239451379-μεθοδολογια-ιστοριας

107
Ελπίδα Βόγλη Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας 1 ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΑΣ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ Ελπίδα Βόγλη Επίκουρη Καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: ΘΕΩΡΙΑ & ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΟΜΟΤΗΝΗ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2013-2014

description

hist

Transcript of 239451379-μεθοδολογια-ιστοριας

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

1

ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΑΣ

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ

Ελπίδα Βόγλη

Επίκουρη Καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ:

ΘΕΩΡΙΑ & ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΚΟΜΟΤΗΝΗ

ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2013-2014

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

2

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 4

Κεφάλαιο πρώτο:

Πηγές, αρχειακές συλλογές και περιοδολόγηση της ιστορίας

Στόχοι του κεφαλαίου 6

1.1. Οι πηγές 7

1.2. Αρχεία και η οργάνωση ειδικών υπηρεσιών

για τη φύλαξή τους στην Ελλάδα 11

1.3. Περιοδολόγηση της ιστορίας 14

Κεφάλαιο δεύτερο:

Οι πηγές, η ιστορική έρευνα και οι ‘βοηθητικές’ επιστήμες της ιστορίας

Στόχοι του κεφαλαίου 19

2.1. Οι επιγραφές και η επιγραφική 20

Ο ρόλος των επιγραφών στην αρχαία ζωή 21

2.2. Οι πάπυροι και η παπυρολογία 31

2.3. Από τα χειρόγραφα βιβλία στα σύγχρονα βιβλία:

Οι παλιές γραφές και η παλαιογραφία 36

2.4. Συνοπτική περιγραφή άλλων «βοηθητικών» επιστημών

Κρυπτογραφία 41

Διπλωματική 43

Εραλδική 45

Κεφάλαιο τρίτο:

Η συγγραφή της ιστορίας 46

Στόχοι του κεφαλαίου 46

3.1. Μελετώντας και αξιολογώντας τις πηγές 49

Κεφάλαιο τέταρτο:

Η ιστορία ... της ιστορικής επιστήμης 69

Στόχοι του κεφαλαίου 69

4.1. Τι είναι η ιστορία της ιστοριογραφίας; 72

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

3

4.2. Από τη μεσαιωνική χρονογραφία στην ιστοριογραφία της Αναγέννησης

και του Ανθρωπισμού 73

Μεσαιωνική χρονογραφία 73

Η ιστοριογραφία του Διαφωτισμού 79

4.3. Από τη σχολή του Göttingen στη Σχολή του Ράνκε 84

4.4. Η Σχολή των Annales 90

Ποια είναι τα βασικά γνωρίσματα της Σχολής των Annales 92

Πρώτη περίοδος: 1929-1945 93

Δεύτερη περίοδος: 1945-1972 94

Σειραϊκή ιστορία 98

Ιστορική δημογραφία 99

Από τη δεύτερη στην τρίτη περίοδο: Η «Νέα Ιστορία» 100

Επίλογος: Η εξέλιξη της ιστοριογραφίας

στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα 103

Συνέχεια της μελέτης σας από τα εγχειρίδιά σας 105

Βιβλιογραφία 106

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

4

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τόσο η θεωρία όσο και η μεθοδολογία είναι απαραίτητες αφετηρίες μιας

επιστήμης. Είθισται, όμως, ειδικά όσοι ασχολούνται με την ιστορία να

αισθάνονται εκ των προτέρων την ανάγκη να απαντήσουν στο ερώτημα: τι

είναι ιστορία; Μπορεί πράγματι να δοθεί ένας τέτοιος ορισμός; Με δεδομένο

το γεγονός ότι μέχρι σήμερα έχουν επιχειρηθεί πολλοί ορισμοί, φαίνεται πως

οι περισσότεροι (αν όχι όλοι) οι εκάστοτε ιστορικοί είναι πεπεισμένοι ότι

είναι εφικτό να δοθεί κάποιος ορισμός -όχι απαραίτητα όμως αποδεκτός από

όλους. Μήπως άλλωστε και στην αρχαιότητα ακόμη συμφωνούσαν όλοι για

το περιεχόμενο της ιστορίας; Ασφαλώς όχι!

Παράλληλα λοιπόν με την παραγωγή της ιστορίας ανά τους αιώνες, έχει

διαμορφωθεί μια ευρεία ποικιλία ορισμών σχετικά με το επιστημολογικό

περιεχόμενο της ιστορίας. Και αυτό είναι επίσης ευεξήγητο· διότι η ιστορία

δεν έχει το ίδιο νόημα από την αρχαιότητα έως σήμερα. Η ιστορία είναι μια

επιστήμη που εξελίσσεται, όπως εξελίσσονται όλες οι επιστήμες. Ωστόσο, η

δική της εξέλιξη δεν οφείλεται απαραίτητα (και ούτε μόνο!) στην ανακάλυψη

νέων πηγών που οδηγούν ή απλώς επιτρέπουν τη συμπλήρωση ή την

αναθεώρηση προγενέστερων προσεγγίσεων. Αντίθετα, μπορεί να

υποστηριχθεί ότι η ιστορία εξελίσσεται και αλλάζει προπάντων διότι

μεταβάλλεται το αντικείμενο που εξετάζει: οι ανθρώπινες κοινωνίες· που

συνιστούν παράλληλα το γενικό υπό εξέταση αντικείμενό της αλλά και το

περιβάλλον που παρέχει τα ερευνητικά κίνητρα, τις υποθέσεις εργασίες και

τα ερωτήματα του ιστορικού· και το οποίο επηρεάζει με τη σειρά του τις

ιδέες, τις αντιλήψεις, τις επιλογές, τα ενδιαφέροντα και τις θεωρίες των

ερευνητών και επιστημόνων οι οποίοι συγγράφουν ιστορία. Όπως

υποστήριξε χαρακτηριστικά ο Fernand Braudel, όχι μόνο η ιστορία αλλά όλες

«οι ανθρωπιστικές επιστήμες είναι γενικώς σε κρίση: βαρύνονται όλες από

την ίδια τους την πρόοδο, γεγονός που θα μπορούσε να οφείλεται και μόνο

στη συσσώρευση καινούριων γνώσεων και στην αναγκαιότητα συλλογικής

εργασίας, που η ευφυής οργάνωσή της μένει να οικοδομηθεί»1.

Αξίζει λοιπόν να αναφέρουμε σε αυτή την εισαγωγή δυο καθόλα ορθές

και σαφείς διαπιστώσεις σχετικά με την ιστορία. Πρώτα από όλα ότι «δεν

υπάρχει ιστορία χωρίς θεωρία». Και η άποψη αυτή μπορεί να συμπληρωθεί

άριστα από την εξής ιδέα: «η ιστορία που γράφεται από γενιά σε γενιά

1 Fernand Braudel, Μελέτες για την ιστορία, μτφρ. Οντέτ Βαρών και Ρόδη Σταμούλη,

Αθήνα: Ε.Μ.Ν.Ε.-Μνήμων, 1987, σ. 15.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

5

αλλάζει στη μορφή και το περιεχόμενό της ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και

τις διανοητικές προκαταλήψεις κάθε εποχής»2.

Στις σελίδες που ακολουθούν, θα εξεταστούν συνοπτικά οι κυριότερες

από τις λεγόμενες βοηθητικές επιστήμες και η συμβολή τους στην εξέλιξη

της ιστορικής επιστήμης. Θα απαντήσουμε στα ερωτήματα τι είναι ιστορία

και ποιες είναι οι βασικές συνιστώσες της επιστημονικής θεωρίας και

μεθοδολογίας της. Επίσης θα παρουσιάσουμε συνοπτικά τις σπουδαιότερες

μεταβολές και τάσεις που παρατηρούνται στην εξέλιξη της ιστορίας και της

ιστοριογραφίας. Θα πρέπει φυσικά να τονιστεί ότι οι σελίδες που

ακολουθούν, βασίζονται στη μελέτη μιας αρκετάς μεγάλης βιβλιογραφίας η

οποία παρατίθεται στις υποσημειώσεις αλλά και στο τέλος και η οποία

επιλέχθη διότι μας βοηθά να προσεγγίσουμε κάποια ιδιαίτερα απαιτητικά

ζητήματα, ή σωστότερα προβλήματα της επιστήμης μας.

Ε.Β.

2 Από τις επιλεγμένες απόψεις περί ιστορίας που παρατίθονται στο Γιώργος Κόκκινος,

Από την ιστορία στις ιστορίες. Προσεγγίσεις στην ιστορία της ιστοριογραφίας, την

επιστημολογία και τη διδακτική της ιστορίας, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 31989, σ. 21.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

6

Κεφάλαιο πρώτο:

Πηγές, αρχειακές συλλογές και η περιοδολόγηση της ιστορίας

Οι στόχοι αυτού του κεφαλαίου είναι να κατανοήσετε:

τι είναι οι πηγές και ποια είναι η αξία τους για την ιστορική επιστήμη

πώς διακρίνονται οι πρωτογενείς από τις δευτερογενείς πηγές

τι ονομάζουμε άμεσες και έμμεσες πηγές και γιατί αυτή η διάκριση είναι

σημαντική για την αξιοποίηση των στοιχείων που προσφέρουν στον ιστορικό

ποια είναι τα βασικά στάδια της ιστορικής έρευνας

τι είναι οι αρχειακές συλλογές και ποιες είναι οι δημόσιες υπηρεσίες ή οι

ιδιωτικοί φορείς στην Ελλάδα όπου μπορεί ο σύγχρονος ιστορικός να

αναζητήσει τις πηγές του

πώς εξελίχθηκαν αυτές οι υπηρεσίες στην Ελλάδα (επομένως, πώς

διασώθηκαν ή πώς χάθηκαν πολλές πηγές)

τι είναι η περιοδολόγηση της ιστορίας και ποια η σημασία της

γιατί είναι απαραίτητη η κατάτμηση του ιστορικού χρόνου σε ιστορικές

περιόδους

τι ονομάζουμε ‘ιστορική περίοδο’

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

7

1.1. Οι πηγές

Οι πηγές είναι το σύνολο των τεκμηρίων που έχουν αφήσει οι φορείς της

δράσης στο παρελθόν. Σε αυτά τα ίχνη, που μπορεί να είναι τεκμήρια ή

αντικείμενα κάθε είδους, στηρίζει την έρευνα και τη μελέτη του ο ιστορικός3.

Είτε πρόκειται για διατροφικά κατάλοιπα, για τοπωνύμια, για επιγραφές,

εικόνες, κείμενα, έγγραφα κ.τ.λ., ο ιστορικός, αφού πρώτα συγκεντρώσει

το υλικό του, οφείλει να εφαρμόσει αυστηρές μεθόδους κριτικής,

σχολιασμού, ανάλυσης και ερμηνείας, που απορρέουν από τη δεοντολογία

της επιστήμης του.

Ακολουθώντας το πολύτιμο εγχειρίδιο της Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου

για τις ιστορικές σπουδές, οι πηγές κατατάσσονται στις εξής μεγάλες

ενότητες:

1. γραπτά κείμενα

2. προφορική παράδοση

3. μνημεία και αρχαιολογικό υλικό

4. [για τη σύγχρονη εποχή] οπτικό και ακουστικό υλικό

Σε κάθε μία από αυτές τις ενότητες εντάσσονται διάφορες κατηγορίες

πηγών που, όπως επισημαίνει η ίδια, «κάθε μια έχει την δική της προέλευση,

ιδιαίτερους κανόνες για την χρησιμοποίησή της και διαφορετική

αξιολόγηση»4. Με άλλα λόγια η διάσωση κάθε κατηγορίας πηγών έχει τη

δική της «ιστορία» αλλά και ο χαρακτήρας της είναι ιδιαίτερος, ώστε η

μελέτη και αξιοποίησή της στην ιστορική έρευνα επιβάλλει διαφορετική

προσέγγιση. Αναμφίβολα όμως οι γενικοί κανόνες που απαιτούνται για τη

χρήση τους κατά τη Χριστοφιλοπούλου, είναι σε κάθε περίπτωση

απαραίτητοι. Συγκεκριμένα, η γλωσσική κατανόηση των πηγών αποτελεί

το πρώτο βήμα της επαφής του ιστορικού με την κάθε μορφής γραπτή πηγή

του. Αν για παράδειγμα δεν είχε επιτευχθεί η ανάγνωση της ιερογλυφικής

γραφής, οι ιστορικοί δεν θα μπορούσαν να μελετήσουν και να αξιοποιήσουν

ως πηγή τον περίφημο «λίθο της Ροσέτης» (μια επιγραφή που βρέθηκε κατά

τη διάρκεια της ναπολεόντειας εκστρατείας στην Αίγυπτο). Η δεύτερη

3 Βλ. σχετικά το λήμμα ‘πηγή [source]’ στο Grégory Dufaud, Hervé Mazurel και Nicolas

Offenstadt, Οι λέξεις του ιστορικού. Έννοιες-κλειδιά στη μελέτη της ιστορίας, μτφρ. Κωστής

Γκοτσίνας, Αθήνα: Κέδρος, 2007, σ. 162-163. 4 Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Εισαγωγή στις ιστορικές σπουδές, Αθήνα 2005

[φωτομηχανική επανέκδ. της πρώτης έκδοσης του 1978], σ. 51.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

8

προϋπόθεση για τη χρήση μιας πηγής είναι φυσικά η χρονολόγηση της

πηγής, έστω με τη μεγαλύτερη δυνατή προσέγγιση. Πώς θα μπορούσε

δηλαδή να αξιοποιηθεί μια επιγραφή που θέτει στη διάθεση του ιστορικού

ένα νόμο του αρχαίου παρελθόντος, ή ακόμη και ένα αχρονολόγητο

έγγραφο του 18ου ή του 19ου αιώνα, αν ήταν αδύνατο να σχετιστεί το

δεδομένο τεκμήριο με τα ιστορικά του συμφραζόμενα; Αναπόφευκτα βασικό

μέλημα του ιστορικού είναι η ένταξη των γεγονότων που του προσφέρουν οι

πηγές του στο χρόνο και το χώρο. Ο τρίτος κανόνας αξιοποίησης των

ιστορικών πηγών αφορά τον έλεγχο της αξιοπιστίας τους και ο τέταρτος

την αξιολόγησή τους. Δεν θα πρέπει ο ιστορικός να ελέγχει αν η πηγή στην

οποία θα στηρίξει την ανάπλαση του παρελθόντος και τα συμπεράσματά του

είναι γνήσια ή πλαστογραφημένη; Αν για παράδειγμα έχει στη διάθεσή του

ένα φυλλάδιο που υποτίθεται ότι είναι γραμμένο από τον Λούθηρο, δεν θα

πρέπει να βεβαιωθεί ότι πράγματι συγγραφέας του ήταν ο Λούθηρος και όχι

κάποιος μιμητής του είτε κάποιος που συνειδητά θέλησε να παραποιήσει τις

απόψεις του; Αν πάλι, έχει στη διάθεσή του ένα χάρτη που υποτίθεται ότι

εκχωρήθηκε από το Γάλλο βασιλιά Ερρίκο Δ´ στην πόλη της Rouen, θα

πρέπει να βεβαιωθεί ότι ο χάρτης αυτός είναι γνήσιος και ότι δεν

σχεδιάστηκε εκ των υστέρων ίσως από κάποιους κατοίκους του Rouen που

επεδίωκαν να εξασφαλίσουν ειδικά προνόμια για την πόλη τους5.

Αναμφίβολα ο ιστορικός είναι υποχρεωμένος να επιστρατεύσει τις γνώσεις,

την εμπειρία και τις ικανότητές του και χρησιμοποιώντας τις μεθόδους της

επιστήμης του να αποσοβήσει τον κίνδυνο να «εξαπατηθεί» από το παρελθόν

ή σωστότερα από τους «παραγωγούς» των αρχείων που έχει στη διάθεσή

του.

Τέλος, οφείλει να προχωρήσει στην αξιολόγηση της κάθε κατηγορίας των

πηγών του προκειμένου να ολοκληρώσει την έρευνά του, δηλαδή «την

εμβριθή και μεθοδική μελέτη όλων των διαθέσιμων πρωτογενών και

δευτερογενών πηγών, που (...) αποβλέπει στον εμπλουτισμό των γνώσεων

σ’έναν ορισμένο τομέα»6. Και ποια είναι η διαφορά μεταξύ πρωτογενών και

δευτερογενών πηγών; Η διάκριση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική.

Πρωτοεγενείς είναι οι πηγές που προέρχονται από τη συγκεκριμένη

περίοδο του παρελθόντος που εξετάζει ο ιστορικός. Αν για παράδειγμα

5 Arthur Marwick, Εισαγωγή στην ιστορία, μτφρ. Κρίστη Τρίγκου, Αθήνα: εκδ.

Κουτσούμπος, 1985, σ. 114. 6 Ό.π., σ. 84. Τα παραδείγματα ιστορικής έρευνας και επαφής του ιστορικού με ειδικές

κατηγορίες των πηγών του στο επόμενο κεφάλαιο προσθέτουν καίριους προβληματισμούς

για τη διαδικασία της αξιολόγησης που επιτρέπει την αξιοποίηση των πηγών.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

9

εστιάζει τη μελέτη του στον 19ο αιώνα, πρωτογενείς πηγές είναι τα

έγγραφα, η ιστοριογραφία, τα απομνημονεύματα κτλ. του 19ου αιώνα.

Δευτερογενείς πηγές είναι οι ερμηνείες, οι μελέτες ή όποιες άλλες

προσεγγίσεις γράφηκαν μεταγενέστερα από ιστορικούς και ιστοριοδίφες ή

άλλους οι οποίοι μελέτησαν μια δεδομένη περίοδο. Ένα παράδειγμα θα ήταν

ιδιαίτερα χρήσιμο στο σημείο αυτό για να γίνει κατανοητη η διάκριση των

πηγών σε πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές7.

Τίτλος

A.G.Dickens, The Age of Humanism and Reformation (1η έκδ.

1972)

Δευτερογενής

πηγή

Journals of the House of Lords, 1510-1614 Πρωτογενής πηγή

Εκθέσεις των Βενετών πρεσβευτών της Ενετικής Γερουσίας που

καλύπτουν την ιστορική περίοδο 1496-1533

Πρωτογενής πηγή

John Knox, The History of the Reformation in Scotland (1η έκδ.

1587)

πρωτογενής πηγή

H.G.Koenigsberger και George L. Mosse, Europe in the

Sixteenth Century (1η έκδ. 1968)

Δευτερογενής

πηγή

N. Machiavelli, Il Principe (το έργο ολοκληρώθηκε το 1516 και

εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1530)

Πρωτογενής πηγή

Max Weber, “Die Protestantische Ethik und der Geist des

Kapitalismus”, στο Archiv für Sozialwissenschaft und

Sozialpolitik, τ. XX (1904)

Δευτερογενής

πηγή

Και γιατί είναι απαραίτητο ο ιστορικός να μελετήσει όλες τις διαθέσιμες

πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές; Διότι θα πρέπει να ενημερωθεί για

όλα τα διαθέσιμα ντοκουμέντα αλλά και για όλα όσα έχουν γραφεί σχετικά

με το θέμα που τον ενδιαφέρει. Φυσικά, η μελέτη των δευτερογενών πηγών

που είναι ιδιαίτερα σημαντική, αποτελεί το πρώτο στάδιο της έρευνάς του.

Δηλαδή ο ιστορικός ξεκινά με τη μελέτη των δευτερογενών πηγών (σήμερα

τις αποκαλούμε γενικότερα ‘βιβλιογραφία’) και έπειτα προχωρεί στην

έρευνα των πρωτογενών πηγών του προκειμένου να καταλήξει, όπως ήδη

αναφέρθηκε, στην κριτική (ή τον έλεγχο της αξιοπιστίας, όταν είναι

απαραίτητο) και την αξιολόγησή τους. Για την επίτευξη μάλιστα των

τελευταίων στόχων θέτει μια σειρά από ερωτήματα όπως: Τι είδους πηγή

είναι αυτή; Ποιο άτομο ή ποια ομάδα δημιούργησε αυτή την πηγή; Ποιες

ήταν οι αντιλήψεις του ή οι προκαταλήψεις κ.τ.λ. του συντάκτη ενός

7 Το παράδειγμα παρουσιάζεται υπό τη μορφή άσκησης ό.π., σ. 85-86

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

10

εγγράφου; Πώς και για ποιο σκοπό δημιουργήθηκε το έγγραφο; Αναμφίβολα

ο ιστορικός οφείλει να κατανοεί απόλυτα το κείμενο ενός εγγράφου με βάση

τα δεδομένα της εποχής στην οποία εντάσσεται8.

Επιπλέον ο ιστορικός θα πρέπει να γνωρίζει ότι οι πηγές σε όποια από τις

τέσσερις μεγάλες ενότητες πηγών που αναφέρθηκαν παραπάνω και αν

ανήκουν, διακρίνονται σε άμεσες και έμμεσες. Άμεσες θεωρούνται «τα

αυτούσια κατάλοιπα του παρελθόντος, τα μνημεία, τα νομίσματα, οι

επιγραφές, τα οικόσημα, οι σφραγίδες, τα ανασκαφικά ευρήματα και για την

εποχή μας το ακουστικό, κινηματογραφικό και τηλεοπτικό υλικό» αλλά και

τα γραπτά κείμενα που επρόκειτο να υπηρετήσουν συγκεκριμένους

πρακτικούς στόχους, όπως η νομοθεσία, οι διεθνείς συμβάσεις, τα πρακτικά

των οικουμενικών ή τοπικών συνόδων, των κοινοβουλίων, των διεθνών

διασκέψεων, τα ιδιωτικά και δημόσια έγγραφα, η αλληλογραφία, τα

πολιτικά κείμενα κ.ά. (βλ. εικ.1 και εικ. 2)

Εικ. 1

ΜΝΗΜΕΙΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ

μας αποκαλύπτουν την οργάνωση του αστικού, κοινωνικού, οικογενειακού,

οικονομικού, πολιτικού βίου, της λατρείας, τις δυναστικές σχέσεις, την ιδεολογία,

εμπορικές & διεθνείς σχέσεις ενός κράτους ή μιας κοινωνίας κ.τ.λ.

ΕΠΙΓΡΑΦΕΣΟΙΚΟΣΗΜΑ

ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΠΑΠΥΡΟΙ

Εικ. 2

ΕΓΓΡΑΦΑ διπλωματικά έγγραφα

εξωτερική πολιτική

πρεσβευτικές εκθέσεις

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ/

ΣΥΝΘΗΚΕΣ

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΟΔΩΝ,

ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΩΝ, ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΕΩΝ

ΟΠΤΙΚΟ/ΑΚΟΥΣΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ,

ΛΟΓΟΙ, ΦΥΛΛΑΔΙΑ

8 Για τον έλεγχο της αξιοπιστίας και την αξιολόγηση των πηγών βλ. αναλυτικότερα ό.π.,

σ. 114-122.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

11

Με απλούστερα λόγια πρόκειται για άμεσες πηγές διότι π.χ. ένας ναός ή

ένα μνημείο δεν κατασκευάζονται για να αποτελέσουν πηγή των

μεταγενέστερων ιστορικών αλλά για να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένες

ανάγκες μιας κοινωνίας σε μια δεδομένη εποχή. Παρομοίως ένα νόμος

συντάσσεται με σκοπό τις ανάγκες της εποχής του. Μια έκθεση ενός

πρεσβευτή ή τα πρακτικά της βουλής είτε η επιστολή την οποία στέλνει ένας

άνδρας στη σύζυγό του κ.ά. έχουν το «ρόλο» τους στη δική τους εποχή, την

οποία ερευνά ο ιστορικός.

Από την άλλη πλευρά έμμεσες είναι οι πηγές «που αποβλέπουν να

δώσουν ειδήσεις για μια εποχή, όπως είναι τα ιστοριογραφικά κείμενα, τα

απομνημονεύματα (...) τα έργα της λογοτεχνίας (μυθιστόρημα, θέατρο,

δοκίμιο), ταξιδιωτικές εντυπώσεις, γεωγραφικά πονήματα, προσωπικά

ημερολόγια καλλιτεχνών και λογοτεχνών, ως και άσημων προσώπων» τα

οποία επιτρέπουν στον ιστορικό να αποκτήσει ολοκληρωμένη εικόνα της

κοινωνικής, της πνευματικής ή και της πολιτικής ζωής μιας κοινωνίας σε μια

δεδομένη εποχή.

1.2. Αρχεία και η οργάνωση ειδικών υπηρεσιών για τη φύλαξή τους στην

Ελλάδα

Ειδικά όταν αναφερόμαστε σήμερα σε αρχεία, είθισται να εννοούμε τις

γραπτές σωζόμενες πηγές, τις οποίες έχουν ταξινομήσει αρχειονόμοι

δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για το έργο του ιστορικού. Οι αρχειονόμοι

δηλαδή έχουν τακτοποιήσει το σύνολο των σωζόμενων ‘χαρτιών’ του

παρελθόντος, κατατάσσοντάς τα σε ενότητες με θεματική συνοχή ή

χρονολογική σειρά ή και τα δύο, ανάλογα με τη μορφή κάθε αρχείου, σε

φακέλους και υποφακέλους στις οποίες παραπέμπει στο έργο του ο

ιστορικός. Οι συλλογές αυτές βρίσκονται στα δημόσια αρχεία ―τις ειδικές

υπηρεσίες που έχει οργανώσει κάθε κράτος για τη διαφύλαξη των εγγράφων

που αναφέρονται στις διεθνείς σχέσεις ή στις εσωτερικές υποθέσεις τους―

και σε ιδιωτικά αρχεία9.

Τα δημόσια αρχεία συγκεντρώνουν τους καρπούς της διοικητικής και

πολιτικής εργασίας των φορέων (π.χ. υπουργείων) που από όπου

προέρχονται τα αρχεία. Ο τρόπος συγκέντρωσης τέτοιων συλλογών ποικίλει

ανάλογα με τη χώρα. Πάντως η αρχή της δημοσιότητας και πρόσβασης στα

αρχεία σήμερα είναι κοινώς αποδεκτή. Στην Ελλάδα συγκεκριμένα η ευθύνη

9 Τα παλαιότερα έγγραφα ωστόσο σώζονται στα αρχεία μοναστηριών. Στην Ελλάδα

πολύτιμα αρχεία βρίσκονται στα μοναστηριακά συγκροτήματα του Άθω, της Πάτμου και των

Μετεώρων. Βλ. σχετικά Χριστοφιλοπούλου, ό.π., σ. 81.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

12

για τη διατήρηση και φύλαξη των διπλωματικών εγγράφων του κράτους

σχεδόν συμπίπτει με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και έτσι αφορά

τη μελέτη της νεότερης ιστορίας. Αρχικά ανατέθηκε από το «Προσωρινό

Πολίτευμα», γνωστό ως σύνταγμα της Επιδαύρου (1822), στον

Αρχιγραμματέα της Επικράτειας. Το 1829 ιδρύθηκε για τον ίδιο σκοπό το

«Αρχειοφυλάκειον της Επικρατείας» που προβλεπόταν να υποδέχεται τα

αρχεία όλων των «Γραμματειών» (δηλαδή υπουργείων). Αλλά το 1833 με

διάταγμα του Όθωνα διαλύθηκε το Αρχειοφυλάκειο και κάθε Γραμματεία

παρέλαβε τα αρχεία που είχε έως τότε καταθέσει. Με το ίδιο διάταγμα

ιδρύθηκε Τμήμα Αρχείων στη «Γραμματεία επί των Εξωτερικών». Η επίσημη

όμως ίδρυση τμήματος αρχείων με συγκεκριμένες αρμοδιότητες και έργο

εντός του υπουργείου Εξωτερικών (όπως μετονομάστηκε η «Γραμματεία επί

των Εξωτερικών» με απόφαση, το 1863, της Β´ Εθνοσυνέλευσης) έγινε μόλις

το 1910.

Στο μεταξύ, το 1846, συγκεντρώθηκαν στη Βουλή των Ελλήνων τα αρχεία

των Εθνοσυνελεύσεων. Το 1855 ανακοινώθηκε η έκδοση των Αρχείων της

Εθνικής Παλιγγενεσίας που αποτελούν σήμερα εύκολα προσβάσιμη και

πολύτιμη πηγή για την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης. (Αξίζει μάλιστα

να σημειωθεί ότι, χάρη στη νέα τεχνολογία, η πρόσβαση σήμερα στους

τόμους των Αρχείων της Παλιγγενεσίας προσφέρεται ελεύθερα στο διαδίκτυο

από την ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων). Το 1864, με την προσάρτηση

στην Ελλάδα των Ιονίων Νήσων, τα «Αρχειοφυλάκεια» Κέρκυρας, Παξών,

Λευκάδας, Κεφαλληνίας, Ιθάκης, Ζακύνθου και Κυθήρων περιήλθαν στο

υπουργείο Εσωτερικών και αργότερα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους

(Γ.Α.Κ.) που ιδρύθηκαν το 1914 (Ν. 380/1914 «Περί της ιδρύσεως

υπηρεσίας των αρχείων του κράτους»), χάρη στις προσπάθεις του

καθηγητή Σπυρίδωνα Λάμπρου και του ιστορικού ερευνητή Γιάννη

Βλαχογιάννη που διετέλεσε πρώτος διευθυντής των Γ.Α.Κ. (και ο οποίος

δώρισε στα Γ.Α.Κ. την πολύτιμη συλλογή του).

Από το 1910 που, όπως αναφέρθηκε, οργανώθηκε συστηματικότερα η

υπηρεσία αρχείων του υπουργείου Εξωτερικών και μέχρι το 1920

συντελέσθηκε σημαντική προσπάθεια ταξινόμησης του αρχείου, ώστε να

καταστεί λειτουργικό και προσβάσιμο στην ιστορική έρευνα. Εκτός από τους

υπηρεσιακούς παράγοντες πρόσβαση στα διπλωματικά έγγραφα του αρχείου

αποκτούσαν μόνον κάποιοι επιστήμονες υπό τον όρο ότι θα είχαν

εξασφαλίσει την άδεια του Υπουργείου. Με εντολή του Πρωθυπουργού

Ελευθέριου Βενιζέλου εκείνη την εποχή άδεια μελέτης των φακέλων του

Αρχείου δόθηκε σε δύο Γάλλους ιστορικούς, τους Edouard Driault και Michel

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

13

Lheritier, οι οποίοι εξέδωσαν, πέντε χρόνια αργότερα, την πρώτη

διπλωματική ιστορία της Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής

(1941-1944) το υπουργείο Εξωτερικών και όλες οι Υπηρεσίες του ανέστειλαν

τη λειτουργία τους, ενώ απαγορεύθηκε κάθε προσέγγιση στα Αρχεία του

Υπουργείου. Μετά την απελευθέρωση της χώρας, η εικόνα που παρουσίαζαν

τα Αρχεία ήταν τραγική: η συλλογή είχε εν μέρει λεηλατηθεί και επιλεκτικά

καταστραφεί. Μέρος των φακέλων είχε μεταφερθεί κατά την υποχώρηση

των στρατευμάτων κατοχής στη Γερμανία, ενώ, όπως αποδείχθηκε από τα

κενά που παρουσίασε το Αρχείο όταν επιστράφηκε μέσα σε σάκους από τον

αμερικανικό στρατό, είχαν αφαιρεθεί και καταστραφεί πολλά έγγραφα.

Παρ’όλα αυτά το 1945 ξεκίνησε η επαναταξινόμηση των Αρχείων και

ολοκληρώθηκε πέντε χρόνια αργότερα. Πρόσβαση στο Αρχείο του

υπουργείου Εξωτερικών, που αποτελεί σήμερα ένα από τα σημαντικότερα

δημόσια αρχεία του ελληνικού κράτους, παρότι αφορά μόνο τα αρχεία του

εν λόγω υπουργείου, άρχισαν να αποκτούν οι ερευνητές μετά το 1959, το

έτος που εκδόθηκε το βασιλικό διάταγμα (426/30.11.1959) με το οποίο

ορίστηκε ο τρόπος προσέγγισης ιδιωτών και ιστορικών ερευνητών στο

αρχείο. Το ίδιο διάταγμα προέβλεπε ότι τα αρχεία διατίθενται προς έρευνα

μετά την παρέλευση πενήντα ετών10. Αλλά με το νέο νόμο του 1986 που αυτή

τη φορά αφορούσε τη λειτουργία των Γ.Α.Κ. το διάσ

Αντίστοιχα, η αναδιοργάνωση των Γ.Α.Κ. πραγματοποιήθηκε αρχικά με

νόμο του 1939 (Ν. 2027/1939) και κατόπιν το 1986 (Ν. 1599/1986) και το

1991 (Ν. 1946/1991). Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί ότι από το νόμο του 1986

τα αρχεία της αρμοδιότητας των Γ.Α.Κ. σε όλη την Ελλάδα είναι προσιτά

στους ερευνητές μετά την πάροδο τριάντα ετών ενώ ο νόμος του 1991 εκτός

από τους ορισμούς των δημοσίων και ιδιωτικών αρχείων, περιλάμβανε και

τον εξής ορισμό των οπτικοακουστικών αρχείων: «Οπτικοακουστικά αρχεία

χαρακτηρίζονται οι μαρτυρίες σε ηχητικές και σε κινούμενες ή στατικές

οπτικές αποτυπώσεις» (κεφ. Α´, άρθρο 5)11. Αναμφίβολα η πρόοδος της

τεχνολογίας αποτέλεσε βασικό συντελεστή για την αναβάθμιση της

οργάνωσης και λειτουργίας τόσο των δημοσίων όσο και των ιδιωτικών

αρχειακών συλλογών στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον κόσμο.

10 Βλ. μεταξύ άλλων χρήσιμες πληροφορίες για την ίδρυση και την ιστορία της Υπηρεσίας

Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου (Υ.Δ.Ι.Α.) του Υπουργείου Εξωτερικών στην ιστοσελίδα

http://www2.mfa.gr/www.mfa.gr/el-GR/The+Ministry/Structure/Archives/History+of+the+

Archives+Service/. Για μια ενδιαφέρουσα ‘περιήγηση’ στα ελληνικά αρχεία βλ. επίσης Ι.

Δ. Ψαράς, Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας, Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2001. 11 Βλ. το ιστορικό της οργάνωσης και λειτουργίας των Γ.Α.Κ. στην ιστοσελίδα:

http://gak.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=16.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

14

Κάποιες από τις λεγόμενες ιδιωτικές αρχειακές συλλογές φυλάσσονται σε

δημόσια αρχεία αλλά πολλές άλλες σε ιδιωτικούς φορείς που οργανώθηκαν

στην Ελλάδα κυρίως από τη δεκαετία του 198012. Οι ιδιωτικές αρχειακές

συλλογές δεν χαρακτηρίζονται ούτε από πληρότητα ούτε από ομοιογένεια

ως προς το υλικό τους. Παρήχθησαν στη διάρκεια του χρόνου από

μεμονωμένους ανθρώπους που συντηρούσαν έγγραφα σχετικά με τη δράση

τους (ως υπουργοί, διπλωμάτες κ.ά. ως μέλη συλλόγων αλλά και ως

έμποροι, μαγαζάτορες κ.ά.), την οικογενειακή, προσωπική ή εταιρική

αλληλογραφία τους κ.ά. Όχι σπάνια στα ιδιωτικά αρχεία περιλαμβάνονται

έγγραφα όλων των παραπάνω κατηγοριών ή και άλλων13.

Φυσικά, ο ιστορικός σήμερα μπορεί να αντιληφθεί ότι οι πηγές δεν

αποτελούν αφ’ εαυτού την ιστορία. Η άποψη αυτή που επηρέασε κάποιες

ομάδες ιστορικών στο παρελθόν, όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω,

είναι απαρχαιωμένη και μη επιστημονική. Κατ’ ανάλογο τρόπο δεν υπάρχουν

‘καλές’ ή ‘κακές’ πηγές με γνώμονα, παραδείγματος χάριν, τον πλούτο

τους. Εξάλλου, πολλές φορές επαναλάβαμε κατά τη διάρκεια των

παραδόσεών μας ότι η πληρότητα των πηγών που έχει στη διάθεσή του ο

ιστορικός, θα μπορούσε να είναι μια ευχή αλλά όχι η πραγματικότητα: το τι

έχει σωθεί από το παρελθόν που καλείται να ερευνήσει, και κατά συνέπεια

με ποιούς τρόπους θα πρέπει να διαχειριστεί τα κενά αλλά και το είδος του

σωζόμενου υλικού του είναι προβλήματα που συντροφεύουν μόνιμα τον

ιστορικό –ο οποίος θέτει τα ερωτήματά του έχοντας απόλυτη επίγνωση του

γεγονότος ότι μέρος των πηγών του έχει απωλεσθεί και ότι σχεδόν πάντα η

ανάκτησή του είναι αδύνατη.

1.3. Περιοδολόγηση της ιστορίας

Είναι ευρύτατα διαδεδομένη η άποψη που θέλει τη διαίρεση της ιστορίας σε

περιόδους και υπο-περιόδους κατασκευασμένο εργαλείο που προορίζεται να

διευκολύνει και τον ιστορικό στην κατάταξη των γεγονότων αλλά και τη

διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας ―αφού ένα μάθημα είναι δυνατό να

12 Βλ. σχετικά τον πολύτιμο Οδηγό Ιδιωτικών Αρχείων, που εξέδωσε η Επιτροπή Ιδιωτικών

Αρχείων της Ελληνικής Αρχειακής Εταιρείας το 2005,

http://www.eae.org.gr/Texts/pub_O_I_A.pdf (τελευταία επίσκεψη στην ιστοσελίδα

15/1/2009). 13 Σχετικά με το τι μπορεί να περιλαμβάνουν τα ιδιωτικά αρχεία, μπορείτε να

ενημερωθείτε επισκεπτόμενοι την ιστοσελίδα κάποιου ιδιωτικού φορέα που προσφέρει στο

διαδίκτυο περιγραφές αρχείων. Βλ. παραδείγματος χάριν στην ένδειξη ‘κατάλογος αρχείων’

του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α.) στην ιστοσελίδα:

www.elia.org.gr.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

15

εξετάζει μία χρονική περίοδο με ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, είναι

αδύνατο όμως να καλύψει το ευρύ φάσμα της αχανούς έκτασης της

ιστορίας14. Πολλοί επιφανείς ιστορικοί μάλιστα έχουν χαρακτηρίσει κατά

καιρούς συμβατικές, αυθαίρετες ή καταχρηστικές τις τομές που τίθονται για

την περιοδολόγηση της ιστορίας. Και το κυριότερο και αναμφίβολα ορθό

επιχείρημά τους είναι ότι οι διαιρέσεις του ιστορικού χρόνου γίνονται κατά

προσέγγιση· διότι είναι αδύνατο να χαράξουμε μια διαχωριστική γραμμή

μεταξύ δύο ιστορικών περιόδων, ειδικά αν πρόκειται για τη γενική ιστορία

της Ευρώπης, της οποίας ο πολιτισμός διαμορφώθηκε ως απόρροια μιας

μακράς και περίπλοκης διαδικασίας.

Σήμερα πάντως η διαίρεση της ιστορίας σε συγκεκριμένες περιόδους είναι

κοινώς αποδεκτή και εμφανίζεται ακόμη και στα έργα αυτών που έχουν

διατυπώσει αμφιβολίες σχετικά με την αξία των προβαλλόμενων ορίων της

περιοδολόγησης. Όταν αναφέρουμε λοιπόν τους όρους Αρχαιότητα,

Μεσαίωνας, Αναγέννηση, Μεταρρύθμιση ή Διαφωτισμός παραπέμπουμε σε

συγκεκριμένες περιόδους της ιστορίας, σε ένα λίγο ή πολύ οριοθετημένο

χώρο και χρόνο που διακρίνονται για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους τα

οποία δεν θα συναντήσουμε σε άλλη φάση της ευρωπαϊκής ιστορίας. Τέτοιες

υποδιαιρέσεις του ιστορικού χρόνου εφοδιάζουν τον ιστορικό με έναν πρώτο

προσανατολισμό που του είναι απαραίτητος για να τοποθετήσει τον

προβληματισμό του στο ιστορικό τοπίο. Από την άλλη πλευρά η κατάτμηση

της ιστορικής συνέχειας σε χρονολογικές αλλά και θεματικές ενότητες είναι

επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων, διότι επιτρέπει την κατανόηση της

διαδικασίας της αλλαγής και την ενδελεχή παρουσίαση των πορισμάτων της

ιστορικής έρευνας.

Οι ιστορικοί, επομένως, αν και εν μέρει παραδέχονται το αυθαίρετο και

το υποκειμενικό της περιοδολόγησης της ιστορίας, δεν παύουν να

τεμαχίζουν τον ιστορικό χρόνο και να δημιουργούν ιστορικές περιόδους. Και

ο λόγος είναι ότι μόνο με τον τρόπο αυτό μπορούν να αναλύσουν, να

εποπτεύσουν, να εμβαθύνουν και να ερμηνεύσουν το ιστορικό υλικό τους.

Αναμφίβολα η περιοδολόγηση καθορίζεται από τα γεγονότα. Κάθε ιστορική

περίοδος διαφοροποιείται από την προηγούμενη όσο και από την επόμενη.

Τα βασικά χαρακτηριστικά που οριοθετούν την αρχή μιας περιόδου είναι

αυτά που προσδιορίζουν την ιδιαίτερη ταυτότητά της· και αποτελούν το

δείκτη των σημαντικότερων μεταβολών που έχουν επέλθει στην ιστορική

εξέλιξη ενός πολιτισμού, μιας κοινωνίας, μιας οικονομίας, μιας πολιτείας,

14 Το υποκεφάλαιο αυτό σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στο Β. Σπυριδωνάκης,

Περιοδολόγηση της ιστορίας του δυτικού κόσμου, Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2007.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

16

ενός έθνους κ.τ.λ. Φυσικά, δεν λείπουν οι διαφωνίες και οι διαφορές στους

τρόπους περιοδολόγησης. Αντίθετα και αυτές είναι δικαιολογημένες. Τα

γεγονότα διατηρούν τη μοναδικότητά τους σε κάθε κοινωνία, οικονομία ή

πολιτεία και επίσης ακολουθούν τους δικούς τους τρόπους εξέλιξεις.

Παραδείγματος χάριν, ποιες είναι οι απαρχές της νεότερης εποχής; Είναι

κοινές για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και τα κράτη της νοτιοανατολικής

ηπείρου που διαδέχθηκαν μετά την κατάρρευσή της την πολυεθνική

οθωμανική αυτοκρατορία; Ασφαλώς όχι. Όπως όμως η ιστορία διατηρεί τον

αέναο και αδιάσπαστο χαρακτήρα της στο χρόνο, κάθε ιστορική περίοδος

αποτελεί ένα οργανικό σύνολο ιστορικών δεδομένων και έχει την εσωτερική

δομή της που καθορίζεται από την αλληλουχία, τη συνέπεια και τις

ασυνέπειες των συστατικών της στοιχείων. Έτσι, ενώ βασική αρχή της

ιστορίας παραμένει η συνέχεια, η περιοδολόγησή της είναι η απαιτητική

άσκηση στο επίπεδο της ανάλυσης που αποσκοπεί στον εντοπισμό

σημαντικών σταθμών και σημείων εκκίνησης του πλαισίου της φύσει

αδιάκοπης εξέλιξης. Με άλλα λόγια οι έννοιες της συνέχειας και της

περιοδολόγησης δεν είναι αντιφατικές· αλλά είναι αλληλοεξαρτώμενες. Και

αυτό επιβεβαιώνεται άριστα από την εξής διαπίστωση: «τελικά, μόνο σε

σύγκριση με την περίοδο που προηγείται και μ’ αυτήν που ακολουθεί, μόνο

με αντιπαραβολή δηλαδή ομοιοτήτων και διαφορών με προηγούμενα ή

επόμενα, μπορούμε να εντοπίσουμε μια διαφορετική ιστορική περίοδο και να

συλλάβουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της»15.

Οι απαρχές λοιπόν της αρχαϊκής περίοδου εντοπίζονται περίπου στο 700

π.Χ και οριοθετούνται από το Ληλάντιο Πόλεμο (μεταξύ της Χαλκίδας και της

Ερέτριας) ενώ το τέλος τοποθετείται στο 480 π.Χ., το έτος της μάχης των

Θερμοπυλών, των ναυμαχιών του Αρτεμισίου και της Σαλαμίνας αλλά και της

μάχης της Ιμέρας. Η διάδοχη περίοδος, η περίφημη κλασική περίοδος,

φτάνει μέχρι το 323 π.Χ., το έτος που πεθαίνει ο Μέγας Αλέξανδρος.

Ακολουθεί η ελληνιστική περίοδος εκτείνεται μέχρι την ναυμαχία στο Άκτιο

και τη νίκη του Οκταβιανού επί του Αντωνίου το 31 π.Χ. ενώ κάποιοι

ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η ρωμαϊκή εποχή ξεκινά το 146 π.Χ., όταν οι

Ρωμαίοι επικρατούν στην Κόρινθο, και άλλοι το 86 π.Χ., όταν ο Σύλλας

καταλαμβάνει την Αθήνα. Στην Ανατολή το 330 μ.Χ., στις 11 Μαΐου, γίνονται

τα επίσημα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης, της νέας πρωτεύουσας που για

πολλούς ιστορικούς σηματοδοτούν το πέρασμα στη βυζαντινή εποχή.

Αντίθετα, στη Δύση συχνά γίνεται λόγος για μια παρεμβαλόμενη περίοδο

ύστερης αρχαιότητας, από τον 3ο αιώνα μ.Χ., κατ’ άλλους ήδη από τα τέλη

15 Σπυριδωνάκης, ό.π., σ. 59.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

17

του 2ου αιώνα και κατ’ άλλους από τον 4ο αιώνα, η οποία φτάνει μέχρι τον 8ο

αιώνα μ.Χ. Η ύστερη αρχαιότητα θεωρείται ότι προεκτείνει τον αρχαίο

πολιτισμό που, σε μία αποφασιστική μετάβαση, αναμειγνύεται με το θρίαμβο

του χριστιανισμού. Σύμφωνα με άλλη ορθολογιστική εκδοχή, «η ύστερη

αρχαιότητα ήταν μια έννοια· έγινε ένας πανεπιστημιακός κλάδος με τις έδρες

του, τα περιοδικά του, τα συνέδριά του»16. Αξίζει να σημειωθεί εδώ η εξής

ενδιαφέρουσα διαπίστωση:

«Ο καθορισμός της αρχής και του τέλους μιας ιστορικής περιόδου

εξαρτάται από την εικόνα που έχουμε σχηματίσει για την ιδιαιτερότητά

της, για το σύνολο δηλαδή των χαρακτηριστικών της. Επειδή η

ιστορική εξέλιξη δεν αναγνωρίζει απόλυτες αφετηρίες και σταθμούς

παρά μόνο κατά προσέγγιση, οι ιστορικοί συνήθως αποκαλούν

μεταβατική περίοδο αυτήν που παρουσιάζει δυσκολίες»17.

Το γεγονός ότι ο προσδιορισμός των αρχών του μεσαίωνα έχει προκαλέσει

έντονες συζητήσεις και διαφωνίες οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι ο

μεσαίωνας συνδέθηκε με το σκότος και την παρακμή· και εν μέρει στο ότι

σηματοδοτεί το τέλος της αρχαιότητας, το οποίο εντάσσεται σε μία μακρά

εξελικτική φάση ευτελισμού αρχών, αξιών, θεσμών και κλασικών προτύπων

που ανάγονται στον ελληνο-ρωμαϊκό πολιτισμό (που θεωρείται διεθνώς και

επισήμως η πρώτη φάση της ιστορίας του δυτικού κόσμου). Παρομοίως και

εξίσου ενδιαφέρον είναι και το εξής ερώτημα: πότε τελειώνει ο μακράς

διάρκειας δυτικο-ευρωπαϊκός μεσαίωνας και δίνει τη θέση του στη νεότερη

εποχή (τους Νέους Χρόνους);

Είθισται η περίοδος της Αναγέννησης (14ος-16ος αι.) να παρουσιάζεται ως

η μεταβατική εποχή από το Μεσαίωνα προς τη νέα και νεότερη φάση της

ευρωπαϊκής ιστορίας με την εξής λογική:

«Αν ο δέκατος τέταρτος αιώνας (...) μετέφερε όλο το βάρος της

μεσαιωνικής του κληρονομιάς και για πολλούς λόγους μετρίασε το

ρυθμό ανάπτυξης σε διάφορους τομείς της δημιουργικής

δραστηριότητας του ανθρώπου, απεναντίας ο δέκατος πέμπτος, το

Quatrocento, ο κατεξοχήν αιώνας της ιταλικής Αναγέννησης, άνοιξε

διάπλατα τις βάνες για νέες κατακτήσεις στον υλικό πολιτισμό που

γνωρίζουμε. Τα κύρια χαρακτηριστικά του υπό διαμόρφωση δυτικού

16 Dufaud, Mazurel και Offenstadt, ό.π., σ. 35-37. 17 Σπυριδωνάκης, ό.π., σ. 97.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

18

πολιτισμού κατά τον δέκατο πέμπτο αιώνα δεν είναι πια σταθμοί, είναι

αφετηρίες για νέες εξελίξεις που συνεχίζονται μέχρι τις μέρες μας σε

παγκόσμια κλίμακα»18.

Ως αποτέλεσμα η δυτικο-ευρωπαϊκή Αναγέννηση

«παρουσιάζεται ως μία μακρόπνοη πολιτιστική εξέλιξη, κατά τη

διάρκεια της οποίας εγκαταλείπεται σταδιακά το μεσαιωνικής

προέλευσης φεουδαρχικό σύστημα αξιών, αντικαθίσταται από πρότυπα

της κλασικής αρχαιότητας σε ρυθμό αντιστρόφως ανάλογο και φτάνει

στην ακμή της, όταν δημιουργεί δικά της κλασικά πρότυπα σε όλους

τους τομείς του πολιτισμού. Κατά τον δέκατο πέμπτο αιώνα η

μετάβαση από τον Μεσαίωνα στους νέους χρόνους είναι πια

αναμφισβήτητη, ορατή και εντυπωσιακή, ιδίως στην κεντρική και

βόρεια Ιταλία. (...)

Γενικά, οι Ευρωπαίοι διανοούμενοι της περιόδου 1450-1550, οι

ανθρωπιστές όπως ονομάστηκαν, παρουσιάστηκαν στο προσκήνιο ως

αντιπρόσωποι της εποχής τους η οποία κρίθηκε από τους ίδιους ως

Αναγέννηση και, κατά συνέπεια, θα έπρεπε να βρίσκεται σε ανώτερο

πολιτισμικό επίπεδο με αυτό των προηγούμενων αιώνων, το οποίο

άρχισε να υποτιμάται και να αμαυρώνεται με τη σύγκριση»19.

Είναι φανερό λοιπόν ότι μία ιστορική περίοδος δεν αρχίζει απολύτως ούτε

εξαντλείται τελείως σε ένα συγκεκριμένο σημείο του ιστορικού χρόνου.

Αντίθετα, όπως και τα γεγονότα που περικλείει, αποτελεί αναπόσπαστο

τμήμα μιας ενιαίας αλυσίδας. Σε κάθε περίπτωση όμως η περιοδολόγηση της

ιστορίας είναι επιβεβλημέμη αλλά και μεγάλης σημασίας για τον ιστορικό και

τη διαμόρφωση της ιστορικής σκέψης. Και, όπως θα φανεί παρακάτω, η

αποδοχή της ανάγκης να διαιρεθεί ο ιστορικός χρόνος σε αρχαία,

μεσαιωνική και νεότερη εποχή υπήρξε εξέλιξη που επηρέασε σοβαρά την

εξέλιξη της ιστορίας ως επιστήμης.

18 Ό.π., σ. 101-102. 19 Ό.π., σ. 106 και 109.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

19

Κεφάλαιο δεύτερο:

Οι πηγές, η ιστορική έρευνα και οι ‘βοηθητικές’ επιστήμες της ιστορίας

Στόχοι αυτού του κεφαλαίου να μάθετε και να κατανοήσετε:

τι είδους πληροφορίες μπορούν να προσφέρουν στον ιστορικό οι επιγραφές

ποιος ο ρόλος των επιγραφών στην αρχαία εποχή και, επομένως, με ποιο

τρόπο μπορεί να προχωρήσει ο ιστορικός στην αξιοποίησή τους

ποια είναι η συμβολή των επιγραφών στην εξέλιξη της ιστορικής γνώσης

ποια είναι η συμβολή της επιγραφικής και γενικότερα των λεγόμενων

βοηθητικών επιστημών στην εξέλιξη της ιστορικής επιστήμης

πώς ανακαλύφθηκαν οι πάπυροι, υπό ποιες συνθήκες διασώθηκαν και,

επομένως, τι είδους τεκμήρια προσφέρουν στον ιστορικό

τι είναι τα χειρόγραφα βιβλία και τι είδους υλικό προσφέρει η ανάπτυξη της

παλαιογραφίας στον ιστορικό

πώς επηρεάστηκαν οι λεγόμενες βοηθητικές επιστήμες από τα σύγχρονα

μέσα της τεχνολογίας

τι είναι η αποκρυπτογράφηση των πηγών και πόσο βοηθά τον ιστορικό

τι είναι η διπλωματική και ποια είναι τα διπλώματα

τι είναι η εραλδική και τι στοιχεία προσφέρει στον ιστορικό

πώς και πότε εξελίχθηκαν οι επιστήμες που πλαισιώνουν την ιστορία για να

αποτελέσουν εφαλτήριο της εξέλιξης και της ιστορικής επιστήμης

* Το κεφάλαιο αυτό που παρακολουθεί μεν τις παραδόσεις μας αλλά δίνει

ασύγκριτα περισσότερα στοιχεία και λεπτομέρειες από αυτές που ακούστηκαν

στην αίθουσα διδασκαλίας, θα σας βοηθήσει να εξοικειωθείτε με τις κρίσιμες

περιόδους κατά τις οποίες ενηλικιωνόταν ως επιστήμη η ιστορία.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

20

Οι λεγόμενες βοηθητικές επιστήμες της ιστορίας είναι εξειδικευμένοι

γνωστικοί κλάδοι που προσφέρουν πολύτιμη αρωγή στον επιστήμονα-

ιστορικό. Όπως θα αναφερθεί παρακάτω, η ανάπτυξη των βοηθητικών

επιστημών υπήρξε αποτέλεσμα της προοδευτικής αύξησης του επιστημονικού

ενδιαφέροντος για την ιστορία και συνάμα αποτέλεσε εφαλτήριο για την

ανάπτυξη της ιστορικής επιστήμης.

Είναι αλήθεια ότι δεν μπορούμε να καταρτίσουμε μια κανονιστική λίστα

των βοηθητικών επιστημών ―και ίσως ένα τέτοιο εγχείρημα δεν θα είχε

νόημα. Θα ήταν χρήσιμο όμως να προχωρήσουμε σε μία γενική κατάταξή

τους που περιλαμβάνει: την επιγραφική, την παλαιογραφία, τη

διπλωματική, τη νομισματική, τη σφραγιδογραφία και την εραλδική. Το

γεγονός βέβαια ότι αναφερόμαστε σε επιστήμες τις οποίες χαρακτηρίζουμε

με τον όρο βοηθητικές, θα μπορούσε να θεωρηθεί μια μορφή υποτίμησής

τους· και ίσως ο χαρακτηρισμός βοηθητικές επιστήμες συνιστά μια αντίφαση

στη ρητορεία των ιστορικών, οι οποίοι αποδέχονται και αξιοποιούν τις

επιστημονικές μεθόδους και τα εργαλεία της ανάλυσής τους αλλά

παράλληλα τις χαρακτηρίζουν ως βοηθητικές.

Εν πάσει περιπτώσει στο κεφάλαιο αυτό θα παρουσιάσουμε συνοπτικά τις

κυριότερες από τις λεγόμενες βοηθητικές επιστήμες της ιστορίας

προκειμένου, αφού περιγράψουμε τις μεθόδους και τις επιδιώξεις τους και

τη δική τους ιστορία, να κατανοήσουμε τη συμβολή τους στην ιστορική

επιστήμη.

2.1. Οι επιγραφές και η επιγραφική

Όπως είναι προφανές, η επιγραφική μελετά τις επιγραφές που έχουν σωθεί

χαραγμένες σε πέτρα ή μέταλλο, σε κτίσματα, σε επιτύμβιες ή αναθεματικές

στήλες, σε όπλα κ.τ.λ.20 Φυσικά, δεν υπάρχει επιγραφική σε όλες τις

γλώσσες. Υπάρχει όμως σε πολυάριθμους πολιτισμούς και μπορεί να έχει

διάφορες μορφές. Εδώ λοιπόν θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην

αρχαία ρωμαϊκή και κυρίως την ελληνική κλασική επιγραφική. Η επιλογή

αυτή δεν είναι τυχαία: η ελληνική ή ρωμαϊκή επιγραφική μπορεί να

θεωρηθεί τυπικό και χαρακτηριστικό παράδειγμα το οποίο αναδεικνύει τη

συμβολή της επιγραφικής τόσο στον πλούτο της τεκμηρίωσης για την

ιστορία όσο και στη βελτίωση των μεθόδων της. Εξάλλου, ειδικά η ελληνική

20 Το υποκεφάλαιο αυτό βασίζεται στο Louis Robert, «Επιγραφική», Ιστορία και μέθοδοί

της, τ. Β´2: Μεθοδική αναζήτηση των μαρτυριών –Παραδοσιακές βοηθητικές επιστήμες,

γραπτές μαρτυρίες, στη σειρά «Encyclopédie de la Pléiade», μτφρ. Ελένη Στεφανάκη,

Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2003, σ. 17-66.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

21

επιγραφική υπερέχει ως προς την ποικιλία της, την αφθονία των

εκτεταμένων γραπτών μνημείων της αλλά και ως προς τη διάρκειά της.

Καλύπτει δηλαδή μια μεγάλη περίοδο που εκτείνεται από τον 8ο αι. π.Χ.

μέχρι τον 4ο αι. μ.Χ., και συνεχίζεται, παρότι φτωχότερη, στη βυζαντινή

εποχή. Με άλλα λόγια σε ό,τι αφορά τις ελληνικές και ρωμαϊκές χώρες θα

μπορούσαμε να μιλήσουμε για τον «πολιτισμό της επιγραφικής».

Ο πλούτος των επιγραφών εντυπωσιάζει τους επισκέπτες των χώρων

όπου γίνονται ανασκαφές (στην Ελλάδα, την Τουρκία την Αλγερία ή την

Τυνησία). Και οι σύγχρονοι επισκέπτες εντυπωσιάζονται μεταξύ άλλων διότι

η έννοια και η λειτουργικότητα της επιγραφικής έχει αλλάξει τελείως στη

σημερινή εποχή21. Επίσης εντυπωσιάζονται στο άκουσμα και μόνο της

πληροφορίας ότι οι ελληνικές και ρωμαϊκές επιγραφές που έχουν ήδη

δημοσιευτεί, υπολογίζονται σε εκατοντάδες χιλιάδες.

Ο ρόλος των επιγραφών στην αρχαία ζωή

Οι αρχαίες επιγραφές έχουν πολυποίκιλο περιεχόμενο, ακόμη και οι πιο

απλές. Οι επιτύμβιες επιγραφές που όχι μόνο ποικίλουν αλλά και πολλές

φορές παρουσιάζουν μεγάλη εξέλιξη στη διάρκεια του χρόνου, πρέπει να

μελετώνται ανάλογα με το χρόνο και τον τόπο της προέλευσής τους.

Ξεκινούν από τα αρχαϊκά χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων

χαρακτηρίζονται από μία απλότητα. Στην αρχαία Σπάρτη, για παράδειγμα,

μόνον ο σκοτωμένος πολεμιστής και η γυναίκα που είχε αποβιώσει στον

τοκετό, είχαν δικαίωμα να γραφτεί το όνομά τους σε επιτύμβια στήλη.

Αντίθετα στην αυτοκρατορική εποχή στις άφθονες επιγραφές επιτύμβιων

στηλών αναγράφονταν τα αξιώματα των μελών της άρχουσας τάξης, ακόμη

και οι γενναιοδωρίες στις οποίες είχαν προβεί κατά τη διάρκεια της ζωής

τους.

Χιλιάδες επιτύμβιες στήλες επαναλαμβάνουν σε διάφορες παραλλαγές τις

απαγορεύσεις φθοράς των τάφων, την απογόρευση της χρήσης τους χωρίς

δικαίωμα, τις προβλεπόμενες νομικές ή θρησκευτικές κυρώσεις.

Περιλαμβάνουν επίσης κατάρες που και αυτές προσφέρουν άφθονες

πληροφορίες στον ιστορικό που θέλει να κατανοήσει τις κρατούσες

νοοτροπίες των ανθρώπων της αυτοκρατορικής εποχής. Ενδιαφέρον

παρουσιάζουν ακόμη και οι τοπικές παραλλαγές που παρουσιάζουν τέτοιες

κατάρες. Η επιτύμβια ποίηση πάλι διατηρεί το ειδικό ενδιαφέρον της. Μόνο

21 Στις σύγχρονες επιγραφές συγκαταλέγονται π.χ. οι επιτύμβιες επιγραφές των

νεκροταφείων που είναι ασύγκριτα πιο λιτές – δεν περιλαμβάνουν στίχους, αλλά μόνο

ονόματα, ημερομηνίες γέννησης και θανάτου και σπανιότερα τίτλους και επαγγέλματα.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

22

στα ελληνικά σώζονται 5.000 περίπου τέτοια ποιήματα, και ορισμένουν

παρουσιάζουν μεγάλο φιλολογικό ενδιαφέρον.

Μεγάλο μέρος της ελληνικής επιγραφικής αποτελείται από εκτεταμένα

γραπτά μνημεία με σπουδαίο ιστορικό ενδιαφέρον (τα οποία φυσικά δεν

έχουν το αντίστοιχό τους στην σημερινή ας πούμε επιγραφική): Πρόκειται

για 1) νόμους και διατάγματα τα οποία αποκαλύπτουν σημαντικές πτυχές

της διοικητικής οργάνωσης· 2) συνθήκες ειρήνης που αναφέρονται με

λεπτομέρειες στους λόγους μιας πολεμικής σύγκρουσης· 3) συνθήκες

συμμαχίας που περιέχουν πολλές πληροφορίες (ακόμη και σχετικά με τους

μισθούς επικουρικών σωμάτων ή τη μοιρασιά της λείας)· 4) συνθήκες

συγχώνευσης ανάμεσα σε δύο κοινότητες, που απαριθμούν πολυάριθμους

όρους, διαφωτίζουν σημαντικές πτυχές της διαμόρφωσης ομοσπονδιών

πόλεων και αποκαλύπτουν λεπτομέρειες για την πολιτική, κοινωνική,

οικονομική ζωή μιας εποχής· 5) διαιτησίες ανάμεσα σε δύο πόλεις, και

αναφορές σε συνοριακούς διακανονισμούς· 6) βασιλικές και

αυτοκρατορικές επιστολές· 7) θριαμβευτικές επιστολές· και 8) και

διάφορα άλλα όπως, παραδείγματος χάριν, το τιμολόγιο του Διοκλητιανού

που ορίζει την ανώτατη τιμή κάθε καταναλωτικού προϊόντος και το

ημερομίσθιο των εργατών. Επιπλέον, οι τοίχοι των μνημείων πολλές φορές

καλύπτονται από επιγραφές, όπου αναγράφονται ψηφίσματα που

θεσπίστηκαν προς τιμή ενός προσώπου· ή από συγχαρητήριες επιστολές που

έστειλαν σε αυτό το πρόσωπο άρχοντες ή αυτοκράτορες.

Από την άλλη πλευρά στην κατηγορία αυτών που ονομάζουμε

«θρησκευτικές επιγραφές» περιλαμβάνονται: 1) αναθήματα που συχνά

συνοδεύονται από ανάγλυφα και προέρχονται από ιδιώτες, εταιρίες ή

πόλεις· 2) θρησκευτικοί κανονισμοί, άλλοτε σύντομοι και άλλοτε

εκτεταμένοι· 3) ημερολόγια θυσιών· 4) στοιχεία σχετικά με την καθιέρωση

νέων εορτών· 5) ύμνοι και λιτανείες· 6) αφηγήσεις των θαυματουργών

ιάσεων, λόγου χάριν του Ασκληπιού κ.ά.

Και που βρίσκονταν τόσες επιγραφές, που τοποθετούνταν τόσες στήλες;

Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι αρχαίες πόλεις ήταν γεμάτες, ότι στις

πλατείες, τις λεωφόρους της Αθήνας, της Εφέσου ή της Περγάμου, της

Σμύρνης και άλλων πόλεων και επίσης σε πολλές ορεινές πόλεις της Λυκίας

ή της Κιλικίας κ.ά. στήλες και κυρίως βάθρα αγαλμάτων στριμώχνονταν

δίπλα-δίπλα, σε ατελείωτες σειρές. Με παρόμοιο τρόπο τοποθετούνταν

σαρκοφάγοι και επιτύμβια ιερά κατά μήκος των δρόμων έξω από τις πόλεις.

Οι αυλές των ναών ήταν γεμάτες αναθηματικές στήλες, λίθινα αντίγραφα

δημόσιων εγγράφων και τιμητικά αγάλματα. Στο θέατρο, για παράδειγμα,

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

23

βρίσκονταν οι προσφορές στο Διόνυσο, τα αγάλματα των μουσικών, οι

επιγραφές που απαριθμούσαν τις δωρεές πολιτών υπέρ των θεαμάτων.

Μπορούμε επίσης να φανταστούμε ότι στις στοές της αγοράς της Μαγνησίας

του Μαιάνδρου τα τοιχώματα καλύπτονταν από δεκάδες μικρογράμματες

επιγραφές που περιείχαν τα ψηφίσματα με τα οποία οι πόλεις του ελληνικού

κόσμου, από τις Συρακούσες, την Κέρκυρα και την Ιθάκη μέχρι την Αντιόχεια

της Περσίας, είχαν αναγνωρίσει την γιορτή που καθιέρωνε η Μαγνησία προς

τιμή της προστάτιδας θεάς της, της Αρτέμιδος Λευκοφρύνης, ως ίση με τους

μεγάλους Δελφικούς ή Ολυμπιακούς αγώνες. Αλλά και κάθε υπαίθριο ιερό

ήταν γεμάτο επιγραφές. Ακόμη και σε απομακρυσμένες ορεινές περιοχές

υπήρχαν επιγραφές σε βράχους ή υπήρχαν στήλες, δίπλα σε κρήνες ή μέσα

σε σπηλιές.

Πώς εξηγείται αυτή η διάθεση του ανθρώπου της αρχαίας εποχής να

χαράσσει παντού επιγραφές; Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα μπορούμε να

κατανοήσουμε τη θέση που είχε στον κλασικό πολιτισμό ο λιθοξόος ή ο

μαρμαρογλύπτης. Ως ένα σημείο μπορούμε να θεωρήσουμε προφανή το λόγο

για τον οποίο χαράσσεται σε πέτρα ένα αφιέρωμα. Είναι όμως δυσκολότερο

να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα όταν πρόκειται για ψηφίσματα,

νόμους, λογαριασμούς ή απογραφές. Για το σκοπό αυτό ο ιστορικός οφείλει

να διεισδύσει στη λειτουργία της δεδομένης κοινωνίας και να καταλάβει τη

σημασία αυτών των δημόσιων εγγράφων, να κατανοήσει την αξία τους, να

εξακριβώσει ποια ήταν η χρησιμότητά τους στις συγκεκριμένες κοινωνίες

και, εν κατακλείδι, να προσεγγίσει τις επιγραφές ως τα μέσα της

επικοινωνίας του αρχαίου κόσμου που του επιτρέπουν να διεισδύσει σε ένα

ευρύ φάσμα των εκφάνσεων της οργάνωσης και λειτουργίας του.

Έχει υποστηριχθεί ότι οι επιγραφές ήταν τα αρχεία της αρχαιότητας, ότι

ακόμη και ένα ιερό χρησίμευε ως «αποθέτης αρχείων». Αλλά η υπόθεση

αυτή φαντάζει αρκετά παρακινδυνευμένη. Για μας σήμερα πράγματι ένα ιερό

αποτελεί «αρχείο». Αλλά δεν τόσο πειστικό το επιχείρημα που μεταβιβάζει

στο ιερό αυτό την ιδιότητα του «αρχείου» στην εποχή του. Εξάλλου, τα

αρχειακά έγγραφα της αρχαιότητας είναι γνωστό ότι ήταν γραμμένα σε

παπύρους και αργότερα σε περγαμηνές (βλ. παρακάτω). Επομένως, δεν

μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα κείμενα στην πέτρα ήταν με την ίδια

λειρουργική λογική ‘αρχεία’. Ίσως ήταν αντίγραφα αρχείων αλλά δεν ήταν

τα πρωτότυπα. Και ως αντίγραφα μπορεί να ήταν ακριβή. Άλλοτε όμως

μπορεί να ήταν τρόπον τινά περιλήψεις των πρωτοτύπων. Αυτή η σκέψη

λοιπόν είναι απαραίτητη για τον ιστορικό κατά την αξιολόγηση των πηγών

του.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

24

Κάποιοι μάλιστα έχουν υποστηρίξει ότι οι επιγραφές ήταν κάτι σαν τις

δικές μας τοιχοκολλήσεις. Αλλά και αυτή η εκδοχή φαίνεται

παρακινδυνευμένη. Εξάλλου, και οι αρχαίοι διέθεταν τις δικές τους τρόπον

τινα τοιχοκολλήσεις. Σε πήλινες ή ξύλινες πινακίδες που τις έλεγαν άλμπουμ

στα λατινικά ή λευκώματα στα ελληνικά, ζωγράφιζαν τα κείμενα που ήθελαν

να γνωστοποιήσουν στο κοινό για να τα βλέπει όποιος θέλει. Ο χαρακτήρας

αυτών των δημοσιοποιήσεων ήταν ασφαλώς προσωρινός. Τέτοια άλμπουμ ή

λευκώματα εκτίθονταν για ορισμένο χρόνο κατά μήκος μιας στοάς ή στον

τοίχο ενός κτιρίου που ήταν διαμορφωμένος για αυτή τη χρήση. Έτσι,

τοιχοκολλούνταν εκεί νόμοι, κανονισμοί, λογαριασμοί ή απογραφές κ.ά.

Αντίθετα, η χάραξη στην πέτρα είχε άλλο σκοπό και φυσικά είχε μόνιμο

χαρακτήρα. Επρόκειτο για μία τρόπον τινα δημοσίευση, που απευθυνόταν σε

όλους και προοριζόταν να αντέξει στο χρόνο, να κατατεί ‘μνημείο’ των

κειμένων του, όπως αναφερόταν μάλιστα σε πολλά διατάγματα. Αυτό

σημαίνει ότι δεν χαράσσονταν όλα τα κείμενα σε στήλες. Οι λόγοι που

υπαγόρευαν τη χάραξη ενός κειμένου στην πέτρα ποικίλαν κατά περίπτωση.

Παραδείγματος χάριν, οι διεθνείς συνθήκες είναι εύκολο να κατανοήσουμε

γιατί χαράσσονταν: διότι η μακρόχρονη δημοσιοποίησή τους είχε αξία για

όλους τους συμβαλλομένους. Αλλά γιατί σε μερικά ιερά (π.χ. στο ιερό της

Δήλου) επί δύο περίπου αιώνες χαράσσονταν απογραφές και λογαριασμοί

που προηγουμένως είχαν τοιχοκολληθεί; Αντίθετα, σε πολλά άλλα ιερά δεν

γινόταν το ίδιο. Ή γιατί χαράσσονταν ορισμένα ευρετήρια στην Αθήνα για

μερικά χρόνια και έπειτα η δημοσιοποίησή τους με αυτό τον τρόπο

σταματούσε; Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι συνήθως χαράσσονταν τιμητικά

διατάγματα ενώ πολλά άλλα διατάγματα κοινού ενδιαφέροντος απλώς

τοιχοκολλούνταν.

Μια υπόθεση του ιστορικού που μπορεί ίσως να βοηθήσει σημαντικά στην

αξιολόγηση του πλούτου των πηγών του είναι ότι ένας παράγοντας που

επέβαλε τη χάραξη κειμένων σε πέτρα ήταν η αγάπη των ανθρώπων για

τιμές, και μάλιστα για χαραγμένες τιμές (που, όπως παρατηρούμε,

αυξάνονταν στις ελληνικές πόλεις από τον 4ο αι. π.Χ.). Την αυτοκρατορική

εποχή κάθε νεκρός από καλή οικογένεια σε πολλές πόλεις της Μικράς Ασίας

αποκτούσε μετά το θάνατό του ένα ψήφισμα στο οποίο ο ίδιος εξυμνείτο· ή

στο οποίο εκφράζονταν συλληπητήρια εκ μέρους μιας πόλης για τον θάνατό

του. Κατά ανάλογο τρόπο, τα μέλη οικογενειών απέδιδαν τιμές ανεγείροντας

αγάλματα ο ένας προς τιμή του άλλου, πάντοτε βέβαια με την άδεια του

κράτους που ψήφιζε διατάγματα για να επιτρέψει αυτή την τιμητική

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

25

εκδήλωση ―και αυτή η κρατική άδεια επίσης συνιστά τιμητικό στοιχείο για

ένα πρόσωπο.

Συνοψίζοντας λοιπόν πώς θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τη

χρησιμότητα των επιγραφών για την επιστήμη της ιστορίας; Η κατανομή των

έργων των λιθοξόων και η χρονολόγησή τους προσφέρουν τη βάση της

μελέτης του εξελληνισμού ή εκρωμαϊσμού του αρχαίου κόσμου στη Δύση και

την Ανατολή. Από μία άποψη οι επιγραφές σηματοδοτούν τα όρια και

αποτελούν «εργαλείο» για τις μελέτες αυτές. Η χρονολογία της εμφάνισής

τους, η συχνότητά τους και προπάντων ο χαρακτήρας τους αποτελούν

δομικά στοιχεία της ιστορίας μιας περιοχής. Με άλλα λόγια, καθώς η

διαδικασία της χάραξης και ως εκ τούτου δημοσιοποίησης εκφράζουν μια

ανάγκη ή απλώς μια επιθυμία του ανθρώπου του παρελθόντος, οι επιγραφές

πέρα από στοιχεία και τεκμήρια της πολιτισμικής, διοικητικής, πολιτικής και

πολιτισμικής διάρθωσης αυτών των κοινωνιών, φανερώνουν συνήθειες και

νοοτροπίες.

Η επιγραφή είναι σχεδόν ένα πρωτογενές κείμενο, με την έννοια ότι

φτάνει σε μας χωρίς μεσάζοντα, σε αντίθεση με τα αρχαία έγγραφα που

μεταφέρονται σε χειρόγραφα και τα οποία έχουν αντιγραφεί το ένα από το

άλλο στη διάρκεια πολλών αιώνων. Στην ουσία κατά τη χάραξη μιας

επιγραφής έχει γίνει μόνο μια μεταγραφή: αυτή του χαράκτη που είχε στη

διάθεσή του το πρωτότυπο χειρόγραφο το οποίο τού είχε παραδώσει

κάποιος ιδιώτης ή κάποιος άρχοντας. Έτσι, τα λάθη είναι σπάνια και τα λίγα

λάθη που παρατηρούνται μπορούν εύκολα να διορθωθούν. Η κατάσταση

είναι τελείως διαφορετική, όπως αποδεικνύεται, στην κριτική των κειμένων

που σώζονται σε χειρόγραφα. Με άλλα λόγια οι επιγραφές που φτάνουν στο

μεταγενέστερο ιστορικό, είναι ακριβώς αυτές που διάβαζαν οι αρχαίοι· και

τις διάβαζαν στην ίδια μορφή, στον ίδιο πέτρινο όγκο τον οποίο είχε

επεξεργαστεί κάποιος λιθοξόος ανάλογα με τις επιταγές, τις προτιμήσεις και

το συρμό εκείνης της εποχής, με τους ίδιους γραφικούς χαρακτήρες που

ήταν τότε σε χρήση και με το σύστημα γραφής που μαρτυρά άμεσα την

κατάσταση της γλώσσας και τις γνώσεις του γραφέα. Έτσι, και σήμερα

ακόμη βλέπουμε και διαβάζουμε, μετά την αποκρυπτογράφησή τους, τα

αυθεντικά λόγια π.χ. του όρκου που έδιναν οι Αθηναίοι έφηβοι ότι θα

υπακούουν τους νόμους και τους άρχοντες ή ότι δεν θα εγκαταλείπουν το

σύντροφό τους στη μάχη· ή το στομφώδες κείμενο με το οποίο ο Νέρων

ανήγγειλε στους Έλληνες στην Κόρινθο ότι τους απέδιδε την προγονική τους

ελευθερία.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

26

Η επιγραφική λοιπόν συμβάλει σημαντικά στην ιστορική γνώση. Αλλά δεν

θα πρέπει να λησμονούμε ότι μας αποκαλύπτει ένα τμήμα του συνόλου της

αρχαίας πραγματικότητας που θα ευχόμαστε να γνωρίζουμε. Συνήθως οι

επιγραφές μας αποκαλύπτουν πράξεις, γεγονότα ή εξελίξεις δεδομένων

στιγμών και τόπων της αρχαιότητας. Σπανιότερα οι πληροφορίες τους

επιτρέπουν την παρακολούθηση μιας «συνέχειας». Παραδείγματος χάριν, το

«Πάριον μάρμαρον» αποκαλύπτει λεπτομερειακά τα γεγονότα που

συνέβησαν στην Ελλάδα από την εποχή του Κέκροπα μέχρι το 263 π.Χ.· η

πολιτική διαθήκη του Αυγούστου αναγράφεται στον απολογισμό της

ηγεμονίας του, στα Res Gestae, που χαράχθηκαν σε μικρασιατικούς ναούς

αφιερωμένους στη λατρεία του. Είναι προφανές, επομένως, ότι τα

κατάλοιπα της πολιτικής ιστορίας της αρχαιότητας παραμένουν

αποσπασματικά: πρόκειται για μια τοπικής εμβέλειας ιστορία, μια τοπική

ιστορία που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, επειδή ακριβώς πολλές

φορές αποκαλύπτει πρόσθετα στοιχεία που αφορούν και τις υπόλοιπες

τοπικές κοινωνίες και φυσικά επειδή αυτή η τοπική ιστορία αποτελεί το

πλαίσιο για το οποίο έχουμε γνώση.

Ακόμη και το απάνθισμα των ιστορικών γεγονότων που αποκαλύπτουν οι

επιγραφές θα πρέπει να αξιολογηθεί με γνώμονα τη φύση και τη μορφή των

επιγραφών ως πηγών. Ένα ψήφισμα της Σύρου, λόγου χάρη, επαινεί

κάποιον πολίτη για τη βοήθεια που προσέφερε στην καταστολή της

πειρατείας σε κάποια συγκεκριμένη υπόθεση ενώ άλλο ψήφισμα προσθέτει

περαιτέρω πληροφορίες για άλλη υπόθεση πειρατίας κ.ο.κ. Έτσι,

σκιαγραφούμε τη σημασία της πειρατείας για τα νησιά του Αιγαίου

πελάγους. Για αντίστοιχες υποθέσεις και γεγονότα έχουμε στη διάθεσή μας

ακόμη σαράντα περίπου ψηφίσματα από μια ευρεία περιοχή που εκτείνεται

από τη Μαύρη Θαλασσα μέχρι την Κρήτη. Οι πληροφορίες λοιπόν αυτές

συγκροτούν τον πυρήνα του ιστορικού πλαισίου που επιτρέπουν την

ιστορική ανάλυση και ερμηνεία, παρότι συνιστούν μόνο τα γεγονότα που

γνωρίζουμε, δηλαδή μέρος των γεγονότων της εποχής.

.....

Πώς μπορούμε λοιπόν να παρουσιάσουμε συνοπτικά τη συμβολή των

επιγραφών στην ιστορική επιστήμη;

Σε ό,τι αφορά την πολιτική ιστορία: από τις επιγραφές που κατά

καιρούς ανακαλύπτονται και αποκρυπογραφώνται, αναμένουμε να

αποκτήσουμε περισσότερες γνώσεις για μεγαλύτερο τμήμα της πολιτικής

εξέλιξης των αρχαίων κοινωνιών ―γνώσεις που εν μέρει συμπληρώνονται

από τις γνώσεις που μας προσφέρουν και πάλι οι επιγραφές για θεσμούς και

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

27

νόμους. Οι νόμοι, τα διατάγματα κ.τ.λ. που σώζονται σε επιγραφές,

φανερώνουν την πρόοδο που συντελείται χάρη στο ευρύτερο πλαίσιο της

κοινωνικής ιστορίας. Θα λέγαμε μάλιστα ότι η κοινωνική ιστορία είναι ο

προνομιούχος τομέας των επιγραφών.

Αν δεν υπήρχαν δηλαδή επιγραφές, σε ό,τι αφορά το ελληνικό δίκαιο, η

άντληση πληροφοριών θα περιοριζόταν στα κείμενα των παπύρων που

ανακαλύφθηκαν κυρίως στην Αίγυπτο. Επομένως, θα περιοριζόταν σοβαρά η

γεωγραφική εμβέλεια της γνώσης μας. Θα γνωρίζαμε κυρίως το αθηναϊκό

δίκαιο και αυτό χάρη στους ρήτορες και σχολιαστές του. Ωστόσο, οι

επιγραφές προσθέτουν γνώσεις πολλών άλλων περιοχών. Οι επιγραφές π.χ.

της Γόρτυνας αποκάλυψαν ένα σημαντικό κρητικό και αρχαϊκό δίκαιο. Μια

νομική πραγματεία για το διακανονισμό των δικών ανάμεσα στους Δελφούς

και τη μικρή αρχαϊκή πόλη Πελλάνα έδωσε πολύτιμο υλικό για τη συγγραφή

μιας σπουδαίας μελέτης όπου αναπτυσσόταν η συλλογή ελληνικών νομικών

επιγραφών με μετάφραση και σχόλια.

Στις επιγραφές επίσης οφείλουμε τις γνώσεις μας για τους θεσμούς και

άλλων ελληνικών πόλεων εκτός από την Αθήνα και τη Σπάρτη. Ας σημειωθεί

εδώ ένα αξιόλογο παράδειγμα: η προσφυγή σε ξένους δικαστές, όταν τα

δικαστήρια της πόλης είχαν παραλύσει από εμφύλιους σπαραγμούς. Ο

θεσμός αυτός δεν καταγράφεται σε κείμενα. Υπάρχει μόνον ένας υπαινιγμός

από τον Πλούταρχο και μία μονολεκτική αναφορά του Πολύβιου, η οποία

μάλιστα απαλείφθηκε σε όλες τις μετέπειτα εκδόσεις του εν λόγω κειμένου

του, γιατί το όνομα ‘Ρόδιοι’ που εμφανιζόταν, δεν ήταν δυνατό να γίνει

κατανοητό. Υπάρχουν όμως περίπου 200 επιγραφές που χρονολογούνται

από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. μέχρι την αυτοκρατορική εποχή οι οποίες

περιγράφουν αυτό το θεσμό στην εξέλιξη του. Τη διαδικασία δηλαδή κατά

την οποία πολίτες μιας πόλης προσκαλούν ως δικαστές πολίτες από μια

μακρινή ή κοντινή πόλη, για να εκδικάσουν υποθέσεις, υποκαθιστώντας τα

τακτικά δικαστήρια της δικής τους πόλης. Και το πράττουν αυτό όταν τα

εμφύλια μίση και οι έριδες βρίσκονται σε όξυνση και δεν επιτρέπουν την

απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης. Το σύνολο των επιγραφών και των

τιμητικών ψηφισμάτων προς τους ξένους πολίτες που συμβάλουν στην

αντικειμενική λειτουργία της δικαιοσύνης σε μία δεδομένη πόλη, μαρτυρά

έτσι την ενδημική σοβαρότητα των κοινωνικών κρίσεων που ενίοτε κατέληγε

στην κατάλυση της δικαιοσύνης σε κάποιες ελληνιστικές πόλεις.

Παρατηρούμε επίσης ότι η περήφανη δημοκρατία της Ρόδου και των Αθηνών

ποτέ δεν κατέφυγαν σε αυτό το τρόπον τινα διεθνές μέσο. Αντίθετα, τα

παλαιότερα παραδείγματα της λειτουργίας του θεσμού προέρχονται από τα

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

28

νησιά του Αιγαίου και από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Ξένοι δικαστές

προσκλήθηκαν στην Πελοπόννησο ή την κεντρική Ελλάδα μόνο τον 2ο αι.

π.Χ., γεγονός που συνδέεται στενά με τους διαφορετικούς ρυθμούς κατά

τους οποίους εξελίσσονται οι πόλεις του νησιωτικού και του ηπειρωτικού

χώρου υπό την επίδραση της γεωγραφικής τους θέσης. Η επιλογή μιας

πόλης που θα μπορύσε να θεωρηθεί ‘αντικειμενική’ ώστε να στείλει δικαστές

σε άλλη, επέτρεπε την αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης με τρόπο που

δεν εξέθετε το κύρος ενός βασιλιά. Από τον 2ο αι. π.Χ. ο θεσμός διαδόθηκε

στην κυρίως Ελλάδα και έπειτα εξακολούθησε να εφαρμόζεται υπό την

επιρροή των Ρωμαίων. Και εξετάζοντας τη λειτουργία του θεσμού αυτού

παρακολουθούμε όχι μόνο τις επιδράσεις ανάμεσα στο δίκαιο διαφορετικών

πόλεων αλλά και κάποιες διαμορφούμενες τάσεις ενοποίησης του ελληνικού

δικαίου σε μια ιδιαίτερα πρώιμη εποχή. Με άλλα λόγια αν δεν υπήρχαν οι

επιγραφές θα αγνοούσαμε ακόμη και την ύπαρξη του θεσμού, όπως επίσης

θα γνωρίζαμε ελάχιστα για τις λατρείες και τις θρησκευτικές πρακτικές της

εποχής.

Πράγματι οι επιγραφές προσφέρουν πολύτιμο υλικό για τη μελέτη της

θρησκευτικής ή ευρύτερα πολιτισμικής ιστορίας. Και το σημαντικότερο

είναι ότι δεν μας αποκαλύπτουν στοιχεία μόνο για τις εξωτερικές όψεις της

λατρείας. Οι πέτρες και οι επιγραφές διασώζουν αφηγήσεις ανθρώπων μιας

εποχής (ύμνους, εξομολογήσεις, κατάρες κ.ά.). Αποκαλύπτουν λεπτομέρειες

σχετικά με το αγωνιστικό πνεύμα των αρχαίων και μάλιστα οι πληροροφίες

τους δεν περιορίζονται μόνο στους μεγάλους δελφικούς ή ολυμπιακούς

αγώνες. Υλικό χρήσιμο γενικότερα για τη μελέτη της κοινωνικής ιστορίας

αποτελούν επίσης το λεξιλόγιο και η γλώσσα των επιγραφών. Και είναι

γεγονός ότι έχουν γίνει σημαντικές μελέτες που αφορούν την εξέλιξη της

κοινής, της ελληνικής γλώσσας, που δημιουργήθηκε μετά τον 4ο αι. π.Χ.

Ο ιστορικός δεν μπορεί να αδιαφορήσει ή να παραμελήσει καμία

επιγραφή. Αυτό ισχύει ακόμη και για μια απλή επιτύμβια επιγραφή που

αναγράφει τα ονόματα π.χ. των νεοσυλλέκτων: αν δηλαδή μπορούσαμε να

συγκεντρώσουμε τα ονόματα σε σειρές, το υλικό της ανθρωπονυμίας θα

ήταν άφθονο και θα μπορούσε να προσφέρει ολόκληρα και σπουδαία

κεφάλαια στη θρησκευτική, την κοινωνική ακόμη και την πολιτική ιστορία.

Αλλά πως είναι σκόπιμο να χρησιμοποιούν οι ιστορικοί τις επιγραφές;

Πάντοτε μετά την αξιολόγησή τους και προπάντων, ζητώντας στις επιγραφές

τις απαντήσεις που αυτές μπορούν να δώσουν ως κείμενα που προσφέρουν

συγκεκριμένες πληροφορίες. Οι επιγραφές αποτελούν μια εικόνα,

μεμονωμένη και αποσπασματική, και κάθε εικόνα αποκτά ασύγκριτα

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

29

μεγαλύτερη αξία αν ενταχθεί σε ένα σύνολο. Για τον λόγο αυτό

δημιουργήθηκαν οι λεγόμενες σειρές, τα corpus. Η ιδέα της δημιουργίας

τέτοιων σειρών γεννήθηκε με αφορμή την ανακάλυψη κάποια στιγμή

αρκετών επιγραφών στην ίδια πόλη.

Οι προσπάθειες δημοσίευσης τέτοιων σειρών ξεκίνησαν τον 16ο αι. Η

επιγραφική υπήρξε η πρώτη από τις λεγόμενες βοηθητικές επιστήμες, που

δημιούργησε corpus. Η νομισματική την ακολούθησε αλλά με αξιοσημείωτη

καθυστέρηση και χωρίς να έχει παρόμοια επιτυχία, διότι ο συνηθισμένος

τρόπος παρουσίασης των νομισμάτων, πέρα από τις μονογραφίες, ήταν οι

κατάλογοι των μουσείων. Η παπυρολογία, μια πιο πρόσφατη επιστήμη,

όπως θα φανεί παρακάτω, βρίσκεται και αυτή σε πειραματικό στάδιο σε ό,τι

αφορά τις δημοσιεύσεις κατά συλλογές· διότι αναγκαστικά ακολουθεί τις

συμπτώσεις των αποκτημάτων και συχνά οι φάκελοι ενός ευρήματος

μοιράζονται ανάμεσα σε πολλούς κατόχους. Η αρχαιολογία πάλι ξεκίνησε

επίσης καθυστερημένα και με μεγάλες δυσκολίες την κατάρτιση corpus-

σειρών: π.χ. των σαρκοφάγων και κατόπιν των αγγείων. Αντίθετα, τα

corpus των επιγραφών βρίσκονται σε ικανοποιητικό στάδιο και η

σπουδαιότητά τους είναι μεγάλη τουλάχιστο για τους εξής λόγους: διότι

αφενός τα corpus βοηθούν τους επιγραφολόγους κατά τη διαδικασία της

αποκατάστασης ακρωτηριασμένων επιγραφών και αφετέρου διευκολύνουν

το έργο του ιστορικού, διευρύνοντας τις γνώσεις του και προετοιμάζοντας

έτσι τις προϋποθέσεις για την ερμηνεία του.

Το έργο λοιπόν του επιγραφολόγου22, η συγκέντρωση των επιγραφών

που αφορούν ένα συγκεκριμένο θέμα (π.χ. των λατινικών επιγραφών που

αναφέρουν τα ονόματα αξιωματούχων), και όλα τα στάδια της έρευνάς του

22 Η συγκρότηση σειρών και η αποκατάσταση δεσμών μεταξύ των επιγραφών αποτελούν

σπουδαία γνωρίσματα του έργου και της ιδιότητας του ιστορικού-επιγραφολόγου. Και ποια

είναι η τεχνική του που συνοπτικά μόνο αναφέρεται στο κείμενο: η εξακρίβωση με βάση την

κοινή λογική που προσφέρει την βάση για την ερμηνεία του. Αναλυτικότερα ο

επιγραφολόγος περιγράφει και μετράει τους ενεπίγραφους λίθους, τους φωτογραφίζει και

τους αποτυπώνει για την επαλήθευση και τη δημοσίευση. Προχωρεί με υπομονή και

επιμέλεια και προπάντων με βάση την πείρα του στην αντιγραφή τους. Η αποκατάσταση

ειδικά των ακρωτηριασμένων επιγραφών συνιστά ένα πρόβλημα –και είναι αλήθεια ότι

πολλές επιγραφές φτάνουν στα χέρια μας σε θραύσματα. Για αυτό το δύσκολο μέρος του

έργου τους οι επιγραφολόγοι έχουν αναπτύξει από τον 19ο αι. ειδικές μέθοδους με ασφαλή

αποτελέσματα. Οι μέθοδοι αυτοί επιβάλλουν τις αρχές της ‘εξακρίβωσης’, του

‘περιορισμού’ αλλά και της ‘άγνοιας’ την οποία οφείλει να παραδέχεται ο επιγραφολόγος

χωρίς πανικό. Εμπεριέχουν επίσης τη σύγκριση και τη διαδικασία της αξιοποιήσης άλλων

επιγραφών που είναι πλήρεις ή πληρέστερες, τη «μέθοδο των παραλλήλων», όπως λέγεται.

Βλ. αναλυτικά Ιστορία και μέθοδοί της, τ. Β´2, ό.π., σ. 49-66.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

30

μέχρι την αποκατάσταση και αντιγραφή των κειμένων απαιτεί μεταξύ άλλων

την ιστορική του κατάρτιση. Για να επιτύχει τον τελικό στόχο του έργου του,

είναι απαραίτητο οι παρατηρήσεις του να βασίζονται σε δεδομένες περιοχές

και ως εκ τούτου στα ιδιαίτερα κλιματολογικά, μορφολογικά και άλλα

στοιχεία τους, ώστε οι επιγραφές που αφορούν αυτές τις περιοχές και

διασώζουν πτυχές της ιστορίας τους, να συν-αξιολογούνται με γνώμονα τα

μνημεία τους, τα νομίσματα που έχουν βρεθεί σε αυτές (κ.ά.). Αξίζει, αντί

άλλου συμπεράσματος, να παρατεθεί το εξής απόσπασμα το οποίο

αναδεικνύει τη σχέση συνεργασίας μεταξύ της ιστορίας και των βοηθητικών

επιστημών:

«Η επιγραφική δεν θα μπορούσε να απομονωθεί από την ιστορία που

φτιάχνεται από τις άλλες πηγές, τη γλωσσολογία και τη φιλολογία, την

παπυρολογία και την παλαιογραφία, τη νομισματική. Ο ιστορικός είναι

ένας άνθρωπος-ορχήστρα που ξέρει να παίζει κάθε διαθέσιμο όργανο

και να συνθέτει από όλα μια συμφωνία. Είναι ανάλογα με τη στιγμή,

γλωσσολόγος ή νομισματολόγος· είναι επιγραφολόγος, αν είναι ικανός

να χρησιμοποιήσει τις επιγραφές άμεσα και κριτικά, να τις ερμηνεύσει

και να τις συνδέσει με άλλες πηγές. Πρέπει να τονίσουμε ένα

σημαντικό στοιχείο. Για να μπορέσουμε να κάνουμε την ιστορία να

αναβλύσει μέσα από τις επιγραφές, πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε

όλες και πάντα από γεωγραφική σκοπιά. Αυτή η φροντίδα θα διαπερνά

κάθε στιγμή την επιγραφική· ο επιγραφολόγος πρέπει να έχει πάντα

στο νου του τις τοπικές συνθήκες. Κάθε επιγραφή πρέπει να του

θυμίζει μια τοποθεσία. Έτσι θα αντλούμε ιστορικό υλικό και από την

παραμικρή επιγραφή που είναι αντιγραμμένη σε μια μεμονωμένη

σαρκοφάγο σε ένα χώρο ή κατά μήκος μιας λεωφόρου διακοσμημένης

με τάφους στην έξοδο της πόλης- στα άγρια βουνά της Ισαυρίας ή στη

μεγάλη διεθνή αγορά της Ρόδου. Όλη η ιστορία έχει γεωγραφικό

υπόβαθρο»23.

23 Ό.π., σ. 46-47.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

31

2.2. Οι πάπυροι και η παπυρολογία

Η παπυρολογία είναι ένας από τους νεότερους ερευνητικούς κλάδους των

αρχαιογνωστικών επιστημών24. Αντικείμενό της είναι η ανάγνωση, μελέτη,

ερμηνεία και αξιοποίηση των παπυρικών κειμένων που έχουν σωθεί από την

αρχαιότητα.

Ο πάπυρος ήταν φυτό το οποίο ευδοκιμούσε κατά την αρχαιότητα στο

μεσογειακό χώρο ―κυρίως στην Αίγυπτο κατά μήκος του ποταμού Νείλου―

και από το οποίο παραγόταν ο παπύρινος χάρτης, που ήταν το πιο

διαδεδομένο υλικό γραφής της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. Και επειδή ο

πάπυρος ήταν ένα υλικό σχετικά φτηνό ―παρότι άβολο στη χρήση του―

χρησιμοποιήθηκε ευρέως στον αρχαίο κόσμο. Όλες οι χώρες της Μεσογείου

χρησιμοποίησαν τον πάπυρο: η Αίγυπτος που ήταν ο κύριος παραγωγός του

αλλά και όσες χώρες είχαν εμπορικές σχέσεις με αυτήν. Είχε τη μορφή

κυλίνδρου που ξετυλιγόταν για να διαβαστεί και έπειτα ξανατυλιγόταν. Ένας

κύλινδρος μέσου μεγέθους είχε μήκος έξι ή επτά μέτρα και το κείμενο που

περιλάμβανε δεν υπερέβαινε τις εξήντα περίπου σημερινές τυπωμένες

σελίδες.

Πού βρέθηκαν πάπυροι; Η πρώτη αποκάλυψη έγινε το 1752. Σε μία έπαυλη

του Herculaneum που ανήκε στο φίλο του Κικέρωνα, Calpurnius Piso,

βρέθηκαν απανθρακωμένοι από λάβα, πεπλατυσμένοι και στο μεγαλύτερο

μέρος τους τυλιγμένοι μερικοί κύλινδροι όπου διακρίνονταν ελληνικά

γράμματα. Επί δύο χρόνια οι ανασκαφείς έβγαζαν από αυτή την έπαυλη και

από μερικά γειτονικά σπίτια volumina που στο σύνολό τους τελικά

ξεπέρασαν τα χίλια οκτακόσια. Με το πρώτο ξετύλιγμα διαπιστώθηκε ότι

επρόκειτο για λογοτεχνικά κείμενα, μεγάλο μέρος των οποίων είχαν

συγγραφεί από τον επικούρειο φιλόσοφο Φιλόδημο, φίλο και

προστατευόμενο του Calpurnius. Η ανακάλυψη αυτή προκάλεσε μεγάλη

εντύπωση σε μία εποχή που η φωτισμένη διανόηση ενδιαφερόταν για την

αρχαιολογία. Και από το 1793 ξεκίνησε η δημοσίευσή τους.

Αλλά το 1778 ένας Ιταλός έμπορος, περαστικός από την Giza, αγόρασε

έναν κίλυνδρο από τους πενήντα περίπου που πωλούνταν εκεί. Κατά μια

μαρτυρία, οι υπόλοιποι κάηκαν, είτε επειδή, όπως λέγεται, ο καπνός του

παπύρου ανέδιδε ένα ευχάριστο άρωμα είτε επειδή υπήρχε εντολή να

καταστρέφεται ο,τιδήποτε δεν ήταν κορανικής έμπνευσης. Ο κίλυνδρος

πάντως που σώθηκε εντάχθηκε στη συλλογή του καρδινάλιου Stefano

24 Το υποκεφάλαιο αυτό στηρίζεται σε μεγάλο μέρος του στο André Bataille,

«Παπυρολογία», Ιστορία και μέθοδοί της, τ. Β´2, σ. 67-102.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

32

Borgia, ο οποίος τον παρέδωσε σε ένα Δανό ελληνιστή, περαστικό από την

Ιταλία, τον Niels Schow. Ο κίλυνδρος αυτός (που ονομάζεται Charta

Borgiana) διασώζει έναν κατάλογο ανθρώπων από την Πτολεμαΐδα Όρμου

(στην είσοδο του Φαγιούμ) οι οποίοι επισκεύασαν αναχώματα και διώρυγες

στα 192-193. Η δημοσίευσή του το 1788 στη Ρώμη αποτελούσε το πρώτο

βήμα για τη δημιουργία της παπυρολογίας, γεγονός που προφανώς δεν

υποψιάζονταν ούτε ο συγγραφέας του κυλίνδρου ούτε οι αναγνώστες του.

Ωστόσο, τα περισσότερα ευρήματα προέρχονται από τις πόλεις και τα

χωριά της Μέσης και της Άνω Αιγύπτου, κυρίως σε εγκαταλελειμμένες

αρχαίες τοποθεσίες, όπως σε ερείπια πόλεων και χωριών, σε αρχαία

νεκροταφεία ανθρώπων και ιερών ζώων είτε σε αρχαίους τόπους

συγκέντρωσης απορριμμάτων. Στο μεγαλύτερο μέρος τους οι τόποι εύρεσης

των παπύρων είχαν καλυφθεί ήδη στην ύστερη αρχαιότητα ή σε

μεταγενέστερη εποχή από την έρημο, πράγμα που συνετέλεσε στη

διαφύλαξη των παπύρων. Ένα πρώτο σημαντικό βήμα για την ανακάλυψη

παπύρων στην Αίγυπτο έγινε κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του

Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Λίγο αργότερα, το 1818, αναφέρεται ότι ένας

φραγκισκανός ιεραπόστολος προσέφερε στον Πάπα Πίο Ζ´ σαράντα έξι

κομμάτια αγορασμένα από το Λούξορ (την πόλη στην ανατολική όχθη του

Νείλου που σήμερα πολύ συχνά αποκαλείται ‘το μεγαλύτερο υπαίθριο

μουσείο του κόσμου’). Είναι αλήθεια ότι αρχικά τα ευρήματα προέρχονταν

από τυχαίες ανακαλύψεις Αιγυπτίων χωρικών οι οποίοι σταδιακά

συνειδητοποιούσαν την αξία των ευρημάτων τους λόγω του ενδιαφέροντος

που επιδείκνυαν οι Ευρωπαίοι αγοραστές τους. Έτσι, ξεκίνησε πρώτα η

πρακτική των παράνομων ανασκαφών στην οποία οφείλεται η απώλεια και ο

ακρωτηριασμός τόσο εύθραστων κειμένων αλλά και η διασπορά κομματιών

τους σε διάφορες συλλογές. Με τον τρόπο αυτό αποκαλύφθηκαν πολύτιμα

πτολεμαϊκά αρχεία στη νεκρόπολη της Μέμφιδας, στη Θήβα (της Άνω

Αιγύπτου) και στο νησί Ελεφαντίνη. Πριν τα τέλη της δεκαετίας του 1820

δημοσιεύθηκαν οι πάπυροι του Τουρίνο, στις αρχές της επόμενης δεκαετίας

οι πάπυροι του Βατικανού και στα μέσα της δεκαετίας του 1860 οι πάπυροι

του Λούβρου και της Αυτοκρατορικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού. Το χειμώνα

του 1877-1878 οι φελάχοι ανακάλυψαν σε τεχνητό λόγο που κάλυπτε κάποιο

αρχαίο χωριό (το Médinet el-Fayoum, την πρωτεύουσα του αρσινοΐτη νομού)

χίλιους παπύρους που πωλήθηκαν σιγά-σιγά από εμπόρους αρχαιοτήτων.

Ανακαλύψεις στην ίδια περιοχή τα επόμενα χρόνια έφεραν στο φως

περισσότερα από εκατό χιλιάδες κομμάτια (εκ των οποίων εβδομήντα

χιλιάδες ήταν στην ελληνική γλώσσα) τα οποία εμπλούτισαν τη συλλογή του

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

33

αρχιδούκα Rainer στη Βιέννη που το 1899 δωρήθηκε στη συλλογή που

ανήκει σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη (Nationalbibliothek) της ίδιας

πόλης25.

Η επαφή με τους πρώτους παπύρους έδωσε το έναυσμα για τη διενέργεια

μιας σειράς συστηματικών ανασκαφών στην Αίγυπτο από ευρωπαϊκές και

αμερικανικές αρχαιολογικές αποστολές. Έτσι, ξεκινά η δεύτερη εποχή στην

ιστορία της παπυλογίας, στην οποία πρωτοστάτησε ο Βρετανός

αιγυπτιολόγος Sir Flinders Petrie που εργαζόταν για την «Egypt Exploration

Fund» του Λονδίνου. Έπειτα η ίδια εταιρία ανέθεσε τις έρευνες για την

ανακάλυψη και δημοσίευση παπύρων σε δύο νέους επιστήμονες, τους B. P.

Grenfell και τον A.S.Hunt. Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν το γεγονός ότι το

όνομα της καινούργιας επιστήμης έχει αγγλική προέλευση.

Το παράδειγμα των Βρετανών επιστημόνων ακολούθησαν από το 1897

και άλλοι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί. Μεταξύ των πολλών ιδρυμάτων και

ινστιτούτων που υποστήριξαν τις έρευνες και τις δημοσιεύσεις παπύρων,

αξίζει ενδεικτικά να αναφερθούν η ομάδα του Πανεπιστημίου του Michigan

που εργάστηκε στην Καρανία από το 1924 ώς το 1931· το Γαλλικό Ινστιτούτο

του Καΐρου που επικεντρώθηκε στην Απόλλωνος Άνω Πόλη από το 1914

μέχρι το 1933 και ξανά από το 1937 μέχρι το 1939 και το οποίο κατά καιρούς

συνεργάστηκε με το Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας· τη «Società italiana per la

ricerca dei papyri in Egitto» που συγκρότησε στη Φλωρεντία μία από τις

σημαντικότερες σύγχρονες συλλογές κ.ά. Οι παπυρολόγοι σύντομα

αυξήθηκαν και άρχισαν να συγκεντρώνονται στα ιδιαίτερα συνέδρια της

«Διεθνούς Ένωσης Παπυρολόγων» που ιδρύθηκε το 1932.

Τι έχει διασωθεί σε παπύρους; Σε πάπυρο έχουν σωθεί κείμενα πολλών

διαφορετικών γλωσσών, οι κυριότερες των οποίων είναι τα ελληνικά, τα

αιγυπτιακά σε όλες τις μορφές τους (ιερογλυφικά, ιερατικά, δημοτικά και

κοπτικά), τα αραβικά, τα λατινικά, τα εβραϊκά, τα περσικά, τα συριακά και

τα αρμενικά. Η παπυρολογία επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στα κείμενα τα

οποία είναι γραμμένα στις δύο κλασσικές γλώσσες των αρχαιογνωστικών

επιστημών, δηλαδή την αρχαία ελληνική και τη λατινική, και προέρχονται

από τη χρονική περίοδο που οριοθετείται αφενός από την κατάληψη της

Αιγύπτου από τον Μ. Αλέξανδρο (332 π.Χ.) και αφετέρου από την αραβική

κατάκτηση της Αιγύπτου και την απώλειά της για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία

(641 μ.Χ.). Ο πρώτος πάπυρος σε ελληνική γλώσσα από την Αίγυπτο

25 Πρόκειται για τη μεγαλύτερη του κόσμου. Οι εκεί ευρισκόμενοι ελληνικοί πάπυροι

ανέρχονται στους 60.000 περίπου.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

34

προέρχεται από τον όψιμο 4ο αιώνα π.Χ. και ο τελευταίος από τον όψιμο 8ο

αιώνα μ.Χ., οπότε και ουσιαστικά έπαψε να ομιλείται η ελληνική στην

Αίγυπτο.

Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι οι πάπυροι διακρίνονται από πλευράς

περιεχομένου σε δύο βασικές κατηγορίες:

1) στους λεγόμενους φιλολογικούς παπύρους, οι οποίοι διασώζουν

λογοτεχνικά κείμενα της κλασικής και μετακλασικής περιόδου -

κάποτε μάλιστα και αυτόγραφα λογοτεχνών, όπως για παράδειγμα

του ποιητή του 6ου αι. μ.Χ. Διόσκορου· και

2) στα έγγραφα που περιέχουν ποικίλα κείμενα της καθημερινής ζωής

(π.χ. συμβόλαια, φορολογικές αποδείξεις, υπηρεσιακή αλληλογρα-

φία, διατακτικές πληρωμής κ.ά.), και τα οποία είναι εξαιρετικής

σπουδαιότητας για τη συγγραφή της κοινωνικο-οικονομικής ιστορίας

της μετακλασικής αρχαιότητας.

Ποιοι μελετούν και χρησιμοποιούν τους παπύρους26; Η μελέτη των

παπύρων εμπίπτει στην αρμοδιότητα πρωτίστως του φιλολόγου και κατά

δεύτερο λόγο του ιστορικού. Ο φιλόλογος είναι επιφορτισμένος με την

ανάγνωση, την έκδοση και τη γλωσσική και παλαιογραφική μελέτη του

συνόλου των παπύρων. Επιπλέον, ασχολείται με τη μελέτη από πλευράς

περιεχομένου τόσο του συνόλου των φιλολογικών παπύρων όσο και αυτών

που ανήκουν στην κατηγορία των εγγράφων ιδιωτικών επιστολών (μη-

φιλολογικών παπύρων). Ο ιστορικός με τη σειρά του καλείται να αξιοποιήσει

τα παπυρικά έγγραφα ως ιστορικές πηγές προκειμένου να ανασυστήσει την

πολιτική, κοινωνική και οικονομική ιστορία κατά την ελληνιστική, ρωμαϊκή,

βυζαντινή και πρώιμη αραβική εποχή. Οι πάπυροι επίσης προσφέρουν

πολύτιμες πληροφορίες και καθίστανται σημαντικότατες πηγές για τον

γλωσσολόγο, τον ιστορικό του δικαίου, τον ερευνητή της Παλαιάς και της

Καινής Διαθήκης αλλά και τον θρησκειολόγο.

Παπυρολογία: Έρευνα και σπουδές

Έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η παπυρολογία είναι ο κλάδος ο οποίος

πρωτοπόρησε στην εφαρμογή των ηλεκτρονικών μέσων στον χώρο των

αρχαιογνωστικών επιστημών. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980

26 Η παρουσίαση στο σημείο αυτό της εξέλιξης της παπυρολογίας και των σχετικών

σπουδών βασίζονται στο άρθρο του καθηγητή Αμφιλοχίου Παπαθωμά, «Η παπυρολογία στον

εικοστό πρώτο αιώνα», http://www.ucy.ac.cy/endictis/end4/ereuna/paryrologia.htm

(12.12.2008)

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

35

χρησιμοποιούνταν ευρέως ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων σε μορφή CD-

Rom. Από το 1994 το διαδίκτυο αποτελεί απαραίτητο εργαλείο

παπυρολογικής έρευνας, αφού μεταξύ άλλων προσφέρει πρόσβαση σε

αδημοσίευτο υλικό πολλών ανά τον κόσμο παπυρικών συλλογών. Συνάμα

έχει κυκλοφορηθεί μεγάλος αριθμός εξαιρετικά χρησίμων βάσεων

δεδομένων σε μορφή CD-Rom, οι οποίες αποτελούν βασικότατα εργαλεία

επιστημονικής έρευνας.

Απόρροια της συνεχούς και εντατικής εκδοτικής δραστηριότητας, η οποία

παρατηρείται τα τελευταία χρόνια είναι και η ανάπτυξη των παπυρολογικών

σπουδών, οι οποίες κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα γνώρισαν μια

πρωτοφανή άνθηση τόσο στον ευρωπαϊκό όσο και βορειοαμερικανικό χώρο.

Έτσι, επιβεβαιώθηκε η πρόβλεψη που είχε διατυπωθεί στα τέλη του 19ου

αιώνα, ότι δηλαδή, αν ο 19ος αιώνας υπήρξε ο αιώνας της επιγραφικής, ο

20ος αιώνας επρόκειτο να καταστεί αιώνας της παπυρολογίας. Σχεδόν όλα

τα μεγάλα πανεπιστημιακά ιδρύματα του κόσμου προσφέρουν εδώ και

πολλές δεκαετίες το μάθημα της παπυρολογίας σε προπτυχιακό και

μεταπτυχιακό επίπεδο. Τα σημαντικότερα κέντρα παπυρολογικών σπουδών

του κόσμου, στα οποία διατηρούνται και περίφημες συλλογές παπύρων,

είναι τα ακόλουθα: στη Μεγάλη Βρετανία η Οξφόρδη και το Λονδίνο, στις

Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής η Νέα Υόρκη και το Μίσιγκαν, στη Γερμανία

η Χαϊδελβέργη, το Βερολίνο και οι Τρέβηροι, στην Ιταλία η Φλωρεντία και το

Μιλάνο, στην Ολλανδία το Άμστερνταμ και το Λέιντεν, στη Γαλλία η Σορβόνη

και το Στρασβούργο, στην Αυστρία η Βιέννη και στο Βέλγιο οι Βρυξέλλες.

Στον ελληνικό χώρο οι παπυρολογικές σπουδές δεν έχουν αναπτυχθεί

ιδιαίτερα, γεγονός που εν μέρει οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν

σημαντικές ελληνικές συλλογές. Ένας μικρός αριθμός παπύρων φυλάσσεται

σε διάφορα ιδρύματα: στην Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία, στο Τμήμα

Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.

Ωστόσο, η μεγαλύτερη συλλογή που αποτελείται από τριακόσιους περίπου

παπύρους (από τους οποίους μόνο 24 έχουν εκδοθεί), ανήκει στην Ελληνική

Παπυρολογική Εταιρεία και αποκτήθηκε με αγορές και δωρεές, κυρίως κατά

τη δεκαετία του 1980. Το μάθημα, τέλος, της παπυρολογίας διδάσκεται

συστηματικά στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Κρήτης, Ιωαννίνων

και Θράκης και από το θερινό εξάμηνο 2000 εντάσσεται στο προπτυχιακό

πρόγραμμα σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

36

2.3. Από τα χειρόγραφα βιβλία στα σύγχρονα βιβλία: Οι παλαιές γραφές

και η παλαιογραφία

Ο όρος παλαιογραφία δηλώνει στην κυριολεξία τους «παλαιούς τρόπους

γραφής»27. Επομένως, περικλείει ένα ευρύ φάσμα εννοιών που αφορούν

τόσο τις έρευνες που αναφέρονται στη φύση και την εξέλιξη της γραφής όσο

και την έρευνα της υλικής βάσης της γραφής, δηλ. της ύλης με την οποία

γράφουμε. Με την ευρύτερή του έννοια ο όρος εφαρμόζεται και στα ίδια τα

γραπτά μνημεία, π.χ. στα χειρόγραφα των βιβλιοθηκών. Ως εκ τούτου το

πεδίο των ερευνών της παλαιογραφίας φαντάζει απεριόριστο και από την

άποψη της γεωγραφίας (μεξικανική ή ελληνική παλαιογραφία) όσο και ως

προς το είδος των υπό εξέταση κειμένων (υπάρχει π.χ. και μουσική

παλαιογραφία). Παρομοίως απεριόριστα φαντάζουν και τα χρονικά όρια της

παλαιογραφικής επιστήμης. Πράγματι, πότε αρχίζει η γραφή να θεωρείται

παλαιά;

Θα πρέπει ωστόσο να διευκρινίσουμε ότι είναι διαφορετικό αντικείμενο η

ιστορία της γραφής και διαφορετικό η παλαιογραφία. Φυσικά, η

παλαιογραφία θα μπορούσε να περιλαμβάνει χειρόγραφη αλλά και μηχανικά

αποτυπωμένη γραφή και να εστιάζει στις διαφορές που παρουσιάζονται στη

μία ή την άλλα γραφική εκδοχή. Ωστόσο, είθισται παλαιογράφος να

θεωρείται εκείνος που ασχολείται με τα «χειρόγραφα βιβλία» και τα

γραπτά μνημεία που φιλοξενούνται στις μεγάλες βιβλιοθήκες και τα

αποθέματα των αρχείων. Έτσι, δεν θα αποκαλέσουμε έναν επιστήμονα που

ασχολείται με τους σουμεριανούς κυλίνδρους παλαιογράφο. Ο περιορισμός

μπορεί να φαίνεται δυσάρεστος αλλά είναι αναπόφευκτος. Η παλαιογραφία

λόγω της σπουδαιότητάς της αλλά και λόγω της συνεχούς έρευνας στις

μεγάλες συλλογές, έχει μελετηθεί και διευρυνθεί σε μεγάλο βαθμό, ώστε

ορισμένα στοιχεία τείνουν να αποσπαστούν από τον κορμό της. Π.χ. ένας

σημαντικός τομέας της παλαιογραφίας σήμερα χαρακτηρίζεται στη Γαλλία

«κωδικολογία».

Επομένως, ως παλαιογραφία ορίζουμε την επιστήμη που ασχολείται με

την αποκρυπτογράφηση, την ανάλυση και τη χρονολόγηση των παλαιών

γραφών και απαρτίζεται από τον ελληνικό τομέα, το ρωμαϊκό και λατινικό,

και τον τομέα της μεσαιωνικής Δύσης και της Αναγέννησης.

Η ελληνική παλαιογραφία έγινε επιστήμη στη Δύση την τελευταία περίοδο

της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ´, του μονάρχη μιας από τις λαμπρότερης

27 Το κεφάλαιο αυτό βασίζεται στα Alphonse Dain, «Ελληνική παλαιογραφία», Jean

Mallon, «Ρωμαϊκή παλαιογραφία», και Charles Perrat, «Μεσαιωνική παλαιογραφία», Ιστορία

και μέθοδοί της, τ. Β´2, σ. 103-129, 131-165 και 167-197, αντίστοιχα.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

37

φάσης της γαλλικής ιστορίας και επιπλέον μονάρχη της επί 72 συναπτά έτη

(από το 1643-1714), αφού διαδέχθηκε τον προκάτοχό του σε ηλικία μόλις

τεσσάρων ετών με αντιβασιλίσσα τη μητέρα του, Άννα της Αυστρίας. Ήταν ο

βασιλιάς Ήλιος, ο οποίος αύξησε σημαντικά την παγκόσμια επιρροή και την

ισχύ της Γαλλίας, οδήγησε τη χώρα του σε οικονομική ανάπτυξη και

πολλαπλασίασε τις αποικίες της. Ο ίδιος επίσης έχτισε το περίφημο παλάτι

των Βερσαλλιών στο οποίο φιλοξενήθηκε το μεγαλείο του ευρωπαϊκού

πολιτισμού, καθιστώντας τη Γαλλία πρωτεύουσά του.

Το κλίμα ευημερίας και πολιτισμικής ανάπτυξης που επικράτησε κατά τη

βασιλεία του στη Γαλλία, συνετέλεσε άραγε στη δημιουργία της

παλαιογραφικής επιστήμης; Είναι ευρέως γνωστό ότι ο Λουδοβίκος ΙΔ´ έθεσε

τις προϋποθέσεις για την πιο χρυσή εποχή του γαλλικού πολιτισμού. Ίδρυσε

εθνικές ακαδημίες για να αναγνωρίσει και να τιμήσει συγκεκριμένους

συγγραφείς, επιστήμονες και αρχιτέκτονες, χρηματοδότησε το θέατρο και

την όπερα (ήταν μάλιστα πάτρονας του Μολιέρου). Στην πρωτεύουσα λοιπόν

του Λουδοβίκου ΙΔ´, ο βενεδικτίνος λόγιος Μοντφακόν (Bernard de

Montfaucon, 1655-1741) δημοσίευσε, το 1708, το βιβλίο που τον κατέστησε

πατέρα της παλαιογραφίας ―την Ελληνική παλαιογραφία (Palaeographia

graeca). Με τα επόμενα συγγράμματα που εξέδωσε μέχρι το θάνατό του,

συγκέντρωσε και ομαδοποίησε μεθοδικά όλα τα αρχαία μνημεία που

μπορούσαν να συμβάλουν στη μελέτη της θρησκείας, των τοπικών εθίμων,

της υλικής ζωής, των στρατιωτικών θεσμών καθώς και των ταφικών εθών

των αρχαίων. Μια δεκαετία μάλιστα πριν το τέλος της ζωής του εξέδωσε τη

μελέτη του με τίτλο Μνημεία της γαλλικής Μοναρχίας, την οποία αφιέρωσε

στο Λουδοβίκο ΙΔ´·το σημείο στο οποίο εστιαζόταν αυτή η μελέτη, ήταν η

ιστορία όπως αυτή καταδεικνύεται στα μνημεία διαδοχικών μοναρχιών.

Έτσι, γεννήθηκε μια σπουδαία βοηθητική επιστήμη προσέγγισης

ιστορικών πηγών, παρότι, όπως ήδη φάνηκε, ο Μοντφακόν ―αναγκαστικά

λόγω των δεδομένων της εποχής στην οποία έγραφε τις μελέτες του― δεν

αφιέρωσε μεγάλο μέρος του έργου του στα παλαιογραφικά κείμενα. Αλλά η

εμβρίθειά του ήταν σπουδαία. Πραγματικά, οι συλλογές ελληνικών

χειρογράφων και τα αποθέματα αρχείων γνώρισαν για πολύ καιρό κάποια

στασιμότητα. Οι συλλογές που σχημάτισαν στη Δύση μετά την Αναγέννηση με

πρωτοβουλία φωτισμένων ερασιτεχνών ενώθηκαν και κατέληξαν στις

μεγάλες παρακαταθήκες που αποτελούν σήμερα οι εθνικές, βασιλικές και

παπικές βιβλιοθήκες. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε μεγάλες

απώλειες και μεταφορές τεκμηρίων κάθε είδους από τόπο σε τόπο.

Συγκεκριμένα, δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια πια που βρίσκονται πολλές

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

38

συλλογές ελληνικών χειρογράφων από την Ελλάδα, την Τουρκία, τις

βαλκανικές χώρες, τη Ρωσία, ή και την Εγγύς Ανατολή. Υπάρχει εξάλλου

εμπόριο ελληνικών χειρογράφων μέσω των οποίων από τα χρόνια του

Μεσοπολέμου μέχρι αυτά του Ψυχρού Πολέμου πωλήθηκαν περίπου δύο

χιλιάδες τόμοι. Ωστόσο, σύμφωνα με υπολογισμούς κωδικολόγων έχουν

διασωθεί περισσότερα από πενήντα χιλιάδες ελληνικών χειρογράφων.

Ο τομέας μάλιστα της ελληνικής παλαιογραφίας, ειδικά των μελετών της

ελληνικής γραφής, έχει διευρυνθεί αξιοσημείωτα. Το 1952, ένας νεαρός

Άγγλος, ο Μάικλ Βέντρις (Michael Ventris, 1922-1956), αποκρυπτογράφησε

με τη βοήθεια ενός συμπατριώτη του, του Τζον Τσάντγουικ (John Chadwick,

1920-;), την ελληνική γραφή της μυκηναϊκής εποχής· τη λεγόμενη γραμμική

Β´. Ο Βέντρις εφάρμοσε στις πινακίδες τις τεχνικές που είχαν χρησιμοποιηθεί

στον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο για την αποκρυπτογράφηση των γερμανικών

μηνυμάτων, παίρνοντας σαν υπόθεση εργασίας την ελληνική γλώσσα. Έτσι,

κατόρθωσε να διαβάσει τα κείμενα με κατανοητό τρόπο. Επιφυλακτική στην

αρχή η επιστημονική κοινότητα, παραδέχθηκε το προφανές: η Γραμμική Β´

ήταν μια αρχαϊκή μορφή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Η επιβεβαίωση

του Βέντρις ήρθε όταν ο μυκηναϊκός όρος ti-ri-po-de (=τρίποδες)

επαληθεύτηκε στο ιδεόγραμμα της συγκεκριμένης πινακίδας που παρίστανε

έναν τρίποδα. Η γλώσσα που αποκρυπτογράφησε ήταν γλώσσα της

διοίκησης και της γραφειοκρατίας (όπως ήταν δηλαδή και η Γραμμική Α´,

που δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί και η οποία αποτέλεσε τη βάση για τη

δημιουργία της Γραμμικής Β´) και ήταν η σημαντικότερη γραφή σε χρήση

πριν την ανακάλυψη της αλφαβητικής μορφής. Όπως είναι γνωστό, η

παράδοση αποδίδει την εφεύρεση του αλφάβητου στον Κάδμο. Στην

πραγματικότητα όμως η αλφαβητική γραφή (Α-Β) προήλθε από το φοινικικό

αλφάβητο με την τροποποίηση μερικών γραμμάτων για να υποδηλώνουν τα

φωνήεντα.

Ωστόσο, η αυτονομία των αρχαίων Ελλήνων ήταν τόση, ώστε κάθε πόλη

είχε το δικό της τρόπο γραφής. Σταδιακά όμως διαμορφώθηκε ένα κοινό

σύστημα ελληνικής γραφής, παρότι χρειάστηκαν μερικοί αιώνες για τη

γενίκευσή του. Έτσι, καταρτίστηκε σε όλη την Ελλάδα ένα αλφάβητο-τύπος

που το χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα για τα κεφαλαία γράμματα: 24

γράμματα λοιπόν, 7 φωνήεντα και 17 σύμφωνα. Έχουμε ήδη φτάσει στον 5ο

και 4ο αι. π.Χ. Για την περίοδο αυτή δεν έχουμε δείγματα γραφής με το χέρι

σε πάπυρους ή πινακίδες. Οι επιγραφές που σώζονται είναι με τη

μεγαλογράμματα γραφή. Επομένως, η γνώση μας για την ελληνική γραφή

της κλασικής εποχής στηρίζεται κυρίως στη μνημειακή γραφή και εν μέρει

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

39

στις πολυάριθμες επιγραφές των ζωγραφισμένων αγγείων. Είναι αλήθεια ότι

οι ιδιώτες δεν είχαν γραφική ύλη. Χρησιμοποιούσαν ό,τι είχαν στη διάθεσή

τους, π.χ. ένα όστρακο όπως αυτό στο οποίο διαβάζουμε τη ψήφο που

καταδίκαζε το Θεμιστοκλή σε εξορία.

Στην εποχή του βιβλίου φτάνουμε κατά την ελληνιστική εποχή. Γύρω στα

285 π.Χ. ο Πτολεμαίος Α´ (ο Σωτήρ) ίδρυσε στην Αλεξάνδρεια την πρώτη

μεγάλη επίσημη βιβλιοθήκη ελληνικών κειμένων, το Μουσείο που κατέστη

αμέσως το πρώτο μεγάλο πανεπιστημιακό κέντρο. Παρά τις διχόνοιες τους οι

δυνάστες που μοιράστηκαν την αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου

είχαν προωθήσει στη μεσογειακή λεκάνη μια πραγματικά ενιαία ελληνική

παιδεία. Και οι Ρωμαίοι έπειτα επιβεβαίωσαν αυτή την ενότητα και την

υπεροχή της ελληνικής παιδείας. Έτσι, γεννήθηκε ο πρώτος ελληνισμός που

επρόκειτο να έχει διάρκεια ζωής μίας περίπου χιλιετίας. Και τι είναι το

«βιβλίο»; Στην αρχή ήταν ένας τόμος ή ένας κύλινδρος παπύρου. Συγκριτικά

με τη μνημειακή μορφή, παρουσίαζε σοβαρές διαφορές ώς προς την μορφή

της γραφής (αλλά αυτό δεν θα μας απασχολήσει εδώ). Αργότερα ήταν μία

περγαμηνή.

Αξίζει ωστόσο στο σημείο αυτό να εντοπίσουμε κάποιους σημαντικούς

σταθμούς στην εξέλιξη της γραφής και του ‘βιβλιου’. Στον τομέα του

φιλολογικού ή τεχνικού βιβλίου ιδιαίτερα σημαντικός ήταν ο 2ο αι. μ.Χ. διότι

τότε έχουμε τις μεγάλες επιλογές των αντιγραφέων στις βιβλιοθήκες. Έτσι,

σήμερα εξαρτώμαστε από αυτές τις επιλογές που περιορίζουν τα διαβάσματά

μας σε κάποια έργα της αρχαιότητας, που καθιερώθηκαν στην εποχή των

Αντωνίνων. Διακόσια ή τριακόσια χρόνια αργότερα τα ελληνικά κείμενα

πήραν την οριστική μορφή που μας είναι γνωστή, τουλάχιστο από τα

αντίγραφα που έγιναν στο Μεσαίωνα. Στη διάρκεια ωστόσο του 8ου αι. μ. Χ.

έγινε μια μεγάλη παλαιογραφική επανάσταση: τη στιγμή που ο λατινικός

κόσμος ανέπτυσσε τη λεγόμενη καρολίνεια γραφή, ο ελληνικός κόσμος

εγκατέλειπε τη στρογγυλογράμματη γραφή στη βιομηχανία του βιβλίου -

τουλάχιστο εν μέρει. Έτσι, έμελλε να γεννηθεί η μικρογράμματη ελληνική

γραφή. Έκτοτε επικρατούν τα ωραία βιβλία από περγαμηνή που κοσμούν τις

αυτοκρατορικές και εκκλησιαστικές βιβλιοθήκες. Στον 13ο αι., τέλος,

ειδικότερα στα χρόνια 1260-1280, εντοπίζουμε έναν άλλο καίριο σταθμό της

παλαιογραφικής επιστήμης: η ‘βιομηχανία του βιβλίου’ γνώρισε νέα

ανάπτυξη που συνδυάστηκε με άλλες εξελίξεις σε ό,τι αφορά τη φιλολογική

πρόοδο. Τότε ξεκίνησε η χρήση του χαρτιού. Χαρτί ανατολικής προέλευσης,

ο λεγόμενος βομβύκινος χάρτης, επέτρεψε, λόγω της χαμηλής του τιμής,

μεγάλη παραγωγή βιβλίων. Φυσικά, η χρήση του χαρτιού δεν άλλαξε

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

40

μονομιάς τα δεδομένα! Ακόμη και κατά τους τελευταίους αιώνες του

Βυζαντίου αναπτύσσονταν κέντρα αντιγραφέων αλλά σταδιακά εμφανίζεται

το χαρτί που κατασκευάζεται στη Δύση και το οποίο αντικαθιστά το χαρτί

της Ανατολής. Το 1453 δεν αποτελεί σταθμό στην εξέλιξη της παλαιογραφίας

αλλά είναι απλά σταθμός στην εξέλιξη του ελληνικού βιβλίου. Οι έλληνες

λόγιοι, που, διωγμένοι, εγκαταστάθηκαν στη Δύση, μετέφεραν το ελληνικό

βιβλίο στις δυτικές χώρες. Στο μεταξύ όμως η εφεύρεση της τυπογραφίας

δημιούργησε νέα δεδομένα στην παραγωγή των βιβλίων παρότι χρειάστηκαν

πολλές προσπάθειες που διήρκησαν περισσότερα από διακόσια πενήντα

χρόνια προκειμένου η ελληνική τυπογραφία να φτάσει στη χρήση που

γνωρίζουμε σήμερα.

Από τον 17ο αι. μετά τις εργασίες του Ζαν Μαμπιγιόν (Jean Mabillon,

1632-1707) έγινε γνωστή ανάμεσα στις επιστήμες του Μεσαίωνα η λατινική

παλαιογραφία που αναπτύχθηκε σιγά σιγά πάνω σε οργανικά αποθέματα

αρχείων και βιβλιοθηκών της Δύσης τα οποία είχαν διατηρηθεί

κληρονομημένα από εκκλησιαστικούς, δικαστικούς, διοικητικούς και

πολιτικούς θεσμούς. Το περιεχόμενό τους περιοριζόταν σε διπλωματικά

έγγραφα και βιβλία, έργα γραμματικών που είχαν εργαστεί σε γραμματείες

ή εργαστήρια αντιγραφών. Οι παλαιογράφοι τώρα δεν ενδιαφέρονταν για

ανασκαφές και τα ευρήματά τους. Ωστόσο, η λατινική ή ρωμαϊκή

παλαιογραφία συνιστά το ένα μισό, το άλλο μισό είναι η ελληνική

παλαιογραφία.

Ο τρίτος τομέας, ωστόσο, της επιστήμης που αξίζει να μνημονευθεί εδώ

είναι η μεσαιωνική παλαιογραφία. Πώς μπόρεσαν οι ουμανιστές και οι λόγιοι

του 16ου ή 17ου αι. να δώσουν εκδόσεις φιλολογικών κειμένων που όχι μόνο

στάθηκαν αρκετές για να εξασφαλιστεί η διάδοση της αρχαίας σκέψης και

ενός μέρους από τη σκέψη του Μεσαίωνα αλλά και που ακόμη και σήμερα

θεωρούνται ‘αυθεντίες’; Πως μπόρεσαν οι ιστορικοί να διαβάσουν και

μάλιστα να δημοσιεύσουν αρκετά σωστά τα έγγραφα που τους ήταν

απαραίτητα για να στηρίξουν τις απόψεις τους σε ό,τι αφορά μια εκκλησία,

ένα μοναστήρι, μια οικογένεια ή ένα πρόσωπο; Είναι αλήθεια ότι υπήρχαν

παλαιογράφοι που ακόμη δεν είχαν τον τίτλο των παλαιογράφων και οι

οποίοι ασκούσαν την παλαιογραφία χωρίς και οι ίδιοι να το γνωρίζουν. Και η

παλαιογραφία τους, ήταν μεν εμπειρική αλλά ήταν ιδιαίτερα σημαντική για

το ξεκίνημα της επιστήμης που γνωρίζουμε σήμερα.

Μια σοβαρή δυσκολία στην ανάγνωση των μεσαιωνικών κειμένων είναι

πάντοτε η αποκρυπτογράφηση των συντομογραφιών στις οποίες

κατέφευγαν οι γραμματικοί για να δουλεύουν πιο γρήγορα ή για να κάνουν

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

41

οικονομία στον πάπυρο, την περγαμηνή ή το χαρτί όπου έγραφαν. Ήδη από

τον μεσαίωνα υπήρχαν συλλογές συντομογραφιών, ταπεινές συλλογές χωρίς

προοπτικές να χρησιμεύσουν στην επιστήμη του μέλλοντος.

Η παλαιογραφία έγινε αντικείμενο διδασκαλίας στη Μπολόνια το 1765.

Στο Παρίσι η École des Chartes που ιδρύθηκε το 1821 και αναδιοργανώθηκε

το 1829 συνέχισε το έργο των παλιών βενεδικτίνων παλαιογράφων. Το 1846

προβλεπόταν στη Σχολή μια έδρα διπλωματικής και παλαιογραφίας. Το 1889

άλλος καθηγητής της ίδιας σχολής προέβη με μεγάλη επιτυχία στη

δημοσίευση της μελέτης του διευρύνοντας τους ορίζοντες της επιστήμης.

Στον ίδιο δρόμο κινήθηκαν και άλλοι με ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία.

Παρόμοιες εξελίξεις παρατηρούνται επίσης και εκτός Γαλλίας: στη Γερμανία,

την Αγγλία και την Ιταλία.

Αργότερα η ανακάλυψη της φωτογραφίας και κατόπιν των μικροφίλμ

έδωσαν μεγάλη ώθηση στην επιστήμη της παλαιογραφίας. Είναι

εντυπωσιακό ότι λίγο πριν το 1939 βιβλιογράφοι, τυπογράφοι και

στοιχειοχύτες ενδιαφέρθηκαν όχι μόνο για το έντυπο βιβλίο αλλά και για το

χειρόγραφο. Στη Γαλλία και την Αγγλία δημιουργήθηκαν επιστημονικά

περιοδικά για να δημιουργήσουν μέσω της δημοσίευσης σχετικών μελετών

μια γέφυρα ανάμεσα στους δύο τομείς. Ως αποτέλεσμα η προσοχή των

παλαιογράφων στράφηκε σε γεγονότα και τεχνικές που ώς τότε τους είχαν

αφήσει αδιάφορους. Αν λοιπόν το σημείο εκκίνησης της μεσαιωνικής

παλαιογραφίας θα πρέπει να τοποθετηθεί στην εποχή της γέννησης των

βαρβαρικών βασιλείων της Δύσης και κατά μείζονα λόγο στις αρχές της

παλινόρθωσης της Αυτοκρατορίας από τον Καρλομάγνο, θα ήταν μάταιο να

ορίσουμε όρια πολύ αυστηρά σε αυτή την επιστήμη. Εν πάσει περιπτώσει τα

όρια της θα πρέπει να τοποθετηθούν κάπου στην Αναγέννηση και στη μελέτη

της «ουμανιστικής».

2.4. Συνοπτική παρουσίαση άλλων βοηθητικών επιστημών

Κρυπτογραφία Ήδη αναφέρθηκε ότι τόσο ο παλαιογράφος όσο και ο επιγραφολόγος και ο

παπυρολόγος αναλαμβάνουν την ανάγνωση των κειμένων τους

προχωρώντας στην αποκρυπτογράφησή τους! Πράγματι η υιοθέτηση

συνθηματικής γλώσσας που εμποδίζει τους πολλούς να γνωρίσουν το

μυστικό κειμένων που δεν προορίζονταν γι’ αυτούς, ανάγεται στη μακρινή

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

42

αρχαιότητα28. Στην αρχαιότητα γνωρίζουμε τη «σκυτάλη» που

χρησιμοποιούσαν οι Λακεδαιμόνιοι. Τί ήταν η «σκυτάλη»; Ο Πλούταρχος

περιγράφει τη χρήση της στο Βίο του Λυσάνδρου. Σε μία δερμάτινη ταινία

υπήρχαν γραμμένα γράμματα, φαινομενικά χωρίς συνοχή. Όταν κάποιος

τύλιγε την ταινία γύρω από ένα ραβδί με ορισμένη διάμετρο, τα γράμματα

έρχονταν το ένα δίπλα στο άλλο και σχημάτιζαν λέξεις και φράσεις. Ο

τρόπος αυτός ανήκε στις «μεθόδους μετάθεσης», όπως τις αποκαλούν οι

κρυπτογράφοι· και ήταν αρκετά εύκολο να αποκρυπτογραφηθεί από τη

στιγμή που η αρχή ήταν γνωστή. Αρκούσε δηλαδή να δοκιμάσει κανείς

πολλά διαστήματα μεταξύ των λέξεων για να αποκαλύψει τη διάμετρο του

κατάλληλου ραβδιού.

Από τη ρωμαϊκή αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή η κρυπτογράφηση

στηρίζεται στη «μέθοδο της υποκατάστασης». Οι λέξεις δηλαδή και τα

γράμματα παραμένουν στην κανονική τους σειρά, αλλά υποκαθίστανται από

ένα σύμβολο που υπάρχει σε έναν πίνακα αντιστοιχίας, ο οποίος έχει

καταρτιστεί από πριν για κάθε στοιχείο· ή από έναν πίνακα ταξινομημένο με

κάποιο τρόπο ώστε το ίδιο σημείο να μπορεί να αντιπροσωπεύει διαδοχικά

πολλά γράμματα ή λέξεις του κανονικού κειμένου. Ο Ιούλιος Καίσαρας για

να αλληλογραφεί με τους ανθρώπους του χρησιμοποιούσε ένα κωδικό

αλφάβητο με χαρακτήρες του λατινικού αλφαβήτου στο οποίο όμως

αντικαθιστούσε κάθε γράμμα του κανονικού κειμένου με το γράμμα που

βρισκόταν 4 θέσεις πιο πάνω στο αλφάβητο. Αλλά αυτή η μέθοδος δεν ήταν

πρωτότυπη. Είχε χρησιμοποιηθεί νωρίτερα από Ινδούς και Έλληνες.

Στον πρώιμο μεσαίωνα πάλι βρίσκουμε τη συνήθεια των «μυστικών

γραφών». Έχουμε λοιπόν τις γραφές των γραμματειών που επέτρεπαν στο

προσωπικό των γραφείων να σημειώνει σχόλια στα κείμενα με τρόπο που να

είναι κατανοητός μόνο από άλλους υπαλλήλους. Η γραμματεία των

Καρολιδών προσέθεσε έτσι στα βασιλικά έγγραφα υπηρεσιακές σημειώσεις

γραμμένες με σύμβολα της παλαιάς ταχυγραφίας. Στην Ιρλανδία οι γραφείς

που χρησιμοποιούσαν το λατινικό αλφάβητο, για τον παραπάνω στόχο

προσέθεταν τα σχόλια τους στην παλιά εθνική γραφή ―το ογαμικό

αλφάβητο.

Ωστόσο, η πιο συνηθισμένη κρυπτογραφία είναι εκείνη που

χρησιμοποιήθηκε σε αλληλογραφίες που υπήρχε κίνδυνος να βρεθούν σε

χέρια τρίτων. Ήδη από τον 9ο αιώνα εντοπίζονται ίχνη από κρυπτογραφικά

συστήματα που στηρίζονται σε μεθόδους υποκατάστασης. Η αποφασιστική

28 Στοιχεία του κεφαλαίου αυτού έχουν αντληθεί από το Jean Richard, «Κρυπτογραφία»,

Ιστορία και μέθοδοί της, τ. Β´2, σ. 199-217.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

43

πρόοδος όμως συντελείται τον 14ο αιώνα κυρίως στην Ιταλία. Συναντούμε

κειμενα όπου κρυπτογραφημένα αποσπάσμαστα παρεμβάλλονται σε μη

κρυπτογραφημένες φράσεις για να καθίσταται ακόμη πιο περίπλοκη η

διαδικασία της ανάγνωσής τους από τρίτους. Από το 1400 χρησιμοποιούνται

όλο και συχνότερα αλφάβητα υποκατάστασης. Άλλοτε το κάθε σύμφωνο

αντικαθίσταται από το επόμενο και άλλοτε χρησιμοποιούνται περιττά

γράμματα, γεγονός που καταδεικνύει την αυξανόμενη επιδεξιότητα των

αποκρυπτογράφων ―όσο δηλαδή αυξάνονται οι επιτυχίες των

αποκρυπτογράφων τόσο πιο περίπλοκα συστήματα ανακαλύπτονται

προκειμένου να προσφέρουν εγγυήσεις για τη διατήρηση της μυστικότητας

των κειμένων.

Συμπερασματικά, πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι η εξέλιξη της

κρυπτογραφίας που σε μεγάλο βαθμό συνδυάζεται με την πρόοδο των

μεθόδων αποκρυπτογράφησης, καταδεικνύει τη σύγκρουση βασιλιάδων,

αρχόντων και υπηρεσιών που έκριναν αναγκαίο να διατηρήσουν το

απόρρητο των εγγράφων και της αλληλογραφίας τους, με άλλους που

απασχολούσαν αποκρυπτογράφους για την αποκρυπτογράφησή τους. Έτσι,

οι Βενετσιάνοι είχαν κατά το 16ο αιώνα στην υπηρεσία τους προικισμένους

αποκρυπτογράφους, όπως δηλαδή και η Αυλή της Ρώμης ή η Ελισάβετ Α´

της Αγγλίας που κατάφερε την αλληλογραφία των οπαδών της Μαρίας

Στιούαρτ. Ο Ερρίκος Δ´ επίσης είχε προσλάβει στην υπηρεσία του έναν

μαθηματικό που κατόρθωσε να ανακαλύψει το μυστικό του κώδικα που

χρησιμοποιούσε ο πρεσβευτής της Βενετίας αλλά και τον κωδικό που

εμφανιζόταν στην αλληλογραφία του βασιλιά της Ισπανίας με συμμάχους

του. Και το σημαντικότερο είναι ότι οι μέθοδοι της κρυπτογραφίας και ως εκ

τούτου της αποκρυπτογράφησης έχουν χρήσεις που ξεπερνούν τις ανάγκες

ανάγνωσης μιας απόρρητης αλληλογραφίας από ανθρώπους του βασιλιά

που επεδίωκε να πληροφορηθεί για τις επιδιώξεις κάποιου ανταγωνιστή ή

αντιπάλου του. Η αποκρυπτογράφηση της σφηνοειδούς γραφής και η

σημασία της για την ιστορική επιστήμη αποτελεί ένα χρήσιμο παράδειγμα ―

και δεν είναι το μοναδικό.

Διπλωματική Η διπλωματική είναι η επιστήμη που μελετά τη διαμόρφωση και τη μορφή

(την αυθεντικότητα, την προέλευση, τη χρονολόγηση κ.τ.λ.) γραπτών

πράξεων με μία νομική διάσταση. Αφετηρία της ήταν η μελέτη των

λεγόμενων «διπλωμάτων», των αυτοκρατορικών και βασιλικών πράξεων

δηλαδή του Μεσαίωνα, ειδικά έναν τύπο επίσημης πράξης των Καπετιδών

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

44

βασιλέων (της τρίτης δυναστείας των βασιλέων της Γαλλίας, που ίδρυσε ο

Ούγος Α´ ο ‘Καπέτος’ και η οποία βασίλευε από τα τέλη του 10ου αιώνα

μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση). Επρόκειτο για μια κατηγορία εγγράφων που

εκ πρώτης όψεως φαίνονταν αξιόπιστα. Ωστόσο, ο έλεγχος της αξιοπιστίας

τους ήταν το πρώτο ουσιαστικό κίνητρο που οδήγησε στη γέννηση της

διπλωματικής ως αυτόνομης επιστήμης.

Πολλές φορές δηλαδή οι τίτλοι, τα προνόμια και τα κληρονομικά

δικαιώματα που κατοχυρώνονταν σε τέτοιους χάρτες, κατέληγαν ενώπιον

δικαστών που καλούνταν να αποφανθούν για τη γνησιότητά τους. Και με

ποια κριτήρια επρόκειτο να λάβουν τις αποφάσεις τους; Όταν επρόκειτο για

σύγχρονα έγγραφα είχαν στη βοήθειά τους νόμους και συνεπώς κάποιους

σαφείς τρόπους ελέγχου. Άλλοτε πάλι τους αρκούσε ο όρκος του διαδίκου.

Ειδικά όμως για τα παλαιά έγγραφα η κρίση τους ήταν μάλλον αφελής. Στη

Γερμανία μάλιστα του 17ου αιώνα τέτοιες αντιδικίες περιγράφονται ως

«διπλωματικός πόλεμος».

Κάποιος εκκλησιαστικός άρχοντας για παράδειγμα μπορούσε να ανασύρει

παλαιά διπλώματα για να αποφύγει την επικυριαρχία που απειλούσε τη

δεσποτεία του και απαιτούσε να εξαρτάται απευθείας από τον αυτοκράτορα

χωρίς μεσάζοντες. Άλλοτε μία πόλη, θέλοντας να χειραφετηθεί από τη

δικαιοδοσία ενός ντόπιου μοναστηριού, απευθυνόταν σε ειδικούς για να

καταρρίψει την εγκυρότητα του καρολίνειου διπλώματος που πρόβαλε το

μοναστήρι.

Η διπλωματία έγινε επιστημονικός κλάδος όταν οι κριτικοί άρχισαν να

κρίνουν τα αρχειακά έγγραφα, αντιμετωπίζοντάς τα όχι ως κείμενα-

συμβόλαια αλλά ως ιστορικές μαρτυρίες. Για την εξέλιξη αυτή σταθμός

υπήρξε ο 17ος αιώνας και το έργο του Μαμπιγιόν, του πατέρα τόσο της

παλαιογραφίας όσο και της διπλωματικής. Μοναχός και ο Μαμπιγιόν, όπως

οι περισσότεροι χρονογράφοι/ιστοριοδίφες του μεσαίωνα, το 1681

δημοσίευσε το έργο του που ακόμη και ήμερα θεωρείται μνημειώδες: De re

diplomatica. Στην ουσία ο Μαμπιγιόν πρότεινε έναν επιστημονικό τρόπο

ελέγχου της αξιοπιστίας των πηγών. Έτσι, συνέβαλε στην προετοιμασία της

διαδικασίας αξιολόγησης και κριτικής των πηγών και προλείαινε με τον

τρόπο αυτό το δρόμο για την απομάκρυνση της ιστορίας από τη λογική της

ιστοριοδιφικής εργασίας, τις βιογραφίες των βασιλιάδων και των ανθρώπων

της ελίτ· γενικά δηλαδή από τη λογική της μεσαιωνικής χρονογραφίας που

ήδη απογοήτευε όσους ενδιαφέρονταν για την ιστορία. Με το έργο του

επηρέασε τις έρευνες όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και στην Ιταλία, τη Γερμανία

κ.ά.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

45

Εραλδική Ανατρέχοντας στο συνοπτικό και χρήσιμο λεξικό των Ντυφώ (Grégory

Dufaud), Μαζουρέλ (Hervé Mazurel) και Οφφενστάντ (Nicolas Offenstadt)

που πρόσφατα μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα, στο λήμμα ‘εραλδική’

διαβάζουμε: «Η εραλδική δηλώνει τη μελέτη των θυρεών, που εμφανίστηκαν

τον 12ο αιώνα και ορίζονται ως ‘τα έγχρωμα εμβλήματα που προσιδιάζουν σε

ένα άτομο, μία οικογένεια ή μία κοινότητα και η σύνθεση των οποίων

υποβάλλεται σε ιδιαίτερους κανόνες, που είναι αυτοί του οικοσήμου’. Αυτό

το τελευταίο κωδικοποιεί έτσι τη χρήση των μορφών και των χρωμάτων. Η

εραλδική χρησιμοποιείται σήμερα ευρέως στην ιστορία του Μεσαίωνα (για τη

χρονολόγηση αντικειμένων ή μνημείων, ή, ακόμα, στην ιστορία των

ευαισθησιών) αφού προηγουμένως είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον

ειδημόνων»29.

Ο θυρεός λοιπόν προσδίδει σε ένα αντικείμενο ως είδος τρόπον τινα

ληξιαρχικής πράξης μια ιδιότητα, μια ταυτότητα. Χάρη στο θυρεό είναι

δυνατό να ταυτίσουμε τον ιδιοκτήτη ενός φορείου, μιας άμαξας, ενός

δακτυλιδιού, ενός ξίφους κ.τ.λ. Ορισμένες φορές οι ταυτίσεις είναι αρκετά

συγκινητικές. Πολεμιστές που σκοτώθηκαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο

χωρίς κανένα σημείο ταυτότητας, αναγνωρίστηκαν από το δακτυλίδι τους.

Χάρη στο θυρεό ο ιστορικός θα καταφέρει να διακρίνει δύο συνώνυμες

οικογένειες και να μην κάνει το σφάλμα να αποδώσει δραστηριότητες μελών

της μιας στην άλλη. Η παρουσία του θυρεού, ενός ζευγαριού στο θόλο μιας

εκκλησίας, θα επιτρέψει τον προσδιορισμό με ακρίβεια της εποχής

κατασκευής του κτιρίου. Η παρουσία ενός θυρεού σε ένα πίνακα θα

επιτρέπει να ανιχνεύσουμε, όχι μόνο το πρόσωπο που τον είχε παραγγείλει,

αλλά ίσως ακόμη και το όνομα του δημιουργού του. Θα είναι ιδιαίτερα

χρήσιμο λοιπόν οι ειδικευμένοι εραλδιστές να συνεχίσουν τις μελέτες τους

προκειμένου να προάγουν την επιστήμη και διευρύνουν τη βοήθειά της στην

ιστορία.

29 Dufaud, Mazurel και Offenstadt,

ό.π., σ. 79-80.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

46

Κεφάλαιο τρίτο:

Πώς γράφεται η ιστορία;

Οι στόχοι αυτού του κεφαλαίου είναι να κατανοήσετε:

[σε ένα πρώτο στάδιο] πώς γράφεται η ιστορία

ποια είναι τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ιστορικός που

ειδικεύεται στην αρχαία, τη μεσαιωνική, ή τη νεότερη και σύγχρονη εποχή

πώς το υπό εξέταση αντικείμενο επηρεάζει τις μεθόδους προσέγγισης του

ιστορικού

ποια είναι η γνώση του ιστορικού για το παρελθόν που ερευνά

πώς μπορεί να διαχειρίζεται τις ‘σιωπές’ των πηγών του και πού μπορεί να

οφείλονται τέτοιες ‘σιωπές’ (ή φθορές)

πόσο σημαντική είναι για τον ιστορική η παραδοχή της ‘άγνοιάς’ του

τι στοιχεία προσφέρουν στον ιστορικό οι κάθε είδους πηγές

γιατι η ιστορία είναι επιστήμη

ποιες είναι οι υποχρεώσεις (το ‘χρέος’) του ιστορικού

πόσο σημαντική είναι η πλούσια μεθοδολογία της ιστορικής επιστήμης για

την ‘παραγωγή’ της ιστορίας

ποια είναι τα κριτήρια της ‘κειμενικότητας’ στη συγγραφή της ιστορίας

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

47

Από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα έχουν γίνει πολλές συζητήσεις

σχετικά με την επιστημονικότητα της ιστορίας. Φαίνεται όμως ότι στο

επίκεντρο αυτών των συζητήσεων ―στις οποίες αξίζει να σημειωθεί ότι

ενεπλάκησαν ιστορικοί διαφόρων προσανατολισμών και σχολών― βρέθηκε

προπάντων το «αίτημα για την επιστημονικότητα στην ιστορία» παρά αυτό

καθαυτό το ερώτημα εάν η ιστορία συνιστά επιστήμη. Παρατηρώντας

σοβαρούς αναπροσδιορισμούς στην επιστήμη της ιστορίας τα χρόνια του

Ψυχρού Πολέμου, και επιδιώκοντας να σκιαγραφήσει έναν γενικό

τυπολογικό ιστό της εξέλιξης της ιστοριογραφίας, ο Γκέοργκ Ίγκερς στο

βιβλίο που εξέδωσε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, έθετε ως θεωρητική

αφετηρία την εξής σκέψη:

«Όταν αναφέρεται κάποιος στην ιστορία ως επιστήμη, έρχεται

αντιμέτωπος με τις αντιρρήσεις του αγγλόφωνου κόσμου όπου ο όρος

‘επιστήμη’ (science) συνδέθηκε στενά με το μοντέλο των φυσικών

επιστημών. Οι Γάλλοι και οι Γερμανοί λόγιοι έθεσαν σε μικρότερο

βαθμό το ζήτημα αν η ιστορία αποτελεί επιστήμη (science,

Wissenschaft), ακόμη κι όταν τη διέκριναν από τις θετικές επιστήμες.

Είναι οπωσδήποτε σωστό, όπως υποστήριξαν διάφοροι ιστορικοί από

τον Leopold von Ranke ώς τον J. H. Hexter, ότι το αντικείμενο και οι

μέθοδοι διαφέρουν θεμελιωδώς στην ιστορία και τις φυσικές

επιστήμες. Είναι επίσης σωστό ότι ‘η ιστορία, με τον τρόπο που

ασκείται, είναι ένας γνωστικός κλάδος που διέπεται από κανόνες. Αλλά

τόσο οι κανόνες όσο και η εκφορά του λόγου στην ιστορία διαφέρουν

από τα αντίστοιχα της επιστημονικής εξήγησης, π.χ. των εξηγήσεων

που δίδονται στις φυσικές επιστήμες’. Παρ’όλα αυτά, υπάρχει κάτι που

συνδέει τους ιστορικούς με τους ερευνητές και τους επιστήμονες

άλλων γνωστικών κλάδων όσο και αν διαφέρουν οι μέθοδοι της

έρευνας και οι κανόνες της ερμηνείας ανάμεσά τους. Το κοινό σημείο

τους είναι το εξής: οι μέθοδοί τους και οι κανόνες τους δε

βασίζονται στην ατομική διαίσθηση ―έστω και αν η τελευταία

μπορεί να παίζει σπουδαίο ρόλο στην παραγωγή της

επιστημολογικής σκέψης― αλλά ακολουθούν ερευνητικούς

κανόνες που γίνονται αποδεκτοί συλλογικά, δι-υποκειμενικά.

Ακόμη και οι συνήγοροι της ‘επιστημονικής’ ιστορίας της σχολής

του Ranke, αναγνωρίζουν γενικά ότι η ιστορία δεν είναι απλώς

επιστήμη· είναι και τέχνη. Όσο όμως κι αν βαραίνει η φιλολογική,

αισθητική και ρητορική πλευρά της ιστορικής έκθεσης, οι ιστορικοί και

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

48

οι φιλόσοφοι από την εποχή του Αριστοτέλη συμφωνούν ότι η ιστορία

διαφέρει από την ποίηση και τη μυθιστοριογραφία σε ουσιώδη σημεία.

Χρέος του ιστορικού παραμένει η αναδόμηση του πραγματικού

παρελθόντος και η ερμηνεία του»30.

Πράγματι είναι σκόπιμο εδώ να σταθούμε στο αξίωμα: «η ιστορία είναι μια

επιστήμη». Και όπως κάθε επιστήμη, διαθέτει τη θεωρία και τα

μεθοδολογικά εργαλεία της. Με άλλα λόγια διαθέτει μεθοδολογικά εργαλεία

τα οποία, όπως θα δούμε και παρακάτω, χρησιμοποιούν οι θεράποντές της,

καθώς προσεγγίζουν τις πηγές και αξιοποιούν το υλικό τους στην

προσπάθειά τους να περιγράψουν, να αναλύσουν και να ερμηνεύσουν το

παρελθόν. Στο απόσπασμα που παρατίθεται παραπάνω από το βιβλίο του

Ίγκερς υπογραμμίζονται δύο σημεία: το πρώτο αφορά τη συλλογική

αποδοχή (και για αυτό δι-υποκειμενικότητα) των μεθόδων της ιστορικής

επιστήμης· και το δεύτερο το αναπόδραστο χρέος, δηλαδή τις υποχρεώσεις,

τις δεσμεύσεις αλλά αναπόφευκτα και τις επιδιώξεις που επηρεάζουν το

έργο του ιστορικού, προκειμένου το έργο του να χαρακτηρίζεται

επιστημονικό. Για να προχωρήσουμε λοιπόν στην όσο το δυνατό

εμβριθέστερη ανάλυση των δύο παραπάνω ζητημάτων, θα ήταν προτιμότερο

να ξεκινήσουμε από το αρχικό στάδιο του ιστορικού έργου: την επαφή του

ιστορικού με το πρωτογενές υλικό του.

Πράγματι για να εκπληρώσει ο ιστορικός το «χρέος» του ―που κατά τον

Ίγκερς φαίνεται να προσδιορίζεται με αρκετή σαφήνεια, δηλαδή είναι η

‘αναδόμηση του πραγματικού παρελθόντος’ με την εφαρμογή ‘δι-

υποκειμενικών’ μεθόδων της ιστορικής επιστήμης, και έπειτα η ‘ερμηνεία’

αυτού του παρελθόντος― θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του επαρκές

πρωτογενές υλικό: πηγές. Ποιο είναι λοιπόν το υλικό που αναζητά ο

ιστορικός σε βιβλιοθήκες, αρχεία και άλλους χώρους ή φορείς προκειμένου

να ξεκινήσει την έρευνά του; Έχοντας μελετήσει τα προηγούμενα κεφάλαια,

ίσως πολλοί από εσάς μπορείτε να δώσετε την απάντηση στο ερώτημα αυτό:

η αναζήτηση του ιστορικού εξαρτάται πρωτίστως από τη χρονική περίοδο

αλλά και από το θέμα που έχει αποφασίσει να εξετάσει. Επειδή ακριβώς σε

ένα μάθημα θεωρίας και μεθοδολογίας της ιστορίας είναι αδύνατο να

εξετάσουμε διεξοδικά όλες τις πηγές της ιστορίας και τους επιμέρους

επιστημολογικούς κλάδους που έχουν αναπτυχθεί για την μελέτη τους (και

θα ήταν μάλλον άσκοπο να περιοριστούμε σε μία απλή καταγραφή αρχείων,

30 Η υπογράμμιση δική μου. Το χωρίο από Γκέοργκ Ίγκερς, Νέες κατευθύνσεις στην

ευρωπαΐκή ιστοριογραφία, μτφρ. Βασίλης Οικονομίδης, Αθήνα, εκδ. Γνώση, 1991, σ. 11.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

49

πηγών κτλ.), ας χρησιμοποιήσουμε μερικά μόνο παραδείγματα. Έτσι, θα

έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε δεδομένες όψεις της επιστήμης της

ιστορίας αλλά και συγκεκριμένα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει

ο ιστορικός ανάλογα με τα ενδιαφέροντά του. Και για ευνόητους λόγους

είναι θεμιτό να εστιάσουμε την προσοχή μας ειδικά στην εμπειρία του

ερευνητή διαφόρων φάσεων της ελληνικής ιστορίας, προσπαθώντας βέβαια

να μην τον απομονώσουμε από τις ευρύτερες ευρωπαϊκές εξελίξεις της

επιστήμης του.

3.1. Μελετώντας και αξιολογώντας τις πηγές

Αν σήμερα, στον αρχόμενο 21ο αιώνα, ένας ιστορικός επιθυμεί να μελετήσει

δεδομένες όψεις της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, κατ’ αρχήν έχει στη

διάθεσή του το συνεχώς αυξανόμενο σύνολο αρχαιολογικών ευρημάτων που

έχουν έρθει (και εξακολουθούν να έρχονται) στο φως ως απόρροια της

ανάπτυξης της αρχαιολογικής επιστήμης και της αύξησης του αριθμού των

ανασκαφών. Από την άποψη αυτή ο σημερινός ιστορικός έχει στη διάθεσή

του ασύγκριτα περισσότερες πληροφορίες από ένα συνάδελφό του που

έζησε και πραγματοποίησε τις έρευνές του, ας πούμε, στις αρχές του 20ού

αιώνα.

Οι νέες μέθοδοι που εμφανίστηκαν και αναπτύσσονται στην αρχαιολογία

έχουν επεκτείνει αξιοσημείωτα τις πτυχές της κοινωνικής, οικονομικής και

πολιτικής οργάνωσης των αρχαίων κοινωνιών για τις οποίες έχουμε τώρα

γνώση. Οι αρχαιολόγοι σήμερα ασχολούνται με τις συνήθειες διατροφής των

αρχαίων κοινωνιών, εξετάζουν τους σκελετούς που βρίσκουν σε τάφους

προκειμένου να αντλήσουν συμπεράσματα σχετικά με την κατάσταση της

υγείας των πληθυσμών, τις ασθένειες κτλ. Έχουν βελτιώσει τις μεθόδους

χρονολόγησης των κεραμικών καταλοίπων του παρελθόντος και

προσφέρουν έτσι μια σαφέστερη εικόνα του χρόνου της αρχαιότητας. Έχουν

προοδεύσει ακόμη και στις υποβρύχιες έρευνες, αναδεικνύοντας στοιχεία και

ντοκουμέντα που μέχρι πρότινος θεωρούνταν απρόσιτα. Μελετούν επίσης

συστηματικότερα τα δομικά χαρακτηριστικά των οικιών που ανασκάπτουν,

αλλά και των νεκροπόλεων. Και δίνουν επίσης μεγαλύτερη προσοχή στα

οικονομικά δεδομένα του αρχαίου παρελθόντος, στην επέκταση των

εμπορικών συναλλαγών και τις πολιτισμικές και ευρύτερα κοινωνικές

αλληλεπιδράσεις που είναι δυνατό να αναπτυχθούν κατά την εμπορική

επαφή διάφορων κοινωνιών. Αυτές είναι μερικές μόνο από τις προόδους της

σύγχρονης αρχαιολογίας που προσφέρουν αναμφίβολα πολύτιμες

πληροφορίες στους ιστορικούς.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

50

Με άλλα λόγια, με τη βοήθεια της αρχαιολογίας, ο ιστορικός σήμερα

μπορεί να εξετάσει ακόμη και πρακτικές μεταθανάτιας θρησκευτικής

πρακτικής· να επιχειρήσει διεξοδικές αναλύσεις των κοινωνικών

διαστρωματώσεων σε δεδομένες εποχές· να συναγάγει συμπεράσματα μέσω

της μελέτης των απεικονίσεων των νομισμάτων, του βάρους και της

περιεκτικότητάς τους σε μέταλλο καλής ποιότητας και έτσι να

παρακολουθήσει την οργάνωση και λειτουργία οικονομικών συστημάτων

κ.ά.

Ωστόσο, ο ιστορικός δεν είναι αρχαιολόγος· που σημαίνει ότι δεν έχει

επαρκή κατάρτιση προκειμένου να παρακολουθεί τα πορίσματα των

ανασκαφών και τις σχετικές δημοσιεύσεις των αρχαιολόγων. Πράγματι το

ζήτημα της αναπόδραστης συνεργασίας ανάμεσα στην ιστορία και άλλες

επιστήμες, όπως η αρχαιολογία, αποτελεί για τον ιστορικό ένα πρώτο

πρόσκομμα, το οποίο δεν αντιμετωπίζουν ―τουλάχιστο όχι στον ίδιο βαθμό―

οι ερευνητές των φυσικών επιστημών. Και θα ήταν φυσικά ουτοπικό να

αξιώνουμε από τον ιστορικό να διεισδύει με την απαιτούμενη επιστημονική

επάρκεια και στους χώρους άλλων επιστημών.

Το τίμημα όμως της αποκόμισης κερδών από τη γόνιμη συνεργασία με

άλλες επιστήμες αναγκάζει τον ιστορικό να αναπτύσσει την ικανότητα

κριτικής αξιολόγησης των αποτελεσμάτων συναφών ή βοηθητικών, όπως

είθισται να λέγονται, επιστημών, έτσι ώστε να αναπτύσσει την

προβλεπτικότητά του και να διαβλέπει που ελλοχεύουν κίνδυνοι! Και ένας

σοβαρός κίνδυνος τον οποίο δεν πρέπει να λησμονεί σε αυτό το παράδειγμά

μας ο ερευνητής της αρχαίας ελληνικής ιστορίας σε ό,τι αφορά τη βοήθεια

που του προσφέρει η αρχαιολογία, είναι ο εξής: παρά τον αυξανόμενο όγκο

των πληροφοριών που του προσφέρουν οι αρχαιολογικές σκαπάνες, τα

αρχαιολογικά αλλά και τα φιλολογικά τεκμήρια που σώθηκαν από τον

τεράστιο πλούτο του πολυσύνθετου κόσμου της ελληνικής αρχαιότητας είναι

ασύγκριτα λιγότερα από όσα χάθηκαν· που σημαίνει ότι ο ιστορικός

προκειμένου να μην παρασυρθεί από τη μερική και μονομερή γνώση των

κοινωνιών του παρελθόντος που μελετά, θα πρέπει να εφαρμόσει μια

αυστηρή επιστημονική μέθοδο. Και οφείλει επίσης, όταν υποβάλει τα

τεκμήριά του στη διαδικασία της ιστορικής ανάλυσης, να έχει κατά νου ότι η

γνώση του δεν είναι μόνο μερική αλλά είναι και μονομερής, διότι βασίζεται

σε μεμονωμένες κατηγορίες τεκμηρίων που σώθηκαν χάρη στο υλικό τους

(και, ως γνωστόν, σώθηκαν προπάντων κεραμικά). Έτσι, αν ενδιαφέρεται,

παραδείγματος χάριν, για την εποχή του χαλκού, όπου οι γραπτές πηγές

είναι σπάνιες και αποσπασματικές, είναι σε θέση να διατυπώσει πολλά

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

51

ερωτήματα αλλά μπορεί να απαντήσει σε λίγα μόνο από αυτά, χωρίς μάλιστα

να έχει πάντοτε τη δυνατότητα να προχωρήσει στην ερμηνευτική σύνθεση

των απαντήσεων που δίνει με την ασφάλεια των πηγών του.

Το ζήτημα της μερικής και αποσπασματικής γνώσης του παρελθόντος

μέσω των πηγών περιέγραφε με μοναδικό τρόπο, το 1961, ο επιφανής

ιστορικός Έντουαρντ Χάλετ Καρ (Edward Hallet Carr, 1892-1982) σε μία

παράδοσή του στο Κέιμπριτζ:

«Όταν σπούδαζα αρχαία ιστορία σ’αυτό εδώ το πανεπιστήμιο, πριν

πολλά χρόνια, είχα διαλέξει το θέμα ‘Η Ελλάδα στην περίοδο των

Περσικών Πολέμων’. Έχοντας συγκεντρώσει 15-20 τόμους στα ράφια

της βιβλιοθήκης μου, θεωρούσα δεδομένο ότι υπήρχαν εκεί όλα τα

γεγονότα που σχετίζονταν με το θέμα μου. Ας δεχτούμε ―και δεν

απείχε, πράγματι, πολύ από την αλήθεια― ότι οι τόμοι αυτοί περιείχαν

όλα τα σχετικά γεγονότα που ήταν, ή θα μπορούσαν να είναι, τότε

γνωστά. Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό να αναρωτηθώ

μέσω ποιας σύμπτωσης, ή ποιας διαδικασίας φυσικής φθοράς, από

τα μυριάδες συμβάντα που θα πρέπει να ήταν κάποτε γνωστά

επέζησαν ορισμένα, τα οποία και αποτέλεσαν ‘τα γεγονότα της

ιστορίας’. Έχω την αίσθηση ότι, ακόμη και σήμερα, ένα από τα

στοιχεία που μας γοητεύουν σε σχέση με την Αρχαία και τη Μεσαιωνική

ιστορία είναι η ψευδαίσθηση ότι όλα τα βασικά γεγονότα είναι στη

διάθεσή μας· η επίμονη απαίτηση για διάκριση μεταξύ ιστορικών

γεγονότων και άλλων γεγονότων του παρελθόντος παρέλκει, αφού τα

λίγα γεγονότα που είναι γνωστά για τις περιόδους αυτές αποτελούν

όλα μέρος της ιστορίας.

Ο Μπιούρυ [John Bagnell Bury (1861-1927)31] που είχε ασχοληθεί

και με τις δυο αυτές ιστορικές περιόδους, έγραφε: ‘η Αρχαία και η

Μεσαιωνική ιστορία βρίθουν κενών»32.

Για να γίνει κατανοητή η τελευταία διαπίστωση του Καρ, θα πρέπει να

επισημανθεί ότι η διαδικασία της φυσικής φθοράς κάποιων ντοκουμέντων

31 Ιρλανδός ιστορικός και κλασικός φιλόλογος. Δίδαξε στο Δουβλίνο από το 1893 μέχρι το

1902 και στη συνέχεια στο Κέιμπριτζ. Κύριο έργο του είναι η μνημειώδης Ιστορία της

Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1899). 32 Ε. Χ. Καρ, Τι είναι ιστορία; Σκέψεις για τη θεωρία της ιστορίας και το ρόλο του

ιστορικού, Αθήνα, εκδ. Γνώση, 1999, σ. 22-23.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

52

αλλά και της διάσωσης άλλων δεν είναι πάντοτε ανεξάρτητη από

συμπτώσεις και επιλογές. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;

Ως γνωστό, ο ερευνητής μας εδώ στο παράδειγμα μας, ο ερευνητής της

δηλαδή αρχαίας ελληνικής ιστορίας, έχει στη διάθεσή του ένα σύνολο

γραπτών πηγών. Κάποιες προέρχονται από επιγραφές χαραγμένες σε πέτρα,

χαλκό, κεραμικά ή ζωγραφισμένες σε αγγεία κ.ά. (βλ. παραπάνω το

κεφάλαιο για την επιγραφική). Μέσω αυτών που έχουν σωθεί (και έχουν

σωθεί κυρίως χάρη στο υλικό στο οποίο ήταν καταγεγραμμένες) ο ιστορικός

εμπλουτίζει εντυπωσιακά τις πηγές του με πολύτιμες πληροφορίες σχετικά

με τους θεσμούς και την πολιτική οργάνωση των υπό εξέταση κοινωνιών, με

κώδικες νόμων καθώς επίσης με ποικίλες πληροφορίες για αρκετές, μέχρι

πρότινος άγνωστες, πτυχές της δράσης και της εξέλιξης αυτών των

κοινωνιών.

Παρόμοια είναι η αξία των διοικητικών εγγράφων και της αλληλογραφίας

που είχαν καταγραφεί σε παπύρους (βλ. παραπάνω το κεφάλαιο για την

παπυρολογία)· τους λεγόμενους «μη φιλολογικούς» παπύρους. Αλλά και οι

«φιλολογικοί» πάπυροι στους οποίους οφείλεται η διάσωση σημαντικών

φιλολογικών κειμένων, αποτελούν επίσης πηγή του ιστορικού: π.χ. ανάμεσα

στους «παπύρους της Οξυρύγχου» που βρέθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα

στην ομώνυμη πολίχνη της Άνω Αιγύπτου, περιλαμβάνονταν αποσπάσματα

από τους Ιχνευτές του Σοφοκλή καθώς και μια ανώνυμη ιστορία που

καλύπτει τα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου (τον Ανώνυμο

της Οξυρύγχου). Σε άλλες παπυρολογικές πηγές έχουν διασωθεί η Πολιτεία

του Αριστοτέλη, οι Ωδές του Βακχυλίδη, ένα σχεδόν άρτιο έργο του

Μενάνδρου, το σύνολο σχεδόν των 16.000 της Ιλιάδας του Ομήρου, έργα του

Αλκαίου, του Καλλίμαχου, του Αισχύλου, του Ευριπίδη, του Ησίοδου, του

Υπερείδη, του Μένανδρου και αρκετά άλλα. Αυτά είναι τα αρχαιότερα

χειρόγραφα των κλασικών συγγραφέων, τα οποία ενίοτε προηγούνται

χρονολογικά ακόμη και μία χιλιετία από τα μεσαιωνικά τους αντίγραφα.

Φυσικά τα «βιβλία» σε πάπυρο παράγονταν σε ένα μόνο αντίτυπο. Έπειτα

αντιγράφονταν, αν βέβαια είχαν αρκετούς αναγνώστες οι οποίοι

ενδιαφέρονταν για την αντιγραφή τους. Φυσικά, όσο περισσότερα ήταν τα

αντίγραφά τους, τόσο περισσότερες ήταν και οι πιθανότητες να διασωθούν.

Με βάση παραδείγματος χάριν τον αριθμό των αποσπασμάτων της Ιλιάδας

και της Οδύσσειας που έχουν σωθεί, μπορούμε να υποθέσουμε με αρκετή

ασφάλεια ότι ο Όμηρος ήταν ο προσφιλέστερος συγγραφέας. Με γνώμονα το

ίδιο κριτήριο στην ιεραρχία των προτιμήσεων του αναγνωστικού κοινού

ακολουθούσαν ο Δημοσθένης, ο Ευριπίδης, ο Πλάτων, ο Θουκυδίδης και

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

53

άλλοι. Ένα πρώτο συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι οι «ελάσσονες συγγραφείς

της εποχής του Σοφοκλή, του Θουκυδίδη, του Πλάτωνα, του Δημοσθένη

έχουν εξαφανιστεί». Αλλά ποιοι θεωρούνταν «ελλάσσονες»; Και με ποια

κριτήρια; Είναι βέβαιο ότι και εμείς σήμερα θα τους θεωρούσαμε

«ελάσσονες»; Η διαδικασία επομένως της αντιγραφής ενέχει ένα πρώτο

στάδιο επιλογής. Και η επιλεκτικότητα των αντιγραφέων, ακόμη και αν

πράγματι αποκαλύπτει δεδομένα αισθητικά κριτήρια της εποχής τους ―ίσως

και την εξέλιξή τους στο χρόνο― συνιστά σαφή παράγοντα επέμβασης που

προστίθενται στις επεμβάσεις της τύχης και επίσης παράγοντα που

αναπόφευκτα αποβαίνει καθοριστικός σε ό,τι αφορά τις γνώσεις μας για το

παρελθόν.

Ωστόσο, το τέλος της αρχαιότητας ήταν μόνο η αρχή της περιπέτειας

διάσωσης των αρχαίων κειμένων. Με τη διάδοση της χρήσης της περγαμηνής

σε βάρος του παπύρου, εγκαινιάστηκε μια νέα φάση επιλογών. Η νέα

τεχνική ήταν ασύγκριτα καλύτερη αλλά συνάμα ήταν ακριβή. Ως εκ τούτου

τα έργα που θεωρήθηκαν δευτερεύοντα, παραμερίστηκαν· και επειδή η

περγαμηνή ήταν υλικό ιδιαίτερα ανθεκτικό, στην πορεία του χρόνου

αντιγραφείς που επιθυμούσαν να εξοικονομήσουν διαθέσιμες επιφάνειες, δεν

δίσταζαν να ξύνουν τα ειδωλολατρικά έργα που ήταν ήδη γραμμένα, για να

γράψουν στη θέση τους ιερές γραφές (πρόκειται για τα λεγόμενα

‘παλίμψηστα’, των οποίων το αρχικό κείμενο σήμερα, χάρη στην ανάπτυξη

ειδικών μεθόδων, μερικές φορές αποκαθίσταται). Μέχρι την εφεύρεση της

τυπογραφίας που επέτρεψε την έκδοση ενός βιβλίου σε πολυάριθμα

αντίτυπα, διασφαλίζοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό τη διάσωσή του, η τύχη της

φιλολογικής κληρονομιάς της παγανιστικής αρχαιότητας επηρεάστηκε από

τις αντιλήψεις και τη λιγότερο ή περισσότερο ήπια λογοκρισία των

χριστιανών διανοουμένων αντιγραφέων τους. Όπως επηρεάστηκε και από

άλλους παράγοντες: όπως για παράδειγμα την πυρπόληση της

Κωνσταντινούπολης και της τεράστιας βιβλιοθήκης της από τους

Σταυροφόρους το 1204 είτε τις γνωστές συνέπειες της άλωσης του 1453 ή

απλώς τη φθοροποιό υγρασία κ.ά.33

Αν λοιπόν ο σημερινός ερευνητής που επιδιώκει να συγκεντρώσει το

υλικό του και να μελετήσει την αρχαία ελληνική ιστορία, αναλογιστεί την

απόσταση που τον χωρίζει από τις πηγές του, εύλογα συμμερίζεται τη

33 Η παραπάνω περιγραφή των πηγών της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και της

περιπετειώδους διάσωσης ή απώλειάς τους στηρίζεται στην εξαιρετική εισαγωγική ανάλυση

των Claude Mossé και Annie Schnapp-Gourbeillon, Επίτομη ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας

(2.000-31 π.Χ.), μτφρ. Λύντια Στεφάνου, Αθήνα: εκδ. Παπαδήμα, 2005, σ. 9-29.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

54

δυσάρεστη διαπίστωση του Καρ για τον σχετικά μικρό αριθμό των

γεγονότων της αρχαιότητας που γνωρίζει αλλά και το αξιοσημείωτο τμήμα

της πραγματικότητάς της που έχει απωλέσει (και αδυνατεί να ανακτήσει).

Επίσης, ο ίδιος ερευνητής μπορεί να υποτεθεί ότι μάλλον αποδέχεται

αβίαστα και το παρακάτω συμπέρασμά του Καρ:

«Η ιστορία έχει αποκληθεί τεράστιο παζλ από το οποίο λείπουν πολλά

κενά. Το κύριο πρόβλημα, ωστόσο, δεν βρίσκεται στα κενά. Αν η

εικόνα που έχουμε για την Ελλάδα του 5ου αιώνα π.Χ. είναι ελλιπής,

αυτό δεν οφείλεται κυρίως στο ότι κάποια από τα κομμάτια της έχουν

χαθεί, όσο και στο ότι πρόκειται για εικόνα διαμορφωμένη από μια

πολύ μικρή ομάδα ανθρώπων, που ζούσαν στην Αθήνα της εποχής

εκείνης. Γνωρίζουμε πολλά για το πώς έβλεπε την Ελλάδα του 5ου

αιώνα ένας Αθηναίος πολίτης, αλλά σχεδόν τίποτε για το πώς την

έβλεπε ένας Σπαρτιάτης, ένας Θηβαίος, ένας Κορίνθιος ―και πόσο

μάλλον ένας πέρσης, ένας δούλος ή ένας μέτοικος που κατοικούσε

στην Αθήνα. Η εικόνα που έχουμε είναι προεπιλεγμένη και

προκαθορισμένη, όχι τόσο από συμπτώσεις, όσο από ανθρώπους

συνειδητά ή ασύνειδα διαποτισμένους με συγκεκριμένες απόψεις, οι

οποίοι θεωρούσαν αξιομνημόνευτα εκείνα τα γεγονότα που θα

μπορούσαν να στηρίξουν τις απόψεις τους.

Αντίστοιχα, όταν διαβάζω σε σύγχρονες ιστορίες ότι οι άνθρωποι

του Μεσαίωνα ήταν βαθιά θρησκευόμενοι, αναρωτιέμαι πώς το

ξέρουμε, κι αν πράγματι έτσι είχαν τα πράγματα. Αυτά που γνωρίζουμε

ως γεγονότα της Μεσαιωνικής ιστορίας έχουν σχεδόν όλα επιλεγεί από

γενεές χρονικογράφων που ασχολούνταν επαγγελματικά με τη

θρησκευτική θεωρία και πράξη, και επομένως ήταν φυσικό να

θεωρούν εξαιρετικά σημαντικό και να καταγράφουν κυρίως ό,τι είχε

σχέση με τη θρησκεία. Η εικόνα του Ρώσου χωρικού ως βαθιά

θρησκευομένου άλλαξε με την Επανάσταση του 1917. Η αντίστοιχη

εικόνα του μεσαιωνικού ανθρώπου, είτε είναι αληθινή είτε όχι,

παραμένει ακλόνητη, επειδή όλα σχεδόν τα γνωστά γεγονότα που

συγκροτούν αυτή την εικόνα έχουν προεπιλεγεί από ανθρώπους που

πίστευαν ―και ήθελαν να πείσουν και τους άλλους― ότι αυτά ήταν και

τα σημαντικά. Αντιθέτως, πολλά άλλα γεγονότα, τα οποία θα

αποδείκνυαν ίσως το αντίθετο, έχουν οριστικά καταδικαστεί στη λήθη.

Το χέρι των ιστορικών, των αντιγραφέων χειρογράφων και των

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

55

χρονικογράφων του παρελθόντος έχει καθορίσει αμετάκλητα την

εικόνα μας για το παρελθόν»34.

Με αυτές τις σκέψεις του ο Καρ προσθέτει δύο ακόμη σημαίνουσες

παραμέτρους που επηρεάζουν το έργο του ιστορικού (και φυσικά όχι μόνον

αυτού που ειδικεύεται στην αρχαία ιστορία):

1) το τι ακριβώς επιλέγουν από το παρελθόν τους, ανάλογα πάντοτε με

τα ενδιαφέροντά τους, οι άνθρωποι μιας δεδομένης εποχής και

κοινωνίας, οι οποίοι συμμετέχουν στη διαδικασία της διάσωσης ή

απώλειας μέρους της ιστορίας τους (ως αντιγραφείς ή χρονικογράφοι

αλλά και ιστορικοί) · και

2) την άγνοια του μεταγενέστερου ιστορικού για πολλά ζητήματα της

παρελθούσας εποχής και κοινωνίας που εξετάζει.

Ξεκινώντας από την πρώτη παράμετρο, θα ήταν σκόπιμο να θέσουμε και

το εξής ερώτημα: Τι ενδιέφερει τους ανθρώπους από το παρελθόν τους; Τι

ενδιέφερε παραδείγματος χάριν, τους μεγάλους Έλληνες συγγραφείς που

θεμελίωσαν την επιστήμη της ιστορίας;

Ο Όμηρος που φυσικά δεν συγκαταλέγεται στους επαγγελματίες

ιστορικούς και ο οποίος συνέθεσε το έργο του στη διάρκεια του 8ου αιώνα

π.Χ., ενδιαφερόταν για το σχετικά κοντινό σε αυτόν παρελθόν της ηρωικής

εποχής ―κάπου στην εποχή του Χαλκού (πριν το 1.000 π.Χ.). Ωστόσο, από

εκείνους που συνειδητά επιχείρησαν να συγγράψουν ιστορία, ο

ακαταπόνητος ταξιδιώτης Ηρόδοτος (480-425 π.Χ. περίπου), ο λεγόμενος

«πατέρας της ιστορίας», επέλεξε ως αντικείμενο της μελέτης του ακόμη πιο

πρόσφατο παρελθόν: τους Μηδικούς πολέμους, κατά τη διάρκεια των

οποίων ο ίδιος ήταν παιδί και έφηβος. Ο Θουκυδίδης (460- μάλλον 399/6

π.Χ.) πάλι είχε λάβει μέρος με το βαθμό του στρατηγού στο μεγαλύτερο

μέρος της πρώτης περιόδου (της περιόδου που λέγεται Αρχιδάμειος ή

Δεκαετής Πόλεμος) του Πελοποννησιακού Πολέμου που αποτέλεσε το

αντικείμενο της ιστορίας του. Εύλογα λοιπόν οι ερευνητές της αρχαίας

ιστορίας υποθέτουν ότι για τα χρόνια μέχρι την εξορία του άντλησε μέρος

του υλικού του από κάποιο τρόπον τινά προσωπικό ημερολόγιο, το οποίο

ίσως κρατούσε από την έναρξη των εχθροπραξιών. Κατά ανάλογο τρόπο και

ο Ξενοφών (430-355 π.Χ. περίπου) στο έργο του Ανάβαση περιέγραψε την

εκστρατεία των ελλήνων μισθοφόρων στην υπηρεσία του Κύρου από το 409

μέχρι το 399 και στο έργο του με τον τίτλο Ελληνικά την ιστορία της Ελλάδας

34 Καρ, ό.π, σ. 23-25.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

56

από το 411 έως το 362 π.Χ. Η προσήλωση και των τριών ανδρών στην εποχή

που έζησαν και την οποία παρατήρησαν, απέρρεε από την πεποίθησή τους

ότι τα όρια της γνώσης θέτουν και τα όρια της ιστορίας, αφού όλα όσα

προηγήθηκαν ήταν αδύνατο να εξακριβωθούν με ασφάλεια. Έτσι, το

ενδιαφέρον τους για το υπόλοιπο παρελθόν, το παλαιότερο, περιοριζόταν

στα συμβάντα πριν τους υπό εξέταση πολέμους, στα οποία ήταν

αναγκασμένοι να καταφύγουν και μέσω προφορικών μαρτυριών να

αναζητήσουν τις αιτίες τους ―ο μεν Ηρόδοτος, προκειμένου να μην επιτρέψει

να περιπέσουν στη λήθη οι ηρωικές πράξεις και τα μεγάλα και θαυμαστά

έργα Ελλήνων και Βαρβάρων ενώ ο Θουκυδίδης για να διακρίνει τις

επιφανειακές από τις βαθύτερες αιτίες τους και να σκιαγραφήσει τον

περίτεχνο ερμηνευτικό του ιστό.

Οι Έλληνες ιστορικοί

5ος αι. π.Χ.

Ηρόδοτος(περ. 480- 428 π.Χ.)

Θουκυδίδης

(460-399/6 π.Χ.)

Ξενοφών

(430-355 π.Χ.)

Μηδικοί/περσικοί

πόλεμοι

Πελοποννησια-

κός πόλεμοςΣύγχρονη ιστορία

Εξάλλου, όπως προσθέτει ο Αντώνης Λιάκος, γιατί να τους ενδιαφέρει η

παλαιά ιστορία, «ένα παρελθόν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των

αριστοκρατών, προορισμένο να δοξάσει τα γένη τους και τους ίδιους ως

απογόνους των ηρώων»; Όπως είναι γνωστό, οι ίδιοι είχαν ανατραφεί σε μία

ριζικά μεταβαλλόμενη εποχή. Η διευρυνόμενη κρισιακή διαδικασία της

αρχαϊκής εποχής, με αφετηρία της την κατάργηση της βασιλείας, επέφερε

σημαντικές αλλαγές στις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές

νοοτροπίες των ελληνικών κοινωνιών, προβάλλοντες ιδέες και αρχές στενά

συνυφασμένες με την ισότητα και ισονομία που ήδη προσέφεραν σε

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

57

δεδομένες πόλεις-κράτη το πολύτιμο εννοιολογικό οπλοστάσιο για τη

στροφή προς τη δημοκρατία. Στο πλαίσιο αυτό ο Πλάτων, παραδείγματος

χάριν, χρησιμοποιούσε τον όρο αρχαιολογία (παρά τον όρο ιστορία) για να

περιγράψει παλαιές ιστορίες, τις οποίες θεωρούσε κάτι σα μυθιστορία

ηρώων και ανθρώπων σε μακρινό και αδιευκρίνιστο παρελθόν. Επίσης και ο

Θουκυδίδης με τον όρο αρχαιολογία της Ελλάδας αναφερόταν στα όσα είχαν

συμβεί πριν τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, παρότι ο ίδιος είχε παρατηρήσει τη

λειτουργία των κτιριακών καταλοίπων ως ιστορικών τεκμηρίων και είχε

αναζητήσει στοιχεία για την προέλευση των κατοίκων της Δήλου στο είδος

της πανοπλίας τους. Κάποιες κοινωνίες μάλιστα για τους δικούς τους λόγους

ενδιαφέρονταν ακόμη λιγότερο ―ή και καθόλου― για το παρελθόν τους και

άλλες αναδείκνυαν το δικό τους παρελθόν σε πεδίο ήθους και αξιών, σε

πηγή έμπνευσης αλλά και σε πηγή με κατεξοχήν διδακτικό χαρακτήρα για το

μέλλον. Ως συμπέρασμα λοιπόν μπορεί να υποστηριχθεί εδώ ότι η ιστορία

προσλάμβανε το ειδικό περιεχόμενό της σε κάθε κοινωνία σε μία δεδομένη

εποχή· και δεν απηχούσε απλώς την κουλτούρα αυτής της κοινωνίας αλλά

μάλλον αποτελούσε συστατικό μέρος της35.

Με άλλα λόγια και η διαδικασία της επιλογής μιας κοινωνίας σε ό,τι

αφορά το παρελθόν και την ιστορία της αποτελεί δομικό γνώρισμα του

υλικού που έχει στη διάθεσή του ο μεταγενέστερος, ο σημερινός ιστορικός, ο

οποίος οφείλει να εκτιμήσει και να αξιολογήσει, όπως ακριβώς τα γεγονότα

που τού αποκαλύπτει το υλικό του, και αυτά τα γνωρίσματα που επηρέασαν

ή καθόρισαν τη μορφή και τον πλούτο του σωζόμενου υλικού του ―άρα και

τη δική του γνώση για το υπό εξέταση παρελθόν. Με τον τρόπο αυτό μπορεί

ίσως να αποφύγει παρακινδυνευμένες γενικεύσεις βασισμένες σε

αποσπασματική και μάλλον μονοδιάστατη εικόνα του «πραγματικού»

παρελθόντος, το οποίο ίσως και ο ίδιος θα ήθελε, ακολουθώντας την

παραίνεση (βλ. παραπάνω) του Ίγκερς, να αναδομήσει και να ερμηνεύσει.

Εξάλλου, όπως προσθέτει και πάλι ο Καρ:

«... κανένα ντοκουμέντο δεν μπορεί να μας πει κάτι παραπάνω απ’ ό,τι

σκεφτόταν ο συντάκτης του: τι πίστευε πως είχε συμβεί, τι θεωρούσε ότι

θα έπρεπε να συμβεί ή θα συνέβαινε, ίσως τι ήθελε να πιστεύουν οι άλλοι

ότι πιστεύει, ή ακόμη και τι νόμιζε ο ίδιος ότι πίστευε. Όλα αυτά, όμως,

δεν σημαίνουν τίποτε ώς τη στιγμή που ο ιστορικός θα ασχοληθεί μαζί

τους και θα τα αποκρυπτογραφήσει. Ο ιστορικός πρέπει να επεξεργαστεί

35 Αντώνης Λιάκος, Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία;, Αθήνα: Πόλις, 2007, σ. 32-33 και

54-57.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

58

τα γεγονότα, είτε αυτά είναι καταγεγραμμένα σε ντοκουμέντα είτε όχι,

πριν μπορέσει να τα επικαλεστεί και να τα αξιοποιήσει»36.

Και όπως ακριβώς ο ιστορικός θα πρέπει να έχει κατά νου και να αξιολογεί

το είδος της γνώσης του, δεν θα πρέπει να λησμονεί και την παράμετρο της

άγνοιάς του. Εξάλλου, το δόγμα που είχε διατυπώσει ο Ράνκε στη δεκαετία

του 1830 (βλ. παρακάτω), ότι δηλαδή στόχος του ιστορικού ήταν να δείξει

«πως ακριβώς έγιναν τα πράγματα», είναι κατεξοχήν ουτοπικό· και ίσως η

κυριότερη χρησιμότητά του κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα ήταν ότι

απάλλασσε τους ιστορικούς από την ανάγκη να σκεφτούν μόνοι τους κατά τη

συγγραφή της ιστορίας τους. Η ιστορία ως απάνθισμα όσο το δυνατό

περισσότερων ‘αδιαμφισβήτητων’ και αντικειμενικών γεγονότων

(γεγονοτολογία) θυμίζει μάλλον το πάθος ενός συλλέκτη γραμματοσήμων,

όπως τονίζει και πάλι ο Καρ.

Χωρίς αμφιβολία βέβαια η ύπαρξη κενών στη γνώση μας για δεδομένες

φάσεις του ιστορικού παρελθόντος αποτελεί ένα πρόβλημα, το οποίο

μάλιστα έχει τροφοδοτήσει κατά καιρούς την αυστηρότερη κριτική ενάντια

στην ιστορία. Ωστόσο, θα ήταν σκόπιμο ο ιστορικός να αναζητήσει, να

αξιολογήσει και να αξιοποιήσει και τα πλεονεκτήματα της άγνοιάς του. Αξίζει

και πάλι να επικαλεστούμε εδώ την άποψη του Καρ:

«... όταν νιώθω τον πειρασμό ―όπως συμβαίνει ενίοτε― να φθονήσω την

απόλυτη αυτάρκεια συναδέλφων που γράφουν αρχαία ή μεσαιωνική

ιστορία, παρηγορούμαι με τη σκέψη ότι η αυτάρκειά τους οφείλεται

κυρίως στο ότι αγνοούν τόσα πολλά πράγματα για το θέμα τους. Ο

ιστορικός της σύγχρονης εποχής δεν απολαμβάνει κανένα από τα

πλεονεκτήματα αυτής της εγγενούς άγνοιας. Πρέπει ο ίδιος να

‘καλλιεργήσει’ την απαραίτητη άγνοια, και μάλιστα τόσο περισσότερο

όσο πιο σύγχρονη είναι η περίοδος που τον απασχολεί. Το καθήκον

του είναι διπλό: να ανακαλύψει τα λίγα σημαντικά γεγονότα που πρέπει

να θεωρηθούν ‘ιστορικά’, παρακάμπτοντας ταυτόχρονα πολλά άλλα

γεγονότα ως μη ιστορικά»37.

Αναμφίβολα είναι ορθή η διαπίστωση του Καρ ότι ο ιστορικός της νεότερης

και σύγχρονης ιστορίας δεν έχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί ή να

αξιοποιήσει την άγνοια που ανακύπτει από το τεράστιο που πράγματι έχει

36 Καρ, ό.π., σ. 27. 37 Καρ, Τι είναι ιστορία, σ. 25.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

59

στη διάθεσή του. Και η αλήθεια είναι ότι ο ίδιος σχεδόν εγκλωβίζεται στην

άγνοιά του την οποία δυσκολεύεται να αποδεχθεί λόγω της αυτοπεποίθησης

που αποκτά χάρη στο πλήθος των πηγών που όντως έχει στη διάθεσή του.

Στην πραγματικότητα όμως ο ίδιος συνειδητοποιεί την άγνοιά του ειδικά

όταν το ενδιαφέρον του εστιάζεται σε ‘ευαίσθητα’ εθνικά θέματα που

αφορούν, παραδείγματος χάριν, τη μειονοτική πολιτική διαφόρων κρατών,

τη στάση τους απέναντι σε μετακινούμενες ομάδες ―διασπορές, μετανάστες

ή πρόσφυγες― αλλά και σε πολλά άλλα θέματα, εκ πρώτης όψεως λιγότερο

‘ευαίσθητα’ από εθνική άποψη. Ακόμη και όσοι εστιάζουν την έρευνά τους

στην οικονομική ιστορία, δεν έχουν π.χ. στη διάθεσή τους τα απαραίτητα

τεκμήρια ώστε να ερμηνεύσουν τις επιπτώσεις της Μεγάλης Ύφεσης, της

μακρόχρονης οικονομικής κρίσης του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα σε

δεδομένες οικονομίες ―μεταξύ των οποίων εντάσσεται και η ελληνική

οικονομία― και έτσι να συσχετίσουν εμπεριστατωμένα τοπικές κρίσεις με τη

γενική οικονομική κρίση της εποχής.

Θα μπορούσε μάλιστα να προστεθεί στο σημείο αυτό ως τρίτη υποχρέωση

του ιστορικού της νεότερης και σύγχρονης εποχής η ανάγκη να μην

παρασυρθεί, κατά τη διαδικασία της ανακάλυψης των ‘ιστορικών’ από τα μη

ιστορικά γεγονότα, ώστε να μην κατηγορηθεί για την υποκειμενικότητά του.

Πράγματι η άγνοια των μελετητών της αρχαίας ή μεσαιωνικής ιστορίας που

συνδυάζεται με την αξιοζήλευτη, κατά τον Καρ, αυτάρκειά τους, προσέφερε

ώς ένα βαθμό έναν τρόπο τινα προστατευτικό θύλακα για τους ίδιους. Και

αυτή μόνο η συνειδητοποίηση και παραδοχή της άγνοιάς τους τούς

εφοδίαζουν με ένα μανδύα δι-υποκειμενικότητας, αντίθετα από ό,τι

συμβαίνει με τους ιστορικούς των νεότερων χρόνων που έχουν στη διάθεσή

τους ασύγκριτα περισσότερες πηγές και ως εκ τούτου μεγαλύτερα

περιθώρια επιλογής των γεγονότων τους.

Το ευρύ φάσμα των πηγών στις οποίες έχει πρόσβαση ο ιστορικός και

ερευνητής της νεότερης και σύγχρονης εποχής πράγματι τού επιτρέπουν να

συγκεντρώσει εντυπωσιακό αριθμό γεγονότων, και διά αυτών να

διασταυρώσει την αλήθεια τους. Αλλά πόσο εύκολη ή πόσο ολοκληρωμένη

μπορεί να καταστεί αυτή η διαδικασία; Ας δούμε την απάντηση που

προσθέτει ο Καρ, επικαλούμενος ο ίδιος ένα παράδειγμα:

«Όταν ο Γκούσταφ Στρέζεμαν [Gustav Stresemann, 1878-1929]

υπουργός εξωτερικών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, πέθανε το 1929,

άφησε τεράστιο όγκο (300 κούτες γεμάτες) επίσημων, ημιεπίσημων και

προσωπικών εγγράφων, που όλα σχεδόν αφορούσαν τα έξι χρόνια

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

60

κατά τα οποία ήταν επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας. Οι φίλοι

και οι συγγενείς του θεώρησαν μετά το θάνατό του ότι θα έπρεπε να

τιμηθεί η μνήμη του επιφανούς πολιτικού. Ο πιστός του γραμματέας

έπεσε ‘με τα μούτρα’ στη δουλειά και σε τρία χρόνια κυκλοφόρησαν

πράγματι τρεις ογκώδεις τόμοι, με 600 περίπου σελίδες ο καθένας και

με τον εντυπωσιακό γενικό τίτλο Stresemanns Vermächtnis (Η

κληρονομιά του Στρέζεμαν), όπου δημοσιεύονταν επιλεγμένα

ντοκουμέντα από τις 300 κούτες που είχε αφήσει πεθαίνοντας. Αν δεν

είχε υπάρξει αυτή η πρωτοβουλία, τα έγγραφα είναι πολύ πιθανό ότι

θα είχαν αφεθεί να σαπίζουν σε κάποιο υπόγειο ή κάποια σοφίτα, και

επομένως θα χάνονταν για πάντα. Το 1945 όμως, τα έγγραφα έπεσαν

στα χέρια των αγγλοαμερικανών, οι οποίοι φωτογράφησαν τα

περισσότερα και έθεσαν τα φωτοαντίγραφα στη διάθεση του Public

Record Office στο Λονδίνο και των National Archives στην

Ουάσινγκτον. Αν έχει κανείς την απαιτούμενη υπομονή και περιέργεια,

μπορεί σήμερα να διαπιστώσει ότι ο γραμματέας του Στρέζεμαν είχε

κάμει κάτι ούτε ιδιαίτερα ασυνήθιστο, ούτε τόσο σκανδαλώδες όσο

φαίνεται από πρώτη ματιά.

Όταν πέθανε ο Στρέζεμαν, η δυτική του πολιτική είχε στεφθεί από

σημαντικές επιτυχίες, όπως το Σύμφωνο του Λοκάρνο, η ένταξη της

Γερμανίας στην Κοινωνία των Εθνών, το Σχέδιο Dawes και το Σχέδιο

Young, η αποχώρηση των Συμμαχικών στρατευμάτων κατοχής από τη

Ρηνανία. Αυτά τα επιτεύγματα έδειχναν να είναι το πιο σημαντικό και

αποδοτικό μέρος της εξωτερικής πολιτικής του Στρέζεμαν, και

επομένως δεν ήταν αφύσικο ότι υπεραντιπροσωπεύονταν στη συλλογή

ντοκουμέντων που επιμελήθηκε ο γραμματέας του. Από την άλλη

μεριά, στην ανατολική πολιτική του, και ειδικότερα στις σχέσεις με τη

Σοβιετική Ένωση, φαίνεται ότι ο Στρέζεμαν δεν είχε ανάλογες

επιτυχίες· ήταν, επομένως, επίσης ‘φυσιολογικό’ η επιλογή των

σχετικών ντοκουμέντων να έχει γίνει με πιο αυστηρά κριτήρια, αφού

πολλά από αυτά αφορούσαν διαπραγματεύσεις που οδήγησαν σε

πενιχρά αποτελέσματα, παρουσίαζαν περιορισμένο ενδιαφέρον, και

δεν προσέθεταν κάτι στη φήμη του Στρέζεμαν. Κι όμως, γνωρίζουμε

ότι ο Στρέζεμαν ενδιαφερόταν με μεγαλύτερη ένταση και σταθερότητα

για τις σχέσεις της χώρας του με τη Σοβιετική Ένωση, οι οποίες

έπαιζαν πολύ σημαντικότερο ρόλο στη συνολικότερη εξωτερική

πολιτική που ασκούσε απ’ ό,τι θα μπορούσε να υποθέσει ο

ανυποψίαστος αναγνώστης της συλλογής που εξέδωσε ο γραμματέας

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

61

του. Παρόμοια ή χειρότερα παραδείγματα υποκειμενισμού αποτελούν,

άλλωστε, συχνό φαινόμενο σε πολλές συλλογές δημοσιευμένων

εγγράφων, στις οποίες ο ιστορικός έχει την τάση να βασίζεται –έστω κι

αν δεν τις μνημονεύει.

Να, όμως, που η μικρή αυτή ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Λίγο μετά

τη δημοσίευση της Κληρονομιάς του Στρέζεμαν, ο Χίτλερ ανέβηκε στην

εξουσία. Το όνομα του Στρέζεμαν παραδόθηκε στη λήθη, η έκδοση

εξαφανίστηκε από την κυκλοφορία. Τα περισσότερα αντίτυπα θα

πρέπει να καταστράφηκαν, με αποτέλεσμα σήμερα το βιβλίο να είναι

δυσεύρετο. Στη Δύση αντίθετα, η φήμη του Στρέζεμαν παρέμεινε

αμείωτη. Το 1935, ένας άγγλος εκδότης κυκλοφόρησε σε μετάφραση

μία συντομευμένη εκδοχή της γερμανικής έκδοσης. Ήταν μια επιλογή

.. της επιλογής που είχε ήδη κάμει ο γραμματέας, στην οποία

περιλαμβάνονταν τα 2/3 περίπου του πρωτότυπου υλικού. Όπως

εξηγούσε ο άγγλος μεταφραστής στον πρόλογό του, η αγγλική έκδοση

ήταν ‘ελαφρώς συντετμημένη’, καθώς είχε παραλειφθεί το μέρος

εκείνο που ο ίδιος θεωρούσε ότι ‘είχε μάλλον εφήμερη αξία .. και

παρουσίαζε περιορισμένο ενδιαφέρον για τους άγγλους αναγνώστες

και σπουδαστές. Έστω κι αν αυτό φαινόταν επίσης λογικό, το

αποτέλεσμα είναι ότι η ήδη υποτονισμένη ανατολική πολιτική χάνεται

ακόμη περισσότερο από το οπτικό πεδίο του αναγνώστη, ενώ η

Σοβιετική Ένωση καταλήγει να εμφανίζεται ως ευκαιριακός μόνο ―και

μάλλον ανεπιθύμητος― παρείσακτος στην προσανατολισμένη βασικά

προς τη Δύση πολιτική του Στρέζεμαν. Κι όμως, με εξαίρεση ίσως

ορισμένους ειδικευμένους ιστορικούς, για τον Δυτικό κόσμο η

αυθεντική φωνή του Στρέζεμαν αποτυπώνεται στην αγγλική μάλλον

παρά στην πρωτότυπη γερμανική έκδοση ―και ακόμη λιγότερο,

βέβαια, στα ίδια τα ντοκουμέντα. Αν τα έγγραφα του Στρέζεμαν είχαν

καταστραφεί κατά τους βομβαρδισμούς του 1945 και αν τα λιγοστά

αντίτυπα της γερμανικής έκδοσης είχαν εξαφανιστεί, κανείς δεν θα

αμφισβητούσε ποτέ την αυθεντικότητα και την αυθεντία της αγγλικής

έκδοσης. Πολλές δημοσιευμένες συλλογές ντοκουμέντων, τις οποίες οι

ιστορικοί αποδέχονται πρόθυμα ελλείψει των πρωτοτύπων, δεν έχουν

ασφαλέστερες βάσεις από αυτές που μόλις περιέγραψα.

Θέλω, όμως, να προχωρήσω ένα βήμα πιο πέρα. Ας ξεχάσουμε

προς στιγμήν τους επιμελητές τόσο της γερμανικής όσο και της

αγγλικής έκδοσης, και ας είμαστε ευγνώμονες που μπορούμε, αν

θέλουμε, να συμβουλευτούμε τα αυθεντικά έγγραφα ενός από τους

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

62

πρωταγωνιστές της πρόσφατης ευρωπαϊκής ιστορίας. Τι μας λένε,

λοιπόν, τα έγγραφα αυτά; Μεταξά άλλων, περιλαμβάνουν εκατοντάδες

καταγεγραμμένες συνομιλίες του Στρέζεμαν με τον σοβιετικό

πρεσβευτή στο Βερολίνο, καθώς και είκοσι περίπου συνομιλίες του με

τον Τσιτσέριν, τον σοβιετικό ομόλογό του. Σε όλες αυτές τις

συζητήσεις, ο Στρέζεμαν εμφανίζεται να δεσπόζει, διατυπώνοντας τα

επιχειρήματά του με εύγλωττο και πειστικό τρόπο, ενώ εκείνα του

συνομιλητή του είναι κατά κανόνα ανεπαρκή, νεφελώδη, μη πειστικά.

Τα έγγραφα, όμως, δεν μας λένε τι ακριβώς συνέβη, αλλά μόνο τι

νόμιζε ο Στρέζεμαν ότι συνέβη, ή τι ήθελε να πιστεύουν οι άλλοι ότι

συνέβη, ή ίσως και τι ο ίδιος ήθελε να πιστεύει ότι συνέβη. Πριν από

τους επιμελητές των δύο εκδόσεων, της γερμανικής και της αγγλικής,

η διαδικασία επιλογής είχε αρχίσει από τον ίδιο τον Στρέζεμαν. Αν

υποθέσουμε, μάλιστα, ότι είχαμε στη διάθεσή μας και την καταγραφή

των ίδιων αυτών συζητήσεων από τον Τσιτσέριν, θα μαθαίναμε τι

εκείνος πίστευε ότι συνέβη, ενώ τα πραγματικά περιστατικά θα έπρεπε

και πάλι να ανασυσταθούν στο μυαλό του ιστορικού. Δεν υπάρχει

αμφιβολία ότι τα γεγονότα και τα ντοκουμέντα είναι βασικά εργαλεία

του ιστορικού. Ας μην τα μετατρέπουμε, όμως, σε φετίχ. Αυτά

καθεαυτά δεν αποτελούν ιστορία, ούτε προσφέρουν έτοιμη απάντηση

στο ερώτημα που δεν κουράζομαι να θέτω: ‘τι είναι ιστορία’»38.

Το παράδειγμα που επέλεξε να τονίσει ο Καρ είναι ‘διαφωτιστικό’. Τι

οφείλει λοιπόν να κάνει ο σημερινός ιστορικός που αποφασίζει να μελετήσει

κάποιες όψεις της γερμανικής πολιτικής υπό τον Στρέζεμαν και ο οποίος

προσεγγίζει τις πηγές του μετά την παρέμβαση του Στρέζεμαν, του Γερμανού

αλλά και του Άγγλου εκδότη ―οι οποίοι εργάστηκαν κατά κάποιο τρόπο

επίσης ως ‘ιστορικοί’ αλλά χωρίς να ακολουθήσουν κάποια επιστημονική

μεθοδολογία και δεοντολογία; Για να δώσουμε μια απάντηση, ας

απαντήσουμε αρχικά στο εξής ερώτημα: πως επιλέγει ο ιστορικός το

αντικείμενο της μελέτης του, αυτό που θα ονομάζαμε επιστημολογικό του

παράδειγμα; Διαπρεπής γερμανός ιστορικός έχει προσδιορίσει με αρκετή

επιτυχία πέντε κατηγορίες «παραγόντων» που φαίνεται να καθορίζουν την

διαδικασία αυτής της επιλογής39. Οι δύο πρώτες έχουν ως αφετηρία

38 Καρ, ό.π., σ. 27-31. 39 Πρόκειται για τον John Rüsen. Για τη συμβολή του στην περί ιστορικής μεθοδολογίας

συζήτηση, βλ. Κόκκινος, ό.π., σ. 24-25, όπου παρατίθεται και αναλυτική βιβλιογραφία

σχετικά.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

63

πρωτίστως το πολιτικό και κοινωνικό παρόν του ίδιου του ιστορικού. Τα

κίνητρά του δηλαδή στη διαδικασία αυτής της επιλογής ορίζονται:

1. με γνώμονα τα συλλογικά ή εξατομικευμένα γνωστικά

ενδιαφέροντα που ο ίδιος συμμερίζεται ή με βάση τα οποία ο ίδιος

προβληματίζεται

2. τις αξιολογικές ή ερμηνευτικές οπτικές μέσω των οποίων ο

ιστορικός κάθε εποχής επισκοπεί τον ιστορικό χρόνο

Οι επόμενοι τρεις «παράγοντες» συνδέονται επίσης με το παρόν του

ιστορικού αλλά κυρίως σε ό,τι αφορά την εξέλιξη της ιστορικής επιστήμης

στη δική εποχή του. Δηλαδή:

1. είναι οι μέθοδοι και τα αναλυτικά εργαλεία που έχουν παραχθεί από

τους προγενέστερους ιστορικούς και ως εκ τούτου βρίσκονται στη στη

διάθεσή του

2. είναι οι διαθέσιμες τεχνικές της αφηγηματικής αναπαράστασης της

ιστορικής πραγματικότητας που επιλέγει (και ενδεχομένως και ο ίδιος

συμβάλλει στην ανάπτυξή τους)

3. και, τέλος, είναι οι ιδεολογικές λειτουργίες που επιτελεί σε κάθε

εποχή και στο πλαίσιο κάθε κοινωνικού και πολιτικού σχηματισμού η

ιστορική επιστήμη.

Με άλλα λόγια η συγγραφή της ιστορίας επηρεάζεται και εμπλουτίζεται από

το διαρκώς ανατροφοδοτούμενο διάλογο μεταξύ θεωρίας και ερευνητικής

πράξης. Τα μεθολογικά εργαλεία και το εννοιολογικό οπλοστάσιο που

χρησιμοποιεί η ιστορική επιστήμη για την περιγραφή, ανάλυση και ερμηνεία

του παρελθόντος απηχούν την αλληλένδετη σχέση που αναπτύσσεται

ανάμεσα στην ερευνητική πρακτική (δηλαδή τους τρόπους προσέγγισης των

πηγών) από τη μία πλευρά και από την άλλη της θεωρητικής συγκρότησης

και του στοχαστικού ενδιαφέροντος του ιστορικού ο οποίος εφαρμόζει όλο

και πιο εκλεπτυσμένες μεθόδους για να αξιοποιήσει το πρωτογενές ή

δευτερογενές υλικό του. Και ποιος είναι ο στόχος του; Η γνώση του

παρελθόντος δεν είναι αυτοσκοπός για την ιστορική επιστήμη. Εξάλλου, ήδη

αναφέρθηκε ότι οι ιστορικοί γνωρίζουν ―και οφείλουν να γνωρίζουν― ότι ο

στόχος της συνολικής θέασης της βιωμένης πραγματικότητας του

παρελθόντος είναι εκ των προτέρων ανέφικτος: προπάντων διότι τα

εργαλεία τους, δηλαδή οι πηγές του παρελθόντος (τα κατάλοιπα του

παρελθόντος) είναι αναπόφευκτα αποσπασπαστικά.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

64

Τι επιδιώκει λοιπόν ο ιστορικός; Ένα ταξίδι στο χρόνο, με πυξίδα, όπως

φάνηκε παραπάνω, τις γνωστικές και ιδεολογικές ευαισθησίες της εποχής

του. Ο ιστορικός δεν εξηγεί το παρελθόν ως μια δεδομένη, αναλλοίωτη και

εξωτερική ως προς αυτόν οντότητα ούτε το ερμηνεύει με δήθεν

ορθολογικούς και αναμφισβήτητους μηχανισμούς ιστορικής κατανόησης.

Αλλά το ανασυγκροτεί, το αναδιαμορφώνει στο πλαίσιο των συντεταγμένων

της ιστορικής του ανάλυσης. Με άλλα λόγια η ιστορία ως επιστήμη, όπως και

η ιστορική γνώση, είναι αποτέλεσμα της αμφίπλευρης σχέσης μεταξύ

παρόντος και παρελθόντος αλλά και μεταξύ γνώσης και άγνοιας. Ως

επιστήμη, άλλωστε, η ιστορία εξελίσσεται ― και η εξέλιξή της, η ανανέωση

του γνωστικού πεδίου της ήδη τονίστηκε ότι δεν οφείλεται απαραιτήτως

στην εξεύρεση και την αξιοποίηση νέων ιστορικών πηγών ή την

αποκατάσταση όσων παρουσιάζουν ελλείψεις και ηθελημένες ή μη σιωπές.

Οφείλεται προπάντων στην προβολή νέων ερωτημάτων, στη συγκρότηση

νέων προβληματισμών και στην εφαρμογή νέων μεθοδολογικών εργαλείων.

Αυτή είναι η δυναμική της ιστορικής επιστήμης!

Το παρελθόν εμφανίζεται στον ιστορικό σαν μια πολυδιάστατη και

αδόμητη πραγματικότητα, σαν μια άμορφη μάζα συμβάντων. Τα ιστορικά

υποκείμενά του ήταν άνθρωποι της εποχής τους που σκέπτονταν με κάποιο

τρόπο· ήταν άνθρωποι που είχαν τις επιδιώξεις και τις προσδοκίες τους. Ως

εκ τούτου και οι μάρτυρες που έχουν παράγει το ιστορικό υλικό, τις πηγές

(πρωταγωνιστές της ιστορίας όπως ο Στρέζεμαν, είτε ‘μεσολαβητές’ όπως ο

Γερμανός και Άγγλος εκδότης των εγγράφων του) προσφέρουν στο σημερινό

ιστορικό όχι το συνολο της ιστορικής πραγματικότητάς τους, αλλά ένα τμήμα

του, το οποίο μάλιστα αντανακλά τις δικές τους συγχρονικές κοινωνικές

κατασκευές. Γενικότερα άλλωστε οι πηγές που έχει στα χέρια του ο

σημερινός ιστορικός είχαν στην εποχή κατά την οποία παρήχθησαν, κάποια

συγκεκριμένη κοινωνική λειτουργία. Μια προξενική αναφορά,

παραδείγματος χάριν, του 19ου αιώνα εκπληρούσε την εντολή που λάμβανε

ένας πρόξενος ως έμμισθος (ή ακόμη και άμισθος) κρατικός υπάλληλος να

παρουσιάσει, κατά τη δική του οπτική, την κατάσταση που επικρατούσε σε

μία δεδομένη εποχή στην περιοχή της δικαιοδοσίας· ή τα προβλήματα που

παρουσιάζονταν και τους τρόπους τους οποίους ο ίδιος έκρινε κατάλληλους

για την αντιμετώπισή τους. Πολύ πιθανό και ο ίδιος ακόμη να περιέγραφε με

διαφορετικό τρόπο τα προβλήματα αυτά εάν απηύθυνε την επιστολή του σε

φιλικό του πρόσωπο για να αφηγηθεί, ας υποθέσουμε, τις δυσκολίες του

έργου του. Μπορούμε μάλιστα να υποθέσουμε ότι άλλος μάρτυρας στη θέση

αυτού του προξένου θα έδινε βαρύτητα σε άλλα επεισόδια και γεγονότα, θα

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

65

προσέθετε διαφορετικές ερμηνευτικές προοπτικές και ενδεχομένως θα

ασκούσε αυστηρή κριτική σε στρατηγικές αντιμετώπισης δεδομένων

προβλημάτων που εφάρμοζε ο συντάκτης αυτής της προξενικής αναφοράς.

Τα έγγραφα του Στρέζεμαν, ως ένα δεύτερο παράδειγμα, ήδη αναφέραμε

πόσο απηχούσαν τη δική του οπτική ενώ η διάσωση ή αποσιώπηση κάποιων

από αυτά φανερώνει τις οπτικές των δύο εκδοτών τους.

Έτσι, ο ιστορικός γνωρίζει εκ των προτέρων την αντιφατικότητα των

πηγών του αλλά και την ποικιλομορφία των ερμηνειών του παρελθόντος. Για

να προσπεράσει λοιπόν με γόνιμο τρόπο τα προβλήματά του επιστρατεύει τις

τεχνικές της επιστήμης του: τις τεχνικές αποκωδικοποίησης και κριτικής

αξιολόγησης των πηγών του. Κατανοεί, αποφορτίζει από ιδεολογικές

δεσμεύσεις τις πηγές του και αποσπά από αυτές το πληροφοριακό υλικό του.

Αμφισβητεί και αποδομεί στερεότυπα και μύθους που έχουν παραχθεί στο

παρελθόν και υποβαστάζουν νοηματικά αυτό το παρελθόν και τα γεγονότα

του στο πεδίο της συλλογικής μνήμης. Προσπαθεί δηλαδή να απομονώσει

αυτό που θα λέγαμε πρωτογενή ύλη ―στο βαθμό πάντα που αυτό είναι

δυνατό. Έτσι, προσπαθεί να ανακαλύψει τις δομές και τους μηχανισμούς της

ιστορικής μεταβολής και προπάντων να τις ερμηνεύσει. Και για το

αποτέλεσμα του έργου του κρίνεται. Και ποια είναι τα κριτήρια με βάση τα

οποία αξιολογείται το έργο του; Με άλλα λόγια ποια είναι τα κριτήρια της

«κειμενικότητας» της παραγόμενης ιστορίας και τα κριτήρια, συνεπώς, που

μπορούμε να πούμε ότι σκιαγραφούν το επιστημολογικό πεδίο της ιστορίας;

1. Μία πρώτη βασική αρχή αφορά την αντιστοίχηση της ιστορικής

αφήγησης, του έργου δηλαδή του ιστορικού, με την ιστορική

πραγματικότητα. Ο ιστορικός οφείλει να ακολουθεί το αξίωμα ότι η

επιστήμη του αναλύει, περιγράφει και ερμηνεύει αυτό που πράγματι

συνέβη και όχι αυτό που θα μπορούσε να έχει συμβεί. Πρόκειται

δηλαδή για το αξίωμα ότι η ιστορική αφήγηση δεν είναι αυθαίρετη

διανοητική κατασκευή που καταλήγει σε ερμηνείες κατά βούληση,

άσχετα από το αν συνδέονται με την εξιστορούμενη πραγματικότητα.

Ως εκ τούτου η ιστορική ανάλυση και φυσικά η ερμηνεία βασίζεται

στη συνδυαστική αξοιοποίηση των πηγών του παρελθόντος, στη

διασταύρωσή τους όσο και στον έλεγχο της αξιοπιστίας τους. Εν

κατακλείδι στηρίζεται στον πολλαπλασιασμό των ερμηνευτικών

προοπτικών που οι πηγές παρέχουν. Η ιστορία προϋποθέτει την

κατανόηση αλλά και το σεβασμό του ιδιαίτερου χαρακτήρα του

παρελθόντος. Επιβάλει την ανάλυση και ερμηνεία των γεγονότων

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

66

(μετά την αξιολόγηση των πηγών) όχι με βάση προκατασκευσμένα

αφηγηματικά και ερμηνευτικά μοντέλα αλλά με βάση την ιστορική

τους αλληλουχία και απαραιτήτως στο πλαίσιο των ιστορικών τους

συμφραζομένων. Επίσης ο ιστορικός αποδέχεται, και ίσως απαιτεί

από τον εαυτό του, να διατυπώσει άπειρα ερωτήματα, ακόμη και

ερωτήματα που είναι αδύνατο να απαντήσει, διότι έτσι αποδεικνύει η

ιστορία ότι οι επιστημονικές ερμηνείες της δεν είναι τελεσίδικες,

οριστικές, μονομερείς ή ... επισφαλείς είτε παρακινδυνευμένα

γενικευτικές.

2. Μια άλλη βασική επιστημονική αρχή θα μπορούσε να διατυπωθεί

συνοπτικά ως εξής: είναι η αποφυγή γενικεύσεων και απόλυτων

συμπερασμάτων που υπερβαίνουν την αλήθεια, την οποία

αποκαλύπτουν οι αποσπασματικές τις περισσότερες φορές πηγές. Και

συνιστά ένα εξίσου σοβαρό κριτήριο της αξίας του ιστορικού

επιστημονικού έργου αλλά και μια βασική μεθοδολογική αρχή της

ιστορίας.

3. Στον αντίποδα των γενικεύσων, το αξίωμα που είναι δυνατό να

προστεθεί αφορά τη δυνητική πολλαπλότητα των ερμηνειών.

Αξίζει ακόμη να προστεθούν κριτήρια όπως:

4. ο μεθολογικός πλουραλισμός

5. η γονιμότητα της ερμηνευτικής προοπτικής

6. η μη προβολή του παρόντος στο παρελθόν

7. η εγκατάλειψη του παραδοσιακού φρονηματιστικού ρόλου της

ιστορίας

8. η αφηγηματική αλλά και η λογική συνοχή (δηλαδή αφενός η εσωτερική

ιεράρχηση των επεισοδίων που συγκροτούν την ιστορική αφήγηση και

αφετέρου η απουσία αντιφάσεων και η επαρκή τεκμηρίωση ως δομική

στρατηγική)

9. η αποστασιοποίηση του ιστορικού από τις ιστορικές πηγές κατά την

κριτική τους αξιολόγηση και κατ’ επέκταση η αποστασιοποίησή του

από την επισκοπούμενη ιστορική περίοδο, ώστε να κατοχυρώνεται στο

βαθμό που είναι δυνατό η αντικειμενικότητα της ιστορίας του

10. και φυσικά η απόρριψη συλλογικής πειθούς και αναδρομικής

ιδεολογικοποίησης της ιστορίας για λόγους πολιτικής, εθνικής,

θρησκευτικής, φυλετικής, ταξικής ή όποιας άλλης σκοπιμότητας40.

40 Βλ. αναλυτικά Κόκκινος, ό.π., σ. 53-66.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

67

Τα κριτήρια ελέγχου της εγκυρότητας της ιστορικής γνώσης αλλά και

ιστορικής παραγωγής αναδεικνύουν προτάσεις μεθόδων διαχείρισης του

ιστορικού παρελθόντος και των πηγών (ή ντοκουμέντων) του καθώς και των

προβλήματα που αναδεικνύονται. Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον στο σημείο αυτό

να προσθέσουμε μια από τις απαντήσεις του Καρ στο ερώτημα ποια είναι η

υποχρέωση ή το καθήκον του ιστορικού απέναντι εν γένει στα γεγονότα

―του ιστορικού ο οποίος επιθυμεί να είναι συνεπής απέναντι στην επιστήμη

του, και έντιμος σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της μεθοδολογίας και την

αξιοποίηση των εργαλείων της:

«Πώς μπορούμε, λοιπόν, σήμερα να ορίσουμε την υποχρέωση του

ιστορικού απέναντι στα γεγονότα; Πιστεύω ότι τα τελευταία χρόνια έχω

αφιερώσει αρκετές ώρες ψάχνοντας και διαβάζοντας με προσοχή

ντοκουμέντα. Έτσι, η ιστορική μου αφήγηση βρίθει υποσημειώσεων

και έχω αποφύγει τη μομφή ότι αντιμετωπίζω υπεροπτικά τα γεγονότα

και τα στοιχεία. Το καθήκον του ιστορικού να σέβεται τα γεγονότα δεν

εξαντλείται στην υποχρέωση να βεβαιώνεται για την ακρίβειά τους·

οφείλει να φέρνει στην επιφάνεια όλα τα γεγονότα που είναι ή θα

μπορούσαν να γίνουν γνωστά και που σχετίζονται, με τον ένα ή τον

άλλο τρόπο, με το θέμα το οποίο τον απασχολεί και την ερμηνεία που

προτείνει. (...) Από την άλλη πλευρά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να

εξαφανίσει κανείς το στοιχείο της ερμηνείας, η οποία είναι ο ζωοδότης

της ιστορίας.

Μερικές φορές, μη ειδικοί με ρωτάνε πώς δουλεύει ο ιστορικός

όταν γράφει ιστορία. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι ο ιστορικός χωρίζει

τη δουλειά του σε δύο σαφώς διακριτές μεταξύ τους φάσεις ή

περιόδους. Σ’ένα πρώτο, μακράς διάρκειας, στάδιο διαβάζει τις

απαραίτητες πηγές και γεμίζει τα σημειωματάριά του με γεγονότα.

Ακολουθεί ένα δεύτερο στάδιο, οπότε παύει να ασχολείται με τις πηγές

του και, με βάση τις σημειώσεις που έχει κρατήσει, αρχίζει να γράφει.

Σε ό,τι με αφορά, η εικόνα αυτή δεν είναι καθόλου ακριβής. Από τη

στιγμή που έχω αρχίσει την έρευνα των πηγών μου, τα ερεθίσματα

είναι τέτοια ώστε αρχίζω και το γράψιμο ―όχι απαραιτήτως του

πρώτου κεφαλαίου. Εν συνεχεία, διάβασμα και γράψιμο προχωρούν

παράλληλα. Καθώς προχωρώ το διάβασμα, στο κείμενο που έχω ήδη

γράψει γίνονται προσθαφαιρέσεις, διαγραφές ή αναδιατυπώσεις. Το

διάβασμά μου κατευθύνεται και γονιμοποιείται από το γράψιμο· όσο

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

68

περισσότερο γράφω, τόσο περισσότερο ξέρω τι ψάχνω, τόσο

καλύτερα καταλαβαίνω τη σημασία των νέων στοιχείων που βρίσκω.

Ορισμένοι ιστορικοί κάνουν ίσως όλο αυτό το προκαταρκτικό γράψιμο

στο μυαλό τους, χωρίς χαρτί, μολύβι ή γραφομηχανή, όπως ακριβώς

ορισμένοι παίζουν σκάκι με το μυαλό τους, χωρίς σκακιέρα και πιόνια·

ζηλεύω την ικανότητά τους αυτή, αλλά δεν μπορώ να τους μιμηθώ.

Είμαι πάντως βέβαιος πως, για τον ιστορικό που είναι άξιος του τίτλου

του, ό,τι οι οικονομολόγοι ονομάζουν input και output δεν είναι παρά

τμήματα μιας ενιαίας διαδικασίας. Δεν μπορείς ούτε να τα ξεχωρίσεις,

ούτε να δώσεις προτεραιότητα στο ένα από τα δύο. Διαφορετικά, ή θα

γράφεις ιστορία που θα είναι συρραφή γεγονότων χωρίς νόημα, ή θα

γράψεις ιστορία-προπαγάνδα, ή θα γράψεις ιστορική μυθοπλασία,

στην οποία τα γεγονότα θα χρησιμοποιούνται για διακοσμητικούς μόνο

σκοπούς»41.

41 Καρ, ό.π., σ. 43-44.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

69

Κεφάλαιο τέταρτο:

Η ιστορία ... της ιστορικής επιστήμης

Οι στόχοι αυτού του κεφαλαίου είναι να κατανοήσετε

την εξέλιξη της ιστορικής επιστήμης στην πορεία του χρόνου

τους σημαντικότερους σταθμούς αυτής της εξέλιξης

κάποιες από τις σπουδαιότερες τάσεις ή ιστορικές σχολές, τις

βασικότερες αρχές τους και τη συμβολή τους στην ανάπτυξη της

επιστήμης

τι είναι η ‘ιστορική σχολή’

ποια είναι η σημασία των ιστορικών περιοδικών

την ανάδειξη (και αποδοχή) της ιστορίας ως επιστήμης

τα κυριότερα γνωρίσματά της χθες και σήμερα ή τον χαρακτήρα της

ιστορικής επιστήμης ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν

* Με τη μελέτη αυτού του κεφαλαίου και του επιλόγου θα έχετε μια σχετικά

ικανοποιητική εικόνα για την εξέλιξη της ιστορικής επιστήμης από το τέλος

του μεσαίωνα μέχρι τις μέρες μας. Έτσι θα έχετε προετοιμαστεί για τη μελέτη

των σελίδων της εξεταστέας ύλης όποιου από τα δύο εγχειρίδια έχετε

επιλέξει.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

70

Είναι σκόπιμο να ξεκινήσουμε το κεφάλαιο αυτό με την απάντηση που

έδωσε σε ερώτηση του Antonio Polito ο Βρετανός ιστορικός Eric

Hobsbawm κατά τη διάρκεια μακροσκελούς συνέντευξής του, που

δημοσιεύθηκε υπό τη μορφή βιβλίου (ενός βιβλίου στο οποίο ο γνωστός

Βρετανός ιστορικός περιγράφει τι μπορεί να μας πει η ιστορία για το

παρόν, αν και σε ποιο βαθμό ένας κατ’ επάγγελμα ιστορικός έχει τη

δυνατότητα να επιδίδεται σε προγνώσεις για το μέλλον):

«Polito: Από που προέρχεται αυτή η πίστη σας στην ιστορία, αυτή η

φιλοδοξία να είστε σε θέση να διαβάζετε το μέλλον προγνωστικά με

βάση το παρελθόν; Εννοώ, ποιοι ήταν οι διδάσκαλοί σας, ποιοι σας

δίδαξαν να αγαπάτε το επάγγελμα του ιστορικού;

Hobsbawm: Κατ’αρχήν η ιστορία με προσέλκυσε διαβάζοντος Μαρξ.

Εννοώ ότι ο Μαρξ μου δημιούργησε την επίγνωση πως η ιστορία

αποτελεί εργαλείο χωρίς το οποίο δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τα

όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Πείστηκα από την άποψή του, ότι

μπορούμε να δούμε και να αναλύσουμε την ιστορία στο σύνολό της, ότι

έχει ... δεν θα έλεγα νόμους, διότι κάτι τέτοιο θα θύμιζε θετικισμό

παλαιού τύπου, αλλά δομή και διάταξη, που αποτελούν και το «μύθο»,

την εξιστόρηση της μακρόχρονης εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας.

Θα πρέπει να πω, ότι στα χρόνια της νεότητάς μου οι δάσκαλοί μου

δεν ενδιαφέρονταν γι’αυτόν τον τύπο ιστορίας. Ωστόσο, άρχισα να

μελετώ την επιστήμη αυτή κι αποδείχθηκα πως μάλλον ήμουν καλός.

Έτσι την ενστερνίστηκα. Θα μπορούσα να είχα σπουδάσει

κοινωνιολογία ή ανθρωπολογία, γνωστικά αντικείμενα που συνδέονται

εξίσου με την εξέλιξη των κοινωνιών. Πιστεύω ότι έμαθα πολλά από

τον Michael Postan, καθηγητή στο Καίμπριτζ, πρόσφυγα από την

Ανατολική Ευρώπη. Ήταν ο μόνος που γνώριζε κάτι για τις διαμάχες

και τις συζητήσεις που διεξάγονταν στην ηπειρωτική Ευρώπη καθώς

και για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Γνώριζε τα έργα του Μαρξ ή των

ρώσων κοινωνιολόγων και ιστορικών. Φυσικά, όντας «λευκός

Ρώσος», ήταν λυσσαλέος αντικομμουνιστής· αλλά ήξερε καλά το

αντικείμενό του. Στη δεκαετία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η

γενιά μου έμαθε την ιστορία της σε τακτικά σεμινάρια που οργάνωναν

φίλοι ιστορικοί και μέλη του Κ.Κ. Μεγάλης Βρετανίας. Ήταν ο

λεγόμενος Κομμουνιστικός Ιστορικός Όμιλος: ο Christopher Hill, o

Maurice Dobb, o E. P. Thompson, o Rodney Hilton (μεσαιωνική

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

71

ιστορία), εγώ και άλλοι. Επίσης μετά τον πόλεμο διεξαγάγονταν

συζητήσεις με ιστορικούς άλλων χωρών, κυρίως της Γαλλίας.

Συμπαθούσα πολύ τη Σχολή των Annales, με μια όμως σημαντική

διαφορά. Αυτοί πίστευαν σε μια ιστορία που ουδέποτε αλλάζει, σε

αμετάβλητες ιστορικές δομές, ενώ εγώ, από την άλλη, πίστευα και

πιστεύω ότι η ιστορία μεταβάλλεται»42.

Η απάντηση του Hobsbawm (που γεννήθηκε το 1917 και έτσι έζησε καθ’όλη

σχεδόν τη διάρκεια του 20ού αιώνα43) σχετικά με τους λόγους που κίνησαν

το ενδιαφέρον του για την επιστήμη της ιστορίας συνιστά μια επιλεκτική μεν

(όπως είναι κάθε προσωπική απάντηση) αλλά ιδιαζόντως ‘περιεκτική’

περιήγηση στην εξέλιξη της ιστορικής επιστήμης κατά τη μετάβασή της από

τον 19ο στον 20ό αιώνα αλλά και για το μέλλον της στον 21ο αιώνα. Κάποιοι

από τους επιστήμονες που μνημονεύει στην απάντησή του, ίσως είναι

άγνωστοι στους πολλούς, προφανώς γιατί ο αριθμός των επιστημόνων

ιστορικών του 20ού αιώνα που με τον τρόπο τους συνεισέφεραν στην

ανάπτυξη της σύγχρονης ιστορικής επιστήμης, δεν είναι μικρός· αντίθετα

42 Eric Hobsbawm, Στους ορίζοντες του 21ου αιώνα. Μετά την εποχή των άκρων - Συνομιλία

με τον Antonio Polito, Αθήνα: Θεμέλιο, 2000, σ. 17-19. Ως γνωστό, Η εποχή των άκρων. Ο

σύντομος εικοστός αιώνας, 1914-1991 (στην ελληνική γλώσσα, Αθήνα: Θεμέλιο, 1995)

αποτελεί ένα από τα κυριότερα βιβλία του Hobsbawm. 43 Η αυτοβιογραφία του, Interesting Times. A Twentieth-Century Life, Λονδίνο: The

Penguin Press, 2002 που μεταφράστηκε και στην ελληνική γλώσσα (με τίτλο Συναρπαστικά

χρόνια. Μια ζωή στον 20ό αιώνα, μτφρ. Σταματίνα Μανδηλάρα, Αθήνα: Θεμέλιο, 22004)

πείθει ακόμη και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη, ακόμη και τον ιστορικό που κρίνει αυστηρά

τη μεθοδολογία και τις μαρξιστικές καταβολές της ιστορική γραφής του, για την αξία της

προσωπικής μαρτυρίας του. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο Hobsbawm γεννήθηκε τη χρονιά

της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ο πατέρας του ήταν Βρετανός υπήκοος, γιος εβραίου

επιπλοποιού και μετανάστης στην Αλεξάνδρεια ενώ η μητέρα του ήταν Αυστριακή, κόρη

ενός αρκετά εύπορου κοσμηματοπώλη της Βιέννης. Και επειδή ο γάμος τους

πραγματοποιήθηκε, το 1915, σε μία εποχή που τα δύο κράτη βρίσκονταν σε πόλεμο

(πρόκειται για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο), χρειάστηκε ειδική άδεια με νομική απόφαση

την οποία υπέγραψε προσωπικά ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Sir Edward Gray. Όταν ο

Eric Hobsbawm ήταν 15 ετών, μια μέρα που επέστρεφε από το σχολείο του (τότε η

οικογένειά του ζούσε στο Βερολίνο) είδε στους τίτλους των εφημερίδων να αναγράφεται ότι

ο Χίτλερ έγινε Καγκελάριος της Γερμανίας. Τα γεγονότα που έζησε ως αυτόπτης και

αυτήκοος μάρτυρας, ένας πολύγλωσσος και πολυταξιδεμένος μάρτυρας, και οι ανθρώποι

που γνώρισε προσωπικά σκιαγραφούν έναν εντυπωσιακά ενδιαφέροντα ιστό των

πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, πολιτισμικών και ιδεολογικών εξελίξεων κατά τη

διάρκεια του 20ού αιώνα· και ο ίδιος αφοσιώθηκε στο να κατανοήσει τα συναρπαστικά

χρόνια στα οποία έζησε.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

72

ήταν μεγάλος αλλά και μεγάλωνε εντυπωσιακά στο πέρασμα του χρόνου,

καθώς αυξάνονταν τόσο τα ιδρύματα που φιλοξενούσαν ιστορικές σπουδές

όσο και οι έδρες τους που αφιερώνονταν στο αντικείμενο της επιστημονικής

ιστορίας. Εδώ, ακολουθώντας την αφήγηση του Hobsbawm, θα εστιάσουμε

την προσοχή μας στις γενικότερες έννοιες που ως «λέξεις-κλειδιά»

παρουσιάζουν, κατά τη θεώρησή του, τις κυριότερες εξελικτικές τάσεις στη

διαδρομή της ιστορικής επιστήμης και της ιστορίας της ιστοριογραφίας από

τον 19ο στον 20ο και κατόπιν στον 21ο αιώνα. Αρχικά θα αναλύσουμε την

προοδευτική ωρίμανση των συνθηκών που ευνόησαν τη δημιουργία της

ιστορικής επιστήμης με την έννοια που αποκτά σήμερα ο όρος.

Στην αφήγηση που ακολουθεί, στόχος είναι οι πρόοδοι στην επιστήμη της

ιστορίας να συσχετιστούν με τα συμφραζόμενα της εποχής τους, με τις

κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές και πολιτισμικές εξελίξεις που

στοιχειοθετούν το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο γονιμοποιήθηκε και

αναπτύχθηκε η σύγχρονη επιστήμη της ιστορίας. Αναγκαστικά έμφαση θα

δοθεί σε κάποιες από τις λεγόμενες «σχολές» και τις θεωρίες που

διατυπώθηκαν στους κύκλους των ιστορικών ή και άλλων επιστημόνων.

Επίσης θα αναλύσουμε συνοπτικά ένα ζήτημα που αναπόφευκτα βρίσκεται

στο επίκεντρο των συζητήσεων σχετικά με τη θεωρία και την επιστημονική

μεθοδολογία της ιστορικής επιστήμης: το ζήτημα της συνεργασίας/σχέσης

της ιστορίας με άλλες επιστήμες (π.χ. την κοινωνιολογία και την

ανθρωπολογία, όπως αναφέρει παραπάνω ο Hobsbawm ―ενώ για την

αρχαιολογία έχει γίνει λόγος παραπάνω).

Ωστόσο, ο προβληματισμός που θα ήταν χρήσιμο να έχετε κατά νου,

ξεκινώντας τη μελέτη αυτού του κεφαλαίου (και ο λόγος που εξηγεί γιατί το

κεφάλαιο αυτό κρίθηκε χρήσιμο να ξεκινήσει με το παραπάνω απόσπασμα

από τη συνέντευξη του Hobsbawm) είναι το εξής: ποιο παρελθόν ενδιαφέρει

τους ιστορικούς, μπορεί το παρελθόν αυτό να αφορά τα χρόνια κατά τη

διάρκεια των οποίων οι ίδιοι έχουν ζήσει; Ο προβληματισμός αυτός

εντάσσεται στη γενικότερη συζήτηση περί της σύγχρονης ιστορίας, που

αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εξέλιξης της ιστορικής επιστήμης σε ό,τι

αφορά το επιστημολογικό της αντικείμενο.

4.1. Τι είναι η ιστορία της ιστοριογραφίας;

Ως ιστορία της ιστοριογραφίας ορίζεται «η ιστορία του λόγου (...) που οι

άνθρωποι εξέφεραν για το παρελθόν, για το δικό τους παρελθόν»· ή με άλλο

τρόπο, «η εξέταση των διαφορετικών λόγων της ιστορικής μεθόδου και των

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

73

διαφορετικών τρόπων γραφής της ιστορίας»44. Περισσότερο περιεκτικός,

ωστόσο, είναι ο ορισμός που θέλει την ιστορία της ιστοριογραφίας «ως μια

συνιστώσα της ιστορικής έρευνας» (ας πούμε έναν ιδιαίτερο παρακλάδι της)

«που επιχειρεί να περιγράψει, να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τις

αναδιατάξεις του πεδίου της ιστοριογραφίας» και επιπλέον την εξέλιξη και

τις αναπροσαρμογές της θεωρίας και της φιλοσοφίας της ιστορίας45.

Η ιστορία της ιστοριογραφίας λοιπόν ενδιαφέρεται για τους ιστορικούς

και για τις λεγόμενες ιστορικές σχολές· για την αντίληψή τους περί ιστορίας,

για τη μέθοδό τους, για το έργο τους αλλά και για την εξέλιξη της ιστορικής

παραγωγής στο πέρασμα του χρόνου. Έχει στόχο να προσεγγίσει τους

κανόνες και τις πρακτικές με βάση τις οποίες παράγεται και αναπαράγεται η

ιστορική γνώση. Ως εκ τούτου επιδιώκει να διερευνήσει το είδος και την

εμβέλεια των προβαλλόμενων ερωτημάτων που τίθονται κάθε φορά κατά

την ιστορική προσέγγιση.

Παράλληλα όμως ενδιαφέρεται να τοποθετήσει το «λόγο» και τις

πρακτικές των ιστορικών (των εκάστοτε ιστορικών) στο κοινωνικό τους

πλαίσιο ―να συνδέσει δηλαδή τα γραπτά των ιστορικών με τις κοινωνικές

θεωρίες και στρατηγικές που ενδεχομένως οι ίδιοι ενστερνίζονται. Έτσι, η

ιστορία της ιστοριογραφίας εστιάζει την προσοχή της στο ειδικό βάρος, στα

δομικά γνωρίσματα, στο θεσμικό ρόλο και στα εκάστοτε ιδεολογικά

διακυβεύματα της επιστημονικής κοινότητας των ιστορικών. Από την άποψη

αυτή η ιστορία της ιστοριογραφίας εστιάζεται τόσο στο ιδεολογικό και

πολιτικό status μεμονωμένων ατόμων και ομάδων (π.χ. «σχολών») όσο και

στον ιδεολογικό ρόλο που επιτελεί η ιστορική γνώση σε κάθε κοινωνία και

εποχή.

4.2. Από τη μεσαιωνική χρονογραφία στην ιστοριογραφία της

Αναγέννησης και του Ανθρωπισμού

Μεσαιωνική χρονογραφία

Η μεσαιωνική χρονογραφία αποκρυσταλλώθηκε κυρίως στα μοναστηριακά

χρονικά, κατά δεύτερο λόγο στα ιπποτικά χρονικά που εξαίρουν τη σημασία

των πολεμικών συγκρούσεων και των διπλωματικών σχέσεων και, τέλος,

στα χρονικά των πόλεων. Οι εξέχοντες χρονογράφοι του Μεσαίωνα ήταν

μοναχοί οι οποίοι εργάζονταν στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες,

αναπαρήγαγαν τα σφάλματα και τις ανακρίβειες των πηγών και των

44 Οι ορισμοί προέρχονται από το Dufaud, Mazurel και Offenstadt, ό.π, σ. 104. 45 Κόκκινος, ό.π., σ. 83.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

74

σχολιαστών τους και στήριζαν την εγκυρότητα των έργων που οι ίδιοι

παρήγαγαν, στην εκκλησιαστική παράδοση που διακονούσαν. Με άλλα λόγια

η μεσαιωνική χρονογραφία αποτελεί μια κατεξοχήν μετα-αφηγηματική

μορφή ιστορικής θεώρησης και περιγραφής που εξαρτάται από το

χριστιανικό κοσμοείδωλο και τη θεολογική αυθεντία και η οποία λειτουργεί

ως ένας μηχανισμός αποκάλυψης της εσχατολογικής αλήθειας. Με κεντρική

επιδίωξη να καταδειχθεί ο παρεμβατικός ρόλος της θεότητας στην ιστορία,

οι χρονικογράφοι συνήθως προσπαθούσαν να ανακατασκευάσουν το

παρελθόν από τη Δημιουργία του Κόσμου μέχρι την εποχή τους για το

σύνολο του ανθρώπινου είδους. Δεν τους ενδιέφερε απαραίτητα η χρονική

αλληλουχία και η αναζήτηση της αιτιότητας αλλά προπάντων η χρονολογική

παράθεση και η διαδοχή των γεγονότων.

Η προοδευτική υποχώρηση της ιστορικής λογικής της μεσαιωνικής

χρονογραφίας και συνδυαστικά η κριτική των πηγών (που συνδέεται με τη

σειρά της με την αμφισβήτηση της κυριαρχίας της προνοιακής εκδοχής της

ιστορίας η οποία είχε καθιερωθεί στο Μεσαίωνα), συνιστούν την αφετηρία

της επιστήμης της ιστορίας στη νεότερη εποχή46. Και πώς συντελέστηκε η

μετάβαση από τη μεσαιωνική χρονογραφία στην επιστημονική

ιστοριογραφία;

Συντελέστηκε σταδιακά. Κατά μία εκδοχή, η αποσύνθεση της μεσαιωνικής

χρονογραφίας διήρκησε περίπου τέσσερις αιώνες ενώ κάποιοι από τους

σπουδαιότερους νεωτερισμούς που συνδέονται στενά με την εμφάνιση της

επιστημονικής ιστορίας, ανιχνεύονται ακόμη και σε προγενέστερες φάσεις ―

ήδη από τον 11ο αιώνα, ακόμη και στα γενεαλογικά χρονικά. (Και τι είναι τα

γενεαλογικά χρονικά; Αφηγηματικά έργα υπό τη μορφή βιογραφιών που

τεκμηριώνουν την αρχή της κληρονομικής διαδοχής και πολλές φορές

αποτυπώνουν τις μεταβολές που παρατηρούνται στο άτυπο κληρονομικό

δίκαιο που αφορά τη διαδοχή και μεταβίβαση γαιών στους κόλπους της

αριστοκρατίας). Από το 12ο αιώνα και μέχρι το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα

που θεωρείται σταθμός για τη μετάβαση προς την επιστημονική

ιστοριογραφία, κάποιοι λόγιοι οι οποίοι ασχολούνταν με την αρχαιότητα,

άρχισαν δειλά να προσφεύγουν στην κριτική των πηγών και ως εκ τούτου να

αμφισβητούν την κυριαρχία της προνοιακής εκδοχής της ιστορίας.

Παράλληλα η ανάδειξη της ελληνο-ρωμαϊκής αρχαιότητας σε πρότυπο

είχε ως αποτέλεσμα να επέλθει σταδιακά η κατάτμηση της ιστορικής

46 Το υποκεφάλαιο 4.3 βασίζεται στα εξής βιβλία: Κόκκινος, ό.π., σ. 83-132 και Καίτη

Αρώνη-Τσίχλη, Ιστορικές σχολές και μέθοδοι. Εισαγωγή στην ευρωπαϊκή Ιστοριογραφία,

Αθήνα: Παπαζήση, 2008, σ. 56 κ.ε.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

75

συνέχειας: η διαίρεση δηλαδή της ιστορίας σε αρχαία, μεσαιωνική και

νεότερη. Η εξέλιξη αυτή σήμαινε την εκκοσμίκευση του ιστορικού λόγου, την

υποβάθμιση του θρησκευτικού κοσμοειδώλου, αν και όχι ακόμη την πλήρη

χειραφέτηση από τη θρησκευτική πρωτοκαθεδρία στην ιστορική αφήγηση.

Και σήμαινε επίσης την επανασύνδεση της νεότερης εποχής αποκλειστικά με

την εποχή της αρχαιότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ήδη από το 1341 ο

Πετράρχης μιλούσε για storia antica και storia nova ενώ αναμεσά τους

παρέμβαλε ως περίοδο του σκότους το Μεσαιώνα. Ωστόσο, η πρότασή του

δεν επέφερε τόσο νωρίς την εγκατάλειψη του μοντέλου της αφήγησης της

παγκόσμιας ιστορίας που είναι το οργανικό στοιχείο της μεσαιωνικής

χρονογραφίας.

Η παγκόσμια ιστορία εξακολουθούσε να γράφεται αλλά η διαφορά ήταν

ότι στο εξής αφομοιωνόταν πλήρως από την εκκλησιαστική θεσμική ιστορία,

η οποία, παρότι διδασκόταν στα προτεσταντικά πανεπιστήμια, άρχισε να

χάνει την κυρίαρχη θέση της. Σε έργα που εκδίδονται κατά τον 16ο και 17ο

αιώνα προτείνεται μια διαφορετική οργάνωση του ιστορικού παρελθόντος. Η

ιστορική αφήγηση ορθολογικοποιείται και το υλικό των πηγών καθίσταται η

αφετηρία για τη δόμησή της ενώ σταδιακά αναδεικνύεται το παρόν που

βιώνει ο ίδιος ο ιστορικός. Έχει ενδιαφέρον επίσης ότι στις μελέτες αυτές ως

νέες παράμετροι εμφανίζονται η συγκριτική ανάλυση των εθνών και η

ποικιλία των φυλετικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών που θέτουν εν

αμφιβόλω τον ενιαίο χαρακτήρα του ανθρώπινου είδους και την ενότητα του

δυτικού πολιτισμού.

Στο μεταξύ, καθώς, όπως είδαμε παραπάνω, την ίδια περίοδο

εξελίσσονταν οι βοηθητικές επιστήμες (η φιλολογική κριτική, οι μέθοδοι

αποκατάστασης των κλασικών κειμένων και ο έλεγχος της γνησιότητας των

διπλωματικών εγγράφων) τόσο οι κοσμικοί όσο και οι εκκλησιαστικοί λόγιοι

άρχισαν να στρέφονται προς την αναζήτηση της αλήθειας· να

αποστασιοποιούνται από την παραδοσιακή θεολογική αυθεντία και σταδιακά

να συμμερίζονται την άποψη ότι είναι δυνατή η εξακρίβωση της αλήθειας για

το παρελθόν και πως είναι δυνατή μόνο μέσω της συλλογής, της κριτικής,

της φιλολογικής αποκατάστασης, της έκδοσης και της αφηγηματικής

ανασυγκρότησης των πηγών. Αρχικά βέβαια φιλόλογοι και ιστορικοί

ενδιαφέρονταν περισσότερο για την αποκάλυψη της πλαστότητας των

ιστορικών πηγών παρά για την ανακάλυψη της ιστορικής αλήθειας. Με άλλα

λόγια εστιάζονταν στα κείμενα επειδή προσείλκυαν το ενδιαφέρον τους ως

τεκμήρια και όχι απαραίτητα ως κωδικοποιήσεις ιστορικών βιωμάτων.

Επρόκειτο όμως για μια σημαντική εξέλιξη, στους πρωτεργάτες της οποίας

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

76

συγκαταλέγονται 1) ο Λεονάρντο Μπρούνι (Leonardo Bruni, 1369-1444),

ένας από τους πρώτους ουμανιστές και μεταφραστής έργων του Πλάτωνα

και του Αριστοτέλη, το έργο του οποίου από κάποιους χαρακτηρίστηκε ως το

μεγαλύτερο ιστορικό έργο της Αναγέννησης και από άλλους ως αφετηρία της

μοντέρνας ιστορίας· 2) ο Νικολό Μακιαβέλι (Niccolo Machiavelli, 1469-

1527), 3) ο Φραντζέσκο Γκουιτσαρντίνι (Francesco Guicciardini, 1483-1540)

και άλλοι.

Είναι η εποχή των Ανακαλύψεων, της διεύρυνσης των εμπορικών δικτύων

και των πνευματικών οριζόντων. Είναι η εποχή που συγκροτούνταν οι πόλεις

ως αστικά κέντρα, τονίζεται η διαφθορά της Εκκλησίας ενώ άνδρες όπως ο

Κοπέρνικος (1473-1543)47 και ο Γαλιλαίος (1564-164248) διατύπωναν τις

θεωρίες τους, επιφέροντας σημαντικές επιστημονικές ρήξεις. Στο πλαίσιο

αυτό ο Μακιαβέλι με τον Ηγεμόνα του (1513) ή ο γιατρός και για ένα

διάστημα εφημέριος Ραμπελέ (Francois Rabelais, 1494; -1553), δριμύτατος

σατυρικός επικριτής του σχολαστικισμού και σκοταδισμού της εκπαίδευσης

και της υποκρισίας του κλήρου, προκαλούσαν τους συγχρόνους τους.

Στον απόηχο λοιπόν της διανοητικής παράδοσης της Αναγέννησης και του

Ανθρωπισμού, οι λόγιοι (οι λεγόμενοι antiquarii) ενδιαφέρονταν πρωτίστως

για την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, τη μελέτη των κλασικών και

ανατολικών γλωσσών και το σχολιασμό των κειμένων της αρχαίας ελληνικής

και ρωμαϊκής γραμματείας. Επιπλέον, προσήγγιζαν την κλασική αρχαιότητα

ως πηγή έμπνευσης για τη διευθέτηση της σύγχρονής τους πραγματικότητας.

Από την άποψη αυτή η ιστορία δεν μπορούσε να υπάρξει ως αυτόνομη

διανοητική πρακτική. Αλλά ταυτιζόταν με το σχολιασμό των έργων των

ιστορικών της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας ―του Θουκυδίδη, του

Πολύβιου, του Πλούταρχου, του Τίτου Λίβιου και του Τάκιτου. Και από τα

έργα αυτά οι ίδιοι λόγιοι αντλούσαν θετικά ή αρνητικά πρότυπα τα οποία

προσάρμοζαν στην εποχή τους. Η ιστορία με την έννοια αυτή υποτασσόταν

47 Όπως είναι γνωστό, ο Κοπέρνικος υποστήριξε την άποψη ότι η γη και τα άλλα σώματα

του ηλιακού συστήματος περιστρέφονται γύρω από τον ήλιο, αντίθετα από την έως τότε

κρατούσα γεωκεντρική θεωρία που ήθελε τη γη ακίνητη και κέντρο του σύμπαντος. 48 Οι αστρονομικές ανακαλύψεις του Γαλιλαίου επιβεβαίωσαν τις παρατηρήσεις και τα

συμπεράσματα του Κοπέρνικου, ενισχύοντας τις νεωτερικές τάσεις στην αστρονομία αλλά

συνάμα προκαλώντας τις αντιδράσεις των συντηρητικών κύκλων. Έχει ενδιαφέρον επίσης

ότι το βιβλίο του Dialogo sapra i dui massimi sistemi del mondo, που κυκλοφόρησε το 1632,

ήταν γραμμένο στα ιταλικά (και όχι στα λατινικά). Έτσι, απευθυνόταν σε ευρύτερες μάζες.

Με αφορμή αυτό το βιβλίο του κλήθηκε σε απολογία όπου αναγκάστηκε να παραδεχθεί

δημοσίως τα λάθη του. Η Εκκλησία από την πλευρά της παραδέχθηκε το δικό της λάθος να

καταδικάσει τον Γαλιλαίο, και ο πάπας ζήτησε δημοσίως συγγνώμη το 1982!

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

77

στην κυκλική θεωρία της ιστορικής εξέλιξης που δικαίωνε τη σύγχρονη

εποχή ως αναγέννηση της κλασικής αρχαιότητας. Παράλληλα, για πρώτη

φορά μετά τον Αριστοτέλη και τον Κικέρωνα ετίθετο ο προβληματισμός

σχετικά με τη φύση, τους σκοπούς, τη λειτουργία και τα όρια της ιστορικής

γνώσης. Επρόκειτο για μία συζήτηση που αφορούσε τον ιστορικό λόγο και

τη ρητορική του διάσταση και η οποία επεκτεινόταν σε διλήμματα όπως:

τέχνη ή επιστήμη, αληθές ή αληθοφανές, άσκηση πειθούς ή ιστορική

αιτιοκρατία, αντικειμενική γνώση ή διάπλαση ήθους.

Στο πλαίσιο αυτών των αναζητήσεων ο φλωρεντίνος Νικολό Μακιαβέλι, ο

θεμελιωτής της νεότερης πολιτικής φιλοσοφίας και ψυχολογίας, και ο

συμπολίτης του Φραντζέσκο Γκουιτσαρντίνι, συγγραφέας της Ιστορίας της

Ιταλίας και της ανοκλήρωτης Ιστορίας της Φλωρεντίας, αναζητώντας

διαχρονικά ιστορικά πρότυπα διακυβέρνησης και πολιτικής

διαπαιδαγώγησης, απέδωσαν στην ιστορική γνώση φρονηματιστικό και

ηθοπλαστικό ρόλο. Ο Γκουιτσαρντίνι ενδιαφέρθηκε για το ρόλο των

πολιτικών κινήτρων στην ιστορία, τοποθετώντας το κέντρο βάρους της

ιστορικής περιγραφής όχι πια στην επίκληση ιστορικών παραδειγμάτων

αλλά στην τεκμηρίωση· και επίσης θέτοντας ως στόχο τη μελέτη των

κρατικών θεσμών.

Ειδικά όμως στο έργο του Μακιαβέλι διακρίνουμε σπουδαίους

νεωτερισμούς. Η δική του εκδοχή εκκοσμίκευσης είναι η έννοια της

πολιτικής ως κινητήριας δύναμης της ιστορικής εξέλιξης. Αναγνωρίζοντας

ότι η βία αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής πράξης, στην ουσία

έθεσε το ζήτημα της αλλοσύνδεσης στόχων και μέσων της πολιτικής πράξης,

καταλήγοντας στην απόρριψη της σύζευξης πολιτικής και θρησκείας. Από τη

μία πλευρά λοιπόν συνδύαζε την επισήμανση της πρωτοκαθεδρίας της

πολιτικής στην ιστορική εξέλιξη με την έμφαση στην υποταγή των ανθρώπων

σε ανεξέλεγκτες δυνάμεις, συνθήκες και ανάγκες. Από την άλλη φαινόταν να

απορρίπτει την εμπλοκή της θείας βούλησης στην ιστορία και να εισαγάγει

μια ―σε κάποιο βαθμό― εκκοσμικευτική τάση στην αέναη διαδικασία της

εξέλιξης ―μια τάση που προχωρεί ακόμη περισσότερο και συνδυάζεται με

την εκκοσμίκευση της πολιτικής εξουσίας και την αποσυσχέτισή της από τη

θρησκεία. Επίσης νεωτερικό παρουσιάζεται και το ενδιαφέρον του Μακιαβέλι

όχι τόσο για το εξιδανικευμένο, παραδειγματικό παρελθόν αλλά και για το

πρόσφατο προς την εποχή του παρελθόν όσο και για το παρόν του που

κορυφώνεται στην εμμονή του στη δυνατότητα ιστορικής πρόβλεψης μέσω

της προσέγγισης του παρελθόντος. Εν κατακλείδι, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα

είναι η τάση να υπονομεύει (ακολουθώντας, βέβαια, το δρόμο που είχαν

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

78

ανοίξει άλλοι πριν από αυτόν) την κυριαρχία του θρησκευτικού

κοσμοειδώλου.

Στην εκκοσμίκευση της ιστορίας και την προσέγγισή της με ορθολογικά

κριτήρια αλλά και στον προσανατολισμό της έρευνας προς τη μελέτη του

κράτους, των θεσμών και του δημοσίου δικαίου συνέβαλε καθοριστικά ο

γάλλος νομικός, φιλόσοφος της ιστορίας, πολιτικός φιλόσοφος και

θεωρητικός της απόλυτης μοναρχίας Ζαν Μποντέν (Jean Bodin, 1530-1596).

Στο έργο του Μέθοδος για την εύκολη κατανόηση της ιστορίας στα 1566

όρισε την ιστορία ως την «αληθή αφήγηση των πραγμάτων» και προσπάθησε

να προσδιορίσει τους όρους της εξελικτικής πορείας της ιστορίας. Σε άλλο

έργο του μια δεκαετία αργότερα (στο έργο του: Έξι βιβλία περί πολιτείας)

αποπειράθηκε να συνδέσει τα συστήματα πολιτικής διακυβέρνησης με τις

γεωφυσικές, κλιματολογικές και πολιτισμικές ιδιομορφίες κάθε κρατικού

σχηματισμού. Άσκησε επίσης κριτική στο μύθο της προϊούσας παρακμής της

ανθρωπότητας και εξέφρασε την άποψη ότι η μελλοντική ενοποίηση της

ανθρωπότητας θα προκύψει από τη δυναμική του εμπορίου και τη θέσπιση

κανόνων διεθνούς δικαίου που θα αποσκοπούν στην ευημερία όλων των

εθνών. Από μία άποψη στην κριτική που άσκησε ο Μποντέν, εντοπίζεται

εύκολα μια διάσταση πρωτο-εθνικιστικής ιδεολογίας και μία πίστη στη

δημιουργία μιας ισχυρής και κυρίαρχης Γαλλίας, γεγονός που δείχνει ότι είχε

αρχίσει να γίνεται κατανοητή η σχέση ανάμεσα στα διάφορα προτεινόμενα

σχήματα ιστορικής εξήγησης από τη μία πλευρά και τις κρατικές

σκοπιμότητες από την άλλη.

Ωστόσο, το στοιχείο που συνδέει τη σκέψη του Μακιαβέλι, του

Γκουιτσαρντίνι και του Μποντέν και το οποίο μας εισάγει στη νεωτερική

εκδοχή της ιστοριογραφίας, είναι η ριζική στροφή προς τη σύγχρονη ιστορία

και την προσέγγιση του «πολιτικού». Η στροφή αυτή στη διάρκεια του 17ου

αιώνα διαμόρφωσε μια πανευρωπαϊκή τάση, καθώς σημαίνοντες ιστορικοί

της περιόδου είτε περιέγραφαν γεγονότα που οι ίδιοι έζησαν, είτε

αναζητούσαν στο πρόσφατο παρελθόν τα σπέρματα της εποχής τους. Από το

δεύτερο μισό του 17ου αιώνα που καθιερώθηκε και η τριχοτόμηση της

ιστορίας σε αρχαία, μεσαιωνική και νεότερη, αρχίζει η νεότερη εποχή να

συνδέεται πρωτίστως με την αρχαιότητα και ο μεσαίωνας να παρουσιάζεται,

όπως πρότεινε νωρίτερα ο Πετράρχης, ως οι χρόνοι του σκότους που

μεσολαβούν μεταξύ των δύο.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

79

Η ιστοριογραφία του Διαφωτισμού

Το επόμενο μεγάλο βήμα για την επιστήμη της ιστορίας συντελέστηκε την

περίοδο του Διαφωτισμού. Στο κίνημα του Διαφωτισμού κυριαρχούν ο ορθός

λόγος και η θεώρηση του ανθρώπου ως σκεπτόμενου υποκειμένου και ως

οργανικού στοιχείου της Φύσης (όχι αντίθετου προς τη φύση). Ως εκ τούτου

η ριζική ανανέωση του ιστορικού λόγου συνδυάζεται με τη στροφή προς τον

εμπειρισμό και τον ορθολογισμό. Η νέα θεώρηση ανταποκρινόταν στην

εμπειριστική φιλοσοφία και στο κοσμολογικό σύστημα του Francis Bacon

(1561-1626) που αποσυνέδεε τη θεϊκή βούληση από την ιστορική δράση των

ανθρώπων. Οι στοχαστές του Διαφωτισμού καταλήγουν στη διαπιστωμένη

πολυμορφία των πολιτισμών και αντιμετωπίζουν την ιστορία ως μια

εξελικτική διαδικασία των διάφορων επιμέρους μορφών της ενιαίας

ανθρώπινης φύσης. Επιπλέον, συσχετίζουν τα ιστορικά φαινόμενα με τις

ιδιαίτερες υλικές και πολιτισμικές συνθήκες στο πλαίσιο των οποίων

εντάσσονται. Με άλλα λόγια συναρτούν την ιστορική δράση με το ιδιαίτερο

πλαίσιο της αναφοράς τους, με τα ιστορικά τους συμφραζόμενα. Η ιστορική

εξέλιξη επομένως αντιμετωπίζεται ως το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης

της ανθρώπινης φύσης από τη μία πλευρά και από την άλλη ποικίλων

ιδιομορφιών που οφείλονται σε αντικειμενικούς παράγοντες, όπως οι

φυλετικές παραλλαγές, οι κλιματολογικές και γεωφυσικές συνθήκες είτε το

πολιτισμικό περιβάλλον.

Ωστόσο, ο Διαφωτισμός είναι ως γνωστόν ένα ευρωκεντρικό κίνημα· που

σημαίνει ότι η πολιτιστική ετερότητα πρόβαλε τον πρωτογονισμό ως το

παιδικό στάδιο της εξελικτικής διαδικασίας ενώ ο δυτικός πολιτισμός

παρουσιαζόταν ως το ώριμο στάδιο. Με αφετηρία την ιδέα της βαθμιαίας,

αδιάκοπης και χωρίς άλματα φυσικής εξέλιξης που εισήγαγε ο Leibniz, στα

μέσα του 18ου αιώνα, ο φυσιοκράτης Τυργκό παρουσίαζε την ιστορική

πρόοδο σαν μια σπυροειδή ανέλιξη που είχε μεν κάποιες, αλλά

περιορισμένες, παλινδρομήσεις. Το ίδιο εξελικτικό σχήμα διείπε την ιστορία

όλων των λαών και η έννοια της προόδου σε κάθε λαό συνδεόταν στενά με

την ανάπτυξη της τεχνικής. Έτσι, στα τέλη του αιώνα, σε μία από τις

κορυφαίες φάσεις της Γαλλικής Επανάστασης, ο Κοντορσέ με το δικό του

έργο που επίσης αφορούσε την πρόοδο του ανθρωπίνου πνεύματος,

προσέθετε στην κοινωνική πρόοδο τη διάσταση του προφητικού πάθους. Η

πρόοδος με άλλα λόγια ταυτιζόταν με τη βαθμιαία χειραφέτηση της

ανθρωπότητας από την τυραννία της φύσης και της ανορθολογικής

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

80

οργάνωσης της εξουσίας. Έτσι, η πρόοδος μπορούσε να επιφέρει την

ισότητα μεταξύ των εθνών και να διασφαλίσει την παγκόσμια ειρήνη με την

ανάπτυξη του εμπορίου και την προϊούσα αλληλεξάρτηση των διαφόρων

περιοχών του πλανήτη.

Συνοψίζοντας τις κατακτήσεις του Διαφωτισμού σε ό,τι αφορά την

επιστήμη και τη φιλοσοφία της ιστορίας αξίζει να σταθούμε στα παρακάτω

σημεία:

1. η έννοια της προόδου αντιμετωπίζεται ως εγγενής δυνατότητα της

ιστορικής εξέλιξης·

2. καταργείται η κυριαρχία της παραδοσιακής δυναστικής, πολιτικής

και στρατιωτικής ιστορίας και ενσωματώνεται στην ιστορική

αφήγηση η μελέτη των υλικών συνθηκών ύπαρξης των

ανθρωπίνων ομάδων, της οικονομίας, των θεσμών, των

συστημάτων διακυβέρνησης, των ηθών, της θρησκείας, των ιδεών

και της τέχνης. Φαίνεται λοιπόν να αναδύεται και να εγκαινιάζεται

η ιστορία του πολιτισμού ―του πολιτισμού υπό την έννοια μιας

ενιαίας και συλλογικής μορφής ζωής. Πρόκειται για το γνωστικό

πεδίο που ονομάστηκε το 19ο αιώνα Kulturgeschichte·

3. η ιστορία αναδεικνύεται σε διανοητική πρακτική που έχει στόχο να

καταδειχθεί η πρόοδος που είχε συντελεστεί και κυρίως να

χειραφετηθεί η ανθρωπότητα από τα δεσμά της παράδοσης και της

δεισιδαιμονίας, της θρησκευτικής και δυναστικο-πολιτικής

αυθεντίας·

4. προωθείται η ιδέα ότι κάθε έθνος διέπεται από μία ιδιαίτερη

εξελιγκτική λογική, γεγονός που εξηγεί την πολιτισμική

πολυμορφία και την ύπαρξη πολλαπλών ταχυτήτων ιστορικής

εξέλιξης. Στη βάση αυτής της ιδέας δομείται και η μεταφορική

αντίληψη των εθνών ως βιολογικών οργανισμών με κύριους

εισηγητές τον Φοντενέλ (Bernard le Bovier de Fontenelle, που

συχνά αναφέρεται ως Bernard le Bouyer de Fontenelle, 1657–1757)

και φυσικά τον Χέρντερ (Johann Gottfried von Herder, 1744-1803)·

5. η ιστορία προσλαμβάνει οικουμενικές διαστάσεις, δεν ασχολείται

πλέον μόνο με τους χριστιανικούς πολιτισμούς ή το ελληνο-

ρωμαϊκό αρχέτυπό τους αλλά και με τους αρχαίους ανατολικούς

πολιτισμούς της Ασίας, της Αφρικής ή της Αμερικής. Μέσω της

ιστορίας ο 18ος αι. επιχειρεί να εννοήσει την απόσταση που έχει

διανύσει από τους προηγούμενους κρίκους της ιστορικής αλυσίδας.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

81

Αξίζει να δούμε την ενσωμάτωση των παραπάνω νεωτερισμών στο έργο του

Βολταίρου (François-Marie Arouet, 1694-1778), ενός από τους γνωστότερους

εκπροσώπους του Διαφωτισμού, το ιστοριογραφικό έργο του οποίου συνιστά

την πιο αντιπροσωπευτική αποκρυστάλλωση του ιστορικού λόγου του

Διαφωτισμού. Στο έργο του Ιστορία του Κάρολου ΙΒ´ ο Βολταίρος

αναζητούσε τα κίνητρα και τα πάθη που υπερκαθορίζουν τις ανθρώπινες

πράξεις ενώ στο έργο του Ο αιώνας του Λουδοβίκου ΙΔ´ συνδύαζε στην

ιστορική του αφήγηση την επίδραση των πολιτιστικών γεγονότων,

αναζητούσε βασιλικά ελαττώματα και αρετές στο έθνος, και προσμετρούσε

τον εμπορικό πλούτο ως παράγοντα ιστορικής εξέλιξης. Κατά τη γνώμη του

ο υπέρτατος στόχος της μελλοντικής ιστορίας ήταν η οι αλλαγές στα ήθη και

τους νόμους, εφόσον η ιστορία δεν εξαρτώταν πλέον από τις επεμβάσεις της

θείας πρόνοιας. Ο ίδιος δηλαδή ισχυριζόταν ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε να

έχουν κάποιας μορφής πίστης. Η πεποίθησή του ότι η πίστη των μαζών ήταν

αναγκαία για τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης, έβρισκε την κορυφαία

αποτύπωσή της στη συχνά επαναλαμβανόμενη φράση του, «αν δεν υπάρχει

Θεός, θα πρέπει να τον επινοήσουμε».

Στην πράξη η έννοια της αμφισβήτησης που διέπει το στοχασμό του

Βολταίρου, συνδέεται με τη γενική επιστημονική κίνηση της εποχής του στο

εξής σημείο: στο γεγονός ότι η προτεινόμενη αφύπνιση του κριτικού

πνεύματος καταλήγει στη διάλυση πολλών μύθων και εφοδιάζει τη

φιλοσοφία της ιστορίας με την προσμονή «εκπλήξεων». Η «έκπληξη»

συνίσταται στο ρόλο του τυχαίου, του μη προβλέψιμου, που καθιστά, κατά

την πεποίθησή του, την ιστορία συνεχώς μεταβαλλόμενη. Με άλλα λόγια από

την άποψη της ιστορικής μεθοδολογίας ο Βολταίρος προάσπισε στο έργο του

την αντικειμενικότητα του ιστορικού λόγου, ορίζοντας την έγκυρη ιστορική

γνώση ως αποτέλεσμα 1) της απομυθοποίησης που επιτυγχάνει ο έλεγχος

και η ανακατασκευή των ερμηνειών της Εκκλησίας ή των ηγεμονικών

κύκλων και 2) της κριτικής προσέγγισης των πηγών.

Δεδομένου μάλιστα ότι ο Βολταίρος συνδέθηκε με μεγάλους άνδρες της

εποχής του, ήταν πεπεισμένος, όπως και οι ουμανιστές, ότι οι κοινωνίες

διαμορφώνονται από τους αρχηγούς τους. Κατά τη θεωρία του, λοιπόν, η

ιστορία της ανθρωπότητας διακρίνεται σε τέσσερις περιόδους που είχαν ως

έμβλημά τους σπουδαίους άνδρες: είναι η Ελλάδα του Φιλίππου και του

Αλέξανδρου, η Ρώμη του Καίσαρα και του Αυγούστου, η Φλωρεντία των

Μεδίκων και η Γαλλία του Λουδοβίκου του ΙΔ´. Η πεποίθησή του ότι οι

ενέργειες εξόχων ανδρών μπορούν να θέσουν σε κίνηση αλλαγές, έβρισκε

την κορύφωσή του σε παραδείγματα όπως αυτό του Μεγάλου Πέτρου, ο

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

82

οποίος είχε βγάλει τη Ρωσία από τη βαρβαρότητα και είχε επεκτείνει τον

πολιτισμό στους υπηκόους του, φορολογώντας τα μακριά ενδύματα και τη

συνήθεια της γενειάδας προκειμένου με την προώθηση της ενδυματολογικής

μεταρρύθμισης να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την υποδοχή από το

λαό του των ιδεών του Διαφωτισμού.

Το συνδυαστικό ενδιαφέρον του από την άλλη για την κοινωνική ισότητα

και τα δημογραφικά και οικονομικά προβλήματα αποτυπώθηκε στην πράξη

στην οργάνωση της καλλιεργητικής μονάδας του στο κτήμα του στο Ferney.

Όταν αγόρασε το κτήμα, ανέλαβε την ευθύνη για τη ζωή των χωρικών που

κατοικούσαν στην περιοχή. Και δεσμεύτηκε να αναβαθμίσει μια οικονομικά

παρηκμασμένη περιοχή σε ευημερούσα κοινότητα. Ίσως η πρωτοβουλία του

αυτή είχε επηρεαστεί από τη συνταρακτική εντύπωση που του προκάλεσε ο

καταστροφικός σεισμός, την 1η Νοεμβρίου 1755, στη Λισαβώνα και οι πολλές

χιλιάδες νεκροί του. Μετά το τραγικό συμβάν είχε διατυπώσει την άποψη ότι

δεν αρκεί οι διανοούμενοι και φιλόσοφοι να αναζητούν τους νόμους της

κίνησης και μεταβολής προς την πρόοδο και τη βελτίωση του κόσμου.

Αντίθετα, θα πρέπει να διδαχθούν γιατί δεν πρέπει να υποβάλουν τους

ανθρώπους σε διωγμό ή, κατ’επέκταση, με ποιούς τρόπους μπορούν να

συνδράμουν στην περιστολή των διώξεων. Οι προσπάθειές του στο κτήμα

του στο Ferney σε διάστημα δυο δεκαετιών υπήρξαν τόσο αποτελεσματικές

για την αναβάθμιση της περιοχής, ώστε κάποιοι μεταγενέστεροι μελετητές

φτάνουν στο σημείο να υποθέσουν πως, αν υπήρχαν, αρκετοί Γάλλοι

γαιοκτήμονες πρόθυμοι να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Βολταίρου,

ίσως η Γαλλική Επανάσταση δεν θα είχε ξεκινήσει. Ο παρισινός λαός του

επιφύλαξε θερμή υποδοχή, όταν, το 1774, μετά την ανάρρηση στο θρόνο του

Λουδοβίκου ΙΣΤ´ και της Μαρίας Αντουανέτας ο ογδοντάχρονος φιλόσοφος

αποφάσισε να επισκεφθεί τη γαλλική πρωτεύουσα.

Τότε τιμήθηκε και από τη Γαλλική Ακαδημία αλλά ο κλήρος δεν

συμμεριζόταν το λαϊκό ενθουσιασμό. Και πρόβαλε επίσης σοβαρά

προσκόμματα ακόμη και στην ύστατη προσπάθειά του Βολταίρου, λίγο πριν

το θάνατό του, να υποβάλλει ομολογία πίστεως προκειμένου να ενταφιαστεί

κατά τους ισχύοντες εκκλησιαστικούς τύπους. Μετά την έναρξη της Γαλλικής

Επανάστασης η φήμη του απογειώθηκε και, το 1792, η σωρός του

μεταφέρθηκε στο Πάνθεον. Ωστόσο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι οι

απόψεις του, ιδίως η δυσπιστία του στα ατεκμηρίωτα στοιχεία, η έμφαση

στο τυχαίο και σε άλλες, νεωτερικές παραμέτρους της ιστορικής εξέλιξης,

επηρέασαν σημαντικά μια σειρά σπουδαίων ιστορικών του 19ου αιώνα.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

83

Αν οι νέες ιδέες του Διαφωτισμού κλόνισαν τα θεμέλια του παλαιού

καθεστώτος στη Γαλλία, εξίσου καταλυτική υπήρξε η επίδρασή τους στην

υπόλοιπη Ευρώπη, ανάλογα πάντοτε με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χώρας.

Έτσι, ο Πρώσος Καντ (Immanuel Kant, 1724-1804) ως αντιπροσωπευτικός

φιλόσοφος του γερμανικού Διαφωτισμού προσέδωσε στη φιλοσοφία της

ιστορίας μια τελεολογική θεώρηση που συνδύαζε τη χριστιανική παράδοση

με τον ορθολογικά ηθικό συλλογισμό. Στην παράλογη ροή των ανθρωπίνων

έργων, στη συσσώρευση των γεγονότων, κατά την άποψή του, υπάρχει

πάντα ένας σκοπός. Αφενός ο σκοπός αυτός δεν έχει επινοηθεί αλλά είναι

αποτέλεσμα ενός ‘σχεδίου της φύσης’. Από την άλλη πλευρά ο άνθρωπος

που θα εκτελέσει αυτό το σκοπό, είναι προικισμένος με τη λογική και αυτό

είναι το υπέρτατο ‘σχέδιο’ της φύσης. Η ενσωμάτωση αυτής της ιδέας στη

φιλοσοφία του Καντ περί ιστορίας, αναδεικνύεται σε διανοητική πρακτική

που καταδεικνύει την πρόοδο του ανθρωπίνου είδους αλλά επίσης τονίζει τα

προβλήματα που παρουσιάζονται στην προϊούσα εξέλιξη: τα προβλήματα

δηλαδή εξουσίας και διακρατικών σχέσεων.

Αν, ωστόσο, ο Καντ έδινε έμφαση στα ιδεώδη που αποτελούσαν τον

υπέρτατο στόχο του σχεδίου της φύσης για την ανθρωπότητα, στο ρόλο του

δίκαιου άρχοντα και μιας κοινωνίας των εθνών που θα εγγυάται την

ασφάλεια των κρατών, το τελεολογικό φιλοσοφικό σύστημα του Έγελου

(Georg Wilhelm Friedrich Hegel, 1770-1831) μεταφέρει τη δυναμική της

προόδου στην ίδια την ιστορία: αναδεικνύει την ιστορία σε παράγωγο της

υποστασιοποιημένης φύσης, αποδίδει προτεραιότητα και αναβαθμίζει τον

ιστορικό λόγο μέσω της επιστημολογικής θεμελίωσή του. Ο Έγελος όχι μόνο

με το νεωτερισμό που αποδίδει σε κάθε ιστορική περίοδος σαφή ειδοποιά

γνωρίσματα τα οποία αποτυπώνονται στις ιδέες και αντιλήψεις της, αλλά

επίσης παρουσιάζεται ως συνεχιστής του Βολταίρου στο έργο της

χειραφέτησης του μη-ευρωπαϊκού κόσμου από το ιστοριογραφικό

περιθώριο. Είναι ο φιλόσοφος που εισηγείται την κατηγοριοποίηση του

ιστορικού λόγου σε 1) αρχική-βασική-αρχέγονη ιστορία: που ανασυγκροτεί

τα γεγονότα του παρελθόντος, 2) την ‘αναστοχαστική’ ιστορία: που

επιχειρεί να συλλάβει την ιστορική διαδικασία ως ολότητα, εντοπίζοντας

σχήματα συνέχειας και, τέλος, 3) τη ‘φιλοσοφική’ ιστορία: που συνιστά το

ανώτατο στάδιο της ιστορικής κατανόησης.

Πράγματι, σύμφωνα με τις φιλοσοφίες της ιστορίας, που έλαβαν μεγάλη

έκταση κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού, η ιστορία δεν αποτελεί ένα

χαώδες άρθροισμα γεγονότων, πράξεων, συγκρούσεων κ.τ.λ. αλλά ένα

οργανωμένο σύνολο το οποίο τείνει στην πραγμάτωση στόχων. Και η

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

84

ουσιαστική συμβολή της φιλοσοφίας της ιστορίας στην προαγωγή της

ιστορικής γνώσης έγκειται στο εξής σημείο: στο ότι η φιλοσοφία της

ιστορίας επιχειρεί να γενικεύσει και να επεκτείνει τα συμπεράσματα των

ιστορικών έργων, ώστε να συναγάγει καθολικούς νόμους που διέπουν την

ανάπτυξη του κόσμου, την ακμή και την παρακμή όλων γενικά των

πολιτισμών.

4.3. Από τη σχολή του Göttingen στη Σχολή του Ράνκε

Η διαχωριστική γραμμή λοιπόν ανάμεσα στην επιστημονική ιστορική γραφή

και την ιστοριοδιφία διαγράφεται έντονα κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα49.

Στην πραγματικότητα η μετάβαση από την ιστορία ως ασχολία των

πολυμαθών στην ιστορία με το νέο επιστημονικό προσανατολισμό που

συνδύαζε την κριτική εξέταση των μαρτυριών και την ανασύνθεση μιας

σειράς γεγονότων μέσω της αφήγησης, έλαβε χώρα σε γερμανικά

πανεπιστήμια ―προπάντων στο πανεπιστήμιο του Γκέτιγκεν (Göttingen). Το

πέρασμα από τη μία ιστορία στην άλλη συνδεόταν στενά με τη γέννηση του

οργανωμένου ακαδημαϊκού γνωστικού κλάδου που αναπτύχθηκε με την

ίδρυση, δίπλα στα παραδοσιακά πανεπιστήμια, νέων ιδρυμάτων –όπως ήταν

και το πανεπιστήμιο του Γκέτιγκεν που ιδρύθηκε το 1737, με σκοπό να

καταστεί το κέντρο όπου η έρευνα θα κατείχε τη σημαντικότερη θέση.

Σταδιακά άρχισαν να καθιερώνονται χωριστές από τις πολιτικές

επιστήμες έδρες ιστορίας. Αρχικά οι έδρες αυτές αφορούσαν τις λεγόμενες

βοηθητικές επιστήμες, π.χ. τη διπλωματική, τη μελέτη των εγγράφων, την

παλαιογραφία, τη νομισματική κ.ά. Μεγάλη έμφαση μάλιστα δόθηκε στη

φιλολογία και τη στατιστική. Η στατιστική με τον τρόπο που ασκήθηκε μετά

το 1748 στο Γκέτιγκεν επεδίωκε να θέσει την ιστορία στη στέρεη βάση των

πραγματικών δεδομένων, με στοιχεία για τον πληθυσμό, την πολιτική και

διοικητική οργάνωση, το δίκαιο, την εμπορική δραστηριότητα κ.ά. Ο όρος

στατιστική, κατά τον καθηγητή της στο Γκέτιγκεν, Γκότφριντ Άχενβαλ

(Gottfried Achenwall, 1719-1772), είχε διαφορετική έννοια από αυτή που

προσέλαβε αργότερα. Περιλάμβανε την περιγραφή με ποσοτικούς ή

φραστικούς όρους (και όχι απαραίτητα με αριθμούς) των παγιωμένων

θεσμών και των χαρακτηριστικών μιας κοινωνίας.

Οι ιστορικοί που εκπαιδεύτηκαν στο Γκέτιγκεν κατά τον όψιμο 18ο αιώνα,

συνδύαζαν δύο αρετές: την ευρεία οπτική φιλοσόφων-ιστορικών όπως ο

Μοντεσκιέ, ο Βολταίρος, ο Γκίμπον και ο Άιζελιν, με την τεχνική δεξιότητα

49 Το υποκεφάλαιο αυτό βασίζεται στα Ίγκερς, ό.π., σ. 20-38, Κόκκινος, ό.π., σ. 141-190

και Αρώνη-Τσίχλη, ό.π., σ. 159-160 και 163-173.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

85

ενός ιστοριοδίφη ή ενός νομομαθούς σε ό,τι αφορά την εξήγηση και την

κριτική των κειμένων. Οι ιστορικοί του Γκέτιγκεν προσπαθούσαν να

θεμελιώσουν μια ιστορική τέχνη που θα μπορούσε να συλλάβει την

εσωτερική σχέση των γεγονότων, διότι πίστευαν ότι τα γεγονότα συνιστούν

μεν το πραγματικό αντικείμενο της ιστορίας αλλά δεν αποτελούν από μόνα

τους την ιστορία. Προσπαθούσαν να εξυψώσουν την ιστορία στο επίπεδο

μιας αυτόνομης και ξεχωριστής επιστήμης και για αυτό εισήγαγαν

κοσμοθεωρίες που βασίζονταν σε εμπειρικές μαρτυρίες. Παράλληλα όμως

παραδέχονταν ότι δεν αρκεί η συνειδητή και ορθολογική σκέψη του

εμπειρισμού και της επαγωγής για να αντιληφθούν τις ανθρώπινες σχέσεις

σε ολόκληρη την έκτασή τους. Όπως ο Βολταίρος, επιθυμούσαν και αυτοί να

ξεπεράσουν τη στενά γεγονοτολογική πολιτική ιστορία και φιλοδοξούσαν

επίσης να συγγράψουν μια ευρύτερα κοινωνική και πολιτισμική ιστορία που

θα στήριζε την ενότητα και τη συνέχεια της σε ορισμένους κοινωνικούς

θεσμούς ―για τους ίδιους πρωταρχική θέση κατείχε ο θεσμός του κράτους.

Και ήταν απόλυτα προσηλωμένοι στις αρχές και τις ιδέες της πεφωτισμένης

δεσποτείας στην οποία εναπέθεταν τις ελπίδες τους για την κατάλυση των

υπολειμμάτων της φεουδαλικής κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, για

την ανάδυση του κράτους ως εγγυητή της ισότητας των πολιτών απέναντι

στο νόμο.

Οι αντιφάσεις που διέπουν τις θεωρήσεις αυτές, οριοθετούν και τη θέση

του κύκλου των ιστορικών του Γκέτιγκεν στην πρόοδο της ιστοριογραφίας.

Αφενός δηλαδή οι ιστορικοί αυτού του κύκλου ακολούθησαν τις

κατευθύνσεις της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας και έθεσαν

ερωτήματα τα οποία επρόκειτο να επαναληφθούν και να συζητηθούν

διεξοδικά στον 20ό αιώνα. Από την άλλη πλευρά όμως οι ίδιοι συνέγραψαν

παγκόσμιες ιστορίες, συμπιλήματα, όπως ήταν τα έργα των παλαιότερων

πολυ-ιστόρων τους οποίους κατέκριναν· και η αιτία ήταν ότι οι ίδιοι δεν

προχώρησαν στην κριτική εξέταση και αξιοποίηση των πηγών παρότι τόνιζαν

την αξία της.

Έτσι, ο 18ος αι. έκλεινε με την ιστορία να διεκδικεί την αναγνώρισή της

ως επιστήμη. Ήδη διάφοροι επιστήμονες όπως ο Johann J. Eschenburg είχαν

αποδείξει την προθυμία τους να χαρακτηρίσουν την ιστορία ‘επιστήμη’. Είναι

γεγονός όμως ότι η επιστημονικότητα της ιστορίας δεν ήταν ακόμη αποδεκτή

από τους πολλούς. Αλλά ήταν πια υπό συζήτηση. Οι υπερασπιστές της στο

γύρισμα του αιώνα προτείνοντας ότι η ιστορία μπορεί να θεωρείται

ανθρωπιστική επιστήμη όχι μόνο απέρριπταν τη σύγκρισή της με τις φυσικές

επιστήμες, αλλά άνοιγαν το δρόμο για το διαχωρισμό των ανθρωπιστικών

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

86

από τις φυσικές επιστήμες50. Φυσικά, για την επίτευξη τέτοιων στόχων θα

χρειαζόταν η παρέλευση πολλών ακόμη δεκαετιών. Από τις αρχές του 19ου

αιώνα η συζήτηση για την επιστημονικότητα της ιστορίας αλλά και για την

κριτική χρήση των μαρτυριών στην ιστορική αφήγηση ήταν οι πρόοδοι που

επρόκειτο να συντελεστούν σε μια νέα ιστορική ‘σχολή’, η οποία

αναπτύχθηκε επίσης σε γερμανικό πανεπιστήμιο: αυτή τη φορά στο

πανεπιστήμιο του Βερολίνου (το οποίο ιδρύθηκε το 1810). Πρόκειται για το

νέο επιστημονικό προσανατολισμό της ιστορίας που συνδέθηκε στενά με το

όνομα του κυριότερου εκπροσώπου της: τον Ράνκε (Leopold von Ranke,

1795-1886).

Βασικό γνώρισμα της ιστορικής οπτικής που προσέθετε η σχολή του

Ράνκε ήταν ο στενότερος διανοητικός ορίζοντας, η ιστορία που εστίαζε το

ενδιαφέρον της σε πολιτικά και θρησκευτικά γεγονότα, σε πράξεις ατόμων

με εξουσία και επιρροή, ατόμων απομονωμένων από τα ευρύτερα

συμφραζόμενα της δομής στην οποία ανήκαν. Οι ιστορικοί αυτής της σχολής

πίστευαν ότι τα ιστορικά γεγονότα μπορούν να καταγραφούν με τρόπο

οριστικό, έτσι ώστε να ξεπεραστεί η ιδεολογική περιχαράκωση και ο

(αναπόδραστος) υποκειμενισμός των ιστορικών. Αυτή η μεθοδολογική αρχή

βρίσκει την καλύτερη ίσως αποτύπωσή της στον πρόλογο της Παγκόσμιας

Ιστορίας του Ράνκε: θα ήθελα, γράφει ο Ράνκε, να εξαλείψω κατά κάποιον

τρόπο τον εαυτό μου και να αφήσω να μιλήσουν μόνο τα πράγματα. Η

επιθυμία του, όπως δηλώνει σε άλλο σημείο του έργου του, είναι να

περιγράψει τα γεγονότα όπως ακριβώς συνέβησαν στην πραγματικότητα.

Οι ιστορικοί αυτής της σχολής πίστευαν ότι πρέπει να κατανοήσουν τα

σημαντικά ανθρώπινα φαινόμενα μέσα στη μοναδικότητα και την

ατομικότητά τους. Κατά τον Ράνκε, πρωτογενείς πηγές είναι τα

απομνημονεύματα, τα ημερολόγια, οι επιστολές, οι πρεσβευτικές αναφορές,

και οι αυθεντικές διηγήσεις των αυτοπτών μαρτύρων. Η ιστορική πηγή

αποτελούσε ιστορικό τεκμήριο που απηχούσε το πνεύμα ενός έθνους και ως

εκ τούτου η ιστορική γνώση παρουσιαζόταν εφικτή, επειδή ακριβώς η

ιστορία είναι ο χώρος του πνεύματος. Ωστόσο, η επιλογή των μαρτυριών

που χρησιμοποιούνταν, επιβεβαίωνε την ιδιαίτερα περιοριστική οπτική των

ιστορικών της νέας υπό τον Ράνκε σχολής και τα θεωρητικά αξιώματά του

θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής:

50 Heiko Feldner, «The new scientificity in historical writing around 1800», στο Stefan

Berger, Heiko Feldner και Kevin Passmore (επιμ.), Writing History. Theory and Practice,

Λονδίνο: Arnold publ. 2003, σ. 3-22.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

87

1. Ο ρόλος του ιστορικού δεν είναι να κρίνει το παρελθόν ή να

μορφώσει τους συγχρόνους του αλλά να αντιληφθεί αυτό που

πραγματικά συνέβη

2. δεν υπάρχει καμία αλληλεξάρτηση ανάμεσα στον ιστορικό (=το

υποκειμένο που επιδιώκει τη γνώση) και στο ιστορικό γεγονός (=το

αντικείμενο της γνώσης. Έτσι, ο ιστορικός παραμένει αμερόληπτος

και αντικειμενικός

3. εν κατακλείδι το έργο του ιστορικού συνίσταται στη συγκέντρωση

αρκετού αριθμού γεγονότων που στηρίζονται σε ασφαλή

ντοκουμέντα. Οι θεωρητικοί συλλογισμοί απορρίπτονται κατά τη

διαδικασία της συγγραφής της ιστορίας, διότι εισαγάγουν ένα

στοιχείο θεωρίας. Αντίθετα, αυτό που χρειάζεται είναι η οργάνωση

της ιστορικής διήγησης. Με άλλα λόγια, κατά τον Ράνκε, η θετική

ιστορική επιστήμη μπορεί να φτάσει στην αντικειμενικότητα και να

γνωρίσει την αλήθεια, χωρίς να ενταχθεί στην ενότητα ενός

φιλοσοφικού συστήματος.

Φυσικά, η εξέλιξη αυτής της ομάδας των ιστορικών, όπως και των ιδεών

τους, συνδέεται στενά με το πολιτικό κλίμα της εποχής. Το 1810, η ίδρυση

του πανεπιστημίου του Βερολίνου συνέπιπτε με τις πρωσικές μεταρρυθμίσεις

που είχαν στόχο να αντικαταστήσουν τη στενά τεχνική εκπαίδευση με την

παιδεία που θα στηριζόταν στην έρευνα. Το πανεπιστήμιο του Βερολίνου,

συνδεδεμένο στενά με την οργανωμένη πρωσική γραφειοκρατία,

προοριζόταν για την εκπαίδευση των μορφωμένων δημοσίων υπαλλήλων,

μιας τάξης με μεγάλη επιρροή και κύρος, αφού από την πρωσική κοινωνία

απουσίαζε μια πολιτικά ισχυρή μεσαία τάξη. Έτσι, οι προσωπικότητες που

κλήθηκαν να διδάξουν στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ο Νίμπουρ (Georg

Barthold Niebuhr) καθηγητής ρωμαϊκής ιστορίας, ο Σλάιερμάχερ (Friedrich

Ernst Schleiermacher) της θεολογίας, ο διαπρεπής Σαβινί (Karl von Savigny),

καθηγητής νομικής, όπως και ο Άιχορν (Karl Friedrich Eichhorn) και

προπάντων ο Ράνκε που εντάχθηκε στο προσωπικό του πανεπιστημίου από

το 1825, συμμερίζονταν κοινές πολιτικές και επιστολογικές θέσεις. Πρώτα

από όλα απέρριπταν την κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστασης και της

φεουδαλικής αντίδρασης. Αντίθετα παραδέχονταν τη νομιμοφροσύνη τους

στο μοναρχικό πρωσικό κράτος και την πεφωτισμένη γραφειοκρατία του. Ως

εκ τούτου στα μέσα της δεκαετίας του 1830 ο Ράνκε εξέδιδε το Politisch-

Historische Zeitschrift ανταποκρινόμενος στο αίτημα της πρωσικής

κυβέρνησης να υπεραμυνθεί της πολιτικής της απέναντι στους επικριτές της

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

88

που προέρχονταν από ομάδες φεουδαλικών συμφερόντων ή φιλελεύθερων

ιδεών.

Ο Ράνκε επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στις διπλωματικές και πολεμικές

υποθέσεις θεωρώντας τα κράτη «πνευματικές οντότητες», κάτι σαν θεϊκές

ιδέες που διέπονται από ιδιαίτερες, δικές τους εξελικτικές αρχές και δεν

επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες. Σε έναν κόσμο που άλλαζε με

ραγδαίους ρυθμούς, χάρη στη βιομηχανική Επανάσταση, τη Γαλλική

Επανάσταση, τις επαναστάσεις επίσης στη Γαλλία του 1830 και του 1848 και

αργότερα την Κομμούνα του Παρισιού, οι ιστορικιστές έμεναν δέσμιοι του

παρελθόντος. Αντιλήφθηκαν την ιστορία ως διαδοχή δυναστειών και ως

σύγκρουση κρατών-εθνών, αγνόησαν την κοινωνιολογική, την οικονομική

και γενικότερα την πολιτική διάσταση των ιστορικών φαινομένων.

Αντιμετώπισαν τις ιστορικές σπουδές ως αυτούσιες αντανακλάσεις των

ιστορικών γεγονότων, απαξίωσαν τον φιλοσοφικό και θεωρητικό οπλισμό,

λειτούργησαν ως ιδεολόγοι του έθνους-κράτους και δεν κατάφεραν να

αναγνωρίσουν τα προφανή στοιχεία μεταβολής που χαρακτήριζαν την εποχή

της νεωτερικότητας. Και αν στις αρχές της δεκαετίας του 1860 διάφοροι

ιστορικοί αντιτάχθηκαν στον Μπίσμαρκ (Otto von Bismarck) κατά τη διαμάχη

για το πρωσικό σύνταγμα, μετά το 1866 οι επαγγελματίες ιστορικοί

στρατεύθηκαν στις γραμμές του υπέρ του αγώνα του εναντίον των

σοσιαλιστών. Στη Γερμανία η ανάμειξη της επιστημονικής σχολής στην

πολιτική είναι πιο έντονη από ό,τι λόγου χάρη στη Γαλλία ―παρότι στη

Γαλλία η στρατευμένη και φρονηματιστική πολιτική ιστορία υπήρξε τέκνο

της Γαλλικής Επανάστασης και υπηρετήθηκε από εξέχοντες ιστορικούς όπως

ο Τοκβίλ (Alexis de Tocqueville), ο Γκιζώ (Pierre Guillaume Guizot), ο

Λαμαρτίν (Alphonse de Lamartine) και άλλοι.

Από την άποψη αυτή, όπως ορθά επισημαίνει ο Γιώργος Κόκκινος, «ο

ιστορικισμός-θετικισμός οδήγησε σε μια λανθάνουσα ιδεολογικοποίηση,

αφού χρησιμοποίησε την προσφυγή στο πρωτογενές αρχειακό υλικό και τις

επιστημονικές μεθόδους για να προσδώσει οντολογικό χαρακτήρα και

ιστορική δικαίωση σε εθνικές διεκδικήσεις και ιδεολογικές στρατηγικές»51.

Τόσο ο γερμανικός θετικισμός-ιστορικισμός [ή ιστορισμός] όσο και η γαλλική

παραλλαγή του, η μεθοδική σχολή, αποτελούν συγγενικές μορφές ιστορικής

σκέψης, διέπονται από κοινές αξίες και αντιμετωπίζουν τις ερμηνευτικές

επιστήμες ή τις επιστήμες του πολιτισμού ως αντίθετες των φυσικών

επιστημών. Στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα (το 1857) ο Johann Gustav

Droysen στο έργο του με τίτλο σε ελεύθερη ελληνική μετάφραση

51 Κόκκινος, ό.π., σ. 147.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

89

‘μεθοδολογία της ιστορίας’ προσπάθησε να τεκμηριώσει την επιστημονική

ιδιαιτερότητα της ιστορίας διαφοροποιώντας την τόσο από τις φυσικο-

μαθηματικές επιστήμες όσο και από τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία.

Υποστήριξε μάλιστα ότι το έργο του ιστορικού ήταν σαν ένας διάλογος

μεταξύ των ιστορικών πηγών και των κριτικών μεθόδων του ιστορικού. Ο

ιστορικός δηλαδή αποτελεί οργανικό τμήμα της ερμηνευτικής διαδικασίας

και η ερμηνεία του θεωρείται έγκυρη όταν αναδεικνύει την αλήθεια των

πρωτογενών πηγών σα να ήταν έμμεσες και διαθλασμένες απεικονίσεις της

ιστορικής πραγματικότητας· επιπλέον, όταν μπορεί να ωθήσει τον εισηγητή

της να συνειδητοποιήσει και να αμβλύνει τα ιστορικά στερεότυπα των

οποίων είναι φορέας· και, τέλος, με γνώμονα την αποδοχή της ερμηνείας

αυτής από την επιστημονική κοινότητα52.

.....

Αναμφίβολα, το μοντέλο της επιστημονικής ιστορίας του Ράνκε δεν είχε

το μονοπώλιο στην ιστορική έρευνα του 19ου αιώνα. Από τα μέσα του αιώνα

οι ιστορικές σπουδές γνώρισαν μεγάλη άνθηση. Το 1821 ιδρύθηκε στο

Παρίσι η École des Chartes για την επαγγελματική κατάρτιση αρχειονόμων

και βιβλιοθηκονόμων. Το 1868 ιδρύθηκε στη Γαλλία η École Pratique des

Hautes Etudes που μισό αιώνα αργότερα θα αποτελέσει σε ένα τμήμα της,

όπως θα δούμε παρακάτω, το χώρο της σχολής των Annales. Τη δεκαετία

του 1870 στο πανεπιστήμιο John Hopkins στις ΗΠΑ εισήχθη ένα πρόγραμμα

διδακτορικών εργασιών. Η μελέτη της ιστορίας άρχισε να ασκείται

επαγγελματικά και να εγκαθίσταται στα πανεπιστήμια ενός μεγάλου

τμήματος του δυτικού κόσμου αλλά και του εκδυτικιζόμενου κόσμου ―όπως

π.χ. στην Ιαπωνία. Στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα εμφανίζονται εγχειρίδια

με θέμα την ιστορική μέθοδο (π.χ. Ernst Bernheim, Lehrbuch der

historischen Methode, 1889 και C. Langlois- Charles Seignobos, Introduction

aux etudes historique, 1898) και τα εγχειρίδια αυτά χρησιμοποιούνται επί

δεκαετίες ως βασικοί οδηγοί για την εκπαίδευση των ιστορικών.

Στην πραγματικότητα η μεγάλη συζήτηση σχετικά με τις μεθόδους της

ιστορίας ξεκίνησε στους κύκλους ιστορικών και φιλοσόφων τη δεκαετία του

1890 με σημείο αναφοράς την κριτική στην επιστημονική γερμανική ιστορία

―και όχι μόνο σε αυτή. Πράγματι, οι ιστορικοί της Σχολής του Ράνκε

δέχθηκαν έντονη κριτική στην πορεία του χρόνου: αρχικά από τον Νίτσε στο

δοκίμιό του Ιστορία και ζωή που γράφηκε στο διάστημα 1873-1876, και στο

πρώτο μισό του 20ού αιώνα από τον ιταλό Μπενεντέτο Κρότσε, τον Αντόνιο

Γκράμσι και άλλους όπως ο Φρήντριχ Μάινεκε, ο Καρλ Πόπερ κ.α. Ωστόσο, η

52 Βλ. αναλυτικότερα ό.π., σ. 152 κ.ε.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

90

συζήτηση για την επιστήμη της ιστορίας ξεπερνά τις διαφωνίες ιστορικών και

φιλοσόφων σε θέματα αρχής και μεθοδολογίας. Στην ουσία αντανακλά τις

ρηξικέλευθες μεταβολές που συνέβησαν στο κοινωνικό, πολιτικό και

πολιτιστικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύχθηκε η ιστορική επιστήμη στη

μεταναπολεόντεια περίοδο.

Κάποια στιγμή αργότερα στο πλαίσιο αυτών των συζητήσεων,

συγκεκριμένα το 1915, ο ιταλός φιλόσοφος και ιστορικός Μπενεντέτο Κρότσε

σχολιάζοντας τη θέση της ιστορίας ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν

επεσήμανε ότι «κάθε ιστορία είναι σύγχρονη διότι ο ιστορικός γράφει

πάντοτε στο παρόν»53. Με τις νέες προοπτικές γύρω από τη συγχρονία και

την ανανέωση της έρευνας για τη νέα ιστορία μεταφερόμαστε σε μία άλλη

Σχολή, αυτή που αναπτύχθηκε γύρω από το περιοδικό Annales.

4.4. Η Σχολή των Annales

Τι είναι ιστορική ‘σχολή’; Ανατρέχοντας στο σχετικό λήμμα του χρήσιμου

λεξιλογίου των Ντυφώ, Μαζουρέλ και Οφφενστάντ που αναφέραμε

παραπάνω, διαβάζουμε:

«Μια ιστορική σχολή ―ο όρος σχολή έχει εδώ ένα αφηρημένο νόημα―

συγκεντρώνει ιστορικούς οι οποίοι, στηριζόμενοι εν γένει σε θεσμούς

(πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, περιοδικά κ.λ.π.) θέλουν να

αναπτύξουν μια συνολική οπτική του γνωστικού τους κλάδου και ένα

αναλυτικό πλαίσιο που να προσιδιάζει στους ερευνητικούς τομείς τους.

(...) Τα όρια μιας ιστορικής σχολής δεν είναι πάντοτε πολύ ξεκάθαρα

και το πού ανήκει ο κάθε ιστορικός είναι ενίοτε ασαφές»54.

Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα τα περιοδικά αποτελούν θεσμικούς τρόπον

τινα θύλακες για τη διάδοση στην επιστημονική κοινότητα και γενικότερα

στην κοινωνία των ιδεών που ενστερνίζονταν κάποιοι ιστορικοί. Η γαλλική

θετικιστική σχολή, η λεγόμενη μεθοδική, συγκροτείται στο κλίμα της

γαλλικής ήττας στον πόλεμο του 1870, όπου κυριαρχεί η επιθυμία της

ανάκτησης της Αλσατίας και Λοραίνης, γύρω από το περιοδικό Revue

Historique που εξέδιδε από το 1876 ο Γκαμπριέλ Μονό (Gabriel Monod) (και

το οποίο σύντομα αποτέλεσε πρότυπο επιστημονικής δημοσίευσης). Τμήμα

της σχολής αυτής υπό ακραίους βασιλόφρονες, οπαδούς του κύριου κλάδου

53 Βλ. αναλυτικά Gérard Noiriel, Τι είναι η σύγχρονη ιστορία, μτφρ. Μαρία Κορασίδου,

Αθήνα: Gutenberg, 2005, σ. 39 κ.ε. 54 Dufaud, Mazurel και Offenstadt, Οι λέξεις του ιστορικού, σ. 101.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

91

των Βουρβώνων, δημιούργησαν το δικό τους όργανο έκφρασης: το

περιοδικό Revue des questions historiques. Ο Εμίλ Ντυρκέμ (Émile Durkheim

- ο γνωστός κοινωνιολόγος που θεωρείται ένας από τους προδρόμους των

Annales, και η δική του σχολή διέθεταν από το 1897 το περιοδικό τους -

L’Année sociologique). Από τους κύκλους της κοινωνιολογίας εκπορεύεται

το νέο περιοδικό που εκδίδεται στο γύρισμα του αιώνα, το περιοδικό του

Ανρύ Μπερ (Henri Berr - Revue de synthèse historique) όπου θήτευσαν οι

ιδρυτές αργότερα των Annales πριν προβούν στην ίδρυση του δικού τους

περιοδικού (όταν ο Μπερ δεν θέλησε να σχηματίσει γύρω από το περιοδικό

του τη δική του σχολή και ιδίως γιατί μετά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο

απώλεσε την ανανεωτική του βούληση). Από το 1891 οι γεωγράφοι της

ομάδας του Πωλ Βιντάλ (Paul Vidal de la Blanche) διέθεταν επίσης τα δικά

τους Αννάλ (Annales de Géographie).

Εξίσου, σημαντικό βήμα για τη διάδοση δεδομένων ιδεών και θέσεων και

τη δημιουργία μιας σχολής, είναι οι επιστημονικές εταιρίες και σχολές. Στη

Γαλλία π.χ. φορείς διάδοσης συντηρητικών απόψεων σε ό,τι αφορά την

ιστορία (κυρίως τη σύγχρονη ιστορία που συνέπιπτε με τη στρατευμένη

ιστορία της Τρίτης Δημοκρατίας) ήταν από το 1890 η Εταιρία Σύγχρονης

Ιστορίας, η οποία συνδεόταν με τους βασιλόφρονες και την Επιθεώρησή τους

(το περιοδικό Revue des questions historiques) είτε η Ελεύθερη Σχολή των

Πολιτικών Επιστημών που είχε ιδρυθεί την επομένη του πολέμου το 1870. Το

1898 δημιουργήθηκε η Εταιρία Νεότερης Ιστορίας που μέσω του δικού της

οργάνου, του περιοδικού Revue d’Historie moderne et contemporaine,

εκπροσωπούσε τη νέα γενιά των μεθοδιστών ιστορικών που επεδίωκαν να

αποδυναμώσουν την Εταιρία Σύγχρονης Ιστορίας. Ακόμη σημαντικότερη

εξέλιξη για τη δημιουργία μιας Σχολής ήταν φυσικά η καθιέρωση σταδιακά

πανεπιστημιακών εδρών ιστορίας με τη στήριξη και τη χρηματοδότηση του

κράτους.

Γύρω από ένα περιοδικό συγκροτήθηκε λοιπόν η γνωστή Σχολή των

Annales. Πρόκειται για το περιοδικό Annales d’histoire economique et

sociale που εκδόθηκε στα 1929 από τον εκδοτικό οίκο Armand Colin από τον

Φεβρ (Lucien Febvre, 1878-1956) και ο Μαρκ Μπλοχ (Marc Bloch, 1886-

1944). Κατά την πρώτη φάση της εξέλιξής της, που διαρκεί μέχρι το τέλος

του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η Σχολή παραμένει στο επιστημονικό

περιθώριο και τα μέλη της σχεδόν αποκλεισμένα από το ακαδημαϊκό

κατεστημένο του Παρισιού. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι δύο

ιδρυτές του περιοδικού, τόσο ο Μπλοχ όσο και ο Φεβρ, ήταν καθηγητές στο

πανεπιστήμιο του Στρασβούργου που από το 1920 είχε μετατραπεί σε

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

92

πανεπιστήμιο-πρότυπο το οποίο όφειλε να επιδείξει στους Γερμανούς τις

ικανότητες των Γάλλων ερευνητών –επρόκειτο για το δεύτερο σπουδαίο

πανεπιστήμιο της χώρας μετά το πανεπιστήμιο του Παρισιού. Μεταξύ άλλων

το πανεπιστήμιο του Στρασβούργου διέθετε μια εξαιρετική βιβλιοθήκη,

πολύτιμο εργαλείο δουλειάς για τα μέλη της ομάδας, και το κυριότερο

διέθετε μεγάλα οικονομικά κονδύλια χάρη στο ταμείο επιστημονικών

ερευνών που χρηματοδοτούσε τις δημοσιεύσεις της Φιλοσοφικής Σχολής του

Στρασβούργου. Δεν είναι τυχαίο επομένως ότι η Σχολή των Annales είχε ως

έδρα της το Στρασβούργο.

Και δεν είναι τυχαίο ότι ιδρύθηκε το 1929, τη χρονιά της μεγάλης κρίσης,

παρότι η εμφάνισή του προηγήθηκε κατά μερικούς μήνες από τον δραματικό

Οκτώβριο της Γουώλ Στρητ. Η κρίση μπορεί να θεωρηθεί αιτία της επιτυχίας

του περιοδικού στα πρώτα του βήματα. Με άλλα λόγια η κατάπτωση της

καπιταλιστικής οικονομίας που επηρέασε τόσο την Αμερική όσο και την

Ευρώπη, έθεσε σε αμφισβήτηση την ιδέα της διαρκούς προόδου της

ανθρωπότητας στην πορεία της προς την κατάκτηση περισσότερων υλικών

αγαθών. Η κρίση προκάλεσε μια σειρά νέων προβληματισμών στο κοινωνικό

και οικονομικό επίπεδο που πλήττονταν από την ύφεση και την ανεργία. Και

σε αυτή τη συγκυρία τα Annales, τα Χρονικά της οικονομικής και κοινωνικής

ιστορίας, βρήκαν πράγματι πρόσφορο έδαφος σε μία εποχή που έστρεφε το

βλέμμα της από το πολιτικό στο οικονομικό πεδίο.

Εξάλλου, καθ’όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, των χρόνων

δηλαδή που ακολούθησαν τον Μεγάλο Πόλεμο, η οικονομία και τα σοβαρά

οικονομικά προβλήματα βρίσκονταν σταθερά στο επίκεντρο του πολιτικού

ενδιαφέροντος και των δημοσίων συζητήσεων. Στη βάση επίσης του

ιστορικού λόγου που κωδικοποιήθηκε από τα Annales βρίσκονταν τα

τραύματα του Πολέμου, ο αιφνίδιος τερματισμός της Μπελ Εποκ, η παρακμή

της ευρώπης ως κέντρου του κόσμου κ. ά.

Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της Σχολής των Annales; Η σχολή συνδέθηκε με το ριζικό επαναπροσανατολισμό της επιστήμης της

ιστορίας, με μια επιστημολογική επανάσταση σε σχέση με τη θετικιστική

ιστοριογραφία που επικεντρωνόταν στην πολιτική ιστορία και στη δράση

των ελίτ και των κυρίαρχων τάξεων. Η κίνηση των Annales παρουσιάστηκε

ως η υλιστική εκδοχή της ιστορίας. Βασίζεται στην ανάλυση και όχι στην

αφήγηση, αντιμετωπίζει ολιστικά τα ιστορικά φαινόμενα και τους

κοινωνικούς σχηματισμούς και επιπλέον φροντίζει να αναδείξει βιώματα,

κοσμοαντιλήψεις και τρόπους σκέψεις των σιωπηλών συνήθως μαρτύρων

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

93

της ιστορικής διαδικασίας, των μαζών. Με άλλα λόγια αυτή η κίνηση

αναδεικνύει την ιστορία από τα κάτω όσο καθώς και την ιστορική ψυχολογία

και, όπως έχει επισημανθεί, το περιοδικό της απηχεί τις σημαντικότερες

μεταμορφώσεις της ιστορικής σκέψης κατά τον 20ό αιώνα.

Η εξέλιξη του περιοδικού Annales d’histoire economique et sociale

μπορεί να χωριστεί σε τέσσερις μεγάλες περιόδους που αντιστοιχούν σε

ισάριθμες γενιές ιστορικών. Η πρώτη εκτείνεται από την ίδρυσή του, το

1929, μέχρι το 1945 με κεντρικά πρόσωπα τους Φεβρ και Μπλοχ.

Πρώτη περίοδος: 1929-1945

Έδρα των Annales είναι το Στρασβούργο που μετά την ανάκτηση της

Αλσατίας το 1920 περιήλθε και πάλι στη Γαλλία. Στο πανεπιστημιό του

εργάζονται οι δύο ιδρυτές του περιοδικού και εκεί συνεργάζονται με

διαπρεπείς γεωγράφους, ψυχολόγους και κοινωνιολόγους. Στην ουσία το

πρώτο επίτευγμα των Φεβρ και Μπλοx ήταν η επιτυχία τους να

πρωτοστατήσουν στη διεπιστημονική σύνθεση της ομάδας τους. Οι

συναντήσεις του Σαββάτου στο Στρασβούργο επέτρεπαν τη συνάντηση

φιλοσόφων, ιστορικών, κοινωνιολόγων, γεωγράφων, νομικών και

μαθηματικών οι οποίοι ξεκινούν ένα θεσμοθετημένο διάλογο γύρω από τη

φιλοσοφία και τις ανατολικές σπουδές, την ιστορία των θρησκειών και την

κοινωνική ιστορία55.

Το γεγονός ότι η κίνηση των Annales αποκτά σταδιακά πανευρωπαϊκή

διάσταση οφείλεται στην αποδυνάμωση των κοινωνιολόγων του Ντυρκέμ και

των γεωγράφων, καθώς επίσης στην επικράτηση του ναζισμού που ανέκοψε

την εξέλιξη της γερμανικής ιστορικής και κοινωνικής επιστήμης. Αξίζει να

σημειωθεί μάλιστα ότι οι δύο ιδρυτές του περιοδικού και της Σχολής στα

μέσα περίπου της δεκαετίας του 1930 θα πάρουν το δρόμο προς το Παρίσι

και τη Σορβόνη, ο Φεβρ ως καθηγητής του Κολεγίου του Παρισιού και ο

Μπλοκ ως καθηγητής οικονομικής ιστορίας στη Σορβόνη.

Αυτή η πρώτη εξελικτική περίοδος της Σχολής κλείνει με το Δεύτερο

Παγκόσμιο Πόλεμο που στοίχισε τη ζωή του ενός εκ των δύο ιδρυτών του,

του Μαρκ Μπλοχ. Ο Μπλοχ που είχε συμμετάσχει στη γαλλική αντίσταση, τον

Ιούνιο του 1944 τουφεκίστηκε από τους Ναζί, αφήνοντας ημιτελές το έργο

του Απολογία για την Ιστορία. Το επάγγελμα του ιστορικού, το οποίο

δημοσίευσε αργότερα ο Φεβρ.

55 Για τη Σχολή βλ. αναλυτικά François Dosse, ιστορία σε ψίχουλα. Από τα Annales στη

«Νέα Ιστορία», μτφρ. Αγγελική Βλαχοπούλου, επιμ. Χρήστος Χατζηϊωσήφ, Ηράκλειο:

Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1993.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

94

Ο Μπλοχ ήταν το μέλος της Σχολής που στρεφόταν περισσότερο προς την

ανάλυση των οικονομικών φαινομένων και των σχέσεων μεταξύ των

οικονομικών δομών και των κοινωνικών τάξεων. Σε αυτό το σημείο είχε

επηρεαστεί από το έργο του Μαρξ. Ωστόσο, δεν επανέλαβε αυστηρά τις

αναλυτικές αρχές του Μαρξ ούτε ακολουθούσε απαραίτητα τις πολιτικές

συνέπειες που απορρέουν από τον ιστορικό υλισμό. Στο κυριότερο έργο του,

το οποίο δημοσίευσε το 1931 με τίτλο Οι πρωτότυποι χαρακτήρες της

γαλλικής αγροτικής οικονομίας, εξέταζε τις μορφές κατάληψης του

εδάφους, τις τεχνικές παραγωγής, τους τρόπους αύξησης του πληθυσμού,

τα φεουδαρχικά πλαίσια, τα κοινοτικά πρακτικά και μάλιστα σε μια πολύ

μακρά διάρκεια και για το σύνολο του εθνικού εδάφους. Και ενδιαφέρθηκε

περισσότερο για τους αγρότες και τους δουλοπάροικους παρά για τους

κατόχους ισχύος, που προσείλκυαν πχ το ενδιαφέρον του Φεβρ. Αντίθετα, ο

Μπλοχ επιθυμούσε τη στροφή της οικονομικής ιστορίας προς το σύγχρονο

κόσμο και προσπαθούσε να επεκτείνει τον τομέα της ιστορίας προς άλλες

κατευθύνσεις. Ο ίδιος άλλωστε είχε μυηθεί και στην εθνολογία.

Ενδιαφερόταν επίσης για τη σημασία της γλωσσολογίας, και ειδικά για για

περιόδους όπως η ελληνορωμαϊκή, υποστήριζε τη χρησιμοποίηση όχι μόνο

των γραπτών πηγών αλλά και της αρχαιολογίας, της νομισματικής, της

τέχνης κ.ά. Κατά την άποψη του Μπλοχ, ο ιστορικός θα πρέπει να έχει

γνώσεις συγγενικών επιστημών: της γεωγραφίας, της εθνογραφίας, της

δημογραφίας, της οικονομίας, της κοινωνιολογίας, της γλωσσολογίας. Και η

κεντρική πεποίθησή του ήταν ότι η κατανόηση του παρελθόντος θα πρέπει

να ξεκινά από το παρόν ενώ η κατανόηση του παρελθόντος θα πρέπει να

γίνεται μέσω του παρόντος. Έτσι, η αλληλοσύνδεση παρόντος και

παρελθόντος επιτρέπει την αύξηση των γνώσεων για τις προγενέστερες

κοινωνίες αλλά και την εμβάθυνση στη σύγχρονη κοινωνία.

Δεύτερη περίοδος: 1945-1972

Η περίοδος ξεκινά με τη μετονομασία του περιοδικού σε Annales. Economies,

Societes, Civilisations. Όπως υποδηλώνει ο υπότιτλος, το περιοδικό και

γενικότερα η ιστοριογραφική λογική των Annales στρέφεται ξεκάθαρα κατά

της αποκλειστικότητας της πολιτικής, στρατιωτικής και ηρωολατρικής

ιστορίας. Πλαίσιο αναφοράς συνιστά η αλληλοσύνδεση του οικονομικού,

κοινωνικού στοιχείου από τη μία πλευρά και του πολιτισμικού από την άλλη.

Μετά τον πόλεμο τα μέλη της σχολής των Annales κατακτούν

πανεπιστημιακές έδρες στο Παρίσι. Σε αυτό βέβαια συνέβαλε το γεγονός ότι

λίγο μετά τον πόλεμο ιδρύθηκε το έκτο τμήμα της École Pratique des Hautes

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

95

Études, το οικονομικό και κοινωνικό τμήμα του, που έχει ως πρόεδρό του

τον Λυσιέν Φεβρ. Οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές αναστατώσεις

που συντάραξαν τη Γαλλία από την εποχή του Λαϊκού Μετώπου μέχρι τον

Ψυχρό Πόλεμο εξηγούν τη διαμόρφωση ενός ευνοϊκού κλίματος για νέες

ιστορικές μελέτες. Με άλλα λόγια οι δημόσιες γαλλικές αρχές είχαν τώρα

λόγους να επιζητούν νέες μελέτες που θα βοηθούσαν να κατανοήσουν

καλύτερα την κοινωνία και επίσης να προβλέψουν την εξέλιξή της. Έτσι,

εξηγούνται οι πολυάριθμοι θεσμοί που δημιουργούνται στη μεταπολεμική

Γαλλία με στόχο τις κοινωνικές επιστήμες και προπάντων την ποσοτική

ιστορία. Αυτή την περίοδο το περιοδικό Annales επιβάλλεται διεθνώς. Κατά

την πολύχρονη παρουσία του στον επιστημονικό χώρο οι ιδέες των

ιστορικών των Annales επηρέασαν τους περισσότερους ιστορικούς της

Γαλλίας καθώς και άλλων χωρών της Δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής.

Από το 1950 άλλωστε ειδικά στη Γαλλία άρχισε να περιορίζεται το χάσμα

μεταξύ μαρξιστών και μη μαρξιστών ιστορικών. Ο μαρξισμός βέβαια ήταν

διάχυτος σε μεγάλο τμήμα της γαλλικής ιστοριογραφίας, προπάντων σε

εκείνο που ασχολείτο με τη Γαλλική Επανάσταση και τις επαναστάσεις του

19ου αιώνα και το οποίο τόνιζε το ρόλο της οικονομίας στα πολιτικά

γεγονότα καθώς και τη διάσταση της πάλης των τάξεων. Αλλά στη Σχολή

των Annales δεν παρατηρείται κάποιος κοινός πολιτικός παρονομαστής.

Αντίθετα, στη Σχολή εκπροσωπούνταν τόσο συντηρητικές απόψεις όσο και

μαρξιστικές θεωρήσεις.

Το 1956 ο Φερνάν Μπρωντέλ (Fernand Braudel, 1902-1985) διαδέχθηκε

τον Φεβρ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 το έκτο τμήμα της École Pratique

des Hautes Études συγκέντρωνε περίπου τριάντα διευθυντές σπουδών,

ανάμεσα στους οποίους αρκετούς ιστορικούς των Annales. Αξίζει επίσης να

σημειωθεί ότι υπό τα νέα δεδομένα η ιστορία ήταν η επιστήμη του ανθρώπου

που αντιπροσωπευόταν περισσότερο ―και αυτό κατά τον Μπρωντέλ ήταν

ευεξήγητο: διότι «η ιστορία μπορεί να επιφέρει μια κοινή γλώσσα, να δώσει

τη θεμελιώδη διάσταση του χρόνου, να διαφυλάξει την ενότητα των

κοινωνικών επιστημών». Το 1968 ο Μπρωντέλ πέτυχε την ίδρυση της Maison

des Sciences de l’Homme. Έτσι το το έκτο τμήμα της École Pratique des

Hautes Études και λίγο αργότερα η École Pratique des Hautes Études

μετατράπηκαν σε École des Hautes Études en Sciences Sociales που ήταν

έκτοτε μεγάλο πανεπιστήμιο.

Το ίδιο διάστημα οι ιστορικοί των Annales, πέρα από τις πανεπιστημικές

τους αρμοδιότητες, ήταν υπεύθυνοι για εκδόσεις διαφόρων εκδοτικών οίκων

ενώ κάποια μέλη της κατείχαν θέσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αρκετά

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

96

εύκολα λοιπόν τα Annales έγιναν παγκοσμίως γνωστά και αναγνωρίστηκαν

ως μοντέλο επιστημονικής ιστορίας από τους ιστορικούς ολόκληρου του

κόσμου και μέχρι τις μέρες μας αποτελούν πεδίο συζητήσεων σχετικά με τις

κατευθύνσεις της νέας ιστορίας, παρότι οι ίδιοι οι ιστορικοί του κύκλου των

Annales υποστηρίζουν ότι δεν συγκροτούν μια «σχολή», όπως συνήθως τους

χαρακτηρίζουν, αλλά ότι διακατέχονται από ένα πνεύμα ανοικτό σε νέες

μεθόδους και προσεγγίσεις της ιστορικής έρευνας.

Από την άλλη πλευρά οι δεκαετίες του 1950 και 1960 των Annales

σηματοδοτούσαν το θρίαμβο της ποσοτικής και σειραϊκής ιστορίας. Οι

στατιστικές μέθοδοι που είχαν προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον αλλά και

πολλές συζητήσεις από τις αρχές του αιώνα και η ανάλυση της μακράς

διάρκειας τώρα σχεδόν επιβάλλονται με επικεφαλής τον Φερνάντ Μπρωντέλ

και τον Ερνέστ Λαμπρούς και συμβάλουν στην μετατροπή, για σύντομο

διάστημα, της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας σε ηγεμονικό ρεύμα της

γαλλικής ιστοριογραφίας. Η κίνηση που είχε γνωρίσει μια πρώτη κορύφωση

τη δεκαετία του 1930 από τη γενιά των ιστορικών που τότε κατείχαν

διευθυντικές θέσεις στην έρευνα και τη διδασκαλία, εξυψώνεται τις

δεκαετίες του 1950 και 1960 από τη νέα γενιά των ιστορικών. Και αξίζει να

τονιστεί η προφανής διαπίστωση: ότι τόσο η γενιά των χρόνων μετά τον

Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και η γενιά των ιστορικών που

δραστηριοποιούνται επίσης συλλογικά μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο

αναπτύσσονται σε άμεση συνάρτηση με το πλαίσιο στο οποίο ζουν και με τη

βοήθεια νεοπαγών θεσμών.

Ένας λοιπόν από τους θεσμούς που εμφανίστηκαν στη μεταπολεμική

Γαλλία είναι το Εθνικό Ινστιντούτο Δημογραφικών Σπουδών. Οι

οικονομολόγοι και ειδικοί της στατιστικής που απασχολούνταν σε αυτό, τα

επόμενα χρόνια εφαρμόσαν τις περίφημες «κοινωνικο-επαγγελματικές»

κατηγορίες με βάση τις οποίες θα διενεργούνταν μετά το 1954 όλες οι

απογραφές. Και ο καθηγητής που πρωτοστάτησε στη διάδοση της ποσοτικής

οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας είναι ο Ερνέστ Λαμπρούς που

διαδέχθηκε στην έδρα της Σορβόνης τον εκλιπόντα Μαρκ Μπλοχ αλλά επίσης

και τον Λυσιέν Φεβρ στη θέση του διευθυντή ερευνών του έκτο τμήματος της

Σχολής Ανωτέρων Σπουδών του Παρισιού. Γύρω από το διαπρεπή καθηγητή

Λαμπρούς συγκεντρώνονται νεαροί φοιτητές των οποίων οι διδακτορικές

διατριβές αποτελούν ένδειξη της επιρροής των νέων αντιλήψεων σε όλους

τους ερευνητικούς τομείς.

Εξάλλου και ο ίδιος ο Λαμπρούς αμέσως μετά τον πόλεμο ολοκλήρωσε τη

δεύτερη διδακτορική διατριβή του, αυτή τη φορά στη Φιλοσοφική Σχολή, με

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

97

θέμα την κρίση της γαλλικής οικονομίας στο τέλος του παλαιού καθεστώτος

και τις αρχές της Επανάστασης. Και αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι

ότι στην εισαγωγή αυτής της διατριβής του ο Λαμπρούς δίνει μεγάλη έμφαση

στην εξήγηση των οικονομικών εννοιών που χρησιμοποιεί και οι οποίες είναι

ξένες και άγνωστες για τους ιστορικούς. Με τον τρόπο αυτό δηλαδή

επιχειρεί τη δημιουργία ενός συμβατού κώδικα επικοινωνίας μεταξύ

οικονομίας και ιστορίας. Δίνει λοιπόν ορισμούς όπως για όρους και έννοιες

όπως εποχικές ή ετήσιες διακυμάνσεις, δεκαετής κύκλος, κίνηση μακράς

διάρκειας, σύντομος χρόνος, ύφεση, δομή και συγκυρία. Η συμβολή του

είναι ιδιαίτερα σημαντική για την οργανική ενσωμάτωση τέτοιων εννοιών

στο λεξιλόγιο των ιστορικών, όπως επίσης και για την εστίαση του

ενδιαφέροντος των ιστορικών στις οικονομικές συνθήκες. Ο δεύτερος λόγος

που εξηγεί την επιρροή που άσκησε η διδακτορική διατριβή του 1944

οφείλεται στο ότι αποτελεί μια πρωτότυπη συμβολή γύρω από το θέμα που

ανέκαθεν απασχολούσε τους Γάλλους ιστορικούς: τα αίτια της Επανάστασης.

Ο Λαμπρούς λοιπόν υποστήριξε ότι το 1789 υπήρξε μια επανάσταση

εξαθλιωμένων. Επεσήμανε ότι η οικονομική κρίση που επιδεινώθηκε από μια

κακή σοδειά, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στα επαναστατικά γεγονότα διότι

προκάλεσε την άνοδο των τιμών των προϊόντων αρτοποιΐας και έτσι

προκάλεσε πείνα στις λαϊκές μάζες. Ακολουθώντας την άποψη ότι η

κατανόηση των κοινωνικών και πολιτικών όψεων της Επανάστασης είναι

δυνατή μόνο σε συνάρτηση με τις οικονομικές τους αιτίες, στηρίχθηκε σε νέα

εργαλεία ανάλυσης. Όλη η έρευνά του βασίστηκε στην εκμετάλλευση

στατιστικών δεδομένων, επεξεργασμένων το 18ο αιώνα. Αξιοποίησε λοιπόν

εθνικές αριθμητικές σειρές σχετικά με την εξέλιξη που παρουσιάζουν οι

τιμές, οι σοδειές, τα βιομηχανικά προϊόντα, το εμπόριο. Και για την κριτική

των πηγών του αντιπαρέβαλε την αξιοπιστία των στατιστικών μεθόδων, το

«νόμο των αντισταθμιστικών σφαλμάτων» και των ελέγχων συμφωνίας.

Μετά τη δεκαετία του 1950 ο Λαμπρούς στράφηκε από την οικονομική

στην κοινωνική ιστορία και δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι στράφηκε σε

μια οικονομική ιστορία της κοινωνίας. Ο μηχανισμός τον οποίο υπερθεματίζει

η συνολική ιστορία του Λαμπρούς, και ο οποίος συνιστά παράλληλα τον

αποδεκτό μηχανισμό των Annales, απαρτίζεται από τρία επίπεδα: ξεκινά

πάντοτε από κάτω, την οικονομική υποδομή, και ολοκληρώνεται προς τα

πάνω, στις υπερδομές: τις νοοτροπίες, κουλτούρες κλπ. και καταλήγει σε

μια αντίληψη για την ιστορία με όρους δομής και συγκυρίας.

Ωστόσο, ο όρος μακρά διάρκεια, παρότι διαδόθηκε αρχικά από τον

Λαμπρούς, εξηγήθηκε αναλυτικότερα από τον Φερνάντ Μπρωντέλ,

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

98

διευθυντή του περιοδικού από το 1946 μέχρι το 1972, και οπαδό του

Λαμπρούς, αν και τον θεωρούσε δέσμιο των ιστορικών γεγονότων. Ο

Μπρωντέλ τοποθετεί τη μακρά διάρκεια της ιστορίας στον αιωνόβιο χρόνο

και της προσδίδει δομική προοπτική: υποστηρίζει δηλαδή ότι υπάρχουν

υπολανθάνουσες δυνάμεις (=δομές) που καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις

σκέψεις και τις πράξεις των ανθρώπων, ακόμη και αν αυτοί δεν το

συνειδητοποιούν. Εν τέλει υπεραμύνεται της ιδέας ότι αυτό το διαχρονικό

ασυνείδητο της κοινωνίας αποτελεί την ιστορία της, το θαμμένο παρελθόν

της το οποίο πρέπει να προσεγγίσει, να κατανοήσει ο ιστορικός. Με βάση

αυτή την ιδέα εμφανίζεται και η λεγόμενη σειραϊκή ιστορία.

Σειραϊκή ιστορία

Τι είναι η σειραϊκή ιστορία που αναπτύσσεται από τη δεκαετία του 1950; Η

σειραϊκή ιστορία (όρος που πρότεινε ο Πιερ Σωνύ -Pierre Chaunu) είναι το

είδος της ιστορικής ανάλυσης που στηρίζεται στην επεξεργασία σε σειρά

συνόλων συμβάντων, σχετικά ομοιογενών, και τεκμηρίων, των οποίων οι

εξελίξεις και διακυμάνσεις εκτιμώνται κατά κανόνα σε μακρά διάρκεια. Με

άλλα λόγια βασίζεται στην ποσοτική σκέψη στη μακρά διάρκεια, όπως την

αντιλαμβάνεται ο Μπρωντέλ, και επιτρέπει την προσέγγιση της ιστορίας σαν

ανακάλυψη τρόπον τινά όλων των ορόφων του οικοδομήματος-ιστορίας,

από το υπόγειο μέχρι τη σοφίτα. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα σειραϊκής

ιστορίας είναι μια ιστορία που μελετά το κλίμα στη διάρκεια 9-9,5 αιώνων

και τοποθετεί τις κλιματολογικές συνθήκες σε μία σειρά. Εντοπίζει

κλιματικούς κύκλους, μέσης και μακράς διάρκειας και ως εκ τούτου

επιτρέπει την κατανόηση των συνεπειών των κλιματικών μεταβολών στην

καθημερινή ζωή των ανθρώπων, στους δημογραφικούς ρυθμούς, την

αγροτική παραγωγή, τις μορφές κοινωνικότητας κτλ.

Έπειτα η σειραϊκή ιστορία θα στραφεί στην πολιτιστική ιστορία στο

πλαίσιο των οποίων αντιπαραβάλλονται σειρές στατιστικών δεδομένων: π.χ.

η ικανότητα γραφής και ανάγνωσης των κληρωτών, οι υπογραφές των

πράξεων γάμου, η αναλογία των Γάλλων ηλικίας άνω των 5 ετών που

διδάσκονται γραφή και ανάγνωση. Από τη δεκαετία του 1960 η σειραϊκή

ιστορία εισήλθε στον τομέα της θρησκευτικής ιστορίας προωθώντας

αποφασιστικά την ιστορία των νοοτροπιών. Για ακόμη μια φορά οι

ανανεώσεις συντελούνται κατ’αρχάς στη νεότερη ιστορία για να κερδίσουν

στη συνέχεια τη σύγχρονη περίοδο. Η εφαρμογή σειραϊκών προσεγγίσεων

από ιστορικούς νοοτροπιών συμπληρώνει την οικονομική και κοινωνική

ιστορία, προσεγγίζοντας το διανοητικό επίπεδο. Αλλά το πάθος των

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

99

ιστορικών της εποχής για την ιστορία των νοοτροπιών εξηγείται επίσης από

το γεγονός ότι η ιστορία αυτή συναρθρώνεται εύκολα με τον άλλο τομέα

στον οποίο αποδίδουν προνομιακή θέση οι οπαδοί της ποσοτικής και

σειραΐκής ιστορίας: την ιστορική δημογραφία.

Ιστορική δημογραφία

Οι απαρχές της ιστορικής δημογραφίας εντοπίζονται επίσης στα τέλη του

19ου αιώνα. Σύμφωνα με τον δημογράφο Λουί Ανρύ (Louis Henry) η ιστορία

της δημογραφίας χαρακτηρίζεται από τη «δημογραφική μελέτη όλων των

πληθυσμών του παρελθόντος, κοντινού ή μακρινού, για τους οποίους δεν

έχουμε καμία στατιστική πληροφορία ή έχουμε μια ανεπαρκή

πληροφόρηση». Η Σχολή των Annales ανακάλυψε τον τομέα της

δημογραφικής ιστορίας αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η

συνάντηση της δημογραφίας και της ιστορίας άνοιξε το δρόμο μιας

κοινωνικής ιστορίας που επεκτεινόταν στο ανώνυμο πλήθος και τους

ταπεινούς. Έτσι, συσχετίστηκαν π.χ. οι κρίσεις στα είδη διατροφής με τα

δημογραφικά συμβάντα του παλαιού καθεστώτος: καταδείχθηκαν δηλαδή ως

συνέπειες μιας κακής συγκομιδής που συνεπιφέρει άνοδο των τιμών των

δημητριακών, κατ’επέκταση σιτοδεία ή λιμό, η αύξηση της θνησιμότητας και

η μείωση των γάμων και γεννήσεων.

Το μοντέλο μιας τέτοιας τυποποιημένης μεθόδου χρησιμοποιήθηκε για τη

μελέτη της δημογραφικής εξέλιξης του πληθυσμού (γεννητικότητα,

γονιμότητα, θνησιμότητα, οικογενειακές δομές, γαμηλιότητα κ.ά.) και την

ανασυγκρότηση οικογενειών του παρελθόντος. Από τη στιγμή που

ανακαλύφθηκαν οι μέθοδοι της δημογραφικής ιστορίας εμφανίστηκαν

διάφορα έργα: μονογραφίες για χωριά και διάφορες περιοχές με βάση τα

στοιχεία ενοριακών καταλόγων που αναφέρονταν σε μεγάλη διάρκεια·

μελέτες για τον πληθυσμό των πόλεων. Κατά μια εκδοχή άλλωστε, «οι

δημογραφικές στατιστικές μάς διαφωτίζουν σχετικά με τον τρόπο ζωής των

ανθρώπων, με την αντίληψη που έχουν για τον εαυτό τους, για το σώμα

τους, για τη συνήθη ζωή τους (...)». Υπό αυτό το πρίσμα εξετάζονται η

ιστορία της ιατρικής, οι διάφορες όψεις της οικογενειακής ζωής και των

ανθρωπίνων σχέσεων, οι συμπεριφορές των ανθρώπων απέναντι στη ζωή,

στο θάνατο και τη γέννηση. Έτσι, διαφαίνεται μια μετάθεση από την

ανάλυση των δημογραφικών μηχανισμών στην ανάλυση των συλλογικών

συμπεριφορών.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

100

Από τη δεύτερη στην τρίτη περίοδο: Η «Νέα Ιστορία»

Μέχρι το 1968 η ηγετική μορφή της Σχολής των Annales και του περιοδικού

της ήταν ο Μπρωντέλ. Έκτοτε περιστοιχίστηκε από μία επιτροπή που

απαρτιζόταν από τον Ζακ Λε Γκοφ, τον Εμμ. Λε Ρουά Λαντυρί και τον Μαρκ

Φερρό και το 1972 συνταξιοδοτήθηκε. Τότε περίπου δόθηκε η ονομασία

«Νέα Ιστορία» ως διάδοχο σχήμα της σχολής. Οι ιστορικοί λοιπόν της Νέας

Ιστορίας αποτελούν την τρίτη γενιά των Annales. Το 1974 ο Ζακ Λε Γκοφ και

ο Πιερ Νορά (Pierre Nora) επιμελήθηκαν ένα τρίτομο έργο που εκδόθηκε ως

τρόπον τινα μανιφέστο της Νέας Ιστορίας υπό τον τίτλο Το έργο της

Ιστορίας. Το 1978 ο Ζακ Λε Γκοφ προέβη στην έκδοση μιας εγκυκλοπαίδειας

με τίτλο Η Νέα Ιστορία, στην οποία τίθενται θέματα δομής, μακράς διάρκειας

κ.ά. καθώς και όρων (όπως κλίμα, γλώσσα, ψυχανάλυση κ.ά.) αλλά και

τομέων (όπως οι νοοτροπίες και οι συλλογικές συμπεριφορές και

συνειδήσεις). Στο χώρο της Νέας Ιστορίας εμφανίστηκαν σημαντικοί

ιστορικοί που διεύρυναν τα παλιά πεδία αναφοράς και ανέπτυσσαν νέα,

διότι η Νέα Ιστορία, όπως εξηγούσε ο Πιερ Νορά, πραγματοποιεί τη

μετάβαση από την «ιστορία στις ιστορίες».

Αυτό επιτυγχάνεται με την αξιοποίηση πλήθους ντοκουμέντων, κάθε

είδους γραπτών, συμβολικών στοιχείων, των ευρημάτων αρχαιολογικών

ανασκαφών κ.ά. Το νέο ρεύμα των Annales αξιοποίησε ντοκουμέντα,

αφημένα μέχρι τότε στους εφημεριδογράφους ή παραπεταμένα στο

ανεκδοτολογικό περιθώριο. Οι διηγήσεις των εορτών και των τελετών, οι

σχέσεις των παρελάσεων και των λιτανειών αποτέλεσαν αντικείμενο

εξέτασης της ιστορίας, αφού το τυπικό των τελετουργιών θεωρήθηκε

άριστος μάρτυρας βαθύτερων σχέσεων του κοινωνικού συστήματος. Το

ενδιαφέρον των ιστορικών κίνησαν επίσης οι κατάλογοι των φαγητών και τα

βιβλία μαγειρικής. Η πρόταση της Νέας Ιστορίας αποσκοπούσε στην εκ νέου

ανάγνωση των πηγών.

Αρκετά μέλη της τρίτης γενιάς της Σχολής των Annales, ή σωστότερα της

Νέας Ιστορίας, έχουν ήδη αποσυρθεί είτε βρίσκονται κοντά στη

συνταξιοδότησή τους. Ήδη έχει ξεκινήσει η πορεία για μια τέταρτη γενιά.

Ενδεικτική των αλλαγών στο χώρο του περιοδικού είναι η ανικατάσταση από

το 1994 του παλιού υπότιτλου Economies, Societes, Civilisations από τον

υπότιτλο Histoire, Sciences Sociales. Με τον προηγούμενο υπότιτλο

τονιζόταν η ευρύτητα των ενδιαφερόντων των Annales αλλά και μια

προκατάληψη κατά της πολιτικής ιστορίας και μια προτίμηση για τις

προνεωτερικές κοινωνίες. Πράγματι τα Annales είχαν κατηγορηθεί ότι δεν

ασχολούνταν με τη σύγχρονη εποχή. Ωστόσο, σε πολλά έργα μελών των

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

101

Annales διακρίνονται προσανατολισμοί που καταδεικνύουν ενδιαφέρον για

τη συγχρονία. Και σε ό,τι αφορά το σύγχρονο κόσμο θα μπορούσε να

ειπωθεί ότι τα κείμενα των Annales επικεντρώνονται στην κουλτούρα, τις

ιδέες, την πολιτική και τα σύμβολα με σκοπό να καταστήσουν κατανοητές τις

σύγχρονες πολιτικές παραδόσεις.

Χωρίς αμφιβολία όμως τα Annales άσκησαν κατά τον 20ό αιώνα διεθνή

επιρροή όσο κανένα άλλο ρεύμα. Η επιρροή τους ξεπέρασε τα όρια του

δυτικού κόσμου φτάνοντας στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες σοσιαλιστικές

χώρες πριν το 1989.

Αξίζει εν κατακλείδι να παρατεθεί εδώ η ενδιαφέρουσα περιγραφή της

εξελικτικής δυναμικής της ιστορίας στα όρια της Σχολής των Annales ή με

αφετηρία την ηγεμονική Σχολή των Annales κατά το μετασχηματισμό της

στον κύκλο της Νέας Ιστορίας:

«Ο χαρακτηρισμός ‘νέα ιστορία’, δανεισμένος από τον τίτλο του λεξικού

που δημοσίευσε ο Jacques Le Goff το 1978 στην επέκταση των τριών

συλλογικών τόμων του Faire de l’histoire, θα παραμείνει σε ισχύ

αναμφίβολα για να ορίσει την επόμενη στιγμή. Η μετατόπιση του

ιστοριογραφικού μοντέλου πραγματοποιήθηκε κυρίως με την

ενσωμάτωση στο πεδίο της επιστήμης νέων αντικειμένων: το σώμα, οι

τρόποι στο τραπέζι, η ερωτική ζωή, οι τελετουργικές μετάβασης, οι

γλώσσες, οι εικόνες, οι μύθοι κ.ά. Η παλιά ανάλυση των κοινωνιών και

των οικονομιών επεκτεινόταν, πριν να περιοριστεί, στη μελέτη των

υλικών πολιτισμών και των νοοτροπιών. Η μελέτη των ‘αντικειμενικών’

δεδομένων της ανθρώπινης ύπαρξης (η κατάσταση των παραγωγικών

δυνάμεων, η διαδοχή καλών και κακών ετών, η κοινωνική κατανομή του

προϊόντος) παραγκωνιζόταν από την ανάλυση, που μετατρεπόταν σε

κυρίαρχο μοντέλο, των ‘υποκειμενικών’ δεδομένων (εγγεγραμμένων

πολιτισμικά και ιστορικά) της παρουσίας των ανθρώπων στον κόσμο. (...)

Σε αντίθεση με τη μεθοδολογική ενότητα της προηγούμενης

ιστοριογραφικής στιγμής, η νέα ιστορία διεκδικούσε άλλωστε τη

γονιμότητα των πλουραλιστικών προσεγγίσεων και των επεξηγηματικών

συστημάτων, καθώς και την αποκαλύπτική αρετή του διφορούμενου

χαρακτήρα της ίδιας της έννοιας της νοοτροπίας»56.

56 Από το Bernard Lepetit, “Histoire des pratiques, pratique de l’histoire”, Les formes de

l’expérience. Une autre histoire sociale, Albin Michel, 1995, παρατίθεται σε ελληνική

μετάφραση ως τεκμήριο με τίτλο «Ιστορία: αλλαγές και παραδόσεις», στο Noiriel, ό.π., σ.

251-253.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

102

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

103

Επίλογος:

Η εξέλιξη της ιστοριογραφίας στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα

Τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα παρατηρούμε σημαντικές

αλλαγές στο χώρο της σύγχρονης ιστορίας: μια σπουδαία ανανέωση αλλά

και ένα θρυμματισμό της ιστορικής επιστήμης που δεν μας επιτρέπει να

παρακολουθήσουμε τις βασικές γραμμές των αλλαγών που λαμβάνουν

χώρα. Παραδείγματος χάριν:

1. η τοπική ιστορία γνωρίζει αξιοσημείωτη ανάπτυξη εν μέρει ως

συνέχεια της περιφερειακής ιστορίας και της ιστορίας των επαρχιών

που άρχισαν να αναπτύσσονται στη δεκαετία του 1960.

2. από τη δεκαετία του 1970 συγκροτείται η μικροϊστορία: μια ιδιαίτερη

ιστοριογραφική τάση της οποίας ηγούνται ιστορικοί που

συγκεντρώνονται και πάλι γύρω από ένα περιοδικό, το Quaderni

Storici που διαδραματίζει στην Ιταλία ρόλο παρόμοιο με αυτό των

Annales στη Γαλλία. εγκατάλειψη των μεγάλων μακρο-ιστορικών

αφηγημάτων και της λογικής των διαδοχικών σταδίων της σειραϊκής

ιστορίας. Είναι μια μορφή κοινωνικής ιστορίας επίσης από τα κάτω. Η

μικροϊστορία επικεντρώνεται όχι στις απρόσωπες μάζες αλλά στα

άτομα που αποτελούν κατά κάποιο τρόπο ένα πρίσμα για την

αναγωγή του ιδιαίτερου και ατομικού στο γενικό και συλλογικό. Η

μικροϊστορά αντιμετωπίζει το μεμονωμένο και το αναγάγει στο

γενικό, το συνολικό. Το αντικείμενο της θεματολογίας της

μικροϊστορίας είναι οι μικρές κοινωνικές ομάδες, στις οποίες

αναζητώνται οι επιδράσεις των κρατικών μηχανισμών, των

οικονομικών μακροδομών και της Εκκλησίας. Για να κατανοήσουμε

την ανάπτυξη της μικροϊστορίας στην Ιταλία θα πρέπει να τονίσουμε

μια ιδιαιτερότητα της ιταλικής ιστοριογραφίας: το γεγονός δηλαδή ότι

η ιταλική ιστοριογραφία καλλιέργησε για μεγαλύτερο διάστημα και

μαζικότερα από ό,τι αλλού, μια ιστορία των κομμάτων και των

πολιτικών αρχηγών την οποία χαρακτήριζε ο πολύ στρατευμένος

χαρακτήρας της. Αυτή ήταν η παραδοσιακή ιταλική ιστοριογραφία

στην οποία άσκησε κριτική τη δεκαετία του 1960, και κυρίως τη

δεκαετία του 1970 (την εποχή της βίαιης βιομηχανικής ανάπτυξης της

βόρειας Ιταλίας) μια νέα γενιά μαρξιστών ιστορικών. Το πολιτικό

πλαίσιο έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στην αλλαγή της ιταλικής

ιστοριογραφίας. Η μικροϊστορία αναπτύχθηκε την περίοδο που

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

104

καλείται στην Ιταλία «τα μολυβένια χρόνια» η οποία σημαδεύτηκε από

την τρομοκρατική παρέκκλιση μέρους της άκρας αριστεράς. Η

απογοήτευση της μαρξιστικής νεολαίας από τα αριστερά κόμματα

αλλά και από τα μεγάλα συστήματα που, όπως ο μαρξισμός,

ισχυρίζονταν ότι εξηγούσαν την ιστορία και τους νόμους της,

παρακίνησε μια μικρή ομάδα ιστορικών να κινήσουν ένα ερευνητικό

διάβημα που να βρίσκεται πλησιέστερα στους ανθρώπους του λαού

και να αναδείξουν κρυμένες από τους μηχανισμούς πραγματικότητες.

Δεν τους ενδιαφέρουν οι δομές και υποδομές του καπιταλιστικού

συστήματος αλλά οι πρωταγωνιστές και τα περιθώρια της

πρωτοβουλίας τους. Το μυστικό/κανόνας για τον ιστορικό αυτής της

τάσης προκειμένου να αξιοποιήσει τα περιθώρια αυτής της ατομικής

πρωτοβουλίας των πρωταγωνιστών της ιστορίας είναι να

αποκαταστήσει τη συνοχή του κοινωνικού κόσμου που μελετά. Η

κοινωνική μικροϊστορία με άλλα λόγια δεν επιδιώκει την εξαγωγή

μεγάλων τυπικών μοντέλων, αλλά προσπαθεί να ανασυστήσει τη

συνοχή ενός περιορισμένου κόσμου, να αναδείξει την ποικιλία των

απόψεων και να εμφανίσει τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο.

3. Αντίστοιχα οι γερμανοί μικρο-ιστορικοί που αποκαλούν το δικό τους

κίνημα Alltagsgeschichte (η ιστορία της καθημερινής ζωής), διαδίδουν

το έργο τους από τα περιοδικά τους Geschichte und Gesellschaft και

Historische Athropologie και ενδιαφέρονταν πρωτίστως για τη

σύγχρονη εποχή και όχι για τη νεότερη όπως οι Ιταλοί.

4. από τους κόλπους της οικονομικής ιστορίας, ο κλάδος που γνωρίζει

τη μεγαλύτερη ανάπτυξη είναι η ιστορία της επιχείρησης, ένας κλάδος

που απέκτησε την αυτονομία του τη δεκαετία του 1980 κυρίως γιατί οι

επιχειρήσεις ευνόησαν την έρευνα και παραχώρησαν στους

ιστορικούς πρόσβαση στα αρχεία τους χρηματοδοτώντας οι ίδιες

έρευνες για το παρελθόν τους

5. η ιστορία της εκβιομηχάνισης που αναπτύχθηκε έντονα σε μερικές

χώρες επίσης από τη δεκαετία του 1960 είναι σήμερα ο τρίτος

σημαντικός κλάδος της οικονομικής ιστορίας, μετά την ιστορία των

επιχειρήσεων και τη χρηματοοικονομική ιστορία

6. τέλος, η ιστορία των γυναικών αποτελεί ένα από τα καλύτερα

παραδείγματα της προοδευτικής προβληματικής σε ό,τι αφορά ένα

ζήτημα που μέχρι πρότινος γινόταν αντιληπτό ως η ιστορία μιας

ξεχασμένης κατηγορίας, η οποία χρειαζόταν να αποκατασταθεί. Και η

εξέλιξη αυτή συνδέθηκε τόσο με την πρόοδο του γαλλικού

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

105

φεμινιστικού κινήματος τη δεκαετία του 1970 όσο και με το δυναμισμό

των Women Studies στις ΗΠΑ και τη γένεση του νέου γαλλικού

περιοδικού Penelope. Το ενδιαφέρον του κοινού για το γυναικείο

ζήτημα εξηγεί το γεγονός ότι ο νέος τομέας της ιστορικής έρευνας

ενισχύθηκε από τους εκδοτικούς οίκους πριν τη πανεπιστημιακή

θεσμοθέτησή του.

Συνέχεια της μελέτης σας από τα εγχειρίδιά σας:

Η εξεταστέα ύλη έχει ήδη ανακοινωθεί:

Είτε από το βιβλίο: Richard J. Evans, Για την υπεράσπιση της ιστορίας,

μτφρ. Λυδία Παπαδάκη, Αθήνα: εκδ. Σαββάλας 2009 Κεφ. 1 = σελ.

37-66 και Κεφ. 3 & 4 = σελ. 98-152

Είτε από το βιβλίο: Gerald Noiriel, Τι είναι η σύγχρονη ιστορία; μτφρ. Μαρία

Κορασίδου, Αθήνα: εκδ. Gutenberg 2005 σελ. 19-43, σελ. 53-98 & σελ.

321-332.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

106

Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

Ελληνόγλωσση

Αρώνη-Τσίχλη, Καίτη, Ιστορικές σχολές και μέθοδοι. Εισαγωγή στην

ευρωπαϊκή ιστοριογραφία (πανεπιστημιακές παραδόσεις), Αθήνα:

Παπαζήση, 2008.

Κόκκινος, Γιώργος, Από την ιστορία στις ιστορίες. Προσεγγίσεις στην ιστορία

της ιστοριογραφίας, την επιστημολογία και τη διδακτική της ιστορίας,

Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα ³1998.

Λιάκος, Αντώνης, Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία; Αθήνα: Πόλις, 2007.

Σπυριδωνάκης, Β., Περιοδολόγηση της ιστορίας του δυτικού κόσμου,

Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2007.

Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Εισαγωγή στις ιστορικές σπουδές, Αθήνα

2005 [φωτομηχανική επανέκδ. της έκδ. του 1978]

Ψαράς, Ι.Δ., Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας, Θεσσαλονίκη: Βάνιας,

2001.

Ξενόγλωσση και μεταφρασμένη

Bloch, Marc, Απολογία για την ιστορία. Το επάγγελμα του ιστορικού, μτφρ.

Κώστας Γαγανάκης, Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1994.

Braudel, Fernand, Μελέτες για την ιστορία, μτφρ. Οντέτ Βαρών και Ρόδη

Σταμούλη, Αθήνα: Ε.Μ.Ν.Ε.-Μνήμων, 1987.

Dosse, François, Η ιστορία σε ψίχουλα. Από τα Annales στη «Νέα Ιστορία»,

μτφρ. Αγγελική Βλαχοπούλου, επιμ. Χρήστος Χατζηϊωσήφ, Ηράκλειο:

Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1993.

Dufaud, Grégory, Hervé Mazurel και Nicolas Offenstadt, Οι λέξεις του

ιστορικού. Έννοιες-κλειδιά στη μελέτη της ιστορίας, μτφρ. Κωστής

Γκοτσίνας, Αθήνα: Κέδρος, 2007.

Feldner, Heiko, «The new scientificity in historical writing around 1800»,

στο Stefan Berger, Heiko Feldner και Kevin Passmore (επιμ.), Writing

History. Theory and Practice, Λονδίνο: Arnold publ. 2003, σ. 3-22.

Φερρό, Μαρκ, Η ιστορία υπό επιτήρηση. Επιστήμη και συνείδηση της

ιστορίας, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Αθήνα: Νησίδες, 1985.

Hobsbawm, Eric, Στους ορίζοντες του 21ου αιώνα. Μετά την εποχή των

άκρων - Συνομιλία με τον Antonio Polito, μτφρ. Βασίλης Καπετανγιάννης,

Αθήνα: Θεμέλιο, 2000.

Ίγκερς, Γκέοργκ, Νέες κατευθύνσεις στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία, μτφρ.

Βασίλης Οικονομίδης, Αθήνα: Γνώση, 1991.

Ελπίδα Βόγλη

Σημειώσεις του μαθήματος: Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας

107

Ιστορία και μέθοδοί της, τ. Β´2: Μεθοδική αναζήτηση των μαρτυριών –

Παραδοσιακές βοηθητικές επιστήμες, γραπτές μαρτυρίες, στη σειρά

«Encyclopédie de la Pléiade», μτφρ. Ελένη Στεφανάκη, Αθήνα: ΜΙΕΤ,

2003.

Καρ, Ε.Χ., Τι είναι ιστορία; Σκέψεις για τη θεωρία της ιστορίας και το ρόλο

του ιστορικού, μτφρ. Αντρέας Παππάς, Αθήνα: Γνώση, 1999.

Marwick, Arthur, Εισαγωγή στην ιστορία, μτφρ. Κρίστη Τρίγκου, Αθήνα: εκδ.

Κουτσούμπος, 1985.

Mossé, Claude και Annie Schnapp-Gourbeillon, Επίτομη ιστορία της Αρχαίας

Ελλάδας (2.000-31 π.Χ.), μτφρ. Λύντια Στεφάνου, Αθήνα: εκδ.

Παπαδήμα, 2005.

Noiriel, Gérard, Τι είναι η σύγχρονη ιστορία; μτφρ. Μαρία Κορασίδου,

Αθήνα: Gutenberg, 2005.