01.PROTOSELIDA.Κ38-13.qxp 24/2/14 10:50 Page 1 · tο παρόν έργο πνευματικής...

39
01.PROTOSELIDA.Κ38-13.qxp 24/2/14 10:50 Page 1

Transcript of 01.PROTOSELIDA.Κ38-13.qxp 24/2/14 10:50 Page 1 · tο παρόν έργο πνευματικής...

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 1

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 2

ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΟΥ ΜΑΤΙΑΣ ΑΛΜΟΣΙΝΟ

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 3

ΤOY ΙΔ ΙOY

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ Εκδόσεις Πατάκη2000 και νέα έκδοση Εκδόσεις Πατάκη 2007

Η ΨΙΧΑ ΕΚΕΙΝΟΥ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ Εκδόσεις Πατάκη 2002

ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ Εκδόσεις Πατάκη 2005

Η ΑΗΔΟΝΟΠΙΤΑ Εκδόσεις Πατάκη 2008

ΦΡΑΟΥΣΤ laquoΝέα Σύνοραraquo ndash ΑΑ Λιβάνη 1995 νέα έκδοση αναθεωρημένη Εκδόσεις Πατάκη 2010

ΑΝΕΜΩΛΙΑ Εκδόσεις Πατάκη 2011

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 4

ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΖΟΥΡΓΟΣ

ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟΤΟΥ ΜΑΤΙΑΣ ΑΛΜΟΣΙΝΟ

Μυθιστόρημα

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 5

Tο παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις τηςελληνικής νομοθεσίας (N 21211993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας Aπαγορεύεται απολύτωςάνευ γραπτής αδείας του εκδότη η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρο νι-κό μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή εκ-μίσθωση ή δανεισμός μετάφραση διασκευή αναμετάδοση στο κοινό σε οποια-δήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου

Eκδόσεις Πατάκη ndash Σύγχρονη Ελληνική ΛογοτεχνίαΠεζογραφία ndash 335

Ισίδωρος Ζουργός Σκηνές από τον βίο του Ματίας ΑλμοσίνοYπεύθυνος έκδοσης Kώστας Γιαννόπουλος

Διορθώσεις Μαρία ΡάμμουΣελιδοποίηση laquoΦΑΣΜΑraquo ΑΦΟΙ Kαπένη Κ amp Α ΟΕ

Φιλμ μοντάζ Μαρία Ποινιού-ΡένεσηCopyright copy Σ Πατάκης AEEΔE (Eκδόσεις Πατάκη) και

Ισίδωρος Ζουργός Aθήνα 2014Πρώτη έκδοση από τις Eκδόσεις Πατάκη Aθήνα Μάρτιος 2014

ΚΕΤ 8963 ΚΕΠ 123 14ISBN 978-960-16-5441-6

ΠANAΓH TΣAΛΔAPH (ΠPΩHN ΠEIPAIΩΣ) 38 104 37 AΘHNATHΛ 2103650000 8011002665 2105205600 ΦAΞ 2103650069

KENTPIKH ΔIAΘEΣH EMM MΠENAKH 16 106 78 AΘHNA THΛ 2103831078YΠOKMA ΚΟΡΥΤΣΑΣ (ΤΕΡΜΑ ΠΟΝΤΟΥ ndash ΠΕΡΙΟΧΗ Βacute ΚΤΕΟ) 570 09 ΚΑΛΟΧΩΡΙ ΘEΣΣΑΛΟNIKHΣ ΤΘ 1213

THΛ 2310706354 2310706715 2310755175 ΦAΞ 2310706355Web site httpwwwpatakisgr bull e-mail info patakisgr sales patakisgr

Θέση υπογραφής δικαιούχου δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίαςεφόσον αυτή προβλέπεται από τη σύμβαση

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 6

στη Γεωργία

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 7

Ευχαριστίες στους Ίωνα Βασιλειάδη Θανάση Γεωρ-γίου Κώστα Δρουγαλά Γιάννη Ζορπίδη Νίκο ΘωμάΓιώργο Καραδήμο Ευαγγελία Κράις Θεοδόση ΚώτταΜαρία Ράμμου Έφη Σπέντζου Δημήτρη και Πανα-γιώτη Τριανταφύλλου Νώντα Τσίγκα όπως και στοπροσωπικό του Αρχείου Χαρτογραφικής Κληρονομιάςστη Θεσσαλονίκη

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 8

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ένας επισκέπτης 13Artes moriendi 27Mουλάρια και άμαξες 82Primavera et variola 136Συγκεχυμένη παράσταση 185Μάσκες 274Lux perpetua 301Ψωμί 359Βαρτάγγελος Νταβιτσέντσα 415Πύλες και πόρτες 485Sine cera 517Σrsquo ακολουθώ 566Μια σκιά στις σκάλες 592Ars amatoria 614Ένας πρίγκιπας 661Ένας βασιλιάς 687Εγώ ο αδελφός Ιωαννίκιος 738Ο επισκέπτης 767

Σημείωμα του συγγραφέα 775

Πηγές - Οφειλές 777

9

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 9

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 10

Τα πόδια μου τριγυρνάνε πάνω στον κόσμο σαν έντομα μέσα σrsquo ένα ψαλτήρι

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ Η άβυσσοςμτφ Ιωάννα Χατζηνικολή

Πλανιέμαι σαν το μυρμήγκι στην απαλάμη του Θεούόπου βρω δρόμο τον ακολουθώhellip

Μήτσος ΑλεξανδρόπουλοςΣκηνές από το βίο του Μάξιμου του Γραικού

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 11

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 12

Ένας επισκέπτης

Μονή Διονυσίου Άγιο Όρος Οκτώβριος 1725

Ον ειδαν να ερχεται από τη μεριά που στρίβει τομονοπάτι εκεί στο γόνατο της ανηφόρας Ο αδελφόςΠρόδρομος έβαλε την παλάμη σκέπαστρο στα μάτια

γιατί ο ήλιος του απογεύματος κόκκινος ως τα έγκατα του τύ-φλωνε τα μάτια εκεί όπου στέκονταν οι αδελφοί στους στεγα-σμένους εξώστες φυσούσε από τη θάλασσα Ήταν οι τελευταίοικυματισμοί της πριν από το σούρουπο όταν συνήθως τα νεράγαληνεύουν Ο ιερομόναχος Σέργιος έσφιξε με το σχοινί πάνωστο κορμί του το ράσο γιατί όσο η μέρα χανόταν η ψύχρα γι-νόταν ολοένα και πιο αισθητή

Οι δυο καλόγεροι έστεκαν σιωπηλοί εδώ και λίγη ώρα ακου-μπώντας στα ξύλινα κάγκελα των μπαλκονιών που μετεωρίζο-νταν πάνω από την άβυσσο του γκρεμού Μετά το απόδειπνοκαι πριν από τον ερχομό της νύχτας οι δουλειές στο μοναστήρισταματούσαν Η πόρτα του καθολικού ήταν ακόμα ανοιχτή καιοι ευωδιές από το λιβάνι και τα θυμιάματα σκορπίζονταν σε όλητην αυλή αρκετοί αδελφοί σε μικρές παρέες συζητούσαν χα-μηλόφωνα μέχρι να πέσει το σκοτάδι

laquoΠρόδρομε πήγαινε να ειδοποιήσεις τον αρχοντάρη έχουμεεπισκέπτηraquo

Έξω από την πύλη ο ξένος είχε καθίσει πάνω στο χείλος τηςμεγάλης γούρνας και ρούφαγε λαίμαργα νερό απrsquo το μπακιρένιο

13

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 13

τάσι Ο πορτάρης ο θυρωρός της πύλης τον παρατηρούσε σιω-πηλός παίζοντας στα χοντρά του δάχτυλα το κομποσκοίνι Ηπρώτη προσπάθεια να συνεννοηθεί μαζί του είχε αποτύχει Οεπισκέπτης ήταν ένας νεαρός ψηλός άντρας μελαχρινός με σμι-χτά πυκνά φρύδια Έμοιαζε ρωμιός αλλά δεν ήταν Μιλούσεδυο άλλες γλώσσες πότε τη μια και πότε την άλλη κι αυτό είχεκάνει τον πορτάρη να χάσει την υπομονή του

laquoΛατίνος μού φαίνεσαι έχεις κι αυτήν την κουκούλα στην πλά-τη γενιά και σπορά των αιρετικώνraquo μουρμούρισε ο πορτάρης

Ο νεαρός σκούπισε από τα γένια του τις σταγόνες του νερούπου είχαν κυλήσει από το τάσι και τον κοίταξε αθώα με τα κα-στανά του μάτια αδυνατούσε να του απαντήσει ndash τι άραγεαφού δεν είχε καταλάβει Έστεκε τώρα μπροστά στην πύλη γα-λήνιος τα μάτια του όμως μιλούσαν κι άλλες γλώσσες

ακούστηκαν πατήματα από το εσωτερικό του μοναστηριούΟ Πρόδρομος με τον αρχοντάρη εμφανίστηκαν κι άρχισαν ναπαρατηρούν αμίλητοι τον νεαρό επισκέπτη ακουγόταν μόνο τονερό της κρήνης που έπεφτε με ορμή μέσα στη γούρνα

laquoΒενετσιάνικα μιλάειraquo σχολίασε ο πορτάρηςΟ αρχοντάρης τον περιεργάστηκε λίγο ακόμη το πανωφόρι

του ήταν ξεθωριασμένο από τον ήλιο και γεμάτο σκόνη και απότο ένα του στιβάλι που είχε τρυπήσει στον δρόμο ξεχώριζανδυο λασπωμένα δάχτυλα

laquoΈνας μόνο θα μπορέσει να συνεννοηθεί μαζί τουraquo είπε οαρχοντάρης κι έστρεψε το κεφάλι του στον Πρόδρομο

laquoΚατάλαβα γέρονταraquo απάντησε με κατεβασμένο το κεφάλιο δόκιμος μοναχός

laquoΦέρε πρώτα ψωμί ελιές κι ότι άλλο βρεις στο μαγερειό καικατέβα γρήγορα μη σας πιάσει η νύχταraquo

Ο Πρόδρομος χάθηκε στο λιθόστρωτο που οδηγούσε μέσαστο μοναστήρι Στο μεταξύ ο επισκέπτης ταχτοποιούσε τονυφασμάτινο σάκο που κουβαλούσε στην πλάτη κι ήταν τώρααφημένος ανάμεσα στα πόδια του Συνέχισε να τους κοιτάζειμrsquo εκείνη την αφοπλιστική ηρεμία που είχαν τα μάτια του

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

14

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 14

laquoαπό πού είσαι τι είσαιraquo ρώτησε ο αρχοντάρης τονίζονταςτις τελευταίες συλλαβές και υψώνοντας τη φωνή σαν να είχεμπροστά του άνθρωπο κουφό κι όχι ξενομερίτη συνόδεψε μά-λιστα τα λόγια του και με μια ανυψωτική κίνηση της παλάμης

laquoΚίεβοraquo του απάντησε απρόσμενα ο επισκέπτης και ξέχωσεένα τσαλακωμένο χαρτί απrsquo τον κόρφο του

laquoδεν είσαι αιρετικός μεγάλη η χάρη τηςraquo απάντησε ο αρ-χοντάρης και σταυροκοπήθηκε

Ο επισκέπτης όρθιος ακόμα συνέχιζε να του προτείνει τοτσαλακωμένο χαρτί Ο πορτάρης έκανε ένα βήμα μπροστά τοrsquoπιασε και πήγε να το ανοίξει Ο αρχοντάρης βιάστηκε να τουτο αρπάξει απrsquo το χέρι Ήταν κοινό μυστικό σε όλη τη μονή πωςγια τον φύλακα της πύλης τα γράμματα ήταν σαν να rsquoβλεπε παι-δικές ζωγραφιές αφού δεν τα καταλάβαινε

laquoείναι απrsquo τον ηγούμενο του αγίου Παύλουraquo είπε ο αρχο-ντάρης Ξερόβηξε κι άρχισε να διαβάζει laquoΠαρακαλείστε όλοιοι εν Αγίω Όρει αδελφοί όπως προσφέρετε κατάλυμα και άρ-τον στον Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι1 Ο εν λόγω ορθόδο-ξος αδελφός μας έχει κάνει ένα μεγάλο ταξίδι από το Κίεβοτης Μικρορωσίας2 και οδεύει προσκυνητής στους Αγίους Τό-πους Είναι δούλος του Θεού της πραγματικής πίστης ομιλείτην μικρορωσικήν και λατινικήν και γράφει όπως διαπιστώ-σαμε ιδίοις όμμασιν εκτός από την λατινικήν και την εκκλη-σιαστικήν σλαβικήνraquo

ακούστηκαν πατήματα πίσω απrsquo τον αρχοντάρη Ο δόκιμοςΠρόδρομος είχε πετάξει ως το μαγειρειό με τα ελαφρά του πό-δια και είχε γυρίσει κρατώντας ένα σκεπασμένο πήλινο κατσα-ρόλι Ο αρχοντάρης σταμάτησε το διάβασμα κι απευθύνθηκεστον δόκιμο

laquoΆμετε στην ευχή του Θεού ας αναλάβει τώρα ο ιωαννίκιος

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

15

1 Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι (1701-1747) Ουκρανός περιηγητής αρχεια-κός ερευνητής και συγγραφέας

2 Μικρορωσία η σημερινή Ουκρανία

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 15

που μπορεί μαζί του να συνεννοηθεί Πρόδρομε πες στον ιωαν-νίκιο να του κάνει υπόδειξη να βγάλει απrsquo την πλάτη του τηνκουκούλα που έχει ριγμένη στον ώμο γιατί έτσι μοιάζει προ-σκυνητής της ρώμης Πες στον γέροντα ιωαννίκιο να του το εξη-γήσει Στους αιρετικούς και στους ουνίτες η αγκαλιά της Πανα-γίας μας δε θrsquo ανοίξει ποτέ Έτσι να του πειraquo

Ο Πρόδρομος τράβηξε μπροστά κι έκανε νόημα στον Μπάρ-σκι να τον ακολουθήσει Πέρασαν μπροστά απrsquo το βορδοναρειό3

κι απrsquo το χαλκαδειό4 ο αέρας μύριζε σβουνιά και σίδερο Πα-ρακάτω προς τη μεριά της θάλασσας κατηφόριζε ένα περιβόλιμε πεζούλες γεμάτο κοντές λεμονιές

Πήραν τελικά ένα στενό μονοπάτι κι άφησαν πίσω τους τατείχη του μοναστηριού Ύστερα από λίγο χώθηκαν μες στο λα-γκάδι Πριν τους σκεπάσουν οι θόλοι των φύλλων ο νεαρόςΜπάρσκι έστρεψε πίσω το κεφάλι και είδε το μοναστήρι απόμακριά Στο σύθαμπο του δειλινού ξεχώριζαν οι πέντε τρούλοιτου καθολικού Ο μεσαίος ο πιο ψηλός σκεπασμένος όλος μελιωμένο μολύβι κοκκίνιζε στο ηλιοβασίλεμα Πέρα μακριά στηθάλασσα από το βάθος της ο ουρανός μαύριζε το βράδυ θαέφτανε με βροχή γεμάτη χοντρές σταγόνες σαν ακρίδες και θασκέπαζε όλη τη χερσόνησο

Ο Πρόδρομος βάδιζε μπροστά αρκετά γρήγορα κι είχε αρχί-σει να ψάλλει Ο Μπάρσκι φορτωμένος τον μπόγο του έσερνετο ένα πόδι που έδειχνε χτυπημένο και πάλευε να τον ακολου-θεί κατά βήμα μη βρεθεί ξαφνικά μόνος στο δάσος τώρα χω-μένοι για τα καλά κάτω απrsquo τα πυκνά δέντρα περπατούσαν στομισοσκόταδο τα πουλιά άυπνα ακόμη έπαιζαν τα μάτια τουςεδώ κι εκεί ακούγοντας τα ανθρώπινα πόδια που μπλέκοντανσε υπέργειες ρίζες και φτέρες

Κάποια στιγμή ο Πρόδρομος κοντοστάθηκε Κοίταξε πίσωτου και είδε τον ψηλό ίσκιο να τον ακολουθεί με δυσκολία τον

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

16

3 Βορδοναρειό το ημιονοστάσιο ο στάβλος της μονής4 χαλκαδειό το σιδηρουργείο της μονής

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 16

λυπήθηκε και στάθηκε να τον περιμένει Μόλις ο Μικρορώσοςτον έφτασε ο Πρόδρομος άπλωσε το χέρι να πάρει το βάρος απότην πλάτη του Ο Μπάρσκι τραβήχτηκε πίσω και αρνήθηκε ευ-γενικά μrsquo ένα κούνημα του κεφαλιού Ο Πρόδρομος αν και δενμπορούσε να ξεχωρίσει στο μισοσκόταδο τα μάτια του μπορού-σε όμως να τα φανταστεί να τον κοιτούν μrsquo εκείνο το ίδιο πείσμαόπως νωρίτερα μπροστά στην πύλη του μοναστηριού Έστρεψεαμήχανα το κεφάλι στο μονοπάτι κι άρχισε τώρα να βαδίζει πιοαργά και καθώς η όρεξή του για κάποιο δοξαστικό κοντάκιο είχεπια χαθεί ακούγονταν μόνο οι τρίλιες από τα ορνίθια και οι πα-τούσες τους που παραμέριζαν τα χορτάρια

laquoΟ γέροντας ιωαννίκιοςraquo είπε κάποια στιγμή ο δόκιμος πουδεν άντεχε πια ούτε τα πουλιά ούτε τη μεταξύ τους σιωπή laquoεί-ναι να ξέρεις παράξενος άνθρωπος Μιλάει πολλές γλώσσες ndashόταν μιλάει βέβαια γιατί του αρέσει πολύ η σιωπή και η μονα-ξιά Λένε ότι ήταν μεγάλος γιατρός άλλοι λένε πρίγκιπας κι άλ-λοι δραγουμάνος ένας Θεός ξέρειraquo

laquoευχαριστώraquo απάντησε ο Μπάρσκι στα ελληνικάlaquoΓια ποιο πράγμαraquo ρώτησε παραξενεμένος ο δόκιμοςlaquoευχαριστώraquo ξανάπε ο ΜπάρσκιΟ Μικρορώσος είχε βρει τελικά τον τρόπο να τελειώσει μια

συνομιλία που δεν είχε αρχίσει ποτέ Ύστερα από λίγο τα δέντρααραίωσαν και ξαναβγήκαν απrsquo το σκοτάδι στο λυκόφως Στηνάκρη του ξέφωτου φάνηκε ένα χαμηλό κτίσμα Η στέγη του ήτανκαλυμμένη με γκρίζα πέτρα κι ένας λιγνός καπνός ανέβαινε στοναέρα και σκόρπιζε

laquoτο κάθισμα των αγίων αποστόλωνraquo είπε ο δόκιμος καθώςάλλαζε χέρι την κατσαρόλα που κρατούσε

Ο Μπάρσκι κοντοστάθηκε και παρατήρησε το κελί στην άκρητου ξέφωτου εκείνη τη στιγμή στα χείλη του δόκιμου ήρθε ακό-μη ένας ψαλμός καθώς θα σκέφτηκε πως όταν οι άνθρωποι δεσε καταλαβαίνουν υπάρχει πάντα η χάρη της που έχει τrsquo αυτιάτης ανοιχτά Προχώρησαν ενώ κάτι χαμόκλαδα από τις κουμα-ριές στο μονοπάτι σκάλωσαν στα ρούχα τους και λίγο έλειψε μrsquo

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

17

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 17

ένα κραταιό σχίσιμο να κρατήσουν ένα κομμάτι ύφασμα και ναταράξουν τη γαλήνη του ξέφωτου

laquoSilentium sacrum5raquo ψιθύρισε ο Μπάρσκι και σταυροκοπή-θηκε

Πέρασαν μέσα από έναν μικρό κήπο με ξύλινο φράχτη κιέστριψαν προς τη θάλασσα εκεί που ατένιζε η χαμηλή πόρτατου κελιού Ένα μικρόσωμο γεροντάκι ήταν σκυμμένο πάνω στοχώμα και τους είχε γυρισμένη την πλάτη

laquoΠάλι τα μυρμήγκια σου ταΐζεις γέρονταraquo φώναξε ο δόκι-μος γελώντας χωρίς όμως να πάρει απάντηση laquoε γέροντα ευ-λόγησονraquo ξαναφώναξε ο δόκιμος

laquoΟ Κύριοςraquo απάντησε η φωνήlaquoΈχεις επισκέπτη γέροντα Ο αρχοντάρης σού παραγγέλ-

νειraquoτο κυρτωμένο ράσο ανασηκώθηκε κι ο μικρόσωμος καλόγε-

ρος στάθηκε όρθιος στο κατώφλιlaquoτrsquo αηδόνια σου τι κάνουνraquo ρώτησε ο δόκιμος περιπαιχτικάlaquoδοξολογούν τον Ύψιστο νεαρέraquo του απάντησε κοφτά ο γέ-

ρονταςΟ Μπάρσκι πρόσεξε το πρόσωπο του καλόγερου εκτός απrsquo

το στέγνωμα των γηρατειών έδειχνε πως ήταν σημαδεμένοπαρrsquo όλο που έκρυβε το περισσότερο μια μακριά γενειάδα πουέφτανε ως το στήθος τον παρατήρησε λίγο καλύτερα και είδεπως το δέρμα του με τα χρόνια είχε ζαρώσει και σκληρύνει ΟΒασίλι Μπάρσκι κατάλαβε πως ο καλόγερος ήταν πολύ γέροςκαι σαν νrsquo ανατρίχιασε ndash οίκτος και φόβος απrsquo το πέρασμα τουχρόνου άγρια ιερότητα και κατάνυξη για τα πάθη της σάρκαςκαι τη φθορά Ήταν επιπλέον και η κούραση που του έφερνε ρί-γη και το αριστερό του πόδι που πονούσε

Ο δόκιμος προχώρησε και πλησιάζοντας τον γέροντα άρχισενα του μιλάει ψιθυριστά Ο καλόγερος άφησε να πέσουν τα υπό-λοιπα ψίχουλα από το χέρι του στο χώμα και κράτησε το τσου-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

18

5 Silentium sacrum ιερή σιωπή

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 18

κάλι που του είχαν φέρει Ο Μπάρσκι εκείνη τη στιγμή αιφνι-διαστικά και αναίτια αναπόλησε το σπίτι του Μήνες πολλούςτώρα στους δρόμους συχνά αναρωτιόταν τι να κάνει η μάνα τουαν κλαίει σιωπηλά κι αν ο πατέρας του τον είχε συγχωρήσειπου είχε φύγει έτσι σαν κλέφτης Θέλοντας να αποδιώξει τηναιφνίδια νοσταλγία βιάστηκε να χαιρετήσει

laquoPax tecumraquo φώναξεlaquoEt cum spiritu tuo6raquo απάντησε ο ιωαννίκιος χαμηλώνοντας

ταπεινά το κεφάλιτην ώρα που ο δόκιμος άνοιξε το βήμα του κι έφυγε για το

μοναστήρι ο Μπάρσκι αναθάρρησε και ρώτησε τον γέροντα ndashστα λατινικά πάντα

laquoτι πουλιά κελαηδούσαν επάνω απrsquo το κεφάλι μας στο δά-σος αηδόνιαraquo

laquoτα αηδόνια έφυγαν γιατί χειμωνιάζειraquo του απάντησε ο ιωαν-νίκιος και του έδειξε με την παλάμη του το άνοιγμα της χαμηλήςπόρτας

ΰΌταν το μεγάλο κούτσουρο έπεσε και θρυμματίστηκε ο ιωαν-νίκιος τράβηξε τη χύτρα από την πυροστιά Με αργές κινήσειςέχυσε ζεστό νερό στη λεκάνη που βρισκόταν μπροστά στα πόδιατου Μπάρσκι και το μικρό κελί γέμισε αχνούς

laquoΒγάλε τα ποδήματά σουraquo του είπε και περπάτησε με τα δι-κά του συρτοπάπουτσα προς τα ράφια στη γωνιά της κάμαρας

Ο Μπάρσκι όλη αυτήν την ώρα τον παρατηρούσε αμήχανοςκαι σιωπηλός Πρόσεξε μια σειρά από ομοιόμορφα μικρά δο-χεία κι αφού τον είδε να ξεχωρίζει ένα από αυτά ο καλόγεροςήρθε προς το μέρος του

laquoακόμα δεν τα rsquoβγαλεςraquo τον ρώτησεΥπάκουσε κι έσκυψε να βγάλει τα στιβάλια απrsquo τα πληγω-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

19

6 Pax tecum Et cum spiritu tuo ειρήνη ημίν Και σε σένα (τυπικός χαιρε-τισμός στην Καθολική εκκλησία)

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 19

μένα πόδια του Με χέρι που έτρεμε ο ιωαννίκιος έπιασε με τατρία δάχτυλα όπως προσευχόταν λίγο ξεραμένο βότανο και τοέριξε μέσα στο βραστό νερό Ο Βασίλι Μπάρσκι συνέχιζε νααποφεύγει το βλέμμα του

laquoτέντωσε να δωraquo του είπε κι έπιασε το πληγωμένο πόδι μετο χέρι του

laquoΠονάει γέροντα εδώ και μέρες απrsquo τη Σαλονίκη ακόμαόπου έμεινα ένα βράδυraquo

τα μάτια του ιωαννίκιου το περιεργάστηκαν κι ύστερα άπλω-σε το χέρι και συμπλήρωσε κρύο νερό στη λεκάνη απrsquo το λαγήνιπου έστεκε δίπλα στο σκαμνί δοκίμασε λίγο το νερό με τα δά-χτυλα κι ύστερα του έκανε νόημα να βουτήξει μέσα τα πόδια

Όταν λίγο αργότερα ήρθε η βροχή του είχε γυρισμένη τηνπλάτη καθώς ετοίμαζε το φαγητό πάνω στο τραπέζι το κελί εί-χε μόνο ένα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμι οι αστραπές της θά-λασσας κάθε τόσο το φώτιζαν ενώ ο αέρας έφερνε μέσα τη μυ-ρωδιά απrsquo το βρεγμένο χώμα

laquoΓέροντα η νύχτα ήρθε για τα καλά δε θα πέσεις είναι αρ-γάraquo

laquoΚοιμάμαι λίγοraquo του απάντησε έχοντας ακόμη την πλάτηγυρισμένη

laquoΠροσεύχεσαιraquolaquoΠροσεύχομαι και σκέφτομαιraquolaquoΣτους δώδεκα αποστόλουςraquolaquoΣτον ουρανόraquoΗ λέξη ουρανός θύμισε για μια στιγμή στον νεαρό επισκέπτη

το απόσπασμα από κείνον τον γνωστό ύμνο που του είχαν μάθειστην ακαδημία των ιησουιτών του Λβωφ όσο έμεινε βέβαια εκείπριν τον διώξουν Έλεγε ο ύμνος Ave Maria Regina caelorum7 εδώκαι λίγες μέρες που είχε μπει στον Άθω οι μνήμες της πατρίδαςτου εισορμούσαν απρόσκλητες

Έσκυψε κι άρχισε να τρίβει απαλά το πονεμένο πόδι του μέ-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

20

7 Ave Maria Regina caelorum Χαίρε Μαρία βασίλισσα των ουρανών

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 20

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 2

ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΟΥ ΜΑΤΙΑΣ ΑΛΜΟΣΙΝΟ

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 3

ΤOY ΙΔ ΙOY

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ Εκδόσεις Πατάκη2000 και νέα έκδοση Εκδόσεις Πατάκη 2007

Η ΨΙΧΑ ΕΚΕΙΝΟΥ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ Εκδόσεις Πατάκη 2002

ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ Εκδόσεις Πατάκη 2005

Η ΑΗΔΟΝΟΠΙΤΑ Εκδόσεις Πατάκη 2008

ΦΡΑΟΥΣΤ laquoΝέα Σύνοραraquo ndash ΑΑ Λιβάνη 1995 νέα έκδοση αναθεωρημένη Εκδόσεις Πατάκη 2010

ΑΝΕΜΩΛΙΑ Εκδόσεις Πατάκη 2011

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 4

ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΖΟΥΡΓΟΣ

ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟΤΟΥ ΜΑΤΙΑΣ ΑΛΜΟΣΙΝΟ

Μυθιστόρημα

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 5

Tο παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις τηςελληνικής νομοθεσίας (N 21211993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας Aπαγορεύεται απολύτωςάνευ γραπτής αδείας του εκδότη η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρο νι-κό μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή εκ-μίσθωση ή δανεισμός μετάφραση διασκευή αναμετάδοση στο κοινό σε οποια-δήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου

Eκδόσεις Πατάκη ndash Σύγχρονη Ελληνική ΛογοτεχνίαΠεζογραφία ndash 335

Ισίδωρος Ζουργός Σκηνές από τον βίο του Ματίας ΑλμοσίνοYπεύθυνος έκδοσης Kώστας Γιαννόπουλος

Διορθώσεις Μαρία ΡάμμουΣελιδοποίηση laquoΦΑΣΜΑraquo ΑΦΟΙ Kαπένη Κ amp Α ΟΕ

Φιλμ μοντάζ Μαρία Ποινιού-ΡένεσηCopyright copy Σ Πατάκης AEEΔE (Eκδόσεις Πατάκη) και

Ισίδωρος Ζουργός Aθήνα 2014Πρώτη έκδοση από τις Eκδόσεις Πατάκη Aθήνα Μάρτιος 2014

ΚΕΤ 8963 ΚΕΠ 123 14ISBN 978-960-16-5441-6

ΠANAΓH TΣAΛΔAPH (ΠPΩHN ΠEIPAIΩΣ) 38 104 37 AΘHNATHΛ 2103650000 8011002665 2105205600 ΦAΞ 2103650069

KENTPIKH ΔIAΘEΣH EMM MΠENAKH 16 106 78 AΘHNA THΛ 2103831078YΠOKMA ΚΟΡΥΤΣΑΣ (ΤΕΡΜΑ ΠΟΝΤΟΥ ndash ΠΕΡΙΟΧΗ Βacute ΚΤΕΟ) 570 09 ΚΑΛΟΧΩΡΙ ΘEΣΣΑΛΟNIKHΣ ΤΘ 1213

THΛ 2310706354 2310706715 2310755175 ΦAΞ 2310706355Web site httpwwwpatakisgr bull e-mail info patakisgr sales patakisgr

Θέση υπογραφής δικαιούχου δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίαςεφόσον αυτή προβλέπεται από τη σύμβαση

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 6

στη Γεωργία

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 7

Ευχαριστίες στους Ίωνα Βασιλειάδη Θανάση Γεωρ-γίου Κώστα Δρουγαλά Γιάννη Ζορπίδη Νίκο ΘωμάΓιώργο Καραδήμο Ευαγγελία Κράις Θεοδόση ΚώτταΜαρία Ράμμου Έφη Σπέντζου Δημήτρη και Πανα-γιώτη Τριανταφύλλου Νώντα Τσίγκα όπως και στοπροσωπικό του Αρχείου Χαρτογραφικής Κληρονομιάςστη Θεσσαλονίκη

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 8

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ένας επισκέπτης 13Artes moriendi 27Mουλάρια και άμαξες 82Primavera et variola 136Συγκεχυμένη παράσταση 185Μάσκες 274Lux perpetua 301Ψωμί 359Βαρτάγγελος Νταβιτσέντσα 415Πύλες και πόρτες 485Sine cera 517Σrsquo ακολουθώ 566Μια σκιά στις σκάλες 592Ars amatoria 614Ένας πρίγκιπας 661Ένας βασιλιάς 687Εγώ ο αδελφός Ιωαννίκιος 738Ο επισκέπτης 767

Σημείωμα του συγγραφέα 775

Πηγές - Οφειλές 777

9

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 9

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 10

Τα πόδια μου τριγυρνάνε πάνω στον κόσμο σαν έντομα μέσα σrsquo ένα ψαλτήρι

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ Η άβυσσοςμτφ Ιωάννα Χατζηνικολή

Πλανιέμαι σαν το μυρμήγκι στην απαλάμη του Θεούόπου βρω δρόμο τον ακολουθώhellip

Μήτσος ΑλεξανδρόπουλοςΣκηνές από το βίο του Μάξιμου του Γραικού

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 11

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 12

Ένας επισκέπτης

Μονή Διονυσίου Άγιο Όρος Οκτώβριος 1725

Ον ειδαν να ερχεται από τη μεριά που στρίβει τομονοπάτι εκεί στο γόνατο της ανηφόρας Ο αδελφόςΠρόδρομος έβαλε την παλάμη σκέπαστρο στα μάτια

γιατί ο ήλιος του απογεύματος κόκκινος ως τα έγκατα του τύ-φλωνε τα μάτια εκεί όπου στέκονταν οι αδελφοί στους στεγα-σμένους εξώστες φυσούσε από τη θάλασσα Ήταν οι τελευταίοικυματισμοί της πριν από το σούρουπο όταν συνήθως τα νεράγαληνεύουν Ο ιερομόναχος Σέργιος έσφιξε με το σχοινί πάνωστο κορμί του το ράσο γιατί όσο η μέρα χανόταν η ψύχρα γι-νόταν ολοένα και πιο αισθητή

Οι δυο καλόγεροι έστεκαν σιωπηλοί εδώ και λίγη ώρα ακου-μπώντας στα ξύλινα κάγκελα των μπαλκονιών που μετεωρίζο-νταν πάνω από την άβυσσο του γκρεμού Μετά το απόδειπνοκαι πριν από τον ερχομό της νύχτας οι δουλειές στο μοναστήρισταματούσαν Η πόρτα του καθολικού ήταν ακόμα ανοιχτή καιοι ευωδιές από το λιβάνι και τα θυμιάματα σκορπίζονταν σε όλητην αυλή αρκετοί αδελφοί σε μικρές παρέες συζητούσαν χα-μηλόφωνα μέχρι να πέσει το σκοτάδι

laquoΠρόδρομε πήγαινε να ειδοποιήσεις τον αρχοντάρη έχουμεεπισκέπτηraquo

Έξω από την πύλη ο ξένος είχε καθίσει πάνω στο χείλος τηςμεγάλης γούρνας και ρούφαγε λαίμαργα νερό απrsquo το μπακιρένιο

13

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 13

τάσι Ο πορτάρης ο θυρωρός της πύλης τον παρατηρούσε σιω-πηλός παίζοντας στα χοντρά του δάχτυλα το κομποσκοίνι Ηπρώτη προσπάθεια να συνεννοηθεί μαζί του είχε αποτύχει Οεπισκέπτης ήταν ένας νεαρός ψηλός άντρας μελαχρινός με σμι-χτά πυκνά φρύδια Έμοιαζε ρωμιός αλλά δεν ήταν Μιλούσεδυο άλλες γλώσσες πότε τη μια και πότε την άλλη κι αυτό είχεκάνει τον πορτάρη να χάσει την υπομονή του

laquoΛατίνος μού φαίνεσαι έχεις κι αυτήν την κουκούλα στην πλά-τη γενιά και σπορά των αιρετικώνraquo μουρμούρισε ο πορτάρης

Ο νεαρός σκούπισε από τα γένια του τις σταγόνες του νερούπου είχαν κυλήσει από το τάσι και τον κοίταξε αθώα με τα κα-στανά του μάτια αδυνατούσε να του απαντήσει ndash τι άραγεαφού δεν είχε καταλάβει Έστεκε τώρα μπροστά στην πύλη γα-λήνιος τα μάτια του όμως μιλούσαν κι άλλες γλώσσες

ακούστηκαν πατήματα από το εσωτερικό του μοναστηριούΟ Πρόδρομος με τον αρχοντάρη εμφανίστηκαν κι άρχισαν ναπαρατηρούν αμίλητοι τον νεαρό επισκέπτη ακουγόταν μόνο τονερό της κρήνης που έπεφτε με ορμή μέσα στη γούρνα

laquoΒενετσιάνικα μιλάειraquo σχολίασε ο πορτάρηςΟ αρχοντάρης τον περιεργάστηκε λίγο ακόμη το πανωφόρι

του ήταν ξεθωριασμένο από τον ήλιο και γεμάτο σκόνη και απότο ένα του στιβάλι που είχε τρυπήσει στον δρόμο ξεχώριζανδυο λασπωμένα δάχτυλα

laquoΈνας μόνο θα μπορέσει να συνεννοηθεί μαζί τουraquo είπε οαρχοντάρης κι έστρεψε το κεφάλι του στον Πρόδρομο

laquoΚατάλαβα γέρονταraquo απάντησε με κατεβασμένο το κεφάλιο δόκιμος μοναχός

laquoΦέρε πρώτα ψωμί ελιές κι ότι άλλο βρεις στο μαγερειό καικατέβα γρήγορα μη σας πιάσει η νύχταraquo

Ο Πρόδρομος χάθηκε στο λιθόστρωτο που οδηγούσε μέσαστο μοναστήρι Στο μεταξύ ο επισκέπτης ταχτοποιούσε τονυφασμάτινο σάκο που κουβαλούσε στην πλάτη κι ήταν τώρααφημένος ανάμεσα στα πόδια του Συνέχισε να τους κοιτάζειμrsquo εκείνη την αφοπλιστική ηρεμία που είχαν τα μάτια του

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

14

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 14

laquoαπό πού είσαι τι είσαιraquo ρώτησε ο αρχοντάρης τονίζονταςτις τελευταίες συλλαβές και υψώνοντας τη φωνή σαν να είχεμπροστά του άνθρωπο κουφό κι όχι ξενομερίτη συνόδεψε μά-λιστα τα λόγια του και με μια ανυψωτική κίνηση της παλάμης

laquoΚίεβοraquo του απάντησε απρόσμενα ο επισκέπτης και ξέχωσεένα τσαλακωμένο χαρτί απrsquo τον κόρφο του

laquoδεν είσαι αιρετικός μεγάλη η χάρη τηςraquo απάντησε ο αρ-χοντάρης και σταυροκοπήθηκε

Ο επισκέπτης όρθιος ακόμα συνέχιζε να του προτείνει τοτσαλακωμένο χαρτί Ο πορτάρης έκανε ένα βήμα μπροστά τοrsquoπιασε και πήγε να το ανοίξει Ο αρχοντάρης βιάστηκε να τουτο αρπάξει απrsquo το χέρι Ήταν κοινό μυστικό σε όλη τη μονή πωςγια τον φύλακα της πύλης τα γράμματα ήταν σαν να rsquoβλεπε παι-δικές ζωγραφιές αφού δεν τα καταλάβαινε

laquoείναι απrsquo τον ηγούμενο του αγίου Παύλουraquo είπε ο αρχο-ντάρης Ξερόβηξε κι άρχισε να διαβάζει laquoΠαρακαλείστε όλοιοι εν Αγίω Όρει αδελφοί όπως προσφέρετε κατάλυμα και άρ-τον στον Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι1 Ο εν λόγω ορθόδο-ξος αδελφός μας έχει κάνει ένα μεγάλο ταξίδι από το Κίεβοτης Μικρορωσίας2 και οδεύει προσκυνητής στους Αγίους Τό-πους Είναι δούλος του Θεού της πραγματικής πίστης ομιλείτην μικρορωσικήν και λατινικήν και γράφει όπως διαπιστώ-σαμε ιδίοις όμμασιν εκτός από την λατινικήν και την εκκλη-σιαστικήν σλαβικήνraquo

ακούστηκαν πατήματα πίσω απrsquo τον αρχοντάρη Ο δόκιμοςΠρόδρομος είχε πετάξει ως το μαγειρειό με τα ελαφρά του πό-δια και είχε γυρίσει κρατώντας ένα σκεπασμένο πήλινο κατσα-ρόλι Ο αρχοντάρης σταμάτησε το διάβασμα κι απευθύνθηκεστον δόκιμο

laquoΆμετε στην ευχή του Θεού ας αναλάβει τώρα ο ιωαννίκιος

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

15

1 Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι (1701-1747) Ουκρανός περιηγητής αρχεια-κός ερευνητής και συγγραφέας

2 Μικρορωσία η σημερινή Ουκρανία

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 15

που μπορεί μαζί του να συνεννοηθεί Πρόδρομε πες στον ιωαν-νίκιο να του κάνει υπόδειξη να βγάλει απrsquo την πλάτη του τηνκουκούλα που έχει ριγμένη στον ώμο γιατί έτσι μοιάζει προ-σκυνητής της ρώμης Πες στον γέροντα ιωαννίκιο να του το εξη-γήσει Στους αιρετικούς και στους ουνίτες η αγκαλιά της Πανα-γίας μας δε θrsquo ανοίξει ποτέ Έτσι να του πειraquo

Ο Πρόδρομος τράβηξε μπροστά κι έκανε νόημα στον Μπάρ-σκι να τον ακολουθήσει Πέρασαν μπροστά απrsquo το βορδοναρειό3

κι απrsquo το χαλκαδειό4 ο αέρας μύριζε σβουνιά και σίδερο Πα-ρακάτω προς τη μεριά της θάλασσας κατηφόριζε ένα περιβόλιμε πεζούλες γεμάτο κοντές λεμονιές

Πήραν τελικά ένα στενό μονοπάτι κι άφησαν πίσω τους τατείχη του μοναστηριού Ύστερα από λίγο χώθηκαν μες στο λα-γκάδι Πριν τους σκεπάσουν οι θόλοι των φύλλων ο νεαρόςΜπάρσκι έστρεψε πίσω το κεφάλι και είδε το μοναστήρι απόμακριά Στο σύθαμπο του δειλινού ξεχώριζαν οι πέντε τρούλοιτου καθολικού Ο μεσαίος ο πιο ψηλός σκεπασμένος όλος μελιωμένο μολύβι κοκκίνιζε στο ηλιοβασίλεμα Πέρα μακριά στηθάλασσα από το βάθος της ο ουρανός μαύριζε το βράδυ θαέφτανε με βροχή γεμάτη χοντρές σταγόνες σαν ακρίδες και θασκέπαζε όλη τη χερσόνησο

Ο Πρόδρομος βάδιζε μπροστά αρκετά γρήγορα κι είχε αρχί-σει να ψάλλει Ο Μπάρσκι φορτωμένος τον μπόγο του έσερνετο ένα πόδι που έδειχνε χτυπημένο και πάλευε να τον ακολου-θεί κατά βήμα μη βρεθεί ξαφνικά μόνος στο δάσος τώρα χω-μένοι για τα καλά κάτω απrsquo τα πυκνά δέντρα περπατούσαν στομισοσκόταδο τα πουλιά άυπνα ακόμη έπαιζαν τα μάτια τουςεδώ κι εκεί ακούγοντας τα ανθρώπινα πόδια που μπλέκοντανσε υπέργειες ρίζες και φτέρες

Κάποια στιγμή ο Πρόδρομος κοντοστάθηκε Κοίταξε πίσωτου και είδε τον ψηλό ίσκιο να τον ακολουθεί με δυσκολία τον

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

16

3 Βορδοναρειό το ημιονοστάσιο ο στάβλος της μονής4 χαλκαδειό το σιδηρουργείο της μονής

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 16

λυπήθηκε και στάθηκε να τον περιμένει Μόλις ο Μικρορώσοςτον έφτασε ο Πρόδρομος άπλωσε το χέρι να πάρει το βάρος απότην πλάτη του Ο Μπάρσκι τραβήχτηκε πίσω και αρνήθηκε ευ-γενικά μrsquo ένα κούνημα του κεφαλιού Ο Πρόδρομος αν και δενμπορούσε να ξεχωρίσει στο μισοσκόταδο τα μάτια του μπορού-σε όμως να τα φανταστεί να τον κοιτούν μrsquo εκείνο το ίδιο πείσμαόπως νωρίτερα μπροστά στην πύλη του μοναστηριού Έστρεψεαμήχανα το κεφάλι στο μονοπάτι κι άρχισε τώρα να βαδίζει πιοαργά και καθώς η όρεξή του για κάποιο δοξαστικό κοντάκιο είχεπια χαθεί ακούγονταν μόνο οι τρίλιες από τα ορνίθια και οι πα-τούσες τους που παραμέριζαν τα χορτάρια

laquoΟ γέροντας ιωαννίκιοςraquo είπε κάποια στιγμή ο δόκιμος πουδεν άντεχε πια ούτε τα πουλιά ούτε τη μεταξύ τους σιωπή laquoεί-ναι να ξέρεις παράξενος άνθρωπος Μιλάει πολλές γλώσσες ndashόταν μιλάει βέβαια γιατί του αρέσει πολύ η σιωπή και η μονα-ξιά Λένε ότι ήταν μεγάλος γιατρός άλλοι λένε πρίγκιπας κι άλ-λοι δραγουμάνος ένας Θεός ξέρειraquo

laquoευχαριστώraquo απάντησε ο Μπάρσκι στα ελληνικάlaquoΓια ποιο πράγμαraquo ρώτησε παραξενεμένος ο δόκιμοςlaquoευχαριστώraquo ξανάπε ο ΜπάρσκιΟ Μικρορώσος είχε βρει τελικά τον τρόπο να τελειώσει μια

συνομιλία που δεν είχε αρχίσει ποτέ Ύστερα από λίγο τα δέντρααραίωσαν και ξαναβγήκαν απrsquo το σκοτάδι στο λυκόφως Στηνάκρη του ξέφωτου φάνηκε ένα χαμηλό κτίσμα Η στέγη του ήτανκαλυμμένη με γκρίζα πέτρα κι ένας λιγνός καπνός ανέβαινε στοναέρα και σκόρπιζε

laquoτο κάθισμα των αγίων αποστόλωνraquo είπε ο δόκιμος καθώςάλλαζε χέρι την κατσαρόλα που κρατούσε

Ο Μπάρσκι κοντοστάθηκε και παρατήρησε το κελί στην άκρητου ξέφωτου εκείνη τη στιγμή στα χείλη του δόκιμου ήρθε ακό-μη ένας ψαλμός καθώς θα σκέφτηκε πως όταν οι άνθρωποι δεσε καταλαβαίνουν υπάρχει πάντα η χάρη της που έχει τrsquo αυτιάτης ανοιχτά Προχώρησαν ενώ κάτι χαμόκλαδα από τις κουμα-ριές στο μονοπάτι σκάλωσαν στα ρούχα τους και λίγο έλειψε μrsquo

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

17

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 17

ένα κραταιό σχίσιμο να κρατήσουν ένα κομμάτι ύφασμα και ναταράξουν τη γαλήνη του ξέφωτου

laquoSilentium sacrum5raquo ψιθύρισε ο Μπάρσκι και σταυροκοπή-θηκε

Πέρασαν μέσα από έναν μικρό κήπο με ξύλινο φράχτη κιέστριψαν προς τη θάλασσα εκεί που ατένιζε η χαμηλή πόρτατου κελιού Ένα μικρόσωμο γεροντάκι ήταν σκυμμένο πάνω στοχώμα και τους είχε γυρισμένη την πλάτη

laquoΠάλι τα μυρμήγκια σου ταΐζεις γέρονταraquo φώναξε ο δόκι-μος γελώντας χωρίς όμως να πάρει απάντηση laquoε γέροντα ευ-λόγησονraquo ξαναφώναξε ο δόκιμος

laquoΟ Κύριοςraquo απάντησε η φωνήlaquoΈχεις επισκέπτη γέροντα Ο αρχοντάρης σού παραγγέλ-

νειraquoτο κυρτωμένο ράσο ανασηκώθηκε κι ο μικρόσωμος καλόγε-

ρος στάθηκε όρθιος στο κατώφλιlaquoτrsquo αηδόνια σου τι κάνουνraquo ρώτησε ο δόκιμος περιπαιχτικάlaquoδοξολογούν τον Ύψιστο νεαρέraquo του απάντησε κοφτά ο γέ-

ρονταςΟ Μπάρσκι πρόσεξε το πρόσωπο του καλόγερου εκτός απrsquo

το στέγνωμα των γηρατειών έδειχνε πως ήταν σημαδεμένοπαρrsquo όλο που έκρυβε το περισσότερο μια μακριά γενειάδα πουέφτανε ως το στήθος τον παρατήρησε λίγο καλύτερα και είδεπως το δέρμα του με τα χρόνια είχε ζαρώσει και σκληρύνει ΟΒασίλι Μπάρσκι κατάλαβε πως ο καλόγερος ήταν πολύ γέροςκαι σαν νrsquo ανατρίχιασε ndash οίκτος και φόβος απrsquo το πέρασμα τουχρόνου άγρια ιερότητα και κατάνυξη για τα πάθη της σάρκαςκαι τη φθορά Ήταν επιπλέον και η κούραση που του έφερνε ρί-γη και το αριστερό του πόδι που πονούσε

Ο δόκιμος προχώρησε και πλησιάζοντας τον γέροντα άρχισενα του μιλάει ψιθυριστά Ο καλόγερος άφησε να πέσουν τα υπό-λοιπα ψίχουλα από το χέρι του στο χώμα και κράτησε το τσου-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

18

5 Silentium sacrum ιερή σιωπή

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 18

κάλι που του είχαν φέρει Ο Μπάρσκι εκείνη τη στιγμή αιφνι-διαστικά και αναίτια αναπόλησε το σπίτι του Μήνες πολλούςτώρα στους δρόμους συχνά αναρωτιόταν τι να κάνει η μάνα τουαν κλαίει σιωπηλά κι αν ο πατέρας του τον είχε συγχωρήσειπου είχε φύγει έτσι σαν κλέφτης Θέλοντας να αποδιώξει τηναιφνίδια νοσταλγία βιάστηκε να χαιρετήσει

laquoPax tecumraquo φώναξεlaquoEt cum spiritu tuo6raquo απάντησε ο ιωαννίκιος χαμηλώνοντας

ταπεινά το κεφάλιτην ώρα που ο δόκιμος άνοιξε το βήμα του κι έφυγε για το

μοναστήρι ο Μπάρσκι αναθάρρησε και ρώτησε τον γέροντα ndashστα λατινικά πάντα

laquoτι πουλιά κελαηδούσαν επάνω απrsquo το κεφάλι μας στο δά-σος αηδόνιαraquo

laquoτα αηδόνια έφυγαν γιατί χειμωνιάζειraquo του απάντησε ο ιωαν-νίκιος και του έδειξε με την παλάμη του το άνοιγμα της χαμηλήςπόρτας

ΰΌταν το μεγάλο κούτσουρο έπεσε και θρυμματίστηκε ο ιωαν-νίκιος τράβηξε τη χύτρα από την πυροστιά Με αργές κινήσειςέχυσε ζεστό νερό στη λεκάνη που βρισκόταν μπροστά στα πόδιατου Μπάρσκι και το μικρό κελί γέμισε αχνούς

laquoΒγάλε τα ποδήματά σουraquo του είπε και περπάτησε με τα δι-κά του συρτοπάπουτσα προς τα ράφια στη γωνιά της κάμαρας

Ο Μπάρσκι όλη αυτήν την ώρα τον παρατηρούσε αμήχανοςκαι σιωπηλός Πρόσεξε μια σειρά από ομοιόμορφα μικρά δο-χεία κι αφού τον είδε να ξεχωρίζει ένα από αυτά ο καλόγεροςήρθε προς το μέρος του

laquoακόμα δεν τα rsquoβγαλεςraquo τον ρώτησεΥπάκουσε κι έσκυψε να βγάλει τα στιβάλια απrsquo τα πληγω-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

19

6 Pax tecum Et cum spiritu tuo ειρήνη ημίν Και σε σένα (τυπικός χαιρε-τισμός στην Καθολική εκκλησία)

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 19

μένα πόδια του Με χέρι που έτρεμε ο ιωαννίκιος έπιασε με τατρία δάχτυλα όπως προσευχόταν λίγο ξεραμένο βότανο και τοέριξε μέσα στο βραστό νερό Ο Βασίλι Μπάρσκι συνέχιζε νααποφεύγει το βλέμμα του

laquoτέντωσε να δωraquo του είπε κι έπιασε το πληγωμένο πόδι μετο χέρι του

laquoΠονάει γέροντα εδώ και μέρες απrsquo τη Σαλονίκη ακόμαόπου έμεινα ένα βράδυraquo

τα μάτια του ιωαννίκιου το περιεργάστηκαν κι ύστερα άπλω-σε το χέρι και συμπλήρωσε κρύο νερό στη λεκάνη απrsquo το λαγήνιπου έστεκε δίπλα στο σκαμνί δοκίμασε λίγο το νερό με τα δά-χτυλα κι ύστερα του έκανε νόημα να βουτήξει μέσα τα πόδια

Όταν λίγο αργότερα ήρθε η βροχή του είχε γυρισμένη τηνπλάτη καθώς ετοίμαζε το φαγητό πάνω στο τραπέζι το κελί εί-χε μόνο ένα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμι οι αστραπές της θά-λασσας κάθε τόσο το φώτιζαν ενώ ο αέρας έφερνε μέσα τη μυ-ρωδιά απrsquo το βρεγμένο χώμα

laquoΓέροντα η νύχτα ήρθε για τα καλά δε θα πέσεις είναι αρ-γάraquo

laquoΚοιμάμαι λίγοraquo του απάντησε έχοντας ακόμη την πλάτηγυρισμένη

laquoΠροσεύχεσαιraquolaquoΠροσεύχομαι και σκέφτομαιraquolaquoΣτους δώδεκα αποστόλουςraquolaquoΣτον ουρανόraquoΗ λέξη ουρανός θύμισε για μια στιγμή στον νεαρό επισκέπτη

το απόσπασμα από κείνον τον γνωστό ύμνο που του είχαν μάθειστην ακαδημία των ιησουιτών του Λβωφ όσο έμεινε βέβαια εκείπριν τον διώξουν Έλεγε ο ύμνος Ave Maria Regina caelorum7 εδώκαι λίγες μέρες που είχε μπει στον Άθω οι μνήμες της πατρίδαςτου εισορμούσαν απρόσκλητες

Έσκυψε κι άρχισε να τρίβει απαλά το πονεμένο πόδι του μέ-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

20

7 Ave Maria Regina caelorum Χαίρε Μαρία βασίλισσα των ουρανών

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 20

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΟΥ ΜΑΤΙΑΣ ΑΛΜΟΣΙΝΟ

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 3

ΤOY ΙΔ ΙOY

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ Εκδόσεις Πατάκη2000 και νέα έκδοση Εκδόσεις Πατάκη 2007

Η ΨΙΧΑ ΕΚΕΙΝΟΥ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ Εκδόσεις Πατάκη 2002

ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ Εκδόσεις Πατάκη 2005

Η ΑΗΔΟΝΟΠΙΤΑ Εκδόσεις Πατάκη 2008

ΦΡΑΟΥΣΤ laquoΝέα Σύνοραraquo ndash ΑΑ Λιβάνη 1995 νέα έκδοση αναθεωρημένη Εκδόσεις Πατάκη 2010

ΑΝΕΜΩΛΙΑ Εκδόσεις Πατάκη 2011

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 4

ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΖΟΥΡΓΟΣ

ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟΤΟΥ ΜΑΤΙΑΣ ΑΛΜΟΣΙΝΟ

Μυθιστόρημα

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 5

Tο παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις τηςελληνικής νομοθεσίας (N 21211993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας Aπαγορεύεται απολύτωςάνευ γραπτής αδείας του εκδότη η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρο νι-κό μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή εκ-μίσθωση ή δανεισμός μετάφραση διασκευή αναμετάδοση στο κοινό σε οποια-δήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου

Eκδόσεις Πατάκη ndash Σύγχρονη Ελληνική ΛογοτεχνίαΠεζογραφία ndash 335

Ισίδωρος Ζουργός Σκηνές από τον βίο του Ματίας ΑλμοσίνοYπεύθυνος έκδοσης Kώστας Γιαννόπουλος

Διορθώσεις Μαρία ΡάμμουΣελιδοποίηση laquoΦΑΣΜΑraquo ΑΦΟΙ Kαπένη Κ amp Α ΟΕ

Φιλμ μοντάζ Μαρία Ποινιού-ΡένεσηCopyright copy Σ Πατάκης AEEΔE (Eκδόσεις Πατάκη) και

Ισίδωρος Ζουργός Aθήνα 2014Πρώτη έκδοση από τις Eκδόσεις Πατάκη Aθήνα Μάρτιος 2014

ΚΕΤ 8963 ΚΕΠ 123 14ISBN 978-960-16-5441-6

ΠANAΓH TΣAΛΔAPH (ΠPΩHN ΠEIPAIΩΣ) 38 104 37 AΘHNATHΛ 2103650000 8011002665 2105205600 ΦAΞ 2103650069

KENTPIKH ΔIAΘEΣH EMM MΠENAKH 16 106 78 AΘHNA THΛ 2103831078YΠOKMA ΚΟΡΥΤΣΑΣ (ΤΕΡΜΑ ΠΟΝΤΟΥ ndash ΠΕΡΙΟΧΗ Βacute ΚΤΕΟ) 570 09 ΚΑΛΟΧΩΡΙ ΘEΣΣΑΛΟNIKHΣ ΤΘ 1213

THΛ 2310706354 2310706715 2310755175 ΦAΞ 2310706355Web site httpwwwpatakisgr bull e-mail info patakisgr sales patakisgr

Θέση υπογραφής δικαιούχου δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίαςεφόσον αυτή προβλέπεται από τη σύμβαση

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 6

στη Γεωργία

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 7

Ευχαριστίες στους Ίωνα Βασιλειάδη Θανάση Γεωρ-γίου Κώστα Δρουγαλά Γιάννη Ζορπίδη Νίκο ΘωμάΓιώργο Καραδήμο Ευαγγελία Κράις Θεοδόση ΚώτταΜαρία Ράμμου Έφη Σπέντζου Δημήτρη και Πανα-γιώτη Τριανταφύλλου Νώντα Τσίγκα όπως και στοπροσωπικό του Αρχείου Χαρτογραφικής Κληρονομιάςστη Θεσσαλονίκη

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 8

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ένας επισκέπτης 13Artes moriendi 27Mουλάρια και άμαξες 82Primavera et variola 136Συγκεχυμένη παράσταση 185Μάσκες 274Lux perpetua 301Ψωμί 359Βαρτάγγελος Νταβιτσέντσα 415Πύλες και πόρτες 485Sine cera 517Σrsquo ακολουθώ 566Μια σκιά στις σκάλες 592Ars amatoria 614Ένας πρίγκιπας 661Ένας βασιλιάς 687Εγώ ο αδελφός Ιωαννίκιος 738Ο επισκέπτης 767

Σημείωμα του συγγραφέα 775

Πηγές - Οφειλές 777

9

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 9

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 10

Τα πόδια μου τριγυρνάνε πάνω στον κόσμο σαν έντομα μέσα σrsquo ένα ψαλτήρι

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ Η άβυσσοςμτφ Ιωάννα Χατζηνικολή

Πλανιέμαι σαν το μυρμήγκι στην απαλάμη του Θεούόπου βρω δρόμο τον ακολουθώhellip

Μήτσος ΑλεξανδρόπουλοςΣκηνές από το βίο του Μάξιμου του Γραικού

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 11

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 12

Ένας επισκέπτης

Μονή Διονυσίου Άγιο Όρος Οκτώβριος 1725

Ον ειδαν να ερχεται από τη μεριά που στρίβει τομονοπάτι εκεί στο γόνατο της ανηφόρας Ο αδελφόςΠρόδρομος έβαλε την παλάμη σκέπαστρο στα μάτια

γιατί ο ήλιος του απογεύματος κόκκινος ως τα έγκατα του τύ-φλωνε τα μάτια εκεί όπου στέκονταν οι αδελφοί στους στεγα-σμένους εξώστες φυσούσε από τη θάλασσα Ήταν οι τελευταίοικυματισμοί της πριν από το σούρουπο όταν συνήθως τα νεράγαληνεύουν Ο ιερομόναχος Σέργιος έσφιξε με το σχοινί πάνωστο κορμί του το ράσο γιατί όσο η μέρα χανόταν η ψύχρα γι-νόταν ολοένα και πιο αισθητή

Οι δυο καλόγεροι έστεκαν σιωπηλοί εδώ και λίγη ώρα ακου-μπώντας στα ξύλινα κάγκελα των μπαλκονιών που μετεωρίζο-νταν πάνω από την άβυσσο του γκρεμού Μετά το απόδειπνοκαι πριν από τον ερχομό της νύχτας οι δουλειές στο μοναστήρισταματούσαν Η πόρτα του καθολικού ήταν ακόμα ανοιχτή καιοι ευωδιές από το λιβάνι και τα θυμιάματα σκορπίζονταν σε όλητην αυλή αρκετοί αδελφοί σε μικρές παρέες συζητούσαν χα-μηλόφωνα μέχρι να πέσει το σκοτάδι

laquoΠρόδρομε πήγαινε να ειδοποιήσεις τον αρχοντάρη έχουμεεπισκέπτηraquo

Έξω από την πύλη ο ξένος είχε καθίσει πάνω στο χείλος τηςμεγάλης γούρνας και ρούφαγε λαίμαργα νερό απrsquo το μπακιρένιο

13

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 13

τάσι Ο πορτάρης ο θυρωρός της πύλης τον παρατηρούσε σιω-πηλός παίζοντας στα χοντρά του δάχτυλα το κομποσκοίνι Ηπρώτη προσπάθεια να συνεννοηθεί μαζί του είχε αποτύχει Οεπισκέπτης ήταν ένας νεαρός ψηλός άντρας μελαχρινός με σμι-χτά πυκνά φρύδια Έμοιαζε ρωμιός αλλά δεν ήταν Μιλούσεδυο άλλες γλώσσες πότε τη μια και πότε την άλλη κι αυτό είχεκάνει τον πορτάρη να χάσει την υπομονή του

laquoΛατίνος μού φαίνεσαι έχεις κι αυτήν την κουκούλα στην πλά-τη γενιά και σπορά των αιρετικώνraquo μουρμούρισε ο πορτάρης

Ο νεαρός σκούπισε από τα γένια του τις σταγόνες του νερούπου είχαν κυλήσει από το τάσι και τον κοίταξε αθώα με τα κα-στανά του μάτια αδυνατούσε να του απαντήσει ndash τι άραγεαφού δεν είχε καταλάβει Έστεκε τώρα μπροστά στην πύλη γα-λήνιος τα μάτια του όμως μιλούσαν κι άλλες γλώσσες

ακούστηκαν πατήματα από το εσωτερικό του μοναστηριούΟ Πρόδρομος με τον αρχοντάρη εμφανίστηκαν κι άρχισαν ναπαρατηρούν αμίλητοι τον νεαρό επισκέπτη ακουγόταν μόνο τονερό της κρήνης που έπεφτε με ορμή μέσα στη γούρνα

laquoΒενετσιάνικα μιλάειraquo σχολίασε ο πορτάρηςΟ αρχοντάρης τον περιεργάστηκε λίγο ακόμη το πανωφόρι

του ήταν ξεθωριασμένο από τον ήλιο και γεμάτο σκόνη και απότο ένα του στιβάλι που είχε τρυπήσει στον δρόμο ξεχώριζανδυο λασπωμένα δάχτυλα

laquoΈνας μόνο θα μπορέσει να συνεννοηθεί μαζί τουraquo είπε οαρχοντάρης κι έστρεψε το κεφάλι του στον Πρόδρομο

laquoΚατάλαβα γέρονταraquo απάντησε με κατεβασμένο το κεφάλιο δόκιμος μοναχός

laquoΦέρε πρώτα ψωμί ελιές κι ότι άλλο βρεις στο μαγερειό καικατέβα γρήγορα μη σας πιάσει η νύχταraquo

Ο Πρόδρομος χάθηκε στο λιθόστρωτο που οδηγούσε μέσαστο μοναστήρι Στο μεταξύ ο επισκέπτης ταχτοποιούσε τονυφασμάτινο σάκο που κουβαλούσε στην πλάτη κι ήταν τώρααφημένος ανάμεσα στα πόδια του Συνέχισε να τους κοιτάζειμrsquo εκείνη την αφοπλιστική ηρεμία που είχαν τα μάτια του

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

14

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 14

laquoαπό πού είσαι τι είσαιraquo ρώτησε ο αρχοντάρης τονίζονταςτις τελευταίες συλλαβές και υψώνοντας τη φωνή σαν να είχεμπροστά του άνθρωπο κουφό κι όχι ξενομερίτη συνόδεψε μά-λιστα τα λόγια του και με μια ανυψωτική κίνηση της παλάμης

laquoΚίεβοraquo του απάντησε απρόσμενα ο επισκέπτης και ξέχωσεένα τσαλακωμένο χαρτί απrsquo τον κόρφο του

laquoδεν είσαι αιρετικός μεγάλη η χάρη τηςraquo απάντησε ο αρ-χοντάρης και σταυροκοπήθηκε

Ο επισκέπτης όρθιος ακόμα συνέχιζε να του προτείνει τοτσαλακωμένο χαρτί Ο πορτάρης έκανε ένα βήμα μπροστά τοrsquoπιασε και πήγε να το ανοίξει Ο αρχοντάρης βιάστηκε να τουτο αρπάξει απrsquo το χέρι Ήταν κοινό μυστικό σε όλη τη μονή πωςγια τον φύλακα της πύλης τα γράμματα ήταν σαν να rsquoβλεπε παι-δικές ζωγραφιές αφού δεν τα καταλάβαινε

laquoείναι απrsquo τον ηγούμενο του αγίου Παύλουraquo είπε ο αρχο-ντάρης Ξερόβηξε κι άρχισε να διαβάζει laquoΠαρακαλείστε όλοιοι εν Αγίω Όρει αδελφοί όπως προσφέρετε κατάλυμα και άρ-τον στον Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι1 Ο εν λόγω ορθόδο-ξος αδελφός μας έχει κάνει ένα μεγάλο ταξίδι από το Κίεβοτης Μικρορωσίας2 και οδεύει προσκυνητής στους Αγίους Τό-πους Είναι δούλος του Θεού της πραγματικής πίστης ομιλείτην μικρορωσικήν και λατινικήν και γράφει όπως διαπιστώ-σαμε ιδίοις όμμασιν εκτός από την λατινικήν και την εκκλη-σιαστικήν σλαβικήνraquo

ακούστηκαν πατήματα πίσω απrsquo τον αρχοντάρη Ο δόκιμοςΠρόδρομος είχε πετάξει ως το μαγειρειό με τα ελαφρά του πό-δια και είχε γυρίσει κρατώντας ένα σκεπασμένο πήλινο κατσα-ρόλι Ο αρχοντάρης σταμάτησε το διάβασμα κι απευθύνθηκεστον δόκιμο

laquoΆμετε στην ευχή του Θεού ας αναλάβει τώρα ο ιωαννίκιος

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

15

1 Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι (1701-1747) Ουκρανός περιηγητής αρχεια-κός ερευνητής και συγγραφέας

2 Μικρορωσία η σημερινή Ουκρανία

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 15

που μπορεί μαζί του να συνεννοηθεί Πρόδρομε πες στον ιωαν-νίκιο να του κάνει υπόδειξη να βγάλει απrsquo την πλάτη του τηνκουκούλα που έχει ριγμένη στον ώμο γιατί έτσι μοιάζει προ-σκυνητής της ρώμης Πες στον γέροντα ιωαννίκιο να του το εξη-γήσει Στους αιρετικούς και στους ουνίτες η αγκαλιά της Πανα-γίας μας δε θrsquo ανοίξει ποτέ Έτσι να του πειraquo

Ο Πρόδρομος τράβηξε μπροστά κι έκανε νόημα στον Μπάρ-σκι να τον ακολουθήσει Πέρασαν μπροστά απrsquo το βορδοναρειό3

κι απrsquo το χαλκαδειό4 ο αέρας μύριζε σβουνιά και σίδερο Πα-ρακάτω προς τη μεριά της θάλασσας κατηφόριζε ένα περιβόλιμε πεζούλες γεμάτο κοντές λεμονιές

Πήραν τελικά ένα στενό μονοπάτι κι άφησαν πίσω τους τατείχη του μοναστηριού Ύστερα από λίγο χώθηκαν μες στο λα-γκάδι Πριν τους σκεπάσουν οι θόλοι των φύλλων ο νεαρόςΜπάρσκι έστρεψε πίσω το κεφάλι και είδε το μοναστήρι απόμακριά Στο σύθαμπο του δειλινού ξεχώριζαν οι πέντε τρούλοιτου καθολικού Ο μεσαίος ο πιο ψηλός σκεπασμένος όλος μελιωμένο μολύβι κοκκίνιζε στο ηλιοβασίλεμα Πέρα μακριά στηθάλασσα από το βάθος της ο ουρανός μαύριζε το βράδυ θαέφτανε με βροχή γεμάτη χοντρές σταγόνες σαν ακρίδες και θασκέπαζε όλη τη χερσόνησο

Ο Πρόδρομος βάδιζε μπροστά αρκετά γρήγορα κι είχε αρχί-σει να ψάλλει Ο Μπάρσκι φορτωμένος τον μπόγο του έσερνετο ένα πόδι που έδειχνε χτυπημένο και πάλευε να τον ακολου-θεί κατά βήμα μη βρεθεί ξαφνικά μόνος στο δάσος τώρα χω-μένοι για τα καλά κάτω απrsquo τα πυκνά δέντρα περπατούσαν στομισοσκόταδο τα πουλιά άυπνα ακόμη έπαιζαν τα μάτια τουςεδώ κι εκεί ακούγοντας τα ανθρώπινα πόδια που μπλέκοντανσε υπέργειες ρίζες και φτέρες

Κάποια στιγμή ο Πρόδρομος κοντοστάθηκε Κοίταξε πίσωτου και είδε τον ψηλό ίσκιο να τον ακολουθεί με δυσκολία τον

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

16

3 Βορδοναρειό το ημιονοστάσιο ο στάβλος της μονής4 χαλκαδειό το σιδηρουργείο της μονής

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 16

λυπήθηκε και στάθηκε να τον περιμένει Μόλις ο Μικρορώσοςτον έφτασε ο Πρόδρομος άπλωσε το χέρι να πάρει το βάρος απότην πλάτη του Ο Μπάρσκι τραβήχτηκε πίσω και αρνήθηκε ευ-γενικά μrsquo ένα κούνημα του κεφαλιού Ο Πρόδρομος αν και δενμπορούσε να ξεχωρίσει στο μισοσκόταδο τα μάτια του μπορού-σε όμως να τα φανταστεί να τον κοιτούν μrsquo εκείνο το ίδιο πείσμαόπως νωρίτερα μπροστά στην πύλη του μοναστηριού Έστρεψεαμήχανα το κεφάλι στο μονοπάτι κι άρχισε τώρα να βαδίζει πιοαργά και καθώς η όρεξή του για κάποιο δοξαστικό κοντάκιο είχεπια χαθεί ακούγονταν μόνο οι τρίλιες από τα ορνίθια και οι πα-τούσες τους που παραμέριζαν τα χορτάρια

laquoΟ γέροντας ιωαννίκιοςraquo είπε κάποια στιγμή ο δόκιμος πουδεν άντεχε πια ούτε τα πουλιά ούτε τη μεταξύ τους σιωπή laquoεί-ναι να ξέρεις παράξενος άνθρωπος Μιλάει πολλές γλώσσες ndashόταν μιλάει βέβαια γιατί του αρέσει πολύ η σιωπή και η μονα-ξιά Λένε ότι ήταν μεγάλος γιατρός άλλοι λένε πρίγκιπας κι άλ-λοι δραγουμάνος ένας Θεός ξέρειraquo

laquoευχαριστώraquo απάντησε ο Μπάρσκι στα ελληνικάlaquoΓια ποιο πράγμαraquo ρώτησε παραξενεμένος ο δόκιμοςlaquoευχαριστώraquo ξανάπε ο ΜπάρσκιΟ Μικρορώσος είχε βρει τελικά τον τρόπο να τελειώσει μια

συνομιλία που δεν είχε αρχίσει ποτέ Ύστερα από λίγο τα δέντρααραίωσαν και ξαναβγήκαν απrsquo το σκοτάδι στο λυκόφως Στηνάκρη του ξέφωτου φάνηκε ένα χαμηλό κτίσμα Η στέγη του ήτανκαλυμμένη με γκρίζα πέτρα κι ένας λιγνός καπνός ανέβαινε στοναέρα και σκόρπιζε

laquoτο κάθισμα των αγίων αποστόλωνraquo είπε ο δόκιμος καθώςάλλαζε χέρι την κατσαρόλα που κρατούσε

Ο Μπάρσκι κοντοστάθηκε και παρατήρησε το κελί στην άκρητου ξέφωτου εκείνη τη στιγμή στα χείλη του δόκιμου ήρθε ακό-μη ένας ψαλμός καθώς θα σκέφτηκε πως όταν οι άνθρωποι δεσε καταλαβαίνουν υπάρχει πάντα η χάρη της που έχει τrsquo αυτιάτης ανοιχτά Προχώρησαν ενώ κάτι χαμόκλαδα από τις κουμα-ριές στο μονοπάτι σκάλωσαν στα ρούχα τους και λίγο έλειψε μrsquo

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

17

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 17

ένα κραταιό σχίσιμο να κρατήσουν ένα κομμάτι ύφασμα και ναταράξουν τη γαλήνη του ξέφωτου

laquoSilentium sacrum5raquo ψιθύρισε ο Μπάρσκι και σταυροκοπή-θηκε

Πέρασαν μέσα από έναν μικρό κήπο με ξύλινο φράχτη κιέστριψαν προς τη θάλασσα εκεί που ατένιζε η χαμηλή πόρτατου κελιού Ένα μικρόσωμο γεροντάκι ήταν σκυμμένο πάνω στοχώμα και τους είχε γυρισμένη την πλάτη

laquoΠάλι τα μυρμήγκια σου ταΐζεις γέρονταraquo φώναξε ο δόκι-μος γελώντας χωρίς όμως να πάρει απάντηση laquoε γέροντα ευ-λόγησονraquo ξαναφώναξε ο δόκιμος

laquoΟ Κύριοςraquo απάντησε η φωνήlaquoΈχεις επισκέπτη γέροντα Ο αρχοντάρης σού παραγγέλ-

νειraquoτο κυρτωμένο ράσο ανασηκώθηκε κι ο μικρόσωμος καλόγε-

ρος στάθηκε όρθιος στο κατώφλιlaquoτrsquo αηδόνια σου τι κάνουνraquo ρώτησε ο δόκιμος περιπαιχτικάlaquoδοξολογούν τον Ύψιστο νεαρέraquo του απάντησε κοφτά ο γέ-

ρονταςΟ Μπάρσκι πρόσεξε το πρόσωπο του καλόγερου εκτός απrsquo

το στέγνωμα των γηρατειών έδειχνε πως ήταν σημαδεμένοπαρrsquo όλο που έκρυβε το περισσότερο μια μακριά γενειάδα πουέφτανε ως το στήθος τον παρατήρησε λίγο καλύτερα και είδεπως το δέρμα του με τα χρόνια είχε ζαρώσει και σκληρύνει ΟΒασίλι Μπάρσκι κατάλαβε πως ο καλόγερος ήταν πολύ γέροςκαι σαν νrsquo ανατρίχιασε ndash οίκτος και φόβος απrsquo το πέρασμα τουχρόνου άγρια ιερότητα και κατάνυξη για τα πάθη της σάρκαςκαι τη φθορά Ήταν επιπλέον και η κούραση που του έφερνε ρί-γη και το αριστερό του πόδι που πονούσε

Ο δόκιμος προχώρησε και πλησιάζοντας τον γέροντα άρχισενα του μιλάει ψιθυριστά Ο καλόγερος άφησε να πέσουν τα υπό-λοιπα ψίχουλα από το χέρι του στο χώμα και κράτησε το τσου-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

18

5 Silentium sacrum ιερή σιωπή

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 18

κάλι που του είχαν φέρει Ο Μπάρσκι εκείνη τη στιγμή αιφνι-διαστικά και αναίτια αναπόλησε το σπίτι του Μήνες πολλούςτώρα στους δρόμους συχνά αναρωτιόταν τι να κάνει η μάνα τουαν κλαίει σιωπηλά κι αν ο πατέρας του τον είχε συγχωρήσειπου είχε φύγει έτσι σαν κλέφτης Θέλοντας να αποδιώξει τηναιφνίδια νοσταλγία βιάστηκε να χαιρετήσει

laquoPax tecumraquo φώναξεlaquoEt cum spiritu tuo6raquo απάντησε ο ιωαννίκιος χαμηλώνοντας

ταπεινά το κεφάλιτην ώρα που ο δόκιμος άνοιξε το βήμα του κι έφυγε για το

μοναστήρι ο Μπάρσκι αναθάρρησε και ρώτησε τον γέροντα ndashστα λατινικά πάντα

laquoτι πουλιά κελαηδούσαν επάνω απrsquo το κεφάλι μας στο δά-σος αηδόνιαraquo

laquoτα αηδόνια έφυγαν γιατί χειμωνιάζειraquo του απάντησε ο ιωαν-νίκιος και του έδειξε με την παλάμη του το άνοιγμα της χαμηλήςπόρτας

ΰΌταν το μεγάλο κούτσουρο έπεσε και θρυμματίστηκε ο ιωαν-νίκιος τράβηξε τη χύτρα από την πυροστιά Με αργές κινήσειςέχυσε ζεστό νερό στη λεκάνη που βρισκόταν μπροστά στα πόδιατου Μπάρσκι και το μικρό κελί γέμισε αχνούς

laquoΒγάλε τα ποδήματά σουraquo του είπε και περπάτησε με τα δι-κά του συρτοπάπουτσα προς τα ράφια στη γωνιά της κάμαρας

Ο Μπάρσκι όλη αυτήν την ώρα τον παρατηρούσε αμήχανοςκαι σιωπηλός Πρόσεξε μια σειρά από ομοιόμορφα μικρά δο-χεία κι αφού τον είδε να ξεχωρίζει ένα από αυτά ο καλόγεροςήρθε προς το μέρος του

laquoακόμα δεν τα rsquoβγαλεςraquo τον ρώτησεΥπάκουσε κι έσκυψε να βγάλει τα στιβάλια απrsquo τα πληγω-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

19

6 Pax tecum Et cum spiritu tuo ειρήνη ημίν Και σε σένα (τυπικός χαιρε-τισμός στην Καθολική εκκλησία)

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 19

μένα πόδια του Με χέρι που έτρεμε ο ιωαννίκιος έπιασε με τατρία δάχτυλα όπως προσευχόταν λίγο ξεραμένο βότανο και τοέριξε μέσα στο βραστό νερό Ο Βασίλι Μπάρσκι συνέχιζε νααποφεύγει το βλέμμα του

laquoτέντωσε να δωraquo του είπε κι έπιασε το πληγωμένο πόδι μετο χέρι του

laquoΠονάει γέροντα εδώ και μέρες απrsquo τη Σαλονίκη ακόμαόπου έμεινα ένα βράδυraquo

τα μάτια του ιωαννίκιου το περιεργάστηκαν κι ύστερα άπλω-σε το χέρι και συμπλήρωσε κρύο νερό στη λεκάνη απrsquo το λαγήνιπου έστεκε δίπλα στο σκαμνί δοκίμασε λίγο το νερό με τα δά-χτυλα κι ύστερα του έκανε νόημα να βουτήξει μέσα τα πόδια

Όταν λίγο αργότερα ήρθε η βροχή του είχε γυρισμένη τηνπλάτη καθώς ετοίμαζε το φαγητό πάνω στο τραπέζι το κελί εί-χε μόνο ένα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμι οι αστραπές της θά-λασσας κάθε τόσο το φώτιζαν ενώ ο αέρας έφερνε μέσα τη μυ-ρωδιά απrsquo το βρεγμένο χώμα

laquoΓέροντα η νύχτα ήρθε για τα καλά δε θα πέσεις είναι αρ-γάraquo

laquoΚοιμάμαι λίγοraquo του απάντησε έχοντας ακόμη την πλάτηγυρισμένη

laquoΠροσεύχεσαιraquolaquoΠροσεύχομαι και σκέφτομαιraquolaquoΣτους δώδεκα αποστόλουςraquolaquoΣτον ουρανόraquoΗ λέξη ουρανός θύμισε για μια στιγμή στον νεαρό επισκέπτη

το απόσπασμα από κείνον τον γνωστό ύμνο που του είχαν μάθειστην ακαδημία των ιησουιτών του Λβωφ όσο έμεινε βέβαια εκείπριν τον διώξουν Έλεγε ο ύμνος Ave Maria Regina caelorum7 εδώκαι λίγες μέρες που είχε μπει στον Άθω οι μνήμες της πατρίδαςτου εισορμούσαν απρόσκλητες

Έσκυψε κι άρχισε να τρίβει απαλά το πονεμένο πόδι του μέ-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

20

7 Ave Maria Regina caelorum Χαίρε Μαρία βασίλισσα των ουρανών

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 20

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

ΤOY ΙΔ ΙOY

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ Εκδόσεις Πατάκη2000 και νέα έκδοση Εκδόσεις Πατάκη 2007

Η ΨΙΧΑ ΕΚΕΙΝΟΥ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ Εκδόσεις Πατάκη 2002

ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ Εκδόσεις Πατάκη 2005

Η ΑΗΔΟΝΟΠΙΤΑ Εκδόσεις Πατάκη 2008

ΦΡΑΟΥΣΤ laquoΝέα Σύνοραraquo ndash ΑΑ Λιβάνη 1995 νέα έκδοση αναθεωρημένη Εκδόσεις Πατάκη 2010

ΑΝΕΜΩΛΙΑ Εκδόσεις Πατάκη 2011

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 4

ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΖΟΥΡΓΟΣ

ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟΤΟΥ ΜΑΤΙΑΣ ΑΛΜΟΣΙΝΟ

Μυθιστόρημα

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 5

Tο παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις τηςελληνικής νομοθεσίας (N 21211993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας Aπαγορεύεται απολύτωςάνευ γραπτής αδείας του εκδότη η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρο νι-κό μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή εκ-μίσθωση ή δανεισμός μετάφραση διασκευή αναμετάδοση στο κοινό σε οποια-δήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου

Eκδόσεις Πατάκη ndash Σύγχρονη Ελληνική ΛογοτεχνίαΠεζογραφία ndash 335

Ισίδωρος Ζουργός Σκηνές από τον βίο του Ματίας ΑλμοσίνοYπεύθυνος έκδοσης Kώστας Γιαννόπουλος

Διορθώσεις Μαρία ΡάμμουΣελιδοποίηση laquoΦΑΣΜΑraquo ΑΦΟΙ Kαπένη Κ amp Α ΟΕ

Φιλμ μοντάζ Μαρία Ποινιού-ΡένεσηCopyright copy Σ Πατάκης AEEΔE (Eκδόσεις Πατάκη) και

Ισίδωρος Ζουργός Aθήνα 2014Πρώτη έκδοση από τις Eκδόσεις Πατάκη Aθήνα Μάρτιος 2014

ΚΕΤ 8963 ΚΕΠ 123 14ISBN 978-960-16-5441-6

ΠANAΓH TΣAΛΔAPH (ΠPΩHN ΠEIPAIΩΣ) 38 104 37 AΘHNATHΛ 2103650000 8011002665 2105205600 ΦAΞ 2103650069

KENTPIKH ΔIAΘEΣH EMM MΠENAKH 16 106 78 AΘHNA THΛ 2103831078YΠOKMA ΚΟΡΥΤΣΑΣ (ΤΕΡΜΑ ΠΟΝΤΟΥ ndash ΠΕΡΙΟΧΗ Βacute ΚΤΕΟ) 570 09 ΚΑΛΟΧΩΡΙ ΘEΣΣΑΛΟNIKHΣ ΤΘ 1213

THΛ 2310706354 2310706715 2310755175 ΦAΞ 2310706355Web site httpwwwpatakisgr bull e-mail info patakisgr sales patakisgr

Θέση υπογραφής δικαιούχου δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίαςεφόσον αυτή προβλέπεται από τη σύμβαση

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 6

στη Γεωργία

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 7

Ευχαριστίες στους Ίωνα Βασιλειάδη Θανάση Γεωρ-γίου Κώστα Δρουγαλά Γιάννη Ζορπίδη Νίκο ΘωμάΓιώργο Καραδήμο Ευαγγελία Κράις Θεοδόση ΚώτταΜαρία Ράμμου Έφη Σπέντζου Δημήτρη και Πανα-γιώτη Τριανταφύλλου Νώντα Τσίγκα όπως και στοπροσωπικό του Αρχείου Χαρτογραφικής Κληρονομιάςστη Θεσσαλονίκη

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 8

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ένας επισκέπτης 13Artes moriendi 27Mουλάρια και άμαξες 82Primavera et variola 136Συγκεχυμένη παράσταση 185Μάσκες 274Lux perpetua 301Ψωμί 359Βαρτάγγελος Νταβιτσέντσα 415Πύλες και πόρτες 485Sine cera 517Σrsquo ακολουθώ 566Μια σκιά στις σκάλες 592Ars amatoria 614Ένας πρίγκιπας 661Ένας βασιλιάς 687Εγώ ο αδελφός Ιωαννίκιος 738Ο επισκέπτης 767

Σημείωμα του συγγραφέα 775

Πηγές - Οφειλές 777

9

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 9

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 10

Τα πόδια μου τριγυρνάνε πάνω στον κόσμο σαν έντομα μέσα σrsquo ένα ψαλτήρι

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ Η άβυσσοςμτφ Ιωάννα Χατζηνικολή

Πλανιέμαι σαν το μυρμήγκι στην απαλάμη του Θεούόπου βρω δρόμο τον ακολουθώhellip

Μήτσος ΑλεξανδρόπουλοςΣκηνές από το βίο του Μάξιμου του Γραικού

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 11

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 12

Ένας επισκέπτης

Μονή Διονυσίου Άγιο Όρος Οκτώβριος 1725

Ον ειδαν να ερχεται από τη μεριά που στρίβει τομονοπάτι εκεί στο γόνατο της ανηφόρας Ο αδελφόςΠρόδρομος έβαλε την παλάμη σκέπαστρο στα μάτια

γιατί ο ήλιος του απογεύματος κόκκινος ως τα έγκατα του τύ-φλωνε τα μάτια εκεί όπου στέκονταν οι αδελφοί στους στεγα-σμένους εξώστες φυσούσε από τη θάλασσα Ήταν οι τελευταίοικυματισμοί της πριν από το σούρουπο όταν συνήθως τα νεράγαληνεύουν Ο ιερομόναχος Σέργιος έσφιξε με το σχοινί πάνωστο κορμί του το ράσο γιατί όσο η μέρα χανόταν η ψύχρα γι-νόταν ολοένα και πιο αισθητή

Οι δυο καλόγεροι έστεκαν σιωπηλοί εδώ και λίγη ώρα ακου-μπώντας στα ξύλινα κάγκελα των μπαλκονιών που μετεωρίζο-νταν πάνω από την άβυσσο του γκρεμού Μετά το απόδειπνοκαι πριν από τον ερχομό της νύχτας οι δουλειές στο μοναστήρισταματούσαν Η πόρτα του καθολικού ήταν ακόμα ανοιχτή καιοι ευωδιές από το λιβάνι και τα θυμιάματα σκορπίζονταν σε όλητην αυλή αρκετοί αδελφοί σε μικρές παρέες συζητούσαν χα-μηλόφωνα μέχρι να πέσει το σκοτάδι

laquoΠρόδρομε πήγαινε να ειδοποιήσεις τον αρχοντάρη έχουμεεπισκέπτηraquo

Έξω από την πύλη ο ξένος είχε καθίσει πάνω στο χείλος τηςμεγάλης γούρνας και ρούφαγε λαίμαργα νερό απrsquo το μπακιρένιο

13

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 13

τάσι Ο πορτάρης ο θυρωρός της πύλης τον παρατηρούσε σιω-πηλός παίζοντας στα χοντρά του δάχτυλα το κομποσκοίνι Ηπρώτη προσπάθεια να συνεννοηθεί μαζί του είχε αποτύχει Οεπισκέπτης ήταν ένας νεαρός ψηλός άντρας μελαχρινός με σμι-χτά πυκνά φρύδια Έμοιαζε ρωμιός αλλά δεν ήταν Μιλούσεδυο άλλες γλώσσες πότε τη μια και πότε την άλλη κι αυτό είχεκάνει τον πορτάρη να χάσει την υπομονή του

laquoΛατίνος μού φαίνεσαι έχεις κι αυτήν την κουκούλα στην πλά-τη γενιά και σπορά των αιρετικώνraquo μουρμούρισε ο πορτάρης

Ο νεαρός σκούπισε από τα γένια του τις σταγόνες του νερούπου είχαν κυλήσει από το τάσι και τον κοίταξε αθώα με τα κα-στανά του μάτια αδυνατούσε να του απαντήσει ndash τι άραγεαφού δεν είχε καταλάβει Έστεκε τώρα μπροστά στην πύλη γα-λήνιος τα μάτια του όμως μιλούσαν κι άλλες γλώσσες

ακούστηκαν πατήματα από το εσωτερικό του μοναστηριούΟ Πρόδρομος με τον αρχοντάρη εμφανίστηκαν κι άρχισαν ναπαρατηρούν αμίλητοι τον νεαρό επισκέπτη ακουγόταν μόνο τονερό της κρήνης που έπεφτε με ορμή μέσα στη γούρνα

laquoΒενετσιάνικα μιλάειraquo σχολίασε ο πορτάρηςΟ αρχοντάρης τον περιεργάστηκε λίγο ακόμη το πανωφόρι

του ήταν ξεθωριασμένο από τον ήλιο και γεμάτο σκόνη και απότο ένα του στιβάλι που είχε τρυπήσει στον δρόμο ξεχώριζανδυο λασπωμένα δάχτυλα

laquoΈνας μόνο θα μπορέσει να συνεννοηθεί μαζί τουraquo είπε οαρχοντάρης κι έστρεψε το κεφάλι του στον Πρόδρομο

laquoΚατάλαβα γέρονταraquo απάντησε με κατεβασμένο το κεφάλιο δόκιμος μοναχός

laquoΦέρε πρώτα ψωμί ελιές κι ότι άλλο βρεις στο μαγερειό καικατέβα γρήγορα μη σας πιάσει η νύχταraquo

Ο Πρόδρομος χάθηκε στο λιθόστρωτο που οδηγούσε μέσαστο μοναστήρι Στο μεταξύ ο επισκέπτης ταχτοποιούσε τονυφασμάτινο σάκο που κουβαλούσε στην πλάτη κι ήταν τώρααφημένος ανάμεσα στα πόδια του Συνέχισε να τους κοιτάζειμrsquo εκείνη την αφοπλιστική ηρεμία που είχαν τα μάτια του

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

14

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 14

laquoαπό πού είσαι τι είσαιraquo ρώτησε ο αρχοντάρης τονίζονταςτις τελευταίες συλλαβές και υψώνοντας τη φωνή σαν να είχεμπροστά του άνθρωπο κουφό κι όχι ξενομερίτη συνόδεψε μά-λιστα τα λόγια του και με μια ανυψωτική κίνηση της παλάμης

laquoΚίεβοraquo του απάντησε απρόσμενα ο επισκέπτης και ξέχωσεένα τσαλακωμένο χαρτί απrsquo τον κόρφο του

laquoδεν είσαι αιρετικός μεγάλη η χάρη τηςraquo απάντησε ο αρ-χοντάρης και σταυροκοπήθηκε

Ο επισκέπτης όρθιος ακόμα συνέχιζε να του προτείνει τοτσαλακωμένο χαρτί Ο πορτάρης έκανε ένα βήμα μπροστά τοrsquoπιασε και πήγε να το ανοίξει Ο αρχοντάρης βιάστηκε να τουτο αρπάξει απrsquo το χέρι Ήταν κοινό μυστικό σε όλη τη μονή πωςγια τον φύλακα της πύλης τα γράμματα ήταν σαν να rsquoβλεπε παι-δικές ζωγραφιές αφού δεν τα καταλάβαινε

laquoείναι απrsquo τον ηγούμενο του αγίου Παύλουraquo είπε ο αρχο-ντάρης Ξερόβηξε κι άρχισε να διαβάζει laquoΠαρακαλείστε όλοιοι εν Αγίω Όρει αδελφοί όπως προσφέρετε κατάλυμα και άρ-τον στον Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι1 Ο εν λόγω ορθόδο-ξος αδελφός μας έχει κάνει ένα μεγάλο ταξίδι από το Κίεβοτης Μικρορωσίας2 και οδεύει προσκυνητής στους Αγίους Τό-πους Είναι δούλος του Θεού της πραγματικής πίστης ομιλείτην μικρορωσικήν και λατινικήν και γράφει όπως διαπιστώ-σαμε ιδίοις όμμασιν εκτός από την λατινικήν και την εκκλη-σιαστικήν σλαβικήνraquo

ακούστηκαν πατήματα πίσω απrsquo τον αρχοντάρη Ο δόκιμοςΠρόδρομος είχε πετάξει ως το μαγειρειό με τα ελαφρά του πό-δια και είχε γυρίσει κρατώντας ένα σκεπασμένο πήλινο κατσα-ρόλι Ο αρχοντάρης σταμάτησε το διάβασμα κι απευθύνθηκεστον δόκιμο

laquoΆμετε στην ευχή του Θεού ας αναλάβει τώρα ο ιωαννίκιος

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

15

1 Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι (1701-1747) Ουκρανός περιηγητής αρχεια-κός ερευνητής και συγγραφέας

2 Μικρορωσία η σημερινή Ουκρανία

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 15

που μπορεί μαζί του να συνεννοηθεί Πρόδρομε πες στον ιωαν-νίκιο να του κάνει υπόδειξη να βγάλει απrsquo την πλάτη του τηνκουκούλα που έχει ριγμένη στον ώμο γιατί έτσι μοιάζει προ-σκυνητής της ρώμης Πες στον γέροντα ιωαννίκιο να του το εξη-γήσει Στους αιρετικούς και στους ουνίτες η αγκαλιά της Πανα-γίας μας δε θrsquo ανοίξει ποτέ Έτσι να του πειraquo

Ο Πρόδρομος τράβηξε μπροστά κι έκανε νόημα στον Μπάρ-σκι να τον ακολουθήσει Πέρασαν μπροστά απrsquo το βορδοναρειό3

κι απrsquo το χαλκαδειό4 ο αέρας μύριζε σβουνιά και σίδερο Πα-ρακάτω προς τη μεριά της θάλασσας κατηφόριζε ένα περιβόλιμε πεζούλες γεμάτο κοντές λεμονιές

Πήραν τελικά ένα στενό μονοπάτι κι άφησαν πίσω τους τατείχη του μοναστηριού Ύστερα από λίγο χώθηκαν μες στο λα-γκάδι Πριν τους σκεπάσουν οι θόλοι των φύλλων ο νεαρόςΜπάρσκι έστρεψε πίσω το κεφάλι και είδε το μοναστήρι απόμακριά Στο σύθαμπο του δειλινού ξεχώριζαν οι πέντε τρούλοιτου καθολικού Ο μεσαίος ο πιο ψηλός σκεπασμένος όλος μελιωμένο μολύβι κοκκίνιζε στο ηλιοβασίλεμα Πέρα μακριά στηθάλασσα από το βάθος της ο ουρανός μαύριζε το βράδυ θαέφτανε με βροχή γεμάτη χοντρές σταγόνες σαν ακρίδες και θασκέπαζε όλη τη χερσόνησο

Ο Πρόδρομος βάδιζε μπροστά αρκετά γρήγορα κι είχε αρχί-σει να ψάλλει Ο Μπάρσκι φορτωμένος τον μπόγο του έσερνετο ένα πόδι που έδειχνε χτυπημένο και πάλευε να τον ακολου-θεί κατά βήμα μη βρεθεί ξαφνικά μόνος στο δάσος τώρα χω-μένοι για τα καλά κάτω απrsquo τα πυκνά δέντρα περπατούσαν στομισοσκόταδο τα πουλιά άυπνα ακόμη έπαιζαν τα μάτια τουςεδώ κι εκεί ακούγοντας τα ανθρώπινα πόδια που μπλέκοντανσε υπέργειες ρίζες και φτέρες

Κάποια στιγμή ο Πρόδρομος κοντοστάθηκε Κοίταξε πίσωτου και είδε τον ψηλό ίσκιο να τον ακολουθεί με δυσκολία τον

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

16

3 Βορδοναρειό το ημιονοστάσιο ο στάβλος της μονής4 χαλκαδειό το σιδηρουργείο της μονής

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 16

λυπήθηκε και στάθηκε να τον περιμένει Μόλις ο Μικρορώσοςτον έφτασε ο Πρόδρομος άπλωσε το χέρι να πάρει το βάρος απότην πλάτη του Ο Μπάρσκι τραβήχτηκε πίσω και αρνήθηκε ευ-γενικά μrsquo ένα κούνημα του κεφαλιού Ο Πρόδρομος αν και δενμπορούσε να ξεχωρίσει στο μισοσκόταδο τα μάτια του μπορού-σε όμως να τα φανταστεί να τον κοιτούν μrsquo εκείνο το ίδιο πείσμαόπως νωρίτερα μπροστά στην πύλη του μοναστηριού Έστρεψεαμήχανα το κεφάλι στο μονοπάτι κι άρχισε τώρα να βαδίζει πιοαργά και καθώς η όρεξή του για κάποιο δοξαστικό κοντάκιο είχεπια χαθεί ακούγονταν μόνο οι τρίλιες από τα ορνίθια και οι πα-τούσες τους που παραμέριζαν τα χορτάρια

laquoΟ γέροντας ιωαννίκιοςraquo είπε κάποια στιγμή ο δόκιμος πουδεν άντεχε πια ούτε τα πουλιά ούτε τη μεταξύ τους σιωπή laquoεί-ναι να ξέρεις παράξενος άνθρωπος Μιλάει πολλές γλώσσες ndashόταν μιλάει βέβαια γιατί του αρέσει πολύ η σιωπή και η μονα-ξιά Λένε ότι ήταν μεγάλος γιατρός άλλοι λένε πρίγκιπας κι άλ-λοι δραγουμάνος ένας Θεός ξέρειraquo

laquoευχαριστώraquo απάντησε ο Μπάρσκι στα ελληνικάlaquoΓια ποιο πράγμαraquo ρώτησε παραξενεμένος ο δόκιμοςlaquoευχαριστώraquo ξανάπε ο ΜπάρσκιΟ Μικρορώσος είχε βρει τελικά τον τρόπο να τελειώσει μια

συνομιλία που δεν είχε αρχίσει ποτέ Ύστερα από λίγο τα δέντρααραίωσαν και ξαναβγήκαν απrsquo το σκοτάδι στο λυκόφως Στηνάκρη του ξέφωτου φάνηκε ένα χαμηλό κτίσμα Η στέγη του ήτανκαλυμμένη με γκρίζα πέτρα κι ένας λιγνός καπνός ανέβαινε στοναέρα και σκόρπιζε

laquoτο κάθισμα των αγίων αποστόλωνraquo είπε ο δόκιμος καθώςάλλαζε χέρι την κατσαρόλα που κρατούσε

Ο Μπάρσκι κοντοστάθηκε και παρατήρησε το κελί στην άκρητου ξέφωτου εκείνη τη στιγμή στα χείλη του δόκιμου ήρθε ακό-μη ένας ψαλμός καθώς θα σκέφτηκε πως όταν οι άνθρωποι δεσε καταλαβαίνουν υπάρχει πάντα η χάρη της που έχει τrsquo αυτιάτης ανοιχτά Προχώρησαν ενώ κάτι χαμόκλαδα από τις κουμα-ριές στο μονοπάτι σκάλωσαν στα ρούχα τους και λίγο έλειψε μrsquo

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

17

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 17

ένα κραταιό σχίσιμο να κρατήσουν ένα κομμάτι ύφασμα και ναταράξουν τη γαλήνη του ξέφωτου

laquoSilentium sacrum5raquo ψιθύρισε ο Μπάρσκι και σταυροκοπή-θηκε

Πέρασαν μέσα από έναν μικρό κήπο με ξύλινο φράχτη κιέστριψαν προς τη θάλασσα εκεί που ατένιζε η χαμηλή πόρτατου κελιού Ένα μικρόσωμο γεροντάκι ήταν σκυμμένο πάνω στοχώμα και τους είχε γυρισμένη την πλάτη

laquoΠάλι τα μυρμήγκια σου ταΐζεις γέρονταraquo φώναξε ο δόκι-μος γελώντας χωρίς όμως να πάρει απάντηση laquoε γέροντα ευ-λόγησονraquo ξαναφώναξε ο δόκιμος

laquoΟ Κύριοςraquo απάντησε η φωνήlaquoΈχεις επισκέπτη γέροντα Ο αρχοντάρης σού παραγγέλ-

νειraquoτο κυρτωμένο ράσο ανασηκώθηκε κι ο μικρόσωμος καλόγε-

ρος στάθηκε όρθιος στο κατώφλιlaquoτrsquo αηδόνια σου τι κάνουνraquo ρώτησε ο δόκιμος περιπαιχτικάlaquoδοξολογούν τον Ύψιστο νεαρέraquo του απάντησε κοφτά ο γέ-

ρονταςΟ Μπάρσκι πρόσεξε το πρόσωπο του καλόγερου εκτός απrsquo

το στέγνωμα των γηρατειών έδειχνε πως ήταν σημαδεμένοπαρrsquo όλο που έκρυβε το περισσότερο μια μακριά γενειάδα πουέφτανε ως το στήθος τον παρατήρησε λίγο καλύτερα και είδεπως το δέρμα του με τα χρόνια είχε ζαρώσει και σκληρύνει ΟΒασίλι Μπάρσκι κατάλαβε πως ο καλόγερος ήταν πολύ γέροςκαι σαν νrsquo ανατρίχιασε ndash οίκτος και φόβος απrsquo το πέρασμα τουχρόνου άγρια ιερότητα και κατάνυξη για τα πάθη της σάρκαςκαι τη φθορά Ήταν επιπλέον και η κούραση που του έφερνε ρί-γη και το αριστερό του πόδι που πονούσε

Ο δόκιμος προχώρησε και πλησιάζοντας τον γέροντα άρχισενα του μιλάει ψιθυριστά Ο καλόγερος άφησε να πέσουν τα υπό-λοιπα ψίχουλα από το χέρι του στο χώμα και κράτησε το τσου-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

18

5 Silentium sacrum ιερή σιωπή

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 18

κάλι που του είχαν φέρει Ο Μπάρσκι εκείνη τη στιγμή αιφνι-διαστικά και αναίτια αναπόλησε το σπίτι του Μήνες πολλούςτώρα στους δρόμους συχνά αναρωτιόταν τι να κάνει η μάνα τουαν κλαίει σιωπηλά κι αν ο πατέρας του τον είχε συγχωρήσειπου είχε φύγει έτσι σαν κλέφτης Θέλοντας να αποδιώξει τηναιφνίδια νοσταλγία βιάστηκε να χαιρετήσει

laquoPax tecumraquo φώναξεlaquoEt cum spiritu tuo6raquo απάντησε ο ιωαννίκιος χαμηλώνοντας

ταπεινά το κεφάλιτην ώρα που ο δόκιμος άνοιξε το βήμα του κι έφυγε για το

μοναστήρι ο Μπάρσκι αναθάρρησε και ρώτησε τον γέροντα ndashστα λατινικά πάντα

laquoτι πουλιά κελαηδούσαν επάνω απrsquo το κεφάλι μας στο δά-σος αηδόνιαraquo

laquoτα αηδόνια έφυγαν γιατί χειμωνιάζειraquo του απάντησε ο ιωαν-νίκιος και του έδειξε με την παλάμη του το άνοιγμα της χαμηλήςπόρτας

ΰΌταν το μεγάλο κούτσουρο έπεσε και θρυμματίστηκε ο ιωαν-νίκιος τράβηξε τη χύτρα από την πυροστιά Με αργές κινήσειςέχυσε ζεστό νερό στη λεκάνη που βρισκόταν μπροστά στα πόδιατου Μπάρσκι και το μικρό κελί γέμισε αχνούς

laquoΒγάλε τα ποδήματά σουraquo του είπε και περπάτησε με τα δι-κά του συρτοπάπουτσα προς τα ράφια στη γωνιά της κάμαρας

Ο Μπάρσκι όλη αυτήν την ώρα τον παρατηρούσε αμήχανοςκαι σιωπηλός Πρόσεξε μια σειρά από ομοιόμορφα μικρά δο-χεία κι αφού τον είδε να ξεχωρίζει ένα από αυτά ο καλόγεροςήρθε προς το μέρος του

laquoακόμα δεν τα rsquoβγαλεςraquo τον ρώτησεΥπάκουσε κι έσκυψε να βγάλει τα στιβάλια απrsquo τα πληγω-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

19

6 Pax tecum Et cum spiritu tuo ειρήνη ημίν Και σε σένα (τυπικός χαιρε-τισμός στην Καθολική εκκλησία)

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 19

μένα πόδια του Με χέρι που έτρεμε ο ιωαννίκιος έπιασε με τατρία δάχτυλα όπως προσευχόταν λίγο ξεραμένο βότανο και τοέριξε μέσα στο βραστό νερό Ο Βασίλι Μπάρσκι συνέχιζε νααποφεύγει το βλέμμα του

laquoτέντωσε να δωraquo του είπε κι έπιασε το πληγωμένο πόδι μετο χέρι του

laquoΠονάει γέροντα εδώ και μέρες απrsquo τη Σαλονίκη ακόμαόπου έμεινα ένα βράδυraquo

τα μάτια του ιωαννίκιου το περιεργάστηκαν κι ύστερα άπλω-σε το χέρι και συμπλήρωσε κρύο νερό στη λεκάνη απrsquo το λαγήνιπου έστεκε δίπλα στο σκαμνί δοκίμασε λίγο το νερό με τα δά-χτυλα κι ύστερα του έκανε νόημα να βουτήξει μέσα τα πόδια

Όταν λίγο αργότερα ήρθε η βροχή του είχε γυρισμένη τηνπλάτη καθώς ετοίμαζε το φαγητό πάνω στο τραπέζι το κελί εί-χε μόνο ένα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμι οι αστραπές της θά-λασσας κάθε τόσο το φώτιζαν ενώ ο αέρας έφερνε μέσα τη μυ-ρωδιά απrsquo το βρεγμένο χώμα

laquoΓέροντα η νύχτα ήρθε για τα καλά δε θα πέσεις είναι αρ-γάraquo

laquoΚοιμάμαι λίγοraquo του απάντησε έχοντας ακόμη την πλάτηγυρισμένη

laquoΠροσεύχεσαιraquolaquoΠροσεύχομαι και σκέφτομαιraquolaquoΣτους δώδεκα αποστόλουςraquolaquoΣτον ουρανόraquoΗ λέξη ουρανός θύμισε για μια στιγμή στον νεαρό επισκέπτη

το απόσπασμα από κείνον τον γνωστό ύμνο που του είχαν μάθειστην ακαδημία των ιησουιτών του Λβωφ όσο έμεινε βέβαια εκείπριν τον διώξουν Έλεγε ο ύμνος Ave Maria Regina caelorum7 εδώκαι λίγες μέρες που είχε μπει στον Άθω οι μνήμες της πατρίδαςτου εισορμούσαν απρόσκλητες

Έσκυψε κι άρχισε να τρίβει απαλά το πονεμένο πόδι του μέ-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

20

7 Ave Maria Regina caelorum Χαίρε Μαρία βασίλισσα των ουρανών

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 20

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΖΟΥΡΓΟΣ

ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟΤΟΥ ΜΑΤΙΑΣ ΑΛΜΟΣΙΝΟ

Μυθιστόρημα

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 5

Tο παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις τηςελληνικής νομοθεσίας (N 21211993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας Aπαγορεύεται απολύτωςάνευ γραπτής αδείας του εκδότη η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρο νι-κό μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή εκ-μίσθωση ή δανεισμός μετάφραση διασκευή αναμετάδοση στο κοινό σε οποια-δήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου

Eκδόσεις Πατάκη ndash Σύγχρονη Ελληνική ΛογοτεχνίαΠεζογραφία ndash 335

Ισίδωρος Ζουργός Σκηνές από τον βίο του Ματίας ΑλμοσίνοYπεύθυνος έκδοσης Kώστας Γιαννόπουλος

Διορθώσεις Μαρία ΡάμμουΣελιδοποίηση laquoΦΑΣΜΑraquo ΑΦΟΙ Kαπένη Κ amp Α ΟΕ

Φιλμ μοντάζ Μαρία Ποινιού-ΡένεσηCopyright copy Σ Πατάκης AEEΔE (Eκδόσεις Πατάκη) και

Ισίδωρος Ζουργός Aθήνα 2014Πρώτη έκδοση από τις Eκδόσεις Πατάκη Aθήνα Μάρτιος 2014

ΚΕΤ 8963 ΚΕΠ 123 14ISBN 978-960-16-5441-6

ΠANAΓH TΣAΛΔAPH (ΠPΩHN ΠEIPAIΩΣ) 38 104 37 AΘHNATHΛ 2103650000 8011002665 2105205600 ΦAΞ 2103650069

KENTPIKH ΔIAΘEΣH EMM MΠENAKH 16 106 78 AΘHNA THΛ 2103831078YΠOKMA ΚΟΡΥΤΣΑΣ (ΤΕΡΜΑ ΠΟΝΤΟΥ ndash ΠΕΡΙΟΧΗ Βacute ΚΤΕΟ) 570 09 ΚΑΛΟΧΩΡΙ ΘEΣΣΑΛΟNIKHΣ ΤΘ 1213

THΛ 2310706354 2310706715 2310755175 ΦAΞ 2310706355Web site httpwwwpatakisgr bull e-mail info patakisgr sales patakisgr

Θέση υπογραφής δικαιούχου δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίαςεφόσον αυτή προβλέπεται από τη σύμβαση

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 6

στη Γεωργία

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 7

Ευχαριστίες στους Ίωνα Βασιλειάδη Θανάση Γεωρ-γίου Κώστα Δρουγαλά Γιάννη Ζορπίδη Νίκο ΘωμάΓιώργο Καραδήμο Ευαγγελία Κράις Θεοδόση ΚώτταΜαρία Ράμμου Έφη Σπέντζου Δημήτρη και Πανα-γιώτη Τριανταφύλλου Νώντα Τσίγκα όπως και στοπροσωπικό του Αρχείου Χαρτογραφικής Κληρονομιάςστη Θεσσαλονίκη

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 8

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ένας επισκέπτης 13Artes moriendi 27Mουλάρια και άμαξες 82Primavera et variola 136Συγκεχυμένη παράσταση 185Μάσκες 274Lux perpetua 301Ψωμί 359Βαρτάγγελος Νταβιτσέντσα 415Πύλες και πόρτες 485Sine cera 517Σrsquo ακολουθώ 566Μια σκιά στις σκάλες 592Ars amatoria 614Ένας πρίγκιπας 661Ένας βασιλιάς 687Εγώ ο αδελφός Ιωαννίκιος 738Ο επισκέπτης 767

Σημείωμα του συγγραφέα 775

Πηγές - Οφειλές 777

9

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 9

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 10

Τα πόδια μου τριγυρνάνε πάνω στον κόσμο σαν έντομα μέσα σrsquo ένα ψαλτήρι

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ Η άβυσσοςμτφ Ιωάννα Χατζηνικολή

Πλανιέμαι σαν το μυρμήγκι στην απαλάμη του Θεούόπου βρω δρόμο τον ακολουθώhellip

Μήτσος ΑλεξανδρόπουλοςΣκηνές από το βίο του Μάξιμου του Γραικού

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 11

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 12

Ένας επισκέπτης

Μονή Διονυσίου Άγιο Όρος Οκτώβριος 1725

Ον ειδαν να ερχεται από τη μεριά που στρίβει τομονοπάτι εκεί στο γόνατο της ανηφόρας Ο αδελφόςΠρόδρομος έβαλε την παλάμη σκέπαστρο στα μάτια

γιατί ο ήλιος του απογεύματος κόκκινος ως τα έγκατα του τύ-φλωνε τα μάτια εκεί όπου στέκονταν οι αδελφοί στους στεγα-σμένους εξώστες φυσούσε από τη θάλασσα Ήταν οι τελευταίοικυματισμοί της πριν από το σούρουπο όταν συνήθως τα νεράγαληνεύουν Ο ιερομόναχος Σέργιος έσφιξε με το σχοινί πάνωστο κορμί του το ράσο γιατί όσο η μέρα χανόταν η ψύχρα γι-νόταν ολοένα και πιο αισθητή

Οι δυο καλόγεροι έστεκαν σιωπηλοί εδώ και λίγη ώρα ακου-μπώντας στα ξύλινα κάγκελα των μπαλκονιών που μετεωρίζο-νταν πάνω από την άβυσσο του γκρεμού Μετά το απόδειπνοκαι πριν από τον ερχομό της νύχτας οι δουλειές στο μοναστήρισταματούσαν Η πόρτα του καθολικού ήταν ακόμα ανοιχτή καιοι ευωδιές από το λιβάνι και τα θυμιάματα σκορπίζονταν σε όλητην αυλή αρκετοί αδελφοί σε μικρές παρέες συζητούσαν χα-μηλόφωνα μέχρι να πέσει το σκοτάδι

laquoΠρόδρομε πήγαινε να ειδοποιήσεις τον αρχοντάρη έχουμεεπισκέπτηraquo

Έξω από την πύλη ο ξένος είχε καθίσει πάνω στο χείλος τηςμεγάλης γούρνας και ρούφαγε λαίμαργα νερό απrsquo το μπακιρένιο

13

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 13

τάσι Ο πορτάρης ο θυρωρός της πύλης τον παρατηρούσε σιω-πηλός παίζοντας στα χοντρά του δάχτυλα το κομποσκοίνι Ηπρώτη προσπάθεια να συνεννοηθεί μαζί του είχε αποτύχει Οεπισκέπτης ήταν ένας νεαρός ψηλός άντρας μελαχρινός με σμι-χτά πυκνά φρύδια Έμοιαζε ρωμιός αλλά δεν ήταν Μιλούσεδυο άλλες γλώσσες πότε τη μια και πότε την άλλη κι αυτό είχεκάνει τον πορτάρη να χάσει την υπομονή του

laquoΛατίνος μού φαίνεσαι έχεις κι αυτήν την κουκούλα στην πλά-τη γενιά και σπορά των αιρετικώνraquo μουρμούρισε ο πορτάρης

Ο νεαρός σκούπισε από τα γένια του τις σταγόνες του νερούπου είχαν κυλήσει από το τάσι και τον κοίταξε αθώα με τα κα-στανά του μάτια αδυνατούσε να του απαντήσει ndash τι άραγεαφού δεν είχε καταλάβει Έστεκε τώρα μπροστά στην πύλη γα-λήνιος τα μάτια του όμως μιλούσαν κι άλλες γλώσσες

ακούστηκαν πατήματα από το εσωτερικό του μοναστηριούΟ Πρόδρομος με τον αρχοντάρη εμφανίστηκαν κι άρχισαν ναπαρατηρούν αμίλητοι τον νεαρό επισκέπτη ακουγόταν μόνο τονερό της κρήνης που έπεφτε με ορμή μέσα στη γούρνα

laquoΒενετσιάνικα μιλάειraquo σχολίασε ο πορτάρηςΟ αρχοντάρης τον περιεργάστηκε λίγο ακόμη το πανωφόρι

του ήταν ξεθωριασμένο από τον ήλιο και γεμάτο σκόνη και απότο ένα του στιβάλι που είχε τρυπήσει στον δρόμο ξεχώριζανδυο λασπωμένα δάχτυλα

laquoΈνας μόνο θα μπορέσει να συνεννοηθεί μαζί τουraquo είπε οαρχοντάρης κι έστρεψε το κεφάλι του στον Πρόδρομο

laquoΚατάλαβα γέρονταraquo απάντησε με κατεβασμένο το κεφάλιο δόκιμος μοναχός

laquoΦέρε πρώτα ψωμί ελιές κι ότι άλλο βρεις στο μαγερειό καικατέβα γρήγορα μη σας πιάσει η νύχταraquo

Ο Πρόδρομος χάθηκε στο λιθόστρωτο που οδηγούσε μέσαστο μοναστήρι Στο μεταξύ ο επισκέπτης ταχτοποιούσε τονυφασμάτινο σάκο που κουβαλούσε στην πλάτη κι ήταν τώρααφημένος ανάμεσα στα πόδια του Συνέχισε να τους κοιτάζειμrsquo εκείνη την αφοπλιστική ηρεμία που είχαν τα μάτια του

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

14

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 14

laquoαπό πού είσαι τι είσαιraquo ρώτησε ο αρχοντάρης τονίζονταςτις τελευταίες συλλαβές και υψώνοντας τη φωνή σαν να είχεμπροστά του άνθρωπο κουφό κι όχι ξενομερίτη συνόδεψε μά-λιστα τα λόγια του και με μια ανυψωτική κίνηση της παλάμης

laquoΚίεβοraquo του απάντησε απρόσμενα ο επισκέπτης και ξέχωσεένα τσαλακωμένο χαρτί απrsquo τον κόρφο του

laquoδεν είσαι αιρετικός μεγάλη η χάρη τηςraquo απάντησε ο αρ-χοντάρης και σταυροκοπήθηκε

Ο επισκέπτης όρθιος ακόμα συνέχιζε να του προτείνει τοτσαλακωμένο χαρτί Ο πορτάρης έκανε ένα βήμα μπροστά τοrsquoπιασε και πήγε να το ανοίξει Ο αρχοντάρης βιάστηκε να τουτο αρπάξει απrsquo το χέρι Ήταν κοινό μυστικό σε όλη τη μονή πωςγια τον φύλακα της πύλης τα γράμματα ήταν σαν να rsquoβλεπε παι-δικές ζωγραφιές αφού δεν τα καταλάβαινε

laquoείναι απrsquo τον ηγούμενο του αγίου Παύλουraquo είπε ο αρχο-ντάρης Ξερόβηξε κι άρχισε να διαβάζει laquoΠαρακαλείστε όλοιοι εν Αγίω Όρει αδελφοί όπως προσφέρετε κατάλυμα και άρ-τον στον Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι1 Ο εν λόγω ορθόδο-ξος αδελφός μας έχει κάνει ένα μεγάλο ταξίδι από το Κίεβοτης Μικρορωσίας2 και οδεύει προσκυνητής στους Αγίους Τό-πους Είναι δούλος του Θεού της πραγματικής πίστης ομιλείτην μικρορωσικήν και λατινικήν και γράφει όπως διαπιστώ-σαμε ιδίοις όμμασιν εκτός από την λατινικήν και την εκκλη-σιαστικήν σλαβικήνraquo

ακούστηκαν πατήματα πίσω απrsquo τον αρχοντάρη Ο δόκιμοςΠρόδρομος είχε πετάξει ως το μαγειρειό με τα ελαφρά του πό-δια και είχε γυρίσει κρατώντας ένα σκεπασμένο πήλινο κατσα-ρόλι Ο αρχοντάρης σταμάτησε το διάβασμα κι απευθύνθηκεστον δόκιμο

laquoΆμετε στην ευχή του Θεού ας αναλάβει τώρα ο ιωαννίκιος

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

15

1 Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι (1701-1747) Ουκρανός περιηγητής αρχεια-κός ερευνητής και συγγραφέας

2 Μικρορωσία η σημερινή Ουκρανία

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 15

που μπορεί μαζί του να συνεννοηθεί Πρόδρομε πες στον ιωαν-νίκιο να του κάνει υπόδειξη να βγάλει απrsquo την πλάτη του τηνκουκούλα που έχει ριγμένη στον ώμο γιατί έτσι μοιάζει προ-σκυνητής της ρώμης Πες στον γέροντα ιωαννίκιο να του το εξη-γήσει Στους αιρετικούς και στους ουνίτες η αγκαλιά της Πανα-γίας μας δε θrsquo ανοίξει ποτέ Έτσι να του πειraquo

Ο Πρόδρομος τράβηξε μπροστά κι έκανε νόημα στον Μπάρ-σκι να τον ακολουθήσει Πέρασαν μπροστά απrsquo το βορδοναρειό3

κι απrsquo το χαλκαδειό4 ο αέρας μύριζε σβουνιά και σίδερο Πα-ρακάτω προς τη μεριά της θάλασσας κατηφόριζε ένα περιβόλιμε πεζούλες γεμάτο κοντές λεμονιές

Πήραν τελικά ένα στενό μονοπάτι κι άφησαν πίσω τους τατείχη του μοναστηριού Ύστερα από λίγο χώθηκαν μες στο λα-γκάδι Πριν τους σκεπάσουν οι θόλοι των φύλλων ο νεαρόςΜπάρσκι έστρεψε πίσω το κεφάλι και είδε το μοναστήρι απόμακριά Στο σύθαμπο του δειλινού ξεχώριζαν οι πέντε τρούλοιτου καθολικού Ο μεσαίος ο πιο ψηλός σκεπασμένος όλος μελιωμένο μολύβι κοκκίνιζε στο ηλιοβασίλεμα Πέρα μακριά στηθάλασσα από το βάθος της ο ουρανός μαύριζε το βράδυ θαέφτανε με βροχή γεμάτη χοντρές σταγόνες σαν ακρίδες και θασκέπαζε όλη τη χερσόνησο

Ο Πρόδρομος βάδιζε μπροστά αρκετά γρήγορα κι είχε αρχί-σει να ψάλλει Ο Μπάρσκι φορτωμένος τον μπόγο του έσερνετο ένα πόδι που έδειχνε χτυπημένο και πάλευε να τον ακολου-θεί κατά βήμα μη βρεθεί ξαφνικά μόνος στο δάσος τώρα χω-μένοι για τα καλά κάτω απrsquo τα πυκνά δέντρα περπατούσαν στομισοσκόταδο τα πουλιά άυπνα ακόμη έπαιζαν τα μάτια τουςεδώ κι εκεί ακούγοντας τα ανθρώπινα πόδια που μπλέκοντανσε υπέργειες ρίζες και φτέρες

Κάποια στιγμή ο Πρόδρομος κοντοστάθηκε Κοίταξε πίσωτου και είδε τον ψηλό ίσκιο να τον ακολουθεί με δυσκολία τον

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

16

3 Βορδοναρειό το ημιονοστάσιο ο στάβλος της μονής4 χαλκαδειό το σιδηρουργείο της μονής

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 16

λυπήθηκε και στάθηκε να τον περιμένει Μόλις ο Μικρορώσοςτον έφτασε ο Πρόδρομος άπλωσε το χέρι να πάρει το βάρος απότην πλάτη του Ο Μπάρσκι τραβήχτηκε πίσω και αρνήθηκε ευ-γενικά μrsquo ένα κούνημα του κεφαλιού Ο Πρόδρομος αν και δενμπορούσε να ξεχωρίσει στο μισοσκόταδο τα μάτια του μπορού-σε όμως να τα φανταστεί να τον κοιτούν μrsquo εκείνο το ίδιο πείσμαόπως νωρίτερα μπροστά στην πύλη του μοναστηριού Έστρεψεαμήχανα το κεφάλι στο μονοπάτι κι άρχισε τώρα να βαδίζει πιοαργά και καθώς η όρεξή του για κάποιο δοξαστικό κοντάκιο είχεπια χαθεί ακούγονταν μόνο οι τρίλιες από τα ορνίθια και οι πα-τούσες τους που παραμέριζαν τα χορτάρια

laquoΟ γέροντας ιωαννίκιοςraquo είπε κάποια στιγμή ο δόκιμος πουδεν άντεχε πια ούτε τα πουλιά ούτε τη μεταξύ τους σιωπή laquoεί-ναι να ξέρεις παράξενος άνθρωπος Μιλάει πολλές γλώσσες ndashόταν μιλάει βέβαια γιατί του αρέσει πολύ η σιωπή και η μονα-ξιά Λένε ότι ήταν μεγάλος γιατρός άλλοι λένε πρίγκιπας κι άλ-λοι δραγουμάνος ένας Θεός ξέρειraquo

laquoευχαριστώraquo απάντησε ο Μπάρσκι στα ελληνικάlaquoΓια ποιο πράγμαraquo ρώτησε παραξενεμένος ο δόκιμοςlaquoευχαριστώraquo ξανάπε ο ΜπάρσκιΟ Μικρορώσος είχε βρει τελικά τον τρόπο να τελειώσει μια

συνομιλία που δεν είχε αρχίσει ποτέ Ύστερα από λίγο τα δέντρααραίωσαν και ξαναβγήκαν απrsquo το σκοτάδι στο λυκόφως Στηνάκρη του ξέφωτου φάνηκε ένα χαμηλό κτίσμα Η στέγη του ήτανκαλυμμένη με γκρίζα πέτρα κι ένας λιγνός καπνός ανέβαινε στοναέρα και σκόρπιζε

laquoτο κάθισμα των αγίων αποστόλωνraquo είπε ο δόκιμος καθώςάλλαζε χέρι την κατσαρόλα που κρατούσε

Ο Μπάρσκι κοντοστάθηκε και παρατήρησε το κελί στην άκρητου ξέφωτου εκείνη τη στιγμή στα χείλη του δόκιμου ήρθε ακό-μη ένας ψαλμός καθώς θα σκέφτηκε πως όταν οι άνθρωποι δεσε καταλαβαίνουν υπάρχει πάντα η χάρη της που έχει τrsquo αυτιάτης ανοιχτά Προχώρησαν ενώ κάτι χαμόκλαδα από τις κουμα-ριές στο μονοπάτι σκάλωσαν στα ρούχα τους και λίγο έλειψε μrsquo

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

17

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 17

ένα κραταιό σχίσιμο να κρατήσουν ένα κομμάτι ύφασμα και ναταράξουν τη γαλήνη του ξέφωτου

laquoSilentium sacrum5raquo ψιθύρισε ο Μπάρσκι και σταυροκοπή-θηκε

Πέρασαν μέσα από έναν μικρό κήπο με ξύλινο φράχτη κιέστριψαν προς τη θάλασσα εκεί που ατένιζε η χαμηλή πόρτατου κελιού Ένα μικρόσωμο γεροντάκι ήταν σκυμμένο πάνω στοχώμα και τους είχε γυρισμένη την πλάτη

laquoΠάλι τα μυρμήγκια σου ταΐζεις γέρονταraquo φώναξε ο δόκι-μος γελώντας χωρίς όμως να πάρει απάντηση laquoε γέροντα ευ-λόγησονraquo ξαναφώναξε ο δόκιμος

laquoΟ Κύριοςraquo απάντησε η φωνήlaquoΈχεις επισκέπτη γέροντα Ο αρχοντάρης σού παραγγέλ-

νειraquoτο κυρτωμένο ράσο ανασηκώθηκε κι ο μικρόσωμος καλόγε-

ρος στάθηκε όρθιος στο κατώφλιlaquoτrsquo αηδόνια σου τι κάνουνraquo ρώτησε ο δόκιμος περιπαιχτικάlaquoδοξολογούν τον Ύψιστο νεαρέraquo του απάντησε κοφτά ο γέ-

ρονταςΟ Μπάρσκι πρόσεξε το πρόσωπο του καλόγερου εκτός απrsquo

το στέγνωμα των γηρατειών έδειχνε πως ήταν σημαδεμένοπαρrsquo όλο που έκρυβε το περισσότερο μια μακριά γενειάδα πουέφτανε ως το στήθος τον παρατήρησε λίγο καλύτερα και είδεπως το δέρμα του με τα χρόνια είχε ζαρώσει και σκληρύνει ΟΒασίλι Μπάρσκι κατάλαβε πως ο καλόγερος ήταν πολύ γέροςκαι σαν νrsquo ανατρίχιασε ndash οίκτος και φόβος απrsquo το πέρασμα τουχρόνου άγρια ιερότητα και κατάνυξη για τα πάθη της σάρκαςκαι τη φθορά Ήταν επιπλέον και η κούραση που του έφερνε ρί-γη και το αριστερό του πόδι που πονούσε

Ο δόκιμος προχώρησε και πλησιάζοντας τον γέροντα άρχισενα του μιλάει ψιθυριστά Ο καλόγερος άφησε να πέσουν τα υπό-λοιπα ψίχουλα από το χέρι του στο χώμα και κράτησε το τσου-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

18

5 Silentium sacrum ιερή σιωπή

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 18

κάλι που του είχαν φέρει Ο Μπάρσκι εκείνη τη στιγμή αιφνι-διαστικά και αναίτια αναπόλησε το σπίτι του Μήνες πολλούςτώρα στους δρόμους συχνά αναρωτιόταν τι να κάνει η μάνα τουαν κλαίει σιωπηλά κι αν ο πατέρας του τον είχε συγχωρήσειπου είχε φύγει έτσι σαν κλέφτης Θέλοντας να αποδιώξει τηναιφνίδια νοσταλγία βιάστηκε να χαιρετήσει

laquoPax tecumraquo φώναξεlaquoEt cum spiritu tuo6raquo απάντησε ο ιωαννίκιος χαμηλώνοντας

ταπεινά το κεφάλιτην ώρα που ο δόκιμος άνοιξε το βήμα του κι έφυγε για το

μοναστήρι ο Μπάρσκι αναθάρρησε και ρώτησε τον γέροντα ndashστα λατινικά πάντα

laquoτι πουλιά κελαηδούσαν επάνω απrsquo το κεφάλι μας στο δά-σος αηδόνιαraquo

laquoτα αηδόνια έφυγαν γιατί χειμωνιάζειraquo του απάντησε ο ιωαν-νίκιος και του έδειξε με την παλάμη του το άνοιγμα της χαμηλήςπόρτας

ΰΌταν το μεγάλο κούτσουρο έπεσε και θρυμματίστηκε ο ιωαν-νίκιος τράβηξε τη χύτρα από την πυροστιά Με αργές κινήσειςέχυσε ζεστό νερό στη λεκάνη που βρισκόταν μπροστά στα πόδιατου Μπάρσκι και το μικρό κελί γέμισε αχνούς

laquoΒγάλε τα ποδήματά σουraquo του είπε και περπάτησε με τα δι-κά του συρτοπάπουτσα προς τα ράφια στη γωνιά της κάμαρας

Ο Μπάρσκι όλη αυτήν την ώρα τον παρατηρούσε αμήχανοςκαι σιωπηλός Πρόσεξε μια σειρά από ομοιόμορφα μικρά δο-χεία κι αφού τον είδε να ξεχωρίζει ένα από αυτά ο καλόγεροςήρθε προς το μέρος του

laquoακόμα δεν τα rsquoβγαλεςraquo τον ρώτησεΥπάκουσε κι έσκυψε να βγάλει τα στιβάλια απrsquo τα πληγω-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

19

6 Pax tecum Et cum spiritu tuo ειρήνη ημίν Και σε σένα (τυπικός χαιρε-τισμός στην Καθολική εκκλησία)

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 19

μένα πόδια του Με χέρι που έτρεμε ο ιωαννίκιος έπιασε με τατρία δάχτυλα όπως προσευχόταν λίγο ξεραμένο βότανο και τοέριξε μέσα στο βραστό νερό Ο Βασίλι Μπάρσκι συνέχιζε νααποφεύγει το βλέμμα του

laquoτέντωσε να δωraquo του είπε κι έπιασε το πληγωμένο πόδι μετο χέρι του

laquoΠονάει γέροντα εδώ και μέρες απrsquo τη Σαλονίκη ακόμαόπου έμεινα ένα βράδυraquo

τα μάτια του ιωαννίκιου το περιεργάστηκαν κι ύστερα άπλω-σε το χέρι και συμπλήρωσε κρύο νερό στη λεκάνη απrsquo το λαγήνιπου έστεκε δίπλα στο σκαμνί δοκίμασε λίγο το νερό με τα δά-χτυλα κι ύστερα του έκανε νόημα να βουτήξει μέσα τα πόδια

Όταν λίγο αργότερα ήρθε η βροχή του είχε γυρισμένη τηνπλάτη καθώς ετοίμαζε το φαγητό πάνω στο τραπέζι το κελί εί-χε μόνο ένα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμι οι αστραπές της θά-λασσας κάθε τόσο το φώτιζαν ενώ ο αέρας έφερνε μέσα τη μυ-ρωδιά απrsquo το βρεγμένο χώμα

laquoΓέροντα η νύχτα ήρθε για τα καλά δε θα πέσεις είναι αρ-γάraquo

laquoΚοιμάμαι λίγοraquo του απάντησε έχοντας ακόμη την πλάτηγυρισμένη

laquoΠροσεύχεσαιraquolaquoΠροσεύχομαι και σκέφτομαιraquolaquoΣτους δώδεκα αποστόλουςraquolaquoΣτον ουρανόraquoΗ λέξη ουρανός θύμισε για μια στιγμή στον νεαρό επισκέπτη

το απόσπασμα από κείνον τον γνωστό ύμνο που του είχαν μάθειστην ακαδημία των ιησουιτών του Λβωφ όσο έμεινε βέβαια εκείπριν τον διώξουν Έλεγε ο ύμνος Ave Maria Regina caelorum7 εδώκαι λίγες μέρες που είχε μπει στον Άθω οι μνήμες της πατρίδαςτου εισορμούσαν απρόσκλητες

Έσκυψε κι άρχισε να τρίβει απαλά το πονεμένο πόδι του μέ-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

20

7 Ave Maria Regina caelorum Χαίρε Μαρία βασίλισσα των ουρανών

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 20

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

Tο παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις τηςελληνικής νομοθεσίας (N 21211993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας Aπαγορεύεται απολύτωςάνευ γραπτής αδείας του εκδότη η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρο νι-κό μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή εκ-μίσθωση ή δανεισμός μετάφραση διασκευή αναμετάδοση στο κοινό σε οποια-δήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου

Eκδόσεις Πατάκη ndash Σύγχρονη Ελληνική ΛογοτεχνίαΠεζογραφία ndash 335

Ισίδωρος Ζουργός Σκηνές από τον βίο του Ματίας ΑλμοσίνοYπεύθυνος έκδοσης Kώστας Γιαννόπουλος

Διορθώσεις Μαρία ΡάμμουΣελιδοποίηση laquoΦΑΣΜΑraquo ΑΦΟΙ Kαπένη Κ amp Α ΟΕ

Φιλμ μοντάζ Μαρία Ποινιού-ΡένεσηCopyright copy Σ Πατάκης AEEΔE (Eκδόσεις Πατάκη) και

Ισίδωρος Ζουργός Aθήνα 2014Πρώτη έκδοση από τις Eκδόσεις Πατάκη Aθήνα Μάρτιος 2014

ΚΕΤ 8963 ΚΕΠ 123 14ISBN 978-960-16-5441-6

ΠANAΓH TΣAΛΔAPH (ΠPΩHN ΠEIPAIΩΣ) 38 104 37 AΘHNATHΛ 2103650000 8011002665 2105205600 ΦAΞ 2103650069

KENTPIKH ΔIAΘEΣH EMM MΠENAKH 16 106 78 AΘHNA THΛ 2103831078YΠOKMA ΚΟΡΥΤΣΑΣ (ΤΕΡΜΑ ΠΟΝΤΟΥ ndash ΠΕΡΙΟΧΗ Βacute ΚΤΕΟ) 570 09 ΚΑΛΟΧΩΡΙ ΘEΣΣΑΛΟNIKHΣ ΤΘ 1213

THΛ 2310706354 2310706715 2310755175 ΦAΞ 2310706355Web site httpwwwpatakisgr bull e-mail info patakisgr sales patakisgr

Θέση υπογραφής δικαιούχου δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίαςεφόσον αυτή προβλέπεται από τη σύμβαση

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 6

στη Γεωργία

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 7

Ευχαριστίες στους Ίωνα Βασιλειάδη Θανάση Γεωρ-γίου Κώστα Δρουγαλά Γιάννη Ζορπίδη Νίκο ΘωμάΓιώργο Καραδήμο Ευαγγελία Κράις Θεοδόση ΚώτταΜαρία Ράμμου Έφη Σπέντζου Δημήτρη και Πανα-γιώτη Τριανταφύλλου Νώντα Τσίγκα όπως και στοπροσωπικό του Αρχείου Χαρτογραφικής Κληρονομιάςστη Θεσσαλονίκη

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 8

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ένας επισκέπτης 13Artes moriendi 27Mουλάρια και άμαξες 82Primavera et variola 136Συγκεχυμένη παράσταση 185Μάσκες 274Lux perpetua 301Ψωμί 359Βαρτάγγελος Νταβιτσέντσα 415Πύλες και πόρτες 485Sine cera 517Σrsquo ακολουθώ 566Μια σκιά στις σκάλες 592Ars amatoria 614Ένας πρίγκιπας 661Ένας βασιλιάς 687Εγώ ο αδελφός Ιωαννίκιος 738Ο επισκέπτης 767

Σημείωμα του συγγραφέα 775

Πηγές - Οφειλές 777

9

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 9

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 10

Τα πόδια μου τριγυρνάνε πάνω στον κόσμο σαν έντομα μέσα σrsquo ένα ψαλτήρι

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ Η άβυσσοςμτφ Ιωάννα Χατζηνικολή

Πλανιέμαι σαν το μυρμήγκι στην απαλάμη του Θεούόπου βρω δρόμο τον ακολουθώhellip

Μήτσος ΑλεξανδρόπουλοςΣκηνές από το βίο του Μάξιμου του Γραικού

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 11

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 12

Ένας επισκέπτης

Μονή Διονυσίου Άγιο Όρος Οκτώβριος 1725

Ον ειδαν να ερχεται από τη μεριά που στρίβει τομονοπάτι εκεί στο γόνατο της ανηφόρας Ο αδελφόςΠρόδρομος έβαλε την παλάμη σκέπαστρο στα μάτια

γιατί ο ήλιος του απογεύματος κόκκινος ως τα έγκατα του τύ-φλωνε τα μάτια εκεί όπου στέκονταν οι αδελφοί στους στεγα-σμένους εξώστες φυσούσε από τη θάλασσα Ήταν οι τελευταίοικυματισμοί της πριν από το σούρουπο όταν συνήθως τα νεράγαληνεύουν Ο ιερομόναχος Σέργιος έσφιξε με το σχοινί πάνωστο κορμί του το ράσο γιατί όσο η μέρα χανόταν η ψύχρα γι-νόταν ολοένα και πιο αισθητή

Οι δυο καλόγεροι έστεκαν σιωπηλοί εδώ και λίγη ώρα ακου-μπώντας στα ξύλινα κάγκελα των μπαλκονιών που μετεωρίζο-νταν πάνω από την άβυσσο του γκρεμού Μετά το απόδειπνοκαι πριν από τον ερχομό της νύχτας οι δουλειές στο μοναστήρισταματούσαν Η πόρτα του καθολικού ήταν ακόμα ανοιχτή καιοι ευωδιές από το λιβάνι και τα θυμιάματα σκορπίζονταν σε όλητην αυλή αρκετοί αδελφοί σε μικρές παρέες συζητούσαν χα-μηλόφωνα μέχρι να πέσει το σκοτάδι

laquoΠρόδρομε πήγαινε να ειδοποιήσεις τον αρχοντάρη έχουμεεπισκέπτηraquo

Έξω από την πύλη ο ξένος είχε καθίσει πάνω στο χείλος τηςμεγάλης γούρνας και ρούφαγε λαίμαργα νερό απrsquo το μπακιρένιο

13

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 13

τάσι Ο πορτάρης ο θυρωρός της πύλης τον παρατηρούσε σιω-πηλός παίζοντας στα χοντρά του δάχτυλα το κομποσκοίνι Ηπρώτη προσπάθεια να συνεννοηθεί μαζί του είχε αποτύχει Οεπισκέπτης ήταν ένας νεαρός ψηλός άντρας μελαχρινός με σμι-χτά πυκνά φρύδια Έμοιαζε ρωμιός αλλά δεν ήταν Μιλούσεδυο άλλες γλώσσες πότε τη μια και πότε την άλλη κι αυτό είχεκάνει τον πορτάρη να χάσει την υπομονή του

laquoΛατίνος μού φαίνεσαι έχεις κι αυτήν την κουκούλα στην πλά-τη γενιά και σπορά των αιρετικώνraquo μουρμούρισε ο πορτάρης

Ο νεαρός σκούπισε από τα γένια του τις σταγόνες του νερούπου είχαν κυλήσει από το τάσι και τον κοίταξε αθώα με τα κα-στανά του μάτια αδυνατούσε να του απαντήσει ndash τι άραγεαφού δεν είχε καταλάβει Έστεκε τώρα μπροστά στην πύλη γα-λήνιος τα μάτια του όμως μιλούσαν κι άλλες γλώσσες

ακούστηκαν πατήματα από το εσωτερικό του μοναστηριούΟ Πρόδρομος με τον αρχοντάρη εμφανίστηκαν κι άρχισαν ναπαρατηρούν αμίλητοι τον νεαρό επισκέπτη ακουγόταν μόνο τονερό της κρήνης που έπεφτε με ορμή μέσα στη γούρνα

laquoΒενετσιάνικα μιλάειraquo σχολίασε ο πορτάρηςΟ αρχοντάρης τον περιεργάστηκε λίγο ακόμη το πανωφόρι

του ήταν ξεθωριασμένο από τον ήλιο και γεμάτο σκόνη και απότο ένα του στιβάλι που είχε τρυπήσει στον δρόμο ξεχώριζανδυο λασπωμένα δάχτυλα

laquoΈνας μόνο θα μπορέσει να συνεννοηθεί μαζί τουraquo είπε οαρχοντάρης κι έστρεψε το κεφάλι του στον Πρόδρομο

laquoΚατάλαβα γέρονταraquo απάντησε με κατεβασμένο το κεφάλιο δόκιμος μοναχός

laquoΦέρε πρώτα ψωμί ελιές κι ότι άλλο βρεις στο μαγερειό καικατέβα γρήγορα μη σας πιάσει η νύχταraquo

Ο Πρόδρομος χάθηκε στο λιθόστρωτο που οδηγούσε μέσαστο μοναστήρι Στο μεταξύ ο επισκέπτης ταχτοποιούσε τονυφασμάτινο σάκο που κουβαλούσε στην πλάτη κι ήταν τώρααφημένος ανάμεσα στα πόδια του Συνέχισε να τους κοιτάζειμrsquo εκείνη την αφοπλιστική ηρεμία που είχαν τα μάτια του

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

14

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 14

laquoαπό πού είσαι τι είσαιraquo ρώτησε ο αρχοντάρης τονίζονταςτις τελευταίες συλλαβές και υψώνοντας τη φωνή σαν να είχεμπροστά του άνθρωπο κουφό κι όχι ξενομερίτη συνόδεψε μά-λιστα τα λόγια του και με μια ανυψωτική κίνηση της παλάμης

laquoΚίεβοraquo του απάντησε απρόσμενα ο επισκέπτης και ξέχωσεένα τσαλακωμένο χαρτί απrsquo τον κόρφο του

laquoδεν είσαι αιρετικός μεγάλη η χάρη τηςraquo απάντησε ο αρ-χοντάρης και σταυροκοπήθηκε

Ο επισκέπτης όρθιος ακόμα συνέχιζε να του προτείνει τοτσαλακωμένο χαρτί Ο πορτάρης έκανε ένα βήμα μπροστά τοrsquoπιασε και πήγε να το ανοίξει Ο αρχοντάρης βιάστηκε να τουτο αρπάξει απrsquo το χέρι Ήταν κοινό μυστικό σε όλη τη μονή πωςγια τον φύλακα της πύλης τα γράμματα ήταν σαν να rsquoβλεπε παι-δικές ζωγραφιές αφού δεν τα καταλάβαινε

laquoείναι απrsquo τον ηγούμενο του αγίου Παύλουraquo είπε ο αρχο-ντάρης Ξερόβηξε κι άρχισε να διαβάζει laquoΠαρακαλείστε όλοιοι εν Αγίω Όρει αδελφοί όπως προσφέρετε κατάλυμα και άρ-τον στον Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι1 Ο εν λόγω ορθόδο-ξος αδελφός μας έχει κάνει ένα μεγάλο ταξίδι από το Κίεβοτης Μικρορωσίας2 και οδεύει προσκυνητής στους Αγίους Τό-πους Είναι δούλος του Θεού της πραγματικής πίστης ομιλείτην μικρορωσικήν και λατινικήν και γράφει όπως διαπιστώ-σαμε ιδίοις όμμασιν εκτός από την λατινικήν και την εκκλη-σιαστικήν σλαβικήνraquo

ακούστηκαν πατήματα πίσω απrsquo τον αρχοντάρη Ο δόκιμοςΠρόδρομος είχε πετάξει ως το μαγειρειό με τα ελαφρά του πό-δια και είχε γυρίσει κρατώντας ένα σκεπασμένο πήλινο κατσα-ρόλι Ο αρχοντάρης σταμάτησε το διάβασμα κι απευθύνθηκεστον δόκιμο

laquoΆμετε στην ευχή του Θεού ας αναλάβει τώρα ο ιωαννίκιος

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

15

1 Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι (1701-1747) Ουκρανός περιηγητής αρχεια-κός ερευνητής και συγγραφέας

2 Μικρορωσία η σημερινή Ουκρανία

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 15

που μπορεί μαζί του να συνεννοηθεί Πρόδρομε πες στον ιωαν-νίκιο να του κάνει υπόδειξη να βγάλει απrsquo την πλάτη του τηνκουκούλα που έχει ριγμένη στον ώμο γιατί έτσι μοιάζει προ-σκυνητής της ρώμης Πες στον γέροντα ιωαννίκιο να του το εξη-γήσει Στους αιρετικούς και στους ουνίτες η αγκαλιά της Πανα-γίας μας δε θrsquo ανοίξει ποτέ Έτσι να του πειraquo

Ο Πρόδρομος τράβηξε μπροστά κι έκανε νόημα στον Μπάρ-σκι να τον ακολουθήσει Πέρασαν μπροστά απrsquo το βορδοναρειό3

κι απrsquo το χαλκαδειό4 ο αέρας μύριζε σβουνιά και σίδερο Πα-ρακάτω προς τη μεριά της θάλασσας κατηφόριζε ένα περιβόλιμε πεζούλες γεμάτο κοντές λεμονιές

Πήραν τελικά ένα στενό μονοπάτι κι άφησαν πίσω τους τατείχη του μοναστηριού Ύστερα από λίγο χώθηκαν μες στο λα-γκάδι Πριν τους σκεπάσουν οι θόλοι των φύλλων ο νεαρόςΜπάρσκι έστρεψε πίσω το κεφάλι και είδε το μοναστήρι απόμακριά Στο σύθαμπο του δειλινού ξεχώριζαν οι πέντε τρούλοιτου καθολικού Ο μεσαίος ο πιο ψηλός σκεπασμένος όλος μελιωμένο μολύβι κοκκίνιζε στο ηλιοβασίλεμα Πέρα μακριά στηθάλασσα από το βάθος της ο ουρανός μαύριζε το βράδυ θαέφτανε με βροχή γεμάτη χοντρές σταγόνες σαν ακρίδες και θασκέπαζε όλη τη χερσόνησο

Ο Πρόδρομος βάδιζε μπροστά αρκετά γρήγορα κι είχε αρχί-σει να ψάλλει Ο Μπάρσκι φορτωμένος τον μπόγο του έσερνετο ένα πόδι που έδειχνε χτυπημένο και πάλευε να τον ακολου-θεί κατά βήμα μη βρεθεί ξαφνικά μόνος στο δάσος τώρα χω-μένοι για τα καλά κάτω απrsquo τα πυκνά δέντρα περπατούσαν στομισοσκόταδο τα πουλιά άυπνα ακόμη έπαιζαν τα μάτια τουςεδώ κι εκεί ακούγοντας τα ανθρώπινα πόδια που μπλέκοντανσε υπέργειες ρίζες και φτέρες

Κάποια στιγμή ο Πρόδρομος κοντοστάθηκε Κοίταξε πίσωτου και είδε τον ψηλό ίσκιο να τον ακολουθεί με δυσκολία τον

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

16

3 Βορδοναρειό το ημιονοστάσιο ο στάβλος της μονής4 χαλκαδειό το σιδηρουργείο της μονής

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 16

λυπήθηκε και στάθηκε να τον περιμένει Μόλις ο Μικρορώσοςτον έφτασε ο Πρόδρομος άπλωσε το χέρι να πάρει το βάρος απότην πλάτη του Ο Μπάρσκι τραβήχτηκε πίσω και αρνήθηκε ευ-γενικά μrsquo ένα κούνημα του κεφαλιού Ο Πρόδρομος αν και δενμπορούσε να ξεχωρίσει στο μισοσκόταδο τα μάτια του μπορού-σε όμως να τα φανταστεί να τον κοιτούν μrsquo εκείνο το ίδιο πείσμαόπως νωρίτερα μπροστά στην πύλη του μοναστηριού Έστρεψεαμήχανα το κεφάλι στο μονοπάτι κι άρχισε τώρα να βαδίζει πιοαργά και καθώς η όρεξή του για κάποιο δοξαστικό κοντάκιο είχεπια χαθεί ακούγονταν μόνο οι τρίλιες από τα ορνίθια και οι πα-τούσες τους που παραμέριζαν τα χορτάρια

laquoΟ γέροντας ιωαννίκιοςraquo είπε κάποια στιγμή ο δόκιμος πουδεν άντεχε πια ούτε τα πουλιά ούτε τη μεταξύ τους σιωπή laquoεί-ναι να ξέρεις παράξενος άνθρωπος Μιλάει πολλές γλώσσες ndashόταν μιλάει βέβαια γιατί του αρέσει πολύ η σιωπή και η μονα-ξιά Λένε ότι ήταν μεγάλος γιατρός άλλοι λένε πρίγκιπας κι άλ-λοι δραγουμάνος ένας Θεός ξέρειraquo

laquoευχαριστώraquo απάντησε ο Μπάρσκι στα ελληνικάlaquoΓια ποιο πράγμαraquo ρώτησε παραξενεμένος ο δόκιμοςlaquoευχαριστώraquo ξανάπε ο ΜπάρσκιΟ Μικρορώσος είχε βρει τελικά τον τρόπο να τελειώσει μια

συνομιλία που δεν είχε αρχίσει ποτέ Ύστερα από λίγο τα δέντρααραίωσαν και ξαναβγήκαν απrsquo το σκοτάδι στο λυκόφως Στηνάκρη του ξέφωτου φάνηκε ένα χαμηλό κτίσμα Η στέγη του ήτανκαλυμμένη με γκρίζα πέτρα κι ένας λιγνός καπνός ανέβαινε στοναέρα και σκόρπιζε

laquoτο κάθισμα των αγίων αποστόλωνraquo είπε ο δόκιμος καθώςάλλαζε χέρι την κατσαρόλα που κρατούσε

Ο Μπάρσκι κοντοστάθηκε και παρατήρησε το κελί στην άκρητου ξέφωτου εκείνη τη στιγμή στα χείλη του δόκιμου ήρθε ακό-μη ένας ψαλμός καθώς θα σκέφτηκε πως όταν οι άνθρωποι δεσε καταλαβαίνουν υπάρχει πάντα η χάρη της που έχει τrsquo αυτιάτης ανοιχτά Προχώρησαν ενώ κάτι χαμόκλαδα από τις κουμα-ριές στο μονοπάτι σκάλωσαν στα ρούχα τους και λίγο έλειψε μrsquo

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

17

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 17

ένα κραταιό σχίσιμο να κρατήσουν ένα κομμάτι ύφασμα και ναταράξουν τη γαλήνη του ξέφωτου

laquoSilentium sacrum5raquo ψιθύρισε ο Μπάρσκι και σταυροκοπή-θηκε

Πέρασαν μέσα από έναν μικρό κήπο με ξύλινο φράχτη κιέστριψαν προς τη θάλασσα εκεί που ατένιζε η χαμηλή πόρτατου κελιού Ένα μικρόσωμο γεροντάκι ήταν σκυμμένο πάνω στοχώμα και τους είχε γυρισμένη την πλάτη

laquoΠάλι τα μυρμήγκια σου ταΐζεις γέρονταraquo φώναξε ο δόκι-μος γελώντας χωρίς όμως να πάρει απάντηση laquoε γέροντα ευ-λόγησονraquo ξαναφώναξε ο δόκιμος

laquoΟ Κύριοςraquo απάντησε η φωνήlaquoΈχεις επισκέπτη γέροντα Ο αρχοντάρης σού παραγγέλ-

νειraquoτο κυρτωμένο ράσο ανασηκώθηκε κι ο μικρόσωμος καλόγε-

ρος στάθηκε όρθιος στο κατώφλιlaquoτrsquo αηδόνια σου τι κάνουνraquo ρώτησε ο δόκιμος περιπαιχτικάlaquoδοξολογούν τον Ύψιστο νεαρέraquo του απάντησε κοφτά ο γέ-

ρονταςΟ Μπάρσκι πρόσεξε το πρόσωπο του καλόγερου εκτός απrsquo

το στέγνωμα των γηρατειών έδειχνε πως ήταν σημαδεμένοπαρrsquo όλο που έκρυβε το περισσότερο μια μακριά γενειάδα πουέφτανε ως το στήθος τον παρατήρησε λίγο καλύτερα και είδεπως το δέρμα του με τα χρόνια είχε ζαρώσει και σκληρύνει ΟΒασίλι Μπάρσκι κατάλαβε πως ο καλόγερος ήταν πολύ γέροςκαι σαν νrsquo ανατρίχιασε ndash οίκτος και φόβος απrsquo το πέρασμα τουχρόνου άγρια ιερότητα και κατάνυξη για τα πάθη της σάρκαςκαι τη φθορά Ήταν επιπλέον και η κούραση που του έφερνε ρί-γη και το αριστερό του πόδι που πονούσε

Ο δόκιμος προχώρησε και πλησιάζοντας τον γέροντα άρχισενα του μιλάει ψιθυριστά Ο καλόγερος άφησε να πέσουν τα υπό-λοιπα ψίχουλα από το χέρι του στο χώμα και κράτησε το τσου-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

18

5 Silentium sacrum ιερή σιωπή

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 18

κάλι που του είχαν φέρει Ο Μπάρσκι εκείνη τη στιγμή αιφνι-διαστικά και αναίτια αναπόλησε το σπίτι του Μήνες πολλούςτώρα στους δρόμους συχνά αναρωτιόταν τι να κάνει η μάνα τουαν κλαίει σιωπηλά κι αν ο πατέρας του τον είχε συγχωρήσειπου είχε φύγει έτσι σαν κλέφτης Θέλοντας να αποδιώξει τηναιφνίδια νοσταλγία βιάστηκε να χαιρετήσει

laquoPax tecumraquo φώναξεlaquoEt cum spiritu tuo6raquo απάντησε ο ιωαννίκιος χαμηλώνοντας

ταπεινά το κεφάλιτην ώρα που ο δόκιμος άνοιξε το βήμα του κι έφυγε για το

μοναστήρι ο Μπάρσκι αναθάρρησε και ρώτησε τον γέροντα ndashστα λατινικά πάντα

laquoτι πουλιά κελαηδούσαν επάνω απrsquo το κεφάλι μας στο δά-σος αηδόνιαraquo

laquoτα αηδόνια έφυγαν γιατί χειμωνιάζειraquo του απάντησε ο ιωαν-νίκιος και του έδειξε με την παλάμη του το άνοιγμα της χαμηλήςπόρτας

ΰΌταν το μεγάλο κούτσουρο έπεσε και θρυμματίστηκε ο ιωαν-νίκιος τράβηξε τη χύτρα από την πυροστιά Με αργές κινήσειςέχυσε ζεστό νερό στη λεκάνη που βρισκόταν μπροστά στα πόδιατου Μπάρσκι και το μικρό κελί γέμισε αχνούς

laquoΒγάλε τα ποδήματά σουraquo του είπε και περπάτησε με τα δι-κά του συρτοπάπουτσα προς τα ράφια στη γωνιά της κάμαρας

Ο Μπάρσκι όλη αυτήν την ώρα τον παρατηρούσε αμήχανοςκαι σιωπηλός Πρόσεξε μια σειρά από ομοιόμορφα μικρά δο-χεία κι αφού τον είδε να ξεχωρίζει ένα από αυτά ο καλόγεροςήρθε προς το μέρος του

laquoακόμα δεν τα rsquoβγαλεςraquo τον ρώτησεΥπάκουσε κι έσκυψε να βγάλει τα στιβάλια απrsquo τα πληγω-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

19

6 Pax tecum Et cum spiritu tuo ειρήνη ημίν Και σε σένα (τυπικός χαιρε-τισμός στην Καθολική εκκλησία)

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 19

μένα πόδια του Με χέρι που έτρεμε ο ιωαννίκιος έπιασε με τατρία δάχτυλα όπως προσευχόταν λίγο ξεραμένο βότανο και τοέριξε μέσα στο βραστό νερό Ο Βασίλι Μπάρσκι συνέχιζε νααποφεύγει το βλέμμα του

laquoτέντωσε να δωraquo του είπε κι έπιασε το πληγωμένο πόδι μετο χέρι του

laquoΠονάει γέροντα εδώ και μέρες απrsquo τη Σαλονίκη ακόμαόπου έμεινα ένα βράδυraquo

τα μάτια του ιωαννίκιου το περιεργάστηκαν κι ύστερα άπλω-σε το χέρι και συμπλήρωσε κρύο νερό στη λεκάνη απrsquo το λαγήνιπου έστεκε δίπλα στο σκαμνί δοκίμασε λίγο το νερό με τα δά-χτυλα κι ύστερα του έκανε νόημα να βουτήξει μέσα τα πόδια

Όταν λίγο αργότερα ήρθε η βροχή του είχε γυρισμένη τηνπλάτη καθώς ετοίμαζε το φαγητό πάνω στο τραπέζι το κελί εί-χε μόνο ένα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμι οι αστραπές της θά-λασσας κάθε τόσο το φώτιζαν ενώ ο αέρας έφερνε μέσα τη μυ-ρωδιά απrsquo το βρεγμένο χώμα

laquoΓέροντα η νύχτα ήρθε για τα καλά δε θα πέσεις είναι αρ-γάraquo

laquoΚοιμάμαι λίγοraquo του απάντησε έχοντας ακόμη την πλάτηγυρισμένη

laquoΠροσεύχεσαιraquolaquoΠροσεύχομαι και σκέφτομαιraquolaquoΣτους δώδεκα αποστόλουςraquolaquoΣτον ουρανόraquoΗ λέξη ουρανός θύμισε για μια στιγμή στον νεαρό επισκέπτη

το απόσπασμα από κείνον τον γνωστό ύμνο που του είχαν μάθειστην ακαδημία των ιησουιτών του Λβωφ όσο έμεινε βέβαια εκείπριν τον διώξουν Έλεγε ο ύμνος Ave Maria Regina caelorum7 εδώκαι λίγες μέρες που είχε μπει στον Άθω οι μνήμες της πατρίδαςτου εισορμούσαν απρόσκλητες

Έσκυψε κι άρχισε να τρίβει απαλά το πονεμένο πόδι του μέ-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

20

7 Ave Maria Regina caelorum Χαίρε Μαρία βασίλισσα των ουρανών

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 20

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

στη Γεωργία

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 7

Ευχαριστίες στους Ίωνα Βασιλειάδη Θανάση Γεωρ-γίου Κώστα Δρουγαλά Γιάννη Ζορπίδη Νίκο ΘωμάΓιώργο Καραδήμο Ευαγγελία Κράις Θεοδόση ΚώτταΜαρία Ράμμου Έφη Σπέντζου Δημήτρη και Πανα-γιώτη Τριανταφύλλου Νώντα Τσίγκα όπως και στοπροσωπικό του Αρχείου Χαρτογραφικής Κληρονομιάςστη Θεσσαλονίκη

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 8

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ένας επισκέπτης 13Artes moriendi 27Mουλάρια και άμαξες 82Primavera et variola 136Συγκεχυμένη παράσταση 185Μάσκες 274Lux perpetua 301Ψωμί 359Βαρτάγγελος Νταβιτσέντσα 415Πύλες και πόρτες 485Sine cera 517Σrsquo ακολουθώ 566Μια σκιά στις σκάλες 592Ars amatoria 614Ένας πρίγκιπας 661Ένας βασιλιάς 687Εγώ ο αδελφός Ιωαννίκιος 738Ο επισκέπτης 767

Σημείωμα του συγγραφέα 775

Πηγές - Οφειλές 777

9

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 9

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 10

Τα πόδια μου τριγυρνάνε πάνω στον κόσμο σαν έντομα μέσα σrsquo ένα ψαλτήρι

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ Η άβυσσοςμτφ Ιωάννα Χατζηνικολή

Πλανιέμαι σαν το μυρμήγκι στην απαλάμη του Θεούόπου βρω δρόμο τον ακολουθώhellip

Μήτσος ΑλεξανδρόπουλοςΣκηνές από το βίο του Μάξιμου του Γραικού

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 11

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 12

Ένας επισκέπτης

Μονή Διονυσίου Άγιο Όρος Οκτώβριος 1725

Ον ειδαν να ερχεται από τη μεριά που στρίβει τομονοπάτι εκεί στο γόνατο της ανηφόρας Ο αδελφόςΠρόδρομος έβαλε την παλάμη σκέπαστρο στα μάτια

γιατί ο ήλιος του απογεύματος κόκκινος ως τα έγκατα του τύ-φλωνε τα μάτια εκεί όπου στέκονταν οι αδελφοί στους στεγα-σμένους εξώστες φυσούσε από τη θάλασσα Ήταν οι τελευταίοικυματισμοί της πριν από το σούρουπο όταν συνήθως τα νεράγαληνεύουν Ο ιερομόναχος Σέργιος έσφιξε με το σχοινί πάνωστο κορμί του το ράσο γιατί όσο η μέρα χανόταν η ψύχρα γι-νόταν ολοένα και πιο αισθητή

Οι δυο καλόγεροι έστεκαν σιωπηλοί εδώ και λίγη ώρα ακου-μπώντας στα ξύλινα κάγκελα των μπαλκονιών που μετεωρίζο-νταν πάνω από την άβυσσο του γκρεμού Μετά το απόδειπνοκαι πριν από τον ερχομό της νύχτας οι δουλειές στο μοναστήρισταματούσαν Η πόρτα του καθολικού ήταν ακόμα ανοιχτή καιοι ευωδιές από το λιβάνι και τα θυμιάματα σκορπίζονταν σε όλητην αυλή αρκετοί αδελφοί σε μικρές παρέες συζητούσαν χα-μηλόφωνα μέχρι να πέσει το σκοτάδι

laquoΠρόδρομε πήγαινε να ειδοποιήσεις τον αρχοντάρη έχουμεεπισκέπτηraquo

Έξω από την πύλη ο ξένος είχε καθίσει πάνω στο χείλος τηςμεγάλης γούρνας και ρούφαγε λαίμαργα νερό απrsquo το μπακιρένιο

13

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 13

τάσι Ο πορτάρης ο θυρωρός της πύλης τον παρατηρούσε σιω-πηλός παίζοντας στα χοντρά του δάχτυλα το κομποσκοίνι Ηπρώτη προσπάθεια να συνεννοηθεί μαζί του είχε αποτύχει Οεπισκέπτης ήταν ένας νεαρός ψηλός άντρας μελαχρινός με σμι-χτά πυκνά φρύδια Έμοιαζε ρωμιός αλλά δεν ήταν Μιλούσεδυο άλλες γλώσσες πότε τη μια και πότε την άλλη κι αυτό είχεκάνει τον πορτάρη να χάσει την υπομονή του

laquoΛατίνος μού φαίνεσαι έχεις κι αυτήν την κουκούλα στην πλά-τη γενιά και σπορά των αιρετικώνraquo μουρμούρισε ο πορτάρης

Ο νεαρός σκούπισε από τα γένια του τις σταγόνες του νερούπου είχαν κυλήσει από το τάσι και τον κοίταξε αθώα με τα κα-στανά του μάτια αδυνατούσε να του απαντήσει ndash τι άραγεαφού δεν είχε καταλάβει Έστεκε τώρα μπροστά στην πύλη γα-λήνιος τα μάτια του όμως μιλούσαν κι άλλες γλώσσες

ακούστηκαν πατήματα από το εσωτερικό του μοναστηριούΟ Πρόδρομος με τον αρχοντάρη εμφανίστηκαν κι άρχισαν ναπαρατηρούν αμίλητοι τον νεαρό επισκέπτη ακουγόταν μόνο τονερό της κρήνης που έπεφτε με ορμή μέσα στη γούρνα

laquoΒενετσιάνικα μιλάειraquo σχολίασε ο πορτάρηςΟ αρχοντάρης τον περιεργάστηκε λίγο ακόμη το πανωφόρι

του ήταν ξεθωριασμένο από τον ήλιο και γεμάτο σκόνη και απότο ένα του στιβάλι που είχε τρυπήσει στον δρόμο ξεχώριζανδυο λασπωμένα δάχτυλα

laquoΈνας μόνο θα μπορέσει να συνεννοηθεί μαζί τουraquo είπε οαρχοντάρης κι έστρεψε το κεφάλι του στον Πρόδρομο

laquoΚατάλαβα γέρονταraquo απάντησε με κατεβασμένο το κεφάλιο δόκιμος μοναχός

laquoΦέρε πρώτα ψωμί ελιές κι ότι άλλο βρεις στο μαγερειό καικατέβα γρήγορα μη σας πιάσει η νύχταraquo

Ο Πρόδρομος χάθηκε στο λιθόστρωτο που οδηγούσε μέσαστο μοναστήρι Στο μεταξύ ο επισκέπτης ταχτοποιούσε τονυφασμάτινο σάκο που κουβαλούσε στην πλάτη κι ήταν τώρααφημένος ανάμεσα στα πόδια του Συνέχισε να τους κοιτάζειμrsquo εκείνη την αφοπλιστική ηρεμία που είχαν τα μάτια του

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

14

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 14

laquoαπό πού είσαι τι είσαιraquo ρώτησε ο αρχοντάρης τονίζονταςτις τελευταίες συλλαβές και υψώνοντας τη φωνή σαν να είχεμπροστά του άνθρωπο κουφό κι όχι ξενομερίτη συνόδεψε μά-λιστα τα λόγια του και με μια ανυψωτική κίνηση της παλάμης

laquoΚίεβοraquo του απάντησε απρόσμενα ο επισκέπτης και ξέχωσεένα τσαλακωμένο χαρτί απrsquo τον κόρφο του

laquoδεν είσαι αιρετικός μεγάλη η χάρη τηςraquo απάντησε ο αρ-χοντάρης και σταυροκοπήθηκε

Ο επισκέπτης όρθιος ακόμα συνέχιζε να του προτείνει τοτσαλακωμένο χαρτί Ο πορτάρης έκανε ένα βήμα μπροστά τοrsquoπιασε και πήγε να το ανοίξει Ο αρχοντάρης βιάστηκε να τουτο αρπάξει απrsquo το χέρι Ήταν κοινό μυστικό σε όλη τη μονή πωςγια τον φύλακα της πύλης τα γράμματα ήταν σαν να rsquoβλεπε παι-δικές ζωγραφιές αφού δεν τα καταλάβαινε

laquoείναι απrsquo τον ηγούμενο του αγίου Παύλουraquo είπε ο αρχο-ντάρης Ξερόβηξε κι άρχισε να διαβάζει laquoΠαρακαλείστε όλοιοι εν Αγίω Όρει αδελφοί όπως προσφέρετε κατάλυμα και άρ-τον στον Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι1 Ο εν λόγω ορθόδο-ξος αδελφός μας έχει κάνει ένα μεγάλο ταξίδι από το Κίεβοτης Μικρορωσίας2 και οδεύει προσκυνητής στους Αγίους Τό-πους Είναι δούλος του Θεού της πραγματικής πίστης ομιλείτην μικρορωσικήν και λατινικήν και γράφει όπως διαπιστώ-σαμε ιδίοις όμμασιν εκτός από την λατινικήν και την εκκλη-σιαστικήν σλαβικήνraquo

ακούστηκαν πατήματα πίσω απrsquo τον αρχοντάρη Ο δόκιμοςΠρόδρομος είχε πετάξει ως το μαγειρειό με τα ελαφρά του πό-δια και είχε γυρίσει κρατώντας ένα σκεπασμένο πήλινο κατσα-ρόλι Ο αρχοντάρης σταμάτησε το διάβασμα κι απευθύνθηκεστον δόκιμο

laquoΆμετε στην ευχή του Θεού ας αναλάβει τώρα ο ιωαννίκιος

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

15

1 Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι (1701-1747) Ουκρανός περιηγητής αρχεια-κός ερευνητής και συγγραφέας

2 Μικρορωσία η σημερινή Ουκρανία

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 15

που μπορεί μαζί του να συνεννοηθεί Πρόδρομε πες στον ιωαν-νίκιο να του κάνει υπόδειξη να βγάλει απrsquo την πλάτη του τηνκουκούλα που έχει ριγμένη στον ώμο γιατί έτσι μοιάζει προ-σκυνητής της ρώμης Πες στον γέροντα ιωαννίκιο να του το εξη-γήσει Στους αιρετικούς και στους ουνίτες η αγκαλιά της Πανα-γίας μας δε θrsquo ανοίξει ποτέ Έτσι να του πειraquo

Ο Πρόδρομος τράβηξε μπροστά κι έκανε νόημα στον Μπάρ-σκι να τον ακολουθήσει Πέρασαν μπροστά απrsquo το βορδοναρειό3

κι απrsquo το χαλκαδειό4 ο αέρας μύριζε σβουνιά και σίδερο Πα-ρακάτω προς τη μεριά της θάλασσας κατηφόριζε ένα περιβόλιμε πεζούλες γεμάτο κοντές λεμονιές

Πήραν τελικά ένα στενό μονοπάτι κι άφησαν πίσω τους τατείχη του μοναστηριού Ύστερα από λίγο χώθηκαν μες στο λα-γκάδι Πριν τους σκεπάσουν οι θόλοι των φύλλων ο νεαρόςΜπάρσκι έστρεψε πίσω το κεφάλι και είδε το μοναστήρι απόμακριά Στο σύθαμπο του δειλινού ξεχώριζαν οι πέντε τρούλοιτου καθολικού Ο μεσαίος ο πιο ψηλός σκεπασμένος όλος μελιωμένο μολύβι κοκκίνιζε στο ηλιοβασίλεμα Πέρα μακριά στηθάλασσα από το βάθος της ο ουρανός μαύριζε το βράδυ θαέφτανε με βροχή γεμάτη χοντρές σταγόνες σαν ακρίδες και θασκέπαζε όλη τη χερσόνησο

Ο Πρόδρομος βάδιζε μπροστά αρκετά γρήγορα κι είχε αρχί-σει να ψάλλει Ο Μπάρσκι φορτωμένος τον μπόγο του έσερνετο ένα πόδι που έδειχνε χτυπημένο και πάλευε να τον ακολου-θεί κατά βήμα μη βρεθεί ξαφνικά μόνος στο δάσος τώρα χω-μένοι για τα καλά κάτω απrsquo τα πυκνά δέντρα περπατούσαν στομισοσκόταδο τα πουλιά άυπνα ακόμη έπαιζαν τα μάτια τουςεδώ κι εκεί ακούγοντας τα ανθρώπινα πόδια που μπλέκοντανσε υπέργειες ρίζες και φτέρες

Κάποια στιγμή ο Πρόδρομος κοντοστάθηκε Κοίταξε πίσωτου και είδε τον ψηλό ίσκιο να τον ακολουθεί με δυσκολία τον

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

16

3 Βορδοναρειό το ημιονοστάσιο ο στάβλος της μονής4 χαλκαδειό το σιδηρουργείο της μονής

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 16

λυπήθηκε και στάθηκε να τον περιμένει Μόλις ο Μικρορώσοςτον έφτασε ο Πρόδρομος άπλωσε το χέρι να πάρει το βάρος απότην πλάτη του Ο Μπάρσκι τραβήχτηκε πίσω και αρνήθηκε ευ-γενικά μrsquo ένα κούνημα του κεφαλιού Ο Πρόδρομος αν και δενμπορούσε να ξεχωρίσει στο μισοσκόταδο τα μάτια του μπορού-σε όμως να τα φανταστεί να τον κοιτούν μrsquo εκείνο το ίδιο πείσμαόπως νωρίτερα μπροστά στην πύλη του μοναστηριού Έστρεψεαμήχανα το κεφάλι στο μονοπάτι κι άρχισε τώρα να βαδίζει πιοαργά και καθώς η όρεξή του για κάποιο δοξαστικό κοντάκιο είχεπια χαθεί ακούγονταν μόνο οι τρίλιες από τα ορνίθια και οι πα-τούσες τους που παραμέριζαν τα χορτάρια

laquoΟ γέροντας ιωαννίκιοςraquo είπε κάποια στιγμή ο δόκιμος πουδεν άντεχε πια ούτε τα πουλιά ούτε τη μεταξύ τους σιωπή laquoεί-ναι να ξέρεις παράξενος άνθρωπος Μιλάει πολλές γλώσσες ndashόταν μιλάει βέβαια γιατί του αρέσει πολύ η σιωπή και η μονα-ξιά Λένε ότι ήταν μεγάλος γιατρός άλλοι λένε πρίγκιπας κι άλ-λοι δραγουμάνος ένας Θεός ξέρειraquo

laquoευχαριστώraquo απάντησε ο Μπάρσκι στα ελληνικάlaquoΓια ποιο πράγμαraquo ρώτησε παραξενεμένος ο δόκιμοςlaquoευχαριστώraquo ξανάπε ο ΜπάρσκιΟ Μικρορώσος είχε βρει τελικά τον τρόπο να τελειώσει μια

συνομιλία που δεν είχε αρχίσει ποτέ Ύστερα από λίγο τα δέντρααραίωσαν και ξαναβγήκαν απrsquo το σκοτάδι στο λυκόφως Στηνάκρη του ξέφωτου φάνηκε ένα χαμηλό κτίσμα Η στέγη του ήτανκαλυμμένη με γκρίζα πέτρα κι ένας λιγνός καπνός ανέβαινε στοναέρα και σκόρπιζε

laquoτο κάθισμα των αγίων αποστόλωνraquo είπε ο δόκιμος καθώςάλλαζε χέρι την κατσαρόλα που κρατούσε

Ο Μπάρσκι κοντοστάθηκε και παρατήρησε το κελί στην άκρητου ξέφωτου εκείνη τη στιγμή στα χείλη του δόκιμου ήρθε ακό-μη ένας ψαλμός καθώς θα σκέφτηκε πως όταν οι άνθρωποι δεσε καταλαβαίνουν υπάρχει πάντα η χάρη της που έχει τrsquo αυτιάτης ανοιχτά Προχώρησαν ενώ κάτι χαμόκλαδα από τις κουμα-ριές στο μονοπάτι σκάλωσαν στα ρούχα τους και λίγο έλειψε μrsquo

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

17

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 17

ένα κραταιό σχίσιμο να κρατήσουν ένα κομμάτι ύφασμα και ναταράξουν τη γαλήνη του ξέφωτου

laquoSilentium sacrum5raquo ψιθύρισε ο Μπάρσκι και σταυροκοπή-θηκε

Πέρασαν μέσα από έναν μικρό κήπο με ξύλινο φράχτη κιέστριψαν προς τη θάλασσα εκεί που ατένιζε η χαμηλή πόρτατου κελιού Ένα μικρόσωμο γεροντάκι ήταν σκυμμένο πάνω στοχώμα και τους είχε γυρισμένη την πλάτη

laquoΠάλι τα μυρμήγκια σου ταΐζεις γέρονταraquo φώναξε ο δόκι-μος γελώντας χωρίς όμως να πάρει απάντηση laquoε γέροντα ευ-λόγησονraquo ξαναφώναξε ο δόκιμος

laquoΟ Κύριοςraquo απάντησε η φωνήlaquoΈχεις επισκέπτη γέροντα Ο αρχοντάρης σού παραγγέλ-

νειraquoτο κυρτωμένο ράσο ανασηκώθηκε κι ο μικρόσωμος καλόγε-

ρος στάθηκε όρθιος στο κατώφλιlaquoτrsquo αηδόνια σου τι κάνουνraquo ρώτησε ο δόκιμος περιπαιχτικάlaquoδοξολογούν τον Ύψιστο νεαρέraquo του απάντησε κοφτά ο γέ-

ρονταςΟ Μπάρσκι πρόσεξε το πρόσωπο του καλόγερου εκτός απrsquo

το στέγνωμα των γηρατειών έδειχνε πως ήταν σημαδεμένοπαρrsquo όλο που έκρυβε το περισσότερο μια μακριά γενειάδα πουέφτανε ως το στήθος τον παρατήρησε λίγο καλύτερα και είδεπως το δέρμα του με τα χρόνια είχε ζαρώσει και σκληρύνει ΟΒασίλι Μπάρσκι κατάλαβε πως ο καλόγερος ήταν πολύ γέροςκαι σαν νrsquo ανατρίχιασε ndash οίκτος και φόβος απrsquo το πέρασμα τουχρόνου άγρια ιερότητα και κατάνυξη για τα πάθη της σάρκαςκαι τη φθορά Ήταν επιπλέον και η κούραση που του έφερνε ρί-γη και το αριστερό του πόδι που πονούσε

Ο δόκιμος προχώρησε και πλησιάζοντας τον γέροντα άρχισενα του μιλάει ψιθυριστά Ο καλόγερος άφησε να πέσουν τα υπό-λοιπα ψίχουλα από το χέρι του στο χώμα και κράτησε το τσου-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

18

5 Silentium sacrum ιερή σιωπή

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 18

κάλι που του είχαν φέρει Ο Μπάρσκι εκείνη τη στιγμή αιφνι-διαστικά και αναίτια αναπόλησε το σπίτι του Μήνες πολλούςτώρα στους δρόμους συχνά αναρωτιόταν τι να κάνει η μάνα τουαν κλαίει σιωπηλά κι αν ο πατέρας του τον είχε συγχωρήσειπου είχε φύγει έτσι σαν κλέφτης Θέλοντας να αποδιώξει τηναιφνίδια νοσταλγία βιάστηκε να χαιρετήσει

laquoPax tecumraquo φώναξεlaquoEt cum spiritu tuo6raquo απάντησε ο ιωαννίκιος χαμηλώνοντας

ταπεινά το κεφάλιτην ώρα που ο δόκιμος άνοιξε το βήμα του κι έφυγε για το

μοναστήρι ο Μπάρσκι αναθάρρησε και ρώτησε τον γέροντα ndashστα λατινικά πάντα

laquoτι πουλιά κελαηδούσαν επάνω απrsquo το κεφάλι μας στο δά-σος αηδόνιαraquo

laquoτα αηδόνια έφυγαν γιατί χειμωνιάζειraquo του απάντησε ο ιωαν-νίκιος και του έδειξε με την παλάμη του το άνοιγμα της χαμηλήςπόρτας

ΰΌταν το μεγάλο κούτσουρο έπεσε και θρυμματίστηκε ο ιωαν-νίκιος τράβηξε τη χύτρα από την πυροστιά Με αργές κινήσειςέχυσε ζεστό νερό στη λεκάνη που βρισκόταν μπροστά στα πόδιατου Μπάρσκι και το μικρό κελί γέμισε αχνούς

laquoΒγάλε τα ποδήματά σουraquo του είπε και περπάτησε με τα δι-κά του συρτοπάπουτσα προς τα ράφια στη γωνιά της κάμαρας

Ο Μπάρσκι όλη αυτήν την ώρα τον παρατηρούσε αμήχανοςκαι σιωπηλός Πρόσεξε μια σειρά από ομοιόμορφα μικρά δο-χεία κι αφού τον είδε να ξεχωρίζει ένα από αυτά ο καλόγεροςήρθε προς το μέρος του

laquoακόμα δεν τα rsquoβγαλεςraquo τον ρώτησεΥπάκουσε κι έσκυψε να βγάλει τα στιβάλια απrsquo τα πληγω-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

19

6 Pax tecum Et cum spiritu tuo ειρήνη ημίν Και σε σένα (τυπικός χαιρε-τισμός στην Καθολική εκκλησία)

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 19

μένα πόδια του Με χέρι που έτρεμε ο ιωαννίκιος έπιασε με τατρία δάχτυλα όπως προσευχόταν λίγο ξεραμένο βότανο και τοέριξε μέσα στο βραστό νερό Ο Βασίλι Μπάρσκι συνέχιζε νααποφεύγει το βλέμμα του

laquoτέντωσε να δωraquo του είπε κι έπιασε το πληγωμένο πόδι μετο χέρι του

laquoΠονάει γέροντα εδώ και μέρες απrsquo τη Σαλονίκη ακόμαόπου έμεινα ένα βράδυraquo

τα μάτια του ιωαννίκιου το περιεργάστηκαν κι ύστερα άπλω-σε το χέρι και συμπλήρωσε κρύο νερό στη λεκάνη απrsquo το λαγήνιπου έστεκε δίπλα στο σκαμνί δοκίμασε λίγο το νερό με τα δά-χτυλα κι ύστερα του έκανε νόημα να βουτήξει μέσα τα πόδια

Όταν λίγο αργότερα ήρθε η βροχή του είχε γυρισμένη τηνπλάτη καθώς ετοίμαζε το φαγητό πάνω στο τραπέζι το κελί εί-χε μόνο ένα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμι οι αστραπές της θά-λασσας κάθε τόσο το φώτιζαν ενώ ο αέρας έφερνε μέσα τη μυ-ρωδιά απrsquo το βρεγμένο χώμα

laquoΓέροντα η νύχτα ήρθε για τα καλά δε θα πέσεις είναι αρ-γάraquo

laquoΚοιμάμαι λίγοraquo του απάντησε έχοντας ακόμη την πλάτηγυρισμένη

laquoΠροσεύχεσαιraquolaquoΠροσεύχομαι και σκέφτομαιraquolaquoΣτους δώδεκα αποστόλουςraquolaquoΣτον ουρανόraquoΗ λέξη ουρανός θύμισε για μια στιγμή στον νεαρό επισκέπτη

το απόσπασμα από κείνον τον γνωστό ύμνο που του είχαν μάθειστην ακαδημία των ιησουιτών του Λβωφ όσο έμεινε βέβαια εκείπριν τον διώξουν Έλεγε ο ύμνος Ave Maria Regina caelorum7 εδώκαι λίγες μέρες που είχε μπει στον Άθω οι μνήμες της πατρίδαςτου εισορμούσαν απρόσκλητες

Έσκυψε κι άρχισε να τρίβει απαλά το πονεμένο πόδι του μέ-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

20

7 Ave Maria Regina caelorum Χαίρε Μαρία βασίλισσα των ουρανών

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 20

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

Ευχαριστίες στους Ίωνα Βασιλειάδη Θανάση Γεωρ-γίου Κώστα Δρουγαλά Γιάννη Ζορπίδη Νίκο ΘωμάΓιώργο Καραδήμο Ευαγγελία Κράις Θεοδόση ΚώτταΜαρία Ράμμου Έφη Σπέντζου Δημήτρη και Πανα-γιώτη Τριανταφύλλου Νώντα Τσίγκα όπως και στοπροσωπικό του Αρχείου Χαρτογραφικής Κληρονομιάςστη Θεσσαλονίκη

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 8

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ένας επισκέπτης 13Artes moriendi 27Mουλάρια και άμαξες 82Primavera et variola 136Συγκεχυμένη παράσταση 185Μάσκες 274Lux perpetua 301Ψωμί 359Βαρτάγγελος Νταβιτσέντσα 415Πύλες και πόρτες 485Sine cera 517Σrsquo ακολουθώ 566Μια σκιά στις σκάλες 592Ars amatoria 614Ένας πρίγκιπας 661Ένας βασιλιάς 687Εγώ ο αδελφός Ιωαννίκιος 738Ο επισκέπτης 767

Σημείωμα του συγγραφέα 775

Πηγές - Οφειλές 777

9

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 9

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 10

Τα πόδια μου τριγυρνάνε πάνω στον κόσμο σαν έντομα μέσα σrsquo ένα ψαλτήρι

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ Η άβυσσοςμτφ Ιωάννα Χατζηνικολή

Πλανιέμαι σαν το μυρμήγκι στην απαλάμη του Θεούόπου βρω δρόμο τον ακολουθώhellip

Μήτσος ΑλεξανδρόπουλοςΣκηνές από το βίο του Μάξιμου του Γραικού

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 11

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 12

Ένας επισκέπτης

Μονή Διονυσίου Άγιο Όρος Οκτώβριος 1725

Ον ειδαν να ερχεται από τη μεριά που στρίβει τομονοπάτι εκεί στο γόνατο της ανηφόρας Ο αδελφόςΠρόδρομος έβαλε την παλάμη σκέπαστρο στα μάτια

γιατί ο ήλιος του απογεύματος κόκκινος ως τα έγκατα του τύ-φλωνε τα μάτια εκεί όπου στέκονταν οι αδελφοί στους στεγα-σμένους εξώστες φυσούσε από τη θάλασσα Ήταν οι τελευταίοικυματισμοί της πριν από το σούρουπο όταν συνήθως τα νεράγαληνεύουν Ο ιερομόναχος Σέργιος έσφιξε με το σχοινί πάνωστο κορμί του το ράσο γιατί όσο η μέρα χανόταν η ψύχρα γι-νόταν ολοένα και πιο αισθητή

Οι δυο καλόγεροι έστεκαν σιωπηλοί εδώ και λίγη ώρα ακου-μπώντας στα ξύλινα κάγκελα των μπαλκονιών που μετεωρίζο-νταν πάνω από την άβυσσο του γκρεμού Μετά το απόδειπνοκαι πριν από τον ερχομό της νύχτας οι δουλειές στο μοναστήρισταματούσαν Η πόρτα του καθολικού ήταν ακόμα ανοιχτή καιοι ευωδιές από το λιβάνι και τα θυμιάματα σκορπίζονταν σε όλητην αυλή αρκετοί αδελφοί σε μικρές παρέες συζητούσαν χα-μηλόφωνα μέχρι να πέσει το σκοτάδι

laquoΠρόδρομε πήγαινε να ειδοποιήσεις τον αρχοντάρη έχουμεεπισκέπτηraquo

Έξω από την πύλη ο ξένος είχε καθίσει πάνω στο χείλος τηςμεγάλης γούρνας και ρούφαγε λαίμαργα νερό απrsquo το μπακιρένιο

13

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 13

τάσι Ο πορτάρης ο θυρωρός της πύλης τον παρατηρούσε σιω-πηλός παίζοντας στα χοντρά του δάχτυλα το κομποσκοίνι Ηπρώτη προσπάθεια να συνεννοηθεί μαζί του είχε αποτύχει Οεπισκέπτης ήταν ένας νεαρός ψηλός άντρας μελαχρινός με σμι-χτά πυκνά φρύδια Έμοιαζε ρωμιός αλλά δεν ήταν Μιλούσεδυο άλλες γλώσσες πότε τη μια και πότε την άλλη κι αυτό είχεκάνει τον πορτάρη να χάσει την υπομονή του

laquoΛατίνος μού φαίνεσαι έχεις κι αυτήν την κουκούλα στην πλά-τη γενιά και σπορά των αιρετικώνraquo μουρμούρισε ο πορτάρης

Ο νεαρός σκούπισε από τα γένια του τις σταγόνες του νερούπου είχαν κυλήσει από το τάσι και τον κοίταξε αθώα με τα κα-στανά του μάτια αδυνατούσε να του απαντήσει ndash τι άραγεαφού δεν είχε καταλάβει Έστεκε τώρα μπροστά στην πύλη γα-λήνιος τα μάτια του όμως μιλούσαν κι άλλες γλώσσες

ακούστηκαν πατήματα από το εσωτερικό του μοναστηριούΟ Πρόδρομος με τον αρχοντάρη εμφανίστηκαν κι άρχισαν ναπαρατηρούν αμίλητοι τον νεαρό επισκέπτη ακουγόταν μόνο τονερό της κρήνης που έπεφτε με ορμή μέσα στη γούρνα

laquoΒενετσιάνικα μιλάειraquo σχολίασε ο πορτάρηςΟ αρχοντάρης τον περιεργάστηκε λίγο ακόμη το πανωφόρι

του ήταν ξεθωριασμένο από τον ήλιο και γεμάτο σκόνη και απότο ένα του στιβάλι που είχε τρυπήσει στον δρόμο ξεχώριζανδυο λασπωμένα δάχτυλα

laquoΈνας μόνο θα μπορέσει να συνεννοηθεί μαζί τουraquo είπε οαρχοντάρης κι έστρεψε το κεφάλι του στον Πρόδρομο

laquoΚατάλαβα γέρονταraquo απάντησε με κατεβασμένο το κεφάλιο δόκιμος μοναχός

laquoΦέρε πρώτα ψωμί ελιές κι ότι άλλο βρεις στο μαγερειό καικατέβα γρήγορα μη σας πιάσει η νύχταraquo

Ο Πρόδρομος χάθηκε στο λιθόστρωτο που οδηγούσε μέσαστο μοναστήρι Στο μεταξύ ο επισκέπτης ταχτοποιούσε τονυφασμάτινο σάκο που κουβαλούσε στην πλάτη κι ήταν τώρααφημένος ανάμεσα στα πόδια του Συνέχισε να τους κοιτάζειμrsquo εκείνη την αφοπλιστική ηρεμία που είχαν τα μάτια του

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

14

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 14

laquoαπό πού είσαι τι είσαιraquo ρώτησε ο αρχοντάρης τονίζονταςτις τελευταίες συλλαβές και υψώνοντας τη φωνή σαν να είχεμπροστά του άνθρωπο κουφό κι όχι ξενομερίτη συνόδεψε μά-λιστα τα λόγια του και με μια ανυψωτική κίνηση της παλάμης

laquoΚίεβοraquo του απάντησε απρόσμενα ο επισκέπτης και ξέχωσεένα τσαλακωμένο χαρτί απrsquo τον κόρφο του

laquoδεν είσαι αιρετικός μεγάλη η χάρη τηςraquo απάντησε ο αρ-χοντάρης και σταυροκοπήθηκε

Ο επισκέπτης όρθιος ακόμα συνέχιζε να του προτείνει τοτσαλακωμένο χαρτί Ο πορτάρης έκανε ένα βήμα μπροστά τοrsquoπιασε και πήγε να το ανοίξει Ο αρχοντάρης βιάστηκε να τουτο αρπάξει απrsquo το χέρι Ήταν κοινό μυστικό σε όλη τη μονή πωςγια τον φύλακα της πύλης τα γράμματα ήταν σαν να rsquoβλεπε παι-δικές ζωγραφιές αφού δεν τα καταλάβαινε

laquoείναι απrsquo τον ηγούμενο του αγίου Παύλουraquo είπε ο αρχο-ντάρης Ξερόβηξε κι άρχισε να διαβάζει laquoΠαρακαλείστε όλοιοι εν Αγίω Όρει αδελφοί όπως προσφέρετε κατάλυμα και άρ-τον στον Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι1 Ο εν λόγω ορθόδο-ξος αδελφός μας έχει κάνει ένα μεγάλο ταξίδι από το Κίεβοτης Μικρορωσίας2 και οδεύει προσκυνητής στους Αγίους Τό-πους Είναι δούλος του Θεού της πραγματικής πίστης ομιλείτην μικρορωσικήν και λατινικήν και γράφει όπως διαπιστώ-σαμε ιδίοις όμμασιν εκτός από την λατινικήν και την εκκλη-σιαστικήν σλαβικήνraquo

ακούστηκαν πατήματα πίσω απrsquo τον αρχοντάρη Ο δόκιμοςΠρόδρομος είχε πετάξει ως το μαγειρειό με τα ελαφρά του πό-δια και είχε γυρίσει κρατώντας ένα σκεπασμένο πήλινο κατσα-ρόλι Ο αρχοντάρης σταμάτησε το διάβασμα κι απευθύνθηκεστον δόκιμο

laquoΆμετε στην ευχή του Θεού ας αναλάβει τώρα ο ιωαννίκιος

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

15

1 Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι (1701-1747) Ουκρανός περιηγητής αρχεια-κός ερευνητής και συγγραφέας

2 Μικρορωσία η σημερινή Ουκρανία

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 15

που μπορεί μαζί του να συνεννοηθεί Πρόδρομε πες στον ιωαν-νίκιο να του κάνει υπόδειξη να βγάλει απrsquo την πλάτη του τηνκουκούλα που έχει ριγμένη στον ώμο γιατί έτσι μοιάζει προ-σκυνητής της ρώμης Πες στον γέροντα ιωαννίκιο να του το εξη-γήσει Στους αιρετικούς και στους ουνίτες η αγκαλιά της Πανα-γίας μας δε θrsquo ανοίξει ποτέ Έτσι να του πειraquo

Ο Πρόδρομος τράβηξε μπροστά κι έκανε νόημα στον Μπάρ-σκι να τον ακολουθήσει Πέρασαν μπροστά απrsquo το βορδοναρειό3

κι απrsquo το χαλκαδειό4 ο αέρας μύριζε σβουνιά και σίδερο Πα-ρακάτω προς τη μεριά της θάλασσας κατηφόριζε ένα περιβόλιμε πεζούλες γεμάτο κοντές λεμονιές

Πήραν τελικά ένα στενό μονοπάτι κι άφησαν πίσω τους τατείχη του μοναστηριού Ύστερα από λίγο χώθηκαν μες στο λα-γκάδι Πριν τους σκεπάσουν οι θόλοι των φύλλων ο νεαρόςΜπάρσκι έστρεψε πίσω το κεφάλι και είδε το μοναστήρι απόμακριά Στο σύθαμπο του δειλινού ξεχώριζαν οι πέντε τρούλοιτου καθολικού Ο μεσαίος ο πιο ψηλός σκεπασμένος όλος μελιωμένο μολύβι κοκκίνιζε στο ηλιοβασίλεμα Πέρα μακριά στηθάλασσα από το βάθος της ο ουρανός μαύριζε το βράδυ θαέφτανε με βροχή γεμάτη χοντρές σταγόνες σαν ακρίδες και θασκέπαζε όλη τη χερσόνησο

Ο Πρόδρομος βάδιζε μπροστά αρκετά γρήγορα κι είχε αρχί-σει να ψάλλει Ο Μπάρσκι φορτωμένος τον μπόγο του έσερνετο ένα πόδι που έδειχνε χτυπημένο και πάλευε να τον ακολου-θεί κατά βήμα μη βρεθεί ξαφνικά μόνος στο δάσος τώρα χω-μένοι για τα καλά κάτω απrsquo τα πυκνά δέντρα περπατούσαν στομισοσκόταδο τα πουλιά άυπνα ακόμη έπαιζαν τα μάτια τουςεδώ κι εκεί ακούγοντας τα ανθρώπινα πόδια που μπλέκοντανσε υπέργειες ρίζες και φτέρες

Κάποια στιγμή ο Πρόδρομος κοντοστάθηκε Κοίταξε πίσωτου και είδε τον ψηλό ίσκιο να τον ακολουθεί με δυσκολία τον

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

16

3 Βορδοναρειό το ημιονοστάσιο ο στάβλος της μονής4 χαλκαδειό το σιδηρουργείο της μονής

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 16

λυπήθηκε και στάθηκε να τον περιμένει Μόλις ο Μικρορώσοςτον έφτασε ο Πρόδρομος άπλωσε το χέρι να πάρει το βάρος απότην πλάτη του Ο Μπάρσκι τραβήχτηκε πίσω και αρνήθηκε ευ-γενικά μrsquo ένα κούνημα του κεφαλιού Ο Πρόδρομος αν και δενμπορούσε να ξεχωρίσει στο μισοσκόταδο τα μάτια του μπορού-σε όμως να τα φανταστεί να τον κοιτούν μrsquo εκείνο το ίδιο πείσμαόπως νωρίτερα μπροστά στην πύλη του μοναστηριού Έστρεψεαμήχανα το κεφάλι στο μονοπάτι κι άρχισε τώρα να βαδίζει πιοαργά και καθώς η όρεξή του για κάποιο δοξαστικό κοντάκιο είχεπια χαθεί ακούγονταν μόνο οι τρίλιες από τα ορνίθια και οι πα-τούσες τους που παραμέριζαν τα χορτάρια

laquoΟ γέροντας ιωαννίκιοςraquo είπε κάποια στιγμή ο δόκιμος πουδεν άντεχε πια ούτε τα πουλιά ούτε τη μεταξύ τους σιωπή laquoεί-ναι να ξέρεις παράξενος άνθρωπος Μιλάει πολλές γλώσσες ndashόταν μιλάει βέβαια γιατί του αρέσει πολύ η σιωπή και η μονα-ξιά Λένε ότι ήταν μεγάλος γιατρός άλλοι λένε πρίγκιπας κι άλ-λοι δραγουμάνος ένας Θεός ξέρειraquo

laquoευχαριστώraquo απάντησε ο Μπάρσκι στα ελληνικάlaquoΓια ποιο πράγμαraquo ρώτησε παραξενεμένος ο δόκιμοςlaquoευχαριστώraquo ξανάπε ο ΜπάρσκιΟ Μικρορώσος είχε βρει τελικά τον τρόπο να τελειώσει μια

συνομιλία που δεν είχε αρχίσει ποτέ Ύστερα από λίγο τα δέντρααραίωσαν και ξαναβγήκαν απrsquo το σκοτάδι στο λυκόφως Στηνάκρη του ξέφωτου φάνηκε ένα χαμηλό κτίσμα Η στέγη του ήτανκαλυμμένη με γκρίζα πέτρα κι ένας λιγνός καπνός ανέβαινε στοναέρα και σκόρπιζε

laquoτο κάθισμα των αγίων αποστόλωνraquo είπε ο δόκιμος καθώςάλλαζε χέρι την κατσαρόλα που κρατούσε

Ο Μπάρσκι κοντοστάθηκε και παρατήρησε το κελί στην άκρητου ξέφωτου εκείνη τη στιγμή στα χείλη του δόκιμου ήρθε ακό-μη ένας ψαλμός καθώς θα σκέφτηκε πως όταν οι άνθρωποι δεσε καταλαβαίνουν υπάρχει πάντα η χάρη της που έχει τrsquo αυτιάτης ανοιχτά Προχώρησαν ενώ κάτι χαμόκλαδα από τις κουμα-ριές στο μονοπάτι σκάλωσαν στα ρούχα τους και λίγο έλειψε μrsquo

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

17

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 17

ένα κραταιό σχίσιμο να κρατήσουν ένα κομμάτι ύφασμα και ναταράξουν τη γαλήνη του ξέφωτου

laquoSilentium sacrum5raquo ψιθύρισε ο Μπάρσκι και σταυροκοπή-θηκε

Πέρασαν μέσα από έναν μικρό κήπο με ξύλινο φράχτη κιέστριψαν προς τη θάλασσα εκεί που ατένιζε η χαμηλή πόρτατου κελιού Ένα μικρόσωμο γεροντάκι ήταν σκυμμένο πάνω στοχώμα και τους είχε γυρισμένη την πλάτη

laquoΠάλι τα μυρμήγκια σου ταΐζεις γέρονταraquo φώναξε ο δόκι-μος γελώντας χωρίς όμως να πάρει απάντηση laquoε γέροντα ευ-λόγησονraquo ξαναφώναξε ο δόκιμος

laquoΟ Κύριοςraquo απάντησε η φωνήlaquoΈχεις επισκέπτη γέροντα Ο αρχοντάρης σού παραγγέλ-

νειraquoτο κυρτωμένο ράσο ανασηκώθηκε κι ο μικρόσωμος καλόγε-

ρος στάθηκε όρθιος στο κατώφλιlaquoτrsquo αηδόνια σου τι κάνουνraquo ρώτησε ο δόκιμος περιπαιχτικάlaquoδοξολογούν τον Ύψιστο νεαρέraquo του απάντησε κοφτά ο γέ-

ρονταςΟ Μπάρσκι πρόσεξε το πρόσωπο του καλόγερου εκτός απrsquo

το στέγνωμα των γηρατειών έδειχνε πως ήταν σημαδεμένοπαρrsquo όλο που έκρυβε το περισσότερο μια μακριά γενειάδα πουέφτανε ως το στήθος τον παρατήρησε λίγο καλύτερα και είδεπως το δέρμα του με τα χρόνια είχε ζαρώσει και σκληρύνει ΟΒασίλι Μπάρσκι κατάλαβε πως ο καλόγερος ήταν πολύ γέροςκαι σαν νrsquo ανατρίχιασε ndash οίκτος και φόβος απrsquo το πέρασμα τουχρόνου άγρια ιερότητα και κατάνυξη για τα πάθη της σάρκαςκαι τη φθορά Ήταν επιπλέον και η κούραση που του έφερνε ρί-γη και το αριστερό του πόδι που πονούσε

Ο δόκιμος προχώρησε και πλησιάζοντας τον γέροντα άρχισενα του μιλάει ψιθυριστά Ο καλόγερος άφησε να πέσουν τα υπό-λοιπα ψίχουλα από το χέρι του στο χώμα και κράτησε το τσου-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

18

5 Silentium sacrum ιερή σιωπή

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 18

κάλι που του είχαν φέρει Ο Μπάρσκι εκείνη τη στιγμή αιφνι-διαστικά και αναίτια αναπόλησε το σπίτι του Μήνες πολλούςτώρα στους δρόμους συχνά αναρωτιόταν τι να κάνει η μάνα τουαν κλαίει σιωπηλά κι αν ο πατέρας του τον είχε συγχωρήσειπου είχε φύγει έτσι σαν κλέφτης Θέλοντας να αποδιώξει τηναιφνίδια νοσταλγία βιάστηκε να χαιρετήσει

laquoPax tecumraquo φώναξεlaquoEt cum spiritu tuo6raquo απάντησε ο ιωαννίκιος χαμηλώνοντας

ταπεινά το κεφάλιτην ώρα που ο δόκιμος άνοιξε το βήμα του κι έφυγε για το

μοναστήρι ο Μπάρσκι αναθάρρησε και ρώτησε τον γέροντα ndashστα λατινικά πάντα

laquoτι πουλιά κελαηδούσαν επάνω απrsquo το κεφάλι μας στο δά-σος αηδόνιαraquo

laquoτα αηδόνια έφυγαν γιατί χειμωνιάζειraquo του απάντησε ο ιωαν-νίκιος και του έδειξε με την παλάμη του το άνοιγμα της χαμηλήςπόρτας

ΰΌταν το μεγάλο κούτσουρο έπεσε και θρυμματίστηκε ο ιωαν-νίκιος τράβηξε τη χύτρα από την πυροστιά Με αργές κινήσειςέχυσε ζεστό νερό στη λεκάνη που βρισκόταν μπροστά στα πόδιατου Μπάρσκι και το μικρό κελί γέμισε αχνούς

laquoΒγάλε τα ποδήματά σουraquo του είπε και περπάτησε με τα δι-κά του συρτοπάπουτσα προς τα ράφια στη γωνιά της κάμαρας

Ο Μπάρσκι όλη αυτήν την ώρα τον παρατηρούσε αμήχανοςκαι σιωπηλός Πρόσεξε μια σειρά από ομοιόμορφα μικρά δο-χεία κι αφού τον είδε να ξεχωρίζει ένα από αυτά ο καλόγεροςήρθε προς το μέρος του

laquoακόμα δεν τα rsquoβγαλεςraquo τον ρώτησεΥπάκουσε κι έσκυψε να βγάλει τα στιβάλια απrsquo τα πληγω-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

19

6 Pax tecum Et cum spiritu tuo ειρήνη ημίν Και σε σένα (τυπικός χαιρε-τισμός στην Καθολική εκκλησία)

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 19

μένα πόδια του Με χέρι που έτρεμε ο ιωαννίκιος έπιασε με τατρία δάχτυλα όπως προσευχόταν λίγο ξεραμένο βότανο και τοέριξε μέσα στο βραστό νερό Ο Βασίλι Μπάρσκι συνέχιζε νααποφεύγει το βλέμμα του

laquoτέντωσε να δωraquo του είπε κι έπιασε το πληγωμένο πόδι μετο χέρι του

laquoΠονάει γέροντα εδώ και μέρες απrsquo τη Σαλονίκη ακόμαόπου έμεινα ένα βράδυraquo

τα μάτια του ιωαννίκιου το περιεργάστηκαν κι ύστερα άπλω-σε το χέρι και συμπλήρωσε κρύο νερό στη λεκάνη απrsquo το λαγήνιπου έστεκε δίπλα στο σκαμνί δοκίμασε λίγο το νερό με τα δά-χτυλα κι ύστερα του έκανε νόημα να βουτήξει μέσα τα πόδια

Όταν λίγο αργότερα ήρθε η βροχή του είχε γυρισμένη τηνπλάτη καθώς ετοίμαζε το φαγητό πάνω στο τραπέζι το κελί εί-χε μόνο ένα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμι οι αστραπές της θά-λασσας κάθε τόσο το φώτιζαν ενώ ο αέρας έφερνε μέσα τη μυ-ρωδιά απrsquo το βρεγμένο χώμα

laquoΓέροντα η νύχτα ήρθε για τα καλά δε θα πέσεις είναι αρ-γάraquo

laquoΚοιμάμαι λίγοraquo του απάντησε έχοντας ακόμη την πλάτηγυρισμένη

laquoΠροσεύχεσαιraquolaquoΠροσεύχομαι και σκέφτομαιraquolaquoΣτους δώδεκα αποστόλουςraquolaquoΣτον ουρανόraquoΗ λέξη ουρανός θύμισε για μια στιγμή στον νεαρό επισκέπτη

το απόσπασμα από κείνον τον γνωστό ύμνο που του είχαν μάθειστην ακαδημία των ιησουιτών του Λβωφ όσο έμεινε βέβαια εκείπριν τον διώξουν Έλεγε ο ύμνος Ave Maria Regina caelorum7 εδώκαι λίγες μέρες που είχε μπει στον Άθω οι μνήμες της πατρίδαςτου εισορμούσαν απρόσκλητες

Έσκυψε κι άρχισε να τρίβει απαλά το πονεμένο πόδι του μέ-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

20

7 Ave Maria Regina caelorum Χαίρε Μαρία βασίλισσα των ουρανών

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 20

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ένας επισκέπτης 13Artes moriendi 27Mουλάρια και άμαξες 82Primavera et variola 136Συγκεχυμένη παράσταση 185Μάσκες 274Lux perpetua 301Ψωμί 359Βαρτάγγελος Νταβιτσέντσα 415Πύλες και πόρτες 485Sine cera 517Σrsquo ακολουθώ 566Μια σκιά στις σκάλες 592Ars amatoria 614Ένας πρίγκιπας 661Ένας βασιλιάς 687Εγώ ο αδελφός Ιωαννίκιος 738Ο επισκέπτης 767

Σημείωμα του συγγραφέα 775

Πηγές - Οφειλές 777

9

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 9

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 10

Τα πόδια μου τριγυρνάνε πάνω στον κόσμο σαν έντομα μέσα σrsquo ένα ψαλτήρι

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ Η άβυσσοςμτφ Ιωάννα Χατζηνικολή

Πλανιέμαι σαν το μυρμήγκι στην απαλάμη του Θεούόπου βρω δρόμο τον ακολουθώhellip

Μήτσος ΑλεξανδρόπουλοςΣκηνές από το βίο του Μάξιμου του Γραικού

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 11

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 12

Ένας επισκέπτης

Μονή Διονυσίου Άγιο Όρος Οκτώβριος 1725

Ον ειδαν να ερχεται από τη μεριά που στρίβει τομονοπάτι εκεί στο γόνατο της ανηφόρας Ο αδελφόςΠρόδρομος έβαλε την παλάμη σκέπαστρο στα μάτια

γιατί ο ήλιος του απογεύματος κόκκινος ως τα έγκατα του τύ-φλωνε τα μάτια εκεί όπου στέκονταν οι αδελφοί στους στεγα-σμένους εξώστες φυσούσε από τη θάλασσα Ήταν οι τελευταίοικυματισμοί της πριν από το σούρουπο όταν συνήθως τα νεράγαληνεύουν Ο ιερομόναχος Σέργιος έσφιξε με το σχοινί πάνωστο κορμί του το ράσο γιατί όσο η μέρα χανόταν η ψύχρα γι-νόταν ολοένα και πιο αισθητή

Οι δυο καλόγεροι έστεκαν σιωπηλοί εδώ και λίγη ώρα ακου-μπώντας στα ξύλινα κάγκελα των μπαλκονιών που μετεωρίζο-νταν πάνω από την άβυσσο του γκρεμού Μετά το απόδειπνοκαι πριν από τον ερχομό της νύχτας οι δουλειές στο μοναστήρισταματούσαν Η πόρτα του καθολικού ήταν ακόμα ανοιχτή καιοι ευωδιές από το λιβάνι και τα θυμιάματα σκορπίζονταν σε όλητην αυλή αρκετοί αδελφοί σε μικρές παρέες συζητούσαν χα-μηλόφωνα μέχρι να πέσει το σκοτάδι

laquoΠρόδρομε πήγαινε να ειδοποιήσεις τον αρχοντάρη έχουμεεπισκέπτηraquo

Έξω από την πύλη ο ξένος είχε καθίσει πάνω στο χείλος τηςμεγάλης γούρνας και ρούφαγε λαίμαργα νερό απrsquo το μπακιρένιο

13

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 13

τάσι Ο πορτάρης ο θυρωρός της πύλης τον παρατηρούσε σιω-πηλός παίζοντας στα χοντρά του δάχτυλα το κομποσκοίνι Ηπρώτη προσπάθεια να συνεννοηθεί μαζί του είχε αποτύχει Οεπισκέπτης ήταν ένας νεαρός ψηλός άντρας μελαχρινός με σμι-χτά πυκνά φρύδια Έμοιαζε ρωμιός αλλά δεν ήταν Μιλούσεδυο άλλες γλώσσες πότε τη μια και πότε την άλλη κι αυτό είχεκάνει τον πορτάρη να χάσει την υπομονή του

laquoΛατίνος μού φαίνεσαι έχεις κι αυτήν την κουκούλα στην πλά-τη γενιά και σπορά των αιρετικώνraquo μουρμούρισε ο πορτάρης

Ο νεαρός σκούπισε από τα γένια του τις σταγόνες του νερούπου είχαν κυλήσει από το τάσι και τον κοίταξε αθώα με τα κα-στανά του μάτια αδυνατούσε να του απαντήσει ndash τι άραγεαφού δεν είχε καταλάβει Έστεκε τώρα μπροστά στην πύλη γα-λήνιος τα μάτια του όμως μιλούσαν κι άλλες γλώσσες

ακούστηκαν πατήματα από το εσωτερικό του μοναστηριούΟ Πρόδρομος με τον αρχοντάρη εμφανίστηκαν κι άρχισαν ναπαρατηρούν αμίλητοι τον νεαρό επισκέπτη ακουγόταν μόνο τονερό της κρήνης που έπεφτε με ορμή μέσα στη γούρνα

laquoΒενετσιάνικα μιλάειraquo σχολίασε ο πορτάρηςΟ αρχοντάρης τον περιεργάστηκε λίγο ακόμη το πανωφόρι

του ήταν ξεθωριασμένο από τον ήλιο και γεμάτο σκόνη και απότο ένα του στιβάλι που είχε τρυπήσει στον δρόμο ξεχώριζανδυο λασπωμένα δάχτυλα

laquoΈνας μόνο θα μπορέσει να συνεννοηθεί μαζί τουraquo είπε οαρχοντάρης κι έστρεψε το κεφάλι του στον Πρόδρομο

laquoΚατάλαβα γέρονταraquo απάντησε με κατεβασμένο το κεφάλιο δόκιμος μοναχός

laquoΦέρε πρώτα ψωμί ελιές κι ότι άλλο βρεις στο μαγερειό καικατέβα γρήγορα μη σας πιάσει η νύχταraquo

Ο Πρόδρομος χάθηκε στο λιθόστρωτο που οδηγούσε μέσαστο μοναστήρι Στο μεταξύ ο επισκέπτης ταχτοποιούσε τονυφασμάτινο σάκο που κουβαλούσε στην πλάτη κι ήταν τώρααφημένος ανάμεσα στα πόδια του Συνέχισε να τους κοιτάζειμrsquo εκείνη την αφοπλιστική ηρεμία που είχαν τα μάτια του

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

14

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 14

laquoαπό πού είσαι τι είσαιraquo ρώτησε ο αρχοντάρης τονίζονταςτις τελευταίες συλλαβές και υψώνοντας τη φωνή σαν να είχεμπροστά του άνθρωπο κουφό κι όχι ξενομερίτη συνόδεψε μά-λιστα τα λόγια του και με μια ανυψωτική κίνηση της παλάμης

laquoΚίεβοraquo του απάντησε απρόσμενα ο επισκέπτης και ξέχωσεένα τσαλακωμένο χαρτί απrsquo τον κόρφο του

laquoδεν είσαι αιρετικός μεγάλη η χάρη τηςraquo απάντησε ο αρ-χοντάρης και σταυροκοπήθηκε

Ο επισκέπτης όρθιος ακόμα συνέχιζε να του προτείνει τοτσαλακωμένο χαρτί Ο πορτάρης έκανε ένα βήμα μπροστά τοrsquoπιασε και πήγε να το ανοίξει Ο αρχοντάρης βιάστηκε να τουτο αρπάξει απrsquo το χέρι Ήταν κοινό μυστικό σε όλη τη μονή πωςγια τον φύλακα της πύλης τα γράμματα ήταν σαν να rsquoβλεπε παι-δικές ζωγραφιές αφού δεν τα καταλάβαινε

laquoείναι απrsquo τον ηγούμενο του αγίου Παύλουraquo είπε ο αρχο-ντάρης Ξερόβηξε κι άρχισε να διαβάζει laquoΠαρακαλείστε όλοιοι εν Αγίω Όρει αδελφοί όπως προσφέρετε κατάλυμα και άρ-τον στον Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι1 Ο εν λόγω ορθόδο-ξος αδελφός μας έχει κάνει ένα μεγάλο ταξίδι από το Κίεβοτης Μικρορωσίας2 και οδεύει προσκυνητής στους Αγίους Τό-πους Είναι δούλος του Θεού της πραγματικής πίστης ομιλείτην μικρορωσικήν και λατινικήν και γράφει όπως διαπιστώ-σαμε ιδίοις όμμασιν εκτός από την λατινικήν και την εκκλη-σιαστικήν σλαβικήνraquo

ακούστηκαν πατήματα πίσω απrsquo τον αρχοντάρη Ο δόκιμοςΠρόδρομος είχε πετάξει ως το μαγειρειό με τα ελαφρά του πό-δια και είχε γυρίσει κρατώντας ένα σκεπασμένο πήλινο κατσα-ρόλι Ο αρχοντάρης σταμάτησε το διάβασμα κι απευθύνθηκεστον δόκιμο

laquoΆμετε στην ευχή του Θεού ας αναλάβει τώρα ο ιωαννίκιος

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

15

1 Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι (1701-1747) Ουκρανός περιηγητής αρχεια-κός ερευνητής και συγγραφέας

2 Μικρορωσία η σημερινή Ουκρανία

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 15

που μπορεί μαζί του να συνεννοηθεί Πρόδρομε πες στον ιωαν-νίκιο να του κάνει υπόδειξη να βγάλει απrsquo την πλάτη του τηνκουκούλα που έχει ριγμένη στον ώμο γιατί έτσι μοιάζει προ-σκυνητής της ρώμης Πες στον γέροντα ιωαννίκιο να του το εξη-γήσει Στους αιρετικούς και στους ουνίτες η αγκαλιά της Πανα-γίας μας δε θrsquo ανοίξει ποτέ Έτσι να του πειraquo

Ο Πρόδρομος τράβηξε μπροστά κι έκανε νόημα στον Μπάρ-σκι να τον ακολουθήσει Πέρασαν μπροστά απrsquo το βορδοναρειό3

κι απrsquo το χαλκαδειό4 ο αέρας μύριζε σβουνιά και σίδερο Πα-ρακάτω προς τη μεριά της θάλασσας κατηφόριζε ένα περιβόλιμε πεζούλες γεμάτο κοντές λεμονιές

Πήραν τελικά ένα στενό μονοπάτι κι άφησαν πίσω τους τατείχη του μοναστηριού Ύστερα από λίγο χώθηκαν μες στο λα-γκάδι Πριν τους σκεπάσουν οι θόλοι των φύλλων ο νεαρόςΜπάρσκι έστρεψε πίσω το κεφάλι και είδε το μοναστήρι απόμακριά Στο σύθαμπο του δειλινού ξεχώριζαν οι πέντε τρούλοιτου καθολικού Ο μεσαίος ο πιο ψηλός σκεπασμένος όλος μελιωμένο μολύβι κοκκίνιζε στο ηλιοβασίλεμα Πέρα μακριά στηθάλασσα από το βάθος της ο ουρανός μαύριζε το βράδυ θαέφτανε με βροχή γεμάτη χοντρές σταγόνες σαν ακρίδες και θασκέπαζε όλη τη χερσόνησο

Ο Πρόδρομος βάδιζε μπροστά αρκετά γρήγορα κι είχε αρχί-σει να ψάλλει Ο Μπάρσκι φορτωμένος τον μπόγο του έσερνετο ένα πόδι που έδειχνε χτυπημένο και πάλευε να τον ακολου-θεί κατά βήμα μη βρεθεί ξαφνικά μόνος στο δάσος τώρα χω-μένοι για τα καλά κάτω απrsquo τα πυκνά δέντρα περπατούσαν στομισοσκόταδο τα πουλιά άυπνα ακόμη έπαιζαν τα μάτια τουςεδώ κι εκεί ακούγοντας τα ανθρώπινα πόδια που μπλέκοντανσε υπέργειες ρίζες και φτέρες

Κάποια στιγμή ο Πρόδρομος κοντοστάθηκε Κοίταξε πίσωτου και είδε τον ψηλό ίσκιο να τον ακολουθεί με δυσκολία τον

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

16

3 Βορδοναρειό το ημιονοστάσιο ο στάβλος της μονής4 χαλκαδειό το σιδηρουργείο της μονής

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 16

λυπήθηκε και στάθηκε να τον περιμένει Μόλις ο Μικρορώσοςτον έφτασε ο Πρόδρομος άπλωσε το χέρι να πάρει το βάρος απότην πλάτη του Ο Μπάρσκι τραβήχτηκε πίσω και αρνήθηκε ευ-γενικά μrsquo ένα κούνημα του κεφαλιού Ο Πρόδρομος αν και δενμπορούσε να ξεχωρίσει στο μισοσκόταδο τα μάτια του μπορού-σε όμως να τα φανταστεί να τον κοιτούν μrsquo εκείνο το ίδιο πείσμαόπως νωρίτερα μπροστά στην πύλη του μοναστηριού Έστρεψεαμήχανα το κεφάλι στο μονοπάτι κι άρχισε τώρα να βαδίζει πιοαργά και καθώς η όρεξή του για κάποιο δοξαστικό κοντάκιο είχεπια χαθεί ακούγονταν μόνο οι τρίλιες από τα ορνίθια και οι πα-τούσες τους που παραμέριζαν τα χορτάρια

laquoΟ γέροντας ιωαννίκιοςraquo είπε κάποια στιγμή ο δόκιμος πουδεν άντεχε πια ούτε τα πουλιά ούτε τη μεταξύ τους σιωπή laquoεί-ναι να ξέρεις παράξενος άνθρωπος Μιλάει πολλές γλώσσες ndashόταν μιλάει βέβαια γιατί του αρέσει πολύ η σιωπή και η μονα-ξιά Λένε ότι ήταν μεγάλος γιατρός άλλοι λένε πρίγκιπας κι άλ-λοι δραγουμάνος ένας Θεός ξέρειraquo

laquoευχαριστώraquo απάντησε ο Μπάρσκι στα ελληνικάlaquoΓια ποιο πράγμαraquo ρώτησε παραξενεμένος ο δόκιμοςlaquoευχαριστώraquo ξανάπε ο ΜπάρσκιΟ Μικρορώσος είχε βρει τελικά τον τρόπο να τελειώσει μια

συνομιλία που δεν είχε αρχίσει ποτέ Ύστερα από λίγο τα δέντρααραίωσαν και ξαναβγήκαν απrsquo το σκοτάδι στο λυκόφως Στηνάκρη του ξέφωτου φάνηκε ένα χαμηλό κτίσμα Η στέγη του ήτανκαλυμμένη με γκρίζα πέτρα κι ένας λιγνός καπνός ανέβαινε στοναέρα και σκόρπιζε

laquoτο κάθισμα των αγίων αποστόλωνraquo είπε ο δόκιμος καθώςάλλαζε χέρι την κατσαρόλα που κρατούσε

Ο Μπάρσκι κοντοστάθηκε και παρατήρησε το κελί στην άκρητου ξέφωτου εκείνη τη στιγμή στα χείλη του δόκιμου ήρθε ακό-μη ένας ψαλμός καθώς θα σκέφτηκε πως όταν οι άνθρωποι δεσε καταλαβαίνουν υπάρχει πάντα η χάρη της που έχει τrsquo αυτιάτης ανοιχτά Προχώρησαν ενώ κάτι χαμόκλαδα από τις κουμα-ριές στο μονοπάτι σκάλωσαν στα ρούχα τους και λίγο έλειψε μrsquo

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

17

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 17

ένα κραταιό σχίσιμο να κρατήσουν ένα κομμάτι ύφασμα και ναταράξουν τη γαλήνη του ξέφωτου

laquoSilentium sacrum5raquo ψιθύρισε ο Μπάρσκι και σταυροκοπή-θηκε

Πέρασαν μέσα από έναν μικρό κήπο με ξύλινο φράχτη κιέστριψαν προς τη θάλασσα εκεί που ατένιζε η χαμηλή πόρτατου κελιού Ένα μικρόσωμο γεροντάκι ήταν σκυμμένο πάνω στοχώμα και τους είχε γυρισμένη την πλάτη

laquoΠάλι τα μυρμήγκια σου ταΐζεις γέρονταraquo φώναξε ο δόκι-μος γελώντας χωρίς όμως να πάρει απάντηση laquoε γέροντα ευ-λόγησονraquo ξαναφώναξε ο δόκιμος

laquoΟ Κύριοςraquo απάντησε η φωνήlaquoΈχεις επισκέπτη γέροντα Ο αρχοντάρης σού παραγγέλ-

νειraquoτο κυρτωμένο ράσο ανασηκώθηκε κι ο μικρόσωμος καλόγε-

ρος στάθηκε όρθιος στο κατώφλιlaquoτrsquo αηδόνια σου τι κάνουνraquo ρώτησε ο δόκιμος περιπαιχτικάlaquoδοξολογούν τον Ύψιστο νεαρέraquo του απάντησε κοφτά ο γέ-

ρονταςΟ Μπάρσκι πρόσεξε το πρόσωπο του καλόγερου εκτός απrsquo

το στέγνωμα των γηρατειών έδειχνε πως ήταν σημαδεμένοπαρrsquo όλο που έκρυβε το περισσότερο μια μακριά γενειάδα πουέφτανε ως το στήθος τον παρατήρησε λίγο καλύτερα και είδεπως το δέρμα του με τα χρόνια είχε ζαρώσει και σκληρύνει ΟΒασίλι Μπάρσκι κατάλαβε πως ο καλόγερος ήταν πολύ γέροςκαι σαν νrsquo ανατρίχιασε ndash οίκτος και φόβος απrsquo το πέρασμα τουχρόνου άγρια ιερότητα και κατάνυξη για τα πάθη της σάρκαςκαι τη φθορά Ήταν επιπλέον και η κούραση που του έφερνε ρί-γη και το αριστερό του πόδι που πονούσε

Ο δόκιμος προχώρησε και πλησιάζοντας τον γέροντα άρχισενα του μιλάει ψιθυριστά Ο καλόγερος άφησε να πέσουν τα υπό-λοιπα ψίχουλα από το χέρι του στο χώμα και κράτησε το τσου-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

18

5 Silentium sacrum ιερή σιωπή

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 18

κάλι που του είχαν φέρει Ο Μπάρσκι εκείνη τη στιγμή αιφνι-διαστικά και αναίτια αναπόλησε το σπίτι του Μήνες πολλούςτώρα στους δρόμους συχνά αναρωτιόταν τι να κάνει η μάνα τουαν κλαίει σιωπηλά κι αν ο πατέρας του τον είχε συγχωρήσειπου είχε φύγει έτσι σαν κλέφτης Θέλοντας να αποδιώξει τηναιφνίδια νοσταλγία βιάστηκε να χαιρετήσει

laquoPax tecumraquo φώναξεlaquoEt cum spiritu tuo6raquo απάντησε ο ιωαννίκιος χαμηλώνοντας

ταπεινά το κεφάλιτην ώρα που ο δόκιμος άνοιξε το βήμα του κι έφυγε για το

μοναστήρι ο Μπάρσκι αναθάρρησε και ρώτησε τον γέροντα ndashστα λατινικά πάντα

laquoτι πουλιά κελαηδούσαν επάνω απrsquo το κεφάλι μας στο δά-σος αηδόνιαraquo

laquoτα αηδόνια έφυγαν γιατί χειμωνιάζειraquo του απάντησε ο ιωαν-νίκιος και του έδειξε με την παλάμη του το άνοιγμα της χαμηλήςπόρτας

ΰΌταν το μεγάλο κούτσουρο έπεσε και θρυμματίστηκε ο ιωαν-νίκιος τράβηξε τη χύτρα από την πυροστιά Με αργές κινήσειςέχυσε ζεστό νερό στη λεκάνη που βρισκόταν μπροστά στα πόδιατου Μπάρσκι και το μικρό κελί γέμισε αχνούς

laquoΒγάλε τα ποδήματά σουraquo του είπε και περπάτησε με τα δι-κά του συρτοπάπουτσα προς τα ράφια στη γωνιά της κάμαρας

Ο Μπάρσκι όλη αυτήν την ώρα τον παρατηρούσε αμήχανοςκαι σιωπηλός Πρόσεξε μια σειρά από ομοιόμορφα μικρά δο-χεία κι αφού τον είδε να ξεχωρίζει ένα από αυτά ο καλόγεροςήρθε προς το μέρος του

laquoακόμα δεν τα rsquoβγαλεςraquo τον ρώτησεΥπάκουσε κι έσκυψε να βγάλει τα στιβάλια απrsquo τα πληγω-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

19

6 Pax tecum Et cum spiritu tuo ειρήνη ημίν Και σε σένα (τυπικός χαιρε-τισμός στην Καθολική εκκλησία)

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 19

μένα πόδια του Με χέρι που έτρεμε ο ιωαννίκιος έπιασε με τατρία δάχτυλα όπως προσευχόταν λίγο ξεραμένο βότανο και τοέριξε μέσα στο βραστό νερό Ο Βασίλι Μπάρσκι συνέχιζε νααποφεύγει το βλέμμα του

laquoτέντωσε να δωraquo του είπε κι έπιασε το πληγωμένο πόδι μετο χέρι του

laquoΠονάει γέροντα εδώ και μέρες απrsquo τη Σαλονίκη ακόμαόπου έμεινα ένα βράδυraquo

τα μάτια του ιωαννίκιου το περιεργάστηκαν κι ύστερα άπλω-σε το χέρι και συμπλήρωσε κρύο νερό στη λεκάνη απrsquo το λαγήνιπου έστεκε δίπλα στο σκαμνί δοκίμασε λίγο το νερό με τα δά-χτυλα κι ύστερα του έκανε νόημα να βουτήξει μέσα τα πόδια

Όταν λίγο αργότερα ήρθε η βροχή του είχε γυρισμένη τηνπλάτη καθώς ετοίμαζε το φαγητό πάνω στο τραπέζι το κελί εί-χε μόνο ένα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμι οι αστραπές της θά-λασσας κάθε τόσο το φώτιζαν ενώ ο αέρας έφερνε μέσα τη μυ-ρωδιά απrsquo το βρεγμένο χώμα

laquoΓέροντα η νύχτα ήρθε για τα καλά δε θα πέσεις είναι αρ-γάraquo

laquoΚοιμάμαι λίγοraquo του απάντησε έχοντας ακόμη την πλάτηγυρισμένη

laquoΠροσεύχεσαιraquolaquoΠροσεύχομαι και σκέφτομαιraquolaquoΣτους δώδεκα αποστόλουςraquolaquoΣτον ουρανόraquoΗ λέξη ουρανός θύμισε για μια στιγμή στον νεαρό επισκέπτη

το απόσπασμα από κείνον τον γνωστό ύμνο που του είχαν μάθειστην ακαδημία των ιησουιτών του Λβωφ όσο έμεινε βέβαια εκείπριν τον διώξουν Έλεγε ο ύμνος Ave Maria Regina caelorum7 εδώκαι λίγες μέρες που είχε μπει στον Άθω οι μνήμες της πατρίδαςτου εισορμούσαν απρόσκλητες

Έσκυψε κι άρχισε να τρίβει απαλά το πονεμένο πόδι του μέ-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

20

7 Ave Maria Regina caelorum Χαίρε Μαρία βασίλισσα των ουρανών

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 20

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 10

Τα πόδια μου τριγυρνάνε πάνω στον κόσμο σαν έντομα μέσα σrsquo ένα ψαλτήρι

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ Η άβυσσοςμτφ Ιωάννα Χατζηνικολή

Πλανιέμαι σαν το μυρμήγκι στην απαλάμη του Θεούόπου βρω δρόμο τον ακολουθώhellip

Μήτσος ΑλεξανδρόπουλοςΣκηνές από το βίο του Μάξιμου του Γραικού

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 11

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 12

Ένας επισκέπτης

Μονή Διονυσίου Άγιο Όρος Οκτώβριος 1725

Ον ειδαν να ερχεται από τη μεριά που στρίβει τομονοπάτι εκεί στο γόνατο της ανηφόρας Ο αδελφόςΠρόδρομος έβαλε την παλάμη σκέπαστρο στα μάτια

γιατί ο ήλιος του απογεύματος κόκκινος ως τα έγκατα του τύ-φλωνε τα μάτια εκεί όπου στέκονταν οι αδελφοί στους στεγα-σμένους εξώστες φυσούσε από τη θάλασσα Ήταν οι τελευταίοικυματισμοί της πριν από το σούρουπο όταν συνήθως τα νεράγαληνεύουν Ο ιερομόναχος Σέργιος έσφιξε με το σχοινί πάνωστο κορμί του το ράσο γιατί όσο η μέρα χανόταν η ψύχρα γι-νόταν ολοένα και πιο αισθητή

Οι δυο καλόγεροι έστεκαν σιωπηλοί εδώ και λίγη ώρα ακου-μπώντας στα ξύλινα κάγκελα των μπαλκονιών που μετεωρίζο-νταν πάνω από την άβυσσο του γκρεμού Μετά το απόδειπνοκαι πριν από τον ερχομό της νύχτας οι δουλειές στο μοναστήρισταματούσαν Η πόρτα του καθολικού ήταν ακόμα ανοιχτή καιοι ευωδιές από το λιβάνι και τα θυμιάματα σκορπίζονταν σε όλητην αυλή αρκετοί αδελφοί σε μικρές παρέες συζητούσαν χα-μηλόφωνα μέχρι να πέσει το σκοτάδι

laquoΠρόδρομε πήγαινε να ειδοποιήσεις τον αρχοντάρη έχουμεεπισκέπτηraquo

Έξω από την πύλη ο ξένος είχε καθίσει πάνω στο χείλος τηςμεγάλης γούρνας και ρούφαγε λαίμαργα νερό απrsquo το μπακιρένιο

13

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 13

τάσι Ο πορτάρης ο θυρωρός της πύλης τον παρατηρούσε σιω-πηλός παίζοντας στα χοντρά του δάχτυλα το κομποσκοίνι Ηπρώτη προσπάθεια να συνεννοηθεί μαζί του είχε αποτύχει Οεπισκέπτης ήταν ένας νεαρός ψηλός άντρας μελαχρινός με σμι-χτά πυκνά φρύδια Έμοιαζε ρωμιός αλλά δεν ήταν Μιλούσεδυο άλλες γλώσσες πότε τη μια και πότε την άλλη κι αυτό είχεκάνει τον πορτάρη να χάσει την υπομονή του

laquoΛατίνος μού φαίνεσαι έχεις κι αυτήν την κουκούλα στην πλά-τη γενιά και σπορά των αιρετικώνraquo μουρμούρισε ο πορτάρης

Ο νεαρός σκούπισε από τα γένια του τις σταγόνες του νερούπου είχαν κυλήσει από το τάσι και τον κοίταξε αθώα με τα κα-στανά του μάτια αδυνατούσε να του απαντήσει ndash τι άραγεαφού δεν είχε καταλάβει Έστεκε τώρα μπροστά στην πύλη γα-λήνιος τα μάτια του όμως μιλούσαν κι άλλες γλώσσες

ακούστηκαν πατήματα από το εσωτερικό του μοναστηριούΟ Πρόδρομος με τον αρχοντάρη εμφανίστηκαν κι άρχισαν ναπαρατηρούν αμίλητοι τον νεαρό επισκέπτη ακουγόταν μόνο τονερό της κρήνης που έπεφτε με ορμή μέσα στη γούρνα

laquoΒενετσιάνικα μιλάειraquo σχολίασε ο πορτάρηςΟ αρχοντάρης τον περιεργάστηκε λίγο ακόμη το πανωφόρι

του ήταν ξεθωριασμένο από τον ήλιο και γεμάτο σκόνη και απότο ένα του στιβάλι που είχε τρυπήσει στον δρόμο ξεχώριζανδυο λασπωμένα δάχτυλα

laquoΈνας μόνο θα μπορέσει να συνεννοηθεί μαζί τουraquo είπε οαρχοντάρης κι έστρεψε το κεφάλι του στον Πρόδρομο

laquoΚατάλαβα γέρονταraquo απάντησε με κατεβασμένο το κεφάλιο δόκιμος μοναχός

laquoΦέρε πρώτα ψωμί ελιές κι ότι άλλο βρεις στο μαγερειό καικατέβα γρήγορα μη σας πιάσει η νύχταraquo

Ο Πρόδρομος χάθηκε στο λιθόστρωτο που οδηγούσε μέσαστο μοναστήρι Στο μεταξύ ο επισκέπτης ταχτοποιούσε τονυφασμάτινο σάκο που κουβαλούσε στην πλάτη κι ήταν τώρααφημένος ανάμεσα στα πόδια του Συνέχισε να τους κοιτάζειμrsquo εκείνη την αφοπλιστική ηρεμία που είχαν τα μάτια του

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

14

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 14

laquoαπό πού είσαι τι είσαιraquo ρώτησε ο αρχοντάρης τονίζονταςτις τελευταίες συλλαβές και υψώνοντας τη φωνή σαν να είχεμπροστά του άνθρωπο κουφό κι όχι ξενομερίτη συνόδεψε μά-λιστα τα λόγια του και με μια ανυψωτική κίνηση της παλάμης

laquoΚίεβοraquo του απάντησε απρόσμενα ο επισκέπτης και ξέχωσεένα τσαλακωμένο χαρτί απrsquo τον κόρφο του

laquoδεν είσαι αιρετικός μεγάλη η χάρη τηςraquo απάντησε ο αρ-χοντάρης και σταυροκοπήθηκε

Ο επισκέπτης όρθιος ακόμα συνέχιζε να του προτείνει τοτσαλακωμένο χαρτί Ο πορτάρης έκανε ένα βήμα μπροστά τοrsquoπιασε και πήγε να το ανοίξει Ο αρχοντάρης βιάστηκε να τουτο αρπάξει απrsquo το χέρι Ήταν κοινό μυστικό σε όλη τη μονή πωςγια τον φύλακα της πύλης τα γράμματα ήταν σαν να rsquoβλεπε παι-δικές ζωγραφιές αφού δεν τα καταλάβαινε

laquoείναι απrsquo τον ηγούμενο του αγίου Παύλουraquo είπε ο αρχο-ντάρης Ξερόβηξε κι άρχισε να διαβάζει laquoΠαρακαλείστε όλοιοι εν Αγίω Όρει αδελφοί όπως προσφέρετε κατάλυμα και άρ-τον στον Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι1 Ο εν λόγω ορθόδο-ξος αδελφός μας έχει κάνει ένα μεγάλο ταξίδι από το Κίεβοτης Μικρορωσίας2 και οδεύει προσκυνητής στους Αγίους Τό-πους Είναι δούλος του Θεού της πραγματικής πίστης ομιλείτην μικρορωσικήν και λατινικήν και γράφει όπως διαπιστώ-σαμε ιδίοις όμμασιν εκτός από την λατινικήν και την εκκλη-σιαστικήν σλαβικήνraquo

ακούστηκαν πατήματα πίσω απrsquo τον αρχοντάρη Ο δόκιμοςΠρόδρομος είχε πετάξει ως το μαγειρειό με τα ελαφρά του πό-δια και είχε γυρίσει κρατώντας ένα σκεπασμένο πήλινο κατσα-ρόλι Ο αρχοντάρης σταμάτησε το διάβασμα κι απευθύνθηκεστον δόκιμο

laquoΆμετε στην ευχή του Θεού ας αναλάβει τώρα ο ιωαννίκιος

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

15

1 Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι (1701-1747) Ουκρανός περιηγητής αρχεια-κός ερευνητής και συγγραφέας

2 Μικρορωσία η σημερινή Ουκρανία

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 15

που μπορεί μαζί του να συνεννοηθεί Πρόδρομε πες στον ιωαν-νίκιο να του κάνει υπόδειξη να βγάλει απrsquo την πλάτη του τηνκουκούλα που έχει ριγμένη στον ώμο γιατί έτσι μοιάζει προ-σκυνητής της ρώμης Πες στον γέροντα ιωαννίκιο να του το εξη-γήσει Στους αιρετικούς και στους ουνίτες η αγκαλιά της Πανα-γίας μας δε θrsquo ανοίξει ποτέ Έτσι να του πειraquo

Ο Πρόδρομος τράβηξε μπροστά κι έκανε νόημα στον Μπάρ-σκι να τον ακολουθήσει Πέρασαν μπροστά απrsquo το βορδοναρειό3

κι απrsquo το χαλκαδειό4 ο αέρας μύριζε σβουνιά και σίδερο Πα-ρακάτω προς τη μεριά της θάλασσας κατηφόριζε ένα περιβόλιμε πεζούλες γεμάτο κοντές λεμονιές

Πήραν τελικά ένα στενό μονοπάτι κι άφησαν πίσω τους τατείχη του μοναστηριού Ύστερα από λίγο χώθηκαν μες στο λα-γκάδι Πριν τους σκεπάσουν οι θόλοι των φύλλων ο νεαρόςΜπάρσκι έστρεψε πίσω το κεφάλι και είδε το μοναστήρι απόμακριά Στο σύθαμπο του δειλινού ξεχώριζαν οι πέντε τρούλοιτου καθολικού Ο μεσαίος ο πιο ψηλός σκεπασμένος όλος μελιωμένο μολύβι κοκκίνιζε στο ηλιοβασίλεμα Πέρα μακριά στηθάλασσα από το βάθος της ο ουρανός μαύριζε το βράδυ θαέφτανε με βροχή γεμάτη χοντρές σταγόνες σαν ακρίδες και θασκέπαζε όλη τη χερσόνησο

Ο Πρόδρομος βάδιζε μπροστά αρκετά γρήγορα κι είχε αρχί-σει να ψάλλει Ο Μπάρσκι φορτωμένος τον μπόγο του έσερνετο ένα πόδι που έδειχνε χτυπημένο και πάλευε να τον ακολου-θεί κατά βήμα μη βρεθεί ξαφνικά μόνος στο δάσος τώρα χω-μένοι για τα καλά κάτω απrsquo τα πυκνά δέντρα περπατούσαν στομισοσκόταδο τα πουλιά άυπνα ακόμη έπαιζαν τα μάτια τουςεδώ κι εκεί ακούγοντας τα ανθρώπινα πόδια που μπλέκοντανσε υπέργειες ρίζες και φτέρες

Κάποια στιγμή ο Πρόδρομος κοντοστάθηκε Κοίταξε πίσωτου και είδε τον ψηλό ίσκιο να τον ακολουθεί με δυσκολία τον

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

16

3 Βορδοναρειό το ημιονοστάσιο ο στάβλος της μονής4 χαλκαδειό το σιδηρουργείο της μονής

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 16

λυπήθηκε και στάθηκε να τον περιμένει Μόλις ο Μικρορώσοςτον έφτασε ο Πρόδρομος άπλωσε το χέρι να πάρει το βάρος απότην πλάτη του Ο Μπάρσκι τραβήχτηκε πίσω και αρνήθηκε ευ-γενικά μrsquo ένα κούνημα του κεφαλιού Ο Πρόδρομος αν και δενμπορούσε να ξεχωρίσει στο μισοσκόταδο τα μάτια του μπορού-σε όμως να τα φανταστεί να τον κοιτούν μrsquo εκείνο το ίδιο πείσμαόπως νωρίτερα μπροστά στην πύλη του μοναστηριού Έστρεψεαμήχανα το κεφάλι στο μονοπάτι κι άρχισε τώρα να βαδίζει πιοαργά και καθώς η όρεξή του για κάποιο δοξαστικό κοντάκιο είχεπια χαθεί ακούγονταν μόνο οι τρίλιες από τα ορνίθια και οι πα-τούσες τους που παραμέριζαν τα χορτάρια

laquoΟ γέροντας ιωαννίκιοςraquo είπε κάποια στιγμή ο δόκιμος πουδεν άντεχε πια ούτε τα πουλιά ούτε τη μεταξύ τους σιωπή laquoεί-ναι να ξέρεις παράξενος άνθρωπος Μιλάει πολλές γλώσσες ndashόταν μιλάει βέβαια γιατί του αρέσει πολύ η σιωπή και η μονα-ξιά Λένε ότι ήταν μεγάλος γιατρός άλλοι λένε πρίγκιπας κι άλ-λοι δραγουμάνος ένας Θεός ξέρειraquo

laquoευχαριστώraquo απάντησε ο Μπάρσκι στα ελληνικάlaquoΓια ποιο πράγμαraquo ρώτησε παραξενεμένος ο δόκιμοςlaquoευχαριστώraquo ξανάπε ο ΜπάρσκιΟ Μικρορώσος είχε βρει τελικά τον τρόπο να τελειώσει μια

συνομιλία που δεν είχε αρχίσει ποτέ Ύστερα από λίγο τα δέντρααραίωσαν και ξαναβγήκαν απrsquo το σκοτάδι στο λυκόφως Στηνάκρη του ξέφωτου φάνηκε ένα χαμηλό κτίσμα Η στέγη του ήτανκαλυμμένη με γκρίζα πέτρα κι ένας λιγνός καπνός ανέβαινε στοναέρα και σκόρπιζε

laquoτο κάθισμα των αγίων αποστόλωνraquo είπε ο δόκιμος καθώςάλλαζε χέρι την κατσαρόλα που κρατούσε

Ο Μπάρσκι κοντοστάθηκε και παρατήρησε το κελί στην άκρητου ξέφωτου εκείνη τη στιγμή στα χείλη του δόκιμου ήρθε ακό-μη ένας ψαλμός καθώς θα σκέφτηκε πως όταν οι άνθρωποι δεσε καταλαβαίνουν υπάρχει πάντα η χάρη της που έχει τrsquo αυτιάτης ανοιχτά Προχώρησαν ενώ κάτι χαμόκλαδα από τις κουμα-ριές στο μονοπάτι σκάλωσαν στα ρούχα τους και λίγο έλειψε μrsquo

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

17

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 17

ένα κραταιό σχίσιμο να κρατήσουν ένα κομμάτι ύφασμα και ναταράξουν τη γαλήνη του ξέφωτου

laquoSilentium sacrum5raquo ψιθύρισε ο Μπάρσκι και σταυροκοπή-θηκε

Πέρασαν μέσα από έναν μικρό κήπο με ξύλινο φράχτη κιέστριψαν προς τη θάλασσα εκεί που ατένιζε η χαμηλή πόρτατου κελιού Ένα μικρόσωμο γεροντάκι ήταν σκυμμένο πάνω στοχώμα και τους είχε γυρισμένη την πλάτη

laquoΠάλι τα μυρμήγκια σου ταΐζεις γέρονταraquo φώναξε ο δόκι-μος γελώντας χωρίς όμως να πάρει απάντηση laquoε γέροντα ευ-λόγησονraquo ξαναφώναξε ο δόκιμος

laquoΟ Κύριοςraquo απάντησε η φωνήlaquoΈχεις επισκέπτη γέροντα Ο αρχοντάρης σού παραγγέλ-

νειraquoτο κυρτωμένο ράσο ανασηκώθηκε κι ο μικρόσωμος καλόγε-

ρος στάθηκε όρθιος στο κατώφλιlaquoτrsquo αηδόνια σου τι κάνουνraquo ρώτησε ο δόκιμος περιπαιχτικάlaquoδοξολογούν τον Ύψιστο νεαρέraquo του απάντησε κοφτά ο γέ-

ρονταςΟ Μπάρσκι πρόσεξε το πρόσωπο του καλόγερου εκτός απrsquo

το στέγνωμα των γηρατειών έδειχνε πως ήταν σημαδεμένοπαρrsquo όλο που έκρυβε το περισσότερο μια μακριά γενειάδα πουέφτανε ως το στήθος τον παρατήρησε λίγο καλύτερα και είδεπως το δέρμα του με τα χρόνια είχε ζαρώσει και σκληρύνει ΟΒασίλι Μπάρσκι κατάλαβε πως ο καλόγερος ήταν πολύ γέροςκαι σαν νrsquo ανατρίχιασε ndash οίκτος και φόβος απrsquo το πέρασμα τουχρόνου άγρια ιερότητα και κατάνυξη για τα πάθη της σάρκαςκαι τη φθορά Ήταν επιπλέον και η κούραση που του έφερνε ρί-γη και το αριστερό του πόδι που πονούσε

Ο δόκιμος προχώρησε και πλησιάζοντας τον γέροντα άρχισενα του μιλάει ψιθυριστά Ο καλόγερος άφησε να πέσουν τα υπό-λοιπα ψίχουλα από το χέρι του στο χώμα και κράτησε το τσου-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

18

5 Silentium sacrum ιερή σιωπή

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 18

κάλι που του είχαν φέρει Ο Μπάρσκι εκείνη τη στιγμή αιφνι-διαστικά και αναίτια αναπόλησε το σπίτι του Μήνες πολλούςτώρα στους δρόμους συχνά αναρωτιόταν τι να κάνει η μάνα τουαν κλαίει σιωπηλά κι αν ο πατέρας του τον είχε συγχωρήσειπου είχε φύγει έτσι σαν κλέφτης Θέλοντας να αποδιώξει τηναιφνίδια νοσταλγία βιάστηκε να χαιρετήσει

laquoPax tecumraquo φώναξεlaquoEt cum spiritu tuo6raquo απάντησε ο ιωαννίκιος χαμηλώνοντας

ταπεινά το κεφάλιτην ώρα που ο δόκιμος άνοιξε το βήμα του κι έφυγε για το

μοναστήρι ο Μπάρσκι αναθάρρησε και ρώτησε τον γέροντα ndashστα λατινικά πάντα

laquoτι πουλιά κελαηδούσαν επάνω απrsquo το κεφάλι μας στο δά-σος αηδόνιαraquo

laquoτα αηδόνια έφυγαν γιατί χειμωνιάζειraquo του απάντησε ο ιωαν-νίκιος και του έδειξε με την παλάμη του το άνοιγμα της χαμηλήςπόρτας

ΰΌταν το μεγάλο κούτσουρο έπεσε και θρυμματίστηκε ο ιωαν-νίκιος τράβηξε τη χύτρα από την πυροστιά Με αργές κινήσειςέχυσε ζεστό νερό στη λεκάνη που βρισκόταν μπροστά στα πόδιατου Μπάρσκι και το μικρό κελί γέμισε αχνούς

laquoΒγάλε τα ποδήματά σουraquo του είπε και περπάτησε με τα δι-κά του συρτοπάπουτσα προς τα ράφια στη γωνιά της κάμαρας

Ο Μπάρσκι όλη αυτήν την ώρα τον παρατηρούσε αμήχανοςκαι σιωπηλός Πρόσεξε μια σειρά από ομοιόμορφα μικρά δο-χεία κι αφού τον είδε να ξεχωρίζει ένα από αυτά ο καλόγεροςήρθε προς το μέρος του

laquoακόμα δεν τα rsquoβγαλεςraquo τον ρώτησεΥπάκουσε κι έσκυψε να βγάλει τα στιβάλια απrsquo τα πληγω-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

19

6 Pax tecum Et cum spiritu tuo ειρήνη ημίν Και σε σένα (τυπικός χαιρε-τισμός στην Καθολική εκκλησία)

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 19

μένα πόδια του Με χέρι που έτρεμε ο ιωαννίκιος έπιασε με τατρία δάχτυλα όπως προσευχόταν λίγο ξεραμένο βότανο και τοέριξε μέσα στο βραστό νερό Ο Βασίλι Μπάρσκι συνέχιζε νααποφεύγει το βλέμμα του

laquoτέντωσε να δωraquo του είπε κι έπιασε το πληγωμένο πόδι μετο χέρι του

laquoΠονάει γέροντα εδώ και μέρες απrsquo τη Σαλονίκη ακόμαόπου έμεινα ένα βράδυraquo

τα μάτια του ιωαννίκιου το περιεργάστηκαν κι ύστερα άπλω-σε το χέρι και συμπλήρωσε κρύο νερό στη λεκάνη απrsquo το λαγήνιπου έστεκε δίπλα στο σκαμνί δοκίμασε λίγο το νερό με τα δά-χτυλα κι ύστερα του έκανε νόημα να βουτήξει μέσα τα πόδια

Όταν λίγο αργότερα ήρθε η βροχή του είχε γυρισμένη τηνπλάτη καθώς ετοίμαζε το φαγητό πάνω στο τραπέζι το κελί εί-χε μόνο ένα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμι οι αστραπές της θά-λασσας κάθε τόσο το φώτιζαν ενώ ο αέρας έφερνε μέσα τη μυ-ρωδιά απrsquo το βρεγμένο χώμα

laquoΓέροντα η νύχτα ήρθε για τα καλά δε θα πέσεις είναι αρ-γάraquo

laquoΚοιμάμαι λίγοraquo του απάντησε έχοντας ακόμη την πλάτηγυρισμένη

laquoΠροσεύχεσαιraquolaquoΠροσεύχομαι και σκέφτομαιraquolaquoΣτους δώδεκα αποστόλουςraquolaquoΣτον ουρανόraquoΗ λέξη ουρανός θύμισε για μια στιγμή στον νεαρό επισκέπτη

το απόσπασμα από κείνον τον γνωστό ύμνο που του είχαν μάθειστην ακαδημία των ιησουιτών του Λβωφ όσο έμεινε βέβαια εκείπριν τον διώξουν Έλεγε ο ύμνος Ave Maria Regina caelorum7 εδώκαι λίγες μέρες που είχε μπει στον Άθω οι μνήμες της πατρίδαςτου εισορμούσαν απρόσκλητες

Έσκυψε κι άρχισε να τρίβει απαλά το πονεμένο πόδι του μέ-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

20

7 Ave Maria Regina caelorum Χαίρε Μαρία βασίλισσα των ουρανών

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 20

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

Τα πόδια μου τριγυρνάνε πάνω στον κόσμο σαν έντομα μέσα σrsquo ένα ψαλτήρι

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ Η άβυσσοςμτφ Ιωάννα Χατζηνικολή

Πλανιέμαι σαν το μυρμήγκι στην απαλάμη του Θεούόπου βρω δρόμο τον ακολουθώhellip

Μήτσος ΑλεξανδρόπουλοςΣκηνές από το βίο του Μάξιμου του Γραικού

01PROTOSELIDAΚ38-13qxp 24214 1050 Page 11

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 12

Ένας επισκέπτης

Μονή Διονυσίου Άγιο Όρος Οκτώβριος 1725

Ον ειδαν να ερχεται από τη μεριά που στρίβει τομονοπάτι εκεί στο γόνατο της ανηφόρας Ο αδελφόςΠρόδρομος έβαλε την παλάμη σκέπαστρο στα μάτια

γιατί ο ήλιος του απογεύματος κόκκινος ως τα έγκατα του τύ-φλωνε τα μάτια εκεί όπου στέκονταν οι αδελφοί στους στεγα-σμένους εξώστες φυσούσε από τη θάλασσα Ήταν οι τελευταίοικυματισμοί της πριν από το σούρουπο όταν συνήθως τα νεράγαληνεύουν Ο ιερομόναχος Σέργιος έσφιξε με το σχοινί πάνωστο κορμί του το ράσο γιατί όσο η μέρα χανόταν η ψύχρα γι-νόταν ολοένα και πιο αισθητή

Οι δυο καλόγεροι έστεκαν σιωπηλοί εδώ και λίγη ώρα ακου-μπώντας στα ξύλινα κάγκελα των μπαλκονιών που μετεωρίζο-νταν πάνω από την άβυσσο του γκρεμού Μετά το απόδειπνοκαι πριν από τον ερχομό της νύχτας οι δουλειές στο μοναστήρισταματούσαν Η πόρτα του καθολικού ήταν ακόμα ανοιχτή καιοι ευωδιές από το λιβάνι και τα θυμιάματα σκορπίζονταν σε όλητην αυλή αρκετοί αδελφοί σε μικρές παρέες συζητούσαν χα-μηλόφωνα μέχρι να πέσει το σκοτάδι

laquoΠρόδρομε πήγαινε να ειδοποιήσεις τον αρχοντάρη έχουμεεπισκέπτηraquo

Έξω από την πύλη ο ξένος είχε καθίσει πάνω στο χείλος τηςμεγάλης γούρνας και ρούφαγε λαίμαργα νερό απrsquo το μπακιρένιο

13

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 13

τάσι Ο πορτάρης ο θυρωρός της πύλης τον παρατηρούσε σιω-πηλός παίζοντας στα χοντρά του δάχτυλα το κομποσκοίνι Ηπρώτη προσπάθεια να συνεννοηθεί μαζί του είχε αποτύχει Οεπισκέπτης ήταν ένας νεαρός ψηλός άντρας μελαχρινός με σμι-χτά πυκνά φρύδια Έμοιαζε ρωμιός αλλά δεν ήταν Μιλούσεδυο άλλες γλώσσες πότε τη μια και πότε την άλλη κι αυτό είχεκάνει τον πορτάρη να χάσει την υπομονή του

laquoΛατίνος μού φαίνεσαι έχεις κι αυτήν την κουκούλα στην πλά-τη γενιά και σπορά των αιρετικώνraquo μουρμούρισε ο πορτάρης

Ο νεαρός σκούπισε από τα γένια του τις σταγόνες του νερούπου είχαν κυλήσει από το τάσι και τον κοίταξε αθώα με τα κα-στανά του μάτια αδυνατούσε να του απαντήσει ndash τι άραγεαφού δεν είχε καταλάβει Έστεκε τώρα μπροστά στην πύλη γα-λήνιος τα μάτια του όμως μιλούσαν κι άλλες γλώσσες

ακούστηκαν πατήματα από το εσωτερικό του μοναστηριούΟ Πρόδρομος με τον αρχοντάρη εμφανίστηκαν κι άρχισαν ναπαρατηρούν αμίλητοι τον νεαρό επισκέπτη ακουγόταν μόνο τονερό της κρήνης που έπεφτε με ορμή μέσα στη γούρνα

laquoΒενετσιάνικα μιλάειraquo σχολίασε ο πορτάρηςΟ αρχοντάρης τον περιεργάστηκε λίγο ακόμη το πανωφόρι

του ήταν ξεθωριασμένο από τον ήλιο και γεμάτο σκόνη και απότο ένα του στιβάλι που είχε τρυπήσει στον δρόμο ξεχώριζανδυο λασπωμένα δάχτυλα

laquoΈνας μόνο θα μπορέσει να συνεννοηθεί μαζί τουraquo είπε οαρχοντάρης κι έστρεψε το κεφάλι του στον Πρόδρομο

laquoΚατάλαβα γέρονταraquo απάντησε με κατεβασμένο το κεφάλιο δόκιμος μοναχός

laquoΦέρε πρώτα ψωμί ελιές κι ότι άλλο βρεις στο μαγερειό καικατέβα γρήγορα μη σας πιάσει η νύχταraquo

Ο Πρόδρομος χάθηκε στο λιθόστρωτο που οδηγούσε μέσαστο μοναστήρι Στο μεταξύ ο επισκέπτης ταχτοποιούσε τονυφασμάτινο σάκο που κουβαλούσε στην πλάτη κι ήταν τώρααφημένος ανάμεσα στα πόδια του Συνέχισε να τους κοιτάζειμrsquo εκείνη την αφοπλιστική ηρεμία που είχαν τα μάτια του

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

14

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 14

laquoαπό πού είσαι τι είσαιraquo ρώτησε ο αρχοντάρης τονίζονταςτις τελευταίες συλλαβές και υψώνοντας τη φωνή σαν να είχεμπροστά του άνθρωπο κουφό κι όχι ξενομερίτη συνόδεψε μά-λιστα τα λόγια του και με μια ανυψωτική κίνηση της παλάμης

laquoΚίεβοraquo του απάντησε απρόσμενα ο επισκέπτης και ξέχωσεένα τσαλακωμένο χαρτί απrsquo τον κόρφο του

laquoδεν είσαι αιρετικός μεγάλη η χάρη τηςraquo απάντησε ο αρ-χοντάρης και σταυροκοπήθηκε

Ο επισκέπτης όρθιος ακόμα συνέχιζε να του προτείνει τοτσαλακωμένο χαρτί Ο πορτάρης έκανε ένα βήμα μπροστά τοrsquoπιασε και πήγε να το ανοίξει Ο αρχοντάρης βιάστηκε να τουτο αρπάξει απrsquo το χέρι Ήταν κοινό μυστικό σε όλη τη μονή πωςγια τον φύλακα της πύλης τα γράμματα ήταν σαν να rsquoβλεπε παι-δικές ζωγραφιές αφού δεν τα καταλάβαινε

laquoείναι απrsquo τον ηγούμενο του αγίου Παύλουraquo είπε ο αρχο-ντάρης Ξερόβηξε κι άρχισε να διαβάζει laquoΠαρακαλείστε όλοιοι εν Αγίω Όρει αδελφοί όπως προσφέρετε κατάλυμα και άρ-τον στον Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι1 Ο εν λόγω ορθόδο-ξος αδελφός μας έχει κάνει ένα μεγάλο ταξίδι από το Κίεβοτης Μικρορωσίας2 και οδεύει προσκυνητής στους Αγίους Τό-πους Είναι δούλος του Θεού της πραγματικής πίστης ομιλείτην μικρορωσικήν και λατινικήν και γράφει όπως διαπιστώ-σαμε ιδίοις όμμασιν εκτός από την λατινικήν και την εκκλη-σιαστικήν σλαβικήνraquo

ακούστηκαν πατήματα πίσω απrsquo τον αρχοντάρη Ο δόκιμοςΠρόδρομος είχε πετάξει ως το μαγειρειό με τα ελαφρά του πό-δια και είχε γυρίσει κρατώντας ένα σκεπασμένο πήλινο κατσα-ρόλι Ο αρχοντάρης σταμάτησε το διάβασμα κι απευθύνθηκεστον δόκιμο

laquoΆμετε στην ευχή του Θεού ας αναλάβει τώρα ο ιωαννίκιος

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

15

1 Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι (1701-1747) Ουκρανός περιηγητής αρχεια-κός ερευνητής και συγγραφέας

2 Μικρορωσία η σημερινή Ουκρανία

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 15

που μπορεί μαζί του να συνεννοηθεί Πρόδρομε πες στον ιωαν-νίκιο να του κάνει υπόδειξη να βγάλει απrsquo την πλάτη του τηνκουκούλα που έχει ριγμένη στον ώμο γιατί έτσι μοιάζει προ-σκυνητής της ρώμης Πες στον γέροντα ιωαννίκιο να του το εξη-γήσει Στους αιρετικούς και στους ουνίτες η αγκαλιά της Πανα-γίας μας δε θrsquo ανοίξει ποτέ Έτσι να του πειraquo

Ο Πρόδρομος τράβηξε μπροστά κι έκανε νόημα στον Μπάρ-σκι να τον ακολουθήσει Πέρασαν μπροστά απrsquo το βορδοναρειό3

κι απrsquo το χαλκαδειό4 ο αέρας μύριζε σβουνιά και σίδερο Πα-ρακάτω προς τη μεριά της θάλασσας κατηφόριζε ένα περιβόλιμε πεζούλες γεμάτο κοντές λεμονιές

Πήραν τελικά ένα στενό μονοπάτι κι άφησαν πίσω τους τατείχη του μοναστηριού Ύστερα από λίγο χώθηκαν μες στο λα-γκάδι Πριν τους σκεπάσουν οι θόλοι των φύλλων ο νεαρόςΜπάρσκι έστρεψε πίσω το κεφάλι και είδε το μοναστήρι απόμακριά Στο σύθαμπο του δειλινού ξεχώριζαν οι πέντε τρούλοιτου καθολικού Ο μεσαίος ο πιο ψηλός σκεπασμένος όλος μελιωμένο μολύβι κοκκίνιζε στο ηλιοβασίλεμα Πέρα μακριά στηθάλασσα από το βάθος της ο ουρανός μαύριζε το βράδυ θαέφτανε με βροχή γεμάτη χοντρές σταγόνες σαν ακρίδες και θασκέπαζε όλη τη χερσόνησο

Ο Πρόδρομος βάδιζε μπροστά αρκετά γρήγορα κι είχε αρχί-σει να ψάλλει Ο Μπάρσκι φορτωμένος τον μπόγο του έσερνετο ένα πόδι που έδειχνε χτυπημένο και πάλευε να τον ακολου-θεί κατά βήμα μη βρεθεί ξαφνικά μόνος στο δάσος τώρα χω-μένοι για τα καλά κάτω απrsquo τα πυκνά δέντρα περπατούσαν στομισοσκόταδο τα πουλιά άυπνα ακόμη έπαιζαν τα μάτια τουςεδώ κι εκεί ακούγοντας τα ανθρώπινα πόδια που μπλέκοντανσε υπέργειες ρίζες και φτέρες

Κάποια στιγμή ο Πρόδρομος κοντοστάθηκε Κοίταξε πίσωτου και είδε τον ψηλό ίσκιο να τον ακολουθεί με δυσκολία τον

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

16

3 Βορδοναρειό το ημιονοστάσιο ο στάβλος της μονής4 χαλκαδειό το σιδηρουργείο της μονής

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 16

λυπήθηκε και στάθηκε να τον περιμένει Μόλις ο Μικρορώσοςτον έφτασε ο Πρόδρομος άπλωσε το χέρι να πάρει το βάρος απότην πλάτη του Ο Μπάρσκι τραβήχτηκε πίσω και αρνήθηκε ευ-γενικά μrsquo ένα κούνημα του κεφαλιού Ο Πρόδρομος αν και δενμπορούσε να ξεχωρίσει στο μισοσκόταδο τα μάτια του μπορού-σε όμως να τα φανταστεί να τον κοιτούν μrsquo εκείνο το ίδιο πείσμαόπως νωρίτερα μπροστά στην πύλη του μοναστηριού Έστρεψεαμήχανα το κεφάλι στο μονοπάτι κι άρχισε τώρα να βαδίζει πιοαργά και καθώς η όρεξή του για κάποιο δοξαστικό κοντάκιο είχεπια χαθεί ακούγονταν μόνο οι τρίλιες από τα ορνίθια και οι πα-τούσες τους που παραμέριζαν τα χορτάρια

laquoΟ γέροντας ιωαννίκιοςraquo είπε κάποια στιγμή ο δόκιμος πουδεν άντεχε πια ούτε τα πουλιά ούτε τη μεταξύ τους σιωπή laquoεί-ναι να ξέρεις παράξενος άνθρωπος Μιλάει πολλές γλώσσες ndashόταν μιλάει βέβαια γιατί του αρέσει πολύ η σιωπή και η μονα-ξιά Λένε ότι ήταν μεγάλος γιατρός άλλοι λένε πρίγκιπας κι άλ-λοι δραγουμάνος ένας Θεός ξέρειraquo

laquoευχαριστώraquo απάντησε ο Μπάρσκι στα ελληνικάlaquoΓια ποιο πράγμαraquo ρώτησε παραξενεμένος ο δόκιμοςlaquoευχαριστώraquo ξανάπε ο ΜπάρσκιΟ Μικρορώσος είχε βρει τελικά τον τρόπο να τελειώσει μια

συνομιλία που δεν είχε αρχίσει ποτέ Ύστερα από λίγο τα δέντρααραίωσαν και ξαναβγήκαν απrsquo το σκοτάδι στο λυκόφως Στηνάκρη του ξέφωτου φάνηκε ένα χαμηλό κτίσμα Η στέγη του ήτανκαλυμμένη με γκρίζα πέτρα κι ένας λιγνός καπνός ανέβαινε στοναέρα και σκόρπιζε

laquoτο κάθισμα των αγίων αποστόλωνraquo είπε ο δόκιμος καθώςάλλαζε χέρι την κατσαρόλα που κρατούσε

Ο Μπάρσκι κοντοστάθηκε και παρατήρησε το κελί στην άκρητου ξέφωτου εκείνη τη στιγμή στα χείλη του δόκιμου ήρθε ακό-μη ένας ψαλμός καθώς θα σκέφτηκε πως όταν οι άνθρωποι δεσε καταλαβαίνουν υπάρχει πάντα η χάρη της που έχει τrsquo αυτιάτης ανοιχτά Προχώρησαν ενώ κάτι χαμόκλαδα από τις κουμα-ριές στο μονοπάτι σκάλωσαν στα ρούχα τους και λίγο έλειψε μrsquo

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

17

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 17

ένα κραταιό σχίσιμο να κρατήσουν ένα κομμάτι ύφασμα και ναταράξουν τη γαλήνη του ξέφωτου

laquoSilentium sacrum5raquo ψιθύρισε ο Μπάρσκι και σταυροκοπή-θηκε

Πέρασαν μέσα από έναν μικρό κήπο με ξύλινο φράχτη κιέστριψαν προς τη θάλασσα εκεί που ατένιζε η χαμηλή πόρτατου κελιού Ένα μικρόσωμο γεροντάκι ήταν σκυμμένο πάνω στοχώμα και τους είχε γυρισμένη την πλάτη

laquoΠάλι τα μυρμήγκια σου ταΐζεις γέρονταraquo φώναξε ο δόκι-μος γελώντας χωρίς όμως να πάρει απάντηση laquoε γέροντα ευ-λόγησονraquo ξαναφώναξε ο δόκιμος

laquoΟ Κύριοςraquo απάντησε η φωνήlaquoΈχεις επισκέπτη γέροντα Ο αρχοντάρης σού παραγγέλ-

νειraquoτο κυρτωμένο ράσο ανασηκώθηκε κι ο μικρόσωμος καλόγε-

ρος στάθηκε όρθιος στο κατώφλιlaquoτrsquo αηδόνια σου τι κάνουνraquo ρώτησε ο δόκιμος περιπαιχτικάlaquoδοξολογούν τον Ύψιστο νεαρέraquo του απάντησε κοφτά ο γέ-

ρονταςΟ Μπάρσκι πρόσεξε το πρόσωπο του καλόγερου εκτός απrsquo

το στέγνωμα των γηρατειών έδειχνε πως ήταν σημαδεμένοπαρrsquo όλο που έκρυβε το περισσότερο μια μακριά γενειάδα πουέφτανε ως το στήθος τον παρατήρησε λίγο καλύτερα και είδεπως το δέρμα του με τα χρόνια είχε ζαρώσει και σκληρύνει ΟΒασίλι Μπάρσκι κατάλαβε πως ο καλόγερος ήταν πολύ γέροςκαι σαν νrsquo ανατρίχιασε ndash οίκτος και φόβος απrsquo το πέρασμα τουχρόνου άγρια ιερότητα και κατάνυξη για τα πάθη της σάρκαςκαι τη φθορά Ήταν επιπλέον και η κούραση που του έφερνε ρί-γη και το αριστερό του πόδι που πονούσε

Ο δόκιμος προχώρησε και πλησιάζοντας τον γέροντα άρχισενα του μιλάει ψιθυριστά Ο καλόγερος άφησε να πέσουν τα υπό-λοιπα ψίχουλα από το χέρι του στο χώμα και κράτησε το τσου-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

18

5 Silentium sacrum ιερή σιωπή

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 18

κάλι που του είχαν φέρει Ο Μπάρσκι εκείνη τη στιγμή αιφνι-διαστικά και αναίτια αναπόλησε το σπίτι του Μήνες πολλούςτώρα στους δρόμους συχνά αναρωτιόταν τι να κάνει η μάνα τουαν κλαίει σιωπηλά κι αν ο πατέρας του τον είχε συγχωρήσειπου είχε φύγει έτσι σαν κλέφτης Θέλοντας να αποδιώξει τηναιφνίδια νοσταλγία βιάστηκε να χαιρετήσει

laquoPax tecumraquo φώναξεlaquoEt cum spiritu tuo6raquo απάντησε ο ιωαννίκιος χαμηλώνοντας

ταπεινά το κεφάλιτην ώρα που ο δόκιμος άνοιξε το βήμα του κι έφυγε για το

μοναστήρι ο Μπάρσκι αναθάρρησε και ρώτησε τον γέροντα ndashστα λατινικά πάντα

laquoτι πουλιά κελαηδούσαν επάνω απrsquo το κεφάλι μας στο δά-σος αηδόνιαraquo

laquoτα αηδόνια έφυγαν γιατί χειμωνιάζειraquo του απάντησε ο ιωαν-νίκιος και του έδειξε με την παλάμη του το άνοιγμα της χαμηλήςπόρτας

ΰΌταν το μεγάλο κούτσουρο έπεσε και θρυμματίστηκε ο ιωαν-νίκιος τράβηξε τη χύτρα από την πυροστιά Με αργές κινήσειςέχυσε ζεστό νερό στη λεκάνη που βρισκόταν μπροστά στα πόδιατου Μπάρσκι και το μικρό κελί γέμισε αχνούς

laquoΒγάλε τα ποδήματά σουraquo του είπε και περπάτησε με τα δι-κά του συρτοπάπουτσα προς τα ράφια στη γωνιά της κάμαρας

Ο Μπάρσκι όλη αυτήν την ώρα τον παρατηρούσε αμήχανοςκαι σιωπηλός Πρόσεξε μια σειρά από ομοιόμορφα μικρά δο-χεία κι αφού τον είδε να ξεχωρίζει ένα από αυτά ο καλόγεροςήρθε προς το μέρος του

laquoακόμα δεν τα rsquoβγαλεςraquo τον ρώτησεΥπάκουσε κι έσκυψε να βγάλει τα στιβάλια απrsquo τα πληγω-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

19

6 Pax tecum Et cum spiritu tuo ειρήνη ημίν Και σε σένα (τυπικός χαιρε-τισμός στην Καθολική εκκλησία)

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 19

μένα πόδια του Με χέρι που έτρεμε ο ιωαννίκιος έπιασε με τατρία δάχτυλα όπως προσευχόταν λίγο ξεραμένο βότανο και τοέριξε μέσα στο βραστό νερό Ο Βασίλι Μπάρσκι συνέχιζε νααποφεύγει το βλέμμα του

laquoτέντωσε να δωraquo του είπε κι έπιασε το πληγωμένο πόδι μετο χέρι του

laquoΠονάει γέροντα εδώ και μέρες απrsquo τη Σαλονίκη ακόμαόπου έμεινα ένα βράδυraquo

τα μάτια του ιωαννίκιου το περιεργάστηκαν κι ύστερα άπλω-σε το χέρι και συμπλήρωσε κρύο νερό στη λεκάνη απrsquo το λαγήνιπου έστεκε δίπλα στο σκαμνί δοκίμασε λίγο το νερό με τα δά-χτυλα κι ύστερα του έκανε νόημα να βουτήξει μέσα τα πόδια

Όταν λίγο αργότερα ήρθε η βροχή του είχε γυρισμένη τηνπλάτη καθώς ετοίμαζε το φαγητό πάνω στο τραπέζι το κελί εί-χε μόνο ένα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμι οι αστραπές της θά-λασσας κάθε τόσο το φώτιζαν ενώ ο αέρας έφερνε μέσα τη μυ-ρωδιά απrsquo το βρεγμένο χώμα

laquoΓέροντα η νύχτα ήρθε για τα καλά δε θα πέσεις είναι αρ-γάraquo

laquoΚοιμάμαι λίγοraquo του απάντησε έχοντας ακόμη την πλάτηγυρισμένη

laquoΠροσεύχεσαιraquolaquoΠροσεύχομαι και σκέφτομαιraquolaquoΣτους δώδεκα αποστόλουςraquolaquoΣτον ουρανόraquoΗ λέξη ουρανός θύμισε για μια στιγμή στον νεαρό επισκέπτη

το απόσπασμα από κείνον τον γνωστό ύμνο που του είχαν μάθειστην ακαδημία των ιησουιτών του Λβωφ όσο έμεινε βέβαια εκείπριν τον διώξουν Έλεγε ο ύμνος Ave Maria Regina caelorum7 εδώκαι λίγες μέρες που είχε μπει στον Άθω οι μνήμες της πατρίδαςτου εισορμούσαν απρόσκλητες

Έσκυψε κι άρχισε να τρίβει απαλά το πονεμένο πόδι του μέ-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

20

7 Ave Maria Regina caelorum Χαίρε Μαρία βασίλισσα των ουρανών

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 20

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 12

Ένας επισκέπτης

Μονή Διονυσίου Άγιο Όρος Οκτώβριος 1725

Ον ειδαν να ερχεται από τη μεριά που στρίβει τομονοπάτι εκεί στο γόνατο της ανηφόρας Ο αδελφόςΠρόδρομος έβαλε την παλάμη σκέπαστρο στα μάτια

γιατί ο ήλιος του απογεύματος κόκκινος ως τα έγκατα του τύ-φλωνε τα μάτια εκεί όπου στέκονταν οι αδελφοί στους στεγα-σμένους εξώστες φυσούσε από τη θάλασσα Ήταν οι τελευταίοικυματισμοί της πριν από το σούρουπο όταν συνήθως τα νεράγαληνεύουν Ο ιερομόναχος Σέργιος έσφιξε με το σχοινί πάνωστο κορμί του το ράσο γιατί όσο η μέρα χανόταν η ψύχρα γι-νόταν ολοένα και πιο αισθητή

Οι δυο καλόγεροι έστεκαν σιωπηλοί εδώ και λίγη ώρα ακου-μπώντας στα ξύλινα κάγκελα των μπαλκονιών που μετεωρίζο-νταν πάνω από την άβυσσο του γκρεμού Μετά το απόδειπνοκαι πριν από τον ερχομό της νύχτας οι δουλειές στο μοναστήρισταματούσαν Η πόρτα του καθολικού ήταν ακόμα ανοιχτή καιοι ευωδιές από το λιβάνι και τα θυμιάματα σκορπίζονταν σε όλητην αυλή αρκετοί αδελφοί σε μικρές παρέες συζητούσαν χα-μηλόφωνα μέχρι να πέσει το σκοτάδι

laquoΠρόδρομε πήγαινε να ειδοποιήσεις τον αρχοντάρη έχουμεεπισκέπτηraquo

Έξω από την πύλη ο ξένος είχε καθίσει πάνω στο χείλος τηςμεγάλης γούρνας και ρούφαγε λαίμαργα νερό απrsquo το μπακιρένιο

13

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 13

τάσι Ο πορτάρης ο θυρωρός της πύλης τον παρατηρούσε σιω-πηλός παίζοντας στα χοντρά του δάχτυλα το κομποσκοίνι Ηπρώτη προσπάθεια να συνεννοηθεί μαζί του είχε αποτύχει Οεπισκέπτης ήταν ένας νεαρός ψηλός άντρας μελαχρινός με σμι-χτά πυκνά φρύδια Έμοιαζε ρωμιός αλλά δεν ήταν Μιλούσεδυο άλλες γλώσσες πότε τη μια και πότε την άλλη κι αυτό είχεκάνει τον πορτάρη να χάσει την υπομονή του

laquoΛατίνος μού φαίνεσαι έχεις κι αυτήν την κουκούλα στην πλά-τη γενιά και σπορά των αιρετικώνraquo μουρμούρισε ο πορτάρης

Ο νεαρός σκούπισε από τα γένια του τις σταγόνες του νερούπου είχαν κυλήσει από το τάσι και τον κοίταξε αθώα με τα κα-στανά του μάτια αδυνατούσε να του απαντήσει ndash τι άραγεαφού δεν είχε καταλάβει Έστεκε τώρα μπροστά στην πύλη γα-λήνιος τα μάτια του όμως μιλούσαν κι άλλες γλώσσες

ακούστηκαν πατήματα από το εσωτερικό του μοναστηριούΟ Πρόδρομος με τον αρχοντάρη εμφανίστηκαν κι άρχισαν ναπαρατηρούν αμίλητοι τον νεαρό επισκέπτη ακουγόταν μόνο τονερό της κρήνης που έπεφτε με ορμή μέσα στη γούρνα

laquoΒενετσιάνικα μιλάειraquo σχολίασε ο πορτάρηςΟ αρχοντάρης τον περιεργάστηκε λίγο ακόμη το πανωφόρι

του ήταν ξεθωριασμένο από τον ήλιο και γεμάτο σκόνη και απότο ένα του στιβάλι που είχε τρυπήσει στον δρόμο ξεχώριζανδυο λασπωμένα δάχτυλα

laquoΈνας μόνο θα μπορέσει να συνεννοηθεί μαζί τουraquo είπε οαρχοντάρης κι έστρεψε το κεφάλι του στον Πρόδρομο

laquoΚατάλαβα γέρονταraquo απάντησε με κατεβασμένο το κεφάλιο δόκιμος μοναχός

laquoΦέρε πρώτα ψωμί ελιές κι ότι άλλο βρεις στο μαγερειό καικατέβα γρήγορα μη σας πιάσει η νύχταraquo

Ο Πρόδρομος χάθηκε στο λιθόστρωτο που οδηγούσε μέσαστο μοναστήρι Στο μεταξύ ο επισκέπτης ταχτοποιούσε τονυφασμάτινο σάκο που κουβαλούσε στην πλάτη κι ήταν τώρααφημένος ανάμεσα στα πόδια του Συνέχισε να τους κοιτάζειμrsquo εκείνη την αφοπλιστική ηρεμία που είχαν τα μάτια του

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

14

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 14

laquoαπό πού είσαι τι είσαιraquo ρώτησε ο αρχοντάρης τονίζονταςτις τελευταίες συλλαβές και υψώνοντας τη φωνή σαν να είχεμπροστά του άνθρωπο κουφό κι όχι ξενομερίτη συνόδεψε μά-λιστα τα λόγια του και με μια ανυψωτική κίνηση της παλάμης

laquoΚίεβοraquo του απάντησε απρόσμενα ο επισκέπτης και ξέχωσεένα τσαλακωμένο χαρτί απrsquo τον κόρφο του

laquoδεν είσαι αιρετικός μεγάλη η χάρη τηςraquo απάντησε ο αρ-χοντάρης και σταυροκοπήθηκε

Ο επισκέπτης όρθιος ακόμα συνέχιζε να του προτείνει τοτσαλακωμένο χαρτί Ο πορτάρης έκανε ένα βήμα μπροστά τοrsquoπιασε και πήγε να το ανοίξει Ο αρχοντάρης βιάστηκε να τουτο αρπάξει απrsquo το χέρι Ήταν κοινό μυστικό σε όλη τη μονή πωςγια τον φύλακα της πύλης τα γράμματα ήταν σαν να rsquoβλεπε παι-δικές ζωγραφιές αφού δεν τα καταλάβαινε

laquoείναι απrsquo τον ηγούμενο του αγίου Παύλουraquo είπε ο αρχο-ντάρης Ξερόβηξε κι άρχισε να διαβάζει laquoΠαρακαλείστε όλοιοι εν Αγίω Όρει αδελφοί όπως προσφέρετε κατάλυμα και άρ-τον στον Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι1 Ο εν λόγω ορθόδο-ξος αδελφός μας έχει κάνει ένα μεγάλο ταξίδι από το Κίεβοτης Μικρορωσίας2 και οδεύει προσκυνητής στους Αγίους Τό-πους Είναι δούλος του Θεού της πραγματικής πίστης ομιλείτην μικρορωσικήν και λατινικήν και γράφει όπως διαπιστώ-σαμε ιδίοις όμμασιν εκτός από την λατινικήν και την εκκλη-σιαστικήν σλαβικήνraquo

ακούστηκαν πατήματα πίσω απrsquo τον αρχοντάρη Ο δόκιμοςΠρόδρομος είχε πετάξει ως το μαγειρειό με τα ελαφρά του πό-δια και είχε γυρίσει κρατώντας ένα σκεπασμένο πήλινο κατσα-ρόλι Ο αρχοντάρης σταμάτησε το διάβασμα κι απευθύνθηκεστον δόκιμο

laquoΆμετε στην ευχή του Θεού ας αναλάβει τώρα ο ιωαννίκιος

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

15

1 Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι (1701-1747) Ουκρανός περιηγητής αρχεια-κός ερευνητής και συγγραφέας

2 Μικρορωσία η σημερινή Ουκρανία

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 15

που μπορεί μαζί του να συνεννοηθεί Πρόδρομε πες στον ιωαν-νίκιο να του κάνει υπόδειξη να βγάλει απrsquo την πλάτη του τηνκουκούλα που έχει ριγμένη στον ώμο γιατί έτσι μοιάζει προ-σκυνητής της ρώμης Πες στον γέροντα ιωαννίκιο να του το εξη-γήσει Στους αιρετικούς και στους ουνίτες η αγκαλιά της Πανα-γίας μας δε θrsquo ανοίξει ποτέ Έτσι να του πειraquo

Ο Πρόδρομος τράβηξε μπροστά κι έκανε νόημα στον Μπάρ-σκι να τον ακολουθήσει Πέρασαν μπροστά απrsquo το βορδοναρειό3

κι απrsquo το χαλκαδειό4 ο αέρας μύριζε σβουνιά και σίδερο Πα-ρακάτω προς τη μεριά της θάλασσας κατηφόριζε ένα περιβόλιμε πεζούλες γεμάτο κοντές λεμονιές

Πήραν τελικά ένα στενό μονοπάτι κι άφησαν πίσω τους τατείχη του μοναστηριού Ύστερα από λίγο χώθηκαν μες στο λα-γκάδι Πριν τους σκεπάσουν οι θόλοι των φύλλων ο νεαρόςΜπάρσκι έστρεψε πίσω το κεφάλι και είδε το μοναστήρι απόμακριά Στο σύθαμπο του δειλινού ξεχώριζαν οι πέντε τρούλοιτου καθολικού Ο μεσαίος ο πιο ψηλός σκεπασμένος όλος μελιωμένο μολύβι κοκκίνιζε στο ηλιοβασίλεμα Πέρα μακριά στηθάλασσα από το βάθος της ο ουρανός μαύριζε το βράδυ θαέφτανε με βροχή γεμάτη χοντρές σταγόνες σαν ακρίδες και θασκέπαζε όλη τη χερσόνησο

Ο Πρόδρομος βάδιζε μπροστά αρκετά γρήγορα κι είχε αρχί-σει να ψάλλει Ο Μπάρσκι φορτωμένος τον μπόγο του έσερνετο ένα πόδι που έδειχνε χτυπημένο και πάλευε να τον ακολου-θεί κατά βήμα μη βρεθεί ξαφνικά μόνος στο δάσος τώρα χω-μένοι για τα καλά κάτω απrsquo τα πυκνά δέντρα περπατούσαν στομισοσκόταδο τα πουλιά άυπνα ακόμη έπαιζαν τα μάτια τουςεδώ κι εκεί ακούγοντας τα ανθρώπινα πόδια που μπλέκοντανσε υπέργειες ρίζες και φτέρες

Κάποια στιγμή ο Πρόδρομος κοντοστάθηκε Κοίταξε πίσωτου και είδε τον ψηλό ίσκιο να τον ακολουθεί με δυσκολία τον

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

16

3 Βορδοναρειό το ημιονοστάσιο ο στάβλος της μονής4 χαλκαδειό το σιδηρουργείο της μονής

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 16

λυπήθηκε και στάθηκε να τον περιμένει Μόλις ο Μικρορώσοςτον έφτασε ο Πρόδρομος άπλωσε το χέρι να πάρει το βάρος απότην πλάτη του Ο Μπάρσκι τραβήχτηκε πίσω και αρνήθηκε ευ-γενικά μrsquo ένα κούνημα του κεφαλιού Ο Πρόδρομος αν και δενμπορούσε να ξεχωρίσει στο μισοσκόταδο τα μάτια του μπορού-σε όμως να τα φανταστεί να τον κοιτούν μrsquo εκείνο το ίδιο πείσμαόπως νωρίτερα μπροστά στην πύλη του μοναστηριού Έστρεψεαμήχανα το κεφάλι στο μονοπάτι κι άρχισε τώρα να βαδίζει πιοαργά και καθώς η όρεξή του για κάποιο δοξαστικό κοντάκιο είχεπια χαθεί ακούγονταν μόνο οι τρίλιες από τα ορνίθια και οι πα-τούσες τους που παραμέριζαν τα χορτάρια

laquoΟ γέροντας ιωαννίκιοςraquo είπε κάποια στιγμή ο δόκιμος πουδεν άντεχε πια ούτε τα πουλιά ούτε τη μεταξύ τους σιωπή laquoεί-ναι να ξέρεις παράξενος άνθρωπος Μιλάει πολλές γλώσσες ndashόταν μιλάει βέβαια γιατί του αρέσει πολύ η σιωπή και η μονα-ξιά Λένε ότι ήταν μεγάλος γιατρός άλλοι λένε πρίγκιπας κι άλ-λοι δραγουμάνος ένας Θεός ξέρειraquo

laquoευχαριστώraquo απάντησε ο Μπάρσκι στα ελληνικάlaquoΓια ποιο πράγμαraquo ρώτησε παραξενεμένος ο δόκιμοςlaquoευχαριστώraquo ξανάπε ο ΜπάρσκιΟ Μικρορώσος είχε βρει τελικά τον τρόπο να τελειώσει μια

συνομιλία που δεν είχε αρχίσει ποτέ Ύστερα από λίγο τα δέντρααραίωσαν και ξαναβγήκαν απrsquo το σκοτάδι στο λυκόφως Στηνάκρη του ξέφωτου φάνηκε ένα χαμηλό κτίσμα Η στέγη του ήτανκαλυμμένη με γκρίζα πέτρα κι ένας λιγνός καπνός ανέβαινε στοναέρα και σκόρπιζε

laquoτο κάθισμα των αγίων αποστόλωνraquo είπε ο δόκιμος καθώςάλλαζε χέρι την κατσαρόλα που κρατούσε

Ο Μπάρσκι κοντοστάθηκε και παρατήρησε το κελί στην άκρητου ξέφωτου εκείνη τη στιγμή στα χείλη του δόκιμου ήρθε ακό-μη ένας ψαλμός καθώς θα σκέφτηκε πως όταν οι άνθρωποι δεσε καταλαβαίνουν υπάρχει πάντα η χάρη της που έχει τrsquo αυτιάτης ανοιχτά Προχώρησαν ενώ κάτι χαμόκλαδα από τις κουμα-ριές στο μονοπάτι σκάλωσαν στα ρούχα τους και λίγο έλειψε μrsquo

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

17

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 17

ένα κραταιό σχίσιμο να κρατήσουν ένα κομμάτι ύφασμα και ναταράξουν τη γαλήνη του ξέφωτου

laquoSilentium sacrum5raquo ψιθύρισε ο Μπάρσκι και σταυροκοπή-θηκε

Πέρασαν μέσα από έναν μικρό κήπο με ξύλινο φράχτη κιέστριψαν προς τη θάλασσα εκεί που ατένιζε η χαμηλή πόρτατου κελιού Ένα μικρόσωμο γεροντάκι ήταν σκυμμένο πάνω στοχώμα και τους είχε γυρισμένη την πλάτη

laquoΠάλι τα μυρμήγκια σου ταΐζεις γέρονταraquo φώναξε ο δόκι-μος γελώντας χωρίς όμως να πάρει απάντηση laquoε γέροντα ευ-λόγησονraquo ξαναφώναξε ο δόκιμος

laquoΟ Κύριοςraquo απάντησε η φωνήlaquoΈχεις επισκέπτη γέροντα Ο αρχοντάρης σού παραγγέλ-

νειraquoτο κυρτωμένο ράσο ανασηκώθηκε κι ο μικρόσωμος καλόγε-

ρος στάθηκε όρθιος στο κατώφλιlaquoτrsquo αηδόνια σου τι κάνουνraquo ρώτησε ο δόκιμος περιπαιχτικάlaquoδοξολογούν τον Ύψιστο νεαρέraquo του απάντησε κοφτά ο γέ-

ρονταςΟ Μπάρσκι πρόσεξε το πρόσωπο του καλόγερου εκτός απrsquo

το στέγνωμα των γηρατειών έδειχνε πως ήταν σημαδεμένοπαρrsquo όλο που έκρυβε το περισσότερο μια μακριά γενειάδα πουέφτανε ως το στήθος τον παρατήρησε λίγο καλύτερα και είδεπως το δέρμα του με τα χρόνια είχε ζαρώσει και σκληρύνει ΟΒασίλι Μπάρσκι κατάλαβε πως ο καλόγερος ήταν πολύ γέροςκαι σαν νrsquo ανατρίχιασε ndash οίκτος και φόβος απrsquo το πέρασμα τουχρόνου άγρια ιερότητα και κατάνυξη για τα πάθη της σάρκαςκαι τη φθορά Ήταν επιπλέον και η κούραση που του έφερνε ρί-γη και το αριστερό του πόδι που πονούσε

Ο δόκιμος προχώρησε και πλησιάζοντας τον γέροντα άρχισενα του μιλάει ψιθυριστά Ο καλόγερος άφησε να πέσουν τα υπό-λοιπα ψίχουλα από το χέρι του στο χώμα και κράτησε το τσου-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

18

5 Silentium sacrum ιερή σιωπή

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 18

κάλι που του είχαν φέρει Ο Μπάρσκι εκείνη τη στιγμή αιφνι-διαστικά και αναίτια αναπόλησε το σπίτι του Μήνες πολλούςτώρα στους δρόμους συχνά αναρωτιόταν τι να κάνει η μάνα τουαν κλαίει σιωπηλά κι αν ο πατέρας του τον είχε συγχωρήσειπου είχε φύγει έτσι σαν κλέφτης Θέλοντας να αποδιώξει τηναιφνίδια νοσταλγία βιάστηκε να χαιρετήσει

laquoPax tecumraquo φώναξεlaquoEt cum spiritu tuo6raquo απάντησε ο ιωαννίκιος χαμηλώνοντας

ταπεινά το κεφάλιτην ώρα που ο δόκιμος άνοιξε το βήμα του κι έφυγε για το

μοναστήρι ο Μπάρσκι αναθάρρησε και ρώτησε τον γέροντα ndashστα λατινικά πάντα

laquoτι πουλιά κελαηδούσαν επάνω απrsquo το κεφάλι μας στο δά-σος αηδόνιαraquo

laquoτα αηδόνια έφυγαν γιατί χειμωνιάζειraquo του απάντησε ο ιωαν-νίκιος και του έδειξε με την παλάμη του το άνοιγμα της χαμηλήςπόρτας

ΰΌταν το μεγάλο κούτσουρο έπεσε και θρυμματίστηκε ο ιωαν-νίκιος τράβηξε τη χύτρα από την πυροστιά Με αργές κινήσειςέχυσε ζεστό νερό στη λεκάνη που βρισκόταν μπροστά στα πόδιατου Μπάρσκι και το μικρό κελί γέμισε αχνούς

laquoΒγάλε τα ποδήματά σουraquo του είπε και περπάτησε με τα δι-κά του συρτοπάπουτσα προς τα ράφια στη γωνιά της κάμαρας

Ο Μπάρσκι όλη αυτήν την ώρα τον παρατηρούσε αμήχανοςκαι σιωπηλός Πρόσεξε μια σειρά από ομοιόμορφα μικρά δο-χεία κι αφού τον είδε να ξεχωρίζει ένα από αυτά ο καλόγεροςήρθε προς το μέρος του

laquoακόμα δεν τα rsquoβγαλεςraquo τον ρώτησεΥπάκουσε κι έσκυψε να βγάλει τα στιβάλια απrsquo τα πληγω-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

19

6 Pax tecum Et cum spiritu tuo ειρήνη ημίν Και σε σένα (τυπικός χαιρε-τισμός στην Καθολική εκκλησία)

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 19

μένα πόδια του Με χέρι που έτρεμε ο ιωαννίκιος έπιασε με τατρία δάχτυλα όπως προσευχόταν λίγο ξεραμένο βότανο και τοέριξε μέσα στο βραστό νερό Ο Βασίλι Μπάρσκι συνέχιζε νααποφεύγει το βλέμμα του

laquoτέντωσε να δωraquo του είπε κι έπιασε το πληγωμένο πόδι μετο χέρι του

laquoΠονάει γέροντα εδώ και μέρες απrsquo τη Σαλονίκη ακόμαόπου έμεινα ένα βράδυraquo

τα μάτια του ιωαννίκιου το περιεργάστηκαν κι ύστερα άπλω-σε το χέρι και συμπλήρωσε κρύο νερό στη λεκάνη απrsquo το λαγήνιπου έστεκε δίπλα στο σκαμνί δοκίμασε λίγο το νερό με τα δά-χτυλα κι ύστερα του έκανε νόημα να βουτήξει μέσα τα πόδια

Όταν λίγο αργότερα ήρθε η βροχή του είχε γυρισμένη τηνπλάτη καθώς ετοίμαζε το φαγητό πάνω στο τραπέζι το κελί εί-χε μόνο ένα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμι οι αστραπές της θά-λασσας κάθε τόσο το φώτιζαν ενώ ο αέρας έφερνε μέσα τη μυ-ρωδιά απrsquo το βρεγμένο χώμα

laquoΓέροντα η νύχτα ήρθε για τα καλά δε θα πέσεις είναι αρ-γάraquo

laquoΚοιμάμαι λίγοraquo του απάντησε έχοντας ακόμη την πλάτηγυρισμένη

laquoΠροσεύχεσαιraquolaquoΠροσεύχομαι και σκέφτομαιraquolaquoΣτους δώδεκα αποστόλουςraquolaquoΣτον ουρανόraquoΗ λέξη ουρανός θύμισε για μια στιγμή στον νεαρό επισκέπτη

το απόσπασμα από κείνον τον γνωστό ύμνο που του είχαν μάθειστην ακαδημία των ιησουιτών του Λβωφ όσο έμεινε βέβαια εκείπριν τον διώξουν Έλεγε ο ύμνος Ave Maria Regina caelorum7 εδώκαι λίγες μέρες που είχε μπει στον Άθω οι μνήμες της πατρίδαςτου εισορμούσαν απρόσκλητες

Έσκυψε κι άρχισε να τρίβει απαλά το πονεμένο πόδι του μέ-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

20

7 Ave Maria Regina caelorum Χαίρε Μαρία βασίλισσα των ουρανών

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 20

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

Ένας επισκέπτης

Μονή Διονυσίου Άγιο Όρος Οκτώβριος 1725

Ον ειδαν να ερχεται από τη μεριά που στρίβει τομονοπάτι εκεί στο γόνατο της ανηφόρας Ο αδελφόςΠρόδρομος έβαλε την παλάμη σκέπαστρο στα μάτια

γιατί ο ήλιος του απογεύματος κόκκινος ως τα έγκατα του τύ-φλωνε τα μάτια εκεί όπου στέκονταν οι αδελφοί στους στεγα-σμένους εξώστες φυσούσε από τη θάλασσα Ήταν οι τελευταίοικυματισμοί της πριν από το σούρουπο όταν συνήθως τα νεράγαληνεύουν Ο ιερομόναχος Σέργιος έσφιξε με το σχοινί πάνωστο κορμί του το ράσο γιατί όσο η μέρα χανόταν η ψύχρα γι-νόταν ολοένα και πιο αισθητή

Οι δυο καλόγεροι έστεκαν σιωπηλοί εδώ και λίγη ώρα ακου-μπώντας στα ξύλινα κάγκελα των μπαλκονιών που μετεωρίζο-νταν πάνω από την άβυσσο του γκρεμού Μετά το απόδειπνοκαι πριν από τον ερχομό της νύχτας οι δουλειές στο μοναστήρισταματούσαν Η πόρτα του καθολικού ήταν ακόμα ανοιχτή καιοι ευωδιές από το λιβάνι και τα θυμιάματα σκορπίζονταν σε όλητην αυλή αρκετοί αδελφοί σε μικρές παρέες συζητούσαν χα-μηλόφωνα μέχρι να πέσει το σκοτάδι

laquoΠρόδρομε πήγαινε να ειδοποιήσεις τον αρχοντάρη έχουμεεπισκέπτηraquo

Έξω από την πύλη ο ξένος είχε καθίσει πάνω στο χείλος τηςμεγάλης γούρνας και ρούφαγε λαίμαργα νερό απrsquo το μπακιρένιο

13

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 13

τάσι Ο πορτάρης ο θυρωρός της πύλης τον παρατηρούσε σιω-πηλός παίζοντας στα χοντρά του δάχτυλα το κομποσκοίνι Ηπρώτη προσπάθεια να συνεννοηθεί μαζί του είχε αποτύχει Οεπισκέπτης ήταν ένας νεαρός ψηλός άντρας μελαχρινός με σμι-χτά πυκνά φρύδια Έμοιαζε ρωμιός αλλά δεν ήταν Μιλούσεδυο άλλες γλώσσες πότε τη μια και πότε την άλλη κι αυτό είχεκάνει τον πορτάρη να χάσει την υπομονή του

laquoΛατίνος μού φαίνεσαι έχεις κι αυτήν την κουκούλα στην πλά-τη γενιά και σπορά των αιρετικώνraquo μουρμούρισε ο πορτάρης

Ο νεαρός σκούπισε από τα γένια του τις σταγόνες του νερούπου είχαν κυλήσει από το τάσι και τον κοίταξε αθώα με τα κα-στανά του μάτια αδυνατούσε να του απαντήσει ndash τι άραγεαφού δεν είχε καταλάβει Έστεκε τώρα μπροστά στην πύλη γα-λήνιος τα μάτια του όμως μιλούσαν κι άλλες γλώσσες

ακούστηκαν πατήματα από το εσωτερικό του μοναστηριούΟ Πρόδρομος με τον αρχοντάρη εμφανίστηκαν κι άρχισαν ναπαρατηρούν αμίλητοι τον νεαρό επισκέπτη ακουγόταν μόνο τονερό της κρήνης που έπεφτε με ορμή μέσα στη γούρνα

laquoΒενετσιάνικα μιλάειraquo σχολίασε ο πορτάρηςΟ αρχοντάρης τον περιεργάστηκε λίγο ακόμη το πανωφόρι

του ήταν ξεθωριασμένο από τον ήλιο και γεμάτο σκόνη και απότο ένα του στιβάλι που είχε τρυπήσει στον δρόμο ξεχώριζανδυο λασπωμένα δάχτυλα

laquoΈνας μόνο θα μπορέσει να συνεννοηθεί μαζί τουraquo είπε οαρχοντάρης κι έστρεψε το κεφάλι του στον Πρόδρομο

laquoΚατάλαβα γέρονταraquo απάντησε με κατεβασμένο το κεφάλιο δόκιμος μοναχός

laquoΦέρε πρώτα ψωμί ελιές κι ότι άλλο βρεις στο μαγερειό καικατέβα γρήγορα μη σας πιάσει η νύχταraquo

Ο Πρόδρομος χάθηκε στο λιθόστρωτο που οδηγούσε μέσαστο μοναστήρι Στο μεταξύ ο επισκέπτης ταχτοποιούσε τονυφασμάτινο σάκο που κουβαλούσε στην πλάτη κι ήταν τώρααφημένος ανάμεσα στα πόδια του Συνέχισε να τους κοιτάζειμrsquo εκείνη την αφοπλιστική ηρεμία που είχαν τα μάτια του

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

14

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 14

laquoαπό πού είσαι τι είσαιraquo ρώτησε ο αρχοντάρης τονίζονταςτις τελευταίες συλλαβές και υψώνοντας τη φωνή σαν να είχεμπροστά του άνθρωπο κουφό κι όχι ξενομερίτη συνόδεψε μά-λιστα τα λόγια του και με μια ανυψωτική κίνηση της παλάμης

laquoΚίεβοraquo του απάντησε απρόσμενα ο επισκέπτης και ξέχωσεένα τσαλακωμένο χαρτί απrsquo τον κόρφο του

laquoδεν είσαι αιρετικός μεγάλη η χάρη τηςraquo απάντησε ο αρ-χοντάρης και σταυροκοπήθηκε

Ο επισκέπτης όρθιος ακόμα συνέχιζε να του προτείνει τοτσαλακωμένο χαρτί Ο πορτάρης έκανε ένα βήμα μπροστά τοrsquoπιασε και πήγε να το ανοίξει Ο αρχοντάρης βιάστηκε να τουτο αρπάξει απrsquo το χέρι Ήταν κοινό μυστικό σε όλη τη μονή πωςγια τον φύλακα της πύλης τα γράμματα ήταν σαν να rsquoβλεπε παι-δικές ζωγραφιές αφού δεν τα καταλάβαινε

laquoείναι απrsquo τον ηγούμενο του αγίου Παύλουraquo είπε ο αρχο-ντάρης Ξερόβηξε κι άρχισε να διαβάζει laquoΠαρακαλείστε όλοιοι εν Αγίω Όρει αδελφοί όπως προσφέρετε κατάλυμα και άρ-τον στον Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι1 Ο εν λόγω ορθόδο-ξος αδελφός μας έχει κάνει ένα μεγάλο ταξίδι από το Κίεβοτης Μικρορωσίας2 και οδεύει προσκυνητής στους Αγίους Τό-πους Είναι δούλος του Θεού της πραγματικής πίστης ομιλείτην μικρορωσικήν και λατινικήν και γράφει όπως διαπιστώ-σαμε ιδίοις όμμασιν εκτός από την λατινικήν και την εκκλη-σιαστικήν σλαβικήνraquo

ακούστηκαν πατήματα πίσω απrsquo τον αρχοντάρη Ο δόκιμοςΠρόδρομος είχε πετάξει ως το μαγειρειό με τα ελαφρά του πό-δια και είχε γυρίσει κρατώντας ένα σκεπασμένο πήλινο κατσα-ρόλι Ο αρχοντάρης σταμάτησε το διάβασμα κι απευθύνθηκεστον δόκιμο

laquoΆμετε στην ευχή του Θεού ας αναλάβει τώρα ο ιωαννίκιος

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

15

1 Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι (1701-1747) Ουκρανός περιηγητής αρχεια-κός ερευνητής και συγγραφέας

2 Μικρορωσία η σημερινή Ουκρανία

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 15

που μπορεί μαζί του να συνεννοηθεί Πρόδρομε πες στον ιωαν-νίκιο να του κάνει υπόδειξη να βγάλει απrsquo την πλάτη του τηνκουκούλα που έχει ριγμένη στον ώμο γιατί έτσι μοιάζει προ-σκυνητής της ρώμης Πες στον γέροντα ιωαννίκιο να του το εξη-γήσει Στους αιρετικούς και στους ουνίτες η αγκαλιά της Πανα-γίας μας δε θrsquo ανοίξει ποτέ Έτσι να του πειraquo

Ο Πρόδρομος τράβηξε μπροστά κι έκανε νόημα στον Μπάρ-σκι να τον ακολουθήσει Πέρασαν μπροστά απrsquo το βορδοναρειό3

κι απrsquo το χαλκαδειό4 ο αέρας μύριζε σβουνιά και σίδερο Πα-ρακάτω προς τη μεριά της θάλασσας κατηφόριζε ένα περιβόλιμε πεζούλες γεμάτο κοντές λεμονιές

Πήραν τελικά ένα στενό μονοπάτι κι άφησαν πίσω τους τατείχη του μοναστηριού Ύστερα από λίγο χώθηκαν μες στο λα-γκάδι Πριν τους σκεπάσουν οι θόλοι των φύλλων ο νεαρόςΜπάρσκι έστρεψε πίσω το κεφάλι και είδε το μοναστήρι απόμακριά Στο σύθαμπο του δειλινού ξεχώριζαν οι πέντε τρούλοιτου καθολικού Ο μεσαίος ο πιο ψηλός σκεπασμένος όλος μελιωμένο μολύβι κοκκίνιζε στο ηλιοβασίλεμα Πέρα μακριά στηθάλασσα από το βάθος της ο ουρανός μαύριζε το βράδυ θαέφτανε με βροχή γεμάτη χοντρές σταγόνες σαν ακρίδες και θασκέπαζε όλη τη χερσόνησο

Ο Πρόδρομος βάδιζε μπροστά αρκετά γρήγορα κι είχε αρχί-σει να ψάλλει Ο Μπάρσκι φορτωμένος τον μπόγο του έσερνετο ένα πόδι που έδειχνε χτυπημένο και πάλευε να τον ακολου-θεί κατά βήμα μη βρεθεί ξαφνικά μόνος στο δάσος τώρα χω-μένοι για τα καλά κάτω απrsquo τα πυκνά δέντρα περπατούσαν στομισοσκόταδο τα πουλιά άυπνα ακόμη έπαιζαν τα μάτια τουςεδώ κι εκεί ακούγοντας τα ανθρώπινα πόδια που μπλέκοντανσε υπέργειες ρίζες και φτέρες

Κάποια στιγμή ο Πρόδρομος κοντοστάθηκε Κοίταξε πίσωτου και είδε τον ψηλό ίσκιο να τον ακολουθεί με δυσκολία τον

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

16

3 Βορδοναρειό το ημιονοστάσιο ο στάβλος της μονής4 χαλκαδειό το σιδηρουργείο της μονής

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 16

λυπήθηκε και στάθηκε να τον περιμένει Μόλις ο Μικρορώσοςτον έφτασε ο Πρόδρομος άπλωσε το χέρι να πάρει το βάρος απότην πλάτη του Ο Μπάρσκι τραβήχτηκε πίσω και αρνήθηκε ευ-γενικά μrsquo ένα κούνημα του κεφαλιού Ο Πρόδρομος αν και δενμπορούσε να ξεχωρίσει στο μισοσκόταδο τα μάτια του μπορού-σε όμως να τα φανταστεί να τον κοιτούν μrsquo εκείνο το ίδιο πείσμαόπως νωρίτερα μπροστά στην πύλη του μοναστηριού Έστρεψεαμήχανα το κεφάλι στο μονοπάτι κι άρχισε τώρα να βαδίζει πιοαργά και καθώς η όρεξή του για κάποιο δοξαστικό κοντάκιο είχεπια χαθεί ακούγονταν μόνο οι τρίλιες από τα ορνίθια και οι πα-τούσες τους που παραμέριζαν τα χορτάρια

laquoΟ γέροντας ιωαννίκιοςraquo είπε κάποια στιγμή ο δόκιμος πουδεν άντεχε πια ούτε τα πουλιά ούτε τη μεταξύ τους σιωπή laquoεί-ναι να ξέρεις παράξενος άνθρωπος Μιλάει πολλές γλώσσες ndashόταν μιλάει βέβαια γιατί του αρέσει πολύ η σιωπή και η μονα-ξιά Λένε ότι ήταν μεγάλος γιατρός άλλοι λένε πρίγκιπας κι άλ-λοι δραγουμάνος ένας Θεός ξέρειraquo

laquoευχαριστώraquo απάντησε ο Μπάρσκι στα ελληνικάlaquoΓια ποιο πράγμαraquo ρώτησε παραξενεμένος ο δόκιμοςlaquoευχαριστώraquo ξανάπε ο ΜπάρσκιΟ Μικρορώσος είχε βρει τελικά τον τρόπο να τελειώσει μια

συνομιλία που δεν είχε αρχίσει ποτέ Ύστερα από λίγο τα δέντρααραίωσαν και ξαναβγήκαν απrsquo το σκοτάδι στο λυκόφως Στηνάκρη του ξέφωτου φάνηκε ένα χαμηλό κτίσμα Η στέγη του ήτανκαλυμμένη με γκρίζα πέτρα κι ένας λιγνός καπνός ανέβαινε στοναέρα και σκόρπιζε

laquoτο κάθισμα των αγίων αποστόλωνraquo είπε ο δόκιμος καθώςάλλαζε χέρι την κατσαρόλα που κρατούσε

Ο Μπάρσκι κοντοστάθηκε και παρατήρησε το κελί στην άκρητου ξέφωτου εκείνη τη στιγμή στα χείλη του δόκιμου ήρθε ακό-μη ένας ψαλμός καθώς θα σκέφτηκε πως όταν οι άνθρωποι δεσε καταλαβαίνουν υπάρχει πάντα η χάρη της που έχει τrsquo αυτιάτης ανοιχτά Προχώρησαν ενώ κάτι χαμόκλαδα από τις κουμα-ριές στο μονοπάτι σκάλωσαν στα ρούχα τους και λίγο έλειψε μrsquo

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

17

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 17

ένα κραταιό σχίσιμο να κρατήσουν ένα κομμάτι ύφασμα και ναταράξουν τη γαλήνη του ξέφωτου

laquoSilentium sacrum5raquo ψιθύρισε ο Μπάρσκι και σταυροκοπή-θηκε

Πέρασαν μέσα από έναν μικρό κήπο με ξύλινο φράχτη κιέστριψαν προς τη θάλασσα εκεί που ατένιζε η χαμηλή πόρτατου κελιού Ένα μικρόσωμο γεροντάκι ήταν σκυμμένο πάνω στοχώμα και τους είχε γυρισμένη την πλάτη

laquoΠάλι τα μυρμήγκια σου ταΐζεις γέρονταraquo φώναξε ο δόκι-μος γελώντας χωρίς όμως να πάρει απάντηση laquoε γέροντα ευ-λόγησονraquo ξαναφώναξε ο δόκιμος

laquoΟ Κύριοςraquo απάντησε η φωνήlaquoΈχεις επισκέπτη γέροντα Ο αρχοντάρης σού παραγγέλ-

νειraquoτο κυρτωμένο ράσο ανασηκώθηκε κι ο μικρόσωμος καλόγε-

ρος στάθηκε όρθιος στο κατώφλιlaquoτrsquo αηδόνια σου τι κάνουνraquo ρώτησε ο δόκιμος περιπαιχτικάlaquoδοξολογούν τον Ύψιστο νεαρέraquo του απάντησε κοφτά ο γέ-

ρονταςΟ Μπάρσκι πρόσεξε το πρόσωπο του καλόγερου εκτός απrsquo

το στέγνωμα των γηρατειών έδειχνε πως ήταν σημαδεμένοπαρrsquo όλο που έκρυβε το περισσότερο μια μακριά γενειάδα πουέφτανε ως το στήθος τον παρατήρησε λίγο καλύτερα και είδεπως το δέρμα του με τα χρόνια είχε ζαρώσει και σκληρύνει ΟΒασίλι Μπάρσκι κατάλαβε πως ο καλόγερος ήταν πολύ γέροςκαι σαν νrsquo ανατρίχιασε ndash οίκτος και φόβος απrsquo το πέρασμα τουχρόνου άγρια ιερότητα και κατάνυξη για τα πάθη της σάρκαςκαι τη φθορά Ήταν επιπλέον και η κούραση που του έφερνε ρί-γη και το αριστερό του πόδι που πονούσε

Ο δόκιμος προχώρησε και πλησιάζοντας τον γέροντα άρχισενα του μιλάει ψιθυριστά Ο καλόγερος άφησε να πέσουν τα υπό-λοιπα ψίχουλα από το χέρι του στο χώμα και κράτησε το τσου-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

18

5 Silentium sacrum ιερή σιωπή

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 18

κάλι που του είχαν φέρει Ο Μπάρσκι εκείνη τη στιγμή αιφνι-διαστικά και αναίτια αναπόλησε το σπίτι του Μήνες πολλούςτώρα στους δρόμους συχνά αναρωτιόταν τι να κάνει η μάνα τουαν κλαίει σιωπηλά κι αν ο πατέρας του τον είχε συγχωρήσειπου είχε φύγει έτσι σαν κλέφτης Θέλοντας να αποδιώξει τηναιφνίδια νοσταλγία βιάστηκε να χαιρετήσει

laquoPax tecumraquo φώναξεlaquoEt cum spiritu tuo6raquo απάντησε ο ιωαννίκιος χαμηλώνοντας

ταπεινά το κεφάλιτην ώρα που ο δόκιμος άνοιξε το βήμα του κι έφυγε για το

μοναστήρι ο Μπάρσκι αναθάρρησε και ρώτησε τον γέροντα ndashστα λατινικά πάντα

laquoτι πουλιά κελαηδούσαν επάνω απrsquo το κεφάλι μας στο δά-σος αηδόνιαraquo

laquoτα αηδόνια έφυγαν γιατί χειμωνιάζειraquo του απάντησε ο ιωαν-νίκιος και του έδειξε με την παλάμη του το άνοιγμα της χαμηλήςπόρτας

ΰΌταν το μεγάλο κούτσουρο έπεσε και θρυμματίστηκε ο ιωαν-νίκιος τράβηξε τη χύτρα από την πυροστιά Με αργές κινήσειςέχυσε ζεστό νερό στη λεκάνη που βρισκόταν μπροστά στα πόδιατου Μπάρσκι και το μικρό κελί γέμισε αχνούς

laquoΒγάλε τα ποδήματά σουraquo του είπε και περπάτησε με τα δι-κά του συρτοπάπουτσα προς τα ράφια στη γωνιά της κάμαρας

Ο Μπάρσκι όλη αυτήν την ώρα τον παρατηρούσε αμήχανοςκαι σιωπηλός Πρόσεξε μια σειρά από ομοιόμορφα μικρά δο-χεία κι αφού τον είδε να ξεχωρίζει ένα από αυτά ο καλόγεροςήρθε προς το μέρος του

laquoακόμα δεν τα rsquoβγαλεςraquo τον ρώτησεΥπάκουσε κι έσκυψε να βγάλει τα στιβάλια απrsquo τα πληγω-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

19

6 Pax tecum Et cum spiritu tuo ειρήνη ημίν Και σε σένα (τυπικός χαιρε-τισμός στην Καθολική εκκλησία)

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 19

μένα πόδια του Με χέρι που έτρεμε ο ιωαννίκιος έπιασε με τατρία δάχτυλα όπως προσευχόταν λίγο ξεραμένο βότανο και τοέριξε μέσα στο βραστό νερό Ο Βασίλι Μπάρσκι συνέχιζε νααποφεύγει το βλέμμα του

laquoτέντωσε να δωraquo του είπε κι έπιασε το πληγωμένο πόδι μετο χέρι του

laquoΠονάει γέροντα εδώ και μέρες απrsquo τη Σαλονίκη ακόμαόπου έμεινα ένα βράδυraquo

τα μάτια του ιωαννίκιου το περιεργάστηκαν κι ύστερα άπλω-σε το χέρι και συμπλήρωσε κρύο νερό στη λεκάνη απrsquo το λαγήνιπου έστεκε δίπλα στο σκαμνί δοκίμασε λίγο το νερό με τα δά-χτυλα κι ύστερα του έκανε νόημα να βουτήξει μέσα τα πόδια

Όταν λίγο αργότερα ήρθε η βροχή του είχε γυρισμένη τηνπλάτη καθώς ετοίμαζε το φαγητό πάνω στο τραπέζι το κελί εί-χε μόνο ένα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμι οι αστραπές της θά-λασσας κάθε τόσο το φώτιζαν ενώ ο αέρας έφερνε μέσα τη μυ-ρωδιά απrsquo το βρεγμένο χώμα

laquoΓέροντα η νύχτα ήρθε για τα καλά δε θα πέσεις είναι αρ-γάraquo

laquoΚοιμάμαι λίγοraquo του απάντησε έχοντας ακόμη την πλάτηγυρισμένη

laquoΠροσεύχεσαιraquolaquoΠροσεύχομαι και σκέφτομαιraquolaquoΣτους δώδεκα αποστόλουςraquolaquoΣτον ουρανόraquoΗ λέξη ουρανός θύμισε για μια στιγμή στον νεαρό επισκέπτη

το απόσπασμα από κείνον τον γνωστό ύμνο που του είχαν μάθειστην ακαδημία των ιησουιτών του Λβωφ όσο έμεινε βέβαια εκείπριν τον διώξουν Έλεγε ο ύμνος Ave Maria Regina caelorum7 εδώκαι λίγες μέρες που είχε μπει στον Άθω οι μνήμες της πατρίδαςτου εισορμούσαν απρόσκλητες

Έσκυψε κι άρχισε να τρίβει απαλά το πονεμένο πόδι του μέ-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

20

7 Ave Maria Regina caelorum Χαίρε Μαρία βασίλισσα των ουρανών

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 20

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

τάσι Ο πορτάρης ο θυρωρός της πύλης τον παρατηρούσε σιω-πηλός παίζοντας στα χοντρά του δάχτυλα το κομποσκοίνι Ηπρώτη προσπάθεια να συνεννοηθεί μαζί του είχε αποτύχει Οεπισκέπτης ήταν ένας νεαρός ψηλός άντρας μελαχρινός με σμι-χτά πυκνά φρύδια Έμοιαζε ρωμιός αλλά δεν ήταν Μιλούσεδυο άλλες γλώσσες πότε τη μια και πότε την άλλη κι αυτό είχεκάνει τον πορτάρη να χάσει την υπομονή του

laquoΛατίνος μού φαίνεσαι έχεις κι αυτήν την κουκούλα στην πλά-τη γενιά και σπορά των αιρετικώνraquo μουρμούρισε ο πορτάρης

Ο νεαρός σκούπισε από τα γένια του τις σταγόνες του νερούπου είχαν κυλήσει από το τάσι και τον κοίταξε αθώα με τα κα-στανά του μάτια αδυνατούσε να του απαντήσει ndash τι άραγεαφού δεν είχε καταλάβει Έστεκε τώρα μπροστά στην πύλη γα-λήνιος τα μάτια του όμως μιλούσαν κι άλλες γλώσσες

ακούστηκαν πατήματα από το εσωτερικό του μοναστηριούΟ Πρόδρομος με τον αρχοντάρη εμφανίστηκαν κι άρχισαν ναπαρατηρούν αμίλητοι τον νεαρό επισκέπτη ακουγόταν μόνο τονερό της κρήνης που έπεφτε με ορμή μέσα στη γούρνα

laquoΒενετσιάνικα μιλάειraquo σχολίασε ο πορτάρηςΟ αρχοντάρης τον περιεργάστηκε λίγο ακόμη το πανωφόρι

του ήταν ξεθωριασμένο από τον ήλιο και γεμάτο σκόνη και απότο ένα του στιβάλι που είχε τρυπήσει στον δρόμο ξεχώριζανδυο λασπωμένα δάχτυλα

laquoΈνας μόνο θα μπορέσει να συνεννοηθεί μαζί τουraquo είπε οαρχοντάρης κι έστρεψε το κεφάλι του στον Πρόδρομο

laquoΚατάλαβα γέρονταraquo απάντησε με κατεβασμένο το κεφάλιο δόκιμος μοναχός

laquoΦέρε πρώτα ψωμί ελιές κι ότι άλλο βρεις στο μαγερειό καικατέβα γρήγορα μη σας πιάσει η νύχταraquo

Ο Πρόδρομος χάθηκε στο λιθόστρωτο που οδηγούσε μέσαστο μοναστήρι Στο μεταξύ ο επισκέπτης ταχτοποιούσε τονυφασμάτινο σάκο που κουβαλούσε στην πλάτη κι ήταν τώρααφημένος ανάμεσα στα πόδια του Συνέχισε να τους κοιτάζειμrsquo εκείνη την αφοπλιστική ηρεμία που είχαν τα μάτια του

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

14

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 14

laquoαπό πού είσαι τι είσαιraquo ρώτησε ο αρχοντάρης τονίζονταςτις τελευταίες συλλαβές και υψώνοντας τη φωνή σαν να είχεμπροστά του άνθρωπο κουφό κι όχι ξενομερίτη συνόδεψε μά-λιστα τα λόγια του και με μια ανυψωτική κίνηση της παλάμης

laquoΚίεβοraquo του απάντησε απρόσμενα ο επισκέπτης και ξέχωσεένα τσαλακωμένο χαρτί απrsquo τον κόρφο του

laquoδεν είσαι αιρετικός μεγάλη η χάρη τηςraquo απάντησε ο αρ-χοντάρης και σταυροκοπήθηκε

Ο επισκέπτης όρθιος ακόμα συνέχιζε να του προτείνει τοτσαλακωμένο χαρτί Ο πορτάρης έκανε ένα βήμα μπροστά τοrsquoπιασε και πήγε να το ανοίξει Ο αρχοντάρης βιάστηκε να τουτο αρπάξει απrsquo το χέρι Ήταν κοινό μυστικό σε όλη τη μονή πωςγια τον φύλακα της πύλης τα γράμματα ήταν σαν να rsquoβλεπε παι-δικές ζωγραφιές αφού δεν τα καταλάβαινε

laquoείναι απrsquo τον ηγούμενο του αγίου Παύλουraquo είπε ο αρχο-ντάρης Ξερόβηξε κι άρχισε να διαβάζει laquoΠαρακαλείστε όλοιοι εν Αγίω Όρει αδελφοί όπως προσφέρετε κατάλυμα και άρ-τον στον Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι1 Ο εν λόγω ορθόδο-ξος αδελφός μας έχει κάνει ένα μεγάλο ταξίδι από το Κίεβοτης Μικρορωσίας2 και οδεύει προσκυνητής στους Αγίους Τό-πους Είναι δούλος του Θεού της πραγματικής πίστης ομιλείτην μικρορωσικήν και λατινικήν και γράφει όπως διαπιστώ-σαμε ιδίοις όμμασιν εκτός από την λατινικήν και την εκκλη-σιαστικήν σλαβικήνraquo

ακούστηκαν πατήματα πίσω απrsquo τον αρχοντάρη Ο δόκιμοςΠρόδρομος είχε πετάξει ως το μαγειρειό με τα ελαφρά του πό-δια και είχε γυρίσει κρατώντας ένα σκεπασμένο πήλινο κατσα-ρόλι Ο αρχοντάρης σταμάτησε το διάβασμα κι απευθύνθηκεστον δόκιμο

laquoΆμετε στην ευχή του Θεού ας αναλάβει τώρα ο ιωαννίκιος

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

15

1 Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι (1701-1747) Ουκρανός περιηγητής αρχεια-κός ερευνητής και συγγραφέας

2 Μικρορωσία η σημερινή Ουκρανία

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 15

που μπορεί μαζί του να συνεννοηθεί Πρόδρομε πες στον ιωαν-νίκιο να του κάνει υπόδειξη να βγάλει απrsquo την πλάτη του τηνκουκούλα που έχει ριγμένη στον ώμο γιατί έτσι μοιάζει προ-σκυνητής της ρώμης Πες στον γέροντα ιωαννίκιο να του το εξη-γήσει Στους αιρετικούς και στους ουνίτες η αγκαλιά της Πανα-γίας μας δε θrsquo ανοίξει ποτέ Έτσι να του πειraquo

Ο Πρόδρομος τράβηξε μπροστά κι έκανε νόημα στον Μπάρ-σκι να τον ακολουθήσει Πέρασαν μπροστά απrsquo το βορδοναρειό3

κι απrsquo το χαλκαδειό4 ο αέρας μύριζε σβουνιά και σίδερο Πα-ρακάτω προς τη μεριά της θάλασσας κατηφόριζε ένα περιβόλιμε πεζούλες γεμάτο κοντές λεμονιές

Πήραν τελικά ένα στενό μονοπάτι κι άφησαν πίσω τους τατείχη του μοναστηριού Ύστερα από λίγο χώθηκαν μες στο λα-γκάδι Πριν τους σκεπάσουν οι θόλοι των φύλλων ο νεαρόςΜπάρσκι έστρεψε πίσω το κεφάλι και είδε το μοναστήρι απόμακριά Στο σύθαμπο του δειλινού ξεχώριζαν οι πέντε τρούλοιτου καθολικού Ο μεσαίος ο πιο ψηλός σκεπασμένος όλος μελιωμένο μολύβι κοκκίνιζε στο ηλιοβασίλεμα Πέρα μακριά στηθάλασσα από το βάθος της ο ουρανός μαύριζε το βράδυ θαέφτανε με βροχή γεμάτη χοντρές σταγόνες σαν ακρίδες και θασκέπαζε όλη τη χερσόνησο

Ο Πρόδρομος βάδιζε μπροστά αρκετά γρήγορα κι είχε αρχί-σει να ψάλλει Ο Μπάρσκι φορτωμένος τον μπόγο του έσερνετο ένα πόδι που έδειχνε χτυπημένο και πάλευε να τον ακολου-θεί κατά βήμα μη βρεθεί ξαφνικά μόνος στο δάσος τώρα χω-μένοι για τα καλά κάτω απrsquo τα πυκνά δέντρα περπατούσαν στομισοσκόταδο τα πουλιά άυπνα ακόμη έπαιζαν τα μάτια τουςεδώ κι εκεί ακούγοντας τα ανθρώπινα πόδια που μπλέκοντανσε υπέργειες ρίζες και φτέρες

Κάποια στιγμή ο Πρόδρομος κοντοστάθηκε Κοίταξε πίσωτου και είδε τον ψηλό ίσκιο να τον ακολουθεί με δυσκολία τον

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

16

3 Βορδοναρειό το ημιονοστάσιο ο στάβλος της μονής4 χαλκαδειό το σιδηρουργείο της μονής

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 16

λυπήθηκε και στάθηκε να τον περιμένει Μόλις ο Μικρορώσοςτον έφτασε ο Πρόδρομος άπλωσε το χέρι να πάρει το βάρος απότην πλάτη του Ο Μπάρσκι τραβήχτηκε πίσω και αρνήθηκε ευ-γενικά μrsquo ένα κούνημα του κεφαλιού Ο Πρόδρομος αν και δενμπορούσε να ξεχωρίσει στο μισοσκόταδο τα μάτια του μπορού-σε όμως να τα φανταστεί να τον κοιτούν μrsquo εκείνο το ίδιο πείσμαόπως νωρίτερα μπροστά στην πύλη του μοναστηριού Έστρεψεαμήχανα το κεφάλι στο μονοπάτι κι άρχισε τώρα να βαδίζει πιοαργά και καθώς η όρεξή του για κάποιο δοξαστικό κοντάκιο είχεπια χαθεί ακούγονταν μόνο οι τρίλιες από τα ορνίθια και οι πα-τούσες τους που παραμέριζαν τα χορτάρια

laquoΟ γέροντας ιωαννίκιοςraquo είπε κάποια στιγμή ο δόκιμος πουδεν άντεχε πια ούτε τα πουλιά ούτε τη μεταξύ τους σιωπή laquoεί-ναι να ξέρεις παράξενος άνθρωπος Μιλάει πολλές γλώσσες ndashόταν μιλάει βέβαια γιατί του αρέσει πολύ η σιωπή και η μονα-ξιά Λένε ότι ήταν μεγάλος γιατρός άλλοι λένε πρίγκιπας κι άλ-λοι δραγουμάνος ένας Θεός ξέρειraquo

laquoευχαριστώraquo απάντησε ο Μπάρσκι στα ελληνικάlaquoΓια ποιο πράγμαraquo ρώτησε παραξενεμένος ο δόκιμοςlaquoευχαριστώraquo ξανάπε ο ΜπάρσκιΟ Μικρορώσος είχε βρει τελικά τον τρόπο να τελειώσει μια

συνομιλία που δεν είχε αρχίσει ποτέ Ύστερα από λίγο τα δέντρααραίωσαν και ξαναβγήκαν απrsquo το σκοτάδι στο λυκόφως Στηνάκρη του ξέφωτου φάνηκε ένα χαμηλό κτίσμα Η στέγη του ήτανκαλυμμένη με γκρίζα πέτρα κι ένας λιγνός καπνός ανέβαινε στοναέρα και σκόρπιζε

laquoτο κάθισμα των αγίων αποστόλωνraquo είπε ο δόκιμος καθώςάλλαζε χέρι την κατσαρόλα που κρατούσε

Ο Μπάρσκι κοντοστάθηκε και παρατήρησε το κελί στην άκρητου ξέφωτου εκείνη τη στιγμή στα χείλη του δόκιμου ήρθε ακό-μη ένας ψαλμός καθώς θα σκέφτηκε πως όταν οι άνθρωποι δεσε καταλαβαίνουν υπάρχει πάντα η χάρη της που έχει τrsquo αυτιάτης ανοιχτά Προχώρησαν ενώ κάτι χαμόκλαδα από τις κουμα-ριές στο μονοπάτι σκάλωσαν στα ρούχα τους και λίγο έλειψε μrsquo

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

17

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 17

ένα κραταιό σχίσιμο να κρατήσουν ένα κομμάτι ύφασμα και ναταράξουν τη γαλήνη του ξέφωτου

laquoSilentium sacrum5raquo ψιθύρισε ο Μπάρσκι και σταυροκοπή-θηκε

Πέρασαν μέσα από έναν μικρό κήπο με ξύλινο φράχτη κιέστριψαν προς τη θάλασσα εκεί που ατένιζε η χαμηλή πόρτατου κελιού Ένα μικρόσωμο γεροντάκι ήταν σκυμμένο πάνω στοχώμα και τους είχε γυρισμένη την πλάτη

laquoΠάλι τα μυρμήγκια σου ταΐζεις γέρονταraquo φώναξε ο δόκι-μος γελώντας χωρίς όμως να πάρει απάντηση laquoε γέροντα ευ-λόγησονraquo ξαναφώναξε ο δόκιμος

laquoΟ Κύριοςraquo απάντησε η φωνήlaquoΈχεις επισκέπτη γέροντα Ο αρχοντάρης σού παραγγέλ-

νειraquoτο κυρτωμένο ράσο ανασηκώθηκε κι ο μικρόσωμος καλόγε-

ρος στάθηκε όρθιος στο κατώφλιlaquoτrsquo αηδόνια σου τι κάνουνraquo ρώτησε ο δόκιμος περιπαιχτικάlaquoδοξολογούν τον Ύψιστο νεαρέraquo του απάντησε κοφτά ο γέ-

ρονταςΟ Μπάρσκι πρόσεξε το πρόσωπο του καλόγερου εκτός απrsquo

το στέγνωμα των γηρατειών έδειχνε πως ήταν σημαδεμένοπαρrsquo όλο που έκρυβε το περισσότερο μια μακριά γενειάδα πουέφτανε ως το στήθος τον παρατήρησε λίγο καλύτερα και είδεπως το δέρμα του με τα χρόνια είχε ζαρώσει και σκληρύνει ΟΒασίλι Μπάρσκι κατάλαβε πως ο καλόγερος ήταν πολύ γέροςκαι σαν νrsquo ανατρίχιασε ndash οίκτος και φόβος απrsquo το πέρασμα τουχρόνου άγρια ιερότητα και κατάνυξη για τα πάθη της σάρκαςκαι τη φθορά Ήταν επιπλέον και η κούραση που του έφερνε ρί-γη και το αριστερό του πόδι που πονούσε

Ο δόκιμος προχώρησε και πλησιάζοντας τον γέροντα άρχισενα του μιλάει ψιθυριστά Ο καλόγερος άφησε να πέσουν τα υπό-λοιπα ψίχουλα από το χέρι του στο χώμα και κράτησε το τσου-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

18

5 Silentium sacrum ιερή σιωπή

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 18

κάλι που του είχαν φέρει Ο Μπάρσκι εκείνη τη στιγμή αιφνι-διαστικά και αναίτια αναπόλησε το σπίτι του Μήνες πολλούςτώρα στους δρόμους συχνά αναρωτιόταν τι να κάνει η μάνα τουαν κλαίει σιωπηλά κι αν ο πατέρας του τον είχε συγχωρήσειπου είχε φύγει έτσι σαν κλέφτης Θέλοντας να αποδιώξει τηναιφνίδια νοσταλγία βιάστηκε να χαιρετήσει

laquoPax tecumraquo φώναξεlaquoEt cum spiritu tuo6raquo απάντησε ο ιωαννίκιος χαμηλώνοντας

ταπεινά το κεφάλιτην ώρα που ο δόκιμος άνοιξε το βήμα του κι έφυγε για το

μοναστήρι ο Μπάρσκι αναθάρρησε και ρώτησε τον γέροντα ndashστα λατινικά πάντα

laquoτι πουλιά κελαηδούσαν επάνω απrsquo το κεφάλι μας στο δά-σος αηδόνιαraquo

laquoτα αηδόνια έφυγαν γιατί χειμωνιάζειraquo του απάντησε ο ιωαν-νίκιος και του έδειξε με την παλάμη του το άνοιγμα της χαμηλήςπόρτας

ΰΌταν το μεγάλο κούτσουρο έπεσε και θρυμματίστηκε ο ιωαν-νίκιος τράβηξε τη χύτρα από την πυροστιά Με αργές κινήσειςέχυσε ζεστό νερό στη λεκάνη που βρισκόταν μπροστά στα πόδιατου Μπάρσκι και το μικρό κελί γέμισε αχνούς

laquoΒγάλε τα ποδήματά σουraquo του είπε και περπάτησε με τα δι-κά του συρτοπάπουτσα προς τα ράφια στη γωνιά της κάμαρας

Ο Μπάρσκι όλη αυτήν την ώρα τον παρατηρούσε αμήχανοςκαι σιωπηλός Πρόσεξε μια σειρά από ομοιόμορφα μικρά δο-χεία κι αφού τον είδε να ξεχωρίζει ένα από αυτά ο καλόγεροςήρθε προς το μέρος του

laquoακόμα δεν τα rsquoβγαλεςraquo τον ρώτησεΥπάκουσε κι έσκυψε να βγάλει τα στιβάλια απrsquo τα πληγω-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

19

6 Pax tecum Et cum spiritu tuo ειρήνη ημίν Και σε σένα (τυπικός χαιρε-τισμός στην Καθολική εκκλησία)

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 19

μένα πόδια του Με χέρι που έτρεμε ο ιωαννίκιος έπιασε με τατρία δάχτυλα όπως προσευχόταν λίγο ξεραμένο βότανο και τοέριξε μέσα στο βραστό νερό Ο Βασίλι Μπάρσκι συνέχιζε νααποφεύγει το βλέμμα του

laquoτέντωσε να δωraquo του είπε κι έπιασε το πληγωμένο πόδι μετο χέρι του

laquoΠονάει γέροντα εδώ και μέρες απrsquo τη Σαλονίκη ακόμαόπου έμεινα ένα βράδυraquo

τα μάτια του ιωαννίκιου το περιεργάστηκαν κι ύστερα άπλω-σε το χέρι και συμπλήρωσε κρύο νερό στη λεκάνη απrsquo το λαγήνιπου έστεκε δίπλα στο σκαμνί δοκίμασε λίγο το νερό με τα δά-χτυλα κι ύστερα του έκανε νόημα να βουτήξει μέσα τα πόδια

Όταν λίγο αργότερα ήρθε η βροχή του είχε γυρισμένη τηνπλάτη καθώς ετοίμαζε το φαγητό πάνω στο τραπέζι το κελί εί-χε μόνο ένα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμι οι αστραπές της θά-λασσας κάθε τόσο το φώτιζαν ενώ ο αέρας έφερνε μέσα τη μυ-ρωδιά απrsquo το βρεγμένο χώμα

laquoΓέροντα η νύχτα ήρθε για τα καλά δε θα πέσεις είναι αρ-γάraquo

laquoΚοιμάμαι λίγοraquo του απάντησε έχοντας ακόμη την πλάτηγυρισμένη

laquoΠροσεύχεσαιraquolaquoΠροσεύχομαι και σκέφτομαιraquolaquoΣτους δώδεκα αποστόλουςraquolaquoΣτον ουρανόraquoΗ λέξη ουρανός θύμισε για μια στιγμή στον νεαρό επισκέπτη

το απόσπασμα από κείνον τον γνωστό ύμνο που του είχαν μάθειστην ακαδημία των ιησουιτών του Λβωφ όσο έμεινε βέβαια εκείπριν τον διώξουν Έλεγε ο ύμνος Ave Maria Regina caelorum7 εδώκαι λίγες μέρες που είχε μπει στον Άθω οι μνήμες της πατρίδαςτου εισορμούσαν απρόσκλητες

Έσκυψε κι άρχισε να τρίβει απαλά το πονεμένο πόδι του μέ-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

20

7 Ave Maria Regina caelorum Χαίρε Μαρία βασίλισσα των ουρανών

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 20

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

laquoαπό πού είσαι τι είσαιraquo ρώτησε ο αρχοντάρης τονίζονταςτις τελευταίες συλλαβές και υψώνοντας τη φωνή σαν να είχεμπροστά του άνθρωπο κουφό κι όχι ξενομερίτη συνόδεψε μά-λιστα τα λόγια του και με μια ανυψωτική κίνηση της παλάμης

laquoΚίεβοraquo του απάντησε απρόσμενα ο επισκέπτης και ξέχωσεένα τσαλακωμένο χαρτί απrsquo τον κόρφο του

laquoδεν είσαι αιρετικός μεγάλη η χάρη τηςraquo απάντησε ο αρ-χοντάρης και σταυροκοπήθηκε

Ο επισκέπτης όρθιος ακόμα συνέχιζε να του προτείνει τοτσαλακωμένο χαρτί Ο πορτάρης έκανε ένα βήμα μπροστά τοrsquoπιασε και πήγε να το ανοίξει Ο αρχοντάρης βιάστηκε να τουτο αρπάξει απrsquo το χέρι Ήταν κοινό μυστικό σε όλη τη μονή πωςγια τον φύλακα της πύλης τα γράμματα ήταν σαν να rsquoβλεπε παι-δικές ζωγραφιές αφού δεν τα καταλάβαινε

laquoείναι απrsquo τον ηγούμενο του αγίου Παύλουraquo είπε ο αρχο-ντάρης Ξερόβηξε κι άρχισε να διαβάζει laquoΠαρακαλείστε όλοιοι εν Αγίω Όρει αδελφοί όπως προσφέρετε κατάλυμα και άρ-τον στον Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι1 Ο εν λόγω ορθόδο-ξος αδελφός μας έχει κάνει ένα μεγάλο ταξίδι από το Κίεβοτης Μικρορωσίας2 και οδεύει προσκυνητής στους Αγίους Τό-πους Είναι δούλος του Θεού της πραγματικής πίστης ομιλείτην μικρορωσικήν και λατινικήν και γράφει όπως διαπιστώ-σαμε ιδίοις όμμασιν εκτός από την λατινικήν και την εκκλη-σιαστικήν σλαβικήνraquo

ακούστηκαν πατήματα πίσω απrsquo τον αρχοντάρη Ο δόκιμοςΠρόδρομος είχε πετάξει ως το μαγειρειό με τα ελαφρά του πό-δια και είχε γυρίσει κρατώντας ένα σκεπασμένο πήλινο κατσα-ρόλι Ο αρχοντάρης σταμάτησε το διάβασμα κι απευθύνθηκεστον δόκιμο

laquoΆμετε στην ευχή του Θεού ας αναλάβει τώρα ο ιωαννίκιος

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

15

1 Βασίλι Γκρηγκορόβιτς Μπάρσκι (1701-1747) Ουκρανός περιηγητής αρχεια-κός ερευνητής και συγγραφέας

2 Μικρορωσία η σημερινή Ουκρανία

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 15

που μπορεί μαζί του να συνεννοηθεί Πρόδρομε πες στον ιωαν-νίκιο να του κάνει υπόδειξη να βγάλει απrsquo την πλάτη του τηνκουκούλα που έχει ριγμένη στον ώμο γιατί έτσι μοιάζει προ-σκυνητής της ρώμης Πες στον γέροντα ιωαννίκιο να του το εξη-γήσει Στους αιρετικούς και στους ουνίτες η αγκαλιά της Πανα-γίας μας δε θrsquo ανοίξει ποτέ Έτσι να του πειraquo

Ο Πρόδρομος τράβηξε μπροστά κι έκανε νόημα στον Μπάρ-σκι να τον ακολουθήσει Πέρασαν μπροστά απrsquo το βορδοναρειό3

κι απrsquo το χαλκαδειό4 ο αέρας μύριζε σβουνιά και σίδερο Πα-ρακάτω προς τη μεριά της θάλασσας κατηφόριζε ένα περιβόλιμε πεζούλες γεμάτο κοντές λεμονιές

Πήραν τελικά ένα στενό μονοπάτι κι άφησαν πίσω τους τατείχη του μοναστηριού Ύστερα από λίγο χώθηκαν μες στο λα-γκάδι Πριν τους σκεπάσουν οι θόλοι των φύλλων ο νεαρόςΜπάρσκι έστρεψε πίσω το κεφάλι και είδε το μοναστήρι απόμακριά Στο σύθαμπο του δειλινού ξεχώριζαν οι πέντε τρούλοιτου καθολικού Ο μεσαίος ο πιο ψηλός σκεπασμένος όλος μελιωμένο μολύβι κοκκίνιζε στο ηλιοβασίλεμα Πέρα μακριά στηθάλασσα από το βάθος της ο ουρανός μαύριζε το βράδυ θαέφτανε με βροχή γεμάτη χοντρές σταγόνες σαν ακρίδες και θασκέπαζε όλη τη χερσόνησο

Ο Πρόδρομος βάδιζε μπροστά αρκετά γρήγορα κι είχε αρχί-σει να ψάλλει Ο Μπάρσκι φορτωμένος τον μπόγο του έσερνετο ένα πόδι που έδειχνε χτυπημένο και πάλευε να τον ακολου-θεί κατά βήμα μη βρεθεί ξαφνικά μόνος στο δάσος τώρα χω-μένοι για τα καλά κάτω απrsquo τα πυκνά δέντρα περπατούσαν στομισοσκόταδο τα πουλιά άυπνα ακόμη έπαιζαν τα μάτια τουςεδώ κι εκεί ακούγοντας τα ανθρώπινα πόδια που μπλέκοντανσε υπέργειες ρίζες και φτέρες

Κάποια στιγμή ο Πρόδρομος κοντοστάθηκε Κοίταξε πίσωτου και είδε τον ψηλό ίσκιο να τον ακολουθεί με δυσκολία τον

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

16

3 Βορδοναρειό το ημιονοστάσιο ο στάβλος της μονής4 χαλκαδειό το σιδηρουργείο της μονής

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 16

λυπήθηκε και στάθηκε να τον περιμένει Μόλις ο Μικρορώσοςτον έφτασε ο Πρόδρομος άπλωσε το χέρι να πάρει το βάρος απότην πλάτη του Ο Μπάρσκι τραβήχτηκε πίσω και αρνήθηκε ευ-γενικά μrsquo ένα κούνημα του κεφαλιού Ο Πρόδρομος αν και δενμπορούσε να ξεχωρίσει στο μισοσκόταδο τα μάτια του μπορού-σε όμως να τα φανταστεί να τον κοιτούν μrsquo εκείνο το ίδιο πείσμαόπως νωρίτερα μπροστά στην πύλη του μοναστηριού Έστρεψεαμήχανα το κεφάλι στο μονοπάτι κι άρχισε τώρα να βαδίζει πιοαργά και καθώς η όρεξή του για κάποιο δοξαστικό κοντάκιο είχεπια χαθεί ακούγονταν μόνο οι τρίλιες από τα ορνίθια και οι πα-τούσες τους που παραμέριζαν τα χορτάρια

laquoΟ γέροντας ιωαννίκιοςraquo είπε κάποια στιγμή ο δόκιμος πουδεν άντεχε πια ούτε τα πουλιά ούτε τη μεταξύ τους σιωπή laquoεί-ναι να ξέρεις παράξενος άνθρωπος Μιλάει πολλές γλώσσες ndashόταν μιλάει βέβαια γιατί του αρέσει πολύ η σιωπή και η μονα-ξιά Λένε ότι ήταν μεγάλος γιατρός άλλοι λένε πρίγκιπας κι άλ-λοι δραγουμάνος ένας Θεός ξέρειraquo

laquoευχαριστώraquo απάντησε ο Μπάρσκι στα ελληνικάlaquoΓια ποιο πράγμαraquo ρώτησε παραξενεμένος ο δόκιμοςlaquoευχαριστώraquo ξανάπε ο ΜπάρσκιΟ Μικρορώσος είχε βρει τελικά τον τρόπο να τελειώσει μια

συνομιλία που δεν είχε αρχίσει ποτέ Ύστερα από λίγο τα δέντρααραίωσαν και ξαναβγήκαν απrsquo το σκοτάδι στο λυκόφως Στηνάκρη του ξέφωτου φάνηκε ένα χαμηλό κτίσμα Η στέγη του ήτανκαλυμμένη με γκρίζα πέτρα κι ένας λιγνός καπνός ανέβαινε στοναέρα και σκόρπιζε

laquoτο κάθισμα των αγίων αποστόλωνraquo είπε ο δόκιμος καθώςάλλαζε χέρι την κατσαρόλα που κρατούσε

Ο Μπάρσκι κοντοστάθηκε και παρατήρησε το κελί στην άκρητου ξέφωτου εκείνη τη στιγμή στα χείλη του δόκιμου ήρθε ακό-μη ένας ψαλμός καθώς θα σκέφτηκε πως όταν οι άνθρωποι δεσε καταλαβαίνουν υπάρχει πάντα η χάρη της που έχει τrsquo αυτιάτης ανοιχτά Προχώρησαν ενώ κάτι χαμόκλαδα από τις κουμα-ριές στο μονοπάτι σκάλωσαν στα ρούχα τους και λίγο έλειψε μrsquo

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

17

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 17

ένα κραταιό σχίσιμο να κρατήσουν ένα κομμάτι ύφασμα και ναταράξουν τη γαλήνη του ξέφωτου

laquoSilentium sacrum5raquo ψιθύρισε ο Μπάρσκι και σταυροκοπή-θηκε

Πέρασαν μέσα από έναν μικρό κήπο με ξύλινο φράχτη κιέστριψαν προς τη θάλασσα εκεί που ατένιζε η χαμηλή πόρτατου κελιού Ένα μικρόσωμο γεροντάκι ήταν σκυμμένο πάνω στοχώμα και τους είχε γυρισμένη την πλάτη

laquoΠάλι τα μυρμήγκια σου ταΐζεις γέρονταraquo φώναξε ο δόκι-μος γελώντας χωρίς όμως να πάρει απάντηση laquoε γέροντα ευ-λόγησονraquo ξαναφώναξε ο δόκιμος

laquoΟ Κύριοςraquo απάντησε η φωνήlaquoΈχεις επισκέπτη γέροντα Ο αρχοντάρης σού παραγγέλ-

νειraquoτο κυρτωμένο ράσο ανασηκώθηκε κι ο μικρόσωμος καλόγε-

ρος στάθηκε όρθιος στο κατώφλιlaquoτrsquo αηδόνια σου τι κάνουνraquo ρώτησε ο δόκιμος περιπαιχτικάlaquoδοξολογούν τον Ύψιστο νεαρέraquo του απάντησε κοφτά ο γέ-

ρονταςΟ Μπάρσκι πρόσεξε το πρόσωπο του καλόγερου εκτός απrsquo

το στέγνωμα των γηρατειών έδειχνε πως ήταν σημαδεμένοπαρrsquo όλο που έκρυβε το περισσότερο μια μακριά γενειάδα πουέφτανε ως το στήθος τον παρατήρησε λίγο καλύτερα και είδεπως το δέρμα του με τα χρόνια είχε ζαρώσει και σκληρύνει ΟΒασίλι Μπάρσκι κατάλαβε πως ο καλόγερος ήταν πολύ γέροςκαι σαν νrsquo ανατρίχιασε ndash οίκτος και φόβος απrsquo το πέρασμα τουχρόνου άγρια ιερότητα και κατάνυξη για τα πάθη της σάρκαςκαι τη φθορά Ήταν επιπλέον και η κούραση που του έφερνε ρί-γη και το αριστερό του πόδι που πονούσε

Ο δόκιμος προχώρησε και πλησιάζοντας τον γέροντα άρχισενα του μιλάει ψιθυριστά Ο καλόγερος άφησε να πέσουν τα υπό-λοιπα ψίχουλα από το χέρι του στο χώμα και κράτησε το τσου-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

18

5 Silentium sacrum ιερή σιωπή

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 18

κάλι που του είχαν φέρει Ο Μπάρσκι εκείνη τη στιγμή αιφνι-διαστικά και αναίτια αναπόλησε το σπίτι του Μήνες πολλούςτώρα στους δρόμους συχνά αναρωτιόταν τι να κάνει η μάνα τουαν κλαίει σιωπηλά κι αν ο πατέρας του τον είχε συγχωρήσειπου είχε φύγει έτσι σαν κλέφτης Θέλοντας να αποδιώξει τηναιφνίδια νοσταλγία βιάστηκε να χαιρετήσει

laquoPax tecumraquo φώναξεlaquoEt cum spiritu tuo6raquo απάντησε ο ιωαννίκιος χαμηλώνοντας

ταπεινά το κεφάλιτην ώρα που ο δόκιμος άνοιξε το βήμα του κι έφυγε για το

μοναστήρι ο Μπάρσκι αναθάρρησε και ρώτησε τον γέροντα ndashστα λατινικά πάντα

laquoτι πουλιά κελαηδούσαν επάνω απrsquo το κεφάλι μας στο δά-σος αηδόνιαraquo

laquoτα αηδόνια έφυγαν γιατί χειμωνιάζειraquo του απάντησε ο ιωαν-νίκιος και του έδειξε με την παλάμη του το άνοιγμα της χαμηλήςπόρτας

ΰΌταν το μεγάλο κούτσουρο έπεσε και θρυμματίστηκε ο ιωαν-νίκιος τράβηξε τη χύτρα από την πυροστιά Με αργές κινήσειςέχυσε ζεστό νερό στη λεκάνη που βρισκόταν μπροστά στα πόδιατου Μπάρσκι και το μικρό κελί γέμισε αχνούς

laquoΒγάλε τα ποδήματά σουraquo του είπε και περπάτησε με τα δι-κά του συρτοπάπουτσα προς τα ράφια στη γωνιά της κάμαρας

Ο Μπάρσκι όλη αυτήν την ώρα τον παρατηρούσε αμήχανοςκαι σιωπηλός Πρόσεξε μια σειρά από ομοιόμορφα μικρά δο-χεία κι αφού τον είδε να ξεχωρίζει ένα από αυτά ο καλόγεροςήρθε προς το μέρος του

laquoακόμα δεν τα rsquoβγαλεςraquo τον ρώτησεΥπάκουσε κι έσκυψε να βγάλει τα στιβάλια απrsquo τα πληγω-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

19

6 Pax tecum Et cum spiritu tuo ειρήνη ημίν Και σε σένα (τυπικός χαιρε-τισμός στην Καθολική εκκλησία)

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 19

μένα πόδια του Με χέρι που έτρεμε ο ιωαννίκιος έπιασε με τατρία δάχτυλα όπως προσευχόταν λίγο ξεραμένο βότανο και τοέριξε μέσα στο βραστό νερό Ο Βασίλι Μπάρσκι συνέχιζε νααποφεύγει το βλέμμα του

laquoτέντωσε να δωraquo του είπε κι έπιασε το πληγωμένο πόδι μετο χέρι του

laquoΠονάει γέροντα εδώ και μέρες απrsquo τη Σαλονίκη ακόμαόπου έμεινα ένα βράδυraquo

τα μάτια του ιωαννίκιου το περιεργάστηκαν κι ύστερα άπλω-σε το χέρι και συμπλήρωσε κρύο νερό στη λεκάνη απrsquo το λαγήνιπου έστεκε δίπλα στο σκαμνί δοκίμασε λίγο το νερό με τα δά-χτυλα κι ύστερα του έκανε νόημα να βουτήξει μέσα τα πόδια

Όταν λίγο αργότερα ήρθε η βροχή του είχε γυρισμένη τηνπλάτη καθώς ετοίμαζε το φαγητό πάνω στο τραπέζι το κελί εί-χε μόνο ένα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμι οι αστραπές της θά-λασσας κάθε τόσο το φώτιζαν ενώ ο αέρας έφερνε μέσα τη μυ-ρωδιά απrsquo το βρεγμένο χώμα

laquoΓέροντα η νύχτα ήρθε για τα καλά δε θα πέσεις είναι αρ-γάraquo

laquoΚοιμάμαι λίγοraquo του απάντησε έχοντας ακόμη την πλάτηγυρισμένη

laquoΠροσεύχεσαιraquolaquoΠροσεύχομαι και σκέφτομαιraquolaquoΣτους δώδεκα αποστόλουςraquolaquoΣτον ουρανόraquoΗ λέξη ουρανός θύμισε για μια στιγμή στον νεαρό επισκέπτη

το απόσπασμα από κείνον τον γνωστό ύμνο που του είχαν μάθειστην ακαδημία των ιησουιτών του Λβωφ όσο έμεινε βέβαια εκείπριν τον διώξουν Έλεγε ο ύμνος Ave Maria Regina caelorum7 εδώκαι λίγες μέρες που είχε μπει στον Άθω οι μνήμες της πατρίδαςτου εισορμούσαν απρόσκλητες

Έσκυψε κι άρχισε να τρίβει απαλά το πονεμένο πόδι του μέ-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

20

7 Ave Maria Regina caelorum Χαίρε Μαρία βασίλισσα των ουρανών

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 20

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

που μπορεί μαζί του να συνεννοηθεί Πρόδρομε πες στον ιωαν-νίκιο να του κάνει υπόδειξη να βγάλει απrsquo την πλάτη του τηνκουκούλα που έχει ριγμένη στον ώμο γιατί έτσι μοιάζει προ-σκυνητής της ρώμης Πες στον γέροντα ιωαννίκιο να του το εξη-γήσει Στους αιρετικούς και στους ουνίτες η αγκαλιά της Πανα-γίας μας δε θrsquo ανοίξει ποτέ Έτσι να του πειraquo

Ο Πρόδρομος τράβηξε μπροστά κι έκανε νόημα στον Μπάρ-σκι να τον ακολουθήσει Πέρασαν μπροστά απrsquo το βορδοναρειό3

κι απrsquo το χαλκαδειό4 ο αέρας μύριζε σβουνιά και σίδερο Πα-ρακάτω προς τη μεριά της θάλασσας κατηφόριζε ένα περιβόλιμε πεζούλες γεμάτο κοντές λεμονιές

Πήραν τελικά ένα στενό μονοπάτι κι άφησαν πίσω τους τατείχη του μοναστηριού Ύστερα από λίγο χώθηκαν μες στο λα-γκάδι Πριν τους σκεπάσουν οι θόλοι των φύλλων ο νεαρόςΜπάρσκι έστρεψε πίσω το κεφάλι και είδε το μοναστήρι απόμακριά Στο σύθαμπο του δειλινού ξεχώριζαν οι πέντε τρούλοιτου καθολικού Ο μεσαίος ο πιο ψηλός σκεπασμένος όλος μελιωμένο μολύβι κοκκίνιζε στο ηλιοβασίλεμα Πέρα μακριά στηθάλασσα από το βάθος της ο ουρανός μαύριζε το βράδυ θαέφτανε με βροχή γεμάτη χοντρές σταγόνες σαν ακρίδες και θασκέπαζε όλη τη χερσόνησο

Ο Πρόδρομος βάδιζε μπροστά αρκετά γρήγορα κι είχε αρχί-σει να ψάλλει Ο Μπάρσκι φορτωμένος τον μπόγο του έσερνετο ένα πόδι που έδειχνε χτυπημένο και πάλευε να τον ακολου-θεί κατά βήμα μη βρεθεί ξαφνικά μόνος στο δάσος τώρα χω-μένοι για τα καλά κάτω απrsquo τα πυκνά δέντρα περπατούσαν στομισοσκόταδο τα πουλιά άυπνα ακόμη έπαιζαν τα μάτια τουςεδώ κι εκεί ακούγοντας τα ανθρώπινα πόδια που μπλέκοντανσε υπέργειες ρίζες και φτέρες

Κάποια στιγμή ο Πρόδρομος κοντοστάθηκε Κοίταξε πίσωτου και είδε τον ψηλό ίσκιο να τον ακολουθεί με δυσκολία τον

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

16

3 Βορδοναρειό το ημιονοστάσιο ο στάβλος της μονής4 χαλκαδειό το σιδηρουργείο της μονής

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 16

λυπήθηκε και στάθηκε να τον περιμένει Μόλις ο Μικρορώσοςτον έφτασε ο Πρόδρομος άπλωσε το χέρι να πάρει το βάρος απότην πλάτη του Ο Μπάρσκι τραβήχτηκε πίσω και αρνήθηκε ευ-γενικά μrsquo ένα κούνημα του κεφαλιού Ο Πρόδρομος αν και δενμπορούσε να ξεχωρίσει στο μισοσκόταδο τα μάτια του μπορού-σε όμως να τα φανταστεί να τον κοιτούν μrsquo εκείνο το ίδιο πείσμαόπως νωρίτερα μπροστά στην πύλη του μοναστηριού Έστρεψεαμήχανα το κεφάλι στο μονοπάτι κι άρχισε τώρα να βαδίζει πιοαργά και καθώς η όρεξή του για κάποιο δοξαστικό κοντάκιο είχεπια χαθεί ακούγονταν μόνο οι τρίλιες από τα ορνίθια και οι πα-τούσες τους που παραμέριζαν τα χορτάρια

laquoΟ γέροντας ιωαννίκιοςraquo είπε κάποια στιγμή ο δόκιμος πουδεν άντεχε πια ούτε τα πουλιά ούτε τη μεταξύ τους σιωπή laquoεί-ναι να ξέρεις παράξενος άνθρωπος Μιλάει πολλές γλώσσες ndashόταν μιλάει βέβαια γιατί του αρέσει πολύ η σιωπή και η μονα-ξιά Λένε ότι ήταν μεγάλος γιατρός άλλοι λένε πρίγκιπας κι άλ-λοι δραγουμάνος ένας Θεός ξέρειraquo

laquoευχαριστώraquo απάντησε ο Μπάρσκι στα ελληνικάlaquoΓια ποιο πράγμαraquo ρώτησε παραξενεμένος ο δόκιμοςlaquoευχαριστώraquo ξανάπε ο ΜπάρσκιΟ Μικρορώσος είχε βρει τελικά τον τρόπο να τελειώσει μια

συνομιλία που δεν είχε αρχίσει ποτέ Ύστερα από λίγο τα δέντρααραίωσαν και ξαναβγήκαν απrsquo το σκοτάδι στο λυκόφως Στηνάκρη του ξέφωτου φάνηκε ένα χαμηλό κτίσμα Η στέγη του ήτανκαλυμμένη με γκρίζα πέτρα κι ένας λιγνός καπνός ανέβαινε στοναέρα και σκόρπιζε

laquoτο κάθισμα των αγίων αποστόλωνraquo είπε ο δόκιμος καθώςάλλαζε χέρι την κατσαρόλα που κρατούσε

Ο Μπάρσκι κοντοστάθηκε και παρατήρησε το κελί στην άκρητου ξέφωτου εκείνη τη στιγμή στα χείλη του δόκιμου ήρθε ακό-μη ένας ψαλμός καθώς θα σκέφτηκε πως όταν οι άνθρωποι δεσε καταλαβαίνουν υπάρχει πάντα η χάρη της που έχει τrsquo αυτιάτης ανοιχτά Προχώρησαν ενώ κάτι χαμόκλαδα από τις κουμα-ριές στο μονοπάτι σκάλωσαν στα ρούχα τους και λίγο έλειψε μrsquo

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

17

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 17

ένα κραταιό σχίσιμο να κρατήσουν ένα κομμάτι ύφασμα και ναταράξουν τη γαλήνη του ξέφωτου

laquoSilentium sacrum5raquo ψιθύρισε ο Μπάρσκι και σταυροκοπή-θηκε

Πέρασαν μέσα από έναν μικρό κήπο με ξύλινο φράχτη κιέστριψαν προς τη θάλασσα εκεί που ατένιζε η χαμηλή πόρτατου κελιού Ένα μικρόσωμο γεροντάκι ήταν σκυμμένο πάνω στοχώμα και τους είχε γυρισμένη την πλάτη

laquoΠάλι τα μυρμήγκια σου ταΐζεις γέρονταraquo φώναξε ο δόκι-μος γελώντας χωρίς όμως να πάρει απάντηση laquoε γέροντα ευ-λόγησονraquo ξαναφώναξε ο δόκιμος

laquoΟ Κύριοςraquo απάντησε η φωνήlaquoΈχεις επισκέπτη γέροντα Ο αρχοντάρης σού παραγγέλ-

νειraquoτο κυρτωμένο ράσο ανασηκώθηκε κι ο μικρόσωμος καλόγε-

ρος στάθηκε όρθιος στο κατώφλιlaquoτrsquo αηδόνια σου τι κάνουνraquo ρώτησε ο δόκιμος περιπαιχτικάlaquoδοξολογούν τον Ύψιστο νεαρέraquo του απάντησε κοφτά ο γέ-

ρονταςΟ Μπάρσκι πρόσεξε το πρόσωπο του καλόγερου εκτός απrsquo

το στέγνωμα των γηρατειών έδειχνε πως ήταν σημαδεμένοπαρrsquo όλο που έκρυβε το περισσότερο μια μακριά γενειάδα πουέφτανε ως το στήθος τον παρατήρησε λίγο καλύτερα και είδεπως το δέρμα του με τα χρόνια είχε ζαρώσει και σκληρύνει ΟΒασίλι Μπάρσκι κατάλαβε πως ο καλόγερος ήταν πολύ γέροςκαι σαν νrsquo ανατρίχιασε ndash οίκτος και φόβος απrsquo το πέρασμα τουχρόνου άγρια ιερότητα και κατάνυξη για τα πάθη της σάρκαςκαι τη φθορά Ήταν επιπλέον και η κούραση που του έφερνε ρί-γη και το αριστερό του πόδι που πονούσε

Ο δόκιμος προχώρησε και πλησιάζοντας τον γέροντα άρχισενα του μιλάει ψιθυριστά Ο καλόγερος άφησε να πέσουν τα υπό-λοιπα ψίχουλα από το χέρι του στο χώμα και κράτησε το τσου-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

18

5 Silentium sacrum ιερή σιωπή

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 18

κάλι που του είχαν φέρει Ο Μπάρσκι εκείνη τη στιγμή αιφνι-διαστικά και αναίτια αναπόλησε το σπίτι του Μήνες πολλούςτώρα στους δρόμους συχνά αναρωτιόταν τι να κάνει η μάνα τουαν κλαίει σιωπηλά κι αν ο πατέρας του τον είχε συγχωρήσειπου είχε φύγει έτσι σαν κλέφτης Θέλοντας να αποδιώξει τηναιφνίδια νοσταλγία βιάστηκε να χαιρετήσει

laquoPax tecumraquo φώναξεlaquoEt cum spiritu tuo6raquo απάντησε ο ιωαννίκιος χαμηλώνοντας

ταπεινά το κεφάλιτην ώρα που ο δόκιμος άνοιξε το βήμα του κι έφυγε για το

μοναστήρι ο Μπάρσκι αναθάρρησε και ρώτησε τον γέροντα ndashστα λατινικά πάντα

laquoτι πουλιά κελαηδούσαν επάνω απrsquo το κεφάλι μας στο δά-σος αηδόνιαraquo

laquoτα αηδόνια έφυγαν γιατί χειμωνιάζειraquo του απάντησε ο ιωαν-νίκιος και του έδειξε με την παλάμη του το άνοιγμα της χαμηλήςπόρτας

ΰΌταν το μεγάλο κούτσουρο έπεσε και θρυμματίστηκε ο ιωαν-νίκιος τράβηξε τη χύτρα από την πυροστιά Με αργές κινήσειςέχυσε ζεστό νερό στη λεκάνη που βρισκόταν μπροστά στα πόδιατου Μπάρσκι και το μικρό κελί γέμισε αχνούς

laquoΒγάλε τα ποδήματά σουraquo του είπε και περπάτησε με τα δι-κά του συρτοπάπουτσα προς τα ράφια στη γωνιά της κάμαρας

Ο Μπάρσκι όλη αυτήν την ώρα τον παρατηρούσε αμήχανοςκαι σιωπηλός Πρόσεξε μια σειρά από ομοιόμορφα μικρά δο-χεία κι αφού τον είδε να ξεχωρίζει ένα από αυτά ο καλόγεροςήρθε προς το μέρος του

laquoακόμα δεν τα rsquoβγαλεςraquo τον ρώτησεΥπάκουσε κι έσκυψε να βγάλει τα στιβάλια απrsquo τα πληγω-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

19

6 Pax tecum Et cum spiritu tuo ειρήνη ημίν Και σε σένα (τυπικός χαιρε-τισμός στην Καθολική εκκλησία)

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 19

μένα πόδια του Με χέρι που έτρεμε ο ιωαννίκιος έπιασε με τατρία δάχτυλα όπως προσευχόταν λίγο ξεραμένο βότανο και τοέριξε μέσα στο βραστό νερό Ο Βασίλι Μπάρσκι συνέχιζε νααποφεύγει το βλέμμα του

laquoτέντωσε να δωraquo του είπε κι έπιασε το πληγωμένο πόδι μετο χέρι του

laquoΠονάει γέροντα εδώ και μέρες απrsquo τη Σαλονίκη ακόμαόπου έμεινα ένα βράδυraquo

τα μάτια του ιωαννίκιου το περιεργάστηκαν κι ύστερα άπλω-σε το χέρι και συμπλήρωσε κρύο νερό στη λεκάνη απrsquo το λαγήνιπου έστεκε δίπλα στο σκαμνί δοκίμασε λίγο το νερό με τα δά-χτυλα κι ύστερα του έκανε νόημα να βουτήξει μέσα τα πόδια

Όταν λίγο αργότερα ήρθε η βροχή του είχε γυρισμένη τηνπλάτη καθώς ετοίμαζε το φαγητό πάνω στο τραπέζι το κελί εί-χε μόνο ένα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμι οι αστραπές της θά-λασσας κάθε τόσο το φώτιζαν ενώ ο αέρας έφερνε μέσα τη μυ-ρωδιά απrsquo το βρεγμένο χώμα

laquoΓέροντα η νύχτα ήρθε για τα καλά δε θα πέσεις είναι αρ-γάraquo

laquoΚοιμάμαι λίγοraquo του απάντησε έχοντας ακόμη την πλάτηγυρισμένη

laquoΠροσεύχεσαιraquolaquoΠροσεύχομαι και σκέφτομαιraquolaquoΣτους δώδεκα αποστόλουςraquolaquoΣτον ουρανόraquoΗ λέξη ουρανός θύμισε για μια στιγμή στον νεαρό επισκέπτη

το απόσπασμα από κείνον τον γνωστό ύμνο που του είχαν μάθειστην ακαδημία των ιησουιτών του Λβωφ όσο έμεινε βέβαια εκείπριν τον διώξουν Έλεγε ο ύμνος Ave Maria Regina caelorum7 εδώκαι λίγες μέρες που είχε μπει στον Άθω οι μνήμες της πατρίδαςτου εισορμούσαν απρόσκλητες

Έσκυψε κι άρχισε να τρίβει απαλά το πονεμένο πόδι του μέ-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

20

7 Ave Maria Regina caelorum Χαίρε Μαρία βασίλισσα των ουρανών

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 20

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

λυπήθηκε και στάθηκε να τον περιμένει Μόλις ο Μικρορώσοςτον έφτασε ο Πρόδρομος άπλωσε το χέρι να πάρει το βάρος απότην πλάτη του Ο Μπάρσκι τραβήχτηκε πίσω και αρνήθηκε ευ-γενικά μrsquo ένα κούνημα του κεφαλιού Ο Πρόδρομος αν και δενμπορούσε να ξεχωρίσει στο μισοσκόταδο τα μάτια του μπορού-σε όμως να τα φανταστεί να τον κοιτούν μrsquo εκείνο το ίδιο πείσμαόπως νωρίτερα μπροστά στην πύλη του μοναστηριού Έστρεψεαμήχανα το κεφάλι στο μονοπάτι κι άρχισε τώρα να βαδίζει πιοαργά και καθώς η όρεξή του για κάποιο δοξαστικό κοντάκιο είχεπια χαθεί ακούγονταν μόνο οι τρίλιες από τα ορνίθια και οι πα-τούσες τους που παραμέριζαν τα χορτάρια

laquoΟ γέροντας ιωαννίκιοςraquo είπε κάποια στιγμή ο δόκιμος πουδεν άντεχε πια ούτε τα πουλιά ούτε τη μεταξύ τους σιωπή laquoεί-ναι να ξέρεις παράξενος άνθρωπος Μιλάει πολλές γλώσσες ndashόταν μιλάει βέβαια γιατί του αρέσει πολύ η σιωπή και η μονα-ξιά Λένε ότι ήταν μεγάλος γιατρός άλλοι λένε πρίγκιπας κι άλ-λοι δραγουμάνος ένας Θεός ξέρειraquo

laquoευχαριστώraquo απάντησε ο Μπάρσκι στα ελληνικάlaquoΓια ποιο πράγμαraquo ρώτησε παραξενεμένος ο δόκιμοςlaquoευχαριστώraquo ξανάπε ο ΜπάρσκιΟ Μικρορώσος είχε βρει τελικά τον τρόπο να τελειώσει μια

συνομιλία που δεν είχε αρχίσει ποτέ Ύστερα από λίγο τα δέντρααραίωσαν και ξαναβγήκαν απrsquo το σκοτάδι στο λυκόφως Στηνάκρη του ξέφωτου φάνηκε ένα χαμηλό κτίσμα Η στέγη του ήτανκαλυμμένη με γκρίζα πέτρα κι ένας λιγνός καπνός ανέβαινε στοναέρα και σκόρπιζε

laquoτο κάθισμα των αγίων αποστόλωνraquo είπε ο δόκιμος καθώςάλλαζε χέρι την κατσαρόλα που κρατούσε

Ο Μπάρσκι κοντοστάθηκε και παρατήρησε το κελί στην άκρητου ξέφωτου εκείνη τη στιγμή στα χείλη του δόκιμου ήρθε ακό-μη ένας ψαλμός καθώς θα σκέφτηκε πως όταν οι άνθρωποι δεσε καταλαβαίνουν υπάρχει πάντα η χάρη της που έχει τrsquo αυτιάτης ανοιχτά Προχώρησαν ενώ κάτι χαμόκλαδα από τις κουμα-ριές στο μονοπάτι σκάλωσαν στα ρούχα τους και λίγο έλειψε μrsquo

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

17

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 17

ένα κραταιό σχίσιμο να κρατήσουν ένα κομμάτι ύφασμα και ναταράξουν τη γαλήνη του ξέφωτου

laquoSilentium sacrum5raquo ψιθύρισε ο Μπάρσκι και σταυροκοπή-θηκε

Πέρασαν μέσα από έναν μικρό κήπο με ξύλινο φράχτη κιέστριψαν προς τη θάλασσα εκεί που ατένιζε η χαμηλή πόρτατου κελιού Ένα μικρόσωμο γεροντάκι ήταν σκυμμένο πάνω στοχώμα και τους είχε γυρισμένη την πλάτη

laquoΠάλι τα μυρμήγκια σου ταΐζεις γέρονταraquo φώναξε ο δόκι-μος γελώντας χωρίς όμως να πάρει απάντηση laquoε γέροντα ευ-λόγησονraquo ξαναφώναξε ο δόκιμος

laquoΟ Κύριοςraquo απάντησε η φωνήlaquoΈχεις επισκέπτη γέροντα Ο αρχοντάρης σού παραγγέλ-

νειraquoτο κυρτωμένο ράσο ανασηκώθηκε κι ο μικρόσωμος καλόγε-

ρος στάθηκε όρθιος στο κατώφλιlaquoτrsquo αηδόνια σου τι κάνουνraquo ρώτησε ο δόκιμος περιπαιχτικάlaquoδοξολογούν τον Ύψιστο νεαρέraquo του απάντησε κοφτά ο γέ-

ρονταςΟ Μπάρσκι πρόσεξε το πρόσωπο του καλόγερου εκτός απrsquo

το στέγνωμα των γηρατειών έδειχνε πως ήταν σημαδεμένοπαρrsquo όλο που έκρυβε το περισσότερο μια μακριά γενειάδα πουέφτανε ως το στήθος τον παρατήρησε λίγο καλύτερα και είδεπως το δέρμα του με τα χρόνια είχε ζαρώσει και σκληρύνει ΟΒασίλι Μπάρσκι κατάλαβε πως ο καλόγερος ήταν πολύ γέροςκαι σαν νrsquo ανατρίχιασε ndash οίκτος και φόβος απrsquo το πέρασμα τουχρόνου άγρια ιερότητα και κατάνυξη για τα πάθη της σάρκαςκαι τη φθορά Ήταν επιπλέον και η κούραση που του έφερνε ρί-γη και το αριστερό του πόδι που πονούσε

Ο δόκιμος προχώρησε και πλησιάζοντας τον γέροντα άρχισενα του μιλάει ψιθυριστά Ο καλόγερος άφησε να πέσουν τα υπό-λοιπα ψίχουλα από το χέρι του στο χώμα και κράτησε το τσου-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

18

5 Silentium sacrum ιερή σιωπή

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 18

κάλι που του είχαν φέρει Ο Μπάρσκι εκείνη τη στιγμή αιφνι-διαστικά και αναίτια αναπόλησε το σπίτι του Μήνες πολλούςτώρα στους δρόμους συχνά αναρωτιόταν τι να κάνει η μάνα τουαν κλαίει σιωπηλά κι αν ο πατέρας του τον είχε συγχωρήσειπου είχε φύγει έτσι σαν κλέφτης Θέλοντας να αποδιώξει τηναιφνίδια νοσταλγία βιάστηκε να χαιρετήσει

laquoPax tecumraquo φώναξεlaquoEt cum spiritu tuo6raquo απάντησε ο ιωαννίκιος χαμηλώνοντας

ταπεινά το κεφάλιτην ώρα που ο δόκιμος άνοιξε το βήμα του κι έφυγε για το

μοναστήρι ο Μπάρσκι αναθάρρησε και ρώτησε τον γέροντα ndashστα λατινικά πάντα

laquoτι πουλιά κελαηδούσαν επάνω απrsquo το κεφάλι μας στο δά-σος αηδόνιαraquo

laquoτα αηδόνια έφυγαν γιατί χειμωνιάζειraquo του απάντησε ο ιωαν-νίκιος και του έδειξε με την παλάμη του το άνοιγμα της χαμηλήςπόρτας

ΰΌταν το μεγάλο κούτσουρο έπεσε και θρυμματίστηκε ο ιωαν-νίκιος τράβηξε τη χύτρα από την πυροστιά Με αργές κινήσειςέχυσε ζεστό νερό στη λεκάνη που βρισκόταν μπροστά στα πόδιατου Μπάρσκι και το μικρό κελί γέμισε αχνούς

laquoΒγάλε τα ποδήματά σουraquo του είπε και περπάτησε με τα δι-κά του συρτοπάπουτσα προς τα ράφια στη γωνιά της κάμαρας

Ο Μπάρσκι όλη αυτήν την ώρα τον παρατηρούσε αμήχανοςκαι σιωπηλός Πρόσεξε μια σειρά από ομοιόμορφα μικρά δο-χεία κι αφού τον είδε να ξεχωρίζει ένα από αυτά ο καλόγεροςήρθε προς το μέρος του

laquoακόμα δεν τα rsquoβγαλεςraquo τον ρώτησεΥπάκουσε κι έσκυψε να βγάλει τα στιβάλια απrsquo τα πληγω-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

19

6 Pax tecum Et cum spiritu tuo ειρήνη ημίν Και σε σένα (τυπικός χαιρε-τισμός στην Καθολική εκκλησία)

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 19

μένα πόδια του Με χέρι που έτρεμε ο ιωαννίκιος έπιασε με τατρία δάχτυλα όπως προσευχόταν λίγο ξεραμένο βότανο και τοέριξε μέσα στο βραστό νερό Ο Βασίλι Μπάρσκι συνέχιζε νααποφεύγει το βλέμμα του

laquoτέντωσε να δωraquo του είπε κι έπιασε το πληγωμένο πόδι μετο χέρι του

laquoΠονάει γέροντα εδώ και μέρες απrsquo τη Σαλονίκη ακόμαόπου έμεινα ένα βράδυraquo

τα μάτια του ιωαννίκιου το περιεργάστηκαν κι ύστερα άπλω-σε το χέρι και συμπλήρωσε κρύο νερό στη λεκάνη απrsquo το λαγήνιπου έστεκε δίπλα στο σκαμνί δοκίμασε λίγο το νερό με τα δά-χτυλα κι ύστερα του έκανε νόημα να βουτήξει μέσα τα πόδια

Όταν λίγο αργότερα ήρθε η βροχή του είχε γυρισμένη τηνπλάτη καθώς ετοίμαζε το φαγητό πάνω στο τραπέζι το κελί εί-χε μόνο ένα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμι οι αστραπές της θά-λασσας κάθε τόσο το φώτιζαν ενώ ο αέρας έφερνε μέσα τη μυ-ρωδιά απrsquo το βρεγμένο χώμα

laquoΓέροντα η νύχτα ήρθε για τα καλά δε θα πέσεις είναι αρ-γάraquo

laquoΚοιμάμαι λίγοraquo του απάντησε έχοντας ακόμη την πλάτηγυρισμένη

laquoΠροσεύχεσαιraquolaquoΠροσεύχομαι και σκέφτομαιraquolaquoΣτους δώδεκα αποστόλουςraquolaquoΣτον ουρανόraquoΗ λέξη ουρανός θύμισε για μια στιγμή στον νεαρό επισκέπτη

το απόσπασμα από κείνον τον γνωστό ύμνο που του είχαν μάθειστην ακαδημία των ιησουιτών του Λβωφ όσο έμεινε βέβαια εκείπριν τον διώξουν Έλεγε ο ύμνος Ave Maria Regina caelorum7 εδώκαι λίγες μέρες που είχε μπει στον Άθω οι μνήμες της πατρίδαςτου εισορμούσαν απρόσκλητες

Έσκυψε κι άρχισε να τρίβει απαλά το πονεμένο πόδι του μέ-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

20

7 Ave Maria Regina caelorum Χαίρε Μαρία βασίλισσα των ουρανών

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 20

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

ένα κραταιό σχίσιμο να κρατήσουν ένα κομμάτι ύφασμα και ναταράξουν τη γαλήνη του ξέφωτου

laquoSilentium sacrum5raquo ψιθύρισε ο Μπάρσκι και σταυροκοπή-θηκε

Πέρασαν μέσα από έναν μικρό κήπο με ξύλινο φράχτη κιέστριψαν προς τη θάλασσα εκεί που ατένιζε η χαμηλή πόρτατου κελιού Ένα μικρόσωμο γεροντάκι ήταν σκυμμένο πάνω στοχώμα και τους είχε γυρισμένη την πλάτη

laquoΠάλι τα μυρμήγκια σου ταΐζεις γέρονταraquo φώναξε ο δόκι-μος γελώντας χωρίς όμως να πάρει απάντηση laquoε γέροντα ευ-λόγησονraquo ξαναφώναξε ο δόκιμος

laquoΟ Κύριοςraquo απάντησε η φωνήlaquoΈχεις επισκέπτη γέροντα Ο αρχοντάρης σού παραγγέλ-

νειraquoτο κυρτωμένο ράσο ανασηκώθηκε κι ο μικρόσωμος καλόγε-

ρος στάθηκε όρθιος στο κατώφλιlaquoτrsquo αηδόνια σου τι κάνουνraquo ρώτησε ο δόκιμος περιπαιχτικάlaquoδοξολογούν τον Ύψιστο νεαρέraquo του απάντησε κοφτά ο γέ-

ρονταςΟ Μπάρσκι πρόσεξε το πρόσωπο του καλόγερου εκτός απrsquo

το στέγνωμα των γηρατειών έδειχνε πως ήταν σημαδεμένοπαρrsquo όλο που έκρυβε το περισσότερο μια μακριά γενειάδα πουέφτανε ως το στήθος τον παρατήρησε λίγο καλύτερα και είδεπως το δέρμα του με τα χρόνια είχε ζαρώσει και σκληρύνει ΟΒασίλι Μπάρσκι κατάλαβε πως ο καλόγερος ήταν πολύ γέροςκαι σαν νrsquo ανατρίχιασε ndash οίκτος και φόβος απrsquo το πέρασμα τουχρόνου άγρια ιερότητα και κατάνυξη για τα πάθη της σάρκαςκαι τη φθορά Ήταν επιπλέον και η κούραση που του έφερνε ρί-γη και το αριστερό του πόδι που πονούσε

Ο δόκιμος προχώρησε και πλησιάζοντας τον γέροντα άρχισενα του μιλάει ψιθυριστά Ο καλόγερος άφησε να πέσουν τα υπό-λοιπα ψίχουλα από το χέρι του στο χώμα και κράτησε το τσου-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

18

5 Silentium sacrum ιερή σιωπή

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 18

κάλι που του είχαν φέρει Ο Μπάρσκι εκείνη τη στιγμή αιφνι-διαστικά και αναίτια αναπόλησε το σπίτι του Μήνες πολλούςτώρα στους δρόμους συχνά αναρωτιόταν τι να κάνει η μάνα τουαν κλαίει σιωπηλά κι αν ο πατέρας του τον είχε συγχωρήσειπου είχε φύγει έτσι σαν κλέφτης Θέλοντας να αποδιώξει τηναιφνίδια νοσταλγία βιάστηκε να χαιρετήσει

laquoPax tecumraquo φώναξεlaquoEt cum spiritu tuo6raquo απάντησε ο ιωαννίκιος χαμηλώνοντας

ταπεινά το κεφάλιτην ώρα που ο δόκιμος άνοιξε το βήμα του κι έφυγε για το

μοναστήρι ο Μπάρσκι αναθάρρησε και ρώτησε τον γέροντα ndashστα λατινικά πάντα

laquoτι πουλιά κελαηδούσαν επάνω απrsquo το κεφάλι μας στο δά-σος αηδόνιαraquo

laquoτα αηδόνια έφυγαν γιατί χειμωνιάζειraquo του απάντησε ο ιωαν-νίκιος και του έδειξε με την παλάμη του το άνοιγμα της χαμηλήςπόρτας

ΰΌταν το μεγάλο κούτσουρο έπεσε και θρυμματίστηκε ο ιωαν-νίκιος τράβηξε τη χύτρα από την πυροστιά Με αργές κινήσειςέχυσε ζεστό νερό στη λεκάνη που βρισκόταν μπροστά στα πόδιατου Μπάρσκι και το μικρό κελί γέμισε αχνούς

laquoΒγάλε τα ποδήματά σουraquo του είπε και περπάτησε με τα δι-κά του συρτοπάπουτσα προς τα ράφια στη γωνιά της κάμαρας

Ο Μπάρσκι όλη αυτήν την ώρα τον παρατηρούσε αμήχανοςκαι σιωπηλός Πρόσεξε μια σειρά από ομοιόμορφα μικρά δο-χεία κι αφού τον είδε να ξεχωρίζει ένα από αυτά ο καλόγεροςήρθε προς το μέρος του

laquoακόμα δεν τα rsquoβγαλεςraquo τον ρώτησεΥπάκουσε κι έσκυψε να βγάλει τα στιβάλια απrsquo τα πληγω-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

19

6 Pax tecum Et cum spiritu tuo ειρήνη ημίν Και σε σένα (τυπικός χαιρε-τισμός στην Καθολική εκκλησία)

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 19

μένα πόδια του Με χέρι που έτρεμε ο ιωαννίκιος έπιασε με τατρία δάχτυλα όπως προσευχόταν λίγο ξεραμένο βότανο και τοέριξε μέσα στο βραστό νερό Ο Βασίλι Μπάρσκι συνέχιζε νααποφεύγει το βλέμμα του

laquoτέντωσε να δωraquo του είπε κι έπιασε το πληγωμένο πόδι μετο χέρι του

laquoΠονάει γέροντα εδώ και μέρες απrsquo τη Σαλονίκη ακόμαόπου έμεινα ένα βράδυraquo

τα μάτια του ιωαννίκιου το περιεργάστηκαν κι ύστερα άπλω-σε το χέρι και συμπλήρωσε κρύο νερό στη λεκάνη απrsquo το λαγήνιπου έστεκε δίπλα στο σκαμνί δοκίμασε λίγο το νερό με τα δά-χτυλα κι ύστερα του έκανε νόημα να βουτήξει μέσα τα πόδια

Όταν λίγο αργότερα ήρθε η βροχή του είχε γυρισμένη τηνπλάτη καθώς ετοίμαζε το φαγητό πάνω στο τραπέζι το κελί εί-χε μόνο ένα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμι οι αστραπές της θά-λασσας κάθε τόσο το φώτιζαν ενώ ο αέρας έφερνε μέσα τη μυ-ρωδιά απrsquo το βρεγμένο χώμα

laquoΓέροντα η νύχτα ήρθε για τα καλά δε θα πέσεις είναι αρ-γάraquo

laquoΚοιμάμαι λίγοraquo του απάντησε έχοντας ακόμη την πλάτηγυρισμένη

laquoΠροσεύχεσαιraquolaquoΠροσεύχομαι και σκέφτομαιraquolaquoΣτους δώδεκα αποστόλουςraquolaquoΣτον ουρανόraquoΗ λέξη ουρανός θύμισε για μια στιγμή στον νεαρό επισκέπτη

το απόσπασμα από κείνον τον γνωστό ύμνο που του είχαν μάθειστην ακαδημία των ιησουιτών του Λβωφ όσο έμεινε βέβαια εκείπριν τον διώξουν Έλεγε ο ύμνος Ave Maria Regina caelorum7 εδώκαι λίγες μέρες που είχε μπει στον Άθω οι μνήμες της πατρίδαςτου εισορμούσαν απρόσκλητες

Έσκυψε κι άρχισε να τρίβει απαλά το πονεμένο πόδι του μέ-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

20

7 Ave Maria Regina caelorum Χαίρε Μαρία βασίλισσα των ουρανών

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 20

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

κάλι που του είχαν φέρει Ο Μπάρσκι εκείνη τη στιγμή αιφνι-διαστικά και αναίτια αναπόλησε το σπίτι του Μήνες πολλούςτώρα στους δρόμους συχνά αναρωτιόταν τι να κάνει η μάνα τουαν κλαίει σιωπηλά κι αν ο πατέρας του τον είχε συγχωρήσειπου είχε φύγει έτσι σαν κλέφτης Θέλοντας να αποδιώξει τηναιφνίδια νοσταλγία βιάστηκε να χαιρετήσει

laquoPax tecumraquo φώναξεlaquoEt cum spiritu tuo6raquo απάντησε ο ιωαννίκιος χαμηλώνοντας

ταπεινά το κεφάλιτην ώρα που ο δόκιμος άνοιξε το βήμα του κι έφυγε για το

μοναστήρι ο Μπάρσκι αναθάρρησε και ρώτησε τον γέροντα ndashστα λατινικά πάντα

laquoτι πουλιά κελαηδούσαν επάνω απrsquo το κεφάλι μας στο δά-σος αηδόνιαraquo

laquoτα αηδόνια έφυγαν γιατί χειμωνιάζειraquo του απάντησε ο ιωαν-νίκιος και του έδειξε με την παλάμη του το άνοιγμα της χαμηλήςπόρτας

ΰΌταν το μεγάλο κούτσουρο έπεσε και θρυμματίστηκε ο ιωαν-νίκιος τράβηξε τη χύτρα από την πυροστιά Με αργές κινήσειςέχυσε ζεστό νερό στη λεκάνη που βρισκόταν μπροστά στα πόδιατου Μπάρσκι και το μικρό κελί γέμισε αχνούς

laquoΒγάλε τα ποδήματά σουraquo του είπε και περπάτησε με τα δι-κά του συρτοπάπουτσα προς τα ράφια στη γωνιά της κάμαρας

Ο Μπάρσκι όλη αυτήν την ώρα τον παρατηρούσε αμήχανοςκαι σιωπηλός Πρόσεξε μια σειρά από ομοιόμορφα μικρά δο-χεία κι αφού τον είδε να ξεχωρίζει ένα από αυτά ο καλόγεροςήρθε προς το μέρος του

laquoακόμα δεν τα rsquoβγαλεςraquo τον ρώτησεΥπάκουσε κι έσκυψε να βγάλει τα στιβάλια απrsquo τα πληγω-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

19

6 Pax tecum Et cum spiritu tuo ειρήνη ημίν Και σε σένα (τυπικός χαιρε-τισμός στην Καθολική εκκλησία)

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 19

μένα πόδια του Με χέρι που έτρεμε ο ιωαννίκιος έπιασε με τατρία δάχτυλα όπως προσευχόταν λίγο ξεραμένο βότανο και τοέριξε μέσα στο βραστό νερό Ο Βασίλι Μπάρσκι συνέχιζε νααποφεύγει το βλέμμα του

laquoτέντωσε να δωraquo του είπε κι έπιασε το πληγωμένο πόδι μετο χέρι του

laquoΠονάει γέροντα εδώ και μέρες απrsquo τη Σαλονίκη ακόμαόπου έμεινα ένα βράδυraquo

τα μάτια του ιωαννίκιου το περιεργάστηκαν κι ύστερα άπλω-σε το χέρι και συμπλήρωσε κρύο νερό στη λεκάνη απrsquo το λαγήνιπου έστεκε δίπλα στο σκαμνί δοκίμασε λίγο το νερό με τα δά-χτυλα κι ύστερα του έκανε νόημα να βουτήξει μέσα τα πόδια

Όταν λίγο αργότερα ήρθε η βροχή του είχε γυρισμένη τηνπλάτη καθώς ετοίμαζε το φαγητό πάνω στο τραπέζι το κελί εί-χε μόνο ένα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμι οι αστραπές της θά-λασσας κάθε τόσο το φώτιζαν ενώ ο αέρας έφερνε μέσα τη μυ-ρωδιά απrsquo το βρεγμένο χώμα

laquoΓέροντα η νύχτα ήρθε για τα καλά δε θα πέσεις είναι αρ-γάraquo

laquoΚοιμάμαι λίγοraquo του απάντησε έχοντας ακόμη την πλάτηγυρισμένη

laquoΠροσεύχεσαιraquolaquoΠροσεύχομαι και σκέφτομαιraquolaquoΣτους δώδεκα αποστόλουςraquolaquoΣτον ουρανόraquoΗ λέξη ουρανός θύμισε για μια στιγμή στον νεαρό επισκέπτη

το απόσπασμα από κείνον τον γνωστό ύμνο που του είχαν μάθειστην ακαδημία των ιησουιτών του Λβωφ όσο έμεινε βέβαια εκείπριν τον διώξουν Έλεγε ο ύμνος Ave Maria Regina caelorum7 εδώκαι λίγες μέρες που είχε μπει στον Άθω οι μνήμες της πατρίδαςτου εισορμούσαν απρόσκλητες

Έσκυψε κι άρχισε να τρίβει απαλά το πονεμένο πόδι του μέ-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

20

7 Ave Maria Regina caelorum Χαίρε Μαρία βασίλισσα των ουρανών

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 20

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

μένα πόδια του Με χέρι που έτρεμε ο ιωαννίκιος έπιασε με τατρία δάχτυλα όπως προσευχόταν λίγο ξεραμένο βότανο και τοέριξε μέσα στο βραστό νερό Ο Βασίλι Μπάρσκι συνέχιζε νααποφεύγει το βλέμμα του

laquoτέντωσε να δωraquo του είπε κι έπιασε το πληγωμένο πόδι μετο χέρι του

laquoΠονάει γέροντα εδώ και μέρες απrsquo τη Σαλονίκη ακόμαόπου έμεινα ένα βράδυraquo

τα μάτια του ιωαννίκιου το περιεργάστηκαν κι ύστερα άπλω-σε το χέρι και συμπλήρωσε κρύο νερό στη λεκάνη απrsquo το λαγήνιπου έστεκε δίπλα στο σκαμνί δοκίμασε λίγο το νερό με τα δά-χτυλα κι ύστερα του έκανε νόημα να βουτήξει μέσα τα πόδια

Όταν λίγο αργότερα ήρθε η βροχή του είχε γυρισμένη τηνπλάτη καθώς ετοίμαζε το φαγητό πάνω στο τραπέζι το κελί εί-χε μόνο ένα μικρό παράθυρο χωρίς τζάμι οι αστραπές της θά-λασσας κάθε τόσο το φώτιζαν ενώ ο αέρας έφερνε μέσα τη μυ-ρωδιά απrsquo το βρεγμένο χώμα

laquoΓέροντα η νύχτα ήρθε για τα καλά δε θα πέσεις είναι αρ-γάraquo

laquoΚοιμάμαι λίγοraquo του απάντησε έχοντας ακόμη την πλάτηγυρισμένη

laquoΠροσεύχεσαιraquolaquoΠροσεύχομαι και σκέφτομαιraquolaquoΣτους δώδεκα αποστόλουςraquolaquoΣτον ουρανόraquoΗ λέξη ουρανός θύμισε για μια στιγμή στον νεαρό επισκέπτη

το απόσπασμα από κείνον τον γνωστό ύμνο που του είχαν μάθειστην ακαδημία των ιησουιτών του Λβωφ όσο έμεινε βέβαια εκείπριν τον διώξουν Έλεγε ο ύμνος Ave Maria Regina caelorum7 εδώκαι λίγες μέρες που είχε μπει στον Άθω οι μνήμες της πατρίδαςτου εισορμούσαν απρόσκλητες

Έσκυψε κι άρχισε να τρίβει απαλά το πονεμένο πόδι του μέ-

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

20

7 Ave Maria Regina caelorum Χαίρε Μαρία βασίλισσα των ουρανών

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 20

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

σα στο νερό ενώ έξω η βροχή δυνάμωνε Ο γέρος ήρθε προς τομέρος του κρατώντας ένα ξύλινο πιάτο

laquoτρώγε είσαι απrsquo τον δρόμοraquoΠήρε δειλά το πιάτο από το χέρι του κι άρχισε να μασουλάει

αργά τις ελιές το μαύρο ψωμί και ρώγες από ένα μεγάλο τσα-μπί σταφύλι τα μάτια του γέρου στρέφονταν πότε στο πληγω-μένο πόδι πότε στο κουρασμένο πρόσωπο του νεαρού εδώ καιώρα είχαν αρχίσει να κοιτάζονται το σημαδεμένο πρόσωπο τουφαινόταν πια λιγότερο αποκρουστικό

ΰΟ Μπάρσκι δεν είχε καταλήξει αν ο μοναχός ιωαννίκιος ήταν λι-γομίλητος γιατί ίσως τον είχε αντιπαθήσει ή ήταν απλά πολύ γέ-ρος και το μόνο που περίμενε ήταν να πεθάνει Ήταν κάπως ομι-λητικός μόνο σε ότι αφορούσε το πόδι του είχε γρήγορα κατα-λάβει πως όλη η αριστερή μεριά είχε πρόβλημα από καιρό καιοι πόνοι δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της πεζοπορίας Κάποιαστιγμή την ώρα που η γάμπα και η πονεμένη πατούσα στέγνω-ναν πάνω σε μια καθαρή πετσέτα ο ιωαννίκιος έφερε ένα λε-πτοδουλεμένο δοχείο Ο ταξιδιώτης τού εξομολογήθηκε πως τοπόδι του τον είχε προδώσει από το Κίεβο ακόμη Κάποιοι για-τροί τσαρλατάνοι τού είχαν πάρει ένα σωρό λεφτά χωρίς απο-τέλεσμα ας είναι πάντως καλά ένας επιδέξιος γιατρός στοΛβωφ που κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να τον γιατρέψει

την ώρα που τα δάχτυλα του γέροντα έβρεχαν το πονεμένοπόδι με ροδόνερο ο Βασίλι Μπάρσκι είχε την ευκαιρία να πα-ρατηρήσει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως του λυχναριούτο δέρμα του ήταν πραγματικά τραχύ σκαμμένο με σημάδιαπαλιών πληγών Βλέποντας κάποιος έναν ερημίτη σrsquo αυτήν τηνκατάσταση εύκολα θα φανταζόταν πως είχε περάσει πολλές νύ-χτες παλεύοντας με τον διάβολο και τα παιδιά του τους πειρα-σμούς και είχε ακόμη επάνω του τις νυχιές τους

laquoΠόσο χρονών είσαιraquo τον ρώτησε τη στιγμή που στέγνωνετο ροδόνερο πάνω στο ερεθισμένο δέρμα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

21

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 21

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

laquoείκοσι τέσσερα γέρονταraquolaquoΠόσον καιρό ταξιδεύειςraquolaquoτον περασμένο ιούλιο έκλεισα δυο χρόνια Γέροντα αλή-

θεια γιατί μου rsquoβαλες ροδόνερο Όχι για τη μοσχοβολιά φαντά-ζομαιraquo

laquoΓια τη φλεγμονή γιrsquo αυτό το κάψιμο που νιώθεις εμποδίζειακόμη και την ξηρότηταraquo

laquoΜου rsquoπαν για σένα πως ήσουν γιατρός για πρίγκιπες ένασωρό μού είπανraquo

laquoΚαι συ τους πίστεψεςraquo του απάντησε πηγαίνοντας και πά-λι στην απέναντι γωνιά να σκαλίσει τα βοτάνια και τις αλοιφέςτου

laquoταξιδεύω γέροντα για νrsquo ακούω τους ανθρώπουςraquolaquoείχα την εντύπωση πως είσαι προσκυνητής και πας στους

αγίους τόπους τον Θεό δεν ψάχνεις ή κάνω λάθοςraquoΟ Μπάρσκι κατέβασε το κεφάλι το πρόσωπό του κοκκίνισε

του ήταν πια φανερό πως ο καλόγερος γύρευε να τον τυλίξειστα δίχτυα της ρητορικής του

laquoαν ήταν μόνο για τον χριστό και την Παναγία καθόμουνκαι στον τόπο μουraquo

laquoτι είναι λοιπόνraquo τον ρώτησεείχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοιτούσε χωρίς δι-

σταγμό στα μάτια Στην αρχή φάνηκε στον επισκέπτη πως κάτωαπrsquo τα γένια του έκρυβε ένα χαμόγελο

laquoτι είναι λοιπόν αυτό που σrsquo έκανε να ταξιδεύεις Πριν λίγηώρα μου rsquoπες πως πέρασες απrsquo το Λβωφ τη Γερμανία τη ρώμητη Βενετία Γιατί όλrsquo αυτά Βασίλι Γκρηγκορόβιτςraquo

laquoδεν ξέρω γέροντα μη με ρωτάςraquolaquoΠόσον καιρό ακόμα νομίζεις πως θrsquo αντέξει αυτό το πόδι

στους δρόμουςraquolaquoΌσο αντέξει μη με ρωτάςraquoΟ καλόγερος τον πλησίασε φέρνοντας μιαν αλοιφή σrsquo ένα πο-

λύ μικρό μπουκάλι Ήταν η πρώτη φορά που του χαμογελούσεndash γλυκό χαμόγελο μούστος πάνω σε πρόσωπο σημαδεμένο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

22

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 22

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

laquoΠρέπει να βρεις πορτολάνο8 Σrsquo αυτήν εδώ τη χερσόνησο οικαλόγεροι το λέμε τιμόνι της καρδιάς εσύ πες το όπως θεςraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι δε μιλούσε Κάποια στιγμή γύρισε καικοίταξε στο μικρό παράθυρο Έξω η βροχή έπεφτε κρουνηδόναπrsquo τον ουρανό στη γη έφτιαχνε ρυάκια που κελάρυζαν στις ρί-ζες του δάσους κάτω απrsquo τις φωλιές των αηδονιών

laquoτέντωσε το πόδιraquo Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει ήταντώρα μουντός και αυστηρός το χαμόγελο του γέρου το είχε σβή-σει η βροχή laquoΘα σε δροσίσει μην κουνιέσαιraquo

Ο Βασίλι Μπάρσκι άρχισε πάλι να τον παρατηρεί καθώςέσκυβε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού του δίπλα στο λυχνάριτο βλέμμα στο πρόσωπό του δεν έμοιαζε με κανενός καλόγερουαπrsquo αυτούς που είχε γνωρίσει στον Άγιο αθανάσιο της ρώμηςαλλά και εδώ στον Άθω όσο είχε προλάβει

Ένιωσε ξαφνικά μια διαπεραστική δροσιά πάνω στο δέρματου και σκίρτησε

laquoείσαι καλός άνθρωπος γέροντα τα χέρια σου δουλεύουνμε αγάπηraquo

laquoείσαι μικρός ακόμα να μιλάς γιrsquo αγάπηraquoΟ Μπάρσκι ντράπηκε και πάλι για αρκετή ώρα δεν ξαναμί-

λησε

ΰΠερασμένη ώρα της νύχτας ο ιωαννίκιος άνοιξε τη χαμηλή πόρτατου κελιού και στάθηκε στο κατώφλι Η βροχή είχε σταματήσεικι είχε σηκωθεί δυνατός αέρας το ράσο του κυμάτιζε ενώ μέσαστο κελί το τζάκι είχε αρχίσει να καπνίζει Στην ησυχία της νύ-χτας ακούγονταν από μακριά η θάλασσα και το βουητό της κα-θώς τα κύματα κουτουλούσαν με ένθεη μανία πάνω στα βρά-χια

Ο Βασίλι Μπάρσκι κούνησε λίγο το πόδι που το είχε ακίνητοαπό τη στιγμή που είχε μπει πάνω του η αλοιφή

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

23

8 Πορτολάνος ειδικός ναυτικός χάρτης

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 23

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

Για αρκετή ώρα είχε κλείσει τα μάτια και είχε χαθεί τον είχετυλίξει ένας καρυδόχρωμος ύπνος με μυρωδιά βρεγμένης γηςκαθώς του φάνηκε πως ήταν μπροστά στα ξύλινα σπίτια με τουςβυσσινόκηπους στο Κίεβο κι από πάνω ο ουρανός της πόλης φα-σκιωμένος σε πυκνή ομίχλη Ξύπνησε όταν ένιωσε στα μάγουλάτου τον φρέσκο αέρα από την ανοιγμένη πόρτα Παρά το ημί-φως δε δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει στο κατώφλι το ράσο τουιωαννίκιου που το κροτάλιζε ο άνεμος Στο τζάκι η φωτιά είχεσβήσει ενώ δίπλα του η φλόγα του λυχναριού τρεμόπαιζε σανβλέφαρο

Ο καλόγερος πέρασε μέσα και σφάλισε την πόρτα με το μά-νταλο για να μην την ανοίξει ο αέρας που είχε παλαβώσει Ότανκατάλαβε πως ο Μπάρσκι είχε τα μάτια ανοιχτά στάθηκε καιτον χάζευε

laquoδεν κοιμάσαιraquolaquoΚοιμήθηκα λίγο ήταν αρκετόraquolaquoΣου έφτασε νομίζειςraquolaquoΣτον ύπνο δεν έχω πληγωμένο πόδι αντέχω στα όνειρά μου

να περπατώ μέρεςraquolaquoΚλείσε τα μάτια η νύχτα είναι μεγάληraquolaquoεσύ γέροντα ταξίδεψες ποτέ δε μοιάζεις μrsquo αυτούς τους

καλόγερους που ήταν χωρικοί και κάποια στιγμή κλείστηκανστο πιο κοντινό μοναστήριraquo

Ο ιωαννίκιος τον πλησίασε χωρίς να απαντήσει κρατώνταςστο χέρι ένα μικρό λαγήνι Άρχισε να συμπληρώνει προσεχτικάλάδι στο λυχνάρι

laquoΠες γέροντα για τον δικό σου πορτολάνο μήπως βρω κα-μιά μέρα και τον δικό μουraquo

laquoΠορτολάνος είναι μόνον ο Θεόςraquo του απάντησε ξερά κιάχρωμα και πήγε προς την άλλη μεριά της κάμαρης για νrsquo αφή-σει το λαγήνι

laquoΠού τον βρήκες τον Θεό ΠότεraquolaquoΌταν ήμουν στην ηλικία σου ρωτούσα μόνο για την επιστή-

μη της φύσηςraquo του απάντησε έχοντας γυρισμένη την πλάτη

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

24

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 24

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

τον άκουσε που κάτι σκάλιζε εκεί στη σκοτεινή γωνιά τουκελιού όπου δεν καλοέφτανε το φως του λυχναριού

laquoδεν έχω ύπνο δε θα μου μιλήσειςraquoτον είδε που τον πλησίαζε κρατώντας ένα μεγάλο ψάθινο

πανέρι Καθώς έφτασε στο φως φάνηκε πως ήταν γεμάτο αμύ-γδαλα με τη χλωρή φλούδα ακόμη επάνω τους

laquoτα χέρια Βασίλι πρέπει πάντα να δουλεύουν για να μη γί-νεται η γλώσσα αλαζονική βασίλισσα Γλώσσα ίσον νους ο νουςμονάχος του είναι ο ίδιος ο διάβολοςraquo

laquoεσύ το λες αυτό για τη γλώσσα αγορεύεις σαν τους καλύ-τερους μάγιστρους μιλάς πιο καλά απrsquo όλους τους δασκάλουςπου είχα ποτέ μου στα λατινικά σχολεία δώσε μου αμύγδαλανα καθαρίζω και πες μου για τα ταξίδια για τον πορτολάνοτον Θεό εσύ πότε τον βρήκεςraquo

laquoαυτός ήρθε και με βρήκε Θεός είναι ο άλλος άνθρωπος οκάθε άλλος αν δεν του απλώσεις το χέρι έρχεται και σε βρίσκειο διάβολοςraquo

Ο Μπάρσκι ανατρίχιασε Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο τουγέροντα δίπλα στο λυχνάρι

laquoΠώς είναι ο διάβολος Πες μουraquo τον ρώτησε ψιθυριστάlaquoΈχω ακούσει πως εμφανίζεται μέσα σε μπλε φωςraquo

laquoΌταν είσαι νέος νομίζεις πως ο διάβολος είναι ένας πρίγκι-πας σε μια χώρα που τη λένε κόλαση την ξέρεις την κόλασηΒασίλιraquo

laquoτην έχω διαβάσει στον δάντη γέρονταraquolaquo Ο δάντης o Μίλτον τόσοι μεγάλοι ποιητές ασχολήθηκαν

κι όμως αν μου ζητούσαν να μιλήσω γιrsquo αυτήν δε θα μου έπαιρ-νε νομίζω πολύraquo

laquoΟ πόλεμος γέροντα η αμάθεια το μίσοςraquolaquoΣωστά Βασίλι η φτώχεια η αρρώστια η ορφάνια πάνω

απrsquo όλα όμως να χάσεις το πρόσωπο του άλλου Όταν ήρθα πρινδεκατρία χρόνια σrsquo αυτό εδώ το σπίτι στο κάθισμα των αγίωναποστόλων συνάντησα ένα γεροντάκι Έζησα μαζί του εδώστην εξέδρα του παντός ώσπου να κοιμηθεί Κόλαση μου έλεγε

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

25

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 25

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

πάντα είναι δυο άνθρωποι που κάθονται πλάτη με πλάτη καιποτέ δε βλέπουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου Ο κάθε άλλοςΒασίλι είναι ο Θεός αυτά σού τα λέω γιατί ο ταξιδιώτης είναιτο πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμοraquo

laquoΚι εσύ θα ταξίδεψες δεν μπορείraquolaquoΉμουν πούπουλο σrsquo ένα ανεμοσούριraquolaquoΘα μου πεις να σπάμε εδώ μαζί αμύγδαλα και να μου

λεςraquolaquoΓιrsquo αυτό ίσως σrsquo έφερε εδώ η καταιγίδα για να μrsquo ακού-

σειςraquolaquoΣου ορκίζομαι γέροντα πως διψάωraquolaquoδιψάς να γίνεις ο τελευταίος μου άλλος έτσι φαίνεται ήταν

γραφτό να γίνειraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

26

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 26

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

Artes moriendi1

Βασιλεία Ελβετική Ομοσπονδία Οκτώβριος 1656

Παρχει Κατι ΣτιΣ αΠΟΒαΘρεΣ μια αδημονία στα μά-τια του κόσμου μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα κα-πέλα όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν

πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια Υπάρχει κάτι στην ψιλή κο-σκινισμένη βροχή ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες τωνπαπουτσιών μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα πουσφίγγει τον τράχηλο

Η ξύλινη αποβάθρα στον ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα πουένωνε τις δύο όχθες του ποταμού εκείνο το πρωινό του φθινο-πώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο αυτόπου ερχόταν πλέοντας από ανατολικά Ο τομπίας αλμοσίνοήταν ένας απrsquo τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περί-μεναν κάτω απrsquo το ψιλόβροχο το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυ-πήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της απο-βάθρας Ο τομπίας αλμοσίνο που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσαστους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια έσφιξε το χέρι τουΜατίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους που ξεχώριζεμέσα στον μουντό φλοιό της βροχής

Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης μιαχαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών ένα φωτεινό σάλι

27

1 Artes moriendi τέχνες τού θνήσκειν τέχνες θανάτου

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 27

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ νιώ-θεις τότε πως τα μάτια του που νομοθετούν όλα τα ανθρώπιναδιασπούν την απειροδυναμία του και δίχως καν ηλιόφως χαμο-γελούν αργόσχολα και χαίρονται είναι η ώρα που ο Θείος νό-μος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο τίτλος στοβιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά καθόλου αιώνια αλλά υγρήκαι παροδική σαν τη βροχή Ο Ματίας που αγαπούσε τα βιβλίαεκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενοκεφάλαιο

laquoΘα αναγνωρίσεις Ματίας τον θείο σουraquo ρώτησε ο τομπίαςαλμοσίνο που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σή-κωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα

laquoΜα δεν τον έχω δει ποτέraquolaquoΈχεις δει εμένα το ίδιο κάνει είμαστε δίδυμοι Βάρυνες

όμωςraquo του ψιθύρισε στο αυτί laquoΠρέπει να κρατάς πιο αυστη-ρά τις εντολές του νόμουraquo

Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτεςτου μικρού ποταμόπλοιου που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοιγια να αποβιβαστούν

laquoΠοιος είναι ο θείοςraquo ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμέναστα πρόσωπα που κατέβαιναν

Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουννευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω Μπρο-στά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχιναπανωφόρια και ψηλές μπότες η θέα από τα νερά του ποταμούείχε κρυφτεί

laquoΠάντα τέτοιος ήταν επιπόλαιοςraquo ακούστηκε χαμηλόφωναη φωνή του τομπίας αλμοσίνο

laquoτι συμβαίνει πατέραraquo τον ρώτησεlaquoΣιωπή εσύ Πάντα τέτοιος ήτανraquoΈνιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρ-

νει έξω από το πλήθος το γένι του τομπίας δεν μπορούσε νακρύψει μια κοκκινάδα κόρη του θυμού του που είχε απλωθείσrsquo όλο το πρόσωπο

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

28

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 28

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

laquoΎστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας αυτό θα λέμεraquoΟ τομπίας αλμοσίνο επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός

αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας εκείόπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του ρήνου συνέχι-σε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στηνψιλή βροχή Ο Ματίας σπρωγμένος από ένστικτο έσφιγγε τοχέρι του πατέρα του γιατί χωρίς να καταλαβαίνει τον συμπο-νούσε τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κο-ντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες εκεί όπου έστεκαν οιυδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης

Σε λίγο ένας κοντός άντρας τούς πλησίασε φορτωμένος στονώμο ένα σεντούκι Φαινόταν χεροδύναμος ένα ολόκληρο σε-ντούκι ndashάραγε φορτωμένο τιndash και δε βαρυγκωμούσε Έδειχνετόσο ανάλαφρος ώστε θα rsquoλεγε κανείς πως αυτός ο εβραίοςπου πλησιάζει θα rsquoχει φορτωμένα στην κασέλα μόνο αέρα καιπροσευχές τα μάτια του Ματίας περιεργάστηκαν τα παράξεναρούχα του δε φορούσε παντελόνι παρά μια γκρίζα ρόμπα πουτου έφτανε ως τους αστραγάλους παπούτσια αλλόκοτα κι ένασκουφί πρωτόγνωρο το πρόσωπό του όμως ναι το πρόσωποήταν ίδιο με του πατέρα του αυτός όμως γιατί στεκόταν μπρο-στά στον θείο ισαάκ αποπετρωμένος

laquoτομπίας πάνε χρόνια Καλά που έχω καθρέφτη και μεβλέπω αλλιώς θα είχα ξεχάσει το πρόσωπό σουraquo

laquoΠώς ήρθες ντυμένος έτσιraquo Η κοκκινίλα δεν είχε φύγει ακό-μη απrsquo το πρόσωπό του laquoΠερίμενα λιγότερη επιπολαιότητα εκμέρους σου εδώ δεν είναι Άμστερνταμ ισαάκ Πουθενά σrsquo όλητην ήπειρο δεν είναι Άμστερνταμ μην το ξεχνάς αυτόraquo

Ο ισαάκ αλμοσίνο έσκυψε κι ασπάστηκε το πέτρινο ομοίωματου αδερφού του την ώρα που του έσφιγγε τους ώμους πρό-λαβε να του ψιθυρίσει στο αυτί

laquoαγαπητέ μου τομπίας υπερβολικός όπως πάντα Πουθενάδεν είναι Άμστερνταμ αλλά η δόξα του ισραήλ είναι παντούraquo

laquoακολούθα μαςraquo τον διέταξε κοφτά ο αδερφός τουδεν πήραν τον κεντρικό δρόμο αλλά χώθηκαν μέσα από τα

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

29

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 29

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

στενά Ο Ματίας περπατούσε ανάμεσα στους δυο άντρες σιω-πηλός το χέρι του θείου του κάποια στιγμή τού χάιδεψε τα μαλ-λιά Γύρισε και τον κοίταξε Έμοιαζε με τον σκούφο και μrsquo αυτάτα ρούχα σαν να rsquoχε δραπετεύσει απrsquo τα ιερά βιβλία που διά-βαζαν τα βράδια ιδιαίτερα εκείνο της Παρασκευής πριν απrsquo τοΣάββατο όταν η Έστερ κι ο τομπίας αλμοσίνο σφάλιζαν τα πα-ράθυρα φορούσαν καθαρά ασπρόρουχα άλλαζαν τα σεντόνιαστα κρεβάτια τους έστρωναν άσπρο τραπεζομάντιλο στο τρα-πέζι και διάβαζαν γύρω από τη λυχνία του Σαββάτου τις ιερέςεπιταγές του νόμου

ΰΗ Έστερ είχε ομολογουμένως μεγάλη κοιλιά κι αυτό είχε επη-ρεάσει τον τελευταίο μήνα το βάδισμά της μέσα στο σπίτι Πε-ρίμεναν τη γέννα κάπου εκεί ανάμεσα στις μέρες των χριστου-γέννων και της Πρωτοχρονιάς Για να κυκλοφορήσει έξω πια ού-τε λόγος τα γλιστερά λιθόστρωτα της πόλης ήταν τις τελευταίεςμέρες επικίνδυνα Ο τομπίας θυμόταν ακόμα τις περιπέτειες μετη γέννα του Ματίας Φαίνεται πως η Έστερ κόρη του ισραήλμε ίσια μαύρα μαλλιά κυοφορούσε δύσκολα σαν να επρόκειτοκάθε φορά να βγάλει από μέσα της χρυσάφι Άλλωστε ο χειμώ-νας προοιωνιζόταν βαρύς Οι αγριόχηνες ήταν μέρες πια που εί-χαν συμπτύξει τα σμήνη τους και πέταξαν για τον νότο Οι ψα-ράδες του ρήνου που ήξεραν όλες τις ιδιοτροπίες των κυπρίνωντου ποταμού και παρατηρούσαν κάθε μέρα το χρώμα απrsquo ταχόρτα στις όχθες μιλούσαν ήδη για τα πρώτα χιόνια που δε θrsquoαργούσαν laquoΣτοιβάξτε ξύλαraquo έλεγαν κάθε τόσο καθισμένοι στιςχαμηλοτάβανες ταβέρνες της πόλης με τα καπνισμένα δοκάριατης οροφής

Ο τομπίας Κράις καπελάς και γνωστός περουκοποιός τηςπόλης εκείνο το ίδιο βράδυ της αποβάθρας είχε ανοίξει μια απrsquoτις σκαλιστές κασέλες του σπιτιού κι έβγαζε από μέσα πλυμέναπουκάμισα και παντελόνια που τα είχαν διπλώσει με επιμέλειατα ευλογημένα χέρια της Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

30

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 30

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

laquoδοκίμασε και ότι σου κάνει το φοράςraquo είπε και αγριοκοί-ταξε για μιαν ακόμη φορά τον δίδυμο αδερφό του

δεν ήταν πια απολιθωμένος όπως στην αποβάθρα αλλά ηκοκκινάδα της σύγχισης δεν έλεγε να φύγει ακόμη απrsquo το πρό-σωπό του

laquoΜη διανοηθείς να βγεις έξω απrsquo το σπίτι αύριο το πρωί ντυ-μένος όπως ήρθεςraquo

Ο ισαάκ είχε εδώ και ώρα τον Ματίας στα πόδια τουlaquoδεν πιάστηκες ακόμηraquo τον ρώτησε η Έστερ που περπατού-

σε με αργά βήματα πιάνοντας κάθε τόσο τη μέση της laquoΈκλεισετα δέκα πια ισαάκraquo

laquoείναι που δεν τον χόρτασα ακόμηraquo απάντησε ο ισαάκ καιξανάσφιξε στην αγκαλιά τον ανιψιό του laquoΜωρό ήταν την προη-γούμενη φορά το ξέχασεςraquo

laquoΈφυγες και πήγες στην άκρη του κόσμουraquo παρατήρησε ηΈστερ με παράπονο

laquoαγαπημένη μου οικογένεια το Άμστερνταμ είναι το κέντροκαι όχι η άκρη του κόσμουraquo

laquoΜέση άκρη δεν ξέρω αλλά το πλοίο θέλει τρεις μέρες ndash αντο βρεις κι αν έχεις λεφτά να το πληρώσειςraquo

laquoΠεριμένω λίγες μέρες να ξεθυμώσει ο αδερφός μου κι ύστε-ρα έχω πολλά να σας πω και κυρίως να προτείνωraquo

laquoΛέγε τώραraquo ακούστηκε ο τομπίαςΟ ισαάκ δάγκασε ένα κατακόκκινο μήλο που το χάιδευε εδώ

και ώρα στα χέρια του είχε κι άλλα τέτοια στην πιατέλα πάνωστο τραπέζι

laquoΠώς πάνε οι δουλειές αγαπητέ μου αδερφέraquoΚάτω από το ασπρισμένο γένι του φώλιαζε ένα πονηρό χα-

μόγελο τίποτε δεν έδειχνε πάνω σrsquo αυτόν τον άντρα ότι είχεπεράσει σχεδόν δυο μέρες στριμωγμένος σrsquo ένα στενό κατά-στρωμα με μόνο σκέπαστρο μια παλιά τέντα που πάλευε ναδιώξει μακριά τη βροχή και τις ομίχλες είχε ξεκινήσει από τηΖυρίχη όπου τον είχε στείλει για δουλειές η μεγάλη τράπεζατου Άμστερνταμ στις αρχές του καλοκαιριού το ποταμόπλοιο

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

31

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 31

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

παίρνοντας το ρεύμα του ρήνου ταξίδευε πάντα δυτικά αν δενκατέβαινε στη Βασιλεία σε μια μέρα θα έφτανε στο Στρασβούρ-γο κι από εκεί ήθελε άλλες πέντε μέρες για να φτάσει στο σπίτιτου στην εβραϊκή γειτονιά του Άμστερνταμ

laquoΌπως τα ξέρεις απrsquo τα γράμματα που σου στέλνωraquo τουαπάντησε ο τομπίας την ώρα που ακουμπούσε δίπλα του δυοπουκάμισα κι ένα πανωφόρι

laquoΣτο Άμστερνταμ ξέρεις τα πλούσια κεφάλια αυξάνονταικαι πληθύνονται όπως η άμμος της θαλάσσης Έμποροι πλοιο-κτήτες μεσάζοντες μέτοχοι χρηματιστές τραπεζίτες κι επειδήοι ψείρες δεν ξέρουν από τέτοια συνεχίζουν και ρουφάνε ότιαίμα βρεθεί μπροστά τους μα πλούσιο μα φτωχό Οπότε αδερ-φέ μου μιλάμε για χιλιάδες πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Καιτι αγοράζουν τα πλούσια ξυρισμένα κεφάλια Ματίαςraquo

Ο θείος ισαάκ είχε στρέψει το κεφάλι και μrsquo εκείνο το υπο-δόριο χαμόγελο περίμενε απrsquo τον ανιψιό του την απάντηση

laquoΠερούκεςraquo απάντησε ο Ματίαςlaquoτέλειαraquo συμπλήρωσε ο θείος ισαάκ laquoΚι αν σκεφτείς Μα-

τίας ότι το λιμάνι του Άμστερνταμ είναι γεμάτο ψηλά καράβιασαν τον πύργο του αγίου Γεωργίου τον εδώ καθεδρικό καράβιαπου περιπλέουν την αφρική ως το ακρωτήριο αγκούλιας πουτραβάνε ως τις ανατολικές ινδίες στην άκρη του κόσμου Κιαν σκεφτείς λέω τους αξιωματικούς των πλοίων τους κυβερ-νήτες του στόλου ανθρώπους μαρμάρινους καλοντυμένουςraquo

laquoΠού θέλεις να καταλήξεις ισαάκraquo τον ρώτησε η Έστερlaquoτις ψείρες αγαπητή μου σε αντίθεση με μένα δεν τις πει-

ράζει η θάλασσα Όλοι οι καθωσπρέπει αξιωματικοί των καρα-βιών της εταιρείας ανατολικών ινδιών για να μπορούν να κοι-μηθούν το βράδυ και για να μην ξύνονται συνέχεια έχουν ξυρι-σμένα κεφάλια οπότεraquo

laquoΠερούκεςraquo πετάχτηκε ο ΜατίαςlaquoΠολλές περούκες αγόρι μου Για να μην πω για τους δικη-

γόρους τους δικαστές να rsquoρθετε στο Άμστερνταμ να γίνετεπλούσιοι και να μπορέσετε να ζήσετε ελεύθεροι σύμφωνα με το

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

32

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 32

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

πνεύμα των πατέρων μας είμαστε πολύ υπερήφανοι Ματίαςγια τη συναγωγή μας Μέρες ολόκληρες θα μπορούσα να σουμιλάω γιrsquo αυτήνraquo

Ο τομπίας αλμοσίνο είχε καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα στηφρουτιέρα και τον άκουγε σιωπηλός

laquoΠες όμως τώρα για τη φυλή μας Ματίαςraquo είπε ο ισαάκΟ Ματίας γύρισε και κοίταξε με νόημα τον πατέρα του Ήταν

δασκαλεμένος από πολύ μικρός να κρατάει το στόμα του κλει-στό για ότι είχε σχέση με τη φυλή και τη θρησκεία τους Ο το-μπίας κούνησε βουβά το κεφάλι δίνοντάς του την άδεια να μι-λήσει

laquoΛοιπόν τι θέλουμε εδώ στη Βασιλεία εμείς ΜατίαςraquolaquoΉρθαμε εδώ πριν από έναν αιώνα περίπου κυνηγημένοι

είμαστε προσήλυτοι χριστιανοί αλλά κατά βάθος εβραίοι Κρα-τάμε την πίστη των πατέρων μας στα κρυφά είμαστε μαρρά-νοιraquo

laquoαπό πούraquolaquoαπrsquo τη μεγάλη χερσόνησο πίσω απrsquo τα ψηλά βουνάraquolaquoΠώς τα λένε τα βουνά αυτάraquolaquoΠυρηναίαraquolaquoΗ παλιά μας χώραraquolaquoΗ ισπανίαraquolaquoΠοιος μας έδιωξεraquolaquoΟι καλόγεροι του πάπα και οι χριστιανοί πρίγκιπεςraquolaquoΟ παππούς της μάνας σου από πού ήρθεraquolaquoαπrsquo τη χώρα των Φράγκων τις μέρες της μεγάλης σφαγής

Ήρθε με τους Ουγενότους που είναι ίδιοι με τους χριστιανούςεδώ στη Βασιλεία Οι άνθρωποι του πάπα επίσηςraquo

laquoΦτάνει αρκετάraquo είπε ο τομπίας αλμοσίνο laquoΟ Ματίαςαδερφέ μου δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί δεν είχα κατά νουνα σrsquo τα πω απrsquo το πρώτο βράδυ αλλά το rsquoφερε η κουβένταΜην τον ρωτάς τέτοια ξέρει αυτά κι άλλα τόσα όσα δε φαντά-ζεσαι Ξέρει τα της φυλής μας σαν μικρός ραβίνος και κρατάειτο στόμα του κλειστό Ξέρει κι άλλα πολλά απrsquo αυτά που είναι

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

33

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 33

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

της επιστήμης και τα συζητάμε ελεύθερα έξω στην αγορά δια-βάζει και μετράει από τριών χρονών Θυμάται σελίδες ολόκλη-ρες απrsquo έξω απrsquo την τανάχ2 και τη Μισνά3 ξέρει τη Βίβλο τωνχριστιανών Σου rsquoγραψα κάτι απrsquo αυτά στα γράμματά μουΣτην πόλη μας πια ισαάκ ξεχωρίζουν για την ευφυΐα τους ο δι-κός μου γιος και ο μικρός γιος απrsquo τους Μπερνούλλι4 αλήθειατους θυμάσαι τους Μπερνούλλιraquo

Ο ισαάκ κούνησε το κεφάλι τουlaquoδε θα περάσει πολύς καιρός που θα τον δούμε μάγιστρο

εδώ στο πανεπιστήμιό μας στη Βασιλεία ακούς ισαάκ Ο μό-νος λόγος για να πλουτίσω όπως λες είναι για να του αγοράζωβιβλία Πρόσεξε όμως ο δρόμος της πίστης και του ιερού νόμουμrsquo ενδιαφέρει περισσότερο Φτάνει όμως γιrsquo απόψε δε θέλω καινα τrsquo ακούει συνέχεια μην πάρουν τα μυαλά του αέραraquo

laquoΜατίας είναι ώρα για ύπνοraquo είπε η Έστερ και σηκώθηκεαπrsquo το τραπέζι

το παιδί στάθηκε όρθιο και κρατώντας στο χέρι τη νυχτικιάτου κι ένα κουτί ζαχαρωτά που του είχε φέρει ο θείος του κα-ληνύχτισε κι ελαφροπατώντας ξυπόλυτο τράβηξε για το πίσωδωμάτιο

laquoΣας έστρωσα μαζίraquo του είπε η Έστερ και τον φίλησεαυτός χάιδεψε απαλά την κοιλιά της όπως έκανε κάθε βράδυ

πριν κοιμηθεί και χώθηκε στο πίσω μικρό δωμάτιοlaquoείναι τρυφερό παιδί ισαάκ τρυφερό κι έξυπνο ας το ευ-

λογεί ο Θεόςraquo είπε η μάνα και κοίταξε ψηλάlaquoτι νέα απrsquo τη συναγωγήraquo ρώτησε ο τομπίαςlaquoΚάθε πράμα στην ώρα τουraquo απάντησε ο ισαάκ και σηκώ-

θηκε απrsquo το τραπέζιlaquoνrsquo ανάψω φωτιάraquo ρώτησε η Έστερ

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

34

2 τανάχ η εβραϊκή Βίβλος3 Μισνά έργο της ιουδαϊκής λογοτεχνίας που συγκεντρώνει παραδόσεις σε

εξήντα τρεις πραγματείες4 Bernoulli γνωστή οικογένεια της Βασιλείας με πολλούς μαθηματικούς και

φυσικούς επιστήμονες

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 34

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

laquoαν ο αδερφός μου δε νυστάζει είναι καλοδεχούμενηraquo απά-ντησε την ώρα που ψαχούλευε στην ξυλόγλυπτη μικρή κασέλαπου είχε κουβαλήσει μαζί του

laquoΜη σκύβεις θrsquo ανάψω εγώraquo είπε ο τομπίας και διπλώθηκεολόκληρος μπροστά στο τζάκι

Όταν γύρισε ύστερα από λίγο στο τραπέζι είδε κάτι χρωμα-τιστά κουτιά να τον περιμένουν

laquoτι είναι αυτάraquolaquoδώρα αδερφέ μου δώραraquoΗ Έστερ είχε ανοίξει ένα τενεκεδένιο κουτί και μύριζε κάτι

σπόρουςlaquoΣου αρέσουνraquo ρώτησε ο ισαάκlaquoτι είναι τα rsquoφερες για φύτεμαraquoΟ ισαάκ έβαλε τα γέλιαlaquoΚαφές Έστερ η τελευταία συνήθεια στο Άμστερνταμ Φυ-

τρώνει στις ζεστές χώρες πέρα μακριά και θέλει ήλιο πολύ τοντελευταίο χρόνο ανοίγουν μαγαζιά που τον σερβίρουν το ίδιοάκουσα πως γίνεται και στο Παρίσι και στο Λονδίνο αύριο θασας δείξω πώς φτιάχνεται θα μοσχοβολήσει όλο το σπίτιraquo

laquoτα άλλα κουτιά τι είναιraquolaquoτσάι κακάο κι αυτό εδώ το μικρό έχει μοσχοκάρυδο να

το λογαριάζετε σαν το χρυσάφι λένε πως είναι το μόνο φάρμακογια την πανούκλα Η πόλη που μένω είναι η μεγάλη πόρτα όλουτου κόσμου δε φαντάζεστε τι ξεφορτώνουν τα πλοία κάθε μέ-ραraquo

Κάθε φορά που ο ισαάκ αλμοσίνο μιλούσε για το μεγάλο λι-μάνι το πρόσωπό του φωτιζόταν Έμοιαζε να είχε αφήσει τηνπόλη πριν από λίγη ώρα πετώντας σαν μεγάλη αγριόχηνα σαννα μην είχε πάει καθόλου στη Ζυρίχη σαν να μην είχε πίσω τουδύο μέρες παγωμένου ταξιδιού στο στενό ποταμόπλοιο Η γλώσ-σα του είχε λυθεί ίσως να rsquoταν κι απrsquo τη θαλπωρή της φωτιάςτους είπε για τις αποβάθρες του Άμστερνταμ του μεγάλου λι-μανιού της Ολλανδίας της μεγαλύτερης επαρχίας από τις εφτάαυτής της καινούριας χώρας που ονομάζεται ενωμένες επαρ-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

35

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 35

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

χίες Ο στόλος της είπε ξεπερνάει τις τέσσερις χιλιάδες σκάφηγιrsquo αυτό το παρατσούκλι των Ολλανδών σε όλο τον κόσμο είναιlaquoοι αμαξάδες της θάλασσαςraquo Μιλούσε ώρα για τα κανάλια τηςκαι τους ανεμόμυλους για το επιβλητικό κτίριο του δημαρχείουόπου είχε την έδρα της η ίδια η Βίσελμπαγκ η διάσημη τράπεζαΣυναλλαγών για τα ανταλλακτήρια το κτίριο του ναυαρχείουτο χρηματιστήριο και την πλατεία νταμ τη VOC την εταιρείαανατολικών ινδιών

laquoεπομένως είσαι ευτυχισμένος αδερφέ μουraquoΟ ισαάκ σταμάτησε να μιλά κι άπλωσε το χέρι του πάνω στη

φρουτιέρα τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μήλα τηςlaquoΠροσώρας ας πούμε ελεύθερος γιατί οι ενωμένες επαρ-

χίες εκτός από την ελευθερία του εμπορίου αφήνουν και τουςανθρώπους στην ησυχία τους το χέρι του Βατικανού και τουνεαρού βασιλιά Λουδοβίκου δε φτάνει ως εμάςraquo

laquoδε μου απάντησες αδερφέ μου είσαι ευτυχισμένος είμαιμια ώρα μεγαλύτερος κι όταν σε ρωτώ απαιτώ να με κοιτάςστα μάτιαraquo

laquoΗ Ζέλντα είναι πεθαμένη πέντε χρόνια τώρα Κάθε από-γευμα χαζεύω μόνος στους ντόκους τα καράβια Όταν ζήτησανέναν ελεγκτή για να πάει για λίγους μήνες στη Ζυρίχη δήλωσααπό τους πρώτους για να ξεφύγω για να μη θυμάμαι Έμειναστη ζωή μόνος τομπίας Ο Θεός έστρεψε αλλού το νοιάξιμό τουraquo

Η Έστερ και ο τομπίας κοιτάχτηκαν κλεφτάlaquoΓιατί δεν ξαναπαντρεύτηκεςraquo ρώτησε η ΈστερlaquoΈπρεπεraquo του τόνισε επιτακτικά ο αδερφός του laquoδε φταις

εσύ που η γυναίκα σου ήταν στείρα Η διαιώνιση της φυλής μαςείναι υπέρτατο χρέοςraquo

laquoΜου θυμίζεις τους δασκάλους της συναγωγήςraquo του απά-ντησε συνοφρυωμένος

laquoΠρέπει ισαάκ είναι επιταγή και οδηγία των ιερών κειμέ-νων Ο νόμος ξέρει πάντα καλύτερα από μαςraquo

laquoδεν είναι εύκολο να ξεχάσωraquo Η φωνή του τώρα ακουγότανραγισμένη σαν να rsquoρθαν μαζεμένες όλες οι ώρες του ταξιδιού

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

36

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 36

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

και κρεμάστηκαν βαρίδια πάνω του laquoΚάθε τόπος λες και φο-ράει μια ψηλή μπότα και με κλοτσάει δεν μπορώ να ξεχάσωεκεί τα εδώ και εδώ τα εκείraquo

ΰΉταν ένας παιγνιώδης περίπατος ndashπώς αλλιώς θα μπορούσε ναήταν άλλωστεndash ο Ματίας δεν είχε πολύ καιρό που είχε κλείσειτα εννιά του χρόνια Ο ισαάκ ήταν ντυμένος με γιλέκο σακάκικαι παντελόνι από λεπτό μάλλινο όλα στο ίδιο χρώμα απrsquo τονίδιο άνθρωπο τον αδερφό του Καθώς κρατούσε τον ανιψιό τουαπrsquo το χέρι αναγκάστηκε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό σεαρκετούς περαστικούς που τον είχαν περάσει για τον τομπίαςΈνας μάλιστα είχε κοντοσταθεί και τον είχε ρωτήσει αν η πε-ρούκα που είχε παραγγείλει για τον γιο του τον δικηγόρο ήτανέτοιμη

Ο Ματίας διασκέδαζε αφάνταστα το μπέρδεμα με τον θείοκαι τον πατέρα του και ήταν φανερό πως κάποιες στιγμές δύ-σκολα κρατιόταν να μη γελάσει Κάθε τόσο σταματούσαν σεκάποια κρήνη όπου ανάβλυζε από κάτω νερό απrsquo τα σπλάχνατου ρήνου και σχολίαζαν τα γλυπτά σιντριβάνια που είχε προ-σθέσει πάνω τους η καλαισθησία των συμπολιτών τους Ποσει-δώνες τρίτωνες δελφίνια γοργόνες άγγελοι προφήτες φρού-τα ψάρια και βέβαια πολύ συχνά κρήνες με τον Μπασιλίσκ τομυθικό πλάσμα με το σώμα του μισό κόκορα και μισό φιδιούτο οποίο ζούσε όπως έλεγαν στα δάση έξω από την πόλη ταπιο πολλά σιντριβάνια ήταν ξύλινα βαμμένα με χτυπητά χρώ-ματα Ο ισαάκ ρωτούσε για το οτιδήποτε και ο Ματίας απα-ντούσε ποιος αρχαίος θεός απεικονιζόταν σrsquo εκείνο το σιντρι-βάνι ποιος προφήτης Όμως τον ρωτούσε κι άλλα διάφορα γιατο σχολείο του για τα μαθήματα για το μωρό που περίμενανσε λίγο καιρό να τους γεμίσει με κλάματα το σπίτι

Πέρασαν κι απrsquo το καπελάδικο του τομπίας και εισχώρησανκαι στα ενδότερα στο εργαστήριό του τον βρήκαν σκυμμένοπάνω σrsquo ένα τραπέζι περικυκλωμένο από εκμαγεία γυμνών κε-

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

37

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 37

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

φαλιών και περουκοστάτες απrsquo τον φεγγίτη έμπαινε χειμωνιά-τικο φως κι ο αέρας μύριζε κόλλα εκείνη την ώρα ανακάτευεκάτι χρώματα προσπαθώντας να πετύχει την απόχρωση μιαςπαραγγελίας Έδειχνε κατσούφης Γρήγορα τον παράτησαν καισυνέχισαν τις βόλτες τους στην πόλη διέσχισαν τη γειτονιά τουΖανκτ Άλμπαν του Μπίρσικ και κοντοστάθηκαν λίγο να χαζέ-ψουν τις εκκλησίες του αγίου Λεονάρδου και του αγίου Πέτρουείχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε φύγει ο ισαάκ και πολ-λές εικόνες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν στο μυαλό του

Η βροχή είχε σταματήσει αποβραδίς αλλά είχε αφήσει πα-ρακαταθήκη κάμποσα σύννεφα που στο ξημέρωμα φάνηκε πωςσκέπαζαν όλη την πόλη στις δυο μεριές του ποταμού τα σπίτιατης Βασιλείας ήταν διώροφα το πολύ τριώροφα με μικρές σο-φίτες που με τα μικροσκοπικά τους παράθυρα θύμιζαν στονΜατίας όπως το εξομολογήθηκε στον θείο του μούρη από νυ-φίτσες Οι τοίχοι τους ήταν καλοβαμμένοι με πράσινα κουφώμα-τα που ταίριαζαν με το σκούρο γκρίζο κάτω στα λιθόστρωτα

Πέρασαν έξω από τις εκδόσεις Froben και στάθηκαν μπρο-στά σε μια μικροσκοπική βιτρίνα Μπήκαν τελικά μέσα γιατί οισαάκ ήθελε να ρωτήσει για τον γνωστό άτλαντα ανατομίας τουΒεζάλιους κι όσην ώρα απασχολούσε τον βοηθό του τυπογρα-φείου ο Ματίας χάζευε έναν παπαγάλο που έγερνε το φαντα-χτερό του σώμα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλληρίχνοντας κάθε φορά το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο

laquoΜατίαςraquo ρώτησε ύστερα από λίγο ο ισαάκ την ώρα πουδιέσχιζαν την παλιά γέφυρα που οδηγούσε στην άλλη όχθη τουποταμού laquoπας κάθε μέρα στο σχολείοraquo

laquoΌχιraquo του απάντησε ο ανιψιός του ενώ ταυτόχρονα παρα-τηρούσε σμίγοντας τα φρύδια ένα σμήνος μεγάλα πουλιά πουπετούσαν πάνω απrsquo τα νερά

laquoΓιατίraquolaquoΟ δάσκαλος είναι γέρος και τις πιο πολλές μέρες είναι άρ-

ρωστοςraquolaquoΈχεις φίλους εκείraquo

ιΣιδΩρΟΣ ΖΟΥρΓΟΣ

38

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 38

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352

laquoΌχι θείε ισαάκ Ο δάσκαλος μrsquo έβαλε από τις πρώτες μέρεςμε τα μεγάλα παιδιά Όλα με περνάνε ένα κεφάλι κι έξω στηναυλή με σκουντάνε με το παραμικρό εδώ είναι η τάξη σου μουείπε όταν του παραπονέθηκα Όλοι θείε με κοιτάνε με μισό μά-τι κι εγώ προτιμώ να το βουλώνωraquo

Ο ισαάκ τον τράβηξε στην άκρη του δρόμου γιατί μια άμαξαέτρεχε με ταχύτητα στον καροτσόδρομο Συνέβαινε πολλές φο-ρές κάποιος αριστοκράτης να ήταν βιαστικός τα πέταλα καιτα τραντάγματα απrsquo τα σίδερα τους πήραν τrsquo αυτιά Μόλις όλαηρέμησαν πάλι γύρω τους ο ισαάκ έσκυψε και πλησίασε το πρό-σωπο του ανιψιού του

laquoΜατίας νομίζω πως δικαιούσαι έναν δάσκαλο στο σπίτιraquoΟ Ματίας τον κοίταξε με τα μεγάλα σκούρα μάτια του χα-

ρακτηριστικό όλων των αλμοσίνοlaquoρώτησες τον μπαμπάraquolaquoεσύ θέλειςraquolaquoΘέλω γιατί δε μrsquo αρέσει στο σχολείο και βαριέμαι να κά-

θομαι στο καπελάδικο με τις ώρεςraquoΟ ισαάκ ανασηκώθηκε και τακτοποίησε το σακάκι του τρα-

βώντας το προς τα κάτω Θα του rsquoπαιρνε καιρό να συνηθίσει τακαινούρια ρούχα οι εβραϊκές ρόμπες του Άμστερνταμ ήταν ασύ-γκριτα πιο άνετες

laquoανιψιέ μου ξέρεις τι είναι το γκούλντενraquolaquoνόμισμαraquolaquoετοιμάσου να κερδίσεις ένα δικό σου ένα κατάδικό σου αν

βέβαια απαντήσεις σωστά στις ερωτήσεις μουraquoΜετά το τέλος της γέφυρας πέρασαν μέσα από τα τείχη δια-

σχίζοντας την ανοιχτή πύλη και τράβηξαν για την πλατεία τουδημαρχείου εκείνη η πλευρά της γέφυρας ήταν χτισμένη απόπέτρα σε αντίθεση με την άλλη εκείνη που οδηγούσε στις φτω-χογειτονιές στην απέναντι άκρη του ποταμού κι ήταν από ξύλοΗ σοφία των ευγενών και των αρχόντων της πόλης ήθελε εδώκαι αιώνες τα μετέωρα πατήματά τους πάνω απrsquo το νερό να εί-ναι ασφαλή στη σιγουριά της πέτρας

ΣΚΗνεΣ αΠΟ τΟν ΒιΟ τΟΥ ΜατιαΣ αΛΜΟΣινΟ

39

02KEIMENOndashTELIKOqxp 24214 1049 Page 39

  • 001-011
  • 012ndash352