Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα...

57
Φιλοθέη Κολίτση «H Λογοτεχνία ως ‘τόπος μνήμης’ της Μικρασιατικής Καταστροφής» «Μονάχα οι ηλίθιοι και οι νεκροί έχουν δικαίωμα να λησμονούν· μα όσοι έχουν την πνοή της ζωής μέσα τους, οφείλουν να θυμούνται για να στοχάζουνται και να συγχωρούν.» Στρατής Δούκας Εισαγωγικά Tα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922 και η ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε με τη συνθήκη της Λοζάννης το 1923 αποτέλεσαν τραυματική εμπειρία, που σημάδεψε τόσο την ατομική όσο και τη συλλογική μνήμη των προσφύγων. Το τραύμα γίνεται τραγική διήγηση της συμφοράς στις καθημερινές κουβέντες τους στους προσφυγικούς καταυλισμούς και στις γειτονιές, που είναι οι πρώτοι κατά κυριολεξία «τόποι (έκφρασης της) μνήμης» της Μικρασιατικής Καταστροφής. Το καφενείο σε χωριό της Κατερίνης, όπου ο Στρατής Δούκας το 1928 ‘πρωτάκουσε’ τον Καζάκογλου να διηγείται την απίστευτη ιστορία της αιχμαλωσίας και της σωτηρίας του, ήταν ένας τέτοιος «τόπος μνήμης», όπου οι πρόσφυγες συγκεντρώνονταν για να ακούσουν και να αφηγηθούν συνήθως δραματικές και σπανιότερα παραμυθητικές ιστορίες της ‘εξόδου’ των Μικρασιατών Ελλήνων, σε μια προσπάθεια να ντύσουν με ‘λόγο’ το ‘άλογο’ που τους συνέβη. Έτσι, ο μετασχηματισμός της προσωπικής μνήμης του τραύματος σε ιδιωτικό προφορικό λόγο περί τραύματος, εν μέσω ομοιοπαθούντων, γίνεται εξ αρχής μια διέξοδος του προσφυγικού πόνου και της συσσωρευμένης οργής απέναντι στο τραγικό και στο αναιτιολόγητο της Καταστροφής. Οι μνήμες της Καταστροφής είναι ατομικές και άμεσες, καθώς προέρχονται από τις προσωπικές εμπειρίες και τα βιώματα των ξεχωριστών προσώπων-υποκειμένων. Την ίδια στιγμή, οι πολυάριθμες συγκλίνουσες ατομικές μνήμες των προσφύγων, που εκκινούν από την κοινή συγκλονιστική- τραυματική εμπειρία της Καταστροφής, με τις συνακόλουθες πολλαπλές απώλειες (του γενέθλιου τόπου, των προσφιλών

Transcript of Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα...

Page 1: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

Φιλοθέη Κολίτση

«H Λογοτεχνία ως ‘τόπος μνήμης’ της Μικρασιατικής Καταστροφής»

«Μονάχα οι ηλίθιοι και οι νεκροί έχουν δικαίωμα να λησμονούν· μα όσοι έχουν την πνοή της ζωής μέσα τους,

οφείλουν να θυμούνται για να στοχάζουνται και να συγχωρούν.»Στρατής Δούκας

Εισαγωγικά

Tα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922 και η ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε με τη συνθήκη της Λοζάννης το 1923 αποτέλεσαν τραυματική εμπειρία, που σημάδεψε τόσο την ατομική όσο και τη συλλογική μνήμη των προσφύγων. Το τραύμα γίνεται τραγική διήγηση της συμφοράς στις καθημερινές κουβέντες τους στους προσφυγικούς καταυλισμούς και στις γειτονιές, που είναι οι πρώτοι κατά κυριολεξία «τόποι (έκφρασης της) μνήμης» της Μικρασιατικής Καταστροφής. Το καφενείο σε χωριό της Κατερίνης, όπου ο Στρατής Δούκας το 1928 ‘πρωτάκουσε’ τον Καζάκογλου να διηγείται την απίστευτη ιστορία της αιχμαλωσίας και της σωτηρίας του, ήταν ένας τέτοιος «τόπος μνήμης», όπου οι πρόσφυγες συγκεντρώνονταν για να ακούσουν και να αφηγηθούν συνήθως δραματικές και σπανιότερα παραμυθητικές ιστορίες της ‘εξόδου’ των Μικρασιατών Ελλήνων, σε μια προσπάθεια να ντύσουν με ‘λόγο’ το ‘άλογο’ που τους συνέβη. Έτσι, ο μετασχηματισμός της προσωπικής μνήμης του τραύματος σε ιδιωτικό προφορικό λόγο περί τραύματος, εν μέσω ομοιοπαθούντων, γίνεται εξ αρχής μια διέξοδος του προσφυγικού πόνου και της συσσωρευμένης οργής απέναντι στο τραγικό και στο αναιτιολόγητο της Καταστροφής.

Οι μνήμες της Καταστροφής είναι ατομικές και άμεσες, καθώς προέρχονται από τις προσωπικές εμπειρίες και τα βιώματα των ξεχωριστών προσώπων-υποκειμένων. Την ίδια στιγμή, οι πολυάριθμες συγκλίνουσες ατομικές μνήμες των προσφύγων, που εκκινούν από την κοινή συγκλονιστική-τραυματική εμπειρία της Καταστροφής, με τις συνακόλουθες πολλαπλές απώλειες (του γενέθλιου τόπου, των προσφιλών προσώπων, των υλικών αγαθών), συν-αποτελούν και συν-διαμορφώνουν τη συλλογική προσφυγική μνήμη, ενώ μέσα από μία διαδικασία διάδρασης συγκοινωνούντων δοχείων επαναδιαμορφώνονται μέσα σε αυτήν. Με τη σειρά της η συλλογική μνήμη εγγράφεται σε, και ταυτόχρονα ανατροφοδοτείται από, ποικίλες κοινωνικές ή πολιτιστικές δραστηριότητες των προσφυγικών ομάδων και μεταφέρεται στις επόμενες γενιές ως «μετα-μνήμη», ως μνήμη δηλαδή όχι άμεσα βιωμένη, αλλά μεταφερμένη και ‘επίκτητη’, χωρίς όμως να πάψει να είναι παράδοση ζώσα και τραυματική.1 Ειδικότερα, οι παράγοντες που έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην έκφραση, στη διατήρηση και στην επαναδιαμόρφωση της προσφυγικής μνήμης είναι: (α) ενώσεις, σωματεία και σύλλογοι προσφύγων πολιτιστικού ή αθλητικού χαρακτήρα που αποσκοπούν στην πνευματική προαγωγή του προσφυγικού πληθυσμού και στην προβολή του πολιτισμού του, σημαντικό κομμάτι του οποίου αποτελεί η μουσική του παράδοση· (β) επίσημοι φορείς και ερευνητικά κέντρα, που έχουν αναπτύξει αξιόλογη εκδοτική δραστηριότητα, όπως το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (Δελτίον ΚΜΣ), η «Ένωσις Σμυρναίων» (Μικρασιατικά Χρονικά), η «Επιτροπή Ποντιακών Μελετών» (Αρχείον Πόντου), κλπ· (γ) η καταγραφή

1 Για τη συλλογική μνήμη βλ. +++

Page 2: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

των προφορικών μαρτυριών των προσφύγων που διασώζονται i) στην κρατικά οργανωμένη συλλογή καταθέσεων στα αστυνομικά τμήματα (1922) ii) στις συνεντεύξεις έρευνας με ερωτηματολόγιο που διοργάνωσε το ΚΜΣ (1930 έως δεκαετία του 1960) iii) στη σειρά ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ, Το Ρίζωμα (1987-1988) iv) στη συλλογή μαγνητοφωνημένων προφορικών μαρτυριών από το «Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού» στην Καλαμαριά (1997, κ.ε.) και v) στο αρχείο μαγνητοσκοπημένων αυτοβιογραφικών συνεντεύξεων από το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού (1997, κ.ε.)· (δ) τέλος, οι συλλογικές μνημονικές πρακτικές (ανέγερση μνημείων, ονοματοθεσία συνοικιών, μεταφορά κειμηλίων, κλπ) και ιδιαίτερα ο προσδιορισμός ημερών μνήμης: η ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρας Εθνικής Μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού (Νόμος 2193/1994) και της 14ης Σεπτεμβρίου ως Ημέρας Εθνικής Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος (Νόμος 2645/1998).2

Οι πρόσφυγες που βίωσαν τα γεγονότα αποτελούν, σύμφωνα με όρους της κοινωνικής ανθρωπολογίας (???), τις ονομαζόμενες «εμπειρικές κοινότητες μνήμης» ή την «πρώτη προσφυγική γενιά», ενώ οι επόμενες γενιές, που δεν βίωσαν τα γεγονότα, επονομάζονται «κοινότητες μετα-μνήμης», συνιστώντας τη «δεύτερη» ή την «τρίτη προσφυγική γενιά». Ωστόσο, για τους όρους αυτούς έχουν εκφραστεί κάποιες επιφυλάξεις και αντιρρήσεις, εφόσον δεν μπορούμε κυριολεκτικά να μιλούμε για πρόσφυγες δεύτερης ή τρίτης γενιάς.3

Η προσφυγική ατομική και συλλογική μνήμη που αρχικά βρίσκει διέξοδο σε ιδιωτικές, συχνά άτεχνες ή και χαοτικές προφορικές διηγήσεις-καταθέσεις του τραύματος4 σε στενούς κύκλους οικείων και συγγενών, που συναισθηματικά και βιωματικά μετέχουν σε αυτό στο παρόν, στη συνέχεια μεταστοιχειώνεται σε ‘έντεχνη’ (λογοτεχνική) γραπτή αφήγηση, που απευθύνεται στον αναγνώστη του (τότε) ‘παρόντος’ και του μέλλοντος. Τα έργα Το νούμερο 31328 του Βενέζη και Η ιστορία ενός αιχμαλώτου του Δούκα, που έχουν ως σημείο εκκίνησης προσωπικά βιώματα, είναι τα δύο πρώτα Μικρασιατικά πεζογραφήματα που έχουν ευρεία απήχηση στο ελληνικό αλλά και στο ξένο αναγνωστικό κοινό. Έτσι, η λογοτεχνία αναδεικνύεται σε μεταφορικό και συμβολικό «τόπο μνήμης» της Μικρασιατικής Καταστροφής, ο δημόσιος λόγος της προσφυγιάς, που εκφράζει, τον πόνο και τον καημό τους, αλλά και πλήθος αναπάντητα ερωτήματα για την Καταστροφή.5 2 Βλ. Μ. Βαρλάς, «Η διαμόρφωση της προσφυγικής μνήμης», στο Πέρα από την καταστροφή. Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Αθήνα, ΙΜΕ, 2003, σσ. 148-174. Οι δύο προαναφερθείσες ημερομηνίες καθιερώθηκαν ως Ημέρες Μνήμης, διότι στις 19 Μαΐου του 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα, ανέλαβε τη διοίκηση του εθνικού τουρκικού στρατού και επίσημα υιοθέτησε το σύνθημα των Νεοτούρκων «Η Τουρκία στους Τούρκους», ενώ στις 14 Σεπτεμβρίου πυρπολήθηκε και καταστράφηκε το ελληνικό τμήμα της Σμύρνης. 3 Βλ. σχετικά Ρ. Β. Μπουσχότεν, «Μνήμες, τραύματα και μετα-μνήμη: το «παιδομάζωμα» και η επεξεργασία του παρελθόντος», στο Μπουσχότεν, Ρ. Β., Βερβενιώτη Τ., Βουτυρά Ε., Δαλκαβούκης Β., Μπάδα Κ. (επιμ.), Μνήμες και λήθη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, Αθήνα, Επίκεντρο, 2008, σσ. 131-148. 4 Οι προφορικές διηγήσεις των προσφύγων, όπως προαναφέρθηκε, πήραν επισημότερο και μονιμότερο χαρακτήρα με τις καταθέσεις τους στα αστυνομικά τμήματα το 1922 και αποτελούν σήμερα πολύτιμο ντοκουμέντο των αυτοπτών μαρτύρων για τα ιστορικά γεγονότα. Μέρος των διηγήσεων αυτών έχει δημοσιευτεί στον τόμο Γιάννης Καψής, 1922 Η Μαύρη βίβλος. Οι μαρτυρικές καταθέσεις των θυμάτων που δεν δημοσιεύθηκαν ποτέ: Ιστορικό ντοκουμέντο, Αθηνα, Λιβάνης – Νέα Σύνορα, 1992. 5 Βλ. Pierre Nora, Les Lieux de mémoire, Paris, Gallimard, 1984–1992· Realms of Memory (abridged translation), Columbia University Press, 1996–1998. +

2

Page 3: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

Μικρασιάτες και Κωνσταντινουπολίτες (Τουρκομερίτες) συγγραφείς γίνονται εκφραστές της ‘φωνής των προσφύγων’ με βασικό τους μέλημα να διατηρήσουν τη μνήμη των Αλησμόνητων Πατρίδων και των γεγονότων της Καταστροφής, δημιουργώντας ένα «συμβολικό μνημείο λόγου».6 Η Καταστροφή συντελέστηκε. Οι Πατρίδες χάθηκαν. Η μνήμη τους όμως θα διατηρηθεί ζωντανή στις επόμενες γενιές και διαχρονικά στο απώτερο μέλλον, όταν ο ανεπιτήδευτος προφορικός λόγος της μαρτυρίας γίνει τέχνη, αποκτήσει δομή και αισθητική μορφή, για να μπορέσει να αντέξει στη λήθη και στον χρόνο.

Οι προαναφερθέντες συγγραφείς ‘φέρουν’ μέσα τους την ιδιαίτερη πατρίδα τους, με τις παραδόσεις, τις συνήθειες, τις εικόνες, τους ήχους, τις γεύσεις, τις μυρωδιές, το χώμα και τα γεννήματα του τόπου τους. Η ‘πατρίδα’ παραμένει γι αυτούς ζώσα παράδοση και χωνεμένη εμπειρία ζωής. Όλες αυτές οι συσσωρευμένες μνήμες του παρελθόντος, της πρότερης ειρηνικής ζωής στη γενέθλια γη τους, της Καταστροφής, και της κατοπινής μετεγκατάστασής τους στη Ελλάδα, συντίθενται σε αλλεπάλληλες επιστρωματώσεις, σε ένα πολυ-επίπεδο, πρισματικό παζλ, με πολλαπλά κομμάτια ή ‘κατάγματα’, που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τους συγκροτούν και τους καθορίζουν. Γίνονται ένας τραυματικός μνημονικός τόπος (από άποψη νευροφυσιολογίας αυτή τη φορά) που με τρόπο κάποτε ανεξέλεγκτο, εισβάλλουν στο παρόν τους και το επηρεάζουν καταλυτικά. Εξάλλου η Ψυχανάλυση και η Νευροφυσιολογία κάνουν λόγο για τοπογραφία της μνήμης.7

Την ίδια στιγμή οι συγγραφείς βρίσκονται σε διάλογο με την εποχή και την ιστορική συγκυρία κατά την οποία γράφουν τα έργα τους, ενώ οι ίδιοι διανύουν διαφορετική κάθε φορά ηλικιακή φάση της ζωής τους: πρώτη δεκαετία μετά τα γεγονότα, είκοσι χρόνια αργότερα (δεκαετία του 1940), σαράντα χρόνια αργότερα (δεκαετία του 1960), εξήντα πέντε χρόνια αργότερα (τέλος της δεκαετίας του 1980). Έτσι, ανάλογα με τη χρονική στιγμή της συγγραφής, την ιδιοσυγκρασία και την ιδεολογική τοποθέτηση του κάθε συγγραφέα, και ακόμη σε κάποιον βαθμό κάτω από τις διαφορετικές επιταγές ή ανάγκες του φύλου (άντρας/ γυναίκα) και της ηλικίας, διαφορετικό κομμάτι ανασύρεται κάθε φορά από τα βάθη του συνειδητού και τα έγκατα του ασυνείδητου και μορφοποιείται λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά. Στο σημείο αυτό αξίζει να παρατεθεί η μαρτυρία της Διδώς Σωτηρίου για τη λειτουργία της μνήμης του συγγραφέα, όπως καταγράφεται σε ομιλία της σε «πυκνό κοινό Τούρκων διανοουμένων και πλήθος νέων φοιτητών και εργαζομένων» στην Κωνσταντινούπολη το 1987:

«Η μνήμη του συγγραφέα … έχει μια δική της λειτουργία, θα την έλεγα σουρεαλιστική (οι συνάδελφοί μου εδώ ποιητές και πεζογράφοι θα με καταλαβαίνουν). Η μνήμη έχει ακόμα και τη δική της ανθρωπιά. Πετάει τα άσκημα, τα πρόσκαιρα, τα αντιανθρώπινα, θα έλεγα, και κρατάει το άρωμα των πραγμάτων. Δεν πρόκειται για εξωραϊσμούς παραπλανητικούς, ούτε για περιπλάνηση στα σύννεφα. Απλά και μόνο, απαλλάσσει την πραγματικότητα από στοιχεία φθαρτά και πασχίζει να δώσει στα κείμενα μια διαχρονικότητα και στην ευτυχέστερη περίπτωση και μια παγκοσμιότητα.

Ο συγγραφέας πρέπει να κινείται μέσα σ’ ένα βιωμένο υλικό σαν νοικοκύρης, κι όχι σαν μουσαφίρης. Και το πρώτο υλικό που βάζει ανεξίτηλη σφραγίδα στο έργο του είναι τα παιδικά του χρόνια. [...] Τα όμορφα και τα άσκημα που έζησα σαν παιδί στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και στη συνέχειά του δεν τα έριξα στο προσφυγικό μπογαλάκι που πήρα μαζί μου στον ξεριζωμό του 1922. Τα φύλαξα στην πληγωμένη καρδιά μου, στο υποσυνείδητό μου. Εκεί μείνανε χρόνια και χρόνια και

6 Theories of Memory/ or Collective Memory of Political Events? ++7 +++

3

Page 4: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

αποστασιοποιήθηκαν και δουλεύτηκαν, όπως η θάλασσα δουλεύει τα πετράδια της. Κι ούτε κι εγώ η ίδια είχα καταλάβει πώς γίναν πολύτιμοι λίθοι. [...]

Και ώριμη πια, με διαμορφωμένη μια διαλεκτική σκέψη κάθησα κάποτε μπρος στο άσπρο χαρτί και έγραφα έγραφα νύχτα μέρα να κερδίσω τον χαμένο χρόνο. Έτσι, ύστερα από μια θητεία αρκετών χρόνων, όχι μονάχα στη δημοσιογραφία αλλά και στα γράμματα, κυκλοφόρησα το 1959 το πρώτο μικρασιάτικο μυθιστόρημά μου.»8

Πάντως μερίδα της κριτικής, αναφερόμενη σε συγγραφείς που έζησαν κατά τη διάρκεια των εν λόγω ιστορικών γεγονότων, επισημαίνει την περιορισμένη απήχηση της Καταστροφής στη νεοελληνική λογοτεχνία, αποδίδοντας τα αίτια αυτής της ‘σιωπής’ στις καινούριες συμφορές (Γερμανική Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, Μετεμφύλιος), που εμφανίστηκαν στον τόπο, πριν καλά καλά αρχίσουν να επουλώνονται οι παλαιότερες πληγές ή στον δισταγμό και στην αδυναμία των συγγραφέων να δώσουν λογοτεχνικό ένδυμα στις αποτρόπαιες εμπειρίες της Καταστροφής των διωγμών και του ξεριζωμού του Μικρασιατικού Ελληνισμού από την Ανατολή. Ωστόσο, έστω και περιορισμένης έκτασης η λογοτεχνία της Μικρασιατικής Καταστροφής μπορεί να ιδωθεί ως ένα είδος εναλλακτικής αφήγησης των ιστορικών γεγονότων της εποχής, μέσα από την πλάγια, διαθλασμένη ματιά της τέχνης του λόγου και την ‘ιδιοπροσωπία’ του κάθε δημιουργού. Τα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν ευθεία «αντανάκλαση» της πραγματικότητας, αλλά αισθητικό ανάλογο της πραγματικότητας,9 διασώζουν την προσωπική μνήμη του κάθε συγγραφέα και ταυτόχρονα εκφράζουν και επαναδιαμορφώνουν τη συλλογική προσφυγική μνήμη, μπολιάζοντας με τον μοναδικό τρόπο της τέχνης, το ατομικό στο συλλογικό και μετουσιώνοντας το ειδικό σε αντιπροσωπευτικό.10

***Πόντιοι συγγραφείς της πρώτης προσφυγικής γενιάς επιχειρούν κι αυτοί να

απεικονίσουν λογοτεχνικά τη ζωή των Ελλήνων του Πόντου σε παλαιότερες εποχές, την αντίστασή τους απέναντι στους Τούρκους και τέλος τη Μικρασιατική Καταστροφή και την προσφυγιά. Τα έργα τους ωστόσο δεν γίνονται ευρέως γνωστά στο ελλαδικό αναγνωστικό κοινό, πιθανόν εξαιτίας της γλωσσικής τους ιδιαιτερότητας (ποντιακή διάλεκτος), που τα καθιστά δυσνόητα στους περισσότερους Ελλαδίτες, και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εξαιτίας της αμφιλεγόμενης αισθητικής τους αξίας. Ενδεχομένως το μόνο ευρύτερα γνωστό κείμενο είναι το εξαιρετικά ενδιαφέρον πεζογράφημα Γη του Πόντου (1966), του γνωστού θεατρικού συγγραφέα, Δημήτρη Ψαθά (1907-1979, Τραπεζούντα), το οποίο ωστόσο είναι ένα χρονικό που, εμπεριέχοντας αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, καταγράφει τη ζωή, τους διωγμούς και την αντίσταση των ποντιακού ελληνισμού απέναντι στους Τούρκους.

Τα πεζογραφήματα που έχουν ως θέμα τους τη Μικρασιατική Καταστροφή επικεντρώνονται σε τρεις βασικούς θεματικούς άξονες: (α) τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα

8 [Ανέκδοτη] «Ομιλία στην Έκθεση Βιβλίου στην Πόλη» (Φάκελος 18.4). Από το αρχείο της Διδώς Σωτηρίου στο Ε.Λ.Ι.Α. του Μ.Ι.Ε.Τ. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τη Σοφία Μπόρα και τους συναδέλφους της στο Ε.Λ.Ι.Α. για τις χρήσιμες πληροφορίες και την άνετη πρόσβαση στα αρχεία της Διδώς Σωτηρίου και του Στρατή Δούκα. 9 W. Iser, +++10 Σχετικά με τις απόψεις κριτικών βλ. βλ. για παράδειγμα: Γ. Κοτζιούλας, Ο Στρατής Μυριβήλης και η πολεμική λογοτεχνία, Αθήνα, 1931, σ. 11· Β. Βαρίκας, «Το χρονικό μιας εποχής», εφημ. Το Βήμα, 1/7/1962· Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, «Ιστορία και Λογοτεχνία», εφημ. Ελευθερία, 7/10/1962· Δ. Λιάτσος, Η Μικρασιατική Καταστροφή στη Νεοελληνική Λογοτεχνία, Αθήνα, Το Ελληνικό Βιβλίο, 1972, σ. 13.

4

Page 5: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

(Διωγμοί του Ελληνισμού της Ανατολής, Μικρασιατικός Πόλεμος, Αιχμαλωσία, Καταστροφή) (β) ζωή στη Μικρά Ασία ή στην Πόλη πριν τα γεγονότα (γ) προσφυγιά – μετεγκατάσταση των Μικρασιατών στην Ελλάδα μετά τα γεγονότα. Κατά κανόνα η έμφαση σε έναν από τους παραπάνω θεματικούς άξονες υποδηλώνει έμμεσα την ιδεολογική στάση του συγγραφέα τη συγκεκριμένη στιγμή της συγγραφής του έργου και σε κάποιο βαθμό την ιδεολογική λειτουργία της επιλεκτικής ή υποκειμενικής μνήμης του.11

Στη συνέχεια θα συζητηθούν εκτενή πεζογραφήματα που εστιάζονται στον πρώτο θεματικό άξονα (Διωγμοί, Πόλεμος, Αιχμαλωσία, Καταστροφή) και έχουν γραφεί από Μικρασιάτες και Κωνσταντινοπολίτες συγγραφείς, που έζησαν οι ίδιοι ως αυτόπτες μάρτυρες στο σύνολό τους ή εν μέρει τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Πρόκειται για συγγραφείς ‘της πρώτης προσφυγικής γενιάς’, που ανήκουν, όπως προαναφέρθηκε, στις επονομαζόμενες «εμπειρικές κοινότητες μνήμης».12

Α. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΟΥ ΤΡΑΥΜΑΤΟΣ: ΔΙΩΓΜΟΙ, ΠΟΛΕΜΟΣ, ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ, ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Στην πρώτη ομάδα έργων οι συγγραφείς επιχειρούν να αναπλάσουν τα ίδια τα γεγονότα μέσα από μια κατακόρυφη καταβύθισή τους στη μνήμη και στο καμίνι της Ιστορίας. Γνωστά πεζογραφήματα που επικεντρώνονται σε αυτόν τον θεματικό άξονα είναι: Το νούμερο 31328 (1924/1931) του Βενέζη, Η ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929) του Δούκα, Οι νεκροί περιμένουν (1959) και Ματωμένα Χώματα (1962) της Σωτηρίου, Τα παιδιά της Νιόβης, τ. Α & Β (1987) του Αθανασιάδη. Τα κείμενα αυτά είτε γράφονται ‘εν θερμώ’, λίγα χρόνια μετά τα γεγονότα, και αποτελούν άμεσες ή πρώιμες καταγραφές (Βενέζης, Δούκας) είτε γράφονται έπειτα από τη μεσολάβηση σαράντα (γύρω στο 1960, Σωτηρίου) και εξήντα πέντε χρόνων (τέλος της δεκαετίας του 1980, Αθανασιάδης) και αποτελούν όψιμες καταγραφές. Ούτως ή άλλως, το αποτέλεσμα δεν είναι μια ‘αντικειμενική’ αφήγηση των ιστορικών γεγονότων, αλλά η διαμεσολαβημένη και λογοτεχνικά επεξεργασμένη ανασύνθεσή τους.

Τα αφηγήματα αυτά είχαν και έχουν μεγάλη απήχηση στο σύνολο του ελληνικού αναγνωστικού κοινού, ανεξάρτητα από την κοινωνική προέλευση ή την πολιτική και ιδεολογική τοποθέτηση των επιμέρους ατόμων, εφόσον αποτυπώνουν ένα τραύμα ‘εθνικό’ και δίνουν έμφαση στην ‘τραγική’ πλευρά του εθνικού δράματος. [Ορισμένα από αυτά επεκτείνονται στον τόπο και τον χρόνο, συνιστώντας μια τοιχογραφία της εποχής εκείνης και επιχειρούν να δώσουν την επική διάσταση των ιστορικών γεγονότων και των πρωταγωνιστών τους.] Μέσα από τις εξατομικευμένες ιστορίες των ηρώων προβάλλεται ως πρωταγωνιστής και υπερ-ατομικό υποκείμενο της πλοκής των έργων το ‘πάσχον έθνος’. Με τον ξεριζωμό του μικρασιατικού Ελληνισμού της Ανατολής, ολόκληρος ο ελληνισμός τραυματίζεται και πάσχει, όπως και αν διαμοιραστούν οι ευθύνες: είτε αυτές αποδοθούν στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των ξένων δυνάμεων (Δυτικών και Ανατολικών) είτε στην ολιγωρία και ανικανότητα της ελληνικής πολιτικής

11 Βλ. Παράρτημα Πίνακα 1 και Πίνακα 2, με τα ονόματα των συγγραφέων, τον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής τους, τους τίτλους, τον χρόνο δημοσίευσης των έργων τους και τους θεματικούς άξονες στους οποίους αυτά εντάσσονται. 12 Βλ. Μάκριτζ +++ Thomas Doulis, Disaster and Fiction: Modern Greek Fiction and the Impact of the Asia Minor Disaster of 1922, London – Berkeley – Los Angeles, University of California Press, 1977, + Papaeliou ++

5

Page 6: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

και στρατιωτικής ηγεσίας είτε στον κλιμακούμενο εθνικισμό και στη συνακόλουθη βαρβαρότητα του ‘εθνικού εχθρού’.

Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο των παραπάνω έργων είναι η δηλωμένη πρόθεση των δημιουργών τους, που εκφράζεται στα προλογικά σημειώματα. Βασικό μέλημα και βαθιά ανάγκη των συγγραφέων είναι να μετουσιώσουν την «καυτή» εμπειρία και την τραυματική μνήμη τους, τόσο την προσωπική όσο και τη συλλογική, σε δημόσιο λογοτεχνικό λόγο. Έτσι, αυτά τα κείμενα, μαρτυρίες ή χρονικά, μπορούν να ιδωθούν ως η ‘κραυγή’ του ξεριζωμένου Ελληνισμού της Ανατολής, την ώρα που αποχωρίζεται τη μάνα-γη της Ιωνίας, η οποία εγχαράσσεται στην ‘πέτρα’ του έντεχνου λόγου, ελάχιστη συνεισφορά και αναγνώριση στα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα που εξαργύρωσαν με το αίμα τους τις σκληρές επιταγές της Ιστορίας.

Επιπλέον, τα πεζογραφήματα αυτά μπορούν να αναγνωσθούν ως αντιπροσωπευτικά έργα της «λογοτεχνίας του τραύματος», ενός τραύματος προσωπικού και ταυτόχρονα συλλογικού, το οποίο μπορεί να επουλωθεί μέσα από τη δημόσια έκφρασή του και μια συλλογική διαδικασία επεξεργασίας του.13 Την ίδια στιγμή μπορούν να ενταχθούν και σε μια άλλη αισθητική κατηγορία κειμένων που καταγράφουν τη φρίκη του πολέμου, μια λογοτεχνία δηλαδή που προσπαθεί να περιγράψει το «απερίγραπτο» και να ρηματοποιήσει το «άρρητο».14 Η ρηματοποίηση μιας τραυματικής εμπειρίας και η εκλογίκευση που αυτή προϋποθέτει ενδεχομένως ‘μαλακώνουν’ και ‘μετριάζουν’ τη βαναυσότητα της εμπειρίας, ταυτόχρονα όμως τη φέρνουν πιο κοντά στις αντιληπτικές ικανότητες του μέσου ανθρώπου. Μολονότι κάποιοι μιλούν για «εξωραϊσμό» της φρίκης του πολέμου και «αισθητοποίηση της βαρβαρότητας», τα κείμενα αυτά διασώζουν ‘πολύτιμες’ εμπειρίες και μνήμες των θυμάτων και γίνονται ένα είδος «δημόσιας τελετουργικής πράξης», όπου συναντώνται τα μέλη μιας κοινότητας για να θυμηθούν και να τιμήσουν το παρελθόν τους.15 Έτσι, η λογοτεχνία μπορεί να λειτουργήσει ως τόπος συλλογικής μνήμης αλλά και τρόπος διαχείρισης του συλλογικού τραύματος και μετατροπής του σε παρελθόν, σε μια προσπάθεια αποδοχής της πραγματικότητας εκ μέρους της κοινότητας και συμφιλίωσής της με το παρόν. Υπάρχουν ποικίλοι τρόποι διαχείρισης του τραύματος μέσω της λογοτεχνίας, όπως η άμεση, υποκειμενική, όχι ιδιαίτερα επεξεργασμένη ιδεολογικά καταγραφή του τραύματος («γράφω το τραύμα») και η όψιμη, γενικότερη θεώρηση και κριτική επεξεργασία του τραύματος («γράφω για το τραύμα»).16

Πρώιμες καταγραφές: Το νούμερο 31328 (1924/1931)Η ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929)

Ο Ηλίας Βενέζης (Αϊβαλί, 1904-1973), ένας από τους 23 επιζώντες μεταξύ 3.000, αφού έζησε «σκλάβος» για 14 μαρτυρικούς μήνες στα Εργατικά Τάγματα της Ανατολής, δημοσιεύει το αφήγημα Νούμερο 31328 στην εφημερίδα Καμπάνα της Μυτιλήνης το 13 Rossington M. & Whitehead A., Theories of Memory. A Reader, Baltimore, The John Hopkins University Press, 2007, σ. +++ 14 Αμπατζοπούλου Φ., Ο Άλλος εν διωγμώ. Η Εικόνα του Εβραίου στη λογοτεχνία. Ζητήματα Ιστορίας και Μυθοπλασίας, Αθήνα, Θεμέλιο, 1998, σ. + 15 Rossington M. & Whitehead A., Theories of Memory. A Reader, Baltimore, The John Hopkins University Press, 2007, σ. 163 +++16 Α. Λιάκος, Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία; Αθήνα, Πόλις, 2007, σ. 226.

6

Page 7: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

1924, εκκινώντας από μια βαθιά προσωπική ανάγκη να απεικονίσει με λόγο αυτό που υπερβαίνει τον λόγο και κάθε ανθρώπινη λογική. Έτσι, στον πρόλογο της τρίτης έκδοσης (1945) εξομολογείται πόσο πολύ τον είχε βασανίσει η «πυκνή και φοβερή ύλη της πικρής αυτής ζωής που έπρεπε να πάρει έκφραση». Ο συγγραφέας παραδίδεται στη ‘βάσανο της γραφής’ προκειμένου να λυτρωθεί από τη ‘βάσανο’ του σώματος, της εμπειρίας και της μνήμης. Σε άλλο σημείο καταθέτει πως τούτο το βιβλίο είναι «γραμμένο με αίμα» και «αφιερωμένο» στον πόνο της «σάρκας που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του», γιατί «τίποτε δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται». Κλείνοντας τον πρόλογο, επισημαίνει πως το έργο αυτό ήταν «η διαμαρτυρία ενός παιδιού εναντίον του πολέμου».17

Ο Στρατής Δούκας (Μοσχονήσια, 1895-1983) λίγα χρόνια αργότερα (Σεπτέμβρης έως Δεκέμβρης του 1928), κατόπιν «εντολής» της εφημερίδας της Θεσσαλονίκης, Μακεδονία, περιοδεύει σε προσφυγοχώρια της Μακεδονίας, με σκοπό να αφουγκραστεί τη δυστυχία «πολύ πονεμένων ανθρώπων» και να ‘συλλέξει’ με προσοχή και σεβασμό τα λόγια τους. Συναισθανόμενος το βάρος μιας τέτοιας αποστολής, σε καφενείο του χωριού Στουπί (Σπι) της Κατερίνης, ακούει έναν ντροπαλό Ανατολίτη να αφηγείται στους συγχωριανούς του τα παθήματά του από την αιχμαλωσία, «ένα βιολί σόλο» που συνεπαίρνει τους πάντες. Όταν ο Δούκας φεύγει με τις σημειώσεις του από το χωριό, νιώθει πως «κρατά στη φούχτα του ένα κομμάτι χρυσάφι», και καταγράφει την ιστορία που άκουσε αμέσως, υπαγορεύοντάς την στον ξάδερφό του Ανδρέα Παπαδημητρίου, όπως μας λέει ο ίδιος, προκειμένου να διατηρήσει την ποιότητα του προφορικού λόγου ακέραιη μέσα στο κείμενο. Το 1929, στο προλογικό σημείωμα της πρώτης έκδοσης «Λίγα λόγια», ο Δούκας γράφει ότι προσφέρει στους αναγνώστες του ένα «λαϊκό λουλούδι του λόγου», με την επιθυμία να διασωθούν και άλλα παρόμοια «μαργαριτάρια πούναι ατόφια τα δάκρυα της φυλής μας». Στόχος του συγγραφέα είναι η διάσωση των ιστορικών γεγονότων από τη λήθη, που ωστόσο δεν ανασκαλεύει τα πάθη, αλλά οδηγεί στον στοχασμό και στη συχώρεση: «Μονάχα οι ηλίθιοι και οι νεκροί έχουν δικαίωμα να λησμονούν· μα όσοι έχουν την πνοή της ζωής μέσα τους, οφείλουν να θυμούνται για να στοχάζουνται και να συγχωρούν.» 18

Τα δύο πρώτα19 Μικρασιατικά πεζογραφήματα που ξεχώρισαν, τόσο για την αισθητική τους αρτιότητα (το έργο του Βενέζη ίσως με κάποια ερωτηματικά, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια) όσο και για την ευρεία απήχησή τους στο ελληνικό αλλά και στο ξένο αναγνωστικό κοινό, έχουν τη μορφή μαρτυρίας, εφόσον απεικονίζουν πραγματικές εμπειρίες αιχμαλωσίας. Το πρώτο είναι έργο βιωματικό, ενώ το δεύτερο συγκεράζει τις εμπειρίες ενός τρίτου με τα βιώματα του ίδιου του συγγραφέα. Και στα

17 Βλ. Η. Βενέζης, Το νούμερο 31328, Αθήνα, Εστία 1982, σσ. 13-15. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω την πρώτη έκδοση του έργου στο περιοδικό Καμπάνα της Μυτιλήνης (1924) και τη δεύτερη (1931), ώστε να μπορέσω να επισημάνω τις διαφορές τους. Πληροφορίες σχετικές με την εμπειρία αιχμαλωσίας του Βενέζη υπάρχουν στο αφιέρωμα του περιοδικού Αιολικά Γράμματα τχ 12, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1972. Επίσης, βλ. Κ. Στεργιόπουλος, «Ηλίας Βενέζης», στον τόμο Η Μεσοπολεμική Πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τ. ++, Αθήνα, Σοκόλης, σ. 336.18 Βλ. Σ. Δούκας, «Λίγα λόγια», Η ιστορία ενός αιχμαλώτου, Αθήνα, Εκδ. Χ. Γανιάρη, 1929, σσ. α-β. Το προλογικό αυτό σημείωμα παραλείπεται από την τρίτη (ευρέως γνωστή) έκδοση του έργου κ.ε.. Σχετικά με το ιστορικό του έργου βλ. Σ. Δούκας, «Το ιστορικό της», Η ιστορία ενός αιχμαλώτου, Αθήνα, σσ. 65-68. 19 Το πρώτο πεζογράφημα της Μικρασιατικής Λογοτεχνίας είναι το σμυρναίικο αισθηματικό μυθιστόρημα Νιόβη (1924) του Κώστα Ζουμπουλίδη και το μικρασιατικό ιστορικό μυθιστόρημα Σαν ψέματα και σαν αλήθεια (1928) του Σωκράτη Προκοπίου. Βλ. Δ. Λιάτσος, Η Μικρασιατική Καταστροφή στη Νεοελληνική Λογοτεχνία, Αθήνα, Το Ελληνικό Βιβλίο, 1972, σ. 42.

7

Page 8: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

δύο έργα έχουμε ένα κεντρικό γεγονός ή άξονα δράσης (οι περιπέτειες της αιχμαλωσίας του κεντρικού ήρωα), καθορισμένο χρόνο (δεκατέσσερις μήνες στο Νούμερο και λίγους μήνες στην Ιστορία) και περιορισμένη οπτική γωνία. Στην περίπτωση του Βενέζη, χρησιμοποιείται η εσωτερική-υποκειμενική εστίαση, που καταγράφει την προσωπική εμπειρία του συγγραφέα-αφηγητή. Στην περίπτωση του Δούκα, ο οποίος στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του αυτόπτη μάρτυρα Καζάκογλου ενσωματώνει και τη δική του προσωπική εμπειρία από το μέτωπο (ο ίδιος υπηρέτησε στο μακεδονικό και στο μικρασιατικό μέτωπο για επτά περίπου χρόνια),20 αξιοποιείται παραδόξως η εξωτερική εστίαση ή αφήγηση κάμερα, που αποτυπώνει μόνο ό,τι γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις.21 Επιπλέον, οι αφηγητές είναι δραματοποιημένοι και μάλιστα αυτο-διηγητικοί, συμμετέχουν δηλαδή στα γεγονότα που αφηγούνται ως πρωταγωνιστές.

Τα παραπάνω πεζογραφήματα συνιστούν άμεσες, βιωματικές καταγραφές, που εγγράφουν μια κατά το πλείστον ‘ανεπεξέργαστη’ ιδεολογικά μνήμη. Οι δύο συγγραφείς χρησιμοποιούν στα έργα τους διαφορετικούς αφηγηματικούς τρόπους. Επιπλέον, ο Δούκας επεξεργάζεται ιδιαιτέρως, υφολογικά, γλωσσικά και δομικά το πρωτογενές υλικό του.

Ο Βενέζης στο Νούμερο, που έχει χαρακτηρισθεί ως ένα «σπαραχτικό», «απεριόριστα πονεμένο και καλοπροαίρετο βιβλίο», ένα «ματωμένο χρονικό», με «σκηνικό αποκαλυπτικό», εναλλάσσει νατουραλιστικές περιγραφές με στιγμές λυρισμού:22

Μια παλιοντενεκεδένια κατσαρόλα ήταν πεταμένη στο δρόμο. Ένας απ’ το τσούρμο την πήρε και την έχωσε στο κεφάλι του Αργύρη. ... «Ηλία! Θα με σκοτώσουν...» Του σφίγγω το χέρι πιο πολύ. ... Το παιδί τρέμει. Βγάζει την κατσαρόλα, την απιθώνει χάμου και σηκώνει στο δήμιο τα δακρυσμένα μάτια του. Αυτός αργά λύνει τα χέρια του. Κι απότομα, σα ζαρκάδι, του κατεβάζει μια, μ’ ένα σφυρί που κρατούσε, στο κεφάλι. Η κραυγή του παιδιού σκίζει τον αγέρα σα λεπίδι. Τα ψιλά δάχτυλα που με σφίγγαν χαλάρωσαν.» (Το νούμερο 31328, σ. 97)

Η σκληρή νατουραλιστική απεικόνιση των δεινών της αιχμαλωσίας διακόπτεται από συχνές αναφορές στην προσφιλή μορφή της Μητέρας του κεντρικού ήρωα ή αφηγήσεις ακατανόητων, σημαδιακών ονείρων, κάποια από τα οποία επανέρχονται σε περισσότερα από ένα έργα του συγγραφέα.23 Σε άλλα σημεία της αφήγησης διαπιστώνονται ίχνη, δηλωτικά της νεαρής ηλικίας του Βενέζη τη στιγμή της συγγραφής του έργου. Έτσι, παρατηρούμε πως δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο σώμα που βασανίζεται, όχι μόνο από παντός είδους κακουχίες και βασανιστήρια, αλλά και από την ερωτική επιθυμία. Συχνά μάλιστα περιγράφονται σκηνές ερωτικής βαναυσότητας εκ μέρους των Τούρκων με

20 Τ. Κόρφης, «Η στρατιωτική περιπέτεια (1916-1923)», Βιογραφία Στρατή Δούκα. 1895-1936, Αθήνα, Πρόσπερος, 1988 και Τ. Κόρφης, «Στρατής Δούκας», Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τ. Γ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1992, σσ. 61-77. 21 Για μια αναλυτική παρουσίαση της αφηγηματικής συνθετότητας του έργου και της ειδολογικής του πολυφωνίας βλ. την υπό δημοσίευση ανακοίνωσή μου «Στρατή Δούκα, Η ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929): Μια αρμονική σύνθεση του λαϊκού προφορικού λόγου και της έντεχνης γραπτής αφήγησης» στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο «Λαϊκός πολιτισμός και έντεχνος λόγος (Ποίηση – Πεζογραφία – Θέατρο)», 8-12 Δεκεμβρίου 2010, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών & Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας. 22 Βλ. Σοκόλης +++23 Για παράδειγμα το όνειρο που βλέπει ο φίλος του κεντρικού ήρωα την τελευταία νύχτα πριν πεθάνει, στο Νούμερο 31328 (σ. 95) είναι όμοιο με το όνειρο που βλέπει ο φίλος του κεντρικού ήρωα, επίσης την τελευταία νύχτα πριν τον θάνατό του, στο μεταγενέστερο μυθιστόρημα του συγγραφέα Γαλήνη (σ. 133).

8

Page 9: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

θύματα νεαρές Ελληνίδες.24 Στην ήπια κριτική του ο Παναγιωτόπουλος αναφέρει ότι τα αυτοβιογραφικά συστατικά του έργου παραμένουν σε κάποια σημεία μια «πραγματικότητα αμετουσίωτη», ενώ ο Vitti, φέρνοντας ως παράδειγμα τη χρήση κάποιων ατυχών παρομοιώσεων, καταδεικνύει τη «διάσπαση» του κόσμου του Βενέζη ανάμεσα στη «φιλολογία» και την βίαιη «πραγματικότητα», που ο ίδιος βίωσε. Προσωπικά εκτιμώ πως κάποιες υφολογικές ελλείψεις ή ατεχνίες δεν αφορούν το σύνολο του κειμένου αυτού, καθώς στο μεγαλύτερο μέρος του ο λόγος είναι απλός και δραματικός, συγκινησιακά φορτισμένος και βαθιά ανθρώπινος.

Τα αποσπάσματα από τους Ψαλμούς του Δαβίδ που μπαίνουν ως «τίτλοι»25 στα είκοσι κεφάλαια του έργου, δίνουν μια υποβλητικότητα και βιβλική ιεροπρέπεια στον βαρύ ανθρώπινο πόνο («Περιέσχον με ωδίνες θανάτου. Ωδίνες άδου περιεκύκλωσάν με», Κεφ. Α΄) και στο σώμα που υποφέρει («Εκακώθην και εταπεινώθην έως σφόδρα, ωρυόμην από στεναγμού της καρδίας μου», Κεφ. Δ΄), εκφράζουν προσωρινή παραμυθία και πίστη («Και εγένετο Κύριος καταφυγή τω πένητι, βοηθός εν ευκαιρίαις, εν θλίψει», Κεφ. ΙΑ΄), υποδηλώνουν απόγνωση και παράπονο («Επιλέλησται ο Θεός, απέστρεψε το πρόσωπον αυτού του μη βλέπειν εις τέλος», Κεφ. ΙΒ΄ & «Και συ, Κύριε, έως πότε;» Κεφ. ΙΖ΄), αφήνοντας όμως ένα περιθώριο για μια βιβλική υπόσχεση ελπίδας («Και ενετείλατο νεφέλαις υπεράνωθεν, και θύρας ουρανού ανέωξε», Κεφ. Κ΄). Καθώς η κυρίως αφήγηση επικεντρώνεται στα ίδια τα γεγονότα, τα χωρία αυτά, που δεν υπάρχουν στην πρώτη έκδοση, ενδεχομένως συνιστούν μία μορφή σχολιασμού ή ιδεολογικής τοποθέτησης εκ μέρους του συγγραφέα με βάση τη χριστιανική πίστη, εκ των υστέρων.26 Ταυτόχρονα ο βιβλικός λόγος εμπλουτίζει το κείμενο-μαρτυρία με μια διάσταση καθολικότητας και διαχρονικότητας. Πάντως, ο Βενέζης ελπίζει πως, μέσα από τη διαδικασία του «τραύματος», οι παθόντες θα αποκτήσουν κριτικό πνεύμα, ώστε να διαχειρίζονται με σύνεση και σωφροσύνη τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν στο μέλλον: «Αν κάποτε φύγουμε απ’ τα εργατικά τάγματα των σκλάβων, ελπίζω να είμαστε τα πιο κριτικά μυαλά του κόσμου.» (Το νούμερο 31328, σ. 233). Τέλος, ο τίτλος του έργου παραπέμπει σε ένα υπαρκτό υλικό σώμα, στο «ντενεκεδένιο νούμερο» που φορούσε στο χέρι ο κρατούμενος Βενέζης κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του, ένα είδος μητρώου και αριθμός αναγνώρισης. Οι συνδηλώσεις ωστόσο του τίτλου είναι έντονα συμβολικές και μαζί ειρωνικές, εφόσον υποδηλώνουν την πραγμοποίηση του ανθρώπου και το καθεστώς σκλαβιάς στα εργατικά τάγματα και ταυτόχρονα τη μοναδική εγγύηση σωτηρίας, με την ανταλλαγή των αιχμαλώτων.

Σε αντίθεση με τον Βενέζη, ο Δούκας καταφεύγει σε έναν λιτό και ελλειπτικό τρόπο γραφής, κάνοντας μια σχεδόν μινιμαλιστική χρήση της γλώσσας:

Αυτά γένουνταν Αύγουστο μήνα. Κι εκεί που πηγαίναμε βρήκαμε μια βρύση. Κι ο λοχαγός μας σταμάτησε και διάταξε τους στρατιώτες να γεμίσουν τα τουφέκια τους και στη βρύση έβαλε σκοπό κι όποιοι μουντέρναν [= χυμούσαν] τους σκότωναν και μαζί μ’ αυτούς κι άλλους μέσα απ’ την κουβάρα. (Η ιστορία ενός αιχμαλώτου, σ. 12).27

24 Για παράδειγμα βλ. τη σκηνή της κακοποίησης μιας Ελληνίδας από Τούρκους στρατιώτες μπροστά στα μάτια του συζύγου της και των υπολοίπων Ελλήνων αιχμαλώτων (Το νούμερο 31328, σσ. 60-61). 25 Σημείωση του συγγραφέα: «Οι τίτλοι των κεφαλαίων του βιβλίου είναι από τους Ψαλμούς του Δαβίδ». (σ. 16) 26 Βλ. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Τα πρόσωπα και τα κείμενα, τ. Β΄, Αθήνα, Αετός, 1943, σσ. 64-65 και M. Vitti, Η γενιά του Τριάντα. Ιδεολογία και μορφή, Αθήνα, Ερμής, 1984, σ. 249-257. 27 Στη μελέτη αυτή λαμβάνω κυρίως υπόψη μου την πρώτη έκδοση του έργου (1929), έχω κάνει όμως αντιπαραβολές και με τις επόμενες εκδόσεις του έργου. Οι παραπομπές στο κείμενο αφορούν την πρώτη

9

Page 10: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

Ο τίτλος Ιστορία ενός αιχμαλώτου είναι απλός κατ’ αναλογία με το λιτό περιεχόμενο του έργου, ενώ η γυναίκα και ο γυναικείος κόσμος σχεδόν απουσιάζουν. Η Ιστορία, παρά το λαϊκό πρωτογενές υλικό της και παρόλο που αναγορεύτηκε από τους κριτικούς «σε μνημείο προφορικότητας», είναι μια ιδιαιτέρως επεξεργασμένη ‘λογοτεχνική σύνθεση’, όπου η μεστή και άρτια δουλειά του δημιουργού της «δεν αποκαλύπτεται εύκολα».28 Ο Ιωάννου χαρακτηρίζει την Ιστορία ως ένα «κλασικό έργο», με την έννοια «του μετρημένου και άκρως ισορροπημένου», που αποδίδουμε σε αρκετές δημιουργίες των αρχαίων, ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας της αποκαλύπτει την ενσυνείδητη πρόθεσή του να υποτάξει το «λαϊκό υλικό του» σε «κλασικές αρχές», όπως αυτές «των αντιθέσεων» και της «δραματικής κορύφωσης», «της διαίρεσης της ιστορίας σε τέσσερα μέρη», επιδιώκοντας ταυτόχρονα την αυτοτέλεια των μερών και τη συνοχή του συνόλου, ενώ προσπάθησε ακόμα και σε επίπεδο γλωσσικό να φέρει τον λόγο του Καζάκογλου κοντά στον κλασικό λόγο και ρυθμό.29 Στην Ιστορία, ένα αφήγημα πολέμου σε πρώτο πρόσωπο, μπορούν να εντοπισθούν ακόμη ειδολογικές συγγένειες τόσο με τη αρχαία τραγωδία όσο και με το λαϊκό παραμύθι, με απόηχους βυζαντινών μαρτυρολογίων, σε μία ίσως παράδοξη αλλά απολύτως αρμονική διαλογική συνύπαρξη ποικίλων λογοτεχνικών ειδών και αφηγηματικών τρόπων.30 Τα παραπάνω ετερόκλητα στοιχεία του κάθε είδους εμπλουτίζονται και λειτουργούν δυναμικά στο νέο τους περιβάλλον, ενώ παρατηρείται μια εκ των ένδον ανατροπή τους. Το κάθε είδος εισέρχεται στον διάλογο, κομίζοντας ένα μέρος του εαυτού του και έχοντας ταυτόχρονα απωλέσει ένα άλλο, αποκτώντας στο νέο του περιβάλλον μια άλλη δυναμική και ενέργεια. [[Η αρχαία ελληνική τραγωδία προσφέρει τον έλεο, τον φόβο και την κάθαρση, μόνο που τα πάθη καθαίρονται, όχι δια της επεμβάσεως των θεών, αλλά διά της φιλαλληλίας των αλλοφύλων (συν)ανθρώπων. Το λαϊκό παραμύθι, πολλαπλώς παρόν, προσφέρει το αίσιο τέλος και τον θρίαμβο του καλού, στερείται όμως της βασικής σχηματοποίησης των χαρακτήρων (σε καλούς και κακούς), εφόσον το κακό, εξολοθρεύει άτομα και λαούς ως απρόσωπος μηχανισμός, δεν υπάρχει όμως προσωποποιημένο και εθνικά ή θρησκευτικά χρωματισμένο. Επιπλέον, η μαρτυρική εμπειρία και η απλοϊκή αγιότητα του αιχμαλώτου ανατρέπονται εκ των ένδον με την τύποις ‘θρησκευτική προδοσία’ του ‘φτωχού αγίου’. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση παρέχει την πολύτιμη μαρτυρία του αυτόπτη μάρτυρα, χάνοντας ολωσδιόλου τον εγγενή υποκειμενισμό της, με την αποσιώπηση οποιωνδήποτε συναισθημάτων και σκέψεων του ήρωα, με αποτέλεσμα η ατομική εμπειρία και κακουχία να υψώνεται στη σφαίρα της καθολικότητας. Τέλος, το αφήγημα πολέμου, καταγράφοντας μια ατομική περίπτωση αιχμαλωσίας, και εμμένοντας αποκλειστικά στα γεγονότα χωρίς καμία περαιτέρω ιδεολογική επεξεργασία, διευρύνεται στον χώρο και στον χρόνο, έτσι ώστε τα ιστορικά μαρτύρια ενός έθνους να γίνουν διαχρονικό μήνυμα ειρήνης και συναδέλφωσης των λαών. ΜΑΛΛΟΝ ΘΑ ΒΓΕΙ]] Επιπλέον, καίριος είναι ο ρόλος του αναγνώστη, ο οποίος καλείται να ανταποκριθεί στην σχεδόν μινιμαλιστική γλώσσα της αφήγησης και να

έκδοση του έργου, εκτός αν δηλώνεται διαφορετικά. 28 Βλ. Γ. Ιωάννου, «Για τον ‘Αιχμάλωτο’ του Στρατή Δούκα», Εφήβων και μη, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 223. Δ. Τζιόβας, «Η ‘Ιστορία’ του Στρατή Δούκα», εφ. Το Βήμα, 14/8/1999.29 Σ. Δούκας, «Το ιστορικό της», σσ. 66-68.30 Βλ. Δ. Ραυτόπουλος, «Σ. Δούκα, Ιστορία ενός αιχμαλώτου», Επιθεώρηση τέχνης, Θ΄, 1959, σ. 71. M. Vitti, «Η τραγική υποβολή του λαϊκότροπου λόγου: Ιστορία ενός αιχμαλώτου», Η γενιά του τριάντα – Ιδεολογία και μορφή, Αθήνα, Ερμής, 1982, σ. 245).

10

Page 11: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

συμβάλει στην αισθητική ολοκλήρωση του κειμένου με την έντονη συναισθηματική εμπλοκή του.

Τα δύο έργα συνιστούν μνημονική ανάπλαση ακραίας τραυματικής εμπειρίας. Ωστόσο, παρά την αμεσότητα και την ‘αυθεντικότητα’ και των δύο αφηγήσεων («γράφω το τραύμα») και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει μία σειρά διαμεσολαβήσεων. Μία πρώτη διαμεσολάβηση είναι η μετατροπή της εμπειρίας σε λόγο (η προφορική διήγηση του Καζάκογλου και η μνημονική ανασύνθεση του ίδιου του Βενέζη). Σε ένα δεύτερο επίπεδο έχουμε την μετατροπή της προφορικής διήγησης ή μνημονικής ανασύνθεσης σε έντεχνη γραπτή αφήγηση.31 Στα κείμενα αυτά δεν υπάρχει άμεση ιδεολογική τοποθέτηση και κριτική αποτίμηση των γεγονότων. Υπάρχουν μόνο τα ίδια τα γεγονότα, δοσμένα μέσα από μια, λιγότερο στον Βενέζη και πολύ περισσότερο στον Δούκα, υφολογικά και δομικά επεξεργασμένη αφήγηση. Έργα με ξεκάθαρο αντι-πολεμικό μήνυμα και αντι-ηρωική οπτική, αποσκοπούν στην υπογράμμιση της φρίκης του πολέμου, της αναίτιας εκδήλωσης βαρβαρότητας του ανθρώπου στον συνάνθρωπο, της οριακής δοκιμασίας και αντοχής του ανθρώπου, αποτυπώνοντας την ίδια στιγμή τον συστηματικό αφανισμό του ελληνικού στοιχείου από τους Τούρκους στη Μικρά Ασία. Γραμμένα λίγα μόλις χρόνια μετά τα γεγονότα δεν αναζητούν τους αίτιους της συμφοράς, δεν αποδίδουν ευθύνες, δεν καταγγέλλουν ενόχους. Αυτό που έγινε, «το ανείπωτο και το αφάνταστο και το ανήκουστο»,32 καμία κατάδειξη ενόχων δεν μπορεί να το απαλύνει. Καταγγελία αλλά και κάθαρση της τραυματικής εμπειρίας είναι απλώς και μόνο η ρηματοποίησή της, μέσα από τον δημόσιο λόγο της λογοτεχνίας, που αποτελεί μια μορφή συλλογικής διαχείρισης του τραύματος.

Η Ιστορία αριθμεί ήδη 44 εκδόσεις (η τελευταία το 2008) από τον εκδοτικό οίκο «Κέδρος» και 121.000 αντίτυπα και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, όπως: αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, ολλανδικά, σουηδικά, βουλγαρικά, τσέχικα και τουρκικά.33 Το Νούμερο 53 εκδόσεις (2010) από τον εκδοτικό οίκο «Εστία» και έχει μεταφραστεί στα γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, γερμανικά, ρουμανικά και σερβικά.34 Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι η ιστορία του πρόσφυγα Καζάκογλου έγινε ταινία από τον σκηνοθέτη Ανδρέα Βελισσαρόπουλο που μεταδόθηκε στη σειρά των εκπομπών «Η ΕΡΤ στη Βόρεια Ελλάδα» στις 29 Μαρτίου 1983.35 Επιπλέον, σε ελεύθερη διασκευή του βιβλίου του Βενέζη βασίστηκε η ταινία του Νίκου Κούνδουρου «1922», μία παραγωγή που χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (1978). Η προβολή της ταινίας στους ελληνικούς κινηματογράφους απαγορεύτηκε από την

31 Σχετικά με τη διαδικασία της διαμεσολάβηση και τη μετατροπή της εμπειρίας σε μνήμη και αφήγηση βλ Μπουσχότεν Ρ. Β. «Μνήμη και Ιστορία», Ανάποδα Χρόνια. Συλλογική Μνήμη και Ιστορία στο Ζιάκα Γρεβενών (1900-1950), Αθήνα, Πλέθρον, 1997, σσ. 205-230 και Sokou A., “Reconstructing the Past through Unreliable Voices: A Comparison between Oral and Literary Testimonies on the Asia Minor Disaster of 1922”, Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τ. 14ος, 2004, σσ. 279-310. 32 Κ. Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, σ. 239. 33 Τα στοιχεία τα σχετικά με τις μεταφράσεις των υπό συζήτηση έργων έχουν αντληθεί από την ιστοσελίδα του Ε.ΚΕ.ΒΙ. +++34 Λεπτομερή στοιχεία για τις μεταφράσεις των βιβλίων υπάρχουν στα ηλεκτρονικά αρχεία του ΕΚΕΒΙ http://www.ekebi.gr στο λήμμα Αρχείο Μεταφρασμένων Ελληνικών Βιβλίων. 35 Οι συντελεστές της ταινίας ήταν: σκηνοθεσία: Ανδρέας Βελισσαρόπουλος, ρεπορτάζ και επιμέλεια παραγωγής: Κυριάκος Γεωργίου, φωτογραφία: Λάκης Καλύβας, υπεύθυνος εκπομπής: Χρίστος Χριστοδούλου. Βλ. Α. Κεχαγιά-Λυπουρλή, «Εξωλογοτεχνικές περιπέτειες της Ιστορίας ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα: αποκαλύψεις τώρα...» στον τόμο Μ. Μικέ, Μ. Πεχλιβάνος & Λίζυ Τσιριμώκου (επιμ.), Ο λόγος της παρουσίας. Τιμητικός τόμος για τον Παν. Μουλλά, Αθήνα, Σοκόλης, 2005, σσ. 123-133.

11

Page 12: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1978 –τέσσερα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο- έπειτα από διαμαρτυρία του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών, με το επιχείρημα ότι δυναμιτίζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ωστόσο, μια παράνομη κόπια της ταινίας προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (19ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, 1978) αποσπώντας τα βραβεία: καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, φωτογραφίας, Α΄ ανδρικού ρόλου και Α΄ γυναικείου ρόλου. Το 1982 στη διοργάνωση Cape Town World Cinema Festival πήρε το βραβείο της καλύτερης ταινίας – σκηνοθεσίας. Η ταινία συμμετείχε και σε άλλες διεθνείς διοργανώσεις όπως: London Film Festival (1981), Melbourne International Film Festival (1982), Saint Etienne Festival (1983). Το 1982, επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου, και ενώ η ταινία επρόκειτο να προβληθεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βουδαπέστης, έπειτα από παρέμβαση του Ουγγρικού υπουργείου Εξωτερικών, με προτροπή του Έλληνα πρέσβη, κατασχέθηκε η κόπια της ταινίας.36 Τα τελευταία χρόνια η ταινία του Κούνδουρου προβάλλεται ελεύθερα αλλά και διανέμεται δωρεάν με φύλλα μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδων, όπως Θέμα (Σάββατο 24/3/2007, κυριακάτικο φύλλο λόγω του εορτασμού της 25ης Μαρτίου) & Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (13/9/2009, επετειακό φύλλο, πριν τον εορτασμό της ημέρας εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας).

Στις πρώιμες λογοτεχνικές καταγραφές των γεγονότων της Μικρασιατικής Καταστροφής μπορεί να συγκαταλεγεί και το πρώτο μυθιστόρημα του Γιώργου Θεοτοκά (Κωνσταντινούπολη, 1905-1966), Αργώ (1933), που εμπεριέχει ένα εκτενές κεφάλαιο (V. «Θέλω γράμματα!» (σσ. 139-198), όπου περιγράφεται η ζωή Δαμιανού Φραντζή, που περνά τα εφηβικά του χρόνια, τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου, στην «ονειρεμένη ατμόσφαιρα των Πριγκιποννήσων», από όπου θα αναγκαστεί να αναχωρήσει μετά την Καταστροφή. Στο κεφάλαιο αυτό καταγράφονται ενδιαφέρουσες απόψεις για την έννοια της πατρίδας, που θα συζητηθούν στην επόμενη ενότητα (Θέματα & Λογοτεχνικοί τόποι σ. ++)

Όψιμες καταγραφές: Οι νεκροί περιμένουν (1959)Ματωμένα χώματα (1962)Τα παιδιά της Νιόβης (1987)

Στη συνέχεια γράφονται και άλλα έργα με θέμα τη μικρασιατική καταστροφή, μικρότερης όμως εμβέλειας. Τριάντα χρόνια μετά τα γεγονότα ο Αλέκος Δούκας (1900-1962), αδερφός του Στρατή Δούκα, δημοσιεύει στη Μελβούρνη το πεζογράφημα Στην πάλη, στα νιάτα (1953), όπου αναζητά τα αίτια της Καταστροφής, ρίχνοντας φως στον κοινωνικό αναβρασμό που επικρατούσε την εποχή εκείνη στην Τουρκία. Το 1956 Ο Νίκος Παπαπερικλής με το πεζογράφημά του Γκιαούρ, μέσα από την ιστορία του παλικαριού της Προύσας, επιχειρεί να απεικονίσει την ιστορία του ακαταπόνητου

36 Συντελεστές της ταινίας: σκηνοθεσία: Νίκος Κούνδουρος, σενάριο: Νίκος Κούνδουρος & Στράτος Καρράς, φωτογραφία: Νίκος Κακαβουδάκης, ηθοποιοί: Ελεωνόρα Σταθοπούλου (Βραβείο Α΄ γυναικείου ρόλου), Βασίλης Λάγγος (Βραβείο Α΄ ανδρικού ρόλου), Μπέττυ Βαλάση, Δημήτρης Καταλειφός, Αντιγόνη Αμανίτου, Βασίλης Κολοβός, Όλγα Τουρνάκη, Γιάννης Ροζάκης, Παραγωγή: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Από την ιστοσελίδα «Ταινιοθήκη της Ελλάδας» του Μουσείου Κινηματογράφου: http://www.tainiothiki.gr/Collection/film/2. Βλ. «90 χρόνια ‘‘Έλληνες πολίτες... και πρόσφυγες’’», εφημ. Εμπρός, 20/3/2010. [Απόσπασμα του κεφαλαίου «Πρόσφυγες του ’22 στη ‘μητέρα-πατρίδα’», από τον υπό έκδοση τόμο Γ. Κόκκινος, Β. Αγτζίδης & Έλλη Λεμονίδου, Η μνήμη και το τραύμα. Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων για την Ιστορία και τη Μνήμη σε όλο τον κόσμο, εκδόσεις «Ταξιδευτής» Αθήνα].

12

Page 13: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

ελληνικού στοιχείου της Ανατολής. Επιπλέον, δημοσιεύονται τα μυθιστορηματικά χρονικά Ο Στρατής ο Αξαρλής (1962) και Δύσκολος Δρόμος (1972) της Στέλλας Επιφανίου-Πετράκη, που απεικονίζουν το πρώτο την καταστροφή του Αξαρίου και το δεύτερο την ειρηνική ζωή στη Σμύρνη, την αντίσταση των Ελλήνων ραγιάδων στους Τούρκους στα Αμελέ Ταμπουρού και την προσφυγιά.37

Το έργο όμως που επρόκειτο να χαρακτηριστεί ως «η Βίβλος της σύγχρονης Εξόδου του Μικρασιατικού Ελληνισμού» από την Ανατολή, το «Ευαγγέλιο της Προσφυγιάς», «πανόραμα» των ιστορικών γεγονότων και «συνολική τοιχογραφία της μικρασιατικής τραγωδίας», που πλησιάζει το είδος του «επικού μυθιστορήματος», είναι τα Ματωμένα χώματα (1962) της Διδώς Σωτηρίου.38 Το μυθιστόρημα πρωτοκυκλοφόρησε το 1962 από τον εκδοτικό οίκο «Θεμέλιο» και στη συνέχεια πέρασε στον «Κέδρο», όπου ήδη (αρχές 2010) αριθμεί 98 επανεκδόσεις και πάνω από 400.000 αντίτυπα. Ο εκδότης σε σημείωμά του, τον Οκτώβριο του 2008, προλογίζοντας την 97η

έκδοση, το χαρακτηρίζει ως «το απόλυτο ελληνικό μπεστ-σέλερ μεταπολεμικά», η μακροβιότητα του οποίου τους ανάγκασε αφενός να προβούν σε μεταγραφή του κειμένου με βάση το μονοτονικό σύστημα και αφετέρου να συμπεριλάβουν στο τέλος του βιβλίου ένα γλωσσάρι τουρκικών λέξεων. Στο σημείωμα υπογραμμίζεται η συνεχής παρουσία του βιβλίου στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, με εξαίρεση τα επτά χρόνια της δικτατορίας, οπότε και είχε απαγορευτεί.39 Το έργο μεταφέρθηκε την περυσινή χρονιά (2008-2009) στη μικρή οθόνη σε τηλεοπτική διασκευή 20 επεισοδίων από τον Κώστα Κουτσομύτη στο κανάλι Alpha.40

Στην εκδοτική ιστορία του βιβλίου θα πρέπει να προστεθεί η απόφαση της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή, τον Αύγουστο του 2007, να διανεμηθεί το μυθιστόρημα της Σωτηρίου δωρεάν στους μαθητές της Στ΄ Δημοτικού, μετά τις αντιδράσεις για το καινούριο βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού (σχολικό έτος 2006-2007) και την κατοπινή απόσυρσή του.41 Τα Ματωμένα Χώματα θεωρήθηκαν ως το κατάλληλο ‘αντίβαρο’, το οποίο θα συμπλήρωνε τα ‘κενά’ που είχε αφήσει το διδακτικό εγχειρίδιο. Ωστόσο, και η απόφαση αυτή δίχασε την κοινή γνώμη, εφόσον οι νατουραλιστικές περιγραφές των βιαιοτήτων του πολέμου, που εμπεριέχονται στο μυθιστόρημα, θεωρήθηκαν ακατάλληλες για δωδεκάχρονα παιδιά. Έτσι, παρότι το Υπουργείο Παιδείας είχε αγοράσει και διανείμει στα σχολεία τα απαιτούμενα αντίτυπα (113.000), το μυθιστόρημα δεν έφτασε ποτέ στα χέρια των περισσότερων μαθητών και παρέμεινε στις Σχολικές Βιβλιοθήκες και στις Αποθήκες. Πάντως, μεταξύ άλλων αξίζει να επισημανθεί

37 Βλ. Παναγιώτης Παρασκευαΐδης, «Η προσφυγιά στη λογοτεχνία», εφημ. Ελευθεροτυπία [Αφιέρωμα: Μικρασιατική Καταστροφή], 11/9/1999 & Δ. Λιάτσος, Η Μικρασιατική Καταστροφή στη Νεοελληνική Λογοτεχνία, Αθήνα, Το Ελληνικό Βιβλίο, 1972, σσ. 46-49. Για μια πληρέστερη καταγραφή συγγραφέων και πεζογραφημάτων βλ. Πίνακα +38 Βλ. το οπισθόφυλλο του βιβλίου· Βαγγέλης Κάσσος, «Διδώ Σωτηρίου», στον τόμο Η Μεσοπολεμική Πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τ. Ζ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1988, σ. 215· Α. Ζήρας, «Σωτηρίου Διδώ», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ. 9β, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, σ. 55. 39 Δ. Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα, Αθήνα, Κέδρος, 2009, σ. ++40 Συντελεστές της τηλεοπτικής διασκευής: Σκηνοθεσία: Κώστας Κουτσομύτης, σενάριο: Νίκος Απειρανθίτης & Λϊα Βιτάλη, μουσική: Βασίλης Δημητρίου, ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας, Ελένη Τσαλιγοπούλου, Φιντέ Κοκσάλ, ηθοποιοί: Γιώργος Καραμίχος, Φιλαρέτη Κομνηνού, Μαρίσα Τριανταφυλλίδου, Τζώρτζης Μουριάδης, Δήμητρα Ματσούκα, Άννα Συνοδινού, Αλμπέρτο Εσκενάζυ, κα. 41 Συγγραφική ομάδα του βιβλίου: Μαρία Ρεπούση, Χαρά Ανδρεάδου, Αριστείδης Πουταχίδης, Αρμόδιος Τσίβας (ΥΠΕΠΘ – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ, 2006).

13

Page 14: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

ότι η ελληνική κυβέρνηση τη δεδομένη χρονική στιγμή αποφασίζει τη διανομή μυθιστορήματος μιας συγγραφέως με σαφή τοποθέτηση και δράση στον χώρο της Αριστεράς, προκειμένου να καλυφθεί το ‘ιδεολογικό κενό’ που άφησε το διδακτικό εγχειρίδιο. Η Διδώ Σωτηρίου υπήρξε αρχισυντάκτρια του Ριζοσπάστη (διαγράφεται από το Κόμμα το 1947, αφού πρώτα μετέδωσε την είδηση της μεταφοράς της Ελλάδας από τη σφαίρα επιρροής των Άγγλων στη σφαίρα επιρροής των Αμερικανών, πράγμα που υποδήλωνε το μάταιο κάθε προσπάθειας για συνέχιση του εμφυλίου πολέμου)42 και αδερφή της Έλλης Παππά, συντρόφου του Νίκου Μπελογιάννη.

Το μυθιστόρημα έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, όπως: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, ολλανδικά, βουλγαρικά, ρουμανικά, σερβικά, ουγγρικά, εσθονικά, ρωσικά και τουρκικά. Στην Τουρκία θεωρήθηκε βιβλίο αντιστασιακό και απαγορεύτηκε από τον Εβρέν, αργότερα όμως έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από το τουρκικό κοινό, μέσω των πολλαπλών του εκδόσεων και μεταφράσεων (με τον τίτλο: “Benden Selam Soyle Anadolu’ya” [Χαιρετίσματα στην Ανατολή], καθώς επαινέθηκε η δίκαιη κρίση και η αντικειμενικότητα της Σωτηρίου. Οι Τούρκοι μάλιστα την αποκαλούν «bizim Dido», «η δική μας η Διδώ». Ο Τουρκικός Εκδοτικός Οίκος Σαντέρ γράφει χαρακτηριστικά: «Μέσα στην επική ατμόσφαιρα του βιβλίου αυτού, που είναι ένα είδος Πολέμου και Ειρήνης της Ελλάδας, αντί ν’ αναζωπυρώνεται το μίσος, ζωντανεύει το ανθρώπινο δράμα όλων των μικρών λαών που σφαγιάζονται στο βωμό των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων».43 Ο Τούρκος πολιτικός και συγγραφέας Κεμάλ Αναντόλ, ο οποίος υπήρξε προσωπικός φίλος της Σωτηρίου, της αφιέρωσε το βιβλίο του Ο Μεγάλος Χωρισμός (2003), που μιλά για τη Μικρασιατική Καταστροφή.44

Η πλοκή του μυθιστορήματος, μοιρασμένη σε τέσσερα μέρη, εκτείνεται από τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα έως το 1922∙ ξεκινώντας από τα χρόνια της ειρηνικής ζωής στις αρχές του αιώνα, και διατρέχοντας τα Τάγματα Εργασίας και τον Μικρασιατικό Πόλεμο, καταλήγει στις ζοφερές εικόνες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Έχει στο μεταξύ προηγηθεί τρία χρόνια νωρίτερα η έκδοση του πρώτου μυθιστορήματος της Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν (1959), όπου απεικονίζεται η ειρηνική ζωή στο Αϊδίνι και στη Σμύρνη πριν το 1922, η φοβερή καταστροφή του Αϊδινίου το 1919 και η εμπειρία της προσφυγιάς με τη μετεγκατάσταση της οικογένειας της ηρωίδας στον Πειραιά και στην Κοκκινιά. Στο προλογικό σημείωμα των Ματωμένων χωμάτων η συγγραφέας πληροφορεί τον αναγνώστη πως το μυθιστόρημα είναι αποτέλεσμα αισθητικής επεξεργασίας και μετάπλασης της μνήμης και των εμπειριών Μικρασιατών προσφύγων και ειδικότερα της πραγματικής ιστορίας του Μανώλη Αξιώτη από τον Κιρκιτζέ, ο οποίος κατέγραψε σε ένα τεφτέρι τις αναμνήσεις του από τα Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, τον Μικρασιατικό Πόλεμο, στο οποίο υπηρέτησε «με τη στολή του Έλληνα φαντάρου», την Καταστροφή και την αιχμαλωσία και το έδωσε στη συγγραφέα. «Μοναδική έγνοια» της Σωτηρίου είναι η διάσωση της συλλογικής ιστορικής μνήμης των συμπατριωτών της μέσα από τη μετουσίωσή της σε «συμβολικό μνημείο λόγου» και ταυτόχρονα η διαμόρφωση σωστής κρίσης από πλευράς των

42 Βλ. Νίκος Μπελογιάννης «Επίλογος», στο Διδώ Σωτηρίου, Τα πρώτα βήματα του ψυχρού πολέμου (1945-1947): Ένα ανέκδοτο χειρόγραφο για τη διεθνή πολιτική, Αθήνα, Κέδρος, 2009, σσ. 239-245 (239-240) και Σ. Τσακίρη, «Από την Απελευθέρωση ως τη διαγραφή της. 1944-1947», Διδώ Σωτηρίου. Από τον κήπο της Εδέμ στο καμίνι του αιώνα μας, σσ. 182-190. 43 Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου. 44 Ελληνική μετάφραση: Κεμάλ Αναντόλ, Ο μεγάλος χωρισμός, (μετφρ. Παναγιώτης Αμπατζής), Αθήνα, Θεμέλιο, 2007.

14

Page 15: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

νεότερων γενεών: «να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα· να μην ξεχνούν οι παλιοί να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.» (σ. 8)

Η ‘πρώτη ύλη’ του μυθιστορήματος της Διδώς είναι πιο σύνθετη και διευρυμένη (σε σχέση με αυτή των δύο προηγούμενων δημιουργών), αφού περιλαμβάνει: τις δικές της εμπειρίες και μνήμες από την Καταστροφή μαζί με μνήμες πολλών άλλων προσφύγων, τη γραπτή βιωματική αφήγηση του Μανώλη Αξιώτη, τις δύο λογοτεχνικές ανασυνθέσεις της Αιχμαλωσίας από τον Βενέζη και τον Δούκα, καθώς και άλλα λογοτεχνικά έργα που αναφέρονται στη Μικρασιατική Καταστροφή. Μάλιστα, ορισμένα σημεία που αναφέρονται στην αιχμαλωσία του Αξιώτη θυμίζουν αντίστοιχα περιστατικά της αιχμαλωσίας από την Ιστορία του Δούκα, ενώ το περιστατικό με τον καλοκάγαθο Τούρκο αρχίατρο Σουκρή Εφέντη στα Αμελέ Ταμπούρια που γιατρεύει τον Μανώλη ανακαλεί το περιστατικό με τον Τούρκο γιατρό Ισμαήλ που φροντίζει τον Ηλία στο Νούμερο.45 Ακόμη, η σχέση που αναπτύσσει ο ήρωας του Δούκα με τον Τούρκο Χατζημεμέτη, που θέλει να τον αρραβωνιάσει με την ανιψιά του έχει κοινά σημεία (αλλά και σημαντικές διαφορές) με την επιμονή του Τούρκου Αλή νταή να κρατήσει τον Αξιώτη στη δούλεψή του σαν παιδί του. Αυτό σημαίνει ότι το πρωτογενές βιωματικό υλικό και των τριών έργων μεταφερμένο σε λογοτεχνικά συμφραζόμενα γίνεται θεματικό μοτίβο. Το θέμα θα μας απασχολήσει εκτενέστερα στη συνέχεια.

Στο πρώτο μυθιστόρημα της Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν, υιοθετείται η σκοπιά της νεαρής και ευαίσθητης Αλίκης, αφηγήτριας και κεντρικής ηρωίδας, ρίχνοντας φως στη συναισθηματική σχέση των γονιών της και στον εσωτερικό κόσμο άλλων χαρακτήρων του κειμένου, ταυτόχρονα όμως απεικονίζεται το ‘εθνικό όραμα’ των Ελλήνων ραγιάδων και ο πόθος της λευτεριάς που τους διακατείχε και οι φρικτές συνέπειες του πολέμου εν γένει. Στο επόμενο όμως μυθιστόρημα Ματωμένα χώματα υιοθετείται η οπτική του κεντρικού ήρωα και αφηγητή, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ερωτική ιστορία του Μανώλη Αξιώτη και μιας νεαρής τουρκοπούλας, που δίνεται κυρίως μέσα από την ανδρική οπτική του Μανώλη με έμφαση στο ‘εθνικό’ του αίσθημα τιμής, αποσιωπώντας τη γυναικεία ματιά της ηρωίδας.

Τα 40 χρόνια που έχουν ήδη μεσολαβήσει δίνουν στη συγγραφέα μια χρονική απόσταση αλλά και μια σχετική αποστασιοποίηση από τα γεγονότα, ώστε να μπορέσει να τα αντιμετωπίσει κριτικά. Έτσι, στα Ματωμένα χώματα (αλλά ως ένα βαθμό και στο Οι νεκροί περιμένουν) η Σωτηρίου επιχειρεί μια κριτική αποτίμηση των ιστορικών γεγονότων και μια ερμηνεία της Ιστορίας («γράφω για το τραύμα»), μέσα από το ιδεολογικό πρίσμα της Αριστεράς, σε μια εποχή που η Αριστερά, έπειτα από πολύχρονες διώξεις, εκτοπισμούς και αποκλεισμούς, αρχίζει να εκφράζεται. Η συγγραφέας καταφεύγει στον δημόσιο λόγο της λογοτεχνίας με δύο έργα-ντοκουμέντα, που επικεντρώνονται στα τραυματικά γεγονότα της Καταστροφής: Το πρώτο παρακολουθεί τη ζωή της αστικής οικογένειας της Αλίκης Μάγη στο Αϊδίνι και στη Σμύρνη, την καταστροφή του Αϊδινίου και την εμπειρία της προσφυγιάς στον Πειραιά και στην Κοκκινιά, μέσα από το βλέμμα της νεαρής ηρωίδας. Το δεύτερο απεικονίζει τις συνθήκες

45 Για τις περιπέτειες της αιχμαλωσίας βλ. Ματωμένα χώματα, σσ. 300, 302, 305 και αντίστοιχα Ιστορία ενός αιχμαλώτου, σσ. 16, 17, 25-26. Για τη διήγηση του καλού γιατρού βλ. Ματωμένα χώματα σ. 113-114 και αντίστοιχα Το νούμερο 31328, σ. 132-136. Για τη διήγηση του καλού αφεντικού που ζητά να κρατήσει κοντά του τον ήρωα βλ. Ματωμένα χώματα, σσ. 128-140 και Ιστορία ενός αιχμαλώτου σσ. 57-58. Η διήγηση του καλού γιατρού επισημαίνεται από την Α. Sokou, “Reconstructing the past through unreliable voices. A comparison between oral and literary testimonies on the Asia Minor Disaster of 1922”, Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τ. 14ος, Αθήνα, 2004, σσ. 301-308.

15

Page 16: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

ζωής των Ελλήνων Μικρασιατών, λαϊκών κυρίως στρωμάτων, στο χωριό Κιρκιτζές, και αργότερα τις τραυματικές εμπειρίες τους στα Αμελέ Ταμπούρια και στην Αιχμαλωσία, μέσα από την οπτική του Μικρασιάτη αγρότη. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αφηγητές των μυθιστορημάτων, κυρίως δε των Ματωμένων χωμάτων, είναι δραματοποιημένοι και αυτο-διηγητικοί, δηλαδή συμμετέχουν οι ίδιοι στα γεγονότα ως δρώντα πρόσωπα και μάλιστα ως πρωταγωνιστές. Για παράδειγμα ο Αξιώτης παίρνει ο ίδιος μέρος σε όλα τα μείζονος σημασίας ιστορικά γεγονότα της εποχής ως πρωταγωνιστής (Αμελέ Ταμπούρια, Καταστροφή της Σμύρνης, Αιχμαλωσία), πράγμα που του δίνει μια οπτική «από μέσα». Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι ο Αξιώτης δεν αποτελεί φερέφωνο και προπαγανδιστή κάποιας ιδεολογίας, είναι άνθρωπος εν τω γίγνεσθαι, σε μια πορεία ιδεολογικής εξέλιξης, με ανοιχτό μυαλό και έντονες αναζητήσεις, κάτι που συμβαίνει και με άλλους πρωταγωνιστές μυθιστορημάτων της Σωτηρίου.46 Μερικά χρόνια αργότερα, ο Μανώλης Αξιώτης αποπειράται να ‘συμπληρώσει’ τις παραλείψεις (ή να ‘διορθώσει’ τα ‘λάθη’) που εντοπίζει στα Ματωμένα χώματα, δημοσιεύοντας δύο βιβλία για τη ζωή του: Το μπερδεμένο κουβάρι (1965) και Ενωμένα Βαλκάνια (1976). Διαβάζοντας κάποιος τα δύο κείμενα, της Σωτηρίου και του Αξιώτη διαπιστώνει τις ριζοσπαστικότερες πολτικές θέσεις του δεύτερου.

Σε μια συγκριτική ανάγνωση των δύο έργων στον «Ιό» της Ελευθεροτυπίας, τα Ματωμένα χώματα χαρακτηρίζονται ως αφήγημα «εθνοπρεπές και συνάμα αριστερογενές», στο οποίο η συγγραφέας σε αρκετά σημεία τροποποίησε προς το «εθνοπρεπέσετρο» τη μαρτυρία του κεντρικού ήρωα, Αξιώτη. Η κριτική καταλήγει με την ακόλυθη φράση: «Οι συνήθεις πατριώτες βρίσκουν τα ματωμένα χώματα υπερβολικά διεθνιστικά. Αν διάβαζαν ωστόσο τα απομνημονεύματα του μικρασιάτη πρωταγωνιστή τους, μάλλον θα πίστωναν τη Διδώ Σωτηρίου με αυξημένη δόση εθνικοφροσύνης.» 47

Εξήντα πέντε χρόνια αργότερα ο Τάσος Αθανασιάδης (Σαλιχλί, 1913-2006) δημοσιεύει το οψιμότερο έργο των συγγραφέων της πρώτης προσφυγικής γενιάς, το δίτομο μυθιστόρημα Τα παιδιά της Νιόβης (1987). Με αυτό επιχειρεί μια πανοραμική ανασύνθεση της ζωής κυρίως των εύπορων Ελλήνων Μικρασιατών στο Σαλιχλί (με έμφαση στην προσωπική και οικογενειακή ζωή των επτά δημογερόντων της πόλης) κατά τα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και αργότερα κατά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη και τον Μικρασιατικό Πόλεμο, με τραγικό φινάλε την εθνική Καταστροφή. Στον πρώτο τόμο ο συγγραφέας ενώ προσπαθεί να κρατήσει μια κριτική στάση απέναντι στα γεγονότα, εμμένει περισσότερο στις συναισθηματικές περιπέτειες των ηρώων του και στην κοσμική ζωή των οικογενειών τους, απεικονίζοντας τις φιλικές σχέσεις που αυτοί αναπτύσσουν με Ευρωπαίους αλλά και με Τούρκους πριν το 1922. Στον δεύτερο τόμο όμως οι ιστορίες των χαρακτήρων τέμνονται με κρίσιμα σταυροδρόμια της Ιστορίας, καθώς η καθημερινότητά τους συμπλέκεται με τα τραγικά γεγονότα της εποχής.

Ο Αθανασιάδης αποπειράται να καταγράψει, με λεπτομέρειες, τα γεγονότα, επιχειρώντας ταυτόχρονα και μια κριτική αποτίμησή τους, μέσα από την οπτική της

46 Βλ. την υπό δημοσίευση ανακοίνωσή μου «Ποικίλες πτυχές του λογοτεχνικού έργου της Διδώς Σωτηρίου» στο Λογοτεχνικό Αφιέρωμα για τα 100 χρόνια από τη γέννηση της συγγραφέως, που διοργανώθηκε από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης στις 30 Νοεμβρίου 2009. 47 Για μία σύγκριση των κειμένων του Αξιώτη και του μυθιστορήματος της Σωτηρίου βλ. Τάσος Κωστόπουλος, Δημήτρης Τρίμης, Άντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς [φορείς του «ΙΟΥ»] «Τα αυθεντικά Ματωμένα χώματα. ‘Εγώ, ο Μανώλης Αξιώτης’ », εφημ. Ελευθεροτυπία, 6/4/2009.

16

Page 17: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

αστικής τάξης. Ο τίτλος του έργου παραπέμπει στον αρχαιοελληνικό μύθο της Νιόβης που θρηνούσε τα (δώδεκα) πεθαμένα παιδιά της, συμβολική αναφορά στη Μικρασιατική τραγωδία, στην οριστική απώλεια των Ιωνικών πόλεων (πρβλ. Ιωνική Δωδεκάπολη) και στον θρήνο των παιδιών της Ιωνίας.

Ο Αθανασιάδης χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη στο έργο του: α) τις προσωπικές του μνήμες και εμπειρίες από τη γενέτειρά του το Σαλιχλί της Μικράς Ασίας, μια πόλη κοντά στη Σμύρνη, β) τις καταγεγραμμένες προφορικές μαρτυρίες των προσφύγων μετά από συνεντεύξεις έρευνας που οργάνωσε το ΚΜΣ, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στα έργα Ο κοινός λόγος (τ. Α΄-Γ΄, 1975) και Η Έξοδος (τ. Α΄-Β΄, 1980 & 1982).48 και γ) τα προηγούμενα λογοτεχνικά Μικρασιατικά πεζογραφήματα, των Βενέζη, Δούκα, Σωτηρίου, Πολίτη και άλλων συγγραφέων. Το μυθιστόρημα, που έχει κάνει 16 εκδόσεις (2010), δεν έχει μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες, έχει όμως μεταφερθεί στη μικρή οθόνη σε τηλεοπτική διασκευή 38 Επεισοδίων (ΝΕΤ, 2004-2006), σε σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη, με αρκετή επιτυχία.49

Το μυθιστόρημα του Αθανασιάδη είναι δομικά συνθετότερο από αυτό της Σωτηρίου, καθώς πολλά κεφάλαια παρουσιάζουν μια τριμερή (ή διμερή) διάταξη, με ισάριθμους αφηγητές: α) Το κυρίως σώμα του κειμένου έχει τη μορφή τριτοπρόσωπης αφήγησης με μηδενική εστίαση, που παρουσιάζει πανοραμικά τους χαρακτήρες αλλά και τα ιστορικά δρώμενα. β) Στο τέλος πολλών κεφαλαίων υπάρχουν αποσπάσματα ενός ημερολογίου-χρονολογίου, γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο από τον δημογέροντα Τρύφωνα Ιωαννίδη, με πολλές λεπτομερείς αναφορές σε πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα. γ) Επιπλέον, κατά κανόνα μετά τις πρωτοπρόσωπες ημερολογιακές καταγραφές (ενίοτε και πριν) υπάρχει η επίσης πρωτοπρόσωπη αφήγηση των εντυπώσεων του μικρού Στέργιου (εν πολλοίς περσόνα του ίδιου του συγγραφέα), γιου του δημογέροντα Αναστασιάδη, που σχολιάζει προσωπικές εμπειρίες, αλλά και τα κοσμοϊστορικά γεγονότα της εποχής, με εφηβική ευαισθησία και αθωότητα, συχνά όμως εμπεριέχοντας και τη μεταγένεστερη ματιά-γνωση του ενήλικου πλέον ήρωα. Παρόλο που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να έχουμε τρεις αφηγητές και επομένως μια πολλαπλότητα φωνών και οπτικών (ο παντογνώστης αφηγητής, ο ώριμης ηλικίας Βενιζελικός Ιωαννίδης, ο έφηβος Στέργιος) και οι τρεις αφηγηματικές φωνές στην ουσία συγκλίνουν, μεταφέροντας με διαφορετικές αποχρώσεις την εικόνα του αστικού περιβάλλοντος στο Σαλιχλί. Κατά συνέπεια, και

48 Βλ. Ε. Παπαδημητρίου (επιμ.), Ο κοινός λόγος, (τ. Α΄-Γ΄), Αθήνα, 1975. Η Έξοδος τ. Α΄ (Γ. Τενεκίδης: Πρόλογος & Φ. Δ. Αποστολόπουλος: Εισαγωγή – Επιλογή Κειμένων), Αθήνα, 1980. Η Έξοδος τ. Β΄ (Π. Κιτρομηλίδης: Εισαγωγή – Εποπτεία & Γ. Μουρέλος: Επιμέλεια), Αθήνα, 1982. Η δημοσίευση της τρίτομης "Εξόδου" είναι το καταστάλαγμα μακρόχρονης συλλογικής προσπάθειας που αρχίζει το 1930. Οφείλεται κατά βάση στην πρωτοβουλία, το μόχθο και τη δημιουργική φαντασία της μεγάλης ελληνίδας Μέλπως Λογοθέτη-Μερλιέ που αξιώθηκε να έχει την αμέριστη πνευματική και υλική συμπαράσταση του συζύγου της, ξεχωριστού φιλέλληλα Οκτάβ Μερλιέ και των άξιων συνεργατών της του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. [...] Τα κείμενα που έρχονται στο φως της δημοσιότητας αποτελούν επιλογή από άλλα πολλαπλάσια που μένουν στους φακέλους του Αρχείου του Κ.Μ.Σ. Τα έχουν αφηγηθεί στους συνεργάτες του Κέντρου -που τα κατέγραψαν αμέσως- άνθρωποι απλοί, αγρότες, εργάτες, επαγγελματίες, παπάδες, δάσκαλοι και νοικοκυρές. [...] Οι επεμβάσεις των συνεργατών δεν ήταν παρά επουσιώδεις, που απέβλεπαν στο να είναι η αφήγηση, ως γραπτό πια κείμενο, κατανοητή και ευκολοδιάβαστη. [...] ??? 49 Συντελεστές της τηλεοπτική διασκευής: σκηνοθεσία: Κώστας Κουτσομύτης· σενάριο: Βασίλης Μαυρόπουλος, Κώστας Κουτσομύτης· μουσική: Μίμης Πλέσσας· ηθοποιοί: Γρηγόρης Βαλτινός, Μαρία Τζομπανάκη, Άντζελα Γκερέκου, Άγγελος Αντωνόπουλος, Γιώργος Μούτσιος, Χρήστος Πάρλας, Γιώργος Τσιτσόπουλος, Μαργαρίτα Αμαραντίδη, Μαρία Αναστασίου, Τάσος Αντωνιάδης, Αρτώ Απαρτιάν, Ελένη Αποστολοπούλου.

17

Page 18: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

μέσα από αυτό το έργο δικαιώνεται ο χαρακτηρισμός που έχει δοθεί στον Αθανασιάδη ως ο «ψυχογράφος της αστικής τάξης».50

***Ανακεφαλαιώνοντας και ξεκινώντας από τους τίτλους των μυθιστορημάτων

διαπιστώνουμε τα ακόλουθα. Η Διδώ επιλέγει τίτλους συγκινησιακά φορτισμένους, που και στις δύο περιπτώσεις υποδηλώνουν έναν δεσμό: Στα Ματωμένα χώματα υπονοείται το δέσιμο των απλών ανθρώπων με τη γη και το χώμα, ενώ στο Οι νεκροί περιμένουν ο δεσμός με τους νεκρούς προγόνους και το χρέος απέναντί τους για αποκατάσταση και δικαίωση της μνήμης τους. Ο Αθανασιάδης πάλι επιλέγει τίτλο με συνδηλώσεις μυθολογικές, την ιστορία της Νιόβης που θρηνούσε τα πεθαμένα παιδιά της. Πέρα από το εμφανώς μεταφορικό νόημα του αρχαιοελληνικού μύθου, που παραπέμπει στα ιστορικά γεγονότα της εποχής, ενδεχομένως εξυπονοείται η αδιάρρηκτη συνέχεια του ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Εξάλλου η συχνή αναφορά της Μικράς Ασίας ως Ιωνίας συνηγορεί προς αυτήν την κατεύθυνση.

Και οι δύο συγγραφείς υπογραμμίζουν με έμφαση τον αρνητικό ρόλο των ξένων στην Μικρασιατική Καταστροφή. Ενώ όμως η Σωτηρίου επιρρίπτει ευθύνες αποκλειστικά στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των Δυτικών Δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο, παραβλέποντας τον αρνητικό ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης, ο Αθανασιάδης, χωρίς να φείδεται επικρίσεων για τον ρόλο της Αντάντ, και ιδιαιτέρως των Ιταλών, συχνά αναφέρεται στα ρωσοτουρκικά σύμφωνα μεταξύ της «κόκκινης» Ρωσίας και του Κεμάλ. Έτσι, ως προς το σημείο του ρόλου των Ξένων Δυνάμεων, στα δύο έργα παρατηρείται μια κάποια διαφοροποίηση στη διαχείριση του παρελθόντος με βάση τις πολιτικές απόψεις και θέσεις του κάθε συγγραφέα. Από την άλλη μεριά καταγγέλλεται και από τους δύο συγγραφείς (από τη Σωτηρίου με περισσότερη έμφαση και αναλυτικότερη τεκμηρίωση) η ανθελληνική στάση των Γερμανών στον συστηματικό διωγμό του Μικρασιατικού Ελληνισμού, που υποκινούνταν από τα οικονομικά τους συμφέροντα στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ενώ όμως στο μυθιστόρημα της Σωτηρίου έχουμε αναλυτικότερη παρουσίαση του ρόλου των ξένων και εγκυρότερη τεκμηρίωση των απόψεων της συγγραφέως, στο έργο του Αθανασιάδη έχουμε σύντομες αναφορές σε πρόσωπα, καταστάσεις ή γεγονότα, συνήθως σε συζητήσεις μεταξύ χαρακτήρων του έργου, χωρίς να υπάρχει συστηματικότερη εμβάθυνση σε αυτά.

Και στα δύο μυθιστορήματα απεικονίζεται το «εθνικό όραμα» (Μεγάλη Ιδέα) των Ελλήνων Μικρασιατών, με θετικές αναφορές στην Πατρίδα (την Ελλάδα), ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι και στα δύο Ελλαδίτες στρατιώτες αποκαλούν την Ελλάδα «Ψωροκώσταινα». Επιπλέον, και οι δύο συγγραφείς παραμένουν ως έναν βαθμό βενιζελικοί ως το τέλος, θεωρώντας τον Βενιζέλο μεγάλη πολιτική φυσιογνωμία. Ενώ όμως η Σωτηρίου αναφέρει ότι ο Βενιζέλος επέτρεψε στους Δυτικούς Συμμάχους μας να τον χρησιμοποιήσουν, ο Αθανασιάδης υπογραμμίζει περισσότερο τα λάθη της αντιβενιζελικής παράταξης και τον εθνικό διχασμό ως αίτια της Καταστροφής.

Επιπροσθέτως, στα Παιδιά της Νιόβης σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων αποδίδεται και στη Μοίρα ή «Κισμέτ» (Β΄, σσ. 181, 333), ενώ ο ελληνικός στρατός παρουσιάζεται να διαπράττει «ύβρη» (Β΄, σ. 225), όταν κατευθύνεται προς την Άγκυρα. Αυτό σε συνδυασμό και με άλλα μυστικιστικά στοιχεία του κειμένου (ύπαρξη πνευματιστικών συγκεντρώσεων, κλπ) παραπέμπει σε μια μεταφυσική ατμόσφαιρα και υποδηλώνει μια εν μέρει μεταφυσική ερμηνεία της Ιστορίας. Συχνή εξάλλου στο έργο

50 Βλ. Βασίλης Καλαμάρας, «Ο ψυχογράφος της παρακμής των αστών», εφημ. Ελευθεροτυπία, 22/9/2006.

18

Page 19: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

είναι η υπογράμμιση της θρησκευτικής διαφοράς των δύο λαών και η εικόνα του θρησκευτικού Άλλου, παρουσιασμένη όμως με ευγένεια και σεβασμό (όπως στη μορφή του τούρκου ερημίτη, Ισμαήλ).51 Αντίθετα, στο έργο της Σωτηρίου υπάρχει μια ορθολογικότερη αντιμετώπιση της Ιστορίας. Στο προλογικό σημείωμα του έργου η συγγραφέας λέει χαρακτηριστικά πως μοναδικό της μέλημα ήταν η διάσωση της μνήμης ενός κόσμου που χάθηκε και η σωστή κρίση των νέων («η ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα∙ να μη ξεχνούν οι παλαιοί∙ να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.»).

***

Την ίδια χρονιά που δημοσιεύονται τα Ματωμένα χώματα (1962) και την αμέσως επόμενη, σαράντα χρόνια δηλαδή μετά την Κατάστροφη, δημοσιεύονται τρία σημαντικά πεζογραφήματα, γραμμένα από δύο Μικρασιάτες και μια Κωνσταντινοπολίτισσα, με κοινό πρωταγωνιστή και στις τρεις περιπτώσεις την ιδιαίτερη πατρίδα του κάθε δημιουργού: Στου Χατζηφράγκου του Κοσμά Πολίτη (Αθήνα/Σμύρνη, 1888-1974), Το Αϊβαλί η πατρίδα μου (1962) του Φώτη Κόντογλου (Αϊβαλί, 1895-1965) και Λωξάντρα (1963) της Μαρίας Ιορδανίδου (Κωνσταντινούπολη, 1897-1989). Πρόκειται για κείμενα που εστιάζονται στη ζωή στις Αλησμόνητες Πατρίδες πριν την Καταστροφή, μια επιστροφή στον ουτοπικό χρονό-τοπο της «αλησμόνητης πατρίδας», μνημονική ανασύνθεση του χαμένου Παραδείσου και του κήπου της Εδέμ και φαντασιακός νόστος στο Σώμα-της-Μητέρας-Πατρίδας.

Στη μελέτη αυτή, όπου εξετάζονται κείμενα επικεντρωμένα στη Μικρασιατική Καταστροφή, θέση στη συζήτηση έχουν το κεφάλαιο του μυθιστορήματος του Πολίτη που αφορά την καταστροφή της Σμύρνης και έχει τον τίτλο: «Πάροδος» και το τελευταίο (12ο) κεφάλαιο του έργου που εμπεριέχει ποικίλα σχόλια για τα γεγονότα.52 Στο έργο αυτό που χαρακτηρίζεται από αισθητική αρτιότητα και έντονη συγκίνηση εμπεριέχονται διάφορα ευαίσθητα θέματα, όπως η ευθύνη των ίδιων των Ελλήνων για τα γεγονότα, η αφιλόξενη υποδοχή των Μικρασιατών προσφύγων από τη μητέρα-πατρίδα, η διάσταση ανάμεσα στην πατρίδα-τόπο και πατρίδα-ιδεολόγημα, τα οποία θα συζητηθούν στην επόμενη ενότητα. (Βλ. Θέματα & Λογοτεχνικοί τόποι, σ. +)

***

51 Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο διάλογος ανάμεσα στον μεβλεβή Ισμαήλ και τον συνταξιούχο δάσκαλο Ιωσήφ Καμπουράκη για τις τύχες των δύο λαών (τ. Β΄, Κεφ. 8: «Οι δύο παρακλήσεις», σ. 207 κ.ε.). Σε άλλο σημείο ο Τούρκος αρχιληστής Τσάκιτζης αποκαλύπτει στον Μιχαλάκη Αναστασιάδη ότι θέλει να αλλάζει πίστη και να γίνεται χριστιανός. Το μυστικό του είναι ότι σκότωσε την αγαπημένη του και ζητά εξιλέωση. (τ. Α΄, Κεφ. 6: «Ένας λήσταρχος φιλοσοφεί», σ. 161 κ.ε.)52 Για έναν αφηγηματικό σχολιασμό του κειμένου βλ. Mackridge P., «Η ποιητική του χώρου και του χρόνου στου Χατζηφράγκου», στο Κ. Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου (επιμ. P. Mackridge), Εστία, 1993, σσ. 27-63.

19

Page 20: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

Στις όψιμες καταγραφές των γεγονότων της Μικρασιατικής Καταστροφής μπορεί να συμπεριληφθεί και το μυθιστόρημα ενός Ελλαδίτη, του Θανάση Διομήδη-Πετσάλη (Αθήνα, 1904-1995), Δεκατρία χρόνια. Από το 1909 στο 1922 (1964). Ο Πετσάλης παρακολουθεί τα γεγονότα ως συμπαθών έφηβος-παρατηρητής, θεωρώντας τα δεκατρία αυτά χρόνια, της προσωπικής του διαμόρφωσης και ωρίμανσης, που συνέπεσαν με μια παγκόσμια ιστορική καμπή, ως τα «μυθικά χρόνια της γενιάς του».53 Η δράση των ηρώων του έργου τοποθετείται κατά την κρίσιμη εποχή του Εθνικού Διχασμού, του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Οι ήρωες ανήκουν σε μεγάλες και συγγενικές μεταξύ τους αστικές οικογένειες των Αθηνών. Εκτός από τη ζωντανή απεικόνιση του εθνικού διχασμού μέσα από βιαιοπραγίες και έκτροπα, που λαμβάνουν χώρα στην Αθήνα, τις διώξεις και τις εξορίες των ηρώων για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις ενός ρωμιού της Πόλης για τον ρόλο των Ξένων στη Μικρασιατική Καταστροφή, που θα συζητηθούν επίσης στην επόμενη ενότητα (Βλ. Θέματα & Λογοτεχνικοί τόποι, σ. +)

Β. ΘΕΜΑΤA KAI ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΙ ΤΟΠΟΙ

Σε όλα τα παραπάνω κείμενα σκιαγραφείται η ιδιαιτερότητα της Ανατολής και των ανθρώπων της, κάποτε σε αντίστιξη με την Ελλάδα και τους Ελλαδίτες. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απεικόνιση του εθνικού και θρησκευτικού μας Άλλου (δηλαδή του Τούρκου), η οποία είναι είτε αρνητική, όταν αναφέρεται στον Άλλο ως απρόσωπο κρατικό μηχανισμό, είτε θετική, όταν περιγράφει τις διαπροσωπικές σχέσεις με τον Άλλο. Την ίδια στιγμή τα πεζογραφήματα αυτά εμπεριέχουν εικόνες του Εαυτού, παρουσιάζοντας τους Ρωμιούς της Μικράς Ασίας, τους Ελλαδίτες φαντάρους του μικρασιατικού μετώπου, αλλά και την ελληνική πολιτική και –λιγότερο– τη στρατιωτική ηγεσία της εποχής. Τέλος, απεικονίζεται η παρουσία των Ξένων Δυνάμεων στην περιοχή και η εμπλοκή τους στα ιστορικά γεγονότα.

Ι. Η Ανατολή

Στο Νούμερο 31328 και στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου, που επικεντρώνονται αποκλειστικά στις τραυματικές εμπειρίες της αιχμαλωσίας, δεν υπάρχουν αναφορές στην έννοια της ‘πατρίδας’. Το κείμενο του Δούκα, στην πρώτη (1929) και δεύτερη (1932) έκδοσή του «Αφιερώνεται στα κοινά μαρτύρια του ελληνικού και του τουρκικού λαού», ενώ από την τρίτη έκδοση (1958 και στο εξής), δημοσιευμένη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, «Αφιερώνεται στα κοινά μαρτύρια των λαών».54 Στο Νούμερο 31328, όμως, διαγράφεται άλλοτε έμμεσα κι άλλοτε πιο άμεσα η ιδιαιτερότητα της Ανατολής και των ανθρώπων της, αποτελώντας χαρακτηριστικό, όχι μόνο των Μικρασιατών Ελλήνων, αλλά και των Τούρκων («θερμά ανατολίτικα μάτια», «ο ήλιος της Ανατολής», Το νούμερο 31328, σσ. 135, 145).

53 Βλ. Πετσάλης-Διομήδης, Θανάσης, «Προλογικό σημείωμα» Δεκατρία χρόνια. Από το 1909 στο 1922, Αθήνα, Εστία, χρονολόγηση, σ. 7. 54 Σχετικά με τις εκδόσεις της Ιστορίας βλ. Σ. Ζουμπουλάκης, «Μικρή συμβολή στην εκδοτική διαδρομή της Ιστορίας ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα», Νέα Εστία, τχ 1810, Απρίλιος 2008, σσ. 769-774.

20

Page 21: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

Στα μυθιστορήματα της Σωτηρίου η Ανατολή ‘ζωγραφίζεται’ με τα ωραιότερα χρώματα, συχνά συνιστώντας αντιθετικό ζεύγος με την Ελλάδα. Η ιδιαίτερη πατρίδα του κεντρικού ήρωα κάθε έργου (Κιρκιτζές και Αϊδίνι) παρουσιάζονται κατά τα πρώτα χρόνια του 20 ου αιώνα ως ένας επίγειος «παράδεισος», ενώ υπογραμμίζεται η «θέρμη», η «γλύκα» και ο πλούτος («τα μπερεκέτια») της Ανατολής.55 Από την άλλη μεριά μέσα από σχόλια των Ελλαδιτών στρατιωτών υποδηλώνεται αντιστικτικά η φτώχεια της Ελλάδας, που χαρακτηριστικά αποκαλείται «ψωροκώσταινα» (Ματωμένα χώματα, σ. 192), που ωστόσο θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί χάρη στην αφθονία των αγαθών της Μικράς Ασίας. Η Ελλάδα παρουσιάζεται ως «μητέρα-πατρίδα», όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στη Μικρά Ασία, ενώ την ώρα της μεγάλης Καταστροφής είναι «η γλυκιά και πονετική μάνα, η μόνη ελπίδα των απελπισμένων Ρωμιών».

Ήδη από τα παραπάνω διαφαίνεται, χωρίς να δηλώνεται ρητά, η διαφορά ανάμεσα στην πατρίδα-τόπο (Ανατολή) και στην πατρίδα-ιδέα (Ελλάδα), διάκριση που διατυπώνεται σαφέστερα και αιχμηρότερα στο έργο του Πολίτη, Στου Χατζηφράγκου. Σύμφωνα με τα λόγια ενός απλοϊκού μπαρμπέρη, λίγο πριν την καταστροφή:

πατρίδα δεν είναι μια ιδέα στον αέρα, δεν είναι οι περασμένες δόξες κ’ οι τάφοι και τα ρημαγμένα μάρμαρα. Πατρίδα είναι το χώμα, ο τόπος, τα χωράφια, κ’ οι θάλασσες και τα βουνά. Πατρίδα είναι οι σημερινοί ανθρώποι, κι αγάπη της πατρίδας είναι να θες την ευτυχία τους. Το λέω γιατί είμαι καλός Έλληνας... (Στου Χατζηφράγκου, σσ. 147-148)

Χαρακτηριστικό της αίσθησης που έχει, όχι μόνο ο μυθιστορηματικός ήρωας αλλά και ο ίδιος ο συγγραφέας, είναι το μότο του μυθιστορήματος: «Καταφέρανε να ’χω στην πατρίδα μου το αίσθημα του ραγιά», ενώ σε άλλο σημείο του έργου, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως «ξενιτιά»: «... άλλοι σκοτωθήκανε κι άλλοι πνιγήκανε. Την ίδια βραδιά. Και όσοι περισσέψανε τις κουβαλήσανε στην ξενιτιά. Εδώ.» (σ. 146) Αντίθετα, τα μέρη της Ανατολής περιγράφονται ως «όμορφη γης, καλοσυνάτη, σ’ αγάπαγε κι αυτή» (σ. 140).

Στην Αργώ του Θεοτοκά ο ήρωας -ένας Ρωμιός της Πόλης- μετά την Καταστροφή φεύγει για την ελεύθερη Ελλάδα, νιώθοντας τον σπαραγμό και την «ορφάνια» της προσφυγιάς, καθώς η έννοια της πατρίδας γι αυτόν δε συνδέεται μόνο «με οράματα και πάθη», αλλά με «πράγματα χειροπιαστά», όπως «η γη όπου γεννήθηκε», «τα δέντρα που φύτεψε με το χέρι του», «ο καπνός της εστίας» και «οι ζωντανές αναμνήσεις των προγόνων, τα τραγούδια τους, τα παραμύθια τους» (σ. 180). Παράλληλα αποτυπώνεται η απογοήτευση των Ρωμιών της Πόλης και η διάψευση των ελπίδων, των ονείρων και των θρύλων μετά τον ξεριζωμό του Μικρασιατικού Ελληνισμού.

Το κείμενο του Αθανασιάδη είναι επίσης διάσπαρτο με νοσταλγικές μνημονικές ανασυνθέσεις του γενέθλιου τόπου του συγγραφέα (Σαλιχλί), αλλά και γενικότερα της γης της Ιωνίας, η οποία παρουσιάζεται ως «κοιτίδα του πολιτισμού» που «φώτισε τον κόσμο», (σσ. Α΄, 133, 236). Ο νεαρός Στέργιος, φεύγοντας από την αγαπημένη Σμύρνη την αυγή της 28ης Αυγούστου, νιώθει να διατηρεί μέσα στο αίμα και στα σπλάχνα του «τα μέταλλα απ’ το έδαφός της», «τους χυμούς απ’ τα φυτά της», την «αιθρία της» και την «αρχοντιά» της (τ. Β΄, σ. 352). Χαρακτηριστικά είναι επίσης τα επαναλαμβανόμενα σχόλια των Ελλαδιτών στρατιωτών για τον πλούτο της Μικράς Ασίας που θα συντελέσει ώστε να ορθοποδήσει η «ψωροκώσταινα» (Ελλάδα, Β΄, σ. 286). Τέλος, γλωσσικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση της λογιότερης -και με αρχαιοελληνικές μνήμες

55 Ματωμένα χώματα, σσ. 17, 18, 312 & Οι νεκροί περιμένουν σ. 10.

21

Page 22: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

φορτισμένης- λέξης, «Ιωνία», από τον Αθανασιάδη και η χρήση της λαϊκότερης λέξης «Ανατολή» από τη Διδώ Σωτηρίου.

Έτσι, η Μάνα-Γη-της-Ιωνίας, η «βλογημένη Ανατολή» με τα μπερεκέτια της μεταμορφώνεται, μέσα από τη γραφίδα των παιδιών της, σε ουτοπικό λογοτεχνικό τόπο και ποιητικό σύμβολο, γίνεται ο χαμένος παράδεισος των παιδικών τους χρόνων, ο χρονό-τοπος μιας μυθικής αθωότητας, το για πάντα χαμένο και γι αυτό εις τους αιώνες άφθαρτο, ποιητικά αναπλασμένο Σώμα-της-Μητέρας-Πατρίδας, καθώς μέσα από την αφήγηση επιχειρείται ένας μνημονικός και φαντασιακός Νόστος σε αυτό. «Το αίμα βλέπετε ξεχνιέται και μένει το μελάνι.»56

Χαρακτηριστική είναι η λογοτεχνική απεικόνιση της ειρηνικής Σμύρνης πριν την Καταστροφή, στο μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου του Πολίτη, όπου η «λογοτεχνία του τραύματος» μετασχηματίζεται σε μια ιδιαίτερου τύπου «λογοτεχνία της ουτοπίας». Στο μεγαλύτερο μέρος του έργου, τα τραγικά ιστορικά γεγονότα αποσιωπώνται και διακρίνονται μόνο μέσα από τις ‘ρωγμές’ του κειμένου (με εξαίρεση το κεφάλαιο «Πάροδος»), καθώς έμφαση δίνεται κυρίως στην αφηγηματική ανασύνθεση του χαμένου χρονό-τοπου. Ολοζώντανη και συγκινησιακά φορτισμένη είναι η περιγραφή της Σμύρνης, από τον αφηγητή, κάθε Καθαρά Δευτέρα με το πέταγμα των αετών (τσερκενιών). Η «χαμένη πολιτεία», που το όνομά της ούτε μια φορά δε μνημονεύεται μέσα στο κείμενο, είναι ωστόσο απόλυτα αναγνωρίσιμη μέσα από τις περιγραφές των συνοικιών, των συνηθειών και των κατοίκων της, αναλαμβάνεται ολόκληρη με τα σκοινιά των πολύχρωμων τσερκενιών της στον ουρανό, παρέα με τους αγγέλους, γίνεται μύθος και όνειρο, η απόλυτη ποιητική ουτοπία, αναστημένη και παρούσα στους αιώνες:

Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα ματαδείς ένα τέτοιο θάμα. Αρχινούσανε την καθαρή Δευτέρα – είτανε αντέτι – και συνέχεια την κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ’ Αλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Τόσο που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τα χελιδόνια τα φέρβανε οι γερανοί μονάχα τη Μεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό., ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορονίζανε ψηλά. Θα μους πεις, κι εδώ την Καθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια Είδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Εκεί ούλα είταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Και χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου. (Στου Χατζηφράγκου, σσ. 140-1)

ΙΙ. Εικόνες του Άλλου

α) Η θετική εικόνα του Άλλου

Με δεδομένο το ιστορικό πλαίσιο των γεγονότων και το προσωπικό τραύμα που φέρει καθένας από τους εν λόγω συγγραφείς, ιδιαίτερα δε ο Βενέζης, η θετική απεικόνιση του Άλλου στα μικρασιατικά πεζογραφήματα, υποδηλώνει την αντιπολεμική και βαθύτατα ανθρωπιστική στάση τους και δίνει στον αναγνώστη ένα μήνυμα πίστης στον άνθρωπο και ελπίδας. Στα κείμενα αυτά οι ήρωες αναπτύσσουν ποικίλες διαπροσωπικές σχέσεις με «αγαθούς» Τούρκους, οι οποίοι παρουσιάζονται με τη μορφή: 56 Διδώ Σωτηρίου, «Ομιλία σε Έκθεση Βιβλίου στην Πόλη» (Δεκέμβρης 1987): αδημοσίευτη ομιλία από το αρχείο της Διδώς Σωτηρίου στο Ε.Λ.Ι.Α. του Μ.Ι.Ε.Τ. (Φάκελος 18.2).

22

Page 23: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

του καλού γιατρού, του γενναιόδωρου αφεντικού, του αγαπημένου παιδικού συντρόφου ή οικογενειακού φίλου.

Στο Νούμερο 31328 ο Τούρκος γιατρός, Κιαμήλ-μπεης, περιβάλλει τον κακοπαθημένο επί μήνες Ηλία, με φροντίδα και ενδιαφέρον. Η φιλάνθρωπη στάση του απέναντι στους αιχμαλώτους αποκτά μεγαλύτερη αξία, όταν ο αναγνώστης πληροφορείται πως τη μάνα του Κιαμήλ την σκότωσαν οι Έλληνες (σσ. 132-135). Σχολιάζοντας το έργο του Βενέζη, ο Χατζίνης μάλιστα αναρωτιέται αν άλλος συγγραφέας, από αυτούς που περιέγραψαν τα χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, επέδειξε τέτοια μεγαλοψυχία και γενναιοδωρία, όση εκείνος.57 Αντίστοιχα στα Ματωμένα χώματα, μέσα στις τραγικές και απάνθρωπες συνθήκες των Ταγμάτων Εργασίας, εντύπωση προκαλεί η ευεργετική παρουσία του Τούρκου γιατρού Σουκρή-εφέντη, που θεραπεύει και σώζει από βέβαιο θάνατο τον Αξιώτη και πολλούς άλλους Έλληνες Μικρασιάτες (σσ. 113-114).

Στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου, ο άνθρωπος που προσφέρει στον κεντρικό ήρωα στέγη και δουλειά, παρέχοντάς του ασφάλεια είναι ο Τούρκος Χατζημεμέτης, που ψάχνει ικανό τσομπάνη. Στη συνέχεια του προτείνει να τον παντρέψει με την ανιψιά του, ενώ τον διευκολύνει να βγάλει τα απαραίτητα ‘χαρτιά’, ανοίγοντάς του έτσι τον δρόμο προς τη σωτηρία του. Στο κείμενο αυτό το ‘αφεντικό’ του ήρωα αναλαμβάνει περίπου τον ρόλο του μαγικού βοηθού των λαϊκών παραμυθιών, που στην κατάλληλη στιγμή επεμβαίνει και δίνει λύση στο αδιέξοδο. Η καλοσύνη και η γενναιοδωρία του επαινούνται ιδιαιτέρως από τον ήρωα-αφηγητή (σσ. 44-62). Ανάλογο περιστατικό υπάρχει στα Ματωμένα Χώματα κατά τη διάρκεια της θητείας του ήρωα στα Εργατικά Τάγματα, οπότε και του αναθέτουν να συμμετάσχει σε ποικίλες γεωργικές εργασίες. Ο ήρωας έχει την τύχη να πέσει στα χέρια ενός καλού Τούρκου νοικοκύρη, του Αλή-νταή, που παρέχει στον ήρωα και στους συντρόφους του φαγητό και ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης, ενώ στη συνέχεια του ζητά να μείνει εκεί ως βοηθός του και παιδί του (σσ. 128-140).

Στο ίδιο κείμενο παιδικός φίλος του ήρωα, είναι ο Τούρκος, Σεφκιέτ, από τα χρόνια της ειρηνικής εποχής στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν Ρωμιοί και Τούρκοι ζούσαν σαν αδέρφια (σσ. 28-29). Στο Οι νεκροί περιμένουν ο αγαθός Τούρκος παίρνει υπόσταση στο πρόσωπο του Χασάν και του Αλή, με τους οποίους η οικογένεια της νεαρής ηρωίδας έχει στενές φιλικές σχέσεις (σ. 95). Τέλος, στα Παιδιά της Νιόβης ο έμπορος Χατζή Λεόντης, ένας από τους δημογέροντες της πόλης, ενώ ετοιμάζεται να εγκαταλείψει το Σαλιχλί, μέσα σε μία συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα, αποχαιρετά τον Τούρκο καδή με τον οποίο είχε φιλικές σχέσεις, παραδίδοντάς του το κλειδί του μαγαζιού του. Οι δυο άντρες μιλούν για τις διαφορές των δυο λαών αλλά και για την κοινή τους μοίρα: ο Τούρκος αναγνωρίζει τη ζωντάνια και την πρόοδο των Ρωμιών, ενώ ο Έλληνας επισημαίνει πως αυτό που τους χωρίζει είναι η δύναμη και όχι οι θρησκευτικές διαφορές τους (Β΄, 331-334).

Είναι αξιοσημείωτο ότι κάποιοι θετικοί χαρακτήρες των παραπάνω έργων παραπέμπουν σε πραγματικά πρόσωπα και περιστατικά, σύμφωνα με μαρτυρίες των ίδιων των συγγραφέων τους. Για παράδειγμα ο Χατζημεμέτης στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου αποτελεί λογοτεχνική απεικόνιση του Αγά Αλή Μπέη, που πρόσφερε δουλειά (και κατ’ επέκταση σωτηρία) στον μεταμφιεσμένο σε Τούρκο Καζάκογλου. Ο Καζάκογλου, έπειτα από παρότρυνση του Δούκα, στέλνει γράμμα Αλή Μπέη, όπου του

57 Βλ. Γ. Χατζίνης, «Τοποθέτηση του Ηλία Βενέζη», Νέα Εστία, τ. 96. τχ 1139, Χριστούγεννα 1974, σ. 85.

23

Page 24: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

εξηγεί τι πραγματικά συνέβη. Ο Κιαμήλ-μπεης στο Νούμερο 31328 ‘ενσαρκώνει λογοτεχνικά’ τον Τούρκο αξιωματικό, Kemale-din, που φυγάδευσε κρυφά και με κίνδυνο της ζωής του -εφόσον απέκρυψε εχθρούς σε ώρα πολέμου- την αδερφή του Βενέζη, Αγάπη, και τον πατέρα τους. Τέλος, ο Σουκρή-εφέντης των Ματωμένων χωμάτων είναι επίσης απεικόνιση πραγματικού προσώπου, του Σουκρί-μπεη, Τούρκου στρατιωτικού γιατρού το 1916, που έσωσε χιλιάδες ραγιάδες από τον εξανθηματικό τύφο και τις ψείρες στα Αμελέ Ταμπουρού. Η εγγονή του Τούρκου γιατρού αναζητά τη Διδώ Σωτηρίου, προκειμένου να την ευχαριστήσει, διότι χάρη στο λογοτεχνικό της ταλέντο ο παππούς της εξακολουθεί «να ζει».58

Κάποιοι από τους καλοκάγαθους Τούρκους που απεικονίζονται στα Μικρασιατικά πεζογραφήματα είναι άνθρωποι του λαού, απλοϊκοί, αμόρφωτοι και βαθιά θρησκευόμενοι, όπως ο πατέρας του Σεφκιέτ (Ματωμένα χώματα, σσ. 29-30) ή ο Χασάνης (Οι νεκροί περιμένουν, σσ. 51-52), που στη δύσκολη στιγμή καταφεύγουν στη γνώση και τη δεξιοτεχνία των Ελλήνων ειδικών, πχ των γιατρών. Η απεικόνιση τέτοιων μυθιστορηματικών χαρακτήρων οδήγησε τον Ηρακλή Μήλλα να μιλήσει για «την ελληνική εκδοχή του αφελώς θετικού Τούρκου».59 Εκτιμώ ότι η μυθιστορηματική παρουσία των αγαθών Τούρκων γιατρών (Κιαμήλ-μπεης, Σουκρή-εφέντης) ή των Τούρκων ‘νοικοκυραίων’ (Χατζημεμέτης, Αλή-νταης), που προαναφέρθηκαν, παραπέμπει σε Τούρκους με μόρφωση και κύρος στην τοπική κοινωνία, πράγμα που απέχει από την εικόνα του αφελούς φουκαρά, που στρέφεται στον μορφωμένο ή καπάτσο Έλληνα για να βρει λύση στο πρόβλημά του. Εξάλλου, σε μαρτυρίες συγγραφέων, όπως για παράδειγμα η Διδώ Σωτηρίου («Μονόγραμμα», ΕΡΤ, 1986) με ενεργό δράση στον χώρο των κοινωνικών αγώνων της Αριστεράς, αναφέρεται η οικονομική και πολιτιστική υπεροχή του Ελλήνων Μικρασιατών σε σχέση με τους Τούρκους συντοπίτες τους, πράγμα που σημαίνει ότι η εικόνα του «αφελώς θετικού Τούρκου» αφορμάται από την ιστορική πραγματικότητα της εποχής. Μάλιστα, στα Ματωμένα χώματα η οικονομική ευμάρεια Ελλήνων και Αρμενίων, παρουσιάζεται ως το βαθύτερο αίτιο των διωγμών που ακολούθησαν, καθώς αποτελούσε εμπόδιο στις ιμπεριαλιστικές βλέψεις των Ξένων (σ. 147-148).60 Συμπερασματικά, λοιπόν, θα μπορούσε ίσως να ειπωθεί ότι ο αφελώς θετικός Τούρκος θεματοποιείται σε πολλά μικρασιατικά πεζογραφήματα (αποτελεί δηλαδή ένα επί μέρους θέμα του πεζογραφήματος), χωρίς αυτή η απεικόνιση να μπορεί να θεωρηθεί ως στερεοτυπική εικόνα που διαστρεβλώνει την πραγματικότητα.61

Λαμβάνοντας υπόψη όλους τους παραπάνω θετικούς λογοτεχνικούς χαρακτήρες Τούρκων, είτε αυτοί είναι απλοί άνθρωποι του λαού είτε μορφωμένοι ή/ και κοινωνικά

58 Οι μαρτυρίες προέρχονται από τα ακόλουθα κείμενα: Σ. Δούκας, «Το ιστορικό της», Ιστορία ενός αιχμαλώτου, Αθήνα, Κέδρος, 1980, σ. 66· Η. Βενέζης, «Η τελευταία μέρα του Αϊβαλή», Μικρασία, χαίρε, Αθήνα, Εστία, 1974, σ. 55-57· Διδώ Σωτηρίου «Ομιλία σε Έκθεση Βιβλίου στην Πόλη» (Δεκέμβρης 1987): αδημοσίευτη ομιλία από το αρχείο της Διδώς Σωτηρίου στο Ε.Λ.Ι.Α. του Μ.Ι.Ε.Τ. (Φάκελος 18.2).

59 Βλ. Μήλλας Ηρακλής, Εικόνες Ελλήνων και τούρκων. Σχολικά βιβλία – Ιστοριογραφία - Λογοτεχνία και Εθνικά Στερεότυπα, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2005, σσ. 342, 355. 60 Αντίστοιχη άποψη, σε λογοτεχνικά συμφραζόμενα, εκφράζεται στο μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου (1962, σ. +++ ) του Κοσμά Πολίτη . [Βέβαια φαίνεται να υπάρχει και μερίδα Ελλήνων, όπως ο δάσκαλος που καυχιέται ότι οι Ρωμιοί είναι «εγκέφαλος» των Τούρκων (σ. 78).]61 Συνέντευξη της Διδώς Σωτηρίου το 1984 για την εκπομπή «Μονόγραμμα». Δημιουργός: Γιώργος Σγουράκης· Σκηνοθεσία Χρήστος Παληγιαννόπουλος. Από το Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ: http://www.ert-archives.gr/V3/public/index.aspx

24

Page 25: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

καταξιωμένοι, και οι οποίοι υπάρχουν ανεξαιρέτως σε όλα τα πεζογραφήματα που αναφέρονται στα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής, θα μπορούσε κάποιος να κάνει λόγο για το θεματικό μοτίβο ή τον λογοτεχνικό τόπο του θετικού Τούρκου σε όλη τη μικρασιατική πεζογραφία. Πηγή έμπνευσης για τους συγγραφείς τουλάχιστον της πρώτης προσφυγικής γενιάς αποτέλεσαν πραγματικά πρόσωπα και προσωπικά βιώματα. Ωστόσο, η ‘εικόνα’ ή ο ‘ρόλος’ του καλού Τούρκου, που ούτως ή άλλως ανταποκρινόταν στην ‘πραγματικότητα’ των συγγραφέων, φαίνεται ότι ‘εξυπηρετούσε’ θαυμάσια την αφηγηματική δομή των κειμένων, καθώς αποτελεί, μεταξύ άλλων, συστατικό μιας καλής αφήγησης. Επιπροσθέτως, ενδέχεται, συνειδητά ή και ασυνείδητα, μέσα από την αφηγηματική αυτή επιλογή, να υποδηλώνεται η κοινή σε όλους τους μικρασιάτες συγγραφείς άποψη ότι η ευθύνη για την τραγωδία δεν βαραίνει τον τουρκικό λαό, με τον οποίο ήταν απολύτως εφικτή η ειρηνική συνύπαρξη, αλλά ξένα συμφέροντα και μηχανισμούς εξουσίας. Στη συνέχεια η εικόνα του θετικού Τούρκου φαίνεται να ‘καθιερώνεται’ με αποτέλεσμα η παρουσία του τις τελευταίες δεκαετίες να είναι εκ των ων ουκ άνευ συστατικό των μικρασιατικών έργων, τα οποία γράφονται από συγγραφείς που απλώς έχουν ακούσει ή διαβάσει για τις καλές σχέσεις Ρωμιών και Τούρκων στην Ανατολή.

β) Κοινωνική-ταξική αντιμετώπιση του Άλλου

Στο Νούμερο 31328, ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά η ανθρώπινη σχέση που σταδιακά αναπτύσσεται ανάμεσα στους Έλληνες αιχμαλώτους και τους Τούρκους μαφαζάδες (στρατιώτες μεγάλης ηλικίας, που περιμένουν να βγουν στη σύνταξη). Από την άλλη μεριά οι Ρωμιοί Τσαούς (έμπιστοι των Τούρκων) παρουσιάζονται να συναγωνίζονται στην αγριότητα τους Τούρκους αξιωματικούς. Χωρίς να δηλώνεται άμεσα φαίνεται να υποδη-λώνεται στο κείμενο μια κοινωνικής τάξης προσέγγιση του Άλλου (Τούρκοι μαφαζάδες) στη σχέση του με τον Εαυτό (Έλληνες αιχμάλωτοι), με βάση τη θέση που κατέχει ο Εαυτός και ο Άλλος στο υπάρχον σύστημα εξουσίας. Οι Τούρκοι ‘μαφαζάδες’ είναι οι αδύναμοι κρίκοι στον τουρκικό στρατό (λόγω της περασμένης τους ηλικίας και της επικείμενης αποχώρησής τους από το στρατιωτικό αξίωμα), ενώ οι Έλληνες ‘τσαουσάδες’ χαίρουν προνομίων λόγω των υπηρεσιών που προσφέρουν στους Τούρκους επιτελείς, αλλά και στον τουρκικό όχλο: για παράδειγμα ο Μιχάλ-τσαούς «πούλησε» τη «μάγγα του», δηλαδή την ομάδα των συμπατριωτών του υπό την εποπτεία του, σε «φανατισμένους ντόπιους Τούρκους», για να τους σκοτώσουν, απολαμβάνοντας σχετικά ανταλλάγματα (σσ. 170-171 ).

Σε τι λοιπόν ξεχωρίζανε αν ήταν Χριστιανοί για Τούρκοι; Σε τι ξεχωρίζανε; Εμείς ήμαστε γεσήρ, ήμαστε δεμένοι. Εμ αυτοί που ήταν λεύτεροι; Το αίμα αυλάκωσε και τα εννιά κορμία – τι διαφορά είχε; Έτσι με τον καιρό, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, τυφλά, αρχίσαμε, οι μαφαζάδες κι εμείς, να ερχόμαστε σιμά. Να πλησιάζουμε. Τα βράδια έρχουνται πιο ταχτικά και κάνουν παρέα μαζί μας. Λέμε μαζί τα βάσανά μας. Και στην κουβέντα δε μας λεν πια «γεσήρ». Με τη βαριά ανατολίτικη φωνή τους το προφέρνουν γεμάτο θερμότητα και καλοσύνη:- Αρκαντάς (σύντροφε). Στις δουλειές που πάμε μήτε χτυπούν πια μήτε βλαστημούν. Σα δεν είναι μπροστά κανένας ρωμιός τσαούς κάνουν πως δε βλέπουν και μας αφήνουν να καθόμαστε. Τουτουνούς τους τσαούς τους τρέμουν, γιατί τους σπιγουνεύουν άναντρα στους αξιωματικούς. - Τι να κάνουμε αρκαντάς, ο Θεός να μας λυπηθή κι εσάς κι εμάς.Να μας λυπηθή κι εσάς κι εμάς. Το λεν πια σχεδόν μόνιμα. Άρχισαν να μη μπορούν να ξεχωρίζουν τις δυο μοίρες, τη δική τους και τη δική μας. Τρέμουν τους αξιωματικούς και τους τσαουσάδες τους δικούς μας.

25

Page 26: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

Αυτούς τους ίδιους μισούμε κι εμείς. Ικετεύουν για το «μεμλεκέτ», ένα καλύβι κάπου. Κι εμείς. (Το νούμερο 31328, σσ. 211-214)

Μια πιο ξεκάθαρη κοινωνική ή ταξική προσέγγιση του Τούρκου παρατηρείται στο Οι νεκροί περιμένουν, όπου η εικόνα του Άλλου παρουσιάζεται μέσα από ένα πλέγμα μεταμφιέσεων και ανατροπών. Πέραν των αγαθών σχέσεων που έχουν οι Έλληνες με προσωπικούς φίλους και γείτονες Τούρκους (σ. 95), το στερεότυπο του καλού Έλληνα και του κακού Τούρκου αποδομείται και μέσα από ένα κοινωνικό (ή και ταξικό) πρίσμα αναδιοργανώνεται, με αντίπαλα ζεύγη αυτή τη φορά τους ‘έχοντες’ και τους ‘μη έχοντες’. Μη έχοντες είναι αδιακρίτως οι φτωχοί Έλληνες και Τούρκοι, ενώ στους κατέχοντες εξουσία και πλούτο συγκαταλέγονται τόσο οι «Τούρκοι μπέηδες» όσο και οι «Ρωμιοί κοτζαμπάσηδες» (σ. 53). Οι παραπάνω οικονομικές και ταξικές συγκρούσεις αποκρυσταλλώνονται αφηγηματικά, καθώς ο ρόλος του αρνητικού ήρωα του έργου δεν ενσαρκώνεται από τον Άλλο (όπως θα ήταν το αναμενόμενο) αλλά από τον πλούσιο Έλληνα θείο Γιάγκο και τον ξάδερφο Αρίστο. Η αποδόμηση του εθνικού στερεοτύπου (καλός Έλληνας vs . κακός Τούρκος) γίνεται εκ των ένδον και είναι αφοπλιστική .

γ) Η αρνητική εικόνα του Άλλου

Από την άλλη μεριά στα μικρασιατικά πεζογραφήματα υπάρχει και η αρνητική εικόνα του Άλλου, του ‘εθνικού’ μας εχθρού, είτε με τη μορφή βίαιης συμπεριφοράς Τούρκων αξιωματούχων και εκπροσώπων της εξουσίας είτε με τη μορφή του φανατισμένου τουρκικού όχλου.

Στα Ματωμένα χώματα γίνεται λόγος για τις «πρόβες θηριωδίας» εκ μέρους των Τούρκων στις Φώκιες, στο Αϊβαλί και αλλού, πριν την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914 (σ. 81). Στο ίδιο κείμενο αναφέρεται πως, όταν η Τουρκία συμμετέχει στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, αποφασίζεται η μετακίνηση των ελληνικών πληθυσμών που κατοικούσαν στα μικρασιατικά παράλια, ενώ οι άντρες Ρωμιοί (και οθωμανοί υπήκοοι) από είκοσι δύο έως σαράντα χρονών επιστρατεύονται και -για να μην τους δοθεί όπλο- κατατάσσονται στα Τάγματα Εργασίας (σσ. 77-81). Στα Ματωμένα χώματα ο ήρωας-αφηγητής Μανώλης Αξιώτης, περιγράφει τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής και εργασίας που βίωσε σε αυτά, όπου πολλοί φίλοι του και συμπατριώτες του έχασαν τη ζωή τους (σσ. 73-185). Επίσης, με τα μελανότερα χρώματα περιγράφονται οι σφαγές και οι διωγμοί των Αρμενίων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα από τις «εφιαλτικές» διηγήσεις του Στεπάν και του Σέρκο, δύο νεαρών Αρμενόπουλων, με τα οποία ο Μανώλης γίνεται φίλος, τα χρόνια των Αμελέ Ταμπουρού (σσ. 141-148). Αιτία για το «συστηματικό ξεκλήρισμα του ελληνικού στοιχείου» (Ματωμένα χώματα, σ. 81 & Οι νεκροί περιμένουν, σ. 46) αλλά και του αρμενικού, ήταν, πάντα σύμφωνα με τον αφηγητή, η οικονομική ευρωστία των συμπαγών χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, Ρωμιών και Αρμενίων, που θωρήθηκαν εμπόδιο στον γερμανικό επεκτατισμό και αργότερα στους κεφαλαιούχους που βρίσκονταν πίσω από την Αντάντ (σ. 147-148).

Μετά τον ερχομό του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και τη μετεγκατάσταση της Αλίκης Μάγη από το Αϊντίνι στη Σμύρνη, η νεαρή ηρωίδα πληροφορείται την τραγική καταστροφή της γενέτειράς της στις 17 Ιουνίου του 1919 (Οι νεκροί περιμένουν, σσ. 86-96) από τους τσέτες και τον βίαιο θάνατο αγαπημένων της προσώπων. Ωστόσο, στα δύο μυθιστορήματα της Σωτηρίου πάνω από όλα καταδικάζεται ο πόλεμος, που παρομοιάζεται με τη μυθολογική Κίρκη (Ματωμένα χώματα, σ. 114),

26

Page 27: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

εφόσον εξαχρειώνει τους ανθρώπους, τους χωρίζει σε στρατόπεδα και φέρνει πλήθος συμφορές (Οι νεκροί περιμένουν, σ. 85).

Στα κείμενα των Βενέζη και Δούκα καταγράφεται η μετά την Καταστροφή αιχμαλωσία όλων των Ελλήνων και Αρμενίων αντρών από 18 έως 45 ετών, και η ένταξή τους εκ νέου σε Τάγματα Εργασίας, τη στιγμή που στους γέροντες και στα γυναικόπαιδα δίνεται μικρή διωρία να φύγουν για να σωθούν. Στα δύο αυτά έργα, καθώς και σε εκτενές τμήμα των Ματωμένων χωμάτων όπου περιγράφονται τα Αμελέ Ταμπουρού, αναλυτικά αναπαρίσταται η φρίκη του πολέμου και η στοχοποίηση ενός λαού από έναν άλλο (του ‘εθνικού του εχθρού’) μέσα από την κινητοποίηση οργανωμένου διωκτικού μηχανισμού. Οι τραυματικές εμπειρίες των Ελλήνων αιχμαλώτων ή «σκλάβων» στα Αμελέ Ταμπουρού, γνωστά και ως «Τάγματα θανάτου», που απεικονίζονται στα έργα αυτά, περιγράφουν το απερίγραπτο και ρηματοποιούν το άρρητο και μπορούν να παραλληλιστούν με αντίστοιχες που απαντώνται σε κείμενα-μαρτυρίες για το ολοκαύτωμα των Εβραίων, αφενός λόγω της πέρα από κάθε λογική βαρβαρότητας που επιδεικνύει ένας λαός σε έναν άλλον, αλλά και επειδή οι κακουχίες που περιγράφονται και στις δύο περιπτώσεις, δεν αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά αλλά αντιπροσωπεύουν τα πάθη ενός ολόκληρου λαού.62 Οι αναφορές στα γεγονότα της αιχμαλωσίας, τόσο μέσα από την συναισθηματικά φορτισμένη αυτο-βιογραφική περιγραφή του Βενέζη όσο και μέσα από τη λιτή, αλλά συγκλονιστική αφήγηση του Δούκα, είναι δηλωτικές της τραγικής μοίρας των Ελλήνων αιχμαλώτων:

«Ο εχτρός είχε κατεβή στην πόλη μας, το Αϊβαλί. Και στο λιμάνι είχαν αράξει βαπόρια με αμερικάνικες παντιέρες. Διαταγή: Το σάπιο εμπόρευμα – τα παιδάκια κι οι γυναίκες – θα μπαρκέρναν για την Ελλάδα. Μα οι άντρες, από τα δεκαοχτώ ίσαμε σαρανταπέντε χρονώ, θα φεύγαν για το εσωτερικό, σκλάβοι στα εργατικά τάγματα. Η είδηση έφερε ένα δυνατό τίναγμα στους δικούς μας. Τα εργατικά τάγματα ήταν ένα μακρινό παρελθόν απ’ τον Μεγάλο Πόλεμο. Είχαν γίνει θρύλος. Χιλιάδες χριστιανοί είχαν αφήσει στα κάτεργα αυτά τα κόκαλά τους.» (Το νούμερο 31328, σ. 17) «Όταν έγινε η καταστροφή της Σμύρνης είμουνα εκεί. Έμεινα στην Τουρκία αιχμάλωτος. Από τη Σμύρνη μας έμασαν όλους και μας έκλεισαν στους στρατώνες για να μας στείλουν στο Εσωτερικό. Μόλις βγήκαμε βαδίσαμε στην αγορά. Κι είμαστε κανα δυο χιλιάδες αιχμάλωτοι. (Η ιστορία ενός αιχμαλώτου, σ. 9)

Ωστόσο, στα μικρασιατικά πεζογραφήματα, αποκορύφωμα της ‘θηριωδίας’ τόσο των τακτικών τουρκικών στρατιωτικών σωμάτων όσο και των άτακτων τσετών, παρουσιάζεται να είναι η καταστροφή της Σμύρνης, τη στιγμή που «οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρωπινό κρέας» (Ματωμένα χώματα, σ. 288). Τα Ματωμένα χώματα κλείνουν με μια ελεγειακή περιγραφή της φλεγόμενης Σμύρνης, καταγγέλλοντας την απάνθρωπη αδιαφορία των ξένων αντιπροσωπειών την ώρα της συμφοράς, ενώ η ευθύνη για την πυρπόληση της αγαπημένης πολιτείας, [εμμέσως πλην σαφώς], αποδίδεται στους Τούρκους:

- Φωτιά! - Φωτιά! - Βάλαν φωτιά στη Σμύρνη! Πεταχτήκαμε ορθοί. Κοκκινόμαυρες φλόγες τινάζονταν στον ουρανό χοροπηδηχτές. - Είναι κατά την Αρμενογειτονιά.- Πάλι οι Αρμεναίοι θα τα πλερώσουνε!

62 Rossington M. & Whitehead A., Theories of Memory. A Reader, Baltimore, The John Hopkins University Press, 2007, σ. + ++ Αμπατζοπούλου +

27

Page 28: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

- Αποκλείεται να κάψουνε ολόκληρη τη Σμύρνη. Ποιο συμφέρον έχουνε; Αφού έγινε πια δική τους...

Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύγνεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το να με τ’ άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τελός από φόβο αρχίνησε να τρέχει απ’ όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σα μαύρο ποτάμι.

- Σφαγή! Σφαγή!- Παναγιά, βόηθα!- Προφτάστε! - Σώστε μας!Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε

απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.

- Μας σφάζουνε!- Έλεος!Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά

σκεπάζουνε τα νερά σα να ναι μώλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά, ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων.

Το βράδι το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις Άγιες Τράπεζες και τ’ ατιμάζουνε. Απ’ τον Άη Κωνσταντίνο και το Τάραγατς ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει. Η φωτιά όλη τη νύχτα αποτελειώνει το χαλασμό. ... Σπίτια, εργοστάσια, σχολειά, εκκλησίες, μουσεία, νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, αμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αιώνων. Εξαφανίζουνται κι αφήνουνε στάχτη και καπνούς.

Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας! Η καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει πού να κρυφτεί. Ο τρόμος, ένας ανελέητος καταλυτής άδραξε στα νύχια του κείνο το πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι το θάνατο. Ο τρόμος έχει το πρόσταγμα. Τσαλαπατά την ανθρωπιά ...

Τι κάνουν λοιπόν οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σειρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι της Αντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μη φτάνουν ίσαμε τ’ αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κ η εντολή δε δόθηκε. (Ματωμένα χώμτα, σσ. 288-9)

Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελάμ σοϊλέ... Ας μη μας κρατάει κάκια που την ποτίσαμε μ’ αίμα. Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους! (σ. 313)

Ανάλογες απόψεις εκφράζονται και στα Παιδιά της Νιόβης του Αθανασιάδη. Ο νεαρός αφηγητής Στέργιος περιγράφει στο ημερολόγιό του τη σύγχυση και την απελπισία των Ελλήνων την ώρα της μεγάλης πυρκαγιάς της Σμύρνης, της «Γκιαούρ Σμύρνης», που κι εδώ παρουσιάζεται ως ενέργεια των Τούρκων, ενώ υπάρχει αναφορά στον τραγικό θάνατο του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου από τον μανιασμένο τουρκικό όχλο (σσ. 358-365).

Μέσα από τέτοιες τραυματικές μνήμες και βιωμένες εικόνες (της απόγνωσης των Ελλήνων, της θηριωδίας των Τούρκων και της αδιαφορίας των Ξένων), που μεταστοιχειώθηκαν σε ανεπανάληπτες λογοτεχνικές εικόνες δυνατής συγκίνησης, η φλεγόμενη προκυμαία της Σμύρνης έγινε το απόλυτο σύμβολο της Μικρασιατικής Καταστροφής, ο πραγματικός τόπος της φρικτής σφαγής χιλιάδων Μικρασιατών Ελλήνων (από τις χατζάρες των τσέτηδων υπό τους ήχους της μουσικής των διπλωματών της Αντάντ), αλλά και ο λογοτεχνικός τόπος που ανακαλεί και συγκεράζει ολόκληρη τη

28

Page 29: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

μικρασιατική τραγωδία, το διαχρονικό ποιητικό σύμβολο του ξεριζωμού του μικρασιατικού ελληνισμού από την Ανατολή.

ΙΙΙ. Εικόνες του Εαυτού

Παράλληλα με τις εικόνες του Άλλου ενδιαφέρον παρουσιάζει και η απεικόνιση του Εαυτού στα μικρασιατικά πεζογραφήματα, όπου αποτυπώνεται το εθνικό όραμα των Ελλήνων Μικρασιατών, η στάση του ελληνικού στρατού απέναντι στον άμαχο τουρκικό πληθυσμό, το ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών στο Μικρασιατικό μέτωπο, καθώς και οι ευθύνες που βαραίνουν την ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία.

Το εθνικό όραμα των Ρωμιών (Μεγάλη Ιδέα)

Στα μυθιστορήματα της Σωτηρίου και του Αθανασιάδη απεικονίζεται εναργώς το εθνικό όραμα των Ελλήνων ‘ραγιάδων’ για ελευθερία. Η νεαρή Αλίκη Μάγη θυμάται τις διηγήσεις της μητέρας της για τον Όμηρο και τον μαρμαρωμένο βασιλιά και τις συναντήσεις τους στα σκοτεινά υπόγεια, που χαρακτηρίζονταν από πατριωτικό ενθουσιασμό αλλά και τον μυστικισμό των πρώτων χριστιανών (Οι νεκροί περιμένουν, σσ. 74, 82).

Η μητέρα πολλές φορές καταπιανόταν να μας καλλιεργεί την εθνική περηφάνια μας. Μας έλεγε πως οι Τούρκοι είναι οι προαιώνιοι εχθροί μας, μας διηγόταν πώς έπεσε η Πόλη και πώς ο μαρμαρωμένος βασιλιάς περίμενε να ξαναπάνε πίσω οι Έλληνες να τον αναστήσουν. Μας μιλούσε χωρίς καμιά χρονολογική σειρά, πότε για τις σφαγές των Αρμεναίων στα Άδανα και πότε για τις σφαγές των Σμυρνιών από τους γενίτσαρους στην Αγια-Φωτεινή και στο Φασουλά. Πηδούσε στις αρχαίες Τράλλεις, που απόδειχναν πως το Αϊντίνι ήταν ανέκαθεν ελληνικό. Ανακάτευε τους αρχαίους Ίωνες και έλεγε «ο δικός μας Όμηρος» . Κι ύστερα κατηφόριζε σκόρπια στο’21 (σ. 49).

Σ’ εκείνο το σκοτεινό υπόγειο [...] μαζευόμαστε τώρα όλα τα παιδιά και με το μυστικισμό των πρώτων χριστιανών γράφαμε στους τοίχους με κιμωλία τα πατριωτικά «ζήτω» μας και ζωγραφίζαμε την ελληνική σημαία και τραγουδούσαμε τον Ύμνο της λευτεριάς. Κι ο πατέρας, που ήταν ο εμπνευστής των νέων αυτών παιχνιδιών μας, έλεγε στη μητέρα: - Τα χελιδονάκια μας, προμηνούν την άνοιξη... (σ. 74)

Στα Ματωμένα χώματα ο ήρωας και αφηγητής περιγράφει την υποδοχή των Ελλήνων στρατιωτών από τους κατοίκους του Κιρκιτζέ μέσα σε μια ατμόσφαιρα αναστάσιμη, όπου οι άνθρωποι αγκαλιάζονταν δακρυσμένοι, λέγοντας «Χριστός Ανέστη!», ενώ έραιναν με βάγια, ανθόνερο και ρύζι το στρατό, στρώνοντας τα «καλντερίμια της σκλαβιάς» με κιλίμια, υψώνοντας σημαίες, μεγάλες και μικρές και ζητωκραυγάζοντας «Ελλάδα μας! Μητέρα μας!» (Ματωμένα χώματα, σσ. 191-192). Ανάλογες σκηνές εκρηκτικού ενθουσιασμού και ‘πατριωτισμού’ περιγράφονται στα Τα παιδιά της Νιόβης (τ. Β΄, 14-15), ενώ ο αρχιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, το «Σμυρνιωτάκι», άξιο τέκνο της Ιωνίας, φέρεται να λέει λίγους μήνες αργότερα πως ο ελληνικός στρατός προελαύνει νικηφόρος, καταλαμβάνοντας εδάφη της Μικράς Ασίας ως «νόμιμος κληρονόμος της» (τ. Β΄118-9).

Αντίποινα – Ελληνικές αγριότητες

29

Page 30: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

Ωστόσο, οι συγγραφείς, παρά την τραυματική εμπλοκή τους στα γεγονότα, έχουν την παρρησία και την ‘αντικειμενικότητα’ να θίξουν ένα ευαίσθητο ζήτημα (ή κατά άλλους ένα «θέμα ταμπού»),63 να αναγνωρίσουν δηλαδή τα «αντίποινα» ή τις βιαιότητες που διαπράχθηκαν σε βάρος του άμαχου τουρκικού πληθυσμού και από τον ελληνικό στρατό. Αυτό το κάνουν εν παρόδω (Το νούμερο 31328, σ. 72), διστακτικά (Τα παιδιά της Νιόβης, τ. Β΄, σ. 71) ή πιο αναλυτικά και περιγράφοντας με πλήρη ενσυναίσθηση τη θέση του Άλλου (Ματωμένα χώματα, σσ. 190, 201-207, 264). Για παράδειγμα ο Μανώλης μαζί με άλλους Έλληνες στρατιώτες, ξεχνούν τι είχαν τραβήξει οι ίδιοι από τις θηριωδίες των Τούρκων και με την αίσθηση του κυρίαρχου εισβάλλουν στα τουρκικά σπίτια για να κάνουν έρευνες και συλλήψεις (σ. 203). Στη συνέχεια ο Μανώλης χτυπά βίαια έναν Τούρκο αιχμάλωτο, τον γαμπρό του αντάρτη Κιορ Μεμέτ, και τον σκοτώνει, παρόλο που δεν είχε τέτοια πρόθεση. Η στρατιωτική αναφορά μιλά για φόνο εν αμύνη, ενώ ο αφηγητής σχολιάζει ειρωνικά ότι «στον πόλεμο δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις τη δολοφονία από την πατριωτική πράξη» (σ. 206). Η Κίρκη του πολέμου εξαχρειώνει τους ανθρώπους, σε όποιο ‘στρατόπεδο’ και αν ανήκουν. Από τα δύο αποσπάσματα που ακολουθούν, το πρώτο αναφέρεται στις πρώτες μέρες μετά τον ερχομό του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, ενώ το δεύτερο στην άτακτη υποχώρηση των Ελλήνων στρατιωτών μετά τη διάλυση του μικρασιατικού μετώπου:

Μόλις μαθεύτηκε πως στη Σμύρνη ξεμπάρκαρε ο ελληνικός στρατός, και τα πέντε γειτονικά τουρκοχώρια γίνηκαν στάχτη! Νέα στάχτη, νέες συφορές που θα φέρουνε κι άλλες κι άλλες! Μα ποιος μπορούσε να κάνει τέτοιον απλό λογαριασμό μέσα στο μεθύσι της νίκης... (Ματωμένα χώματα, σ. 190)Όπου περνούσαμε, κοσμοχαλασιά. Στα τουρκοχώρια φωτιές, σκοτωμοί, βιασμοί, λεηλασίες. Πλήρωνε ο άμαχος τουρκικός πληθυσμός. (σ. 264)

Το ηθικό στρατιωτών

Ένα ακόμη ‘ευαίσθητο ζήτημα είναι η τύχη των Ελλήνων στρατιωτών μετά την αρχική νικηφόρα πορεία τους. Αποδιοργανωμένοι και τσακισμένοι από φυσικές κακουχίες αλλά και λόγω της μακροχρόνιας εμπλοκής τους σε πολεμικές επιχειρήσεις χάνουν το ηθικό τους και οδηγούνται σε απεγνωσμένες και αντι-ηρωικές λύσεις, όπως η λιποταξία ή ο αυτοτραυματισμός, ενώ ο Κεμάλ φέρεται να τους διαμηνύει ότι «ντρέπεται να έχει τέτοιους αντιπάλους». Η θλιβερή κατάσταση του ελληνικού στρατού αναφέρεται εν συντομία στα Παιδιά της Νιόβης (Β΄ σ. 238, 256), ενώ στα Ματωμένα χώματα δεν περιγράφεται απλώς, αλλά αναπαρίσταται, μέσα από ζωντανούς διαλόγους που έχει ο Μανώλης στο μέτωπο με συναδέλφους του. Ο ήρωας, όντας σε διαδικασία ιδεολογικής εξέλιξης, σοβαρά προβληματίζεται γύρω από τις απόψεις του Δροσάκη, αριστερού φοιτητή από την Κρήτη που εκφράζει και την επίσημη θέση του ΚΚΕ της εποχής, σύμφωνα με τις οποίες ο πόλεμος είναι «άδικος» και μοιραία θα οδηγήσει στην καταστροφή. (σ. 239)

Βενιζελος – Κωνσταντινος / Η ευθύνη της ελληνικής ηγεσίας

Στα Ματωμένα χώματα, Ο Δροσάκης επιρρίπτει ευθύνες όχι μόνο στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των ξένων, αλλά και στην ελληνική πολιτική ηγεσία. Ο μέν Βενιζέλος παρουσιάζεται να επιτρέπει τον εαυτό του να γίνει «όργανο» των ξένων, ενώ ο

63 Βλ. Δ. Κουρτοβικ, «Όταν η Ανατολή έπαψε να εμπνέει σονέτα», εφ. Τα Νέα, 29/11/2003).

30

Page 31: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

Κωνσταντίνος και οι παλατιανοί να «προσθέτουν τα μηδενικά τους» στα λάθη του Βενιζέλου, πολλαπλασιάζοντάς τα (σ. 254).

Η αμφιλεγόμενη παρουσία του Έλληνα Αρμοστή της Σμύρνης, Στεργιάδη, καταδεικνύεται στο μυθιστόρημα του Πολίτη (σ. 147), ενώ στο έργο του Αθανασιάδη αφθονούν οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί εναντίον του («απαίσιος», «ανθέλληνας», «λαομίσητος») και τα επικριτικά σχόλια για τη «σατραπική του διοίκηση» και τα «φιλοτουρκικά του αισθήματα» (τ. Β΄, σ. 69).

Στα Παιδιά της Νιόβης εμπεριέχονται πολλαπλές αναφορές στο ιστορικό πρόσωπο του Βενιζέλου, καθώς ο ένας από τους τρεις αφηγητές, ο δημογέροντας Ιωαννίδης, είναι φανατικός Βενιζελικός. Ο Βενιζέλος, «σεϊτάν κρητικός» για τους Τούρκους, «εθνάρχης» για τους ΄Ελληνες, παρουσιάζεται ως έμπειρος πολιτικός, που ωστόσο δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το έργο του, διότι έπεσε «θύμα» του εθνικού διχασμού (τ. Β΄, σ. 223). Απογοητευμένος από την εκλογική ήττα και την αχαριστία των Ελλήνων αυτοεξορίζεται στη Γαλλία (Β΄ σ. 143), ενώ οι αντίπαλοι του καρπώνονται προσωρινά τις διπλωματικές του επιτυχίες (Β΄, 169). Μέσα στο ίδιο ιδεολογικό πλαίσιο, η «επιχείρηση της Άγκυρας» εκ μέρους του ελληνικού στρατού παρουσιάζεται ως «αφροσύνη» της αντιβενιζελικής κυβέρνησης, τακτική με την οποία διαφωνούν όλοι οι αποταγμένοι βενιζελικοί στρατιωτικοί στην Πόλη (Β΄ σ. 255). Οι πολλαπλές αναφορές στην εσωτερική πολιτική κατάσταση της Ελλάδας υπογραμμίζουν το μερίδιο ευθύνης που αναλογεί κυρίως στους πολιτικούς αντιπάλους του Βενιζέλου, χωρίς όμως να γίνεται συστηματική πολιτική ανάλυση των γεγονότων και ενδελεχής διερεύνηση των αιτίων.

Μεγάλες ευθύνες επιρρίπτονται στο έργο του Πολίτη στους Ελλαδίτες ηγέτες, που στάθηκαν «ξένοι», τόσο πριν όσο και μετά τα γεγονότα και δεν πόνεσαν ούτε τον τόπο ούτε τους ανθρώπους του. Αντίθετα, διατυπώνεται η άποψη ότι οι Τούρκοι σέβονταν τους Ρωμιούς και αγαπούσανε τον τόπο (σ. 148). Η αφήγηση, μία «μνήμη που ιστορεί», μετά από ένα ειρωνικά πικρό σχόλιο για το ιδεολόγημα της πατρίδας, κλείνει, αναδεικνύοντας τους ταπεινούς ανθρώπους στο προσκήνιο όχι μόνο της πλοκής του έργου αλλά και της Ιστορίας. Ο αφηγητής θρηνεί, σε τόνους που θυμίζουν Πόε (“never more”), την πόλη που χάθηκε για πάντα:

Μα το γουρσούζικο σημάδι μεγάλωσε, μεγάλωσε, μεγάλωσε, μέσα σε είκοσι χρόνια, έγινε πολιτική, έγινε κομματισμός, έγινε προδοσία, έγινε βαρβαρότητα, έγινε ό,τι έγινε: το ανείπωτο και το αφάνταστο και το ανήκουστο, που πάνω του η κάθε δικαιολογία, η κάθε πρόφαση, το κάθε επιχείρημα, η κάθε πατριωτική φιλολογία, σπάζουνε τα μούτρα τους. Κι η κουκουβάγια καθισμένη πάνω στα ρημάδια σκούζει: ποτέ πια... ποτέ πια... ποτέ πια... [...] κανένας τους δεν πόνεσε τον τόπο, τον κοσμάκη εκείνου του τόπου, τον άνθρωπο, τον άνθρωπο. Δυο πάθη, δυο συμφέροντα, δυο παρατάξεις, δυο κόμματα που μάχονταν για εξουσία ή ε΄στω για δυο ιδεολογίες, είχαν αντιπαραταχτεί, χτυπηθήκανε λυσσασμένα, γίναν αιτία να ρημαχτεί, να ματοκυλιστεί ο τόπος, εκείνος ο όμορφος τόπος, ο ξένος αχερώνας, που είτανε γι αυτούς ο στίβος, ένας στίβος ιδεατός, τίποτα περισσότερο. Και φέρανε τον αφανισμό και το ξερίζωμα... ... Ποτέ πια... ποτέ πια... ποτέ πια... (σ. 239)

31

Page 32: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

Ήδη προαναφέρθηκε ότι ο Πολίτης νιώθει «ξένος» στην Ελλάδα, μετά την αφιλόξενη υποδοχή που επιφύλαξαν οι ντόπιοι Ελλαδίτες στους πρόσφυγες. Ο Κωνσταντινοπολίτης Θεοτοκάς μιλά για την «ορφάνια της προσφυγιάς» και η Σωτηρίου βάζει τους πρόσφυγες ήρωές της να λένε πως «τέτοιο μίσος δεν μας το είχαν μήτε και οι Τούρκοι» (Οι νεκροί περιμένουν, σ. 174). Κατά ειρωνικό τρόπο, οι Ρωμιοί μαθημένοι να συνυπάρχουν ειρηνικά και να συνάπτουν φιλικές σχέσεις με τους γείτονές και συν-τοπίτες τους, Τούρκους, στην πατρίδα τους, την Ανατολή, έκπληκτοι έρχονται αντιμέτωποι με την εχθρότητα των συν-πατριωτών του Ελλαδιτών. Ο Εαυτός γίνεται Άλλος, δηλαδή ξένος και πρόσφυγας στην ίδια του την πατρίδα. Οι έννοιες πατρίδα-τόπος και πατρίδα-ιδέα φαίνεται να βρίσκονται σε πλήρη διάσταση εδώ.

32

Page 33: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

ΙV. Ο ρόλος των Ξένων

Κύριοι υπεύθυνοι της μικρασιατικής τραγωδίας είναι για τη Σωτηρίου οι Δυτικές Δυνάμεις και οι ιμπεριαλιστικές βλέψεις τους στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς εποφθαλμιούσαν τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής και τους εμπορικούς της δρόμους. Στα Ματωμένα χώματα με έμφαση και κατ’ επανάληψη επικρίνεται ο ρόλος των Γερμανών –ιδιαίτερα δε του Γερμανού αξιωματούχου Λίμαν φον Σάντερς– και η επιρροή που άσκησαν στους Τούρκους, με στόχο το «συστηματικό ξεκλήρισμα του ελληνικού στοιχείου», που μαζί με τους Αρμένηδες αποτελούσαν σοβαρό εμπόδιο για τα γερμανικά συμφέροντα, που έπρεπε οπωσδήποτε να παραμεριστεί. Σύμφωνα με τον αφηγητή οι συστηματικές διώξεις και εκτοπισμοί των Ελλήνων που κατοικούσαν στα παράλια πήραν μαζική έκταση κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα, βάσει οργανωμένου σχεδίου (σσ. 79-81).

Τον Τούρκο τον επονήρεψε ο Γερμανός. Ο Γερμανός την σήμερον ημέρα είναι πάνω από τον Τούρκο. Αυτός έχει το πρόσταγμα. (...) Ο Γερμανός ήταν ο νους κι ο Τούρκος το χέρι. Ο ένας σκάρωνε τα σκέδια κι ο άλλος τα εκτελούσε. Στη Σμύρνη κόπιασε ένας Γερμανός πασάς, στεγνός κι άκαρδος, Λίμαν φον Στάντερς τόνε ελέγανε. ... Τούτος ήταν σταλμένος με το ψυχρό σκέδιο να μας εξοντώσει για να μας αρπάξει το χρυσόμαλλο δέρας. Στην ουσία η Τουρκιά ήταν τώρα μια γερμανική αποικία. [...] Κάτι σαν παραπανήσιοι πέφταμε εμείς οι Ρωμιοί και οι Αρμεναίοι. Πολλά οφίκια κρατούσαμε κι είχαμε – λέει – το διάολο μέσα μας. ... Με μια λέξη οι Ρωμιοί, καθώς και οι Αρμεναίοι, ήταν σοβαρό εμπόδιο για το γερμανικό νιτερέσο κι έπρεπε όπως όπως να παραμεριστούνε.

Είμασταν ένας δημιουργικός κεφάτος λαός και γινήκαμε ξαφνικά ένα παθητικό στα τεφτέρια των ξένων, που έπρεπε μονοκοντυλιάς να σβηστεί .... Τ’ αρχίσανε οι Λίμαν φον Σάντερς και τα ξεκεφάλωσαν οι φίλοι μας της Αντάντ! (...) Πρόβες θηριωδίας είχανε γίνει πριν κηρυχτεί ο πόλεμος του 14, στις Φώκιες, στ’ Αϊβαλί κι αλλού. Μα έτσι και βγήκε η Τουρκιά στο πλευρό της Γερμανίας, άρχισε συστηματικό ξεκλήρισμα του ελληνικού στοιχείου που κατοικούσε στα παράλια. ... Ρουθούνι ρωμέικο δεν έπρεπε να μείνει στα παράλια. ... Σήκωναν οι μάνες τα μωρά τους απ’ τις κούνιες, σήκωναν τους γέροντες και τους άρρωστους. Φορτώνονταν οι άντρες τους μπόγους. Παρατούσανε δουλειές, βιος, σπίτια ξεκλείδωτα και ξεκινούσαν ομαδικά για τις ανεμοδαρμένες στράτες της Ανατολής. Με χιόνια σ’ απάτητα βουνά και σε φαράγγια, με κάψες στην έρημο, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες και Αρμεναίοι άφησαν στους δρόμους τα κόκκαλά τους... (Ματωμένα χώματα, 79-81)

Ταυτόχρονα υπογραμμίζεται η προσπάθεια διείσδυσης της Ιταλίας στα μικρασιατικά παράλια, πράγμα που ανησυχεί τους Αγγλογάλλους και τους Αμερικανούς, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι, μέσα από μια διπρόσωπη στάση, τα μεγαλοϊδεατικά όνειρα του Βενιζέλου, τον εξωθούν στην απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, πριν φτάσουν οι Ιταλοί (σ. 220). Οι πάμπολλες αναφορές στα μυθιστορήματα της Σωτηρίου στον καταστροφικό ρόλο των Ξένων αναφορικά με την υπόθεση της Μικρασιατικής Καταστροφής –κυρίως με τη μορφή αφηγηματικών σχολίων και σπανιότερα ενσωματωμένες σε διαλόγους χαρακτήρων– ‘υποστηρίζονται’ και τεκμηριώνονται εξωκειμενικά με εμπεριστατωμένες αναλύσεις και παρουσίαση ντοκουμέντων, στο πολιτικό δοκίμιο της συγγραφέως Η Μικρασιατική Καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο (1975).

Ο Αθανασιάδης καταδεικνύει και αυτός τον αρνητικό ρόλο των Δυνάμεων της Αντάντ έναντι των Ελλήνων Μικρασιατών, και ιδιαίτερα των Γάλλων και Ιταλών, υπογραμμίζει όμως επιπρόσθετα και τον κρίσιμο ρόλο της «Κόκκινης Ρωσίας», που έχοντας συνάψει μυστικό σύμφωνο, εφοδιάζει τον Κεμάλ με στρατιωτικό υλικό (Τα παιδιά της Νιόβης, τ. Β΄, σ. 100, 93, 144, 237). Επιπλέον, επισημαίνεται και εδώ ο

33

Page 34: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

σκοτεινός ρόλος της Γερμανίας για τον καταστροφικό εκτοπισμό των Ρωμιών της Μικράς Ασίας (Τα παιδιά της Νιόβης, Α΄, σ. 86).

Στο έργο του Πολίτη συνοπτικά και περιεκτικά υπογραμμίζεται η ευθύνη των Γερμανών στο ξεκλήρισμα των Ρωμιών μετά το 1914. Αφού φανάτισαν τον τουρκικό πληθυσμό, ξεκίνησαν τους διωγμούς των Μικρασιατών Ελλήνων, εκδιώκοντάς τους από τα παράλια της Μικρασίας και στέλνοντας με την κήρυξη του πολέμου τους Ρωμιούς στρατεύσιμους στα Αμελέ Ταμπούρια, όπου πλήθος Ρωμιοί άφησαν τα κόκαλά τους (σ. 145).

Τέλος, στα Δεκατρία χρόνια του Πετσάλη ο νεαρός Ρωμιός της Πόλης, Χρίστος, περιγράφει την κατάσταση στην Οθωμανική αυτοκρατορία στις αρχές του 20ου αιώνα, επισημαίνοντας τον κρίσιμο ρόλο των Γερμανών στη συστηματική εξόντωση του ελληνικού στοιχείου από τη Μικρασία. Σύμφωνα με τον ήρωα, ο Μεγάλος Ασθενής παραδόθηκε για «θεραπεία» στον «νέο του γιατρό», τη Γερμανία κι εκείνος αποφάνθηκε πως η αρρώστια ήταν «ένα μεγάλο καρκίνωμα που ονομαζόταν ελληνική μειονότητα», καθώς και μερικοί άλλοι μικρότεροι όγκοι, οι Αρμένηδες και οι Εβραίοι. Μετά τη γερμανική διείσδυση ο ξεριζωμός των Ρωμιών έγινε συστηματικός, με πρόγραμμα και συνέπεια, χάρη στο επιτελικό πρόγραμμα δυο διαλεχτών πασάδων, του Von der Goltz και του Liman von Sanders, στρατηγών του γερμανικού στρατού και διοργανωτών του τουρκικού, που είχε ως εξής:

Το σχέδιό τους ήταν παρακλάδι από άλλο γενικότερο πρόγραμμα, που είχε τον τίτλο «Drang nach Osten». Το σχέδιο αυτό με την έγκριση φυσικά του Kaiser Wihelm der Zweite πέτυχε περίφημα: ο ελληνισμός στην ύπαιθρο, στα χωριά και τις μικρές πόλεις της Τουρκιάς, ο τρεις φορές χιλιόχρονος ελληνικός πληθυσμός της Μικρασίας εξωλοθρεύτηκε. Σφαγές, κρεμάλες, εκτοπισμοί, καταναγκαστικά έργα, δημεύσεις, γκρεμίσματα, όλα τα λουλούδια του τούρκικου πολιτισμού εξευγενισμένα με τη γερμανική μέθοδο. (Δεκατρία Χρόνια, σσ. 171-172)

Εν κατακλείδι, ομόφωνα οι συγγραφείς, Μικρασιάτες και Ελλαδίτες, αριστεροί και φιλελεύθεροι, καταδεικνύουν τον ύπουλο και καταστροφικό ρόλο των Δυτικών Δυνάμεων (Άγγλων, Γάλλων και Ιταλών) στα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής, υπογραμμίζοντας με έμφαση την εξαιρετικά ανθελληνική στάση και τον καίριο ρόλο των Γερμανών στους συστηματικούς διωγμούς των Ελλήνων Μικρασιατών της Ανατολής κατά τα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Γ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Τα μικρασιατικά πεζογραφήματα, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, αναφορικά με το λογοτεχνικό είδος (λαϊκή αφήγηση, χρονικό γεγονότων, επικό μυθιστόρημα) τη γλώσσα, το ύφος, το ειδικότερο θέμα και την ιδιοπροσωπία κάθε συγγραφέα, έχουν κάποιους κοινούς παρονομαστές.

Η Ανατολή

Όλοι οι συγγραφείς αντιπαραθέτουν τη γονιμότητα, τον πλούτο και την αφθονία της Ανατολής στη φτώχεια και τη μιζέρια της Ελλάδας, ώστε τελικά η Ανατολή να μεταμορφώνεται σε ποιητικό σύμβολο και ιδανικό λογοτεχνικό τόπο: ένας ανατολίτικος locus amoenus της μικρασιατικής πεζογραφίας. Μέσω της αφήγησης διενεργείται ένας

34

Page 35: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

μνημονικός ‘νόστος’ στο ποιητικά και φαντασιακά αναπλασμένο Σώμα-της-Μητέρας-Πατρίδας.

Επιπλέον, γίνεται διάκριση ανάμεσα στην πατρίδα-τόπο και στην πατρίδα-ιδέα. Η πρώτη συνδέεται με πράγματα χειροπιαστά, με το χώμα, τους καρπούς της γης, τις μυρωδιές και τις γεύσεις του γενέθλιου τόπου, μαζί με τα τραγούδια, τα παραμύθια και τις εστίες των προγόνων. Η απώλειά της προκαλεί αίσθηση ορφάνιας και σπαραγμού και η ανάμνησή της νοσταλγία. Η δεύτερη έχει να κάνει με οράματα και ιδέες και μπορεί να προκαλέσει διάψευση ελπίδων και αίσθηση ερήμωσης, όταν εν μέσω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων και μιας σκληρής καθημερινότητας, οι συν-πατριώτες κρατούν στάση εχθρική και αφιλόξενη.

Ο Άλλος Τάγματα εργασίας – διωγμοί – αιχμαλωσία – θετική εικόνα του Τούρκου

Κεντρικό θέμα όλων των πεζογραφημάτων είναι ο ξεριζωμός του Μικρασιατικού Ελληνισμού, μετά από μακραίωνη διαβίωση και λαμπρή πολιτιστική παρουσία στις πόλεις και στις τοπικές κοινότητες της Ανατολής. Ειδικότερα, καταγράφονται οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης και τα ποικίλα βασανιστήρια των Ελλήνων Μικρασιατών στα Τάγματα Εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού) –μέσα στα πλαίσια των συστηματικών διωγμών των Ρωμιών, των Αρμενίων και των Εβραίων, προ και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου– αλλά και τα πάθη των Ελλήνων αιχμαλώτων μετά την Καταστροφή με την υποχρεωτική εκ νέου στράτευση των ανδρών σε Τάγματα Εργασίας. Οι λογοτεχνικές καταγραφές αυτές μπορούν να συγκριθούν με τις μετέπειτα μαρτυρίες των Εβραίων που επέζησαν από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και προσπαθούν να ρηματοποιήσουν το άρρητο και να περιγράψουν το απερίγραπτο της φρίκης του πολέμου και της ανθρώπινης βαρβαρότητας. Η προκυμαία της φλεγόμενης Σμύρνης γίνεται το απόλυτο σύμβολο της Μικρασιατικής τραγωδίας και του ξεριζωμού του μικρασιατικού ελληνισμού από την Ανατολή. Όλοι οι συγγραφείς όμως δηλώνουν με σαφήνεια σε προλογικά συνήθως σημειώματά τους ή σε εξωκειμενικές μαρτυρίες τους πως στόχος τους δεν είναι να υποδαυλίσουν έχθρες, μίση και πάθη ανάμεσα στους δύο γειτονικούς λαούς, αλλά να διασώσουν τα γεγονότα από τη λήθη, χρέος απέναντι στους νεκρούς, που θα οδηγήσει στον στοχασμό, στην κριτική σκέψη και στη συγχώρεση.

Ωστόσο, σε πολλά από τα έργα αυτά περιγράφεται ακόμη η ειρηνική ζωή τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, πριν την Καταστροφή και η αρμονική συνύπαρξη με τους Τούρκους, αναδεικνύοντας την οικονομική και πολιτιστική υπεροχή του ελληνικού στοιχείου, έναντι του τουρκικού, χωρίς να αποκλείεται βέβαια η απεικόνιση μορφωμένων και κοινωνικά καταξιωμένων Τούρκων. Πάντως, σε όλα ανεξαιρέτως τα έργα, γίνεται σαφής διάκριση της εικόνας του Άλλου, ανάμεσα στην επίσημη κρατική εκδοχή του ως απάνθρωπου διωκτικού μηχανισμού που συστηματικά επιδιώκει τον αφανισμό του ελληνισμού της Ανατολής, και στον απλό Τούρκο γείτονα και φίλο, με τον οποίο όλοι ανεξαιρέτως οι ήρωες συνάπτουν αγαθές, διαπροσωπικές σχέσεις. Έτσι, δημιουργείται το θεματικό μοτίβο ή ο λογοτεχνικός τόπος του θετικού Τούρκου, που αφενός αποτελεί ένα γοητευτικό συστατικό μιας καλής αφήγησης και αφετέρου διαφοροποιείται από το στερεότυπο του εθνικού Άλλου και τις μανιχαϊστικές διακρίσεις του καλού και του κακού, εισάγοντας τον αναγνώστη σε μια διαδικασία κριτικού αναστοχασμού για την ανθρώπινη φύση.

35

Page 36: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

Ο Εαυτός

Σε ορισμένα πεζογραφήματα αποτυπώνεται το εθνικό όραμα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και ο πόθος της λευτεριάς, που εκφράζεται με τον πιο ενθουσιώδη τρόπο στην υποδοχή που επιφυλάσσουν οι Έλληνες Μικρασιάτες στους Έλληνες στρατιώτες, όταν αυτοί επιβιβάζονται στη Μικρά Ασία το 1919. Παρά τη συναισθηματική εμπλοκή τους με τα τραυματικά γεγονότα, οι συγγραφείς επισημαίνουν, άλλος πιο διστακτικά κι άλλος με πλήρη ενσυναίσθηση της θέσης του αντιπάλου, τις αγριότητες που διαπράχθηκαν και από τον ελληνικό στρατό σε βάρος του άμαχου τουρκικού πληθυσμού, υποδηλώνοντας έτσι την εξαχρείωση των ανθρώπινων ηθών που επιφέρει ο πόλεμος σε όποιο στρατόπεδο και αν ανήκει κάποιος. Ευθύνες για την Καταστροφή επιρρίπτονται και στην ελληνική πολιτική ηγεσία και η Καταστροφή θεωρείται, μεταξύ άλλων, τραγική συνέπεια του Εθνικού Διχασμού. Η αμφιλεγόμενη -ή κατ’ άλλους φιλοτουρκική- στάση του Στεργιάδη καταδικάζεται και ο Κωνσταντίνος αποδοκιμάζεται. Για το πρόσωπο του Βενιζέλου από τη μια μεριά εκφράζεται θαυμασμός και λατρεία, ταυτόχρονα όμως, άλλοτε πιο άμεσα και άλλοτε πιο έμμεσα, διατυπώνονται ερωτηματικά για τη συνολική πολιτική του και τις τραγικές συνέπειές της για όλον τον ελληνισμό της Ανατολής. Τέλος, με θλίψη περιγράφεται η αφιλόξενη και εχθρική υποδοχή που έτυχαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες από τους Ελλαδίετς συν-πατριώτες τους. Μέσα από ένα πλέγμα μεταμφιέσεων και ανατροπών, ο Εαυτός γίνεται Άλλος, δηλαδή ξένος στον ίδιο του τον τόπο.

Οι Ξένοι

Όλοι οι συγγραφείς, Μικρασιάτες και Ελλαδίτες, Αριστεροί και φιλελεύθεροι, υπογραμμίζουν τον ανθελληνικό ρόλο των Γερμανών κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, επισημαίνοντας ιδιαιτέρως τον αρνητικό ρόλο του Γερμανού αξιωματικού και μετέπειτα αξιωματούχου του τουρκικού στρατού, Λίμαν φον Σάντερς (πασά). Παράλληλα καταδικάζεται ο ύπουλος ρόλος των Δυνάμεων της Αντάντ μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Αγγλίας, που θέλησαν να προωθήσουν τα δικά τους ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, χρησιμοποιώντας το μεγαλοϊδεατικό όραμα του Βενιζέλου και παρασέρνοντάς τον στη Μικρασιατική Εκστρατεία, με τη γνωστή τραγική έκβαση. Τέλος, καταδεικνύεται η απάνθρωπη αδιαφορία των Συμμάχων μας, την ώρα της μεγάλης Καταστροφής της μητρόπολης του μικρασιατικού ελληνισμού, της Σμύρνης.

***Αν τα σημερινά μικρασιατικά πεζογραφήματα, που γράφονται ένθεν και ένθεν

του Αιγαίου από Έλληνες και Τούρκους συγγραφείς, πλειοδοτούν σε ‘ανθρωπισμό’ και θετικές εικόνες του Άλλου (του Έλληνα ή του Τούρκου), επιλογές κάποιες φορές ανέξοδες που ενδεχομένως κάποτε να υπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες ή προσωπικές φιλοδοξίες, επαναλαμβάνοντας ίσως αβασάνιστα το ιδεολόγημα της επέμβασης των Ξένων (ή της Δύσης) που κατατρέχει έναν λαό της Ανατολής (τον ελληνικό ή τον τουρκικό, ανάλογα), οι Έλληνες Μικρασιάτες συγγραφείς της πρώτης προσφυγικής γενιάς, που στάθηκαν οι ίδιοι αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων, πρέπει να κριθούν και να αποτιμηθούν με άλλους όρους. Οι λογοτεχνικές τους απεικονίσεις των Αλησμόνητων

36

Page 37: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (1962)users.sch.gr/fk-thess/MNIMI_2011_3.doc · Web viewΤα κείμενα αυτά, τα οποία δεν αποτελούν

Πατρίδων και της Καταστροφής, εκτός από το ότι συνιστούν αισθητικά άρτιες ιστορίες και λογοτεχνικά αριστουργήματα (πχ Ιστορία ενός αιχμαλώτου και Στου Χατζηφράγκου), την ίδια στιγμή αποτελούν έκφραση, δημοσιοποίηση και διαχείριση του προσωπικού και του συλλογικού τραύματος και ταυτόχρονα απόδοση χρέους και κατάθεση ψυχής. «Το αίμα βλέπετε ξεχνιέται και μένει το μελάνι.»

37