Δ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ Ματωμένα Χώματα Όταν Πρωτοκατέβηκα Στη...

46

Transcript of Δ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ Ματωμένα Χώματα Όταν Πρωτοκατέβηκα Στη...

1η ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΙΡΗΝΙΚΗ ΖΩΗ Βρισκόμαστε γύρω στα 1910 στη Τουρκία, σ' ένα πανέμορφο χωριό, το Κιρκιντζέ. Ο ήρωας μας είναι ο Μανώλης Αξιώτης, παιδί

μιας πολύτεκνης και πολύ φτωχής οικογένειας. Ζει με τους γονείς και τα πέντε του αδέρφια μέσα σε συνθήκες φτώχειας, πείνας και

μιζέριας, κάτω από την σκληρή πατρική εξουσία. Όλα τα παιδιά (Μανώλης, Γιώργης, Σοφία, Κώστας, Πανάγος, Μιχάλης) δουλεύουν

πολύ σκληρά, περισσότερο από όσο αντέχουν. Ποτέ στη ζωή τους δε γνώρισαν παιχνίδια. Μάλιστα ο πατέρας εναντιωνόταν στη

δίψα που είχε ο Μανώλης για μάθηση και δεν του άρεσε που ακολουθούσε το δάσκαλο στις περιηγήσεις σε τόπους με αρχαία.

Πρόκειται για ελληνική οικογένεια αλλά η γλώσσα που μιλούσαν ήταν τα τουρκικά. Οι σχέσεις Ελλήνων-Τούρκων ήταν άριστες.

Συνεργάζονταν στις δουλειές τους αλλά πάνω απ' όλα ήταν φίλοι. Καρδιακή φιλία είχε και ο Μανώλης με ένα Τουρκόπαιδο, τον

Σεφκιέτ. Μαζί περνούσαν πολύ όμορφες στιγμές. Τη φιλία τους δυνάμωσε και το περιστατικό όπου αρρώστησε ο πατέρας του

Σεφκιέτ.

`Οταν ο Μανώλης έγινε 16 χρονών ο πατέρας του θέλησε να τον στείλει στη Σμύρνη να γίνει έμπορας. Στη συνέχεια όμως ο

Μανώλης βρίσκεται στο Μπεβελύ, ένα χωριό όπου πήγε για γραμματική-λογιστική δουλειά στο τσιφλίκι του Μουλά εφέντη. Το

αφεντικό του, ο Ανέστης, είχε μπλεξίματα και βρωμιές σ' όλες του τις δουλειές. Ωστόσο ο Μανώλης καλοπερνούσε γιατί σ' αυτόν ο

Αλή Μπέης έδειχνε τον καλύτερο του εαυτό ώστε να αρέσει σε μια εργάτρια. `Ολο αυτό κράτησε περίπου ένα χρόνο, μέχρι που ο

Mανώλης αποφασίζει να φύγει.

Το Σεπτέμβριο τελικά ο Μανώλης κατεβαίνει στη Σμύρνη. Εντυπωσιάζεται από τη ζωή που αντικρίζει στη Σμύρνη και νιώθει για

πρώτη φορά αυτεξούσιος. Αυτό τον κάνει χαρούμενο. Εκεί πιάνει δουλειά στο μαγαζί του κυρ-Μιχαλάκη Χ''Σταυρή. Επρόκειτο για ένα

μαγαζί που πουλούσε σοδειές από σύκα, σταφίδες και άλλα με το κιλό. Ο ίδιος στεκόταν στο καντάρι όπου ζύγιζε την πραμάτεια που

ζητούσε ο πελάτης. Πολύ σύντομα όμως απολύεται γιατί εξέφρασε την επιθυμία να αλλάξει δουλειά αφού δεν άντεχε την αδικία που

γινόταν στο ζύγισμα.

Γρήγορα όμως βρίσκει δουλειά στις αποθήκες του Ζαχαρία, όπου φτιάχνει το σύκο "λαέρ". Ούτε και σ' αυτή τη δουλειά θα στεριώσει

αφού μετά από λίγο χρονικό διάστημα πάει σε ζαχαροπλαστείο, έπειτα σε φουρνάρικο, σε ταμπάκικο, σε σαντουιτσάδικο και σε

αλμάνικο. Η Σμύρνη που τόσο πολύ αγάπησε άρχισε να τον απογοητεύει. Στη συνέχεια πετυχαίνει μια δουλειά με καλό μισθό και

εξασφαλισμένο φαί και στέγη, στο Γιαννακό το λουλουδά. Δεν αργεί όμως να έρθει ένα γράμμα από τον πατέρα του, ο οποίος του

ζητά να αφήσει τη δουλειά του και να πάει στο μεγάλο έμπορα το Σεϊτάνογλου, όπου του έχει έτοιμη δουλειά. Πάει λοιπόν ο

Μανώλης, ο οποίος μένει κατάπληκτος με τα πλούτη και το παλάτι που ζούσε ο ίδιος και η οικογένεια του.

Λίγο μετά κηρύσσεται ο Βαλκανικός πόλεμος του 1912. Ο Πανάγος και ο Μιχάλης, τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του, επιστρατεύθηκαν

από την Τουρκία. Σε λίγο καιρό ο Μανώλης πληροφορείται ότι ο πατέρας του πέθανε από κάποια αρρώστια. Ο αδερφός του ο

Κώστας του στέλνει γράμμα με το οποίο του ζητά να επιστρέψει για να δουλέψει στη γη τους, και αυτό κάνει. Στη συνέχεια ένας

Τούρκος αστυνομικός διέταξε το Μανώλη να παρουσιαστεί στον αξιωματικό. Ο λόγος ήταν ένα γράμμα που έστειλε ο αδερφός του ο

Μιχάλης που λιποτάκτησε στην Ελλάδα.

Μετά από 7-8 μήνες ο Μιχάλης φτάνει στο σπίτι και ζητά το μερτικό του από την κληρονομιά του πατέρα. Ξεσπά καβγάς ανάμεσα

στα αδέρφια αλλά τη λύση όπως πάντα στα οικογενειακά προβλήματα δίνει ο Μανώλης. Θα κάνουν δάνειο και θα πληρώνει αυτός

τον τόκο.

2η ΕΝΟΤΗΤΑ: ΑMEΛΕ ΤΑΜΠΟΥΡΟΥ

Στην αρχή της ενότητας βλέπουμε την είσοδο της Τουρκίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό των Γερμανών. Στο

χωριό του Μανώλη ο Κοσμάς ο τελάλης λεει την είδηση στους κατοίκους. Δεν αργεί να φτάσει και η είδηση ότι όλοι οι άντρες

Οθωμανοί υπήκοοι, μεταξύ 22-40 χρονών πρέπει να πάνε στρατιώτες. Τους Χριστιανούς τους στέλνουν στα τάγματα εργασίας ή

καλύτερα τάγματα θανάτου, αφού περιλαμβάνουν κάθε είδος βασανιστηρίου. `Ερχεται διαταγή οι Ρωμιοί να μετακινηθούν από τα

παράλια προς το εσωτερικό της Τουρκίας. Σε λίγες μέρες φεύγει ο Πανάγος και ο Κώστας για τα τάγματα εργασίας.

Στο χωριό αρχίζουν οι δυσκολίες του πολέμου: πείνα, βαριές δουλειές, φόνοι, ληστείες, εκμετάλλευση. Επίσης αρχίζουν

οι έρευνες και οι εκβιασμοί για τους λιποτάκτες από τα τάγματα, τρόποι με τους οποίους κάποιοι εξασφάλιζαν μεγάλα ποσά

χρημάτων. Τώρα όλα τα τουρκοχώρια, μετά από πλύση εγκεφάλου από τους ξένους και από τους Τούρκους που ήταν βαλτοί από

τους ξένους, άρχισαν να εχθρεύονται τους `Ελληνες. Κι όχι μόνο, τους πολεμούσαν και τους σκότωναν. Ο φίλος του Μανώλη, ο

Σιεφκιέτ, έρχεται και τους προειδοποιεί γι' αυτό.

Ο Μανώλης αφηγείται για το ξακουστό Στρατή τον Ξένο, ο οποίος τη μέρα του γάμου του αναγκάστηκε να φύγει από το

χωριό γιατί έγινε φονικό στους συγγενείς του. `Εδωσε μια σκληρή μάχη ώσπου σκοτώθηκε. Το χωριό έπειτα ερήμωσε, αγωνία και

τρόμος παντού. Ο Μανώλης έγινε τροφοδότης.

Τον Φεβρουάριο του 1915 ο Μανώλης φεύγει για τα τάγματα εργασίας στην `Αγκυρα, στο χωριό Κιλισλάρ. Εδώ

περιγράφονται όλα τα βασανιστήρια που έκαναν οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας. Ο Μανώλης δούλεψε για ένα μήνα στη

σιδηροδρομική γραμμή και στη συνέχεια ψήνει κάρβουνο. Δεν παραλείπονται βέβαια η πείνα, οι ακαθαρσίες στο περιβάλλον των

ταγμάτων, οι αρρώστιες και ο θάνατος. Εμφανίζεται όμως ο Σακρής, ένας γιατρός ο οποίος λειτουργεί ως σωτήρας αφού δίνει

φάρμακα, απαιτεί καθαριότητα και δίνει αναρρωτικές άδειες.

Ο Μανώλης, μετά την 4μηνη άδεια του επιστρέφει στο "Ικιντζί Αμελέ Ταμπουρού". Τώρα τα τάγματα δεν είναι όπως

παλιά. Υπάρχει καθαριότητα και οι άρρωστοι πάνε στα νοσοκομεία. Ο σκληρότερος βασανιστής όμως, η πείνα, εξακολουθεί να

επικρατεί. Ο Μανώλης δουλεύει στα τουνέλια, έπειτα αρχίζει να κατασκευάζει καλάθια και στη συνέχεια πάει στο Γκιούλ Ντερέ να

μαζεύουν καρπούς από τα κτήματα των Τούρκων. Δουλεύει με κάποιους συντρόφους του στον Αλή Νταή. Με τη δουλειά του κερδίζει

την εμπιστοσύνη του και πιάνει φιλίες με την κόρη του Αλή, την Ενταβιέ, με την οποία μάλιστα καταλήγει να κάνει έρωτα.

Η σφαγή και η εξόντωση των Αρμενίων έχει ήδη αρχίσει. Ο Αλή Νταής φέρνει δύο Αρμενόπουλα στο κτήμα. Ο Στεπάν,

ο ένας απ' αυτούς διηγείται στο Μανώλη τους φρικτούς φόνους των Αρμενίων. Αποφασίζει να λιποτακτήσει με τον φίλο του τον

Παναγή. Η διαδρομή τους ήταν γεμάτη περιπέτειες. Φτάνουν επιτέλους στο Κιρκιντζέ. Η μητέρα του Μανώλη τους περιποιείται, ενώ

ανταμώνει και με τον αδερφό του το Γιώργη, που λιποτάκτησε κι αυτός. Η μητέρα του είχε πάρει στο σπίτι ψυχοκόρη την Κατινιώ. Σε

δέκα μέρες μπαίνουν στο σπίτι Τούρκοι. Ο Μανώλης παραδέχεται ότι είναι λιποτάκτης κι έτσι τον κλείνουν σ' ένα κρατητήριο. Καθώς

τον μεταφέρουν το ξανασκάει αφού δωροδόκησε αλλά τον συλλαμβάνουν και πάλι. Φυλακίζεται σ' ένα στρατόπεδο αφού τόλμησε να

αποδράσει. Η Τουρκία όμως δεν πήγαινε καλά στον πόλεμο. `Ετσι βγήκε απόφαση να πάρουν τουφέκι όλοι. Ο Μανώλης όμως το

σκάει. Στο δρόμο συναντά τον Αναστάση τον Μελίδη. Αυτός τον βοηθά και τον παίρνει στο σπίτι της μαντάμ Φωφώς όπου αλλάζει

ρούχα και φεύγει.

Σ' ένα χωριό συναντά ένα φίλο του, τον Κιρκόρ, τον οποίο βοήθησε κάποτε να δραπετεύσει. Εκεί μένει 4 μήνες.

Κηρύσσεται ανακωχή και οι δύο φίλοι παίρνουν το δρόμο για τη Σμύρνη. Φτάνει τελικά στο χωριό του όπου όλα ήταν έρημα. Δεν

αργεί να έρθει και το μαύρο χαμπέρι για το θάνατο του Γιώργη. Ο Σταμάτης και ο Κώστας, τα άλλα αδέρφια του Μανώλη γύρισαν

σώοι. Αμέσως άρχισαν δουλειά στα κτήματά τους, ν' αναστήσουν τη γη τους.

3η ΕΝΟΤΗΤΑ: ΗΡΘΑΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

Οι Τούρκοι είχαν εξαφανιστεί αφού τρέμανε τώρα τους Έλληνες. Οι Κιρκιντζώτες από την άλλη πηγαίνανε νύχτα

στην `Εφεσο και κουβαλούσανε κρυφά στο χωριό μπαρούτι και όπλα. Τότε πήρανε θάρρος κι άρχισαν να νιώθουν

ελεύθεροι. Στη Σμύρνη φτάνει ελληνικός στρατός. Μηνύματα χαράς μα και προμηνύματα καινούριας συμφοράς.

Με την άφιξη του στρατού στον Κιρκιντζέ αρχίζουν τα γλέντια και οι χαρές. Ο κόσμος γιορτάζει και φωνάζει

"Ελλάδα μας, μητέρα μας".

Φθάνει και ο Μανόλης γεμάτος παραγγελίες για εμπόρευμα και μαζί του φέρνει τις βέρες για το γάμο του με την

Κατίνα, ένα κορίτσι ορφανό, ανιψιά του παπά Φώτη. Ο Μανόλης θυμάται την ιστορία της αλλά και τις κρυφές τους

συναντήσεις. Δεν αργεί όμως και η είδηση-διαταγή για να πάνε όλοι οι νέοι Έλληνες, στρατιώτες στο μέτωπο.

`Ετσι ο Μανώλης δεν προλαβαίνει να αρραβωνιαστεί την Κατίνα. Πάει για τρεις μήνες στην Πέργαμο και μετά στο

Δονταρλή. Εκεί, στη προσπάθεια τους να συλλάβουν το ληστοσυμμορίτη Κιορ Μεμέτ, συλλαμβάνουν το γαμπρό

του και το βασανίζουν για πληροφορίες. Ο Μανόλης τον σκοτώνει μετά από ξυλοδαρμό. Στη συνέχεια μετά από

μια μάχη με Τούρκους, ο Μανόλης τραυματίζεται και μένει αρκετό καιρό στο νοσοκομείο. Εκεί τον επισκέπτεται η

αδερφή του η Σοφία, από την οποία πληροφορείται ότι η Κατίνα βρίσκεται στο Αίντικ και εκνευρίζεται.

Τον Οκτώβρη του 1921 ο Μανώλης παίρνει φύλλο πορείας για το 4ο σύνταγμα της πρώτης μεραρχίας. Εκεί

γνωρίζει ένα φαντάρο από την Κρήτη, με το όνομα Νικήτας Δροσάκης και γίνονται φίλοι. Μιλούν ώρες μαζί και ο

Δροσάκης του λεει για της σημασία της γνώσης στον άνθρωπο.

Σε λίγο καιρό έρχεται καινούριος στο τάγμα του Μανόλη, ο Λευτέρης Κανάκης, Κρητικός. Είναι από αριστοκρατική

οικογένεια με φίλους υψηλόβαθμους και στο στρατό και στην εξουσία. Κάνει παρέα με όλους, ιδιαίτερα με το

Δροσάκη.

Όταν ήρθε διαταγή για επίθεση όλοι οι φαντάροι άρχισαν να θυμούνται το Χάρο και να στέλνουνε γράμματα στους

δικούς τους. Ο Κανάκης κάνει πρόταση στο Δροσάκη να του κανονίσει μετάθεση σε γραφείο αλλά αυτός απαντά

πως δεν τον ενδιαφέρει να σώσει το τομάρι του και αρνείται. Ο Μανόλης κάνει για ακόμα μια φορά συζήτηση με το

Δροσάκη περί πατρίδας, πίστης, θυσίας και του ρόλου της κυβέρνησης.

Άνοιξη 1922. Το τάγμα του Μανόλη στρατοπεδεύει κοντά στο Αφιόν Καραχισάρ. Εκεί μέσα στην ανθισμένη φύση

για λίγα λεπτά ο Μανόλης και ο Δροσάκης ξεχνούν τον πόλεμο και θυμούνται ωραίες στιγμές με γυναίκες. Ξαφνικά

εκεί που κανένας δεν το περίμενε, αρχίζει η μάχη. Κατά τη διάρκεια της σκοτώνεται ο Σίμος ο σπιούνος και

τραυματίζονται σοβαρά ο Δροσάκης και ο Μανώλης, οι οποίοι μεταφέρονται στο ίδιο νοσοκομείο. Τα πράγματα

χειροτερεύουν στο μέτωπο, ενώ στο νοσοκομείο οι διαδόσεις για τις ήττες και τις αποτυχίες της Ελλάδας

οργιάζουν. Η εικόνα των τραυματισμένων στρατιωτών που κάνουν οτιδήποτε για να παρατείνουν την παραμονή

τους εκεί, είναι ανατριχιαστική. Σπαρακτική είναι και η αντίδραση του Αξιώτη όταν ο Δροσάκης του μιλά για την

έχουσα κατάσταση, τη στάση των μεγάλων Δυνάμεων και τη σίγουρη καταστροφή της Μικρά Ασίας.

4η ENOTHTA: ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Αύγουστος 1922. Ο Μανόλης βρισκόταν στο Αφιόν Καραχισάρ όταν άρχισε η μεγάλη κεμαλική επίθεση που τους

αναγκάζει τα ελληνικά στρατεύματα να υποχωρήσουν. Κατά την υποχώρηση ο Μανόλης βρίσκει το Δροσάκη

τραυματισμένο και τον παραδίδει στον Ερυθρό Σταυρό. Η πορεία τους δύσκολη με εικόνες που δεν αντέχει το

ανθρώπινο μάτι. Ο ίδιος καταφέρνει να κρεμαστεί από ένα τρένο όπου εκτυλίσσονται συνταρακτικές σκηνές. Σε

λίγο βρίσκεται σ' ένα οικόπεδο μ' ένα μπουλούκι απελπισμένων ανθρώπων. Εκεί συναντά το μικρό Στέλιο, τον

οποίο έδωσε στον παππού του.

Μετά από όλες αυτές τις περιπέτειες, ο Μανώλης φτάνει στη Σμύρνη όπου η κατάσταση είναι τραγική. Ερημιά.

Μπαίνει γρήγορα σ' ένα κουρείο. Εκεί κάνει συζήτηση με τον κουρέα που του θυμίζει τον παλιό του εαυτό που

πίστευε στη νίκη. Εκεί πληροφορείται ότι ο ελληνικός στόλος φεύγει. Αμέσως όλη η πόλη ξεσηκώνεται. `Ανθρωποι

αναστατωμένοι και πανικόβλητοι τρέχουν σαν τρελοί στους δρόμους, χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν. Ο Μανόλης

συναντά τους δικούς του. Στη συνέχεια οι εγγλέζικες περιπολίες καταφθάνουν και τους μεταφέρουν στα πολεμικά

τους.

Δεν αργεί όμως να έρθει η ώρα της καταστροφής. Οι Τούρκοι βάζουν φωτιά στη Σμύρνη. Ο κόσμος τρέχει σαν

ποτάμι κι ας ξέρει ότι δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να σωθεί. Μπρος θάλασσα και πίσω σφαγή και φωτιά. Οι Τούρκοι

σταυρώνουν, ατιμάζουν και σφάζουν. Η θάλασσα γέμισε νεκρά σώματα. Εικόνες που κανένα ανθρώπινο στόμα

δεν μπορεί να περιγράψει. Μετά τους αναγκάζουν να κατέβουν από τις μαούνες. Πολλοί τραβούν κατά το

νεκροταφείο. Δίνεται διαταγή ότι οι άνδρες 18-45 χρονών θα μείνουν αιχμάλωτοι. Ανάμεσα τους και ο Μανόλης και

ο αδερφός του ο Κώστας. Ο Μανόλης περιγράφει ότι περπατούσαν αδιάκοπα για μέρες χωρίς νερό. `Οταν

περνούσαν από χωριά οι Τούρκοι τους χτυπούσαν και τους μαχαίρωναν για εκδίκηση. Σε κάποια φάση τους

μεταφέρουν σ' ένα στρατόπεδο. Εκεί ο Μανόλης με το φίλο του Πάνο καταστρώνουν σχέδιο απόδρασης το οποίο

εφαρμόζουν με επιτυχία το ίδιο βράδυ. Φτάνουν στο Κιρκιντζέ αλλά όλα ήταν έρημα. Πάνε στο σπίτι του

Σεφέρογλου απ' όπου προμηθεύονται τουλούμια για να μπορέσουν να πέσουν στη θάλασσα. Φτάνουν στη

θάλασσα μετά από πολύωρη διαδρομή. Ο Μανόλης πέφτει στη θάλασσα και κολυμπά μέχρι που φτάνει σ' ένα

ξερονήσι, χωρίς όμως τον Πάνο. Εκεί βρήκε μια βάρκα με δύο ψαράδες. Πήγαν κατά το μέρος του Πάνου τον

οποίο πήραν. Τους περιμάζεψε όμως μια περίπολος και ξαφνικά βρέθηκαν σ' ένα καράβι με άλλους πρόσφυγες.

Δεν τους δέχονταν τα νησιά γιατί γέμισαν από πρόσφυγες. Ο καθένας έλεγε την ιστορία του και θρηνούσε τη

μοίρα του.

http://www.odyssey.com.cy/main/default.aspx?it=1&tabid=138&itemid=998

Κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα της Δ. Σωτηρίου Ματωμένα Χώματα είναι ο

Μανόλης Αξιώτης, αγρότης από τον Κιρκιντζέ, ο οποίος εκθέτει, με αυτοβιογραφικό

λόγο, την οικογενειακή και την προσωπική του ιστορία και, διά μέσου αυτής, καταγράφει

την περιπέτεια του μικρασιατικού ελληνισμού. Το απόσπασμα προέρχεται από το πρώτο

μέρος του μυθιστορήματος και αναφέρεται στην πρώτη επίσκεψη του νεαρού αφηγητή

στη Σμύρνη το 1910. Πηγαίνοντας στη μεγάλη πολιτεία βρίσκει εργασία,

απογαλακτίζεται από την οικογενειακή του εστία και ενηλικιώνεται.

Γιατί το μυθιστόρημα αυτό χαρακτηρίζεται ως αυτοβιογραφικό; (τι

προσπαθεί να εκθέσει και να παρουσιάσει ο κεντρικός ήρωας

Μανώλης Αξιώτης;)

Ποιο είναι το ιστορικό πλαίσιο;

Σεπτέμβρης ήταν του 1910, όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη. Θυμούμαι πόσο

σκιάχτηκα μόλις βρέθηκα μοναχός σε μια τόσο μεγάλη πολιτεία…

Με τα πρώτα παπούτσια που

φόραγα στη ζωή μου να με

στενεύουνε, με το ντρίλινο φράγκικο

παντελόνι, κάπως κοντό για τις

μακριές κανάρες μου, να με κόβει κι

αυτό στο καβάλο, περπατούσα

άτσαλα και δειλά. Ωστόσο ήμουνα

περήφανος για το νέο σουλούπι

μου και κάθε τόσο έσκυφτα και

καθάριζα με το χέρι τα παπούτσια

μου…

Μόλις βγήκα στην προκυμαία τα ξέχασα όλα, ακόμα και τη δειλία μου.

Ήρθαν οι εντυπώσεις και με πήραν απαλά και με μερώσανε και δεν

ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ …

Τη θάλασσα; Τα βαποράκια του Χαμιδιέ που σκίζανε το νερό δίχως να

βουλιάζουν;

Τα μεγάλα μαρμαρένια σπίτια, με τα ξύλινα κλειστά, όλο μυστήριο, μπαλκόνια τους;

Τις καρότσες με το ρυθμικό χτύπο τους πάνω στο γρανιτένιο πλακόστρωτο;

Τα τράμια που τα σέρνανε άλογα;

Ή όλον εκείνο το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά στις

λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι; Κι όχι μια κοινή, καθημερινή

μέρα δουλειάς!

Στάθηκα άκρη άκρη στο μουράγιο, βόλεψα τα χέρια μου στις τσέπες κι έμεινα

εκειδά εντυπωσιασμένος. Τα κύματα ανεβοκατεβαίνανε και καθώς ένιφταν τις

μαλτεζόπετρες σκορπούσανε μια ανεσημιά που μοσκοβόλαγε θαλασσινά.

Μύδια, εκατομμύρια μύδια ήταν σφηνωμένα πάνω στις σιδερένιες τραβέρσες

που συγκρατούσαν τις Σκάλες. Αυτές οι Σκάλες, η Εγγλέζικη Σκάλα, η Καινούρια

Σκάλα, η Μακριά Σκάλα, λες και ήταν τα χέρια του μεγάλου λιμανιού.

Εδώ γινόταν το μπάρκο. Έφευγε ο βλογημένος καρπός της Ανατολής για τις ξένες

χώρες κι έμπαινε το χρυσάφι.

«Λέγε, Εμμανουήλ, τι γνωρίζεις δια το χρυσόμαλλον δέρας;» Δάσκαλε, δε σ΄

αποκρίθηκα κατά που πρόσμενες κείνη τη μέρα.

Τώρα όμως εδώ καταλαβαίνω την ερώτησή σου, ζωντανεύουν μπρος στα μάτια

μου όλες οι ιστορίες που μου διηγήθηκες, καθαρές, στρωτές, παρμένες θαρρείς

από τη Χρηστομάθειά μας.

Όμως από κοντά έρχονται χορεύοντας κι οι ζωηρές ιστορίες που άκουσα για τη

Σμύρνη από τον παιχνιδιάτορα το Χρίστο. Τις έλεγε στα πανηγύρια μας κρούοντας το

σάζι του, ένα μακρύ ίσαμ΄ ένα μέτρο όργανο, που λαλούσε σαν Θεός και μεις τα

παιδιά λαχταρούσαμε: «Αχ, πότε θα τηνε γνωρίσουμε τούτη την πολιτεία!».

Όταν ήμουνα πολύ μικρός και πήγαινα με τη μάνα μου στην εκκλησία σκιαζόμουνα

να βλέπω ζωγραφισμένο στον τρούλο το πελώριο μάτι του Θεού. Τώρα ήθελα να

γίνω ένα τέτοιο μάτι να τα δω όλα μονομερίς. Και να γίνω κι ένα πελώριο αφτί, ν΄

ακουμπήσω στον κόρφο τούτης της πολιτείας, ν΄ ακούσω την καρδιά της …

Οι άνθρωποι στη Σμύρνη μιλούσανε όλοι ελληνικά, ακόμα κι οι Τούρκοι κι

οι Λεβαντίνοι κι οι Οβραίοι κι οι Αρμεναίοι.

Στο Φραγκομαχαλά ωστόσο,

πολλά μεγάλα καταστήματα

είχανε ξενικά ονόματα που

δεν τα καταλάβαινα:

«Κοντουάρ», «Λούβρ»,

«Μπον μαρσέ», «Παραντί ντε

Νταμ» κι άλλα.

Και τι δεν έβρισκες σε τούτα τα

μαγαζιά! Από παραδείσια φτερά για

τα μαλλιά των γυναικών, μέχρι

σκαρπίνια για Σταχτοπούτες. Και

παιχνίδια, όμορφα κουρντιστά

παιχνίδια! Πόσο ευτυχισμένα θα

‘πρεπε να ‘ναι εδώ τα παιδιά και

πόσο παραχαϊδεμένες οι γυναίκες!

Τράβηξα ίσια στην Αγια-Φωτεινή

κι άναψα στη χάρη της το κεράκι

που μου παράγγειλε η μάνα μου.

Κι ύστερα καρφώθηκα να βλέπω

και να μη χορταίνω το

καμπαναριό. Είκοσι μέτρα μπόι,

τέσσερα πατώματα, όλο

μάρμαρο. Κι ανάγλυφος ο

Χριστός να κάθεται στο πηγάδι

και να τα λέει με τη Σαμαρείτιδα.

Κι οι καμπάνες φανταχτερές,

γλυκόλαλες, δώρο των μεγάλων

δουκώνε της Ρωσίας, και

κατάκορφα, στον τρούλο ο

χρυσός σταυρός να λάμπει στον

ήλιο, παρηγοριά και σκέπη για

τους ραγιάδες, που το ΄χαν

καύχημα, γιατί ο σταυρός έστεκε

πιο ψηλά από την ημισέληνο που

ήταν στημένη στο μιναρέ του

Ισάρ τζαμί.

Εκειδά πλάι στον περίβολο της Αγια-Φωτεινής βρήκα και την Ευαγγελική Σχολή. Είχα

κάνει όνειρο να μπω εδώ μέσα, κι ο δάσκαλός μου ο Πυθαγόρας Λάριος με

σιγοντάριζε. Μα ο πατέρας μου τονε πρόγκηξε: «Κυρ δάσκαλε, να με συμπαθάς.

Αεροκοπανιτζή δεν τονε θέλω τον υγιό μου. Εμείς είμαστε ρεσπέρηδες και

χρειαζούμαστε χέρια …»

…Κι είπα να πάω κατευθείαν στο μαγαζί του κυρ Μιχαλάκη Χατζησταυρή, να σιγουρέψω τη θέση

μου και συνεχίζω έπειτα το σουλάτσο. Τόνε βρήκα τον κυρ φατόρο πάνω στην άψα της δουλειάς.

Τέτοιες μέρες που κατέβαιναν οι χωριάτες να πουλήσουνε τη τη σοδειά τους, οι έμποροι δεν

κλείνανε. Μόλις μπήκα στο στενόμακρο μαγαζί με τα πολλά πατάρια, με πήρε από τη μύτη η

γνώριμη γλυκόστυφη μυρουδιά της σταφίδας και του σύκου. Ο Χατζησταυρής στεκότανε καταμεσής

και ζύγιαζε, όλο φροντίδα.

Εργάτες με χαμαλίκες στην πλάτη μπαινοβγαίνανε από το πίσω

πορτί, όπου ήταν το ντάμι· εκεί αφήνανε τις καμήλες, τους

αραμπάδες, τα γαϊδούρια και τις βοϊδάμαξές τους.

Δυο ξυπόλητοι χαμάληδες, με δασά

γυμνά τα στήθια, σήκωναν στον ώμο

τη μανέλα που πάνω κει κρεμόταν το

καντάρι. Ο Χατζησταυρής μ΄

ολοστρόγγυλη κοιλίτσα, διπλά

προγούλια και ολοκόκκινα, σα

βουτυρωμένα\, μάγουλα ξεφώνιζε τις

οκάδες.

Πλησίασα τον κυρ Μιχαλάκη,

του μίλησα θαρρετά, του ‘δωκα

και το συστατικό γράμμα που

είχα από τη δημογεροντία του

χωριού μας. Με ξέταξε με ματιά

που τρύπωσε ίσαμε την ψυχή.

– Θα σε κρατήσω. Αύριο πρωί

έλα να πιάσεις δουλειά.

Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά · αν είχα μουστάκι θα ΄το ΄στριβα, τόσο ένιωθα

άνδρας. Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα μου, την πρώτη και μοναδική λεύτερη και

ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου.

Ώρες ολόκληρες τριγύριζα μέσα στα μπεζεστένια και στα σοκάκια της Σμύρνης, ίσαμε

που με βρήκε η νύχτα.

Ομορφοστολισμένες κυράδες κατεβαίνανε με τις καρότσες τους για τις

λέσχες, τα προβέγγερα και τις «γιαβάν σουπέδες». Κοπέλες

ξεντεκολτεδιασμένες, μελαψές και πεταχτές σεργιανούσανε, γελούσανε,

κορτάρανε. Ζευγάρια εύθυμα αγοράζανε λουλούδια.

Στα καφενεία παίζανε μουσικές, τραγουδούσανε πολιτάκια και γκαρσόνια

πηγαινοφέρνανε δίσκους με καραφάκια και μεζέδες. Η προκυμαία

μοσχοβολούσε ούζο, αγγουράκι, τηγανιτό κρέας και θαλασσινά.

Τα σπίτια, ακόμα και στους απόμακρους μαχαλάδες, ανοιχτά, συντροφεμένα.

Στις πόρτες καθισμένες φαμελιές είχαν στρωμένο εύθυμο λακιρντί.

Είχα μόλις γνωρίσει τη Σμύρνη και

μου φαινότανε πως γεννήθηκα και

έζησα εδώ τα δεκάξι χρόνια της

ζωής μου.

ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ - ΕΝΟΤΗΤΕΣ 1η ενότητα: Σεπτέμβρης…οι περαστικοί. 2η ενότητας: Μόλις βγήκα…την καρδιά της. [...] 3η ενότητα: Οι άνθρωποι… το σουλάτσο. 4η ενότητα: Τόνε βρήκα τον κυρ φατόρο…ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου. 5η ενότητα: Ώρες ολόκληρες τριγύριζα…δίχως να τρώω ξύλο...

Να αντιστοιχίσετε τους τίτλους στις ενότητες:

Η λαχτάρα του Μανόλη να γνωρίσει τη Σμύρνη

Οι πρώτες εντυπώσεις από τη Σμύρνη και οι παιδικές

αναμνήσεις του Μανόλη.

Η περιπλάνηση στη Σμύρνη

Η πρόσληψη στην επιχείρηση του μεγαλέμπορου Χατζησταυρή.

Οι γοητευτικές εικόνες της κοινωνικής ζωής της Σμύρνης

Χαρακτηρισμός ηρώων Ελεύθερος – έκπληκτος –

συμφεροντολόγος -

ενθουσιασμένος – εκμεταλλευτής -

ικανοποιημένος – υπερήφανος –

πικραμένος - υπολογιστής –

αισιόδοξος για το μέλλον Μανώλης

Αξιώτης

Χατζησταυρής

Να αντιστοιχίσετε τα συναισθήματα του πρωταγωνιστή με τα

αποσπάσματα του κειμένου:

φόβος, δειλία

θαυμασμός, έκπληξη

αίσθηση ελευθερίας

χαρά

«σκιάχτηκα», «σαν ξεριζωμένο δεντρί», «έριχνα

φοβισμένες ματιές»

«δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ; Τη θάλασσα; Τα βαποράκια;

(...) Ή όλον εκείνο το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά

στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι; Κι όχι μια μικρή

καθημερινή μέρα δουλειάς!»

«δεν είχα να δώσω λόγο σε κανέναν κι ήμουνα

για πρώτη φορά αυτεξούσιος, και τότες μ’ έπιασε

τρελή χαρά»

«Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά (...) Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα

μου, την πρώτη και μοναδική λεύτερη και ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου»

Να αντιστοιχίσετε τις αναμνήσεις του πρωταγωνιστή με τα

αποσπάσματα του κειμένου:

τα μαθήματα του δασκάλου Π. Λαρίου από το βιβλίο «Χρηστοήθεια»

τις ιστορίες του Χρίστου του οργανοπαίκτη για την ομορφιά της Σμύρνης

την επίσκεψη με τη μάνα του στην εκκλησία, όταν ήταν μικρός και το πελώριο μάτι του Θεού

η φτώχεια, τη χαμηλή κοινωνική θέση και τον ξυλοδαρμό από τον πατέρα του

Όταν ήμουνα πολύ μικρός και πήγαινα με τη μάνα μου στην εκκλησιά σκιαζόμουνα να βλέπω ζωγραφισμένο στον

τρούλο το πελώριο μάτι του Θεού. Τώρα ήθελα να γίνω ένα τέτοιο μάτι να τα δω όλα μονομερίς.

«Λέγε, Εμμανουήλ, τι γνωρίζεις διά το χρυσόμαλλον δέρας;» Δάσκαλε, δε σ' αποκρίθηκα κατά που πρόσμενες

κείνη τη μέρα. Τώρα όμως εδώ καταλαβαίνω την ερώτησή σου, ζωντανεύουν μπρος στα μάτια μου όλες οι

ιστορίες που μου διηγήθηκες, καθαρές, στρωτές, παρμένες θαρρείς από τη Χρηστομάθειά* μας.

Όμως από κοντά έρχονται χορεύοντας κι οι ζωηρές ιστορίες που άκουσα για τη Σμύρνη από τον

παιχνιδιάτορα* το Χρίστο. Τις έλεγε στα πανηγύρια μας κρούοντας το σάζι* του, ένα μακρύ ίσαμ'

ένα μέτρο όργανο, που λαλούσε σαν Θεός και μεις τα παιδιά λαχταρούσαμε: «Αχ, πότε θα τηνε

γνωρίσουμε τούτη την πολιτεία!».

«εδώ στη Σμύρνη θα μπορούσα να κάνω όνειρα, δίχως να τρώω ξύλο», «Κυρ δάσκαλε, να με συμπαθάς.

Αεροκοπανιτζή δεν τονε θέλω τον υγιό μου. Εμείς είμαστε ρεσπέρηδες (=αγρότες), και χρειαζούμαστε χέρια».

Από ποιες φυλές, έθνη και πολιτισμούς απαρτίζεται ο πληθυσμός της Σμύρνης;

Ποια εντύπωση σχηματίζει ο αφηγητής για την κοινωνική ζωή της πόλης;

Έντονη κοινωνική ζωή

Κοσμοπολίτικος χαρακτήρας

Πολυεθνικό-πολυπολιτισμικό περιβάλλον

Έλληνες,

Τούρκοι,

Εβραίοι,

Λεβαντίνοι (Ευρωπαίοι)

Σμύρνη, Μάιος 1919 Σμυρνιοί παρακολουθούν από το Σπόρτιγκ

Κλαμπ τον ελληνικό στόλο στα ανοιχτά του λιμανιού της πόλης.

γλαφυρό, περιγραφικό, νοσταλγικό.

ΓΛΩΣΣΑ

Η γλώσσα είναι δημοτική με ιδιωματικές εκφράσεις, στοιχεία της καθημερινής ομιλίας

και πολλές ξένες λέξεις (αλληλεπίδραση γλωσσών, χωνευτήρι πολιτισμών):

Τουρκικές λέξεις

Ιταλικές λέξεις

Γαλλικές λέξεις

Σλαβικές λέξεις

Αγγλικές λέξεις

(μαχαλάδες, αραμπάδες, ντάμι, μπόι, σάζι…)

πρόγκηξε

Μεταφορές Παρομοιώσεις

Προσωποποιήσεις

Ασύνδετο

Εικόνες

έριχνα κλεφτές,

φοβισμένες ματιές

που λαλούσε σαν Θεός ν‘ ακουμπήσω στον κόρφο

τούτης της πολιτείας

Είπα να βιαστώ,

να τρέξω για τη

δουλειά, μα

θυμήθηκα πως

δεν είχα να δώσω

λόγο σε κανένα,

μιας κι ήμουνα,

για πρώτη φορά,

αυτεξούσιος, και

τότες μ' έπιασε

τρελή χαρά

Να συμπληρώσετε τον πίνακα

1. αφήγηση

2. διάλογος

3. περιγραφή

4. εσωτερικός μονόλογος

Σεπτέμβρης ήταν του 1910, όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη. Θυμούμαι πόσο

σκιάχτηκα* μόλις βρέθηκα μοναχός σε μια τόσο μεγάλη πολιτεία.

- Ναι, ξέρω, έκανε, μου μίλησαν κι άλλοι για σένα. Θα σε κρατήσω. Με βολεύει που

ξέρεις τα τούρκικα. Αύριο πρωί έλα να πιάσεις δουλειά, να σε δοκιμάσω και τα

ξαναλέμε για την πλερωμή.

Κι ύστερα καρφώθηκα να βλέπω και να μη χορταίνω το καμπαναριό. Είκοσι μέτρα μπόι,

τέσσερα πατώματα, όλο μάρμαρο. Κι ανάγλυφος ο Χριστός να κάθεται στο πηγάδι και να

τα λέει με τη Σαμαρείτιδα. Κι οι καμπάνες φανταχτερές, γλυκόλαλες, δώρο των μεγάλων

δουκώνε της Ρωσίας, και κατάκορφα, στον τρούλο, ο χρυσός σταυρός να λάμπει στον

ήλιο, παρηγοριά και σκέπη για τους ραγιάδες, που το 'χαν καύχημα, γιατί ο σταυρός

έστεκε πιο ψηλά από την ημισέληνο που ήταν στημένη στο μιναρέ του Ισάρ τζαμί.

Εδώ στη Σμύρνη θα μπορούσα να κάνω όνειρα, όσα όνειρα ήθελα, δίχως να τρώω

ξύλο...

Η γραμμική αφήγηση διακόπτεται από τέσσερις αναδρομές στο παρελθόν

(ανάδρομες αφηγήσεις) και μία πρόληψη (προαναφορά στο μέλλον) που

• επεκτείνουν την πλοκή της αφήγησης προς τα πίσω

• δίνουν περισσότερες πληροφορίες για τον ήρωα

• αποκαλύπτουν τα συναισθήματά του

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

Εκειδά πλάι στον περίβολο της Αγια-Φωτεινής βρήκα και την Ευαγγελική Σχολή. Είχα

κάνει όνειρο να μπω εδώ μέσα, κι ο δάσκαλός μου ο Πυθαγόρας Λάριος με σιγοντάριζε.*

Μα ο πατέρας μου τόνε πρόγκηξε: «Κυρ δάσκαλε, να με συμπαθάς. Αεροκοπανιτζή* δεν

τόνε θέλω τον υγιό μου. Εμείς είμαστε ρεσπέρηδες* και χρειαζούμαστε χέρια.».

Και τόντις,* όπως έμαθα αργότερα, παραγιός ήτανε κάποτες,

Όταν ήμουνα πολύ μικρός και πήγαινα με τη μάνα μου στην εκκλησιά σκιαζόμουνα να

βλέπω ζωγραφισμένο στον τρούλο το πελώριο μάτι του Θεού.

Όμως από κοντά έρχονται χορεύοντας κι οι ζωηρές ιστορίες που άκουσα για τη Σμύρνη

από τον παιχνιδιάτορα* το Χρίστο. Τις έλεγε στα πανηγύρια μας κρούοντας το σάζι* του,

Είναι ενδοδιηγητικος. Γιατι;

Και

Ομοδιηγητικός. Γιατί;

Να εντοπίσετε τα σημεία του κειμένου στα οποία φαίνεται η

οπτική γωνία του αφηγητή σε ώριμη ηλικία

https://www.youtube.com/watch?v=yF3bYQ7RcbY

Σμύρνη - 2500 χρόνια Ελλάδα

https://www.youtube.com/watch?v=xLvu-iIVFzo

Η εκπομπή "ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ" αναφέρεται στη ζωή και στο

συγγραφικό έργο της ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ.

https://www.youtube.com/watch?v=60OXZ89uR4s

Παρασκήνιο : Διδώ Σωτηρίου

https://www.youtube.com/watch?v=QftFwCC4CMI

Η Διδώ Σωτηρίου αφηγείται τα Ματωμένα Χώματα

https://www.youtube.com/watch?v=MO3iPH5Dg0k

ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ