Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

165

description

 

Transcript of Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Page 1: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)
Page 2: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ

Page 3: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Κάρολος Ντίκενς, Δύσκολα Χρ6νια

Τίτλος πρωτοτύπου:

Charles Dickens, Haι·d τiιnes

Μετάφραση: Σοφία Μαυροειδή-Πα.;ταδάκη

Εξώφυλλο: Μαγιού Τρικεριώτη

ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Page 4: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ

ΔΥΣΚΟΛΑΧΡΟΝΙΑ

Μετάφραση

ΣΟΦΙΑ ΜΑ ΥΡΟΕΙΔΗ-ΠΑΠΑΔΑΚΗ

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

2006

Page 5: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ

Ο Κάρολος Ντίκενς γεννήθηκε το 1812 στο Λάντπορτ του Πόρτσμουθ και πέθανε το 1870 στο Λονδίνο. Το 1823 εγκαταστάθηκε με την οικο­γένειά του στο Λονδίνο. Τον επόμενο χρόνο ο πατέρας του, μια συγκι­

νητική και κωμική ενσάρκωση του οποίου σκιαγράφησε αργότερα ο

Ντίκενς στον κύριο Μικόουμπερ του Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, φυλακίστη­

κε για χρέη και ο Ντίκενς αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο

και να εργαστεί σε ένα εργοστάσιο βερνικιού. Μετά την αποφυλάκιση

του πατέρα του επέστρεψε στο σχολείο για ένα διάστημα, ενώ ταυτό­χρονα εργαζόταν ως υπάλληλος σε δικηγορικό γραφείο· αργότερα έγι­

νε πρακτικογράφος της Βουλής. Το 1834 άρχισε να δημοσιεύει, με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Μποζ, διηγήματα από τη ζωή του Λονδίνου ,

περισσότερο δοκιμιακού παρά αφηγηματικού χαρακτήρα. Μία πρώτη

σειρά από αυτά συγκεντρώθηκε στη συλλογή με τον τίτλο Σχεδιάσματα

του Μποζ (Sketches by Boz, 1836), την οποία ακολούθηaε μία δεύτερη το 1837. Η επιτυχία των πρώτων αυτών δημοσιευμάτων είχε ως αποτέ­λεσμα να δεχτεί πρόταση συμβολαίου από τους εκδότες Τσάπμαν και

Χολ για να γράψει τα κείμενα μιας σειράς κωμικών σχεδίων του Ρό­μπερτ Σέιμουρ. Γεννήθηκε έτσι ο τύπος του κυρίου Πίκγσυικ και εκδό­

θηκε μια σειρά από 20 μηνιαία τεύχη με τον τίτλο Μεταθανάτια χαρτιά της λέσχης Πίκγουικ (τhe Posthumous Papers of the Pickwick Club, 1836-37)· αμέσως μετά κυκλοφόρησαν σε έναν τόμο. Απολαμβάνοντας τη φήμη του δημοφιλέστερου συγγραφέα της εποχής, το 1836 ανέλαβε την έκδοση του μηνιαίου περιοδικού Bentley's Miscellany, όπου δημοσίευσε σε συνέχειες τα μεταγενέστερα έργα του έως το 1840, οπότε ξεκίνησε την έκδοση του εβδομαδιαίου Master Humphι·ey's Clock. Ο Ντίκενς απέφευγε την επεξεργασία μιας αυστηρής aφηγηματι­

κής αρχιτεκτονικής. Προτιμούσε τις κραυγαλέα δραματικές σκηνές

που δημιουργούν έντονες εντυπώσεις, καθώς και τις άτακτες παρε­

κβάσεις κυρίως επινοούσε την αφήγηση κατά τη διάρκεια της συγ­

γραφής. Στα έργα του αντανακλώνται τα παιδικά του τραύματα, οι

καταπιεσμένες μνησικακίες και αποστροφές του , η γενναιόδωρη τρυ­

φερότητά του, αλλά και μια σχετική σαδιστική διάθεση , στοιχεία τα οποία βρήκαν διέξοδο στους πληθωρικούς ήρωές του, με σχετικά τε­ρατώδεις διαστάσε ις.

Page 6: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

6 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

Ο Όλιβερ Τουίστ (Olίva Twίst, 1838) είναι το πρώτο έργο που το­ποθετεί τον Ντίκενς ανάμεσα στους συγγραφείς με κοινωνικά ενδια­

φέροντα. Μυθιστόρημα που φιλοδοξούσε να έχει μια πιο οργανική

ιστορία από τον Πίκγουικ, έργο εγκλημάτων και τρόμου, φανερώνει

μια τάση του Ντίκενς προς το γοτθικό κλίμα και τους μελοδραματι­σμούς, που ήταν τότε της μόδας. Εγκλήματα, αθλιότητα, κτηνωδία,

θάνατος: θέματα στα οποία επανήλθε πολλές φορές ο Ντίκενς στη

μακρά αφηγηματική σταδιοδρομία του. Το 1839 εξέδωσε το μυθιστό­

ρημα Η ζωή και οι περιπέτειες του Νίκολας Νίκλεμπι (Nίcholas

Nίckleby).

Το πρώτο ταξίδι του στις ΗΠΑ (1841) του ενέπνευσε δύο τόμους εντυπώσεων από την αμερικανικ11 ζω11: τα Αμερικανικά σημειώματα

(Amerίcan Notes, 1842) και το μυθιστόρημα Μάρτιν Τσαζ,ελγουίτ (Martin Chuzzlewit, 1844), γραμμένο με επικριτικό πνεύμα. Ιδιαίτερα δημοφιλή έγιναν τα κείμενα του Ντίκενς με θέμα τα Χριστούγεννα,

τα οποία εξέδιδε κάθε χρόνο από το 1843, με μορφ1Ί διηγημάτων, άρ­θρων και ιστοριών . Στις Εικόνες από την Ιταλία (Pίctures from Italy, 1846), τις οποίες είχε δημοσιεύσει σε συνέχειες στην εφημερίδα Daίly News. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του επισκέφθηκε ξανά την Αμε­ρικ11 και γνιδρισε μεγάλη επιτυχία.

Στα κωμικά και τραγικά θέματα προσέθεσε αργότερα και ένα συ­

ναισθηματικό στοιχείο. Η ιστορία του Λιτλ Νελ στο Παλαιοπωλείο

(The Old Curiosity Shop, 1841) είναι μία από τις πιο συγκινησιακές

κορυφώσεις του 19ου αιώνα.

Το μυθιστόρημα, που ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι ξεχώριζε ανάμεσα στα

υπόλοιπα έργα του είναι ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ (David Copperfield, 1850), παραμένει ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία και έχει, υπό διάφορες παραλλαγές, παρουσιαστεί ως θέαμα. Σε αυτό απαντά όλο

το υλικό που γοήτευε τη φαντασία του Ντίκενς: η αγχώδης τρυφερότη­

τα των παιδικών αναμνήσεων συμβαδίζει με την κωμική εφευρετικότη­

τα, με την τερατώδη εικόνα, με την υπολογισμένη συναισθηματική επι­

δεικτικότητα· η αφήγηση διέπεται από το στοιχείο της ψυχαγωγίας και

καταλήγει σε ένα διασκεδαστικό φοβισμένο γέλιο και σε δάκρυα. Μια

ανησυχία σχεδόν αποκλειστικά κοινωνική αποτέλεσε την έμπνευση

για το βιβλίο Δύσκολα χρόνια (Hard τimes, 1854), aφήγημα σχολαστι­κά διδακτικό, όπου η αίσθηση του πραγματικού εξουδερετώνεται από

μια αδέξια ηθικολογική δέσμευση . Μετά την Ιστορία δύο πόλεων (Α Tale of Two Citίes, 1859), ιστορικό μυt:Ιιστόρημα που ζημιώνεται ίσως

από μια υπερβολικά επίμονη έμφαση, ο Ντίκενς έφτασε σε ένα από τα

υψηλότερα σημεία της συγγραφικής του σταδιοδρομίας με τις Μεγάλες

Page 7: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 7

προσδοκίες (Great Expectatίons, 1861), ένα από τα πιο προσεκτικά δου­λεμένα έργα του και πλούσιο σε φιλτραρισμένες προσωπικές αναμνή­

σεις, όπως αυτές που συγκεντρώνονται γύρω από το πρόσωπο (κατά

ένα μέρος αυτοβιογραφικό) του Πιπ. Με τον θάνατό του, ο Ντίκενς

άφησε ημιτελές ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, Το μυσrήριο του Έντουιν

Ντρουντ (The Mysteιy of Edwin Dι-ood, 1870). Έκτοτε, διάφοροι φανα­τικοί αναγνώστες του προσπαθούν -ακόμα και μέχρι σήμερα- να ανα­

καλύψουν τον δολοφόνο .

Παράλληλα με τη συγγραφή, ο Ντίκενς σε όλη του τη ζωή έτρεφε

ένα ζωηρότατο πάθος για το θέατρο. Είχε προσπαθήσει μάταια να

προσληφθεί ως ηθοποιός, αλλά έπαιξε σε στενό κύκλο και συγκρότη ­

σε μαζί με μερικούς φίλους έναν ερασιτεχνικό θίασο, που ανέβασε

μερικές παραστάσεις . Επιπλέον, έβρισκε διέξοδο κυρίως στις συχνές

δημόσιες αναγνώσεις που έκανε, από το 1858, μυθιστορημάτων και διηγημάτων του.

Ποικίλες υπήρξαν οι γνώμες της κριτικής για τον Ντίκενς: συχνά

αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία για την έλλειψη εργοτεχνικής ευπρέ­

πειας και συστολής στα έργα του· άλλοτε πάλι επαινέθηκε με απλο"ί­

κότητα για τις συναισθηματικές και aνθρωπιστικές αρετές των βι­

βλίων του. Σήμερα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μεγαλύτερους

συγγραφείς όλων των εποχών.

Page 8: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)
Page 9: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ-Η ΣΠΟΡ Α

1. Το μόνο χρήσιμο πράγμα .. .. ... . ... .... .. .. ..... ..... ... .. .. .. . ... .. . ... 11 2. Η δολοφονία των αθώων .. ..... .. .. .... .. .. . .... ..... ..... .. ..... . .. .. .. 13 3. Μια ραγισματιά .......... ...... ........... ... .. ...... ... .... ... ......... ... . 20 4. Ο κύριος Μπαουντερμπάη ..... ........ ..... ... .. ........ ... ... .... ..... 26 5. Ο βασικός τόνος ............ ................ ........ ... ............. ........ 34 6. Το τσίρκο του Σλ1Ίρη ... .. ........ .. . ... ... .. .. . : ...... ....... ... ... .... . .. 41 7. Η κυρία Σπάρσιτ ..................... ...... ... ....... .... .... ... ....... 56 8. Δεν πρέπει να παραξενεύεσαι ποτέ ........... ... ... ... .. .. .... ...... 64 9. Η πρόοδος της Σ ίσης ....... ...... ..... .. ... . ...... ...... .................. 71

10. Στέφανος Μπλάκπουλ ........ ..... ...... ..... ..... .... .... ......... ...... 80 11. Καμιά διέξοδος .... ... ... .. .. .. .... . ................ ... ........ ...... ....... 86 12. Η γριά .................. .. .......... ....... .... ... ..... ..... .... .... ..... .. .. .. . 95 13. Ραχήλ . . . . . . . . . . . . . . . . ... ....... . ...... .... ..... .. ... ........ ... .. .. ... ..... 101 14. Ο μεγάλος εργοστασιάρχης ............. ... ..... ..... .. .. . ....... .. . .. 110 15. Πατέρας και κόρη .... ...... .. . .. ................. ...... .. ........... ..... 116 16. Άντρας και γυναίκα ..... ... .... .. . .......... ..... ............. ...... ... .. 125

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ- Ο ΘΕΡΙΣΜΟΣ

1. Η κυρία Σπάρσιτ στην Τράπεζα ... . .. .. .. ..... .. . .. ... .. .. ..... .. .. . 131 2. Ο κύριος τζέημς Χαρτχάουζ ......... .... ... .......... .. . .. ... .. ..... 146 3. Το κουτάβι ...................................... ... ..... .................. .. 155 4. Φίλοι κι αδέρφια ........................... .. ............................. 161 5. Εργάτες και αφεντιά ..... .... ... .... .. ... .. .. .. .. .. .... .... ....... .. ..... 170 6. Ηφυγή .. ..................................... ..... .... ...... .................. 178 7. Η μπαρούτη ... .. ...... .. ... .. .. ... . ... .... .. ...... .. ..... .... ......... ...... 192

Page 10: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

8. Έκρηξη...... . . ... . .. ........ . .... . .... .. ... .. .. .. .... .... ......... 206 9. Ένα τέλος ................................. . .. .... ...... .... .... .. .......... 220

10. Η σκάλα της κυρίας Σπάρσιτ ...... .. .. .. .. ..... .. .......... .. .. .. .. . _ 229 11. Ολοένα πιο κάτω ........ .. .... .. ................ ......................... 234

12. Ηπτώση ..... ·········· ······ ······· -- ······ ········ ··· ···· ··· ······ ·· ···· ··· 244

ΒΙΒΛΙΟ Ί'ΡΠΟ -Η ΣΟΔΕΙΑ

1. Και κάτι άλλο χρήσιμο ........................................... 249 2. Πολύ γελοίος ... ..... .. ..... ............. .... .......... ....... .... .. ........ 256 3. Πολύ αποφασιστ:ικός . . _.. ... _ _ .. .. _ _ .. _ .... _.. .. ..... .. _ _ .. 266 4. Η εξαφάνιση ..................... ..... .. ..... ...... .. ........... ... .. ...... 275 5. Ηαποκάλυψη .......... .. .... ... .. .... .. .. ... .... .. .. .. .. .. ..... .... ..... 285 6. Άστ:ρου φεγγοβόλημα ....... .. ................... .. ... ....... .. .. .. . .. .. 295 7. Κυνηγώντας το κουτάβι .. _ .... .. ........... _ .......... .. .. ... ... ........ 306 8. Φιλοσοφικό _ .. .. .. .. ...... .. ..... ................ .. ..... ...... .. 319 9. Τοτέλος ..... ....... .. .... ..... .. .. ..... ... .. .... .. ..... ...... ... .... ...... ... 326

Page 11: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ι ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ - Η ΣΠΟΡ Α ___ ______.

ΚΕΦΑΛΑΙΟl

ΤΟ ΜΟΝΟ ΧΡΉΣΙΜΟ ΠΡΑΓΜΑ

Λ ΟΙΠΟΝ την πραγματικότητα μόνο χρειάζομαι. Μονά­

χα την πραγματικότητα να διδάσκετε στα παιδιά! Τί­

« ποτ' άλλο δε χρειάζεται στη ζωή. Αυτήν μονάχα να καλλιεργείτε κι όλα τ' άλλα να τα ξεριζώνετε. Μόνο με την πραγ­

ματικότητα μπορείτε να διαπλάσετε το μυαλό του λογικού ζώου,

όλα τ' άλλα είναι άχρηστα. Μ' αυτή την αρχ1Ί ανατρέφω τα δικά

μου παιδιά και μ' αυτή την αρχή ανατρέφω και τούτα τα παιδιά.

Προσκολληθείτε στην πραγματικότητα, κύριε!»

Η σκηνή γινόταν σε μια γυμνή, μονότονη, μελαγχολική αίθουσα

σχολείου, και το τετράγωνο δάχτυλο του ομιλητή έδινε έμφαση

στις παρατηρήσεις του, τραβώντας κάθε τόσο μια γραμμή στο μα­

νίκι του σχολάρχη. Η έμφαση δυνάμωνε από το μεγάλο, τετράγω­

νο μέτωπο του ομιλητή , που στηριζόταν πάνω στα ματόφρυδά του,

ενι6 τα μάτια του βολεύονταν μέσα σε δυο σκοτεινές σπηλιές, κά­τω από το βαρύ ίσκιο του μετώπου. Η έμφαση δυνάμωνε από το

στόμα του ομιλητή, που ήταν πλατύ, λεπτό και σκληρό. Η έμφαση

δυνάμωνε από τη φωνή του ομιλητή, που ήταν αλύγιστη , στεγνή

και αυταρχική. Η έμφαση δυνάμωνε ακόμα και από τα μαλλιά του

ομιλητή, που ορθώνονταν γύρω από το φαλακρό του κεφάλι, σαν

μια σειρά από έλατα, για να προστατεύουν από τον άνεμο τη γυα-

Page 12: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

12 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΊΙΚΕΝΣ

λιστερή του φαλάκρα που ήταν γεμάτη καρούλες, σαν την κρού­

στα μιας βασιλόπιτας, λες και δεν είχε αρκετό χώρο για ν' αποθη­

κεύσει όλες τις πραγματικότητες που ήταν στοιβαγμένες από μέ­

σα. Η πεισματική στάση του ομιληη1, το τετράγωνο παλτό του, οι

τετράγωνες γάμπες του, οι τετράγωνοι ώμοι του -ακόμη κι ο λαι­

μοδέτης του, σφιγμένος έτσι στενόχωρα, που λες και τον άρπαζε

από το λαιμό, σαν μια πεισματάρικη πραγματικότητα- όλα αυτά

δυνάμωναν την έμφαση.

«Σ' αυτή τη ζωή χρειαζόμαστε μονάχα πραγματικότητες, κύριε

-τίποτ' άλλο από πραγματικότητες!»

Ο ομιλητής και ο σχολάρχης, κι ο άλλος κύριος που ήταν εκεί,

έκαναν ένα βήμα πίσω κι έριξαν μια γρήγορη ματιά στην αμφιθε­

ατρικΊ1 αίθουσα του σχολείου, έτσι που το βλέμμα τους ν' αγκαλιά­

σει όλα εκείνα τα μικρά σταμνάκια, που ήταν aραδιασμένα με τά­

ξη και περίμεναν εκεί να τα γεμίσουν ώς επάνω μ' ολόκληρα γα­

λόνια πραγματικότητες.

Page 13: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ2

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΘΩΩΝ

ΘΩΜΑΣ ΓΚΡ ΑΝτΓΚΡ ΑΪΝΊ', κύριε . Ο πραγματίοτής. Ο άνθρωπος των έργων και των υπολογισμών. Ο άνθρωπος

που στηρίζεται στην αρχή ότι δυο και δυο κάνουν τέσσε-

ρα και τίποτα περισσότερο, και που κανείς ποτέ δε θα μπορέσει να

τον πείσει να δεχτεί κάτι παραπάνω. Θωμάς Γκραντγκράιντ, κύριε

-Θωμάς όνομα και πράγμα- Θωμάς Γκραντγκράιντ. Με μια μεζού­

ρα και μια ζυγαριά και την προπαίδεια πάντα στην τσέπη, κύριε,

έτοιμος να ζυγιάσει και να μετρήσει κάθε ανθρώπινο φορτίο και να

σου πει ακριβώς την αξία του. Δεν είναι παρά ζήτημα αριθμών, ένα

απλό μαθηματικό πρόβλημα. Ίσως να ελπίζετε πως θα μπορέσετε

να βάλετε κάποια άλλη ανόητη πίστη στο κεφάλι του τζωρτζ Γκραντ­

γκράιντ ή του Αύγουστου Γκραντγκράιντ 1l του τζων Γκραντ­

γκράιντ ή του Γιόζεφ Γκραντγκράιντ (όλα υποθετικά, ανύπαρκτα

πρόσωπα), μα στο κεφάλι του Θωμά Γκραντγκράιντ -όχι κύριε!

Μ' αυτό τον τρόπο πάντα ο κύριος Γκραντγκράιντ παρουσίαζε

τον εαυτό του , είτε στον ιδιαίτερό του κύκλο είτε γενικά στο κοινό.

Μ' αυτό τον τρόπο και τώρα, αντικαθιστώντας μονάχα τη λέξη

«κύριε» με τις λέξεις «Παιδιά και κορίτσια», ο Θωμάς Γκραντ­

γκράιντ παρουσίασε το Θωμά Γκραντγκράιντ στα μικρά σταμνά­

κια που αραδιασμeνα μπροστά του περίμεναν να γεμίσουν ώς επάνω με πραγματικότητες .

Κι αληθινά καθώς τα κοιτούσε με κείνα τ' aστραφτερά, βαθου­

λωτά μάτια του , έμοιαζε σαν ένα κανόνι, γεμάτο ώς τη μπούκα με

πραγματικότητες, έτοιμο να τις τινάξει με μια κανονιά, πολύ πιο

πέρα απ' την περιοχή της παιδικής ηλικίας. Φαινόταν ακόμη σαν

eνας ηλεκτρικός συσσωρευτής, φορτισμένος με κάποιο φριχτό μη-

Page 14: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

14 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

χανικό παρασκεύασμα, για ν' αντικαταστήσει μ' αυτό τις τρυφε­

ρές νεανικές φαντασίες, που ετοιμαζόταν να πλήξει.

«Η μαθήτρια αριθμός είκοσι» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ,

δείχνοντας τετραγωνικά με το τετραγωνικό δάχτυλό του. «Δεν το

ξέρω αυτό το κορίτσι. Ποιο είναι αυτό το κορίτσι;»

«Σίση 'Γζιουπ, κύριε» εξήγησε ο αριθμός είκοσι και σηκώθηκε

κοκκινίζοντας και κάνοντας υπόκλιση.

«Σίση; Αυτό δεν είναι όνομα» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ.

«Δε λέγεσαι Σίση . Λέγεσαι Σεσίλια».

«0 πατέρας μου με λέει Σίση, κύριε» απάντησε το κορίτσι με τρεμάμενη φωνή , κάνοντας μια νέα υπόκλιση.

«Πολύ άσχημα κάνει» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ. «Να του το

πεις. Σεσίλια Ί'ζιουπ, αυτό θα 'ναι τ' όνομά σου. Μα γ ια να δούμε:

τι δουλειά κάνει ο πατέρα σου;»

«Εργάζεται στο τσίρκο, κύριε».

Ο κύριος Γκραντγκράιντ σούφρωσε τα φρύδια, και με μια χει­

ρονομία έδειξε την αποστροφή του γι' αυτό το επάγγελμα .

«Ούτε λέξη γι' αυτά τα πράγματα εδώ μέσα! Ο πατέρας σου δα­

μάζει άλογα, δεν είν' έτσι;»

«Μάλιστα, κύριε, όταν τύχει, δαμάζουν Κι άλογα στο τσίρκο>>.

«Δεν πρέπει να μιλάς για τσίρκο εδώ! Τελείωσε! Περίγραψέ

μας τον πατέρα σου σαν δαμαστή αλόγων. Μήπως γιατρεύει και

άρρωστα άλογα;»

«Ω, ναι, κύριε>>.

«Πολύ ωραία! Είναι λοιπόν κτηνίατρος, ειδικός αλογογιατρός

και δαμαστής αλόγων. Πες μου τώρα τον ορισμό του αλόγου».

(τρομάρα έπιασε τη Σίση Ί'ζιουπ μ' αυτή τη διαταγή.)

«Η μαθήτρια αριθμός είκοσι είναι ανίκανη να δώσει τον ορι­

σμό του αλόγου!>> φώναξε ο κύριος Γκραντγκράιντ, για να φωτί­

σει όλα τα μικρά σταμνάκια. «Η μαθήτρια αριθμός είκοσι δεν ξέ­

ρει καμιά από τις πραγματικότητες που έχουν σχέση με το πιο κοι­

νό ζώο! Ας μου δώσει κάποιο άλλο παιδί τον ορισμό του αλόγου. Λέγε συ, Μπίτζερ».

Το τετράγωνο δάχτυλο, πηγαίνοντας πέρα δώθε, σταμάτησε

άξαφνα πάνω από τον Μπίτζερ, ίσως γιατί έτυχε να βρίσκεται στο δρόμο της ίδιας ηλιαχτίδας που, καθώς τοξευόταν από ένα παρά­

θυρο του εκτυφλωτικά λευκού δωματίου, φώτιζε τη Σίση. Γιατί τ'

Page 15: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 15

αγόρια και τα κορίτσια κάθονταν στο αμφιθέατρο, σε δυο πυκνές

σειρές, μ' έναν στενό διάδρομο ανάμεσά τους, κι η Σ ίση , που-καθό­

ταν στη γωνιά ενός θρανίου, από το μέρος του ήλιου, φωτιζόταν απ'

την αρχή μιας aχτίδας που το τέλος της έπεφτε πάνω στον Μπίτζερ ,

καθισμένο πιο κάτω, στη γωνιά ενός θρανίου της απέναντι πλευ­

ράς . Ενώ όμως το κορίτσι είχε μάτια και μαλλιά τόσο μαύρα που,

καθώς ο ήλιος έπεφτε πάνω της, τους έδινε ακόμη πιο βαθύ και ζω­

ηρό χρώμα, το αγόρι είχε τόσο ξέθωρα μαλλιά και μάτια που το

ίδιο εκείνο φως θα 'λεγες πως του έπαιρνε και το λίγο χρώμα που είχε. Τα άτονα μάτια του δε θα φαίνονταν καθόλου, αν τα μικρά

ματοτσίνορα, ακόμα πιο άχρωμα από αυτά, σε μιαν άμεση αντίθε­

ση, δεν τόνιζαν κάπως το σχήμα τους. Τα βαθιά κουρεμένα μαλλιά

του θα 'λεγε κανείς πως ήταν συνέχεια των φακίδων του μετώπου

και του προσώπου του. Το δέρμα του ήταν τόσο aφύσικα άτονο και

ωχρό, που θα 'λεγες πως, αν το 'κο β ες, θα 'βγαζε άσπρο αίμα.

<<Μπίτζερ>> είπε ο Θωμάς Γκραντγκράιντ. «Πες μας εσύ τον

ορισμό του αλόγου» . «Τετράποδο . Χορτοφάγο. Σαράντα δόντια,

εκ των οποίων ε ικοσιτέσσερις μασητήρες, τέσσαρες κυνόδοντες

και δώδεκα κοπτήρες. Αλλάζει τρίχωμα την άνοιξη. Στις ελώδεις

χώρες αλλάζει και οπλές. Οι οπλές του είναι σκληρές, μα έχουν

ανάγκη από σιδερένια πέταλα. Καταλαβαίνουμε την ηλικία του

από τα δόντια». Αυτά (και πολλά άλλα ακόμη) είπεΌ Μπίτζερ.

<Π ώρα δεσποινίς αριθμός είκοσι>> είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ,

<<έμαθες τι είναι το άλογο;»

Το κορίτσι έκανε πάλι μιαν υπόκλιση και θα κοκκίνιζε ακόμα

περισσότερο, αν μπορούσε να κοκκινίσει περισσότερο απ' όσο εί­

χε κοκκινίσει όλην αυτή την ώρα. Ο Μπίτζερ κοίταξε το Θωμά

Γκραντγκράιντ, ανοιγοκλείνοντας βιαστικά τα μάτια, έτσι που τα

ματοτσίνορά του να παγιδεύουν το φως στις τρεμάμενες άκρες

τους, σαν κεραίες εντόμων που αναζητούν πολυάσχολα την τροφή

τους ύστερα χαιρέτησε , φέρνοντας το χέρι στο μέτωπο, και κάθι­

σε κάτω.

Τώρα προχώρησε ο άλλος κύριος. Ένας άντρας πολύ δυνατός

στο ν ' αναλύει και ν' αποστεγνώνει τα πάντα. Δημόσιος υπάλληλος.

' Ένας πραγματικός πυγμάχος, με το δικό του τον τρόπο (και με τον τρόπο των περισσότερων ανθρώπων), πάντα σε φόρμα, χώνοντας

πάντα στο λαιμό του κοσμάκη ένα καινούριο σύστημα για να το κα-

Page 16: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

16 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

ταπιεί με το στανιό, πάντα πίσω από τη θυρίδα του μικρού γραφείου

του, έτοιμος να τα βάλει μ' ολόκληρη την Αγγλία. Και, για να συνε­

χίσουμε σε πυγμαχική φρασεολογία, ήταν σωστή ιδιοφυ"tα στο να

δίνει γροθιές σ' οποιονδήποτε, οπουδήποτε και για οποιαδήποτε

αφορμή, κάνοντας έτσι τον άλλο να καταλάβει πως είχε να παλέψει

με πολύ άσχημο αντίπαλο. Θα 'μπαινε στο ριγκ, και θα χτυπούσε

γερά, με τη δεξιά του γροθιά, τον πρώτο που θα 'ρχόταν, θα συνέχι­

ζε με την αριστερή του γροθιά, θα σταματούσε, θα 'δινε και θα

'παιρνε χτυπήματα, θα ορμούσε, θα 'ριχνε τον αντίπαλό του (τα 'βα­

ζε πάντα μ' όλη την Αγγλία) στα σχοινιά, θα 'πεφτε πάνω του και θα

τον συγύριζε μια χαρά. Ήταν βέβαιος πως θα 'κο β ε την ανάσα του

δυστυχισμένου αντιπάλου του και θα τον έκανε ανίκανο να συνεχί­

σει τον αγώνα. Κι ήταν επιφορτισμένος από τους ανωτέρους του να

φέρει το γρηγορότερο τη βασιλεία των δημοσίων υπαλλήλων.

«Πολύ καλά>> είπε ο κύριος, χαμογελώντας και σταυρώνοντας τα

χέρια. «Αυτό είναι το άλογο. Και τώρα για πείτε μου, παιδιά: Θα

θέλατε να ταπετσάρετε το δωμάτιό σας με ζωγραφιές αλόγων;»

Ύστερα από μικρή σιωπή, τα μισά παιδιά φώναξαν μαζί: <<Μά­

λιστα, κύριε>>. Μα τ' άλλα μισά, βλέποντας από το πρόσωπο του κυ­

ρίου πως δεν έπρεπε να πουν μάλιστα, φώναξαν: <<'Οχι, κύριε>>

όπως είναι η συνήθεια να γίνεται σ' αυτού του είδους τις εξετάσεις.

«Και βέβαια όχι. Μα γιατί δε θα θέλατε;»

Μικρή σιωπή. Ένα παχύ, δυσκίνητο αγόρι, με σφυριχτή ανα­

πνοή, τόλμησε ν' απαντήσει. Γιατί αυτό δε θα 'θελε να ταπετσάρει

το δωμάτιό του με χαρτί, μα να το βάψει.

<<Πρέπει να το ταπετσάρεις>> είπε ο κύριος, κάπως έντονα.

<<Πρέπει να το ταπετσάρεις>> πρόσθεσε ο Θωμάς Γκραντγκράιντ,

<<σ' αρέσει δε σ' αρέσει. Μη λες λοιπόν πως δε θα το ταπετσάρεις.

Τι κουβέντες είν' αυτές;>>

«Θα σας εξηγήσω λοιπόν εγώ>> είπε ο κύριος, ύστερα από μια

βαριά σιωπή, <<γιατί δεν πρέπει να ταπετσάρετε ένα δωμάτιο με ζω­

γραφιές αλόγων. Είδατε ποτέ, στην πραγματικότητα, να περπατούν άλογα πάνω και κάτω στους τοίχους ενός δωματίου; Ε; Είδατε;>>

«Μάλιστα, κύριε!» φώναξαν τα μισά παιδιά. «Όχι, κύριε!>> φώ­

ναξαν τ' άλλα μισά.

«Και βέβαια όχι» είπε ο κύριος, ρίχνοντας ένα αγανακτισμένο

βλέμμα στο μέρος των παιδιών που φώναζαν μάλιστα. «Δεν πρέ-

Page 17: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 17

πει να βλέπετε πουθενά κάτι, που δεν υπάρχει στην πραγματικό­

τητα. Δεν πρέπει να 'χετε πουθενά τίποτα, που δεν είναι σύμφωνο

με την πραγματικότητα . Αυτό που λέμε γούστο, είναι ένα άλλο

όνομα της πραγματικότητας».

Ο Θωμάς Γκραντγκράιντ έγνεψε επιδοκιμαστικά.

«Αυτό είναι μια καινούρια αρχή , μια αποκάλυψη, μια μεγάλη

ανακάλυψη» είπε ο κύριος. «Τώρα θα σας δοκιμάσω ακόμα μια

φορά. Ας υποθέσουμε πως πρόκειται να στρώσετε ένα δωμάτιο με

χαλιά. Θα σας άρεσε ένα χαλί με ζωγραφιές λουλουδιών;»

Καθώς όλα σχεδόν τα παιδιά είχαν τώρα σχηματίσει την πεποί­

θηση πως η μόνη σωστή απάντηση σ' αυτόν τον κύριο ήταν το

«Όχι, κύριε!» η παράταξη του όχι έγινε πολύ ισχυρή. Μοναχά με­

ρικά aποθαρρυμένα παιδιά είπαν «Μάλιστα>>. Ένα απ' αυτά ήταν

και η Σ ίση 'Γζιουπ.

«Η μαθ1Ίτρια αριθμός είκοσι>> είπε ο κύριος χαμογελώντας με

την 1iρεμη αυτοπεποίθηση του σοφού.

Η Σίση κοκκίνισε και σηκώθηκε όρθια.

«Ώστε λοιπόν θα έστρωνες χαλί στο δωμάτιό σου -ή στο δωμά­

τιο του συζύγου σου, αν 1Ίσουν μεγάλη κι είχες σύζυγο- με ζωγρα­

φιές λουλουδιών» είπε ο κύριος. «Πες μας τώρα· γιατί;>>

«Με συγχωρείτε, κύριε, μ' αρέσουν πολύ τα λουλούδια» απά­

ντησε το κορίτσι.

«Και γι' αυτό λοιπόν θα 'βαζες επάνω τους τραπέζια και καρέ­

κλες , και θ ' άφηνες τον κόσμο να τα πατάει με τα βαριά του πα­

πούτσια;»

«Δε θα πάθαιναν τίποτα, κύριε. Ούτε θα σπούσαν, ούτε θα μα­

ραίνονταν. Θα 'ταν μονάχα ωραίες και ευχάριστες ζωγραφιές και

θα φανταζόμουνα πως ... >> «Έτσι, ε; Μα δεν πρέπει να φαντάζεστε τίποτα!>> φώναξε ο κύ­

ριος, ενθουσιασμένος που έφτ;ασε τόσο εύκολα στο σημείο που

ήθελε να καταλήξει. «Αυτό είναι! Δεν πρέπει να φαντάζεστε!>>

«Δεν πρέπει, Σεσίλια τζιουπ» επανέλαβε επίσημα ο Θωμάς

Γκραντγκράιντ, «να κάνεις ποτέ τέτοιο πράγμα>>.

«Πραγματικότης, πραγματικότης, πραγματικότης!» φώναξε ο κύριος. Και «Πραγματικότης, πραγματικότης, πραγματικότης!>>

επανέλαβε ο Θωμάς Γκραντγκράιντ.

«Πρέπει να 'χετε την πραγματικότητα σαν μοναδικό γνώμονα

Page 18: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

18 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

της ζωής σας, σ' όλες τις εκδηλώσεις της» είπε ο κύριος. <<Ελπίζου­

με πως πολύ γρήγορα θ' αποκτήσουμε Συμβούλιο της Πραγματι­

κότητος, από ανωτέρους υπαλλήλους, που θα υποχρεώσει τον κό­

σμο να εκτιμά την πραγματικότητα και μόνο την πραγματικότητα .

Πρέπει να ξεχάσετε ολότελα τη λέξη φαντασία. Δεν έχετε καμιά

δουλειά μαζί της . Δεν επιτρέπεται να έχετε κανένα χρήσιμο αντι­

κείμενο ή κόσμημα, που να είναι αντίθετο με την πραγματικότητα.

Η πραγματικότητα μας λέει πως δεν περπατάμε πάνω στα λουλού­

δια· δε μας επιτρέπεται λοιπόν να έχουμε χαλιά με λουλούδια και

να τα πατάμε. Δεν είδατε ποτέ ξωτικά πουλιά και πεταλούδες να

'ρχονται να κάθονται στα πιατικά σας. Ποτέ δε θα συναντήσετε τετράποδα ζώα ν' ανεβοκατεβαίνουν στους τοίχους δεν πρέπει

λοιπόν να κολλάτε ζωγραφιές τετράποδων στους τοίχους . Για

όλους αυτούς τους σκοπούς» εξακολούθησε ο νεαρός κύριος

<<πρέπει να μεταχειρίζεστε συνδυασμούς και παραλλαγές (σε

απλά χρώματα) μαθηματικών σχημάτων, που επιδέχονται λύση

και απόδειξη . Αυτή είναι η καινούρια ανακάλυψη. Αυτό θα πει

πραγματικότης. Αυτό θα πει γούστο».

Η μαθήτρια υποκλίθηκε και κάθισε . Ήταν πάρα πολύ νέα κι η

πραγματιστική όψη του κόσμου, που της παρουσίαζαν, φαινόταν

να της προξενεί τρόμο.

<<Αν τώρα ο κύριος Μακ Τσοκουμτσάιλντ» είπε ο κύριος, «θέ­

λει να δώσει το πρώτο του μάθημα, κύριε Γκραντγκράιντ, θα

ήμουν ευτυχής να παρακολουθήσω, σύμφωνα με την επιθυμία σας,

τη μέθοδο της διδασκαλίας του» .

Ο κύριος Γκραντγκράιντ τον ευχαρίστησε. <<Ορίστε , κύριε Μακ

Τσοκουμτσάιλντ, μπορείτε ν ' αρχίσετε» .

Έτσι, ο κύριος Μακ Τσοκουμτσάιλντ άρχισε, με το καλύτερο

ύφος. Αυτός και κάπου εκατόν σαράντα ακόμη δάσκαλοι βγήκαν

τελευταία με την ίδια φουρνιά από το ίδιο εργοστάσιο, με την ίδια

διαδικασία, σαν ισάριθμα πόδια πιάνου. Είχε περάσει από ατε­

λείωτες εξετάσεις κι είχε απαyτήσει σ' ολόκληρους τόμους ερωτή­

σεις, που καθεμιά τους ήταν σωστή σπαζοκεφαλιά. Την ορθογρα­

φία, την Ετυμολογία, τη σύνταξη και την προσωδία, τη βιογραφία, την αστρονομ(α, τη γ εωγραφία και τη γενική κοσμογραφία, την

επιστήμη της διπλ1Ίς αναλογίας, την άλγεβρα, τη γεωμετρία, την

επιπεδομετρία, τη φωνητική μουσική, την ιχνογραφία, τις έπαιζε

Page 19: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 19

στα δάχτυλά του. Είχε μοχθήσει πολύ για να προσληφθεί στο εντι­

μότατον Ιδιαίτερον Συμβούλιον της ΑυηΊς Μεγαλειότητας (τμήμα

Β') κι είχε τρυγήσει όλους τους aνθούς από τους ψηλότερους κλά­

δους των μαθηματικών και της φυσικής επιστήμης, ξεσκάλισε τα

γαλλικά, τα γερμανικά, τα λατινικά και τα ελληνικά. Ήξερε τις

πηγές όλων των ποταμών όλου του κόσμου, όλες τις ιστορίες όλων

των λαών, κι όλα τα ονόματα όλων των ποταμών και των ορέων, κι

όλα τα προ'ίόντα, τα ήθη και τα έθιμα όλων των χωρών, κι όλα τα όριά τους και τις θέσεις τους πάνω στα είκοσι δύο σημεία της πυξί­

δας. Α, ήξερε πάρα πολλά πράγματα ο Μακ Τσοκουμτσάιλντ. Αν

ήξερε κάπως λιγότερα, πόσο καλύτερα θα μπορούσε να διδάξει

πολύ περισσότερα!

Άρχισε το εισαγωγικό του μάθημα, με τον τρόπο του Μοργκιά­

να* στους Σαράντα Κλέφτες: κοιτάζοντας ένα ένα όλα τα σταμνά­

κια, που 1Ίταν aραδιασμένα μπροστά του, για να δει τι είχαν μέσα. Πες μας, λοιπόν, καλέ μας κύριε Τσοκουμτσάιλντ: όταν, από την

ξεχειλισμένη αποθήκη σου, θα γεμίσεις σιγά σιγά, ώς επάνω, όλα

αυτά τα σταμνάκια, νομίζεις πως θα σκοτώσεις ολότελα τον κλέφτη

«Φαντασία» που παραμονεύει εκεί μέσα -ή μήπως δε θα τα κατα­

φέρεις παρά να τον ακρωτηριάσεις και να τον παραμορφώσεις;

* Ήρωας παραμυθιού.

Page 20: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ3

ΜΙΑ ΡΑΓΙΣΜΑΤΙΑ

ΘΩΜΑΣ ΓΚΡ ΑΝΤΓΚΡ ΑΪΝΤ έφυγε από το σχολείο και τράβηξε για το σπίτι του, πολύ ικανοποιημένος. Ήταν

το σχολείο του κι ήθελε να γίνει υπόδειγμα. Ήθελε να

γίνει υπόδειγμα κάθε μαθητής του -ακριβώς όπως και οι νεαροί

Γκραντγκράιντ ήταν όλοι υποδείγματα.

Ήταν πέντε νεαροί Γκραντγκράιντ, όλοι υποδείγματα από τον

πρώτο ώς τον τελευταίο. Τους είχε δώσει μαθήματα από την πιο

τρυφερή τους ηλικία. Σχεδόν μόλις έμαθαν να τρέχουν μόνοι τους,

υποχρεώθηκαν να τρέξουν στην αίθουσα διδασκαλίας. Το πρώτο

πράγμα που γνώρισαν, η πρώτη ανάμνησή τους, ήταν ένας μεγά­

λος μαυροπίνακας κι ένας φοβερός δράκος, που χάραζε με την κι­

μωλία κάτι φοβερά άσπρα σχήματα.

Όχι πως είχαν ιδέα τι είναι ή τι θα πει δράκος. Η πραγματικότη­

τα να φυλάξει! Μεταχειρίζομαι αυτή τη λέξη για να παραστήσω ένα

τέρας, σ' ένα δασκαλικό κάστρο, μ' ένα κεφάλι καμωμένο ο Θεός

ξέρει από πόσα κεφάλια, που άρπαζε τα σκλαβωμένα παιδιά από

τα μαλλιά και τα τραβούσε στα σκοτεινά άντρα της στατιστικής.

Κανένας από τους μικρούς Γκραντγκράιντ δεν είχε δει ποτέ το

φεγγάρι σαν ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Πριν ακόμα μάθουν να μι­

λούν, ήξεραν τι ακριβώς ήταν το φεγγάρι. Κανένας μικρός Γκραντ­

γκράιντ δεν είχε μάθει το κουτό τραγουδάκι:

Τι να 'ναι τούτο το αστεράκι

Που τρεμολάμπει εκεί ψηλά!

Κανένας μικρός Γκραντγκράίντ δεν είχε απορίες πάνω σε τέ­

τοια θέματα, γιατί κάθε μικρός Γκραντγκράιντ είχε κιόλας αναλύ-

Page 21: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 21

σε ι, από τα πέντε του χρόνια, τη Μεγάλη Άρκτο, σαν τον καθηγητή

Όουεν, κι είχε αρπάξει τη Μικρή Άρκτο από το σβέρκο. Κανείς

μικρός Γκραντγκράιντ δεν είχε ποτέ σχετίσει την αγελάδα που

έβλεπε στα χωράφια με τη φημισμένη αγελάδα με τα στριφτά κέ­

ρατα, που τίναξε το σκύλο, που δάγκωσε τη γάτα, που σκότωσε τον

ποντικό, που έφαγε το κριθάρι, ή με την ακόμα πιο φημισμένη αγε­

λάδα που κατάπιε τον Τομ Θαμπ· δεν είχε ποτέ ακούσει να γίνεται

λόγος γι' αυτές τις διασημότητες, κι έμαθε μονάχα πως η αγελάδα

είναι ένα χορτοφάγο, μηρυκαστικό τετράποδο με πολλά στομάχια.

Σ' αυτήν τη γεμάτη πραγματικότητες κατοικία του, που την έλε­

γαν Πέτρινο Σπίτι, οδηγούσε τώρα τα βήματά του ο κύριος Γκραντ­

γκράιντ. Είχε ολότελα aποτραβηχτεί από το χοντρικό εμπόριο ει­

δών κιγκαλερίας, πριν χτίσει το Πέτρινο Σπίτι. Ήταν χτισμένο σ'

ένα λιβάδι, ένα δυο μίλια έξω από μια μεγάλη πολιτεία -που λέγε­

ται Κοκτάουν, σύμφωνα με το σημερινό οδηγό. Το Πέτρινο Σπίτι

ήταν ένα πολύ συμμετρικό σχήμα στην επιφάνεια του τοπίου. Τί­

ποτε δε σκίαζε και δε χαμήλωνε τον τόνο της αδιάλλακτης αυτής

πραγματικότητας. Ένα μεγάλο τετράγωνο σπίτι, με βαριά θολωτή

είσοδο που σκοτείνιαζε τα κύρια παράθυρα, όπως τα βαριά φρύ­

δια του ιδιοκτήτη σκοτείνιαζαν τα μάτια του. Ένα σπίτι καλά υπο­

λογισμένο, μετρημένο, ζυγιασμένο και δοκιμασμένο. Έξι παρά­

θυρα απ' αυτή τη μεριά της πόρτας, έξι απ' την άλλη · σύνολο δώδε­

κα σ' αυτή την πτέρυγα, σύνολο δώδεκα στην άλλη πτέρυγα, εικο­

σιτέσσερα και για τις πίσω πτέρυγες. Μια πελούζα, ένας κήπος

και μια μικρή δεντροστοιχία, όλα ταχτοποιημένα σαν ένα β ιβλίο

βοτανικής λογιστικής. Το γκάζι και ο αερισμός, οι αποχετεύσεις

και οι υδραυλικές εγκαταστάσεις, όλα πρώτης ποιότητος. Σιδερέ­

νια δεσίματα και τραβέρσες, όλα αλεξίπυρα, από τη στέγη ώς τα

θεμέλια· μηχανικοί aνυψωτήρες για τις υπηρέτριες, μ' όλες τις

βούρτσες και τις σκούπες τους καθετί που θα μπορούσε να λαχτα­

ρήσει η καρδιά του ανθρώπου.

Καθετί; Έτσι νομίζω. Οι μικροί Γκραντγκράιντ είχαν διάφορες επιστημονικές συλλογές. Είχαν μια μικρή συλλογή κογχυλιολο­

γίας, μια μικρή ορυκτολογική συλλογή και μια μικρή συλλογή με­

ταλλειολογίας κι όλα αυτά τα είδη ήταν ταχτοποιημένα με τις ετι­

κέτες τους, και τα κομμάτια από τις πέτρες και τα μεταλλεύματα

έμοιαζαν σαν νά 'χαν αποσπασθεί από τα μητρικά τους πετρώμα-

Page 22: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

22 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

τα με εργαλεία τόσο σκληρά όσο και τα ίδια τους τα ονόματα· και

για να παραφράσουμε τον ανόητο θρύλο του Πήτερ Πάιπερ, που δεν

μπόρεσε ποτέ να φτάσει ώς την κάμαρα των υποδειγματικών αυτών

παιδιών, αν οι aχόρταγοι μικροί Γκραντγκράιντ ήθελαν και κάτι άλ­λο ακόμα -σαν τι πια, για τ' όνομα του Θεού, θα μπορούσαν να επι­

θυμήσουν οι aχόρταγοι αυτοί μικροί Γκραντγκράιντ!

Ο πατέρας τους συνέχιζε το δρόμο του με αισιοδοξία και ικανο­

ποίηση. Ήταν ένας φιλόστοργος πατέρας, με το δικό του τρόπο,

μα θα χαρακτήριζε τον εαυτό του (αν τον ανάγκαζαν, σαν την Σί­

ση τζιουπ, να δώσει έναν ορισμό) σαν έναν «εξόχως πρακτικόν»

πατέρα. Έλεγε πάντα με υπερηφάνεια τη φράση «εξόχως πρακτι­

κός>>, που πίστευε πως του ταίριαζε ιδιαίτερα. Σε κάθε δημόσια

συγκέντρωση στο Κοκτάουν, για οποιοδήποτε σκοπό κι αν γινό­

ταν, ήταν εντελώς βέβαιο πως κάποιος θα 'βρισκε την ευκαιρία να

κάνει λόγο για τον «εξόχως πρακτικόν» φίλο του Γκραντγκράιντ.

Αυτό ευχαριστούσε πάντα τον «εξόχως πρακτικόν>> φίλο. Ήξερε

πως αυτό ήταν κάτι που του ανήκε δικαιωματικά, και ωστόσο το

δεχόταν πάντα με αυταρέσκεια.

Προχωρώντας, έφτασε στο ουδέτερο έδαφος, στα κράσπεδα

της πολιτείας, που αν και δεν ήταν μήτε πολιτεία μήτε εξοχή, είχε

κάτι κι από τα δυο, όταν άξαφνα τ' αυτιά του δέχτηκαν την επιδρο­

μΊ1 ήχων μουσικής. Ο θόρυβος κι η χλαπαταγή της ορχήστρας του

τσίρκου, που είχε εγκατασταθεί εκεί, σε μια ξύλινη παράγκα, ήταν

σ' όλη τους την ένταση. Μια σημαία, που κυμάτιζε στην κορφ11 αυ­

τού του «ναού>>, διαλαλούσε στο ανθρώπινο γένος πως το «τσίρκο

του Σλήρη>> ζητούσε την υποστήριξή του.

Ο ίδιος ο Σλήρη, ένα πελώριο ξύλινο άγαλμα μέσα σε ένα εκκλη­

σιαστικό σηκό γοτθικής αρχιτεκτονικής, μάζευε τα χρήματα με τον

κουμπαρά στο χέρι. Η Δεσποινίς Γιοζεφίνα Σλήρη, όπως έγραφαν

κάμποσες μακρόστενες τυπωμένες ρεκλάμες, θα έκανε έναρξη των

παραστάσεων με τη χαριτωμένη της έφιππη εμφάνιση <Πυρολέζικα λουλούδια>>. Ανάμεσα στις άλλες ευχάριστες, μα πάντα μέσα στα

πλαίσια της αυστηρής ηθικής, εκπλήξεις, που πρέπει να τις δει κα­

νείς για να τις πιστέψει, ο Σινιόρ τζιουπ θα παρουσίαζε και θα εξη­

γούσε <<τα διασκεδαστικά παιχνίδια του μοναδικού και σοφού του

σκύλου Σβελτοπόδψ>. Θα παρουσίαζε ακόμη και τούτο το καταπλη­

κτικό νούμερο: Θα πετούσε «με την ανάποδη του χεριού του εβδο-

Page 23: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 23

μηνταπέντε καντάρια σίδερο πάνω απ' το κεφάλι του, με τόση γρη­

γοράδα, που να φαίνεται σαν ένας πίδακας από στέρεο σίδερο στον

αέρα: ένα νούμερο που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ, από κανέναν άλλο,

ούτε σ' αυτήν ούτε σε καμιάν άλλη χώρα, και που είχε αποσπάσει

τόσα χειροκροτήματα από τα ενθουσιασμένα πλήθη, ώστε δεν μπο­

ρούσαν να το παραλείψουν». Ο ίδιος Σινιόρ 'Γζιουπ «θα εφαίδρυνε

. συχνά τις διάφορες εμφανίσεις με σεμνές σαιξπηρικές ειρωνείες και πειράγματα». Στο τέλος, θα έκλεινε την παράσταση με μια εμ­

φάνισή του στον αγαπημένο του ρόλο του Μίστερ Γουίλιαμ Μπάτον

από την Τούλεϋ Στρητ «στην έξτρα μοντέρνα, ξεκαρδιστική αλογο­

κωμωδία του ταξιδιού του Ράφτη στο Μπρέντφορντ>>.

Φυσικά ο Θωμάς Γκραντγκράιντ δεν έδωσε καμιά προσοχή σ'

αυτές τις μηδαμινότητες και προσπέρασε, όπως θα 'πρεπε να προ­

σπεράσει ένας πρακτικός άνθρωπος, είτε διώχνοντας από τη σκέ­

ψη του αυτά τα βουερά έντομα, είτε παραδίνοντάς τα στο Σωφρο­

νιστήριο. Μα καθώς έστριψε το δρόμο, βρέθηκε στο πίσω μέρος , της παράγκας. Κάμποσα παιδιά ήταν μαζεμένα εκεί και προσπα­

θούσαν με διάφορα κόλπα να ρίξουν μια ματιά στα μεγαλεία του

τσίρκου. Αναγκάστηκε να σταματήσει. «Και να συλλογίζεται κα­

νείς» σκέφτηκε, «πως αυτοί σι αλήτες παρασύρουν τον παιδόκο­

σμο από ένα υποδειγματικό σχολείΟ>>.

Ανάμεσα σ' αυτόν και στον παιδόκοσμο ήταν ένας χώρος με

aτροφικό γρασίδι και ξερά αγριόχορτα. Έβγαλε τα ματογυάλια

του από την τσέπη του γιλέκου του να δει μήπως ήταν εκεί κανένα

γνωστό του παιδί για να το διώξει.

Φαινόμενο σχεδόν απίστευτο κι όμως πέρα για πέρα αληθινό!

Τι άλλο νομίζετε πως είδε παρά την ίδια του την κόρη, τη μεταλ­

λουργική Λουίζα, να κοιτάζει με λαχτάρα μέσα από μια τρύπα των

σανιδιών της παράγκας, και τον ίδιο του το γιο, το μαθηματικό

Θωμά, πεσμένο χάμου, να προσπαθεί να ρίξει μια ματιά στο χαρι­

τωμένο έφιππο νούμερο των Τυρολέζικων λουλουδιών!

Βουβός από κατάπληξη, ο κύριος Γκραντγκράιντ πλησίασε στο

μέρος εκείνο, όπου η οικογένειά του εξευτελιζόταν μ' αυτό τον

ελεεινό τρόπο, έβαλε το χέρι του στον ώμο των αμαρτωλών του

παιδιών κι είπε:

«Λουίζα! Θωμά!»

Σηκώθηκαν και τα δυο, κατακόκκινα και ταραγμένα. Μα η

Page 24: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

24 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΊΊΚΕΝΣ

Λουίζα κοίταξε τον πατέρα της με περισσότερη τόλμη από το Θω­μά. Η αλήθεια είναι πως ο Θωμάς δεν τον κοίταξε καθόλου, μα

παραδόθηκε αμέσως κι άφησε τον εαυτό του να τον κουβαλήσει,

σαν μηχανή, στο σπίτι.

«Προς Θεού! Τι τρέλα είναι πάλι τούτη, τι χάσιμο καιρού, τι

βλακεία!» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, παίρνοντας τα παιδιά

από το χέρι. «Τι γυρεύετε εδώ;»

«Ήθελα να δω τι είναι αυτό» απάντησε σύντομα η Λουίζα.

«Τι είναι αυτό;»

«Ναι, πατέρα».

Τα δυο παιδιά, και ιδιαίτερα η Λουίζα, είχαν ένα κουρασμένο σκυθρωπό ύφος κι όμως μέσ' από την έκφραση της πικρίας που

ζωγραφιζόταν στο πρόσωπο της Λουίζας, διακρινόταν ένα φως

που δεν είχε πού να σταθεί, μια φλόγα που δεν είχε τίποτα να κά­

ψει, μια λιμασμένη φαντασία που μόλις κρατιόταν στη ζωή. Όλα

αυτά έδιναν κάποια ζωντάνια στο πρόσωπό της. Όχι τη ζωντάνια

που είναι φυσική στη χαρούμενη νιότη, μα τις aπροσδιόριστες,

άπληστες, αμφίβολες εκείνες αναλαμπές που είχαν μέσα τους κάτι

το πονεμένο, κάτι ανάλογο με τις αλλαγές που παρουσιάζονται

στο πρόσωπο ενός τυφλού, που ψάχνει να βρει το δρόμο του.

Δεν ήταν παρά ένα παιδί, δεκαπέντε ή δεκάξι χρόνων- μα φαινό­

ταν πως δε θ' αργούσε πολύ η μέρα που θα γινόταν άξαφνα γυναί­

κα. Ο πατέρας της το σκέφτηκε αυτό, καθώς την κοιτούσε. Ήταν

όμορφη. Θα 'ταν πολύ ξεροκέφαλη ( σκέφτηκε με τον «εξόχως πρα­κτικόν» τρόπο του) αν δεν την είχε αναθρέψει όπως την ανάθρεψε.

«Θωμά, μόλο που το είδα με τα μάτια μου, δεν μπορώ να το πι­

στέψω πως εσύ, παρ' όλη τη μόρφωση και τα εφόδια που διαθέτεις,

θα μπορούσες να φέρεις την αδελφή σου σ' ένα τέτοιο θέαμα>>.

«Εγώ τον έφερα, πατέρα» είπε γρήγορα η Λουίζα. «Εγώ του εί­

πα να 'ρθεί».

«Λυπούμαι πολύ που το μαθαίνω. Λυπούμαι πάρα πολύ. Αυτό,

χωρίς να μικραίνει την ενοχή του Θωμά, μεγαλώνει τη δικ1Ί σου

Λουίζα>> .

Αυτή κοίταξε πάλι τον πατέρα της, μα κανένα δάκρυ δεν κύλη ­

σε στα μάγουλά της.

«Εσύ! Ο Θωμάς κι εσύ, που μπροστά σας ανοίγονται όλες οι

επιστήμες ο Θωμάς κι εσύ, που θα μπορούσε κανείς να πει πως

Page 25: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 25

είστε γεμάτοι πραγματικότητες ο Θωμάς κι εσύ, που έχετε εκπαι­

δευτεί στη μαθηματική ακρίβεια! Ο Θωμάς κι εσύ, εδώ!» φώναξε

ο κύριος Γκραντγκράιντ. «Σ' αυτή την εξευτελιστική κατάσταση!

Μένω κατάπληκτος!»

«Κουράστηκα, πατέρα. Είμαι από πολύν καιρό κουρασμένη»

είπε η Λουίζα.

«Κουρασμένη; Από τι;>> είπε απορώντας ο πατέρας της.

«Δεν ξέρω ακριβώς από τι ... απ' όλα, νομίζω>>. «Ούτε λέξη πια!» φώναξε ο κΊiσιος Γκραντγκράιντ. «Παιδιαρί­

ζεις, Λουίζα. Δε θέλω ν' ακούσω λέξη!>> Δεν ξαναμίλησε, παρά

αφού πια είχαν προχωρήσει σιωπηλοί ώς μισό μίλι. Τότε ξέσπασε

μ' έναν αυστηρό τόνο στη φωνή του:

«Τι θα 'λεγαν οι καλύτεροί σου φίλοι, Λουίζα; Δε δίνεις καμιά

σημασία στην καλή τους γνώμη; Τι θα πει ο κύριος Μπαουντερ­

μπάη;»

Μόλις ανάφερε αυτό τ' όνομα, η κόρη του τού 'ριξε μια γρήγο­

ρη, ερευνητική ματιά. Εκείνος δεν την πρόσεξε, γιατί πριν ακόμα

την κοιτάξει, αυτή είχε κιόλας χαμηλώσει τα μάτια της.

«Τι θα πει ο κύριος Μπαουντερμπάη!>> ξανάπεσε λίγο. Σ' όλο

το δρόμο, καθώς οδηγούσε, γεμάτος ιερή αγανάκτηση, τους δυο

κατηγορουμένους στο σπίτι, επαναλάμβανε κάθε τόσο: «Τι θα πει

ο κύριος Μπαουντερμπάη!>> λες κι ο κύριος Μπqουντερμπάη ήταν

ο κύριος .. . Μπαμπούλας.

Page 26: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ4

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΠΑΟΥΝΤΕΡΜΠΑΗ

Α ΦΟΥ, λοιπόν δεν ΊΊταν ο Μπαμπούλας, τι ήταν τέλος πά­

ντων ο κύριος Μπαουντερμπάη; Ε, λοιπόν, ο κύριος

Μπαουντερμπάη μπορούσε τόσο πολύ να λογαριάζεται

σαν επιστήθιος φίλος του κυρίου Γκραντγκράιντ, όσο είναι δυνα­

τόν ένας άνθρωπος που δεν έχει καθόλου συναίσθημα να νιώσει

τον πνευματικόν αυτό δεσμό μ' έναν άλλον άνθρωπο που δεν έχει καθόλου συναίσθημα. Μάλιστα· τόσο πολύ ... ή, αν προτιμά ο ανα­

γνώστης, τόσο λίγο.

Ήταν ένας πλούσιος άνθρωπος τραπεζίτης, έμπορος, βιομήχα­

νος κι ό,τι άλλο θέλετε. Ήταν μεγαλόσωμος, φασαριόζος, με διεισ­

δυτικό βλέμμα και μεταλλικό γέλιο. Ένας άνθρωπος καμωμένος

από πολύ κοινό και πρόστυχο υλικό, που χρειάστηκε να τεντωθεί πο­

λύ για να μπορέσει να τον φτιάξει ολόκληρο. Ένας άνθρωπος με με­

γάλο κεφάλι και αλαζονικό μέτωπο, πεταχτές φλέβες στους κροτά­

φους και τόσο τεζαρισμένο το δέρμα του προσώπου του, που φαινό­

ταν να του κρατάει διαρκώς ανοιχτά τα μάτια και να του ανασηκώ­

νει τα φρύδια. Ένας άνθρωπος που έδινε πάντα την εντύπωση ενός

φουσκωμένου μπαλονιού, έτοιμου να υψωθεί στον αέρα. Ένας άν­

θρωπος, που ποτέ δε θα μπορούσε να το καυχηθεί αρκετά πως ήταν

aυτοδημιούργητος. Ένας άνθρωπος που διαλαλούσε πάντα, με κεί­

νη τη φωνή του που έμοιαζε με ήχο μπρούντζινης σάλπιγγας, την πα­

λιά του αμορφωσιά και την παλιά του φτώχεια. Ένας άνθρωπος που

ήταν ο ψευτοπαλικαράς της ταπεινοφροσύνης.

Αν και ήταν ένα ή δυο χρόνια νεότερος από τον «εξόχως πρακτι­

κόν» φίλον του, ο κύριος Μπαουντερμπάη φαινόταν γεροντότερος

στα σαράντα εφτά ή σαράντα οχτώ του χρόνια μπορσUσες να προ-

Page 27: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 27

σθέσεις άλλα εφτά ή οχτώ, χωρίς να παραξενευτεί κανένας. Δεν εί­

χε πολλά μαλλιά. Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πως ξεριζώθη­

καν από την ορμ1Ί που 'βαζε πάντα στην ομιλία του . Κι αυτά που

'χαν απομείνει, όρθια κι ακατάστατα, ήταν έτσι γιατί τα συνέπαιρνε

πάντα πέρα δώθε η αεροφούσκωτη κομπορρημοσύνη του.

Στο τυπικό σαλόνι του Πέτρινου Σπιτιού , όρθιος πάνω στο χαλί

του τζακιού, απολαμβάνοντας τη ζεστασιά της φωτιάς, ο κύριος

Μπαουντερμπάη μιλούσε στην κυρία Γκραντγκράιντ για την επέ­

τειο των γενεθλίων του. Στεκόταν μπροστά στη φωτιά, γιατί ήταν

ένα κρύο ανοιξιάτικο απόγευμα, αν κι έλαμπε ο ήλιος γιατί η

υγρασία είχε στοιχειώσει στους σουβάδες του Πέτρινου Σπιτιού,

κι ακόμα γιατί απ' αυτή τη θέση κυριαρχούσε επιβλητικά πάνω

στην κυρία Γκραντγκράιντ.

«Δεν είχα παπούτσια να βάλω στα πόδια μου. Όσο για κάλ­

τσες, ούτε ιδέα. Έμενα την ημέρα σ' ένα χαντάκι και τη νύχτα σ'

ένα χοιροστάσιο . Έτσι πέρασα τα γενέθλια των δέκα μου χρόνων.

Όχι πως το χαντάκι ήταν κάτι καινούριο για μένα, γιατί μέσα σ'

ένα χαντάκι γεννήθηκα».

Η κυρία Γκραντγκράιντ, ένα μικρό, λεπτό, άσπρο δέμα από κε­

φαλόδεσμους, με μάτια λιλά, ένα σωστό πνευματικό και σωματικό

εξουθένωμα -που έπαιρνε διαρκώς γιατρικά χωρίς κανένα απο­

τέλεσμα και που, όταν πότε πότε έδειχνε κανένα σύμπτωμα ζω­ντάνιας, ξανακυλούσε πάντα, χτυπημένη κατακέφαλα από κάποια

βαριά πραγματικότητα- η κυρία Γκραντγκράιντ έλπιζε πως το χα­

ντάκι ήταν τουλάχιστο στεγνό.

«Καθόλου! Ήταν σαν μουσκεμένο σφουγγάρι. Είχε μια πιθαμή

νερό μέσα» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη.

«Αρκετό για να πάθει κρυολόγημα ένα παιδάκι» παρατήρησε η

κυρία Γκραντγκράιντ.

«Κρυολόγημα; Εγώ γεννήθηκα με φλεγμονή στα πλεμόνια και,

σίγουρα, σ' όλα τα μέρη του κορμιού μου που μπορούσαν να πά­

θουν φλεγμονή>> αποκρίθηκε ο κύριος Μπαουντερμπάη. «Χρόνια

ολόκληρα ήμουν το πιο κακομοίρικο, το πιο εξαθλιωμένο πλάσμα

του κόσμου. Ήμουν τόσο aρρωστιάρης, που ολοένα έκλαιγα και

βογκούσα. Ήμουν τόσο κουρελής και βρώμικος, που σιχαινόσουν

να μ' αγγίξεις ακόμα και με την τσιμπίδα».

Η κυρία Γκραντγκράιντ έριξε μιαν άτονη ματιά στην τσιμπίδα

Page 28: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

28 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

του τζακιού. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει, στη χαύνωση

που βρισκόταν.

«Πώς τα κατανίκησα όλα αυτά, ούτε κι εγώ δεν το ξέρω» είπε ο

Μπαουντερμπάη. «Ήμουν φαίνεται αποφασιστικός. Ήμουν πά­

ντα αποφασιστικός χαρακτήρας στην κατοπινή ζωή μου και υπο­

θέτω πως έτσι θα 'μουν και τότ'ε. Και τώρα, κυρία Γκραντγκράιντ, είμαι αυτός που βλέπετε, κι αν έφτασα εδώ που έφτασα, το χρω­

στάω στον εαυτό μου και μόνο στον εαυτό μου».

Η κυρία Γκραντγκράιντ είχε την ταπεινή ελπίδα πως η μητέρα

του ... «Η μητέρα μου; Με παράτησε στην τύχη μου, κυρία! >> φώναξε ο

Μπαουντερμπάη .

Η κυρία Γκραντγκράιντ τα 'χασε όπως πάντα, υποχώρησε και

σώπασε. «Η μητέρα μου με παράδωσε στη γιαγιά μου» είπε ο Μπαου­

ντερμπάη · «Κι απ' ό,τι θυμάμαι, η γιαγιά μου ήταν η πιο φοβερή

στρίγκλα που γνώρισε ποτέ ο κόσμος . Αν, κατά τύχη, κατάφερνα

ν' αποκτήσω ένα ζευγαράκι παπούτσια, μου τα 'βγαζε από τα πό­

δια και τα πουλούσε για ν' αγοράσει πιοτά! Ναι! Πόσες φορές δεν

την είδα, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, να κατεβάζει τα δεκατέσσε­

ρα ποτηράκια το ρακί της πριν από το πρόγευμα!»

Η κυρία Γκραντγκράιντ, χαμογελώντας άτονα και χωρίς να δέί­χνει κανένα άλλο σημάδι ζωντάνιας, έμοιαζε (όπως πάντα) σαν

μια νωχελική, μικροκαμωμένη και διάφανη γυναικεία μορφή, σε

μισοσκότεινο φόντο.

«Είχε ένα μικρό μπακάλικο» συνέχισε ο Μπαουντερμπάη, «και

μ' έβαζε μέσα σ' ένα κασόνι αυγών. Αυτό ήταν η δική μου η κού­

νια: ένα παλιό κασόνι αυγών. Φυσικά, μόλις μεγάλωσα αρκετά

για να μπορέσω να φύγω, της έφυγα. Έτσι έγινα ένας μιΚρός αλή­

της, κι αντί να με δέρνει πια και να με πεθαίνει της πείνας μια γριά

γυναίκα, μ' έδερναν και με πέθαιναν της πείνας ένα πλήθος άλλοι

άνθρωποι κάθε ηλικίας. Κι είχαν δίκιο. Δεν μπορούσαν να κάνουν

διαφορετικά . Ήμουν ένα βάρος, ένας μπελάς, μια κακή πληγή! Το

ξέρω πάρα πολύ καλά αυτό!»

Η περηφάνια του, που τα κατάφερε κάποτε στη ζωή του να γίνει

βάρος, μπελάς και κακή πληγή -μια τόσο σπουδαία κοινωνική διά­

κριση!-τον ικανοποιούσε τόσο πολύ, που το 'πε και το ξανάπε τρεις

Page 29: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 29

ολόκληρες φορές, με πολύ θόρυβο, στην κυρία Γκραντγκράιντ.

«Ήταν φαίνεται γραφτό μου να τα περάσω όλα τούτα . Μα όπως

και να 'ναι τα ξεπέρασα. Τα ξεπέρασα, μόλο ~ου κανείς δε μου 'δωσε την παραμικρή βοήθεια. Αλήτης, λούστρο , πάλι αλήτης, ερ­

γάτης, χαμάλης, υπάλληλος, διευθυντής, μέτοχος ο Ιοσίας Μπαου­

ντερμπάη του Κοκτάουν. Αυτή ήταν η αρχή, η εξ λιξη κι η αποθέω­

σή μου. Ο Ιοσίας Μπαουντερμπάη έμαθε τα γράμματά του από τις

επιγραφές των . μαγαζιών, κυρία Γκραντγκράιντ, κι έμαθε να λέει

την ώρα σπουδάζοντάς την πάνω στο ρολόι του καμπαναριού της

εκκλησίας του Σαιντ 'Γζάιλς στο Λονδίνο, με τη βοήθεια ενός μπε­

κρή σακάτη, που ήταν γνωστός κλέφτης κι αδιόρθωτος αλήτης. Μι­

λήστε στον Ιοσία Μπαουντερμπάη του Κοκτάουν για τα δημοτικά

σχολειά σας, για τα πειραματικά σχολειά σας, για τα επαγγελματι­

κά σχολειά σας και για τα κάθε λογής εκπαιδευτήριά σας, κι ο Ιο­

σίας Μπαουντερμπάη του Κοκτάουν θα σας απαντήσει καθαρά

και ξάστερα, πολύ ωραία, θαυμάσια -αυτός δεν είχε όλες αυτές τις

αβάντες- ελάτε σε ις τώρα να μου φτιάξετε ανθρώπους με γερά κε­

φάλια και δυνατές γροθιές -η εκπαίδευση που τον ανάδειξε δεν εί­

ναι για τον καθένα, αυτό το ξέρει καλά- τέτοια ήταν όμως η εκπαί­

δευσή του , κι ευκολότερα θα τον κάνετε να καταπιεί ζεματιστό λά­

δι παρά να ξεχάσει τις πραγματικότητες της ζωής του» .

Μόλις έφτασε ξαναμμένος σ' αυτή τη ρητορική κορόνα, ο Ιοσίας

Μπαουντερμπάη του Κοκτάουν σταμάτησε . Σταμάτησε ακριβώς τη

στιγμή που ο «εξόχως πρακτικός» φίλος του μπήκε στο δωμάτιο μα­

ζί με τους δυο νεαρούς ενόχους . Ο «εξόχως πρακτικός» φίλος του,

βλέποντάς τον, σταμάτησε κι αυτός κι έριξε ένα επιτιμητικό βλέμμα

στη Λουίζα, σαν να της έλεγε: «Νάτος ο Μπαουντερμπάη σου!»

«Μπα!» φώναξε ο κύριος Μπαουντερμπάη. «Τι συμβαίνει; Για­

τί έχει κατεβασμένα τα μούτρα του ο νεαρός Θωμάς;»

Μιλούσε για το νεαρό Θωμά, μα κοιτούσε τη Λουίζα.

«Πήγαμε να ρίξουμε μια ματιά στο tσίρκο~~ μουρμούρισε αγέρωχα η Λουίζα χωρίς να σηκώσει τα μάτια της, «και μας έπιασε ο πατέρας» .

«Κι εγώ, κυρία Γκραντγκράιντ» είπε με υπεροπτικό ύφος ο σύ­

ζυγός της, «Περ ίμενα να βρω τα παιδιά μου να διαβάζουν ποίηση». ·

«Θε έ μου!» κλαψούρισε η κυρία Γκραντγκράιντ. «Λουίζα,

Θωμά, πώς το κάνατε αυτό! Απορώ με σας. Έτσι όπως πάτε , θα

με κάνετε να μετανιώσω που σας έφερα στον κόσμο. Καλύτερα

Page 30: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

30 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

να μη σας είχα γεννήσει. Θα 'θελα να 'ξερα τι θα κάνατε τότε».

Οι έντονες αυτές παρατηρ1Ίσεις δεν έκαναν φαίνεται καλ1Ίν

εντύπωση στον κύριο Γκραντγκράιντ. Σούφρωσε τα φρύδια του

νευριασμένος.

«Σα να μη μπορούσατε, σήμερα, που έχω αυτόν το φοβερό πονο­

κέφαλο, να πάτε να κοιτάξετε τα κοχύλια σας, τα μέταλλά σας και

όλα τ' άλλα πράγματα που σας έχουμε αγοράσει, αντί να τρέχετε στα

τσίρκα>> είπε η κυρία Γκραντγκράιντ. «Το ξέρετε καλύτερα από μέ­

να πως τα μικρά παιδιά δεν έχουν δασκάλους και συλλογές του τσίρ­

κου, ούτε και παίρνουν μαθ-ήματα "τσιρκολογίας!" Τι θέλατε λοιπόν

να μάθετε εκεί; Είμαι βέβαιη πως έχετε αρκετή δουλειά, αν αυτό εί­

ναι που ζητάτε. Με τη ζαλάδα που έχει το κεφάλι μου, δεν μπορώ να

θυμηθώ ούτε τα μισά απ' τα μαθήματα που έχετε να μελετήσετε>> .

«Ακριβώς γι' αυτό δεν μπορούμε!» είπε πεισματάρικα η Λουίζα.

«Κάθόλου μάλιστα, και να σας λείπουν αυτά!>> είπε η κυρία

Γκραντγκράιντ. «Πηγαίνετε αμέσως να μελετήσετε κάποια ... ολο­γία>>. Η κυρία Γκραντγκράιντ δεν ήταν άνθρωπος της επιστήμης κι

έστελνε τα παιδιά της να μελετήσουν με την αόριστη αυτή παραί­

νεση, αφήνοντας σε κείνα την εκλογ1Ί της μελέτης.

Αληθινά, η κυρία Γκραντγκράιντ είχε ένα aξιοθρήνητα φτωχό

απόθεμα από πραγματικότητες μα ο κύριος Γκραντγκράιντ, όταν

την ανύψωσε σ' αυτό το υψηλό συζυγικό επίπεδο, είχε επηρεασθεί

από δυο λόγους: Πρώτον, δεν υστερούσε καθόλου σε μετρητά, και

δεύτερον, δεν είχε στο κεφάλι της κανενός είδους aνοησίες. Με τη

λέξη «aνοησίες», εννοούσε τη φαντασία· και πραγματικά φαίνε­

ται να ήταν τόσο μακριά από καθετί που έχει κάποια συγγένεια μ'

αυτό το είδος, όσο μπορεί να 'ναι μια ανθρώπινη ύπαρξη που δεν

·έφτασε ακόμα στην τελειότητα μιας απόλυτης ηλιθιότητας.

Έφτανε να μείνει μόνη με τον άντρα της και τον κύριο Μπαου­

ντερμπάη η αξιοθαύμαστη αυτή κυρία, για να βυθιστεί και πάλι

στην αβουλία της, χωρίς να μεσολαβήσει τίποτ' άλλο. Έτσι λοι­

πόν, έσβησε πάλι σιγά σιγά και κανείς πια δεν -την πρόσεχε. «Μπαουντερμπάη>> είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, τραβώντας

μια καρέκλα κοντά στη φωτιά, «ενδιαφέρεσαι πάντα τόσο πολύ

για τα παιδιά μου -και ιδιαίτερα για τη Λουίζα- ώστε δεν είναι

ανάγκη να σου ζητήσω να με συχωρέσεις που θα σου πω πόσο με λύπησε η σημερινή μου ανακάλυψη. ~Εχω τόσο συστηματικά αφο-

Page 31: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 31

σιιqθεί (όπως ξέρεις) στην ανάπτυξη της λογικής των παιδιών μου.

Η λογική (όπως ξέρεις) πρέπει να 'ναι ο μόνος σκοπός της παιδεί­

ας. Κι όμως, Μπαουντερμπάη, θα 'λεγε κανείς, κρίνοντας από το

σημερινό απροσδόκητο, αν και ασήμαντο αυτό καθεαυτό περιστα­

τικό, πως κάτι έχει παρεισφρήσει στο μυαλό του Θωμά και της

Λουίζας, κάτι που είναι ... ή μάλλον που δεν είναι ... δεν ξέρω μή­πως θα 'ταν καλύτερα να πω κάτι που ποτέ κανείς από μας δεν

ήταν δυνατό να σκεφτεί να το καλλιεργήσει μέσα τους και που δεν

έχει καμιά σχέση με τη λογική τους».

«Ασφαλώς δεν υπάρχει καμιά λογική στο να κοιτάζει κανείς μ'

ενδιαφέρον ένα κοπάδι αλήτες» αποκρίθηκε ο Μπαουντερμπάη.

«Όταν ήμουν εγώ αλήτης, κανείς δε με κοίταζε ποτέ μ' ενδιαφέ­

ρον. Αυτό είναι βέβαιο».

«Τότε γεννάται το ζήτημα» είπε ο εξόχως πρακτικός πατέρας,

κοιτάζοντας τη φωτιά, <<από πού προήλθε αυτή η χυδαία περιέρ­

γεια;>>

«Θα σου πω εγώ από πού . Από την aργόσχολη φαντασία>>.

«Ελπίζω να μην είναι αυτό» είπε ο εξόχως πρακτικός. «Ωστόσο,

καθώς γύριζα σπίτι, ένιωσα κι εγώ αυτό το φόβο>>.

«Η aργόσχολη φαντασία, Γκραντγκράιντ>> ξανάπε ο Μπαου­

ντερμπάη, «είναι πολύ κακό πράγμα για κάθε άνθρωπο, μα φο­

βερό για ένα κορίτσι σαν τη Λουίζα. Θα ζητούσα συγνώμη από

την κυρία Γκραντγκράιντ για τις έντονες αυτές εκφράσεις μου ,

μα ξέρει καλά η κυρία Γκραντγκράιντ πως δεν είμαι κανένας

λεπτεπίλεπτος άνθρωπος. Όποιος ζητάει τέτοιες λεπτότητες

από μένα, θ' απογοητευτεί. Η ανατροφή μου δεν ήταν καθόλου

ραφινάτη» .

«Μήπως» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, βαθιά συλλογισμένος,

με τα χέρια στις τσέπες και τα βαθουλωτά μάτια του προσηλωμένα

στη φωτιά, «μήπως τα παρέσυρε κανένας δάσκαλος ή κανένας

υπηρέτης; Μήπως η Λουίζα κι ο Θωμάς διάβασαν τίποτα; Μήπως,

παρ' όλες τις προφυλάξεις, μπήκε στο σπίτι κανένα ανόητο μυθι­στόρημα: Για-rί αυτό είναι τόσο παρ<iξενο, τόσο ακατανόητο για

παιδιά που έχουν διαπαιδαγωγηθεί με το γνώμονα και το διαβ11τη

απ' τον καιρό που ήταν ακόμα μωρά στην κούνια>>.

«Για στάσου! >> φώναξε ο Μπαουντερμπάη, που στεκόταν πάντα

μπροστά στη φωτιά, τόσο ξαναμμένος από την εκρηκτική ταπεινο-

Page 32: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

32 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

φροσύνη του, που ξεσπούσε και στα έπιπλα του δωματίου. «Έχεις

στο σχολειό σου ένα από τα παιδιά αυτών των σαλτιμπάγκων».

«Ναι, τη Σεσίλια Τζιουπ» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, κοιτά­

ζοντας το φίλο του με μια έκφραση ενοχ1Ίς στη βλέμμα.

«Για στάσου τώρα!» ξαναφώναξε ο Μπαουντερμπάη. «Πώς ήρ­

θε αυτό το κορίτσι στο σχολειό;»

«Η αλήθεια είναι πως δεν είναι πολύς καιρός που τη γνώρισα.

Είχε έρθει στο σπίτι για να ζηηiσει να γίνει δεχτή στο σχολειό,

επειδή δεν είναι απ' τη δική μας την πόλη και ... μα ναι, έχεις δίκιο, Μπαουντερμπάη, έχεις δίκιο» .

«Για στάσου μια στιγμή!» φώναξε για μια ακόμα φορά ο Μπα­ουντερμπάη. «Την είδε η Λουίζα όταν ήρθε;»

«Ασφαλώς την είδε, γιατί αυτή μου έκανε λόγο για την αίτησή

της. Μα όπως ξέρω πολύ καλά, την είδε μπροστά στην κυρία

Γκραντγκράιντ».

«Σας παρακαλώ, κυρία Γκραντγκράιντ» είπε ο Μπαουντερ­

μπάη, «Πείτε μας, τι έγινε;»

«Ω, δεν είμαι καθόλου στα καλά μου!» αποκρίθηκε η κυρία

Γκραντγκράιντ. «Το κορίτσι ήθελε να 'ρθει στο σχολείο, κι ο κύριος

Γκραντγκράιντ ήθελε να 'ρχονται κορίτσια στο σχολείο, και η Λουί­

ζα και ο Θωμάς μου είπαν πως το κορίτσι ήθελε να 'ρθει και πως ο

κύριος Γκραντγκράιντ ήθελε να 'ρθουν κορίτσια. Πώς μπορούσα

εγώ να τους φέρω αντίρρηση, αφού έτσι είναι τα πράγματα!»

«Ε λοιπόν, εγώ σου λέω, Γκραντγκράιντ>> είπε ο κύριος Μπαου­

ντερμπάη, «να διώξεις αυτό το κορίτσι, για να τελειώνουμε μ' αυ­

τή την ιστορία».

«Νομίζω πως έτσι πρέπει να κάνω».

«Να γίνει αμέσως» είπε ο Μπαουντερμπάη. «Αυτό ήταν πάντα

το μοτίβο της ζωής μου. Όταν σκέφτηκα πως έπρεπε να φύγω από

το αυγοκούτι μου κι από τη γιαγιά μου, το 'καμα αμέσως! Κάνε κι

εσύ το ίδιο. Να γίνει αμέσως!» «'Ερχεσαι μαζί μου;» ρώτησε ο φίλος του . «Έχω τη διεύθυνση

του πατέρα της. Θα 'θ ε λες να πάμε μια βόλτα ώς την πόλη;»

<<Βεβαιότατα>> είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη. «Φτάνει να γίνει

αμέσως».

Ο κύριος Μπαουντερμπάη πέταξε το καπέλο του πάνω στο κε­

φάλι του -το πετούσε πάντα μ' αυτό τον τρόπο, δείχνοντας έτσι

Page 33: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 33

πως ήταν τόσο φοβερά πολυάσχολος, που δεν του 'μενε καιρός να

μάθει πώς να φοράει το καπέλο του- και με τα χέρια στις τσέπες

βγήκε στο διάδρομο. «Ποτέ δε φοράω γάντια» συνήθιζε να λέει,

«δεν ανέβηκα γαντοφορεμένος τα σκαλοπάτια της κοινωνίας . Δε

θα 'φτανα τόσο ψηλά, αν φορούσα γάντια».

Καθώς έμεινε δυο τρία λεπτά στο διάδρομο, ώσπου ν' ανεβεί στο

πάνω πάτωμα ο κύριος Γκραντγκράιντ για να πάρει τη διεύθυνση

του πατέρα της 'Γζιουπ, ο Μπαουντερμπάη άνοιξε την πόρτα του

σπουδαστηρίου των παιδιών κι έριξε το βλέμμα του στο 1Ίρεμο αυτό

διαμέρισμα το στρωμένο με χαλιά, που παρ' όλες τις βιβλιοθήκες

του, τις επιστημονικές συλλογές του και παρ' όλη τη φιλοσοφική του

εξάρτυση, είχε κάτι από την πρόσχαρη όψη ενός δωματίου κομμώ­

σεων. Η Λουίζα ακουμπούσε νωχελικά στο παράθυρο, κοιτάζοντας

έξω, χωρίς να βλέπει τίποτα, ενώ ο νεαρός Θωμάς κοιτούσε όρθιος

τη φωτιά, ξεφυσώντας με τα ρουθούνια του, πεισμωμένος. Ο Άνταμ

Σμιθ και ο Μάλθος, δυο μικρότεροι Γκραντγκράιντ, ήταν έξω παρα­

κολουθώντας με το συνοδό τους μια σειρά μαθήματα· κι η μικρή τζέ­

ην, αφού έκανε τό πρόσωπό της σωστή χαλκομανία από τις μολυβιές

και τα δάκρυα, αποκοιμήθηκε πάνω στα δεκαδικά κλάσματα.

«Εντάξει, Λουίζα· εντάξει, Θωμά» είπε ο κύριος Μπαουντερ­

μπάη, δε θα το ξανακάνετε, ε; Σας πληροφορώ πως ο πατέρας σας δεν είναι πια θυμωμένος. Τι λες, Λουίζα, δεν αξίζει αυτό ένα

φιλάκι;»

«Μπορείτε να το πάρετε, κύριε Μπαουντερμπάψ> απάντησε η

Λουίζα και στάθηκε ψυχρή, ύστερα διέσχισε το δωμάτιο και σή­

κωσε aπρόθυμα το μάγουλό της προς το μέρος του, με το πρόσωπο

γυρισμένο αλλού.

«Πάντα η χα"ίδεμένη μου· ε, Λουίζα;» είπε ο κύριος Μπαου­

ντερμπάη. «Αντίο, Λουίζα!»

Εκείνος έφυγε, αυτή όμως στεκόταν στο ίδιο μέρος, τρίβοντας

με το μαντίλι της το μάγουλο που είχε φιλήσει ο Μπαουντερμπάη,

ώσπου έγινε κόκκινο, φωτιά! Πέρασαν πέντε λεπτά κι εξακολου­

θούσε ακόμα να το τρίβει.

«Τι κάνεις αυτού, Λου;» διαμαρτυρήθηκε ο αδελφός της. «Θα

τρυπήσεις το μάγουλό σου» .

«Μπορείς, αν θέλεις, να κόψεις αυτό το κομμάτι με το μαχαιρά­

κι σου, Τομ. Δε θα κλάψω καθόλου!»

Page 34: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΚΕΦΑΛΑΙΟS

Ο ΒΑΣΙΚΟΣ ΤΟΝΟΣ

τ Ο ΚΟΚΤΑΟΥΝ, όπου περπατούσαν τώρα οι κύριοι

Μπαουντερμπάη και Γκραντγκράιντ, ήταν ένας θρίαμβος

της πραγματικότητας. Ήταν αμόλυντο απ' τη φαντασία,

περισσότερο κι απ' αυτήν ακόμη την κυρία Γκραντγκράιντ. Ας δώ­

σουμε λοιπόν το βασικό τόνο -το Κοκτάουν- πριν συνεχίσουμε το

σκοπό μας.

Ήταν μια πολιτεία από κόκκινα τούβλα, ή καλύτερα από τού­

βλα που θα 'ταν κόκκινα, αν τ' άφηναν οι καπνοί και οι στάχτες

όπως όμως είχαν τα πράγματα, ήταν μια πολιτεία μ' ένα αφύσικο

κοκκινόμαυρο χρώμα, που θύμιζε ζωγραφισμένο πρόσωπο aν­

θρωποφάγου. Ήταν μια πολιτεία μηχανών και ψηλών καμινάδων,

που άφηναν ολοένα aτέλειωτες σερπαντίνες καπνού, που δεν

έπαυαν ποτέ να στριφογυρίζουν. Είχε ένα μαύρο κανάλι κι ένα

ποτάμι που έτρεχε νερό κόκκινο από βρώμικες μπογιές. Είχε τε­

ράστιους όγκους από κτίρια γεμάτα παράθυρα, που έτρεμαν και

χτυπούσαν όλη την ημέρα και όπου το έμβολο της aτμομηχανής

ανεβοκατέβαινε μονότονα, σαν το κεφάλι ενός ελέφαντα που βρί­

σκεται σε κρίση μελαγχολίας. Είχε κάμποσους μεγάλους δρόμους που έμοιαζαν πολύ ο ένας με τον άλλον και πολλούς μικρούς δρο­

μάκους που έμοιαζαν ακόμα περισσότερο ο ένας με τον άλλον, κι

οι άνθρωποι που κατοικούσαν σ' αυτούς ήταν το ίδιο όμοιοι μετα­

ξύ τους, έμπαιναν κι έβγαιναν όλοι τις ίδιες ακριβώς ώρες, αφήνο­

ντας τους ίδιους πάντα ήχους, στα ίδια πεζοδρόμια, για να πάνε να

κάνουν την ίδια δουλΕιά, και το κάθΕ τους σήμΕρα ήταν πανομοιό­

τυπο του χτες και του αύριο κι ο κάθε τους χρόνος αντίγραφο του

περσινού και του επόμενου χρόνου.

Page 35: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 35

Γενικά, αυτές οι ιδιότητες του Κοκτάουν ήταν αναπόσπαστες

από τη βιομηχανία, που του 'δ ινε ζωή. Σαν αποζημίωση για όλα

αυτά, μπορούσε να προβάλει την παραγωγή του σε είδη πολυτε­

λείας που κυκλοφορούσαν σ' όλο τον κόσμο και σε είδη καλλωπι­

σμού, που έδιναν τη μισή ομορφιά τους στις χαριτωμένες εκείνες

κυρίες που δε θα 'θελαν ούτε ν' ακούσουν ποτέ τ' όνομα της σκο­

τεινής αυτής πολιτείας.

Δεν έβλεπες τίποτα στο Κοκτάουν που να μην παρουσιάζει την

εικόνα μιας εντατικής κίνησης και δουλε ιάς. Αν τα μέλη μιας θρη ­

σκευτικής αίρεσης έχτιζαν εκεί μια εκκλησία -όπως είχαν κάνει

τα μέλη δεκαοχτώ θρησκευτικών αιρέσεων- την έφτιαχναν άαν ένα είδος θρησκευτικής αποθήκης με κόκκινα τούβλα και καμιά

φορά (μονάχα όμως όταν ήθελαν να παρουσιάσουν ένα εξαιρετι­

κά διακοσμημένο μοντέλο), έβαζαν στην κορφή της μια καμπάνα

κλεισμένη μέσα σ' ένα κλουβί. Μοναδική εξαίρεση ήταν η Νέα

Εκκλησία. Ένα σουβαντισμένο οικοδόμημα, μ' ένα τετράγωνο

καμπαναριό πάνω από την πόρτα, που τέλειωνε σε τέσσερις μι­

κρούς οβελίσκους, που έμοιαζαν με ξύλινα δ ιακοσμητικά ποδά­

ρια. Όλες οι δημόσιες επιγραφές της πολιτείας ήταν γραμμένες με

αυστηρά ομοιόμορφα μαύρα γράμματα. Η φυλακή μπορούσε να

'ταν το νοσοκομείο, το νοσοκομείο μπορούσε να 'ταν η φυλακή, το

δημαρχείο μπορούσε να 'ταν ένα απ' αυτά τα δυο ή και τα δυο μα­

ζί ή κι οτιδήποτε άλλο, μια και τα ιδρύματα αυτά δεν παρουσίαζαν

καμιά διαφορά στην αρχιτεκτονική τους χάρη. Πραγματικότητα,

πραγματικότητα, πραγματικότητα, παντού σ' όλη την εμφάνιση

της πολιτείας. Το σχολειό του Μακ Τσοκουμτσάιλντ ήταν μια

πραγματικότητα, και η σχολή σχεδίου ήταν μια πραγματικότητα,

κι οι σχέσεις ανάμεσα σε αφέντη κι εργάτη ήταν μια πραγματικό­

τητα, όλα από το μαιευτήριο ώς το νεκροταφείο δεν ήταν παρά

πραγματικότητες και τίποτε που δεν μπορεί να εκφραστεί με

αριθμούς ή ν ' αγοραστεί σε φτηνή τιμή και να πουληθεί σε ακριβή,

δεν υπήρχε εκεί κι ούτε θα υπάρξει ποτέ εις τους αιώνας των αιώ­

νων,αμήν. Μια πολιτεία τόσο αφιερωμένη στην πραγματικότητα, με τόσο

θριαμβευτικές επιτυχίες στις επιδιώξεις της, θα περίμενε βέβαια

κανείs πωs ήταν e;υτυχισμtνη. Ε, λοιπόν, όχι· όχι και τόσο . Όχι!

Πώς είναι δυνατόν!

Page 36: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

36 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΊΙΚΕΝΣ

Όχι. Το Κοκτάουν δε βγ1Ίκε, από τα ίδια του τα καμίνια, καθαρό

σαν το χρυσάφι που πέρασε από τη δοκιμασία της φωτιάς. Πρώτα

πρώτα, να ένα από τα ανεξήγητα μυστ1Ίρια αυτής της πολιτείας:

Ποιοι ήταν οι πιστοί των δεκαοχτώ της αιρέσεων; Γιατί δεν ήταν

πάντως οι εργάτες. Κι ΊΊταν πολύ παράξενο να περπατάς στους δρό­

μους της, ένα κυριακάτικο πρωινό, και να βλέπεις πόσο λίγους ερ­

γάτες κατάφερναν οι καμπάνες, με το βάρβαρο βροντολ6γημά

τους, να τραβήξουν από τις γειτονιές, από τα κατάκλειστα σπίτια,

από τις γωνιές των δρόμων, όπου τεμπέλιαζαν άσκοπα κοιτάζοντας

τους πιστούς που πήγαιναν στις εΚκλησιές και στα παρεκκλήσια,

σαν κάτι που τους ήταν ολότελα αδιάφορο και ξένο . Κι αυτό δεν το

πρόσεχαν μονάχα οι ξένοι, γιατί στο ίδιο το Κοκτάουν υπήρχε μια

οργάνωση, που μέλη της αγόρευαν σε κάθε συνεδρίαση της Βουλής

των Κοινοτψων και ζητούσαν, γεμάτα ιερή αγανάκτηση, να ψηφι­

στούν νόμοι που ν' αναγκάσουν με τη βία αυτούς τους ανθρώπους

να γίνουν ευσεβείς. Ύστερα ερχόταν η Αντιαλκοολική Εταιρεία,

που παραπονιόταν πως οι ίδιοι εκείνοι άνθρωποι το 'ριχναν στο

πιοτό, και τα μέλη της, παίρνοντας το τσάι τους σε φιλικές συγκε­

ντρώσεις, απόδειχναν, με πίνακες και στατιστικές, πως είχαν γίνει

κιόλας μέθυσοι και πως καμιά προσπάθεια, ανθρώπινη Ίl θεία

(εκτός από ένα μετάλλιο αντιαλκοολισμού) δε θα μπορούσε να τους

πείσει ν' αφήσουν τη συνήθεια να μεθούν. Ύστερα ερχόταν ο φαρ­

μακοποιός, που έδειχνε, με άλλους στατιστικούς πίνακες, πως όταν

δε μεθούσαν, έπαιρναν όπιο. Ύστερα ερχόταν ο πολύπειρος εφη­

μέριος της φυλακής, με ακόμα περισσότερους στατιστικούς πίνα­

κες, που aχρήστευαν όλους τους άλλους, και απόδειχνε πως οι ίδιοι

αυτοί άνθρωποι σύχναζαν σε καταγώγια, μακριά απ' τα βλέμματα

της κοινωνίας, όπου άκουαν πρόστυχα τραγούδια, έβλεπαν πρόστυ­

χους χορούς κι ίσως μάλιστα να 'παιρναν κι οι ίδιοι μέρος σ' αυτά τα

χυδαία ξεφαντώματα· και όπου ο Α.Β., που σε λίγο θα 'κλεινε τα 24 του χρόνια, καταδικασμένος τώρα σε φυλάκιση δεκαοχτώ μηνών,

είJτε, μόνος του (μόλο που φυσικά δεν ήταν και τόσο αξιόπιστος),

πώς άρχισε η καταστροφή του, και δεν είχε, λέει, καμιάν αμφιβολία

πως, αν δεν έπαιρνε αυτό το δρόμο, θα γινόταν πραγματικό υπό­

δειγμα ηθικής. Ύστερα ερχόταν ο κύριος Γκραντγκράιντ και ο κύ­

ριος Μπαουντερμπάη, οι δυο τζέντλεμαν που περπατούσαν τώρα

στους δρόμους του Κοκτάουν, κι οι δυο πέρα και πέρα πρακτικοί

Page 37: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 37

άνθρωποι, που μπορούσαν στην ανάγκη να παρουσιάσουν κι άλ­

λους στατιστικούς πίνακες, βγαλμένους από την προσωπική τους

πείρα και ζωντανεμένους με δικά τους χειροπιαστά παραδείγματα,

που θα 'δειχναν καθαρά πως οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι δεν ήταν παρά

ένα τσούρμο αλήτες -κι ήταν το μόνο σωστό πράγμα που ειπώθηκε

σ' αυτή την περίπτωση, κύριοι- πως ό,τι κι αν έκανες γι' αυτούς, δε

θα στ' αναγνώριζαν ποτέ, κύριοι· πως δεν έμεναν ποτέ ευχαριστη­

μένοι, κύριοι· πως ποτέ δεν ήξεραν τι ήθελαν· πως έτρωγαν τα κα­

λύτερα φαγητά κι αγόραζαν φρέσκο βούτυρο κι έπιναν καφέ της

Μόκας και δεν καταδέχονταν παρά μονάχα το καλύτερο κρέας, κι

όμως ήταν πάντα aνικανοποίητοι κι aνοικονόμητοι. Με δυο λόγια,

θύμιζαν το ηθικό δίδαγμα του παλιού νανουρίσματος.

Ζούσε έναν καιρό μια γριά, μα τι γριά που 'ταν κι αυτή!

Δ εν ε ζούσε παρά μ6νο για φαγί και για πιοτί!

Δ εν της λείψανε ποτέ τα φαγιά και τα πιοτά της,

Κι 6μως ήσυχη ΠΟΤΕ δεν καθ6τανε στ' αυγά της.

Και τώρα αναρωτιέμαι: μπορούσε άραγε να υπάρχει καμιά ανα­

λογία ανάμεσα στην περίπτωση του πληθυσμού του Κοκτάουν και

στην περίπτωση των μικρών Γκραντγκράιντ; Δε θα πουν βέβαια τώ­

ρα σε μας, σοβαρούς και μυαλωμένους ανθρώπους, που καταλαβαί­

νουμε κι εμείς από αριθμούς, πως ένα από τα πιο βασικά στοιχεία

για την ίδια την ύπαρξη της εργατιάς του Κοκτάουν δεν παραμελή­

θηκε σκόπιμα ολόκληρες εικοσαριές χρόνια! Πως τάχα θα 'ταν φα­

ντασιοπληξία να ζητούν οι εργάτες να καλυτερέψουν τη ζωή τους,

αντί ν' αγωνίζονται και να λιώνουν καθημερινά! Πως ακριβιός εξαι­

τίας της aτέλειωτης και μονότονης δουλειάς δε μεγάλωσε μέσα τους

η λαχτάρα για λίγη ξεκούραση -λίγη άνεση, λίγη ψυχαγωγία, που

ξαλαφρώνει το πνεύμα και την ψυχή, μια κάποια διέξοδο- να τους

αναγνωριστούν μερικές γιορταστικές ημέρες, ας ήταν και μονάχα

για ένα σεμνό χορό με μια εύθυμη ορχήστρα -μια λαχτάρα που πρέ­

πει να ικανοποιηθεί, αλλιώς θα 'χουμε οπωσδήποτε κακά ξετελέμα­

τα, ώσπου να καταλυθούν οι νόμοι της Δημιουργίας.

«Αυτός ο άνθρωπος μένει στο Ποντς Εντ, και δεν ξέρω πού

ακριβώς είναι αυτό το μέρος» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ. «Μή­

πως ξέρεις εσύ, Μπαουντερμπάη;>>

Ο κύριος Μπαουντερμπάη ήξερε πως ήταν κάπου στο κάτω μέ-

Page 38: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

38 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ

ρος της πολιτείας μα δεν ήξερε πού ακριβώς. Στάθηκαν λοιπόν

για μια στιγμή κοιτάζοντας γύρω.

Σχεδόν την ίδια στιγμή πρόβαλε από τη γωνιά του δρόμου, τρέ­

χοντας βιαστικά, με μια έκφραση τρόμου στο πρόσωπο, ένα κορι­

τσάκι που ο κύριος Γκραντγκράιντ τ' αναγνώρισε αμέσως. «Έι!»

φώναξε. «Στάσου! Πού πας; Στάσου!» Το κορίτσι νούμερο είκοσι

στάθηκε λαχανιάζοντας και του 'κανε μια υΠόκλιση.

«Γιατί τρέχεις στους δρόμους» είπε ο κύριος Γκραντγκρaιντ,

«μ' αυτό τον ανάρμοστο τρόπο;»

«Με ... με κυνηγούν, κύριε» είπε με κομμένη φωνή το κορίτσι «Κι ήθελα να ξεφύγω».

«Σε κυνηγούν;» επανέλαβε ο κύριος Γκραντγκράιντ. «Και ποιος

μπορεί να σε κυνηγάει;»

Σ' αυτή την ερώτηση δόθηκε αναπάντεχη και ξαφνική απόκρι­

ση, με την εμφάνιση του άχρωμου παιδιού, του Μπίτζερ. Πρόβαλε

από την ίδια γωνιά, με τόση τυφλή γρηγοράδα και τόσο λίγο περί­

μενε πως θα βρεθεί, στο πεζοδρόμιο, μπροστά σε κάποιο εμπόδιο,

που έπεσε πάνω στο γιλέκο του κυρίου Γκραντγκράιντ και τινά­

χτηκε ώς πέρα στο δρόμο.

«Τι σημαίνει αυτό, νεαρέ;» ρώτησε ο κύριος Γκραντγκράιντ.

<Πι τρόπος είναι αυτός; Πώς τολμάς να ρίχνεσαι έτσι πάνω στον

κόσμο;»

Ο Μπίτζερ μάζεψε το καπέλο του, που με το τίναγμα είχε φύγει

από το κεφάλι του, ύστερα, πισωδρομίζοντας και φέρνοντας το χέ­

ρι στο μέτωπο, δικαιολογήθηκε πως ήταν τυχαίο.

«Αυτό το παιδί σε κυνηγούσε, 'Γζιουπ;» ρώτησε ο κύριος Γκραντ­

γκράιντ.

«Μάλιστα, κύριε» είπε αθέλητα το κορίτσι.

«Όχι, δεν είναι αλήθεια, κύριε!» φώναξε ο Μπίτζερ. «Αυτή άρ­

χισε να τρέχει πρώτη. Μα οι καβαλάρηδες του τσίρκου λένε πάντα

ό,τι τους κατέβει, κύριε. Όλος ο κόσμος το ξέρει. Το ξέρετε και

σεις πως οι καβαλάρηδες του τσίρκου λένε πάντα ό,τι τους έρθει

στο κεφάλι»· ύστερα, γυρίζοντας στη Σίση: «Το ξέρε ι όλη η πολι­

τεία πως -με συγχωρείτε, κύριε- πως οι καβαλάρηδες του τσίρκου

δεν ξέρουν καθόλου από προπαίδεια».

Ο Μπίτζερ βρήκε το πιο ευαίσθητο σημείο του κυρίου Μπαου­

ντερμπάη.

Page 39: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΌΝΙΑ 39

«Μου 'σπασε τη χολή>> είπε το κορίτσι, <<με τις άγριες γκριμά­

τσες του».

«Ω!» φώναξε ο Μπίτζερ. «Ω! Μη δεν είσαι κι εσύ από το ίδιο

σινάφι; Μη δεν είσαι κι εσύ μια καβαλάρισσα; Ούτε την κοίταξα

καθόλου, κύριε. Τη ρώτησα μονάχα αν θα 'ξερε να πει αύριο τον

ορισμό του αλόγου κι αν ήθελε να της τον ξαναθυμίσω, και τότε το

'βαλε στα πόδια κι εγώ την κυνήγησα, για να μάθει άλλη φορά ν'

απαντάει όταν τη ρωτάνε ... Ποτές δε θα σκεφτόταν να πει τέτοιες ψευτιές, αν δεν ήταν μια καβαλάρισσα».

«Φαίνεται πως το επάγγελμά της είναι αρκετά γνωστό στο σχο­

λειό» παρατήρησε ο κύριος Μπαουντερμπάη. «Σε μια βδομάδα

όλοι οι μαθητές θα στριφογυρίζουν έξω από το τσίρκο· εδώ είμαι

κι εδώ είσαι!»

«'Ετσι νομίζω κι εγώ» αποκρίθηκε ο φίλος του. «Μπίτζερ, με­

ταβολή και δρόμο για το σπίτι σου. Εσύ, τζιουπ, περίμενε μια

στιγμή . Αν σε ξαναδώ να τρέχεις έτσι στους δρόμους, νεαρέ, θα τα

κουβεντιάσω με το δάσκαλό σου. Με καταλαβαίνεις, πιστεύω.

Φεύγα τώρα».

Το παιδί σταμάτησε το γρήγορο παίξιμο των ματιών του, ξανά­

φερε το χέρι στο μέτωπο, έριξε μια ματιά στη Σίση, έκανε μεταβο­

λή και πήρε δρόμο .

«Και τώρα, Σεσίλια» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, «οδήγησέ

μας στον πατέρα σου· αυτόν γυρεύουμε. Μα τι κρατάς μέσα σ' αυ­

τό το μπουκάλι;»

«Τζιν» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη.

«Ω, όχι, κύριε! Είναι τα εννιά λάδια».

«Τι;» φώναξε ο κύριος Μπαουντερμπάη.

«Τα εννιά λάδια, κύριε . Για νατρίψω μ' αυτά τον πατέρα μου».

Τότε ο κύριος Μπαουντερμπάη είπε, αφήνοντας ένα μικρό δυ-

νατό γέλιο:

«Και τι διάβολο θέλεις που τρίβεις τον πατέρα σου με εννιά

λάδια;>>

«Αυτό μεταχειρίζονται πάντα οι άνθρωποί μας, όταν τύχει να

χτυπήσουν στο τσίρκο» απάντησε το κορίτσι, κοιτάζοντας πάνω απ' τον ώμο του για να βεβαιωθεί πως έφυγε ο διώχτης του. «Κα­

μιά φορά, ξέρετε, χτυπούν πολύ άσχημα».

«Καλά παθαίνουν>> είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη «αφού κά-

Page 40: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

40 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

νουν ένα τέτοιο τεμπέλικο επάγγελμα». Η Σ ίση τον κοίταξε μ' ένα

βλέμμα γεμάτο κατάπληξη και τρόμο.

«Μα τον α·ί-Γιώργη!» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη, «όταν

ήμουνα τέσσερα ή πέντε χρόνια νεότερος από σένα, όλο μου το

κορμί ήταν γεμάτο καρούλες, που μήτε δέκα, μήτε είκοσι, μήτε σα­

ράντα λάδια δε θα μπορούσαν να τις γιάνουν. Μα, φυσικά, δεν τις

έκανα όλες αυτές τις καρσύλες δίνοντας παραστάσεις, μα χτυπώ­

ντας εδώ κι εκεί. Εγώ δε χόρευα πάνω στο σκοινί· χόρευα σε στέ­

ρεο έδαφος, τρώγοντας ξυλιές με το σκοινί».

Ο κύριος Γκραντγκράιντ, αν και ήταν αρκετά σκληρός άντρας,

δεν είχε ωστόσο την αλυγισιά του κυρίου Μπαουντερμπάη. Γενι­

κά, δεν ήταν κακός χαρακτήρας μπορούσε μάλιστα να 'ταν πολύ

καλός αν, πριν από κάμποσα χρόνια, δεν είχε κάνει ένα σοβαρό

αριθμητικό λάθος σταθμίζοντας το χαρακτήρα του. Καθώς έστρι­

βαν σ' ένα στενό δρομάκο, είπε, προσπαθώντας να δώσει ενθαρ­

ρυντικό τόνο στη φωνή του:

«Αυτό λοιπόν είναι το Ποντς Εντ; Έτσι, Τζιουπ;»

«Μάλιστα, κύριε, και -αν έχετε την καλοσύνη- αυτό είναι το

σπίτι».

Είχε αρχίσει να βραδιάζει, όταν σταμάτησε στην πόρτα ενός

άθλιου μικρού κέντρου, με μουντά, κόκκινα φώτα. Ήταν τόσο θλι­βερό και κακομοίρικο, που θα 'λεγες πως, μην έχοντας τι άλλο να

κάνει, το 'χει ρίξει αυτό το ίδιο στο πιοτί και κατάντησε στα χάλια

που καταντούν όλοι οι μπεκρήδες, και βρισκόταν κιόλας στα τε­

λευταία του.

«Θα περάσετε τη σάλα, κύριε, θ' ανεβείτε τη σκάλα, κι αν έχετε

την καλοσύνη, περιμένετε εκεί ώσπου να φέρω ένα κεράκι. Αν

ακούσετε κανένα σκύλο, κύριε, μη φοβηθείτε, είναι ο Σβελτοπό­

δης γαβγίζει μα δε δαγκώνει».

«0 Σβελτοπόδης και τα εννιά λάδια. Χμ!» είπε ο κύριος Μπα­ουντερμπάη, μπαίνοντας τελευταίος με το μεταλλικό του γέλιο.

«Ωραία πράγματα για έναν aυτοδημιούργητο άνθρωπο!»

Page 41: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ6

ΤΟ ΤΣΙΡΚΟ ΤΟΥ ΣΛΗΡΗ

τ Ο ΟΝ ΟΜΑ του κέντρου ήταν «Τα όπλα του Πήγασου». Ο

τίτ~ος αυτός ~ταν γρ~μμένο~ σε μια τ,αμπέλα με λατινι:

κους χαρακτηρες, κατω απο την εικονα του φτερωτου

αλόγου. Πιο κάτω, μέσα σ' ένα κυματιστό διακοσμητικό πλαίσιο,

είχαν χαράξει ανάλαφρα τους παρακάτω στίχους:

Το κριθάρι το καλό φτιάνει την καλή τη μπίρα.

Πέρνα μέσα· τέτοια μπίρα μόνο εδώ θε να rη βρεις.

Μόνο απ' το καλό κρασάκι βγαίνει το ρακί το φίνο.

Πέρνα μέσα · σε προσμένει το ποτήρι σου να πιεις.

Μέσα σ' ένα πλαίσιο κρεμασμένο στον τοίχο, πίσω από το μι­

κρό σκοτεινό μπαρ, ήταν ένας άλλος Πήγασος -ένας Πήγασος,

θεατρικός- γυαλιστερός, με φτερά καμωμένα από αληθινό τούλι,

κατάστιχτος από χρυσά άστρα και με τα αιθέρια χάμουρά του κα­

μωμένα από κόκκινο μετάξι.

Καθώς ήταν πολύ σκοτεινά έξω για να μπορέσουν να διακρίνουν

την ταμπέλα, και μέσα δεν 1Ίταν αρκετό φως για να δουν το κάδρο, ο

κύριος Γκραντγκράιντ και ο κύριος Μπαουντερμπάη δε σοκαρίστη­

καν απ' αυτούς τους ιδεαλισμούς. Ακολούθησαν το κορίτσι κι ανέ­

βηκαν μια μικρή απότομη σκάλα και στάθηκαν στο σκοτάδι, ώσπου

να γυρίσει η μικρή με το κερί. Περίμεναν κάθε στιγμή ν' ακούσουν

τη φωνή του Σβελτοπόδη, μα το γυμνασμένο και σοφό αυτό σκυλί δε

γάβγισε καθόλου, ώσπου φάνηκε το κορίτσι με το κερί.

«Ο πατέρας δεν είναι στο δωμάτιό μας, κύριε>> είπε , με ζωγρα­

φισμένη την κατάπληξη στο πρόσωπό της «αν θέλετε να περάσετε μέσα, θα τον βρω αμέσως» .

Page 42: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

42 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

Μπήκαν μέσα· και η Σίση , αφού τους πρόσφερε δυο καρέκλες,

έφυγε με γρήγορο κι ανάλαφρο βήμα. Ήταν ένα φτωχικό, άθλια

επιπλωμένο δωμάτιο, που είχε μέσα κι ένα κρεβάτι. Στολισμένος

με δυο φτερά παγονιού και μια όρθια κοτσίδα, κρεμόταν σ' ένα

καρφί ο νυχτικός σκούφος, που φορούσε το ίδιο εκείνο απόγευμα

ο σινιόρ τζιουπ, για να φαιδρύνει τις διάφορες παραστάσεις με τα

φαιδρά σαιξπηρικά του πειράγματα· μα κανένα άλλο είδος της

ιματιοθήκης του , κανένα σημάδι του εαυτού του και της δουλειάς

του, δε φαινόταν πουθενά. Όσο για το Σβελτοπόδη, ο aξιοσέβα­

στος προπάτορας τσu σοφού αυτού ζώου που μπήκε στην Κιβωτό, θα μπορούσε να 'χε μείνει κατά λάθος κι απ' έξω, γιατί ούτε ίχνος σκύλου δε φαινόταν ή ακουγόταν στα «Όπλα του Πήγασου».

Άκουσαν ν' ανοιγοκλείνουν οι πόρτες στο πάνω πάτωμα, καθώς

η Σ ίση πήγαινε από δωμάτιο σε δωμάτιο, αναζητώντας τον πατέρα

της κι άξαφνα άκουσαν φωνές που έδειχναν κατάπληξη. Κατέβη­

κε πηδώντας με μεγάλη βιάση τα σκαλοπάτια, άνοιξε μια παλιά ξε­

χαρβαλωμένη πέτσινη κασέλα, τη βρήκε άδεια και κοίταξε γύρω

της με τα χέρια πλεγμένα ·και μια έκφραση τρόμου στο πρόσωπο.

«0 πατέρας θα 'χει πάει στο τσίρκο, κύριε. Δεν ξέρω γιατί να π1Ίγε· δεν μπορεί όμως να 'ναι αλλού. Θα τον φέρω σ' ένα λεπτό!>>

Έφυγε αμέσως, χωρίς καπέλο, και τα μακριά, μαύρα, παιδικά

μαλλιά της κυμάτιζαν πίσω της.

«Τι λέει αυτή;>> είπε ο κύριος Γκρανi:γκράιντ. «Πώς θα τον φέ­ρει σ' ένα λεπτό; Είναι πάνω από ένα μίλι μακριά>>.

Πριν προλάβει ν' απαντήσει ο κύρ ιος Μπαουντερμπάη, φάνηκε

στην πόρτα ένας νέος άντρας. «Με συγχωρείτε, κύριοι!>> είπε και

μπήκε μέσα με τα χέρια στις τσέπες . Το πρόσωπό του, καλοξυρι­σμένο, λεπτό και χλομό, σκιαζόταν από άφθονα μαύρα μαλλιά,

χτενισμένα σ' ένα ρολό που έφερνε βόλτα όλο του το κεφάλι και

χώριζε στη μέση του μετώπου. Οι γάμπες του ήταν πολύ γερές, μα

κάπως κοντύτερες απ' τις κανονικές αναλογίες. Όσο οι γάμπες

του ήταν πιο κοντές, τόσο το στήθος κι οι πλάτες του ήταν πιο πλα­

τιές απ' το κανονικό . Φορούσε ένα σφιχτό σακάκι ιππασίας και

πολύ εφαρμοστό παντελόνι· γύρω στο λαιμό του φορούσε ένα σά­λι· μύριζε και ροκανίδι· έμοιαζε σαν ένας παράξενος κένταυρος,

δημιούργημα του στάβλου και του θεάτρου. Πούθε άρχιζε το ένα

και πού τέλειωνε το άλλο, κανείς δεν θα μπορούσε να το πει με

Page 43: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 43

ακρίβεια. Αυτός λοιπόν ο τζέντλεμαν ρεκλαμαριζόταν στις αφίσες

του τσίρκου σαν Ε.Γ.Μ. Τσάιλντερς, διάm1μος για το τολμηρό του

πήδημα, στο ρόλο του Άγριου Κυνηγού των Λιβαδιών της Βόρειας

Αμερικής. Σ' αυτή την κοσμαγάπητη εμφάνισή του, ένα μικρό αγο­

ράκι με γέρικο πρόσωπο -που τον συνόδευε και τώρα- τον βοη­

θούσε, παίζοντας το ρόλο του μικρού του γιου. Το άρπαζε από το

ένα πόδι και το κρατούσε ανάποδα πάνω στον ώμο του μ' ακου­

μπισμένη την κορφή της κεφαλ1Ίς του στην παλάμη του και με τις

φτέρνες ψηλά, σύμφωνα με το βίαιο τρόπο που οι άγριοι κυνηγοί

συνήθιζαν να κανακίζουν τους νεαρούς βλαστούς των. Στολισμέ­

νος με μπούκλες, γιρλάντες, φτερά και κόκκινη μπογιά, ο υποσχε­

τικός αυτός μικρός μεταμορφωνόταν σ' έναν τόσο χαριτωμένο

Έρωτα, που όλες οι γυναίκες του ακροατηρίου και ιδιαίτερα οι

μητέρες ξετρελαίνονταν μαζί του. Ωστόσο, στην ιδιωτική ζωή του,

ήταν ένας γνήσιος άνθρωπος του τσίρκου, με το μεγαλίστικο σα­

κάκι του και την πολύ τραχιά φωνή του.

«Με συγχωρείτε, κύριοι» είπε ο μίστερ Ε.Γ .Μ. Τσάιλντερς, κοι­

τάζοντας ολόγυρα το δωμάτιο. «Εσείς, νομίζω, ζητήσατε να δείτε

τον Τζιουπ;»

«Πήγε να τον βρει η κόρη του» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ,

«μα δεν μπορώ να περιμένω· γι' αυτό, σας παρακαλώ, αν θέλετε,

να σας αφήσω μια παραγγελία να του τη δώσετε».

«Όπως βλέπετε, φίλε μου» είπε παρεμβαίνοντας ο κύριος

Μπαουντερμπάη, «εμείς είμαστε από τους ανθρώπους εκείνους

που ξέρουν την αξία του χρόνου, ενώ εσείς είστε από τους ανθρώ­

πους που δεν την ξέρουν καθόλου».

«Δεν έχω την τιμή να σας γνωρίζω εσάς!» αποκρίθηκε ο μίστερ

Τσάιλντερς, κοιτάζοντάς τον από πάνω ώς κάτω. «Αν όμως εννο­

είτε μ' αυτό πως εσείς πουλάτε ακριβότερα από μένα τον καιρό

σας, πάω να πιστέψω, κρίνοντας από το παρουσιαστικό σας, πως

δεν έχετε άδικο» .

«Κι εγώ μάλιστα θα 'λεγα πως τα λεφτά που βγάζετε απ' αυτή

την πούληση ξέρετε να τα φυλάτε καλά».

«Βούλωσ' το συ, Κιντερμίνστερ!» είπε ο μίστερ Τσάιλντερς

(κυρ Κιντερμίνστερ ήταν το θνητό όνομα του Έρωτα) .

«Τότε λοιπόν γιατί έρχεται εδώ και μας κορο"ίδεύει» φώναξε ο

κυρ Κιντερμίνστερ, δείχνοντας έναν πολύ ευερέθιστο χαρακτήρα.

Page 44: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

44 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

«Αν σου γουστάρει να μας κορο"ίδεύεις, τράβα σι:ο ταμείο, ακού­

μπα τα ψιλά και κάνε το κέφι σου».

«Κιντερμίνσι:ερ» είπε ο μίσι:ερ Τσάιλντερς, υψώνοντας τη φωνή

του, «σου είπα να το βουλώσεις! ... Κύριε» γύρισε στον Γκραντ­γκράιντ. «Σε σας μιλάω. Ίσως να μην ξέρετε (γιατί δεν πισι:εύω

να 'ρθατε ποτέ στο τσίρκο) πως ο τζιουπ άρχισε τελευταία να χά­

νει τη σβελτέντζα του>>.

«Άρχισε να χάνει τι;» ρώτησε ο κύριος Γκραντγκράιντ, ζητώ­

ντας με το βλέμμα βοήθεια από το δυνατό Μαουντερμπάη.

«Τη σβελτέντζα του».

«Τέσσερις φορές δείλιασε να παίξει το κομμάτι του» είπε ο κυρ

Κιντερμίνστερ, «Και σι:ο νούμερο της παντιέρας δεν πιάσι:ηκε κα­

λά και κουτρουβάλησε σωρός κουβάρι».

«Δεν έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει. Πηδούσε πολύ κοντά

και τουμπάριζε άγαρμπα» εξήγησε ο μίστερ Τσάιλντερς.

«Ω!» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, «αυτό λοιπόν θα πει έχασε

τη σβελτέντζα του;»

«Πάνω κάτω, αυτό είναι» απάντησε ο Ε.Γ.Μ. Τσάιλντερς.

«Εννιά λάδια, Σβελτοπόδης, σβελτέντζα, κουτρουβάλησε, του­

μπάριζε!» φώναξε με το πιο χαρακτηριστικό του γέλιο ο Μπαου­

ντερμπάη. «Σπουδαία, μα την αλήθεια, συντροφιά για έναν άν­

θρωπο που ανέβηκε μόνος του έως τα πιο ψηλά κοινωνικά σκαλο­

πάτια!»

«Τότε κατέβα πιο κάτω!» είπε δηκτικά ο Έρωτας. «Μα το Θεό!

Μια και μπόρεσες ν' ανεβείς ώς εκεί πάνω, με λίγη προσπάθεια

θα τα καταφέρεις να χαμηλώσεις λιγουλάκι».

«Αυτός ο μικρός είναι πολύ ενοχλητικός!» είπε ο κύριος Γκραντ­

γκράιντ, γυρίζοντας προς το μέρος του και σουφρώνοντας τα

φρύδια.

«Αν μας είχατε ειδοποιήσει για την επίσκεψή σας, θα φωνάζα­

με κανένα νεαρό ευγενή για να σας υποδεχτεί» αποκρίθηκε ο κυρ

Κιντερμίνστερ , χωρίς καθόλου να τρομάξει. «Μια κι είqαστε τόσο

δύσκολοι, ποιο νούμεQο σας αQέσει περισσότερο; Μήπως προτι­

μάτε τον Τεντωμένο τζεφ;»

«Τι εννοεί πάλι αυτό το παλιόπαιδο με τον Τεντωμέrνο Τζεψ;»

ρώτησε ο κύριος Γκραντγκράιντ, κοιτάζοντάς τον με κάποιαν

απόγνωση.

Page 45: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 45

«Μπα ! Φεύγα πια! Πήγαινε λοιπόν έξω!» φώναξε ο μίστερ

Τσάιλντερς, σπρώχνοντας απότομα το νεαρό φίλο του έξω από το

δωμάτιο. «0 Τεντωμένος τζεφ ή ο Λάσκος τζεφ, δεν πάει να πει τίποτα σπουδαίο, σημαίνει μονάχα, στη γλώσσα του τσίρκου , τε­

ντωμένο σκοινί ή λάσκο σκοινί. Εσείς θέλετε να μου δώσετε την

παραγγελία για τον τζιουπ;»

«Ναι, εγώ» .

«Τότε» συνέχισε βιαστικά ο μίστερ Τσάιλντερς, «έχω τη γνώμη

πως δε θα τη λάβει ποτέ. Τον ξέρετε καλά;>>

«Δεν τον έχω δει ποτέ μου>>.

«Κι αμφιβάλλω αν θα τον δείτε. Έφυγε! Το πράγμα είναι φα­

νερό>>.

«Πώς! Έφυγε και παράτησε την κόρη του;>>

«Ναίσκε>> είπε ο μίστερ Τσάιλντερς, με μια κλίση του κεφαλιού,

«το 'σκασε. Τον γιουχάισαν χτες βράδυ, τον γιουχάισαν προχτές,

τον γιουχάισαν σήμερα. Είναι κάμποσος καιρός τώρα που κατά­

λαβε πως δε γλιτώνει πια απ' το γιουχάισμα, κι αυτό δεν μπορούσε

να το βαστάξει».

«Και γιατί λοιπόν τον ... τον γιουχα"Cζουν τόσο;» ρώτησε ο κύ­

ριος Γκραντγκράιντ, βγάζοντας με πολύ κόπο και αξιοπρέπεια τις

λέξεις.

«Σκλήρυναν οι κλειδώσεις του κι άρχισε πια να σκουριάζει» εί­

πε ο Τσάιλντερς. «Μπορεί βέβαια ακόμα να κάνει το Φασουλέτο,

μα αυτή η δουλειά δε βγάζει ψωμί>>.

«Το Φασουλέτο!» επανέλαβε ο Μπαουντερμπάη. «Ξαναρχίσα­

με πάλι!>>

«Ας πούμε τον κωμικό, αν προτιμάτε» είπε πικαρισμένος ο μί­

στερ Ε.Γ.Μ. Τσάιλντερς, πετώντας την εξήγηση αυτή πάνω απ' τον

ώμο του και συνοδεύοντάς την μ' ένα τρέμισμα των μακριών μαλ­

λιών του, που τινάχτηκαν όλα μαζί. «Το σπουδαίο είναι, κύριε,

πως δεν του κόστιζε τόσο το ίδιο το γιουχάισμα, όσο που το 'ξερε η

κόρη του>>.

«Θαυμάσιο!>> τον έκοψε ο κύριος Μπαουντερμπάη. «Μα αυτό

είναι θαυμάσιο, Γκραντγκράιντ! Να ένας άνθρωπος, που από την

πολλή αγάπη που έχει στην κόρη του την παρατάει και φεύγει. Αυ­τό πια είναι διαβολικά ωραίο! Χα! Χα! Τώρα θα σου πω κι εγώ

κάτι, νεαρέ μου. Δεν ήμουν πάντα στη σημερινή κοινωνική μου θέ-

Page 46: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

46 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΊΊΚΕΝΣ

ση. Ξέρω εγώ απ' αυτά! Ίσως να παραξενευτείς που θα τ' ακού­

σεις, μα κι η δική μου η μητέρα με παράτησε κι έφυγε>>.

Ο Ε.Γ.Μ. Τσάιλντερς απάντησε δηκτικά πως δεν παραξενεύτη­

κε καθόλου που τ' άκουσε.

«Πολύ καλά!» είπε ο Μπαουντερμπάη . «Γεννήθηκα μέσα σ' ένα

χαντάκι, κι η μητέρα μου με παράτησε. Νομίζετε πως τη συχώρεσα

ποτέ γι' αυτό; Όχι! Τι ιδέα λέτε πως έχω γι' αυτήν; Τη θεωρώ σαν τη

χειρότερη γυναίκα που γνώρισε ο κόσμος, ύστερα από τη μπεκρού

τη γιαγιά μου . Δεν έχω εγώ οικογενειακές περγαμηνές δεν έχω αι­

σθηματισμούς και ηλίθιες φαντασιοπληξίες. Λέω τη σκάφη σκάφη

και τα σύκα σύκα· και μιλάω για τη μητέρα του Ιοσία Μπαουντερ­

μπάη του Κοκτάουν, χωρίς φόβο ή προκατάληψη, όπως θα μιλούσα

και για τη μητέρα οποιουδήποτε Ντικ ή Ί'ζων του Ουάπιγκ. Το ίδιο

θα μιλήσω και γι' αυτόν τον άνθρωπο. Είναι ένας λLJtοτάχτης, κα­

τεργάρης και παλιάνθρωπος, αυτό 'είναι σε καθαρά εγγλέζικα».

«Το ίδιο μου κάνει ό,τι κι αν είναι, είτε σε καθαρά εγγλέζικα εί­

τε σε καθαρά φραντσέζικα» βιάστηκε ν' απαντήσει ο μίστερ

Ε.Γ.Μ. Τσάιλντερς, αλλάζοντας ύφος. «Εγώ λέω στο φίλο σας τι

έγινε· αν δε σας αρέσει να τ' ακούτε, πηγαίνετε έξω να πάρετε τον

αέρα σας. Λέτε ό,τι σας κατέβει στο κεφάλι! Αυτό μονάχα στο δι­

κό σας το σπίτι μπορείτε να το κάνετε» παρατήρησε ο Ε.Γ.Μ.

Τσάιλντερς με σκληρή ειρωνεία. «Όχι εδώ μέσα. Κανένας δε σας

ρώτησε. Πιστεύω δα πως έχετε δικό σας σπίτι, ε;»

«Έτσι φαίνεται>> απάντησε ο κύριος Μπαουντερμπάη, γελώ­

ντας και κουδουνίζοντας τα λεφτά του .

«Τότε τραβάτε να τα λέτε στο σπίτι σας αυτά· κάντε μου τη χά­

ρη!>> είπε ο Τσάιλντερς. «Γιατί αυτό εδώ το σπίτι δε σας χωράει, και

καθώς δεν είναι πολύ γερό, μπορεί να γκρεμιστεί εξαιτίας σας» .

Κοίταξε πάλι απ' την κορφή ώς τα πόδια τον κύριο Μπαουντερ­

μπάη κι ύστερα, σαν να ξεμπέρδεψε πια οριστικά μαζί του , στρά­

φηκε στον κύριο Γκραντγκράιντ.

«Δεν ε ίναι μια ώρα που ο τζιουπ έστειλε την κόρη του σ' ένα

θέλημα, ύστερα τον είδαν να γλιστράει έξω, με το καπέλο χωμένο

στο κεφάλι του ώς τα μάτια και έχοντας κάτω απ' τη μασχάλη του

ένα πακέτο δεμένο σ' ένα μαντίλι. Ποτέ δε θα μπορέσει να το πι­

στέψει πως την άφησε ο πατέρας της κι όμως το 'σκασε και την

παράτησε».

Page 47: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 47

«Και γιατί, παρακαλώ» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, «δε θα

μπορέσει ποτέ να το πιστέψει;»

«Γιατί οι δυο τους Ίiταν σαν ένας άνθρωπος. Γιατί δε χώριζαν πο­

τέ. Γιατί, ώς τώρα τουλάχιστο, φαινόταν να λατρεύει την κόρη του>>

είπε ο Τσάιλντερς, προχωρώντας ένα δυο βήματα για να κοιτάξει

την άδεια κασέλα. Και ο μίστερ Τσάιλντερς και ο κυρ Κιντερμίν­

στερ είχαν παράξενη περπατησιά, με τα σκέλη τους πιο ανοιχτά

από το κανονικό και μια προσποιητή ακαμψία στα γόνατα. Αυτή η

περπατησιά ήταν συνηθισμένη σ' όλα τ' αρσενικά μέλη του θιάσου

Σλήρη -σημάδι πως περνούσαν όλη τους τη ζωή καβάλα στ' άλογα.

«Την καημένη τη Σίση! Καλύτερα να την είχε βάλει στην τέχνη»

είπε ο Τσάιλντερς, δίνοντας πάλι ένα τίναγμα στα μαλλιά του, κα­

θώς σήκωσε τα μάτια απ' την άδεια κασέλα. «Τώρα την αφήνει

χωρίς κανένα στήριγμα».

«Είναι προς τιμήν σας να το λέτε αυτό, εσείς που δε μάθατε ποτέ

σας τίποτα>> αποκρίθηκε επιδοκιμαστικά ο κύριος Γκραντγκράιντ.

«Εγώ δεν έμαθα τίποτα; Μπήκα στην τέχνη από εφτά χρονών

παιδί>>.

«Μπα! Αλήθεια;» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, κάπως αγανα­

κτισμένος για τα καλά λόγια που άφησε να του ξεφύγουν. «Δεν το

'ξερα πως υπάρχει η συνήθειά ν' αφήνουν τόσο μικρά παιδιά να μαθαίνουν την τέχνη ... >>

«Της τεμπελιάς>> πετάχτηκε ο κύριος Μπαουντερμπάη, μ' ένα

δυνατό γέλιο. «Όχι, μα την πίστη μου, ούτε εγώ δεν το 'ξερα!>>

«0 πατέρας της το 'χε βάλει για καλά στο μυαλό του» συνέχισε ο Τσάιλντερς, δείχνοντας απόλυτη αδιαφορία για την παρουσία

του κυρίου Μπαουντερμπάη, «πως η θυγατέρα του έπρεπε να

σπουδάσει και να καλοσπουδάσει μάλιστα. Πώς του μπήκε αυτ11 η

ιδέα στο κεφάλι, δεν το ξέρω. Ξέρω μόνο πως δεν του βγήκε ποτέ .

Τη μια της μάθαινε λίγη ανάγνωση, την άλλη λίγο γράψιμο, την άλ­

λη λίγη αριθμητική, σήμερα τούτο, αύριο τ' άλλο -σωστά εφτά

χρόνια».

Ο μίστερ Ε.Γ.Μ. Τσάιλντερς έβγαλε το ένα του χέρι από την

τσέπη του, χάιδεψε το πρόσωπό του και το πηγούνι του και κοίτα­

ξε, με μια έκφραση αμφίβολης ελπίδας, τον κύριο Γκραντγκράιντ.

Από την πρώτη στιγμτ1 προσπαθούσε να συμβιβαστεί μ' αυτόν τον

κύριο, για χάρη του εγκαταλειμμένου παιδιού.

Page 48: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

48 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτJΚΕΝΣ

«Όταν η Σ ίση μπήκε σ' αυτό το σχολείο» εξακολούθησε, «Ο πα­

τέρας της έκανε σαν παλαβός από τη χαρά του. Η αλήθεια είναι

πως, εγώ τουλάχιστο, δεν μπόρεσα να καταλάβω το γιατί, μια και

δεν ήταν να μείνουμε για πάντα σ~ αυτόν τον τόπο. Εμείς είμαστε

παντού περαστικοί. Ωστόσο, φαντάζομαι πως ήταν από την αρχή

aποφασισμένος να το σκάσει, και λογάριαζε πως, μπάζοντας σε

κείνο το σχολείο την κόρη του, την εξασφάλιζε . Ποτέ δεν είχε σω­

στά τα μυαλά του αυτός ο άνθρωπος. Αν τυχόν ήρθατε απόψε για

να του πείτε πως θέλετε να γνοιαστείτε λίγο την κόρη του» είπε ο

μίστερ Τσάιλντερς, ξαναχα"ίδεύοντας το πρόσωπό του και ξανα­

κοιτάζσντάς τον, «αυτό πια θα 'ταν πολύ ευχάριστο και πάνω στην

ώρα -πάρα πολύ ευχάριστο και πάνω στην ώρα».

«'Ισα ίσα>> απάντησε ο κύριος Γκραντγκράιντ, «ήρθα να του πω

πωζ είναι ανεπιθύμητη στο σχολείο εξαιτίας των κοινωνικών της

σχέσεων και δεν πρέπει να ξανάρθει. Μα πάλι, αν ο πατέρας της

την παράτησε πραγματικά, χωρίς αυτή να ξέρει τίποτε ... Μπαου­ντερμπάη, μπορώ να σου πω δυο λόγια;»

Ο μίστερ Τσάιλντερς aποτραβήχτηκε διακριτικά έξω (με την

καμαρωτή περπατησιά του) στο πλατύσκαλο της πόρτας και στά­

θηκε εκεί, χα"ίδεύοντας το πρόσωπό του και σιγοσφυρίζοντας. Κα­

θώς ήταν έτσι απασχολημένος, πήρε τ' αυτί του φράσεις, με τη φω­

νή του κυρίου Μπαουντερμπάη, σαν αυτές: «Όχι, σου λέω, όχι! Δε

στο συνιστώ καθόλου, μα καθόλου!» Ωστόσο, από το στόμα του

κυρίου Γκραντγκράιντ, μόλο που είχε χαμηλώσει πολύ τη φωνή

του, άκουσε τούτα τα λόγια: «Μα θα 'ταν ένα παράδειγμα .για τη

Λουίζα, που θα της έδειχνε το χάλι και το κατάντημα των ανθρώ­

πων αυτών, που της ξύπνησαν μια τόσο χυδαία περιέργεια. Για

σκέψου το κι απ' αυτή την πλευρά, Μπαουντερμπάη! »

Στο μεταξύ, τα διάφορα μέλη του θιάσου Σλήρη άρχισαν να μα­

ζεύονται από τις πάνω γειτονιές και, κουβεντιάζοντας χαμηλόφω­

να μεταξύ τους ή με τον μίστερ Τσάιλντερς, γλιστρούσαν σιγά σι­

γά μες στο δωμάτιο. Ανάμεσά τους ήταν δυο τρεις όμορφες γυναί­κες με τους άντρες τους και τις μητέρες τους και τα οχτώ-δέκα παι­

διά τους, που όταν χρειαζόταν παρίσταναν τις νεράιδες. Η συνηθι­

σμένη δουλειά ενός απ' αυτούς τους πατεράδες ήταν να κρατά σε

ισορροπία, στην άκρη ενός μεγάλου κονταριού, τον πατέρα μιας

Page 49: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ XPONIA 49

άλλης οικογένειας ο πατέρας μιας τρίτης οικογένειας έφτιαχνε

συχνά μια πυραμίδα με τους δυο αυτούς πατεράδες, βάζοντας τον

κυρ Κιντερμίνστερ για κορφή και τον εαυτό του για βάση· όλοι οι

πατεράδες μπορούσαν να χορεύουν πάνω σε βαρέλια που κυλού­

σαν, να στέκονται πάνω σε μπουκάλια, να παίζουν τα μαχαίρια

και τις μπάλες, να στριφογυρίζουν λεκάνες , να καβαλικεύουν κά­

θε άλογο, να πηδούν κάθε εμπόδιο και να μη δειλιάζουν μπροστά

σε καμιά δυσκολία. Όλες οι μητέρες μπορούσαν να χορεύουν πά­

νω στο λάσκο σύρμα και στο τεντωμένο σκοινί και να κάνουν γυ­

μνάσματα πάνω σε ξεσέλωτα άλογα, χωρίς να σκοτίζονται καθό­

λου αν έδειχναν τις γάμπες τους και μια απ' αυτές, μέσα σ' ένα ελ­

ληνικό άρμα, οδηγούσε έξι άλογα μαζί, σ' όλες τις πολιτείες που

πήγαινε ο θίασος. Όλοι προσπαθούσαν να παίρνουν μάγκικο και

πονηρό ύφος. Τα φορέματά τους ήταν aπεριποίητα, το νοικοκυριό

τους δεν είχε καμιά τάξη, κι αν έβαζες κάτω τις φιλολογικές γνώ­

σεις ολόκληρου του θιάσου μαζί, μόλις θα μπορούσες να φτιάξεις

ένα κακομοίρικο γράμμα, πάνω σ' οποιοδήποτε θέμα. Κι όμως,

όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν μια ιδιαίτερη αγαθότητα και μια

παιδιάστικη καρδιά· ήταν χαρακτηριστικά ανίκανοι να κάνουν ή

να σκεφτούν το κακό κι ακούραστα πρόθυμοι να βοηθούν και να

παραστέκουν ο ένας τον άλλο, και συχνά άξιζαν τόσο πολύ το σε­

βασμό και την εκτίμηση του κόσμου, όσο κι οι συνηθισμένες αρε­

τές των ανθρώπων σ' οποιαδήποτε κοινωνική τάξη.

Τελευταίος απ' όλους παρουσιάστηκε ο μίστερ Σλήρη , ένας κα­

λοδεμένος άντρακλας, όπως είπαμε παραπάνω, με το ένα του μάτι

στυλωμένο ακίνητο και τ' άλλο γερό κι ελεύθερο, με μια φωνή (αν

μπορούσε κανείς να την πει φωνή) που έμοιαζε σαν την προσπά­

θεια που κάνει ένα παλιό χαλασμένο φυσερό, με ένα πλαδαρό

πρόσωπο κι ένα θολωμένο κεφάλι, που δεν ήταν ποτέ ούτε εντε­

λώς νηφάλιο, ούτε εντελώς μεθυσμένο.

<<Δούλοθ θαθ, αφέντη!» είπε ο μίστερ Σλήρη, που έπασχε από

άσθμα, και η πνοή του ερχόταν πάρα πολύ γρήγορα για να μπορεί

να προφέρει σωστά τα γράμματα. «Άθχημη δουλειά τούτη . Πολύ άθ­χημη! Το μάθατε πωθ ο παλιάτθοθ μου το 'θκαθε με το θκυλί του;»

Απευθυνόταν στον Γκραντγκράιντ, που του απάντησε: «Ναι>> .

«Λοιπόν, αφέντη» αποκρίθηκε , βγάζοντας το καπέλο και σκου-

Page 50: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

50 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

πίζοντας τη φόδρα του μ' ένα μαντίλι που κρατούσε στην τσέπη

του γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό. «Θέλετε να κάνετε τίποτα γι' αυ­

τό το καημένο το κοριτθάκι, αφέντη;»

«Θα της κάνω μια πρόταση, μόλις γυρίσει» είπε ο κύριος Γκραντ­

γκράιντ.

«Χαίρομαι που τ' ακούω αφέντη. Όχι πωθ θέλω να διώκθω το

παιδί· δε θέλω όμωθ και να του γίνω εμπόδιο. Θα 'θελα να τη βά­

λω θτην τέχνη μαθ, μα είναι πολύ μεγάλη πια. Η φωνή μου είναι

λίγο βραχνή, κύριε, κι όθοι δε με κθέρουν, δεν μπορούν να με κα­

ταλάβουν εύκολα· μα αν και θειθ κθεπαγιάζατε και πθηνόθαθτε,

και κθεπαγιάζατε, και πάλι κθεπαγιάζατε και πθηνόθαθτε θαν εμένα θτο τθίρκο, όταν ήθαθτε νέοθ, η φωνή θαθ δε θα κρατούθε

περιθότερο από τη δική μου, αφέντη».

«Το φαντάζομαι» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ.

«Ωθτόθο, τι θα πάρετε να θαθ κεράθουμε, αφέντη; Ένα τθέρυ;

Τι προτιμάτε;» είπε ο μίστερ Σλήρη, με πολύ φιλόξενη διάθεση.

«Ευχαριστώ, δε θα πάρω τίποτα» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ.

«Μην το λέτε αυτό, αφέντη. Κι ο φίλοθ θαθ δε θα πάρει κάτι;

Αν δεν έχετε φάει ακόμα, πάρτε ένα ουζάκι».

Κείνη τη στιγμή η Ζοζεφίνα -μια χαριτωμένη, ξανθή, δεκαο­

χτάχρονη κοπέλα που από δυο χρονών είχε συνδέσει τη ζωή της με τ' άλογα και που στα δώδεκά της χρόνια είχε γράψει διαθήκη, που

την κουβαλούσε πάντα μαζί της, ορίζοντας σαν τελευταία της επι­

θυμία να τη φέρουν στον τάφο τα δυο πιτσιλωτά αλογάκια- φώνα­

ξε: «Σουτ, πατέρα! Νάτην, γύρισε!»

Η Σ ίση Τζιουπ μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιο. Κι όταν τους είδε

όλους συγκεντρωμένους εκεί, κι αντίκρισε τα βλέμματά τους, και

δεν είδε ανάμεσά τους τον πατέρα της, ξέσπασε σ' ένα σπαραχτι­

κό κλάμα και γύρεψε καταφύγιο στην αγκαλιά της πρώτης ακρο­

βάτισσας του θιάσου (ήταν σ' ενδιαφέρουσα κατάσταση), που γο­

νάτισε για να την περιποιηθεί και να κλάψει μαζί της.

«Αίθχοθ! Μα την πίθτη μου, αίθχοθ και ντροπ1Ί!» είπε ο Σλήρη .

«Ω, πατέρα μου, χρυσέ μου πατερούλη , πού πήγες; Νόμιζες πως

θα 'ναι για καλό μου αν φύγεις, ναι, το ξέρω, έφυγες για χατίρι δι­

κό μου, είμαι βέβαιη. Και πόσο δυστυχισμένος κι έρημος θα 'σαι

χωρίς εμένα, καλέ μου, γλυκέ μου πα.τερούλη, ώσπου να γυρίσεις

πάλι!» Να την ακούει κανείς να μιλάει έτσι, με το πρόσωπο σηκω-

Page 51: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 51

μένο ψηλά κι απλωμένα τα μπράτσα, σαν να προσπαθούσε να

κρατήσει τον ίσκιο του, που έφευγε, και να τον αγκαλιάσει, ήταν

τόσο συγκινητικό, που κανείς τους δεν έλεγε λέξη, ώσπου ο κύριος

Μπαουντερμπάη (που άρχισε ν' αδημονεί) πήρε στα χέρια του την

υπόθεση.

«Ελάτε, καλοί μου άνθρωποι» είπε «ας μη χάνουμε άδικα τον

καιρό μας . Το κορίτσι πρέπει να μάθει όλη την πραγματικότητα.

Ας τη μάθει από μένα, αν θέλετε, που γνώρισα την ίδια εγκατάλει­

ψη από τους γονείς μου . Λοιπόν .. . πώς σε λένε ... ο πατέρας σου έφυγε και σε παράτησε -και δεν πρέπει να περιμένεις πως θα τον

ξαναδείς πια σ' όλη σου τη ζωή!>>

Οι άνθρωποι αυτοί τόσο λίγο νοιάζονταν για την καθαρή πραγ­

ματικότητα, κι είχαν φτάσει σε τόσο προχωρημένο σημείο φθοράς

πάνω σ' αυτό το ζήτημα, που αντί να θαυμάσουν την τετράγωνη

λογική του ομιλητή, έδειξαν μια παράξενη αγανάκτηση. Οι άντρες

ψιθύρισαν «Αίσχος!» κι οι γυναίκες «Κτήνος», κι ο Σλήρη βιάστη­

κε να του μεταδώσει ιδιαίτερα την παρακάτω προειδοποίηση:

«Ακούθτε δω, αφέντη . Για να θαθ μιλήθω καθαρά και κθάθτε­

ρα, η γνώμη μου είναι να βουλώθετε το θτόμα θαθ. Οι άνθρωποί

μου είναι καλοί, μα ωθτόθο παίρνουν εύκολα φωτιά· κι αν δεν

ακούθετε τη θυμβουλή μου, να με πάρε ι ο διάβολοθ αν δε θαθ πε­

τάκθουν απ' το παράθυρο».

Αυτή η ήρεμη προειδοποίηση καλμάρισε τον κύριο Μπαου­

ντερμπάη κι έτσι ο Γκραντγκράιντ βρήκε την ευκαιρία να εκθέσει

το ζήτημα από την πιο πρακτική του όψη .

«Δεν έχει καμιά σημασία» είπε, «αν πρέπει ή όχι να περιμένου­

με πως θα ξαναγυρίσει αυτός ο άνθρωπος. Το βέβαιο είναι πως

έφυγε, και για την ώρα κανείς δεν τον περιμένει να' ρθει πίσω. Πι­στεύω πως συμφωνείτε όλοι σ' αυτό;»

«Θύμφωνοι, κύριε . Καμιά αντίρρηθη>> είπε ο Σλήρη.

«Εντάξει. Εγώ λοιπόν, που ήρθα εδώ για να ειδοποιήσω τον πατέρα της δυστυχισμένης αυτής κόρης, της Τζιουπ, πως δεν μπο­

ρούσε πια να γίνει δεχτή στο σχολείο για πολλούς και διάφορους

πρακτικούς λόγους, που δε χρειάζεται να τους εκθέσω εδώ και

που Εμποδίζουν να εισάγονται στο σχολείο τα παιδιά των ανθρώ­

πων αυτού του επαγγέλματος, είμαι έτοιμος, έχοντας υπόψη μου

τη νέα κατάσταση, να κάνω μια πρόταση. Δέχομαι να αναλάβω,

Page 52: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

52 ΚΑΡΟΛΟΣ Ν'ΥΙΚΕΝΣ

Τζιουπ, να σε σπουδciσω και να σε συντηρήσω. Ο μόνος όρος που θέτω (εκτός, φυσικά, από την καλή διαγωγή σου) είναι να aποφα­

σίσεις τώρα αμέσως αν θέλεις να 'ρθε ις μαζί μου ή να μείνεις εδώ.

Και, αν έρθεις μαζί μου, είναι αυτονόητο πως θα διακόψεις κάθε

σχέση με τους φίλους σου, που είναι συγκεντρωμένοι εδώ. Αυτό

είναι, με λίγα λόγια, το όλο ζήτημα» .

«Τώρα πρέπει να πω κι εγώ δυο λόγια αφέντη» είπε ο Σλήρη,

«για να φανούν το ίδιο καθαρά και οι δυο όπθειθ τη θ θημαίαθ. Αν

θέλειθ, Θεθίλια, να μάθειθ την τέχνη μαθ, την κθέρειθ τη δουλειά

μαθ καθώθ και τουθ θυντρόφουθ θου. Η Έμμα Γκόρντον, που κά­

θεθαι τώρα θτα γόνατά τη θ, θα θου θταθεί θα μητέρα, κι η Ζοζε­

φίνα θα 'ναι αδελφούλα θου. Όθο για μένα, δε λέω πωθ κρατάω

από αγγελικό θόι, κι ούτε πωθ, θαν θα χάνειθ την ιθορροπία, δε

θα θου πθέλνω λιγάκι τα θχολιανά θου. Μα όμωθ, κύριε, όθο και

να 'μαι απθύθ, ποτέ μου δεν έκανα θε άλογο ζημιά, περιθότερη

απ' όθη μπορούθαν να του κάνουν οι βριθιέθ μου, και θτην ηλικία

που βρίθκομαι, δεν πιθτεύω ν' αλλάκθω τακτική, αρχίζονταθ από

μια καβαλάριθα. Δεν ήμουν ποτέ κανέναθ θπουδαίοθ λογάθ, κύ­

ριε, κι ό,τι είχα να πω το είπα» .

Το τέλος της ομιλίας του απευθυνόταν στον κύριο Γκραντ­

γκράιντ, που το δέχτηκε με μια σοβαρή κλίση της κεφαλής κι ύστε­

ρα απάντησε:

«Η μόνη παρατήρηση που θα σου κάνω, Τζιουπ, για να επηρεά­

σω την απόφασή σου, είναι ότι μια καλή πρακτική μόρφωση έχει

πολύ μεγάλη αξία και ότι κι ο ίδιος ο πατέρας σου (απ' ό,τι ξέρω)

το κατάλαβε αυτό για λογαριασμό σου».

Τα τελευταία του λόγια είχαν φανερή επίδραση πάνω της. Στα­

μάτησε το σπαραχτικό κλάμα της, τραβήχτηκε λίγο από την Έμμα

Γκόρντον και γύρισε και κοίταξε κατάματα τον προστάτη της.

Όλοι πρόσεξαν την ξαφνική αυτή αλλαγή και πήραν μια βαθιά

ανάσα που έλεγε καθαρά: «Θα πάει!»

«Πρόσεξε καλά πριν πάρεις την απόφασή σου, τζιουπ» την

προειδοποίησε ο κύριος Γκραντγκράιντ. «Τίποτ' άλλο δε σου λέω. Πρ6σεξε καλά πριν πάρεις την απόψασή σου!>>

«Όταν θα γυρίσει ο πατέρας» φώναξε το κορίτσι, ξεσπώντας

πάλι σε κλάματα, ύστερα από μιας στιγμής σιωπή, «πώς θα μπορέ­

σει να με βρει αν φύγω!»

Page 53: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 53

«Μην aνησυχείς καθόλου» είπε ήρεμα ο κύριος Γκραντγκράιντ

-χειριζόταν την υπόθεση σαν να 'ταν μια μαθηματική πράξη- «μην

aνησυχείς καθόλου γι' αυτό, Τζιουπ. Αν γυρίσει ο πατέρας σου,

θα πρέπει φαντάζομαι να βρει τον κύριο ... » «Θλήρη. Αυτό είναι, αφέντη, τ' όνομά μου. Και δε με ντρόπιαθε

ποτέ. Γνωθτό θ' όλη την Αγγλία και πληρώνει πάντα τοιθ μετρη­

τοίθ».

«Θα πρέπει να βρει τον κ. Σλήρη κι αυτός θα του πει πού βρί­

σκεσαι. Ποτέ δε θα μπορούσα να σε κρατήσω χωρίς τη θέλησή

του, και εκείνος πάλι δε θα δυσκολευτεί καθόλου να βρει τον κύ­

ριο Θωμά Γκραντγκράινττου Κοκτάουν. Είμαι πολύ γνωστός».

«Πολύ γνωθτόθ» συμφώνησε ο μίστερ Σλήρη, παίζοντας το γε­

ρό του μάτι. «Είθτε από κείνουθ που κάνουν μεγάλη ζημιά θτο

θίρκο. Μα αθ είναι, δεν πειράζει».

Έγινε πάλι σιωπή· ύστερα η Σίση φώναξε, κλαίγοντας και σκε­

πάζοντας το πρόσωπο με τα χέρια της. «Ω, δώστε μου τα ρούχα

μου, δώστε μου τα ρούχα μου να φύγω, δε βαστώ πια!»

Οι γυναίκες βάλθηκαν, γεμάτες λύπη, να μαζεύουν τα ρουχαλά­

κια της -πράγμα που βάστηξε λίγη ώρα, γιατί δεν ήταν πολλά- και

να τα βάζουν σ' ένα καλάθ ι που τόσες και τόσες φορές είχε ταξι­

δέψει μαζί τους. Όλη αυτή την ώρα η Σ ίση καθόταν στο πάτωμα,

κλαίοντας πάντα και σκεπάζοντας τα μάτια της. Ο κύριος Γκραντ­

γκράιντ κι ο φίλος του Μπαουντερμπάη στέκονταν κοντά στην

πόρτα, έτοιμοι να την πάρουν μαζί τους. Ο μίστερ Σλήρη στεκόταν

στη μέση του δωματίου, με τους άντρες του θιάσου γύρω του ακρι­

βώς όπως θα στεκόταν στη μέση του τσίρκου την ώρα που η κόρη

του Γιοζεφίνα έκανε το νούμερά της. Δεν του έλειπε παρά μονάχα

το μαστίγιο.

Αφού ετοιμάστηκε σιωπηλά το καλάθι, έφεραν και της φόρε­

σαν το καπελάκι της, αφού πρώτα ταχτοποίησαν τ' αναστατωμένα

μαλλιά της, ύστερα μαζεύτηκαν γύρω της, έσκυψαν επάνω της μ'

aυθόρμητες, ανεπιτήδευτες κινήσεις και τη φιλούσαν και την

αγκάλιαζαν. Έφεραν και τα παιδιά, για να την aποχαιρετήσουν

κι εκείνα· κι ήταν όλες μαζί εκεί ένα γκρούπ απλο'ίκές, καλόκαρ­

δeς γυναίκες.

«Λοιπόν, Τζιουπ» είΠε ο κύριος Γκραντγκράιντ, «αν τ' aποφά­

σισες οριστικά, έλα!»

Page 54: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

54 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΓΙΚΕΝΣ

Μα είχε ακόμα ν' αποχαιρεηΊσει τους άντρες του θιάσου, και

χρειάστηκε ν' απλώσει καθένας τους ορθάνοιχτα τα μπράτσα του

(όλοι τους έπαιρναν θεατρικές πόζες, όταν βρίσκονταν κοντά στο

Σλήρη) για να της δώσει ένα αποχαιρετιστήριο φιλί, εκτός από τον

κυρ Κιντερμίνστερ, που είχε μες στη νεαρή φύση του κάποια δόση

μισανθρωπίας και που -όπως ήταν σε όλους γνωστό- έτρεφε τρυ­

φερά συζυγικά όνειρα για τη Σίση · aποτραβήχτηκε λοιπόν αμίλη ­

τος και σκυθρωπός. Ο μίστερ Σλήρη έμεινε τελευταίος. Ανοίγο­

ντας διάπλατα τα μπράτσα του, την έπιασε και από τα δυο της χέ­

ρια κι ήθελε να την τινάξει ψηλά κάμποσες φορές -κατά τον τρό­

πο που συνήθιζαν οι δάσκαλοι της ιππασίας να εκφράζουν την

ικανοποίησή τους στις νεαρές ιππεύτριες, . μόλις τέλειωναν μία επιτυχημένη, γοργή καβάλα- μα δε βρήκε καμιάν ανταπόκριση

στη Σ ίση, που στεκόταν μπροστά του κλαίγοντας.

«Αντίο καλό μου παιδί!» είπε ο Σλήρη . «Ελπίζω πωθ θε περιμέ­

νει μια πλούθια ζωή . Δε θα θ' ενοχλήθει πια κανείθ από τουθ καη­

μένουθ τουθ παλιούθ θου θυντρόφουθ, θα το δειθ! Θα 'θελα να μην είχε πάρει ο πατέραθ θου το θκυλί μαζί του · ε ίναι άθχημο να

μην έχουμε το θκυλί θτιθ αφίθεθ . Μα πάλι δε θα 'κανε τίποτε χω­

ρίθ τον αφέντη του, κι έτθι το ίδιο κάνει».

Ύστερα την κοίταξε προσεχτικά με το ακίνητο μάτι του, έριξε

ένα ερευνητικό βλέμμα με το γερό του μάτι στο θίασό του, τη φίλη­

σε, κούνησε το κεφάλι του και την παρέδωσε στον κύριο Γκραντ­

γκράιντ, σαν σ' ένα άλογο .

«Νάτην, αφέντη» είπε επιθεωρώντας τη Σίση με μια επαγγελ­

ματική ματιά, σαν να 'θελε να δει αν είναι καλά στερεωμένη στη

σέλα, «θα μείνετε πολύ ευχαριθτημένοθ μαζί τη θ. Γεια χαρά, Θε­

θίλια!»

«Γεια χαρά, Σεσίλια>>, «Αντίο Σίσψ>, «0 Θεός μαζί σου, μι­κρούλα μου» ακούστηκαν διάφορες φωνές απ' όλο το δωμάτιο.

Μα το μάτι του δασκάλου της ιππασίας πρόσεξε το μπουκάλι με

τα εννιά λάδια στον κόρφο της, και τη σταμάτησε πάλι. «Άφηθε

αυτό το μπουκάλι, μικρούλα μου, είναι μεγάλο και δεν μπορείθ να

το κουβαλάθ, δεν το χρειάζεθαι πια. Δώθ' το θε μένα!>> «Όχι, όχι!» απάντησε η Σ ίση, και γέμισαν πάλι τα μάτια της δά­

κρυα. «Ω, όχι! Σας παρακαλώ, αφήστε με να το κρατήσω ώσπου

να γυρίσει ο πατέρας. Θα το χρειαστεί μόλις γυρίσει. Δεν το 'χε

Page 55: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 55

καθόλου στο νου του να φύγει, όταν μ' έστειλε να το πάρω. Πρέπει

να του το φυλάξω· σας παρακαλώ!»

«Όπωθ θέλειθ, μικρούλα μου - βλέπετε τι παιδί είναι, αφέντη!

Θτο καλό, Θεθίλια! Αυτά είναι τα τελευταία μου λόγια: Να κρα­

τάθ τουθ όρουθ τηθ θυμφωνίαθ θαθ, να 'θαι υπάκουη θτον κύριο

κι εμάθ να μαθ κθεχάθειθ. Μα θαν μεγαλώθειθ και παντρευθείθ

και γίνειθ πλούθια και τρανή κυρά, αν τύχει θτο δρόμο θου κανέ­

να τθίρκο, μην του φερθείθ άκαρδα, μπιζάριθέ το αν μπορείθ, και

μην ξεχνάθ πω θ και θυ βγήκε θ από το θινάφι μαθ. Έτθι κι αλλιώθ,

πρέπει να διαθκεδάθει ο κόθμοθ, κύριε» συνέχισε ο Σλήρη, λαχα­

νιάζοντας περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ύστερα από τόση ώρα που μιλούσε, «δεν μπορεί να δουλεύει θυνέχεια ούτε και μπο­

ρεί να μελετά ολοένα. Πάρτε ό,τι καλύτερο έχουμε, όχι ό,τι χειρό­

τερο. Θ' όλη μου τη ζωή κερδίζω το πθωμί μου με το τθίρκο. Μα

πιθτεύω πωθ δίνω όλη τη φιλοθοφία τηθ δουλειάθ μαθ, όταν θαθ

λέω: Πάρτε ό,τι καλύτερο έχουμε, κύριε, όχι ό,τι χειρότερο!»

Η φιλοσοφία του Σλήρη αναπτύχθηκε την ώρα που κατέβαιναν

τη σκάλα, και το ακίνητο μάτι του φιλοσόφου -καθώς και το γερό

του μάτι- έχασε γρήγορα τις τρεις μορφές και το καλάθι, μέσα στο

σκοτάδι του δρόμου.

Page 56: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ7

Η ΚΥΡΙΑ ΣΠΑΡΣΙΤ

ο ΚΥΡΙΟΣ Μπαουντερμπάη ήταν aνύπαντρος, και το νοι­

κοκυριό του το κρατούσε μια μεσόκοπη κυρία, που την

πλήρωνε με το χρόνο. τ' όνομά της ήταν Σπάρσιτ· ήταν

μια εντελώς ξεχωριστή φυσιογνωμία στην ακολουθία του άρματος

του κυρίου Μπαουντερμπάη, του άρματος που κυλούσε θριαμβευ­

τικά στους δρόμους του Κοκτάουν, με τον ψευτοπαλικαρά της τα­

πεινοφροσύνης μέσα.

Γιατί η κυρία Σπάρσιτ όχι μονάχα είχε δει καλύτερες μέρες, μα

είχε και πολύ σπουδαίους συγγενείς. Είχε μια θεία, που ζούσε ακό­

μα και που την έλεγαν λαίδη Σκάτζερς. Η κυρία Σπάρσιτ Ίlταν χήρα

του μακαρίτη κυρίου Σπάρσιτ, που από το μέρος της μητέρας του

ήταν, όπως εξακολουθούσε ακόμα να λέει η κυρία Σπάρσιτ, «ένας

Πάουλερ>>. Πολλές φορές, οι aπληροφόρητοι και με περιορισμένη

αντίληψη ξένοι δεν ήξεραν τι πάει να πει η λέξη Πάουλερ, και δεν

ήταν βέβαιοι αν σήμαινε κάποιο επάγγελμα, πολιτικό κόμμα ή θρη­

σκευτική αίρεση. Όμως, τα πιο φωτισμένα μυαλά δεν είχαν ανάγκη

να τους πει κανένας πως οι Πάουλερ κρατούσαν από παλιά οικογέ­

νεια και πως μπορούσαν ν' ανιχνεύσουν το γενεαλογικό τους δέ­

ντρο τόσο βαθιά μέσα στο παρελθόν, που δεν ήταν καθόλου παρά­

ξενο αν χάνονταν καμιά φορά -πράγμα που το πάθαιναν συχνά, μα

την αλ1Ίθεια, εξαιτίας προγόνων σαλτιμπάγκων, χαρτοπαιχτών,

εβραίων τοκογλύφων και χρεοκοπημένων εμπόρων.

Ο μακαρίτης κύριος Σπάρσιτ, που από τη μεριά της μητέρας του

ήταν ένας Πάουλερ, παντρεύτηκε αυτήν την κυρία που, από το σόι

του πατέρα της, 11tαν μια Σκάτζερς. Η λαίδη Σκάτζερς (μια γριά

με τεράστιο πάχος, μια απίστευτη βουλιμία για κρέας, κι ένα πα-

Page 57: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 57

ράξενο πόδι, που σωστά δεκατέσσερα χρόνια δεν έλεγε να βγει

από το κρεβάτι) σχεδίαζε αυτό το γάμο από τότε που ενηλικιώθη­

κε ο Σπάρσιτ. Ο νέος αυτός ξεχώριζε για το λεπτό σώμα του, ένα

σώμα που μόλις στηριζόταν πάνω σε δυο αδύναμα και μακριά πό­

δια και επιστεγαζόταν από ένα ανάξιο λόγου κεφάλι. Κληρονόμη ­

σε από το θείο του μιαν αρκετά καλή περιουσία, μα τη χρώσταγε

όλη, πριν ακόμα τη βάλει στο χέρι, κι αμέσως ύστερα ξόδεψε τα

διπλά. Έτσι, όταν πέθανε, στα εικοσσιτέσσερα χρόνια του (τόπος

θανάτου, το Καλαί· αιτία, το πιοτό) δεν άφησε τη χήρα -που είχε

πάψει να ζει μαζί της αμέσως ύστερα από το μήνα του μέλιτος- σε

ευχάριστη οικονομικ1Ί κατάσταση . Η έρημη χήρα, που ήταν δεκα­

πέντε χρόνια μεγαλύτερή του, ήρθε αμέσως στα μαχαίρια με τη

μοναδική της συγγένισσα, τη λαίδη Σκάτζερς κι από τη μια μεριά

για να πικάρει τη μιλαίδη κι από την άλλη για να συντηρηθεί, απο­

φάσισε να πιάσει δουλειά. Και νάτην, τώρα, που στα γεράματά

της, με τη μύτη της σε στυλ Κοριολανού και τα πυκνά μαύρα φρύ­

δια της, που είχαν ξελογιάσει τον Σπάρσιτ, ετο ιμάζει το τσάι του

κυρίου Μπαουντερμπάη, την ώρα που παίρνει το πρόγευμά του.

Αν ο Μπαουντερμπάη ήταν ένας Κατακτητής και η κυρία

Σπάρσιτ μια σκλαβωμένη Πριγκίπισσα, που την είχε πάντα μαζί

του σαν ένα πρόσωπο της επίσημης ακολουΘίας του, δε θα μπο­

ρούσε να κάνει γι' αυτήν περιάσότερο θόρυβο παρ' όσο έκανε

τώρα. Όσο ικανοποιούσε τη ματαιοδοξία του το να υποτιμά τη δι­

κή του καταγωγή, άλλο τόσο την ικανοποιούσε να εκθειάζει την

καταγωγή της κυρίας Σπάρσιτ. Όσο δεν ήθελε να παραδεχτεί

πως γνώρισε στα νιάτα του και την παραμικρή εύνοια της ζωής,

άλλο τόσο του άρεσε να στολίζει τα νεανικά χρόνια της κυρία

Σπάρσιτ με τα πιο λαμπρά χρώματα και να στρώνει το δρόμο της

ζωής της με ολόκληρα φορτώματα ρόδων. «Κι όμως, κύριε>> συνή­

θιζε να λέει, «παρ' όλα αυτά, πού νομίζετε πως κατάληξε; Νάτην

εδώ, με εκατό σελίνια το χρόνο (της δίνω εκατό σελίνια και τα

βρίσκει και πολλά), κρατάει το σπίτι του Ιοσία Μπαουντερμπάη

του Κοκτάουν>> .

Φρόντισε να διαδώσει πλατιά τη χτυπητή αυτήν αντίθεση . Από στό­

μα σε στόμα, μαθεύτηκε γρήγορα σ' 6λη την πολιτεία. Μια από τις πιο

χαρακτηριστικές ικανότητες του Μπαουντερμπάη ήταν ότι ήξερε όχι

μόνο να τραγουδάει τα εγκώμια του ίδιου του εαυτού του, αλλά να κά-

Page 58: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

58 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

ν ει και τους άλλους να τα τραγουδάνε. Μόλις τον πλησίαζε κανείς, του

κολλούσε την κομπορρημοσύνη του, σαν να 'ταν μεταδοτικό νόσημα.

Ξένοι, που παντού αλλού ήταν αρκετά σεμνοί, σηκώνονταν άξαφνα

στα γεύματα του Κοκτάουν και με πολλή έξαρση έπλεκαν το εγκώμιο

του Μπαουντερμπάη. Γι' αυτούς ο Μπαουvτερμπάη ήταν η δύναμη

και το σύμβολο του Βασιλείου, η Magna Charta, ο Ί'ζων Μπουλ, το Habeas Corpus, η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το σπίτι ενός άγγλου είναι το κάστρο του, η εκκλησία και το κράτος του ... και το «Ο Θεός σώζοι τη Βασίλισσα», όλα βαλμένα μαζί. Κι όταν κά­

ποιος απ' αυτούς τους ρήτορες έβαζε Οτον επίλογό του τους στίχους:

Λόρδοι και πρίγκιπες ανθούν και σβήνουν σαν ρόδα

μιαςαυγής,

Ένας αέρας τους σηκώνει κι άλλος τους ρίχνει καταγής. ..

όλοι λίγο πολύ καταλάβαιναν πως υπονοούσε την κυρία Σπάρσιτ.

«Κύριε Μπαουντερμπάψ> είπε η κυρία Σπάρσιτ, «aργείτε πολύ

να τελειώσετε το πρόγευμά σας σήμερα».

«Έχετε δίκιο, κυρία>> αποκρίθηκε ο Μπαουντερμπάη. «Σκέ­

φτομαι την κουταμάρα του Τομ Γκραντγκράιντ» (Τομ Γκραντ­

γκράιντ, μ' ένα τόνο αλαζονικής ανεξαρτησίας, λες και κάποιος

αγωνιζόταν να τον δωροδοκήσει με τεράστια ποσά να πει «Θω­

μάς» κι αυτός αρνιόταν), <<την κουταμάρα του Τομ Γκραντγκράιντ

να θέλει ν' αναθρέψει αυτή τη μικρή σαλτιμπάγκα>> .

«Το κορίτσι περιμένει να του πούμε» είπε η κυρία Σπάρσιτ, «αν

θα πάει αμέσως στο σχολείο ή αν θα μείνει στο Πέτρινο Σπίτι>>.

«Πρέπει να περιμένει, κυρία» απάντησε ο Μπαουντερμπάη,

«ώσπου να δω κι εγώ τι θα γίνει. Πιστεύω πως θα 'ρθει σε λίγο ο

Τομ Γκραντγκράιντ. Αν θέλει να το κρατήσουμε μια δυο μέρες

ακόμα, φυσικά, μπορεί να μείνει, κυρία».

«Και βέβαια μπορεί να μείνει, αν το θέλετε, κύριε Μπαουντερ­

μπάη».

«Του είπα, χτες βράδυ, πως θα το κρατήσω μια νύχτα εδώ, για

να του δοθεί καιρός να το ξανασκεφτεί, πριν πάρει την απόφαση

να τ' αφήσει να μένει μαζί με τη Λουίζα».

«Αλήθεια, κύριε Μπαουντερμπάη; Πολύ σωστή η σκέψη σας!»

Τα ρουθούνια της κυρίας Σπάρσιτ τεντώθηκαν ελαφρά, και τα

μαύρα της ψQύδια μαtεύτηκαν, καθώς πήρε μια ρουφηξιά τσάι.

Page 59: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ XPONIA 59

«Είναι φανερό» είπε ο Μπαουντερμπάη, «Πως η μικρή γατούλα

πολύ λίγη ωφέλεια θα 'χει από μια τέτοια συντροφιά».

«Μιλάτε για τη νεαρή δεσποινίδα Γκραντγκράιντ, κύριε Μπα­

ουντερμπάη;»

«Μάλιστα, κυρία, μιλάω για τη Λουίζα».

«Είπατε "η μικρή γατούλα", κι επειδή είναι δύο τα κορίτσια,

δεν κατάλαβα ποιο εννοούσατε μ' αυτή την έκφραση» .

<Πη Λουίζα» ξαναείπε ο κύριος Μπαουντερμπάη, «τη Λουίζα,

τη Λουίζα».

«Είσαστε ένας πραγματικός δεύτερος πατέρας για τη Λουίζα,

κύριε»' η κυρία Σπάρσιτ πήρε ακόμα λίγο τσάι και, καθώς έσκυβε

πάλι τα σουφρωμένα της φρύδια πάνω στο αχνιστό κύπελλο, το

κλασικό της πρόσωπο φαινόταν σαν να 'κανε επίκληση στους υπο­

χθόνιους θεούς.

«Αν λέγατε πως είμαι ένας δεύτερος πατέρας για τον Τομ -εν­

νοώ το μικρό Τομ, όχι το φίλο μου Τομ Γκραντγκράιντ- ίσως να

'σαστε πιο κοντά στην αλήθεια. Σκέφτομαι να πάρω το νεαρό Τομ

στο γραφείο μου. Θα τον πάρω υπό την προστασία μου».

«Ναι; Μα δεν είναι ακόμα νέος γι' αυτή τη δουλειά, κύριε;»

Το «Κύριε» της κυρίας Σπάρσιτ, όταν απευθυνόταν στον Μπα­

ουντερμπάη, ήταν μια τελετουργική έκφραση που τη χρησιμοποι­

ούσε περισσότερο για να δώσει σπουδαιοφάνεια στον εαυτό της,

παρά για να τιμήσει το συνομιλητή της.

«Δεν πρόκειται να τον πάρω αμέσως. Πρέπει να τελειώσει πρώ­

τα τις σπουδές του» είπε ο Μπαουντερμπάη. «Και, μα την πίστη

μου, θα 'χει γίνει φωστήρας! Θα 'μενε μ' ανοιχτό το στόμα το παιδί

αυτό, αν μάθαινε πόσο αγράμματος ήμουν εγώ στην ηλικία του». Η

αλήθεια είναι πως ο μικρός δεν μπορούσε να μην το ξέρει, γιατί το

'χε ακούσει κάμποσες φορές. «Ωστόσο δυσκολεύομαι τρομερά να

συζητήσω με τον καθένα για ένα σωρό πράγματα. Να που όλο το

πρωί σήμερα σας μιλάω για σαλτιμπάγκους. Τι καταλαβαίνετε σεις

από σαλτιμπάγκους; Τον καιρό που ήταν για μένα θεόσταλτη χαρά,

σωστό λαχείο, το να μπορώ να κυλιέμαι στους δρόμους σαν τους σαλτιμπάγκους, εσείς παρακολουθούσατε την Ιταλική Όπερα.

Βγαίνατε από την Ιταλική Όπερα, κυρία, μ' ένα άσπρο μεταξunό

φόρεμα, γΕμάτη κοσμήματα, όλο λάμψη, όταν εγώ δεν είχα ούτε μια

δeκάρα ν' αγοράσω ένα κΕράκι για να φωτίσω το δρόμο σαι::».

Page 60: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

60 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

«Εμένα, βέβαια, κύριε» αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ με ήρεμη

μελαγχολική αξιοπρέπεια, «η Ιταλική Όπερα μου ήταν πολύ γνώ­

ριμη, από τα παιδικά μου ακόμα χρόνια>> .

«Και μένα, μα την αλήθεια» είπε ο Μπαουντερμπάη, «αλλά μο­

νάχα απ' έξω. Σας βεβαιώ πως οι πλάκες κάτω απ' τις καμάρες της

ήταν πολύ σκληρά κρεβάτια . Οι άνθρωποι σαν και σας, κυρία μου,

που συνήθισαν από μωρά να κοιμούνται στα πούπουλα, δεν έχουν

ιδέα πόσο σκληρές είναι οι πλάκες του πεζοδρομίου. Πρέπει να

τις δοκιμάσει κανείς. Όχι, όχι είναι περιττό να μιλάω σε σας για

σαλτιμπάγκους των δρόμων. Θα 'πρεπε να σας μιλάω για ξένους

χορευτές, για το Γουέστ Εντ του Λονδίνου, για το Μέηφαιρ, για

λόρδους, για λαίδες κι άλλους τιτλούχους>>.

«Νομίζω, κύριε» απάντησε η κυρία Σπάρσιτ, με σεμνή εγκαρτέ­

ρηση, «Πως δεν υπάρχε ι κανείς λόγος γι' αυτό. Ελπίζω πως έχω μάθει να προσαρμόζομαι στις αλλαγές της ζωής. Αισθάνομαι πά­

ντα μεγάλο ενδιαφέρον και ποτέ δε θα κουραστώ ν' ακούω τις τό­

σο διδακτικές περιπέτειες της ζωής σας. Δε ζητάω καθόλου να μ'

ευχαριστήσετε γι' αυτό, γιατί πιστεύω πως ο καθένας θα δοκίμαζε

την ίδια ευχαρίστηση».

</Ισως, κυρία μου>~ είπε ο Μπαουντερμπάη, «να υπάρχουν άν­

θρωποι που τους αρέσει να λένε ότι ευχαριστιούνται ν' ακούν τις

περιπέτειες του !οσία Μπαουντερμπάη του Κοκτάουν, από το ίδιο

του το στόμα, με το χοντροκομμένο τρόπο που τις λέει. Μα πρέπει

να ομολογήσετε ότι σεις γεννηθήκατε μέσα στην πολυτέλεια. Ελά­

τε, κυρία, το ξέρετε δα πως γεννηθήκατε μέσα στην πολυτέλεια».

«Δεν το αρνούμαι, κύριε» απάντησε η κυρία Σπάρσιτ μ' ένα τί­

ναγμα του κεφαλιού.

Ο κύριος Μπαουντερμπάη αναγκάστηκε να σηκωθεί από το

τραπέζι και να σταθεί με τη ράχη γυρισμένη στη φωτιά, κοιτάζο­

ντας την κυρία Σπάρσιτ, που τόσο πολύ τον εξύψωνε.

«Και ζούσατε μέσα σε μια πολύ περήφανη κοινωνία. Πάρα πο­

λύ υψηλή κοινωνία>> είπε ζεσταίνοντας τα πόδια του.

«Αυτό είναι αλ1Ίθεια, κύριε» αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ, με

προσποιητή ταπεινοσύνη, εντελώς αντίθετη από τη δική του, έτσι που να μην υπάρχει κίνδυνος να 'ρθουν σε σύγκρουση.

<<Ανήκατε στα υψηλότερα στρώματα της κοινωνία αυη)ς, στα

πιο υψηλά» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη.

Page 61: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 61

«Μάλιστα, κύριε >> αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ, μ' ένα πένθιμο

ύφος, «είναι αναμφισβήτητο».

Ο κύριος Μπαουντερμπάη, λυγίζοντας τα γόνατά του, κυριολε­

κτικά αγκάλιασε τα πόδια του, γεμάτος ικανοποίηση, και γέλασε

δυνατά. Κείνη τη στιγμή του ανάγγειλαν τον κύρ ιο και τη δεσπο ι­

νίδα Γκραντγκράιντ. Δέχτηκε τον πρώτο με μια χειραψία και τη

δεύτερη μ' ένα φιλί.

«Μπορεί να περάσει μέσα η Τζιουπ;» ρώτησε ο Γκραντγκράιντ.

Ασφαλιός. Η τζιουπ μπήκε. Και μπαίνοντας υποκλίθηκε στον

κύριο Μπαουντερμπάη, στο φίλο του Τομ Γκραντγκράιντ, καθώς

και στη Λουίζα, αλλά μες στην ταραχή της είχε το ατύχημα να λη­

σμονήσει την κυρία Σπάρσιτ. Ο πληθωρικός Μπαουντερμπάη το

πρόσεξε κι έκανε τις παρακάτω παρατηρήσεις :

«Άκου δω κοπέλα μου . Η κυρία αυτή που βλέπεις κοντά στην

τσαγιέρα είναι η κυρία Σπάρσιτ. Αυτή η κυρία εκτελεί χρέη οικο­

δέσποινας σε τούτο το σπίτι και είναι μια κυρία που κρατάει από

πολύ μεγάλο τζάκι. Γι' αυτό, αν καμιά φορά τύχει να ξαναμπείς σε

τούτο το σπίτι, πολύ λίγο θα μείνεις εδώ μέσα, αν δε φερθείς σ' αυ­

τή την κυρία με το μεγαλύτερο σεβασμό. Όσο για το πώς θα φερ­

θείς σε μένα δε δίνω πεντάρα, γιατί δεν έχω την ιδέα πως είμαι τί­

ποτα σπουδαίο. Όχι μόνο δεν κρατάω από τρανούς γονείς, αλλά

δεν έχω καν γονείς , βγήκα μέσ' απ' τη λάσπη της ζωής . Το πώς

όμως θα φερθείς σ' αυτή την κυρία, είναι άλλο ζήτημα. Θα της δεί­

χνεις υπόληψη και σεβασμό, αλλιώς να μην ξαναπατήσεις εδώ το

πόδι σου».

«Ελπίζω, Μπαουντερμπάη>> είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, με διαλ­

λακτικό τόνο, «πως πρόκειται μάλλον για μιαν απλ1i απροσεξία».

«0 φίλος μου Τομ Γκραντγκράιντ λέει, κυρία Σπάρσιτ» είπε ο Μπαουντερμπάη, «Πως πρόκειται μάλλον για μιαν απλή απροσε­

ξία. Μπορεί! Ωστόσο, όπως ξέρετε πολύ καλά, κυρία, όταν πρό­

κειται για σας, δεν επιτρέπω ούτε την απλή απροσεξία».

«Είστε πολύ καλός, κύριε» απάντησε η κυρία Σπάρσιτ, κουνώ­

ντας το κεφάλι με την αγέρωχη ταπεινοσύνη της. «Δεν αξίζει να

γίνΕται λόγος}} .

Η Σίση όλη αυτή την ώρα προσπαθούσε να εξιλεωθεί με τα μά­

τια γεμάτα δάκρυα. Ο οικοδεσπότης, με μια χαρακτηριστική χειρο­

νομία, την έδιωξε προς το μέρος του κυρίου Γκραντγκράιντ. Στά-

Page 62: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

62 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

θηκε κοντά του και τον κοιτούσε στα μάτια. Η Λουίζα δίπλα στεκό­

ταν ψυχρή, κοιτάζοντας το πάτωμα. Ο πατέρας της συνέχισε:

«Τζιουπ, αποφάσισα να σε πάρω μαζί μου· και όταν δε θα 'χεις

σχολείο, θα περιποιείσαι την κυρία Γκραντγκράιντ, που είναι άρ­

ρωστη. Στη δεσποινίδα Λουίζα από δω εξήγησα το άθλιο, αλλά τό­

σο φυσικό τέλος της ώς τα τώρα ζωής σου· κι εσύ πρέπει να κατα­

λάβεις πως όλα αυτά είναι περασμένα, και πρέπει να ξεχαστούν.

Η ιστορία σου αρχίζει από σήμερα. Έμεινες αμόρφωτη, το ξέρω».

«Μάλιστα, κύριε, πολύ» απάντησε κάνοντας υπόκλιση.

«Θα έχω την ικανοποίηση να σου δώσω μια θετική μόρφωση

και θα είσαι μια ζωντανή απόδειξη, που θα δείχνει καθαρά, σ'

όλους όσοι σχετίζονται μαζί σου, τα πλεονεκτήματα της αγωγής

που θα λάβεις. Θα γίνεις εντελώς άλλος άνθρωπος. Νομίζω πως

είχες τη συνήθεια να διαβάζεις στον πατέρα σου και στους άλλους

ανθρώπους του τσίρκου. Δεν είν' έτσι;» είπε ο κύριος Γκραντ­

γκράιντ, κάνοντάς της νόημα να πλησιάσει και χαμηλώνοντας τη

φωνή του.

«Μονάχα στον πατέρα και στο Σβελτοπόδη, κύριε. Δηλαδή θέ­

λω να πω μόνο στον πατέρα. Όσο για το Σβελτοπόδη, αυτός δεν

έφευγε ποτέ από κοντά του».

«Δε μ' ενδιαφέρει ο Σβελτοπόδης, τζιουπ» είπε ο κύριος ΓκραVτ­

γκράιντ, σμίγοντας για μια στιγμή τα φρύδια. «Δεν πρόκειται γι'

αυτόν . Είναι αλήθεια ότι διάβαζες στον πατέρα σου;» «Ω, ναι, κύριε, χιλιάδες φορές. Ήταν οι πιο ευτυχισμένες -ναι,

απ' όλες τις ευτυχισμένες μέρες που περάσαμε μαζί, κύριε».

Μονάχα τώρα, που ξέσπασε ο πόνος της, γύρισε η Λουίζα και

την κοίταξε.

«Και τι διάβαζες στον πατέρα σου, τζιουπ» ρώτησε ο κύριος

Γκραντγκράιντ, χαμηλώνοντας ακόμα περισσότερο τη φωνή του.

«Παραμύθια για νεράιδες, κύριε, για το νάνο, για τον καμπού­

ρη και τους καλικάντζαρους>> είπε ξεσπάζοντας σε λυγμούς «και

για ... » «Σουτ! >> είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, «φτάνει. Ούτε λέξη πια

γι' αυτές τις επικίνδυνες ανοησίες. Μπαουντερμπάη, να μια περί­

πτωση για μια πολύ αυστηρή αγωγή. Θα την παρακολουθήσω μ'

ενδιαφέρον».

«Ας είναι» αποκρίθηκε ο κύριος Μπαουντερμπάη. «Τη γνώμη

Page 63: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 63

μου στην έχω πει. Εγώ δε θα 'κανα ποτέ αυτό που κάνεις εσύ. Μα

δεν πειράζει. Αφού επιμένεις, δεν πειράζει!»

Έτσι ο κύριος Γκραντγκράιντ και η κόρη του πήραν τη Σεσίλια

τζιουπ και τράβηξαν για το Πέτρινο Σπίτι. Στο δρόμο η Λουίζα

δεν είπε ούτε μια λέξη, καλή ή κακή. Και ο κύριος Μπαουντερ­

μπάη καταπιάστηκε με τις καθημερινές του ασχολίες. Όσο για την

κυρία Σπάρσιτ, μαζεύτηκε στον ίσκιο των μεγάλων φρυδιών της κι

όλο το βράδυ ήταν βυθισμένη σε σκέψεις μες στο σκοτάδι του δω­

ματίου της.

Page 64: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ8

ΔΕΝ ΠΡΕΠΕ! ΝΑ ΠΑΡΑ:SΕΝΕΥΕΣΑΙ ΠΟΤΕ

Α Σ ΔΩ~ΟΥΜΕ πάλι το βασικό τόνο πριν συνεχίσουμε το

σκοπο μας.

Όταν η Λουίζα ήταν μισή ντουζίνα χρόνια νεότερη, την

είχαν πιάσει ν' αρχίζει με τον αδερφό της μια συζήτηση μ' αυτά τα

λόγια: «Τομ, παραξενεύομαι πως .. . » Και, πάνω σ' αυτό, ο κύριος Γκραντγκράιντ -γιατί αυτός ήταν εκείνος που είχε ακούσει την

αρχή αυτής της συζήτησης- παρουσιάστηκε κι είπε : «Δεν πρέπει

να παραξενεύεσαι ποτέ, Λουίζα!>>

Μέσα σ' αυτή τη φράση κρυβόταν το ελατήριο της μηχανικής

τέχνης και του μυστήριου να καλλιεργείς το λογικό, χωρίς να ξε­

πέφτεις στο ταπεινό επίπεδο των συγκινήσεων και των συναισθη­

μάτων. Να βρίσκεις τον τρόπο να κανονίζεις το καθετί, με την

πρόσθεση, την αφαίρεση, τον πολλαπλασιασμό και τη διαίρεση,

και να μην παραξενεύεσαι ποτέ. Δώστε μου αυτό το παιδί που μό­

λις έχει μάθει να περπατάει, λέει ο Μακ Τσοκουμτσάιλντ, και σας

εγγυώμαι πως θα το κάνω να μην παραξενεύεται ποτέ για τίποτα.

Τώρα, εκτός από πάρα πολλά παιδιά που μόλις είχαν αρχίσει

να περπατάνε, υπήρχε στο Κοκτάουν ένας ολόκληρος πληθυσμός

από παιδιά που βαδίζανε , ενάντια στο χρόνο, προς τον απέραντο

κόσμο, τώρα και είκοσι, τριάντα, σαράντα, πενήντα και περισσό­

τερα ακόμα χρόνια. Τα φοβερά αυτά παιδιά, που προκαλούν ανα­

ταραχή σ' οποιαδήποτε ανθρώπινη κοινωνία κι αν περιφέρουν την

υπερτροφική τους ύπαρξη, αποτελούσαν μόνιμη αφορμή για να

μαλλιοτραβιούνται ασταμάτητα μeταξύ τους οι δeκαuχτώ θρη ­

σκευτικές αιρέσεις, με το πρόσχημα να βρούνε την πιο σωστή μέ­θοδο γ ια τη βελτ(ωσή τους -χωρίς noτi να το neτυχαίνουν· πολύ

Page 65: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 65

παράξενο, αλήθεια, όταν σκεφτεί κανείς με πόση επιτυχία χρησι­

μοποιούσαν τα μέσα που είχαν διαθέσει γι' αυτόν το σκοπό. Κι

όμως, μόλο που είχαν διαφορετικές γνώμες σ' όλα τα άλλα ζητή­

ματα, είτε τα 'νιωθαν είτε όχι (και προπάντων σε κείνα που δεν

ένιωθαν), έμεναν ωστόσο σύμφωνες πως τα δυστυχισμένα αυτά

παιδιά δεν έπρεπε να παραξενεύονται ποτέ . Η αίρεση υπ' αριθ­

μόν ένα έλεγε πως πρέπει να τα πιστεύουν όλα χωρίς αντίρρηση.

Η αίρεση υπ' αριθμόν δύο έλεγε πως πρέπει να τα κρίνουν όλα

σύμφωνα με τις αρχές της Πολιτικής Οικονομίας. Η αίρεση υπ'

αριθμόν τρία έγραφε μικρές μπροσούρες, βαριές σαν από μολύβι,

που απόδειχναν με μαθηματική ακρίβε ια ότι το μεγάλο παιδί που

ήταν καλό και φρόνιμο κατέληγε πάντοτε μπροστά στη θυρίδα του

ταμιευτηρίου, ενώ το μεγάλο παιδί που ήταν κακό και άτακτο κα­

ταντούσε πάντοτε στην εξορία. Η αίρεση υπ' αριθμόν τέσσερα,

κάνοντας φοβερές προσπάθειες για να φαίνεται διασκεδαστική

(ενώ στην πραγματικότητα ήταν πολύ μελαγχολική), μάταια πά­

σκιζε να κρύψει τις μορφωτικές παγίδες που έστηνε, και που τα

παιδιά αυτά είχαν οπωσδήποτε υποχρέωση και καθήκον να εξα­πατηθούν και να πέσουν μέσα σ' αυτές. Όλες όμως οι αιρέσεις

συμφωνούσαν σε τούτο: πως δεν έπρεπε να παραξενεύονται ποτέ.

Στο Κοκτάουν υπήρχε μια βιβλιοθήκη, που ήταν ανοιχτή για

όλους. Ο κύριος Γκραντγκράιντ ανησυχούσε τρομερά, τι να διά­

βαζε τάχα ο κόσμος μέσα σ' αυτή τη βιβλιοθήκη. Γι' αυτό το ζήτη­

μα, μικρά ποτάμια από στατιστικούς πίνακες κυλούσαν κάθε τόσο

μέσα στον πολυτάραχο ωκεανό των στατιστικών πινάκων, pπου

κανένας δύτης δεν μπόρεσε ποτέ να κατέβει, σ' οποιοδήποη: βά­

θος, και να βγει ύστερα έξω με σωστά τα μυαλά του. Ήταν κάτι

πολύ απογοητευτικό, η μελαγχολική πραγματικότητα, ότι οι ανα­

γνώστες αυτής της βιβλιοθ1Ίκης εξακολουθούσαν πάντοτε να πα­

ραξενεύονται. Παραξενεύονταν για την ανθρώπινη φύση, για τ'

ανθρώπινα πάθη, για τις ελπίδες και τους φόβους του ανθρώπου,

για τους αγώνες, τους θριάμβους και τις ήττες, για τις έγνοιες, τις

χαρές και τις λύπες, για τη ζωή και το θάνατο των απλών ανθρώ­

πων! Καμιά φορά, ύστερα από δεκαπέντε ώρες δουλειάς, κάθο­νταν να διαβάσουν κάτι παραμύθια γι' ανθρώπους που λίγο πολύ

τους μοιάζανε και για παιδιά που λίγο πολύ μοιάζανε με τα δικά τους. Αντί να ενδιαφέρονται για τον Ευκλείδη, έπιαναν ζεστές φι-

Page 66: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

66 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΊΊΚΕΝΣ

λίες με τον Ντεφόε* και φαίνονταν να βρίσκουν περισσότερη ευ­

χαρίστηση στον Γκόλντσμιθ ** παρά στον Κόκερ* **. Ο κύριος

Γκραντγκράιντ δεν έπαυε ποτέ ν' ασχολείται, είτε γράφοντας είτε κατά κάποιον άλλο τρόπο, μ' αυτό το παράξενο πρόβλημα, χωρίς

όμως να μπορέσει ποτέ να εξηγήσει πώς έδινε αυτό το ακατανόη­

το εξαγόμενο.

«Βαρέθηκα πια τη ζωή μου, Λ ου. Τη σιχάθηκα τρομερά, σιχαί­

νομαι όλο τον κόσμο, εκτός από σένα» είπε ο νεαρός Θωμάς

Γκραντγκράιντ, το αφύσικο αυτό παιδί, μέσα στο δωμάτιο που

έμοιαζε σαν ένα σαλόνι κομμωτηρίου την ώρα του δειλινού.

«Δεν πιστεύω να σιχαίνεσαι και τη Σ ίση, Τομ;»

«Σιχαίνομαι που είμαι υποχρεωμένος να τη λέω τζιουπ. Κι αυ­

τή με σιχαίνεται» είπε με σκυθρωπό ύφος ο Τομ.

«Καθόλου, Τομ. Δεν έχεις δίκιο, σε βεβαιώνω».

«Κι όμως έτσι πρέπει» είπε ο Τομ. «Πρέπει να σιχαίνεται και

να μισεί όλο το σινάφι μας. Δεν αφήνουν να περάσει στιγμή χωρίς

να την πληγώσουν. Έχει γίνει κιόλας χλομή σαν το κερί και πλήτ­

τει όσο και ... εγώ» .

Αυτά έλεγε δίνοντας διέξοδο στα αισθήματά του ο νεαρός Θω­

μάς, καθισμένος καβαλικευτά σε μια καρέκλα, κοντά στη φωτιά,

με τα χέρια στη ράχη της καρέκλας και το κατσουφιασμένο του

πρόσωπο ακουμπισμένο στα μπράτσα του. Η αδερφή του καθόταν

στην πιο σκοτεινή γωνιά, κοιτάζοντας πότε αυτόν και πότε τις λα­

μπερές σπίθες που έπεφταν στο τζάκι.

«Όσο για μένα» είπε ο Τομ ανακατεύοντας τα μαλλιά του με τα

μελαγχολικά του χέρια, «είμαι ένας γάιδαρος. Τίποτε άλλο. Είμαι

πεισματάρης σαν ένας γάιδαρος, πιο ζώο κι από γάιδαρος. Δια­

σκεδάζω στη ζωή όσο ένας γάιδαρος. Μόνο που θα 'θελα να κλω­

τσώ και σαν γάιδαρος».

«Όχι βέβαια εμένα, ε, Τομ;>>

«Όχι, Λου. Ποτέ δε θα 'θελα να κάνω κακό σε σένα. Από την

πρώτη στιγμή έκανα εξαίρεση για σένα. Κι εγώ δεν ξέρω τι θα γι-

* Ο Ντεφόε είναι ο διάσημος συγγραφέας του Ροβινσώνα Κρούσου. ** Ο γνωστός άγγλος ποιητής Oliνer Goldsmith. *** Διάσημος άγγλος μαθηματικός .

Page 67: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΆ 67

νόμουν μέσα σ' αυτή την παλιά ... τη σκοτεινή φυλακή ... » -ο 'Γομ είχε σταματήσει μια στιγμ1i γυρεύοντας λέξεις αρκετά κολακευτι­

κές κι αρκετά εκφραστικές για να ζωγραφίσει το πατρικό του σπί­

τι κι ο πετυχημένος χαρακτηρισμός που βρήκε του έφερε κάποια

ανακούφιση στην ψυχή- «χωρίς εσένα».

«Αλήθεια, 'Γ ο μ; Το πιστεύεις πραγματικά αυτό που λες;»

«Και βέβαια το πιστεύω. Μα τι ωφελεί να μιλάμε για όλα αυτά»

αποκρίθηκε ο Τομ, τρίβοντας δυνατά το πρόσωπό του με το μανίκι

του, σαν να 'θελε να βασανίσει τη σάρκα του, για να βρίσκεται σ'

αρμονία με το τυραννισμένο μυαλό του.

«Σε ρώτησα» είπε η αδερφή του, αφού κοίταξε λίγο σιωπηλή τις

σπίθες, «γιατί όσο περνούν τα χρόνια και μεγαλώνω, κάθομαι συ­

χνά εδώ κοντά στη φωτιά και συλλογίζομαι μ' απορία τι άτυχη που

είμαι να μη μπορώ να σε συμφιλιώσω με το σπίτι μας. Δεν έμαθα

αυτά που μαθαίνουν άλλα κορίτσια. Δεν μπορώ να σου παίξω ένα

όργανο, ή να σου τραγουδήσω κάτι. Δεν μπορώ να κουβεντιάσω

μαζί σου, έτσι που να ξαλαφρώσω τη σκέψη σου, γιατί ποτέ δε

βλέπω κανένα διασκεδαστικό θέαμα κι ούτε διαβάζω ευχάριστα

βιβλία, τέτοια που θα σου 'δινε χαρά κι ανακούφιση να μιλάμε γι'

αυτά, όταν είσαι κουρασμένος».

«Μήπως εγώ είμαι καλύτερος; Πάνω σ' αυτό είμαστε κι οι δυο

το ίδιο. Μονάχα που εγώ είμαι και μουλάρι, ενώ εσύ δεν είσαι.

Καθώς ο πατέρας ήταν aποφασισμένος να με φτιάξει ή ένα κού­

φιο και φαντασμένο πλάσμα ή ένα μουλάρι, μια και δεν έγινα φα­

ντασμένος και κούφιος, βγαίνει το λογικό συμπέρασμα πως είμαι

μουλάρι. Να τι είμαι» είπε ο Τομ σε πικρόχολο τόνο .

«Είναι κρίμα» είπε ύστερα από μια καινούρια σιωπή και μ' ένα

ύφος ονειροπόλο η Λουίζα, από τη σκοτεινή της γωνιά, «είναι πο­

λύ κρίμα, είναι μεγάλο δυστύχημα και για σένα και μένα>>.

«Ω ! Εσύ» είπε ο Τομ, «είσαι κορίτσι, Λου, κι ένα κορίτσι τα κα­

ταφέρνει πάντα καλύτερα από ένα αγόρι. Δε βλέπω να σου λείπει

τίποτα. Είσαι η μόνη χαρά που έχω -μπορείς να δώσεις χαρά ακό­

μα και μέσα σε τούτη τη φυλακή- και μπορείς πάντα να με κάνεις

ό,τι θέλεις».

«Είσαι ο αγαπημένος μου αδερφούλης, Τομ, κι όσο εσύ πιστεύ­

εις πως μπορώ να τα κάνω όλα αυτά, στενοχωριέμαι λιγότερο γι<χ

τα όσα δεν ξέρω. Αν και έχω μάθει ένα σωρό πράγματα, Τομ, που

Page 68: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

68 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

καλύτερα να μην τα 'ξερα» . Σηκώθηκε και τον φίλησε κι ύστερα

ξαναγύρισε στη γωνιά της.

«Θα 'θελα να μπορούσα να μαζέψω όλες αυτές τις πραγματικό­

τητες, που μας aραδιάζουν κάθε μέρα» είπε ο Τομ, σφίγγοντας με

πείσμα τα δόντια του, «κι όλα τα νούμερα, κι όλους τους ανθρώ­

πους που τα βρήκαν· και θα 'θελα να μπορούσα να βάλω από κάτω

χίλια βαρέλια μπαρούτι και να τα τινάξω όλα μαζί σrον αέρα! Ας

είναι όμως, όταν θα πάω να μείνω με το γερο-Μπαουντερμπάη, θα

πάρω την εκδίκησή μου».

<<Θα πάρεις την εκδίκησή σου;»

<<Θέλω να πω ότι θα διασκεδάζω λίγο, θα πηγαίνω να βλέπω

και ν' ακούω κάτι ευχάριστο. Θα aποζημιωθώ για όσα τράβηξα

ώςτώρα>>.

«Φοβάμαι πως θ' aπογοητευτείς από την πρώτη στιγμή , Τομ. Ο

κύριος Μπαουντερμπάη έχει τις ίδιες ιδέες με τον πατέρα, είναι

πολύ πιο σκληρός, και δεν έχει ούτε τη μισή του καλοσύνη».

<<Ω!>> είπε γελώντας ο Τομ. «Αυτό δε με νοιάζει. Εύκολα θα βρω

τον τρόπο να μερώσω και να κάνω του χεριού μου το γερο-Μπαου­

ντερμπάη!»

Οι σκιές των παιδιών σχεδιάζονταν πάνω στον τοίχο, μα οι

σκιές των υψηλών επίπλων του δωματίου έσμιγαν και μπερδεύο­

νταν στον τοίχο και στο ταβάνι, έτσι που τα δυο αδέρφια μοιάζανε

σαν να βρίσκονταν στα βάθη μιας σκοτεινής σπηλιάς. Ή μάλλον

μια έξαλλη φαντασία -αν ήταν ποτέ δυνατό να γίνει εκεί μια τέ­

τοια προδοσία- θα μπορούσε να πει πως εκείνος ο ίσκιος έβγαινε απ' την ίδια τη συζήτησή τους κι απ' τη φοβέρα που έκλεινε για τη

μελλοντική τους ζωή.

«Και με ποιον τρόπο θα τον μερώσεις και θα τον κάνεις του χε­

ριού σου, Τομ; Είναι μυστικό;»

«Ω!» είπε ο Τομ «Κι αν είναι μυστικό, βρίσκεται κάπου εδώ, κο­

ντά μας. Είσαι συ! Εσύ το χα'ίδεμένο του παιδί, η αγαπημένη του

μικρούλα. Και τι δε θα 'κανε για σένα! Όταν λοιπόν θα μου λέει

να κάνω κάτι που δε μ' αρέσει, θα του απαντώ: 'Ή αδερφή μου η

Λου θα στενοχωρηθεί και θ ' απογοητευτεί πολύ κύριε Μπαου­

vτερμπάη. Πάντα μου έλεγε πως ήταν βέβαιη ότι θα 'σαστε πιο κα­

λός μαζί μου". Αν δεν τον μερώσω μ' αυτό, τότr δεν μπορεί τίποτα να τον μερώσει>>.

Page 69: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 69

Αφού περίμενε μάταια ν' ακούσει μια παρατήρηση σ' αυτά που

είπε , ο Τομ ξαναγύρισε στην πραγματικότητα κι άρχισε να στρι­

φογυρίζει στην καρέκλα του, να χασμουριέται και ν ' ανακατεύει

ακόμα περισσότερο τα μαλλιά του . Άξαφνα σήκωσε τα μάτια και ρώτησε:

«Κοιμάσαι, Λου;>>

«Όχι, Τομ. Κοιτάζω τη φωτιά» .

«Φαίνεται πως βλέπεις εκεί μέσα πράγματα που εγώ δε θα μπο­

ρούσα ποτέ να τα δω>> είπε ο Τομ. «Υποθέτω πως κι αυτό είναι

ένα από τα χαρίσματα που έχετε σεις τα κορίτσια».

«Τομ» ρώτησε αργά και με παράξενο τόνο, σαν να διάβαζε μέ­

σα στη φωτιά κείνο που ρωτούσε και δεν ήταν ολότελα καθαρά

γραμμένο, «περιμένεις με χαρά αυτή την αλλαγή της ζωής σου, κο­

ντά στον κύριο Μπαουντερμπάη;»

«Να σου πω, Λου>> αποκρίθηκε ο Τομ και σηκώθηκε όρθιος,

σπρώχνοντας πέρα την καρέκλα του, «το βέβαιο είναι πως έτσι θα

φύγω από το σπίτι>>.

«Το βέβαιο είναι» ξανάπε κι η Λουίζα με τον ίδιο παράξενο τό­

νο, «Πως, έτσι, θα φύγεις από το σπίτι. Σωστά» .

«Όχι πως δε θα μου κοστίσει να σ' αφήσω, Λου, και μάλιστα εδώ

μέσα. Μα, όπως ξέρεις, πρέπει να φύγω, είτε το θέλω είτε όχι· και

καλύτερα να πάω εκεί που θα 'χω κάτι από την ευεργετική σου επί­

δραση, παρά αλλού που δε θα την έχω καθόλου. Καταλαβαίνεις;>>

«Ναι, Τομ>>.

Η απάντηση , μόλο που δεν ήταν καθόλου διστακτική, άργησε

τόσο πολύ να 'ρθεί, που ο Τομ βρήκε στο μεταξύ τον καιρό να πάει

και ν' ακουμπήσει στη ράχη της καρέκλας της, για να κοιτάξει,

από το ίδιο μέρος που κοίταζε κι η Λουίζα, τη φωτιά που την

απορροφούσε τόσο, και να ιδεί τι μπορούσε τέλος πάντων να βλέ­

πει εκεί μέσα η αδερφή του .

«Δε βλέπω παρά μια φωτιά>> είπε ο Τομ· «Και κατά τα άλλα, εί­

ναι τόσο ανούσια και τόσο βαρετή, όσο και καθετί εδώ μέσα. Τι

βλέπεις, λοιπόν, μέσα σ' αυτήν; Όχι βέβαια ένα τσίρκο, ε;>>

<<Δε βλtπω τίποτα το εξαιρετικό, Τομ. Από τότε όμως που την

κοιτάζω, αναρωτιέμαι παραξενεμένη τι θα γίνουμε όταν μεγαλώ­

σουμΕ, Εσύ κι εγώ».

<<Πάλι παραξενεύεσαι;» είπε ο Τομ.

Page 70: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

70 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

«Οι σκέψεις μου είναι τόσο μπερδεμένες» αποκρίθηκε η αδερ­

φή του, «που ποτέ δε θα πάψω να παραξενεύομαι».

«Ε, λοιπόν, θα μου κάνεις τη χάρη, Λουίζα>> είπε η κυρία Γκραντ­

γκράιντ, που άνοιξε αθόρυβα την πόρτα, «να πάψεις, για όνομα

του Θεού, άμυαλο κορίτσι, γιατί θα 'χουμε κακά ξεμπερδέματα με

τον πατέρα σου. Κι όσο για σένα, Θωμά, είναι ντροπή , μ' αυτό τον

aσταμάτητο πονοκέφαλο που με λιώνει, είναι ντροπή να βλέπω

ένα παιδί που έχει τη δική σου ανατροφή, και που η μόρφωσή του

κόστισε όσο κόστισε η δική σου, να κάνει την αδερφή του να παρα­

ξενεύεται, όταν ο πατέρας του της το έχει απαγορεύσει αυστηρά>>.

Η Λουίζα αρνήθηκε πως ο Τομ πήρε μέρος σ' αυτό το έγκλημα·

μα η μητέρα της την έκοψε μ' αυτή την κατηγορηματική απάντηση:

«Λουίζα, μη με στενοχωρείς, στην κατάσταση που βρίσκεται η

υγεία μου . Ποτέ δε θα 'χες την ψυχική και τη φυσική δύναμη να

κάνεις ένα τέτοιο πράγμα, αν δε σε παρακινούσε κάποιος».

«Κανείς δε με παρακίνησε, μητέρα, μονάχα οι κόκκινες σπίθες

που έβλεπα να πέφτουν από τη φωτιά, ν' aσπρίζουν και να χάνο­

νται. Αυτές μ' έκ.αναν να σκέφτομαι πόσο σύντομη θα είναι η ζωή

μου και πως θα πεθάνω δίχως να 'χω κάνει κάτι κι εγώ>>.

«Κουταμάρες!» είπε η κυρία Γκραντγκράιντ, ζωηρεύοντας μια

στιγμή. «Κουταμάρες! Τι είν' αυτά που κάθεσαι και λες μπροστά

μου, Λουίζα; Δε σκέφτεσαι πως, αν φτάσουν στ' αυτιά του πατέρα

σου, θα 'χουμε φασαρίες; Ύστερα από τόσους κόπους που έχουμε

κάνει για σας! Ύστερα από τα μαθήματα που έχετε ακούσει και

τα πειράματα που έχετε δει! Ύστερα από όσα έχω ακούσει εγώ η

ίδια, τον καιρό μάλιστα που ολόκληρο το δεξί μου πλευρό ήταν πιασμένα, να λέτε με το δaσκαλό σας για την καύση, τη διάκαυση

και τη θέρμανση και για τόσα άλλα που θα μπορούσαν να τρελά­

νουν μια δυστυχισμένη άρρωστη σαν εμένα, να σας ακούω τώρα

να λέτε χαζοκουβέντες για σπίθες και για στάχτες! Θα 'θελα>>

κλαψούρισε η κυρία Γκραντγκράιντ, πιάνοντας μια καρέκλα και

πετώντας το πιο δυνατό της επιχείρημα, πριν υποκύψει σ' αυτές τις

απατηλές πραγματικότητες, «ναι, θα 'θελα στ' αλήθεια να μην εί­

χα γεννήσει ποτέ παιδιά, και θα βλέπατε τότε αν μπορούσατε να

μη με λογαριάζετε!»

Page 71: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ9

Η ΠΡΟΟΔΟΣ ΤΗΣ ΣΙΣΗΣ

Η ΣΙΣΗ ΤΖΙ ΟΥΠ δεν πέρασε ευχάριστες μέρες, ανάμεσα

στον κύριο Μακ Τσοκουμτσάιλντ και στην κυρία Γκραντ­

γκράιντ, και τους πρώτους μήνες της δοκιμασίας της

ένιωσε πολλές φορές ζωηρή την επιθυμία να το σκάσει. Όλη την

ημέρα δεχόταν επάνω της ένα τέτοιο τρομερό χαλάζι από πραγ­

ματικότητες, και γενικά η ζωή ανοιγόταν μπροστά της σαν ένα τό­

σο πυκνοχαρακωμένο τετράδιο αριθμητικής, που σίγουρα θα το

'χε σκάσει, αν δεν τη συγκρατούσε μια σκέψη.

Είναι βέβαια να κλαίει κανείς και να το σκέφτ;εται μονάχα, μα

ωστόσο εκείνο που τη συγκρατούσε δεν ήταν αποτέλεσμα καμιάς

μαθηματικής λειτουργίας, παρά είχε αυτοεπιβληθεί στο πείσμα κά­

θε μαθηματικού υπολογισμού, κι ήταν ολότελα αντίθετο με κάθε πί­

νακα πιθανοτήτων, που θα μπορούσε να καταρτίσει ένας οποιοσδή­

ποτε λογιστής του Κοκτάουν. Η Σ ίση πίστευε πως δεν την είχε εγκα­

ταλείψει ο πατέρας της ζούσε με την ελπίδα πως κάποτε θα ξαναρ­

χόταν και με την πεποίθηση πως θα του 'δινε χαρά, μένοντας εκεί.

Η αξιοθρήνητη άγνοια που έκανε την τζιουπ να πιάνεται απ'

αυτή την παρήγορη σκέψη, αποφεύγοντας την ανώτερη και πραγ­

ματική παρηγοριά, που δεν ήταν άλλη από τη γνώση, τη θι::μελιωμέ­

νη σε γερές μαθηματικές βάσεις, ότι ο πατέρας της ήταν ένας αλή­

της δίχως καρδιά, γέμιζε με οίκτο τον κύριο Γκραντγκράιντ. Τι

έπρεπε λοιπόν να γίνει; Ο Μακ Τσοκουμτσάιλντ έλεγε πως το κε­

φάλι της δεν έπαιρνε από αριθμούς πως ενώ είχε μια γενικ1Ί ιδέα

για την υδρόγειο σφαίρα, δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον να μάθει τις πραγματικές της διαστάσεις πως δυσκολευόταν τρομερά να συ­

γκρατήσει χρονολογίες, eκτός αν τύχαινΕ να συνδέονται με κdποιο

Page 72: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

72 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

θλιβερό ιστορικό γεγονός, πως ξεσπούσε σε κλάματα όταν της ζη­

τούσαν να πει αμέσως (από μνήμη) πόσο κοστίζουν διακόσιες σα­

ράντα εφτά σκούφιες από μουσελίνα, προς δέκα τέσσερις και μισή

πένες η μια· πως ήταν η τελευταία μαθήτρια του σχολείου· πως

ύστερα από οχτώ εβδομάδες διδασκαλία πάνω στα στοιχεία της

πολιτικής οικονομίας, ένα νιάνιαρο, μόλις τρεις πιθαμές μπόι, τη

διόρθωσε όταν, στην ερώτηση: «Ποιο είναι το πρωταρχικό στοι­

χείο αυτής της επιστήμης>> έδωσε την ανόητη απάντηση: «Να κάνω

στους άλλους ό,τι θα 'θελα να κάνουν κι εκείνοι σε μένα>>.

Ο κύριος Γκραντγκράιντ παρατήρησε, κουνώντας το κεφάλι,

πως όλα αυτά 11ταν πολύ άσχημα· κι έδειχναν πόσο είναι απαραί­

τητο να ακονίζεται ασταμάτητα το μυαλό στο μύλο της επιστήμης,

σύμφωνα με το σύστημα, το σχέδιο, τις οδηγίες και τους στατιστι­

κούς πίνακες από το Α ώς το Ω· και πως έτσι έπρεπε να γίνει και

με την 'Γζιουπ. Κι έτσι έγινε. Μονάχα που η Τζιουπ, χωρίς να γίνε­

ται καθόλου σοφότερη, γινόταν ολοένα πιο βαρύθυμη.

«Τι ωραία που θα 'ταν να 'μουνα σαν και σας, δεσποινίς Λουί­

ζα!>> είπε ένα βράδυ, όταν η Λουίζα προσπαθούσε να της εξηγήσει

τις απορίες που είχε στα μαθήματα της άλλης ημέρας.

«Έτσι νομίζεις;>>

«Θα 'ξερα τόσα πράγματα, δεσποινίς Λουίζα. Θα 'ταν για μένα

παιχνιδάκια όλα αυτά, που τόσο με δυσκολεύουν τώρα».

«'Ισως όμως να μην ήταν και τόσο μεγάλο το κέρδος σου, Σίση>>.

Αφού δίστασε για μια στιγμή, η Σίση ξανάπε δειλά:

«Πάντα κάτι θα 'χα να κερδίσω, δεσποινίς Λουίζα>>.

Κι η δεσποινίς Λουίζα απάντησε: «Αυτό δεν το ξέρω>>.

Οι σχέσεις ανάμεσα στα δυο κορίτσια ήταν τόσο περιορισμένες

-γιατί η ζωή στο Πέτρινο Σπίτι κυλούσε μονότονα, σαν μια μηχανή

που aποθάρρυνε την ανθρώπινη παρέμβαση, και γιατί ίσχυε πά­

ντα η απαγόρευση εξαιτίας του παρελθόντος της Σίση- που ήταν

ακόμα σχεδόν ξένες μεταξύ τους. Η Σ ίση, καρφώνοντας πάνω στο

πρόσωπο της Λουίζας τα μεγάλα, μαύρα, έκπληκτα μάτια της,

έμεινε αναποφάσιστη χωρίς να ξέρει αν έπρεπε να συνεχίσει τη

συζήτηση ή να σωπάσει.

«Είσαι πιο χρήσιμη στη μητέρα μου και πιο ευχάριστη από μέ­

να>> ξανάρχισε η Λουίζα. «Εσύ είσαι πιο ευχαριστημένη από τον

εαυτό σου παρ' όσο είμαι εγώ από τον εαυτό μου >>.

Page 73: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 73

«Μα σας παρακαλώ, δεσποινίς Λουίζα» διαμαρτυρήθηκε η Σί­

ση. «Είμαι τόσο ... αχ τόσο κουτή!» Η Λουίζα, μ' ένα ασυνήθιστο γι' αυτήν ζωηρό γέλιο, της είπε

πως δε θ ' αργούσε να γίνει σοφότερη.

«Δεν ξέρετε» είπε, μισοκλαίγοντας, η Σίση, «τι κουτό κορίτσι

που είμαι. Όλη την ώρα στο μάθημα δεν κάνω τίποτ' άλλο από λά­

θη. Ο κύριος και η κυρία Μα κ Τσοκουμτσάιλντ με ρωτούν ολοένα

κι εγώ δε δίνω ποτέ μια σωστή απάντηση. Τι να κάνω; Δεν μπορώ

να διορθωθώ. Είναι, φαίνεται, το φυσικό μου».

«0 κύριος κι η κυρία Μακ Τσοκουμτσάιλντ δεν κaνουν ποτέ λάθη οι ίδιοι, δεν είν' έτσι, Σίση;>>

«Ω, ποτέ» αποκρίθηκε αδίσταχτα. «Αυτοί τα ξέρουν όλα» .

«Για πες μου τώρα μερικά από τα λάθη σου>>.

«Ντρέπομαι να σας το πω» είπε διστάζοντας η Σίση. «Μα να ... σήμερα ο κύριος Μακ Τσοκουμτσάιλντ μας εξηγούσε τι θα πει

κοινοτική ευημερία>>.

«Κοινωνική, θα είπε , φαντάζομαι» διόρθωσε η Λουίζα.

«Ναι, έχετε δίκιο. Μα δεν είναι το ίδιο;>> ρώτησε δειλά.

«Αφού εκείνος είπε κοινωνική, κι εσύ θα πρέπει να λες το ίδιο>> απάντησε όσο μπορούσε πιο αυστηρά η Λουίζα.

«Κοινωνική ευημερία. Και είπε: Ας υποθέσουμε τώρα πως αυ­

τή η τάξη είναι μια κοινωνία, και πως σ' αυτή την κοινωνία υπάρ­

χουν πενήντα εκατομμύρια δραχμές. Δε θα πρέπει να παραδε­

χτούμε πως αυτή η κοινωνία ευημερεί; Η μαθήτρια νούμερο είκο­

σι τι λέει; Δεν ευημερεί αυτή η κοινωνία, και δεν είναι κι η ίδια ευ­

τυχισμένη μέσα σ' αυτή;>>

«Και τι aπάντησες;>> ρώτησε η Λουίζα.

«Δεσποινίς Λουίζα, απάντησα πως δεν ήξερα. Νόμισα πως δεν

μπορούσα να ξέρω αν αυτή η κοινωνία ευημερούσε ή όχι, κι αν

εγώ ήμουν ή δεν ήμουν ευτυχισμένη, αφού δεν ήξερα ούτε ποιος

είχε τα λεφτά, ούτε αν είχα κι εγώ απ' αυτά μερτικό. Μα αυτό,

φαίνεται, δεν έχει να κάνει. Κι ούτε είχε καμιά σχέση με τα νούμε­

ρα>> είπε η Σ ίση σκουπίζοντας τα μάτια της.

«-Επεσες σ' ένα μεγάλο λάθος>> παρατήρησε η Λουίζα .

«Μάλιστα, δεσποινίς Λουίζα, τώρα το βλέπω κι εγώ. Ύστερα ο

κύριος Μακ Τσοκουμτσάιλντ είπε πως θα με ξαναδοκιμάσει. Είπε

λοιπόν: 'Ή τάξη αυτή του σχολείου είναι μια απέραντη πολιτεία,

Page 74: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

74 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΓΙΚΕΝΣ

με ένα εκατομμύριο κατοίκους, κι απ' αυτούς μονάχα εικοσιπέντε

πεθαίνουν στους δρόμους από την πείνα το χρόνο. Τι έχετε να πα­

ρατηρήσετε γι' αυτή την αναλογία;" Απάντησα πως κατά τη γνώμη

μου -και δεν μπορούσα να σκεφτώ άλλη καλύτερη- θα 'ταν το ίδιο

σκληρό γι' αυτούς που πεθαίνουν από την πείνα, είτε ένα εκατομ­

μύριο είναι οι κάτοικοι είτε χίλιοι. Κι αυτό όμως ήταν λάθος» .

«Και βέβαια ήταν».

«Τότε ο κύριος Μακ Τσοκουμτσάιλντ είπε πως θα με δοκίμαζε

άλλη μια φορά. Και είπε: "Σύμφωνα με μια στατιστική θαλασσίων

δυστυχημάτων, από εκατό χιλιάδες πρόσωπα που έκαναν μέσα σ'

ορισμένο χρονικό διάστημα μακρινά θαλασσινά ταξίδια, μονάχα

πεντακόσια πνίγηκαν ή κάηκαν ζωντανά. Πόσο τοις εκατό είναι η

αναλογία των θανάτων;" Κι εγώ, δεσποινίς, είπα» -εδώ η Σίση

αναλύθηκε σε λυγμούς σαν να εξομολογιόταν, με μεγάλη συντρι­

βή, το μεγαλύτερό της αμάρτημα- «είπα πως αυτό δεν είχε καμιά

σημασία».

«Καμιά σημασία, Σίση;»

«Καμιά, δεσποινίς, για τους συγγενείς και τους φίλους αυτών

που σκοτώθηκαν. Δε θα μάθω γράμματα ποτέ μου» είπε η Σίση.

«Και το χειρότερο είναι, πως μόλο που ο καημένος ο πατέρας μου

ήθελε τόσο πολύ να με μορφώσει, και το θέλω κι εγώ για να τον ευχαριστήσω, φοβάμαι πως δε μ' αρέσουν καθόλου τα γράμματα».

Η Λουίζα εξακολουθούσε να κοιτάζει τ' όμορφο, σεμνό κεφάλι

της Σίση, καθώς έγερνε ντροπαλά μπροστά της, ώς τη στιγμή που

το ξανασήκωσε για να την κοιτάξει στο πρόσωπο. Τότε ρώτησε:

«Ήταν, λοιπόν, ο πατέρας σου τόσο πολύ γραμματισμένος ο

ίδιος, ώστε να θέλει να σου δι6σει και σένα τόσο καλή μόρφωση,

Σ ίση;»

Η Σίση δίστασε πριν απαντήσει, κι άφησε τόσο καθαρά να φα­

νεί πως έμπαιναν σε μια απαγορευμένη περιοχή, που η Λουίζα πρόσθεσε: «Κανείς δε μας ακούει· μα κι αν μας άκου ε κάποιος, τί­

ποτα κακό δε θα ~ιπορούσε να βρει σε μια τόσο αθώα ερώτηση».

«Όχι, δεσποινίς Λουίζα» αποκρίθηκε η Σίση παίρνοντας θάρ­

ρος και κουνώντας το κεφάλι της. «Πολύ λίγα πράγματα ξέρει ο

πατέρας. Μόλις τα καταφέρνει να γράφει, και κανείς δεν μπορεί

να διαβάσει τα γράμματά του, εκτός από μένα, που τα διαβάζω εύ­

κολα».

Page 75: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 75

«Και η μητέρα σου;»

«0 πατέρας λέει πως ήταν πολύ διαβασμένη . Πέθανε όταν γέν­

νησε εμένα. Ήταν ... » η Σίση έκανε με πολλή ταραχή αυτή τη φο­

βερή εξομολόγηση,« ... ήταν χορεύτρια». «Την αγαπούσε ο πατέρας σου;>> Η Λουίζα έκανε αυτές τις

ερωτήσεις με το έντονο, παράφορο κι ασθματικό εκε ίνο ενδιαφέ­

ρον, που ήταν φυσικό της μ' ένα ενδιαφέρον που είχε χάσει το

δρόμο του, σαν αποδιωγμένο πλάσμα, και κρυβόταν σ' ερημικούς

τόπους .

«Ω, ναι ! Τόσο τρυφερά όσο και μένα. Ο πατέρας με πρωταγά­

πησε για χάρη της μητέρας μου. Μ' έπαιρνε πάντα μαζί του, όταν

άρχισα να περπατώ. Από τότε δε χωρίσαμε ποτέ>>.

«Κι όμως να που σ' άφησε τώρα, Σ ίση>> .

«Το 'κανε για το καλό μου. Κανείς δεν τον νιώθει τον πατέρα,

κανείς δεν τον ξέρει όσο εγώ. Το να μ' αφήσει εδώ για το δικό μου

καλό -ποτέ δε θα μ' άφηνε για το δικό του- ξέρω πως ήταν για κεί­

νον μια δοκιμασία, που θα του 'χει ραγίσει την καρδιά. Δε θα βρί­

σκει ούτε μια ευτυχισμένη στιγμή, ώσπου να ξανάρθει» .

«Πες μου κι άλλα γι' αυτόν>> είπε η Λουίζα. «Δε θα σε ξαναρω­

τήσω. Πού μένατε;>>

«Ταξιδεύαμε σ' όλη την Αγγλία και δεν είχαμε πουθενά μόνιμη

κατοικία. Ο πατέρας είναι ένας ... » η Σίση πρόφερε ψιθυριστά τη φοβερή λέξη,« ... ένας κλόουν>>.

«Κάνει τον κόσμο να γελάει;» είπε η Λουίζα, δείχνοντάς της, μ'

ένα κίνημα του κεφαλιού, πως κατάλαβε.

«Ναι! Μα καμιά φορά ο κόσμος δε γελούσε και τότε ο πατέρας

έκλαιγε. Εδώ και κάμποσο καιρό ο κόσμος δε γελούσε σχεδόν κα­θόλου κι ο πατέρας γύριζε στο σπίτι aπελπισμένος. Ο πατέρας δεν

είναι σαν τους άλλους. Αυτοί που δεν τον ήξεραν και δεν τον αγα­

πούσαν όσο εγώ, μπορούσαν να νομίζουν πως δεν ήταν στα καλά

του. Καμιά φορά μάλιστα τον πείραζαν κιόλας, μα δεν καταλάβαι­ναν πόσο τον πλήγωναν και πόσο ήταν λυπημένος όταν μέναμε οι

δυο μας>> .

«Κι ήσουνα εσύ η παρηγοριά του, σ' όλες αυτές τις πίκρες;>>

Η Σίση κούνησε καταφατικά το κεφάλι, ενώ τα δάκρυα κυλού­σαν στα μάγουλά της. «Το ελπίζω · έτσι έλεγε ο πατέρας. Είχε τρο­

μοκρατηθεί τόσο πολύ τελευταία, κι ένιωθε πως ήταν τόσο ασήμα-

Page 76: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

76 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

ντος, φτωχός, ταπεινός κι αγράμματος (αυτά είναι τα ίδια του τα

λόγια) , που λαχταρούσε να μορφωθώ εγώ, για να μην του μοιάσω.

Του διάβαζα συχνά, για να του δίνω θάρρος, και του άρεσε πολύ

να μ' ακούει. Τα βιβλία δεν ήταν καλά -ποτέ δε θα σας μιλήσω γι'

αυτά- μα εμείς δεν ξέραμε τι κακό μπορούσαν να κάνουν».

«Και του άρεσαν» ρώτησε η Λουίζα με το ερευνητικό της βλέμ­

μα καρφωμένο πάντα στη Σ ίση.

<<Ω, πάρα πολύ! Πολλές φορές τον έκαναν να ξεχνάει τα βάσα­

νά του. Πόσες βραδιές δεν έβαζε στη μπάντα τις σκοτούρες του, κι

αναρωτιόταν αν ο σουλτάνος θ' άφηνε την όμορφη κυρά να συνεχί­

σει την ιστορία της, ή θα της έκοβε το κεφάλι, πριν την τελειώσει».

<<Κι ήταν πάντα έτσι καλός ο πατέρας σου; Ώς την τελευταία

στιγμή» ρώτησε η Λουίζα, που παραβαίνοντας τη μεγάλη αρχή,

άρχισε να παραξενεύεται πάρα πολύ.

«Πάντα, πάντα!» αποκρίθηκε η Σίση, πλέκοντας τα χέρια της.

<<Πολύ περισσότερο απ' ό,τι μπορώ να πω. Μονάχα ένα βράδυ θύ­

μωσε, και τότε πάλι όχι με μένα, μα με το Σβελτοπόδη. Ο Σβελτο­

πόδης» -είπε χαμηλόφωνα τη φοβερή πραγματικότητα- «είναι ο

σκύλος που έπαιζε μαζί του στο τσίρκο>>.

<<Γιατί θύμωσε με το σκύλο;» ρώτησε η Λουίζα.

«Σαν τέλειωσε η παράσταση και γύρισαν σπίτι, ο πατέρας είπε

στο Σβελτοπόδη να πηδήσει ανάμεσα σε δυο καρέκλες και να στα­

θεί, με τα μπροστινά του πόδια στη ράχη της μιας και με τα πισινά

του στη ράχη της άλλης. Αυτό ήταν ένα από τα νούμερά του. Ο

Σβελτοπόδης κοίταξε τον πατέρα και δεν υπάκουσε αμέσως. Κεί­νο το βράδυ του 'τυχαν πολλές αναποδιές του πατέρα και δεν ευ­

χαρίστησε καθόλου το κοινό. Βάλθηκε να φωνάζει πως ακόμα κι ο

σκύλος του ήξερε πως άρχισε να ξεπέφτει και δεν τον συμπονούσε

καθόλου. Ύστερα άρχισε να χτυπάει το σκύλο κι εγώ φοβήθηκα

και του είπα: "Πατέρα, πατέρα! Σε παρακαλώ, μη χτυπάς αυτό το

ζώο, που σ' αγαπά τόσο πολύ! Ω, για το Θεό, πατέρα, σταμάτα! "

Και σταμά-τ;ησε, κι ο σκύλος ή-τ;αν μα-τ;ωμένος, κι ο πα-τ;έρας ξαπλώ­θηκε κλαίγοντας στο πάτωμα και κρατώντας το σκύλο στην αγκα­

λιά του· κι ο σκύλος του 'γλε ιφε -τ;ο πρόσωπο».

Η Λουίζα είδε πως η Σίση έκλαιγε με λυγμούς, και πηγαίνον-τ;ας κοντά της τη φίλησε, έπιασε το χέρι της και κάθισε πλάι της.

<<'Ελα, Σ ίση, πες μου τώρα, για να τελειώσουμε, πώς σ' άφησε ο

Page 77: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 77

πατέρας σου; Αφού σε ρώτησα και μου 'πες τόσο πολλά, πες μου

κι αυτό το τελευταίο. Το φταίξιμο -αν υπάρχει φταίξιμο- είναι δι­

κό μου κι όχι δικό σου>>.

«Καλή μου δεσποινίς Λουίζα» είπε η Σ ίση, σκεπάζοντας τα μά­

τια κι εξακολουθώντας να κλαίει με λυγμούς. «Γύρισα από το σχο­

λείο κείνο τ' απόγευμα, και βρήκα τον καημένο τον πατέρα, που

μόλις είχε κι αυτός γυρίσει στο σπίτι από το τσίρκο. Καθόταν

μπροστά στη φωτιά κι αναδίπλωνε το κορμί του σαν να πονούσε.

Και τον ρώτησα: "Μήπως χτύπησες, πατέρα;" (γιατί αυτό γινόταν

καμιά φορά, όπως και σ' όλους στο τσίρκο), κι αυτός είπε: "Χτύ­

πησα λίγο, πουλάκι μου". Κι όταν πήγα κοντά του κι έσκυψα να

κοιτάξω το πρόσωπό του, είδα πως έκλαιγε. Όσο πιο πολύ του μι­

λούσα, τόσο πιο πολύ έκρυβε το πρόσωπό του· ύστερα άρχισε να

τρέμει ολόκληρος και να μη λέει τίποτ' άλλο παρά "παιδί μου,

πουλάκι μου! "»

Κείνη τη στιγμή ο Τομ μπήκε αδιάφορα μες στο δωμάτιο και

κοίταξε τα δυο κορίτσια, με μια τέτοιαν απάθεια, που έδειχνε

πως, εκτός από τον εαυτό του, τίποτ' άλλο δεν του κινούσε το εν­

διαφέρον, κι ούτε κι αυτός τόσο πολύ κείνη την ώρα.

Κάνω μερικές ερωτήσεις στη Σ ίση, Τομ» παρατήρησε η αδερφή

του. «Αν θέλεις, μπορείς να καθίσεις, μη μας διακόψεις όμως για

ένα δυο λεπτά. Ναι, Τομ;>>

«Ω, πολύ καλά!» αποκρίθηκε ο Τομ. «Μόνο που ο πατέρας έφε­

ρε σπίτι το γερο-Μπαουντερμπάη, και θα 'θελα να κατεβείς στο

σαλόνι. Γιατί αν κατεβείς εσύ, υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να

με καλέσει να φάμε μαζί ο γερο-Μπαουντερμπάη· αν όμως δεν

κατεβείς, δε θα γίνει τίποτα» .

«Θα κατέβω αμέσως».

«Θα σε περιμένω» είπε ο Τομ, «για να ' μαι. σίγουρος».

Η Σ ίση ξανάρχισε, χαμηλώνοντας λίγο τη φωνή της: «Στο τέλος,

ο καημένος ο πατέρας είπε πως δεν μπόρεσε πάλι να ευχαριστή- · σει το κοινό, πως τελευταία δεν το ευχαριστούσε καθόλου, και

πως ποτέ πια δε θα το ευχαριστ11σει, πως ντροπιάστηκε κι εξευτε­

λίστηκε, και πως για μένα θα 'ταν καλύτερα να ζούσα χωρίς εκεί­

νον. Του είπα όλα τα τρυφερά λόγια που μου 'ρθαν στην καρδιά

και σιγά σιγά ησύχασε, κι εγώ κάθισα πλάι του, και του διηγήθηκα

πώς πέρασα κείνη την ημέρα στο σχολείο, τι είπαμε και τι κάναμg.

Page 78: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

78 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ

Όταν δεν είχα πια τίποτ' άλλο να πω, έβαλε τα χέρια του γύρω στο

λαιμό μου και με φιλούσε .. . και με φιλούσε. Ύmερα μου ζήτησε να του πάρω λίγο φάρμακο, για να βάλει εκεί που είχε χτυπήσει,

και να πάω να το αγοράσω από το καλύτερο μαγαζί, που βρισκό­

ταν στην άλλη άκρη της πολιτείας κι ύστερα, με ξαναφίλησε και μ'

άφησε να φύγω. Όταν κατέβηκα τη σκάλα, ξαναγύρισα για να του

κρατήσω ακόμα λίγη συντροφιά, κοίταξα από την ανοιχτή πόρτα

και είπα: "Πατερούλη, να πάρω μαζί μου το Σβελτοπόδη;" Ο πα­

τέρας κούνησε το κεφάλι του και είπε· "Όχι, Σ ίση, όχι, να μην πά­

ρεις μαζί σου τίποτα απ' ό,τι ο κόσμος ξέρει πως είναι δικό μου".

Τον άφησα να κάθεται κοντά στ;η φωτιά. Φαίνεται πως τότε θα του

'ρθε, του καημένου του πατέρα μου, η σκέψη να φύγΗ για να δοκι­

μάσει να κάνει κάτι για το καλό μου · γιατί, όταν γύρισα πίσω, δεν

τον ξαναβρήκα».

«Έλα! Μην ξεχνάς το γερο-Μπαουντερμπάη, Λου!» παρατή ­

ρησε ο Τομ.

«Δεν έχω να πω τίποτ' άλλο, δεσποινίς Λουίζα. Του φυλάω τη

μποτίλια με τα εννιά λάδια, γιατί είμαι βέβαιη πως μια μέρα θα

ξανάρθει. Κάθε γράμμα που βλέπω στα χέρια του κυρίου Γκραντ­

γκράιντ μου κόβε ι την ανάσα και μου φέρνει τρεμούλα, γιατί νομί­

ζω πως είναι από τον πατέρα ή από τον μίστερ Σλήρη για τον πα­

τέρα. Ο μίστερ Σλήρη μου υπΟΟ"'ι(έθηκε πως θα γράψει αμέσως μό­

λις μάθει κάτι για τον πατέρα, και είμαι βέβαιη πως θα κρατήσει

το λόγο του» .

«Μην ξεχνάς το γερο-Μπαουντερμπάη, Λου!» είπε ο Τομ μ' ένα

σφύριγμα aνυπομονησίας, «θα φύγει και δε θα τον προλάβουμε».

Από τότε, κάθε φορά που η Σίση έκανε υπόκλιση mον κύριο

Γκραντγκράιντ, μπροστά στην οικογένειά του, και του 'λεγε με

κομμένη φωνή: «Με συγχωρείτε πολύ, κύριε, που σας ενοχλώ ... αλλά ... μήπως είχατε κανένα γράμμα για μένα;» η Λουίζα σταμα­τούσε όποια δουλειά και να 'κανε κείνη τη mιγμή, και περίμενε

την απάντηση με την ίδια λαχτάρα που την περίμενε κι η Σ ίση. Κι

όταν ο κύριος Γκραντγκράιντ απαντούσε στ;ερεότυπα: «Όχι, Τζι­

ουπ, δεν πήρα κανένα τέτοιο γράμμα» το τρεμούλιασμα που κάνα­

νε τα χείλη της Σίσης μεταδινόταν στο πρόσωπο της Λουίζας και

τα μάτια της παρακολουθούσαν μe συμπόνια τη Σίση ώσπου να

βγει έξω. Ο κύριος Γκραντγκράιντ δεν άφηνε συνήθως την ευκαι-

Page 79: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 79

ρία να χαθεί χωρίς να παρατηρήσει, σαν έφευγε η Σ ίση, πως αν εί­

χε σωστά διαπαιδαγωγηθεί από τα μικρά της χρόνια, θα 'χε πείσει

τον εαυτό της με αδιάσειστα επιχειρήματα για το πόσο αβάσιμες

είναι αυτές οι φανταστικές ελπίδες . Κι όμως ήταν φανερό (όχι βέ­

βαια γι' αυτόν, γιατί αυτός δεν μπορούσε να δει τίποτα τέτοιο)

πως κι η φανταστική ελπίδα μπορεί ν' αρπάξει το ίδιο γερά έναν

άνθρωπο όσο κι η πραγματικότητα.

Αυτή η παρατήρηση μπορούσε να γίνει μονάΧα από την κόρη του. Όσο για τον Τομ, αυτός είχε φτάσει, όπως και τόσοι άλλοι

πριν απ' αυτόν, στο θριαμβευτικό συμπέρασμα πως δεν άξιζε ν'

ασχολείται κανένας παρά για τον αριθμό ένα, δηλαδή για τον εαυ­

τό του.

Όσο για την κυρία Γκραντγκράιντ, αν κάποτε μιλούσε, ξεμύτι­

ζε λίγο σαν θηλυκός τυφλοπόντικας απ' τα ρούχα που τη φάσκιω­

ναν κι έλεγε:

«Θεέ μου, φύλαγε! Πόσο σκοτίζεται και κουράζεται το καημέ­

νο μου το κεφάλι ν' ακούει αυτήν τη Τζιουπ να ρωτά και να ξανα­

ρωτά γι' αυτά τα παλιογράμματα από το πρωί ώς το βράδυ. Μα

την αλήθεια, φαίνεται πως είναι γραφτό μου να ζω ανάμεσα σε

πράγματα που ποτέ δε θα δω το τέλος τους. Είναι αλήθεια πάρα

πολύ παράξενο κι όμως φαίνεται πως ποτέ δε θα δω κάτι να τελει­ώνει σ' αυτόν τον κόσμο».

Σ' αυτό το σημείο ένιωθε πάνω της τη ματιά του κυρίου Γκραντ­

γκράιντ και, κάτω απ' την επίδραση της παγερ1Ίς εκείνης πραγμα­

τικότητας, ξαναβυθιζόταν στη νάρκη της.

Page 80: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ10

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΠΛΑΚΠΟΥΛ

Ε ΧΩ ΚΑΠΩΣ την ιδέα πως ο αγγλικός λαός εργάζεται τό­

σο σκληρά, όσο κι οποιοσδήποτε άλλος λαός κάτω από

τον ήλιο . Κι αν υποστηρίζω πως πρέπει να του δοθεί πε­

ρισσότερη αναψυχή και ξεκούραση , σ' αυτό φταίει η απλο'ίκή μου

ιδιοσυγκρασία.

Στην εργατική συνοικία του Κοκτάουν, μες στα πιο βαθιά οχυρά

του aπαίσιου αυτού κάστρου, όπου η φύση εκτοπίζεται από τα βαριά

κτίρια για να πάρει τη θέση της μια ατμόσφαιρα γεμάτη αέρια δολο­

φονικά και φαρμακερές αναθυμιάσεις μες στην καρδιά αυτού του

λαβύρινθου από στριμωγμένα στενορύμια, σμιχτά δρομάκια και δρό­

μους, που καθένα τους έκανε χωριστά και μ' ασθματική βιάση την εμ­

φάνισή του στον κόσμο, για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς κάποιου,

και που όλα μαζί αποτελούσαν μια απίθανη οικογένεια, καθώς αλλη­

λοστριμώχνονταν και τσαλαπατούσαν το 'να τ' άλλο, σ' έναν εξοντω­

τικό πόλεμο· στην πιο aσφυχτική γωνιά του βρώμικου αυτού δοχείου ,

όπου οι καμινάδες, εξαιτίας που δε βρισκόταν αέρας για να σχηματι­

σθεί ρεύμα, χτίστηκαν σε μια απίστευτη ποικιλία από στρεβλωμένα

και λειψά σχήματα, λες κι ήθελε κάθε σπίτι να δείξει, μ' αυτό το ση­

μάδι, τι λογής άνθρωποι μπορούσαν να γεννηθούν εκεί μέσα· ανάμε­σα στο χυδαίο αυτό πλήθος του Κοκτάουν, που συν1Ίθιζαν γενικά να

το λένε «τα χέρια» -μια ράτσα ανθρώπων που μερικοί θα τους έβλε­

παν με καλύτερο μάτι αν η Θεία Πρόνοια το 'χε βρει σωστό να μην

τους δώσει τίποτ' άλλο από χέρια ή, όπως σε κάτι παρακατιανά ζω­vτ;ανά της ακροθαλασσιάς, τίποτ' άλλο από χέρια και στομάχι- ζούσε

κάποιος Στέφανος Μπλάκπουλ, ηλικίας σαράντα χρόνων.

Page 81: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 81

Ο Στέφανος είχε δουλέψει σκληρά στη ζωή του και φαινόταν

μεγαλύτερος απ' ό,τι ήταν. Λένε πως κάθε ζωή έχει τα ρόδα της

και τ' αγκάθια της φαίνεται όμως πως cπην περίπτωση του Στέφα­

νου, είτε από ατύχημα είτε από λάθος, κάποιος άλλος πήρε τα ρό- · δα του, κι ο Στέφανος φορτώθηκε, μαζί με τα δικά του αγκάθια,

και τ' αγκάθια του άλλου . Είχε περάσει, για να μεταχειριcπώ τα

ίδια του τα λόγια, βάσανα βουνά. Τον έλεγαν γερο-Στέφανο, με

μια σκληρή έκφραση σεβασμού προς την πραγματικότητα.

Ελαφρά καμπουριασμένος, με ρυτιδωμένο μέτωπο, με ζωγρα­

φισμένη στο πρόσωπό του την έγνοια, κι ένα μεγάλο κεφάλι, σκε­

πασμένο με μακριά, αραιά γκρίζα μαλλιά, ο γερο-Στέφανος θα

μπορούσε να περάσει σαν ένας από τους πιο έξυπνους ανθρώπους

της σειράς του. Κι όμως δεν ήταν . Δεν ήταν από τους εργάτες εκεί­

νους που σμίγοντας, ολόκληρα χρόνια, στιγμή προς στιγμή, τα

σπάνια διαλείμματα της ανάπαυσής τους, κατάφεραν να μάθουν

δύσκολες επιστήμες ή ν' αποκτήσουν γνώσεις για τα πιο απίθανα

πράγματα. Δεν ήταν από τους εργάτες εκείνους που μπορούσαν

να βγάλουν λόγους ή να κρατήσουν μια συζήτηση. Χιλιάδες από

τους συναδέλφους του μπορούσαν, σ' οποιαδήποτε περίcπαση, να

μιλήσουν πολύ καλύτερα απ' αυτόν. Ήταν ένας καλός υφαντουρ­

γός κι ένας απόλυτα τίμιος άνθρωπος. Τι άλλο ήταν, ή τι άλλο είχε

μέσα του, αν είχε τίποτα, ας αφήσουμε να μας το πει ο ίδιος .

Τα φώτα των μεγάλων εργοστασίων, που όταν ήταν φωταγωγη­

μένα έμοιαζαν σαν παραμυθένια παλάτια -έτσι τουλάχιστον έλε­

γαν οι ταξιδιώτες που περνούσαν με τα τρένα- ήταν όλα σβηστά,

και τα καμπανάκια είχαν σημάνει το τέλος της δουλειάς και δε

χτυπούσαν πια κι οι εργάτες, άντρες και γυναίκες, αγόρια και κο­

ρίτσια, γύριζαν με θόρυβο σπίτι τους. Ο γερο-Στέφανος cπεκόταν

στο δρόμο, έχοντας την παράξενη αίσθηση που του 'φερνε κάθε

φορά το σταμάτημα της μηχανής -την αίσθηση πως η μηχανή αυτή

δούλευε και σταματούσε μέσα στο ίδιο του το κεφάλι.

«Δε βλέπω ακόμα τη Ραχήλ!» είπε.

Ήταν μια βροχερή νύχτα και πολλές νέες γυναίκες πέρασαν

παρέες παρέες δίπλα του, με τα μαντίλια χαμηλωμένα πάνω απ' τα

γυμνά τους κεφάλια και δεμένα κάτω απ' τα πηγούνια τους, για να

μη βρέχεται το πρόσωπό τους. Τη γνώριζε πάρα πολύ καλά τη Ρα­

χήλ, γι' αυτό με μια μόνη ματιά που €ριχνε σε κείνες τις συντρο-

Page 82: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

82 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

φιές καταλάβαινε πως δεν Ιiταν εκεί. Αφού περίμενε μάταια ώς το

τέλος, κίνησε να φύγει μουρμουρίζοντας μ' απογοήτευση: «Δε θα

την πήρε, φαίνεται, το μάτι μου».

Μα πριν ακόμα προσπεράσει τρεις δρόμους, είδε μια γυναικεία

μορφή, με μαντίλι κι αυτή στο κεφάλι, να περπατάει μπροστά του.

Την κοίταξε τόσο προσεχτικά, που και μόνο ο ίσκιος της, καθώς

έπεφτε θαμπά πάνω στο υγρό λιθόστρωτο -κι αν ακόμα τον έβλεπε,

χωριστά από κείνη, να ζωηρεύει και να σβήνει προχωρώντας από

φανάρι σε φανάρι- θα 'ταν αρκετός για να καταλάβει ποια ήταν.

Περπατώντας πιο γρήγορα και πιο αθόρυβα τώρα, ο Στέφανος

προχώρησε βιαστικά ώσπου ζύγωσε κοντά της, ύστερα, ξαναπαίρ­

νοντας το πρώτο του βήμα, φώναξε «Ραχήλ!»

Εκείνη γύρισε. Κείνη τη στιγμή βρισκόταν κάτω απ' το φως

ενός φαναριού. Σήκωσε λίγο το μαντίλι της κι άφησε να φανεί ένα

ήρεμο οβάλ πρόσωπο, μελαχρινό και λεπτό, φωτισμένο μ' ένα ζευ­

γάρι ολόγλυκα μάτια και στεφανωμένο με τα καλοχτενισμένα, λα­

μπερά μαύρα μαλλιά της . Δεν ήταν ένα πρόσωπο στην πρώτη του

άνθιση. Ήταν μια γυναίκα τριανταπέντε χρονών.

«Α, εσύ 'σαι, αγόρι μου;» Μόλις πρόφερε αυτά τα λόγια, μ' ένα

χαμόγελο που εύκολα μπορούσε κανείς να το διακρίνει, μόλο που

δε φαινόταν, απ' όλο το πρόσωπό της, παρά μονάχα τα γλυκά της

μάτια, ξανασήκωσε την κουκούλα της και προχώρησαν μαζί.

«Νόμιζα πως ήσουν πίσω, Ραχήλ».

«Όχι» .

«Κάτι νωρίς απόψε , μικρούλα μου;»

«Πότε σχολάω λίγο νωρίτερα, Στέφανε, πότε λίγο αργότερα.

Κανείς δεν μπορεί να ξέρε ι την ώρα που γυρίζω σπίτι μου».

«Θαρρώ πως ούτε την ώρα που φεύγεις από το σπίτι σου, ε,

Ραχήλ;»

«Α, όχι, Στέφανε».

Την κοίταξε με κάποια απογοήτευση στο πρόσωπό του, μα με

μια ήρεμη και γεμάτη σεβασμό πεποίθηση, πως ό,τ ι έκανε δεν

μπορούσε παρά να 'ναι το σωστό. Εκείνη πρόσεξε την έκφρασή του κι ακούμπησε ελαφρά το χέρι της στο μπράτσο του, σαν να 'θε­

λε να τον ευχαριστήσει.

<<Είμαστε τόσο καλοί φίλοι, αγόρι μου, τόσο παλιοί φίλοι, και

τώρα αρχίσαμε να γινόμαστε και τόσο γέροι».

Page 83: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 83

«Όχι, Ραχήλ, εσύ είσαι πάντα νέα» .

«Θα 'ταν πολύ άσχημο να γερνάει μονάχα ο ένας από τους δυο

μας, Στέφανε, όσον καιρό μας μένει ακόμα να ζήσουμε>> απάντησε

γελώντας. «Ωστόσο, είμαστε τόσο παλιοί φίλοι, που θα 'ταν αμαρ­

τία να κρύψουμε ο ένας απ' τον άλλο μια τίμια αλήθεια. Καλύτερα

είναι να μην πολυφαινόμαστε μαζί έξω. Θα 'ρθει και κείνη η ώρα!

Θα 'ταν αλήθεια πάρα πολύ σκληρό να μην έρθει ποτέ» είπε με μια

ευθυμία που προσπαθούσε να τη μεταδώσει και σ' αυτόν.

«Αλήθεια, είναι σκληρό, Ραχήλ>>.

«Προσπάθησε να μην το σκέφτεσαι, έτσι θα σου στοιχίζει λιγό­

τερο>>.

«Καιρό τώρα προσπαθώ, μα δε γίνεται τίποτα · ωστόσο έχεις

δίκιο· ο κόσμος μπορεί ν' αρχίσει να λέει, ακόμα και για σένα· τό­

σα χρόνια τώρα είσαι η μόνη μου παρηγοριά. Ραχήλ· μου έκανες

τόσο καλό, τα χαρούμενα λόγια σου τόσες φορές μου δώσανε θάρ­

ρος, που η θέλησή σου είναι νόμος για μένα. Α, ναι, μικρούλα

μου, ένας καλός κι ευχάριστος νόμος! Πολύ καλύτερος από μερι­

κούς αληθινούς>>.

<<Μην τα βάζεις με τους νόμους, Στέφανε» απάντησε γρήγορα,

ρίχνοντας μια ανήσυχη ματιά στο πρόσωπό του. «Άφησέ τους

ήσυχους».

«Ναι>> είπε, κλίνοντας μια δυο φορές αργά το κεφάλι. «Ας τους

αφήσουμε ήσυχους. Ας τ' αφήσουμε όλα ήσυχα. Δε βρίσκεις άκρη

μ' αυτά>>.

«Ποτέ δε βρίσκεις άκρη;>> είπε η Ραχήλ, αγγίζοντας πάλι απαλά

το μπράτσο του, σαν να 'θελε να τον βγάλει από την έγνοια, που

τον έκανε να περπατάει σκυφτός και να δαγκώνει νευρικά τις

άκρες του λυτού λαιμοδέτη .του. Κείνο το άγγιγμα έφερε αμέσως

το αποτέλεσμά του. Άφησε να πέσουν οι άκρες του λαιμοδέτη, γύ­

ρισε και ·κοίταξε χαμογελώντας κι είπε, ξεσπώντας σ' ένα πρόσχα­

ρο γέλιο: «Ναι, μικρή μου Ραχήλ, ποτέ! Σ' αυτό επιμένω. Μπερ­

δεύομαι κάθε τόσο μαζί τους και ποτέ δεν μπορώ να ξεμπλέξω» .

Είχανε κάνει κάμποσο δρόμο, και βρίσκονταν κοντά στα σπίτια

τους. ΙΊ;ρώτο ήταν το σπίτι της Ραχήλ. Βρισκόταν σ' έναν από τους πολλούς μικρούς δρομάκους, για τους οποίους ο εργολάβος κηδει­

ών, ο πιο γνωστός (που δεν έβγαζε και λίγα από τις φτωχικές κη ­

δείες της γειτονιάς), διατηρούσε μια μαύρη σκάλα, για να βοηθάει

Page 84: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

84 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

αυτούς που έπαυαν ν' ανεβοκατεβαίνουν ψηλαφητά τις στενές

σκάλες, να γλιστρούν, μέσ' απ' τα παράθυρα, μακριά απ' το σκλη ­

ρό τούτο κόσμο. Σταμάτησε στη γωνιά, και δίνοντάς του το χέρι

του ευχήθηκε καληνύχτα.

«Καληνύχτα, μικρούλα μου · καληνύχτα!»

Προχώρησε με το απλό και σεμνό γυναικείο της βάδισμα στο

σκοτεινό δρόμο. Εκείνος στεκόταν και την κοιτούσε ώσπου μπήκε

μέσα σ' ένα από τα μικρά σπιτάκια. Κοιτούσε με συγκίνηση και

τον ελάχιστο κυματισμό του φτηνού μαντιλιού της, και κάθε τόνος

της φων1Ίς της έβρισκε βαθιάν απήχηση στην καρδιά του.

Όταν την έχασε από τα μάτια του, πήρε το δρόμο για το σπίτι

του, κοιτάζοντας πότε πότε τον ουρανό, όπου τα σύννεφα έτρεχαν

βιαστικά κι αγριεμένα. Μα τώρα η συννεφιά είχε σπάσει, είχε

σταματήσει η βροχή, και το φεγγάρι έλαμπε -κοιτάζοντας, μέσα

απ' τις ψηλές καμινάδες του Κοκτάουν, τα βαθιά καμίνια και ρί­

χνοντας τους τιτάνιους ίσκιους των κοιμισμένων μηχανών πάνω

στους εσωτερικούς τοίχους. Καθώς προχωρούσε μέσα στη νύχτα,

ένιωσε να λαγαρίζει το μυαλό του, με το ξάνοιγμα του καιρού.

Το σπίτι του, σ' έναν παρόμοιο δρόμο, μονάχα πιο στενό, βρι­σκόταν πάνω από ένα μικρό μαγαζί. Πώς γινόταν τώρα να υπάρ­

χουν άνθρωποι που έβρισκαν πως άξιζε τον κόπο να πουλούν ή ν'

· αγοράζουν αυτά τα κακομοίρικα παιχνιδάκια, που 'ταν στη βιτρί­

να του , ανακατεμένα μ' εφημερίδες της πεντάρας και χοιρινό κρέ­ας (ήταν ένα μπούτι που θα το 'βγαζαν το άλλο βράδυ στο λότο),

δε μας ενδιαφέρει εδώ. Πήρε το κερί του από ένα ράφι, τ' άναψε

από ένα άλλο κερί που έκαιγε στο ταμείο , χωρίς να ενοχλήσει την

κυρά του μαγαζιού, που κοιμόταν στο καμαράκι της, κι ανέβηκε

στο σπίτι του.

Ήταν ένα δωμάτιο, που, με άλλους παλιότερους ενοικιαστές, εί­

χε κάνει τη γνωριμιά της μαύρης σκάλας μα τώρα ήταν τόσο περι­

ποιημένο, όσο μπορούσε να 'ναι ένα τέτοιο δωμάτιο. Σε μια γωνιά,

πάνω σ' ένα παλιό γραφείο, ήταν λίγα βιβλία και μερικά γραμμένα

φύλλα χαρτιού . Η επίπλωση ήταν μετρημένη και σοβαρή και, μόλο που η ατμόσφαιρα ήταν μολυσμένη, το δωμάτιο ήταν καθαρό.

Καθώς πήγαινε στο τζάκι, για ν' ακουμπήσει το κερί πάνω σ'

ένα τρίποδο, στρογγυλό τραπεζάκι που βρισκόταν εκεί, σκόνταψε

πάνω σε κάτι. Καθώς οπισθοχωρούσε κοιτάζοντάς το, εκείνο ανα­σηκώθηκε και πήρε το σχήμα μιας καΘισμeνης γυναίκας.

Page 85: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 85

«Για το Θεό, γυναίκα!» φώναξε, οπισθοχωρώντας ακόμα πε­

ρισσότερο. «Ξαναγύρισες πάλι!»

Τι γυναίκα ! Ένα σακάτικο, μεθυσμένο πλάσμα, που μόλις είχε τη

δύναμη να κρατάει ανασηκωμένο το κορμί του, ακουμπώντας ένα

ολοβρώμιστο χέρι στο πάτωμα, ενώ τ' άλλο της χέρι, στη μάταιη προ­

σπάθειά του να σηκώσε ι από τα μάτια τα μπερδεμένα μαλλιά της,

δεν κατάφερνε τίποτ' άλλο παρά να τα τυφλώνει περισσότερο με τη

βρωμιά του. Ένα πλάσμα τόσο αποκρουστικό μέσα στα κουρέλια

του, τις λίγδες του και τις λάσπες του, κι ακόμα πιο αποκρουστικό το

ηθικό του κατάντημα, που ήταν ντροπή και να το βλέπεις μονάχα.

Αφού ξεστόμισε μια δυο νευρικές βλαστ1Ίμιες και ξύστηκε σαν ζώο με το ελεύθερο χέρι της, κατάφερε να σηκώσει τα μαλλιά της

από τα μάτια της, όσο χρειαζόταν για να μπορέσει να τον δει.

«Ε, αγόρι; Εσύ 'σαι;» Κάτι βραχνοί ήχοι, που υποτίθεταί πως σχη­

μάτισαν αυτές τις λέξεις, βγήκαν επιτέλους από το λαρύγγι της, μ' έναν

περιπαιχακό τόνο· και το κεφάλι της έπεσε πάνω στο στήθος της.

«Ξαναγύρισες πάλι;>> τσίριξε, ύστερα από λίγο, σαν να της το

'χε πει κείνη τη στιγμή. «Και βέβαια ξαναγύρισα! Αμ' τι; Πάντα κι

ολοένα θα ξαναγυρίζω! Αν ξαναγύρισα, λέει; Ναίσκε, ξαναγύρι­σα! Γιατί όχι;»

Ξαναμμένη απ' την τρελή παραφορά της, κορδώθηκε και κατά­

φερε να σταθεί όρθια, με τους ώμους ακουμπισμένους στον τοίχο·

τραμπαλίζοντας με το ένα της χέρι ένα κομμάτι καπέλου, που το

'χε περιμαζέψει από τα σκουπίδια και το κρατούσε απ' το κορδό­

νι, προσπαθούσε να τον κοιτάξει περιφρονητικά.

«Θα τα ξαναπουλήσω, και πάλι θα τα ξαναπουλήσω, κι ολοένα

θα τα πουλάω! >> φώναξε με μια κίνηση γεμάτη πρόκληση και πα­

ράφορη απειλή. «Ξεκουμπίσου απ' αυτό το κρεβάτι!» Ο Στέφανος

καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, με το πρόσωπο κρυμμένο στα

χέρια του. «Φεύγα από κει, σου λέω! Είναι δικό μου και το θέλω! >>

Καθώς προχωρούσε τρικλίζοντας στο κρεβάτι, την απόφυγε με

φρίκη και πέρασε -κρατώντας πάντα το πρόσωπό του κρυμμένο­

στην aντικρινή πλευρά της κάμαρας. Εκείνη ρίχτηκε βαριά πάνω

στο κρεβάτι και σε λίγο άρχισε να ροχαλίζει του καλού καιρού. Ο

Στέφανος σωριάστηκε σε μια καρέκλα κι όλη νύχτα δε σάλεψε από κει, εκτός; από μια φορά για να ρίξει επάνω τηs μια κουβfρτα, λες και τα χέρια του δεν ήταν αρκετά για να την κρύψουν από τα

μάτια του, ακόμα και μέσα στο σκοτάδι.

Page 86: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ11

ΚΑΜΙΑ ΔΙΕΞΟΔΟΣ

τ Α ΠΑΡ ΑΜΥΘΕΝΙΑ παλάτια φωτίστηκαν άξαφνα πριν η

χλομή αυγή αφήσει να φανούν τα τεράστια φίδια του κα­

πνού που σέρνονταν πάνω απ' το Κοκτάουν. Ακούστηκαν

ξυλοπάπουτσα στο λιθόστρωτο, βιαστικά κουδουνίσματα, κι όλοι

οι μελαγχολικοί ελέφαντες, γυαλισμένοι και λαδωμένοι για τη μο­

νότονη δουλειά της ημέρας, άρχισαν πάλι το βαρύ τους έργο.

Ο Στέφανος έσκυβε πάνω απ' τον αργαλειό του ήρεμος, προσε­

χτικός, σταθερός. Όπως και κάθε εργάτης μέσα σε κείνο το δάσος

των αργαiειών, ο Στέφανος ήταν μια παράξενη αντίθεση με το πο­λυθόρυβ , βουερό μηχάνημα που εργαζόταν. Μην ανησυχείτε, καλοί μο άνθρωποι, μη φοβόσαστε πως η Τέχνη μπορεί ποτέ να

κάνει τη ύση να ξεχαστεί. Βάλτε, οπουδήποτε, πλάι πλάι το έργο

του ΘΕΟΥ και το έργο των ανθρώπων -το πρώτο, ακόμα κι αν εί­

ναι ένα πλήθος από aσήμαντους εργάτες, θα κερδίσει σε μεγαλείο

από τούτη τη σύγκριση.

Σε τούτο το εργοστάσιο υπάρχουν τόσες κατοσταριές εργάτες

και οι ατμομηχανές του έχουν τόσες κατοσταριές άλογα δύναμη.

Είναι γνωστό, με προσέγγιση λίμπρας, τι μπορεί να κάνει μια μηχα­

νή· ωστόσο όλοι μαζί οι σοφοί λογιστάδες του εθνικού μας χρέους

δε θα μπορέσουν να μου πουν πόση δυναμικότητα σε καλοσύνη ή

κακία, σε αγάπη ή μίσος, σε πατριωτισμό ή επαναστατικότητα, σε

ικανότητα να μεταμορφώνει την αρετ1i σε κακία, ή την κακία σε

αρετή, έχει σε μια ορισμένη mιγμή η ψυχή ενός από τα ταπεινά τού­

τα πλάσματα, με τις aτάραχες μορφές και τις ρυθμισμένες κινήσεις. Στη μηχανή δεν υπάρχει κανένα μυστήριο· σ' αυτούς όμως, ώς και

στον πιο ασήμαντο, υπάρχει πάντα ένα μυστήριο, που το βάθος του

Page 87: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 87

είναι aπροσμέτρητο. Για φανtαστείτε τι θα γινόταν αν χρησιμοποι­

ούσαμε τα νούμερά μας μονάχα για την άψυχη ύλη, και κυβερνού­

σαμε αυτό το φοβερό κι άγνωστο έμψυχο υλικό με άλλα μέσα!

Η μέρα προχωρούσε, και το φως της δεν άργησε να σκεπάσει τον

εσωτερικό φωτισμό του εργοστασίου. Τα φώτα σβήστηκαν και η ερ­

γασία συνεχιζόταν. Άρχισε να βρέχει, και τα φίδια του καπνού, υπο­

ταγμένα στην προγονική κατάρα της γενιάς τους, σερνόνtουσαν πά­

νω στη γη. Έξω στην αυλή που πετούσαν τ' άχρηστα, οι ατμοί από τη

σωλήνα της εξάτμισης, τα βαρέλια ~και τα παλιοσιδερικά, οι γυαλι­

στεροί σωροί του κάρβουνου κι οι στάχτες που απλώνονtαν πανtού,

ήταν σαβανωμένα μέσα σ' ένα πέπλο καταχνιάς και βροχής.

Η δουλειά συνεχιζόταν, ώσπου χτύπησε το μεσημεριανό κα­

μπάνι. Οι δρόμοι γέμισαν θόρυβο. Τ αργαλειά, οι ανέμες, οι ερ­γάτες, όλα σταμάτησαν για μια ώρα τη δουλειά τους.

Ο Στέφανος βγήκε από τη ζεστή ατμόσφαιρα του εργοστασίου

στον υγρό αέρα, το κρύο και τους βρεγμένους δρόμους, χλομός

και κουρασμένος. Απομακρύνθηκε από τους συντρόφους του κι

από τη θέση του χωρίς να πάρει τίποτ' άλλο παρά λίγο ψωμί, που

το 'τρωγε καθώς προχωρούσε προς το λόφο, όπου κατοικούσε ο

εργοδότης του, σ' ένα κόκκινο σπίτι με μαύρα παραθυρόφυλλα,

πράσινες κουρτίνες, μια μαύρη εξωτερική πόρτα με δυο άσπρα

σκαλοπάτια και τ' όνομα ΜΠΑΟΥΝΤΕΡΜΠΑΗ (με γράμματα που

του ' μοιαζαν πολύ) σε μια χάλκινη πλάκα, κι ένα στρογγυλό χάλκι­

νο πόμολο από κάτω, που έμοιαζε σαν χάλκινη τελεία.

Ο κύριος Μπαουντερμπάη έπαιρνε το γεύμα του. Ο Στέφανος

το περίμενε αυτό. Θα του 'λεγε ο υπηρέτης του πως ένας εργάτης

ζητούσε την άδεια να του μιλήσει; Ο κύριος Μπαουντερμπάη ρω­

τούσε ποιος ήταν αυτός ο εργάτης . Στέφανος Μπλάκπουλ. Δεν εί­

χε κανένα παράπονο από τον Στέφανο Μπλάκπουλ· ναι, μπορού­

σε να περάσει.

Ο Στέφανος Μπλάκπουλ μπ1Ίκε στην τραπεζαρία. Ο κύριος

Μπαουντερμπάη (που μόλις τον γνώριζε) έτρωγε μπριζόλες κι

έπινε τσέρι. Η κυρία Σπάρσιτ έπλεκε πλάι στο τζάκι, καθισμένη,

σαν αμαζόνα στη σέλα, με το ένα της πό~ι σ' έναν βαμβακερό ανα­

βολέα. Ένα ουσιαστικό γνώρισμα της αξιοπρέπειας και της υπη ­

ρεσίας της κυρίας Σπάρσιτ ήταν να μη γευματίζει τα μεσημέρια.

Ήταν μέσα στα επίσημα καθήκονtά της να επιβλέπει αυτά τα γεύ-

Page 88: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

88 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΓΙΚΕΝΣ

ματα, αλλά για το υψηλό πρόσωπό της θεωρούσε σαν αδυναμία το

μεσημεριάτικο φαγητό.

«Λοιπόν, Στέφανε» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη, «τι σου

συμβαίνει;»

Ο Στέφανος υποκλίθηκε χωρίς δουλοπρέπεια -τέτοια φερσίμα­

τα ήταν ολότελα ξένα σ' αυτούς τους εργάτες! Μα την πίστη μου,

κύριε, δε θα τους δείτε ποτέ να λυγίζουν τη μέση τους, ακόμα κι αν

μείνετε είκοσι ολόκληρα χρόνια μαζί τους!- και για χάρη της κυ­

ρίας Σπάρσιτ θέλησε να κάνει πιο κομψή την εμφάνισή του, χώνο­ντας κάτω απ' το γιλέκο του τις δυο άκρες του λαιμοδέτη του.

«Βέβαια, εσύ» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη, παίρνοντας λίγο

τσέρι, «ούτε αφορμές μας έδωσες ποτέ, ούτε είσαι κανένας παρά­

λογος και φαντασμένος εργάτης. Εσύ δεν είσαι από κείνους που

περιμένουν ν' ανεβούν σε αμάξι μ' έξι άλογα και να τρώνε χελω­

νόσουπα και κυνήγι με χρυσά κουτάλια, όπως τόσοι άλλοι!» -ο κύ­

ριος Μπαουντερμπάη είχε τη γνώμη πως αυτός ήταν ο μόνος και

άμεσος σκοπός κάθε εργάτη που δεν ήταν ολότελα ευχαριστημέ­

νος- «Και γι' αυτό είμαι βέβαιος πως δεν ήρθες να μου κάνεις πα­

ράπονα. Α, όσο γι' αυτό, είμαι προκαταβολικά βέβαιος».

«Όχι, κύριε, δεν ήρθα γι' αυτό· όχι, όχι ... »

Αυτό ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη για τον κύριο Μπαου­

ντερμπάη, παρόλο που, όπως είχε πει, ήταν εντελώς βέβαιος γι'

αυτό. «Πολύ ωραία» αποκρίθηκε. «Είσαι ένας πολύ καλός εργά­

της, και βλέπω πως δεν έχω πέσει έξω για σένα. Ας δούμε τώρα τι

συμβαίνει. Αφού δεν ήρθες γι' αυτό, ας ακούσουμε τι θέλεις. Τι

έχεις να μου πεις; Λέγε, παιδί μου!»

Ο Στέφανος έριξε τυχαία μια ματιά στην κυρία Σπάρσιτ.

«Μπορώ να φύγω, κύριε Μπαουντερμπάη, αν το θέλετε» είπε

αυτή η κυρία, η πάντα πρόθυμη σε θυσίες, κάνοντας πως βγάζει το

πόδι της από τον αναβολέα.

Ο κύριος Μπαουντερμπάη τη σταμάτησε, κρατώντας μετέωρη

μια μπουκιά μπριζόλας, και aπλώνοντας το αριστερό του χέρι.

Ύστερα, μαζεύοντας το χέρι του και καταβροχθίζοντας τη μπου­

κιά του, είπε στον Στέφανο.

<<Πρέπει να ξέρι::ις πως η καλή αυτή κυρία είναι από μεγάλη οι­

κογένεια, από πολύ μεγάλη οικογένεια ! Δεν πρέπει να νομίζεις

πως, επειδή μου κρατάει το σπίτι, δεν έχει φτάσει ώς την κορφή

Page 89: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 89

του δέντρου -τι λέω, ώς την πιο ψηλή κορφή! Αν τώρα έχεις να

πεις τίποτα που δε λέγεται μπροστά σε μια πραγματική κυρία, η

κυρία αυτή θα φύγει από το δωμάτιο. Αν όμως, αυτό που έχεις να

πεις, λέγεται μπροστά σε μια πραγματική κυρία, η κυρία αυτή θα

μείνει εκεί που είναι».

«Ελπίζω, κύριε, πως ποτέ δεν είπα τίποτα, από τότε που γεννή ­

θηκα, που να μη μπορεί να τ' ακούσε ι μια πραγματική κυρία» απά­

ντησε ο Στέφανος κοκκινίζοντας ελαφρά.

«Πολύ ωραία» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη σπρώχνοντας

πέρα το πιάτο του κι ακουμπώντας στη ράχη της καρέκλας του .

«Εμπρός λοιπόν! Σ' ακούω!»

«Ήρθα» άρχισε ο Στέφανος, σηκώνοντας τα μάτια από το πά­

τωμα, ύστερα από μια στιγμή σιωπής, «να ζητήσω τη συμβουλή

σας. Τη χρειάζομαι πάρα πολύ. Παντρεύτηκα τη Δευτέρα του Πά­

σχα, πριν από δεκαεννιά σκληρά κι ατέλειωτα χρόνια. Ήταν μια

νέα κοπέλα -αρκετά όμορφη- με καλό όνομα. Κι όμως! Πήρε γρή­

γορα τον κακό δρόμο. Όχι εξαιτίας μου . Ο Θεός το ξέρει πως δεν

ήμουν κακός σύζυγος» .

«Κάτι έχω ακούσει για όλα αυτά» είπε ο κύριος Μπαουντερ­

μπάη . «Το 'ριξε στο πιοτό, παράτησε τη δουλειά της, πούλησε τα

έπιπλα του σπιτιού, έβαλε ενέχυρο τα ρούχα και βγήκε στο πεζο­

δρόμιο».

«Έκανα μεγάλη υπομονή μαζί της».

(«Τόσο βλάκας ήσουν» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη σαν να

μιλούσε εμπιστευτικά στο κρασοπότηρό του . )

«Έκανα μεγάλη υπομον1Ί μαζί της. Προσπάθησα πολλές φορές να τη φέρω στον ίσιο δρόμο. Πότε με τούτο, πότε με κείνο, πότε με

τ' άλλο. Πολλές φορές γύρισα στο σπίτι μου και βρήκα μόνο τους

τέσσερις τοίχους και την ίδια τη γυναίκα μου, αναίσθητη από το

μεθύσι, στο γυμνό πάτωμα. Αυτό δεν έγινε μια, δεν έγινε δυο -μα

σωστές είκοσι φορές!»

Οι ρυτίδες του προσώπου του βάθαιναν καθώς μιλούσε κι ήταν

μια συγκινητική απόδειξη της μαρτυρικής ζωής του.

«Απ' το κακό στο χειρότερο, κι απ' το χειρότερο στο πιο χειρό­

τερο. Έφυγε και μ' άφησε. Χώθηκε ώς το λαιμό μέσα στο βούρκο .

Ύστερα ήρθε, ξανάρθε, έφυγε και πάλι ξανάρθε. Τι μπορούσα να

κάνω για να την εμποδίσω; Νύχτες ολόκληρες γύριζα στους δρό-

Page 90: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

90 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

μους και δεν πήγαινα σπίτι μου. Πήγα στο γιοφύρι aποφασισμέ­

νος να πέσω στο ποτάμι και να γλιτώσω. Τόσα ήταν τα βάσανά

μου, που γέρασα πριν την ώρα μου ... » Η κυρία Σπάρσιτ, που εξακολουθούσε ήσυχα να πλέκει με τις

βελόνες της, σήκωσε τα φρύδια και κούνησε το κεφάλι της, σαν να

'θελε να πει: «Έχουν κι οι μεγάλοι τα βάσανά τους όπως κι οι μι­

κροί. Στρέψε, παρακαλώ, το ταπεινό σου βλέμμα σε μένα».

«Της έδωσα λεφτά για να φύγει. Πέντε χρόνια τώρα την πληρώ­

νω. Έτσι κατάφερα ν' αποκτήσω πάλι λίγα έπιπλα της προκοπής.

Η ζωή μου βέβαια ήταν σκληρή και πονεμένη , μα ωστόσο δεν είχα

μέσα μου κάθε στιγμή τη ντροπή και το φόβο. Χτες βράδυ, πήγα

σπίτι μου. τη βρήκα πεσμένη πάνω στο τζάκι! Ακόμα είναι εκεί!» Μέσα στο κορύφωμα της δυστυχίας και την ένταση της αγωνίας

του, ορθώθηκε περήφανα μια στιγμή. Μα αμέσως ύστερα ξαναπή­

ρε τη στάση που είχε απ' την αρχή -με το συνηθισμένο του σκύψι­

μο· και το συλλογισμένο του πρόσωπο, γυρισμένο προς τον κύριο

Μπαουντερμπάη, με μια παράξενη έκφραση, γεμάτη περιέργεια

και αμηχανία, σαν να προσπαθούσε να ξεδιαλύνει κάτι που ήταν

τρομερά δύσκολο· κρατούσε σφιχτά το καπέλο του με το αριστερό

του χέρι, που ακουμπούσε πάνω στο γοφό του. Το δεξί του χέρι, με

ζωηρές, χαρακτηριστικές κινήσεις, έδινε ιδιαίτερη έμφαση στα

λόγια του· κι όταν ακόμα σιωπούσε εκείνος, το χέρι του εξακολου­

θούσε να διατηρεί την εκφραστική του δύναμη.

«Αυτά όλα, όπως ξέρεις, μου είναι από καιρό γνωστά» είπε ο

κύριος Μπαουντερμπάη, «εκτός από το τελευταίο. Πολύ άσχημη

ιστορία. Πάρα πολύ άσχημη! Θα 'ταν καλύτερα να μην είχες πα­

ντρευτεί. Μα τώρα πια είναι αργά να μιλάμε γι' αυτό» .

«Μήπως είχανε μεγάλη διαφορά ηλικίας, κύριε, κι ήταν aταί­

ριαστος ο γάμος;»

«Ακούς τι ρωτά η κυρία; Μήπως ο γάμος ήταν aταίριαστος από

την άποψη της ηλικίας, και γι' αυτό σου δημιούργησε όλους αυ­

τούς τους μπελάδες;» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη.

«Δεν είναι αυτό, όχι. Εγώ ήμουν είκοσι ενός χρονών κι εκείνη

μόλις ήταν είκοσι» .

«Αλήθεια, κύριε;» είπε ήρεμα η κυρία Σπάρσιτ στον κύριο

Μπαουντερμπάη. «Νόμισα πως επειδή ήταν ένας άτυχος γάμος,

ίσως έφταιγε η μεγάλη διαφορά ηλικίας».

Page 91: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 91

Ο κύριος Μπαουντερμπάη έριξε στην καλή αυτή κυρία ένα λο­

ξό, εξεταστικό βλέμμα με μια παράξενα κουηΊ έκφραση. Τονώθη­

κε πίνοντας ακόμα λίγο τσέρι.

<<Λοιπόν; Γιατί δε συνεχίζεις;» ρώτησε τότε, κοιτάζοντας, με

κάποιον εκνευρισμό, το Στέφανο Μπλάκπουλ.

«'Ηρθα, κύριε, να σας παρακαλέσω να μου πείτε πώς να γλιτώ­

σω απ' αυτή τη γυναίκα». Το συλλογισμένο πρόσωπο του Στέφα­

νου πήρε ακόμα πιο σοβαρή έκφραση . Η κυρία Σπάρσιτ άφησε

ένα ελαφρό επιφώνημα, σαν να δέχτηκε ένα ηθικό χτύπημα.

«Τι θέλεις να πεις;» ρώτησε ο Μπαουντερμπάη, που σηκώθηκε

κι ακούμπησε τη ράχη του στο τζάκι, <<τι κουβέντες είν' αυτές; Την

πήρες και για τις χαρές και για τις λύπες>>.

<<Πρέπει να γλιτώσω απ' αυτήν . Δεν αντέχω πια. Αν βάσταξα

τόσον καιρό, το χρωστάω στην παρηγοριά και στο κουράγιο που

μου 'δινε με τα λόγια της η πιο καλή κοπέλα που γνώρισε ο κό­

σμος. Ευτυχώς, γιατί χωρίς αυτήν θα 'χα τρελαθεί».

«Πολύ φοβάμαι, κύριε, πως θέλει να χωρίσει, για να παντρευ­

τεί αυτ1Ί την κοπέλα» παραηiρησε χαμηλόφωνα η κυρία Σπάρσιτ,

καταγανακτισμένη για την ανηθικότητα του λαού.

«Μάλιστα. Αυτό που λέει η κυρία είναι σωστό. Μάλιστα, θα

σας το 'λεγα σε λίγο. Έχω διαβάσει στις εφημερίδες πως οι άν­

θρωποι της καλής τάξης (κι έχουν δίκιο, δεν τους κατηγορώ γι' αυ­

τό) δε δένονται μεταξύ τους τόσο σφιχτά και στις χαρές και στις

λύπες, και μπορούν να χωρίζουν και να ξαναπαντρεύονται. Όταν

δε συμφωνούν οι χαρακηiρες τους, έχουν στα σπίτια τους περισ­

σότερες κάμαρες απ' όσες τους χρειάζονται, κι έτσι μπορούν να

ζουν χωριστά. Εμείς οι φτωχοί δεν έχουμε και δεν μπορούμε.

Όταν ούτε κι απ' αυτό μένουν ευχαριστημένοι, έχουν τον παρά

και μπορούν να λένε : "Τούτα είναι δικά σου, κείνα είναι δικά

μου" και παίρνει ο καθένας το δρόμο του. Εμείς αυτά δεν μπορού­

με να τα κάνουμε. Ωστόσο, χωρίζουν και για πολύ μικρότερες

αφορμές από τις δικές μου. Λοιπόν, θέλω κι εγώ να γλιτώσω απ'

αυτή τη γυναίκα και δεν ξέρω τι να κάνω».

«Δεν ξέρεις τι να κάνεις» αποκρίθηκε ο κύριος Μπαουντερ­

μJtάη.

<<Αν της κάνω κακό, κύριε, υπάρχει κανένας νόμος να με τιμω­

ρήσει;»

Page 92: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

92 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

«Και βέβαια υπάρχει».

«Αν φύγω και την παρατήσω, υπάρχει κανένας νόμος να με τι­

μωρήσει;»

«Και βέβαια υπάρχει» .

«Αν παντρευτώ την άλλη κοπέλα που αγαπώ, υπάρχει κανένας

νόμος να με τιμωρήσει;»

«Και βέβαια υπάρχει».

«Πέστε μου λοιπόν, για όνομα του Θεού» είπε ο Στέφανος

Μπλάκπουλ, «ποιος νόμος θα προστατέψει και μένα!»

«Χμ! Ο δεσμός του γάμου είναι καθαγιασμένος» είπε ο κύριος

Μπαουντερμπάη, «Και ... και ... πρέπει νά κρατηθεί ψηλά>>. «Όχι, όχι, μην το λέτε αυτό, κύριε. Έτσι, δεν μπορεί να κρατη­

θεί ψηλά. Έτσι, πέφτει χαμηλά. Είμαι ένας υφαντουργός, δου­

λεύω από παιδί στα εργοστάσια, μα έχω μάτια να βλέπω κι αυτιά

ν ' ακούω ... Διαβάζω κάθε μέρα στις εφημερίδες ... και τα διαβάζε­τε και σεις ... Το ξέρω! ... με τρόμο ... πως οι μεγάλες δυσκολίες που συναντούν οι άνθρωποι για να σπάσουν τα συζυγικά δεσμά, όσο

κι αν τους είναι βαριά, γίνονται αφορμή να χύνεται πολύ αίμα σ'

αυτόν τον τόπο, και φέρνουν στο λαό τη διχόνοια, το φόνο και τον

ξαφνικό θάνατο. Πρέπει να το αποκτήσουμε αυτό το δικαίωμα. Η

δική μου είναι μια πολύ θλιβερή περίπτωση, και θέλω να μου πείτε

-αν έχετε την καλοσύνη- ποιος νόμος με προστατεύει».

«Για στάσου!» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη, βάζοντας τα χέ­

ρια στις τσέπες . «Υπάρχει ένας τέτοιος νόμος>>.

Ο Στέφανος, ξαναβρίσκοντας πάλι την ηρεμία του, και βάζο­

ντας όλη την προσοχή του, έγειρε ελαφρά το κεφάλι.

«Μα δεν είναι καθόλου για σένα. Στοιχίζει λεφτά. Ολόκληρο

χρυσωρυχείο!»

«Δηλαδή, ίσαμε πόσα;>> ρώτησε ήρεμα ο Στέφανος.

«Πρέπει πρώτα να κάνεις μια δίκη στο Ειδικό Δικαστήριο,

ύστερα θα κάνεις άλλη δίκη στα Κοινά Δικαστήρια, ύστερα θα κά­

νεις μια άλλη δίκη στη Βουλή των Λόρδων, ύστερα θα χρειαστεί

να εκδοθεί ένα Διάταγμα της Βουλής που να σου δίνει το δικαίω­

μα να ξαναπαντρευτείς, κι η όλη αυτή ιστορία θα σου στοιχίσει

(αν δεν παρουσιαστεί καμιά δυσκολία), υποθέτω, χίλιες ώς χίλιες

πεντακόσιες λίρες>> είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη. «Ίσως και τα

διπλά>>.

Page 93: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ

«Δεν υπάρχε ι κανένας άλλος νόμος;»

«Ασφαλώς όχι».

93

«Τότε λοιπόν, κύριε» είπε κατάχλομος ο Στέφανος, κάνοντας

μια κίνηση με το δεξί του χέρι, σαν να τα πετούσε όλα στους τέσσε­

ρις ανέμους, «δε γίνεται τίποτα. Δεν μπορεί να γίνε ι τίποτα μ' αυ­

τόν το λαβύρινθο, και όσο πιο γρήγορα πεθάνω, τόσο καλύτερα».

(Η κυρία Σπάρσιτ ένιωσε πάλι μια καινούρια απογοήτευση από

την ασέβεια του λαού.)

«Έλα, έλα! Μη λες aνοησίες, καλέ μου άνθρωπε>> είπε ο κύριος

Μπαουντερμπάη, «για πράγματα που δεν τα καταλαβαίνεις και

μη λες τις αρχές του τόπου σου λαβύρινθο, γιατί μπορε ί ένα καλό

πρωί να βρεθείς εσύ ο ίδιος σ' έναν πραγματικό λαβύρινθο. Οι αρ­

χές του τόπου σου δεν είναι δική σου δουλε ιά, και το καλύτερο

που έχεις να κάνεις είναι να κοιτάς τη δική σου τη δουλειά. Δεν

πήρες τη γυναίκα σου για να την κρατάς και να τη διώχνεις κατά

την όρεξή σου την πήρες και για τις χαρές και για τις λύπες. Αν αυ­

τή βγήκε κακή, τι να γίνει; Μη δεν μπορούσε να βγει και καλή;»

«Είναι λαβύρινθος>> είπε ο Στέφανος, κουνώντας το κεφάλι κα­

θώς προχωρούσε προς την πόρτα. «Είναι λαβύρινθος!»

«Άκου να σου πω!>> είπε δίνοντας τέλος στη συζήτηση ο κύριος

Μπαουντερμπάη . «Μ' αυτές σου τις γνώμες, που εγώ τις θεωρώ

βέβηλες, έκανες μεγάλη προσβολή σ' αυτή την κυρία, που, όπως

σου 'χω πει, είναι μια πραγματικ1Ί κυρία, και που, όπως δε σου 'χω

πει, είχε κι αυτή τις συζυγικές ατυχίες της, που της στοίχισαν χι­

λιάδες λίρες ... χιλιάδες λίρες!>> (ξανάπε με μια έκφραση βουλι­μίας) . «Λοιπόν, ώς τώρα ήσουν ένας πολύ καλός εργάτης, η γνώμη

μου όμως είναι, και στο λέω καθαρά, πως άρχισες να παίρνεις τον

κακό δρόμο. Κάποιος καλοθελητής -δεν απολείπουν ποτέ κάτι τέ­

το ιοι- σ' έχει πάρει στο λαιμό του, και το καλύτερο που έχε ις να

κάνεις είναι να τα παρατήσεις αυτά . Ξέρεις βέβαια>> -εδώ η μορ­

φή του κυρίου Μπαουντερμπάη πήρε μια έκψραση εξαιρετικής

οξύνοιας- «πως τα μάτια δεν τα 'χω για φιγούρα· βλέπω καλά, κα­λύτερα από πολλούς, ίσως γιατί από μικρός έχωνα παντού τη μύτη

μου . Στο βάθος όλης αυτής της ιστορίας διακρίνω τη χελωνόσου­

πα, το κυνήγι και τα χeυσά κουτάλια. Μάλιστα!» φώναξΕ ο χύριος

Μπαουντερμπάη κουνώντας το κεφάλι του με πεισματάρικη πονη­ριά. «Μα την πίστη μου, αυτό είναι! >>

Page 94: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

94 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

Ο Στέφανος, μ' ένα πολύ διαφορετικό κούνημα του κεφαλιού κι

ένα βαθύ στεναγμό, είπε: «Ευχαριστώ, κύριε, καλημέρα σας>>.

Έτσι άφησε τον κύριο Μπαουντερμπάη να φουσκώνει από περη­

φάνια, μπροστά στο ίδιο του το πορτραίτο, που κρεμόταν στον τοί­

χο, λες κι ήταν έτοιμος να εκραγεί, και την κυρία Σπάρσιτ, με το

πόδι πάντα στον αναβολέα, γεμάτη απογοήτευση για τα ελαττώ­

ματα του λαού.

Page 95: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ12

Η ΓΡΙΑ

ο ΓΕΡΟ-Σ'ΓΕΦΑΝΟΣ κατέβηκε τα δυο άσπρα σκαλοπά­

τια, κλείνοντας πίσω του τη μαύρη πόρτα που 'χε τη χάλ­

κινη ταμπέλα με τη βοήθεια της χάλκινης τελείας, που

πριν φύγει τη γυάλισε με το μανίκι του, γιατί πρόσεξε πως το ιδρω­

μένο χέρι του την είχε θαμπώσει. Πέρασε στην απέναντι πλευρά

του δρόμου, με χαμηλωμένα τα μάτια, κι απομακρυνόταν γεμάτος

λύπη, όταν έξαφνα ένιωσε να τον αγγίζει κάποιος στο μπράτσο.

Δεν ήταν εκείνο το άγγιγμα, που, περισσότερο από καθετί,

χρειαζόταν σε τέτοιες στιγμές -το άγγιγμα που μπορούσε να γα­

ληνέψει τα τρικυμισμένα νερά της ψυχής του, όπως το υψωμένο

χέρι της υπέρτατης αγάπης και καρτερίας μπορούσε να καταλα­

γιάσει τη φουρτουνιασμένη θάλασσα- κι όμως ήταν κι αυτό ένα

άγγιγμα γυναίκας. Καθώς στάθηκε και γύρισε, το βλέμμα του έπε­

σε σε μια γριά ψηλή, που διατηρούσε ακόμα κάτι από τη νεανική

της λυγεράδα, μόλο που ο χρόνος είχε μαράνει το πρόσωπό της.

Ήταν ντυμένη απλά και καθαρά. Τα παπούτσια της 1Ίταν λασπω­

μένα, και φαινόταν πως μόλις είχε φτάσει από κάποιο χωριό . Το

σάστισμά της μέσα στον ασυν1Ίθιστο θόρυβο των δρόμων, το δεύ­

τερο σάλι που κρατούσε ξεδι.ι-τλωμένο στο μπράτσο της, η βαριά

ομπρέλα, το καλαθάκι, τα φαρδιά γάντια με τα πολύ μακριά δά­

χτυλα, που τα χέρια της δεν τα 'χαν καθόλου συνηθίσει, όλα αυτά

μαρτυρούσαν μια γριά χωρική, που φόρεσε την απλή κυριακάτικη

φορεσιά της, κι ήρθε στο Κοκτάουν, για μια εξαιρετική της υπόθε­

ση. Ο Στέφανος Μπλάκπουλ, από την πρώτη ματιά που της έριξε,

τα κατάλαβε όλα αυτά, με την οξυδέρκεια που διακρίνει τους αν­

θρώπους της τάξης του. Έσκυψε το πρόσωπό του -που, σαν το

Page 96: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

96 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

πρόσωπο πολλών εργατών του κλάδου του, εξαιτίας της μακρό­

χρονης δουλειάς, με τα μάτια και με τα χέρια, μέσα .στον ξεκουφα­

ντικό θόρυβο, είχε πάρει την έκφραση της συγκεντρωμένης προ­

σοχής που βλέπουμε στους κουφούς- για ν ' ακούσει καλύτερα τι

τον ρωτούσε.

«Συγνώμη, κύριε» είπε η γριά, «δε βγήκατε, θαρρώ, από κείνη

εκεί την πόρτα;» κι έδειξε το σπίτι του κυρίου Μπαουντερμπάη.

«Πιστεύω πως είσαστε σεις, εκτός αν είχα την κακή τύχη να πάρω

άλλον από πίσω».

«Ναι, κυρούλα» αποκρίθηκε ο Στέφανος «εγώ ήμουν>>.

«Και -συγχωρήστε την περιέργεια μιας γριάς γυναίκας- τον εί­

δατε τον κύριο;»

«Ναι, κυρούλα» .

«Και πώς σας φάνηκε; Ήταν αξιοπρεπής, τολμηρός, αποφασι­

στικός και ζωηρός;» Καθώς τέντωνε το κορμί της και σήκωνε το

κεφάλι της για να χρωματίσει καλύτερα τα λόγια της, ο Στέφανος

σχημάτισε την ιδέα πως κάπου είχε ξαναδεί αυτή τη γριά και δεν

του άρεσε και τόσο.

«Ω, ναι» αποκρίθηκε κοιτάζοντάς την με περισσότερη προσο­

χή , «ήταν όλα αυτά!»

<<Και γερός και φρέσκος>> είπε η γριά, <<σαν το δροσερό αεράκι;>>

«Ναι» αποκρίθηκε ο Στέφανος. «Έτρωγε κι έπινε -δυνατός και

γερός σαν ταύρος>>.

«Ευχαριστώ!» είπε η γριά με απέραντη χαρά. «Ευχαριστώ!»

Σίγουρα δεν την είχε ξαναδεί. Κι όμως είχε μιαν αόριστη ανά­

μνηση αυτής της γριάς, σαν να 'χε δει αρκετές φορές τη μορφή της

στον ύπνο του.

Περπατούσε πλάι του, και προσαρμόζοντας από αβρότητα τον

εαυτό του με τη δική της διάθεση, είπε πως το Κοκτάουν ήταν μια πολυθόρυβη πολιτεία, ε ; Και κείνη του απάντησε: <<Ναι, τρομερά

πολυθόρυβη». Ύστερα της είπε πως σίγουρα ερχόταν από την

επαρχία, ναι; Και κείνη του απάντησε καταφατικά.

«Ήρθα σήμερα το πρωί με το τρένο. Ταξίδεψα σαράντα μίλια

με το τρένο σήμερα το πρωί, και το βράδυ, γυρίζοντας πίσω, θα τα­

ξιδέψω άλλα σαράντα. Περπάτησα εννιά μίλια για να πάω στο

σταθμό σήμερα το πρωί, κι αν δε συναντήσω κανέναν στο δρόμο

να με πάρει με τ' αμάξι του, θα ξανακάνω την ίδια πεζοπορία το

Page 97: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 97

βράδυ. Δεν είναι και λίγο για την ηλικία μου, κύριε» είπε η ομιλη­

τική γριά, με μια θριαμβευτική λάμψη στα μάτια .

«Μα την πίστη μου, όχι. Μα δεν πρέπει να το κάνετε αυτό συ­

χνά, κυρούλα».

«Όχι, όχι. Μια φορά το χρόνο>> αποκρίθηκε κουνώντας το κεφά­

λι της. «Έτσι ξοδεύω τις οικονομίες μου, μια φορά το χρόνο. Έρχο­

μαι για να σεργιανήσω στους δρόμους και να ιδώ τους κυρίους». <<Για να τους δεις μονάχα;>> ρώτησε ο Στέφανος.

<<Αυτό μου φτάνει>> απάντησε με μεγάλη ζωηρότητα κι ενδιαφέ­

ρον. <<Δε ζητώ τίποτ' άλλο! Κόβω βόλτες από τούτη τη μεριά του

δρόμου, για να ιδώ αυτό τον κύριο» και ξαναγύρισε πάλι το κεφά­λι της προς το σπίτι του κυρίου Μπαουντερμπάη, <<να βγαίνει έξω.

Μα εφέτος αργεί πολύ, και δεν τον είδα ακόμα. Αντί για κείνον,

βγήκατε σεις. Αν αναγκαστώ να φύγω χωρίς να του ρίξω μια μα­

τιά -δε ζητάω και περισσότερο- τι να γίνει! Είδα εσάς, εσείς πάλι

είδατε εκείνον, πρέπει να 'μια ευχαριστημένη>>. Καθώς μιλούσε

έτσι, κοίταζε το Στέφανο σαν να 'θελε ν' αποτυπώσει τα χαρακτη­

ριστικά του στη μνήμη της, και το μάτι της δεν είχε πια την πρώτη

του λάμψη .

Όσο μεγάλη κι αν δεχόταν πως μπορούσε να 'ναι η διαφορά

στα γούστα των ανθρώπων, και μ' όλη την υποταγή στους μεγιστά­

νες του Κοκτάουν, παραξενεύτηκε τόσο πολύ από το εξαιρετικό

της αυτό κι ακατανόητο ενδιαφέρον, που δεν ήξερε τι να σκεφτεί.

Μα κείνη τη στιγμή περνούσαν μπροστά απ' την εκκλησία, και μό­

λις έριξε το βλέμμα του στο ρολόι, τάχυνε το βήμα του.

«Μήπως πηγαίνετε στη δουλειά σας;>> ρώτησε η γριά βιάζοντας

και κείνη χωρίς δυσκολία το βήμα της. Ναι, η ώρα ήταν περασμέ­

νη . Μόλις της είπε πού εργαζόταν, η γριά έγινε ακόμα πιο αλλόκο­

τη απ' ό,τι φάνηκε ώς τώρα.

«Δεν είστε ευτυχισμένος>> τον ρώτησε.

«Όλος ο κόσμος έχει τα βάσανά του κυρούλα>>. Απάντησε αό­

ριστα, γιατί εκείνη η γριά φαινόταν να πιστεύει πως ήταν πολύ ευ ­

τυχισμένος, και δεν του 'κανε καρδιά να την απογοητεύσει. Ήξε­

ρε πως ο κόσμος είχε πολλά βάσανα· κι αν η γριά, που είχε ζήσει

τόσο πολύ, μπορούσε να πιστεύει πως το μερτικό του σ' αυτά τα

βάσανα ήταν τόσο λίγο ... τόσο το καλύτερο γι' αυτήν .. . κι όσο γι'

αυτόν ... το ίδιο του κάνει.

Page 98: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

98 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΓΙΚΕΝΣ

«Ναι, ναι ! Καταλαβαίνω: Θα 'χετε οικογενειακές στενοχώριες,

ε;» ρώτησε η γριά.

«Κάπου κάπου» απάντησε βαρετά.

«Μα, αφού είστε στη δούλεψη ενός τέτοιου αφέντη, δε θα σας

ακολουθούν και στο εργοστάσιο οι στενοχώριες ε;»

Όχι, όχι. Δεν τον ακολουθούσαν, είπε ο Στέφανος. Όλα εκεί

μέσα ήταν εντάξει. Κάθε πράγμα στη θέση του. (Δεν έφτασε ώςτο

σημείο να πει, για να της κάνει ευχαρίστηση, πως εκεί μέσα βασί­

λευε ένα είδος θείας δικαιοσύνης ωστόσο, τα τελευταία χρόνια

έχω ακούσει ακόμα και τέτοιους μεγαλόπρεπους ισχυρισμούς).

Είχαν φτάσει τώρα στο σκοτεινό πλα"ίνό δρόμο που έφερνε στο

εργοστάσιο, κι οι εργάτες μαζεύονταν μπουλούκια. Το καμπάνι

χτυπούσε, το φίδι βοστρυχωνόταν σε πλήθος κουλούρες, κι οι μη­

χανές ξεκινούσαν. Η παράξενη εκείνη γριά ένιωσε χαρά ακόμα

και με το καμπάνι. Ήταν το ωραιότερο καμπάνι που 'χε ακούσει

στη ζωή της, είπε, κι ε ίχε έναν τόσο επιβλητικό ήχο!

Όταν ο Στέφανος στάθηκε με καλοσύνη και της έδωσε το χέρι

για να την αποχαιρετήσει, πριν μπει στο εργοστάσιο, τον ρώτησε

πόσον καιρό δούλευε εκεί μέσα.

«Δώδεκα χρόνια» αποκρίθηκε εκείνος.

«Πρέπει να φιλήσω το χέρι» του είπε, «που δούλεψε δώδεκα

χρόνια σ' αυτό το ωραίο εργοστάσιο!» Και μόλο που προσπάθησε

να την εμποδίσει, του άρπαξε το χέρι και το 'φερε στα χείλη της. Ο

Στέφανος δεν ήξερε ποια βαθύτερη εσωτερική αρμονία, εκτός

από την ηλικία της και την απλο·ίκότητά της, ρύθμιζε τις εκδηλώ­

σεις της μα ακόμα κι αυτό το αλλόκοτο φέρσιμό της είχε κάτι που

δεν ήταν εκτός τόπου και χρόνου· κάτι που κανείς άλλος δε θα

μπορούσε να του δώσει τόση σοβαρότητα, t1 να το εκδηλώσει με τόσο φυσικό και συγκινητικό τόνο .

Είχε μισή ώρα που ύφαινε, έχοντας στο νου του εκείνη τη γριά,

όταν, σε μια ευκαιρία που του δόθηκε να σηκωθεί για να ταχτο­

ποιήσει τον αργαλειό του , έριξε μια ματιά από ένα παράθυρο, και

την είδε να κοιτάζει ακόμα το πελώριο κτίριο του εργοστασίου,

συνεπαρμένη από θαυμασμό. Ξεχνώντας τον καπνό και τη λάσπη

και τη βροχή και τα δυο μεγάλα ταξίδια της, στεκόταν εκεί και το

κ.οιτούσε, λες και το βαρύ βουητό, που έβγαινε από τα πολλά του πατώματα, ήταν γι' αυτήν μια μουσική που την έριχνε σ' έκσταση.

Page 99: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 99

Έφυγε σε λίγο και πίσω της έφυγε η μέρα. Άναψαν πάλι τα φώ­

τα και το εξπρές πέρασε σαν αστραπή μπροστά από το παραμυθέ­νιο παλάτι, πάνω απ' την κοντινή θολωτή γέφυρα. Μόλις το πήραν

είδηση μέσα στη χλαπαταγή των μηχανών, κι ούτε τ' άκουσαν κα­

λά καλά απ' τη βουή και το θόρυβο. Από πολλή ώρα οι σκέψεις του

Στέφανου βρίσκονταν στο σκοτεινό δωμάτιο και στη σιχαμερή

μορφή που κείτονταν βαριά πάνω στο κρεβάτι, μα ακόμα πιο βα­

ριά πάνω στην καρδιά του.

Οι μηχανές χαλάρωσαν την ορμή τους ο κρότος τους έγινε αρ­

γός, σαν ένας σφυγμός που σβήνει· σταμάτησαν. Ακούστηκε πάλι

το καμπάνι· σβήνουν τα δυνατά φώτα κι η θερμοκρασία πέφτει.

Τα εργοστάσια διαγράφονται βαριά μέσα στην υγρή και σκοτεινή νύχτα -κι οι ψηλές καμινάδες τους υψώνονται στον αέρα, σαν

Πύργοι Βαβέλ, που αντιμάχονται ο ένας τον άλλο.

Μόλις χτες βράδυ, είν' η αλήθεια, είχε μιλήσει με τη Ραχήλ κι εί­

χε περπατήσει λίγο μαζί της. Μα τον έτρωγε τώρα το καινούριο σα­

ράκι, και κανείς άλλος δε θα μπορούσε να του δώσει μιας στιγμής

ανακούφιση· γι' αυτό, μα κι επειδή καταλάβαινε πόσο είχε ανάγκη

να ξαλαφρώσει από το βάρος της οργής του, πράγμα που μονάχα η

δική της φωνή μπορούσε να το πετύχει, σκέφτηκε ν' αδιαφορήσει

για τη σύσταση που του 'χε κάνει να μην την περιμένει πια στο δρό­

μο. Περίμενε λοιπόν, μα δεν την είδε. Είχε φύγει. Ολόκληρο εκεί­

νο το χρόνο, καμιά άλλη νύχτα δεν του στοίχισε τόσο πολύ σαν αυ­

τή τη νύχτα, που στερήθηκε το ήρεμο και γλυκό της πρόσωπο.

Ω! Καλύτερα να μην έχεις πού να γείρεις το κεφάλι, παρά να

'χεις ένα σπίτι και να φοβάσαι να πας, για έναν τέτοιο λόγο. Έφα­γε κι ήπιε γιατί ήταν εξαντλημένος, χωρίς να ξέρει ή να νοιάζεται

ούτε τι τρώει ούτε τι πίνει. Ύστερα άρχισε να περπατάει άσκοπα,

μέσα στην κρύα βροχή, βυθισμένος σε σκέψεις.

Ποτέ δεν είχε γίνει λόγος μεταξύ τους για ένα νέο γάμο · μα η

Ραχήλ τον συμπονούσε από πολλά χρόνια, και μονάχα σ' αυτήν εί­

χε ανοίξε ι, όλον αυτόν τον καιρό, την κλειστή καρδιά του και της

είχε εμπιστευτεί τις στενοχώριες του · κι 1Ίξερε καλά πως, αν ήταν

ελεύθερος και τη ζητούσε, θα τον παντρευόταν. Σκεφτόταν το σπι­

τάκι του, όπου θα ΠΊ1yαινε τώρα, ευχαριστημένος και περήφανος

πόσο διαφορετικός άνθρωπος θα ήταν εκείνη τη νύχτα · πόσο ανά­λαφρο θα 'ταν το στήθος του, που τώρα τον βάραινε τόσο πολύ·

Page 100: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

100 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

πώς θα ξανάβρισκε πάλι την τιμή, τον aυτοσεβασμό και την ηρε­

μία του, που 'χ αν γίνει κομμάτια . Σκεφτόταν πώς χαραμίστηκαν τα

καλύτερα χρόνια της ζωής του, την αλλαγή που γινόταν στο χαρα­

κτήρα του, ολοένα προς το χειρότερο, τη φριχτή του μοίρα να 'ναι

δεμένος χεροπόδαρα με μια γυναίκα νεκρή, και να βασανίζεται

από ένα δαίμονα που είχε πάρει τη μορφή της. Σκεφτόταν τη Ρα­

χήλ, τόσο νέα τότε που πρωτογνωρίστηκαν, κάτω απ' αυτές τις συν­

θήκες, τόσο ώριμη τώρα, και που γρήγορα θ' άρχιζε να γερνάει.

Σκεφτόταν πόσα κορίτσια και πόσες γυναίκες είχε δει να πα­

ντρεύονται, πόσα σπιτικά με παιδιά να θεμελιώνονται γύρω της,

πώς ακολουθούσε ευχαριστημένη το μοναχικό και ήρεμο δρόμο

της -για χάρη του- και πως έβλεπε πότε πότε μια σκιά μελαγχο­

λίας στο αγαπημένο της πρόσωπο, που του 'φερνε απελπισία και

τύψεις. Έβαλε την εικόνα της πλάι στο απαίσιο θέαμα της περα­

σμένης νύχτας και σκεφτόταν αν ήταν ποτέ δυνατόν, ολόκληρη η

επίγεια ζωή ενός πλάσματος τόσο ευγενικού, καλού και γεμάτου

αυταπάρνηση , να θυσιάζεται εξαιτίας αυτού του κτήνους.

Γεμάτος με τούτες τις σκέψεις -τόσο γεμάτος, που 'χε την aφύ­

σικη αίσθηση πως είχε χοντρύνει, πως έβλεπε τα αντικείμενα γύ­

ρω του να παίρνουν καινούρια παράξενα σχήματα, πως έβλεπε

τον πολύχρωμο κύκλο γύρω από κάθε θαμπό φανάρι να γίνεται

κόκκινος- γύρισε σπίτι του για να βρει στέγη.

Page 101: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ13

ΡΑΧΗΛ

Ε ΝΑ ΚΕΡΙ έφεγγε αχνά στο παράθυρο, όπου η μαύρη

σκάλα είχε τόσες φορές ακουμπήσει, για να γλιστρήσει

έξω ό,τι πιο πολύτιμο είχαν σ' αυτόν τον κόσμο μια βασα­

νισμένη γυναίκα κι ένα πλήθος πεινασμένα παιδάκια. Κι ο Στέφα­

νος τότε έκανε ακόμα μια σκέψη, τη σκληρή σκέψη πως απ' όλα τα

κακά της εγκόσμιας αυτής ζωής κανένα δε δόθηκε με τόση ανισό­

τητα όσο ο θάνατος . Η ανισότητα στη γέννηση δεν είναι τίποτα

μπροστά στην ανισότητα του θανάτου. Γιατί αν πούμε πως το παιδί

ενός βασιλιά και το παιδί ενός υφαντή γεννιούνται την ίδια ακρι­

βώς στιγμή, τούτη τη νύχτα, τι είναι αυτή η ανισότητα μπροστά στο

θάνατο μιας ανθρώπινης ύπαρξης, αγαπημένης και χρήσιμης, ενώ

εξακολουθεί ακόμα να ζει η άθλια εκείνη γυναίκα!

Προχώρησε με αργά βήματα και μπήκε στο σπίτι του σκυθρω­

πός και με κρατημένη αναπνοή. Ανέβηκε στην πόρτα του, την

άνοιξε, και πέρασε στο δωμάτιο.

Γαλήνη και ηρεμία βασίλευε. Η Ραχήλ ήταν εκεί, καθισμένη

πλάι στο κρεβάτι.

Γύρισε το κεφάλι της, και το φως του προσώπου της έλαμψε στο

μεσονύχτι του μυαλού του. Καθόταν πλάι στο κρεβάτι και περιποι­

όταν τη γυναίκα του . Δηλαδή είδε πως κάποιος ήταν εκεί ξαπλω­

μένος κι ήξερε πολύ καλά πως θα 'πρεπε να 'ταν εκείνη· μα τα χέ­

ρια της Ραχήλ είχαν βάλει μια κουρτίνα, που την έκρυβε από τα μάτια του. τ' αμαρτωλά της κουρέλια είχαν εξαφανιστεί, και μέσα

στο δωμάτιο ήταν μερικά φορέματα της Ραχήλ. Όλα 11ταν βαλμέ­

να στη θέση τους, με την τάξη που συνήθιζε να κρατάει ο ίδιος, η

μικρή φωτιά ήταν αναμμένη και το τζάκι φρεσκοκαθαρισμένο.

Page 102: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Του φαινότανε πως όλα αυτά τα 'βλεπε στο πρόσωπο της Ραχήλ

και δεν κοίταζε τίποτ' άλλο. Την ώρα που το κοιτούσε, το 'κρυψαν

από το βλέμμα του τα δάκρυα της συγκίνησης που πλημμύριζαν τα

μάτια του, όχι όμως πριν προλάβει να δει με πόση ανησυχία τον

κοιτούσε, και πως και τα δικά της τα μάτια ήταν βουρκωμένα.

Εκείνη γύρισε πάλι προς το κρεβάτι, κι αφού βεβαιώθηκε πως

όλα εκεί ήταν ήσυχα, μίλησε με χαμηλή, ήρεμη πρόσχαρη φωνή:

«Είμαι ευχαριστημένη που 1Ίρθες επιτέλους , Στέφανε. Άργησες

πολύ».

«Γύριζα πάνω κάτω, στους δρόμους}}.

«Το φαντάστηκα. Μα ο καιρός είναι πολύ άσχημος για βόλτες.

Πέφτει δυνατή βροχή και σηκώθηκε άνεμος» .

Άνεμος; Πραγματικά! Φυσούσε άγρια! Άκου το μπουμπούνι­

σμα της καμινάδας και το βόγκο της θύελλας! Να 'σαι έξω με τέ­

τοιον καιρό και να μην παίρνεις χαμπάρι πως φυσάει!

«Είναι η δεύτερη φορά που έρχομαι σήμερα, Στέφανε. Η σπιτο­

νοικοκυρά ήρθε και με ζήτησε την ώρα που έτρωγα. Μου είπε πως

ήταν εδώ κάποιος που είχε ανάγκη από περιποίηση. Και πραγμα­

τικά είχε δίκιο . Η άρρωστη τα 'χε εντελώς χαμένα, Στέφανε. Κι

ήταν χτυπημένη και τραυματισμένη».

Ο Στέφανος προχώρησε αργά σε μια καρέκλα και κάθισε, σκύ­

βοντας το κεφάλι μπροστά της.

«'Ηρθα να κάνω αυτό το λίγο που μπορούσα, Στέφανε· πρώτα

πρώτα γιατί δούλεψε μαζί μου όταν ήμασταν κι οι δυο νέες κοπέ­

λες, κι ύστερα γιατί, όταν την ερωτεύτηκες και την παντρεύτηκες,

ήμουν φίλη της .. . » Ακούμπησε στο χέρι του το ρυτιδωμένο του μέτωπο, μ' ένα βα­

θύ αναστεναγμό.

«Κι ακόμα γιατί ξέρω την καρδιά σου, κι είμαι βέβαιη πως είναι

τόσο σπλαχνική, που δε θα την άφηνες ποτέ να πεθάνει, ή και να

υποφέρει μόνο, από έλλειψη βοήθειας. Ξέρεις ποιος είπε: ''Ο ανα­

μάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω!" Και δεν έλειψαν εκείνοι που

το 'καναν αυτό . Εσύ, Στέφανε, δεν είσαι ο άνθρωπος που θα της

ρίξει την τελευταία πέτρα, όταν μάλιστα βλέπεις πόσο είναι aξιο­

λύπητη>>.

«Ω, Ραχήλ, Ραχήλ!»

«'Εχεις βασανιστεί πολύ, ο Θεός ας σε ανταμείψει!>> είπε με

Page 103: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 103

συμπόνια εκείνη. «Είμαι η φτωχή σου φίλη, μ' όλη μου την καρδιά

και τη σκέψη».

Τα τραύματα για τα οποία είχε μιλήσει, φαίνεται πως ήταν γύρω

στο λαιμό της αμαρτωλής εκείνης γυναίκας. Τα περιποιόταν τώρα,

χωρίς ακόμα να κατεβάσει την κουρτίνα που την έκρυβε. Μού­

σκευε ένα κομμάτι άσπρο πανί μέσα σε μια λεκάνη όπου είχε χύσει

κάποιο υγρό από μια μποτίλια και το ακουμπούσε με προσοχή πά­

νω στην πληγή. Το τρίποδο τραπεζάκι ήταν τραβηγμένο κοντά στο

κρεβάτι, και πάνω του ήταν δυο μποτίλιες. Αυτή ήταν η μια.

Δεν ήταν αρκετά μακριά, κι ο Στέφανος, παρακολουθώντας τα

χέρια της με τα μάτια του, μπόρεσε να διαβάσει τι ήταν γραμμένο

με μεγάλα γράμματα πάνω στην ετικέτα. Έγινε κατάχλομος σαν νεκρός, και τον κυρίεψε μια ξαφνική φρίκη.

«Θα μείνω εδώ, Στέφανε» είπε η Ραχήλ, ξανακαθίζοντας ήρε­

μα, «ώσπου να χτυπήσουν τρεις. Θα χρειαστεί ν' αλλάξω τους επι­

δέσμους στις τρεις, κι από κει κι έπειτα μπορεί να μείνει ώς το

πρωί».

«Μα πρέπει να αναπαυτείς για να δουλέψεις αύριο». «Κοιμήθηκα καλά την περασμένη νύχτα. Μπορώ ν' αγρυπνήσω

πολλές βραδιές, αν χρειαστεί. Εσύ έχεις ανάγκη από ανάπαυση

-τόσο χλομός και κουρασμένος που είσαι. Προσπάθησε να πάρεις

έναν ύπνο στην καρέκλα, όσο θα ξαγρυπνώ εγώ. Δε θα 'κλεισες

μάτι χτες τη νύχτα. Αύριο η δική σου δουλειά θα 'ναι πολύ πιο

σκληρή από τη δική μου».

Άκουσε το μπουμπούνισμα και το βουητό της θύελλας έξω και

του φαινόταν πως ο θυμός, που είχε πριν από λίγο, τον γυρόφερνε

για να τον κυριέψει και πάλι. Η Ραχήλ τον είχε διώξει· αυτή θα

τον κρατούσε μακριά του· εμπιστευόταν σε κείνη για να τον υπε­

ρασπίσει ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του .

«Δε με αναγνωρίζει, Στέφανε. Ανοίγει τα μάτια της και κάτι

μουρμουρίζει, σαν υπνωτισμένη. Της μίλησα πολλές φορές, μα δε

μου 'δωσε προσοχή! Καλύτερα έτσι. Όταν ξαναβρεί τα λογικά

της, θα 'χω κάνει ό,τι μπορώ, και κείνη δε θα ξέρει τίποτα>>.

«Πόσο νομίζεις, Ραχήλ, ότι μπορεί να μείνει έτσι;»

«0 γιατρός είπε πως ίσως να συνέλθει ώς αύριο>>. Το βλέμμα του ξανάπεσε πάλι πάνω στη μποτίλια κι ένα ρίγος

τον πέρασε, που τον έκανε να τρέμει σύγκορμος. Η Ραχήλ νόμισε

Page 104: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

104 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

πως είχε κρυολογήσει μες στη βροχΊΊ. «Όχι» είπε «δεν ήταν αυτό.

Είχα μονάχα τρομάξε ι>> .

«Είχες τρομάξει;»

«Ναι, ναι! Καθώς έμπαινα. Καθώς περπατούσα. Καθώς σκε­

φτόμουνα. Καθώς ... » -τον ξανάπιασε πάλι · και σηκώθηκε ακου­

μπώντας στο ράφι του τζακιού, ενώ έστρωνε τα υγρά και κρύα

μαλλιά του μ' ένα χέρι που έτρεμε σαν να 'ταν παράλυτο .

«Στέφανε! >> Ερχόταν κοντά του, μα εκείνος άπλωσε το χέρι του και τη στα­

μάτησε.

«Όχι! Σε παρακαλώ μην έρχεσαι ! Μη! Άφησε να σε βλέπω να

κάθεσαι πλάι στο κρεβάτι. Να σε βλέπω τόσο καλή, τόσο πρόθυμη

να συγχωρείς. Να σε βλέπω όπως σε είδα όταν μπήκα εδώ μέσα.

Δεν μπορώ να σε φανταστώ ποτέ πιο καλά από κει. Ποτέ, ποτέ,

ποτέ!»

Τον έπιασε πάλι ένα δυνατό ρίγος, κι ύστερα σωριάστηκε στην

καρέκλα του. Σε λίγο ησύχασε και, με τον αγκώνα στο ένα του γό­

νατο και το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι, μπορούσε να κοιτάζει

τη Ραχήλ. Καθώς την έβλεπε μέσα στο θαμπό φως του κεριού, φαι­

νόταν σαν να 'χε ένα φωτοστέφανο γύρω στο κεφάλι.

Δεν του ήταν δύσκολο να το πιστέψει. Και το πίστεψε, καθώς ο

άνεμος τράνταζε απ' έξω το παράθυρο, καταχτυπούσε την πόρτα

από κάτω και γυρόφερνε το σπίτι, ουρλιάζοντας κι ολολύζοντας.

«Ας ελπίσουμε, Στέφανε, πως όταν καλυτερέψει, θα σ' αφήσει

ήσυχο και δΈ θα σε στενοχώρήσει πια. Ας έχουμε αυτή την ελπίδα. Και τώρα σωπαίνω, γιατί θέλω να κοιμηθείς».

Έκλεισε τα μάτια του, περισσότερο για να την ευχαριστήσει

παρά για ν' αναπάψει το κουρασμένο κεφάλι του · μα, σιγά σιγά,

καθώς aφουγκραζόταν το δυνατό βουητό του ανέμου, δεν τ' άκου­

γε πια, ή του φάνηκε σαν ν' άκουγε το θόρυβο του αργαλειού του,

ή τις φωνές της η μέρας (και τη δική του μαζί) να λένε αυτό που λέ­

γονταν συνΊΊθως εκεί. Ακόμα κι αυτή η ψευδαίσθηση έσβησε, κι ο

Στέφανος βυθίστηκε σ' ένα όνειρο μεγάλο και ταραγμένο.

Είδε πως αυτός και μια γυναίκα, που από καιρό της είχε δώσει

την καρδιά του -δεν ήταν όμως η Ραχήλ, κι αυτό τον παραξένεψε,

και μέσα σ' αυτήν ακόμα τη φανταστική του ευτυχία- βρίσκονταν

στην εκκλησία και τους παντρεύανε. Την ώρα της τελετής, κι ενώ

Page 105: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 105

ανάμεσα στους καλεσμένους είχε αναγνωρίσει μερικούς που ήξε­

ρε πως ήταν ζωντανοί και πολλούς που ήξερε πως ήταν πεθαμέ­

νοι, έγινε ξαφνικά σκοτάδι κι αμέσως ύστερα έλαμψε ένα θαμπω­

τικό φως. Ξεπετάχτηκε από μια γραμμή του πίνακα των δέκα εντο­

λών, που ήταν πάνω στην Αγία Τράπεζα, και τα γράμματά της, γε­

μάτα φως, καταύγασαν την εκκλησία. Ακούστηκαν ακόμα και τα

λόγια της ν' aντηχούν μέσα στην εκκλησία, σαν να 'χαν φωνή τα

πύρινα εκείνα γράμματα. Αμέσως ύστερα άλλαξαν όλα γύρω του

και δεν έμεινε εκεί παρά αυτός κι ο παπάς. Βρέθηκαν έξω στο

φως της ημέρας, μπροστά σ' ένα τόσο άπειρο πλήθος, που σκέφτη ­

κε πως κι αν ακόμα όλοι οι άνθρωποι της γης μαζεύονταν σ' ένα

μέρος, δε θα φαίνονταν περ ισσότεροι, κι όλοι τον κοίταζαν με

φρίκη, κι ούτε ένα μάτι σπλαχνικό ή φιλικό ανάμεσα στα εκατομ­

μύρια εκείνα μάτια που 'ταν καρφωμένα πάνω του . Στεκόταν σ'

ένα ψηλό βάθρο, κάτω από τον αργαλειό του· και βλέποντας το

σχήμα που έπαιρνε ο αργαλειός του κι ακούγοντας καθαρά να

ψέλνεται η νεκρώσιμη ακολουθία, κατάλαβε πως βρισκόταν εκεί

για να θανατωθεί. Σε μια στιγμή το βάθρο έφυγε κάτω από τα πό­

δια του, κι αυτός χάθηκε.

Με ποιο μυστηριακό τρόπο ξαναγύρισε στη συνηθισμένη ζωή

του και σε μέρη γνώριμα, δεν μπόρεσε να το καταλάβει· μα όπως

και να 'ταν, είχε ξαναγυρίσει σε κείνα τα μέρη, με την καταδίκη

,!tΟτέ σε τούτο τον κόσμο ή τον άλλο, μέσα σ' όλη την απεραντοσύνη

των αιώνων, να μη δει το πρόσωπο και να μην ακούσει τη φωνή της

Ραχήλ. Γυρίζοντας πέρα δώθε ασταμάτητα, χωρίς ελπίδα, και γυ­

ρεύοντας κάτι που ούτε κι ο ίδιος το 'ξερε (ήξερε μονάχα πως ήταν

καταδικασμένος να το γυρεύει), βασανιζόταν από μιαν ανείπωτη,

φριχτή τρομάρα, έναν θανάσιμο φόβο για κάποιο σταθερό σχήμα,

που όλα γύρω έπαιρναν τη μορφή του. Ό,τι κι αν κοιτούσε, έπαιρ­

νε αργά ή γρήγορα αυτή τη μορφή. Ο μόνος σκοπός της άθλιας

ύπαρξής του ήταν να εμποδίσει να το αναγνωρίσουν οι άλλοι άν­

θρωποι που συναντούσε. Μάταιος κόπος! Αν τους έβγαζε από τα

δωμάτια όπου βρισκόταν αυτό το σχήμα, αν έκλεινε τα συρτάρια και τα κελάρια όπου στεκόταν, αν τραβούσε τον περίεργο κόσμο

μακριά από τους τόπους όπου ήξερε πως κρύβεται και τους έβγαζε έξω στουs δρ6μους, α~όμα ~ιr οι καμινάδες των εργοστασίων έπαιρναν τη μορφή του, και γύρω τους ήταν η τυπωμένη λέξη .

Page 106: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

106 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

Ο άνεμος φυσούσε πάλι, η βροχή χτυπούσε στις στέγες των σπι­

τιών, κι οι μεγάλοι ανοιχτοί χώροι, όπου πλανιόταν ώς τώρα, στέ­

νεψαν στους τέσσερις τοίχους της κάμαράς του. Εκτός από τη φω­

τιά που 'χε σβήσει, όλα ήταν όπως πριν. Η Ραχήλ φαινόταν να λα­

γοκοιμάται στην καρέκλα της πλάι στο κρεβάτι. Καθόταν τυλιγμέ­

νη στο σάλι της εντελώς ακίνητη. Το τραπεζάκι στεκόταν στην ίδια

θέση κοντά στο κρεβάτι και πάνω σ' αυτό, με τις σωστές διαστά­

σεις και την πραγματική του εμφάνιση, ήταν το σχήμα που είχε τό­

σες φορές επαναληφθεί.

Του φάνηκε πως είδε την κουρτίνα να σαλεύει. Ξανακοίταξε

και βεβαιώθηκε πως σάλευε πραγματικά. Είδε ένα χέρι να προβά­

λει και να ψαχουλεύει γύρω. Ύστερα η κουρτίνα σάλεψε πιο ευ­

διάκριτα και η γυναίκα, που 'ταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, την πα­

ραμέρισε κι ανακάθισε.

Με τα σκληρά, άχαρα μάτια της, τόσο άγρια και βλοσυρά, τόσο

βαριά και μεγάλα, κοίταξε γύρω το δωμάτιο, χωρίς να σταματήσει

στη γωνιά, όπου ο Στέφανος κοιμόταν στην καρέκλα του. Τα μάτια

της ξαναγύρισαν σε κείνη τη γωνιά. Τα ίσκιωσε με την παλάμη της

και κοιτούσε . Τα 'φερε πάλι βόλτα ολόγυρα στο δωμάτιο, μόλις

προσέχοντας τη Ραχήλ -αν την πρόσεξε καθόλου- και τα κάρφω­

σε πάλι σε κείνη τη γωνιά. Ο Στέφανος σκέφτηκε, καθώς εκείνη

ίσκιωνε πάλι τα μάτια της, -όχι τόσο για να τον κοιτάξει, όσο για

να τον αναζητήσει, μ' ένα ζωώδικο ένστικτο που της έλεγε πως

ήταν εκεί- πως σε κείνα τα χαρακτηριστικά, τα φθαρμένα από την

ακολασία, και σε κείνα τα μυαλά, δεν είχε μείνει ούτε το παραμι­

κρό ίχνος από τη γυναίκα που είχε παντρευτεί πριν από δεκαοχτώ

χρόνια. Αν δεν την είχε παρακολουθήσει, βήμα προς βήμα, σ' αυ­

τή της την εξαθλίωση, ποτέ δε θα μπορούσε να πιστέψει πως ήταν

η ίδια.

Όλη αυτή την ώρα, σαν να τον είχαν αφ1iσει, από κάποια μα­

γεία, οι δυνάμεις του, έμενε aσάλευτος και την κοιτούσε.

Αποχαυνωμένη , ή σαν από μια aσυναίσθητη εξωτερική παρόρ­

μηση , κάθισε για λίγο, ακουμπώντας το κεφάλι στα χέρια της, που

σκέπαζαν τ' αυτιά της. Άξαφνα άρχισε πάλι να κοιτάζει ολόγυρα

το δωμάτιο. Και τώρα, για πρώτη φορά, τα μάτια της σταμάτησαν

στο τραπέζι με τις μποτίλιες.

Αμέσως γύρισε πάλι τα μάτια της στη γωνιά του, με την ίδια

Page 107: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 107

εχθρότητα της περασμένης νύχτας, και μ' aργές και προφυλαχτικές

κινήσεις άπλωσε το λαίμαργο χέρι της. Τράβηξε ένα φλιτζάνι μέσα

στο κρεβάτι, και κάθισε για λίγο ακίνητη, μην ξέροντας ποια από

τις δυο μποτίλιες να διαλέξει. Στο τέλος, χούφτιασε ασυναίσθητα τη

μποτίλια εκείνη που έκλεινε μέσα της το βέβαιο και γρήγορο θάνα­

το, και μπροστά στα μάτια του, τράβηξε το φελλό με τα δόντια της.

Είτε όνειρο ήταν είτε πραγματικότητα, ο Στέφανος ούτε να μι­

λήσει μπορούσε, ούτε είχε δύναμη να σαλέψει ... Αν είναι πραγμα­τικότητα κι αν δε σήμανε ακόμα η ώρα της, ξύπνα, Ραχήλ, ξύπνα!

Αυτό το φοβήθηκε και κείνη . Κοίταξε τη Ραχήλ, και πολύ αργά,

πολύ προφυλαχτικά, έγειρε τη μποτίλια και γέμισε το φλιτζάνι. Το

υγρό έφτασε στα χείλη της. Μια στιγμή ακόμα και τίποτα πια δε

θα μπορέσει να τη σώσει, μήτε κι αν όλος ο κόσμος ερχόταν να τη

βοηθήσει, μ' όλες του τις δυνάμεις. Μα την ίδια εκείνη στιγμή η

Ραχήλ πετάχτηκε με μια πνιγμένη φωνή . Το άθλιο πλάσμα αγωνί­

στηκε, τη χτύπησε, την άρπαξε από τα μαλλιά· μα η Ραχήλ είχε πά­

ρει το φλιτζάνι.

Ο Στέφανος τινάχτηκε από την καρέκλα του . «Ραχήλ, είμαι ξύ­

πνιος ή ονειρεύομαι τη φοβερή τούτη νύχτα;»

«Μην aνησυχείς, Στέφανε. Με πήρε και μένα ο ύπνος. Κοντεύει

τρεις. Σσς! Χτυπάει το ρολόι».

Ο άνεμος έφερε στο παράθυρο τους ήχους του ρολογιού της εκ­

κλησίας. Αφουγκράστηκαν· χτύπησε τρεις. Ο Στέφανος την κοίτα­

ξε και είδε πόσο χλομή ήταν, πρόσεξε τ' ανακατεμένα μαλλιά της

και τα κόκκινα σημάδια των δαχτύλων στο μέτωπό της, και βεβαι­

ώθηκε πως η όραση κι η ακοή του ήταν ξύπνιες. Κρατούσε ακόμα

στο χέρι της το φλιτζάνι.

«Σκέφτηκα πως θα κόντευε τρεις» είπε, αδειάζοντας ήρεμα το

φλιτζάνι μέσα στη λεκάνη και μουσκεύοντας όπως και πριν το πα­

νί. «Ευτυχώς που δεν έφυγα. Άμα της βάλω κι αυτό, δε θα 'χω τί­

ποτ' άλλο να κάνω. Να! Ησύχασε πάλι. Θα χύσω και τις λίγες στα­

γόνες που μείνανε στη λεκάνη, γιατί είναι φοβερό δηλητήριο και

δι;ν πρέπει να τ' αφήνει κανείς εδώ κι εκεί, όσο λίγο και να 'ναι».

Καθώς μιλούσε, στράγγιξε τη λεκάνη μέσα στις στάχτες της φω­τιάς κι έσπασε τη μποτίλια στο τζάκι.

Δεν της έμενε πια παρά να τυλιχτε ί στο σάλι της, πριν βγει στον

ωiρα και στη βροχή.

Page 108: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

108 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

«Πώς θα βγεις έξω αυτή την ώρα, Ραχήλ; Άφησε να 'ρθω μαζί

σου».

«Όχι, Στέφανε . Σ' ένα λεπτό θα 'μαι σπίτι μου» .

«Δε φοβάσαι» είπε εκείνος αργά, καθώς πήγαιναν μαζί, ώς την

πόρτα, «να μ' aφήσεις μονάχο μαζί της!»

Καθώς τον κοιτούσε, λέγοντας «Στέφανε!» αυτός γονάτισε

μπροστά της, πάνω στην άθλια εκείνη σκάλα, πήρε μιαν άκρη από

το σάλι της και την έφερε στα χείλη του. «Είσαι ένας άγγελος . Ο Θεός να σ' ευλογεί».

«Όπως σου είπα, Στέφανε, δεν είμαι παρά η φτωχή σου φίλη.

Οι άγγελοι δεν είναι σαν εμένα. Υπάρχε ι χάος ανάμεσα σ' αυτούς

και σε μιαν αμαρτωλή εργάτρια. Η μικρή μου αδερφή πήγε κοντά

τους, μα αφού άλλαξε πρώτα ζωψ>.

Καθώς έλεγε αυτά τα λόγια, σήκωσε για μια στιγμή τα μάτια

προς τον ουρανό· κι ύστερα τα χαμήλωσε πάλι στο πρόσωπό του,

μ' όλη τους την καλοσύνη και τη γλυκύτητα.

«Κι εσύ μ' αλλάζεις από κακό σε καλό. Με κάνεις να λαχταρώ

να σου μοιάσω περισσότερο και να τρέμω μη σε χάσω, όταν θα τε­

λειώσει αυτή η ζωή και θα βγούμε απ' αυτό το χάος. Είσαι ένας

άγγελος και μου 'σωσες τη ζωή>>.

Εκείνη τον κοιτούσε γονατιστό στα πόδια της, να κρατάει ακό­

μα το σάλι της στα χέρια του, και τα λόγια της επίπληξης, που 'ταν

στην άκρη των χειλιών της, έσβησαν καθώς είδε την έκφραση του

προσώπου του .

«Γυρίζω στο σπίτι aπογοητευμένος. Γυρίζω στο σπίτι χωρίς ελ­

πίδα, και γεμάτος οργή στη σκέψη πως με το παραμικρό παράπο­

νο που έκανα με πέρασαν για παράλογο εργάτη. Σου είπα πως εί­

χα τρομάξει. Ήταν η μποτίλια με το δηλητήριο πάνω στο τραπεζά­

κι. Ποτέ δεν έχω κάνει κακό σε άνθρωπο· μα καθώς είδα άξαφνα

αυτή τη μποτίλια, σκέφτηκα: "Άραγε τι θα μπορούσα να κάνω

στον εαυτό μου, ή σε κείνην, ή και στους δυο!"»

Χλομή από τρόμο, βούλωσε και με τα δυο της χέρια το στόμα

του Στέφανου, για να τον εμποδίσει να συνεχίσει. Εκείνος τ' άρ­

παξε με το ελεύθερο χέρι του, και κρατώντας το, ενώ με το άλλο

του χέρι έσφιγγε ακόμα το σάλι της, είπε γρήγορα:

«Μα βλέπω εσένα, Ραχήλ, καθισμένη κοντά στο κρεβάτι. Σ'

έβλεπα όλη τη νύχτα. Και μέσα στον ταραγμένο μου ύπνο, το 'ξερα

Page 109: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 109

πως ήσουν εκεί. Εκεί θα σε βλέπω πάντα. Ποτέ δε θα την ξαναδώ,

ποτέ δε θα την ξανασκεφtώ χωρίς να 'σαι κι εσύ κοντά της. Ποτέ

δε θα ξαναδώ κι ούτε θα ξανασκεφτώ κάτι που με θυμώνει και με

ταράζει, χωρίς να βρίσκεσαι εσύ, που 'σαι τόσο πιο καλή από μέ­

να, κοντά μου για να με γαληνέψεις . Κι έτσι θα προσπαθήσω να

κάνω υπομονή και να 'χω εμπιστοσύνη στο μέλλον, ώς την ώρα

που εσύ κι εγιό θα φύγουμε μακριά, πέρα απ' τη βαθιά άβυσσο,

και θα πάμε στη χώρα που βρίσκεται η μικρή σου αδερφού λα».

Ξαναφίλησε στην άκρη το σάλι της και την άφησε να φύγει. Τον

καληνύχτισε με φωνή σπασμένη από τη συγκίνηση και βγήκε στο

δρόμο.

Ο άνεμος φυσούσε από το μέρος που σε λίγο θα παρουσιαζό­

ταν η μέρα, και φυσούσε ακόμα δυνατά. Είχε διώξε ι τα σύννεφα,

κι η βροχή κουράστηκε ή ταξίδεψε σ' άλλους τόπους, και τ' άστρα

έλαμπαν. Ο Στέφανος στεκόταν, με γυμνό το κεφάλι, στο δρόμο,

κοιτάζοντάς την ν' απομακρύνεται με γοργά βήματα. Ό,τι ήταν το

φεγγοβόλημα των άστρων για το θαμπό φως του κεριού που φώτι­

ζε το παράθυρό του, ήταν κι η Ραχήλ, στην πρωτόγονη φαντασία

αυτού του ανθρώπου, για την καθημερινή του ζωή.

Page 110: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ14

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΑΡΧΗΣ

ο ΧΡΟΝΟΣ περνούσε σrο Κοκτάουν με το ρυθμό των μηχα­

νών του· ξοδεύονταν τόσες πρώτες ύλες, τόσα καύσιμα, τό­

ση δύναμη και κερδίζονταν τόσα λεφτά. Μα, λιγότερο

σκληρός από το σίδερο, το ατσάλι και το μπρούντζο, ο Χρόνος έφερνε τις εναλλασσόμενες εποχές του ακόμα και σ' αυτή την απεραντοσύνη

του καπνού και των τούβλων, δημιουργώντας έτσι τη μοναδική αντί­

θεση που γίνηκε ποτέ μέσα στη φριχτή ομοιομορφία αυτού του τόπου.

«Η Λουίζα άρχισε να γίνεται σωστή γυναίκα» είπε ο κύριος

Γκραντγκράιντ.

Ο Χρόνος, με την aπροσμέτρητη ιπποδύναμή του, εξακολου­

θούσε τη δουλειά του, χωρίς να νοιάζεται τι λέει ο ένας κι ο άλλος

κι άξαφνα παρουσίασε έναν Θωμά κατά ένα πόδι ψηλότερο απ'

όσο ήταν την τελευταία φορά που τον πρόσεξε ο πατέρας του.

«0 Θωμάς άρχισε να γίνεται σωστός άντρας» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ.

Ο Χρόνος εξακολουθούσε να φορμάρει το νεαρό Θωμά, όταν ο

πατέρας του έκανε την παραπάνω σκέψη, και νάτον τώρα με τη

ρεντιγκότα του και το σκληρό του κολάρο .

«Πραγματικά» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, «είναι καιρός πια

να εργαστεί ο Θωμάς στου Μπαουντερμπάψ>.

Ο Χρόνος, που τον παράσrεκε πάντα, τον έμπασε σrην Τράπεζα

του Μπαουντερμπάη, του άνοιξε διάπλατα την πόρτα του σπιτιού

του Μπαουντερμπάη, τον έκανε ν' αγοράσει το πρώτο του ξυράψι,

και τον γύμνασε με πολλή επιμtλεια στους λογαριασμούς τους

σχετικούς με τον αριθμό ένα.

Ο ίδιος μεγάλος βιομήχανος, που έχει πάντα έτοιμη μιαν άπει-

Page 111: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 111

ρη ποικιλία δουλειάς, σ' όλα τα στάδια της εξέλιξης, πέρασε τη Σ ί­

ση από το εργοστάσιό του και τη φορμάρισε σ' ένα πραγματικά

ωραίο είδος.

«Φοβούμαι, Ί'ζιουπ» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, «πως η φοί­

τησή σου στο σχολείο δεν ωφελεί πια σε τίποτα».

«Το φοβούμαι κι εγώ, κύριε>> απάντησε η Σίση κάνοντας μια

υπόκλιση .

«Δεν μπορώ να σου κρύψω, τζιουπ>> είπε ο κύριος Γκραντ­

γκράιντ, σουφρώνοντας τα φρύδια του, «πως το αποτέλεσμα της

δοκιμασίας σου εκεί με απογοήτευσε ... με απογοήτευσε πάρα πο­λύ . Δεν κατόρθωσες να επωφεληθείς, όσο περίμενα, από τη διδα­

σκαλία του κυρίου και της κυρίας Μακ Τσοκουμτσάιλντ. Πολύ λί­

γες πραγματικότητες μπόρεσες να καταλάβεις. Η πρόοδός σου

στην αριθμητική είναι πολύ περιορισμένη . Είσαι πολύ καθυστερη­

μένη, πολύ κάτω από το μέτριο>>.

«Λυπούμαι πολύ, κύριε» αποκρίθηκε, «το ξέρω· έτσι είναι.

Ωστόσο έκανα ό,τι μπορούσα, κύριε>>.

«Ναι>> είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, «ναι, πιστεύω πως έκανες

ό,τι μπορούσες σε παρακολούθησα, κι όσο γι' αυτό δεν μπορώ να

σε κατηγορήσω».

«Ευχαριστώ, κύριε. Πολλές φορές σκέφτηκα>> -είπε τώρα πιο

δειλά η Σίση- «πως ίσως προσπαθούσα να μάθω πάρα πολλά και

πως αν είχα ζητήσει να μ' αφήσουν να μάθω κάπως λιγότερα, ίσως

να 'χα ... » «Όχι, Τζιουπ, όχι>> είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, κουνώντας το

κεφάλι, με το πιο βαθύ και το πιο «εξόχως πρακτικόν>> ύφος του.

«Όχι. Τα μαθήματα που διδάχτηκες, τα διδάχτηκες σύμφωνα με

το σύστημα -το σύστημα- πάνω σ' αυτό δε χωρεί καμιά συζήτηση.

Το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι ότι στα μικρά σου χρόνια

βρέθηκες κάτω από συνθήκες που δεν άφησαν τις διανοητικές σου

ικανότητες ν ' αναπτυχθούν, και ότι αρχίσαμε πολύ αργά! Όπως

και να 'ναι, είμαι aπογοητευμένος».

«Θα 'θελα, κύριε, να μπορούσα να σας έδειχνα περισσότερο την

ευγνωμοσύνη μου, για την προστασία και την καλοσύνη σας σ' ένα

έρημο και φτωχό κορίτσι, που δεν είχε καμιά απαίτηση από σας>>.

«Μην κλαις>> είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ. «Μην κλαις. Δεν

έχω κανένα παράπονο μαζί σου. Είσαι ένα καλό, αισθηματικό και

Page 112: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

112 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

φρόνιμο κορίτσι και ... και αυτό πρέπει να μας είναι αρκετό». «Ευχαριστώ, κύριε, ευχαριστώ πολύ» είπε η Σίση με μια υπό­

κλιση ευγνωμοσύνης.

«Είσαι χρήσιμη στην κυρία Γκραντγκράιντ και γενικά εξυπηρε­

τείς όλη την οικογένεια. Αυτό μαθαίνω από τη Λουίζα κι εξάλλου

το 'χω προσέξει κι ο ίδιος. Ελπίζω λοιπόν» είπε ο κύριος Γκραντ­

γκράιντ, «ότι μπορείς να μείνεις ευχαριστημένη μ' αυτές τις ασχο­

λίες σου».

«Δε θα 'χα τίποτα να επιθυμήσω, κύριε, αν ... » «Σε καταλαβαίνω» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ· «σκέφτεσαι πά­

ντα τον πατέρα σου. Έμαθα από τη Λουίζα πως φυλάς ακόμα κείνη

τη μποτίλια. Ας είναι! Αν η εκπαίδευσή σου στην επιστήμη της εξα­

γωγής ορθών συμπερασμάτων είχε μεγαλύτερη επιτυχία, θα 'σουν

πολύ πιο σοφή σ' αυτά τα ζητήματα. Δεν έχω να πω τίποτ' άλλο».

Η αλήθεια είναι ότι αγαπούσε τη Σίση αρκετά ώστε να μην αι­

σθάνεται περιφρόνηση γι' αυτήν, αλλιώς είχε τόσο λίγη εκτίμηση

για τις μαθηματικές της ικανότητες, που οπωσδήποτε θα 'χε φτά­

σει σ' αυτό το αποτέλεσμα· είχε, κατά κάποιο τρόπο, σχηματίσει

την ιδέα πως αυτό το κορίτσι είχε μέσα του κάτι που δύσκολα θα

μπορούσε κανείς να το καταχωρήσει σε στατιστικούς πίνακες. Η

ικανότητά της να δίνει ορισμούς, με πολύ μικρό νούμερο θα μπο­

ρούσε να βαθμολογηθεί, κι οι μαθηματικές της γνώσεις με στρογ­

γυλό μηδενικό· δεν ήταν όμως βέβαιος ότι αν, παραδείγματος χά­

ρη, του ζητούσαν να την αναλύσει σε μιαν επίσημη έκθεση, θα

μπορούσε εύκολα να την υποδιαιρέσει σε κατηγορίες.

Σε μερικά στάδια της επεξεργασίας της ανθρώπινης ύλης, η

διαδικασία του χρόνου είναι πολύ γοργή. Στο νεαρό Θωμά και στη Σίση, που κι οι δυο τους βρίσκονταν σ' ένα τέτοιο στάδιο επε­

ξεργασίας, αυτές οι αλλαγές έγιναν μέσα σ' ένα ή δυο χρόνια, ενώ

ο κύριος Γκραντγκράιντ ο ίδιος, φαινόταν να μένει στάσιμος και

καμιά αλλαγή να μην τον αγγίζει.

Εκτός από μια, που ήταν εντελώς άσχετη με την αναπόφευκτη

κατεργασία του μέσα στη φάμπρικα του Χρόνου. Ο χρόνος τον

στρίμωξε μέσα σε μια μικρή, πολυθόρυβη και κάπως βρώμικη μη­

χανή, σε μια aπόμερη γωνιά, και τον έκανε μέλος της Βουλής,

αντιπρόσωπο του Κοκτάουν: ένα από τα μέλη εκείνα που προκα­

λούν το σεβασμό για τους καλο1)ς λογαριασμούς τους, έναν εκπρό-

Page 113: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 113

σωπο της προπαίδειας, έναν από τους κουφούς aξιότιμους κυ­

ρίους, τους βουβούς aξιότιμους κυρίους, τους τυφλούς aξιότιμους

κυρίους, τους κουτσούς aξιότιμους κυρίους, τους νεκρούς aξιότι­

μους κυρίους από κάθε άλλη άποψη. Αλλιώς, γιατί να ζούσαμε σ'

αυτή τη χριστιανικ11 χώρα, χίλια οχτακόσια τόσα χρόνια ύστερα

απ' τη γέννηση του Κυρίου μας;

Όλον αυτό τον καιρό, η Λουίζα μεγάλωνε, τόσο ήρεμη και συ­

γκρατημένη, και τόσο αφοσιωμένη τα δειλινά να κοιτάζει τις λα­

μπερές στάχτες καθώς έπεφταν κι έσβηναν μέσα στο τζάκι, ώστε

από τότε που ο πατέρας της είχε πει πως ήταν σχεδόν σωστή γυ­

ναίκα -πράγμα που φαινόταν να 'χε γίνει μόλις χτες- πολύ λίγο εί­

χε τραβήξει την προσοχή του, όταν άξαφνα βρήκε πως 1Ίταν πια

σωστή γυναίκα.

«Σωστή γυναίκα» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ ρεμβαστικά.

«Για σκέψου!»

Για κάμποσες μέρες, λίγο ύστερα απ' αυτή την ανακάλυψη, έγι­

νε ακόμα πιο σκεφτικός, και φαινόταν σαν κάτι να τον απασχο­

λούσε πολύ. Ένα βράδυ, την ώρα που έβγαινε έξω κι η Λουίζα πή­

γε να τον καληνυχτίσει πριν φύγει -γιατί θα γύριζε αργά στο σπίτι

και δε θα τον έβλεπε ώς το πρωί- την αγκάλιασε, κοιτάζοντάς την

με το πιο καλοσυνάτο του ύφος, κι είπε:

«Αγαπητή μου Λουίζα, έχεις γίνει πια σωστή γυναίκα!»

Του απάντησε με κείνο το παλιό, γρήγορο, ερευνητικό βλέμμα

της νύχτας που τη βρήκε στο τσίρκο . Ύστερα χαμήλωσε τα μάτια.

«Ναι, πατέρα» είπε.

«Αγαπητ1Ί μου» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ. «Θέλω να σου μι­

λήσω σοβαρά· μα πρέπει να 'μαστε οι δυο μας. Έλα αύριο το πρωί

μετά το πρόγευμα στο δωμάτιό μου. Θέλεις;»

«Ναι, πατέρα».

«Τα χέρια σου μου φαίνονται λίγο κρύα, Λουίζα. Μήπως δεν

είσαι καλά;»

«Είμαι εντελώς καλά, πατέρα».

«Κι ευχαριστημένη;»

Τον κοίταξε πάλι, και χαμογέλασε με τον ιδιαίτερο τρόπο της.

«Όσο είμαι συνήθως, κι όσο ήμουν πάντα, πατέρα».

«Ωραία» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ· τη φίλησε κι έφυγε· κι η

Λουίζα γύρισε στο ήσυχο εκείνο διαμέρισμα, που έμοιαζε με σαλό-

Page 114: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

114 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ

νι κομμωτηρίου, κ ι ακουμπώντας το κεφάλι στο δεξί της χέρι, ξα­

νακοίταξε τις λιγόζωες σπίθες που τόσο γρήγορα γίνονταν στάχτη .

«Εδώ είσαι, Λου;» είπε ο αδερφός της , κοιτάζοντας από την

πόρτα. Είχε γίνει πια ένας κοσμικός κύριος, αν και όχι τόσο γοη­

τευτικός.

«Καλέ μου Τομ» απάντησε και σηκώθηκε να τον αγκαλιάσει,

«Πόσον καιρό έχεις να 'ρθεις να με δεις!»

«Όλα τα βράδια, βλέπεις, ήμουν απασχολημένος, Λου. Και την

ημέρα ο γερο-Μπαουντερμπάη δε μ' αφήνει ούτε λεπτό. Ωστόσο,

χάρη σε σένα, τον βάζω σιγά σιγά σε λογαριασμό. Μα, για πες

μου, Λου, μήπως σου 'πε τίποτα ο πατέρας χτες ή σήμερα;»

«Όχι, Τομ. Μα μου είπε απόψε πως αύριο το πρωί έχει να μου

μιλήσει για κάτι>> .

«Α! Καλά το κατάλαβα! Μήπως ξέρεις πού έχει πάει απόψε;>>

είπε ο Τομ με πολύ ζωηρό ενδιαφέρον.

«Όχι>>.

«Να σου πω εγώ. Είναι με τον γερο-Μπαουντερμπάη. Έχουν

ένα πραγματικό οικογενειακό συμβούλιο, κάτω στην Τράπεζα.

Και γιατί, νομίζεις, στην Τράπεζα; Θα στο πω εγώ κι αυτό . Για να

'ναι όσο γίνεται πιο μακριά από τ' αυτιά της κυρίας Σπάρσιτ, φα­

ντάζομαι».

Με το χέρι ακουμπισμένο στον ώμο του αδερφού της, η Λουίζα

εξακολουθούσε να κοιτάζει τη φωτιά. Ο αδερφός της την κοίταζε

τώρα στο πρόσωπο με περισσότερο ενδιαφέρον και, αγκαλιάζοντας

τη μέση της με το μπράτσο του, την τράβηξε χα.ίδευτικά κοντά του.

«Μ' αγαπάς πολύ, Λου , δεν είν' έτσι;»

«Ναι, σ' αγαπώ πολύ, Τομ, αν κι εσύ aργείς τόσο πολύ να 'ρχε­

σαι να με βλέπεις>>.

«Έχεις δίκιο , αδερφούλα μου>> είπε ο Τομ. «Το σκέφτηκα κι

εγώ πολλές φορές αυτό! Θα μπορούσαμε να βλεπόμαστε πολύ πιο

συχνά -δεν είν' έτσι; Να 'μαστε σχεδόν πάντα μαζί -τι λες κι εσύ;

Θα 'ταν πάρα πολύ καλό για μένα, αν aποφάσιζες να κάνεις αυτό

που ξέρω, Λου. Θα 'ταν σπουδαίο για μένα. Περίφημο!»

Το συλλογισμένο της ύφος τον έκανε να τα χάσει. Δεν μπορού­

σε να διαβάσει καθόλου στο πρόσωπό της. Την έσφιξε στην αγκα­

λιά του και τη φίλησε στο μάγουλο. Του γύρισε πίσω το φιλί, μα

εξακολουθούσε να κοιτάζει τη φωτιά.

Page 115: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 115

«Να σου πω, Λου! Σκέφτηκα να 'ρθω να σου κάνω έναν μικρό

υπαινιγμό γι' αυτό που ξέρω, αν και φαντάζομαι πως κάτι θα 'χεις

καταλάβει κι εσύ, μόλο που κανείς δε σου 'χει πει τίποτα. Δεν μπο­

ρώ να μείνω περισσότερο, γιατί με περιμένουν οι φίλοι μου . Δε θα

ξεχάσεις πόσο μ' αγαπάς, ε, Λου;»

«Όχι, καλέ μου Τομ, δε θα το ξεχάσω» .

«Είσαι σπουδαίο κορίτσι» είπε ο Τομ. «Αντίο, Λου».

Τον καληνύχτισε θερμά και τον πήγε ώς την πόρτα. Τα φώτα του

Κοκτάουν έκαναν αβέβαιη την απόσταση . Στάθηκε εκεί, με το

βλέμμα προσηλωμένο σ' αυτά, ακούγοντας τα βήματά του που

έφευγαν. Έφευγαν γρήγορα, χαρούμενα γιατί μάκραιναν από το

Πέτρινο Σπίτι · εκείνη στεκόταν ακόμα εκεί, κι όταν τα βήματα του

αδερφού της δεν ακούγονταν πια κι όλα ήταν ήσυχα. Φαινόταν σαν

να 'ψαχνε να βρει, πρώτα μέσα στη φωτιά που άναβε στο τζάκι του

σπιτιού της κι ύστερα μέσα στο φωτεινό σύθαμπο που ήταν έξω, τι

θα ύφαινε ο γερο-Χρόνος, ο μεγαλύτερος και πιο παλιός απ' όλους

τους κλώστες, με τα νήματα που είχε κλώσει ώς τώρα και τους είχε

δώσει τη μορφή μιας γυναίκας. Μα είναι κρυφό τ' αργαστήρι του,

αθόρυβη η δουλειά του κι οι δουλευτάδες του βουβοί.

Page 116: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15

ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ

Α Ν ΚΑΙ ο κύριος Γκραντγκράιντ δεν είχε καμιά σχέση

με τον Κυανοπώγωνα, το γραφείο του ήταν ένα γαλά­

ζιο δωμάτιο, από το πλήθος τα γαλάζια βιβλία* που

βρίσκονταν εκεί μέσα. Ό,τι κι αν ήθελαν ν' αποδείξουν αυτά τα

βιβλία (δηλαδή σχεδόν καθετί που θα μπορούσε να βάλει ο νους

σας) το απόδειχναν με μια στρατιά από βιβλία που δυνάμωνε

ολοένα με καινούριους νεοσύλλεκτους. Μέσα σ' αυτό το μαγικό

διαμέρισμα, τα πιο περίπλοκα κοινωνικά ζητήματα αθροίζονταν

σε ακριβή σύνολα και τελικά μπαίνανε σε τάξη -μόλο που κανείς

από τους ενδιαφερόμενους δεν το 'παιρνε ποτέ ε ίδηση. Όπως θα

γινόταν σ' ένα αστεροσκοπείο χωρίς παράθυρα, που ο aστρονό­

μος από μέσα θα ταξινομούσε το έναστρο σύμπαν μονάχα με πέ­

να, μελάνι και χαρτί, έτσι κι ο κύριος Γκραντγκράιντ, στο δικό

του παρατηρητήριο (κι υπάρχουν πολλά τέτοια), δεν είχε ανάγκη

να ρίχνει το βλέμμα του στις ζωντανές μυριάδες των ανθρώπινων

υπάρξεων γύρω του: του ήταν αρκετό να ταχτοποιεί όλα τους τα

πεπρωμένα πάνω σε μια πλάκα και να σβήνει όλα τους τα δά­

κρυα μ' ένα βρώμικο κομμάτι σφουγγάρι .

Σ' αυτό λοιπόν το παρατηρητήριο -ένα παγερό δωμάτιο, όπου

ένα εκκρεμές, με θανάσιμη στατιστική ακρίβεια, μετρούσε τα δευ­

τερόλεπτα μ' έναν ήχο που έμοιαζε σαν σφυροκόπημα πάνω στο

σκέπασμα ενός φέρετρου- πήγε το άλλο πρωί η Λουίζα. Ένα πα­

ράθυρο έβλεπε προς το Κοκτάουν, κι όταν κάθισε κοντά στο γρα-

*Biue-books. Εκδόσε ις της αγγλικής βουλής με γαλάζιο εξώφυλλο .

Page 117: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 117

φείο του πατέρα της, είδε τις ψηλές καμινάδες και τις μακριές το­

λύπες του καπνού να σωριάζονται στα σκοτεινά βάθη .

«Αγαπητή μου Λουίζα» είπε ο πατέρας της, «χτες το βράδυ σε

προειδοποίησα, για να δώσεις όλη σου την προσοχή στη συζήτηση

που θα κάνουμε τώρα. Έχεις εκπαιδευτεί τόσο καλά, και, το λέω

με χαρά μου, στάθηκες τόσο συνεπής στη μόρφωσή σου, που έχω

απόλυτη εμπιστοσύνη στην κρίση σου. Δεν έχεις αισθηματισμούς,

δεν είσαι ρομαντική, συνήθισες να βλέπεις το καθετί με τα μάτια

της στέρεης λογικής και του ψυχρού υπολογισμού. Ξέρω λοιπόν

πως έτσι θα ιδείς και θα κρίνεις αυτό που πρόκειται να σου πω».

Στάθηκε λίγο, σαν να περίμενε να του πει κάτι. Μα εκείνη δεν είπε λέξη.

«Αγαπητή μου Λουίζα, μου έγινε μια πρόταση γάμου για σένα».

Περίμενε πάλι, μα πάλι εκείνη δεν είπε λέξη . Αυτό του φάνηκε

τόσο παράξενο, που ξανάπε σιγά, «μια πρόταση γάμου, αγαπητή

μου». Η Λουίζα, χωρίς να δείξει την παραμικρή συγκίνηση, απο­

κρίθηκε:

«Σας ακούω, πατέρα. Μείνετε ήσυχος, προσέχω».

«Ωραία ! » είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, κι ένα χαμόγελο απλώ­

θηκε στο πρόσωπό του, ύστερα από μια στιγμή δισταγμού. «Είσαι

πιο ψύχραιμη απ' ό,τι περίμενα, Λουίζα. Ή μήπως δεν είσαι

απροετοίμαστη για την είδηση που σου φέρνω;»

«Αυτό δεν μπορώ να το πω, πατέρα, πριν την ακούσω. Είτε εί­

μαι προετοιμασμένη είτε όχι, θέλω να τ' ακούσω από σας. Θέλω

να τ' ακούσω όλα από σας τον ίδιο, πατέρα».

Όσο και να φαίνεται παράξενο, ο κύριος Γκραντγκράιντ δεν

είχε εκείνη τη στιγμή την ψυχραιμία που είχε η κόρη του. Πήρε

στο χέρι του έναν χαρτοκόπτη, τον στριφογύρισε, τον άφησε κάτω,

τον ξαναπήρε, τον έφερε μπρος στα μάτια του, και χρειάστηκε να

τον κοιτάξει και να τον ξανακοιτάξει, ώσπου να βρει τα λόγια που ήθελε.

«Αυτό που λες, αγαπητή μου Λουίζα, είναι πολύ λογικό. Έχω

αναλάβει λοιπόν την υποχρέωση να σου αναγγείλω ότι ... με δυο λό­

για, ο κύριος Μπαουντερμπάη μου είπε ότι από καιρό παρακολου­θεί την πρόοδό σου με ιδιαίτερη ευχαρίστηση και ξεχωριστό ενδια­

φέρον, και πάντα είχε την ελπίδα πως θα 'ρχόταν κάποτε η ώρα να

ζητήσει το χέρι σου. Αυτή η ώρα, που τόσον καιρό και τόσο σταθε-

Page 118: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

118 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

ρά την περίμενε, έφτασε . Ο κύριος Μπαουντερμπάη μου 'κανε τη

σχετική πρόταση γάμου και με παρακάλεσε να στο αναγγείλω και

να σου εκφράσω την ελπίδα του ότι θα τη δεχτείς ευχαρίστως>> .

Έγινε σιωπή. Το εκκρεμές, με τη θανάσιμη πάντα στατιστική

του ακρίβεια, άφηνε πιο βαθιούς ήχους. Ο aπόμακρος καπνός έγι­

νε πιο βαρύς και πιο μαύρος.

«Πατέρα» είπε η Λουίζα, «νομίζετε πως αγαπώ τον κύριο Μπα­

ουντερμπάη;»

Η αναπάντεχη αυτή ερώτηση έφερε σε μεγάλη αμηχανία τον

κύριο Γκραντγκράιντ. «Η αλήθεια είναι, παιδί μου» αποκρίθηκε,

«Πως ... βέβαια, δεν μπορώ ν' απαντήσω σ' αυτό που με ρωτάς». «Πατέρα» συνέχισε στον ίδιο ακριβώς τόνο η Λουίζα, «μου ζη ­

τάτε ν' αγαπήσω τον κύριο Μπαουντερμπάη;>>

«Όχι, αγαπητή μου Λουίζα, όχι, όχι. Δε ζητάω τίποτα>> .

«Πατέρα» συνέχισε πάλι η Λουίζα, «ζητάει μήπως από μένα ο

κύριος Μπαουντερμπάη να τον αγαπήσω;>>

«Να σου πω, αγαπητή μου» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, «εί­

ναι δύσκολο ν' απαντήσω στην ερώτησή σου ... Ασφαλώς, αγαπητή

μου . Γιατί ... » βρήκε τώρα κάτι να πει κι αυτό του 'δωσε θάρρος, « ... γιατί η απάντηση ουσιαστικά εξαρτάται από το νόημα που δί­νει κανείς στις λέξεις . Ο κύριος Μπαουντερμπάη, λοιπόν, δε θ'

αδικούσε ποτέ τον εαυτό του και σένα βάζοντας σ' αυτά τα πράγ­

ματα ρομαντισμούς, φαντασιοπληξίες, ή (για να χρησιμοποιήσω

μια συνώνυμη λέξη) αισθηματικότητες . Αν ο κύριος Μπαουντερ­

μπάη ξεχνούσε σε τέτοιο βαθμό την ευθυκρισία σου, για να μην

πω και τη δική του, ώστε να σου κάνει αυτή την πρόταση πάνω σε

τέτοια βάση, αυτό θα σήμαινε πως μάταια παρακολούθησε, τόσον

καιρό και με τόσο ενδιαφέρον, την ανάπτυξή σου. Ίσως λοιπόν

-σου λέω απλώς τη γνώμη μου, αγαπητή μου- η έκφρασή σου να

μη διατυπώθηκε καλά!>>

«Τι έκφραση θα θέλατε να χρησιμοποιήσω, πατέρα;»

«Να σου πω, αγαπητή μου Λουίζα>> είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ,

ξαναβρίσκοντας τον εαυτό του, «θα σε συμβούλευα (μια και με

ρωτάς) ν' αντιμετωπίσεις αυτό το ζήτημα όπως είσαι συνηθισμένη

ν' aντιμετωπίζεις όλα τα ζητήματα, σαν μια χειροπιαστή πραγμα­

τικότητα. Οι αγράμματοι κι οι φαντασιοκόποι μπορούν να μπερ­

δεύουν αυτά τα πράγματα με ρομαντισμούς κι άλλες τέτοιες μά-

Page 119: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 119

ταιες aνοησίες .. . αλλά δε θα 'ταν φιλοφρόνημα για σένα αν σου 'λεγα πως εσύ δεν μπορείς ποτέ να κάνεις τέτοια λάθη. Για να

δούμε τώρα, τι πραγματικότητες υπάρχουν σ' αυτή την υπόθεση;

Ας πούμε, σε στρογγυλούς αριθμούς, πως εσύ είσαι είκοσι χρο­

νών. Ο κύριος Μπαουντερμπάη, σε στρογγυλούς αριθμούς, είναι

πενήντα χρονών. Υπάρχει, βέβαια, κάποια δυσαναλογία στην ηλι­

κία σας, αλλά στην περιουσιακή σας κατάσταση και στην κοινωνι­κή σας θέση δεν υπάρχει καμιά· ίσα ίσα μάλιστα υπάρχει απόλυτη

αρμονία. Προβάλλει λοιπόν το ερώτημα: Φτάνει μονάχα αυτή η

δυσαναλογία για να εμποδίσει έναν τέτοιο γάμο; Πάνω σ' αυτό, δε

θα 'ταν άσκοπο να λάβουμε υπόψη μας τις στατιστικές των γάμων,

που έγιναν ώς τώρα στην Αγγλία και στην Ουαλία. Βλέπουμε λοι­

πόν πως ένα μεγάλο ποσοστό απ' αυτούς τους γάμους έγιναν αvά­μεσα σε πρόσωπα που είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας και ότι, στα

τρία τέταρτα αυτών των περιπτώσεων, ο πιο ηλικιωμένος ήταν ο

σύζυγος . Είναι αξιοσημείωτο,·γιατί δείχνει πόσο γενικός είναι αυ­

τός ο νόμος, ότι οι καλύτερες στατιστικές, που έχουμε από ταξι­

διώτες, για τους ιθαγενείς των βρετανικών κτήσεων στις Ινδίες,

για ένα μεγάλο μέρος της Κίνας και για τους καλμούχους της Ταρ­

ταρίας , παρουσιάζουν το ίδιο αποτέλεσμα. Έτσι λοιπόν η δυσα­

ναλογία που είπα πρωτύτερα, σχεδόν παύει να είναι δυσαναλογία

και (ουσιαστικά) εξαφανίζεται».

«Πώς με συμβουλεύετε, πατέρα» ρώτησε η Λουίζα, χωρίς κα­

θόλου τα ικανοποιητικά αυτά αποτελέσματα να επηρεάσουν την

ήρεμη και επιφυλακτική της στάση, «ν' αντικαταστήσω αυτό που

σας ρώτησα προ ολίγου; Δηλαδή την έκφραση που, όπως είπατε,

δε διατυπώθηκε καλά;>>

«Λουίζα» αποκρίθηκε ο πατέρας της, «μου φαίνεται πως το

πράγμα είναι πάρα πολύ απλό. Αν περιοριστείς αυστηρά στην

πραγματικότητα, το μόνο ερώτημα που έχεις να κάνεις στον εαυτό

σου είναι: Μου ζητάει ο κύριος Μπαουντερμπάη να τον παντρευ­

τώ; Μάλιστα, μου ζητάε ι . Ύστερα απ' αυτό, το μόνο ερώτημα που

παρουσιάζεται είναι τούτο: Πρέπει να τον παντρευτώ; Νομίζω

πως δεν υπάρχει τίποτα πιο απλό>> .

((Πρέπει να τον παντρευτώ;» ξανάπε κι η Λουίζα, βαθιά συλλο­γισμένη .

«Ακριβώς. Και, σαν πατέρας σου, αγαπητή μου Λουίζα, είμαι

Page 120: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

120 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

πολύ ικανοποιημένος που ξέρω πως αυτό το ζήτημα δεν πρόκειται

να το εξετάσεις με τις παλιές εκείνες αντιλήψεις, που έχουν ακόμα

πολλά κορίτσια της ηλικίας σου».

<<'Οχι, πατέρα» αποκρίθηκε. «Δεν πρόκειται».

<<Σ ' αφήνω τώρα να σκεφτείς μόνη σου» είπε ο κύριος Γκραντ­

γκράιντ. <<Σου έχω αναπτύξει την υπόθεση, με τον τρόπο που οι πρα­

κτικοί άνθρωποι αναπτύσσουν τέτοιου είδους υποθέσεις. Στα είπα

όλα, όπως τα είχαν πει και σε μένα και στη μητέρα σου στον καιρό

μας. Όσο για τα άλλα, αγαπητή μου Λουίζα, θ' aποφασίσεις εσύ».

Από την αρχή της συνομιλίας είχε τα μάτια καρφωμένα στον

πατέρα της. Καθώς εκείνος ακουμπούσε τώρα στη ράχη της καρέ­

κλας του, και κάρφωνε με τη σειρά του το βαθύ του βλέμμα στην

κόρη του, ίσως θα μπορούσε να 'βλεπε, σε μια φευγαλέα στιγμή,

τη διάθεση που ένιωσε να ριχτεί στην αγκαλιά του και να του εμπι­

στευτεί όλα τα μυστικά της καρδιάς της. Μα για να τη δει αυτή την

διάθεση, θα 'πρεπε νq ξεπεράσει μ' ένα άλμα όλα τα τεχνητά

εμπόδια που έστηνε τόσα χρόνια ανάμεσα στον εαυτό του και σ'

όλες εκείνες τις μυστικές ανθρώπινες ουσίες, που θα ξεφεύγουν

τα πλοκάμια της άλγεβρας, ώς την ημέρα που η τελευταία σάλπιγ­

γα θα σημάνει και της ίδιας της άλγεβρας το τέλος . Τα εμπόδια όμως ήταν πάρα πολλά και πολύ ψηλά για ένα τέτοιο άλμα. Με

την αλύγιστη, ωφελιμιστική, πραγματιστική έκφραση του προσώ­

που του, έκοψε την ορμή της και η στιγμή χάθηκε μέσα στ' απύθ­

μενα βάθη του παρελθόντος, για να ενωθεί μ' όλες τις άλλες χαμέ­

νες ευκαιρίες, που πνίγηκαν εκεί μέσα.

Σήκωσε τα μάτια από τον πατέρα της, κι έμεινε κοιτάζοντας

σιωπηλή την πόλη τόσην ώρα, που στο τέλος εκείνος τη ρώτησε:

<<Συμβουλεύεσαι τις καμινάδες των εργοστασίων του Κοκτάουν,

Λουίζα;>>

«Δε φαίνεται να υπάρχει εκεί τίποτ' άλλο παρά μονάχα ένας

νωθρός και μονότονος καπνός. Μόλις έρχεται όμως η νύχτα, ξεπε­

τιέται φωτιά, πατέρα!» απάντησε στρέφοντας απότομα.

«Αυτό δα το ξέρω, Λουίζα . Δε βλέπω όμως τι σχέση μπορεί να

'χε ι με τη συζήτησή μας>>. Και για να πούμε του στραβού το δίκιο,

δεν το ' βλεπε -καθόλου μάλιστα.

Με μια ανεπαίσθητη κίνηση του χεριού της έδωσε τέλος σ' αυτή

τη συζήτηση και συγκεντρώνοντας πάλι την προσοχή της στον πα-

Page 121: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 121

τέρα της είπε: «Πατέρα, πολλές φορές έχω σκεφτεί πόσο σύντομη

είναι η ζωή ... » Αυτό ήταν ένα θέμα που κινούσε πάντα πολύ το εν­διαφέρον του πατέρα της την έκοψε λοιπόν λέγοντας:

«Ασφαλώς, αγαπητή μου, είναι σύντομη. Ωστόσο, έχει αποδει­

χτεί ότι τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε ο μέσος όρος διάρκειας της

ανθρώπινης ζωής. Οι υπολογισμοί των διαφόρων ασφαλιστικών

εταιρειών ζωής, μαζί με τόσες άλλες αναμφισβήτητες αλήθειες,

έχουν στέρεα θεμελιώσει αυτή την πραγματικότητα» .

«Μιλάω για τη δική μου τη ζωή, πατέρα».

«Α, έτσι; Ωστόσο» είπε ο κύριος Γκραντγκράιντ, «είναι περιττό

να σου πω ότι κι η δική σου ζωή, Λουίζα, ρυθμίζεται από τους νό­μους που ρυθμίζουν τη ζωή όλων των ανθρώπων».

<<'Όσο βαστάει η ζωή μου, θα 'θελα να κάνω αυτό το λίγο που

μπορώ κι αυτό το λίγο που μου όρισε η μοίρα να κάνω. Τι σημασία

έχει!»

Ο κύριος Γκραντγκράιντ φάνηκε σαν να μην μπορούσε να κα­

ταλάβει τις τρεις τελευταίες λέξεις της Λουίζας. «Πώς τι σημασία

έχει; Τι θέλεις να πεις αγαπητή μου;»

«0 κύριος Μπαουντερμπάψ> εξακολούθησε εκείνη με σταθερό κι αποφασιστικό τόνο, μη· δίνοντας προσοχή στη διακοπή του,

«μου ζητάει να τον παντρευτώ. Η ερώτηση που έχω να κάνω στον

εαυτό μου είναι: Πρέπει να τον παντρευτώ; Δεν είν' έτσι, πατέρα;

Έτσι δε μου έχετε πει; Ναι, πατέρα;>>

«Ασφαλώς, αγαπητή μου» .

«Ας είναι. Αφού ο κύριος Μπαουντερμπάη θέλει να με πάρει

έτσι, έχω την ευχαρίστηση να δεχτώ την πρότασή του. Μπορείτε,

όταν θέλετε , πατέρα, να του πείτε πως αυτή είναι η απάντησή μου .

Επαναλάβετέ την, λέξη προς λέξη, αν μπορείτε, γιατί θα 'θελα να

ξέρει τι ακριβώς είπα».

«Πρέπει, αγαπητή μου» αποκρίθηκε επιδοκιμαστικά ο πατέρας

της, <<να είναι κανείς ακριβής. Αυτό που μου ζητάς είναι πολύ σω­

στό και θα το κάνω. Μήπως έχεις να μου πεις τίποτα για το γάμο

σου, παιδί μου; Πότε θα 'θελες να γίνει;»

«Όχι, πατέρα. Τι σημασία έχει!>>

Ο κύριος Γκραντγκράιντ είχε τραβήξει την καρέκλα του πιο κο­

ντά της και της είχε πιάσει το χέρι. Μα η επανάληψη αυτών των

λιiξεων aντήχησε σαν μια παραφωνία στ' αυτιά του· την κοίταξε

Page 122: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

122 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

για μια στιγμή σιωπηλός κι ύστερα, κρατώντας ακόμα το χέρι της,

είπε:

«Λουίζα, μόλο που νομίζω πως είναι εντελώς απίθανο να 'χει

γίνει ένα τέτοιο πράγμα, ωστόσο πρέπει να σου κάνω αυτή την

ερώτηση. Δεν πιστεύω να 'χεις δεχτεί ώς τώρα καμιάν άλλη πρό­

ταση γάμου;»

«Πατέρα» αποκρίθηκε σχεδόν περιφρονητικά, «ποια άλλη

πρόταση θα μπορούσε να 'χε γίνει σε μένα; Μήπως είδα κανέναν;

Μήπως πήγα πουθενά; Γνώρισε ποτέ η καρδιά μου τέτοια αισθ11 -

ματα;»

«Αγαπητή μου Λουίζα>> απάντησε ικανοποιημένος ο πατέρας

της, «έχεις δίκιο. Ήθελα μόνο να κάνω το καθήκον μου».

«Και τι ξέρω εγώ, πατέρα>> είπε η Λουίζα με το ήρεμο ύφος της,

«από αισθήματα, επιθυμίες και όνειρα; Τι ξέρω εγώ από το μέρος

εκείνο του εαυτού μου, όπου θα μπορούσαν ν' αναπτυχθούν αυτά

τα ασήμαντα πράγματα; Γλίτωσα ποτέ από τα προβλήματα που

μπορούν ν' αποδειχτούν ή από τις χειροπιαστές πραγματικότη­

τες;» Καθώς μιλούσε, έκλεισε το χέρι της, σαν να κρατούσε κάτι

στερεό, κι ύστερα τ' άνοιξε, σιγά σιγά, σαν ν' άφηνε να πέσουν απ'

τη φούχτα της σκόνη και στάχτες.

«Πολύ σωστά, πολύ σωστά, αγαπητή μου» τόνισε ο «εξόχως

πρακτικός» πατέρας.

«Αλήθεια, πατέρα» εξακολούθησε η Λουίζα, «τι παράξενο

πράγμα να γίνεται αυτή η ερώτηση ΟΈ μένα! Οι προτιμήσεις των

μικρών παιδιών, που, όπως κι εγώ ακόμα έχω ακούσει, μπορεί κά­

θε παιδί να τις έχει, δε βρήκαν ποτέ το αθώο τους λίκνο στο δικό

μου το στήθος. Με παρακολουθούσατε τόσο άγρυπνα, που δεν εί­

χα ποτέ μια παιδική καρδιά! Με μορφώσατε τόσο καλά, που δεν

ονειρεύτηκα ποτέ τα όνειρα ενός παιδιού. Μ' έχετε διαπλάσει τό­

σο σοφά, από την κούνια μου ώς τούτη την ώρα, που ποτέ δε γνώ­ρισα την παιδική πίστη ή τον παιδικό φόβο».

Ο κύριος Γκραντγκράιντ ήταν κατασυγκινημένος από την επι­

τυχία του κι από την ομολογία αυτή της επιτυχίας του. «Αγαπητή

μου Λουίζα» είπε, «μου πληρώνεις τους κόπους μου με το παρα­πάνω. Φίλησέ με, κορούλα μου>>.

Κι η κόρη του τον φίλησε. Κρατώντας την στην αγκαλιά του, εί­πε: «Μπορώ τώρα να σε βεβαιώσω πως μ' έκανες ευτυχισμένο με

Page 123: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 123

τη φρόνιμη απόφαση που πήρες. Ο κύριος Μπαουντερμπάη είναι

ένας πολύ σπουδαίος άνθρωπος, κι η μικρή δυσαναλογία, που θα

μπορούσε κανείς να πει πως υπάρχει -αν υπάρχει- μεταξύ σας,

εξουδετερώνεται με το παραπάνω από την ωριμότητα που έχει

αποκτήσει το μυαλό σου. Ο σκοπός μου ήταν πάντα να σε μορφώ­

σω με τέτοιο τρόπο, που να μπορείς, από τα παιδικά σου ακόμα χρόνια, να σκέφτεσαι όπως σκέφτεται ένας μεγάλος. Φίλησέ με

πάλι, Λουίζα μου . Πάμε τώρα να βρούμε τη μητέρα σου>>.

Κατέβηκαν λοιπόν στο σαλόνι, όπου η αξιότιμη αυτή κυρία, η

απροσπέλαστη για κάθε είδους ανοησία, ήταν ξαπλωμένη, όπως

πάντα, ενώ η Σίση εργαζόταν πλάι της . Μόλις μπήκαν μέσα, έδει­

ξε κάποια σημάδια ζωής, κι άξαφνα, η αχνή και διάφανη εκείνη

μορφή βρέθηκε καθισμένη.

«Κυρία Γκραντγκράιντ>> είπε ο σύζυγός της, που περίμενε, με

κάποια ανυπομονησία, ώσπου να τελειώσει αυτή την κίνηση, «επι­

τρέψατέ μου να σας παρουσιάσω την κυρία Μπαουντερμπάη».

«Ω» είπε η κυρία Γκραντγκράιντ «επιτέλους ταχτοποιήθηκε

αυτή η υπόθεση! Ωραία, ελπίζω πάντως να 'σαι καλά στην υγεία

σου, Λουίζα· γιατί αν αρχίσει και σένα το κεφάλι σου να βουίζει

από την πρώτη μέρα του γάμου σου, όπως έγινε με μένα, δεν μπο­

ρώ να πω πως θα 'σαι και τόσο αξιοζήλευτη, μόλο που εσύ, δεν

αμφιβάλλω, θα πιστεύεις πως είσαι, όπως το πιστεύουν όλα τα

κορίτσια. Ας είναι, σου εύχομαι κάθε ευτυχία, αγαπητή μου -κι

ελπίζω πως θα επωφεληθείς απ' όλες εκείνες τις ... ολογικές σου σπουδές, α, είμαι βέβαιη γι' αυτό! Πρέπει να σε συγχαρώ μ' ένα

φιλί, Λουίζα· μην αγγίζεις όμως το δεξί μου ώμο, γιατί όλη μέρα

σήμερα αισθάνομαι κάτι να μ' ενοχλεί εκεί. Σκέψου τώρα» κλα­

ψούρισε η κυρία Γκραντγκράιντ, ταχτοποιώντας το σάλι της,

ύστερα απ' αυτή την αισθηματική ιεροτελεστία, <<τι σκοτούρα θα

μπει στο κεφάλι μου! Απ' το πρωί ώς το βράδυ θα σκέφτομαι πώς

να τον λέω!»

«Κυρία Γκραντγκράιντ>> είπε επίσημα ο σύζυγός της, «τι θέλετε

να πείτε ;»

«Πώς θα πρέπει να τον λέω, κύριε Γκραντγκράιντ, όταν πα­

ντρευτεί τη Λουίζα! Κάπως πρέπει να τον λέω. Είναι αδύνατο>> εί­

πε η κυρία Γκραντγκράιντ με μια έκφραση ευγένειας και στενο­

χώριας μαζί, «να του μιλάω διαρκώς χωρίς ποτέ να του δίνω ένα

Page 124: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

124 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ

όνομα. Δεν μπορώ να τον λέω Ι οσία, γιατί αυτό το όνομα μου είναι

ανυπόφορο. Κι εσείς ο ίδιος το ξέρετε πολύ καλά πως δε θα θέλα­

τε να τον λέω Τζο. Ταιριάζει πάλι να λέω το γαμπρό μου: κύριε ;

Όχι, φαντάζομαι, εκτός αν έφτασε η ώρα να μ' έχουν οι δικοί μου

του κλότσου και του μπάτσου, σαν μισός άνθρωπος που είμαι. Πώς

να τον λέω λοιπόν; >>

Μια και κανείς δε βρέθηκε ν' απαντήσει στο σπουδαίο αυτό

ερώτημα, η κυρία Γκραντγκράιντ έσβησε πάλι για την ώρα, αφού

ανακοίνωσε πρώτα τον παρακάτω κωδίκελο σχετικά με τις παρα­

τηρήσεις που είχε κάνει.

«Όσο για το γάμο, το μόνο που ζητώ, Λουίζα -και το ζητώ μ'

ένα τρεμούλιασμα στο στήθος, που κατεβαίνει ίσαμε κάτω στα πό­

δια μου- είναι να γίνει γρήγορα. Αλλιώς θα 'ναι κι αυτό κάτι που

ποτέ δε θα δω το τέλος του».

Όταν ο κύριος Γκραντγκράιντ παρουσίασε την κυρία Μπαου­

ντερμπάη, η Σίση γύρισε άξαφνα το κεφάλι της και κοίταξε με

απορία, με οίκτο, με λύπη, με αμφιβολία και με χίλια δυο άλλα αι­

σθήματα τη Λουίζα. Η Λουίζα το μάντεψε και το είδε χωρίς να την

κοιτάξει. Από κείνη τη στιγμή έγινε aπαθής, περήφανη και ψυχρή

-κρατούσε τη Σ ίση σ' απόσταση κι άλλαξε ολότελα απέναντί της.

--- ---

Page 125: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ16

ΑΝΤΡΑΣ ΚΑΙ ΙΎΝΑΙΚΑ

Η ΠΡΩΤΗ στενοχώρια που δοκίμασε ο κύριος Μπαου­

ντερμπάη, από τη στιγμή που έμαθε την ευτυχία του, δη­

. μιουργήθηκε από την ανάγκη να ανακοινώσει αυτή την είδηση στην κυρία Σπάρσιτ. Δεν μπορούσε ν' αποφασίσει πώς να

της το αναγγείλει κι ούτε ήξερε τι συνέπειες θα 'χε το διάβημά του

αυτό. Αν θα 'φευγε αμέσως, μ' ό,τι είχε και δεν είχε, για να πάει

στη λαίδη Σκάτζερς, ή αν θ ' αρνιόταν καθαρά και ξάστερα να το

κουνήσει από κει μέσα· αν θα παραπονιόταν ή θα τον έβριζε, αν θα

ξεσπούσε σε κλάματα ή θα ριχνόταν πάνω του να τον σκίσει· αν θ'

άφηνε να σπάσει η καρδιά της, ή θα προτιμούσε να σπάσει τον κα­

θρέφτη. Αυτά δεν μπορούσε καθόλου να τα προβλέψει ο κύριος

Μπαουντερμπάη. Ωστόσο, μια και δε γινόταν αλλιώς, έπρεπε να

πάρει την απόφασή του· έτσι, αφού της έγραψε κάμποσες επιστο­

λές, χωρίς επιτυχία, αποφάσισε να της το πει ο ίδιος προφορικά.

Γυρίζοντας σπίτι του το βράδυ, που είχε ορίσει γι' αυτή την κρί­

σιμη ανακοίνωση, φρόντισε να περάσει από ένα φαρμακείο και ν'

αγοράσει ένα μπουκαλάκι από τον πιο δυνατό αιθέρα. «Μα την

πίστη μου» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη, «αν το ρίξει στις λιγο­

θυμιές θα της ταράξω τη μύτη μ' αυτό εδώ». Παρ' όλες όμως τις

προετοιμασίες του, μπήκε στο σπίτι του μ' ένα ύφος κάθε άλλο πα­

ρά ηρωικό · και παρουσιάστηκε μπροστά στο αντικείμενο των ανη­

συχιών του , σαν ένας σκύλος που γυρίζει στ' αφεντικό του ύστερα

από μια κλεψιά στην κουζίνα. «Καλησπέρα, κύριε Μπαουντερμπάη!>>

«Καλησπέρα, κυρία, καλησπέρα>>. Πλησίασε την καρέκλα του

και η κυρία Σπάρσιτ τράβηξε πίσω τη δική της, σαν να 'θελε να του

Page 126: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

126 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΊΊΚΕΝΣ

πει : «Είναι το τζάκι σας, κύριε . Καμιά αντίρρηση . Μπορείτε, αν το

βρίσκετε σωστό, να το πιάσετε όλο μονάχος σας» .

«Δεν είναι δα ανάγκη να πάτε και στο Βόρειο Πόλο, κυρία!» εί­

πε ο κύριος Μπαουντερμπάη.

«Ευχαριστώ, κύριε» είπε η κυρία Σπάρσιτ, που πλησίασε πάλι

στη φωτιά, μα λίγο πιο πίσω από την πρώτη της θέση .

Ο κύριος Μπαουντερμπάη καθόταν και την κοιτούσε, καθώς, μ'

ένα σκληρό μυτερό ψαλιδάκι, άνοιγε τρύπες, για κάποιο aξεδιά­

λυτο διακοσμητικό σκοπό, σ' ένα κομμάτι βατίστα. Μια δουλειά

που, σε συνδυασμό με τα πυκνά φρύδια και τη ρωμα·ίκή μύτη της,

σου 'δινε αρκετά παραστατικά την εικόνα ενός γερακιού, που

ράμφιζε στα μάτια ένα μικρό πουλί με σκληρό δέρμα. Είχε πέσει

τόσο πολύ με τα μούτρα σ' αυτή τη δουλειά, που πέρασαν κάμπο­

σα λεπτά ώσπου να σηκώσει τα μάτια της από κει. Όταν επιτέλους

τα σήκωσε, ο κύριος Μπαουντερμπάη κίνησε την προσοχή της μ'

ένα τίναγμα του κεφαλιού του.

«Κυρία Σπάρσιτ» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη βάζοντας τα

χέρια στις τσέπες του και πιάνοντας με το δεξί του χέρι το μπουκα­

λάκι, για να βεβαιωθεί πως μπορούσε να το χρησιμοποιήσει σ'

οποιαδήποτε στιγμή. «Ποτέ δε χάνω την ευκαιρία να σας πω πως

είστε όχι μόνο μια aριστοκράτισσα γέννημα και θρέμμα, μα και

μια τρομερά λογική γυναίκα».

«Κύριε» αποκρίθηκε, «ασφαλώς δεν είναι η πρώτη φορά που

μου κάνετε την τιμή να εκφράζετε την καλή σας γνώμη για μένα,

με παρόμοια λόγια».

«Κυρία Σπάρσιτ» είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη, «θα σας κά­

νω μια έκπληξη».

«Αλήθεια, κύριε;» αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ με τη μεγαλύ­

τερη ηρεμία. Φορούσε συνήθως γάντια, άφησε λοιπόν τη δουλειά

της κι έστρωσε τα γάντια της.

«Πρόκειται κυρία» είπε ο Μπαουντερμπάη, «να παντρευτώ την

κόρη του Τομ Γκραντγκράιντ».

«Αλήθεια, κύριε;» αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ. «Σας εύχομαι

κάθε ευτυχία. Ω, ναι, σας εύχομαι κάθε ευτυχία, κύριε Μπαουντερ­

μπάη!» Και μίλησε με τόση συγκατάβαση, με τόση συμπάθεια, ώστε

ο Μπαουντερμπάη -που σάστισε πολύ περισσότερο παρ' όσο θα σά­

στιζε αν πετούσε στον καθρέφτη το κουτί του κεντήματος, ή αν έπε-

Page 127: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ XPONIA 127

φτε ξερή πάνω στο χαλί- βούλωσε σφιχτά στην τσέπη του το μπου­

καλάκι με τον αιθέρα και σκέφτηκε: «Διαβολεμένη γυναίκα· ποιος

μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως θα το 'παιρνε έτσι το πράγμα;»

«Εύχομαι μ' όλη μου την καρδιά, κύριε» είπε η κυρία Σπάρσιτ με

ύφος υψηλής aνωτερότητας -φάνηκε σαν να 'χε κατά κάποιο τρόπο

αποκτήσει, μέσα σε μια στιγμή, το δικαίωμα να τον λυπάται για όλη

του τη ζωή από δω κι εμπρός- «να ευτυχήσετε από κάθε άποψη».

«Ευχαριστώ, κυρία» αποκρίθηκε ο Μπαουντερμπάη με κάποια

αγανάκτηση στον τόνο της φωνής του, που τον χαμήλωσε όμως, χωρίς

να το θέλει. «Σας είμαι υπόχρεος. Ελπίζω να είμαι ευτυχισμένος».

«Αλήθεια, κύριε!» είπε η κυρία Σπάρσιτ, με μεγάλη προσήνεια. «Μα φυσικά ελπίζετε· και βέβαια ελπίζετε>>.

Έγινε σιωπή που έφερε σε πολύ στενόχωρη θέση τον κύριο

Μπαουντερμπάη. Η κυρία Σπάρσιτ ξανάπιασε aτάραχα το κέντη··

μά της και κάθε τόσο άφηνε ένα μικρό βήχα, που έμοιαζε με το βή­

χα της συνειδητής δύναμης και μακροθυμίας.

«Λοιπόν» είπε ο Μπαουντερμπάη, «όπως ήρθαν τα πράγματα,

φαντάζομαι πως δε θα 'ταν ευχάριστο, σε μια κυρία σαν εσάς, να

μένει πια εδώ, μόλο που θέλουμε πολύ να σας κρατήσουμε>>.

«Θεέ μου! Όχι, κύριε, δε θα μπορούσα ποτέ ούτε να σκεφτώ

ένα τέτοιο πράγμα>>. Η κυρία Σπάρσιτ κούνησε το κεφάλι της, πά­

ντα με το ύφος της υψηλής aνωτερότητας, κι άλλαξε λίγο το μικρό

της βήχα -βήχοντας τώρα σαν να υψωνόταν μέσα της το προφητι­

κό πνεύμα, και προτιμούσε να το πνίξει με το βήχα.

«Ωστόσο, κυρία>> είπε ο Μπαουντερμπάη «υπάρχουν στην Τρά­

πεζα διαμερίσματα, όπου μια κυρία, aριστοκράτισσα γέννημα και

θρέμμα, θα 'ταν, σαν οικονόμος, ένα θετικό κέρδος κι αν ο ίδιος

μισθός ... >> «Με συγχωρείτε, κύριε. Είχατε την καλοσύνη να μου υποσχεθεί­

τε πως θα χρησιμοποιείτε πάντα τον όρο "ετήσια επιχορήγηση">>.

«Ας είναι, κυρία, ετήσια επιχορήγηση. Αν λοιπόν δεχόσαστε

την ίδια ετήσια επιχορήγηση για την Τράπεζα, δε βλέπω να μας

χωρίζει τίποτα, εκτός αν εσείς ... >> «Κύριε>> αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ, «η πρότασή σας είναι

πολύ ευγενική, κι αν η θέση που θα πάρω στην Τράπεζα είναι τέ­τοια, που μπορώ να τη δεχτώ, χωρίς να κατέβω χαμηλότερα στην

κοινωνική σκάλα ... >>

Page 128: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

128 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

«Και βέβαια είναι» είπε ο Μπαουντερμπάη. «Αν δεν ήταν , φα­

ντάζεστε πως θα μπορούσα ποτέ να την προσφέρω σε μια κυρία

που έζησε μέσα στην κοινωνία που ζήσατε σεις; Όχι πως εγώ εν­

διαφέρομαι γι' αυτή την κοινωνία. Ενδιαφέρεστε όμως εσείς». «Είστε πολύ διακριτικός, κύριε Μπαουντερμπάψ> .

«Θα 'χετε το ιδιαίτερο διαμέρισμά σας, θέρμανση, φωτισμό κι

ό,τι άλλο χρειάζεται. Θα 'χετε ακόμα μια υπηρέτρια στη διάθεσή

σας κι έναν κλητήρα για την ασφάλειά σας, και γενικά, επιτρέψτε

μου να σας το βεβαιώσω, θα 'χετε όλες σας τις ανέσεις>> είπε ο κύ­

ριος Μπαουντερμπάη.

«Κύριε» απάντησε η κυρία Σπάρσιτ «φτάνει. Αφήνοντας την τι­

μητική αυτή θέση, δε θα ξεφύγω από την ανάγκη να τρώγω της υπο­

ταγής το ψωμί>> -θα μπορούσε να 'χε πει το ψητό, γιατί αυτό το λεπτό

φαγητό, με νόστιμη σάλτσα, 11ταν το αγαπημένο της δείπνο- «και

προτιμώ να το κερδίζω στα δικά σας τα χέρια παρά σε άλλα. Γι' αυ­

τό, κύριε, δέχομαι την προσφορά σας με ευγνωμοσύνη και με τις πιο

θερμές μου ευχαριστίες για όλες σας τις καλοσύνες. Και εύχομαι,

κύριε» είπε η κυρία Σπάρσιτ, τελειώνοντας μ' ένα εντυπωσιακά συ­

μπονετικό ύφος, «εύχομαι από καρδιάς να βρείτε στη δεσποινίδα

Γκραντγκράιντ τη γυναίκα που ονειρεύεστε και που σας αξίζει».

Τίποτα δεν μπορούσε πια να κινήσει την κυρία Σπάρσιτ απ' αυτή

τη θέση. Μάταια ο Μπαουντερμπάη βεβαίωνε και καυχιόταν και

φώναζε με τους πιο εκρηκτικούς τόνους. Η κυρία Σπάρσιτ ήταν απο­

φασισμένη να τον συμπονά, σαν ένα θύμα. Ήταν ευγενικ11, υποχρε­

ωτική , πρόσχαρη, αισιόδοξη · μα όσο πιο ευγενική, πιο υποχρεωτική,

πιο πρόσχαρη, πιο αισιόδοξη και γενικά πιο υποδειγματική φαινό­

ταν εκείνη, τόσο πιο aξιολύπητο θύμα γινόταν αυτός. Είχε μια τέτοια

τρυφερότητα για τη μελαγχολική του μοίρα, που όταν τον κοιτούσε,

έκοβε κρύος ιδρώτας το μεγάλο κόκκινο πρόσωπό του.

Στο μεταξύ, ο γάμος αποφασίστηκε να γίνει ύστερα από οχτώ εβδομάδες, και ο κύριος Μπαουντερμπάη πήγαινε κάθε βράδυ

στο Πέτρινο Σπίτι, σαν υποψήφιος μνηστήρας. Σ' αυτή την περί­

πτωση η αγάπη του έπαιρνε τη μορφή ενός κοσμήματος και σ'

όλες τις περιπτώσεις, στην περίοδο των aρραβώνων, έπαιρνε

εντελώς βιομηχανική μορφή. Φτιάχτηκαν φορέματα, φτιάχτηκαν

κοσμήματα, φτιάχτηκαν γλυκά και γάντια, φτιάχτηκαν προίκες,

και μια μακριά σειρά από πραγματικότητες τίμησε όπως ταίριαζε

Page 129: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΔΥΣΚΟΛΑΧΡΟΝΙΑ. 129

το γαμήλιο αυτό συμβόλαιο. Όλη αυτή η υπόθεση δεν ήταν παρά

μια πραγματικότητα, απ' την αρχή ώς το τέλος. Οι ώρες δε γνώρι­

σαν ποτέ τις ρόδινες εκείνες στιγμές που τους δίνουν οι ανόητοι

ποιητές σ' αυτές τις περιπτώσεις κι ούτε τα ρολόγια προχωρού­

σαν σιγότερα ή γρηγορότερα από το συνηθ ισμένο. Ο θανάσιμος,

στατιστικός καταχωρητής στο παρατηρητήριο του Γκραντγκράιντ

χτυπούσε κατακέφαλα κάθε δευτερόλεπτο που γεννιόταν και το

έθαβε με τη συνηθισμένη του ακρίβεια.

Έτσι έφτασε και κείνη η μέρα, όπως φτάνουν όλες οι μέρες για

τους ανθρώπους που μένουν πάντα στενά προσκολλημένοι στη λο­

γική . Κι όταν έφτασε, παντρεύτηκε, στην εκκ ησία με τα διακο­

σμητικά ξύλινα πόδια -το λα·ίκό αυτό' ρυθμό αρχιτεκτονικής- ο

aξιότιμος Ιοσίας Μπαουντερμπάη του Κοκτά υν με τη Λουίζα,

πρωτοκόρη του αξιότιμου Θωμά Γκραντγκρ ιντ του Πέτρινου

Σπιτιού, βουλευτή του Κοκτάουν. Κι όταν ενώθ καν με τα ιερά δε­

σμά του γάμου, πήγαν να προγευματίσουν στο έτρινο Σπίτι.

Μια συντροφιά από διαλεχτούς ανθρώπου είχε μαζευτεί, μ'

αυτή την ευχάριστη ευκαιρία · ανθρώπους που ξεραν από τι ήταν

καμωμένο το καθετί που θα 'τρωγαν και θα 'πι αν, πώς έγινε η ει­

σαγωγή ή εξαγωγή τους και σε τι ποσότητες κα με ποια καράβια,

ντόπια ή ξένα, ώς την τελευταία λεπτομέρεια. ι δεciποινίδες της ακολουθίας της νύφης, μαζί κι η μικρή τζέ ν Γκραντγκράιντ,

ήταν, από διανοητική άποψη, άξιες συντρόφια ες του περίφημου

μαθηματικού παιδιού. Κι όλοι οι άνθρωποι τη συντροφιάς ήταν μακριά από κάθε είδος ανοησία.

Ύστερα από το πρόγευμα, ο γαμπρός τούς μίλησε με τα παρα­

κάτω λόγια:

«Κυρίες και κύριοι, είμαι ο Ιοσίας Μπαουντερμπάη του Κοκτά­

ουν . Αφού εκάματε την τιμή στη γυναίκα μου και σε μένα να πιείτε

στην υγεία μας και στην ευτυχία μας, υποθέτω πως πρέπει να σας

ευχαριστήσω γι' αυτό! Αν και, αφού όλοι σας με ξέρετε, ποιος είμαι

κι από πού κρατάει η σκούφια μου, δεν περιμένετε να σας βγάλει

λόγο κάποιος, που όταν βλέπει ένα παλούκι λέει: "αυτό είναι πα­

λούκι" κι όταν βλέπει μια τρόμπα λέει: "αυτό είναι τρόμπα", και

που ποτέ δε θα τον ακούσετε να πει το παλούκι τρόμπα ή την τρό­

μπα παλούκι, ή ένα απ' τα δύο οδοντογλυφίδα. Αν όμως θέλετε, σώ­

νει και καλά, ν' ακούσετε σήμερα το πρωί ένα λόγο, ο φίλος μου και

Page 130: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

130 _Ι<ΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

πεθερός μου Τομ Γκραντγκράιντ είναι μέλος της Βουλής . Ξέρετε

λοιπόν από ποιον θα ζητήσετε να σας μιλήσει. Δεν είμαι εγώ ο άν­

θρωπός σας. Ωστόσο ελπίζω πως θα με συχωρέσετε αν νιώθω ένα

κάποιο αίσθημα ανεξαρτησίας, καθώς ρίχνω το βλέμμα μου ολόγυ­

ρα σε τούτο το τραπέζι, και συλλογιέμαι πόσο λίγο το 'βαζε ο νους

μου πως θα παντρευτώ την κόρη του Τομ Γκραντγκράιντ, όταν

ήμουν ένα κουρελιάρικο αλητόπαιδο, που δεν έπλενε ποτέ τα μού­

τρα του, εκτός αν τύχαινε να βρεθεί μπροστά σε καμιά τρόμπα, κι

αυτό, το πολύ πολύ, μια φορά στις δεκαπέντε μέρες. Ελπίζω λοιπόν πως θα σας κάνει ευχαρίστηση αυτή η ανεξαρτησία που αισθάνο­

μαι. Αν όμως πάλι δε σας ευχαριστεί, τι να γίνει! Εγώ πάντως αι­

σθάνομαι αυτή την ανεξαρτησία. Είπα λοιπόν, και το είπατε και

σεις, πως σήμερα παντρεύτηκα, την κόρη του Τομ Γκραντγκράιντ.

Είμαι πολύ ευχαριστημένος γι' αυτό. Από καιρό είχα αυτή την επι­

θυμία. Παρακολούθησα την ανατροφή της και πιστεύω πως είναι

αντάξιά μου . Και -για να μη σας γελάσω- πιστεύω πως κι εγώ είμαι

αντάξιός της. Έτσι λοιπόν σας ευχαριστώ για λογαριασμό και των

δυο μας για την καλή σας γνώμη και τις ευχές σας. Κι η καλύτερη

ευχή που μπορώ να κάνω στους aνύπαντρους της συντροφιάς είναι

τούτη: εύχομαι κάθε aνύπαντρος να βρει μια σύζυγο καλή σαν αυτή

που βρήκα εγώ. Και εύχομαι κάθε ανύπαντρη να βρει έναν σύζυγο

καλό σαν αυτόν που βρήκε η γυναίκα μου>>.

Λίγο ύστερα απ' αυτό το λόγο, φεύγοντας για ένα γαμήλιο ταξί­

δι στη Λυών -για να μπορέσει μ' αυτή την ευκαιρία ο κύριος Μπα­

ουντερμπάη να ιδεί με ποιους όρους δούλευαν οι εργάτες σε κείνα

τα μέρη κι αν ζητούσαν κι εκείνοι να τρώνε με χρυσά κουτάλια- το

ευτυχισμένο ζευγάρι ξεκίνησε για το σιδηροδρομικό σταθμό. Η

νύφη , κατεβαίνοντας ντυμένη με ταξιδιωτικό φόρεμα, βρήκε τον

Τομ να την περιμένει -ξαναμμένος, είτε από συγκίνηση , είτε από

το κρασί που ήπιε στο πρόγευμα.

«Τι σπουδαίο κορίτσι που είσαι, Λου . Είσαι η καλύτερη αδερ­

φή του κόσμου!» ψιθύρισε ο Τομ.

Τον αγκάλιασε νιώθοντας την ανάγκη κάποιας τρυφερότητας και

για πρώτη φορά κλονίστηκε λίγο η ψυχρή της επιφυλακτικότητα.

«0 γερο-Μπαουντερμπάη είναι έτοιμος» είπε ο Τομ. «Δεν έχου­

με καιρό. Γεια σου! Όταν θα γυρίσεις, θα 'ρθω να σε υποδεχτώ. Στο

καλό Λου! Είδcς τι σπουδαία που είμαστε τώρα! Θαύμα!»

Page 131: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ- Ο ΘΕΡΙΣΜΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟl

Η ΚΥΡΙΑ ΣΠΑΡΣΙΤ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ

Η ΤΑΝ ΜΙΑ ηλιόλουστη μέρα του μεσοκαλόκαιρου. Τέτοι­

ες μέρες έβλεπες καμιά φορά ακόμα και στο Κοκτάουν.

Μ' αυτό τον καιρό, κι από κάποιαν απόσταση, το Κοκ­

τάουν φαινόταν σκεπασμένο με μια δική του καταχνιά, αδιαπέρα­

στη απ' τις aχτίδες του ήλιου. Καταλάβαινες πως η πολιτεία βρι­

σκόταν εκεί, γιατί ήξερες πως δεν μπορούσε να υπάρχει κάπου

μια τόσο σκυθρωπή θολούρα χωρίς μια πολιτεία . Μια ομίχλη από

αιθάλη και καπνό, που απλωνόταν πότε δω και πότε κει, που άλ­

λοτε τραβούσε προς τον ουρανό κι άλλοτε , σκοτεινή , φιδοσερόταν

στη γη, καθώς δυνάμωνε ή λιγόστευε ή άλλαζε κατεύθυνση ο άνε­

μος -μια άμορφη, πυκνή μάζα που τη διαπερνούσαν φωτεινές δέ­

σμες, που δε φώτιζαν παρά μονάχα σκοτεινούς όγκους το Κοκ­

τάουν σου 'δειχνε από μακριά τον εαυτό του , κι αν ακόμα ούτε ένα

τούβλο του δεν έβλεπες.

Το παράξενο ήταν πως εξακολουθούσε ακόμα να υπάρχει. Εί­χε τόσες φορές καταστραφεί, που ήταν καταπληκτικό πώς μπόρε­

σε να βαστάξει τόσες ζημιές. Ασφαλώς πουθενά δεν έβQισκες τό­σο λεπτές πορσελάνες σαν αυτές που έφτιαχναν οι εργοστασιάρ­

χες του Κοκτάουν. Με το παραμικρό άγγιγμα γινόντουσαν κομμά­

τια, που θα 'λεγες πως ήταν ραγισμένες. Έλεγαν πως ήταν κατα-

Page 132: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

132 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

στροφή γ ι' αυτούς όταν τους ανάγκαζαν να στέλνουν στο σχολειό

τα παιδιά που δούλευαν στα εργοστάσια· πως ψαν καταστροφή

γι' αυτούς όταν ερχόντουσαν επιθεωρητές να εξετάσουν τα εργο­

στάσιά τους πως ΊΊταν καταστροφή γι' αυτούς όταν οι επιθεωρη­

τές αυτοί έδειχναν κάποια αμφιβολία αν είχαν το δικαίωμα να πε­

τσοκόβουν τον κόσμο με τις μηχανές τους πως ήταν ανεπανόρθω­

τη καταστροφή γι' αυτούς, και μονάχα να 'λεγε κανείς πως μπο­

ρούσαν δα να βγάζουν και κάπως λιγότερους καπνούς απ' τις κα­

μινάδες τους. Εκτός από τα χρυσά κουτάλια του κυρίου Μπαου­

ντερμπάη, που τα 'χαν υιοθετήσει όλοι οι εργοστασιάρχες, κυκλο­

φορούσε ανάμεσά τους κι ένα άλλο παραμύθι. Έπαιρνε τη μορφή

απειλ1Ίς . Όταν ένας βιομήχανος του Κοκτάουν πίστευε πως τον

κακομεταχειρίζονταν -δηλαδή δεν τον άφηναν ήσυχο και του κα­

ταλόγιζαν μια οποιαδήποτε ευθύνη- ήταν βέβαιο πως θα 'κανε τη

φοβερή αυτή απειλή: «καλύτερα να πετάξω την περιουσία μου · στον Ατλαντικό». Αυτό έκανε πολλές φορές τον υπουργό των εσω­

τερικών να λιποθυμ1Ίσει σχεδόν από την τρομάρα του. Οι βιομήχανοι όμως του Κοκτάουν ήταν τόσο πατριώτες, που

ποτέ ώς τώρα δεν πέταξαν την περιουσία τους στον Ατλαντικό·

ίσα ίσα μάλιστα που είχαν την αυτοθυσία να τη νοιάζονται μ' όλη

τους τη δύναμη. Έτσι, λοιπόν, έμενε πάντα μέσα σε κείνη την κα­

ταχνιά · και μεγάλωνε και πολλαπλασιαζόταν.

Οι δρόμοι 1Ίταν ζεστοί και σκονισμένοι την καλοκαιριάτικη

εκείνη μέρα, κι ο ήλιος ήταν τόσο εκτυφλωτικός, που έλαμπε ακό­

μα και μέσα από τη βαριά aχλή που σκέπαζε το Κοκτάουν, και δεν

μπορούσε κανείς να τον κοιτάξει κατάματα. Θερμαστές έβγαιναν

από χαμηλά υπόγεια ανοίγματα, μέσα στις αυλές των εργοστα­

σίων, και κάθονταν σε σκαλοπάτια, σε κούτσουρα και σε φράχτες,

σκουπίζοντας τα μουντζουρωμένα τους πρόσωπα και κοιτάζοντας

τους σωρούς τα κάρβουνα. Ολόκληρη η πολιτεία φαινόταν να τσι­

τσιρίζεται στο λάδι. Μια αποπνικτική μυρωδιά καυτού λαδιού

απλωνόταν ολούθε. Αυτό έκανε τις ατμομηχανές να γυαλίζουν,

αυτό βρώμιζε τα ρούχα των εργατών· και τα εργοστάσια σ' όλα τους τα πατώματα, απ' τη στέγη ώς τα θεμέλια ίδρωναν και στάζα­

νε λάδι. Η ατμόσφαιρα σ' αυτά τα παραμυθένια παλάτια ήταν σαν

την πνοή του σιμούν- κι οι κάτοικοί τους, εξαντλημένοι από τη ζέ­

στη, μοχθούσαν aποχαυνωμένοι μέσα στην έρημο. Καμιά όμως

Page 133: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 133

θερμοκρασία δεν άλλαζε την κίνηση των τεράστιων εμβόλων. Τα

κεφάλια τους ανεβοκατέβαιναν εκνευριστικά στον ίδιο ρυθμό, με

κάθε καιρό, ζεστό ή κρύο, υγρό ή στεγνό, ωραίο ή άσχημο. Η

ομοιόμορφη κίνηση των ίσκιων τους πάνω στους τοίχους ήταν ό,τι

μπορούσε να προσφέρει το Κοκτάουν, αντί για το παιχνίδισμα

των ίσκιων και το θρόισμα του δάσους. Κι αντί για το βούισμα των

εντόμων τα καλοκαίρια, είχε πάντα, απ' την αυγή της Δευτέρας ώς

το βράδυ του Σαββάτου, το βουητό των εμβόλων και των τροχών.

Αγκομαχούσαν βαριά όλη αυτή την ηλιόλουστη μέρα, κάνοντας

το διαβάτη να ζεσταίνεται πιο πολύ και να νυστάζει, καθώς περ­

νούσε έξω από τους βουερούς τοίχους των εργοστασίων. Οι aπλω­

μένες τέντες και το κατάβρεγμα δρόσιζαν κάπως τους κεντρικούς

δρόμους και τα καταστήματα· μα τα εργοστάσια, τα στενορύμια

και οι δεντροστοιχίες ψΊΊνονταν από τη φοβερή ζέστη. Κάτω στο

ποτάμι, που 'ταν μαύρο και πηχτό από τις μπογιές, μερίκά παιδιά

του Κοκτάουν χωρίς δουλειά -πράγμα σπάνιο σε κείνο τον τόπο­

τραβούσαν κουπί μέσα σε μια σαραβαλιασμένη βάρκα, που άφη­

νε πάνω στο νερό ένα αφρισμένο αυλάκι, καθώς προχωρούσε αρ­

γά και άρρυθμα, ενώ κάθε φορά που τα κουπιά βουτούσαν κι ανα­

τάραζαν το νερό, αναδευόταν μια βαριά δυσοσμία. Μα κι ο ίδιος ο

ήλιος, όσο και να 'ναι γενικά ευεργετικός, έκανε στο Κοκτάουν

πιο πολύ κακό παρ' όσο η σκληρή παγωνιά και σπάνια έριχνε το

βλέμμα του σ' οποιαδήποτε από τις πιο πυκνοκατοικημένες συνοι­

κίες του χωρίς να γεννά περισσότερο θάνατο παρά ζωή. Έτσι,

ακόμα και το μάτι τ' ουρανού γίνεται ένα κακό μάτι, όταν ανίκανα

ή βρώμικα χέρια απλώνονται ανάμεσα σ' αυτό και στα πράγματα

που κοιτάζει για να τους χαρίσει την ευλογία του.

Η κυρία Σπάρσιτ καθόταν στην Τράπεζα, μέσα στο απογευματι­

νό της διαμέρισμα, από την πιο ισκιερή πλευρά του δρόμου που

ψηνόταν στον ήλιο. Οι εργάσιμες ώρες είχαν τελειώσει· κι αυτή την

ώρα, όταν ο καιρός ήταν ζεστός, η κυρία Σπάρσιτ συνήθιζε να στο­

λίζει με την παρουσία της την αίθουσα του συμβουλίου. Το ιδιαίτε­

ρό της διαμέρισμα ήταν στο πιο πάνω πάτωμα, κι απ' το παράθυρ6

του, που της χρησίμευε για παρατηρητήριο, ήταν έτοιμη κάθε πρωί

να χαιρετήσει τον κύριο Μπαουντερμπάη, καθώς περνούσε από το

δρόμο, με τη συμπόνια που ταιριάζει σ' ένα θύμα. Ένας χρόνος εί­

χε περάσει από τόtε που παντρεύτηκε· και η κυρία Σπάρσιτ δεν εί-

Page 134: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

134 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΓΙΚΕΝΣ

χε πάψει ούτε στιγμή να τον κυνηγά με τον οίκτο της .

Η Τράπεζα δεν έσπαζε καθόλου τη σωτήρια μονοτονία της πολι­

τείας. Ήταν ένα ακόμα κτίριο με κόκκινα τούβλα, με μαύρα παρα­

θυρόφυλλα, πράσινα στόρια, μια μαύρη εξώπορτα πάνω σε δυο

άσπρα σκαλοπάτια, μια χάλκινη ταμπέλα κι ένα πόμολο σαν χάλκινη

τελεία. Ήταν δυο φορές μεγαλύτερη από το σπίτι του κυρίου Μπα­

ουντερμπάη, όπως άλλα σπίτια ήταν από δυο ίσαμ' έξι φορές μικρό­

τερα· κατά τα λοιπά δεν ξέφευγε καθόλου από το γενικό υπόδειγμα.

Η κυρία Σπάρσιτ πίστευε πως, όταν κατέβαινε τα βράδια και πη ­

γαινορχόταν ανάμεσα στα γραφεία, στα χρηματοκιβώτια και στα

καθίσματα, άφηνε μια γυναικεία, για να μην πούμε αριστοκρατική,

χάρη στην ατμόσφαιρα της Τράπεζας. Καθισμένη, με το κέντημά

της ή το πλεχτό της, κοντά στο παράθυρο, είχε την αυταρέσκεια να

πιστεύει πως, με τους λεπτούς της τρόπους, μαλάκωνε την τραχύτη­

τα του περιβάλλοντος. Με τη συναίσθηση αυτή της αξίας της, η κυ­

ρία Σπάρσιτ θεωρούσε, κατά κάποιον τρόπο, τον εαυτό της σαν τη

νεράιδα της Τράπεζας. Ο κόσμος που, περνώντας και ξαναπερνώ­

ντας, την έβλεπε σε κείνη τη θέση, τη λογάριαζε σαν το δράκο της

Τράπεζας, που φύλαγε τους θησαυρούς του χρυσωρυχείου.

Τι πράγμα όμως ήταν εκείνοι οι θησαυροί, ούτε αυτοί το 'ξε­

ραν, ούτε η κυρία Σπάρσιτ. Χρυσά κι ασημένια νομίσματα, πολύ­

τιμα χαρτιά, μυστικά που αν κοινολογούνταν θα 'φερναν αόριστες

καταστροφές σ' αόριστα πρόσωπα (πάντα όμως aντιπαθητικά σ'

αυτήν), ήταν τα κυριότερα στοιχεία στον ιδανικό κατάλογο που

'χε φτιάξει γι' αυτά τα πλούτη. Κατά τα λοιπά, ήξερε πως ύστερα

από τις εργάσιμες ώρες βασίλευε αυτή πάνω στα έπιπλα της Τρά­

πεζας, στο κλειδωμένο με τρία λουκέτα σιδερένιο δωμάτιο, που

στην πόρτα του ακουμπούσε κάθε βράδυ το κεφάλι του ο κλητή ­

ρας, ξαπλωμένος σ' ένα κρεβάτι με καρούλια, που εξαφανιζόταν

με το πρώτο λάλημα του πετεινού. Ήταν ακόμα η υπέρτατη βασί­

λισσα σε κάποιες υπόγειες στοές, αυστηρά απομονωμένες από

τον aρπαχτικό κόσμο, και στα λείψανα της καθημερινής δουλειάς,

που ήταν λεκέδες από μελάνι, χαλασμένες πένες, κομμάτια από

βουλοκέρι, χαρτιά σκισμένα σε τόσο μικρά κομματάκια, που τίπο­

τα ενδιαφέρον δεν μπορούσε να βρει σ' αυτά η κυρία Σπάρσιτ,

όταν προσπαθούσε να τα διαβάσει· τέλος, ήταν ο φρουρός σ' ένα

οπλοστάσιο από σπαθιά και ντουφέκια, aραδιασμένα απειλητικά

Page 135: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 135

πάνω από ένα μεγάλο τζάκι· καθώς και στην aξιοσέβαστη εκείνη «παράδοση», που δε λείπει ποτέ από ένα ίδρυμα που θέλει να λέ­

γεται πλούσιο: μια σειρά από πυροσβεστικούς κάδους-δοχεία που

κανείς δεν περιμένει πως θα προσφέρουν ποτέ μια πραγματική

υπηρεσία, μα που πιστεύεται πως έχουν μια ηθική επίδραση πάνω

στους περισσότερους θεατές, όπως και το aτόφιο χρυσάφι.

Μια κουφή υπηρέτρια κι ο κλητήρας συμπλήρωναν το βασίλειο

της κυρίας Σπάρσιτ. Κυκλοφορούσε η φήμη πως η κουφή υπηρέ­

τρια ήταν πολύ πλούσια· και χρόνια τώρα ψιθυριζόταν, ανάμεσα

στις κατώτερες τάξεις του Κοκτάουν, πως κάποια νύχτα, που θα

'ταν η Τράπεζα κλειστή, θα βρισκόταν κάποιος να τη δολοφονήσει

για τα λεφτά της. Και λέγανε μάλιστα πως αυτό έπρεπε να 'χε γίνει

από καιρό. Εκείνη όμως διατηρούσε ζηλότυπα τη ζωή της και τη

θέση της μ' ένα κακότροπο, προκλητικό κι απογοητευτικό πείσμα.

Μόλις είχε σερβιριστεί το τσάι της κυρίας Σπάρσιτ, πάνω σ' ένα

τρίποδο , κομψό τραπεζάκι, που το 'φερνε η ίδια, ύστερα από το

κλείσιμο των γραφείων, για να κάνει παρέα με το μεγάλο βαρύ,

ταπετσαρισμένο τραπέζι, που ήταν στη μέση της αίθουσας του

συμβουλίου. Ο κλητήρας έβαλε πάνω σ' αυτό το δίσκο του τσαγιού,

και φέρνοντας το χέρι στο μέτωπο χαιρέτησε με σεβασμό.

«Ευχαριστώ, Μπίτζερ» είπε η κυρία Σπάρσιτ.

«Εγώ σας ευχαριστώ, κυρία» αποκρίθηκε ο κλητήρας, που δεν

ήταν άλλος από τον γνωστό μας άχρωμο μαθητή, που, παίζοντας

τα ξέθωρα μάτια του , ε ίχε δώσει τον ορισμό του αλόγου για τη μα­

θήτρια νούμερο είκοσι.

«Είναι όλα κλειστά, Μπίτζερ;» είπε η κυρία Σπάρσιτ.

«Όλα είναι κλειστά, κυρία».

«Και τι νέα έχουμε σήμερα;» είπε η κυρία Σπάρσιτ γεμίζοντας

με τσάι το φλιτζάνι της. «Υπάρχει τίποτα;»

«'Οχι, κυρία, δεν μπορώ να πω πως άκουσα τίποτα ενδιαφέρον.

Ο κόσμος εδώ δεν αξίζει πολλά πράγματα· μα αυτό, δυστυχώς,

δεν είναι νέΦ> .

«Τι κάνουν αυτά τα καθάρματα; Δεν ησυχάζουν πια;>> ρώτησε η

κυρία Σπάρσιτ.

«Εξακολουθούν πάντα τον παλιό τους χαβά. Κάνουν σωματεία,

συνδικάτα, και φροντίζουν να υποστηρίζουν ο ένας τον άλλο».

«Είναι πολύ λυπηρό>> είπε αυστηρά η κυρία Σπάρσιτ, σουφρώ-

Page 136: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

136 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

νοντας τα φρύδια, «που η ένωσις των βιομηχάνων επιτρέπει να γί­

νονται αυτά τα πράγματα>>.

«Σωστά, κυρία» είπε ο Μπίτζερ.

«Αφού κι αυτοί είναι ενωμένοι, θα 'πρεπε όλοι μαζί ν' αποφα­

σίσουν να μην παίρνουν ποτέ κανέναν εργάτη που ανήκει σε σω­

ματείο» είπε η κυρία Σπάρσιτ.

«Το 'χουν κάνει αυτό, κυρία» αποκρίθηκε ο Μπίτζερ, «μα δεν

έφερε αποτέλεσμα». «Δεν ισχυρίζομαι πως καταλαβαίνω απ' αυτές τις δουλειές>> εί­

πε η κυρία Σπάρσιτ με αξιοπρέπεια. «Η δική μου η μοίρα με είχε

από την αρχή τοποθετήσει σ' έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, κι

ο κύριος Σπάρσιτ, σαν Πάουλερ που ήταν, βρισκόταν έξω απ' αυ­

τές τις διαμάχες. Το μόνο που ξέρω είναι πως αυτοί οι άνθρωποι

πρέπει να δαμαστούν και πως είναι πια καιρός να γίνει αυτό, μια

για πάντα>>.

«Μάλιστα, κυρία» αποκρίθηκε ο Μπίτζερ, δείχνοντας μεγάλο

σεβασμό στην προφητική αυθεντία της κυρίας Σπάρσιτ. «Βάζετε

περίφημα τα πράγματα στη θέση τους, κυρία>>.

Αυτή ήταν η συνηθισμένη ώρα που είχε μια μικρή ιδιαίτερη συ­

ζήτηση με την κυρία Σπάρσιτ, και καθώς διάβασε στα μάτια της

πως ήθελε να τον ρωτήσει κάτι, έκανε πως ταχτοποιούσε τους χά­ρακες, τα καλαμάρια κτλ., ενώ εκείνη εξακολουθούσε να παίρνει

το τσάι της, κοιτάζοντας πότε πότε το δρόμο από το ανοιχτό παρά­

θυρο.

«Είχε πολλή δουλιοιά σήμeρα, Μπίτζερ;>> ρώτησε η κυρία ~πάρσιτ. a'Οχι πάeα πολύ ι-ιιλαίδη. Ήυαν μια απ' υις συνηθισμtνcς μt·

ρες». ποτε πότε πετούσε ένα «μιλαίδrι» αντί του «κυρία». σαν μια ακούσια προσφορά στην αρισtο~~ρατι~~ή της χαταγωγ1Ί χ.αι στο σΕ­

βασμό που τ11ς ταίοιαCε. «Oc υπάλληλοι» cίπc η κυρία Σπάρσιτ, τινάζοντας μt J ιιιuuuχrj

ένα αδιόοατο ψίχουλο ψωμιού με βούτυο() rι_πι) τn ηcιστs;ρό τηs γάντι, "e.ίναι ασφαλώς έμπιuτuι, ταχτικοί και εργατικοί;»

«Μάλιστα, κυοίη, ΠQΚ!'τn __ ΜΡ τη crι•νηθισfιι::\ιη πάντα εξαίρεσψ'• Σιην Τ!}ώιtζα u Μπίτζι::ρ κρατούσε την aξιοσέβαστη θέση του

γ~>νι~{)11 ~.ατασκόπου και πληeοφοριοδόυη, Ηαι για την cθcλοντι~Ι1l

του αυτήν υπηρεσία έπαιρνε κάθε Χοιστούγεννα ένα δώρο. εκτός από το βδομαδιάτικο μισθό του. Ήξερε πολύ χαλά τη δουλe.ιά του,

Page 137: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 137

ήταν καχύποπτος και πολύ προσεχτικός. Ήταν τόσο καλά ρεγου­λαρισμένο το μυαλό του, που ούτε αισθήματα είχε, ούτε πάθη.

Όλες του οι πράξεις ήταν αποτέλεσμα του πιο ψυχρού και λεπτο­

λόγου υπολογισμού. Και δεν ήταν χωρίς λόγο που η κυρία Σπάρσιτ

συνήθιζε να λέει πως δεν είχε γνωρίσει άλλον νέο με τόσο σταθε­

ρές αρχές. Αφού βεβαιώθηκε, ύστερα από το θάνατο του πατέρα

του, πως η μητέρα του είχε αποκτήσει δικαίωμα παραμονής στο

Κοκτάουν, ο θαυμάσιος αυτός νεαρός οικονομολόγος υποστήριξε

αυτό το δικαίωμα με τόση σταθερή προσήλωση στην ουσία του, που

κατάφερε να την κλείσουν για την υπόλοιπη ζωή της στο φτωχοκο­

μείο. Πρέπει να ομολογήσουμε πως της έδινε μισή λίτρα τσάι το

χρόνο, κι αυτό βέβαια ήταν μια αδυναμία του · πρώτα πρώτα γιατί

όλα τα δώρα έχουν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα να κατεβάζουν

τον παραλήπτη τους στο επίπεδο του ζητιάνου, και δεύτερο, γιατί η

μόνη λογική σχέση που μπορούσε να 'χει μ' αυτό το είδος, ήταν να

το αγοράζει όσο γίνεται πιο φτηνά και να το πουλάει όσο γίνεται

πιο ακριβά· αφού άλλωστε έχει βεβαιωθεί καθαρά από τους φιλο­

σόφους πως αυτός και μόνο είναι ο προορισμός του ανθρώπου .

«Αρκετά, κυρία. Με τη συνηθισμένη εξαίρεση, κυρία» ξανάπε

ο Μπίτζερ.

«Αχ!» είπε η κυρία Σπάρσιτ, κινώντας το κεφάλι της πάνω απ'

το φλιτζάνι και πίνοντας μια μεγάλη γουλιά.

«Τον κύριο Θωμά, κυρία. Είμαι πολύ δύσπιστος με τον κύριο

Θωμά, κυρία, δε μου αρέσει καθόλου η συμπεριφορά του».

«Μπίτζερ» είπε η κυρία Σπάρσιτ σε πολύ έντονο ύφος, «σου

έχω πει ότι δεν πρέπει να λες ονόματα, ή μήπως δε στο έχω πει;»

«Με συγχωρείτε, κυρία. Ασφαλώς το έχετε πει, να μη χρησιμο­

ποιούνται ονόματα, και καλύτερα είναι πάντα να αποφεύγονται».

«Παρακαλώ να θυμάσαι πως έχω κάποια εξουσία εδώ μέσα»

είπε η κυρία Σπάρσιτ με το επίσημο ύφος της. «Κρατώ μια έμπιστη

θέση, Μπίτζερ, στην υπηρεσία του κυρίου Μπαουντερμπάη . Όσο κι αν ο κύριος Μπαουντερμπάη κι εγώ το θεωρούσαμε κάποτε

εντελώς απίθανο να γίνει προ·ίστάμενός μου, δίνοντάς μου μια

εηΊσια επιχορήγηση, δεν μπορώ παρά να τον βλέπω κάτω απ' αυ­

τό το πρίσμα . Ο κύριος Μπαουντερμπάη έχει αναγνωρίσει την

κοινωνική μου θέση και την οικογενειακή μου καταγωγή, περισ­

σότερο απ' ό,τι θα μπορούσα να περιμένω . Περισσότερο, πολύ πε-

Page 138: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

138 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

ρισσότερο. Γι' αυτό θα είμαι απόλυτα πιστή στον κύριό μου. Και

δε θεωρώ, δε θα θεωρήσω, δεν μπορώ να θεωρήσω» είπε η κυρία

Σπάρσιτ, έχοντας πάντα πρόχειρο ένα μεγάλο απόθεμα τιμ1Ίς και

ηθικής στη διάθεσή της, «πως είμαι απόλυτα πιστή, αν επιτρέπω να αναφέρονται κάτω απ' αυτή τη στέγη ονόματα, που δυστυχώς

συνδέονται με το δικό του όνομα».

Ο Μπίτζερ έφερε πάλι το χέρι στο μέτωπο και ξαναζήτησε συ­

γνώμη.

«'Οχι, Μπίτζερ>> συνέχισε η κυρία Σπάρσιτ, «αν πεις απλώς για

έναν υπάλληλο, θα σ' ακούσω, αν όμως πεις για τον κύριο Θωμά,

δεν θα στο επιτρέψω>>. «Με τη συνηθισμένη εξαίρεση, κυρία>> ξανάρχισε ο Μπίτζερ,

«ενός υπαλλήλου>>.

«Αχ!>> Η κυρία Σπάρσιτ άρχισε πάλι τα επιφωνήματα, το κού­

νημα του κεφαλιού πάνω από το φλιτζάνι του τσαγιού και τη μεγά­

λη γουλιά, σαν να ξανάπιανε τη συζήτηση από το σημείο που είχε

διακοπεί.

«Ένας υπάλληλος, κυρία>> είπε ο Μπίτζερ, «δεν ανταποκρίνε­

ται καθόλου στα καθήκοντά του, από την πρώτη μέρα που ήρθε

στην Τράπεζα. Είναι ένας άσωτος, ένας αδιόρθωτος τεμπέλης.

Δεν αξίζει ούτε το ψωμί που τρώει. Ούτε κι αυτό θα το κέρδιζε, αν

δεν είχε κάποιον τρανό να τον υποστηρίζει>>.

«Αχ!>> είπε η κυρία Σπάρσιτ, μ' ένα καινούριο μελαγχολικό κού­

νημα του κεφαλιού.

«Ελπίζω μονάχα, κυρία» συνέχισε ο Μπίτζερ, «να σταματήσει

αυτός ο τρανός να τον τροφοδοτεί για να συνεχίζει αυτή τη ζωή. Κι

εξάλλου, κυρία, ξέρουμε από τίνος την τσέπη βγαίνουν αυτά τα

λεφτά>> .

«Αχ!>> στέναξε πάλι η κυρία Σπάρσιτ, κουνώντας πάλι μελαγχο­

λικά το κεφάλι.

«Είναι aξιολύπητος, κυρία. Ο τελευταίος αυτός, για τον οποίο

σας έκανα υπαινιγμό, είναι aξιολύπητος, κυρία>> είπε ο Μπίτζερ .

«Ναι, Μπίτζερ>> είπε η κυρία Σπάρσιτ, «πάντα αισθάνομαι λύ­

πη για τους ανθρώπους που πέφτουν σε γκάφες, πάντα!>>

«'Οσο για τον υπάλληλο, κυρία» είπε ο Μπίτζερ, χαμηλώνοντας

τη φωνή του και πλησιάζοντας την κυρία Σπάρσιτ, «είναι απερί­

σκΕπτος, όπως και τόσοι άλλοι σ' αυτή την πολιτεία. Και ξέρετε

Page 139: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 139

ποια είναι η δική τους απερισκεψία. Κανείς δεν μπορεί να το ξέ­

ρει αυτό καλύτερα από μια κυρία της δικής σας περιωπής».

«Θα 'καναν καλά» αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ, «να πάρουν

παράδειγμα εσένα, Μπίτζερ».

«Ευχαριστώ, κυρία. Αφού όμως κάνετε λόγο για μένα, προσέξ­

τε με, κυρία. Έχω κιόλας βάλει κάτι στην μπάντα. Το δώρο που

παίρνω τα Χριστούγεννα δεν το αγγίζω καθόλου. Ούτε και ξο­

δεύω ποτέ ολόκληρο το μισθό μου, μόλο που δεν είναι μεγάλος,

κυρία. Γιατί δεν μπορούν να κάνουν κι εκείνοι ό,τι κάνω εγώ; Ό,τι

μπορεί να κάνει ο ένας, μπορεί να το κάνει κι ο άλλος>> .

Αυτό πάλι ήταν ένα από τα παραμύθια του Κοκτάουν. Εκεί, κά­

θε κεφαλαιοκράτης, που κατάφερε να κάνει εξήντα χιλιάδες λίρες

από έξι πένες, συνήθιζε πάντα να εκφράζει την απορία του γιατί

οι εξήντα χιλιάδες πιο κοντινοί του εργάτες δεν κατάφεραν να κά­

νουν καθένας τους εξήντα χιλιάδες λίρες από έξι πένες και, λίγο

πολύ, τους κατηγορούσε γιατί δεν πέτυχαν το μικρό αυτό κατόρ­

θωμα. Αυτό που έκανα εγώ, μπορείτε και σεις να τι κάνετε. Τι κά­

θεστε λοιπόν;

«Κι ο ισχυρισμός τους πως έχουν ανάγκη από αναψυχή>> είπε ο

Μπίτζερ, «είναι φτηνός κι aνόητος. Εγώ δε χρειάζομαι αναψυχή.

Ούτε χρειάστηκα, ούτε και θα χρειαστώ ποτέ! Δε μ' αρέσει. Κι

όσο για τα σωματεία τους, πολλοί απ' αυτούς θα μπορούσαν, κα­

τασκοπεύοντας και μαρτυρώντας ο ένας τον άλλο, να κερδίζουν

κάθε τόσο κάτι, είτε σε χρήμα είτε σε εύνοια, και να βελτιώνουν

τη ζωή τους. Γιατί, λοιπόν, δεν τη βελτιώνουν κυρία; Αυτό είναι το

μόνο πράγμα που πρέπει να σκέφτεται κάθε λογικός άνθρωπος,

κι αυτό δα είναι που προσποιούνται και κείνοι πως τάχα έχουν

ανάγκη».

«Σωστά!» είπε η κυρία Σπάρσιτ.

«Τους ακούμε κάθε μέρα να γκρινιάζουν -κι έχουν πια κατα­

ντήσει αηδία- πως δεν μπορούν να θρέψουν τη γυναίκα τους και

την οικογένειά τους>> είπε ο Μπίτζερ. «Κοιτάχτε εμένα, κυρία!

Εγώ ούτε γυναίκα θέλω, ούτε οικογένεια. Γιατί αυτοί να θέλουν;»

«Γιατί είναι aπερίσκεφτοι>> είπε η κυρία Σπάρσιτ.

«Μάλιστ:α κυρία» αποκρίθηκε ο Μπίτζερ, «αυτή ακριβώς είναι

η αιτία. Αν ήταν πιο προβλεπτικοί και λιγότερο διεστ:ραμμένοι, τι

θα 'καναν κυρία; Θα 'λεγαν: "Όσο μπορεί το καπέλο μου να σκε-

Page 140: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

140 ΚΑΡΟΛΟΣ Ν'ΠΚΕΝΣ

πάζει ολόκληρη την οικογένειά μου, έχω μονάχα έναν να συντη­

ρήσω κι αυτός είναι που μ' ενδιαφέρει περισσότερο">>.

, «Σωστά>> συμφώνησε η κυρία Σπάρσιτ τρώγοντας έγ1 α κομμάτι κεικ.

«Ευχαριστώ, κυρία» είπε ο Μπίτζερ φέρνοντας πάλι το χέρι

στο μέτωπο, για να δείξει πόσο εκτιμούσε τις σοφές γνώμες της

κυρίας Σπάρσιτ. «Θέλετε ακόμα λίγο ζεστό νερό; Μήπως χρειάζε­

στε τίποτ' άλλο;>>

«Τίποτα προς το παρόν, Μπίτζερ».

«Ευχαριστώ , κυρία. Δε θα 'θελα να σας ενοχλήσω την ώρα που

παίρνετε το φαγητό σας, και πολύ περισσότερο το τσάι σας, που

ξέρω πόση σημασία του δίνετε» είπε ο Μπίτζερ και τέντωσε λίγο

το λαιμό του για να κοιτάξει κάτω στο δρόμο, χωρίς να κινηθεί

από τη θέση του, «μα είναι κάμποση ώρα τ~ρα που ένας κύριος

κοιτάζει τα παράθυρά μας, και μάλιστα πλησίασε στην πόρτα, σαν

να 'θελε να χτυπήσει. Ακούτε; Θα 'ναι αυτός που χτυπάει».

Προχώρησε στο παράθυρο, κοίταξε έξω κι ύστερα τράβηξε πά­

λι μέσα το κεφάλι του και επιβεβαίωσε τα λόγια του: «Μάλιστα,

κυρία. Θέλετε να τον φέρω επάνω;»

«Δεν ξέρω ποιος μπορεί να 'ναι» είπε η κύρία Σπάρσιτ σκουπί­

ζοντας το στόμα της και ταχτοποιώντας τα γάντια της.

«Φαίνεται ξένος, κυρία>>.

«Τι μπορεί να θέλει ένας ξένος στην Τράπεζα τέτοια ώρα;

Εκτός αν έρχεται για κάποια δουλειά, κι έχει αργήσει, δεν ξέρω>>

είπε η κυρία Σπάρσιτ. «Όπως και να 'ναι, ο κύριος Μπαουντερ­

μπάη μου έχει εμπιστευτεί μια θέση εδώ μέσa και εννοώ να την κρατήσω. Αν είναι μέσα στα καθήκοντα που έχω αναλάβει να τον

δεχτώ, θα τον δεχτώ . Κάνε όπως νομίζεις, Μπίτζερ».

Εκείνη τη στιγμή ο επισκέπτης, χωρίς καθόλου να ξέρει τα με­

γαλόψυχα λόγια της κυρίας Σπάρσιτ, ξαναχτύπησε τόσο δυνατά,

που ο κλητήρας κατέβηκε τρέχοντας ν' ανοίξει την πόρτα. Στο με­

ταξύ η κυρία Σπάρσιτ, έκρυψε σ' ένα ντουλάπι το μικρό τραπεζάκι

του φαγητού της, κι ανέβηκε επάνω για να μπορέσει να παρουσια­

στεί, αν χρειαστεί, με μεγαλύτερη επισημότητα.

«Με συγχωρείτε, κυρία. Ο κύριος θέλει να σας δει>> είπε ο Μπί­

τζερ, με το άχρωμο μάτι του στην κλειδαρότρυπα της κυρίας

Σπάρσιτ. Έτσι η κυρία Σπάρσιτ, που στο μεταξύ είχε ταχτοποιή-

Page 141: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 141

σε ι το σκουφάκι της, κατέβηκε με το κλασικό της ύφος και μπήκε

στην αίθουσα του συμβουλίου, σαν μια ρωμαία δέσποινα, που

βγαίνει από τα τείχη μιας πολιτείας για να διαπραγματευτεί με τον

πολιορκητή στρατηγό.

Ο επισκέπτης, που είχε πλησιάσει στο παράθυρο και κοιτούσε

αδιάφορα έξω, έμεινε εντελώς aσυγκίνητος από τη μεγαλόπρεπη

αυτή εμφάνιση. Στεκόταν σιγοσφυρίζοντας, με τη μεγαλύτερη ψυ­

χραιμία του κόσμου, χωρίς καν να 'χει βγάλει το καπέλο του.

Έδειχνε κουρασμένος, είτε από την υπερβολική ζέστη, είτε από

την υπερβολική ευγένεια. Γιατί το 'βλεπε κανείς, ακόμα και με

κλειστά μάτια, πως ήταν ένας τέλειος τζέντλεμαν, σύμφωνα με το

πρότυπο της εποχής: να 'σαι βαριεστημένος άπ' όλα και να μη δί­

νεις σε τίποτα περισσότερη πίστη από τον Εωσφόρο.

«Πιστεύω, κύριε» είπε η κυρία Σπάρσιτ, <<πως θέλετε να μου μι­

λήσετε».

«Σας ζητώ συγνώμη» της είπε γυρίζοντας και βγάζοντας το κα­

πέλο του «με συγχωρείτε».

<<Χμ!» σκέφτηκε η κυρία Σπάρσιτ με μια μεγαλόπρεπη κλίση

της κεφαλής. «Τριανταπέντε χρονών, ωραίο πρόσωπο, καλό ανά­

στημα, ωραία δόντια, ωραία φωνή, ευγενικός, ωραίο ντύσιμο,

μαύρα μαλλιά, τολμηρά μάτια>>. Όλα αυτά τα πρόσεξε η κυρία Σπάροι τ με το γυναικείο της ένστικτο -σαν το σουλτάνο του παρα­

μυθιού, που βουτούσε το κεφάλι τόυ σ' έναν κουβά νερό κι έβλεπε ό,τι ήθελε- ώσπου να γείρει και να ξανασηκώσει το κεφάλι της.

«Καθίστε παρακαλώ, κύριε >> είπε η κυρία Σπάρσιτ.

«Ευχαριστώ. Μου επιτρέπετε;» Της πρόσφερε μια καρέκλα, μα

αυτός έμεινε όρθιος, ακουμπώντας νωχελικά στο τραπέζι. «Άφη­

σα τον υπηρέτη μου στο σταθμό, για να προσέχει τις αποσκευές

μου -το τρένο είχε πάρα πολύ κόσμο κι η σκευοφόρος ήταν παρα­

φορτωμένη- και πήρα τους δρόμους χαζεύοντας. Τρομερά παρά­

ξενη πολιτεία. Μου επιτρέπετε να σας ρωτήσω αν είναι πάντα έτσι

μαύρη;>>

~~Συνήθως είναι πολύ πιο μαύρη» απάντησε η κυρία Σπάοσιτ με

τον αλύγιστο τρόπο της.

«Αν είναι δυνατόν! Με συγχωρείτε· δεν είστ:ε από δω, υποθέτω;>>

«Όχι, κύριε>> αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ. «Είχα κάποτε την κα­

λή ή την κακή τύχη, όπως το πάρει κανείς -πριν γίνω χήρα- να ζω σε

Page 142: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

142 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

μια πολύ διαφορετική σφαίρα. Ο σύζυγός μου ήταν ένας Πάουλερ».

«Έτσι! .. . Με συγχωρε ίτε>> είπε ο ξένος, «ήταν ένας ... »

Η κυρία Σπάροι τ ξανάπε, «ένας Πάουλερ».

«Οικογένεια Πάουλερ>> είπε ο ξένος, αφού έμεινε λίγο σκεφτι­

κός. Η κυρία Σπάρσιτ έγνεψε καταφατικά. Ο ξένος φαινόταν κά­

πως περισσότερο κουρασμένος από πριν.

«Θα πρέπει να πλήττετε τρομερά εδώ» ήταν το συμπέρασμα

που έβγαλε ύστερα απ' αυτή την πληροφορία.

«Υποτάσσομαι στις περιστάσεις, κύριε>> είπε η κυρία Σπάρσιτ,

«κι έχω από καιρό προσαρμόσει τον εαυτό μου με τη δύναμη που

κυβερνά τη ζωή μου>>.

«Πολύ φιλοσοφικό» αποκρίθηκε ο ξένος, «Και πολύ υποδειγ­

ματικό και αξιέπαινο και ... >> Βρήκε φαίνεται πως δεν άξιζε τον κόπο να τελειώσει τη φράση του και βάλθηκε να παίζει βαριεστη­

μένος με την αλυσίδα του ρολογιού του .

«Μου επιτρέπετε να ρωτήσω κύριε» είπε η κυρία Σπάρσιτ, «σε

τι οφείλω την τιμή της ... » «Βεβαιότατα» πρόλαβε ο ξένος. «Σας ευχαριστώ πολύ που μου

το θυμίσατε. Κρατάω ένα συστατικό γράμμα για τον κύριο Μπα­

ουντερμπάη , τον τραπεζίτη. Περπατώντας μέσα σ' αυτή την αλλό­

κοτη μαύρη πολιτεία ώσπου να ετοιμάσουν το γεύμα στο ξενοδο­

χείο, ρώτησα κάποιον -έναν από την εργατική τάξη- που φαινό­

ταν σαν να 'χε κάνει ντους με κάτι σαν ψιλό χνούδι που, όπως κα­

τάλαβα, θα 'ναι η πρώτη ύλη ... >> Η κυρία Σπάρσιτ έγνεψε καταφατικά.

« ... Πού μένει ο τραπεζίτης κύριος Μπαουντερμπάη. Κι αυτός ακούγοντας τη λέξη τραπεζίτης μ' οδήγησε κατευθείαν στην Τρά­

πεζα. Πιστεύω βέβαια πως ο τραπεζίτης κί!ριος Μπαουντερμπάη δε μένει στο κτίριο όπου έχω την τιμή να ομιλώ μαζί σας» .

«Όχι κύριε>> αποκρίθηκε η κυρίa Σπάρσιτ, «δε μένει» . «Ευχαριστώ. Χωρίς να 'χω την πρόθεση να παραδώσω το γράμ­

μα μου και θέλοντας να σΚοτώσω την ώρα μου, έκανα μια βόλτα

ώς την Τράπεζα κι είχα την καλή τύχη να δω στο παράθυρο» -και

το 'δειξε με μια νωχελική κίνηση του χεριού, κάνοντας μια μικρή

υπόκλιση- «μια κυρία με πολύ ευχάριστη και αριστοκρατική εμ­

φάνιση. Σκέφτηκα λοιπόν πως το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν

να πάρω το θάρρος να ρωτήσω αυτή την κυρία πού μένει ο κύριος

Page 143: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 143

Μπαουντερμπάη. Κι αυτό τολμώ να κάνω τώρα, αφού σας ζητήσω

πρώτα χίλιες συγνώμες».

Τη ράθυμη κι αδιάφορη συμπεριφορά του ξένου μαλάrtωνε , στη

σκέψη της κυρίας Σπάρσιτ, μια κάποια άνετη σκέψη φιλοφροσύ­

νης από μέρους του, που ήταν μαζί και μια εκδήλωση σεβασμού γι'

αυτήν . Νάτον, που τούτη ακριβώς τη στιγμή , μόλις καθισμένος

στην άκρη του τραπεζιού, γέρνει από πάνω της νωχελικά σαν να

της βρίσκει κάποιο θέλγητρο, που την κάνει γοητευτική -με το δι­

κό της τρόπο.

«Ξέρω πως οι τράπεζες είναι φιλύποπτες, και πολύ καλά κά­

νουν» είπε ο ξένος, που η εύθυμη κι άνετη ομιλία του ήταν τόσο

ευχάριστη, που έκανε να φαίνεται το περιεχόμενό της πολύ πιο

έξυπνο και σπιρτόζικο παρ' ό,τι ήταν στην πραγματικότητα -κι αυ­

τό ίσως να 'ταν μια πονηρή τακτική του μεγάλου εκείνου ανδρός,

όποιος κι αν ήταν, που ίδρυσε τη μεγάλη αυτή σχολή, που οπαδός

της ήταν κι ο ξένος. «Γι' αυτό θα πρέπει να σας πω πως το γράμμα

μου -αυτό εδώ- είναι από τον βουλευτή του Κοκτάουν Γκραντ­

γκράιντ -που είχα την ευχαρίστηση να γνωρίσω στο Λονδίνο».

Η κυρία Σπάρσιτ γνώρισε το γραφικό του χαρακτήρα, δήλωσε

πως αυτή η βεβαίωση ήταν εντελώς περιττή κι έδωσε τη διεύθυνση

του κυρίου Μπαουντερμπάη, μ' όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες.

«Χίλια ευχαριστώ» είπε ο ξένος. «Θα τον ξέρετε βέβαια καλά

τον τραπεζίτη».

«Μάλιστα κύριε» αποκρίθηκε η κυρία Σπάρσιτ, <<τον ξέρω δέ­

κα χρόνια που είμαι στην υπηρεσία του>>.

«Ολόκληρη αιωνιότητα! Νομίζω πως παντρεύτηκε την κόρη του

Γκραντγκράιντ;»

«Ναι» είπε η κυρία Σπάρσιτ, σφίγγοντας άξαφνα το στόμα της.

«Είχε αυτή την ... τιμή» .

«Μαθαίνω πως η κυρία είναι σωστός φιλόσοφος» .

«Αλήθεια, κύριε;» είπε η κυρία Σπάρσιτ.

«Συγχωρήστε την αυθάδη περιέργειά μου» συνέχισε ο ξένος

παιχνιδίζοντας πάνω από τα φρύδια της κυρίας Σπάρσιτ, μ' ένα

ύφος εξιλεωτικό, «μα εσείς ξέρετε την οικογένεια και καταλαβαί­

νετε από κόσμο. Πρόκειται να γνωριστώ μ' αυτούς τους ανθρώ­

πους κι ίσως να 'χω πολλές σχέσεις μαζί τους . Είναι λοιπόν τόσο

φοβερή αυτή η γυναίκα; Ο πατέρας της καυχιέται τόσο πολύ για

Page 144: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

144 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

την ευφυια της και την επιστημονική της μόρφωση, που φλέγομαι

από την επιθυμία να μάθω: Είναι εντελώς aπλησίαστη; Είναι τόσο

aνυπόφορα έξυπνη; Τόσο σοφή; Βλέπω όμως, από το εκφραστικό

σας χαμόγελο, πως δεν τα πιστεύετε αυτά. Χύσατε βάλσαμο στην

ανήσυχη ψυχή μου. Όσο για την ηλικία, θα πρέπει να 'ναι τριαντα­

πέντε-σαράντα χρονών;»

Η κυρία Σπάρσιτ ξέσπασε σε δυνατά γέλια. «Είναι ακόμα μω­

ρό>> είπε. «Δεν είχε πατήσει τα είκοσι όταν παντρεύτηκε».

«Στην τιμή μου, κυρία Σπάρσιτ» αποκρίθηκε ο ξένος, φεύγοντας

από το τραπέζι, «αυτή είναι η μεγαλύτερη κατάπληξη της ζωής

μου!»

Πραγματικά φαινόταν ότι δοκίμαζε την πιο μεγάλη έκπληξη

που μπορούσε να νιώσει. Κοίταξε τη συνομιλήτριά του δεκαπέντε

ολόκληρα δευτερόλεπτα με ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του την

κατάπληξη . «Σας βεβαιώνω, κυρία Πάουλερ>> είπε τότε με πολύ

κqυρασμένο ύφος, «Πως, από τα λόγια του πατέρα της , περίμενα

να βρω μια ώριμη γυναίκα, βλοσυρή κι αλύγιστη. Πάνω απ' όλα

σας ευχαριστώ που με βγάλατε απ' αυτή την ανόητη πλάνη. Παρα­

καλώ να με συχωρέσετε για την ενόχληση. Σας είμαι υπόχρεος.

Καλημέρα σας».

Έκανε υπόκλιση και βγήκε. Η κυρία Σπάρσιτ, κρυμμένη πίσω

από την κουρτίνα του παραθύρου, τον είδε να προχωρεί στη σκιε­

ρή πλευρά του δρόμου, με το νωχελικο του βάδισμα, τραβώντας τα βλέμματα ολόκληρης της πολιτείας.

«Πώς σου φάνηκε αυτός ο κύριος, Μπίτζερ>> ρώτησε τον κλητή­

ρα, όταν ήρθε να σηκώσει το δίσκο. «Ξοδεύει πολλά λεφτά για τα ρούχα του, κυρία>>.

«Πρέπει όμως να παραδεχτούμε» είπε η κυρία Σπάρσιτ, «πως

έχει πολύ καλό γούστο».

«Μάλιστα, κυρία» αποκρίθηκε ο Μπίτζερ «μα αξίζει να ξοδεύει

κανείς τα λεφτά του γι' αυτό; Κι εξάλλου>> συνέχισε ο Μπίτζερ τρί­

βοντας το τραπέζι, «μου φαίνεται πως είναι χαρτοπαίχτης».

«Είναι ανήθικο πράγμα η χαρτοπαιξία>> είπε η κυρία Σπάρσιτ.

«Είναι γελοίο πράγμα, κυρία>> είπε ο Μπίτζερ, «γιατί κανείς

παίχτης δε βγαίνει ποτέ κερδισμένος».

Είτε γιατί την εμπόδιζε η ζέστη , είτε γιατί είχε κουραστεί το χέ­

ρι της, η κυρία Σπάρσιτ δεν εργάστηκε εκείνο το βράδυ. Καθόταν

Page 145: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 145

πλάι στο παράθυρο, όταν ο ήλιος άρχισε να βυθίζεται πίσω από

τους καπνούς καθόταν εκεί, όταν οι καπνοί πήραν το κόκκινο

χρώμα της φωτιάς, όταν το χρώμα αυτό έσβησε, όταν το σκοτάδι

φάνηκε να υψώνεται αργά από τη γη και να σέρνεται ανεβαίνο­

ντας ολοένα, ώς τις στέγες των σπιτιών, ώς το καμπαναριό της εκ­

κλησιάς, ώς τις ψηλές καμινάδες των εργοστασίων, ώς τον ουρα­

νό. Η κυρία Σπάρσιτ καθόταν πλάι στο παράθυρο, χωρίς φως, με

τα χέρια μπροστά, αδιάφορη στους βραδινούς ήχους -τα ξεφωνη ­

τά των παιδιών, τα γαβγίσματα των σκύλων, το θόρυβο των αμα­

ξιών, τα βήματα και τις φωνές των διαβατών, τις διαπεραστικές

κραυγές που έφταναν από το δρόμο, τον κρότο που άφηναν τα

τσόκαρα πάνω στο πεζοδρόμιο με το σκόλασμα της δουλειάς και

το κλείσιμο των καταστημάτων. Μονάχα όταν ο κλητήρας την ει­

δοποίησε πως ήταν έτοιμο το νυχτερινό της ψητό, βγήκε η κυρία

Σπάρσιτ από την ονειροπόλησή της και κουβάλησε στο επάνω πά­

τωμα τα πυκνά μαύρα της φρύδια -που ήταν τώρα σμιγμένα από

τη βαθιά σκέψη και θα 'λεγες πως είχαν ανάγκη από σιδέρωμα για

να ξανάρθουν στη θέση τους.

«Α, τον ανόητο!» είπε η κυρία Σπάρσιτ, όταν έμεινε μόνη με το

δείπνο της. Δεν είπε ποιον εννοούσε· σίγουρα όμως δεν εννοούσε

το ψητό της.

Page 146: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ2

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΖΕΗΜΣ ΧΑΡΤΧΑΟΥΖ

τ Ο ΚΟΜΜΑ του Γκραντγκράιντ χρειαζόταν βοήθεια για

να τσακίσει τους Γκρέης. Στρατολογούσε λοιπόν παντού

νέους οπαδούς και πού αλλού θα μπορούσε να τους βρει

ευκολότερα, παρά ανάμεσα στους ωραίους εκείνους τζέντλεμαν,

που, αφού ανακάλυψαν πως τίποτα δεν αξίζει σ' αυτόν τον κόσμο,

ήταν πρόθυμοι γ ια όλα;

Κι εξάλλου, τα στιβαρά αυτά πνεύματα, που είχαν ανέβει σε τέ­

τοια θεία ύψη, είχαν κερδίσει τη συμπάθεια των περισσότερων οπα­

δών της σχολής Γκραντγκράιντ, που θαύμαζαν τους ωραίους τζέντλε­

μαν, μόλο που δεν ήθελαν να το δείξουν. Τσακίζονταν να τους μιμού­

νται σε όλα, ακόμα και στη χαρακτηριστική συρτή προφορά τους και

σερβίριζαν με νευρικό ύφος τις μικρές, μουχλιασμένες μερίδες της

πολιτικής οικονομίας, με τις οποίες φίλευαν τους νεοφώτιστους. Ποτέ

δε φάνηκε στον κόσμο μια ράτσα τόσο καταπληκτικά τραγελαφική.

Ανάμεσα στους ωραίους τζέντλεμαν, που δεν είχαν ολότελα

προσχωρήσει στη σχολή Γκραντγκράιντ, ήταν ένας από καλή οι­

κογένεια, με πολύ ωραία εμφάνιση κι εξαιρετικό χιούμορ, που εί­

χε κάνει μεγάλη εντύπωση στη Βουλή των Κοινοτήτων, εκθέτο­

ντας τις απόψεις του (καθώς και τις απόψεις του Διοικητικού Συμ­

βουλίου) για ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα, όπου οι πιο προσε­

χτικοί μηχανοδηγοί του κόσμου, στη δούλεψη της πιο γενναιόδω­

ρης Σιδηροδρομικής Εταιρείας που ακούστηκε ποτέ, με τα πιο τέ­

λεια μηχαν1Ίματα στη διάθεσή τους, κι όλα αυτά πάνω στις πιο στέ­

ρεες σιδηροδρομικές γραμμές που έγιναν ποτέ, σκότωσαν πέντε

ανθρώπους και τραυμάτισαν τριάντα δύο, από μια τυχαία σύμπτω­

ση, που χωρίς αυτήν θα 'ταν αδύνατο να ολοκληρωθεί η υπεροχή

Page 147: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 147

του όλου συστήματος. Ανάμεσα στα θύματα 11ταν και μια αγελάδα,

κι ανάμεσα στα πράγματα που χάθηκαν, χωρίς να τα ζητήσει κα­

νείς, ήταν η σκούφια μιας χήρας. Και το αξιότιμο μέλος είχε τόσο

πολύ διασκεδάσει τη Βουλή (που έχει λεπηΊ αίσθηση του χιού­

μορ), βάζοντας τη σκούφια στο κεφάλι της αγελάδας, που δεν

έδωσε καμιά προσοχή στο πόρισμα του ανακριτή κι απάλλαξε, με

γέλια και χαρές, το σιδηρόδρομο από κάθε ευθύνη.

Αυτός λοιπόν ο τζέντλεμαν είχε έναν νεότερο αδερφό με ακόμα

καλύτερη εμφάνιση, που είχε αρχίσει την καριέρα του στη ζωή

σαν ανθυπολοχαγός των δραγόνων, και τη βρήκε πληκτική · κι

ύστερα έφυγε για το εξωτερικό στην ακολουθία ενός άγγλου πρε­

σβευτή, και το βρήκε πληκτικό· ύστερα ταξιδεύοντας εδώ κι εκεί

βρέθηκε στην Ιερουσαλήμ, κι έπληξε τρομερά. Ύστερα βάλθηκε

να γυρίζει τον κόσμο με τη θαλαμηγό του, μα παντού συναντούσε

πλήξη . Κάποια μέρα του είπε αδερφικά το αξιότιμο και πνευμα­

τωδέστατο μέλος της Βουλής: «τζεμ, υπάρχει τρόπος ν' aρχίσεις

μια καλή καριέρα με τους ανθρώπους της λογικής και της πραγμα­

τικότητας . Και χρε ιάζονται ανθρώπους. Γιατί δεν καταπιάνεσαι

με τη στατιστική;» Ο τζεμ, που καθετί καινούριο τον συγκινούσε

κι ένιωθε πολύ έντονα την ανάγκη της αλλαγής, ήταν έτοιμος να

«Καταπιαστεί» με τη στατιστική, όπως και με καθετί άλλο. Και κα­

ταπιάστηκε. Προπαρασκευάστηκε με το διάβασμα μερικών γαλά­

ζιων βιβλίων κι ο αδερφός του τον ρεκλαμάρισε στους ανθρώπους

της λογικής και της πραγματικότητας. «Αν καμιά φορά χρειαστεί­

τε, οπουδήποτε, έναν ωραίο νέο που να μπορεί να σκαρώνει έξυ­

πνους λόγους, ζητήστε τον αδερφό μου τον Τζεμ, είναι ό,τι πρέ­

πει». Ύστερα από μερικές ρητορικές προσπάθειες σε λα'ίκέςσυ­

γκεντρώσεις, ο κύριος Γκραντγκράιντ κι ένα συμβούλιο από σοφά

πολιτικά κεφάλια πήραν στην υπηρεσία τους τον 'Γζεμ κι αποφά­

σισαν να τον στείλουν στο Κοκτάουν, για να γίνει γνωστός στην πό­

λη και στα περίχωρα. Από κει λοιπόν ήταν το γράμμα που ο Τζεμ

είχε δώσει το περασμένο βράδυ στην κυρία Σπάρσιτ και που τώρα

το κρατούσε στο χέρι του ο κύριος Μπαουντερμπάη: «Αξιότιμον

κύριον Ιοσία Μπαουντερμπάη, τραπεζίτην, Κοκτάουν. Συνιστώ­

μεν ιδιαιτέρως τον Ίζέημς Χαρτχάουζ. Θωμάς Γκραντγκράιντ».

Μια ώρα ύστΕρα από τη λήψη αυτού του συστατικού και της

κάρτας του τζέημς Χαρτχάουζ, ο κύριος Μπαουντερμπάη φόρεσε

Page 148: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

148 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΓΙΚΕΝΣ

το καπέλο του και κατέβηκε στο ξενοδοχείο. Βρήκε εκεί τον Τζέ­

ημς Χαρτχάουζ να κοιτάζει έξω από τσ παράθυρο με τόση βαρε­

μάρα, που θα 'λεγες πως κόντευε κιόλας να πάρει την απόφαση να

«καταπιαστεί» με κάτι άλλο.

«Κύριε>> είπε ο επισκέπτης του, «Ονομάζομαι Ιοσίας Μπαου­

ντερμπάη του Κοκτάουν» .

Ο κύριος Τζέημς Χαρτχάουζ ήταν αληθινά πολύ ευτυχής (αν

και δεν του φαινόταν καθόλου) μ' αυτή τη γνωριμία που τόσον

καιρό την περίμενε.

«Το Κοκτάουν, κύριε» είπε ο Μπαουντερμπάη, παίρνοντας ένα

κάθισμα, «δεν είναι σαν τα μέρη που ξέρετε. Γι' αυτό, αν θέλετε

-ή μάλλον θέλετε δε θέλετε, γιατί εγώ είμαι ντόμπρος άνθρωπος­

θα σας πω μερικά πράγματα προτού προχωρήσουμε» .

Ο κύριος Χαρτχάουζ θα τ' άκουγε ευχαρίστως.

«Μην το λέτε αυτό» είπε ο Μπαουντερμπάη. «Δε σας το υπό­

σχομαι καθόλου. Πρώτα πρώτα βλέπετε τους καπνούς μας. Είναι

το ψωμί μας . Είναι το πιο υγιεινό πράγμα του κόσμου από κάθε

άποψη, και ιδιαίτερα για τα πλεμόνια. Αν είστε από κείνους που

θέλουν να σταματήσουμε τους καπνούς μας, θα με βρείτε αντίθετό

σας. Δεν έχουμε σκοπό να φθείρουμε τα καζάνια μας πιο γρήγορα

απ' όσο τα φθείρουμε τώρα, παρ' όλες τις αισθηματικές παρλαπί­

πες της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας» .

Θέλοντας να τον κολακέψει όσο το δυνατό περισσότερο, ο κύ­

ριος Χαρτχάουζ αποκρίθηκε: «Σας βεβαιώ, κύριε Μπαουντερ­

μπάη, ότι συμφωνώ εντελώς με τη γνώμη σας. Από πεποίθηση» .

«Χαίρομαι που το μαθαίνω» είπε ο Μπαουντερμπάη. «Ασφα­

λώς θα 'χετε ακούσει πολλά για τη δουλειά που γίνεται στα εργο­

στάσιά μας. Δεν είν' έτσι; Ωραία! Εγώ θα σας κατατοπίσω εντε­

λώς. Είναι η πιο ευχάριστη, η πιο ανάλαφρη κι η πιο καλά πληρω­

μένη δουλειά του κόσμου . Κι η μόνη βελτίωση που μένει ακόμα να

κάνουμε στα εργοστάσιά μας, είναι να τα στρώσουμε με τούρκικα

χαλιά, πράγμα που δεν το 'χουμε σκοπό» .

«Κι έχετε απόλυτα δίκιο, κύριε Μπαουντερμπάη>> . «Κι όσο για τους εργάτες>> συνέχισε ο Μπαουντερμπάη, «δεν

υπάρχει, κύριε, ούτε ένας σ' αυτή την πόλη, άντρας, γυναίκα ή παι­

δί, που να μην έχει θέσει για σκοπό της ζωής του να μπορέσει κά­

ποτε να τρώει χελωνόσουπα και κυνήγι με χρυσό κουτάλι. Μα φυ-

Page 149: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 149

σικά, κανείς τους δεν πρόκειται να φάει ποτέ χελωνόσουπα και κυ­

νήγι με χρυσό κουτάλι. Και τώρα τον ξέρετε καλά τον τόπο μας».

Ο κύριος Χαρτχάουζ βεβαίωσε πως διαφωτίστηκε εξαιρετικά απ'

αυτή τη συμπυκνωμένη εισαγωγή πάνω στο ζήτημα του Κοκτάουν .

«Βλέπετε>> απάντησε ο κύριος Μπαουντερμπάη, «όταν κάνω τη

γνωριμία ενός ανθρώπου, και μάλιστα ενός πολιτευόμενου, θέλω να

εξηγούμαι πέρα και πέρα μαζί του. Ένα πράγμα έχω να σας πω

ακόμα, κύριε Χαρτχάουζ, πριν σας βεβαιώσω με πόση ευχαρίστηση

θα κάνω ό,τι μπορώ, με τα φτωχά μου μέσα, για να τιμήσω το συστα­

τικό γράμμα του φίλου μου του Τομ Γκραντγκράιντ. Είστε ένας άν­

θρωπος από οικογένεια. Μην ξεγελαστείτε όμως ούτε στιγμή να πι­

στέψετε πως είμαι κι εγώ από οικογένεια. Είμαι ένα παλιόσκυλο του

δρόμου, ένα γνήσιο κομμάτι του πιο βρώμικου όχλου».

Τίποτα δε θα μπορούσε να κάνει ζωηρότερο το ενδιαφέρον του

Ί'ζεμ για τον κύριο Μπαουντερμπάη, όσο αυτή η τελευταία λεπτο­

μέρεια. Έτσι τουλάχιστον τον βεβαίωσε.

«Έτσι λοιπόν, τώρα» είπε ο Μπαουντερμπάη, «μπορούμε να

δώσουμε τα χέρια σαν ίσιος προς ίσο. Και λέω σαν ίσος προς ίσο,

γιατί, μόλο που ξέρω καλύτερα απ' τον καθέναν ποιος είμαι, και

όλο το βάθος της λάσπης από όπου βγήκα, είμαι το ίδιο περήφα­

νος σαν και σας . Εντελώς το ίδιο περήφανος σαν εσάς. Και τώρα

που κατοχύρωσα, όπως ταιριάζει, την ανεξαρτησία μου, μπορώ να

σας ρωτήσω: Τι γίνεστε ; Ελπίζω να είστε εντελώς καλά;»

Καθώς έδιναν τα χέρια, ο κύριος Χαρτχάουζ του 'δωσε να κατα­

λάβει πως ήταν πολύ καλύτερα, χάρη στον υγιεινό αέρα του Κοκ­

τάουν. Ο κύριος Μπαουντερμπάη ευχαριστήθηκε απ' αυτή την

απάντηση.

«Ίσως να ξέρετε» είπε, «ή ίσως να μην ξέρετε, ότι έχω πα­

ντρευτεί την κόρη του Τομ Γκραντγκράιντ. Αν δεν έχετε τίποτα

καλύτερο να κάνετε, πάμε στο σπίτι μου ν<ΧΙ σας συστήσω την κόρη

του Τομ Γκραντγκράιντ».

«Προλαβαίνετε την πιο μεγάλη μου επιθυμία, κύριε Μπαου­

ντερμπάη>> είπε ο τζεμ.

Ξεκίνησαν χωρίς άλλη συζήτηση κι ο κύριος Μπαουντερμπάη

οδήγησε τον καινούριο του γνώριμο, που αποτελούσε μια τόσο

χτυπητή αντίθεση μ' αυτόν, στην ιδιαίτερη κατοικία του με τα κόκ­

κινα τούβλα, τα μαύρα παραθυρόφυλλα, τα πράσινα στόρια και τη

Page 150: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

150 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

μαύρη εξώπορτα πάνω στα δυο άσπρα σκαλοπάτια. Στο σαλόνι αυτού του σπιτιού μπήκε άξαφνα η πιο αξιοπρόσεκτη κοπέλα που

είχε δει ποτέ ο κύριος 'Ιζέημς Χαρτχάουζ. Φαινόταν τόσο στενο­

χωρημένη κι όμως τόσο ξένοιαστη, τόσο επιφυλακτικ11 κι όμως τό­

σο προσεχτική, τόσο ψυχρή και περήφανη και όμως τόσο φανερά

ντροπιασμένη για τη φανφαρόνικη ταπεινοφροσύνη του συζύγου

της -που κάθε εκδήλωσή του την έκανε να δαγκώνεται, σαν να δε­

χόταν ένα δυνατό χτύπημα.

Ο 'Ιζεμ δοκίμαζε ένα εντελώς καινούριο αίσθημα κοιτάζοντάς

την : Το πρόσωπό της δεν ήταν λιγότερο αξιοπρόσεκτο από τους

τρόπους της. Τα χαρακτηριστικά της ήταν ωραία· μα η πραγματική

της έκφραση ήταν τόσο συγκρατημένη, που ήταν εντελώς αδύνατο

να τη μαντέψεις. Εντελώς αδιάφορη , σίγουρη για τον εαυτό της,

χωρίς ποτέ να τα χάνει, κι όμως πάντα ανήσυχη, τους έκανε συ­

ντροφιά με τη σωματική της υπόσταση, μα η σκέψη της ήταν εντε­

λώς απομονωμένη. Ο τζέημς Χαρτχάουζ κατάλαβε πως ήταν ανώ­

φελο να δοκιμάσει, για κάμποσο καιρό τουλάχιστο, να καταλάβει

αυτή την κοπέλα, γιατί εκείνη ματαίωνε κάθε του προσπάθεια να

μπει στον εσωτερικό της κόσμο.

Αφού εξέτασε την οικοδέσποινα, ο επισκέπτης έριξε μια ματιά

και στο ίδιο το σπίτι. Δε βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο κανένα βου­

βό γυναικείο σημάδι. Κανένα από τα μικρά χαριτωμένα στολίδια,

κανένα από τα μικρά εκείνα ευρήματα της φαντασίας, που όσο και

να 'ναι ασήμαντα, μαρτυρούν την παρουσία και την επίδραση της

γυναίκας. Άχαρο και ψυχρό, μ' έναν αλαζονικό και σκυθρωπό

πλούτο, το δωμάτιο αυτό κοιτούσε τους τωρινούς επισκέπτες του

αγλύκαντο κι ανημέρευτο από κάθε γυναικείο πέρασμα. Όπως ο

κύριος Μπαουντερμπάη στεκόταν ανάμεσα στους εφέστιους θεούς

του, έτσι κι αυτοί οι θεοί κρατούσαν τη θέση τους γύρω στον κύριο

Μπαουντερμπάη, αντάξιοι και καλά ταιριασμένο ι μεταξύ τους.

«Από δω, κύριε» είπε ο Μπαουντερμπάη, «είναι η γυναίκα μου η

κυρία Μπαουντερμπάη: είναι η μεγαλύτερη κόρη του Τομ Γκραντ­

γκράιντ. Λου, σου παρουσιάζω τον κύριο τζέημς Χαρτχάουζ. Ο κύ­

ριος Χαρτχάουζ μπήκε κάτω από τη σημαία του πατέρα σου. Αν δε

γίνει σε λίγο συνεργάτης του Τομ Γκραντγκράιντ, πιστεύω πως θ'

ακούσουμε τουλάχιστο να γίνεται λόγος γι' αυτόν στις γειτονικές

μας πολιτείες. Βλέπετε, κύριε Χαρτχάουζ, πως η γυναίκα μου είναι

Page 151: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 151

πιο νέα από μένα. Δεν ξέρω τι μου βρήκε για να με παντρευτεί, μα υποθέτω πως θα μου βρήκε κάτι, γιατί αλλιώς δε θα με παντρευόταν.

Έχει έvα σωρό πολύτιμες γνώσεις, κύριε, πολιτικές και άλλες. Αν θέλετε να κατατοπισθείτε σ' οτιδήποτε, θα δυσκολευόμουν πολύ να

σας συστήσω καλύτερο σύμβουλο από τη Λου Μπαουντερμπάη>>.

Ασφαλώς κανείς δε θα μπορούσε να συστήσει στον κύριο Χαρτ­

χάουζ έναν πιο ευχάριστο σύμβουλο, κι από κανέναν άλλον δε θα

'χε μεγαλύτερες πιθανότητες και περισσότερη προθυμία να μάθει

κάτι.

«Ελάτε!» είπε ο Μπαουντερμπάη. «Αν έχετε διάθεση για κομπλι­

μέντα, θα πετύχετε, γιατί δε θα βρείτε ανταγωνισμό από κανέναν.

Εγώ ποτέ δεν ασχολήθηκα μ' αυτά κι ούτε ξέρω πώς γίνονται. Η αλή­

θεια είναι πως τα σιχαίνομαι κιόλας. Μα η δική σας ανατροφή ήταν

διαφορετική απ' τη δική μου. Α, ήταν ζόρικη η δική μου ανατροφή!

Εσείς είστε ένας τζέντλεμαν, κι εγώ δεν ισχυρίζομαι τέτοιο πράγμα

για τον εαυτό μου. Είμαι ο Ιοσίας Μπαουντερμπάη του Κοκτάουν, κι

αυτό μου φτάνει. Ωστόσο, αν σε μένα δεν κάνουν εντύπωση οι λεπτοί

τρόποι και τα μεγάλα τζάκια, μπορεί ν' αρέσουν στη Λου Μπαου­

ντερμπάη. Αυτή δεν είχε τα δικά μου πλεονεκτήματα -εσείς θα τα λέ­

γατε μειονεκτήματα, εγώ όμως τα λέω πλεονεκτήματα- κι έτσι πι­

στεύω πως δεν πρόκειται να πάει χαμένος ο κόπος σας».

«0 κύριος Μπαουντερμπάη>> είπε ο τζεμ, γυρίζοντας μ' ένα χα­μόγελο στη Λουίζα, «είναι ένα ευγενικό ζώο που έχει μείνει στη

φυσική του σχεδόν κατάσταση, ελεύθερο από τα χάμουρα που δε­

σμεύουν ένα συμβατικό παλιάλογο σαν εμένα».

«Σέβεστε πολύ τον κύριο Μπαουντερμπάψ> αποκρίθηκε αυτή

ήρεμα. «Κι αυτό είναι πολύ φυσικό».

Μόλο που ήταν τόσο κοσμογυρισμένος, στριμώχτηκε άσχημα,

τα 'χασε και συλλογίστηκε : «Τι νόημα να δώσω στα λόγια της;»

«Απ' όσα είπε ο κύριος Μπαουντερμπάη, καταλαβαίνω πως

πρόκειται ν' αφιερώσετε τη ζωή σας στην υπηρεσία της πατρίδας

σας. Πήρατε την απόφαση» είπε η Λουίζα, όρθια μπροστά του,

στην ίδια πάντα θέση -μ' όλη την παράξενη αντίφαση της αυτοκυ­

ριαρχίας της προς τη φανερή της αμηχανία- «να υποδείξετε στο

έθνος τα μέσα με τα οποία θα μπορέσει να βγει απ' όλες τις σημε­

ρινές του δυσκολίες».

«Α, όχι, κυρία Μπαουντερμπάη!» της αποκρίθηκε γελώντας,

Page 152: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

152 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

«μα την πίστη μου, όχι! Δεν πρόκειται να ισχυριστώ ποτέ τέτοιο

πράγμα μπροστά σας. Γνώρισα κάπως τον κόσμο, γυρίζοντας από

τόπο σε τόπο, και βεβαιώθηκα πως δεν αξίζει πολλά πράγματα·

δεν υπάρχει κανείς που να μην έχει πεισθεί γι' αυτό· μονάχα που

άλλοι το λένε κι άλλοι δεν το λένε· έρχομαι να δουλέψω για τις

ιδέες του aξιοσέβαστου πατέρα σας -πραγματικά γιατί δεν έχω

καμιά προτίμηση σ' αυτές ή σε κείνες τις ιδέες και μπορώ να τις

υποστηρίζω όλες, με την ίδια ευκολία».

«Δεν έχετε δικές σας ιδέες;» ρώτησε η Λουίζα.

«Δεν έχω την παραμικρή προτίμηση για τίποτα. Σας βεβαιώνω

πως καμιά ιδέα δεν έχει την ελάχιστη σημασία για μένα. Όλη η πλήξη που δοκίμασα, μου δημιούργησε την πεποίθηση (αν μπορώ

να μεταχειριστώ αυτή τη βαριά λέξη για ένα τόσο νωχελικό κι

ανάλαφρο συναίσθημα) πως όλες οι ιδέες ωφελούν ή βλάφτουν το

ίδιο. Υπάρχει μια αγγλική οικογένεια που έχει για έμβλημά της το

χαριτωμένο ιταλικό ρητό: "Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει". Είναι η

μόνη αλήθεια που ειπώθηκε ποτέ».

Αυτή η κακόβουλη οικειοποίηση της εντιμότητας από την ατιμία

-ένα ελάττωμα τόσο επικίνδυνο, τόσο θανάσιμο, τόσο κοινό- πρό­

σεξε πως της έκανε κάποια εντύπωση ευνο·ίκή γι' αυτόν. Επωφελή­

θηκε απ' αυτό το πλεονέκτημα και είπε με τον ευχάριστο τρόπο του

-έναν τρόπο που εκείνη μπορούσε να του δώσει όποιο νόημα ήθελε­

«Η παράταξη εκείνη που μπορεί ν' αποδείξει το καθετί μ:ε μια σει­ρά από μονάδες, δεκάδες, εκατοντάδες και χιλιάδες, κυρία Μπαου­

ντερμπάη, μου φαίνεται πως είναι η πιο διασκεδαστική απ' όλες και

έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Της είμαι τόσο αφο­

σιωμένος σαν να πίστευα πραγματικά σ' αυτήν. Είμαι πανέτοιμος

να δουλέψω γι' αυτήν σαν να πίστευα πραγματικά σ' αυτήν .. . Και τι δε θα μπορούσα ίσως να κάνω, αν πίστευα πραγματικά σ' αυτήν!»

«Είστε παράξενος πολιτικός» είπε η Λουίζα.

«Με συγχωρείτε· δεν έχω ούτε αυτή καν την αξία. Έ;;σι είναι οι

περισσότεροι πολιτικοί του τόπου, σας βεβαιώνω, κυρία Μπαου­

ντερμπάη, κι αυτό θα μπορούσε ν' αποδειχτεί εύκολα αν μας έκα­

ναν μια γενική εξέταση, έξω από τις καθιερωμένες γραμμές μας>> .

Ο κύριος Μπαουντερμπάη, που πήγαινε να σκάσει μένοντας

σιωπηλός όλη αυτή την ώρα, έκοψε τη συζήτηση και πρότεινε ν'

αναβληθεί το γεύμα της οικογενείας για τις εξίμισι και στο μεταξύ

Page 153: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 153

να επισκεφθούν με τον κύριο Τζέημς Χαρτχάουζ τους πολιτικούς

τους φίλους και τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες στο Κοκ­

τάουν και τα περίχωρα. Οι επισκέψεις έγιναν. Και ο κύριος τζέημς

Χαρτχάουζ, χρησιμοποιώντας με διάκριση τη «γαλάζια» του μόρ­

φωση, βγήκε θριαμβευτής. Μόλο που έπληξε αρκετά.

Το βράδυ, βρήκε το τραπέζι στρωμένο για τέσσερις, μα κάθισαν

μονάχα τρεις. Για τον κύριο Μπαουντερμπάη ήταν μια κατάλληλη

ευκαιρία να μιλήσει για τη γεύση που είχαν τα ψητά χέλια, που κά­ποτε αγόρασε στους δρόμους, μισή πεντάρα τη μερίδα, όταν ήταν

οχτώ χρονών, και για το γλυφό νερό, κατάλληλο μονάχα για κατά­

βρεγμα, που ήπιε για να κατεβάσει κάτω αυτό το φαγητό. Περιποι­

ήθηκε ακόμα τον επισκέπτη του, την ώρα που έπαιρναν το ψάρι και

τη σούπα τους, υπολογίζοντας πως είχε φάει στα νιάτα του τουλά­

χιστον τρία άλογα σε λουκάνικα και σαλάμια. Όλες αυτές τις ιστο­

ρίες τις άκουγε ο τζεμ μ' ένα ύφος κουρασμένο, λέγοντας κάθετό­

σο: «Για φαντάσου!» Ασφαλώς θα τον είχαν κάνει ν' αποφασίσει

πάλι, το άλλο κιόλας πρωί, να σηκωθεί να φύγει για την Ιερουσα­

λήμ, αν ήταν μικρότερη η περιέργειά του για τη Λουίζα.

«Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτα>> σκέφτηκε κοιτάζοντάς την, όπως

καθόταν στην τιμητική θέση του τραπεζιού, όπου η νεανική της

μορφή, μικροκαμωμένη κι ανάλαφρη, μα πολύ χαριτωμένη, φαι­

νόταν τόσο όμορφη και τόσο ξένη στο περιβάλλον, «δεν υπάρχει

τίποτα που να συγκινεί αυτό το πρόσωπο;»

Ναι! Μα το Δία, υπάρχει κάτι, και νάτο που έρχεται με ένα

εντελώς αναπάντεχο σχήμα. Έκανε την εμφάνισή του ο Τομ. Η

Λουίζα άλλαξε ολότελα, μόλις άνοιξε η πόρτα, κι ένα χαμόγελο

φώτισε το πρόσωπό της.

Ένα ωραίο χαμόγελο. Ο κύριος τζέημς Χαρτχάουζ δε θα το εί­

χε ίσως θαυμάσει τόσο πολύ, αν τόση ώρα δεν είχε μείνει κατά­

πληκτος με την απάθεια του προσώπου της. Άπλωσε το χέρι της

-ένα όμορφο τρυφερό χεράκι- και τα δάχτυλά της έσφιξαν τα δά­

χτυλα του αδερφού της, μ' έναν τρόπο που θα 'λεγες πως ήθελε να

τα φέρει στα χείλη της.

«Μπα!» σκέφτηκε ο επισκέπτης. «Αυτό το κουτάβι είναι το μό­

νο πλάσμα που την ενδιαφέρει. Για φαντάσου!>>

Το κουτάβι συστήθηκε και πήρε τη θέση του. Ο χαρακτηρισμός

δεν ήταν κολακευτικός, του ταίριαζε όμως.

Page 154: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

154 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

«Όταν ήμουν στην ηλικία σου, νεαρέ Τομ» είπε ο Μπαουντερ­

μπάη «ή ερχόμουν στην ώρα μου, ή έμενα νηστικός».

«Όταν ήσαστε στην ηλικία μου» αποκρίθηκε ο Τομ, «δεν είχατε

να διορθώνετε λαθεμένα ισοζύγια κι ούτε είχατε καμιά ανάγκη ν'

αλλάζετε ύστερα το κοστούμι σας».

«Καλά, δεν πειράζει τώρα» είπε ο Μπαουντερμπάη.

«Μην τα βάζετε λοιπόν μαζί μου» γκρίνιαξε ο Τομ.

«Κυρία Μπαουντερμπάψ> είπε ο Χαρτχάουζ, που είχε ακούσει

καθαρά όλη αυτή τη χαμηλόφωνη γκρίνια, «το πρόσωπο του αδερ­

φού σας μου είναι πολύ γνώριμο. Μήπως τον είδα στο εξωτερικό;

Ή ίσως σε κανένα δημόσιο σχολείο;»

«Όχι» αποκρίθηκε με πολύ ενδιαφέρον η Λουίζα, «δεν τάξίδε­

ψε ακόμα στο εξωτερικό, και σπούδασε εδώ, στο σπίτι. Καλέ μου

Τομ, λέω στον κύριο Χαρτχάουζ πως δεν είναι δυνατό να σ' έχει

δει στο εξωτερικό».

«Δεν είχα αυτή την καλή τύχη, κύριε» είπε ο Τομ.

Δεν είχε σχεδόν τίποτα που να δικαιολογεί κάπως αυτή την έκ­

φραση της χαράς στο πρόσωπο της αδερφής του, γιατί ήταν ένας

σκυθρωπός και κακότροπος νέος, που φερόταν άσχημα ακόμα και

σ' αυτή την ίδια. Πόσο μεγάλη θα 'πρεπε να 'ταν η μοναξιά της

καρδιάς της κι η λαχτάρα της να τη χαρίσει σε κάποιον! «Έτσι

εξηγείται γιατί έριξε όλο της το ενδιαφέρον σ' αυτό το κουτάβι»

σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε ο κύριος Χαρτχάουζ, «άλλη εξήγηση

δεν υπάρχει».

Κι όταν ήταν εκεί η αδερφή του, κι ύστερα που βγήκε από το δω­

μάτιο, το κουτάβι δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει την περι­

φρόνηση που ένιωθε για τον κύριο Μπαουντερμπάη, όταν έβρισκε

την ευκαιρία χωρίς να τον βλέπει ο ανεξάρτητος αυτός άντρας, κά­

νοντας μορφασμούς ή κλείνοντας το ένα του μάτι. Χωρίς ν' ανταπο­

κρίνεται σ' αυτή την τηλεγραφική επικοινωνία, ο κύριος Χαρτχάουζ

τον σεκοντάριζε όλη τη βραδιά και του έδειχνε ιδιαίτερη συμπά­

θεια. Κι όταν στο τέλος σηκώθηκε για να γυρίσει στο ξενοδοχείο

του κι είπε πως φοβόταν μήπως χάσει το δρόμο μες στο σκοτάδι της

νύχτας, το χουτάβι προθυμοποιήθηχe: αμέσως να τον οδηγήσΕι χαι

βγήκε έξω μαζί του για να τον συνοδέψει ώς εκεί.

Page 155: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ3

TOKOYfABI

Ε ΙΝΑΙ βέβαια πολύ παράξενο, ένας νέος που ανατράφηκε μ'

ένα αδιάκοπο σύστημα aφύσικου περιορισμού να γίνει υπο­

κριτής μα ασφαλώς έτσι έγινε με τον Τομ. Είναι ακατανόη­

το πώς ένας νέος που δεν τον άφησαν ούτε πέντε λεπτά να διευθύνει

μόνος του τον εαυτό του, γίνεται στο τέλος ανίκανος ν' αυτοκυβερνη­

θεί· μα έτσι έγινε με τον Τομ. Είναι καταπληκτικό, ένας νέος που του

'πνιξαν τη φαντασία από τότε που ήταν ακόμα στην κούνια, να ενο­

χλείται από το φάντασμά της με τη μορφή του πιο χυδαίου αισθησια­

σμού· κι όμως ένα τέτοιο τέρας ήταν, χωρίς καμιάν αμφιβολία, ο Τομ.

«Καπνίζετε ;» ρώτησε ο κύριος Τζέημς Χαρτχάουζ, όταν έφτα­

σαν στο ξενοδοχείο .

«Και ρωτάτε! » αποκρίθηκε ο Τομ.

Δεν μπορούσε παρά να καλέσει επάνω τον Τομ· κι ο Τομ δεν

μπορούσε παρά ν' ανεβεί. Κάτι μ' ένα δροσιστικό πιοτό της επο­

χής, που δεν ήταν όμως τόσο αδύνατο όσο ήταν δροσιστικό, κάτι μ'

ένα πούρο εκλεκτής μάρκας, απ' αυτά που δεν έβρισκε κανείς ν'

αγοράσει σε κείνα τα μέρη, ο Τομ ένιωσε γρήγορα εντελώς σαν

στο σπίτι του και θρονιάστηκε μ' όλη του την άνεση στη μιαν άκρη

του καναπέ, πρόθυμος, περισσότερο παρά ποτέ, να θαυμάσει τον

καινούριο του φίλο, που καθόταν στην άλλη άκρη.

Ο Τομ, αφού κάπνισε λίγο, φύσηξε πέρα τον καπνό και βάλθη­

κε να εξετάζει το φίλο του . «Δε φαίνεται να νοιάζεται για το ντύ­

σιμό του» σκέφτηκε, «Κι όμως τι σπουδαία που ντύνεται. Τι κομ­

ψός που είναι!»

Το βλέμμα του τζέημς Χαρτχάουζ διασταυρώθηκε τυχαία με το

βλέμμα του Τομ. Πρόσεξε πως ο νεαρός φίλος του δεν έπινε καθό­λου, και παίρνοντας νωχελικά τη μποτίλια, του γέμισε το ποτήρι.

«Ευχαριστώ» είπε ο Τομ. «Ευχι:χριστώ. Λοιπόν, κύριε Χαρτχά-

Page 156: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

156 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

ουζ, αρκετά σας έπρηξε απόψε ο γερο-Μπαουντερμπάψ>. Ο Τομ τα

είπε αυτά κρατώντας πάλι κλειστό το ένα του μάτι και κοιτάζοντας

με σημασία το φίλο του, πάνω απ' το ποτήρι που κρατούσε στο χέρι.

«Α! Είναι σπουδαίος άνθρωπος!» αποκρίθηκε ο κύριος Τζέημς

Χαρτχάουζ.

«Ναι, ναι, είδατε τι σπουδαίος που είναι;» είπε ο Τομ και ξανά­

κλεισε το ένα του μάτι.

Ο κύριος 'Γζέημς Χαρτχάουζ χαμογέλασε· σηκώθηκε από την

άκρη του καναπέ, στάθηκε νωχελικά με τη ράχη γυρισμένη στο

τζάκι, μπροστά στον Τομ και, κοιτάζοντάς τον, παρατήρησε κα­

πνίζοντας:

«Τι κωμικός κουνιάδος που είσαστε!»

«Τι κωμικός γαμπρός που είναι ο γερο-Μπαουντερμπάη, θέλε­

τε να πείτε, υποθέτω» είπε ο Τομ.

«Τα παραλές, Τομ» απάντησε ο κύριος 'Γζέημς Χαρτχάουζ.

Είναι τόσο ευχάριστο ν' aποκτάς οικειότητα μ' έναν τέτοιο αρι­

στοκράτη· να σε λέει Τομ, με τόση οικειότητα, μια τέτοια φωνή· να

ξεθαρρεύεσαι τόσο γρήγορα μ' έναν άνθρωπο τέτοιας περιωπής,

που ο Τομ ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος με τον εαυτό του. «Ω! δε σκοτίζομαι καθόλου για το γερο-Μπαουντερμπάη>> εί­

πε, «αν αυτό είναι που εννοείτε. Πάντα τον λέω έτσι όταν μιλάω

γι' αυτόν, και δεν είχα ποτέ καλύτερη ιδέα για λόγου του. Δε σκέ­

φτομαι καθόλου ν' αρχίσω τώρα να κάνω τον ευγενή μαζί του. Εί­

ναι λιγάκι αργά».

«Μη σε νοιάζει για μένα» αποκρίθηκε ο 'Γζέημς «πρέπει όμως

να προσέχεις όταν είναι μπροστά η γυναίκα του».

«Η γυναίκα του;» είπε ο Τομ. «Η αδερφή μου η Λου; Α, μάλι­

στα!» γέλασε και ήπιε ακόμα λίγο πιοτό.

Ο τζέημς Χαρτχάουζ εξακολουθούσε να μένει στην ίδια θέση,

με το ίδιο νωχελικό ύφος, καπνίζοντας το πούρο του με τη συνηθι­σμένη του άνεση και κοιτάζοντας μ' ευχαρίστηση το κουτάβι. Θα

'λεγε κανείς πως θεωρούσε τον εαυτό του σαν ένα γοητευτικό δαί­

μονα, που έφτανε να γυροφέρει λίγο το θύμα του, για να του πα­

Qαδώσει ακό~ια και την ψυχή του, αν του τη ζητούσε. Και φαινό­ταν πως το κουτάβι σίγουρα υποτασσόταν σ' αυτή τη γοητεία.

Κρυφοκοίταξε δειλά το σύντροφό του, τον κοίταξε με θαυμασμό,

τον κοίταξε με θάρρος, κι άπλωσε στον καναπέ το ένα του πόδι.

Page 157: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 157

«Η αδερφή μου η Λου;>> είπε ο Τομ. «Αυτή ποτέ δεν αγαπούσε

το γερο-Μπαουντερμπάψ> .

«Μιλάς στον παρατατικό, Τομ>> απάντησε ο κύριος Ί'ζέημς Χαρτ­

χάουζ, τινάζοντας τη στάχτη του πούρου του με το μικρό του δά­

χτυλο. «Τώρα όμως είμαστε στον ενεστώτα».

«Δεν αγαπώ, ρήμα ενεργητικό. Έγκλιση οριστική, ενεστώς. Πρώ­

το πρόσωπο ενικού: δεν αγαπώ, δεύτερο πρόσωπο ενικού: δεν αγα­

πάς, τρίτο πρόσωπο ενικού: δεν αγαπά>> αποκρίθηκε ο Τομ.

«Πολύ καλό! Πολύ χαριτωμένο!» είπε ο φίλος του. «Μα φυσικά aστειεύεσαι>>.

«Δεν αστειεύομαι καθόλου!» φώναξε ο Τομ. «Στην τιμ1i μου!

Δε θα μου πείτε βέβαια, κύριε Χαρτχάουζ, πως πιστεύετε σοβαρά

ότι η αδερφή μου η Λ ου αγαπά το γερο-Μπαουντερμπάη! »

«Αγαπητέ μου» αποκρίθηκε ο άλλος, «τι πρέπει να υποθέσω

όταν βλέπω ένα aντρόγυνο να ζει ευτυχισμένα κι αρμονικά;>>

Ο Τομ είχε τώρα απλώσει και τα δυο του πόδια πάνω στον κανα­

πέ . Αν το άλλο του πόδι δεν ήταν πάνω στον καναπέ, όταν τον είπε

αγαπητό του, θα το σήκωνε οπωσδήποτε στο μεγάλο αυτό σταθμό

της συνομιλίας τους. Νιώθοντας όμως την ανάγκη να κάνει κάτι και

κείνη τη στιγμή, τεντώθηκε καλύτερα, κι ακουμπώντας το κεφάλι

του στην άκρη του καναπέ και καπνίζοντας με προσποιητ1Ί αφέλεια,

γύρισε το κοινό του πρόσωπο και τα θολωμένα από το πιοτό μάτια

του προς το πρόσωπο που τον κοιτούσε από πάνω τόσο αδιάφορα κι

όμως τόσο έντονα.

«Ξέρετε τον πατέρα μας, κύριε Χαρτχάουζ» είπε ο Τομ, «Κι

έτσι δεν πρέπει να παραξενεύεστε που η Λου παντρεύτηκε το γε­

ρο-Μπαουντερμπάη . Δεν είχε ποτέ της εραστή, κι ο πατέρας μας

της πρότεινε το γερο-Μπαουντερμπάη, και τον πήρε>>.

«Πολύ πειθαρχικ11 η αδερφή σου» είπε ο κύριος Τζέημς

Χαρτχάουζ.

«Ναι, μα δε θα 'ταν τόσο πειθαρχική και το Πράγμα δε θα τέλει­ωνε τόσο εύκολα>> αποκρίθηκε το κουτάβι, «αν δεν έμπαινα εγώ

στη μέσιμ.

Ο γοητευτικός δαίμονας σήκωσε μονάχα τα φρύδια του, μα το

κουτάβι δεν μπορούσε παρά να συνεχίσει.

«Εγώ την έπεισα» είπε, μ' ένα εποικοδομητικό ύφος aνωτερό­

τητας. «Μ' έβαλαν στην Τράπεζα του γερο-Μπαουντερμπάη (χω-

Page 158: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

158 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

ρίς να το θέλω καθόλου) κι ήξερα πως δε θα 'κανα καμιά προκοπή

εκεί μέσα, αν η αδερφή μου χαλούσε το χατίρι του γερο-τραπεζί­

τη. Της είπα λοιπόν τι ήθελα και κείνη δέχτηκε. Θα 'κανε για μένα

ό,τι κι αν της ζητούσα. Δεν είναι σπουδαία αδερφή;» «Πολύ σπουδαία, Τομ!»

«Όχι πως το η:ράγμα είχε γι' αυτήν τόση σημασία όση είχε για

μένα» συνέχισε ήρεμα ο Τομ, «γιατί η ελευθερία μου, η άνεσή

μου, ίσως και το μέλλον μου κρέμονταν απ' αυτόν το γάμο· εκείνη

όμως δεν αγαπούσε κανέναν άλλο και το σπίτι μας ήταν γι' αυτήν

αληθινή φυλακή -ιδιαίτερα μάλιστα όταν εγώ έλειπα. Δε χρειά­

στηκε λοιπόν ν' αφήσει κανέναν άλλο εραστή, για χάρη του γερο­

Μπαουντερμπάη· μα όσο να 'ναι, ήταν μια καλοσύνη της».

«Θαύμάσια! Και τώρα ζει τόσο γαλήνια».

«Ω!>> αποκρίθηκε ο Τομ μ' ένα περιφρονητικά προστατευτικό

ύφος, «είναι πραγματικό κορίτσι. Κι ένα κορίτσι μπορεί να βολευ­

τεί οπουδήποτε. Η Λου προσαρμόστηκε σ' αυτή τη ζωή και ξένοι­

ασε. Το ίδιο της κάνει. Κι εξάλλου δεν είναι κανένα συνηθισμένο

κορίτσι. Μπορεί να κλειστεί στον εαυτό της και να σκέφτεται -την

έχω δει πολλές φορές να κάθεται και να κοιτάζει τη φωτιά- συνέ­

χεια μια ολόκληρη ώρα».

«Έτσι; Έχει δικό της ψυχικό πλούτο>> είπε ο Χαρτχάουζ καπνί­

ζοντας ήρεμα.

«Όχι τόσο όσο νομίζετε>> αποκρίθηκε ο Τομ· «γιατί ο πατέρας

μας την παραγέμισε μ' ένα σωρό άχρηστα και περιττά πράγματα.

Είναι το σύστημά του>>.

«Έπλασε την κόρη του κατά το δικό του πρότυπο;» ρώτησε ο

Χαρτχάουζ.

«Την κόρη του μόνο; Όλους! Κι εμένα έτσι μ' έπλασε>> είπε ο

Τομ>>.

«Αδύνατο!>>

«Έτσι είναι>> είπε ο Τομ, κουνώντας το κεφάλι του. «Μπορώ να

σας βεβαιώσω, κύριε Χαρτχάουζ, πως την πρώτη μέρα που έφυγα

από το σπίτι και πήγα στο γερο-Μπαουντερμπάη, ήμουν ένας σω­

στός μπούφος και δεν ήξερα για τη ζωή περισσότερα απ' όσα ξέ­

ρει ένα στρείδι».

«Έλα, Τομ! Δεν μπορώ να τα πιστέψω αυτά. Τα αστεία είναι

αστεία!>>

Page 159: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 159

«Σας ορκίζομαι!» είπε το κουτάβι. «Μιλάω σοβαρά. Πολύ σο­

βαρά». Κάπνισε λίγη ώρα με πολλή σοβαρότητα και αξιοπρέπεια

κι ύστερα πρόσθεσε με το ύφος ανθρώπου ικανοποιημένου από

τον εαυτό του: «Ε! κάτι έμαθα κι εγώ από τότε. Δε λέω όχι. Ό,τι

έμαθα όμως το 'μαθα μονάχος μου. Δεν έχω καμιά υποχρέωση

στον πατέρα».

«Και η σοφή αδερφή σου;»

«Η σοφή αδερφή μου έμεινε σχεδόν εκεί που βρισκόταν. Άλλο­

τε μου παραπονιόταν πως δεν είχε τίποτε που να της κινεί το εν­

διαφέρον, όπως τ' άλλα κορίτσια, και δε βλέπω να 'χει κάνει από

τότε καμιά πρόοδο πάνω σ' αυτό. Μα της είναι αδιάφορο» πρό­σθεσε πονηρά, τραβώντας μερικές ρουφηξιές από το πούρο του.

«Τα κορίτσια βρίσκουν πάντα τον τρόπο να βολεύονται».

«Περνώντας χτες βράδυ από την Τράπεζα για να ζητήσω τη δι­

εύθυνση του κυρίου Μπαουντερμπάη, βρήκα εκεί μια γριά κυρία,

που φαίνεται να θαυμάζει πολύ την αδερφή σου» είπε ο κύριος

'Γζέημς Χαρτχάουζ πετώντας την άκρη του πούρου του.

«Τη μαμά Σπάρσιτ» είπε ο Τομ «Μπα! Τη γνωρίσατε κιόλας;»

Ο φίλος του έγνεψε καταφατικά. Ο Τομ έβγαλε το πούρο από

το στόμα του, για να κλείσει το μάτι του (που του ήταν δύσκολο να

το κουμαντάρει) μ' έναν πιο εκφραστικό τρόπο, και για να χτυπή­

σει κάμποσες φορές τη μύτη του με το δάχτυλό του.

«Το αίσθημα της μαμάς Σπάρσιτ για τη Λου είναι κάτι παραπά­

νω από θαυμασμός» είπε ο Τομ. «Είναι στοργή, είναι αφοσίωση.

Η μαμά Σπάρσιτ ποτέ δε βάλθηκε να ξελογιάσει το Μπαουντερ­

μπάη όταν ήταν aνύπαντρος. Ποτέ!»

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που είπε το κουτάβι προτού χα­

λαρώσει τις αισθήσεις του μια νάρκη, που τον έκανε να ξεχάσει τα

πάντα. Ένα ταραγμένο όνειρο τον έβγαλε απ' αυτό το λήθαργο.

Είδε πως τον έσπρωχναν με την άκρη μιας μπότας και μια φωνή

του έλεγε: «Έλα! Είναι αργά! Φεύγα!»

«Λοιπόν» είπε, και σηκώθηκε από τον καναπέ. «Πρέπει να σας

αφήσω τώρα ... Βέβαια .. . Σπουδαία τα πούρα σας. Μονάχα που εί­ναι πολύ ελαφρά».

«Ναι, πολύ ελαφρά» απάντησε ο Χαρτχάουζ.

«Α, είναι ... γελοιωδέστατα ελαφρά» είπε ο Τομ. «Πού είναι η πόρτα; Καληνύχτα!»

Page 160: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

160 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΠΚΕΝΣ

Είδε ένα άλλο παράξενο όνειρο, πως ένα γκαρσόνι τον τραβού­

σε μέσα σε μιαν ομίχλη, που αφού τον δυσκόλεψε πολύ και τον βα­

σάνισε , διαλύθηκε στον κεντρικό δρόμο, όπου βρέθηκε να στέκει

μονάχος του. Ύστερα τράβηξε 1Ίσυχα για το σπίτι, νιώθοντας

όμως ακόμα την παρουσία και την επίδραση του καινούριου του

φίλου -σα να βρισκόταν κάπου εκεί στον αέρα, με την ίδια νωχε­

λική στάση, και τον κοιτούσε με το ίδιο βλέμμα.

Το κουτάβι έφτασε σπίτι κι έπεσε να κοιμηθεί. Αν είχε συναί­

σθηση του τι είχε κάνει κείνη τη νύχτα, κι ήταν λιγότερο κουτάβι

και περισσότερο αδερφός, θα σταματούσε στο δρόμο, θα κατέβαι­

νε στο μαύρο ποτάμι, θα πήγαινε να κοιμηθε(εκεί μια και καλή και θα σκέπαζε το κεφάλι του για πάντα με τα βρώμικα νερά του.

Page 161: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ4

ΦΙΛΟΙ ΚΙ ΑΔΕΡΦΙΑ

Ω ΦΙΛΟΙ μου, καταπιεζόμενοι εργάτες του Κοκτάουν!

Ω, φίλοι και συμπατριώτες μου, σκλάβοι του πιο σκλη­

« ρού κι ανελέητου δεσποτισμού! Ω, φίλοι μου και συ­νάδελφοί μου, σύντροφοί μου στη δουλειά και στον πόνο! Ήρθε η

ώρα να σταθούμε ο ένας πλάι στον άλλο, σε μια ισχυρή ενότητα,

για να συντρίψουμε τους τυράννους, που θρέφονται και παχαί­

νουν από το αίμα των παιδιών μας, από τον ιδρώτα του προσώπου

μας, από το μόχθο των χεριών μας, από τη δύναμη των νεύρων

μας, καταπατώντας κάθε ιερό ανθρώπινο δικαίωμα και τ' αγια­

σμένα κι αιώνια προνόμια της αδερφοσύνης!»

«Ωραία ! », «Πολύ ωραία!», «Μπράβο!», «Ζήτω!» κι άλλες τέ­

τοιες κραυγές ακούστηκαν από διάφορα σημεία της αίθουσας,

που ήταν aσφυχτικά γεμάτη από κόσμο. Ο ρήτορας, ανεβασμένος

στο βήμα, έδινε διέξοδο σ' όλους τους aφρούς και τους καπνούς που 'χε μέσα του . Είχε ανάψει όλος από την ένταση της ρητορικής

του φλόγας, κι η φωνή του ήταν βραχνή και το πρόσωπό του ξα­

ναμμένα. Καθώς βρυχιόταν έτσι, μ' όλη τη δύναμη της φωνής του,

κάτω από το θαμπωτικό φως του γκαζιού, σφίγγοντας τις γροθιές

του και τα δόντια του, σουφρώνοντας τα φρύδια και χτυπώντας το

τραπέζι με τα μπράτσα του, έπαθε τέτοια εξάντληση, που αναγκά­

στηκε να σταματήσει και να ζητήσει ένα ποτήρι νερό.

Καθώς στεκόταν εκεί, προσπαθώντας να δροσίσει με το νερό το

φλογισμένο του πρόσωπο, η σύγκριση ανάμεσα στο ρήτορα και στο

πλήθος των προσώπων που τον κοιτούσαν προσεχτικά, ήταν ολότε­λα σε βάρος του. Αν έκρινε κανείς από τη φυσική του εμφάνιση,

βρισκόταν ψηλότερα από το πλήθος τόσο, όσο πάνω κάτω ήταν το

Page 162: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

162 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

ύψος του βήματος όπου στεκόταν. Από πολλές άλλες σπουδαίες

απόψεις βρισκόταν πολύ χαμηλότερα. Δεν ήταν τίμιος σαν αυτούς

ειλικρινής σαν αυτούς καλόκαρδος σαν αυτούς στη δική τους

απλότητα είχε ν' αντιτάξει την πονηριά, στη στέρεη ευθυκρισία

τους, το πάθος. Ένας κακοφτιαγμένος άντρας, με κυρτούς ώμους,

με βλέμμα σκοτεινό, με χαρακτηριστικά, σχεδόν πάντα παραμορ­

φωμένα από μια σύσπαση κακίας και μίσους, ακόμα και με το πα­

ράτονο ντύσιμό του , ερχόταν σε χτυπητή και δυσάρεστη αντίθεση

με τους περισσότερους ακροατές, που φορούσαν τις απλές εργατι­

κές φορεσιές τους. Αν είναι πάντα παράξενο το να βλέπεις μια

οποιαδήποτε σύναξη ανθρώπων να αφήνεται ολότελα στην επίδρα­

ση ενός δημοκόπου, λόρδου ή κοινού θνητού, που καμιά ανθρώπινη

δύναμη δε θα κατόρθωνε να τον ανυψώσει από το βόρβαρο της

πνευματικής του αναξιότητας ώς το διανοητικό επίπεδο όπου στε­

κόταν, κατά τα τρία τέταρτά της τουλάχιστο, αυτή η συνάθροιση,

ήταν ακόμη πολύ πιο παράξενο, ήταν οδυνηρά καταπληκτικό, να

βλέπει κανείς αυτό το ανήσυχο πλήθος, που κανένας δίκαιος και

aνιδιοτελής θεατής δε θα σκεφτόταν ποτέ ν' αμφισβητήσει την καλή

του πίστη, να συγκινείται τόσο από έναν τέτοιο αρχηγό.

«Ωραία!», «Πολύ ωραία!», «Μπράβο!», «Ζήτω!» Όλα εκείνα

τα πρόσωπα, ξαναμμένα από την ορμή και το σκοπό της συνάθροι­

σης, αποτελούσαν ένα συναρπαστικό θέαμα. Δεν έβλεπες εκεί κα­

μιά απάθεια, καμιά νωχέλεια, καμιά άσκοπη περιέργεια -καμιά

από τις άπειρες εκείνες αποχρώσεις της αδιαφορίας που βλέπει

κανείς σ' όλες τις συγκεντρώσεις. Καθένας εκεί μέσα ένιωθε πως η θέση του ήταν, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, χειρότερη απ' ό,τι

μπορούσε να 'ναι· καθένας εκεί μέσα έβλεπε πως ήταν υποχρέω­

σή του να στέκεται ενωμένος ιlε τους άλλους για το κοινό καλό· πως η μόνη του ελπίδα στηριζόταν στη συμμαχία του με τους συ­

ντρόφους που ήταν ολόγυρά του· σ' αυτή την πίστη, σωστή ή λαθε­

μένη (λαθεμένη, δυστυχώς, τότε), ήταν προσηλωμένο, σοβαρά,

βαθιά και σταθερά, ολόκληρο εκείνο το πλήθος κι όλα τούτα,

ήταν τόσο φανερά, στον καθένα που θα 'θελε να δει τι γινόταν

εκεί μέσα, όσο και τα γυμνά δοκάρια της στέγης κι οι ασβεστωμέ­

νοι τούβλινοι τοίχοι. Κι ο θεατής αυτός δεν μπορούσε να μην ανα­

γνωρίσει πως οι άνθρωποι αυτοί, ακόμα και στις πιο πικρές τους

aπογοητεύσεις, έδειχναν μεγάλα προτερήματα, που θα μπορού-

Page 163: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΆ 163

σαν ν' αποδώσουν τους καλύτερους κι ωφελιμότερους καρπούς κι

ακόμα πως το να ισχυριστεί κανένας (προβάλλοντας απαρχαιωμέ­

να και στεγνά αξιώματα) ότι βγήκαν από τον ίσιο δρόμο χωρίς κα­

μιά αιτία και μονάχα από το δικό τους το πείσμα, είναι σαν να

υποστηρίζει πως μπορεί να γίνει καπνός χωρίς φωτιά, θάνατος

χωρίς γέννηση, θερισμός χωρίς σπορά, και πως όλα βγαίνουν από

το τίποτα.

Ο ρήτορας, αφού δροσίστηκε, σκούπισε κάμποσες φορές το ζα­

ρωμένο του μέτωπο, από τ' αριστερά στα δεξιά, με το διπλωμένο

μαντίλι του, και συγκέντρωσε όλες τις αναγεννημένες τώρα δυνά­

μεις του σ' ένα σαρκασμό γεμάτο περιφρόνηση και πικρία.

«Ω, φίλοι μου κι αδέρφια μου! Ω, συμπατριώτες μου, καταπιε­

ζόμενοι εργάτες του Κοκτάουν! Τι θα πούμε, λοιπόν, γι' αυτόν τον

άνθρωπο, γι' αυτόν τον εργάτη -αφού είναι ανάγκη να λερώσω το

δοξασμένο αυτόν τίτλο, δίνοντάς τον σ' ένα τέτοιο πρόσωπο- τι θα

πούμε, λέω, γι' αυτόν τον άνθρωπο, που ξέροντας, από δική του

πείρα, την καταπίεση και την αδικία που υποφέρετε, εσείς, το

μυαλό και το αίμα της χώρας, και που ενώ σας άκουσε να παίρνε­

τε, με μια τόσο ευγενική και μεγαλειώδη ομοφωνία -που θα κάνει

τους τυράννους να τρέμουν- την απόφαση να προσχωρ-ιΊσετε στην

Πανεργατική Ομοσπονδία και να εφαρμόζετε χωρίς αντίδραση

τις διαταγές και τις αποφάσεις που θα παίρνει για το δικό σας το

καλό, -ρωτάω, τι θα πείτε γι' αυτόν τον εργάτη, αφού δυστυχώς εί­

μαι υποχρεωμένος να τον λέω έτσι, που σε μια τέτοια στιγμή,

εγκαταλείπει τη θέση του και πουλάει τη σημαία του· που σε μια

τέτοια κρίσιμη ώρα γίνεται προδότης, δειλός και μικρόψυχος που

σε μια τέτοια στιγμή δεν ντράπηκε να σας κάνει την άναντρη και

ταπεινωτική δήλωση πως θα μείνει έξω απ' αυτή την κίνηση και δε

θα προσχωρήσει στην ιερή αυτή συμμαχία, για τη λευτεριά και για

το δίκιο;»

Σ' αυτό το σημείο διχάστηκαν οι γνώμες της συνέλευσης. Ακού­

στηκαν μερικά μουρμουρητά και σφυρίγματα, μα γενικά το αίσθη­

μα της τιμής ανάμεσα σ' αυτούς τους ανθρώπους ήταν πολύ δυνα­

τό για να μπορέσουν να καταδικάσουν έναν άνθρωπο χωρίς πρώ­τα να τον ακούσουν. «Πρόσεξε μη δεν έχεις δίκιο, Σλάκμπριτζ!»

«Να 'ρθει εδώ! Να τον ακούσουμε!» Τέτοιες φωνές ακούστηκαν από πολλά σημεία της σύναξης. Στο τέλος κάποιος φώναξε δυνα-

Page 164: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

164 ΚΑΡΟΛΟΣ ΝτΙΚΕΝΣ

τά: «Είν' εδώ αυτός ο άνθρωπος; Αν είναι δω, Σλάκμπριτζ, ας τον

ακούσουμε τον ίδιο, αντί ν' ακούμε εσένα». Η πρόταση γίνηκε δε­

χτή με μια θύελλα από χειροκροτήματα.

Ο Σλάκμπριτζ, ο ρήτορας, κοίταξε γύρω του μ' ένα πικρό χαμό­

γελο και aπλώνοντας το δεξί του χέρι (όπως κάνουν όλοι οι Σλάκ­

μπριτζ του κόσμου) για να γαληνέψει τη βουερ1Ί θάλασσα, περίμε­

νε ώσπου γίνηκε βαθιά σιωπή.

«Ω, φίλοι μου και σύντροφοί μου!» είπε τότε ο Σλάκμπριτζ,

κουνώντας με μεγάλη περιφρόνηση το κεφάλι. «Δεν παραξενεύο­

μαι που εσείς, βασανισμένα παιδιά της δουλειάς, δυσκολεύεστε να πιστέψετε πως μπορεί να υπάρχει ένας τέτοιος εργάτης. Κι

όμως, υπήρξε εκείνος που πούλησε τα πρωτοτόκια του για ένα

πιάτο φακή, υπήρξε κι ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, υπήρξε κι ο λόρδος

Κάσλραι *,κι αυτός ο εργάτης υπάρχει!»

Τη στιγμή εκείνη έγινε κάποιος θόρυβος, ένα στρίμωγμα κοντά

στο βήμα, κι ο εργάτης εκείνος βρέθηκε όρθιος μπροστά στη συνέ­

λευση, δίπλα στο ρήτορα. Ήταν χλομός, με ζωγραφισμένη τη συ­

γκίνηση στο πρόσωπό του κι ιδιαίτερα στα χείλη του, περιμένο­

ντας να γίνει ησυχία για ν' ακουστεί. Η συνέλευση είχε και πρόε­

δρο για να διευθύνει τη συζήτηση, κι αυτός πήρε τώρα στα χέρια

του την υπόθεση.

«Φίλοι μου» είπε , «σαν πρόεδρος, παρακαλώ το φίλο μας Σλάκ­

μπριτζ, που νομίζω πως βγήκε από τα όρια, να καθίσει κάτω όσο

θα μιλάει ο Στέφανος Μπλάκπουλ. Ξέρετε όλοι σας τα βάσανά

του και το καλό του όνομα».

Ύστερα ο πρόεδρος έσφιξε με θέρμη το χέρι του εργάτη και

κάθισε στη θέση του . Κάθισε κι ο Σλάκμπριτζ, σκουπίζοντας το

κατα"ίδρωμένο του μέτωπο πάντα από τ' αριστερά στα δεξιά και

ποτέ αντίθετα.

«Φίλοι μου» άρχισε ο Στέφανος μέσα σε μια απόλυτη σιωπή,

«άκουσα όσα ειπώθηκαν από τούτο το βήμα εις βάρος μου κι ίσως

να μη μπορέσω να τ' aντικρούσω. Θα προτιμούσα ωστόσο να μά-

• Lord Castlereagh, βρετανός υπουργός την εποχή του Ναπολέοντα. Διάσημος για την αντιδημοτικότητά του, από τις μεγάλες εσωτερικές ανωfλ-αλίες που δηfλ-ιουρyή­

θηκαν εξαιτίας του στην Αγγλία.

Page 165: Δύσκολα χρόνια κάρολος ντίκενς (part 1)

Δ ΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ 165

θετε τι συμβαίνει απ' το δικό μου το στόμα κι όχι από το στόμα

ενός άλλου, μόλο που ποτέ μου δεν· τα κατάφερα να μιλήσω μπρο­

στά σε τόσον κόσμο χωρίς να τα χάσω».

Ο Σλάκμπριτζ κούνησε το κεφάλι του, λες κι ήθελε μέσα στην

πίκρα του να το ρίξει από τους ώμους του .

«Είμαι ο μόνος εργάτης στο εργοστάσιο του Μπαουντερμπάη

που δεν είμαι σύμφωνος με τη νέα οργάνωση. Δεν μπορώ να τη δε­

χτώ , φίλοι μου. Αμφιβάλλω αν μπορεί να μας ωφελήσει σε τίποτε.

Το πιθανότερο είναι πως θα μας βλάψει».

Ο Σλάκμπριτζ γέλασε, σταύρωσε τα χέρια του και μάζεψε τα

φρύδια του μ' ένα ύφος σαρκαστικό.

«Μα δεν είναι αυτός ο λόγος που μ' έκανε ν' αρνηθώ να γίνω μέ­

λος της Ομοσπονδίας. Αν ήταν αυτό μονάχα, θα 'μπαινα κι εγώ μα­

ζί με τους άλλους. Όχι, οι λόγοι που μ' εμποδίζουν είναι προσωπι­

κοί. Κι όχι μόνο για τώρα, μα για πάντα -για πάντα- όσο θα ζω!»

Ο Σλάκμπριτζ πετάχτηκε μ' ένα πήδημα και βρέθηκε πάλι δί­

πλα στον εργάτη, τρίζοντας τα δόντια:

«Ω, φίλοι μου, μα τι άλλο σας είπα κι εγώ; Για τι άλλο σας προ­

ειδοποίησα; Πώς σας φαίνεται λοιπόν η άναντρη διαγωγή ενός

ανθρώπου που νιώθει το ίδ ιο κι αυτός πάνω στους ώμους του το

βάρος των άνισων νόμων; Ω, συμπατριώτες μου, σας ρωτώ και πά­

λι, πώς σας φαίνεται αυτή η προδοσία από έναν συνάδελφό σας,

που δέχεται την καταδίκη τη δική του και τη δική σας, την καταδί­

κη των παιδιών σας και των παιδιών τ_ων παιδιών σας;»

Μερικά χειροκροτήματα και μια δυο κραυγές aποδοκιμασίας

για κείνον τον άνθρωπο ακούστηκαν στη συνέλευση . Μα το μεγα­

λύτερο μέρος του κόσμου έμεινε ήρεμο . Κοιτούσαν το κουρασμέ­

νο πρόσωπο του Στέφανου, που είχε γίνει ακόμα πιο μελαγχολικό

από τις οικογενειακές περιπέτειές του και, μέσα στη φυσική καλο­

σύνη τους, ένιωθαν περισσότερη θλίψη παρά αγανάκτηση.

«ΤΟ επάγγελμα του αντιπροσώπου αυτού είναι να μιλάει» είπε

ο Στέφανος, «πληρώνεται γι' αυτό και ξέρει καλά τη δουλειά του.

Ας την κάνει λοιπόν. Ας μη νοιάζεται για όσα έχω τραβήξει εγώ.

Δεν τον ενδιαφέρουν . Δεν ενδιαφέρουν κανέναν άλλον εκτός από

μένα» .

Τα λόγια αυτά είχαν τόση σεμνότητα, για να μην πούμε αξιο­

πρέπεια, που το ακροατήριο έγινε ακόμα πιο ήσυχο, πιο προσεχτι-