο αριθμός των γεννήσεων στην περίοδο

που εκτείνεται 15 χρόνια πριν από την απογραφή του 1824 ήταν, κατά μέσο όρο, όσος και στη δεκαετία 1823-32, δηλαδή 540 το χρόνο. με βάση αυτές τις δύο παραδοχές1, τα συμπεράσματά μας

είναι τα ακόλουθα (πίν. 45):

ΠΙΝΑΚΑΣ 45

Εκτίμηση μεγέθους ομάδας ηλικιών 0-15 ετών

Εκτίμηση Τιμές σχέσης αρσενικότητας Αποτελέσματα ομάδας — απογραφής

0-15 ετών 105 110 115 1824

Άντρες 3580 3658 3736 3762

Γυναίκες 3314 3238 3163 2989 Σύνολο 6894 6896 6899 6751

— Ή σχέση αρσενικότητας που προσφέρεται κάλλιστα γι ' αύ-τη την εκτίμηση είναι εκείνη που έχει ως τιμή 115.

1. ο τρόπος υπολογισμού-εκτίμησης του δυναμικού της ομάδας 0-15 ετών είναι απλός: αν ισχύουν οι δυο παραδοχές μας, τότε ο αριθμός των ατόμων σ' αυτή την ηλικία ισούται με το άθροισμα των 15 προηγούμενων γενεών, δηλαδή με το άθροισμα των επιζώντων στα 15 πρώτα χρόνια ζωής, με βάση

τον πίνακα θνησιμότητας της γενιάς του 1823 και ένα μέσο όρο γεννήσεων 540 το χρόνο, που κατανέμονται κατά φύλο ανάλογα με την αντίστοιχη, ει-κονιζόμενη στον πίνακα 45, σχέση αρσενικότητας. θα θέλαμε να υπενθυμί-σουμε ότι αυτού του είδους ή προσπέλαση έχει όλα τα στοιχεία του «νοερού πειραματισμού» (υπόθεση-πρόβλεψη-επαλήθευση), άρα (Αϊνστάιν διά των πράξεών του έφα) και όλη την αξιοπιστία της πειραματικής μεθόδου.

Page 151: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

— και με τις τρεις σχέσεις αρσενικότητας φθάνουμε σε εκτι-μήσεις για το συνολικό μέγεθος της ομάδας 0-15 ετών, που ελά-χιστα απέχουν από τα αποτελέσματα της απογραφής του 1824 (τα όποια είναι μόλις κατά 2 % περίπου ανώτερα από αυτά της εκτίμησης μας).

— Αν ή σχέση αρσενικότητας έχει τ ιμή 115, τότε ο εκτιμώ-μενος αριθμός αγοριών 0-15 ετών σχεδόν ταυτίζεται με τα απο-τελέσματα της απογραφής του 1824 (είναι μόλις κατά 0 .7% ανώ-τερος από αυτά). και στα κορίτσια πάλι ή προσέγγιση της εκτί-μησης με τα αποτελέσματα της απογραφής είναι άκρως ικανο-ποιητική (ή πρώτη είναι μόνο κατά 5 .8% ανώτερη από τα δεύ-τερα).

Ή σημασία αυτής της επιβεβαίωσης της θεωρητικής πρόβλε-ψης, που προκύπτει από τα εμπειρικά μας ευρήματα για τη γενιά

του 1823, είναι υπολογίσιμη. Δείχνει δηλαδή ότι, παρά τα μεθο-δολογικά εμπόδια, ή ερευνά στα δύσβατα πεδία της ιστορικής δημογραφίας είναι και εφικτή και ικανοποιητική στα αποτελέ-σματά της. Ειδικότερα, σε σχέση με τη γενιά του 1823, δείχνει

ότι τα συμπεράσματα της ανάλυσης δεν έχουν αξία μόνο περιγρα-φική και μονογραφική, αλλά, ενδεχομένως, και μια σημασία ευ-ρύτερη, που παραπέμπει σε δομικές καταστάσεις του ελλαδικού χώρου στον 19ο αιώνα.

Page 152: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 153: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ '

ΓΑΜΟΙ - ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΕΣ

Αν το «παιχνίδι» της θνησιμότητας εστιάζεται σε δυο πόλους: «πιθανότητες προσβολής / δυνατότητες άμυνας», το παιχνίδι των γάμων μας οδηγεί σε ένα άλλο δίπολο: «δυνατότητες επαφής / κα-νόνες εκλογής». και το φόντο επίσης αλλάζει: Από «αντίθεση στη φύση», το δεσπόζον στοιχείο γίνεται Εδώ «σύναψη συμμαχιών μεταξύ κοινωνικών όντων». Περνάμε δηλαδή από τη σφαίρα των οικολογικών αλληλεπιδράσεων στην περιοχή των νοοτροπικών ρυθ-μίσεων.

I. Γενική εικόνα

ο πίνακας 46 εικονίζει συγκεντρωτικά την κίνηση των γάμων της γενιάς του 1823 σε συνάρτηση με το φύλο και τον τόπο κα-τοικίας. Παρατηρούμε, με τη βοήθεια και του αναλυτικού πίνακα 47, τα εξής:

— Από τα 620 αρχικά μέλη της γενιάς του 1823, το 20.5 % παντρεύονται πριν από το τέλος της νεότητάς τους. Το αντίστοιχο ποσοστό είναι για τους άντρες 11.9% (37/336), ενώ για τις γυναίκες 31 .7% (90/284), και για τους κατοίκους της πόλης 13 .9% (24/173), ενώ για τους κατοίκους των χωριών 23 .0% (103/447). Συνολικά, από τα αρχικά μέλη μιας γενιάς, περισσό-τερα από 1 στα 5 παντρεύονται πριν από το τέλος της νεότητάς τους. Αυτή ή συνολική αναλογία κατανέμεται όμως άνισα σε σχέ-ση με το φύλο: 1 στους 8 άντρες έναντι 1 στις 3 γυναίκες, και

σε σχέση με τον τόπο κατοικίας: 1 στους 7 στην πόλη, 1 στους

Page 154: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 46

Γάμοι μελών της γενιάς τον 1823

Πόλη

Χωριά

Σύνολο

Άντρες Γυναίκες Σύνολο

8 17 25 (0) (1) (1) 34 76 110 (5) (2) (7) 42 93 135 (5) (3) (8)

Σημείωση: σε παρένθεση βρίσκεται ο αριθμός διπλών γάμων.

ΠΙΝΑΚΑΣ 47

Γάμοι της γενιάς τον 1823

ηλικία IP

Πόλη η Χ

U» ωριά

V Γ ω

Άντρες Γυναίκες

(Γενέθλιο Χ)

11 1 1 1 1

12 1 1 4 4 5 5

13 1 1 1 2 3 1 3 4

14 5 5 5 5

( < 1 4 ) (0) (2) (2) (2) (11) (13) (2) (13) (15)

15 1 3 4 1 3 4

16 2 1 3 2 4 6 4 5 9

17 1 1 2 1 2 3 2 3 5

18 2 2 4 3 7 4 5 9

19 2 3 5 6 19 25 8 22 30

(15-19) (5) (7) (12) (14) (31) (45) (1) (38) (57)

20 5 5 9 13 22 9 18 27

21 1 3 4 5 12 17 6 15 21

22 1 1 4 7 11 5 7 12

23 1 1 2 2 1 2 3

24

(20-24) (3) (8) (11) (18) (34) (52) (21) (42) (63)

Σύνολο 8 17 25 34 76 110 42 93 135

Page 155: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

4 στα χωριά. Δηλαδή οι γυναίκες και οι κάτοικοι των χωριών παντρεύονται με συχνότητα μεγαλύτερη από τους άντρες και τους κατοίκους της πόλης, αντίστοιχα.

— τα ποσοστά αυτά αποκτούν ακριβέστερο νόημα αν συγ-κριθούν με τα άτομα κάθε κατηγορίας που ήταν ακόμη σε ζωή

στην ηλικία των 11 ετών (ελάχιστη ηλικία γάμου για τη γενιά του 1823). Δεδομένου δε ότι ή θνησιμότητα μετά την ηλικία

αυτή είναι περιορισμένη, ο αριθμός επιζώντων στην ηλικία των 11 ετών είναι αποδεκτή εκτίμηση του γενικά διαθέσιμου αριθμού υποψηφίων για γάμο στη διάρκεια της νεότητάς τους.

Το ποσοστό νυμφευμένων σε σχέση με τον αριθμό των επι-ζώντων στο 11ο γενέθλιο εμφανίζει τις εξής τιμές (βλ. πίν. 48):

ΠΙΝΑΚΑΣ 48

Ποσοστό γαμηλιότητας (%) των επιζώντων στο 11ο γενέθλιο

Άντρες Γυναίκες Σύνολο

Πόλη 10.0 28.8 18.0 Χωριά 17.3 47.2 30.8 Σύνολο 15.2 42.3 27.2

Έτσι, λοιπόν, από αυτούς που φτάνουν στην ελάχιστη (παρατη-ρημένη στη γενιά αναφοράς) ηλικία γάμου, παντρεύονται πριν από·

το 25ο γενέθλιο: — Πάνω από 1 στους 4, στο σύνολο. — Πάνω από 1 στους 6 άντρες. — Κάτι λιγότερο από 1 στις 2 γυναίκες. — Κάτι λιγότερο από 1 στους 5 κατοίκους της πόλης. — Σχεδόν 1 στους 3 κατοίκους των χωριών.

Επανευρίσκουμε, λοιπόν, έντονες ανισότητες. Αν παντρεύεται 1 στις 2 γυναίκες στα χωριά, στην πόλη παντρεύονται κάπως περισσότερες από 1 στις 4. και αν παντρεύεται 1 στους 10 άντρες

στην πόλη, στα χωριά παντρεύεται 1 στους 6. οι νεανικοί γάμοι.

Page 156: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

είναι, λοιπόν, υπόθεση κυρίως των γυναικών και των κατοίκων του χωριού.

Τέλος, με τρόπο απολογιστικό, μπορούμε να εκτιμήσουμε τον συνολικό αριθμό αυτών που βρίσκονται παντρεμένοι στο τέλος της νεότητάς τους σε σχέση με τον αριθμό των επιζώντων την

ίδια στιγμή (25ο γενέθλιο). Σύμφωνα λοιπόν με τον πίνακα 49 παρατηρούμε ότι:

ΠΙΝΑΚΑΣ 49

Ποσοστό παντρεμένων (°/οο) στο 2δο γενέθλιο — Γενιά 1823

Άντρες Γυναίκες Σύνολο

Πόλη 103.9 296.3 183.2 Χωριά 156.8 468.4 300.29 Σύνολο 141.2 424.5 267.9

— Κάτω από τη συνολική εικόνα που δείχνει ότι μόλις 1 στους 4 επιζώντες έχει παντρευτεί μέχρι το 25ο γενέθλιο, κρύβον-

ται έντονες ανισότητες. — και πρώτα-πρώτα, οι συνολικοί γάμοι νέων στα χωριά

είναι κατά 70% περισσότεροι από αυτούς της πόλης. — Αντίστοιχα, οι συνολικοί γάμοι γυναικών είναι τριπλάσιοι

από αυτούς των αντρών, τόσο στην πόλη όσο και στα χωριά. — αν σχεδόν 1 στις 2 γυναίκες στα χωριά παντρεύεται, στην

πόλη αυτό ισχύει για κάτι λιγότερο από 1 στις 3. — οι γάμοι νέων αντρών είναι στα χωριά κατά 50% περισ-

σότεροι Απ' αυτούς της πόλης. Διαφαίνονται λοιπόν ορισμένοι κανόνες και ορισμένες κανονι-

κότητες: — οι γάμοι νέων γυναικών είναι τριπλάσιοι από των αντρών. — οι γάμοι νέων στα χωριά είναι πολυαριθμότεροι Απ' ό,τι

•στην πόλη. — στους άντρες ο γάμος δεν αφορά κατεξοχήν τους νέους.

Page 157: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

— το κυριότερο στοιχείο, ωστόσο, είναι το ποσοστό παντρε-μένων (αντίστοιχα ανύπαντρων) γυναικών. Βλέπουμε ότι παρα-τηρείται Ινας διχασμός (σχετικός τουλάχιστον) ανάμεσα στην πό-λη (όπου οι έγγαμες νέες γυναίκες είναι το 1 /3 των επιζώντων)

και στα χωριά (1/2, δηλαδή κατά 5 0 % περισσότερες). θα συζη-τήσουμε παρακάτω τη σημασία αυτού του ευρήματος.

Εξετάζοντας την κατά ηλικίες κατανομή των γάμων (πίν. 50), παρατηρούμε1 τα εξής (με τη βοήθεια και του πίν. 47):

ΠΙΝΑΚΑΣ 50

Δείκτης γαμηλιότητας (°/οο) ανύπαντρων της γενιάς του 1823

Π ό λ η Χ ω ρ ι ά Α Γ Γενικό ηλικία Α Γ Σύν. Α Γ Σύν. Σύν. Σύν. Σύνολο

11-14 0.0 33.9 14.4 10.2 68.3 36.3 7.2 59.1 30.2 15-19 64.1 132.1 91.6 74.1 209.5 133.5 71.2 189.1 109.0 20-24 41.1 173.9 92.4 104.1 290.6 179.3 85.4 257.7 151.8 11-24 100.0 288.1 179.9 173.5 472.1 308.1 152.2 422.7 272.2

(Α =Άντρες , Γ = Γυναίκες)

— Συνολικά, ή χρυσή εποχή των νεανικών γάμων είναι ή ηλικία των 20-21 ετών και ακολουθεί ή ομάδα- 15-19 ετών. οι

πρώιμοι (πριν από τα 14) γάμοι είναι μικρό μόνο μέρος του συ-νόλου (11.1 %), ενώ οι γάμοι πριν από τα 16 υπολογίσιμοι (20.7%, δηλαδή 1 στους 5).

1. ο δείκτης γαμηλιότητας (Δ.Γ.) ορίζεται, κατά τρόπο ανάλογο με τον δείκτη θνησιμότητας, ως εξής:

αριθμός νυμφευομένων στην ηλικία (x, x + a ) Δ . Γ . = ; — ; ;

αριθμός ανύπαντρων στην ηλικία Χ και παρουσιάζεται ως ποσοστό. Αυτό που εκφράζει είναι ή αναλογία των πραγματικά νυμφευομένων σε μια χρονική περίοδο (x, x + a ) σε σχέση με το δυναμικό των διαθέσιμων για γάμο ανύπαντρων στην αρχή αυτής της πε-

ριόδου (γενέθλιο χ).

Page 158: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

— οι πριν από την ηλικία των 14 ετών γάμοι είναι σχεδόν αποκλειστικά υπόθεση των γυναικών, ιδιαίτερα στα χωριά. — οι γάμοι στην ηλικία των 15-19 ετών είναι και πάλι υπό-

θεση κυρίως των γυναικών, ιδιαίτερα στα χωριά. Ένα αξιοση-μείωτο συμβάν: οι άντρες, ιδιαίτερα στην πόλη, παντρεύονται συνήθως ή πριν από την ηλικία των 20 ή μετά την ηλικία των 25 χρόνων1.

— στην ηλικία των 20-24 ετών εμφανίζεται ή ίδια πάλι κα-νονικότητα.

— Γενικά, ο ρυθμός των γάμων αυξάνει καθώς ή ηλικία μεγα-λώνει: υπάρχουν περισσότερες δυνατότητες επαφής, ίσως, αλλά υ-πάρχει και το άγχος του γάμου, ιδιαίτερα στις γυναίκες. οι άντρες,

αντιθέτως, τείνουν να περιμένουν την πλήρη ενηλικίωσή τους: Έ-χουν ανάγκη να εξασφαλίσουν τα μέσα συντήρησης της οικογένειας,

αλλά και υπόκεινται, παράλληλα, σε πολιτισμικούς καταναγκα-σμούς (π.χ., πρώτα παντρεύονται οι αδελφές και μετά οι αδελφοί).

Το μοντέλο στο όποιο αντιστοιχεί αυτός ο τύπος γάμου θα συζητηθεί στο τέλος του κεφαλαίου. μια λεπτομερειακή ανάγνωση

του πίνακα 50 δίνει ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τις πιθανό-τητες γάμου ενός νέου άτομου σε συνάρτηση με την ηλικία του.

— Συνολικά, ή πιθανότητα αυτή, μικρή πριν από την ηλικία των 15 ετών, υπερτριπλασιάζεται στην πενταετία των 15-19 ε-τών και αυξάνεται ακόμη στην επόμενη πενταετία.

— Ή πρώτη διαφοροποίηση που συναντούμε εδώ είναι ανά-μεσα σε άντρες και γυναίκες. Ή πιθανότητα γάμου μας νέας γυναίκας είναι, σε σχέση με τον ομήλικό της άντρα, πολύ μεγα-λύτερη: 8 φορές στην ηλικία των 11-14 ετών, 2.5 φορές στην

ηλικία των 15-19 ετών, 3 φορές στην ηλικία των 20-24 ετών. από την άλλη, αν στους νέους άντρες ή πιθανότητα αυτή παρουσιάζει ελαφρά αυξητική τάση μεταξύ των 15-19 και 20-24 ετών, ή αν-

1. Ή παροιμία δεν είναι εξήγηση, αλλά Ισχύει mutatis mutandis το « Ή μικρός-μικρός παντρέψου...». θα δούμε παρακάτω τη σημασία αυτού

του γεγονότος.

Page 159: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

αντίστοιχη αύξηση στις γυναίκες είναι υπολογίσιμη. Το φαινόμενο αυτό φτάνει στους άντρες της πόλης σε αναστροφή της τάσης και μείωση αυτής της πιθανότητας (βλ. και σημ. 100).

— Στη σύγκριση των γεωπολιτισμικών περιοχών βλέπουμε ότι στις μεν γυναίκες ή πιθανότητα αυτή αυξάνει σταθερά και περίπου ισόρρυθμα στην πορεία του χρόνου, στους άντρες όμως παρατηρείται ο διχασμός που οφείλεται στη μείωση αυτής της πιθανότητας στην πόλη.

Συμπερασματικά, ενώ για τις γυναίκες ο χρόνος αυξάνει την πιθανότητα γάμου, στους άντρες το φαινόμενο αυτό είναι πιο σύνθετο και ετερογενές (βλ. και παρακάτω).

II. Σχετικά με τους κανόνες εκλογής συζύγου

θα θίξουμε Εδώ δυο βασικές διαστάσεις της λογικής που διέ-πει την εκλογή συζύγου: τη γεωγραφική προέλευση των συζύγων και τη συγκριτική ηλικία τους.

Γνωρίζουμε την προέλευση και των δύο συζύγων σε 127 (επί συνόλου 135) γάμους. Συνολικά, κάτοικοι του ίδιου οικισμού παν-τρεύονται μεταξύ τους σε 83 περιπτώσεις (65.4%). το ποσοστό αυτό «γεωγραφικής ενδογαμίας» είναι της τάξης του 81 .8% στην πόλη (18/22 περιπτώσεις) χωρίς διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα. στα χωριά, το ποσοστό αυτό είναι της τάξης του 61 .9% (65/105 περιπτώσεις), και πάλι δίχως διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα.

Ή κύρια τάση είναι λοιπόν ή γεωγραφική ενδογαμία, φαινό-μενο πολύ πιο έντονο στην πόλη1.

Όσο για τη συγκριτική ηλικία των δύο συζύγων, ισχύουν δύο βασικοί κανόνες: Πρώτο, ή σύζυγος είναι νεότερη από τον άντρα

1. Παραθέτουμε για σύγκριση τα ποσοστά ενδογαμίας για το 1843 και 1863:—1843: σύνολο 77.7%, πόλη 90.2%, χωριά 73.8%.—1863: σύνολο 70.9%, πόλη 90.2%, χωριά 35.5%. Πηγή: M. Tomara-Sideris, «Le mou-vement de la population en Leucade au 19e siècle», Mémoire de DEA, Université Paris, I , Ιούνιος 1982.

Page 160: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

(πάνω από 9 φορές στις 10). Δεύτερο, ειδικά στην ομάδα ηλικιών 20-24 ετών, συναντάμε συχνά (4 στις 10 φορές περίπου) γάμους

ανάμεσα σε μέλη της ίδιας αυτής ομάδας 20-24 ετών —χωρίς αυτό να οδηγεί σε παραβίαση του προηγούμενου κανόνα1.

III. Επαναληπτικοί γάμοι

οι επαναληπτικοί γάμοι παρουσιάζουν στη γενιά του 1823 (βλ. πίν. 46) τα εξής χαρακτηριστικά:

— Είναι μάλλον σπάνιοι στα νέα άτομα" 8 στους 135, δηλαδή 5 .9%.

— είναι όλοι δεύτεροι γάμοι και αποτέλεσμα θανάτου του συζύγου.

— είναι συχνότεροι στα χωριά (7 στους 8) και περίπου ισό-τιμα κατανεμημένοι ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες (5 προς 3),

— οι πριν από το 19ο γενέθλιο επαναληπτικοί γάμοι 2 στους 8 (ένας χήρος και μία χήρα).

IV. Μοντέλο γαμήλιας συμπεριφοράς

τα περιγραφικά δεδομένα που εκθέσαμε εικονογραφούν διάφορα επιμέρους φαινόμενα. Επιτρέπουν όμως και κάποια εποπτεία

σχετική με την εσωτερική λογική που διέπει τη γαμήλια συμπερι-φορά της νέας γενιάς στη Λευκάδα του α' μισού του 19ου αιώνα.

Έχουν ήδη επισημανθεί2 δυο διαφορετικά μοντέλα γαμήλιας συμπεριφοράς: ένα ανατολικό-ευρωπαϊκό, σύμφωνα με το όποιο

οι πρώιμοι γάμοι είναι συχνότατοι και φαίνεται να λειτουργούν

1. Παρόμοια φαινόμενα συναντάμε (ίδια πηγή όπως στη σημ. σ. 153) και στα 1843 και στα 1863. στη δεύτερη αυτή χρονιά, ωστόσο, ή εφαρ-μογή του δεύτερου κανόνα είναι πιο συχνή.

2. Βλ. μια κριτική ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας του Α. Bideau, «Les mécanismes autorégulateurs des populations tradition-nelles», Annales ESC, 38/5 (1983), σ. 1040-1057.

Page 161: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

άμεσα ως αντιρροπιστικός μηχανισμός στα πλαίσια μιας υψηλής θνησιμότητας, κι ένα δυτικό-ευρωπαϊκό, που χαρακτηρίζεται από καθυστέρηση του γάμου (και σημαντικό ποσοστό οριστικής αγα-μίας), ή οποία φαίνεται να λειτουργεί ως μηχανισμός «ελέγχου των γεννήσεων» και «αντισυλληπτικό όπλο».

με αριθμούς, το δυτικό-ευρωπαϊκό αυτό μοντέλο εμφανίζει (γύρω στα 1900) τα 3 / 4 των γυναικών ηλικίας 20-24 ακόμη

ανύπαντρες, σε αντιδιαστολή με το ανατολικό-ευρωπαϊκό, που αντιστρόφως εμφανίζει τα 3 / 4 των γυναικών 20-24 ετών παντρε-

μένες. ακόμη, πάντα στο δυτικό-ευρωπαϊκό μοντέλο, ή μέση ηλικία γάμου των γυναικών είναι 25.7 έτη και το 9 0 % των γάμων

γυναικών γίνεται σε ηλικία 23-29 ετών 1 , ενώ για τους άντρες αυτό το 9 0 % ανευρίσκεται μεταξύ 25 και 31 ετών.

σε σχέση με αυτή την εικόνα, ή Λευκάδα, στο β' τέταρτο του 19ου αιώνα, βρίσκεται σε μια ενδιάμεση κατάσταση: το 8 5 % των αντρών δεν έχει ακόμη παντρευτεί στο 25ο γενέθλιο της ζωής τους, φαινόμενο εντονότερο στην πόλη (90 %) Απ' ό,τι στα χωριά. από την άλλη, μια και στο 25ο γενέθλιο έχουν παντρευτεί λιγό-τερες από τις μισές γυναίκες (43% στο σύνολο) βρισκόμαστε μάλλον πλησιέστερα στο δυτικό-ευρωπαϊκό μοντέλο. Αυτό είναι σαφές στην πόλη (το 70 % των νέων γυναικών δεν έχουν παντρευ-τεί μέχρι το 25ο γενέθλιο), ενώ στα χωριά ή κατάσταση είναι πράγματι ενδιάμεση (σχεδόν 1 στις 2 γυναίκες είναι παντρεμένη). Σ ' αυτό πρέπει να προστεθεί και ή αύξουσα πιθανότητα γάμου

όσο ή ηλικία αυξάνει, ή αντίστροφα, ή μειωμένη σχετικά πιθα-νότητα γάμου σε πολύ πρώιμη ηλικία. Κ ι αυτό παρά την υψηλή

ακόμη συμμετοχή των πρώιμων, στο σύνολο, νεανικών γάμων. ο παραδοσιακός χαρακτήρας της λευκαδίτικης κοινωνίας των

αρχών του 19ου αιώνα δεν χρειάζεται ειδική τεκμηρίωση. αν σ' αυτό προστεθεί και ή γεωγραφία, μπορούμε να υποθέσουμε ότι, πριν από τον 19ο αιώνα τουλάχιστον, το κυρίαρχο πρότυπο

1. Ακριβέστερα, μεταξύ 23-29 ετών κείται το 90% των μέσων όρων της ηλικίας γάμου των γυναικών —βλ. Bideau, ό.π.

Page 162: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

θα έτεινε να αντιστοιχεί στα λεγόμενα ανατολικά-ευρωπαϊκά σχή-ματα (βλ. μια σχετ ική ένδειξη στη σημ. σ. 152) . Αυτό που πα-ρατηρούμε εδώ είναι ίσως (ενδεχομένως και με την επίδραση των δυτικοευρωπαίων κυριάρχων στα Ε π τ ά ν η σ α ) το προανάκρουσμα

του δημογραφικού εκσυγχρονισμού1 , μια από τις συνιστώσες του οποίου είναι και ή υιοθέτηση του δυτικού-ευρωπαϊκού μοντέλου γαμήλιας συμπεριφοράς.

Απ' ό,τι φαίνεται, το μοντέλο γαμήλιας συμπεριφοράς στη Λευκάδα του β ' μ ισού του 19ου αιώνα αποτελεί μια (μεταβατ ική μάλλον) συνισταμένη δυο λε ιτουργικών σκοπιμοτήτων: αντιρρό-πηση μιας σχετικά ακόμη υψηλής θνησιμότητας, από τη μια (δηλ. ή κύρια δημογραφική λειτουργία του ανατολικού-ευρωπαϊκού

1. Πολλές ενδείξεις μας έχουν ήδη οδηγήσει στη διατύπωση μιας τέ-τοιας υπόθεσης. Βλ. M. Tomara-Sideris, «Le mouvement de la popula-tion», ό.π., M. Τομαρά-Σιδέρη, «Ονοματοδοτικές συμπεριφορές στη Λευ-κάδα στον 19ο αιώνα», τα Ιστορικά, τχ. 2, Δεκέμβρης 1984, Αθήνα, Μ. Τομαρά-Σιδέρη και Ν. Σιδέρης, «Δομικές αναλλοίωτες και δημογραφικοί μετασχηματισμοί», ανακοίνωση στο Β' Διεθνές Συμπόσιο Ιστορίας, «Μεσο-γειακές Οικονομίες, Ισορροπίες και Διασυνδέσεις, 13ος-20ός αι.», Αθήνα, Σεπτέμβρης 1983. Σ ' αυτές τις μελέτες αναλύεται ή μείωση των ρυθμών δημογραφικής δραστηριότητας στο πέρασμα από το α' στο β' μισό του 19ου αιώνα και άλλα δεδομένα που θα έτειναν να τεκμηριώσουν αυτή την υπόθεση. σε σχέση με τις γαμήλιες συμπεριφορές, ειδικότερα, ορισμένα δε-δομένα (από τις προηγούμενες μελέτες και από ανέκδοτο υλικό του Ιστορι-κού Αρχείου Λευκάδας) που αφορούν τη μέση ηλικία γάμου:

Άντρες Γυναίκες Έτος Πόλη Χωριά Πόλη Χωριά

1843 32.0 27.2 24.4 21.9 1853 29.8 27.1 23.1 23.4 1863 31.9 28.3 26.2 23.9 1873 30.9 29.7 24.5 25.0

Σημειώνουμε τέλος τη χαμηλή γαμηλιότητα σ' όλη την Ελλάδα (Clon Sté-phanos, ό.π.) στη δεκαετία 1868-1878: 6.16°/0ο όπου παρατηρούμε ότι ο δείκτης γαμηλιότητας είναι στη Λευκάδα κάτω από τον μέσο όρο (5.19°/^) -

Page 163: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

μοντέλου), αλλά και εξυπηρέτηση της διαδικασίας υιοθέτησης του δυτικού-ευρωπαϊκού μοντέλου, από την άλλη. Ειδικότερα, σε σχέ-ση με τη νέα γενιά, αυτό το σχήμα γαμήλιων συμπεριφορών ση-μαίνει ότι οι γαμήλιες επιλογές δεν είναι μόνο προσωπικό ζήτημα του ενδιαφερομένου νέου άτομου, ούτε συνάρτηση των δικών του και μόνο βουλήσεων και επιθυμιών. είναι αυτές οι επιλογές, ι-διαίτερα στις γυναίκες (αλλά και στους άντρες), δέσμιες σκοπιμο-τήτων τόσο συνειδητών και εμπρόθετων (επιλογή συζύγου από την οικογένεια εν όψει της σύναψης επωφελών δεσμών αγχιστείας), όσο και ασυνείδητων - πολιτισμικών, όπου ή πίεση του θανάτου και ή ανάγκη αντίρροπησής του είναι εμφανής.

μια πρώτη σύνοψη

στην περίπτωση της θνησιμότητας είδαμε ότι ή φύση, κυ-ρίαρχος ακόμη πόλος στη σχέση της με την κοινωνία, έτεινε προς την εξίσωση των μεσοπρόθεσμων τελικών αποτελεσμάτων της.

στην περίπτωση των γάμων, στους όποιους παρεμβαίνει με κυρίαρχο τρόπο ή κουλτούρα, ή κύρια τάση είναι, αντίθετα, ο πολ-λαπλασιασμός των διαφοροποιήσεων και των διακρίσεων. και αν στην πρώτη περίπτωση το επίμαχο αντικείμενο είναι ή επιβίωση, σ' αυτήν εδώ το επίμαχο αυτό αντικείμενο είναι, για τους νέους, ορισμένες από τις θεμελιακές συντεταγμένες που προσδιορίζουν την ίδια την ποιότητα της ζωής.

Ορισμένες από τις απαντήσεις που δίνονται, στην περίοδο αυτή, ακολουθούν τους παραδοσιακούς καταναγκασμούς, ενώ άλλες τολ-μούν να στρέφονται σε νέα πρότυπα.

Page 164: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 165: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'

ΤΕΚΝΟΠΟΙΙΑ —ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΙΑΔΟΧΗ ΤΩΝ ΓΕΝΕΩΝ

αν το δεσπόζον στοιχείο στην περίπτωση της θνησιμότητας είναι ή βιολογική πρόκληση και, στην περίπτωση των γάμων, οι κοινωνικοί-πολιτισμικοί καταναγκασμοί, στην περίπτωση της τε-κνοποιίας το δεσπόζον στοιχείο αντιστοιχεί στην απαρτίωση της βιολογικής δυνατότητας, της κοινωνικής-δημογραφικής σκοπιμό-τητας και του επιθυμητικού στοιχείου σ' ένα θεσμικό σχήμα. οι μεταβαλλόμενες ισορροπίες ανάμεσα σ' αυτά τα στοιχεία διαμορ-φώνουν την τελική εικόνα της τεκνοποιίας.

1. Γενική εικόνα

ο πίνακας 51 συνοψίζει τη συνολική τεκνοποιία της γενιάς του 18231 στη διάρκεια της νεότητάς της σε συνάρτηση με την

1. Ακριβέστερα, τον αριθμό παιδιών που μπορέσαμε να εντοπίσουμε. Σ ' αυτά πρέπει να προστεθεί ένας ακόμη αριθμός παιδιών που γεννήθηκαν

στα 1839-1841, περίοδο για την οποία υπάρχουν εκτεταμένα κενά του υλικού, ιδιαίτερα στα χωριά. μια αδρή εκτίμηση του αριθμού αυτών των μή

ανευρεθέντων παιδιών είναι ή ακόλουθη: το μέγιστο μέρος των απωλειών αντιστοιχεί σε γονείς 17-18 ετών (ιδιαίτερα 18 ετών). αν δεχτούμε ότι μια

αποδεκτή εκτίμηση του ποσοστού γενικής γονιμότητας στην ηλικία των 18 ετών είναι ο μέσος όρος του προηγούμενου και του επόμενου 2τους, τότε αυτό

το ποσοστό έχει τιμή της τάξης του 32 .8% 0 . Άρα, αντιστοιχούν σ' αυτή την ηλικία 7 γεννήσεις παιδιών με μητέρα μέλος της κοόρτης, και άλλες τόσες

με πατέρα μέλος της κοόρτης, αν ή αναλογία γεννήσεων παιδιών έχει, σε σχέση

Page 166: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ηλικία, το φύλο και τον τόπο κατοικίας του γονέα. Συνολικά, από τα μέλη της γενιάς του 1 8 2 3 γεννήθηκαν τουλάχιστον 1 9 3 παιδ ιά 1 . Ή πιο σημαντική συμβολή στην τεκνοποιία προέρχεται κυρίως από τις γυναίκες του χωριού.

πιο αναλυτικά, ή συμμετοχή στην τεκνοποιία έχε ι ως εξής : — οι άντρες της πόλης ε ίναι γονείς του 4 . 7 % του συνόλου

των παιδιών. — οι άντρες του χωριού ε ίναι γονείς του 2 8 . 5 %. — οι γυναίκες της πόλης είναι γονείς του 1 4 . 5 % . — οι γυναίκες του χωριού είναι γονείς του 5 2 . 3 %.

με το φύλο του γονέα, κατανομή παρόμοια με αυτή των ηλικιών 17 και 19 ετών. Συνεπώς, γύρω στις 14 γεννήσεις μας διαφεύγουν. αν λάβουμε υπόψη

μας ότι ίσως μας διαφεύγει και ένας αριθμός γεννήσεων από γονείς ηλικίας 17 (ή και 16 και 19) ετών, τότε συνολικά μπορούμε να δεχτούμε ότι μας διαφεύγουν 20-25 γεννήσεις, δηλαδή ένα ποσοστό της τάξης του 10% περί-που, στη χειρότερη μάλλον περίπτωση. αν αυτή ή εκτίμηση προσδιορίζει σωστά το maximum των ενδεχόμενων απωλειών του υλικού μας, τότε θα πρέπει να διορθώνουμε κάθε φορά ανάλογα τα αντίστοιχα αποτελέσματα που εκτίθενται σ' αυτό το κεφάλαιο, θεωρώντας ότι οι αναφερόμενες τιμές ίσως υπολείπονται κατά 10% των πραγματικών, όταν πρόκειται για συνο-

λικές εκτιμήσεις. Σημειώνουμε ότι αυτή ή διόρθωση βελτιώνει, αλλά δεν μεταβάλλει ριζικά, τις τάξεις μεγεθών στις περισσότερες περιπτώσεις, με κύρια ίσως εξαίρεση την υποτίμηση των επιπέδων τεκνοποιίας στην ηλικία των 15-19 ετών.

1. Βλ. προηγούμενη σημείωση.

Page 167: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 51

αριθμός παιδιών με γονέα μέλος της γενιάς του 1823

Π ό λ η Χωριά

Ηλικία γονέα Άντρες Γυναίκες Άντρες Γυναίκες Σύνολο

11 12 1 1 13 3 3 14 ο 6 8 15 1 3 4 16 1 2 3 4 10 17 2 2 Ο 3 9 18 2 2 19 2 4 9 5 20 20 2 2 6 16 26 21 1 8 12 26 47 22 5 8 17 30 23 1 3 9 14 27 24 1 1 4 6

Σύνολο 9 — 3 7 1 28 55 -156—101 193 64 i

129

Γενικά, από τις συχνότερα και νωρίτερα νυμφευόμενες γυναίκες του χωρίου προέρχεται 1 στα 2 παιδιά - απόγονοι της γενιάς του 1823, από τις γυναίκες της πόλης 1 στα 7, από τους άντρες του χωριού 1 στα 4 και από τους άντρες της πόλης μόλις 1 στα 20.

II. Επίπεδα τεκνοποιίας

σε σχέση με τον αφετηριακό αριθμό μελών της κοόρτης, τα παιδιά αυτά αντιπροσωπεύουν:

— 9 γεννήσεις ανά 100 άντρες στην πόλη. — 38.4 γεννήσεις ανά 100 γυναίκες στην πόλη. — 23.3 γεννήσεις ανά 100 άντρες στα χωριά. •— 47.9 γεννήσεις ανά 100 γυναίκες στα χωριά. — 31.1 γεννήσεις ανά 100 μέλη της γενιάς του 1823.

Page 168: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

σε σχέση με τον αριθμό των επιζώντων στα διαδοχικά γενέ-θλια πέρα από το 11ο (ελάχιστη ηλικία γάμου), ή κατανομή των γεννήσεων είναι ή ακόλουθη1:

ΠΙΝΑΚΑΣ 52

Ποσοστό παιδιών (%) σε σχέση με τους επιζώντες της γενιάς του 1823

ηλικία Άντρες Γυναίκες Άντρες Γυναίκες Σύνολο

11-14 0 0 1.5 5.6 2.4 15-19 5.1 14.5 8.4 9.4 9.3 20-24 5.1 34.5 19.0 48.4 28.3 11-24 11.3 47.5 28.1 62.7 38.9

Άρα, ή μέση θεωρητική πιθανότητα γέννησης ενός παιδιού είναι, για άτομα γόνιμης ηλικίας, της ακόλουθης τάξης:

— 4 στα 10 στο σύνολο. — 6 στα 10 για τις γυναίκες του χωριού. — 5 στα 10 για τις γυναίκες της πόλης. — 3 στα 10 για τους άντρες του χωριού. — 1 στα 10 για τους άντρες της πόλης.

Ή πιθανότητα αυτή δείχνει τάση μεγιστοποίησης στην ηλικία των 20-24 ετών. Ή εξήγηση είναι απλή: Γέννηση νόθου (γνωστή)

έχουμε (ίσως) σε μια μόνο περίπτωση. Άρα, όλα τα παιδιά γεν-νιούνται από γονείς παντρεμένους. Όσο περνά ο καιρός, τόσο ο

αριθμός των παντρεμένων αυξάνει, καθώς και ή πιθανότητα (πρώ-της ή επαναληπτικής) τεκνοποιίας των ζευγαριών.

III. Ηλικία τεκνοποιίας

Σύμφωνα με τον πίνακα 51, ο κύριος όγκος των γεννήσεων αντιστοιχεί στην ηλικία 20-24 ετών, τόσο συνολικά (70.5%) όσο

1. με την επιφύλαξη όσων αναφέρθηκαν στη σημ. σ. 159-160.

Page 169: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

και σε κάθε χωριστή κατηγορία (με εξαίρεση τους άντρες της πόλης), και αυτό ανεξάρτητα από την ηλικία γάμου. με την επι-φύλαξη της ελλιπούς καταγραφής στα χρόνια 1839-1841, φαίνεται ότι οι πρώιμοι γάμοι δεν επαρκούν για να αντιστρέψουν την κύρια τάση, που είναι ή μητρότητα (ή πατρότητα) μετά την ηλικία των 19 ετών.

Παρ' όλα αυτά, παραμένει γεγονός ότι 3 —τουλάχιστον— στα 10 παιδιά γεννιούνται πριν από το 20ό γενέθλιο του γονέα. Ή υπο-λογίσιμη αυτή συμμετοχή των λίγο ή πολύ πρώιμων γεννήσεων έχει μια σημασία (που θα δούμε παρακάτω) σχετική με τη συνο-λική ισορροπία του δημογραφικού μοντέλου, στο όποιο αντιστοι-χεί ή γενιά του 1823.

IV. Επίπεδα γονιμότητας

με βάση τα δεδομένα του πίνακα 53 καταστρώνουμε τον πίνα-κα γενικής γονιμότητας της γενιάς του 1823 (πίν. 54).

Παρατηρούμε ότι το ποσοστό γενικής γονιμότητας των γυ-

ΠΙΝΑΚΑΣ 53

Γεννήσεις ζώντων από γυναίκες της γενιάς του 1823

ηλικία x S x αριθμός γεννήσεων

13 14 15 16 17 18 19 20 21

22 23 24

216

216

214 214 214 214 214 214 214 214 213 212

9 18 34 22 17

5

(0)

3 6 4 6 5

Σημείωση: x = γενέθλιο, Sx = αριθμός γυναικών που επιζούν στο γενέθλιο χ .

Page 170: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

γυναικών της γενιάς του 1823 εμφανίζει στην περίοδο 20-23 ετών τιμές από υπερδιπλάσιες και άνω σε σχέση με την πριν από το 20ό γενέθλιο περίοδο. Το επίπεδο της επιτευχθείσης στο 25ο γε-νέθλιο τεκνοποιίας είναι της τάξης του 0.60%. Ή πραγματοποίη-ση του κλιμακώνεται ως εξής: Το 1 /4 μέχρι το 19ο έτος, τα 2 / 3 μέχρι το 21ο έτος, και το υπόλοιπο, με επιβραδυνόμενους ρυθ-μούς, μέχρι το τέλος της νεότητας.

ΠΙΝΑΚΑΣ 54

Πίνακας γενικής γονιμότητας (ανά 10.000 γυναίκες) — Γενιά 1823

ηλικία x Ποσοστό n ( x , x + l ) Τεκνοποιία

13 139 0 14 278 139 15 187 417 16 280 604 17 234 884 18 (0) 1118 19 421 (1118) 20 841 1539 21 1589 2380 22 1028 3969 23 798 4997 24 236 5795

6031

Σημείωση: Χ = γενέθλιο, n (x, Χ + 1 ) = γεννήσεις προερχόμενες από 10000 γυναίκες ζωντανές στο γενέθλιο x , Dx = σωρευτικός αριθμός των γεννήσεων που αντιστοιχούν στα διαδοχικά Π (χ, χ + 1 ) , (0), (1118): οι παρενθέσεις υποδηλώνουν ότι έχουμε Εδώ κενό του

υλικού.

V. Αναπαραγωγή της νέας γενιάς

τα δεδομένα του πίνακα γενικής γονιμότητας επιτρέπουν μια εκτίμηση του βαθμού αναπαραγωγής της γενιάς του 1823 στη

διάρκεια της νεότητάς της.

Page 171: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 55

Καθαρό ποσοστό αναπαραγωγής της γυναικείας γενιάς 1823

Ηλικία x Ποσοστό γενικής

γονιμότητας (%„) (Α)

Πιθανότητα επιβίωσης (Β)

(A) x (Β)

13 13.9 1000 13.9 14 27.8 0991 27.5 15 18.7 1000 18.7 16 28.0 1000 28.0 17 23.4 1000 23.4 18 (0) (1000) (0) 19 42.1 1000 42.1 20 84.1 1000 84.1 21 158.9 1000 158.9 22 102.8 0995 102.3 23 79.8 0995 79.4 24 23.6 1000 23.6

603.1 601.9

Καταστρώνοντας τον πίνακα 5 5 και θεωρώντας ότι ή σχέση αρσενικότητας στη γέννηση είναι της τάξης του 110 , τ ό τ ε 1 ο υπο-

λογισμός του καθαρού ποσοστού αναπαραγωγής της γυναικείας γενιάς 1 8 2 3 μέχρι το τέλος της νεότητάς της μάς δίνει τ ιμ ές τ η ς τάξης του 0 . 2 8 7 . Αυτό σημαίνει ότι, μ έχρ ι το τέλος της νεότητάς

1. αν θεωρήσουμε ότι ή σχέση αρσενικότητας (Σ. Α.) έχει μεγαλύτερη ή μικρότερη τιμή, και πάλι οι τιμές του καθαρού ποσοστού αναπαραγωγής της νέας γενιάς είναι αισθητά της ίδιας τάξης: 0.280 για Σ.Α. — 115 και 0.294 για Σ . Α . = 105. Υπενθυμίζουμε ότι το καθαρό ποσοστό αναπαραγω-γής υποδηλώνει την υλοποιημένη τεκνοποιία κοριτσιών που προέρχονται

από μια γυναίκα της αρχικής κοόρτης. για ν' αντικατασταθεί πλήρως μια γενιά, το ποσοστό αυτό πρέπει να ισούται με 1 (υπολογιζόμενο βέβαια 0χι

στο τέλος της νεότητας, αλλά στο τέλος της γόνιμης ζωής των γυναικών, συμβατικά ίσο με 50 έτη). για τον υπολογισμό του πολλαπλασιάζουμε το άθροισμα των γινομένων (A) Χ (Β) του πίνακα 55 με το ποσοστό θηλυκό-τητας στη γέννηση (1 - Σ.Α.).

Page 172: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 56

Πίνακας γενικής γονιμότητας (ανά 10.000 γυναίκες) κατά τόπο κατοικίας

Π ό λ η Χ ω ρ ι ά ηλικία x n (x, χ + 1 ) D x n (x, x + 1 ) Dx

13 0 0 188 0 14 0 0 375 188 15 182 0 189 563 16 364 182 252 752 17 364 546 189 1004 18 (0) 910 (0) 1193 19 727 (910) 315 (1193) 20 364 1637 1006 1508 21 1455 2001 1635 2514 22 909 3456 1069 4149 23 545 4365 886 5218 24 185 4910 235 6104

5095 6357

της, ή νέα γενιά έχει ήδη αντικαταστήσει τα 3 / 1 0 του έαυτού της1.

αν τώρα καταστρώσουμε ένα πίνακα γενικής γονιμότητας κατά τόπο κατοικίας (πίν. 56), παρατηρούμε ότι στα χωριά οι ρυθμοί της νεανικής γονιμότητας, καθώς και ο ρυθμός αντικατάστασης της νέας γενιάς, είναι σαφώς υψηλότεροι από τους αντίστοιχους ρυθμούς της πόλης. το ποσοστό γενικής γονιμότητας έχει τιμές συγκρίσιμες στις δυο περιοχές μέχρι το 19ο έτος, αλλά, στη συνέ-χεια, κατά κανόνα υψηλότερες στα χωριά. Ή επιτευχθείσα νεα-νική τεκνοποιία είναι σαφώς υψηλότερης τάξης στα χωριά (0.64)

σε σχέση με την πόλη (0.51, δηλαδή τα 3/4 αυτής των χωριών). Τέλος, το καθαρό ποσοστό αναπαραγωγής της γυναικείας γε-

νιάς 1823, στη διάρκεια της νεότητάς της, είναι της τάξης του 0.242

1. Πβ. σημ. σ. 159-160.

Page 173: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

στην πόλη και του 0.302 στα χωριά. με άλλα λόγια, ή νέα γενιά αντικαθιστά στην πόλη το 1 /4 και στα χωριά τα 3 / 1 0 του εαυτού της 1 πριν από το 25ο γενέθλιο της ζωής της.

VI. Γονιμότητα των γάμων

στο μέτρο που το βασικό πλαίσιο για το μέγιστο μέρος των γεννήσεων είναι ο γάμος, είναι λογικό να διερευνήσουμε όχι μόνο

τις τεκνοποιητικές επιδόσεις της γενιάς του 1823 στο σύνολο της, αλλά και, ειδικότερα, την αναπαραγωγική συμπεριφορά των παν-

τρεμένων ζευγαριών.

ΠΙΝΑΚΑΣ 57

Ποσοστό νόμιμης γονιμότητας — Γενιά του 1823

ηλικία μητέρας Γυναίκες - Έ τ η Γεννήσεις Ποσοστό

12 2.5 0 0 13 6.5 3 462 14 10.5 6 571 15 14.5 4 276 16 18.5 6 324 17 22.5 5 222 18 28.5 (0) (0) 19 40 9 225 20 60 18 300 21 68.5 34 496 22 87.5 22 251 23 92 17 185 24 93 5 54

< 1 5 19.5 9 462 15-19 122 15 123 20-24 409 77 188

1. Ίσως, ακριβέστερα, το 1/3 — διόρθωση αναγκαία λόγω των όσων αναφέραμε στη σημ. σ. 159-160 σχετικά με το κενό του υλικού, που αφορά

σχεδόν αποκλειστικά τα χωριά.

Page 174: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

1. Νόμιμη γονιμότητα ο πίνακας 57 εικονίζει την εξέλιξη του ποσοστού νόμιμης γο-

νιμότητας σε συνάρτηση με την ηλικία της μητέρας. Παρατηρούμε ότι ή τιμή του είναι κατά πάσα πιθανότητα (βλ.

σημ. σ. 159) υψηλότερη στην ομάδα των 20-24 ετών σε σύγκρι-ση με την ομάδα των 15-19 ετών. Ως απόλυτες τιμές, τα ποσοστά αυτά είναι μάλλον χαμηλά σε σύγκριση με εικόνες που αντιστοιχούν

σε πληθυσμούς δημογραφικά παλιού τυπου1. Ένα αξιοσημείωτο στοιχείο είναι και το εξής: αν συγκρίνουμε τον αριθμό γεννήσεων

κάθε χρονιάς περιλαμβάνοντας τον αριθμό γάμων που υπάρχουν ήδη την προηγούμενη χρονιά, από τη μια, με τον αριθμό νέων γά-μων που συνάπτονται την προηγούμενη χρονιά, από την άλλη, παρατηρούμε ότι ή σχέση ανάμεσά τους είναι ή ακόλουθη:

οι διακυμάνσεις του αριθμού των γεννήσεων εξαρτώνται κυ-ρίως από τον αριθμό νέων γάμων την προηγούμενη χρονιά, και είναι πρακτικά ανεπηρέαστες από τον αριθμό των ήδη υπαρχόντων γάμων στη χρονιά αυτή. Αυτό Ισοδυναμεί με το ακόλουθο μοντέλο

αναπαραγωγικής συμπεριφοράς2: α. Κάθε νέος γάμος οδηγεί σε ταχεία σύλληψη (και, άρα,

γέννηση παιδιού) μέσα στο διάστημα του ενός έτους που ακολου-θεί.

1. τα ποσοστά αυτά είναι αισθητά χαμηλότερα από αυτά που σημειώνον-ται άλλου, π.χ. στη μελέτη του Lachiver, « L a population de Meulan du XVIIe au XIX siècle», S.E.V.P.E.N., Παρίσι 1969, σ. 148 κ.ε. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι το περιορισμένο μέγεθος του δείγματος μας επιτρέπει μεγάλες διακυμάνσεις γύρω από την αναφερόμενη τιμή. για την ηλικία π.χ.

των 21 ετών, τα περιθώρια εμπιστοσύνης εκτείνονται από το 300%ο μέχρι το 500%ο περίπου, κ.ο.κ. ο βασικός μηχανισμός αυτής της διαφοράς είναι

ή μεγαλύτερη αναλογία γάμων πριν από τα 20 στη Λευκάδα, σε συνδυασμό με τη συνήθεια άμεσης γέννησης 1-2 παιδιών, με κατοπινά ή σταμάτημα

ή καθυστέρηση άλλης γέννησης. 2. οι τιμές του συντελεστή συσχέτισης Γ του Pearson ανάμεσα σ' αυ-

τές τις μεταβλητές είναι οι ακόλουθες:

Page 175: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

β. Αντίθετα, οι ήδη υπάρχοντες γάμοι δεν οδηγούν σε ετήσιες γεννήσεις, δηλαδή ανάμεσα σε δυο διαδοχικές γεννήσεις μεσολα-βεί συνήθως διάστημα τουλάχιστον ενός έτους.

γ. Όπως δείχνει και το ποσοστό νόμιμης γονιμότητας στις ηλικίες 15-19 και 20-24, στην πρώτη περίοδο αντιστοιχεί σε κάθε

παντρεμένη γυναίκα 1 παιδί ανά οκταετία, ενώ στη δεύτερη πε-ρίοδο 1 παιδί ανά πενταετία έγγαμης ζωής1.

δ. Συνεπώς, ή χρονική απόσταση ανάμεσα στις διαδοχικές γεν-νήσεις είναι υπολογίσιμη και ή τα νέα ζευγάρια, στη διάρκεια της νεότητάς τους, αποφεύγουν τον μεγάλο αριθμό παιδιών (δη-λαδή κάνουν 1, ίσως 2 ή 3 παιδιά και μετά σταματούν) ή επιβρα-δύνουν πολύ το ρυθμό τους.

(1) ; ( (2) (3) Γεννήσεις Υπάρχοντες Νέοι γάμοι χρονιάς x γάμοι (x-1) (x-1)

(1) 1.00 0.55 0.82* (2) 1.00 0.34 (3) 1.00

* Συσχέτ ιση στατιστικά σημαντική, ρ < ( . 0 1

αν θεωρήσουμε ότι ή σχέση ανάμεσα στο y = (γεννήσεις χρονιάς χ), στο Xj = (υπάρχοντες γάμοι X—1) και στο Χ2 = (νέοι γάμοι χ—1) εκφράζεται

με το γενικό μοντέλο y = α + β 1 χ 1 + ß 2 x 2 + U , τότε ή επίλυση μας δίνει τις ακόλουθες ποσοστικές σχέσεις: y = —0.306 + 0.093 Xi+0 . 993 x 2 .

Δηλαδή, στις γεννήσεις κάθε χρονιάς οι ήδη υπάρχοντες γάμοι συμβάλλουν με 1 περίπου παιδί ανά 10 ζεύγη, ενώ οι νέοι γάμοι με 1 παιδί ανά νέο ζεύγος. για τη στατιστική μέθοδο βλ. Ε . Α. Hanuskek, J . E . Jackson, Statistical

Methods for Social Scientists , Academic Press, Νέα 'Χόρκη 1977.

1. Ο υπολογισμός είναι ο ακόλουθος: Για ποσοστό γονιμότητας π.χ. 0.200 200 γεννήσεις έχουμε: ΠΓ . = 0.200 = • - „ , ~ — άρα, σε μια πενταετία, 1000 (γυναίκες - έτη)

_ 200 γεννήσεις 0.200 = (5 ε-τη) Χ~(200 γυναίκες) άρα σε κάθε γυναίκα αντιστοιχεί γέν-νηση 1 παιδιού, κ.ο.κ.

Page 176: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

2. Διαστάσεις της οικογένειας Αυτή ή τάση προς έλεγχο των γεννήσεων επιβεβαιώνεται και

από τη. σχέση ανάμεσα στη διάρκεια του γάμου και τη γονιμότητα (βλ. πίν. 58). Όπως βλέπουμε, 1 παιδί στα 10 γεννιέται πριν να κλείσει χρόνος γάμου, πάνω από 5 παιδιά στα 10 στα πρώτα δύο χρόνια, και 8 στα 10 παιδιά στα τέσσερα πρώτα χρόνια γάμου.

Πριν να κλείσει ένας χρόνος γάμου, 1 στα 6 ζευγάρια αποκτά παιδί. τα 2 στα 3 ζευγάρια αποκτούν παιδί ανάμεσα στην πρώτη

και τη δεύτερη επέτειο του γάμου τους. στη συνέχεια ή πιθανό-τητα αυτή μειώνεται σταθερά, για ν' ανακάμψει πάλι αισθητά προς το 7ο-8ο έτος έγγαμου βίου.

Ή ανάκαμψη αυτή παραπέμπει σε δυο φαινόμενα: Πρώτο, στη λεγόμενη «στειρότητα των έφήβων»1 —και όντως, σ' αυτή την

1. Βλ. Lachiver, ό.π., για τους υπολογισμούς που αναφέρονται στη συ-νέχεια χρησιμοποιούμε και τα δεδομένα του ακόλουθου πίνακα:

Διάρκεια γάμου (μέχρι το 25ο γενέθλιο) των γυναικών της γε-νιάς τον 1823

Διάρκεια γάμου (συμπληρωμένα έτη)

ηλικία γάμου Διάρκεια γάμου (συμπληρωμένα έτη) < 1 5 15-19 20-24 Σύνολο

0 1 4 5 1 1 2 4 7 2 10 10 3 17 17 4 15 7 22 5 9 9 6 0 7 7 7 8 1 1 9 3 3 6

10 3 3 11 5 5 12 1 1 13 + 0

Σύνολο 13 38 42 93

Page 177: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 58

Διάρκεια του γάμου κατά τη γέννηση παιδιού — Γυναίκες της γενιάς του 1823

Ηλικία Δ ι ά ρ κ ε ι α γ ά μ ο υ (συμπληρωμένα έτη) γάμου μητέρας 0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 + Σύνολο

< 1 5 3 2 1 1 1 3 4 15 15-19 2 24 9 10 7 4 2 3 1 62 20-24 12 29 6 5 52

Π α ι δ ι ά : Σύνολο 14 56 17 16 7 5 3 6 5 0 129

0/ /ο 10.9 43.4 13.2 12.4 5.4 3.9 2.3 4.7 3.9 0.0 100.0

Συνολικό ποσοστό Γυναίκες -

έτη* 90.5 84.5 76 62.5 43 27.5 23 19.5 15.5 23.5 νεανικής νόμιμης γονιμότητας 277

Ποσοστό νό-γεννήσεις

μιμης γονιμό-τητας** 155 663 224 256 163 182 130 308 323 0 1000 γυναίκες-έτη

* Διάρκεια παραμονής των γυναικών της γενιάς 1823 στην αντίστοιχη κατηγορία διάρκειας γάμου. * * Παιδιά ανά 1.000 γυναίκες - έτη.

Page 178: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

-τάξη διάρκειας γάμου συναντάμε την πρώτη τεκνοποιία αρκετών γυναικών που παντρεύτηκαν πριν από την ηλικία των 15 ετών. Δεύτερο, στον προαναφερθέντα μηχανισμό του ελέγχου των γεν-νήσεων είτε με αύξηση του μεταξύ τους διαστήματος είτε και με πλήρη ατεκνία μετά το πρώτο ή το δεύτερο παιδί (ατεκνία νοείται εδώ στη διάρκεια της νεότητας πάντοτε).

Ή γενική εικόνα που προκύπτει λοιπόν είναι ή εξής: τα νεανικά ζευγάρια τείνουν να αποκτούν παιδί τάχιστα μετά

το γάμο τους. Φαίνεται εδώ ότι συγκλίνουν απόλυτα οι ερωτικές επιθυμίες του ζευγαριού, ή επιθυμία απόκτησης παιδιού (αντί-

στοιχα εγγονιού) από τη μεριά του νέου ζευγαριού (αντίστοιχα της γονεϊκής οικογένειας των νεονύμφων) και, τέλος, οι (ασύνειδες) κοινωνικές-δημογραφικές σκοπιμότητες. Μετά το πρώτο παιδί, όμως,

ή νεανική οικογένεια τείνει να παραμένει στάσιμη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δηλαδή, στα νεανικά ζευγάρια, ο έλεγχος των γεννήσεων είναι σαφής και αποτελεσματικός, ενώ ή ιδεατή εικό-να της οικογένειας μάλλον αποφεύγει το μεγάλο πλήθος παιδιών1. Δυσχέρειες ανατροφής και συντήρησης των παιδιών ; Ανάγκη δια-θεσιμότητας των γυναικείων χεριών για δουλειές άλλες από τη μητρική φροντίδα; Άλλοι λόγοι; Υποθέσεις που οδηγούν σε πα-ραπέρα διερεύνηση.

Το ίδιο φαινόμενο, ο έλεγχος των γεννήσεων στα νεανικά ζευ-γάρια, επιβεβαιώνεται και από το οριστικό μέγεθος της οικογέ-νειας στο 25ο γενέθλιο.

Έτσι, σε 93 συνολικά οικογένειες, που σ' αυτές ή σύζυγος είναι γυναίκα της γενιάς του 1823, έχουμε:

— Ο παιδιά σε 17 περιπτώσεις (18.3%). — 1 παιδί σε 42 περιπτώσεις (45.2 %). — 2 παιδιά σε 25 περιπτώσεις (26.9%).

1. Δεν ξέρουμε από πότε χρονολογείται, ως ιδανικό μέγεθος και τύπος ελληνικής οικογένειας, το σχήμα «ένα αγόρι - ένα κορίτσι με τρία χρόνια

διαφορά στην ηλικία»... Απ' ό,τι φαίνεται, ωστόσο, το ιδεολογικό αυτό στερεότυπο έχει κάποιες ιστορικές καταβολές προσιτές στην έρευνα.

Page 179: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

— 3 παιδιά σε 9 περιπτώσεις (9.7%). Η πλήρης ατεκνία είναι, λοιπόν, δυο φορές συχνότερη από την

τριμελή οικογένεια, και το 70% των σχηματισμένων νεανικών οι-κογενειών έχει μόνο 1 ή (λιγότερο συχνά) 2 παιδιά1. και, φυσικά, αυτή ή εικόνα δεν εξηγείται με κάποια υποτιθέμενη ανεπάρκεια χρόνου για αναπαραγωγή των νέων ζευγαριών. Γιατί (βλ. πίν. 58) ή συντριπτική πλειοψηφία των ζευγαριών (91 στα 93) γνώρισε σ' αυτό το διάστημα τουλάχιστον 2.5 (κατά μέσο όρο) χρόνια έγγαμου βίου, 9 στα 10 ζευγάρια τουλάχιστον 3.5 χρόνια, 3 στα 4 τουλάχιστον 4.5 χρόνια και —πάνω από 1 στα 2— 5.5 χρόνια κοινής ζωής, άρα θεωρητικά αναπαραγωγικής δυνατότητας.

μια ένδειξη για τη χρήση του αναπαραγωγικά διαθέσιμου χρόνου είναι και ή απόσταση ανάμεσα στο Ιο και το 2ο παιδί. Αυτή είναι:

— Μικρότερη από 1 χρόνο σε 1 περίπτωση (3 %). — 1-2 χρόνια σε 14 περιπτώσεις (42%). — 2-3 χρόνια σε 14 πάλι περιπτώσεις (42%). — 3-4 χρόνια σε 4 περιπτώσεις (12%).

οι (ολιγάριθμες) αποστάσεις μεταξύ 2ου και 3ου παιδιού είναι μισές-μισές κατανεμημένες στα διαστήματα 0-2 και 2-4 ετών. Τέλος, το 5 % περίπου των συλλήψεων οφείλονται σε προγαμιαίες σεξουαλικές σχέσεις.

VII. Βαθμός αντιρρόπησης των απωλειών

Έχουμε ήδη εκτιμήσει το επίπεδο των απωλειών της κοόρτης εξαιτίας της θνησιμότητας. Σχεδόν 1 στα 4 από τα μέλη της

1. για σύγκριση παραθέτουμε (M. Lachiver, ό.π.) αντίστοιχα στοι-χεία για το Meulan. Εκεί, στους γάμους που έγιναν στα 1815-1839, οι γυναίκες ηλικίας 20-24 ετών έχουν αποκτήσει 0 παιδιά στο 15% των περι-πτώσεων, 1 παιδί στο 33% των περιπτώσεων, 2 παιδιά στο 30%, 3 παιδιά στο 15% και 4 παιδιά στο 7% των περιπτώσεων. τα ποσοστά αυτά είναι συγκρίσιμα με την εικόνα της γενιάς του 1823, Ιδίως αν λάβουμε υπόψη μας και τις ενδεχόμενες απώλειες λόγω των κενών του υλικού.

Page 180: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

χάνεται πριν από το τέλος της νεότητάς του. Ή τεκνοποιία των μελών της κοόρτης είναι ο πιο σημαντικός μηχανισμός αντιρρό-πησης αυτών των απωλειών.

σε ποιο βαθμό πετυχαίνεται αυτή ή αντίρροπη ση ; Δεδομένου ότι δύο μέλη της κοόρτης παντρεύτηκαν μεταξύ τους

και έκαναν 2 παιδιά, μένουν ακόμη 618 αρχικά μέλη της κοόρτης που έκαναν 191 παιδιά. Αυτά τα 191 παιδιά αντιστοιχούν σε ζεύ-γη γονέων, από τους οποίους μόνο ο ένας ανήκει στην κοόρτη. Συνεπώς, ο βαθμός συμμετοχής της κοόρτης στην τεκνοποιία του συγκεκριμένου παραδείγματος είναι ίσος με 191 -ϊ- 2 = 96 παιδιά. Σ ' αυτά πρέπει να προσθέσουμε και τα 2 παιδιά που προέρχονται

από τον προαναφερθέντα εσωτερικό γάμο. Άρα, συνολικά, αντιστοιχούν ως ειδική τεκνοποιία στην κοόρτη 98 παιδιά. Δεδομένου

ότι οι απώλειες της κοόρτης ανέρχονται σε 146 θανάτους, οδηγού-μαστε στο ακόλουθο συμπέρασμα:

Παρά την υψηλή θνησιμότητα, οι απώλειες της κοόρτης αντιρ-ροπούνται σε μεγάλο βαθμό από τη γεννητικότητά της ήδη στη διάρκεια της νεότητάς της. Πραγματικά, ο βαθμός αντιρρόπησης των απωλειών είναι τουλάχιστον (βλ. σημ. σ. 159) 98/146, δηλαδή 67.1 % των απωλειών αντιρροπούνται στο ίδιο με την επέλευση τους χρονικό διάστημα —στο όποιο περιλαμβάνεται και ή βρε-φική, δηλαδή ή ηλικία μέγιστης θνησιμότητας.

Μια πρώτη σύνοψη

πριν από το τέλος της νεότητάς τους, 3 στα 10 αρχικά μέλη της κοόρτης και 4 στα 10 μέλη που φτάνουν στη γόνιμη ηλικία (11ο γενέθλιο κ.ε.) γίνονται γονείς. Σημαντική είναι ή συμμετοχή των πρώιμων γεννήσεων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση των γυναικών και στα χωριά. οι περισσότερες γεννήσεις αντιστοι-χούν στην ηλικία 20-24 ετών — αλλά και 3 στις 10 γεννήσεις επέρχονται πριν από αυτή την ηλικία.

Συνολικά, ή νεανική γεννητικότητα είναι και καθαυτή σημαν-τική, αλλά και αποτελεσματική ως μηχανισμός αντιρρόπησης των απωλειών εξαιτίας της θνησιμότητας, μια και στη διάρκεια της

Page 181: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

νεότητάς της κατορθώνει, ήδη και αντικαθιστά 2 στα 3 απολεσθέν-τα μέλη της. Αυτό το κατορθώνει κινητοποιώντας μόλις 135 ά-τομα, δηλαδή το 1 /5 των αρχικών και το 1 /3 περίπου των τελικά

επιζώντων μελών της: τόσοι τεκνοποιούν σ' αυτό το διάστημα. Ά ρ α , παραμένουν διαθέσιμοι άλλοι 339 δυνητικοί γονείς και ή παραμένουσα τεκνοποιητική ικανότητα όσων είναι ήδη γονείς. με άλλα λόγια, ή μηχανή του θανάτου δεν μένει χωρίς απάντηση,

και μάλιστα σχετικά ικανοποιητική παρά τους περιορισμούς της. τα υψηλά επίπεδα νεανικής γεννητικότητας δείχνουν το βάρος

του βιολογικού καταναγκασμού (αντιρρόπηση της θνησιμότητας). αλλά και οι διαφοροποιήσεις πόλης/χωριών δείχνουν ότι πράγ-

ματι ή γεννητικότητα, παρά το βάρος του βιολογικού και δημο-γραφικού, δεν είναι απόλυτα δέσμια αυτών και μόνο των καταναγ-κασμών.

Ή καλύτερη απόδειξη της σχετικής ελευθερίας των νέων απέ-ναντι σ' αυτούς τους καταναγκασμούς, καθώς και ή βαθμιαία ανά-δυση προτύπων αναπαραγωγικής συμπεριφοράς που ανήκουν στο μέλλον, είναι ίσως ή αναμφισβήτητη πρακτική του ελέγχου των γεννήσεων και του περιορισμένου μεγέθους της ιδεατής νεανικής οικογένειας.

Ε π ε ι δ ή ωστόσο κάθε νόμισμα έχει πάντοτε δύο όψεις, ή άλλη όψη αυτής της επιλογής αναφέρεται στο ανθρώπινο κόστος της: Α ρ κ ε ί να υπενθυμίσουμε απλά ότι, κατά πάσα πιθανότητα, το σχεδόν αποκλειστικό μέσο για την υλοποίηση αυτού του ελέγχου ήταν ή σεξουαλική αποχή ή ή διακεκομμένη συνουσία, μια ερω-τική πρακτική που δεν είναι δίχως επιπτώσεις στην ψυχική οι-κονομία του ανθρώπινου υποκειμένου.

Page 182: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 183: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Μ Ε Ρ Ο Σ Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο

Η ΜΑΚΡΟΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Page 184: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 185: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΚΕΦΑΛΑΙΟ E '

ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΟΧΗ ΤΩΝ ΓΕΝΕΩΝ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΟΥ ΕΛΛΑΔΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Το μικροδημογραφικό μέρος της μελέτης μας έδειξε παραστα-τικά τους μηχανισμούς συγκρότησης και διαδοχής των γενεών στο νησί της Λευκάδας στο α' μισό του 19ου αιώνα (1823-1848).

το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι: σε ποιο βαθμό ή Λευκά-δα είναι αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας στο σύνολο του ελλαδικού χώρου; Φυσικά, αντιπροσωπευτικό παρά-δειγμα σημαίνει όχι ανεύρεση ίδιων τιμών στις ποσοτικές μετρή-σεις, αλλά αποδέσμευση ομόλογων μηχανισμών αντίστοιχης δυνα-μικής του συνολικού δημογραφικού μοντέλου.

Ήδη ή μικροδημογραφική ανάλυση, εικονογραφώντας τις έν-νοιες του τοπικού αιτιακού καθορισμού, από τη μια, της δομικής

σταθερότητας του συστήματος, από την άλλη, επιτρέπει τη σαφή διάκριση ανάμεσα στην τοπική διακύμανση και τη λογική λειτουρ-γίας του συνολικού μοντέλου.

το πέρασμα από το ένα επίπεδο πραγματικότητας και ανά-λυσης στο άλλο είναι εφικτό με τη διαμεσολάβηση δύο θεμελια-κών εννοιών της γενικής θεωρίας των συστημάτων: το παιχνίδι της ισοτέλειας μπορεί να οδηγήσει ένα ανοιχτό σύστημα, ανε-ξάρτητα από τις αρχικές συνθήκες και την ενδιάμεση διαδρομή, στην ίδια τελική «σταθερή κατάσταση», που εξαρτάται μόνο από τις καθοριστικές παραμέτρους του συστήματος 1.

1. Ανοιχτό σύστημα είναι το σύστημα που ανάμεσα σ' αυτό και το πε-ριβάλλον του υπάρχει ανταλλαγή/διακίνηση ύλης, ενέργειας και πληροφο-ρίας. Ένα τέτοιο σύστημα μπορεί, ξεκινώντας από τις πιο ποικίλες αφετηρίες

Page 186: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Επαρκείς μικροδημογραφικές μελέτες για την Ελλάδα του α' μισού του 19ου αιώνα δεν είναι ακόμη διαθέσιμες. θα χρησιμο-ποιήσουμε λοιπόν στοιχεία για το β' μισό του αιώνα.

Tο εκ πρώτης όψεως εμπόδιο είναι τελικά ευνοϊκή συνθήκη για την καλύτερη κατανόηση της διαδικασίας συγκρότησης και

διαδοχής των γενεών στην ίδια εποχή, κι αυτό γιατί, έτσι ή αλλιώς, ή υπόθεση της εργασίας μας είναι ότι υπάρχουν ίσως, από

τα μέσα του 19ου αιώνα, κάποιοι αρχικοί πυρήνες δημογραφικής μετάβασης σ' έναν πληθυσμό σύγχρονου τύπου, αλλά ουσιαστικά ή Ελλάδα του 19ου αιώνα παραμένει μια κοινωνία δημογραφικά «παλιού τύπου», κοινωνία με παραδοσιακούς δημογραφικούς μη-χανισμούς και δυναμικές, που αντιστοιχούν σε μια «σταθερή κα-τάσταση» του συστήματος.

Έτσι, λοιπόν, λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων (Επανά-σταση του 1821), το β' μισό του 19ου αιώνα ίσως προσφέρει

καλύτερη εποπτεία των δημογραφικών μηχανισμών που διέπουν την παραδοσιακή ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα στη μακρά

της διάρκεια. Βέβαια, μια εκτίμηση των δημογραφικών εξελίξεων στο α' μισό του αιώνα αυτού, και μετά την Επανάσταση, θα ήταν

καθαυτή άκρως ενδιαφέρουσα, ιδίως από την άποψη των αυτορρυθ-μιστικών μηχανισμών που κινητοποιούνται για την αναπλήρωση

των εκτάκτων δημογραφικών απωλειών του Αγώνα1. αλλά, στο

ρίες και ακολουθώντας διαφορετικές τροχιές, να καταλήξει στην ίδια τελική σταθερή κατάσταση («steady state») που είναι ανεξάρτητη και από τις

αρχικές συνθήκες και από την τροχιά, και εξαρτάται μόνο από τις θεμελιακές παραμέτρους του ίδιου του συστήματος. το φαινόμενο αυτό ονομάζεται ισοτέλεια (equifinality). Γ ι ' αυτές τις έννοιες βλ. L . von Bertalanffy, ό.π.

στο δημογραφικό πεδίο, ή διαδικασία αυτή οδηγεί στη διαμόρφωση των λεγόμενων «σταθερών», ή «οιονεί σταθερών πληθυσμών», για τους οποίους βλ. παρακάτω.

1. για μια επισκόπηση αυτού του ζητήματος (αυτορρυθμιστικοί μηχα-νισμοί αντιρρόπησης των δημογραφικών κρίσεων ή εκτάκτων περιστάσεων) βλ. Α. Bideau, «Les mécanismes autorégulateurs des populations tra-ditionnelles», Annales ESC, 38/5 (1983).

Page 187: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

επίπεδο των μηχανισμών πού διέπουν τη δημογραφική δυναμική σε μεγάλη διάρκεια, μιά τέτοια εκτίμηση θα ήταν και σχετικά βεβιασμένη, λόγω ακριβώς των εκτάκτων συνθηκών, πού παρα-μορφώνουν τη δυναμική πού χαρακτηρίζει την «εξομαλυμένη» λει-τουργία και τη δομική σταθερότητα του μοντέλου.

Έτσι, λοιπόν, θα διερευνήσουμε τώρα, στη μακρόδημογραφική κλίμακα, κατά πόσο οι μηχανισμοί που διέπουν τη γενιά του 1823, στη Λευκάδα, είναι καλό παράδειγμα των μηχανισμών που διέπουν το σύνολο του ελλαδικού χώρου τον 19ο αιώνα.

I. Ηλικιακή δομή του πληθυσμού

Ο καθηγητής Β . Βαλαώρας1 έχει υπολογίσει την εξέλιξη της ηλικιακής δομής του πληθυσμού της Ελλάδας για την περίοδο

1860-1965 (βλ. πίν. 59). Αν συγκρίνουμε αυτά τα στοιχεία με την απογραφή της Λευ-

κάδας στα 1824, παρατηρούμε ότι η ηλικιακή δομή του ελλαδικού χώρου παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητη μέχρι το τέλος του αιώ-να (1860-1900) και πρακτικά συγκρίσιμη με την αντίστοιχη δομή στη Λευκάδα του 1824.

Άρα, από την άποψη της πυραμίδας των ηλικιών, δηλαδή του τελικού αποτελέσματος, η Λευκάδα του 1824 αποτελεί αντιπρο-σωπευτικό παράδειγμα της διαδικασίας συγκρότησης και διαδοχής των γενεών στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο.

1. Βλ. V. G. Valaoras, «Α Reconstruction of the Demographic History of Modern Greece», The Milbank Memorial Fund Quarterly, Απρίλιος 1960, Vol. XXXVIII , No. 2, σ. 115-137, και Β. Βαλαώρας,

Δημογραφική Ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδος, Αθήνα 1959. Παραθέτουμε εδώ έναν από τους ανακεφαλαιωτικούς πίνακες που βρίσκονται στη μελέτη

του V. G. Valaoras «Α Reconstruction of the Demographic History», ό.π., πίν. 2 (όπου ορισμένες πρόσθετες πληροφορίες και μερικές αποχρώσεις

στις εκτιμήσεις).

Page 188: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 59

ΠΙΝΑΞ VII. Δημογραφικαί εξελίξεις του πληθυσμού της Ελλάδος ανά δεκαετία* (1860 - 1970). Πληθυσμός (εις χιλιάδας) και σύνθεσις κατά φύλον και ηλικίαν εις την αρχήν εκάστης περιόδου.

Ετησία αύξησις (%), γεννητικότης, θνησιμότης, βρεφική θνησιμότης και μέση διάρκεια ζωής (εις έτη, αμφότερα τα φύλα) ως μέσοι οροί δι' εκάστην δεκαετίαν καθ' υπολογισμόν.

(Από τον Β. Βαλαώρα)

Page 189: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Η αύξησις, η δόμησις και αι δυναμικαί εξελίξεις του πληθυσμού της Ελλάδος από του 1860-1960 και κατά προέκτασιν μέχρι του έτους 1970. [Με βάση τον πίν. 59]

Page 190: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Π Ι Ν Α Κ Α Σ 60α

TABLEAU V. — ÉTAT ET MOUVEMENT DE LA POPULATION EN GRÈCE PAR DISTRICTS

Page 191: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

G R È C E

Page 192: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Π Ι Ν Α Κ Α Σ 60β

TABLEAU V. — ÉTAT ET MOUVEMENT DE LA POPULATION EN GRÈCE PAR DISTRICTS (Suite et fin).

Page 193: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

GRÈCE

Page 194: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

II. Περιφερειακές ανισότητες και σφαιρική απαρτίωση

των δημογραφικών διαδικασιών

οι ανισότητες ανάμεσα σε περιφερειακά δημογραφικά συστή-ματα είναι βέβαια αναμενόμενες. Μένει να εξετασθεί: πρώτο, ή λογική που διέπει τις περιγραφικές ανισότητες και, δεύτερο, ο τρό-πος σφαιρικής απαρτίωσης των δημογραφικών διαδικασιών, μαζί

και των ανισοτήτων.

ΠΙΝΑΚΑΣ 61

Ηλικιακή δομή (% 0) και σχέση «γεννήσεις/100 θάνατοι», 1868-78

0-5 5-30 30-60 60-ω Γενν./θάν.

στερεά 151.6 516.7 281.3 50.3 137.4 Πελοπόννησος 150.4 515.2 286.8 46.8 133.3 Νησιά 139.0 482.6 309.7 71.0 139.1 Σύνολο 147.0 504.8 292.6 56.0 136.6

(με βάση τον Clon Stéphanos)

ΠΙΝΑΚΑΣ 62

Ηλικιακή δομή τον πληθυσμού κατά περιοχή (°Ιο 0), 1868-78

0-5 5-30 30-60 60-ω

Αττική - Βοιωτία 153 518 270 58 Φθιώτ.- Φωκίδα 153 518 281 49 Αιτωλ.-Ακαρναν. 149 514 293 44

Αχαΐα -Ηλεία 150 514 295 42 Αρκαδία 149 512 288 51

Λακωνία 148 524 280 48 Μεσσηνία 156 518 284 38

Αργολ.- Κορινθία 149 508 287 55 Κυκλάδες 143 467 311 78 Εύβ.- Β. Σποράδες 150 504 290 56 Ιόνια 124 477 328 79

Σύνολο 147.6 505.8 291.6 54.4 Λευκάδα 134 500 315 50

(με βάση τον Clon Stéphanos)

Page 195: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΙΝΑΚΑΣ 63

Αριθμός γεννήσεων ανά 100 θανάτους κατά περιοχή, 1868-78

οι ανακεφαλαιωτικοί πίνακες του Clon Stéphanos (60α και 60β), καθώς και τα δεδομένα των πινάκων 61, 62 και 63 επιτρέ-πουν ορισμένες προσεγγίσεις σ' αυτά τα ζητήματα.

1. Κατά επαρχία, οι ανισότητες είναι ο κανόνας, και οι απο-κλίσεις είναι υπολογίσιμες. Ή Λευκάδα είναι σ* αυτό το (περιγρα-φικό) επίπεδο μια περίπτωση ανάμεσα στις άλλες.

2. Κατά νομούς όμως, όπου ήδη οι καταναγκασμοί παραπέμ-πουν σαφέστερα σε μηχανισμούς περισσότερο παρά σε διακυμάν-σεις της τοπικής συγκυρίας, οι αποκλίσεις, αν και υπάρχουν ακόμη, σαφώς μειώνονται.

Όσον αφορά το πεδίο της ηλικιακής δομής, ή Λευκάδα του 1824 είναι αντιπροσωπευτικό παράδειγμα. Στο πεδίο όμως του δείκτη

«γεννήσεις/θάνατοι», ή Λευκάδα εμφανίζει στα 1823 τιμή 118.8, και στη δεκαετία 1843-52 τιμή 126.0, δηλαδή μέσα στα πλαίσια των λοιπών διακυμάνσεων1. το ότι οι τιμές του δείκτη αυτού είναι,

1. από τον πίνακα 63 προκύπτει ότι οι τιμές αυτές έχουν μέσο όρο Χ = 136.6 και σταθερή απόκλιση S . D . = 13.2. Άρα, ή τιμή που αντιστοιχεί

Αττική - Βοιωτία Φθιώτ.- Φωκίδα Αιτωλ.-Ακαρναν.

Αχαΐα -Ηλεία Αρκαδία

Λακωνία Μεσσηνία

Αργολ.- Κορινθία Κυκλάδες Εύβ.- Β. Σποράδες Ιόνια

Σύνολο Λευκάδα

142.2 140.5 131.3 118.3 142.3 152.3 134.2 122.6 140.6 161.5 117.0 136.6 120.0

(με βάση τον Clon Stéphanos)

Page 196: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

στη Λευκάδα, σχετικά χαμηλότερες από τον μέσο όρο του ελλαδικού χώρου είναι συμβατό με την υπόθεση ότι το νησί αυτό ήταν

ένας από τους αρχικούς πυρήνες της δημογραφικής μετάβασης που γνώρισε ο ελλαδικός χώρος από τα μέσα του 19ου ως τα μέσα

του 20ού αιώνα, υποδείχνει μάλιστα και τον κεντρικό μηχανισμό αυτής της διαδικασίας: τη μείωση της θνησιμότητας αλλά και, κατά κύριο λόγο, της γεννητικότητας 1.

Ήδη, λοιπόν, στο επίπεδο των νομών εντοπίζονται οι μηχανι-σμοί οι όποιοι, μέσα από το παιχνίδι της ισοτέλειας, συγκλίνουν

προς τη «σταθερή κατάσταση» που χαρακτηρίζει τη δομική στα-θερότητα του συστήματος.

3. Ή τάση αυτή σύγκλισης προς τη «σταθερή κατάσταση» εί-ναι σαφέστατη στο επίπεδο των μεγάλων διοικητικών περιφερειών. Ή κύρια απόκλιση, στο πεδίο της ηλικιακής δομής, αφορά τα νησιά (τα Επτάνησα π.χ. δεν γνώρισαν τα δημογραφικά δεινά της

Επανάστασης που αποδεκάτισαν την ομάδα των 30-60 ετών). στο δείκτη «γεννήσεις/θάνατοι», οι αποκλίσεις είναι ακόμη πιο πε-ριορισμένες. Ή Λευκάδα, παρά την ιδιαιτερότητα του πιθανού αρ-χικού πυρήνα δημογραφικής μετάβασης, αποδείχνεται πως είναι

αντιπροσωπευτικό παράδειγμα στο πεδίο των μηχανισμών. 4. Έτσι, λοιπόν, οι τοπικές ανισότητες τείνουν όλο και πιο

πολύ να αποσβεσθούν όσο οι τοπικές συγκυρίες απαρτίζονται σε ευρύτερα περιφερειακά συστήματα. Αυτό είναι μια παραστατική εικονογράφηση του διαστρωματωμένου αιτιακού καθορισμού και

της τελικής ένταξης των τοπικών διακυμάνσεων στα πλαίσια που

στη Λευκάδα ανήκει στην περιοχή που περιλαμβάνει το 80% των παρατηρή-σεων, συνεπώς ή απόκλιση από τον μέσο όρο δεν είναι στατιστικά σημαντική.

1. Ή μείωση της θνησιμότητας συνοδεύει, αλλά δεν είναι ή κύρια αι-τία της «γήρανσης του πληθυσμού» —ένα μέτρο του εκσυγχρονισμού. Όσο

για τη μείωση της γεννητικότητας, είδαμε ότι ο βασικός της μηχανισμός αντιστοιχεί στη βαθμιαία αντικατάσταση του ανατολικοευρωπαϊκού από το

δυτικοευρωπαϊκό μοντέλο γαμηλιότητας. Αυτή είναι και ή κύρια δυναμική συνιστώσα της δημογραφικής μετάβασης.

Page 197: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

υπαγορεύουν οι δυο μείζονες καταναγκασμοί: υψηλή θνησιμότητα και υψηλή γεννητικότητα.

5. Ή δομική σταθερότητα του συστήματος διέπεται, συνεπώς, από μια λογική που εκφράζεται ως κοινή μορφολογία της σχέσης

ανάμεσα στα εισερχόμενα (input) και τα εξερχόμενα (output) του συστήματος («συνάρτηση μεταφοράς»): είτε σταθερή σχέση ανά-μεσα σε γεννήσεις (in) και θανάτους (out), είτε ίδια τιμή της σχέ-σης «γεννήσεις/θάνατοι» (in) και ομόλογη πυραμίδα ηλικιών (out).

III. Συνολικά συμπεράσματα 1. Ή Λευκάδα φαίνεται καλό παράδειγμα των μηχανισμών

που διέπουν τη συγκρότηση και τη διαδοχή των γενεών. 2. Κι αυτό, παρόλο που οι περιγραφικές ανισότητες υποδηλώ-

νουν ότι ή Λευκάδα ήταν ίσως ένας από τους αρχικούς πυρήνες της δημογραφικής μετάβασης στον ελλαδικό χώρο.

3. οι βασικές διαστάσεις της «σταθερής κατάστασης» που χα-ρακτηρίζει τη δομική σταθερότητα του συνολικού μοντέλου είναι:

α. Θνησιμότητα και γεννητικότητα υψηλές, άρα σχετικά ανε-λαστικές στις διακυμάνσεις τους.

β. σταθερή σχέση «γεννήσε ις /θάνατοι» . γ. Κοινή μορφολογία ηλικιακής δομής. 4. Αυτή ή «σταθερή κατάσταση» αντιστοιχεί λοιπόν σε μια

δημογραφική μορφολογία και δυναμική που επιτρέπει να θεωρή-σουμε ότι ο ελλαδικός χώρος του 19ου αιώνα εμφανίζει μια δομή «σταθερού πληθυσμού», το διακριτικό γνώρισμα του όποιου είναι

ακριβώς ή σταθερή ηλικιακή δομή, στην οποία τελικά ισορροπεί ένας πληθυσμός υποκείμενος σε σταθερές συνθήκες γονιμότητας και θνησιμότητας 1.

1. για μια βιβλιογραφία σχετική με το ζήτημα, και ειδικότερα για μια παρουσίαση των ουσιωδών σημείων της θεωρίας του Lotka για τους στα-θερούς πληθυσμούς, βλ. Α. J . Coale, P. Demeny, Regional Model Life Tables and Stable Populations, Princeton University, 1964. τα κεντρικά σημεία είναι τα εξής: (Κατά τον Lotka) ή παρατεταμένη παρουσία ενός καθο-

Page 198: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Όπως φαίνεται λοιπόν, τόσο στο τελικό αποτέλεσμα (ηλικια-κή δομή του πληθυσμοί» όσο και στο πεδίο των μηχανισμών, που

αντιστοιχούν στους δύο μείζονες καταναγκασμούς της υψηλής θνη-σιμότητας και γεννητικότητας, το οδηγό σημείο της δημογραφικής μορφολογίας και δυναμικής του όλου ελλαδικού χώρου στον 19ο αιώνα αντιστοιχεί ακριβώς1 σ' αυτό που μελετήσαμε στη Λευκά-δα: στη διαδικασία συγκρότησης της κάθε νέας γενιάς.

καθορισμένου προτύπου γονιμότητας και θνησιμότητας θα οδηγούσε σε μια αμε-τάβλητη ηλικιακή δομή («σταθερή»). Ένας σταθερός πληθυσμός εμφανίζει

τα εξής γνωρίσματα: αμετάβλητη ηλικιακή δομή, σταθερό ρυθμό αύξησης, σταθερούς ρυθμούς γεννήσεων και θανάτων. Είδαμε ότι το πρώτο και το δεύ-

τερο γνώρισμα αντιστοιχούν περιγραφικά στην εμπειρική αποτύπωση της εικόνας του ελλαδικού χώρου στον 19ο αιώνα (βλ. Βαλαώρας, Δημογραφική

Ιστορία, ό.π., πίν. 59). Όσο για το τρίτο γνώρισμα, ένα μέτρο αυτής της σταθερότητας είναι ή σταθερή σχέση γεννήσεων/θανάτων. στη Λευκάδα,

π.χ., στην περίοδο 1823-1865, ή σχέση αυτή εμφανίζει τιμές 1.24 (1823-1838), 1.25 (1843-1854) και 1.26 (1855-1865). οι περιφερειακές αποκλί-σεις από τον συνολικό μέσο όρο δεν αίρουν τη δυνατότητα κατάληξης στην ιδία «σταθερή» μορφολογία, γιατί ο ίδιος σταθερός πληθυσμός μπορεί να σχηματισθεί με συνδυασμό μιας οικογένειας συναρτήσεων γονιμότητας και θνησιμότητας (βλ. R. Pressât, L'analyse démographique, P U F , Παρίσι 1961, καθώς και Coale-Demeny, ό.π.). στο μέτρο που ή θνησιμότητα

και ή γονιμότητα εμφανίζουν (όπως συμβαίνει στην περιοχή που μελετάμε) τιμές υψηλές, άρα σχετικά ανελαστικές στις διακυμάνσεις τους, οι βασικές προϋποθέσεις για τον σχηματισμό ενός σταθερού πληθυσμού είναι ήδη πα-ρούσες. Τέλος, «ή σταθερή ηλικιακή κατανομή προσεγγίζεται συχνά στις δημογραφικές συνθήκες που ανευρίσκονται σε πολλές υπανάπτυκτες περιο-χές — μια ιστορία κατά προσέγγιση σταθερής γονιμότητας και σταθερά πτω-τικής θνησιμότητας. Αυτές οι ηλικιακές κατανομές έχουν επονομασθεί "οιο-νεί-σταθερές"» (Coale-Demeny, ό.π., σ. 10).

1. Γιατί, ενώ στο ίδιο επίπεδο (συνάρτηση) θνησιμότητας μπορούν ν' αντιστοιχούν ποικίλες ηλικιακές κατανομές, μια (αναλλοίωτη) συνάρτηση γονιμότητας αντιστοιχεί στην καθοριστική συνθήκη διαμόρφωσης της μορ-φολογίας του σταθερού πληθυσμού. αλλά το πεδίο της μέγιστης αλληλεπί-δρασης ανάμεσα στις δύο αυτές μεταβλητές (γονιμότητα και θνησιμότητα) είναι ακριβώς αυτό που μελετήσαμε: ή παιδική και νεανική ηλικία, δηλ. ή διαδικασία διαμόρφωσης της κάθε νέας γενιάς.

Page 199: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΚΕΦΑΛΑΙΟ στ'

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΝΕΟΤΗΤΑΣ

I. Ή μικροδημογραφική ανάλυση

Παρακολουθήσαμε μια κοόρτη από τη στιγμή της γέννησης των μελών της μέχρι το τέλος της νεότητάς τους —συμβατικά, το 25ο γενέθλιο της ζωής τους. Ή κοόρτη αυτή, αντιπροσωπευ-τική κατάσταση του πληθυσμού, αντιστοιχεί στη γενιά του 1823: 620 άτομα συνολικά, που γεννήθηκαν στο νησί της Λευκάδας εκείνη τη χρονιά.

Ή μορφολογία της δημογραφικής πορείας έχει δύο βασικές ορίζουσες: την αφετηριακή προικοδότηση και την επιγενετική δια-λεκτική που χαρακτηρίζει αυτή τη γενιά στο βιολογικό, οικολο-γικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πεδίο.

Ή τότε Λευκάδα είναι μια κοινωνία όπου κυριαρχεί το αγροτικό στοιχείο, ή πατριαρχία, ή παράδοση και ή θρησκεία. Σημειώνουμε επίσης τη μακρόχρονη δυτική κυριαρχία, που συνοδεύεται από μια

παράδοση διοικητικής τάξης. στο δημογραφικό πεδίο επισημαίνον-ται δύο βασικές διχοτομίες: πόλη-χωριά, ή πρώτη, αρσενικό-θηλυκό, ή δεύτερη. Μαζί με τις κοινωνικές διαφορές, αντιπροσω-πεύουν τις κύριες πηγές διαφοροποιήσεων, σε σχέση και με τη ζωή και με το θάνατο.

Αυτά τα στοιχεία προσδιορίζουν, χωρίς να εξαντλούν, το πεδίο στο όποιο καλείται να κινηθεί ή νέα γενιά.

1. Θνησιμότητα

Ή θνησιμότητα αντιπροσωπεύει ένα προνομιακό πεδίο εκδή-λωσης της αφετηριακής προικοδότησης και της επιγενετικής δια-

Page 200: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

λεκτικής —τόσο καθεαυτή, όσο και ως ενδείκτης της γενικότερης κοινωνικής κατάστασης: το πως πεθαίνουμε συνοψίζει, θα έλε-γε κανείς, και το πως ζούμε.

οι διαστάσεις και ή μορφολογία της είναι τέτοιες, που κάνουν το βιολογικό έναν από τους μείζονες καταναγκασμούς που διέπουν την κοινωνική λειτουργία στην εποχή που μελετάμε, θέτοντας το πρόβλημα της επιβίωσης και σε ατομικό και σε συλλογικό επί-πεδο.

για τη γενιά του 1823, 1 στα 4 αρχικά μέλη της χάνεται πριν από το 25ο γενέθλιο. Ένας στους δυο θανάτους επέρχεται στα 2 πρώτα χρόνια της ζωής, κυρίως στον πρώτο χρόνο. Μέχρι την ενή-βωση, το έργο της νεανικής θνησιμότητας έχει πρακτικά συντελε-σθεί: 9 στους 10 θανάτους επέρχονται πριν από το 12ο γενέθλιο.

οι κύριες αιτίες θανάτου είναι: τα εμπύρετα νοσήματα, οι γαστρεντερικές διαταραχές και ή «φυσική ασθένεια», μια ευρεία κατηγορία με κοινό χαρακτηριστικό την εικόνα ενός φθίνοντος σώματος.

Συνεπώς, τα νέα άτομα πέθαιναν τότε μαζικά και πρόωρα, κατά κύριο λόγο από οξέα λοιμώδη και παρασιτικά νοσήματα. Αυτή ή τυπική νοσηρότητα με μοιραία έκβαση αντανακλά όχι μόνο το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε μια «κοινωνία χωρίς αντιβιο-τικά», αλλά και τις γενικότερες μάλλον αντίξοες συνθήκες δια-βίωσης, διατροφής, υγιεινής και περίθαλψης, που αποδυνάμωναν τον οργανισμό και τον άφηναν έκθετο στις προσβολές της αρρώ-

στιας. ο υπολογισμός του προσδόκιμου επιβίωσης στη γέννηση δίνει

μεγέθη της τάξης των 50 χρόνων. το μέγιστο της συνολικής προσδοκώμενης διάρκειας ζωής (63-64 χρόνια) αντιστοιχεί στην

ηλικία των 15-25 ετών. με βάση το προσδόκιμο επιβίωσης μπορούμε να εκτιμήσουμε

το μέγεθος των απωλειών με μέτρο τα Απολεσθέντα Δυνητικά Έτη Ζωής. το 1 /5 της θεωρητικά προσδοκώμενης διάρκειας

ζωής της κοόρτης χάνεται πριν από το 25ο γενέθλιο. ο τομέας της θνησιμότητας εικονογραφεί τις απώλειες στη

Page 201: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

θάνατοι

επιζώντες

γάμοι

τεκνοποιία

γενέθλια

Page 202: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

μάχη για την επιβίωση. οι γάμοι και ή τεκνοποιία αντιστοιχούν ήδη στη διαδικασία αντιρρόπησης των απωλειών.

2. Γάμοι

στο αυστηρά δημογραφικό επίπεδο, οι γάμοι, θεσμός που αντιπροσωπεύει το αποκλειστικό σχεδόν πλαίσιο τεκνοποιίας, έχουν

υπολογίσιμο βάρος ως πρώτος, ακριβέστερα προπαρασκευαστικός μηχανισμός αντίρροπη σης των απωλειών, αφού 1 στα 5 αρχικά μέλη και 1 στα 4 από αυτά που φτάνουν σε γόνιμη ηλικία παντρεύ-ονται πριν από το 25ο γενέθλιο.

οι πριν από την ηλικία των 20 ετών γάμοι είναι πάνω από το μισό του συνόλου, οι πριν τα 18 το 1/3 , και οι πολύ πρώιμοι

(πριν από τα 16) το 1 /5 του συνόλου. από τους νεανικούς γάμους 7 στους 10 αφορούν γυναίκες της κοόρτης.

Συνεπώς, οι νέοι από νωρίς εμπλέκονται στη διαδικασία ανα-πλήρωσης των φθορών που προκαλεί ή θνησιμότητα.

3. Τεκνοποιία

τα αποτελέσματα δεν είναι αμελητέα. τα 2 / 3 των απωλειών αναπληρώνονται, κι αυτό με κινητοποίηση μέρους μόνο των ανα-

παραγωγικών δυνάμεων της γενιάς: Τεκνοποιεί μόλις το 1 /5 των αρχικών και το 1 /3 των επιζώντων μέχρι τη γόνιμη ηλικία των

μελών της. Άρα , υπάρχουν ακόμη υπολογίσιμες εφεδρείες. Ή κινητοποίηση αυτή είναι μεγαλύτερη (και οι εφεδρείες ακό-

μη άτεκνων, αλλά όχι βέβαια και της γονιμότητας, μικρότερες) στην περίπτωση των γυναικών.

II. Μηχανισμοί δημογραφικής συγκρότησης της νέας γενιάς

Ή επισκόπηση των δεδομένων οδηγεί σε μια σειρά από συμ-περάσματα.

Page 203: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

1. Θνησιμότητα 1. Το μέγεθος των απωλειών είναι υπολογίσιμο. Πριν από το

τέλος της νεότητάς του χάνεται το 20-25 % του αρχικού δυναμικού. Αυτά τα μεγέθη μπορούν να θεωρηθούν και ενδείκτες των γενικό-τερων απωλειών που προκαλεί ή νοσηρότητα, της όποιας μερική μόνο έκφραση είναι ή θνησιμότητα.

2. το προφίλ του ρυθμού των απωλειών είναι σαφές και εύ-γλωττο. ο μηχανισμός της θνησιμότητας είναι πολυπαραγοντι-κός. Ή διαφορική δράση του διαμορφώνει τρεις διακριτές περιό-δους:

— την αρχική περίοδο της πρώιμης παιδικής εκατόμβης (0-5 ετών). Σ ' αυτήν αντιστοιχεί ή μέγιστη συνέργεια όλων των αντί-

ξοων παραγόντων και, ως νοσολογική δεσπόζουσα, τα λοιμώδη και παρασιτικά νοσήματα και οι γαστρεντερικές διαταραχές.

— την περίοδο ύφεσης της θνησιμότητας (5-20 έτη), που αντιστοιχεί, στο πεδίο του μηχανισμού, σ έναν αποσυγχρονισμό της:

συνέργειας ή και απόσβεση της επενέργειας των αντίξοων παρα-γόντων και σε μια σχετική διαφοροποίηση και εξατομίκευση της νοσολογίας.

— την περίοδο σχετικού επανασυγχρονισμού αντίξοων παρα-γόντων και σχετικής αναζωπύρωσης της θνησιμότητας (20-25 έτη).

το νέο νοσολογικό δεδομένο είναι ή άνοδος της συχνότητας των αναπνευστικών παθήσεων.

3. διαφορές στους ρυθμούς θνησιμότητας υφίστανται και είναι συνάρτηση του φύλου, του τόπου κατοικίας, της ηλικίας, των νο-σολογικών ιδιαιτεροτήτων. οι διαφορές αυτές αντιστοιχούν στους τοπικούς αιτιακούς καθορισμούς που εκφράζονται, στη γενιά του 1823, με μεγαλύτερη θνησιμότητα των κοριτσιών, π.χ., ή με με-γαλύτερη θνησιμότητα στα χωριά, στη βρεφική και πρώτη παιδική

ηλικία, ή στις πόλεις, στην ηλικία των 5-14 ετών. 4. Πολλά, αλλά όχι όλα, κρίνονται στην πρώτη παιδική ηλικία:

οι αντιστοιχίες του δείκτη θνησιμότητας στη βρεφική (0-1), και την πρώτη παιδική ηλικία (1-4 και 0-4 )με τον συνολικό δείκτη

Page 204: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

θνησιμότητας (0-25 ετών) είναι προβληματικές, και μάλλον απου-σιάζουν.

5. το σημαντικότερο όμως εύρημα είναι το εξής: Παρά τις περιγραφικές αυτές διαφορές και το διαφορικό παιχνίδισμα των τοπικών αιτιακών καθορισμών, το τελικό μέγεθος των απωλειών δεν εμφανίζει σημαντικές διαφορές σε σχέση με το φύλο ή τον τόπο κατοικίας. και στους άντρες και στις γυναίκες και της πό-λης και του χωριού τα 9 / 1 0 των νεανικών θανάτων επέρχονται πριν από το 12ο γενέθλιο, ο συνολικός δείκτης νεανικής θνησιμό-τητας (0-25) εμφανίζει τιμές ίδιας τάξης, καθώς και το προσδό-κιμο επιβίωσης στη γέννηση και το συνολικό μέγεθος των απω-λειών σε Απολεσθέντα Δυνητικά Έτη Ζωής.

Συνεπώς, οι τοπικές διακυμάνσεις τείνουν, στο επίπεδο του τελικού αποτελέσματος, να αποσβεσθούν μέσα στην ευρύτερη συ-νάφεια του συνολικού μοντέλου της θνησιμότητας, και οπωσδήποτε δεν αμφισβητούν τη δομική σταθερότητα του μοντέλου αυτού.

6. Σχετικά με τη φύση αυτής της δομικής σταθερότητας μπο-ρούμε να υποθέσουμε ότι έχουμε να κάνουμε Εδώ με ένα σύστημα που λειτουργεί, στο δημογραφικό πεδίο, με βάση επίπεδα θνη-σιμότητας υψηλά, και γι ' αυτό σχετικά ανελαστικά στις διακυμάν-σεις τους. οι μηχανισμοί αυτής της θνησιμότητας τείνουν στη σχετική εξίσωση των τελικών αποτελεσμάτων τους, ανεξάρτητα από τις αρχικές συνθήκες και την τροχιά που ακολουθείται (δηλ. τις διαφορές ανάλογα με το φύλο, την ηλικία, τον τόπο κλπ.). Αυτή είναι μια άριστη εικονογράφηση της αρχής που διέπει τη λειτουργία των ανοιχτών συστημάτων και που ονομάζεται ισο-τέλεια.

τα τελικά αυτά αποτελέσματα, στο μέτρο που οι προσδιορι-στικές παράμετροι του συστήματος (στην περίπτωσή μας ή νο-

σολογία, ή υγιεινή, οι συνθήκες διαβίωσης και ή περίθαλψη) εμφανίζουν σχετικά σταθερή μορφολογία, τείνουν να αντιστοιχούν σε

μορφικές παραλλαγές της ίδιας σταθερής κατάστασης του συστή-ματος.

Ή υπόθεση της εργασίας μας είναι ότι ή κύρια επίδραση των

Page 205: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

νοσολογικών μεταβλητών στην κοινωνική διαδικασία εκδηλώνεται όχι τόσο στο θεαματικό συμβαντικό μέρος (π.χ. μεγάλες επιδημίες),

όσο στο πεδίο της διαμόρφωσης αυτής της «σταθερής κατάστασης» που χαρακτηρίζει το σύστημα στις μεγάλες διάρκειες. τα ευρή-ματά μας, σχετικά με τη γενιά του 1823, είναι συμβατά με αυτή την αποψη1 .

7. Συνολικά, λοιπόν, οι ανισότιμες διακυμάνσεις, εκδηλώσεις των τοπικών αιτιακών καθορισμών, δεν αίρουν τη συνολική δο-μική σταθερότητα του συστήματος που μελετάμε, και το όποιο φαίνεται να βρίσκεται στη φάση της «σταθερής κατάστασης».

Παρά τις ετερογένειες και τις ανισότητες, το δεσπόζον στοι-χείο που χαρακτηρίζει το σύστημα αυτό είναι ή συνολική τρωτό-τητα του βιολογικού ιστού που μετέχει στη συγκρότηση του. Αυτή ή συνολική τρωτότητα συμπαρομαρτεί δυο πράγματα: πρώτο, απώλειες

υψηλές, και γι ' αυτό σχετικά ανελαστικές, στις διακυμάν-σεις της κατανομής τους- δεύτερο, την αναγκαιότητα κινητοποίησης ισχυρών αυτορρυθμιστικών μηχανισμών αντιρρόπησης των απω-λειών, ώστε να αποφευχθεί ή δημογραφική κρίση του συστήματος.

Ή επισκόπηση των λοιπών δημογραφικών συμπεριφορών (γά-μοι, γεννήσεις) επιτρέπει μια ορισμένη εποπτεία σχετικά με αυτούς τους αυτορρυθμιστικούς μηχανισμούς.

2. Γάμοι

με τη μελέτη των γάμων φεύγουμε από τη σφαίρα των οικο-λογικών αλληλεπιδράσεων (θνησιμότητα) και περνάμε στην περιο-χή των νοοτροπικών ρυθμίσεων. Ή υπολογίσιμη συχνότητα των νεανικών, και ιδιαίτερα των πρώιμων γάμων, υποδηλώνει τα εξής:

1. ο γάμος αυτού του είδους λειτουργεί ήδη ως έμμεσος μη-χανισμός αντίρροπη σης της υψηλής θνησιμότητας.

1. για τη διατύπωση αυτής της υπόθεσης βλ. Ν. Σιδέρης, «Αρρώστιες και άρρωστοι στη Λευκάδα τον 19ο αιώνα», τα Ιστορικά, τχ. 1, Σεπτέμβριος 1983, Α. Bideau, «Les mécanismes autorégulateurs des populations traditionnelles», Annales ESC, 38/5 (1983).

Page 206: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

2. Το ότι ένας νέος, ιδιαίτερα μια νέα γυναίκα, παντρεύεται πρώιμα, και πρώιμα τεκνοποιεί, δηλαδή κρίνει ότι πρέπει να λειτουργήσει ως γονεϊκή μορφή, ενώ είναι ακόμη (με τα σημερινά κριτήρια) έφηβος, δείχνει ότι αυτή ή συμπεριφορά λίγο μόνο επη-ρεάζεται από επιθυμητικές παραμέτρους —ή ότι αυτές οι επι-θυμητικές παράμετροι δέχονται και ισχυρές και διαφορετικές από

τις σημερινές, π.χ., επιδράσεις από πολιτισμικές σκοπιμότητες με εμφανή την επήρεια των δημογραφικών καταναγκασμών. Συμ-

περαίνουμε ότι ή πίεση αυτών των παραγόντων θα είχε υπολο-γίσιμες συνέπειες και στην ερωτική ζωή και στην ψυχική οικο-νομία των ανθρώπων, και όχι μόνο των νέων. Ποιες συνέπειες, αυτό μένει να διερευνηθεί, αλλά αυτή ή διαμεσολαβούμενη επίπτω-ση της δημογραφίας δεν μπορεί να αγνοηθεί.

3. Τεκνοποιία

Πριν από το τέλος της νεότητάς τους, 3 στα 10 αρχικά μέλη της κοόρτης και 4 στα 10 από τα μέλη της που φθάνουν σε γόνιμη ηλικία τεκνοποιούν. Σημαντική είναι ή συμμετοχή των πρώιμων

γεννήσεων. οι γυναίκες είναι οι κυρίως ενεχόμενες σ' αυτή τη διαδικασία.

Ή ισχύς του μηχανισμού αυτού, του σχετικού με την αναπλή-ρωση των φθορών, φαίνεται από το γεγονός ότι, με κινητοποίηση μέρους μόνο των αναπαραγωγικών της δυνατοτήτων, ή γενιά αυτή κατορθώνει και αντικαθιστά, στη διάρκεια της νεότητάς της, 2

στα 3 απολεσθέντα μέλη της. δεν πρέπει όμως να παραβλέπουμε το γεγονός ότι αυτή ή υψηλή

νεανική γεννητικότητα είναι μηχανισμός αποτελεσματικός σε σχέ-ση με τη θνησιμότητα, αλλά με ανεβασμένο «κόστος λειτουργίας»,

και όχι μόνο στο αυστηρά δημογραφικό πεδίο (θάνατοι γυναικών από επιπλοκές του τοκετού), αλλά και στο οικονομικό (πρόσκαιρος

έστω περιορισμός της εργασιακής ικανότητας των νέων γυναι-κών), στο κοινωνικό (ακαμψία θεσμικών και πολιτισμικών πλαι-σίων) και στο ευρύτερα ανθρώπινο (βλ. την προηγούμενη παρα-τήρηση για την ερωτική ζωή των νέων).

Page 207: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Μ Ε Ρ Ο Σ Τ Ρ Ι Τ Ο

Η ΝΕΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Page 208: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 209: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΟΤΗΤΑΣ

Ή μορφολογία αυτής της δημογραφικής διαδικασίας συγκρό-τησης και διάδοχης των γενεών έχει πολλαπλές, αν και όχι πάντοτε άμεσες, συνέπειες στην κοινωνική ζωή. οι πιο καίριες είναι ίσως

οι ακόλουθες:

I. Κοινωνίες νέων

οι κοινωνίες που διαμορφώνονται με αυτόν τον τρόπο είναι «κοινωνίες νέων». Έτσι, π.χ., τόσο στη Λευκάδα του 1824 όσο

και στην υπόλοιπη Ελλάδα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, οι μέχρι την ηλικία των 15 ετών κάτοικοι αντιπροσώπευαν τα

4 / 1 0 του συνολικού πληθυσμού και οι κάτω των 30 πολύ πε-ρισσότερους από τους μισούς. οι «γέροι» άνω των 50 ήταν μόλις 1 στους 10 κατοίκους.

οι συνέπειες αυτής της πληθυσμιακής δομής, στο πεδίο π.χ. της διαθεσιμότητας εργατικής δύναμης, της σχέσης εξαρτημένων -παραγωγικών ατόμων, του κοινωνικού κλίματος, της εικόνας του

εαυτού και της ομάδας κλπ. ξεπερνούν τα όρια της μελέτης μας, αλλά δεν είναι δυνατό να αγνοηθούν.

II. Ή εικόνα του βιοτικού κύκλου

Αυτή ή πληθυσμιακή δομή και ή εμπειρία του θανάτου που τη διέπει, ή σχέση των ομάδων ηλικιών και ή εικόνα της διάρκειας

Page 210: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

της ζωής και των απειλών που αντιμετωπίζει, μετέχουν καθορι-στικά στη διαμόρφωση της αναπαράστασης της ζωής και του κό-

σμου, καθώς και της θέσης ατόμων και ομάδων στα πλαίσιά τους.

Κάθε κοινωνία, κάθε πολιτισμός επεξεργάζεται, με βάση τη φαντασιακή επεξεργασία των δεδομένων της εμπειρίας του, κάποια

εικόνα του «κανονικού βιοτικού κύκλου» — ένα αναμενόμε-νο, και γι ' αυτό κανονιστικό, πρόγραμμα των αναγκαίο« ή ση-μαντικών βιοτικών συμβάντων, όπως π.χ. ή είσοδος στον κόσμο

των ενηλίκων, ή εργασία, ο έρωτας, οι σεξουαλικές εμπειρίες, ο γάμος, ή τεκνοποιία, ο γάμος των παιδιών, ο θάνατος συγγενών,

ο θάνατος του ίδιου του άτομου... ο χρόνος, με την έννοια της ηλικίας ή της διαδοχής αυτών των βιοτικών συμβάντων, είναι βέβαια καθοριστική διάσταση της εικόνας του βιοτικού κύκλου1.

στο αυστηρά δημογραφικό πεδίο, όπου εγγράφονται τα εμ-πειρικά δεδομένα της μελέτης μας, συναντάμε ορισμένες ενδείξεις

για τη μορφολογία της έννοιας του βιοτικού κύκλου σε κοινωνίες όπως αυτή στην οποία αναφερόμαστε.

Ή σιωπηρή, αλλά εύγλωττη, μαρτυρία των δημογραφικών συμ-βάντων υποδηλώνει τα εξής:

1. Ή ηλικία φαίνεται δευτερεύον κριτήριο για την επεξεργασία αυτού του βιοτικού χρονοδιαγράμματος, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις νεότερες ηλικίες. Πραγματικά, με εξαίρεση ίσως την ενήβωση, δεν φαίνεται να υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα σε κάποια ζώνη ηλικιών και σε μια κατηγορία ειδοποιών συμβάντων (π.χ. γάμος

ή τεκνοποιία). στην καλύτερη περίπτωση, οι αντιστοιχίες αυτές έχουν χαρακτήρα προτίμησης, και οπωσδήποτε όχι κανονιστικό.

2. Σχετική με το προηγούμενο είναι και ή τάση χρονικής προσέγγισης ή επικάλυψης συμβάντων και ρόλων.

3. Παρατηρείται δηλαδή τάση ολοκλήρωσης σε minimum χρόνο του μέγιστου δυνατού μέρους του βιοτικού κύκλου. ο βιο-

1. για την έρευνα του βιοτικού κύκλου βλ. Ν. Σιδερής, «Αρρώστιες .και άρρωστοι στη Λευκάδα», ό.π.

Page 211: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

βιοτικός κύκλος θα μπορούσε κάλλιστα να συμπυκνωθεί σε διάρκειες που δεν ξεπερνούν τα όρια της νεότητας. Έτσι, δεν είναι σπάνια

ή περίπτωση ένα άτομο να γνωρίζει πριν από τα 18 το γάμο, τη χηρεία, δεύτερο γάμο, τεκνοποιία, θάνατο συγγενών και γονέων,

ίσως το θάνατο και των δικών του παιδιών, ίσως ακόμη και το δικό του θάνατο.

ο αντιρροπιστικός ως προς την υψηλή θνησιμότητα ρόλος αυτής της εικόνας του βιοτικού κύκλου είναι εμφανής —όπως άλ-

λωστε είναι εμφανείς και οι επιπτώσεις της στη ζωή, υλική και φαντασιακή, του νέου άτομου. Ή κατεύθυνση της κοινωνικής πίε-σης είναι σαφής: ευνοεί, ή και επιβάλλει, την πρόωρη ωρίμαν-ση —συνεπώς και την ασάφεια των ορίων ανάμεσα στις γενιές.

III. Θεσμοί και Ιδεολογίες

με τέτοια δεδομένα της εμπειρίας, οι συνέπειες αυτής της δη-μογραφικής μορφολογίας στο θεσμικό και φαντασιακό παιχνίδι

είναι υπολογίσιμες. Πλήθος διαφοροποιημένα και αδιαφοροποίητα κανάλια οδηγούν στην απαρτίωσή τους σε τρεις σταθερές που χαρακτηρίζουν το Θεσμικό πλαίσιο και τις ιδεολογίες της εποχής

στην οποία αναφερόμαστε1. — Ζωή κάτω από το φάσμα του Θανάτου. — Συστήματα αναφοράς και σημασιοδότησης ολοποιά, έντο-

να επενδυμένα, με τάση στην αδράνεια. —Υψηλή συνοχή της ομάδας και ισχύς του κοινωνικού δε-

σμού. Ειδικότερα, σε σχέση με τις νέες γενιές, αυτά τα στοιχεία

προσδιορίζουν την καθοριστική σημασία των διαγενεϊκών νομιμο-τήτων στις όποιες εμπλέκεται το νέο άτομο. οι δραματικότερες

ίσως εκφράσεις αυτών των νομιμοτήτων είναι ή βεντέτα και το έγκλημα τιμής. αλλά το πεδίο επενέργειάς τους είναι πολύ εύ-

1. Βλ. Ν. Σιδέρης, ό.π.

Page 212: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ευρύτερο. το παράδειγμα του αδελφού που δεν επιτρέπεται να παν-τρευτεί πριν παντρέψει τις αδελφές του υποδηλώνει ότι το νέο άτομο αντιπροσωπεύει, στα πλαίσια του οικογενειακού παιχνιδιού, ένα διαθέσιμο υποκατάστατο γονεϊκών μορφών. οι επιπτώσεις αυτής της κατάστασης, τόσο στην ψυχική και διαπροσωπική λει-τουργία του ατόμου όσο και στην ασάφεια των ορίων ανάμεσα στις γενιές, δεν είναι σωστό να αγνοηθούν.

Page 213: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η'

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΗΤΑΣ

τα συμπεράσματα αυτής της δημογραφικής μελέτης επιτρέ-πουν κάποια εποπτεία σχετικά με την πραγματικότητα και την εικόνα της νεότητας στην εποχή που αναφερόμαστε, ίσως και γενικότερα.

Η ΝΕΟΤΗΤΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. και δεν υπάρχει με πολλούς τρόπους. δεν υπάρχει ως βιολογική κατηγορία. αν και κάποια βιολογικά φαινόμενα, όπως ή ενήβωση ή το τέλος της φυσικής

ανάπτυξης, συμπεριλαμβάνονται σ' αυτήν, ωστόσο ούτε τα άνω ούτε τα κάτω όρια της νεότητας αντιστοιχούν σε κάποιο αποφα-σιστικό βιολογικό συμβάν. το ίδιο το σώμα είναι τόπος πρόσφυσης κοινωνικών και πολιτισμικών καταναγκασμών. και όχι μόνο με την έννοια των κωδίκων παρουσίασης του στο κοινωνικό βλέμμα, αλλά και με την αυστηρά βιολογική και φυσιολογική έννοια: σε σχέση, π.χ., με τους ρυθμούς ανάπτυξης του μυϊκού και οστικού συστήματος, της χρήσης των οργάνων και των λειτουργιών του (εργασία, σεξουαλικότητα, τεκνοποιία). το βιολογικό, λοιπόν, από μόνο του δεν αρκεί για τον ορισμό της νεότητας. δεν υπάρχει ως κατάσταση φυσικής ή κοινωνικής ανωριμότητας, ως κατάστα-ση πριν από την είσοδο στον κόσμο της δουλειάς ή των «μεγάλων», και αυτό τόσο από την άποψη της εργασίας όσο και των συμπε-ριφορών, όπως ο γάμος ή ή τεκνοποιία.

τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι ή νεότητα δεν υπάρχει ούτε ως δομική κοινωνική κατηγορία, ως πεδίο ειδοποιών συμβάντων ή λειτουργιών. ακόμη και στον σχετικά απλό κόσμο των δη-μογραφικών φαινομένων, ή νεότητα δεν υπάρχει ως σταθερή, σα-

Page 214: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

σαφής κατηγορία. Παράδειγμα: στην απογραφή της Επτανήσου, στα 1824, βρίσκουμε μόνο τρεις ομάδες ηλικιών: 0-15, 16-50,

«γέροι» (50 και άνω). ενώ στις απογραφές που αναλύει ο Clon Stéphanos (τέλη του 19ου αι.) βρίσκουμε τις εξής ομαδοποιήσεις

των ηλικιών: πρώτη". 0-5, 5-30, 30-60, 60-ω· δεύτερη, 0-15 (enfance), 15-30 (jeunesse), 30-50 (âge viril) κλπ. Βεβαιότητες

ως προς τα όρια, λοιπόν, απουσιάζουν. Ή νεότητα δεν υπάρχει ακόμη ούτε ως περιγεγραμμένη νοη-

τική εικόνα. Αυτό μαρτυρούν οι περιπέτειες της ορολογίας. Ανα-τρέχοντας σε τρία λεξικά, με έτος έκδοσης 1909, 1959 και 1967

αντίστοιχα, βρίσκουμε ότι οι όροι «έφηβος», «ανήλικος», «νέος», «νεανίας», αποδίδονται σε όσους διανύουν την περίοδο «μεταξύ παιδικής και ανδρικής ηλικίας», καθώς και οι λέξεις adulte (γαλ-λικά) και adult (αγγλικά) αντιστοιχούν στην ίδια σημαντική πε-ριοχή, όντας σχεδόν απόλυτα αντιμεταλλάξιμοι.

Ή νεότητα λοιπόν δεν υπάρχει ως κατηγορία βιολογική, ούτε ως ενιαία και σταθερή κοινωνική ή νοητική κατηγορία. Άρα δεν

υπάρχει ως κατηγορία υπεριστορική ή διϊστορική-διαπολιτισμική. Βέβαια, ή νεότητα υπάρχει ως ιστορική κατηγορία που πα-

ραπέμπει σε κάποια πραγματική διαδικασία και σε κάποια κοι-νωνική εικόνα. Ή ιστορική αυτή κατηγορία είναι διαστρωμα-τωμένη. Απαρτίζεται από τόσα τουλάχιστον στρώματα όσα και αυτά που αναφέραμε για να δείξουμε ότι δεν είναι αναγώγιμη σε κανένα από αυτά. Από τη διαφορική χρονικότητα και ιστορικό-τητα που εμφανίζουν αυτά τα στρώματα προκύπτει ή αντιφα-τικότητα αυτής της κατηγορίας.

Ή διαστρωμάτωση και ή αντιφατικότητα απαρτιώνονται σε μια ιστορική κατηγορία, ή οποία μορφοποιείται κάθε φορά με βάση τα δεσπόζοντα στοιχεία που αντιστοιχούν στη νεότητα ως κοινω-

νική εικόνα και ως αντικείμενο κοινωνικής διαχείρισης. Έτσι, π.χ., ή νεότητα, στις κοινωνίες όπως αυτή που μελετή-

σαμε, μπορούμε να πούμε ότι ιστορικοποιείται με την εξής μορ-φή: Ή νεότητα, ως ολική εικόνα σαφώς διακριτή από τις άλλες

δεν υπάρχει. δεν αποτελεί κατάχρηση του όρου αν πούμε ότι ή

Page 215: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

νεότητα αντιπροσωπεύει κάτι σαν αυτό που ή ψυχανάλυση ονομά-ζει μερικό αντικείμενο. Γιατί αυτό που φαίνεται να χαρακτηρίζει

την τότε νέα γενιά είναι το ότι ορισμένες πλευρές της ζωής της αποτελούν αντικείμενο κοινωνικής διαχείρισης με τρόπο καθορι-

στικό για την ύπαρξη των νέων ατόμων. Ή διαγενεϊκή νομιμό-τητα κυρίως, καθώς και ή ερωτική επίβλεψη εν όψει της σύναψης δεσμών αγχιστείας, ή θεσμική εξάρτηση και ο ρόλος δυνάμει γονεϊκού

υποκατάστατου, αυτά είναι τα θραύσματα της ζωής των νέων που προσδιορίζουν το s tatus της νεότητας σ' αυτή την κοι-νωνία.

Ή απόσταση που χωρίζει αυτή την νεότητα, ως κοινωνική εικόνα και ως αντικείμενο κοινωνικής διαχείρισης, από αυτό που

στις σημερινές δυτικές κοινωνίες θεωρούμε και ζούμε ως νεότητα φαίνεται μάλλον υπολογίσιμη.

Ή γενικότερη θεώρηση που μοιάζει να αντιστοιχεί σ' αυτή την περιδιάβαση είναι ή εξής: Ή νεότητα δεν είναι παρά προϊόν

κοινωνικής και πολιτισμικής στίξης ενός ετερογενούς πεδίου δια-δικασιών και συμβάντων, και αντιστοιχεί στην ανάγκη ενός κανόνα

στίξης της βιοτικής πορείας και διαφοροποίησης των αντικειμέ-νων κοινωνικής διαχείρισης περισσότερο παρά σε μια «αντικειμε-νικά διακριτή» κατηγορία με σαφώς προσδιορισμένα όρια και χα-ρακτηριστικά. Αυτή ή στίξη είναι πάντα και μεροληπτική και μερική.

Ή υπόσταση, το s tatus αυτής της κοινωνικής στίξης είναι διπλή: Θεσμική, άρα μεροληπτική, γιατί είναι νεότητα αυτό που κάθε φορά οι θεσμοί πλαισιώνουν και οι κοινωνικοί μηχανισμοί διαχειρίζονται ως νεότητα. Φαντασιακή (και ο χαρακτήρας «με-ρικού αντικειμένου» δείχνει την ένταση αυτού του στοιχείου), γιατί νεότητα δεν υπάρχει δίχως τη ναρκισσική επένδυση της εικόνας της. από αυτή την άποψη, ή νεότητα είναι αντικείμενο πρωτεϊκό,

που πάντα τείνει να διαφεύγει και από την κοινωνική του εικόνα και από τη θεσμική του πλαισίωση.

Φαντασιακό-μερικό αντικείμενο, ίσως αυτή ή διάσταση να αντιπροσωπεύει έναν καλό χαρακτηρισμό της νεότητας: μια προ-

Page 216: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

προβλητική επιφάνεια όπου εγγράφονται είδωλα και σκοπιμότητες, ένα αντικείμενο φευγαλέο που όλοι μας χάνουμε. Άλλωστε, ή φράση: «Όταν θα είσαι νέος» σχεδόν δεν λέγεται —σε αντίθεση με τον κοινό τόπο: «Όταν ήμουν νέος».

Υπέρ μιας τέτοιας υπόθεσης συνηγορεί και ή μαρτυρία —τίνος άλλου βέβαια; του ποιητή:

Έτσι πεθαίνει ή νεότητα Έτσι τελειώνει the fairest play Έτσι πεθαίνει ή νεότητα Έτσι φεύγει the fairest May.

Page 217: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

Page 218: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 219: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α I

Ετήσιος αριθμός γεννήσεων 1823-1880

Έτος Γεννήσεις Έτος Γεννήσεις Έτος Γεννήσεις

1823 620 1843 672 1863 578 24 630 44 681 64 440 25 516 45 661 65 494

26 543 46 626 66 351

27 575 47 564 67 421

28 570 48 492 68 376 29 452 49 665 69 326

1830 475 1850 575 1870 447 31 460 51 626 71 460 32 558 52 525 72 429

33 360 53 555 73 303

34 594 54 506 74 359

35 479 55 439 75 337

36 548 56 381 76 366

37 518 57 475 77 248

38 457 58 451 78 257 39* 406 59 531 79 259

1840* 364 1860 683 1880 242

41* 271 61 569 42* 248 62 516

* Χρονιές με κενά στην καταγραφή των γεννήσεων.

Page 220: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α II

Αριθμός κατοίκων, σπιτιών και φορολογικών μονάδων. Απογραφή 1824

(1) Κάτ. (2) Σπίτια (3) Φορ. μον. 1-J-2 14-3

ΠΟΛΗ Sestieri 1ος 1510 371 — 4.1 —

2ος 771 160 — 4.8 —

3ος 486 97 — 5.0 —

4ος 631 126 — 5.0 —

5ος 765 162 — 4.7 —

6ος 618 152 — 4.1 —

Σύνολο 4781 1068 — 4.5 —

ΧΩΡΙΑ Καλιγόνι 118 38 39 3.1 3.0 Κατούνα 271 51 59 5.3 4.6 Καρυώτες 197 35 48 5.6 4.1 Πλατύστομα 200 35 38 5.7 5.3 Αλέξανδρος 484 103 96 4.7 5.0 Βαυκερή 360 84 76 4.3 4.7 Νιοχώρι 208 60 52 3.5 4.0

Άλατρο 112 35 29 3.2 3.9 Χαραδιάτικα 138 31 28 4.5 4.9 Κατωχώρι 379 112 95 3.4 4.0 Πόρος 405 108 97 3.8 4.2 Φτερνό 126 36 30 3.5 4.2 Μαραντοχώρι 273 80 68 3.4 4.0 Εύγηρο 238 61 54 3.9 4.4 Κοντάρενα 283 80 73 3.5 3.9

Page 221: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II (συνέχεια)

(1) (2) (3) 1-Η-2 1 ^ 3

Βουρνικά 244 57 48 4.3 5.1 Σύβρο 303 69 65 4.4 4.5

Άγιος Ηλίας 343 66 66 5.2 5.2 Άγιος Πέτρος 590 131 112 4.5 5.3 Αθάνι 460 99 87 4.7 5.3

Δράγανο 355 94 64 3.8 5.6 Κομηλιό 254 56 54 4.5 4.7 Διαμιλιάνι 575 59 118 9.8 4.9

Εγκλουβή 555 124 104 4.5 5.3 Καρυά 1140 230 241 5.0 4.7

Επάνω Εξάνθεια 326 67 62 4.9 5.3 Κάτω Εξάνθεια 263 46 42 5.7 6.3 Καλαμίτσι 532 102 104 5.2 5.1 Σφακιώτες 1058 216 200 4.9 5.3 Τσουκαλάδες 279 39 48 7.2 5.8 Φρύνι 257 55 62 4.7 4.2

Απόλπενα 231 41 55 5.6 4.2 Μεγανήσι 667 111 — 6.0 —

Μικρά νησάκια 13 8 — — —

Σύνολο 12236 2666 4.6 4.7

Page 222: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 223: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΝΟΜΟΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ (Χάρτης Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, έκδ. 1963)

Page 224: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 225: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

CONSTITUTION ET SUCCESSION DES GENERATIONS EN GRECE

AU 19ème SIECLE ( D e s t i n d é m o g r a p h i q u e de la j e u n e s s e )

MATOULA TOMARA-SIDERIS NIKOS SIDERIS

R é s u m é

Après une discussion préliminaire du cadre conceptuel et méthodologique (Introduction), où s'inscrit cette recherche d'histoire démographique, le 1er Chapitre présente les dé-terminants démographiques et socio-culturels qui caracté-risent la cohorte (génération 1823 en Leucade) dont l'obser-vation correspond à la partie micro-démographique de notre étude.

Le 2ème Chapitre étudie la morphologie et les mécanismes de la mortalité. Les principales variables retenues sont l'âge, le sexe, la géographie et la cause de décès. Nous y estimons l'espérance de vie.

Le 3ème Chapitre analyse les règles et abontit à la con-struction d'un modèle des comportements matrimoniaux. Nous constatons l'existence d'un processus de transition du modèle «oriental» (mariage précoce) au modèle «occidental» (mariage tardif).

Le 4ème Chapitre étudie la fécondité de la jeunese en corrélation avec le modèle de nuptialité et la mortalité (compensation des pertes démographiques).

Page 226: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

Le 5ème Chapitre introduit à la partie macro-démogra-phique de notre étude, en analysant la structure par âge de la population, les inégalités régionales et l'intégration globale des processus démographiques. L ' î le de Leucade représente un bon exemple des mécanismes démographiques ainsi qu'un des noyaux précoces de la transition démographique dans le territoire hellénique.

Le 6ème Chapitre entreprend un bilan synthétique de la jeunesse en Grèce au 19ème siècle.

Dans la Troisième Partie de notre étude nous étudions les conséquences sociales et idéologiques de la morphologie démographique de la jeunesse (7ème Chapitre) et, enfin (8ème Chapitre), un examen critique et une rédéfinition de la notion de jeunesse.

Page 227: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Αντί για πρόλογο 7

Εισαγωγή 9

Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο

Η Μ Ι Κ Ρ Ο Δ Η Μ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Κ Η Π Ρ Ο Σ Ε Γ Γ Ι Σ Η

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'. ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

I. Προσδιορισμός της γενιάς αναφοράς 17 1. Χώρος και χρόνος της ερευνάς 17 2. Ζητήματα μεθόδου 18

II. Αφετηριακή προικοδότηση. Γενικότητες 24 1. Προγεννητική προικοδότηση 24 2. Προικοδότηση στον τοκετό 26

III. Αφετηριακή προικοδότηση: Ή γενιά αναφοράς 27 1. Αριθμητική των γεννήσεων 27 2. Φύλο 30 3. Τόπος γέννησης 32 4. Οικογενειακή δομή 34 5. Εξώγαμες γεννήσεις 39 6. Εποχή γέννησης 46 7. Ονοματοδοτικές συμπεριφορές 48 8. Απώλεια των γονέων 53 9. Λοιπές διαστάσεις της αφετηριακής προικοδότησης 56

Σύνοψη 62

Page 228: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'. ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ - Η ΜΑΚΡΑ ΠΟΡΕΙΑ

I. Συνολική εικόνα 65

II. Αιτίες θανάτου 73

III. Νοσηρότητα, θνησιμότητα και ή έννοια του ιστορικού τυχαίου 78

IV. Ειδική θνησιμότητα κατά ηλικίες 81

V. Θνησιμότητα κατά ηλικία και τόπο κατοικίας 85

VI. Θνησιμότητα κατά ηλικία και φύλο 91

VII. Θνησιμότητα κατά ηλικία, φύλο και τόπο κατοικίας 93

VIII . Θνησιμότητα κατά ηλικία και αιτίες θανάτου 95

IX. Αιτίες θανάτου κατά φύλο και τόπο κατοικίας 100

Χ. Εποχή γέννησης και θανάτου 103

XI . Ενδογενής συνιστώσα της βρεφικής θνησιμότητας 108

XII . Πίνακας θνησιμότητας της γενιάς 1823 116 1. Συνολική εικόνα 119 2. Περιθώρια διακυμάνσεων 119 3. Θνησιμότητα κατά ομάδες ηλικιών 124

XIII . Προσδόκιμο επιβίωσης 128 XIV. Δείκτης θνησιμότητας κατά φύλο και τόπο κατοικίας 133

1. Θνησιμότητα κατά φύλο 133 2. Θνησιμότητα κατά τόπο κατοικίας 137 3. Θνησιμότητα κατά φύλο και τόπο κατοικίας 144

XV. Απόπειρα εκτίμησης του βάρους των απωλειών 146 μια πρώτη σύνοψη 147

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ ' . ΓΑΜΟΙ - ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΕΣ

I. Γενική εικόνα 151

II. Σχετικά με τους κανόνες εκλογής συζύγου 157

III. Επαναληπτικοί γάμοι 158

Page 229: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

IV. Μοντέλο γαμήλιας συμπεριφοράς 158 μια πρώτη σύνοψη 161

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'. ΤΕΚΝΟΠΟΙΙΑ - ΠΡΟΣ Τ Η ΔΙΑΔΟΧΗ ΤΩΝ ΓΕΝΕΩΝ

I. Γενική εικόνα 163

II. Επίπεδα τεκνοποιίας 165

III. ηλικία τεκνοποιίας 166

IV. Επίπεδα γονιμότητας 167

V. Αναπαραγωγή της νέας γενιάς 168

VI. Γονιμότητα των γάμων 171 1. Νόμιμη γονιμότητα 172 2. Διαστάσεις της οικογένειας 174

VII. Βαθμός αντιρρόπησης των απωλειών 177 μια πρώτη σύνοψη 178

Μ Ε Ρ Ο Σ Δ Ε Τ Τ Ε Ρ Ο

Η Μ Α Κ Ρ Ο Δ Η Μ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Κ Η Π Ρ Ο Ο Π Τ Ι Κ Η

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε' . Σ Υ Γ Κ Ρ Ο Τ Η Σ Η ΚΑΙ ΔΙΑΔΟΧΗ ΤΩΝ ΓΕΝΕΩΝ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΟΥ ΕΛΛΑΔΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

I. Ηλικιακή δομή του πληθυσμού 185

II. Περιφερειακές ανισότητες και σφαιρική απαρτίωση των δημογραφικών διαδικασιών 192

III. Συνολικά συμπεράσματα 195

ΚΕΦΑΛΑΙΟ στ'. ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΙΑΣ Ν Ε Ο Τ Η Τ Α Σ

I. Ή μικροδημογραφική ανάλυση 197 1. Θνησιμότητα 197 2. Γάμοι 200 3. Τεκνοποιία 200

Page 230: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

II. Μηχανισμοί δημογραφικής συγκρότησης της νέας γενιάς 200 1. Θνησιμότητα 201 2. Γάμοι 203 3. Τεκνοποιία 204

Μ Ε Ρ Ο Σ Τ Ρ Ι Τ Ο

Η Ν Ε Ο Τ Η Τ Α ΣΤΗΝ Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'. Σ Υ Ν Ε Π Ε Ι Ε Σ Τ Η Σ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑΣ Τ Η Σ ΝΕΟΤΗΤΑΣ

I. Κοινωνίες νέων 207

II. Εικόνα του βιοτικού κύκλου 207

III. Θεσμοί και ιδεολογίες 209

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η'. Η ΕΝΝΟΙΑ Τ Η Σ ΝΕΟΤΗΤΑΣ

Ή έννοια της νεότητας 211

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

Παράρτημα I 217

Παράρτημα II 218

Χάρτης 221

Περίληψη 223

Page 231: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 232: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 233: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ Μ. ΤΟΜΑΡΑ-ΣΙΔΕΡΗ ΚΑΙ Ν. Σ Ι Δ Ε Ρ Η

ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΟΧΗ ΤΩΝ ΓΕΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΤΕΤΑΡΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΤΟΥ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΣΤΗ ΜΟΝΟΤΥΠΙΑ

ΑΔΕΛΦΩΝ ΠΑΛΗΒΟΓΙΑΝΝΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΝΟΥΤΙΟΣ ΤΟΥ Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Υ ΜΑΝΟΥΣΑΡΙΔΗ

ΜΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ Ε Λ Ε Ν Η Σ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 1986

ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ Τ Η Σ Γ Ε Ν Ι Κ Η Σ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ

Page 234: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 235: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,
Page 236: 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη – Νίκος Σιδέρης, Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα,