ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΣΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ...

76
ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΣΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στα κυριότερα προβλήματα των σημερινών κοινωνιών περιλαμβάνονται και εκείνα που αναφέρονται στη λειτουργία των οικονομιών τους . Το πρόβλημα του πληθωρισμού, το πρόβλημα της ανεργίας, το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών και το πρόβλημα του μη ικανοποιητικού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης παρουσιάζονται κατά περιόδους με διάφορη ένταση , διάφορη μορφή και διαφόρους συνδυασμούς σε όλες τις χώρες του κόσμου, ανεξάρτητα από το κοινωνικοοικονομικό τους σύστημα , το επίπεδο οικονομικής τους ανάπτυξης ή τις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές. Για την αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων χρειάζονται γνώσεις που έχουν σχέση με τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας και τους παράγοντες που προσδιορίζουν τα διάφορα μεγέθη που αντιπροσωπεύουν την δραστηριότητά της. Οι γνώσεις αυτές παρέχονται από την οικονομική θεωρία. Μεταξύ όλων των διακρίσεων της οικονομικής θεωρίας που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια , φαίνεται ότι η σημαντικότερη είναι αυτή που έγινε από τον Νορβηγό καθηγητή Ragnar Frisch το 1933, που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1969. Σύμφωνα με την διάκριση αυτή , δύο είναι οι κλάδοι της οικονομικής θεωρίας : Η μικροοικονομική και η μακροοικονομική . Μικροοικονομική ή μικροοικονομική θεωρία ή μικροοικονομική ανάλυση είναι ο κλάδος της οικονομικής θεωρίας που έχει σαν αντικείμενο μελέτης και έρευνας την συμπεριφορά των επιμέρους οικονομικών μονάδων και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των. Περιλαμβάνει δε τους εξής τομείς μελέτης και έρευνας : - Τα κυριότερα μικροοικονομικά μεγέθη . Την συμπεριφορά του καταναλωτή και του παραγωγού (επιχείρηση).

Transcript of ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΣΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ...

ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΣΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στα κυριότερα προβλήματα των σημερινών κοινωνιών

περιλαμβάνονται και εκείνα που αναφέρονται στη λειτουργία των

οικονομιών τους . Το πρόβλημα του πληθωρισμού, το πρόβλημα της

ανεργίας, το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών και το πρόβλημα του μη

ικανοποιητικού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης παρουσιάζονται κατά

περιόδους με διάφορη ένταση , διάφορη μορφή και διαφόρους συνδυασμούς

σε όλες τις χώρες του κόσμου, ανεξάρτητα από το κοινωνικοοικονομικό τους

σύστημα , το επίπεδο οικονομικής τους ανάπτυξης ή τις πλουτοπαραγωγικές

τους πηγές.

Για την αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων χρειάζονται

γνώσεις που έχουν σχέση με τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας και τους

παράγοντες που προσδιορίζουν τα διάφορα μεγέθη που αντιπροσωπεύουν

την δραστηριότητά της. Οι γνώσεις αυτές παρέχονται από την οικονομική

θεωρία.

Μεταξύ όλων των διακρίσεων της οικονομικής θεωρίας που έχουν γίνει

τα τελευταία χρόνια , φαίνεται ότι η σημαντικότερη είναι αυτή που έγινε από

τον Νορβηγό καθηγητή Ragnar Frisch το 1933, που τιμήθηκε με το βραβείο

Νόμπελ το 1969. Σύμφωνα με την διάκριση αυτή , δύο είναι οι κλάδοι της

οικονομικής θεωρίας : Η μικροοικονομική και η μακροοικονομική .

Μικροοικονομική ή μικροοικονομική θεωρία ή μικροοικονομική

ανάλυση είναι ο κλάδος της οικονομικής θεωρίας που έχει σαν αντικείμενο

μελέτης και έρευνας την συμπεριφορά των επιμέρους οικονομικών μονάδων

και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των. Περιλαμβάνει δε τους εξής τομείς

μελέτης και έρευνας :

- Τα κυριότερα μικροοικονομικά μεγέθη . Την συμπεριφορά του

καταναλωτή και του παραγωγού (επιχείρηση).

- Την θεωρία της ζήτησης και της προσφοράς .Ελαστικότητες ζήτησης.

Ελαστικότητες προσφοράς.

- Την παραγωγική διαδικασία και το κόστος παραγωγής . Τα συνολικά

έσοδα και το κέρδος της επιχείρησης.

- Τις μορφές αγοράς . Προσδιορισμός της αγοραίας τιμής του προϊόντος

στις διάφορες αγορές .

- Την αγορά των συντελεστών παραγωγής . Προσδιορισμός της τιμής των

συντελεστών παραγωγής . Θεωρία του εργατικού μισθού , του τόκου και

της γαιοπροσόδου.

- Την θεωρία της γενικής ισορροπίας.

- Την θεωρία της οικονομικής ευημερίας .

- Την θεωρία της μικροοικονομικής πολιτικής.

Μακροοικονομική ή μακροοικονομική θεωρία ή μακροοικονομική

ανάλυση είναι ο κλάδος της οικονομικής θεωρίας , που εξετάζει την

λειτουργία της οικονομίας ως σύνολο και που ασχολείται με τον

προσδιορισμό των συνολικών οικονομικών μεγεθών. Περιλαμβάνει δε τους

εξής τομείς μελέτης και έρευνας :

- Τα κυριότερα μακροοικονομικά μεγέθη , όπως το εθνικό προϊόν , το

εθνικό εισόδημα , την εθνική δαπάνη , τον εθνικό πλούτο.

- Την θεωρία της κατανάλωσης και της αποταμίευσης

- Τον προσδιορισμό του εισοδήματος και της απασχόλησης

- Την θεωρία επένδυσης

- Την Δημοσιονομική πολιτική .Προσδιορισμός του εισοδήματος σε κλειστή

οικονομία με δημόσιο τομέα.

- Τον προσδιορισμό του εισοδήματος σε ανοικτή οικονομία .

- Την θεωρία χρήματος .Νομισματική πολιτική .

- Την θεωρία του πληθωρισμού.

- Την θεωρία των οικονομικών διακυμάνσεων .

- Την θεωρία της οικονομικής ανάπτυξης.

- Την θεωρία της μακροοικονομικής πολιτικής.

2. Μέθοδοι της οικονομικής

Η οικονομική σαν κοινωνική επιστήμη , χρησιμοποιεί τις λογικές

μεθόδους των κοινωνικών επιστημών (περιγραφική , επαγωγική , απαγωγική)

αλλά και ποσοτικές μεθόδους μαθηματικο-στατιστικές , όπως και

οικονομετρικά υποδείγματα – «μοντέλα».

Η οικονομική επιστήμη αντιμετωπίζει το σοβαρό μειονέκτημα ότι είναι

αδύνατος ο πειραματισμός κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες .Είναι ευνόητο

ότι για να εξεταστεί η επίδραση ενός παράγοντα χρειάζεται να κρατηθούν

όλοι οι άλλοι παράγοντες σταθεροί. Αν υπάρχουν μεταβολές σε

περισσότερους από ένα παράγοντα , είναι αδύνατο να εξακριβωθεί το μέρος

της επιδράσεως που οφείλεται στη μεταβολή κάθε παράγοντα. Συνεπώς το

στοιχείο της αφαιρέσεως είναι αναγκαίο για να ερμηνεύσει ορισμένες μόνο

πλευρές της πραγματικότητας και να αγνοήσει άλλες.

3. Το σφάλμα της συνθέσεως

Η βασική αντινομία της μικροοικονομικής και μακροοικονομικής

θεωρίας είναι η διαπίστωση ότι αυτό που ισχύει καμιά φορά για το

συγκεκριμένο οικονομικό άτομο, δεν ισχύει για το σύνολο της οικονομίας

. Αν δεχτούμε , ότι εκείνο που ισχύει για το άτομο , ισχύει αναγκαίως και

για το σύνολο της οικονομίας , διαπράττουμε το σφάλμα της συνθέσεως .

Είναι φανερό ότι ,αν το χρηματικό εισόδημα ενός ατόμου διπλασιασθεί ,

τότε και το πραγματικό του εισόδημα θα διπλασιασθεί. Αν όμως το

χρηματικό εισόδημα όλων των ατόμων της οικονομίας διπλασιασθεί ,

τούτο δεν σημαίνει ότι και το πραγματικό εισόδημά της θα διπλασιασθεί

αναγκαστικά , γιατί ο διπλασιασμός του χρηματικού εισοδήματος είναι

ενδεχόμενο να οδηγήσει σε αύξηση του επιπέδου τιμών. Αν αγνοήσουμε

την αύξηση των τιμών και θεωρήσουμε ότι το πραγματικό εισόδημα θα

διπλασιασθεί , έχουμε διαπράξει το σφάλμα της συνθέσεως.

4. Στατική , δυναμική και συγκριτική ανάλυση

Την οικονομική ανάλυση , τόσο τη μικροοικονομική όσο και τη

μακροοικονομική , μπορούμε να διακρίνουμε σε στατική , δυναμική και

συγκριτική .

Η στατική οικονομική ανάλυση ασχολείται με την ανάλυση των διαφόρων

οικονομικών φαινομένων σε δεδομένη χρονική περίοδο . Αντίθετα η

δυναμική ανάλυση ασχολείται με την ανάλυση των διαφόρων οικονομικών

φαινομένων παρακολουθώντας τα ακριβώς όπως αυτά αναδιπλώνονται και

εξελίσσονται μέσα στο χρόνο. Τέλος η συγκριτική οικονομική ανάλυση

εξετάζει , συγκρίνει και μελετά τα οικονομικά φαινόμενα , όπως αυτά

παρουσιάζονται σε δύο ή και περισσότερες χρονικές περιόδους.

Η οικονοµική είναι η επιστήµη η οποία

ασχολείται µε τους νόµους που διέπουν την

διαδικασία της παραγωγής και την

κατανοµή των αγαθών και υπηρεσιών.

Απεριόριστες ανάγκες

Το οικονοµικό πρόβληµα

Περιορισµένα µέσα

Ο λόγος ύπαρξης της οικονοµικής επιστήµης είναι η στενότητα των παραγωγικών µέσων και απεριόριστες ανάγκες του ανθρώπου.

Άρα η οικονοµική είναι η µελέτη του τρόπου µε τον οποίο οι άνθρωποι επιλέγουν µεταξύ εναλλακτικών χρήσεων των σπάνιων πόρων τους.

Νοικοκυριά ως πωλητές των συντελεστών παραγωγής

Νοικοκυριά ως αγοραστές

καταναλωτικών αγαθών

Αγορά των συντελεστών Αγορά υπηρεσιών και

της παραγωγής αγαθών

Επιχειρήσεις ως αγοραστές συντελεστών παραγωγής

Επιχειρήσεις ως πωλητές αγαθών και υπηρεσιών

Δαπάνες επιχειρήσεων Έσοδα επιχειρήσεων

Εισόδηµα νοικοκυριών Δαπάνες κατανάλωσης

ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ

ΣΤΗΝ ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

______________________________________________

ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Στην οικονομική επιστήμη με τον όρο επιχείρηση εννοούμε την

οικονομική μονάδα που αναλαμβάνει την ευθύνη του μετασχηματισμού των

υπηρεσιών των συντελεστών της παραγωγής σε αγαθά χρήσιμα για την

ικανοποίηση αναγκών του ανθρώπου ή της παραγωγικής λειτουργίας.

ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Η βραχυχρόνια περίοδος αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα κατά το

οποίο ένας ή περισσότεροι συντελεστές της παραγωγής παραμένουν σταθεροί.

Κατά τη μακροχρόνια περίοδο όλοι οι συντελεστές της παραγωγής

μεταβάλλονται.

ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

H συνάρτηση παραγωγής δείχνει τη μέγιστη ποσότητα ενός προϊόντος,

που μπορεί να παραχθεί στη μονάδα του χρόνου με τη χρησιμοποίηση

δεδομένων ποσοτήτων από τους επιμέρους συντελεστές της παραγωγής.

Π = F (Χ1,Χ2,Χ3, …, Χν)

Όπου:

Π - μέγιστη ποσότητα του προϊόντος που μπορεί να παραχθεί με τις

ποσότητες Χ1,Χ2, Χ3,…,Χν των διαφόρων παραγωγικών συντελεστών

Όταν οι αποφάσεις αφορούν στον άριστο βαθμό χρησιμοποίησης της

υπάρχουσας παραγωγικής δυναμικότητας, τότε η επιχείρηση λειτουργεί στη

βραχυχρόνια περίοδο. Κατά την περίοδο αυτή η επιχείρηση μπορεί να

παίρνει αποφάσεις μόνο αναφορικά με τις ποσότητες των μεταβλητών

συντελεστών που τελικά θα απασχολήσει. Αντίθετα, όταν οι αποφάσεις

αναφέρονται στην επιλογή της τεχνικής μεθόδου παραγωγής και στην

αλλαγή της δυναμικότητας των εγκαταστάσεων της επιχείρησης, τότε αυτή

λειτουργεί στη μακροχρόνια περίοδο.

ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

Yποθέτουμε ότι στην παραγωγική διαδικασία χρησιμοποιούνται δυο μόνο

συντελεστές της παραγωγής, ένας μεταβλητός και ένας σταθερός.

Π= F(Ε,Κ) = F(Ε)

Κ - ορισμένη ποσότητα του κεφαλαίου.

ΣΥΝΟΛΙΚΟ, ΜΕΣΟ ΚΑΙ ΟΡΙΑΚΟ ΠΡΟΪΟΝ

Kαμπύλη του συνολικού προϊόντος

Mέσο προϊόν - λόγος του συνολικού προϊόντος προς την ποσότητα του Ε.

Οριακό προϊόν - μεταβολή που επέρχεται στο συνολικό προϊόν σαν

αποτέλεσμα της χρησιμοποίησης μιας πρόσθετης μονάδας του μεταβλητού

συντελεστή.

Όταν το μέσο προϊόν αυξάνεται (περιοχή 0,Ε1) το συνολικό προϊόν

αυξάνεται με αυξανόμενους ρυθμούς, ενώ το οριακό προϊόν είναι

μεγαλύτερο από το μέσο

Στην περιοχή (Ε2,Ε3) το συνολικό προϊόν συνεχίζει να αυξάνεται αλλά

με φθίνοντα ρυθμό, ενώ το μέσο και το οριακό προϊόν μειώνονται

Στην περιοχή δεξιά του Μ3 το οριακό προϊόν γίνεται αρνητικό, με

συνέπεια το συνολικό προϊόν να μειώνεται.

Η καμπύλη του οριακού προϊόντος τέμνει την καμπύλη του μέσου

προϊόντος στο μέγιστο σημείο της τελευταίας, το μέσο προϊόν του

μεταβλητού συντελεστή παίρνει τη μεγαλύτερη τιμή που είναι δυνατόν

να πάρει σε όλη την περίοδο κατά την οποία ο σταθερός συντελεστής

παραμένει αμετάβλητος (δηλαδή κατά τη διάρκεια της βραχυχρόνιας

περιόδου).

ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΦΘΙΝΟΥΣΑΣ ΑΠΌΔΟΣΗΣ

- νόμος της φθίνουσας οριακής απόδοσης ή

- νόμος της φθίνουσας μέσης απόδοσης.

Ο νόμος της φθίνουσας απόδοσης εξηγείται από το γεγονός ότι οι

παραγωγικοί συντελεστές δεν είναι τέλεια υποκατάστατα μεταξύ τους. Αυτό

σημαίνει ότι όλοι οι συντελεστές (τουλάχιστον δυο) είναι απαραίτητοι για τη

διεξαγωγή μιας παραγωγικής λειτουργίας.

Ο νόμος της οριακής φθίνουσας απόδοσης, διατυπώνεται ως εξής: όταν

στην παραγωγική διαδικασία προστίθενται διαδοχικά ίσες ποσότητες του

μεταβλητού συντελεστή και οι ποσότητες του σταθερού συντελεστή

παραμένουν αμετάβλητες, θα φθάσουμε σε ένα σημείο πέρα από το οποίο η

αύξηση στο συνολικό προϊόν που θα επέλθει ως αποτέλεσμα της αύξησης του

μεταβλητού συντελεστή κατά μια μονάδα θα βαίνει μειούμενη.

Η εξέλιξη των καμπυλών συνολικού, μέσου και οριακού προϊόντος μας

επιτρέπει να διακρίνουμε το όλο φάσμα της παραγωγικής διαδικασίας σε

τρεις περιοχές ή στάδια. Η πρώτη ονομάζεται περιοχή των αυξανομένων

αποδόσεων, η δεύτερη χαρακτηρίζεται σαν περιοχή των φθίνουσων

αποδόσεων και η τρίτη είναι γνωστή σαν περιοχή των αρνητικών αποδόσεων.

Διαχωριστικό σημείο μεταξύ των περιοχών Ι και ΙΙ, είναι το σημείο

όπου μεγιστοποιείται το μέσο προϊόν (δηλαδή το σημείο Μ2 του

διαγράμματος), ενώ η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των περιοχών ΙΙ και ΙΙΙ

βρίσκεται στο σημείο όπου το συνολικό προϊόν γίνεται μέγιστο. Στις περιοχές

Ι και ΙΙ, τόσο το οριακό όσο και το μέσο προϊόν του μεταβλητού συντελεστή

είναι θετικό. Αντίθετα, στην περιοχή ΙΙΙ το οριακό προϊόν καθίσταται

αρνητικό.

ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

Με σκοπό την απλούστευση της ανάλυσης, υποθέτουμε ότι η

επιχείρηση χρησιμοποιεί δυο μόνο συντελεστές (τους Ε και Κ), οι οποίοι είναι

μεταβλητοί και μπορούν να συνδυαστούν σε διαφορετικές αναλογίες. Η

συνάρτηση παραγωγής γράφεται:

Π = F(Ε,Κ)

ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΙΣΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ

Σαν καμπύλη ισοπαραγωγής ορίζεται ο γεωμετρικός τόπος των σημείων των

συνδυασμών συντελεστών που δίνουν την ίδια παραγόμενη ποσότητα προϊόντος.

ΓΡΑΜΜΗ ΙΣΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ

Ως γραμμή ίσου κόστους ή διαφορετικά γραμμή περιορισμένης δαπάνης,

ορίζεται η γραμμή που αποτελεί το γεωμετρικό τόπο όλων των σημείων που

δείχνουν συνδυασμούς συντελεστών της παραγωγής που κοστίζουν το ίδιο

στην επιχείρηση.

ΑΡΙΣΤΟΣ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ

Ο άριστος συνδυασμός των παραγωγικών συντελεστών προσδιορίζεται

από τις καμπύλες ισοπαραγωγής, που δείχνουν τον τρόπο που παράγεται μια

ποσότητα από ένα προϊόν, και από τη γραμμή κόστους, με την οποία

καθορίζονται οι δυνατοί συνδυασμοί των παραγωγικών συντελεστών για την

παραγωγή μιας ποσότητας από ένα προϊόν.

Η ισορροπία της παραγωγικής μονάδας μπορεί να γίνει :

είτε με τη μεγιστοποίηση της παραγωγής της, όσες φορές είναι

δοσμένο το χρηματικό ποσό για την αγορά των παραγωγικών

συντελεστών, δηλαδή με δοσμένη τη γραμμή του ίσου κόστους η

παραγωγική μονάδα επιδιώκει να βρεθεί στη δυνατή μεγαλύτερη

καμπύλη ισοπαραγωγής

είτε με την ελαχιστοποίηση του συνολικού κόστους με δοσμένη την

παραγωγή, δηλαδή με δοσμένη την καμπύλη ισοπαραγωγής η

παραγωγική μονάδα επιδιώκει να βρεθεί στην πιο μικρή καμπύλη

ίσου κόστους

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΙΟΥ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ

ΜΟΝΑΔΑΣ

1. Η αύξηση ή η μείωση του διαθέσιμου χρηματικού ποσού (με

δοσμένες τις τιμές των παραγωγικών συντελεστών) εκφράζονται με

παράλληλη μετατόπιση της γραμμής ίσου κόστους προς τα πάνω ή προς τα

κάτω και κατά συνέπεια θα έχουμε μεταβολή του σημείου ισορροπίας της

παραγωγικής μονάδας. Αν συνδυάσουμε τα διαδοχικά σημεία ισορροπίας

θα έχουμε τη λεγόμενη καμπύλη αναπτύξεως ή καμπύλη επεκτάσεως της

παραγωγής (καμπύλη ΕΕ΄) που δείχνει το γεωμετρικό τόπο από τα σημεία

ισορροπίας της παραγωγικής μονάδας, που αντιστοιχούν σε διάφορα

επίπεδα του διαθέσιμου χρηματικού ποσού της.

2. μεταβολή των τιμών των συντελεστών της παραγωγής με δοσμένη

τη χρηματική δαπάνη της παραγωγικής επιχειρήσεως. Αν ενώσουμε όλα τα

διαδοχικά σημεία ισορροπίας θα έχουμε τη λεγόμενη καμπύλη τιμής –

συντελεστών (καμπύλη ΜΜ΄). Εφαρμόζοντας δε την ίδια ανάλυση που

εφαρμόσαμε στη θεωρία της καταναλώσεως μπορούμε να βγάλουμε την

καμπύλη ζητήσεως της εργασίας.

ΑΠΟΔΟΣΕΙΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ

Για τον χαρακτηρισμό της σχέσης που υπάρχει μεταξύ των ποσοτήτων

των εισροών και του ύψους της συνολικής παραγωγής στα διάφορα μεγέθη

της επιχείρησης, χρησιμοποιούμε τον όρο αποδόσεις κλίμακας.

Με την αύξηση του μεγέθους της επιχείρησης, χωρίς να μεταβληθεί η

αναλογία στην οποία χρησιμοποιούνται οι συντελεστές , υπάρχουν τρία

δυνατά αποτελέσματα, δηλαδή να έχουμε:

- αυξανόμενες

- σταθερές ή

- φθίνουσες αποδόσεις κλίμακας.

Λέμε ότι έχουμε αυξανόμενες αποδόσεις κλίμακας, όταν μια αναλογική

αύξηση σε όλους τους συντελεστές της παραγωγής οδηγεί σε αναλογικά

μεγαλύτερη αύξηση του συνολικού προϊόντος.

Διάγραμμα

Κεφάλαιο

8

6

4

2

0 5 10 15 20 Εργασία

Αν η κατά 15% αύξηση όλων των συντελεστών της παραγωγής

προκαλέσει αύξηση στο προϊόν κατά 15%, τότε έχουμε σταθερές αποδόσεις

κλίμακας.

Τέλος, όταν το ποσοστό αύξησης της παραγωγής υπολείπεται του

αντίστοιχου ποσοστού αύξησης των συντελεστών, έχουμε φθίνουσα απόδοση

κλίμακας.

Διάγραμμα

Κεφάλαιο

8

6

4

2

0 5 10 15 20 Εργασία

Διάγραμμα

Κεφάλαιο

8

6

4

2

0 5 10 15 20 Εργασία

ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

ΣΚ = ΣΣΚ + ΣΜΚ

Όπου:

ΣΚ – συνολικό κόστος

ΣΣΚ – σταθερό κόστος και

ΣΜΚ – συνολικό μεταβλητό κόστος.

Το σταθερό κόστος περιλαμβάνει όλες τις δαπάνες λειτουργίας της

επιχείρησης που δεν επηρεάζονται από τις μεταβολές στο ύψος της

παραγωγής. Αυτές προσδιορίζονται από το μέγεθος του σταθερού συντελεστή.

Το μεταβλητό κόστος περιλαμβάνει όλες τις δαπάνες που το ύψος τους

εξαρτάται από το επίπεδο της παραγωγής. Αυτές αφορούν τα έξοδα που

συνεπάγεται η χρησιμοποίηση των μεταβλητών συντελεστών (π.χ. εργασίας,

πρώτων υλών κλπ.) και για αυτό εκφράζονται ως συνάρτηση του επιπέδου

παραγωγής, δηλαδή:

ΣΜΚ = F(Π)

Το μέσο κόστος ορισμένης ποσότητας προϊόντος είναι ο λόγος των συνολικών

δαπανών που απαιτήθηκαν για την παραγωγή της ποσότητας αυτής προς τον

συνολικό αριθμό των μονάδων του προϊόντος που παράχθηκαν (Π).

Σε αντιστοιχία με τη διάκριση που έγινε πιο πάνω αναφορικά με το

συνολικό κόστος, έχουμε τρεις έννοιες μέσου κόστους, δηλαδή:

ΜΣΚ = ΣΚ/Π (μέσο συνολικό κόστος)

ΜΣΚ = ΣΣΚ/Π (μέσο σταθερό κόστος)

ΜΜΚ = ΣΜΚ/Π (μέσο μεταβλητό κόστος)

Εξάλλου, από τις παρακάτω σχέσεις συνάγεται ότι:

ΜΣΚ = ΣΚ/Π =ΣΣΚ/Π + ΣΜΚ/Π

Επίσης, αφού ΣΣΚ = σταθερό, αυξανομένου του Π, το μέσο σταθερό

κόστος θα μειώνεται σε όλα τα επίπεδα παραγωγής.

Οριακό κόστος καλείται η μεταβολή που επέρχεται στο συνολικό

κόστος ως αποτέλεσμα αύξησης της παραγωγής κατά μια πολύ μικρή

ποσότητα (μια μονάδα).

Το μεσαίο σχήμα δείχνει την εξέλιξη των καμπυλών μέσου και οριακού

προϊόντος του μεταβλητού συντελεστή Ε, ενώ το κάτω μέρος δείχνει την

εξέλιξη των καμπυλών μέσου μεταβλητού και οριακού κόστους. Στην περιοχή

αριστερά του σημείου Μ2, όπου οι αποδόσεις αυξάνουν με αυξανόμενο

ρυθμό, το μέσο μεταβλητό κόστος μειώνεται σε όλα τα επίπεδα παραγωγής.

Στο Μ2 φθάνει στο ελάχιστο, ενώ στο ίδιο σημείο η καμπύλη μέσου προϊόντος

του μεταβλητού συντελεστή φθάνει το μέγιστο. Μετά το σημείο αυτό, που οι

αποδόσεις αρχίζουν να αυξάνουν με φθίνοντα ρυθμό, το ΜΜΚ αρχίζει να

αυξάνεται, ενώ το μέσο προϊόν του Ε μειώνεται.

Το οριακό κόστος αρχικά μειώνεται μέχρι του σημείου Μ1, στο οποίο η

καμπύλη οριακού προϊόντος του μεταβλητού συντελεστή έχει μέγιστο. Μετά

το σημείο αυτό , το οριακό κόστος βαίνει αυξανόμενο σε όλα τα επίπεδα της

παραγωγής. Σημειώνεται ότι στο σημείο Μ2 έχουμε:

ΜΠΕ = ΟΠΕ και ΜΜΚ = ΟΚ

Όσον αφορά στην καμπύλη μέσου συνολικού κόστους, αυτή

κυριαρχείται από την καμπύλη μέσου μεταβλητού κόστους. Άρα έχει ανάλογο

σχήμα. Ωστόσο, επειδή ΜΣΚ >0 έπειται, ότι η καμπύλη μέσου συνολικού

κόστους θα βρίσκεται πάντοτε υπεράνω της καμπύλης του μέσου μεταβλητού

κόστους. Σε κάθε επίπεδο παραγωγής οι καμπύλες ΜΣΚ και ΜΜΚ θα

διαφέρουν κατά το ΜΣΚ που αντιστοιχεί σε αυτό το επίπεδο παραγωγής.

Από το παραπάνω συνάγονται οι ακόλουθες σχέσεις:

Η καμπύλη οριακού κόστους τέμνει τις καμπύλες μέσου μεταβλητού

και μέσου συνολικού κόστους στο ελάχιστο σημείο τους.

Όταν το μέσο μεταβλητό κόστους μειώνεται, τότε το οριακό κόστος

είναι μικρότερο από το μέσο μεταβλητό κόστος

Όταν το μέσο μεταβλητό κόστος αυξάνεται, τότε οριακό κόστος είναι

μεγαλύτερο από το μέσο μεταβλητό κόστος

Οι ίδιες σχέσεις ισχύουν μεταξύ οριακού και μέσου συνολικού κόστους.

ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

Ο όρος μακροχρόνια περίοδος αναφέρεται στο χρονικό διάστημα που

επιτρέπει στον επιχειρηματία να επιφέρει όλες τις αναγκαίες προσαρμογές

στο μέγεθος των πάγιων εγκαταστάσεων έτσι ώστε, η επιχείρησή του να

λειτουργεί υπό καθεστώς άριστου μεγέθους. Είναι προφανές ότι ο όρος δεν

αφορά περίοδο ορισμένου μήκους. Το μήκος του διαστήματος εξαρτάται από

τη φύση της παραγωγικής διαδικασίας και τις τεχνικές μεθόδους παραγωγής.

Για παράδειγμα, η επέκταση των εγκαταστάσεων ενός θερμοκηπίου ίσως είναι

δυνατόν να ολοκληρωθεί σε ορισμένους μήνες, ενώ η αύξηση της

δυναμικότητας ενός πετροχημικού εργοστασίου ενδέχεται να απαιτήσει έναν

αριθμό ετών.

Μακροχρόνια ο επιχειρηματίας μπορεί να αποφασίσει την επέκταση η

τη συρρίκνωση των εγκαταστάσεών του, την ίδρυση νέας μονάδας, ή το

κλείσιμο αυτής που ήδη λειτουργεί.

Μακροχρόνια όλες οι δαπάνες της επιχείρησης είναι μεταβλητές.

Περιορισμοί τίθενται μόνο από τις τεχνολογικές δυνατότητες, οι οποίες για

κάποιο διάστημα είναι δεδομένες. Ωστόσο, όταν αυτές αλλάξουν

μακροχρόνια, η επιχείρηση θα επιδιώξει ανάλογη προσαρμογή των

εγκαταστάσεών της. Έτσι, η καμπύλη μακροχρόνιου συνολικού κόστους μιας

επιχείρησης εκφράζει τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο κόστος παραγωγής

και στο μέγεθος των εγκαταστάσεων.

Με δοσμένη την τεχνολογία και τις τιμές των παραγωγικών

συντελεστών, η επιχείρηση θα επιλέξει τη μέθοδο παραγωγής που εξασφαλίζει

την παραγωγή ορισμένης ποσότητας προϊόντος με το ελάχιστο δυνατό

κόστος. Με άλλα λόγια, η μακροχρόνια καμπύλη συνολικού κόστους

εκφράζει τις δυνατότητες επιλογής της επιχείρησης όταν αυτή

προγραμματίζει την ίδρυση, την επέκταση ή τη συρρίκνωση των

εγκαταστάσεών της. Έτσι, θα λέμε ότι η καμπύλη μακροχρόνιου συνολικού

κόστους αποτελεί το γεωμετρικό τόπο των σημείων που παριστάνουν τους

άριστους συνδυασμούς των συντελεστών της παραγωγής, όταν μεταβάλλεται

η κλίμακα παραγωγής και οι τιμές των εισροών παραμένουν αμετάβλητες. Η

καμπύλη αυτή σε όλο το μήκος της ανερχόμενης, πράγμα που εξηγείται από

τη θετική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο συνολικό κόστος και στο μέγεθος

της παραγωγικής δυναμικότητας μιας επιχείρησης.

Το μακροχρόνιο μέσο και οριακό κόστος ορίζονται κατά τρόπο

ανάλογο με εκείνο που ορίστηκαν τα ίδια μεγέθη στη βραχυχρόνια περίοδο.

Μακροχρόνιο μέσο κόστος = Μακροχρόνιο συνολικό κόστος / Μέγεθος

παραγωγής

Μακροχρόνιο οριακό κόστος = Μεταβολή στο μακροχρόνιο συνολικό κόστος

/ Οριακή μεταβολή στο μέγεθος παραγωγής

Ακόμη, οι καμπύλες μακροχρόνιου μέσου και οριακού κόστους έχουν

σχήματα ανάλογα με τα αντίστοιχα σχήματα της βραχυχρόνιας περιόδου.

Ωστόσο η σημασία των δυο μεγεθών κόστους, καθώς και οι παράγοντες

που διαμορφώνουν την εξέλιξη των σχετικών καμπυλών στη μακροχρόνια

περίοδο, διαφέρουν ουσιωδώς. Ενώ στη βραχυχρόνια περίοδο οι εξελίξεις των

καμπύλων μέσου και οριακού κόστους εκφράζουν τη συμπεριφορά των

αποδόσεων του μεταβλητού συντελεστή όταν αυτός συνδυάζεται με ορισμένη

ποσότητα του σταθερού συντελεστή (στη περίπτωση που υπάρχουν δυο μόνο

συντελεστές), στη μακροχρόνια περίοδο οι καμπύλες μέσου και οριακού

κόστους αντανακλούν τα εναλλακτικά μεγέθη μεταξύ των οποίων θα

μπορούσε να επιλέξει η επιχείρηση προκειμένου να παράγει διάφορες

ποσότητες παραγωγής με το ελάχιστο δυνατό κόστος.

Έτσι, λέμε ότι η καμπύλη μακροχρόνιου μέσου κόστους δείχνει το

ελάχιστο ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος κόστος σε διάφορα μεγέθη

παραγωγής όταν η επιχείρηση προσαρμόζει τις εγκαταστάσεις της κατά

τρόπο, ώστε σε κάθε επίπεδο παραγωγής να επιτυγχάνεται ο άριστος

συνδυασμός των συντελεστών. Ενώ η καμπύλη μακροχρόνιου οριακού

κόστους περιγράφει τη μεταβολή στο συνολικό κόστος καθώς η επιχείρηση

μετατοπίζεται από το ένα επίπεδο παραγωγής στο άλλο.

Με σκοπό την πληρέστερη κατανόηση των ανωτέρω, υποθέτουμε ότι η

επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να επιλέξει το μέγεθος εγκαταστάσεων κατά

τρόπο που να εκφράζουν τέσσερα διαφορετικά επίπεδα παραγωγής. Σε κάθε

ένα από τα επίπεδα αυτά αντιστοιχεί μια καμπύλη βραχυχρόνιου μέσου

κόστους.

Έτσι, αν οι συνθήκες της αγοράς επιτρέπουν στην επιχείρηση να

παράγει ποσότητα μεταξύ της ΠΠ1 και Π, τότε αυτή πρέπει να επιλέξει το

μέγεθος που προσδιορίζεται από την βραχυχρόνια καμπύλη μέσου κόστους

ΣΑΚ.

Εξάλλου, αν η επιχείρηση προβλέπει ότι οι πωλήσεις της θα

ξεπεράσουν το επίπεδο Π3, η σωστή απόφαση είναι να δημιουργήσει

εγκαταστάσεις μεγέθους ανάλογου με αυτό που εκφράζει η καμπύλη ΣΑΚ4.

Κάτω από τις υποθέσεις που υιοθετήσουμε, η γραμμή ΑΜ1Μ2Μ3Β αποτελεί

την καμπύλη μακροχρόνιου μέσου κόστους της επιχείρησης. Αν δεχτούμε ότι

είναι δυνατόν να κατασκευαστούν άπειρες βραχυχρόνιες καμπύλες μέσου

κόστους , τότε θα σχηματιστεί μια συνεχής καμπύλη που θα παριστάνει την

μακροχρόνια καμπύλη μέσου κόστους. Αυτή αρχικά θα βαίνει φθίνουσα και

αφού φθάσει ένα ελάχιστο σημείο θα αρχίσει στη συνέχεια να ανέρχεται. Η

καμπύλη αυτή θα δείχνει το μέγεθος που πρέπει να επιλέξει η επιχείρηση

προκειμένου να επιτύχει, σε μακροχρόνια βάση, το χαμηλότερο δυνατό

κόστος ανά μονάδα προϊόντος.

Όπως η εξέλιξη της βραχυχρόνιας καμπύλης μέσου κόστους εξηγήθηκε με τη

λειτουργία του νόμου των φθινουσών αποδόσεων, έτσι και η συμπεριφορά

της μακροχρόνιας καμπύλης μέσου κόστους εξηγείται από την ύπαρξη

οικονομιών και αντιοικονομιών μεγέθους.

Ο όρος οικονομίες μεγέθους ή κλίμακας χρησιμοποιείται για να

εκφράζει τις εξοικονομήσεις κόστους που οφείλονται στην αύξηση της

παραγωγικής δυναμικότητας της επιχείρησης. Οι σημαντικότεροι παράγοντες

που προκαλούν τις εξοικονομήσεις αυτές είναι:

μεγαλύτερη εξειδίκευση των παραγωγικών μέσων με αποτέλεσμα τη

βελτίωση της αποδοτικότητας τους,

αυξημένες δυνατότητες επιλογής περισσότερο αποδοτικού

κεφαλαιουχικού εξοπλισμού και αυτοματοποίησης της παραγωγικής

λειτουργίας και

μείωση στο κόστος προμήθειας ορισμένων παραγωγικών μέσων (π.χ.

πρώτων υλών) λόγω της δυνατότητας που έχουν οι μεγάλες

επιχειρήσεις να αγοράζουν μεγάλες ποσότητες.

Όμως, όταν η επιχείρηση μεγαλώσει πολύ είναι πιθανόν να

εμφανιστούν αδυναμίες στη διοίκηση και το συνδονισμό των

δραστηριοτήτων της. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση

αντοοικονομιών, γεγονός που εξηγεί τη θετική κλίση της μακροχρόνιας

καμπύλης μέσου κόστους, όταν η επιχείρηση φθάσει να λειτουργεί σε πολύ

μεγάλα μεγέθη. Έτσι, το διάστημα που διαρκούν οι οικονομίες μεγέθους και ο

χρόνος που εμφανίζονται οι αντιοικονομίες, προσδιορίζουν την ακριβή

εξέλιξη της μακροχρόνιας καμπύλης μέσου κόστους.

ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΟΡΑΣ

Η πρώτη προσπάθεια διαμόρφωσης της έννοιας της αγοράς στην

οικονομική επιστήμη ήταν του Γάλλου Α. Cournot (1838), ο οποίος θεώρησε

ότι η αγορά είναι η περιοχή εκείνη όπου τα διάφορα μέρη συνδέονται με

σχέσεις ελεύθερου εμπορίου, με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτρέπεται η

εξισορρόπηση των τιμών. Πολύ αργότερα ο Άγγλος F. Edgeworth (1881),

όρισε την αγορά σαν ένα τόπο ανταγωνισμού, όπου ένας μεγάλος αριθμός

πωλητών και αγοραστών συγκεντρώνεται και προβαίνει σε συναλλαγές

έχοντας πλήρη και τέλεια γνώση των συνθηκών της αγοράς. Τα προϊόντα σε

μια ανταγωνιστική αγορά είναι απόλυτα ομοιογενή και ταυτόσημα.

Πάντως, μπορούμε να ορίσουμε σαν αγορά, τη περιοχή στην οποία οι

αγοραστές και οι πωλητές διαπραγματεύονται την ανταλλαγή ενός

καθορισμένου προϊόντος. Δεν είναι αναγκαίο οι αγοραστές και οι πωλητές να

βρίσκονται στον ίδιο τόπο, αρκεί να είναι δυνατή η μεταξύ τους επικοινωνία

με οποιοδήποτε τρόπο. Επίσης πρέπει οι επιθυμίες των πωλητών και

αγοραστών να αναφέρονται σε ορισμένο χρονικό διάστημα.

Η αγορά δεν αφορά μόνο στην αγορά προϊόντων με στενή έννοια,

αλλά την αγορά όλων των αγαθών, παραγωγικών μέσων και χρήματος.

Οι παράγοντες που προσδιορίζουν την έκταση της αγοράς είναι οι

εξής:

Ο βαθμός της ομοιογένειας των προϊόντων και οι προτιμήσεις των

καταναλωτών.

Ο αριθμός των αγοραστών και πωλητών.

Ο βαθμός ανεξαρτησίας που υπάρχει μεταξύ πωλητών και αγοραστών.

Από θεωρητική άποψη υπάρχουν τρεις βασικές μορφές αγοράς:

Η πλήρως ανταγωνιστική αγορά ή αγορά ελεύθερου ανταγωνισμού ή

αγορά τέλειου ανταγωνισμού

η μονοπωλιακή αγορά (το μονοπώλιο και το μονοψώνιο)

η αγορά ατελούς μονοπωλιακού ανταγωνισμού, η οποία διακρίνεται

σε

- αγορά ατελούς μονοπωλιακού ανταγωνισμού και

- σε ολιγοπωλιακή και ολιγοψωνιακή αγορά.

Η πλήρως ανταγωνιστική αγορά ή αγορά ελεύθερου ανταγωνισμού ή αγορά

τέλειου ανταγωνισμού. Λέμε ότι μια αγορά είναι πλήρως ανταγωνιστική όταν

υπάρχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις:

Μεγάλος αριθμός πωλητών και αγοραστών. Ο αριθμός των

αγοραστών και πωλητών να είναι μεγάλος και οι ποσότητες τις

οποίες κάθε ένας από αυτούς αγοράζει και πωλεί, να είναι πολύ

μικρές σε σχέση με τις συνολικές ποσότητες του προϊόντος που

προσφέρονται στην αγορά. Με αυτό τον τρόπο , κανένας από τούς

αγοραστές και πωλητές δεν θα είναι σε θέση μόνος του να επηρεάσει

τον σχηματισμό της τιμής του προϊόντος ή την παραγόμενη

ποσότητα αυτού.

Ομοιογενές προϊόν. Το προσφερόμενο προϊόν που κυκλοφορεί στην

αγορά πρέπει να είναι απόλυτα ομογενές, χωρίς καμία διαφορά ή

διάκριση. Δηλαδή το προσφερόμενο από ένα παραγωγό προϊόν

πρέπει να είναι της ίδιας ακριβώς ποιότητας και μορφής, με το

προϊόν άλλου παραγωγού.

Πλήρης γνώση των συνθηκών της αγοράς από τους αγοραστές και

τους πωλητές. Αυτό σημαίνει ότι και οι αγοραστές και οι πωλητές να

είναι ενήμεροι περί της τιμής και της ποσότητας του προϊόντος στην

αγορά. Αν οι αγοραστές δεν έχουν πλήρη γνώση για τις

επικρατούσες στην αγορά τιμές θα αγοράζουν (πιθανώς) σε

υψηλότερες τιμές, τη στιγμή, που θα υπάρχουν και χαμηλότερες

τιμές για το ίδιο προϊόν. Επίσης, είναι δυνατό οι πωλητές να

ζητήσουν διαφορετική τιμή από την ισχύουσα στην αγορά, επειδή

δεν γνωρίζουν τις πραγματικές συνθήκες αυτής.

Απόλυτη ελευθερία εισόδου και εξόδου των επιχειρήσεων στην

αγορά. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιορισμοί στην

εγκατάσταση νέων παραγωγικών μονάδων στην αγορά ή στην

αποχώρηση από αυτή, παλαιών παραγωγικών μονάδων. Με αυτό

τον τρόπο έχουμε μετακίνηση των συντελεστών της παραγωγής από

ένα παραγωγικό κλάδο σε κάποιο άλλο, που παρουσιάζει

μεγαλύτερο κέρδος.

Μονοπωλιακή αγορά. Μονοπωλιακή αγορά ονομάζεται μια αγορά όταν όλη

η προσφορά προέρχεται από μια μόνο επιχείρηση η οποία έχει πλήρη

έλεγχο της αγοράς, τόσο ως προς το παραγόμενο προϊόν όσο και προς τη

τιμή αυτού.

Μονοψώνιο. Μονοψώνιο ονομάζεται εκείνος ο τύπος της αγοράς, στον

οποίο ολόκληρη η ζήτηση προέρχεται από ένα μόνο αγοραστή. Ο

αγοραστής αυτού μπορεί να καθορίζει κατά την κρίση του τη τιμή στην

οποία θα αγοράσει το προσφερόμενο προϊόν. Οι πωλητές είναι

υποχρεωμένοι να δεχθούν την τιμή αυτή από τον αγοραστή.

Αγορά ατελούς ανταγωνισμού. Στην αγορά αυτή ο σχηματισμός της τιμής δεν

είναι απρόσωπος γιατί επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, τους

οποίους εξουσιάζει άλλοτε η πλευρά της ζήτησης και άλλοτε η πλευρά της

προσφοράς. Ανάλογα με τον βαθμό δυνατότητας επηρεασμού της τιμής

έχουμε δυο μορφές ατελούς ανταγωνισμού:

αγορά ατελούς μονοπωλιακού ανταγωνισμού – είναι μια μορφή

αγοράς στην οποία υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις που πουλάνε

παρόμοια αλλά όχι ίδια προϊόντα. Η αγορά αυτή χαρακτηρίζεται από:

- Μεγάλο αριθμό πωλητών και αγοραστών.

- Διαφοροποιημένο προϊόν (αυτή είναι και η μοναδική διαφορά αυτής

της μορφής αγοράς από την αγορά του τέλειου ανταγωνισμού)

- Πλήρης γνώση των συνθηκών της αγοράς από τους αγοραστές και τους

πωλητές.

- Απόλυτη ελευθερία εισόδου και εξόδου των επιχειρήσεων στην αγορά.

ολιγοπωλιακή και ολιγοψωνιακή αγορά. Είναι η μορφή της αγοράς

στην οποία υπάρχει μικρός αριθμός πωλητών ή αγοραστών ενός

αγαθού. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός των πωλητών ή των

αγοραστών τόσο ισχυρότερος είναι ο βαθμός επηρεασμού των τιμών

από κάθε ένα από αυτούς.

Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν

Έννοια

Με τον όρο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν θα εννοούμε τη χρηματική

αξία όλων των τελικών αγαθών και υπηρεσιών , που παράγονται σε

δεδομένη οικονομία σε μια χρονική περίοδο που συνήθως είναι το

ημερολογιακό έτος . Αλγεβρικά , το Α.Ε.Π. μπορεί να απεικονισθεί από

το άθροισμα των γινομένων των ποσοτήτων επί των τιμών .

n

Σ pi qi ( i = 1,2,3,…..,n)

i=1

Αναφερθήκαμε στη χρηματική αξία των τελικών αγαθών και όχι στην αξία

του συνόλου των αγαθών , διότι ο υπολογισμός και η αξία των ενδιάμεσων

αγαθών μέσα σε μια οικονομία θα μας οδηγήσει σε υπερεκτίμηση του

μεγέθους , εφόσον θα πέσουμε στην παγίδα του διπλού ή τριπλού

υπολογισμού μεγάλου αριθμού αγαθών .

Μέτρηση του Ακαθάριστου Εθνικού προϊόντος

Για τον ακριβή υπολογισμό του Α.Ε.Π. πρέπει να καταβάλλεται

ιδιαίτερη προσπάθεια , ώστε όλα τα παραγόμενα προϊόντα να

συμπεριλαμβάνονται στο Α.Ε.Π., αλλά κάθε προϊόν να υπολογίζεται μόνο

μια φορά .

Συνήθως κάθε προϊόν δέχεται επεξεργασία σε διάφορα στάδια

παραγωγής , πριν να γίνει τελικό προϊόν και να διατεθεί στην αγορά .Για την

αποφυγή διπλού ή τριπλού κ.λ.π. υπολογισμού του ίδιου προϊόντος στο

Α.Ε.Π. χρησιμοποιούμε τέσσερις μεθόδους :

α/. την μέθοδο της αξίας των τελικών προϊόντων ,

β/. την μέθοδο της προστιθέμενης αξίας ,

γ/. την εισοδηματική μέθοδο και

δ/. την μέθοδο της συνολικής δαπάνης .

Με την πρώτη μέθοδο υπολογίζουμε μόνο τα τελικά προϊόντα και τις

υπηρεσίες και αποκλείουμε τα ενδιάμεσα αγαθά ενώ με τη δεύτερη μέθοδο

υπολογίζουμε την προστιθέμενη αξία σε κάθε στάδιο παραγωγής . Η έννοια

των πρώτων δύο (α, β,) μεθόδων γίνεται κατανοητή με την βοήθεια του

παραδείγματος του πίνακα 1.

Πίνακας 1

Στάδια παραγωγής Αξία Προστιθέμενη πωλήσεως (ευρώ) αξία (ευρώ)

Πρώτο στάδιο (Σιτάρι) 100 100 Δεύτερο στάδιο (Αλεύρι) 120 20 Τρίτο στάδιο (ψωμί) 150 30

Τέταρτο στάδιο (Εμπόριο ψωμιού) 155 τελικό προϊόν 5

ΣΥΝΟΛΟ 525 ΣΥΝΟΛΟ 155

Για την παραγωγή ψωμιού απαιτούνται τέσσερα στάδια . Έστω ότι το

προϊόν του πρώτου σταδίου (γεωργική παραγωγή) είναι το σιτάρι και η αξία

του στο τέλος της παραγωγικής διαδικασίας είναι 100 ευρώ. Στο δεύτερο

στάδιο παραγωγής (αλευρόμυλος) το σιτάρι μετατρέπεται σε αλεύρι και το

κόστος μετατροπής αυξάνει την αξία του σε 120 ευρώ.

Είναι φανερό , ότι η προστιθέμενη αξία από το προηγούμενο στάδιο

είναι 20 ευρώ. Στη συνέχεια , στο τρίτο στάδιο παραγωγής (αρτοποιείο) το

αλεύρι χρησιμοποιείται για την παραγωγή ψωμιού και η συνολική αξία

ανέρχεται σε 150ευρώ. Η προστιθέμενη αξία του τρίτου σταδίου είναι λοιπόν

30 ευρώ. Τέλος με την διανομή του ψωμιού το τελικό προϊόν φτάνει στον

καταναλωτή με τελική συνολική αξία 155 ευρώ. δηλαδή στο τέταρτο στάδιο

προσθέτονται 5 ευρώ. στην αξία του προϊόντος. Είναι σαφές , ότι η αξία του

τελικού προϊόντος είναι το άθροισμα των προστιθέμενων αξιών .Αν για τον

υπολογισμό του Α.Ε.Π. προσθέσουμε την αξία πωλήσεως κάθε σταδίου αντί

για την προστιθέμενη αξία , το αποτέλεσμα θα είναι μια μεγάλη διόγκωση της

αξίας του προϊόντος λόγω διπλού ή τριπλού κ.λ.π. υπολογισμού .Π.χ. στο

παράδειγμα του πίνακα 1 το άθροισμα των αριθμών πωλήσεως είναι 525

ευρώ. Στην περίπτωση αυτή έχουμε υπολογίσει την αξία του πρώτου σταδίου

τέσσερις φορές , του δεύτερου τρεις και του τρίτου δύο. Πραγματικά : 4Χ100 +

3Χ20 + 2Χ30 + 5 = 525 .Παρατηρούμε δηλαδή ότι καταλήγουμε στον ίδιο

υπολογισμό του Α.Ε.Π. οποιοδήποτε από τις μεθόδους χρησιμοποιήσουμε .

Εισοδηματική μέθοδος : Το μέγεθος του Α.Ε.Π. μιας οικονομίας κατά τη

διάρκεια μιας ορισμένης χρονικής περιόδου μπορεί να μετρηθεί και ως το

σύνολο των αμοιβών των συντελεστών που χρησιμοποιήθηκαν για την

παραγωγή και την διανομή των προϊόντων και υπηρεσιών (εισοδηματική

μέθοδος) .Και αυτό διότι η παραγωγή των αγαθών και υπηρεσιών δημιουργεί

κόστος που δεν είναι άλλο από τις πληρωμές που γίνονται στους συντελεστές

εκείνους που συνέβαλλαν για την παραγωγή τους στη μορφή , χρηματικών

εισοδημάτων. Οι κατηγορίες των ειδών εισοδήματος με κριτήριο το

συντελεστή παραγωγής αναλύονται στη παράγραφο « Είδη του εισοδήματος

».

Μέθοδος της συνολικής δαπάνης : O υπολογισμός του Α.Ε.Π. μπορεί να γίνει

με την εύρεση του αθροίσματος του συνόλου των δαπανών που γίνονται για

την αγορά των τελικών αγαθών και υπηρεσιών .Οι διάφορες δαπάνες στο

ακαθάριστο εθνικό προϊόν μπορεί να ταξινομηθούν στις εξής γενικές

κατηγορίες :

1/. Κατανάλωση – ο όρος κατανάλωση αναφέρεται στο σύνολο των δαπανών

για την αγορά καταναλωτών και διαρκών αγαθών . Καταναλωτά ορίζονται

τα αγαθά εκείνα , τα οποία μετά την πρώτη χρήση δεν μπορούν να

χρησιμοποιηθούν ξανά για την ικανοποίηση της ίδιας ανάγκης. Αντίθετα

διαρκή αγαθά ορίζονται εκείνα που θα χρησιμοποιηθούν πολλές φορές στη

διάρκεια της ζωής τους για την ικανοποίηση της ίδιας ανάγκης .

2/. Επένδυση – Το σύνολο των δαπανών των επιχειρήσεων για την αγορά

κεφαλαιουχικών αγαθών ορίζεται ως επένδυση .

Ειδικότερα η επένδυση περιλαμβάνει τα εξής τρία κονδύλια :

α/. Δαπάνες για την αγορά κεφαλαίου , το οποίο είναι απαραίτητο για τη

λειτουργία

των επιχειρήσεων,

β/. Δαπάνες των ατόμων για την κατασκευή σπιτιών,

γ/. Μεταβολές στα αποθέματα προϊόντων των επιχειρήσεων .Αν ορισμένη

ποσότητα προϊόντων έχει παραχθεί μέσα σε μια χρονική περίοδο , αλλά δεν

έχει διατεθεί στην αγορά κατά την ίδια περίοδο , παραμένει στα

αποθέματα της τρέχουσας περιόδου για μελλοντική διάθεση και

επομένως για την τρέχουσα περίοδο θεωρείται επένδυση.

3/. Κρατική δαπάνη- Οι κρατικές δαπάνες μπορούν να είναι δαπάνες για

επενδύσεις (π.χ. κατασκευή δρόμων ) ή για κατανάλωση (π.χ. τροφοδοσία

των Ενόπλων Δυνάμεων ).

Ταυτόχρονα , αν η εξεταζόμενη οικονομία έχει οικονομικές

συναλλαγές με άλλες χώρες , τότε θα πρέπει στις εκτιμήσεις του ακαθάριστου

εθνικού προϊόντος να λάβουμε υπόψη και τις εξαγωγές και τις εισαγωγές

αγαθών.

Οι εξαγωγές αποτελούν τμήμα του εθνικού προϊόντος , το οποίο

απορροφούν οι οικονομίες ξένων χωρών. Είναι επομένως δαπάνη επί των

αγαθών και υπηρεσιών , που έχουν παραχθεί μέσα στην οικονομία και πρέπει

να προστεθεί στις άλλες κατηγορίες δαπανών (κατανάλωση , επένδυση κ.λ.π. )

για να υπολογισθεί το ακαθάριστο εθνικό προϊόν . Αντίθετα η δαπάνη στα

εισαγόμενα προϊόντα δεν είναι δαπάνη σε εγχώρια παραγωγή , αλλά στην

παραγωγή των άλλων χωρών .Κατά συνέπεια η δαπάνη επί των εισαγωγών

πρέπει να αφαιρεθεί από το σύνολο των άλλων δαπανών , για να υπολογισθεί

το ακαθάριστο εθνικό προϊόν .

Συνεπώς η συνολική δαπάνη μπορεί να αποδοθεί από :

Α.Ε.Π. = C + I + G + (X - M)

όπου :

C – Ιδιωτική κατανάλωση

I - Ακαθάριστες επενδύσεις

G – Δημόσια κατανάλωση

Χ - Εξαγωγές

Μ – Εισαγωγές

Μετατροπή του Α.Ε.Π. από τρέχουσες τιμές σε σταθερές

Πολλές φορές χρειάζονται να γίνουν συγκρίσεις μεταξύ των διαφόρων

μεγεθών που αντιπροσωπεύουν τη δραστηριότητα μιας οικονομίας , τα οποία

αντιστοιχούν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, Τα μεγέθη όμως αυτά

εκφράζονται σε χρηματικές μονάδες που η αξία τους λόγω της μεταβολής των

τιμών συνεχώς μεταβάλλεται. Όμως είναι γνωστό , μια δραχμή εφέτος δεν έχει

την ίδια αγοραστική δύναμη και κατά συνέπεια δεν έχει την ίδια αξία που

είχε πριν ένα , δύο ή και περισσότερα χρόνια .Για το λόγο αυτό τα μεγέθη που

εκφράζονται σε τιμές της περιόδου για την οποία έχουν υπολογιστεί , δηλαδή

σε τρέχουσες τιμές , δεν μπορούν να συγκριθούν από χρόνο σε χρόνο αν δεν

αφαιρεθεί η επίδραση της μεταβολής των τιμών .

Μια μεταβολή ενός οικονομικού μεγέθους που εκφράζεται σε

τρέχουσες τιμές μπορεί να οφείλεται σε πραγματική μεταβολή του μεγέθους ή

σε μεταβολή του επιπέδου τιμών. Για να αφαιρεθεί η επίδραση της μεταβολής

των τιμών τα διάφορα οικονομικά μεγέθη πρέπει να εκφραστούν σε σταθερές

τιμές . Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται ένα έτος ως βάση και τα διάφορα

μεγέθη εκφράζονται σε τιμές του έτους αυτού. Με τον τρόπο αυτό οι τιμές

διατηρούνται σταθερές και τα μεγέθη γίνονται συγκρίσιμα . Η αναγωγή των

μεγεθών σε τιμές του έτους βάσεως γίνεται με βοήθεια των αριθμοδεικτών.

Ο αριθμοδείκτης ενός έτους δείχνει το επίπεδο τιμών του έτους σε

σχέση με το επίπεδο τιμών του έτους που λαμβάνεται ως βάση. Αν ,

παραδείγματος χάρη , ο αριθμοδείκτης ενός έτους είναι 120, αυτό σημαίνει

ότι το επίπεδο τιμών κατά το έτος αυτό είναι 120% , του επιπέδου τιμών του

έτους βάσεως ή με άλλα λόγια ότι το επίπεδο τιμών έχει αυξηθεί κατά 20% .

Αν ο αριθμοδείκτης ενός έτους είναι 85 , αυτό σημαίνει ότι το επίπεδο τιμών

κατά το έτος αυτό είναι 85% του επιπέδου τιμών του έτους βάσεως.

Στον πίνακα 2 εμφανίζεται ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η

προσαρμογή του Α.Ε.Π. από τρέχουσες σε σταθερές τιμές.

Πίνακας 2

Επίπεδο Δείκτης Α.Ε.Π. σε Α.Ε.Π. σε

Έτη τιμών τιμών τρέχουσες σταθερές

(ευρώ) ( %) τιμές (ευρώ) τιμές (ευρώ)

(1) (2) (3) (4) (5)

1 8 100.0 2.000 2.000

2 10 125.0 3.000 2.400

3 12 150.0 4.500 3.000

4 9 112.5 4.000 3.457

- - - - -

- - - - -

- - - - -

n 16 200.0 6.000 3.000

Η στήλη (2) του πίνακα 2 δίνει τον αριθμό των χρηματικών μονάδων ,

δηλαδή δραχμών που απαιτούνται για την αγορά μιας μονάδας από όλα τα

αγαθά . Για την αγορά της ίδιας ποσότητας αγαθών απαιτούνται 8 ευρώ την

πρώτη περίοδο , 10 ευρώ τη δεύτερη κ.ο.κ. Με βάση τη στήλη (2) μπορεί να

κατασκευαστεί δείκτης τιμών , αν τεθεί , αυθαίρετα , μια ορισμένη χρονική

περίοδος ως βάση (αρχή) . Αν ως βάση χρησιμοποιηθεί το έτος 1 , ο δείκτης

τιμών παίρνει την τιμή 100% και επομένως οι 8 ευρώ αντιστοιχούν σε 100% .

Ανάλογα οι 10 ευρώ της περιόδου 2 αντιστοιχούν σε 125% κ.ο.κ. Το μέγεθος

του Α.Ε.Π. σε χρηματική αξία δίνεται στη στήλη (4) .

Όπως γίνεται σαφές από τα πιο πάνω , οι μεταβολές του Α.Ε.Π. είναι

αποτέλεσμα των μεταβολών όχι μόνο των αγαθών , αλλά και των τιμών .

Προφανώς η μεταβολή , η οποία προέρχεται από τις μεταβολές των τιμών ,

είναι ονομαστική και όχι πραγματική . Επομένως από το Α.Ε.Π. πρέπει να

αφαιρεθεί η ονομαστική μεταβολή . Για να γίνει η μετατροπή αυτή , πρέπει να

διαιρεθεί το Α.Ε.Π. σε τρέχουσες τιμές με τον αντίστοιχο δείκτη της κάθε

περιόδου και το πηλίκο που προκύπτει να πολλαπλασιαστεί με το 100.

Α.Ε.Π. τρεχ.τιμ. της ιδίας περιόδου

Α.Ε.Π. στ. τιμ περιόδου = * 100

Δείκτης τιμών περιόδου

Ο αποπληθωριστής του Α.Ε.Π. Ο αριθμοδείκτης αυτός αντιπροσωπεύει τις

μεταβολές του γενικού επιπέδου των τιμών και είναι ο λόγος του ονομαστικού

Α.Ε.Π. (σε τρέχουσες τιμές ) προς το πραγματικό Α.Ε.Π. (σε σταθερές τιμές)

εκφρασμένος σε δείκτη .

Πίνακας 3 Ονομαστικό και πραγματικό Α.Ε.Π.

19χχ 19χ1 191χ 19χχ 19χχ 201χ

Ονομαστικό Α.Ε.Π. (δις) 22.9 31.9 44.6 96.5 199.0 277.9

Αποπληθωριστής

(19χ1=100) 17.9 21.3 27.1 50.2 100.0 131.4

Πραγματικό Α.Ε.Π. (δις)

(τιμές 19χ1) 127.8 149.4 169.2 186.1 199.0 211.9

5.3 Η πτώση στην αξία της νομισματικής μονάδας

Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι η πτώση στην αξία της νομισματικής

μονάδας δεν είναι ίση με το ποσοστό πληθωρισμού . Έτσι , με

πληθωρισμό ίσο με 25% η πτώση στην αξία της νομισματικής μονάδας

δεν είναι το ποσοστό αυτό , αλλά ένα μικρότερο ποσοστό .Συγκεκριμένα

για την περίπτωση αυτή , η πτώση της αξίας της θα είναι ίση με 20% . Για

να καταλάβουμε γιατί γίνεται αυτό , ας χρησιμοποιήσουμε ένα

παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι η τιμή ενός βιβλίου στο έτος βάση 1

είναι ίση με 200 ευρώ Αν στο έτος 2 έχουμε 25% πληθωρισμού , θα

χρειαζόμαστε 250 ευρώ για να αγοράσουμε το βιβλίο , υπό την

προϋπόθεση , βέβαια, ότι η τιμή του βιβλίου ακολουθεί το γενικό

επίπεδο τιμών .

Ο τύπος αποπληθωρισμού της χρηματικής μονάδας δίνεται από τον

1

V1 =

P1

όπου :

V = αξία της χρηματικής μονάδας στην τρέχουσα περίοδο

P = ο δείκτης τιμών την περίοδο 1

Έτσι , στο παράδειγμα μας ,

1

V= = 80

125

100

Αυτό σημαίνει ότι : η πτώση στην αξία της είναι 100 δεκάρες μείον 80 = 20

δεκάρες.

Τα είδη του εισοδήματος

Οι συντελεστές παραγωγής που συμβάλλουν στην παραγωγή του

Α.Ε.Π. είναι τέσσερις. Η εργασία , το κεφάλαιο , το έδαφος και η

επιχειρηματική δραστηριότητα .

Οι μισθοί αντιστοιχούν στο εισόδημα εκείνο που οι εργαζόμενοι

λαμβάνουν ως αμοιβή , επειδή προσφέρουν εργασία στην παραγωγική

διαδικασία .

Το δεύτερο είδος εισοδημάτων που είναι τα κέρδη είναι η διαφορά

μεταξύ συνολικών εισπράξεων και πληρωμών , που πραγματοποιούν οι

επιχειρήσεις , βιομηχανίες , βιοτεχνίες , οι έμποροι , οι καλλιεργητές και

κάτοχοι τίτλων κ.λ.π. Τα κέρδη διακρίνονται σε αδιανέμητα και διανεμημένα

. Συνεπώς τα κέρδη μπορούν να οριστούν ως το καθαρό εισόδημα των

ιδιοκτητών της επιχείρησης , στο οποίο δεν υπάγονται ούτε τα αδιανέμητα

κέρδη , αλλά ούτε και η αξία των αποσβέσεων οι οποίες αποτελούν μέρη των

πληρωμών της. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι τα κέρδη αποτελούν

αμοιβές στους κατόχους του συνολικού κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στην

παραγωγική διαδικασία. Η αμοιβή της επιχειρηματικής δραστηριότητας

οικονομολογικά θεωρείται μισθός.

Η τρίτη κατηγορία εισοδήματος είναι η αμοιβή που λαμβάνουν τα

άτομα τα οποία δανείζουν το δεύτερο είδος του κεφαλαίου , το χρηματικό

κεφάλαιο , σε άλλα άτομα μέσω των τραπεζών και άλλων νομίμων ιδρυμάτων

.Η αμοιβή αυτή λέγεται τόκος και υπολογίζεται βάση του επιτοκίου , που

είναι ο τόκος των εκατό δραχμών σε ένα χρόνο . Το επιτόκιο για αυτόν που

δανείζεται το χρήμα θεωρείται το κόστος απόκτησης του χρηματικού

κεφαλαίου. Επειδή το κόστος αυτό έχει σημαντικό ρόλο στον επηρεασμό των

μακροοικονομικών μεγεθών ελέγχεται από τις νομισματικές αρχές οι οποίες

το αυξομειώνουν ανάλογα.

Το τέταρτο είδος εισοδήματος είναι η αμοιβή που πληρώνεται στους

κατόχους του συντελεστή εδάφους και κτιρίων για τη χρήση που

πραγματοποιούν οι επιχειρηματίες με την ενοικίαση .Έτσι οι ενοικιάσεις

εργοστασίων , καταστημάτων , οικοπέδων και κατοικιών λέμε ότι αποδίδουν

έγγεια πρόσοδο (ενοίκια) στους ιδιοκτήτες τους . Επειδή η έγγεια πρόσοδος

είναι ουσιαστικής σημασίας για το επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας ,

το κράτος προβαίνει συχνά στον έλεγχο του ύψους της.

Συχνά στην οικονομική ανάλυση χρησιμοποιούν τους δύο πρώτους

παραγωγικούς συντελεστές.

Καθαρό Εθνικό Προϊόν

Το προϊόν είναι αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας , με την

οποία οι χρησιμοποιούμενοι παραγωγικοί συντελεστές μετασχηματίζονται σε

προϊόν . Κατά συνέπεια στην δημιουργία του προϊόντος αντιστοιχεί ανάλωση

παραγωγικών συντελεστών , δηλαδή ανθρώπινης εργασίας , πρώτων υλών

και πραγματικού κεφαλαίου . Για να παραμένει το πραγματικό κεφάλαιο της

οικονομίας ανέπαφο , πρέπει η φθορά , την οποία υφίσταται κατά την

παραγωγική διαδικασία , να αντικατασταθεί από την τρέχουσα παραγωγή.

Με άλλη διατύπωση , πρέπει μέρος του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος να

χρησιμοποιηθεί για την απόσβεση του πραγματικού κεφαλαίου . Με τον όρο

απόσβεση εννοούμε τη φθορά που υφίστανται τα κεφαλαιουχικά αγαθά ,

λόγω της χρησιμοποίησής τους στην παραγωγική διαδικασία .

Αν δηλαδή από τη χρηματική αξία των τελικών αγαθών και υπηρεσιών

αφαιρέσουμε την αποτιμημένη αξία των αποσβέσεων κεφαλαίου , θα έχουμε

τη χρηματική αξία του καθαρού εθνικού προϊόντος (Κ.Ε.Π.).

Καθαρό Εθνικό Προϊόν = Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν – Απόσβεση

Έτσι λοιπόν το νεοπαραγόμενο υλικό κεφάλαιο – που θα το

ονομάσουμε ακαθάριστες επενδύσεις – ένα μέρος του θα χρησιμοποιηθεί για

να αντικαταστήσει εκείνο το μέρος του αρχικού κεφαλαίου της οικονομίας ,

το οποίο έχει φθαρεί δηλαδή για την απόσβεση του πραγματικού κεφαλαίου.

Το υπόλοιπο μέρος από τις ακαθάριστες επενδύσεις - αυτό , δηλαδή , που

μένει μετά την αφαίρεση των αποσβέσεων – θα το ονομάσουμε καθαρές

επενδύσεις . Είναι ευνόητο ότι , αν το μέγεθος των ακαθάριστων επενδύσεων

είναι πιο μεγάλο από το μέγεθος των αποσβέσεων , τότε το μέγεθος των

καθαρών επενδύσεων είναι θετικό (μεγέθυνση) . Αν συμβαίνει το αντίθετο ,

τότε λέμε ότι έχουμε αρνητικό μέγεθος επενδύσεων , που σημαίνει ότι η

οικονομία , όχι μόνο δεν κάνει αύξηση του πραγματικού της κεφαλαίου ,

αλλά αντίθετα το καταναλώνει (αποεπένδυση). Τέλος , αν συμβεί , ώστε το

μέγεθος των ακαθάριστων επενδύσεων να είναι ίσο με το μέγεθος των

αναγκαίων αποσβέσεων του πάγιου κεφαλαίου , τότε είναι σαφές ότι δεν

έχουμε καμία αύξηση του πραγματικού κεφαλαίου της οικονομίας .

Από τα πιο πάνω εύκολα προκύπτει η σχέση :

Καθαρές επενδύσεις = Ακαθάριστες επενδύσεις –Αποσβέσεις

Εθνικό Εισόδημα

Η συνολική χρηματική αξία των αγαθών είναι ίση με το σύνολο των

εισοδημάτων , τα οποία πληρώνονται στους παραγωγικούς συντελεστές για

τη συμμετοχή τους στην παραγωγή του Κ.Ε.Π. . Θα έπρεπε , επομένως , η

χρηματική αξία του καθαρού εθνικού προϊόντος , όπως προσδιορίζεται από

τις τιμές της αγοράς , να είναι ίση με το άθροισμα των εισοδημάτων , τα οποία

παίρνουν οι κάτοχοι των παραγωγικών συντελεστών , συν το σύνολο των

κερδών των επιχειρηματιών .

Εντούτοις η τιμή της αγοράς ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας συνήθως

περιλαμβάνει , εκτός από το κόστος παραγωγής , και τον επιβαλλόμενο από

το κράτος έμμεσο φόρο καταναλώσεως. Άρα η αγοραία συνολική χρηματική

αξία των αγαθών είναι μεγαλύτερη από το σύνολο των ατομικών

εισοδημάτων κατά το ποσό της έμμεσης φορολογίας . Αν τώρα από τη

χρηματική αξία του καθαρού εθνικού προϊόντος αφαιρέσουμε το ποσό της

έμμεσης φορολογίας , το οποίο επιβαρύνει την τιμή των αγαθών και

υπηρεσιών , το υπόλοιπο αποτελεί το σύνολο των ατομικών εισοδημάτων .

Δηλαδή ό,τι τα άτομα εισπράξανε ως αμοιβές για τις υπηρεσίες που

πρόσφεραν οι παραγωγικοί συντελεστές στην παραγωγική διαδικασία . Αυτό

το σύνολο των ατομικών εισοδημάτων των οικονομούντων ατόμων θα το

ονομάσουμε Εθνικό Εισόδημα (ΕΕ) .

Από την πιο πάνω ανάλυση γίνεται σαφές ότι θα πρέπει να ισχύει :

Εθνικό Εισόδημα = Καθαρό εθνικό προϊόν – Έμμεσοι φόροι

Η διάκριση αυτή μεταξύ εθνικού εισοδήματος και καθαρού εθνικού

προϊόντος βασίζεται στην υπόθεση , ότι το κράτος δεν αποτελεί συντελεστή

παραγωγής και η επιβολή της έμμεσης φορολογίας δεν μπορεί να

δικαιολογηθεί ως εισόδημα για συμβολή του στην παραγωγική διαδικασία .

Γενικά οτιδήποτε αυξάνει την τιμή του προϊόντος ή της υπηρεσίας ,

χωρίς να αποτελεί εισόδημα κάποιου συντελεστή , πρέπει να αφαιρείται από

το καθαρό εθνικό προϊόν , για να ληφθεί το εθνικό εισόδημα.

Είναι επίσης δυνατό , η αγοραία τιμή ενός προϊόντος να είναι

χαμηλότερη από το κόστος παραγωγής , λόγω π.χ. επιδοτήσεων του προϊόντος

από το κράτος . Στην περίπτωση αυτή το ποσό των επιδοτήσεων πρέπει να

προστεθεί στο καθαρό εθνικό προϊόν , για να ληφθεί το εθνικό εισόδημα .

Ποσοτικά πάντως οι επιδοτήσεις έχουν μάλλον μικρή σημασία .

Διαθέσιμο Εισόδημα

Το διαθέσιμο εισόδημα ορίζεται ως το άθροισμα των ατομικών

εισοδημάτων , τα οποία υπάρχουν στη διάθεση των ατόμων και τα οποία θα

χρησιμοποιήσουν για κατανάλωση ή αποταμίευση .

Η διαφορά ανάμεσα στο διαθέσιμο εισόδημα και εθνικό εισόδημα

οφείλεται στους εξής κυρίως λόγους :

1/. Το κράτος , όπως αναφέραμε και πιο πάνω , επιβάλλει φορολογία ,

στα κέρδη των ανώνυμων εταιριών πριν από την διανομή των κερδών στους

μετόχους της εταιρίας και , επομένως , ένα μέρος του δημιουργημένου

εισοδήματος δεν περιέχεται στους κατόχους της εταιρίας , αλλά στο κράτος .

2/. Το κράτος φορολογεί άμεσα τα ατομικά εισοδήματα , (φορολογία

εισοδήματος ) και μ’αυτό τον τρόπο ένα ακόμη μέρος του εθνικού

εισοδήματος δεν περιέχεται στη διάθεση των ατόμων .

3/. Το κράτος παρέχει χρηματικά εισοδήματα σε άτομα τα οποία , για

διάφορους λόγους , δεν συμμετέχουν στη παραγωγική διαδικασία . Αυτές

είναι οι γνωστές μεταβιβαστικές πληρωμές , όπως π.χ. η καταβολή

επιδομάτων ανεργίας σε άτομα που δεν βρίσκουν απασχόληση , και η

πληρωμή των συντάξεων σε υπερήλικες, οι οποίοι δεν συμμετέχουν πια στη

παραγωγική διαδικασία .

4/. Οι ανώνυμες εταιρίες περιορίζουν νομοθετικά να μη διανέμουν

όλα τα κέρδη της περιόδου στους μετόχους , αλλά να παρακρατούν ένα μέρος

από αυτά , για τη δημιουργία αποθεματικών για μελλοντική χρήση .

Επομένως , η διαφορά ανάμεσα στα δύο μεγέθη οφείλεται στην

κρατική παρέμβαση , καθώς και στην πολιτική των επιχειρήσεων .

Αν λάβουμε υπόψη όλα τα πιο πάνω συνάγεται ότι :

Διαθέσιμο Εισόδημα = Εθνικό Εισόδημα

- Φόροι στο εισόδημα

- Φόροι στα κέρδη των ανώνυμων εταιριών πριν από τη

διανομή

- Αδιανέμητα Κέρδη

+ Μεταβιβαστικές Πληρωμές

Σχέσεις μεταξύ των διαφόρων εισοδηματικών εννοιών

Στα προηγούμενα τμήματα αναπτύχθηκαν οι έννοιες του ακαθάριστου

εθνικού προϊόντος , του καθαρού εθνικού προϊόντος , του εθνικού

εισοδήματος και του διαθέσιμου εισοδήματος . Για να γίνει σαφής η

αλληλεξάρτησή τους παρακάτω οι έννοιες αυτές επαναλαμβάνονται με τη

μορφή ταυτοτήτων.

Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν ( ΑΕΠ )

ΑΕΠ = C + I + G + (X – M ) (Συνολική Δαπάνη)

ΑΕΠ = W + P + R + IN + D + Tε ( Συνολικά Εισοδήματα)

Όπου :

C – Ιδιωτική κατανάλωση

I - Ακαθάριστες επενδύσεις

G – Δημόσια κατανάλωση

Χ – Εξαγωγές

Μ – Εισαγωγές

W- Μισθοί

P – Κέρδη

R – Έγγεια Πρόσοδος

IN – Τόκοι

D – Αποσβέσεις

Tε – Έμμεσοι Φόροι

Καθαρό Εθνικό Προϊόν (ΚΕΠ)

ΚΕΠ = ΑΕΠ – D

Εθνικό Εισόδημα (ΕΕ)

ΕΕ = ΚΕΠ – Τε

Διαθέσιμο Εισόδημα (ΔΕ)

ΔΕ = ΕΕ – Τα – Pu + F

ή ΔΕ = ΑΕΠ – D –Tε – Τα – Pu + F

ή ΔΕ = C + S

όπου :

Τα = Άμεσοι Φόροι

Pu = Αδιανέμητα κέρδη

F = Μεταβιβαστικές πληρωμές

S = Αποταμίευση

Απεικόνιση σχέσεων μεταξύ εισοδηματικών εννοιών

Συνολική Συνολικά

Εισοδήματα

Δαπάνη Εισοδήματα

Συντελεστών

(Α.Ε.Π.) (Α.Ε.Π.) παραγωγής

Το εθνικό προϊόν ως δείκτης ευημερίας μιας χώρας

Το επίπεδο του εθνικού προϊόντος ή του εθνικού εισοδήματος

χρησιμοποιείται σαν μέτρο απόδοσης της οικονομίας και ως δείκτης

ευημερίας . Σε αυτές τις περιπτώσεις λαμβάνεται το κατά κεφαλή εθνικό

προϊόν ή εισόδημα το οποίο προκύπτει από τη διαίρεση του συνολικού

μεγέθους προς τον πληθυσμό της χώρας. Με βάση τα μεγέθη αυτά γίνονται

συγκρίσεις που αναφέρονται στο επίπεδο ή στο ρυθμό οικονομικής

ανάπτυξης διαφόρων χωρών του κόσμου ή της ίδιας οικονομίας σε

διαφορετικές χρονικές περιόδους .

Εξαγωγές

Μείον Απόσβεση Απόσβεση

Εισαγωγές

Ακαθάριστο G Έμμεσοι

Εθνικό φόροι

Προϊόν I Ενοίκια

Τόκοι Καθαρό

Εθνικό

Εισοδήματα Προϊόν

/σε τιμές C λοιπών επιχ/ων

αγοράς/

Μισθοί & Ημε

ρομίσθια

Έμμεσοι Φόροι

Εθνικό

Εισόδημα

Ενοίκια

Τόκοι

Εισοδήματα

Λοιπών

επιχειρήσεων

Μισθοί &

Ημερομίσθια

Όσο ψηλότερο είναι το κατά κεφαλή εθνικό προϊόν ή εισόδημα σε μια

χώρα σε σχέση με άλλες χώρες τόσο ψηλότερο θεωρείται ότι είναι και το

επίπεδο οικονομικής αναπτύξεως και ευημερίας στη χώρα αυτή . Επίσης

όσο ψηλότερο είναι το εθνικό προϊόν μιας χώρας ή το ποσοστό αυξήσεώς

του κατά τη διάρκεια μιας ορισμένης χρονικής περιόδου σε σχέση με το

παρελθόν τόσο καλύτερα θεωρείται ότι λειτούργησε η οικονομία της και

τόσο μεγαλύτερη ευημερία θεωρείται ότι επιτυγχάνεται για τους κατοίκους

της .

Υπάρχουν όμως πολλοί λόγοι για τους οποίους το Εθνικό Προϊόν δεν

αποτελεί πλήρη και ικανοποιητικό δείκτη της οικονομικής αναπτύξεως και

του επιπέδου διαβιώσεως των κατοίκων μιας χώρας . Βασικότεροι από

αυτούς είναι:

1/. Ενδέχεται σε μία οικονομία το υψηλό κατά κεφαλή εισόδημα να

είναι αποτέλεσμα περιπτωσιακών καταστάσεων (π.χ. η ανακάλυψη

πετρελαίου , χρυσού κ.λ.π.) και όχι η φυσιολογική συνέπεια μιας θεσμικά

σωστά οργανωμένης οικονομίας που παρουσιάζει χαρακτηριστικά

ισόρροπης μεγέθυνσης και ανάπτυξης . ΄Ετσι , σε μη σχεδιασμένες

οικονομίες (μονοκουλτουριαρικές), όπου παρουσιάζονται δυσανάλογες

εξελίξεις στα οικονομικά τους δεδομένα , είναι πιθανό την υπανάπτυκτη

δομή τους να συνοδεύουν κατά κεφαλή εισόδημα ανάλογα με αυτά των

πιο σωστά οργανωμένων οικονομιών (π.χ. Κουβέιτ , αν και λιγότερο

ανεπτυγμένη οικονομία από τον Καναδά από άποψη θεσμών , έχει κατά

κεφαλή εισόδημα υψηλότερο από αυτόν ).

2/. Το ΑΕΠ δεν δείχνει τίποτα για την κατανομή των αγαθών και των

υπηρεσιών μεταξύ του πληθυσμού . Οι κοινωνίες διαφέρουν σημαντικά ως

προς τον τρόπο που κατανέμουν την παραγωγή των αγαθών και

υπηρεσιών μεταξύ του πληθυσμού . Μια πλήρως εξισωτική κοινωνία θα

κατένεμε στον καθένα την ίδια ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών . Πολλές

κοινωνίες καθιερώνουν ελάχιστα όρια κατανάλωσης για άτομα και

οικογένειες . Σε λίγες περιπτώσεις αποφασίζουν σκόπιμα να αφήσουν

κάποιον να πεθάνει από την πείνα αν και έχουν τις οικονομικές

δυνατότητες να εμποδίσουν μια τέτοια περίπτωση . Έτσι , γνωρίζοντας το

ΑΕΠ ενός έθνους ή ακόμη και γνωρίζοντας το μέσο (κατά κεφαλή ) ΑΕΠ ,

δεν γνωρίζουμε τίποτα για τον τρόπο κατανομής του προϊόντος αυτού .

Μια πλούσια χώρα μπορεί να έχει πολλές φτωχές οικογένειες . Μια φτωχή

χώρα μπορεί να έχει μερικές πολύ πλούσιες οικογένειες .

3/. Άλλη πηγή ανεπάρκειας του ΑΕΠ ως μέτρο ευημερίας είναι το

γεγονός ότι:

α/. δεν συμπεριλαμβάνει τις μη εγχρήματες συναλλαγές και

β/. δεν περιλαμβάνει τις παράνομες οικονομικές δραστηριότητες

(παραοικονομία).

4/. Το ΑΕΠ δεν απεικονίζει τις μεταβολές στην ποιότητα των

προϊόντων , καθώς και αυτή καθαυτή την ποιότητα . Έτσι , η αδυναμία του

ΑΕΠ να μετρήσει τις βελτιώσεις στις ποιότητες των προϊόντων οδηγεί σε

υποεκτίμηση του μεγέθους ως δείκτη ευημερίας . Αντίθετα , αν οι ποιότητες

χειροτερεύουν και οι ποσότητες των προϊόντων αυξάνουν , το ΑΕΠ κατά

κάποιο τρόπο υπερεκτιμά την ευημερία των κατοίκων .

5/. Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα που περιορίζει την αξία του εθνικού

προϊόντος ως δείκτη οικονομικής ευημερίας μιας κοινωνίας προέρχεται

από το γεγονός ότι για τον υπολογισμό δεν λαμβάνεται υπόψη το

κοινωνικό κόστος που δημιουργείται από την παραγωγή του . Με την

αύξηση του προϊόντος μιας οικονομίας επιδεινώνονται , ιδιαίτερα στα

αστικά κέντρα , διάφορα προβλήματα , όπως είναι η μόλυνση του

περιβάλλοντος , η κυκλοφοριακή συμφόρηση , η αντικοινωνική

συμπεριφορά κλπ. Τα προβλήματα αυτά επηρεάζουν την ποιότητα της

ζωής και την κοινωνική ευημερία , αλλά δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον

υπολογισμό του εθνικού προϊόντος.

Όταν γίνονται διεθνείς συγκρίσεις θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι

οι επίσημες συναλλαγματικές ισοτιμίες δεν αντανακλούν τα επίπεδα των

τιμών των διαφόρων χωρών και για το λόγο αυτό η νομισματική μονάδα ,

η οποία χρησιμοποιείται για την μέτρηση του προϊόντος , μπορεί να έχει

διαφορετική αγοραστική δύναμη από χώρα σε χώρα , π.χ. σήμερα ένα

δολάριο έχει διαφορετική αγοραστική δύναμη στην Ινδία από εκείνη που

έχει στη Σουηδία. Έτσι προϊόν ή εισόδημα 200$ στην Ινδία έχει

διαφορετική αγοραστική ικανότητα από εκείνη που έχει στη Σουηδία.

Κατανάλωση και Αποταμίευση

Για την απλούστευση της ανάλυσης των σχέσεων μεταξύ του

εισοδήματος , κατανάλωσης και αποταμίευσης θα κάνουμε τις εξής τέσσερις

υποθέσεις:

α/. το επίπεδο των τιμών παραμένει σταθερό και , επομένως , οι

μεταβολές του εισοδήματος οφείλονται σε μεταβολές της παραγωγής ,

β/. η οικονομία είναι κλειστή , δηλαδή δεν έχει οικονομικές

συναλλαγές με άλλες χώρες ,

γ/. επίσης , στην εξεταζόμενη υποθετική οικονομία δεν υπάρχουν

αδιανέμητα κέρδη , δηλαδή οι επιχειρήσεις δεν παρακρατούν κανένα μέρος

από τα κέρδη τους για το σχηματισμό αποθεμάτων και

δ/. δεν υπάρχει κρατικός τομέας.

Η συνέπεια της πρώτης υπόθεσης είναι , ότι δεν απαιτείται

προσαρμογή του εισοδήματος λόγω μεταβολής του γενικού επιπέδου των

τιμών .Η συνέπεια των υποθέσεων β ,γ , και δ είναι , ότι το καθαρό εθνικό

προϊόν , το εθνικό εισόδημα και το διαθέσιμο εισόδημα συμπίπτουν.

Μέση ροπή προς κατανάλωση και αποταμίευση

Η μέση ροπή προς κατανάλωση είναι ο λόγος του μεγέθους της

κατανάλωσης προς το μέγεθος του εισοδήματος , και δηλώνει το ποσοστό του

εισοδήματος , το οποίο καταναλίσκεται. Συμβολικά , αν C - μέγεθος της

κατανάλωσης και Y - μέγεθος εισοδήματος , η μέση ροπή προς κατανάλωση

(APC) είναι C/Y .

Κατ’ ανάλογο τρόπο ορίζεται η μέση ροπή προς αποταμίευση , και

επομένως έχουμε :

Μέση ροπή προς αποταμίευση (APS) = S/Y

Στον πίνακα 4 υπολογίζουμε τη μέση ροπή για κατανάλωση και

αποταμίευση χρησιμοποιώντας μια υποθετική κλίμακα .

Πίνακας 4

Εισό- Κατανά- Αποτα- Μέση ροπή προς Μέση ροπή προς

Άθροισμα

δημα λωση μίευση κατανάλωση αποταμίευση μέσων

ροπών

1 2 3 4= 2/1 5=3/1 6=

4+5

Η στήλη 4 του πίνακα φανερώνει για κάθε ύψος εισοδήματος το ποσοστό

από το εισόδημα που θα καταναλωθεί . Αυτό το ποσοστό , που αποτελεί το

λόγο του συνολικού ύψους της κατανάλωσης δια του συνολικού ύψους του

εισοδήματος αποτελεί την μέση ροπή προς κατανάλωση . Η στήλη 5

φανερώνει το ποσοστό από το εισόδημα που θα αποταμιευθεί και αποτελεί

την μέση ροπή προς αποταμίευση.

Από τον παραπάνω πίνακα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι το

άθροισμα της μέσης ροπής προς κατανάλωση και της μέσης ροπής προς

αποταμίευση για κάθε ύψος εισοδήματος είναι ίσο με τη μονάδα (βλ.στήλη 6).

100

110

120

130

140

80

87

92

95

97

20

23

28

35

43

0.80

0.79

0.77

0.73

0.69

0.20

0.21

0.23

0.27

0.31

1.00

1.00

1.00

1.00

1.00

Αυτό είναι πάρα πολύ σαφές, αρκεί να θυμηθεί κανείς , ότι η αποταμίευση

ορίζεται ως το μέρος εκείνο του εισοδήματος που δεν καταναλίσκεται .

Επομένως και το ποσοστό του εισοδήματος που θα καταναλωθεί (δηλαδή η

μέση ροπή προς κατανάλωση), συν το ποσοστό του εισοδήματος που δεν θα

καταναλωθεί , άρα θα αποταμιευθεί (δηλαδή η μέση ροπή προς αποταμίευση

), πρέπει να είναι ίση με τη μονάδα. Άρα :

C/Y + S/Y = 1 , επίσης C/Y = 1 – S/Y

Οριακή ροπή για κατανάλωση και αποταμίευση

Η οριακή ροπή προς κατανάλωση και αποταμίευση δείχνει τον τρόπο με

τον οποίο τα νοικοκυριά κατανέμουν τις αυξήσεις (ή μειώσεις) στο εισόδημα

μεταξύ κατανάλωσης και αποταμίευσης.

Η οριακή ροπή προς κατανάλωση είναι ο λόγος της μεταβολής της

καταναλώσεως προς την μεταβολή του εισοδήματος , το οποίο

καταναλίσκεται. Συμβολικά , η οριακή ροπή προς κατανάλωση (MPC) είναι ο

λόγος ΔC / ΔY και

0< ΔC/ΔY < 1 .

Και επομένως η οριακή ροπή προς αποταμίευση (MPS) εκφράζεται ως

εξής:

MPS=ΔS/ΔY και 0< ΔS/ΔY <1

Αυτή η οριακή ροπή για κατανάλωση και αποταμίευση είναι εντελώς

διαφορετική από τη μέση ροπή για κατανάλωση και αποταμίευση , καθώς

δείχνουν τα στοιχεία του Πίνακα 5.

Πίνακας 5 . Υπολογισμός της οριακής ροπής προς κατανάλωση και

αποταμίευση

Εισόδη

μα

Κατανά

-

λωση

Αποτα

μί-

ευση

Μεταβο

-

λή στο

ει-

σόδημα

Μεταβο

-

λή στην

Κατανά

λωση

Μεταβο

-

λή στην

Αποτα

μί

ευση

Οριακή

Ροπή

για

Κατανά

-

λωση

Οριακή

Ροπή

για

Αποτα

μί-

ευση

100

110

120

130

140

80

87

92

95

97

20

23

28

35

43

-

10

10

10

10

-

7

5

3

2

-

3

5

7

8

-

0.70

0.50

0.30

0.20

-

0.30

0.50

0.70

0.80

Αν πάρουμε ένα δεδομένο επίπεδο εισοδήματος – ας πούμε 130

χρηματικές μονάδες η μέση ροπή για κατανάλωση σ’αυτό το επίπεδο

εισοδήματος είναι 0.73 (βλ. πίνακας 4) . Αυτό σημαίνει ότι θα δαπανήσουμε

πραγματικά στην κατανάλωση το 73% του εισοδήματός μας των 130

μονάδων. Όμως το αντίστοιχο ποσοστό απέναντι από τις 130 μονάδες στον

πίνακα 5 που παρουσιάζει την οριακή ροπή για κατανάλωση είναι 0.30. Αυτό

δεν σημαίνει ότι από τις 130 μονάδες του εισοδήματός μας δαπανούμε μόνο

το 30% , αντί του 73% , σε κατανάλωση. Σημαίνει ότι δαπανούμε σε

κατανάλωση μόνο το 30% της αύξησης των 10 μονάδων που μας μετακίνησε

από ένα προηγούμενο εισόδημα 120 μονάδων στο επίπεδο των 130 μονάδων .

Το υπόλοιπο από την αύξηση των 10 μονάδων το αποταμιεύσαμε.

Στον πίνακα 5 και στις στήλες 7 και 8 παρατηρούμε , ότι η οριακή ροπή

προς κατανάλωση μειώνεται σε κάθε αύξηση του εισοδήματος . Πρέπει να

σημειωθεί επίσης ότι το άθροισμα των οριακών ροπών προς κατανάλωση και

αποταμίευση είναι ίσο με τη μονάδα.. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται

λογικά , αφού κάθε αύξηση του εισοδήματος αναγκαία θα διαχωριστεί σε

κατανάλωση και αποταμίευση . Επομένως :

ΔC/ΔY + ΔS/ΔY = 1 και ΔC/ΔΥ = 1 – ΔS/ΔΥ

Η συνάρτηση κατανάλωσης

Το διαθέσιμο εισόδημα διατίθενται ελεύθερα για κατανάλωση και

αποταμίευση . Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό , όσο μεγαλύτερο μέρος από

το διαθέσιμο εισόδημα διατίθεται για κατανάλωση , τόσο μικρότερο θα είναι

το μέρος του εισοδήματος που αποταμιεύεται . Το μέγεθος της κατανάλωσης

καθορίζεται από το διαθέσιμο εισόδημα , δηλαδή είναι συνάρτηση του

εισοδήματος.

C = f (Y)

Όπου :

C – Κατανάλωση

Υ - Εισόδημα

Το επίπεδο της κατανάλωσης εξαρτάται από το επίπεδο του εθνικού

εισοδήματος , αλλά υπάρχει και ένα ελάχιστο επίπεδο κατανάλωσης το οποίο

διαμορφώνεται ανεξάρτητα του επιπέδου εισοδήματος . Συνεπώς η

συνάρτηση κατανάλωσης μπορεί να εκφραστεί σαν

C = α + b (Y)

Όπου :

α – ελάχιστο επίπεδο κατανάλωσης το οποίο δεν επηρεάζεται από το

επίπεδο του εθνικού εισοδήματος (αυτόνομη κατανάλωση),

b(Y) – τμήμα της κατανάλωσης που διαμορφώνεται από το επίπεδο του

εισοδήματος ,

b – οριακή ροπή της κατανάλωσης.

Η σχέση μεταξύ εθνικού εισοδήματος και κατανάλωσης (συνάρτηση

κατανάλωσης) εκφράζεται από το παρακάτω διάγραμμα .

Διάγραμμα 1

C

S>0

Ζ

Γ

A

S<0

a

450

Y

Στον οριζόντιο άξονα μετρούμε τα διάφορα μεγέθη του εισοδήματος

(Υ) και στον κάθετο τα διάφορα μεγέθη της κατανάλωσης (C) .Η συνάρτηση

κατανάλωσης παρουσιάζεται με την ευθεία γραμμή ΑΖ. Η καμπύλη

κατανάλωσης συγκρίνεται με την γραμμή 450 της οποίας κάθε σημείο δηλώνει

ίδιο μέγεθος κατανάλωσης και εισοδήματος.

Όταν το εισόδημα είναι μηδέν , η γραμμή της κατανάλωσης τέμνει τον

κάθετο άξονα στο σημείο Α , το οποίο αντιπροσωπεύει το ελάχιστο επίπεδο

της κατανάλωσης. Η γραμμή κατανάλωσης τέμνει την γραμμή των 450 στο

σημείο Γ , το οποίο δηλώνει ότι το μέγεθος της κατανάλωσης είναι όσο και το

μέγεθος του εισοδήματος (C = Y). Από το διάγραμμα μπορούμε επίσης να

διαπιστώσουμε , ότι για το τμήμα της γραμμής κατανάλωσης που βρίσκεται

πάνω από τη γραμμή των 450, κάθε σημείο της φανερώνει ότι το μέγεθος της

κατανάλωσης είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο μέγεθος του εισοδήματος

(C>Y) . Αντίθετα στο τμήμα εκείνο της γραμμής κατανάλωσης , που βρίσκεται

κάτω από τη γραμμή των 450 , κάθε σημείο φανερώνει ότι το μέγεθος της

κατανάλωσης είναι μικρότερο από το αντίστοιχο μέγεθος του εισοδήματος

(C< Y) .Από τα πιο πάνω προκύπτει το συμπέρασμα , ότι για το τμήμα ΑΓ της

γραμμής κατανάλωσης η κατανάλωση είναι μεγαλύτερη από το εισόδημα ,

άρα το μέγεθος της αποταμίευσης θα είναι αρνητικό (S<0) . Ταυτόχρονα για

το τμήμα ΓΖ της γραμμής κατανάλωσης η κατανάλωση είναι μικρότερη από

το εισόδημα και επομένως το μέγεθος της αποταμίευσης θετικό (S>0).

Αξίζει εδώ να σημειωθεί η σημασία του ελαχίστου επιπέδου

κατανάλωσης . Το ελάχιστο αυτό επίπεδο της κατανάλωσης σημαίνει ότι στη

περίπτωση που το συνολικό εισόδημα της οικονομίας είναι ίσο με το μηδέν , η

συνολική κατανάλωση δεν θα είναι ίση με το μηδέν , αλλά θα είναι άσχετη με

την τιμή του διαθέσιμου εισοδήματος . Με άλλα λόγια τα άτομα της

οικονομίας , για να επιζήσουν στο μηδενικό αυτό εισόδημα , αναγκάζονται

να αποταμιεύσουν , δηλαδή να προβούν σε βραχυχρόνιο δανεισμό.

Μακροχρόνια βέβαια , αυτός ο δανεισμός δεν μπορεί να συνεχιστεί και

συνεπώς , η μακροχρόνια συνάρτηση κατανάλωσης δεν μπορεί να τέμνει τον

κάθετο άξονα , αλλά θα περνά από την αρχή των αξόνων.

Από το διάγραμμα της συνάρτησης κατανάλωσης μπορούμε να

προσδιορίσουμε την μέση ροπή προς κατανάλωση για κάθε επίπεδο

εισοδήματος.

Στο διάγραμμα 2 απεικονίζουμε μια γραμμική συνάρτηση

κατανάλωσης . Έστω , ότι το εισόδημα είναι 300 και η κατανάλωση 250

(σημείο Β) .Η μέση ροπή ορίζεται ως C/Y και στο σημείο Β ο λόγος αυτός

είναι ίσος προς το λόγο των αποστάσεων ΒΒ’ προς ΟΒ’, δηλαδή C/Y =

BB’/OB’.

Aπό το διάγραμμα γίνεται φανερό , ότι ο παραπάνω λόγος είναι η

κλίση της ευθείας μεταξύ των σημείων Ο και Β. Γενικά η μέση ροπή προς

κατανάλωση για κάθε επίπεδο εισοδήματος είναι ίση προς την κλίση της

ευθείας , η οποία ενώνει την αρχή των αξόνων με το σχετικό σημείο πάνω

στην γραμμή της κατανάλωσης.

Διάγραμμα 2

C

Γ

300 --------------------------------------------------------------

250 ------------------------------------------- | Γ΄

| |

200 | |

| |

150 | |

| |

100 | |

| |

450

Β΄

Y

0 100 200 300 400

Για την μέτρηση της οριακής ροπής προς κατανάλωση πρέπει να βρεθεί

ο λόγος των μεταβολών . Έστω , ότι το εισόδημα αυξάνεται από 300 σε 400

και η κατανάλωση από 250 σε 300 και ότι πάνω στη γραμμή κατανάλωσης

μεταφερόμαστε από το σημείο Β στο σημείο Γ. Η μεταβολή της κατανάλωσης ,

ΔC=50 ,είναι ίση προς την απόσταση ΓΓ’, ενώ η μεταβολή του εισοδήματος ,

ΔΥ=100 ,είναι ίση προς την απόσταση ΒΓ’. Άρα η οριακή ροπή ΔC/ΔΥ είναι

ίση προς τον λόγο των αποστάσεων ΓΓ’/ΒΓ’. Ο λόγος αυτός είναι η κλίση της

γραμμής της κατανάλωσης .Γενικά η οριακή ροπή προς κατανάλωση σε

δεδομένο ύψος εισοδήματος είναι ίση προς την κλίση της γραμμής της

κατανάλωσης στο σχετικό σημείο.

11.4 Η συνάρτηση αποταμίευσης

Η διαγραμματική απεικόνιση της συνάρτησης αποταμίευσης

εμφανίζεται στο παρακάτω διάγραμμα.

Διάγραμμα 3

S

Γ

|

Κ Υ

Β

Στον οριζόντιο άξονα μετρούμε τα μεγέθη του εισοδήματος, στον

κάθετο τα μεγέθη αποταμιεύσεως . Η συνάρτηση αποταμίευσης

παρουσιάζεται με την ευθεία γραμμή ΒΓ . Όταν το εισόδημα είναι μηδέν , η

συνάρτηση αποταμίευσης τέμνει τον κάθετο άξονα στο σημείο αυτό Β . Η

ποσότητα χρηματικού εισοδήματος που το κοινό αποταμιεύει , όταν το

συνολικό εισόδημα είναι μηδέν , αποδίδεται από την απόσταση –α . Αυτό

βέβαια σημαίνει ότι με μηδέν εισόδημα , η οικονομία πραγματοποιεί

αρνητική αποταμίευση , που σε απόλυτο αριθμό είναι ίση με τον όγκο του

συνολικού δανεισμού των καταναλωτών . Στο τμήμα ΒΚ της γραμμής η

αποταμίευση είναι αρνητική και έχει την έννοια της υπερκατανάλωσης ,

δηλαδή της κατανάλωσης πέραν του επιπέδου του εθνικού εισοδήματος . Στο

σημείο Κ που τέμνει τον οριζόντιο άξονα η αποταμίευση είναι μηδέν. Μετά το

σημείο αυτό η αποταμίευση γίνεται θετική.

Το διάγραμμα της συνάρτησης αποταμίευσης είναι επίσης χρήσιμο για

τον προσδιορισμό της μέσης ροπής προς αποταμίευση.

Διάγραμμα 4

S

40 Ν

30 M

| N΄

|

|

|

0 | | Υ

| 100 200 300 400 |

|

-30 -----------------------------|

Γ

Σαν παράδειγμα θα πάρουμε τον υπολογισμό της μέσης ροπής προς

αποταμίευση στο σημείο Γ της συνάρτησης αποταμίευσης του διαγράμματος

4. Η απόσταση ΓΕ δηλώνει το μέγεθος της αποταμίευσης όταν το εισόδημα

είναι ΟΕ. Στην περίπτωση αυτή η απόσταση ΓΕ είναι αρνητική και ίση με –30.

Επομένως ο λόγος ΓΕ/ΟΕ φανερώνει τη μέση ροπή προς αποταμίευση.

Δηλαδή:

APS= S/Y = ΓΕ/ΟΕ = -30/100 = -0,30

Είναι σαφές ότι ο λόγος ΓΕ/ΟΕ αποτελεί και την κλίση της γωνίας ΕΟΓ

. Επομένως η μέση ροπή προς αποταμίευση μπορεί να εκφρασθεί και από την

εφαπτομένη της γωνίας ΕΟΓ.

Στο διάγραμμα μπορούμε να προσδιορίσουμε διαγραμματικά και την

οριακή ροπή προς αποταμίευση. Ας θυμηθούμε ότι , η οριακή ροπή προς

αποταμίευση δηλώνει το λόγο αυξήσεως της αποταμίευσης δια της αυξήσεως

του εισοδήματος .Έστω λοιπόν, ότι θεωρούμε την αύξηση του εισοδήματος ΔΥ

από 300 μονάδες , που αντιστοιχεί στο σημείο Μ ,σε 400 μονάδες που

αντιστοιχεί στο σημείο Ν της συνάρτησης αποταμίευσης. Η αύξηση στην

αποταμίευση ΔS , είναι η απόσταση ΝΝ’ ή η διαφορά 40-30=10 μονάδες .

Επομένως η οριακή ροπή προς αποταμίευση θα είναι :

MPS = ΔS/ΔΥ = ΝΝ’/ΜΝ’ = 10/100 = 10%

12. Προσδιορισμός του επιπέδου ισορροπίας του εισοδήματος

Μια οικονομία βρίσκεται σε ισορροπία , όταν η συνολική ποσότητα του

χρήματος που οι καταναλωτές θέλουν να δαπανήσουν σε μια ορισμένη

χρονική περίοδο , είναι ίση με τη συνολική αξία των διαθέσιμων αγαθών και

υπηρεσιών για την ίδια περίοδο .Με άλλα λόγια μπορούμε να πούμε ότι μία

οικονομία βρίσκεται σε ισορροπία όταν η συνολική ζήτηση είναι ίση με τη

συνολική προσφορά.

Η συνολική ζήτηση αποτελείται από τη ζήτηση των αγαθών για τελική

κατανάλωση (C ) και από τη συνολική ζήτηση αγαθών για επένδυση ( Ι )

,δηλαδή :

D = C + I

Επίσης από το συνολικό εισόδημα ένα μέρος πηγαίνει για την αγορά

τελικών αγαθών και υπηρεσιών ( C ) και το υπόλοιπο για αποταμίευση ( S ) ,

δηλαδή:

Y = C + S

Για να έχουμε μακροοικονομική ισορροπία θα πρέπει η συνολική ζήτηση

να είναι ίση με το εθνικό εισόδημα , δηλαδή :

D = Y

ή C + I = C + S

ή I = S

Βλέπουμε δηλαδή ότι για να υπάρξει ισορροπία στην οικονομία πρέπει η

αποταμίευση να είναι ίση με την επένδυση. Η ανάγκη για την ύπαρξη της

ισότητας αυτής είναι έκδηλη. Επειδή το προϊόν που παράγεται σε μία

οικονομία και αποτελεί την συνολική προσφορά δημιουργεί ένα ισόποσο

εισόδημα το οποίο πρέπει να μετατραπεί σε ζήτηση για να έχουμε

μακροοικονομική ισορροπία. Τα νοικοκυριά όμως δαπανούν μόνο ένα μέρος

από το εισόδημά τους για κατανάλωση , ενώ το υπόλοιπο το αποταμιεύουν.

Έτσι υπάρχει ένα μέρος του εισοδήματος ίσο με την αποταμίευση , το οποίο

δεν μετατρέπεται σε κατανάλωση. Εκτός όμως από την κατανάλωση υπάρχει

και η ζήτηση για επένδυση. Κατά συνέπεια , για να υπάρχει ισότητα μεταξύ

της συνολικής προσφοράς και της συνολικής ζήτησης πρέπει η ζήτηση για

επένδυση να είναι ακριβώς ίση με την αποταμίευση, ώστε να καλύπτεται

ακριβώς η διαφορά μεταξύ του εισοδήματος των νοικοκυριών και της

δαπάνης τους για κατανάλωση.

13. Ο πολλαπλασιαστής των επενδύσεων

Το μέγεθος της συνολικής δαπάνης αποτελείται από δύο μέρη : την

κατανάλωση C και την επένδυση I .Το ύψος της κατανάλωσης εξαρτάται από

το μέγεθος του εισοδήματος . Άρα η κατανάλωση δεν μπορεί να αποτελεί

αιτία μεταβολής της συνολικής δαπάνης , επομένως και του εισοδήματος . Το

ύψος της επένδυσης , και ιδιαίτερα των αυτόνομων επενδύσεων , είναι

ανεξάρτητο από το μέγεθος του εισοδήματος . Κατά συνέπεια αν μεταβληθούν

οι επενδύσεις , μεταβάλλεται και το ύψος της συνολικής δαπάνης , επομένως

και του εισοδήματος .

Ο πολλαπλασιαστής των επενδύσεων είναι ο αριθμός , ο οποίος δηλώνει

πόσες φορές θα μεταβληθεί το επίπεδο εισοδήματος , όταν το μέγεθος των

επενδύσεων μεταβληθεί κατά μία μονάδα. Σε μαθηματική έκφραση ο

πολλαπλασιαστής των επενδύσεων θα έχει ως εξής:

Κ = ΔΥ / ΔΙ

Όπου :

K - πολλαπλασιαστής των επενδύσεων ,

ΔΥ - η αύξηση του εισοδήματος

ΔΙ - η αύξηση των επενδύσεων

Εφόσον ΔS =ΔΙ και

ΜPS = ΔS / ΔΥ ή ΔS = MPS *

ΔΥ

Όπου :

ΔS - η αύξηση της αποταμιεύσεως

MPS - η οριακή ροπή προς αποταμίευση

Έπεται ότι :

K = ΔΥ / ΔS

Και

Κ = ΔΥ/MPS * ΔΥ = 1 / ΜPS

Από την παραπάνω σχέση είναι φανερό ότι ο πολλαπλασιαστής είναι

ίσος προς το αντίστροφο της οριακής ροπής προς αποταμίευση. Δεδομένου

ότι η οριακή ροπή προς αποταμίευση είναι μικρότερη από τη μονάδα , ο

πολλαπλασιαστής πρέπει να είναι μεγαλύτερος από την μονάδα.

Είναι σκόπιμο να δοθεί και μια άλλη διατύπωση του πολλαπλασιαστή ,

με βάση την οριακή ροπή προς κατανάλωση . Γνωρίζουμε ότι το άθροισμα της

οριακής ροπής προς κατανάλωση ( MPC ) και οριακής ροπής προς

αποταμίευση (MPS) είναι ίσο με την μονάδα ( MPC + MPS = 1 και MPS

= 1 – MPC ) οπότε ο πολλαπλασιαστής μπορεί να εκφρασθεί ως :

K = 1 / 1-MPC

Η σχέση αυτή δηλώνει ότι:

-όσο μεγαλύτερη είναι η οριακή ροπή προς κατανάλωση τόσο

μεγαλύτερος είναι και ο πολλαπλασιαστής επενδύσεων.

-όταν η οριακή ροπή προς κατανάλωση ισούται με μηδέν τότε ο

πολλαπλασιαστής επενδύσεων Κ είναι ίσος με την μονάδα.

-αν η οριακή ροπή προς κατανάλωση τείνει προς την μονάδα τότε και ο

πολλαπλασιαστής τείνει προς το άπειρο.

Την διαδικασία που οδηγεί μια αρχική αύξηση στη δαπάνη σε

πολλαπλάσια αύξηση του εισοδήματος θα παρουσιάσουμε στο παρακάτω

παράδειγμα.

Υποθέτουμε ότι:

-το εισόδημα ισορροπίας της οικονομίας είναι Υ = 1250 μονάδες,

-η οριακή ροπή προς κατανάλωση είναι 60% ( MPC = 0,60),

-η οριακή ροπή προς αποταμίευση είναι 40% ( MPS = 0,40)

-το μέγεθος των επενδύσεων ανέρχεται σε Ι = 300 μονάδες.

Υποθέτουμε επίσης ότι οι επενδύσεις αυξάνονται κατά ΔΙ = 100 μονάδες

, ώστε το σύνολο των επενδύσεων να ανέρχεται τώρα σε Ι + ΔΙ = 300 + 100 =

400 μονάδες

Ποια επίδραση θα έχει αυτή η αύξηση των επενδύσεων πάνω στο

εισόδημα;

Η δαπάνη επενδύσεως κατά 100 νομισματικές μονάδες ουσιαστικά

ισούται με ισόποση αύξηση του εισοδήματος , σε αυτούς που προσφέρουν τις

υπηρεσίες τους για την πραγματοποίηση του κεφαλαιουχικού αγαθού .

Άρα , ως πρώτο αποτέλεσμα της αύξησης των επενδύσεων θα έχουμε την

δημιουργία εισοδημάτων της τάξεως των 100 μονάδων. Με την αύξηση του

εισοδήματος θα έχουμε αύξηση της κατανάλωσης , γιατί η κατανάλωση είναι

συνάρτηση του εισοδήματος. Επομένως αν το εισόδημα αυξήθηκε κατά 100

μονάδες οι κάτοχοι των νέων εισοδημάτων θα δαπανήσουν 60 μονάδες για

κατανάλωση ( η οριακή ροπή προς κατανάλωση είναι 60% , άρα 100*0,60=60)

και τις 40 μονάδες θα αποταμιεύσουν.

Οι επιχειρηματίες , που παράγουν τα καταναλωτικά αγαθά , θα

αυξήσουν την παραγωγή τους κατά 60 μονάδες . Η αύξηση όμως της

παραγωγής αυτόματα οδηγεί σε ισόποση αύξηση του εισοδήματος που

λαμβάνουν οι κάτοχοι των συντελεστών , οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν στην

παραγωγή των επιπροσθέτων 60 μονάδων προϊόντων. Με αυτόν τον τρόπο ,

λόγω αύξησης της κατανάλωσης , έχουμε , σε ένα δεύτερο στάδιο , αύξηση του

εισοδήματος ίση προς την αύξηση της κατανάλωσης. Στο δεύτερο στάδιο , η

νέα αύξηση του εισοδήματος οδηγεί σε αύξηση της κατανάλωσης κατά 36

μονάδες (60*(0,60) = 100 * (0,6)*(0,6)=36). Άρα πάλι παρατηρούμε μια αύξηση

της ζήτησης για καταναλωτικά αγαθά .

Οι επιχειρηματίες που παράγουν αυτά θα αυξήσουν την παραγωγή

τους κατά 36 μονάδες. Για την αύξηση της παραγωγής θα απασχοληθούν

συντελεστές και έτσι θα δημιουργηθούν νέα εισοδήματα της τάξεως των 36

μονάδων. Σε τρίτο στάδιο η αρχική αύξηση των επενδύσεων θα προκαλέσει

αύξηση των εισοδημάτων κατά 36 μονάδες. Οι νέοι κάτοχοι αυτών των

εισοδημάτων θα καταναλώσουν 21,6 μονάδες και τα υπόλοιπα θα

αποταμιεύσουν.

Η διαδικασία που αναπτύξαμε πιο πάνω θα εξακολουθήσει και έτσι η

αρχική αύξηση των επενδύσεων κατά 100 μονάδες θα έχει αλλεπάλληλες

αυξήσεις εισοδημάτων , που το άθροισμά τους αποτελεί τη συνολική αύξηση

του εισοδήματος της οικονομίας.

Το άθροισμα των αυξήσεων του εισοδήματος είναι ίσο με

ΔΥ = 100+(0,60)*100 +(0,60)2*100 +(0,60)3*100 + (0,60)4*100 +…..=

= 100 [ 1 + 0,60 + (0,60)2 + (0,60)3 + (0,60)4 …..]

O όρος μέσα στις αγκύλες είναι το άθροισμα των όρων γεωμετρικής

προόδου . Όπως είναι γνωστό το άθροισμα αυτό είναι ίσο με 1/1 – 0,60 . Άρα:

ΔΥ= 100 ( 1/ 1-0,60 ) = 100 ( 2,5 ) = 250

Η διαδικασία του πολλαπλασιαστή σταματά όταν το εισόδημα φτάνει

στο νέο επίπεδο ισορροπίας Υe = Y + ΔΥ = 1250 + 250 = 1500.

Με τον ίδιο τρόπο όπως και παραπάνω μπορούμε να παρατηρήσουμε

ότι η αύξηση της κατανάλωσης είναι ίση με :

ΔC = 60 (1 / 1-0,60) = 60/0,40 = 150

H αύξηση της αποταμίευσης είναι ίση με :

ΔS = 40 ( 1/ 1- 0,60) = 40/0,40=100

Kαι η αριθμητική τιμή του πολλαπλασιαστή των επενδύσεων είναι :

ΔΥ/ΔΙ = Κ= 250/100 = 2,5

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ισορροπία στο επίπεδο του εισοδήματος

επέρχεται όταν η συνολική μεταβολή της αποταμίευσης είναι ίση με την

αρχική μεταβολή των επενδύσεων.

Ας δούμε και ένα άλλο παράδειγμα με τη βοήθεια του παρακάτω

διαγράμματος.

C,1

C+I1

B |

| ΔΙ=100 C+Ι |

|

A | |

| |

| |

| |

| |

| |

| ΔΥ=400 |

| |

450 | |

Υ

0 Υ = 1000 Υ1 + 1400

Μία αύξηση των επενδύσεων κατά 100 εκ. ευρώ σημαίνει μετατόπιση της

καμπύλης C + I προς τα πάνω στη θέση C + I1 . Η νέα καμπύλη είναι

παράλληλη με την προηγούμενη . Το εισόδημα της οικονομίας , όπως

βλέπουμε στο διάγραμμα , δεν μεταβάλλεται κατά 100 εκ.ευρώ. , αλλά κατά

400 εκ.ευρώ. Το νέο εισόδημα που θα προκύψει , συνεπώς είναι Υ1 = 1400,

επειδή:

ΔΥ = 100* 1 / 1-0,75

ΔΥ = 100*1/0,25=400 εκ.ευρώ

Άρα ο πολλαπλασιαστής ισούται με τον αριθμό 4.

14. Πληθωριστικό και αντιπληθωριστικό κενό

Το ύψος του εισοδήματος ισορροπίας μιας οικονομίας εξαρτάται από το

μέγεθος της συνολικής ζήτησης για τα προϊόντα της οικονομίας. Το μέγεθος

αυτό είναι δυνατό να βρίσκεται σε επίπεδο χαμηλότερο από εκείνο που θα

έπρεπε να υπάρχει για να εξασφαλιστεί πλήρης απασχόληση των

παραγωγικών συντελεστών. Το αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής θα είναι η

ισορροπία του εισοδήματος σε επίπεδο χαμηλότερο από το μέγιστο που

μπορεί να παράγει η οικονομία σε κατάσταση πλήρους απασχόλησης.

Όταν στο επίπεδο πλήρους απασχολήσεως η συνολική ζήτηση είναι

μικρότερη από το προϊόν που μπορεί να παράγει μία οικονομία , τότε

υπάρχει αντιπληθωριστικό κενό , που το μέγεθός του ισούται με τη διαφορά

μεταξύ της συνολικής προσφοράς και της συνολικής ζήτησης. Όταν υπάρχει

αντιπληθωριστικό κενό , τότε το εισόδημα ισορροπίας θα διαμορφωθεί σε ένα

επίπεδο χαμηλότερο από το εισόδημα πλήρους απασχόλησης κατά το

γινόμενο του κενού επί τον πολλαπλασιαστή. Δηλαδή :

Υ = ΥF – Kενό * 1/1-MPC

Όπου:

Y - Εισόδημα ισορροπίας

ΥF – Εισόδημα πλήρους απασχόλησης

MPC- Οριακή ροπή προς κατανάλωση

Η εξίσωση αυτή μπορεί να παρουσιαστεί με την ακόλουθη μορφή :

ΥF – Y = Kενό * 1 / 1- MPC

Σύμφωνα με την τελευταία εξίσωση η διαφορά μεταξύ του εισοδήματος

πλήρους απασχόλησης και του εισοδήματος ισορροπίας ισούται με το

αντιπληθωριστικό κενό επί τον πολλαπλασιαστή.

Είναι δυνατό η συνολική ζήτηση σε μία οικονομία να είναι μεγαλύτερη

από το μέγιστο προϊόν που μπορεί να παράγει η οικονομία σε κατάσταση

πλήρους απασχόλησης. Στην περίπτωση αυτή το προϊόν δεν θα μπορεί να

αυξηθεί άλλο και αναγκαστικά θα αρχίσουν να αυξάνονται οι τιμές. Όταν η

συνολική ζήτηση στο προϊόν πλήρους απασχόλησης είναι μεγαλύτερη από τη

συνολική προσφορά υπάρχει πληθωριστικό κενό , που το μέγεθός του ισούται

με την διαφορά μεταξύ της συνολικής ζήτησης και συνολικής προσφοράς.

Η ύπαρξη του πληθωριστικού κενού θα έχει ως συνέπεια τη συνεχή

αύξηση του επιπέδου των τιμών , η οποία θα οδηγήσει σε συνεχή αύξηση της

ονομαστικής αξίας του προϊόντος που το πραγματικό του μέγεθος δεν είναι

δυνατό να αυξηθεί πέρα από το μέγιστο που μπορεί να παράγει η οικονομία .

Η διαδικασία αυτή θα σταματήσει μόνο όταν το επίπεδο των τιμών αυξηθεί

τόσο ώστε η χρηματική αξία του προϊόντος να γίνει ίση με την χρηματική

αξία της συνολικής ζήτησης. Έτσι το χρηματικό εισόδημα θα ισορροπήσει σε

ένα επίπεδο ψηλότερο από εκείνο της πλήρους απασχόλησης ,αλλά η αύξηση

αυτή δεν θα είναι πραγματική , γιατί θα οφείλεται στην αύξηση των τιμών.

Το επίπεδο στο οποίο θα ισορροπήσει το εισόδημα όταν υπάρχει

πληθωριστικό κενό δίνεται από τον ακόλουθο τύπο:

Y = YF + Kενό * 1 / 1- MPC

Η εξίσωση αυτή μπορεί να παρουσιαστεί και με την ακόλουθη μορφή:

Υ – ΥF = Kενό * 1 / 1-MPC

Σύμφωνα με την εξίσωση η διαφορά μεταξύ του εισοδήματος

ισορροπίας μετά την αύξηση των τιμών και του εισοδήματος πλήρους

απασχόλησης πριν από την αύξηση των τιμών ισούται με το πληθωριστικό

κενό επί τον πολλαπλασιαστή .

Τις έννοιες του πληθωριστικού και αντιπληθωριστικού κενού θα

εξηγήσουμε και στο παρακάτω παράδειγμα.

Παράδειγμα :

Μια οικονομία χαρακτηρίζεται από τις εξής συναρτήσεις κατανάλωσης και

επένδυσης :

C = 10 + 0,60 Y

I = 50

Η συνθήκη ισορροπίας Υ=C+I προσδιορίζει το εισόδημα στο επίπεδο

150.

Υ = (10+0,60Υ) + 50

Υ = 60 + 0,60Υ

Υ – 0,60Υ = 60

Υ (1-0,60) = 60

Υ = 60/0,4

Υ = 150

Αυτό το ύψος του εισοδήματος προσδιορίζεται και στο παρακάτω

διάγραμμα με την τομή της γραμμής των 45 μοιρών με την γραμμή της

συνολικής δαπάνης C+I στο σημείο Θ.

C+I | C+I2

Γ | |

| |

Πληθωριστικό | | C+I2

κενό Α | |

| Αντιπληθωριστικό

| κενό |

| | C+I

| |

| |

Θ | B |

| | |

| | |

| | |

450

| | |

| | |

0 Υ=150 Υ1=175 Υ2=200 Υ

Ας υποθέσουμε τώρα , ότι βάσει της συνολικής συνάρτησης παραγωγής

της οικονομίας αυτής το εισόδημα πλήρους απασχόλησης είναι Υ1 = 175 ,

δηλαδή με πλήρη απασχόληση των συντελεστών η παραγωγή ανέρχεται σε

175.

Στο διάγραμμα η συνολική δαπάνη , η οποία προσδιορίζει το

εισόδημα ισορροπίας Υ , είναι ΥΘ , και η απαιτούμενη για το εισόδημα

ισορροπίας πλήρους απασχόλησης είναι Υ1Α. Δηλαδή για το εισόδημα Υ1

απαιτείται μετατόπιση της γραμμής C+I κατά την απόσταση ΑΒ. Η απόσταση

αυτή αποτελεί το αντιπληθωριστικό κενό.

Από τις παραπάνω εξισώσεις γίνεται σαφές ότι για να ανέλθει το

εισόδημα σε Υ1 = 175 η απαιτούμενη αύξηση της επενδύσεως είναι ΔΙ = 10.

Υ = C + I

175 = 10+0,60*175+50+ΔΙ

ΔΙ = 10

Με άλλη διατύπωση , το μέγεθος του αντιπληθωριστικού κενού είναι

ίσο προς 10 . Πρέπει να σημειωθεί ότι , ενώ η αύξηση του εισοδήματος από Υ

σε Υ1 είναι 25 μονάδες , η αύξηση της επένδυσης είναι μόνο 10 . Αυτό

οφείλεται βέβαια στη λειτουργία του πολλαπλασιαστή , ο οποίος στο

παράδειγμά μας είναι ίσος προς Κ= 2,5 . Γιατί :

K= 1/MPS = 1 / 1-MPC = 1/ 1-0,60 = 2,5

Αύξηση της συνολικής δαπάνης πέρα από το επίπεδο που αντιστοιχεί σε

πλήρη απασχόληση έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία πιέσεων προς αύξηση

των τιμών , δεδομένου ότι η συνολική προσφορά δεν είναι δυνατό να ανέλθει

στο επίπεδο της αυξημένης συνολικής δαπάνης . Η ένταση αυτή των

πληθωριστικών τάσεων προσδιορίζεται από το μέγεθος του πληθωριστικού

κενού . Αν η συνολική δαπάνη ανεβεί στο επίπεδο C+I2 του διαγράμματος το

πληθωριστικό κενό δίνεται από την απόσταση ΑΓ και το επίπεδο του

εισοδήματος θα φτάσει στο ύψος Υ2=200. Πώς όμως είναι δυνατό να αυξηθεί

το εισόδημα στο επίπεδο 200, όταν η συνολική δαπάνη αυξηθεί σε C+I1 , αφού

έχουμε ορίσει το εισόδημα Υ=175 ως εισόδημα πλήρους απασχόλησης. Η

αύξηση σε Υ= 200 δεν είναι πραγματική , αλλά οφείλεται στην αύξηση του

επιπέδου των τιμών. Αν γίνει αποπληθωρισμός με βάση τον δείκτη τιμών , το

πραγματικό εισόδημα θα βρεθεί να είναι 175 , ενώ το ονομαστικό είναι 200.

16. Ο επιταχυντής

Η θεωρία του επιταχυντή είναι μια θεωρία προσδιορισμού του

επιπέδου των επενδύσεων , σύμφωνα με την οποία το ύψος των επενδύσεων

αποτελεί συνάρτηση των μεταβολών της συνολικής ζήτησης της οικονομίας .

Βάση της θεωρίας του επιταχυντή είναι ότι κάτω από ορισμένες

συνθήκες παραγωγής , υπάρχει μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ του

προϊόντος και κεφαλαίου . Ο λόγος

Κ = ε

Υ

Όπου : Κ – κεφάλαιο και Υ – προϊόν είναι η ποσότητα του κεφαλαίου

που απαιτείται για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος. Αν π.χ. ο λόγος

αυτός είναι Κ/Υ = 2 , γίνεται φανερό , ότι για την παραγωγή μιας μονάδας

προϊόντος απαιτείται κεφαλαίο δύο μονάδων.

Το μέγεθος του λόγου Κ/Υ προσδιορίζεται από τις τεχνολογικές

συνθήκες παραγωγής , οι οποίες θεωρούνται αμετάβλητες βραχυχρόνια .

Εφόσον οι τεχνολογικές συνθήκες παραγωγής είναι σταθερές , ο λόγος Κ/Υ

παραμένει αμετάβλητος και ακόμα ο λόγος των μεταβολών του κεφαλαίου

και του προϊόντος είναι ίσος με ε’ . Άρα , μπορούμε να γράψουμε ότι

Κ = ΔΚ = ε’

Υ ΔΥ

Όπου:

Κ/Υ – μέσος λόγος κεφαλαίου – προϊόντος και

ΔΚ/ΔΥ – οριακός λόγος κεφαλαίου – προϊόντος.

Έστω , ότι σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο , t , το μέγεθος του

προϊόντος είναι Υt , του κεφαλαίου Κt και ο λόγος Κt/ Yt= ε. Με δεδομένες

συνθήκες παραγωγής ο οριακός λόγος ΔΚ/ΔΥ είναι επίσης ε. Αν στην

επόμενη χρονική περίοδο το προϊόν είναι Υt+1 , η μεταβολή του προϊόντος ΔΥ

προϋποθέτει μεταβολή του κεφαλαίου ΔΚ ίση με :

ε * ΔΥ = ε ( Υt+1 – Yt )

Γνωρίζουμε όμως ότι η μεταβολή του κεφαλαίου είναι από τον ορισμό

ίση με την καθαρή επένδυση , δηλαδή :

Ι = Κt+1 – Kt

Και επομένως :

I = ε ( Υt+1 – Yt )

ή

Ι = ε * ΔΥ

Η σχέση αυτή είναι και η τυπική διατύπωση της αρχής του απλού

επιταχυντή , που μας λέει ότι η επένδυση σε κάθε περίοδο είναι ανάλογη της

μεταβολής στο εισόδημα της περιόδου αυτής ( της συνολικής ζήτησης) .

Επίσης η σχέση αυτή δηλώνει ότι το επίπεδο των επενδύσεων είναι συνάρτηση

των μεταβολών του εισοδήματος ( ζήτησης).

Όταν όμως η ζήτηση μειώνεται , η αρχή αυτή δεν μπορεί να ερμηνεύσει

την συμπεριφορά των επενδύσεων , έτσι ώστε να μπορούμε να πούμε ότι ο

επιταχυντής είναι ασύμμετρος. Όταν δηλαδή το ΔΥ είναι αρνητικό , ο

επιταχυντής δεν μπορεί να λειτουργήσει κατά τον ίδιο τρόπο όπως η ζήτηση

αυξάνει , αφού το ε είναι θετικό , με συνέπεια το μέγεθος του κεφαλαίου που

υπάρχει να πρέπει να μειωθεί.. Συνεπώς δεν μπορούμε να περιμένουμε

μείωση του κεφαλαίου κατά το μέγεθος ε * ΔΥ .

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο υπολογισμός του λόγου κεφαλαίου-

προϊόντος συναντά δυσκολίες , αφού εξαρτάται από το βαθμό

χρησιμοποίησης του κεφαλαίου που υπάρχει.

Η έννοια του επιταχυντή μπορεί να κατανοηθεί με το ακόλουθο

παράδειγμα ( βλ.πίνακα).

Υποθέτουμε ότι οι πωλήσεις μιας βιομηχανίας αυξάνουν για έξι χρόνια

, μετά σταθεροποιούνται και τελικώς μειώνονται. Υποθέτουμε ότι η

βιομηχανία αυτή δεν έχει αχρησιμοποίητο εξοπλισμό και ότι εξοπλισμός της

απαρχαιώνεται κάθε δέκα χρόνια. Θα κάνουμε επίσης την υπόθεση ότι

απαιτείται μια επένδυση κεφαλαίου 2 χρηματικές μονάδες για να παραχθεί

μια ροή προϊόντος 1 χρηματικής μονάδας.

Η βιομηχανία βρίσκεται σε ισορροπία , με πωλήσεις 100 μονάδες , ο

κεφαλαιουχικός της εξοπλισμός εκτιμάται εκτιμάται σε 200 μονάδες και η

ζήτηση κανονικής αντικατάστασης , είναι 20 μονάδες ή 10% του εξοπλισμού

της ( υποθέτουμε δηλαδή την απόσβεση σε 10% ).

Στο πρώτο χρόνο οι πωλήσεις της βιομηχανίας αυξάνουν σε 120

μονάδες ( στήλη 2). Για να παράγει αγαθά αξίας 120 μονάδων , η επιχείρηση

θα χρειαστεί σύμφωνα με τις υποθέσεις μας κεφάλαιο 240 μονάδες ( 2*

120=240 , στήλη 4). Δηλαδή , 40 μονάδες περισσότερα απ’ ότι έχει . Έτσι

πρέπει να παραγγείλει νέο εξοπλισμό . Άρα τώρα η ζήτησή της για

κεφαλαιουχικά αγαθά ανέρχεται από 20 μονάδες σε 60 μονάδες : 20 μονάδες

για αντικατάσταση ( στήλη 5) , όπως πρώτα, και 40 μονάδες για νέα επένδυση

( στήλη 6) . Έτσι οι επενδυτικές δαπάνες τριπλασιάζονται , αν και οι πωλήσεις

έχουν αυξηθεί μόνο κατά 20% ((120/100)*100%=20%).

Κατά το επόμενο έτος οι πωλήσεις αυξάνονται περαιτέρω σε 130

μονάδες . Πόσο μεγάλη θα είναι η επενδυτική ζήτηση της επιχείρησης; Η

ζήτηση αντικατάστασής της δεν θα είναι μεγαλύτερη , αφού το νέο της

κεφάλαιο δεν θα απαρχαιωθεί για 10 χρόνια. Η ποσότητα του νέου

κεφαλαίου που χρειάζεται για να χειριστούμε τις νέες πωλήσεις της θα είναι

μόνο 20 μονάδες και όχι 40 μονάδες , όπως πρώτα. Η συνολική της

επενδυτική ζήτηση έχει πέσει από 60 μονάδες σε 40 μονάδες. Άρα έχουμε μια

πραγματική πτώση στην παράγωγη επένδυση παρ’ ότι οι πωλήσεις ακόμη

αυξάνονται . Εφόσον ο ρυθμός αύξησης της κατανάλωσης αρχίζει να πέφτει ,

το απόλυτο μέγεθος της παράγωγης επένδυσης μειώνεται. Έτσι η μείωση του

ρυθμού βελτίωσης των πωλήσεων μπορεί να προκαλέσει απόλυτη μείωση στις

παραγγελίες προς τις αγορές κεφαλαιουχικών αγαθών.

Τον όγδοο χρόνο, όταν υποθέτουμε ότι οι πωλήσεις ξαναπέφτουν στις

130 μονάδες το υπάρχον κεφάλαιο (280) θα είναι μεγαλύτερο κατά 20

μονάδες από το κεφάλαιο που χρειαζόμαστε. Το έτος εκείνο η βιομηχανία δεν

θα έχει νέες παραγγελίες για κεφαλαιουχικά αγαθά και ίσως να μην κάνει

ούτε αντικαταστάσεις, επειδή μπορεί να παράγει ότι χρειάζεται με τις παλιές

μηχανές. Οι παραγγελίες της σε κατασκευαστές κεφαλαιουχικών αγαθών θα

πέσουν στο μηδέν, έστω και αν το επίπεδο των πωλήσεών της είναι 30%

υψηλότερο απ’ ότι αρχικά.

Το επόμενο έτος, όμως, αν οι πωλήσεις παραμείνουν σταθερές, θα

πρέπει να αντικαταστήσει μια από τις παλιές μηχανές. Η ζήτηση

αντικατάστασης ξαναπηδάει πάλι στις 20 μονάδες.

Πίνακας

Έτος Πωλήσεις Υπάρχον

κεφάλαιο

Απαιτούμενο

Κεφάλαιο

(2*πωλήσεις)

Απόσβεση Νέα

Επένδυση

(2*αύξησ

η

πωλήσεις)

ΣΥΝΟΛΙΚ

Η

ΕΠΕΝΔΥΣ

Η

1 2 3 4 5 6=4-3 7=5+6

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

1 100 200 200 20 - 20

2 120 200 240 20 40 60

3 130 240 260 20 20 40

4 135 260 270 20 10 30

5 138 270 276 20 6 26

6 140 276 280 20 4 24

7 140 280 280 20 - 20

8 130 280 260 - - 0

9 130 260 260 20 - 20

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Άρα όπως αντιλαμβανόμαστε , ο επιταχυντής δικαιολογεί αυξήσεις

της ζήτησης και συνεπώς επιταχύνει τις επενδύσεις , δεν δικαιολογεί όμως

μειώσεις της ζήτησης γιατί τότε χάνει τη σημασία του.

17. Πληθωρισμός

17.1. Ορισμός

Με τον όρο πληθωρισμός εννοούμε εκείνο το οικονομικό φαινόμενο

στο οποίο υπάρχει μια συνεχής ανοδική τάση του γενικού επιπέδου των τιμών

. Έτσι , το φαινόμενο του πληθωρισμού θα πρέπει να θεωρηθεί μια δυναμική

διαδικασία παρά μια στατική κατάσταση στην οποία οι τιμές απλώς είναι

υψηλές .

Άνοδος του γενικού επιπέδου των τιμών δεν σημαίνει αναγκαία και

άνοδο της τιμής όλων των αγαθών. Μπορεί να παρατηρηθεί άνοδος του

γενικού επιπέδου με ταυτόχρονη μείωση ή σταθερότητα των τιμών ορισμένων

αγαθών. Αυτό βέβαια σημαίνει , ότι οι τιμές των άλλων αγαθών αυξάνονται

έτσι ώστε το γενικό επίπεδο να ανεβαίνει..

Ο βαθμός του πληθωρισμού είναι δυνατόν να εκφραστεί ποσοτικά ως

το ποσοστό της αύξησης ενός δεδομένου δείκτη τιμών , κατά τη διάρκεια μιας

συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.

17.2. Τα αίτια του πληθωρισμού

Τα αίτια που μπορούν να προκαλέσουν τον πληθωρισμό είναι πολλά

και ποικίλα. Έχουν όμως καταταγεί σε δύο βασικές κατηγορίες:

- την θεωρία για τον πληθωρισμό ζήτησης (demand pull inflation) και,

- την θεωρία για τον πληθωρισμό κόστους (cost push inflation).

Πληθωρισμός ζήτησης

Γενικά μπορούμε να πούμε ότι πληθωρισμό ζήτησης έχουμε στην

περίπτωση εκείνη κατά την οποία η συνολική ζήτηση της οικονομίας για

αγαθά και υπηρεσίες υπερβαίνει την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας.

Δηλαδή πληθωρισμό ζήτησης έχουμε στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία

η συνολική ζήτηση είναι μεγαλύτερη της συνολικής προσφοράς . Το γενικό

επίπεδο τιμών στην περίπτωση αυτή ανέρχεται, καθώς η κοινωνία προσπαθεί

να αποκτήσει περισσότερα από αυτά που μπορεί να παράγει. Η πλεονάζουσα

αυτή ζήτηση μπορεί να οφείλεται σε διάφορα συγκεκριμένα πρωταρχικά

αίτια , όπως : σε αύξηση της προσφοράς του χρήματος μεγαλύτερη από αυτή

που είναι αναγκαία για να απορροφήσει την παραγωγή , ή στην

ανταγωνιστική προσπάθεια των διαφόρων εισοδηματικών ομάδων να

αποκτήσουν όλο και μεγαλύτερα μερίδια από το εθνικό εισόδημα ή σε κάποια

ανάλογη αιτία.

Στην περίπτωση του πληθωρισμού ζήτησης εκτός από την ύψωση των

τιμών των αγαθών ο πληθωρισμός θα ωθήσει τις διάφορες επιχειρήσεις και σε

αύξηση της παραγωγής τους , εφόσον βέβαια υπάρχουν υποαπασχόλητοι

παραγωγικοί συντελεστές που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην

παραγωγική διαδικασία. Όταν όμως το στάδιο της πλήρους απασχολήσεως

επιτευχθεί , τότε η ύψωση των τιμών δεν θα συνοδεύεται από αύξηση της

παραγωγής.

Πληθωρισμός κόστους

Γενικά, πληθωρισμό κόστους έχουμε στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία

αυξάνει το κόστος της παραγωγής των αγαθών, με αποτέλεσμα να μειώνεται η

συνολική προσφορά της οικονομίας. Συνέπεια αυτής της διαδικασίας είναι να

ανταγωνίζονται οι καταναλωτές να αποκτήσουν τα περιορισμένα πλέον

προϊόντα της αγοράς αγαθών, με συνέπεια οι τιμές να αυξάνουν. Συνεπώς, θα

μπορούσαμε να πούμε ότι ο πληθωρισμός κόστους εκτός από το ότι

δημιουργεί αύξηση του γενικού επιπέδου τιμών, μειώνει και το προϊόν.

Επίσης, λόγω σπειροειδούς διαδικασίας αύξησης μισθών και τιμών, η αύξηση

των εργατικών μισθών ή των τιμών των άλλων εισροών αυξάνει το κόστος

παραγωγής και η πληθωριστική διαδικασία ενισχύεται από την τάση των

επιχειρηματιών να προσδιορίσουν τα κέρδη τους ως σταθερό ποσοστό του

κόστους.

Συμπερασματικά: στον πληθωρισμό ζήτησης έχουμε αύξηση των τιμών με

παράλληλη αύξηση του προϊόντος, ενώ στον πληθωρισμό κόστους έχουμε

αύξηση του γενικού επιπέδου τιμών παραγόμενο προϊόν οφείλεται στο

γεγονός ότι οι αυξήσεις στους μισθούς, που υπερβαίνουν τις αυξήσεις της

παραγωγικότητας, οδηγούν σε αύξηση της ανεργίας, επειδή οι μισθοί

γίνονται υψηλότεροι από την αξία του οριακού προϊόντος της εργασίας, με

συνέπεια οι επιχειρήσεις να απολύουν εργάτες και συνεπώς να μειώνουν την

παραγωγή τους. Επίσης, στο ότι οι αυξήσεις των τιμών των πρώτων υλών

αναγκάζουν τις επιχειρήσεις να προσφέρουν τις διάφορες ποσότητες

προϊόντων σε ψηλότερες τιμές.

17.3 Οι συνέπειες του πληθωρισμού

Ο πληθωρισμός δημιουργεί ορισμένα προβλήματα στην οικονομία που θα

μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως το ΄΄κόστος΄΄ του πληθωρισμού. Τα κύρια

ανεπιθύμητα αποτελέσματά του είναι:

α/. Αναδιανομή των εισοδημάτων. Ο πληθωρισμός ενεργεί ως μηχανισμός

αναδιανομής του εισοδήματος ανάμεσα στις διάφορες ομάδες ατόμων. Σε

αυτό το σημείο είναι αναγκαίο να κάνουμε διάκριση μεταξύ χρηματικού και

πραγματικού εισοδήματος. Χρηματικό εισόδημα αε) είναι το σύνολο των

χρηματικών μονάδων, τις οποίες παίρνει ένα άτομο ως εισόδημα σε μια

χρονική περίοδο. Πραγματικό εισόδημα (Πε ) είναι το σύνολο των αγαθών, τα

οποία μπορεί το άτομο να αγοράσει με το χρηματικό του εισόδημα και

δίνεται από την εξής σχέση : Πε = Χε /ρ, όπου ρ – το επίπεδο των τιμών. Άρα

όσο ψηλότερο είναι το επίπεδο των τιμών, τόσο, λιγότερα αγαθά μπορεί να

αγοράσει το άτομο και επομένως τόσο μικρότερο είναι το πραγματικό του

εισόδημα.

Σε περιόδους ανόδου των τιμών οι διάφορες κατηγορίες των εισοδημάτων

(μισθοί, τόκοι, ενοίκια) δεν είναι δυνατόν να ακολουθούν την αυξητική τάση

του τιμάριθμου κατά το ίδιο ποσοστό, για αυτό προκύπτει πρόβλημα

ανακατανομής του εισοδήματος, κυρίως από αυτούς των οποίων τα

εισοδήματα είναι σταθερά, προς εκείνες τις εισοδηματικές τάξεις των οποίων

τα εισοδήματα αναπροσαρμόζονται εύκολα προς το ύψος του τιμάριθμου.

Εκτός, όμως, από τους μισθούς που πλήττονται από τον πληθωρισμό

πλήττονται και οι καταθέσεις χρηματικού κεφαλαίου στις εμπορικές τράπεζες.

Επειδή το επιτόκιο που αποδίδουν οι καταθέσεις δεν καλύπτει τη μείωση στην

αξία του πραγματικού χρήματος που έχει κατατεθεί, λόγω του πληθωρισμού,

μπορούμε να πούμε ότι οι καταθέσεις υφίστανται απώλεια εισοδήματος. Ενώ

αντίθετα, ωφελούνται οι οφειλέτες χρηματικών ποσών, οι οποίοι

επιστρέφοντας τα κεφάλαια στις τράπεζες θα έχουν στην πραγματικότητα

επιστρέψει πραγματικό χρήμα μικρότερης αξίας από αυτό που δανείστηκαν.

Έτσι, το πραγματικό επιτόκιο που προσπορίζονται οι καταθέσεις είναι

αρνητικό ή στην καλύτερη περίπτωση μηδέν ή θετικό μέν, αλλά πολύ χαμηλό.

Με πραγματικό επιτόκιο εννοούμε εδώ τη διαφορά μεταξύ ονομαστικού

επιτοκίου και ποσοστού πληθωρισμού.

β/. Εξασθένηση του ισοζυγίου των πληρωμών .(Το ισοζύγιο πληρωμών είναι

ο αναλυτικός λογαριασμός στον οποίο καταγράφονται οι οικονομικές

συναλλαγές μιας χώρας με τις χώρες που συναλλάσσεται στη διάρκεια ενός

ημερολογιακού έτους). Εφόσον οι τιμές των αγαθών και υπηρεσιών

αυξάνονται στο εσωτερικό σε σχέση με τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών

στο εξωτερικό, επόμενο είναι να παρατηρηθεί και μια αύξηση στις εισαγωγές

με ταυτόχρονη μείωση στις εξαγωγές. Αυτό έχει συνακόλουθα τη μείωση των

συναλλαγματικών αποθεμάτων της χώρας. Αποτέλεσμα αυτού θα είναι αργά

ή γρήγορα η χώρα να προσφύγει στην υποτίμηση του νομίσματός της,

πράγμα όμως που πυροδοτεί τον πληθωρισμό και ανακατανέμει το εισόδημα.

γ/. Κακή κατανομή των συντελεστών της παραγωγής. Η συνεχής άνοδος των

τιμών, αύξηση στην προσδοκώμενη απόδοση των επενδύσεων, με αποτέλεσμα

να αναλαμβάνονται επενδύσεις που κάτω από άλλες συνθήκες (δηλαδή με

πληθωρισμού) δεν θα είχαν αναληφθεί. Επειδή οι επιχειρήσεις προβλέπουν

ότι οι τιμές στο μέλλον θα είναι υψηλότερες, αποθηκεύουν τα αγαθά τους αντί

να τα πωλούν, έτσι ώστε στο άμεσο μέλλον να τα πουλήσουν σε υψηλότερες

τιμές και έτσι να απολαύσουν υψηλότερα κέρδη. Αυτή η υποκατάσταση έχει

ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση αποθεμάτων και κατά συνέπεια τη μείωση των

πραγματικών επενδύσεων και της απασχόλησης. Έτσι, δημιουργείται μια όχι

άριστη κατανομή των παραγωγικών πόρων της οικονομίας, η οποία φυσικά,

εκτός από άλλα μειονεκτήματα που παρουσιάζει, επιβραδύνει και το ρυθμό

της οικονομικής αναπτύξεως της οικονομίας.

δ/. Ανασταλτικός παράγοντας στην οικονομική μεγέθυνση. Κάτω από

συνθήκες συστηματικής ανόδου του γενικού επιπέδου των τιμών είναι

δυνατόν να επικρατήσουν προβλέψεις και για μελλοντική αύξηση, με

αποτέλεσμα να μειωθεί η οριακή ροπή προς αποταμίευση και συνεπώς να

ελαττωθούν οι πόροι που είναι απαραίτητοι για τη συσσώρευση κεφαλαίου,

που αποτελεί μια από τις κύριες προϋποθέσεις για μακροχρόνια οικονομική

μεγέθυνση. Επιπλέον, είναι δυνατόν ο συνεχιζόμενος πληθωρισμός να

εισαγάγει την αβεβαιότητα στους οικονομικούς υπολογισμούς και να μειώσει

την οικονομική αποδοτικότητά τους από τους παραγωγικούς τομείς προς μη

παραγωγικούς.

17.4 Μέτρα αντιπληθωριστικής πολιτικής

Η διάγνωση των αιτιών του πληθωρισμού, στην οποία πρέπει να στηρίζεται

η διαμόρφωση αντιπληθωριστικής πολιτικής, δεν είναι πάντοτε εύκολη. Κι

αυτό συμβαίνει, γιατί εκτός απ’ αυτές που αναλύσαμε πιο πάνω υπάρχουν

και άλλες θεωρίες που επιχειρούν να εξηγήσουν το φαινόμενο του

πληθωρισμού, όπως διαρθρωτικός πληθωρισμός (όταν η αύξησή του οφείλεται

στην ίδια τη δομή της οικονομίας), εισαγόμενος πληθωρισμός (όταν στην

αύξηση του τιμάριθμου συμβάλλουν σημαντικά οι τιμές των εισαγομένων

από το εξωτερικό αγαθών), πιστωτικός πληθωρισμός (όταν οφείλεται στην

χορήγηση υπερβολικών δανείων στην οικονομία). Εκτός από αυτό η

ταυτότητα απόψεων ως προς τα αίτια του πληθωρισμού δεν σημαίνει

αναγκαστικά και συμφωνία ως προς τις μεθόδους αντιμετωπίσεώς του.

Τα κύρια μέτρα για την καταπολέμηση του πληθωρισμού μπορούμε να τα

κατατάξουμε στις εξής βασικές κατηγορίες :

1. Η συσταλτική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική,

2. Η εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης,

3. Η αύξηση της προσφοράς, δηλαδή του παραγομένου προϊόντος της

οικονομίας,

4. Ο άμεσος έλεγχος των τιμών των προϊόντων.

Ad. 1. Η συσταλτική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική

Σημαίνει ότι η μείωση των δημοσίων δαπανών ή η αύξηση των φόρων θα

έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της συνολικής ζήτησης, αφού αυτή αποτελείται

από την κατανάλωση, την επένδυση και τις δημόσιες δαπάνες. Από την άλλη

μεριά, η κεντρική τράπεζα χρησιμοποιώντας τα μέσα της νομισματικής

πολιτικής μπορεί να μειώσει την ποσότητα της εγχώριας κυκλοφορίας με

συσταλτικά αποτελέσματα στην συνολική ζήτηση. Τα μέσα της νομισματικής

πολιτικής της κεντρικής τράπεζας είναι ως εξής :

α/. Η πολιτική της ανοιχτής αγοράς (Open – Market Operations).

Η κεντρική τράπεζα προσφέροντας κρατικές ομολογίες αποκτά χρήμα,

προκαλώντας έτσι μείωση της προσφοράς χρήματος ίσης χρηματικής αξίας με

την αντίστοιχη των ομολογιών.

β/. Προεξοφλητικό επιτόκιο (Discount Rate). Προεξοφλητικό επιτόκιο είναι

το επιτόκιο με το οποίο οι εμπορικές τράπεζες μπορούν να δανείσουν

χρήματα από την κεντρική τράπεζα. Ονομάζεται προεξοφλητικό, γιατί

συνήθως οι εμπορικές τράπεζες δανείζονται χρήματα από την κεντρική

τράπεζα προεξοφλώντας τις απαιτήσεις τους, δηλαδή τα γραμμάτια και

συναλλαγματικές των πελατών τους. Αυξάνοντας το προεξοφλητικό επιτόκιο,

η κεντρική τράπεζα δυσχεραίνει τη δανειοληπτική ικανότητα των εμπορικών

τραπεζών.

γ/. Επιτόκιο Αυξάνοντας το επιτόκιο δανεισμού αποθαρρύνει τις ιδιωτικές

επενδύσεις, αφού το κόστος δανεισμού αυξάνει.

δ/. Ποσοστό υποχρεωτικών διαθεσίμων (Reserve Requirements).

Αυξάνοντας το ποσοστό υποχρεωτικών διαθεσίμων που πρέπει να κρατούν οι

εμπορικές τράπεζες μειώνει την δυνατότητα δημιουργίας του λογιστικού

χρήματος από τις εμπορικές τράπεζες και ταυτόχρονα την δανειοληπτική

ικανότητά τους.

ε/. Δημόσιες καταθέσεις. Μεταφέροντας τις δημόσιες καταθέσεις από τις

εμπορικές τράπεζες στην κεντρική μειώνεται μια ακόμη πηγή αύξησης της

προσφοράς χρήματος.

Ad.2. Η εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης. Με τη συμπίεση των

εισοδημάτων των διαφόρων εισοδηματικών τάξεων που ελέγχονται από το

κράτος η συνολική ζήτηση στην οικονομία μειώνεται.

Ad.3. Η αύξηση της προσφοράς είναι δυνατό να επιτευχθεί με διάφορούς

τρόπους, π.χ.:

- αύξηση της παραγωγικότητας , που μπορεί να επιτευχθεί με την εισαγωγή

βελτιωμένων μεθόδων παραγωγής, καθώς επίσης, με την εξειδίκευση των

εργαζομένων,

- η συγκράτηση του κόστους της παραγωγής σε χαμηλά επίπεδα μέσω

ελέγχου των μισθών των εργατών και τον έλεγχο των τιμών των πρώτων

υλών,

Ad.4. Ο άμεσος έλεγχος των τιμών των προϊόντων σημαίνει την απαγόρευση

της ελεύθερης αύξησης των τιμών των προϊόντων, όπως αυτές τείνουν να

διαμορφώνονται στην αγορά. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι κάτω από

συγκεκριμένες συνθήκες το μέτρο αυτό μπορεί να οδηγεί σε μη άριστη

κατανομή τω παραγωγικών πόρων με την παρέμβασή του στο μηχανισμό

αγοράς. Επίσης, στην περίπτωση που οι επιχειρήσεις αντιλαμβάνονταν ότι το

μέτρο είναι προσωπικό, είναι πιθανό να συσσωρευτούν αποθέματα με την

προσδοκία ότι με την άρση του μέτρου θα τα πουλήσουν ακριβότερα. Έτσι

μπορεί να δημιουργηθούν η λεγόμενη ΄΄μαύρη αγορά΄΄ ή το ΄΄καπέλο΄΄.

17.5 Στασιμοπληθωρισμός

Ο στασιμοπληθωρισμός είναι ένα νέο οικονομικό φαινόμενο. Αντίθετα

από τον πληθωρισμό του παρελθόντος, ο σημερινός πληθωρισμός έχει

επιμένει πέρα από το τέλος του πολέμου και παρά την παρουσία της

ανεργίας. Γι’ αυτό ακριβώς ονομάζεται στασιμοπληθωρισμός – στασιμότητα

συνδυασμένη με πληθωρισμό. Ο στασιμοπληθωρισμός αντανακλάται στην

εξαφανιζόμενη καμπύλη Phillips. Η καμπύλη αυτή χρησιμοποιούνταν για να

δείχνουμε ότι πληθωρισμός και ανεργία συνοδεύονται από μια μείωση στο

ρυθμό του πληθωρισμού. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 η σχέση αυτή

εξαφανίστηκε σε μεγάλο βαθμό.

Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

1. Heilbrorner, R.L., Thurow, L.: Για την κατανόηση της

μακροοικονομικής. Εκδόσεις Παπαζήση.

2. Κούρκουλου, Α.: Οικονομική. ΟΔΕΒ, Αθήνα, 1988.

3. Κώττη-Πετράκη, Α.: Μακροοικονομική. Θεωρία και Πολιτική. Εκδ.

Παπαζήση, 1985.

4. Λάζαρη, Α.: Θεωρία Απασχολήσεως και Εθνικού Εισοδήματος. Αθήνα,

1976.

5. Λιάνου, Θ., Μπένου, Θ.: Μακροοικονομική Ανάλυση και

Δημοσιονομική Πολιτική. Εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1979.

6. Πουρναράκη, Ε.: Μακροοικονομική Θεωρία και Πολιτική. Εκδ.

Παπαζήση, Αθήνα, 1980.

7. Samuelson, P.: Οικονομική. Εκδ. Παπαζήση, 1975.

8. Χοτονιάν, Α.: Μακροοικονομία. Εκδ. Κυριακίδη, Θεσ/νίκη, 1990.

9. Begg, D., Fischer, S., Dornbusch, R. Εισαγωγή στην Οικονομική, Τόμος Α,

Εκδόσεις Κριτική Επιστημονική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2006.

10. Bade, R. και Parkin, Μ. Μικροοικονομική Θεωρία, Εκδόσεις Rosili, Αθήνα

2010.

11. Krugman, P. και Wells, R. Μικροοικονομική, Εκδόσεις Επίκεντρο, Β΄

έκδοση, Θεσσαλονίκη 2011.

12. Παπαδόγγονας, Θ. Βασικές Αρχές Μικροοικονομικής Ανάλυσης και Εφαρμογές,

Αθήνα 2013.

13. Κώττης, Γ. και Α. Πετράκη-Κώττη, Σύγχρονη Μικροοικονομική, Εκδόσεις Ε.

Μπένου, Αθήνα 2008.

14. Χαχολιάδης Μ. Μικροοικονομική, Τόμος Α, Εκδόσεις Κριτική Επιστημονική

Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1990.

15. Nicholson, W. (1998). Μικροοικονομική Θεωρία: Βασικές Αρχές και

Προεκτάσεις Τόμος Α'. Εκδόσεις Κριτική Βιβλιοθήκη: Αθήνα (μετάφραση

Γ. Κορρές, Θ. Ταγκαλάκης, Χ. Γκενάκος).

16. Δρανδάκης, Ε., Μπήτρος, Γ. και Ν. Μπαλτάς. (1994). Μικροοικονομική

Θεωρία, Τόμος Γ'. Εκδόσεις Ε. Μπένου: Αθήνα.

17. Δράκος, Γ. (1997). Μαθήματα Δημόσιας Οικονομικής: Άριστη Κατανομή

των Παραγωγικών Συντελεστών. Εκδόσεις Σταμούλη: Αθήνα.

18. Δρανδάκης, Ε., Μπήτρος, Γ. και Ν. Μπαλτάς. (1994). Μικροοικονομική

Θεωρία, Τόμος Β'. Εκδόσεις Ε. Μπένου: Αθήνα.

19. Παλαιολόγος, Γ. Ασκήσεις Μικροοικονομικής Θεωρίας. Εκδόσεις

Σταμούλη: Αθήνα.

20. Σαραντίδης, Σ. (1976). Οικονομική Ανάλυση: Οριακή Μικροοικονομική

Θεωρία. Εκδόσεις Παπαζήση: Αθήνα.

21. Σαραντίδης, Σ. (1989). Θεωρία Αρίστης Κατανομής, Οικονομική της

Ευημερίας και Γενικής Iσορροπίας. Εκδόσεις Σαραντίδη: Πειραιάς.

22. Krugman, P. and Wells, R. Μακροοικονομική, εκδόσεις Επίκεντρο,

Θεσσαλονίκη 2009.

23. Λιανός, Θ και Μπένος, Θ. Μακροοικονομική Θεωρία και Πολιτική, εκδόσεις Ε.

Μπένου, Αθήνα 1998.

24. Παπαδόγγονας, Θ. Βασικές Αρχές Μακροοικονομικής Ανάλυσης και

Εφαρμογές, εκδόσεις Θ. Παπαδόγγονα, 2011.

25. Πετράκη-Κώττη, Α. και Κώττης, Γ. Σύγχρονη Μακροοικονομική, εκδόσεις Ε.

Μπένου, Αθήνα 2008.

26. Samuelson & Nordhaus, Economics, 19th Edition, McGraw Hill/Irwin,

2010. ... Samuelson&Nordhaus 19th.