ΣΚΕΥΟΣ META ΝΟΙΑΣ · 2017. 4. 24. · με το τάβλι, άλλοι...

18
ΣΚΕΥΟΣ METAΝΟΙΑΣ

Transcript of ΣΚΕΥΟΣ META ΝΟΙΑΣ · 2017. 4. 24. · με το τάβλι, άλλοι...

Page 1: ΣΚΕΥΟΣ META ΝΟΙΑΣ · 2017. 4. 24. · με το τάβλι, άλλοι τεριακλήδες με τους ναργιλέ - δες, άλλοι ξαπλωμένοι στους

ΣΚΕΥΟΣ METAΝΟΙΑΣ

μακέτα τελικη.qxp_Layout 1 5/4/17 12:50 μ.μ. Page 3

Page 2: ΣΚΕΥΟΣ META ΝΟΙΑΣ · 2017. 4. 24. · με το τάβλι, άλλοι τεριακλήδες με τους ναργιλέ - δες, άλλοι ξαπλωμένοι στους

.

μακέτα τελικη.qxp_Layout 1 5/4/17 12:50 μ.μ. Page 4

Page 3: ΣΚΕΥΟΣ META ΝΟΙΑΣ · 2017. 4. 24. · με το τάβλι, άλλοι τεριακλήδες με τους ναργιλέ - δες, άλλοι ξαπλωμένοι στους

ΣΚΕΥΟΣ METAΝΟΙΑΣO ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ

Γιάννης Πατσώνης

Επιμέλεια έκδοσης:Βασίλης Αργυριάδης

μακέτα τελικη.qxp_Layout 1 5/4/17 12:50 μ.μ. Page 5

Page 4: ΣΚΕΥΟΣ META ΝΟΙΑΣ · 2017. 4. 24. · με το τάβλι, άλλοι τεριακλήδες με τους ναργιλέ - δες, άλλοι ξαπλωμένοι στους

© ΕκδόσειςΚολοκοτρώνη 49, Αθήνα 105 60Τηλ.: 210 3226343 - Fax: 210 3221238e-mail: [email protected]/enploeditions.gr

Α´ έκδοση: Απρίλιος 2017

ISBN: 978-960-619-000-1

μακέτα τελικη.qxp_Layout 1 5/4/17 12:50 μ.μ. Page 6

Page 5: ΣΚΕΥΟΣ META ΝΟΙΑΣ · 2017. 4. 24. · με το τάβλι, άλλοι τεριακλήδες με τους ναργιλέ - δες, άλλοι ξαπλωμένοι στους

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Στον καφενέ~11~

2. Η Αίνος. Ταξιδευτές~17~

3. Εξωμότης~23~

4. Πικρίδιον~41~

5. Στην Αίνο ξανά~61~

6. Φυγή από τη Σμύρνη~83~

7. Στο Άγιο Όρος~93~

8. Το μαρτύριο~107~

μακέτα τελικη.qxp_Layout 1 5/4/17 12:50 μ.μ. Page 7

Page 6: ΣΚΕΥΟΣ META ΝΟΙΑΣ · 2017. 4. 24. · με το τάβλι, άλλοι τεριακλήδες με τους ναργιλέ - δες, άλλοι ξαπλωμένοι στους

Επίμετρο~135~

Παράρτημα:Κάποια ιστορικά στοιχεία

~149~

Πηγές~165~

Σημειώσεις~169~

.

μακέτα τελικη.qxp_Layout 1 5/4/17 12:50 μ.μ. Page 8

Page 7: ΣΚΕΥΟΣ META ΝΟΙΑΣ · 2017. 4. 24. · με το τάβλι, άλλοι τεριακλήδες με τους ναργιλέ - δες, άλλοι ξαπλωμένοι στους

Μνήμη πατρός Εὐσεβίου Βίττη(1927-2009)

μακέτα τελικη.qxp_Layout 1 5/4/17 12:50 μ.μ. Page 9

Page 8: ΣΚΕΥΟΣ META ΝΟΙΑΣ · 2017. 4. 24. · με το τάβλι, άλλοι τεριακλήδες με τους ναργιλέ - δες, άλλοι ξαπλωμένοι στους

Ευχαριστίες προς τον Γεράσιμο Δενδρινό και τονΣάββα Τσιλένη για τη βοήθεια και τις συμβουλές τους

μακέτα τελικη.qxp_Layout 1 5/4/17 12:50 μ.μ. Page 10

Page 9: ΣΚΕΥΟΣ META ΝΟΙΑΣ · 2017. 4. 24. · με το τάβλι, άλλοι τεριακλήδες με τους ναργιλέ - δες, άλλοι ξαπλωμένοι στους

1Στον καφενέ

ΜΕγΑλΗ ΦΑΣΑΡΙΑ, ΚΕΙΝΟ ΤΟ ΑΠΟγΕυΜΑ, ΣΤΟΝ ΚΑΦΕΝΕστο Σερβελή Xαντζί. Ο Μεμέταλης, από τουςπλούσιους αγάδες της Σμύρνης, είχε αγοράσειαυτό το παραλιακό μαγαζί, σαν κάηκε το καράβιτου. Χρόνια καπετάνιος, είπε να ρίξει άγκυραστην ξηρά – αν και δεν τον είχαν ασπρίσει ακόματα χρόνια. λογιώ-λογιώ μιλέτια κάθονταν στατραπέζια: Τούρκοι χαμάληδες, έμποροι λεβαντί-νοι, Ρωμιοί πουλητάδες, Αρμένηδες αραμπατζή-δες, Καραμάνοι καμηλιέρηδες, ξέμπαρκοι ναυτι- 11

μακέτα τελικη.qxp_Layout 1 5/4/17 12:50 μ.μ. Page 11

Page 10: ΣΚΕΥΟΣ META ΝΟΙΑΣ · 2017. 4. 24. · με το τάβλι, άλλοι τεριακλήδες με τους ναργιλέ - δες, άλλοι ξαπλωμένοι στους

κοί, παιχνιδιάτορες με τα λαλούμενά τους. Άλλοιμε το τάβλι, άλλοι τεριακλήδες με τους ναργιλέ-δες, άλλοι ξαπλωμένοι στους χτιστούς καναπέ-δες, μασώντας λεμπλεμπιά, τα αφράτα τα στρα-γάλια.

Μες στο ντουμάνι και το βουητό άκουγες ρωμαί-ικα και λέξεις τούρκικες όπως, «άφεριμ!»1, «Βάι-βάι!», «Ινσαλλάχ!»2, όταν άνοιξε η μεγάλη εξώ-πορτα και μπήκε ένα λιγνόκορμο παλικαράκι,αμούστακο ακόμα, με τούρκικη φορεσιά: φέσικόκκινο με μαύρη φούντα, βυσσινί ζωνάρι κεντη-μένο με ασημοκλωστή και στο κεμέρι, στηνπέτσινη ζώνη του, οι θήκες γιομάτες. Το σταυρω-τό γελεκάκι του, πράσινο βελουδένιο με εφτάχρυσά κουμπιά σαν κουφέτα – στο τελείωμά τουγυάλιζε μεταξένιο κορδόνι, το γαϊτάνι. Το σαλβά-ρι του, από ατλάζι βαθυγάλαζο, έκανε νερά. Παρ’όλη την εμφάνισή του, δεν έμοιαζε με μουσουλ-μάνος – δεν ταίριαζαν τα χνώτα του μέσα σ’ εκεί-νο το παράταιρο πλήθος. Φαινόταν σαστισμένος,σαν κάτι να γύρευε, σα να περίμενε κάποιον.

«Αυτό, μπρε, δεν είναι το τσιράκι του Μεμέτα-λη που τούρκεψε;», ακούστηκε ένας γεμιτζής.

Σκεύος μετανοίας

12

μακέτα τελικη.qxp_Layout 1 5/4/17 12:50 μ.μ. Page 12

Page 11: ΣΚΕΥΟΣ META ΝΟΙΑΣ · 2017. 4. 24. · με το τάβλι, άλλοι τεριακλήδες με τους ναργιλέ - δες, άλλοι ξαπλωμένοι στους

«Αυτός, μα τον Αλλάχ», βεβαίωσε ένας άλλος.«Τον έτυχα στα καράβια. Τον βαστά ο Μεμέτα-λης για ψυχοπαίδι του».

Ο νέος προχώραγε σιγά, όταν ξάφνου είδε τονεαυτό του μες στον μεγάλο καθρέφτη που στρα-φτάλιζε απ’ τα μπρούτζινα στολίδια του. «Τώραπια θα με λένε Ισμαήλ», ψιθύρισε, και του ’ρθεζάλη. για να μην πέσει, ακούμπησε στον μαρμα-ρένιο πάγκο.

Ναι, από την ώρα που έδωσε ομολογία στηνπίστη τους, αμέτι-μουχαμέτι, δεν τον άφηνανμοναχό του ούτε στιγμή. Σήμερα όμως, η πονό-ψυχη η Αϊσέ τού είπε:

«Άιντε, παιδί μου, Ατανάς-ογλούμ, να κάνειςκαι συ το ζέφκι σου, τη διασκέδασή σου. Πέρνακι απ’ τον καφενέ, γιατί σε λίγο τ’ αφεντικό σεσένα θ’ αφήσει το κουμάντο του».

Κι αυτός, άπραγος κι άμαθος απ’ τις φουρτού-νες της στεριάς, θάρρεψε πως θα κρυβόταν μεςστους πολλούς σ’ αυτό τον καφενέ, μα τα χαμπέ-ρια είχαν φτάσει εκεί πριν απ’ αυτόν. Οι Ρωμιοί, τοένιωθε, τον απόφευγαν σαν εξωμότη, οι Τούρκοισαν αγορασμένο δούλο. Σταμάτησε στη σκέψη πωςδεν ανήκε πουθενά – ούτε μ’ αυτούς που τον

Στον καφενέ

13

μακέτα τελικη.qxp_Layout 1 5/4/17 12:50 μ.μ. Page 13

Page 12: ΣΚΕΥΟΣ META ΝΟΙΑΣ · 2017. 4. 24. · με το τάβλι, άλλοι τεριακλήδες με τους ναργιλέ - δες, άλλοι ξαπλωμένοι στους

φωνάζανε Θανασό, ούτε μ’ όσους τον γύρισαν στοόνομα Ισμαήλ. Θα σωριαζόταν, αν δεν έγερνε πάνωστη μεσιανή κολώνα. Τον άρπαξαν και τον απίθω-σαν δίπλα στο τζαμλίκι. Από τον μιναρέ ακουγότανκείνη την ώρα ο μουεζίνης να καλεί για την προ-σευχή, το ναμάζι, τους πιστούς, φωνάζοντας:

«Ιλ Αλλάχ... Αλλάχου έκμπερ... λα Iλάχ IλΑλλάχ, ο Θεός είναι ο Ύψιστος».

«Κάντε τόπο να πάρει ανάσα ο ερίφης», ακού-στηκε μια φωνή. «Βρε, τον κακομοίρη!».

Καθώς του λύσαν το ζωνάρι, κύλησαν στα πλα-κάκια πεντέξι γρόσια.

«Μπρε, αυτός, έτσι που είναι ζαλισμένος, θαχάσει και το έχει του», είπε ένας σαλεπιτζής.«Ιστέ! Να που δεν αγοράζεις ζωή με παράδες».

«Σταματήστε το λακιρντί και φέρτε ξιδόνερονα του τρίψουμε τα μελίγγια», πετάχτηκε έναςγεράκος.

«Τους ξέρω καλά εγώ τους Ρωμιούς», έλεγε οΧαλήλ, ο καφετζής, φέρνοντας ένα σερμπέτι γιανα τον συνεφέρουν. «Θες να φαρμακώσεις τονραγιά; Πάτα του την πίστη. Θα σ’ το κρατάειάχτι ωσότου ξεψυχήσει».

«Μωρέ, κάνα σεβντά κρυφό θε να ’χει», από-

Σκεύος μετανοίας

14

μακέτα τελικη.qxp_Layout 1 5/4/17 12:50 μ.μ. Page 14

Page 13: ΣΚΕΥΟΣ META ΝΟΙΑΣ · 2017. 4. 24. · με το τάβλι, άλλοι τεριακλήδες με τους ναργιλέ - δες, άλλοι ξαπλωμένοι στους

σωσε ένας αραμπατζής. «Χαλήλ», φώναξε ένας ναυτικός Χιώτης, «φέρ’

του μια μαστίχα και ροϊδόσταμο να μυρίσει».«Χαλήλ», πρόσταξε ένας άλλος, «δώσ’ του

ένα λεμόνι να δαγκάσει». Ο καθένας έλεγε το γιατροσόφι του. Μα εκεί-

νος έμενε βυθισμένος, ωσότου ένας λεβέντης,φωνάζοντας «μπαΐλντισε ο ασίκης!», του έριξεέναν μαστραπά με κρύο νερό στα μούτρα.

«Ταμάμ!», βούιξαν από δίπλα. «Τώρα θακελαηδήσει».

«Αλλάχ βερσίν, ο Θεός να δώσει!», ευχήθηκανκάτι άλλοι.

Έτρεχαν τα νερά απ’ το πηγούνι του, όπουφύτρωνε ένα αραιό χνούδι, ίδιο με το χρώμα τουκυδωνιού, όταν φάνηκε ξαφνικά ο Μεμέταληςεφέντης, μ’ ένα ζευγάρι πιστόλες ασημένιες στηζώνη του, στο σελάχι του.

«Τσαμπούκ, τσαμπούκ! Άϊντε, γρήγορα, σκορ-πιστείτε!», φώναξε. Με άλλους δυο τον πήγανεσηκωτό μέχρι το παϊτόνι, που περίμενε έξω απότον καφενέ.

«για δες πώς τον πάνε», κάγχασε με κακία οΧαλήλ.

Στον καφενέ

15

μακέτα τελικη.qxp_Layout 1 5/4/17 12:50 μ.μ. Page 15

Page 14: ΣΚΕΥΟΣ META ΝΟΙΑΣ · 2017. 4. 24. · με το τάβλι, άλλοι τεριακλήδες με τους ναργιλέ - δες, άλλοι ξαπλωμένοι στους

«Βουρ!», πρόσταξε τ’ αφεντικό τον αραμπα-τζή, κι εκείνος χτύπησε με το μαστίγιο τ’ άλογα.Άφησαν την προκυμαία κι ανηφόρισαν προς τηνΆνω Πόλη, όπου σκαρφάλωνε ο τουρκομαχαλάςνοτιοανατολικά.

Πέρασαν τον στρατώνα, τον Κισλά, την Οβραϊ-κή με τα κλειστά μπεντεστένια εκείνη την ώρα, κιανέβαιναν τις πλαγιές του Πάγου. Βασίλευε, κι οήλιος χρωμάτιζε με σκούρα, μαβιά στεφάνια ταερείπια του κάστρου στην κορυφή.

Ένας χαρατζίμπασης που μάζευε φόρους καιδοσίματα, έξω από μια Πορτάρα, σφυρίζονταςμέσα απ’ τα δόντια του είπε: «Σελάμ αλέκουμ!»3.«Αλέ…κουμ σελάμ!», αντιχαιρέτησε κι ο Μεμέτα-λης και του πέταξε ένα γερό μπαξίσι.

Το αεράκι που φύσαγε του ξεθόλωσε το μυα-λό. Με τον καλπασμό πάνω στα καλντερίμια,τάκα-τούκα-τάκα-τούκα, του ’ρθε κάτι σα νάρκη,κι άρχισε να ξετυλίγεται η ζωή του. Κι ο καρο-τσιέρης δεν σταμάταγε τις καμουτσιές στη ράχητων αλόγων και τα πέταλά τους βροντολογούσαν.

Σκεύος μετανοίας

16

μακέτα τελικη.qxp_Layout 1 5/4/17 12:50 μ.μ. Page 16

Page 15: ΣΚΕΥΟΣ META ΝΟΙΑΣ · 2017. 4. 24. · με το τάβλι, άλλοι τεριακλήδες με τους ναργιλέ - δες, άλλοι ξαπλωμένοι στους

2Η Αίνος. Ταξιδευτές

δΙΠλΑ ΣΤΙΣ ΕΚΒΟλΕΣ ΤΟυ ΕΒΡΟυ, ΣΤΗΝ ΑΙΝΟ ΕΙΧΕ γΕΝ-νηθεί – πάν’ δεκαεφτά χρόνια. Εκεί, που απ’ ταχρόνια του Ορφέα έψελναν ύμνους οι τραγουδιά-νοι για τη Θράκη. Αίνος! Χτισμένη πάνω σε τέσ-σερις λόφους, καραβοκύρισσα, που τα πλεούμενάτης ταξίδευαν από τη Μαύρη Θάλασσα κι από τηνΟδησσό μέχρι την Αλεξάνδρεια και τη Χάιφα στηΜεσόγειο. Οι κάσες των καπεταναίων γιόμιζανχρυσάφι με το αλισβερίσι που είχαν με τις πολι-

17

μακέτα τελικη.qxp_Layout 1 5/4/17 12:50 μ.μ. Page 17

Page 16: ΣΚΕΥΟΣ META ΝΟΙΑΣ · 2017. 4. 24. · με το τάβλι, άλλοι τεριακλήδες με τους ναργιλέ - δες, άλλοι ξαπλωμένοι στους

τείες της Ρωμυλίας, όπου έφταναν με το πλωτόποτάμι, τον Έβρο. Με τις κόφες κουβαλάγανε τιςλίρες οι λίγοι – οι πολλοί, όπως πάντα, μεροδού-λι-μεροφάι. Στην πολιτεία εκείνη μεγάλωσε οΘανασός, μα απόμεινε ορφανός, γιατί ο πατέραςτου, ο Κωνσταντής, πνίγηκε σ’ ένα ταξίδι του,αφήνοντας τη μάνα του χήρα με τρία παιδιά. Ημάνα του, η Κρυσταλλένια, δούλευε όπου έβρισκε,στ’ αμπέλια, στους νερόμυλους, στις αλυκές.Τουζ-γκιολού έλεγαν τη λίμνη, όπου σωριάζανεβουνό τ’ αλάτι κάθε Αύγουστο, όταν ξεραινόταν ηλιμνοθάλασσα. Η μεγάλη του αδελφή, η Βγενιώ,μάζευε βδέλλες από τη λίμνη – το ’χαν για γιατρι-κό. Βάζοντάς τες πάνω στις πληγές, βύζαιναν τοάρρωστο αίμα.

«Ελάτε!», φώναζαν οι γυρολόγοι, «ελάτεαβδέλλες για γιαρά και για ταμπλά, για πληγέςκαι για αρρώστιες βαριές».

Η μικρή αδελφή του πάλι, η Ταρσή, πάστωνεκαπνιστούς κέφαλους, τους λυκουρίνους, πουήταν ονομαστοί στην περιοχή με τ’ όνομα νίτικαή αινίτικα. Κι οι δυο αδελφίτσες του, όπως τιςέλεγαν, τα βράδια κένταγαν χρυσοκέντητα καιμεταξωτά εργόχειρα, κελίφια, τσεβρέδες. Κι

Σκεύος μετανοίας

18

μακέτα τελικη.qxp_Layout 1 5/4/17 12:50 μ.μ. Page 18

Page 17: ΣΚΕΥΟΣ META ΝΟΙΑΣ · 2017. 4. 24. · με το τάβλι, άλλοι τεριακλήδες με τους ναργιλέ - δες, άλλοι ξαπλωμένοι στους

αυτός δεν είχε πατήσει τα δεκατέσσερα, ότανμπάρκαρε στα καράβια ναυτόπαιδο μαζί με τονσυντοπίπτη του, τον Αναστάση, που ήταν και πιοθαρραλέος. Κλαίγαν η μάνα κι οι αδελφές τουσαν τον ξεπροβόδιζαν:

«Μ’ άδεια δισάκια πηγαίντε, με γιομάτα να’ρτε. Στην ευκή του Θεγού. Χώμα να πιάντε, μάλα-μα να γίνται...».

Και μια καλή γειτόνισσα, η άμνια – Βδοκιά,που τους παραστεκόταν, τις παρηγορούσε:

«Άφστε τα, μαρή, τα μουσουμπέτκα»4, έλεγε.«Ας βγάλουν με τον ίδρω τους, μπάρεμ5, το κατιτίτους και ο Θγιος έν’ ο ίδιος και στις θάλασσες».

Στην αρχή, εργάζονταν σε ρωμαίικα καΐκια,πιάναν τα κοντινά νησιά, Ίμβρο, Τένεδο, λήμνο,μεταφέροντας στάρια, σύκα, παστά ψάρια, κρα-σί, τουλούμια με φαγώσιμα, βελανίδια. Χρόνοςδεν πέρασε κι ο Αναστάσης, που ’χε ταμάχι6 κιήθελε να καζαντίσει πολλά, έπιασε δουλειά σεμια τουρκική μπομπάρδα που κατέβαινε απ’ ταμαυροθαλασσίτικα μπογάζια7 ως του Τσανάκ-Καλέ8 τα στενά, κι από κει στην Άσπρη Θάλασσατου Αιγαίου. Στο άλμπουρό του κυμάτιζαν τα

Η Αίνος. Ταξιδευτές

19

μακέτα τελικη.qxp_Layout 1 5/4/17 12:50 μ.μ. Page 19

Page 18: ΣΚΕΥΟΣ META ΝΟΙΑΣ · 2017. 4. 24. · με το τάβλι, άλλοι τεριακλήδες με τους ναργιλέ - δες, άλλοι ξαπλωμένοι στους

μισοφέγγαρα κι έδεναν σ’ όποιο λιμάνι ήθελαν,όχι σαν την παλιοκαϊάσα του Μαθιού ή του κιορ-Αστακού, που παντού τούς γύρευαν μπαξίσια.

Έτσι απαλόκαρδος που ήταν, τον τράβηξε οΑναστάσης κι αυτόν μαζί του, στη δούλεψη τουΜεμέταλη. Αυτόν τον έβαλαν μάγειρα, τον άλλοντον άφησαν μούτσο. Ο καπετάνιος τον Θανασότον ξεχώριζε, έτσι που ήταν σβέλτος και λιγομί-λητος, μες στο τσούρμο εκείνο με τους Τουρκό-φωνους της Θράκης, τους γκαγκαβούζηδες και τοτουρκομάνι. Μετά κάνα χρόνο, ο Αναστάς, όπωςτον φώναζαν πια, θέλησε να φύγει κι ο καπετά-νιος του ’δωκε τα εργατικά του. Μα τον Ατανάς,όπως τον έλεγαν, δεν τον πλήρωνε, γιατί φοβότανμην χάσει τέτοιο δουλευτάρη, και τον έταζε πολ-λά, σα φτάσουνε στη Σμύρνη. Κι έβαλε σχέδιοστο μυαλό του, που θα ’δινε χαρά μεγάλη στηγυναίκα του την Αϊσέ, που έλιωνε απ’ το μαράζι,γιατί μωρό στην αγκαλιά της δεν βύζαξε και δενανάστησε παιδί.

«Εμ’ φτωχές οι δούλες μου», παραπονιόταν,«εμ’ παιδιά πολλά έχουν, κι εμένα στα κρυφά μεπεριγελάν σαν στείρα. Τι να τα κάνω τα μπερε-κέτια, κι όλα μου τα πλούτη», έλεγε, βλέποντας

Σκεύος μετανοίας

20

μακέτα τελικη.qxp_Layout 1 5/4/17 12:50 μ.μ. Page 20